Você está na página 1de 19

Ειρηνοδικείο Χανίων 442/ 2016

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Απόστολο Μαλακωνάκη, Ειρηνοδίκη Χανίων.

Περίληψη. Άσκηση ανακοπής για την ακύρωση διαταγής πληρωμής και


ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή. Απαίτηση από σύμβαση
καταναλωτικού δανείου. Τράπεζες. Διακανονισμός χρεών, μεταφορά δανείου
και αναχρηματοδότηση ή ομαδοποίηση πολλών δανείων σε ένα, από τα
πιστωτικά ιδρύματα. Νομική φύση της σύμβασης αυτής. Ανανέωση ενοχής.
Λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της σύμβασης ανανέωσης, η επέλευση των
αποτελεσμάτων της εξαρτάται και από την εγκυρότητα της νέας ενοχής. Αν η
νέα ενοχή είναι άκυρη, δεν υπάρχει ανανέωση και δεν αποσβήνεται η αρχική
ενοχή. Ένας συμβιβασμός δεν αποτελεί ανανέωση, παρά μόνο αν ρητώς
διατυπώσουν αυτή τη βούληση τα συμβαλλόμενα μέρη. Ελαττωματική
δικαιοπραξία. Εικονικότητα. Σε περίπτωση που ο δηλών είναι άμεσος
αντιπρόσωπος άλλου, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση
του αντιπροσώπου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και όχι του
αντιπροσωπευόμενου. Δήλωση βούλησης λόγω πλάνης.

Η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή της διώκει για τους αναφερόμενους
σε αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ’ αριθμόν 59/2014 διαταγής πληρωμής
του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει
στην καθ’ ης το ποσό των 7.237,01 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικής
δαπάνης και της από 5-2-2014 επιταγής προς πληρωμή, που έχει καταχωρηθεί
κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω
διαταγής πληρωμής. Οι ανωτέρω ανακοπές με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα
παραδεκτώς σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο (άρθρα 218 παρ. 1, 585 παρ. 1
ΚΠολΔ), αφού και οι δύο ανακοπές υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο
αρμόδιο δικαστήριο και δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας, επιπλέον δε η
σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου,
σύγχυση (ΑΠ 337/2006, ΕφΑθ 547/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,
ΕφΑθ 2809/2007 ΕΦΑΔ 2008 σελ.715, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλΔνη 2008 σελ.1099,
ΜΠρΡοδ 67/2012, ΜΠρΡοδ 8/2012, ΜΠρΑθ 227/2011, Α’ Δημοσίευση ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣερ 98/2007, ΑΡΜ 2008/721 & ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΝικ 23/2007,
Α΄Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2008/611 και Νικολόπουλος σε Κεραμέα -
Κονδύλη - Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος ΙΙ, άρθρο 933 αρ. 12 σελ. 1775). Οι υπό
κρίση ανακοπές, οι οποίες ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα
άρθρα 632, 934 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με
τα άρθρα τέταρτο και όγδοο αντίστοιχα του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015
(άρθρο ένατο παρ. 2 και 3 του ως άνω Νόμου), δεδομένου ότι η
προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκαν
στην ανακόπτουσα την 11-2-2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. 91Δ/11-2-2014 έκθεση
επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χανίων ...), το δε
δικόγραφο των προς ακύρωση αυτών ανακοπών κατατέθηκε στη γραμματεία
του παρόντος Δικαστηρίου την 28-2-2014 και επιδόθηκε στην καθ’ ης την 04-
03-2014 (βλ. την υπ’ αριθμόν .../4-3-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού
επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ......), αρμόδια και παραδεκτά εισάγονται
για να συζητηθούν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 7, 9, 10, 14 παρ. 1α, 632, 585 και 933 ΚΠολΔ κατά την
τακτική διαδικασία (άρθρα 270 επ. ΚΠολΔ, άρθρο 9 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ), κατά
την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (σύμβαση καταναλωτικού
δανείου), με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής,
καθόσον, κατά την ορθότερη άποψη που ασπάζεται και το παρόν Δικαστήριο,
ακόμα και μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012, δυνάμει
του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 632 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν
την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015
(άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω Νόμου), η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής
εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την
απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής
δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα
εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που
εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ [βλ.
Αρβανιτάκη, Η Διαταγή Πληρωμής (2012) σελ. 347-348, Κατρά, Δνη 53/490
(παρ. 3), ΕιρΧαν 686- 687-688-713/2013, Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ανακόπτουσας
που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με
την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού του Δικαστηρίου, από
όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως
προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε
για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της
κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
Με την υπ’ αριθμ. ... σύμβαση καταναλωτικού δανείου, που καταρτίστηκε την
21-5-2013 στα Χανιά, μεταξύ των εκπροσώπων της καθ’ ης η ανακοπή και της
ανακόπτουσας, χορηγήθηκε στην τελευταία δάνειο ποσού 7.100 ευρώ, το
οποίο συμφώνησε να εξοφλήσει κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες
που αναφέρονται στην υπογραφείσα σύμβαση, με σκοπό την χρηματοδότηση
και εξόφληση των οφειλών της από δύο προγενέστερες συμβάσεις
καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας (με αριθμούς λογαριασμού ...
και ... αντίστοιχα) που επίσης είχε καταρτίσει με την καθ’ ης. Προς
εξυπηρέτηση του δανείου αυτού τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. ... λογαριασμός από 23-
5-2013 μέχρι 17-10-2013, οπότε η καθ’ ης τον έκλεισε. Παράλληλα, την 1-11-
2013, κοινοποίησε στην ανακόπτουσα την από 17-10-2013 εξώδικη καταγγελία
- πρόσκληση, με την οποία της γνωστοποίησε την καταγγελία της σύμβασης
καταναλωτικού δανείου και το κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού και την
προσκάλεσε να εξοφλήσει το υπόλοιπο, ύψους 7.237,01 ευρώ. Λόγω μη
εξόφλησης του ποσού αυτού, μετά από σχετική αίτηση της πιστώτριας
Τράπεζας, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 59/2014 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής
του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία η ανακόπτουσα
υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 7.237,01
ευρώ με τους νόμιμους τόκους και τα δικαστικά έξοδα.

Ια. Σύμφωνα με το άρθρο 871 του Α.Κ., με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι


συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους, ή μια
αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η
επισφαλής απαίτηση. Αν δεν υπάρχει φιλονικία ή αβεβαιότητα ή η υπάρχουσα
λύεται με υποχώρηση μόνο του ενός εκ των μερών, τότε δεν πρόκειται για
συμβιβασμό, αλλά για άλλου είδους σύμβαση (όπως π.χ. αναγνώριση
απαιτήσεως, άφεση χρέους, παραίτηση, δωρεά κ.λ.π.). Κατά την έννοια αυτή ο
συμβιβασμός ενδέχεται να έχει αναγνωριστικό απλώς χαρακτήρα της
υφιστάμενης ήδη παλαιάς ενοχής, οπότε αυτή διατηρεί τη φύση και τις
ασφάλειές της, ενδέχεται όμως να έχει δημιουργικό ή ανανεωτικό χαρακτήρα,
εφόσον πάντως από το περιεχόμενο της σχετικής σύμβασης συνάγεται σαφώς
σκοπός ανανέωσης, δηλαδή κατάργηση της υφισταμένης ενοχής και
αντικατάστασή της με τη συνιστώμενη με το συμβιβασμό νέα ενοχή (ΑΠ
1663/2013, ΑΠ 990/2007, ΕφΑθ 9910/1988, ΕφΑθ 10357/1988). Περαιτέρω,
στην τραπεζική πρακτική απαντάται συχνά το φαινόμενο του διακανονισμού
χρεών, μεταφοράς δανείου και αναχρηματοδότησης στα οποία προβαίνουν τα
πιστωτικά ιδρύματα ή και στην παραπλήσια ομαδοποίηση πολλών δανείων σε
ένα. Καταρχάς, η συγκεκριμένη σύμβαση αντιμετωπίζεται ως συμβιβασμός
κατά το άρθρο 871 ΑΚ ή κατά περιπτώσεις και ως ανανέωση κατά το άρθρο
436 ΑΚ. Δηλαδή ο πιστωτής-τράπεζα και ο οφειλέτης υποχωρούν αμοιβαίως
και δέχονται οι ληξιπρόθεσμες και μη δόσεις ενός ή πολλών δανείων να
καταβληθούν σε διαφορετικό χρόνο και ποσό σε σύγκριση με την αρχική
συμφωνία. Ως συμβιβασμός αποτελεί μόνο τροποποίηση των όρων
αποπληρωμής, δηλαδή του χρόνου, των δόσεων αποπληρωμής της υπαρκτής
οφειλής και ενδεχομένως και του ποσού εξόφλησης της ίδιας οφειλής-
υποχρέωσης, στοιχεία που γίνονται δεκτά από τη νομολογία. Η νομολογία
ορίζει ότι ένας συμβιβασμός δεν αποτελεί ανανέωση κατά την έννοια του
άρθρου 436 ΑΚ, παρά μόνο αν ρητώς διατυπώσουν αυτή τη βούληση τα
συμβαλλόμενα μέρη. Σε έναν συμβιβασμό υπάρχει κατά κανόνα μόνο
επιβεβαίωση υφιστάμενης οφειλής με τροποποίηση των όρων αποπληρωμής.
Μόνη περίπτωση ανανέωσης της παλαιάς με νέα οφειλή υπάρχει στην
περίπτωση, κατά την οποία ο συμβιβασμός επιφέρει δημιουργικά
αποτελέσματα με κατάργηση της παλαιάς σχέσης και δημιουργία νέας, κάτι το
οποίο όμως πρέπει να προκύπτει από τη βούληση των μερών. Εν αμφιβολία δεν
προκύπτει κατάργηση της παλαιάς οφειλής και ανάληψη νέας. Υπάρχει μόνο
τροποποίηση των όρων αποπληρωμής της υπάρχουσας οφειλής. Συνεπώς,
πρέπει να προκύπτει ρητώς από τη συμφωνία των μερών (πιστωτή και
οφειλέτη), ότι η αναχρηματοδότηση και ο διακανονισμός οφειλών αποτελεί
κατάργηση των παλαιών οφειλών και ανάληψη νέας οφειλής (Ι. Βενιέρη - Θ.
Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η
έκδοση, σελ. 176-177). Επίσης, χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανανέωσης είναι
η απόσβεση (και όχι απλώς η αλλοίωση) της παλαιάς ενοχής λόγω της
αντικατάστασής της με νέα. Η δημιουργούμενη ενοχή, συνεπώς, πρέπει να
περιλαμβάνει «κάτι το νέο» σε σχέση με την παλαιά, το οποίο μπορεί να αφορά
στο περιεχόμενο, την αιτία ή τα υποκείμενα της ενοχής. Ειδικότερα, διαφορά
στο περιεχόμενο της νέας ενοχής (σε σχέση με το περιεχόμενο της παλαιάς)
υπάρχει και όταν η νέα ενοχή πρέπει να εκπληρωθεί με διαφορετικούς (πιο
ευμενείς ή πιο δυσμενείς) όρους. Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν σύμβαση δανείου
αντικαθίσταται, κατόπιν εξοφλητικής απόδειξης, από νέα σύμβαση δανείου με
αντικείμενο το ήδη οφειλόμενο ποσό (βλ. ΠΠρΑθ 4519/1995 Αρμ 1997. 995),
αφού οι όροι της νέας οφειλής διαφέρουν από τους όρους της παλαιάς,
τουλάχιστον ως προς τον χρόνο εκπλήρωσης. Η απόσβεση της παλαιάς ενοχής
έχει ως συνέπεια ότι οι αξιώσεις που απορρέουν από αυτή καταργούνται και
δεν μπορούν να ασκηθούν, παρά μόνο στον βαθμό που συμφωνείται στο
πλαίσιο της νέας ενοχής. Εννοείται, ότι η συνέπεια αυτή ισχύει τόσο για
αξιώσεις πρωτογενείς (π.χ. καταβολής τιμήματος σε σύμβαση πώλησης ή
τόκου σε σύμβαση έντοκου δανείου), όσο και για αξιώσεις δευτερογενείς (π.χ.
αποζημίωσης), που υπεισέρχονται στη θέση των πρωτογενών αξιώσεων λόγω
αδυναμίας εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της ενοχής. Το ίδιο ισχύει
αναφορικά με ενστάσεις από την παλαιά ενοχή (π.χ. ένσταση μη
εκπληρωθέντος συναλλάγματος, ΑΚ 374), οι οποίες δεν επιτρέπεται να
προβληθούν στο πλαίσιο της νέας ενοχής, διότι αυτή παρουσιάζει αυτοτέλεια.
Εξαίρεση ισχύει για τις ενστάσεις της ακυρότητας και της ακυρωσίας της
παλαιάς ενοχής, οι οποίες μπορούν να προβληθούν με τους όρους της ΑΚ 437.
Η απόσβεση της παλαιάς (κύριας) ενοχής επιφέρει και την απόσβεση των
παρεπόμενων αυτής δικαιωμάτων π.χ. για τόκο ή ποινική ρήτρα. Ειδικότερα,
με την ανανέωση η παλαιά ενοχή παύει να είναι τοκοφόρος, τόκοι δε που έχουν
ήδη γεννηθεί επιτρέπεται να απαιτηθούν, αν συμφωνήθηκε η κεφαλαιοποίησή
τους στη νέα απαίτηση. Άλλο ζήτημα είναι, βεβαίως, ότι αντικείμενο
ανανέωσης μπορεί να αποτελεί η ίδια η ενοχή τόκου, οπότε η νέα ενοχή ως
τέτοια δεν αφορά στην παροχή τόκων, αλλά είναι μία συνηθισμένη χρηματική
παροχή, η οποία δεν υπόκειται πρωτογενώς στον περιορισμό της ΑΚ 296 περί
τοκοδοσίας. Η ΑΚ 437 αφορά στο ειδικό ζήτημα της εγκυρότητας της
ανανέωσης στην περίπτωση που η παλαιά ενοχή είναι άκυρη (ΑΚ 437 παρ. 1) ή
ακυρώσιμη (ΑΚ 437 παρ. 2).
Σύμφωνα με την ΑΚ 437 παρ. 1, η ακυρότητα της παλαιάς ενοχής έχει ως
συνέπεια την ακυρότητα και της σύμβασης ανανέωσης, εκτός αν προκύπτει
ότι η ανανέωση περιέχει επικύρωση της άκυρης ενοχής. Η ρύθμιση αυτή είναι
απόρροια του αιτιώδους χαρακτήρα της σύμβασης ανανέωσης, με την έννοια
ότι η αντικατάσταση με νέα ενοχή προϋποθέτει την ύπαρξη ορισμένης και
μάλιστα έγκυρης ενοχής. Λόγω λοιπόν του αιτιώδους χαρακτήρα της
σύμβασης ανανέωσης, η επέλευση των αποτελεσμάτων της εξαρτάται και από
την εγκυρότητα της νέας ενοχής. Αν η νέα ενοχή είναι άκυρη, δεν υπάρχει
ανανέωση και δεν αποσβήνεται η αρχική ενοχή (Μπεχλιβάνης σε ΣΕΑΚ Απ.
Γεωργιάδη, έκδ. 2010, υπό τα άρθρα 436-437, σελ. 892-894).

Ιβ. Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 180, 211 και 214 Α.Κ. προκύπτουν τα
εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά
αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική
είναι λοιπόν η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να
δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης
χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής.
Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή
δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για
την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της
εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Σε περίπτωση που ο
δηλών είναι άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, εικονική είναι η δήλωση βούλησης,
η οποία σε γνώση του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευομένου δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (ΑΠ 633/2006). Ειδικότερα, από την
διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, κατά την οποία η εικονικότητα δεν βλάπτει
εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την, προκύπτει ότι η εικονικότητα και η
από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε εν
γνώσει αυτής, όχι δε και κατά εκείνου που την αγνοεί. Έτσι, στην
εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία
όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η
σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες.
Διαφορετικά, αν μόνο ένας των συμβαλλομένων δηλώνει εικονικά ότι
δεσμεύεται από σύμβαση, ενώ δεν έχει τέτοια θέληση, δεν ακυρώνεται η
σύμβαση εξ αυτού, εφόσον ο άλλος την εξέλαβε ως ισχυρά. Για την
εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα
βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο
ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της
δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει
ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε
αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος
κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939
Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου. Η κατά τα άνω
ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από
καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180
ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 2260/2014, ΑΠ 160/2013).

Ιγ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 140 - 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση
δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του
δηλούντος, έχει αυτός το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της
δικαιοπραξίας. Πλάνη υπάρχει και όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή
του με νόημα διαφορετικό εκείνου που πράγματι έχει από το νόμο, ή αγνοούσε
τις έννομες συνέπειες της δηλώσεώς του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει
έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο
διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης αν αναφέρεται σε
σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που
πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Η
άγνοια όμως πρέπει να είναι ανεπίγνωτη και όχι συνειδητή, γιατί αυτός που
γνωρίζει ότι βρίσκεται σε άγνοια ή διατηρεί αμφιβολίες για την αλήθεια
ορισμένης κατάστασης και παρ’ όλα αυτά ενεργεί δεν βρίσκεται σε πλάνη,
όπως λ.χ. όταν κάποιος υπογράφει έγγραφο τελώντας εν γνώσει ότι αγνοεί το
περιεχόμενό του ή ότι δεν το έχει κατανοήσει ή ότι δεν γνωρίζει τις έννομες
συνέπειες (βλ. ΕφΑθ 7466/1988 ΕλλΔνη 30, σελ. 147-149, ΕφΑθ 5820/1996 ΔΕΕ
4, 375, ΕφΘεσ 1397/1999 ΔΕΕ 5, 1154, ΠΠρΚερκ 126/2000, ΙΟΝ.ΕΠΙΘ.Δ
2001/100). Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 ΑΚ, η πλάνη που
αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως δεν είναι
ουσιώδης και δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας. Αν όμως τα
παραγωγικά αίτια τέθηκαν ως αίρεση ή αν συζητήθηκαν πριν από την
κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής, κατά
τη θέληση αμφοτέρων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη, η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και μπορεί
να επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν τα περιστατικά επί των οποίων
τα μέρη κυρίως στήριζαν τη σύναψη της σύμβασης, ως δικαιοπρακτικό της
θεμέλιο, δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανατράπηκαν (βλ. ΟλΑΠ 35/1998,
ΟλΑΠ 5/1990, ΑΠ 80/2007, ΑΠ 943/2006, ΕφΘεσ 1027/2010, ΕφΠατρ 609/2003,
ΜΠρΑθ 6204/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις
διατάξεις των άρθρων 140, 141, 154, 180 και 184 Α.Κ. η ακύρωση
δικαιοπραξίας λόγω ουσιώδους πλάνης επέρχεται δια δικαστικής αποφάσεως
και δικαιούται να την ζητήσει, με αγωγή ή ένσταση, εκείνος που πλανήθηκε (ή
ο κληρονόμος του), η ακυρώσιμη δε δικαιοπραξία, όταν ακυρωθεί,
εξομοιώνεται προς άκυρη, εξ αρχής, και θεωρείται ως μη γενόμενη (με
επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν δικαιώματα τα οποία τρίτος απέκτησε
από σύμβαση που ακυρώθηκε). Στην περίπτωση που λόγος ανακοπής εναντίον
διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή αυτή
οφειλόμενο από δικαιοπραξία, πλήττει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν πλάνης
εις βάρος του ανακόπτοντος, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της
διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί ακυρώσεως της
δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που
αποτελεί τη βάση της ενστάσεως. Αφού, σε τέτοια περίπτωση, ζητείται
πραγματικά και η ακύρωση της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140,
141 και 154 εδάφ. β’ του Α.Κ., κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού
δικαιώματος για πρόκληση της δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν
προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης
βουλήσεως (ΑΠ 1096/2006, ΑΠ 77/1991, ΕφΔωδ 70/2014, ΕφΛαρ 576/2011,
ΠΠρΚορ 104/2012).

Με τον 1ο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα εκθέτει ότι η καθ’ ης


εκμεταλλευόμενη την απειρία της και τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις
της και προκειμένου να την επιβαρύνει με επιπρόσθετους τόκους και έξοδα,
ονόμασε ψευδώς την καταρτισθείσα μεταξύ τους σύμβαση πίστωσης, για το
κατάλοιπο της οποίας ζήτησε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής
πληρωμής, ως νέο καταναλωτικό δάνειο, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο
για απλή τροποποίηση (διακανονισμό) των όρων δύο παλαιότερων δανειακών
συμβάσεων (καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας) που είχε συνάψει
με την καθ’ ης και οι οποίες ουδέποτε καταργήθηκαν αντικαθιστάμενες με τη
δήθεν νέα σύμβαση. Συνεπεία των παραπάνω, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η
παραπάνω σύμβαση ήταν εικονική και ως εκ τούτου απολύτως άκυρη, καθώς
φαινομενικά καταρτίσθηκε αυτή ως νέα σύμβαση καταναλωτικού δανείου η
οποία επέφερε την κατάργηση - απόσβεση των δύο προηγουμένων συμβάσεων
(καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας). Επικουρικά δε εκθέτει ότι η
ένδικη σύμβαση καταναλωτικού δανείου είναι ακυρώσιμη, ως προϊόν πλάνης
και μάλιστα ουσιώδους, καθώς πίστευε εσφαλμένα ότι υπογράφει σύμβαση
απλής τροποποίησης - διακανονισμού των δύο προηγουμένων δανειακών
προϊόντων με ευνοϊκότερους όρους αποπληρωμής τους, ενώ στην
πραγματικότητα υπέγραφε νέα σύμβαση καταναλωτικού δανείου, η οποία με
τους όρους της όχι μόνο δεν συνέβαλε στην άμβλυνση της αδυναμίας
εκπλήρωσης των δανειακών υποχρεώσεων που έως τότε είχε αναλάβει, αλλά
αντίθετα αυτή κεφαλαιοποίησε τους παράνομους τόκους και έξοδα και τους
ανατοκισμούς αυτών που της είχαν επιβληθεί με τους καταχρηστικούς όρους
των δύο προηγουμένων συμβάσεων, υποχρεώνοντάς την παράλληλα να
παραιτηθεί του δικαιώματός της να προβάλλει δικαστικά την ακυρότητα των
ως άνω όρων και κατ’ επέκταση να διεκδικήσει από την καθ’ ης όσα
αχρεωστήτως της κατέβαλε κατ’ εφαρμογή τους, γεγονός το οποίο εάν
γνώριζε εξαρχής δεν θα προέβαινε στην σύναψη της νέας επίδικης σύμβασης.
Σε κάθε περίπτωση δε, εκθέτει, ότι, ακόμη και αν δεν ήθελε κριθεί ακυρωτέα η
επίδικη σύμβαση ως προϊόν πλάνης, αυτή πρέπει να κριθεί άκυρη ως
καταχρηστική κατά το προαναφερόμενο περιεχόμενό της.
Στον πρώτο όρο της επίδικης δανειακής σύμβασης προβλέπονται τα ακόλουθα:
«1.1. Το δάνειο ανέρχεται στο ποσό που αναγράφεται στο Παράρτημα και
χορηγείται στον Οφειλέτη κατόπιν σχετικού αιτήματός του με σκοπό την
ολοσχερή αποπληρωμή των οφειλών του προς την Τράπεζα από τις
χορηγήσεις που αναγράφονται στην Αίτηση. Ο Οφειλέτης αναγνωρίζει ότι σε
περίπτωση αποπληρωμής με το Δάνειο οφειλών του από σύμβαση χορήγησης
στην οποία είχε συνομολογηθεί όρος περί επιστροφής οιουδήποτε ποσού τόκων
εφ’ όσον ο Οφειλέτης ήταν ενήμερος κατά τη διάρκειά της, ο όρος αυτός δεν
εφαρμόζεται, αφού προϋποθέτει την αποπληρωμή των οφειλών με δικά του
κεφάλαια και όχι με χορήγηση άλλου δανείου από την Τράπεζα και δηλώνει
ότι παραιτείται από κάθε σχετική αξίωση……1.2. Το Δάνειο εκταμιεύεται εφ’
άπαξ, με πίστωση του καταθετικού λογαριασμού του Οφειλέτη…….και τον
οποίο υποχρεούται να τηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της παρούσας και
εξουσιοδοτεί την Τράπεζα να πιστώσει με το ποσό του Δανείου
αναγνωρίζοντας ανεπιφύλακτα την πίστωση ως καταβολή. Εν συνεχεία η
Τράπεζα, δυνάμει ειδικής προς τούτο εντολής που της δίδει ο Οφειλέτης με
την παρούσα: (α) προβαίνει στην ολοσχερή εξόφληση, από το προϊόν της
εκταμίευσης του Δανείου, των χρεωστικών υπολοίπων των λογαριασμών
χορηγήσεων που αναγράφονται στην Αίτηση καθώς και κάθε άλλης οφειλής
του Οφειλέτη που σχετίζεται με τις οικείες συμβάσεις και (β) κλείνει οριστικά
όλους αυτούς τους λογαριασμούς, ανεξαρτήτως του εάν εμφάνιζαν χρεωστικό
υπόλοιπο ή όχι, της παρούσας επέχουσας θέση συμφωνίας για λύση των
αντιστοίχων συμβάσεων και όλων των τυχόν συνδεδεμένων με τους εν λόγω
Λογαριασμούς εντολών του Οφειλέτη, παγίων και μη……Τυχόν υπόλοιπο από
το προϊόν του Δανείου που απομένει μετά την εξόφληση των ως άνω οφειλών
του, ο Οφειλέτης εντέλλεται στην Τράπεζα να το φέρει ολόκληρο σε πίστωση
του δανειακού Λογαριασμού του επόμενου όρου, προς ισόποση μερική
αποπληρωμή του δανείου». Από το περιεχόμενο του προεκτεθέντος όρου
συνάγεται η ρητή βούληση των συμβαλλομένων μερών για κατάργηση των
οφειλών που είχαν αναληφθεί από τις δύο προηγηθείσες συμβάσεις
καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας (με αριθμούς λογαριασμού ...
και .. αντίστοιχα) και η αντικατάστασή τους με τη νέα οφειλή που αναλήφθηκε
δυνάμει της επίδικης σύμβασης καταναλωτικού δανείου, με αποτέλεσμα η
τελευταία (επίδικη σύμβαση) να πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ανανέωση κατά
το άρθρο 436 ΑΚ και όχι ως απλός συμβιβασμός κατά το άρθρο 871 ΑΚ,
σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχ. Ια μείζονα σκέψη. Ο λόγος
αυτός ανακοπής κατά την κύρια βάση του (εικονικότητα) πρέπει να απορριφθεί
ως μη νόμιμος, καθώς από τα ιστορούμενα σε αυτόν προκύπτει ότι η
ανακόπτουσα δεν γνώριζε κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ότι η
τελευταία καταρτίσθηκε ως νέα σύμβαση που κατήργησε τις δύο
προηγούμενες, ενώ αντιθέτως η καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα ήταν η μόνη που
το γνώριζε, και ως εκ τούτου ελλείπει το ουσιώδες για την εικονικότητα μιας
σύμβασης στοιχείο της γνώσης και συμφωνίας όλων των συμβαλλομένων
μερών για την εικονικότητα, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην
προηγηθείσα υπό στοιχ. Ιβ μείζονα σκέψη. Ως προς την πρώτη επικουρική του
βάση (πλάνη) ο παραπάνω λόγος της ανακοπής παραδεκτά προβάλλεται εντός
της διετούς προθεσμίας του άρθρου 157 ΑΚ, αφού κατά τα ιστορούμενα από
την ανακόπτουσα, η επίδικη σύμβαση καταρτίστηκε στις 21-5-2013, η υπό
κρίση δε ανακοπή της με την οποία προβάλλεται ο σχετικός λόγος,
κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 28-2-2014 και
επιδόθηκε στην καθ’ ης την 04-03-2014. Περαιτέρω, είναι και νόμιμος
στηριζόμενος στα άρθρα 147 επ. ΑΚ., αφού σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται
στην ως άνω υπό στοιχ. Ιγ νομική σκέψη, το αίτημα της ανακοπής για
ακύρωση της διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί
ακυρώσεως της δικαιοπραξίας - σύμβασης καταναλωτικού δανείου δυνάμει
της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, ως προϊόν πλάνης,
σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που αποτελεί τη βάση της ενστάσεως,
και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία του. Καταρχήν, ο ισχυρισμός
της ανακόπτουσας ότι πλανήθηκε ως προς τις έννομες συνέπειες που επέφερε
η επίδικη σύμβαση, ήτοι της κατάργησης των δύο προηγουμένων δανειακών
συμβάσεων και της εντεύθεν αδυναμίας αξίωσης των αχρεωστήτως
καταβληθέντων εκ μέρους της βάσει των άκυρων και καταχρηστικών όρων
που περιέχονταν στις εν λόγω καταργηθείσες συμβάσεις, κρίνεται αλυσιτελής,
καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. Ια μείζονα σκέψη, η κατ’
άρθρο 436 ΑΚ ανανέωση δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως την επικύρωση της
αποσβεσθείσας παλαιάς άκυρης ενοχής, αλλά απαιτείται να συνάγεται σαφώς
κάτι τέτοιο από την ίδια τη σύμβαση ανανέωσης (ΑΚ 437 παρ. 1), πράγμα που
δεν συμβαίνει στην περίπτωση της επίδικης σύμβασης, αφού από κανένα
σημείο της δεν προκύπτει ούτε ρητή ούτε σιωπηρή επικύρωση, με αποτέλεσμα
η ανακόπτουσα να εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα προβολής τυχόν
ακυροτήτων των δύο προγενέστερων συμβάσεων (καταναλωτικού δανείου και
πιστωτικής κάρτας). Σε κάθε περίπτωση πάντως, ακόμη και αν ήθελε κριθεί
ότι με την επίδικη σύμβαση επήλθε επικύρωση των όποιων ακυροτήτων των
δύο προηγουμένων συμβάσεων, η πλάνη της ανακόπτουσας ως προς την
αδυναμία της να προβάλει τις εν λόγω ακυρότητες δεν θα ήταν ουσιώδης,
αφού, όπως θα γίνει σαφές και πιο κάτω κατά την εξέταση των υπολοίπων
λόγων ανακοπής, η νομολογία έχει επανειλημμένα κρίνει υπέρ της
νομιμότητας όλων σχεδόν των κρίσιμων ΓΟΣ που περιέχονται στις δανειακές
συμβάσεις, με σημαντικότερο αυτόν της επιβολής κυμαινόμενου επιτοκίου
μεγαλύτερου του εξωτραπεζικού, με μοναδικές εξαιρέσεις την απαγόρευση
του ανατοκισμού της εισφοράς του Ν. 128/1975 και της επιβολής πάσης
φύσεως προμηθειών, που όμως, λόγω των μικρών χρεώσεων που συνεπάγονται
οι ως άνω ήσσονος σημασίας ΓΟΣ, η αναγνώριση της ακυρότητάς τους έχει
κατ’ αναλογία πολύ περιορισμένο αντίκτυπο και στη μείωση του συνολικού
χρέους του εκάστοτε δανειολήπτη, με συνέπεια η ανακόπτουσα να μην έχει να
αποκομίσει ιδιαίτερη οφέλη από την προβολή της ακυρότητάς τους, και ως εκ
τούτου η τελευταία, ακόμα και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση, θα
συνέπραττε και πάλι στην κατάρτιση της επίδικης σύμβασης, αφού η πλάνη
της δεν θα αναφερόταν σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία. Η
συμφωνία ευνοϊκότερων όρων αποπληρωμής σε σχέση με εκείνους των δύο
προηγουμένων συμβάσεων, υπήρξε το δικαιοπρακτικό θεμέλιο της νέας
σύμβασης, ως προς το οποίο η ανακόπτουσα ουδόλως βρισκόταν σε πλάνη,
αφού πράγματι συνομολογήθηκαν ευνοϊκότεροι όροι και συγκεκριμένα ότι η
διάρκεια του νέου δανείου θα ήταν 96 μήνες, το δε επιτόκιο σταθερό 8% για
24 μήνες [περίοδος τοκοπληρωμής κατά την οποία η μηνιαία δόση θα
ανερχόταν σε 50,20 ευρώ (βλ. το από 23-5-2013 statement της καθ’ ης)] και
στη συνέχεια κυμαινόμενο ανερχόμενο κατά το χρόνο υπογραφής της
σύμβασης σε 12%, πλέον της εισφοράς του ν. 128/75 (0,60%). Ο μάρτυρας της
ανακόπτουσας (γιος της) ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του πλανήθηκε πέραν των
άλλων και ως προς το ύψος του συμφωνηθέντος επιτοκίου, επικαλούμενος
εκτός από τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις της (απόφοιτος δημοτικού)
και το γεγονός ότι αυτή την τελευταία τριετία (από το 2013) πάσχει από
γεροντικά άνοια. Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ουσία αβάσιμος, καθώς, κατά
τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν μπορεί να γίνει λογικά πιστευτό ότι η
ανακόπτουσα, παρά τις περιορισμένες γραμματικές γνώσεις της, δεν ήταν σε
θέση να κατανοήσει τον κρισιμότερο όρο μίας δανειακής σύμβασης, ήτοι το
ύψος του επιτοκίου, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το παρελθόν είχε ήδη
συνάψει άλλες δύο δανειακές συμβάσεις. Άλλωστε δεν αποδείχθηκε ότι η
ανακόπτουσα είχε συμπτώματα γεροντικής άνοιας ήδη κατά τον κρίσιμο χρόνο
σύναψης της επίδικης σύμβασης, καθώς η προσκομιζόμενη από την τελευταία
εντός του τριημέρου της προσθήκης-αντίκρουσης ιατρική βεβαίωση της
Νευρολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων «Ο Άγιος Γεώργιος»
που πιστοποιεί την ύπαρξη της εν λόγω ασθένειας από τριετίας, δεν
συντάχθηκε σε ανύποπτο χρόνο πριν την κατάθεση της υπό κρίση ανακοπής,
αλλά στις 18-10-2016 αμέσως μετά την συζήτησή της, με προφανή σκοπό να
χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη και ως εκ τούτου δεν κρίνεται από το
Δικαστήριο ως αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο. Αφού, κατόπιν όλων αυτών,
απορριφθεί ο υπό κρίση λόγος ανακοπής και ως προς την πρώτη επικουρική
βάση του (πλάνη), απορριπτέος πρέπει να κριθεί και ως προς την δεύτερη
επικουρική βάση του (καταχρηστικότητα του πρώτου όρου της σύμβασης),
σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω για τη νομική φύση και το
περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης.
IΙ. Με τους 2ο και 3ο λόγους της ανακοπής, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου
της, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η
από 5-2-2014 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αυτής είναι ακυρωτέες λόγω
αοριστίας και μη έγγραφης απόδειξης του κονδυλίου των τόκων, διότι τόσο η
αίτηση της καθ’ ης προς έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής,
όσο και η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής με την από 5-2-2014 επιταγή
προς πληρωμή, δεν περιέχουν όλα τα αναγκαία κατά το νόμο στοιχεία,
καθόσον δεν διαλαμβάνουν αναλυτικά το τυχόν κυμαινόμενο επιτόκιο που
ίσχυσε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης και το τυχόν επιτόκιο
υπερημερίας των ληξιπρόθεσμων τόκων, ούτε τα ανωτέρω στοιχεία
προκύπτουν αναλυτικά από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση έγγραφα που
προσκομίσθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Χανίων για την έκδοση της
ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Σε κάθε περίπτωση δε ισχυρίζεται
ακυρότητα α) του όρου περί της αποδεικτικής δύναμης των αποσπασμάτων
της κίνησης του λογαριασμού που εξάγεται από τα βιβλία της καθ’ ης ως
αντίθετου στο άρθρο 2 παρ. 6 και 7 παρ. 2 περ. κζ΄ του Ν. 2251/1994 και β)
του όρου περί της πλασματικής αναγνώρισης χρέους ως αντίθετου στο άρθρο
2 παρ. 7 περ. κζ΄ του Ν. 2251/1994.
Οι λόγοι αυτοί, κατά το σκέλος της αοριστίας και της μη έγγραφης
απόδειξης, είναι μη νόμιμοι και συνεπώς απορριπτέοι, διότι στις τραπεζικές
συμβάσεις γίνεται δεκτό πως όταν υφίσταται μεταξύ της τράπεζας και του
πελάτη έγκυρη συμφωνία ότι το κατάλοιπο του λογαριασμού θα αποδεικνύεται
με σχετικό απόσπασμα των βιβλίων της τραπέζης, τότε η αίτηση της
τράπεζας προς έκδοση διαταγής πληρωμής είναι ορισμένη αν αναφέρει ότι το
κατάλοιπο αποδεικνύεται κατά την συμφωνία των μερών από το απόσπασμα
των βιβλίων της, το οποίο επισυνάπτεται στην αίτηση, δεν είναι δε
απαραίτητο στην περίπτωση αυτή να παρατίθενται τα επιμέρους κονδύλια των
χρεοπιστώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο σχετικό
απόσπασμα, από το οποίο κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η
απαίτηση της πιστοδότριας Τράπεζας (ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 35/2011
ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 3009/1995 ΕλλΔνη 1992.1199, ΠΠρΣερ 40/2013 ΝΟΜΟΣ).
Εξάλλου, θεωρείται έγκυρη ως μη αντικείμενη στην δημοσία τάξη η συμφωνία
μεταξύ της Τράπεζας και του πιστούχου, κατά την οποία το απόσπασμα του
ηλεκτρονικώς τηρούμενου από την Τράπεζα λογαριασμού του πιστούχου θα
παρέχει πλήρη απόδειξη της οφειλής από τη χορήγηση του δανείου. Το
ανωτέρω απόσπασμα, σε συνδυασμό με τη σύμβαση χορήγησης του δανείου,
δύναται να στηρίξει την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου (ΑΠ
925/2002 ΕλλΔνη 2003.1298, ΑΠ 1116/1996 ΕλλΔνη 1997.1142, ΑΠ 1468/1995
ΕλλΔνη 1997.1580, ΕφΛαρ 596/2002 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2002.480, ΕφΛαρ 449/2000
ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2000.250, ΜΠρΡοδ 80/2001 ΕΤρΑξΧρΔ 2005.146, ΜΠρΡεθ 55/2004
ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση,
το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού
μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική
δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια αυτού βεβαιώνεται από
αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (αρθρ. 449 παρ. 1 του ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14
ν. 1599/1986) και συνεπώς μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της
πίστωσης, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του
πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων
στο απόσπασμα κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων (ΑΠ 1472/2004, ΑΠ
1458/1998, ΕλλΔνη 1999.1318, ΑΠ 558/1996, ΔΕΕ 1997.58, ΕλλΔνη
1995.1239). Ο σχετικός συνεπώς όρος σε συμβάσεις παροχής πίστωσης δεν
συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7
του ν. 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ`αυτού, δεδομένου ότι: α) δεν
αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται
από την πιστώτρια τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος
με τη χρήση και προσκομιδή ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος από τα
εμπορικά βιβλία της και β) δεν αποκλείεται ρητά το δικαίωμα ανταπόδειξης
από μέρους του πιστούχου, οπότε θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος
περιορισμός των αποδεικτικών μέσων του. Εξάλλου, το ύψος του επιτοκίου
βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει
ευθέως από το απόσπασμα που προσκομίζεται για την έκδοση διαταγής
πληρωμής, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο - χρόνος) επιτρέπουν
τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων, τοσούτο δε
μάλλον όταν στο αντίγραφο του λογαριασμού, όπως προκύπτει από την
επισκόπηση του τοιούτου που προσκομίστηκε για την έκδοση της
προσβαλλόμενης, έκαστο κονδύλιο τόκων (συμβατικοί, υπερημερίας,
ανατοκισμού κλπ) παρατίθεται λεπτομερώς (βλ. ΜΠρΛαμ 11/2015). Στην
προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του περιεχόμενου της
προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι η καθ’ ης η ανακοπή
προσκόμισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την έκδοσή της και συγκεκριμένα
την υπ’ αριθμ. .../21-5-2013 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, το απόσπασμα
από τα βιβλία της καθ’ ης του με αριθμό ... λογαριασμού της επίδικης
σύμβασης, το οποίο σύμφωνα με τον με αριθμό 2.4 όρο της σύμβασης
αναγνωρίζεται ότι αποτελεί πλήρη απόδειξη του εκάστοτε οφειλόμενου από
την ανακόπτουσα ποσού και από το οποίο προκύπτει επακριβώς ολόκληρη η
κίνηση του λογαριασμού του εν λόγω καταναλωτικού δανείου από την
ημερομηνία εκταμίευσής του μέχρι τις 17-10-2013 (οριστικό κλείσιμο του
λογαριασμού), την από 17-10-2013 καταγγελία της παραπάνω σύμβασης, που
κοινοποιήθηκε νόμιμα στην ανακόπτουσα, όπως αποδεικνύεται από την
προσκομιζόμενη με αριθμό...../1-11-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού
επιμελητή του Πρωτοδικείου Χανίων ... . Η δε σχετική αποδεικτική συμφωνία
έχει κριθεί ως έγκυρη σύμφωνα με τα όσα ορίζονται ανωτέρω. Επίσης, η
συμφωνία που προβλέπει ότι με αναγνώριση του περιεχομένου του
λογαριασμού ως προς τα κονδύλια, το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου και την
προς καταβολή δόση ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται
με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που θέτει η τράπεζα στον
πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος
λογαριασμού και του υπολοίπου, είναι έγκυρη, λαμβάνεται δε ως συμφωνία η
οποία προσδίδει στη σιωπή του πελάτη το νόημα αποδοχής της πρότασης, που
προέρχεται από την τράπεζα, προς κατάρτιση σύμβασης αναγνώρισης του
υπολοίπου (ΑΠ 470/2006 ΧρΙΔ 2006.638, ΑΠ 1458/2006, ΠολΠρΘεσ
31919/2007 δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ). Η
συμφωνία αυτή δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες
του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, καθόσον δεν αποτελεί συμφωνία περί
ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση του ενός από
τους συμβαλλόμενους, η οποία θα ήταν άκυρη κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, ούτε
όμως διαταράσσει την ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των
συμβαλλομένων μερών εις βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν
αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς περιορίζεται με την
παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να αμφισβητήσει το υπόλοιπο μέσα
στην ως άνω εύλογη προθεσμία (ΑΠ 1472/2004 δημοσιευμένη στην Τράπεζα
Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 117/2002, ΔΕΕ 2002.507), με
ισχυρισμούς ορισμένους, που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια και όχι με
γενική αμφισβήτηση της ορθότητας τήρησης των λογαριασμών ή του
υπολοίπου (ΕφΑθ 1334/1999, ΝοΒ 49.46, ΕφΑθ 43/1999, ΝοΒ 47.628). Συνεπώς,
ο σχετικός ισχυρισμός περί ακυρότητας του εν λόγω όρου είναι μη νόμιμος και
για τους ανωτέρω εκτεθέντες λόγους, πέραν του ότι εν προκειμένω η
προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν στηρίχθηκε στην πλασματική
αναγνώριση του χρέους.

IΙΙ. Η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75 από την τράπεζα στον
δανειοδοτούμενο δεν απαγορεύεται και είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην
διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/75, η οποία δεν καθιερώνει
απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό
κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των
επιτοκίων στα δάνεια (ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ
1558/2007, ΕφΛαρ 114/2007). Όμως ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν.
128/75 (μαζί με τους οφειλόμενους τόκους κεφαλαίου) είναι παράνομος,
καθόσον οι Τράπεζες δικαιούνται να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί
καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως
(ανατοκισμός), με την στενή έννοια και όχι τόκους επί προμηθειών, εξόδων και
εισφορών που ενυπάρχουν στη σύμβαση (ΑΠ 1782/2002 ΕλΔ 2002/1430, ΕφΛαμ
124/2007 Αρμ 2009/1190, ΜΠρΚορινθ 175/2013, ΕιρΑθ 3626/2012, ΕιρΑθ
2638/2012, Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑθ 797/2011, ΑΡΜ 2012/575).
Με τον 4ο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι ακυρωτέα
η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής διότι το επιδικασθέν με αυτή ποσό
περιέχει επιμέρους ποσά, που αφορούν μη σύννομο ανατοκισμό της εισφοράς
του ν.128/1975. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτος λόγω αοριστίας του διότι δεν αναφέρονται για την πληρότητα
του δικογράφου τα αμφισβητούμενα αυτά ποσά, κατά τα οποία ζητείται
αντίστοιχα η ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής καθώς και της
κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, δεδομένου ότι επί ανακοπής κατά
διαταγής πληρωμής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός
λόγος και κατά την έκταση αυτού του λόγου (ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕΔ
2010.196). Τουναντίον, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής περιλαμβάνει νομικά
μόνον επιχειρήματα χωρίς όμως να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο
της επίδικης απαίτησης. Δεν προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η
επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς
του ν.128/1975. Όμως, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που
προσβάλλονται είναι απαραίτητος καθώς η τυχόν ακυρότητα κάποιου
κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης
διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους
κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (βλ. ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ
2012.676, ΕφΑθ 1778/2010 Αρμ. 2010.1829 και Αρμ. 2011.251, ΕφΠειρ
911/1994 ΕλΔ 36.672, ΜΠρΑθ 2108/2015, ΜΠρΑθ 1893/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο ανακοπής, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, η
ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η από
5-2-2014 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αυτής είναι ακυρωτέες, καθόσον η
απαίτηση για την οποία εκδόθηκαν δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, διότι
υφίσταται αβεβαιότητα ως προς την ορθότητα του υπολογισμού των
επιμέρους κονδυλίων. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, κατά τα διαλαμβανόμενα
στον ανωτέρω δικανικό συλλογισμό, είναι ομοίως απορριπτέος ως
απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, καθόσον δεν πλήττονται συγκεκριμένα
κονδύλια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής καθώς και της κάτωθι
αυτής επιταγής προς πληρωμή, ώστε να είναι δυνατή η ακύρωσή τους ως προς
τα κονδύλια αυτά, ούτε γίνεται μνεία του ύψους της υφιστάμενης, κατά την
ανακόπτουσα, οφειλής έτσι ώστε να διαγνωστεί η ορθότητά της. Εξάλλου, και
αν ακόμη είχε προβληθεί παραδεκτώς, δεν θα καθιστούσε την απαίτηση της
καθ’ ης μη εκκαθαρισμένη, καθόσον η τυχόν ενσωμάτωση στο κεφάλαιο της
απαίτησης παράνομων τόκων και ανατοκισμών δεν θίγει την επιβαλλόμενη
βεβαιότητα της απαίτησης ούτε προσθέτει αίρεση ή προθεσμία σ’ αυτή, ούτε
καθιστά αυτή ανεκκαθάριστη, αφού το ύψος της προκύπτει εξ αυτού και μόνο
του εκτελεστού τίτλου, με την τέλεση ορισμένων αριθμητικών πράξεων
(ΜΠρΑθ 1408/2014).
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το εξής: Όπως με σαφήνεια
καταδείχθηκε από τον ως άνω εξετασθέντα 4ο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα
αμφισβητεί γενικά και αόριστα το σε βάρος της χρεωστικό υπόλοιπο από την
επίδικη σύμβαση, χωρίς να έχει προβεί σε υπολογισμό και να προσδιορίζει ποιο
είναι το ποσό, που επιδικάσθηκε παράνομα (δεν συμπλήρωσε ούτε με τις
προτάσεις της το δικόγραφο της ανακοπής κατ’ άρθ 224, 236 του ΚΠολΔ,
όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις με το Ν. 3994/2011, ως είχε
δυνατότητα) επικαλούμενη μάλιστα στο δικόγραφο των προτάσεών της
αδυναμία λόγω της πολυπλοκότητας των πράξεων και των υπολογισμών να
προβεί σε αυτή την ενέργεια, υποδεικνύοντας παράλληλα ότι ο υπολογισμός
θα πρέπει να διαπιστωθεί με πραγματογνωμοσύνη, που θα διαταχθεί από το
δικαστήριο. Τούτο όμως δεν ευσταθεί, γιατί το δικαστήριο κατ’ άρθ 106 και
338 παρ. 1, 216 και 262 του ΚΠολΔ τάσσει αποδείξεις για να διαπιστώσει την
αλήθεια προβαλλόμενων με πληρότητα ισχυρισμών και όχι για να συμπληρώσει
αυτούς, ήτοι να καταστήσει ένα δικόγραφο αγωγής ή ανακοπής ορισμένο και
παραδεκτό ή μία προβληθείσα ένσταση από πλευράς του εναγομένου ορισμένη
και παραδεκτή. Δεν νοείται δηλαδή διεξαγωγή τεχνικής
πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να προσδιορισθεί με αυτή τμήμα μείζονος
ακινήτου, που περιγράφεται ατελώς σε διεκδικητική αγωγή, ή για να
διαπιστωθεί το ύψος της απαίτησης, που προτείνεται σε συμψηφισμό. Τα
παραπάνω αποτελούν αποκλειστικά υποχρέωση (ορθότερα δικονομικό βάρος)
του διαδίκου, που τα επικαλείται (ΕιρΑθ 3629/2012).

IV. Με τον 5ο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η από
μέρους της καθ’ ης δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της, με την έκδοση της
ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη
διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια και είναι άκυρη, δοθέντος ότι, ενώ η ίδια έχει
περιέλθει χωρίς δόλο σε οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης των συμβατικών
της υποχρεώσεων, λόγω απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών που οφείλεται
στη σοβαρή οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Χώρα (388 ΑΚ), η καθ’ ης η
ανακοπή αρνείται να απαντήσει σε αιτήματα βιώσιμου διακανονισμού των
οφειλών της και την υπαγωγή της σε μία ευνοϊκή για την ίδια ρύθμιση, που θα
της επιτρέψει να ανταποκριθεί προσηκόντως στις συμβατικές της
υποχρεώσεις και όλα αυτά ενώ προηγουμένως η καθ’ ης είχε φροντίσει προς
εξασφάλιση των συμφερόντων της να σύρει την ανακόπτουσα στην υπογραφή
της ένδικης σύμβασης με δυσμενείς και καταχρηστικούς γι’ αυτήν όρους,
όπως υπερβολικά υψηλά επιτόκια, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη της
ανακόπτουσας και την απειρία της στα τραπεζικά θέματα. Με το περιεχόμενο
αυτό ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής - πέραν της προφανούς αοριστίας του
καθόσον η ανακόπτουσα περιορίζεται σε γενικόλογες και αόριστες αναφορές
περί οικονομικής της αδυναμίας να ανταποκριθεί στην οφειλή της [η οποία
(αδυναμία) σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά λόγο απαλλαγής της από αυτήν
(ΑΠ 1080/2001 και ΠολΠρωτΑθ 5479/2009 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)], και
προσπάθειας συμβιβαστικής επίλυσης της επίδικης διαφοράς από την ίδια,
χωρίς όμως να επικαλείται πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά του
ισχυρισμού της αυτού - κρίνεται απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος. Και
τούτο διότι τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή
υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δεν
συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη,
τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του
συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ης επέφερε τυχόν βλάβη στην ανακόπτουσα,
την οποία, εξάλλου, δεν προσδιορίζει κατά τρόπο ορισμένο, εκθέτοντας
συγκεκριμένα περιστατικά, που να την θεμελιώνουν, δεν μπορεί να
στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να
συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει
συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν
μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη
σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, διακόπτοντας παράλληλα την
πίστωση του οφειλέτη, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους
του, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση η
ανακόπτουσα υπήρξε από την αρχή ασυνεπής ως προς την εκπλήρωση των
συμβατικών της υποχρεώσεων (μετά την εκταμίευση του δανείου και μέχρι
την καταγγελία της σύμβασης από την καθ’ ης κατέβαλε μόνο μία δόση στις
18-9-2013 και μάλιστα όχι ολόκληρη, αλλά περίπου το 1/3 αυτής), διότι τούτο
αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον
τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός
βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο
που δεν προκύπτει, εν προκειμένω, από τα ιστορούμενα από την ανακόπτουσα
στο δικόγραφο της ανακοπής της (ΑΠ 1742/2004 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ
1027/2010 Αρμ 2012. 577, ΕφΛαρ 298/2008 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ
114/2007 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2007. 241, ΕφΑθ 5253/2003 ΑρχΝ 2004. 201, ΜΠρΑθ
4029/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

V. Το επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο προσδιορίζεται συνήθως


το ύψος του οφειλόμενου τόκου, προσδιορίζεται είτε με δικαιοπραξία
["δικαιοπρακτικό επιτόκιο"] είτε από το νόμο ["νόμιμο επιτόκιο"]. Ως νόμιμο
επιτόκιο νοείται τόσο το εν στενή εννοία νόμιμο επιτόκιο [ΑΚ 301, 529, 547,
665 κ.τ.λ.] όσο και το επιτόκιο υπερημερίας [ΑΚ 345], καθώς και το επιτόκιο
των τόκων επιδικίας [ΑΚ 346]. Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση στις
συναλλαγές έχει επικρατήσει και η διάκριση σε "τραπεζικά" και
"εξωτραπεζικά" επιτόκια. Ως "τραπεζικά" επιτόκια χαρακτηρίζονται τα πάσης
μορφής επιτόκια που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές
συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα και με τα άρθρα 293-295 ΑΚ
για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός
ανώτατου ορίου επιτοκίων "όπως ο νόμος ορίζει". Ο προσδιορισμός αυτός
αρχικά με νομοθετική εξουσιοδότηση, που παρασχέθηκε με το άρθρο 109 παρ.
1 Εισ.Ν.ΑΚ, γινόταν κάθε φορά με βασιλικό διάταγμα εκδιδόμενο ύστερα από
πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας.
Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 του Ν. 876/1979
τα "εξωτραπεζικά" επιτόκια (δικαιοπρακτικά και υπερημερίας) καθορίζονται
κάθε φορά με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), ύστερα από πρόταση
της Νομισματικής Επιτροπής. Περαιτέρω, αρχικά και με βάση την
εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε με το ν.δ/μα 588/48 "περί ελέγχου πίστεως"
τα "τραπεζικά επιτόκια" καθορίζονταν κάθε φορά με αποφάσεις της
Νομισματικής Επιτροπής (ΝΕ). Μετά την κατάργηση της Νομισματικής
Επιτροπής με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982 οι αρμοδιότητές της περιήλθαν
αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του
Διοικητή της (ΠΔ/ΤΕ). Έκτοτε λοιπόν και μέχρι σήμερα τα "τραπεζικά"
επιτόκια καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
(ΠΔ/ΤΕ). Συνεπώς τα "τραπεζικά" επιτόκια αποτελούσαν πάντοτε ξεχωριστή
κατηγορία επιτοκίων μη επικαλυπτόμενη από άποψη πεδίου εφαρμογής από
εκείνη των εξωτραπεζικών επιτοκίων, αφού κάθε μία κατηγορία ρυθμιζόταν
από διαφορετικά όργανα με βάση δύο σαφώς διαφορετικές νομοθετικές
εξουσιοδοτήσεις. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο
ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτατο ύψος τους υπάγονταν σε
αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα
επιτόκια, αλλά σύμφωνα και με ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ/τος 548/48
τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήσαν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για
τους δανειζόμενους. Με την υπ’ αριθμό 1087/29.6.87 ΠΔ/ΤΕ άρχισε η μερική
απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις
βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την
εν λόγω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας μόνο το ελάχιστο όριο των
επιτοκίων αυτών (τραπεζικών). Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες
άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο (τραπεζικό) επιτόκιο σε διάφορες μορφές
χορηγήσεων, καθώς και το επιτόκιο υπερημερίας [1088/29.6.87, 1108/21.7.87,
1143/87, 1183/87, 1574/89, 1715/90, 1969/91, 2007/91, 1976/91, 2091/92].
Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμό 2326/94 ΠΔ/ΤΕ καταργήθηκαν και τα ελάχιστα
όρια όλων σχεδόν των "τραπεζικών" επιτοκίων χορηγήσεων, ενώ με την υπ’
αριθμό 2393/96 ΠΔ/ΤΕ καθορίσθηκε "πλαφόν" προς τα άνω μόνο για το
επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο του 2,5%
του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου. Με προηγούμενη πράξη του
(1574/89) ο Διοικητής της Τράπεζας είχε ορίσει, ότι το επιτόκιο υπερημερίας
για τις χορηγήσεις σε δραχμές του πιστωτικού ιδρύματος δεν έπρεπε να
υπολείπεται κατά κατώτατο όριο του προβλεπόμενου ελαχίστου ορίου του
επιτοκίου των δανείων που χορηγούνται για κεφάλαια κίνησης προσαυξημένο
κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες. Τέλος στην υπ’ αριθμό 2286/28.1.94
ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά
πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω
πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων
ορίζονται τα εξής: "... Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού
κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων
των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της
χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη
των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε
ισχύουν". Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη "επιτοκίων
χορηγήσεων", πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και
όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα
"χορηγήσεων" αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη "χορηγήσεις" υποδηλώνει
σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Μετά τις ανωτέρω πράξεις
επήλθε πλήρης απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων [πλην του ανώτατου
ορίου του επιτοκίου υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών
χορηγήσεων], τα οποία πλέον θα μπορούσαν να καθορίζουν ελεύθερα οι
τράπεζες. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού
μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο
ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των
οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση
αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής
πίστης [κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κ.τ.λ.], τα οποία λόγω της
ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια [χορήγηση χωρίς πρόσθετες
εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων
κ.λπ.], διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα
εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Επομένως, μετά την επελθούσα
απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, δεν ήταν αναγκαίο ο Διοικητής της
Τράπεζας να ασκεί τη ρυθμιστική του αρμοδιότητα, εάν δεν συνέτρεχαν
σοβαροί λόγοι και να καθορίζει κάθε φορά το ύψος των επιτοκίων αυτών
(τραπεζικών), όπως συνέβαινε και συμβαίνει με τα εξωτραπεζικά επιτόκια.
Περαιτέρω, η απελευθέρωση ειδικώς των τραπεζικών επιτοκίων έγινε και προς
εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης.
Επίσης η απελευθέρωση αυτή δικαιολογείται και από το γεγονός ότι ο
τραπεζικός τόκος δεν είναι μόνο μέσο πιστωτικής πολιτικής, αλλά και
νομισματικής πολιτικής, η οποία ασκείται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα
Κεντρικών Τραπεζών και έχει ως στόχο την προστασία της αξίας του ενιαίου
νομίσματος των χωρών της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου ένα εθνικά
καθοριζόμενο ποσοστό ανώτατου ορίου τραπεζικού επιτοκίου θα ήταν
ασυμβίβαστο προς τις αρχές αυτές. Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται σαφές, ότι
παγίως και σταθερώς και με βάση ρητό νομικό καθεστώς ισχύουν ανέκαθεν
δύο παράλληλες ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους ρυθμίσεις, που
αναφέρονται η μεν μία στα επιτόκια των τραπεζικών συναλλαγών (τραπεζικά
επιτόκια) με αρμόδιο για τη ρύθμιση τον Διοικητή της Τράπεζας (και
παλαιότερα τη Νομισματική Επιτροπή), η δε άλλη αναφέρεται στα επιτόκια
όλων των άλλων, πλην των τραπεζικών, συναλλαγών (εξωτραπεζικά επιτόκια),
με αρμόδιο για τη ρύθμιση το Υπουργικό Συμβούλιο. Για το λόγο αυτό άλλωστε
στις περισσότερες ΠΥΣ ορίζεται, ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα
"εξωτραπεζικά" επιτόκια. Ούτε σύγχυση αρμοδιοτήτων υπήρξε ποτέ, ούτε
πολύ περισσότερο επικάλυψη ή συμπλήρωση ρύθμισης της πρώτης κατηγορίας
από τη δεύτερη. Αρχικώς και μέχρι τις αρχές του έτους 1987 ο Διοικητής
ρύθμιζε και καθόριζε τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το κατώτερο όσο
και ως προς το ανώτατο όριο τους. Μετά το 1987 η Τράπεζα, με τις ανωτέρω
Πράξεις του Διοικητή της, προώθησε ηθελημένα τη σταδιακή απελευθέρωση
των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 1993,
οπότε καθιερώθηκε και έκτοτε ισχύει η πλήρης απελευθέρωση καθορισμού των
τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων με εξαίρεση τα επιτόκια υπερημερίας και
ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων. Μετά την απελευθέρωση αυτή οι
τράπεζες καθορίζουν πλέον οι ίδιες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς
να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων και δεν βρίσκει
έρεισμα στις ισχύουσες διατάξεις η άποψη ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο
Διοικητής της Τράπεζας παραλείψει να ορίσει το ύψος των τραπεζικών
επιτοκίων, προκαλείται "κενό" και πρέπει να ισχύουν αναλογικώς και επί των
τραπεζικών συναλλαγών τα υπό του Υπουργικού Συμβουλίου οριζόμενα
εξωτραπεζικά επιτόκια. Η παράλειψη αυτή της Τράπεζας δεν δημιουργεί
(νομοθετικό) κενό, ανυπαρξία δηλαδή ύψους και ποσοστού επιτοκίων για να
ισχύει η αναλογική εφαρμογή, αλλά ηθελημένη άσκηση νόμιμης εξουσίας και
αρμοδιότητας, η οποία συνίσταται στη ρητή απόφαση του να καθορίζουν οι
τράπεζες ελεύθερα τα επιτόκια χορηγήσεων. Ιδιαίτερα δε ως προς τα δάνεια
της καταναλωτικής πίστης και τις κάρτες υπάρχει σαφής και ρητή διάταξη
στην πράξη του Διοικητή της Τράπεζας (2286/1999) σύμφωνα με την οποία "...
το επιτόκιο καθορίζεται από τη δανείστρια τράπεζα ...". Μετά την επελθούσα
πλήρη απελευθέρωση ορισμού των τραπεζικών επιτοκίων προκαλείται ρήγμα
στο καθεστώς ισχύος των γενικών για τον τόκο νομοθετικών κανόνων, οι
οποίοι λαμβάνονται ως βάση στο διοικητικό καθορισμό ανώτατου ορίου τόκου.
Ειδικότερα δεν έχουν πλέον νόημα ούτε εφαρμογή υπό το ισχύον πλέον
καθεστώς ελεύθερου διαπραγματεύσιμου επιτοκίου οι παρακάτω γενικοί
κανόνες του Αστικού και του Ποινικού Δικαίου: α. Η διάταξη της παρ. 1 εδ. α`
του άρθρου 293 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι "το ανώτατο όριο του οφειλόμενου
τόκου από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος". β. Η διάταξη
της παρ. 2 του ίδιου αυτού άρθρου, η οποία ορίζει ότι "το ποσοστό του
οφειλόμενου από το νόμο ή από υπερημερία τόκου προσδιορίζεται όπως ορίζει
ο νόμος". γ. Η διάταξη του άρθρου 294 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι "κάθε
δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως
προς το επιπλέον", άρα και η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 404 Π.Κ. για την
τοκογλυφία. δ. Η διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 ΑΚ, η οποία ορίζει, ότι "αν
οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία, χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο
νόμιμος τόκος". ε. Η διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ, στο σημείο της ειδικά, όπου
ορίζεται, ότι σε υπερημερία χρηματικής οφειλής, ο δανειστής δικαιούται να
απαιτήσει "τον από το νόμο οριζόμενο" τόκο υπερημερίας. Τέλος, η υπ’ αριθμό
178/19-7-2004 [ΦΕΚ 1872/Α/26-27.12.2006] απόφαση της Επιτροπής
Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας [ΕΤΠΘ/ΤΕ],
διευκρινίζοντας τις Πράξεις Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος [ΠΔ/ΤΕ]
1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994, 2326/1994 και 2501/2002, που
αφορούν την διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των
συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, αφού, μεταξύ
άλλων, έλαβε υπ’ όψη: α] το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά
επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των οποίων εξαρτάται από
διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια,
υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες
ρυθμίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 ν.δ. 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ν.1266/82,
όπως ισχύει και το άρθρο 15 παρ. 5 ν.876/1979, αντιστοίχως) και β] το
γεγονός ότι κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του
Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί
εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο
ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού
Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα
τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, αποφάσισε να διευκρινίσει τις
σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994
και 2326/1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α,
τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β, παρ. 1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α (iv), (vi), παρ. 3, Κεφ. Γ
παρ. 1 εδ.ε`, παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1. Δεν είναι συμβατός προς τις
αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (α) και (β), αρχές, ο διοικητικός
καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους
προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο και ότι
το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους
παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία
διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά
περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών
αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν
από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι μετά την
απελευθέρωση των επιτοκίων [ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κτλ.] συναπτόμενες
συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που
τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια
ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό (ΑΠ 2037/2014, ΑΠ
652/2010, ΜΠρΡοδ 315/2013, ΜΠρΚεφ 143/2013, ΜΠρΑλεξ 193/2012, ΕιρΣερ
8/2015, ΕιρΣερ 21/2014, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση η ανακόπτουσα με τον 6ο λόγο ανακοπής,


ισχυρίζεται ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης δεν απετέλεσε αντικείμενο
ατομικής διαπραγμάτευσης το ύψος του ετήσιου τραπεζικού επιτοκίου για την
προς αυτή χρηματική χορήγηση, αλλά κατ’ εφαρμογή καταχρηστικού όρου της
επίδικης σύμβασης που επέτρεπε στην καθ’ ής πιστοδότρια τράπεζα να
μεταβάλει μονομερώς το επιτόκιο αυτής, καθορίζοντάς το μεγαλύτερο από το
εξωτραπεζικό, δικαιοπρακτικό και υπερημερίας, ο λογαριασμός της
επιβαρύνθηκε με υπέρμετρους και παράνομους τόκους, και ως εκ τούτου η
απαίτησή της υπολογίστηκε μη νόμιμα και επιβαρύνθηκε παράνομα κατά το
ποσοστό της διαφοράς των επιτοκίων (τραπεζικού - εξωτραπεζικού), με
αποτέλεσμα, λαμβανομένης υπόψη της κεφαλαιοποίησης των παράνομων
τόκων και του ανατοκισμού τους, ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό να είναι μη
νόμιμο. Ο ανωτέρω λόγος πέραν της αοριστίας του καθόσον δεν
προσβάλλονται με αυτόν συγκεκριμένα κονδύλια της επίδικης απαίτησης, θα
πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς, σύμφωνα με τα όσα
διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ο προσδιορισμός και η
συμφωνία για τραπεζικό επιτόκιο που υπερβαίνει το εξωτραπεζικό, δεν
καθιστά αυτό παράνομο και ως εκ τούτου άκυρο, ενόψει δε του ότι δεν είναι
παράνομο το επιτόκιο, δεν είναι άκυρος ο οικείος ενσωματωμένος στη
σύμβαση Γ.Ο.Σ. και η σύμβαση που κατάρτισαν οι διάδικοι. Η δε δυνατότητα
της τράπεζας να μεταβάλει το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο σε
χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα του μήνα λαμβάνοντας υπ’ όψη τη
διακύμανση των παρεμβατικών επιτοκίων που ανακοινώνονται από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και του EURIBOR για χορηγήσεις ενός μήνα,
όπως αυτό εκάστοτε ανακοινώνεται, όπως αναγράφεται στον όρο με αριθμό
3.2 της δανειακής σύμβασης, δεν κρίνεται ως καταχρηστικός ή αδιαφανής
όρος. Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να επισημανθεί το εξής:
Επειδή με την επίδικη σύμβαση συμφωνήθηκε για τα δύο πρώτα χρόνια
(περίοδος τοκοπληρωμής) να ισχύσει προνομιακό σταθερό επιτόκιο 8%, ενώ
μετά την πάροδο της διετίας θα ίσχυε κυμαινόμενο επιτόκιο μεγαλύτερο του
εξωτραπεζικού, και δοθέντος ότι η επίδικη σύμβαση καταγγέλθηκε μόλις
πέντε μήνες μετά την κατάρτισή της, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι στο
οφειλόμενο κατάλοιπο του κλεισθέντος την 17-10-2013 λογαριασμού που
τηρούνταν για την εξυπηρέτηση του δανείου, δεν πρόλαβαν έτσι κι αλλιώς να
συνυπολογιστούν υπέρμετροι και παράνομοι - κατά τους ισχυρισμούς της
ανακόπτουσας - τόκοι. Ακόμη δε και αν θεωρηθεί ότι η ανακόπτουσα
αναφέρεται σε παράνομους τόκους που της είχαν επιβληθεί από την
λειτουργία των δύο προγενέστερων δανειακών συμβάσεων (καταναλωτικού
δανείου και πιστωτικής κάρτας) και οι οποίοι εν συνεχεία κεφαλαιοποιήθηκαν
στο ποσό που της χορηγήθηκε με τη νέα επίδικη σύμβαση, ο κρινόμενος 6ος
λόγος ανακοπής θα πρέπει ομοίως να απορριφθεί τόσο ως αόριστος όσο και ως
μη νόμιμος με την ίδια κατά τα ως άνω εκτεθείσα αιτιολογία.
Κατόπιν των ανωτέρω, ομοίως, απορριπτέος ως μη νόμιμος κρίνεται και ο 7ος
λόγος ανακοπής, με τον οποίο η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι
καταχρηστικός ως υπέρμετρα επιβαρυντικός ο υπ’ αριθμ. 3.3 όρος της
επίδικης δανειακής σύμβασης που καθορίζει το επιτόκιο υπερημερίας ίσο με το
κυμαινόμενο συμβατικό επιτόκιο πριν από την υπερημερία προσαυξημένο κατά
2,50%, καθόσον, αφενός μεν η προσαύξηση επί του συμβατικού επιτοκίου σε
ποσοστό 2,50% δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που θέτει η υπ’ αριθμ.
2392/96 ΠΔ/ΤΕ, αφετέρου δε το ύψος του συμβατικού επιτοκίου, επί του οποίου
προστίθεται ποσοστό 2,50% για τον τελικό υπολογισμό του επιτοκίου
υπερημερίας, είναι νόμιμο και θεμιτό, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα.

VI. Με τους 8ο και 9ο λόγους της υπό κρίση ανακοπής η ανακόπτουσα


ισχυρίζεται ότι οι υπ’ αριθμ.6.1 και 9.2 όροι της σύμβασης καταναλωτικού
δανείου, που χορηγούν στην καθ’ ης, ο μεν πρώτος το δικαίωμα μονομερούς
καταγγελίας και λύσης της συμβάσεως, σε περίπτωση οποιασδήποτε
παράβασης των υποχρεώσεων της πιστούχου, ο δε δεύτερος το δικαίωμα
μονομερούς τροποποίησης των όρων της σύμβασης, εφ’ όσον συντρέχει
ειδικός και σπουδαίος λόγος, όπως ενδεικτικά, η διακύμανση του πληθωρισμού
και του κόστους εργασίας, οι συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού κλπ,
μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση του περιεχομένου της τροποποίησης
στην πιστούχο, είναι παράνομοι και καταχρηστικοί κατά την περ. ε της παρ. 7
του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Οι συγκεκριμένοι λόγοι θα πρέπει να
απορριφθούν πρωτίστως ως αόριστοι, καθώς η ανακόπτουσα δεν αναφέρει και
δεν διευκρινίζει στην ανακοπή της αν η έκδοση της διαταγής πληρωμής έγινε
σε εκτέλεση οποιουδήποτε από τους ως άνω όρους, των οποίων την
ακυρότητα επικαλείται (ΕιρΣερ 8/2015). Σε κάθε περίπτωση, οι παραπάνω
λόγοι ανακοπής είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, καθώς οι επίμαχοι όροι της
σύμβασης δεν προσκρούουν στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 7 εδ. ε’ του ν.
2251/1994, εφόσον δεν επιφυλάσσουν στην προμηθεύτρια Τράπεζα το
δικαίωμα της μονομερούς λύσης ή τροποποίησης της σύμβασης χωρίς
ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ούτε προσκρούουν στη γενική διάταξη της
παρ. 6 του ως άνω άρθρου 2, εφόσον η τήρησή τους, σε καμιά περίπτωση, δεν
επιφυλάσσει δυσμενείς συνέπειες στους καταναλωτές, χωρίς εύλογο λόγο και
παρά τις αντίθετες προβλέψεις και προσδοκίες τους και συνεπώς δεν έχει ως
αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
των συμβαλλομένων μερών σε βάρος των καταναλωτών (ΑΠ 430/2005 ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ).
Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού πρώτα κριθεί απορριπτέο ως
αλυσιτελώς προβαλλόμενο το αίτημα επίδειξης εγγράφων που η ανακόπτουσα
προέβαλε τόσο με προφορική δήλωσή της στο ακροατήριο που καταχωρήθηκε
στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης όσο και με
τις νομότυπα κατατεθείσες επί της έδρας έγγραφες προτάσεις της, πρέπει η
υπό κρίση ανακοπή να απορριφθεί και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή
πληρωμής και η παρά πόδας αυτής από 5-2-2014 επιταγή προς πληρωμή. Τα
δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, κατόπιν υποβολής σχετικού
αιτήματος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ανακόπτουσας λόγω της ήττας
της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο
διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.


ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την με αριθμό 59/2014 προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής του
Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου και την από 5-2-2014 επιταγή προς πληρωμή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η
ανακοπή, τα οποία ορίζει σε διακόσια (200,00) ευρώ.

Você também pode gostar