Você está na página 1de 12

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ
ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ
2

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΤΕΣΗΣ

Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Η Οβρηά μπαίνει λαχανιασμένη.
Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΟΒΡΗΑ
Καλή ’σπέρα, Κυρά μου, καλή ’σπέρα, Κυράδαις μου, προσκυνώ.
Αφήστε με, Κυράδαις, μου να καθίσω, διατί κοντεύει νάβγει η ψυχή μου κοντεύει. Δεν
μπορούμε οι κακορρίζικοι την ημέρα να ξεμουτρήσουμε, την ημέρα, Κυράδαις μου, που μας
κτυπούν τα παιδιά και οι μεγάλοι ακόμη, μας ρίχνουν βρωμιές επάνω μας, μας πετροβολούνε.
Στοχάσου τη νύχτα πώς ετρέμανε τα ποδαράκια μου τα γονατάκια μου καθώς ερχόμουνα. Δια
μεγάλη σας αγάπη ήλθα, και άνοιξε κι ο Χαχάμης την πόρτα του Γέτου κι’ εβγήκα, κ’
εστεκόμουνα κοντά στον άνθρωπό σας, Κυράδαις μου. Αχ! (Κάθεται).
Ευχαριστώ, Κυρά μου. Έτσι να ησυχάση η καρδούλα σας, καθώς ησύχασε το κορμάκι μου
στην καθήκλα σας. Ελαφρέ και ο Γιαουντίς μου, το παιδί μου, να με συντροφεύση, μα δεν τον
άφησε η Ραχέλα μου, η αδελφή του, δεν τον άφησε μην πάθη κακό. Βλέπεις τους σκιαζόμαστε,
τούτους τους χριστιανούς, τους σκιαζόμαστε, Κυρά μου.
Νάκανε ο εκλαμπρότατος αφέντης ο Άρχος σου, κυρά μου, το ψυχικό του, να μιλήση του
Πρεβεδούρου, δια να μη μας πειράζουν οι χριστιανοί! Να τόκανε, κυρά μου! Πες του, κυρά μου,
έτσι ν’ αλλάξη η μοίρα της αρχοντοπούλας σου, και να γενή χρυσή μοίρα, χρυσή! Έτσι τ’
αρχοντικό σου νάναι στολισμένο από κάθε καλό, καθώς ήταν στολισμένα από ’πωρικά τα
ώμορφα περιβόλια που εκατοικούσαν οι πρωτόπλαστοι, κυρά μου, οι πρωτόπλαστοι. Πες του το,
κυρά μου, έτσι να δακρύζουν συχνά τα ματάκια σου από χαρά, και ποτέ να μη δακρύζουν από
πίκρα. Πες του το, κυρά μου, έτσι να σε αξιώση ο Αντωνάης, κυρά μου, να βάλης εις τα γόνατά
σου, της αρχοντοπούλας σου, κυρά μου, και του αρχοντόπουλού σου τα παιδάκια, κυρά μου, και
όλα σερνικά, όλα σερνικά σαν τον προπάτορά μας τον Γιακό, κυρά μου, τον Γιακό.
Να του το πης, κυρά μου, να του το πης – να κάμη το ψυχικό του, να μην μας πειράζουν οι
χριστιανοί, διατί δεν είμαστε Χανανέοι, είμαστε Εβραίοι. Να μας σπλαχνιστή ο αφέντης, κυρά
μου, έτσι στο αρχοντικό του να βρυάζουν πλουσιοπάροχα τα πανάγαθα σαν εις τους εφτά
χρόνους τους καλούς του Φαραώ, και πάντα το μάννα να βρέχη στο αρχοντικό σας.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
3

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ

Ι Ο Υ Δ Α Σ
Η Μαγδαληνή απομένει μια στιγμή συλλογισμένη. Κοιτάζει ψηλά.
Μέρος Δεύτερο, Σκηνή Δέκατη τέταρτη.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ
Σε σένα υψώνω την προσευχή μου, Κύριε, Σε σένα! Λύτρωσέ με! Λευτέρωσέ με απ’ τον
πηλό! Ας μη με κουκουλώσει, Κύριε, το ρέμα του νερού!… Ας μη με καταπιεί ο βυθός!… Και
το πηγάδι ας μην κλείσει από πάνω μου το στόμα του!… Ζύγωσε την ψυχή μου! Εσύ ξέρεις την
ντροπή μου… την ντροπή που συνέτριψε τη σάρκα μου. Έλυωσα τη σάρκα μου, σαν το κερί στη
φλόγα της μετάνοιας. Έλυωσα τη σάρκα μου στη φλόγα της αγάπης σου… Ζύγωσε την ψυχή
μου, Κύριε! Περιτριγύρισέ με… σφιχτά περίβαλέ με… Τύλιξέ με στα δυνατά, τα φοβερά
πλοκάμια σου, να τρίξουνε τ’ αμαρτωλά τα κόκκαλά μου στο παντεξούσιο αγκάλιασμά σου!…
(Γεμάτη από ηδονή, που δεν μπορεί κανείς να ξέρει, αν είναι καθαρή η βρώμικη)
Κι ας γίνει ένα με σένα, Κύριε. Το κορμί μου κι η ψυχή μου ένα με σένα. Μέσα μου να μπεις ως
τον αρμό τον πιο κρυφό μου. Και μέσα σου να είμαι σαν το παιδί στης μάνας του τη μήτρα…
Και τίποτα να μη μπορεί να μας χωρίσει στον αιώνα… Πάρε με, Κύριε, όλη πάρε με. Φλόγα,
νοιώθω το αίμα στην καρδιά μου, βαλαντωμένη από τον πόθο σου!…
(Ξαφνικά με φρίκη)
Τίνος είναι αυτά τα λόγια;
Του πειρασμού είναι αυτά τα λόγια!…
Πίσω! Τέρας του κάτω κόσμου…
Μακριά, τα σουβλερά νύχια σου απ’ το κορμί μου!…
Μη με κοιτάζεις! Τα μάτια σου σα να τινάζουν απάνω μου πράσινες φλόγες απ’ την κόλαση…
Πίσω!… Βοήθεια!… Βοήθεια!…
Πίσω! Μη με ζυγώσεις! Σε ξέρω, πειρασμέ! Σε βλέπω!
Κύριε! Μη μ’ αφήσεις!… Να, πώς πληθύναν οι εχθροί σου! Να πώς σηκώσανε κεφάλι…
Ας ντροπιαστούν όσοι γυρεύουνε την ψυχή μου! Ας γκρεμιστούνε στον Άδη όσοι βάλανε βουλή
να μ’ αφανίσουν!

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
4

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΜΑΡΙΟΣ ΠΠΟΝΤΙΚΑΣ

ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ


Μια γυναίκα που έχει ανέβει σε μια καρέκλα και προσπαθεί, υστερικά σχεδόν, να ισιώσει ένα κάδρο που έχει καρφώσει στον τοίχο απέναντι στην
πλατεία. Μιλάει στον άντρα της που είναι ο Πανταζής. Δηλαδή στους θεατές. Οι φράσεις που είναι μέσα σε παρένθεση είναι οι απαντήσεις του
Πανταζή. Και φυσικά, δεν ακούγονται.
Από τη συλλογή μονόπρακτων Εσωτερικαί Ειδήσεις, Επεισόδιο 2ο.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ωραίο; (Σα στραβό μου φαίνεται). Εντάξει τώρα; (Δε θέλει λίγο δεξιά;).
Τόσο;(Εντάξει). Μήπως μια ιδέα πιο αριστερά; (Για δοκίμασε). Εντάξει; (Νομίζω ναι). Σα
να μου φαίνεται ότι στράβωσε λίγο. (Δεν ξέρω). Τώρα; (Λίγο πιο δεξιά). Νομίζω είναι ίσο
τώρα. (Ναι τώρα είναι ίσο). Ναι, είναι τέλειο. (Είσ' εφτυχισμένη;). Εφτυχισμένη. Εσύ; (Πάρα
πολύ. Εσύ;). Πάρα πολύ. (Άμα έρθει το μπαουλοντίβανο θα δεις). Θα χωράει, δε θα χωράει;
(Αμέ). Παλατάκι. Σωστό παλατάκι. (Εδώ μέσα θα γίνει σαλόνι περιωπής). Σαλονάκι με τα
όλα του. (Μα τι διάολο έπαθες; Γιατί τα μειώνεις όλα; Κουζινίτσα, μπαλκονάκι...). Εγώ;
Ίσα-ίσα που τα χαίρομαι. Γιατί τα μικραίνω; Δε μ' έχεις ακούσει που λέω μπριτζολίτσα
καμιά φορά; Σαλατίτσα, φουστανάκι, εκπομπούλα; (Και πού λες να πάει το μπαουλοντί-
βανο τελικά; Εγώ λέω εδώ). Θα χωράει; (Θα χωράει). Γιατί δε μετράς να δούμε; (Θα
χωράει). Πόσο είναι το μπαουλοντίβανο, είπες; (Είναι ο,τι πρέπει). Αν είναι τσίμα-τσίμα,
πού θα χωρέσει το τραπεζάκι με το πορτατίφ; Δε θά 'χουμε δίπλα το πορτατίφ; (Αλίμονο).
Αχ, τι ωραία που θά'ναι!... (Μ' αγαπάς;). Και, βέβαια !... Εσύ; (Με κάνεις περήφανο). Εγώ
() ! είμαι περήφανη. (Το κάδρο σα να στράβωσε πάλι). Σοβαρά; Προς τα δεξιά δεν
έγερνε; (Ναι....). Εντάξει; (Έτσι νομίζω). Δε σου φαίνεται σα να γέρνει αριστερά τώρα;
(Μπα...). Κι εγώ σου λέω γέρνει... (Για κούνα-το). Ίσιωσε; (Έτσι νομίζω). Να κατέβω
δηλαδή; (Για φέρ'το πιο δεξιά). Τόσο; (Εντάξει). Είσαι σίγουρος, ε; (Είναι φίνο). Τώρα
ίσωσε... (Σ' αρέσει;). Και βέβαια μ' αρέσει ! (Και μ' αγαπάς;). Και σ' αγαπώ. Έχω αυτή την
αδυναμία, αυτή την παραξενιά. Θέλω τα κάδρα να είναι ίσα, να μη στραβώνουν ούτε
χιλιοστό. Το σπίτι είναι η μίση ζωή του ανθρώπου, δε μ' αρέσει να βλέπω τα πράγματα
άνω-κάτω. Μ' αρέσει η τάξη, η καθαριότητα, η ομορφιά. (Είσ' εφτυχισμένη τώρα;). Είμ'
εφτυχισμένη τώρα. (Σε λατρεύω). Εγώ σε λατρεύω...

(Η ΓΤΝΑΙΚΑ ξεσπάει σε υστερικό γέλιο που γίνεται ένα βουβό κλάμα. Σβήνονν τα
φώτα)
WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
5

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

Η ΞΑΝΘΙΑ
Γυναίκα με ταγιέρ και τσάντα.

Από τη συλλογή μονόπρακτων Γκρο Πλαν.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΥΝΑΙΚΑ
Αυτήν, αυτήν την ξανθιά… αυτήν, καλέ, εκεί κάτω… Αυτήν με τ’ άσπρα και τα γυαλιά…
Αυτή, καλέ, που ’ναι ντυμένη του κουτιού σα μανεκέν… αυτήν λέω, τη βλέπετε; Ε, λοιπόν, αυτή
είναι πουτάνα! Μάλιστα πουτάνα… πουτάνα… πουτάνα!
Έτσι κερδίζει το ψωμί της η άθλια! Όλο το βράδυ δέχεται τους γεροντοκολασμένους και το
πρωί ντύνεται στ’ άσπρα και κατεβαίνει στα μαγαζιά, η αισχρή, η αντροχωρίστρα! Να την
βλέπατε πώς ήταν πρώτα… πριν δέκα χρόνια… ούτε θα τη γνωρίζατε… Μια κατσουφιασμένη,
μια κιτρινιάρα, ένα δουλικό πεντάρφανο, με κάτι μαλλιά σαν το πουρνάρι… έτσι ήρθε και μας
χτύπησε ένα πρωί την πόρτα… η αισχρή… και της ανοίξαμε… και τη δεχτήκαμε… και τη
συμπαθήσαμε… (Δακρύζει)
Εμείς έχουμε ασφαλιστικό γραφείο… και είχαμε βάλει αγγελία για μια γραμματέα, θα τη
διάβασε, φαίνεται, η τσούλα, και τσουπ… ένα πρωί… εκεί πού ’μασταν στο γραφείο μας… εγώ
κι ο άντρας μου… μας κουβαλήθηκε… σεμνή και φοβισμένη, που να ’σπαγε το ποδάρι της.
Μόλις την είδα σ’ αυτή την κατάσταση συγκινήθηκα κι είπα στον άντρα μου «Παρ’ την, βρε
Στέφανε», του ’πα, «παρ’ την, δεν τη λυπάσαι φαίνεται καλό κορίτσι… κάνε ένα ψυχικό,
φαίνεται καλό κορίτσι. Αν δεν την πάρεις στο δρόμο τον κακό θα καταλήξει και θα το έχεις
βάρος στην ψυχή σου». Κι έτσι τον έπεισα και την πήρε… που να μην έσωνα ν’ ανοίξω το
στόμα μου!
Και την προσέλαβε και πρώτα απ’ όλα της δώσαμε κι έφαγε και στυλώθηκε το κορίτσι στα
πόδια της κι ήρθε το χρώμα στα μάγουλά της… και της πιάσαμε και σπίτι με μπάνιο… και
χολάκι, λιγάκι υπόγειο, βέβαια, αλλά τι να γίνει, κάθε αρχή και δύσκολη. Και φορέματα τον
έβαλα και της πήρε και παπούτσια και φλιτζάνια… την προμήθεψα εγώ… και ποτήρια και
πιατάκια… όλο… όλο το νοικοκυριό της το ’καμα σιγά-σιγά… Κι εγώ σαν κόρη μου την είχα,
σαν κόρη μου… μάλιστα… γιατί εγώ… είχα δυο αγόρια και το ’χα καημό να ’χω και μια
κορούλα… Σαν κόρη μου την είχα, καλέ… Σαν κόρη μου… (Δακρύζει)
Ώσπου άρχισε ν’ αργεί ο Στέφανος και να μην έρχεται. Περίμενα, περίμενα και μια και δυο
νύχτες, τίποτα ο Στέφανος… άφαντος. Τηλεφωνούσα στους φίλους, τηλεφωνούσα στους
κουμπάρους… τίποτα ο Στέφανος, πουθενά. Λες να είναι ο Στέφανος τίποτα πράκτωρ,
σκεφτόμουν, και τον έχουν σκοτώσει και τον έχουν πετάξει μέσα σε κανένα οικόπεδο; Λες ν’
ανοίξω την εφημερίδα και να δω τον Στέφανο μισοφαγωμένο από τα ψάρια;
Αχ! Αυτή… αυτή η πουτάνα… η ξανθιά… η λευκοντυμένη με κατάστρεψε…

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
6

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΤΟ Σ ΠΙ ΤΙ
Γυναίκα με ταγιέρ και τσάντα.

Από τη συλλογή μονόπρακτων Γκρο Πλαν.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΥΝΑΙΚΑ
Αχ ένα σπίτι, Χριστίνα μου… Ένα σπίτι… Τι να σου πω! ΤΟ ΣΠΙΤΙ! Το αριστούργημα… Τι
να σου πω;
Ιδιαίτερη είσοδος, βεβαίως… Ναι… ναι, ιδιαίτερη είσοδο… κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι
ιδιαίτερο γκαράζ! Μάλιστα… γκαράζ… προσωπικό… ιδιαίτερο…! Άκου… άκου, για να σου
δώσω να καταλάβεις…
Στην αρχή… περνάς ένα μικρό κηπάκο με κάτι σκαλοπάτια και κάτι κάκτους… Βεβαίως
μάρμαρο… όλο μάρμαρο… παντού μάρμαρο… Κάτι το ιδιαίτερο… δεν ξέρω πώς να το πω!
Μάρμαρο! Ύστερα είναι η κυρία είσοδος… Τι έχει στον κήπο; Μα σου είπα, κακτοειδή,
καημένη… κακτοειδή… Ύστερα, που λες είναι η κυρία είσοδος… όλη από καρυδιά, ε!
Καρυδιά… Μασίφ… Κι η κλειδαριά από μπρούντζο… Ναυτική η κλειδαριά! Ανοίγεις και
μπαίνεις… και μπαίνεις κατευθείαν στο λίβινγκ ρουμ… Τεράστιο! Τεράστιο σα γήπεδο, σου
λέω… Τεράστιο! Ναι… ναι… κι η κουζίνα εκεί… Ένας τοίχος λιγάκι πιο ψηλός τη χωρίζει,
ναι… κι από πίσω του είναι η κουζίνα… Όλο μάρμαρο… γυαλί, ξύλο καρυδιάς και
μπρούντζο… και αυτόματα… αυτόματα όλα… σαν αεροπλάνο, σου λέω… Τέλειο πράγμα,
θαμπώνεσαι.
Ακριβώς αυτή είναι η λέξη… Θαμπώνεσαι! Βεβαίως… βεβαίως τα ’δα και τα μπάνια. Δυο
μπάνια έχει… Ναι… Ναι, και τρεις κρεβατοκάμαρες. Άσε… άσε, για τα μπάνια μην τα
συζητάς… άσε, δεν σου λέω τίποτα… Μπρούντζος… πορσελάνες… μάρμαρα… ξύλα…
καθρέφτες… Αφού όταν μπαίνεις μέσα ντρέπεσαι, καλέ… παθαίνεις τρακ… και σου κόβονται
όλα… δεν θέλεις τίποτα να κάνεις… μόνο να κοιτάς θέλεις… Οι κρεβατοκάμαρες; Άσε οι
κρεβατοκάμαρες είναι κάτι άλλο… ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί και τη βλέπεις; όχι, σε ρωτώ
και θέλω να μου απαντήσεις… τι βλέπεις; Την Ακρόπολη βλέπεις… Μάλιστα… μάλιστα, σε
τέτοιο μέρος… Θαμπώνεσαι… ή δεν θαμπώνεσαι, σε ρωτώ; Άσε τις ντουλάπες… Θυμάσαι κάτι
δωμάτια που βάζανε παλιά τις δούλες… έτσι ακριβώς είναι οι ντουλάπες. Άσε, να μην πιάσω τα
ράφια τους. Δεν είναι ξύλινα! Κι από τι είναι; Βρες το… Όχι… Να το πάρει το ποτάμι; Από
χοντρό κρύσταλλο… είναι τα ράφια στις ντουλάπες!
Όχι… όχι, δεν τέλειωσα ακόμα… Φαντάσου όλα αυτά που σου είπα… τρεις φορές ακόμα…
Γιατί; Μα γιατί το σπίτι είναι τριώροφο, χρυσή μου!

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
7

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΕΝΑΣ ΖΩΗΡΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ


Γυναίκα καλοντυμένη, μιλά προς το κοινό.

Από τη συλλογή μονόπρακτων Γκρο Πλαν.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΥΝΑΙΚΑ
Εγώ από μικρή ήμουν πολύ ζωηρός χαρακτήρας… Μ’ άρεσε να βρίσκομαι με πολλούς
ανθρώπους… να πίνω, να γλεντώ, να γελώ… να τραγουδάω… μ’ άρεσε να το διασκεδάζω!
Δεν μ’ άρεσε να μένω κλεισμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους και ν’ αγαπώ συνέχεια τον ίδιο
άνθρωπο! Δεν μ’ άρεσε να τον περιμένω όλη μέρα να γυρίσει για να τον κάνω ευτυχισμένο…
Εγώ ήθελα να ζω έντονα την κάθε μου ώρα και στιγμή… Σα να ’ταν ακριβώς η τελευταία μου
ώρα στη ζωή μου… μ’ ένα και μόνο πρόσωπο… με καταλαβαίνετε… πιστεύω!
Όταν οι άλλοι, όμως, τα μυρίστηκαν αυτά… με είπαν ανήθικη και μού δώσαν μια και με
πέταξαν στο δρόμο… μικρό κορίτσι τότε. Ευτυχώς, όμως, εγώ δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Τι
να γίνει, είπα μέσα μου… έτσι είναι ο κόσμος… από δω και πέρα τι γίνεται; Ο χαρακτήρας
σου… είναι αυτός που είναι, είπα στον εαυτό μου… Τι θέλεις να πετύχεις στη ζωή σου; Θέλω
να ζήσω ωραία… είπα μέσα μου! Ωραία; Με τέτοιο χαρακτήρα; Μόνο ωραία δεν θα ζήσεις… ή
πρέπει ν’ αλλάξεις χαρακτήρα ή πρέπει να μάθεις να υποκρίνεσαι, πράγμα βαρετό, ή θα γίνεις
μια κοινή, του δρόμου… ή θα πεθάνεις για να γλιτώσεις μια και καλή… διάλεξε και πάρε, είπα
μέσα μου… Επειδή όμως ήμουν άνθρωπος ευθύς, προτίμησα το τρίτο… να γίνω δηλαδή μια
κοινή, του δρόμου…
Έγινα λοιπόν πόρνη, φίλοι μου… και πέρασα, σας το ορκίζομαι… ζωή χαρισάμενη! Και τις
καταθέσεις έχω και τ’ ακίνητά μου κι ωραία την πέρασα τη ζωή μου!
Οφείλω όμως να ομολογήσω… ότι στην αρχή είχα ορισμένες τύψεις! «Αχ Μαρία μου», έλεγα,
«τι έκανες, Μαρία μου… κατέστρεψες τη ζωή σου… Οι φίλες σου παντρεύτηκαν, Μαρία μου…
παντρεύτηκαν… εσύ, εσύ… στο δρόμο θα πεθάνεις μοναχή σου… και πολύ πολύ πεινασμένη».
(Γελάει)
Εγώ όμως φίλοι μου έζησα στα γεμάτα… Γνώρισα ανθρώπους ενδιαφέροντες… υπουργούς…
επιστήμονες… εφοπλιστές… έζησα «Κάργα» που λέμε εμείς στην πιάτσα… κι όταν έρθει η ώρα
μου να κλείσω τα ματάκια μου… δεν θα με πιάσει πανικός… γιατί εγώ έζησα, φιλαράκο…
τίποτα δεν κράτησα μέσα μου… τίποτα δεν θυσίασα… έζησα με χίλιες αισθήσεις… δεν
σακάτεψα τη ζωή μου… σ’ ένα σπιτάκι εγώ… έζησα… έζησα και γιαυτό με βλέπετε τόσο
ήρεμη!

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
8

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΤΟ ΧΙΟΝΙ
Μια γυναίκα καθισμένη σε καναπέ.

Από τη συλλογή μονόπρακτων Γκρο Πλαν.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ένα βράδυ σαν το σημερινό, δεν θυμάμαι ακριβώς αν ήτανε παραμονή Χριστουγέννων ή
Πρωτοχρονιάς… που το χιόνι είχε φτάσει το ένα μέτρο μέσα στην πόλη, εγώ κι ο Φρανσουά…
αποφασίσαμε να βγούμε έξω και να το κάψουμε στην κυριολεξία… (Γελάει)
Δεν θυμάμαι πού ακριβώς ήμασταν τότε… έχω όμως την εντύπωση πως πρέπει να ήμασταν ή
στην Κοπεγχάγη… ή στη Γενεύη… ή στη Βιέννη, σ’ ένα από αυτά τα τρία μέρη ήμασταν
σίγουρα… αλλά δε θυμάμαι πού ακριβώς… Εγώ, που λέτε, φορούσα ένα εκθαμβωτικό, έξωμο
βραδινό φόρεμα από μαύρο, λεπτό ύφασμα… τη λευκή γούνα και τα κοσμήματα που είχα
κληρονομήσει από τη γιαγιά μου… Ακόμα θυμάμαι… ότι φορούσα και κάτι λεπτά,
λεπτεπίλεπτα γοβάκια… πλεγμένα από ασημένια κλωστή… Ο Φρανσουά… ήταν ντυμένος
επίσημα… θυμάμαι (Γελάει)
Στην αρχή πήγαμε στην όπερα… Ύστερα, όπως ήταν φυσικό, πήγαμε και φάγαμε κάπου πολύ
καλά, κι ύστερα πήγαμε σ’ ένα κοσμικό κέντρο… για να χορέψουμε… Εκεί μείναμε ως τις πέντε
το πρωί… κι αν δεν μας έδιωχναν… μου φαίνεται… πως δεν θα φεύγαμε ποτέ… (Γελάει) Σαν
ήρθε η ώρα να φύγουμε… εγώ έμεινα έξω στην είσοδο κι ο Φρανσουά… πήγε να φέρει το
αυτοκίνητο… Εκεί στην έξοδο ήτανε πολύ ζεστά, θυμάμαι… Έξω το χιόνι είχε σκεπάσει τα
πάντα. Αλλά η ώρα περνούσε κι ο Φρανσουά… δεν φαινόταν πουθενά. Άρχισα ν’ ανησυχώ… μ’
έπιασε πανικός… ούτε κι εγώ ξέρω… τι έβαλα με το νου μου. Χωρίς να το πολυσκεφτώ…
ξετρελαμένη από το φόβο και την αγωνία… βγήκα έξω στο χιόνι… κι άρχισα να τον αναζητώ
παντού. Σε λίγο όμως χάθηκα. Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να παγώνουν… Προσπάθησα να
καταλάβω πού βρίσκομαι. Αδύνατον, είχα χαθεί… Τότε, θυμάμαι, μου συνέβη κάτι το εντελώς
παράξενο, που δεν μου έχει συμβεί ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, παρέλυσε η θέλησή μου…
Μάλιστα! Δεν έκανα καμιά προσπάθεια για να σωθώ…
Πάγωνα σιγά σιγά… το καταλάβαινα, πάγωνα… αλλά δεν μ’ ένοιαζε καθόλου, καθόλου σας
λέω… Το μόνο που έκανα… ήταν να πάω να καθίσω σε κάτι σκαλιά. Άρχισα να κλαίω
σιγαλά… ούτε κι εγώ ξέρω γιατί… Είχα μεθύσει, φαίνεται πολύ… Τα μάτια μου είχαν
θολώσει… Ύστερα από λίγο μέσα στο σκοτάδι… είδα δυο φανάρια αυτοκινήτου… να
πλησιάζουν… Ήταν ο Φρανσουά! Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου. Ο Φρανσουά
πετάχτηκε από το αυτοκίνητο… «Τι σου συνέβη, αγάπη μου», μου έλεγε και με φιλούσε. «Τι
σου συνέβη, μωρό μου;» Κι ύστερα με πήρε στα χέρια του… μ’ έβαλε στο αυτοκίνητο και
γυρίσαμε σπίτι… Ε, αυτό είναι όλο.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
9

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ

ΔΩΡΟΝ ΑΔΩΡΟΝ
Μια γυναίκα μιλά σε ένα φανταστικό πρόσωπο.

Από τη συλλογή μονόπρακτων Γκρο Πλαν.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΥΝΑΙΚΑ
Αυτοί οι κωλογιατροί με πήραν στο λαιμό τους… Αυτοί οι κωλογιατροί με καταστρέψανε…
Όλα… όλα μου τα γκρέμισαν… όλα… όλα…
Στα καλά του καθουμένου…. Στα καλά του καθουμένου…
Μια χαρά τα ’χα κανονίσει εγώ με τον άντρα μου… μια χαρά! Κι ήρθαν αυτοί και μου δώσαν
μια και μου τα γκρέμισαν όλα… όλα…
Στην άμμο έκτιζα τόσα χρόνια εγώ, βρε; Στην άμμο…
«Πέστε μου, γιατρέ, πέστε… τον εξορκισμένο έχω; πέστε μου… δεν με πειράζει, δεν με
πειράζει, πέστε μου… να κανονίσω την πορεία μου… Δεν με καταλαβαίνεται; Πέστε… δεν με
νοιάζει, πέστε μου… είμαι σκληρό καρύδι εγώ…»
«Ούτε δυο χρόνια ζωής, κυρία μου, ούτε δυο χρόνια ζωής».
«Εντάξει, γιατρέ… ευχαριστώ… ούτε δυο χρόνια ζωής…! Τι να γίνει; Ευχαριστώ… κι αυτά
καλά είναι».
(Αρχίζει να ουρλιάζει)
Τι δυο χρόνια ρε γιατρέ… Τι δυο χρόνια; Εδώ έχουνε περάσει πέντε κι ακόμα ζω, βρε γιατρέ…
Κι ακόμα ζω!
(Ξεσπάει σε κλάματα)
Όλα τα πέταξα… όλα τα πέταξα… στον αέρα τα τίναξα… ρε γιατρέ! Στον αέρα… Το σπίτι
μου… Τον άντρα μου… Το παιδί μου! Έμεινα ξεκρέμαστη, ρε, μ’ ένα στήθος! Κι έρχεσαι…
εσύ, βρε πούστη κωλογιατρέ… και μου λες πώς θα ζήσω!
(Έξαλλη)
«Ζήσε, Λέλα μου, και χέσ’ τους», έλεγα μέσα μου… «είκοσι μήνες σου μένουνε! Ζήσε κατά
πώς θέλεις κι ας τους… να τραβάνε τα μαλλιά τους… και να κτυπιόνται… εσύ θα φύγεις, θα
πετάξεις… αυτοί που θα μείνουνε εδώ, ας κάνουνε καλά… ας κάνουνε καλά».
(Με κλάματα)
Τι να το κάνω, βρε που γιατρεύτηκα… αφού χάλασα τη ζωή μου; Τι να το κάνω; Τι να το κάνω;
Έχασα τον έλεγχο, ρε γιατρέ… μ’ αυτά τα τελεσίγραφα… Πώς θα ζήσω… Πώς θα ζήσω;
Τώρα τρέχω σα ζουρλή όλη μέρα… όλη μέρα δεν φτάνω… δεν φτάνω, ρε γιατρέ… αλλιώς τα
είχα κανονίσει εγώ… αλλιώς… Βαρέθηκα, βρε… βαρέθηκα, βρε… δεν αντέχω… θέλω να
τελειώνω… να τελειώνω… σπάσανε τα νεύρα μου… σπάσανε τα νεύρα μου… (Κλάματα)

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
10

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΠΡΟΒΑ
Η γυναίκα είναι νευρική, προσπαθεί να είναι ψύχραιμη, κοιτάζει το τηλέφωνο, την πόρτα, πάει κι έρχεται, χτυπάει το τηλέφωνο, τρέχει.

Από τη συλλογή μονόπρακτων Τελευταία Παράσταση.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΓΥΝΑΙΚΑ
Ναι… ναι, σε περιμένω… (Πτώση) Καθόλου; Ούτε… μετά; Ναι, θα περιμένω, δεν με πειράζει.
Όχι, καθόλου, μ’ αρέσει αυτό… δηλαδή, να σε περιμένω, μ’ αρέσει. Δεν πειράζει. Έχω ένα
σωρό πράγματα να κάνω. Ναι, όποια ώρα νάναι. Ναι… Καταλαβαίνω. Εγώ όμως θα περιμένω.
Γεια σου, γεια σου. (Κλείνει). Δεν ξέρεις πόσο καινούργιο συναίσθημα είναι αυτό, για μένα είναι
καινούργιο, και θαυμάσιο! Πρέπει να είμαι προσεκτική. Δεν του αρέσουν οι μεγάλες φράσεις
και τα επίθετα. Αλλά εγώ όμως, εγώ αισθάνομαι κάτι απίστευτο, κάτι που δεν θυμίζει τίποτα
από τα προηγούμενα. Κάτι σαν έναν γλυκό πόνο εδώ, να εδώ, μέσα μου (χτυπάει το στέρνο της)
και θέλω να τραγουδάω, θέλω να γελάω, θέλω να κλαίω, όλα μαζί αυτά, επειδή… επειδή σ’
αγαπάω! (Έντρομη) Μη, όχι, μη θυμώνεις, νομίζω πως είμαι ερωτευμένη μαζί σου. (Τρομάζει.
Βιάζεται να επανορθώσει) Καλά, δεν θα το ξαναπώ, έχεις το λόγο μου. Αλλά είναι υπέροχο,
πίστευε με, είναι κάτι σαν… σαν το φως που ανάβει άξαφνα μέσα στη νύχτα. Ούτε! Κάτι πιο
πολύ! Σαν την ίδια τη ζωή. Το βρήκα! Είναι η ζωή αυτό! (Πτώση) Συγχώρεσέ με, δεν θα το
ξαναπώ. Αν ήξερες όμως… Όχι, δεν μπορείς να ξέρεις εσύ πώς αισθάνομαι εγώ, αφού… εσύ δεν
μ’ αγαπάς. Μα και βέβαια είμαστε φίλοι – κάτι παραπάνω – μιλάμε στο τηλέφωνο, είμαστε κάτι
σαν… πώς να στο πω… σαν συνωμότες!

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
11

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΑΜΠΑΡΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Η γυναίκα είναι νευρική, προσπαθεί να είναι ψύχραιμη, κοιτάζει το τηλέφωνο, την πόρτα, πάει κι έρχεται, χτυπάει το τηλέφωνο, τρέχει.

Από τη συλλογή μονόπρακτων Τελευταία Παράσταση.

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
ΝΤΟΛΛΥ
Είμαι η Θεατρίνα. Ένας ρόλος που δεν γράφτηκε ποτέ. Ο Συγγραφέας είπε πως είναι όλος ο
Κόσμος και πως δεν θα χωρούσε ίσως σ’ ένα Καμπαρέ. Μπορεί και να είναι έτσι. Εγώ θέλω να
σας πω την ιστορία της θετρίνας χωρίς κείμενο γραμμένο, πιο καλά έτσι, θέλω τη βοήθειά σου
μαέστρο όταν θα πρέπει να θυμηθώ κάτι… ή και να ξεχάσω. Αυτό είναι το δύσκολο. Να
ξεχάσω. Είναι η ζωή μου αυτή, αλλά εγώ τη λέω μόνο έτσι, «η Θεατρίνα» και τότε όλοι
μοιάζουν ήσυχοι και σαν ευχαριστημένοι. Ευχαριστώ μαέστρο. Αυτή η μουσική με βοηθάει
πολύ. Αν μετρήσω τους ρόλους… όχι, καλύτερα ν’ αρχίσω ανάποδα. Από το τέλος της
παράστασης. Τότε που όλοι έχουν φύγει και τα χειροκροτήματα στοιχειώνουν τον άδειο χώρο
του Θεάτρου. Τότε ακριβώς, εγώ θέλω να μιλήσω. Χωρίς κανένα φως, χωρίς ανθρώπους, χωρίς
χειροκροτήματα. Θέλω να πω τη ζωή μου. Ένας παγωμένος διάδρομος μέχρι το καμαρίνι μου,
μια πελώρια διαδρομή για να βρω το αληθινό μου πρόσωπο, ρούχα πολύχρωμα και μπογιές, ο
ένας ρόλος να μπλέκεται με τον άλλον, εκείνη η απαίσια αντήχηση από τα βήματά μου. Κι
ύστερα, η αγρύπνια της νύχτας. Η ζωή μου. Ολόκληρη.
Η Θεατρίνα! Ένας ρόλος για μια ολόκληρη ζωή. Κάποτε ξεχνάω τα λόγια. Είναι όλα δικά μου.
Μόνο το τραγούδι είναι αληθινό. Όλα τ’ άλλα ψεύτικα. Τίποτα δεν είναι δικό μου. Τα χάπια μου
για τον ύπνο δεν με πιάνουν… τώρα τελευταία κοιμάμαι λίγο και δύσκολα. Μιλάω μόνη μου τις
νύχτες. Χιλιάδες ρόλοι. Θα πεθάνω σαν τη μάνα μου. Είπανε πως έφταιγαν τα χάπια! «Τρελή»
είπαν. Εγώ όμως ξέρω. Ήτανε αληθινή θεατρίνα. Ένα πελώριο πάθος, σ΄ ένα Κόσμο χωρίς
φαντασία. Ένας τοίχος. Μιλούσε μόνη της. Αγαπούσε μόνη της. Πέθανε από τη σιωπή. Κανένας
δεν κατάλαβε.
Δεν παίζω κανένα ρόλο απόψε, είμαι η Θεατρίνα που κρύβεται στα πιο σκοτεινά όνειρά σας. Η
ζωή μου και η δική σας μαζί, σε ένα απαίσιο παιχνίδι για πεθαμένους εραστές. Όπου να ’ναι θα
έρθουν. Θα έχουν ένα πρόσωπο μάσκα και θα γελάνε. Εγώ θα ντυθώ για κάποιο ρόλο, το
κουδούνι θα χτυπήσει ξανά για μένα, και θα είμαι πεθαμένη. Σαν τη μάνα μου. Θα τραγουδάω
και θα παίζω. Πεθαμένη. Αφού η ζωή της Θεατρίνας είναι το πάθος και η φαντασία των άλλων.
Το πάθος και η φαντασία των άλλων!

WXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWXWX
12

TΕΛΟΣ

Você também pode gostar