Você está na página 1de 137

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Κ.

ΧΡΗΣΤΟΥ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

ΝΗΠΤΙΚΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΑ

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
1977
ΟορψίξΚΐ: ΡαίτίατάιαΙ ΙηβΙίΙιιΙβ [ΟΓ ΡαΐΓΪείίο δΐιιάΐββ
Τ1ιβ88αΙοηί1ίϊ 1977
Π I Ν Α Ξ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σελ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ............................................................................................... 9
1. Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΓ . 13
Λ'. Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ' ΤΟΓ ........ 13
1. Έ Φωτική τής Ηπείρου ............................................................. 13
2. Ό Διάδοχος Φωτικής ........................................................ .... 16
3. Συγγράμματα, τοΰ Διαδόχου ................................................... 19
Β'. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΓ ΔΙΑΔΟΧΟΓ .................................... 28
1. Ό θεός καί ή έν τφ κόσμψ ένέργεια αύτοϋ .............................. 28
2. II ροσπάθεια τοΰ ανθρώπου προς έπανεύρεσιν τοΰ Θεοϋ . 39
3. 'Η πνευματική ζωή τών Χριστιανών .................................................. 54
Γ'. Η ΘΚΣ1Σ ΤΟΓ ΔΪΑΔΟΧΟΓ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΓ2ΤΙΚΗΝ
ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ 75
2. ΠΕΡΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΙΙΣ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗΣ ΕΡΙΔΟΣ . . . . 87
3. 0 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣ
ΤΙΙΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
ΑΙΩΝΑ .............................................................................................. 101
4. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ........................................................ 123
5. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ ΙΙΑΛΑΜΑΝ .................................................................. 141
6. ΟΟΙΙΒΕΕ ΚΝΟννΕΕΠΟΕ ΛΟΟΟΗϋΙΝΟ ΤΟ ΟΗΕΟΟΚΓ
ΡΛΕΑΜΑ8 ............................................................................................... 153
1. Ρΐιίίοχορίιί 3Π<1 Τΐιεοΐο^ν .............................................................. 153
2. ΤΗε Τ\νο \ν&ν5 οί Κποννίπ^ Οο8 ....................................... 158
3. Τΐιεοΐοοχ 3η(] Υίείοπ οί ΟοΟ ....................................................... 162
8

2ελ.
7. ΤΗΕ ΤΕΑΟΗΙΝΟ ΟΡ ΟΗΕΟΟΚΓ ΡΑΕΑΜΑ8 ΟΡ ΜΑΝ 167
8. ΗΣΓΧΑΣΤΙΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΙΙΕΡΙ ΤΟ 1700 ........................................................................................ 181
9. ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΑΪΨΕΩΣ .............................................. 199
10. ΘΕΙΟΣ ΓΝΟΦΟΣ ............................................................................... 217
11. Η ΕΚΣΤΑΣΙΣ ....................................................................................... 22ό
12. Η ΘΕΟΑΟΓΙΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΓΓΙΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΘΕΟΝ ...................................................................................................... 235
13. ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΑΟΓΙΑ ............................................................. 247
1. Ιστορική οιερεύνησις ........................................................................ 247
2. Συστηματική διερεύνησις ................................................................ 252
ΕΓΡΕΤΗΡΙΟΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ ................................. 257
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Εις τόν παρόντα τόμον περιλαμβάνονται μελετήματα άναφερόμενα εις την


νηπτικήν και ησυχαστικήν θεολογίαν, ή όποια εθεραπενθη μέ έξαιρετικόν ζήλον κατά
τους βυζαντινούς χρόνους ιδίως. “Εν άπό αυτά έχει την μορφήν ιόλοκλ.ηρωμένην,
μερικά εξετάζουν κατά τρόπον διεξοδικόν ώρισμένας πτνχάς τής πνευματικής κινήσεως
εντός τής ’ Ορθοδοξίας κατά τόν ιδ' αιώνα, ενώ μερικά άλλα παρέχουν έν συντομία γε-
νικήν εικόνα περί προσώπων ή πραγμάτων εις τό Οεολογικόν πεδίον κατά τήν εποχήν
εκείνην.
Ειδικώτερον περί τον Γρηγορίου ίΙαλαμά έχουν γραφή νφ ημών πολ.λαί σελίδες
περιλ.ηφθεϊσαι εις τούς τρεις μέχρι τονδε δημοσιενθέν- τας ογκώδεις τόμους υπό τόν
τίτλον Γρηγορίου τοΰ Παλαμά Συγγράμματα, άλλ.’ ανται ιός δννάμεναι ευκόλως νά
άνενρεθοϋν υπό τών άναγνιο- στών δεν άνατυπώνονται εις τόν τόμον τούτον.
"Αλλωστε εις τήν μεγά- λην αυτήν προσωπικότητα τής ’Ορθοδόξου θεολογίας
πρόκειται νά ά- φιερώσωμεν ιδιαίτερον σύγγραμμα έν καιοιΤ), Θεόν θέλοντος.

IIαν. Κ. Χρήστου
Ο ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΦίίΤΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΓ

1952 *

Α'. Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΤ

1. Ή Φ ω τ ι κ ή τ ή ς Η π ε ί ρ ο υ
Ή άρχή καί ή παλαιοτέρα ιστορία τής ηπειρωτικής πόλεως Φω- τικής
είναι σκοτεινή, άκόμη δέ καί ή θέσις χύτής ήτο άγνωστος μέχρι προ ολίγων
δεκαετηρίδων. ΙΙαρασυοΟέντες εκ μαρτυρίας έν τώ Παραρ- τήματι τοΰ
Συνέκδημον τοΰ 'ίεροκλέους, καθ’ ήν Φωτική είναι «ή νΰν Βελά», οί νεώτεροι
έθεώρησαν τήν Βελάν ώς κτισθεΐσαν έπί των ερειπίων τής Φωτικής. 'Η
ύπόθεσις αυτή βεβαίως οφείλεται εις σύγχυσιν προελθοΰσαν έκ τοΰ γεγονότος
ότι ή επισκοπή Βελάς ένεφανίσθη άμέ- σως μετά τήν παρακμήν τής έπισκοπής
Φωτικής καί περιέλαβε τό πλεΐ- στον τής υπό τήν δικαιοδοσίαν ταύτης
περιοχής 1. Τήν σύγχυσιν πιθανώς ένίσχυσε καί ή κατωτέρω παρατιθεμένη
πληροφορία τοΰ Προκοπίου, καθ’ ήν ή περιοχή τής Φωτικής ήτο ελώδης, ώς
άκριβώς και ή τής Βελάς.
Τό πρόβλημα τής θέσεως τής Φωτικής έλύθη διά τής ύπό τοΰ ’Η-
πειρώτου ίατροΰ καί ερασιτέχνου άρχαιολόγου Παναγιωτίδου άνακα- λύψεως
δύο επιγραφών έν Λψ,πονίω τής Θεσπροιτίας, κειμένω τέσ- σαρα χιλιόμετρα
βορειοδυτικώς τής Παραμυθίας2. παρά τήν όποιαν

* Έδημοσιεύθη αύτοτελώς έν Θεσσαλονίκη


(1952).
1. ΪΕΡΟ
ΚΛΕΟΥΣ ,
Συνέκδημος,
έκδ.
ΒυηοκΗΑΚϋ,
Αειψία 1893,
παράρτημα
37α, «Φωτική
ή νΰν Βελά»
καί 121,
«Φωτική ή
νΰν Πελλά».
Βλ. Δ. Σ.
Μ ΠΑΛΑΝΟΥ ,
77α-
τρολογία,
Άθήναι 1930,
σ. 280, σημ.
4. 'Ο
Γ ΕΩΡΓΙΟΣ
14

πρέπει νά τοποθετήσιυμεν καί τήν Φωτικήν. Έν Παραμυθία σώζεται καί


σήμερον άρχαιότερον φρούριον, έπισκευασθέν αλληλοδιαδόχους κατά τήν
Ρωμαϊκήν, τήν Βυζαντινήν καί τήν Τουρκικήν εποχήν. Τό φρούριον τούτο
άναμφιβόλως άνήκεν εις τήν Φωτικήν, διότι είναι αδύνατον νά εκειτο έτέρα
πόλις τόσον πλησίον πρός αυτήν. Φαίνεται /ωιπόν ότι ή άνω πόλις τής
Φωτικής μετά τής άκροπόλεως εκειτο έν τή θέσει τής σημερινής Παραμυθίας,
ή δέ κάτω πόλις χαμηλότερον έν Αιμπονίω. Κατά τόν γ' μ.Χ. αιώνα, έκ τοΰ
οποίου προέρχεται ή δεύτερα επιγραφή, καί βραδύτερον ή πόλις ήκμαζε,
μαρτύρια δέ τής άκμής ταύ- της είναι τά σωζόμενα λείψανα έκ τής ρωμαϊκής
καί τής βυζαντινής περιόδου, ιδίως τεμάχια λατινικών επιγραφών καί έρείπια
έκκλησιών.
'Η Φωτική ήτο μία έκ τών σπουδαιότερων πόλεων τής Ηπείρου κατά τήν
άρχαιότητα. Τόν Χριστιανισμόν έδέχθη πιθανώς κατά τόν α' αιώνα, δτε ή
διάδοσις τής νέας θρησκείας ήτο μεγαλύτερα έν Ήπείοω ή έν άλλαις
περιοχαΐς τής Ελλάδος Υ Ό Παύλος έκήρυξεν, ώς γνιο- στόν, έν Νικοπόλει
(Τίτ. 3,12), πρωτευούση τότε τής Ηπείρου, άλλ’ έπί πολύν χρόνον δέν έ'χομεν
ειδήσεις περί τής Ηπειρωτικής Εκκλησίας, μέχρι τοΰ δ' αίώνος, οπότε άρχεται
δι’ αυτήν περίοδος άκμής μαρ- τυρουμένης καί έκ τής εύρείας συμμετοχής
επισκόπων τής Ηπείρου

τινικήν γλώσσαν 8ΟΧ. Ροιορβϊο ρι·οο[υΓ3.1οπ ] Αιΐ£[ιΐδϋ] Ερίπ [οι·]άο Ρ1ΐοϋο[βη-


είδ]. Βλ. Ο ΟΓ . ΙηδΟΐτ Ε&Ι. III 8υρρ1. άρ. 12299. Ή δεύτερα επιγραφή, άνευρεθεΐσα
τό 1906 καί δημοσιευθεϊσα κατά παραχώρησιν τού ΙΙαναγιωτίδου ΰπό τοΰ Η. Οιιέ-
ΟΟΙΚΕ έν ΒαΙΙβίίη άε Οοη·ββροηάα.ηεε ΗεΙΙβηϊφιε, 1907, σ. 38-45, είτα 8έ μετ’
άκριβεστέρας γραφής καί ύπό τού Δ. Ε ΥΑΓΓΕΑΙΔΟΥ , «Έπιγραφαί έξ Ηπείρου»,
Αρχαιολογική Έφημερίς (1914) 232-241, έχει ώς έξης·
ΤΩ ΚΡΑΊΊΣΤΩ ΑΙΛΙΩ ΑΙΛΙΑΝΩ
ΔΟΤΚΗ[ΝΑΡΙΩ ] ΕΚ ΠΡΟ-
ΤΗΚΤΟΡΩΝ ΕΠΙΤΡΟΙΙΩ ΤΗΣ
ΗΙΙΕΙΡΟΤ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΟ- ΝΙΩΝ
ΑΛΛΑ ΓΑΡ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑΝ
ΚΗΝΣΙΤΟΡΙ ΕΠΑΡΧΕΙΑΣ ΝΩΡΙΚΟΥ
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ ΦΩΤΙ- ΚΗΣΙΩΝ
ΤΩ ΕΥΕΡΓΕΤΗ
ΨΊΙ[ΦΙΣΜΛΤΙ] Φ [ΩΤΙΚΗΣΙΩΝ ]
'ΡΙ "Ηπειρος άπό τών χρόνων τοΰ Βεσπασιανοϋ άπετέλεσε γερουσιαστικήν
επαρχίαν Βιοικουμένην ύπό Επιτρόπου. 'Ο Αίλιος Αίλιανός (περί τοΰ όποιου πιθανώς
βλ. ΟοΡρ. ΙπδΟΓ. ΕαΙ. III, 3529) έπετρόπευε τής Ηπείρου, άλλα ταυτοχρόνως ένί-
σχυεν οίκονομικώς καί τάς δύο έπαρχίας τής ΙΙαννονίας.
1. Βλ. Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Π ΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ , «'Π Εκκλησία τής Ελλάδος», θεολογία
ΚΒ (1951 ) 187.
15

εις Συνόδους οίκουμενικάς καί τοπικάς. Κατ’ άρχάς ύπήρχεν έν Ήπεί- ρω μία
μόνον Μητρόπολις, ή τής Νικοπόλεως, ύπαγομένη είς τόν Σιρ- μίου καί μετά
τήν καταστροφήν τούτου είς τόν Θεσσαλονίκης. Βραδύτερον ίδρύθη καί
έτέρα Μητρόπολις, ή τοΰ Δυρραχίου, περιλαμβάνουσα. τάς έπισκοπάς τής
Νέας Ηπείρου 1. 'Ο άριθμός τών επισκοπών τής Νικοπόλεως έποίκιλλε κατά
έποχάς. Κατά τούς πρώτους αιώνας αΐ έπισκοπαί αυτής ήσαν όκτώ, μεταξύ
τών όποιων περιελαμβάνετο καί ή έπισκοπή Φωτικής. Είναι γνωστοί τέσσαρες
επίσκοποι Φωτικής· ό Ιωάννης, δστις συμμετέσχεν ε’.ς τήν Δ' Οικουμενικήν
Σύνοδον, ό διαδεχθείς αυτόν Διάδοχος, ό πιθανώς διαδεχθείς τούτον 'Ιλάριος
καί ό Φλωοέντιος τού όποιου σώζεται Έγκώμιον είς τόν"Αγιον Στέφανον τόν
Πρωτομάρτυρα έν τώ ύπ’ άριθ. 67 κώδικι τής Μονής Φιλοθέου.
Πληροφορίας τινάς περί Φωτικής εύρίσκομεν κατά τόν στ' αιώνα παρά
τώ Προκοπίω.
«Άνενεώΰατο δέ Νικόπολίν τε καί Φωτικήν καί τήν Φοινίκην ώνομασμένην αί
δύο ανται πολίχναι, ή τε Φωτική καί ή Φοινίκη, έν τω χθαμαλώ τής γης έκειντο, ϋδασι
περιρρεόμεναι τήδε λιμνάζονσιν».
«Άνενεώσατο δέ τάδε... καί από Ίονστινιανουπόλεως καί Φωτικής φρούρια δύο
Άγιον Δονάτου» 1 2.
Προφανώς κατά τήν έποχήν ταύτην ή Φωτική εύρίσκετο έν παρακμή
καί ήτο μικρά πολίχνη, άλλ’ έκτοτε άνεπτύχθη έκ νέου καί άνε- δείχθη
πιθανώτατα είς Μητρόπολιν τής Ιίαλαιάς Ηπείρου μετά τήν ύπό τών
Βουλγάρων καταστροφήν τής Νικοπόλεως κατά τό 929. Δύο κείμενα καλούν
ολόκληρον τήν Παλαιάν "Ηπειρον «Φωτικήν»3.
Άπό τού ιγ' αίώνος έμφανίζεται ή έπισκοπή Βελάς καί πιθανώς έκτοτε ή
πόλις τής Φωτικής παρήκμασε ή κατεστράφη λόγω τών έπι- δρομών καί τής
έλονοσίας. Έπί τινα χρόνον ομ.ως τό όνομα Φωτική διετηρήθη προς δήλωσιν
τής Μητροπόλεως τής Ηπείρου. Διά πατριαρ-

1. Βλ.
Γ ΕΡ .
Κ ΟΝΙΔΑΡΗ ,
2. Περί
Αί
Κτισμάτων
Μητροπόλεις
IV, 13.καί 4,
καί
έκδ. Βόννης,
Κ ΩΝΣ
Αρχιεπίσκοπ
σ. 268,279. το
ΤΑΝΤΙΝΟΥ
οί τοΰ
Έκ
Υ ΙΙτοΰ
ΟΡΦ ΥΡΟ
Οικουμενικού
φρουρίου,
ΓΕΝ τοϋ
Ν ΗΤΟ
Πατριαρχείο
'Λγίου
Υ, έκ τοΰ
υ, Άθήναι
Συνεκδήμου
Δονάτου
1934,
Ιέλαβενσ.ή44,
ΕΡΟΚΛΕΟΥΣ
69.
Παραμυθία
σ. 56·
τό τουρκικόν
«όγδοον θέμα
όνομα
Νικόπολις.
'Αίδονάτ.
Επαρχία
Παλαιάς
Ηπείρου, τής
Φωτικής, ύφ’
ηγεμόνα,
πόλεις
δώδεκα,
Νικόπολις
Μητρόπολις»
, ένθα ή
16

χικών πράξεων τοΰ 1699 και 1709 παρείχετο είς τόν Μητροπολίτην 'Άρτης τό
δικαίωμα νά χειροτονή επίσκοπον Φωτικής, άλλ’ αναμφιβόλους πρόκειται
πλέον περί τιτλούχου βοηθού επισκόπου.
Έξ υπαινιγμών τοϋ Διαδόχου έν τοϊς 'Εκατόν Κεφαλαίοις δυνά- μεθα νά
συμπεράνοψεν ότι κατά τήν έποχήν αύτοϋ ή Φωτική περιεβάλ- λετο ύπό
λειμώνων πλουσίων καί συσκίων δένδρο)ν, έκοσμεΐτο διά πολυτελών
οίκοδομημάτο^ν καί λουτρών, είχε δέ άνεπτυγμένην κοινωνικήν ζωήν \

2. 'Ο Δ ι ά δ ο χ ο ς Φ ω τ ι κ ή ς
Είναι παράδοξον ότι περί τοϋ Διαδόχου, δστις ύπήοξεν εξαίρετος
συγγραφευς και ησκησε σπουοαιαν επιορασιν επι της αναπτυςεως της μυστικής
καί άσκητικής θεολογίας, έλάχισται π?^ηροφορίαι διεσούθη- σαν έκ
συγχρόνων πρός αυτόν πηγών. 'Η κυριωτέρα αιτία τούτου είναι πιθανώς τό δτι
ή “Ηπειρος κατά τήν εποχήν εκείνην ήτο άπομεμο- νωμένη άπο τών μεγάλων
εκκλησιαστικών κέντρων τής Ανατολής καί τής Δύσεως, ουτω δέ καί ή δράσις
τοΰ Διαδόχου δεν ήτο εϋκολον νά κα- ταστή έπαρκώς γνωστή εις εύρεϊς
εκκλησιαστικούς κύκλους. Δέν είναι άνάξιον προσοχής δτι ή κυρίως Ελλάς
άπό τοϋ γ' μέχρι τοΰ θ' αίώ- νος ολίγα προσέφερεν εις τήν άνάπτυξιν τής
χριστιανικής θεολογίας καί γενικώς είς τήν πρόοδον τής Εκκλησίας.
Έξαιρουμένου τοΰ Διαδόχου, ούδείς άξιος λόγου εκκλησιαστικός ήγέτης ή
συγγραφευς ένεφανίσθη κατά τήν περίοδον ταύτην έν αυτή. 'Η άνεύρεσις καί
Ιξέτασις τών λόγων, οίτινες συνετέλεσαν είς τοΰτο, έκφεύγει τών πλαισίων τής
παρού- σης μελέτης, άλλα δέν πρέπει νά παρασιωπηθή τό γεγονός δτι ό διμε-
ρής προσανατολισμός τής Εκκλησίας τής Ελλάδος μέχρι τοΰ η' αίώ- νος,
διοικητικώς μεν πρός τήν ρο^μαΐκήν Δύσιν, πνευματικώς δέ πρός τήν
ελληνικήν Ανατολήν, διέσπα τά διαφέροντα αυτής.
Καί ή "Ηπειρος ώς έκκλησιαστική περιφέρεια εύρίσκετο έν τή αυτή μετά
τής λοιπής Ελλάδος σχέσει πρός τήν Ανατολήν καί τήν Δύσιν, είναι δέ
άξιοσημείο^τον οτι μία έκ τών περί τοΰ Διαδόχου ιστορικών μαρτυριών
προέρχεται έκ δυτικής πηγής. Ό άβδ Ρ1&068 ισχυρίζεται δτι ό Διάδοχος
είναι ό «δυτικώτερος» τών Πατέρων τής Άνα- 1

1. Ιδίως
κεφ. 55. Περί
Φωτικής βλ.
Δ.
ΙΙ ΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟ
Υ , «Ή Φωτική
έν Πα-
ραμυθία»
Φι?ωλ. Σύλλ.
Κυιναταντινον
πόλεως, ΚΣΤ,
σ. 26 έ. Β.
Μ ΥΣΤΑΚΙΔΟΥ ,
Ή Φωτική,
Κωνσταντινού
πολή καί
άρθρον
«ΡΙΐοίϋίΘ»
τοϋ Ρ.
ΟΒΕΚΠϋΜΜ
17

τολής καί ότι είχε στενάς σχέσεις μ.ετά της Δύσεως Τό δεύτερον είναι
εύλογον, άλλα τό πρώτον ουδόλως άποδεικνύεται έξ έπισταμένης μελετης των
εργοον αυτου, τα οποι,α αποσκοπουν εις την εσωτερικήν πνευματικήν
καλλιέργειαν. Καί ώς γνο>στόν κατά τήν έποχήν αυτού ή τάσις αυτή, ενώ ήτο
κατ’ έξοχήν προσφιλής μεταξύ τών ανατολικών Πατέρων, δέν προσείλκυε
πολύ τό ενδιαφέρον τών δυτικών. Θά τονισθή περαιτέρω ότι ό Διάδοχος
διαφέρει άπό τών λοιπών Ελλήνων έκκλη- σιαστικων συγγραφεοον και κατα
την γλώσσαν και κατα το ύφος και πρωτοτυπεί έν πολλοΐς σημείοις τής
διδασκα?άας αύτοΰ, άλλα ταΰτα δέν ά.ποτελοΰν σημεία προσεγγίσεως πρός τό
δυτικόν πνεύμα. Πάντως ό μνημονευθείς διμερής προσανατολισμός τής
Εκκλησίας τής Ελλάδος καί τής Ηπείρου συνετέλεσεν εις τήν ά.μφοτέρωθεν
σιωπήν περί τού Διαδόχου. Δέν είναι όμως άπίθανον ότι καί 6 χαρακτήρ
αύτοΰ συνέβαλε κατά τι είς τούτο, διότι δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν ότι ό
μετά τόσου ζήλου κηρύξας τήν ανάγκην τής εσωτερικής καλλιέργειας, περι-
συλλογής καί ταπεινώσεως συγγραφεύς ούτος θά άπέφυγε πάντα περί τό
πρόσωπόν του θόρυβον. 'Η μετριοπάθεια αύτοΰ άναμφιβόλως εΰ- ρισκε
τρόπον μεταμορφώσεως είς δράσιν, ϊσως όμως δέν ήμπόδισεν αύ- τόν άπαξ νά
έκφρασθή έν κεφ. 13 περί εαυτού ώς έχοντος «θερμήν επιθυμίαν» καί
«διάθεσιν θεοφιλίας» καί «ταπεινώσεως» καί πόθον νά πα- ραμεινη άγνωστος
και ανύπαρκτος, «ως μήτε οντα είναι», καιτοι οεν αποκλείεται τό κεφάλαιον
τούτο νά αφορά είς έτερον πρόσωπόν, κατά τήν συνήθειαν τών άρχαίων
συγγραφέων νά άναφέρουν γνωστά είς αύ-
1 / 5 / Ο
τους πρόσωπα ανωνυμως .
Πλ εΐστοι μεταγενέστεροι συγγραφείς άναφέρουν τόν Διάδοχον εν τή
παραθέσει χωρίων έκ τού κυρίου έργου του καί μάλιστα μετά τών έπιθέτων
άγιος, μακάριος, θειος. Πλήν τούτων όμως υπάρχουν περί αύτοΰ καί αί έξής
τρεις άμεσοι μαρτυρίαι.
α) 'Ο Διάδοχος περιλαμβάνεται μεταξύ τών Επισκόπων Ηπείρου τών
ύπογραψάντιον τήν πρός τόν αύτοκράτορα Λέοντα Α' Έπιότο- λην περί τού
θανάτου τού Προτερίου Αλεξάνδρειάς κατά τό έτος 458. Λόγω μάλιστα
ομοιοτήτων τοΰ ΰφους τής Επιστολής ταύτης πρός τό ύφος τών
συγγραμμάτων τού Διαδόχου, ό Ο ΟΓΓ έξέφρασε τήν ούχί ά πίθανον γνώμην ότι
ούτος ήτο ό συντάκτης τής Επιστολής3. 1 2 3

1.
Τ)ϊαάο
<:Ηβ2. άβΒλ. Ι ΩΛΝΝΟΥ Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ , Περί
ΡΗοΐίΰέ,
Ίερωσννης
3. Βλ. ΣΤ' 4.
ΟεηΙ
Μ ΑΝ 3 Ι , 8αεε.
Οιαρίΐεεε
ΟοηεΐΙ., τ.ΒΙΙΓ
VI, 2
Ια ρερ^εούοη
σ. 617 έ. Γη.
ερίτίΐιιεΙΙε,
ϋοκκ,
Ρ&Πδ
ΌϊαάοεΗαε 1943,
σ. 64.
νοη ΡΗοή&ε
ιιηά άίε
ΜεεβαΙίαηεε,
Γπθόυιφ; ί.
ΒΓ. 1937, σ. 2,
σημ. 3.
18

β) Έν τώ προλόγω τής ΗίίίΙοηα ρβκβαιίίοηώ Α(π,οαηαβ ρΐ'ονίη- οίαβ, τής


συγγραφείσης ύπό Βίκτωρος επισκόπου Βίτης κατά τά τέλη τού ε' αίώνος,
γίνεται, έξαιοετικώς επαινετική μνεία τού Διαδόχου άπο- δεικνύουσα τό κύρος
αύτοΰ ώς συγγραφέίυς μεταξύ τών συγχρόνων του, καίτοι, ώς Ιλέχθη, τό έργον
του δέν ήδύνατο νά είναι έπαρκώς γνωστόν είς όλους· ΕπκΒίιΐδ Α ΐ9ηΙ;ο
ροηΐίίίοθ. ίοΐοηαβ Ιβικϋδ ^βηβΐ'β ρτ&θ- οΐίο&ικίο ΒΘ&ΙΟ Βίθάοοίιο, οιιίια»
ιιί. 98ΐΐ’9 Ιυοοηίίθ οχΐβηΐ <4119111 ρΐιι- ΓΪιη& ο&ΙΙιοΙίοΐ (!ο§ιη&Ιίδ
ιηοηυηιοηΐυ ιΐίοΐοηιιη. Ή ύπό τού Βίκτωρος μνεία δεικνύει σύνδεσμόν τινα
τού Διαδόχου μετά τής Αφρικής, άλλ’ ή πηγή αύτη δέν δίδει πεοισσοτέρας
πληροφορίας Ε
γ) 'Ο Φώτιος (έν Βιβλιοθήκη, κώδ. 231) διασούζει πληροφορίαν τής
Συνοδικής επιστολής Σωφρονίου 'Ιεροσολύμιυν, καθ’ ήν μεταξύ τό)ν
κυριωτέρων άντιπάλων τών μονοφυσιτών ήτο καί ό Διάδοχος Φωτικής,
μολονότι βεβαίως κατά τό 451, έτος συγκλήσεως τής Δ' Οικουμενικής
Συνόδου, έν ή παρέστη Ιωάννης ό Φωτικής, ούτος δέν ήτο ακόμη
Επίσκοπος.
Ό Διάδοχος κατέστη Επίσκοπος Φωτικής, ώς έξάγεται έκ τών άνωτέρω,
μεταξύ τών ετών 451 καί 458, δτε άπεστάλη ή πρός τόν Λέοντα έπιστολή. 'Η
διάρκεια τής άρχιερατείας αύτοΰ καί τό εκκλησιαστικόν αύτοΰ έργον έν
λεπτομερείαις είναι άγνωστα. ’Εξ όσιον γνωρίζο- μεν ή δυνάμεθα νά
ΰποΟέσιυμεν διεκρίθη εις τρεις κυρίως τομείς δρά- σεως· τήν όργάνωσιν του
μοναχικού βίου, τήν καταπολέμησιν τών αιρέσεων καί τήν συγγραφήν.
Έν κεφαλαίοις 1,67 καί ά. χρησιμοποιούνται αί προσφωνήσεις «αδελφοί»
καί «άγαπητοί», ένδεικνύουσαι ότι ό Διάδοχος άπηυθύνετο πρός
ώργανωμένην μοναχικήν κοινότητα, τής όποιας ενδεχομένως ήτο ό
πνευματικός οδηγός 2. ΓΙληροφορούμεθα έκ το»; Εκατόν Κεφαλαίων ότι έν
Ήπείρω είχεν ήδη είσαχθή ό μοναχικός βίος ευρύτατα, δτι ύ- πήρχεν
ώρισμένος κανών ρυθμίζων τά τοΰ βίου τών μοναχών καί ότι οί άσκηταί
διεκρίνοντο είς δύο κατηγορίας, τούς άτελεστέρους, τούς ζώντας έν κοινοβίοις
ή έντός τών πόλεων, καί τούς τελειότερους, τούς ζώντας άνά δύο ή τρεις έν
αναχωρήσει μακράν τοΰ κόσμου (κεφ. 53,100). 1 2

1. Κατά
τόν Βίκτωρα
δ Διάδοχος
ήτο
διδάσκαλος
2. Βλ.
τοϋ
Μ.
προστάτου,
ΚοτΗΕΝΗΑ
είς τον
υβι,Εκ, «ΖιΐΓ
όποιον
εΐΒίνβΙίδοΕθή
ιστορία του
ίι
άφιεροΰται.
Ι.θ1ΐΓ5θ1ιπί
Δυστυχώς
Ι άβδ
δέν
ϋίαάοοίιυκ
κατώρθωσα
νοη
νά
Ρίιοΐίΐίθ» έν
συμβουλευθώ
Σ)(χα Γ/είΙίξε
τό σχετικόν
ϋεί)εΓΐίε^εηι
άρθρον Είπθ
η§. τοϋ
Η.-Ι.
ΡεβΙ^ίΦθ
Μλίικου,
'/ΛΙΙΤΙ 1). Τ.
«Όϊ&άοηυβ
Ηβηνο- 86η,
19

Τό εξαιρετικόν διαφέρον τοϋ Διαδόχου διά τά δογματικά ζητήματα


άποδεικνύεται καί έκ τής ύπό τοϋ Φωτίου διατηρουμένης μαρτυρίας τοΰ
Σωφρονίου, μαρτυρεΐται δέ καί έκ τών συγγραμμάτων αύτοΰ. Καί- τοι τά
έργα αύτά δέν είναι κυρίως δογματικά, ευρίσκει ό συγγραφευς τήν εύκαιρίαν
νά καταπολέμηση καί έν αύτοϊς τάς αιρέσεις τής εποχής. Έν τω Λόγω είς τήν
Άνάληψι.ν τονίζει κατά τών Μονοφυσιτών τό άσύγχυτον τής ένώσεως τό>ν
δύο φύσεων έν Χριστώ, έν τή 'Οράσει άποκρούει κατά των άνθρωπομορφιτών
τήν ΰπαρξιν μορφής παρά τω Θεώ, έν δέ τοίς "Εκατόν Κεφαλαίοίς άνασκευάζει
τήν Μασσαλιανικήν άντίληψιν περί συγκατωκήσεως τής θείας χάριτος μετά
τοϋ δαίμονος έν τή ψυχή τοϋ ανθρώπου 1.

3. Σ υ γ γ ρ ά μ μ α τ α τ ο υ Δ ι α δ ό χ ο υ
Έκ τοϋ χωρίου τού Βίκτωρος Βίτηςδύναται νά συναχθή ότι ό Διάδοχος
συνέγραψε πολλά έργα, άλλ’ ή μαρτυρία αυτή δέν πρέπει νά θεω- ρηθή
άσφαλής καί ώς άόριστος καί ώς προερχομένη έκ δυτικού λατίνου
συγγοαφέως, μή δυναμένου νά γνωρίζη άκριβώς τά κατά την ελληνικήν
Ανατολήν. Παραμένει άγνωστος ό αριθμός τών συγγραφών τού Διαδόχου.
Μέχρις ημών πάντως διεσώθησαν τρία έργα- ή "Ορασις, ό Λόγος είς τήν
Άνάληψιν καί τά 'Εκατόν Κεφάλαια. Δεν είναι ίσως συμπσωματικόν ότι τό
πρώτον έργον διαπραγματεύεται κυρίως τά περί Θεού, τό δεύτερον τά περί
Ίησοϋ Χρίστου, τό δέ τρίτον τά περί τής έν 'Αγίω Πνεύματι ζωής,
άποτελουμένου ούτως είδους τριλογίας.
'Η "Ορασις είναι μικρόν έργον αποτελούν συλλογήν έξ 29 άποριών καί
έρωτήσεων, άναφερομένων είς τά προβλήματα τής ούσίας τοΰ Θεού καί τής
δυνατότητας τής θέας αύτοΰ ύπό τών άνθρώπων. Κατά τάς απαντήσεις,
διδομένας διά στόματος Ίωάννου τοΰ Προδρόμου, ή οόσία τοΰ Θεοΰ
περιγράφεται διά τινων έκδηλωμάτων αύτοΰ, έφ’ όσον ούτος μή έχων είδος ή
μορφήν αίσθητώς καταληπτήν ύπό τών άνθρώπων, δέν κατανοεΐται ύπ’ αυτών
πλήρως. Διά τόν αύτόν λόγον δέν είναι δυνατή καί ή αισθητή θέα τοΰ Θεοΰ
καθ’ εαυτόν. Όρατή είναι μόνον ή άρετή

1. Βλ.
Βοκη, έργ.
μν., Ε. υΕ8
ΡΕΑΧΕ3, εργ.
μν., σ. 9-19.
Ή ύπό τοΰ
πρώτου δο-
θεϊσα έμφασις
έπί τοΰ
πολεμικού
χαρακτήρος
τών Εκατόν
Κεφαλαίων
καί ή τάσις νά
άποδειχθή οτι
τό έργον
τοϋτο
συνεγράφη
διά
πολεμικούς
σκοπούς καί
20

τής δόξης αύτοΰ ιδίως κατά τήν μέλλουσαν ζωήν, οπότε οί άνθρωποι. 0ά
βλέπουν καλύτερον ταύτην, καίτοι πάλιν κατά τρόπον υποδεέστερον τής ύπό
τών άγγέλων θέας.
Είναι προφανές δτι ή επιμονή μετά τής οποίας ό Διάδοχος εκφράζει τήν
άνωτέρω άντίληψιν προέρχεται έκ τής προσπάθειας αύτοΰ πρός
καταπολέμησιν άντιθέτων τάσεων έντός καί έκτος τής Εκκλησίας" ήτοι άφ’
ενός μέν τών άνθρωπομορφιτών μοναχών καί τών Μασσαλιανών, άφ’ ετέρου
δέ τών Νεοπλατωνικών, τών όποιων αί περί θέας τοϋ Θεοΰ άντιλήψεις ειχον
εΐσδύσει είς τινας έκκλησιαστικούς κύκλους, καίτοι βεβαίως ή θειορία
Διονυσίου τοϋ Αρεοπαγίτου δέν εΐχεν ακόμη άνα- φανή.
'Η "Ορασις έξεδόθη ύπό τοϋ V. Ν. ΒθηβοΗβνίΙοΙι έν Πρακτικοΐς τής
Αύτοκρατορικής Ακαδημίας τών Επιστημών Πετρουπόλεως (Σει- 0ά 8,
τμήμα ίστορικο-φιλολογικόν, τόμ. 8, άρ. 11, 1908), βάσει τών κωδίκων Οι*.
1176 καί Βίΐι*1)βι·. 515 τοϋ Βατικανού καί τοΰ ύπ’ άριθ. 492 κώδικος τής
Συνοδικής Βιβλιοθήκης τής Μόσχας καί ύπό τοΰ Ιουστίνου Βιθυνοΰ έν Νέα
Σιών 9 (1909) 247 - 254, βάσει τοΰ ύπ’ άριθ. 58 χειρογράφου τής
Βιβλιοθήκης τής 'Ιεράς Κοινότητος τών Ιεροσολύμων.
Είς τόν Λόγον εις τήν Άνάληψιν τοϋ Κυρίου ημών Ίηαοϋ Χρίστον,
άποτελούμενον έξ έξ κεφαλαίων, ό Διάδοχος τονίζει δτι ό Χριστός ώς
ά,νθρωπος μέν ύψώθη, ώς Θεός δέ άνήλθεν είς τούς ούρανούς κατά τήν
ήμέραν τής Άναλήψεως, συμφώνως πρός τήν προφητείαν τών Ψαλμών 8 καί
46. Κατά παρόμοιον τρόπον θά ύψωθοϋν καί όσοι έκ τών άνθρώπων
έπανέλθουν είς τήν προτέραν αυτών κατάστασιν, οίκειού- μενοι τούς διά τής
ένσαρκώσεως τοΰ λόγου παραχθέντας πνευματικούς καρπούς.
Ό Λόγος φέρων εμφανή πολεμικόν χαρακτήρα καταδικάζει καί τας
μυωπικας περί της αναληψεως αντιρρήσεις των «σοφιστών του κα- κοΰ», ιδίως
τών Ιουδαίων, καί τάς άκρας άντιλήψεις τών μονοφυσιτών περί πλήρους
άπορροφήσεως τής άνθρωπίνης φύσεως ύπό τής θείας.
Έξεδόθη ύπό τοϋ Α. Μυί έν ΒρϊοίΙε^ίιιηι Βοιηαηαηι IV, (Κοηιει 1840)
ΧΟνίΙΙ-Ονί βάσει τοΰ ύπ’ άριθ. Οι*. 455 κώδικος τοΰ Βατι- κανοΰ. 'Η
έ'κδοσις αυτή μετά λατινικής μεταφράσεως περιελήφθη καί έν τή έλληνική
Πατρολογία τοΰ Μί^ηβ (65, 1141 - 1148), ήτις άγνοεϊ τό ελληνικόν κείμενον
τών ύπολοίπων δύο συγγραμμάτων τοϋ Διαδόχου.
Λόγος άσκητικός γνώσεως πρακτικής καί διακρίσεως πνευματικής
I ο εργον τούτο, φερομενονκα τα τα διάφορά χειρόγραφα και ως «Ινε-
21

φάλαια πρακτικά γνώσεως καί διακρίσεως πνευματικής εκατόν» ή απλώς


«Κεφάλια άσκητικά έκατόν», άποτελεΐται έξ έκατόν κεφαλαίων. Τούτων
προηγούνται δέκα «δροι», ύπό τούς οποίους έννοοΰνται τά υψηλά ηθικά καί
πνευματικά ιδεώδη, πρός ά ώς πρός άνώτατον δριον τελειώ- σεως δέον νά
τείνη ό άνθρωπος. Είναι δέ οί δροι ούτοι οί έξης· πίστις, έλπίς, ύπομονή,
άφιλαργυρία, έπίγνωσις, ταπεινοφροσύνη, άοογησία, αγνεία, άγάπη, τελεία
άλλοίωσις.
Έν τω κυρίω μέρει τοϋ έργου, τοϋ όποιου ή άνάλυσις καί διαίρε- σις
είναι αρκούντως δυσχερής, λόγω τής κατ’ έπανώληψιν επανόδου έπί τά αυτά
θέματα, ό συγγραφεύς άσχολεΐται περί τά κάτωθι προβλήματα.

Περί τής πνευματικής φΰόεως τον ανθρώπου (1 - 11). Θεμέλιον τής άληθοϋς
πνευματικής ζωής είναι ή άγάπη, ήτις ενώνει τήν ψυχήν μετά τών άρετών τοΰ
Θεοΰ, τοϋ μόνου φύσει άγαθοϋ όντος. 'Ο ά.νθρω- πος δέν είναι φύσει άγαθός,
αλλά δύναται νά καταστή τοιοϋτος εκ μετοχής, καθ’ δτι πλασθείς κατ’ εικόνα
τοΰ Θεοΰ κατέχει τήν δυνατότητα ομοιωσεους προς αυτόν, εφ οσον
χρησιμοποίηση καταλλη/νως το αυτεξούσιον, συνιστάμενον εις τήν πρός τό
άγαθόν στροφήν τής βουλή- σεως αύτοΰ. 'Η τάσις τής ψυχής πρός τό άγαθόν
ύποβοηθεϊται ύπό τής σοφίας, ήτοι τής κατανοήσεως τών θείων άληθειών καί
ύπό τής γνώσεως, ήτοι τής διακρίσεως άγαθοΰ καί κακοΰ. Έναντι τοΰ άγαθοΰ
Θεοΰ δέν ύ- φίσταται έτέρα άρχή, διότι τό κακόν, άνύπαρκτον καθ’ εαυτό,
δημιουρ- γεΐται μόνον έκ τής έπιθυμίας τής καρδίας.

'Η δνναμις τής άγάπης και τής πίστεως (12 - 23). 'Η άγάπη τών πιστών
άναφέρεται κατά κύριον λόγον πρός τόν Θεόν καί οφείλει νά είναι τόσον
θερμή, ώστε ή άνάμνησις τής δόξης αύτοΰ νά άποτελή μοναδικόν σκοπόν τής
ζωής, ή δόξα εαυτοΰ νά περιφρονήται καί αί άπολαύ- σεις τοΰ κόσμου νά
έγκαταλείπο>νται. 'Η άγάπη αυτή άποδίδει ύψηλούς καρπούς, διότι ό άγαπών
τόν Θεόν ούχί μόνον παράγει έργα άγαθά, αλλά. καί γινώσκεται ύπό τοΰ Θεοΰ
καί καθίσταται φίλος αύτοΰ. 'Η άγάπη έπεται τοΰ φόβου, δστις γεννάται κατά
τήν έ'ναρξιν τοΰ πνευματικοΰ καθαρμοΰ τής ψυχής. Έτέρα πνευματική
δύναμις είναι ή πίστις, ή συν- δεομένη άναποσπάστως μετά τής άγάπης καί
τών έργων αυτής καί συν- ισταμένη εις βεβαιότητα περί τών θείων άληθειών
μή χωροΰσαν έρευναν διά τών ύπερφιάλων διαλογισμών, ή ένέργεια τών
οποίων διαταράσσει τήν συνείδησιν καί καθιστά άκατανόητα τά ύπέργεια
άγαθά,
22

' Ικανό της τής ψυχής προς όιάκρισιν τοϋ θείου φωτισμού από τής δαιμονικής
επήρειας (24- 48). Μετά τήν αμαρτίαν τοϋ Άδάμ τά δια- φέροντα τού
άνθρώπου διεχωρίσθησαν καί ή μέν ψυχή άποβλέπει πρός τά ουράνια άγαθά,
τό δέ σώμα πρός τά επίγεια. "Ομοίως δέ διηρέθη καί ή ενιαία φυσική
αΐσθησις τοϋ άνθρώπου, ήτοι ή ίκανότης πρός κατανόη- σιν καί άπόλαυσιν τών
θείων αληθειών, ούτως ώστε ήδη παρά τήν πνευματικήν υπάρχει καί ή
σωματική αίσθησις. Απαιτείται νά καταβληθή μεγάλη προσπάθεια πρός
διάκρισιν τών πνευματικών άληθειών άπό τών εκδηλώσεων τών πονηρών
πνευμάτων καί πρός συνένωσιν τής διεσπα- σμένης αίσθήσεως. 'Η άπό τοϋ
κόσμου άφαιρουμένη καί έν τή προσευχή σχολάζουσα ψυχή βλέπει καθαρώς
τόν Θεόν, ένω ό κόσμος συσκοτίζει τήν πρός διάκρισιν ικανότητα. Έν τή
προσπάθεια ταύτη ή ψυχή δέχεται τήν ένίσχυσιν τοϋ 'Αγίου Πνεύματος,
καθαρίζοντος τόν νοΰν' άλλ’ όταν ό νους, κινούμενος έν πλήρει άγιότητι,
αΐσθάνηται τήν θείαν παράκλησιν, τότε ό δαίμων παρεισάγει τήν θέαν
γλυκειών απολαύσεων πρός παραπλάνησιν καί διαστροφήν τής ανθρώπινης
διαθέσεως. Αΰτη είναι ή πονηρά παράκλησις, διακρινομένη τής αγαθής
παρακλήσειυς, καθ’ ότι ή μέν πρώτη διενεργεΐται καθ’ ύπνους καί προκαλεΐ
άμφιβο- λίαν καί ταραχήν, ή δέ δευτέρα διενεργεΐται έν έγρηγόρσει καί μυστι-
κή καταστάσει καί προκαλεΐ γαλήνην καί άφατον γλυκύτητα άγάπης πρός τόν
Θεόν, τόσον ο>στε νά μή βλέπη ό άνθρούπος ετερόν τι πλήν τοϋ Θεοΰ. 'Η
άπαλλαγή άπό τής πονηράς παρακλήσεως έπιτυγχάνεται διά τής έπικλήσεως
τοϋ ονόματος τοϋ Ίησοϋ Χριστού, 'ϊπάρχουν βεβαίους καί άγαθά όνειρα, άλλ’
έφ’ όσον ή διάκρισις τών δνείρων είναι δύσκολος, καλόν είναι νά μή δίδηται
προσοχή εις πάντα ταΰτα.

Ή εγκράτεια ώς θεμελιώδης αρετή και ή αποφυγή τοϋ κόσμον (41 -60). Ή


ύπακοή, ή είσάγουσα είς τήν άγάπην τοϋ Θεοϋ, είναι ΰ- ψηλή αρετή, αλλ ή κατ
εςοχην τελειοποιος αρετή είναι ή εγκράτεια σώματος καί ψυχής. ' Η εγκράτεια
τών τροφών επιβάλλεται καί χάριν τής φιλανθρωπίας καί πρός αποφυγήν τών
σαρκικών επιθυμιών, άλλά δύναταί τις νά τρώγη πάντα τά φαγητά πλήν τών
ήδέο)ς απολαυστικών, τηρουμένου τοΰ όρου τής προσφοράς τής τροφήε κατά
τάς άνάγ- κας καί κινήσεις τοϋ σώματος. 'Η νηστεία, έχουσα αξίαν τινά καθ’
έαυ- τήν, ούδεμίαν άξιαν έχει πρό τοΰ Θεοϋ καί δέν επιτρέπεται νά καθίσταται
άπλοΰν μέσον έπιδείξεως. 'Π μετρία χρήσις τοΰ οίνου ύποβοηθεΐ είς τήν
αϋξησιν τών έν τώ άνθρώπω πνευματικών σπόοιυν, τά λοιπά όμως
οινοπνευματώδη ποτά πρέπει νά άποφεύγωνται. 'Η χρήσις τών λουτρών δέν
άποτελεΐ παράπτωμα, άλλ’ ή άποφυγή των μαρτυρεί γεν-
23

ναιότητα. Τά φάρμακα δύνανται έν περιπτώσει άσθενείας νά χρησιμο-


ποιηθούν, αρκεί μόνον νά άνατίθηται ή τελειωτική ελπίς θεραπείας μάλλον εις
τον Κύριον ή είς ταΰτα. 'Ο βίος είναι πρόσκαιρος καί ή ζωή είναι απλή οδός,
διά τούτο δέ ό άνθρωπος πρέπει νά άδιαφορή διά τά θέλγητρα τοΰ κόσμου,
οπότε άποκρούει εύκολώτερον τό πονηρόν. Είς τήν προσπάθειαν αύτοΰ πρός
άπαλλαγήν άπό τοΰ κόσμου ό δαίμων τής άκη- δίας άντιδρά ζωηρότατα, άλλά
δύναται νά έκδιωχθή διά τής μνήμης τοϋ Θεοΰ καί τής έπικλήσεως τοΰ
ονόματος τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ. 'Η έκ τοΰ κόσμου άπομάκρυνσις έκδηλοΰται
συγκεκριμένως καί εις τήν συγγνώμην πρός τούς άδικοΰντας, τήν αποφυγήν
τών δικαστηρίων, τήν διανομήν τών υπαρχόντων καί τήν πτωχείαν. Ούτως
επιτυγχάνεται εύκολώτερον ή άπάθεια, ή άγάπη καί ή τελειιοτική· χαρά.

Θεολογία καί κοινωνία μετά τον Θεοϋ (67-7ύ). 'Ο άνθρωπος κατορθοΐ τήν
θρησκευτικήν του πρόοδον πρώτον διά τής θεολογίας ήτοι τής κατανοήσεως
τοΰ Θεοΰ, ήτις κινεί τήν καρδίαν πρός τήν αγάπην του κάλλους αυτου και
οιαφίοτιςει αυτήν ώστε να αντικαταστήση τόν γήινον πλοΰτον διά τοΰ λόγου
τοΰ Θεοΰ· καί δεύτερον διά τής γνώ- σεο^ς, ήτοι τής κατανοήσεως τής ορθής
διαγο^γής καί άσκήσεως αυτής. 'ΙΙ θεολογία άγει είς έκφρασιν τών περί Θεοΰ
άληθειών διά τοΰ λόγου, δύναται όμιυς ή ομιλία, πρός αποφυγήν τής
πολυλογίας, νά ύποκατα- σταθή διά τής προσευχής καί τών ύμνων, ή δέ
προσευχή δέν πρέπει κατ’ άνάγκην νά είναι εξωτερική καί έκφωνος' άνωτέρα
είναι ή εσωτερική καί σιωπηλή προσευχή. Ή διά τής προσευχής καί τής
αύτογνοοσίας εμπειρία προκαλεΐ έν τώ άνθρώπω θέρμην εύάρεστον εις τόν
Θεόν, διάφορον τής φυσικής θέρμης, καθ’ ότι προκαλεΐται ύπό τοΰ Άγιου
Πνεύματος.

Άγων τον Χριστιανόν καί τελείωαις αντον (75 - 100). Έπί τής ψυχής δροΰν
δύο δυνάμεις, ή πνευματική καί ή δαιμονική, ό δέ άνθρωπος δύναται νά
άκολουθήση οίανδήποτε έκ τών δύο έπιθυμεΐ, διότι ή πτώσις έπέφερε τήν
διάσπασιν τής θελήσεοος διά τής διαφθοράς τής ψυχής καί τοΰ σώματος.
Λόγω τής διαφθοράς ταύτης κατέστη αναγκαία ή ένανθρώπησις τοΰ Σωτήρος,
διά τής όποιας πάντοος δέν καταργεΐται ή δυαδική θέλησις, άλλ’ ένεργεΐται ή
άναγέννησις τοΰ έπιθυμοΰντος ταύ- την. Διά τοΰ βαπτίσματος άρχεται ή
προοδευτική έπενέργεια τής θείας χάριτος, κατοικούσης πλέον έν αύτή τή
ψυχή, έν ώ οί δαίμονες έ'κτοτε άποσύρονται είς τά πέοιξ τής ψυχής. Δεν
υπάρχει επομένως συγκατοι- κησις θείας χάριτος καί δαιμόνων, άλλ’ απλώς
σύγχρονος και παραλ-
ληλος ένέργεια αύτών, καθ’ όσον καί οί δαίμονες δέν παραιτούνται τοϋ
άγώνος. 'Ο άγων ούτος εξυπηρετεί είς τήν τελείωσιν τών άνθρώπων, διότι δι’
αύτοΰ. ώς διά δευτέρου μαρτυρίου, έπιτυγχάνουν οί άγωνισταί τήν τελείωσιν,
όπως οί μάρτυρες διά τοϋ πρώτου μαρτυρίου. Πραγματική άπάθεια δέν είναι
ή έ'λλειψις επιθετικών ένεργειών τών δαιμόνων ούτε ή έ'λλειψις θλίψεων, άλλ’ ή
ύπερνίκησις τούτων, ήτις είναι αποτέλεσμα επιπόνου καί δυσκόλου
προσπάθειας, διότι οί δαίμονες διαδέχονται άλλήλους έν τώ άγώνι καί
συνεχίζουν τούτον καί κατ’ αύτό τό τε- λευταΐον στάδιον τής προοδευτικής
τελειώσεως τών αγωνιστών. Οί προοδεύοντες έν τώ άγώνι γεύονται τής
γλυκύτητος τοϋ Θεοΰ, οί δέ πλήρως ύπεονικώντες τάς πονηράς δυνάμεις θά
συγκαταριθμηθοΰν έν τώ μέλλοντι μετά τών άγιων καί θά άμειφθοΰν πλουσίως.

Τά ' Εκατόν Κεφάλαια άναφέρονται κατά κύριον λόγον είς τήν ζωήν τών
μοναχών, ώς καλυτέρων έκπροσώπων τοϋ Χριστιανικοϋ πνεύματος,
άπευθύνονται δμως καί πρός πάντας τούς άνθρώπους, άποσκοποΰν- τα είς τήν
ήθικήν καί πνευματικήν συγκρότησιν τοϋ βίου αύτών.
1 ο εργον τούτο εσχε μεγιστην επίδρασήν επι της μεταγενεστερας
μυστικής θεολογίας, ώς έξάγεται πλήν άλλων καί έκ τής εύοείας χρή- σεως
αύτοΰ ύπό πλείστων συγγραφέων καί έκ τής έν πολυαρίθμοις χειρογράφους
διατηρήσεως αύτοΰ. 'Ο Φώτιος έν Βιβλιοθήκη, κώδιξ 201, κρίνει αύτό
έπαινετικώς.
«Άνεγνώσθη βιβλίον τοΐς έπομένοις μέν κεφαλαίοις ρ' άπαρτι- ζόμενον,
έν προοιμίω δέ τόν δέκα ούχ ύπεοβαίνουσιν, ών πρώτον έστιν ώς πρώτος δρος
τής πίστεως έννοια περί Θεοΰ. . . Τούτοις ούν τοΐς δέκα τά έκατόν
ύποτέτακται. Καί έστιν ούτος ό λόγος είς τό άριστον τοΐς ά- σκουμενης
συγκείμενος και τοις εν αυταις εγγεγυμνασμενοις ταις τελειο- ποιοΐς πράξεσιν
ούδ’ άσαφές τι έμπαρεχόμενος1 ή γάρ διά πείρας γνώ- σις εύχερώς τής διά
λόγων έπιβατεύει διδασκαλίας. ΙΙατέοα δέ τοΰ λόγου Διάδοχον ή έπιγραφή
λέγει, Φωτικής τής έν τή Παλαιά Ήπείρω έπίσκοπον».
Τό σύγγραμμα έξεδόθη, συμφώνως πρός έκ παοαδόσειυς πληροφορίας,
πρώτον έν Φλωρεντία κατά τό 1578, άλλ’ ούδείς τών μεταγενεστέρων
κατώρθωσε νά άνεύρη τήν έκδοσιν ταύτην. Νικόδημος ό Αγιορείτης
περιέλαβεν αύτό έν τή Φιλοκαλία τών Ιερών Νηπτικών, Ένετία 1782, έπί τή
βάσει χειρογράφων τοΰ Άγιου "Ορους. 'Η έκδοσις αυτή έπρόκειτο νά
περιληφθή είς τόν μή δημοσιευθέντα 162ον τόμον τής Ελληνικής
Πατρολογίας Μί§ηβ. Τέλος ό 1. Ε. Υ\ βί§ — Είβ1»βΓ8<1οι>!' έξέ- δωκε
τοΰτο έν τή ΒΜϊοΐΚεοα ΤβαόηβΓΪαηα, Εβίρζί§ 1912, μετά λα-
τινικης μεταφράσεως, βάσει τών κωδίκων νϊτκϊοΐ). Ο Γ . 93, Ρ&Π8. Ο Γ . 913,
Μοιι&ο. Ο Γ . 498, Ρ&Π8. Ο Γ . 1053. Ρβπδ. Ο Γ . 123, Μοη&ο. Ο Γ . 506,
Μοη&ο. Ο Γ . 63 καί Μοηβο. Ο Γ . 411, έξ ών ό πρώτος ανήκει είς τον θ’ ή ι
αιώνα. Τά έν ' Αγίου ’Όρει πολυάριθμα χειρόγραφα τοϋ έργου τούτου δέν
έλήφθησαν ύπ’ όψιν.
'Η αρχαιότερα λατινική μετάφρασις τοΰ έργου έγένετο ύπό Ρταη- £θ1δ
ΤΟΓΓ03, Φλουρεντία 1570, αΰτη δέ περιελήφθη καί είς τήν Πατρολογίαν
τοΰ Μϊ^τιβ (τόμ. 65). Πλήρης γαλλική μετάφρασις αύτοΰ, ώς καί τών λοιπών
συγγραμμάτων τοΰ Διαδόχου, έγένετο υπό (1β8 Ρ13068, έ'ργ. μν. 'Ο Κ.
Ρορον έξέδουκε ρωσικήν μετάφρασιν έν ΚιέΒω, 1903.
Πλήν τής πρωτοτυπίας έν τή διδασκαλία αύτοΰ, ήτις θά έξετασθή
κατωτέρω, ό Διάδοχος έμφανίζει πρωτοτυπίαν καί κατά τήν λογοτεΛ _ \ ~
5 ~ \ \ \ »/ \ \
χνικην μορφήν των έργων αυτου, ακόμη οε και κατα το ύφος και την εκ-
φρασιν.
“Εν μόνον έκ τών έργων τοΰ Διαδόχου, ό Λόγος είς τήν Άνάληψιν, ανήκει
είς λογοτεχνικόν είδος εύρέως χρησιμοποιούμενον κατά τήν εποχήν του. Τό
λογοτεχνικόν είδος τοΰ διαλόγου, εις τό όποιον άνήκει ή "Ορασις, σπανίως
χρησιμοποιείται υπό τόυν εκκλησιαστικών συγγραφέων, ό δέ Διάδοχος
πρωτοτυπεί ακόμη καί κατά τά πρόσωπα, είσά- γων πρός λύσιν τών αποριών
αύτοΰ άποθανόν ιερόν πρόσωπόν, Ίωάν- νην τόν Βαπτιστήν. Τοΰτο είχεν
άναμφιβόλως έπίδρασίν τινα μεταγενεστέρους, πιθανώς καί έπ’ αύτοΰ τοΰ
ϋ&ηΐβ έμμεσους.
'ΙΙ φιλολογία τών Κεφαλαίων ηρχισεν άναπτυσσομένη συστηματικούς
μόλις άπό τοΰ δ' αίώνος. Τά κεφάλαια άποτελοΰν γνωμικόν ή αποφθεγματικόν
φιλολογικόν είδος, τοΰ όποιου αί άρχαί είναι δυνατόν νά άναζητηθοΰν είς τάς
έλεγείας τοΰ Φωκυλίδου ή είς τά άνέκδοτα τοΰ Πλουτάρχου. Άρχικώς
άπετέλουν σειράς έξ ήθικών ποοτάσεοον ή γνω- μικών ποικίλλοντος άριθμοΰ
μετ’ άλφαβητικής ένίοτε άκροστιχίδος, ώς ήσαν αί συντομώτεραι έκ τών
σειρών τούτων, αί περιλαμβάνουσαι 24 κεφάλαια. Βραδύτερον έπεκράτησεν ό
αριθμός έκατόν, είσαχθείς είς τήν φιλολογίαν τών κεφαλαίουν πιθανώς πρώτον
ύπό τοΰ Εύαγρίου, αναμφιβόλους κατ’ έπίδρασίν τής σχετικής διδασκαλίας
τοΰ Ώριγένους, καθ’ ήν «οβηίθη&πιΐδ ηαπίθΓυβ ρίβηιΐδ ϊη οΓηηϋηΐδ βΐ
ρβιΤυοθυδ οοη- ίίηθηδ δβοΓΜΠιβηΙιπιΐ)) 1. Ό άριθμός 1 συμβολίζει τήν
πράξιν, ό 10 τάς πρακτικάς έντολάς, ό δέ 1 00, άνήκων είς τήν αυτήν τάξιν
μετά τών ά-

1. Ό
μιλιά Β’ 5 είς
1'ένεσιν. Βλ.
Α.
Η ΑΠΝΛΟΚ ,
Ώίβ
ΚίιτΙιβηξβεοΙιί
οΗΐΙίεΗβ
Επνας άβΐ'
εχβξεΐίεοΗβιι
Αι-ύβίΙεη άκε
Οηββηβε,
ΤεχΙο υηοΐ
λΐιιΙβΓΗΐιοΙιυ
η^βη, τ. 42,
τεϋχ. 2, σ. 53.
'Ο Εύάγριος,
ώς γνωστόν,
26

νωτέρω, συμβολίζει τήν τελειότητα τοϋ ήθικοΰ βίου 'Ο Εΰάγριος, ό Μαςιμος
και ετεροι μετ αυτους εχρησιμοποιησαν και σειράς εκατόντα- 8ων.
Τά κεφάλαια τού Διαδόχου είναι έκετενέστερα τών τοϋ Εύαγρίου καί
Μάρκου τοϋ Ερημίτου, καθώς δέ άνέρχεται ό αϋξων αριθμός αυτών αυξάνεται
καί τό μήκος αυτών. Διά τής εισαγωγής άποδείξειυν, αιτιολογιών καί
συμπερασμάτων τά κεφάλαια προσήγγισαν πρός τήν διατριβήν. κατ’ αύτόν δέ
τόν τρόπον άπέβαλον τόν άρχικόν αύτών χαρακτήρα ώς συλλογών, γνωμών,
ξένιον κατά τό πλεΐστον, καί κατέστησαν «συγγράμματα» ώρισμένων
συγγραφέων, έν οίς ουτοι εκφράζουν τάς ιδίας γνοόμας μετά, σχετικών
Επιχειρημάτων καί μετά συνοχής, ή- τις παρά τώ Διαδόχω μαρτυρεϊται καί έκ
τής συχνής χοήσεως τής φρά- σεως «ώς εφην» (εννοούμενου έν άνωτέριυ
κεφαλαίοις). 'Ο Διάδοχος πρέπει νά θεωρηθή ώς είς τών κυρίων διαμορφωτών
τοϋ φιλολογικού τούτου είδους 1 2.
'Η εύρυτάτη χρήσις τής φιλολογίας τών κεφαλαίων παρά τών ασκητικών
συγγραφέων, οός είναι οί Εύάγριος, Μάρκος ό Ερημίτης, Διάδοχος,
Μάξιμος, Γρηγόριος ό Παλαμάς κ.ά., οφείλεται τόσον είς τον έξ αρχής
χαρακτήρα αύτών ώς σειράς ήθικών προτάσεων, κατ’ εξοχήν
Λ~ » 1 > 1Η \ » \ί/ ~ \ ~
συμπαυων εις τους ασκητικούς, οσον και εις την αναγκην της υπο των
μονάχων, ες ων πολλοί ήγνοουν αναγνωσιν, απομνημονευσεως αυτών, οιευ-
κολυνομένης έκ τής συντομίας καί τοϋ αποφθεγματικοί ύφους3.
'Η γλώσσα τοΰ Διαδόχου χρησιμοποιεί ικανά μετακ/.ασικά. στοιχεία.
Χρησιμοποιεί π.χ. συμπτωματικώς τό ίνα καί τό καν καί τό έάν μεθ’ οριστικής
τό ού μετά τά εί καί όταν, συχνότερον δέ τά είς -ως έπιρ-

Τά στοιχεία δμως ταΰτα, άπαντώντα καί παρ’ άρχαιοτέροις συγγραφεΰ- σιν, ώς


παρ’ Έπικτήτω, δέν είναι κατ’ άνάγκην δείγματα τής κοινής, άλλ’ άποτελοϋν
σημεία έξελίξεους τής Αττικής, έμπλουτισθείσης ήδη διά νέων τύπων καί νέων
λέξεων. Εις τήν νέαν ταύτην μορφήν τής Αττικής ανήκει καί ή γλώσσα τοΰ
Διαδόχου. Παρά τήν χρήσιν χωρίων τής

1. Βλ.
I.
ΜΩΥΪΕΣΚΟΥ,
Εύάγριος
2. \ν ύ
Ποντικός,
ΕΙ8 -
Άθήναι 1937,
3. ,1.
ΤίΕΒΕίικοοιιΡ
σ. 73 έ.,
, Κ.
,ΡΛιαύοχον
ΕΟΟΝ
Μ ΠΟΝΗ , Ιβ
Φωτικής
Μαχΐιηβ
«Σωφρονίου
Έκατόν
ϋοη/'ε$ε·εαι·
Ιεροσολύμων
,Κεφάλαια
ΕβηΙιιτβε
,ειιτΉ&α
γνωστικά,
Ια, εις
τόν
ΟιατιΙέ, Ραπδ
Τοίρζΐ£ 1912,
Απόστολον
σ. 2. σ· 26,
1943,
Παύλον»,
θεολογία ΚΒ'
(1951) 213.
27

' Αγιας Γραφής, ιδίως εκ του Παύλου καί των Ψαλμών, τά ύπό έξέτασιν
συγγράμματα ούδεμίαν σχεδόν ή έλαχίστην έπίδρασίν απ’ αύτής μαρτυρούν.
Αλλά καί άπό τών λοιπών τής Εκκλησίας Πατέρων, ακόμη δέ καί άπό τών
καθαρευόντων Καππαδοκών, διαφέρει ή γλώσσα τοΰ Διαδόχου. Τήν έξήγησιν
τούτου εΰρίσκομεν καί πάλιν είς τό άπομεμονωμένον τής Ηπείρου άπό τών
μεγάλων έκκλησιαστικών κέντρων κατά τήν εποχήν ταύτην. 'Η εκκλησιαστική
γλώσσα διεμορφώθη κατά στάδια, άλλα παρά πάσας τάς διαφοράς κατά
τόπον, χρόνον καί πρόσωπα παρουσιάζει ικανήν ενότητα. 'Η κυρίως Ελλάς
δμως δέν εύρίσκετο είς τόσον στενήν επαφήν μετά τών χωρών τής Ανατολής,
τής Αΐγύπτου, τής Συρίας, τής Μικράς Ασίας καί τής Κωνσταντινουπόλεως,
είς όσην εΰρίσκοντο αί χώραι αυται μεταξύ των, έκ τούτου δέ δικαιολογείται
και ή παρουσία έν τή έν αύτή χρησιμοποιούμενη έκκλησιαστική γλώσση
στοιχείων διαφόρων άπό τών τής κοινής εκκλησιαστικής γλώσσης τής εποχής.
Μοναδικόν δείγμα τής γλωσσικής ταύτης μορφής παρουσιάζουν τά
συγγράμματα τοΰ Διαδόχου, δεδομένου οτι, ώς έλέχΟη άνωτέρω, δέν
κατέχομεν φιλολογικά έργα ετέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων έκ τής
κυρίως 'Ελλάδος κατά την εποχήν ταύτην.
Ί ό λεξιλόγιον τού Διαδόχου είναι πλούσιον καί μετά προσοχής
έκλελεγμένον. Λέξεις σπανίο/ς άπαντώσαι παρ’ άλλοις συγγραφεϋσι,
σπανιούτερον δέ παρά τοΐς Πατράσιν, άφΟονοϋν παρ’ αύτώ, καί άλλαι
χρησιμοποιούνται ύπό διάφορον τής συνήθους σημασίαν, προσεγγίζου- σαν
ένίοτε ή ταυτιζομένην μετά τής σημερινής. ’Άξιαι μνείας είναι αι κάτωθι:
άθήλυντος, αίθριοποιός, άπαρρενο), άφιλόλογος, άχλυοποιός, βρε-
φοπρεπής, διαφόρησις, είσάγωγος, έλευθερικός, ένήδονος, επάγγελμα,
έπιζωγραφώ, ήδυφανής, θηλυδριώδης, ίσοσθενής, νιοΟρο- ποιός,
όμοιογοαφώ, πανταληθινός, πρόπομα.
Ιδιαιτέραν σπουδαιότητα έχουν οί ύπό ειδικήν Οεολογικην σημασίαν
χρησιμοποιούμενοι όροι, διαφέροντες συχνά ιις άπό τώ/ όριον προ-
γενεστέρου ή συγχρόνων συγγραφέων καί κατά τό πλεΐστον επιβλ.η- θέντες
γενικώς είς κοινήν χρήσιν έν τή μεταγενεστέρα θεολογία. Κυρι- ώτεροι τών
όρων τούτων είναι οί έξής:
άγο/νιστής, άδιάκριτος, αϊσθησις, αισθητικός, άκηδία, άπάθεια,
αποστροφή, αύτεξουσιότης, άφάνταστος, άφώτιστος, γεϋσις, γλυ- κύτης,
γνώσις, γνο/στικός, δακρυώδης, διάθεσις, διάκρισις, διαφορώ,
δοκιμάζω, έκδημώ, έμπαθής, ένορώ, ένυπόστατος, έξις (κακού),
έπίγνωσις, επιμέλεια (καλού) θεοειδής, θεοφιλής, θέρμη, θεώρημα,
θεωρία, καθαρότης, καταυγάζω, λεΐον (τών ήδονών),
28

λεπτότης (φύσεως), νοερός, πανθέωρος, παραχώρησές, ταχύτης


(φύσειυς), πείρα, περιαυγάζω πληροφορία, πνευματικός, συνή- δομαι,
τελείωσές, ύγρότης, φιλοθεία, φέλοκοσμία, φωτισμός, χρι- στοφόρος
(ψυχή).
Δέά τών ούχΐ μεγάλων είς έκτασιν έργων αύτοΰ ό Διάδοχος άπο-
δεικνύεται έξοχος συγγραφευς, γνωρίζουν νά έκφράζη τάς σκέψεις αύ- τοΰ έν
άποφθεγματική συντομία καί χρησιμοποιών αριστοτεχνικούς τήν περιγραφήν
καί τό παράδειγμα (κεφ. 55. 88. 89). Καίτοι άρέσκεται είς τήν Θεωρίαν τοΰ
Θεοΰ, επωφελείται καί έκ τής θεωρίας τής φύσεως (κεφ. 55. 85). 'Η άρίστη
γνώσις τής ελληνικής φιλοσοφίας καί ή βα- θεΐα θρησκευτική εμπειρία
έπέτρεψαν αύτώ νά άναλύση τά ψυχικά έκ- δηλώματα τοϋ θρησκεύοντος
άνθρώπου κατά τρόπον άξιοθαύμαστον καί νά έκφραση ταΰτα διά τοΰ λόγου. '
Η συγγραφική αύτοΰ ίκανότης ένισχύετο ακόμη περισσότερον διά τής
γνώσεως τών καλών τεχνών (κεφ. 89 κ.ά.) καί τής κοινωνικής ζωής τών
χρόνων του.

Β'. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ

1. Ό Θ ε ό ς κ α ί ή έ ν τ ώ κ ό σ μ ω έ ν έ ρ γ ε ι α α ύ τ ο ΰ
Έκφράζων τάς περί Θεοΰ γνώμας αύτοΰ ό Διάδοχος, ώς καί οί λοιποί έκ
τών συγχρόνων αύτώ Π ατέρουν τής Εκκλησίας, δέν άπέβλε- πεν είς τήν
θεωρητικήν διατύπουσιν συστήματος «Θεολογίας» ΐκανο- ποιοΰντος
επιστημονικά διαφέροντα. Σκοπός αύτοΰ ήτο κυρίως άφ’ ενός μεν νά
καθορίση τήν Θέσιν τοΰ Θεοΰ έν τώ κόσμω καί έν τή ανθρώπινη ζωή, άφ’
έτέρου δέ νά άποκρούση ξένας πρός τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν άντιλήψεις,
προερχομένας έκ κύκλων εκτός καί έντός τής Εκκλησίας, ώς τών
Νεοπλατωνικών καί τών ’Λνθρωπομορφιτών. Διά τοΰτο τόσον έν τή θεολογία
όσον καί έν τή χριστολογία αύτοΰ άκολουθεΐ πι- στώς τήν καθόλου
διδασκαλίαν τής Εκκλησίας. ’Έναντι τοΰ πανθεϊσμού τών Νεοπλατωνικών
διδάσκει ότι ό Θεός είναι καθαρόν πνεΰμα καί ούχί σωματικόν τι όν
έγκεχυμένον έν τώ σύμπαντι ή διακεχυμένον πέραν τοΰ ύλικοΰ χώρου διά τοΰ
άπειρου, έναντι δέ τών άνθρωπομορφικών άντιλήψεων διδάσκει ότι ό Θεός ώς
«αυλός φύσις» δέν έχει καθωρισμέ- νην μορφήν ή είδος ή σώμα καί δέν είναι
διά τοΰτο άντικείμενον τών άνθοοοπίνων αισθήσεων καί ιδίως τής όράσεως 1.
Αναγνωρίζει βεβαίως δυνατότητα θέας τινός τοΰ Θεοΰ, άλλ’ ή θέα αΰτη είναι
πνευματικής

1.
"Ορασ
ις 19. Κεφ. 36.
Βλ. καί
ΕΥΑΓΙΙΟΥ,
ΈτΜΛτολή 30
«ούκ εστι
σώμα ό Θεός,
χρώμα ή
σχήμα έχον».
Πρβλ. 1.
Μ ΩΥΣΕΣΚΟ Υ,
29

φύσεως καί σημαίνει κυρίως άπολαυσιν τοΰ Θεοϋ, ώς Οά ΐδουμεν αλλαχού.


Συνέπεια της διδασκαλίας ταύτης είναι ή άρνησις τής δυνατότητος
πλήρους γνώσεως τής ούσίας τού Θεοΰ ή κατανοήσε<υς ταύτης ύπό τών
άνθρώπων καί άρα ή άρνησις τοΰ δυνατού περιγραφής ταύτης. ΜΙ ουσιώδης
περί Θεοΰ γνώσις τοΰ άνθρώπου περιορίζεται είς τό ότι ούτος είναι τό «άεί
ον», δπερ δέν «άπετελέσθη ύπό γενέσεως», άλλ’ έχει «έξ έαυτοΰ τό είναι» 1.
Είναι ούσιαστική ή κατά ταΰτα διαφορά καί άντί- θεσις μεταξύ τοΰ Θεοΰ καί
τών λοιπών οντων, των κτιστών, τά όποια «αποτελούνται» λαμβάνουν ΰπαρξιν,
έκ γενέσεως, άρχικώς μέν ύπό τοΰ Θεοΰ, μεταγενεστέρως δέ ύπό ετέρων
όμοιων ή συγγενών οντων. Ό Θεός δέν έχει αρχήν ύπάρξεως άχρονον ή έν
χρόνω, άλλ’ άποτελεΐ αίω- νίαν αρχήν έαυτοΰ καί τοΰ κόσμου.
Επειδή όμως ό Θεός, ζών ούχί μόνον πέραν τοΰ κόσμου άλ?ιά πλησίον
αύτοΰ, δρα καί ενεργεί μεταξύ τών άνθρώπων, ούτοι δύνανται νά κατανοήσουν
τά κατά τήν ενέργειαν ταύτην έκδηλώματα αύτοΰ 1 2 καί νά μορφώσουν
γνώμην περί τινων ιδιοτήτων αύτοΰ' τής παντοδυναμίας καί πα-
ντογνωσίας,τής άγαθότητος, τής δικαιοσύνης, τοΰ κάλλους καί τής δόξης.
Ό Θεός κείται «ύπέρ τά πάντα» καί εγκλείει έν έαυτώ τά πάντα, ήτοι καί
τά δημιουργήματα καί τήν πορείαν τής ιστορίας, άλλά χωρίς νά προσμετρήται
ό ίδιος διά τοΰ χρόνου, δστις δι’ αύτόν είναι άνύπαρ- κτος. Τά μέλλοντα είναι
δι’ αύτόν εγγύς καί τά «μηδέ πω οντα» είναι εις αύτόν γνιυστά ώς όντα, ώς είναι
γνωσταί καί αί κρυπταί βουλαί τής άνθρωπίνης καρδίας 3.
ΜΙ μεταξύ τών άνθρώπων παρατηρουμένη ίδιότης τής άγαθότητος
μόνον ώς άντανάκλασις τής θείας άγαθότητος είναι δυνατόν νά θεωρηθή, καθ’
όσον ό Θεός είναι 6 μόνος «φύσει άγαθός», έκδηλών τήν αγαθότητα αύτοΰ
πρός τόν κόσμον έν τή άγάπη καί τή προνοία 4.
'Η δικαιοσύνη συνδέεται στενώς μετά τής θείας άγαθότητος, καθ’ ότι αυτή δέν
σημαίνει απλώς τήν καταδικαστικήν ή άθωωτικήν κρίσιν

1. Ώς
λέγει ό
Μ ΕΓΑΣ2. Ή
Αδυνατότης
ΘΑΝΑΣΙΟΣ ,
Κατά '
γνώσεως τοϋ
Ελλήνων
Θεοϋ καί28, τών
6θείων
Θεός
άποτελεϊ
άληθειώνολον
τι καί όχι
προέρχεται
μέρη,
έκ τήςέφ’
ειδικής
όσον δεν
ίκανότητος
3. ”Ορασις 28, 16.
προήλθεν
τοϋ 4. Κεφ.έξ 2.
άλλου όντος
ανθρωπίνου
διά
νοΰγενέσεως
καί τής έν
καί
τή 'Αγία
συνθέσεως.
Γραφή
άποκαλύψεως.
«Έγώ δέ έκ
τών θείων
Γραφών καί
έξ αύτής δέ
τής τού νοϋ
αίσθήσεως
κατείληφα»,
κεφ. 76. 'Ο
Ι ΩΑΝΝΗΣ
Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜ
ΟΣ , Λόγοι
30

τοϋ Θεοΰ, αλλά τόν πλήρη άγάπης καταλογισμόν τών ευθυνών τών άνθρώπων
κατά τήν έν τω βίω διαγωγήν αύτών, ήτις πάλιν ποικιλοτρό- πως ένισχύεται
ύπό τής θείας άγαθότητος 1.
Θεμελιώδες γνώρισμα τής θείας ούσίας είναι καί τό κάλλος, τό όποιον
πάντως έκφεύγει τού καθορισμού ώς «άνείδεον» ή «υπέρ είδος)). Τό κάλλος
τοϋ Θεοΰ είναι καθαρόν καί εκφράζεται ώς δόξα, ήτις πρέπει νά νοηθή διττώς'
ώς ή έν τω κόσμω έκδηλουμένη δύναμις τοΰ Θεοΰ, κατά τήν έν τή Παλαιοί
Διαθήκη καί ιδίως έν τοΐς ψαλμοϊς καί έν τώ στ' κεφαλαίω τοϋ ’ Ησαΐου
έννοιαν, καί ώς υπερφυσική πνευματική λαμπρότης 1 2, τήν όποιαν οί έκ τών
άνθρώπων κρινόμενοι άξιοι, έστιο καί άν άγνοοϋν τήν φύσιν αύτής, θά
αίσθάνοονται έν τή άγάπη καί τή κοινωνία μετά τού Θεοϋ3.
Ό άνείδεος Θεός - Πατήρ άποκαλύπτει εαυτόν έν δόξη καί βου- λήσει, ή
δέ θεία βούλησις, ένέχουσα έν έαυτή τήν έννοιαν τής αιώνιας γενέσεως 4,
έκδηλοϋται πλήν τής γεννήσεως τοΰ υίοΰ καί τής έκπορεύ- σεως τοϋ Άγιου
Πνεύματος, περί ής δέν γίνεται ρητός λόγος παρά τώ Διαδόχω, έν τή
δημιουργία τοΰ κόσμου. 'Ολόκληρος ό κόσμος είναι δημιούργημα τής
ένεργείας τοΰ Θεοΰ, όστις αποτελεί τήν μόνην άναρχον άρχήν καί τήν μόνην
πηγήν παντός οντος. 'Η υπαρξις οίασδήποτε άλλης μεταφυσικής άρχής, ώς έπί
παραδείγματι τής αρχής τοΰ έν τώ κόσμω κακοΰ, αποκλείεται αίρομένης
πάσης μεταφυσικής διαρχίας. 'Η άναγνούρισις τής ύπάρξεως ένυποστάτου
κακοΰ θά έδυσχέραινε τήν λύ- σιν τοΰ προβλήματος τής δημιουργίας τοΰ
κόσμου, διότι ή δημιουργία τοιούτου κακοΰ ύπό τοΰ άγαθοΰ Θεοΰ είναι
αδιανόητος. "Οθεν τό κακόν ώς μή δημιουργηθέν ούτε ύπό τοΰ Θεοΰ ούτε
ύπό έτέρας άρχής, πρέπει νά θεωρηθή ώς κατ’ ούσίαν άνύπαρκτον «τό κακόν
ούτε έν φύσει έστιν οΰτε μήν φύσει τις έστί κακός. Κακόν μή γάρ ό Θεός ούκ
έποίησεν». Συνεπώς, «ούκ όν έν τή ούσία» τό κακόν ύπάρχει μόνον έν τή
άρνήσει τοΰ άγαθοΰ κατά τήν ήθικήν διαγωγήν τών πνευματικώς δημιουργη-
μάτων. Οΰτω μεταξύ άγαθοΰ καί κακοΰ δέν ύπάρχει άπλή διαφορά μορφής ή
ούσίας, άλλά πλήρης άντίθεσις, έφ’ όσον τό κακόν δέν έχει ιδίαν ΰπαρξιν, άλλά
λαμβάνει ταύτην έν τή άρνητική καί άντιθετική σχέσει τοΰ άνθρώπου πρός τό
άγαθόν5. 'Η άποψις αΰτη, συμφωνούσα καθ’

1. Κεφ. 100.
2. Βλ.
Γ>οκιι,
ϋιαάοϋΐιακ
3. "Ορασις
νοη ΡΙιοΐίΙιε
4. "Ορασις Κεφ.
14,15,16,20. 81.
1 I. 12.
ιχηά άϊβ
5. Κεφ. 3.
Μα88αΙίαηβ
Γ, ΡπβόιΐΓίϊ ί.
ΒΓ. 1937, σ.
67, σημ. 1.
31

όλα πρός τήν περί τής άρχής του κακού διδασκαλίαν τών Πατέρων τής
Εκκλησίας γενικώς τονίζεται ιδιαιτέρως καί έπιμόνως υπό τοϋ Διαδόχου,
προφανώς πρός άπόκρουσιν τής ικανήν διάδοσιν εύρούσης κατά τήν έποχήν
αύτού άντιλήψεως τών Μασσαλιανών, οίτινες παρεδέχον- το τήν ΰπαρξιν τοϋ
κακοΰ καθ’ εαυτό 1 2.
Σπουδαιοτάτην θέσιν μεταξύ τών δημιουργημάτων τοΰ Θεοΰ κατέχουν
τά πνευματικά όντα (οί άγγελοι, οί δαίμονες καί οί άνθρωποι), τά όποια,
καίτοι έν τή παρούση καταστάσει αυτών διαχωρίζονται καί διακρίνονται άπ’
άλλήλων, έχουν πολλάς κοινάς ιδιότητας. 'Η ώριγενι- στική όμτυς δοξασία
περί πλήρους πρός άλληλα όμοιότητος τών οντων τούτων πρό τής πτώσεως,
ήτις άπαντά πλέον άνεπτυγμένη παρ’ Εύα- γριω, απουσιάζει άπό τοΰ
Διαδόχου. Ό Εύάγριος φρονεί δτι πρό τής πτώσεως αί ήδη προϋπάρχουσαι
ψυχαί ήσαν άγαθαί, άλλά συγχρόνως καί αυτεξούσιοι, λόγω δέ τής διαφόρου
παρ’ αύτών χρήσεως τοΰ αυτεξουσίου έδιαφοροποιήθησαν καί διεκρίθησαν
μετά τήν πτώσιν είς τρεις τάξεις· τούς άγγέλους, διαμένοντας άνω έν τοΐς
ούρανοϊς καί φέροντας σώματα ταχέα καί φωτεινά- τούς ανθρώπους,
παραμένοντας κάτω έπί τής γης καί φέροντας σώματα βαρέα" καί τούς
δαίμονας, διαμένοντας κατώτατα έν τοΐς ύποχθονίοις καί έχοντας σώματα
σκοτεινά καί άκά- θαρτα 3. 'Ο Διάδοχος δέν όμιλεΐ περί προϋπάρξεως ούτε
θεωρεί τούς άνθρώπους ώς έ'χοντας τήν αυτήν μετά τών άγγέλων φύσιν,
δέχεται όμως δτι ή ψυχή τοΰ άνθρώπου είναι άυλον ζώον καί άνείδεον καί
τοΰτο βεβαίως άπό τής έπόψεως, δτι δέν είναι αίσθητώς ορατή, ώς καί οί άγ-
γελοι. "Γπαρξις ψυχής άνεξαρτήτου άπό τοΰ σούματος δέν είναι δυνατόν νά
νοηθή, δταν δέ μετά θάνατον τά δύο ταΰτα στοιχεία άποχωρίζονται
προσωρινώς άπ’ άλλήλων, αυτή δέν γνωρίζει δ,τι έγνώριζεν έφ’ όσον ήτο μετά
τοΰ σώματος. 'Ωλοκληρωμένος άνθρωπος άποτελεΐται διά τής «συγκράσεως»
σώματος καί ψυχής, ένώ οί άγγελοι κατέχουν ιδίαν προ- σο^πικότητα έν τή
άπλότητι τής φύσεως αύτών 4.
Οί άγγελοι είναι ούράνιοι δυνάμεις έχουσαι μορφήν τινα, οψιν καί δρια,
άλλά φύσιν άραιάν καί λεπτήν, ή οποία δέν καθίσταται ορατή ύπο

1. Βλ.
ιδίως
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΜΕΓΑΛΟΥ,
"Οτι 2. Βλ.ούκΙΙΪΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί αιρέσεων
έστιν 80,
3. αίτιος
13.
τον κακού Προό
Θεός , 5"Ορασις
βλή/ιατα
4. «ού 19, 29.
γάρ
Προγνωστικέστιν
άύφεστώς,
2, 68. Βλ.
ώσπερ
Γ. τι
ζώον
Μ ΩΥΣΕΣΚΟΥ ή
πονηριά,
, Εύάγριος ό
ούτε
ΙΙοντι- ουσίαν
χός,
αυτής
σ. 116 έ.
ένυπόστατον
παραστήσαι
έχομεν
στέρησις γάρ
άγαθοΰ έστι
τό κακόν»
καί
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
32

τών άνθρώπιον, μόνον δέ διότι ούτοι δέν δύναντοα νά ϊδουν αύτούς επι-
τρέπεται νά γίνηται λόγος περί αύτών ώς «ασχημάτιστων ζώων». "Οσάκις κατ’
εντολήν τοΰ Θεοϋ μεταμορφοϋνται, πυκνουμένης τής άραιάς αύτών φύσεως,
είναι δυνατόν νά καταστούν ορατοί ύπό τών καθαρών ψυχών. 'Ο περιορισμός
τών άγγέλων έντός σχήματος καί ορίων αποκλείει τήν πανταχοΰ παρουσίαν
αύτών, άλλ’ ούτοι, λόγω τής διαύγειας τής φύσειος αύτών καί διά τής χάριτος
τοΰ "Αγίου Πνεύματος κατ’ άντα- μοιβήν τής άγαθής αύτών διακονίας,
δύνανται νά βλέπουν καθαρώς καί τά έπουράνια καί τά επίγεια. Οί άγγελοι δέν
έχουν τήν δυνατότητα νά έπιτελέσουν τι άφ’ εαυτών καί συνεπώς τό έργον
αύτών δεν είναι δημιουργικόν, άλλά βοηθητικόν, συνιστάμενον εις τήν είς τούς
άνθρώπους μετάδοσιν τών βουλών τοΰ Θεοΰ, δι’ ήν χρησιμοποιοΰν ούχί
ένδιάθετον λόγον, άλλά φιυνήν, τήν οποίαν πολλοί τών άγιων ήκουσαν
πολλάκις έν οπτασία ’.
Οί άγγελοι κατεϊχον άοχικώς δύο πνευματικάς δυνάμεις- τήν γνώ- σιν, εις
την οποίαν υπεκειτο η αρετή, και το αυτεξούσιον, εις το οποίον ύπέκειτο ή
αισθησις. Διά τής κακής χρήσεως τής δευτέρας ταύτης δυ- νάμεως τινές έξ
αύτών έδούλευσαν είς πάθη καί διά τοΰτο έξέπεσαν, ενώ οί λοιποί διά τής
καλής χρήσεως τοΰ αύτεξουσίου ύπερενίκησαν τάς αισθήσεις καί διά τής
άδιαλείπτου λειτουργίας πρός τόν Θεόν άπέκτησαν ένιαίαν άγαθήν θέλησιν
καί σκέψιν, γινώσκοντες πάντοτε κατά τόν αύτόν τρόπον τά άγαθά καί
άγνοοΰντες τά άντίθετα πρός αύτά ήτοι τό κακόν. Οΐ έκπεσόντες άγγελοι
καλοΰνται ήδη δαίμονες.
Κα τά τήν παρά τώ Εύαγρίω γινομένην διάκρισιν αύτών είς δύο γένη,
τοΰ τών σπανίων καί βαρυτέρων καί τοΰ τών συνεχών καί κουφο- τέριον, καί ό
Διάδοχος διακρίνει αύτούς εις ύλωδεστέρους, οϊτινες πο- λεμοΰν τήν σάρκα
διά «λιπαρών παρακλήσεων» καί είς λεπτότερους, οϊτινες πολεμοΰν τήν ψυχήν
καί προκαλοΰν τά πάθη. Οί δαίμονες, κατέχουν ώρισμένον σχήμα, άλλά τό
σώμα αύτών δέν είναι ορατόν οσάκις όμως μετασχηματίζεται κατά τινας
περιπτώσεις είς φώς ή πΰρ, καθίσταται ορατόν. Οΐ δαίμονες κυριαρχούν τής
άνθρωπίνης ψυχής κατά τήν προχριστιανικήν αύτής περίοδον, χουρίς νά
εγκαταλείπουν τήν προσπάθειαν κυριαρχίας έπ’ αύτής καί μετά ταΰτα. Άλλά
τότε πλέον δέν έμφωλεύουν έν τή ψυχή ή τώ νοΐ ή τή καρδία. Ένταϋθα,
είσερχομένη μετά τό βάπτισμα, κατοικεί ή θεία χάρις, ένώ οί δαίμονες
στρέφονται περί τά μέλη τής καρδίας 1 2.

1
.2
.
"
Ο
Β
ρ
λ

σ
ι"
ςΟ
ρ



ς
1
82
,3
.
33

Έκ τών λεχθέντων καταφαίνεται, δτι ή περί τών πνευματικών δη-


μιουργημάτων διδασκαλία τοΰ Διαδόχου παρουσιάζεται ίκανώς ανεπτυγμένη.
Καί ή μέν άγγελολογία ολίγον άπέχει της άναπτύξεως αύτής παρά τώ
Έευδοδιονυσίω, δστις δέν είναι άπίθανον νά έπηρεάσθη ύπό τοΰ Διαδόχου, ή
δέ δαιμονολογία άκολουθεΐ βεβαίως τήν σχετικήν διδασκαλίαν τοϋ Εύαγρίου,
άλλ’ εμπλουτίζεται διά νέων στοιχείων, τά οποία ανευρίσκονται άφθόνως έν τή
μεταγενεστέρα ασκητική θεολογία.
'Ο άνθρωπος άποτελεΐται διά τής συγκράσεως ψυχής καί σώματος, δύο
στοιχείων, τά όποια συμβάλλουν έξ ίσου είς τήν συγκρότησιν προσωπικού
άνθροιπίνου δντος. Ούτως ή πλατωνική καί ώριγενιστική άντί- ληψις, καθ’ ήν
το σώμα έκλαμβάνεται ώς δεσμωτήριον, έν τώ όποίω ένεκλείσθη ή ψυχή μετά
τήν παρακοήν, άποκρούεται ένταϋθα. 'Ο Εύά- γριος τοΰ οποίου τά
συγγράμματα διαπραγματεύονται τά αυτά ή παρεμφερή πρός τά τοϋ
ήμετέρου συγγραφέως θέματα, αποδέχεται τήν άντίληψιν τοΰ Ώριγένους, άλλ’
ό Διάδοχος τονίζει δτι μόνον διά τής ισοτίμου ένώσεως τών δύο στοιχείων
αποκτά ό άνθρωπος προσωπικότητα *.
Έν τή έκτιμήσει μάλιστα τών στοιχείων τούτων τοΰ άνθρώπου ό
Διάδοχος φαίνεται προχωρών κατά τι πέραν τών μεταξύ τών “Ορθοδόξων
Πατέρων έπικρατουσών αντιλήψεων, διά τής άποδοχής τής γνώμης δτι ούχί
μόνον δέν ύφίσταται τόσον μεγάλη άπόστασις μεταξύ τοΰ ύλικοΰ καί τοϋ
πνευματικού στοιχείου, άλλ’ δτι ή ψυχή καί τό σώμα είναι κατεσκευασμένα έκ
μιας καί τής αύτής ύλης, διαφόρου μόνον βα- θμοΰ ή πυκνότητος. "Εχουν δέ
άμφότερα τά στοιχεία ταΰτα τήν ικανότητα άνταποκρίσεως πρός τήν
ενέργειαν τής θείας χάριτος, ούτως ώστε ό άνθρωπος ώς σύνολον καί δχι ώς
ψυχή μόνον νά δύναται καί νά οφειλή νά στραφή πρός τόν Θεόν. 'Η φύσις τής
ψυχής κατά ταΰτα είναι λεπτή καί άραιά, ένώ άντιθέτως ή φύσις τοϋ σώματος
χαρακτηρίζεται διά τήν πυκνότητα αύτής. Διά τής τοιαύτης άντιλήψεως περί
τής φύσεως τής ψυχής αναμφιβόλους θά προσηγγίζωμεν είς τήν ύλοζωιστικήν
περί ψυχής θεωρίαν τής Στοάς 1 2, ήτις ύπενθυμίζεται άκόμη καί διά τής δια-
κρίσεως ύπό τοΰ Διαδόχου μερών τής ψυχής, καίτοι ταΰτα, ώς αμέσως
κατίύτέρω θά λεχθή, είναι δυνατόν νά έκληφθοΰν καί ύπ’ άλλην έννοιαν 3.

1. "Ορασις 29. Κεφ. 88.


2. Βλ. I.
Β ΤΟΡΡΕΙ .3,
Όίε
τηρ8ΐί$ε}ιε
3. "Ορασις 18, 19, 21, 27, 29. Άνάληψιν 6. Κεφ. 85.
ΤΚεοΙοξίε
54. 'Η διάκρισις τών φύ- 3
Μα&αηιιε
άεα
Αεξρρίεεδ,
Βοηη 1908,
σ. 57 έ., 87,
σημ. 2. Αί
άντιλήψεις
αΰται της
Στοάς
έπεκράτουν
καί μεταξύ
τών
Μασσαλιανών
.
34

Παρά ταΰτα όμως άναγνωρίζεται καί ή ΰπαρξις διαφοράς ουσιώδους


μεταξύ τών δύο στοιχείου, ώς έν κεφαλαίω 24, έν ω ή μέν ψυχή λέγεται
άσώματος, συγγενεύουσα προς τά ουράνια 1 καί άντιπροσωπεύ- ουσα τό κατ’
εικόνα τοϋ Θεοϋ, τό δέ σώμα καλείται χοΰς, συνδεόμενον πρός τά γήινα.
ΙΙλήν τούτων ή λέξις φύσις δέν σημαίνει κατ’ ανάγκην το αυτό πραγμα όταν
αναφερηται εις την ψυχήν οποίον και εις το σω- μα, έφ’ όσον μάλιστα αυτή
χρησιμοποιείται ενίοτε καί διά τήν δήλωσιν τής ούσίας τοϋ Θεοΰ (αυλός
φύσις). 'Ο Διάδοχος κατά τήν διατύπωσιν τών άνθρωπολογικόίν αύτοΰ
γνωμών έκινεΐτο μεταξύ δύο άκρων περί ψυχής θεωριών, τής ώριγενιστικής,
τήν οποίαν άπεδέχετο καί ό Εύά- γριος. καί τής Στωικής, τήν οποίαν
ήσπάζοντο καί οί σύγχρονοι αύτώ Μασσαλιανοί, μετά πολλής δέ δυσκολίας
κατώρθωσε νά άποφύγη τήν έκφραστικήν έπίδρασίν έκατέρας.
'Η τριμερής διαίρεσις τής ψυχής, ήτις κατά πλατωνικήν έπίδρα- σιν
εΐσήχθη ένωρίτερον καί είς τήν χριστιανικήν περί ψυχής διδασκαλίαν,
προϋποτίθεται καί παρά τώ Διαδόχω 2, ΐσως δέ ούτος καί διά τών άνωτέρω
μνημονευθέντων μερών τής ψυχής εννοεί όχι μόρια τής ούσίας τής ψυχής,
άλλά λειτουργίας ή δυνάμεις αύτής, διά τάς όποιας χρησιμοποιεί καί τούς
όρους νους καί καρδία. 'ΙΙ ψυχή, ώς αραιά καί λεπτή κατά τήν φύσιν, έχει
ικανότητα νά κατανοή διά τοϋ νοΰ, όστις «όφθαλ- μώ τινι πλουσίω τά πάντα
περισκοπεί», πράγματα ,φαινόμενα καί καταστάσεις καί νά καθορα τάς πυκνάς
φύσεις, χωρίς νά καθοοά.ται ύπ’ αύτών δέν δύναται όμως νά γνωρίζη τά
μέλλοντα, ούχί μόνον έφ’ όσον χρόνον είναι ηνωμένη μετά τοΰ σώματος,
άλλά καί όταν μετά θάνατον χωοισθή άπ’ αύτοΰ 3.
Ό άνθρωπος δέν είναι δυνατόν νά θειορηθή ώς μηχανική ένότης ή ώς
οργανισμός στατικός καί άνίκανος πρός μεταβολήν καί έξέλιξιν είναι
πνευματικόν δν τεϊνον διαρκώς πρός ήθικήν καί πνευματικήν πρόοδον.
προσιυπικότης ζώσα καί κατέχουσα πνευματικάς δυνάμεις ίκα- νούσας αύτήν
πρός έπίτευξιν τής προόδου ταύτης, τής οποίας τελικόν σημεϊον άποτελεϊ ή
μετά τοΰ Θεοΰ κοινωνία. 'Η τάσις αύτη καί ή δυνα- τότης πρός ίκανοποίησιν
αύτής προέρχονται έξ αύτής τής φύσεως τοΰ

σεων κατά τήν άραιότητα ή πυκνότητα αύτών φέρει αριστοτελικόν] χρώμα, Φυσικά Η
7, 260 β 10.
1. Βλ. καί Μ ΕΓΑΛΟΥ Β ΑΣΙΛΕΙΟΥ , Εις τό πρόσεχε σεαυτφ 8' «έκ της άνωθεν
συγγένειας ή ζωή σου» καί πρβλ. τήν έπί τοϋ Άρείου Πάγου ομιλίαν τοϋ Παύλου.
2. Βλ. ιδίως Κεφ. 10.
3. "Ορασις 17, 29.
35

ανθρώπου. Πράγματι ούτος έδημιουργήθη κατ’ εικόνα τοΰ Θεοϋ χ, ήτις


αποτελεί κτήμα αύτοΰ, καί καθ’ όμοίωσιν τοΰ Θεοΰ, ήτις αποτελεί ά- πλήν
δύναμιν μεταβαλλομένην είς πραγματικότητα διά τής ορθής χρήσεως τής
έλευθέρας αύτοΰ βουλήσεως ήτοι τοΰ αυτεξουσίου. 'Η πνευματική τελείωσις
συνίσταται έκ πολλών καί πλουσίων πνευματικών στοιχείων, περί τών οποίων
θά γίνη λόγος κατωτέρω. Ασφαλές γνώρισμα τής έπιτεύξεο^ς άποτελεΐ ή
οίκείωσις τής θείας άγαθότητος, ήτις είναι μέν φυσική ίδιότης τοΰ Θεοΰ
μόνου, προσκτάται δμως καί ύπό τοΰ άνθρώπου δευτερογενώς διά της
διαρκοΰς στροφής καί άφοσιώ- σεως αύτοΰ πρός τήν πηγήν τής άγαθότητος,
τόν Θεόν1 2. 'Η κατάκτη- σις τής τελείας άγαθότητος επισημαίνει τό τέρμα
τής προσπάθειας καί τής προοδευτικής άνόδου τοΰ άνθρώπου, διότι δι’ αύτής
σταθεροποιείται ή βούλησις πρός μίαν μόνην ήθικήν κατεύθυνσιν, πρός τό
άγαθόν, καί άφοσιοΰται αΰτη πρός μόνον τόν Θεόν, μή ΰποκειμένη πλέον εις
ταλαντεύσεις καί άλλοιώσεις, ώς καί ή βούλησις τών άγγέλων. Πρός επιτυχίαν
τοΰ σκοποΰ τούτου άπαιτεΐται ή συγκέντρωσις πρός τόν Θεόν ολοκλήρου τής
άνθρωπίνης προσωπικότητος, καί τής ψυχής καί τοΰ σώματος, πράγμα τό
όποιον δέν άποτελεΐ έξ άρχής φυσικήν κατάστασιν, διότι ή μέν ψυχή ώς
άσώματος ορέγεται τών ουρανίων, ένώ τό σώμα ώς χοΰς ορέγεται τής έπιγείου
τρυφής.
Πράγματι δέ κατ’ άρχάς έπετεύχθη ή έναρμόνισις καί ένότης τών δύο
τάσεων, καί έπί τινα χρόνον οί άνθρωποι έμόρφωσαν ένιαίαν φυσικήν
α’ίσθησιν ήτοι ικανότητα καταλήψεο>ς καί άπολαύσεως τών πνευματικών
άγαθών. ’Αλλ’ ή κατάστασις αΰτη άνετράπη όλοκληρωτικώς διά τής παρακοής
καί παραβάσεως τοΰ Άδάμ3, συνισταμένης είς τήν πρός τό κακόν στροφήν τής
άνθρωπίνης θελήσεως, λόγω τής φιλαυτίας καί τής άρνήσεως υποταγής είς τόν
Θεόν. Τό κακόν, ώς έλέχθη ήδη ά-

1. Τό
«κατ’ εικόνα»
σημαίνει
μίμημα τοϋ
αρχετύπου
ήτοι τοϋ
Θεοϋ, βλ.
Γ ΡΗΓΟ - ΡΙΟΥ
Θ ΕΟΛ ΟΓΟΥ ,
Λόγος 36. Ή
όμοίωσις
2. Κεφ. 5.
όμως 3. Κεφ. 78.
έξαρτάται έκ
τής
προσπάθειας
τοΰ
άνθρώπου.
Βλ. Κεφ. 4·
«πάντες οί
άνθρωποι
κατ’ εικόνα
έσμέν τοΰ
Θεοΰ" τό δέ
καθ’ όμοίωσιν
εκείνων
μόνων έστί
τών διά
πολλής
άγάπης τήν
36

νο^τέρω, δέν είναι αύθυπόστατον οΰτε ώς άοχή ούτε ώς παράγωγον, άλλά


συνίσταται είς τήν άρνησιν τοΰ άγαθοΰ ύπό τής άνθρο^πίνης βουλήσεως, ένώ
δέ άρχικώς εύρίσκεται έν τή βουλήσει, είτα λαμβάνει μορφήν, είδος, διά τής
επιθυμίας τής καρδίας, καί καθίσταται πραγματική δύναμις έν τω κόσμω 1.
Διά τοΰ αυτεξουσίου ό άνθρωπος ήδύνατο νά στραφή όριστικώς πρός τήν
έτέραν έκ τών δύο τούτων κατευθύνσεοον είτε πρός τό άγαθόν, οπότε θά
έπετύγχανε τήν πρός τόν Θεόν όμοίωσιν αύτοΰ, είτε πρός τό μή άγαθόν,
οπότε άπειογάζετο τήν πλήρη ηθικήν αύτοΰ καταστροφήν. Αύτεξούσιον ή
αύτεξουσιότης είναι, κατά τόν Διάδοχον, «ψυχής λογικής θέλησις έτοίμως
κινουμένη είς οπερ άν έθέλοι», δηλαδή θέλησις άπολύτως έλευθέρα νά έκλέξη
μεταξύ δύο οδών. Παρά ταΰτα όμως ή ορμή τοΰ αύτεξουσίου ήτο ισχυρότερα
πρός τό άγαθόν ή πρός τό κακόν «δυνατωτέρα έστιν ή φύσις τοΰ καλοΰ τής
εξεως τοΰ κακοΰ», διά τοΰτο δέ ή περί τοΰ αύτεξουσίου διαπραγμάτευσις
πρέπει νά συμπληροοθή διά τής παοατηρήσεως ότι τοΰτο περιλαμβάνει πλήν
τής συνειδήσεοκ τών κινήτρων τών πράξεουν καί τήν άπόφασιν πρός βελτίωσιν
τής διαγωγής καί πρός ενέργειαν εκουσίων πράξεων άγαθής διαγωγής 1 2.
Συνεπώς κύριον καθήκον τοΰ άνθρώπου ήτο νά ίσχυροποιή- ση τήν πρός τό
άγαθόν μάλλον άποκλίνουσαν θέλησιν αύτοΰ καί νά κατα- στήση τήν
αύτεξουσιότητα άληθή καί καθαράν διά τής έν έαυτώ μονι- μοποιήσεως τής
πρός τό άγαθόν τάσεως μόνης.
Διά τής άρνήσεο^ς όμως νά έκτελέση τό καθήκον τοΰτο ό άνθρωπος δέν
έπέτυχε τήν άγαθοποίησιν έαυτοΰ. Επειδή δέ ούτε είς το κακόν παρεδόθη
όλοκληρωτικώς, όποος οί δαίμονες, ή προσωπικότης αύτοΰ διεσπάσθη,
έ'κτοτε δέ «έ'καστον (ή ψυχή δηλαδή καί τό σώμα κεχωρι- σμένα) τής οικείας
συγγένειας ορέγεται»3. Όμοίως δέ καί ή ενιαία φυσική αίσθησις διεσπάσθη είς
δύο ένεργείας, μίαν απλήν πνευματικήν, συνηδομένην ταΐς λογικαίς καί
νοεραίς άληθείαις, καί έτέραν σύνθετον έμπαθή, αίσθανομένην τών τοΰ βίου
καλών καί άντιδρώσαν τή πίστει. Διά τής παραβάσεως όθεν τοΰ Άδάμ ή ψυχή
έρρυπάνθη καί τό σώμα περιέπεσεν είς τήν φθοράν τό «κάλλος νοημάτων είς
είδος δόξης» τοΰ

1. Κεφ.
3 . Πλήν τών
άνωτέρω
σημειωθέντων
2. Κεφ.
περί4, 5, τοϋ
3, 78.
κακοΰ
Περί βλ. καί τοΰ
ΕΥΑΓΡΙΟΥ,
αύτεξουσίου
Προβλήματα
παρόμοια
3. Κεφ. 24.
Προγνωστικά
διδάσκουν καί
,οί 1λοιποί
, 21* «τά
τής
άληθώς κακά
Εκκλησίας
έκτος
Πατέρες.αύτής
Βλ.
(τής ψυχής)
ιδίως
ούχ
Μ οΐον τε
ΕΓΑΛΟΥ
εύρεθήναι».
Β ΑΣΙΛ ΕΙΟΥ ,
Πρβλ.
Ότι ούκ εστιν I.
Μ
αίτιος
Ω Υ Σ Ε Σ Κτον
Ο
Υ , Εύάγριος
κακοΰ ό
6 Ποντικός,
Θεός, 3.
σ. 115 έ.
Πρβλ. Β.
Ε ΞΑΡΧΟΥ , Αί
37

ανθρώπου άντικατεστάθη δι’ «είδους αισχύνης» καί «δυσκινησίας νοΰ», ή δέ


βούλησις έξησθένησεν 1.
Έκτοτε ό βίος τών άνθρώπων μετεβλήθη είς διηνεκή άγώνα μεταξύ δύο
άντιθέτων ροπών. 'Ο νους, έφ’ οσον άπωλίσθησεν είς το «δι- πλοΰν τής
γνώσεως», εύλόγως παράγει ταυτοχρόνως καί άγαθά καί φαύλα διανοήματα,
καθ’ οΐον τρόπον ό βλέπων τόν ήλιον έν ύπαίθρω καθ’ ώραν χειμερινήν
έμπροσθεν μέν θερμαίνεται, κατά τό υπόλοιπον όμως σώμα ριγεί. 'Η
παραγωγή πάντως τών φαύλων λογισμών δέν πρέπει νά θεωρηθή ώς φυσική,
άλλ’ ώς επίκτητος ίδιότης, άποκτηθεΐσα μετά τήν πρώτην άπάτην, κατ’ ούσίαν
δέ τοιοΰτοι λογισμοί δέν παράγονται έσωθεν, άλλ’ υποβάλλονται έξωθεν ύπό
τών πονηρών πνευμάτων, ό δέ νους, «λεπτοτάτης τινός αίσθήσεως έχων
ένέργειαν», οίκειοϋται αύτούς. Ί οΰτο δέν άποτελεΐ κατ’ άνάγκην άντίφασιν
πρός το λεχθεν άνωτερω περί τοϋ κακοΰ ώς έδρεύοντος έν τή βουλήσει, καθ’
δτι τό μέν κακόν καθ’ εαυτό είναι τι άρνητικόν, ήτοι ή ύπό τής βουλήσεως
άπόκρουσις τού άγαθοΰ, οί δέ κακοί λογισμοί είναι θετικόν παράγωγον
προερχόμε- νον έκ τής συνεργασίας δαιμόνων καί άνθρώπων1 2.
Πάντως ή μεταβολή τοϋ άνθρώπου διά τής πτώσεως, δέν είναι πλήρης,
καθ’ δσον αί γραμμαί τοΰ κατ’ είκόνα δέν έξηλείφθησαν όλοτελώς, άλλ’ απλώς
ήμαυρούθησαν, καί δύναται όθεν ούτος νά διακρίνη άκόμη τό καλόν άπό τοΰ
κακοΰ άπταίστως. 'Η ούσία τής διά τής πτώσεως μεταβολής έγκειται
περισσότερον έν τή άποξενώσει τοΰ άνθρώπου άπό τοΰ άγαθοΰ καί άπό τοΰ
Θεοΰ καί έν τή υποδουλώσει αύτοΰ είς τό κακόν, όλιγώτερον δέ έν τή
διαστροφή τής φύσεονς αύτοΰ. 'Ο Διάδοχος χρησιμοποιεί πρός δήλίοσιν τής
καταστάσεως ταύτης τάς έκφράσεις «μνήμη τοΰ κακοΰ», ύφ’ ήν έννοεΐ τήν
διαρκή πλήρωσιν τής συνειδήσεως τοΰ άνθρώπου διά τής σκέψεως τοΰ κακοΰ,
καί «έξις τοΰ κακοΰ», ύφ’ ήν έννοεΐ τήν έξασθένησιν τής ηθικής βουλήσεως3. 'Η
διαρκής παρουσία τοΰ κακοΰ έν τώ άνθρώπω πληροί τούτον πνευματικής
δυστυχίας, άλλά βεβαίους ούτε τό κακόν ούτε οί δαίμονες κυριαρχούν αύτοΰ
άπολύ- τως καί όριστικώς' διεξάγουν άπλώς σκληρόν πρός αύτόν άγώνα, τοΰ
οποίου άποτέλεσμα είναι ή είς τόν θάνατον όδηγοΰσα φθορά. Έν τώ πο- λέμω
τούτω βασικός άντικειμενικός σκοπός τοΰ άγωνιζομένου άνθρώ-

1. Κεφ. 78, 62. "Ορασις 18.


2. Κεφ. 83.
3. Κεφ.
62, 6, 83. 'Ο
Π ΟΚΗ ,
ϋιαάοαΗιια
νοη
ΡΗοήΚβ
ηηά άιβ
ΜαεβαΙίαηβ
Γ, 6.56 έ.
ευρίσκει τάς
εκφράσεις
«μνήμη τοΰ
κακοΰ» καί
«έξις τοϋ
κακοΰ»
συνωνύμους,
άλλ’ ή κατά
38

που είναι ή έκ νέου συνένωσις της διεσπασμένης αίσθήσεο:>ς καί ή πρός τό


άγαθόν έπαναφορά τής βουλήσεως είς μόρφωσιν «ολοκλήρου δια- θέσεως» 1.
Είναι προφανές δτι κατόπιν τής σοβαράς έξασθενήσεως τών άν-
θρωπίνων ίκανοτήτοον ό άνωτέρω σκοπός δέν δύναται νά έπιτευχθή δι’ αύτών
μόνον καί άνευ τής βοήθειας τοΰ Θεοΰ. Διά τοΰτο άκριβώς έσαρ- κώθη ό
λόγος τοΰ Θεοΰ, δστις είναι καί ούτος Θεός ένδοξος, άγιος, Βασιλεύς τής
δόξης, βαστάζων τά σύμπαντα έν τή βουλήσει αύτοΰ1 2. 'Η ένανθρώπησις
πραγματοποιείται διά τής καθόδου τοΰ θείου Λόγου έπί τής γής καί έχει ώς
άντίστοιχον ένέργειαν την διά τής άναλήψεως άνοδον αύτοΰ είς τούς
ούρανούς. 'Ο Λόγος κατ’ αύτήν έλαβεν άνθρωπίνην μορφήν, ήτοι πυκνότητα
φύσεως, καί τοιουτοτρόπως ό άσούματος ειδοποι- ήθη. ’Έκτοτε ό Υιός τοΰ
Θεοΰ, οστις έν τή άπολυτρωτική αύτοΰ ένεργεία καλείται Χριστός,
άπετελέσθη έκ δύο στοιχείων, τοΰ αιωνίου, οντος πάντοτε τοΰ αύτοΰ, καί τοΰ
άνθρωπίνου, προελθόντος έκ τής Παρθένου. Τά δύο ταΰτα στοιχεία ήνώθησαν
πρός άλληλα άχωρίστο:>ς καί άπετέ- λεσαν μίαν μόνην ύπόστασιν, άνευ δμως
ούδεμιάς άλλοιώσεως τής πυ- κνότητος τής άνθρο^πίνης φύσεως έκ τών
μαρμαρυγών τής θείας καί ένδοξου ούσίας καί άνευ συγχύσεο^ς τών δύο
φύσεων 3. Εύδιάκριτος είναι έν τοΐς τελευταίοις τούτοις περιορισμοίς ή κατά
τών Μονοφυσιτών καί Νεστοριανών πολεμική τοΰ Διαδόχου, διά τής όποιας
κατέλαβεν ούτος σπουδαίαν θέσιν μεταξύ τών κυρίων έκπροσώπων τοΰ
’Ορθοδόξου πνεύματος κατά τόν ε' αιώνα.
Τό άπολυτρωτικόν έργον τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ δέν περιγράφεται
λεπτομερώς ύπό τοΰ Διαδόχου ούδέ τονίζεται ύπ’ αύτοΰ ή άξία τοΰ σταυρικοΰ
θανάτου, διότι ήτο έκτος τοΰ πλαισίου τών συγγραμμάτιον του. 'Ο Λόγος είς
την ’ Ανάληψιν, ένεκα τής περιωρισμένης έκτάσεως καί τοΰ όμιλητικοΰ αύτοΰ
χαρακτήρος, δέν ήτο δυνατόν νά διαπραγμα- τευθή πλήρως τά προβλήματα
ταΰτα. Ούχ ήττον δμως ό Διάδοχος τονίζει τήν σημασίαν τοΰ
άπολυτρο^τικοΰ έργου, ή οποία συνίσταται πρώτον είς τήν όλοκλήρωσιν τής
άποκαλύψεως τοΰ Θεοΰ διά τής ένανθρω- πήσεως, καθ’ ήν ό Πατήρ
έφανερούθη έν τώ είδει καί τή δόξη τοΰ σαρ- κωθέντος υίοΰ 4* δεύτερον είς
τήν πλήρωσιν τοΰ κόσμου διά «γνώσεως

1. Κεφ. 29.
2. "Ορασις
21, Άνάληψιν
3. 22. ’Ανάλ.
δ. 5.
4. 'Ο
6. Κεφ.
Λόγος
67,
78, 100.
άποτελεΐ
εικόνα τοϋ
Πατρός, οί δέ
Οεωροΰντες
αύτόν
ήδύναντο νά
39

Θεοϋ» τόσον διά της είδοποιήσεως τοΰ θείου Λόγου, καθιστάμενου πλέον
νοητού καί αισθητού, όσον καί διά τής διδασκαλίας καί τοΰ έργου αύτοΰ·
τρίτον είς τήν συντριβήν τών δυνάμεων τοϋ 'Άδου, ήτοι τήν κατάρ- γησιν τής
κυριαρχίας τών πονηρών δυνάμεων καί τοΰ θανάτου- τέταρτον είς τήν
κάθαρσιν τοϋ έγκλήματος τής παρακοής τοΰ άνθρώπου διά τής ύπακοής τού
Χριστού" καί τέλος είς τήν έξάλειψιν τής διά τοΰ όφεως ένσπαρείσης είς τόν
άνθρωπον έξεως πρός τό κακόν. 'Ο Διάδοχος, πε-
/ < >/Λ \ Η V Κ> / > ! Υ" «■*»>
πεισμένος ο ιοιος περί του οτι όντως αι ανο^τερω επιτευςεις του απο-
λυτρωτικού έργου έπραγματοποιήθησαν, επικαλείται πρός βεβαίωσιν τών
άλλων τήν μαρτυρίαν τών κατά πρόγνωσιν προαναγγειλάντων προφητών καί
τών κατ’ έπίγνωσιν έπιβεβαιοισάντων Αποστόλων, τών ύπό τοΰ Αγίου
Πνεύματος έμπνεομένων1.
Συνεπίκουρος καί συνεχιστής τοΰ έργου τούτου τοΰ Σωτήρος είναι τό
"Αγιον Πνεΰμα, τό ένεργοΰν τήν άναγέννησιν καί τελείωσιν τοΰ άνθρώπου.
Τοιουτοτρόποις, παρά τήν γενικήν ύπό τής 'Αγίας Τριάδος διεύθυνσιν καί
καθοδήγησιν τοΰ Σύμπαντος, έχομεν καί ιδιαιτέραν έ- νέργειαν δι’ έκαστον
πρόσωπόν αύτής" διά τόν Πατέρα τήν δημιουργίαν, διά τόν Υιόν τήν
άπολύτρωσιν, διά τό "Αγιον Πνεύμα τήν άναγέννησιν.
Τό "Αγιον Πνεΰμα, ώς πρόσωπόν τής 'Αγίας Τριάδος, είναι άί- διον,
άόρατον καί άμετάβλητον. Ούδέποτε λαμβάνει αισθητήν μορφήν ούδέ έλαβε
καί κατ’ αύτήν τήν βάπτισιν τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ, κατά τήν οποίαν δέν έφάνη
κατ’ ούσίαν ή φύσις αύτοΰ, διότι ή περιστερά ήτο απλούς τρόπος οψεως αύτοΰ
ύπό τών άνθρωπίνων αισθήσεων καί ούχ1 πραγματική μεταβολή. Τό ζωοποιόν
στοιχεΐον είναι κύριον γνώρισμα τής ούσίας αύτοΰ 2. Διά τούτου έκχέει είς τόν
νεκρωθέντα άνθρωπον, έν τώ όποίω κατασκηνοΐ μετά τό βάπτισμα, ζωήν,
καθαρίζει αύτόν καί πληροί αύτόν άγιου καί ενδόξου φωτός.

2. Π ρ ο σ π ά θ ε ι α τ ο ΰ ά ν θ ρ ώ π ο υ π ρ ό ς έ π α ν ε ύ -
ρεσιν τοΰ Θεοΰ
Τό έργον τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ είναι απλή προϋπόθεσις τής έν τώ
άνθρώπω ηθικής καί πνευματικής μεταβολής. 'Η μεταβολή αΰτη δέν
πραγματοποιείται αύτομάτως, άλλά διά συνεχοΰς ένεργείας τής θείας
άναχθοϋν πρός τόν Πατέρα. Ένταΰθα υπομιμνήσκεται τό Κολ. 1,16 «δς έστιν είκών τοΰ
Θεοΰ τοΰ αοράτου».
1. "Ορασις 12 «ζωοποιόν Πνεΰμα», Κεφ. 75 «ή ζωοποιός κα ί καθαριστική αύρα τοΰ
Άγιου Πνεύματος».
2. "Ορασις 12. Κεφ. 28, 78.
40

χάριτος και έπιπόνου προσπάθειας αύτοΰ τοϋ άνθρώπου. Κατά τήν δι-
δασκαλίαν τοΰ Διαδόχου, άκολουθοΰντος καί επί τοΰ σημείου τούτου τήν
Ορθόδοξον οδόν, ή άνακαίνισις τοΰ πιστοΰ δέν επιτυγχάνεται, ώς υποστηρίζει
ό Αυγουστίνος, διά μόνης τής θείας χάριτος, οπότε θά καθίστατο ούτος
άβουλον άντικείμενον άνευ ιδίας έλευθέρας βουλήσεως καί άνεξαρτησίας καί
άρα άνευ προσωπικότητος. Έν τοιαύτη περιπτώ- σει τό «αύτεξούσιον ήμών είς
τό παν» θά ήτο «δεδεμένον τω δεσμώ τής χάριτος». Διά τήν άνακαίνισιν
άπαιτεΐται καί ή συνεργασία τοΰ άνθρώπου. Άλλ’ ούτε πάλιν δύναται νά είναι ή
επιτυχία ταύτης καθ’ ολοκληρίαν έργον τοΰ άνθρώπου μόνου, ώς ίσχυρίζοντο
ό Πελάγιος καί οί Μασ- σαλιανοί έν μέρει, οπότε τό έργον τοΰ Σωτήρος θά
ήτο περιττόν απαιτείται καί ή ένέργεια τής θείας χάριτος καί ή συναντίληψις
τοΰ Αγίου Πνεύματος δι’ ής ισχυροποιείται ό άσθενής, άνεπαρκής καί
πνευματι- κώς νήπιος άνθρωπος Χ.
Συνεπώς ή ένέργεια τής θείας χάριτος, ή άποδίδουσα τό κατ’ είκόνα εις
τήν προτέραν αύτοΰ μορφήν διά τοΰ βαπτίσματος τής άναγεν- νήσεως έν ώ
άπονίπτεται πάσα ρυτίς τής αμαρτίας 1 2, άποτελεΐ τήν έ- ναρξιν μόνον τής
άνακαινίσεως. Πέραν αύτής άπομένει καί άλλο μέγα έργον δι’ αύτόν τόν
άνθρωπον, οπερ «έκδέχεται ΐνα συν ήμΐν έργάση- ται», ή όμοίιυσις πρός τόν
Θεόν3. Μετά τήν έναρξιν ταύτην ή θεία χάρις εισέρχεται, έμφωλεύει καί
κρύπτεται έντός τής ψυχής, άναμένουσα τήν «πρόθεσιν» τής ψυχής,
φανεροΰται δέ έν άπεριγράπτω ευφροσύνη μόνον όταν ή όλη προσωπικότης
τοΰ άνθρώπου στραφή πρός τόν Θεόν. Κατά τόν χρόνον τούτον, καίτοι
συνεχίζεται μυστικώς καί άφανώς ή πρός τελείωσιν τών πιστών ένέργεια τής
θείας χάριτος, δέν καρποφορεί όμως, έάν δέν έτοιμάση τις εαυτόν διά τής
άπαθοΰς περί Θεοΰ σκέ- ψεως, τής πίστεως, τής άγάπης καί τών έργων τής
άγάπης 4. Ουτιυς έν

1. Κεφ. 85, 61.


2. Τό
βάπτισμα
είναι τό μέσον
διά τοϋ οποίου
έπανακτα ό
άνθρωπος
3. Κεφ.τήν
αρχικήν Τήν
89.
κατάστασιν
συνεργασίαν
τοϋ
ταύτην Άδάμ,
4. Κεφ. ώς
τών
άνέπτυξαν
8ύο
85, 77, 69, 66,
βάσει
παραγόντων
'Ορισμός τής
1.
διδασκαλίας
εκφράζει
Πίστις καί
τοϋ Παύλου,
έπιγραμ-
άγάπη είναι
ιδίως
ματικώς
στενώς δό
Κύριλλος
Ισυνδεδεμέ-
ΓΝΑΤΙΟΣ ναι
Ιεροσολύμων
Θ ΕΟΦΟΡΟΣ
πρός άλλήλας,
καί τή δέ
έν
ούδεμία έξό
Πρός
Γρηγόριος
Πολύκαρπον
αύτών νοείται
Νύσσης. Βλ.τής
επιστολή
άνευ 1.
Π
αύτοΰ
έτέρας.
ΑΝΙΕΙΟΙΙ7,, 3'
ΡΙαΙοηί$ηιβ
«τοΰτο
«Πίστις βΐ
τό
άεργος
ΤΚέοΙοξίβΘεοΰ
έργον
καί έργα
Μρείίραε.
έστι
άπιστου καί
τόν
Εα$αί $αν
ύμών».
αύτόν Ια
τρόπον
άοείήηε
άποδοκιμασθή
ερίνίΐιιεΙΙε
σονται», κεφ. άε
41

τώ πεδίω της θρησκευτικής καί πνευματικής τελειώσεως τοϋ άνθρώπου δέν


έχομεν μόνον τήν προσφοράν ένός θείου δώρου, άλλά καί τήν άντί- στοιχον
ενέργειαν πρός άποδοχήν αύτοΰ, οΰτω δέ τό θειον δώρον καθίσταται
άνάλογον πρός τήν ήθικήν προκοπήν έκαστου καί ή ενέργεια τοϋ 'Αγίου
Πνεύματος κατορθοΐ τήν άναγέννησιν τών άποδεχομένων αύτήν μεθ’
ολοκλήρου διαθέσεως 1.
'Η ένέργεια τής θείας χάριτος άρχεται άπό τής ώρας τού βαπτί- σματος
τής άναγεννήσεως, διά τοΰ σωτηρίου ΰδατος, οπότε τό "Αγιον Πνεΰμα
κατασκηνοΐ έν ήμϊν καί ή αύρα αύτοΰ κινεί τήν καρδίαν ήμών κατά τοΰ
πυρφόρου δαίμονος. Καί ένω πρό τοΰ βαπτίσματος έκυρίευε τής ψυχής ή
πλάνη, μετ’ αύτό ό δαίμων φεύγει καί ή θεία χάρις είσερ- χομένη είς τήν
ψυχήν, κυριεύει αύτής διά τής άληθείας 2. "Εκτοτε ό πονηρός δέν εισέρχεται
έκ νέου εις τήν ψυχήν, τήν όποιαν καταλαμβάνει πλέον ή θεία χάρις,
κατασκηνοΰσα «εις αύτό τό βάθος τής ψυχής, τού- τεστιν εις τό παν», δι’ ό καί
αίσθανόμεθα τοΰ θείου ώς άναβλύζοντος έκ τοΰ βάθους τής καρδίας. Τά
πονηρά πνεύματα έμφωλεύουν έκτοτε έπί τών αισθήσεων τοΰ σοόματος τών
έ'τι νηπιαζόντων άνθρώπων. Συνεπώς ό νους καί ή ψυχή δέν δύνανται νά
θεωρηθοΰν ώς κοινόν κατοικητή- ριον τοΰ Θεοΰ καί τοΰ δαίμονος. Είναι
άναμφισβήτητον, οτι καί μετά τήν άναγέννησιν ό έν τή σαρκί κατοικών δαίμων
εξακολουθεί δρών, άλλ’ οί ύπ’ αύτοΰ υποβαλλόμενοι πονηροί λογισμοί
καθίστανται κτήμα «ορισμένων μόνον άνθρώπων, τών έπιθυμούντοΜ
«συνήδεσθαι» αύτοΐς3.
Διά τής λεπτομεροΰς έκθέσεο,ις τών περί τοΰ τρόπου άντενεργείας τοΰ
δαίμονος εις τήν θείαν ενέργειαν καταπολεμείται ύπό τοΰ Διαδόχου ή θεωρία
τών Μασσαλιανών, καθ’ ήν ό Θεός καί ό δαίμων συγκατοικούν έν τή
άνθρωπίνη ψυχή διεξάγοντες έκεΐ σκληρόν άγώνα περί κυριαρχίας επ’ αυτής.
Οί Μασσαλιανοί, «οί λέγοντες» κατά τόν Διάδοχον, έχρησι- μοποίουν πρός
στήριξιν τών άπόψεών των κυρίως τό χωρίον ’/ω. 1,5 «καί τό φώς έν τή σκοτία
φαίνει καί ή σκοτία ού κατέλαβεν αύτό», άλλ’ ή ύπ’ αύτών έπιχειρουμένη
ερμηνεία τών λεγομένων έν αύτώ ά- ναιρεΐται ύπό τοΰ Διαδόχου διά τών
άντιστοίχων χωρίων Ίω. 1,9. 12, Ρωμ. 8,7, Φιλ. 3, 12 έν τοΐς κεφαλαίοις 80, 76,
78, 86.
Παρατηρεΐται μεταξύ ρωμαιοκαθολικών έρευνητών τής έκκλη-

καί μή ών έν τή άγάπη οΰτε αύτήν τήν πίστιν, ήν δοκεϊ έχειν, έχει», Κεφ. 21. Βλ. καί 98.
1. Κεφ. 7δ.
2. Κεφ. 89, 78, 85, 76, 77.
3. Κεφ. 84, 7, 82, 83,
42

σ',αστικής φιλολογίας ή τάσις άποδόσεως πελαγιανικών καί μασσα- λιανικών


(αντιλήψεων είς πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς άκο- λουθοϋντας τήν
Όρθόδοξον διδασκαλίαν. 'Η μεταξύ τών δύο τούτων αιρετικών μερίδων
συγγένεια είναι άναμφισβήτητος, διότι ή θεωρία τών Μασσαλιανών περί
άδυναμίας τής θείας χάριτος νά έκδιώξη τόν δαίμονα έκ τής ψυχής μετά τό
βάπτισμα καί τής συνεπεία ταύτης συγκα- τοικήσεως τής θείας χάριτος μετά
τοΰ δαίμονος έν τή ψυχή σημαίνει
, , ~ )Λ / / · ~ -< / >
υπερτίμησήν του ανυρο^πι,νου παράγοντος εν τω πνευματικω τουτω α- γώνι
καί άντιστοιχεϊ πρός τήν διδασκαλίαν τών Πελαγιανών περί έπι- τεύξεως τής
σωτηρίας διά τών άνθρωπίνων μόνων δυνάμεων καί προσπαθειών. 'Η ταυτότης
άντιλήψειον τών δύο παραφυάδων προεκάλεσε σύγ- χυσιν καί έν τή ερμηνεία
τών ομιλιών τοΰ Μακαρίου Αιγυπτίου, παρ’ ώ άλλοι μέν εύοίσκουν
πελαγιανικά, άλλοι δέ Μασσαλιανικά στοιχεία 1.
Σημειωτέον, ότι περί τών Μασσαλιανικών αντιλήψεων ελάχιστα είναι
γνωστά, ιδίως έκ τών πληροφοριών Τιμοθέου Κιονσταντινουπόλειος καί
Ίωάννου Δαμασκηνού, διότι τά περιέχοντα τάς ιδέας αύτών βιβλία έχουν
έξαφανισθή. Τελευταίως όμως, ώς ύπεδηλώθη ήδη, ύπεστηρίχθη έντόνιος,
ιδίως ύπό τοϋ ΥΪΙΙΘΟΟΧΙΓΙ, ή γνώμη καθ’ ήν αί λεγόμεναι δμι- λίαι
Μακαρίου τοΰ Αιγυπτίου είναι νόθοι καί αποτελούν βασικόν Μασ- σαλιανικόν
σύγγραμμα 1 2, όπως άλλωστε είχεν υποστηρίξει πρό δύο αίώ- νων ό Νεόφυτος
Καυσοκαλυβίτης είς ίδιον άνέκδοτον σύγγραμμα. Είναι δέ άληθές, ότι ένιαχοΰ
τών έν λόγω "Ομιλιών άνευρίσκονται ΐδέαι δυνάμεναι νά θεωρηθούν ώς
Μασσαλιανικαί, ώς π.χ. έν 7,2, «τό θειον συ\όν τώ Σατανά ούτε ρυποΰται ούτε
μιαίνεται», έν 16, 6. 17, 4 έ. κ.λ.π. Παρά ταΰτα όμως γενικώς έν ταΐς 'Ομιλίαις
έπικρατεΐ ορθόδοξος διδασκαλία, καθ’ ήν ή σωτηρία καί ή τελείωσις
έπιτυγχάνονται διά τής θείας χάριτος τή συνεργασία καί τοΰ άνθρώπου, ώς
δύναται νά έξαχθή έκ τών χιυρίων 17,1.30,4 καί κυρίως 3,4' «λοιπόν τό
έκριζώσαι τήν ά- μαρτίαν καί τό συνόν κακόν, τοΰτο τή θεία δυνάμει μόνον
δυνατόν έστι κατορθώσαι- ούκ έξεστι γάρ ούτε δυνατόν άνθρωπον έξ ιδίας
δυνάμεως έκριζώσαι τήν άμαρτίαν τό άντιπαλαΐσαι, τό άντιμαχεσθήναι, δεΐραι,
δαρήναι, σόν έστι- έκριζώσαι δέ Θεοΰ έστιν». Διά ταΰτα τά ένυπάρχον- τα
συγγενή πρός τάς Μασσαλιανικάς ιδέας στοιχεία δεν δύνανται νά χα-
ρακτηρίσουν τό έ'ργον ολόκληρον καί πρέπει νά θεωρηθούν ώς πιθαναί

1. Βλ. Δ. Σ. Μιι
. Β. , Πατρολογία,
2ΑΛΛΝΟΥ
νιι.ι,ΕΆθηναι
ο ο υ κ τ ,1930, σ. 281
«Βα Ηέ.Ε Ι Ι Ο ο ΐ
Γοπ^ίπο ά θ 5
Ιιοπιέΐίθδ
δρίπΐυβίΐθδ
ίΐίΐτί- Βυρβδ &
Μ&ο&ίΓβ»,
Πρακτικά
Γαλλικής
Ακαδημίας
Επιγραφών και
Γραμμάτων
1920, σ. 250-
258.
43

νοθεύσεις τοΰ έργου κατά Μασσαλιανικήν επεξεργασίαν αύτοΰ.


Καί παρά τω Κασσιανω άνεζητήθησαν στοιχεία Πελαγιανικά, έσχατος δέ
ύπό τοΰ ΚβιηΐηβΓ καί Μασσαλιανικά, άλλ’ ό Μπαλάνος άπέ- δειξε τό
όρθόδοξον της διδασκαλίας αύτοΰ ι. Καί ό Διάδοχος ομοίως, καίτοι
καταπολεμεί τούς Μασσαλιανούς, έθεωρήθη ύπό τοΰ ΚοΠιβη- ΙΐίίΐΙδΙβΓ 2 ώς
έπηρεασθείς έκ της διδασκαλίας αύτών, άλλά έν τη έρεύνη ήμών ούδέν
σχετικόν στοιχεΐον άνεύρομεν. ΙΙροφανώς αί γνώμαι τών άνωτέρω θεολόγων
περί τοΰ Μακαρίου, Κασσιανοΰ καί Διαδόχου οφείλονται είς προκαταλήψεις
σχετιζομένας πρός τό σιυτηριολογικόν πρόβλημα. Τούλάχιστον όσον αφορά
είς τήν διδασκαλίαν τού ήμετέρου συγ- γραφέως, αυτή είναι καί έπί τοΰ
σημείου τούτου ορθόδοξος, διακρι- νομένη τόσον άπό τών πελαγιανικών-
μασσαλιανικών δοξασιών, όσον καί άπό τής περί άπολύτου προορισμού
διδασκαλίας τοΰ Αυγουστίνου.
Κατά ταΰτα ή ένέργεια τής θείας χάριτος δέν είναι απότομος ούτε
καταναγκαστική, άλλά στηρίζεται έπί τής διαθέσεως τοΰ άνθρουπίνου
αύτεξουσίου καί είναι προοδευτική. 'Ο άνθρωπος δύναται νά έκλέξη
οιανδήποτε κατεύθυνσιν έπιθυμεΐ, μέ την διαφοράν μόνον ότι ή ένέρ- γεια τής
θείας χάριτος, κατοικούσης έν αύτή τή ψυχή πλέον, είναι ισχυρότερα τής
άντενεργείας τών δαιμόνων, κατοικούντων είς τά πέριξ αυτής, καί συνεπώς
είναι εύκολώτερον διά τό αυτεξούσιον νά άκολουθή- ση τά ερεθίσματα ταύτης
ή έκείνιον.
Μέχρις ότου έκδηλωθή ή πρόθεσις τής ψυχής, ή θεία χάρις, μολονοτι
κρύπτει τήν παρουσίαν αυτής και διενεργεί παραχωρήσεις προς ένίσχυσιν τής
άνθρωπίνης βουλήσεως, εργάζεται καί γαλουχεϊ μετ’ άπειρου στοργής τά
πνευματικά αύτής τέκνα3. 'ΙΙ παρουσία αύτής κα- θίσ ταται φανερά μόνον μετά
την πλήρη έπιστροφήν τοΰ άνθρώπου 4.
Μετά τήν έναρξιν τής ένεογείας τής θείας χάριτος έκδηλοΰται ζωη-
ροτάτη άντίδρασις τοΰ δαίμονος κατά ποικίλας άφορμάς καί περιστά- 1 2 3 4

1.
ΚΕΜ
ΜΕΚ,
ΟΚαείεηια
Μαχίηιιιιη.
2. ΖΙΙΓ
ϋ'ηίετειιείιιιηξ
&5ΐίβΙ, ζα
Οαβείαηε
«ΚοίΐΓβοΗπΠ
νοΙΙΡοηι-
(ίβε
ιηεηίιβίΐεΐεΐινε
Βίαδοοίκΐδ
3. Κεφ. 78, 85.
ιιηά 8βίηβ
νοη ΡΙιοΙίοο»,
4. Κεφ.
3ίβ11ιιη§
ΒΕΠ
85 .ΙΟΕ ζαιη
«Έπειδάν δέ
Μεχί·αΙίαηί$ιηκ
Υ
ολος
ΕΒΕΚ ό -
8, Ι.οιινεΰη
ΕίΕΡΕκϋΝΟ,
άνθρωπος
1938. Δ. Σ.
ΓβδΙ^ίΐόβζυη
έπιστρέψη
Μ ΙΓΑΛΑΝΟΥ
Μιβίοηκ
προς τόν ,
Είναι
Ηβπνθββη,
Κύριον, τότε
’Ορθόδοξος
ρητω τινί ή
Μϋηοΐΐθη
άρ-
περί
1938, σ.
αίσθήσει χάριτος
τήν95.
διδασκαλία
Βλ. καί τον
παρουσίαν Ε.
Κασσιανοΰ;
Ι5Ε» Ρέμφαίνει
αύτής Ι.ΛΕΕΒ,
Άθήναι
ΏίαάοεΙιε
τή καρδία1936.
(ή άε
44

σεις, ιδίως δε κατα τας νυκτερινας ησυχίας υπο την μορφήν «ροπής υ- πνου
τινός λεπτότατου». Τό έργον τοΰτο τοϋ δαίμονος δέν έκτελεΐται αυτοδικαίως
ή έκ τής ίκανότητος αύτοΰ, καίτοι ούτος επιθυμεί και επιδιώκει τήν έν τω
κόσμω διαιώνισιν τοΰ κακοΰ, άλλά κατά παραχώρησιν τοΰ Θεοΰ
άποβλέπουσαν είς τήν δι’ άγώνος ήτταν τής αμαρτίας καί εις τήν δι’ ιδίας
προσπάθειας πνευματικήν προκοπήν τοΰ άνθρώπου Τ Διά τής παραχιορήσεως
οδηγείται εις ταπείνωσιν «τό φιλόδοξον καί εύπτόη- τον μέρος» τής ψυχής καί
γενικώτερον ένδυναμοΰται ή ήθική συνείδησις τοΰ άνθροδπου, όστις ώς
έλεύθερον ον δέν επιτρέπεται νά έναποθέση τήν πνευματικήν αύτοΰ άνάπτυξιν
καθ’ ολοκληρίαν είς τόν Θεόν ούτε νά ά- ναμένη τά πάντα άπό τήν ένέργειαν
τής θείας χάριτος, άλλ’ οφείλει νά άναπτύσση εαυτόν καί διά τής ιδίας
θελήσεως καί δυνάμεως, άφοΰ κα- ταστήση τήν πρόθεσιν αύτοΰ θερμοτέραν 1
2. Διά τά πνευματικά όντα ά- ξίαν έχει ούχί τό ύπ’ άλλων προσφερόμενον,

άλλά τό δι’ ιδίων δυνάμεων κατορθούμενον.


Αποτέλεσμα τής παιδευτικής παραχωρήσεως είναι ή σύναψις μεταξύ
ψυχής καί δαίμονος κρατεράς μάχης, καθ’ ήν ή θεία χάρις ύποστέλ- λει
εαυτήν, ενεργούσα κατα τροπον μυστικόν και μή αντιληπτόν εις τήν ψυχήν,
ύποδεικνύουσα όμως πάντως τά μέσα διά τήν κατά τοΰ έχθροΰ νίκην αύτής.
'Η ενέργεια αΰτη δύναται νά παραβληθή πρός τήν συμπεριφοράν τής μητρός,
ήτις άπομακρύνει τό άτακτοΰν τέκνον άπό τών άγ- καλών αύτής, Ενα τοΰτο
έπιστρέψη πάλιν μετά πολλοϋ φόβου καί δακρύων είς τούς μητρικούς κόλπους
3. ' Η ιδέα τής παιδευτικής παραχωρήσεως καί τοΰ έπακολουθοϋντος αύτή

πνευματικού άγώνος άποτελεΐ θεμελιώδες θέμα τής έκκλησιαστικής


φιλολογίας άπ’ αύτής έτι τής Καινής Διαθήκης 4.
'Ο άνθρώπινος βίος θεωρείται ώς διανυόμενος έν διαρκεΐ άγώνι, καθ’ όν
οί άγωνισταί, έξοπλιζόμενοι καταλλήλως διά τής πανοπλίας τοΰ άγιου φιυτός,
διά τής περικεφαλαίας τοΰ σωτηρίου καί διά τών καλών έργων, οφείλουν νά
πολεμήσουν άνδρείως, Ενα άρουν νίκην κατά τών έχθρών αύτών καί
άμειφθοΰν στεφόμενοι ύπό τοΰ Θεοΰ ώς νικηταί. Οί δαίμονες είναι δεινοί
μαχηταί, επιτιθέμενοι κατά τών άνθροόπων σκληρούς καί όμοθυμαδόν, ιδίως
όταν άντιληφθοΰν άρχάς παρεκτροπής, καί

1. Κεφ.
31, 85’ «ού
μόνον2.διάΚεφ.
τό 87, 85.
έξ αγώνων
3. Κεφ. 87, 86.
ήττηθήναι
4. Βλ.
τήν
Π. Χαμαρτίαν,
ΡΗΣΤΟΥ,
άλλά
Ό καί διά
τό όφείλειν
Χριστιανικός
προκόπτειν
βίος ώς αγών
εις τήντήν
κατά
πνευματικήν
άρχαίαν
πείραν
εκκλη-τόν
άνθρωπον».
σιαστικήν
φιλολογίαν,
Μυτιλήνη
1951.
45

χρησιμοποιοϋντες ώς όπλα δαιμονικά τόξα καί πεπυρωμένα βέλη, τά όποϊα


προκαλοΰν «ζεστάς άλγηδόνας» 1. Οΐ έκ τών πιστών προβάλλον- τες άμυναν
έναντίον τών εχθρικών τούτιυν έπιθέσειον καί είδικώτερον οΐ μοναχοί
καλούνται ύπό τοΰ Διαδόχου, ώς καί ύπό άλλων ασκητικών συγγραφέων,
άθληταί καί άγωνισταί, ή δέ διεξαγομένη πάλη καλείται μάχη, εγχείρημα,
ιερός άγιόν, πόλεμος ένυπόστατος 1 2. 'Ο άγων ούτος άποτελεΐ «δεύτερον
μαρτύριον», ισάξιον πρός τό μαρτύριον τών κατά τών κοσμικών άρχόντιυν
παλαιοτέρων αγωνιστών3.
'Η σκληρότης είναι χαρακτηριστικόν παντός πολέμου, αυτός δέ ό
Σωτήρ προετύπωσε τήν οφειλήν τών άγωνιζομένων νά γεύωνται τοΰ πικρού
τών μαχών, άλλ’ ή πικρία δέν επιτρέπεται νά κυριεύη τής δια- θέσεως τών
αγωνιστών, τήν οποίαν άντιθέτοις πρέπει νά ένθαρρύνη ή «εισαγωγές (είς τήν
πνευματικήν τελείωσιν) χαρά»4.
Κατά τόν άγώνα ό δαίμων μετέρχεται πλείστας άπάτας, μετασχη-
ματιζόμενος πολλάκις εις φώς ή σχήμα πυροειδές ή φωνήν, δι’ ό καί καλείται
«πνεΰμα τής πλάνης». Διά τούς πεφωτισμένους όμως καί κε- καθαρμένους ή
διάκρισις τών πονηρών άπό τών άγαθών πνευμάτων κατά τάς εμφανίσεις αύτών
είναι εύκολος κατά τήν γενικήν άντίληψιν τών άσκητικών συγγραφέων5. Προς
άποφυγήν τής συγχύσεως, ιδίως κατά τά όνειρα, ό Διάδοχος διευκρινίζει ότι
τά μέν άγαθά πνεύματα έμ- φανίζονται άμετάβλητα καί σταθερά κατά τό
σχήμα καί πληρούν τήν ψυχήν άγαλλιάσεως, ένώ τά πονηρά έμφανίζονται
μετά γελώτων καί καγχασμών έν σχήματι διαρκώς μεταβαλλομένω καί
έπιφέρουν πικράν καί όδυνηράν ήδονήν. Πάντως λόγω τοϋ κινδύνου τής
συγχύσεως ταύτης καλόν είναι νά άποκρούωνται πάντα τά όνειρα 6.

1. Κε<ρ.
98,
παράλληλον
τοΰ Έψ. 6 ,
13. Κεφ. 82,42, 32, 94, 87, 47, 51, 31.
2. Κεφ.
85, 87, 97. Ό
3. Κεφ.
Ε Υ ΑΌΓ Ρδρος
94. Ι Ο Σκαί,
ήΚεφάλαια
ιδέα τοΰ
Προγνωστικά
δευτέρου
66 καί
μαρτυρίου
4. Κεφ. 59,51, 60.
λέγει5. δτι
άπαντάείς Βλ. Α. οί
δαίμονες
πολλούς
Φ άσκη-
Υ Τ Ρ Α κι,
διαδέχονται
τικοΰς
Τά ίδειόδη
6. Κεφ. τοϋ
άλλήλους
συγγραφείς.
μοναχικού
36, 33, 37. Ή
κατά
Βλ.
βίου κατά τόν
άντίληψις τονΛ.
Φσυνεχή
αιώνα,,
δ'ΥΤΡΑΚΙ
περί
τούτον 1945,
«Μαρτύριον
Άθήναι
πυροειδοΰς άγώνα
καί
καί δσον ή
σ. 51.μοναχικός
έμφανίσεως
ψυχή
βίος», Θεολο-
τών δαιμόνων
προκόπτει
γία
φέρει 19 (1941-
τόσον
1948) ούτοι
301-329.
έπίδρασίν τοϋ
επιτίθενται
Μ.
Ε Υ Α Γ Ρ Ι Ο.ΙΥ,ΚΚ
\'Τ Ι . ,
σκληρότερου.
«Ερ
Βλ. ηιαιΊντό
Επιστολή
οί
29 Γηεεύεβ», καί
Κβνιιε
ΝΕΙΛΟΥ
ά'αεεβίίριιε
( = Ε Υ Α Γ Ρ Ι Ο εΐ
Υ
46

Τό άποτέλεσμα της νίκης τοϋ δαίμονος κατά τοϋ άνθρώπου περι-


γράφεται είκονικώς ώς αρπαγή καί σκύλευσις τής ψυχής, χαρακτηριστώ-
κωτερον οε ως μοιχεία, εφ οσον η ψυχή, ανηκουσα κατ αρχήν εις τον Θεόν,
ήδη παραδίδεται είς τήν διάθεσιν ετέρου κυρίου 1. Προϊόντα τής νίκης αυτής
είναι, πρώτον, οί πονηροί λογισμοί. 'Η ψυχή διαθέεται ύπό λογισμών καλών,
προερχομένων έξ αύτής τής καρδίας κατά τήν ένάσκησιν του αυτεξουσίου του
ανθρώπου, και πονηρών, προερχόμενων, ως ανε- πτύχθη έν παραγράφω 1 τοΰ
προηγουμένου κεφαλαίου, έκ τών δαιμόνων, καίτοι ό άνθρωπος αισθάνεται
καί τούτους ώς προϊόντας έκ τής καρδίας, έξ ού καί τινες (οί Μασσαλιανοί)
κακώς «ΰπενόησαν είς τόν νούν είναι σύν τή χάριτι καί τήν άμαρτίαν».
Δεύτερον, προϊόντα τής νίκης τών δαιμόνων είναι τά ψυχικά πάθη καί μάλιστα
ή οϊησις, είς τήν όποιαν έκπυροϋται ό άνθρωπος ύπ’ αύτών 2. "Οταν ή ψυχή
ταράσσηται ύπό τών παθών, τής οίήσεοος, τής οργής, τοΰ θυμοΰ καί τών
λοιπών, δέν δύναται νά καταστή έγκρατής τής μνήμης τοϋ Κυρίου Ίησοΰ3.
'Η έπιμέλεια τής ήθικής διαγωγής άποτελεΐ θεμελιώδες αίτημα τής
χριστιανικής θρησκείας, διά τοΰτο δέ καί ολόκληρος σχεδόν ή έκ-
κλησιαστική γραμματεία φέρει ηθικόν χαρακτήρα. Οί έκκλησιαστικοί
συγγραφείς, καί όταν ακόμη διαπραγματεύωνται έν τοΐς εργοις αύτών
προβλήματα δογματικά, ερμηνευτικά, απολογητικά καί άλλα, θίγουν πάντοτε
καί τήν ήθικήν πλευράν. Άπό τοΰ δ' αίώνος ή έ'μφασις έπί τής άνάγκης τής
έπιμελείας τής ήθικής διαγωγής ηύξήθη περισσότερον, ήρξατο δέ ήδη
έφαρμοζομένη καί ή κατά τεχνικόν τρόπον διαίρεσις τών αρετών καί τών
κακιών. 'Ο μέγας ασκητικός Εύάγριος Ποντικός έτυ-
ι \ I* * \ \ »/ / /
ποποιησε τας κακίας εις οκτώ Λογισμούς ήτοι γαστριμαργίαν, πορνείαν, φιλαργυρίαν,
λύπην, οργήν, ακηδίαν, κενοδοξίαν, ύπερηφάνειαν 4 ο'ίτι-

πνευμάτων καταλαμβάνουν σπουδαιοτάτην θέσιν έν τοΐς Έκατόν Κεφαλ,αίοις τοϋ


Διαδόχου.
1. Κεφ. 33, «μοιχεύεσθαι θέλοντος τοϋ έχΟροϋ τήν ψυχήν», «ϊνα διαφορουμέ- νης
αυτής (τής ψυχής) ύπό τής χαύνης εκείνης καί καθύδρου ήδύτητος, άγνώριστος αύτή
γένοιτο ή μεΐξις τοϋ δολίου». ΓΙρβλ. καί Γ ΡΗΓΟΡΙΟΥ Χ ΙΝΛ Ϊ ΤΟΥ , Περί ησυχίας καί περί
τών δύο τρόπων προσευχής, 8' «μοιχεύει γάρ τών τοιούτων ό νοϋς, όταν άπιστή τή τοϋ Θεοΰ
μνήμη».
2. Κεφ. 83, 81.
3. Κεφ. 41, 62, 71, 96. 'Ο θυμός ένίοτε μόνον ωφελεί, ώς ό σώφρων θυμόςκατά τών
άσεβούντων, Κεφ. 62.
4. Ε ΥΛΓΡΙΟΥ , Κεφάλαια Προγνωστικά καί Αντιρρητικός. Ταΰτα επαναλαμβάνει καί
ό Νείλος έν τώ περί τών οκτώ τής κακίας λογισμών έργω αύτοΰ. Βλ. καί Ε. ΗΑ,υδΗΕκη,
«Κ’οπ£Ϊηο όβ Ιο. Ι,ΙιέοιΊβ οπβηί&ΐβ θβδ ΤινιίΙ ρβοΐιέδ ο&ρίΐίΐυχ», ΟείβηΙαΙία
Οίι/Ίεΐίαπα Ρεείοάίεα, XXX, 3, άριθ. 80, 1933, σ. 164-175.
47

νες εφεξής άπετέλεσαν τά «θανάσιμα αμαρτήματα». 'Ο Διάδοχος έπη- ρεάσθη


ύπό τοΰ Εύαγρίου έν τή ορολογία (δαίμων τής ακηδίας ή μεσημβρινός
δαίμων, λογισμός κλπ.), άλλά δέν παρέλαβε τήν τυποποίησιν τών λογισμών.
'Γπάρχει μάλιστα καί ουσιώδης διαφορά μεταξύ αύτοΰ καί τοΰ Εύαγρίου είς
τήν έκτίμησιν τής ήθικής κατά τό δτι ό τελευταίος ούτος, σημαντικώς
έπηρεασμένος έκ τής άντιλήψεως τών Ελλήνων σοφών, έκ- λαμβάνει τήν
ήθικήν ώς πρόβλημα τοΰ λογικοΰ (έξ ου καί ό δρος «λογισμός»), ένώ ό
Διάδοχος, ακολουθών τήν γνησίαν Χριστιανικήν άντίλη- ψιν έκλαμβάνει τήν
ήθικήν ώς πρόβλημα τής βουλήσεως.
Τό τέρμα τής προσπάθειας τών δαιμόνων σημαίνεται διά τής πλήρους
ήθικής καί πνευματικής καταστροφής τοΰ άνθρώπου. Αποτέλεσμα άντιθέτως
τής νίκης τοΰ άνθρώπου είναι ή έπίτευξις τής πνευματικής ζωής, περί ής ό
λόγος έν τω έπομένω κεφαλαίω.
Πιθανώς τά λεγάμενα περί τής έπηρείας καί ένεργείας τών δαιμόνων,
κυρίως δέ αί λεπτομερείς περιγραφαί τών πολεμικών αύτών έπι- χειρήσεων
κατά τών άνθρώπων, φαίνονται ώς προερχόμεναιέκ πεπαλαιωμένων
άντιλήψεων καί δέν υπάρχει άμφιβολία δτι μόνον ώς εικονικόν καί
παραστατικόν τρόπον έκφράσεως δυνάμεθα νά έκλάβωμεν τά πλεΐ- στα έξ
αύτών. Παρά ταΰτα δμως αί έν λόγω ίδέαι τών άσκητικών συγγραφέων έχουν
μεγάλην άξίαν οχι μόνον διότι έκφράζουν τήν προς απαλλαγήν άπό τοΰ κακοΰ
προσπάθειαν τών πιστών τής έποχής έκείνης, άλλά καί διότι περικλείουν τήν
άλήθειαν περί τοΰ δτι ή πνευματική ζωή κατακτάται κατόπιν δεινοΰ
έσωτερικοΰ άγώνος τοΰ άνθρώπου μεταξύ δύο άντιθέτων ροπών διά τής
κατακτήσεως τοΰ άγαθοΰ.
Είναι εύλογον δτι έν τοιούτω άγώνι έπισωρεύονται έπί τοΰ άνθρώπου
πόνοι καί φθορά, κορύφωμα καί τέρμα τών οποίων είναι ό θάνατος. Διά τόν
χριστιανόν οί φυσικοί πόνοι έχουν μικράν σημασίαν καί ό θάνατος δέν είναι
δι’ αύτόν δ,τι καί διά τούς άλλους άνθρούπους' δι’ αύτόν είναι «πρόφασις
άληθινής ζωής», δι’ δ καί άποδέχεται αύτόν μετά πολλής χαρας. Πλήν τοϋ
φυσικοΰ δμως πόνου υπάρχει καί ό πάντοτε ίσχυ- τότερος ήθικός πόνος.
Ό βαθμός, είς δν ένοχλεΐται άρχικώς ό χριστιανός ύπό τοΰ πόνου,
φυσικοΰ καί ήθικοΰ, καθορίζει άναλόγως καί τόν βαθμόν τής μελ- λούσης
τελειώσεως. Έάν ούτος δέν δοκιμασθή διά τών πόνων, ώς ό ά- μάλακτος
κηρός, δέν δύναται νά χωρήση τήν σφραγίδα τής άρετής τοΰ Θεοΰ Χ. 1

1. Κεφ. 53, 94.


Πρβλ.
Ι ΩΑΝΝΟΥ
Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜ
ΟΥ , Επιστολή
4, 3, «οσω
άνέπι-
τείνηται τά
τής θλίψεως,
τοσούτω
πλεονάζει καί
τά τών
48

'Ο πόνος γενικώς είναι παράγωγον τής άγωνιώδους προσπάθειας τοΰ


άνθρώπου πρός άνεύρεσιν τοϋ Θεοΰ, καθίσταται δμως καί ούτος παιδευτικόν
μέσον πρός κατάκτησιν τής τελειότητος, διά τοΰτο δέ καί ή άξία αύτοΰ δέν
πρέπει νά έκτιμάται έκ τής μικράς φθοράς ήν επιφέρει, άλλ’ έκ τών πλουσίων
ήθικών αύτοΰ καρπών. "Αλλωστε ή αΐσθησις τοϋ πόνου είναι υποκειμενική,
καθ’ δσον ή οδός τής αρετής δέν φαίνεται ή αύτή είς πάντας, άλλ’ εις μέν τούς
άρχαρίους παρίσταται ώς τραχεία καί έπίπονος, είς δέ τούς διαβάντας τό
μέσον αύτής, παρ’ δτι συνεχίζουν άκόμη τόν άγώνα, ώς προσηνής καί άνετος.
Τοΰτο δέ συμβαίνει, διότι κατά τήν άρχήν ό έθισμός είς τήν έκτέλεσιν τών
θείων έντολών άπαιτεΐ «βίαιον θέλημα», ένω μετά ταΰτα καταπέμπεται ύπό τοϋ
Θεοΰ «έτοιμον» θέλημα, ύφ’ δ νοείται ή διά τής ένισχύσεως τής θείας χάριτος
στα- θεροποίησις τοΰ άνθρωπίνου θελήματος καί ή κατεύθυνσις αύτοΰ πρός εν
μόνον σημεΐον, άνευ οδυνηρών άνησυχιών καί άμφιταλαντεύσεων 1.
'Ο ήθικός πόνος έχει διττήν τήν πηγήν προέρχεται πρώτον έκ τών παθών
καί δεύτερον έκ τής συναισθήσεως τής αμαρτίας. Τά πάθη, ώς έλέχθη έν τή
προηγουμένη παραγράφω, ένεργοΰνται ύπό τών δαιμόνων κατά παραχώρησιν
τοΰ Θεοΰ, άποβλέπουσαν είς τήν τελειοποίησιν τοΰ άνθρώπου διά τής
προκοπής έν τοΐς πόνοις. Έάν δμως ούτος δέν κατορ- Οώση νά άπαλλαγή
άπό τών παθών, οδηγείται έκ τοϋ έπ’ αύτοΐς πόνου είς καταστροφήν. Κατεχει
δέ καί ψυχικήν ικανότητα, διευκολύνουσαν τούτον είς τήν προσπάθειαν τής
άπαλλαγής, τήν πνευματικήν διάκρι- σιν, παράλληλον πρός τήν πνευματικήν
γνώσιν2.
'ΙΙ άπαλλαγή άπό τών παθών καί τών πόνων άποτελεΐ εύτυχές τέρμα τοϋ
άγώνος τών Χριστιανών. 'Η άπάθεια τών άσκητικών συγγραφέων δέν
έκλαμβάνεται βεβαίως ύπό τήν στωικήν έννοιαν τής στατικής άταραξίας καί
γαλήνης, άλλ’ ύπό τήν έννοιαν τής ένεργοΰ άντιμετωπί- σεο^ς τών έπιθέσεων
τοΰ πονηροΰ καί τών παθών. Καί έπί τοΰ σημείου τούτου ό Διάδοχος
προχωρεί πέραν τοΰ Εύαγρίου, δστις δέν έξέφυγε πλήρους τής στωικής
έπιδράσεως, ώς δεικνύει καί ό ορισμός αύτοΰ, καθ’ ον άπαθής ψυχή είναι «ούχ
ή μή πάσχουσα πρός τά πράγματα, άλλ’ ή πρός τάς μνήμας αύτών άτάραχος
διαμένουσα». 'Ο Διάδοχος ορίζει τήν άπάθειαν δυναμικώτερον- «άπάθειά
έστιν ού τό μή πολεμεΐσθαι ύπό

τό χρυσίον, τοσούτω καθαρώτερον γίνεται· δσω μακρότερον άν πλεύση πέλαγος έ'μ- πορος,
τοσούτω πλείονα συνάγει τά φορτία». Γενικώς περί τής σημασίας τών πόνων κατά τόν
Χρυσόστομον βλ. Β ΑΡΝΑΒΑ Τ ΖΩΡΤΖΑΤΟΥ , Ιωάννης ό Χρυσόστομος έπί τή βάσει τών
Επιστολών αντοη, ’ΑΟήναι 1952, σ. 86 έ.
1. Κεφ. 93.
2. Βλ. υπότιτλον τών Έκατόν Κεφαλαίων.
49

τών δαιμόνων, έπεί άρα όφείλομεν έξεληλυθέναι κατά τόν Απόστολον, έκ τοΰ
κόσμου (Α' Κορ. 5,10), άλλά τό πολεμουμένους άπολεμήτους μένειν» 'Όθεν ή
άπάθεια άποτελεΐ έπιτυχή κατά τών πειρασμών άν- τίστασιν, οδηγούσαν είς
«άμέριμνον σιωπήν» 1 2 καί είς κάθαρσιν τής ψυχής- 'Η δέ ψυχική καθαρότης
είναι προϋπόθεσις τής τελειώσεως καί τής μετά τοΰ Θεοΰ κοιυοινίας, ώς άπό
τοϋ Μεγάλου Αθανασίου3 καί έξής διδάσκουν οί άσκητικοί συγγραφείς.
Τό άλγος έξ άλλου έπί τή άναιδεία τής αμαρτίας δύναται νά όδη- γήση
εις πλουσίαν χαράν διά μέσου τής εύαρέστου λύπης καί τών πνευματικών
δακρύων. Ό Διάδοχος τονίζει μετ’ έμφάσεως τήν λύπην καί τά δάκρυα, ώς
μέσα λυτρωτικά, δύναται δέ νά άναζητηθή είς αύτόν ή αρχή τής άσκητικής
γραμματείας τών δακρύων, συνδεδεμένων μετά τής προσευχής, μολονότι καί
έτεροι συγγραφείς πρό αύτοΰ άναφέρουν ταΰτα 4.
'Ο μακράν τοΰ Θεοΰ ζών άνθρωπος έχει ύποτεταγμένην τήν θέ- λησιν
αύτοΰ είς τήν άγάπην έαυτοΰ καί τών περί αύτόν. ’Έχων πρό αύτοΰ έλευθερίαν
έκλογής μεταξύ δύο οδών κατευθύνσεως τοΰ διαφέρον- τός του, τής άγάπης
τοΰ Θεοΰ καί τής άγάπης έαυτοΰ, προτιμά τήν δευ- τεραν, ή προτίμησις δέ
αύτη υπήρξε καί αιτία τής πτώσεως. Επακόλουθα τής φιλαυτίας είναι ή
άδιαφορία διά τόν Θεόν, έφ’ οσον δύο άγάπαι δέν είναι δυνατόν νά χωρήσουν
είς τήν ψυχήν τοΰ άνθρώπου, ό δέ «φιλών εαυτόν τόν Θεόν άγαπάν ού
δύναται», ή φιλοδοξία, ήτοι ή επιδίωξις τής κενής καί ματαίας δόξης έαυτοΰ,
ήτις χαρακτηριστικούς έκτρέφεται ύ- πο της κοσμικής σοφίας, και ή περί τας
μέριμνας του ριου και τας ηοο- νάς τοΰ κόσμου ένασχόλησις. 'Η φιλαυτία
τελικώς μεταβάλλεται είς

1.
Ε ΥΛΓ
ΡΙΟΥ ,2. Κεφ. 11.
Πρακτικός
3. Βίος39
καί
Μεγάλου
παράλληλον
Αντωνίου 34·
έν
«καθαρεύουσα
Θ ΑΛΑΣΙΟ Υ ,
ψυχή
Έκατ.4.1, Κεφ.
διορατική 40,
Δ 37, 68, ,73.
γινομένη».
ΙΑΔΟΧΟΥ
97,
Κεφ.
Βλ. 98.
Πρβλ. καί
Ν ΕΙΛΟΥ
Μ
(=Ε ΥΑΓΡΙΟΥ )
ΕΓΑΛΟΥ
Β ΑΣΙΛΕΙΟΥ ,
Περί
Περί τον Άγιον
προσευχής 61
Πνεύματος
«κέ- χρησο9,
23,
τοΐςκαθ’ ό ή έν
δακρύοις 4
τώ
πρόςάν- παντός
θρώπω
είκών
αιτήματος τοϋ
άοράτου μόνον
κατόρθωσιν'
είς
λίαν τούς
γάρ
κεκαθαρμένου
χαίρει σου ό
ςΔεσπότης
καί διαυγή έν
τά όμματα τής
δάκρυσι
ψυχής
προσευχήν
έχοντας
δεχόμενος».
δεικνύεται.
Είναι Το
όμως
θέμα
πιθανόνβεβαίως
δτι ό
50

αύτολατρείαν, ήτις οδηγεί είς καταστροφήν, δι’ δ καί έπιβάλλεται άμεσος


άποδίωξις τοΰ αισθήματος τούτου 1.
Τό πρώτον βήμα διά τήν απαλλαγήν έξ αύτής δύναται νά έπιτελε- σθή
διά τής έπιγνώσεως τής άνθρωπίνης αδυναμίας καί άσθενείας ύπό πάσαν
έ'ποψιν, άλλά καί είδικώτερον έπί τοΰ πεδίου τής ήθικής συμμορ- φώσεως,
ήτοι διά τής έπιγνώσεως τής άμαρτωλότητος. Συνήθως ό άνθρωπος
συναισθάνεται μετ’ ήρεμίας, δηλαδή άνευ πολλής άνησυχίας, τά μεγάλα μόνον
πταίσματα, ένώ ούδέν τών πολυαρίθμιυν μικρότερων πταισμάτων έπισημαίνει,
δπερ βεβαίους είναι έκδήλίοσις τοΰ έγωισμοΰ, του μή επιτρεποντος εις αυτόν
να αναγνώριση και αποόεχθη τας εν τω βίω άστοχίας του. Θά άναγνωρίση
δμως καί αύτά τά μικρά πταίσματα ώς σοβαρά καί θά φθάση είς τήν μετά
δακρύων μετάνοιαν, έάν κατα- νοήση τήν πραγματικήν αύτοΰ θέσιν καί τήν
μικρότητα αύτοΰ έναντι τοΰ Θεοΰ 1 2.
Τό δεύτερον βήμα πρός άπαλλαγήν έκ τής φιλαυτίας έπιτελεΐται διά τής
αύτοκατηγορίας ήτοι τής μετά τήν άναγνώρισιν ύπό τοΰ άνθρώπου τής ιδίας
άδυναμίας καταδίκης έαυτοΰ διά ταύτην. Είναι φυσική κατάληξις τής
καταδίκης ταύτης ή στροφή πρός τήν πίστιν καί τήν ά- γάπην τοΰ Θεοΰ. Αί
δύο αύται ήθικαί ένέργειαι, ή συναίσθησις τής άμαρτωλότητος καί ή
αύτοκατηγορία, όδηγοΰν είς τήν άνάληψιν προσπάθειας πρός κάθαρσιν τής
ψυχής καί είς τήν ταπεινοφροσύνην, έπιτυγχα- νομενην διά κόπων πολλών καί
μακρών. Διακρίνονται δύο στάδια τής ταπεινοφροσύνης- κατά τό πρώτον αΰτη
είναι τεχνητή, έκφράζει τήν «μεσότητα» τής θρησκευτικής καί πνευματικής
έμπειρίας καί προκαλεΐ λύπην, ένώ κατά τό δεύτερον αΰτη είναι φυσική,
έκφράζει τήν τελειότητα τοΰ ύπό τής θείας χάριτος καταυγαζομένου
άνθρώπου καί προκαλεΐ χαράν 3. Έν τώ κεφαλαίω 13 ό Διάδοχος περιγράφει
άνθρωπον, ΐσως εαυτόν, έπιτυχόντα τής ταπεινοφροσύνης είς τοσοΰτον
βαθμόν, ώστε όχι απλώς νά μή ύπολογίζη τήν άξίαν έαυτοΰ, άλλ’ οΰτε τήν ΰ-
παρξίν του νά αίσθάνηται, θεωρών έαυτόν ώς άχρεΐον παΐδα καί πρα-
σκολλώμενος είς τήν άγάπην τοΰ Θεοΰ.
Τό τελικόν βήμα, έν ώ συντρίβεται ή φιλαυτία καί αύτολατρεία,
έπιτυγχάνεται διά τής περιφρονήσεως τών άγαθών τοΰ κόσμου. 'Ο άνθρωπος
έν τή φυσική αύτοΰ καταστάσει ύποβάλλει έαυτόν είς πλείστας

1. Κεφ.
12, 95, 96,
11. Βλ.
2. καί
Κεφ. 27.
Κεφ. 3.
18' Κεφ. 23, 95.
“ψυχή μή
τών κοσμικών
άπαλλοιγεϊσα
. φροντίδων
οΰτε τόν
Θεόν
άγαπήσει
γνησίως οΰτε
τόν διάβολον
βδελύξεται
άξίως».
51

ιοτικας μέριμνας, οι ων επιδιώκει τήν εςυπηρετησιν εγωιστικών αναγκών καί


τάσεων. Άλλ’ άπασαι αί μέριμναι αύται άποτελοϋν ματαιο- πονίαν, διότι ό
φθαρτός ούτος καί πρόσκαιρος αιών δέν δύναται νά προσ- φέρη τι είς τήν
προαγωγήν τής άνθρωπίνης προσωπικότητος, διά τών ηδονών καί ώραιοτήτων
τοϋ κόσμου, τουναντίον δέ αί κοσμικαί φροντίδες παρακωλύουν τήν άγάπην
τού Θεού- «ψυχή μή τών κοσμικών φροντίδων άπαλλαγεΐσα ούτε τόν Θεόν
αγαπήσει γνησίως ούτε τόν διάβολον βδελύξεται άξίως» 1. Έπανευρίσκει τις
τόν πραγματικόν έαυτόν του όταν άποχωρισθή άπό τών ωραίων τοϋ βίου καί
στραφή πρός τήν καρδίαν του 1 2, χωρίς πάντως νά προσκολληθή λατρευτικώς
εις αύτήν, οπότε ή φιλαυτία παραμένει. 'Η άναχώρησις καί άποφυγή τοϋ
κόσμου άποτε- λοΰν, ώς γνωστόν, τήν πρώτην πράξιν τών μοναχών πρός
επιδίωξιν τής ψυχικής αύτών άναμορφώσεως, ό δέ Διάδοχος, ώς οργανωτής
μοναχικής κοινότητος, διαβλέπει ευκολίαν έπιτεύξεως τής τελειώσεως έν τώ
μακράν τής κοινωνίας τοϋ κόσμου βίω 3, χωρίς νά άποκλείη τήν έπίτευ- ξιν
ταύτης καί ύπό τών έν τώ κόσμω διαβιούντων.
'Ο Διάδοχος άρνεΐται τήν άπόλυτον άξίαν τής φυσικής ώραιότη- τος,
διότι ή είς αύτήν προσκόλλησις άποτελεΐ κώλυμα διά τήν πρός τόν Θεόν
πλήρη άφοσίωσιν, οχι όμως καί τήν σχετικήν άξίαν. 'Η ώραιότης, άλλωστε,
τών επιγείων αγαθών είναι έκφρασις τής δυνάμεο^ς τοϋ κάλλους τού
Δημιουργού. 'Η ένδόμυχος άγάπη αύτοΰ πρός τάς φυσικάς καλλονάς
προδίδεται διά τής περιγραφής τοϋ κεφαλαίου 55" «μή περί δένδρων τινών
εύκλώνων ή σύσκιων ή πηγών καλλιρρόων ή λειμώνων ποικίλων ή οίκων
εύπρεπών ή καί περί συγγενικών συνδιατριβών έν- θυμεΐσθαι» καί άλλων
χωρίων.
Δέν είναι όμως τόσον εύκολος ή άπομάκρυνσις έκ τοϋ κόσμου, διότι έκ
φύσεως αί αισθήσεις τών άνθρώπων τείνουν είς τήν άποστροφήν άπό τής
μνήμης τοΰ Θεοΰ πρός τάς κοσμικάς άπολαύσεις, οί δέ κυριαρχούμενοι ύπό
μόνων τών φυσικών αισθήσεων προσκολλώνται είς τά κοσμικά άγαθά. Ποΰ
άγει ή παράδοσις είς τάς αισθήσεις, άποδεικνύεται έκ τοΰ παραδείγματος τής
Εΰας, ήτις εύθύς μετά τήν γεΰσιν τοΰ καρποΰ

1. Κεφ. 18.
2. Κεφ.
57" «6
ένδημών3. άεί
τή έαυτοΰ *Ορα
καρδία
σις 2. Κεφ. 18,
εκδημεί
57, 58, 74, 96.
πάντως
Ή διάτώντής
ώραίωνάπό
φυγής τοΰτοΰ
βίου».
κόσμου έπί-
τευξις τής
τελειώσεως
είναι καί τοΰ
ΙΙλάτωνος
πίστις. Βλ.
Θεαίτητον,
166α «τά κακά
δέ τήν θνητήν
52

ώδηγήθη είς τήν σωματικήν συμπλοκήν. Αυξάνει δέ ή δυσκολία έκ τοΰ οτι καί
οί δαίμονες έπιμόνως καί διαρκώς προτρέπουν είς τήν άρνησιν τοϋ Ίησοΰ
Χριστοΰ καί τήν ίκανοποίησιν τής έπιθυμίας τής βιοτικής δόξης \
Κατ’ ακολουθίαν καί τά υλικά άγαθά πρέπει νά περιφρονώνται, νά
άσκήται δέ ή έλεημοσύνη ύπό πάντων, καί τών πολλά καί τών ολίγα έχόντων.
Τοΰτο άποτελεΐ ιδιαίτερον καθήκον τών μοναχών, τών οποίων ιδεώδες είναι ή
ακτημοσύνη καί πενία 2. Αί είς τά δικαστήρια προσφυ- γαί δι’ οικονομικά
ζητήματα ή δι’ οίασδήποτε φύσεως άδικήματα είναι πράξεις άνάξιοι τών
τελείων, διότι μία μόνον άξια δικαιοσύνη ύ- πάρχει, ή θεία, άσχολουμένη περί
τήν ήθικήν καί πνευματικήν ευθύνην τών άνθρώπων 3.
Ταΰτα βεβαίως δέν σημαίνουν πλήρη άπόρριψιν τών υλικών άγα- 1 θών,
έφ’ οσον δι’ αύτών έξασφαλίζεται ή ύγεία καί ή συνέχισις τοΰ προσωρινού
τούτου βίου, δστις είναι καί ούτος πολύτιμος, έστω καί απλώς ώς προθάλαμος
άλλου ύψηλοτέρου. Διά τοΰτο ακόμη καί ύπό τών άνω- τέραν τελειότητα
έπιδιωκόντων μοναχών έπιτρέπεται ή κλήσις ιατρών και ή χρήσις φάρμακων,
καιτοι ή κυριουτερα ελπίς σωτήριας πρεπει να στηρίζηται είς τόν σωτήρα καί
ιατρόν Ίησοΰν Χριστόν, ώς καί ή φοί- τησις είς λουτρά, μολονότι ή άποφυγή
αύτών δεικνύει άνδρείαν καί σωφροσύνην 4. ' Η έγκράτεια άπό πασών τών
άλογων έπιθυμιών πρέπει νά συνοδεύηται καί ύπό τής έγκρατείας τών
βραχμάτων. Άλλά τά βρώματα είναι άπαραίτητα διά τήν συντήρησιν τοΰ
σώματος καί συνεπώς δέν είναι νοητή πλήρης άποφυγή αύτών. Ούτως ή
χρήσις τών τροφών πρέπει νά είναι άνάλογος πρός τάς άνάγκας καί τάς
κινήσεις τοΰ σώματος- «δει πρός τάς τοϋ σώματος κινήσεις καί τάς τροφάς
εύτρεπίζεσθαι, ινα, δτε μέν ύγιαίνει, κολάζοιτο πρεπόντως, δτε δέ άσθενεΐ,
πιαίνοιτο μέτριους». “Οταν τό σώμα βαρύνηται ύπό πλούσιας τροφής,
καθιστά τόν νοΰν δειλόν καί δυσκίνητον, ένώ δταν έξασθενή ύπό τής πολλής
έγκρατείας καί στερήσεως καθιστά τό θεωρητικόν μέρος τής ψυχής «στεγνόν
καί άφι- λόλογον» 'Η νηστεία είναι άπλοΰν οργανον διά τήν έπίτευξιν τής σω-
φροσύνης καί, μολονότι καθ’ έαυτήν έχει καύχημα, ήτοι άξίαν τινά, ού- δεμίαν
άξίαν έχει έναντι τοΰ Θεοΰ. Διά τοΰτο καί δέν δύναται τις νά ί- 1 2 3 4 5

1. Κεφ. 56, 94.


2. Κεφ. 63, 65.
3. Κεφ. 63.
4. Κεφ. 53, 52.
5. Κεφ.
45. Βλ. καί
Α ΝΤΙΟΧΟΥ
Μ ΟΝΑΧΟΥ ,
Λόγος 4 περί
γαστριμαργίας
· «τό γάρ
σώμα τροφής
δεΐται, ού
τρυφής».
53

σχυρισθή οτι. διά τής νηστείας κερδίζει εις εύνοιαν ή είς αμοιβήν παρά τω
Θεώ, πολύ δέ περισσότερον δέν έπιτρέπεται νά χρησιμοποιήση τήν νηστείαν
ώς μέσον έπιδείξεως καί καυχήσεως 1. Καί τοΰ οίνου ή χρήσις πρέπει νά είναι
σύμμετρος, χωρίς νά άποφεύγηται τελείως· έν άφθονία χρησιμοποιούμενος
φέρει όνειρα καί επικινδύνους φαντασίας, έκθήλυν- σιν κ,αί διαφθοράν, ένώ έν
μετρώ, άναδεικνύει τά ύπό τοϋ Αγίου Πνεύματος καταβαλλόμενα σπέρματα
καρποφόρα1 2.
Έξαιρουμένων τών μεμετρημένων καί λογικών τούτων ικανοποιήσεων
τών σωματικών άναγκών καί αισθήσεων ό άνθρωπος κατά τά άλλα πρέπει νά
άπομακρυνθή τοϋ κόσμου καί νά προσέγγιση τόν Θεόν, τήν μετά τοϋ οποίου
κοινωνίαν διευκολύνει «βίου καθαρωτάτου ίχνος, ερημιάς οσμή, πολιτικών
ήθών έκκοπή καί άποφυγή, ή τής έκεϊ σιωπής εύσχημος ομιλία». Ούτως
επέτυχε τήν κοινωνίαν Ιωάννης ό Βαπτιστής3 καί ούτω δύνανται νά έπιτύχουν
ταύτην άπαντες. Έν τή κατα- στάσει ταύτη ό άνθροιπος, παρ’ οτι ζή ένδημών
έν τώ σώματι αύτοΰ, εκδημεί άπαύστως πρός τόν Θεόν διά τής άγάπης κατά
τήν κίνησιν τής ψυχής, «ώς έκστάς τής έαυτοΰ φιλίας τή άγάπη του Θεοΰ» 4.
Πρόκειται περί μυστικής καταστάσειυς έν τή όποια καθίσταται έφικτή ή
άπόλαυσις τοϋ Θεοϋ. Άλλ’ ό Διάδοχος δέν χαρακτηρίζει ταύτην άκριβώς ώς
έκ- στασιν ουδέποτε άλλωστε χρησιμοποιεί τό ούσιαστικον τοΰτο, καιτοι
ένίοτε χρησιμοποιεί τό ρήμα «έκστήναι», ώς άνωτέρω.
Τό άνωτέρω χωρίον θει.)ρεϊται ύπό τοΰ ΐΐβδ ΡΙδΟβδ 5 ώς παράλλη-
ληλον ή προσεγγίζον τήν έννοιαν τής έκστάσεως παρά τώ Ψευδο- διονυσίω, ή
γνώμη δμως αΰτη είναι τολμηρά. 'Ο Διονύσιος έν Μυστική Θεολογία 1, 1 καί
άλλαχοΰ έκλαμβάνει τήν έκστασιν ώς τελήρη ά- παλλαγήν άπό τοΰ κόσμου
τών αισθήσεων, άλλά καί άπό τών νοητικών δυνάμεοιν «τάς αισθήσεις
άπόλειπε καί τάς νοεράς ένεργείας καί πάντα τά αισθητά καί νοητά καί πάντα
τά όντα. . . τή γάρ έαυτοΰ καί πάντων άσχέτω καί άπολύτω καθαρώς έκστάσει
πρός τήν υπερούσιον τοΰ θείου σκότους άκτϊνα, πάντα αφελών καί έκ πάντων
απολυθείς, άναχθήση». Παρά τώ Διαδόχω ή φυγή ή ή έκστασις περιορίζεται
είς τήν άπο τών κοσμικών φροντίδων, τών παθών καί τής φιλίας έαυτοΰ
άπαλλαγήν, δέν

1. Κεφ. 47.
2. Κεφ. 48, 49.
8.
"Ορασις 2. Βλ.
καί Ν4. Κεφ. 14.
ΕΙΛΟΥ
5.
(=Ε ΥΛΓΡΙΟΥ
), Περί Ώίαά
προσευχής,
οοΗβ άβ 36’
«εΐ προσ- ΟεηΙ
ΡΗοΐίΰβ,
εύΕασθαι
Οιαρίΐτεε εαε
ποθείς,
Ια ρΐ'/·(εεΙιοη
άπόταξαι τοΐς
ερινίΐυ,ίΐΐβ, σ.
σύμπασιν,
83, σημ. 1.ϊνα
τό παν
κληρονομήσης
».
54

έπεκτείνεται δέ καί είς τήν κατάργησιν τής λειτουργίας τών νοητικών καί
βουλητικών δυνάμεων τοϋ άνθρώπου 1. "Αλλωστε ό Διάδοχος όμι- λεΐ καί
περί ενδημίας έν τή καρδία, περί ένδοστρεφείας, ώς θά άναπτυ- χθή έν τή περί
προσευχής παραγράφω, ήτις συνεπάγεται βελτίωσιν τών ψυχικών λειτουργιών,
δχι δμως καί κατάργησιν. Τέλος ό Διάδοχος ευρίσκει τήν μακαριότητα πλήν
άλλων καί είς τήν γνώσιν τοϋ Θεοϋ, ένώ ό Διονύσιος όμιλεΐ περί άγνωσίας τοΰ
Θεοϋ.

3. 'Η π ν ε υ μ α τ ι κ ή ζ ω ή τ ώ ν Χ ρ ι σ τ ι α ν ώ ν
'Ο άνθρωπος κατέχει τήν δυνατότητα κατανοήσεως καί βιώσεως τών
πνευματικών αληθειών καί τής θείας πραγματικότητος. ' Η έμπει- ρία αυτή
καλείται ύπό τοΰ Διαδόχου «πείρα τής άύλου αίσθήσεως», τής λέξεως πείρα
έκλαμβανομένης ύπό τήν έννοιαν ίκανότητος γεύσεως τής θείας άγαθότητος,
παρακλήσεως καί γλυκύτητος 1 2.
’Όργανον, διά τοΰ όποιου κατανοεί καί βιοΐ τάς πνευματικάς αλήθειας ό
άνθρωπος, είναι ή πνευματική αϊσθησις, καλουμένη παρά τω Δια- δόχω
αϊσθησις τής ψυχής, αϊσθησις τοϋ νοϋ καί αϊσθησις τής καρδίας, ταυτιζόμενη
ένίοτε πρός τόν νοϋν καί άντιτιθεμένη πρός τήν αϊσθησιν τοϋ σώματος, διά τής
οποίας γεύεται ούτος τών γεωδών ήδυσμάτων 3. Άρχικώς ύπήρχεν ενιαία
φυσική αϊσθησις, μολονότι ώς δυνατότης συν- υπήρχεν άναμφιβόλως καί ή
σωματική αϊσθησις. Λόγω τοΰ όλίσθου τής παρακοής ή ένιαία αΰτη αϊσθησις
διηρέθη καί έκτοτε ή μέν πενταμερής σωματική αϊσθησις άναφέρεται είς τό
έμπαθές μέρος τοΰ άνθρώπου, ή δέ πνευματική αϊσθησις είς τό λ.ογικόν καί
νοερόν μέρος αύτοΰ. 'Ιί δυαδική αϊσθησις παρά τοΐς τελειουμέναις
πνευματικώς θά ένιοθή έκ νέου είς μίαν αδιαίρετον αϊσθησιν, οπότε ό
άνθρωπος θά δύναται «έν όλοκλή- ρω διαθέσει γεύεσθαι τοΰ άγαθοΰ» 4.
Δέν εύρίσκονται έντός τών πραγμάτων δσοι θεωροΰν ώς πρόδρομον

1. Ύπό
τήν αύτήν
έννοιαν
απαντούν οί
οροί 2.φυγήΚεφ. καί
άναχώρησις
24. Βλ. καί 9,
παρά23,τώ24,
11, Μ 30,ΡΙ-
31, 32.Λ ΙΙρβλ.
ΓΑ ο
ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Μ. ΙΙ,.Ι,ΕΚ,
3·ΥΓΚεφ.
Έπιατολή
Τα
14, 76. 2,Ό 2'
30,χρίείΐαο,-
«τούτων
Ιίΐέ 4. δέ
Διάδοχος Κεφ.μία
άεε29.
φυγή"
ρι·βηιίβΓ3
χρησιμοποιεί
χωρισμός
είίχίβε
καί τό άπό
τοϋ κόσμου
ο/ιΐ'έΐίεηε,
έπίθετον
παντός.1930,διά
Ρίΐπ§
αισθητικός σ.
Κόσμου
125 άνθρωπον,
τόν έ. Ή λέξις δέ
άναχώρησις
πείρα
Κεφ. 12, καί ού
ένιαχοϋ
τό
σημαίνει
αισθητική έξω
καί
διά
γενέσΟαι
δοκιμήν,
τήν ψυχήν,
σωματικώς,
προσπάθειαν,
Κεφ. 13.
άλλά
ώς έν τής
Κεφ.πρός 69
τό
«φωτισμού σώμα
καί
συμπάθειας
έγκαταλείψεω
ςτήν τό ψυχήνμέσον
άπορρήξαι».
πείρα».
00

της περί πνευματικής αίσθήσεως διδασκαλίας τής μυστικής θεολογίας τόν


ολίγον μεταγενέστερον τοΰ Διαδόχου συγγραφέα Έευδοδιονύσιον1. 'Ο
Διονύσιος διακρίνει όχι δύο αισθήσεις άλλ’ αϊσθησιν καί νόησιν, έκ- λαμβάνων
τήν μέν πρώτην ώς λειτουργίαν προσλήψεως τών υλικών πα- ραστάσεο:ιν, τήν
δέ δευτέραν ώς ικανότητα καταλήψεως τών πνευματικών άληθειών1 2, έγραψε
δέ καί άπολεσθεΐσαν πραγματείαν «Περί νοητών τε καί αισθητών». ’Λλλ’
έκτος τής διαφοράς περί τήν σημασιολο- γικήν χρήσιν τοϋ ορού, ό Διονύσιος
δέν έ'χει ούτε τήν ιδέαν τής πνευματικής αίσθήσεοος, διότι δέν όμιλεΐ περί
εμπειρικής ή ψυχολογικής, άλλά περί μεταψυχολογικής κατανοήσεως τοϋ
Θεοϋ. Περί τής πνευματικής αίσθήσεως ποιούνται λόγον καί ό Ωριγένης3 καί
ό Εύάγριος4, άλλ’ ο Διάδοχος έτόνισε περισσότερον τήν σημασίαν καί
καθώρισε το έργον αύτής. "Εκτοτε ή μυστική Θεολογία άνέπτυξεν
έκτενέστερον τήν θεωρίαν τής πνευματικής αίσθήσεως, τήν όποιαν Συμεών ό
Νέος Θεολόγος θεωρεί ώς είκόνα τοΰ Κυρίου ημών Ίησοΰ Χριστοΰ έν τώ
λογικώ καί νοερώ άνθρώπω. Ό Νικήτας Στηθάτος διακρίνει πέντε έξωτερικάς
καί πέντε ψυχικάς αισθήσεις, ώς καί ό Εύάγριος προγενεστέρως, καλών αύτάς
νοΰν, λόγον, αϊσθησιν νοεράν, γνώσιν, έπιστήμην, συντιθεμένας τελικώς εις
τρεΐς' νοΰν , λόγον, πνευματικήν αϊσθησιν 5.
Διά τής πνευματικής ταύτης λειτουργίας ό πιστός κατανοεί τόν Θεόν καί
τό έργον αύτοΰ, κυρίως είς 6,τι άφορα είς τήν μεταξύ τών άνθρώπων ένέργειαν
αύτοΰ' «τής θείας άρρήτως αίσθάνεσθαι χρηστοτη- τος δύναται». Δι’ αύτής δέ
άντιλαμβάνεται καί τήν έν αύτώ ένεργοΰσαν θείαν χάριν, ήτις άλλως κρύπτει
έαυτήν «έπειδάν δέ όλος ό άνθρωπος έπιστρέψη πρός τόν Κύριον, τότε
άρρήτω τινί αίσθήσει τήν παρουσίαν αύτής έμφαίνει τή καρδία» (ή χάρις) 6.
ΊΙ κατάληψις τών θείων άληθειών κατορθοΰται διά μέσου τής πνευ-
ματικής αίσθήσεως, προϋποτιθεμένης πάντως τής έπιμελοΰς άναγνώσεως τών
αγίων Γραφών «έγώ δέ έκ τών θείων Γραφών καί αύτής δέ τής τοΰ

1. Ώς ό Α.
ΡΟΝΟΚ,
άρθρον 2. Μυστική Θεολογία Α' 2, Ουρανία Ιεραρχία Α' 3,
«ΜνεΙίηυο»,
3. Βλ. έν
κ.ά. Κ.
Όίειίοηαίνε
ΚΑΗΝΓ,Π, «Κβ άε
ΤΙιέοΙοξίβ
όβόιιΙ4.ά’ιιηο
Οαύιο-
όοοίπηβΙίηαβ,
άβε τ.
Προβλ
10
ώης[3,8«η$
ήματα 5.στ. 2609.
$ρίπΙυθ11β8
προγνωστικάΣ ΥΜΕ
οΐΐθζ
1,33'
ΩΝ Οπ^βηβ»,
, Κεφάλαια
6. Κεφ.
Ιίβνιιε
25, 85.ά’Βλ.36.
πνευματικαί
Πρακτικά. καί
ΛεεΗίριιε
ΝΚεφ. 33" εΐ άε
αισθήσεις.
ΙΚΗΤΑ
Μι/εΙίριιε,
Αυτόθι
Σ ΤΗ Θ.2,
«ήδυνομένη 35'13,
ΑΤΟΥ ,
1932,
πέντε
Κεφάλαια
γάρ δλησ. 113-

15.
αισθητήρια
Πρακτικά
ψυχή) ύπ’Α'
πνευματικά
10.
έκείνης τής
τοΰ νοΰ.
άφράστου
γλυκύτητος
ούδέν έτερον
δύναται
έννοήσαι».
56

νοΰ αίσθήσεως κατείληφα» 1. Αί άγιαι Γραφαί διαφωτίζουν τήν πνευματικήν


αϊσθησιν, άλλ’ έπ’ αύτής ενεργεί καί ό άμεσος θειος φωτισμός. Ούδέν
εγκόσμιον είναι δυνατόν νά όδηγήση είς πραγματικήν σοφίαν, διά τής
διαπιστώσεως δέ ταύτης δυνάμεθα νά άνεύρωμεν καί τήν αιτίαν τής άποτυχίας
τής προσπάθειας τών Ελλήνων σοφών, οϊτινες παρά τάς ψευδαισθήσεις τιυν,
δέν κατώρθωσαν ούτε διά τής σοφίας ούτε διά τής έγκρατείας νά επιτύχουν
μόνιμόν τι καί πνευματικόν, διότι ό νους αύτών δέν ένηργεΐτο ύπό τής
«άενάου καί πανταληθινής σοφίας». "Ο,τι έπέτυχον δέν άποτελεΐ
ολοκληρωτικήν πνευματικήν βίωσιν, άλλ’ άπο- σπασματικήν καί διεσπασμένην
σοφίαν, ήτις είναι πτωχή, παρά τάς ά- ξιώσεις αύτής, διότι «ούδέν πτωχότερον
διανοίας έκτος Θεοϋ φιλοσο- φούσης τά τοϋ Θεοΰ» 1 2.
Συνεπώς μόνον διά τής ένισχύσεως τοΰ θείου φωτός δύναται τις νά
όδηγηθή είς τήν άληθή γνώσιν τών οντων. 'Ο όρος φως είναι προσφιλής είς
τόν εύαγγελιστήν Ίωάννην, καλοΰντα ύπό έννοιαν ήθικήν καί πνευματικήν
ταυτοχρόνως τόν Χριστόν καί Λόγον τοΰ Θεοΰ φως άλη- θινόν 3, ενώ ό
Παύλος χρησιμοποιεί τήν λέξιν έν ήθική μόνον σημασία 4. Δέν καθορίζεται
όμως περαιτέρω ή έννοια τοΰ όρου παρ’ αύτώ. Μεταγε- νεστέρως τό θειον
φως καί τό φώτισμα καί ό φιοτισμός καταλαμβάνουν έν τή χριστιανική
γραμματεία, καί τή πράξει τής Εκκλησίας καθόλου σπουδαίαν θέσιν, ιδίως έν
σχέσει μετά τοΰ μυστηρίου τοΰ βαπτίσματος. 'Η άνάπτυξις τής περί θείου
φωτός θεωρίας παρέμεινε διά τούς μετά τόν δ' αιώνα άσκητικούς καί
μυστικούς συγγραφείς, μεταξύ τών όποίευν ό Διάδοχος δύναται νά θεωρηθή
ώς έξέχων πρόδρομος.
Τό θειον φώς κατά τόν Διάδοχον είναι δύναμις τής θείας χάριτος ή τοΰ
'Αγίου Πνεύματος, διά τής όποιας οδηγείται όνους πρωτίστως είς τήν
αύτογνιοσίαν καί τήν θέαν τοΰ έντός τής ψυχής φωτός' ((ό νοΰς, όταν άρξηται
ύπό τοΰ θείου φωτός ένεργεΐσθαι, διαφανής τις όλος γίγνε- ται, ώστε τό έαυτοΰ
φώς αύτόν πλουσίως όράν» 5. Ακολούθους φθάνει

1. Κεφ. 76.
2. Κεφ. 74, 7.
3. ’/ω. 1,
4. 9' 3, 19' 8,
12' 12,4. 35.
Α’ Α'
θεσ. 5, 4, «υιοί
’/ω. 1,5.
φωτός
5. Κεφ.
Καί καί υιοί
μεταγενεστέρο
40. ημέρας».
Είναι
υς ό Σωτήρ δτι
προφανές
καλείται
μόνον έφ’φώς.
δσον
Βλ.
έχουν
καταστήσει
Μ ΑΚ ΑΡΙΟΥ
εαυτούς
Α ΙΓΥΠΤΙΟΥ άξι-
,
Όμιλίαι 31, 1
ους
«φώς
περιλάμποντα
ιάλάλητον».
οί άνθρωποι
ύπό τού θείου
φωτός. Βλ.
"Οοασιν 18'
«δτε μέν καλά
φρονεί ή
ψυχή,
περιλάμπουσα
έστιν δλη καί
εις τήν γενικωτέραν γνώσιν καί ίκανοΰται είς τήν πλήρη κατάληψιν τών θείων
αληθειών 1.
'Ο Ψευδοδιονύσιος, καίτοι χρησιμοποιεί τήν σχετικήν πρός τό φώς
ορολογίαν, δεν δίδει παρομοίαν θέσιν εις τό φώς, ένασμενιζόμενος μάλλον είς
τήν περιγραφήν τής μακαριότητος ώς βυθισμοϋ είς τόν θειον γνό- φον ή τό
θειον σκότος. ’ν\ντιθέτο.)ς οί 'Ησυχασταί κατέστησαν κέντρον τής
διδασκαλίας των τό θειον φώς, ώς θά λεχθή κατωτέρω.
Είς τήν οίκείωσιν τής γνώσεως ύποβοηθεΐ καί ή άπάρνησις έαυτοΰ. Κατά
τόν ορισμόν ε έπίγνωσις είναι τό «άγνοεΐν έαυτόν έν τώ έκ- στήναι Θεώ». 'ίί
πραγματική σοφία επιτυγχάνεται διά τής άκενοδόξου μελετης τών λογίων τοϋ
πνεύματος καί διά τής φωτιζούσης χάριτος του Θεοϋ, ή δέ γνώσις διά τής
προσευχής καί τής ήσυχίας. ’Λντιθέτως ή κοσμική σοφία είναι πλάσμα
κενοδόξων άνθρώπων, έπιδιώκον ματαίους έπαίνους καί παρορμοΰν είς
κενοδοξίαν. 'Η διαφοροποίησις αΰτη τής σοφίας είς άληθή καί κοσμικήν
έσημειοόθη κατά πρώτον μετά τήν πτώ- σιν τοΰ άνθρώπου, οπότε ό νοΰς «είς
τό διπλοΰν τής γνώσεως άπωλί- σθησεν» 1 2. 'Η δέ προσκόλλησις είς τήν
άληθή σοφίαν προϋποθέτει άρ- νησιν τής αύτοαγάπης καί τής άγάπης τοΰ
κόσμου καί στροφήν πρός τήν αγάπην τοϋ Θεοΰ. ’Άνευ άγάπης πρός τόν
Θεόν δέν υπάρχει θειος φωτισμός καί άνευ θείου φωτισμού δέν δύναται τις νά
ύπεισέλθη είς τά πνευματικά θεωρήματα 3.
'ΐπεδηλώθη άνωτέρω ότι ό Διάδοχος διακρίνει τήν νοητικήν ένέρ- γειαν
τοΰ άνθρώπου είς γνώσιν καί σοφίαν. 'Η δέ γνώσις παρ’ αύτώ δέν έχει τήν
παλαιοτέραν έ'ννοιαν τής έλληνικής «επιστήμης» οΰτε καί τής γνώσεως τών
συγκρητιστικών Γνωστικών συστημάτων δέν είναι δηλαδή ή γνώσις ή κατοχή
μυστικών άληθειών, αγνώστων είς τούς άπαι- δεύτους ή άμυήτους, άλλ’ ή
ίκανότης διακρίσεους τών καλών καί τών κακών, ή συμμόρφωσις πρός τάς
απαιτήσεις τοΰ άγαθοΰ καί ή έπίγνωσις τής άγάπης' «φώς έστι γνώσεως
άληθινής τό διακρίνειν άπταίστως τό καλόν τοΰ κακοΰ' τότε γάρ ή τής
δικαιοσύνης οδός τόν νοΰν άπάγουσα πρός τόν τής δικαιοσύνης ήλιον είς
άπειρον αύτόν φωτισμόν παρεισάγει, ώς μετά παρρησίας λοιπόν τήν αγάπην
ζητοΰντα» 4. Κατά τήν πρώτην λειτουργίαν αύτής, τήν τής διακρίσεως τοΰ
καλοΰ άπό τοΰ κακοΰ, ή γνώ-

1. Κεφ. 28, 69, 89, 98.


2. Κεφ. 2, 11, 88.
3. Κεφ.
92' «άγάπη ών
ολος ό λόγος
τής γνώσεως»,
4. Κεφ. 6. Βλ. καί 100,
7, 8, 14. Ό
Εύάγριος όμι-
λεΐ καί περί
«άγνωσίας»
τών
πραγμάτων
τοϋ κόσμου,
Προβλήματα
προγνωστικά
3, 88.
58

σις δύναται νά ταυτισθή προς τήν συνείδησιν, έν μέρει δμως μόνον, διότι ή
συνείδησις δέν διακρίνει άπλώς, άλλά καί κρίνει τάς πράξεις καί ελέγξει ταύτας
Ρ Κατά τήν έτέραν προσεγγίζει πρός τήν έννοιαν τής σωκρατικής γνώσεως ώς
μέσου πρός ρύθμισιν τής ήθικής διαγωγής. Γενικώς ή γνώσις είναι
θρησκευτική έμπειρία οδηγούσα είς τήν έκτέλεσιν άγαθών έργων,
έξασθενοϋσα τάς προσβολάς τών έχθρών καί συνάπτου- σα τόν άνθρωπον
πρός τόν Θεόν1 2. 'Η σοφία παρά τώ Διαδόχω, ούσα μέσον έξωτερικεύσεως
διά τού λόγου τών ύπό τοΰ 'Αγίου Πνεύματος διδαχθεισών θείων αληθειών,
διαφέρει τής γνώσειος, ένώ τοιαύτη διά- κοισις δέν είναι σαφής παρά τώ
ΓΙαύλω έν τώ χωρίω Α' Κορ. 12, 8, δπερ παρατίθεται έν κεφαλαία) 9. Τό
άντικείμενον πάντως άμφοτέρων είναι τό αύτό, τό θέλημα τοϋ Θεοϋ καί αί
θεϊαι άλήθειαι, τής διαφοράς κει- μένης κυρίως είς τό δτι «ή μέν (γνώσις) τή
ένεργεία, ή δέ (σοφία) τώ λόγω φωτίζειν εϊωθεν» 3.
Παρά τώ Διαδόχω γίνεται έπίσης λόγος καί περί τής θεολογίας, τήν
όποιαν ό Ρ. Π θ Γ Γ καί ό Κ. ΚβίίΖθηδΙβίη θε«)ροΰν ώς άνώτερον βαθμόν τής
γνώσεως, δχι δμως όρθώς 4, διότι αΐ δύο λειτουργίαι διαφέρουν ούσιωδώς.
’Άλλωστε γενική είναι ή τάσις μεταξύ τών Ανατολικών Πα- τέοων νά
διακρίνουν τήν πρακτικού χαρακτήρος γνώσιν ή φρόνησιν άπό τήε
θεωρητικής σοφίας, ό δέ Διάδοχος διακρίνει σαφώς τούς «θεολόγους» άπό
τών «γνωστικών» έν κεφαλαία) 72. Οί Η. ΥίΙΙθΓ καί Ε. (168 ΡΙθΟθδ
ταυτίζουν τήν θεολογίαν πρός τήν σοφίαν, άντί τής γνώσεο)ς, καί δίδουν είς
αύτήν τήν κυριολεκτικήν σημασίαν τοϋ «λόγου περί Θεοΰ» (θεο-λογία),
στηρίζοντες τήν έποψιν ταύτην καί έπί τών λεγομένων ύπό τοΰ Εύαγρίου, δτι
οί περί Θεοΰ λόγοι έρχονται έκ τής σοφίας 5.
'Η περί «θεολογίας» δμως διαπραγμάτευσις έν τοΐς Κεφαλαίοις τοΰ
Διαδόχου δέν εύνοεΐ ούτε τήν γνώμην ταύτην. Λέγεται μέν έν κεφαλαία) 68 «ό
νους. . . είς τήν θεολογίαν χαίρειν έαυτόν έπιδίδθ)σι διά τό πλατύ καί
άπολελυμένον τών θείων θεωρημάτων ΐνα ούν μή οδόν

1. Κεφ. 92, 23, 100.


2. Κεφ.Ρωμ.
Πρβλ. 2, 15.
9, 28.
3. Κεφ. 9.
4. Ρ.
Ό ΟΚΓ ,
Οίαάοοίιαα
νοη ΡΗοΙίοβ
ιιηά 5. Μ. άίβ
ΜαεβαΙ
Υ ΙΙ , Ι , ΙΪΙΙιαιιεε,
, ία
σ.
$ρίι·ίΐιιαΙίΙέ
68. Η.
Κάε$
ΚΙΤ Ρι-εηιίει-3
-
εί&οΐεε
ΖΕΝ 8 ΤΕΙΝ οΐιι-,
ΗίχίοΓΪα
έΐίβηβ, σ. 127
ΜοηαεΗοηιπι
έ. Όκ»
ιιηά
Ρ ΟΑΟΕΕ ΗίεΙοεία
;,
ίαιιείααα.
ϋίαάοεΗε Είηβ άε
8ΐιιάίβ
ΡΗοΙίεέ ζιιι·
Οββ-
ΟβηΙ.ΰΙιίεοΗΐε
άβε
εΗαρίίεβε $ιιε
ΜοηοΗΐιιηι
Ιαρει·{εεΐίοη
ιιηά
ερίπΐιιείΐβ, σ.άεε
[Γ&ΗΐΗΓίβύί
38 έ.
νΗβη
Ε ΥΑΓΡΙΟΥ ,
Ββ§εί(/β
Γνιοστικός,ά&3
ΟηοεΙιΙιεε
146, ένθα ιιηά
Ρηειι-
ταΰτα
59

αύτώ δώμεν τοϋ πολλά θέλειν λέγειν ή καί ύπέρ τό μέτρον αύτόν πτε- ροΰσθαι
παραχωρώμεν τή χαρα. . άλλά τοΰτο δέ είναι επαρκές διά νά θεωρήσωμεν τήν
θεολογίαν ώς σημαίνουσαν άπλήν κήρυξιν τοϋ λόγου τοϋ Θεοϋ καί τοΰ λόγου
περί Θεοϋ, έφ’ όσον μάλιστα καί ένταΰθα ά- παντώμεν «θεία θεοιρήματα». 'Η
ερμηνεία τοϋ όρου πρέπει νά στηριχθή έπί τοΰ κεφαλαίου 67.
«Ούδέν ούτως ημών άναφλέγει καί κινεί τήν καρδίαν είς τήν άγά- πην τής
αύτοΰ άγαθότητος, ώς ή θεολογία. Γέννημα γάρ ούσα αΰτη πρώιμον τής τοϋ
Θεοΰ χάριτος, πρώτα πάντως καί δώρα τή ψυχή χαρίζεται. Πρώτον μεν γάρ
παρασκευάζει ήμάς πάσης τής τοϋ βίου χαίροντας κα- ταφρονεϊν φιλίας, ώς
έχοντας άντί φθαρτών έπιθυμιών άνεκλάλητον πλούτον τά λόγια τοΰ Θεοϋ.
"Επειτα δέ τώ πυρί τόν νοΰν ημών περιαυγάζει τής αλλαγής, όθεν αύτόν καί
κοινωνικόν τών λειτουργικών πνευμάτιον ποιεί. Γνησίως ούν ταύτην ώς είς
αύτήν έτοιμασθέντες τήν αρετήν πο- ρευθώμεν, άγαπητοί, τήν εύπρεπή, τήν
πανθέωρον, τήν πάσης άμερι- μνιας πρόξενον, τήν έν αύγή φο^τός αρρήτου
τόν νοΰν τρέφουσαν τά λόγια τοΰ Θεοϋ, τήν τώ Θεώ Λόγω τήν λογικήν ψυχήν
διά τών άγιων προφητών πρός κοινωνίαν άρμοσαμένην άχώριστον, ίνα καί
παρά άνθρώποις τους θεοειδείς φθόγγους ή νυμφαγωγός έναρμόση ή θεία
τρανώς αδον- τας τάς δυναστείας τοϋ Θεοΰ».
Κατά τό χιυρίον τοΰτο ή θεολογία σημαίνει κατανόησιν καί θεώρη- σιν
τοΰ Θεοΰ, έ'χουσαν τήν αρχήν μόνον έν τή έντρυφήσει εις τά λόγια τοΰ Θεοΰ
καί περικλείουσαν άρνητικώς μέν καταφρόνησιν τής τοΰ κόσμου φιλίας,
θετικώς δέ παριαύγασιν τοΰ νοΰ διά τοΰ πυρός τής άλλαγής, άγάπην τής θείας
άγαθότητος, κοινο^νίαν μετά τών λειτουργικών πνευμάτων καί τέλος
κοινοκνίαν μετ’ αύτοΰ τοΰ Θεοΰ. 'Ο πνευματικός ή θεη- γόρος λόγος είναι διά
τοΰ στόματος έκφρασις ούσιώδους περιεχομένου, ήτοι τών «θεωριών» ή
«θείιυν καί πνευματικών θεωρημάτων» ή «θεο- λογικών κινημάτιον», δι’ ής
ικανοποιείται ή νοερά αϊσθησις τής «θεολόγου ψυχής» ]. Μεταξύ τών
αντικειμένων τής θεολογίας ενυπάρχει καί ή γνώσις τοϋ Θεοΰ, ήτις πάντο^ς
περιορίζεται είς τάς ιδιότητας καί ένεργείας αύτοΰ καί δέν άποτελεΐ τό κύριον
χαρακτηριστικόν ταύτης.
Προϋπόθεσις, ύπό τήν οποίαν ή θεολογία, ή σοφία καί ή γνώσις
καθίστανται κτήμα τοΰ άνθρώπου, είναι ή πρός αύτάς προσέγγισις μετά
πίστεως καί άπλής διαθέσειος. ' Η προϋπόθεσις τής πίστεως δέν σημαίνει ότι ή
νόησις είναι τελείους διεφθαρμένη, ή δέ προϋπόθεσις τής άπλής διαθέσειος
δέν άποτελεΐ επιστροφήν πρός τό ένστικτώδες. Κατά 1

1. Κεφ. 7, 8, 68, 69, 71, 78.


60

τήν χριστιανικήν άντίληψιν ή κατανόησις είναι έπιβράβευσις τής πίστεως, ήτις


πρέπει νά προηγήται" οΰτω πίστις καί λόγος συμπληρώνουν άλ- ληλα. 'Η
διανοητική όμως περιέργεια καί ή άκαρπος έρευνητικότης, χαρακτηρίζουσαι
τό κοσμικόν φρόνημα, όχι μόνον τήν θεολογίαν καθιστούν άνέφικτον, άλλά
καί τήν πίστιν κυμαίνουν «ό τής πίστεως βυθός έρευνώμενος μέν κυμαίνεται"
απλή δέ διαθέσει θεωρούμενος γαλήνια. Λήθης γάρ κακών ΰδουρ ον τό βάθος
τής πίστεως ού φέρει παρά περιέργων εννοιών θεωρεΐσθαι» *.
Κατά τά άνωτέρω τρεις είναι συμφώνως πρός τήν διδασκαλίαν τοϋ
Διαδόχου αΐ πνευματικαί λειτουργίαι, δι’ ών κατορθοϊ ό άνθρωπος τήν
πνευματικήν καί θρησκευτικήν ζωήν" ή γνώσις, δι’ ής κατανοεί τό θειον
θέλημα καί άγεται εις τήν έφαρμογήν αύτοΰ, ή σοφία, δι’ ής κατανοεί καί
καθίσταται ικανός νά διδάξη τάς θείας άληθείας καί ή θεολογία, δι’ ής
κατανοεί τόν Θεόν καί καθίσταται ικανός νά κοινωνήση μετ’ αύτοΰ.
'Τπό τοΰ Διαδόχου δέν αναγνωρίζονται αί οράσεις, τά όνειρα καί ή
έκστασις ώς πρόσφορα μέσα κοινωνίας μετά τοΰ Θεοΰ. Θεμελιώδης
προϋπόθεσις τής πνευματικής ζωής είναι ή στροφή καί διαρκής συγκέν-
τρωσις τής σκέψεως πρός τόν Θεόν, τήν οποίαν ό Διάδοχος καλεΐ θερμήν
μνήμην Θεοΰ ή άπλώς μνήμην Θεοΰ 1 2. 'Η στροφή αΰτη είναι τό κέν- τρον
τής προσευχής. 'Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι διά τής συνεχοϋς μνήμης έχουν
οί άνθριυποι ένοικον τόν Θεόν3. 'Ο Διάδοχος επεκτείνει τήν μνήμην καί είς
τόν Ίησοΰν Χριστόν, όστις θεωρείται πλησιέστερος πρός τόν άνθρωπον, ώστε
πρός αύτόν κυρίως νά άπευθύνηται ή προσευχή του. Παρ’ αύτώ συναντάται
διά πρώτην φοράν ή καλουμένη προσευχή τοΰ Ίησοΰ ήτοι τό «Κύριε Ίησοΰ»,
ήτις ώνομάσθη μονολόγιστος καί άπετέλεσε μεταγενεστέρους τήν κυριωτέραν
προσευχήν τών ασκητών. Τήν λέξιν μονολόγιστος αναφέρει πιθανώς πρώτον ό
Μάρκος ό Ερημίτης έν τή φράσει «μονολόγιστος ελπίς», σημαινούση
μονολεκτικήν καί όχι κατ’ είδος έξομολόγησιν τών αμαρτημάτων 4 5.
Βραδύτερον έπε- βλήθη γενικώς πρός δήλωσιν τής συντόμου προσευχής τοΰ
Ίησοΰ °. Τήν διαμόρφωσιν καί έπικράτησιν τής προσευχής ταύτης έπέβαλεν ή
άντί- ληψις ότι ό άνθρωπος άγνοεΐ τί νά ζητήση παρά τοΰ Θεοΰ καί ή άνάγκη

1. Κεφ. 22.
2. Κεφ. 11, 31, 58,
59, Είς
3. 61, 73'Εξαήμεηον
κ.ά.
Β', ΙΙερί
4. 16. τών
οίομένων
5. Βλ. έξ έργων
δικαιοϋσϋαι,
ΙΩΑΝΝΟΥ , 140.
Κλίμακα 9,
15, 28, ΡΟ
88, 841, 900"
1132,
ΗΣΥΧΙΟΥ
ΠΡΕ-
ΪΡΥΤΕΡΟΥ,
Προς
θεόόωρυν
61

ήν ήσθάνοντο οί πιστοί καί ιδίως οί άσκηταί πρός πλήρωσιν τής σκέψεως


αυτών διά τής συνεχοΰς μνήμης τοΰ Θεοΰ καί πρός άπομάκρυνσιν τών
πονηρών λογισμών 1. Διά τής βαττολογίας καί τής πολύλογου αΐτήσεως
ασύμφορων αγαθών δέν δύναται νά αύξήση έαυτόν ό άνθρωπος έν τή πνευ-
ματική ζωή τόσον δσον διά τής συντόμου ταύτης προσευχής, έπανα-
λαμβανομένης άδιαλείπτως, ώστε νά έχη ούτος διαρκώς συμμελετώσαν τήν
θείαν χάριν, ώς ή μήτηρ συμμελετά μετά τοΰ βρέφους αύτής, δταν διδάσκη
αύτώ τό όνομα πατήρ1 2. “Αλλωστε ή προσευχή αΰτη περιλαμβάνει ή
έξυπακούει πάσαν αϊτησιν, ήν δύναται νά άπευθύνη ό άνθριυπος πρός τόν
Θεόν, τόν γνωρίζοντα τάς άνάγκας αύτοΰ καλύτερον τού ίδιου.
Παρά τώ Διαδόχω ή προσευχή αΰτη περιλαμβάνει μόνον τό όνομα τοϋ
Ίησοΰ ήτοι τάς δύο λέξεις «Κύριε Ίησοΰ», περιορίζεται δηλαδή είς μονήν τήν
επίκλησιν καί άφίνει αύτόν τόν Κύριον νά καθορίση τόν τρόπον πληρώσεως
τών ύπαρχουσών αναγκών 3. Βραδύτερον όμως προσε- τέθη καί ή φράσις
«έλέησον ήμάς», ήτοι μετεβλήθη είς παράκλησιν ό- μοίαν πρός τήν
παράκλησιν «Κύριε έλέησον». 'Γπό έκτενεστέραν μορφήν είσήχθη καί ώς
κατακλείς είς πάσαν άκολουθίαν καί προσευχήν τής Εκκλησίας· «δι’ εύχών
τών άγιων πατέρων ημών (τών μοναχών άρ- χικώς) Κύριε Ίησοΰ Χριστέ ό
Θεός, έλέησον καί σώσον ήμάς».
'Η προσευχή αΰτη άπετέλεσε τό θεμέλιον τής πνευματικής ζωής τών
Ησυχαστών, οϊτινες καί ένταΰθα έδέχθησαν πολλήν τήν έπίδρασίν τοΰ
Διαδόχου4 5. Μάρκος ό Ευγενικός, οπαδός, ώς γνωστόν, τών Ησυχαστών,
συνέγραψε καί πραγματείαν ύπό τον τίτλον Περί προσευχής τον Ίησοΰ,
σωζομένην έν τώ ύπ’ άριθ. 1922 κούδικι τών ΓΙαρισίιον καί έκδοθεισαν
άνωνύμως έν τή Φιλοκαλία τοΰ Νικοδήμου8. Περί τής προσευχής ταύτης
εϊδικάς μελέτας συνέγραψαν καί άλλοι καί ό Κάλλιστος Τηλικούδης 6 *.
Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης διακρίνει τρεις σταθμούς προσευχής, κατ’
αύτόν δέ καί Συμεών ό Νέος Θεολόγος καί Γρηγόριος ό Σιναΐτης τρεις
τρόπους προσευχής, περί ών συνέγραψαν καί ιδίας μελέτας. Μά-

1. Βλ.
Σ ΥΜΚΟΝ
Ν ΕΟΥ2. Κεφ. 61.
Θ ΚΟΛΟΓΟΥ , 59, 61, 97 κ.ά.
3. Κεφ.
ΠΕΟΙ4.τώνΓ ΡΗΓΟΡΙΟΥ Σ ΙΝΑ Ϊ ΤΟΥ , Περί ησυχίας, 1.
τριών 5.
τρόπων
Βλ.
τής
Α.
προσευχής,
6.
Κ ΟΗΜΕΜΑΝ Περί τών τικτομένων έκ τής νοερας καί
120
Ν
ΜΟΥ (ΊΑυδ.).
, «Ό Α"Αγιος
καρδιακής προσευχής,
ΓΙΟΡΕΙΤΟΥ έν Ν ΙΚΟΔΗ
, Κήπος Χαρίτων, Ένετία 1819.
Μάρκος ό
Ευγενικός»
Γρηγόριος
Παλα- ,κας
(1951) 232.
62

ξιμος ό "Ομολογητής θεωρεί τό μέν εις τούς πρακτικούς άρμόζον είδος τής
προσευχής ώς προερχόμενον απλώς έκ τοϋ φόβου τοϋ Θεοΰ, τό δέ διά τούς
θεωρητικούς ώς προϊόν τοΰ θείου έρωτος α. Τοΰτο συμφωνεί πρός τήν ύπό τοΰ
Διαδόχου διάκρισιν δύο σταδίων προσευχής, τής «μέσης μνήμης», καθ’ ήν
έπέρχεται παράκλησις τής πλάνης, καί τής «θερμής μνήμης», καθ’ ήν
επέρχεται αγαθή παράκλησις. Αντίστοιχος είναι καί ή άλ.λη διάκρισις είς
προσευχήν έκφωνον διά τούς άτελεστέρους καί σιο,ιπηράν διά τούς τελείους.
'Η προσευχή δύναται νά ένεργηθή έπιτυχώς καί νά καρποφορήση, όταν
κατ’ αύτήν τηρώνται ώρισμένοι χώροι, κυριώτερος τών οποίων είναι ή ησυχία,
έκλαμβανομένη όχι ώς άπλή άποφυγή τών εξωτερικών ερεθισμάτων, άλλά
κυρίους ώς πλήρης συγκέντρωσις τής προσοχής είς έαυτόν κατ’ άρχάς. "Οσα
άνωτέρω έλέχθησαν περί τής φυγής άπό τοΰ κόσμου καί άπό τοΰ έαυτοΰ ώς
άπαραιτήτου προϋποθέσεως πρός έπι- τυχίαν τής πνευματικής ζωής
σημαίνουν πρό παντός φυγήν άπό τών κακών έρεθισμάτων τοΰ κόσμου καί
άπό τών κακών τάσεων έαυτοΰ, όχι δέ κατάργησιν έαυτοΰ καί παράδοσιν είς
τήν έκστασιν. 'Η συγκέν- τρωσις είς έαυτόν, ή ένδοστρέφεια, ή καλουμένη ύπό
μέν τοϋ Διαδόχου ένδημία έν τή έαυτοΰ καρδία, ύπό δέ Γρηγορίου τοΰ
Παλαμά συστρο- φή 1 2, είναι ορος επιτυχίας τής προσευχής ύπό τήν
προϋπόθεσιν βεβαίως ότι θά έπακολουθήση ή στροφή καί συγκέντρωσις τής
προσοχής εις τόν Θεόν καί ή παράδοσις τής συνειδήσειυς εις τό "Αγιον
Πνεΰμα. Οΰτω φθάνει ό προσευχόμενος είς τό στάδιον τής «θερμής
παρακλήσεως».
Αί άρχαί τοΰ ' Ησυχασμού πρέπει νά άναζητηθοΰν είς πολύ παλαιούς
χρόνους, είς τόν δ' ήδη αιώνα, καθ’ όν ό Εύάγριος συνδέει τήν γαλήνην πρός
τήν περί άπαθείας θειυρίαν αύτοΰ, ό δέ Μακάριος ό Αιγύπτιος συνδέει τήν
ήσυχίαν μετά τής προσευχής 3. Καί ό Διάδοχος συνδέει τήν ησυχίαν μετά τής
προσευχής καί χρησιμοποιεί άφθονώτερον τούς σχετικούς πρός ταύτην
όρους· ήσυχία, αμέριμνος ή εύκαιρος ή καλλίστη σιωπή, γαλήνη 4. 'Η γνώσις,
ώς άνωτέρω έλέχθη, καί ή πνευματική μακα- ριότης είναι καρποί τής
προσευχής καί τής ήσυχίας· «άναπαυόμενος έν τοΐς καιροΐς τής ήσυχίας καί
καθηδυνόμενος ύπό τοΰ τής εύχής μάλιστα

1. Κεφάλαια περί
άγάπης,
2. Κεφ. 2, 6.
57. Περί της
θεωρίας
3.
Γρηγορίου
τοϋ ΙΙαλαμα
Ε ΥΑΓ
βλ. ,4. Κεφ.
ΡΙΟΥ Β.8, 9, 10, 11,
!ίροβλ.ήματα
68, 70, 87 κλπ.
ΙίίΑΝΝΙΔΟ
Προγνωστικά
Υ, «8ΟΠΙ6
7. Βλ. καί οί
Αδρβΰί,δ
ίίΐθ
Ν ΕΙΛΟΥ
Γοηίβΐηρίοΐίν
(=Ε ΥΑΓΡΙΟΥ )
,ο ΠερίΕϋβ ΟΓ

Ηοδνοΐιίο 3.
προσευχής
Μ
&ΟΟΟΓ <ΒΠ^ , ίο
ΑΚ ΑΡΙΟΥ
81.. ΟΓΗ-6,£ 3.
Όμιλίαι 0Γν
Ρ&ίαιηαδ»,
ΤΗε
ΟΗτϊεΐίαη
ΕαεΙ, I, Β
(1951) 182.
γλυκάσματος, οΰ μόνον τών προειρημένων αιτιών έκτος γίγνεται, άλλά πλέον
και πλέον άνανεοϋται εις τό όξέως καί δίχα πόνου τοΐς θείοις έπι- βάλλειν
νοήμασιν» ■*. Προφανώς καί ενταύθα ή ησυχία σχετίζεται πρός τήν άπάθειαν,
ώς άποδιούκουσα τόν πόνον καί τάς «αιτίας», τά πάθη, άτι- να καί έν τώ καιρώ
τής άπολαύσεως τοΰ Θεοϋ καί τής προσευχής προβάλλουν οί δαίμονες.
'Ησυχία κατά ταΰτα είναι ή πλήρης άμεριμνία άπό τών κοσμικών
ενασχολήσεων 1 2 καί ή άφοσίωσις είς τόν Θεόν.
Είναι εύλογον οτι ή ήσυχία πρέπει νά έπεκτείνηται καί είς τόν τρόπον
έκφράσεως τής προσευχής. Δέν είναι άναγκαΐον νά έκφωνήται ή προσευχή,
διότι άποτελεΐ προϊόν τής διαθέσεοις τής καρδίας, ή δέ έκ- φωνησις, ως
προβάλλουσα εξωτερικά έρεθίσματα, είναι δυνατόν νά δια- κόψη τήν
προσήλωσιν είς τό άντικείμενον τής προσευχής «διαφοροΰσα» τήν μνήμην τής
ψυχής. 'Η έν μόνη τή καρδία τελουμένη προσευχή είναι γνώρισμα τής ύπό τοΰ
'Αγίου Πνεύματος ένεργουμένης ψυχής· ή «εύκαιρος σιωπή» είναι μήτηρ
«έννοιών σοφωτάτων», ένώ ή μεγαλόφωνος ψαλμωδία δεικνύει εύθηνίαν
φυσικών καρπών, ήτοι έμπειρίας έξι» τής ένεργείας τής θείας χάριτος3.
'Η διάρκεια είναι έτερος όρος έπιτυχίας τής προσευχής. Έν τή
χριστιανική θρησκεία ή προσευχή θεωρείται θεμελιώδες μέσον κοινωνίας μετά
τού Θεοΰ καί διά τοΰτο είναι άναγκαία ή συχνή τέλεσις αύτής. Αί άκολουθίαι
πληροΰν μερικώς μόνον τήν άνάγκην ταύτην, καί διότι κατά διαστήματα
μόνον τελούνται καί διότι λόγω τής χρήσεως τών έξω- τερικών μέσων δέν
διευκολύνουν πάντοτε τήν μετά τοΰ Θεοΰ άτομικήν κοινωνίαν έκάστου πιστοΰ,
έξαιρουμένης βεβαίως τής μυστηριακής κοινωνίας. Αί ψυχικαί άνάγκαι
ικανοποιούνται καί διά τής ιδιωτικής προσευχής, ήτις είναι περισσότερον
άπαραίτητος μεταξύ τών έρημιτών, τών όλίγας εύκαιρίας έχόντων πρός
συμμετοχήν είς τάς ίεράς άκολουθίας. Μακάριος ό Άλεξανδρεύς, κατά
μίμησιν δέ αύτοΰ καί ό Εύάγριος, προσ- ηύχοντο έκατοντάκις καθ’ ήμέραν 4.
'Ο Διάδοχος δέν καθορίζει άριθμόν καθ’ έκάστην ήμέραν προσευχών, διότι
θεωρεί τήν προσευχήν, ύπό τήν έννοιαν ήν αυτός δίδει είς αύτήν, ώς
άπαραίτητον έν έκάστη στιγμή τοΰ χρόνου. Τό ένδοξον καί πολυπόθητον
όνομα τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ πρέπει

1. Κεφ. 68.
2. Κεφ. 9.
3. Κεφ.
"0, 73. Έκ
τούτου καί ή
σιωπηρά
προσευχή
4. Βλ. I. Μ Ω Υ Σ Ε Σ Κ Ο Υ , Εύάγριος Ποντικός, σ. 29,
ώνομάσθη
σημ. 1.
βραδύτερον
«καρδιακή
προσευχή», ώς
έν τώ τίτλω
τοϋ σχετικού
έργου τοϋ
Κ ΑΛΛΙΣΤΟΥ
ΤΙΙΛΙ- ΚΟΥΔΗ
φαίνεται. Βλ.
καί
Η ΣΥΧΙΟΥ ,
Πρός
θεάόο>ρον
περί νήψεως
64

νά «έγχρονίζη» έν τή μνήμη τοΰ νοΰ καί νά μελετάται άπαύστως. Διακοπή τής


μνήμης τοΰ Θεοΰ καί ένασχόλησις περί ζητήματα κοσμικά άπομακρύνει καί
πάλιν τήν Οείαν χάριν. Όθεν ή προσευχή, δέν είναι στιγμιαία επικοινωνία
μετά τοΰ Θεοΰ, άλλά συνεχής μνήμη αύτοΰ, διαρκής έντρύφησις τοΰ νοΰ έν τω
όνόματι τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ1.
'Η προσευχή ενεργεί είς τήν πνευματικήν προκοπήν τοΰ πιστού διττώς'
άρνητικώς μέν εις τόν διασκορπισμόν τής ήδυπαθοΰς αύρας τοΰ έχθροΰ καί
τήν ένδυνάμοιισιν έν τω κατ’ αύτοΰ άγώνι, οπότε καί συνδυάζεται μετά τών
πνευματικών δακρύων2, Οετικώς δέ εις τήν οίκείωσιν τής γνώσεως, περί ής
έγένετο ήδη λόγος, είς τήν άνακαίνισιν καί άπό- κτησιν ύπό τής ψυχής τής
προτέρας λαμπρότητος μετά πλείονος δόξης και είς τήν κοινοίνίαν μετά τοΰ
Θεοΰ 3 4.
Έκ τών άνωτέρω καταφαίνεται πλήν τοΰ δτι ή προσευχή τοϋ Ίησοΰ, ό
μονολόγιστος, έχει τήν άρχήν αύτής είς τόν Διάδοχον, καί δτι ή έπί τής άξίας
καί ανάγκης τής προσευχής έμφασις οφείλει είς αύτόν πολ- λα, ίσιους οε η επι
της ησυχίας ως ορού επιτυχίας της προσευχής εμφα- σις. 'Ο ησυχασμός,
άναπτυχθείς ώς σύστημα θρησκευτικής πράξεως καί έμπειρίας έπί τοϋ
έλλαδικοΰ κυρίως έδάφους, έχει ώς πρόδρομον τόν Διάδοχον.
'Ο Διάδοχος συνδέει τόν φόβον πρός τήν άγάπην τοΰ Θεοΰ, έκλαμ-
βάνων τήν δευτέραν ώς παράγωγον τοϋ πρώτου. Ούτως είς τήν άγάπην τοϋ
Θεοΰ φθάνει τις προοδευτικώς άρχόμενος άπό τοΰ φόβου" «ούδείς δύναται
μή πρότερον φοβηθείς τον Θεόν έν αίσθήσει καρδίας άγαπήσαι αύτόν έν δλη
τή καρδία" διά γάρ τής ένεργείας τοΰ φόβου άγνιζομένη καί άπαλυνομένη
ώσπερ ή ψυχή είς άγάπην ένεργουμένην έρχεται». 'Ο φόβος προϋποθέτει
απαλλαγήν άπό τών βιοτικών φροντίδων, δέν συνεπιφέρει δέ έπάχθειαν,
άγωνίαν ή οδύνην, άλλά σημαίνει άπλοΰν δέος, σέβας πρός τήν όπέρλαμπρον
αγιότητα τοΰ Θεοΰ, δπερ καθηδύνει τήν ψυχήν. Έξαγνίζων τούς
άγωνιζομένους, διανοίγει τήν οδόν είς εν δεύτερον στάδιον, τό τής «μεσότητος
φόβου καί άγάπης», έν τώ όποίω ζοϋν οί έτι καθαριζόμενοι. Έν τώ τρίτω
σταδίω ό φόβος έΕαοανίζεται καί

2. Κεφ.
97" «ό ποτέ
μέν μεμνη
μένος τοΰ
Θεού,3.ποτέ
Κεφ.δέ32, 73.
μή, οπερ δοκεϊ
4. Κεφ.
κτάσθαι
23" διά
τής ευχής,
«καθαρίσαντες
τοΰτο
έαυτούς θερμή
άπόλλυσι
προσευχή διά
τής σχολής»,
μετά πλείονος
Κεφ. 59,
πείρας 85,
τώ Θεώ
88.
τοΰ Βλ. καί
Ε ΥΑΓΡΙΟΥ ,
ποθουμένου
Κεφάλαια
τευξόμεθα».
Πρακτικά 49.
Μ ΑΚ ΑΡΙΟΥ
Α ΙΓΥΠΤΙΟΥ ,
'Ομιλίαι 33.
Γ ΡΗΓΟΡΙΟΥ
Σ ΙΝΑ Ϊ- ΤΟΥ ,
ίίερϊ ησυχίας
65

κυριαρχεί ή τελεία άγάπη, τήν οποίαν τρέφουν οί ήδη καθαρισθέντες, έν οις


«ούκ έστιν φόβος» 1.
Διά νά έπιδοθή τις είς τήν άληθή άγάπην ετέρου άντικειμένου, επι-
βάλλεται όπως παραμερίση τήν άγάπην έαυτοΰ, ομοίως δέ καί πρός έπί- τευξιν
τής άγάπης τοϋ Θεοϋ απαιτείται ή περιψρόνησις έαυτοΰ καί ή έπι- δίωξις τής
δόξης τοΰ Θεοΰ. Είναι άλλωστε ίδιον τής θεοφιλοΰς ψυχής, τής όρεγομένης
τών ουρανίων καλών, νά έκζητή τήν δόξαν τοΰ Κυρίου 1 2. 'Η φορά πρός τόν
Θεόν καί ό πόθος αύτοΰ περιγράφονται χαρακτηριστικότατα διά τών έξόχως
μυστικών εκφράσεων «έρως τοΰ Θεοΰ», (έν άντιθέσει πρός τόν «πάνδημον
έρωτα», κεφ. 57) καί «έράν τοΰ Θεοΰ»3. αί όποϊαι άπό τής εποχής ιδίως τοΰ
Διαδόχου καί έξής καθιερώθησαν εις συχνοτέραν χρήσιν έν τή μυστική
θεολογία, καίτοι οΰτε ύπό τής προ- γενεστέρας έκκλησιαστικής γραμματείας
ήγνοοΰντο 4.
Άναλύοντες τό περιεχόμενον τής άγάπης παρά τώ Διαδόχω εύ- ρίσκομεν
τά κάτωθι στοιχεία. Πρώτον, τήν άναζήτησιν τοΰ Θεοΰ. 'Η ανθρώπινη ψυχή,
πλήρης άγωνίας καί άνησυχίας, παρίσταται ώς κα- τακαιομένη ύπό πυρός καί
άσβέστου πόθου, παρακινοΰντος είς συνεχή άναζήτησιν τοΰ Θεοΰ τής ειρήνης,
ώς «πολυποθήτου καί σωτηρίου θηράματος», δυναμένου νά χαρίση τήν
άνάπαυσιν 5. 'Η διαρκής μνήμη τοΰ Θεοΰ, περί ής έγένετο λόγος έν τή
προηγουμένη παραγράφω, άποσκο- πεΐ είς τήν ίκανοποίησιν τοΰ αύτοΰ πόθου.
Δεύτερον, τήν πλήρη μετά την άνεύρεσιν παράδοσιν είς τόν Θεόν. 'Ο
βυθισμός είς τό άντικείμενον τής άγάπης πρέπει νά είναι πλήρης, ώστε τό
ύποκείμενον νά μή άντι- λαμβάνηται εαυτό ώς ον, καί νά έπιθυμή τήν ταχεϊαν
άπαλλαγήν άπό τοΰ σώματος πρός ένωσιν μετά τοΰ Θεοΰ 6. Τήν είς τόν Θεόν
παράδοσιν άκολουθεϊ άφατος άγαλλίασις, χαρακτηριζομένη ώς μέθη 7 καί ώς
έν-

1. Κεφ.
16, 35. 'Ο
ΙΩΑΝΝΗΣ
Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜ
2. Κεφ. 14, 19, 24, 91.
Περί10, 14, 56, 77, 90.
ΟΣ , 3. Κεφ.
άκαταλήπτον
4. Βλ.
Ι4,Γ Ν Α5,Τ Ι Ο δίδει
Υ
μεγχλυτέραν
ΘΕΟΦ 5.ΟΚεφ.
ΡΟΥ,
θέσιν
14, 61, είς
Πρός 74, τόν
79.
φόβοντης
Ρωμαίους,
Περί 6. Κεφ. τοϋ
7, 3
Θεοΰ·
«ό
14, έμόςθέρμης
θείας εριης
«ούκέτι
«έμπροσθεν
έσταύρω-
είδώς
βλ. ται»,
καί έαυτόν,
έστάναι
δι’
άλλ’ου«ζών τοΰ
όλος γράφω
7,ΡΗΓΟΡΙΟΥ
Γ 3, ύπό ύμΐν έρών τοΰ άποθανεϊν».
Θεοΰ
υπονοείται
της μετά
7. άγάπης
Σ ΙΝΑΪΤΟΥ Κεφ.
,
φρίκης
πιθανώς
Περί ό καί
ήανχίας
ήλλοιωμένος
8, «μεθύουσα
τρόμου».
καί
τότεπερί
Χριστός.
τοΰ τών
Θεοΰ».
ή ψυχή 5
τριών
Κεφ. τρόπων
91,
τη άγάπη «μετά
τοΰ
τής
άνεκλαλήτου
Θεοΰ σιγώση
προσευχής,
τινός
φωνή θέλει 1.
χαράς
καί άγάπης
κα- τατρυφάν
έκβηναι
της δόξης τοΰ τοΰ
σώματος
Κυρίου». καί
άπελθεϊν πρός
τόν Κύριον».
Πρβλ. καί
ΙΓΝΑΤΙΟΥ
ΘΕΟΦΟΡΟΥ,
Πρός
Ρωμαίους
66

τρύφησις πνευματική καί μυστική, είς τήν οποίαν συμμετέχει όχι μόνον ή
ψυχή, άλλά καί αυτό τό σώμα1. Τρίτον, την έξομοίωσιν πρός τάς άρετάς καί
τόν χαρακτήρα τοϋ Θεοϋ ή καί πρός αύτόν τόν Θεόν. 'Η άγάπη έξιχνεύει διά
τής νοεράς αίσθήσεως τόν άόρατον Θεόν, καί ό άγαπών κατανοεί αύτόν,
συγχρόνως δέ καί ό ίδιος αναγνωρίζεται ύπό τοΰ Θεοϋ καί καθίσταται φίλος
αύτοΰ, ώς έξομοιούμενος μετ’ αύτοΰ διά τής θείας άγάπης 1 2.
'Ο Διάδοχος διακρίνει δύο εΐδη άγάπης- τήν φυσικήν καί τήν άληθή ή
γνησίαν άγάπην. 'Η πρώτη προσιδιάζει είς τάς μή διαφωτισθεί- σας άκόμη
ύπό τής θείας χάριτος ψυχάς καί ούδεμίαν σχέσιν έχει πρός τά άνωτέρω
επιτεύγματα. Ταΰτα κατορθοΰνται διά τής γνήσιας άγάπης τών
διαφωτισθέντων ύπό τοΰ 'Αγίου Πνεύματος καί τελειουμένων έν τή πνευματική
ζωή, τής άγάπης «έν πάση αίσθήσει καί πληροφορία καρδίας)) 3.
'Η άγάπη πρός τόν Θεόν είναι κύριον στοιχεΐον τής πνευματικής ωης. Η
περιφρόνησές προς τον κοσμον και προς εαυτόν είναι απαραι- τητος πρός
έπίτευξιν αύτής, δέν άποκλείει δμως καί τήν άγάπην πρός τόν πλησίον.
Άντιθέτως ή άγάπη τοΰ Θεοΰ γεννά καί τήν άγάπην πρός τα δημιουργήματα
αυτου και ιδίως προς τους συνάνθρωπους ημών, το αίσθημα δέ τοΰτο,
ίσχυρότερον, μονιμώτερον καί καθολικώτερον τής κοσμικής φιλίας,
επεκτεινεται και προς αυτους τους παροξύνοντας και βλάπτοντας ήμάς 4.
'Η συνήθης σύνδεσις τής άγάπης πρός τήν πίστιν καί πρός τήν έ-
κτέλεσιν τών άγαθών έργων δέν έλλείπει καί άπό τοΰ Διαδόχου, καθ’ ά
άνεπτύχθησαν έν άρχή τοΰ κεφαλαίου 2.
’Λντικείμενον τής πνευματικής αίσθήσεως είναι κατά κύριον λόγον ή έν
τώ άνθρώπω παρουσία τοΰ Θεοΰ καί τής θείας χάριτος, ήτις πληροί τοΰτον
παρηγοριάς καί άσφαλείας. 'Η συχνάκις άπαντώσα έκ- φρασις «έν πάση
αίσθήσει καί πληροφορία)), συγγενής, φραστικώς τού- λάχιστον, πρός τό
χωρίον Φιλ. 1, 9, σημαίνει πλήρη διά τής πνευματικής αίσθήσεως κατανόησιν
τοΰ Θεοΰ ώς πλησίον καί έντός τοΰ άνθρώπου. Συνέπεια ταύτης είναι ή
πλήρης βεβαιότης περί τής έπί τοΰ άνθρώπου ένεργείας τής θείας χάριτος. 'Η
λέξις «πληροφορία» είναι δυνατόν νά σημαίνη εΐτε βεβαιότητα ε’ίτε
περίσσειαν, άλλ’ έν οίαδήποτε

1. Κεφ.
14, «διό λοιπόν
τοΰ φωτισμού
2. Κεφ. 1, 14.
τής γνώσεως
3. Κεφ.έν34, 40.
έρωτι 4.
τινί
Κεφ. 15, 52.
σφοδρώ ό
τοιοϋτος
υπάρχει, άχρις
άν αύτής τής
τών όστέων
αίσθήσεως».
67

περιπτώσει ερμηνεύει τήν μακαρίαν κατάστασιν τοΰ ύπό τήν ένέργειαν τής
χάριτος ευρισκομένου άνθρώπου *.
'Η αϊσθησις αΰτη τής παρουσίας τοϋ Θεοΰ συμπίπτει πρός τήν έννοιαν
τής έν τή Καινή Διαθήκη καί παρά τοΐς πατράσι άπαντώσης «κοινωνίας», ύπό
τήν πλέον άνεπτυγμένην αύτής μορφήν, καθ’ δσον ή αΐ- σθησις δέν
περιορίζεται εις μόνην τήν κατανόησιν τής παρουσίας τοϋ Θεοϋ, άλλ’
έξικνεΐται καί μέχρι τής έντρυφήσεως έν τω Θεώ καί άπο- λαύσεως αύτοΰ. 'Η
άπόλαυσις εκφράζεται διά τής φράσεως «γεΰσις τής γλυκύτητος τοΰ Θεοΰ».
«Γεύει μέν ούν τό "Αγιον Πνεΰμα έν άρχαΐς τής προκοπής τήν ψυχήν έν πάση
αίσθήσει καί πληροφορία τής γλυκύτητος τοΰ Θεοΰ» 1 2. Ή έμπειρία αΰτη
περιλαμβάνει βεβαίως πολλά στοιχεία- τήν γνώσιν καί άγάπην τοΰ Θεοΰ, ώς
προϋποθέσεις, τήν κατανόη- σιν τοΰ Θεοΰ καί τήν άπόλαυσιν τής δόξης
αύτοΰ, έπιτυγχανομένην ιδιαιτέρως έν τω καιρώ τής προσευχής 3.
Διά τόν Διάδοχον είναι άδιανόητος αισθητή έμφάνισις τοΰ Θεοΰ είς τόν
άνθρωπον. Ακόμη δέ καί μετά θάνατον ή θέα τοΰ Θεοΰ θά είναι ελλιπής. Έξ
άλλου καί είς τάς έν όνείρω έμφανίσεις δέν άποδίδει μεγά- λην σημασίαν,
καίτοι δέν αποκλείει δτι ίσως τινές έξ αύτών ένεργοΰνται υπό τοΰ Θεοϋ. Κατά
τό πλεΐστον θεωρεί ταύτας ώς φαντασιώσεις τοΰ δαίμονος, λαμβάνοντος
διάφορα φωτεινά σχήματα πρός έξαπάτησιν τών πιστών 4. Είναι δμως
οπωσδήποτε δυνατή ή πνευματική θέα τοΰ Θεοΰ, ή ύπό Μάρκου τοΰ
Ερημίτου καλουμένη «νοητή θέα πατρός», ήτις αποκλείει οίανδήποτε ύπό
αισθητήν μορφήν έμφάνισιν 5.
'Η θεωρία περί μυστικής θέας τοΰ Θεοΰ δέν άνάγεται είς τόν Διονύσιον
ή τούς Νεοπλατωνικούς διδασκάλους αύτοΰ, ώς κοινώς νομίζε- ται, άλλά
φθάνει πέραν αύτοΰ είς Κλήμεντα Άλεξανδρέα, δστις πάλιν ήχθη είς αύτήν έκ
τής έν τή Καινή Διαθήκη σχετικής διδασκαλίας έπί τοΰ θέματος. Πράγματι τά
χωρία Α' Κορ. 13, 12 καί Α’ Ίω. 3, 2 άνα- φέρονται μέν είς μετά θάνατον
πλήρη θέαν τοΰ Θεοΰ, άλλά προϋποθέτουν καί τινα θέαν αύτοΰ έν τή παρούση
ζωή. 'Ο Κλήμης όμιλεΐ περί

1. Βλ.
Ο. ΗΟΚΝ, «ΕΟ
8Θΐΐδ άβ
ΓέδρηΙ
2. Κεφ. 90.
ά’ειρΓέδ
3. Κεφ.
Οϊ&ιϊοοίιβ
68, άβ
ΡΗοΙίοό»,
«καθηδυνόμεν36 έ.
4. Κεφ.
Ββνιιε
ος ύπό ά'
5.τοϋ της
ΑβεβΙίηαβΚεφάλ
ευχής μάλιστα βΐ
άβ Μι/ςΙίηιιε,
αια Νηπτικά,
γλυκάσματος».
8Κεφ.
(1927)
21. καί418,
8, 15,
Βλ. 33.
ϋόκκ,
Ν ΕΙΛΟΥ
Όια,άοεΗιιε
(=Ε ΥΑΓΡΙΟΥ
νοη
), ΠερίΡίιοΙίλε
ιιηάάϊβ
τιροσενχής.
ΜαεεαΙίαηεν,
66, «άλλ’
σ. 131,άύλω
αυλός σημ. 1.
πρόσιθι».
68

φωτεινού δμματος τοϋ πνεύματος, δι’ ού έποπτεύομεν τό θειον καί βλέ- πομεν
«τό άίδιον φώς» 1. Βεβαίως δέν πρέπει νά παραλείψωμεν οτι καί τινες άρχαΐοι
φιλόσοφοι, ώς ό Πλάτων, ώμίλησαν περί τοιαύτης θέας τοϋ Θεοϋ.
Άναμφισβητήτως ό Κλήμης, μνημονεύων όνομαστί τόν Πυθαγόραν καί τόν
Αναξαγόραν 1 2, εϊχεν ύπ’ δψιν τάς θεωρίας ταύτας.
'Η πνευματική αυτή έμπειρία, ήτις άρχεται άπό τής θέας τής ψυχής ή
τοΰ έντός τής ψυχής φωτός 3 καί καταλήγει είς τήν θέαν τοΰ Θεοΰ, καλείται
ύπό τοΰ Διαδόχου θεωρία 4 5. 'Όθεν ή ιδέα τής προοδευτικής τελειώσεως
αναφαίνεται καί ένταΰθα. 'Η ψυχή άποτελεΐ μίμημα τοΰ Θεοΰ καί μόνον
άρχόμενος άπ’ αύτής είναι δυνατόν νά προσέγγιση τις είς αύτόν τόν Θεόν.
Τήν αύτοθεωρίαν τής ψυχής άπεδέχετο καί ό Πλάτων καί μεταγενστέρως ό
Αύγουστΐνος Β.
'Η θεωρία τοΰ Θεοΰ κατά τόν Διάδοχον, τόν Νείλον καί άλλους
/ <>\Ύ ..λ» ~ ί Γνϊ Λ
μεταγενέστερους οεν ει,ναι προιον εκστατικής καταστασεως, κασ ην
έπισυμβαίνει άπώλεια τής συνειδήσεως, ώς παραδέχονται οί Νεοπλατωνικοί
καί ό Ψευδοδιονύσιος. Ό Διονύσιος θεωρεί ώς άπαραίτητον προϋπόθεσιν τήν
είσοδον τής ψυχής είς τόν θειον γνόφον ή τό θειον σκότος, ΐνα καταστή αυτή
ικανή νά ΐδη τόν Θεόν 6. Ό Διάδοχος ούδαμοΰ όμιλεΐ περί έκστάσεως καί
πλήρους άπωλείας τής συνειδήσεως, καί δυνά- μεθα νά ύποθέσωμεν δτι
έκλαμβάνει τήν θεωρίαν ώς έφικτήν έν έγρη- γόρσει. Άντιθέτως πρός τόν
Διονύσιον δέχεται ένίσχυσιν καί έμπλου- τισμόν τής συνειδήσεως διά τοΰ
φωτός τής θείας χάριτος τής περιαυ- γαζούσης τήν ψυχήν, περί ού έλέχθησαν
άνωτέρω τά δέοντα 7.
Οί σύγχρονοι τοΰ Διαδόχου Μασσαλιανοί άπεδέχοντο πλήρη θέαν τοΰ
Θεοΰ, είναι δέ άξιοσημείωτος καί τών μεταγενεστέρων 'Ησυχαστών ή επιμονή
έπί τής άντιλήψεως ταύτης. Είναι χαρακτηριστικόν, δτι ό Νικηφόρος
Γρηγοράς, άντίπαλος ώς γνωστόν τών Ησυχαστών, καλεΐ τούτους
συστηματικώς Μασσαλιανούς' καθ’ ά δμως είναι γνωστά, ό

1. Παιδαγ. 1, 6
καί 8, 21.
2. Στρωματεϊς 11,
21*Κεφ.
3. 5, 11.40, 59.
4 Κεφ. 1,
7, 68 κλπ. Έκ
τής λέξεως
5.
ταύτης οίΠ Α Α
τέλειοι
ΤΩΝΟΣ,
Γοργίας
καλούνται 523
6. Μυστική
θεωρητικοί
Ε, «αύτή
Τ. Βλ.τή 1, 1.
Θεολογία
ψυχή
καί αί αύτήν
Β.
σχετικαί
Ιτήν Ι Δπρός
Ω Α Ν ΝψυχήνΟΥ,
τάςμνστικισμός
θείας
θεωρούντα»
Ό -
άληθείας
τοϋ
Βλ. ύν.
διδασκαλίαι
Ι’Αποστόλου
ΑΕΟΕΗ,
θεωρήματα.
Ραίάεία,
Παύλου καιτόμ.
αί
II, Βοτίίη
θρησκευτικοί
1944,καίσ. 219
ιδέαι
τάσεις
έ. τών '
Ελληνιστικών
Α ΥΓΟΥΣΤΙΝ
χρόνων,
Ο Υ, ΟοηΙτα
ΡαιιεΙιιηι, XX,
’ΑΟήναι 1936,
7. 11.
σ.
69

Γρηγόριος Παλαμάς ήλθεν είς προσωπικήν σύγκρουσιν πρός μασσαλια-


νίζοντας μοναχούς, καί δέν επιτρέπεται συνεπώς νά δεχθώμεν ότι οί 'Η-
συχασταί άνέπτυξαν τήν διδασκαλίαν των έξ άπ’ ευθείας έπιδράσεως τών
Μασσαλιανών. Πρέπει μάλλον νά ύποθέσωμεν ότι ό Γρηγοράς ή έκ
συγχύσεως καί άγνοιας τών περί θέας τοϋ Θεοϋ άντιλήψεων τών ορθοδόξου
Πατέρων τής Εκκλησίας ή έκ λόγων πολεμικής προσήψεν είς τούς
'Ησυχαστάς τήν κατηγορίαν ταύτην. Λί ίδέαι τούτων άποτελοϋν περαιτέρω
άνάπτυξιν τών ύπό τοΰ Διαδόχου καί άλλων συγγραφέων διδασκομένων περί
θεωρίας τοϋ Θεοΰ καί θέας τοϋ φωτός, χωρίς νά άπο- κλείεται ή έπίδρασις
δευτέρας χειρός μασσαλιανικών άπόψεων, ώς αί ά- παντώσαι είς τάς 'Ομιλίας
τοϋ Μακαρίου. Κατά ταύτας τό θειον φώς είναι δόξα τής ούσίας τοΰ Θεοΰ καί
ενέργεια αύτοΰ, δι’ ής ίκανοΰται ό πιστός είς τήν γνώσιν καί τήν μετά τοΰ
Θεοΰ ένωσιν. 'Η ενέργεια αύτη είναι μέν διάφορος τής ούσίας τοΰ Θεοΰ, άλλ’
είναι παρά ταΰτα καί άκτιστος, δύ- ναται δέ νά θειορηθή ύπό τών άνθρώπων
ώς τό θαβώριον φώς τό περι- λάμψαν τόν Κύριον κατά τήν μεταμόρφωσιν Γ
'Η διδασκαλία αυτή είναι κατά τό πλεΐστον σύμφωνος πρός τήν τοΰ Διαδόχου,
όστις δέν λέγει μέν ρητώς τι περί άκτιστου τοΰ φωτός, άλλά χρησιμοποιεί τάς
έκ- φράσεις άγιον, θειον, ένδοξον φώς1 2.
Συναισθήματα κυριαρχοΰντα έν τή ζωή τών τελείων είναι ή έσω- τερική
ειρήνη καί ή χαρά. 'Η ειρήνη είναι μέγα άγαθόν, τό όποιον πάν- τες,
κινούμενοι ύπό τοϋ «έρωτος τής ειρήνης», ποθοΰν, έπεδίωκον δέ διά τής
γνιόσεως καί τής έγκρατείας καί αυτοί οί "Ελληνες σοφοί, ώς λέγει ό
Διάδοχος, ύπονοών προφανώς ένταΰθα τούς Στωικούς. Είναι εύλογος ή
άποτυχία τών σοφών τούτων ή ειρήνη δέν είναι δυνατόν νά άνευρεθή εκτός καί
μακράν τοΰ Θεοΰ τής ειρήνης. Διά τοΰτο μόνον ή αί- σθησις τής παρουσίας
τοΰ Θεοΰ έν τώ άνθρώπω πληροί αύτόν «θέρμης ειρηνικής», ήτοι βεβαιότητος
καί άσφαλείας έν τώ μέσω κόσμου, έν τώ όποίω έπικρατεΐ ό φόβος, ή άνησυχία
καί ή άγωνία3.
’Εκ τής αύτής καταστάσειος γεννάται καί ή χαρά, διακρινομενη είς
είσαγωγόν, πλήρη φαντασίας, καί είς τελειοποιόν, πλήρη αύτογνω- σίας καί
ταπεινοφροσύνης, χαράν. Θεοφιλής λύπη καί άνάλγητα δάκρυα

1. Βλ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΓΙΑΛΑΜΑ,
Κεφάλαια
φυσικά,
2. Κεφ. 28, 40, 89, ,. ;
θεολογικά,
3. Κεφ. 74.
ηθικά τε καί
πρακτικά ρν',
ΡΟ 150, 1121-
1225,
πολλαχοϋ'
Άγιορειτικόν
Τόμον, ΡΟ
150, 12251236
κλπ. Πρβλ.
καί
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΠΛΙΙΑΜΙΧΑ
70

προηγούνται τοΰ τελευταίου τούτου είδους χαράς, είς τό όποιον συμμετέχει


καί αύτό τό σώμα Χ.
Τά άποτελέσματα της θείας ένεργείας έπί τοϋ άνθρώπου δέν συνί-
στανται μόνον εις ψυχολογικάς μεταβολάς ή είς άπλην ένδυνάμωσιν τών
πνευματικών αύτοΰ ικανοτήτων καί λειτουργιών, άλλ' είναι ούσιαστι- κώτερα
καί μονιμώτερα. Μέχρις οτου φθάση είς αυτά ήτοι είς τήν τε- λείωσιν,
διέρχεται ούτος διά τίνος πορείας προοδευτικής μεταβολής. Τήν εξελικτικήν
ταύτην πορείαν συναντώμεν παρά τώ Διαδόχω έν τή αντιθετική δυαδική
εμφανίσει τών ήθικών καί πνευματικών καταστάσεων, ώς είναι αί δύο χαραί,
δύο παραχωρήσεις, δύο παρακλήσεις, δύο προσευχαί, δύο άγάπαι, κλπ., ήτις
διά τής προσθήκης καί τοΰ μέσου καθίσταται τριαδική. 'Η μεσάτης δέν
άποτελεΐ βεβαίως σύνθεσιν καί έναρμόνισιν τών δύο άντιθέτων άκρων, ώς είναι
κατά τινα νεώτερα φιλοσοφικά συστήματα, καί ώς ήτο καί κατά τάς άρχαίας
αντιλήψεις 1 2, άλλά συνιστα τήν μέσην βαθμίδα κλίμακος πρός πνευματικήν
καί ήθικήν άνοδον3. Έκ τής ιδέας ταύτης ώνόμασε καί ό άσκητικός Ιωάννης
τό γνωστόν αύτοΰ σύγγραμμα Κλίμακα τοϋ Παραδείσου. Αί συχνάκις απαντωσαι
φράσεις μετά του ρήματος αρχεσσαι, ως <(οταν αρςηται προ- βαίνειν» 4,
εκφράζουν ομοίως τήν έννοιαν τής προοδευτικότητος.
Παραστατικώτατα περιγράφεται ή ιδέα τής προοδευτικής τελειώσεως έν
κεφ. 89 5.
«"Ον γάρ τρόπον οί ζωγράφοι πρώτον μέν ένί χρώματι διαγράφου- σι τό
σχήμα τοϋ άνθρώπου, χροιά δέ τήν χροιάν κατ’ ολίγον έπανθίζον- τες, οΰτω
τό τοΰ όμοιογραφουμένου άχρι καί τών τριχών άποσώζουσιν είδος- οΰτω καί
ή άγια χάρις τοΰ Θεοΰ πρώτον μέν διά τοΰ βαπτίσματος εις το οπερ ήν, οτε
εγενετο ο άνθρωπος, ρυομιςει το κατ εικόνα, ϋτε δέ ήμάς ΐδη έκ πάσης
προθέσεως έπιθυμοΰντας τοΰ κάλλους τής όμοιώ-

1. Κεφ.
79, «οθεν ή
μέν χάρις
2. Ήδιά
τής
άρετήτοϋ νοΰ
αίσθήσεως
έΟεωρεϊτο
3. Βλ.τό
ώς
σώμα
μεσάτης
π.χ. είς
άγαλλία-
μεταξύ τών
«φωτισμού σινκαί
άρρητον έπί
άκρων,
έγκαταλείψεω
δύο
τών
ςΑ ΡΙΣΤΟΤΕΛΟ
τό μέσον —
προκοπτόντων
ΥΣ , Ηθικά
εϊρα, λύπης
4. Κεφ.δέ8, 89 κ.ά.
τήκαίγνώσει
Νικομάχεια.
χαράς
5. Βλ. τό
κατευφραίνει»
Β 5, 1106β,
μέσον
καί ελπίς».
Κεφ. 59.
,'Η69, 95.
27.
Πρβλ.ιδέα καί τής
Η
προοδευτικής
ΛΙΛ
Ε ΚΔΙΚΟΥ ,
τελειώσεως
Γνωστικός ήδη
άπαντά
.138, «οί μέν
παρά τώ
τάς άρχάς μά-
Παύλω Β'
νας
Κορ. έχουσι
3,18,
τών καλών,
Φιλ. οί
1, 9. Βλ.
δέ .1.
καί καίΗΙΙΒΥ
τάς,
τούτων
Μρεύημεε
μεσότητας, οί
ραιιΐίηΐβηηβ
δέ καί τά
βΐ τέλη
]οΙ>αη-
αύτών».
ηίςιιβ, 1946,Τόσ.
σύστημα
57 έ.
τοΰτο τής
δυαδικής καί
71

σεως καί έστώτας γυμνους τε και άπτοήτους είς το αύτής έργαστηριον, τότε
άρετή τήν άρετήν έπανθίζουσα καί άπό δόξης εις δόξαν το τής ψυχής είδος
άναφέρουσα τόν χαρακτήρα τής όμοιώσεως αύτώ περιποιεΐ... "Ωστε
άνακαινοΰται ήμερα ό έσω ήμών άνθρωπος έν τή γεύσει τής άγάπης πληροΰται
δέ έν τή αύτής τελειότητί».
Τήν πρώτη βαθμίδα έν τή τελειώσει κατέχει ή άναγέννησις, ή ιδέα τής
όποιας άπαντα καί έν ταΐς μυστηριακαΐς θρησκείαις, καθ’ ας αΰτη
έπιτυγχάνεται διά συμμετοχής εις τελετουργικάς πράξεις, καί έν τοΐς
'Ερμητικοϊς συγγράμμασι, καθ’ ά έπιτυγχάνεται διά τής θέας τοΰ Θεοΰ καί τής
ένώσεως πρός αύτόν. Έπίδρασίν τούτων φέρει ή περί θείας γεν- νήσεως
άντίληψις τοΰ Διονυσίου Αρεοπαγίτου 1. Οί Πατέρες τής Εκκλησίας
ήκολούθησαν κατά κανόνα τήν διδασκαλίαν τής Καινής Διαθήκης1 2 καθ’ ήν ή
μέν στιγμή τής άναγεννήσεως συμπίπτει πρός τελετουργικήν πράξιν, τό
βάπτισμα, αύτή όμως αΰτη ή άναγέννησις θεωρείται άποτέλεσμα όχι τής
αισθητής τελετουργικής πράξεως, άλλά τής χάριτος τοΰ 'Αγίου Πνεύματος τής
ένεργούσης έν τή πράξει.
'Ο Διάδοχος χρησιμοποιεί πρός δήλωσιν τής πνευματικής καί ήθικής
ταύτης μεταβολής τάς λέξεις άναγέννησις, άναγεννάσθαι, άνακαι- νίζειν,
άνακαινοΰσθαι, άναζιυπυροϋσθαι3. Κατ’ αύτόν ή άναγέννησις επιτυγχάνεται
κατα το βαπτισμα και επιόρα ευεργετικως επι τής ψυχής, καθαρίζουσα ταύτην
άπό τών παθών, καί έπί τοϋ σώματος, άπο- πλύνουσα τοΰτο άπό τοϋ
προπατορικού αμαρτήματος 4 5. Συνεπώς ή ά- ναγέννησις άποτελεΐ τήν εναρξιν
τοΰ σταδίου τής καθάρσεως τοΰ πιστού 6, κατά τό όποιον συνεργάζονται ή έν
τή ψυχή κεκρυμμένη θεία χάρις καί ή άνθρωπίνη θέλησις. Δέν πρέπει δέ νά
έκληφθή ή διά τής καθάρσεως έπερχομένη μεταβολή ώς εικονική ή ώς
στατική1 είναι ούσια- στική καί προοδευτική. ' Η άνακαίνισις συνεχίζεται καθ’
έκάστην στιγμήν τοΰ βίου έπί όλονέν ύψηλοτέρων πεδίων 6. Υπολείπεται όμιος
πολύ έργον πρός κατόρθιυσιν τής τελειώσεως, τό όποιον έπιτυγχάνεται μόνον
διά τής άνωτέρω περιγραφείσης προσπάθειας τοΰ πιστοΰ.
Ακολουθών τή διδασκαλία τής Παλαιάς Διαθήκης ό Διάδοχος θεωρεί
τόν άνθρωπον πλασθέντα κατ’ είκόνα καί όμοίωσιν. Καί ή μέν

1. Εκκλησιαστική Ιεραρχία, 2, 1.
2. Ιδίως Ίω. 3, 5.
3. Κεφ. 78, 89, 76, 78, 89, 68, 15.
4. Κεφ. 78, 89.
5. Κεφ. 17.
6. Κεφ.
89, «ώστε
άνακαινοΰται
ήμερα τή
ήμέρα ό έσω
ήμών
άνθρωπος έν
τή γεύσει τής
άγάπης,
πληροΰται 8έ
έν τή αύτής
τελειότητί».
72

είκών, ώς έλέχθη ήδη άνωτέρω, άπετέλει κατάστασιν διά τούς πρωτοπλάστους,


ή δέ όμοίωσις δυνατότητα μή πραγματοποιηθείσαν ΰπ’ αύτών, άλλά
πραγματοποιουμένην τώρα έν τή χριστιανική ζωή τή συνεργασία τής θείας
χάριτος καί τής άνθρωπίνης προσπάθειας *. Ούτως ό χριστιανός, καθαρθείς
διά τής άναγεννήσεως έν τω βαπτίσματι, άνέλαβε το κατ εικόνα, οχι όμως και
το καθ ομοιωσιν, οπερ αναμένει περαιτέρω ενέργειαν πρός πραγματοποίησιν 1
2. Ή έπίτευξις τής όμοιώσεως σημαίνει τελείωσιν τοϋ άνθρώπου ήτοι άνοδον

είς μίαν ύπερτέραν καί τελείαν κατάστασιν ύπάρξεως. Άλλ’ ή κατάστασις αΰτη
δέν είναι πλήρως διάφορος κατ’ είδος τής προηγουμένης, καθ’ δσον ή
όμοίωσις υπήρχε πάντοτε ώς δυνατότης 3 καί συνεπώς ό άνθρωπος μετείχε
κατά τινα τρόπον τής φύσεως τοϋ Θεοΰ, έκ τής τοιαύτης δέ μετοχής προέρ-
χεται καί ή ίκανότης αύτοΰ νά κατανοή τόν Θεόν, ένώ ή κατανόησις ά-
νοίτέρου δντος πλήρως άνομοίου θά ήτο άδύνατος. Πρόκειται λοιπόν περί
έπιστροφής τοΰ άνθρώπου είς τήν άτελώς πραγματοποιηθείσαν άρχικήν
μακαριότητα, έμπλουτιζομένην τώρα διά πλείονος δόξης.
'Η τελειότης είναι πρώτον φυσιολογική· καί αύτό τό σώμα συμμετέχει
εις τήν δωρεάν τής θείας χάριτος, άγαλλια έπί τή ένεργεία αύτής καί
καθίσταται άφθαρτον 4. Δεύτερον, ήθική" όταν τό αύτεξούσιον προσ- ενεχθή
έν τελεία ύποταγή είς τόν Θεόν, κατά τό παράδειγμα τοΰ αύτεξουσίου τών
άγγέλων, οί άνθρωποι θά γν<ορίζουν διά παντός τά άγαθά καί θά άγνοοΰν τά
φαΰλα, θά οικοδομούν δέ τήν άγωγήν αύτών άπό ά- ρετής είς άρετήν 5 6.
Τρίτον, πνευματική· οί άνθρωποι θά γνωρίζουν τόν Θεόν, θά κοινωνοΰν μετ’
αύτοΰ καί θά άνέρχωνται άπό δόξης είς δόξαν ®. Διά τής άλλοιώσεως καί
βελτιώσεοος ταύτης ό άνθρωπος άποκτα ένιαίαν διάθεσιν, ένιαΐον ήθος καί
ένιαίαν αϊσθησιν, καθίσταται δηλαδή (ολοκληρωμένος άνθρωπος, ώς τοιοΰτος
δέ είναι άνθρωπος τοΰ Θεοΰ καί προσεγγίζει είς τήν τελειότητα τοΰ Κυρίου 7.
Οϋτως έπιτυγχάνεται ό

1. Τάς
γνώμας τών
Ελλήνων
Πατέρων2. Κεφ.τής89.
Εκκλησίας
3.
έπί τοϋ
Άνάλ
προβλήματος
ηφις 6,4. «ούκ
Κεφ. 25, 85.
τούτου
είς δπερ
"Ορασις
5. μή"Ορασις
13. 23. Κεφ.
άνέπτυξεν
ήμεν 89.Κεφ.ό89.
6.
.1. (1ΚΟ
7. 88,
άλλοιούμεΟα,
Κεφ.ΙΑΙ 99. "Ορος
άίνίηίααΐίοη
άλλ’ είς
10.δπερ
Έπικεφαλίς τών
άιι τή
ήμεν οΚνέύεη
άλλα-
Κεφαλαίων.
ά’αρνέΒ
γή μετά δόξης Ιεε
Ρένεε ΟεεεΒ,
άνακαινιζόμε
Ραπε
θα». 1938.
Βλ. ιδίως σ.
1454., 2044.,
223, 320.
73

σκοπός της δημιουργίας, δστις είναι ή άποθέιοσις τών άνθρώπων α. Κατά τήν
κλασικήν έποχήν ήτο νοητή ή άποθέιοσις ώρισμένων τάξεων άνθρώπων,
άρχικώς τών ήρώων καί ύπερανθρώπων, βραδύτερον δέ καί τών διά
τελετουργικών ενεργειών καί πράξεων μυηθέντων είς τάς μυ- στηριακάς
θρησκείας. Κατά τόν Χριστιανισμόν άντιθέτως θεωρείται δυνατή ή θέωσις
πάντων τών άνθρώπων 1 2, ύπό δύο δμοος περιορισμούς· δτι επιτυγχάνουν τήν
θέωσιν μόνον όσοι άποδέχονται τήν θείαν χάριν καί άνταποκρίνονται Οετικώς
πρός τάς βουλάς καί ενεργεί ας τού Θεοΰ3· καί δτι ή θέωσις δέν νοείται κατά
κυριολεξίαν ώς πλήρης έξομοίωσις τών άνθρώπων πρός τόν μόνον Θεόν, άλλά
κατά μεταφοράν ώς μερική έξομοίωσις διά συμμετοχής εΐς τό ήθος καί τόν
χαρακτήρα καί τήν ενέργειαν τοΰ Θεοϋ.
Εσχατολογία. Κατά τά άνωτέρω ή τελείιοσις δύναται νά είναι όχι μόνον
κατάστασις τοϋ μέλλοντος χρόνου έν τή βασιλεία τοϋ Θεοΰ, άλλά καί
παρούσα πραγματικότης, ώς καί ό Παύλος διδάσκει4. Έφ’ δσον δμως
έξαρτάται αΰτη κατά μέγα μέρος έκ τής διαγωγής αύτοΰ τού άνθρώπου, ή δέ
προοδευτική πορεία έν τή πνευματική ζωή συνεχίζεται άδιακόπως, μέρος
μόνον τής εύτυχοϋς ταύτης καταστάσειυς δύναται νά αποκτήση ούτος κατα
τόν παρόντα βίον. Τό πλήρωμα αύτής εύρίσκεται πέραν τού θανάτου" «τό γάρ
τέλειον αύτής ούδείς έν τή σαοκί ών ταύτη δύναται κτήσασθαι. . . εΐ μή δταν
τελείως καταποθή τό θνητόν ύπό τής ζωής» 5.
'Ο θάνατος είς τούς έξω τοΰ Χριστιανισμού ευρισκομένους προκαλεΐ
τρόμον, λόγω τής άβεβαιότητος διά τά πέραν αύτοΰ καί τής άμ- φιβολίας περί
τής μετ’ αύτόν συνεχίσεως τής ζωής. Κατά τήν χριστιανικήν δμως θρησκείαν ό
θάνατος είναι τό τέρμα τής τελειώσεοις καί τό μέσον μεταβάσεως είς τήν
άληθινήν ζωήν, ό δέ ύπ’ αύτοΰ προκαλούμε- νος φόβος δικαιολογείται μόνον
έκ τοΰ ότι ύπομιμνήσκει τό «πικρόν καί ζοφώδες τής κρίσειος» 6" διά τοΰτο
καί οί δίκαιοι δέν τόν φοβούνται.

1. Κεφ.
16, «θεούς
τούς 2. Βλ.
άνθρώπους
και
ποιήσαι
Κ ΥΑΓΡΙΟΥ ,
φιλοτιμησαμέ
Ποοβλήματα
3. Κεφ.
νου
4, Θεοϋ».
προγνωστικά
«'Ότε γάρ
Κεφ.έσμέν
4,
ούκ 87, 84. I.·
51Βλ.
4.
εαυτών,
«πάντες τότε
Κ ΑΛΟΓΙΙΡΟΥ θεοί,
ομοιοι5.έσμέν
είσιν».
Ό ’Λ,πόστολοςΜα90.
Κεφ.
τώ ήμάς
Παύλος
ΓΑΛΟΥ έαυτώ
6. περί
Κεφ. 80,
8ι’
Α άγάπης ,
άνθρωπον,
ΘΑΝΑΣΙΟΥ
Περί
καταλ/άξαντι».
Θεσσαλονίκη
ένανΟρωπήσε
1952, σ. 46.
ως τοϋ Λόγον
20, «αύτός
γάρ ένηνθρώ-
πησεν, ίνα
ήμεΐς
θεοποιηθώμε
ν».
74

Είναι δέ ό θάνατος γενικώς προϋπόθεσις τής ζωής, οχι μόνον ύπό τήν φυσικήν
αύτοΰ μορφήν, οπότε άκολουθεϊται ύπό τής τελικής άναστά- σεως, άλλά καί
ύπό τήν ήθικήν μορφήν, ώς θάνατος έν τοΐς παθήμασιν, οπότε άκολουθεϊται
ύπό τίνος αρχικής άναστασεως, τής «μικράς άνα- στάσεως» 1 κατά τόν
Εύάγριον. Λόγω τοΰ αρχικού τούτου θανάτου ά- ποκτά 6 άνθρωπος μέρος
τής τελειότητος έν τω παρόντι βίω.
Κατά τον φυσικόν θάνατον αί ψυχαί αποχωρίζονται τών σωμάτων, τών
δικαίων δέ αί ψυχαί φέρονται «επάνω πασών τών σκοτεινών παρατάξεων σύν
τοΐς άγγέλοις τής ειρήνης» καί φθάνουν πλησίον τοΰ Θεοΰ, τόν όποιον έκτοτε
ύμνοΰν «ένδιαθέτω λόγω» 2. Άλλ’ ώς καθαραί ψυχαί δέν άποτελοΰν
ώλοκληρωμένα πνευματικά όντα, έν άντιθέσει πρός τούς άγγέλους, οϊτινες
είναι τέλεια! προσωπικότητες έν τή άπλότητι τής φύσεως αύτών. "Ολόκληρος
ό άνθρωπος είναι μόνον έν τή «συγκρά- σει» ψυχής καί σούματος3 καί συνεπώς
τά δύο ταΰτα στοιχεία αύτοΰ πρέπει νά συνδεθοΰν έκ νέου. 'Η άνασύνδεσις
αΰτη θά πραγματοποιηθή κατά τήν παρουσίαν τοΰ Κυρίου, καθ’ ήν οί
έναρέτως διαβιώσαντες καί λόγω τής συναισθήσεως τής αρετής αύτών μετά
παρρησίας άντιμετο.»- πίσαντες τόν θάνατον θά άρπαγοϋν μετά πάντων τών
άγιων, ένώ οί με- τρίως διαβιώσαντες καί λόγω τής συναισθήσεοις τής μή
πλήρους ύπ’ αύτών έκτελέσεως τοΰ θείου θελήματος δειλιάσαντες κατά τήν
ώραν τοΰ θανάτου θά έγκαταλειφθοΰν μετά τοΰ άμαρτωλοΰ πλήθους καί θά
εύ- ρίσκωνται έπί τινα χρόνον ύπό κρίσιν, μέχρις δτου, άφοΰ καθαρθοϋν διά
τοΰ «πυρός τής κρίσεως», απολάβουν τούς άναλογοΰντας εις αύτούς κλήρους
παρά τοΰ άγαθοΰ Θεοΰ καί τοΰ βασιλέως Ίησοΰ Χριστοΰ 4. Μάξι- μος ό
'Ομολογητής 5, ερμηνεύουν τό σχετικόν χωρίον τοΰ Διαδόχου, εκλαμβάνει τά
έν αύτώ περί καθαρμοΰ διά πυρός λεγάμενα ώς τρόπον έκ- φράσεοις καί
θεωρεί ταΰτα ώς ύπονοοΰντα τήν διά τής έξετάσεως καί κρίσεως απαλλαγήν
τών μετρίως βεβαρημένων έν τώ βίω. Πρόκειται δμοις άναμφιβόλως περί
παρερμηνείας. Ένταΰθα άνευρίσκομεν τήν θεωρίαν περί τής διά πυρός
καθάρσεοις τών μή τελείων ανθρώπων, ήτις άπαντα καί παρά τώ Εύαγρίω 6
κατ’ έπίδρασίν τοΰ Ώριγένους καί άπε-

}. Κεφ. 82 ΕΥ ΑΓΡΙΟΥ , Προβλήματα ττρογνοιστικά 5, 19" 22.


2. Κεφ. 100, "Ορασις 26.
3. "Ορασις 26.
4. Κεφ. 100, ιδίως τό τμήμα" «διά τοϋ πυρός καθαρισθέντες τής κρίσεως τούς
κεχρεωστημένους αύτοΐς κατά τάς αύτών πράξεις άπολάβωσι καρπούς παρά τοϋ άγα- Οοϋ
ήμών Θεοΰ καί βασιλέως Ίησοΰ Χριστού».
5. Πενσεις καί Ερωτήσεις, 10.
6. Προβλήματα προγνωστικά 3, 18,
75

τέλεσε βραδύτερον δόγμα τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.


Δέν δυνάμεθα όμως νά χαρακτηρίσωμεν τό χωρίον ώς διδάσκον και τήν
άποκατάστασιν τών πάντων, διότι ή κάθαρσις δέν φαίνεται ά- ναφερομένη καί
εις τούς αδίκους. Ούτως ούδείς λόγος γίνεται διά τήν τύχην αύτών καί
προφανώς ούτοι θεωρούνται ώς μέλλοντες νά καταδι- κασθοϋν είς αίωνίαν
άπώλειαν.

Γ' Η ΘΕΣΙΣ ΪΟΤ ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΥΣΤΙΚΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ

Κατά τόν Διάδοχον ό άνθρωπος είναι πνευματικόν δημιούργημα τοΰ


Θεοΰ, ώς οί άγγελοι καί οί δαίμονες. Καί αί τρεις αύται ομάδες πνευματικών
οντων έπλάσθησαν έπ’ άγαθώ, λόγω ομιος τής διαφόρου χρήσεως τής
αύτεξουσιότητος αύτών ή κατάστασις αύτών μετεβλήθη με- ταγενεστερως.
Οΰτιος οί μέν άγγελοι, σταθεροποιήσαντες όριστικώς τήν θελησιν αύτών πρός
τό άγαθόν, παρέμειναν πλησίον τοϋ Θεοΰ καί συμμετέχουν τής δόξης αύτοΰ,
οί δαίμονες, σταθεροποιήσαντες όριστικώς τήν θέλησιν αύτών πρός τό κακόν,
όπερ δέν ύφίσταται εΐ μή μόνον ώς άρνησις τοϋ άγαθοΰ, έξέπεσαν τελείιυς είς
τήν άπώλειαν, οί δέ άνθρωποι, λογω τής διασπάσεως τών ήθικών καί
πνευματικών αύτών διαφερόντιον, έξέπεσαν καί ήλλοιώθησαν μερικώς.
Μεταβολή τής καταστάσεως τών άγγέλων καί τών δαιμόνων είναι
άδύνατος, είναι όμως δυνατή ή μεταβολή τής καταστάσεως τών άνθρώπων,
πρός τοΰτο δέ άκριβώς ενηνθρώπησεν ό Λόγος τοΰ Θεοΰ. Τό έργον, όπερ
έπετέλεσεν ό Σωτήρ, είναι άπλώς προϋπόθεσις μόνον τής άποκαταστάσεως
καί τελειώσειυς τοΰ άνθρωπίνου γένους, ή έπίτευξις τών οποίων απαιτεί καί τήν
συνεργασίαν τοΰ άνθρωπίνου παράγοντος.
ΤΙ είσοδος είς τήν χριστιανικήν ζωήν, πραγματοποιουμένη διά τοΰ
μυστηρίου τοΰ βαπτίσματος, άποτελεΐ άναγέννησιν, δηλαδή γέννη- σιν νέων
άνθρώπων, καθαρθέντων άπό τής προπατορικής άμαρτίας καί άναλαβόντων
τήν είκόνα τοΰ Θεοΰ διά τής πίστεως καί τοΰ βαπτίσματος. Τοΰτο είναι μόνον
ή άοχή τής πνευματικής ζωής καί υπολείπεται μέγα έργον πρός έκπλήριυσιν
τοΰ σκοποΰ, δι’ δν έπλάσθησαν οί άνθρωποι, ήτοι τής όμοιώσεως πρός τόν
Θεόν. Πρός έπιτυχίαν τούτου οφείλουν οί άνθρωποι νά μεταστρέψουν τήν
θέλησιν αύτών καθ’ ολοκληρίαν πρός τόν Θεόν, οπερ είναι δύσκολον έργον,
διότι λόγω τής διασπάσεως τής πνευματικής αίσθήσεως καί τοΰ δυαδικοΰ τών
ήθικών αύτών δια- φερόντων, άμφιρρέπουν μεταξύ άγαθοΰ καί κακοΰ.
Όφείλουν νά άπαλ- λαγοΰν άπό τής άγάπης τών κοσμικών άγαθών καί ιδίως
άπό τής άγάπης έαυτών, ήτις άλλοτε ώδήγησεν αύτούς είς τήν πτώσιν καί τώρα
πα-
76

ράγει πάντα τά ψυχικά πάθη- άλλά τοΰτο άπαιτεΐ σκληρόν άγώνα, καθ’ δν
καθοδηγούνται μέν ούτοι ύπό της θείας χάριτος, παραπλανώνται δέ ύπό τών
δαιμόνων. 'Ο άγών ούτος είναι οδυνηρός καί πλήρης θλίψεων, άλλ’ οί πόνοι
φερόμενοι γενναίως εξαγνίζουν τούς άγωνιστάς.
Οί άνθρωποι διαθέτουν ψυχικήν ικανότητα, διά τής όποιας είναι δυνατόν
νά γνωρίσουν τήν άλήθειαν καί τήν άνάγκην τής κατορθούσεως τής
πνευματικής ζ<υής, τήν πνευματικήν αϊσθησιν. Άκολουθοΰντες τάς οδηγίας
αύτής θά καταστούν ικανοί νά άποκτήσουν καί τάς λοιπάς πνευ- ματικας
λειτουργίας τας αναγκαίας προς επιτευςιν του προορισμού τιον τήν γνώσιν,
ήτοι τήν ικανότητα διακρίσεως τοϋ άγαθοΰ καί τοΰ κακοΰ καί θετικής
άνταποκρίσεως πρός τάς άπαιτήσεις τοΰ άγαθοΰ" τήν σοφίαν, ήτοι τήν γνώσιν
τών θείων άληθειών" τήν έν ήσυχία προσευχήν πρός κοινωνίαν μετά τοΰ
Θεοΰ" καί τέλος τήν άγάπην πρός παράδοσιν εαυτών εις τόν Θεόν καί
έντρύφησιν έν αύτώ.
Οίοσδήποτε κατορθιόση νά ύπερισχύση έν τιί» άγώνι διά τής χρή- σεως
τών άνωτέρω μέσων, αισθάνεται τήν παρουσίαν τοΰ Θεοΰ έντός αύτοΰ καί
θεεορεΐ τόν Θεόν πνευματικώς έν τή δόξη αύτοΰ. Τό δέ σπου- δαιότερον,
τελειοΰται σωματικώς, ηθικώς καί πνευματικώς" δηλαδή άποκτα τι έκ τοΰ
ήθους καί τοΰ χαρακτήρος τοΰ Θεοΰ, καθιστάμενος «όμοιος» πρός αύτόν, έν
μέν τώ παρόντι βίω κατά μέρος, μετά θάνατον δέ πληρέστερον.
Κύδεάκριτοι είναι αί δύο κατευθύνσεις τής διδασκαλίας τοΰ Διαδόχου, ή
ηθική καί ή πνευματική. 'Η μία άποβλέπει είς τόν καθορισμόν τοΰ τρόπου
ζωής, ή έτέρα είς τήν άνεύρεσιν τοΰ Θεοΰ καί άνάπαυσιν έν αύτώ. Είναι δύο
κατευθύνσεις παράλληλοι, αί όποΐαι όμως άποκλίνουν καί τελικώς καταλήγουν
έπί τοΰ αύτοΰ σημείου" είς τήν άνάδειξιν τοΰ τρόπου τελειούσεως τών
άνθρώπεον.
’Εν τή διαμορφούσει τής διδασκαλίας αύτοΰ ό Διάδοχος δέν ήνοι- ξεν
ιδίαν οδόν" ήκολούθησε τήν θεμελιώδη νέαν οδόν, τήν οποίαν έχά- ραξεν ή
χριστιανική θρησκεία, 'ίΐ τελείωσις τών άνθρώποιν άποτελεΐ αύτό τοΰτο τό
κέντρον τοΰ Χριστιανισμοΰ. Είναι βεβαίους άληθές, ότι παρόμοιόν τι
έπεδίοκκε καί ή κλασική παιδεία, άλλ’ ύπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τοΰ
κλασικού καί τοΰ χριστιανικού ιδεώδους τής ζωής. 'Η ελληνική παιδεία
άπέβλεπεν εις τήν δημιουργίαν τελείου άνθρώπου, χρησιμοποιούσα ώς κύριον
οργανον τήν γνώσιν διά τοΰτο δέ καί ή σοφία έθεωρεΐτο κατά τήν κλασικήν
έποχήν ώς τό ΰψιστον άγαθόν. Τό ιδεώδες τοΰ τελείου άνθρώπου έπιδιώκει
έπίσης ό Χριστιανισμός, άλλά θεωρεί ώς κύριον μέσον πραγματοποιήσεως
αύτοΰ τήν καλήν θέλ.η- σιν' διά τοΰτο καί τό ΰψιστον άγαθόν κατ’ αύτόν είναι
ή πρός τόν Θεόν
77

επιστροφή. Αί λέξεις πράξις καί ζωή αντικατέστησαν ένταύθα τούς κλασικούς


όρους νόησις καί γνώσις ή σοφία, οϊτινες, καίτοι χρησιμοποιούνται ακόμη,
ήλλαξαν περιεχόμενον καί έννοιαν. Καί αυτή ή φιλοσοφία με- τεβλήθη είς
φιλίαν τοϋ Θεοϋ καί εγκράτειαν βίου 1. Τήν μεταβολήν ταύτην τών ιδεωδών
βλέπομεν καί παρ’ αύτώ τώ Διαδόχω, όστις εμφανίζεται κάτοχος τής
ελληνικής παιδείας καί φιλοσοφίας, άλλ’ έπιδιώκε1 τήν τελειοποίησιν τοΰ
άνθρωπίνου γένους κατά διάφορον τρόπον άπό τοΰ τών Ελλήνων σοφών, τούς
όποιους θεωρεί ώς άποτυχόντας 1 2.
'Η επιστροφή πρός τόν Θεόν καί ή ηθική συγκρότησις τοΰ βίου
άποτελοΰν επίσης τό κέντρον τής διδασκαλίας καί τών λοιπών τής Εκκλησίας
Πατέρων. "Εκαστος συνεισέφερεν είς τήν θεολογίαν πολλά ή

δειξιν τής πνευματικής αίσθήσεους ώς μέσου κατανοήσεως τοΰ Θεοΰ, τήν


έ'μφασιν έπί τής ανάγκης άδιαλείπτου έν ήσυχία προσευχής πρός τόν Ίησοΰν
Χριστόν καί τήν περί θείου φωτός θεωρίαν. Δύναται νά θεω- ρηθή ώς είς έκ
τών κυρίων προδρόμιον τής ψυχολογίας τής θρησκείας.
Κατά τήν διατύπο^σιν τής διδασκαλίας αύτοΰ ό Διάδοχος άκολου- θει
τάς μεθόδους τής άσκητικής καί μυστικής θεολογίας. Τάς πρώτας άρχάς τής
θεολογίας ταύτης εύρίσκομεν έν τή Καινή Διαθήκη καί παρά παλαιοτέροις
έκκλησιαστικοΐς συγγραφεΰσΐ' Κλήμεντι τώ Άλεξανδρεΐ, Ώριγένει, Μεθοδίω
’Ολύμπου, Μεγάλω Αθανασίου, Μεγάλω Βασιλείου καί άλλοις. Άλλά τότε τά
ίδιάζοντα μυστικά στοιχεία ήσαν ακόμη σπάνια καί άσυστηματοποίητα. Ή
άσκητική μυστική, ώς ιδία θεολογική τάσις, ήρχισεν άναπτυσσομένη άπό τοΰ
τέλους τοΰ δ' αίώνος. Εύάγριος ό Ποντικός είναι ό πρώτος διαμορφώσας
ίδιον σύστημα άσκητικής μετά τινων μυστικών στοιχείων, άποτελούμενον έκ
πρακτικής, ήτοι διδασκαλίας περί καθάρσεως άπό τών παθών, έκ φυσικής
θεοορίας, ήτοι διδασκαλίας περί καθάρσεως τοΰ νοΰ καί έκ θεολογίας ήτοι
διδασκαλίας περί τοΰ Θεοΰ3. Παρά τήν ύπό τών Ε', ΣΤ' καί Ζ' Οικουμενικών
Συνόδων καταδίκην αύτοΰ, ή έπίδρασις τοΰ Εύαγρίου έπί τής θεολογίας, συνε-
χίσθη καί μεταγενεστέρως, πολλά δε οφείλουν είς αύτόν Ιωάννης ό Κασ-
σιανός καί Μάξιμος 6 Όμολογητής. Άναμφιβόλως καί ο Διάδοχος έ- γνώριζε
τά έργα τοΰ Εύαγρίου καί μεγάλως έπωφελήθη αύτών, ώς δεικνύουν καί αί
σπουδαίαν θέσιν έν τοΐς Κεψαλαίοις καταλαμβάνουσαι έννοιαι τής άπαθείας,
τών λογισμών καί τά περί τής διακρίσεως τών δαι-

1. Κεφ. 9, 50.
2. Κεφ. 74.
3. Βλ. I.
ΜΩΥΣΕΣΚΟΥ,
Εύάγριος ό Ποντικός,
σ. 133.
78

μόνων. Πάντως οί μέχρι, τοΰδε άσχοληθέντες περί τόν Διάδοχον εΐτε είδικώς
εΐτε έν άλλη συνάφεια, ώς οί Κθίΐζβηδΐβϊη, ΒοιίδδθΙ, νϊΠβΓ, ΙΙεαίδΙιβιτ, ΚαϊιηβΓ,
ΌΟΓΓ, Μωυσέσκου, Ποδ ΡΙβοβδ, ύπερετόνισαν τήν έξάρτησιν αύτοΰ άπό τοϋ
Εύαγρίου. Έν τη πραγματικότητι ή έξάρτη- σις περιορίζεται είς ολίγα μόνον
σημεία καί κυρίως είς τήν χρήσιν εύα- γριανών όριυν, οϊτινες πάντως ήσαν ήδη
κοινόν κτήμα παρά τοΐς άσκη- ταΐς. 'Ο Εύάγριος έν τή διδασκαλία αύτοΰ
ακολουθεί τόν Ωριγένη 1 καί δέν κατορθώνει νά έκφύγη τελείως άπό τής
έπιδράσεως τών Στωι- κών καί τοϋ Πλάτωνος. Στηρίζει τήν επιτυχίαν τής
τελειώσεως έπί τής νοήσεως, όπερ δεικνύεται καί έκ τής σπουδαίας σημασίας,
ήν κέκτηται παρ’ αύτώ ό όρος «λογισμοί», καί έπί τής γνώσεως, δι’ ής
άποφεύγον- ται τά πάθη. Άντιθέτως ό Διάδοχος εισάγει τήν θεωρίαν περί τής
πνευματικής αίσθήσεως, δι’ ής ό άνθρωπος κατανοεί τόν Θεόν καί ζή έν αύτώ.
'Η θεωρία αΰτη εύρίσκεται έν τώ μέσω μεταξύ τών διδασκαλιών περί νοήσεως
τοΰ Εύαγρίου καί περί βουλήσεως τών Μασσαλιανών. Επίσης ό Διάδοχος
τονίζει περισσότερον τήν ιδέαν περί τοΰ φωτισμού τής θείας χάριτος καί τών
αποτελεσμάτων αύτοΰ. Καταφαίνεται έκ τούτων ότι ό Εύάγριος ένδιαφέρεται
κυρίως περί τής ήθικής διαγωγής καί δευτερευόντως περί τής πνευματικής
ζωής. Δύναται πράγματι νά θεω- ρηθή ώς μέγας ασκητικός συγγραφεύς, οχι
όμως ώς μυστικός. 'Ο Διάδοχος είναι περισσότερον μυστικός καί όλιγώτερον
ασκητικός.
Τήν άσκητικήν ανέπτυξαν καί οί Μασσαλιανοί, διαμορφώσαντες
άντιλήψεις συγγενείς πρός τάς τοΰ Πελάγιου, άλλ’ ό Διάδοχος, ώς έδη- λώθη
ήδη προηγουμένως, μάλλον άρνητικώς έπωφελήθη έκ τής διδασκαλίας αύτών.
Διά τής διδασκαλίας αύτοΰ έκφράζεται ή έμπειρία τής σώφρονος μερίδος τοΰ
μοναχικού κόσμου καί αύτοΰ τοΰ ίδιου.
Με τά τόν Διάδοχον υπάρχει ολόκληρος σειρά μυστικών άσκητι- τικών
συγγραφέων μέχρι τοΰ ιδ’ αίώνος' Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης Βαρσανούφιος ό
Μέγας, Δωρόθεος ό ’Αββάς, Ιωάννης ό Προφήτης, Ιωάννης ό Κλίμακος,
Ισαάκ ό Σΰρος, Μάξιμος ό Όμολογητής, Ησύχιος ό Σιναίτης, Φιλόθεος ό
Σινα'ίτης, Συμεών ό Νέος Θεολόγος, Νικήτας ό Στηθάτος, ό Κάλλιστος
Τηλικούδης, Γρηγόριος ό Σιναΐτης, Γρηγόριος ό Παλαμάς κ.ά. 1 2.

1. Βλ. I.
ΗΑυβΗΕΒίι,
«Βοδ £πιηιΐ8
2. Περί
οοιίΓΗΠίδ
της διαδοχήςάβ
1« δρίπΐυ&ΐίΐβ
τών μυστικών
οπβηίαΐβ»,ιδεών
ασκητικών
ΟτίβηΙαΙία
βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΟΐΓίδύαηα
Σ ΙΓΪΑΪΤΟΥ,
Ρβτίοάίοα,
Περί ήσυχίας1
(1985)
καί περί128.
τών
τριών τρόπων
τής προσευχής,
11.
79

11 οία είναι ή θέσις καί ή έπίδρασις τοΰ Διαδόχου έν τή άναπτύξει ταύτη


τών μυστικών ασκητικών ιδεών;
'Ο άβδ ΡΙβοβδ 1 όμιλεΐ περί έκλείψεως τοΰ Διαδόχου σχεδόν μέχρι πρό
τεσσαρακονταετίας. Τοΰτο βεβαίως είναι αληθές καθ’ όσον ά- ναφέρεται εις τό
ενδιαφέρον τής νεωτέρας θεολογικής έπιστημονικής έρεύνης, όπερ μόλις
έσχάτιυς κατηυθύνθη πρός τόν Διάδοχον. "Αλλωστε αύτός ό ι.1θ8 Ρ1&068
άναγνωρίζει έπίδρασίν τι να τοΰ Διαδόχου έπί τών μεταγενεστέρων, καίτοι
περιορίζει ταύτην είς Ίωάννην τόν Κλίμακος καί Μάξιμον τόν 'Ομολογητήν.
'Ο περιορισμός ούτος δίδει τήν κλείδα πρός άνεύρεσιν τοϋ λόγου δι’ όν ή
έπιβίωσις τοΰ Διαδόχου έν τή κατόπιν θεολογία αγνοείται ύπό τών ξένιον
θεολόγων, οϊτινες παρά ταΰτα αναγνωρίζουν είς αυτόν καί πρωτοτυπίαν καί
δύναμιν συγγραφικήν καί ό λόγος είναι ότι οί ξένοι θεολόγοι κατά κανόνα
ολίγον γνωρίζουν τήν μεταγενεστέραν έλληνικήν θεολογίαν. Εις παρόμοιον
λόγον οφείλεται καί ή ύπό τών ήμετέρων άγνοια τής σημασίας τοΰ Διαδόχου
διά τήν μυστικήν θεολογίαν. "Οταν περί τάς πατρολογικάς έρεύνας
άσχοληθοΰν περισσότεροι καί λάβουν αύται συστηματικώτερον χαρακτήρα
καί παρ’ ήμϊν, θά καταστή δυνατόν νά ταξινομηθούν καλύτερον αί αντιλήψεις
τών διαφόρου θεολογικών τάσεων καί νά άξιολογηθή άκριβέστερον καί
δικαιότερον ή είς τήν έκκλησιαστικήν γραμματείαν προσφορά έκάστου
έκκλησιαστικοΰ άνδρός.
'ΙΙ πληθύς τών χειρογράφων, έν οΐς διασώζονται τά έργα τοΰ Διαδόχου,
ίδιους τά 'Εκατόν Κεφάλαια, καί ή μεγάλη όμοιότης, έν πολλοΐς δέ ταυτότης
τών μυστικών ιδεών μεταγενεστέρων μυστικών θεολόγων, καί αύτών τών
ήσυχαστών, πρός τάς ιδέας αύτοΰ, άπετέλεσε δι’ ήμάς ένδειξιν περί
έπιδράσεως αύτοΰ έφ’ ολοκλήρου τής μυστικής θεολογίας καί πράξεως έν τή
Ανατολική Εκκλησία.
Πράγματι άπό τοΰ στ' μέχρι τοΰ ιδ' αϊώνος μακρά είναι ή σειρά τών
μυστικών συγγραφέων, οϊτινες ή παραθέτουν χωρία ή επικαλούνται τήν
μαρτυρίαν τοϋ Διαδόχου. Ούτως έν τοΐς ΣχολίοιςεΙς τήνΚ/.ί- μακα τοΰ Ίωάννου
χρησιμοποιούνται ολόκληρα τά κεφάλαια 29, 27, 34, 7, έξ ών τό τελευταΐον
άνωνύμως 1 2. Μάξιμος ό 'Ομολογητής χρησιμοποιεί δίς τό κεφάλαιον 5 πρός
άπόδειξιν τής αύτεξουσιότητος τοΰ άνθρώπου καί έρμηνεύει τό περί
καθάρσεως διά τοΰ πυρός τμήμα τοΰ

1. Όίαάοοίιβ άβ ΡΗοίίοέ, Οβηΐ ΟιαρίΐΓββ 8ΙΙΓ Ια


ρβν^βϋΐιοη
2. Λόγος δρίΓΪΙιιβΙΙβ, σ. 67 .
4 σχόλιον 29,
λόγος 26
σχόλιον 27,
λόγος 30
σχόλιον 9,
λόγος 30 σχό-
λιον 8.
80

κεφαλαίου 100 1. Γρηγόριος ό Σιναΐτης παραθέτει τμήμα του κεφαλαίου 33


καί επικαλείται τήν μαρτυρίαν αύτοΰ διά τήν άπόδειξιν τής ακρίβειας τής
ήσυχαστικής πράξεούς 1 2. Γρηγόριος ό ΙΙαλαμάς χρησιμοποιεί τό κεφάλαιον
89 3' ό Φιλόθεος τό κεφάλαιον 59 καί τμήμα τοΰ κεφαλαίου 89 4. Τέλος έν τω
'Αγιορειτικω Τόμω 5 χρησιμοποιείται τμήμα τοΰ κεφαλαίου 25, έν δέ τώ
Σννοόικώ Τόμο> κατά Βαρλαάμ καί Άκινδύνου τό κεφάλαιον 59 6.
Τά έκ μελέτης τών παραθέσεων τούτων συμπεράσματα είναι πρώτον, ότι
τά παρατιθέμενα χωρία τοΰ Διαδόχου περιλαμβάνουν ίδιάζον- τα σημεία τής
διδασκαλίας αύτοΰ, ώς τά περί φωτισμού, περί ένεργείας τής θείας χάριτος,
περί καρδιακής προσευχής, περί αύτεξουσίου- δεύτερον, οτι η χρήσις αυτών
αποσκοπει, ο:>ς επι το πλεΐστον, εις την απο- δειξιν καί στήριξιν τών γνο^μών
τών συγγραφέων ή συνόδων διά τής μαρτυρίας τοΰ Διαδόχου- τρίτον, ότι ό
Διάδοχος θεωρείται αύθεντία έκκλη- σιαστική, ώς δεικνύει κυρίως ή ύπό τής
συνόδου τοϋ 1351, ήτις άνεγνώ- ρισε Γρηγόριον τόν Παλαμάν πρόμαχον τής
εύσεβείας καί άπέδειξε τό ορθόδοξον τών θεωριών αύτοΰ διά τής μαρτυρίας
τών άγιων Πατέρων, τοποθέτησις αύτοΰ μετά τών κυριωτέρων έκ τών μεγάλων
Πατέρων τής Εκκλησίας- τέταρτον, ότι ή παράθεσις χωρίων καί ή μνεία τοϋ
ονόματος τοΰ Διαδόχου καθίσταται συχνοτέρα κατά τούς χρόνους τής άκμής
τής ήσυχαστικής κινήσεως. Ταΰτα άποδεικνύουν κατ’ αρχήν τήν έπί- δρασιν
τοΰ Διαδόχου έπί τής άναπτύξεως τών μετέπειτα μυστικών ιδεών, ήτις
έπικυροΰται καί έκ τής συγκρίσεως τών ιδεών τούτων καθ’ έαυτάς.
Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης, κατ’ όλίγας δεκαετηρίδας μεταγενέστερος τοΰ
Διαδόχου, διεμόρφωσεν ίδιον σύστημα μυστικής, έν τώ ό- ποίω κυριαρχεί ή
παροδική κατόπιν έκστάσεως διαίσθησις καί θέα τοΰ Θεοΰ. Είναι πιθανόν ότι
ό Διονύσιος είχεν ύπ’ οψιν καί τόν Εύάγριον, πρός τοΰ οποίου τήν πρακτικήν,
θεωρίαν καί θεολογίαν άντιστοιχοΰν

1. ’/ίκ
τών
ερωτηθέντων
αύτώ 2. ΕΊδησις
παρά ακριβής
Θεοδώρου
περί
3. Περίήσυχίας καί
μοναχού,
παθώνπροσευχής,
καί 9, 10.
ένθα
αρετών, ΡΟ έκ
λάθους
150, 4. τό κε-
Έγκώμιον
1081. εις
φαλαίου
Γρηγόριον
[Μετά5. ΡΟτήν5
150, 1233.τόν
άναφέρεται
Παλαμάν,
έκδοσιν
6. ώς
τών
49. ΡΟ 151,
6
έργων καί
577. τοϋ
Διάλογος
ΙΓαλαμα ύφ’
πρός
ύμών
Πύρρον, ΡΟ
άπεδείχθη ότι
91,
ό 301,
Διάδοχος
Πενσεις καί
είναι μία τών
ερωτήσεις,
σταθερών
1πηγών
0. τής δι-
δασκαλίας
αύτοΰ].
81

τά τρία στάδια τούτου ήτοι τής καθάρσεως, τής έλλάμψεως καί τής έ- νώσεως,
άλλά καί τόν Διάδοχον. Άλλ’ οί κύριοι διδάσκαλοι αύτοΰ είναι οί
Νεοπλατωνικοί. Καί ή πρωτοτυπία καί ή έπίδρασις τοΰ Διονυσίου επί τών
μεταγενεστέρων υπερτονίζονται συνήθως, άλλ’ ούδείς δύναται να αμφισβητήση
αύτάς καθ’ ολοκληρίαν. 'ΙΤ άναγνώρισις δμως αύτοΰ ως πατρός τής άσκητικής
μυστικής 1 σημαίνει άδικαιολόγητον ύποτί- μησιν τοΰ έργου τοϋ Εύαγρίου καί
τοϋ Διαδόχου. 'ΙΙ προσωπική συμβολή τοΰ Διονυσίου έγκειται κυρίως έν τή
προβολή τής έκστάσεως ώς μέσου τής θεάς τοΰ Θεοΰ καί ένώσεως μετ’ αύτοΰ,
δπερ δέν φαίνεται νά έπεδρασε πολύ έπί τών μεταγενεστέρων, οϊτινες, καίτοι
έπωφελήθη- θησαν έκ τοΰ συστήματος αύτοΰ έν πολλοΐς σημείοις, άπέφυγον
τάς ύ- περβολας αυτοΰ. ’Άν τά συγγράμματα τοΰ Διονυσίου άναφέρονται συ-
χνακις καί έσχολιάσθησαν εύρέως, τοΰτο οφείλεται είς τόν σεβασμόν προς τό
πρόσωπόν τοΰ μαθητοΰ τοΰ Παύλου, τοΰ όποιου τό δνομα έφε- ρον έν τή
έπικεφαλίδι. Πιθανώς ή έπί τήν άνάπτυξιν τών μυστικών ιδεών εν τή Δύσει
έπίδρασις τοΰ Διονυσίου διά τής είς τήν λατινικήν μεταφρά- σεως τών έ'ργων
αύτοΰ υπήρξε μεγαλυτέρα. Μετά τόν Διονύσιον ένε- φανίσθη όμάς άσκητικών
μυστικών, ώς οί Βαρσανούφιος ό Μέγας, Ίωάν- νης ό Προφήτης, Δωρόθεος ό
Άββάς 1 2 καί Ιωάννης ό Κλίμακος, άκο- λουθούντων ιδίαν τάσιν τονίζουσαν
τήν υποταγήν ώς ύψίστην αρετήν, πιθανώς ύπό τήν άμεσον έπίδρασίν τών
άσκητικών έργων τοΰ Μεγάλου Βασιλείου. Είναι αναμφισβήτητος ή ΰπαρξις
στοιχείων έκ τής διδασκαλίας τοΰ Διαδόχου έν τοΐς έργοις αύτών καί κυρίως
τοΰ Ίωάννου, παρά τώ όποίω ή προσευχή τοΰ Ίησοΰ κατέχει σπουδαιοτάτην
θέσιν. Ώς έλέχθη ήδη, έν τοΐς Σχολίοις εις τήν Κλίμακα τετράκις άπαντοΰν κε-
φάλαια τοΰ Διαδόχου. Οί άνωτέρω άσκητικοί μετά Ησυχίου τοΰ Σι- ναΐτου
καί άλλων άποτελοΰν κατά τινας έρευνητάς τήν σιναϊτικήν άσκη- τικήν σχολήν,
είς τήν οποίαν τοποθετείται ύπό τοΰ Η&υδΙίθΠ’ καί ό Διάδοχος3. Άλλ’ ούτος,
ζών τοπικώς πολύ μακράν καί προηγηθείς χρο- νικώς τών έκπροσώπων τής
τάσεως ταύτης, δέν δύναται νά περιληφθή είς αύτούς. "Αλλωστε, καθ’ ά
έλέχθησαν, ό Διάδοχος, ών κυρίως μυστικός, δέν άποδίδει τήν αύτήν
σημασίαν είς τήν ύποταγήν καί. τήν άσκη- σιν μετ’ αύτών. Δύναται μόνον νά
θεωρηθή ώς διδάσκαλος αύτών.

1. Βλ. 1.
δτιοίΜΑΥΚ,
«Αδοβδθ
2. ιιηά
Περί
αύτών βλ.
Μγδίϊΐί άβδ Α.
Β
δο^βηαηηίβη
ΕΣΕΛΙΝΟ
3. ΟνίβπίαΙϊα ΟΗνίεΐίαπα, IX, 2, άρ. 36, 1927, σ. 135,
, 1.
ϋϊοηγδίιΐδ
ΒΙΤΣσημ. 6
ΑΓβορ&^ϊΙεί))
Βαρσανούφιος
, δοΗοΙαεύΙι,
ό Μέγας,
2 (1928) ό161-
Ιωάννης
207.
Προφήτης και
Δωρόθεος δ
Άββάς,
Άθήναι 1939.
82

Μάξιμος ό ' Ομολογητής, ένώ άλλοτε έθεωρεΐτο ώς ό κυρίως μαθητής


τοϋ Διονυσίου, σήμερον τοποθετείται ύπό τινιον εις τήν σχολήν τοϋ Εύαγρίου
1 καί δι’ αύτής είς τήν του Ώριγένους. 'Η τοποθέτησις δέν είναι

αδικαιολόγητος άν καί ούτος χαρασσει μετά πολλής ανεξαρτησίας τήν


θεολογικήν αύτοΰ γραμμήν. 'Η άπό τοϋ Διαδόχου έξάρτη- σις αύτοΰ είναι
ισχυρά, ιδίως έν τή διατυπώσει τής σχέσεως μεταξύ τής άγάπης καί τοΰ φόβου
καί τής διδασκαλίας περί άγαθοΰ, κακοΰ καί αύ- τεξουσιότητος, δι’ ήν καί δίς
χρησιμοποιεί χωρίον έκ τών Κεφαλαίων.
1 ο σύστημα ομ<ος επι του οποίου η έπίδρασις του Διάδοχου υπηρ- ξε
τεραστία είναι ό ήσυχασμός. Ή ήσυχία δέν αποτελεί καινοφανή πνευματικήν
κίνησιν γεννηθεϊσαν κατά τόν ιδ' αιώνα, άλλά πνευματικήν τάσιν έχουσαν τάς
ρίζας αύτής είς πολύ παλαιοτέραν έποχήν, είς αύτόν τόν δ' αιώνα. Δύναται νά
λεχθή ότι ήδη κατά τόν ια' αιώνα ή κί- νησις αΰτη είχε διαμορφωθή όριστικώς
καί είχε διαδοθή μεταξύ τών μοναχών τής Κωνσταντινουπόλεως καί τής
κυρίως Ελλάδος. Πρωτοστάτης τής κινήσεως κατά τήν έποχήν ταύτην είναι
Συμεών ό Νέος Θεολόγος, τοΰ οποίου ό Διάδοχος είναι ό άπώτερος
πνευματικός πατήρ. 'Ο Νικήτας Στηθάτος έν τώ Βίω τοΰ διδασκάλου αύτοΰ 1
2, διηγούμενος τά περί τής έκπαιδεύσεως καί εισαγωγής αύτοΰ είς τήν

πνευματικήν ζωήν, λέγει- «καί ποτέ βίβλον λαβών έκ τών τοΰ διδασκάλου
χειρών Μάρκου καί Διαδόχου τών θεσπεσίων άνδρών καί άναπτύξας ταύτην
εύρεν εύθύς λέγουσαν. . . ». 'Ο I. Ηειιΐδΐιβιτ3 υποθέτει ότι έκ λάθους ό
Νικήτας άναφέρει δύο συγγραφείς τής βίβλου, ένώ ό Συμεών έν Λόγω 22
μνημονεύει μόνον τόν Μάρκον, θειυρεΐ δέ τό λάθος ώς προελθόν έκ τής ύπό
τοΰ Νικήτα συγχύσεως τοΰ Μάρκου Διαδόχου πρός τόν Διάδοχον. 'Η γνώμη
αΰτη προέρχεται έκ τής άγνοιας τής δαψιλοΰς ύπό τών μεταγενεστέρων
χρήσεως τοΰ Διαδόχου. Μυστικός συγγραφεύς, ώς ό Νικήτας Στηθάτος, δέν
ήτο δυνατόν νά συγχέη τούς τόσον γνωστούς είς τούς κύκλους αύτοΰ Μάρκον
τόν Ερημίτην, Μάρκον τόν Διάδοχον καί Διάδοχον Φωτικής. Φαίνεται
λοιπόν ότι τό βιβλίον τόν όποιον έλαβεν ό Συμεών άπετέλει είδος άνθολογίας,
«φιλοκαλίας», έκ τών

1. Μ.
νιιι,Εΐι, «Αιιχ
δοιιτοβε <1β
ΗρίπΙιι&ΙίΙβ
2. Βίος
άθ Πολιτεία
και βαίηΐ
Μ&
τον εν Vίε.
3.Άγίοις
ΧΪΠΙΘ
Ε«5δ'μτηεοη
Πατρός
άε οοιιν-
ήμών Ιε
Γβ3
Συμεών τον
ηοιινεαιι
(Ι’δν&^ΓΟ
Νέου θεολό-
ΤΗβοΙοβίεη,
1β ΡοηΙίςυβ»,
γου,
Κοηιβ 4. 1928, σ.
Βενιιε
7, σημ. 3. Βλ.
ά’Αεεείίραε
δμως καί Ηεΐ.
άεΙΕΟΕΗΙΜΑΧ
Β Μ-μεύψ,ιε,
11
Ν, (1930) Τ)α$ 156
έ., 239 έ., 361
ΜεηβεδεηδίΙά
έ..
δει δ^ηιεοη
άετη άιιηξετεη
άβνη ΤΙιεο-
Ιοξβη
ΤνίίνζδκΓξ,
1949, σ. 19 καί
σημ. 7.
83

έργων τών δύο συγγραφέων, οϊτινες δύνανται νά θεωρηθούν καί ώς πνευ-


ματικοί πατέρες τοϋ μεγάλου τούτου θεολόγου.
Δέν είναι δύσκολος ή έν τοΐς έ'ργοις τοΰ Συμεών άνεύρεσις τών ί-
διαζουσών διδασκαλιών τοϋ Διαδόχου- τοΰ έρωτος τοϋ Θεοΰ, τοΰ κάλλους
τοΰ Θεοΰ, τής σχέσεως άγάπης και φόβου, τής έπιγνώσεως έαυ- τοΰ, τής διά
τοϋ φωτός περιαυγάσεως 1 2. Απλή δέ άνάγνωσις τών Κεφαλαίων Φυσικών 44
καί 46 άποδεικνύει καί τήν έπί τοΰ δφους καί τής διατυπώσεως έπίδρασίν τοΰ
Διαδόχου.
Η γνώμη δτι ό ησυχασμός μετεφέρθη είς τό’ "Αγιον "Ορος έκ τοϋ Σινά
δεν είναι πειστική. Ό Γρηγόριος Σιναΐτης δέν εΐσήγαγε τάς ήσυχαστικάς
αντιλήψεις είς τό "Αγιον "Ορος, άλλ’ άπλώς διέδωσεν αύτάς ευρυτερον.
"Αλλωστε ούτος, καθ’ ά άναφέρονται έν τώ βίω αύτοΰ, έδιδάχθη τόν
ησυχασμόν οχι έν Σινά, άλλ’ έν Κρήτη παρά τοΰ μοναχοΰ Αρσενίου, έλθών
δέ είς τό "Αγιον "Ορος, εύρεν οπωσδήποτε καί έκεΐ «θεωρητικούς» τινας
μοναχούς, ένώ οί πλεϊστοι ήσχολοΰντο περί τήν πρακτικήν 2.
Δέν είναι βεβαίως άσήμαντον, δτι οί πρωταγωνισταί τοΰ ήσυ- χασμοΰ
Γρηγόριος ό Σιναΐτης, Γρηγόριος ό Παλαμάς καί Φιλόθεος, οί μονάχοι τοΰ
Αγίου "Ορους γενικώς, καί οί έν τή συνόδω τοΰ 1351 συν- ελθόντες έπίσκοποι
καί λοιποί έκκλησιαστικοί ήγέται έπικαλοΰνται τόν Διάδοχον πρός άπόδειξιν
τής ορθοδοξίας τής ήσυχαστικής κινήσεως. Περισσότερα όμως σημαίνει ή
ταυτότης τών ήσυχαστικών ιδεών, έν- νοιών καί δρων πρός τούς τοΰ
Διαδόχου- ή ήσυχία, ή έκφωνος ή σιωπηρά προσευχή, ή προσευχή τοΰ Ίησοΰ,
ή καρδιακή θέρμη, ή άγια έ- νέργεια, ή κάθαρσις τοΰ νοός, τό θειον φώς, ό
φωτισμός, ή ειρήνη, ή τελείωσις, ή θεωρία τών ήσυχαστών άνευρίσκονται
αύτουσίως παρά τώ Διαδόχω καί ή τονίζονται περισσότερον ύπ’ αύτοΰ ή ύφ’
οίουδήποτε άλλου συγγραφέως ή άποτελοΰν άποκλειστικήν διδασκαλίαν
αύτοΰ.
Ούτως ό Διάδοχος δύναται νά θεωρηθή ώς είς έκ τών κυρίων θε-
μελιωτών τής μυστικής άσκητικής θεολογίας καί ώς ό πατήρ τοΰ ή- συχασμοΰ,
δστις άνεπτύχθη καί διεμορφώθη έπί τοΰ έδάφους τής κυρίως Ελλάδος3.

1. Βλ. ιδίως Κεφ. Φυσικά 38, 39, 86, 89.


2. Βλ.
Γ ΡΗΓΟΡΙΟΥ
3. Ή έν
Π ΑΠΑΜΙΧΑ ,Ι
ΙΛ , Ό "Αγιος
τή Δύσει
Γρηγόριος ότοϋ
έπίδρασις
Παλαμάς, σ.δέν
Διαδόχου
είναι εΰκολον
44 έ. 49, 62.
νά
έπισημανθή.
Είναι πάντως
άξιοσημείωτον
ότι ή Εταιρεία
τοϋ Ίησοΰ
συνιστά είς
τούς δοκίμους
αύτής τήν
άνάγνωσιν τών
έργων αύτοΰ,
Ιηεΐίΐιιΐίο
δοείεΐαΐίε
άβεα,
ΠοΓΟΓίΙία
1893, τ. 3, σ.
ΠΕΡΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗ2 ΗΣΓΧΑΣΊΊΚΙΙΣ ΕΡΙΔΟΣ
1956 *

'Η ήσυχαστική έρις προεκλήθη διά τής πολεμικής, τήν όποιαν ή- σκησεν
ό Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ ολίγον μετά τό 1332, οπότε επισκεφθείς τό
άγιον Όρος έξενίσθη μεγάλως άπό τήν προσπάθειαν τών ασκητών νά
επιτύχουν τήν θέαν τοϋ θείου φωτός διά τής ήσυχίας καί τής άδιαλειπτου
προσευχής. Ό Βαρλαάμ έθεώρησεν άσεβή τήν προσπάθειαν ταύτην καί
άνέλαβε κατά τών ησυχαστών σκληρόν άγώνα, είς τόν όποιον εΐσήλθον ώς
επίκουροι καί πολλοί άλλοι θεολόγοι καί λόγιοι τοΰ Βυζαντίου. Οί φίλοι τής
ήσυχίας, μεταξύ τών όποιων έξέχουσαν θέσιν κατέχει ό Γρηγόριος Παλαμάς,
άπέκρουσαν μέ πολύν ζήλον τάς επιθέσεις αύτών.
Διάφοροι γνώμαι διετυπώθησαν περί τών προϋποθέσεων καί αιτίων έκ
τών όποιων προεκλήθη ή έρις, άποδίδουσαι εις αύτήν κατά τό πλεΐστον
μονομερώς χαρακτήρα συγκρούσεως, εΐτε εκκλησιαστικής μεταξύ τοΰ
ένοριακοΰ εγγάμου καί τοϋ άγαμου κλήρου ή μεταξύ τών ένω- τικών καί τών
άνθενωτικών, εΐτε κοινωνικής μεταξύ τών «πολιτικών» καί τών μοναχών, εΐτε
φιλοσοφικής μεταξύ τών άριστοτελικών καί τών πλατωνικών, εΐτε Οεολογικής
μεταξύ τών όρθολογιστών καί τών μυστικών Γ ' Η ήσυχαστική έρις πάντως,
μολονότι άνεφέρετο είς συγ- κεκριμένον πρόβλημα, παρουσιάζει
πολυμορφίαν καί δέν είναι εύχερές

*Έδημοσιεύθη είς τόν Γρηγύριον Παλαμάν, 39


(1956).
1
. Βλ.
Γ ΡΗΓ
ΟΡΙΟ
Υ
11 Λ . Π
ΛΜΙΧ
Λ . ΙΙΛ ,
Ό
"Αγιος
Γρηγό
ριος ό
ΙΙαλα
μάς,
Αλεξά
νδρεια
88

ν’ άπλουστεύσωμεν τά πράγματα μέχρι σημείου, ώστε νά διατυπώσωμεν τήν


αιτίαν αύτής μέ μίαν φράσιν.
'Η έρμηνεία περί τής ήσυχαστικής εριδος ώς συγκρούσεως μεταξύ
εγγάμου καί άγάμου κλήρου παρουσιάζεται πολύ αφελής, ώστε νά μή άπαιτή
κόπον πρός άναίρεσιν.
Τό ένωτικόν πάλιν ζήτημα είναι άληθές δτι επαιξεν άξιόλογον πρό-
σωπον, αλλα μονον ως υστερογενές στοιχειον και κατα τα μεταγενέστερα
στάδια τής έριδος. "Ολοι οί ήσυχασταί θεολόγοι διέκειντο δυ- σμενώς πρός
τήν κίνησιν διά τήν ένωσιν μετά τής δυτικής Εκκλησίας, άλλ’ οί άντίπαλοι
αύτών δέν ήσαν δλοι φιλενωτικοί. Φίλοι τής ένώσεως ήσαν ό Γρηγόριος
Ακίνδυνος, ό Δημήτριος Κυδώνης, ό Ιωάννης Κα- λέκας καί ό Μανουήλ
Καλέκας, δέν υπήρξαν δμως αύτοί οί πρώτοι ύ- ποκινηταί τής εριδος, άλλ’
είσήλθον εις τόν άγώνα, δταν ούτος εύρίσκε- το πλέον έν έξελίξει. Τοΰ
Βαρλαάμ ή άρχική άνάμιξις είς τήν ένωτικήν κίνησιν, παραβλεπομένης τής
μετέπειτα διαγωγής αύτοΰ, άπέβλεπεν, δπως φαίνεται πιθανώτερον, είς τό
συμφέρον τής άνατολικής Εκκλησίας καί ιδίως είς τό συμφέρον τοϋ
βυζαντινού κράτους. 'Ο δέ άλλος σημαίνον άντιησυχαστικός, ό Νικηφόρος
Γρηγοράς, ήτο άνθενωτικός.
Κατά παρόμοιον τρόπον οΰτε αύστηρώς πολιτικόν ή καί εθνικόν
χαρακτήρα επιτρέπεται ν’ άποδώσιυμεν είς τά αίτια τής εριδος. ’Άν έ-
πρόκειτο περί συγκρούσεως μεταξύ τών οπαδών τής πολιτικής συνεν- νοήσεως
μέ τήν Δύσιν καί τών φίλιυν τής άνεξαρτήτου πολιτικής τοϋ Βυζαντίου, άλλοι
θά έπρεπε νά είναι οί κύριοι ύποκινηταί τής εριδος καί ούχί ό Βαρλαάμ, δ
όποιος κινούμενος άπό εθνικήν υπερηφάνειαν διά τήν έλληνικήν καταγωγήν
του έγκατέλειψε τήν Δύσιν καί ήλθε πρός οριστικήν έγκατάστασιν είς τήν
Ελλάδα ώς πατρίδα του. Μόνον είς τήν γένε- σιν τών ύποψιών τών μοναχών
τοΰ άγιου ’Όρους είναι δυνατόν νά είχε περιωρισμένην έπίδρασίν ή έκ τής
Δύσεως προέλευσις τοΰ Βαρλαάμ·
Στοιχεία λοιπόν έκ τών άνωτέρω άντιθέσεων ύπεισήλθον είς τήν
ησυχαστικήν έριδα, άλλά τά αίτια αύτής πρέπει ν’ άναζητηθοΰν κυρίως είς τάς
θεολογικάς προϋποθέσεις τών άντιπάλων καί είς τάς περί θρησκευτικού καί
κοσμικού βίου άντιλήψεις αύτών.
Οί άντίπαλοι τών ήσυχαστών ήσαν, άκόμη καί δταν προήρχοντο απο τας
τάξεις των μονάχων, άνθρωποι του κοσμου, αρεσκομενοι εις τήν κοσμικήν
άναστροφήν, τάς δημοσίας εμφανίσεις, τάς διαλέξεις καί τάς συζητήσεις. Δέν
ήτο λοιπόν εΰκολον είς αύτούς νά κατανοήσουν τήν πράξιν τών μοναχών, οί
όποιοι έπεδίωκον τήν πλήρη νέκρωσιν τοΰ κοσμικού φρονήματος καί ήσκουν
τήν ταπεινοφροσύνην. Είς άντίθεσιν πρός τήν μοναχικήν αύταπάρνησιν ΐστατο
τό εγωιστικόν φρόνημα τών έπι-
89

δεικτικών λογίων τοΰ τύπου Βαρλαάμ και Νικηφόρου Γρήγορά. 'Η έξέτασις
τοΰ βίου τών δύο τούτων λογίων υψηλής περιωπής, οί όποιοι παρουσίαζον
στενοτάτην συγγένειαν μεταξύ των, ασχέτως άν διά λόγους γοήτρου
συνεκρούσθησαν καί μεταξύ των κάποτε, δεικνύει ότι σπου- δαΐον μέλημα
αύτών άπετέλει ή προσωπική προβολή των καί ότι προσβολή κατά τοΰ
υπεροπτικού φρονήματος των συνεπήγετο σημαντικήν έπίδρασίν είς τάς
σκέψεις καί τάς ενεργεί ας των. Τοιαΰται προσβολαί άπετέλεσαν τήν αιτίαν
λόγω τής όποιας ό Βαρλαάμ έγκατέλειψε κατ’ άρχάς μέν τήν
Κωνσταντινούπολή, βραδύτερον δέ καί τήν Ελλάδα όριστικώς.
Είναι όθεν εύλογον ότι οί διανοούμενοι ούτοι ήσθάνοντο αποστροφήν
πρός τόν μοναχικόν βίον, ύπό τήν ήσυχαστικήν ιδίως μορφήν του, καί
περιφρόνησιν πρός τούς μοναχούς. Άπό τοΰ ια' ήδη αίώνος είχεν άναπτυχθή
μεταξύ τών μεταρρυθμιστικών καί όρθλογιστικών κύκλων τών άναγεννητών
παράδοσις περιφρονήσεως πρός τόν μοναχικόν βίον. Εις έκ τών
σπουδαιοτέρων έκπροσώπιυν αύτών, ό Μιχαήλ Ψελλός, κατειρωνεύεται τούς
μοναχούς, τούς όποιους άποκαλεϊ «καθ’ ήμάς Ναζι- ραίους» *. Άλλ’ είναι
εΰκολον νά προχωρήσιυμεν καί είς προγενεστέρας έποχάς. 'Η είκονομαχική
έρις, ή όποια είς πολλά σημεία παρουσιάζει άναλογίας μέ τήν ήσυχαστικήν,
προήλθεν έκ τής άντιδράσειυς κατά τής μεγάλης έξαπλώσεως τοϋ μοναχικού
βίου καί κατά τής παραστάσεως δι’ αισθητών μέσων τών θείων προσοόπων.
'Ο Βαρλαάμ δέ είχε καί ιδιαιτέρας άφορμάς διά νά μή έννοή τόν τρόπον
σκέψεως καί ένεργείας τών ήσυχαστών. Άνδρωθείς, έκπαιδευ- θείς καί
μονάσας είς τήν Δύσιν, έγνώριζε, καίτοι ήτο ορθόδοξος, τόν μοναχικόν βίον
καί κυρίως κατά τόν δυτικόν τύπον αύτοΰ. Οί μοναχοί τής Δύσεως ήσαν τότε,
όπως καί βραδύτερον, όργανα τής έκκλησιαστι- κής ήγεσίας είς τήν
ιεραποστολήν, τήν παιδείαν καί τήν κοινωνικήν πρόνοιαν. 'Ο ίδιος δέ άνήκεν
εις τάγμα άκολουθοΰν τόν Κανόνα τοΰ Μεγάλου Βασιλείου καί άρα
έπιδιδόμενον είς έργα φιλανθριυπίας. Έλθών είς τήν Ανατολήν άπεγοητεύθη,
διότι άντί διδασκάλων καί κοινωνικών εργατών τοΰ είδους τών Φραγκισκανών
καί τών Δομινικανών συνήντησεν άσκητάς άσχολουμένους σχεδόν
άποκλειστικόΰς μέ τήν «θεωρίαν» καί τήν σωτηρίαν τής ψυχής τ«ον. ΊΙγνόει ό
Βαρλαάμ τήν έξέλιξιν τοΰ μοναχικού βίου είς τήν Ανατολήν άπό τοΰ γ' αίώνος
μέχρι τών χρόνων του καί, όταν τόν εύρε διάφορον άπό ό,τι ύπελόγιζεν, έμεινε
κατάπληκτος καί μετ’ ολίγον έγινεν έχθρός του. 1

1, Βυζαντινή Ίστοοία, Κ. ΣΑΘΑ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 4, 207.


90

Έκδήλωσις τοϋ κοσμικού φρονήματος κατά τήν έ—οχήν ταύτην


το καί ή αποκλειστική ένασχόλησις καί έπίδοσις εις τάς έπιστήμας

*1
•2
καί τάς καλάς τέχνας. Είναι οί χρόνοι τής αύγής τής άναγεννήσεως, τής
οποίας σημαίνοντες εκπρόσωποι υπήρξαν ό Βαρλαάμ καί ό Γρηγοράς.
Διά νά κατανοηθοΰν καλύτερον τά ενδιαφέροντα καί ή νοοτροπία τού
Βαρλαάμ., άρκεϊ νά σημειωθή ότι διετέλεσε διδάσκαλος δύο έκ τών κυ-
ριο^τέρων συγγραφέων τής ιταλικής άναγεννήσεως, τοΰ Βοκκακίου καί
τοϋ Πετράρχου.
Είς τά συγγράμματα του ό Βαρλαάμ χρησιμοποιεί μαρτυρίας καί έκ τών
Πατέρων τής Εκκλησίας, άλλ’ ή άπασχόλησίς του είς τήν μελέτην αύτών ήτο
περιωρισμένη. Τήν άγάπην του προσείλκυον οί άρχαΐοι σοφοί' είς αύτούς
άφιέρωνε τό πλεΐστον τοϋ χρόνου του καί αύτούς έ- θεώρει ώς αύθεντίας διά
τήν εϋρεσιν τής άληθείας. Κατά τον Γρηγο- ράν 1 ίσχυρίζετο «μηδ’ αύτώ τω
Θεώ δύνασθαί τινα συγγενέσθαι εί μή ταύτην έ'λθοι προτέραν τήν ό δον καί
Πυθαγόρα καί Άριστοτέλει καί Πλάτωνι συγγενόμενος καί φύσεως άνάγκας
έκεΐθεν καί γενεσειος τών οντων καί φθοράς άκολουθίαν μεμαθηκιός, ούτως
έπί τήν κατάληψιν ελθοι τής άληθείας».
Παρόμοιας άπόψεις έτρεφε καί ό Νικηφόρος Γρηγοράς. Είχενάφιε-
ρώσει ούτος τόν έαυτόν του εις φιλοσοφικάς μελέτας, διό καί έπιονομά- ζετο
άπό όλους «ό φιλόσοφος», πράγμα τό όποιον τόν έγέμιζε μέ υπερηφάνειαν,
καί έφρόνει ότι αί γνώμαι περί τών θεολογικών προβλημάτιυν πρέπει νά
διαμορφώνιυνται κατόπιν μελέτης όχι μόνον τής Γραφής καί τών Πατέρων
τής Εκκλησίας, άλλά καί τών θύραθεν σοφών. 'Πρός έ- νίσχυσιν τών άπόψεοόν
του εφερε βάσει τοϋ σχετικού συγγράμματος τοΰ Γρηγορίου Νύσσης τό
παράδειγμα τοΰ Μωυσέως, ό όποιος πριν προσέλθη «τή θεωρία τοΰ όντος»,
έσπούδασεν είς τά πολιτικά σχολεία της Αίγυπτου *\
Ό Γρηγόριος Παλαμά.ς άπαντών είς τάς γνοϋμας ταύτας έδέχετο ώς
άπαραίτητον τήν έκπαίδευσιν τών νέων καί ήνείχετο τήν ένασχόλη- σιν μέ τήν
κοσμικήν σοφίαν, άλλ’ έφρόνει ότι ή σοφία τοΰ κόσμου άποτελεΐ απλήν
προπαίδειαν καί ότι δέν δύναται νά συμβάλη σπουδαίους είς τήν κατανόησιν
τών θείιον άληθειών. 'Ο Μωυσής έσπούδασεν εις τήν νεανικήν ήλικίαν του,
άλλ’ ή σπουδή του αΰτη δέν άπετέλει άςιό- λογον προσόν διά τήν κατανόησιν
τοϋ Θεοϋ. Καί αύτός ό Παλαμάς ή- σχολήθη μέ τήν φιλοσοφίαν, ίδιους τήν
άριστοτελικήν, καί μόλις δεκα- 1 2

1
.2
.
Φ
Λ
όλ
γ
ω
.
ρ
θ
έ
ε
νο
τλ
οι
γ
ο.
ς
1
,,
91

επταετής κατέπληξε τον αύτοκράτορα καί άλλους έπισήμους εις δημοσίαν


συζήτησιν 1. Τώρα δμως ούδεμίαν άξίαν αποδίδει είς τήν σοφίαν εκείνην. Τδ
νά έπιχειρή τις «μόνη μαθήσει λαλεΐν» άποβαίνει άκαοπον 1 2, ό δέ Γρηγοράς,
«κατασαπείς καί καταγηράσας καί κατατριβείς έν τή τών έξω μαθημάτων
μελέτη καί συνεζηκώς τή ματαιοπονία τής άκαρπου φιλοσοφίας» στερείται τής
καταλλήλου καταρτίσεως διά την έξέ- τασιν τών θρησκευτικών άληθειών καί
φαινομένων, τό χειρότερον δέ έκυριεύθη ύπ’ αύτής καί άπέκτησεν
υπεροπτικόν φρόνημα3 4.
’Έναντι τής αυθεντίας τών άρχαίοιν σοφών οί ήσυχασταί έτοπο- θέ τουν
τήν αύθεντίαν τής άγιας Γραφής καί τών Πατέρων τής Εκκλησίας ή άλλως τήν
αύθεντίαν τής διδασκαλίας τοϋ άγιου Πνεύματος. «Πό- θεν έμάθομεν περί
Θεοϋ ; . . . Ούκ έκ τής τοϋ Πνεύματος διδασκαλίας ;» 2. Καί οί
άντιησυχαστικοί βεβαίως δέν παρημέλουν νά προσαγάγουν ύπέρ τών άπόψεών
των χο>ρία έκ τών Πατέρων, διφορουμένης κατά τό πλεΐστον έννοιας, άλλ’
έδηλώθη ήδη μέ τά άνωτέρω οτι ύπετίμων ή δέν έδέ- χοντο καν τήν αύθεντίαν
αύτών καί προσεπάθουν νά τήν αναπληρώσουν διά τής φιλοσοφικής
άνακρίσεως. Είναι άνάγκη δμως νά σημειωθή δτι ή ύποτίμησις ή άπόρριψις
τής αύθεντίας τής παραδόσειος άναφέρεται κυρίως είς τήν πράξιν τών
σπουδαιοτέρων έξ αύτών, ήτοι τοΰ Βαρλαάμ καί τοϋ Νικηφόρου Γρήγορά. Οί
δευτερεύοντες έξ αύτών, έξετάζοντες τό πρόβλημα υπό τό πρίσμα τών
φιλενιοτικών φρονήματος των, ήκο- λούθουν έπ’ αύτοΰ τήν μετριωτέραν θέσιν
τών παλαιών Σχολαστικών.
Τό ύπό έξέτασιν άντικείμενον συζητήσεοις αί άντίπαλοι μερίδες
έξελάμβανον κατά διάφορον έκαστη τρόπον οί μέν ήσυχασταί ούς πρόβλημα
περί τής κοινοινίας καί ένώσεως μετά τοΰ Θεοΰ, οί δέ άντιησυ- χαστικοί ώς
πρόβλημα περί τής γνώσεως τοΰ Θεοΰ. Διά τοΰτο καί δέν ήτο δυνατόν νά
εύρεθή σημεΐον συναντήσειυς καί συνεννοήσεως μεταξύ αύτών.
Οί άντιησυχαστικοί ήσαν πολύ άπερροφημένοι άπό τάς κοσμικας
φροντίδας καί τάς έπιστημονικάς άσχολίας τιυν, ώστε νά μή έχουν δια- θεσιν
άπασχολήσεους μέ τήν εδρεσιν τρόπου πρός έπίτευξιν τής κοινωνίας μετά τοΰ
Θεοΰ. Τό μέτρον τής έπ’ αύτοΰ τακτικής των έδωσε πα- λαιότερον δ Μιχαήλ
Ψελλός, ό όποιος διέκρινε μεταξύ τής ζωής τής ά-

1. Αυτόθι φ. 55β.
2
. Προς Γρηγοράν Αντιρρητικός Α' (άνέκδοτον έκ Κώό. Αιον. 192, φ. 53α. Οί Λόγοι τοϋ Παλαμ
3. Αύτόθι φ. 54α.
4. ΓΡΗΓ. ΠΑΛΑΜΑ, Κεφάλαια 21.
92

παθείας καί τής παθητικής ζωής, έφρόνει δέ ότι εις τόν παρόντα βίον αρμόζει
μόνον ή παθητική ζιοή, διότι ή άπαθής ούτε δυνατή οΰτε επιθυμητή είναι εις
τόν βίον αύτόν καί ανήκει είς τόν βίον τοϋ μέλλοντος αίώνος Γ
Διά τοΰτο τά θεολογικά προβλήματα έξήταζον οί άντιησυχαστί- κοί άπό
τής θεωρητικής των πλευράς, άποχωρίζοντες ουτω πλήρους τήν θρησκευτικήν
ζωήν άπό τήν θρησκευτικήν γνώσιν. 'Η προσοχή των λοιπόν έστρέφετο πρός
τό πρόβλημα τής νοησιαρχικής γνώσεως τοΰ Θεοΰ. Άλλ’ είς τό πρόβλημα
τοΰτο παρετηρήθησαν καί μεταξύ των δια- φοραί. Ένώ οί έξ αύτών
φιλενωτικοί, ό Γρ. Ακίνδυνος, ό Δ. Κυδώνης καί ό Μ. Καλέκας, ήκολούθουν
καί έπί τοϋ σημείου τούτου τήν διδασκαλίαν τών παλαιοτέρων Σχολαστικών,
ιδίως δέ Θωμά τοΰ Άκινάτου, τοΰ οποίου έργα καί μετέφρασαν δύο έξ αύτών,
ό Βαρλαάμ καί ό Νικηφόρος Γρηγοράς είχον άλλας άντιλήψεις.
'Ο Θωμάς έδέχετο ώς δυνατήν τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ, έστω καί ούχί
τελείαν καί ολοκληρωτικήν, πραγματικήν δέ τήν ύπόστασιν τών είς τόν Θεόν
άποδιδομένων ιδιωμάτων. 'Ο Βαρλαάμ όμιυς άντετίθετο είς τήν διδασκαλίαν
τοΰ Θωμά, πρός άναίρεσιν τής όποιας είχε συντάξει καί ειδικόν σύγγραμμα.
Είς άνέκδοτον εργον τοΰ Παλαμά κατά τοΰ Βαρλαάμ 1 2 διατηρείται γνώμη
τούτου κατά τήν όποιαν «ούκ έστιν άπόδει- ξις έπ’ ούδενός τών θείοιν», καί
άρα ό Θεός είναι όλοτελώς άκατάλη- πτος καί καθ’ έαυτόν καί κατά τά περί
αύτόν. Ό Νικηφόρος Γρηγοράς, υποστηρίζουν τήν ιδίαν γνώμην, κατοχυρώνει
αύτήν μέ τήν θεωρίαν περί ανυπαρξίας καθ’ έαυτά τών ιδιωμάτων τοΰ Θεοΰ
καί περί «όνοματι- σμου». α^κιαι οιονει τινες εισι φύσει των πραγμάτων οα
φωναι. . . ουδέ γάρ φύσει τοΐς πράγμασι τά ονόματα». 'Η πραγματική
ύπόστασις τών ιδιωμάτων θά έσήμαινε κατά τόν Γρηγοράν περιγραφήν καί
περιορισμόν τής άπειρου φύσεως τοΰ Θεοΰ. <(] Ιεριγεγραμμένος τις όρος ού-
σίας καί φύσεως γίνεται τοΰνομα, ή δ’ άπερίγραπτος έκείνη φύσις πε-
ριγραφαΐς ονομάτων δουλεύειν ού δύναται» 3.
Είναι προφανές ότι ένταΰθα υπεισέρχεται ή διδασκαλία τών όνο-

1. Βυζαντινή '
2Ιστορία, Κ. ΣΑΘΑ
. Μεσαιωνική
ΙΙαρά Γν. ΠΑΜΑΜΙΧΑΙΙΛ, Ό "Αγιος Γρηγόριο
βιβλιοθήκη 4, 262 έ.
3
. Λόγ. Θεολογ. 1, 10 καί 12 Πρβλ. καί άνέκδ
93

ματιστών, κατά τήν όποιαν αποκρούεται ή πραγματική ΰπαρξις τών γενικών


ιδεών, κατ’ ακολουθίαν δέ καί τών ιδιωμάτων τού Θεοΰ, καί θεωρούνται αί
ίδέαι καί τά ιδιώματα ώς απλά ονόματα τεθέντα συμβατικούς. Κατά τήν αύτήν
ακριβώς έποχήν ήκμαζεν είς τήν Δύσιν ή ανάλογος διδασκαλία τών
όνοματιστών τής σχολής τοϋ ΥΥ. Οοΐίυπι, ή όποια διέλυσε τήν σχολαστικήν
θεολογίαν, έφ’ όσον πλέον τά ιδιώματα δέν έθεωροϋντο υπαρκτά καί ουτοο
δέν ήτο δυνατόν νά υποβληθούν είς τήν ερευνάν διά τοϋ άνθροοπίνου λόγου.
Έπί τοϋ παρόντος δέν δυνάμε- θα νά βεβαιώσωμεν οτι ό Γρηγοράς είχε
μορφώσει τήν γνώμην του κατ’ έπίδρασίν τών δυτικών τούτων θεολόγων καί
φιλοσόφοον. Θά παρου- σίαζεν ίσως ένδιαφέροντα πορίσματα ή έ'ρευνα περί
τοϋ άντικειμένου τούτου ούχί όμως κατ’ άνάγκην πρός τήν κατεύθυνσιν τής έκ
τής Δύ- σεως έπιδράσεως. Διότι είναι πιθανώτερον ότι αί γνώμαι τοΰ Γρηγορά
άπετέλουν έξέλιξιν τών άντιλήψεων παλαιότέρων βυζαντινών φιλοσόφων. Τήν
ιδίαν έπίδρασίν δυνάμεθα νά διίδωμεν καί είς τόν Βαρλαάμ, ό όποιος άρχικώς
κινούμενος άπό υπερηφάνειαν διά τήν έλληνικήν του καταγωγήν άπεμακρύνθη
τής Δύσεως καί ήθελε νά σκέπτεται έλληνι- στί. "Ισως νά είχεν έπηρεασθή
είδικώς άπό τάς γνώμας τοΰ συμπατριώτου του Ίωάννου τοΰ ’Ιταλού, τοΰ
όποιου καί Αλλως έμιμήθη τό παράδειγμα διά τής άποφάσεώς του νά
έγκατασταθή μονίμους είς τήν Κωνσταντινούπολή.
'Ο Γρηγόριος ΙΙαλαμάς είς τήν άνωτέρω μνημονευθεΐσαν συζή- τησιν έν
τώ παλατίω άπέκρουσε τήν γνώμην τοΰ Γρήγορά περί τών ιδιωμάτων
άπαντήσας «πάντως καί εΐσί, φιλόσοφε» ό δέ Φιλόθεος Κωνσταντινουπόλεως
λέγει οτι ναι μέν δέν είναι δηλωτικά τής ούσίας τοΰ Θεοΰ τά ονόματα, άλλ’
είναι πάντως δηλωτικά τών θείων ενεργειών, δηλαδή είναι δηλωτικά
πραγμάτων καί φύσεων 1 2. Κατά τήν άποψιν δέ ταύτην τά ιδιώματα δέν
εισάγουν διάκρισιν είς τήν θείαν ούσίαν, οπότε ό Θεός θά περιωρίζετο, άλλ’
εισάγουν διάκρισιν εις τας θείας έ- νεργείας καί κατά τοΰτο μόνον είναι
καταληπτός ό Θεός.
Καταφαίνεται ούτως ότι οί κύριοι άντίπαλοι τών ήσυχαστών έστή- ριζον
τήν δυνατότητα πάσης γνώσεως είς τήν δύναμιν τοΰ όρθοΰ λόγου καί ότι
συνεπείς πρός τάς άντιλήψεις τιον περί τών ορίων τής δυνάμεως ταύτης
έπρέσβευον ότι ό Θεός, κείμενος πέραν καί ύπερανω τοΰ αισθη-

1.
Επίτο
μος
Διήγη2. Ιίρός Ι'ρηγοράν Αντιρρητικοί 9, ΡΟΓ 151,
σις, 1013.
Κώδ.
Διυν.
192,
φ.
45α.
Είς
τήν
τρίτην
τριάδα
του
Ίπέρ
ήσυχα
94

τοΰ κόσμου, δέν είναι, άντικείμενον επιστημονικής έρεύνης. Κατά τόν


Γρηγοράν ή γνώσις είναι έμφυτος εις τόν άνθρωπον, άλλά περιορίζεται εις τά
αισθητά αντικείμενα. Διά τοΰτο άλλωστε καί ό ίδιος ήσχο- λεΐτο μέ τάς
θετικάς κυρίως έπιστήμας 1 είς τάς όποιας καί διέπρεψεν. Παρά ταΰτα ό
θεολογικός άγνωστικισμός καί αύτοΰ καί τοϋ Βαρλαάμ δέν ήτο άπόλυτος,
διότι καί οί δύο άνεγνώριζον τήν δυνατότητα άνα- γωγής άπό τών αισθητών
είς τά ύπέρ αϊσθησιν. «'Ορατέ, πώς έκ τών τή αίσθήσει γνωρίμων καί φανερών
ό νους. . . πρός τήν τών θείων καί υπέρ αϊσθησιν εΰρεσιν άνατρέχει;» 1 2. Είς
τήν περίπτωσιν αύτήν όμως δέν πρόκειται πλέον περί γνώσεως τοΰ Θεοΰ, άλλά
περί μερικής κατα- νοήσεως αύτοΰ έκ τών έκφάνσεων καί τών άναλογιών άπό
τών αισθητών. Άπέκρουον τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ διά τής περιδεούς φροντίδος
των νά. διαφυλάξουν πρώτον τό υπερβατικόν καί δεύτερον τό ένιαΐον αύτοΰ,
φοβούμενοι δέ ότι ή άποδοχή ιδιωμάτων καθ’ έαυτά υπαρκτών θά διετάρασσε
τήν ενότητα έν τώ Θεώ, άπέκλειον καί τήν γνώσιν τούλά- χιστον τών
ιδιωμάτων τούτων. "Ο,τι έδέχοντο λοιπόν ώς γνωριστόν περί τοΰ Θεοΰ
περιωρίζετο εις τάς κατ’ αύτούς κτιστάς ένεργείας του. Οί άντιησυχαστικοί διά
τής διδασκαλίας των ήρνοΰντο τήν δυνατότητα τής θεοφάνιας καί άπέκρουον
κατά τινα τρόπον τήν δυνατότητα τής ά- ποκαλύψειυς καί τοΰ θαύματος, άλλά
τοΰτο είναι πόρισμα έκ τής μελέτης τής έπιχειρηματολογίας των καί ϊσως νά
μή είχον οί ϊδιοι συνεί- δησιν περί αύτοΰ.
') πό τάς προϋποθέσεις ταύτας οί άντιησυχαστικοί θεολόγοι δέν ητο δυνατόν
ν’ άποδεχθούν τάς γνώμας τών ήσυχαστών. Διέπραττον

όμως καίριον σφάλμα είς τήν έκτίμησιν τών γνωμών τούτων. Οί ήσυχασταί
ώμίλουν βεβαίως περί καταλήψεως τοΰ Θεοΰ άλλά πρώτον δέν έταύτιζον αύτήν
μέ τήν πλήρη γνώσιν τοΰ Θεοΰ καί δεύτερον δέν έξελάμ-
β >Λ« \ > ■>(

ανον αυτήν υπο νοησιαρχικην έννοιαν.


Είς τήν συζήτησιν μετά τοΰ Γρήγορά έν τώ παλατίω ό Γρηγόριος
ΙΙαλαμά,ς είπε- «τοΰ Θεοΰ τό μέν άγνωστόν έστι, τό δέ γνωστόν καί τό μεν
άρρητον, το όε ρητόν άγνωστος δε εστιν ο Οεος εκ των κατ αυτόν, γνωστός δέ
έκ τών περί αύτόν φυσικών ενεργειών» 3. Είς τούς λόγους αύτούς καί είς πλεΐστα
άλλα παράλληλα χωρία τής ήσυχαστικής γραμματείας βλέπομεν ότι οί
ήσυχασταί διέκρινον μεταξύ τής ούσίας τοΰ Θεοΰ, τήν όποιαν έθεώρουν ώς
τελείους άκατάληπτον, καί τών ένεργειών
1
2.
.3

Γλ
Ρ.Ε
Ιπ
ΙΦ
ί
Γτλ
οω
Ο
Ρρ
μ
οε
Λ
,νς
τ
95

αύτοΰ, τάς όποιας έθεώρουν ώς καταληπτάς. Τό σημεΐον τοΰτο κυρίως


συνεκέντρωσε τήν προσοχήν τών άντιπάλων μερίδων. Οί μέν ήσυχασταί
έκήρυττον τάς ένεργείας τοΰ Θεοΰ ώς δυνάμεις άκτιστους καί μόνον τά
αποτελέσματα τών θείιον ενεργειών έλεγον κτιστά, οί δέ άντιησυχαστι- κοί
άντιθέτιυς πρός διαφύλαξιν τοϋ ενιαίου τοϋ Θεοΰ έθεούρουν καί τάς ένεργείας
αύτοΰ κτιστάς, συγχέοντες οΰτιος αύτάς μέ τά έπί μέρους ένερ- γήματα καί
ποιήματα τοΰ Θεοΰ. 'Ο Παλαμάς κατέδειξεν είς ποιας αντιφάσεις ώδήγει ή
διδασκαλία αΰτη, παριστώσα τόν Θεόν ταυτοχρόνως ώς άκτιστον καί κτιστόν,
ώς ενα καί πολυμερή, ώς ορατόν καί αόρατον, ώς καταληπτόν καί
άκατάληπτον1.
Δια τής διακρίσεως μεταξύ άκτιστου ούσίας καί άκτιστων ένερ- γειών τοΰ
Θεοϋ, δημιουογοΰνται αί προϋποθέσεις πρός κατάληψιν αύτοΰ ούχί βεβαίως
κατά τήν ούσίαν, άλλά κατά τάς ένεργείας. Τήν κατάληψιν πάντως ταύτην δέν
στηρίζουν οί ήσυχασταί είς τόν άνθρώπινον λόγον, άλλ’ είς τήν πίστιν. «Πίστις
ήγεΐται τών ευσεβών δογμάτων, ούκ άπόδειξις· έπεται δέ τή πίστει ή σύνεσις» 1
2. Καί ούτως εύρίσκομεν οτι δέν είναι τής αύτής μορφής όλα τά είδη τών

άποδείξεων, άλλ’ είναι διάφοροι άπό τάς έπιστημονικάς αί θρησκευτικαί


άποδείξεις. Είς τόν άνιο- τέρω μνημονευθέντα ισχυρισμόν τοΰ Βαρλαάμ περί
τοΰ δτι δεν υπάρχει άπόδειξις περί Θεοΰ, ό Παλαμάς άπήντησεν δτι υπάρχει
περί Θεοΰ ά- πόδειξις ίσχυροτάτη καί έγκυρος, άλλ’ είναι διάφορος άπό τό
αριστοτελικόν είδος τών άποδείξεων. Τοΰτο ήτο άκατανόητον διά τούς
μονομερείς όρθολογιστάς. Τήν διάκρισιν μεταξύ άποδείξειον αισθητών πρα-
γμάτων καί άποδείξεων θείων άληθειών εύρίσκομεν καί πριν έκραγή ή
ησυχαστική έρις είς τόν διδάσκαλον τοΰ ησυχασμού έν άγίω ’Όρει Γρη-
γόριον Σιναΐτην, ό όποιος δίδει έν προκειμένω καί τό μέτρον τών άντι-
λήψεων καί τής έπιχειρηματολογίας τών ησυχαστών. «Γνώσιν άληθείας την τής
χάριτος αϊσθησιν είναι κυρίως νόμισον τάς δέ λοιπάς νοήσεοιν εμφάσεις καί
πραγμάτων άποδείξεις άποκαλεϊν δει» 3.
Κατά ταΰτα ή γνώσις τών θείων αληθειών δέν είναι συγγενής ή άνάλογος
ούτε μέ τήν κατ’ αϊσθησιν άντίληψιν οΰτε μέ τήν νοητικήν κατάληψιν· είναι
γνώσις μυστική καί πνευματική έπιτυγχανομένη διά τοΰ φωτισμού τοΰ άγιου
Πνεύματος. Επομένως δταν οί ήσυχασταί διεβε- βαιωνον δτι έβλεπον τό θειον
φώς, δέν ένόουν δτι διά τών φυσικών αί- σθήσεούν άπέκτων παραστάσεις τής
άκτιστου θείας ένεργείας, άλλ’ δτι

1. ΡΟ 151, 928. Βλ.


καί Φ ΙΛΟΘΕΟΥ , ΡΟ
2. Επίτομος
151,Γ 929
ΡΗΓ κ.ά.
Αιήγησις,
3. . Κώδ. Διον.
Σ ΙΝΑφ.
192, 42β.,
Ϊ ΤΟΥ
Κεφάλαια 3.
96

εύμοιρήσαντες πνευματικής καί ύπερφυοΰς χάριτος, κατηξιοΰντο νά ΐδουν


πνευματικώς τά υπέρ αϊσθησιν καί τά εις τούς σωματικούς οφθαλμούς αθέατα
1.

Τοΰτο παρεξήγησεν δ Βαρλαάμ, ό όποιος έλθών προσφάτως εις τήν


Ελλάδα ήγνόει τήν έξέλιξιν τοϋ μοναχικού βίου έν τή Ανατολή.' Η προσ-
πάθεια τών μοναχών πρός άνάπτυξιν τών πνευματικών δεξιοτήτων διά τήν
κατάληψιν τών θείων αληθειών καί τήν έπίτευξιν τής κοινωνίας μετά τοϋ Θεοΰ
είχεν άναφανή άπό τοΰ τέλους τοΰ δ' καί τών άρχών τοΰ ε' αίώνος, όπως
παρατηροΰμεν είς τά συγγράμματα Μακαρίου τοΰ Αιγυπτίου, Εύαγρίου τοΰ
Ποντικοΰ, Μάρκου τοΰ Ερημίτου, Διαδόχου Φωτικής καί άλλων. ’Έκτοτε ή
κατόρθωσις τοΰ ώς άνω σκοπού έπε- ζητεϊτο διά τής άποταγής άπό παντός
σωματικού καί κοσμικού καί διά τής αύτοσυγκεντρώσεως έν ήσυχία καί
προσευχή. Διατηρηθεΐσα καθ’ όλους τούς μετέπειτα αιώνας ή τάσις αΰτη
άνεζοιογονήθη ύπό Συμεών τοΰ Νέου Θεολόγου καί τοΰ μαθητοΰ του
Νικήτα Στηθάτου κατά τόν ια' αιώνα, είχε δέ πολυαρίθμους οπαδούς έν άγίω
’Όρει κατά τήν έποχήν τής έμφανίσεως τής ήσυχαστικής εριδος.
'Ο Γρηγόριος Παλαμάς, κύριος άπολογητής καί δογματικός κα-
τοχυρωτής τής κινήσεως τοΰ ήσυχασμοΰ, έξήγησεν οτι οί πνευματικοί σκοποί
τών άσκητών έπιτυγχάνονται διά τής «συνελίξεως» τοΰ νοός, δηλαδή διά τής
συνεχοΰς αύτοσυγκεντρώσεοις καί έσωστρεφείας. 'Η ήσυχία άποτελεΐ πλαίσιον
καί ή άδιάλειπτος προσευχή μέσον πρός έπί- τευξιν τούτων. Φθάνοντες είς
τήν κατάστασιν ταύτην οί άσκηταί γίνονται υπέρ εαυτούς, προσεγγίζουν τόν
Θεόν, καθοροΰν τό θειον φώς ώς άκτιστον ένέργεια ν τοΰ Θεοΰ καί άκόμη
περισσότερον ένώνονται μυστι- κώς μετά τοΰ Θεοΰ 1 2.
Οί άντιησυχαστικοί κατηγορούν τούς ήσυχαστάς δτι διά τής διδα-
σκαλίας καί τής πράξεώς των ήρον τό ύπερβατικόν τοΰ Θεοΰ καί δτι
έξελάμβανον αύτόν άνθρωπομορφικώς. Αί δύο κατηγορίαι αύται άνη- ροΰντο
εύκόλως διά τής διακρίσεως μεταξύ ούσίας καί ένεργειών. 'Η «θεωρία» τών
ησυχαστών δέν άνεφέρετο είς τήν ούσίαν, άλλ’ είς τάς έπίσης άκτιστους
ένεργείας τοΰ Θεοΰ, ή δέ θέα καθόλου δέν ήτο αισθητή, άλλά πνευματική.
Κυρίους όμως δέν ήδύναντο ν’ άνεχθοΰν τήν διδασκαλίαν τών ησυχαστών
περί θεούσεως τών πιστών, είς τήν όποιαν διέ- βλεπον έπιδράσεις πλατώνικάς
καί νεοπλατωνικάς3. Προβάλλοντες

1
. Τόμος Άγιορειτικός, συνταχθείς ύπό Γρη
2. 'Αγιορεηικός
Τόμος,
3. ΡΟ , 150,
Γ ΡΗΓΟΡΑ
1228.
Ιστορία Βυζαντινή,
ΡΟ 149, 425 έ.
97

τοιοΰτον ισχυρισμόν παραδόξως, άφοΰ αυτοί ιδιαιτέρους έξετίμων τήν έξω


σοφίαν, παρέβλεπον τό γεγονός δτι μαρτυρίκι περί τής διδασκαλίας περί
θεουσεως εύρίσκονται καί είς τήν Καινήν Διαθήκην καί εις τούς άρ-
χαιοτέρους άπό τούς Πατέρας τής Εκκλησίας. Άλλά έκτος τούτου οί
άντιησυχαστικοί ύπεισήγον καί είς τό σημεΐον τοΰτο στοιχεία παρερμηνείας
τών πραγμάτων, διότι οί ήσυχασταί μέ πολλήν προσοχήν έση- μειωνον δτι
όμιλοΰντες περί θεώσεως τών πιστών δέν έννοοϋν μέθεξιν τής θείας ούσίας,
άλλά μέθεξιν τών θείων ενεργειών. «'Όλως διόλου γι- νόμεθα θεοί χωρίς τής
κατ’ ουσίαν ταυτότητος», έτόνιζεν ό Γρηγόριος Παλαμάς1. Ή θέωσις δηλαδή
κατά τήν έννοιαν ταύτην είναι θεότης «ύφειμένη», δευτερεύουσα, καί δώρον
τής ύπερκειμένης ούσίας τοϋ Θεοΰ 1 2 *.
Ούτως οί ήσυχασταί κατ’ ούσίαν δέν ένδιεφέροντο διά τήν γνώσιν τοϋ
Θεοΰ ύπό νοησιαρχικήν έννοιαν, άλλά διά τήν κοινωνίαν μετά τοΰ Θεοΰ καί
τήν έν αύτώ ζωήν. Άντιθέτως οί άντιησυχαστικοί έπεζήτουν τήν σοφίαν καί τήν
γνώσιν έν παντί, άλλ’ ένεκα τών άντιλήψεών των περί περιορισμών τής
δυνάμεως τοΰ άνθρωπίνου λόγου εις τά κατ’ αϊ- σθησιν άντικείμενα
παρητοΰντο τής έρεύνης τοΰ υπέρ αϊσθησιν Θεοΰ, άκούοντες δέ περί γνώσεως
καί άκόμη περισσότερον περί θέας τοΰ Θεοΰ παρά τών ήσυχαστών
έςελάμβανον τάς λειτουργίας ταύτας κατά τάς ιδίας αύτών γνώμας καί
έξανίσταντο. Διά τοΰτο δέ άντεπεξήλθον δριμύτατα κατά τής ήσυχαστικής
κινήσεο^ς προκαλέσαντες πολυχρόνιον σάλον είς τήν Εκκλησίαν.

1. Θεοφύνι/ς, ΡΟ 150, 936.


2. Γ ΡΗΓ . Π ΑΛΑΜΑ , Προς Ακίνδυνο ν, εκ 5 ),
(1956)
ύπό577,
.1. 27 έ.
Μ ΕΥΕΝΟΟΚΡΡ , Θεολογία
7
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
1959
Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΙΑΛΑΜΑΣ
ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
1959 *

'Η Θεσσαλονίκη είναι μία άπό τάς πόλεις πού δέν παρήκμασαν ποτέ.
Έκράτησεν άξιόλογον θέσιν εις τόν πολιτικόν, τόν οικονομικόν καί τόν
πνευματικόν βίον τοϋ τόπου καθ’ όλους τούς αιώνας άπό τής ί- δρύσεώς της
έως σήμερα" κατά περιόδους όμως έ'φθασε καί είς υψηλότερα επίπεδα άκμής.
Τοΰτο συνέβη πρό πάντων κατά τά ειρηνικά χρόνια, πού διεδέχθη- σαν
τάς άτελευτήτους βαρβαρικάς έπιδρομάς καί τούς σκληρούς πολέμους πρός
τούς Βουλγάρους. Αποτέλεσμα τής τότε παρατηρηθείσης άνόδου υπήρξε καί
ό έκ νέου τονισμός τής αύτοτελείας τής πόλεως, τής όποιας άπήλαυε πάντοτε
καί τήν όποιαν σπουδαία έξωτερικά γεγονότα μετέτρεψαν τοόρα είς
άνεξαρτησίαν" οί Φράγκοι ώρισαν τήν πόλιν πρωτεύουσαν βασιλείου, έπειτα
δέ οί "Αγγελοι τήν κατέστησαν πρωτεύουσαν τοϋ δεσποτάτου τής Ηπείρου.
Είχεν ήδη άποκτήσει τήν συνείδησιν μεγαλοπόλεους καί πρωτευού- σης,
συνείδησιν πού έξεφράσθη καί είς τόν τίτλον τοϋ «παναγιωτάτου», τόν όποιον
προσέλαβεν ό άρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ήτο δέ πλέον τόσον ριζωμένη ή
συναίσθησις τής άνεξαρτησίας, ώστε, καί δταν άνα- κατελήφθη ή πόλις άπό
τούς Βυζαντινούς, εμεινεν αύτόνομος.

*
Διάλες
ις
δοθεϊσ
α είς
τήν
αίθουσ
αν τής
Εταιρε
ίας
Μακεδ
ονικών
Σπουδ
ών τήν
102

'Η γενική άνοδος εξηγεί καί τήν μεγάλην άνθησιν τών γραμμάτων πού
προεκάλει δέος είς τούς τότε λογίους, όπως μαρτυρεί ό Νικόλαος Καβάσιλας
*. Είς δεκάδας άριθμοΰνται οί άξιόλογοι ιστοριογράφοι, φιλόλογοι,
φιλόσοφοι, νομικοί καί πρό πάντο^ν θεολόγοι, οί προερχόμενοι άπό τήν
Θεσσαλονίκην ή ζήσαντες είς αύτήν κατά τούς χρόνους τούτους.
Κάθε Ιξέτασις τής θεολογικής σκέψεως καί κινήσεως είς τήν Θεσ-
σαλονίκην τόν δέκατον τέταρτον αιώνα άοχίζει κατ’ άνάγκην άπό τήν
δραστηριότητα δύο ξένων θεολόγων. Είναι σημεΐον άκμής καί τοΰτο, ότι
δηλαδή συνήρχοντο έδώ λόγιοι άπό τήν Ανατολήν καί τήν Δύσιν, όπως
συνέρρεον είς τάς Αθήνας κατά τούς κλασικούς χρόνους. Πολλοί άπ’ αύτούς
έθεώρουν τήν πόλιν ώς πατρίδα το.ιν, ό δέ Λεόντιος Πιλάτος, "Ελλην άπό τήν
Νότιον Ιταλίαν, πού είχε διαμείνει έπ’ ολίγον εις αυτήν, όταν ηρωτατο περί
της καταγωγής του, απήντα οτι είναι Θεσ- σαλονικεύς. Οί δύο θεολόγοι είναι
πολύ γν(υστοί, ό Βαρλαάμ ό Καλα- βρός καί ό Γρηγόριος ό Παλαμάς,
μοναχοί καί έπειτα έπίσκοποι. Συνε- δέθησαν καί οί δύο στενότατα μέ τήν
πόλιν, τό δέ πρόβλημα πού τούς έχώρισεν έγινε καί αύτό πρόβλημα τής
πόλεως.
'Ο Βαρλαάμ, λεγόμενος άλλως Βερνάρδος, έγεννήθη είς τήν Σε-
μιναρίαν τής Καλαβρίας περί τό 1290. Υπάρχει περί αύτοΰ μαρτυρία ότι
έγνώριζε τά έλληνικά καλύτερα άπό τά λατινικά 1 2, ίσως δέ νά τά έγνώριζε
καλύτερα καί άπό τά ιταλικά. Είναι προφανές ότι κατήγετο άπό τήν ελληνικήν
κοινότητα τής περιοχής έκείνης, ή όποια δέν είχεν ακόμη έκριζιοθή παρά τήν
ροψαϊκήν κατοχήν καί τάς είσβολάς τών Γότθων, τών Άράβο^ν καί τών
Νορμανδών.
Αναφαίνεται κατά τούς χρόνους αύτούς κάποια νέα άναλαμπή τοΰ
έλληνικοΰ πολιτισμού εις τήν Νότιον Ιταλίαν καί τήν Σικελίαν, άναλαμπή, πού
συνεβάδιζε μέ τήν νοσταλγίαν τοΰ συνδέσμου πρός τήν παλαιάν
μητροπολιτικήν χώραν. 'Ο μοναχός Βαρλαάμ ήτο προφανώς ένας άπό τούς
νοσταλγούς καί οχι ύπουλος ούνίτης πού ήθελε νά έξαπατήση τούς
Βυζαντινούς περί τών προθέσεων του. Είς ώριμον ήλικίαν (1326) έπέ- ρασεν
είς τήν ’Άρταν, όπου έφόρεσεν ελληνικήν ένδυμασίαν, καί μέσω Θεσσαλονίκης
έφθασεν είς τήν Κοίνσταντινούπολιν, όπου έγινε δεκτός μέ τιμάς άκόμη καί
άπό τόν αύτοκράτορα Ανδρόνικον τόν Γ'.
'Ο πλούσιος επιστημονικός καταρτισμός του τόν είχε καταστήσει
υπεροπτικόν είς σημεΐον, ώστε νά δυσαρεστήση τούς λογίους τής πρ<:ο-
τευούσης, άπό τούς οποίους ό Νικηφόρος Γρηγοράς τόν προεκάλεσεν

1
.
2

γ
κ
Π
ώ
Ε
μ
Τ
ιΡ
ο
Α
ν
Ρ
ε
Χ
ι
Ο
ςΥ
,
103

είς δημόσιον διαγοινισμόν. 'Ο Βαρλαάμ, θεωρηθείς ώς ήττημένος κατά τήν


συζήτησιν, έπικράνθη καί κατέφυγεν είς Θεσσαλονίκην. Παρά ταΰτα
διετηρήθη ή πρός αύτόν έκτίμησις τοϋ αύτοκράτορος, ό όποιος τόν έστειλεν
είς την Άβινιώνα ώς εκπρόσωπον τής Ανατολικής Εκκλησίας διά τάς
διαπραγματεύσεις μέ τόν πάπαν.
Είς τήν Θεσσαλονίκην ό Βαρλαάμ ήνοιξε σχολήν, είς τήν οποίαν
έδίδασκε φυσικάς έπιστήμας, φιλοσοφίαν καί θεολογίαν.
'Ο Γρηγόριος Παλαμάς έγεννήθη είς τήν Κωνσταντινούπολή άπό γονείς
εύγενεΐς τό 1296- ήτο δηλαδή ολίγα χρόνια νεώτερος τοΰ Βαρλαάμ. Έπειτα
άπό επιμελή σπουδήν τής ρητορικής καί τής φιλοσοφίας, ιδίως τής
άριστοτελικής, άπεχώρησε τοΰ κόσμου μαζί μέ τούς δύο ά- δελφούς του καί
έμόνασεν είς τό Παπίκιον όρος, είς τόν ’Άθωνα καί είς τά περίχωρα τής
Βέροιας. Εχθρική επιδρομή είς τήν τελευταίαν αύτήν πόλιν τόν ήνάγκασε νά
έπιστρέψη είς τό άγιον ’Όρος, όπου άνεδείχθη καί είς ήγέτην τής μοναχικής
αύτής πολιτείας.
"Οταν ό Βαρλαάμ έπετέθη κατά τής άσκητικής μεθόδου τών ησυ-
χαστών, οί μοναχοί τού "Ορους εξέλεξαν τόν Παλαμάν ώς έκπρόσωπόν των
διά νά τόν άντικρούση. Ήναγκάσθη λοιπόν καί αύτός νά έγκατα- σταθή εις
τήν Θεσσαλονίκην.
Έλθών είς επαφήν μέ άφελή άγιορείτην μοναχόν ό Βαρλαάμ ε-
πληροφορήθη περί τής τεχνικής ψυχοφυσικής μεθόδου προσευχής, τήν
όποιαν έφήρμοζον οί άσκηταί τούλάχιστον άπό τοΰ προηγουμένου αίώνος.
Ούτοι έκάθηντο έπί ώρας είς ένα σκαμνί, προσήρμοζον τόν πώγωνα είς τό
στήθος καί προσήλοινον τό βλέμμα είς τόν όμφαλόν, λεγοντες ενδομύχους
τήν μονολόγιστον εύχήν, Κύριε ’Ιησοΰ έλέησον με' άποτέλεσμα ήτο νά
επιτύχουν τήν θέαν τοϋ θείου φωτός Γ Ό Βαρλαάμ έξεπλάγη άπό τήν
πληροφορίαν, όταν δέ έβεβαιώθη οτι αΰτη ήτο άκριβής, ήσκη- σε δριμεΐαν
πολεμικήν κατά τής χρήσεως τοιούτο>ν εκβιαστικών μέσων πρός άπόκτησιν
τής θείας χάριτος. 'Η πολεμική ένηργεΐτο μέ ποικίλα μέσα, μέ διαλέξεις είς
πολυπληθείς συναθροίσεις, μέ λιβέλλους, πού διενέμοντο είς εύρύν κύκλον
άναγνούστών, μέ διασυρμον τών μοναχών έκ μέρους τών μαθητών τής
σχολής.
Συνάντησις τοΰ Παλαμά μέ τόν Βαρλαάμ δέν άπέδωσε καρπούς, παρ’
όλον ότι ό τελευταίος ύπεσχέθη νά καταπαύση τήν πολεμικήν 1 2,

1.

Βλ.
Ν ΙΚΙ
2. Φ ΙΛΟΘΕΟΥ , Έγκώμ. εις Γρηγ. Παλαμάν, ΡΟ
151, 587.
ΙΦΟΡ
ΟΥ
ΙΙ ΕΥ
ΧΛΕΤ
ΟΥ ,
Περί
φυλα
κής
καρδί
αε,
ΡΟ
147,
945
έέ.
104

που έπεξετείνετο πλέον γενικώς κατά τοΰ ασκητικού βίου. Τότε καί ό
Παλαμάς έπεδόθη εις την σύνταξιν συγγραμμάτων πρός άντίκρουσιν τών
κατηγοριών. Καί οί δύο ήρεύνησαν άποτελεσματικώς τήν ιστορίαν τής
χριστιανικής σκέψεως, διά νά ευρουν τόν κατάλληλον χαρακτηρισμόν τών
άντιπάλων. 'Ο Βαρλαάμ κατηγορεί τούς άγιορείτας μοναχούς διθεΐτας,
εΐδωλολάτρας, μασσαλιανούς καί μανιχαίους, ό Παλαμάς κατηγορεί τούς περί
τόν Βαρλαάμ ώς σαβελλιανούς, άρειανούς, έπικουρείους.
Τέλος ή έρις μετεφέρθη εις εύρύτερον πεδίον διά καταγγελίας τοϋ
Βαρλαάμ πρός τάς άρχάς τής πρωτευούσης. Σύνοδος, συγκληθεΐσα έ- κεΐ τό
1341 πρός έξέτασιν τοΰ θέματος, δέν έλαβεν αποφάσεις έπί τής ούσίας, άλλά
κατέκρινε τόν Βαρλαάμ διά τήν άνακίνησιν δογματικών ζητημάτων έκεΐ πού
δέν υπάρχουν. Ούτος, ένοχληθείς πάλιν άπό την νέαν ήτταν, άπεχοόρησεν είς
τήν Δύσιν καί προσεχώρησεν είς τήν Λατινικήν Εκκλησίαν, γενόμενος δέ
έπίσκοπος 'Ιέρακος, άπέθανε περί
τό 1350.
Τήν ήγεσίαν τής άντιησυχαστικής μερίδος μετά τήν άποχοόρησιν τοΰ
Βαρλαάμ άνέλαβον άλλοι λόγιοι, πρώτον ό Γρηγόριος Ακίνδυνος καί έπειτα ό
Νικηφόρος Γρηγοράς. 'Ο Παλαμάς παρέμεινεν είς τήν ήγεσίαν τής
ήσυχαστικής μερίδος μέχρι τοΰ θανάτου του, συμβάντος τό 1359, άφοΰ έν τώ
μεταξύ άνεδείχθη είς άρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης. 'Η έρις δέν έκόπασε μετά
ταΰτα, άλλ’ ή συνέχειά της ήτο πλέον μειωμένης έντάσειυς. Πάντως αί άπόψεις
τοΰ Παλαμά, έγκριθεΐσαι ύπό άλ- λεπαλλήλων συνόδων, άνεγνιορίσθησαν ώς
σύμφωνοι πρός τήν διδασκαλίαν τής Εκκλησίας καί ό Παλαμάς άνεκηρύχθη
είς άγιον ολίγον μετά τόν θάνατόν του.
' Η ήσυχαστική έρις, ή οποία έθειορήθη άπό μερικούς μέν ώς έν άπό τά
άξιολογούτερα φαινόμενα 6λθ}ν τών εποχών *, άπό άλλους δέ ώς έπεισόδιον
δι’ άνάξιον λόγου ζήτημα 1 2, δέν είναι εΰκολον ν’ άξιολογηθή χίορίς
προσεκτικήν στάθμισιν ίλών τών στοιχείων πού τήν συνέθεσαν καί τών
προσώπιον πού τήν προώθησαν. Παρ’ δλον οτι έγιναν ήδη άξιαι λόγου έπί
μέρους έργασίαι, συνολική θεώρησις τοΰ προβλήματος εμποδίζεται άκόμη
άπό τά πράγματα, άφοΰ και αυτών τών πρωταγιονιστών τά συγγράμματα
παραμένουν κατά το πλεΐστον άνέκδοτα. Είς τοΰτο οφείλονται καί θεμελιώδη
σφάλματα, πού διετιράχθησαν άπό μερικούς έρευνητάς, προσπαθοΰντας νά
εκτιμήσουν τά τής έριδος βάσει άλλων

1. II. Ο ΕΕΖΕΚ ,
2/Ι.ώ’ώ* Λεν ί>ι/ζ.
. Κ. ΕΣΕΕΛΙΓΚ, Βυζάντιον καί βνζ. πολιτισμ
ΚαίαενξβαεΗίνΗίβ,
Μϋηοΐιβη 1897, σ.
1058.
105

άναλόγονν φαινομένων καί δχι τών ίδικών της στοιχείων.


Μερικοί ευρίσκουν εις τήν έ'ριδα πολιτικά κίνητρα. Καί είναι μέν άληθές
δτι οί Ζηλονταί, πού έκυβέρνησαν τήν Θεσσαλονίκην κατά τήν περίοδον άπό
τοϋ 1342 μέχρι τοϋ 1350, έστράφησαν κατά τών ήσυχα- στών καί ήμπόδισαν
τόν έκλεγέντα τότε αρχιεπίσκοπον Γρηγόριον Παλαμάν νά έγκατασταθή εις
τήν έδραν του, τοΰτο όμως δέν πρέπει ν’ άπο- δοθή εις έξ άρχής άντίθεσιν
κατά τοΰ ήσυχασμοΰ" είναι υστερογενές γεγονός, πού έδημιουργήθη άπό τήν
διαφορετικήν στάσιν, τήν όποιαν έλα- βον οί ήσυχασταί καί οί Ζηλωταί έναντι
τών διαμαχομένων τότε, Ίοιάν- νου Ε' Παλαιολόγου καί Ίωάννου ΣΤ'
Καντακουζηνοΰ. ” Αλλωστε συχνά συνέβαινε νά παραμένουν είς τό ίδιον
πολιτικόν στρατόπεδον λόγιοι, πού διεφώνουν είς τό θεολογικόν πρόβλημα,
όπως ό Δημήτριος Κυ- δώνης καί ό Νικόλαος Καβάσιλας, συνεργάται καί οί
δύο τοΰ Καντακουζηνοΰ, ένώ ό ίδιος ό ΓΙ αλαμάς δέν μετέσχεν ένεργώς τοΰ
πολίτικου άγώνος. Ήσαν άριστοκράται καί οί δύο ώς άνω λόγιοι, άλλ’ έδειξαν
διάφορον στάσιν έναντι τοΰ ήσυχασμοΰ.
Είναι δέ παράδοξος καί αύτή καθ’ έαυτήν ή στάσις τών Ζηλωτών ως
προς τα εκκλησιαστικά πραγματα και είναι αναγκαιον να εςακρι- βονθοΰν αί
συνθήκαι, ύπό τάς όποιας ή θρησκευτική αύτή μερίς, πού ά- νέκαθεν
άπετελεΐτο άπό άμαθεϊς φανατικούς μοναχούς, άπό πτωχούς καί άπό
ζητιάνους, είς τήν Θεσσαλονίκην τόν δέκατο ν τέταρτον αιώνα μετεβλήθη είς
πολιτικόν κόμμα μέ άρχάς μεταορυθμιστικάς καί άντι- μοναστικάς,
διατηρήσασα άπό τήν παλαιάν παράδοσιν της μόνον τήν άπέχθειαν πρός τήν
ιδιοκτησίαν. Τέλος είναι άντίθετος πρός τά πρά-
<* / ♦ / < « \ / \ \ «*Λν»
γματα ο ισχυρισμός, οτι οι ήσυχασταί μονάχοι, που και οι ίσιοι ειχονεγ-
καταλείψει τάς περιουσίας των καί τούς άλλους προέτρεπον νά πράξουν τό
ίδιον, ήσαν φίλοι τών πλουσίων καί άντίπαλοι τών πτωχών. Ό δέ Λόγος τοΰ
Νικολάου Καβάσιλα, πού όμιλεϊ περί δημεύσεως τών μοναχικών περιουσιών,
θειορεΐται πλέον ότι δέν άναφέρεται είς τούς Ζηλω- τάς τής Θεσσαλονίκης
άλλ’ είς τήν κυβέρνησιν τής Κωνσταντινουπόλεως 1.

Τό εθνικόν θέμα ένεπλάκη επίσης είς τήν έριδα καί ίσως μάλιστα έξ
άρχής. 'Ο Βαρλαάμ βεβαίως είχεν ελληνικήν συνείδησιν καί πιθανούς είς τήν
σκέψιν του άνεδύετο ή ελπίς τής άναβιοϋσεως τής παλαιάς ένδοξου
αυτοκρατορίας, πού θά περιελάμβανε πάλιν καί τήν ’ Ιταλίαν. Οί λόγιοι τής
Ελλάδος τόν έβλεπον ύπόπτως ώς πράκτορα τής Δύσεως

Ι.Βλ. 1. 8ΕΥ0ΕΝΚΟ, “ΝίοοΙ&δΒίώ&δίΙίΐίί’ «ΛηΙϊ-Ζο&ΙοΙ»


ΠίκοουΓδβ”, ϋιοη- 1>αΓ(οη 0αΙ(8 Ραρ«ι·$, 11 (1957 ) 79-171.
106

είς τήν καρδίαν τής αυτοκρατορίας, ίσως δέ μέ τό ίδιον βλέμμα εβλε- πον καί
τόν Γρηγόριον Άκίνδυνον, πού ήτο Σλάβος άπό τόν ΓΙρίλαπον 1.
Ώς προς τήν πολιτικοθρησκευτικήν στάσιν τών διανοουμένων τής έποχής
είναι δυνατόν νά διαγράψωμεν τόν εξής κανόνα. Εκείνοι, τών όποιων ή σκέψις
έδεσπόζετο άπό τό πολιτικόν πρόβλημα, ύπερετόνι- ζον τόν έκ μέρους τών
Τούρκων κίνδυνον καί ύπετίμων τόν έκ μέρους τών Λατίνων αύτοί ήσαν
οπαδοί τής ένώσεως μέ τήν Δυτικήν Εκκλησίαν καί άντίπαλοι το>ν
ήσυχαστών. Εκείνοι άντιθέτως, τών οποίων ή σκέψις έδεσπόζετο άπό τό
εκκλησιαστικόν πρόβλημα, ύπερετόνιζον τόν έκ μέρους τής Δύσεο^ς κίνδυνον
καί ύπετίμων τόν έκ μέρους τών Τούρκων αύτοί ήσαν άνθενωτικοί καί φίλοι
τοόν ήσυχαστών. Οί πρώτοι ει- χον συνείδησιν ρωμαϊκήν καί διά τοΰτο
έχρησιμοποίουν συνήθως τό Ονομα «Ρωμαίος»· οί δεύτεροι εΐχον συνείδησιν
ελληνικήν καί συνήθως έχρησιμοποίουν πλέον τό όνομα «“Ελληνες» 1 2.
Μεταξύ τών δύο μερίδων εύρίσκετο ό πολύς λαός, πού έχρησιμοποίει τό
όνομα «Γραικοί».
Οί άντίπαλοι τών ήσυχαστών, άκόμη καί όταν προήρχοντο άπό τάς
τάξεις τών μοναχών, ήσαν άνθρωποι τοΰ κόσμου, άρεσκόμενοι είς τάς
άναστροφάς, τάς δημοσίας εμφανίσεις, τάς διαλέξεις· ή προσοιπική των
δηλαδή προβολή άπετέλει δΓ αύτούς σπουδαΐον μέλημα, έν άντι- θέσει πρός
τούς άσκητικούς μοναχούς, πού έπεδίωκον πλήρη νέκρωσιν τοΰ κοσμικοΰ
φρονήματος. 'Όθεν είναι εύλογον ότι οί διανοούμενοι αύτοί ήσθάνοντο
άποστροφήν πρός τήν ήσυχαστικήν μορφήν τοΰ μοναχικού βίου καί
περιφρόνησιν πρός τούς μοναχούς. “Ηδη άπό τόν ενδέκατον αιώνα ειχον
άναπτυχθή μεταξύ τών ορθολογιστικών κύκλων τών άνα- γεννητών τάσεις
περιφρονήσεως πρός τούς μοναχούς, τούς όποιους ό Μιχαήλ Ώελλος
άποκαλεΐ «καθ’ ήμάς Ναζιραίους»3. Είναι δέ εόκο- λον νά προχωρήσωμεν καί
είς προγενεστέρας έποχάς. ' Η είκονομαχική έρις, πού παρουσιάζει είς πολλά
σημεία άναλογίας μέ τήν ήσυχαστικήν, προήλθεν άπό τήν άντίδρασιν κατά τής
μεγάλης έξαπλιυσειος τοΰ μοναχικού βίου καί κατά τής παραστάσεως τοΰ
Θεοΰ δΓ αισθητών μέσοκν.
'Ο Βαρλαάμ, είχε καί ιδιαιτέρας άφορμάς, διά νά μή έννοή τόν τρόπον
σκέψεως καί ένεργείας τών ήσυχαστών. Άνδρωθείς καί μορφωθείς είς τήν
Δύσιν, έγνώριζε τόν μοναχικόν βίον κατά τόν δυτικόν τύπον. Οί δέ μοναχοί
τής Δύσεως ήσαν τότε, όπως καί άργότερα, σπουδαίοι παράγοντες
ιεραποστολικής παιδείας καί κοινωνικής προνοίας" αύτοι με-

1
2. ΓΡ. Π ΑΛΑΜΑ , Προς Φιλόθ., Κώδ. Ρ&π
.3 Βλ. τήν άντίθεσιν μεταξύ Κυδώνη καί
. Βνζ. ' Ιστορία, Κ. ΣΑΘΑ, Μεσαίων. Βιβλ
107

τέφεραν τόν Χριστιανισμών ε’.ς όλην τήν Βόρειον Ευρώπην, αύτοί άπε-
ψίλοοσαν τούς άγριους δρυμούς, άπεξήραναν τά έλη, συνέπηξαν οικισμούς καί
'ίδρυσαν σχολεία είς τά μέρη εκείνα. Ακριβώς δέ πρός κα- λυτέραν
διεξαγωγήν τού έργου αύτοΰ εις τήν Δύσιν οί μοναχοί ώργανώ- θησαν εις
τάγματα, ένώ είς τόν ανατολικόν τύπον τού μοναχικού βίου επικρατεί ή τάσις
τής κατατμήσεως καί τής άτομικής άσκήσεως. Έλ- θών είς τήν Ελλάδα ό
Βαρλαάμ άπεγοητεύθη, διότι άντί διδασκάλων καί κοινωνικών λειτουργών
συνήντησεν άσκητάς άσχολουμένους σχεδόν αποκλειστικώς με τήν θεωρίαν
καί τήν σο,ιτηρίαν τής ψυχής των. 'ΙΙ μεταρρύθμισις πού είχεν επιφέρει ό
Μέγας Βασίλειος διά τής όργανώ- σεως τών έρημιτόίν καί τών άσκητικών
ομάδων είς φιλαθρωπικάκοινόβια, επηρέασε τήν έξέλιξιν τοϋ μοναχικού βίου
όλιγώτερον είς τήν Ανατολήν παρ’ οσον είς τήν Δύσιν. Ούτως είς
μεταγενεστέρας έποχάς τά μοναστήρια άντί ν’ άσκοΰν φιλανθριοπίαν άποζοΰν
άπό τήν φιλανθρωπίαν. Ο Βαρλαάμ ήγνόει τήν έξέλιξιν αύτήν καί όταν εύρε
τόν μοναχικόν βίον διάφορον άπό 6,τι ύπελόγιζεν, έμεινε κατάπληκτος καί
μετ’ ολίγον έγινεν εχθρός του.
Τό πρόβλημα περί τής πνευματικής αύθεντίας έπηρεάζει μεγάλιος τήν
σκέψιν τών ήσυχαστών καί τών άντιησυχαστικών. Π οΰ ύπάρχει ή αύθεντική
γνώμη περί τής άληθείας, είς τούς πατέρας ή είς τούς φιλοσόφους ; 'Ο
Βαρλαάμ χωρίς νά παραγνωρίζη τήν θέσιν τών εκκλησιαστικών πατέρων
ήσχολείτο πολύ ολίγον μέ αύτούς καί έμείωνε κάπως τήν άξίαν των, τό δέ
δημιουργούμενον διά τής μειώσεως κενόν προσε- πάθει νά πληρούση μέ τήν
λογικήν άνάκρισιν καί τήν αύθεντίαν τών φιλοσόφων. Εάν δέν περάση κανείς
άπό τόν δρόμον τών φιλοσόφων, δέν δύναται νά κοινωνήση μέ τόν Θεόν
«μηδ’ αύτώ τώ Θεώ δύνασθαί τινα συγγενέσθαι, εί μή ταύτην έλθοι προτέραν
τήν οδόν, καί Πυθαγόρα καί ’Λριστοτέλει καί Πλάτωνι συγγενόμενος καί
φύσεως άνάγκας έκεΐθεν καί γενέσεως τών όντιυν καί φθοράς άκολουθίαν
μεμαθηκώς, ούτως έπί τήν κατάληψιν έλθοι τής άληθείας» *. 'Η άγια Γραφή
παρέχει τάς μαρτυρίας τής πίστεως, ένώ ή φιλοσοφία παρέχει τά μέσα
άσκήσειος τής κρίσεως. Άλλ’ ή φιλοσοφία άναφέρεται είς τά κατ’ αϊσθησιν
πράγματα μόνον. Οΰτω ό Θεός κεΐται ύπέρ πάντα συλλογισμόν καί τά
έπιχειρή- ματα τών διισταμένινν θεολόγων έχουν μόνον διαλεκτικήν καί όχι
πραγματικήν άξίαν. Είς τό δόγμα λοιπόν δέν άπέδιδε κυρίαρχον θέσιν καί
παρέβλεπε τάς λεπτάς δογματικάς διαφοράς, πού έχώριζον τάς Εκκλησίας. 1

1. -ΝΙΚ. Γ ΡΗΓΟΡΑ , Φλωρεντίας, ΡΟ 149, 664,


108

Επίσης ό Νικηφόρος Γρηγοράς, είς τόν όποιον όλοι άπέδιδον τόν τίτλον
«ό φιλόσοφος», πού τον έγέμιζεν υπερηφάνειαν, έφρόνει ότι αί γνώμαι περί τών
θεολογικών προβλημάτων πρέπει νά μορφώνονται κατόπιν μελέτης όχι μόνον
τής Γραφής καί τών πατέρων, άλλά καί τών φιλοσοφίαν, όπιας είχε κάμει ό
Μωυσής, ό όποιος, πριν προσέλθη «τή θεωρία τοϋ όντος», έσπούδασεν είς τά
κοσμικά σχολεία τής Αίγυπτου 1.
'Ο Γρηγόριος Παλαμάς, άπαντών είς τάς γνώμας αύτάς, έδέχετο ώς
άπαραίτητον τήν έκπαίδευσιν τών νέων καί ήνείχετο τήν ένασχόλη- σιν μέ τήν
κοσμικήν σοφίαν, άλλ’ έφρόνει ότι ή σοφία τοΰ κόσμου αποτελεί απλήν
προπαίδειαν καί ότι δέν δύναται νά συμβάλη αποτελεσματικός είς τήν
κατανόησιν τών θείων αληθειών. Βεβαιώνει δέ ότι καί ό ίδιος ήσχολείτο
άλλοτε μέ τήν φιλοσοφίαν, ιδίως τήν άριστοτελικήν, καί μόλις δεκαεπταετής
κατέπληξε μέ τάς γνώσεις του 1 2 τόν αύτοκρά- τορα καί άλλους έπισήμους είς
δημοσίαν συζήτησιν. Τώρα όμως δέν άποδίδει άξίαν είς τήν σοφίαν εκείνην.
Είναι άκαρπον νά έπιχειρή κανείς νά όμιλήση μέ όπλον μόνην τήν «μάθησιν»,
ό δέ Γρηγορά,ς, «κα- τασαπείς καί καταγηράσας καί κατατριβείς έν τή τών
έ'ξω μαθημάτο^ν μελέτη καί συνεζηκώς τή ματαιοπονία τής άκάρπου
φιλοσοφίας», στερείται τοΰ καταλλήλου καταρτισμοΰ διά τήν έξέτασιν τών
θρησκευτικών προβλημάτων, τό χειρότερον δέ είναι ότι έκυριεύθη ύπ’ αύτής
καί άπέκτησεν υπεροπτικόν φρόνημα3.
Έναντι τής αυθεντίας τής αρχαίας σοφίας ό Παλαμά,ς έτοποθέτει τήν
αύθεντίαν τής 'Αγίας Γραφής καί τών πατέρων, δηλαδή τήν αύθεντίαν τοϋ
Άγιου Πνεύματος. ΓΙόθεν έμάθομεν περί Θεοϋ... Ούκ έκ τής τοϋ Αγίου
Πνεύματος διδασκαλίας;»4. Οί θεολόγοιΐτής έποχής, καί αύτοί οί ύποτιμώντες
τήν άξίαν τής φιλοσοφίας, χρησιμοποιούν έν πολ- λοΐς τάς μεθόδους της καί
είς τά συγγράμματά των προδίδουν τάς φιλο- σοφικάς προτιμήσεις των.
Επειδή είς τήν έξέτασιν τοΰ ήσυχαστικοΰ ζητήματος είσεχώρησαν θεμελιώδεις
παρερμηνείαι ώς πρός τό θέμα τοΰτο, είναι άνάγκη νά λεχθοΰν ώρισμένα
πράγματα.
Πιστεύεται άπό τούς πολλούς ότι ό Βαρλαάμ καί οί οπαδοί του,
έπηρεαζόμενοι άπό τήν Δύσιν, ήσαν άριστοτελικοί, ένώ οί ήσυχασταί ώς
μυστικισταί ήσαν πλατοινικοί. Κατ’ άρχήν δέν είναι ορθόν ν’ άπο- καλοΰμεν
τούς έκκλησιαστικούς συγγραφείς είτε πλατωνικούς είτε ά-

1. Νικ.
2.Γ ΡΗΓΟΡ
ΙΙρος
3.Α , Λόγοι
ΓρηγοραΑύτ.,
θεολ.
ν4.
σ. Γ ΡΗΓ1,.
53-54.
10,
αντιρρητ
Π ΑΛ ΑΜΑ11
κατά Α',
,ικός
τον
Κώδ.
Κεφάλαι
Γρηγόρι
Διον.
α 21.
ον
192, φ.
Νύσσης.
55β.
109

ριστοτελικούς- τό μόνον πού ήμποροϋμεν νά ειπωμεν είναι δτι εις ώρι- σμενας
περιπτώσεις ήκολούθουν μέθοδον πλατωνικήν ή αριστοτελικήν. Είς τήν
περίπτωσίν μας ό Βαρλαάμ άντετίθετο εις τήν σχολαστικήν μέθοδον Χ,
φαίνεται δέ δτι ή άντίθεσίς του αύτή ύπήρξε μία άπό τάς άφορ- μάς, πού τόν
έφεραν είς τήν Ελλάδα- ήθελε νά εύρη τήν ακριβή διδασκαλίαν τοϋ
’Λριστοτέλους, μελετών τά έργα του είς τό πρωτότυπον 1 2. Έπειτα ό
Βαρλαάμ καί ώς παράγων τής Άναγεννήσεως δέν ήτο δυνατόν νά είναι
ακραιφνής άριστοτελικός, διότι ό Αριστοτέλης κατά μίαν άπό τάς ιδιοτροπίας
τής ιστορίας περιεφρονεΐτο είς τούς χρόνους τής άναγεννήσεως.
"Αλλοτε ύπό τών εκκλησιαστικών συγγραφέων προετιμάτο διά τήν
ένισχυτικήν τής χριστιανικής διδασκαλίας μαρτυρίαν του ό Πλάτων, αλλ άπό
τοΰ πέμπτου αίώνος ούτος έθεωρήθη ύποπτος, διότι τότε πλέον ό
νεοπλατωνισμός είχε μεταβληθή είς άντίπαλον θρησκευτικόν σύστημα. Έξ
άλλου τότε κατέστη φανερόν οτι ή άριστοτελική μέθοδος ήτο χρήσιμος διά
τήν συστηματοποίησιν τής χριστιανικής διδασκαλίας. Άπό τοϋ Λεοντίου τοΰ
Μοναχού, τοΰ Αναστασίου τοϋ Σιναίτου καί τοΰ Ίωάννου τοΰ Δαμασκηνού ή
μέθοδος αύτή έλάμβανε διαρκώς σπου- δαι οτέραν θέσιν, μέχρις δτου τόν
δωδέκατον αιώνα έδέσποσεν άπολύ- τιος τής σκέψεως τών δυτικών θεολόγιον.
"Εκτοτε ή φιλοσοφία έτέθη είς τήν υπηρεσίαν τής θεολογίας. Μετά δύο όμως
αιώνας οί έλευθεριά- ζοντες ήθέλησαν ν’ άποσείσουν τόν ζυγόν τής θεολογίας,
πρός τοΰτο δέ δεν ήτο δυνατόν νά χρησιμοποιηθή ό Αριστοτέλης, πού ήτο
πλέον στε- νώς συνδεδεμένος μέ τήν θεολογίαν, άλλ’ ήδύνατο νά
χρησιμοποιηθή ό Πλάτων πού είχε παραμεληθή. Διά τόν λόγον αύτόν ό
Αριστοτέλης, πού έρρεπε πρός τάς λεπτομέρειας καί τήν άνάλυσιν καί
επομένως ήδύνατο νά βοηθήση περισσότερον είς τήν επιστημονικήν έρευναν,
πα- ρεμερίσθη, ένώ ό Πλάτων πού έρρεπε πρός τήν ενότητα καί τήν σύν-
θεσιν καί έπομένως έστερεϊτο κινήτρων πρός επιστημονικήν έρευναν,
παραδόξους έγινε σύμβολον τής Άναγεννήσεοις.
Οί άντιησυχαστικοί Βαρλαάμ, Νικηφόρος Γρηγοράς καί Δημή- τριος
Κυδώνης, ήσαν κατ’ έξοχήν φίλοι τής πλατωνικής φιλοσοφίας χωρίς νά
περιφρονοΰν τήν αριστοτελικήν λογικήν, όπως ήσαν ένωρί- τερα ό Ψελλός καί
άργότερα ό Βησσαρίων καί ό Γεμιστός- ό Γρηγόριος Παλαμάς ήτο φίλος τής
άριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως ήσαν ένοορί-

1. Είχε
συντάξει καί
2. ΝΙΚ. κατά
έργον
ΓΡΗΓΟΡΑ,
του Θωμά
Φλωρέντιος,
*Ακινάτου.
ΡΘ 149, 643
έέ.
110

τέρα ό Ιωάννης Ξιφιλΐνος καί αργότερα ό Μάρκος ό Ευγενικός καί ό


Γεοόργιος Σχολάριος.
’Εκ τούτων δικαιολογείται, ότι κατά τό πλεΐστον οί αντίπαλοι τοϋ
ήσυχασμοΰ υπήρξαν οπαδοί τής Άναγεννήσεως· οί μαθηταί τής σχολής τοϋ
Βαρλαάμ εις τήν Θεσσαλονίκην διέσυρον τούς μοναχούς Ε Εΰ- ρισκόμεθα είς
τούς χρόνους τής αυγής τής Άναγεννήσεως, τής οποίας σημαίνοντες
εκπρόσωποι υπήρξαν ό Βαρλαάμ καί ό Γρηγοράς. Τά ενδιαφέροντα τοΰ
Βαρλαάμ θά κατανοηθοϋν καλύτερα, αν ληφθή ύπ’ οψιν ότι ούτος διετέλεσε
διδάσκαλος δύο σπουδαίιον σκαπανέων τής ιταλικής Άναγεννήσεςυς, αμέσως
μέν τοϋ Πετράρχου, έμμέσως δέ τοΰ Βοκ- κακίου διά τοΰ μαθητοΰ του
Αεοντίου Πιλάτου.
Οί φίλοι τοΰ ήσυχασμοΰ κατ’ άοχήν ετρεφον αδιαφορίαν πρός τάς
αναγεννητικας προσπάθειας υπήρξαν όμως και εις τουτο εξαιρέσεις, καθ’ όσον
οί λόγοι, πού ωθούν τούς λογίους πρός τήν μίαν ή τήν άλλην παράταξιν, ήσαν
άνομοιογενεΐς. Πάντως είναι απολύτως εσφαλμένη ή γνώμη, ότι οί φίλοι τής
άναγεννήσεως λόγω τής ήττης των κατά τήν ήσυχαστικήν έριδα έφυγον άπό
τήν Θεσσαλονίκην πρός τήν Δύσιν1 2. Τοΰτο συνέβη είς μερικούς μόνον καί
μάλιστα άργότερα λόγω τοΰ τουρκικού κινδύνου.
Κύριον άντικείμενον τής ήσυχαστικής έριδος ήτο ή δυνατότης τής
γνώσεοος τοΰ Θεοΰ ή τής κοινωνίας πρός τόν Θεόν. ΙΙοίαν γνώσιν καί πώς
είναι δυνατόν ν’ άποκτήσωμεν περί Θεοΰ; Τό θέμα είχε τεθή όξύ- τατα καί
τόν τέταρτον αιώνα είς τόν άγώνα τών πατέρων κατά τοΰ ά- ρειανοΰ
Εύνομίου, ό όποιος, όπως σημειώνουν εκείνοι, ήτο επηρεασμένος άπό τόν
Αριστοτέλη. 'Ο μέγας φιλόσοφος τής άρχαιότητος έφαρ- μόζων τάς
κατηγορίας τής λογικής είς όλα τά αισθητά παρητεΐτο τής ενασχολήσεως μέ
τόν Θεόν, διότι ούτος κεΐται υπέρ αϊσθησιν καί είναι άκατάληπτος. 'Ο
Εύνόμιος έπεκτείνο^ν τήν μέθοδον τοΰ Άριστοτέλους, τήν έφήρμοζε καί είς
τά τοΰ Θεοΰ, τοΰ οποίου τήν ούσίαν καί τάς λειτουργίας προσεπάθει νά όρίση
σαφώς. Οί Καππαδόκαι θεολόγοι καί ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος συνέταξαν
κατά, τοϋ Εύνομίου άξιόλογα συγγράμματα, ό τελευταίος, μάλιστα ύπό τόν
χαρακτηριστικόν τίτλον Περ1 άκαταΡ.ήπτον τον Θεόν. 'Η γνώσις τοΰ Θεοΰ,
τονίζουν, δέν είναι δυνατή" δυνατή είναι μόνον ή διαπίστςοσις τής ύπάρξειος
τοΰ Θεοΰ καί ή κατανόησις τών ενεργειών αύτοΰ.
'Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης περιέγραψεν"1 είς τό έργον του Γίερι

1. I.
ΚΑΝΓΑΚΟΥΖΙΙΝ
2. ,Ο.Ιστορία
ΟΥ ΤΑΡΒΑΙ,2,
Ι,
ΤΗβεςαΙοπίφιε
39, έκδ.
αιι
Βόννης, σ. 543
ρααίοτζίβηιε
έ.
αίβοΐβ, Ρίΐπκ
1913, σ. 203.
111

μυστικής θεολογίας τούς δύο τρόπους διατυπούσεοος τής θεολογίας- τόν


αποφατικόν καί τόν καταφατικόν. 'Ο άποφατικός είναι αρνητικός καί
συνίσταται είς τήν πρός τά άνίο άνοδον δι’ άφαιρέσειος άπό τά έπί μέρους
οντα, μέχρις ότου φθάσωμεν είς τόν θειον γνόφον, τό άδιαπέραστον σκότος τοΰ
Θεοϋ. Ό καταφατικός είναι θετικός καί συνίσταται είς τήν πρός τά κάτω
κάθοδον διά τής προσθήκης στοιχείων ιδιάζει είς τούς ατελείς, διό καί ή περί
Θεοΰ ιδέα τών πρωτογόνων είναι ασαφής. 'Ο Διονύσιος προτιμά τήν
αποφατικήν μέθοδον. "Λν ήθέλαμεν νά μεταφέ- ρωμεν ταΰτα είς τά πεδία τών
παλαιών φιλοσόφων, θά εύρίσκωμεν ότι ή μεν αποφατική μέθοδος, κατά τήν
όποιαν άπό τά πολλά φθάνομεν δι’ άφαιρέσεως είς τό άπλοΰν, είναι
πλατιυνική, έν(7) ή καταφατική, κατά τήν όποιαν άπό τό ενα προχιοροΰμεν
πρός τά πολλά καί τάς λεπτομέρειας δι’ άναλύσεως, είναι αριστοτελική. Παρά
τήν προτίμησίν του πρός τήν αποφατικήν ό Διονύσιος δέν άποκρούει
όλοσχερώς τήν καταφατικήν μέθοδον, άλλά διατηρεί καί τάς δύο ώς
άποτέλεσμα τής άντινομίας πού ενέχει τό ότι ό Θεός είναι συγχρόνως καί
άκατάληπτος καί καταληπτός.
Αργότερα, άφοΰ ή μεθοδολογία τοΰ Άριστοτέλους έχρησιμοποιή- θη
εύρύτερα πρός διατύπωσιν τής χριστιανικής διδασκαλίας, έδόθη κάποια
ώθησις εις τήν προσπάθειαν πρός καθορισμόν τής ούσίας καί τών ιδιωμάτων
τού Θεοΰ, ιδίως άπό τούς σχολαστικούς τής Δύσεως.
'Ο Βαρλαάμ καί ό Παλαμάς συνεφώνουν είς τό ότι ό Θεός ήτο ά-
κατάληπτος, εΰρισκον όμως διάφορον τήν αιτίαν τοΰ άκαταλήπτου, ά-
ναζητοΰντες αύτήν ό μέν πρώτος είς τήν άδυναμίαν τόίν λογικών άπο- δείς,εων
*, ό δέ δεύτερος είς τήν ούσίαν τοϋ Θεοΰ 1 2. Πέραν αύτοΰ ό Βαρλαάμ
κατήντα είς έν είδος περιωρισμένου αγνωστικισμού. Αντιθέτους ό Παλαμά.ς
εΰρισκε κάτι γνωστόν έκ τού Θεοΰ. Συνεφώνει εις τοΰτο μέ τόν Θωμάν
’Λκινάτον, ό όποιος έπροχώρει πολύ περισσότερον, χρη- σιμοποιών τήν
θετικήν μέθοδον διά διορθώσεώς της μέ τήν άρνητικήν ούτως ό Θωμάς
έφθανεν είς μερικήν γνώσιν τής ούσίας τοΰ Θεοΰ, τήν όποιαν έταύτιζε μέ τήν
καθαράν ενέργειαν, ορίζουν τόν Θεόν ώς 3θίυΐΒ ρΐΙΓΠΠΙ.
'Ο Παλαμάς άπέφυγε τόν σκόπελον αύτόν μέ μίαν διάκρισιν σύμφωνον
πρός τήν διδασκαλίαν τών ανατολικών πατέρων- διέκρινε δηλαδή είς τόν Θεόν
ούσίαν καί ενέργειαν- «τοΰ Θεοΰ τό μέν άγνωστόν έστι,

1
. Βλ. χ ω ρ ί ο ν τ ο ΰ Παλαμα παρά Γρ. Π Λ Ι Ι Α Μ Ι Χ Α Η Λ , Ό "Αγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος
2. Θεοφάνης, ΡΟ 150, 937, Κεφάλαια 78, ΡΟ
150, 1176.
112

τό δέ γνωστόν, καί τό μέν άρρητον, τό δέ ρητόν ά.γνωστος δέ έστιν ό Θεός έκ


τών κατ’ αύτόν, γνωστός δέ έκ τών περί αύτόν φυσικών ένερ- γειών» ι. Εις τό
χωρίον τούτο καί εις άλλα παράλληλα βλέπομεν δτι οί ήσυχασταί έξεχώριζον
άπό τήν ούσίαν, ά.κτιστον καί άκατάληπτον, τάς θείας ένεργείας, άκτιστους καί
αύτάς άλλά καταληπτάς. Οΰτο)ς είς τόν Θεόν εβλεπον οί μέν ήσυχασταί
ούσίαν, άκτιστους ένεργείας καί κτιστά άποτελέσματα, οί δέ άντιησυχαστικοί
ούσίαν καί κτιστά αποτελέσματα μόνον. Είς τήν έπιχειρηματολογίαν τών
άντιησυχαστικών διαφαίνεται ή παλαιά τάσις τών δυτικών νά διαφυλάξουν τήν
ενότητα τοΰ Θεοϋ άδιάσειστον.
Αί ένέργειαι τού Θεοϋ είναι δυνατόν νά ταυτισθοϋν πρός δ,τι κα- λοΰμεν
συνήθως ιδιώματα τοΰ Θεοϋ, συγκεκριμένα δμως καί δυναμικά, μολονότι δχι
καί αύθυπόστατα. 'Ο Νικηφόρος Γρηγοράς έλεγεν δτι τά ίδιούματα «όνόματά
έστι μά,λλον καί ούδέν άλλο», ένώ ό Παλαμάς ά- πήντα είς αύτόν «πάντιος καί
είσί, φιλόσοφε» 2. Είναι προφανές δτι είχεν ήδη ύπεισέλθει είς τήν έριδα ή
διδασκαλία τών όνοματιστών, πού έθεώρουν τάς ιδέας ώς ψιλά ονόματα μόνον
ή ώς έννοιας πλαττομένας είς τόν νοΰν. Σύγχρονος τών άντιησυχαστικών
θεολόγων ήτο είς τήν Δύσιν ό Γουλιέλμος ’Όκκαμ, πού άνεζωογόνησε τήν
παλαιάν έριδα μέ τούς πραγματιστάς, άλλ’ είναι δύσκολον άκόμη ν’
άποφανθώμεν κατά πόσον συνδέονται αί δύο κινήσεις. Είναι προφανές δτι ό
Βαρλαάμ ήλ- θεν είς έπαφήν μέ τάς γνώμας φραγκισκανών θεολόγων, ώς τοϋ
Ρογή- ρου Βάκωνος καί τοΰ Άουρεόλι, πού είχαν πρό τοϋ ’Όκκαμ άσχοληθή
μέ τό θέμα. Πάντως έδώ ή έρις μετεφέρθη άπό τάς γενικάς ιδέας είς τά
ιδιώματα τοΰ Θεοϋ.

Διά τής διακρίσεως μεταξύ ούσίας καί ένεργειών τοΰ Θεοΰ δη-
μιουργοΰνται αί προϋποθέσεις πρός κατάληψιν αύτοΰ- ή ούσία είναι α-
κατάληπτος, άλλ’ αί ένέργειαι είναι καταληπταί. Τήν κατάληψιν αύτήν οί
ήσυχασταί δέν στηρίζουν είς τόν άνθρώπινον λόγον, άλλ’ είς άλ- λας δυνάμεις-
«πίστις ήγεΐται τών εύσεβών δογμάτων, ούκ άπόδειξις- έπεται δέ τή πίστει ή
σύνεσις» 3.
Χρειάζεται δέ νά ένισχυθή ή πίστις καί δι’ άλλων μέσων, τής ά- παθείας,
τής προσευχής, τής ήσυχίας, στοιχείου τά όποια περιελάμ- βανε καί ή
παλαιοτέρα άσκητική. Οί καθαροί γνωρίζουν «ίσασιν οί κε- καθαρμένοι τή
καρδία διά τεκμηρίου τής έγγινομένης έν έαυτοΐς νοε-

2
.3
.

Ε
Α
π
ύ
ίτ
τ.
ο,
μ
οφ
ς.

Λ
5
113

ράς φωτοφάνειας, δ έστι θεός και οίον φώς έστι, μάλλον δέ πηγή φωτός
νοερού» Ε
Κατέστη ήδη φανερόν δτι ό γνήσιος ήσυχασμός δέν ήτο δ,τι είχε
πληροφορηθή άπό τόν άμαθή μοναχόν ό Βαρλαάμ. 'Η δέ ησυχαστική έρις,
μολονότι ήρχισεν έξ άφορμής τής πληροφορίας έκείνης, άνεφέρε- το είς
καίριον διά τόν χριστιανισμόν πρόβλημα, τό πρόβλημα τής κοινωνίας μέ τόν
Θεόν. Είναι δυνατή ή κοινωνία μέ τόν Θεόν ή όχι; "Αλλοι τήν ήρνοϋντο καί
άλλοι τήν έδέχοντο συμβολικήν. 'Ο Διονύσιος π.χ. τοποΟετών τόν Θεόν είς
τήν μακρυνήν περιοχήν τής άγνωσίας καί τοϋ σκότους έλεγεν δτι μετέχεται
ούτος διά τών «σεβασμίων συμβόλων» 1 2. "Οταν δέ ώμίλει περί ένώσεως μέ
τόν Θεόν, έξελάμβανε ταύτην ώς ά- συνείδητον έν έκστάσει έμπειρίαν. Καί ό
Βαρλαάμ καί ό Ακίνδυνος συμβολικούς έδέχοντο τήν έννοιαν κάθε κοινωνίας
μέ τόν Θεόν, είτε μυστη- ριακής, είτε άλλης. «Συμβολικώς έώρων ή όπωσοΰν
άλλως πνευματικά) τώ είδει» λέγει ό Ακίνδυνος διά τούς αποστόλους είς τό
Θαβώρ 3. Οί ήσυχασταί διά τής διακρίσεως μεταξύ ούσίας καί ένεργείας τοϋ
Θεοϋ καθίστων εΰκολον τήν πραγματικήν κοινωνίαν, χωρίς νά διακινδυ-
νεύσουν τό ύπερβατικόν τοϋ Θεοϋ- ή ουσία τοΰ Θεοΰ είναι απλησίαστος, άλλ’
αί ένέργειαι είναι προσιταί, τό θειον φώς, ή θεία άγαθότης κ.λ.π.
«'Ορας», λέγει, ό Παλαμάς, «άμφότερ’ ήμΐν ύπό τών σεπτών θεολόγων
—αραδεδομένα; Καί ώς άμέθεκτός έστιν ή ουσία τοΰ Θεοΰ καί μεθεκτή πως,
καί κοινωνοΰμεν τής θείας φύσεως καί ού κοινωνοΰμεν». Εις τούς βλέποντας
τά πράγματα μέ ευσεβή διάθεσιν ή άντίθεσις μεταβάλλεται είς συμφωνίαν καί
ή άντινομία γίνεται κριτήριον άληθείας 4.
'Η κοινωνία φέρει κατά τούς ήσυχαστάς τήν θέωσιν πάντως δμως ούτοι
έσημείωνον μέ πολλήν προσοχήν δτι όμιλοΰντες περί θεώσεως τών πιστών δέν
έννοοΰν μέθεξιν τής θείας ούσίας, άλλά μέθεξιν τών θείων ένερ- γειών «'Όλως
διόλου γινόμεθα θεοί χωρίς τής κατ’ ούσίαν ταυτότη- τος» 5 6. 'Η θέωσις
δηλαδή γεννά κατά τήν έννοιαν ταύτην «ύφειμένην», δευτερεύουσαν θεότητα,
ώς δώρον τής ύπερκειμένης ούσίας τοΰ Θεοΰ °. Δηλαδή ό Παλαμάς καί οί
ήσυχασταί δέν ένδιεφέροντο διά τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ ύπό νοησιαρχικήν
έννοιαν, δπως παρεξηγοΰντες ίσχυρίζοντο οί

1
. ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ, Πρός ’Ακίνδυνον, .1. ΜΕΥΕΝΟΟΚΡΓ, Θεολογία 26 (1955) 87.
2. Έκκληα. 'Ιεραρχία 3, 3, ΡΟ 3, 437.
3. Κατά Παλαμά Β', άνέκδ. Μοη&ο. ΟΓ. 223, φ. 107.
4. Θεοφάνης, ΡΟ 150, 932.
5. Θεοφάνης, ΡΟ 150, 936.
6. Πρός Άκίνδυνον, 1. ΜΕΥΕΝΟΟΚΡΡ, Θεολογία 24
(1953) 577. 8
114

άντίπαλοι των καί ισχυρίζονται μερικοί άπό τούς σημερινούς έρευνητάς, άλλά
διά τήν κοινωνίαν μέ τόν Θεόν καί τήν έν αύτώ ζωήν. Διά τοΰτο υπήρξαν καί
όρθοδοξότεροι.
Τό πρόβλημα τοΰ ήσυχασμοΰ άπησχόλησε πολύ τούς Θεσσαλονι- κεΐς
θεολόγους τής εποχής. 'Ως Θεσσαλονικεύς δύναται νά θεωρηθή καί ό
Γρηγόριος Ακίνδυνος, πού συνέχισε τόν άντιπαλαμικόν άγώνα μετά τήν
άναχώρησιν τοΰ Βαρλαάμ. Κατήγετο άπό τόν Πρίλαπον, άπ’ όπου έδιώχθη,
δπως ισχυρίζεται ό ίδιος 1. Έμορφώθη είς τήν Θεσσαλονίκην, όπου καί
διέμεινεν, άφοΰ προσπάθεια, του νά είσέλθη σέ όποια- δήποτε μοναχικήν
κοινότητα τοΰ άγιου "Ορους δέν έγινε δεκτή. 'Ο πατριάρχης Ιωάννης
Καλέκας έπεχείρησε νά τόν άναδείξη είς επίσκοπον, άλλ’ άπέτυχεν" ό
Ακίνδυνος είχε τήν συνήθη μοίραν τών μετριοπαθών, πού συντρίβονται μεταξύ
δύο άκρων. Είς μέν τό θεολογικόν πρόβλημα περί τής γνώσεως τοΰ Θεοΰ
ήκολούθει τόν Βαρλαάμ, είς δέ τό άσκητι- κόν πρόβλημα περί τής νοεράς
προσευχής ήκολούθει τόν Παλαμάν, διά τοΰτο έπολεμήθη καί άπό τούς δύο,
άπέθανε δέ εξόριστος.
Οί νεώτεροι θεολόγοι έδωσαν είς τάς συζητήσεις ήπιώτερον τόνον άντί
τής όξύτητος, πού διέκρινε τούς πρώτους καί ξένους άντιπάλους. Π.χ. ό
Δημήτριος Κυδώνης καί ό Ισίδωρος Γλαβάς, άρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης,
επικρίνουν μέν τάς άντιλήψεις άλλήλων δι’ έπιστολών, καί τοΰτο μάλιστα μέ
πολλήν διακριτικότητα, άλλ’ ευρίσκουν συγχρόνως καί λόγους φιλόφρονας διά
ν’ άνακηρύξουν 6 ένας τάς έπιστολάς τοΰ άλλου κομψοτέρας 1 2.
Άπό τούς θεολόγους αύτούς οί άδελφοί Δημήτριος καί Πρόχορος
Κυδώνης ύπήρξαν ένθερμοι ύποστηρικταί τών γνωμοίν Βαρλαάμ. 'Ο
Πρόχορος κατεδικάσθη διά τοΰτο άπό σύνοδον είς τήν Κωνσταντινού- πολιν.
Πολύν ζήλον υπέρ τών άπόψεων τών ήσυχαστών έπέδειξεν ό Φιλόθεος ό
Κόκκινος, μοναχός είς τό άγιον "Ορος καί άργότερα πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως. "Εγραψε δηκτικά έργα κατά τών άντιπάλων τοϋ
ήσυχασμοΰ καί έγκώμιον είς τόν Γρηγόριον Παλαμάν. Έπί τής πατριαρχίας
του δέ καθιερώθη ό έορτασμός τής μνήμης τοΰ Παλαμά. Τόν Παλαμάν
διεδέχθη είς τήν έδραν τής Θεσσαλονίκης ό εντόπιος Νείλος Καβάσιλας,
διακριθείς είς τήν συγγραφήν έργων κατά τών Λατίνων καί τών
άντιησυχαστικών θεολόγων. Διά τάς ομιλίας του είναι γνωστός

1. Κατά ΓΙαλαμά
Β',
2 Μοπαο. ΟΓ.
. 223,Β.66β.
Λ Α Ο Υ Ρ Δ Α , Ισίδωρον άρχιεπιακόπο
115

καί ένας άλλος, φίλος καί διάδοχος τοϋ Παλαμά, ό Ίσίδοιρος Γλαβάς, πού
άνεφέρθη άνωτέρω.
Δύο άλλοι άξιόλογοι διανοούμενοι της Θεσσαλονίκης, ό νομικός
Κωνσταντίνος Άρμενόπουλος καί ύ φιλόλογος Θωμδίς Μάγιστρος, ά-
σχοληθέντες καί μέ θεολογικά προβλήματα, δέν παρέμειναν μέν αδιάφοροι
εις τάς φλεγούσας έκείνας συζητήσεις, άλλ’ έτήρησαν δυσμενή στάσιν έναντι
καί τών δύο μερίδων. 'Ο Ακίνδυνος χαρακτηρίζει τόν Άρμενόπουλον ώς
«άσυλλόγιστον» καί λέγει «έαυτόν άμφοτέρων έκ- στήσας, άμφοτέρους ομοίως
έγκαλεΐ» 1. 'Ο ίδιος παραπονεΐται πρός τόν Μάγιστρον, διότι, ένώ άλλοτε
άπέδειξε τήν πλάνην τού Παλαμά, τώρα έσίγησεν 1 2.
Επειδή τά δρια μιας διαλέξεως δέν έπιτρέπουν λεπτομερεστέραν
έξέτασιν τής προσφοράς όλων τών Θεσσαλονικέων θεολόγων τοϋ ύπ’ όψιν
αίώνος, έκλέγομεν δι’ έξέτασιν τούς δύο κυριωτέρους καί άντιπρο-
σωπευτικωτέρους έξ αύτών. Διακρίνονται καί οί δύο διά τήν διαύγειαν τής
σκέψεως καί τήν χάριν τοϋ λόγου. Είς τήν μετριοπάθειαν πού δεικνύουν καί οί
δύο θά ίδωμεν πώς ή διαφορά νοοτροπίας έδημιούργει αντιθέσεις είς τάς
θεολογικάς άντιλήψεις.
'Ο Δημήτριος Κυδώνης, γεννηθείς περί τό 1324 είς τήν Θεσσαλονίκην,
έτυχε λαμπράς έκπαιδεύσεως. "Ητο άπό τούς λογίους πού έπό- νεσαν διά τάς
σφαγάς κατά τάς ταραχάς τοΰ ] 345, διά τάς όποιας καί συνέθεσε μονωδίαν.
Αργότερα προσελήφθη ώς ύπουργός άπό τόν αύ- τοκράτορα Ίωάννην
Καντακουζηνόν, άλλοτε οπαδόν τής Άναγεννήσεως καί ύποστηρικτήν τοϋ
Βαρλαάμ, άργότερα δέ φίλον τοΰ Παλαμά- άλλ’ αί πολιτικαί ένασχολήσεις
δέν τόν ήμπόδισαν ν’ άσχολήται καρποφόρως καί μέ τήν θεολογίαν.
Τό δοκίμιόν του Περί θανάτου είναι άξιον πολλής προσοχής. Τόν
θάνατον, λέγει, τόν θεοιροΰν όλοι ώς τό χειρότερον κακόν, τόν μισούν καί τόν
τρέμουν. 'Ο φόβος όμως δέν προέρχεται άπό τόν θάνατον καθ’ εαυτόν, άλλ’
άπό τήν συνείδησιν. Έάν κανείς τακτοποιήση τάς σκέψεις του καί ρυθμίση τήν
διαγωγήν του κατά τούς κανόνας τής ήθικής άρ- μονίας, θά εύρη τήν ψυχήν
του άθάνατον, τότε δέ όχι μόνον δέν θά φο- βήται τόν θάνατον, άλλ’
άντιθέτως, όταν πλησιάζη, θά τόν άνεχθή καί θά εύχεται νά τοΰ τόν στείλη ό
Θεός, διά νά μεταβή εις καλύτερον στά-

1. Α Κ Ι Ν Δ Υ Ν Ο Υ , 1Ιρό~ Ιερόθεον, Κώδ. ΜαΡΟ. ΟΓ. 155,


2φ . 72 έ .
. Α ΚΙΝΔΥΝΟΥ , εκτός μικρών αποσπασμάτων, Πρός Θωμάν Μάγιστρον, έκδ. Κ. 1. Β ΟΕΝΕΙΙΤΖ , ΚΕΒΣ 27
116

διον βίου Ρ Ό συγγραφευς είναι βέβαια χριστιανός, άλλ’ όμιλεΐ μέ τόν


φραστικόν τρόπον τοϋ Πλάτωνος1 2, αύτός ό φίλος τών αριστοτελικών
σχολαστικών.
'ΙΙ κυρία θεολογική δραστηριότης τού Κυδώνη έξεδηλώθη εις τήν
μετάφρασιν σχολαστικών συγγραμμάτων. Έπεθύμει ανέκαθεν νά μάθγ)
λατινικά, τό επέτυχε δέ είς τό Πέραν δι’ ενός διδασκάλου, πού τοΰ έδωσε
μάλιστα καί βιβλία τοϋ Άκινάτου- τά εύρε τόσον σπουδαία καί χρήσιμα, ώστε
έθεώρησε χρέος νά τά μεταφράση. Τά κυριώτερα άπό τά με- ταφρασθέντα
έ'ργα είναι, τοϋ Άκινάτου τά ΟοπΙτα §εηίε$ καί 8ηιηηια ΙΚεοΙοξίεα καί τοΰ
Άνσέλμου τό ΰε Ρεοεεεείοηε 8ρίήΐιι$ 8αηεΐί. Αί μεταφράσεις παραμένουν
άνέκδοτοι.
Βέβαια ή μελέτη τών σχολαστικούν έργων επηρέασε κάπως καί τάς
έκκλησιαστικάς του αντιλήψεις, άλλ’ ή στροφή του πρός τήν Δυτικήν
Εκκλησίαν δέν οφείλεται άποκλειστικώς είς αύτήν οφείλεται κυρίως εις τά
έξόχως άνεπτυγμένα πολιτικά ένδιαφέροντά του. Διέβλεπε τόν θανάσιμον
κίνδυνον τής αυτοκρατορίας έκ μέρους τών Τούρκιυν καί ήδη, μόλις αύτοί
έπάτησαν τό πόδι των είς την Εύρώπην, έγραψε τόν Συμβουλευτικόν περί
Καλ/απόλεως. Διά νά άποφύγουν τόν ζυγόν τής δουλείας οί Καλλιπολΐται
άπεμακρύνθησαν καί έφυγαν άκόμη καί πέραν τών Στηλών τοϋ 'Ηρακλέους,
τοΰ Γιβραλτάρ. Θ’ άφηναν λοιπόν οί Βυζαντινοί τήν πόλιν ; Άλλά τότε, λέγει,
τί θ’ άπαντήσωμεν είς τούς Καλ- λιπολίτας; Τί δέ θά είπωμεν καί είς τούς
Ευρωπαίους, τούς Ιταλούς, τούς Γαλάτας, τούς Γερμανούς, τούς Κέλτας, τούς
Ισπανούς3; Έάν έπιθυμοΰμεν νά μή γίνωμεν άνδράποδα, πρέπει νά στείλο^μεν
στρατόν ν’ άνακαταλάβη τήν πόλιν. Καί τελειοϋνει μέ λόγους, πού
υπενθυμίζουν ρήτορας τής κλασικής άρχαιότητος· «είρηκα ά νομίζω- ύμεΐς δέ
έλοι- σθε τό μέλλον κοινή συνοίσειν» 4.
'Η άλλη πλευρά τοΰ προβλήματος εξετάζεται εις τό έργον Ρωμαί- οις
Συμβουλευτικός. Άφοΰ διαπιστώνει οτι οί Τούρκοι είναι οί μόνοι αίτιοι τών
συμφορών τοΰ έθνους, θεωρεί άναγκαΐον νά ζητηθή βοήθεια. Άπό ποΰ; Δέν
είναι δύσκολον νά λεχθή. «Τίνες Ρωμαίοις Ρωμαίιον οικειοτεροι σύμμαχοι; Η
τινες αςιοπιστοτεραι των την αυτήν εχοντων πατρίδα; 'Η γάρ εκείνων πόλις
τής ήμετέρας μητρόπολις γέγονεν». 'Η Ρώμη έδωσεν είς τούς άποίκους τό
όνομά της καί, ένώ εκείνη έμεινε

1.
2. Περ
Βλ.
ί
Β.
3. τοϋ
κατ!αφ
ΤΑΤΑΚΙ
4. Σνμ
ρυνεΐν
5, περί
β. Σα
Αυτ
τον
ρΗίΙοε
Κα).).ι
όθι
θανάτο
ορΚύ:
πόλεως
154,
υ ΡΟ
,Βι/ζαη
1033. 22,
ΡΟ
ΐίηε,
154,
154,
Ρ&Π8
1017.
1205 έ.
1949,
σ. 269.
117

πρόμαχος είς τήν Δύσιν, έστειλεν αύτούς ύπερασπιστάς είς τήν Ασίαν. Κατά
τά άλλα, προσθέτει, άποτελοΰμεν έ'να δήμον, μίαν πόλιν κατά τό σχήμα
μητροπόλεως (Ρώμης) καί αποικίας (Κωνσταντινουπόλεως) 1. Ούτως άναζή ή
θεωρία μερικών παλαιοτέρων λογίων καί πολιτικών περί τής ρωμαϊκής
προελεύσεως τών κατοίκων τής αύτοκρατορίας. 'ΙΙ άνασύνδεσις θά έφερε τήν
σωτηρίαν, διότι θά έπραγματοποιεΐτο εν παλαιόν λόγιον «ήν τι λόγιον έκ τοΰ
πέλαγους καί τών ’Άλπεων ήξεον τούς τή πόλει καί ήμΐν άμυνοΰντας» 1 2.
Ταΰτα μάς υπενθυμίζουν τόν Μόσχο- βον τής μεταγενεστέρας εποχής καί
ολίγον τάς προστάτιδας δυνάμεις. Άφ’ δτου οί Τούρκοι ήρχισαν νά
επηρεάζουν τά πράγματα τής ελληνικής αύτοκρατορίας, ή αύτοτέλεια τής
πολιτικής της έπαυσεν έδημιουρ- γήθησαν δύο κόμματα, εν δυτικόφιλον καί
άλλο άνατολικόφιλον, άπό τήν κατάστασιν δέ αύτήν τής μειονεξίας δέν
κατώρθιοσε ν’ άπαλλαγή ό Ελληνισμός ούτε καί σήμερα.
Ανάλογα μέ τάς πολιτικάς προτιμήσεις τοΰ Κυδώνη ήσαν καί τά ταξίδιά
του. Έπεσκέφθη τό Μιλάνον καί άπέθανεν είς τήν ένετοκρα- τουμένην Κρήτην
(1397 ή 1398).
'Ο Νικόλαος Καβάσιλας ήτο σχεδόν σύγχρονος τοΰ Κυδώνη. Έ-
γεννήθη εις τήν Θεσσαλονίκην περί τό 1320. "Εφηβος ακόμη μετέβη πρός
διεύρυνσιν τής μορφώσεώς του είς τήν Κωνσταντινούπολή. 'Ο πατήρ του
παρηκολούθει μέ προσοχήν τά τής προοόδου του καί έζήτει διαρκώς
έπιστολάς, εκείνος δμως καθυστέρει τήν άλληλογραφίαν, προ- φασιζόμενος,
δπως κάμνουν οί φοιτηταί δλων τών εποχών, τόν φόρτον τών μαθημάτων 3.
Είς τάς σπουδάς του περιέλαβε τήν ρητορικήν, τάς φυσικάς έπιστήμας καί τήν
θεολογίαν. Τό 1345 ό Καβάσιλας, πού άνή- κεν όπως ό Κυδώνης είς τήν τάξιν
τών εύγενών, μ,όλις κατώρθωσε νά διασωθή άπό τήν σφαγήν. Έπ’ εύκαιρία τών
ταραχών συνέταξε Προσευχήν εις τόν Σωτήρα, μέ τήν όποιαν παρακαλεϊ τόν
Κύριον νά λυπηθή τούς κόπους, τούς ιδρώτας, τάς σφαγάς καί τά αίματα, πού
έχύθησαν διά τό όνομά του 4. "Εκτοτε εύρέθη καί αύτός κατά κάποιον
τρόπον εις τήν υπηρεσίαν τοΰ Καντακουζηνοΰ, άπό τόν όποιον μάλιστα
έστάλη νά μεταστρέψη τόν Νικηφόρον Γρηγοοάν υπέρ τών ήσυχαστικών
άντιλή- ψεων άπέτυχεν δμως είς τήν αποστολήν. "Οταν έκαμε νύξιν περί άπει-

1. Ρωμ. ανμβουλευτικός, ΡΟ 154, 977.


2. ΛύτόΟι 1-54, 1088.
3
. Ν. Κ Α Β Α Σ Γ Λ Α , Έπιστολα'ι 1, 2, 3, Ε Ν Ε Ρ Ε Κ Ι Β Ε » , “ Ό Ρ Γ ΒήβΕνοοΙίδβΙ άβδ ΜγδΙΠίβΓδ ΝίοοΙίιοδ Κίιΐκτώΐ&δ”, ΒΖ 46 (1
4. δΑΕΑνιι.ι,Ε, Κ<:Ιιο8 ά'ΟήεηΙ 35 (1936) 43-50.
118

λών τοϋ αύτοκράτορος, ό Γρηγοράς άπήντησεν άγερώχους, ότι οί λόγοι του


θά ήρμοζον είς τούς χρόνους τοϋ Διοκλητιανοΰ 1.
Τίτο φίλος των ήσυχαστών, δέν ήτο δμους καί έχθρός τής Αναγεννήσεως.
Είς μίαν επιστολήν του άποκαλεϊ τό έγκώμιον, πού κατά πα- ράκλησιν τοϋ
πατρός του είχε συντάξει πρός τιμήν τοΰ άγιου Δημητρίου, «παιάνα Δημητρίω
τώ καλώ» 1 2.
Εις τό έν λόγω έγκώμιον ονομάζει τούς συμπατριώτας του Έλληνας, όχι
Ρωμαίους, καί καθίσταται προφανές δτι δέν ένδιεφέρετο διά τήν άνασύνδεσιν
τών σχέσεων μέ τήν Δύσιν. Τό κύριον θεολογικόν έργον του, φέρον τόν τίτλον
ΙΙεοί τής έν Χριΰτώ ζωής, κατατάσσεται μεταξύ τών σπουδαίων μυστικών
συγγραμμάτουν τής ορθοδόξου θεολογίας. 'Η μυστική θρησκευτική έμπειρία
είς τήν Ανατολήν περιγράφεται κατά ποικίλους τρόπους, καί πρέπει νά
όρίσωμεν είς ποιον τύπον μυστικισμοϋ ανήκει ή θεολογία τοΰ Καβάσιλα.
’Έχομεν τόν χριστολο- γικόν μυστικισμόν τοΰ Παύλου, ό όποιος ευρίσκει τήν
κοινωνίαν πρός τόν Θεόν έπιτυγχανομένην διά τής συμμετοχής είς τήν ζωήν
τοΰ Χριστοΰ μέ τά μυστήρια, τό ήθος, τήν άνάμνησιν, τήν προσευχήν τον
γνωστικόν μυστικισμόν τών Αλεξανδρινών θεολογούν τοΰ τρίτου αίώνος, πού
έν- διεφέροντο νά προαγάγουν τήν πνευματικήν προσπάθειαν πρός εύρεσιν
της άληθείας καί άπόλαυσιν αυτής· τόν ασκητικόν μυστικισμόν τών έρη- μίτων
απο του τέταρτου αιωνος, που απητησαν την απαλλαγήν απο τον κόσμον καί
τήν άπάθειαν τόν εκστατικόν μυστικισμόν τοΰ Διονυσίου τοΰ Αρεοπαγίτου,
πού έπεδίωξε τήν ένωσιν μέ τόν Θεόν διά τής άπορ- ρίψειος κάθε νοήσεως καί
αίσθήσεως· τόν τυπολογικόν μυστικισμόν τών νηπτικών τοΰ ενδεκάτου αίώνος,
πού έτόνισαν τήν ολοκληρωτικήν αντιστοιχίαν μεταξύ τοΰ πνευματικού και
τοΰ αισθητού κόσμου καί περιέγραψαν τόν πνευματικόν μέ έρουτικάς
εκφράσεις· καί τέλος τόν θεωρητικόν μυστικισμόν τών ήσυχαστών πού
έζήτουν κυρίους τήν θέαν τοϋ θείου φουτός.
'Ο Καβάσιλας επανέρχεται είς τόν παύλειον τύπον τής μυστικής
εμπειρίας. Αναζητεί τήν χάριν τοΰ Θεοΰ καί τήν έν τή χάριτι ζωήν ή έμπειρία
αύτή είναι κατ’ έξοχήν μυστηριακή. '11 χριστιανική ζουή δέν είναι μόνον τοϋ
μέλλοντος ύπόθεσις· «ή έν Χριστώ ζουή φύεται έν τώδε τώ βίω καί τάς άρχάς
έντεΰθεν λαμβάνειν, τελείται δέ έπί τοΰ μέλλοντος, έπειδάν είς εκείνην
άφικώμεθα τήν ήμέραν» 3. 'Ο παρών κόσμος

1
2.
.
3

Ε Ρ

π
Ρ Η

ιΓ
Ο
σΟ
τΡ
1
οΑ
5
λ,
0

Β

4

9
3.

119

ώόίνει τόν εσωτερικόν άνθρωπον, ώστε ούτος πλάσσεται καί μορφώνεται εδώ,
άλλά γεννάται εις τόν μέλλοντα κόσμον. Τοΰτο πάντως δέν είναι απλή
προετοιμασία ζωής, είναι ήδη ζωή 1. Τήν ζωήν παρέχει ό Θεός διά τών
μυστηρίων τοΰ βαπτίσματος ώς άρχής, τοΰ χρίσματος ώς μέσου καί τής θείας
εύχαριστίας ώς πέρατος, καί τήν συντηρεί ό άνθρωπος" «επεί δέ τό μέν
συστήσαι τήν ζωήν ές ά,ρχής τής τοΰ Σωτήρος χει- ρός έξήρτηται μόνης, τό
γε μήν φυλάξαι παγεϊσαν καί μεΐναι ζώντας καί τής ήμετέρας έργον σπουδής»1
2. Πρός τοΰτο ά.παιτεΐται άγών άποφυγή τών ματαίων, λογισμός, μελέτη,

προσευχή, μετοχή εις τάς τελε- τάς, έρως τοΰ Χριστού καί τής άρετής. Ταΰτα
είναι δυνατόν νά έπιτε- λεσθοΰν εις όποιασδήποτε συνθήκας βίου καί αν
εύρίσκεται ό χριστιανός, όχι δέ κατ’ άνάγκην είς τήν έρημίαν. Είς τό σημεΐον
αυτό ό Καβάσιλας έρχεται είς κάποιαν άντίθεσιν πρός τούς ήσυχαστάς, καθ’
όσον αναζητεί τήν πνευματικήν δύναμιν είς τόν έσω άνθρωπον καί παραβλέπει
τά αυστηρά τεχνικά μέσα άσκήσεως· ή τελείωσις επιτυγχάνεται μέ ίσην
τουλάχιστον ευκολίαν καί εις τήν κοινωνίαν.
'Ο καρπός τής ζωής χαρακτηρίζεται άπό μίαν αντινομίαν, όπως συνήθως
συμβαίνει μέ τήν θρησκευτικήν έμπειρίαν είναι άφ’ ενός μέν λύπη,
συνοδευομένη άπό πόνον καί δάκρυα διά τά πλημμελήματα3, άφ’ έτέρου δέ
χαρά διά τά παρόντα καί τά έλπιζόμενα άγαθά 4. 'Η διά- θεσις τοΰ χριστιανοΰ
καθορίζεται άπό τήν μετοχήν τοΰ άγαθοΰ" «Χαί- ρειν ανάγκη τόν εραστήν» 5.
'ΙΙ δέ ήδονή αύτή δέν είναι εγωιστικόν αίσθημα, καθ’ όσον συνοδεύεται άπό
τήν άγάπην. Ζωή είναι ή κινοΰσα τά ζώντα δύναμις" ζωή τοΰ άνθρώπου είναι ή
άγάπη τοΰ Θεοΰ" «'Όθεν ούκ άν άμάρτοι ζο)ήν αύτήν προσειπών καί γάρ
ένωσίς έστι πρός Θεόν, τοΰτο δέ ζωή, καθάπερ θάνατον ίσμεν τόν άπό Θεοΰ
χωρισμόν» 6.
Μέ τον Νικόλαον Καβάσιλαν, άποθανόντα περί τό 1390, καί τόν
Δημήτριον Κυδώνην δέν έσβησεν είς τήν Θεσσαλονίκην ή ακμαία θεο- λογική
σκέψις, άλλά δέν έπρόκειτο νά συνεχισθή έπί πολύ άκόμη. Τοΰ τελευταίου
θεολόγου τής Θεσσαλονίκης, τοΰ άρχιεπισκόπου Συμεών, τό τέλος συμπίπτει
μέ τό τέλος τοΰ έλευθέρου βίου τής πόλεως.

1
.2
.3
Ρ
.
4
Ο

5
Ο

6
1
Ο

5
1
Ο
Ρ
0
5
1
Ο
Ρ

0
5
1
,
0
5
1
4
,
0
5
1
9
,6
0
5
4
,6
0
0
8
,7
έ
9
0
7
έ.
4
0
7
.
5
2
Ο ΓΡΗΓ0ΡΙ02 Ο ΙΙΑΛΑΜΑΧ
1959 *

Εις τά μέσα τοϋ δεκάσου τετάρτου αίώνος, ένώ ή ελληνική αυτο-


κρατορία περιέπιπτεν εις άγχώδη κατάστασιν, όξυτάτη φιλοσοφική καί
θεολογική έρις έξέσπασεν εις τήν Θεσσαλονίκην, μεταφερθεΐσα έπειτα καί εις
τήν πρωτεύουσαν. Μερικοί ερευνηταί φρονούν ότι ή συνταρακτική αυτή
οιαμαχη υπηρζεν εις απο τους συντελεστας που προε- κάλεσαν τήν πτώσιν τοϋ
Βυζαντίου, άλλ’ ή άποψίς των φέρεται εις άν- τίθεσιν προς θεμελιώδες
ιστορικόν άξίωμα, κατά τό όποιον αί πνευμα- τικαί συγκρούσεις όδηγοϋν εις
ακμήν καί όχι εις παρακμήν. Θά έ'πρεπε μάλλον ή έρις νά θεωρηθή ώς
παρήγορον οαινόμενον εις μίαν άπελπι- στικώς κρίσιμον εποχήν.
Εις τό πνευματικόν πεδίον έδέσποζε τότε ή προσωπικότης τοϋ άγιου
Γρηγορίου τοϋ Παλαμά. Τήν εποχήν κατά τήν όποιαν ή Μικρά Άσία
κατεκλύζετο άπό τάς όσμανικάς ομάδας, ή οίκογένειά του άπε- χώρει άπό τήν
Ανατολήν καί εγκαθίστατο εις τήν Κωνσταντινούπολή ]. Ό πατήρ του
Κωνσταντίνος, συγκλητικός καί μέλος τής αύτο- κρατορικής αυλής, έξετιμάτο
βαθέως άπό τον αύτοκράτορα Ανδρόνικον τον Β', τόσον, ώστε ούτος νά τοϋ
άναθέση τήν επιμέλειαν τής Ικ-

ΗΙανηγυρικός εκφωνηθείς τήν 15ην Νοεμβρίου 1959 έπί τή 600ετηρίδι Γρηγο- ρίου
τού Παλαμά, έν τή μεγάλη αιθούση των τελετών τοϋ ’Λριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης. Έδημοσιεύθη εις τόν Γρηγόριον ΙΙαλαμάν 43 (1960).
1. ΦΙΛΟΘΕΟΥ, Έγκώμιον εις Γρηγόριον, ΡΟ 151, 553. ΚΑΝΤΛΚΟΥΖΗΝΟΥ, 'Ιστορία, 2,
39, εκδ. Βόννης, 1828 έέ. I, 545,
124

παιδεύσεως τού έγγονοϋ του, τοϋ μετέπειτα αύτοκράτορος Ανδρονίκου τοϋ


Γ'. Παρά τάς πολιτικάς επιβαρύνσεις ό Κωνσταντίνος έπεδί- δετο μέ ζήλον εις
τήν σιωπηράν προσευχήν, καί διηγούνται δτι, κάποτε πού ό Ανδρόνικος ήθελε
νά τόν συμβουλευθή εις τήν σύγκλητον διά σπουδαΐον ζήτημα, τόν εύρε
προσευχόμενον ένδομύχοις καί παρητήθη τοϋ επιχειρήματος διά νά μη
διακόψη τούς εύοεβεΐς διαλογισμούς του 1. 'Ο Γρηγόριος, συνομήλικος τοϋ
ήγεμονόπαιδος Ανδρονίκου, έγεννήθη εις τήν πρωτεύουσαν τό 1296 1 2. Ό
πατήρ του, άποθανών πολύ ενωρίς, άφοϋ έδέχθη τήν μοναχικήν κουράν εις
τήν κλίνην τοϋ θανάτου, τόν άφη- σεν έπταετή ορφανόν, άλλ’ αύτός εύρεν
ισχυρόν καί χρήσιμον προστάτην τόν αύτοκράτορα. Εις το πανεπιστήμιον τής
Κωνσταντινουπόλεως, πού διηυθύνετο τότε άπό τόν διάσημον θεολόγον καί
φιλόσοφον Θεόδωρον Μετοχίτην, ήκολούθησε τάς έλευθέρας σπουδάς'
γραμματικήν, ρη- τοοικήν, φυσικήν καί λογικήν. 'Ότε μετά δύο δεκαετίας
ήλθεν εις σύγ- κρουσιν μέ τούς οπαδούς τής Αναγεννήσεως, αυτοί του
διημφεσβήτη- σαν τήν κατοχήν ώλοκληρωμένης παιδείας καί τόν άπεκάλεσαν
άμόρ- φιοτον3. ’Ηναγκάσθη τότε νά ύπερασπίση έαυτόν καί εις σύγγραμμα
έκδοθέν ψευδωνύμως κατέγραψεν έπεισόδιον συμβάν κατά τούς χρόνους τοϋ
φοιτητικού του βίου. 'Ότε ήτο δεκαεπταετής τοϋ είχεν άνατεθή νά όμιλήση
περί τοϋ Άριστοτέλους εις τα άνάκτορα ενώπιον τοϋ αύτοκράτορος
Ανδρονίκου τοϋ Β' καί πολλών επισήμων καί σοφών άνδρών, ήτο δέ τόσον
έπιτυχής ή διαπραγμάτευσις, ώστε ό παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης είπε
πρός τόν βασιλέα μέ θαυμασμόν διά τόν νεαρόν διανοούμενον «καί
Αριστοτέλης αύτός, εϊγε περιών παρήν, έπήνεσεν αν». Προφανώς οί έπικριταί
ήσαν σκληροί εις τήν υπερβολήν το:>ν.
Εις αύτήν πιθανώς τήν ήλικίαν ό Γρηγόριος έγκατέλειψε τάς έπι-
στημονικάς σπουδάς καί έπεδόθη εις τήν μελέτην τής άσκητικής φίλο- λόγιας
και εις αυτήν την ασκησιν, προς μεγαλην απογοήτευσιν του αυ- τοκράτορος
πού τόν προώριζε δι’ υψηλά πολιτικά αξιώματα. Όδηγός του έγινε πλέον ό
επίσκοπος Φιλαδέλφειας Θεόληπτος πού τόν εΐσήγα-

1. Φ ΙΛΟΘΕΟΥ , Έγκώμιον, ΡΟ
151, 555.
2
. Κ. Δ ΥΟΒΟΥΠΙΙΙΤΟΥ , «Τό έτος τοϋ θανάτου Γρηγορίου τοϋ Παλ
3
. «ΆααΟής καί άπαίδευτος», Β ΛΡΛΑΛΜ , Έπιατ. Α' πρός ΙΙαλιχμάν
125

γεν εις τήν νοεράν προσευχήν Γ Εικοσαετής άπεφάσισε ν’ άποχωρισθή των


οικογενειακών και κοσμικών άγαΟών άποσυρόμενος εις τήν μόνω- σιν, έπεισε
δέ καί τήν οικογένειαν του ολόκληρον νά πράξη τό ίδιον τήν μητέρα του
Καλήν, τούς αδελφούς του Μακάριον καί Θεοδόσιον, τάς άδελφάς του
Έπίχαριν καί Θεοδότην μαζί μέ μερικούς ύπηρέτας. 'Ο μοναχικός βίος
έξηκολούθει άκόμη νά έκτιμάται βαθύτατα εις τό Βυζάντιον, δέν έδίσταζαν δέ
καί βασιλείς ν’ αλλάξουν τήν πορφύραν μέ τό πενιχρόν ρασον, οπιος μετ’
όλίγας δεκαετίας οί λόγιοι Καντακουζηνοί Ιωάννης καί Ματθαίος.
Κατά τούς χρόνους τουτους, έξηκολούθει ό μοναχικός βίος νά έ-
φαρμόζη καί τούς δύο τρόπους άσκήσεως, τόν έρημικόν καί τόν κοινο-
βιακόν. Τούς πρώτους αιώνας ή άσκησις έπετελεΐτο μέσα εις τά πλαίσια τής
ώργανωμένης εκκλησιαστικής κοινωνίας καί συνεδέετο μέ τήν προσφοράν
υπηρεσιών πρός αύτήν. Εις τάς άρχάς όμως τοϋ τετάρτου αΐώ- νος
επεκρατησεν ή τάσις τής άπομονώσεως καί άπομακρύνσεως άπό τόν κόσμον,
κυρίως διότι μερικοί χριστιανοί είχαν τόσον πολύ συνηθίσει εις τάς θλίψεις
πού προεκάλει ό διωγμός, ώστε τούς έφαίνετο απίθανος ή διαβίο^σις χωρίς
διώκτας’ έγιναν λοιπόν οί ίδιοι διώκται έαυ- τών καί έφυγαν εις τάς έρημίας,
όπου ύπέβαλλον εαυτούς εις στερήσεις καί θλίψεις. 'Η προσπάθεια τοϋ
Μεγάλου Βασιλείου νά συγκέντρωση εις φιλανθρωπικά κοινόβια τούς
σκορπισμένους εις τά όρη καί τά δάση άσκητάς εύρε καλήν άπήχησιν, αλλά
πάντοτε έμειναν μερικοί έρημΐται μακραν του κοσμου, όπως μενουν και
σήμερον. Κις μεταγενέστερους χρόνους τά ορη ήσαν ενδιαίτημα όχι μόνον
των έρημιτών άλλά καί μο- ναχων ωργανωμενων εις μοναστήρια· οσον οε
επροχωρει ή εποχή το- σον περισσότερον απόμακροι τόποι άνεζητοΰντο ώς
άσκητικά καταφύγια, όπως ό ’Άθως καί τά Μετέωρα. Καί όσον μακρότερον
έζη ό μοναχός τόσον περισσότερον προσείλκυε τόν θαυμασμόν τοϋ λαοΰ, ό
όποιος τοϋ άπέδιδε προφητικήν άποστολήν.
'Ο Γρηγόριος έδείκνυεν ιδιαιτέραν προτίμησιν εις τήν έρημιτικήν
άσκησιν συνδυασμένην πάντως μέ τήν έξάρτησιν άπό κάποιαν μονήν ή
άδελφότητα. "Εμεινε κατ’ άρχάς μαζί μέ τούς άδελφούς του εις τό ό-
νομαστον οια τα μοναστήρια του Ιιαπικιον ορος, το ευρισκόμενόν εις τά
σύνορα τής Θράκης καί Μακεδονίας 1 2, έπειτα δέ έμόνασεν εις τό άγιον
’Όρος. ’Έζησεν εκεί ώς έρημίτης πλησίον τοϋ Βατοπεδίου ύπό τόν

1. Φ Ι Λ Ο Θ Ε Ο Υ , Έγκώμιον, ΡΟ 151, 561.


2. Σ. Κ Υ Ρ Ι Α Κ Ι Δ Ο Υ , «Τό Παπίκιον ’Όρος», Άθηνά
35 (1923) 219-225.
126

άσκητήν Νικόδημον, έπειτα εις τό κοινόβιον τής Λαύρας και τέλος εις τήν
Γλωσσίαν.
Τό 1325, άναγκασθείς μαζί μέ πολλούς άλλους έρημίτας νά έγκατα
λείψη τό ’Όρος μέ σκοπόν νά μεταβή εις Ιεροσόλυμα, δέν έπροχώρη- σε
πέραν τής Θεσσαλονίκης. Ώς αιτία τής άποχο^ρήσεως άπό τό ’Όρος
άναφέρονται αί έπιδρομαί των Τούρκων πού είχαν καταστή πλέον τήν έποχήν
αύτήν συχνότεραι καί άγριώτεραι, άλλ’ ύπό των κατόπιν άντι- πάλων τοϋ
ΙΙαλαμά ανευρίσκονται άλλοι λόγοι καί συγκεκριμένους ό φόβος των
έρημιτοόν μήπιυς κατακριθοΰν ώς οπαδοί των Μασσαλιανών Ε Τό όνομα
τοϋτο δίδεται άπό τούς "Ελληνας συγγραφείς εις τούς Βογο- μίλους, τούς
δυαρχικούς αιρετικούς, οί όποιοι, έχοντες ώς εστίαν τήν Βουλγαρίαν, είχον
επεκτείνει τήν επιρροήν των εις τά μοναστήρια τής Κωνσταντινουπόλεως, τής
Θράκης καί τής Μακεδονίας. 'Η έπίδρασις ήτο εύκολος, δεδομένου ότι οί
έρημΐται κατ’ άνάγκην παρημέλουν τά έξωτερικά μέσα τής λατρείας καί
έδιδον κυρίαρχον θέσιν εις τήν προσευχήν αύτό δέ άκριβώς είναι τό κύριον
γνώρισμα τών Μασσαλιανών. Ό Παλαμάς κατηγορήθη ότι εις τήν
Θεσσαλονίκην ήλθεν εις επαφήν μέ τούς Βογομίλους 1 2, ένώ ό φίλος του
Φιλόθεος φροντίζει ν’ άναιρέση τήν κατηγορίαν κατά τρόπον μή
έπιδεχόμενον άμφισβήτησιν, σημειώ- νων ότι άπό τά πρώτα βήματά του εις
τον μοναχικόν βίον, δηλαδή άπό τόν χρόνον τής παραμονής του εις τό
Παπίκιον, ήλθεν εις σύγκρουσιν μέ τούς Βογομίλους καί ήπειλήθη ή ζωή του
ΰπ’ αύτών3. Είναι πάντως βέβαιον ότι ή σημειιυθεΐσα τότε προσέγγισις
ώδήγησεν εις τήν ά- πορρόφησιν τοϋ κυρίου όγκου τών Βογομίλων.
Τό επόμενον έτος, άφοϋ ήδη εγινεν ίερεύς, άνεχώρησεν, άκολου-
θούμενος άπό δέκα μοναχούς εις Βέροιαν, όπου παρέμεινεν έπί πενταετίαν.
Διήρχετο τάς πέντε ήμέρας τής έβδομάδος εις πλήρη μόνωσιν ά-
σχολούμενος μέ τήν άδιάλειπτον προσευχήν τοϋ νοΰ, κατά Σάββατον δέ καί
Κυριακήν ένεφανίζετο διά νά μετάσχη τών μυστηρίων. Διέκοψε τήν μόνωσιν
κατόπιν είδήσεως περί τοϋ θανάτου τής μητρός του διά νά μεταβή εις τήν
Κωνσταντινούπολή καί παραλαβή τάς δύο άδελφάς του, άπό τάς οποίας
μάλιστα ή Έπίχαρις άπέθανε μετ’ ολίγον.
Νέα επιδρομή, τών Σέρβο^ν αύτήν τήν φοράν, άπεμάκρυνε τούς έ-
ρημίτας καί άπό τήν Βέροιαν. 'Ο Γρηγόριος έπιστρέψας εις τό άγιον ’Όρος
έζησεν εις τό ήσυχαστήριον τοϋ αγίου Σάββα, καί άπό τόν πρώ-

1.
2. Γ
3.
ΡΗΓΑΟ
Ρ Α ,Φ
ΚΙΝΔ
Ιστορ
ΙΥΝΟ
ΛΟΘ
ία,Ο Υ ,
Υ
Κ
14, 7,
Έγκώ
Έπιπ
έκ8.
τολαί,
μιον,
Βόνν
Κώδ.
ΡΟ
ης, σ.
Μοη.
151,
719.
562.
Οι -.

155,
φ.
72.
τον του ’Όρους ώρίσθη ηγούμενος τής μονής Έσφιγμένου, άλλα λόγω τών
αυστηρών μεταρρυθμιστικών έπιδιώξεών του δεν έγινεν εύμενώς δεκτός άπό
τούς διακοσίους κακό μαθημένους μοναχούς.
Όλίγον πρό τής εποχής αυτής, περί τό 1330, ήλθεν εις τήν Ελλάδα άπό
τήν Καλαβρίαν ό φιλόσοφος μοναχός Βαρλαάμ. Άνήκεν εις τήν έλληνικήν
εθνικήν κοινότητα τής Νοτίου Ιταλίας, ή οποία έξηκο- λούθει νά ύφίσταται
παρά τάς πολιτικάς περιπετείας τής περιοχής, καί είχε μορφωθή έλληνικώς.
’Ήθελε τούρα νά γνωρίση τήν πατρίδα τών προγόνων του, εις τήν όποιαν είχαν
ζήσει οί ύπ’ αύτοΰ θαυμαζόμενοι φιλόσοφοι Πλάτων καί Αριστοτέλης καί εις
τήν όποιαν έζιον οί ομόδοξοι του. ΊΙσθάνετο πολλήν εθνικήν υπερηφάνειαν
καί έφαντάζετο πιθανώς εύκολον τήν άναβίωσιν τής παλαιάς αίγλης τοϋ
Βυζαντίου καί τήν ολοκληρωτικήν άναγέννησιν τών γραμμάτοιν καί τών
έπιστημών, εις τήν όποιαν ό ίδιος θά ήτο πρωταγωνιστής.
'Ο μέγας δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός, προστάτης τής
Αναγεννήσεως εις τό Βυζάντιον τότε, ΰπεστήριξε τόν νεοελθόντα καί τοϋ
εδωσε καθηγητικήν θέσιν εις τό πανεπιστήμιον τής Κωνσταντινουπόλεως. Αί
διαλέξεις του έπί θεμάτων φιλοσοφικών, θεολογικών καί φυσικών προεκάλουν
βαθυτάτην έντύπωσιν, τά δέ συγγράμματά του εύ- ρον εΰρεΐαν κυκλοφορίαν.
'Η επιτυχία έκέντρισε τήν τάσιν του πρός οϊη- σιν καί του έξέθρεψε τό πάθος
νά έξευτελίζη κάθε ομότεχνον. 'Ομολο- γοΰν τοΰτο άκόμη καί οί φίλοι του.
«'Ότε γάρ, τοϋ λέγει ό Ακίνδυνος, πρώτον έλθών εις τήν μεγάλην πόλιν, πάντα
μέν έσπούδακας κενήν άπά- σης παιδεύσεως άποδεϊξαι τήν πόλιν» Χ. Ποιος
γνωρίζει ποιας άπογοη- τεύσεις είχε δοκιμάσει άλλοτε εις τήν πατρίδα του καί
ήρχετο έδώ νά ίκανοποιήση τήν τρωθεΐσαν φιλοδοξίαν του άναζητών δύναμιν
καί δόξαν ; Κατάντημα πάντως τής διαγωγής του ήτο ότι εντός ολίγου χρόνου
έκαμεν εχθρούς τούς διασημοτέρους λογίους τοϋ Βυζαντίου, μεταξύ τών
όποιων προεξήρχεν ό Νικηφόρος Γρηγοράς, διά τοΰτο δέ τό έκεΐ κλίμα
εγινεν άφόρητον δι’ αυτόν καί ήναγκάσθη νά έγκατασταθή εις τήν Θεσ-
σαλονίκην.
Τούς δύο πνευματικούς άνδρας, τόν Παλαμάν καί τόν Βαρλαάμ, έφεραν
εις πρώτην έπαφήν αί συζητήσεις πού έπραγματοποιήθησαν έπι τής βασιλείας
Άνδονίκου τοΰ Γ' μέ σκοπόν τήν ένωσιν τών Εκκλησιών τά έτη 1333 καί 1334.
Καί οί δύο συνέταξαν έργα πολεμικά κατά τών Ρωμαίων, άλλ’ έκαστος έξεκίνει
άπό διαφορετικήν άφετηρίαν. Ό Βαρ- 1

1. Α ΚΙΝΔΥΝΟΥ , Έπιστολαί, Κώδ. ΛιηόΓΟΒ. 290, φ. 67.


128

λαάμ έθεώρει ώς άνευ έννοιας τήν άπαίτησιν τών Λατίνων, ότι τό "Αγιον
Πνεύμα εκπορεύεται καί εκ τοΰ Υίοΰ, άφοΰ ό Θεός κατά τούς λόγους καί
άλλων καί τοΰ γράψαντος μέ τό όνομα τοΰ Διονυσίου είναι ά- κατάληπτος.
'Ο Παλαμάς τήν ιδίαν εποχήν έγραψε τούς Λόγους Αποδεικτικούς περ'ι
τής έκπορεύσεως τοϋ Άγιον Πνεύματος, τών οποίων καί μόνος ό τίτλος δεικνύει
τήν άντίθεσιν πρός τήν κατεύθυνσιν τοϋ Βαρλαάμ. "Εναντι τοϋ αγνωστικισμού
εκείνου, αύτός ώμίλει περί «άποδεικτικοΰ» λόγου. Ήτο φυσικόν νά ελθη εις
σύγκρουσιν μέ τόν Βαρλαάμ, ό όποιος εις μίαν στιγμήν εγωιστικής έκρήξεως
είπε τό χαρακτηριστικόν- «ταπεινώσω τόν άνθριοπον» 1.
Τήν θεολογικήν άντίθεσιν έπέτεινεν έντός ολίγου και νέα διαφορά, ώς
πρός τήν ασκητικήν μέθοδον τώρα. 'Ο Βαρλαάμ έ'μαθεν άπό άφελή μοναχόν
περί τής ψυχοσωματικής τεχνικής προσευχής πού ήκολούθουν οί ήσυχασταί
μοναχοί. Τοποθετούμενοι ούτοι εις χαμηλόν κάθισμα έπί ώρας καί
στηρίζοντες τόν πώγωνα εις τό στήθος, προέφεραν ένδομύ- χιυς καί εις
κατάστασιν άπολύτου ήσυχίας τήν «προσευχήν τοΰ Ίησοΰ»- ούτως έβλεπαν τό
θειον φώς 1 2. 'Ο Καλαβρός επηρεασμένος άπό τήν πλατωνικήν καί
νεοπλατωνικήν ιδεοκρατίαν ήδυνάτει νά δεχθή μετοχήν τοϋ σώματος εις τήν
προσευχήν ή εις οίανδήποτε άλλην πνευματικήν έκ- δήλωσιν- ώνόμασε δέ
τούς ήσυχαστάς όμφαλοψύχους3 καί ένήογησε σκληράν έπίθεσιν εναντίον των.
Ενώπιον τής συνόδου τής Κωνσταντινουπόλεως προέβη εις επίσημον
καταγγελίαν, άλλ’ έλαβεν άπό τόν ά- διάφορον εις τά θεολογικά προβλήματα
πατριάρχην ’Ι^άννην Καλέκαν τήν εντολήν νά παύση άνακινών τέτοια
ζητήματα.
Παρά ταΰτα καί παρά τάς μεσολαβητικάς προσπάθειας τών Ά- κινδύνου
ή Ιρις συνεχίσθη εις τήν Θεσσαλονίκην έπί μακρόν. 'Τπερα- σπιστής τών
μοναχικών άπόψεων ένεφανίσθη τέλος ό Γρηγόριος, ό όποιος έγκατασταθείς
εϊς τήν πόλιν παρέμεινεν εις αύτήν έπί τριετίαν γράφων καί όμιλών. Εις τά
έννέα βιβλία Ύπερ τών ιερώς ήσυχαζόν- των διετύπωσε τάς παρατηρήσεις του ώς
πρός τήν πνευματικήν τελείω-

1. ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, Έπιστολαί,
Κώδ.
2 Α Ι Ϊ Ι Θ Γ 0 5 . 29, φ. 67β.
. Περί τής μεθόδου βλ. Ν ΙΚΗΦΟΡΟΥ ΙΙ ΣΥΧΑΣΤΟΥ , Περί

3. ΓΡ. ΠΑΑΑΜΑ, Πρός


Βαρλαάμ Β’, Κώδ. ΟοίδΙ. 100,
φ. ΙΟΟβ.
129

σιν. Επίμονος προσπάθεια τών αρχών τής πόλεως να φέρουν ήρεμίαν άπέτυχε,
παρ’ δλον οτι εις μεγάλην σύναξιν ό Βαρλαάμ ύπεσχέθη όχι μόνον νά
διακόψη τόν πόλεμον άλλά καί ν’ άπαλείψη άπό τά παλαιά κείμενα τάς
κατηγορίας. Ό Βαρλαάμ, ευερέθιστος δπως ήτο πάντοτε, παρά τάς
υποσχέσεις συνέταξε νέον σύγγραμμα, τό Κατά Μααααλιανών, εις τόν όποιον
έπετίθετο προσοϋπικώς πλέον κατά τοΰ Γρηγορίου.
Τότε καί οί δύο άνδρες μετέβησαν εις τήν Κωνσταντινούπολή διά νά
φέρουν τήν ύπόθεσίν των εις τήν κρίσιν αρμοδίων αρχών. Σύνοδος,
συγκροτηθείσα τό 1341, κατεδίκασε τήν θέσιν τού Βαρλαάμ, ό όποιος εις τήν
αμηχανίαν καί στενοχώριαν του έζήτησε τήν συμβουλήν τού προστάτου του
Καντακουζηνού- καί ή συμβουλή ήτο νά ζητήση συγγνώμην άπό τόν
Παλαμάν, ή οποία έδόθη προθύμως. 'Ο Βαρλαάμ πάντως δέν ήτο άνθρωπος
πού υποκύπτει ευκόλως- άπεπειράθη νά συνέχιση τόν ά- γώνα, άλλ’ αύτήν τήν
φοράν έχασε κάθε εύνοιαν τού Καντακουζηνοΰ, ό όποιος μετά τόν θάνατον
τοϋ αύτοκράτορος Ανδρονίκου τοϋ Γ' ήτο επιφορτισμένος μέ βαρύτατα
πολιτικά καθήκοντα καί άνήσυχος διά τό μέλλον. 'Ο Καλαβρός, ϊδών νά
καταρρέουν δλαι αί ελπίδες του περί τής προσωπικής του άναδείξεως καί
επιβολής, έγκατέλειψε διά παντός τήν Ελλάδα, δπου προ δεκαετίας περίπου
είχεν έλθει γεμάτος αίσιοδοςίαν. Έγκατεστάθη εις τήν Δύσιν, δπου τοϋ
έφαίνετο δτι ή Αναγέννησις ε- βάδιζε περισσότερον άπρόσκοπτον δρόμον.
Έδίδαξε τόν Ρβίτ&ΓϋΙια τήν ελληνικήν, συνανεστράφη μέ άλλους διάσημους
λογίους καί έτοποθετή- θη υπό τοΰ πάπα εις τήν επισκοπήν τοϋ 'Ιέρακος,
χωρίς νά έχη πρός τούτο πολλήν ορεξιν αύτός, ό άλλοτε πολέμιος τών
παπικών άξιούσεων. Αναμφιβόλους δέν ήσθάνετο χαράν διά τά πενιχρά
έπιτεύγματά του ό ικανός καί φιλόδοξος φιλόσοφος.
'Ο Βαρλαάμ υπήρξε τέκνον τής Αναγεννήσεως, άλλ’ υπήρξε καί
σκαπανεύς τής Αναγεννήσεως. Ή μπορεί άργότερα νά έλησμονηθη το
πέρασμά του άπό τήν ιστορίαν, διότι τόν έθεώρησαν οί μέν άνατολικοι ώς
άπαίσιον προδότην, οί δέ δυτικοί ώς πτωχόν πρόσφυγα- άλλ’ ή ώθη- σις πού
έ8ωσε καί εις τήν Ανατολήν καί εις τήν Δύσιν πρός ένασχολη- σιν με τα
γραμματα και τας επιστήμας είναι εμφανής.
'Ως φορεύς τής άναγεννητικής πνοής ήρμήνευε τήν άποκάλυψιν
στατικώς, περιορίζων τήν ένέργειάν της εις μόνην τήν 'Αγίαν Γραφήν,
συμφώνως πρός τήν γενικήν τάσιν τών ολιγόπιστων νά τονίζουν μέν τά παλαιά
στοιχεία τής παραδόσεως, ν’ άρνοΰνται δέ τήν τρέχουσαν ζωήν τής
Εκκλησίας. Άνεζήτει δέ καί νέαν αυθεντίαν πέραν τής χριστιανικής καί τήν
εύρεν εις τά πρόσωπα τών μεγάλων φιλοσόφων τής άρχαιότητος, τοϋ
Πλάτο^νος καί τοΰ Άριστοτέλους. Δέν ύπήρξεν ο μο-

9
130

νος οδοιπόρος πρός τήν κατεύθυνσιν αύτήν, διότι καί ό Γεώργιος Γεμιστός
καί ό Μ&Γ81§1ίθ Ρϊοίηο ολίγον άργότερα έπεχείρησαν νά διαμορφώσουν
θρησκευτικόν σύστημα μέ άνάμικτα χριστιανικά καί νεοπλατωνικά στοιχεία.
'Ο Παλαμάς άνήκεν εις εκείνους πού άπέκρουαν τόν συμβιβασμόν μέ
τάς άναγεννητικάς προσπάθειας. Δέν ίσχυρίζετο βεβαίως δτι ή γνώ- σις καί ή
σοφία είναι πράγματα απόβλητα, έφ’ όσον καί αύτά δώρα τοΰ Θεοϋ είναι Χ,
άλλα περιώριζε τό έργον τής φιλοσοφίας εις τήν έρευναν παντός ό,τι δέν είναι
Θεός καί εις τήν άναζήτησιν τοϋ κάλλους μόνον τής πρώτης αιτίας 1 2 3. Διά
τοΰτο καί έθεοόρει τήν χρήσιν τής έξιο σοφίας άναγκαίαν μόνον εις τά
προπαρασκευαστικά καί παιδαγωγικά στάδια Υ
Άφοΰ τής φιλοσοφίας έ’ργον είναι ή γνώσις τών οντων καί όχι τοΰ Θεοΰ,
κατά τόν Παλαμάν ή γνώσις τοϋ Θεοϋ είναι έ'ργον τής θεολογίας, ή όποια
ήμπορεί ν’ άποδείξη τήν ΰπαρξιν τοΰ Θεοΰ καί είναι έπομένοις «άποδεικτική»
επιστήμη, όχι δέ καί διαλεκτική. Συνέπεια τοΰ χωρισμού τούτου είναι καί ή
όπαρξις διπλής γνώσεως, κατά τήν όποιαν ό,τι είναι άλήθεια διά τήν έξω
σοφίαν δέν είναι άναγκαΐον εις τήν σωτηρίαν καί δέν οδηγεί εις αύτήν 4. Όξύς
χωρισμός τών άντικειμένων τής θεολογίας καί τής φιλοσοφίας έγίνετο καί ύπό
τοΰ συγχρόνου τοΰ Παλαμά σχολαστικού φιλοσόφουνΥ.ΟοΙίΙΐ&πι, ό όποιος
επίσης προώθησε τήν θεωρίαν τών διπλών άληθειών. Πρέπει ν’ άποκλεισθή ή
ύπόθεσις ότι ό Παλαμάς είχε γνώσιν περί τοΰ ΟοΙίίιαίΏ, άλλ’άν έγνώριζεν ότι
ή άνωτέρω θεωρία είναι ίδική του, θά καθίστατο επιφυλακτικός καί πιθανώς θά
τήν άπέκρουε, διότι κατά τά άλλα ό ΟΟΜΙΗΠΙ ήτο όνοματοκρατικός άν-
τιθέτως πρός αύτόν.
'Η στροφή τοΰ Βαρλαάμ τόν έφωδίασε μέ νέα κριτήρια. 'Ο Πλάτων τοΰ
έδωσε τό θεολογικόν κριτήριον, διά τοΰ όποιου έκήρυξε τόν Θεόν ώς
υπάρχοντα πέραν τών όρίων τοΰ έπιστητοΰ καί μακράν τοΰ κόσμου, έπομένως
δέ ώς άκατάληπτον καί άγνώριστον- ό Αριστοτέλης τοΰ έδωσε τό
γνωσιολογικόν κριτήριον, διά τοΰ όποιου κατέληξεν εις τό συμπέρασμα ότι
γνωριστόν είναι μόνον ό,τι προσλαμβάνεται μέ τάς αισθήσεις.

1
. Γ Ρ . ΙΙ ΑΛΑΜΑ , Πρός Ίωάννην και Θεόδωρον, έκδ. Ο
2. Γ Ρ . Π ΑΛΑΜΑ , Κατά
3. ΓΡ. Π ΑΛΑΜΑ
Ακίνδυνου Κατά
6, 1,, Κώδ.
Γρήγορά
ΰοίεΐ.
4 98, 1, Κώδ. Οοίδΐ.
φ. 149β.
. 100,
Γ Ρφ.
.Π236.
ΑΑΑΜΑ , Υπέρ τών ίερώς ήουχαζόντων, 1,1, δ,
131

Κατά τον Βαρλαάμ λοιπόν ό Θεός κεΐται υπέρ πάντα συλλ.ογισμόν καί
έπομένως ή γνώσις του είναι αδύνατος. 'Ο Θωμάς ’Λκινάτος δέν δ(.έφερε
πολύ εις τοΰτο- «ή πηγή της γνοδσεώς μας είναι εις τήν αισθησιν, άκόμη καί
τών υπέρ αισθησιν πραγμάτων» Γ Άλλα τουλάχιστον εκείνος έφρόντιζε νά
πληρώση κατ’ άλλον τρόπον τό κενόν, δηλαδή διά τής εις τό παρελθόν
γενομένης άποκαλύψεως. 'Ο Βαρλαάμ έθεώρει άδύνατον τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ
άκόμη καί διά τής θεολογικής σκέψεως, διότι, όπως καί οί παλαιοί
σχολαστικοί, δέν έχώριζε τά άντικείμενα τών δύο επιστημών 1 2, ένώ ό
Παλαμάς, ώς έλέχθη προηγουμένως, ομοιάζει εις τοΰτο μέ τούς νέους
σχολαστικούς οί όποιοι τά διέκριναν.
Διά νά έννοήσωμεν καλύτερον τήν διαφωνίαν, χρειάζεται ν’ άνακρί-
νωμεν ταυτοχρόνως μέ τάς θεολογικάς καί τάς άνθρωπολογικάς προϋποθέσεις
τών δύο άνδρών. Ό κατά τοΰτο πλατωνικός Βαρλαάμ άφ’ ενός μέν διέκρινεν
εις τόν άνθρωπον ύλην καί πνεΰμα ώς στοιχεία αυτοτελή, τά όποια συνδέονται
καταχρηστικώς μεταξύ των καί κάποιαν ή- μέραν θά χωρισθοΰν χωρίς νά
ΰποστή άπό τόν χωρισμόν τοΰτον τό πνεΰμα οίανδήποτε μείωσιν, άφ’ ετέρου
δέ έθεώρει τόν Θεόν ώς υπερβατικόν. 'Η επέμβασις τοΰ υπερβατικού εις τά
πράγματα τοΰ κόσμου είναι έννοια καθ’ έαυτήν άντιφατική καί επομένους δέν
είναι νοητόν νά γίνεται λόγος περί ενεργειών τοΰ Θεοΰ. "Οταν λοιπόν
όμιλοΰμεν περί γνώσεους τοΰ Θεοΰ, κατ’ άνάγκην έννοοΰμεν μόνον γνώσιν
τής ουσίας τοΰ Θεοΰ- άλλά τό πνευματικόν στοιχεΐον τοΰ άνθρώπου, ώς
φυλακισμένον εις τό σώμα, είναι άδύνατον νά κατανοήση τήν ουσίαν τοΰ
άπολύτου καί τοΰ ύπερβατικοΰ. Τά δέ ιδιώματα τοΰ Θεοΰ δέν είναι τίποτε
άλλο άπό άπλά ονόματα καί αί ένέργειαί του είναι πλάσματα φαντασίας ή
σύμβολα3. 'Η άρνησις τής πραγματικότητος τών ιδιωμάτων τοΰ Θεοΰ ώδήγει
εις άρνησιν καί πάσης χριστιανικής πραγματικότητος.
'Ο Παλαμάς, σύμφωνος πρός τήν άγιογραφικήν διδασκαλίαν, συνέ- δεεν
άδιασπάστιυς τά δύο στοιχεία τοΰ άνθρώπου καί έφερε τόν Θεόν εις σχέσιν μέ
τον κόσμον. Αί σχέσεις αύταί δύνανται νά έπιτευχθοΰν διά τών ενεργειών τοΰ
Θεοΰ, τής άγιότητος, τής άγαθότητος, τής δικαιοσύνης κ.ά. Ένώ δέ ή ουσία
τοΰ Θεοϋ παραμένει άγνώριστος4, είναι

1. Θ. Α ΚΙΝΑΤΟΥ , δ υηιιηα ΟοηΙνα, Οβ η ΐ ί Ι β β I, 12.


2
. Λόγοι του έν ΓΡ. Ι Ι Α Λ Α Μ Α , Ύπερ τών ίερώς ήσυχαζόντων 2, 1 , 21, εκδ. Μ ΕΥΕΝΟΟΠΓΡ , σ. 61.
3
. Β Α Ρ Λ Α Α Μ , Β' Επιστολή, έκδ. ΒοιιίΓιό, σ. 315. Γρ. Π Α Λ Α Μ Α , Υπέρ τών ίερώς ήσυχαζόντων 3, 1, 11, έκδ. ΜΕΥΕΝΠΟΚΡΓ, σ. 579

4. ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ, Πρός Δαμιανόν, Κώδ. Οοίδΐ. 98, φ. 202.


132

δυνατή ή γνώσις του διά τών ένεργειών, αί όποΐαι υποπίπτουν εις τήν
άντιληπτικήν τοΰ άνθρώπου λειτουργίαν, έφ’ όσον φθάση ούτος εις κάποιον
σημεϊον τελειότητος διά τής πνευματικής άσκήσεως. Επομένως δταν
όμιλοΰμεν περί γνούσεως τοΰ Θεοΰ, έννοοϋμεν γνώσιν τών ένεργειών τοΰ
Θεοΰ καί δχι τής ουσίας του. «Τοΰ Θεοΰ τδ μέν άγνωστόν έστι τό δέ γνωστόν
καί τό μέν ά.ρρητον τό δέ ρητόν άγνωστός έστιν ό Θεός έκ τών κατ’ αυτόν,
γνωστός δέ έκ τών περί αυτόν φυσικών ένεργειών» 1 2.
Αί δύο θεολογικαί τάσεις έχουν κοινόν τοΰτο, τό δτι ό Θεός είναι κατ’
άρχήν άκατάληπτος. ’Από τό σημεϊον αύτό άκολουθοΰν ξεχωριστούς
δρόμους. Κατά τήν βαρλααμικήν άποψιν, πού συμφωνεί μέ τήν νεοπλατωνικήν
καί διονυσιακήν, ό Θεός είναι άκατάληπτος λόγω τής φυσικής άδυναμίας τοΰ
άνθρούπου, καί μόνον διά τής λύσεως τοΰ συνδέσμου σώματος καί ψυχής είναι
δυνατή ή διά τοΰ νοΰ γνώσις αύτοΰ, ένώ κατά τήν παλαμικήν καί πατερικήν
άποψιν, τό άκατάληπτον οφείλεται εις ιδιότητα τοΰ Θεοΰ καί ή ίδιότης αυτή
αίρεται οποτεδήποτε τό θελήση ό Θεός ή οποτεδήποτε ό άνθρωπος πληρώση
ώρισμένους όρους.
Έάν ό Θεός έστερεϊτο ένεργειών, θά ήτο άνευ δράσεως' άρα θά
έστερεΐτο ούσίας καί ύπάρξεως. Περισσότερον άπό κάθε άλλο είδος ά-
σκήσεοις ή συνεχής έπίδοσις εις τήν προσευχήν φέρει εις τόν τελικόν σκοπόν
τής άναζητήσεώς του2. ’Ήδη ό Διάδοχος Φωτικής, ένακόσια έτη ένωρίτερον,
έσημείωσεν δτι τό σώμα μετέχει τής θείας χάριτος καί άγαλλια εις τήν
ένέργειάν της3. Καί εις τόν Παλαμάν αί άνθρωπολο- γικαί προϋποθέσεις του
έπιβάλλουν ν’ άναγνωρίση δτι ό άνθρωπος μετέχει ώς δλον εις τήν
πνευματικήν έμπειρίαν πού άποκτα καί δέν είναι ξένον πρός αύτήν τό σώμα 4.
'Η ένσάρκωσις τοΰ Χριστού άπέδειξεν δτι τό άνθρώπινον σώμα δέν είναι τό
εύτελές σκεΰος τών δυαρχικών. Εις αύτό άκριβώς τό σημεϊον εύρίσκεται ή
δικαιολόγησις τής τεχνικής ψυχοφυσικής μεθόδου προσευχής, τήν οποίαν
έχρησιμοποίουν οί μοναχοί καί ή οποία οπωσδήποτε εις τήν σκέψιν τοΰ
Παλαμά δέν κατέχει άξιόλογον θέσιν.
Οί μετέχοντες τών ένεργειών τοΰ Θεοΰ θεώνονται- «τούς μετέχον-

1. Επίτομος Διήγησις, Κώδ.


Διον.
2 192, σ. 46α.
. 'Ο Γρηγόριος χρησιμοποιεί συχνά τούς παλαιοτάτους ό
3. Δ Ι Α Δ Ο Χ Ο Υ , Κεφάλαια 25.
85.Γ"Ουασις
4. Ρ . Π Α Λ Α13.Μ Α , Υπέρ τών ίερώς ήσυχαζόντων 2, 2, 5 έ
133

τας αυτών (τών ένεργειών) καί ένεργοΰντας τη μετουσία κατ’ αύτάς, θεούς
άπεργαζόμενον κατά χάριν, άνάρχους καί άτελευτήτους» 1. 'Η εμπειρία τής
θεώσειυς είναι δυνατή άπό τοΰ παρόντος διά μιας παραδόξου συνδέσεως τού
ιστορικού μέ το μεθιστορικόν, τής ιστορίας μέ τήν εσχατολογίαν. Το φώς τοΰ
Θαβώρ καί το φως τών ήσυχαστών είναι το ϊδιον μέ έκείνο πού θά ίδωμεν
πέραν τοΰ κόσμου τούτου. Παρομοία ταύ- τισις τοΰ παρόντος μέ τήν
αιωνιότητα συμβαίνει καί εις το μυστήριον τής θείας ευχαριστίας, όπου
μάλιστα παρεμβαίνει καί τό παρελθόν. Οί δέ μοναχοί ζοΰν έν γένει εις μίαν
μερικώς άχρονον κατάστασιν. "Οταν άκούωμεν εις τάς μονάς τοΰ "Ορους τάς
έπικλήσεις ύπέρ τών άοιδίμων αύτοκρατόρων Φωκά καί Ίωάννου Τσιμισκή,
φανταζόμεθα ότι ούτοί έ'ζησαν μόλις χθές.
'ΙΙ σύνοδος τοΰ Ιουνίου τοΰ 1341 δέν δύναται νά θεωρηθή ώς ευμενής
ύπέρ τοϋ Παλαμά, διότι κατ’ ουσίαν ηύνόει τήν μή άνακίνησιν θεο- λογικών
ζητημάτων. Τήν ιδίαν στάσιν έτήρησε καί σύνοδος συνελθοΰ- σα τόν έπόμενον
Αύγουστον καί καταδικάσασα τόν Άκίνδυνον. 'Ο Πα- λαμά.ς απλώς
άποκατεστάθη, άλλά δέν ήτο νικητής. Πολλοί έπίσκοποι, φοβούμενοι μείωσιν
τοΰ ίδικοϋ τοον γοήτρου εις όφελος τών μοναχών, και οι οπαοοι της
αναγεννησεως η σαν έτοιμοι να πολεμήσουν τον υπερασπιστήν τών
ήσυχαστών, ή δέ ευκαιρία έδόθη μετ’ ολίγον άπό τήν ά- πέλπιδα έξέλιξιν τών
πολιτικών πραγμάτων.
Μετά τόν πρόωρον θάνατον τοΰ αύτοκράτορος Ανδρονίκου τοΰ Γ',
συμβάντα τόν Ιούλιον τοϋ 1341, καί λόγω τής άνηλικιότητος τοΰ Ίωάν- νου Ε'
τοΰ ΙΙαλαιολόγου, δύο ισχυροί άνδρες, ό δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός
καί ό μέγας δούξ Αλέξιος Άπόκαυκος, ήθέλησαν ν’ άποβοϋν ρυθμισταί τής
καταστάσεως, έκαστος διά λογαριασμόν του. Άλλ’ ευθύς άμέσως παρενέβη εις
τόν άγώνα καί ό πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, άνθρωπος μέ πολιτικά
ένδιαφέροντα καί πιστός εις τήν παλαιάν παράδοσιν τών πατριαρχών πού
υπήρξαν οί προστάται τής νομίμου διαδοχής τοΰ αύτοκρατορικοΰ θρόνου
κατά παντός ξένου διεκ- δικητοϋ. 'Ο Καντακουζηνός ήτο ισχυρότερος καί
έπικινδυνότερος, διό καί δ Καλέκας έτάχθη μέ τό μέρος τοΰ Άποκαύκου. Εις
μίαν προσπάθειαν ριζικής έκκαθαρίσεως τών πραγμάτων οί δύο σύμμαχοι
άπήλλαξαν τόν Καντακουζηνόν τών καθηκόντων του, άλλ’ έκεϊνος είχε τήν
δύναμιν ν’ άντιδράση άπό τήν Άδριανούπολιν όπου μετέφερε τό στρατηγεϊον
του.

1. ΓΡ. Ι Ι Α Λ Α Μ Α , Απολογία, Κώδ. Οοίεΐ. 99, ψ. 13,


134

'Ο Παλαμάς, βλέπων κοινόν τό μέλλον της Εκκλησίας και τής πο-
λιτειας, ενοιεφερετο να ιοη εις την αρχήν ενα ανορα ικανόν ν αντίορα- στ)
κατά τών εξωτερικών κινδύνων καί κατά τής έσιοτερικής συγχύσεως' ένόμιζε
δέ δτι δέν ήτο δυνατόν νά εύρεθή τότε είς τήν αυτοκρατορίαν άλλος
ίκανώτερος άπό τόν Καντακουζηνόν, ό όποιος μάλιστα δέν ήτο τήν εποχήν
αύτήν φίλος τοϋ Παλαμα, άλλ’ ήτο προστάτης τών γραμμάτων καί Ιδιαιτέρως
τοΰ Βαρλαάμ. Ό σύνδεσμος μέ τόν Καντακουζηνόν, πού Οπωσδήποτε
έβλαψε τήν υστεροφημίαν τοΰ Παλαμά, οφείλεται μόνον εις τήν
μνημονευθεϊσαν πεποίθησιν καί όχι εϊς κοινάς πολιτικάς άν- τιλήψεις, διότι ό
ησυχαστής έστερεΐτο πολιτικών ενδιαφέροντος. Είναι τώρα ξεπερασμένη ή
πολιτική έρμηνεία τής κινήσεως τών ήσυχαστών, κατά τήν οποίαν η
σύγκρουσις ώφείλετο είς τήν υπαρξιν δύο άν- τιπάλων κομμάτων, τών εύγενών
καί τών πτωχών 1. Οί άκτήμονες ή- συχασταί δέν ήσαν πλούσιοι καί ούτε ήτο
δυνατόν νά εύνοήσουν τούς πλουσίους, άφοΰ οί ίδιοι κατέκριναν πάσαν
κατοχήν πλούτου καί ύπ’ αύτών τών μοναστηρίων. "Οτι δέ οί βυζαντινοί δέν
έκριναν τά πράγματα άπ’ αύτήν τήν έποψιν δεικνύουν αί εύμενεΐς πρός τόν
ΓΙαλαμάν διαθέσεις τής βασιλομήτορος "Αννης καί τοΰ υίοΰ της Ίωάννου Ε'
τοΰ Παλαιολόγου καί μετά τήν ρήξιν πρός τόν Καντακουζηνόν.
Αιτία τοΰ άκολουθήσαντος κατά τοΰ Παλαμά. διιογμοϋ ύπήρξεν ή
σκληρότης τοΰ πατριάρχου Ίωάννου Καλέκα καί ή επιμονή τοϋ ’Α- κινδύνου.
'Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ήτο σλάβος θεολόγος άπό τό Πρί- λαπον,
μορφιοΟείς είς τήν Ιίελαγονίαν καί τήν Θεσσαλονίκην 1 2. "Αλλοτε παρά τήν
βοήθειαν τοΰ Παλαμά, τόν όποιον έθεώρει ώς διδάσκαλον 3, δέν είχε γίνει
δεκτός εις τό άγιον ’Όρος. Βραδύτερον είς τόν όξύν άγώνα μεταξύ τών δύο
μεγάλων θεολόγων έτήρησε μεσάζουσαν θέσιν καί έπίκρανε τόν διδάσκαλον.
Είς μέν τό θεολογικόν πρόβλημα συνετάχθη μέ τόν Βαρλαάμ, είς δέ τό
ασκητικόν παρέμεινεν είς τό πλευ- ρόν τοΰ Παλαμά., διά τοΰτο δέ
ήκολούθησε τήν τραγικήν μοίραν τών μετριοπαθών πού συνθλίβονται μεταξύ
ισχυρών αντιπάλων. Φαίνεται ότι καί ό Καλέκας ήθελε νά έμφανισθή ώς
εμφορούμενος άπό τάς ιδίας αντιλήψεις, άφοΰ οί δύο ά.νδρες, αύτός καί ό
Ακίνδυνος, συνειργάσθησαν επί πενταετίαν στενότατα.
Κατά, τόν χρόνον αύτόν ό Παλαμάς έδιώχθη καί έφυλακίσθη, ά- οέθη
δέ ελεύθερος μόλις τό 1346 διά τής προσωπικής έπεμβάσειος τής

1. ΤΛΡΙΪΑΙ.Ι,
ΤΗβ$$αΙοηίφιβ
2. ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ, αα
XIVΓΡβ. IΓ
'Ομιλία
3. βίέοΐβ,
εις
Λ Λ Λ913,
Μ Λ σ.',
Κυριακήν
203 έ. Άκινδννον 7,
Ορθοδοξίας,
Κατά 16,
Κώδ.
Πατμ.(ΰοϊβΐ.
Κώδ. 366, 98, φ. 196,
φ. Ί14β.
135

αύτοκρατείρας Άννης. Άπό τοΰ έτους αύτοΰ, ένώ άνεμένετο νίκη τοΰ
Καντακουζηνοΰ, ό Καλέκας έγκατέλειψε τήν γραμμήν τοΰ Άκινδύνου, οπότε
ούτος έμεινεν έντελώς μόνος' άλλ’ οπωσδήποτε ή στροφή δέν ωφέλησε πολύ
τόν πατριάρχην, καταδικασθέντα διά συνόδου τό 1347. 'Ο Καλέκας και ό
Ακίνδυνος δέν έπέζησαν πολύ τών γεγονότων αυτών.
Τήν εσπέραν τής ήμέρας κατά τήν οποίαν συνήλθεν ή σύνοδος, είσ-
ήλθε καί ο Καντακουζηνός εις τήν πρωτεύουσαν καί άνεγνωρίσθη ώς
αύτοκράτιορ πλέον. Τόν πατριαρχικόν θρόνον κατέλαβεν ό Ισίδωρος, ό
οποίος εφροντισε διά τήν έκλογήν τριάντα δύο νέοον επισκόπων. Άξιο-
λογώτερος όλων αύτών ήτο ό έκλεγείς είς τήν έδραν τής Θεσσαλονίκης
Γρηγόριος ό Παλαμάς.
Τήν έποχήν αύτήν τά πράγματα εις τήν Θεσσαλονίκην ήσαν πολύ
ταραγμένα ·*. Κίνησις έ'χουσα ώς αρχικόν σκοπόν τήν άντίδρασιν κατά τής
είς τον θρόνον τοίν Παλαιολόγων άναρριχήσεως τοΰ Καντακουζηνοΰ
έςειλίχθη είς οχλοκρατίαν καί τέλος είς έπιβολήν καθεστώτος φιλικού μέν
πρός τούς ΙΙαλαιολόγους, άλλ’ εχθρικού πρός τούς εύγενεΐς καί τούς
πλουσίους. Τήν έπανάστασιν κατηύθυναν οί λεγόμενοι Ζηλωταί.
Παλαιότερα1 2 οί ιστορικοί άνεζήτουν είς τήν κίνησιν αύτήν κίνητρα
δημοκρατικά καί άντεκκλησιαστικά. Οΰτε τό πρώτον ούτε τό δεύτερον είναι
ορθόν. ΓΙρός κατοχύρωσιν τοΰ ισχυρισμού περί άντεκκλησιαστι- κών
κίνητρων έφέρετο μαρτυρία συγγράμματος τοΰ Νικολάου Καβά- βάσιλα3,
άλλ’ ήδη τό έργον αύτό θεωρείται ώς άναφερόμενον είς αύ- θαι ρεσίας τής
κεντρικής διοικήσεως είς τήν Κωνσταντινούπολιν.
Οί Ζηλωταί έλαβον τό ονομά των άπό τήν αύστηράν μερίδα τής
βυζαντινής κοινωνίας, πού άπετελεϊτο άπό τούς έπιδεικνύοντας ιδιαίτερον
ζήλον είς τήν άφοσίωσίν τκον ποός τά θρησκευτικά καθήκοντα. Ί όν ογκον
της άπετέλουν συνήθως οί μοναχοί, άλλ’ είς κάθε εύκαιρίαν διαδηλώσεως
κατά τής δυσμενούς έπεμβάσειος τής πολιτείας εις τά έκ- κλησιαστικά
προσετίθεντο εις αύτούς άνθρωποι πτωχοί, ζητιάνοι ή περίεργοι. Σύν τώ
χρόνω έλαβε διάφορον διαμόρφωσιν, είς δέ τήν Θεσσαλονίκην τόν δέκατον
τέταρτον αιώνα ύπερίσχυσε τό πολιτικόν στοι-

1
. Βλ. Α. Β Α , Κ Λ Λ Ο Ι Ι Ο Υ Λ Ο Υ , Ιστορία τής Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 194". Θ Ε Ο Χ Λ Ρ Ι Δ Ο Υ , Τοπογραφία και πολιτική Ιστορία

2. Ώς ό ΤΑΚΒΑΙ.Ι είς τό μνημονευΟέν έργον.


3
. Περί τών παρανομίας τοίς άρχονοι έπί τοίς ίεροϊ.ς τολμωμένων. Βλ. δεν- Ο Κ ΝΚΟ , “Νίοοΐ38 ΘΗ0&8ίΐ33, 'ΑηΙίζββΙοΙ’ ϋϊεοοηΓ
136
~~ / \ \ *Λ/ / </ >Λ \
χειον της κινησεως, χωρίς να εμφάνιση πάντως αυτή αντιυρησκευτικας ή
άντεκκλησιαστικάς τάσεις. Πρόσφυγες, έλθόντες άπό τά προσφάτως
καταληφθέντα υπό τών Σέρβων εδάφη καί προστεθέντες είς τούς πτωχούς τής
πόλεως, έπίεσαν τήν ηγεσίαν τών Ζηλωτών είς τήν λήψιν μέτρων εναντίον τών
πλουσίων, μέτρων τά όποια άπέληξαν είς κοινήν λεηλασίαν. Αφορμή έδόθη
άπό τήν προσπάθειαν τοϋ Καντακουζηνοΰ νά καταστή συναυτοκράτωρ.
Εναντίον τούτου έτάχθησαν οί Ζηλωταί διά δύο λόγους- πρώτον δτι ήγάπων
τήν οικογένειαν τών ΙΙαλαιολόγων, τής οποίας επίλεκτα μέλη είχαν κτήματα
καί διέμεναν κατά καιρούς είς τήν Θεσσαλονίκην, καί μέ τήν οποίαν οί
άρχηγοί των ήσαν συνώνυμοι, καί δεύτερον δτι ό Καντακουζηνός ήτο
θιασώτης τής ένισχύσεως τής κεντρικής εξουσίας τής αύτοκρατορίας, ενώ είς
τήν Θεσσαλονίκην τό κλΐ- μα ηυνοει διοικητικήν αυτοτέλειαν και αυτονομίαν.
Επειδή ό Παλαμάς εύρίσκετο είς τό πλευρόν τοϋ Καντακουζηνοΰ, οί
Ζηλωταί καί μετά τήν συμφιλίωσιν τών αντιπάλων αύτοκρατόρων, δέν
έδέχθησαν είς τήν πόλιν των τοΰτον ώς νέον άρχιεπίσκοπον. Έπειτα άπό
πολύμηνον άναμονήν είς τό άγιον ’Όρος έπέστρεψεν άπρακτος είς τήν
πρωτεύουσαν. Είς άλλην προσπάθειάν του νά γίνη δεκτός, οί Ζηλωταί
προέβαλαν τήν άξίωσιν νά μή μνημονεύση τόν Καντακουζηνόν κατά τάς
λειτουργίας, άλλ’ αύτός, πιστός πάντοτε είς τόν αύτοκρά- τορα, ήρνήθη νά
ύποχμορήση. Μόνον δτε ό Καντακουζηνός κατέλαβε τήν πόλιν ήδυνήθη νά
είσέλθη είς αύτήν καί ό Παλαμάς έν θριάμβω Ε ’Ήρ- χετο ώς είρηνοποιός’ είς
τήν πρώτην ευχήν πού άπηύθυνε προ τής πύλης τής πόλεως καί είς τήν πρώτην
ομιλίαν πού έξεφούνησεν ώς άρχιεπί- σκοπος, διεπραγματεύετο τό θέμα τής
ειρήνης καί τής ένότητος. «"Οντως είς βάθος έπέσομεν, όντως δειναΐς σειραΐς
αμαρτημάτων περιε- σφίγχθημεν. . . Άπάλλαξον αύτούς τής πρός άλλήλους
εριδος' κατάλ- λαξον αύτούς πρός εαυτόν καί πρός άλλήλους» 1 2.
Τό έργον τοΰ Παλαμά είς τήν πόλιν αύτήν διεκόπη δύο φοράς. Τήν
πρώτην ή διακοπή ώφείλετο είς τήν άνανέωσιν τών άντιησυχαστικών έπιθέσεων
παρά τοΰ Νικηφόρου Γρήγορά. Ό Γρηγοράς, πολυμερής λόγιος, θεολόγος,
φιλόσοφος, ιστοριογράφος καί άστρονόμος, φίλος τοΰ Καντακουζηνοΰ,
έπιδείξας μετριοπάθειαν κατά τήν διάρκειαν τοΰ εμφυλίου πολέμου καί
άπαξιώσας ν’ άναμιχθή είς αύτόν, παρουσιάσθη τέλος ώς κατήγορος τοΰ
Παλαμά. 'Η αιτία τής Ιπιθέσεως πρέπει ν’ άνα- ζητηθή είς τάς άναγεννητικάς
κατευθύνσεις τοΰ λογίου. Επειδή παρά

1.
ΦΙΛΟΘΕΟ
2.
Υ , ΓΓ.
Π ΑΛΑΜΑ,
Έγκώμιον,
Ενχή
Ρ Ο 151, πμό
617
έτής
. πόλεως,
έκδ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
, σ, 310,
137

τάς συμφιλιωτικάς προσπάθειας τοΰ Καντακουζηνοΰ δέν έπετυγχάνετο


συμβιβασμός, συνεκλήθησαν δύο σύνοδοι εντός τοϋ 1351, αί όποΐαι κα-
τεδίκασαν τόν Γρηγοράν καί τούς ύποστηρικτάς του επισκόπους. Τόν Τόμον
πού συνετάχθη ύπό τής συνόδου υπέγραψε καί 6 Καντακουζηνός, δ όποιος
τόν έφερεν είς τό βήμα τής Αγίας Σοφίας μεγαλοπρεπώς. 'Ο Ιωάννης ό Ε',
άπουσιάζων, υπέγραψε τό επόμενον έτος, ό δέ δεύτερος συναυτοκράτωρ
Ματθαίος Καντακουζηνός ύπέγραψεν άργότερα. Εντός ολίγων έτών ό Τόμος
έγινε δεκτός άπό ολόκληρον τήν Εκκλησίαν, ένώ αί άντιδράσεις κατά τών
ησυχαστών υπήρξαν εις τό έξης μεμονω- μεναι και ασήμαντοι.
'Ο Ιωάννης ό Ε', πού μαζί μέ τήν βασιλομήτορα“Ανναν έμενε κατά τό
πλεΐστον είς τήν Θεσσαλονίκην, άνέλαβε νέον άγοίνα κατά τοϋ
Καντακουζηνοΰ, πρός τερματισμόν τοΰ όποιου έζήτησε τήν μεσολάβη- σιν
τοΰ ιεράρχου. Ό Παλαμάς, πού είς τήν φιλίαν τοΰ Καντακουζηνοΰ εΐχεν έν τώ
μεταξύ προσθέσει καί τήν φιλίαν τοΰ Παλαιολόγου, έδέχθη' μεταβαινιον όμως
μέ τριήρη άπό τήν Τένεδον, δπου εύρίσκετο τότε ό Ιωάννης, εις τήν
Κωνσταντινούπολή, ήναγκάσθη νά προσορμισθή είς τήν κατειλημμένην άπό
τούς Τούρκους Καλλίπολιν. Συνελήφθη ύπ’ αυτών και μετεφέρθη είς τήν
απέναντι άκτήν, δπου είχε τήν ευκαιρίαν νά συζητήση επανειλημμένος μέ
μωαμεθανούς θεολόγους. Μίαν συζήτησιν, τήν διεξαχθεΐσαν πρός τούς
αινιγματικούς Χιόνας, διωργάνωσεν ό έ- μίρης τών Τούρκων Όρχάν. 'Ο
Παλαμάς είχε πλέον πεισθή περί τοΰ άναποφεύκτου τής ύποδουλώσεοος είς
τούς Τούρκους καί τοΰ ύπολει- πομένου μικρού έ/\ευθέρου τμήματος τής
αύτοκρατορίας καί έβλεπεν εις τήν κατάκτησιν εύκαιρίαν προσηλυτισμού τών
Τούρκων είς τόν χριστιανισμόν. Διά τοΰτο μέ χαράν έδέχθη τήν πρόβλεψιν
τοΰ μολλα Τα- σιμανη περί μελλοντικής συμφωνίας τών οπαδών τών δύο
θρησκευμάτων. «Είς δέ τις έκείνων είπεν ώς έσται ποτέ δτε συμφωνήσομεν άλ-
λήλοις, καί έγώ συνεθέμην καί έπευξάμην τάχιον ήκειν τόν καιρόν εκείνον» ’.
Άλλ’ ή ήγεσία τής Εκκλησίας δέν άπεδείχθη ικανή νά έπι- τελέση τοιοΰτον
εργον.
Ό Γρηγόριος ήλευθεριόθη άπό τάς χεΐρας τών Τούρκων κατόπιν
καταβολής λύτρων ύπό Σέρβων έμπορων, ίσιος απεσταλμένων τοΰ κρά- λη
Στεφάνου Δουσάν, ό όποιος πάντοτε έπεδίωκε προσεταιρισμόν του. Τό θέρος
τοΰ 1355 έπέστρεψεν είς τήν Θεσσαλονίκην, δπου παρέμεινεν άδιατάρακτος
πλέον εις τήν θέσιν του διά νά έπιδείξη τά πλούσια ποι- 1

1
. ΓΡ.
ΙΙ ΑΛΑ
ΜΑ ,
Επιστ
ολή
πρός
τήν
ίαυτοϋ
Εκκλη
σίαν,
εκδ.
Κ.
Δ ΥΟΒ
138

μαντικα προσόντα του, των οποίων Λαμπρα δείγματα απεμειναν αι ο μιλία ι του.
Τό 1359 ό αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ήσθάνθη νέαν
προσβολήν παλαιάς νόσου, παρά τήν όποιαν συνέχισε νά τελή τήν λειτουργίαν
καί νά κηρύττη. Άπέθανε τήν 14ην Νοεμβρίου τοϋ έτους αύτοΰ είς ηλικίαν
έξήντα τριών ετών, μετά δώδεκα καί ήμισυ έτη άρχιερατείας-1, το δέ λείψανόν
του άπετέθη είς τόν καθεδρικόν ναόν τής 'Αγίας Σοφίας.
Είς την Κωνσταντινούπολή έφθασαν πληροφορίαι περί θαυμάτων τοΰ
Γρηγορίου, ένώ είς τήν Λαύραν καί τήν Καστοριάν τοΰ άπεδίδοντο τιμαί
άγιου 1 2. Κατόπιν τούτου ό πατριάρχης Κάλλιστος έζήτησεν ακριβή έκθεσιν
άπό τήν Θεσσαλονίκην, ή οποία τοΰ έστάλη διά συνάξεως συνελθούσης ύπό
τήν προεδρίαν τής βασιλομήτορος ’Άννης. Βάσει τής έκθέσεως ταύτης ό
διάδοχος τοΰ Καλλίστου Φιλόθεος, συνέταξεν έγ- κώμιον καί ακολουθίαν,
προέστη δέ καί λειτουργίας πρός τιμήν του. Τό 1368 ή μνήμη του άνεγράφη
είς τό ήμερολόγιον τής 'Αγίας Σοφίας διά πράξεως συνόδου, ώρίσθη δέ διά
την δευτέραν Κυριακήν τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μετά τήν Κυριακήν τής
Όρθοδοξίας, ώς έπέκτασίς της κατά κάποιον τρόπον 3.
’Έπειτα άπό πολλών αιώνων στασιμότητα ό Γρηγόριος Παλαμάς
επέτυχε ν’ άνανεώση τήν θεολογικήν ορολογίαν καί νά δώση νέας κα-
τευθύνσεις είς τήν θεολογικήν σκέψιν. ΊΙρνήθη νά δεχθή τήν διαλεκτικήν τών
εννοιών καί ένδιεφέρθη νά κατοχυρο^ση τήν προσωπικότητα τοΰ θείου όντος.
Δώσας υψηλήν αξίαν είς τόν άνθρωπον, επέτυχε νά έρ- μηνεύση σαφώς καί
όρθώς τούς όρους ύπό τούς όποιους συντελεΐται ή κοινωνία του μέ τόν Θεόν.
Είς τούς άγώνάς του πρέπει ν’ άναζητήσωμεν μίαν άπό τάς εξηγήσεις τής
έπιβιώσεως τής όρθοδοξίας μετά τόσας περιπέτειας καί θλίψεις. ’Επί αιώνας
πολλούς τό όνομά του μόλις άνεφέ- ρετο καί τά συγγράμματά του ή σαν
θαμμένα είς τάς μοναστηριακάς βιβλιοθήκας, διότι οί μέν δυτικοί τόν
περιεφρόνουν, οί δέ ανατολικοί τόν ήγνόουν. Αλλά προσφάτως, άφοΰ έγνώσθη
ή διδασκαλία του καί έξητάσθη έκ νέου ή προσωπικότης του, άπεδόθη
δικαιοσύνη καί δ "Αγιος τιμάται άπό ολόκληρον τήν ορθοδοξίαν.

1
. ΦΙΛΟΘΕΟΥ, Έγκώμιον, ΡΟ 151, 634 έ. Βλ. Κ. Δ ΥΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ ,
2
. Είς τήν Καστοριάν τό 1368 ίδρύθη ναός πρός τιμήν του, Τόμος α
3
. ΙΙερί τοϋ βίου τής δράσεως καί τής διδασκαλίας τού Γρηγορίου έν
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΙΙΙΛΗΣ ΓΝ12ΣΕΏΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ ΙΙΑΛΑΜΑΝ

1963*

Κατά τόν χρόνον τής παραμονής του είς τό Βυζάντιον Βαρλαάμ ό


Καλαβρός, διακεκριμένος θεολόγος καί φιλόσοφος τοϋ ιδ' αίώνος, άνεμίχθη
ένεργώς είς τάς συζητήσεις περί δύο σπουδαιότατα προβλήματα" τό περί
έκπορεύσεως τοϋ Άγιου Πνεύματος καί τό περί μοναχικής ήσυχίας. Καί ώς
πρός μέν τό πρώτον έτάχθη κατά τής ρωμαιοκαθολικής άπόψεως, ώς πρός δέ
τό δεύτερον έτάχθη κατά τών ήσυχαστών. Επειδή εις άμφοτέρας τάς
περιπτώσεις έχρησιμοποίησε γνωσιολογικά κριτήρια έξισώνοντα τήν
φιλοσοφίαν μετά τής θεολογίας προεκάλεσε τάς έντονους αντιρρήσεις τοϋ
Γρηγορίου ΙΙαλαμα.
Έν τή άντιθέσει ταύτη ή επιχειρηματολογία τοϋ Παλαμά έχώρει διά μιας
σειράς δυαδικών διακρίσεων, ώς είναι ή περί ουσίας καί ένεργειών τοΰ Θεοΰ, ή
περί φυσικών καί πνευματικών δώρων, ή περί άν- θρωπίνης καί θείας σοφίας.
Είς τήν σειράν αύτήν διακρίσεων άξιόλογον θέσιν καταλαμβάνει ή περί διπλής
γνώσεως θεωρία αύτοΰ, τής οποίας δυνάμεθα νά έπισημάνωμεν τρεις όψεις"
τήν διάκρισιν μεταξύ φιλοσοφίας καί θεολογίας, τήν εντός τής θεολογίας
διάκρισιν δύο οδών θεογνωσίας καί τέλος τήν διάκρισιν μεταξύ θεολογίας καί
θεοπτίας.

1. Φιλοϋοφία καί Θεολογία. 'Η πρώτη διάκρισις είναι άποτέλε-

* Έδημοσιεύθη είς τήν ’Επιστημονικήν Επετηρίδα τής Θεολογιχής Σχολής τον


Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 8 (1963).
142

σμα τής μεταξύ χριστιανισμού καί ελληνικής φιλοσοφίας συγκρούσειυς, τής


όποιας αΐ άρχαί ανάγονται είς αύτούς τούς άποστολικούς χρόνους.
' Η σύγκρουσις αυτή επανεμφανίζεται άπό καιρού είς καιρόν, κατά δέ τούς
χρόνους τής Αναγεννήσεως δεσπόζει τής όλης πνευματικής κινή- σεως. "Οσον
προήγοντο αί άνθρωπιστικαί σπουδαί, κατά τοσοΰτον μεγαλύτερα σημασία
έδίδετο είς τόν άνθρούπινον παράγοντα τής γνώσεως τών θείων, καί συνεπώς
κατά τοσοΰτον περισσότερον έξετιμάτο ή φιλοσοφία. 'Ο Βαρλαάμ, εις έκ τών
ικανών σκαπανέων τής’Αναγεννήσειος, έφθασεν είς σημεϊον νά ταυτίζη τά
άντικείμενα, τήν μέθοδον καί τά επιτεύγματα τής φιλοσοφίας καί τής
θεολογίας, ΰποστηρίζων την προσ- πάθειάν του μέ τά επιχειρήματα δτι όλα τά
ανθρώπινα άγαθά είναι δώρα τοΰ Θεού, καί διά τούτο όλα είναι υψηλής
ποιότητος. "Οπως δέ, έλεγε, δέν υπάρχουν δύο είδη υγείας, εν τό ύπό τού
Θεοΰ χορηγούμενον καί έτερον τό ύπό τών ιατρών έξασφαλιζόμενον, οΰτω
δέν ύπάρχουν ούτε δύο εΐδη γνώσεως, τό άνθρώπινον καί τό θειον, άλλ’
υπάρχει μόνον έν. 'ΙΙ φιλοσοφία καί ή θεολογία, ώς δώρα τού Θεοΰ, είναι
άναλόγου αξίας 1. Διά τής προσπάθειας ταύτης οί 'Έλληνες φιλόσοφοι
άνεβιβάζον- το είς τό αύτό μετά τοΰ Μωυσέως καί τών προφητών έπίπεδον, ή
τά- σις δέ αύτή έπεξετάθη βραδύτερου μέχρι σημείου νά είσαχθοΰν εις τόν
είκονογραφικόν κύκλον τών ναών τοΰ ελληνικού χώρου τά πρόσωπα τοΰ
Σωκράτους, τού ΙΙλάτωνος, τοΰ Άριστοτέλους καί άλλων σοφών. 'Ο Βαρλαάμ
ίσχυρίζετο οτι «τά τών θεουογών λόγια καί ή έν τούτοις σοφία τή παρά τών
έξω μαθημάτιον φιλοσοφία, πρός ένα σκοπόν όρά καί τό αύτό κέκτηται τέλος
τήν τής αλήθειας εύρεσιν μία γάρ ή διά πάντων άλήθεια, τοίς μέν άποστόλοις
άμέσως έκ Θεοΰ δοθεΐσα τήν άρχήν, παρ’ ήμών δέ δι’ έπιμελείας
εύρισκομένη. Πρός δή ταύτην τήν θεόθεν τοίς άποστόλοις δεδομένην
αλήθειαν καί παρ’ εαυτών είσάγειν πέφυκε τά κατά φιλοσοφίαν μαθήματα-
κάπί τάς άύλους άρχετυπίας άνάγεσθαι τών ιερών συμβόλων άπλανώς τά
μέγιστα συμβάλλεται» 1 2. Δέν πρέπει νά έκληφθή ώς όρθολογιστής ό
Βαρλαάμ ΐσχυριζόμενος ταΰτα, διότι διά περαιτέρω έπεξεργασίας τών
σκέψεών του ούτος καταλήγει εις συμπεράσματα, τά όποια πλησιάζουν πρός
τόν αγνωστικισμόν. Επισημαίνει τήν απόλυτον άνικανότητα τοΰ έν φυσική
καταστάσει ευρισκομένου άνθρώπου νά κατανοήση τά θεία καί ώς ό ΙΙλάτων
καί Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης, ζητεί κάθαρσιν καί φυγήν άπό τό υλικόν σώμα,
διά νά έ- πιτευχθή ή έν έκστάσει έποπτεία τοΰ Θεοΰ.

1
.
2

Ρ
Α
.
υ
τΠ
όΑ
θ
Λ
ιΑ
Μ

2
,
,
'
1
Κ

έ
5
143

'Ο Παλαμάς έν πλήρει άντιθέσει πρός ταΰτα διακρίνει έντονους τήν


φιλοσοφίαν άπό τήν θεολογίαν. 'Ο διαχωρισμός ούτος δέν άπετέλει μονα-
δικόν φαινόμενον κατά τήν εποχήν εκείνην. Οί Άβερροϊσταί τής Δύσεως
κατηγορήθησαν καί κατεδικάσθησαν τό 1277, διότι μεταξύ άλλων ί-
σχυρίζοντο δτι τά αυτά πράγματα δύνανται νά είναι αληθή κατά τήν φι-
λοσοφίαν καί πεπλανημένα κατά τήν καθολικήν πίστιν, ώς έάν ύπήρχον δύο
αντίθετοι άλήθειαι 1. Σήμερον υπάρχει άμφισβήτησις περί τοϋ σημείου μέχρι
τοϋ όποιου έφθανεν ή παρά τών Άβερροΐστών καί ιδίως τοϋ 5ΐ§;<3Γ ίΐθ
Βΐ'&1>αη1 διάκρισις δύο γνώσεων καί αληθειών άλλ’ είναι προφανές δτι
ούτοι είχον τούλάχιστον μίαν σαφή τάσιν πρός διάκρισιν έπανεμφανιζομένην
καί είς τόν ΥΥ. ΟοΚΉυπϊ 1 2.
Είναι έντελώς άπίθανον δτι ό Παλαμάς εϊχεν οίανδήποτε γνώσιν τών
άντιλήψεων τών θεολογούν τούτων τής Δύσεως καί οπωσδήποτε αί
προϋποθέσεις καί προθέσεις αύτοΰ ήσαν έντελώς διάφοροι άπό έκεί- νων. 'Ότε
ήναγκάσθη ούτος νά έπιληφθή τοΰ θέματος τούτου, κατέφυ- γεν είς τήν πρό
αύτοΰ έλληνικήν θεολογίαν καί εύρεν ικανά στηρίγματα διά τήν θέσιν του.
Ό άπόστολος Παύλος, άπευθυνόμενος κυρίους πρός τούς διανοουμένους
τών Αθηνών καί τής Κορίνθου — τούς σοφούς, τούς γραμματείς, τούς
συζητητάς τού αίώνος τούτου — επισημαίνει τό χάσμα μεταξύ τών δύο
σοφιών τής σοφίας τοΰ κόσμου, ή οποία ώς μωρά κατηργήθη, καί τής σοφίας
τοΰ Θεοΰ, ή όποια άποκτωμένη διά τής πίστειος είναι αίο>- νιος καί σώζει3.
'Τπό τάς αύτάς προϋποθέσεις ό Ιάκωβος τήν μέν επίγειον σοφίαν καλεΐ
ψυχικήν καί δαιμονιώδη, τήν δέ άνωθεν έρχομένην καλεΐ άγαθήν καί άννήν 4.
'Η στάσις αυτή τών δύο άποστόλων ύπαγο- ρευομένη ύπό τών
ιεραποστολικών άναγκών τής εποχής, δέν έπέτρεπε τήν διάκρισιν δύο
γνώσεων, διότι άπέρριπτε καθ’ ολοκληρίαν τήν άξίαν τής κοσμικής σοφίας.
Βεβαίως ή τοιαύτη άντιμετώπισις είχε σοβαρω- τάτας συνέπειας διά τήν
έξέλιξιν τής θεολογικής σκέψεως μέχρι τών μέσων τοΰ β' αίώνος, άλλ’
όπιυσδήποτε επηρέαζε ταύτην καί μεταγε- νεστέρως. ’Επί ενα περίπου αιώνα
ούδεμία προσοχή έδίδετο είς τήν μιυ- ράν σοφίαν τοΰ κόσμου.
Διάφορον στάσιν έτήρησαν μερικοί έκ τών άπολογητών, προερ-

1
. Ρ . Μ Λ Ν Ο Ο Ν Ν Ε Τ , 8ί%ει· άβ ΰηώαηΐ εΐ Ι’ανεη-οίζιηε Ιπΐϊη αιχ XIII*, ε. β ' εκδ., τ. II, σ. 1 75.
2. 8εηΙ. I , ]>ΙΟ1. 1, έκδ. Β Ο Ι Ι Ν Ε Β , σ. 13-15.
3. Α' Κορ. 1, 18-31- 2, 0-10. Β' Κορ. 1, 12.
4. Ίακ. 3, 13-17.
144

χόμενοι έκ διαφορετικού περιβάλλοντος καί δρώντες ύπδ διαφορετικάς


συνθήκας. Ιδιαιτέρως ποοκαλεΐ τό ενδιαφέρον ημών ή θέσις τήν όποιαν ελαβεν
έ'ναντι τοϋ προβλήματος Κλήμης ό ’Αλεξανδρεύς. Ούτος διέ- βλεπεν ότι ή
αρχική άλήθεια ήτο ενιαία, αλλά διεμέλισαν αύτήν αί φιλοσοφικά! αιρέσεις, ώς
αί Βάκχαι τόν ΙΙενΟέα’ τώρα αϋται, αν καί διατείνονται 8τι κατέχουν
ολόκληρον τήν αλήθειαν, πράγματι κατέχουν μέρος μόνον αύτής. Έκ τής
τελευταίας ταύτης παρατηρήσεως διαφαίνεται ήδη ότι ή φιλοσοφία δέν είναι
καθ’ ολοκληρίαν άναξία λόγου καί ά- πόβλητος’ άλλ’ οπωσδήποτε ή μεταξύ
αύτής καί τής θεολογίας διαφορά είναι θεμελιώδης, διότι αϋτη μέν άσχολεϊται
μέ τά ονόματα, ήτοι τό έξω- τερικόν περίβλημα, ή δέ θεολογία μέ τά
πράγματα, ήτοι τά ουσιώδη" «έπεί τοίνυν δύο είσιν ίδέαι τής άληθείας, τά τε
ονόματα καί τά πράγματα, οί μέν τά ονόματα λέγουσιν οί περί τά κάλλη τών
λόγων διατρίβον- τες, οί παρ’ Έλλησι φιλόσοφοι, τά πράγματα δέ παρ’ ήμΐν
έστι τοίς βαρβάροις» 1.
Παρά ταΰτα αί γνώσεις άποτελοϋν μίαν άλυσιν, έν τή όποια, τά μέν
εγκύκλια μαθήματα ΰπηρετοΰν τήν κυρίαν αύτών φιλοσοφίαν, ή δέ φιλοσοφία
υπηρετεί τήν κυρίαν αύτής θείαν φιλοσοφίαν 1 2. Ώς τύπους αύτών
χρησιμοποιεί, δανειζόμενος άπό τόν Φίλο^να3, τήν δούλην ’Άγαρ καί τήν
κυρίαν Σάρραν, αί όποΐαι έδωσαν κατά σειράν είς τόν Αβραάμ τέκνα άγαπητά
άλλ’ άνίσου αξίας4 5. Πρός τήν καιομένην άπό άντιζη- λίαν Σάρραν φέρεται
λέγων ό Αβραάμ" «άσπάζομαι μέν τήν κοσμικήν παιδείαν καί ώς νεωτέραν καί
ώς σήν θεραπαινίδα, τήν δέ έπιστήμην τήν σήν ώς τελείαν δέσποιναν τιμώ καί
σέβω» δ. Είναι προφανές ότι κατά τόν Κλήμεντα, ένώ τά φιλοσοφικά
συστήματα κατέχουν μέρος τής άληθείας, ή θεολογία κατέχει ταύτην
ολόκληρον. Τόν διαμελισμόν ό Διάδοχος Φωτικής εξετάζει άπό άλλης
σκοπιάς, άνάγων αυτόν είς τήν πτώ- σιν καί θεωρών αυτόν ώς διχασμόν μεταξύ
άληθείας καί ψεύδους- διά τής πτώσεως ό ά,νθρωπος «είς τό διπλοΰν τής
γνώσεως άπωλίσθησεν» 6.
'Ο Μέγας Βασίλειος συνάπτει τά δύο εΐδη τής γνώσεως μέ τάς ύπ’ αύτών
ύπηρετουμένας καταστάσεις βίου. ’ II κοσμική σοφία έπιτρέπει τήν
κατανόησιν τών προβλημάτων τοΰ παρόντος πρόσκαιρου βίου καί

1
2.
.3
Σ
.
4
Σ .τ
5
τ6 ρ

ρω ε

ω μ
τρ
Έ
μα ί
ρ
Κ
ατεγ ω
τφ ε
σ

εΐά υ
α
ΐτνςλ μ
ςόα
ε
ν
6
ι.ΐδ
1α ςο,
,υ1
1
,1
2
5.,17
,,5 4
145

διευκολύνει τήν επιτυχή δι’ αύτοΰ διέλευσιν ή θεία σοφία παρέχει τά δπλα διά
τήν κατάκτησιν του μέλλοντος μακαρίου βίου 1. Δέν είναι δέ άντίθετοι αί δύο
σοφίαι, άλλ’ άποτελοΰν έν δένδρον, είς το όποιον ή μέν μία δίδει τά φύλλα, ή
δέ άλλη τούς καρπούς1 2 3.
Επανερχόμενοι εις τόν Γρηγόριον Παλαμάν παρατηροϋμεν δτι ούτος
δέν διαφωνεί πρός τόν ισχυρισμόν τοϋ Βαρλαάμ δτι παν άγαθόν είναι δώρον
τοΰ Θεοΰ καί δτι παν δώρον αύτοΰ είναι τέλειον σημειώνει δμως δτι παν
δώρον δέν είναι τελειότατον ®. Έφ’ δσον τά δώρα τοΰ Θεοΰ διαιροΰνται εις
φυσικά καί πνευματικά, ή φιλοσοφία είναι φυσικόν δώρον 4, ώς τοιοΰτον δέ
παρεκτραπέν διά τής επιρροής τοΰ πονη- ροΰ ήλλοιώθη καί εις τινας
περιπτώσεις κατέστη μωρόν5. Βεβαίως ύπό τινας προϋποθέσεις ή φιλοσοφία
εισάγει είς τήν γνώσιν τών ον- των, άλλ’ έπειδή ή γνώσις αύτη δέν δύναται νά
ταυτισθή ή έξισωθή μέ τήν θείαν σοφίαν 6 *, είναι προφανές δτι ούτε ή άγνωσία
είναι πάντοτε κάτι κακόν ούτε η γνώσις είναι πάντοτε κάτι αγαοον Δια τον
αυτόν δέ έξ άλλου λόγον δέν πρέπει νά έμποδίζεται ή έπίδοσις είς τήν φιλο-
σοφίαν, άλλά νά κατακρίνεται ή κατάχρησις αύτής8.
Τά άντικείμενα τών δύο επιστημών διακρίνονται σαφώς. 'Η φιλοσοφία
άποβλέπει άφ’ ενός μέν εις τήν έρευναν τής φύσεως και κινή- σεως τών δντων,
άφ’ έτέρου δέ είς τόν καθορισμόν τών άοχών τοΰ ώρ- γανωμένου κοινωνικού
βίου- καί έάν μέν αυτή κινήται εντός τών δρίων τούτων είναι «πραγματεία τής
άληθείας», έάν δέ έπιζητή κάτι πέραν αύτών καθίσταται ένασχόλησις άνόητος,
άνωφελής καί έπικίνδυνος. Εις τά πέραν αύτών, τά άόρατα καί τά αιώνια,
άποβλέπει ή θεολογία, ή κατά Χριστόν φιλοσοφία 9. Επειδή τά άντικείμενα
τών δύο επιστημών χωρίζονται, δύνανται άμφοτέρων τά συμπεράσματα νά
είναι άληθή.
'Η έξέτασις αϋτη δεικνύει δτι κατά τήν διδασκαλίαν τοΰ Παλαμά ή
κοσμική γνώσις καί ή θεολογική γνώσις διακρίνονται σαφώς καί βαδίζουν
παραλλήλους. 'Ο προορισμός έκάστης έξ αύτών καθορίζει καί τήν

1. Είς Ψαλμόν 14, ΡΟ 29,


256.
2. Πρός τους νέους 2.
3. Ύπέρ ήσυχαζόντων 2,
2, 11.
4. Έργ. μν. 2, 1, 18.
5. Έργ. μν. 1, 1, 19.
6. Έργ. μν. 2, 1, 1.
1. Έργ. μν. 1, 3, 14.
8. Έργ. μν. 2,1,2.
9. Κατά Ακίνδυνου 6, 1,
Κώδ. Οοϊδί. 98, 14, 149- 10
149β.
146

άξίαν της- ή προοριζομένη διά τόν πρόσκαιρον τούτον βίον είναι θερα- παινίς
χρήσιμος, άλλ’ όχι άπαραίτητος διά τήν σωτηρίαν ή προοριζο- μένη διά τόν
αιώνιον βίον είναι πολυτιμοτέρα καί άπολύτιος άναγκαία διά τήν πνευματικήν
τελείωσιν καί σωτηρίαν Γ Αυτή είναι ή μόνη διά- κρισις περί τής οποίας ό
Παλαμάς χρησιμοποιεί σταθερώς τόν όρον «διπλή γνώσις» ή «διπλόη».

2. Αί όνο οδοί θεογνωσίας. "Οταν τώρα έγκαταλείψωμεν τήν κοσμικήν


σοφίαν καί παρακολουθήσουν μόνην τήν χριστιανικήν, εύρί- σκομεν καί πάλιν
μίαν διάκρισιν. Άλλ’ επειδή είς τήν περίπτωσιν ταύ- την τό άντικείμενον
παραμένει ένιαϊον, πρόκειται μάλλον περί δύο οδών γνώσεως ή περί διπλής
γνώσεως.
'Ο Βαρλαάμ, οπαδός τής μοναδικότητος τής γνώσεως τοΰ Θεοϋ καί τής
όδοϋ τής γνώσεως, ήρνεΐτο ότι ό συλλογισμός δύναται ν’ άπο- δείξη τάς
κοινάς έννοιας καί τά άξιώματα, άρα καί τόν Θεόν, ό όποιος κεϊται ύπέρ τάς
πρώτας άρχάς1 2. 'Ως μόνην οδόν γνώσεως τοϋ Θεοΰ έθεώρει τήν ελλαμψιν, ή
οποία έχορηγήθη είς όλους τούς τελείους άνδρας τής παλαιάς έποχής, εΐτε
προφήτας είτε αποστόλους εϊτε φιλοσόφους· έχορηγήθη δέ κατόπιν
καθάρσεως αύτών άπό τά υλικά δι’ έντονου πνευματικής προσπάθειας. 'Η
έλλαμψις κατέστησεν όλους αύτούς θεόπτας 3. Τήν ΐσχύν τής άποδείξεως
περιώριζεν ό Βαρλαάμ μόνον είς τά φθαρτά, είς έκεΐνα δηλαδή άκριβώς είς τά
όποια ώς άλλοιούμενα άπέρριπτε πάσαν άπόπειραν άποδείξείος,
έπικαλούμενος τό άριστοτέλειον, οτι «τών φθαρτών άπόδειξις ούκ έστιν»4. 'Ως
βάσιν τής δι’ έλλάμψεως γνώσεως εθετεν ό Βαρλαάμ τήν πίστιν ύπό ένιαίαν καί
μάλιστα εύρυτάτην έννοιαν ταύτην δέ εθετεν ώς βάσιν καί ό Παλαμάς, άλλ’
ύπό διπλήν έννοιαν, ήτοι ύπό εύρεϊαν μέν τήν άναπόδεικτον πίστιν, ύπό στενήν
δέ τήν άποδεδειγμένην πίστιν.
'Η θεωρία περί διπλής μεθόδου γνώσεως άνάγεται είς τόν Αριστοτέλη.
Ούτος, χωρίζων τάς τέσσαρας γνωστικάς δυνάμεις, αισθησιν, έπιστήμην,
νόησιν, δόξαν, είς δύο ομάδας, ίσχυρίζετο ότι αί μέν δυνάμεις τής πρώτης
όμάδος παρέχουν άπηκριβωμένην καί άποδεδειγμένην γνώσιν — ή αΐσθησις
διά τών προσλαμβανομένων αισθητών άντικειμέ-

1. Ύπέρ
ήσυχαζόντων
2. Α' πρός
2, 1, 5.
3Παλαμάν,
. 8θΠΐκό,
Γ Ρ . Ι Ι Α Λ Α Μ Α , Α' προς Βαρλαά
4. Αναλυτικά ύστερα 1, 8.
ΒαιΊααηι
ΟαΙαότο
ΕρίεΙοΙβ
«τβ(:ίιβ, ο.
243.
147

νων, ή επιστήμη διά τών πρώτων αρχών — αί δέ τής δευτέρας όμάδος


παρέχουν άναπόδεικτον και αμφίβολον γνώσιν 1. Κατ’ ουσίαν αί τέσ- σαρες
δυνάμεις δύνανται νά περιορισΟοϋν είς δύο, τήν επιστήμην καί τήν δόξαν. Εις
άμφοτέρας τάς δυνάμεις ταύτας υπεισέρχεται μία έπιβεβαιω- τική λειτουργία,
ή πίστις, ή οποία κατά τόν Αριστοτέλη είναι ή συνεί- δησις τής βεβαιότητος
περί τής άληθείας τής γνώσεως1 2.
Γήν θεωρίαν περί τής διπλής γνώσεως καί τής συνακολουθούσης διπλής
πίστεως αναπαράγει Κλήμης ό ’Λλεξανδρεύς. «Γίίστεως δ’ ού- σης διττής, τής
μέν έπιστημονικής, τής δέ δοξαστικής, ούδέν κωλύει άπόδειξιν όνομάζειν
διττήν, τήν μέν έπιστημονικήν, τήν δέ δοξαστικήν, έπεί καί ή γνώσις καί ή
πρόγνωσις διττή λέγεται, ή μέν άπηκριβιυμένην έχουσα τήν έαυτής φύσιν, ή δέ
ελλιπή» 3. Έπεξηγεϊ δέ ό Κλήμης ότι ή μέν δοξαστική άπόδειξις είναι
άνθρωπίνη, ή δέ έπιστημονική κατοχυρώνεται διά τής παοαθέσεως τών
Γραφών, άλλ’ είς πολλάς περιπτώσεις διευκρινίζει ότι ή βέβαια άπόδειξις
δύναται νά χωρήση καί άνεξαρ- τητως τών Γραφών. "Οπως βλέπομεν, καί είς
τάς δύο μεθόδους κυριαρχεί ή πίστις, ή οποία κατά τό πασίγνωστου χωρίον
ορίζεται ώς έξής· «ή μέν οΰν πίστις σύντομός έστι τών κατεπειγόντων γνώσις,
ή γνώσις δέ άπόδειξις τών διά πίστεως παρειλημμένων ισχυρά καί βέβαιος»4.
"Οσα ό Κλήμης διατυπώνει κατά τήν μέθοδον τών φιλοσοφικών
σχολών, άλλοι πατέρες έπαναλαμβάνουν κατά άπλουστέραν ή θεολογικήν
διατύπωσιν. Θεόδωρος ό Σαββαΐτης ονομάζει τάς δύο οδούς γνώσιν κατά
φύσιν καί γνώσιν ύπέρ φύσιν 5 6. 'Ο δέ Μάξιμος δίδει είς αύτάς διαφόρους
κατά περιστάσεις χαρακτηρισμούς· λόγος καί πνευματική αΐσθησις 5, καθ’ εξιν
καί κατ’ ενέργειαν 7, σχετική γνώσις καί άληθινή γνώσις8. 'Η πρώτη έξ αύτών
είναι νοητική καί βοηθεΐ είς τήν έξοι- κονόμησιν κατά τόν παρόντα βίον, ή
δευτέρα είναι ενεργός καί έπιστημονική καί έξασφαλίζει τήν έν τώ μέλλοντι
θέωσιν 9. Οΰτως ό Μάξιμος εφαρμόζει εντός τής θεολογίας τήν μεταξύ αύτής
καί τής φιλοσοφίας διάκρισιν τοϋ Βασιλείου. 'Η καταφατική καί ή άποφατική
οδός τοΰ

1. Περί ψυχής Γ, 3, 427α-428ΐ).


2. Αύτόθι Γ, 3, 428α. Σοφιστικός
έλεγχος 4, 1651).
3. Στρωματεΐς Φυσικά
2, 11, ΒΕΠΘ,7,8,325.
262α.
4. Έργ. μν. 7, 10, ΒΕΠ 8, 271.
5. Θεωρητικόν, Φιλοκαλία 1960, 1,
326.
6. Κεφάλαια διάφορα 4, 31, Ρ& 90,
7. Έργ. μν. 4, 29, ΡΟ! 90, 1316 ΑΒ.
13161).
8. Κεφάλαια Θεολογικά 1, 22.
9. Κεφάλαια διάφορα 4, 29.
148

Διονυσίου δέν άπέχουν πολύ τών εννοιών τούτων.


'Ότε ό Παλαμάς άντιμετούπισε τό επιχείρημα τοΰ Βαρλαάμ, δέν
έδυσκολεύθη νά καταφυγή είς τήν έκτεταμένην ταύτην παράδοσιν περί
διακρίσεο:>ς τών οδών θεογνωσίας. Αντιθέτους είναι άπίθανον οτι εί- χεν ώς
πρός τό σημεϊον τοΰτο άμεσον γνώσιν τών διδασκαλιών τών σχολαστικών
θεολόγων τής Δύσειυς, καίτοι ίσιος είχεν έμμεσον γνώσιν.
Είς τό πρόβλημα τής θεογνιυσίας παρατηρούνται φαινομενικαί (αντι-
φάσεις είς άμφοτέρους τούς άνδρας. 'Ο Βαρλαάμ, καίτοι ύπερετίμα τήν
έλληνικήν φιλοσοφίαν, ήδη παραδέχεται τήν αξίαν τής φυσικής θεογνιυ- σίας.
'Η άντίφασις τοϋ μέν Βαρλαάμ αίρεται διά τής καταφυγής είς τήν έν έκστάσει
άπό τών σωματικών δεσμών άμεσον θέαν τοΰ Θεοϋ' τοϋ δέ Παλαμά. αίρεται
διά τοΰ περιορισμού τής έφαρμογής.
'Η θέσις τοΰ Παλαμά συνοψίζεται είς χωρίον μιας έπιστολής του 1. Τό
θειον κεΐται ύπεράνοο τοΰ νοΰ καί λόγου, καί ύπεράνιυ τής διαλεκτικής καί τής
αποδεικτικής- δέν ύπόκειται ούτε είς τήν αίσθησιν, ούτε εις τήν έπιστήμην,
ούτε εις τόν συλλογισμόν. Άλλ’ οί πατέρες πα- ρήγγειλαν νά συλλογιζώμεθα
περί τών θείων καί ώνόμασαν αποδεικτικόν τόν περί αύτών συλλογισμόν,
δώσαντες τόν χαρακτηρισμόν τούτον ύπό τήν έννοιαν τοΰ καθολικού κύρους-
πρόκειται περί άλλου είδους συλλογισμοΰ.
'Ως έλέχθη ήδη, κατά τόν Παλαμά,ν υπάρχουν φυσικά καί πνευματικά
δώρα τοΰ Θεοΰ, τά δέ φυσικά δέν είναι ευκαταφρόνητα, διότι δύναν- ται νά
οδηγήσουν είς άμυδράν γνώσιν τοΰ Θεοΰ. Τοΰτο συμβαίνει διότι ό Θεός δέν
είναι άφηρημένη ούσία, άλλά προσωπικότης έχουσα πολ- λαπλάς έκδηλώσεις.
Είχεν ήδη έκφρασθή καθ’ δμοιον περίπου τρόπον Κλήμης ό Άλεξανδρεύς-
«τό γάρ περί Θεοΰ πράγμα ούκ έστιν έν, άλλά μυρία, διαφέρει δέ τόν Θεόν
ζητεϊν ή τά περί Θεοϋ- καθόλου δέ εί- πεΐν περί έκάστου πράγματος τής
ουσίας τά συμβεβηκότα διακριτέ- ον» 1 2. Οΰτω καί ό Παλαμάς διακρίνει τήν
ουσίαν τοΰ Θεοΰ, τάς άκτιστους ένεργείας αύτοΰ καί τά κτίσματα. Διά τοΰτο
ήδύνατο νά λέγη δτι «τά μέν τοΰ Θεοΰ γινώσκεται, τά δέ ζητείται, έστι δ’ ά καί
άποδείκνυ- ται, έτερα δέ άπερινόητα πάντη καί άνεξερεύνητα»3.
Τί δέ γινώσκεται έκ τοΰ Θεοΰ ; Κατ’ αρχήν τά κτίσματα αύτοΰ καί ή είς
αύτά παρουσία τής δυνάμεοος αύτοΰ. 'Η γνώσις τών κτισμάτων έπα- νέφερε
τό ανθρώπινον γένος εις τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ, άκόμη καί πρό

1
.2
.3
Α .

τΑ
π
ρ '
ρ
ω
όπ
μ
ςρ
α
τό
εΒ ς
α
ΐ
ςρΆ

.6ί
,αν
149

τοϋ νόμου καί τών προφητών, επαναφέρει δέ τοΰτο καί σήμερον 3, διότι όσοι
εξετάζουν τούς λόγους τών όντων αναγνωρίζουν τήν δύναμιν, τήν σοφίαν καί
τήν παρουσίαν τοϋ Θεοΰ 1 2 3 4. Αυτή είναι ή γνώσις ή επιτυγχανόμενη διά τών
φυσικών δ ούρων τοϋ Θεοϋ, ήτοι διά τών φυσικών γνωστικών λειτουργιών τοΰ
άνθρώπου. Είναι γνώσις άναπόδεικτος καί περιωρισμένη, δυναμένη νά
κατορθωθή καί ύπό ανθρώπων άτελών κατά τό ήθος καί τήν πνευματικήν
έμπειρίαν.
Πέραν αύτής εύρίσκεται ή άποδεδειγμένη γνώσις. Είς τά περί τοΰ θείου
προβλήματα δέν είναι δυνατόν νά χρησιμοποιηθή ό διαλ.εκτικός
συλλογισμός, ό όποιος οδηγεί είς πιθανολογίαν, άλλ’ άρμόζει ό άποδει- κτικός
συλλογισμός, ό όποιος πραγματεύεται περί τά άεί όντα καί τά άει άληθή καί
τά μόνιμα 3. Είναι δέ αποτελεσματική ή χρήσις τοΰ ά- ποδεικτικοΰ
συλλογισμοΰ, διότι, ώς εϊδομεν, υπάρχουν πλευραί τοΰ θεο- λογικοΰ
προβλήματος, αί όποΐαι επιδέχονται άπόδειξιν. 'Η άπόδειξις στηρίζεται άφ’
ενός μέν είς τάς κοινάς έννοιας καί τά άξιούματα, άφ’ έ- έτέρου δέ είς τάς
άποκαλυφθείσας αύτοπίστους άρχάς. Εύρίσκομεν ούτως ένταΰθα μίαν σύζευξιν
μεταξύ φυσικών καί πνευματικών δούρων, τών οποίων συνδετικά στοιχεία είναι
η πίστις καί ή άγάπη. Δέν είναι διπλή ή πίστις είς τόν Παλαμάν, ώς είναι είς
τόν Αριστοτέλη καί τόν Κλήμεντα, άλλ’ ενιαία καί ένωτική τών δύο όδών.
Μεταμορφουμένη δι’ αύτής ή γνωστική ίκανότης τοΰ άνθρώπου, καθίσταται
θεοειδής 4 καί δύναται νά κατανοήση έπαρκώς τά πέραν τών κτισμάτων, τά
όποια ζη- τοΰνται, ήτοι τάς άκτιστους ένεργείας τοΰ Θεοΰ. 'ΓΙ δευτέρα αΰτη
οδός θεογνωσίας είναι ή κατ’ εξοχήν καλουμένη θεολογία.
3. Θεολογία καί Οεοπτία. "Οταν, έγκαταλείποντες τώρα τήν πρώτην όδόν
θεογνωσίας, τήν φυσικήν, άκολουθήσωμεν τήν άποδεικτικήν καί θεολογικήν,
εύρισκόμεθα ενώπιον μιας νέας διακλ.αδώσεως. 'Η νέα διάκρισις
πραγματοποιείται έν τή προσπάθεια εύρέσεως μέσων πρός κοινωνίαν μετά τοΰ
Θεοΰ.
Οί παλαιότεροι άσκητικοί συγγραφείς διέκριναν τρεις καταστάσεις έν τή
προόδω πρός προσέγγισιν τοΰ Θεοΰ' τήν πρακτικήν, τήν φυσικήν καί τήν
θεολογικήν. Έστηρίζοντο είς τόν Ωριγένη, όστις καθώριζεν ότι ό πιστός «διά
μέν τής πρακτικής κτάται ώς οικοδεσπότην αύτόν (τόν Χριστόν), διά δέ
φυσικής θεωρίας ώς βασιλέα καί πάλιν διά θεολο-

1. Ύπέρ ήσυχαζόντων 2, 3, 44.


2. Έργ. μν. 2, 3, 15-16.
3. Α' πρός Άκίνδυνον 13.
4. Ύπέρ ήσυχαζόντων 1, 1, 9.
γίας ώς Θεόν καί τώ μέν τρίτω έπεται εξ άνάγκης τά δύο, ώσπερ καί
τώ δευτέρω τό πρώτον τώ δέ πρώτω ούκ έξ άνάγκης τό δεύτερον καί
τό τρίτον» 1. 'Ο Εύάγριος διατηρεί καί τά ονόματα καί τήν έννοιαν τών
όρων τούτοι 1 2, ένώ ό Διάδοχος Φωτικής τροποποιεί κάπως τήν ορο-
λογίαν, χρησιμοποιών τάς λέξεις γνώσις, σοφία καί θεολογία3.
Ό Παλαμάς θεολογήσας διά μακρών περί φυσικής καί άποδεικτι-
κής θεογνοϋσίας, καταλήγει είς τό συμπέρασμα ότι τά επιτεύγματα τής
δευτέρας οδού είναι κατά πολύ άξιολογώτερα τών τής πρώτης. Είς τό
τέλος ομο^ς βλέπει ότι διανοίγεταί μία άλλη οδός οδηγούσα είς άπείρως
πολυτιμότερα αγαθά- ή οδός τής θεοπτίας. 'Η θεολογία είναι ομιλία
περί τοΰ Θεοΰ, άλλ’ ή θεοπτία είναι κατά τινα τρόπον ομιλία μετά τού
Θεοΰ. Διαφέρει δέ τόσον ή μία τής άλλης, οσον διαφέρει ή γνώσις ένός
πράγματος άπό τήν κατοχήν αύτοΰ 4.
Ισαάκ 6 Σύρος, όμιλών περί δύο ψυχικών οφθαλμών, ένός διά τήν
θέαν τής σοφίας τοΰ Θεοΰ καί ετέρου διά τήν θέαν τής δόξης τής φύσεως
αύτοΰ 5 6, διατυπώνει πραγματικώς ό,τι περιγράφει άναλυτικώς ό Πα-
λαμάς. Ό Θεός δέν είναι ουσία, ώστε μόνον νά ομιλώ μεν περί αύτοΰ-
διότι δέν είπεν ούτος «εγώ είμι ή ούσία», δέν άλλ’ είπεν «εγώ είμι ό ών» β-
είναι δέ ό όύν έκ τής ούσίας, άλλ’ ή ούσ ία έκ τού όντος 7. Κατά ταΰτα
ό Θεός είναι πρόσωπον τό όποιον μάς προσκαλεΐ- πρόσο^πον τού όποιου
αίσθανόμεθα τήν παρουσίαν καί πρός συνάντησιν τού όποιου πορευόμεθα.
’Εάν δέ ή ούσία τού Θεοΰ παραμένη άπρόσιτος, αί ένέργειαι αύτοΰ
καθίστανται προσιταί. Είς τήν πορείαν των πρός τόν Θεόν οί καθαροί
δύνανται δι’ ένός έξαιρέτου πνευματικοΰ χαρίσματος νά ίδουν τό φώς τοΰ
Θεοΰ, ώς οί μαθηταί είς τό Θαβώρ- καί λέγεται μέν σύμβολον τό φώς τοΰτο,
άλλ’ είναι σύμβολον φυσικόν, μή ύπάρχον έκτος τοΰ Θεοΰ, είναι δηλαδή
άκτιστος ενέργεια αύτοΰ8. 'Η θέα αύτη αποτελεί τήν άπαρχήν μιάς
συναντήσείος, ή όποια άπολήγει είς τήν μέθεξιν τών ένεργειών τοΰ Θεού.
Ούτω διά τής θεοπτίας ό άνθρωπος, χιορίς έκστασιν άπό τοΰ σώματος,
ανυψώνεται είς προσωπικότητα δυναμένην νά όμι- λή μετά τοΰ Θεού καί
ικανήν νά καταστή μέτοχος αύτοΰ.

1
.2
.
3
Ε
4.
ί.δ
Π
ς6
ρ

Ύ εα
7
.
Ψ
πκ .'φ
8
έα.Έ τ
ά
Ο
λ
ρΎ ιξμ
λ
μΎ κ
α
π
ι.
όήπ ιό
έλ
νσςέρ ία
3
υρ ,α
1
χή 9
27σ
α ,π
7
1
6
ζ]υ4 ρ
2
,όσ ο.
,6
χ
ννα ο
6
Β
τχ ζ,ίΣ
Ε
ω μ
όΠ
α
νΙζν6 ιΕ

Você também pode gostar