Escolar Documentos
Profissional Documentos
Cultura Documentos
Η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή της διώκει για τους αναφερόμενους
σε αυτήν λόγους την ακύρωση της υπ’ αριθμόν 59/2014 διαταγής πληρωμής
του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει
στην καθ’ ης το ποσό των 7.237,01 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικής
δαπάνης και της από 5-2-2014 επιταγής προς πληρωμή, που έχει καταχωρηθεί
κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω
διαταγής πληρωμής. Οι ανωτέρω ανακοπές με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα
παραδεκτώς σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο (άρθρα 218 παρ. 1, 585 παρ. 1
ΚΠολΔ), αφού και οι δύο ανακοπές υπάγονται στο ίδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο
αρμόδιο δικαστήριο και δικάζονται με το ίδιο είδος διαδικασίας, επιπλέον δε η
σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου,
σύγχυση (ΑΠ 337/2006, ΕφΑθ 547/2008, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,
ΕφΑθ 2809/2007 ΕΦΑΔ 2008 σελ.715, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλΔνη 2008 σελ.1099,
ΜΠρΡοδ 67/2012, ΜΠρΡοδ 8/2012, ΜΠρΑθ 227/2011, Α’ Δημοσίευση ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΣερ 98/2007, ΑΡΜ 2008/721 & ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΝικ 23/2007,
Α΄Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΡΜ 2008/611 και Νικολόπουλος σε Κεραμέα -
Κονδύλη - Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τόμος ΙΙ, άρθρο 933 αρ. 12 σελ. 1775). Οι υπό
κρίση ανακοπές, οι οποίες ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα
άρθρα 632, 934 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με
τα άρθρα τέταρτο και όγδοο αντίστοιχα του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015
(άρθρο ένατο παρ. 2 και 3 του ως άνω Νόμου), δεδομένου ότι η
προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκαν
στην ανακόπτουσα την 11-2-2014 (βλ. την υπ’ αριθμ. 91Δ/11-2-2014 έκθεση
επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χανίων ...), το δε
δικόγραφο των προς ακύρωση αυτών ανακοπών κατατέθηκε στη γραμματεία
του παρόντος Δικαστηρίου την 28-2-2014 και επιδόθηκε στην καθ’ ης την 04-
03-2014 (βλ. την υπ’ αριθμόν .../4-3-2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού
επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ......), αρμόδια και παραδεκτά εισάγονται
για να συζητηθούν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 7, 9, 10, 14 παρ. 1α, 632, 585 και 933 ΚΠολΔ κατά την
τακτική διαδικασία (άρθρα 270 επ. ΚΠολΔ, άρθρο 9 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ), κατά
την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση (σύμβαση καταναλωτικού
δανείου), με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής,
καθόσον, κατά την ορθότερη άποψη που ασπάζεται και το παρόν Δικαστήριο,
ακόμα και μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 4055/2012, δυνάμει
του οποίου τροποποιήθηκε το άρθρο 632 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν
την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015
(άρθρο ένατο παρ. 2 του ως άνω Νόμου), η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής
εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την
απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής
δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα
εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που
εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ [βλ.
Αρβανιτάκη, Η Διαταγή Πληρωμής (2012) σελ. 347-348, Κατρά, Δνη 53/490
(παρ. 3), ΕιρΧαν 686- 687-688-713/2013, Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ].
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της ανακόπτουσας
που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο και περιέχεται στα ταυτάριθμα με
την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως αυτού του Δικαστηρίου, από
όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως
προσκομίζουν για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε
για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τα διδάγματα της
κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:
Με την υπ’ αριθμ. ... σύμβαση καταναλωτικού δανείου, που καταρτίστηκε την
21-5-2013 στα Χανιά, μεταξύ των εκπροσώπων της καθ’ ης η ανακοπή και της
ανακόπτουσας, χορηγήθηκε στην τελευταία δάνειο ποσού 7.100 ευρώ, το
οποίο συμφώνησε να εξοφλήσει κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες
που αναφέρονται στην υπογραφείσα σύμβαση, με σκοπό την χρηματοδότηση
και εξόφληση των οφειλών της από δύο προγενέστερες συμβάσεις
καταναλωτικού δανείου και πιστωτικής κάρτας (με αριθμούς λογαριασμού ...
και ... αντίστοιχα) που επίσης είχε καταρτίσει με την καθ’ ης. Προς
εξυπηρέτηση του δανείου αυτού τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. ... λογαριασμός από 23-
5-2013 μέχρι 17-10-2013, οπότε η καθ’ ης τον έκλεισε. Παράλληλα, την 1-11-
2013, κοινοποίησε στην ανακόπτουσα την από 17-10-2013 εξώδικη καταγγελία
- πρόσκληση, με την οποία της γνωστοποίησε την καταγγελία της σύμβασης
καταναλωτικού δανείου και το κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού και την
προσκάλεσε να εξοφλήσει το υπόλοιπο, ύψους 7.237,01 ευρώ. Λόγω μη
εξόφλησης του ποσού αυτού, μετά από σχετική αίτηση της πιστώτριας
Τράπεζας, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 59/2014 ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής
του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία η ανακόπτουσα
υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 7.237,01
ευρώ με τους νόμιμους τόκους και τα δικαστικά έξοδα.
Ιβ. Από τις διατάξεις των άρθρων 138, 180, 211 και 214 Α.Κ. προκύπτουν τα
εξής: Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά
αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε. Εικονική
είναι λοιπόν η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να
δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης
χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής.
Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή
δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για
την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της
εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Σε περίπτωση που ο
δηλών είναι άμεσος αντιπρόσωπος άλλου, εικονική είναι η δήλωση βούλησης,
η οποία σε γνώση του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευομένου δεν
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (ΑΠ 633/2006). Ειδικότερα, από την
διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ, κατά την οποία η εικονικότητα δεν βλάπτει
εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την, προκύπτει ότι η εικονικότητα και η
από αυτήν ακυρότητα υπάρχει μόνο έναντι εκείνου που συναλλάχθηκε εν
γνώσει αυτής, όχι δε και κατά εκείνου που την αγνοεί. Έτσι, στην
εικονικότητα μιας σύμβασης, ουσιώδες στοιχείο είναι η γνώση και συμφωνία
όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η
σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες.
Διαφορετικά, αν μόνο ένας των συμβαλλομένων δηλώνει εικονικά ότι
δεσμεύεται από σύμβαση, ενώ δεν έχει τέτοια θέληση, δεν ακυρώνεται η
σύμβαση εξ αυτού, εφόσον ο άλλος την εξέλαβε ως ισχυρά. Για την
εικονικότητα, δηλαδή, της δικαιοπραξίας, αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα
βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο
ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της
δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Ως εκ τούτου, δεν είναι ανάγκη να προκύπτει
ο σκοπός ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση, ούτε
αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξή της ο δόλος του οφειλέτη στρεφόμενος
κατά των δανειστών του (όπως απαιτείται στην περίπτωση του άρθρου 939
Α.Κ.) ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου. Η κατά τα άνω
ακυρότητα της δικαιοπραξίας είναι απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από
καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180
ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 2260/2014, ΑΠ 160/2013).
Ιγ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 140 - 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση
δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του
δηλούντος, έχει αυτός το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της
δικαιοπραξίας. Πλάνη υπάρχει και όταν ο δικαιοπρακτών εννοούσε τη δήλωσή
του με νόημα διαφορετικό εκείνου που πράγματι έχει από το νόμο, ή αγνοούσε
τις έννομες συνέπειες της δηλώσεώς του. Έτσι, αν κάποιος υπογράφει
έγγραφο νομίζοντας εσφαλμένα ότι περιλαμβάνει ορισμένο περιεχόμενο
διαφορετικό, βρίσκεται σε πλάνη, η οποία είναι ουσιώδης αν αναφέρεται σε
σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε το πρόσωπο που
πλανήθηκε δεν θα την επιχειρούσε, αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Η
άγνοια όμως πρέπει να είναι ανεπίγνωτη και όχι συνειδητή, γιατί αυτός που
γνωρίζει ότι βρίσκεται σε άγνοια ή διατηρεί αμφιβολίες για την αλήθεια
ορισμένης κατάστασης και παρ’ όλα αυτά ενεργεί δεν βρίσκεται σε πλάνη,
όπως λ.χ. όταν κάποιος υπογράφει έγγραφο τελώντας εν γνώσει ότι αγνοεί το
περιεχόμενό του ή ότι δεν το έχει κατανοήσει ή ότι δεν γνωρίζει τις έννομες
συνέπειες (βλ. ΕφΑθ 7466/1988 ΕλλΔνη 30, σελ. 147-149, ΕφΑθ 5820/1996 ΔΕΕ
4, 375, ΕφΘεσ 1397/1999 ΔΕΕ 5, 1154, ΠΠρΚερκ 126/2000, ΙΟΝ.ΕΠΙΘ.Δ
2001/100). Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 143 ΑΚ, η πλάνη που
αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως δεν είναι
ουσιώδης και δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας. Αν όμως τα
παραγωγικά αίτια τέθηκαν ως αίρεση ή αν συζητήθηκαν πριν από την
κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν βάση ή προϋπόθεση αυτής, κατά
τη θέληση αμφοτέρων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα
συναλλακτικά ήθη, η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και μπορεί
να επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν τα περιστατικά επί των οποίων
τα μέρη κυρίως στήριζαν τη σύναψη της σύμβασης, ως δικαιοπρακτικό της
θεμέλιο, δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανατράπηκαν (βλ. ΟλΑΠ 35/1998,
ΟλΑΠ 5/1990, ΑΠ 80/2007, ΑΠ 943/2006, ΕφΘεσ 1027/2010, ΕφΠατρ 609/2003,
ΜΠρΑθ 6204/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τις
διατάξεις των άρθρων 140, 141, 154, 180 και 184 Α.Κ. η ακύρωση
δικαιοπραξίας λόγω ουσιώδους πλάνης επέρχεται δια δικαστικής αποφάσεως
και δικαιούται να την ζητήσει, με αγωγή ή ένσταση, εκείνος που πλανήθηκε (ή
ο κληρονόμος του), η ακυρώσιμη δε δικαιοπραξία, όταν ακυρωθεί,
εξομοιώνεται προς άκυρη, εξ αρχής, και θεωρείται ως μη γενόμενη (με
επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν δικαιώματα τα οποία τρίτος απέκτησε
από σύμβαση που ακυρώθηκε). Στην περίπτωση που λόγος ανακοπής εναντίον
διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή αυτή
οφειλόμενο από δικαιοπραξία, πλήττει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν πλάνης
εις βάρος του ανακόπτοντος, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της
διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί ακυρώσεως της
δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που
αποτελεί τη βάση της ενστάσεως. Αφού, σε τέτοια περίπτωση, ζητείται
πραγματικά και η ακύρωση της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140,
141 και 154 εδάφ. β’ του Α.Κ., κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού
δικαιώματος για πρόκληση της δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν
προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης
βουλήσεως (ΑΠ 1096/2006, ΑΠ 77/1991, ΕφΔωδ 70/2014, ΕφΛαρ 576/2011,
ΠΠρΚορ 104/2012).
IΙΙ. Η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/75 από την τράπεζα στον
δανειοδοτούμενο δεν απαγορεύεται και είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην
διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/75, η οποία δεν καθιερώνει
απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό
κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των
επιτοκίων στα δάνεια (ΑΠ 430/2005, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ
1558/2007, ΕφΛαρ 114/2007). Όμως ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν.
128/75 (μαζί με τους οφειλόμενους τόκους κεφαλαίου) είναι παράνομος,
καθόσον οι Τράπεζες δικαιούνται να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους επί
καθυστερούμενων τόκων από την πρώτη ημέρα καθυστερήσεως
(ανατοκισμός), με την στενή έννοια και όχι τόκους επί προμηθειών, εξόδων και
εισφορών που ενυπάρχουν στη σύμβαση (ΑΠ 1782/2002 ΕλΔ 2002/1430, ΕφΛαμ
124/2007 Αρμ 2009/1190, ΜΠρΚορινθ 175/2013, ΕιρΑθ 3626/2012, ΕιρΑθ
2638/2012, Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΑθ 797/2011, ΑΡΜ 2012/575).
Με τον 4ο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι είναι ακυρωτέα
η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής διότι το επιδικασθέν με αυτή ποσό
περιέχει επιμέρους ποσά, που αφορούν μη σύννομο ανατοκισμό της εισφοράς
του ν.128/1975. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως
απαράδεκτος λόγω αοριστίας του διότι δεν αναφέρονται για την πληρότητα
του δικογράφου τα αμφισβητούμενα αυτά ποσά, κατά τα οποία ζητείται
αντίστοιχα η ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής καθώς και της
κάτωθι αυτής επιταγής προς πληρωμή, δεδομένου ότι επί ανακοπής κατά
διαταγής πληρωμής το Δικαστήριο επιλαμβάνεται μόνο αν υπάρχει σχετικός
λόγος και κατά την έκταση αυτού του λόγου (ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕΔ
2010.196). Τουναντίον, ο συγκεκριμένος λόγος ανακοπής περιλαμβάνει νομικά
μόνον επιχειρήματα χωρίς όμως να προσβάλλει κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο
της επίδικης απαίτησης. Δεν προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η
επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς
του ν.128/1975. Όμως, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που
προσβάλλονται είναι απαραίτητος καθώς η τυχόν ακυρότητα κάποιου
κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης
διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους
κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (βλ. ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ
2012.676, ΕφΑθ 1778/2010 Αρμ. 2010.1829 και Αρμ. 2011.251, ΕφΠειρ
911/1994 ΕλΔ 36.672, ΜΠρΑθ 2108/2015, ΜΠρΑθ 1893/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο ανακοπής, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, η
ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και η από
5-2-2014 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αυτής είναι ακυρωτέες, καθόσον η
απαίτηση για την οποία εκδόθηκαν δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, διότι
υφίσταται αβεβαιότητα ως προς την ορθότητα του υπολογισμού των
επιμέρους κονδυλίων. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός, κατά τα διαλαμβανόμενα
στον ανωτέρω δικανικό συλλογισμό, είναι ομοίως απορριπτέος ως
απαράδεκτος, λόγω της αοριστίας του, καθόσον δεν πλήττονται συγκεκριμένα
κονδύλια της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής καθώς και της κάτωθι
αυτής επιταγής προς πληρωμή, ώστε να είναι δυνατή η ακύρωσή τους ως προς
τα κονδύλια αυτά, ούτε γίνεται μνεία του ύψους της υφιστάμενης, κατά την
ανακόπτουσα, οφειλής έτσι ώστε να διαγνωστεί η ορθότητά της. Εξάλλου, και
αν ακόμη είχε προβληθεί παραδεκτώς, δεν θα καθιστούσε την απαίτηση της
καθ’ ης μη εκκαθαρισμένη, καθόσον η τυχόν ενσωμάτωση στο κεφάλαιο της
απαίτησης παράνομων τόκων και ανατοκισμών δεν θίγει την επιβαλλόμενη
βεβαιότητα της απαίτησης ούτε προσθέτει αίρεση ή προθεσμία σ’ αυτή, ούτε
καθιστά αυτή ανεκκαθάριστη, αφού το ύψος της προκύπτει εξ αυτού και μόνο
του εκτελεστού τίτλου, με την τέλεση ορισμένων αριθμητικών πράξεων
(ΜΠρΑθ 1408/2014).
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το εξής: Όπως με σαφήνεια
καταδείχθηκε από τον ως άνω εξετασθέντα 4ο λόγο ανακοπής, η ανακόπτουσα
αμφισβητεί γενικά και αόριστα το σε βάρος της χρεωστικό υπόλοιπο από την
επίδικη σύμβαση, χωρίς να έχει προβεί σε υπολογισμό και να προσδιορίζει ποιο
είναι το ποσό, που επιδικάσθηκε παράνομα (δεν συμπλήρωσε ούτε με τις
προτάσεις της το δικόγραφο της ανακοπής κατ’ άρθ 224, 236 του ΚΠολΔ,
όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις με το Ν. 3994/2011, ως είχε
δυνατότητα) επικαλούμενη μάλιστα στο δικόγραφο των προτάσεών της
αδυναμία λόγω της πολυπλοκότητας των πράξεων και των υπολογισμών να
προβεί σε αυτή την ενέργεια, υποδεικνύοντας παράλληλα ότι ο υπολογισμός
θα πρέπει να διαπιστωθεί με πραγματογνωμοσύνη, που θα διαταχθεί από το
δικαστήριο. Τούτο όμως δεν ευσταθεί, γιατί το δικαστήριο κατ’ άρθ 106 και
338 παρ. 1, 216 και 262 του ΚΠολΔ τάσσει αποδείξεις για να διαπιστώσει την
αλήθεια προβαλλόμενων με πληρότητα ισχυρισμών και όχι για να συμπληρώσει
αυτούς, ήτοι να καταστήσει ένα δικόγραφο αγωγής ή ανακοπής ορισμένο και
παραδεκτό ή μία προβληθείσα ένσταση από πλευράς του εναγομένου ορισμένη
και παραδεκτή. Δεν νοείται δηλαδή διεξαγωγή τεχνικής
πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να προσδιορισθεί με αυτή τμήμα μείζονος
ακινήτου, που περιγράφεται ατελώς σε διεκδικητική αγωγή, ή για να
διαπιστωθεί το ύψος της απαίτησης, που προτείνεται σε συμψηφισμό. Τα
παραπάνω αποτελούν αποκλειστικά υποχρέωση (ορθότερα δικονομικό βάρος)
του διαδίκου, που τα επικαλείται (ΕιρΑθ 3629/2012).
IV. Με τον 5ο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η από
μέρους της καθ’ ης δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της, με την έκδοση της
ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη
διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια και είναι άκυρη, δοθέντος ότι, ενώ η ίδια έχει
περιέλθει χωρίς δόλο σε οικονομική αδυναμία εκπλήρωσης των συμβατικών
της υποχρεώσεων, λόγω απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών που οφείλεται
στη σοβαρή οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η Χώρα (388 ΑΚ), η καθ’ ης η
ανακοπή αρνείται να απαντήσει σε αιτήματα βιώσιμου διακανονισμού των
οφειλών της και την υπαγωγή της σε μία ευνοϊκή για την ίδια ρύθμιση, που θα
της επιτρέψει να ανταποκριθεί προσηκόντως στις συμβατικές της
υποχρεώσεις και όλα αυτά ενώ προηγουμένως η καθ’ ης είχε φροντίσει προς
εξασφάλιση των συμφερόντων της να σύρει την ανακόπτουσα στην υπογραφή
της ένδικης σύμβασης με δυσμενείς και καταχρηστικούς γι’ αυτήν όρους,
όπως υπερβολικά υψηλά επιτόκια, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη της
ανακόπτουσας και την απειρία της στα τραπεζικά θέματα. Με το περιεχόμενο
αυτό ο προβαλλόμενος λόγος ανακοπής - πέραν της προφανούς αοριστίας του
καθόσον η ανακόπτουσα περιορίζεται σε γενικόλογες και αόριστες αναφορές
περί οικονομικής της αδυναμίας να ανταποκριθεί στην οφειλή της [η οποία
(αδυναμία) σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά λόγο απαλλαγής της από αυτήν
(ΑΠ 1080/2001 και ΠολΠρωτΑθ 5479/2009 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)], και
προσπάθειας συμβιβαστικής επίλυσης της επίδικης διαφοράς από την ίδια,
χωρίς όμως να επικαλείται πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά του
ισχυρισμού της αυτού - κρίνεται απορριπτέος και ως νομικά αβάσιμος. Και
τούτο διότι τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή
υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δεν
συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη,
τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του
συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ης επέφερε τυχόν βλάβη στην ανακόπτουσα,
την οποία, εξάλλου, δεν προσδιορίζει κατά τρόπο ορισμένο, εκθέτοντας
συγκεκριμένα περιστατικά, που να την θεμελιώνουν, δεν μπορεί να
στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να
συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει
συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν
μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη
σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του, διακόπτοντας παράλληλα την
πίστωση του οφειλέτη, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους
του, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση η
ανακόπτουσα υπήρξε από την αρχή ασυνεπής ως προς την εκπλήρωση των
συμβατικών της υποχρεώσεων (μετά την εκταμίευση του δανείου και μέχρι
την καταγγελία της σύμβασης από την καθ’ ης κατέβαλε μόνο μία δόση στις
18-9-2013 και μάλιστα όχι ολόκληρη, αλλά περίπου το 1/3 αυτής), διότι τούτο
αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον
τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός
βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο
που δεν προκύπτει, εν προκειμένω, από τα ιστορούμενα από την ανακόπτουσα
στο δικόγραφο της ανακοπής της (ΑΠ 1742/2004 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ
1027/2010 Αρμ 2012. 577, ΕφΛαρ 298/2008 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ
114/2007 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2007. 241, ΕφΑθ 5253/2003 ΑρχΝ 2004. 201, ΜΠρΑθ
4029/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).