Você está na página 1de 13

ΑΡΕΤΗ Γ.

ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 1


ΠΜ/ΜΜ1

AΓΙΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ

Η μάνα μου γεννήθηκε στον Αγιο Σέργιο, ένα χωριο 10 περίπου


χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αμμοχώστου, και του δάσους της
περίφημης νεκρόπολης της Κύπρου, της Σαλαμίνας του Τεύκρου,
του Ονήσιλου και του Ευαγόρα. Μισό μίλι δυτικά, βρίσκεται το
μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα, εκεί ακριβώς όπου ο
Επίσκοπος Ανθέμιος ονειρεύτηκε και βρήκαν τον τάφο του Αγίου,με
το Ευαγγέλιο στο στήθος.
Εκεί που έζησαν μια ζωή ολόκληρη, μέχρι που οι Τούρκοι τούς
ξεσπίτωσαν, οι τρείς Μοναχοί, αδέλφια μεταξύ τους, ο Χαρίτων, ο
Στέφανος και ο Βαρνάβας, και ασχολούνταν με την Αγιογραφία και
την καλιέργια της γής.
Εκεί εβαφτίστηκε η μάνα μου, τα αδέλφια της και οι πρόγονοί της.
Εκεί η μάνα και ο πατέρας μου βάφτισαν και εμάς τους τέσσερις, τα
αδέλφια μου και μένα.
Εκεί μας έπερναν την Κυριακή στην εκκλησιά, εκεί ψάλαμε με
κατάνυξη το «Η Γέννησή σου Χριστέ ο Θεός Ημων», εκεί δίναμε το
φιλί της Ανάστασης το Πάσχα, κάθε Πάσχα απο τότε πού θυμούμαι.
Πατέρας της ο Κωσταντής ο Πούγιουρος, ένας πανύψηλος
γεροδεμένος λεβεντοχωριάτης άνδρας, μεγαλοκτηματίας στην
περιοχή, που παντρεύτηκε την Θεκλού του Κάκκουρα, μικρόσωμη,
σιωπηλή, δυναμικότατη με τα κλειδιά του σπιτιού της και της
«κάσιας» πάντοτε στήν κόξα. Αυτή κουμάνταρε τα πάντα, με το
φρύδι πάντοτε δεμένο, κάτι που προσπάθησε να το μεταφέρει σε
εμάς, τα κορίτσια εγγόνια της, απο τα οκτώ μας χρόνια. «Το φρύδι
σας δεμμένο» έλεγε με βλοσυρή φωνή, όταν καθόμαστε στην
βεράντα του χωριάτικου πατρικού σπιτιού, που βρισκόταν στο
κεντρικό σοκκάκι, λιγο πιό κάτω απο τους καφενέδες της κεντρικής
πλαταίας, και τα αγόρια περνούσαν απ΄εκεί σκόπιμα ή ίσως τυχαία.
Και μείς πνιγόμαστε στα γέλια, προσπαθόντας να κρατηθούμε
σοβαρές, μήν τυχόν και η γιαγιά μας ακούσει.

Η οικογένεια του Κωσταντή καταγόταν απο την Σκάλα, την


Λάρνακα. Ο πατέρας του γεννήθηκε την εποχή της Τουρκοκρατίας
και λεγόταν Γιώρκος. Γιώρκος Πούγιουρος
Η Σκάλα την εποχή εκείνη έσφιζε απο ζωή. Εκεί ήταν όλα τα
Κονσουλάτα της Κύπρου, οι καλές οικογένειες, τα καλύτερα
σχολεία για τους γόνους των οικογενειών αυτών.
Ο παππούς μου δέν νομίζω να προερχόταν απο καμμιά γνωστή ή
σπουδαία οικογένεια. Δεν γνωρίζουμε κάν πώς βρέθηκε στον Άγιο
Σέργιο. Εκείνο που όλοι ξέρουν είναι ότι κατάφερε να γίνει ένας απο
τους πλουσιότερους της περιοχής.
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 2
ΠΜ/ΜΜ2

Ταβερνιάρης, εστιάτορας, μάντζιπας και ο ιδιοκτήτης του


«πανδοχείου» της περιοχής. Στο Χάνι του ξεπέζευαν οι κουρασμένοι
ταξιδιώτες, στούς σταύλους του πέζευαν τα άλογα, τις άμαξες και τα
γαιδούρια τους, και στην ταβέρνα του χόρταιναν την πείνα τους και
ξεδίψαγαν οι περαστικοί.
Ο Γιώρκος, σάν βρέθηκε στον Άη Σέρκη παντρεύτηκε την
Ανδρικκού, την «αγγόνισσα του Γιωρκάτζη με το νάμι», και
απέκτησαν τρία παιδιά,τον Οθωνα, τον Χαράλαμπο και τον
Κωσταντη τον παππού μου. Ο Χαράλαμπος , που ήταν το δεύτερο
παιδί, έγινε δάσκαλος,και ήταν ο πατέρας του Δημάρχου της
Αμμοχώστου, του Ανδρέα Πούγιουρου. Οι άλλοι δυό, ο Οθωνας,
που ήταν ο μεγάλος και ο Κωσταντής ο παππούς μου, τέλειωσαν το
Δημοτικό και άρχισαν δουλειά στις δουλειές του πατέρα.

Ο Κωσταντής λοιπόν, ο τρίτος γιός του Γιώρκου και της


Ανδρικκούς, « της αγγόνισσας του Γιωρκάτζη με το νάμι» όπως
είπαμε πιό πάνω, παντρεύτηκε την Θέκλα, την πανέμορφη κόρη της
Μαρκαρούς και του Αντώνη. Ο Αντώνης υπήρξε μισταρκός στο
σπίτι του πατέρα της Μαρκαρούς, του Μιχαήλη, και η κόρη τον
ερωτεύτηκε. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν έξη παιδιά, που πρίν
προλάβει η Μαρκαρού να τα μεγαλώσει, πέθανε. Μόνος του πλέον
ο Αντώνης, με μισή ντουζίνα παιδιά, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί
και διάλεξε μια όμορφη γυναίκα, την Ελένη,που δέν ήταν καθόλου
διατεθιμένη να πάρει μαζί με τον άνδρα, μια τόσο μεγάλη
οικογένεια. Ετσι τα έξη παιδιά ζούσαν μόνα τους σε διαφορετικό
σπίτι και μεγάλωσαν με την φροντίδα του Θεού και κάποιων καλών
ανθρώπων, συγγενών τους. Η πατρική περιουσία, απο την πλευρά
της Μαρκαρούς εξανεμίστηκε απο τον Αντώνη και την νέα σύζυγο,
που και οι δυό είχαν το όνομα μεγάλων και ανεύθυνων γλεντζέδων
για τη εποχή εκείνη, με αποτέλεσμα να μην μείνει δεκάρα για την
Θεκλού και τα πέντε αδέλφια της.

Ο Κωσταντής λοιπόν ερωτεύεται την όμορφη, μελαγχολική και


ιδιότροπη κόρη του Αντώνη Κάκκουρα, που μεγάλωνε μόνη με τα
πέντε αδέλφια της και την παντρεύεται. Απέκτησαν πέντε παιδιά,
την Ανδριανή, τις δίδυμες Μαργαρίτα και Φλωρεντία, που την
φώναζαν πάντα Λούλλα, την Χρυσταλλού πού πέθανε σε βρεφική
ηλικία και τον Γιώρκο, που ήταν ο νεότερος και ο πλέον
κακομαθημένος.

O Κωστης, νοικοκύρης και άριστος οικογενειάρχης,καταφέρνει να


επεκτείνει τις εργασίες που επήρε απο τον πατέρα του.
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 3
ΠΜ/ΜΜ3

Πανέξυπνος και εργατικότατος καθώς ήταν,κατάφερε να αυξήσει


την περιουσία του επενδύοντας πάντοτε στη γη.
Ειχε την αμέριστη συμπαράσταση και την βοήθεια της γυναίκας
του, της Θέκλας, που ήταν πάντα στο πλευρό του και κουμάνταρε με
σιδερένια πυγμή. Ηταν γυναίκα σοφή και γνωστική, και δέν
θυμούμαι να είδα ποτέ το γλυκύτατο της πρόσωπο να γελάσει,
ακόμα και στες ευτυχισμένες στιγμές της οικογένειάς της.
Κρατούσε την οικογένειά της γερά δεμένη μεταξύ τους και πάσκιζε
το καλύτερο, κατα την γνώμη της για την εποχή εκείνη που ζούσε.

Ο Κωσταντής έστειλε το πρωτότοκο παιδί του εσώκλειστο την


εποχή εκείνη, στη Σχολή των Καλογραιών στην Λάρνακα. Τυχερή η
μικρή Ανδριανή, που ήταν το πρώτο παιδί ενός πατέρα αρκετά
προοδευτικού, και αρκετά πλούσιου την εποχή εκείνη, που η
φοίτηση σε σχολείο ήταν ενα αχρίαστο και περιττό έξοδο για μια
κυπριακή οικογένεια,ειδικά για ένα κορίτσι, μια και η πρώτη τους
έγνοια και φροντίδα ήταν να εξασφαλίσουν εργατικά χέρια για τους
κάμπους και τα χωράφια τους.και η δεύτερη να παντρέψουν το
γρηγορότερο τα κορίτσια της οικογένειας για να κάμουν το καθήκον
τους, αλλά κυρίως για να τα ξεφορτωθούν.

Η Ανδριανή φοίτησε τρία χρόνια στην Σχολή Καλογραιών στην


Λάρνακα. Σ ΄αυτά τα τρία χρόνια, τα ευτυχέστερα της ζωής της,
όπως η ίδια μας έλεγε πάντα, ιδιαίτερα όταν την εβασανίζαμε με τις
αταξίες μας ή όταν μάλλωνε με τον πατέρα μας, ο πατέρας της την
έπερνε δύο φορές το χρόνο στο χωριό της να δεί τη μάνα και τα
αδέλφια της.Σ΄αυτα τα τρία χρόνια , η Ανδριανή έμαθε Γαλλικά και
Αγγλικά, έμαθε να κεντά και να ζωγραφίζει και φίλεψε με κάμποσες
κόρες καλών οικογενειών, που με πολλές απο αυτές είναι μέχρι
σήμερα ακόμα φιλενάδα.
Γενικά η Ανδριανή έμαθε να ζει μια ζωή διαφορετική απο την ζωή
μιας χωριάτισσας, ή μιας αγρότισσας. Έτσι, όταν γύρισε στο
πατρικό της, η Ανδριανή ανέλαβε το νοικοκυριό του σπιτιού,
κεντούσε , ζωγράφιζε, διάβαζε και μαγείρευε και καθόλου δεν
ασχολιόταν με τις αγροτικές δουλειές της οικογένειας.

Ο πατέρας της την πάντρεψε με ένα παιδί απο το Αυγόρου, που


ονομαζόταν Γεώργιος Λόρδος και που είχε ένα εμπορικό κατάστημα
στην πόλη.Του φάνηκε πως ήταν πολύ εργατικός και θα έκαμνε
χαϊρι, και έκρινε πως σιγουρα θα ήταν ευτυχισμένη η κόρη του μαζί
του. Η Ανδριανή δέν ενθουσιάστηκε στην ιδέα να παντρευτεί ένα
άνθρωπο που «δεν ήξερε πόθεν κρατά η σκούφια του» και στην
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 4
ΠΜ/ΜΜ4

εμφάνιση δεν ήταν τόσο όμορφος όσο εκείνη, που να τολμήσει όμως
να πει όχι στην εκλογή του πατέρα.

Ετσι παντρεύτηκαν το 1939, και μέχρι το 1948 απέκτησαν τέσσερα


παιδιά, τους δύο αδελφούς μου, τον Κωσταντίνο που τον φώναζε
Ντίνο, τον Δημήτρη που τον φώναζε Ακη, εμένα που με ονόμασαν
Αρετή και με φώναζε «Λούλλα». Πολλές φορές έψεξα την μάνα
μου οτι ο λόγος που με φώναζε Λούλλα, ήταν γιατί δέν ανεχόταν να
ακούει το όνομα της πεθεράς της. Δέν με διέψευσε ποτέ. Τελευταία
γεννήθηκε η Θέκλα που ήταν το μωρό μας και την λατρεύαμε όλοι.
Η Θέκλα ήταν η μόνη που γλύτωσε το υποκοριστικό στο
πραγματικό της όνομα, ίσως γιατί έφερε το όνομα της μάνας της
μάνας μας, της γιαγιας Θέκλας.
Ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια στο Βαρώσι, ξέγνοιαστα και
χαρούμενα όπως όλα τα παιδιά του κόσμου. Η μοναδική μας
έγνοια , το Τουρκικό στοιχείο στην πατρίδα μας, και η μόνιμη και
παντοτεινή απειλή ότι οι Τούρκοι καραδοκούσαν για να μας
βλάψουν. Γι αυτά όμως θα μιλήσουμε παρα κάτω.
Οι παππούδες απο την πλευρά της μάνας μας, ζούσαν πάντα στον
Άγιο Σέργιο. Ήταν άνθρωποι δραστήριοι, πανέξυπνοι και σοφοί,
ιδιαίτερα η γιαγιά, η «στετέ μας η Θεκλού». Είχε μια γλυκύτητα η
μορφή της, παρά την αυστηρότητα και το αγέλαστό της ύφος.
Φορούσε μαύρη ποδιά, ασπρισμένη με αλεύρια άν ζύμωνε, και
πεντακάθαρη άν ξεκουραζόταν. Στην ποδιά αυτή έπερνα τους πιο
γλυκούς ύπνους σαν μαζεύονταν οι μισταρκοί της και οι φιλενάδες
της να καθαρίσουν το βαμβάκι, και διηγόντουσαν παραμύθια και
ιστορίες για τους καλικάντζαρους, για να περνά η ώρα.

Στον Άγιο Σέργιο λοιπόν ζήσαμε μαζί με τα τρία μου αδέλφια ένα
μεγάλο μέρος της ζωής μας. Σαββατοκυρίακα, γιορτές των
Χριστουγέννων, το Πάσχα. Πάντα είχε ενδιαφέρουσες
απασχολήσεις για μας τα παιδιά. Πρώτα –πρώτα, ήταν η Χρύσω, η
μικρότερη πρωτοξαδελφούλα μας, την οποία μέχρι σήμερα δεν
ξεχωρίζουμε απο αδελφή μας. Η Χρύσω είναι κόρη της Μαργαρίτας,
της μιας απο τις δίδυμες κόρες του Κωστή και της Θεκλούς. Ο
Κωστής πάντρεψε την Μαργαρίτα το 1946 με ένα ομορφόπαιδο, τον
Ειρηναίο Θεοδότου, γιό ενός πλούσιου περιβολάρη κτηματία απο
τον Αγιο Μέμνωνα, προάστιο των Βαρωσίων.Ο Ειρηναίος ήταν ένας
λεβέντης πραγματικά, αθλητής στο ΓΣΕ στο Ύψος, άφησε πολλά
κύπελλα και βραβεία και μέχρι πέρσι ο εγγονός του Μιχάλης
Λαρτίδης παρέλαβε μετάλλιο για τον αθλητή παππού που δεν
γνώρισε ποτέ. Ο Ειρηναίος φίλεψε με τον πατέρα μου, μια και ήρθε
στην οικογένεια όταν γεννήθηκα εγώ και έτσι έτυχε και με βάφτησε.
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 5
ΠΜ/ΜΜ5

Ούτε εγώ τον γνώρισα ποτέ, αφού τον σκότωσαν ένα χρόνο
αργότερα. Η Μαργαρίτα, όταν παντρεύτηκε τον Ειρηναίο, πήγε να
ζήσει στο Περβόλι των Θεοδότου, στο περβόλι που ήταν προίκα για
τον Ειρηναίο κατ΄ ακρίβεια. Γέννησε την Χρύσω και ενάμιση χρόνο
μετά, κάποιος που είχε προηγούμενα με τον Ειρηναίο, πήγε νύκτα
στο περβόλι και τον σκότωσε με την τσάππα του περιβολιού. Η
νεαρή Μαργαρίτα, ξύπνησε απο τον ρόγχο του αιμόφυρτου
Ειρηναίου. Ποτέ δέν έμαθε κανένας ποιός ήταν ο δολοφόνος, και άν
κάποιοι γνώριζαν, το έκρυψαν επιμελώς απο την χήρα και το παιδί
του. Μετά το φονικό, η πανέμορφη Μαργαρίτα πήρε το μωρό της
και επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι, στον Αγιο Σέργιο. Μέχρι
σήμερα φορά μαύρα, και είναι μαντισμένη την μαύρη μαντίλα του
πένθους.
Τη Χρύσω την λατρεύαμε, όχι μόνο γιατί ήταν ορφανό μωρό και
εμείς ξέραμε την ιστορία του φονικού ακούγοντας τους μεγάλους να
μας τη διηγούνται, αλλά γιατί ήταν ενα πανέμορφο μελαχρινό
κοριτσάκι, με δυό μακριες μπλεξούδες, φρόνιμη, πειθαρχημένη και
πιστή ακόλουθος στις σκανδαλιές και τις τρέλλες μας. Νύκτες
ατέλειωτες όταν ήμουν μικρή έριχνα μαύρο δάκρυ, γιατί δεν
μπορούσα να δεκτώ ότι η Χρύσω δεν είχε πατέρα, ότι τον πατέρα
αυτού του μωρού έσφαξε κάποιος ανελέητος φονιάς.

Η Χρύσω περνούσε τα καλοκαίρια της μαζί μας στην Καντάρα και


εμείς μαζί της στο χωριό τα Σαββατοκυρίακα και τις γιορτές και
κανενας απο εμας τους τέσσερις δέν την ξεχώρησε ποτέ απο αδελφή
μας.

Δε ξεχνώ ποτέ την ζωή του χωριού, που με μάγευε γιατί ζουσα
κοντά στην φύση. Δέν εχόρταννα την ευωδία που εξέπεμπαν τα
αγριολούλουδα, και τα κρινάκια των λειβαδιών, δέν εχόρταινε το
βλέμμα μου τους κίτρινους λαζάρους και τις παπαρούνες της
άνοιξης, το γόνιμο πλούσιο κοκκινόχωμα που ΄θρεφε την πατάτα
στα λειβάδια του παππού μου. Γιατί δεν χόρταινα να τρέχω
ξυπόλητη και να κυλιέμαι με τα αρνάκια στους κάμπους και στούς
αγρούς της Μεσαρκάς.
Οταν γινόταν η συγκομιδή της πατάτας, θέλαμε να είμαστε παρόντες
και ο καλός παππούς ο Πούγιουρος μας έπαιρνε μαζί του.Δεν
εδεχόμαστε να πάμε με αυτοκίνητο, αλλά θέλαμε να ανεβαίνουμε
στη καρρέττα που έσερναν τα βόδια, μαζί με τις εργάτριες. Τα
λειβάδια που φύτευαν τις πατάτες βρίσκονταν ανατολικά του
Δάσους της Σαλαμίνας, και ακριβώς πάνω στη θάλασσα. Το πιό
όμορφο κόκκινο χώμα ήταν στα λειβάδια του παππού μου, για να
παράξει τις πιο νόστιμες πατάτες που μας τηγάνιζε η αγαπημένη
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 6
ΠΜ/ΜΜ6

θεία Λούλλα, η δίδυμη της Μαργαρίτας.Τόσο νόστιμες, που όταν


ήρθαμε πρόσφυγες στην Λεμεσό, το 1974, εκτός του ότι δέν
καταδεχόμουν να αγοράσω πατάτες ή πορτοκάλια, που εμεις οι ίδιοι
παράγαμε και όπως στο σπίτι κάθε Βαρωσιώτη , έτσι και εμείς τα
είχαμε με τες κοφίνες,δεν εύρισκα πατάτες με την γεύση της
πατάτας μας, ή γεύση και φρεσκάδα σαν αυτή των πορτοκαλιών του
περιβολιού μας στο Τρίκωμο.

Δεκάδες εργάτες και εργάτριες σκάλιζαν την γή με τα πέλια, και


ξέθαυαν την ολόφρεσκη χυμώδη πατάτα. Κι ύστερα, όλοι μαζί, και
εμείς τα πεντάχρονα παιδάκια, καθόμαστε να μοιραστούμε το
φτωχικό φαγητό. Ελιές, ψωμί, κρεμμύδι. Όμως ο πιό περίφημος
μεζές, ήταν κάτι άλλο. Επερναν οι εργάτες απο το σπίτι τους
ελαιόλαδο και λεμόνι σε ένα μπουκαλάκι. ΄Εμάζευαν κάτσαρα απο
το γειτονικό δάσος της Σαλαμίνας ,έσκαβαν λίγο τη γή. Και στο
βαθούλωμα που δημιουργούσαν άναβαν φωτιά και στις στάκτες της
έβαζαν τις πατάτες. Μέχρι την ώρα του φαγητού, ήταν έτοιμες, και
αποτελούσαν το πιό θαυμάσιο φαγητό.Πόσο φτωχός ήταν ο κόσμος
τότε και με πόσα λίγα ζούσε, σε αντίθεση με σήμερα που με τίποτε
δέν ευχαριστιέται. Πίναμε ολόδροσο νερό απο τον «λάκκο του
Κάκκουρα» που ήταν μέσα στο κτημα μας. Ο λάκκος αυτός ήταν
τόσο ξέβαθος, που έδεναν μικρά ατομικά σταμνάκια με ένα σπάγγο,
και έπερναν νερό. Ενώ το κτήμα ήταν ακριβώς πάνω στην θάλασσα,
το νερό αυτό ήταν ολόδροσο και ολόγλυκο. Κάποτε για να κρατά η
στάμνα κρύο το νερό την είχαν θαμμένη μέσα στη γη. Και αντί
γυάλινο ποτήρι, υπήρχε ενα τσιγγινο δοχείο, το οποίο λέγαμε
«μαστραππι» και το οποίο χρησιμοποιούσαν όλοι, γέροι νέοι και
παιδια.
Οι πατάτες τοποθετούνταν σε κοφίνες, και μετά φορτώνονταν στα
αυτοκίνητα για να μεταφερθούν στους εμπόρους που τις είχαν
αγοράσει.
Τα βράδυα, μετά τον κάματο της μέρας, καθόμαστε γύρω απο το
μεγάλο τετράγωνο τραπέζι για το βραδυνό φαγητό. Ο παππούς έλεγε
την προσευχή και σιωπηλά τρώγαμε. Οταν τελειώναμε, ο Παππούς
έπερνε το βιβλίο που διάβαζε κάθε βράδυ στην αγράμματη γιαγιά
Θέκλα, και ακούαμε όλοι για τα πάθη του Χριστού, τον Βαρραβά ή
άλλες ενδιαφέρουσες ιστορίες. Τι γλυκός που ήταν ό ύπνος όταν
άκουα την αγαπημένη φωνή του παππού Κωστή να διαβάζει.

Ο παππούς μου ο Κωστής είχε φίλους Τουρκοκύπριους με τους


οποίους έκαμνε εμπόριο «αλισβερίσιη» όπως έλεγαν. Πολλές φορές
θυμούμαι ότι με έπερνε με το Καπριολέ του, που έσερναν εκ
περιτροπής τα δύο πανέμορφα άλογα του, ένα άσπρο και ένα καφέ,
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 7
ΠΜ/ΜΜ7

ο Απρής και ο Μαυρής όπως ονομάζονταν. Στον λαιμό τους


φορούσαν πελώριες χρωματιστές χάνδρες, τα χα¨ι¨μαλιά, φυλακτά
και στολίδια των αλόγων. Με έπερνε λοιπόν στην παληά
Αμμόχωστο, για να βρεί τους φίλους του. Κατεβαίναμε στον καφενέ
της πλατείας στην παλιά πόλη, έξω απο τον Αγιο Νικόλαο, τον
πανέμορφο γοτθικου ρυθμού ναό που αν και εξάχρονο παιδί,
περιεργαζόμουν μαγεμένη. Σ΄αυτό τον μεγαλοπρεπή Καθεδρικό
ναό, οι Λουζινιανοί κυβερνήτες εστέφονταν Βασιλείς της
Ιερουσαλήμ. Το 1570-1571 μετά την κατάληψη της Κύπρου απο
τους Τούρκους, μετέτρεψαν τον καθεδρικό ναό σε Τζαμί και το
όνόμασαν προς τιμή του Λαλά Μουσταφά ο οποίος ήταν ο Αρχηγός
των Τουρκικών Στρατιωτικών δυνάμεων.

Οι Τουρκοκύπριοι έκαμναν πραγματική υποδοχή στον παππού, ο


οποίος αστειευόταν με όλους, και τα κεραστικά έρχονταν προς εμάς
απο όλα τα τραπέζια. Φίλευαν τον παππού ναργιλέ, και γώ κοίταζα
με μεγάλο ενδιαφέρον τις χρωματιστές γυάλες, το τσιμπούκι, τον
καπνό και τες μπουρπουλήθρες του νερού μέσα στην γυάλα. Εμένα
με κερνούσαν το παραδοσιακό Κυπριώτικο λοκούμι, με αμύγδαλο
μέσα και ζάχαρι άχνη απ΄έξω,τυλιγμένο μέσα σε πολύχρωμα
χαρτάκια,και μου έφερναν να πιω σουμάδα, ένα ποτό που μισούσα,
αλλά απο ευγένια το έπιννα.Το κέρασμα της σουμάδας ήταν απο ότι
θυμούμαι, το μοναδικό μελανό σημείο στις επισκέψεις μας στην
παλιά Αμμόχωστο. Στο τέλος της επίσκεψης, οι φιλόξενοι
Τουρκοκύπριοι, μου έδιναν μια χάρτινη σακκούλα για να πάρω τα
κεραστικά μαζί μου.
Ο καλός παππούς, που δεν μου εχαλουσε χατήρι, ικανοποιούσε κάθε
μου αίτημα, σαν ήμουνα μαζί του. Με έπερνε πάντα να δω το
υπέροχο περιβόητο πέτρινο λιοντάρι της Αμμοχώστου, στην Πύλη
κάτω απο τα Ενετικά τείχη στο Κάστρο του Οθέλλου.
«¨Εχεις παράπονο» έλεγε η παράδοση, «πήγαινε να πεις το
παράπονο σου στα λιονταρούθκια του Κάστρου της Αμμοχώστου».
Εγώ δέν είχα παράπονο. Ήμουν τόσο μικρή, που δέν είχα καμμιά
απαίτηση για να έχω και παράπονο. Απλά μου άρεσε να θαυμάζω
την υπεροχη σκαλισμένη πέτρα πού είχε το σχήμα του λιονταριού.
Με μιά βόλτα στο λιμάνι,αφού ήξερε ο παππούς ότι μου άρεσε να
βλέπω τα πλοία που ξεφόρτωναν σιτάρι, τέλειωνε η επίσκεψη στην
παλιά πόλι. Πάλι πίσω στον Αγιο Σέργιο, με το μαύρο καπριολέ, που
διεύθηνε μόνος του ο παππούς ο Πούγιουρος, και που με άφηνε
πότε- πότε να κρατώ και εγώ τα γκέμια των αλόγων.
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 8
ΠΜ/ΜΜ8

Τα κρύα βράδυα του Χειμώνα, οι γριές φιλενάδες και γειτόνισσες


της γιαγιάς, μαζεύονταν στον τεράστιο ηλιακό του σπιτιού, και
άνοιγαν το καρύδι του βαμβακιού.
Εγω καθόμουν πάντα δίπλα απο την μικρόσωμη γιαγια μου, γιατί
εκείνη ήθελε να έχει άμεση επίβλεψη στην εγγονούλα που η κόρη
της και ο γαμπρός της της εμπιστεύθηκαν, και γιατί εγώ ήθελα να
είμαι κοντά της, επειδή όταν ερχόταν η νύστα και τα βλέφαρα μου
έκλειναν,έγυρνα πάνω της. Πάνω απο το μαύρο της μακρύ φουστάνι
φορούσε πάντα την ποδιά της. Και δέν υπήρχε ποδιά με πιό γλυκιά
μυρωδιά και γόνατα πιο αναπαυτικά απο αυτά της παχουλής
κοντούλας γιαγιάς μου της Πουγιουρίνας, για να γείρω να κοιμηθώ.
Μέχρι που ερχόταν να με πάρει σστην αγκαλιά της μιά απο τες δύο
νεαρές θείες, ή ο παππούς, για να με πάρουν στο κρεββάτι με τα
ολομάλλινα ζεστά σεντόνια που η θεία Μαργαρίτα ύφαινε στον
οικογενειακό τους αργαλειό.

Οι κοφίνες λοιπόν με το ακαθάριστο βαμβάκι άδειαζαν όλες στην


μέση της τεράστιας μεσαιας κάμαρης του σπιτιού που ζούσαν οι
παππούδες μου , ενω γύρω – γύρω καμιά τριανταριά άνδρες και
γυναίκες αφού ετοποθετούσαν τις τόνενες καρέκλες τους στην σειρά
παράλληλα με τους τοίχους του δωματίου,άρχιζαν δουλειά. Στην
μέση ο τεράστιος σωρός του καρυδιού χαμήλωνε με μεγάλη ευκολία
αφου όλοι εργάζονταν με κέφι,και εδημιουργόταν ένας άλλος
σχεδόν κατάλευκος σωρός απο το καθαρισμένο βαμβάκι το οποίο
μετά θα μεταφερόταν στην βαμβακομηχανή που είχε ο παππούς μου
σε ένα υποστατικό μεσα στη τεράστια αυλή του, για να διαχωρισθεί
το βαμβάκι απο τον σπόρο, ο οποίος αποτελούσε μια θαυμάσια
τροφή για τα πρόβατα.
Τα αστεία έδιναν και έπερναν κατα την διάρκεια του ανοίγματος του
βαμβακιού.Ομως οι ωραιότερες στιγμές ήταν όταν άρχιζαν οι γριές
να διηγούνται τα παραμύθια, που τότε δέν ήξερα άν ήταν παραμύθια
ή ιστορίες πραγματικές. Τα αγαπημένα τους παραμύθια, που τώρα
που εμεγάλωσα αντιλαμβάνομαι πόσες φοβίες μου εδημιούργησαν,
αναφέρονταν στους καλλικάντζαρους, τους «σκαλαπούνταρους»
όπως τους έλεγαν. ΄Οντα που εδημιούργησε η λαική φαντασία,
ύπουλα και ενοχλητικά, «που μπορούν όμως να δαμαστουν αν τα
καλοπιάσεις.» Η παράδοση λέγει ότι για να καλοπιάσεις τον
σκανδαλλιάρη καλλικάντζαρο και να μή σε ενοχλεί, πρέπει να τον
ταίσεις ξεροτήγανα, και τότε ικανοποιημένος θα φύγει
τραγουδώντας

«τιτσίν τιτσίν λουκάνικον, μασιαίρι μαυρομάνικο


κομμάτιν ξεροτήανον, να φάν ΄οι καλλικάντζαροι,
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 9
ΠΜ/ΜΜ9

να φάσιν τζαι να φύουσιν».

Ετσι για να καλοπιάσουν τους καλλικάντζαρους, και για να


διατηρήσουν το έθιμο, οι νεαρές μου θείες ετηγάνιζαν και έρριχναν
στην στέγη του χαμηλοτάβανου χωριάτικου σπιτιού τους τα
ξεροτήγανα. Και εγώ αφουγκραζόμουν μεσ΄ την νύκτα,
τρομοκρατημένη, τα βηματα πάνω στην στέγη. Ημουν σίγουρη ότι
ήταν οι αχόρταγοι καλλικάντζαροι. Επέρασαν χρόνια για να
καταλάβω ότι ήταν οι γάτοι του Αγίου Σεργίου που μαζεύονταν
στην στέγη μας, και έτρωγαν τα περίφημα ξεροτήγανα της θείας μου
της Λούλλας. Άδικα λοιπόν επέρασα τοσες άγρυπνες νύκτες
κουλουριασμένη στο τεράστιο σιδερένιο κρεββάτι που
εμοιραζόμουν με την αδελφούλα και την εξαδελφούλα μου, όταν
επισκεφτόμαστε το σπίτι του παππού μου στο χωριό.
Φυσικά δεν μπορώ να πω ότι σήμερα είμαι απόλυτα σίγουρη πως
δέν υπάρχουν καλικάντζαροι. Για καλό και για κακό πάντως, δεν
μένω ποτέ μόνη μου στο σπίτι τα βράδυα απο τα Χριστούγεννα
μέχρι τα Φώτα, που θα αγιασθούν τα νερά, και θά φύγουν, καθώς
λέγεται, αυτά τα αντιπαθητικά πλάσματα.

Η θεία Μαργαρίτα, που ήταν σπουδαία υφάντρα, τεχνίτισσα


πραγματική σαν έρριχνε την σαίττα του αργαλειού, λάτρευε τον
μεταξοσκώληκα. Ετσι φύλαγε μεταξόσπορους σε ένα ζεστό μέρος,
και κατα τον Μάρτη οι σπόροι μετατρέπονταν σε σκουλικάκια.
Εστελλε ανθρώπους μέχρι το Αρναδί, για να της φέρουν φύλλα της
συκαμιάς να ταίσει το καματερό της.
Εβαζε 7-8 τεράστιες τάβλες, με εκατοντάδες μεταξοσκώληκες, να
αναπτύσσονται μέσα σε κλαδάκια θάμνων απο μαζιά ή θρουμπίν,
που σκόπιμα ετοποθετούνταν πάνω στες τάβλες του
μεταξοσκώληκα. Ηταν χαρά για μένα να παρακολουθώ με τες ώρες
το αχόρταγο καματερό να τρέφεται λαίμαργα, για να παράξει το
μετάξι.
Οταν μεγάλωναν αρκετά,τα σκουλίκια, γίνονταν τόσο διάφανα, και
φαινόταν ένα πράσινο ύγρό μέσα τους, που έλεγα πάντα ότι έβλεπα
το μετάξι. Μέχρι που άρχιζαν να βγάζουν υγρό απο το στόμα τους
που σιγά σιγά εστερεοποιόταν, και επλεκόταν ένας ιστός, που
γινόταν κουκκούλι γύρω τους. Οι μεταξοσκώληκες μετατρέπονταν
σε πεταλλούδες, πουμπουρίδες όπως λέγονται, και εμείς τα παιδιά
πέρναμε τα καρύδια του μεταξιού για να ακούουμε την πεταλούδα
να βουίζει μέσα στο καρύδι. Οι θείες έβγαζαν τα κουκούλια στον
ήλιο, γιατί έπρεπε να σκοτώσουν τον μεταμορφωμένο σε πεταλούδα
μεταξοσκώληκα, πρίν τρυπήσει το κουκκούλι για να βγεί. Διότι άν
τα κουκκούλια ετρυπούσαν, θα ήσαν άχρηστα γιατί δεν θα έδιναν
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 10
ΠΜ/ΜΜ10

συνεχόμενη κλωστή. Λίγα όμως κουκκούλια αφήνονταν μέχρι να


συμπληρωθεί ο κύκλος ζωής του μεταξοσκώληκα, για να
μεταμορφωθεί σε πεταλούδα, και να βγεί απο το κουκκούλι για να
γεννήσει τα αυγά που θα γίνονταν τον επόμενο χρόνο ο νέος
μεταξοσκώληκας.
Τα καρύδια του μεταξιού, τα περνούσαν σε κλωστές και τα
κρέμαζαν στον ήλιο, πριν τα στείλουν στο Σπαθαρικό, στον μεταξά,
ο οποίος θα τα έβαζε σε μεγάλη λεκάνη τοποθετημένη σε «νηστειά»
απο πέτρες όπου άναβε φωτιά.Στη λεκάνη, την «λεένη» έβραζε νερό
και μετά το δουλάππι τα εκτυπούσεν για να κάμει την εξαγωγή του
μεταξιού για να το κάνει νήμα.Δηλαδή ο μεταξάςέριχνε τα
κουκούλια στο ζεστό νερό της λεκάνης για να μαλακώσουν οι ίνες
τους. Απ αυτά εύρισκε την αρχή της ίνας τους, και τις έσμιγε με της
ίνες πολλών κουκκουλιών μαζί, ανάλογα με το πάχος της κλωστής
που θέλει να κατασκευάσει . Περνούσε την κλωστή απο ένα
μασούρι και απο ανάλογη υποδοχή στον Καλόηρο, και στη σνέχεια
την ένωνε στο δουλάππιν. Το δουλάππιν άρχιζε να περιστρέφεται.
Τότε οι ίνες άρχιζαν να ξετυλίγονται απο τα κουκκούλια, που
χοροπηδούσαν στο ζεστό νερό και σχημάτιζαν την κλωστή που
τυλιγόταν στο δουλάππι.Οταν τα κουκούλια τέλειωναν, ο μεταξάς
ένωνε ίνες απο άλλα κουκούλια. Οι νεκρές κάμπιες απο τα
τελειωμένα κουκούλια επέπλεαν στο νερό.Οταν τέλειωνε η εργασία,
το νήμα έβγαινε απο το δουλάππι, και ο μεταξάς αφού το τύλιγε σε
θηλειές το παρέδιδε στη θεία Μαργαρίτα Θεοδότου. Το μετάξι μας
ήταν πανέμορφο.
Μετά η θεία Μαργαρίτα θα επεξεργαζόταν τις θηλειές με το μετάξι,
τα καγκάλια, όπως τα έλεγαν, που τις έπλενε για να μαλακώσουν.
Απλωνε σειρές ολόκληρες στο σχοινί για να στεγνώσουν στον ήλιο,
πριν τα γυρίσει στο δουλάπι για να κάμει τες θηλιές. Στην συνέχεια
ύφαινε στην βούφα το μετάξι και έκαμνε τα μεταξωτά υφάσματα.
Θυμούμαι ττόπια ολόκληρα με χλωμο μεταξωτό ύφασμα, η
πανέμορφον ιταρε, κατασκευασμένα απο τα χέρια της άξιας νεαρής
χήρας, τής Μαργαρίτας. Τα φουστανάκια μας, τα πουκάμισα των
αδελφών μου, και τα καλοκαιρινά ολόδροσα σεντόνια της
οικογένειας, ήταν όλα φτιαγμένα στον αργαλιό απο την μεταξωτή
κλωστή. Σήμερα, η σχεδόν 80χρονη θεία Μαργαρίτα, μου λέει με
παράπονο, ότι πριν φύγει άρον – άρον απο τον Άγιο Σέργιο το 1974,
όταν έμπαιναν τα τανκς των Τούρκων εισβολέων στο χωριό της, είχε
έτοιμες τέσσερις θηλιές απο μετάξι, μια για κάθε οικογένεια, που
ήταν η παραγωγή της χρονιάς.

Το χωριάτικο σπίτι του παππού μου ήταν στην μέση μιας μεγάλης ,
τεράστιας αυλής. Πρέπει κάποτε να έζησε στιγμές μεγάλης
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 11
ΠΜ/ΜΜ11

εμπορικής δραστηριότητας, μια και στην ίδια αυλή υπήρχαν


διάφορα υποστατικά, όπως το Χάνι που κάποτε φιλοξενούσε κόσμο
και κοσμάκι, οι σταύλοι όπου ξεπέζευαν οι έμποροι της εποχής τα
άλογα, τα γαιδούρια και τές άμαξες τους, η Ταβέρνα, ο μύλος, όπου
τα γύρω χωριά και οι χωριανοί έφερναν το σιτάρι για να το αλέσουν,
η βαμβακομηχανή, το τυροκομείο, οι ορνιθόνες και τα
κονικλοτροφεία, καθώς και ακόμα ένα σπίτι, νεοκλασσικού τύπου,
στο οποίο μεγάλωσε η μάνα μου και τα αδέλφια της και μετά το
κληρονόμησε και ζούσε ο νεώτερος αδελφός, ο Γιώρκος
Πούγιουρος. Σ αυτό το σπίτι ζούσαν ακόμα όταν ήμουνα πολύ μικρή
και περνούσαμε τα Σαββατοκυρίακα μας με κάποια απο τα αδέλφια
μου. Οταν έπρεπε να μας φέρει η Θεία στο Βαρώσι, μας ξυπνουσε
απο τα άγρια μεσάνυκτα. Το τσουκτερό κρύο μας ετρυπούσε τα
κόκκαλα,και η θεία μας έντυνε με ολόμαλλα πλεκτά που μας
έμπλεκε αυτή και η αδελφή της. Πρέπει να είμαστε πολυ μικρά,
γιατι για να μας ντύσει μας ανέβαζε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι του
«ηλιακού». Σ αυτό το σπιτι,το 1956 εδιερωτόμουν με απορία, τί να
έγινε η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Οταν
ερωτούσα, μού απαντούσαν ότι εφθάρηκε απο τον καιρό, και την
αφαίρεσαν.Ετσι δέν υπήρχε σκάλα για τον πάνω όροφο που ήταν
κάποτε τα υπνοδωμάτια. Κάποιοι όμως ζούσαν απάνω,ήμουν
σίγουρη, αφού άκουα βήματα . Οταν ετέλειωσε ο αγώνας της
ΕΟΚΑ, ο θείος μας εκάλεσε σε ένα μεγάλο τρικούβερτο γλέντι στην
αυλή του παππού μου. Εκεί ήταν πολλοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ, και
τότε μας αποκαλύφθηκε ότι είχαν κρυμμένους τους
καταζητουμένους απο τους Εγγλέζους αγωνιστές μας. Ετσι λύθηκε η
απορία μου. Εγώ και τα αδέλφια μου εντραπήκαμε πολύ όταν
ακούσαμε απο τους ίδιους τους καταζητούμενους κρυμμένους
αγωνιστές, ότι επαρακολουθούσαν απο τα παντζούρια του πάνω
ορόφου τα παιγνίδια, και τις τρέλλες μας αλλά και το ξύλο που
έπεφτε μεταξύ μας όταν ετσακκωνόμαστε.¨Ηξεραν με κάθε
λεπτομέρεια τα υποκοριστικά που εφωνάζαμε παίζοντας ο ένας στον
άλλο.
Απο μικροί, και οι τέσσερεις, είχαμε την μανία να παίζουμε τους
εμπόρους. Εδημιουργούσαμε μιαν ολόκληρη πολιτεία στν αυλή, και
ο κάθε ένας είχε τον χόρο του. Εκάμναμε όλα τα επαγγέλματα που
έπρεπε να υπάρχουν για να λειτουργεί μια πόλι. Είχαμε μπακάλικο,
ξενοδοχείο, κουρείο, ιατρειο, εκδίδαμε και πουλούσαμε εφημερίδες
με όλα τα νέα μας, και γενικά κάμναμε ότι σκαρφιζόμαστε για να
περνά ο χρόνος μας. Δέν επλήτταμε ποτέ. Τες ώρες της
μεσημβρινής ησυχίας, επαίζαμε ττάβλι που μας έμαθε ο πατέρας,
και είμαστε όλοι για την ηλικία μας σπουδαίοι τταβλαδόροι.
Επαίζαμε Μονόπολι, το αγαπημένο μας παιχνίδι,και ευρισκόμαστε
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 12
ΠΜ/ΜΜ12

στο στοιχείο μας αφου αφορούσε αγοραπωλησίες γής σπιτιών και


ξενοδοχείων. Φαίνεται ότι η πορεία του κάθε ενός είναι χαραγμένη
απο την ώρα που θα γεννηθεί, και ο τρόπος που μεγαλώνει κάποιος
καθορίζει την μελλοντική του πορεία.

Στην αυλή, εφ΄οσον είχε πολλά υποστατικά, εφιλοξενούνταν κατα


καιρούς και διάφοροι πλανώδιοι πραματευτάδες που εγύριζαν την
Κύπρο. Ο αγαπημένος εμάς των παιδιών ήταν ο Χάννας, ένας
συμπαθέστατος Αρμένης, που ερχόταν με το καρρότσι του για να
ξεκουραστεί τόσο αυτός όσο και τα άλογα του δυό - τρεις ημέρες,
και μετά να συνεχίσει πάρα κάτω, μέχρι τον Απόστολο Ανδρέα.
Εκτός του ότι τα άλογα του ήταν τα πιό όμορφα που είδα ποτέ, πιό
όμορφα απο αυτά του παππού μου, η άμαξα του, που ήταν ένα
ξύλινο κατασκεύασμα σαν βαγόνι, και έκλεινε με πόρτες γύρω γύρω
για να προφυλάξει το εμπόρευμα του όταν δέν εργαζόταν, περιείχε
πράγματα θαυμαστά για μένα, που μαγεμένη χάζευα για ώρες όταν η
άμαξα ήταν ανοικτή. Μεταξωτά πολύχρωμα υφάσματα, χάνδρες,
αρώματα Θεέ μου! Τα επερίγραφα στην μητέρα μου όταν πήγαινα
στο Βαρώσι, και αυτή σκασμένη στα γέλια μου υποσχόταν με ένα
φιλί στο μάγουλο, ότι θα μου τα αγόραζε όλα όταν θα τύχαινε να
βρεθεί εκεί στη επόμενη επίσκεψη του Χάννα.
Ο παππούς εφιλοξενουσε στο οικογενειακό τραπέζι όλους όσους
ετύγχενε να φιλοξενηθούν στην αυλή, μιά συνήθεια που παρέμεινε
απο τότε που εκαταργήθηκε το Χάνι. Ο Χάννας ήταν τόσο καθαρός
και ευγενικός, και εμιλούσε τόσο χαριτωμένα τα Αρμένικα-
Κυπραίικα, που ο παππούς και όλοι μας εσκάζαμε στα γέλια, αλλά
τον αγαπούσαμε πολύ, και ήταν χαρά κάθε φορά που ερχόταν στο
Χωριό.
Αλλος φιλοξενούμενος ήταν ο Νικολής, ένας γέρος βρακάς, που
έφερνε και πουλούσε το πιό υπέροχο παστέλλι που έφαγα ποτέ. Μια
ημέρα, που επισκεφθήκαμε την γιαγιά και τον παππού για
μονοήμερη επίσκεψη, ανακαλύψαμε πως ήρθε ο Νικολής. Εθέλαμε
παστέλλι, και ενοχλούσαμε διαρκώς την θεία Λούλλα να μας δώσει.
΄Ομως ο Νικολής απουσίαζε απο την αυλή. Νευριασμένη μαζί μας
η θεία, για να μας ξεφορτωθεί μας πέρνει στον χώρο που ξεπέζευε ο
Νικολής, βρίσκει το παστέλλι και κόβει στον καθένα ένα κομμάτι.
Σαν εβγαίναμε απο το υποστατικό με τα μούτρα πασαλειμμένα,
νάσου και μπαίνει ο Νικολής, ο οποίος μας εκοίταζε κατάπληκτος
να τρώμε το παστέλλι του. Αξιοπρεπέστατος δέν είπε λέξη, και εγώ,
καταντροπιασμένη ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Από τότε
δέν απαίτησα τίποτε πού δεν εδικαιούμουν.
Στην μεγάλη αυλή το βάσανο μου όταν βρισκόμουν εκεί ήταν οι
χήνες της γιαγιας. Κάτασπρες, πανέμορφες μας κυνηγούσαν μόλις
ΑΡΕΤΗ Γ. ΛΟΡΔΟΥ ΙΩΝΙΔΟΥ 15/02/1115:14 13
ΠΜ/ΜΜ13

μας έβλεπαν και με την πορτοκαλιά τους μύτη μας άρπαζαν απο τα
φουστανάκια. Τις εμισούσα πραγματικά και για να διασχίζω την
αυλή ήθελα μιάν απο τις θείες μαζί μου. Το αντίθετο συνέβαινε με
τα πανέμορφα άσπρα, μαύρα η γκρίζα κουνελάκια που εταίζαμε
ακατάπαυστα και θύμωνε η καλή μας η γιαγιούλα.
Κάθε βράδυ ο παππούς, μετά απο το βραδυνό φαγητό, διάβαζε της
γιαγιάς που δέν ήξερε γράμματα λίγες σελίδες απο τό βιβλίο που
είχε σειρά να διαβαστεί. Συνήθως Θρησκευτικό. Εμείς ακούγαμε με
μεγάλη προσήλωση, και η γλυκειά μονότονη φωνή του παππου μας
νανούριζε. Ξέραμε απ έξω και ανακατωτά την ιστορία του Βαρραβά,
τα πάθη του Χρηστού, την Γέννηση την Σταύρωση και την
Φαβιόλα.Την Κυριακή περιμέναμε τους γονείς μας να έρθουν για να
φάμε όλοι μαζί, και μετά να μας πάρουν πίσω στο Βαρώσι. Η θεία
Λούλλα έβαζε τα κάτσαρα στον φούρνο, και ετοίμαζε το
Ψητό.Κάθε Κυριακή ετοίμαζαν και τρώγαμε «ψητό», αρνάκι,
γουρουνόπουλο, κοτόπουλο. ¨Ηταν παράδοση στην οικογένεια
φαίνεται. Οταν είμαστε στο σχολείο στην Αγγλία, και βγήκα μιά
Κυριακή για να επισκεφθώ τον αδελφό μου, έγραψα στη μητέρα,
(γράφαμε τότε) ότι ο Ακης μου εμαγείρεψε και φάγαμε φασόλια.
Πήρα ένα γράμμα της, που με ερωτούσε γιατί να φάμε όσπρια,
Κυριακή ημέρα?

Ζήσαμε ωραία παιδικά χρονια, ξέγνοιαστα και ευτυχισμένα. Δεν


μπορούσαμε να φανταστούμε ποτέ πώς στην Κύπρο θα
ακολουθούσε πόλεμος και ξεσπιτωμός.
Πάνω απο όλα μου λείπει το σπίτι που μεγάλωσα στο Βαρώσι, το
σπιτι μας στην Καντάρα και τα παιγνίδια μας με τα αδέλφια και τους
φίλους μας στο βουνό, εκεί που έζησα τα ομορφότερα μου χρόνια,
καθώς και η αυλή του παππού μου στον Αγιο Σέργιο

Λούλλα Γ. Ιωνίδου

Você também pode gostar