Você está na página 1de 100

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ


ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

Το λουλουδάκι πάνω στον βράχο.


Μοτίβα σε ποιήματα της Μακρονήσου.

Διπλωματική εργασία
Επιβλέπουσα: Ιωάννα Ναούμ
Φοιτητής: Κυριάκος Τσιτλακίδης
Α.Ε.Μ.: 1251

Θεσσαλονίκη
2015
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ................................................................................................................. 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ .................................................................................................................. 5
ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΤΙΒΩΝ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ ................... 15
α) Τα στοιχεία της φύσης ......................................................................................... 16
β) Ο χώρος και ο χρόνος .......................................................................................... 27
γ) Τα πρόσωπα ......................................................................................................... 33
δ) Τα βασανιστήρια ................................................................................................. 45
ε) Τα συναισθήματα ................................................................................................. 58
στ) Η ιδεολογία ........................................................................................................ 71
ζ) Ο θάνατος............................................................................................................. 82
ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ................ 88
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ....................................................................................................... 96
Εμείς τσακισμένοι, βαδίζοντας χαράξαμε
μισό κύκλο γύρω απ’ το πρώτο λουλουδάκι που φύτρωσε στο βράχο
Γιάννης Ρίτσος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το ερέθισμα της ανά χείρας μελέτης δόθηκε από το ντοκιμαντέρ του Olivier
Zuchuat Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας (2012), με θέμα την ποίηση της
Μακρονήσου. Το τολμηρό εγχείρημα του Ελβετού σκηνοθέτη, ο οποίος δεν δίστασε
να επενδύσει τα μακρονησιώτικα ποιήματα με πλάνα άρτιας αισθητικής, βοήθησε
τον γράφοντα να υπερβεί το ζήτημα της ηθικής νομιμότητας μιας φιλολογικής προ-
σέγγισης του θέματος. Η τραγικότητα των ιστορικών γεγονότων της Μακρονήσου
προκαλεί μια μόνιμη αμηχανία στον μελετητή ως προς τα δικαιώματά του επί του υ-
λικού. Ο γράφων εύχεται να μην υπερέβη την περιοχή ευθύνης του και να μην προ-
σέβαλε τη μνήμη όλων αυτών που βασανίστηκαν στο ξερονήσι.
Η μελέτη κατατέθηκε ως διπλωματική εργασία στα πλαίσια του Μεταπτυχια-
κού Προγράμματος Σπουδών του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπι-
στήμιου Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερες ευχαριστίες εκφράζονται προς την Ιωάννα Ναούμ,
επιβλέπουσα καθηγήτρια, τον ιστορικό Στρατή Μπουρνάζο, τους εργαζόμενους στις
Δημοτικές Βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης, στο Σπουδαστήριο των Μεσαιωνικών και
Νέων Ελληνικών Σπουδών του τμήματος, στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό
Αρχείο της Αθήνας, και τους φίλους Κώστα Μπαρμπάτση και Νικόλ Βαμβακά.

4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ιχνογράφηση των συντεταγμένων της ιστορίας


Ανατολικά του Λαυρίου, ανάμεσα στην Αττική και την Κέα, βρίσκεται η Μα-
κρόνησος, μια μακρόστενη βραχονησίδα, η οποία οφείλει τη φήμη της μάλλον στη
σύγχρονη νεοελληνική ιστορία, παρά στο φυσικό κάλλος της. Κατά τους βαλκανι-
κούς πολέμους (1912 – 1913) αποτέλεσε κέντρο εγκλεισμού Τούρκων αιχμαλώτων
πολέμου, ενώ μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919 – 1922 χρησιμοποιήθηκε
ως λοιμοκαθαρτήριο προσφύγων. Αναμφίβολα όμως η ιστορική φήμη της Μακρονή-
σου συνδέεται με τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο (1946 – 1949). Από το καλοκαίρι του
1947 έως το καλοκαίρι του 1950 λειτούργησε εκεί ένα ιδιότυπο στρατόπεδο, όπου
στάλθηκαν φαντάροι, αξιωματικοί και πολίτες αριστερών πολιτικών φρονημάτων
προκειμένου να αναμορφωθούν και να επανενταχθούν στον «εθνικό κορμό». Κατά τα
χρόνια που ακολούθησαν, η Μακρόνησος – ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας της – α-
ναδείχθηκε σταδιακά σε εξέχον σύμβολο της κρατικής βίας και της αντίστασης σε
αυτή, το οποίο προέβαλλε ιδιαίτερα η ηττημένη πολιτική παράταξη του εμφυλίου έ-
ναντι της νικήτριας.
Οι ιστορικοί διακρίνουν δύο περιόδους λειτουργίας του στρατοπέδου της Μα-
κρονήσου. Κατά την πρώτη περίοδο (καλοκαίρι 1947 – άνοιξη 1949) βρέθηκαν στο
νησί κυρίως στρατιώτες και αξιωματικοί, ενώ κατά τη δεύτερη (άνοιξη 1949 – καλο-
καίρι 1950) λειτούργησαν επιπλέον ειδικά στρατόπεδα πολιτών1. Οι στρατιώτες στε-
λέχωσαν αρχικά τρία Τάγματα Σκαπανέων, τα οποία εν συνεχεία μετατράπηκαν σε
ισάριθμα Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (ΕΤΟ). Οι πολίτες αρχικά υπάγονταν στη δικαιο-
δοσία της χωροφυλακής (στο λεγόμενο «Δ’ Τάγμα»), ενώ στα τέλη του 1949 τέθηκαν
υπό στρατιωτική διοίκηση στα Ειδικά Σχολεία Αναμόρφωσης Ιδιωτών (ΕΣΑΙ), τα
οποία ανήκαν στην αρμοδιότητα του Α’ και του Β’ ΕΤΟ. Τον Ιανουάριο του 1950
ιδρύθηκε το Ειδικό Σχολείο Αναμόρφωσης Γυναικών (ΕΣΑΓ). Στη Μακρόνησο λει-
τουργούσαν τέλος οι Στρατιωτικές Φυλακές Αττικής (ΣΦΑ), όπου οι πολιτικοί κρα-
τούμενοι συνυπήρχαν με τους ποινικούς.
Η ιστορική έρευνα του φαινομένου της Μακρονήσου κινείται πάνω σε δύο
βασικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση προτάθηκε από τον Φίλιπ-

1
Πολυμέρης Βόγλης – Στρατής Μπουρνάζος, «Στρατόπεδο Μακρονήσου 1947-1950. Βία και προπα-
γάνδα», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα (επιμέλεια Χρήστος Χατζηιωσήφ), Βιβλιόραμα, Αθήνα
2009, σ. 55.

5
πο Ηλιού και αντιλαμβάνεται τον μηχανισμό της Μακρονήσου ως κρατικό θεσμό
προληπτικής καταστολής, ο οποίος μετεξελίχθηκε γρήγορα σε θεσμοθετημένη μονά-
δα ομαδικών βασανισμών με σκοπό τον ιδεολογικό έλεγχο των πολιτών που τέθηκαν
υπό καθεστώς αναμόρφωσης2. Η δεύτερη ερμηνευτική πρόταση κατατέθηκε από τον
Γιώργο Μαργαρίτη και βρίσκεται σε σαφή αντίθεση με την πρώτη. Σύμφωνα με αυτή
«το στρατόπεδο δημιουργήθηκε με βάση τις πραγματικές ανάγκες του πολέμου και
όχι ως αφηρημένο πείραμα πολιτικής καταστολής και ιδεολογικής ποδηγέτησης»3.
Η αναζήτηση του προτύπου βάσει του οποίου δημιουργήθηκε το στρατόπεδο
της Μακρονήσου αποτελεί μείζον πρόβλημα της έρευνας. Κατά τα τελευταία χρόνια
αρκετοί ιστορικοί συγκλίνουν στο ζήτημα εντοπίζοντας ως πρότυπο τα βρετανικά
στρατόπεδα της Μέσης Ανατολής, όπου φυλακίστηκαν τον Μάιο του 1944 εξεγερμέ-
νοι Έλληνες αντιφασίστες φαντάροι και αξιωματικοί4. Ωστόσο η Μακρόνησος μάλ-
λον συνιστά μοναδικό ιστορικό παράδειγμα, τουλάχιστον στον χώρο της μεταπολεμι-
κής Ευρώπης. Σύμφωνα με τον Στρατή Μπουρνάζο, η ιδιαιτερότητα του φαινομένου
οφείλεται κυρίως στον μεγάλο αριθμό των εξορίστων, την έκταση των βασανιστηρί-
ων και τον κεντρικό ρόλο της Μακρονήσου στην κρατική προπαγάνδα5. Ως στοιχείο
που συγκροτεί την ιδιαιτερότητα της Μακρονήσου πρέπει να προστεθεί η στόχευση
της σταδιακής μετατροπής των θυμάτων σε θύτες μέσα από τον μηχανισμό αναμόρ-
φωσης των κρατουμένων6.
Το στρατόπεδο της Μακρονήσου προβλήθηκε από την προπαγάνδα του ελλη-
νικού εμφυλιακού κράτους μέσω δύο κυρίαρχων μεταφορών, ενδεικτικών του ανα-
μορφωτικού χαρακτήρα που προσέδιδαν στο πείραμα οι εμπνευστές του, είτε ως
«σχολείο» είτε ως «θεραπευτήριο»7. Αντικείμενα της αναμόρφωσης ήταν πολίτες ή
οπλίτες, οι οποίοι είχαν παραπλανηθεί, σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα, από
τους κομματικούς καθοδηγητές ή είχαν μολυνθεί από τον κομμουνιστικό ιό. Τα απο-
τελέσματα της αναμόρφωσης ήταν εντυπωσιακά στους οπλίτες, καθώς προέκυψαν
μαζικά τάγματα που χρησιμοποιήθηκαν στις μάχες ενάντια στον Δημοκρατικό Στρα-

2
Φίλιππος Ηλιού, «Η μνήμη της ιστορίας και η αμνησία των εθνών», Μακρόνησος. Ιστορικός πολιτι-
στικός τόπος, Ο Πολίτης, Αθήνα 1994, σ. 77.
3
Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949 (τόμος 2), Βιβλιόραμα,
Αθήνα 2001, σ. 572.
4
Βλ. επί παραδείγματι Γιώργος Μαργαρίτης, ό.π., σ. 575 και Πολυμέρης Βόγλης – Στρατής Μπουρνά-
ζος, ό.π., σ. 70.
5
Στρατής Μπουρνάζος, «Το «Μέγα Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου», 1947-1950», Ιστορικό τοπίο και
ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σ. 117.
6
Πρόλογος Κώστα Βαλέτα στο Γιώργης Πικρός, Το χρονικό της Μακρονήσου, Αθήνα 21975, σ. 12.
7
Πολυμέρης Βόγλης – Στρατής Μπουρνάζος, ό.π., σ. 68.

6
τό Ελλάδας. Η επιτυχία αυτή προκάλεσε τη μεταγωγή των πολιτικών εξορίστων στο
νησί8, προερχομένων κυρίως από την τάξη της διανόησης. Ελάχιστοι διανοούμενοι
ωστόσο μετεστράφησαν ιδεολογικά στη Μακρόνησο. Η αναμόρφωση συνεπώς πέτυ-
χε στον στρατιωτικό στόχο της, αλλά μάλλον απέτυχε στον ιδεολογικό. Όπως συνο-
ψίζει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος: «Η Μακρόνησος μοιάζει περισσότερο με μια
απορρυθμισμένη μηχανή επιτήρησης και αναμόρφωσης, η οποία δεν παράγει το επι-
διωκόμενο προϊόν, αλλά επαναλαμβάνει συνεχώς τον εαυτό της, μεγεθύνοντας και
αναπτύσσοντας τις πολιτικές του πόνου δίχως να βρίσκει τον στόχο της»9.

Οι διανοούμενοι της Μακρονήσου


Διανοούμενοι από διαφόρους τομείς των επιστημών και των τεχνών συγκε-
ντρώθηκαν στη Μακρόνησο, είτε ως οπλίτες είτε κυρίως ως πολιτικοί εξόριστοι. Κα-
θηγητές φιλοσοφίας και ιστορικοί, όπως ο Κώστας Δεσποτόπολος, ο Γιάννης Ιμβριώ-
της και ο Δημήτρης Φωτιάδης, σκηνοθέτες και ηθοποιοί, όπως ο Βαγγέλης Καμπέρος,
ο Τζαβέλλας Καρούσος και ο Μάνος Κατράκης, μουσικοσυνθέτες, όπως ο Μίκης
Θεοδωράκης και ο Φοίβος Ανωγειανάκης, εικαστικοί, όπως ο Τάσος Ζωγράφος και ο
Γιώργος Φαρσακίδης. Η μεγαλύτερη εντούτοις αριθμητικά ομάδα ήταν μάλλον αυτή
των λογοτεχνών, ήδη καθιερωμένων, όπως ο Γιάννης Ρίτσος και ο Θέμος Κορνάρος,
ή εκκολαπτομένων, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Αντρέας Φραγκιάς.
Η πλειονότητα των διανοουμένων ανήκε στους πολιτικούς εξορίστους, οι ο-
ποίοι μεταφέρθηκαν στη Μακρόνησο την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1949. Παρά το
γεγονός ότι ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί όταν γινόταν η μεταγωγή τους στο νησί, το ελ-
ληνικό κράτος δεν έδειξε επιείκεια απέναντι τους. Οι διανοούμενοι, ιδιαίτερα όταν
τέθηκαν υπό στρατιωτική διοίκηση, υποχρεώνονταν ανεξαρτήτως ηλικίας στις αγγα-
ρείες του στρατιωτικού βίου, μολονότι δεν υπέστησαν τα σκληρά σωματικά βασανι-
στήρια που είχαν υπομείνει οι οπλίτες ή οι πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών. Υ-
πάρχουν αρκετές μαρτυρίες που αφορούν σε περιστατικά βίας έναντι επωνύμων δια-
νοουμένων, οι οποίες περιγράφουν γλαφυρά τις γενικές συνθήκες διαβίωσής τους στο

8
Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο
πόλεμο, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004, σ. 159.
9
Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Η αμετροέπεια της βίας, ο πόνος και η αναίρεση της «αναμόρφωσης»
στη Μακρόνησο», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σ. 295.

7
νησί10. Οι πολιτικοί εξόριστοι εν γένει ζούσαν σε συνθήκες αντίστοιχες αυτών των
στρατιωτών11.
Ο συνωστισμός διανοουμένων στη Μακρόνησο εξηγείται από τη σημασία που
έχει ο έλεγχος τους σε περιόδους κοινωνικών κρίσεων, πολλώ μάλλον σε κατάσταση
εσωτερικού πολέμου. Ο ανθός της αριστερής διανόησης της εποχής εκτοπίστηκε στο
νησί προκειμένου να αφοπλιστεί κομματικά και να απαξιωθεί κοινωνικά. Πρόκειται
στην πλειονότητα για στρατευμένους διανοουμένους, οι οποίοι ήταν ενεργά μέλη του
Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), τουλάχιστον κατά την περίοδο των διώ-
ξεών τους. Στην πορεία του χρόνου εμφανίζονται ρωγμές στη συνοχή της ομάδας,
απότοκες της ήττας και της διάσπασης της ελληνικής αριστεράς.
Η εμπειρία της Μακρονήσου αποτυπώθηκε πολλαπλώς από τους διανοουμέ-
νους που τη βίωσαν αλλά και από κατοπινούς, είτε μέσω της τέχνης είτε ως ιστορική
μαρτυρία δίχως αισθητικές αξιώσεις. Υπάρχουν εικαστικά έργα από τη Μακρόνησο12,
όμως το τραυματικό βίωμα εκφράστηκε κυρίως δια του γραπτού λόγου. Ο Αλέξαν-
δρος Αργυρίου παραθέτει ένα κατάλογο 9 χρονικών και 12 λογοτεχνικών πεζογραφι-
κών έργων13, ο οποίος μπορεί να εμπλουτιστεί περαιτέρω14. Στο σύνολο τους τα έργα
καταδεικνύουν την βαρβαρότητα του μηχανισμού της Μακρονήσου και αναδεικνύ-
ουν, ιδιαίτερα τα χρονικά, τον ηρωισμό των εξορίστων. Το βίωμα ωστόσο αποτυπώ-
θηκε πολλαπλώς, πέραν της πεζογραφίας, στον χώρο της ποίησης.

Η ποίηση της Μακρονήσου


Στη συγκεκριμένη μελέτη θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την ποίηση
της Μακρονήσου υπό το πρίσμα μιας συγκριτικής εξέτασης ανιχνεύοντας διάφορα
μοτίβα που εντοπίζονται σε αυτή. Πριν αναλύσουμε περαιτέρω τον σκοπό της μελέ-
της μας, οφείλουμε να προτάξουμε δύο θεμελιώδεις διευκρινίσεις. Καταρχάς πρέπει
να διακρίνουμε, όπως υπέδειξε ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, τη «Μακρόνησο» της ποί-

10
Βλ. ενδεικτικά Γιώργος Δ. Γιαννόπουλος, Μακρόνησος. Μαρτυρίες ενός φοιτητή 1947 – 1950, Βι-
βλιόραμα, Αθήνα 2001, σ. 155 και Γιώργος Φαρσακίδης, Μακρόνησος, Σκυτάλη, χχ [δ’ έκδ., α’ έκδ.
1964], σ. 49., όπου καταγράφονται ορισμένα από τα μαρτύρια του Θέμου Κορνάρου.
11
Πολυμέρης Βόγλης – Στρατής Μπουρνάζος, ό.π., σ. 59.
12
Βλ. επί παραδείγματι τα χαρακτικά του Φαρσακίδη και του Ζωγράφου.
13
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η πεζογραφία περί Μακρονήσου και μερικά παρεπόμενα», Ιστορικό τοπίο
και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σ. 255.
14
Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο χρονικά που απουσιάζουν από τον κατάλογο του Αργυρίου: Κλεόβου-
λος Α. Δενδρινός, Άγνωστες σελίδες από τη Μακρόνησο (1948-1950), Αθήνα 1998 και Ηλίας Στάβερης,
Γλαροφωλιά. Μακρονήσι 1948-1949, Το Βήμα, Αθήνα 2010.

8
ησης από τη Μακρόνησο των ποιητών15. Η δεύτερη είναι η χρονικά προσδιορισμένη
ιστορική πραγματικότητα της Μακρονήσου, την οποία βίωσαν οι αριστεροί ποιητές
που βρέθηκαν εκεί, ενώ η πρώτη είναι «ένας λογοτεχνικός τόπος, ένα χάρτινο νησί
στη γεωγραφία της μεταπολεμικής ποίησης που θεματοποιεί την εμπειρία της εξορίας,
είτε ως συγχρονική μαρτυρία, είτε ως ενεργό σήμα της μεταγενέστερης ποιητικής
μνήμης»16. Στη μελέτη μας θα εστιάσουμε στη «Μακρόνησο» της ποίησης, χωρίς να
εγκαταλείπουμε την προοπτική της ιστορίας. Μια δεύτερη απαραίτητη προκαταρκτι-
κή παρατήρηση αφορά στη σχέση του βιώματος με τη μνήμη. Υπάρχουν ποιήματα
που παραπέμπουν σε ντοκουμέντα, όπου το βίωμα επιχειρείται να αποτυπωθεί πιο
άμεσα («ποίηση – μαρτυρία»), αλλά και ποιήματα που γράφονται ή ολοκληρώνονται
σε χρονική απόσταση από το βίωμα, όπου το βίωμα ελέγχεται από τη μνήμη («ποίηση
μνήμης»)17. Σε κάθε περίπτωση το βίωμα τροφοδοτεί το ποίημα, ενώ η μνήμη ευθύ-
νεται για την τελική μορφοποίησή του.
Η συγκριτική προσέγγιση των ποιημάτων της Μακρονήσου, τουλάχιστον ό-
σων ανευρέθησαν από την έρευνα μας18, θα βασιστεί στη διάκριση ορισμένων κοινών
μοτίβων, τα οποία εντοπίζονται στην προς εξέτασιν ποιητική παραγωγή. Τα μοτίβα
αυτά αναδεικνύονται μέσω της συχνότητας εμφάνισής τους στα ποιήματα και μπο-
ρούν να ενταχθούν σε ευρύτερες κατηγορίες, όπως οι ακόλουθες: α) τα στοιχεία της
φύσης, β) ο χώρος και ο χρόνος, γ) τα πρόσωπα, δ) τα βασανιστήρια, ε) τα συναισθή-
ματα, στ) η ιδεολογία, ζ) ο θάνατος. Η οριζόντια ανάγνωση που θα επιχειρήσουμε
στη βάση αυτών των κατηγοριών μοτίβων, στοχεύει στον εντοπισμό σημείων σύ-
γκλισης ή απόκλισης μεταξύ των ποιημάτων και στη διατύπωση ερμηνευτικών προ-
τάσεων επί των συγκεκριμένων σημείων. Ο γενικός στόχος μας είναι η συμβολή στη
δημιουργία μιας ολοκληρωμένης εικόνας της ποιητικής παραγωγής της Μακρονήσου.
Τα γενικά χαρακτηριστικά της ποίησης της Μακρονήσου, όπως καταγράφο-
νται από τον Παπαθεοδώρου, είναι συνοπτικά η θεματολογική πεζότητα, ο συγκρου-
σιακός χαρακτήρας, η λειτουργία της γραφής ως απώθησης του τραυματικού βιώμα-
τος της εξορίας, η ανάδειξη της κοινωνικής συνειδητοποίησης ως στόχου της ποίη-

15
Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Η «πυκνοκατοικημένη ερημιά» των ποιητών της Μακρονήσου. Γραφές
της ιστορίας», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σ. 229.
16
Ό.π.
17
Δώρα Μέντη, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και πρακτική, Κέδρος, Αθήνα 1995, σ. 167.
18
Παρά τις προσπάθειές μας δεν κατέστη εφικτή η ανάγνωση δυσεύρετων ποιητικών συλλογών που
ενδεχομένως εμπεριέχουν σχετικά ποιήματα, όπως αυτών του Τζαβέλλα Καρούσου και του Μανώλη
Κορνήλιου.

9
σης19. Αντίστοιχα χαρακτηριστικά εντοπίζει η Σόνια Ιλίνσκαγια, η οποία αναφέρει
επιπρόσθετα τον μοντερνιστικό τρόπο γραφής ως κοινό στοιχείο20. Η ίδια ερευνήτρια
χρησιμοποιεί τον όρο «Ποίηση του Στρατοπέδου», προκειμένου να εντάξει σε αυτόν
το σύνολο της μεταπολεμικής ποιητικής παραγωγής που σχετίζεται με την εξορία21,
ενώ η Δώρα Μέντη αντιπροτείνει τον όρο «Ποίηση της δοκιμασίας»22.
Οι περισσότεροι ποιητές, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Άρης
Αλεξάνδρου, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Κώστας Θρακιώτης και ο Κώστας Κουλου-
φάκος, βρέθηκαν ως πολιτικοί εξόριστοι στη Μακρόνησο από την άνοιξη ή το καλο-
καίρι του 1949 μέχρι το καλοκαίρι του 1950. Υπήρξαν ωστόσο ποιητές που υπηρέτη-
σαν τη στρατιωτική θητεία τους στη Μακρόνησο, όπως ο Δημήτρης Δούκαρης, ο
Λευτέρης Ραφτόπουλος και ο Τίτος Πατρικιος23, οι οποίοι παρέμειναν στο νησί για
μεγαλύτερο διάστημα. Η πλειονότητα των πολιτικών εξορίστων μεταφέρθηκε το κα-
λοκαίρι του 1950 στον Άγιο Ευστράτιο (Άη-Στράτη), όπου οι συνθήκες διαβίωσης
ήταν σαφώς βελτιωμένες σε σχέση με αυτές της Μακρονήσου.
Η πρώτη εμφάνιση ποιημάτων της Μακρονήσου συντελείται στο περιοδικό
Ελεύθερα Γράμματα, όπου δημοσιεύονται τέσσερα ποιήματα υπό τον γενικό τίτλο
«Μακρόνησος»24. Πρόκειται για ένα μικρό απόσπασμα από το «Γράμμα στον Ζολιό
Κιουρί» του Γιάννη Ρίτσου (το οποίο συμπεριλαμβάνεται το 1954 σε ολοκληρωμένη
μορφή στη συλλογή Αγρύπνια25), το ποίημα «Η νύχτα στο κάτεργο» του ηθοποιού
Τζαβέλλα Καρούσου, το ποίημα «Απλή κουβέντα» του Τάσου Λειβαδίτη (το οποίο
αναδημοσιεύεται με σημαντικές αλλαγές το 1956 στη συλλογή Ο άνθρωπος με το τα-
μπούρλο26) και το ποίημα «Στις έξι του Μάη» του Κώστα Κουλουφάκου. Κατά τη
δεκαετία του 1950 ακολούθησε μια σειρά δημοσιεύσεων σχετικών ποιημάτων σε ε-
φημερίδες ή περιοδικά της εποχής και σε αυτοτελείς εκδόσεις.

19
Γιάννης Παπαθεοδώρου, ό.π., σσ. 238-240.
20
Σόνια Ιλίνσκαγια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης
στην Ελλάδα, Κέδρος, Αθήνα 52004, σ. 76. Η διαπίστωση της Ιλίνσκαγια δεν είναι ακριβής, καθώς ο
μοντερνιστικός τρόπος γραφής είναι μάλλον κοινός τόπος της ποίησης της εποχής, ενώ αρκετά ποιή-
ματα της Μακρονήσου δεν στερούνται στοιχείων της παραδοσιακής ποίησης (επί παραδείγματι του
μέτρου).
21
Ό.π., σ. 46.
22
Δώρα Μέντη, ό.π., σ. 162.
23
Η περίπτωση του Πατρίκιου είναι ιδιάζουσα, καθώς υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στη Μα-
κρόνησο το 1951 – 1952, όταν το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών εξορίστων δεν λειτουργούσε
πλέον.
24
Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τεύχος 2-4, περίοδος Δ’, Οκτ. – Δεκ. 1950, σσ. 123-130.
25
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, Η πυξίδα, Αθήνα 1954, σσ. 73-87.
26
Τάσος Λειβαδίτης, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, Αθήνα, χ.χ. [1956], σσ. 7-11.

10
Οι αυτοτελείς εκδόσεις ποιημάτων της Μακρονήσου
Ο ποιητής που ηγεμονεύει στη Μακρόνησο είναι αναμφίβολα ο Γιάννης Ρί-
τσος. Πέρα από το «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί», το οποίο γράφηκε τον Νοέμβρη του
1950 στον Άη-Στράτη, ο Ρίτσος κατέθεσε ποιητικές μαρτυρίες για τη Μακρόνησο σε
δύο κύκλους ποιημάτων που γράφηκαν επί τόπου. Πρόκειται για τα ποιήματα που
κυκλοφόρησαν το 1957 ως Μακρονησιώτικα, τα οποία αναδημοσιεύτηκαν με σημα-
ντικές αλλαγές το 1974 υπό τον τίτλο Πέτρινος χρόνος (Μακρονησιώτικα)27, και το
«Ημερολόγιο εξορίας III», που περιελήφθη στον τόμο Τα Επικαιρικά28 (όπου εντά-
χθηκε τελικά και ο Πέτρινος χρόνος). Τα ποιήματα της συλλογής Πέτρινος χρό-
νος(Μακρονησιώτικα), σύμφωνα με σημείωμα του ίδιου του ποιητή, «γράφτηκαν στη
Μακρόνησο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβρη του 1949, στο Δ’ Τάγμα Πολιτικών
Εξορίστων, πριν ακόμη μεταφερθούμε στο Β’ Τάγμα, πριν ακόμη ζήσουμε όλη τη
φρίκη της Μακρονήσου»29. Τα ποιήματα στο «Ημερολόγιο εξορίας III» φέρουν ημε-
ρολογιακές ενδείξεις από 18 Ιανουαρίου έως 1 Ιουνίου 1950 και καταγράφουν ποιη-
τικά την εμπειρία του Β’ Τάγματος εν είδει ημερολογιακών σημειώσεων30. Αναφορές
στη Μακρόνησο τέλος εμπεριέχονται στη σύνθεση Οι γειτονιές του κόσμου, η οποία
γράφηκε την περίοδο 1949 – 1951 σε Μακρόνησο και Άη-Στράτη και εκδόθηκε το
195731.
Εξίσου πληθωρική με τη μακρονησιώτικη ποιητική παραγωγή του Ρίτσου εί-
ναι αυτή του Τάσου Λειβαδίτη. Η πρώτη σύνθεση του ποιητή γράφηκε στη Μακρό-
νησο και τον Άη-Στράτη το 1950 και αποτελεί ένα είδος ποιητικού χρονικού της Μα-
κρονήσου32.Το ποίημα επανεκδόθηκε σε νέα μορφή στην πρώτη συγκεντρωτική έκ-
δοση ποιημάτων του Λειβαδίτη το 1965, η οποία έκτοτε γνώρισε διαδοχικές ανατυ-
πώσεις33. Αναφορές στη Μακρόνησο υπάρχουν και στη δεύτερη σύνθεση του Λειβα-
δίτη, το ποίημα Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, που γράφηκε στον Άη-Στράτη το
1951 και εκδόθηκε το 195234. Τέλος ο ποιητής έγραψε τρεις μικρότερες συνθέσεις
που φέρουν την ένδειξη «Μακρόνησος 1950», τα ποιήματα «Απλή κουβέντα», «Πα-

27
Οι διαφορές μεταξύ των δύο εκδόσεων αναλύθηκαν διεξοδικά από τον Ξενοφώντα Κοκόλη: Ξ. Α.
Κοκόλης, «Από τα Μακρονησιώτικα στον Πέτρινο χρόνο», Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο ( επιμέλεια
Αικατερίνη Μακρυνικόλα), Κέδρος, Αθήνα 1981, σσ. 485-516.
28
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, Κέδρος, Αθήνα 1975, σσ. 243-258.
29
Γιάννης Ρίτσος, Πέτρινος χρόνος (Μακρονησιώτικα), Κέδρος, Αθήνα 1974, σ. 73.
30
Η μεταφορά των πολιτικών εξορίστων έγινε τον Νοέμβρη του 1949 και σήμανε την υπαγωγή τους
σε στρατιωτική διοίκηση.
31
Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές του κόσμου, Κέδρος, Αθήνα 71979, σσ. 122-126.
32
Τάσος Λειβαδίτης, Μάχη στην άκρη της νύχτας. Το χρονικό της Μακρονήσου, Αθήνα χ.χ. [1952].
33
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, Κέδρος, Αθήνα 21979, σσ. 11-43.
34
Ό.π., σσ. 49-77.

11
ραμονή Χριστουγέννων» και «Μη σημαδέψεις την καρδιά μου», τα οποία ενσωμα-
τώθηκαν στη συλλογή Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο35.
Τρεις σημαντικοί ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, οι Άρης Αλεξάν-
δρου, Δημήτρης Δούκαρης και Τίτος Πατρίκιος, κατέθεσαν ποιήματα – σπαράγματα
της μακρονησιώτικης εμπειρίας τους. Τρία ποιήματα της δεύτερης ποιητικής συλλο-
γής του Άρη Αλεξάνδρου36 αναφέρονται στη Μακρόνησο, ενώ τα υπόλοιπα ευρύτερα
στην εμπειρία της εξορίας. Πρόκειται για τα ποιήματα «Αλεξανδροστρόι», «Ο δεκα-
πέντε» και «Η Στενογραφία της νεκρής ζώνης»37. Το πρώτο γράφηκε στον Μούδρο
Λήμνου και τη Μακρόνησο το 1949, ενώ τα άλλα δύο στον Άη-Στράτη το 1950 –
1951. Τα ποιήματα επανεκδόθηκαν σε αναθεωρημένη μορφή το 197838. Σύμφωνα με
σχετικό σημείωμα του Αλεξάνδρου, τα ποιήματα της δεύτερης συλλογής εν γένει έ-
τυχαν νέας επεξεργασίας εν αντιθέσει με αυτά των άλλων συλλογών του39. Ο Δημή-
τρης Δούκαρης κατέθεσε στην πρώτη ποιητική συλλογή του (Προσευχές (1950)) τέσ-
σερα μακρονησιώτικα ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1948 – 1950. Τα ποιήματα
αναδημοσιεύτηκαν στη συλλογή Καλλίστη θύρα40 , ενώ επανεκδόθηκαν ελαφρώς επε-
ξεργασμένα και με την προσθήκη ενός ποιήματος στη συγκεντρωτική έκδοση των
ποιημάτων του Δούκαρη41. Ο Τίτος Πατρίκιος τέλος κατέθεσε την ποιητική συλλογή
Χρόνια της πέτρας42, η οποία γράφηκε το 1953 – 1954 και εντάχθηκε αρχικά σε δια-
φορετική μορφή και με προσθαφαιρέσεις ποιημάτων στη συλλογή Μαθητεία (1952 –
1962)43. Αναφορές στην εμπειρία της Μακρονήσου υπάρχουν σε διάφορα ποιήματα,
ωστόσο το κατεξοχήν μακρονησιώτικο ποίημα του Πατρίκιου έχει τον τίτλο «Προ-
σχέδια για τη Μακρόνησο».
Τις δικές τους ποιητικές μαρτυρίες για τη Μακρόνησο κατέθεσαν δύο μάλλον
παραγνωρισμένοι σήμερα ποιητές, ο Μενέλαος Λουντέμης και ο Κώστας Θρακιώτης.
Ο Λουντέμης εξέδωσε την ποιητική συλλογή Κραυγή στα πέρατα, όπου περιελήφθη-
σαν τα μακρονησιώτικα ποιήματά του, μεταξύ των οποίων διακρίνεται το εμβληματι-

35
Τάσος Λειβαδίτης, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, ό.π., σσ. 7-17.
36
Άρης Αλεξάνδρου, Άγονος γραμμή, χ.τ., χ.χ. [Αθήνα 1952, ιδιωτική έκδοση].
37
Ό.π., σσ. 37-49, 54-67.
38
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), Καστανιώτης, Αθήνα 1978, σσ. 39-45, 48-56.
39
Ό.π., σ. 156.
40
Δημήτρης Δούκαρης, Καλλίστη θύρα, Αθήνα 1953, σσ. 15-19.
41
Δημήτρης Δούκαρης, Τα ποιήματα. Παραγραφή (1944 – 1964 ) (τόμος πρώτος), Θέμα, Αθήνα 1988,
σσ. 15-19.
42
Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα I (1948 – 1954), Θεμέλιο, Αθήνα 1976, σσ. 171-217.
43
Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία (1952 – 1962), Πρίσμα, Αθήνα 1963, σσ. 9-32.

12
κό «Είμαι καλά»44. Τα ποιήματα επανεκδόθηκαν με σημαντικές αλλαγές στη συγκε-
ντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Λουντέμη, όπου προστέθηκε η ανακριβής
χρονολογικά ένδειξη «Μακρονήσι 1947-1953»45. Τα σχετικά ποιήματα του Κώστα
Θρακιώτη υπάγονται στη σύνθεσή του με τίτλο «Τ’ ακρογιάλι της νύχτας» της ποιη-
τικής συλλογής Ανεμίζουμε σημαία μας την άνοιξη (1955), η οποία αργότερα εντά-
χθηκε στη συγκεντρωτική έκδοση Πορεία και σταθμοί46.
Ποιήματα για τη Μακρόνησο έγραψαν άλλοι ελάσσονες ποιητές, όπως οι Τά-
σος Σπυρόπουλος, Μανώλης Φουρτούνης, Ιάσων Ιωαννίδης και Λεφτέρης Ραφτό-
πουλος. Ο Τάσος Σπυρόπουλος εξέδωσε τη συλλογή Συρματόπλεγμα47, όπου συγκέ-
ντρωσε τα ποιήματα που έγραψε κατά την πολύχρονη εξορία του. Ο Μανώλης Φουρ-
τούνης έγραψε το ποίημα «Μακρόνησος [26 του Μάρτη 1949]», το οποίο δημοσιεύ-
τηκε ακέραιο το 2010 στη συλλογή Διαδρομές48. Ο Ιάσων Ιωαννίδης ενέταξε τα μα-
κρονησιώτικα ποιήματά του στη συλλογή Φωνές από την πέτρα και τον άνεμο (1954),
η οποία συμπεριλήφθηκε στην κατοπινή συγκεντρωτική έκδοση του έργου του49. Ο
δημοσιογράφος Λεφτέρης Ραφτόπουλος τέλος ενσωμάτωσε τα σχετικά ποιήματά του
σε ένα χρονικό της Μακρονήσου, που εξέδωσε το 199550.
Πέραν των αυτοτελών εκδόσεων, μια ανθολογία ποιημάτων της Μακρονήσου
επιχειρήθηκε από τον Γιώργο Φαρσακίδη στο σχετικό λεύκωμά του51. Εκεί εμπεριέ-
χονται ποιήματα του ιδίου, του Μανώλη Κορνήλιου, του Μέμου Παναγιωτόπουλου,
της Βικτωρίας Θεοδώρου κ.α., αλλά και αποσπάσματα από την πρώτη μορφή του
ποιήματος του Φουρτούνη, καθώς και του ποιήματος «Μέρες στο Μακρονήσι» του
Κώστα Κουλουφάκου52. Ευρύτερα αποσπάσματα του συγκεκριμένου ποιήματος του
Κουλουφάκου δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Το δέντρο 53 . Σημειώνουμε τέλος την
απόκρυψη της εμπειρίας της εξορίας στο ποιητικό έργο σημαντικών μεταπολεμικών
ποιητών (Νίκος Καρούζος, Έκτωρ Κακναβάτος, Πάνος Θασίτης).
Το τραυματικό βίωμα της Μακρονήσου επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφω-
ση του ποιητικού χαρακτήρα των προαναφερθέντων ποιητών. Αρκετοί ποιητές, όπως

44
Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, Παλμός, Αθήνα 1954, σσ. 69-102.
45
Μενέλαος Λουντέμης, Τα ποιητικά του, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σσ. 87-119. Η ένδειξη
είναι ανακριβής, διότι ο Λουντέμης βρέθηκε στη Μακρόνησο τη διετία 1949 – 1950.
46
Κώστας Θρακιώτης, Πορεία και σταθμοί, Αθήνα 1964, σσ. 76-90.
47
Τάσος Σπυρόπουλος, Συρματόπλεγμα, Μόρφωση, Αθήνα 1957.
48
Μανώλης Φουρτούνης, Διαδρομές, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010, σσ. 19-24.
49
Ιάσων Ιωαννίδης, Φωνή (1952 – 1982). Ποιήματα – διηγήματα, Διογένης, Αθήνα 1982, σσ. 11-17.
50
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, Το μήκος της νύχτας. Μακρόνησος ’48 – ’50, Καστανιώτης, Αθήνα 21997.
51
Γιώργος Φαρσακίδης, Μακρόνησος, ό.π.
52
Ό.π., σ. 63.
53
Περ. Το δέντρο, τχ. 37-38 (Μάρτης – Απρίλης 1988), σσ. 58-59.

13
οι Λειβαδίτης, Δούκαρης, Σπυρόπουλος, Ιωαννίδης, εκδίδουν μακρονησιώτικα ποιή-
ματα στις πρώτες ποιητικές συλλογές τους, δηλαδή «γεννιούνται» τρόπον τινά ως
ποιητές στη Μακρόνησο. Επιπλέον οι περισσότεροι ποιητές επεξεργάζονται τα συ-
γκεκριμένα ποιήματα στις κατοπινές εκδόσεις τους, στοιχείο δηλωτικό της ιδιαίτερης
σημασίας που οι ίδιοι προσέδιδαν σε αυτά. Η έκφραση του τραύματος μέσω της ποί-
ησης φαίνεται ότι λειτούργησε ως βάλσαμο κατά την περίοδο της δοκιμασίας, αλλά
και ως διαρκής εφιαλτική υπόμνηση αργότερα.

14
ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΤΙΒΩΝ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ

Οι κατηγορίες των μοτίβων


Η διάκριση των μοτίβων εντός του ποιητικού υλικού ενέχει εξαρχής κινδύ-
νους. Η απομόνωση των μοτίβων από τα συμφραζόμενα ενός ποιήματος οδηγεί συ-
χνά σε νοηματικές στρεβλώσεις, ενώ αυτή καθαυτή συνιστά μάλλον μια αυθαίρετη
κίνηση54. Η εστίαση σε ένα θεματικό στοιχείο προκαλεί σχεδόν αυτόματα τον παρα-
γκωνισμό ενός άλλου, ενώ βασίζεται στο ποσοτικό κριτήριο της συχνότητας εμφάνι-
σης του στοιχείου εντός των κειμένων, παρά σε ποιοτικά κριτήρια55. Ωστόσο η ανά-
λυση των μοτίβων αποτελεί βασικό εργαλείο μιας συγκριτικής ανάγνωσης ενός σώ-
ματος κειμένων, καθώς είναι ικανή να φωτίσει λανθάνουσες σχέσεις μεταξύ τους56.
Τα μοτίβα που θα εξετάσουμε προέρχονται από το σύνολο των ποιημάτων
που αναφέρθηκαν στην εισαγωγή. Η διάκριση των μοτίβων στις επτά κατηγορίες που
αναφέραμε, προέκυψε κατά την πορεία της έρευνας. Τα όρια μεταξύ των κατηγοριών
είναι κάποτε ρευστά, ενώ εντοπίστηκαν μοτίβα που στάθηκε αδύνατο να ενσωματω-
θούν σε κάποια ομάδα57. Οπωσδήποτε η έρευνά μας δεν υπήρξε εξαντλητική, καθώς,
όπως αναφέραμε, δεν κατορθώσαμε να εντοπίσουμε το σύνολο της σχετικής παραγω-
γής.
Επιχειρώντας να απαντήσουμε σε ενδεχόμενες ενστάσεις ως προς τη χρήση
του όρου μοτίβο στα παραδείγματα που εξετάζουμε, θα υπερασπίσουμε τη νομιμότη-
τά της στον βαθμό που τα ποιήματα της Μακρονήσου αντιμετωπίζονται ως λογοτε-
χνικά κείμενα. Η παραπάνω δήλωση δεν υπαινίσσεται ότι δεν αναγνωρίζουμε τη βα-

54
Παραδείγματα νοηματικών στρεβλώσεων στίχων δια της αποκοπής τους από το σώμα του ποιήματος
εντοπίζονται στην ανάγνωση του έργου του Λειβαδίτη που επιχειρεί ο Παναγιώτης Νούτσος. Ενδει-
κτικά αναφέρουμε την παρερμηνεία των αντιδράσεων των εξορίστων σε μια νυχτερινή έφοδο των αλ-
φαμιτών ή την παρανόηση ενός υπαινιγμού του Λειβαδίτη στο βασανιστήριο του «αγάλματος», στο
οποίο υποβάλλονταν κάποιοι εξόριστοι. Βλ. ΠαναγιώτηςΝούτσος, Τάσος Λειβαδίτης. Ο κόσμος της
ποίησής του, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 39.
55
Για τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ θέματος και μοτίβου βλ. O. Ducrot – T. Todorov, Dictionnaire
éncyclopédique des sciences du langage, Seuil, Paris 1972, σσ. 280-285. Ο όρος μοτίβο προσδιορίζει
ένα επιμέρους θέμα που επαναλαμβάνεται εντός του γενικού θέματος. Στην περίπτωση που εξετάζουμε
το θέμα είναι η «ποίηση του στρατοπέδου» ή ευρύτερα η «ποίηση της εξορίας».
56
Η διεθνής σχετική βιβλιογραφία είναι μεγάλη. Ενδεικτικά αναφέρουμε ως παράδειγμα τις αναλύσεις
μοτίβων από το ποιητικό έργο του Πούσκιν και του Πάστερνακ, οι οποίες εμπεριέχονται στη μελέτη
του Alexander Zholkovsky, Themes and texts. Toward a poetics of expressiveness, Cornell University
Press, New York and London 1984, σσ. 135-178.
57
Πβ. Τα παραδείγματα που αναφέρει ο Γιώργος Κεχαγιόγλου ως μοτίβα της πρώτης μεταπολεμικής
ποιητικής γενιάς. Πρακτικά του Α’ Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης (α’ τόμος), Γνώση, Αθήνα 1982,
σσ. 59-68. Ορισμένα από αυτά (πίκρα, δίψα, νεκροί, άνεμος, φωνές και κραυγές) εξετάζονται στην
παρούσα εργασία. Ο Κεχαγιόγλου ωστόσο δεν διευκρινίζει τα όρια μεταξύ θέματος και μοτίβου, ενώ
παραθέτει ορισμένα θέματα που μπορούν να θεωρηθούν μάλλον ως μοτίβα (αίσθημα ενοχής, φόβος
και πανικός).

15
σιμότητα των ενστάσεων, οι οποίες γίνονται ισχυρότερες, αν αναλογιστούμε την ορι-
ακή φύση της ποίησης της Μακρονήσου λόγω ακριβώς της έντονης βιωματικότητάς
της. Αν απομονώσουμε ωστόσο τα παραδείγματά μας στο επίπεδο της λογοτεχνίας,
θεωρούμε ότι αυτά πληρούν σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά του όρου.

α) Τα στοιχεία της φύσης

Η Μακρόνησος είναι ένα από τα πολλά ξερονήσια του ελλαδικού χώρου, ό-


που υπάρχει ελάχιστη θαμνώδης βλάστηση επί ενός βραχώδους εδάφους. Ως εκ τού-
του η διαμονή των εξορίστων σε αντίσκηνα ήταν ιδιαίτερα προβληματική, ενώ επη-
ρεαζόταν άμεσα από τα καιρικά φαινόμενα. Όπως επισημαίνει η Μέντη, αναφερόμε-
νη στην ποίηση της Μακρονήσου, «η αγονία και ο αποκλεισμός του φυσικού τοπίου
δημιουργούν μια εικόνα ερήμωσης και μετατρέπονται σε βασανιστικά όργανα εις βά-
ρος των ανθρώπινων υπάρξεων στην εφιαλτική πραγματικότητα του στρατοπέδου58».
Οι ποιητές της Μακρονήσου αναδεικνύουν την αποτρόπαιη όψη του νησιού, δημι-
ουργώντας σε γραμματολογικό επίπεδο ένα ποιητικό πρότυπο αντιπαραθετικό προς
τη φωτεινότητα των αιγαιοπελαγίτικων ποιημάτων της γενιάς του ’30 και ιδίως του
Οδυσσέα Ελύτη59. Τα στοιχεία της φύσης εν γένει γίνονται αντιληπτά μέσα από το
πρίσμα της εξορίας.

Η κυρίαρχη πέτρα
Οι τίτλοι τριών ποιητικών συλλογών της Μακρονήσου εστιάζουν στην κυρι-
αρχία της πέτρας στο φυσικό τοπίο του νησιού και στον αντίκτυπό της στους εξόρι-
στους, οι οποίοι υποβάλλονταν συχνά στην αγγαρεία της μεταφοράς πέτρας, όπως θα
αναλύσουμε σε άλλο σημείο. Πρόκειται για τις συλλογές Πέτρινος χρόνος του Ρίτσου,
Χρόνια της πέτρας του Πατρίκιου (τίτλος σαφώς επηρεασμένος από αυτόν του Ρίτσου)
και Φωνές από την πέτρα και τον άνεμο του Ιωαννίδη.
Στην πρώτη στροφή του αποσπάσματος από το «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί»
του Ρίτσου (πέμπτη στροφή του ποιήματος), που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ελεύ-
θερα Γράμματα, η λέξη «πέτρες» επαναλαμβάνεται εμφατικά δημιουργώντας μια εφι-
αλτική αίσθηση:
58
Δώρα Μέντη, ό.π., σ. 169.
59
Ευριπίδης Γαραντούδης, «Τα νησιά του Αιγαίου ως τόπος μιας αντίθεσης: από την ποιητική γενιά
του 1930 στη μεταπολεμική ποίηση», Η Ελλάδα των νησιών από τη Φραγκοκρατία ως σήμερα. Πρακτι-
κά του Β’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (Ρέθυμνο 10 – 12 Μα ου 2002) (τόμος Α’),
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 440.

16
Εκεί, Ζολιό, ήταν πέτρες, πολλές πέτρες
μονάχα πέτρες με σφιγμένα δόντια
μονάχα φωνές πιο σκληρές απ’ τις πέτρες
και πληγές σιωπηλές σαν τις πέτρες
και μπότες που χτυπούσαν τις πέτρες.
Τούτες τις πέτρες κουβαλούσαμε στη ράχη μας
τούτες τις πέτρες σκάβαμε με τα δάκτυλα.
Δεν ξέρω αν ήταν ουρανός – δεν ήταν.
Μονάχα πέτρες, πολλές πέτρες.60
Στην ολοκληρωμένη έκδοση του ποιήματος ο έβδομος στίχος τροποποιείται («Τούτες
τις πέτρες σκάβαμε με τα νύχια μας»)61, ενώ η υπόλοιπη στροφή μένει άθικτη. Αντί-
στοιχη με την παραπάνω εικόνα υπάρχει στο ποίημα της συλλογής Πέτρινος χρόνος
«Έτοιμοι», όπου η πέτρα κυριεύει κλιμακωτά τα πράγματα και τον χώρο:
Πέτρινο το κρεβάτι που κοιμόμαστε,
πέτρινο το ψωμί όπου ακονίζουμε τα δόντια μας,
πέτρινο το χέρι όπου ακουμπάει το σαγόνι της η νύχτα.62
Η πέτρα έχει σκεπάσει τη φωνή (συνεκδοχικά την ποίηση) στο τελευταίο
ποίημα της ενότητας «Φωνές», η οποία τίθεται στην αρχή της συλλογής Φωνές από
την πέτρα και τον άνεμο του Ιωαννίδη. Η γλώσσα απομένει γυμνή, ο ποιητής ωστόσο
αρνείται την παντοκρατορία της πέτρας:
Σκαλίζουμε την πέτρα να βρούμε τη φωνή
……………
Σκληρά τα δάχτυλα
κι η γλώσσα μας γυμνή
κλώθεται πάνω από τους βράχους
……………
Η γη δεν είναι μοναχά μια πέτρα.63

Η θάλασσα που εγκλωβίζει

60
Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, ό.π., σ. 123.
61
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 74.
62
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 263.
63
Ιάσων Ιωαννίδης, ό.π., σ.17.

17
Η θάλασσα στα ποιήματα της Μακρονήσου γίνεται αντιληπτή μέσα από το
πρίσμα του εγκλεισμού ως στοιχείο που εντείνει τη στέρηση της ελευθερίας. Το
βλέμμα προς τη θάλασσα σκοντάφτει πάνω στο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου:
Δω πέρα ξεχάσαμε ένα σωρό πράματα.
Δεν είναι ένα παράθυρο να κοιτάξουμε τη θάλασσα.
Αλλιώς κοιτιέται η θάλασσα από ’να παράθυρο,
αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα.64
Οι στίχοι προέρχονται από το ποίημα «Αλλαγή» της συλλογής Πέτρινος χρόνος και
δείχνουν μια αποθάρρυνση του Ρίτσου. Η θάλασσα δεν μπορεί να παρηγορήσει τον
ποιητή, όπως φαίνεται και στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί»:
Νά ’μαστε πλάι στη θάλασσα
και να μην έχουμε δυο πήχες θάλασσα
για να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται.65
Η θάλασσα λειτουργεί ως στοιχείο που ενισχύει την αίσθηση εγκλωβισμού
των εξορίστων στην ποιητική σύνθεση του Θρακιώτη, όπου αναγνωρίζεται ως φρά-
κτης και συνδέεται με την απειλή του θανάτου:
Σ’ αυτήν εδώ τη θανάσιμη γης με το θαλάσσιο φράχτη66
……………
Κυκλωμένοι από το αίμα και τη φωτιά
κυκλωμένοι με το θάνατο και το νερό.67
Ο Λουντέμης αντίστοιχα στο ποίημά του «Είμαι καλά..» παρουσιάζει τη θάλασσα ως
αδιαπέραστο εμπόδιο για την αλήθεια:
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά τη θάλασσα.68
Ο ποιητής αναφέρεται εδώ στις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των εξορίστων, οι
οποίες ήταν άγνωστες στον περισσότερο κόσμο λόγω της παραπληροφόρησης που
διοχέτευε η κρατική προπαγάνδα.
Στο ποίημα «Μέρες στο Μακρονήσι» του Κώστα Κουλουφάκου η θάλασσα
μεταμορφώνεται σε δεσμοφύλακα που στοιχειώνει τον ποιητή:
Δε θέλω να μου μείνει για πάντοτε η θάλασσα

64
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 277.
65
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 79.
66
Κώστας Θρακιώτης, Πορεία και σταθμοί, Αθήνα 1964, σ. 76.
67
Ό.π., σ. 81.
68
Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, ό.π., σ. 91.

18
εχθρικός δεσμοφύλακας άγρυπνος…69
Παρόμοια στο ποίημα «Το τελευταίο σάλπισμα» ο Ραφτόπουλος οραματίζεται τη θά-
λασσα – δεσμοφύλακα να προδίδει τους προϊσταμένους της:
Η θάλασσα
που σου είχαν ορίσει
δεσμοφύλακα
θα τους έχει προδώσει
και θα απλώνει μπροστά σου
το δρόμο για τις καρδιές
των πέντε ηπείρων.70
Η κοινή παρουσία της εικόνας της θάλασσας – δεσμοφύλακα στα δύο ποιήματα δη-
λώνει εμφατικά την αρνητική πρόσληψη της θάλασσας από τους εξόριστους. Η τυπι-
κή συμβολική λειτουργία της θάλασσας αντιστρέφεται, καθώς αυτή δεν λειτουργεί ως
σύμβολο της ελευθερίας, αλλά ταυτίζεται με την κατάσταση του εγκλεισμού.

Ήλιος παρών και μέλλων


Ο ήλιος στο στρατόπεδο προσωποποιείται στα ποιήματα της Μακρονήσου,
είτε ως βασανιστής είτε ως κρατούμενος. Στο ποίημα «Μεσημέρια» του Ρίτσου ο έ-
ντονος ήλιος του μεσημεριού, ο οποίος ενέτεινε τη δίψα των εξορίστων που υποβάλ-
λονταν σε διάφορες αγγαρείες, περιγράφεται ως αυστηρός αλφαμίτης, που επιτηρεί
την εκτέλεση της αγγαρείας71:
Ο ήλιος εδώ δε χωρατεύει – θυμωμένος ήλιος, παντοκράτορας,
με τα σμιχτά του φρύδια, το τετράγωνο σαγόνι,
με το δασύ του κόρφο γδυτόν ως τη θάλασσα.72
Ο ήλιος μετατρέπεται ρητά σε όργανο της εξουσίας στο ποίημα «Προετοιμασία» του
Ραφτόπουλου:
Εδώ…
βάζουν τον ήλιο να γδέρνει.73
Ομοίως ο Κουλουφάκος κατατρύχεται από έναν ήλιο βασανιστή:
… Δε θέλω
69
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 59.
70
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 192.
71
Οι αλφαμίτες στελέχωναν την Αστυνομία Μονάδος, η οποία λειτουργούσε ως όργανο τρομοκράτη-
σης των εξορίστων.
72
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 268.
73
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 8.

19
να βλέπω για πάντα τον ήλιο κάθε αυγή με στολή βασανιστή.74
Σε άλλα ποιήματα ο ήλιος μεταμορφώνεται σε κρατούμενο. Στο παρακάτω
απόσπασμα από τη σύνθεση Οι γειτονιές του κόσμου, ο ήλιος παρουσιάζεται ως
σκληρά βασανισμένος εξόριστος μέσω μιας νατουραλιστικής εικόνας:
Ο ήλιος γερμένος στο συρματόπλεγμα
με τ’ άντερά του χυμένα στο χώμα.75
Ο Πατρίκιος στο ποίημα «Συνήθειες κρατουμένων» αντιλαμβάνεται αντίστοιχα τον
ήλιο ως κρατούμενο:
Κάθε πρωί ο ήλιος έβγαινε πίσω απ’ τα φυλάκια
φορώντας μιαν άπλυτη πιτζάμα του νοσοκομείου
και διάσχιζε αργά το προαύλιο τ’ ουρανού.

Ύστερα από τόσα χρόνια


είχε κι εκείνος πάρει συνήθειες των κρατουμένων.76
Μολονότι ο Πατρίκιος δεν βίωσε, όπως αναφέραμε, την πραγματικότητα του στρατο-
πέδου συγκέντρωσης πολιτικών εξορίστων της Μακρονήσου, επικοινωνεί μέσω της
ποίησής του με τους ποιητές που βρέθηκαν εκεί κατά την περίοδο της λειτουργίας του.
Το παραπάνω ποίημά του μοιάζει να απηχεί τους ακόλουθους στίχους από το ποίημα
«Η Στενογραφία της νεκρής ζώνης» του Αλεξάνδρου:
Μέσα από το φυλάκιο
θα βγει ο ήλιος
κουρεμένος.77
Ο ήλιος γίνεται ένας φαντάρος που παρουσιάζεται καθημερινά στο πρωινό προσκλη-
τήριο, φοβούμενος μήπως τιμωρηθεί για ενδεχόμενη απουσία του, στο ποίημα «Ήλι-
ος παρών» του Ραφτόπουλου:
Όταν κάποια πρωινά
στον ουρανό
σελαγίζουν σύννεφα
τον βλέπουμε
να τα σπρώχνει φουριόζος,
ν’ αντιπαλεύει μαζί τους,

74
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 59.
75
Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές του κόσμου, ό.π., σ. 123.
76
Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία (1952 – 1962), ό.π., σ. 16.
77
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 54.

20
για να προφτάσει να δώσει
έστω θολό και καθυστερημένο
το παρών του
μην τυχόν
και τον βγάλουν απόντα
και τον περάσουν στην αναφορά.78
Σε άλλα ποιήματα ο ήλιος προσλαμβάνεται θετικά, καθώς συνδέεται με το
μέλλον. Ο Λειβαδίτης στους τελευταίους στίχους της σύνθεσης Μάχη στην άκρη της
νύχτας, οι οποίοι αποδίδονται σε δύο συντρόφους που βασανίζονται σε γειτονικά κε-
λιά, οραματίζεται την αντικατάσταση του παρόντος σκοταδιού των πολιτικών διώξε-
ων από ένα φωτεινό κομμουνιστικό μέλλον ολόκληρης της ανθρωπότητας:
Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους
η μέρα είναι κοντά
……………
θα βαδίσουμε.79
Το μέλλον θα αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του παρόντος, σύμφωνα με τα στε-
ρεότυπα της κομμουνιστικής ιδεολογίας, στον ακόλουθο συνθηματικό στίχο από τη
σύνθεση του Θρακιώτη:
Για έναν καινούργιο ήλιο γεννημένον από τη στάχτη μας.80
Μια ανάλογη έκκληση προς τον ήλιο απευθύνει ο Δούκαρης στο ποίημα «Ικεσία»:
Ήλιε μου
γέννησε μέσα στη στάχτη
την Ελπίδα.81

Ο νυχτερινός ουρανός
Τα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό εμφανίζονται άλλοτε θετικά, άλλοτε αρνη-
τικά φορτισμένα στα ποιήματα της Μακρονήσου. Πληθωρική είναι η παρουσία τους
στα ποιήματα του Ρίτσου, όπου γίνονται κυρίως αντιληπτά μέσω του φίλτρου της α-
νοικείωσης. Ο έναστρος ουρανός δεν προκαλεί πλέον αυτόματα ένα αίσθημα ανάτα-
σης:
Αγαπημένε μου Ζολιό,

78
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 106.
79
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 43.
80
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 81.
81
Δημήτρης Δούκαρης, Καλλίστη θήρα, ό.π., σ. 19.

21
έχω καιρό ν’ ακούσω ένα αστέρι
να σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου
για να φυτέψει ένα λουλούδι.82
Τα αστέρια θυμίζουν τους νεκρούς συντρόφους, καθώς παρομοιάζονται με «σκουρι-
ασμένα κουμπιά στα χιτώνια των εκτελεσμένων».83 Μια εξίσου τολμηρή παρομοίωση
χρησιμοποιεί ο Αλεξάνδρου στο ποίημα «Παράνομο σημείωμα»:
Κάνουμε να μετρήσουμε τα αστέρια
Και πέφτουν στα λιθόστρωτα σαν ανάποδες πινέζες.84
Επιπλέον ο Ρίτσος σωρεύει διάφορες μεταφορές («ψείρες των άστρων»85, σκάγια των
άστρων»86, «προκαδούρες των άστρων»87) δημιουργώντας μια γενική εικόνα ανοι-
κείωσης του έναστρου ουρανού.
Τα αστέρια λειτουργούν παράλληλα ως σύμβολα μιας φθαρμένης ελπίδας. Η
ελπίδα αυτή μπορεί να είναι παραπλανητική, όπως στους παρακάτω στίχους από το
«Ημερολόγιο εξορίας, III» του Ρίτσου:
Βραδιάζει.
Εύκολα πάλι ξεγελιόμαστε
παζαρεύοντας δυο δράμια ελπίδα
με πέντε κάλπικα αστέρια.88
Στο ποίημα «Χρόνος» τα αστέρια γίνονται μπαλώματα μιας κουρελιασμένης ελπίδας:
Η βραδιά κάθεται πάνω στα παπούτσια μας
σαν πιστό μαύρο σκυλί,
την ώρα που μπαλώνουμε τα τσουράπια μας,
την ώρα που μπαλώνουμε με ένα άστρο την ελπίδα.89
Αντίστοιχα στο ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» του Λειβαδίτη τα αστέρια συν-
δέονται με την ελπίδα του μακρινού μέλλοντος, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να ακυ-
ρώσει το ενδεχόμενο του θανάτου στο προσεχές μέλλον:
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.90

82
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 79.
83
Ό.π., σ. 80.
84
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 47.
85
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 285.
86
Ό.π., σ. 276.
87
Ό.π., σ. 275.
88
Ό.π., σ. 248.
89
Ό.π., σ. 288.
90
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 115.

22
Οι αναφορές στο φεγγάρι σπανίζουν στην ποίηση της Μακρονήσου. Εξαίρεση
αποτελούν τα ποιήματα του Ρίτσου, όπου το φεγγάρι παρουσιάζεται ανοίκειο μέσω
μιας σειράς τολμηρών παρομοιώσεων ή μεταφορών. Συχνά συνδέεται με τους νε-
κρούς ή βασανισμένους συντρόφους:
Και το φεγγάρι κρεμόταν στον ουρανό
όπως κρέμεται η τραγιάσκα του σκοτωμένου στο καρφί της πόρτας.91
Παρόμοια είναι η ατμόσφαιρα στο «Ημερολόγιο εξορίας III»:
Όλη τη νύχτα οι πεθαμένοι
ροκανάν κομμάτια πάγο απ’ το φεγγάρι.
Δεν ξέρουμε πια τι να κάνουμε
για να μην ακούμε.92
Σε άλλη ημερολογιακή καταγραφή η πανσέληνος θυμίζει τον σύντροφο που έπνιξαν
οι βασανιστές στη θάλασσα:
Άσπρο το φεγγάρι
τυμπανισμένο
σαν την κοιλιά του πνιγμένου.93
Στο ποίημα «Λίγο-λίγο» το φεγγαρόφωτο παραπέμπει στους συντρόφους που έκοψαν
τη γλώσσα τους κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων, προκειμένου να μην προδώ-
σουν τους συναγωνιστές τους94:
Το φεγγάρι πέφτει απ’ την τρύπα του αντίσκηνου σα μια κομμένη γλώσ-
σα.
Ακόμη δεν μπορούμε να μιλήσουμε.95
Οι επιθετικοί προσδιορισμοί που χρησιμοποιούνται για το φεγγάρι προκαλούν επίσης
μια αίσθηση ανοικείωσης, καθώς αυτό χαρακτηρίζεται «παράνομο, βουβό»96 ή «βλο-
γιοκομμένο».97 Το φεγγάρι προσωποποιείται σε αρκετά ποιήματα, εξακολουθώντας
να λειτουργεί ως στοιχείο ανοικείωσης:
Όλη τη νύχτα απ’ όξω το φεγγάρι πριονίζει
μακριές σανίδες από μεγάλα δέντρα πεσμένα.

91
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 76.
92
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 243.
93
Ό.π., σ. 245.
94
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γιάννη Πολίτη. Βλ. ενδεικτικά Κλεόβουλος Α. Δενδρινός,
Άγνωστες σελίδες από τη Μακρόνησο (1948-1950), ό.π., σ. 23 και Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της
φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο, ό.π., σ. 206.
95
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 294.
96
Ό.π., σ. 279.
97
Ό.π., σ. 274.

23
Για πόρτες. Ναι για πόρτες.98
Στο ποίημα «Φεγγάρι» μεταμορφώνεται σε κλέφτη των παπουτσιών των εξορίστων
εισπράττοντας την αποδοκιμασία του ποιητή:
Ετούτα τ’ άρβυλα τα μπαλωμένα, τα χοντροκαμωμένα
δεν είναι για τα πόδια σου, φεγγάρι.99
Εξίσου ανοίκειες είναι οι παρομοιώσεις που συνδέουν το φεγγάρι με την καθημερινό-
τητα της ζωής στο στρατόπεδο:
Το φεγγάρι είναι μεγάλο
σαν το μεγάλο καζάνι του μαγειρείου
που το πλένουν στη θάλασσα.100
Ή
Το φεγγάρι στο άνοιγμα της τέντας,
ήταν σαν ένα κίτρινο λογοκριμένο δελτάριο.101

Το βάσανο του ανέμου και της βροχής


Στα χρονικά της Μακρονήσου ο άνεμος αναφέρεται ως μόνιμη σχεδόν πηγή
βασάνων για τους εξόριστους.102 Οι ποιητές της Μακρονήσου αντιλαμβάνονται τον
άνεμο με ανάλογο τρόπο. Ο άνεμος διακόπτει βασανιστικά τον ύπνο στο ποίημα του
Ρίτσου «Φεγγάρι»:
Πάνου απ’ τον ύπνο μας το πλατάγισμα του αντίσκηνου –
ύπνος κομματιασμένος απ’ τον άνεμο.103
Οι ψυχικές διαταραχές που εκδηλώνονταν συχνά στη Μακρόνησο, συνδέονται με την
ισχυρή παρουσία των ανέμων στο ποίημα «Προετοιμασία» του Ραφτόπουλου:
Εδώ…
βάζουν τους αγέρηδες να τρελαίνουν.104
Ο Λειβαδίτης στο ποίημα Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, περιγράφει το νευρικό
κλονισμό των εξορίστων λόγω των ανέμων που γκρέμιζαν τα αντίσκηνά τους:
Ο άνεμος έπαιρνε τις σκηνές μας

98
Ό.π., σ. 254.
99
Ό.π., σ. 282.
100
Ό.π., σ. 253.
101
Ό.π., σ. 269.
102
Βλ. ενδεικτικά Φίλιππας Γελαδόπουλος, Μακρονήσι, Αθήνα 1965, σ. 125-126 και Γιώργος Δ. Γιαν-
νόπουλος, Μακρόνησος. Μαρτυρίες ενός φοιτητή (1947 – 1950), ό.π., σ. 36.
103
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 281.
104
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 8.

24
τις στήναμε και τις ξανάπαιρνε
……………
Τις μέρες μάς τρελαίνει πάντοτε ο νοτιάς.
Οι πάσσαλοι σπάνε στον αγέρα.
- θά ’λεγες ξεθαμμένα κόκκαλα.105
Ο άνεμος προσωποποιείται σε βασανιστή στα «Προσχέδια για τη Μακρόνη-
σο» του Πατρίκιου:
Κι ο άνεμος με τις χοντρές αρβύλες του βασανιστή
μαστίγωνε το άγριο βουνό με τη ζωστήρα του.106
Ανάλογη ταύτιση υπαινίσσεται η παρατακτική σύνδεση των βορείων ανέμων με τους
βασανιστές στο «Γράμμα στον Χικμέτ» του Λουντέμη:
Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτα, ποτέ –
παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες.107
Τα βουητά του ανέμου γίνονται αναστεναγμοί που βασανίζουν τους εξόριστους στο
ποίημα του Θρακιώτη:
Στο σταυροδρόμι του βραδιού ο άνεμος βαριά στενάζει
κι αλύπητα μάς τυραννά.108
Ο αέρας μεταμορφώνεται τέλος σε μηχανή ξυρίσματος στο ποίημα «Η Στενογραφία
της νεκρής ζώνης» του Αλεξάνδρου:
Φυσάει ένας αέρας
Ένας αέρας που έγινε σκουριασμένη μηχανή μικροκουρείου.109
Η βροχή αποτελούσε μια άλλη αιτία ταλαιπωρίας των εξορίστων.110 Στο ποί-
ημα «Ο δεκαπέντε» του Αλεξάνδρου το βάσανο της βροχής μέσα στη σκηνή περι-
γράφεται παραστατικά:
Κάτω απ’ τη μαρκίζα
μια σταγόνα μες στο σβέρκο μάς χάλαγε τη νύχτα
τώρα που ολόκληρη νύχτα στάζει πάνω στις κοιλιές μας
σφίγγουμε τη ζώνη το πρωί σαν πέτσινο επίδεσμο.111

105
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 54-55.
106
Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία (1952 – 1962), ό.π., σ. 11.
107
Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, ό.π., σ. 95.
108
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 87.
109
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 54.
110
Βλ. ενδεικτικά Φίλιππας Γελαδόπουλος, Μακρονήσι, ό.π., σ. 184, Ηλίας Στάβερης, Γλαροφωλιά.
Μακρονήσι 1948-1949, ό.π., σ. 125, Βαρδής Βαρδινογιάννης, ΣΦΑ Μακρόνησος. Οκτώβρης 1948 –
Μάης 1949, Θεμέλιο, Αθήνα 21982, σ. 84.
111
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 48.

25
Ο Κουλουφάκος νοσταλγεί τη βροχή του ειρηνικού παρελθόντος:
… Κι η βροχή
να ξαναγίνει ευλογία, μήνυμα φιλικό των ουρανών κι όχι βάσανο
στα μουσκεμένα στρωσίδια.112
Μια παραβολή της ενατένισης της βροχής μέσα από ένα σπίτι με τη βροχή που κατα-
κλύζει τη σκηνή στο στρατόπεδο, εμπεριέχεται στο ποίημα «Βροχή» του Πατρίκιου:
Τούτη η βροχή καλή που θά ’ταν
αν ήσουν τώρα σε ένα σπίτι…
Μα εδώ τρυπάει τη σκηνή
μουλιάζει τις κουβέρτες, τα ρούχα, τα βιβλία.
Και πώς θα κατορθώσεις να την αγαπάς
χωρίς να συνηθίζεις;113
Η βροχή λειτουργεί συχνά ως προάγγελος του θανάτου στα ποιήματα του
Λειβαδίτη. Στο ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» η βροχή σβήνει τα χνάρια του
συντρόφου που πρόκειται να εκτελεστεί:
Το παιδί με τα σπυριά προχωράει
στη θέση του μένουν δυο χνάρια από αρβύλες
που σε λίγο θα τα σβήσει η βροχή.114
Η ίδια εικόνα υπάρχει στο ποίημα Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας, όπου το σβήσι-
μο των χναριών από τη βροχή υπαινίσσεται τον κίνδυνο που απειλεί όλους τους εξό-
ριστους:
Κι έτσι κάθε μέρα η βροχή σβήνει απ’ το χώμα τα βήματά μας.115
Λίγους στίχους παρακάτω δηλώνεται ρητά η σύνδεση της βροχής με τον θάνατο μέ-
σω ενός κοινού προαισθήματος:
Τότε πήρε να βρέχει και νιώσαμε πως θα πέθαινε.116
Στο ποίημα «Απλή κουβέντα» τέλος, η βροχή εμφανίζεται προσωποποιημένη ως μέ-
λος της παρέας των χωροφυλάκων:
την ώρα που η βροχή παίζει ζάρια με τους χωροφύλακες
καθώς νυχτώνει και γουργουρίζουν οι σφυρίχτρες.117

112
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 59.
113
Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα Ι, 1948 – 1954, ό.π., σ. 211.
114
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 112.
115
Ό.π., σ. 56.
116
Ο.π., σ. 58.
117
Ο.π., σ. 107.

26
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο Ρίτσος στο ποίημα «Αλλαγή» επιστρατεύει μια παρό-
μοια εικόνα αντικαθιστώντας τη βροχή με τον θάνατο:
την ώρα που ο θάνατος απάνου στα φυλάκια
παίζει τα ζάρια με τους φρουρούς, καθισμένους σταυροπόδι στο χώ-
μα.118

β) Ο χώρος και ο χρόνος

Η χωροταξία του στρατοπέδου χαρακτηρίζεται από την έντονη αντίθεση ανά-


μεσα στα επιβλητικά κτήρια της διοίκησης και τα ταπεινά αντίσκηνα των εξορίστων,
ανάμεσα στον χώρο των καταπιεστών και σε εκείνο των καταπιεζόμενων. Έξω από
τον κυρίως χώρο του στρατοπέδου υπήρχε το «σύρμα», δηλαδή ένας περιφραγμένος
από συρματόπλεγμα χώρος, όπου απομονώνονταν οι «απείθαρχοι». Η μονοτονία της
ζωής του στρατοπέδου, η οποία προέκυπτε από τη διαρκή επανάληψη των ίδιων κι-
νήσεων σε έναν περιορισμένο χώρο, προκαλούσε στους εξόριστους μια συνακόλουθη
αλλαγή της αντίληψης του χρόνου. Όπως παρατηρεί η Έλλη Φιλοκύπρου, «παράλλη-
λα με τα άλλα δεινά, οι εξόριστοι υφίστανται την απώλεια του δικού τους χρόνου».119
Η ροή του χρόνου δεν γίνεται πλέον αντιληπτή. Ο χρόνος στη Μακρόνησο μοιάζει
παγωμένος, το μέτρημά του αποβαίνει μάταιο.

Ο χώρος του στρατοπέδου


Στα ποιήματα της Μακρονήσου σπανίζουν γενικά τα πανοραμικά πλάνα του
χώρου του στρατοπέδου. Ένα τέτοιο πλάνο που περιλαμβάνει τα αντίσκηνα του κα-
ταυλισμού των εξορίστων, συναντάμε στο ποίημα «Έτοιμοι» του Ρίτσου:
Σκαλί-σκαλί τ’ αντίσκηνα
ίσια πάνου κατά τον ουρανό,
καρφωμένα τ’ αντίσκηνα στην πέτρα,
πασσαλωμένα στο πείσμα,
με το καμάκι του ήλιου κατάστηθα.120

118
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 277.
119
Έλλη Φιλοκύπρου, Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας. Η ποιητική περιπέτεια του Τάσου Λειβαδίτη,
Νεφέλη, Αθήνα 2012, σ. 208.
120
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 263.

27
Η ίδια οπτική γωνία χρησιμοποιείται στους ακόλουθους στίχους από τη Μάχη στην
άκρη της νύχτας του Λειβαδίτη, όπου η τάξη που επικρατεί στον καταυλισμό προκα-
λεί τη μαύρη ειρωνεία του ποιητή:
Οι δρόμοι του καταυλισμού
με τους κανόνες της ρυμοτομίας
-σαν να ’ναι δύσκολο να πεθάνεις
σε κακοφτιαγμένους δρόμους.121

Παρόμοιο είναι το πλάνο στο ποίημα «Θάνατος» του Λουντέμη, όπου η αυστηρή διά-
ταξη των σκηνών επισημαίνει την αιχμαλωσία των εξορίστων και συνδέεται με το
ενδεχόμενο του θανάτου, ενώ αντιπαρατίθεται στην κίνηση μιας βαρκούλας στη θά-
λασσα:
Ένα βαρκάκι περνάει απ’ τα ανοιχτά
………………
Κάτω απ’ το πανί του κάποιος θα τραγουδά
θα ξεφωνίζει από άγρια ευτυχία.
Κι εδώ…
Τα στεριανά μας πανιά καρφωμένα στη γη.
Τό κοιτούν σαν αιχμάλωτα ζώα
αραδιασμένα σε αδέκαστη σειρά,
όπως οι σταυροί στα νεκροταφεία.122
Οι αναφορές στον χώρο που στεγαζόταν η διοίκηση απουσιάζουν σχεδόν
πλήρως. Αν εξαιρέσουμε τη Μάχη στην άκρη της νύχτας, όπου υπάρχει μια απλή ανα-
φορά στο διοικητήριο123, σε κανένα ποίημα της Μακρονήσου δεν γίνεται μνεία του
χώρου. Η απουσία αυτή ίσως οφείλεται στη δύσκολη πρόσβαση των φαντάρων και
των εξορίστων στο κτήριο της διοίκησης.
Το σημείο όπου εστιάζουν οι περισσότεροι ποιητές είναι το συρματόπλεγμα,
το αδιαπέραστο όριο ανάμεσα στους απομονωμένους και τους εξόριστους εντός του
στρατοπέδου, αλλά και ανάμεσα στο σύνολο των εξορίστων και τον έξω κόσμο. Το
συρματόπλεγμα αποτελεί ένα από τα στοιχεία αναγνώρισης του νησιού στα «Προ-
σχέδια για τη Μακρόνησο» του Πατρίκιου:
Με το μελτέμι σου που δυναμώνει τη νύχτα

121
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 19.
122
Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, ό.π., σ. 76.
123
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 19.

28
με τη νύχτα σου που δυναμώνει τη σιωπή
και μ’ ένα συρματόπλεγμα τριγύρω στην καρδιά σου.124
Αντίστοιχα ο Θρακιώτης χαρακτηρίζει τη Μακρόνησο «συρματόπλεχτο βουνό».125
Στο «Ημερολόγιο εξορίας III» του Ρίτσου ο ποιητής αναρωτιέται:
Πού τελειώνει τούτο το συρματόπλεγμα;126
Η κατάσταση του εγκλωβισμού μοιάζει να θέτει πολιτικά διλήμματα μέσω μιας υπο-
δόριας ειρωνείας:
Νικήσαμε, είπες;
Άοπλη νίκη, αμφίβολη, λησμονημένη κιόλας.

Απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά συρματόπλεγμα.


Βλέπεις ίσα. Δεν είναι άλλος δρόμος.

Νικήσαμε, είπες.127
Η παραπάνω καταγραφή γίνεται στις 6 Μαΐου 1950 και ενδεχομένως αναφέρεται με
κριτική διάθεση στο αποτέλεσμα των εκλογών του Μαρτίου του 1950, στις οποίες
επικράτησε η Κεντρώα παράταξη (ΕΠΕΚ) του Πλαστήρα.128 Η ομάδα των πολιτικών
εξορίστων σε ημερολογιακή καταγραφή που γίνεται δυο μέρες αργότερα παρουσιάζε-
ται απόλυτα εγκλωβισμένη, παρά τα μέτρα επιείκειας που αρχίζει να λαμβάνει η νέα
κυβέρνηση129:
Το σύρμα που κάθεται πάνου απ’ όλους μας.130
Το συρματόπλεγμα φράζει τον ουρανό βυθίζοντας το στρατόπεδο στο σκοτάδι
στο ποίημα Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας του Λειβαδίτη:
Μεγάλα μαύρα συρματοπλέγματα αμπάρωναν τον ουρανό.
Βράδιαζε σ’ όλο το στρατόπεδο. Θέλαμε να κοιτάξουμε
μα όλο και βράδιαζε. Όλο και πιο πολύ μάκραινε ο κόσμος.131

124
Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία (1952 – 1962), ό.π., σ. 11.
125
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 85.
126
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 244.
127
Ό.π., σ. 248.
128
Για τις εκλογές στη Μακρόνησο βλ. ειδικότερα Ηλίας Νικολακόπουλος, «Εκλογές στη Μακρόνη-
σο», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σσ. 329-336.
129
Τον Μάιο του 1950 η νέα κυβέρνηση αποφασίζει τη διάλυση του στρατοπέδου της Μακρονήσου.
Βλ. ενδεικτικά Τάσος Σακελλαρόπουλος, «Ίδρυση, διάρθρωση και λειτουργία του Οργανισμού Ανα-
μορφωτηρίων Μακρονήσου, Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π.,
σ. 154-155.
130
Γιάννης Ρίτσος, ό.π., σ. 249.
131
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 54.

29
Μια νατουραλιστική μεταφορά συνδέει το συρματόπλεγμα με τη νύχτα και στο ποίη-
μα «Απλή κουβέντα»:
Το συρματόπλεγμα καρφωμένο στην κοιλιά της νύχτας.132
Παρόμοια εικόνα εμπεριέχεται στο ποίημα «Νύχτα στο στρατόπεδο» του Σπυρόπου-
λου:
Νύχτα
τυλιγμένη με σύρματα
καρφωμένη με λόγχες.133
Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Σπυρόπουλος είχε βιώσει την εμπειρία του εγκλεισμού στο
συρματόπλεγμα και μάλιστα συγκαταλεγόταν ανάμεσα σε αυτούς που «τράβηξαν τα
πάνδεινα», σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βασίλη Λασκαρίδη.134

Ο χρόνος στο στρατόπεδο


Η αίσθηση της κίνησης του χρόνου παύει να γίνεται αντιληπτή στη Μακρό-
νησο. Ο χρόνος συνδέεται, όπως είδαμε, με την ακινησία της πέτρας στους τίτλους
των ποιητικών συλλογών του Ρίτσου και του Πατρίκιου (Πέτρινος χρόνος και Χρόνια
της πέτρας αντίστοιχα). Μια απώλεια της αίσθησης της χρονικής εναλλαγής διαφαίνε-
ται στους τελευταίους στίχους του ποιήματος «Αλεξανδροστρόι» του Αλεξάνδρου,
όπου ο ποιητής οραματιζόμενος μια συνάντηση με τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι στη
Μακρόνησο καταλήγει ως εξής:
Θα στύλωνα το μπόι μου
κατάντικρυ στον άνεμο
και θα συνέχιζες να γράφεις
με τα όμικρον σαν μάτια που πρωτοβλέπουν μες στη νύχτα
τον ουρανό
αυθύπαρκτο
σαν χρόνο
την απομόνωση
αναπότρεπτη
σαν την αυγή.135

132
Ο.π., σ. 106.
133
Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 5, Μάιος 1955, σ. 387.
134
Βασίλης Θ. Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, Το Βήμα, Αθήνα
2010, σ. 67.
135
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 45.

30
Όπως επισημαίνει ο Τάκης Καρβέλης αναφερόμενος στους συγκεκριμένους στίχους:
«οτιδήποτε κι αν σημαίνει η πρώτη παρομοίωση (αυθύπαρκτο σαν χρόνο), οπωσδή-
ποτε πρέπει να εμπεριέχει μέσα της κάτι από την ακινησία ενός αυθύπαρκτου – επο-
μένως έξω από μας – κι ανελέητου χρόνου, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση
με την ατμόσφαιρα, που δημιουργεί η αναπότρεπτη απομόνωση».136 Όταν γίνεται αι-
σθητή κάποια κίνηση του χρόνου, τότε αυτή προσιδιάζει στην κίνηση του πετρογε-
νούς υλικού της λάβας, όπως φαίνεται σε ένα από τα «Ανεπίδοτα γράμματα» του Α-
λεξάνδρου, όπου καταγράφεται η εμπειρία της εξορίας στον Μούδρο της Λήμνου το
1948:
Έλειωσε ο χρόνος λάβα που κυλάει με κυνηγάει
αγγίζει τις γυμνές μου φτέρνες.137
Στα ποιήματα της Μακρονήσου τα ρολόγια χάνουν την τυπική λειτουργία
τους. Στη Μάχη στην άκρη της νύχτας του Λειβαδίτη, η ερωτηματική φράση «τι ώρα
νά ’ναι» επαναλαμβάνεται εμφατικά στην αρχή του ποιήματος:
Συνάδελφε είσαι δω
δε σε βλέπω στο σκοτάδι
κι αυτός ο δεκανέας της αλλαγής
αργεί
τι ώρα νά ’ναι
κρυώνω

Κι εγώ κρυώνω
άναψε ένα σπίρτο
τι ώρα νά ’ναι
πώς θα ξαναπιστέψουμε στον κόσμο
τι ώρα νά ’ναι

Τι ώρα νά ’ναι μες στη νύχτα


τι ώρα νά ’ναι μες στη βροχή
τι ώρα νά ’ναι απόψε
σ’ όλη τη γη.

136
Τάκης Καρβέλης, «“Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος.” Η πορεία του Άρη
Αλεξάνδρου μέσα από τις αναφορές του στον Μαγιακόφσκι», περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 34, Απρί-
λης 1986, σ. 203.
137
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 32.

31
Τι ώρα νά ’ναι.138
Η απάντηση του ερωτήματος φαντάζει μάταιη, καθώς οι ενδείξεις του ρολογιού δεν
επηρεάζουν την πραγματικότητα του στρατοπέδου. Στην πρώτη έκδοση του έργου
υπάρχει στη συνέχεια η ακόλουθη στροφή, η οποία απαλείφθηκε στις κατοπινές εκ-
δόσεις:
Κάθε ώρα κρυώνουμε πιο πολύ
κάθε ώρα κοιμόμαστε πιο λίγο
τι ώρα νά ’ναι
τι ώρα νά ’ναι
κάθε ώρα πεθαίνει το ίδιο κανείς.139
Στο ποίημα «Ατομικό αντίσκηνο» του Πατρίκιου (τίτλος που απουσιάζει από
την πρώτη έκδοση) οι δείκτες του ρολογιού αδυνατούν να δείξουν το ξημέρωμα, το
οποίο αργεί να φανεί. Οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος φέρουν αντίστοιχα την
ένδειξη «3 μετά τα μεσάνυχτα» και «4 μετά τα μεσάνυχτα». Στην τρίτη στροφή α-
πουσιάζει ο προσδιορισμός της ώρας. Αντ’ αυτού υπάρχει η ένδειξη «Ξημέρωμα». Οι
στίχοι που ακολουθούν εξηγούν τη χειρονομία του ποιητή μέσω μιας τραγικής ειρω-
νείας:
Είχε απομείνει το σκοτάδι
πάνω στη λάσπη της χαράδρας
δεν έλεγε να φύγει.
Και το ρολόι πήγαινε πίσω
ύστερα από τόσες μεταγγίσεις χρόνου
στην εξασθενημένη ώρα.140
Το σταμάτημα των δεικτών της ώρας από τους ίδιους τους εγκλείστους εμφανίζεται
αντίστροφα ως πράξη αντίστασης στο ποίημα «Αναμονή» του Ραφτόπουλου:
Έτσι που σταματήσαμε τους ωροδείκτες
για να σαλπίσουμε πρώτοι εμείς την έλευση
της καινούριας ώρας.141

138
Τάσος Λειβαδίτης, Μάχη στην άκρη της νύχτας, ό.π., σ. 5.
139
Ό.π., σ. 6.
140
Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα,Ι. 1948 – 1954,ο.π.,σ. 173.
141
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 131.

32
Το μέτρημα του χρόνου στη Μακρόνησο γίνεται με μη συμβατικούς εμπειρι-
κούς τρόπους. Στο ποίημα «Μεσημέρια» του Ρίτσου η ροή του χρόνου μετριέται μέ-
σα από την καθημερινή αγγαρεία:
Ένας μήνας, δύο μήνες, πολλοί μήνες –
τους μετρήσαμε κουβαλώντας στον ώμο την πέτρα και το φόβο,
χτυπώντας διπλωμένο το δάχτυλο στη ράχη της στάμνας
ν’ ακούσουμε τον ήχο του νερού.142
Ο Θρακιώτης παρουσιάζει τους εξόριστους να υπολογίζουν τον χρόνο μέσω δύο στα-
θερών στοιχείων της εξορίας, του ανέμου και του θανάτου:
Φεύγει ο καιρός. Φεύγει ο καιρός κι εμείς μετράμε τον χρόνο
με τον άνεμο και τον θάνατο που περνά.143

γ) Τα πρόσωπα

Τα πρόσωπα που εμφανίζονται στα ποιήματα της Μακρονήσου διακρίνονται


σε δύο αντίπαλες ομάδες, αυτή των εξορίστων και εκείνη των βασανιστών και των
προϊσταμένων τους. Στον ενδιάμεσο χώρο κινούνται οι απλοί φαντάροι, οι οποίοι α-
ναλάμβαναν τη φύλαξη των εξορίστων, αλλά δεν συμμετείχαν στα βασανιστήρια που
οργάνωναν οι αξιωματικοί και εκτελούσαν οι αλφαμίτες (αν και αρκετές φορές οι τε-
λευταίοι δρούσαν πλήρως ανεξέλεγκτοι). Τα πρόσωπα εν γένει δεν αποδίδονται μέσω
ολοκληρωμένων πορτρέτων, αλλά σκιαγραφούνται μέσω σκίτσων. Τα σκίτσα αυτά
εστιάζουν σε χαρακτηριστικά στοιχεία της μορφής, τα οποία λειτουργούν ως μοτίβα.

Οι σύντροφοι
Τα περισσότερα σκίτσα συντρόφων εμπεριέχονται στα ποιήματα του Ρίτσου
και δευτερευόντως σε εκείνα του Λειβαδίτη και του Αλεξάνδρου. Τα σημεία εστία-
σης είναι συνήθως το βλέμμα, το χαμόγελο και τα χέρια. Σε δύο ποιήματα του Ρίτσου
τα τρία μοτίβα συνυπάρχουν. Πρόκειται για τα ποιήματα «Ο Αλέξης» και «Ο μπαρ-
μπα-Καράς κι ο γιός του», όπου το σκίτσο του συντρόφου διαμορφώνεται στη βάση
των τριών αυτών στοιχείων. Έτσι, στο πρώτο ποίημα ο ποιητής αποχαιρετά τον εκτε-
λεσμένο σύντροφό του με τα παρακάτω λόγια:

142
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 268.
143
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 81.

33
Θα μας λείψουν τα μάτια σου
που ήταν σα δυο γαλάζια παράθυρα ανοιγμένα στο βάθος του σκοτεινού διαδρόμου
και θα μας λείψει το χαμόγελό σου
που ήταν σα μια σημαία στο μπαλκόνι του φτωχομαχαλά
και κείνα τα χέρια σου τα δυνατά μαζί και ντροπαλά
πού ’χαν μια βιαστική και σιωπηλή κίνηση
σα να τοιχοκολλούσαν μες στη νύχτα μιαν αφίσα της Επανάστασης.144
Η μορφή του Αλέξη αποπνέει εσωτερική γαλήνη, αλλά και αποφασιστικότητα, όπως
αρμόζει σε έναν άγιο της εργατικής τάξης. Ανάλογο είναι το αποτέλεσμα στο δεύτερο
ποίημα, όπου σκιαγραφείται η μορφή ενός γέρου ξωμάχου:
Μέσα στα μάτια του ψιχαλίζει ένα σούρουπο της Θεσσαλίας,
στο κούτελό του σέρνεται ένα σύγνεφο του Μπράλου.

Τα χέρια του πάνου στον κόρφο του


είναι σα δυο κομμένα ελάτια μες στο πούσι.

Ο μπαρμπα- Καράς έχει ένα γιο από στουρναρόπετρα.


Ο γιός του έχει δυο μαύρα περιστέρια κρυμμένα στο μπαλωμένο του πουκάμισο,
γι’ αυτό ώρες – ώρες το χαμόγελό του γίνεται σαν το διάσελο μέσα στο απόβροχο,
όταν μια σκούπα αχτίνες σκουπίζει το καινούργιο χορτάρι,
γι’ αυτό μέσα στα μάτια του βοσκάνε τέσσερα βουβάλια
κι ένα πουλάρι με γαλάζια χάντρα και κουδούνι.145
Τα δύο παραπάνω σκίτσα αντιπροσωπεύουν τη συμμαχία της εργατικής τάξης με την
αγροτική, η οποία αποτελούσε βασικό σημείο της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ. Πε-
ρισσότερο νατουραλιστική, όπως έχει επισημάνει η Ιλίνσκαγια146, αναφερόμενη γενι-
κά στα ποιήματα της εξορίας του Λειβαδίτη, είναι η παρουσία των τριών μοτίβων στη
σύνθεση Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας. Εδώ η τυπική αισιοδοξία του σοσιαλι-
στικού ρεαλισμού υποχωρεί υπό το βάρος αυτής καθαυτής της πραγματικότητας του
στρατοπέδου:
Και ξαφνιαζόμαστε που τα χέρια μας γίναν γερά σα δυο χοντρές αρβύλες.
Έξω στάθηκε μια στιγμή ο σκοπός και χασμουρήθηκε.

144
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 272.
145
Ό.π., σ. 290.
146
Σόνια Ιλίνσκαγια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης
στην Ελλάδα, ό.π., σ. 57.

34
Ο Πέτρος χαμογελάει καθώς σκίζει τη φόδρα του και δένει την πληγή μας
ο γερο-Μαθιός έχει δυο μάτια ήρεμα και τρία σκοτωμένα αγόρια
κι ο Ηλίας λέει: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίξω φυσαρμόνικα»
έτσι λέει ο Ηλίας: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίξω φυσαρμόνικα»
κι ας τού ’χουν κόψει και τα δυο του χέρια.147
Στο ποίημα «Κάθε βράδι» του Ρίτσου τα βλέμματα των συντρόφων εν αντιθέ-
σει προς τα σκίτσα που είδαμε παραπάνω, μοιάζουν οργισμένα:
Τα μάτια αυτού του συντρόφου είναι δυο καπνισμένες πέτρες
σαν εκείνες τις μαύρες πέτρες στην ερημιά του δειλινού
όπου μια φαμίλια πρόσφυγες έβρασε τα ραδίκια της.

Και του αλλουνού συντρόφου τα μάτια


είναι μια φωτιά ανάμεσα στις δυο μαυρισμένες πέτρες.
Και του αλλουνού το ίδιο είναι.
Κάτι μεγάλο μαγειρεύει ο κόσμος μέσα σε τούτα τα μάτια.148
Οι στίχοι υποδηλώνουν ενδεχομένως μια εκδικητική τάση απέναντι στους αντιπάλους,
μολονότι σε ένα πρώτο επίπεδο το βλέμμα των συντρόφων φαίνεται ότι φλογίζεται
από ένα μελλοντικό θετικό όραμα. Εξίσου αμφίσημα δείχνει να προσλαμβάνει ο Λει-
βαδίτης το βλέμμα ενός ετοιμοθάνατου συντρόφου στο ποίημα Αυτό το αστέρι είναι
για όλους μας:
Εκείνος γύρισε και μας κοίταξε. Έναν-έναν. Στο καλό Θωμά.
Κι αυτό που μας ζητάν τα μάτια σου, σου τ’ ορκιζόμαστε Θωμά.
Δεν θα προδώσουμε ποτέ τα μάτια σου.149
Στον αντίποδα της παραπάνω σκηνής ο Αλεξάνδρου εμφανίζει την ομάδα των συ-
ντρόφων διαλυμένη, καθώς προσμένει με το βλέμμα της την έλευση ενός νεκρού συ-
ντρόφου:
Με τα μάτια ανοιχτά
σαν σιδερένιους κρίκους μιας σπασμένης αλυσίδας
προσμένουμε το βήμα του βαρύ στην ανηφόρα
στους δυο γεμάτους ντενεκέδες που τρίβονται στα γόνατα.150

147
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 56.
148
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 292.
149
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 58.
150
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 49.

35
Εδώ διαφαίνεται μια αίσθηση παραίτησης, απότοκη της συνειδητοποίησης της ήττας.
Υπενθυμίζουμε ότι ήδη από το 1948 ο Αλεξάνδρου είχε έρθει σε ρήξη με την κομμα-
τική γραμμή.151
Ο εκτελεσμένος σύντροφος συχνά επανέρχεται στη μνήμη με ένα χαμόγελο
στην όψη, όπως συμβαίνει στους στίχους από το ποίημα «Ο Αλέξης» του Ρίτσου που
παραθέσαμε παραπάνω. Ο ήρωας χαμογελά, ακόμα και τη στιγμή που οι δεσμοφύ-
λακές του τον αρπάζουν από τη σκηνή προκειμένου να τον μεταφέρουν στο στρατο-
δικείο:
Τι ήσυχος που ήσουν, Αλέξη, –
νύχτα-νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε,
δεν πρόφτασες καλά-καλά να δέσεις τον μπόγο σου
δεν πρόφτασες να δέσεις τις αρβύλες σου. Προσέξαμε –
σα δρασκελούσες την πόρτα του αντίσκηνου,
τό ’να κορδόνι σου λυμένο σέρνονταν στο χώμα. Φοβηθήκαμε
μη και σκοντάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες
και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε.152
Μια παρόμοια σκηνή εκτυλίσσεται στο ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» του
Λειβαδίτη, όπου ο ανώνυμος σύντροφος επίσης αντιμετωπίζει τον θάνατό του με χα-
μόγελο:
Μας ήρθε μ’ ένα χαμόγελο και μια τραμβαγέρικη πατατούκα.
………………
Τον πήραν νύχτα, ξαφνικά, και τον σκοτώσαν στο προαύλιο
η πατατούκα του πεταμένη πάνω στο χώμα
μα δάγκωνε σφιχτά στα δόντια το χαμόγελό του
μη του το πάρουν.153
Οι παραπάνω στίχοι, όπως και αυτοί του Ρίτσου, διαπνέονται μάλλον από ένα πνεύμα
ηρωισμού, έστω και τραγικού. Αντιθέτως ο Αλεξάνδρου μνημονεύει το χαμόγελο του
εκτελεσμένου συντρόφου του χωρίς διάθεση ηρωοποίησης σε ένα από τα ερωτικά του
ποιήματα, τα οποία έχουν τη μορφή επιστολών προς την αγαπημένη:
Ήθελε να ζήσει
όσο θέλουμε κι εμείς

151
Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Σοκόλης, Αθήνα 22004, σ. 34.
152
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 271.
153
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 113.

36
κι όμως τον σκοτώσανε.
Είχε ένα χαμόγελο
σαν τη στιγμή που στρίβω τη γωνία
και βλέπω φως
στο παράθυρό σου
κι όμως τον σκοτώσανε.
Μπόρεσε και δέχτηκε πως θα τον ξεχάσουμε
όπως ξεχνάς μια πέτρα που κρατάει το σπίτι σου
κι όμως τον σκοτώσανε.154
Η εστίαση στα χέρια των συντρόφων είναι εντονότερη στα ποιήματα του Ρί-
τσου. Στο ποίημα «Λίγο-λίγο» η εργατικότητα των χεριών δείχνει την αποφασιστικό-
τητα των συντρόφων και ενισχύει την ταξική συνείδησή τους:
Κάθε μέρα καθαρίζουμε κουκκιά και πατάτες
κουβαλάμε πέτρες και νερό,
παστρεύουμε με την αράδα μας τα αποχωρητήρια
και σμπρώχνουμε στον ανήφορο το χεράμαξο και την κούραση μας

Γι’ αυτό τα χέρια μας έχουν την ίδια κίνηση,


ψαχουλεύουν μες στη νύχτα τη σιωπή και το θάνατο,
κουλουριάζονται σα γροθιές μέσα στις τσέπες,
μελετάνε τις γραμμές ενός ντουφεκιού,
όπως μελετούσαν άλλοτε το σώμα της γυναίκας,
δένουνται γύρω στο κοντάρι της σημαίας μας,
όπως δένονταν κάποτε στο βυζί της μητέρας.155
Στο ποίημα «Τα χέρια των συντρόφων» οι εικόνες είναι αντίστοιχες, ενώ τα
ταλαιπωρημένα χέρια αποτελούν και εδώ στοιχείο της δύναμης και της πολιτικής ω-
ρίμανσης των εξορίστων:
Τα χέρια μας μείναν γυμνά.
Τα χέρια μας χιλιάδες φορές τρίφτηκαν
στο αξούριστο σαγόνι του αγέρα,
χιλιάδες φορές γαντζωθήκανε στο συρματόπλεγμα,
χιλιάδες φορές άγγιξαν

154
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 69.
155
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 293.

37
τα παγωμένα κάγκελα του θανάτου.

Τα χέρια μας ροζιάσανε απ’ την αξίνα, απ’ την πέτρα, απ’ το πάλεμα
απ’ το πολύ σφίξιμο παλάμη με παλάμη.
Πιάνουν τώρα πιο σίγουρα τα πράγματα.
……………
Τούτα είναι τα χέρια των κομμουνιστών.156

Οι άλλοι
Οι ποιητές που εξορίστηκαν στη Μακρόνησο ως φαντάροι είναι κυρίως αυτοί
που περιγράφουν τους αλφαμίτες, ενώ σπανίζουν οι περιγραφές τους από τους πολι-
τικούς εξόριστους, οι οποίοι στρέφονται προς τους αξιωματικούς του στρατοπέδου.
Οι περιγραφές των αλφαμιτών στοχεύουν στην κατάδειξη της απανθρωπιάς τους. Η
εστίαση γίνεται στο βλέμμα, το οποίο τίθεται στον αντίποδα του βλέμματος των συ-
ντρόφων. Στο ποίημα «Αναμονή» του Ραφτόπουλου τα βλέμματα των αλφαμιτών α-
ναμετρώνται με το κουράγιο των εξορίστων:
Ανάμεσα εμείς
σε μάτια που υπολογίζουν πόσο ακόμα
θα αντέξει η φωνή μας.157
Ο Θρακιώτης επιστρατεύει παραδείγματα από το ζωικό βασίλειο προκειμένου να
προσδιορίσει το αποκτηνωμένο βλέμμα που αντικρύζουν οι αγωνιστές:
Μάτια θολά, λύκου θωριά αμφίσβαινας σκορπιού φαρμάκι.158
Παρόμοια είναι η περιγραφή του προσώπου ενός αλφαμίτη από τον Φουρτούνη:
Πού σε ξέρει αυτός; Η φάτσα του
μια φοβέρα, μια φτυσιά, ένα φίδι
που σέρνεται στην πλάτη σου…159
Σε άλλα ποιήματα η τραχύτητα των αλφαμιτών αποδίδεται πλαγίως. Στο ποί-
ημα «Προσευχή α» του Δούκαρη, το οποίο απουσιάζει από τις αρχικές εκδόσεις, ε-
μπεριέχεται μια συμβολιστικού τύπου περιγραφή, που παραπέμπει στις μορφές των
αλφαμιτών:
Χτυπούν στο γρανιτένιο στήθος μου

156
Ό.π., σ. 297.
157
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 131.
158
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 86.
159
Μανώλης Φουρτούνης, ό.π., σ. 19.

38
αλαλάζοντας,
έξαλλα στίφη Ιουδαίων·
με αφρισμένα στόματα
και πρόσωπα σατανικά
λυσσαλέες ορδές απίστων.160
Σε ανάλογο κλίμα κινείται επίσης ο Ιωαννίδης, καθώς καταγράφει με συμβολιστικό
τρόπο μια επίθεση των αλφαμιτών στους εξόριστους:
Δεν ήρθανε με τα φαριά του κάμπου
απ’ το ζεστό το χώμα
προβάλλοντας απ’ τις χλωρές καλαμποκιές.
Τούτοι οι άνθρωποι με τ’ άσπρα στίγματα
είχαν στα χέρια τους σταυρούς και κυπαρίσσια.
Μεσ’ στην καρδιά τους κράταγαν
θαμμένα κοιμητήρια,
σαν τραγουδούσανε στεγνά το θάνατο
σ’ ένα καλάμι από μπαμπού.161
Ο τελευταίος στίχος αναφέρεται στα ρόπαλα των αλφαμιτών, τα οποία ήταν φτιαγμέ-
να από μπαμπού.
Σκίτσα αξιωματικών της Μακρονήσου εμφανίζονται εν αφθονία στα ποιήματα
του Λειβαδίτη. Στη Μάχη στην άκρη της νύχτας ο διοικητής του στρατοπέδου σχεδιά-
ζεται ως καρικατούρα:
Ο κύριος διοικητής
τρομάζει το σκοτάδι
δε βγαίνει ποτέ τη νύχτα απ’ το δωμάτιο.
Κάποτε αποπάτησε στο κράνος του.162
Μια αντίστοιχη σατιρική πρόθεση διακρίνεται στους παρακάτω στίχους του Φουρ-
τούνη:
Εκείνος ο άγριος, ανεβαίνει στην πέτρα
να τον βλέπουμε όλοι, με αφρούς στο στόμα.
Μας μίλησε για πατρίδα, για γυναίκες,
για τη σημαία, να βγούμε, είπε,

160
Δημήτρης Δούκαρης, Τα ποιήματα. Παραγραφή (1944 – 1964 ) (τόμος πρώτος), ό.π., σ. 16.
161
Ιάσων Ιωαννίδης, ό.π., σ. 13.
162
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 20.

39
να πάμε στο μπορντέλο, να ξαστερώσει
το μυαλό μας, έτσι μαζί όλα,
η πατρίδα, η σημαία, τα σκέλια
μιας πόρνης, έτσι με τους αφρούς στο στόμα,
η μούρη του κόκκινη από πατριωτική
έξαρση, θα πάθει συμφόρηση, είναι να τον φοβάσαι.163
Περισσότερο σκοτεινή είναι η μορφή ενός λοχαγού τη νύχτα της μεγάλης σφαγής στη
Μάχη στην άκρη της νύχτας164:
Ένας κοντόχοντρος λοχαγός
ξεκόλλησε απ’ το σκοτάδι
το πηλίκιο στραβά
ένα αποτσίγαρο στα δόντια.165
Στη συνέχεια του ποιήματος ο ιεραρχικός μηχανισμός της Μακρονήσου γελοιοποιεί-
ται με αφορμή ένα τραγικό συμβάν, την εκτέλεση ενός σαλπιγκτή που τρελάθηκε:
Ο ταγματάρχης ουρλιάζει
καλεί τον λοχαγό
ποιος τρελός λοιπόν
σαλπίζει μες στη νύχτα
προχωρείτε
προχωρείτε
ο λοχαγός φωνάζει το λοχία
ο λοχίας είναι κίτρινος
προχωρείτε
προχωρείτε
ο σαλπιγκτής κύριε λοχαγέ
τον τρόμαξαν τα πολυβόλα κύριε λοχαγέ.166
Η ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ αξιοποιούνται στο σημείο αυτό ενισχύοντας την
ένταση της σκηνής.
Τα σκίτσα των αντιπάλων κάποτε σχεδιάζονται με ελάχιστες, βιαστικές γραμ-
μές, όπως φαίνεται στην περιγραφή ενός αξιωματικού σε ένα άλλο ποίημα του Λει-
βαδίτη, την «Παραμονή Χριστουγέννων»:

163
Μανώλης Φουρτούνης, ό.π., σ. 20.
164
Ο Λειβαδίτης αναφέρεται στα αιματηρά γεγονότα της 29ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 1948.
165
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 28.
166
Ο.π., σ. 39.

40
Ο λοχαγός έχει δυο μάτια από κατράμι
η φωνή του μέσα απ’ τις μύτες του σηκωμένου γιακά.167
Εξίσου αφαιρετική είναι η πρώτη αναφορά στον διοικητή στη Μάχη στην άκρη της
νύχτας:
Απ’ το Διοικητήριο φώτα
στο παράθυρο ο κύριος διοικητής
μια κοφτή γραμμή το στόμα.168
Ο Λειβαδίτης ωστόσο δεν διστάζει να σχεδιάσει τη μορφή ενός αξιωματικού,
η οποία στέκεται στον αντίποδα όλων των παραπάνω παραδειγμάτων. Πρόκειται για
έναν αξιωματικό που δεν αντέχει τη βαρβαρότητα του στρατοπέδου και αυτοκτονεί:
Κι ο αξιωματικός εφόδου
θ’ αργήσει
ο αξιωματικός εφόδου
δε θά’ ρθει
έκανε να θυμηθεί τη μάνα του
μα δε μπορούσε
το πρόσωπο της μάνας του
κρυμμένο
πίσω από μια κηλίδα μαύρη
μια κηλίδα αίμα
άνοιξε σιγά την πόρτα
η αποθήκη σκοτεινή
ένιωθε να κρυώνει
και κρεμάστηκε
μήπως ζεσταθεί.169
Η παραπάνω μορφή διαρρηγνύει τα όρια μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων
(μια διάκριση θεμελιώδης στη δομή του ποιήματος)170, υποδηλώνοντας μια απόπειρα
του ποιητή να διεμβολίσει την αντίπαλη παράταξη.

Οι φρουροί
167
Ό.π., σ. 112.
168
Ό.π., σ. 19.
169
Ό.π., σ. 35.
170
Απόστολος Μπενάτσης, Η ποιητική μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη, Επικαιρότητα, Αθήνα 1991, σ.
91. Ο Μπενάτσης επιχειρεί μια σημειολογική ανάγνωση του έργου του Λειβαδίτη εφαρμόζοντας το
μοντέλο του Greimas.

41
Στο μεταίχμιο των δύο αντιπάλων παρατάξεων στέκονται οι φρουροί των πο-
λιτικών εξορίστων, οι οποίοι συχνά δεν γίνονται αντιληπτοί από τους ποιητές ως ε-
χθροί, αλλά ως δυνάμει σύμμαχοι. Ο Ρίτσος αναγνωρίζει στα χέρια του φρουρού ένα
τέκνο της εργατικής τάξης, το οποίο θα μπορούσε να είναι μέλος του Κόμματος:
Ο φρουρός κάθεται πίσω απ’ το σύρμα
με τα πέτα της χλαίνης σηκωμένα.
Προχτές πρόσεξα τα χέρια του
είναι χοντρά και δυνατά
θα ’χε κρατήσει τη σημαία σε μια δική μας παρέλαση.171
Ο ποιητής ποθεί να δείξει την άνοιξη στον φαντάρο, οραματιζόμενος μια συμφιλίωση
μέσω ενός κοινού χαμόγελου:
Τώρα κάθεται πίσω απ’ το όπλο του
σαν πίσω από ’ναν τοίχο.
Πίσω απ’ τον τοίχο κάθεται η άνοιξη-
δεν μπορεί να τη δει.
Εγώ τη βλέπω και χαμογελάω
κι είμαι λυπημένος
που δεν μπορεί να την δει.
Εγώ που μου ’χει δέσει σα μαύρο μαντίλι
τη σκιά του ντουφεκιού του γύρω στα μάτια
θέλω να δει την άνοιξη και να χαμογελάσει.172
Μια παρόμοια τάση για συμφιλίωση εκφράζεται στο ποίημα του Λειβαδίτη «Μη ση-
μαδέψεις την καρδιά μου». Το σκηνικό εδώ είναι χειμωνιάτικο. Στους πρώτους στί-
χους του ποιήματος συντελείται ήδη μια αδερφοποίηση του ποιητή με τον φαντάρο:
Αδερφέ μου, σκοπέ
αδερφέ μου, σκοπέ
σ’ ακούω να περπατάς πάνω στο χιόνι
σ’ ακούω που βήχεις μες στην παγωνιά
σε γνωρίζω, αδερφέ μου
και με γνωρίζεις.173

171
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 252.
172
Ό.π.
173
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 116.

42
Ο Λειβαδίτης, όπως ο Ρίτσος, οραματίζεται ένα κοινό χαμόγελο, ενώ παράλληλα ε-
στιάζει στο βλέμμα και στα χέρια του φρουρού:
Βασίλεψαν τα πρωινά σου μάτια πίσω από ένα κράνος
άλλαξες τα παιδικά σου χέρια μ’ ένα σκληρό ντουφέκι
πεινάμε κι οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.174
Σχεδόν στο σύνολο των μακρονησιώτικων ποιημάτων του Λειβαδίτη εμφανί-
ζεται η εικόνα ενός φρουρού που κρυώνει. Η πρόθεση του ποιητή είναι μάλλον να
αναδείξει τις κοινές κακουχίες εξορίστων και φαντάρων και την αναγκαιότητα της
συναδέλφωσής τους. Στο ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» ο φρουρός εισέρχεται
στο αντίσκηνο των εξορίστων ως ένας εξ αυτών:
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αγέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.175
Στη Μάχη στην άκρη της νύχτας η εικόνα είναι ανάλογη:
Ο σκοπός βήχει δίπλα σου
το μισό του αφτί
πάνω απ’ το σηκωμένο γιακά
θα ’θελες να το δαγκώσεις
αυτός ζαρώνει το μούτρο του
και τρίβει το παγωμένο αφτί του.176
Στη συνέχεια του ποιήματος μια άγνωστη φωνή μοιάζει να εμπαίζει τη μοναξιά του
φρουρού:
Στην πόρτα ο σκοπός κρυώνει
ε, φίλε, απάνω έχει ζεστασιά.177
Οι φρουροί εμφανίζονται να φωνάζουν φοβισμένοι τα προστάγματά τους στο
«Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» του Ρίτσου:
Απάνου σ’ όλες τις σκοπιές οι φρουροί φώναζαν:
Αλτ, τις ει, Αλτ, τις ει, Αλτ, τις ει;
Δεν ήταν τίποτα
μονάχα ο φόβος τους

174
Ό.π., σ. 117.
175
Ό.π., σ. 115.
176
Ό.π., σ. 14.
177
Ό.π., σ. 19.

43
δε βλέπαν τίποτα
μονάχα τον ίσκιο τους.178
Τα προστάγματα των σκοπών μέσα στη νύχτα δηλώνουν τον φόβο τους επίσης στη
Μάχη στην άκρη της νύχτας:
Αλτ
αλτ
ποιος είναι εκεί;

Δεν είναι κανείς φανταράκο μου


μονάχα οι άνθρωποι στον κόσμο
πεινασμένοι
βασανισμένοι
γυμνοί
κι ακούς την οργισμένη καρδιά τους.179
Ο φόβος λειτουργεί ως ενοποιητικό στοιχείο των φαντάρων με τους εξόριστους. Τα
παραγγέλματα των φαντάρων εντείνουν τον φόβο εντός της σκηνής των εξορίστων
στο δεύτερο εκτενές ποίημα του Λειβαδίτη, τη σύνθεση Αυτό το αστέρι είναι για ό-
λους μας:
Και τότε αρχίζανε τα κλεφτοφάναρα, τ’ αυτόματα, οι κραυγές
άρχιζε τότε ο φόβος
απ’ τα φυλάκια ακούγαμε στη νύχτα να φωνάζουν
αλτ
μα όλο και χτύπαγε η καρδιά μας και ξαναφωνάζαν
αλτ.180
Ο Καρούσος στο ποίημά του «Η νύχτα στο κάτεργο» αποδίδει μια αντίστοιχη σκηνή:
Η νύχτα!..
Είναι κι αυτή στα κάτεργα μαζί μας.
Άκουσα τώρα που τη βάζουνε και χαίρεται
απάνου από την πολιτεία της λύπης…
Μα τα μεσάνυχτα η χαρά της θα βογγά οιμωγή
κι όλο κι αυτά τα «Αλτ, τις ει;»

178
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 75.
179
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 35.
180
Ό.π., σ. 55.

44
θα την προστάζουν να πατάει στριγγά.181

δ) Τα βασανιστήρια

Στα κείμενα της Μακρονήσου αφθονούν οι περιγραφές των βασανιστηρίων


που υφίσταντο οι εξόριστοι. Σκοπός των βασανιστηρίων σε ένα πρώτο επίπεδο ήταν
η απόσπαση δήλωσης μετανοίας και η ιδεολογική μεταστροφή του θύματος, ωστόσο
ο βασικός σκοπός ήταν, όπως επισημαίνει ο Σακελλαρόπουλος, «η διάλυση της προ-
σωπικότητας του θύματος και όχι η ανάνηψη».182 Επεκτείνοντας την παραπάνω δια-
πίστωση ο Βόγλης υποστηρίζει ότι «στόχος των αρχών ήταν η αποδόμηση της υπο-
κειμενικότητας των κρατουμένων και η διάλυση της κοινότητάς τους».183 Πέραν του
σκοπού, τα βασανιστήρια δεν θα συνέβαιναν δίχως τον σαδισμό των θυτών. Οι βασα-
νιστές είχαν σχεδόν εξαντλήσει τις μεθόδους άσκησης σωματικής ή ψυχολογικής βίας,
με αποτέλεσμα τον θάνατο ή την πρόκληση σωματικών και ψυχικών αναπηριών σε
ανεξιχνίαστο αριθμό εξορίστων.

Η σωματική βία
a) Το μαρτύριο της πέτρας και της δίψας
Μια μορφή σωματικής βίας που υφίσταντο οι εξόριστοι ήταν αυτή που συν-
δεόταν με την καθημερινή αγγαρεία. Στη Μακρόνησο, όπως και στα στρατόπεδα ε-
γκλεισμού εν γένει, τα όρια ανάμεσα στην εργασία, την καταναγκαστική εργασία και
την τιμωρία ήταν ασαφή.184 Η αγγαρεία της μεταφοράς πέτρας προσιδίαζε σε ένα εί-
δος βασανιστηρίου. Οι εξόριστοι αναγκάζονταν συχνά να κουβαλούν άσκοπα βαριές
πέτρες σχεδόν καθ’ όλην τη διάρκεια της ημέρας υπό την αυστηρή επιτήρηση των
αλφαμιτών, οι οποίοι ενίοτε έβριζαν και ξυλοκοπούσαν τους εξόριστους.185 Το νερό
που διέθεταν οι εξόριστοι ήταν ελάχιστο, καθώς ο ανεφοδιασμός του νησιού ήταν

181
Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, ό.π., σ. 125.
182
Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος, «Ψυχικός πόνος και Μακρόνησος: Ενδοψυχικές συγκρούσεις, δι-
λήμματα και αδιέξοδα στην αντιμετώπιση της εξωτερικής πραγματικότητας», Ιστορικό τοπίο και ιστο-
ρική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σ. 305.
183
Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο
πόλεμο, ό.π., σ. 198.
184
Ό.π., σ. 170.
185
Βλ επί παραδείγματι τη μαρτυρία του Γ.Α. Αθανασόπουλου στο Αντώνης Φλουντζής, Στο κολαστή-
ριο της Μακρονήσου, Φιλιππότης, Αθήνα 1984, σ. 132.

45
προβληματικός. Η δίψα ήταν ιδιαίτερα έντονη, όπως είναι φυσικό, κατά τη διάρκεια
εκτέλεσης της αγγαρείας.
Στην ποιητική σύνθεση του Ρίτσου Οι γειτονιές του κόσμου τονίζεται ιδιαίτερα
η φροντίδα των εξορίστων για τη συντήρηση της ομορφιάς, παρά την καταπόνηση
τους λόγω της καταναγκαστικής εργασίας:
Εμείς τσακισμένοι, βαδίζοντας χαράξαμε
μισό κύκλο γύρω απ’ το πρώτο λουλουδάκι που φύτρωσε στο βράχο
μη και πατήσουμε το λουλουδάκι.
Ξέρετε τι ’ναι τούτο; – κάναμε μισό κύκλο
τρέχοντας με πρησμένα ποδάρια –
μισό κύκλο γύρω από ’να λουλουδάκι φορτωμένοι τις πιο βαρειές πέτρες
του κόσμου
κάτου απ’ τις βρισιές, τα λαχτίσματα και τα μαστίγια
φορτωμένοι στην πληγιασμένη ράχη μας τους νεκρούς μας
φορτωμένοι τον ίδιο μας τον θάνατο,
κάναμε μισό κύκλο μην πατήσουμε το λουλουδάκι
όταν κάθε βήμα ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά
όταν κάθε βήμα ήταν ένας θάνατος.186
Στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» διαφαίνεται μια πρόθεση παραλληλισμού του μαρ-
τυρίου των εξορίστων με αυτό του Χριστού κατά την ανάβαση του Γολγοθά:
Λίγο – λίγο γδυθήκαμε απ’ όλα τα στολίδια
μείναμε μόνο με τη γύμνια μας
γυμνοί, θεόγυμνοι
κουβαλώντας τις πέτρες στον ανήφορο
κάτου απ’ τις βρισιές και τα μαστίγια.187
Το ίδιο μοτίβο εντοπίζεται στο ποίημα «Βράδι»:
Ανεβοκατεβήκαμε το βουνό
κουβαλώντας στη ράχη την πέτρα και τον θάνατο
κάτω απ’ τη βρισιά και το μαστίγιο,
λογαριάσαμε το νερό και την πέτρα,
τη ζωή και το θάνατο, - συνηθίσαμε,
λιγόστεψε ο καημός,

186
Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές του κόσμου, ό.π., σ. 124.
187
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 79.

46
ακόμα κι ο θυμός λιγόστεψε,
μονάχα η απόφαση δε λιγόστεψε.188
Εδώ προβάλλεται έμμεσα η αναίρεση της αναμόρφωσης, καθώς το μαρτύριο δεν ε-
πηρεάζει αρνητικά την αποφασιστικότητα των εξορίστων. Ανάλογο αποτέλεσμα προ-
κύπτει στο ποίημα «Χρόνος»:
Καθένας μας έχει στους ώμους του
την κούραση 12 ωρών από πέτρα,
τη δίψα 12 ωρών από ήλιο,
τον πόνο τόσων χρόνων,
την απόφαση μιας ολόκληρης ζωής.189
Μια ευθεία πρόθεση αναίρεσης της αναμόρφωσης διατυπώνεται στο ποίημα «Μέρες
στο Μακρονήσι» του Κουλουφάκου, όπου η αντοχή στο μαρτύριο δικαιώνει αυτή
καθαυτή την ύπαρξη του ποιητή:
Έτσι, η κάθε κοτρώνα που με βάζουν να παίρνω στον ώμο
και πληγιάζει τη ράχη μου
ο ανήφορος όπου με βιάζουν
φορτωμένος να τρέχω
έχουν τώρα πια πάψει να κάνουν αυτό που τους όρισαν
δεν είναι όπλα δικά τους. Καταθέτουν για μένα
σαν τίμιοι μάρτυρες
πως δεν ήρθα άδικα κι ούτε άχρηστα διάβηκα
σε τούτο τον κόσμο.190
Στο ποίημα «Έλεος» του Δούκαρη εντοπίζεται μια συμβολιστικού τύπου αντιστοίχη-
ση του μαρτυρίου μεταφοράς πέτρας με αυτό του Γολγοθά191, όμως εδώ εν αντιθέσει
με το παράδειγμα του Ρίτσου, η αγωνιστική αισιοδοξία αντικαθίσταται από την αί-
σθηση της ήττας:
Ψιθύριζα τη συγγνώμη σου
όπως έριχνες τις αιμάτινες στάλες
στα παγόβουνα του δρόμου

188
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 267.
189
Ό.π., σ. 288.
190
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 59.
191
Η κριτική έχει επισημάνει τον υπαρξισμό ως κυρίαρχο στοιχείο της ποίησης του Δούκαρη ήδη από
την πρώτη συλλογή του. Βλ. Γιώργος Μαρκόπουλος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα. Αλεξάνδρου, Ανα-
γνωστάκης, Λειβαδίτης, Δούκαρης, Κατσαρός, Κωσταβάρας, Πατρίκιος, Ρόπτρον, Αθήνα 1991, σ. 129-
130.

47
που διάβαιναν με σκυφτά κεφάλια
και πρησμένα γόνατα
οι τελευταίοι σύντροφοι της καταστροφής
αράδιαζα στεφανωτά τα νεκρολούλουδα
στους ακατάστατους ανασασμούς
που μουρμούριζαν έλεος
και δέονταν με ενωμένα φρύδια
και τρεμουλιαστά ματόκλαδα.192
Με εξίσου συμβολιστικό τρόπο χειρίζεται το μοτίβο ο Ιωαννίδης:
Ένα γυμνό λόφο έχω μέσα μου.
Ένα αγκάθι σταχτερό μ’ ένα λουλούδι κίτρινο.
Μια πέτρα μ’ έναν κρύσταλλο και μια ρωγμή.193
Ο Λειβαδίτης τέλος καταγράφει λιτά το μαρτύριο της πέτρας στο ποίημα Αυτό το α-
στέρι είναι για όλους μας:
Εμείς κουβαλάμε μεγάλες πέτρες απ’ το βουνό
κουβαλάμε στην πλάτη μας τα μεγάλα αυλάκια απ’ τις κοντακιές.194
Το μαρτύριο της δίψας συνδέεται άμεσα με αυτό της πέτρας. Στο ποίημα
«Βράδι» του Ρίτσου η δίψα εμφανίζεται καθ’ υπερβολήν να εμποδίζει την αλληλο-
γραφία με τη μητέρα:
Στεγνό το σάλιο στο στόμα της μέρας, στεγνό
μήτε για να κολλήσεις ένα γραμματόσημο στο δελτάριο της μάνας σου.195
Η δίψα σχετίζεται με μια οραματική εμφάνιση της μητέρας στο ποίημα «Απλή κου-
βέντα» του Λειβαδίτη, με αφορμή ένα γράμμα προς αυτή:
Απόψε λέμε να σου γράψουμε, μάνα
μήπως ακούσουμε τη βροχή
να περπατάει με τα λειωμένα σου τσόκαρα
μήπως δούμε το χαμόγελό σου
να κρέμεται σαν παγούρι πάνω απ’ τη δίψα μας.196
Μια αντίστοιχη συνειρμική ανάκληση της μορφής της μητέρας μέσω της δίψας ανι-
χνεύεται στο ποίημα «Ελλάδα» του Σπυρόπουλου:

192
Δημήτρης Δούκαρης, Καλλίστη θήρα, ό.π., σ. 18.
193
Ιάσων Ιωαννίδης, ό.π., σ. 15.
194
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 56.
195
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 267.
196
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 106.

48
Βαρειά
χάλκινα βήματα
ανηφορίζουν τις πλαγιές
κι όμως εσύ
δε θέλεις να πεθάνεις
και τώρα ακόμη
είπες
– Σύντροφε λίγο νερό.

Ποιο είναι το σπίτι σου


σίγουρα έχεις μια μητέρα
ν’ αγναντεύει απ’ το παράθυρο
οι δικοί σου θα κλαίνε
περιμένοντας το γράμμα σου
που ποτέ δε θα φτάσει.197
Η έκκληση για νερό ηχεί απεγνωσμένη στο ποίημα «Φεγγάρι» του Ρίτσου, όπου ο
ποιητής σπεύδει να καθησυχάσει τον σύντροφο που την εκφέρει:
Κι η ίδια φωνή φωνάζοντας: «νερό, νερό».

Δεν είναι τίποτα. Κοιμήσου.


Μεθαύριο θα σου φέρω μια βρύση στα χέρια μου.
Θα σου φέρω ένα ποτάμι μεθαύριο. Κοιμήσου.198
Σε ένα άλλο ποίημα του Ρίτσου η προσμονή του νερού δοκιμάζει τα νεύρα του συνό-
λου των εξορίστων:
Γι’ αυτό τα μάτια μας ανταμώνουν στο ίδιο σημείο αγναντεύοντας τη
θάλασσα
σαν είμαστε τρεις και πιότερες μέρες δίχως νερό
κι η υδροφόρα δε φαίνεται
κι η υπομονή δαγκώνει τα χέρια της.199
Η δίψα ωστόσο δεν αναιρεί το οικουμενικό όραμα του ποιητή:
Διψάσαμε πολύ,

197
Περιοδικό Επιθεώρηση τέχνης, ό.π., σ. 388.
198
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 281.
199
Ο.π., σ. 293.

49
δουλεύοντας ολημερίς την πέτρα.
Κάτου απ’ τη δίψα μας
είναι οι ρίζες του κόσμου.200

Ο ξυλοδαρμός και τα σωματικά βασανιστήρια


Η σωματική βία που δέχονταν οι εξόριστοι κλιμακωνόταν από τον ξυλοδαρμό
σε διάφορες εντάσεις μέχρι τα άγρια βασανιστήρια. Οι περισσότεροι ποιητές δεν υ-
πήρξαν θύματα ακραίας σωματικής κακοποίησης. Ωστόσο είτε επεξεργάζονται στα
ποιήματά τους τις μαρτυρίες των συντρόφων τους, είτε καταθέτουν ένα προσωπικό
βίωμα, καταγράφουν την κλίμακα της βίας που ασκήθηκε πάνω στα σώματα των ε-
ξορίστων.
Ο ήπιος σχετικά ξυλοδαρμός των πολιτικών εξορίστων από τους χωροφύλα-
κες παρουσιάζεται μέσω μιας εικόνας ανοικείωσης στο ποίημα «Ο δεκαπέντε» του
Αλεξάνδρου:
Τα χωροφυλακίστικα χαστούκια
αφήνουν στο πηγούνι κάτι σαν ψαρόκολλα.201
Το ξυλοκόπημα από τα ρόπαλα των αλφαμιτών καταγράφεται μέσω μιας εξί-
σου ανοίκειας φράσης στο ποίημα «Είμαι καλά…» του Λουντέμη:
Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα του στα πλευρά μου.202
Περισσότερο ρεαλιστική είναι η απεικόνιση του ξυλοδαρμού από τον Κουλουφάκο, η
οποία καταλήγει σε μια υπεράσπιση του πόνου:
… Κι ο πόνος
όταν άγρια τον ξυπνάνε καθώς με χτυπούν
με το ρόπαλο ή καθώς με κλωτσιές με κυλάνε
στις λάσπες, είναι όπλο δικό μου…203
Μια εξαιρετικά βίαιη σκηνή ομαδικού ξυλοδαρμού εμπεριέχεται στο ποίημα του
Φουρτούνη:
Τα ρόπαλα κατεβαίνουν στις πλάτες.
Ψιχαλίζει. Παγωμένες πέφτουν, μία μία,
οι στάλες. Να μπορούσα να πιαστώ από κάπου,
με τραβάνε απ’ τα πόδια, δεν θέλω να βγω

200
Ό.π., σ. 266.
201
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 51.
202
Μενέλαος Λουντέμης, ό.π., σ. 91.
203
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 58.

50
απ’ το σωρό. Μας πετάνε στη θάλασσα
κι απ’ την αρχή πάλι, να τους λυπηθούμε, λένε,
κουράζονται απ’ το τόσο μας πείσμα.204
Στους τελευταίους στίχους υποβόσκει μια ειρωνεία απέναντι στους αλφαμίτες.
Η πλέον ολοκληρωμένη σκηνή βασανισμού εντοπίζεται στη Μάχη στην άκρη
της νύχτας του Λειβαδίτη. 205 Εδώ η περιγραφή είναι κατεξοχήν νατουραλιστική ή
μάλλον εξπρεσιονιστική:
Ο λοχαγός δίχως όνομα
ένα παιδί γυμνό
κρεμασμένο απ’ τα χέρια
αυλακωμένο το σώμα του
κουρελιασμένο απ’ τις βουρδουλιές
………………
Ο λοχαγός τον ρωτάει

Ο βούρδουλας καίει το πετσί


ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα.206
Η ανάκριση που λαμβάνει χώρα στοχεύει στην απόσπαση των ονομάτων των συνα-
γωνιστών του θύματος, το οποίο καθαγιάζεται στο τέλος της σκηνής:
Ο λοχαγός λέει: μίλησε
ο βούρδουλας λέει: μίλησε
η νύχτα τού λέει: μίλησε
μα η νύχτα είναι λίγη
οι σύντροφοι πολλοί
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα
όπως θα κάνατε κι εσείς.207

Η τελική αποστροφή στον αναγνώστη λειτουργεί μάλλον ειρωνικά, καθώς υπαινίσσε-


ται την αντίθετη αντίδραση από αυτή που εκφέρεται, διευρύνοντας το χάσμα ανάμε-
σα σε αυτόν και τον ήρωα.

204
Μανώλης Φουρτούνης, ό.π., σ. 22.
205
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σσ. 24-27.
206
Ό.π., σ. 24.
207
Ό.π., σ. 27.

51
Οι ακρωτηριασμένοι
Ο ακρωτηριασμός υπήρξε ένα από τα πιο ακραία αποτελέσματα των σωματι-
κών βασανιστηρίων που ασκήθηκαν στη Μακρόνησο. Τα ακρωτηριασμένα μέλη των
συντρόφων στοιχειώνουν αρκετά ποιήματα, ιδιαιτέρως αυτά του Λειβαδίτη. Στη Μά-
χη στην άκρη της νύχτας υπάρχει μια εγκιβωτισμένη αφήγηση ενός αναπήρου208, η
οποία διαπνέεται από την ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει το ύστερο έργο του ποιητή,
καθώς ο αφηγητής αντιλαμβάνεται τα πράγματα μέσα από τον παραμορφωτικό φακό
της τρέλας:
Είναι πικρή ετούτη η νύχτα
πώς θα περάσουμε
όλη αυτή τη νύχτα
αφήστε να τυλίξω στο σακάκι μου
αυτό το μωρό.

Είναι ένα μωρό παράξενο


λίγο άσχημο
μ’ ακόμα ζεστό
εσείς θα το λέγατε
ένα κομμένο πόδι
αφήστε με να το νανουρίσω εγώ.
Κομμένο απ’ το γόνατο
με λειωμένο το γόνατο
δεν είναι τίποτα
με κασμά το κόψανε
κι έλειωσε λίγο
τίποτ’ άλλο.209
Η φρίκη αποτυπώνεται καθ’ υπερβολήν δοκιμάζοντας τις αντοχές της γλώσσας:
Μια στιγμή να ψαχτώ
στο σπίτι
είχαμε ένα ολόκληρο συρταράκι
με παραμάνες

208
Ό.π., σσ. 33-35.
209
Ό.π., σ. 33.

52
να ψαχτώ μήπως βρω μια
να καρφώσω αδερφέ μου
το κομμένο σαγόνι σου.210
Η αναπηρία του αφηγητή συνδέεται με αυτή της ποίησης στο ποίημα «Απλή κουβέ-
ντα», τουλάχιστον της ποίησης εκείνης που αδυνατεί να κατακτήσει μια εκφραστική
λιτότητα:
Να μιλήσω αν μια μέρα ξαναγυρίσω
κουβαλώντας μια βρώμικη καραβάνα γεμάτη ξενιτειά
κουβαλώντας στις τσέπες μου δυο γροθιές σφιγμένες
να μιλήσω
απλά –
μονάχα μια στιγμή ν’ ακουμπήσω κάπου τα δεκανίκια μου.211
Στο ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» εμφανίζεται ένας μονόχειρας σύντροφος σε
μια σκηνή από τον καθημερινό βίο της Μακρονήσου:
… Ο Θωμάς
σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα-ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο.212
Μια παρόμοια σκηνή, η οποία αναφέρθηκε και προηγουμένως, εντοπίζεται στο ποίη-
μα Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας:
Κι ο Ηλίας λέει: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίξω φυσαρμόνικα»
έτσι λέει ο Ηλίας: «εγώ θα βρω τον τρόπο να παίξω φυσαρμόνικα»
κι ας τού ’χουν κόψει και τα δυο του χέρια.213
Η επανάληψη των λόγων του συντρόφου, ο οποίος κατονομάζεται, όπως στο προη-
γούμενο παράδειγμα, εντείνει τη σοκαριστική εντύπωση που προκαλεί ο τελευταίος
στίχος.
Στο «Ημερολόγιο εξορίας, III» του Ρίτσου εμπεριέχεται μια καταγραφή, η ο-
ποία αιφνιδιάζει τον αναγνώστη λόγω της νατουραλιστικής υφής της:
Το κλεφτοφάναρο παραμονεύει δυο σπασμένα χέρια
και το κομμένο πόδι δεν ήξερες αν είναι το δικό σου.
Τότε ήταν που σμίξαμε κάτου απ’ το μεγάλο τοίχο
δρασκελώντας καθένας μονάχος του

210
Ό.π., σ. 38.
211
Ό.π., σ. 105.
212
Ό.π., σ. 115.
213
Ό.π., σ. 56.

53
ετούτο το κομμένο πόδι που ήταν το δικό μας.214
Ο Ρίτσος εν γένει αποφεύγει τις νατουραλιστικές υπερβολές, ωστόσο δεν τις αποκλεί-
ει τελείως, προκειμένου να δείξει τα ακρωτηριασμένα σώματα των συντρόφων του.
Στο ποίημα «Φεγγάρι» δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει μια εφιαλτική εικόνα εξαιρε-
τικής ωμότητας:
Ένα κομμένο πόδι ψάχνοντας για το σώμα του.215
Εξίσου νατουραλιστικός είναι ο τρόπος έκφρασης στο παρακάτω απόσπασμα ενός
φανταστικού διαλόγου του ποιητή με ένα συνεξόριστό του, το οποίο εμπεριέχεται
στις Γειτονιές του κόσμου:
– «Πάρε ένα κομμένο χέρι για μολύβι,
βούτα το στο αίμα, σύντροφε, και γράφε στο χώμα».
– «Δεν μπορώ, σύντροφε, δεν μπορώ.
Δεν έχω χέρι να κρατήσω το κομμένο χέρι.
Μού κόψαν και τα δυο μου τα χέρια μ’ όλα τα κομμένα χέρια».216
Στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» ο ποιητής επιλέγει έναν περισσότερο ρεαλιστικό
τρόπο έκφρασης, ο οποίος εξυπηρετεί την προπαγανδιστική διάσταση του ποιήμα-
τος217:
Πολλοί αφήσανε κει πέρα τα κόκαλά τους
πολλοί αφήσανε τα πόδια τους και τα χέρια τους
πολλοί τώρα περπατάνε με δεκανίκια
πολλοί δεν περπατάνε καθόλου.218
Ο Αλεξάνδρου τέλος εστιάζει στο Εγώ εκπέμποντας μια αγωνιώδη έκκληση εις εαυ-
τόν:
Με κάθε τρόπο
κοίτα να κρατήσεις όλα σου τα χέρια.
Ας τσούζει το ιώδιο κι η γύμνια.
Με τις πληγές ολάνοιχτες
στα ακροδάχτυλά σου
ζούπηξέ τα
στη σήμανση του κόσμου.219

214
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 245.
215
Ό.π., σ. 281.
216
Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές του κόσμου, ό.π., σ. 123.
217
Το ποίημα στάλθηκε στο εξωτερικό και γνώρισε πλατιά απήχηση.
218
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 74.

54
Η ψυχολογική βία
Η μορφή βίας που ασκήθηκε στους περισσότερους ποιητές ήταν κυρίως ψυ-
χολογική. Ο στόχος της ψυχολογικής βίας ήταν η καλλιέργεια του φόβου και του άγ-
χους στις γραμμές των εξορίστων.220 Το πιο οδυνηρό μαρτύριο, σύμφωνα με πολλές
μαρτυρίες, ήταν το άκουσμα των κραυγών των βασανιζόμενων συντρόφων ή των
τρελών.221 Ο ύπνος των εξορίστων διαταρασσόταν από αυτές τις κραυγές, αλλά και
λόγω του φόβου και του άγχους που προκαλούσε η νύχτα με τα άγνωστα ενδεχόμενά
της. Το νευρικό σύστημα των εξορίστων κινδύνευε να καταρρεύσει, έτσι που συχνά
δεν χρειαζόταν η άσκηση σωματικής βίας, προκειμένου να λυγίσουν και να υπογρά-
ψουν τις δηλώσεις μετανοίας.222

Το μαρτύριο των κραυγών


Οι κραυγές του πόνου εκπέμπονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας από τη χα-
ράδρα, όπου γίνονταν τα πιο άγρια βασανιστήρια. Ο Κουλουφάκος καταθέτει εν είδει
μαρτυρίας:
Δεν ντρέπομαι λοιπόν που τρέμω απ’ το φόβο. Δεν ντρέπομαι
που πονάω και βογγάω ώσπου στοιχειώνει η χαράδρα.223
Στην περίπτωση αυτή ο ποιητής είναι πομπός των κραυγών. Ωστόσο οι περισσότερες
αναφορές στις φωνές γίνονται από τη θέση του δέκτη, όπως συμβαίνει στο «Γράμμα
στον Ζολιό Κιουρί» του Ρίτσου, όπου αυτές στοιχειώνουν τη μνήμη του ποιητή, ε-
μποδίζοντας την εκτύλιξη μιας διάθεσης φυσιολατρίας:
Είναι δύσκολο τώρα να ξεχωρίσεις τη φωνή του δειλινού
και το βήμα του καλοκαιριού στ’ ακρογιάλι,
είναι δύσκολο ν’ ακούσεις μιαν αχτίνα που διπλώνει το δάχτυλο
και χτυπάει το τζάμι μιας παιδικής κάμαρας το απόγευμα,
δύσκολο – σαν έχεις ακούσει τις φωνές των πληγωμένων στις χαράδρες.224
Οι κραυγές της χαράδρας διαπλέκονται με αυτές των τρελών στο ποίημα «Μακρόνη-
σος» του Κορνήλιου, ενός ποιητή που άγγιξε τα όρια της νευρικής κατάρρευσης225:

219
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 54.
220
Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 304.
221
Βλ. ενδεικτικά Βαρδής Βαρδινογιάννης, ό.π., σ. 25 και Γιώργης Πικρός, ό.π., σ. 70.
222
Πολυμέρης Βόγλης, ό.π., σ. 205.
223
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 58.
224
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 80.

55
Γίνε μονάχα ένα στόμα, γίνε ένα σάλεμα για κραυγή
γίνε η άναρθρη κραυγή των τρελών
που σαρκάζει
φοβερή, θριαμβευτική, νικητήρια!
Φώναξε δυνατά! «Μακρόνησος!»

Χίλιες φορές κι αν το φωνάξεις δε θ ‘ακούσεις το σκοπό


που στις χαράδρες τραγουδά η φλογέρα του θανάτου.226
Η απόκοσμη κραυγή ενός τρελού γίνεται χτύπος που αποτρέπει τη γραφή στο
«Ημερολόγιο εξορίας III» του Ρίτσου:
Τα βράδια ακούγεται πάνου στην ταράτσα
η κραυγή του τρελού
μεγαλωμένη πάνου απ’ τη θάλασσα.

Τα μάτια μεγαλώνουν
σκοτεινά σκοτεινά
σα δυο γύφτικα άκρη-άκρη σε μια πόλη.

Κει μέσα δυο μισόγδυμνοι γύφτοι


πελεκάνε το σίδερο.

Τούτος ο χτύπος
σε δυσκολεύει να γράψεις ένα γράμμα
κι ακόμα πιότερο να γράψεις ένα ποίημα.

Εδώ τα πάντα γραφτήκαν με το αίμα.227


Στη Μάχη στην άκρη της νύχτας του Λειβαδίτη εντοπίζεται αντίστοιχα μια παρομοίω-
ση των χτυπημάτων με την κραυγή ενός τρελού:
Μέσα στη νύχτα τα χτυπήματα
σαν μια παιδική ανάσα
σαν την κραυγή ενός τρελού.228

225
Το όνομά του εμπεριέχεται σε ένα κατάλογο ατόμων με νευροψυχικούς κλονισμούς στη Μακρόνη-
σο. Βλ. Νίκος Μάργαρης, Ιστορία της Μακρονήσου (τόμος Β’), Δωρικός, Αθήνα 41986, σ. 519.
226
Γιώργος Φαρσακίδης, Μακρόνησος, ό.π., σ. 23.
227
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 254.

56
Στο ποίημα «Ατομικό αντίσκηνο» του Πατρίκιου, οι κραυγές των τρελών επανέρχο-
νται στη μνήμη ενισχύοντας την απομόνωση του ποιητή:
Οι φωνές των τρελών ανεβαίνουν σα φυσαλίδες
μέσα απ’ του στήθους μου τη σιωπή.229

Ο δύσκολος ύπνος
Ο ύπνος των εξορίστων διακόπτεται συχνά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Στο
«Ημερολόγιο εξορίας III» μια ανοίκεια ηχητική εικόνα αποδίδει τη νυχτερινή αγωνία:
Αργότερα που πέφτει ο αέρας
μένει ένας ήχος χάρτινος στη νύχτα
κι άξαφνα ο ξύλινος κρότος
απ’ τα βλέφαρα που ανοίγουν
να κυνηγήσουν τα όνειρα.230
Ο κατακερματισμένος ύπνος αποτυπώνεται επίσης σε μια άλλη ημερολογιακή κατα-
γραφή, αλλά και στους πρώτους στίχους του ποιήματος «Φεγγάρι»:
Συνηθίσαμε τις νύχτες δίχως ύπνο
τον ύπνο κομμένο σε σπασμένα τζάμια231
και
Πάνου απ’ τον ύπνο μας το πλατάγισμα του αντίσκηνου –
ύπνος κομματισμένος απ’ τον άνεμο.232
Τα όνειρα, όταν έρχονται, είναι εφιαλτικά, όπως φαίνεται στους παρακάτω στίχους
του Καρούσου:
Κι όλους αυτούς τους εφιάλτες θα στενάζει λυπητερά
που εστοίχειωσαν τον ύπνο μας στον άγριο τούτο βράχο.233
Ο Θρακιώτης καταδεικνύει την αδυναμία της ποίησης να αναμετρηθεί με τις εφιαλτι-
κές νύχτες της Μακρονήσου:
Αχ, πώς μπορώ να μιλήσω ατάραχα και σιωπηλά
………………
Καθώς ταιριάζει στην πληγωμένη μας υπερηφάνεια
στον τρόμο που κατέχει τη νύχτα
228
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 43.
229
Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα,Ι. 1948 – 1954, ό.π., σ. 173.
230
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 251.
231
Ό.π., σ. 252.
232
Ό.π., σ. 281.
233
Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, ό.π., σ. 125.

57
και τελειώνει σε εφιαλτικά όνειρα;234
Οι εξόριστοι ποθούν έναν ήσυχο ύπνο, χωρίς εφιάλτες και συνεχείς διακοπές. Στο
ποίημα «Απόψε» του Λουντέμη προβάλλεται άμεσα αυτή η ανάγκη:
Απόψε που βγήκα στα τρίστρατα του μεσονυχτιού
και ζητιανεύω λίγον ύπνο.235
Η ανάγκη για ήσυχο ύπνο αναδεικνύεται και στο ποίημα «Μη σημαδέψεις την καρδιά
μου» του Λειβαδίτη, όπου μάλιστα επισημαίνεται ως κοινή ανάγκη των εξορίστων
και των φρουρών τους:
Πεινάμε κι οι δυο για ένα χαμόγελο
και μια μπουκιά ήσυχο ύπνο.236

ε) Τα συναισθήματα

Στα ποιήματα της Μακρονήσου ο συναισθηματικός κόσμος των εξορίστων


χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις ανάμεσα σε διάφορα συναισθήματα, όπως
τη νοσταλγία, την πίκρα, τον φόβο, την οργή και το μίσος. Οι ποιητές συνήθως προ-
βάλλουν τα κοινά συναισθήματα της ομάδας των εξορίστων, καθώς επιχειρούν να
υπερβούν τη διάκριση μεταξύ ατομικού και συλλογικού. Όπως επισημαίνει σχετικά η
Ιλίνσκαγια, «τα ποιητικά όρια της ατομικής πείρας ταυτίζονται με την πείρα όλων
κερδίζοντας έτσι απεριόριστα σε συναισθηματική δραστηριότητα».237 Ο κόσμος των
συναισθημάτων, μολονότι κυριαρχείται από αρνητικά συναισθήματα, αποτελεί το
ασφαλές καταφύγιο των ποιητών στην πάλη τους ενάντια στην αποκτήνωση.

Η καρδιά
Σε αρκετά ποιήματα συναντούμε την καρδιά ως τυπική μετωνυμία του συναι-
σθηματικού κόσμου. Στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» του Ρίτσου η καρδιά τυλίγε-
ται σε ένα μπόγο ως πολύτιμη αποσκευή των εξορίστων:
Έτσι από ξερονήσι σε ξερονήσι
κουβαλώντας από λύπη σε λύπη τον μπόγο μας
κουβαλώντας την καρδιά μας μέσα στον μπόγο μας

234
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 83.
235
Μενέλαος Λουντέμης, ό.π., σ. 78.
236
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 117.
237
Σόνια Ιλίνσκαγια, ό.π., σ. 54.

58
κουβαλώντας την πίστη μας μέσα στην καρδιά μας.238
Μια σχεδόν πανομοιότυπη εικόνα εντοπίζεται στο ποίημα «Έτοιμοι»:
Ό,τι κι αν έρθει τώρα, σύντροφοι,
θα μας βρει με τον μπόγο μας στον ώμο
μ’ όλη την καρδιά μας μέσα στον μπόγο μας
στριφογυρνώντας την απόφασή μας στον όρκο της Δημοκρατίας.239
Ανάλογη εικόνα απαντάται στο ποίημα «Απλή κουβέντα» του Λειβαδίτη:
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου.240
Η πατρότητα της εικόνας αγνοείται, ωστόσο αυτή ανήκει μάλλον στον Ρίτσο βάσει
των χρονολογικών ενδείξεων των ποιημάτων. Εξάλλου ο Ρίτσος παραλλάσσει ελα-
φρώς τη φράση στο ποίημα «Χρέος», όταν αναφέρεται στις καρδιές των μανάδων
των αγωνιστών:
Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντήλι τους.241
Οι εικόνες που αναφέρονται στην καρδιά διακρίνονται εν γένει ως ιδιαίτερα
νατουραλιστικές. Στο «Αλεξανδροστρόι» ο Αλεξάνδρου επιστρατεύει μια τέτοια ει-
κόνα, πριν εξομολογηθεί στον Μαγιακόφσκι τη διαρκή απομόνωσή του εντός της ο-
μάδας των εξορίστων:
Σκύψε. Εσένα θα σου ανοίξω την καρδιά μου
σαν το κρεμύδι που το σπας με μια γροθιά στο γόνατο.
Μες στην ομάδα ήμουν
άχρηστος πάντα
σαν ένα σαν.
Για την ομάδα ήμουν
ύποπτος πάντα
σαν την αλήθεια.242
Ο Ρίτσος χρησιμοποιεί μια παρομοίωση που παραπέμπει στον πόλεμο προκειμένου
να δείξει τις διάτρητες καρδιές των συντρόφων του:
Εδώ οι καρδιές είναι σαν τα καμένα σπίτια,

238
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 74.
239
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 263.
240
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 109.
241
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 279.
242
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 44.

59
– ούτε στέγη, ούτε πόρτες, ούτε παράθυρα,
παντού καψαλιασμένες τρύπες,
παντού καπνισμένα δοκάρια,
από παντού μπαίνει ουρανός.243
Μια εξίσου νατουραλιστική παρομοίωση εντοπίζεται στο ποίημα «Απλή κουβέντα»
του Λειβαδίτη, όπου επίσης οι καρδιές των εξορίστων εμφανίζονται διάτρητες:
Τώρα μας τρυπάει η καρδιά
σαν μια πρόκα στην αρβύλα μας.244
Η εικόνα εμφανίζεται παραλλαγμένη στη σύνθεση Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας:
Μονάχα νιώθαμε να μας τρυπάει η καρδιά
σαν ένα πηρούνι ξεχασμένο μες στην τσέπη του αμπέχωνου.245
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Λουντέμης αποχαιρετά ένα σύντροφό του:
Το μαχαίρι της λύπης του βούλιαξε στην καρδιά μας.
Κι αποξεχάστηκε εκεί.246

Η νοσταλγία
Η νοσταλγική διάθεση που χαρακτηρίζει γενικά την ποίηση του Ρίτσου, εμ-
φανίζεται και στα μακρονησιώτικα ποιήματά του. Το αντικείμενο της νοσταλγίας α-
ποτελείται από διάσπαρτες εντυπώσεις του παρελθόντος, οι οποίες συντίθενται εντός
ενός σχεδόν εμπρεσιονιστικού πίνακα:
Είχαν κι αυτά το βάρος τους – όχι σπουδαία πράματα –
η σκιά ενός δίκρανου στη μάντρα, αργά κατά το λιόγερμα,
το πέρασμα του αλόγου τα μεσάνυχτα,
ένα τριανταφυλλένιο χρώμα που πεθαίνει στο νερό
αφήνοντας πίσω του τη σιωπή πιο μονάχη,
τα φύλλα του φεγγαριού πεσμένα ανάμεσα στις καλαμιές και στις αγριόπαπιες.247
Η ειρηνική ζωή του σπιτιού του παρελθόντος ανακαλείται μέσα από λεπτομέρειες
φαινομενικά ασήμαντες, οι οποίες προβάλλονται ως σημαίνουσες από τον ποιητή:
Ο ήχος απ’ το χτύπημα της πόρτας στο λιοπύρι,
η φωνή που έλεγε στο διάδρομο «πως άργησες»,

243
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 78.
244
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 106.
245
Ό.π., σ. 58.
246
Μενέλαος Λουντέμης, ό.π., σ. 85.
247
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 261.

60
η άσπρη τσατσάρα που χτενιζόταν η γυναίκα μπροστά στον καθρέφτη,
ένα τσιγάρο που καπνίσαμε στο παράθυρο ένα βράδι ανοιξιάτικο
τραβώντας την ουρά της μικρής Άρκτου,
ο ίσκιος δυο χεριών κάτου απ’ τη λάμπα, ανάμεσα σε δυο πιάτα με φρούτα.248
Οι εικόνες που αναδύονται από τη μνήμη συγγενεύουν μεταξύ τους, ενώ κάποτε η
φωνή του ποιητή χρωματίζεται από έναν τόνο αγωνίας για το χαμένο παρελθόν:
Η φωνή ενός παιδιού τ’ απόγεμα – πού είναι; –
μια γυναίκα στο κατώφλι του σπιτιού, το σπίτι – πού είναι; –
κι η ντουλάπα με τα χειμωνιάτικα ρούχα
κι η σιωπή που πέφτει απ’ το ρολόι του τοίχου πάνω στις καρέκλες
κι ο ίσκιος ενός ευγενικού χεριού που βάζει ένα λουλούδι στο ποτήρι – πού είναι; –
και το γραμμόφωνο του Σαββατόβραδου στο σκιασμένο περβάζι.249
Μια ανάλογη αγωνία εκπέμπεται στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» μέσω της επανά-
ληψης της ερωτηματικής φράσης «πώς ήταν – πώς είναι;»:
Κουβαλώντας στις τσέπες μας κάτι παλιές φωτογραφίες της άνοιξης
– όσο πάει ξεθωριάζουν – δε γνωρίζονται –
θα ’ταν αυτός ο κήπος μας – πώς ήταν; –
– πώς είναι ένα στόμα που λέει «σ’ αγαπώ»;
πώς είναι δυο χέρια που ανεβάζουν στον ώμο την κουβέρτα σου
όταν εσύ κοιμάσαι μόνο με το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του χαμόγελου; – δε θυμόμα-
στε.250
Στη συνέχεια του ποιήματος υπάρχει μια προέκταση των παραπάνω στίχων κατεξο-
χήν φυσιολατρική, με ερωτική απόληξη:
Αλήθεια, δε θυμόμαστε
πώς χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα
πώς χτίζουν τα μερμήγκια το σπίτι τους
πώς σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια
τι χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου μέσα στο νερό
τι λέει ένα σύγνεφο σταυρώνοντας τα χέρια του στο λιόγερμα
τι σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ’ τ’ άσπρο σεντόνι – δε θυμόμαστε.251

248
Ό.π., σ. 295.
249
Ό.π., σ. 277.
250
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 73.
251
Ό.π., σ. 80.

61
Ένας άλλος ιδαλγός της νοσταλγίας, ο Λειβαδίτης, ανακαλεί την κίνηση
στους δρόμους της πόλης στη Μάχη στην άκρη της νύχτας:
Είναι πάντοτε όμορφα
τα σαββατόβραδα στη γη
γεμίζουν πάντα οι δρόμοι
παιδιά και φυσαρμόνικες.
Όταν γελούσε μίκραιναν τα μάτια της
την ξάφνιαζαν κυρ-δεκανέα
οι κρότοι απ’ τις γκαζόζες
σαν ένα τσίγκινο πλυμένο τραπεζάκι
ο κόσμος ήταν στρόγγυλος.252
Στο ποίημα «Μη σημαδέψεις την καρδιά μου» επιχειρείται η προσέγγιση του φρου-
ρού μέσω της νοσταλγίας των κοινών παιδικών χρόνων:
Θυμάσαι;
Είχες κάποτε ένα τετράδιο ζωγραφισμένο χελιδόνια
είχα κάποτε ονειρευτεί να περπατήσουμε κοντά-κοντά
στο κούτελό σου ένα μικρό σημάδι απ’ τη σφεντόνα μου
στο μαντήλι μου φυλάω διπλωμένα τα δάκρυά σου
στην άκρη της αυλής μας έχουν ξεμείνει τα σκολιανά παπούτσια σου
στον τοίχο του παλιού σπιτιού φέγγουν ακόμα
με κιμωλία γραμμένα τα παιδικά μας όνειρα.253
Ωστόσο στο ποίημα «Απλή κουβέντα» εκφράζεται η αδυναμία των νοσταλγικών α-
ναπολήσεων απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα. Η ανάμνηση της μορφής της α-
γαπημένης δεν μπορεί να ακυρώσει τον επερχόμενο θάνατο:
Τώρα λέμε να βάλουμε τα χέρια στις μασκάλες
να κοιτάξουμε αν είναι καν’ αστέρι στον ουρανό
να θυμηθούμε κείνο το πρόσωπο
ακουμπισμένο στο κούφωμα της πόρτας
μα δεν μπορούμε να θυμηθούμε
δεν έχουμε καιρό να θυμηθούμε
δεν έχουμε καιρό παρά να σταθούμε όρθιοι
και να πεθάνουμε.254

252
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 17.
253
Ό.π., σ. 116.

62
Η καταστολή της νοσταλγίας δηλώνεται κάποτε μέσω της απώλειας του τρα-
γουδιού. Στο ποίημα «Αδυναμία» του Ραφτόπουλου εκφράζεται αναλυτικά αυτή η
απώλεια:
Με δυο λιθάρια μοναξιάς
δυο χούφτες αρμυρό νερό
λέω να σου υψώσω ένα τραγούδι,
θαρρώ πως κάποτε ήξερα να τραγουδώ

Μα όλο με κόβει αυτή η φωνή.


Μήτε δική μου μοιάζει, ούτε δική σου.
Αυτή πάει να προφέρει θάνατο την ώρα
που λέω να ψιθυρίσω ένα όνειρο
την ώρα
που απλώνω δάχτυλο να ζωγραφίσω
μια ελπίδα πάνω στο νερό.255
Ο Κορνήλιος σε ανάλογο κλίμα καταγγέλλει την αρπαγή των τραγουδιών:
Ω τα τραγούδια, τα τραγούδια τους.
Ο άνεμος δεν τα χορεύει πια
κι η θάλασσα πια δεν τα ταξιδεύει.
Τους πήραν τα τραγούδια τους, τους πήραν τα χαμόγελα.256
Η διοχέτευση της νοσταλγικής διάθεσης σε ένα τραγούδι λειτουργεί εν γένει θερα-
πευτικά, καθώς αποφορτίζει την ψυχική ένταση του πόνου που σχετίζεται με το αντι-
κείμενο της νοσταλγίας. Το τραγούδι των εξορίστων αντίθετα, όταν εκφέρεται, εντεί-
νει την απόγνωσή τους, όπως φαίνεται από τους παρακάτω στίχους του Ιωαννίδη και
του Δούκαρη:
Τα βράδια θε ν’ ανάβουμε φωτιές
και καθισμένοι ολόγυρα,
κόβοντας με την όψη μας τον άνεμο,
θα τραγουδάμε την απόγνωση257
και
Στάχτη ο αναστεναγμός

254
Ό.π., σ. 107.
255
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 170.
256
Γιώργος Φαρσακίδης, ό.π., σ. 23.
257
Ιάσων Ιωαννίδης, ό.π., σ. 14.

63
και το τραγούδι από στάχτη.258

Η πίκρα
Η αίσθηση της πίκρας διαποτίζει πολλά ποιήματα της Μακρονήσου. Στη Μά-
χη στην άκρη της νύχτας του Λειβαδίτη εγκιβωτίζεται μια σκηνή κατά την οποία ένας
εξόριστος σκάβει τον τάφο του πριν εκτελεστεί.259 Καθ’ όλην τη διάρκεια της σκηνής
επαναλαμβάνεται η φράση «πικρή νύχτα», συνοδευόμενη από διαδοχικές παρομοιώ-
σεις:
Πικρή νύχτα
σαν την αδικία πικρή.260
……………
πικρή νύχτα
σαν τη λησμονιά πικρή.261
……………
πικρή νύχτα
σαν την ταπείνωση πικρή.262
……………
πικρή νύχτα
σαν την υποταγή πικρή.263
Στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» του Ρίτσου η πίκρα που αποπνέει η νύχτα συνδέε-
ται με μια αίσθηση πλήρους απομόνωσης, η οποία προκαλεί την απώλεια της ποίησης:
Ήταν πικρό να βραδιάζει και να μη σε γνωρίζει ένα αστέρι
ήταν πικρό να νυχτώνει δίχως να ’χεις ένα στίχο να σταυρώσεις το προσκέφαλό σου.264
Παράλληλα η συσσώρευση της πίκρας δηλώνεται κατ’ αναλογίαν με το παραπάνω
απόσπασμα του Λειβαδίτη μέσω των επαναλήψεων της φράσης «ήταν πικρό»:
Ήταν πικρό το ψωμί που γευτήκαμε
ήταν πικρό να ξημερώνει και να μη νοιάζεσαι να πλυθείς και να κοιτάξεις τον ήλιο
……………
ήταν πικρό να θέλουν να πεθάνεις πριν προφτάσεις να πεις το τραγούδι σου

258
Δημήτρης Δούκαρης, Καλλίστη θήρα, ό.π., σ. 19.
259
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σσ. 15-18.
260
Ό.π., σ. 15.
261
Ό.π., σ. 16.
262
Ό.π., σ. 18.
263
Ό.π., σ. 18.
264
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 75.

64
ήταν πικρό να ’ναι τόσο όμορφη η ζωή και συ να πρέπει να πεθάνεις.265
Η πίκρα κατακλύζει το νυχτερινό ουρανό και στη σύνθεση του Θρακιώτη κατά την
περιγραφή μιας θανάσιμης εφόδου των αλφαμιτών:
πλακώσανε τ’ ανήμερα στοιχειά
στ’ άγριο μεσονύχτι το πικρό
……………
Χάθηκε η φωνή μας στο ξερό λαρύγγι
στο γδούπο των κορμιών που πέφτουν κλαδεμένα
επάγωσεν η αναπνιά μέσα στα στήθη
και το φεγγάρι εχάθη πικραμένο.266
Στο ποίημα «Απλή κουβέντα» ο Λειβαδίτης εστιάζει στην πίκρα που αντικα-
τοπτρίζεται στο βλέμμα των συντρόφων:
Περισσεύει η πίκρα στα μάτια μας267
……………
Η πίκρα έριχνε στα μάτια μας
μια χούφτα καρφιά.268
Στο ποίημα του ιδίου «Παραμονή Χριστουγέννων» η μοιρασιά της πίκρας με τους
συντρόφους δεν λειτουργεί λυτρωτικά, καθώς δεν απομακρύνει το ενδεχόμενο του
θανάτου:
Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δεν μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
Έχει αρκετή θέση
για να πεθάνεις.269
Η αίσθηση της πίκρας κυριεύει πλήρως την ποίηση του Αλεξάνδρου, όπως ομολογεί
ο ίδιος στην «Ποιητική» του:
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.270

265
Ό.π.
266
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 86.
267
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 107.
268
Ό.π., σ. 109.
269
Ό.π., σ. 112.

65
Η απογοήτευση που εξέπεμπε εν γένει η ποίηση του Αλεξάνδρου, προκαλούσε αντι-
δράσεις στην κομματική ορθοδοξία της εποχής.271 Ο Ρίτσος συντασσόμενος με τις
επιταγές του Κόμματος, στρέφει την πίκρα προς μια αισιοδοξία, σύμφωνη με τις αρ-
χές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού:
Όπως διαβάζουμε κάτω απ’ την πίκρα μας την κόκκινη πλατεία της Μόσχας
με τις παρελάσεις των αντιπροσώπων των λαϊκών δημοκρατιών όλου του κόσμου.272
Στο ποίημα «Ο Αλέξης» μάλιστα η πίκρα για τον θάνατο του συντρόφου υποσκελίζε-
ται από την κομματική αναγνώριση των υπηρεσιών του νεκρού:
Είμαστε πικραμένοι σύντροφε, δεν το κρύβουμε,
και το Κόμμα πικραίνεται, κι ας φαίνεται έτσι σοβαρό κι αμίλητο
κι είναι πιότερο σοβαρό το Κόμμα σήμερα – για να μην κλάψει, σύντροφε,
καθώς τακτοποιεί την αλέκιαστη κομματική σου ταυτότητα
στο αρχείο των ηρώων του Λαϊκού Αγώνα.273

Ο φόβος
Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που διαχέεται σε ολόκληρο το στρατόπεδο δι-
ασχίζοντας τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των δύο παρατάξεων. Έχουμε ήδη εξε-
τάσει ορισμένα παραδείγματα, όπου καταγράφεται ο φόβος ως κοινό στοιχείο των
εξορίστων και των φρουρών τους. Στο σημείο αυτό θα σταθούμε σε παραδείγματα
που αφορούν στην καταγραφή του φόβου εντός της ομάδας των εξορίστων.
Στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» επισημαίνεται εμφατικά η αδυναμία απαλ-
λαγής από τον φόβο:
κι όταν βγάζαμε τα παπούτσια μας
καθόταν ο φόβος μέσα στα παπούτσια μας
και μέσα στις τσέπες μας καθόταν ο φόβος
και μέσα στα νύχια μας καθόταν ο φόβος.274

270
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 60.
271
Βλ. ενδεικτικά τη ρήξη στη σχέση του Ρίτσου με τον Αλεξάνδρου, με αφορμή ένα «απαισιόδοξο»
ποίημα του τελευταίου. Από τον πρόλογο της Καίτης Δρόσου στο Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύ-
ρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου (επι-
μέλεια Λίζυ Τσιριμώκου), Άγρα, Αθήνα 2008, σ. 25-26. Η σχέση των δύο ποιητών αποκαθίσταται σε
γραμματολογικό επίπεδο, όπως επισημαίνει η Τσιριμώκου (ό.π., σ. 79-80), το 1971 (είχε προηγηθεί η
φιλική επανασύνδεσή τους το 1958), όταν ο Ρίτσος δημοσιεύει το ποίημα «Ο απαράδεκτος» στη γαλ-
λική έκδοση της συλλογής Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα.
272
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 269.
273
Ό.π., σ. 273.
274
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 76.

66
Ο Ρίτσος επαναλαμβάνει στο ποίημα «Σήμερα» την εικόνα του δεύτερου στίχου του
παραπάνω αποσπάσματος:
… μπορούσαμε ακόμη και κοιμόμαστε
μ’ όλο που ο φόβος κουλουριάζονταν μες στις αρβύλες μας.275
Ο φόβος αφενός απομονώνει τον έναν εξόριστο από τον άλλο, αφετέρου συνέχει την
κοινότητα των εξορίστων, όπως φαίνεται στο ποίημα «Αλλαγή»:
Είναι πολλή μοναξιά κάτου απ’ τον φόβο
κι είναι πολλή συντροφιά κάτου απ’ τον φόβο.276
Η διασπαστική λειτουργία του φόβου τονίζεται περισσότερο σε μια καταγραφή από
το «Ημερολόγιο εξορίας III»:
Πότε περιμένουμε μαζί μαζί
πότε φοβόμαστε χώρια.277
Ωστόσο ο φόβος αναγνωρίζεται ως θετικό στοιχείο σε μια άλλη καταγραφή:
Ο φόβος ψάχνει σαν το χέρι του τυφλού
για το χερούλι της πόρτας.
Εσύ κάθεσαι στην πέτρα
είσαι ήσυχος γιατί ’σαι κουρασμένος
είσαι καλός γιατί φοβήθηκες πολύ.278
Μια αντίστοιχη παραδοχή του φόβου εντοπίζεται στο ποίημα του Κουλουφάκου, την
οποία ο ποιητής δεν διστάζει να διακηρύξει μεγαλόφωνα:
Όχι! Δεν ντρέπομαι που φοβάμαι!
Ο φόβος μού δόθηκε – πολύτιμο σήμαντρο
να προφυλάει τη ζωή μου. Ο φόβος μου
είναι όπλο δικό μου. Μάταια πασχίζουν
να το στρέψουν ενάντια σε μένα.279
Ένα εξίσου αντιηρωικό πνεύμα αποπνέουν οι ακόλουθοι στίχοι του Λειβαδίτη από τη
Μάχη στην άκρη της νύχτας, οι οποίοι αναφέρονται στις αντιδράσεις ενός αγωνιστή
κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων:
Η μέρα είναι ακόμα μακριά
και φοβάται μη γονατίσει

275
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 269.
276
Ό.π., σ. 277.
277
Ό.π., σ. 250.
278
Ό.π., σ. 246.
279
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 58.

67
όπως φοβόσαστε κι εσείς.280
Η αναγνώριση του φόβου, όπως αυτή εκδηλώνεται στα παραπάνω αποσπάσματα, ερ-
χόταν σε αντίθεση με τις κομματικές οδηγίες προς τους διανοούμενους, οι οποίες υ-
παγόρευαν την καλλιέργεια ενός αγωνιστικού κλίματος και αποστρέφονταν την ηττο-
πάθεια.

Η οργή
Στον αντίποδα του φόβου βρίσκεται η οργή, η οποία αποκαθιστά τον ηρωισμό
των εξορίστων, όπως φαίνεται στο ποίημα «Οι γερόντοι μας» του Ρίτσου:
Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ’ άδικο.

Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο,


στο άνοιγμα του τσαντηριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.281
Η απόπειρα αγωνιστικής ανάτασης υπονομεύεται ωστόσο από την ακόλουθη δήλωση,
η οποία εμπεριέχεται στο «Ημερολόγιο εξορίας III»:
Ο φόβος είναι μεγαλύτερος απ’ την οργή.282
Η οργή μάλλον «σιγοβράζει» στις ψυχές των εξορίστων, καθώς αυτοί αναγνωρίζουν
την αδυναμία της θέσης τους:
Η πέτρα σταυρωμένη απ’ τον άνεμο –
ο άνεμος, η σιγαλιά –
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι η πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά.283
Το ποίημα «Αδυναμία» του Ραφτόπουλου αποπνέει μια παρόμοια αίσθηση:

280
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 26.
281
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 275.
282
Ό.π., σ. 243.
283
Ό.π., σ. 264.

68
Έσφιγγες στις αδύναμες παλάμες σου όλη την οργή
μπολιάζοντας με τον παλμό σου διπλανές καρδιές
την ώρα που γινόσουνα δυο μάτια
με την απόφαση να μην ξεχάσουν.284
Η οργή φαντάζει περισσότερο απειλητική όταν μετασχηματίζεται σε μίσος.

Το μίσος
Το μίσος , όπως επισημαίνει η Μέντη, συσπειρώνει και εμψυχώνει την κοινό-
τητα των εξορίστων.285 Το αντικείμενό του είναι οι ορατοί και αόρατοι φορείς της
καταπίεσης, οι βασανιστές και οι προϊστάμενοί τους. Ένα παράδειγμα βίαιης διοχέ-
τευσης του μίσους εντοπίζεται στη Μάχη στην άκρη της νύχτας:
Οι άλλοι κρύβονται πίσω τους
αυτοί που κρύβονται στη νύχτα
σας κάναν να ξεχάσετε
πως τα δάκρυα μοιάζουν σε όλους
πως ο κόσμος φτάνει για όλους.
Για σας μιλάμε
δήμιοι του ήλιου
εχθροί του ψωμιού
δε σας σώζει τίποτα
μια μέρα οι αρβύλες μας
θα συντρίψουν τα κόκαλά σας.286
Η απειλή εκτοξεύεται εξίσου προς τα εκτελεστικά όργανα και τους ηθικούς αυτουρ-
γούς του εγκλήματος της Μακρονήσου. Το μίσος καθαγιάζεται σε άλλο σημείο του
έργου:
Άγιο μίσος
δώσ’ μου το χέρι σου.287
Η ανάγκη καθαγιασμού του μίσους εμφανίζεται επίσης στη σύνθεση του Θρακιώτη:
Γιατί το λάδι που γλυκαίνει τις πληγές
το βάλσαμο κι αυτό θα τ’ αρνηθώ
και της αγάπης ακόμα το φιλί

284
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 170.
285
Δώρα Μέντη, ό.π., σ. 170.
286
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 32.
287
Ό.π., σ. 28.

69
εμέ η καρδιά μου άγια πρέπει να μισεί.288
Θετικά νοηματοδοτείται το μίσος και στο ποίημα «Αναμονή» του Ραφτόπουλου:
… για να χαράξουμε εμείς την πρώτη
καμπή του μίσους
να υμνήσουμε πρώτοι εμείς την πρώτη
ανάσταση του Ανθρώπου.289
Το κλίμα είναι διαφορετικό στο ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» του
Λειβαδίτη:
Μη με λες, λοιπόν, σύντροφο.
Την ώρα που οι συντρόφοι μας πεθαίνουνε τραγουδώντας
την ώρα που εσύ ακονίζεις στο μίσος τη σκληρή σου παλάμη
εγώ σε προδίνω
καθώς μέσα στη νύχτα κρυώνω και φοβάμαι τη λησμονιά.290
Εδώ ομολογείται υπόρρητα η αδυναμία του ποιητή να ενστερνιστεί το μίσος που
προκαλεί η απώλεια των συντρόφων και ο πόθος για εκδίκηση. Ήδη στη Μάχη στην
άκρη της νύχτας οι απειλές, που παραθέσαμε παραπάνω, ακολουθούνταν από μια χει-
ρονομία καλής θέλησης προς όσους αντιπάλους διατηρούσαν ορισμένα ίχνη ανθρω-
πιάς:
Μα εσείς
εσείς που μπορείτε ακόμα
να κοιτάτε τον ουρανό
εσείς που τρέμετε
όταν πυροβολείτε
να,
εδώ είναι το χέρι μας.291
Μια περισσότερο ευθεία έκκληση συμφιλίωσης διατυπώνεται από τον Ρίτσο στο
«Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί»:
Αχ, έτσι τρυφερά να συλλογιόμαστε τον κόσμο
και να θυμώνουμε φορές-φορές, Ζολιό,
που δεν μπορούμε πια νά ’μαστε θυμωμένοι
που δεν μπορούμε πια να μισούμε όσους μάς κάναν κακό

288
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 88.
289
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 131.
290
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 114.
291
Ό.π., σ. 32.

70
–βλέπεις η αγάπη πάντοτε, Ζολιό, βαραίνει πιότερο απ’ το μίσος –
και πώς πεινάει η παλάμη μας να σφίξει μια παλάμη
να σφίξει και του εχθρού μας την παλάμη.292
Ο Πατρίκιος τέλος στο ποίημα «Φάση μιας μάχης» επιχειρεί ένα τολμηρό άνοιγμα
προς τον αντίπαλο, καθώς αναγνωρίζει οικεία στοιχεία στη μορφή του:
Είμαστε φάτσα με φάτσα
με τον εχθρό μου.
Ένα γραφείο μονάχα μάς χωρίζει
σα χαράκωμα ή σαν τάφος.
Πίσω απ’ τις αξιοπρεπείς μας μάσκες
από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος.
Και να που τούτη τη στιγμή,
τώρα που παίζεται η ζωή μου,
ανακαλύπτω στη μορφή του πως
θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει.
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει
στη μορφή μου
πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.293

στ) Η ιδεολογία

Οι ποιητές της Μακρονήσου υπήρξαν στη συντριπτική πλειονότητά τους


κομματικά ορθόδοξοι, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της εξορίας τους. Ως εκ τούτου
ακολουθώντας την κομματική γραμμή, η οποία υπαγόρευε την καταπολέμηση της
ηττοπάθειας, προέβαλλαν κυρίως τη θετική πλευρά του βίου της ομάδας μέσω της
καλλιέργειας ενός κλίματος συντροφικότητας και αγωνιστικότητας.294 Ωστόσο η ε-
φαρμογή της γραμμής δεν υπήρξε αρραγής. Όπως υποδεικνύει ο Παπαθεοδώρου,
«πρέπει να αναζητήσουμε τις ρωγμές των κειμένων, για να αφουγκραστούμε όχι μόνο
το αγωνιστικό φρόνημα αλλά και την απόγνωση, τα αδιέξοδα της κομματικής επιτή-
ρησης, την απομόνωση και τη μοναξιά».295 Οι ρωγμές αυτές εμφανίζονται συχνά σε

292
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 86.
293
Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία (1952 – 1962), ό.π., σ. 16.
294
Δώρα Μέντη, ό.π., σ. 172.
295
Γιάννης Παπαθεοδώρου, ό.π., σ. 242.

71
μη αναμενόμενα σημεία αμφισβητώντας τον σχηματικό διαχωρισμό μεταξύ ορθόδο-
ξων και αιρετικών.296
Ο τρόπος προβολής των ιδανικών, η στάση απέναντι στο Κόμμα, η καλλιέρ-
γεια της συντροφικότητας ή η αίσθηση της παραίτησης, αποτελούν τα στοιχεία που
συγκροτούν τον ιδεολογικό άξονα των ποιημάτων. Το τρίτο και το τέταρτο στοιχείο,
τα οποία βρίσκονται σε σχέση ανταγωνιστική μεταξύ τους, εξαρτώνται άμεσα από το
δεύτερο, χωρίς ωστόσο να επικαθορίζονται πλήρως από αυτό.

Τα ιδανικά
Το Κόμμα ασκούσε πιέσεις εν γένει στους διανοούμενους να προβάλλουν των
ηρωισμό των εξορίστων της Μακρονήσου. Στο πλαίσιο αυτό όφειλαν να υπερτονί-
σουν τα ιδανικά που ενέπνεαν την κοινότητά τους. Οι περισσότεροι ποιητές ανταπο-
κρίθηκαν στις επιταγές του Κόμματος. Ο Ρίτσος και ο Θρακιώτης αποτελούν χαρα-
κτηριστικά παραδείγματα ποιητών, οι οποίοι εμφανίζουν τα ιδανικά ως κίνητρο των
πράξεων των εξορίστων. Άλλοι ποιητές ωστόσο, όπως ο Αλεξάνδρου και ο Κουλου-
φάκος, δεν διστάζουν να αμφισβητήσουν την εξιδανίκευση των ιδεολογικών κινή-
τρων της ομάδας.
Ο Θρακιώτης, ο οποίος στην εποχή του προβλήθηκε ιδιαίτερα ως κομματικός
διανοούμενος, αλλά σήμερα έχει παραγκωνιστεί από την κριτική, ανταποκρίνεται
πλήρως στις άνωθεν εντολές:
Γιατί ανακάλυψα μαζί Σας τη νέα ανθρώπινη γη
της δικαιοσύνης και της αλήθειας
της αδελφοσύνης και της λευτεριάς.297
Το ιδανικό που προβάλλεται εμφατικά είναι αυτό της Ελευθερίας:
Γιατί αν αγαπώ τις ίδιες μου πληγές
είναι γιατί μορφώθηκα από Σένα, ω Ελευθερία.298
Οι συνεχείς αναφορές στη «Λευτεριά»299 προδίδουν τη σπουδή του ποιητή να εκπλη-
ρώσει το κομματικό καθήκον του, ωστόσο λειτουργούν τελικά μάλλον εις βάρος της
ποιότητας του κειμένου.

296
Στους πολιτικά ορθόδοξους ανήκουν οι Ρίτσος, Λειβαδίτης, Λουντέμης, Θρακιώτης, ενώ στους
αιρετικούς οι Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, Δούκαρης.
297
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 77.
298
Ό.π., σ. 80.
299
Ό.π., σ. 76, 77, 79, 81, 84.

72
Εξίσου πληθωρικές είναι οι αναφορές του Ρίτσου στα ιδανικά των εξορίστων.
Στο «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» κάθε στροφή ολοκληρώνεται με μια αναφορά στα
ιδανικά της ελευθερίας («λευτεριάς») και της ειρήνης. Το ιδεολογικό μήνυμα του
ποιήματος συμπυκνώνεται στις δύο έννοιες, καθώς αυτές επαναλαμβάνονται διαδοχι-
κά σε διαφορετικά κάθε φορά συμφραζόμενα. Η ελευθερία διακρίνεται ως ιδανικό
και σε άλλα ποιήματα του Ρίτσου. Στο ποίημα «Συμβάντα» της συλλογής Πέτρινος
χρόνος, ο ποιητής οραματίζεται την έλευση της ελευθερίας:
Ύστερα πέφτει ο άνεμος
κι ακούμε που κατρακυλάνε οι πέτρες απ’ το βουνό,
ακούμε τ’ άρβυλα των πεθαμένων
και παρά πέρα τ’ άρβυλα της λευτεριάς
καθώς ανηφορίζει απ’ τον κάτου κόσμο.300
Η αισιοδοξία του ποιητή φαντάζει εξωπραγματική, καθώς το ποίημα γράφεται το β’
εξάμηνο του 1949, όταν η ήττα του ΚΚΕ στον εμφύλιο ήταν πλέον βέβαιη. Μια ανά-
λογη δήλωση διατυπώνεται στους τελευταίους στίχους του τελευταίου ποιήματος της
συλλογής, το οποίο γράφεται περίπου δύο χρόνια αργότερα, όταν ο ποιητής επανέρ-
χεται στη Μακρόνησο:
Η λευτεριά είναι κοντά

Α.Β.Γ.

ΗΛΙΟΣ

Α.Β.Γ.

ΛΕΥΤΕΡΙΑ

Α.Β.Γ.

Άλφα – βήτα – πιο πέρα, πιο πέρα.301

300
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 274.
301
Ό.π., σ. 303.

73
Στο παραπάνω απόσπασμα η «ΛΕΥΤΕΡΙΑ» γίνεται η λέξη – σύνθημα που αντικαθι-
στά τα γράμματα «Α.Β.Γ.», τα οποία δηλώνουν τα αντίστοιχα τάγματα του στρατο-
πέδου. Ως σύνθημα λειτουργεί η λέξη και στο ποίημα «Έτοιμοι»:
Παίζουμε ένα κλαδί αγριελιάς στα χέρια μας
σκαλίζουμε στο χώμα ένα όνομα
πάντοτε το ίδιο κι είμαστε έτοιμοι
πάντοτε τ’ όνομα της Λευτεριάς.302
Στον αντίποδα των παραπάνω θετικών προβολών του ιδανικού της ελευθερίας,
βρίσκεται ο σαρκασμός του Αλεξάνδρου, ο οποίος αποδομεί την τεχνητή αισιοδοξία
μέσω μιας γκροτέσκας εικόνας:
Είμαστε πάντα λεύτεροι
σαν την πτώση καταγής
μιας ινδικής καρύδας.303
Πέρα από τον «αιρετικό» Αλεξάνδρου, ο «ορθόδοξος» τότε Κουλουφάκος προβάλλει
την ατομική ελευθερία έναντι της συλλογικής:
Δεν ντρέπομαι που θέλω να ζήσω. Γιατί θέλω να ζήσω
απροσκύνητος.
Και πάλι, καθόλου για χάρη των άλλων…
Απροσκύνητος! Για νά ’ναι η ζωή μου καθώς
εγώ την ορίζω.304
Ο ατομικισμός που εκπορεύεται από τους παραπάνω στίχους, δεν συνάδει με το κομ-
ματικά προβαλλόμενο πρότυπο του ανιδιοτελούς αγωνιστή, ο οποίος θυσιάζει στην
κοινότητα το ατομικό του συμφέρον.

Το Κόμμα
Ο μηχανισμός της Μακρονήσου επεδίωκε την απόσπαση δηλώσεων αποκήρυ-
ξης του Κόμματος από τους εξορίστους. Η πλειονότητα των εξορίστων υπέγραψε τη
σχετική δήλωση υπό την πίεση της επιβληθείσας τρομοκρατίας.305 Η επίσημη γραμμή
του Κόμματος απέναντι σε όσους υπέγραψαν δήλωση, υπήρξε ιδιαίτερα αυστηρή κα-

302
Ό.π., σ. 263.
303
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 43.
304
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 58-59.
305
Πολυμέρης Βόγλης – Στρατής Μπουρνάζος, ό.π., σ. 60.

74
τά το τελευταίο έτος του εμφυλίου πολέμου.306 Στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια οι
εξόριστοι που είχαν υπογράψει δήλωση, έπρεπε να αποτινάξουν το στίγμα του προ-
δότη, προκειμένου να επανενταχθούν στο Κόμμα.
Η πίστη στο Κόμμα προβάλλει ως εξέχουσα αρετή στο έργο του Ρίτσου. Στο
ποίημα «Ο μπαρμπα-Μήτσος» αυτή καθαυτή η δικαίωση της ύπαρξης ενός αγωνιστή
εξαρτάται από την αποδοχή του στους κόλπους του Κόμματος:
Ο μπαρμπα-Μήτσος είχε μια χαρά: τα παιδιά του ήταν μέλη του Κόμματος.
Ο μπαρμπα-Μήτσος είχε μια λύπη: δεν ήταν μέλος του Κόμματος.
Ο μπαρμπα-Μήτσος δεν υπόγραψε δήλωση. Τον σκότωσαν.
……………
Άντε, γειά σου μπαρμπα-Μήτσο
Γειά σου σύντροφε, μπαρμπα-Μήτσο – μη σεκλετίζεσαι.
Η αίτησή σου έγινε δεκτή απ’ το Κόμμα.307
Στο ποίημα «Ο Αλέξης» ο θάνατος ενός ανυπότακτου αγωνιστή ενισχύει τη συνείδη-
ση του κομματικού καθήκοντος στους συντρόφους του, λειτουργώντας υπέρ της συ-
νοχής του Κόμματος:
Σήμερα γίνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε.
Σήμερα γίναμε πιο σύντροφοι, σύντροφε.
Γειά σου σύντροφε. Κοιμήσου ήσυχος
έτσι με τις αρβύλες σου – έτσι με το λυμένο σου κορδόνι,
ήσυχος όπως εκείνος πού ’χει κάνει το καθήκον του,
ήσυχος – μη φοβάσαι, σύντροφε,
και μεις θα κάνουμε το καθήκον μας.308
Μια ανάλογη επίγνωση του καθήκοντος χαρακτηρίζει, σύμφωνα με τον ποιητή, τα
ανήλικα παιδιά που βρέθηκαν στη Μακρόνησο:
Είναι φιλότιμα παιδιά.
Ξέρουνε τι θα πει αγώνας, τι θα πει καθήκον. Ξεροκέφαλοι.
Δεν κάνουν τρίχα πίσω από το χρέος τους.309
Στη Μάχη στην άκρη της νύχτας του Λειβαδίτη το κομματικό καθήκον της άρνησης
υπογραφής δήλωσης συνδέεται με το μέλλον της κοινωνίας:

306
Βλ. μια ερμηνεία του φαινομένου στο Πολυμέρης Βόγλης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο, ό.π., σσ. 120-126.
307
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 283-284.
308
Ό.π., σ. 273.
309
Ό.π., σ. 285.

75
Μου ζητάτε τ’ όνομά μου
δε θυμάμαι πια τ’ όνομά μου
ένα χαρτί λένε
και μπορείς να ζήσεις
μα πώς θα ζήσουν
χιλιάδες παιδιά δίχως ψωμί
χιλιάδες παιδιά δίχως όνειρο
χιλιάδες παιδιά είναι τ’ όνομά μου.310
Ο ποιητής που κατεξοχήν αμφισβητεί το αλάθητο του Κόμματος είναι ο Αλε-
ξάνδρου. Το μέσο που χρησιμοποιεί είναι κυρίως η ειρωνεία, η οποία στρέφεται ενά-
ντια στα κομματικά στερεότυπα.311 Στο ποίημα «Αλεξανδροστρόι», απευθυνόμενος
στον Μαγιακόφσκι, σαρκάζει τον τρόπο αντιμετώπισης των διαφωνούντων από το
Κόμμα δια της επίκλησης στην αυθεντία του Στάλιν:
Μάθε πως είμαστε καλά κι είσαι μεγάλος ποιητής.
Ναι, να μη χαρώ γυναίκα.
Το είπε κι οΣτάλιν.312
Στην πρώτη έκδοση της συλλογής Άγονος γραμμή υπάρχει μια στροφή που αφαιρέθη-
κε στην επανέκδοση, όπου στο στόχαστρο τίθεται η στερεοτυπική καλλιέργεια της
αισιοδοξίας από τα κομματικά στελέχη:
Ο ήλιος μας δε γέρασε καθόλου.
Πάντα κεφάτος φτάνει νά ’χεις κέφι.
Προχτές, ακούγοντας τη νέα καλημέρα
– Η Σαγκάη χορταίνει
– Το Νανκίν ξεδιψάει
Τόσο πλατιά χαμογελούσε
Που παραλίγο νά ’βλεπες τ’ αναλυτά του δόντια.313
Εξίσου αντικομματική είναι η στάση του Κουλουφάκου, μολονότι ο ίδιος άνηκε στον
σκληρό κομματικό πυρήνα της εποχής:
… καθόλου
για χάρη του Κόμματος, καθόλου για χάρη

310
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 34.
311
Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940 – 1950, Πόλις, Αθήνα 2005, σ.
450-451.
312
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 41.
313
Άρης Αλεξάνδρου, Άγονος γραμμή, ό.π., σ. 41.

76
των αυριανών γενεών – να ζήσω απροσκύνητος
μονάχα για μένα. Και κανένας γι’ αυτό να μη μου χρωστάει τιμές.
Και το Κόμμα,
πρώτα γι’ αυτό να με σέβεται και μετά να με θέλει.314

Η συντροφικότητα
Στα ποιήματα της Μακρονήσου κυριαρχεί σε γενικές γραμμές, όπως αναφέρ-
θηκε, μια αίσθηση συντροφικότητας, η οποία βασίζεται στην εμπειρία που βιώνουν
από κοινού οι εξόριστοι. Η καλλιέργεια της συντροφικότητας, η δημιουργία μιας κοι-
νότητας εντός του στρατοπέδου, αποτελεί μια από τις τελευταίες εστίες αντίστασης
των εξορίστων ενάντια στη βία των καταπιεστών τους.315 Οι ποιητές προβάλλουν ι-
διαίτερα τον κολεκτιβίστικο τρόπο ζωής και την ενότητα της ομάδας, συνήθως με μια
τάση εξιδανίκευσης.
Ο Ρίτσος χρησιμοποιεί κυρίως το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, επιλογή που
δηλώνει τη βούλησή του να εκφράσει την κοινότητα των εξορίστων. Πέραν του
γραμματικού προσώπου, η αίσθηση της συντροφικότητας διαπνέει τα περισσότερα
ποιήματά του. Στο ποίημα «Πάντα» επί παραδείγματι ο ποιητής εστιάζει στην κοινή
μοιρασιά άυλων και υλικών στοιχείων, προκειμένου να αναδείξει την ανάπτυξη στε-
νών συντροφικών δεσμών, οι οποίοι οδηγούν στην αυταπάρνηση:
Κι η μέρα, ακόμα κι η πιο άδικη …
σού αφήνει στα μάτια το ευχαριστώ δυο ματιών
που κοίταξαν μαζί σου την ίδια πέτρα,
που μοιράστηκαν δίκαια, τον ίδιο πόνο, το ίδιο σύγνεφο, τον ίδιο ίσκιο.

Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι,


Το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα·
τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε
απλά κι όμορφα – πολύ όμορφα
σα ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί
και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο.316

314
Περιοδικό Το δέντρο, ό.π., σ. 58.
315
Δώρα Μέντη, ό.π., σ. 170.
316
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 262.

77
Με ανάλογο τρόπο χειρίζεται το μοτίβο ο Λειβαδίτης στο Αυτό το αστέρι είναι για ό-
λους μας:
Πόσοι σύντροφοι αλήθεια
κοντά στην ίδια λάμπα και στην ίδια ελπίδα
μπροστά στο ίδιο ψωμί και στον ίδιο θάνατο
την ώρα που κρυώναμε μάς σκέπασαν με τα μάτια τους
την ώρα που πεινούσαμε μάς μοιράσανε την καρδιά τους.
Κι όταν ήτανε να πεθάνουμε αυτοί μάς μίλησαν για τη ζωή.

Τότε κι εμείς μπορέσαμε να πεθάνουμε.317


Λιγότερο εξιδανικευμένη είναι η προσέγγιση του Αλεξάνδρου. Ο ποιητής αναγνωρί-
ζει την ενότητα της ομάδας, αλλά ως αναγκαιότητα και όχι ως επιλογή των εξορίστων:
Είχαμε μια σκηνή κι είμασταν δεκατέσσερις.
Στριμώξαμε τα ράντζα κολλητά.
Δεν ήταν άλλος τρόπος.
Είμασταν χιλιάδες κι είχαμε μια ζωή.
Στριμώξαμε τα τέρμινα εξορίας κολλητά.
Δεν ήταν άλλος τρόπος.318
Η αλληλεγγύη μεταξύ των συντρόφων δηλώνεται κάποτε στερεοτυπικά μέσω
της εστίασης στο σφίξιμο του χεριού του συντρόφου. Η ανάγκη της επαφής με τα χέ-
ρια του διπλανού αναδεικνύεται με εξαιρετική λιτότητα στο ποίημα «Σήμερα» του
Ρίτσου:
Κοιμήσου, σύντροφε.
Είμαι κοντά σου.
Να το χέρι μου.319
Ο Λειβαδίτης τείνει επίσης το χέρι του στους συναγωνιστές του στη Μάχη στην άκρη
της νύχτας, επαναλαμβάνοντας εμφατικά τη φράση «δώσ’ μου το χέρι σου».320 Στο
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας ο ποιητής δεν υιοθετεί τον ρόλο του συμπαραστά-
τη, αλλά αντίστροφα αυτού που δέχεται συμπαράσταση:
Έλεγες πως θα πέθαινες
ίσως νά ’χες κιόλας πεθάνει

317
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 57.
318
Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941 – 1974), ό.π., σ. 48.
319
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 262.
320
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 12, 13, 14, 15.

78
τόση ήταν η νύχτα κι η βροχή
ο άνεμος
οι πληγωμένοι
όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.

Κι ήταν σα νά ’χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.321


Ο Θρακιώτης τέλος παρουσιάζει το σφίξιμο των χεριών των συντρόφων λίγο πριν τη
μάχη με τους βασανιστές τους. Εδώ ο τόνος είναι επικός:
Κι είπες καθώς περνούσαμεν ομάδι
σφίγγοντας όλο φωτιά ο ένας του άλλου
τ’ αδελφικά μας χέρια, παιδί της αστραπής και του θανάτου
ζυγίζοντας τα λόγια σου σπαθί:
«Απόψε θα παλέψουμε σα λύκοι με την ψυχή στα δόντια
σφίξε τα δόντια σου κι άφοβα κρατήσου στο πλάι μου».322

Η παραίτηση
Η προβολή της συντροφικότητας συνδέεται, όπως αναφέραμε, με την ενίσχυ-
ση της αισιοδοξίας και της αγωνιστικότητας των εξορίστων. Στον αντίποδά της βρί-
σκεται μια αίσθηση παραίτησης, η οποία εκπορεύεται από την πραγματικότητα της
ζωής στο στρατόπεδο και τη διαφαινόμενη ή την ήδη συντελεσθείσα (ανάλογα με τον
χρόνο γραφής των ποιημάτων) ήττα του ΚΚΕ στον εμφύλιο πόλεμο. Το Κόμμα υιο-
θετώντας τη γραμμή Ζντάνοβ περί σοσιαλιστικού ρεαλισμού καταδίκαζε αυστηρά
την εμφάνιση στοιχείων «παρακμής» σε ένα έργο τέχνης.323 Σε ορισμένα ποιήματα
της Μακρονήσου ωστόσο εντοπίζεται μια ρήξη με την κομματική γραμμή.
Ο ποιητής εκείνος που συγκρούεται έντονα με τη γραφειοκρατία του Κόμμα-
τος είναι ο Αλεξάνδρου, ο οποίος μάλιστα θα τεθεί σε καραντίνα από το Κόμμα στον
Άη-Στράτη. Ο τίτλος «Η Στενογραφία της νεκρής ζώνης» του μοναδικού ποιήματος
του Αλεξάνδρου που αναφέρεται ρητά στη Μακρόνησο, αποδίδει εύγλωττα τη διπλή
απομόνωση του ποιητή. Όπως επισημαίνει ο Ραυτόπουλος, «νεκρή ζώνη δε σημαίνει
έξω από τη σύγκρουση αλλά ακριβώς το αντίθετο, δεν είναι το απυρόβλητο αλλά ο

321
Ό.π., σ. 55.
322
Κώστας Θρακιώτης, ό.π., σ. 85.
323
Βλ. σχετικά Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 172-173.

79
χώρος διασταυρούμενων πυρών».324 Το ποίημα εκκινά με μια εικόνα που αναδεικνύει
την εγκατάλειψη των εξορίστων:
Όλη η Μακρόνησος κοιμάται.
Έχουμε μείνει
κατεβασμένοι απ’ τις στοίβες του «Ριζοσπάστη» της οκάς
και μιλάμε σαν τους νικημένους
κι επιδένουμε μονάχοι τις πληγές
για να σουρθούμε ως το χειρουργείο.325
Στη συνέχεια ο ποιητής δεν διστάζει να αναγνωρίσει την ήττα και να παραιτηθεί από
τη δυνατότητα της νίκης:
Είπες πως δε θέλεις μήτε να νικήσεις.
Είπες πως δε σε νοιάζει
τούτος ο ήλιος τρεις οργιές πιο πάνω απ’ το Λαύριο
μήτε το χρώμα της σημαίας
κι η προσοχή
κι η υποστολή
κι οι φαντάροι που προσμένουν να αποδώσουν τις τιμές
πυροβολώντας σε στην πλάτη.

Λοιπόν, λίγο κουράγιο ακόμα.


Όποιος βρεθεί με άλογο
τού μένει να τραβήξει για την ήττα
καβαλάρης.326
Η απογοήτευση που προκαλεί η ήττα, αγγίζει ενδεχομένως ακόμα και την
ποίηση του Ρίτσου. Σε ημερολογιακή καταγραφή της 6ης Μαΐου 1950 εντοπίζεται μια
υπόρρητη αμφισβήτηση της τεχνητής αισιοδοξίας που καλλιεργούσε το Κόμμα, μο-
λονότι, όπως αναφέραμε σε άλλο σημείο, σε ένα πρώτο επίπεδο ο ποιητής σχολιάζει
ίσως το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαρτίου του 1950 και τον αντίκτυπό της στη
ζωή των εξορίστων:
Κάποιος μίλησε. Ο άλλος δεν αποκρίθηκε.
Είναι παλιά τα λόγια κάτου απ’ τα μάτια

324
Δημήτρης Ραυτόπουλος, ό.π., σ. 177.
325
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 54.
326
Ό.π., σ. 55.

80
σαν τα τρύπια παπούτσια κάτου απ’ το κρεβάτι.

Η λάμπα ανάβει στο νοσοκομείο


όπως κλείνει ένα παράθυρο.

Νικήσαμε, είπες;
Άοπλη νίκη, αμφίβολη, λησμονημένη κιόλας.327
Η συνειδητοποίηση της εγκατάλειψης και η απόγνωση που αυτή προκαλεί, είναι εμ-
φανής εν γένει στα μακρονησιώτικα ποιήματα του Ιωαννίδη. Το τέταρτο ποίημα της
ενότητας «Φωνές» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Οι πόρτες που μας βγάλαν μας ξεχάσανε,
ξύλινες πόρτες
γερμένες στη βροχή.
Σ’ άλλη γωνιά θα βρούμε την ανάσα μας.

Τα βράδια θε ν’ ανάβουμε φωτιές


και καθισμένοι ολόγυρα,
κόβοντας με την όψη μας τον άνεμο,
θα τραγουδάμε την απόγνωση.

Η αγάπη μας πνίγεται σ’ άβαθα χέρια.328


Μια αίσθηση πλήρους εγκατάλειψης διαχέεται επίσης στους παρακάτω στίχους του
Φουρτούνη:
Αυτήν την ώρα, η μάνα ανάβει τη λάμπα,
η νύχτα ζυγώνει με άγρια βήματα,
μια σπηλιά αδειανή στην άκρη της θάλασσας,
πετούσες μια πέτρα, ο κρότος
σαν μια απόκριση τάφου, μια σπηλιά
εκεί στην άκρη, στα σύνορα της καρδιάς,
στα σύνορα του κόσμου. Κρυώνω.
Πού πήγαν τους συντρόφους μου; Πότε
θα σταματήσουν; Απλώνω τα χέρια.

327
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 248.
328
Ιάσων Ιωαννίδης, ό.π., σ. 14.

81
Ψάχνω. Μείναμε λίγοι.329

ζ) Ο θάνατος

Ο θάνατος, είτε ως γεγονός είτε ως ενδεχόμενο, είναι πανταχού παρών στα


ποιήματα της Μακρονήσου. Οι ποιητές αφενός καταδεικνύουν την παντοκρατορία
του στην επικράτεια του στρατοπέδου, αφετέρου προβάλλουν την ανάγκη υπέρβασής
του. Συχνά διέπονται από ένα αίσθημα ενοχής απέναντι στους νεκρούς, ενώ θέτουν
ζητήματα «ποιητικής» αμφισβητώντας τη νομιμότητα της αισθητικοποίησης της φρί-
κης από τον ποιητικό λόγο.330 Η αναγνώριση της ανεπάρκειας της ποίησης ωστόσο
δεν οδηγεί στην ακύρωσή της, όπως υποδεικνύει αυτός καθαυτός ο όγκος των ποιητι-
κών καταθέσεων.

Ο πανταχού παρών θάνατος


Οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και τα συνεχή βασανιστήρια προκαλούν
την εξοικείωση των εξορίστων με τον θάνατο:
Περάσαμε πολύν καιρό στο Μακρονήσι
κοιμηθήκαμε μάγουλο με μάγουλο με τον θάνατο331
……………
από παντού μας κοίταζαν με τα τυφλά τους μάτια τα ντουφέκια
από παντού τα κλεφτοφάναρα άνοιγαν τρύπες στο σκοτάδι
παντού μέσα σ’ αυτές τις τρύπες καθόταν σταυροπόδι ο θάνατος – μας κοίταζε –.332
Σε άλλο σημείο του ποιήματος η εξοικείωση με τον θάνατο δηλώνεται μέσω της προ-
σωποποίησής του. Ο θάνατος μετέχει σε σκηνές από τον καθημερινό βίο των εξορί-
στων:
Πολύν καιρό δεν κουβεντιάσαμε παρά μόνο με τον θάνατο
ψειρίσαμε στα γόνατά μας τον θάνατο
όπως ψειρίζαμε τη φανέλα μας
κι ακόμα μες στις τσέπες μας μένουν τα ψίχουλα
απ’ το ψωμί που μοιραστήκαμε με τον θάνατο.333

329
Μανώλης Φουρτούνης, ό.π., σ. 22.
330
Αγγέλα Καστρινάκη, ό.π., σ. 454.
331
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 74.
332
Ό.π., σ. 75.

82
Ο τελευταίος στίχος συγγενεύει με τον ακόλουθο από τη σύνθεση Αυτό το αστέρι εί-
ναι για όλους μας του Λειβαδίτη:
Μπροστά στο ίδιο ψωμί και στον ίδιο θάνατο.334
Στο ποίημα του ιδίου «Απλή κουβέντα» η εγγύτητα του θανάτου εκφράζεται μέσω
μιας παραστατικής εικόνας εξίσου οικείας στους εξορίστους:
Με τον θάνατο πιο κοντά
κι από ένα μπάλωμα στον τρύπιο αγκώνα σου.335
Μια αντίστοιχη εικόνα χρησιμοποιεί ο Ρίτσος στο ποίημα «Οι ρίζες του κόσμου»:
Μ’ ένα κομμάτι θάνατο στην τσέπη μας – αξούριστοι.336
Οι ποιητές εστιάζουν συχνά στο πλήθος των νεκρών. Στο «Γράμμα στον Ζο-
λιό Κιουρί» η επανάληψη της λέξης «τάφοι» δηλώνει εμφατικά τη διαρκή συσσώ-
ρευση των νεκρών:
Κάθε μέρα πληθαίνουν οι τάφοι,
τάφοι, τάφοι, τάφοι,
γέμισε η γη μας τάφους, αδελφέ μου.337
Οι νεκροί συνωστίζονται στην πρώτη καταγραφή από το «Ημερολόγιο εξορίας, ΙΙΙ»,
η οποία φέρει την ημερολογιακή ένδειξη «18 Ιανουαρίου 1950»:
Είναι πολλοί οι πεθαμένοι
πάρα πολλοί.
Δεν χωράμε. Στριμωχτήκαμε.338
Η αναφορά στο πλήθος των νεκρών επανέρχεται στην τελευταία καταγραφή της συλ-
λογής (με ένδειξη «1 Ιουνίου 1950») προσδίδοντας ένα κυκλικό σχήμα σε αυτή:
Το βράδυ οι σκοτωμένοι
συνάζονται κάτου απ’ τις πέτρες
με κάτι σημειώσεις στα πακέτα των τσιγάρων τους
με κάτι πυκνογραμμένα χαρτάκια στα παπούτσια τους
με κάτι παράνομα αστέρια στα μάτια τους.339
Ο Αλεξάνδρου στο ποίημα «Ο δεκαπέντε» επιστρατεύει την ειρωνεία προκειμένου να
καταδείξει τη συνεχή αύξηση του αριθμού των πτωμάτων:

333
Ό.π., σ. 79.
334
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 57.
335
Ό.π., σ. 109.
336
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 266.
337
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 78.
338
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 243.
339
Ό.π., σ. 258.

83
Σαν σταματούσε η βροχή
κυκλοφορούσαν άνθρωποι δυο – δυο
οι άσπροι μονωτήρες γυαλίζανε δυο – δυο ψηλά στους στύλους.
«Αλό! Πόσο το πτώμα σήμερα;»340
……………
«Αλό! Ρωτήσατε για πτώματα ;Έπεσαν πολύ.
Λίγες σταγόνες γάλα
αναγκαστικής σιτήσεως».341
Η πληθώρα των νεκρών εμποδίζει τη νοσταλγία στο Αυτό το αστέρι είναι για όλους
μας του Λειβαδίτη:
Πού είναι λοιπόν ένα χαμόγελο να μας βεβαιώσει πως υπάρχουμε
κείνη η φωνή πού νά’ ναι για να μη χαθούμε μες στη νύχτα;
Θέλαμε να θυμηθούμε
μα είχαμε πολλούς νεκρούς να θάψουμε.342
Ο ατομικός θάνατος προβάλλεται κάποτε αντεστραμμένα ως γεγονός που
προωθεί τις δυνάμεις της ζωής. Στη Μάχη στην άκρη της νύχτας τονίζεται η αναγκαιό-
τητα της θυσίας του ανωνύμου νεκρού παρά την υποβόσκουσα ειρωνεία, η οποία
στοχεύει στους εκτελεστές του:
Τι σημασία έχει το όνομα ενός νεκρού
έπρεπε να πεθάνει
και πέθανε
η ζωή δεν θα τον ξεχάσει.343
Ο Ρίτσος απευθυνόμενος στους συντρόφους του επιχειρεί τη διαλεκτική υπέρβαση
του διπόλου «θάνατος – ζωή»:
Μια και μάθαμε, σύντροφοι, να πεθαίνουμε
μάθαμε και να ζούμε, σύντροφοι.344
Ο ποιητής πάντα σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, εξηγεί το νόημα της θυσίας διαβλέ-
ποντας την αδυναμία σύλληψής του από τους αναγνώστες του μέλλοντος:
Ποιος είπε πως δεν αγαπούσαμε τη ζωή
ποιος είπε πως δεν λογαριάζαμε τον θάνατο;

340
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 49.
341
Ό.π., σ. 51.
342
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 54.
343
Ό.π., σ. 18.
344
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 303.

84
Εμείς δεν θέλαμε ποτέ να πεθάνουμε
εμείς μπορούσαμε να πεθάνουμε μονάχα για τη ζωή.345
……………
Τότε ίσως καταλάβετε πόσο αγαπούσαμε τη ζωή.
Τότε ίσως καταλάβετε γιατί μπορούσαμε και να πεθάνουμε.346
Μια ανάλογη διαλεκτική σύνθεση του θανάτου και της ζωής επιχειρεί ο Πατρίκιος
στο ποίημα «Απάντηση»:
Μια εναλλαγή ζωής και θανάτου;
Όχι, δεν είναι αυτό ακριβώς.
Στα βράχια ετούτα η ζωή κι ο θάνατος
παράλληλοι, την ίδια στιγμή μας διαπερνούν.347
Ο Φουρτούνης επίσης δεν διστάζει να ταυτίσει τον θάνατο με τη ζωή:
Σήμερα ο θάνατος είναι μια απόφαση
σήμερα ο θάνατος είναι μια σημαία
σήμερα ο θάνατος είναι η ζωή.348
Στο ποίημα «Τρόπος θανάτου» του Ραφτόπουλου τέλος, εντοπίζεται ένα παρόμοιο
μοτίβο:
Κάθε μέρα,
κάθε νύχτα,
κάθε στιγμή
εγώ πεθαίνω παλεύοντας
να στήσω όρθιο
το κοντάρι
με τη σημαία της ζωής.349
Σε αρκετά ποιήματα αναδύεται η ανάγκη άρνησης του θανάτου. Στη Μάχη
στην άκρη της νύχτας η βούληση για ζωή δηλώνεται ρητά:
Όταν δεν θέλεις να πεθάνεις
ξέρετε τι θα πει
ζωή.350

345
Γιάννης Ρίτσος, Οι γειτονιές του κόσμου, ό.π., σ. 124.
346
Ό.π., σ. 125.
347
Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία (1952 – 1962), ό.π., σ. 31.
348
Μανώλης Φουρτούνης, ό.π., σ. 23.
349
Λεφτέρης Ραφτόπουλος, ό.π., σ. 95.
350
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 30.

85
Η φυσική ανάγκη για επιβίωση προβάλλεται με την ίδια διατύπωση στο ποίημα «Ελ-
λάδα» του Σπυρόπουλου:
Κι όμως εσύ
δεν θέλεις να πεθάνεις.351
Η υπέρβαση του φυσικού ενστίκτου της αυτοσυντήρησης ενισχύει έμμεσα τον ηρωι-
σμό των εξορίστων. Ο Αλεξάνδρου ωστόσο αποποιείται σε πρώτο γραμματικό πρό-
σωπο οποιαδήποτε ηρωοποίηση:
… εγώ
έστω και τώρα που βραδιάζει με ένα σφουγγάρι θειαφισμένο
με έναν ήλιο που ρουφάει το τελευταίο φως
βουλιάζοντας στη θάλασσα
και τώρα ακόμα
δεν θέλω να πεθάνω.352
Σε μια ημερολογιακή καταγραφή του Ρίτσου η ίδια φράση αποτυπώνει μια ομολογία
της ατομικής αδυναμίας:
Το λάθος σου είναι που δεν θέλεις να πεθάνεις.
Μα ίσως κι οι πεθαμένοι να πεινάνε.353

Οι ενοχές
Η συντήρηση της μνήμης των νεκρών γίνεται αντιληπτή εν γένει από τους
ποιητές ως βασικό καθήκον της ποίησής τους. Στα ποιήματα παρελαύνουν πολλά
πρόσωπα αγωνιστών που πέθαναν στη Μακρόνησο. Ωστόσο σε ορισμένα ποιήματα
εκφράζονται ρητά ή υπόρρητα αισθήματα ενοχής έναντι των νεκρών. Η ενοχή διαπο-
τίζει κάποτε αυτή καθαυτή την ποιητική δημιουργία, καθώς αναγνωρίζεται η αδυνα-
μία της τέχνης απέναντι στην πραγματικότητα.
Στο «Ημερολόγιο εξορίας, ΙΙΙ» του Ρίτσου αποτυπώνεται υπόρρητα η ενοχή
που προκαλεί η λησμονιά των νεκρών:
Οι άνθρωποι κάθουνται στις πέτρες
κόβουν τα νύχια τους.
Οι άλλοι πεθάνανε.
Τους ξεχάσαμε.354

351
Περιοδικό Επιθεώρηση τέχνης, ό.π., σ. 388.
352
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 55.
353
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 246.

86
Η ίδια ενοχή διαφαίνεται εξίσου υπόρρητα στη Μάχη στην άκρη της νύχτας του Λει-
βαδίτη:
Οι νεκροί πέφτουν με ένα βαριό χτύπο.
Θα τους λησμονήσουμε σε λίγο.355
Στο ποίημα του ιδίου «Παραμονή Χριστουγέννων» η καλλιέργεια της ποίησης συνδέ-
εται με ένα αίσθημα προδοσίας απέναντι στον νεκρό, καθώς επισημαίνεται η ιδιοτέ-
λειά της:
Μα όταν εγώ κι αυτούς εδώ τους στίχους τούς γράφω
μήπως μιλήσουν για μένα – όχι, μη με λες σύντροφο.356
Μια αντίστοιχη «ομολογία ενοχής» εμπεριέχεται στα «Ανεπίδοτα γράμματα» του
Αλεξάνδρου:
Κι εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χάρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία.357
Σε ανάλογο κλίμα ο Ρίτσος αναγνωρίζει έμμεσα την ανεπάρκεια της τέχνης σε μια
από τις πρώτες ημερολογιακές καταγραφές του:
Είπες:
ένα καράβι
γραμμένο με κιμωλία
στη μέσα πόρτα της φυλακής.

Τον ξεγελάς τον θάνατο;


Δεν τον ξεγελάς.358
Οι ποιητές συνεπώς υπό το βάρος των ενοχών απέναντι στους νεκρούς, αμφισβητούν
τη νομιμότητα της ποιητικής γραφής, η οποία ωστόσο παραμένει το μοναδικό όπλο
τους στην αναμέτρηση με τη λήθη.

354
Ό.π., σ. 251.
355
Τάσος Λειβαδίτης, ό.π., σ. 37.
356
Ό.π., σ. 114.
357
Άρης Αλεξάνδρου, ό.π., σ. 35.
358
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 243.

87
ΠΡΩΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Το συλλογικό υποκείμενο
Οι ποιητές της Μακρονήσου στο σύνολό τους – με εξαίρεση ίσως τον Αλε-
ξάνδρου – επιχειρούν να εκφράσουν, όπως είδαμε, το συλλογικό υποκείμενο της κοι-
νότητας των εξορίστων. Πώς συγκροτείται όμως αυτό το υποκείμενο; Η αναλυτική
πραγμάτευση του ζητήματος διαφεύγει από τα πλαίσια της παρούσης εργασίας. Το
γενικότερο ζήτημα της συγκρότησης του υποκειμένου απασχόλησε διαχρονικά τη
φιλοσοφία. Η απάντηση του Foucault επικαθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο προ-
σέγγισης του ζητήματος από τη μετανεωτερική φιλοσοφία. Σύμφωνα με αυτή το υπο-
κείμενο είναι παράγωγο των εξουσιαστικών σχέσεων, όπως διαφαίνεται επί παρα-
δείγματι από την ακόλουθη διατύπωση: «[Η πειθαρχική εξουσία] «εκγυμνάζει» τα
κινητά, συγκεχυμένα, ανώφελα πλήθη σωμάτων και δυνάμεων και τα μετατρέπει σε
μια πολλαπλότητα ατομικών στοιχείων… Η πειθαρχία «κατασκευάζει» άτομα· είναι
η ειδική τεχνική μιας εξουσίας που πορίζεται τα άτομα και ως αντικείμενα και ως όρ-
γανα για την άσκησή της».359 Η παραπάνω θέση, όπως επισημαίνει ο Βόγλης, εγγρά-
φει το υποκείμενο στις σχέσεις εξουσίας ως αντικείμενο της εξουσίας, στερώντας του
τις δυνατότητες αυτονομίας, καθώς οι σχέσεις αυτές τίθενται ως καταστατικές για το
υποκείμενο. 360 Επιπλέον, όπως προσθέτει ο ίδιος μελετητής, «τα υποκείμενα δημι-
ουργούνται από αντίπαλες σχέσεις και διαδικασίες και δεν είναι απλώς παράγωγα των
μηχανισμών εξουσίας».361 Οι πολιτικοί εξόριστοι αυτοκαθορίζονται ως υποκείμενο
αντίπαλο προς τη διεύθυνση της Μακρονήσου, ενώ επιχειρούν την ενίσχυση της συλ-
λογικής λειτουργίας τους μέσα από μια σειρά δραστηριοτήτων (όπως το θέατρο ή η
συλλογική ανάγνωση επιστολών). Ωστόσο η κοινότητα των εξορίστων διέπεται από
μηχανισμούς εξουσίας που αναπαράγονται στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Επομένως η
συλλογική υποκειμενικότητά τους αυτοκαθορίζεται και ετεροκαθορίζεται παράλληλα.
Η γενική εικόνα του συλλογικού υποκειμένου, όπως αυτή διαμορφώνεται από
τη σύνθεση των διαφόρων μοτίβων, χαρακτηρίζεται από μια διακύμανση ανάμεσα
στη ρεαλιστική απεικόνιση και την εξιδανίκευση των μορφών των εξορίστων ως μαρ-
τύρων. Οι ποιητές αφενός καταγράφουν τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής στο
στρατόπεδο, αφετέρου κατασκευάζουν ένα διαχρονικό πρότυπο του λαϊκού αγωνιστή.

359
Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Ράππα, Αθήνα 2005, σ. 227.
360
Πολυμέρης Βόγλης, ό.π., σ. 23.
361
Ό.π., σ. 24.

88
Η αντιηρωική διάθεση συνυπάρχει με μια πρόθεση ηρωοποίησης, η συνείδηση της
ήττας με την ανάγκη της αντίστασης, το λυρικό με το επικό στοιχείο. Το συλλογικό
υποκείμενο κατασκευάζεται από τον ποιητικό λόγο, αποτελεί δηλαδή τρόπον τινά μια
επινόηση των ποιητών, μολονότι βασίζεται στην πραγματική κοινότητα των εξορί-
στων.

Η στράτευση και οι ρωγμές της


Τα ποιήματα της Μακρονήσου εγγράφονται στην επικράτεια της στρατευμέ-
νης τέχνης, διαφεύγουν ωστόσο σε ορισμένα σημεία από αυτή. Σε γενικές γραμμές
εντάσσονται στο ρεύμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού της εποχής, ο οποίος υπέτασσε
την ποίηση στον κεντρικό πολιτικό στόχο του Κόμματος και επέβαλλε μια ρεαλιστική
αισθητική.362 Σε αρκετά ποιήματα εν τούτοις, όπως δείξαμε, οι ποιητές παραβιάζουν
την υπαγορευμένη από τους κανόνες του ρεαλισμού νηφαλιότητα της έκφρασης,
προσεγγίζοντας υφολογικά άλλα ρεύματα, όπως τον νατουραλισμό ή τον εξπρεσιονι-
σμό. Παράλληλα η αισιοδοξία, που όφειλε να αποπνέει το ποίημα βάσει των κανόνων
του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αντικαθίσταται σε αρκετά σημεία από μια σχεδόν πε-
σιμιστική ατμόσφαιρα, υπό την επήρεια της ήττας και της πραγματικότητας του
στρατοπέδου.
Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός έχει δεχθεί σφοδρή κριτική ως προς τις αισθητικές
επιτεύξεις του και τον δογματισμό του. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Αλεξάνδρα Ιω-
αννίδου, κατά τις δεκαετίες 1940, 1950 και 1960, «στη συνείδηση των περισσοτέρων
[αριστερών διανοουμένων], η εισαγωγή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού αποτελούσε
“τομή” ως προς τα έως τότε καθιερωμένα λογοτεχνικά πρότυπα, πράξη επαναστατική
και “φιλολαϊκή”».363 Η παραπάνω διαπίστωση εξηγεί εν μέρει τη συνύπαρξη του σο-
σιαλιστικού ρεαλισμού με άλλα ρεύματα στα ποιήματα της Μακρονήσου. Επιπλέον
οι συνθήκες της εξορίας συντελούσαν στην ενίσχυση της εκφραστικής τόλμης των
ποιητών και στην υπέρβαση της αυτολογοκρισίας, καθώς τούς απομάκρυναν από τα
τεκταινόμενα στους κόλπους του Κόμματος. Ενδεχομένως μάλιστα η αναθεώρηση
των ποιημάτων να οφείλεται σε ένα βαθμό σε μία πρόθεση περιορισμού των «εκτρο-

362
Από την πλούσια διεθνή βιβλιογραφία για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό βλ. ενδεικτικά Régine Robin,
Le realisme socialiste. Une esthétique impossible, Payot, Paris 1986 και C. Vaughan James, Soviet
socialist realism. Origins and theory, Macmillan, London 1973.
363
Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, Υπόθεση Γκράνιν: Η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο. Η δίκη της «Επι-
θεώρησης τέχνης» το 1959 και η απολογία του Κώστα Κουλουφάκου, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 141.

89
πών», οι οποίες θεωρήθηκε εκ των υστέρων ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν αρ-
νητικές αντιδράσεις στο Κόμμα.
Οι ρωγμές στη στράτευση των ποιητών εκδηλώνονται, όπως υποδεικνύει ο
Παπαθεοδώρου, στις «περιθωριοποιημένες ζώνες της ανθρώπινης εμπειρίας που δεν
χώρεσαν στο μεγάλο πρόγραμμα του “σοσιαλιστικού ρεαλισμού”».364 Η θεματοποίη-
ση ωστόσο των ακραίων εμπειριών δεν πρέπει να θεωρηθεί μονοσήμαντα ότι λει-
τουργεί εις βάρος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, καθώς αυτή καταδεικνύει τη βάρβα-
ρη πραγματικότητα του στρατοπέδου, δηλαδή εξυπηρετεί τον κύριο προπαγανδιστικό
στόχο των ποιημάτων. Οι ποιητές σε μεγάλο βαθμό παραμένουν – με εξαίρεση πάντα
τον Αλεξάνδρου – πιστοί στην πολιτική γραμμή του Κόμματος.

Η μαθητεία και η χειραφέτηση


Η αναλυτική εξέταση των ποιημάτων της Μακρονήσου τεκμηριώνει περαιτέ-
ρω τη διαπίστωση της κριτικής ότι αρκετοί ποιητές (Λειβαδίτης, Αλεξάνδρου, Πατρί-
κιος, Φουρτούνης) έχουν ως ποιητικό πρότυπο τον Ρίτσο, ωστόσο υποδεικνύει ότι
υπάρχουν ορισμένοι ποιητές, όπως οι Δούκαρης, Ιωαννίδης, οι οποίοι διαφεύγουν
από την επιρροή του. Η επίδραση του Ρίτσου ανιχνεύεται κυρίως στο ύφος και στον
τρόπο διαχείρισης κάποιων μοτίβων, παρά στην επιλογή αυτών, η οποία άλλωστε εκ-
πορεύεται από το κοινό βίωμα της εξορίας. Ωστόσο εμφανίζονται ορισμένα στοιχεία
απόκλισης από το παράδειγμα του «δασκάλου», δηλωτικά της τάσης αυτονόμησης
των «μαθητών». Έτσι, επί παραδείγματι, διακρίνεται μια διαφοροποίηση ως προς τον
τρόπο αποτύπωσης του νησιωτικού τοπίου, το οποίο αποτυπώνεται ελάχιστα και α-
φαιρετικά στα ποιήματα των «μαθητών»365, ενώ αφθονούν οι συγκεκριμένες αναφο-
ρές του Ρίτσου σε αυτό.
Η εμβέλεια του Ρίτσου απλωνόταν στο σύνολο της κοινότητας των εξορίστων,
ενώ των υπολοίπων ποιητών περιοριζόταν σε ένα στενό κύκλο διανοουμένων.366 Οι
νεώτεροι ποιητές ζητούσαν συχνά τις συμβουλές του, οι οποίες παρέχονταν αφειδώς

364
Γιάννης Παπαθεοδώρου, ό.π., σ. 243.
365
Χριστίνα Ντουνιά, «Το νησί ως εξορία στη νεοελληνική ποίηση: παραδείγματα συμβολικών και
ρεαλιστικών τοπίων», Η Ελλάδα των νησιών από τη Φραγκοκρατία ως σήμερα. Πρακτικά του Β’ Ευρω-
παϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (Ρέθυμνο 10 – 12 Μα ου 2002) (τόμος Α’), ό.π., σ. 612.
366
Δηλωτική της εμβέλειας του Ρίτσου στη Μακρόνησο είναι η διήγηση του Μάνθου Κίετση, όπως
αυτή καταγράφηκε από την Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ (περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 205, 21/12/1988,
σσ. 47-51).

90
από τον ίδιο.367 Η σχέση όμως «δασκάλου – μαθητών» ήταν μάλλον αμφίδρομη, ό-
πως διαφαίνεται από την ώσμωση ιδεών, που εντοπίζεται στα ποιήματα, χωρίς να α-
ναιρείται ο κυριαρχικός ρόλος του Ρίτσου. Επιπλέον οι νεώτεροι ποιητές δέχονταν
την επίδραση και άλλων ποιητικών φωνών, πέραν αυτής του Ρίτσου. Ενδεικτικά ανα-
φέρουμε την καθοριστική συμβολή του Μαγιακόφσκι στη διαμόρφωση του ποιητικού
χαρακτήρα του Αλεξάνδρου, ή των Αραγκόν, Ελυάρ, Νερούδα και Μπρεχτ στην πε-
ρίπτωση του Πατρίκιου.368
Οι τάσεις αποδέσμευσης των «μαθητών» από το ποιητικό παράδειγμα του Ρί-
τσου ενισχύονται με την πάροδο του χρόνου και εκδηλώνονται στις επόμενες συλλο-
γές των ποιητών, όπου διαγράφεται πλέον η προσωπική φωνή του καθενός, ενώ πα-
ράλληλα εξελίσσεται και η ποιητική φυσιογνωμία του «δασκάλου». Κατά την περίο-
δο της Μακρονήσου όμως, άπαντες αποδέχονται την αυθεντία του Ρίτσου και την κα-
θοδήγησή του σε ζητήματα ποιητικής. Ο Ρίτσος είχε ήδη εκδώσει προπολεμικά ορι-
σμένα σημαντικά έργα του, όπως τον Επιτάφιο (1936) ή την Εαρινή Συμφωνία (1938),
και ήταν αναγνωρισμένος διεθνώς ως εξέχων εκπρόσωπος της αριστερής διανόησης
της Ελλάδας.

Η διαπλοκή των φωνών


Η παρουσία κοινών μοτίβων στα έργα διαφορετικών ποιητών αποτελεί στοι-
χείο δηλωτικό της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιδεών στην επί μέρους κοινότητα των
διανοουμένων της Μακρονήσου. Ο ηγετικός ρόλος του Ρίτσου δεν λειτουργεί ανα-
σταλτικά ως προς την ανάπτυξη ενός ποιητικού διαλόγου των άλλων ποιητών με τον
ίδιο, αλλά και μεταξύ τους. Τα ποιήματα της Μακρονήσου μοιάζουν πολυφωνικά,
καθώς διαπλέκεται σε αυτά η φωνή του ποιητικού υποκειμένου με τις φωνές των άλ-
λων ποιητών και των ανωνύμων συντρόφων. Η συμβολή των τελευταίων έγκειται
στην παροχή του πρωτογενούς υλικού αρκετών ποιημάτων, όπως της σύνθεσης του
Λειβαδίτη Μάχη στην άκρη της νύχτας, όπου ανιχνεύονται οι προφορικές αφηγήσεις
των συντρόφων, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της σύνθεσης.
Οι σχέσεις διακειμενικότητας αναπτύσσονται περαιτέρω στον βαθμό που οι
ποιητές επεξεργάζονται εκ των υστέρων τα ποιήματά τους. Κατά τον χρόνο που οι
ποιητές εξέδιδαν τα μακρονησιώτικα ποιήματά τους ήταν δυνάμει συνομιλητές με

367
Βλ. επί παραδείγματι τη συνομιλία Ρίτσου – Αλεξάνδρου, όπως αυτή καταγράφεται από τη Δρόσου
στο Γιάννης Ρίτσος, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και γράμματα στην Καί-
τη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου (επιμέλεια Λίζυ Τσιριμώκου), ό.π., σ. 25.
368
Δημήτρης Ραυτόπουλος, Εμφύλιος και λογοτεχνία, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 339.

91
όσα ποιήματα είχαν ήδη δημοσιευθεί. Εντοπίζεται μάλιστα μια περίπτωση αλλαγής
στίχου από τον Λειβαδίτη, η οποία ενδεχομένως οφείλεται στη δημοσίευση παρόμοι-
ου στίχου από τον Ρίτσο. Στην πρώτη μορφή του ποιήματος του Λειβαδίτη «Απλή
κουβέντα», η οποία δημοσιεύτηκε, όπως αναφέραμε στην εισαγωγή, στα τέλη του
1950 στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, υπάρχει η ακόλουθη παρομοίωση:
Θα ’θελα να μιλήσω απλά
……………
όπως κάθεται ένας φυλακισμένος και ψειρίζει τη φανέλα του.369
Ο Ρίτσος δημοσιεύει το 1954 το «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί» στη συλλογή Αγρύπνια,
του οποίου ένα μικρό απόσπασμα είχε δημοσιευθεί πρώτη φορά στο ίδιο τεύχος του
περιοδικού. Στη δέκατη έκτη στροφή του ποιήματος, που απουσίαζε από την πρώτη
δημοσίευση, εντοπίζεται μια παρομοίωση με τον ίδιο σχεδόν δεύτερο όρο:
Ψειρίσαμε στα γόνατά μας τον θάνατο
όπως ψειρίζαμε τη φανέλα μας.370
Το 1956 ο Λειβαδίτης αναδημοσιεύει το ποίημά του στη συλλογή Ο άνθρωπος με το
ταμπούρλο. Προκειμένου ίσως να αποφύγει τη σύμπτωση με τον στίχο του Ρίτσου
τροποποιεί τον δικό του δεύτερο όρο της παρομοίωσης ως εξής:
…όπως κάθεται στην πέτρα ένας σύντροφος και μπαλώνει τη φανέλα του.371
Σημειώνουμε ότι ο παραπάνω στίχος βρίσκεται στην αρχή του ποιήματος, το οποίο
τίθεται πρώτο στη συλλογή.
Αν επιχειρήσουμε να γενικεύσουμε μια άποψη που διατυπώνει ο Δημήτρης
Μαρωνίτης για την ποίηση του Ρίτσου, μπορούμε να θεωρήσουμε τους ποιητές της
Μακρονήσου ως κήρυκες της ακτημοσύνης των ιδεών. Με τα λόγια του Μαρωνίτη,
«σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ποίηση (δηλαδή ο ποιητικός λόγος) οφείλει όχι μό-
νο να λαμβάνει υπόψη, αλλά και να ξοδεύει αμέσως την ατομική και συλλογική πείρα
και μοίρα του ανθρώπου»372. Οι ποιητές επιχειρούν τρόπον τινά να εφαρμόσουν στην
τέχνη τους το πολιτικό ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης των αγαθών, καλλιεργώντας
παράλληλα τις προσωπικές ποιητικές φωνές τους.

Η διαπλοκή των μοτίβων

369
Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, ό.π., σ. 126.
370
Γιάννης Ρίτσος, Αγρύπνια, ό.π., σ. 79.
371
Τάσος Λειβαδίτης, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, ό.π., σ. 7.
372
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Γιάννης Ρίτσος. Μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα 2013, σ. 17.

92
Τα μοτίβα στα ποιήματα της Μακρονήσου συχνά διαπλέκονται και αλληλεπι-
δρούν. Σε αρκετά σημεία των ποιημάτων παρατηρείται μία πύκνωση δύο ή περισσο-
τέρων μοτίβων, η οποία προκαλεί μια ιδιαίτερη δυναμική. Η Ντουνιά έχει αναλύσει
μια τέτοια πύκνωση μοτίβων στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Πέτρινος χρόνος,
όπου μάλιστα ο Ρίτσος χρησιμοποιεί αντιστικτικά ορισμένα μοτίβα της ποίησης του
Ελύτη.373 Τα μοτίβα που συνδυάζονται άλλοτε είναι ομοιότροπα, άλλοτε παράταιρα,
ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις ο συνδυασμός ενισχύει το μήνυμα που εσωκλείουν
τα μοτίβα.
Τα παραδείγματα συνδυασμού μοτίβων είναι άφθονα στο σώμα κειμένων που
εξετάσαμε. Ενδεικτικά παραθέτουμε ορισμένα παραδείγματα, αντιπροσωπευτικά των
δύο συνδυαστικών δυνατοτήτων. Στους ακόλουθους στίχους του Ρίτσου διαπλέκονται
ομοιότροπα μοτίβα: «…κουβαλώντας στη ράχη την πέτρα και τον θάνατο»374 (μοτίβα
της πέτρας και του θανάτου), «Τα χέρια μας μείναν γυμνά… / χιλιάδες φορές γα-
ντζωθήκανε στο συρματόπλεγμα / χιλιάδες φορές άγγιξαν / τα παγωμένα κάγκελα του
θανάτου»375 (μοτίβα του συρματοπλέγματος και του θανάτου), «Νικήσαμε, είπες; /
Άοπλη νίκη, αμφίβολη, λησμονημένη κιόλας. / Απ’ τη μια κι απ’ την άλλη μεριά
συρματόπλεγμα»376 (μοτίβα της ήττας και του συρματοπλέγματος). Ένα χαρακτηρι-
στικό παράδειγμα αντίστοιχου συνδυασμού παρέχει ο Πατρίκιος: «Τούτη η βροχή
καλή που θά ’ταν / αν ήσουν τώρα σ’ ένα σπίτι…»377 (μοτίβα της βροχής και της νο-
σταλγίας). Παραδείγματα που υπάγονται στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή του συνδυ-
ασμού παράταιρων μοτίβων, μπορούμε να αντλήσουμε επίσης από την ποίηση του
Ρίτσου: «…ετούτο το κομμένο πόδι που ήταν το δικό μας»378 (μοτίβα του ακρωτηρι-
ασμού και της συντροφικότητας), «…κι είναι πολλή συντροφιά κάτου απ’ τον φό-
βο»379 (μοτίβα του φόβου και της συντροφικότητας). Τέλος στους παρακάτω στίχους
του Λειβαδίτη συνυπάρχουν τα ομοιότροπα μοτίβα της πίκρας και της βροχής, αλλά
και τα παράταιρα μοτίβα του θανάτου και της συντροφικότητας: «…μα είναι πολλά
χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου / πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή. / Έχει αρ-
κετή θέση / για να πεθάνεις».380

373
Χριστίνα Ντουνιά, ό.π., σ. 611.
374
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 267.
375
Ό.π., σ. 297.
376
Ό.π., σ. 248.
377
Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα,Ι. 1948 – 1954, ό.π., σ. 211.
378
Γιάννης Ρίτσος, Τα Επικαιρικά, ό.π., σ. 245.
379
Ό.π., σ. 277.
380
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, ό.π., σ. 112.

93
Προοπτικές της έρευνας
Η ανίχνευση των σχέσεων μεταξύ της ποίησης και της πεζογραφίας της Μα-
κρονήσου θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μιας άλλης μελέτης. Ο μεγάλος
όγκος των κειμένων (τα χρονικά της Μακρονήσου είναι περισσότερα από πενήντα381,
ενώ ο αριθμός τους αυξάνεται ακόμα και σήμερα) θέτει δυσκολίες στην έρευνα, η
οποία ενδεχομένως θα έπρεπε να περιοριστεί στη συγκριτική εξέταση των ποιημάτων
με τα λογοτεχνικά πεζογραφήματα, μολονότι η διάκριση ανάμεσα σε λογοτεχνικό
έργο ή χρονικό είναι επισφαλής σε κάποιες περιπτώσεις.382 Ο Αργυρίου παραθέτει
έναν κατάλογο δώδεκα λογοτεχνικών έργων που αναφέρονται στη Μακρόνησο, τα
οποία θα μπορούσαν να συγκροτήσουν το βασικό υλικό προς σύγκριση.383 Η σύγκρι-
ση αυτή θα μπορούσε να εκκινήσει από τον εντοπισμό των μοτίβων που εμφανίζονται
από κοινού στα ποιήματα και τα πεζά της Μακρονήσου.
Επί του παρόντος θα περιοριστούμε σε μία πραγματολογικού τύπου παρατή-
ρηση. Τα λογοτεχνικά πεζογραφήματα της Μακρονήσου δημοσιεύονται μετά το 1957
(οπότε εκδίδει ο Θέμος Κορνάρος το πρώτο λογοτεχνικό πεζό της Μακρονήσου, το
έργο του Στάχτες και φοίνικες. Σελίδες από τη Μακρόνησο), όταν ήδη είχαν εκδοθεί
τα περισσότερα μακρονησιώτικα ποιήματα. Επομένως τα ποιήματα λειτουργούν δυ-
νάμει ως διακείμενο των πεζογραφημάτων, χωρίς να ισχύει το αντίστροφο. Οι συνθή-
κες διαβίωσης της Μακρονήσου καθιστούσαν αδύνατη τη συνθετική εργασία που
απαιτεί ένα εκτενές πεζογράφημα, ενώ επέτρεπαν την ανάπτυξη της ποίησης λόγω
κυρίως της αμεσότητάς της. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ανδρέα Φραγκιά,
ο οποίος εξέδωσε τον εμβληματικό Λοιμό του μόλις το 1972, δηλαδή μετά την πάρο-
δο είκοσι και πλέον ετών από την παραμονή του στη Μακρόνησο.
Μια δεύτερη ερευνητική πρόκληση αφορά στην παρακολούθηση της πορείας
των μοτίβων στο συνολικό έργο των ποιητών ή τη συγκριτική εξέταση των μοτίβων
της Μακρονήσου με άλλα μοτίβα, χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας του κάθε ποι-
ητή. Το μοτίβο της νοσταλγίας επί παραδείγματι προσφέρεται ως ερευνητικό αντικεί-
μενο, δεδομένης της συχνής παρουσίας του στο έργο των περισσοτέρων ποιητών.

381
Πολυμέρης Βόγλης – Στρατής Μπουρνάζος, ό.π., σ. 76.
382
Επί παραδείγματι το χρονικό του Βαρδή Βαρδινογιάννη ΣΦΑ, Μακρόνησος, Οχτώβρης 1948 – Μά-
ης 1949 διαθέτει έντονη λογοτεχνικότητα.
383
Αλέξανδρος Αργυρίου, «Η πεζογραφία περί Μακρονήσου και μερικά παρεπόμενα», Ιστορικό τοπίο
και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σ. 255. Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να προ-
σθέσουμε το έργο του Μανώλη Κορνήλιου Χάρτινες βαρκούλες στη Μακρόνησο, Σύγχρονη εποχή,
Αθήνα 2004.

94
Μια τέτοια μελέτη θα μπορούσε να αναδείξει τις απηχήσεις του τραύματος στα κατο-
πινά έργα των ποιητών, καθώς και την επίδρασή του στη διαμόρφωση του προσωπι-
κού τους ύφους. Υπενθυμίζουμε εδώ ότι οι περισσότεροι ποιητές κατά τα χρόνια της
εξορίας βρίσκονται στις απαρχές της σταδιοδρομίας τους. Η έρευνα θα μπορούσε να
επεκταθεί στους ποιητές που αποσιωπούν το τραύμα της εξορίας (Καρούζος, Κακνα-
βάτος, Θασίτης), αναζητώντας στοιχεία του έργου τους, που συνδέονται υπόρρητα με
αυτό.
Ένα άλλο ερευνητικό ζητούμενο σχετίζεται με την πρόσληψη των ποιημάτων.
Η έρευνα θα μπορούσε να εστιάσει στις αντιδράσεις της προοδευτικής και της συντη-
ρητικής διανόησης από την εποχή της έκδοσης των έργων μέχρι τις μέρες μας.
Τα ποιήματα της Μακρονήσου τέλος θα μπορούσαν να εξεταστούν υπό την
προοπτική της ένταξής τους στην ευρύτερη ποίηση του στρατοπέδου. Στα νεοελληνι-
κά πλαίσια άφθονο υλικό προς σύγκριση παρέχουν τα ποιήματα που γράφηκαν ή α-
ναφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων κατά την περίο-
δο της επταετίας (όπου συγκαταλέγεται η συλλογή του Ρίτσου Πέτρες, Επαναλήψεις,
Κιγκλίδωμα 384 ). Σε διεθνή πλαίσια θα μπορούσε να επιχειρηθεί μια σύγκριση με
ποιήματα πολιτικών κρατουμένων, ιδιαίτερα σε χώρες που παρουσιάζουν ιστορικές
αναλογίες με τη μεταπολεμική Ελλάδα (Ισπανία, Πορτογαλια).

384
Γιάννης Ρίτσος, Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, Κέδρος, Αθήνα 51978.

95
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Αλεξάνδρου Άρης, Άγονος γραμμή, χ.τ., χ.χ. [Αθήνα 1952, ιδιωτική έκδοση].
• Αλεξάνδρου Άρης, Ποιήματα (1941 – 1974), Καστανιώτης, Αθήνα 1978.
• Βαρδινογιάννης Βαρδής, ΣΦΑ Μακρόνησος. Οκτώβρης 1948 – Μάης 1949,
Θεμέλιο, Αθήνα 21982.
• Γελαδόπουλος Φίλιππας, Μακρονήσι, Αθήνα 1965.
• Γιαννόπουλος Γιώργος Δ., Μακρόνησος. Μαρτυρίες ενός φοιτητή 1947 – 1950,
Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001.
• Δενδρινός Κλεόβουλος Α., Άγνωστες σελίδες από τη Μακρόνησο (1948-1950),
Αθήνα 1998.
• Δούκαρης Δημήτρης, Καλλίστη θύρα, Αθήνα 1953.
• Δούκαρης Δημήτρης, Τα ποιήματα. Παραγραφή (1944 – 1964 ) (τόμος πρώ-
τος), Θέμα, Αθήνα 1988.
• Θρακιώτης Κώστας, Πορεία και σταθμοί, Αθήνα 1964.
• Ιωαννίδης Ιάσων, Φωνή (1952 – 1982). Ποιήματα – διηγήματα, Διογένης, Α-
θήνα 1982.
• Κορνάρος Θέμος, Στάχτες και φοίνικες. Σελίδες από τη Μακρόνησο, Χρόνος,
Αθήνα 21979.
• Κορνήλιου Μανώλη, Χάρτινες βαρκούλες στη Μακρόνησο, Σύγχρονη εποχή,
Αθήνα 2004.
• Λασκαρίδης Βασίλης Θ., Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξο-
ρία, Το Βήμα, Αθήνα 2010.
• Λειβαδίτης Τάσος, Μάχη στην άκρη της νύχτας. Το χρονικό της Μακρονήσου,
Αθήνα χ.χ. [1952].
• Λειβαδίτης Τάσος, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, Αθήνα, χ.χ. [1956].
• Λειβαδίτης Τάσος, Ποίηση, Κέδρος, Αθήνα 21979.
• Λουντέμης Μενέλαος, Κραυγή στα πέρατα, Παλμός, Αθήνα 1954.
• Λουντέμης Μενέλαος, Τα ποιητικά του, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
• Παπανικολάου Νίκος Α., Γιατί; Αναφορά στο Μακρονήσι, Λογοσοφία, Πει-
ραιάς 2002.
• Πατρίκιος Τίτος, Μαθητεία (1952 – 1962), Πρίσμα, Αθήνα 1963.

96
• Πατρίκιος Τίτος, Ποιήματα I (1948 – 1954), Θεμέλιο, Αθήνα 1976.
• Πικρός Γιώργης, Το χρονικό της Μακρονήσου, Αθήνα 21975.
• Ραφτόπουλος Λεφτέρης, Το μήκος της νύχτας. Μακρόνησος ’48 – ’50, Καστα-
νιώτης, Αθήνα 21997.
• Ρίτσος Γιάννης, Αγρύπνια, Η πυξίδα, Αθήνα 1954.
• Ρίτσος Γιάννης, Οι γειτονιές του κόσμου, Κέδρος, Αθήνα 71979.
• Ρίτσος Γιάννης, Πέτρινος χρόνος (Μακρονησιώτικα), Κέδρος, Αθήνα 1974.
• Ρίτσος Γιάννης, Τα Επικαιρικά, Κέδρος, Αθήνα 1975.
• Σαμουηλίδης Χρήστος, Το νησί του διαβόλου, Φιλιππότης, Αθήνα 1986.
• Σπυρόπουλος Τάσος, Συρματόπλεγμα, Μόρφωση, Αθήνα 1957.
• Στάβερης Ηλίας, Γλαροφωλιά. Μακρονήσι 1948-1949, Το Βήμα, Αθήνα 2010.
• Φαρσακίδης Γιώργος, Μακρόνησος, Σκυτάλη, χχ [δ’ έκδ., α’ έκδ. 1964].
• Φλουντζής Αντώνης, Στο κολαστήριο της Μακρονήσου, Φιλιππότης, Αθήνα
1984.
• Φουρτούνης Μανώλης, Διαδρομές, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010.
• Φωτιάδης Δημήτρης, Ενθυμήματα (τόμος δεύτερος), Κέδρος, Αθήνα 1983.

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Αργυρίου Αλέξανδρος, «Η πεζογραφία περί Μακρονήσου και μερικά παρε-
πόμενα», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου,
Φιλίστωρ, Αθήνα 2000, σσ. 245-258 .
• Βόγλης Πολυμέρης, Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρα-
τούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004.
• Βόγλης Πολυμέρης – Μπουρνάζος Στρατής, «Στρατόπεδο Μακρονήσου
1947-1950. Βία και προπαγάνδα», Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα (επιμέ-
λεια Χρήστος Χατζηιωσήφ), Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σσ. 51-81.
• Γαραντούδης Ευριπίδης, «Τα νησιά του Αιγαίου ως τόπος μιας αντίθεσης: από
την ποιητική γενιά του 1930 στη μεταπολεμική ποίηση», Η Ελλάδα των νη-
σιών από τη Φραγκοκρατία ως σήμερα. Πρακτικά του Β’ Ευρωπαϊκού Συνεδρί-
ου Νεοελληνικών Σπουδών (Ρέθυμνο 10 – 12 Μα ου 2002) (τόμος Α’), Ελλη-
νικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σσ. 439-446.
• Ηλιού Φίλιππος, «Η μνήμη της ιστορίας και η αμνησία των εθνών», Μακρό-
νησος. Ιστορικός πολιτιστικός τόπος, Ο Πολίτης, Αθήνα 1994, σσ. 72-82.

97
• Ιλίνσκαγια Σόνια, Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής
πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα, Κέδρος, Αθήνα 52004.
• Ιωαννίδου Αλεξάνδρα Δ., Υπόθεση Γκράνιν: Η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο.
Η δίκη της «Επιθεώρησης τέχνης» το 1959 και η απολογία του Κώστα Κουλου-
φάκου, Καστανιώτης, Αθήνα 2008.
• Κακλαμανάκη Ρούλα, Γιάννης Ρίτσος: Η ζωή και το έργο του, Πατάκης, Αθή-
να 1999.
• Καρβέλης Τάκης, Δεύτερη ανάγνωση, Καστανιώτης, Αθήνα 1984.
• Καρβέλης Τάκης, «“Δεσμώτης τήδε ίσταμαι τοις ένδον ρήμασι πειθόμενος.”
Η πορεία του Άρη Αλεξάνδρου μέσα από τις αναφορές του στον Μαγιακόφ-
σκι», περιοδικό Πόρφυρας, τεύχος 34, Απρίλης 1986, σσ. 199-208.
• Καστρινάκη Αγγέλα, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940 – 1950, Πό-
λις, Αθήνα 2005.
• Κεχαγιόγλου Γιώργος, «Θεματογραφία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς»,
Πρακτικά του Α’ Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης (α’ τόμος), Γνώση, Αθήνα
1982, σσ. 59-68.
• Κοκόλης Ξ. Α., «Από τα Μακρονησιώτικα στον Πέτρινο χρόνο», Αφιέρωμα
στον Γιάννη Ρίτσο ( επιμέλεια Αικατερίνη Μακρυνικόλα), Κέδρος, Αθήνα
1981, σσ. 485-516.
• Κότσιρας Γιώργης, Θεωρητική δοκιμή. Μελέτες ανιχνεύσεων στην Τέχνη του
Λόγου, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1990.
• Κώττη Αγγελική, Γιάννης Ρίτσος. Ένα σχεδίασμα βιογραφίας, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 22009.
• Μάργαρης Νίκος, Ιστορία της Μακρονήσου (δύο τόμοι), Δωρικός, Αθήνα
4
1986.
• Μαργαρίτης Γιώργος, Ιστορία του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949
(τόμος 2), Βιβλιόραμα, Αθήνα 2001, σσ. 571-587.
• Μαρκόπουλος Γιώργος, Εκδρομή στην άλλη γλώσσα. Αλεξάνδρου, Αναγνωστά-
κης, Λειβαδίτης, Δούκαρης, Κατσαρός, Πατρίκιος, Ρόπτρον, Αθήνα 1991.
• Μαρωνίτης Δ.Ν., Γιάννης Ρίτσος. Μελετήματα, Πατάκης, Αθήνα 2013.
• Μαρωνίτης Δ.Ν., Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά. Α-
λεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Κέδρος, Αθήνα 1976.

98
• Μέντη Δώρα, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση. Ιδεολογία και πρακτική, Κέδρος,
Αθήνα 1995.
• Μπενάτσης Απόστολος, Η ποιητική μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη, Επικαι-
ρότητα, Αθήνα 1991.
• Μπουρνάζος Στρατής, «Το «Μέγα Εθνικόν Σχολείον Μακρονήσου», 1947-
1950», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου,
ό.π, σσ. 115-145.
• Νικολακόπουλος Ηλίας, «Εκλογές στη Μακρόνησο», Ιστορικό τοπίο και ιστο-
ρική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σσ. 329-336.
• Νούτσος Παναγιώτης, Τάσος Λειβαδίτης. Ο κόσμος της ποίησής του, Κέδρος,
Αθήνα 2008.
• Ντουνιά Χριστίνα, «Το νησί ως εξορία στη νεοελληνική ποίηση: παραδείγμα-
τα συμβολικών και ρεαλιστικών τοπίων», Η Ελλάδα των νησιών από τη Φρα-
γκοκρατία ως σήμερα. Πρακτικά του Β’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών
Σπουδών (Ρέθυμνο 10 – 12 Μα ου 2002) (τόμος Α’), ό.π., σσ. 607-615.
• Παναγιωτόπουλος Παναγής, «Η αμετροέπεια της βίας, ο πόνος και η αναίρε-
ση της «αναμόρφωσης» στη Μακρόνησο», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη.
Το παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σσ. 285-302.
• Παπαθεοδώρου Γιάννης, «Η «πυκνοκατοικημένη ερημιά» των ποιητών της
Μακρονήσου. Γραφές της ιστορίας», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το
παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σσ. 227-244.
• Παππάς Κώστας, Η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου.(Στάση ζωής), Πελεκάνος,
Αθήνα 1990.
• Πιερά Ζεράρ, Γιάννης Ρίτσος. Η μακριά πορεία ενός ποιητή, Κέδρος, Αθήνα
1978.
• Ραυτόπουλος Δημήτρης, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Σοκόλης, Αθήνα
2
2004.
• Ρίτσος Γιάννης, Τροχιές σε διασταύρωση. Επιστολικά δελτάρια της εξορίας και
γράμματα στην Καίτη Δρόσου και τον Άρη Αλεξάνδρου (επιμέλεια Λίζυ Τσιρι-
μώκου), Άγρα, Αθήνα 2008.
• Σακελλαρόπουλος Παναγιώτης, «Ψυχικός πόνος και Μακρόνησος: Ενδοψυχι-
κές συγκρούσεις, διλήμματα και αδιέξοδα στην αντιμετώπιση της εξωτερικής

99
πραγματικότητας», Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μα-
κρονήσου, ό.π., σσ. 303-312.
• Σακελλαρόπουλος Τάσος, «Ίδρυση, διάρθρωση και λειτουργία του Οργανι-
σμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου, Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το
παράδειγμα της Μακρονήσου, ό.π., σσ. 147-157.
• Φιλοκύπρου Έλλη, Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας. Η ποιητική περιπέτεια
του Τάσου Λειβαδίτη, Νεφέλη, Αθήνα 2012.
• Ducrot O.– Todorov T., Dictionnaire éncyclopédique des sciences du langage,
Seuil, Paris 1972, σσ. 280-285.
• Foucault Michel, Surveiller et punir. Naissance de la prison, Gallimard, Paris
1975.
• Φουκώ Μισέλ, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Ράππα, Αθήνα
2005.
• Robin Régine, Le realisme socialiste. Une esthétique impossible, Payot, Paris
1986.
• Vaughan James C., Soviet socialist realism. Origins and theory, Macmillan,
London 1973.
• Zholkovsky Alexander, Themes and texts. Toward a poetics of expressiveness,
Cornell University Press, New York and London 1984.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
• Περιοδικό Το δέντρο, τεύχος 37-38, Μάρτης – Απρίλης 1988.
• Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 205, 21/12/1988.
• Περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τεύχος 2-4, περίοδος Δ’, Οκτ. – Δεκ. 1950.
• Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 5, Μάιος 1955.
• Περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 3, Απρίλης – Ιούνης 1994.

100

Você também pode gostar