Você está na página 1de 11

Μαρία Ἀνδρεαδέλλη

ΣΗΜΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ

Ποιήματα

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ
ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Μάρτιος 2011

7
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ

Μαρία Ἀνδρεαδέλλη
ΣΗΜΕΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
Ποιήματα

Τεῦχος 7 - Μάρτιος 2011


ISSN: 1792 - 4189

Μηνιαία ψηφιακὴ ἔκδοση


τοῦ ἠλεκτρονικοῦ περιοδικοῦ «Λογοτεχνικὰ Ἐπίκαιρα»

Συντακτικὴ ἐπιμέλεια: Θοδωρὴς Βοριᾶς

Ἠλεκτρονικὴ δ/νση: http://logotexnika-epikaira.blogspot.com


e-mail: logotexnika.epikaira@gmail.com

e-mail τῆς συγγραφέως: poeticsin@gmail.com

Ἐπιτρέπεται ἡ ἐλεύθερη διακίνηση στὸ διαδίκτυο.


Ἡ συγγραφέας μερίμνησε γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν κειμένων καὶ τὴν κατοχύρωση τῶν
πνευματικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἔργου.
1

Μαρία Ἀνδρεαδέλλη

Σημεῖα μνήμης

Ἐμεῖς

-Σὲ νεφελώδη νοῦ


σκέψεις σπάζουν καὶ ἀντανακλοῦν-

Μὲ δέντρα αἰώνια μοιάζουμε


μὲ τὶς ρίζες κατάσαρκα χωμένες
κι ἕνα προορισμὸ ποὺ δὲν δεχόμαστε.

Ὁ φλοιὸς σκληραίνει
καθὼς οἱ ἀγέρηδες γδέρνουν
τὰ φύλλα μας,
κάποια παρασύρονται εὔκολα ἐνῶ
ἄλλα τὰ παίρνουμε μαζί μας
ὡς τὴ μεγάλη φωτιά.

Αὐτὲς τὶς ἡμέρες σουρουπώνει γρηγορότερα


-δὲν εἶναι ὅτι γεράσαμε, ὄχι ἀκόμα-
εἶναι ποὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ βολευτοῦμε στὰ σκοτεινά,
νωρίτερα…
2

Τὴ νύχτα κοπάζει ὁ ἀέρας


κι ἐμεῖς
λησμονοῦμε ὅ,τι χάσαμε.

Τὸ πρωὶ
σὰν βλέπουμε τὰ φύλλα λιγότερα
θυμόμαστε ξανά,
γι’ αὐτὸ καὶ ἡ βιασύνη τῆς σκοτεινῆς σιγαλιᾶς
μᾶς κυριεύει.

Τὴν ἀγαπᾶμε τὴ νύχτα


μὲ τὴν ἀμυδρὴ συντροφιὰ τῶν ἄστρων
καὶ δὴ τὴν καλοκαιριὰ
μὲ τὰ ρομαντικὰ τζιτζίκια·
κι ἃς μὴν μᾶς παίρνει ὁ ὕπνος
καὶ ἄς μᾶς τυραννᾶ τὸ ξενύχτι
κι ἃς βυθιζόμαστε κάποτε σὲ
ἀγριεμένα ὄνειρα.

Οἱ ρόζοι μας ξέρουν καλὰ τὶς τσαπιὲς τῆς ἡμέρας,


γνωρίζουν τί κάνει ὁ ἄνθρωπος στὴ νιότη καὶ στὴ βιάση·
τὰ δίχτυα ἀκόμα παραμονεύουν τοὺς καρπούς μας.

Ἐλιές μᾶς εἴπανε


καὶ λάδι μᾶς τραβᾶνε
ἀπ’ τὸ προσκύνημα τῆς Ἄνοιξης ὡς
τὶς βέργες τοῦ Χειμώνα.
3

Ἀγαπᾶμε τὴ νύχτα
κι ἃς μὴν κοιμόμαστε ποτὲ
κι ἃς μὴν χάνουμε τὰ φύλλα σὰν τοὺς ἄλλους.
Ἀγαπᾶμε τὴ νύχτα γιατὶ μᾶς κρύβει
καὶ μποροῦμε εὐκολότερα νὰ πεθάνουμε.

Σημάδια μεσαίωνα

Γι’ ἀλλοῦ πετῶ καὶ σήμερα

Βγάζω τὸ σακάκι καὶ ἀπὸ τὴν τσέπη πέφτουν νομίσματα


Ἔνδειξη πλούτου, λένε
Τὰ μαζεύω γιατὶ τίποτα ποτὲ δὲν περίσσεψε

Στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ δωματίου ἀντικρίζω


Θολωμένο τὸ εἴδωλό μου στὸν καθρέφτη τῆς γιαγιᾶς
Μεσαίωνα μοῦ εἶπαν πὼς θυμίζει κάποιες φορὲς ἡ μορφή μου

Πότε περνάει ἀπὸ μέσα μας ὁ μεσαίωνας;


Συλλογᾶμαι
Κοιτῶ μὲ νοερὸ μικροσκόπιο τὴν ψυχή μου
γιὰ κάποια σημάδια του
4

Ὅλα εἶναι ἐκεῖ


Ποτὲ δὲν ἀναχώρησε τίποτα
Ἄλλοτε θὰ φωνάξουν ἄλλοτε θὰ σωπάσουν
ὅμως τὰ πάντα ποὺ κάποτε ἤρθανε δὲν ἔφυγαν ποτέ.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν ξέρω ν’ ἀπαντάω σ’ ἐρωτήσεις


Τί σημασία ἔχουν τὰ λόγια
ὅταν ἡ σκέψη ἔχει ταξιδέψει γι’ ἀλλοῦ;
Ἔτσι, σκέψεις καὶ λόγια ποὺ δὲν συμβαδίζουν δὲν τὰ ἀφήνω
νὰ κάνουνε τὸ γύρο τοῦ θανάτου

Ἀπὸ τὴν τσέπη πάντα κάτι θὰ πέσει ποὺ θὰ μείνει ἀπαρατήρητο


Κάποτε τὸ βρίσκω, ἂν καὶ ἀργὰ εἶναι εὐλογία

Ἡ θλίψη ἔρχεται ὅταν ἀντιληφθῶ τὴν ἔλλειψή του


χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τὸ ἐντοπίσω
καὶ τότε ἔρχονται τὰ κεριὰ νὰ μὲ συγχωρέσουν
Ἐγὼ ποτὲ δὲν συγχωρῶ – ἄνθρωπος
Μόνο ἐκεῖνα

Τὴν ἄλλη Κυριακὴ ἔχουν ἐγκαίνια οἱ μεγάλες ἀναμνήσεις


Ἀνάμεσα στὰ θανατερὰ λιβάδια
κανένα ἀρνὶ δὲν θὰ βελάξει
Θὰ εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης ἀναχώρησης
τῆς μεγάλης ἐπιθυμίας
5

Κυριακή, μὲ τοὺς ἄσωτους νὰ γλεντᾶνε τὴν μεγάλη ὑπόσχεση


ποὺ ἀργεῖ
ποὺ ἴσως δὲν θὰ ἔρθει
Ἕως τότε ἔχω ἀκόμα νομίσματα πεσμένα
Κάποια κουδούνισαν καθὼς ἔπεφταν
Κάποια κυλίστηκαν ἀθόρυβα στὸ πάτωμα
κρύφτηκαν στὰ χνάρια τοῦ μεσαίωνά μου

Ἡ γιαγιὰ θὰ μοῦ ἔπλενε τὸ πρόσωπο


θὰ μοῦ ἔβαζε πούδρα καὶ ροὺζ καὶ
βοὺρ γιὰ τὸ παζάρι
Τὸ νυφοπάζαρο κάπου ἐκεῖ στὰ δεκατρία
-Βάλε καὶ λίγο κοκκινάδι,
θὰ μὲ μάλωνε
καὶ γιὰ τὰ ἄσιαχτα μαλλιά μου

Κάθε φορὰ ποὺ ἀντιμιλῶ στὸν καθρέφτη της


Ἐκεῖνος θαμπώνει
Κι ἐγὼ σκύβω νὰ βρῶ τὸ τί μοῦ ἔπεσε.


6

Ὁραματιστὴς

Μεθοῦσες λέξεις
Ἀπ’ τ’ ἀόριστο τοῦ χαράγματος
Στὰ σιρίτια τῶν πένθιμων ὡρῶν
Στὸ γλυκοχάραμα τοῦ ὕπνου
Κοινωνοῦσες ἀπόβραδα βαπτισμένα
Ὀρφανὲς αἰτίες καὶ δόκανα στεναγμῶν
Σώριαζες ἐλπίδα σὲ ἀγριεμένες θάλασσες
Θαυματουργὲς ἱκεσίες σὲ σοκάκια ἀνήλιαγα

Γυρνοῦσες ἀπὸ νύχτα σὲ νύχτα


Μοναξιὰ μαυρισμένος
Σὰν κίβδηλο ὄνειρο πόλεων ποὺ χάνονται
Μὲ ρυθμοὺς ἀνεξιχνίαστους
Κι ἄλλοτε, σὰν ἐπαιτεία στοῦ ἥλιου τοὺς κήπους
Ὁλόδροσο ἄνοιγμα σὲ πυρωμένα μονοπάτια
Νὰ φέρεις

Γυρνοῦσες, μεθοῦσες, προόδευες


Στῆς ἀγάπης τὸ πέτο
Στῆς ξενιτιᾶς τὸ σπαραγμὸ
Στὸ σεισμὸ ποὺ φέρνει ἀκρογιάλι
Μὲ πελαγίσια κύματα ποτισμένα τὰ χείλη
Μὲ στεριὲς πυκνωμένης ἄμμου ἡ ψυχὴ
Ἔψαχνες τὸ κρυστάλλινο νερό… Γιὰ ἐ ν σ ω μ ά τ ω σ η
7

Στὸ κοῖλο τοῦ Διονύσου

Στὸ κοῖλο τοῦ Διονύσου


σφυρίζει ὁ θάνατος
καὶ οἱ μέρες καθὼς φεύγουνε
ξεχνᾶνε
τὴν ὕπαρξη, τὴν ἀγάπη, τὴ θέληση

Στὸ βωμό της ἡ Ἀθήνα


τοὺς γνέφει μὲ φευγαλέα ὄνειρα
τὴν ὥρα ποὺ
Ἀθηνᾶ καὶ Διόνυσος παλεύουν ἐπάνω μου
μὲ ἄνισα ὄπλα·
Μάχη ποὺ μὲ διαμελίζει

Ἕνας εὐτυχισμένος ἥλιος μὲ ἀγκαλιάζει


βάλσαμο νὰ προσφέρει
Μὰ ὄχι σήμερα
Σήμερα στρώνομαι χαλὶ στὸ πλακόστρωτο
Σήμερα γίνομαι ἕνα μὲ τὸν κόσμο
καὶ ὁ θάνατος πότε μὲ νικᾶ
καὶ πότε τὸν νικάω
στὸ κοῖλο τῆς πατρίδας θέατρο.

………
8

Στὸ κοῖλο τῆς πατρίδας θέατρο


πέθανα ἀνύποπτα τὴ μέρα
τοῦ κορεσμοῦ
ἀνάμεσα σὲ ἀγάλματα βέβηλων

Γελοῦσαν σὰν μ’ ἔβλεπαν


νὰ παλεύω
στὴ στιγμὴ νὰ βρεθῶ

Ἀπὸ ἑδώλιο σὲ ἑδώλιο ἄλλαζαν


ὄψεις
κάποτε φαίνονταν πὼς ἔκλαιγαν

Μὰ ἐγὼ τὴν εἶδα τὴ μετάθεση


τὸ βάψιμο, τὴ φθοροποιὸ ἀγκαλιὰ
τὴ μεταστροφὴ τῆς μοναξιᾶς σὲ ἀπόλαυση

Ἔτσι πέθανα πλήρης


κάτω ἀπὸ τὸ Βράχο μὲ τὰ χιλιάδες βλέμματα
ἐπάνω μου.


Μαρία Ἀνδρεαδέλλη

Ἡ Μαρία Ἀνδρεαδέλλη κατάγεται ἀπὸ τὴ Λέσβο. Γεννήθηκε καὶ


μεγάλωσε στὸν Πειραιά.

Ἔχει σπουδάσει τὴν ἀγγλικὴ γλώσσα τὴν ὁποία καὶ ἔχει διδάξει.
Ἀσχολεῖται μὲ τὴ λογοτεχνία ὰπὸ νεαρὴ ἠλικία καὶ τὰ τελευταῖα
χρόνια ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὴν λογοτεχνικὴ μετάφραση.

Ποιήματά της ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ περιοδικά, ἀνθολόγια καὶ


ἡμερολόγια ποίησης καθὼς καὶ στὸ διαδίκτυο.

Ἒχει ἐκδώσει τὴν ποιητικὴ συλλογή:


Ἡ Αἰχμαλωσία τοῦ Ἀνέκφραστου, ἐκδόσεις Ἐνδυμίων, 2010.

Você também pode gostar