Você está na página 1de 2

«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ.

1,10)

Περίοδος Δ΄ - Ἔτος ΚΖ΄ Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16) Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος
Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 1614 10 Ὀκτωβρίου 2007 Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ὁ θάνατος
«Ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ» (Λουκ. 7,12)

Η ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ


πιὸ ὄμορφη στὸν κόσμο. Ἔχει χιλιάδες λέ-
ξεις. Ἀλλὰ μέσα σ᾽ αὐτὲς ὑπάρχει καὶ μία ποὺ
νὰ παρουσιάζεται μπροστά του καὶ νὰ τοῦ λέῃ·
«Βασιλεῦ, μέμνησο ὅτι θνητὸς εἶ»· βασιλιᾶ,
νὰ θυμᾶσαι πὼς θὰ πεθάνῃς. Κι αὐτὸς δὲν ἦ-
εἶνε φαρμάκι, κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χλωμιάζῃ, ταν βαπτισμένος Χριστιανός· ἔζησε τετρακό-
νὰ παραλύουν τὰ γόνατά του. Καὶ ὅμως ἡ λέξι σα χρόνια πρὸ Χριστοῦ. Δὲν ἔχω καιρὸ νὰ σᾶς
αὐτή, ἂν τὴν σκεφτῇς, μπορεῖ νὰ σὲ κάνῃ νὰ μι- διηγηθῶ κι ἄλλα τέτοια παραδείγματα.
σήσῃς τὸ κακό, ν᾽ ἀγαπήσῃς τὸ καλό, νὰ γίνῃς Καὶ αὐτοὶ μὲν ἦταν εἰδωλολάτρες· ἐμεῖς ὅ-
ἄγγελος. Εἶνε ἡ λέξι θάνατος. Γιὰ τὸ θάνατο μως, ποὺ εἴμαστε Χριστιανοί; Ὅλα τὰ συλλο-
μιλάει σήμερα τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Τὸ γιζόμαστε, ἕνα δὲν θέλουμε νὰ σκεφτοῦμε, τὸ
θάνατο σκέπτονταν οἱ ἅγιοι, οἱ μοναχοὶ στὰ ἀσκη- θάνατο. Θυμᾶμαι μιὰ φορὰ ποὺ σὰν ἱεροκήρυ-
τήριά τους, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας. κας πῆγα σ᾽ ἕνα χωριό. Μπῆκα σ᾽ ἕνα σπίτι καὶ
Λένε γιὰ κάποιο εἰδωλολάτρη βασιλιᾶ, τὸν κάθησα. Ὅπως ἦταν ὅλοι μαζεμένοι, σὲ μιὰ στι-
Ξέρξη, ποὺ ἔζησε πεντακόσα χρόνια πρὸ Χρι- γμὴ δὲν ξέρω πῶς ἦρθε ὁ λόγος καὶ ἀνέφερα
στοῦ, ὅτι ἀποφάσισε νὰ κάνῃ πόλεμο μὲ τὴ μι- τὸ θάνατο. Μόλις ἄκουσαν θάνατο, λέει κά-
κρή μας πατρίδα, νὰ μᾶς ὑποδουλώσῃ. Μάζε- ποιος «Χτύπα ξύλο». Τόσο τὸν τρέμουν τὸ θά-
ψε λοιπὸν στρατὸ πολύ, πέρασε τὰ Δαρδα- νατο· καὶ νομίζουν πὼς ἅμα χτυπήσουν ξύλο θὰ
νέλλια, ἦρθε στὴ Θρᾴκη, πέρασε τὸν Ὄλυμπο φύγῃ. Ἐμεῖς βαπτισθήκαμε Χριστιανοὶ καὶ δια-
καὶ ἔφθασε στὴ Θεσσαλία. Γέμισε ὁ κάμπος βάζουμε τὸ Εὐαγγέλιο· ἐπιτρέπεται νά ᾽χουμε
στρατιῶτες. Οἱ στρατηγοί του τοῦ εἶπαν, νὰ τέτοιο φόβο; Ὁ φόβος δὲν ἁρμόζει στοὺς Χρι-
κάνῃ παρέλασι. Καὶ πράγματι ἔστησε μιὰ ἐξέ- στιανούς, ἁρμόζει σὲ ἀπίστους.
δρα, ἀνέβηκε πάνω στολισμένος, καὶ ἀπὸ τὸ Κάθε φορὰ ποὺ πᾶμε σὲ κηδεία ἀκοῦμε τὸν ἀ-
πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ περνοῦσε μπροστά του πόστολο Παῦλο νὰ λέῃ· Νὰ «μὴ λυπῆσθε καθὼς
ὁ ἀναρίθμητος στρατός. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», νὰ μὴ λυ-
τὸ πρόσωπό του φάνηκε στενοχωρημένο κι ἀ- πᾶστε ὅπως οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν πιστεύουν σὲ Θεὸ
πὸ τὰ μάτια του ἄρχισαν νὰ τρέχουν δάκρυα. καὶ ἀθανασία ψυχῆς (Α΄ Θεσ. 4,13). Ὁ Χριστὸς ἦρθε
Οἱ ὑπασπισταί του τὸν ρωτοῦν· ―Βασιλιᾶ, τί καὶ κατήργησε πράγματι τὸ φόβο τοῦ θανάτου.
σὲ στενοχωρεῖ; Σήμερα θά ᾽πρεπε νά ᾽σαι χα- Μιὰ ἀπόδειξις εἶνε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
ρούμενος· τέτοιο στρατὸ δὲν ἔχει κανένας ***
ἄλλος. Καὶ αὐτὸς εἶπε· ―Ἔχετε δίκιο. Ἀλλὰ Καθὼς ὁ Χριστός, λέει, πλησίαζε σ᾽ ἕνα χω-
τὴν ὥρα ποὺ παρήλαυνε ὁ στρατὸς πέρασε ριό, ἀκούει κλάματα καὶ θρῆνο. Συνώδευαν ὅ-
ἀπ᾽ τὸ μυαλό μου ἡ σκέψι· ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ λοι στὸ νεκροταφεῖο ἕνα νεκρό. Μέσα στὴν κάσ-
χρόνια οὔτε ἐγὼ οὔτε αὐτοὶ θὰ ὑπάρχουμε… σα ἦταν ἕνα μπουμπούκι, ἕνας νέος, τὸ καμά-
Σκέφτηκε δηλαδή, ὅτι μιὰ μέρα θὰ πεθάνου- ρι τῆς μάνας του. Ἔκλαιγε αὐτή, ἔκλαιγε καὶ ὅ-
με, κι αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ χύσῃ πικρὰ δάκρυα. λο τὸ χωριό. Ὁ Χριστὸς πλησιάζει καὶ τῆς λέει
Καὶ ὄχι μόνο ὁ Ξέρξης· πολλοὶ ἄλλοι μεγά- «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,14). Ποιός τὸ ἔλεγε αὐτό; Ὁ Κύ-
λοι καὶ τρανοί, πάνω στὴν ἀκμή τους, σκέπτον- ριός μας, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
ταν τὸ θάνατο. Ἔτσι σκεπτόταν καὶ ὁ βασι- Καὶ δὲν ἀρκέστηκε μόνο στὰ λόγια· πλησιάζει,
λιᾶς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος, ὁ πατέρας τοῦ ἀπευθύνεται στὸ νεκρὸ καὶ τοῦ λέει· «Νεανί-
Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺ ὅταν ἀνέβηκε στὸ σκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»· παιδί μου, σὲ διατάζω
θρόνο διέταξε ἕνα στρατιώτη του, κάθε πρωὶ σήκω πάνω (ἔ.ἀ.). Ποιός εἶν᾽ αὐτὸς ποὺ διατάζει;
2
Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειαξε τὰ ἄστρα, τοὺς γαλα- ἐκκλησία· ἔχουν ἔθιμο νὰ βάζουν τὰ μαῦρα καὶ
ξίες, τὸ σύμπαν· ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων, ὁ πλά- τρία χρόνια νὰ μὴ πατοῦν τὸ κατώφλι τῆς ἐκ-
στης καὶ ὁ κριτής μας. Κι ὅπως ἡ μάνα ξυπνάει κλησίας· κ᾽ ἐπειδὴ συνέβη κοντὰ στὸν ἕνα θά-
τὸ παιδὶ νὰ πάῃ στὸ σχολεῖο, ἔτσι ὁ νεανίσκος νατο νὰ ἔρθη δεύτερος καὶ τρίτος, εἶχαν δε-
ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σηκώθηκε. Καὶ φόβος ἔπεσε καπέντε χρόνια νὰ ἐκκλησιαστοῦν! Τοὺς μά-
σὲ ὅλων τὶς ψυχές, καὶ ἔλεγαν· «Προφήτης μέ- ζεψα, καμμιὰ τριανταριά, καὶ εἶδα κ᾽ ἔπαθα νὰ
γας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν»(ἔ.ἀ. 7,16). Ἀπέδειξε λοιπὸν ὁ τοὺς πείσω, ὅτι ἡ ἐκκλησιὰ δὲν εἶνε κινηματο-
Χριστὸς μὲ τὸ θαῦμα αὐτό, ποὺ τὸ εἶδαν τόσα γράφος καὶ θέατρο· εἶνε ὁ οἶκος τοῦ Χριστοῦ,
μάτια, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. καὶ σὲ κάθε λειτουργία ἡ Ἐκκλησία, σὰν μάνα
Τὸ ἀπέδειξε καὶ ἄλλοτε. Τὸν εἶχαν εἰδοποιή- στοργική, μνημονεύει ὅλα τὰ παιδιά της, ὅλους
σει ἀπὸ ἕνα σπίτι γιὰ τὸ κορίτσι τους, ἡλικίας δώ- τοὺς νεκροὺς καὶ ὅλους τοὺς ζωντανούς.
δεκα ἐτῶν· Ἔλα, Κύριε, γιατὶ πεθαίνει. Ἀλλὰ ***
μέχρι νὰ πάῃ ἡ κόρη ξεψύχησε· καὶ τότε ἔστει- Τί πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ φρονοῦμε ἐ-
λαν εἴδησι νὰ μὴν ἔρθῃ ἀφοῦ πέθανε πλέον. μεῖς γιὰ τὸ θάνατο; Τί εἶνε ὁ θάνατος; Γιὰ ἕ-
Πῆγε ὅμως. Βρῆκε τὸ σπίτι μέσα στὸ πένθος. ναν ποὺ πιστεύει ὁ θάνατος εἶνε ἕνα ἐπεισόδιο
Καὶ προσευχήθηκε ὁ Χριστὸς καὶ εἶπε πάλι τῆς ζωῆς μας. Γιὰ ὅποιον πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς
«Ἐγείρου», κ᾽ ἡ κόρη ἀναστήθηκε (Λουκ. 8,54-55). ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, νά τί εἶνε ὁ θάνατος· σὰν
Ἀκόμη περισσότερο τὸ ἀπέδειξε ὅταν ἔμα- νὰ ἔχῃς ἕνα πουλάκι κλεισμένο μέσα σὲ χρυσὸ
θε ὅτι ὁ φίλος του ὁ Λάζαρος πέθανε. Πῆγε κλουβί, ἀνοίγεις τὴν πόρτα, ἐλευθερώνεται
ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ τέσσερις μέρες. Στάθηκε ἐμ- καὶ φεύγει ὅλο χαρά. Τί εἶνε ὁ θάνατος; σὰν νὰ
πρὸς στὸ μνῆμα καὶ φώναξε· «Λάζαρε, δεῦρο εἶσαι κατάδικος τριάντα χρόνια κι ἀνοίγουν οἱ
ἔξω» (Ἰω. 11,43). Κι ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε ἐκ νε- πόρτες καὶ σοῦ λένε· Εἶσαι ἐλεύθερος, ἄντε
κρῶν καὶ βγῆκε ἔξω ὄρθιος. στὸ καλό. Φυλακὴ εἶνε ὁ κόσμος αὐτός. Φυλα-
Ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο θαῦμα δὲν εἶνε αὐτά· κισμένοι δὲν εἶνε μόνο οἱ κρατούμενοι γιὰ κά-
εἶνε ὅτι ἀναστήθηκε ὁ ἴδιος τὴν τρίτη ἡμέρα. ποιο παράπτωμα. Αὐτοὶ εἶνε λίγοι. Ὅλοι εἴμα-
Ἐπάνω σ᾽ αὐτὸ στηρίζεται ὁλόκληρος ὁ χρι- στε φυλακισμένοι. Καὶ λέει ὁ Δαυΐδ· «Ἐξάγα-
στιανισμός. Αὐτὸ τὸ θαῦμα ἑορτάζουμε κάθε γε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου». Θεέ μου, ἐ-
Κυριακή. Ἂν προσέξετε, θ᾽ ἀκούσετε· «Ἀνάστα- λευθέρωσε τὸ «πουλάκι» αὐτὸ ἀπὸ τὴ φυλακή
σιν Χριστοῦ θεασάμενοι…» (ὄρθρ., μετὰ τὸ ἑωθ. εὐαγγ.). του (Ψαλμ. 141,8). Τί εἶνε ὁ θάνατος; Ἔκανες στρα-
Θυμᾶμαι ἕνα βοσκὸ στὰ Γρεβενὰ ποὺ μοῦ τιώτης; Ὅπως ὁ στρατιώτης δὲ βλέπει τὴν ὥ-
᾽λεγε· ―Ἐγὼ θὰ πάω πρωὶ - πρωὶ στὴν ἐκκλη- ρα πότε θὰ πάρῃ τὸ ἀπολυτήριο, ἔτσι εἶνε
σία. ―Γιατί; τοῦ λέω. ―Θέλω ν᾽ ἀκούσω τὸ χαρὰ ἡ ἀπόλυσίς μας ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή. «Νῦν
«Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…»· μ᾽ ἀρέ- ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα…» (Λουκ. 2,29).
σει αὐτό… Τὴν Κυριακὴ ὅλα (τροπάρια, εὐαγ- Μὴ φοβᾶστε λοιπὸν τὸ θάνατο. Ἂς ἔρθῃ ὁ
γέλια, τὰ πάντα) φωνάζουν· Ἀνέστη ὁ Κύριος! θάνατος ὅποια ὥρα κι ἂν εἶνε. Ὁ Χριστὸς πά-
Ὅσοι λοιπὸν πιστεύουμε στὸ Χριστὸ δὲν ἐ- τησε τὸ θάνατο, νίκησε τὸ χάρο. Γιὰ τὸ Χρι-
πιτρέπεται νά ᾽χουμε φόβο μπρὸς στὸ θάνατο. στιανὸ δὲν ὑπάρχει πλέον ὁ φόβος θανάτου.
Γιά κοιτάξτε ὅμως τοὺς Χριστιανούς. Ἀλλὰ τί νὰ φοβούμεθα ἐμεῖς; Ἐγὼ τοὐλάχιστον
ἕνα φοβᾶμαι· κ᾽ ἐσεῖς, ἀδέρφια μου, αὐτὸ νὰ φο-
Στὴ Μικρὰ Ἀσία, πρὸ Χριστοῦ, εἶχαν συνή-
βᾶστε· νὰ μὴν πεθάνουμε ἀμετανόητοι! Προ-
θεια ἀντίθετη ἀπὸ τὴ δική μας· ὅταν γεννιό-
τοῦ νὰ φτάσῃ ἡ τελευταία ὥρα, νὰ μᾶς δώσῃ ὁ
ταν ἄνθρωπος ἔκλαιγαν, γιατὶ ἤξεραν σὲ τί
Θεὸς καρδιὰ συντετριμμένη, ἀπὸ τὰ μάτια μας
βάσανα μπαίνει, κι ὅταν πέθαινε ἔπαιζαν τὰ
νὰ πέσουν δάκρυα γιὰ ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά μας,
βιολιὰ καὶ διασκέδαζαν, διότι ἤξεραν ὅτι τε-
καὶ τότε νὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία·
λείωσαν τὰ βάσανά του. Στὸν αἰῶνα μας ἰδί-
«Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν» ―εἴδατε;
ως, ὅταν γεννιέται ἄνθρωπος κλάψτε τον. Τὸ
δὲν λέει πλούσια καὶ ἔνδοξα, ἀλλὰ «χριστιανὰ
λέει τὸ Εὐαγγέλιο· Μανάδες ποὺ ἔχετε παι-
τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυν-
διά, κλάψτε γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ ἔρχονται στὸν
τα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ
κόσμο (βλ. Λουκ. 23,28). Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος πε-
φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα».
θαίνῃ, δὲν εἶνε τόσο μεγάλο τὸ κακό.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ ἔχουμε τέ-
Τώρα βλέπεις στὸ θάνατο· ἄλλος τραβάει
τοιο τέλος καὶ ὅλοι νὰ σφραγίσουμε τὰ χείλη
τὰ μαλλιά του, ἄλλος γρατζουνίζει τὰ μάγουλά
μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς
του, ἄλλος κλείνεται μέσα καὶ δὲν πάει στὴν
ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
ἐκκλησία. Σὲ κάποιο χωριὸ μοῦ εἶπαν, ὅτι γυναῖ-
κες ἔχουν δεκαπέντε χρόνια νὰ πᾶνε στὴν (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἱ. ναὸ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν τὴν 9-10-1960. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 10-10-2010.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 16αΆ τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)

Você também pode gostar