Escolar Documentos
Profissional Documentos
Cultura Documentos
Σελίδα 1 από 7
Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim
Σελίδα 2 από 7
Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim
Σελίδα 3 από 7
Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim
καµαρότος | καµαρωτός
κάππαρη | καπάρο
καριοφίλι (το όπλο) | καρυοφύλλι (το µπαχαρικό γαρίφαλο, το µοσχοκάρφι)
καρότο | καρωτίδα
κατατρύχω = βασανίζω, καταπονώ | τρίχα
κατατρύχω = υποβάλλω κάποιον σε ταλαιπωρίες και βάσανα, κάνω κάποιον να
υποφέρει, βασανίζω, ταλαιπωρώ | κατατρέχω = καταδιώκω, προσπαθώ να βλάψω
κάποιον
κατάφωρος | παράφορος
κενός | καινός = καινούργιος
κεραµική | Κεραµεικός
κήλη | κοίλος
κίστη = κιβώτιο | κύστη
κλίµα [εύκρατο] | κλήµα [µε σταφύλια] | κλύσµα
κλίνω = γέρνω κτλ. | κλείνω
κλίση (πήρε κλίση = έγειρε} | κλήση (πήρε κλήση = τον έγραψε τροχονόµος}
κλήδονας | κλύδωνας = µεγάλη θαλασσοταραχή | κλειδωνιά
κλωνισµός (τρόπος αναπαραγωγής χωρίς σπέρµα) | κλονισµός = ταλάντευση,
καταστρεπτική διατάραξη
κόλλα | κόλα (το φυτό) | κολάρο
κολόνα, κολονάκι | Κολωνός, Κολωνάκι
κοµµός = θρήνος, κοπετός | κοµό, το = έπιπλο µε πολλά συρτάρια
κορόνα | Κορώνη, κορωνίδα
κορύνα, κορύνη | Κόριννα (λυρική ποιήτρια του 5ου αι. π.Χ.)
κριτικός | κρητικός
κύρωση | κίρρωση (ιατρ., πάθηση του συκωτιού)
κύτος = αµπάρι | κήτος = µεγάλο υδρόβιο θηλαστικό
κώλυµα = εµπόδιο | κόλληµα = συγκόλληση, επικόλληση
κώµα = βαθύς παθολογικός ύπνος | κόµµα
κώµη, η = µεγάλο χωριό | κόµµι, το = κολλώδης ουσία | κόµη, η = τα µαλλιά
λάβρα = η µεγάλη ζέστη | λαύρα = µοναστήρι
λαγός | λαγωχειλία, λαγώχειλος
ληνός = πατητήρι | λινός
λιβάδι | Λιβαδειά
λιγούρα | λυγαριά
λίµα, η = 1. η µεγάλη πείνα – 2. εργαλείο λείανσης | λύµα, το = ρευστή ακαθαρσία
βόθρων, υπονόµων κτλ. | λήµµα [λεξικού]
λίρα = το νόµισµα | λύρα = το µουσικό όργανο
λιτός = απλός | λυτός = λυµένος
λιχνίζω | λύχνος
Σελίδα 4 από 7
Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim
Σελίδα 5 από 7
Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim
Σελίδα 6 από 7
Τµήµατα Ελληνικής Γλώσσας Mainz & Ingelheim
Σελίδα 7 από 7