Escolar Documentos
Profissional Documentos
Cultura Documentos
ΧΡΗΣΤΟΥ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ
Σελ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ............................................................................................... 9
1. Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΓ . 13
Λ'. Ο ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ' ΤΟΓ ........ 13
1. Έ Φωτική τής Ηπείρου ............................................................. 13
2. Ό Διάδοχος Φωτικής ........................................................ .... 16
3. Συγγράμματα, τοΰ Διαδόχου ................................................... 19
Β'. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΓ ΔΙΑΔΟΧΟΓ .................................... 28
1. Ό θεός καί ή έν τφ κόσμψ ένέργεια αύτοϋ .............................. 28
2. II ροσπάθεια τοΰ ανθρώπου προς έπανεύρεσιν τοΰ Θεοϋ . 39
3. 'Η πνευματική ζωή τών Χριστιανών .................................................. 54
Γ'. Η ΘΚΣ1Σ ΤΟΓ ΔΪΑΔΟΧΟΓ ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΓ2ΤΙΚΗΝ
ΘΕΟΛΟΓΙΑΝ 75
2. ΠΕΡΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΙΙΣ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗΣ ΕΡΙΔΟΣ . . . . 87
3. 0 ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣ
ΤΙΙΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΕΚΑΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ
ΑΙΩΝΑ .............................................................................................. 101
4. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ........................................................ 123
5. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ ΙΙΑΛΑΜΑΝ .................................................................. 141
6. ΟΟΙΙΒΕΕ ΚΝΟννΕΕΠΟΕ ΛΟΟΟΗϋΙΝΟ ΤΟ ΟΗΕΟΟΚΓ
ΡΛΕΑΜΑ8 ............................................................................................... 153
1. Ρΐιίίοχορίιί 3Π<1 Τΐιεοΐο^ν .............................................................. 153
2. ΤΗε Τ\νο \ν&ν5 οί Κποννίπ^ Οο8 ....................................... 158
3. Τΐιεοΐοοχ 3η(] Υίείοπ οί ΟοΟ ....................................................... 162
8
2ελ.
7. ΤΗΕ ΤΕΑΟΗΙΝΟ ΟΡ ΟΗΕΟΟΚΓ ΡΑΕΑΜΑ8 ΟΡ ΜΑΝ 167
8. ΗΣΓΧΑΣΤΙΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑ ΙΩΑΝΝΙΝΑ
ΙΙΕΡΙ ΤΟ 1700 ........................................................................................ 181
9. ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΑΪΨΕΩΣ .............................................. 199
10. ΘΕΙΟΣ ΓΝΟΦΟΣ ............................................................................... 217
11. Η ΕΚΣΤΑΣΙΣ ....................................................................................... 22ό
12. Η ΘΕΟΑΟΓΙΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΓΓΙΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΘΕΟΝ ...................................................................................................... 235
13. ΑΠΟΦΑΤΙΚΗ ΘΕΟΑΟΓΙΑ ............................................................. 247
1. Ιστορική οιερεύνησις ........................................................................ 247
2. Συστηματική διερεύνησις ................................................................ 252
ΕΓΡΕΤΗΡΙΟΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ ................................. 257
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
IIαν. Κ. Χρήστου
Ο ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΦίίΤΙΚΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΓ
1952 *
1. Ή Φ ω τ ι κ ή τ ή ς Η π ε ί ρ ο υ
Ή άρχή καί ή παλαιοτέρα ιστορία τής ηπειρωτικής πόλεως Φω- τικής
είναι σκοτεινή, άκόμη δέ καί ή θέσις χύτής ήτο άγνωστος μέχρι προ ολίγων
δεκαετηρίδων. ΙΙαρασυοΟέντες εκ μαρτυρίας έν τώ Παραρ- τήματι τοΰ
Συνέκδημον τοΰ 'ίεροκλέους, καθ’ ήν Φωτική είναι «ή νΰν Βελά», οί νεώτεροι
έθεώρησαν τήν Βελάν ώς κτισθεΐσαν έπί των ερειπίων τής Φωτικής. 'Η
ύπόθεσις αυτή βεβαίως οφείλεται εις σύγχυσιν προελθοΰσαν έκ τοΰ γεγονότος
ότι ή επισκοπή Βελάς ένεφανίσθη άμέ- σως μετά τήν παρακμήν τής έπισκοπής
Φωτικής καί περιέλαβε τό πλεΐ- στον τής υπό τήν δικαιοδοσίαν ταύτης
περιοχής 1. Τήν σύγχυσιν πιθανώς ένίσχυσε καί ή κατωτέρω παρατιθεμένη
πληροφορία τοΰ Προκοπίου, καθ’ ήν ή περιοχή τής Φωτικής ήτο ελώδης, ώς
άκριβώς και ή τής Βελάς.
Τό πρόβλημα τής θέσεως τής Φωτικής έλύθη διά τής ύπό τοΰ ’Η-
πειρώτου ίατροΰ καί ερασιτέχνου άρχαιολόγου Παναγιωτίδου άνακα- λύψεως
δύο επιγραφών έν Λψ,πονίω τής Θεσπροιτίας, κειμένω τέσ- σαρα χιλιόμετρα
βορειοδυτικώς τής Παραμυθίας2. παρά τήν όποιαν
εις Συνόδους οίκουμενικάς καί τοπικάς. Κατ’ άρχάς ύπήρχεν έν Ήπεί- ρω μία
μόνον Μητρόπολις, ή τής Νικοπόλεως, ύπαγομένη είς τόν Σιρ- μίου καί μετά
τήν καταστροφήν τούτου είς τόν Θεσσαλονίκης. Βραδύτερον ίδρύθη καί
έτέρα Μητρόπολις, ή τοΰ Δυρραχίου, περιλαμβάνουσα. τάς έπισκοπάς τής
Νέας Ηπείρου 1. 'Ο άριθμός τών επισκοπών τής Νικοπόλεως έποίκιλλε κατά
έποχάς. Κατά τούς πρώτους αιώνας αΐ έπισκοπαί αυτής ήσαν όκτώ, μεταξύ
τών όποιων περιελαμβάνετο καί ή έπισκοπή Φωτικής. Είναι γνωστοί τέσσαρες
επίσκοποι Φωτικής· ό Ιωάννης, δστις συμμετέσχεν ε’.ς τήν Δ' Οικουμενικήν
Σύνοδον, ό διαδεχθείς αυτόν Διάδοχος, ό πιθανώς διαδεχθείς τούτον 'Ιλάριος
καί ό Φλωοέντιος τού όποιου σώζεται Έγκώμιον είς τόν"Αγιον Στέφανον τόν
Πρωτομάρτυρα έν τώ ύπ’ άριθ. 67 κώδικι τής Μονής Φιλοθέου.
Πληροφορίας τινάς περί Φωτικής εύρίσκομεν κατά τόν στ' αιώνα παρά
τώ Προκοπίω.
«Άνενεώΰατο δέ Νικόπολίν τε καί Φωτικήν καί τήν Φοινίκην ώνομασμένην αί
δύο ανται πολίχναι, ή τε Φωτική καί ή Φοινίκη, έν τω χθαμαλώ τής γης έκειντο, ϋδασι
περιρρεόμεναι τήδε λιμνάζονσιν».
«Άνενεώσατο δέ τάδε... καί από Ίονστινιανουπόλεως καί Φωτικής φρούρια δύο
Άγιον Δονάτου» 1 2.
Προφανώς κατά τήν έποχήν ταύτην ή Φωτική εύρίσκετο έν παρακμή
καί ήτο μικρά πολίχνη, άλλ’ έκτοτε άνεπτύχθη έκ νέου καί άνε- δείχθη
πιθανώτατα είς Μητρόπολιν τής Ιίαλαιάς Ηπείρου μετά τήν ύπό τών
Βουλγάρων καταστροφήν τής Νικοπόλεως κατά τό 929. Δύο κείμενα καλούν
ολόκληρον τήν Παλαιάν "Ηπειρον «Φωτικήν»3.
Άπό τού ιγ' αίώνος έμφανίζεται ή έπισκοπή Βελάς καί πιθανώς έκτοτε ή
πόλις τής Φωτικής παρήκμασε ή κατεστράφη λόγω τών έπι- δρομών καί τής
έλονοσίας. Έπί τινα χρόνον ομ.ως τό όνομα Φωτική διετηρήθη προς δήλωσιν
τής Μητροπόλεως τής Ηπείρου. Διά πατριαρ-
1. Βλ.
Γ ΕΡ .
Κ ΟΝΙΔΑΡΗ ,
2. Περί
Αί
Κτισμάτων
Μητροπόλεις
IV, 13.καί 4,
καί
έκδ. Βόννης,
Κ ΩΝΣ
Αρχιεπίσκοπ
σ. 268,279. το
ΤΑΝΤΙΝΟΥ
οί τοΰ
Έκ
Υ ΙΙτοΰ
ΟΡΦ ΥΡΟ
Οικουμενικού
φρουρίου,
ΓΕΝ τοϋ
Ν ΗΤΟ
Πατριαρχείο
'Λγίου
Υ, έκ τοΰ
υ, Άθήναι
Συνεκδήμου
Δονάτου
1934,
Ιέλαβενσ.ή44,
ΕΡΟΚΛΕΟΥΣ
69.
Παραμυθία
σ. 56·
τό τουρκικόν
«όγδοον θέμα
όνομα
Νικόπολις.
'Αίδονάτ.
Επαρχία
Παλαιάς
Ηπείρου, τής
Φωτικής, ύφ’
ηγεμόνα,
πόλεις
δώδεκα,
Νικόπολις
Μητρόπολις»
, ένθα ή
16
χικών πράξεων τοΰ 1699 και 1709 παρείχετο είς τόν Μητροπολίτην 'Άρτης τό
δικαίωμα νά χειροτονή επίσκοπον Φωτικής, άλλ’ αναμφιβόλους πρόκειται
πλέον περί τιτλούχου βοηθού επισκόπου.
Έξ υπαινιγμών τοϋ Διαδόχου έν τοϊς 'Εκατόν Κεφαλαίοις δυνά- μεθα νά
συμπεράνοψεν ότι κατά τήν έποχήν αύτοϋ ή Φωτική περιεβάλ- λετο ύπό
λειμώνων πλουσίων καί συσκίων δένδρο)ν, έκοσμεΐτο διά πολυτελών
οίκοδομημάτο^ν καί λουτρών, είχε δέ άνεπτυγμένην κοινωνικήν ζωήν \
2. 'Ο Δ ι ά δ ο χ ο ς Φ ω τ ι κ ή ς
Είναι παράδοξον ότι περί τοϋ Διαδόχου, δστις ύπήοξεν εξαίρετος
συγγραφευς και ησκησε σπουοαιαν επιορασιν επι της αναπτυςεως της μυστικής
καί άσκητικής θεολογίας, έλάχισται π?^ηροφορίαι διεσούθη- σαν έκ
συγχρόνων πρός αυτόν πηγών. 'Η κυριωτέρα αιτία τούτου είναι πιθανώς τό δτι
ή “Ηπειρος κατά τήν εποχήν εκείνην ήτο άπομεμο- νωμένη άπο τών μεγάλων
εκκλησιαστικών κέντρων τής Ανατολής καί τής Δύσεως, ουτω δέ καί ή δράσις
τοΰ Διαδόχου δεν ήτο εϋκολον νά κα- ταστή έπαρκώς γνωστή εις εύρεϊς
εκκλησιαστικούς κύκλους. Δέν είναι άνάξιον προσοχής δτι ή κυρίως Ελλάς
άπό τοϋ γ' μέχρι τοΰ θ' αίώ- νος ολίγα προσέφερεν εις τήν άνάπτυξιν τής
χριστιανικής θεολογίας καί γενικώς είς τήν πρόοδον τής Εκκλησίας.
Έξαιρουμένου τοΰ Διαδόχου, ούδείς άξιος λόγου εκκλησιαστικός ήγέτης ή
συγγραφευς ένεφανίσθη κατά τήν περίοδον ταύτην έν αυτή. 'Η άνεύρεσις καί
Ιξέτασις τών λόγων, οίτινες συνετέλεσαν είς τοΰτο, έκφεύγει τών πλαισίων τής
παρού- σης μελέτης, άλλα δέν πρέπει νά παρασιωπηθή τό γεγονός δτι ό διμε-
ρής προσανατολισμός τής Εκκλησίας τής Ελλάδος μέχρι τοΰ η' αίώ- νος,
διοικητικώς μεν πρός τήν ρο^μαΐκήν Δύσιν, πνευματικώς δέ πρός τήν
ελληνικήν Ανατολήν, διέσπα τά διαφέροντα αυτής.
Καί ή "Ηπειρος ώς έκκλησιαστική περιφέρεια εύρίσκετο έν τή αυτή μετά
τής λοιπής Ελλάδος σχέσει πρός τήν Ανατολήν καί τήν Δύσιν, είναι δέ
άξιοσημείο^τον οτι μία έκ τών περί τοΰ Διαδόχου ιστορικών μαρτυριών
προέρχεται έκ δυτικής πηγής. Ό άβδ Ρ1&068 ισχυρίζεται δτι ό Διάδοχος
είναι ό «δυτικώτερος» τών Πατέρων τής Άνα- 1
1. Ιδίως
κεφ. 55. Περί
Φωτικής βλ.
Δ.
ΙΙ ΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟ
Υ , «Ή Φωτική
έν Πα-
ραμυθία»
Φι?ωλ. Σύλλ.
Κυιναταντινον
πόλεως, ΚΣΤ,
σ. 26 έ. Β.
Μ ΥΣΤΑΚΙΔΟΥ ,
Ή Φωτική,
Κωνσταντινού
πολή καί
άρθρον
«ΡΙΐοίϋίΘ»
τοϋ Ρ.
ΟΒΕΚΠϋΜΜ
17
τολής καί ότι είχε στενάς σχέσεις μ.ετά της Δύσεως Τό δεύτερον είναι
εύλογον, άλλα τό πρώτον ουδόλως άποδεικνύεται έξ έπισταμένης μελετης των
εργοον αυτου, τα οποι,α αποσκοπουν εις την εσωτερικήν πνευματικήν
καλλιέργειαν. Καί ώς γνο>στόν κατά τήν έποχήν αυτού ή τάσις αυτή, ενώ ήτο
κατ’ έξοχήν προσφιλής μεταξύ τών ανατολικών Πατέρων, δέν προσείλκυε
πολύ τό ενδιαφέρον τών δυτικών. Θά τονισθή περαιτέρω ότι ό Διάδοχος
διαφέρει άπό τών λοιπών Ελλήνων έκκλη- σιαστικων συγγραφεοον και κατα
την γλώσσαν και κατα το ύφος και πρωτοτυπεί έν πολλοΐς σημείοις τής
διδασκα?άας αύτοΰ, άλλα ταΰτα δέν ά.ποτελοΰν σημεία προσεγγίσεως πρός τό
δυτικόν πνεύμα. Πάντως ό μνημονευθείς διμερής προσανατολισμός τής
Εκκλησίας τής Ελλάδος καί τής Ηπείρου συνετέλεσεν εις τήν ά.μφοτέρωθεν
σιωπήν περί τού Διαδόχου. Δέν είναι όμως άπίθανον ότι καί 6 χαρακτήρ
αύτοΰ συνέβαλε κατά τι είς τούτο, διότι δυνάμεθα νά συμπεράνωμεν ότι ό
μετά τόσου ζήλου κηρύξας τήν ανάγκην τής εσωτερικής καλλιέργειας, περι-
συλλογής καί ταπεινώσεως συγγραφεύς ούτος θά άπέφυγε πάντα περί τό
πρόσωπόν του θόρυβον. 'Η μετριοπάθεια αύτοΰ άναμφιβόλως εΰ- ρισκε
τρόπον μεταμορφώσεως είς δράσιν, ϊσως όμως δέν ήμπόδισεν αύ- τόν άπαξ νά
έκφρασθή έν κεφ. 13 περί εαυτού ώς έχοντος «θερμήν επιθυμίαν» καί
«διάθεσιν θεοφιλίας» καί «ταπεινώσεως» καί πόθον νά πα- ραμεινη άγνωστος
και ανύπαρκτος, «ως μήτε οντα είναι», καιτοι οεν αποκλείεται τό κεφάλαιον
τούτο νά αφορά είς έτερον πρόσωπόν, κατά τήν συνήθειαν τών άρχαίων
συγγραφέων νά άναφέρουν γνωστά είς αύ-
1 / 5 / Ο
τους πρόσωπα ανωνυμως .
Πλ εΐστοι μεταγενέστεροι συγγραφείς άναφέρουν τόν Διάδοχον εν τή
παραθέσει χωρίων έκ τού κυρίου έργου του καί μάλιστα μετά τών έπιθέτων
άγιος, μακάριος, θειος. Πλήν τούτων όμως υπάρχουν περί αύτοΰ καί αί έξής
τρεις άμεσοι μαρτυρίαι.
α) 'Ο Διάδοχος περιλαμβάνεται μεταξύ τών Επισκόπων Ηπείρου τών
ύπογραψάντιον τήν πρός τόν αύτοκράτορα Λέοντα Α' Έπιότο- λην περί τού
θανάτου τού Προτερίου Αλεξάνδρειάς κατά τό έτος 458. Λόγω μάλιστα
ομοιοτήτων τοΰ ΰφους τής Επιστολής ταύτης πρός τό ύφος τών
συγγραμμάτων τού Διαδόχου, ό Ο ΟΓΓ έξέφρασε τήν ούχί ά πίθανον γνώμην ότι
ούτος ήτο ό συντάκτης τής Επιστολής3. 1 2 3
1.
Τ)ϊαάο
<:Ηβ2. άβΒλ. Ι ΩΛΝΝΟΥ Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ , Περί
ΡΗοΐίΰέ,
Ίερωσννης
3. Βλ. ΣΤ' 4.
ΟεηΙ
Μ ΑΝ 3 Ι , 8αεε.
Οιαρίΐεεε
ΟοηεΐΙ., τ.ΒΙΙΓ
VI, 2
Ια ρερ^εούοη
σ. 617 έ. Γη.
ερίτίΐιιεΙΙε,
ϋοκκ,
Ρ&Πδ
ΌϊαάοεΗαε 1943,
σ. 64.
νοη ΡΗοή&ε
ιιηά άίε
ΜεεβαΙίαηεε,
Γπθόυιφ; ί.
ΒΓ. 1937, σ. 2,
σημ. 3.
18
1. Κατά
τόν Βίκτωρα
δ Διάδοχος
ήτο
διδάσκαλος
2. Βλ.
τοϋ
Μ.
προστάτου,
ΚοτΗΕΝΗΑ
είς τον
υβι,Εκ, «ΖιΐΓ
όποιον
εΐΒίνβΙίδοΕθή
ιστορία του
ίι
άφιεροΰται.
Ι.θ1ΐΓ5θ1ιπί
Δυστυχώς
Ι άβδ
δέν
ϋίαάοοίιυκ
κατώρθωσα
νοη
νά
Ρίιοΐίΐίθ» έν
συμβουλευθώ
Σ)(χα Γ/είΙίξε
τό σχετικόν
ϋεί)εΓΐίε^εηι
άρθρον Είπθ
η§. τοϋ
Η.-Ι.
ΡεβΙ^ίΦθ
Μλίικου,
'/ΛΙΙΤΙ 1). Τ.
«Όϊ&άοηυβ
Ηβηνο- 86η,
19
3. Σ υ γ γ ρ ά μ μ α τ α τ ο υ Δ ι α δ ό χ ο υ
Έκ τοϋ χωρίου τού Βίκτωρος Βίτηςδύναται νά συναχθή ότι ό Διάδοχος
συνέγραψε πολλά έργα, άλλ’ ή μαρτυρία αυτή δέν πρέπει νά θεω- ρηθή
άσφαλής καί ώς άόριστος καί ώς προερχομένη έκ δυτικού λατίνου
συγγοαφέως, μή δυναμένου νά γνωρίζη άκριβώς τά κατά την ελληνικήν
Ανατολήν. Παραμένει άγνωστος ό αριθμός τών συγγραφών τού Διαδόχου.
Μέχρις ημών πάντως διεσώθησαν τρία έργα- ή "Ορασις, ό Λόγος είς τήν
Άνάληψιν καί τά 'Εκατόν Κεφάλαια. Δεν είναι ίσως συμπσωματικόν ότι τό
πρώτον έργον διαπραγματεύεται κυρίως τά περί Θεού, τό δεύτερον τά περί
Ίησοϋ Χρίστου, τό δέ τρίτον τά περί τής έν 'Αγίω Πνεύματι ζωής,
άποτελουμένου ούτως είδους τριλογίας.
'Η "Ορασις είναι μικρόν έργον αποτελούν συλλογήν έξ 29 άποριών καί
έρωτήσεων, άναφερομένων είς τά προβλήματα τής ούσίας τοΰ Θεού καί τής
δυνατότητας τής θέας αύτοΰ ύπό τών άνθρώπων. Κατά τάς απαντήσεις,
διδομένας διά στόματος Ίωάννου τοΰ Προδρόμου, ή οόσία τοΰ Θεοΰ
περιγράφεται διά τινων έκδηλωμάτων αύτοΰ, έφ’ όσον ούτος μή έχων είδος ή
μορφήν αίσθητώς καταληπτήν ύπό τών άνθρώπων, δέν κατανοεΐται ύπ’ αυτών
πλήρως. Διά τόν αύτόν λόγον δέν είναι δυνατή καί ή αισθητή θέα τοΰ Θεοΰ
καθ’ εαυτόν. Όρατή είναι μόνον ή άρετή
1. Βλ.
Βοκη, έργ.
μν., Ε. υΕ8
ΡΕΑΧΕ3, εργ.
μν., σ. 9-19.
Ή ύπό τοΰ
πρώτου δο-
θεϊσα έμφασις
έπί τοΰ
πολεμικού
χαρακτήρος
τών Εκατόν
Κεφαλαίων
καί ή τάσις νά
άποδειχθή οτι
τό έργον
τοϋτο
συνεγράφη
διά
πολεμικούς
σκοπούς καί
20
τής δόξης αύτοΰ ιδίως κατά τήν μέλλουσαν ζωήν, οπότε οί άνθρωποι. 0ά
βλέπουν καλύτερον ταύτην, καίτοι πάλιν κατά τρόπον υποδεέστερον τής ύπό
τών άγγέλων θέας.
Είναι προφανές δτι ή επιμονή μετά τής οποίας ό Διάδοχος εκφράζει τήν
άνωτέρω άντίληψιν προέρχεται έκ τής προσπάθειας αύτοΰ πρός
καταπολέμησιν άντιθέτων τάσεων έντός καί έκτος τής Εκκλησίας" ήτοι άφ’
ενός μέν τών άνθρωπομορφιτών μοναχών καί τών Μασσαλιανών, άφ’ ετέρου
δέ τών Νεοπλατωνικών, τών όποιων αί περί θέας τοϋ Θεοΰ άντιλήψεις ειχον
εΐσδύσει είς τινας έκκλησιαστικούς κύκλους, καίτοι βεβαίως ή θειορία
Διονυσίου τοϋ Αρεοπαγίτου δέν εΐχεν ακόμη άνα- φανή.
'Η "Ορασις έξεδόθη ύπό τοϋ V. Ν. ΒθηβοΗβνίΙοΙι έν Πρακτικοΐς τής
Αύτοκρατορικής Ακαδημίας τών Επιστημών Πετρουπόλεως (Σει- 0ά 8,
τμήμα ίστορικο-φιλολογικόν, τόμ. 8, άρ. 11, 1908), βάσει τών κωδίκων Οι*.
1176 καί Βίΐι*1)βι·. 515 τοϋ Βατικανού καί τοΰ ύπ’ άριθ. 492 κώδικος τής
Συνοδικής Βιβλιοθήκης τής Μόσχας καί ύπό τοΰ Ιουστίνου Βιθυνοΰ έν Νέα
Σιών 9 (1909) 247 - 254, βάσει τοΰ ύπ’ άριθ. 58 χειρογράφου τής
Βιβλιοθήκης τής 'Ιεράς Κοινότητος τών Ιεροσολύμων.
Είς τόν Λόγον εις τήν Άνάληψιν τοϋ Κυρίου ημών Ίηαοϋ Χρίστον,
άποτελούμενον έξ έξ κεφαλαίων, ό Διάδοχος τονίζει δτι ό Χριστός ώς
ά,νθρωπος μέν ύψώθη, ώς Θεός δέ άνήλθεν είς τούς ούρανούς κατά τήν
ήμέραν τής Άναλήψεως, συμφώνως πρός τήν προφητείαν τών Ψαλμών 8 καί
46. Κατά παρόμοιον τρόπον θά ύψωθοϋν καί όσοι έκ τών άνθρώπων
έπανέλθουν είς τήν προτέραν αυτών κατάστασιν, οίκειού- μενοι τούς διά τής
ένσαρκώσεως τοΰ λόγου παραχθέντας πνευματικούς καρπούς.
Ό Λόγος φέρων εμφανή πολεμικόν χαρακτήρα καταδικάζει καί τας
μυωπικας περί της αναληψεως αντιρρήσεις των «σοφιστών του κα- κοΰ», ιδίως
τών Ιουδαίων, καί τάς άκρας άντιλήψεις τών μονοφυσιτών περί πλήρους
άπορροφήσεως τής άνθρωπίνης φύσεως ύπό τής θείας.
Έξεδόθη ύπό τοϋ Α. Μυί έν ΒρϊοίΙε^ίιιηι Βοιηαηαηι IV, (Κοηιει 1840)
ΧΟνίΙΙ-Ονί βάσει τοΰ ύπ’ άριθ. Οι*. 455 κώδικος τοΰ Βατι- κανοΰ. 'Η
έ'κδοσις αυτή μετά λατινικής μεταφράσεως περιελήφθη καί έν τή έλληνική
Πατρολογία τοΰ Μί^ηβ (65, 1141 - 1148), ήτις άγνοεϊ τό ελληνικόν κείμενον
τών ύπολοίπων δύο συγγραμμάτων τοϋ Διαδόχου.
Λόγος άσκητικός γνώσεως πρακτικής καί διακρίσεως πνευματικής
I ο εργον τούτο, φερομενονκα τα τα διάφορά χειρόγραφα και ως «Ινε-
21
Περί τής πνευματικής φΰόεως τον ανθρώπου (1 - 11). Θεμέλιον τής άληθοϋς
πνευματικής ζωής είναι ή άγάπη, ήτις ενώνει τήν ψυχήν μετά τών άρετών τοΰ
Θεοΰ, τοϋ μόνου φύσει άγαθοϋ όντος. 'Ο ά.νθρω- πος δέν είναι φύσει άγαθός,
αλλά δύναται νά καταστή τοιοϋτος εκ μετοχής, καθ’ δτι πλασθείς κατ’ εικόνα
τοΰ Θεοΰ κατέχει τήν δυνατότητα ομοιωσεους προς αυτόν, εφ οσον
χρησιμοποίηση καταλλη/νως το αυτεξούσιον, συνιστάμενον εις τήν πρός τό
άγαθόν στροφήν τής βουλή- σεως αύτοΰ. 'Η τάσις τής ψυχής πρός τό άγαθόν
ύποβοηθεϊται ύπό τής σοφίας, ήτοι τής κατανοήσεως τών θείων άληθειών καί
ύπό τής γνώσεως, ήτοι τής διακρίσεως άγαθοΰ καί κακοΰ. Έναντι τοΰ άγαθοΰ
Θεοΰ δέν ύ- φίσταται έτέρα άρχή, διότι τό κακόν, άνύπαρκτον καθ’ εαυτό,
δημιουρ- γεΐται μόνον έκ τής έπιθυμίας τής καρδίας.
'Η δνναμις τής άγάπης και τής πίστεως (12 - 23). 'Η άγάπη τών πιστών
άναφέρεται κατά κύριον λόγον πρός τόν Θεόν καί οφείλει νά είναι τόσον
θερμή, ώστε ή άνάμνησις τής δόξης αύτοΰ νά άποτελή μοναδικόν σκοπόν τής
ζωής, ή δόξα εαυτοΰ νά περιφρονήται καί αί άπολαύ- σεις τοΰ κόσμου νά
έγκαταλείπο>νται. 'Η άγάπη αυτή άποδίδει ύψηλούς καρπούς, διότι ό άγαπών
τόν Θεόν ούχί μόνον παράγει έργα άγαθά, αλλά. καί γινώσκεται ύπό τοΰ Θεοΰ
καί καθίσταται φίλος αύτοΰ. 'Η άγάπη έπεται τοΰ φόβου, δστις γεννάται κατά
τήν έ'ναρξιν τοΰ πνευματικοΰ καθαρμοΰ τής ψυχής. Έτέρα πνευματική
δύναμις είναι ή πίστις, ή συν- δεομένη άναποσπάστως μετά τής άγάπης καί
τών έργων αυτής καί συν- ισταμένη εις βεβαιότητα περί τών θείων άληθειών
μή χωροΰσαν έρευναν διά τών ύπερφιάλων διαλογισμών, ή ένέργεια τών
οποίων διαταράσσει τήν συνείδησιν καί καθιστά άκατανόητα τά ύπέργεια
άγαθά,
22
' Ικανό της τής ψυχής προς όιάκρισιν τοϋ θείου φωτισμού από τής δαιμονικής
επήρειας (24- 48). Μετά τήν αμαρτίαν τοϋ Άδάμ τά δια- φέροντα τού
άνθρώπου διεχωρίσθησαν καί ή μέν ψυχή άποβλέπει πρός τά ουράνια άγαθά,
τό δέ σώμα πρός τά επίγεια. "Ομοίως δέ διηρέθη καί ή ενιαία φυσική
αΐσθησις τοϋ άνθρώπου, ήτοι ή ίκανότης πρός κατανόη- σιν καί άπόλαυσιν τών
θείων αληθειών, ούτως ώστε ήδη παρά τήν πνευματικήν υπάρχει καί ή
σωματική αίσθησις. Απαιτείται νά καταβληθή μεγάλη προσπάθεια πρός
διάκρισιν τών πνευματικών άληθειών άπό τών εκδηλώσεων τών πονηρών
πνευμάτων καί πρός συνένωσιν τής διεσπα- σμένης αίσθήσεως. 'Η άπό τοϋ
κόσμου άφαιρουμένη καί έν τή προσευχή σχολάζουσα ψυχή βλέπει καθαρώς
τόν Θεόν, ένω ό κόσμος συσκοτίζει τήν πρός διάκρισιν ικανότητα. Έν τή
προσπάθεια ταύτη ή ψυχή δέχεται τήν ένίσχυσιν τοϋ 'Αγίου Πνεύματος,
καθαρίζοντος τόν νοΰν' άλλ’ όταν ό νους, κινούμενος έν πλήρει άγιότητι,
αΐσθάνηται τήν θείαν παράκλησιν, τότε ό δαίμων παρεισάγει τήν θέαν
γλυκειών απολαύσεων πρός παραπλάνησιν καί διαστροφήν τής ανθρώπινης
διαθέσεως. Αΰτη είναι ή πονηρά παράκλησις, διακρινομένη τής αγαθής
παρακλήσειυς, καθ’ ότι ή μέν πρώτη διενεργεΐται καθ’ ύπνους καί προκαλεΐ
άμφιβο- λίαν καί ταραχήν, ή δέ δευτέρα διενεργεΐται έν έγρηγόρσει καί μυστι-
κή καταστάσει καί προκαλεΐ γαλήνην καί άφατον γλυκύτητα άγάπης πρός τόν
Θεόν, τόσον ο>στε νά μή βλέπη ό άνθρούπος ετερόν τι πλήν τοϋ Θεοΰ. 'Η
άπαλλαγή άπό τής πονηράς παρακλήσεως έπιτυγχάνεται διά τής έπικλήσεως
τοϋ ονόματος τοϋ Ίησοϋ Χριστού, 'ϊπάρχουν βεβαίους καί άγαθά όνειρα, άλλ’
έφ’ όσον ή διάκρισις τών δνείρων είναι δύσκολος, καλόν είναι νά μή δίδηται
προσοχή εις πάντα ταΰτα.
Θεολογία καί κοινωνία μετά τον Θεοϋ (67-7ύ). 'Ο άνθρωπος κατορθοΐ τήν
θρησκευτικήν του πρόοδον πρώτον διά τής θεολογίας ήτοι τής κατανοήσεως
τοΰ Θεοΰ, ήτις κινεί τήν καρδίαν πρός τήν αγάπην του κάλλους αυτου και
οιαφίοτιςει αυτήν ώστε να αντικαταστήση τόν γήινον πλοΰτον διά τοΰ λόγου
τοΰ Θεοΰ· καί δεύτερον διά τής γνώ- σεο^ς, ήτοι τής κατανοήσεως τής ορθής
διαγο^γής καί άσκήσεως αυτής. 'ΙΙ θεολογία άγει είς έκφρασιν τών περί Θεοΰ
άληθειών διά τοΰ λόγου, δύναται όμιυς ή ομιλία, πρός αποφυγήν τής
πολυλογίας, νά ύποκατα- σταθή διά τής προσευχής καί τών ύμνων, ή δέ
προσευχή δέν πρέπει κατ’ άνάγκην νά είναι εξωτερική καί έκφωνος' άνωτέρα
είναι ή εσωτερική καί σιωπηλή προσευχή. Ή διά τής προσευχής καί τής
αύτογνοοσίας εμπειρία προκαλεΐ έν τώ άνθρώπω θέρμην εύάρεστον εις τόν
Θεόν, διάφορον τής φυσικής θέρμης, καθ’ ότι προκαλεΐται ύπό τοΰ Άγιου
Πνεύματος.
Άγων τον Χριστιανόν καί τελείωαις αντον (75 - 100). Έπί τής ψυχής δροΰν
δύο δυνάμεις, ή πνευματική καί ή δαιμονική, ό δέ άνθρωπος δύναται νά
άκολουθήση οίανδήποτε έκ τών δύο έπιθυμεΐ, διότι ή πτώσις έπέφερε τήν
διάσπασιν τής θελήσεοος διά τής διαφθοράς τής ψυχής καί τοΰ σώματος.
Λόγω τής διαφθοράς ταύτης κατέστη αναγκαία ή ένανθρώπησις τοΰ Σωτήρος,
διά τής όποιας πάντοος δέν καταργεΐται ή δυαδική θέλησις, άλλ’ ένεργεΐται ή
άναγέννησις τοΰ έπιθυμοΰντος ταύ- την. Διά τοΰ βαπτίσματος άρχεται ή
προοδευτική έπενέργεια τής θείας χάριτος, κατοικούσης πλέον έν αύτή τή
ψυχή, έν ώ οί δαίμονες έ'κτοτε άποσύρονται είς τά πέοιξ τής ψυχής. Δεν
υπάρχει επομένως συγκατοι- κησις θείας χάριτος καί δαιμόνων, άλλ’ απλώς
σύγχρονος και παραλ-
ληλος ένέργεια αύτών, καθ’ όσον καί οί δαίμονες δέν παραιτούνται τοϋ
άγώνος. 'Ο άγων ούτος εξυπηρετεί είς τήν τελείωσιν τών άνθρώπων, διότι δι’
αύτοΰ. ώς διά δευτέρου μαρτυρίου, έπιτυγχάνουν οί άγωνισταί τήν τελείωσιν,
όπως οί μάρτυρες διά τοϋ πρώτου μαρτυρίου. Πραγματική άπάθεια δέν είναι
ή έ'λλειψις επιθετικών ένεργειών τών δαιμόνων ούτε ή έ'λλειψις θλίψεων, άλλ’ ή
ύπερνίκησις τούτων, ήτις είναι αποτέλεσμα επιπόνου καί δυσκόλου
προσπάθειας, διότι οί δαίμονες διαδέχονται άλλήλους έν τώ άγώνι καί
συνεχίζουν τούτον καί κατ’ αύτό τό τε- λευταΐον στάδιον τής προοδευτικής
τελειώσεως τών αγωνιστών. Οί προοδεύοντες έν τώ άγώνι γεύονται τής
γλυκύτητος τοϋ Θεοΰ, οί δέ πλήρως ύπεονικώντες τάς πονηράς δυνάμεις θά
συγκαταριθμηθοΰν έν τώ μέλλοντι μετά τών άγιων καί θά άμειφθοΰν πλουσίως.
Τά ' Εκατόν Κεφάλαια άναφέρονται κατά κύριον λόγον είς τήν ζωήν τών
μοναχών, ώς καλυτέρων έκπροσώπων τοϋ Χριστιανικοϋ πνεύματος,
άπευθύνονται δμως καί πρός πάντας τούς άνθρώπους, άποσκοποΰν- τα είς τήν
ήθικήν καί πνευματικήν συγκρότησιν τοϋ βίου αύτών.
1 ο εργον τούτο εσχε μεγιστην επίδρασήν επι της μεταγενεστερας
μυστικής θεολογίας, ώς έξάγεται πλήν άλλων καί έκ τής εύοείας χρή- σεως
αύτοΰ ύπό πλείστων συγγραφέων καί έκ τής έν πολυαρίθμοις χειρογράφους
διατηρήσεως αύτοΰ. 'Ο Φώτιος έν Βιβλιοθήκη, κώδιξ 201, κρίνει αύτό
έπαινετικώς.
«Άνεγνώσθη βιβλίον τοΐς έπομένοις μέν κεφαλαίοις ρ' άπαρτι- ζόμενον,
έν προοιμίω δέ τόν δέκα ούχ ύπεοβαίνουσιν, ών πρώτον έστιν ώς πρώτος δρος
τής πίστεως έννοια περί Θεοΰ. . . Τούτοις ούν τοΐς δέκα τά έκατόν
ύποτέτακται. Καί έστιν ούτος ό λόγος είς τό άριστον τοΐς ά- σκουμενης
συγκείμενος και τοις εν αυταις εγγεγυμνασμενοις ταις τελειο- ποιοΐς πράξεσιν
ούδ’ άσαφές τι έμπαρεχόμενος1 ή γάρ διά πείρας γνώ- σις εύχερώς τής διά
λόγων έπιβατεύει διδασκαλίας. ΙΙατέοα δέ τοΰ λόγου Διάδοχον ή έπιγραφή
λέγει, Φωτικής τής έν τή Παλαιά Ήπείρω έπίσκοπον».
Τό σύγγραμμα έξεδόθη, συμφώνως πρός έκ παοαδόσειυς πληροφορίας,
πρώτον έν Φλωρεντία κατά τό 1578, άλλ’ ούδείς τών μεταγενεστέρων
κατώρθωσε νά άνεύρη τήν έκδοσιν ταύτην. Νικόδημος ό Αγιορείτης
περιέλαβεν αύτό έν τή Φιλοκαλία τών Ιερών Νηπτικών, Ένετία 1782, έπί τή
βάσει χειρογράφων τοΰ Άγιου "Ορους. 'Η έκδοσις αυτή έπρόκειτο νά
περιληφθή είς τόν μή δημοσιευθέντα 162ον τόμον τής Ελληνικής
Πατρολογίας Μί§ηβ. Τέλος ό 1. Ε. Υ\ βί§ — Είβ1»βΓ8<1οι>!' έξέ- δωκε
τοΰτο έν τή ΒΜϊοΐΚεοα ΤβαόηβΓΪαηα, Εβίρζί§ 1912, μετά λα-
τινικης μεταφράσεως, βάσει τών κωδίκων νϊτκϊοΐ). Ο Γ . 93, Ρ&Π8. Ο Γ . 913,
Μοιι&ο. Ο Γ . 498, Ρ&Π8. Ο Γ . 1053. Ρβπδ. Ο Γ . 123, Μοη&ο. Ο Γ . 506,
Μοη&ο. Ο Γ . 63 καί Μοηβο. Ο Γ . 411, έξ ών ό πρώτος ανήκει είς τον θ’ ή ι
αιώνα. Τά έν ' Αγίου ’Όρει πολυάριθμα χειρόγραφα τοϋ έργου τούτου δέν
έλήφθησαν ύπ’ όψιν.
'Η αρχαιότερα λατινική μετάφρασις τοΰ έργου έγένετο ύπό Ρταη- £θ1δ
ΤΟΓΓ03, Φλουρεντία 1570, αΰτη δέ περιελήφθη καί είς τήν Πατρολογίαν
τοΰ Μϊ^τιβ (τόμ. 65). Πλήρης γαλλική μετάφρασις αύτοΰ, ώς καί τών λοιπών
συγγραμμάτων τοΰ Διαδόχου, έγένετο υπό (1β8 Ρ13068, έ'ργ. μν. 'Ο Κ.
Ρορον έξέδουκε ρωσικήν μετάφρασιν έν ΚιέΒω, 1903.
Πλήν τής πρωτοτυπίας έν τή διδασκαλία αύτοΰ, ήτις θά έξετασθή
κατωτέρω, ό Διάδοχος έμφανίζει πρωτοτυπίαν καί κατά τήν λογοτεΛ _ \ ~
5 ~ \ \ \ »/ \ \
χνικην μορφήν των έργων αυτου, ακόμη οε και κατα το ύφος και την εκ-
φρασιν.
“Εν μόνον έκ τών έργων τοΰ Διαδόχου, ό Λόγος είς τήν Άνάληψιν, ανήκει
είς λογοτεχνικόν είδος εύρέως χρησιμοποιούμενον κατά τήν εποχήν του. Τό
λογοτεχνικόν είδος τοΰ διαλόγου, εις τό όποιον άνήκει ή "Ορασις, σπανίως
χρησιμοποιείται υπό τόυν εκκλησιαστικών συγγραφέων, ό δέ Διάδοχος
πρωτοτυπεί ακόμη καί κατά τά πρόσωπα, είσά- γων πρός λύσιν τών αποριών
αύτοΰ άποθανόν ιερόν πρόσωπόν, Ίωάν- νην τόν Βαπτιστήν. Τοΰτο είχεν
άναμφιβόλως έπίδρασίν τινα μεταγενεστέρους, πιθανώς καί έπ’ αύτοΰ τοΰ
ϋ&ηΐβ έμμεσους.
'ΙΙ φιλολογία τών Κεφαλαίων ηρχισεν άναπτυσσομένη συστηματικούς
μόλις άπό τοΰ δ' αίώνος. Τά κεφάλαια άποτελοΰν γνωμικόν ή αποφθεγματικόν
φιλολογικόν είδος, τοΰ όποιου αί άρχαί είναι δυνατόν νά άναζητηθοΰν είς τάς
έλεγείας τοΰ Φωκυλίδου ή είς τά άνέκδοτα τοΰ Πλουτάρχου. Άρχικώς
άπετέλουν σειράς έξ ήθικών ποοτάσεοον ή γνω- μικών ποικίλλοντος άριθμοΰ
μετ’ άλφαβητικής ένίοτε άκροστιχίδος, ώς ήσαν αί συντομώτεραι έκ τών
σειρών τούτων, αί περιλαμβάνουσαι 24 κεφάλαια. Βραδύτερον έπεκράτησεν ό
αριθμός έκατόν, είσαχθείς είς τήν φιλολογίαν τών κεφαλαίουν πιθανώς πρώτον
ύπό τοΰ Εύαγρίου, αναμφιβόλους κατ’ έπίδρασίν τής σχετικής διδασκαλίας
τοΰ Ώριγένους, καθ’ ήν «οβηίθη&πιΐδ ηαπίθΓυβ ρίβηιΐδ ϊη οΓηηϋηΐδ βΐ
ρβιΤυοθυδ οοη- ίίηθηδ δβοΓΜΠιβηΙιπιΐ)) 1. Ό άριθμός 1 συμβολίζει τήν
πράξιν, ό 10 τάς πρακτικάς έντολάς, ό δέ 1 00, άνήκων είς τήν αυτήν τάξιν
μετά τών ά-
1. Ό
μιλιά Β’ 5 είς
1'ένεσιν. Βλ.
Α.
Η ΑΠΝΛΟΚ ,
Ώίβ
ΚίιτΙιβηξβεοΙιί
οΗΐΙίεΗβ
Επνας άβΐ'
εχβξεΐίεοΗβιι
Αι-ύβίΙεη άκε
Οηββηβε,
ΤεχΙο υηοΐ
λΐιιΙβΓΗΐιοΙιυ
η^βη, τ. 42,
τεϋχ. 2, σ. 53.
'Ο Εύάγριος,
ώς γνωστόν,
26
νωτέρω, συμβολίζει τήν τελειότητα τοϋ ήθικοΰ βίου 'Ο Εΰάγριος, ό Μαςιμος
και ετεροι μετ αυτους εχρησιμοποιησαν και σειράς εκατόντα- 8ων.
Τά κεφάλαια τού Διαδόχου είναι έκετενέστερα τών τοϋ Εύαγρίου καί
Μάρκου τοϋ Ερημίτου, καθώς δέ άνέρχεται ό αϋξων αριθμός αυτών αυξάνεται
καί τό μήκος αυτών. Διά τής εισαγωγής άποδείξειυν, αιτιολογιών καί
συμπερασμάτων τά κεφάλαια προσήγγισαν πρός τήν διατριβήν. κατ’ αύτόν δέ
τόν τρόπον άπέβαλον τόν άρχικόν αύτών χαρακτήρα ώς συλλογών, γνωμών,
ξένιον κατά τό πλεΐστον, καί κατέστησαν «συγγράμματα» ώρισμένων
συγγραφέων, έν οίς ουτοι εκφράζουν τάς ιδίας γνοόμας μετά, σχετικών
Επιχειρημάτων καί μετά συνοχής, ή- τις παρά τώ Διαδόχω μαρτυρεϊται καί έκ
τής συχνής χοήσεως τής φρά- σεως «ώς εφην» (εννοούμενου έν άνωτέριυ
κεφαλαίοις). 'Ο Διάδοχος πρέπει νά θεωρηθή ώς είς τών κυρίων διαμορφωτών
τοϋ φιλολογικού τούτου είδους 1 2.
'Η εύρυτάτη χρήσις τής φιλολογίας τών κεφαλαίων παρά τών ασκητικών
συγγραφέων, οός είναι οί Εύάγριος, Μάρκος ό Ερημίτης, Διάδοχος,
Μάξιμος, Γρηγόριος ό Παλαμάς κ.ά., οφείλεται τόσον είς τον έξ αρχής
χαρακτήρα αύτών ώς σειράς ήθικών προτάσεων, κατ’ εξοχήν
Λ~ » 1 > 1Η \ » \ί/ ~ \ ~
συμπαυων εις τους ασκητικούς, οσον και εις την αναγκην της υπο των
μονάχων, ες ων πολλοί ήγνοουν αναγνωσιν, απομνημονευσεως αυτών, οιευ-
κολυνομένης έκ τής συντομίας καί τοϋ αποφθεγματικοί ύφους3.
'Η γλώσσα τοΰ Διαδόχου χρησιμοποιεί ικανά μετακ/.ασικά. στοιχεία.
Χρησιμοποιεί π.χ. συμπτωματικώς τό ίνα καί τό καν καί τό έάν μεθ’ οριστικής
τό ού μετά τά εί καί όταν, συχνότερον δέ τά είς -ως έπιρ-
1. Βλ.
I.
ΜΩΥΪΕΣΚΟΥ,
Εύάγριος
2. \ν ύ
Ποντικός,
ΕΙ8 -
Άθήναι 1937,
3. ,1.
ΤίΕΒΕίικοοιιΡ
σ. 73 έ.,
, Κ.
,ΡΛιαύοχον
ΕΟΟΝ
Μ ΠΟΝΗ , Ιβ
Φωτικής
Μαχΐιηβ
«Σωφρονίου
Έκατόν
ϋοη/'ε$ε·εαι·
Ιεροσολύμων
,Κεφάλαια
ΕβηΙιιτβε
,ειιτΉ&α
γνωστικά,
Ια, εις
τόν
ΟιατιΙέ, Ραπδ
Τοίρζΐ£ 1912,
Απόστολον
σ. 2. σ· 26,
1943,
Παύλον»,
θεολογία ΚΒ'
(1951) 213.
27
' Αγιας Γραφής, ιδίως εκ του Παύλου καί των Ψαλμών, τά ύπό έξέτασιν
συγγράμματα ούδεμίαν σχεδόν ή έλαχίστην έπίδρασίν απ’ αύτής μαρτυρούν.
Αλλά καί άπό τών λοιπών τής Εκκλησίας Πατέρων, ακόμη δέ καί άπό τών
καθαρευόντων Καππαδοκών, διαφέρει ή γλώσσα τοΰ Διαδόχου. Τήν έξήγησιν
τούτου εΰρίσκομεν καί πάλιν είς τό άπομεμονωμένον τής Ηπείρου άπό τών
μεγάλων έκκλησιαστικών κέντρων κατά τήν εποχήν ταύτην. 'Η εκκλησιαστική
γλώσσα διεμορφώθη κατά στάδια, άλλα παρά πάσας τάς διαφοράς κατά
τόπον, χρόνον καί πρόσωπα παρουσιάζει ικανήν ενότητα. 'Η κυρίως Ελλάς
δμως δέν εύρίσκετο είς τόσον στενήν επαφήν μετά τών χωρών τής Ανατολής,
τής Αΐγύπτου, τής Συρίας, τής Μικράς Ασίας καί τής Κωνσταντινουπόλεως,
είς όσην εΰρίσκοντο αί χώραι αυται μεταξύ των, έκ τούτου δέ δικαιολογείται
και ή παρουσία έν τή έν αύτή χρησιμοποιούμενη έκκλησιαστική γλώσση
στοιχείων διαφόρων άπό τών τής κοινής εκκλησιαστικής γλώσσης τής εποχής.
Μοναδικόν δείγμα τής γλωσσικής ταύτης μορφής παρουσιάζουν τά
συγγράμματα τοΰ Διαδόχου, δεδομένου οτι, ώς έλέχΟη άνωτέρω, δέν
κατέχομεν φιλολογικά έργα ετέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων έκ τής
κυρίως 'Ελλάδος κατά την εποχήν ταύτην.
Ί ό λεξιλόγιον τού Διαδόχου είναι πλούσιον καί μετά προσοχής
έκλελεγμένον. Λέξεις σπανίο/ς άπαντώσαι παρ’ άλλοις συγγραφεϋσι,
σπανιούτερον δέ παρά τοΐς Πατράσιν, άφΟονοϋν παρ’ αύτώ, καί άλλαι
χρησιμοποιούνται ύπό διάφορον τής συνήθους σημασίαν, προσεγγίζου- σαν
ένίοτε ή ταυτιζομένην μετά τής σημερινής. ’Άξιαι μνείας είναι αι κάτωθι:
άθήλυντος, αίθριοποιός, άπαρρενο), άφιλόλογος, άχλυοποιός, βρε-
φοπρεπής, διαφόρησις, είσάγωγος, έλευθερικός, ένήδονος, επάγγελμα,
έπιζωγραφώ, ήδυφανής, θηλυδριώδης, ίσοσθενής, νιοΟρο- ποιός,
όμοιογοαφώ, πανταληθινός, πρόπομα.
Ιδιαιτέραν σπουδαιότητα έχουν οί ύπό ειδικήν Οεολογικην σημασίαν
χρησιμοποιούμενοι όροι, διαφέροντες συχνά ιις άπό τώ/ όριον προ-
γενεστέρου ή συγχρόνων συγγραφέων καί κατά τό πλεΐστον επιβλ.η- θέντες
γενικώς είς κοινήν χρήσιν έν τή μεταγενεστέρα θεολογία. Κυρι- ώτεροι τών
όρων τούτων είναι οί έξής:
άγο/νιστής, άδιάκριτος, αϊσθησις, αισθητικός, άκηδία, άπάθεια,
αποστροφή, αύτεξουσιότης, άφάνταστος, άφώτιστος, γεϋσις, γλυ- κύτης,
γνώσις, γνο/στικός, δακρυώδης, διάθεσις, διάκρισις, διαφορώ,
δοκιμάζω, έκδημώ, έμπαθής, ένορώ, ένυπόστατος, έξις (κακού),
έπίγνωσις, επιμέλεια (καλού) θεοειδής, θεοφιλής, θέρμη, θεώρημα,
θεωρία, καθαρότης, καταυγάζω, λεΐον (τών ήδονών),
28
1. Ό Θ ε ό ς κ α ί ή έ ν τ ώ κ ό σ μ ω έ ν έ ρ γ ε ι α α ύ τ ο ΰ
Έκφράζων τάς περί Θεοΰ γνώμας αύτοΰ ό Διάδοχος, ώς καί οί λοιποί έκ
τών συγχρόνων αύτώ Π ατέρουν τής Εκκλησίας, δέν άπέβλε- πεν είς τήν
θεωρητικήν διατύπουσιν συστήματος «Θεολογίας» ΐκανο- ποιοΰντος
επιστημονικά διαφέροντα. Σκοπός αύτοΰ ήτο κυρίως άφ’ ενός μεν νά
καθορίση τήν Θέσιν τοΰ Θεοΰ έν τώ κόσμω καί έν τή ανθρώπινη ζωή, άφ’
έτέρου δέ νά άποκρούση ξένας πρός τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν άντιλήψεις,
προερχομένας έκ κύκλων εκτός καί έντός τής Εκκλησίας, ώς τών
Νεοπλατωνικών καί τών ’Λνθρωπομορφιτών. Διά τοΰτο τόσον έν τή θεολογία
όσον καί έν τή χριστολογία αύτοΰ άκολουθεΐ πι- στώς τήν καθόλου
διδασκαλίαν τής Εκκλησίας. ’Έναντι τοΰ πανθεϊσμού τών Νεοπλατωνικών
διδάσκει ότι ό Θεός είναι καθαρόν πνεΰμα καί ούχί σωματικόν τι όν
έγκεχυμένον έν τώ σύμπαντι ή διακεχυμένον πέραν τοΰ ύλικοΰ χώρου διά τοΰ
άπειρου, έναντι δέ τών άνθρωπομορφικών άντιλήψεων διδάσκει ότι ό Θεός ώς
«αυλός φύσις» δέν έχει καθωρισμέ- νην μορφήν ή είδος ή σώμα καί δέν είναι
διά τοΰτο άντικείμενον τών άνθοοοπίνων αισθήσεων καί ιδίως τής όράσεως 1.
Αναγνωρίζει βεβαίως δυνατότητα θέας τινός τοΰ Θεοΰ, άλλ’ ή θέα αΰτη είναι
πνευματικής
1.
"Ορασ
ις 19. Κεφ. 36.
Βλ. καί
ΕΥΑΓΙΙΟΥ,
ΈτΜΛτολή 30
«ούκ εστι
σώμα ό Θεός,
χρώμα ή
σχήμα έχον».
Πρβλ. 1.
Μ ΩΥΣΕΣΚΟ Υ,
29
1. Ώς
λέγει ό
Μ ΕΓΑΣ2. Ή
Αδυνατότης
ΘΑΝΑΣΙΟΣ ,
Κατά '
γνώσεως τοϋ
Ελλήνων
Θεοϋ καί28, τών
6θείων
Θεός
άποτελεϊ
άληθειώνολον
τι καί όχι
προέρχεται
μέρη,
έκ τήςέφ’
ειδικής
όσον δεν
ίκανότητος
3. ”Ορασις 28, 16.
προήλθεν
τοϋ 4. Κεφ.έξ 2.
άλλου όντος
ανθρωπίνου
διά
νοΰγενέσεως
καί τής έν
καί
τή 'Αγία
συνθέσεως.
Γραφή
άποκαλύψεως.
«Έγώ δέ έκ
τών θείων
Γραφών καί
έξ αύτής δέ
τής τού νοϋ
αίσθήσεως
κατείληφα»,
κεφ. 76. 'Ο
Ι ΩΑΝΝΗΣ
Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜ
ΟΣ , Λόγοι
30
τοϋ Θεοΰ, αλλά τόν πλήρη άγάπης καταλογισμόν τών ευθυνών τών άνθρώπων
κατά τήν έν τω βίω διαγωγήν αύτών, ήτις πάλιν ποικιλοτρό- πως ένισχύεται
ύπό τής θείας άγαθότητος 1.
Θεμελιώδες γνώρισμα τής θείας ούσίας είναι καί τό κάλλος, τό όποιον
πάντως έκφεύγει τού καθορισμού ώς «άνείδεον» ή «υπέρ είδος)). Τό κάλλος
τοϋ Θεοΰ είναι καθαρόν καί εκφράζεται ώς δόξα, ήτις πρέπει νά νοηθή διττώς'
ώς ή έν τω κόσμω έκδηλουμένη δύναμις τοΰ Θεοΰ, κατά τήν έν τή Παλαιοί
Διαθήκη καί ιδίως έν τοΐς ψαλμοϊς καί έν τώ στ' κεφαλαίω τοϋ ’ Ησαΐου
έννοιαν, καί ώς υπερφυσική πνευματική λαμπρότης 1 2, τήν όποιαν οί έκ τών
άνθρώπων κρινόμενοι άξιοι, έστιο καί άν άγνοοϋν τήν φύσιν αύτής, θά
αίσθάνοονται έν τή άγάπη καί τή κοινωνία μετά τού Θεοϋ3.
Ό άνείδεος Θεός - Πατήρ άποκαλύπτει εαυτόν έν δόξη καί βου- λήσει, ή
δέ θεία βούλησις, ένέχουσα έν έαυτή τήν έννοιαν τής αιώνιας γενέσεως 4,
έκδηλοϋται πλήν τής γεννήσεως τοΰ υίοΰ καί τής έκπορεύ- σεως τοϋ Άγιου
Πνεύματος, περί ής δέν γίνεται ρητός λόγος παρά τώ Διαδόχω, έν τή
δημιουργία τοΰ κόσμου. 'Ολόκληρος ό κόσμος είναι δημιούργημα τής
ένεργείας τοΰ Θεοΰ, όστις αποτελεί τήν μόνην άναρχον άρχήν καί τήν μόνην
πηγήν παντός οντος. 'Η υπαρξις οίασδήποτε άλλης μεταφυσικής άρχής, ώς έπί
παραδείγματι τής αρχής τοΰ έν τώ κόσμω κακοΰ, αποκλείεται αίρομένης
πάσης μεταφυσικής διαρχίας. 'Η άναγνούρισις τής ύπάρξεως ένυποστάτου
κακοΰ θά έδυσχέραινε τήν λύ- σιν τοΰ προβλήματος τής δημιουργίας τοΰ
κόσμου, διότι ή δημιουργία τοιούτου κακοΰ ύπό τοΰ άγαθοΰ Θεοΰ είναι
αδιανόητος. "Οθεν τό κακόν ώς μή δημιουργηθέν ούτε ύπό τοΰ Θεοΰ ούτε
ύπό έτέρας άρχής, πρέπει νά θεωρηθή ώς κατ’ ούσίαν άνύπαρκτον «τό κακόν
ούτε έν φύσει έστιν οΰτε μήν φύσει τις έστί κακός. Κακόν μή γάρ ό Θεός ούκ
έποίησεν». Συνεπώς, «ούκ όν έν τή ούσία» τό κακόν ύπάρχει μόνον έν τή
άρνήσει τοΰ άγαθοΰ κατά τήν ήθικήν διαγωγήν τών πνευματικώς δημιουργη-
μάτων. Οΰτω μεταξύ άγαθοΰ καί κακοΰ δέν ύπάρχει άπλή διαφορά μορφής ή
ούσίας, άλλά πλήρης άντίθεσις, έφ’ όσον τό κακόν δέν έχει ιδίαν ΰπαρξιν, άλλά
λαμβάνει ταύτην έν τή άρνητική καί άντιθετική σχέσει τοΰ άνθρώπου πρός τό
άγαθόν5. 'Η άποψις αΰτη, συμφωνούσα καθ’
1. Κεφ. 100.
2. Βλ.
Γ>οκιι,
ϋιαάοϋΐιακ
3. "Ορασις
νοη ΡΙιοΐίΙιε
4. "Ορασις Κεφ.
14,15,16,20. 81.
1 I. 12.
ιχηά άϊβ
5. Κεφ. 3.
Μα88αΙίαηβ
Γ, ΡπβόιΐΓίϊ ί.
ΒΓ. 1937, σ.
67, σημ. 1.
31
όλα πρός τήν περί τής άρχής του κακού διδασκαλίαν τών Πατέρων τής
Εκκλησίας γενικώς τονίζεται ιδιαιτέρως καί έπιμόνως υπό τοϋ Διαδόχου,
προφανώς πρός άπόκρουσιν τής ικανήν διάδοσιν εύρούσης κατά τήν έποχήν
αύτού άντιλήψεως τών Μασσαλιανών, οίτινες παρεδέχον- το τήν ΰπαρξιν τοϋ
κακοΰ καθ’ εαυτό 1 2.
Σπουδαιοτάτην θέσιν μεταξύ τών δημιουργημάτων τοΰ Θεοΰ κατέχουν
τά πνευματικά όντα (οί άγγελοι, οί δαίμονες καί οί άνθρωποι), τά όποια,
καίτοι έν τή παρούση καταστάσει αυτών διαχωρίζονται καί διακρίνονται άπ’
άλλήλων, έχουν πολλάς κοινάς ιδιότητας. 'Η ώριγενι- στική όμτυς δοξασία
περί πλήρους πρός άλληλα όμοιότητος τών οντων τούτων πρό τής πτώσεως,
ήτις άπαντά πλέον άνεπτυγμένη παρ’ Εύα- γριω, απουσιάζει άπό τοΰ
Διαδόχου. Ό Εύάγριος φρονεί δτι πρό τής πτώσεως αί ήδη προϋπάρχουσαι
ψυχαί ήσαν άγαθαί, άλλά συγχρόνως καί αυτεξούσιοι, λόγω δέ τής διαφόρου
παρ’ αύτών χρήσεως τοΰ αυτεξουσίου έδιαφοροποιήθησαν καί διεκρίθησαν
μετά τήν πτώσιν είς τρεις τάξεις· τούς άγγέλους, διαμένοντας άνω έν τοΐς
ούρανοϊς καί φέροντας σώματα ταχέα καί φωτεινά- τούς ανθρώπους,
παραμένοντας κάτω έπί τής γης καί φέροντας σώματα βαρέα" καί τούς
δαίμονας, διαμένοντας κατώτατα έν τοΐς ύποχθονίοις καί έχοντας σώματα
σκοτεινά καί άκά- θαρτα 3. 'Ο Διάδοχος δέν όμιλεΐ περί προϋπάρξεως ούτε
θεωρεί τούς άνθρώπους ώς έ'χοντας τήν αυτήν μετά τών άγγέλων φύσιν,
δέχεται όμως δτι ή ψυχή τοΰ άνθρώπου είναι άυλον ζώον καί άνείδεον καί
τοΰτο βεβαίως άπό τής έπόψεως, δτι δέν είναι αίσθητώς ορατή, ώς καί οί άγ-
γελοι. "Γπαρξις ψυχής άνεξαρτήτου άπό τοΰ σούματος δέν είναι δυνατόν νά
νοηθή, δταν δέ μετά θάνατον τά δύο ταΰτα στοιχεία άποχωρίζονται
προσωρινώς άπ’ άλλήλων, αυτή δέν γνωρίζει δ,τι έγνώριζεν έφ’ όσον ήτο μετά
τοΰ σώματος. 'Ωλοκληρωμένος άνθρωπος άποτελεΐται διά τής «συγκράσεως»
σώματος καί ψυχής, ένώ οί άγγελοι κατέχουν ιδίαν προ- σο^πικότητα έν τή
άπλότητι τής φύσεως αύτών 4.
Οί άγγελοι είναι ούράνιοι δυνάμεις έχουσαι μορφήν τινα, οψιν καί δρια,
άλλά φύσιν άραιάν καί λεπτήν, ή οποία δέν καθίσταται ορατή ύπο
1. Βλ.
ιδίως
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΜΕΓΑΛΟΥ,
"Οτι 2. Βλ.ούκΙΙΪΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί αιρέσεων
έστιν 80,
3. αίτιος
13.
τον κακού Προό
Θεός , 5"Ορασις
βλή/ιατα
4. «ού 19, 29.
γάρ
Προγνωστικέστιν
άύφεστώς,
2, 68. Βλ.
ώσπερ
Γ. τι
ζώον
Μ ΩΥΣΕΣΚΟΥ ή
πονηριά,
, Εύάγριος ό
ούτε
ΙΙοντι- ουσίαν
χός,
αυτής
σ. 116 έ.
ένυπόστατον
παραστήσαι
έχομεν
στέρησις γάρ
άγαθοΰ έστι
τό κακόν»
καί
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
32
τών άνθρώπιον, μόνον δέ διότι ούτοι δέν δύναντοα νά ϊδουν αύτούς επι-
τρέπεται νά γίνηται λόγος περί αύτών ώς «ασχημάτιστων ζώων». "Οσάκις κατ’
εντολήν τοΰ Θεοϋ μεταμορφοϋνται, πυκνουμένης τής άραιάς αύτών φύσεως,
είναι δυνατόν νά καταστούν ορατοί ύπό τών καθαρών ψυχών. 'Ο περιορισμός
τών άγγέλων έντός σχήματος καί ορίων αποκλείει τήν πανταχοΰ παρουσίαν
αύτών, άλλ’ ούτοι, λόγω τής διαύγειας τής φύσειος αύτών καί διά τής χάριτος
τοΰ "Αγίου Πνεύματος κατ’ άντα- μοιβήν τής άγαθής αύτών διακονίας,
δύνανται νά βλέπουν καθαρώς καί τά έπουράνια καί τά επίγεια. Οί άγγελοι δέν
έχουν τήν δυνατότητα νά έπιτελέσουν τι άφ’ εαυτών καί συνεπώς τό έργον
αύτών δεν είναι δημιουργικόν, άλλά βοηθητικόν, συνιστάμενον εις τήν είς τούς
άνθρώπους μετάδοσιν τών βουλών τοΰ Θεοΰ, δι’ ήν χρησιμοποιοΰν ούχί
ένδιάθετον λόγον, άλλά φιυνήν, τήν οποίαν πολλοί τών άγιων ήκουσαν
πολλάκις έν οπτασία ’.
Οί άγγελοι κατεϊχον άοχικώς δύο πνευματικάς δυνάμεις- τήν γνώ- σιν, εις
την οποίαν υπεκειτο η αρετή, και το αυτεξούσιον, εις το οποίον ύπέκειτο ή
αισθησις. Διά τής κακής χρήσεως τής δευτέρας ταύτης δυ- νάμεως τινές έξ
αύτών έδούλευσαν είς πάθη καί διά τοΰτο έξέπεσαν, ενώ οί λοιποί διά τής
καλής χρήσεως τοΰ αύτεξουσίου ύπερενίκησαν τάς αισθήσεις καί διά τής
άδιαλείπτου λειτουργίας πρός τόν Θεόν άπέκτησαν ένιαίαν άγαθήν θέλησιν
καί σκέψιν, γινώσκοντες πάντοτε κατά τόν αύτόν τρόπον τά άγαθά καί
άγνοοΰντες τά άντίθετα πρός αύτά ήτοι τό κακόν. Οΐ έκπεσόντες άγγελοι
καλοΰνται ήδη δαίμονες.
Κα τά τήν παρά τώ Εύαγρίω γινομένην διάκρισιν αύτών είς δύο γένη,
τοΰ τών σπανίων καί βαρυτέρων καί τοΰ τών συνεχών καί κουφο- τέριον, καί ό
Διάδοχος διακρίνει αύτούς εις ύλωδεστέρους, οϊτινες πο- λεμοΰν τήν σάρκα
διά «λιπαρών παρακλήσεων» καί είς λεπτότερους, οϊτινες πολεμοΰν τήν ψυχήν
καί προκαλοΰν τά πάθη. Οί δαίμονες, κατέχουν ώρισμένον σχήμα, άλλά τό
σώμα αύτών δέν είναι ορατόν οσάκις όμως μετασχηματίζεται κατά τινας
περιπτώσεις είς φώς ή πΰρ, καθίσταται ορατόν. Οΐ δαίμονες κυριαρχούν τής
άνθρωπίνης ψυχής κατά τήν προχριστιανικήν αύτής περίοδον, χουρίς νά
εγκαταλείπουν τήν προσπάθειαν κυριαρχίας έπ’ αύτής καί μετά ταΰτα. Άλλά
τότε πλέον δέν έμφωλεύουν έν τή ψυχή ή τώ νοΐ ή τή καρδία. Ένταϋθα,
είσερχομένη μετά τό βάπτισμα, κατοικεί ή θεία χάρις, ένώ οί δαίμονες
στρέφονται περί τά μέλη τής καρδίας 1 2.
1
.2
.
"
Ο
Β
ρ
λ
.α
σ
ι"
ςΟ
ρ
1α
7σ
,ι
ς
1
82
,3
.
33
σεων κατά τήν άραιότητα ή πυκνότητα αύτών φέρει αριστοτελικόν] χρώμα, Φυσικά Η
7, 260 β 10.
1. Βλ. καί Μ ΕΓΑΛΟΥ Β ΑΣΙΛΕΙΟΥ , Εις τό πρόσεχε σεαυτφ 8' «έκ της άνωθεν
συγγένειας ή ζωή σου» καί πρβλ. τήν έπί τοϋ Άρείου Πάγου ομιλίαν τοϋ Παύλου.
2. Βλ. ιδίως Κεφ. 10.
3. "Ορασις 17, 29.
35
1. Τό
«κατ’ εικόνα»
σημαίνει
μίμημα τοϋ
αρχετύπου
ήτοι τοϋ
Θεοϋ, βλ.
Γ ΡΗΓΟ - ΡΙΟΥ
Θ ΕΟΛ ΟΓΟΥ ,
Λόγος 36. Ή
όμοίωσις
2. Κεφ. 5.
όμως 3. Κεφ. 78.
έξαρτάται έκ
τής
προσπάθειας
τοΰ
άνθρώπου.
Βλ. Κεφ. 4·
«πάντες οί
άνθρωποι
κατ’ εικόνα
έσμέν τοΰ
Θεοΰ" τό δέ
καθ’ όμοίωσιν
εκείνων
μόνων έστί
τών διά
πολλής
άγάπης τήν
36
1. Κεφ.
3 . Πλήν τών
άνωτέρω
σημειωθέντων
2. Κεφ.
περί4, 5, τοϋ
3, 78.
κακοΰ
Περί βλ. καί τοΰ
ΕΥΑΓΡΙΟΥ,
αύτεξουσίου
Προβλήματα
παρόμοια
3. Κεφ. 24.
Προγνωστικά
διδάσκουν καί
,οί 1λοιποί
, 21* «τά
τής
άληθώς κακά
Εκκλησίας
έκτος
Πατέρες.αύτής
Βλ.
(τής ψυχής)
ιδίως
ούχ
Μ οΐον τε
ΕΓΑΛΟΥ
εύρεθήναι».
Β ΑΣΙΛ ΕΙΟΥ ,
Πρβλ.
Ότι ούκ εστιν I.
Μ
αίτιος
Ω Υ Σ Ε Σ Κτον
Ο
Υ , Εύάγριος
κακοΰ ό
6 Ποντικός,
Θεός, 3.
σ. 115 έ.
Πρβλ. Β.
Ε ΞΑΡΧΟΥ , Αί
37
1. Κεφ. 29.
2. "Ορασις
21, Άνάληψιν
3. 22. ’Ανάλ.
δ. 5.
4. 'Ο
6. Κεφ.
Λόγος
67,
78, 100.
άποτελεΐ
εικόνα τοϋ
Πατρός, οί δέ
Οεωροΰντες
αύτόν
ήδύναντο νά
39
Θεοϋ» τόσον διά της είδοποιήσεως τοΰ θείου Λόγου, καθιστάμενου πλέον
νοητού καί αισθητού, όσον καί διά τής διδασκαλίας καί τοΰ έργου αύτοΰ·
τρίτον είς τήν συντριβήν τών δυνάμεων τοϋ 'Άδου, ήτοι τήν κατάρ- γησιν τής
κυριαρχίας τών πονηρών δυνάμεων καί τοΰ θανάτου- τέταρτον είς τήν
κάθαρσιν τοϋ έγκλήματος τής παρακοής τοΰ άνθρώπου διά τής ύπακοής τού
Χριστού" καί τέλος είς τήν έξάλειψιν τής διά τοΰ όφεως ένσπαρείσης είς τόν
άνθρωπον έξεως πρός τό κακόν. 'Ο Διάδοχος, πε-
/ < >/Λ \ Η V Κ> / > ! Υ" «■*»>
πεισμένος ο ιοιος περί του οτι όντως αι ανο^τερω επιτευςεις του απο-
λυτρωτικού έργου έπραγματοποιήθησαν, επικαλείται πρός βεβαίωσιν τών
άλλων τήν μαρτυρίαν τών κατά πρόγνωσιν προαναγγειλάντων προφητών καί
τών κατ’ έπίγνωσιν έπιβεβαιοισάντων Αποστόλων, τών ύπό τοΰ Αγίου
Πνεύματος έμπνεομένων1.
Συνεπίκουρος καί συνεχιστής τοΰ έργου τούτου τοΰ Σωτήρος είναι τό
"Αγιον Πνεΰμα, τό ένεργοΰν τήν άναγέννησιν καί τελείωσιν τοΰ άνθρώπου.
Τοιουτοτρόποις, παρά τήν γενικήν ύπό τής 'Αγίας Τριάδος διεύθυνσιν καί
καθοδήγησιν τοΰ Σύμπαντος, έχομεν καί ιδιαιτέραν έ- νέργειαν δι’ έκαστον
πρόσωπόν αύτής" διά τόν Πατέρα τήν δημιουργίαν, διά τόν Υιόν τήν
άπολύτρωσιν, διά τό "Αγιον Πνεύμα τήν άναγέννησιν.
Τό "Αγιον Πνεΰμα, ώς πρόσωπόν τής 'Αγίας Τριάδος, είναι άί- διον,
άόρατον καί άμετάβλητον. Ούδέποτε λαμβάνει αισθητήν μορφήν ούδέ έλαβε
καί κατ’ αύτήν τήν βάπτισιν τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ, κατά τήν οποίαν δέν έφάνη
κατ’ ούσίαν ή φύσις αύτοΰ, διότι ή περιστερά ήτο απλούς τρόπος οψεως αύτοΰ
ύπό τών άνθρωπίνων αισθήσεων καί ούχ1 πραγματική μεταβολή. Τό ζωοποιόν
στοιχεΐον είναι κύριον γνώρισμα τής ούσίας αύτοΰ 2. Διά τούτου έκχέει είς τόν
νεκρωθέντα άνθρωπον, έν τώ όποίω κατασκηνοΐ μετά τό βάπτισμα, ζωήν,
καθαρίζει αύτόν καί πληροί αύτόν άγιου καί ενδόξου φωτός.
2. Π ρ ο σ π ά θ ε ι α τ ο ΰ ά ν θ ρ ώ π ο υ π ρ ό ς έ π α ν ε ύ -
ρεσιν τοΰ Θεοΰ
Τό έργον τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ είναι απλή προϋπόθεσις τής έν τώ
άνθρώπω ηθικής καί πνευματικής μεταβολής. 'Η μεταβολή αΰτη δέν
πραγματοποιείται αύτομάτως, άλλά διά συνεχοΰς ένεργείας τής θείας
άναχθοϋν πρός τόν Πατέρα. Ένταΰθα υπομιμνήσκεται τό Κολ. 1,16 «δς έστιν είκών τοΰ
Θεοΰ τοΰ αοράτου».
1. "Ορασις 12 «ζωοποιόν Πνεΰμα», Κεφ. 75 «ή ζωοποιός κα ί καθαριστική αύρα τοΰ
Άγιου Πνεύματος».
2. "Ορασις 12. Κεφ. 28, 78.
40
χάριτος και έπιπόνου προσπάθειας αύτοΰ τοϋ άνθρώπου. Κατά τήν δι-
δασκαλίαν τοΰ Διαδόχου, άκολουθοΰντος καί επί τοΰ σημείου τούτου τήν
Ορθόδοξον οδόν, ή άνακαίνισις τοΰ πιστοΰ δέν επιτυγχάνεται, ώς υποστηρίζει
ό Αυγουστίνος, διά μόνης τής θείας χάριτος, οπότε θά καθίστατο ούτος
άβουλον άντικείμενον άνευ ιδίας έλευθέρας βουλήσεως καί άνεξαρτησίας καί
άρα άνευ προσωπικότητος. Έν τοιαύτη περιπτώ- σει τό «αύτεξούσιον ήμών είς
τό παν» θά ήτο «δεδεμένον τω δεσμώ τής χάριτος». Διά τήν άνακαίνισιν
άπαιτεΐται καί ή συνεργασία τοΰ άνθρώπου. Άλλ’ ούτε πάλιν δύναται νά είναι ή
επιτυχία ταύτης καθ’ ολοκληρίαν έργον τοΰ άνθρώπου μόνου, ώς ίσχυρίζοντο
ό Πελάγιος καί οί Μασ- σαλιανοί έν μέρει, οπότε τό έργον τοΰ Σωτήρος θά
ήτο περιττόν απαιτείται καί ή ένέργεια τής θείας χάριτος καί ή συναντίληψις
τοΰ Αγίου Πνεύματος δι’ ής ισχυροποιείται ό άσθενής, άνεπαρκής καί
πνευματι- κώς νήπιος άνθρωπος Χ.
Συνεπώς ή ένέργεια τής θείας χάριτος, ή άποδίδουσα τό κατ’ είκόνα εις
τήν προτέραν αύτοΰ μορφήν διά τοΰ βαπτίσματος τής άναγεν- νήσεως έν ώ
άπονίπτεται πάσα ρυτίς τής αμαρτίας 1 2, άποτελεΐ τήν έ- ναρξιν μόνον τής
άνακαινίσεως. Πέραν αύτής άπομένει καί άλλο μέγα έργον δι’ αύτόν τόν
άνθρωπον, οπερ «έκδέχεται ΐνα συν ήμΐν έργάση- ται», ή όμοίιυσις πρός τόν
Θεόν3. Μετά τήν έναρξιν ταύτην ή θεία χάρις εισέρχεται, έμφωλεύει καί
κρύπτεται έντός τής ψυχής, άναμένουσα τήν «πρόθεσιν» τής ψυχής,
φανεροΰται δέ έν άπεριγράπτω ευφροσύνη μόνον όταν ή όλη προσωπικότης
τοΰ άνθρώπου στραφή πρός τόν Θεόν. Κατά τόν χρόνον τούτον, καίτοι
συνεχίζεται μυστικώς καί άφανώς ή πρός τελείωσιν τών πιστών ένέργεια τής
θείας χάριτος, δέν καρποφορεί όμως, έάν δέν έτοιμάση τις εαυτόν διά τής
άπαθοΰς περί Θεοΰ σκέ- ψεως, τής πίστεως, τής άγάπης καί τών έργων τής
άγάπης 4. Ουτιυς έν
καί μή ών έν τή άγάπη οΰτε αύτήν τήν πίστιν, ήν δοκεϊ έχειν, έχει», Κεφ. 21. Βλ. καί 98.
1. Κεφ. 7δ.
2. Κεφ. 89, 78, 85, 76, 77.
3. Κεφ. 84, 7, 82, 83,
42
1. Βλ. Δ. Σ. Μιι
. Β. , Πατρολογία,
2ΑΛΛΝΟΥ
νιι.ι,ΕΆθηναι
ο ο υ κ τ ,1930, σ. 281
«Βα Ηέ.Ε Ι Ι Ο ο ΐ
Γοπ^ίπο ά θ 5
Ιιοπιέΐίθδ
δρίπΐυβίΐθδ
ίΐίΐτί- Βυρβδ &
Μ&ο&ίΓβ»,
Πρακτικά
Γαλλικής
Ακαδημίας
Επιγραφών και
Γραμμάτων
1920, σ. 250-
258.
43
1.
ΚΕΜ
ΜΕΚ,
ΟΚαείεηια
Μαχίηιιιιη.
2. ΖΙΙΓ
ϋ'ηίετειιείιιιηξ
&5ΐίβΙ, ζα
Οαβείαηε
«ΚοίΐΓβοΗπΠ
νοΙΙΡοηι-
(ίβε
ιηεηίιβίΐεΐεΐινε
Βίαδοοίκΐδ
3. Κεφ. 78, 85.
ιιηά 8βίηβ
νοη ΡΙιοΙίοο»,
4. Κεφ.
3ίβ11ιιη§
ΒΕΠ
85 .ΙΟΕ ζαιη
«Έπειδάν δέ
Μεχί·αΙίαηί$ιηκ
Υ
ολος
ΕΒΕΚ ό -
8, Ι.οιινεΰη
ΕίΕΡΕκϋΝΟ,
άνθρωπος
1938. Δ. Σ.
ΓβδΙ^ίΐόβζυη
έπιστρέψη
Μ ΙΓΑΛΑΝΟΥ
Μιβίοηκ
προς τόν ,
Είναι
Ηβπνθββη,
Κύριον, τότε
’Ορθόδοξος
ρητω τινί ή
Μϋηοΐΐθη
άρ-
περί
1938, σ.
αίσθήσει χάριτος
τήν95.
διδασκαλία
Βλ. καί τον
παρουσίαν Ε.
Κασσιανοΰ;
Ι5Ε» Ρέμφαίνει
αύτής Ι.ΛΕΕΒ,
Άθήναι
ΏίαάοεΙιε
τή καρδία1936.
(ή άε
44
σεις, ιδίως δε κατα τας νυκτερινας ησυχίας υπο την μορφήν «ροπής υ- πνου
τινός λεπτότατου». Τό έργον τοΰτο τοϋ δαίμονος δέν έκτελεΐται αυτοδικαίως
ή έκ τής ίκανότητος αύτοΰ, καίτοι ούτος επιθυμεί και επιδιώκει τήν έν τω
κόσμω διαιώνισιν τοΰ κακοΰ, άλλά κατά παραχώρησιν τοΰ Θεοΰ
άποβλέπουσαν είς τήν δι’ άγώνος ήτταν τής αμαρτίας καί εις τήν δι’ ιδίας
προσπάθειας πνευματικήν προκοπήν τοΰ άνθρώπου Τ Διά τής παραχιορήσεως
οδηγείται εις ταπείνωσιν «τό φιλόδοξον καί εύπτόη- τον μέρος» τής ψυχής καί
γενικώτερον ένδυναμοΰται ή ήθική συνείδησις τοΰ άνθροδπου, όστις ώς
έλεύθερον ον δέν επιτρέπεται νά έναποθέση τήν πνευματικήν αύτοΰ άνάπτυξιν
καθ’ ολοκληρίαν είς τόν Θεόν ούτε νά ά- ναμένη τά πάντα άπό τήν ένέργειαν
τής θείας χάριτος, άλλ’ οφείλει νά άναπτύσση εαυτόν καί διά τής ιδίας
θελήσεως καί δυνάμεως, άφοΰ κα- ταστήση τήν πρόθεσιν αύτοΰ θερμοτέραν 1
2. Διά τά πνευματικά όντα ά- ξίαν έχει ούχί τό ύπ’ άλλων προσφερόμενον,
1. Κεφ.
31, 85’ «ού
μόνον2.διάΚεφ.
τό 87, 85.
έξ αγώνων
3. Κεφ. 87, 86.
ήττηθήναι
4. Βλ.
τήν
Π. Χαμαρτίαν,
ΡΗΣΤΟΥ,
άλλά
Ό καί διά
τό όφείλειν
Χριστιανικός
προκόπτειν
βίος ώς αγών
εις τήντήν
κατά
πνευματικήν
άρχαίαν
πείραν
εκκλη-τόν
άνθρωπον».
σιαστικήν
φιλολογίαν,
Μυτιλήνη
1951.
45
1. Κε<ρ.
98,
παράλληλον
τοΰ Έψ. 6 ,
13. Κεφ. 82,42, 32, 94, 87, 47, 51, 31.
2. Κεφ.
85, 87, 97. Ό
3. Κεφ.
Ε Υ ΑΌΓ Ρδρος
94. Ι Ο Σκαί,
ήΚεφάλαια
ιδέα τοΰ
Προγνωστικά
δευτέρου
66 καί
μαρτυρίου
4. Κεφ. 59,51, 60.
λέγει5. δτι
άπαντάείς Βλ. Α. οί
δαίμονες
πολλούς
Φ άσκη-
Υ Τ Ρ Α κι,
διαδέχονται
τικοΰς
Τά ίδειόδη
6. Κεφ. τοϋ
άλλήλους
συγγραφείς.
μοναχικού
36, 33, 37. Ή
κατά
Βλ.
βίου κατά τόν
άντίληψις τονΛ.
Φσυνεχή
αιώνα,,
δ'ΥΤΡΑΚΙ
περί
τούτον 1945,
«Μαρτύριον
Άθήναι
πυροειδοΰς άγώνα
καί
καί δσον ή
σ. 51.μοναχικός
έμφανίσεως
ψυχή
βίος», Θεολο-
τών δαιμόνων
προκόπτει
γία
φέρει 19 (1941-
τόσον
1948) ούτοι
301-329.
έπίδρασίν τοϋ
επιτίθενται
Μ.
Ε Υ Α Γ Ρ Ι Ο.ΙΥ,ΚΚ
\'Τ Ι . ,
σκληρότερου.
«Ερ
Βλ. ηιαιΊντό
Επιστολή
οί
29 Γηεεύεβ», καί
Κβνιιε
ΝΕΙΛΟΥ
ά'αεεβίίριιε
( = Ε Υ Α Γ Ρ Ι Ο εΐ
Υ
46
τό χρυσίον, τοσούτω καθαρώτερον γίνεται· δσω μακρότερον άν πλεύση πέλαγος έ'μ- πορος,
τοσούτω πλείονα συνάγει τά φορτία». Γενικώς περί τής σημασίας τών πόνων κατά τόν
Χρυσόστομον βλ. Β ΑΡΝΑΒΑ Τ ΖΩΡΤΖΑΤΟΥ , Ιωάννης ό Χρυσόστομος έπί τή βάσει τών
Επιστολών αντοη, ’ΑΟήναι 1952, σ. 86 έ.
1. Κεφ. 93.
2. Βλ. υπότιτλον τών Έκατόν Κεφαλαίων.
49
τών δαιμόνων, έπεί άρα όφείλομεν έξεληλυθέναι κατά τόν Απόστολον, έκ τοΰ
κόσμου (Α' Κορ. 5,10), άλλά τό πολεμουμένους άπολεμήτους μένειν» 'Όθεν ή
άπάθεια άποτελεΐ έπιτυχή κατά τών πειρασμών άν- τίστασιν, οδηγούσαν είς
«άμέριμνον σιωπήν» 1 2 καί είς κάθαρσιν τής ψυχής- 'Η δέ ψυχική καθαρότης
είναι προϋπόθεσις τής τελειώσεως καί τής μετά τοΰ Θεοΰ κοιυοινίας, ώς άπό
τοϋ Μεγάλου Αθανασίου3 καί έξής διδάσκουν οί άσκητικοί συγγραφείς.
Τό άλγος έξ άλλου έπί τή άναιδεία τής αμαρτίας δύναται νά όδη- γήση
εις πλουσίαν χαράν διά μέσου τής εύαρέστου λύπης καί τών πνευματικών
δακρύων. Ό Διάδοχος τονίζει μετ’ έμφάσεως τήν λύπην καί τά δάκρυα, ώς
μέσα λυτρωτικά, δύναται δέ νά άναζητηθή είς αύτόν ή αρχή τής άσκητικής
γραμματείας τών δακρύων, συνδεδεμένων μετά τής προσευχής, μολονότι καί
έτεροι συγγραφείς πρό αύτοΰ άναφέρουν ταΰτα 4.
'Ο μακράν τοΰ Θεοΰ ζών άνθρωπος έχει ύποτεταγμένην τήν θέ- λησιν
αύτοΰ είς τήν άγάπην έαυτοΰ καί τών περί αύτόν. ’Έχων πρό αύτοΰ έλευθερίαν
έκλογής μεταξύ δύο οδών κατευθύνσεως τοΰ διαφέρον- τός του, τής άγάπης
τοΰ Θεοΰ καί τής άγάπης έαυτοΰ, προτιμά τήν δευ- τεραν, ή προτίμησις δέ
αύτη υπήρξε καί αιτία τής πτώσεως. Επακόλουθα τής φιλαυτίας είναι ή
άδιαφορία διά τόν Θεόν, έφ’ οσον δύο άγάπαι δέν είναι δυνατόν νά χωρήσουν
είς τήν ψυχήν τοΰ άνθρώπου, ό δέ «φιλών εαυτόν τόν Θεόν άγαπάν ού
δύναται», ή φιλοδοξία, ήτοι ή επιδίωξις τής κενής καί ματαίας δόξης έαυτοΰ,
ήτις χαρακτηριστικούς έκτρέφεται ύ- πο της κοσμικής σοφίας, και ή περί τας
μέριμνας του ριου και τας ηοο- νάς τοΰ κόσμου ένασχόλησις. 'Η φιλαυτία
τελικώς μεταβάλλεται είς
1.
Ε ΥΛΓ
ΡΙΟΥ ,2. Κεφ. 11.
Πρακτικός
3. Βίος39
καί
Μεγάλου
παράλληλον
Αντωνίου 34·
έν
«καθαρεύουσα
Θ ΑΛΑΣΙΟ Υ ,
ψυχή
Έκατ.4.1, Κεφ.
διορατική 40,
Δ 37, 68, ,73.
γινομένη».
ΙΑΔΟΧΟΥ
97,
Κεφ.
Βλ. 98.
Πρβλ. καί
Ν ΕΙΛΟΥ
Μ
(=Ε ΥΑΓΡΙΟΥ )
ΕΓΑΛΟΥ
Β ΑΣΙΛΕΙΟΥ ,
Περί
Περί τον Άγιον
προσευχής 61
Πνεύματος
«κέ- χρησο9,
23,
τοΐςκαθ’ ό ή έν
δακρύοις 4
τώ
πρόςάν- παντός
θρώπω
είκών
αιτήματος τοϋ
άοράτου μόνον
κατόρθωσιν'
είς
λίαν τούς
γάρ
κεκαθαρμένου
χαίρει σου ό
ςΔεσπότης
καί διαυγή έν
τά όμματα τής
δάκρυσι
ψυχής
προσευχήν
έχοντας
δεχόμενος».
δεικνύεται.
Είναι Το
όμως
θέμα
πιθανόνβεβαίως
δτι ό
50
1. Κεφ.
12, 95, 96,
11. Βλ.
2. καί
Κεφ. 27.
Κεφ. 3.
18' Κεφ. 23, 95.
“ψυχή μή
τών κοσμικών
άπαλλοιγεϊσα
. φροντίδων
οΰτε τόν
Θεόν
άγαπήσει
γνησίως οΰτε
τόν διάβολον
βδελύξεται
άξίως».
51
1. Κεφ. 18.
2. Κεφ.
57" «6
ένδημών3. άεί
τή έαυτοΰ *Ορα
καρδία
σις 2. Κεφ. 18,
εκδημεί
57, 58, 74, 96.
πάντως
Ή διάτώντής
ώραίωνάπό
φυγής τοΰτοΰ
βίου».
κόσμου έπί-
τευξις τής
τελειώσεως
είναι καί τοΰ
ΙΙλάτωνος
πίστις. Βλ.
Θεαίτητον,
166α «τά κακά
δέ τήν θνητήν
52
ώδηγήθη είς τήν σωματικήν συμπλοκήν. Αυξάνει δέ ή δυσκολία έκ τοΰ οτι καί
οί δαίμονες έπιμόνως καί διαρκώς προτρέπουν είς τήν άρνησιν τοϋ Ίησοΰ
Χριστοΰ καί τήν ίκανοποίησιν τής έπιθυμίας τής βιοτικής δόξης \
Κατ’ ακολουθίαν καί τά υλικά άγαθά πρέπει νά περιφρονώνται, νά
άσκήται δέ ή έλεημοσύνη ύπό πάντων, καί τών πολλά καί τών ολίγα έχόντων.
Τοΰτο άποτελεΐ ιδιαίτερον καθήκον τών μοναχών, τών οποίων ιδεώδες είναι ή
ακτημοσύνη καί πενία 2. Αί είς τά δικαστήρια προσφυ- γαί δι’ οικονομικά
ζητήματα ή δι’ οίασδήποτε φύσεως άδικήματα είναι πράξεις άνάξιοι τών
τελείων, διότι μία μόνον άξια δικαιοσύνη ύ- πάρχει, ή θεία, άσχολουμένη περί
τήν ήθικήν καί πνευματικήν ευθύνην τών άνθρώπων 3.
Ταΰτα βεβαίως δέν σημαίνουν πλήρη άπόρριψιν τών υλικών άγα- 1 θών,
έφ’ οσον δι’ αύτών έξασφαλίζεται ή ύγεία καί ή συνέχισις τοΰ προσωρινού
τούτου βίου, δστις είναι καί ούτος πολύτιμος, έστω καί απλώς ώς προθάλαμος
άλλου ύψηλοτέρου. Διά τοΰτο ακόμη καί ύπό τών άνω- τέραν τελειότητα
έπιδιωκόντων μοναχών έπιτρέπεται ή κλήσις ιατρών και ή χρήσις φάρμακων,
καιτοι ή κυριουτερα ελπίς σωτήριας πρεπει να στηρίζηται είς τόν σωτήρα καί
ιατρόν Ίησοΰν Χριστόν, ώς καί ή φοί- τησις είς λουτρά, μολονότι ή άποφυγή
αύτών δεικνύει άνδρείαν καί σωφροσύνην 4. ' Η έγκράτεια άπό πασών τών
άλογων έπιθυμιών πρέπει νά συνοδεύηται καί ύπό τής έγκρατείας τών
βραχμάτων. Άλλά τά βρώματα είναι άπαραίτητα διά τήν συντήρησιν τοΰ
σώματος καί συνεπώς δέν είναι νοητή πλήρης άποφυγή αύτών. Ούτως ή
χρήσις τών τροφών πρέπει νά είναι άνάλογος πρός τάς άνάγκας καί τάς
κινήσεις τοΰ σώματος- «δει πρός τάς τοϋ σώματος κινήσεις καί τάς τροφάς
εύτρεπίζεσθαι, ινα, δτε μέν ύγιαίνει, κολάζοιτο πρεπόντως, δτε δέ άσθενεΐ,
πιαίνοιτο μέτριους». “Οταν τό σώμα βαρύνηται ύπό πλούσιας τροφής,
καθιστά τόν νοΰν δειλόν καί δυσκίνητον, ένώ δταν έξασθενή ύπό τής πολλής
έγκρατείας καί στερήσεως καθιστά τό θεωρητικόν μέρος τής ψυχής «στεγνόν
καί άφι- λόλογον» 'Η νηστεία είναι άπλοΰν οργανον διά τήν έπίτευξιν τής σω-
φροσύνης καί, μολονότι καθ’ έαυτήν έχει καύχημα, ήτοι άξίαν τινά, ού- δεμίαν
άξίαν έχει έναντι τοΰ Θεοΰ. Διά τοΰτο καί δέν δύναται τις νά ί- 1 2 3 4 5
σχυρισθή οτι. διά τής νηστείας κερδίζει εις εύνοιαν ή είς αμοιβήν παρά τω
Θεώ, πολύ δέ περισσότερον δέν έπιτρέπεται νά χρησιμοποιήση τήν νηστείαν
ώς μέσον έπιδείξεως καί καυχήσεως 1. Καί τοΰ οίνου ή χρήσις πρέπει νά είναι
σύμμετρος, χωρίς νά άποφεύγηται τελείως· έν άφθονία χρησιμοποιούμενος
φέρει όνειρα καί επικινδύνους φαντασίας, έκθήλυν- σιν κ,αί διαφθοράν, ένώ έν
μετρώ, άναδεικνύει τά ύπό τοϋ Αγίου Πνεύματος καταβαλλόμενα σπέρματα
καρποφόρα1 2.
Έξαιρουμένων τών μεμετρημένων καί λογικών τούτων ικανοποιήσεων
τών σωματικών άναγκών καί αισθήσεων ό άνθρωπος κατά τά άλλα πρέπει νά
άπομακρυνθή τοϋ κόσμου καί νά προσέγγιση τόν Θεόν, τήν μετά τοϋ οποίου
κοινωνίαν διευκολύνει «βίου καθαρωτάτου ίχνος, ερημιάς οσμή, πολιτικών
ήθών έκκοπή καί άποφυγή, ή τής έκεϊ σιωπής εύσχημος ομιλία». Ούτως
επέτυχε τήν κοινωνίαν Ιωάννης ό Βαπτιστής3 καί ούτω δύνανται νά έπιτύχουν
ταύτην άπαντες. Έν τή κατα- στάσει ταύτη ό άνθροιπος, παρ’ οτι ζή ένδημών
έν τώ σώματι αύτοΰ, εκδημεί άπαύστως πρός τόν Θεόν διά τής άγάπης κατά
τήν κίνησιν τής ψυχής, «ώς έκστάς τής έαυτοΰ φιλίας τή άγάπη του Θεοΰ» 4.
Πρόκειται περί μυστικής καταστάσειυς έν τή όποια καθίσταται έφικτή ή
άπόλαυσις τοϋ Θεοϋ. Άλλ’ ό Διάδοχος δέν χαρακτηρίζει ταύτην άκριβώς ώς
έκ- στασιν ουδέποτε άλλωστε χρησιμοποιεί τό ούσιαστικον τοΰτο, καιτοι
ένίοτε χρησιμοποιεί τό ρήμα «έκστήναι», ώς άνωτέρω.
Τό άνωτέρω χωρίον θει.)ρεϊται ύπό τοΰ ΐΐβδ ΡΙδΟβδ 5 ώς παράλλη-
ληλον ή προσεγγίζον τήν έννοιαν τής έκστάσεως παρά τώ Ψευδο- διονυσίω, ή
γνώμη δμως αΰτη είναι τολμηρά. 'Ο Διονύσιος έν Μυστική Θεολογία 1, 1 καί
άλλαχοΰ έκλαμβάνει τήν έκστασιν ώς τελήρη ά- παλλαγήν άπό τοΰ κόσμου
τών αισθήσεων, άλλά καί άπό τών νοητικών δυνάμεοιν «τάς αισθήσεις
άπόλειπε καί τάς νοεράς ένεργείας καί πάντα τά αισθητά καί νοητά καί πάντα
τά όντα. . . τή γάρ έαυτοΰ καί πάντων άσχέτω καί άπολύτω καθαρώς έκστάσει
πρός τήν υπερούσιον τοΰ θείου σκότους άκτϊνα, πάντα αφελών καί έκ πάντων
απολυθείς, άναχθήση». Παρά τώ Διαδόχω ή φυγή ή ή έκστασις περιορίζεται
είς τήν άπο τών κοσμικών φροντίδων, τών παθών καί τής φιλίας έαυτοΰ
άπαλλαγήν, δέν
1. Κεφ. 47.
2. Κεφ. 48, 49.
8.
"Ορασις 2. Βλ.
καί Ν4. Κεφ. 14.
ΕΙΛΟΥ
5.
(=Ε ΥΛΓΡΙΟΥ
), Περί Ώίαά
προσευχής,
οοΗβ άβ 36’
«εΐ προσ- ΟεηΙ
ΡΗοΐίΰβ,
εύΕασθαι
Οιαρίΐτεε εαε
ποθείς,
Ια ρΐ'/·(εεΙιοη
άπόταξαι τοΐς
ερινίΐυ,ίΐΐβ, σ.
σύμπασιν,
83, σημ. 1.ϊνα
τό παν
κληρονομήσης
».
54
έπεκτείνεται δέ καί είς τήν κατάργησιν τής λειτουργίας τών νοητικών καί
βουλητικών δυνάμεων τοϋ άνθρώπου 1. "Αλλωστε ό Διάδοχος όμι- λεΐ καί
περί ενδημίας έν τή καρδία, περί ένδοστρεφείας, ώς θά άναπτυ- χθή έν τή περί
προσευχής παραγράφω, ήτις συνεπάγεται βελτίωσιν τών ψυχικών λειτουργιών,
δχι δμως καί κατάργησιν. Τέλος ό Διάδοχος ευρίσκει τήν μακαριότητα πλήν
άλλων καί είς τήν γνώσιν τοϋ Θεοϋ, ένώ ό Διονύσιος όμιλεΐ περί άγνωσίας τοΰ
Θεοϋ.
3. 'Η π ν ε υ μ α τ ι κ ή ζ ω ή τ ώ ν Χ ρ ι σ τ ι α ν ώ ν
'Ο άνθρωπος κατέχει τήν δυνατότητα κατανοήσεως καί βιώσεως τών
πνευματικών αληθειών καί τής θείας πραγματικότητος. ' Η έμπει- ρία αυτή
καλείται ύπό τοΰ Διαδόχου «πείρα τής άύλου αίσθήσεως», τής λέξεως πείρα
έκλαμβανομένης ύπό τήν έννοιαν ίκανότητος γεύσεως τής θείας άγαθότητος,
παρακλήσεως καί γλυκύτητος 1 2.
’Όργανον, διά τοΰ όποιου κατανοεί καί βιοΐ τάς πνευματικάς αλήθειας ό
άνθρωπος, είναι ή πνευματική αϊσθησις, καλουμένη παρά τω Δια- δόχω
αϊσθησις τής ψυχής, αϊσθησις τοϋ νοϋ καί αϊσθησις τής καρδίας, ταυτιζόμενη
ένίοτε πρός τόν νοϋν καί άντιτιθεμένη πρός τήν αϊσθησιν τοϋ σώματος, διά τής
οποίας γεύεται ούτος τών γεωδών ήδυσμάτων 3. Άρχικώς ύπήρχεν ενιαία
φυσική αϊσθησις, μολονότι ώς δυνατότης συν- υπήρχεν άναμφιβόλως καί ή
σωματική αϊσθησις. Λόγω τοΰ όλίσθου τής παρακοής ή ένιαία αΰτη αϊσθησις
διηρέθη καί έκτοτε ή μέν πενταμερής σωματική αϊσθησις άναφέρεται είς τό
έμπαθές μέρος τοΰ άνθρώπου, ή δέ πνευματική αϊσθησις είς τό λ.ογικόν καί
νοερόν μέρος αύτοΰ. 'Ιί δυαδική αϊσθησις παρά τοΐς τελειουμέναις
πνευματικώς θά ένιοθή έκ νέου είς μίαν αδιαίρετον αϊσθησιν, οπότε ό
άνθρωπος θά δύναται «έν όλοκλή- ρω διαθέσει γεύεσθαι τοΰ άγαθοΰ» 4.
Δέν εύρίσκονται έντός τών πραγμάτων δσοι θεωροΰν ώς πρόδρομον
1. Ύπό
τήν αύτήν
έννοιαν
απαντούν οί
οροί 2.φυγήΚεφ. καί
άναχώρησις
24. Βλ. καί 9,
παρά23,τώ24,
11, Μ 30,ΡΙ-
31, 32.Λ ΙΙρβλ.
ΓΑ ο
ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Μ. ΙΙ,.Ι,ΕΚ,
3·ΥΓΚεφ.
Έπιατολή
Τα
14, 76. 2,Ό 2'
30,χρίείΐαο,-
«τούτων
Ιίΐέ 4. δέ
Διάδοχος Κεφ.μία
άεε29.
φυγή"
ρι·βηιίβΓ3
χρησιμοποιεί
χωρισμός
είίχίβε
καί τό άπό
τοϋ κόσμου
ο/ιΐ'έΐίεηε,
έπίθετον
παντός.1930,διά
Ρίΐπ§
αισθητικός σ.
Κόσμου
125 άνθρωπον,
τόν έ. Ή λέξις δέ
άναχώρησις
πείρα
Κεφ. 12, καί ού
ένιαχοϋ
τό
σημαίνει
αισθητική έξω
καί
διά
γενέσΟαι
δοκιμήν,
τήν ψυχήν,
σωματικώς,
προσπάθειαν,
Κεφ. 13.
άλλά
ώς έν τής
Κεφ.πρός 69
τό
«φωτισμού σώμα
καί
συμπάθειας
έγκαταλείψεω
ςτήν τό ψυχήνμέσον
άπορρήξαι».
πείρα».
00
1. Ώς ό Α.
ΡΟΝΟΚ,
άρθρον 2. Μυστική Θεολογία Α' 2, Ουρανία Ιεραρχία Α' 3,
«ΜνεΙίηυο»,
3. Βλ. έν
κ.ά. Κ.
Όίειίοηαίνε
ΚΑΗΝΓ,Π, «Κβ άε
ΤΙιέοΙοξίβ
όβόιιΙ4.ά’ιιηο
Οαύιο-
όοοίπηβΙίηαβ,
άβε τ.
Προβλ
10
ώης[3,8«η$
ήματα 5.στ. 2609.
$ρίπΙυθ11β8
προγνωστικάΣ ΥΜΕ
οΐΐθζ
1,33'
ΩΝ Οπ^βηβ»,
, Κεφάλαια
6. Κεφ.
Ιίβνιιε
25, 85.ά’Βλ.36.
πνευματικαί
Πρακτικά. καί
ΛεεΗίριιε
ΝΚεφ. 33" εΐ άε
αισθήσεις.
ΙΚΗΤΑ
Μι/εΙίριιε,
Αυτόθι
Σ ΤΗ Θ.2,
«ήδυνομένη 35'13,
ΑΤΟΥ ,
1932,
πέντε
Κεφάλαια
γάρ δλησ. 113-
(ή
15.
αισθητήρια
Πρακτικά
ψυχή) ύπ’Α'
πνευματικά
10.
έκείνης τής
τοΰ νοΰ.
άφράστου
γλυκύτητος
ούδέν έτερον
δύναται
έννοήσαι».
56
1. Κεφ. 76.
2. Κεφ. 74, 7.
3. ’/ω. 1,
4. 9' 3, 19' 8,
12' 12,4. 35.
Α’ Α'
θεσ. 5, 4, «υιοί
’/ω. 1,5.
φωτός
5. Κεφ.
Καί καί υιοί
μεταγενεστέρο
40. ημέρας».
Είναι
υς ό Σωτήρ δτι
προφανές
καλείται
μόνον έφ’φώς.
δσον
Βλ.
έχουν
καταστήσει
Μ ΑΚ ΑΡΙΟΥ
εαυτούς
Α ΙΓΥΠΤΙΟΥ άξι-
,
Όμιλίαι 31, 1
ους
«φώς
περιλάμποντα
ιάλάλητον».
οί άνθρωποι
ύπό τού θείου
φωτός. Βλ.
"Οοασιν 18'
«δτε μέν καλά
φρονεί ή
ψυχή,
περιλάμπουσα
έστιν δλη καί
εις τήν γενικωτέραν γνώσιν καί ίκανοΰται είς τήν πλήρη κατάληψιν τών θείων
αληθειών 1.
'Ο Ψευδοδιονύσιος, καίτοι χρησιμοποιεί τήν σχετικήν πρός τό φώς
ορολογίαν, δεν δίδει παρομοίαν θέσιν εις τό φώς, ένασμενιζόμενος μάλλον είς
τήν περιγραφήν τής μακαριότητος ώς βυθισμοϋ είς τόν θειον γνό- φον ή τό
θειον σκότος. ’ν\ντιθέτο.)ς οί 'Ησυχασταί κατέστησαν κέντρον τής
διδασκαλίας των τό θειον φώς, ώς θά λεχθή κατωτέρω.
Είς τήν οίκείωσιν τής γνώσεως ύποβοηθεΐ καί ή άπάρνησις έαυτοΰ. Κατά
τόν ορισμόν ε έπίγνωσις είναι τό «άγνοεΐν έαυτόν έν τώ έκ- στήναι Θεώ». 'ίί
πραγματική σοφία επιτυγχάνεται διά τής άκενοδόξου μελετης τών λογίων τοϋ
πνεύματος καί διά τής φωτιζούσης χάριτος του Θεοϋ, ή δέ γνώσις διά τής
προσευχής καί τής ήσυχίας. ’Λντιθέτως ή κοσμική σοφία είναι πλάσμα
κενοδόξων άνθρώπων, έπιδιώκον ματαίους έπαίνους καί παρορμοΰν είς
κενοδοξίαν. 'Η διαφοροποίησις αΰτη τής σοφίας είς άληθή καί κοσμικήν
έσημειοόθη κατά πρώτον μετά τήν πτώ- σιν τοΰ άνθρώπου, οπότε ό νοΰς «είς
τό διπλοΰν τής γνώσεως άπωλί- σθησεν» 1 2. 'Η δέ προσκόλλησις είς τήν
άληθή σοφίαν προϋποθέτει άρ- νησιν τής αύτοαγάπης καί τής άγάπης τοΰ
κόσμου καί στροφήν πρός τήν αγάπην τοϋ Θεοΰ. ’Άνευ άγάπης πρός τόν
Θεόν δέν υπάρχει θειος φωτισμός καί άνευ θείου φωτισμού δέν δύναται τις νά
ύπεισέλθη είς τά πνευματικά θεωρήματα 3.
'ΐπεδηλώθη άνωτέρω ότι ό Διάδοχος διακρίνει τήν νοητικήν ένέρ- γειαν
τοΰ άνθρώπου είς γνώσιν καί σοφίαν. 'Η δέ γνώσις παρ’ αύτώ δέν έχει τήν
παλαιοτέραν έ'ννοιαν τής έλληνικής «επιστήμης» οΰτε καί τής γνώσεως τών
συγκρητιστικών Γνωστικών συστημάτων δέν είναι δηλαδή ή γνώσις ή κατοχή
μυστικών άληθειών, αγνώστων είς τούς άπαι- δεύτους ή άμυήτους, άλλ’ ή
ίκανότης διακρίσεους τών καλών καί τών κακών, ή συμμόρφωσις πρός τάς
απαιτήσεις τοΰ άγαθοΰ καί ή έπίγνωσις τής άγάπης' «φώς έστι γνώσεως
άληθινής τό διακρίνειν άπταίστως τό καλόν τοΰ κακοΰ' τότε γάρ ή τής
δικαιοσύνης οδός τόν νοΰν άπάγουσα πρός τόν τής δικαιοσύνης ήλιον είς
άπειρον αύτόν φωτισμόν παρεισάγει, ώς μετά παρρησίας λοιπόν τήν αγάπην
ζητοΰντα» 4. Κατά τήν πρώτην λειτουργίαν αύτής, τήν τής διακρίσεως τοΰ
καλοΰ άπό τοΰ κακοΰ, ή γνώ-
σις δύναται νά ταυτισθή προς τήν συνείδησιν, έν μέρει δμως μόνον, διότι ή
συνείδησις δέν διακρίνει άπλώς, άλλά καί κρίνει τάς πράξεις καί ελέγξει ταύτας
Ρ Κατά τήν έτέραν προσεγγίζει πρός τήν έννοιαν τής σωκρατικής γνώσεως ώς
μέσου πρός ρύθμισιν τής ήθικής διαγωγής. Γενικώς ή γνώσις είναι
θρησκευτική έμπειρία οδηγούσα είς τήν έκτέλεσιν άγαθών έργων,
έξασθενοϋσα τάς προσβολάς τών έχθρών καί συνάπτου- σα τόν άνθρωπον
πρός τόν Θεόν1 2. 'Η σοφία παρά τώ Διαδόχω, ούσα μέσον έξωτερικεύσεως
διά τού λόγου τών ύπό τοΰ 'Αγίου Πνεύματος διδαχθεισών θείων αληθειών,
διαφέρει τής γνώσειος, ένώ τοιαύτη διά- κοισις δέν είναι σαφής παρά τώ
ΓΙαύλω έν τώ χωρίω Α' Κορ. 12, 8, δπερ παρατίθεται έν κεφαλαία) 9. Τό
άντικείμενον πάντως άμφοτέρων είναι τό αύτό, τό θέλημα τοϋ Θεοϋ καί αί
θεϊαι άλήθειαι, τής διαφοράς κει- μένης κυρίως είς τό δτι «ή μέν (γνώσις) τή
ένεργεία, ή δέ (σοφία) τώ λόγω φωτίζειν εϊωθεν» 3.
Παρά τώ Διαδόχω γίνεται έπίσης λόγος καί περί τής θεολογίας, τήν
όποιαν ό Ρ. Π θ Γ Γ καί ό Κ. ΚβίίΖθηδΙβίη θε«)ροΰν ώς άνώτερον βαθμόν τής
γνώσεως, δχι δμως όρθώς 4, διότι αΐ δύο λειτουργίαι διαφέρουν ούσιωδώς.
’Άλλωστε γενική είναι ή τάσις μεταξύ τών Ανατολικών Πα- τέοων νά
διακρίνουν τήν πρακτικού χαρακτήρος γνώσιν ή φρόνησιν άπό τήε
θεωρητικής σοφίας, ό δέ Διάδοχος διακρίνει σαφώς τούς «θεολόγους» άπό
τών «γνωστικών» έν κεφαλαία) 72. Οί Η. ΥίΙΙθΓ καί Ε. (168 ΡΙθΟθδ
ταυτίζουν τήν θεολογίαν πρός τήν σοφίαν, άντί τής γνώσεο)ς, καί δίδουν είς
αύτήν τήν κυριολεκτικήν σημασίαν τοϋ «λόγου περί Θεοΰ» (θεο-λογία),
στηρίζοντες τήν έποψιν ταύτην καί έπί τών λεγομένων ύπό τοΰ Εύαγρίου, δτι
οί περί Θεοΰ λόγοι έρχονται έκ τής σοφίας 5.
'Η περί «θεολογίας» δμως διαπραγμάτευσις έν τοΐς Κεφαλαίοις τοΰ
Διαδόχου δέν εύνοεΐ ούτε τήν γνώμην ταύτην. Λέγεται μέν έν κεφαλαία) 68 «ό
νους. . . είς τήν θεολογίαν χαίρειν έαυτόν έπιδίδθ)σι διά τό πλατύ καί
άπολελυμένον τών θείων θεωρημάτων ΐνα ούν μή οδόν
αύτώ δώμεν τοϋ πολλά θέλειν λέγειν ή καί ύπέρ τό μέτρον αύτόν πτε- ροΰσθαι
παραχωρώμεν τή χαρα. . άλλά τοΰτο δέ είναι επαρκές διά νά θεωρήσωμεν τήν
θεολογίαν ώς σημαίνουσαν άπλήν κήρυξιν τοϋ λόγου τοϋ Θεοϋ καί τοΰ λόγου
περί Θεοϋ, έφ’ όσον μάλιστα καί ένταΰθα ά- παντώμεν «θεία θεοιρήματα». 'Η
ερμηνεία τοϋ όρου πρέπει νά στηριχθή έπί τοΰ κεφαλαίου 67.
«Ούδέν ούτως ημών άναφλέγει καί κινεί τήν καρδίαν είς τήν άγά- πην τής
αύτοΰ άγαθότητος, ώς ή θεολογία. Γέννημα γάρ ούσα αΰτη πρώιμον τής τοϋ
Θεοΰ χάριτος, πρώτα πάντως καί δώρα τή ψυχή χαρίζεται. Πρώτον μεν γάρ
παρασκευάζει ήμάς πάσης τής τοϋ βίου χαίροντας κα- ταφρονεϊν φιλίας, ώς
έχοντας άντί φθαρτών έπιθυμιών άνεκλάλητον πλούτον τά λόγια τοΰ Θεοϋ.
"Επειτα δέ τώ πυρί τόν νοΰν ημών περιαυγάζει τής αλλαγής, όθεν αύτόν καί
κοινωνικόν τών λειτουργικών πνευμάτιον ποιεί. Γνησίως ούν ταύτην ώς είς
αύτήν έτοιμασθέντες τήν αρετήν πο- ρευθώμεν, άγαπητοί, τήν εύπρεπή, τήν
πανθέωρον, τήν πάσης άμερι- μνιας πρόξενον, τήν έν αύγή φο^τός αρρήτου
τόν νοΰν τρέφουσαν τά λόγια τοΰ Θεοϋ, τήν τώ Θεώ Λόγω τήν λογικήν ψυχήν
διά τών άγιων προφητών πρός κοινωνίαν άρμοσαμένην άχώριστον, ίνα καί
παρά άνθρώποις τους θεοειδείς φθόγγους ή νυμφαγωγός έναρμόση ή θεία
τρανώς αδον- τας τάς δυναστείας τοϋ Θεοΰ».
Κατά τό χιυρίον τοΰτο ή θεολογία σημαίνει κατανόησιν καί θεώρη- σιν
τοΰ Θεοΰ, έ'χουσαν τήν αρχήν μόνον έν τή έντρυφήσει εις τά λόγια τοΰ Θεοΰ
καί περικλείουσαν άρνητικώς μέν καταφρόνησιν τής τοΰ κόσμου φιλίας,
θετικώς δέ παριαύγασιν τοΰ νοΰ διά τοΰ πυρός τής άλλαγής, άγάπην τής θείας
άγαθότητος, κοινο^νίαν μετά τών λειτουργικών πνευμάτων καί τέλος
κοινοκνίαν μετ’ αύτοΰ τοΰ Θεοΰ. 'Ο πνευματικός ή θεη- γόρος λόγος είναι διά
τοΰ στόματος έκφρασις ούσιώδους περιεχομένου, ήτοι τών «θεωριών» ή
«θείιυν καί πνευματικών θεωρημάτων» ή «θεο- λογικών κινημάτιον», δι’ ής
ικανοποιείται ή νοερά αϊσθησις τής «θεολόγου ψυχής» ]. Μεταξύ τών
αντικειμένων τής θεολογίας ενυπάρχει καί ή γνώσις τοϋ Θεοΰ, ήτις πάντο^ς
περιορίζεται είς τάς ιδιότητας καί ένεργείας αύτοΰ καί δέν άποτελεΐ τό κύριον
χαρακτηριστικόν ταύτης.
Προϋπόθεσις, ύπό τήν οποίαν ή θεολογία, ή σοφία καί ή γνώσις
καθίστανται κτήμα τοΰ άνθρώπου, είναι ή πρός αύτάς προσέγγισις μετά
πίστεως καί άπλής διαθέσειος. ' Η προϋπόθεσις τής πίστεως δέν σημαίνει ότι ή
νόησις είναι τελείους διεφθαρμένη, ή δέ προϋπόθεσις τής άπλής διαθέσειος
δέν άποτελεΐ επιστροφήν πρός τό ένστικτώδες. Κατά 1
1. Κεφ. 22.
2. Κεφ. 11, 31, 58,
59, Είς
3. 61, 73'Εξαήμεηον
κ.ά.
Β', ΙΙερί
4. 16. τών
οίομένων
5. Βλ. έξ έργων
δικαιοϋσϋαι,
ΙΩΑΝΝΟΥ , 140.
Κλίμακα 9,
15, 28, ΡΟ
88, 841, 900"
1132,
ΗΣΥΧΙΟΥ
ΠΡΕ-
ΪΡΥΤΕΡΟΥ,
Προς
θεόόωρυν
61
1. Βλ.
Σ ΥΜΚΟΝ
Ν ΕΟΥ2. Κεφ. 61.
Θ ΚΟΛΟΓΟΥ , 59, 61, 97 κ.ά.
3. Κεφ.
ΠΕΟΙ4.τώνΓ ΡΗΓΟΡΙΟΥ Σ ΙΝΑ Ϊ ΤΟΥ , Περί ησυχίας, 1.
τριών 5.
τρόπων
Βλ.
τής
Α.
προσευχής,
6.
Κ ΟΗΜΕΜΑΝ Περί τών τικτομένων έκ τής νοερας καί
120
Ν
ΜΟΥ (ΊΑυδ.).
, «Ό Α"Αγιος
καρδιακής προσευχής,
ΓΙΟΡΕΙΤΟΥ έν Ν ΙΚΟΔΗ
, Κήπος Χαρίτων, Ένετία 1819.
Μάρκος ό
Ευγενικός»
Γρηγόριος
Παλα- ,κας
(1951) 232.
62
ξιμος ό "Ομολογητής θεωρεί τό μέν εις τούς πρακτικούς άρμόζον είδος τής
προσευχής ώς προερχόμενον απλώς έκ τοϋ φόβου τοϋ Θεοΰ, τό δέ διά τούς
θεωρητικούς ώς προϊόν τοΰ θείου έρωτος α. Τοΰτο συμφωνεί πρός τήν ύπό τοΰ
Διαδόχου διάκρισιν δύο σταδίων προσευχής, τής «μέσης μνήμης», καθ’ ήν
έπέρχεται παράκλησις τής πλάνης, καί τής «θερμής μνήμης», καθ’ ήν
επέρχεται αγαθή παράκλησις. Αντίστοιχος είναι καί ή άλ.λη διάκρισις είς
προσευχήν έκφωνον διά τούς άτελεστέρους καί σιο,ιπηράν διά τούς τελείους.
'Η προσευχή δύναται νά ένεργηθή έπιτυχώς καί νά καρποφορήση, όταν
κατ’ αύτήν τηρώνται ώρισμένοι χώροι, κυριώτερος τών οποίων είναι ή ησυχία,
έκλαμβανομένη όχι ώς άπλή άποφυγή τών εξωτερικών ερεθισμάτων, άλλά
κυρίους ώς πλήρης συγκέντρωσις τής προσοχής είς έαυτόν κατ’ άρχάς. "Οσα
άνωτέρω έλέχθησαν περί τής φυγής άπό τοΰ κόσμου καί άπό τοΰ έαυτοΰ ώς
άπαραιτήτου προϋποθέσεως πρός έπι- τυχίαν τής πνευματικής ζωής
σημαίνουν πρό παντός φυγήν άπό τών κακών έρεθισμάτων τοΰ κόσμου καί
άπό τών κακών τάσεων έαυτοΰ, όχι δέ κατάργησιν έαυτοΰ καί παράδοσιν είς
τήν έκστασιν. 'Η συγκέν- τρωσις είς έαυτόν, ή ένδοστρέφεια, ή καλουμένη ύπό
μέν τοϋ Διαδόχου ένδημία έν τή έαυτοΰ καρδία, ύπό δέ Γρηγορίου τοΰ
Παλαμά συστρο- φή 1 2, είναι ορος επιτυχίας τής προσευχής ύπό τήν
προϋπόθεσιν βεβαίως ότι θά έπακολουθήση ή στροφή καί συγκέντρωσις τής
προσοχής εις τόν Θεόν καί ή παράδοσις τής συνειδήσειυς εις τό "Αγιον
Πνεΰμα. Οΰτω φθάνει ό προσευχόμενος είς τό στάδιον τής «θερμής
παρακλήσεως».
Αί άρχαί τοΰ ' Ησυχασμού πρέπει νά άναζητηθοΰν είς πολύ παλαιούς
χρόνους, είς τόν δ' ήδη αιώνα, καθ’ όν ό Εύάγριος συνδέει τήν γαλήνην πρός
τήν περί άπαθείας θειυρίαν αύτοΰ, ό δέ Μακάριος ό Αιγύπτιος συνδέει τήν
ήσυχίαν μετά τής προσευχής 3. Καί ό Διάδοχος συνδέει τήν ησυχίαν μετά τής
προσευχής καί χρησιμοποιεί άφθονώτερον τούς σχετικούς πρός ταύτην
όρους· ήσυχία, αμέριμνος ή εύκαιρος ή καλλίστη σιωπή, γαλήνη 4. 'Η γνώσις,
ώς άνωτέρω έλέχθη, καί ή πνευματική μακα- ριότης είναι καρποί τής
προσευχής καί τής ήσυχίας· «άναπαυόμενος έν τοΐς καιροΐς τής ήσυχίας καί
καθηδυνόμενος ύπό τοΰ τής εύχής μάλιστα
1. Κεφάλαια περί
άγάπης,
2. Κεφ. 2, 6.
57. Περί της
θεωρίας
3.
Γρηγορίου
τοϋ ΙΙαλαμα
Ε ΥΑΓ
βλ. ,4. Κεφ.
ΡΙΟΥ Β.8, 9, 10, 11,
!ίροβλ.ήματα
68, 70, 87 κλπ.
ΙίίΑΝΝΙΔΟ
Προγνωστικά
Υ, «8ΟΠΙ6
7. Βλ. καί οί
Αδρβΰί,δ
ίίΐθ
Ν ΕΙΛΟΥ
Γοηίβΐηρίοΐίν
(=Ε ΥΑΓΡΙΟΥ )
,ο ΠερίΕϋβ ΟΓ
Ηοδνοΐιίο 3.
προσευχής
Μ
&ΟΟΟΓ <ΒΠ^ , ίο
ΑΚ ΑΡΙΟΥ
81.. ΟΓΗ-6,£ 3.
Όμιλίαι 0Γν
Ρ&ίαιηαδ»,
ΤΗε
ΟΗτϊεΐίαη
ΕαεΙ, I, Β
(1951) 182.
γλυκάσματος, οΰ μόνον τών προειρημένων αιτιών έκτος γίγνεται, άλλά πλέον
και πλέον άνανεοϋται εις τό όξέως καί δίχα πόνου τοΐς θείοις έπι- βάλλειν
νοήμασιν» ■*. Προφανώς καί ενταύθα ή ησυχία σχετίζεται πρός τήν άπάθειαν,
ώς άποδιούκουσα τόν πόνον καί τάς «αιτίας», τά πάθη, άτι- να καί έν τώ καιρώ
τής άπολαύσεως τοΰ Θεοϋ καί τής προσευχής προβάλλουν οί δαίμονες.
'Ησυχία κατά ταΰτα είναι ή πλήρης άμεριμνία άπό τών κοσμικών
ενασχολήσεων 1 2 καί ή άφοσίωσις είς τόν Θεόν.
Είναι εύλογον οτι ή ήσυχία πρέπει νά έπεκτείνηται καί είς τόν τρόπον
έκφράσεως τής προσευχής. Δέν είναι άναγκαΐον νά έκφωνήται ή προσευχή,
διότι άποτελεΐ προϊόν τής διαθέσεοις τής καρδίας, ή δέ έκ- φωνησις, ως
προβάλλουσα εξωτερικά έρεθίσματα, είναι δυνατόν νά δια- κόψη τήν
προσήλωσιν είς τό άντικείμενον τής προσευχής «διαφοροΰσα» τήν μνήμην τής
ψυχής. 'Η έν μόνη τή καρδία τελουμένη προσευχή είναι γνώρισμα τής ύπό τοΰ
'Αγίου Πνεύματος ένεργουμένης ψυχής· ή «εύκαιρος σιωπή» είναι μήτηρ
«έννοιών σοφωτάτων», ένώ ή μεγαλόφωνος ψαλμωδία δεικνύει εύθηνίαν
φυσικών καρπών, ήτοι έμπειρίας έξι» τής ένεργείας τής θείας χάριτος3.
'Η διάρκεια είναι έτερος όρος έπιτυχίας τής προσευχής. Έν τή
χριστιανική θρησκεία ή προσευχή θεωρείται θεμελιώδες μέσον κοινωνίας μετά
τού Θεοΰ καί διά τοΰτο είναι άναγκαία ή συχνή τέλεσις αύτής. Αί άκολουθίαι
πληροΰν μερικώς μόνον τήν άνάγκην ταύτην, καί διότι κατά διαστήματα
μόνον τελούνται καί διότι λόγω τής χρήσεως τών έξω- τερικών μέσων δέν
διευκολύνουν πάντοτε τήν μετά τοΰ Θεοΰ άτομικήν κοινωνίαν έκάστου πιστοΰ,
έξαιρουμένης βεβαίως τής μυστηριακής κοινωνίας. Αί ψυχικαί άνάγκαι
ικανοποιούνται καί διά τής ιδιωτικής προσευχής, ήτις είναι περισσότερον
άπαραίτητος μεταξύ τών έρημιτών, τών όλίγας εύκαιρίας έχόντων πρός
συμμετοχήν είς τάς ίεράς άκολουθίας. Μακάριος ό Άλεξανδρεύς, κατά
μίμησιν δέ αύτοΰ καί ό Εύάγριος, προσ- ηύχοντο έκατοντάκις καθ’ ήμέραν 4.
'Ο Διάδοχος δέν καθορίζει άριθμόν καθ’ έκάστην ήμέραν προσευχών, διότι
θεωρεί τήν προσευχήν, ύπό τήν έννοιαν ήν αυτός δίδει είς αύτήν, ώς
άπαραίτητον έν έκάστη στιγμή τοΰ χρόνου. Τό ένδοξον καί πολυπόθητον
όνομα τοΰ Ίησοΰ Χριστοΰ πρέπει
1. Κεφ. 68.
2. Κεφ. 9.
3. Κεφ.
"0, 73. Έκ
τούτου καί ή
σιωπηρά
προσευχή
4. Βλ. I. Μ Ω Υ Σ Ε Σ Κ Ο Υ , Εύάγριος Ποντικός, σ. 29,
ώνομάσθη
σημ. 1.
βραδύτερον
«καρδιακή
προσευχή», ώς
έν τώ τίτλω
τοϋ σχετικού
έργου τοϋ
Κ ΑΛΛΙΣΤΟΥ
ΤΙΙΛΙ- ΚΟΥΔΗ
φαίνεται. Βλ.
καί
Η ΣΥΧΙΟΥ ,
Πρός
θεάόο>ρον
περί νήψεως
64
2. Κεφ.
97" «ό ποτέ
μέν μεμνη
μένος τοΰ
Θεού,3.ποτέ
Κεφ.δέ32, 73.
μή, οπερ δοκεϊ
4. Κεφ.
κτάσθαι
23" διά
τής ευχής,
«καθαρίσαντες
τοΰτο
έαυτούς θερμή
άπόλλυσι
προσευχή διά
τής σχολής»,
μετά πλείονος
Κεφ. 59,
πείρας 85,
τώ Θεώ
88.
τοΰ Βλ. καί
Ε ΥΑΓΡΙΟΥ ,
ποθουμένου
Κεφάλαια
τευξόμεθα».
Πρακτικά 49.
Μ ΑΚ ΑΡΙΟΥ
Α ΙΓΥΠΤΙΟΥ ,
'Ομιλίαι 33.
Γ ΡΗΓΟΡΙΟΥ
Σ ΙΝΑ Ϊ- ΤΟΥ ,
ίίερϊ ησυχίας
65
1. Κεφ.
16, 35. 'Ο
ΙΩΑΝΝΗΣ
Χ ΡΥΣΟΣΤΟΜ
2. Κεφ. 14, 19, 24, 91.
Περί10, 14, 56, 77, 90.
ΟΣ , 3. Κεφ.
άκαταλήπτον
4. Βλ.
Ι4,Γ Ν Α5,Τ Ι Ο δίδει
Υ
μεγχλυτέραν
ΘΕΟΦ 5.ΟΚεφ.
ΡΟΥ,
θέσιν
14, 61, είς
Πρός 74, τόν
79.
φόβοντης
Ρωμαίους,
Περί 6. Κεφ. τοϋ
7, 3
Θεοΰ·
«ό
14, έμόςθέρμης
θείας εριης
«ούκέτι
«έμπροσθεν
έσταύρω-
είδώς
βλ. ται»,
καί έαυτόν,
έστάναι
δι’
άλλ’ου«ζών τοΰ
όλος γράφω
7,ΡΗΓΟΡΙΟΥ
Γ 3, ύπό ύμΐν έρών τοΰ άποθανεϊν».
Θεοΰ
υπονοείται
της μετά
7. άγάπης
Σ ΙΝΑΪΤΟΥ Κεφ.
,
φρίκης
πιθανώς
Περί ό καί
ήανχίας
ήλλοιωμένος
8, «μεθύουσα
τρόμου».
καί
τότεπερί
Χριστός.
τοΰ τών
Θεοΰ».
ή ψυχή 5
τριών
Κεφ. τρόπων
91,
τη άγάπη «μετά
τοΰ
τής
άνεκλαλήτου
Θεοΰ σιγώση
προσευχής,
τινός
φωνή θέλει 1.
χαράς
καί άγάπης
κα- τατρυφάν
έκβηναι
της δόξης τοΰ τοΰ
σώματος
Κυρίου». καί
άπελθεϊν πρός
τόν Κύριον».
Πρβλ. καί
ΙΓΝΑΤΙΟΥ
ΘΕΟΦΟΡΟΥ,
Πρός
Ρωμαίους
66
τρύφησις πνευματική καί μυστική, είς τήν οποίαν συμμετέχει όχι μόνον ή
ψυχή, άλλά καί αυτό τό σώμα1. Τρίτον, την έξομοίωσιν πρός τάς άρετάς καί
τόν χαρακτήρα τοϋ Θεοϋ ή καί πρός αύτόν τόν Θεόν. 'Η άγάπη έξιχνεύει διά
τής νοεράς αίσθήσεως τόν άόρατον Θεόν, καί ό άγαπών κατανοεί αύτόν,
συγχρόνως δέ καί ό ίδιος αναγνωρίζεται ύπό τοΰ Θεοϋ καί καθίσταται φίλος
αύτοΰ, ώς έξομοιούμενος μετ’ αύτοΰ διά τής θείας άγάπης 1 2.
'Ο Διάδοχος διακρίνει δύο εΐδη άγάπης- τήν φυσικήν καί τήν άληθή ή
γνησίαν άγάπην. 'Η πρώτη προσιδιάζει είς τάς μή διαφωτισθεί- σας άκόμη
ύπό τής θείας χάριτος ψυχάς καί ούδεμίαν σχέσιν έχει πρός τά άνωτέρω
επιτεύγματα. Ταΰτα κατορθοΰνται διά τής γνήσιας άγάπης τών
διαφωτισθέντων ύπό τοΰ 'Αγίου Πνεύματος καί τελειουμένων έν τή πνευματική
ζωή, τής άγάπης «έν πάση αίσθήσει καί πληροφορία καρδίας)) 3.
'Η άγάπη πρός τόν Θεόν είναι κύριον στοιχεΐον τής πνευματικής ωης. Η
περιφρόνησές προς τον κοσμον και προς εαυτόν είναι απαραι- τητος πρός
έπίτευξιν αύτής, δέν άποκλείει δμως καί τήν άγάπην πρός τόν πλησίον.
Άντιθέτως ή άγάπη τοΰ Θεοΰ γεννά καί τήν άγάπην πρός τα δημιουργήματα
αυτου και ιδίως προς τους συνάνθρωπους ημών, το αίσθημα δέ τοΰτο,
ίσχυρότερον, μονιμώτερον καί καθολικώτερον τής κοσμικής φιλίας,
επεκτεινεται και προς αυτους τους παροξύνοντας και βλάπτοντας ήμάς 4.
'Η συνήθης σύνδεσις τής άγάπης πρός τήν πίστιν καί πρός τήν έ-
κτέλεσιν τών άγαθών έργων δέν έλλείπει καί άπό τοΰ Διαδόχου, καθ’ ά
άνεπτύχθησαν έν άρχή τοΰ κεφαλαίου 2.
’Λντικείμενον τής πνευματικής αίσθήσεως είναι κατά κύριον λόγον ή έν
τώ άνθρώπω παρουσία τοΰ Θεοΰ καί τής θείας χάριτος, ήτις πληροί τοΰτον
παρηγοριάς καί άσφαλείας. 'Η συχνάκις άπαντώσα έκ- φρασις «έν πάση
αίσθήσει καί πληροφορία)), συγγενής, φραστικώς τού- λάχιστον, πρός τό
χωρίον Φιλ. 1, 9, σημαίνει πλήρη διά τής πνευματικής αίσθήσεως κατανόησιν
τοΰ Θεοΰ ώς πλησίον καί έντός τοΰ άνθρώπου. Συνέπεια ταύτης είναι ή
πλήρης βεβαιότης περί τής έπί τοΰ άνθρώπου ένεργείας τής θείας χάριτος. 'Η
λέξις «πληροφορία» είναι δυνατόν νά σημαίνη εΐτε βεβαιότητα ε’ίτε
περίσσειαν, άλλ’ έν οίαδήποτε
1. Κεφ.
14, «διό λοιπόν
τοΰ φωτισμού
2. Κεφ. 1, 14.
τής γνώσεως
3. Κεφ.έν34, 40.
έρωτι 4.
τινί
Κεφ. 15, 52.
σφοδρώ ό
τοιοϋτος
υπάρχει, άχρις
άν αύτής τής
τών όστέων
αίσθήσεως».
67
περιπτώσει ερμηνεύει τήν μακαρίαν κατάστασιν τοΰ ύπό τήν ένέργειαν τής
χάριτος ευρισκομένου άνθρώπου *.
'Η αϊσθησις αΰτη τής παρουσίας τοϋ Θεοΰ συμπίπτει πρός τήν έννοιαν
τής έν τή Καινή Διαθήκη καί παρά τοΐς πατράσι άπαντώσης «κοινωνίας», ύπό
τήν πλέον άνεπτυγμένην αύτής μορφήν, καθ’ δσον ή αΐ- σθησις δέν
περιορίζεται εις μόνην τήν κατανόησιν τής παρουσίας τοϋ Θεοϋ, άλλ’
έξικνεΐται καί μέχρι τής έντρυφήσεως έν τω Θεώ καί άπο- λαύσεως αύτοΰ. 'Η
άπόλαυσις εκφράζεται διά τής φράσεως «γεΰσις τής γλυκύτητος τοΰ Θεοΰ».
«Γεύει μέν ούν τό "Αγιον Πνεΰμα έν άρχαΐς τής προκοπής τήν ψυχήν έν πάση
αίσθήσει καί πληροφορία τής γλυκύτητος τοΰ Θεοΰ» 1 2. Ή έμπειρία αΰτη
περιλαμβάνει βεβαίως πολλά στοιχεία- τήν γνώσιν καί άγάπην τοΰ Θεοΰ, ώς
προϋποθέσεις, τήν κατανόη- σιν τοΰ Θεοΰ καί τήν άπόλαυσιν τής δόξης
αύτοΰ, έπιτυγχανομένην ιδιαιτέρως έν τω καιρώ τής προσευχής 3.
Διά τόν Διάδοχον είναι άδιανόητος αισθητή έμφάνισις τοΰ Θεοΰ είς τόν
άνθρωπον. Ακόμη δέ καί μετά θάνατον ή θέα τοΰ Θεοΰ θά είναι ελλιπής. Έξ
άλλου καί είς τάς έν όνείρω έμφανίσεις δέν άποδίδει μεγά- λην σημασίαν,
καίτοι δέν αποκλείει δτι ίσως τινές έξ αύτών ένεργοΰνται υπό τοΰ Θεοϋ. Κατά
τό πλεΐστον θεωρεί ταύτας ώς φαντασιώσεις τοΰ δαίμονος, λαμβάνοντος
διάφορα φωτεινά σχήματα πρός έξαπάτησιν τών πιστών 4. Είναι δμως
οπωσδήποτε δυνατή ή πνευματική θέα τοΰ Θεοΰ, ή ύπό Μάρκου τοΰ
Ερημίτου καλουμένη «νοητή θέα πατρός», ήτις αποκλείει οίανδήποτε ύπό
αισθητήν μορφήν έμφάνισιν 5.
'Η θεωρία περί μυστικής θέας τοΰ Θεοΰ δέν άνάγεται είς τόν Διονύσιον
ή τούς Νεοπλατωνικούς διδασκάλους αύτοΰ, ώς κοινώς νομίζε- ται, άλλά
φθάνει πέραν αύτοΰ είς Κλήμεντα Άλεξανδρέα, δστις πάλιν ήχθη είς αύτήν έκ
τής έν τή Καινή Διαθήκη σχετικής διδασκαλίας έπί τοΰ θέματος. Πράγματι τά
χωρία Α' Κορ. 13, 12 καί Α’ Ίω. 3, 2 άνα- φέρονται μέν είς μετά θάνατον
πλήρη θέαν τοΰ Θεοΰ, άλλά προϋποθέτουν καί τινα θέαν αύτοΰ έν τή παρούση
ζωή. 'Ο Κλήμης όμιλεΐ περί
1. Βλ.
Ο. ΗΟΚΝ, «ΕΟ
8Θΐΐδ άβ
ΓέδρηΙ
2. Κεφ. 90.
ά’ειρΓέδ
3. Κεφ.
Οϊ&ιϊοοίιβ
68, άβ
ΡΗοΙίοό»,
«καθηδυνόμεν36 έ.
4. Κεφ.
Ββνιιε
ος ύπό ά'
5.τοϋ της
ΑβεβΙίηαβΚεφάλ
ευχής μάλιστα βΐ
άβ Μι/ςΙίηιιε,
αια Νηπτικά,
γλυκάσματος».
8Κεφ.
(1927)
21. καί418,
8, 15,
Βλ. 33.
ϋόκκ,
Ν ΕΙΛΟΥ
Όια,άοεΗιιε
(=Ε ΥΑΓΡΙΟΥ
νοη
), ΠερίΡίιοΙίλε
ιιηάάϊβ
τιροσενχής.
ΜαεεαΙίαηεν,
66, «άλλ’
σ. 131,άύλω
αυλός σημ. 1.
πρόσιθι».
68
φωτεινού δμματος τοϋ πνεύματος, δι’ ού έποπτεύομεν τό θειον καί βλέ- πομεν
«τό άίδιον φώς» 1. Βεβαίως δέν πρέπει νά παραλείψωμεν οτι καί τινες άρχαΐοι
φιλόσοφοι, ώς ό Πλάτων, ώμίλησαν περί τοιαύτης θέας τοϋ Θεοϋ.
Άναμφισβητήτως ό Κλήμης, μνημονεύων όνομαστί τόν Πυθαγόραν καί τόν
Αναξαγόραν 1 2, εϊχεν ύπ’ δψιν τάς θεωρίας ταύτας.
'Η πνευματική αυτή έμπειρία, ήτις άρχεται άπό τής θέας τής ψυχής ή
τοΰ έντός τής ψυχής φωτός 3 καί καταλήγει είς τήν θέαν τοΰ Θεοΰ, καλείται
ύπό τοΰ Διαδόχου θεωρία 4 5. 'Όθεν ή ιδέα τής προοδευτικής τελειώσεως
αναφαίνεται καί ένταΰθα. 'Η ψυχή άποτελεΐ μίμημα τοΰ Θεοΰ καί μόνον
άρχόμενος άπ’ αύτής είναι δυνατόν νά προσέγγιση τις είς αύτόν τόν Θεόν.
Τήν αύτοθεωρίαν τής ψυχής άπεδέχετο καί ό Πλάτων καί μεταγενστέρως ό
Αύγουστΐνος Β.
'Η θεωρία τοΰ Θεοΰ κατά τόν Διάδοχον, τόν Νείλον καί άλλους
/ <>\Ύ ..λ» ~ ί Γνϊ Λ
μεταγενέστερους οεν ει,ναι προιον εκστατικής καταστασεως, κασ ην
έπισυμβαίνει άπώλεια τής συνειδήσεως, ώς παραδέχονται οί Νεοπλατωνικοί
καί ό Ψευδοδιονύσιος. Ό Διονύσιος θεωρεί ώς άπαραίτητον προϋπόθεσιν τήν
είσοδον τής ψυχής είς τόν θειον γνόφον ή τό θειον σκότος, ΐνα καταστή αυτή
ικανή νά ΐδη τόν Θεόν 6. Ό Διάδοχος ούδαμοΰ όμιλεΐ περί έκστάσεως καί
πλήρους άπωλείας τής συνειδήσεως, καί δυνά- μεθα νά ύποθέσωμεν δτι
έκλαμβάνει τήν θεωρίαν ώς έφικτήν έν έγρη- γόρσει. Άντιθέτως πρός τόν
Διονύσιον δέχεται ένίσχυσιν καί έμπλου- τισμόν τής συνειδήσεως διά τοΰ
φωτός τής θείας χάριτος τής περιαυ- γαζούσης τήν ψυχήν, περί ού έλέχθησαν
άνωτέρω τά δέοντα 7.
Οί σύγχρονοι τοΰ Διαδόχου Μασσαλιανοί άπεδέχοντο πλήρη θέαν τοΰ
Θεοΰ, είναι δέ άξιοσημείωτος καί τών μεταγενεστέρων 'Ησυχαστών ή επιμονή
έπί τής άντιλήψεως ταύτης. Είναι χαρακτηριστικόν, δτι ό Νικηφόρος
Γρηγοράς, άντίπαλος ώς γνωστόν τών Ησυχαστών, καλεΐ τούτους
συστηματικώς Μασσαλιανούς' καθ’ ά δμως είναι γνωστά, ό
1. Παιδαγ. 1, 6
καί 8, 21.
2. Στρωματεϊς 11,
21*Κεφ.
3. 5, 11.40, 59.
4 Κεφ. 1,
7, 68 κλπ. Έκ
τής λέξεως
5.
ταύτης οίΠ Α Α
τέλειοι
ΤΩΝΟΣ,
Γοργίας
καλούνται 523
6. Μυστική
θεωρητικοί
Ε, «αύτή
Τ. Βλ.τή 1, 1.
Θεολογία
ψυχή
καί αί αύτήν
Β.
σχετικαί
Ιτήν Ι Δπρός
Ω Α Ν ΝψυχήνΟΥ,
τάςμνστικισμός
θείας
θεωρούντα»
Ό -
άληθείας
τοϋ
Βλ. ύν.
διδασκαλίαι
Ι’Αποστόλου
ΑΕΟΕΗ,
θεωρήματα.
Ραίάεία,
Παύλου καιτόμ.
αί
II, Βοτίίη
θρησκευτικοί
1944,καίσ. 219
ιδέαι
τάσεις
έ. τών '
Ελληνιστικών
Α ΥΓΟΥΣΤΙΝ
χρόνων,
Ο Υ, ΟοηΙτα
ΡαιιεΙιιηι, XX,
’ΑΟήναι 1936,
7. 11.
σ.
69
1. Βλ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΓΙΑΛΑΜΑ,
Κεφάλαια
φυσικά,
2. Κεφ. 28, 40, 89, ,. ;
θεολογικά,
3. Κεφ. 74.
ηθικά τε καί
πρακτικά ρν',
ΡΟ 150, 1121-
1225,
πολλαχοϋ'
Άγιορειτικόν
Τόμον, ΡΟ
150, 12251236
κλπ. Πρβλ.
καί
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΠΛΙΙΑΜΙΧΑ
70
1. Κεφ.
79, «οθεν ή
μέν χάρις
2. Ήδιά
τής
άρετήτοϋ νοΰ
αίσθήσεως
έΟεωρεϊτο
3. Βλ.τό
ώς
σώμα
μεσάτης
π.χ. είς
άγαλλία-
μεταξύ τών
«φωτισμού σινκαί
άρρητον έπί
άκρων,
έγκαταλείψεω
δύο
τών
ςΑ ΡΙΣΤΟΤΕΛΟ
τό μέσον —
προκοπτόντων
ΥΣ , Ηθικά
εϊρα, λύπης
4. Κεφ.δέ8, 89 κ.ά.
τήκαίγνώσει
Νικομάχεια.
χαράς
5. Βλ. τό
κατευφραίνει»
Β 5, 1106β,
μέσον
καί ελπίς».
Κεφ. 59.
,'Η69, 95.
27.
Πρβλ.ιδέα καί τής
Η
προοδευτικής
ΛΙΛ
Ε ΚΔΙΚΟΥ ,
τελειώσεως
Γνωστικός ήδη
άπαντά
.138, «οί μέν
παρά τώ
τάς άρχάς μά-
Παύλω Β'
νας
Κορ. έχουσι
3,18,
τών καλών,
Φιλ. οί
1, 9. Βλ.
δέ .1.
καί καίΗΙΙΒΥ
τάς,
τούτων
Μρεύημεε
μεσότητας, οί
ραιιΐίηΐβηηβ
δέ καί τά
βΐ τέλη
]οΙ>αη-
αύτών».
ηίςιιβ, 1946,Τόσ.
σύστημα
57 έ.
τοΰτο τής
δυαδικής καί
71
σεως καί έστώτας γυμνους τε και άπτοήτους είς το αύτής έργαστηριον, τότε
άρετή τήν άρετήν έπανθίζουσα καί άπό δόξης εις δόξαν το τής ψυχής είδος
άναφέρουσα τόν χαρακτήρα τής όμοιώσεως αύτώ περιποιεΐ... "Ωστε
άνακαινοΰται ήμερα ό έσω ήμών άνθρωπος έν τή γεύσει τής άγάπης πληροΰται
δέ έν τή αύτής τελειότητί».
Τήν πρώτη βαθμίδα έν τή τελειώσει κατέχει ή άναγέννησις, ή ιδέα τής
όποιας άπαντα καί έν ταΐς μυστηριακαΐς θρησκείαις, καθ’ ας αΰτη
έπιτυγχάνεται διά συμμετοχής εις τελετουργικάς πράξεις, καί έν τοΐς
'Ερμητικοϊς συγγράμμασι, καθ’ ά έπιτυγχάνεται διά τής θέας τοΰ Θεοΰ καί τής
ένώσεως πρός αύτόν. Έπίδρασίν τούτων φέρει ή περί θείας γεν- νήσεως
άντίληψις τοΰ Διονυσίου Αρεοπαγίτου 1. Οί Πατέρες τής Εκκλησίας
ήκολούθησαν κατά κανόνα τήν διδασκαλίαν τής Καινής Διαθήκης1 2 καθ’ ήν ή
μέν στιγμή τής άναγεννήσεως συμπίπτει πρός τελετουργικήν πράξιν, τό
βάπτισμα, αύτή όμως αΰτη ή άναγέννησις θεωρείται άποτέλεσμα όχι τής
αισθητής τελετουργικής πράξεως, άλλά τής χάριτος τοΰ 'Αγίου Πνεύματος τής
ένεργούσης έν τή πράξει.
'Ο Διάδοχος χρησιμοποιεί πρός δήλωσιν τής πνευματικής καί ήθικής
ταύτης μεταβολής τάς λέξεις άναγέννησις, άναγεννάσθαι, άνακαι- νίζειν,
άνακαινοΰσθαι, άναζιυπυροϋσθαι3. Κατ’ αύτόν ή άναγέννησις επιτυγχάνεται
κατα το βαπτισμα και επιόρα ευεργετικως επι τής ψυχής, καθαρίζουσα ταύτην
άπό τών παθών, καί έπί τοϋ σώματος, άπο- πλύνουσα τοΰτο άπό τοϋ
προπατορικού αμαρτήματος 4 5. Συνεπώς ή ά- ναγέννησις άποτελεΐ τήν εναρξιν
τοΰ σταδίου τής καθάρσεως τοΰ πιστού 6, κατά τό όποιον συνεργάζονται ή έν
τή ψυχή κεκρυμμένη θεία χάρις καί ή άνθρωπίνη θέλησις. Δέν πρέπει δέ νά
έκληφθή ή διά τής καθάρσεως έπερχομένη μεταβολή ώς εικονική ή ώς
στατική1 είναι ούσια- στική καί προοδευτική. ' Η άνακαίνισις συνεχίζεται καθ’
έκάστην στιγμήν τοΰ βίου έπί όλονέν ύψηλοτέρων πεδίων 6. Υπολείπεται όμιος
πολύ έργον πρός κατόρθιυσιν τής τελειώσεως, τό όποιον έπιτυγχάνεται μόνον
διά τής άνωτέρω περιγραφείσης προσπάθειας τοΰ πιστοΰ.
Ακολουθών τή διδασκαλία τής Παλαιάς Διαθήκης ό Διάδοχος θεωρεί
τόν άνθρωπον πλασθέντα κατ’ είκόνα καί όμοίωσιν. Καί ή μέν
1. Εκκλησιαστική Ιεραρχία, 2, 1.
2. Ιδίως Ίω. 3, 5.
3. Κεφ. 78, 89, 76, 78, 89, 68, 15.
4. Κεφ. 78, 89.
5. Κεφ. 17.
6. Κεφ.
89, «ώστε
άνακαινοΰται
ήμερα τή
ήμέρα ό έσω
ήμών
άνθρωπος έν
τή γεύσει τής
άγάπης,
πληροΰται 8έ
έν τή αύτής
τελειότητί».
72
είς μίαν ύπερτέραν καί τελείαν κατάστασιν ύπάρξεως. Άλλ’ ή κατάστασις αΰτη
δέν είναι πλήρως διάφορος κατ’ είδος τής προηγουμένης, καθ’ δσον ή
όμοίωσις υπήρχε πάντοτε ώς δυνατότης 3 καί συνεπώς ό άνθρωπος μετείχε
κατά τινα τρόπον τής φύσεως τοϋ Θεοΰ, έκ τής τοιαύτης δέ μετοχής προέρ-
χεται καί ή ίκανότης αύτοΰ νά κατανοή τόν Θεόν, ένώ ή κατανόησις ά-
νοίτέρου δντος πλήρως άνομοίου θά ήτο άδύνατος. Πρόκειται λοιπόν περί
έπιστροφής τοΰ άνθρώπου είς τήν άτελώς πραγματοποιηθείσαν άρχικήν
μακαριότητα, έμπλουτιζομένην τώρα διά πλείονος δόξης.
'Η τελειότης είναι πρώτον φυσιολογική· καί αύτό τό σώμα συμμετέχει
εις τήν δωρεάν τής θείας χάριτος, άγαλλια έπί τή ένεργεία αύτής καί
καθίσταται άφθαρτον 4. Δεύτερον, ήθική" όταν τό αύτεξούσιον προσ- ενεχθή
έν τελεία ύποταγή είς τόν Θεόν, κατά τό παράδειγμα τοΰ αύτεξουσίου τών
άγγέλων, οί άνθρωποι θά γν<ορίζουν διά παντός τά άγαθά καί θά άγνοοΰν τά
φαΰλα, θά οικοδομούν δέ τήν άγωγήν αύτών άπό ά- ρετής είς άρετήν 5 6.
Τρίτον, πνευματική· οί άνθρωποι θά γνωρίζουν τόν Θεόν, θά κοινωνοΰν μετ’
αύτοΰ καί θά άνέρχωνται άπό δόξης είς δόξαν ®. Διά τής άλλοιώσεως καί
βελτιώσεοος ταύτης ό άνθρωπος άποκτα ένιαίαν διάθεσιν, ένιαΐον ήθος καί
ένιαίαν αϊσθησιν, καθίσταται δηλαδή (ολοκληρωμένος άνθρωπος, ώς τοιοΰτος
δέ είναι άνθρωπος τοΰ Θεοΰ καί προσεγγίζει είς τήν τελειότητα τοΰ Κυρίου 7.
Οϋτως έπιτυγχάνεται ό
1. Τάς
γνώμας τών
Ελλήνων
Πατέρων2. Κεφ.τής89.
Εκκλησίας
3.
έπί τοϋ
Άνάλ
προβλήματος
ηφις 6,4. «ούκ
Κεφ. 25, 85.
τούτου
είς δπερ
"Ορασις
5. μή"Ορασις
13. 23. Κεφ.
άνέπτυξεν
ήμεν 89.Κεφ.ό89.
6.
.1. (1ΚΟ
7. 88,
άλλοιούμεΟα,
Κεφ.ΙΑΙ 99. "Ορος
άίνίηίααΐίοη
άλλ’ είς
10.δπερ
Έπικεφαλίς τών
άιι τή
ήμεν οΚνέύεη
άλλα-
Κεφαλαίων.
ά’αρνέΒ
γή μετά δόξης Ιεε
Ρένεε ΟεεεΒ,
άνακαινιζόμε
Ραπε
θα». 1938.
Βλ. ιδίως σ.
1454., 2044.,
223, 320.
73
σκοπός της δημιουργίας, δστις είναι ή άποθέιοσις τών άνθρώπων α. Κατά τήν
κλασικήν έποχήν ήτο νοητή ή άποθέιοσις ώρισμένων τάξεων άνθρώπων,
άρχικώς τών ήρώων καί ύπερανθρώπων, βραδύτερον δέ καί τών διά
τελετουργικών ενεργειών καί πράξεων μυηθέντων είς τάς μυ- στηριακάς
θρησκείας. Κατά τόν Χριστιανισμόν άντιθέτως θεωρείται δυνατή ή θέωσις
πάντων τών άνθρώπων 1 2, ύπό δύο δμοος περιορισμούς· δτι επιτυγχάνουν τήν
θέωσιν μόνον όσοι άποδέχονται τήν θείαν χάριν καί άνταποκρίνονται Οετικώς
πρός τάς βουλάς καί ενεργεί ας τού Θεοΰ3· καί δτι ή θέωσις δέν νοείται κατά
κυριολεξίαν ώς πλήρης έξομοίωσις τών άνθρώπων πρός τόν μόνον Θεόν, άλλά
κατά μεταφοράν ώς μερική έξομοίωσις διά συμμετοχής εΐς τό ήθος καί τόν
χαρακτήρα καί τήν ενέργειαν τοΰ Θεοϋ.
Εσχατολογία. Κατά τά άνωτέρω ή τελείιοσις δύναται νά είναι όχι μόνον
κατάστασις τοϋ μέλλοντος χρόνου έν τή βασιλεία τοϋ Θεοΰ, άλλά καί
παρούσα πραγματικότης, ώς καί ό Παύλος διδάσκει4. Έφ’ δσον δμως
έξαρτάται αΰτη κατά μέγα μέρος έκ τής διαγωγής αύτοΰ τού άνθρώπου, ή δέ
προοδευτική πορεία έν τή πνευματική ζωή συνεχίζεται άδιακόπως, μέρος
μόνον τής εύτυχοϋς ταύτης καταστάσειυς δύναται νά αποκτήση ούτος κατα
τόν παρόντα βίον. Τό πλήρωμα αύτής εύρίσκεται πέραν τού θανάτου" «τό γάρ
τέλειον αύτής ούδείς έν τή σαοκί ών ταύτη δύναται κτήσασθαι. . . εΐ μή δταν
τελείως καταποθή τό θνητόν ύπό τής ζωής» 5.
'Ο θάνατος είς τούς έξω τοΰ Χριστιανισμού ευρισκομένους προκαλεΐ
τρόμον, λόγω τής άβεβαιότητος διά τά πέραν αύτοΰ καί τής άμ- φιβολίας περί
τής μετ’ αύτόν συνεχίσεως τής ζωής. Κατά τήν χριστιανικήν δμως θρησκείαν ό
θάνατος είναι τό τέρμα τής τελειώσεοις καί τό μέσον μεταβάσεως είς τήν
άληθινήν ζωήν, ό δέ ύπ’ αύτοΰ προκαλούμε- νος φόβος δικαιολογείται μόνον
έκ τοΰ ότι ύπομιμνήσκει τό «πικρόν καί ζοφώδες τής κρίσειος» 6" διά τοΰτο
καί οί δίκαιοι δέν τόν φοβούνται.
1. Κεφ.
16, «θεούς
τούς 2. Βλ.
άνθρώπους
και
ποιήσαι
Κ ΥΑΓΡΙΟΥ ,
φιλοτιμησαμέ
Ποοβλήματα
3. Κεφ.
νου
4, Θεοϋ».
προγνωστικά
«'Ότε γάρ
Κεφ.έσμέν
4,
ούκ 87, 84. I.·
51Βλ.
4.
εαυτών,
«πάντες τότε
Κ ΑΛΟΓΙΙΡΟΥ θεοί,
ομοιοι5.έσμέν
είσιν».
Ό ’Λ,πόστολοςΜα90.
Κεφ.
τώ ήμάς
Παύλος
ΓΑΛΟΥ έαυτώ
6. περί
Κεφ. 80,
8ι’
Α άγάπης ,
άνθρωπον,
ΘΑΝΑΣΙΟΥ
Περί
καταλ/άξαντι».
Θεσσαλονίκη
ένανΟρωπήσε
1952, σ. 46.
ως τοϋ Λόγον
20, «αύτός
γάρ ένηνθρώ-
πησεν, ίνα
ήμεΐς
θεοποιηθώμε
ν».
74
Είναι δέ ό θάνατος γενικώς προϋπόθεσις τής ζωής, οχι μόνον ύπό τήν φυσικήν
αύτοΰ μορφήν, οπότε άκολουθεϊται ύπό τής τελικής άναστά- σεως, άλλά καί
ύπό τήν ήθικήν μορφήν, ώς θάνατος έν τοΐς παθήμασιν, οπότε άκολουθεϊται
ύπό τίνος αρχικής άναστασεως, τής «μικράς άνα- στάσεως» 1 κατά τόν
Εύάγριον. Λόγω τοΰ αρχικού τούτου θανάτου ά- ποκτά 6 άνθρωπος μέρος
τής τελειότητος έν τω παρόντι βίω.
Κατά τον φυσικόν θάνατον αί ψυχαί αποχωρίζονται τών σωμάτων, τών
δικαίων δέ αί ψυχαί φέρονται «επάνω πασών τών σκοτεινών παρατάξεων σύν
τοΐς άγγέλοις τής ειρήνης» καί φθάνουν πλησίον τοΰ Θεοΰ, τόν όποιον έκτοτε
ύμνοΰν «ένδιαθέτω λόγω» 2. Άλλ’ ώς καθαραί ψυχαί δέν άποτελοΰν
ώλοκληρωμένα πνευματικά όντα, έν άντιθέσει πρός τούς άγγέλους, οϊτινες
είναι τέλεια! προσωπικότητες έν τή άπλότητι τής φύσεως αύτών. "Ολόκληρος
ό άνθρωπος είναι μόνον έν τή «συγκρά- σει» ψυχής καί σούματος3 καί συνεπώς
τά δύο ταΰτα στοιχεία αύτοΰ πρέπει νά συνδεθοΰν έκ νέου. 'Η άνασύνδεσις
αΰτη θά πραγματοποιηθή κατά τήν παρουσίαν τοΰ Κυρίου, καθ’ ήν οί
έναρέτως διαβιώσαντες καί λόγω τής συναισθήσεως τής αρετής αύτών μετά
παρρησίας άντιμετο.»- πίσαντες τόν θάνατον θά άρπαγοϋν μετά πάντων τών
άγιων, ένώ οί με- τρίως διαβιώσαντες καί λόγω τής συναισθήσεοις τής μή
πλήρους ύπ’ αύτών έκτελέσεως τοΰ θείου θελήματος δειλιάσαντες κατά τήν
ώραν τοΰ θανάτου θά έγκαταλειφθοΰν μετά τοΰ άμαρτωλοΰ πλήθους καί θά
εύ- ρίσκωνται έπί τινα χρόνον ύπό κρίσιν, μέχρις δτου, άφοΰ καθαρθοϋν διά
τοΰ «πυρός τής κρίσεως», απολάβουν τούς άναλογοΰντας εις αύτούς κλήρους
παρά τοΰ άγαθοΰ Θεοΰ καί τοΰ βασιλέως Ίησοΰ Χριστοΰ 4. Μάξι- μος ό
'Ομολογητής 5, ερμηνεύουν τό σχετικόν χωρίον τοΰ Διαδόχου, εκλαμβάνει τά
έν αύτώ περί καθαρμοΰ διά πυρός λεγάμενα ώς τρόπον έκ- φράσεοις καί
θεωρεί ταΰτα ώς ύπονοοΰντα τήν διά τής έξετάσεως καί κρίσεως απαλλαγήν
τών μετρίως βεβαρημένων έν τώ βίω. Πρόκειται δμοις άναμφιβόλως περί
παρερμηνείας. Ένταΰθα άνευρίσκομεν τήν θεωρίαν περί τής διά πυρός
καθάρσεοις τών μή τελείων ανθρώπων, ήτις άπαντα καί παρά τώ Εύαγρίω 6
κατ’ έπίδρασίν τοΰ Ώριγένους καί άπε-
ράγει πάντα τά ψυχικά πάθη- άλλά τοΰτο άπαιτεΐ σκληρόν άγώνα, καθ’ δν
καθοδηγούνται μέν ούτοι ύπό της θείας χάριτος, παραπλανώνται δέ ύπό τών
δαιμόνων. 'Ο άγών ούτος είναι οδυνηρός καί πλήρης θλίψεων, άλλ’ οί πόνοι
φερόμενοι γενναίως εξαγνίζουν τούς άγωνιστάς.
Οί άνθρωποι διαθέτουν ψυχικήν ικανότητα, διά τής όποιας είναι δυνατόν
νά γνωρίσουν τήν άλήθειαν καί τήν άνάγκην τής κατορθούσεως τής
πνευματικής ζ<υής, τήν πνευματικήν αϊσθησιν. Άκολουθοΰντες τάς οδηγίας
αύτής θά καταστούν ικανοί νά άποκτήσουν καί τάς λοιπάς πνευ- ματικας
λειτουργίας τας αναγκαίας προς επιτευςιν του προορισμού τιον τήν γνώσιν,
ήτοι τήν ικανότητα διακρίσεως τοϋ άγαθοΰ καί τοΰ κακοΰ καί θετικής
άνταποκρίσεως πρός τάς άπαιτήσεις τοΰ άγαθοΰ" τήν σοφίαν, ήτοι τήν γνώσιν
τών θείων άληθειών" τήν έν ήσυχία προσευχήν πρός κοινωνίαν μετά τοΰ
Θεοΰ" καί τέλος τήν άγάπην πρός παράδοσιν εαυτών εις τόν Θεόν καί
έντρύφησιν έν αύτώ.
Οίοσδήποτε κατορθιόση νά ύπερισχύση έν τιί» άγώνι διά τής χρή- σεως
τών άνωτέρω μέσων, αισθάνεται τήν παρουσίαν τοΰ Θεοΰ έντός αύτοΰ καί
θεεορεΐ τόν Θεόν πνευματικώς έν τή δόξη αύτοΰ. Τό δέ σπου- δαιότερον,
τελειοΰται σωματικώς, ηθικώς καί πνευματικώς" δηλαδή άποκτα τι έκ τοΰ
ήθους καί τοΰ χαρακτήρος τοΰ Θεοΰ, καθιστάμενος «όμοιος» πρός αύτόν, έν
μέν τώ παρόντι βίω κατά μέρος, μετά θάνατον δέ πληρέστερον.
Κύδεάκριτοι είναι αί δύο κατευθύνσεις τής διδασκαλίας τοΰ Διαδόχου, ή
ηθική καί ή πνευματική. 'Η μία άποβλέπει είς τόν καθορισμόν τοΰ τρόπου
ζωής, ή έτέρα είς τήν άνεύρεσιν τοΰ Θεοΰ καί άνάπαυσιν έν αύτώ. Είναι δύο
κατευθύνσεις παράλληλοι, αί όποΐαι όμως άποκλίνουν καί τελικώς καταλήγουν
έπί τοΰ αύτοΰ σημείου" είς τήν άνάδειξιν τοΰ τρόπου τελειούσεως τών
άνθρώπεον.
’Εν τή διαμορφούσει τής διδασκαλίας αύτοΰ ό Διάδοχος δέν ήνοι- ξεν
ιδίαν οδόν" ήκολούθησε τήν θεμελιώδη νέαν οδόν, τήν οποίαν έχά- ραξεν ή
χριστιανική θρησκεία, 'ίΐ τελείωσις τών άνθρώποιν άποτελεΐ αύτό τοΰτο τό
κέντρον τοΰ Χριστιανισμοΰ. Είναι βεβαίους άληθές, ότι παρόμοιόν τι
έπεδίοκκε καί ή κλασική παιδεία, άλλ’ ύπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τοΰ
κλασικού καί τοΰ χριστιανικού ιδεώδους τής ζωής. 'Η ελληνική παιδεία
άπέβλεπεν εις τήν δημιουργίαν τελείου άνθρώπου, χρησιμοποιούσα ώς κύριον
οργανον τήν γνώσιν διά τοΰτο δέ καί ή σοφία έθεωρεΐτο κατά τήν κλασικήν
έποχήν ώς τό ΰψιστον άγαθόν. Τό ιδεώδες τοΰ τελείου άνθρώπου έπιδιώκει
έπίσης ό Χριστιανισμός, άλλά θεωρεί ώς κύριον μέσον πραγματοποιήσεως
αύτοΰ τήν καλήν θέλ.η- σιν' διά τοΰτο καί τό ΰψιστον άγαθόν κατ’ αύτόν είναι
ή πρός τόν Θεόν
77
1. Κεφ. 9, 50.
2. Κεφ. 74.
3. Βλ. I.
ΜΩΥΣΕΣΚΟΥ,
Εύάγριος ό Ποντικός,
σ. 133.
78
μόνων. Πάντως οί μέχρι, τοΰδε άσχοληθέντες περί τόν Διάδοχον εΐτε είδικώς
εΐτε έν άλλη συνάφεια, ώς οί Κθίΐζβηδΐβϊη, ΒοιίδδθΙ, νϊΠβΓ, ΙΙεαίδΙιβιτ, ΚαϊιηβΓ,
ΌΟΓΓ, Μωυσέσκου, Ποδ ΡΙβοβδ, ύπερετόνισαν τήν έξάρτησιν αύτοΰ άπό τοϋ
Εύαγρίου. Έν τη πραγματικότητι ή έξάρτη- σις περιορίζεται είς ολίγα μόνον
σημεία καί κυρίως είς τήν χρήσιν εύα- γριανών όριυν, οϊτινες πάντως ήσαν ήδη
κοινόν κτήμα παρά τοΐς άσκη- ταΐς. 'Ο Εύάγριος έν τή διδασκαλία αύτοΰ
ακολουθεί τόν Ωριγένη 1 καί δέν κατορθώνει νά έκφύγη τελείως άπό τής
έπιδράσεως τών Στωι- κών καί τοϋ Πλάτωνος. Στηρίζει τήν επιτυχίαν τής
τελειώσεως έπί τής νοήσεως, όπερ δεικνύεται καί έκ τής σπουδαίας σημασίας,
ήν κέκτηται παρ’ αύτώ ό όρος «λογισμοί», καί έπί τής γνώσεως, δι’ ής
άποφεύγον- ται τά πάθη. Άντιθέτως ό Διάδοχος εισάγει τήν θεωρίαν περί τής
πνευματικής αίσθήσεως, δι’ ής ό άνθρωπος κατανοεί τόν Θεόν καί ζή έν αύτώ.
'Η θεωρία αΰτη εύρίσκεται έν τώ μέσω μεταξύ τών διδασκαλιών περί νοήσεως
τοΰ Εύαγρίου καί περί βουλήσεως τών Μασσαλιανών. Επίσης ό Διάδοχος
τονίζει περισσότερον τήν ιδέαν περί τοΰ φωτισμού τής θείας χάριτος καί τών
αποτελεσμάτων αύτοΰ. Καταφαίνεται έκ τούτων ότι ό Εύάγριος ένδιαφέρεται
κυρίως περί τής ήθικής διαγωγής καί δευτερευόντως περί τής πνευματικής
ζωής. Δύναται πράγματι νά θεω- ρηθή ώς μέγας ασκητικός συγγραφεύς, οχι
όμως ώς μυστικός. 'Ο Διάδοχος είναι περισσότερον μυστικός καί όλιγώτερον
ασκητικός.
Τήν άσκητικήν ανέπτυξαν καί οί Μασσαλιανοί, διαμορφώσαντες
άντιλήψεις συγγενείς πρός τάς τοΰ Πελάγιου, άλλ’ ό Διάδοχος, ώς έδη- λώθη
ήδη προηγουμένως, μάλλον άρνητικώς έπωφελήθη έκ τής διδασκαλίας αύτών.
Διά τής διδασκαλίας αύτοΰ έκφράζεται ή έμπειρία τής σώφρονος μερίδος τοΰ
μοναχικού κόσμου καί αύτοΰ τοΰ ίδιου.
Με τά τόν Διάδοχον υπάρχει ολόκληρος σειρά μυστικών άσκητι- τικών
συγγραφέων μέχρι τοΰ ιδ’ αίώνος' Διονύσιος ό Αρεοπαγίτης Βαρσανούφιος ό
Μέγας, Δωρόθεος ό ’Αββάς, Ιωάννης ό Προφήτης, Ιωάννης ό Κλίμακος,
Ισαάκ ό Σΰρος, Μάξιμος ό Όμολογητής, Ησύχιος ό Σιναίτης, Φιλόθεος ό
Σινα'ίτης, Συμεών ό Νέος Θεολόγος, Νικήτας ό Στηθάτος, ό Κάλλιστος
Τηλικούδης, Γρηγόριος ό Σιναΐτης, Γρηγόριος ό Παλαμάς κ.ά. 1 2.
1. Βλ. I.
ΗΑυβΗΕΒίι,
«Βοδ £πιηιΐ8
2. Περί
οοιίΓΗΠίδ
της διαδοχήςάβ
1« δρίπΐυ&ΐίΐβ
τών μυστικών
οπβηίαΐβ»,ιδεών
ασκητικών
ΟτίβηΙαΙία
βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΟΐΓίδύαηα
Σ ΙΓΪΑΪΤΟΥ,
Ρβτίοάίοα,
Περί ήσυχίας1
(1985)
καί περί128.
τών
τριών τρόπων
τής προσευχής,
11.
79
1. ’/ίκ
τών
ερωτηθέντων
αύτώ 2. ΕΊδησις
παρά ακριβής
Θεοδώρου
περί
3. Περίήσυχίας καί
μοναχού,
παθώνπροσευχής,
καί 9, 10.
ένθα
αρετών, ΡΟ έκ
λάθους
150, 4. τό κε-
Έγκώμιον
1081. εις
φαλαίου
Γρηγόριον
[Μετά5. ΡΟτήν5
150, 1233.τόν
άναφέρεται
Παλαμάν,
έκδοσιν
6. ώς
τών
49. ΡΟ 151,
6
έργων καί
577. τοϋ
Διάλογος
ΙΓαλαμα ύφ’
πρός
ύμών
Πύρρον, ΡΟ
άπεδείχθη ότι
91,
ό 301,
Διάδοχος
Πενσεις καί
είναι μία τών
ερωτήσεις,
σταθερών
1πηγών
0. τής δι-
δασκαλίας
αύτοΰ].
81
τά τρία στάδια τούτου ήτοι τής καθάρσεως, τής έλλάμψεως καί τής έ- νώσεως,
άλλά καί τόν Διάδοχον. Άλλ’ οί κύριοι διδάσκαλοι αύτοΰ είναι οί
Νεοπλατωνικοί. Καί ή πρωτοτυπία καί ή έπίδρασις τοΰ Διονυσίου επί τών
μεταγενεστέρων υπερτονίζονται συνήθως, άλλ’ ούδείς δύναται να αμφισβητήση
αύτάς καθ’ ολοκληρίαν. 'ΙΤ άναγνώρισις δμως αύτοΰ ως πατρός τής άσκητικής
μυστικής 1 σημαίνει άδικαιολόγητον ύποτί- μησιν τοΰ έργου τοϋ Εύαγρίου καί
τοϋ Διαδόχου. 'ΙΙ προσωπική συμβολή τοΰ Διονυσίου έγκειται κυρίως έν τή
προβολή τής έκστάσεως ώς μέσου τής θεάς τοΰ Θεοΰ καί ένώσεως μετ’ αύτοΰ,
δπερ δέν φαίνεται νά έπεδρασε πολύ έπί τών μεταγενεστέρων, οϊτινες, καίτοι
έπωφελήθη- θησαν έκ τοΰ συστήματος αύτοΰ έν πολλοΐς σημείοις, άπέφυγον
τάς ύ- περβολας αυτοΰ. ’Άν τά συγγράμματα τοΰ Διονυσίου άναφέρονται συ-
χνακις καί έσχολιάσθησαν εύρέως, τοΰτο οφείλεται είς τόν σεβασμόν προς τό
πρόσωπόν τοΰ μαθητοΰ τοΰ Παύλου, τοΰ όποιου τό δνομα έφε- ρον έν τή
έπικεφαλίδι. Πιθανώς ή έπί τήν άνάπτυξιν τών μυστικών ιδεών εν τή Δύσει
έπίδρασις τοΰ Διονυσίου διά τής είς τήν λατινικήν μεταφρά- σεως τών έ'ργων
αύτοΰ υπήρξε μεγαλυτέρα. Μετά τόν Διονύσιον ένε- φανίσθη όμάς άσκητικών
μυστικών, ώς οί Βαρσανούφιος ό Μέγας, Ίωάν- νης ό Προφήτης, Δωρόθεος ό
Άββάς 1 2 καί Ιωάννης ό Κλίμακος, άκο- λουθούντων ιδίαν τάσιν τονίζουσαν
τήν υποταγήν ώς ύψίστην αρετήν, πιθανώς ύπό τήν άμεσον έπίδρασίν τών
άσκητικών έργων τοΰ Μεγάλου Βασιλείου. Είναι αναμφισβήτητος ή ΰπαρξις
στοιχείων έκ τής διδασκαλίας τοΰ Διαδόχου έν τοΐς έργοις αύτών καί κυρίως
τοΰ Ίωάννου, παρά τώ όποίω ή προσευχή τοΰ Ίησοΰ κατέχει σπουδαιοτάτην
θέσιν. Ώς έλέχθη ήδη, έν τοΐς Σχολίοις εις τήν Κλίμακα τετράκις άπαντοΰν κε-
φάλαια τοΰ Διαδόχου. Οί άνωτέρω άσκητικοί μετά Ησυχίου τοΰ Σι- ναΐτου
καί άλλων άποτελοΰν κατά τινας έρευνητάς τήν σιναϊτικήν άσκη- τικήν σχολήν,
είς τήν οποίαν τοποθετείται ύπό τοΰ Η&υδΙίθΠ’ καί ό Διάδοχος3. Άλλ’ ούτος,
ζών τοπικώς πολύ μακράν καί προηγηθείς χρο- νικώς τών έκπροσώπων τής
τάσεως ταύτης, δέν δύναται νά περιληφθή είς αύτούς. "Αλλωστε, καθ’ ά
έλέχθησαν, ό Διάδοχος, ών κυρίως μυστικός, δέν άποδίδει τήν αύτήν
σημασίαν είς τήν ύποταγήν καί. τήν άσκη- σιν μετ’ αύτών. Δύναται μόνον νά
θεωρηθή ώς διδάσκαλος αύτών.
1. Βλ. 1.
δτιοίΜΑΥΚ,
«Αδοβδθ
2. ιιηά
Περί
αύτών βλ.
Μγδίϊΐί άβδ Α.
Β
δο^βηαηηίβη
ΕΣΕΛΙΝΟ
3. ΟνίβπίαΙϊα ΟΗνίεΐίαπα, IX, 2, άρ. 36, 1927, σ. 135,
, 1.
ϋϊοηγδίιΐδ
ΒΙΤΣσημ. 6
ΑΓβορ&^ϊΙεί))
Βαρσανούφιος
, δοΗοΙαεύΙι,
ό Μέγας,
2 (1928) ό161-
Ιωάννης
207.
Προφήτης και
Δωρόθεος δ
Άββάς,
Άθήναι 1939.
82
πνευματικήν ζωήν, λέγει- «καί ποτέ βίβλον λαβών έκ τών τοΰ διδασκάλου
χειρών Μάρκου καί Διαδόχου τών θεσπεσίων άνδρών καί άναπτύξας ταύτην
εύρεν εύθύς λέγουσαν. . . ». 'Ο I. Ηειιΐδΐιβιτ3 υποθέτει ότι έκ λάθους ό
Νικήτας άναφέρει δύο συγγραφείς τής βίβλου, ένώ ό Συμεών έν Λόγω 22
μνημονεύει μόνον τόν Μάρκον, θειυρεΐ δέ τό λάθος ώς προελθόν έκ τής ύπό
τοΰ Νικήτα συγχύσεως τοΰ Μάρκου Διαδόχου πρός τόν Διάδοχον. 'Η γνώμη
αΰτη προέρχεται έκ τής άγνοιας τής δαψιλοΰς ύπό τών μεταγενεστέρων
χρήσεως τοΰ Διαδόχου. Μυστικός συγγραφεύς, ώς ό Νικήτας Στηθάτος, δέν
ήτο δυνατόν νά συγχέη τούς τόσον γνωστούς είς τούς κύκλους αύτοΰ Μάρκον
τόν Ερημίτην, Μάρκον τόν Διάδοχον καί Διάδοχον Φωτικής. Φαίνεται
λοιπόν ότι τό βιβλίον τόν όποιον έλαβεν ό Συμεών άπετέλει είδος άνθολογίας,
«φιλοκαλίας», έκ τών
1. Μ.
νιιι,Εΐι, «Αιιχ
δοιιτοβε <1β
ΗρίπΙιι&ΙίΙβ
2. Βίος
άθ Πολιτεία
και βαίηΐ
Μ&
τον εν Vίε.
3.Άγίοις
ΧΪΠΙΘ
Ε«5δ'μτηεοη
Πατρός
άε οοιιν-
ήμών Ιε
Γβ3
Συμεών τον
ηοιινεαιι
(Ι’δν&^ΓΟ
Νέου θεολό-
ΤΗβοΙοβίεη,
1β ΡοηΙίςυβ»,
γου,
Κοηιβ 4. 1928, σ.
Βενιιε
7, σημ. 3. Βλ.
ά’Αεεείίραε
δμως καί Ηεΐ.
άεΙΕΟΕΗΙΜΑΧ
Β Μ-μεύψ,ιε,
11
Ν, (1930) Τ)α$ 156
έ., 239 έ., 361
ΜεηβεδεηδίΙά
έ..
δει δ^ηιεοη
άετη άιιηξετεη
άβνη ΤΙιεο-
Ιοξβη
ΤνίίνζδκΓξ,
1949, σ. 19 καί
σημ. 7.
83
'Η ήσυχαστική έρις προεκλήθη διά τής πολεμικής, τήν όποιαν ή- σκησεν
ό Καλαβρός μοναχός Βαρλαάμ ολίγον μετά τό 1332, οπότε επισκεφθείς τό
άγιον Όρος έξενίσθη μεγάλως άπό τήν προσπάθειαν τών ασκητών νά
επιτύχουν τήν θέαν τοϋ θείου φωτός διά τής ήσυχίας καί τής άδιαλειπτου
προσευχής. Ό Βαρλαάμ έθεώρησεν άσεβή τήν προσπάθειαν ταύτην καί
άνέλαβε κατά τών ησυχαστών σκληρόν άγώνα, είς τόν όποιον εΐσήλθον ώς
επίκουροι καί πολλοί άλλοι θεολόγοι καί λόγιοι τοΰ Βυζαντίου. Οί φίλοι τής
ήσυχίας, μεταξύ τών όποιων έξέχουσαν θέσιν κατέχει ό Γρηγόριος Παλαμάς,
άπέκρουσαν μέ πολύν ζήλον τάς επιθέσεις αύτών.
Διάφοροι γνώμαι διετυπώθησαν περί τών προϋποθέσεων καί αιτίων έκ
τών όποιων προεκλήθη ή έρις, άποδίδουσαι εις αύτήν κατά τό πλεΐστον
μονομερώς χαρακτήρα συγκρούσεως, εΐτε εκκλησιαστικής μεταξύ τοΰ
ένοριακοΰ εγγάμου καί τοϋ άγαμου κλήρου ή μεταξύ τών ένω- τικών καί τών
άνθενωτικών, εΐτε κοινωνικής μεταξύ τών «πολιτικών» καί τών μοναχών, εΐτε
φιλοσοφικής μεταξύ τών άριστοτελικών καί τών πλατωνικών, εΐτε Οεολογικής
μεταξύ τών όρθολογιστών καί τών μυστικών Γ ' Η ήσυχαστική έρις πάντως,
μολονότι άνεφέρετο είς συγ- κεκριμένον πρόβλημα, παρουσιάζει
πολυμορφίαν καί δέν είναι εύχερές
δεικτικών λογίων τοΰ τύπου Βαρλαάμ και Νικηφόρου Γρήγορά. 'Η έξέτασις
τοΰ βίου τών δύο τούτων λογίων υψηλής περιωπής, οί όποιοι παρουσίαζον
στενοτάτην συγγένειαν μεταξύ των, ασχέτως άν διά λόγους γοήτρου
συνεκρούσθησαν καί μεταξύ των κάποτε, δεικνύει ότι σπου- δαΐον μέλημα
αύτών άπετέλει ή προσωπική προβολή των καί ότι προσβολή κατά τοΰ
υπεροπτικού φρονήματος των συνεπήγετο σημαντικήν έπίδρασίν είς τάς
σκέψεις καί τάς ενεργεί ας των. Τοιαΰται προσβολαί άπετέλεσαν τήν αιτίαν
λόγω τής όποιας ό Βαρλαάμ έγκατέλειψε κατ’ άρχάς μέν τήν
Κωνσταντινούπολή, βραδύτερον δέ καί τήν Ελλάδα όριστικώς.
Είναι όθεν εύλογον ότι οί διανοούμενοι ούτοι ήσθάνοντο αποστροφήν
πρός τόν μοναχικόν βίον, ύπό τήν ήσυχαστικήν ιδίως μορφήν του, καί
περιφρόνησιν πρός τούς μοναχούς. Άπό τοΰ ια' ήδη αίώνος είχεν άναπτυχθή
μεταξύ τών μεταρρυθμιστικών καί όρθλογιστικών κύκλων τών άναγεννητών
παράδοσις περιφρονήσεως πρός τόν μοναχικόν βίον. Εις έκ τών
σπουδαιοτέρων έκπροσώπιυν αύτών, ό Μιχαήλ Ψελλός, κατειρωνεύεται τούς
μοναχούς, τούς όποιους άποκαλεϊ «καθ’ ήμάς Ναζι- ραίους» *. Άλλ’ είναι
εΰκολον νά προχωρήσιυμεν καί είς προγενεστέρας έποχάς. 'Η είκονομαχική
έρις, ή όποια είς πολλά σημεία παρουσιάζει άναλογίας μέ τήν ήσυχαστικήν,
προήλθεν έκ τής άντιδράσειυς κατά τής μεγάλης έξαπλώσεως τοϋ μοναχικού
βίου καί κατά τής παραστάσεως δι’ αισθητών μέσων τών θείων προσοόπων.
'Ο Βαρλαάμ δέ είχε καί ιδιαιτέρας άφορμάς διά νά μή έννοή τόν τρόπον
σκέψεως καί ένεργείας τών ήσυχαστών. Άνδρωθείς, έκπαιδευ- θείς καί
μονάσας είς τήν Δύσιν, έγνώριζε, καίτοι ήτο ορθόδοξος, τόν μοναχικόν βίον
καί κυρίως κατά τόν δυτικόν τύπον αύτοΰ. Οί μοναχοί τής Δύσεως ήσαν τότε,
όπως καί βραδύτερον, όργανα τής έκκλησιαστι- κής ήγεσίας είς τήν
ιεραποστολήν, τήν παιδείαν καί τήν κοινωνικήν πρόνοιαν. 'Ο ίδιος δέ άνήκεν
εις τάγμα άκολουθοΰν τόν Κανόνα τοΰ Μεγάλου Βασιλείου καί άρα
έπιδιδόμενον είς έργα φιλανθριυπίας. Έλθών είς τήν Ανατολήν άπεγοητεύθη,
διότι άντί διδασκάλων καί κοινωνικών εργατών τοΰ είδους τών Φραγκισκανών
καί τών Δομινικανών συνήντησεν άσκητάς άσχολουμένους σχεδόν
άποκλειστικόΰς μέ τήν «θεωρίαν» καί τήν σωτηρίαν τής ψυχής τ«ον. ΊΙγνόει ό
Βαρλαάμ τήν έξέλιξιν τοΰ μοναχικού βίου είς τήν Ανατολήν άπό τοΰ γ' αίώνος
μέχρι τών χρόνων του καί, όταν τόν εύρε διάφορον άπό ό,τι ύπελόγιζεν, έμεινε
κατάπληκτος καί μετ’ ολίγον έγινεν έχθρός του. 1
*1
•2
καί τάς καλάς τέχνας. Είναι οί χρόνοι τής αύγής τής άναγεννήσεως, τής
οποίας σημαίνοντες εκπρόσωποι υπήρξαν ό Βαρλαάμ καί ό Γρηγοράς.
Διά νά κατανοηθοΰν καλύτερον τά ενδιαφέροντα καί ή νοοτροπία τού
Βαρλαάμ., άρκεϊ νά σημειωθή ότι διετέλεσε διδάσκαλος δύο έκ τών κυ-
ριο^τέρων συγγραφέων τής ιταλικής άναγεννήσεως, τοΰ Βοκκακίου καί
τοϋ Πετράρχου.
Είς τά συγγράμματα του ό Βαρλαάμ χρησιμοποιεί μαρτυρίας καί έκ τών
Πατέρων τής Εκκλησίας, άλλ’ ή άπασχόλησίς του είς τήν μελέτην αύτών ήτο
περιωρισμένη. Τήν άγάπην του προσείλκυον οί άρχαΐοι σοφοί' είς αύτούς
άφιέρωνε τό πλεΐστον τοϋ χρόνου του καί αύτούς έ- θεώρει ώς αύθεντίας διά
τήν εϋρεσιν τής άληθείας. Κατά τον Γρηγο- ράν 1 ίσχυρίζετο «μηδ’ αύτώ τω
Θεώ δύνασθαί τινα συγγενέσθαι εί μή ταύτην έ'λθοι προτέραν τήν ό δον καί
Πυθαγόρα καί Άριστοτέλει καί Πλάτωνι συγγενόμενος καί φύσεως άνάγκας
έκεΐθεν καί γενεσειος τών οντων καί φθοράς άκολουθίαν μεμαθηκιός, ούτως
έπί τήν κατάληψιν ελθοι τής άληθείας».
Παρόμοιας άπόψεις έτρεφε καί ό Νικηφόρος Γρηγοράς. Είχενάφιε-
ρώσει ούτος τόν έαυτόν του εις φιλοσοφικάς μελέτας, διό καί έπιονομά- ζετο
άπό όλους «ό φιλόσοφος», πράγμα τό όποιον τόν έγέμιζε μέ υπερηφάνειαν,
καί έφρόνει ότι αί γνώμαι περί τών θεολογικών προβλημάτιυν πρέπει νά
διαμορφώνιυνται κατόπιν μελέτης όχι μόνον τής Γραφής καί τών Πατέρων
τής Εκκλησίας, άλλά καί τών θύραθεν σοφών. 'Πρός έ- νίσχυσιν τών άπόψεοόν
του εφερε βάσει τοϋ σχετικού συγγράμματος τοΰ Γρηγορίου Νύσσης τό
παράδειγμα τοΰ Μωυσέως, ό όποιος πριν προσέλθη «τή θεωρία τοΰ όντος»,
έσπούδασεν είς τά πολιτικά σχολεία της Αίγυπτου *\
Ό Γρηγόριος Παλαμά.ς άπαντών είς τάς γνοϋμας ταύτας έδέχετο ώς
άπαραίτητον τήν έκπαίδευσιν τών νέων καί ήνείχετο τήν ένασχόλη- σιν μέ τήν
κοσμικήν σοφίαν, άλλ’ έφρόνει ότι ή σοφία τοΰ κόσμου άποτελεΐ απλήν
προπαίδειαν καί ότι δέν δύναται νά συμβάλη σπουδαίους είς τήν κατανόησιν
τών θείιον άληθειών. 'Ο Μωυσής έσπούδασεν εις τήν νεανικήν ήλικίαν του,
άλλ’ ή σπουδή του αΰτη δέν άπετέλει άςιό- λογον προσόν διά τήν κατανόησιν
τοϋ Θεοϋ. Καί αύτός ό Παλαμάς ή- σχολήθη μέ τήν φιλοσοφίαν, ίδιους τήν
άριστοτελικήν, καί μόλις δεκα- 1 2
1
.2
.
Φ
Λ
όλ
γ
ω
.
ρ
θ
έ
ε
νο
τλ
οι
γ
ο.
ς
1
,,
91
1. Αυτόθι φ. 55β.
2
. Προς Γρηγοράν Αντιρρητικός Α' (άνέκδοτον έκ Κώό. Αιον. 192, φ. 53α. Οί Λόγοι τοϋ Παλαμ
3. Αύτόθι φ. 54α.
4. ΓΡΗΓ. ΠΑΛΑΜΑ, Κεφάλαια 21.
92
παθείας καί τής παθητικής ζωής, έφρόνει δέ ότι εις τόν παρόντα βίον αρμόζει
μόνον ή παθητική ζιοή, διότι ή άπαθής ούτε δυνατή οΰτε επιθυμητή είναι εις
τόν βίον αύτόν καί ανήκει είς τόν βίον τοϋ μέλλοντος αίώνος Γ
Διά τοΰτο τά θεολογικά προβλήματα έξήταζον οί άντιησυχαστί- κοί άπό
τής θεωρητικής των πλευράς, άποχωρίζοντες ουτω πλήρους τήν θρησκευτικήν
ζωήν άπό τήν θρησκευτικήν γνώσιν. 'Η προσοχή των λοιπόν έστρέφετο πρός
τό πρόβλημα τής νοησιαρχικής γνώσεως τοΰ Θεοΰ. Άλλ’ είς τό πρόβλημα
τοΰτο παρετηρήθησαν καί μεταξύ των δια- φοραί. Ένώ οί έξ αύτών
φιλενωτικοί, ό Γρ. Ακίνδυνος, ό Δ. Κυδώνης καί ό Μ. Καλέκας, ήκολούθουν
καί έπί τοϋ σημείου τούτου τήν διδασκαλίαν τών παλαιοτέρων Σχολαστικών,
ιδίως δέ Θωμά τοΰ Άκινάτου, τοΰ οποίου έργα καί μετέφρασαν δύο έξ αύτών,
ό Βαρλαάμ καί ό Νικηφόρος Γρηγοράς είχον άλλας άντιλήψεις.
'Ο Θωμάς έδέχετο ώς δυνατήν τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ, έστω καί ούχί
τελείαν καί ολοκληρωτικήν, πραγματικήν δέ τήν ύπόστασιν τών είς τόν Θεόν
άποδιδομένων ιδιωμάτων. 'Ο Βαρλαάμ όμιυς άντετίθετο είς τήν διδασκαλίαν
τοΰ Θωμά, πρός άναίρεσιν τής όποιας είχε συντάξει καί ειδικόν σύγγραμμα.
Είς άνέκδοτον εργον τοΰ Παλαμά κατά τοΰ Βαρλαάμ 1 2 διατηρείται γνώμη
τούτου κατά τήν όποιαν «ούκ έστιν άπόδει- ξις έπ’ ούδενός τών θείοιν», καί
άρα ό Θεός είναι όλοτελώς άκατάλη- πτος καί καθ’ έαυτόν καί κατά τά περί
αύτόν. Ό Νικηφόρος Γρηγοράς, υποστηρίζουν τήν ιδίαν γνώμην, κατοχυρώνει
αύτήν μέ τήν θεωρίαν περί ανυπαρξίας καθ’ έαυτά τών ιδιωμάτων τοΰ Θεοΰ
καί περί «όνοματι- σμου». α^κιαι οιονει τινες εισι φύσει των πραγμάτων οα
φωναι. . . ουδέ γάρ φύσει τοΐς πράγμασι τά ονόματα». 'Η πραγματική
ύπόστασις τών ιδιωμάτων θά έσήμαινε κατά τόν Γρηγοράν περιγραφήν καί
περιορισμόν τής άπειρου φύσεως τοΰ Θεοΰ. <(] Ιεριγεγραμμένος τις όρος ού-
σίας καί φύσεως γίνεται τοΰνομα, ή δ’ άπερίγραπτος έκείνη φύσις πε-
ριγραφαΐς ονομάτων δουλεύειν ού δύναται» 3.
Είναι προφανές ότι ένταΰθα υπεισέρχεται ή διδασκαλία τών όνο-
1. Βυζαντινή '
2Ιστορία, Κ. ΣΑΘΑ
. Μεσαιωνική
ΙΙαρά Γν. ΠΑΜΑΜΙΧΑΙΙΛ, Ό "Αγιος Γρηγόριο
βιβλιοθήκη 4, 262 έ.
3
. Λόγ. Θεολογ. 1, 10 καί 12 Πρβλ. καί άνέκδ
93
1.
Επίτο
μος
Διήγη2. Ιίρός Ι'ρηγοράν Αντιρρητικοί 9, ΡΟΓ 151,
σις, 1013.
Κώδ.
Διυν.
192,
φ.
45α.
Είς
τήν
τρίτην
τριάδα
του
Ίπέρ
ήσυχα
94
όμως καίριον σφάλμα είς τήν έκτίμησιν τών γνωμών τούτων. Οί ήσυχασταί
ώμίλουν βεβαίως περί καταλήψεως τοΰ Θεοΰ άλλά πρώτον δέν έταύτιζον αύτήν
μέ τήν πλήρη γνώσιν τοΰ Θεοΰ καί δεύτερον δέν έξελάμ-
β >Λ« \ > ■>(
1
. Τόμος Άγιορειτικός, συνταχθείς ύπό Γρη
2. 'Αγιορεηικός
Τόμος,
3. ΡΟ , 150,
Γ ΡΗΓΟΡΑ
1228.
Ιστορία Βυζαντινή,
ΡΟ 149, 425 έ.
97
'Η Θεσσαλονίκη είναι μία άπό τάς πόλεις πού δέν παρήκμασαν ποτέ.
Έκράτησεν άξιόλογον θέσιν εις τόν πολιτικόν, τόν οικονομικόν καί τόν
πνευματικόν βίον τοϋ τόπου καθ’ όλους τούς αιώνας άπό τής ί- δρύσεώς της
έως σήμερα" κατά περιόδους όμως έ'φθασε καί είς υψηλότερα επίπεδα άκμής.
Τοΰτο συνέβη πρό πάντων κατά τά ειρηνικά χρόνια, πού διεδέχθη- σαν
τάς άτελευτήτους βαρβαρικάς έπιδρομάς καί τούς σκληρούς πολέμους πρός
τούς Βουλγάρους. Αποτέλεσμα τής τότε παρατηρηθείσης άνόδου υπήρξε καί
ό έκ νέου τονισμός τής αύτοτελείας τής πόλεως, τής όποιας άπήλαυε πάντοτε
καί τήν όποιαν σπουδαία έξωτερικά γεγονότα μετέτρεψαν τοόρα είς
άνεξαρτησίαν" οί Φράγκοι ώρισαν τήν πόλιν πρωτεύουσαν βασιλείου, έπειτα
δέ οί "Αγγελοι τήν κατέστησαν πρωτεύουσαν τοϋ δεσποτάτου τής Ηπείρου.
Είχεν ήδη άποκτήσει τήν συνείδησιν μεγαλοπόλεους καί πρωτευού- σης,
συνείδησιν πού έξεφράσθη καί είς τόν τίτλον τοϋ «παναγιωτάτου», τόν όποιον
προσέλαβεν ό άρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Ήτο δέ πλέον τόσον ριζωμένη ή
συναίσθησις τής άνεξαρτησίας, ώστε, καί δταν άνα- κατελήφθη ή πόλις άπό
τούς Βυζαντινούς, εμεινεν αύτόνομος.
*
Διάλες
ις
δοθεϊσ
α είς
τήν
αίθουσ
αν τής
Εταιρε
ίας
Μακεδ
ονικών
Σπουδ
ών τήν
102
'Η γενική άνοδος εξηγεί καί τήν μεγάλην άνθησιν τών γραμμάτων πού
προεκάλει δέος είς τούς τότε λογίους, όπως μαρτυρεί ό Νικόλαος Καβάσιλας
*. Είς δεκάδας άριθμοΰνται οί άξιόλογοι ιστοριογράφοι, φιλόλογοι,
φιλόσοφοι, νομικοί καί πρό πάντο^ν θεολόγοι, οί προερχόμενοι άπό τήν
Θεσσαλονίκην ή ζήσαντες είς αύτήν κατά τούς χρόνους τούτους.
Κάθε Ιξέτασις τής θεολογικής σκέψεως καί κινήσεως είς τήν Θεσ-
σαλονίκην τόν δέκατον τέταρτον αιώνα άοχίζει κατ’ άνάγκην άπό τήν
δραστηριότητα δύο ξένων θεολόγων. Είναι σημεΐον άκμής καί τοΰτο, ότι
δηλαδή συνήρχοντο έδώ λόγιοι άπό τήν Ανατολήν καί τήν Δύσιν, όπως
συνέρρεον είς τάς Αθήνας κατά τούς κλασικούς χρόνους. Πολλοί άπ’ αύτούς
έθεώρουν τήν πόλιν ώς πατρίδα το.ιν, ό δέ Λεόντιος Πιλάτος, "Ελλην άπό τήν
Νότιον Ιταλίαν, πού είχε διαμείνει έπ’ ολίγον εις αυτήν, όταν ηρωτατο περί
της καταγωγής του, απήντα οτι είναι Θεσ- σαλονικεύς. Οί δύο θεολόγοι είναι
πολύ γν(υστοί, ό Βαρλαάμ ό Καλα- βρός καί ό Γρηγόριος ό Παλαμάς,
μοναχοί καί έπειτα έπίσκοποι. Συνε- δέθησαν καί οί δύο στενότατα μέ τήν
πόλιν, τό δέ πρόβλημα πού τούς έχώρισεν έγινε καί αύτό πρόβλημα τής
πόλεως.
'Ο Βαρλαάμ, λεγόμενος άλλως Βερνάρδος, έγεννήθη είς τήν Σε-
μιναρίαν τής Καλαβρίας περί τό 1290. Υπάρχει περί αύτοΰ μαρτυρία ότι
έγνώριζε τά έλληνικά καλύτερα άπό τά λατινικά 1 2, ίσως δέ νά τά έγνώριζε
καλύτερα καί άπό τά ιταλικά. Είναι προφανές ότι κατήγετο άπό τήν ελληνικήν
κοινότητα τής περιοχής έκείνης, ή όποια δέν είχεν ακόμη έκριζιοθή παρά τήν
ροψαϊκήν κατοχήν καί τάς είσβολάς τών Γότθων, τών Άράβο^ν καί τών
Νορμανδών.
Αναφαίνεται κατά τούς χρόνους αύτούς κάποια νέα άναλαμπή τοΰ
έλληνικοΰ πολιτισμού εις τήν Νότιον Ιταλίαν καί τήν Σικελίαν, άναλαμπή, πού
συνεβάδιζε μέ τήν νοσταλγίαν τοΰ συνδέσμου πρός τήν παλαιάν
μητροπολιτικήν χώραν. 'Ο μοναχός Βαρλαάμ ήτο προφανώς ένας άπό τούς
νοσταλγούς καί οχι ύπουλος ούνίτης πού ήθελε νά έξαπατήση τούς
Βυζαντινούς περί τών προθέσεων του. Είς ώριμον ήλικίαν (1326) έπέ- ρασεν
είς τήν ’Άρταν, όπου έφόρεσεν ελληνικήν ένδυμασίαν, καί μέσω Θεσσαλονίκης
έφθασεν είς τήν Κοίνσταντινούπολιν, όπου έγινε δεκτός μέ τιμάς άκόμη καί
άπό τόν αύτοκράτορα Ανδρόνικον τόν Γ'.
'Ο πλούσιος επιστημονικός καταρτισμός του τόν είχε καταστήσει
υπεροπτικόν είς σημεΐον, ώστε νά δυσαρεστήση τούς λογίους τής πρ<:ο-
τευούσης, άπό τούς οποίους ό Νικηφόρος Γρηγοράς τόν προεκάλεσεν
1
.
2
.Έ
γ
κ
Π
ώ
Ε
μ
Τ
ιΡ
ο
Α
ν
Ρ
ε
Χ
ι
Ο
ςΥ
,
103
1.
Βλ.
Ν ΙΚΙ
2. Φ ΙΛΟΘΕΟΥ , Έγκώμ. εις Γρηγ. Παλαμάν, ΡΟ
151, 587.
ΙΦΟΡ
ΟΥ
ΙΙ ΕΥ
ΧΛΕΤ
ΟΥ ,
Περί
φυλα
κής
καρδί
αε,
ΡΟ
147,
945
έέ.
104
που έπεξετείνετο πλέον γενικώς κατά τοΰ ασκητικού βίου. Τότε καί ό
Παλαμάς έπεδόθη εις την σύνταξιν συγγραμμάτων πρός άντίκρουσιν τών
κατηγοριών. Καί οί δύο ήρεύνησαν άποτελεσματικώς τήν ιστορίαν τής
χριστιανικής σκέψεως, διά νά ευρουν τόν κατάλληλον χαρακτηρισμόν τών
άντιπάλων. 'Ο Βαρλαάμ κατηγορεί τούς άγιορείτας μοναχούς διθεΐτας,
εΐδωλολάτρας, μασσαλιανούς καί μανιχαίους, ό Παλαμάς κατηγορεί τούς περί
τόν Βαρλαάμ ώς σαβελλιανούς, άρειανούς, έπικουρείους.
Τέλος ή έρις μετεφέρθη εις εύρύτερον πεδίον διά καταγγελίας τοϋ
Βαρλαάμ πρός τάς άρχάς τής πρωτευούσης. Σύνοδος, συγκληθεΐσα έ- κεΐ τό
1341 πρός έξέτασιν τοΰ θέματος, δέν έλαβεν αποφάσεις έπί τής ούσίας, άλλά
κατέκρινε τόν Βαρλαάμ διά τήν άνακίνησιν δογματικών ζητημάτων έκεΐ πού
δέν υπάρχουν. Ούτος, ένοχληθείς πάλιν άπό την νέαν ήτταν, άπεχοόρησεν είς
τήν Δύσιν καί προσεχώρησεν είς τήν Λατινικήν Εκκλησίαν, γενόμενος δέ
έπίσκοπος 'Ιέρακος, άπέθανε περί
τό 1350.
Τήν ήγεσίαν τής άντιησυχαστικής μερίδος μετά τήν άποχοόρησιν τοΰ
Βαρλαάμ άνέλαβον άλλοι λόγιοι, πρώτον ό Γρηγόριος Ακίνδυνος καί έπειτα ό
Νικηφόρος Γρηγοράς. 'Ο Παλαμάς παρέμεινεν είς τήν ήγεσίαν τής
ήσυχαστικής μερίδος μέχρι τοΰ θανάτου του, συμβάντος τό 1359, άφοΰ έν τώ
μεταξύ άνεδείχθη είς άρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης. 'Η έρις δέν έκόπασε μετά
ταΰτα, άλλ’ ή συνέχειά της ήτο πλέον μειωμένης έντάσειυς. Πάντως αί άπόψεις
τοΰ Παλαμά, έγκριθεΐσαι ύπό άλ- λεπαλλήλων συνόδων, άνεγνιορίσθησαν ώς
σύμφωνοι πρός τήν διδασκαλίαν τής Εκκλησίας καί ό Παλαμάς άνεκηρύχθη
είς άγιον ολίγον μετά τόν θάνατόν του.
' Η ήσυχαστική έρις, ή οποία έθειορήθη άπό μερικούς μέν ώς έν άπό τά
άξιολογούτερα φαινόμενα 6λθ}ν τών εποχών *, άπό άλλους δέ ώς έπεισόδιον
δι’ άνάξιον λόγου ζήτημα 1 2, δέν είναι εΰκολον ν’ άξιολογηθή χίορίς
προσεκτικήν στάθμισιν ίλών τών στοιχείων πού τήν συνέθεσαν καί τών
προσώπιον πού τήν προώθησαν. Παρ’ δλον οτι έγιναν ήδη άξιαι λόγου έπί
μέρους έργασίαι, συνολική θεώρησις τοΰ προβλήματος εμποδίζεται άκόμη
άπό τά πράγματα, άφοΰ και αυτών τών πρωταγιονιστών τά συγγράμματα
παραμένουν κατά το πλεΐστον άνέκδοτα. Είς τοΰτο οφείλονται καί θεμελιώδη
σφάλματα, πού διετιράχθησαν άπό μερικούς έρευνητάς, προσπαθοΰντας νά
εκτιμήσουν τά τής έριδος βάσει άλλων
1. II. Ο ΕΕΖΕΚ ,
2/Ι.ώ’ώ* Λεν ί>ι/ζ.
. Κ. ΕΣΕΕΛΙΓΚ, Βυζάντιον καί βνζ. πολιτισμ
ΚαίαενξβαεΗίνΗίβ,
Μϋηοΐιβη 1897, σ.
1058.
105
Τό εθνικόν θέμα ένεπλάκη επίσης είς τήν έριδα καί ίσως μάλιστα έξ
άρχής. 'Ο Βαρλαάμ βεβαίως είχεν ελληνικήν συνείδησιν καί πιθανούς είς τήν
σκέψιν του άνεδύετο ή ελπίς τής άναβιοϋσεως τής παλαιάς ένδοξου
αυτοκρατορίας, πού θά περιελάμβανε πάλιν καί τήν ’ Ιταλίαν. Οί λόγιοι τής
Ελλάδος τόν έβλεπον ύπόπτως ώς πράκτορα τής Δύσεως
είς τήν καρδίαν τής αυτοκρατορίας, ίσως δέ μέ τό ίδιον βλέμμα εβλε- πον καί
τόν Γρηγόριον Άκίνδυνον, πού ήτο Σλάβος άπό τόν ΓΙρίλαπον 1.
Ώς προς τήν πολιτικοθρησκευτικήν στάσιν τών διανοουμένων τής έποχής
είναι δυνατόν νά διαγράψωμεν τόν εξής κανόνα. Εκείνοι, τών όποιων ή σκέψις
έδεσπόζετο άπό τό πολιτικόν πρόβλημα, ύπερετόνι- ζον τόν έκ μέρους τών
Τούρκων κίνδυνον καί ύπετίμων τόν έκ μέρους τών Λατίνων αύτοί ήσαν
οπαδοί τής ένώσεως μέ τήν Δυτικήν Εκκλησίαν καί άντίπαλοι το>ν
ήσυχαστών. Εκείνοι άντιθέτως, τών οποίων ή σκέψις έδεσπόζετο άπό τό
εκκλησιαστικόν πρόβλημα, ύπερετόνιζον τόν έκ μέρους τής Δύσεο^ς κίνδυνον
καί ύπετίμων τόν έκ μέρους τών Τούρκων αύτοί ήσαν άνθενωτικοί καί φίλοι
τοόν ήσυχαστών. Οί πρώτοι ει- χον συνείδησιν ρωμαϊκήν καί διά τοΰτο
έχρησιμοποίουν συνήθως τό Ονομα «Ρωμαίος»· οί δεύτεροι εΐχον συνείδησιν
ελληνικήν καί συνήθως έχρησιμοποίουν πλέον τό όνομα «“Ελληνες» 1 2.
Μεταξύ τών δύο μερίδων εύρίσκετο ό πολύς λαός, πού έχρησιμοποίει τό
όνομα «Γραικοί».
Οί άντίπαλοι τών ήσυχαστών, άκόμη καί όταν προήρχοντο άπό τάς
τάξεις τών μοναχών, ήσαν άνθρωποι τοΰ κόσμου, άρεσκόμενοι είς τάς
άναστροφάς, τάς δημοσίας εμφανίσεις, τάς διαλέξεις· ή προσοιπική των
δηλαδή προβολή άπετέλει δΓ αύτούς σπουδαΐον μέλημα, έν άντι- θέσει πρός
τούς άσκητικούς μοναχούς, πού έπεδίωκον πλήρη νέκρωσιν τοΰ κοσμικοΰ
φρονήματος. 'Όθεν είναι εύλογον ότι οί διανοούμενοι αύτοί ήσθάνοντο
άποστροφήν πρός τήν ήσυχαστικήν μορφήν τοΰ μοναχικού βίου καί
περιφρόνησιν πρός τούς μοναχούς. “Ηδη άπό τόν ενδέκατον αιώνα ειχον
άναπτυχθή μεταξύ τών ορθολογιστικών κύκλων τών άνα- γεννητών τάσεις
περιφρονήσεως πρός τούς μοναχούς, τούς όποιους ό Μιχαήλ Ώελλος
άποκαλεΐ «καθ’ ήμάς Ναζιραίους»3. Είναι δέ εόκο- λον νά προχωρήσωμεν καί
είς προγενεστέρας έποχάς. ' Η είκονομαχική έρις, πού παρουσιάζει είς πολλά
σημεία άναλογίας μέ τήν ήσυχαστικήν, προήλθεν άπό τήν άντίδρασιν κατά τής
μεγάλης έξαπλιυσειος τοΰ μοναχικού βίου καί κατά τής παραστάσεως τοΰ
Θεοΰ δΓ αισθητών μέσοκν.
'Ο Βαρλαάμ, είχε καί ιδιαιτέρας άφορμάς, διά νά μή έννοή τόν τρόπον
σκέψεως καί ένεργείας τών ήσυχαστών. Άνδρωθείς καί μορφωθείς είς τήν
Δύσιν, έγνώριζε τόν μοναχικόν βίον κατά τόν δυτικόν τύπον. Οί δέ μοναχοί
τής Δύσεως ήσαν τότε, όπως καί άργότερα, σπουδαίοι παράγοντες
ιεραποστολικής παιδείας καί κοινωνικής προνοίας" αύτοι με-
1
2. ΓΡ. Π ΑΛΑΜΑ , Προς Φιλόθ., Κώδ. Ρ&π
.3 Βλ. τήν άντίθεσιν μεταξύ Κυδώνη καί
. Βνζ. ' Ιστορία, Κ. ΣΑΘΑ, Μεσαίων. Βιβλ
107
τέφεραν τόν Χριστιανισμών ε’.ς όλην τήν Βόρειον Ευρώπην, αύτοί άπε-
ψίλοοσαν τούς άγριους δρυμούς, άπεξήραναν τά έλη, συνέπηξαν οικισμούς καί
'ίδρυσαν σχολεία είς τά μέρη εκείνα. Ακριβώς δέ πρός κα- λυτέραν
διεξαγωγήν τού έργου αύτοΰ εις τήν Δύσιν οί μοναχοί ώργανώ- θησαν εις
τάγματα, ένώ είς τόν ανατολικόν τύπον τού μοναχικού βίου επικρατεί ή τάσις
τής κατατμήσεως καί τής άτομικής άσκήσεως. Έλ- θών είς τήν Ελλάδα ό
Βαρλαάμ άπεγοητεύθη, διότι άντί διδασκάλων καί κοινωνικών λειτουργών
συνήντησεν άσκητάς άσχολουμένους σχεδόν αποκλειστικώς με τήν θεωρίαν
καί τήν σο,ιτηρίαν τής ψυχής των. 'ΙΙ μεταρρύθμισις πού είχεν επιφέρει ό
Μέγας Βασίλειος διά τής όργανώ- σεως τών έρημιτόίν καί τών άσκητικών
ομάδων είς φιλαθρωπικάκοινόβια, επηρέασε τήν έξέλιξιν τοϋ μοναχικού βίου
όλιγώτερον είς τήν Ανατολήν παρ’ οσον είς τήν Δύσιν. Ούτως είς
μεταγενεστέρας έποχάς τά μοναστήρια άντί ν’ άσκοΰν φιλανθριοπίαν άποζοΰν
άπό τήν φιλανθρωπίαν. Ο Βαρλαάμ ήγνόει τήν έξέλιξιν αύτήν καί όταν εύρε
τόν μοναχικόν βίον διάφορον άπό 6,τι ύπελόγιζεν, έμεινε κατάπληκτος καί
μετ’ ολίγον έγινεν εχθρός του.
Τό πρόβλημα περί τής πνευματικής αύθεντίας έπηρεάζει μεγάλιος τήν
σκέψιν τών ήσυχαστών καί τών άντιησυχαστικών. Π οΰ ύπάρχει ή αύθεντική
γνώμη περί τής άληθείας, είς τούς πατέρας ή είς τούς φιλοσόφους ; 'Ο
Βαρλαάμ χωρίς νά παραγνωρίζη τήν θέσιν τών εκκλησιαστικών πατέρων
ήσχολείτο πολύ ολίγον μέ αύτούς καί έμείωνε κάπως τήν άξίαν των, τό δέ
δημιουργούμενον διά τής μειώσεως κενόν προσε- πάθει νά πληρούση μέ τήν
λογικήν άνάκρισιν καί τήν αύθεντίαν τών φιλοσόφων. Εάν δέν περάση κανείς
άπό τόν δρόμον τών φιλοσόφων, δέν δύναται νά κοινωνήση μέ τόν Θεόν
«μηδ’ αύτώ τώ Θεώ δύνασθαί τινα συγγενέσθαι, εί μή ταύτην έλθοι προτέραν
τήν οδόν, καί Πυθαγόρα καί ’Λριστοτέλει καί Πλάτωνι συγγενόμενος καί
φύσεως άνάγκας έκεΐθεν καί γενέσεως τών όντιυν καί φθοράς άκολουθίαν
μεμαθηκώς, ούτως έπί τήν κατάληψιν έλθοι τής άληθείας» *. 'Η άγια Γραφή
παρέχει τάς μαρτυρίας τής πίστεως, ένώ ή φιλοσοφία παρέχει τά μέσα
άσκήσειος τής κρίσεως. Άλλ’ ή φιλοσοφία άναφέρεται είς τά κατ’ αϊσθησιν
πράγματα μόνον. Οΰτω ό Θεός κεΐται ύπέρ πάντα συλλογισμόν καί τά
έπιχειρή- ματα τών διισταμένινν θεολόγων έχουν μόνον διαλεκτικήν καί όχι
πραγματικήν άξίαν. Είς τό δόγμα λοιπόν δέν άπέδιδε κυρίαρχον θέσιν καί
παρέβλεπε τάς λεπτάς δογματικάς διαφοράς, πού έχώριζον τάς Εκκλησίας. 1
Επίσης ό Νικηφόρος Γρηγοράς, είς τόν όποιον όλοι άπέδιδον τόν τίτλον
«ό φιλόσοφος», πού τον έγέμιζεν υπερηφάνειαν, έφρόνει ότι αί γνώμαι περί τών
θεολογικών προβλημάτων πρέπει νά μορφώνονται κατόπιν μελέτης όχι μόνον
τής Γραφής καί τών πατέρων, άλλά καί τών φιλοσοφίαν, όπιας είχε κάμει ό
Μωυσής, ό όποιος, πριν προσέλθη «τή θεωρία τοϋ όντος», έσπούδασεν είς τά
κοσμικά σχολεία τής Αίγυπτου 1.
'Ο Γρηγόριος Παλαμάς, άπαντών είς τάς γνώμας αύτάς, έδέχετο ώς
άπαραίτητον τήν έκπαίδευσιν τών νέων καί ήνείχετο τήν ένασχόλη- σιν μέ τήν
κοσμικήν σοφίαν, άλλ’ έφρόνει ότι ή σοφία τοΰ κόσμου αποτελεί απλήν
προπαίδειαν καί ότι δέν δύναται νά συμβάλη αποτελεσματικός είς τήν
κατανόησιν τών θείων αληθειών. Βεβαιώνει δέ ότι καί ό ίδιος ήσχολείτο
άλλοτε μέ τήν φιλοσοφίαν, ιδίως τήν άριστοτελικήν, καί μόλις δεκαεπταετής
κατέπληξε μέ τάς γνώσεις του 1 2 τόν αύτοκρά- τορα καί άλλους έπισήμους είς
δημοσίαν συζήτησιν. Τώρα όμως δέν άποδίδει άξίαν είς τήν σοφίαν εκείνην.
Είναι άκαρπον νά έπιχειρή κανείς νά όμιλήση μέ όπλον μόνην τήν «μάθησιν»,
ό δέ Γρηγορά,ς, «κα- τασαπείς καί καταγηράσας καί κατατριβείς έν τή τών
έ'ξω μαθημάτο^ν μελέτη καί συνεζηκώς τή ματαιοπονία τής άκάρπου
φιλοσοφίας», στερείται τοΰ καταλλήλου καταρτισμοΰ διά τήν έξέτασιν τών
θρησκευτικών προβλημάτων, τό χειρότερον δέ είναι ότι έκυριεύθη ύπ’ αύτής
καί άπέκτησεν υπεροπτικόν φρόνημα3.
Έναντι τής αυθεντίας τής αρχαίας σοφίας ό Παλαμά,ς έτοποθέτει τήν
αύθεντίαν τής 'Αγίας Γραφής καί τών πατέρων, δηλαδή τήν αύθεντίαν τοϋ
Άγιου Πνεύματος. ΓΙόθεν έμάθομεν περί Θεοϋ... Ούκ έκ τής τοϋ Αγίου
Πνεύματος διδασκαλίας;»4. Οί θεολόγοιΐτής έποχής, καί αύτοί οί ύποτιμώντες
τήν άξίαν τής φιλοσοφίας, χρησιμοποιούν έν πολ- λοΐς τάς μεθόδους της καί
είς τά συγγράμματά των προδίδουν τάς φιλο- σοφικάς προτιμήσεις των.
Επειδή είς τήν έξέτασιν τοΰ ήσυχαστικοΰ ζητήματος είσεχώρησαν θεμελιώδεις
παρερμηνείαι ώς πρός τό θέμα τοΰτο, είναι άνάγκη νά λεχθοΰν ώρισμένα
πράγματα.
Πιστεύεται άπό τούς πολλούς ότι ό Βαρλαάμ καί οί οπαδοί του,
έπηρεαζόμενοι άπό τήν Δύσιν, ήσαν άριστοτελικοί, ένώ οί ήσυχασταί ώς
μυστικισταί ήσαν πλατοινικοί. Κατ’ άρχήν δέν είναι ορθόν ν’ άπο- καλοΰμεν
τούς έκκλησιαστικούς συγγραφείς είτε πλατωνικούς είτε ά-
1. Νικ.
2.Γ ΡΗΓΟΡ
ΙΙρος
3.Α , Λόγοι
ΓρηγοραΑύτ.,
θεολ.
ν4.
σ. Γ ΡΗΓ1,.
53-54.
10,
αντιρρητ
Π ΑΛ ΑΜΑ11
κατά Α',
,ικός
τον
Κώδ.
Κεφάλαι
Γρηγόρι
Διον.
α 21.
ον
192, φ.
Νύσσης.
55β.
109
ριστοτελικούς- τό μόνον πού ήμποροϋμεν νά ειπωμεν είναι δτι εις ώρι- σμενας
περιπτώσεις ήκολούθουν μέθοδον πλατωνικήν ή αριστοτελικήν. Είς τήν
περίπτωσίν μας ό Βαρλαάμ άντετίθετο εις τήν σχολαστικήν μέθοδον Χ,
φαίνεται δέ δτι ή άντίθεσίς του αύτή ύπήρξε μία άπό τάς άφορ- μάς, πού τόν
έφεραν είς τήν Ελλάδα- ήθελε νά εύρη τήν ακριβή διδασκαλίαν τοϋ
’Λριστοτέλους, μελετών τά έργα του είς τό πρωτότυπον 1 2. Έπειτα ό
Βαρλαάμ καί ώς παράγων τής Άναγεννήσεως δέν ήτο δυνατόν νά είναι
ακραιφνής άριστοτελικός, διότι ό Αριστοτέλης κατά μίαν άπό τάς ιδιοτροπίας
τής ιστορίας περιεφρονεΐτο είς τούς χρόνους τής άναγεννήσεως.
"Αλλοτε ύπό τών εκκλησιαστικών συγγραφέων προετιμάτο διά τήν
ένισχυτικήν τής χριστιανικής διδασκαλίας μαρτυρίαν του ό Πλάτων, αλλ άπό
τοΰ πέμπτου αίώνος ούτος έθεωρήθη ύποπτος, διότι τότε πλέον ό
νεοπλατωνισμός είχε μεταβληθή είς άντίπαλον θρησκευτικόν σύστημα. Έξ
άλλου τότε κατέστη φανερόν οτι ή άριστοτελική μέθοδος ήτο χρήσιμος διά
τήν συστηματοποίησιν τής χριστιανικής διδασκαλίας. Άπό τοϋ Λεοντίου τοΰ
Μοναχού, τοΰ Αναστασίου τοϋ Σιναίτου καί τοΰ Ίωάννου τοΰ Δαμασκηνού ή
μέθοδος αύτή έλάμβανε διαρκώς σπου- δαι οτέραν θέσιν, μέχρις δτου τόν
δωδέκατον αιώνα έδέσποσεν άπολύ- τιος τής σκέψεως τών δυτικών θεολόγιον.
"Εκτοτε ή φιλοσοφία έτέθη είς τήν υπηρεσίαν τής θεολογίας. Μετά δύο όμως
αιώνας οί έλευθεριά- ζοντες ήθέλησαν ν’ άποσείσουν τόν ζυγόν τής θεολογίας,
πρός τοΰτο δέ δεν ήτο δυνατόν νά χρησιμοποιηθή ό Αριστοτέλης, πού ήτο
πλέον στε- νώς συνδεδεμένος μέ τήν θεολογίαν, άλλ’ ήδύνατο νά
χρησιμοποιηθή ό Πλάτων πού είχε παραμεληθή. Διά τόν λόγον αύτόν ό
Αριστοτέλης, πού έρρεπε πρός τάς λεπτομέρειας καί τήν άνάλυσιν καί
επομένως ήδύνατο νά βοηθήση περισσότερον είς τήν επιστημονικήν έρευναν,
πα- ρεμερίσθη, ένώ ό Πλάτων πού έρρεπε πρός τήν ενότητα καί τήν σύν-
θεσιν καί έπομένως έστερεϊτο κινήτρων πρός επιστημονικήν έρευναν,
παραδόξους έγινε σύμβολον τής Άναγεννήσεοις.
Οί άντιησυχαστικοί Βαρλαάμ, Νικηφόρος Γρηγοράς καί Δημή- τριος
Κυδώνης, ήσαν κατ’ έξοχήν φίλοι τής πλατωνικής φιλοσοφίας χωρίς νά
περιφρονοΰν τήν αριστοτελικήν λογικήν, όπως ήσαν ένωρί- τερα ό Ψελλός καί
άργότερα ό Βησσαρίων καί ό Γεμιστός- ό Γρηγόριος Παλαμάς ήτο φίλος τής
άριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως ήσαν ένοορί-
1. Είχε
συντάξει καί
2. ΝΙΚ. κατά
έργον
ΓΡΗΓΟΡΑ,
του Θωμά
Φλωρέντιος,
*Ακινάτου.
ΡΘ 149, 643
έέ.
110
1. I.
ΚΑΝΓΑΚΟΥΖΙΙΝ
2. ,Ο.Ιστορία
ΟΥ ΤΑΡΒΑΙ,2,
Ι,
ΤΗβεςαΙοπίφιε
39, έκδ.
αιι
Βόννης, σ. 543
ρααίοτζίβηιε
έ.
αίβοΐβ, Ρίΐπκ
1913, σ. 203.
111
1
. Βλ. χ ω ρ ί ο ν τ ο ΰ Παλαμα παρά Γρ. Π Λ Ι Ι Α Μ Ι Χ Α Η Λ , Ό "Αγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς Αρχιεπίσκοπος
2. Θεοφάνης, ΡΟ 150, 937, Κεφάλαια 78, ΡΟ
150, 1176.
112
Διά τής διακρίσεως μεταξύ ούσίας καί ένεργειών τοΰ Θεοΰ δη-
μιουργοΰνται αί προϋποθέσεις πρός κατάληψιν αύτοΰ- ή ούσία είναι α-
κατάληπτος, άλλ’ αί ένέργειαι είναι καταληπταί. Τήν κατάληψιν αύτήν οί
ήσυχασταί δέν στηρίζουν είς τόν άνθρώπινον λόγον, άλλ’ είς άλ- λας δυνάμεις-
«πίστις ήγεΐται τών εύσεβών δογμάτων, ούκ άπόδειξις- έπεται δέ τή πίστει ή
σύνεσις» 3.
Χρειάζεται δέ νά ένισχυθή ή πίστις καί δι’ άλλων μέσων, τής ά- παθείας,
τής προσευχής, τής ήσυχίας, στοιχείου τά όποια περιελάμ- βανε καί ή
παλαιοτέρα άσκητική. Οί καθαροί γνωρίζουν «ίσασιν οί κε- καθαρμένοι τή
καρδία διά τεκμηρίου τής έγγινομένης έν έαυτοΐς νοε-
2
.3
.
’
Ε
Α
π
ύ
ίτ
τ.
ο,
μ
οφ
ς.
Λ
5
113
ράς φωτοφάνειας, δ έστι θεός και οίον φώς έστι, μάλλον δέ πηγή φωτός
νοερού» Ε
Κατέστη ήδη φανερόν δτι ό γνήσιος ήσυχασμός δέν ήτο δ,τι είχε
πληροφορηθή άπό τόν άμαθή μοναχόν ό Βαρλαάμ. 'Η δέ ησυχαστική έρις,
μολονότι ήρχισεν έξ άφορμής τής πληροφορίας έκείνης, άνεφέρε- το είς
καίριον διά τόν χριστιανισμόν πρόβλημα, τό πρόβλημα τής κοινωνίας μέ τόν
Θεόν. Είναι δυνατή ή κοινωνία μέ τόν Θεόν ή όχι; "Αλλοι τήν ήρνοϋντο καί
άλλοι τήν έδέχοντο συμβολικήν. 'Ο Διονύσιος π.χ. τοποΟετών τόν Θεόν είς
τήν μακρυνήν περιοχήν τής άγνωσίας καί τοϋ σκότους έλεγεν δτι μετέχεται
ούτος διά τών «σεβασμίων συμβόλων» 1 2. "Οταν δέ ώμίλει περί ένώσεως μέ
τόν Θεόν, έξελάμβανε ταύτην ώς ά- συνείδητον έν έκστάσει έμπειρίαν. Καί ό
Βαρλαάμ καί ό Ακίνδυνος συμβολικούς έδέχοντο τήν έννοιαν κάθε κοινωνίας
μέ τόν Θεόν, είτε μυστη- ριακής, είτε άλλης. «Συμβολικώς έώρων ή όπωσοΰν
άλλως πνευματικά) τώ είδει» λέγει ό Ακίνδυνος διά τούς αποστόλους είς τό
Θαβώρ 3. Οί ήσυχασταί διά τής διακρίσεως μεταξύ ούσίας καί ένεργείας τοϋ
Θεοϋ καθίστων εΰκολον τήν πραγματικήν κοινωνίαν, χωρίς νά διακινδυ-
νεύσουν τό ύπερβατικόν τοϋ Θεοϋ- ή ουσία τοΰ Θεοΰ είναι απλησίαστος, άλλ’
αί ένέργειαι είναι προσιταί, τό θειον φώς, ή θεία άγαθότης κ.λ.π.
«'Ορας», λέγει, ό Παλαμάς, «άμφότερ’ ήμΐν ύπό τών σεπτών θεολόγων
—αραδεδομένα; Καί ώς άμέθεκτός έστιν ή ουσία τοΰ Θεοΰ καί μεθεκτή πως,
καί κοινωνοΰμεν τής θείας φύσεως καί ού κοινωνοΰμεν». Εις τούς βλέποντας
τά πράγματα μέ ευσεβή διάθεσιν ή άντίθεσις μεταβάλλεται είς συμφωνίαν καί
ή άντινομία γίνεται κριτήριον άληθείας 4.
'Η κοινωνία φέρει κατά τούς ήσυχαστάς τήν θέωσιν πάντως δμως ούτοι
έσημείωνον μέ πολλήν προσοχήν δτι όμιλοΰντες περί θεώσεως τών πιστών δέν
έννοοΰν μέθεξιν τής θείας ούσίας, άλλά μέθεξιν τών θείων ένερ- γειών «'Όλως
διόλου γινόμεθα θεοί χωρίς τής κατ’ ούσίαν ταυτότη- τος» 5 6. 'Η θέωσις
δηλαδή γεννά κατά τήν έννοιαν ταύτην «ύφειμένην», δευτερεύουσαν θεότητα,
ώς δώρον τής ύπερκειμένης ούσίας τοΰ Θεοΰ °. Δηλαδή ό Παλαμάς καί οί
ήσυχασταί δέν ένδιεφέροντο διά τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ ύπό νοησιαρχικήν
έννοιαν, δπως παρεξηγοΰντες ίσχυρίζοντο οί
1
. ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ, Πρός ’Ακίνδυνον, .1. ΜΕΥΕΝΟΟΚΡΓ, Θεολογία 26 (1955) 87.
2. Έκκληα. 'Ιεραρχία 3, 3, ΡΟ 3, 437.
3. Κατά Παλαμά Β', άνέκδ. Μοη&ο. ΟΓ. 223, φ. 107.
4. Θεοφάνης, ΡΟ 150, 932.
5. Θεοφάνης, ΡΟ 150, 936.
6. Πρός Άκίνδυνον, 1. ΜΕΥΕΝΟΟΚΡΡ, Θεολογία 24
(1953) 577. 8
114
άντίπαλοι των καί ισχυρίζονται μερικοί άπό τούς σημερινούς έρευνητάς, άλλά
διά τήν κοινωνίαν μέ τόν Θεόν καί τήν έν αύτώ ζωήν. Διά τοΰτο υπήρξαν καί
όρθοδοξότεροι.
Τό πρόβλημα τοΰ ήσυχασμοΰ άπησχόλησε πολύ τούς Θεσσαλονι- κεΐς
θεολόγους τής εποχής. 'Ως Θεσσαλονικεύς δύναται νά θεωρηθή καί ό
Γρηγόριος Ακίνδυνος, πού συνέχισε τόν άντιπαλαμικόν άγώνα μετά τήν
άναχώρησιν τοΰ Βαρλαάμ. Κατήγετο άπό τόν Πρίλαπον, άπ’ όπου έδιώχθη,
δπως ισχυρίζεται ό ίδιος 1. Έμορφώθη είς τήν Θεσσαλονίκην, όπου καί
διέμεινεν, άφοΰ προσπάθεια, του νά είσέλθη σέ όποια- δήποτε μοναχικήν
κοινότητα τοΰ άγιου "Ορους δέν έγινε δεκτή. 'Ο πατριάρχης Ιωάννης
Καλέκας έπεχείρησε νά τόν άναδείξη είς επίσκοπον, άλλ’ άπέτυχεν" ό
Ακίνδυνος είχε τήν συνήθη μοίραν τών μετριοπαθών, πού συντρίβονται μεταξύ
δύο άκρων. Είς μέν τό θεολογικόν πρόβλημα περί τής γνώσεως τοΰ Θεοΰ
ήκολούθει τόν Βαρλαάμ, είς δέ τό άσκητι- κόν πρόβλημα περί τής νοεράς
προσευχής ήκολούθει τόν Παλαμάν, διά τοΰτο έπολεμήθη καί άπό τούς δύο,
άπέθανε δέ εξόριστος.
Οί νεώτεροι θεολόγοι έδωσαν είς τάς συζητήσεις ήπιώτερον τόνον άντί
τής όξύτητος, πού διέκρινε τούς πρώτους καί ξένους άντιπάλους. Π.χ. ό
Δημήτριος Κυδώνης καί ό Ισίδωρος Γλαβάς, άρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης,
επικρίνουν μέν τάς άντιλήψεις άλλήλων δι’ έπιστολών, καί τοΰτο μάλιστα μέ
πολλήν διακριτικότητα, άλλ’ ευρίσκουν συγχρόνως καί λόγους φιλόφρονας διά
ν’ άνακηρύξουν 6 ένας τάς έπιστολάς τοΰ άλλου κομψοτέρας 1 2.
Άπό τούς θεολόγους αύτούς οί άδελφοί Δημήτριος καί Πρόχορος
Κυδώνης ύπήρξαν ένθερμοι ύποστηρικταί τών γνωμοίν Βαρλαάμ. 'Ο
Πρόχορος κατεδικάσθη διά τοΰτο άπό σύνοδον είς τήν Κωνσταντινού- πολιν.
Πολύν ζήλον υπέρ τών άπόψεων τών ήσυχαστών έπέδειξεν ό Φιλόθεος ό
Κόκκινος, μοναχός είς τό άγιον "Ορος καί άργότερα πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως. "Εγραψε δηκτικά έργα κατά τών άντιπάλων τοϋ
ήσυχασμοΰ καί έγκώμιον είς τόν Γρηγόριον Παλαμάν. Έπί τής πατριαρχίας
του δέ καθιερώθη ό έορτασμός τής μνήμης τοΰ Παλαμά. Τόν Παλαμάν
διεδέχθη είς τήν έδραν τής Θεσσαλονίκης ό εντόπιος Νείλος Καβάσιλας,
διακριθείς είς τήν συγγραφήν έργων κατά τών Λατίνων καί τών
άντιησυχαστικών θεολόγων. Διά τάς ομιλίας του είναι γνωστός
1. Κατά ΓΙαλαμά
Β',
2 Μοπαο. ΟΓ.
. 223,Β.66β.
Λ Α Ο Υ Ρ Δ Α , Ισίδωρον άρχιεπιακόπο
115
καί ένας άλλος, φίλος καί διάδοχος τοϋ Παλαμά, ό Ίσίδοιρος Γλαβάς, πού
άνεφέρθη άνωτέρω.
Δύο άλλοι άξιόλογοι διανοούμενοι της Θεσσαλονίκης, ό νομικός
Κωνσταντίνος Άρμενόπουλος καί ύ φιλόλογος Θωμδίς Μάγιστρος, ά-
σχοληθέντες καί μέ θεολογικά προβλήματα, δέν παρέμειναν μέν αδιάφοροι
εις τάς φλεγούσας έκείνας συζητήσεις, άλλ’ έτήρησαν δυσμενή στάσιν έναντι
καί τών δύο μερίδων. 'Ο Ακίνδυνος χαρακτηρίζει τόν Άρμενόπουλον ώς
«άσυλλόγιστον» καί λέγει «έαυτόν άμφοτέρων έκ- στήσας, άμφοτέρους ομοίως
έγκαλεΐ» 1. 'Ο ίδιος παραπονεΐται πρός τόν Μάγιστρον, διότι, ένώ άλλοτε
άπέδειξε τήν πλάνην τού Παλαμά, τώρα έσίγησεν 1 2.
Επειδή τά δρια μιας διαλέξεως δέν έπιτρέπουν λεπτομερεστέραν
έξέτασιν τής προσφοράς όλων τών Θεσσαλονικέων θεολόγων τοϋ ύπ’ όψιν
αίώνος, έκλέγομεν δι’ έξέτασιν τούς δύο κυριωτέρους καί άντιπρο-
σωπευτικωτέρους έξ αύτών. Διακρίνονται καί οί δύο διά τήν διαύγειαν τής
σκέψεως καί τήν χάριν τοϋ λόγου. Είς τήν μετριοπάθειαν πού δεικνύουν καί οί
δύο θά ίδωμεν πώς ή διαφορά νοοτροπίας έδημιούργει αντιθέσεις είς τάς
θεολογικάς άντιλήψεις.
'Ο Δημήτριος Κυδώνης, γεννηθείς περί τό 1324 είς τήν Θεσσαλονίκην,
έτυχε λαμπράς έκπαιδεύσεως. "Ητο άπό τούς λογίους πού έπό- νεσαν διά τάς
σφαγάς κατά τάς ταραχάς τοΰ ] 345, διά τάς όποιας καί συνέθεσε μονωδίαν.
Αργότερα προσελήφθη ώς ύπουργός άπό τόν αύ- τοκράτορα Ίωάννην
Καντακουζηνόν, άλλοτε οπαδόν τής Άναγεννήσεως καί ύποστηρικτήν τοϋ
Βαρλαάμ, άργότερα δέ φίλον τοΰ Παλαμά- άλλ’ αί πολιτικαί ένασχολήσεις
δέν τόν ήμπόδισαν ν’ άσχολήται καρποφόρως καί μέ τήν θεολογίαν.
Τό δοκίμιόν του Περί θανάτου είναι άξιον πολλής προσοχής. Τόν
θάνατον, λέγει, τόν θεοιροΰν όλοι ώς τό χειρότερον κακόν, τόν μισούν καί τόν
τρέμουν. 'Ο φόβος όμως δέν προέρχεται άπό τόν θάνατον καθ’ εαυτόν, άλλ’
άπό τήν συνείδησιν. Έάν κανείς τακτοποιήση τάς σκέψεις του καί ρυθμίση τήν
διαγωγήν του κατά τούς κανόνας τής ήθικής άρ- μονίας, θά εύρη τήν ψυχήν
του άθάνατον, τότε δέ όχι μόνον δέν θά φο- βήται τόν θάνατον, άλλ’
άντιθέτως, όταν πλησιάζη, θά τόν άνεχθή καί θά εύχεται νά τοΰ τόν στείλη ό
Θεός, διά νά μεταβή εις καλύτερον στά-
1.
2. Περ
Βλ.
ί
Β.
3. τοϋ
κατ!αφ
ΤΑΤΑΚΙ
4. Σνμ
ρυνεΐν
5, περί
β. Σα
Αυτ
τον
ρΗίΙοε
Κα).).ι
όθι
θανάτο
ορΚύ:
πόλεως
154,
υ ΡΟ
,Βι/ζαη
1033. 22,
ΡΟ
ΐίηε,
154,
154,
Ρ&Π8
1017.
1205 έ.
1949,
σ. 269.
117
πρόμαχος είς τήν Δύσιν, έστειλεν αύτούς ύπερασπιστάς είς τήν Ασίαν. Κατά
τά άλλα, προσθέτει, άποτελοΰμεν έ'να δήμον, μίαν πόλιν κατά τό σχήμα
μητροπόλεως (Ρώμης) καί αποικίας (Κωνσταντινουπόλεως) 1. Ούτως άναζή ή
θεωρία μερικών παλαιοτέρων λογίων καί πολιτικών περί τής ρωμαϊκής
προελεύσεως τών κατοίκων τής αύτοκρατορίας. 'ΙΙ άνασύνδεσις θά έφερε τήν
σωτηρίαν, διότι θά έπραγματοποιεΐτο εν παλαιόν λόγιον «ήν τι λόγιον έκ τοΰ
πέλαγους καί τών ’Άλπεων ήξεον τούς τή πόλει καί ήμΐν άμυνοΰντας» 1 2.
Ταΰτα μάς υπενθυμίζουν τόν Μόσχο- βον τής μεταγενεστέρας εποχής καί
ολίγον τάς προστάτιδας δυνάμεις. Άφ’ δτου οί Τούρκοι ήρχισαν νά
επηρεάζουν τά πράγματα τής ελληνικής αύτοκρατορίας, ή αύτοτέλεια τής
πολιτικής της έπαυσεν έδημιουρ- γήθησαν δύο κόμματα, εν δυτικόφιλον καί
άλλο άνατολικόφιλον, άπό τήν κατάστασιν δέ αύτήν τής μειονεξίας δέν
κατώρθιοσε ν’ άπαλλαγή ό Ελληνισμός ούτε καί σήμερα.
Ανάλογα μέ τάς πολιτικάς προτιμήσεις τοΰ Κυδώνη ήσαν καί τά ταξίδιά
του. Έπεσκέφθη τό Μιλάνον καί άπέθανεν είς τήν ένετοκρα- τουμένην Κρήτην
(1397 ή 1398).
'Ο Νικόλαος Καβάσιλας ήτο σχεδόν σύγχρονος τοΰ Κυδώνη. Έ-
γεννήθη εις τήν Θεσσαλονίκην περί τό 1320. "Εφηβος ακόμη μετέβη πρός
διεύρυνσιν τής μορφώσεώς του είς τήν Κωνσταντινούπολή. 'Ο πατήρ του
παρηκολούθει μέ προσοχήν τά τής προοόδου του καί έζήτει διαρκώς
έπιστολάς, εκείνος δμως καθυστέρει τήν άλληλογραφίαν, προ- φασιζόμενος,
δπως κάμνουν οί φοιτηταί δλων τών εποχών, τόν φόρτον τών μαθημάτων 3.
Είς τάς σπουδάς του περιέλαβε τήν ρητορικήν, τάς φυσικάς έπιστήμας καί τήν
θεολογίαν. Τό 1345 ό Καβάσιλας, πού άνή- κεν όπως ό Κυδώνης είς τήν τάξιν
τών εύγενών, μ,όλις κατώρθωσε νά διασωθή άπό τήν σφαγήν. Έπ’ εύκαιρία τών
ταραχών συνέταξε Προσευχήν εις τόν Σωτήρα, μέ τήν όποιαν παρακαλεϊ τόν
Κύριον νά λυπηθή τούς κόπους, τούς ιδρώτας, τάς σφαγάς καί τά αίματα, πού
έχύθησαν διά τό όνομά του 4. "Εκτοτε εύρέθη καί αύτός κατά κάποιον
τρόπον εις τήν υπηρεσίαν τοΰ Καντακουζηνοΰ, άπό τόν όποιον μάλιστα
έστάλη νά μεταστρέψη τόν Νικηφόρον Γρηγοοάν υπέρ τών ήσυχαστικών
άντιλή- ψεων άπέτυχεν δμως είς τήν αποστολήν. "Οταν έκαμε νύξιν περί άπει-
1
2.
.
3
.Γ
Ε Ρ
π
Ρ Η
ιΓ
Ο
σΟ
τΡ
1
οΑ
5
λ,
0
,ή
Β
3ν
4
,ζ
9
3.
.Κ
119
ώόίνει τόν εσωτερικόν άνθρωπον, ώστε ούτος πλάσσεται καί μορφώνεται εδώ,
άλλά γεννάται εις τόν μέλλοντα κόσμον. Τοΰτο πάντως δέν είναι απλή
προετοιμασία ζωής, είναι ήδη ζωή 1. Τήν ζωήν παρέχει ό Θεός διά τών
μυστηρίων τοΰ βαπτίσματος ώς άρχής, τοΰ χρίσματος ώς μέσου καί τής θείας
εύχαριστίας ώς πέρατος, καί τήν συντηρεί ό άνθρωπος" «επεί δέ τό μέν
συστήσαι τήν ζωήν ές ά,ρχής τής τοΰ Σωτήρος χει- ρός έξήρτηται μόνης, τό
γε μήν φυλάξαι παγεϊσαν καί μεΐναι ζώντας καί τής ήμετέρας έργον σπουδής»1
2. Πρός τοΰτο ά.παιτεΐται άγών άποφυγή τών ματαίων, λογισμός, μελέτη,
προσευχή, μετοχή εις τάς τελε- τάς, έρως τοΰ Χριστού καί τής άρετής. Ταΰτα
είναι δυνατόν νά έπιτε- λεσθοΰν εις όποιασδήποτε συνθήκας βίου καί αν
εύρίσκεται ό χριστιανός, όχι δέ κατ’ άνάγκην είς τήν έρημίαν. Είς τό σημεΐον
αυτό ό Καβάσιλας έρχεται είς κάποιαν άντίθεσιν πρός τούς ήσυχαστάς, καθ’
όσον αναζητεί τήν πνευματικήν δύναμιν είς τόν έσω άνθρωπον καί παραβλέπει
τά αυστηρά τεχνικά μέσα άσκήσεως· ή τελείωσις επιτυγχάνεται μέ ίσην
τουλάχιστον ευκολίαν καί εις τήν κοινωνίαν.
'Ο καρπός τής ζωής χαρακτηρίζεται άπό μίαν αντινομίαν, όπως συνήθως
συμβαίνει μέ τήν θρησκευτικήν έμπειρίαν είναι άφ’ ενός μέν λύπη,
συνοδευομένη άπό πόνον καί δάκρυα διά τά πλημμελήματα3, άφ’ έτέρου δέ
χαρά διά τά παρόντα καί τά έλπιζόμενα άγαθά 4. 'Η διά- θεσις τοΰ χριστιανοΰ
καθορίζεται άπό τήν μετοχήν τοΰ άγαθοΰ" «Χαί- ρειν ανάγκη τόν εραστήν» 5.
'ΙΙ δέ ήδονή αύτή δέν είναι εγωιστικόν αίσθημα, καθ’ όσον συνοδεύεται άπό
τήν άγάπην. Ζωή είναι ή κινοΰσα τά ζώντα δύναμις" ζωή τοΰ άνθρώπου είναι ή
άγάπη τοΰ Θεοΰ" «'Όθεν ούκ άν άμάρτοι ζο)ήν αύτήν προσειπών καί γάρ
ένωσίς έστι πρός Θεόν, τοΰτο δέ ζωή, καθάπερ θάνατον ίσμεν τόν άπό Θεοΰ
χωρισμόν» 6.
Μέ τον Νικόλαον Καβάσιλαν, άποθανόντα περί τό 1390, καί τόν
Δημήτριον Κυδώνην δέν έσβησεν είς τήν Θεσσαλονίκην ή ακμαία θεο- λογική
σκέψις, άλλά δέν έπρόκειτο νά συνεχισθή έπί πολύ άκόμη. Τοΰ τελευταίου
θεολόγου τής Θεσσαλονίκης, τοΰ άρχιεπισκόπου Συμεών, τό τέλος συμπίπτει
μέ τό τέλος τοΰ έλευθέρου βίου τής πόλεως.
1
.2
.3
Ρ
.
4
Ο
.Ρ
5
Ο
.Ρ
6
1
Ο
.Ρ
5
1
Ο
Ρ
0
5
1
Ο
Ρ
,Ο
0
5
1
,
0
5
1
4
,
0
5
1
9
,6
0
5
4
,6
0
0
8
,7
έ
9
0
7
έ.
4
0
7
.
5
2
Ο ΓΡΗΓ0ΡΙ02 Ο ΙΙΑΛΑΜΑΧ
1959 *
ΗΙανηγυρικός εκφωνηθείς τήν 15ην Νοεμβρίου 1959 έπί τή 600ετηρίδι Γρηγο- ρίου
τού Παλαμά, έν τή μεγάλη αιθούση των τελετών τοϋ ’Λριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης. Έδημοσιεύθη εις τόν Γρηγόριον ΙΙαλαμάν 43 (1960).
1. ΦΙΛΟΘΕΟΥ, Έγκώμιον εις Γρηγόριον, ΡΟ 151, 553. ΚΑΝΤΛΚΟΥΖΗΝΟΥ, 'Ιστορία, 2,
39, εκδ. Βόννης, 1828 έέ. I, 545,
124
1. Φ ΙΛΟΘΕΟΥ , Έγκώμιον, ΡΟ
151, 555.
2
. Κ. Δ ΥΟΒΟΥΠΙΙΙΤΟΥ , «Τό έτος τοϋ θανάτου Γρηγορίου τοϋ Παλ
3
. «ΆααΟής καί άπαίδευτος», Β ΛΡΛΑΛΜ , Έπιατ. Α' πρός ΙΙαλιχμάν
125
άσκητήν Νικόδημον, έπειτα εις τό κοινόβιον τής Λαύρας και τέλος εις τήν
Γλωσσίαν.
Τό 1325, άναγκασθείς μαζί μέ πολλούς άλλους έρημίτας νά έγκατα
λείψη τό ’Όρος μέ σκοπόν νά μεταβή εις Ιεροσόλυμα, δέν έπροχώρη- σε
πέραν τής Θεσσαλονίκης. Ώς αιτία τής άποχο^ρήσεως άπό τό ’Όρος
άναφέρονται αί έπιδρομαί των Τούρκων πού είχαν καταστή πλέον τήν έποχήν
αύτήν συχνότεραι καί άγριώτεραι, άλλ’ ύπό των κατόπιν άντι- πάλων τοϋ
ΙΙαλαμά ανευρίσκονται άλλοι λόγοι καί συγκεκριμένους ό φόβος των
έρημιτοόν μήπιυς κατακριθοΰν ώς οπαδοί των Μασσαλιανών Ε Τό όνομα
τοϋτο δίδεται άπό τούς "Ελληνας συγγραφείς εις τούς Βογο- μίλους, τούς
δυαρχικούς αιρετικούς, οί όποιοι, έχοντες ώς εστίαν τήν Βουλγαρίαν, είχον
επεκτείνει τήν επιρροήν των εις τά μοναστήρια τής Κωνσταντινουπόλεως, τής
Θράκης καί τής Μακεδονίας. 'Η έπίδρασις ήτο εύκολος, δεδομένου ότι οί
έρημΐται κατ’ άνάγκην παρημέλουν τά έξωτερικά μέσα τής λατρείας καί
έδιδον κυρίαρχον θέσιν εις τήν προσευχήν αύτό δέ άκριβώς είναι τό κύριον
γνώρισμα τών Μασσαλιανών. Ό Παλαμάς κατηγορήθη ότι εις τήν
Θεσσαλονίκην ήλθεν εις επαφήν μέ τούς Βογομίλους 1 2, ένώ ό φίλος του
Φιλόθεος φροντίζει ν’ άναιρέση τήν κατηγορίαν κατά τρόπον μή
έπιδεχόμενον άμφισβήτησιν, σημειώ- νων ότι άπό τά πρώτα βήματά του εις
τον μοναχικόν βίον, δηλαδή άπό τόν χρόνον τής παραμονής του εις τό
Παπίκιον, ήλθεν εις σύγκρουσιν μέ τούς Βογομίλους καί ήπειλήθη ή ζωή του
ΰπ’ αύτών3. Είναι πάντως βέβαιον ότι ή σημειιυθεΐσα τότε προσέγγισις
ώδήγησεν εις τήν ά- πορρόφησιν τοϋ κυρίου όγκου τών Βογομίλων.
Τό επόμενον έτος, άφοϋ ήδη εγινεν ίερεύς, άνεχώρησεν, άκολου-
θούμενος άπό δέκα μοναχούς εις Βέροιαν, όπου παρέμεινεν έπί πενταετίαν.
Διήρχετο τάς πέντε ήμέρας τής έβδομάδος εις πλήρη μόνωσιν ά-
σχολούμενος μέ τήν άδιάλειπτον προσευχήν τοϋ νοΰ, κατά Σάββατον δέ καί
Κυριακήν ένεφανίζετο διά νά μετάσχη τών μυστηρίων. Διέκοψε τήν μόνωσιν
κατόπιν είδήσεως περί τοϋ θανάτου τής μητρός του διά νά μεταβή εις τήν
Κωνσταντινούπολή καί παραλαβή τάς δύο άδελφάς του, άπό τάς οποίας
μάλιστα ή Έπίχαρις άπέθανε μετ’ ολίγον.
Νέα επιδρομή, τών Σέρβο^ν αύτήν τήν φοράν, άπεμάκρυνε τούς έ-
ρημίτας καί άπό τήν Βέροιαν. 'Ο Γρηγόριος έπιστρέψας εις τό άγιον ’Όρος
έζησεν εις τό ήσυχαστήριον τοϋ αγίου Σάββα, καί άπό τόν πρώ-
1.
2. Γ
3.
ΡΗΓΑΟ
Ρ Α ,Φ
ΚΙΝΔ
Ιστορ
ΙΥΝΟ
ΛΟΘ
ία,Ο Υ ,
Υ
Κ
14, 7,
Έγκώ
Έπιπ
έκ8.
τολαί,
μιον,
Βόνν
Κώδ.
ΡΟ
ης, σ.
Μοη.
151,
719.
562.
Οι -.
155,
φ.
72.
τον του ’Όρους ώρίσθη ηγούμενος τής μονής Έσφιγμένου, άλλα λόγω τών
αυστηρών μεταρρυθμιστικών έπιδιώξεών του δεν έγινεν εύμενώς δεκτός άπό
τούς διακοσίους κακό μαθημένους μοναχούς.
Όλίγον πρό τής εποχής αυτής, περί τό 1330, ήλθεν εις τήν Ελλάδα άπό
τήν Καλαβρίαν ό φιλόσοφος μοναχός Βαρλαάμ. Άνήκεν εις τήν έλληνικήν
εθνικήν κοινότητα τής Νοτίου Ιταλίας, ή οποία έξηκο- λούθει νά ύφίσταται
παρά τάς πολιτικάς περιπετείας τής περιοχής, καί είχε μορφωθή έλληνικώς.
’Ήθελε τούρα νά γνωρίση τήν πατρίδα τών προγόνων του, εις τήν όποιαν είχαν
ζήσει οί ύπ’ αύτοΰ θαυμαζόμενοι φιλόσοφοι Πλάτων καί Αριστοτέλης καί εις
τήν όποιαν έζιον οί ομόδοξοι του. ΊΙσθάνετο πολλήν εθνικήν υπερηφάνειαν
καί έφαντάζετο πιθανώς εύκολον τήν άναβίωσιν τής παλαιάς αίγλης τοϋ
Βυζαντίου καί τήν ολοκληρωτικήν άναγέννησιν τών γραμμάτοιν καί τών
έπιστημών, εις τήν όποιαν ό ίδιος θά ήτο πρωταγωνιστής.
'Ο μέγας δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός, προστάτης τής
Αναγεννήσεως εις τό Βυζάντιον τότε, ΰπεστήριξε τόν νεοελθόντα καί τοϋ
εδωσε καθηγητικήν θέσιν εις τό πανεπιστήμιον τής Κωνσταντινουπόλεως. Αί
διαλέξεις του έπί θεμάτων φιλοσοφικών, θεολογικών καί φυσικών προεκάλουν
βαθυτάτην έντύπωσιν, τά δέ συγγράμματά του εύ- ρον εΰρεΐαν κυκλοφορίαν.
'Η επιτυχία έκέντρισε τήν τάσιν του πρός οϊη- σιν καί του έξέθρεψε τό πάθος
νά έξευτελίζη κάθε ομότεχνον. 'Ομολο- γοΰν τοΰτο άκόμη καί οί φίλοι του.
«'Ότε γάρ, τοϋ λέγει ό Ακίνδυνος, πρώτον έλθών εις τήν μεγάλην πόλιν, πάντα
μέν έσπούδακας κενήν άπά- σης παιδεύσεως άποδεϊξαι τήν πόλιν» Χ. Ποιος
γνωρίζει ποιας άπογοη- τεύσεις είχε δοκιμάσει άλλοτε εις τήν πατρίδα του καί
ήρχετο έδώ νά ίκανοποιήση τήν τρωθεΐσαν φιλοδοξίαν του άναζητών δύναμιν
καί δόξαν ; Κατάντημα πάντως τής διαγωγής του ήτο ότι εντός ολίγου χρόνου
έκαμεν εχθρούς τούς διασημοτέρους λογίους τοϋ Βυζαντίου, μεταξύ τών
όποιων προεξήρχεν ό Νικηφόρος Γρηγοράς, διά τοΰτο δέ τό έκεΐ κλίμα
εγινεν άφόρητον δι’ αυτόν καί ήναγκάσθη νά έγκατασταθή εις τήν Θεσ-
σαλονίκην.
Τούς δύο πνευματικούς άνδρας, τόν Παλαμάν καί τόν Βαρλαάμ, έφεραν
εις πρώτην έπαφήν αί συζητήσεις πού έπραγματοποιήθησαν έπι τής βασιλείας
Άνδονίκου τοΰ Γ' μέ σκοπόν τήν ένωσιν τών Εκκλησιών τά έτη 1333 καί 1334.
Καί οί δύο συνέταξαν έργα πολεμικά κατά τών Ρωμαίων, άλλ’ έκαστος έξεκίνει
άπό διαφορετικήν άφετηρίαν. Ό Βαρ- 1
λαάμ έθεώρει ώς άνευ έννοιας τήν άπαίτησιν τών Λατίνων, ότι τό "Αγιον
Πνεύμα εκπορεύεται καί εκ τοΰ Υίοΰ, άφοΰ ό Θεός κατά τούς λόγους καί
άλλων καί τοΰ γράψαντος μέ τό όνομα τοΰ Διονυσίου είναι ά- κατάληπτος.
'Ο Παλαμάς τήν ιδίαν εποχήν έγραψε τούς Λόγους Αποδεικτικούς περ'ι
τής έκπορεύσεως τοϋ Άγιον Πνεύματος, τών οποίων καί μόνος ό τίτλος δεικνύει
τήν άντίθεσιν πρός τήν κατεύθυνσιν τοϋ Βαρλαάμ. "Εναντι τοϋ αγνωστικισμού
εκείνου, αύτός ώμίλει περί «άποδεικτικοΰ» λόγου. Ήτο φυσικόν νά ελθη εις
σύγκρουσιν μέ τόν Βαρλαάμ, ό όποιος εις μίαν στιγμήν εγωιστικής έκρήξεως
είπε τό χαρακτηριστικόν- «ταπεινώσω τόν άνθριοπον» 1.
Τήν θεολογικήν άντίθεσιν έπέτεινεν έντός ολίγου και νέα διαφορά, ώς
πρός τήν ασκητικήν μέθοδον τώρα. 'Ο Βαρλαάμ έ'μαθεν άπό άφελή μοναχόν
περί τής ψυχοσωματικής τεχνικής προσευχής πού ήκολούθουν οί ήσυχασταί
μοναχοί. Τοποθετούμενοι ούτοι εις χαμηλόν κάθισμα έπί ώρας καί
στηρίζοντες τόν πώγωνα εις τό στήθος, προέφεραν ένδομύ- χιυς καί εις
κατάστασιν άπολύτου ήσυχίας τήν «προσευχήν τοΰ Ίησοΰ»- ούτως έβλεπαν τό
θειον φώς 1 2. 'Ο Καλαβρός επηρεασμένος άπό τήν πλατωνικήν καί
νεοπλατωνικήν ιδεοκρατίαν ήδυνάτει νά δεχθή μετοχήν τοϋ σώματος εις τήν
προσευχήν ή εις οίανδήποτε άλλην πνευματικήν έκ- δήλωσιν- ώνόμασε δέ
τούς ήσυχαστάς όμφαλοψύχους3 καί ένήογησε σκληράν έπίθεσιν εναντίον των.
Ενώπιον τής συνόδου τής Κωνσταντινουπόλεως προέβη εις επίσημον
καταγγελίαν, άλλ’ έλαβεν άπό τόν ά- διάφορον εις τά θεολογικά προβλήματα
πατριάρχην ’Ι^άννην Καλέκαν τήν εντολήν νά παύση άνακινών τέτοια
ζητήματα.
Παρά ταΰτα καί παρά τάς μεσολαβητικάς προσπάθειας τών Ά- κινδύνου
ή Ιρις συνεχίσθη εις τήν Θεσσαλονίκην έπί μακρόν. 'Τπερα- σπιστής τών
μοναχικών άπόψεων ένεφανίσθη τέλος ό Γρηγόριος, ό όποιος έγκατασταθείς
εϊς τήν πόλιν παρέμεινεν εις αύτήν έπί τριετίαν γράφων καί όμιλών. Εις τά
έννέα βιβλία Ύπερ τών ιερώς ήσυχαζόν- των διετύπωσε τάς παρατηρήσεις του ώς
πρός τήν πνευματικήν τελείω-
1. ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, Έπιστολαί,
Κώδ.
2 Α Ι Ϊ Ι Θ Γ 0 5 . 29, φ. 67β.
. Περί τής μεθόδου βλ. Ν ΙΚΗΦΟΡΟΥ ΙΙ ΣΥΧΑΣΤΟΥ , Περί
σιν. Επίμονος προσπάθεια τών αρχών τής πόλεως να φέρουν ήρεμίαν άπέτυχε,
παρ’ δλον οτι εις μεγάλην σύναξιν ό Βαρλαάμ ύπεσχέθη όχι μόνον νά
διακόψη τόν πόλεμον άλλά καί ν’ άπαλείψη άπό τά παλαιά κείμενα τάς
κατηγορίας. Ό Βαρλαάμ, ευερέθιστος δπως ήτο πάντοτε, παρά τάς
υποσχέσεις συνέταξε νέον σύγγραμμα, τό Κατά Μααααλιανών, εις τόν όποιον
έπετίθετο προσοϋπικώς πλέον κατά τοΰ Γρηγορίου.
Τότε καί οί δύο άνδρες μετέβησαν εις τήν Κωνσταντινούπολή διά νά
φέρουν τήν ύπόθεσίν των εις τήν κρίσιν αρμοδίων αρχών. Σύνοδος,
συγκροτηθείσα τό 1341, κατεδίκασε τήν θέσιν τού Βαρλαάμ, ό όποιος εις τήν
αμηχανίαν καί στενοχώριαν του έζήτησε τήν συμβουλήν τού προστάτου του
Καντακουζηνού- καί ή συμβουλή ήτο νά ζητήση συγγνώμην άπό τόν
Παλαμάν, ή οποία έδόθη προθύμως. 'Ο Βαρλαάμ πάντως δέν ήτο άνθρωπος
πού υποκύπτει ευκόλως- άπεπειράθη νά συνέχιση τόν ά- γώνα, άλλ’ αύτήν τήν
φοράν έχασε κάθε εύνοιαν τού Καντακουζηνοΰ, ό όποιος μετά τόν θάνατον
τοϋ αύτοκράτορος Ανδρονίκου τοϋ Γ' ήτο επιφορτισμένος μέ βαρύτατα
πολιτικά καθήκοντα καί άνήσυχος διά τό μέλλον. 'Ο Καλαβρός, ϊδών νά
καταρρέουν δλαι αί ελπίδες του περί τής προσωπικής του άναδείξεως καί
επιβολής, έγκατέλειψε διά παντός τήν Ελλάδα, δπου προ δεκαετίας περίπου
είχεν έλθει γεμάτος αίσιοδοςίαν. Έγκατεστάθη εις τήν Δύσιν, δπου τοϋ
έφαίνετο δτι ή Αναγέννησις ε- βάδιζε περισσότερον άπρόσκοπτον δρόμον.
Έδίδαξε τόν Ρβίτ&ΓϋΙια τήν ελληνικήν, συνανεστράφη μέ άλλους διάσημους
λογίους καί έτοποθετή- θη υπό τοΰ πάπα εις τήν επισκοπήν τοϋ 'Ιέρακος,
χωρίς νά έχη πρός τούτο πολλήν ορεξιν αύτός, ό άλλοτε πολέμιος τών
παπικών άξιούσεων. Αναμφιβόλους δέν ήσθάνετο χαράν διά τά πενιχρά
έπιτεύγματά του ό ικανός καί φιλόδοξος φιλόσοφος.
'Ο Βαρλαάμ υπήρξε τέκνον τής Αναγεννήσεως, άλλ’ υπήρξε καί
σκαπανεύς τής Αναγεννήσεως. Ή μπορεί άργότερα νά έλησμονηθη το
πέρασμά του άπό τήν ιστορίαν, διότι τόν έθεώρησαν οί μέν άνατολικοι ώς
άπαίσιον προδότην, οί δέ δυτικοί ώς πτωχόν πρόσφυγα- άλλ’ ή ώθη- σις πού
έ8ωσε καί εις τήν Ανατολήν καί εις τήν Δύσιν πρός ένασχολη- σιν με τα
γραμματα και τας επιστήμας είναι εμφανής.
'Ως φορεύς τής άναγεννητικής πνοής ήρμήνευε τήν άποκάλυψιν
στατικώς, περιορίζων τήν ένέργειάν της εις μόνην τήν 'Αγίαν Γραφήν,
συμφώνως πρός τήν γενικήν τάσιν τών ολιγόπιστων νά τονίζουν μέν τά παλαιά
στοιχεία τής παραδόσεως, ν’ άρνοΰνται δέ τήν τρέχουσαν ζωήν τής
Εκκλησίας. Άνεζήτει δέ καί νέαν αυθεντίαν πέραν τής χριστιανικής καί τήν
εύρεν εις τά πρόσωπα τών μεγάλων φιλοσόφων τής άρχαιότητος, τοϋ
Πλάτο^νος καί τοΰ Άριστοτέλους. Δέν ύπήρξεν ο μο-
9
130
νος οδοιπόρος πρός τήν κατεύθυνσιν αύτήν, διότι καί ό Γεώργιος Γεμιστός
καί ό Μ&Γ81§1ίθ Ρϊοίηο ολίγον άργότερα έπεχείρησαν νά διαμορφώσουν
θρησκευτικόν σύστημα μέ άνάμικτα χριστιανικά καί νεοπλατωνικά στοιχεία.
'Ο Παλαμάς άνήκεν εις εκείνους πού άπέκρουαν τόν συμβιβασμόν μέ
τάς άναγεννητικάς προσπάθειας. Δέν ίσχυρίζετο βεβαίως δτι ή γνώ- σις καί ή
σοφία είναι πράγματα απόβλητα, έφ’ όσον καί αύτά δώρα τοΰ Θεοϋ είναι Χ,
άλλα περιώριζε τό έργον τής φιλοσοφίας εις τήν έρευναν παντός ό,τι δέν είναι
Θεός καί εις τήν άναζήτησιν τοϋ κάλλους μόνον τής πρώτης αιτίας 1 2 3. Διά
τοΰτο καί έθεοόρει τήν χρήσιν τής έξιο σοφίας άναγκαίαν μόνον εις τά
προπαρασκευαστικά καί παιδαγωγικά στάδια Υ
Άφοΰ τής φιλοσοφίας έ’ργον είναι ή γνώσις τών οντων καί όχι τοΰ Θεοΰ,
κατά τόν Παλαμάν ή γνώσις τοϋ Θεοϋ είναι έ'ργον τής θεολογίας, ή όποια
ήμπορεί ν’ άποδείξη τήν ΰπαρξιν τοΰ Θεοΰ καί είναι έπομένοις «άποδεικτική»
επιστήμη, όχι δέ καί διαλεκτική. Συνέπεια τοΰ χωρισμού τούτου είναι καί ή
όπαρξις διπλής γνώσεως, κατά τήν όποιαν ό,τι είναι άλήθεια διά τήν έξω
σοφίαν δέν είναι άναγκαΐον εις τήν σωτηρίαν καί δέν οδηγεί εις αύτήν 4. Όξύς
χωρισμός τών άντικειμένων τής θεολογίας καί τής φιλοσοφίας έγίνετο καί ύπό
τοΰ συγχρόνου τοΰ Παλαμά σχολαστικού φιλοσόφουνΥ.ΟοΙίΙΐ&πι, ό όποιος
επίσης προώθησε τήν θεωρίαν τών διπλών άληθειών. Πρέπει ν’ άποκλεισθή ή
ύπόθεσις ότι ό Παλαμάς είχε γνώσιν περί τοΰ ΟοΙίίιαίΏ, άλλ’άν έγνώριζεν ότι
ή άνωτέρω θεωρία είναι ίδική του, θά καθίστατο επιφυλακτικός καί πιθανώς θά
τήν άπέκρουε, διότι κατά τά άλλα ό ΟΟΜΙΗΠΙ ήτο όνοματοκρατικός άν-
τιθέτως πρός αύτόν.
'Η στροφή τοΰ Βαρλαάμ τόν έφωδίασε μέ νέα κριτήρια. 'Ο Πλάτων τοΰ
έδωσε τό θεολογικόν κριτήριον, διά τοΰ όποιου έκήρυξε τόν Θεόν ώς
υπάρχοντα πέραν τών όρίων τοΰ έπιστητοΰ καί μακράν τοΰ κόσμου, έπομένως
δέ ώς άκατάληπτον καί άγνώριστον- ό Αριστοτέλης τοΰ έδωσε τό
γνωσιολογικόν κριτήριον, διά τοΰ όποιου κατέληξεν εις τό συμπέρασμα ότι
γνωριστόν είναι μόνον ό,τι προσλαμβάνεται μέ τάς αισθήσεις.
1
. Γ Ρ . ΙΙ ΑΛΑΜΑ , Πρός Ίωάννην και Θεόδωρον, έκδ. Ο
2. Γ Ρ . Π ΑΛΑΜΑ , Κατά
3. ΓΡ. Π ΑΛΑΜΑ
Ακίνδυνου Κατά
6, 1,, Κώδ.
Γρήγορά
ΰοίεΐ.
4 98, 1, Κώδ. Οοίδΐ.
φ. 149β.
. 100,
Γ Ρφ.
.Π236.
ΑΑΑΜΑ , Υπέρ τών ίερώς ήουχαζόντων, 1,1, δ,
131
Κατά τον Βαρλαάμ λοιπόν ό Θεός κεΐται υπέρ πάντα συλλ.ογισμόν καί
έπομένως ή γνώσις του είναι αδύνατος. 'Ο Θωμάς ’Λκινάτος δέν δ(.έφερε
πολύ εις τοΰτο- «ή πηγή της γνοδσεώς μας είναι εις τήν αισθησιν, άκόμη καί
τών υπέρ αισθησιν πραγμάτων» Γ Άλλα τουλάχιστον εκείνος έφρόντιζε νά
πληρώση κατ’ άλλον τρόπον τό κενόν, δηλαδή διά τής εις τό παρελθόν
γενομένης άποκαλύψεως. 'Ο Βαρλαάμ έθεώρει άδύνατον τήν γνώσιν τοΰ Θεοΰ
άκόμη καί διά τής θεολογικής σκέψεως, διότι, όπως καί οί παλαιοί
σχολαστικοί, δέν έχώριζε τά άντικείμενα τών δύο επιστημών 1 2, ένώ ό
Παλαμάς, ώς έλέχθη προηγουμένως, ομοιάζει εις τοΰτο μέ τούς νέους
σχολαστικούς οί όποιοι τά διέκριναν.
Διά νά έννοήσωμεν καλύτερον τήν διαφωνίαν, χρειάζεται ν’ άνακρί-
νωμεν ταυτοχρόνως μέ τάς θεολογικάς καί τάς άνθρωπολογικάς προϋποθέσεις
τών δύο άνδρών. Ό κατά τοΰτο πλατωνικός Βαρλαάμ άφ’ ενός μέν διέκρινεν
εις τόν άνθρωπον ύλην καί πνεΰμα ώς στοιχεία αυτοτελή, τά όποια συνδέονται
καταχρηστικώς μεταξύ των καί κάποιαν ή- μέραν θά χωρισθοΰν χωρίς νά
ΰποστή άπό τόν χωρισμόν τοΰτον τό πνεΰμα οίανδήποτε μείωσιν, άφ’ ετέρου
δέ έθεώρει τόν Θεόν ώς υπερβατικόν. 'Η επέμβασις τοΰ υπερβατικού εις τά
πράγματα τοΰ κόσμου είναι έννοια καθ’ έαυτήν άντιφατική καί επομένους δέν
είναι νοητόν νά γίνεται λόγος περί ενεργειών τοΰ Θεοΰ. "Οταν λοιπόν
όμιλοΰμεν περί γνώσεους τοΰ Θεοΰ, κατ’ άνάγκην έννοοΰμεν μόνον γνώσιν
τής ουσίας τοΰ Θεοΰ- άλλά τό πνευματικόν στοιχεΐον τοΰ άνθρώπου, ώς
φυλακισμένον εις τό σώμα, είναι άδύνατον νά κατανοήση τήν ουσίαν τοΰ
άπολύτου καί τοΰ ύπερβατικοΰ. Τά δέ ιδιώματα τοΰ Θεοΰ δέν είναι τίποτε
άλλο άπό άπλά ονόματα καί αί ένέργειαί του είναι πλάσματα φαντασίας ή
σύμβολα3. 'Η άρνησις τής πραγματικότητος τών ιδιωμάτων τοΰ Θεοΰ ώδήγει
εις άρνησιν καί πάσης χριστιανικής πραγματικότητος.
'Ο Παλαμάς, σύμφωνος πρός τήν άγιογραφικήν διδασκαλίαν, συνέ- δεεν
άδιασπάστιυς τά δύο στοιχεία τοΰ άνθρώπου καί έφερε τόν Θεόν εις σχέσιν μέ
τον κόσμον. Αί σχέσεις αύταί δύνανται νά έπιτευχθοΰν διά τών ενεργειών τοΰ
Θεοΰ, τής άγιότητος, τής άγαθότητος, τής δικαιοσύνης κ.ά. Ένώ δέ ή ουσία
τοΰ Θεοϋ παραμένει άγνώριστος4, είναι
δυνατή ή γνώσις του διά τών ένεργειών, αί όποΐαι υποπίπτουν εις τήν
άντιληπτικήν τοΰ άνθρώπου λειτουργίαν, έφ’ όσον φθάση ούτος εις κάποιον
σημεϊον τελειότητος διά τής πνευματικής άσκήσεως. Επομένως δταν
όμιλοΰμεν περί γνούσεως τοΰ Θεοΰ, έννοοϋμεν γνώσιν τών ένεργειών τοΰ
Θεοΰ καί δχι τής ουσίας του. «Τοΰ Θεοΰ τδ μέν άγνωστόν έστι τό δέ γνωστόν
καί τό μέν ά.ρρητον τό δέ ρητόν άγνωστός έστιν ό Θεός έκ τών κατ’ αυτόν,
γνωστός δέ έκ τών περί αυτόν φυσικών ένεργειών» 1 2.
Αί δύο θεολογικαί τάσεις έχουν κοινόν τοΰτο, τό δτι ό Θεός είναι κατ’
άρχήν άκατάληπτος. ’Από τό σημεϊον αύτό άκολουθοΰν ξεχωριστούς
δρόμους. Κατά τήν βαρλααμικήν άποψιν, πού συμφωνεί μέ τήν νεοπλατωνικήν
καί διονυσιακήν, ό Θεός είναι άκατάληπτος λόγω τής φυσικής άδυναμίας τοΰ
άνθρούπου, καί μόνον διά τής λύσεως τοΰ συνδέσμου σώματος καί ψυχής είναι
δυνατή ή διά τοΰ νοΰ γνώσις αύτοΰ, ένώ κατά τήν παλαμικήν καί πατερικήν
άποψιν, τό άκατάληπτον οφείλεται εις ιδιότητα τοΰ Θεοΰ καί ή ίδιότης αυτή
αίρεται οποτεδήποτε τό θελήση ό Θεός ή οποτεδήποτε ό άνθρωπος πληρώση
ώρισμένους όρους.
Έάν ό Θεός έστερεϊτο ένεργειών, θά ήτο άνευ δράσεως' άρα θά
έστερεΐτο ούσίας καί ύπάρξεως. Περισσότερον άπό κάθε άλλο είδος ά-
σκήσεοις ή συνεχής έπίδοσις εις τήν προσευχήν φέρει εις τόν τελικόν σκοπόν
τής άναζητήσεώς του2. ’Ήδη ό Διάδοχος Φωτικής, ένακόσια έτη ένωρίτερον,
έσημείωσεν δτι τό σώμα μετέχει τής θείας χάριτος καί άγαλλια εις τήν
ένέργειάν της3. Καί εις τόν Παλαμάν αί άνθρωπολο- γικαί προϋποθέσεις του
έπιβάλλουν ν’ άναγνωρίση δτι ό άνθρωπος μετέχει ώς δλον εις τήν
πνευματικήν έμπειρίαν πού άποκτα καί δέν είναι ξένον πρός αύτήν τό σώμα 4.
'Η ένσάρκωσις τοΰ Χριστού άπέδειξεν δτι τό άνθρώπινον σώμα δέν είναι τό
εύτελές σκεΰος τών δυαρχικών. Εις αύτό άκριβώς τό σημεϊον εύρίσκεται ή
δικαιολόγησις τής τεχνικής ψυχοφυσικής μεθόδου προσευχής, τήν οποίαν
έχρησιμοποίουν οί μοναχοί καί ή οποία οπωσδήποτε εις τήν σκέψιν τοΰ
Παλαμά δέν κατέχει άξιόλογον θέσιν.
Οί μετέχοντες τών ένεργειών τοΰ Θεοΰ θεώνονται- «τούς μετέχον-
τας αυτών (τών ένεργειών) καί ένεργοΰντας τη μετουσία κατ’ αύτάς, θεούς
άπεργαζόμενον κατά χάριν, άνάρχους καί άτελευτήτους» 1. 'Η εμπειρία τής
θεώσειυς είναι δυνατή άπό τοΰ παρόντος διά μιας παραδόξου συνδέσεως τού
ιστορικού μέ το μεθιστορικόν, τής ιστορίας μέ τήν εσχατολογίαν. Το φώς τοΰ
Θαβώρ καί το φως τών ήσυχαστών είναι το ϊδιον μέ έκείνο πού θά ίδωμεν
πέραν τοΰ κόσμου τούτου. Παρομοία ταύ- τισις τοΰ παρόντος μέ τήν
αιωνιότητα συμβαίνει καί εις το μυστήριον τής θείας ευχαριστίας, όπου
μάλιστα παρεμβαίνει καί τό παρελθόν. Οί δέ μοναχοί ζοΰν έν γένει εις μίαν
μερικώς άχρονον κατάστασιν. "Οταν άκούωμεν εις τάς μονάς τοΰ "Ορους τάς
έπικλήσεις ύπέρ τών άοιδίμων αύτοκρατόρων Φωκά καί Ίωάννου Τσιμισκή,
φανταζόμεθα ότι ούτοί έ'ζησαν μόλις χθές.
'ΙΙ σύνοδος τοΰ Ιουνίου τοΰ 1341 δέν δύναται νά θεωρηθή ώς ευμενής
ύπέρ τοϋ Παλαμά, διότι κατ’ ουσίαν ηύνόει τήν μή άνακίνησιν θεο- λογικών
ζητημάτων. Τήν ιδίαν στάσιν έτήρησε καί σύνοδος συνελθοΰ- σα τόν έπόμενον
Αύγουστον καί καταδικάσασα τόν Άκίνδυνον. 'Ο Πα- λαμά.ς απλώς
άποκατεστάθη, άλλά δέν ήτο νικητής. Πολλοί έπίσκοποι, φοβούμενοι μείωσιν
τοΰ ίδικοϋ τοον γοήτρου εις όφελος τών μοναχών, και οι οπαοοι της
αναγεννησεως η σαν έτοιμοι να πολεμήσουν τον υπερασπιστήν τών
ήσυχαστών, ή δέ ευκαιρία έδόθη μετ’ ολίγον άπό τήν ά- πέλπιδα έξέλιξιν τών
πολιτικών πραγμάτων.
Μετά τόν πρόωρον θάνατον τοΰ αύτοκράτορος Ανδρονίκου τοΰ Γ',
συμβάντα τόν Ιούλιον τοϋ 1341, καί λόγω τής άνηλικιότητος τοΰ Ίωάν- νου Ε'
τοΰ ΙΙαλαιολόγου, δύο ισχυροί άνδρες, ό δομέστικος Ιωάννης Καντακουζηνός
καί ό μέγας δούξ Αλέξιος Άπόκαυκος, ήθέλησαν ν’ άποβοϋν ρυθμισταί τής
καταστάσεως, έκαστος διά λογαριασμόν του. Άλλ’ ευθύς άμέσως παρενέβη εις
τόν άγώνα καί ό πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, άνθρωπος μέ πολιτικά
ένδιαφέροντα καί πιστός εις τήν παλαιάν παράδοσιν τών πατριαρχών πού
υπήρξαν οί προστάται τής νομίμου διαδοχής τοΰ αύτοκρατορικοΰ θρόνου
κατά παντός ξένου διεκ- δικητοϋ. 'Ο Καντακουζηνός ήτο ισχυρότερος καί
έπικινδυνότερος, διό καί δ Καλέκας έτάχθη μέ τό μέρος τοΰ Άποκαύκου. Εις
μίαν προσπάθειαν ριζικής έκκαθαρίσεως τών πραγμάτων οί δύο σύμμαχοι
άπήλλαξαν τόν Καντακουζηνόν τών καθηκόντων του, άλλ’ έκεϊνος είχε τήν
δύναμιν ν’ άντιδράση άπό τήν Άδριανούπολιν όπου μετέφερε τό στρατηγεϊον
του.
'Ο Παλαμάς, βλέπων κοινόν τό μέλλον της Εκκλησίας και τής πο-
λιτειας, ενοιεφερετο να ιοη εις την αρχήν ενα ανορα ικανόν ν αντίορα- στ)
κατά τών εξωτερικών κινδύνων καί κατά τής έσιοτερικής συγχύσεως' ένόμιζε
δέ δτι δέν ήτο δυνατόν νά εύρεθή τότε είς τήν αυτοκρατορίαν άλλος
ίκανώτερος άπό τόν Καντακουζηνόν, ό όποιος μάλιστα δέν ήτο τήν εποχήν
αύτήν φίλος τοϋ Παλαμα, άλλ’ ήτο προστάτης τών γραμμάτων καί Ιδιαιτέρως
τοΰ Βαρλαάμ. Ό σύνδεσμος μέ τόν Καντακουζηνόν, πού Οπωσδήποτε
έβλαψε τήν υστεροφημίαν τοΰ Παλαμά, οφείλεται μόνον εις τήν
μνημονευθεϊσαν πεποίθησιν καί όχι εϊς κοινάς πολιτικάς άν- τιλήψεις, διότι ό
ησυχαστής έστερεΐτο πολιτικών ενδιαφέροντος. Είναι τώρα ξεπερασμένη ή
πολιτική έρμηνεία τής κινήσεως τών ήσυχαστών, κατά τήν οποίαν η
σύγκρουσις ώφείλετο είς τήν υπαρξιν δύο άν- τιπάλων κομμάτων, τών εύγενών
καί τών πτωχών 1. Οί άκτήμονες ή- συχασταί δέν ήσαν πλούσιοι καί ούτε ήτο
δυνατόν νά εύνοήσουν τούς πλουσίους, άφοΰ οί ίδιοι κατέκριναν πάσαν
κατοχήν πλούτου καί ύπ’ αύτών τών μοναστηρίων. "Οτι δέ οί βυζαντινοί δέν
έκριναν τά πράγματα άπ’ αύτήν τήν έποψιν δεικνύουν αί εύμενεΐς πρός τόν
ΓΙαλαμάν διαθέσεις τής βασιλομήτορος "Αννης καί τοΰ υίοΰ της Ίωάννου Ε'
τοΰ Παλαιολόγου καί μετά τήν ρήξιν πρός τόν Καντακουζηνόν.
Αιτία τοΰ άκολουθήσαντος κατά τοΰ Παλαμά. διιογμοϋ ύπήρξεν ή
σκληρότης τοΰ πατριάρχου Ίωάννου Καλέκα καί ή επιμονή τοϋ ’Α- κινδύνου.
'Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ήτο σλάβος θεολόγος άπό τό Πρί- λαπον,
μορφιοΟείς είς τήν Ιίελαγονίαν καί τήν Θεσσαλονίκην 1 2. "Αλλοτε παρά τήν
βοήθειαν τοΰ Παλαμά, τόν όποιον έθεώρει ώς διδάσκαλον 3, δέν είχε γίνει
δεκτός εις τό άγιον ’Όρος. Βραδύτερον είς τόν όξύν άγώνα μεταξύ τών δύο
μεγάλων θεολόγων έτήρησε μεσάζουσαν θέσιν καί έπίκρανε τόν διδάσκαλον.
Είς μέν τό θεολογικόν πρόβλημα συνετάχθη μέ τόν Βαρλαάμ, είς δέ τό
ασκητικόν παρέμεινεν είς τό πλευ- ρόν τοΰ Παλαμά., διά τοΰτο δέ
ήκολούθησε τήν τραγικήν μοίραν τών μετριοπαθών πού συνθλίβονται μεταξύ
ισχυρών αντιπάλων. Φαίνεται ότι καί ό Καλέκας ήθελε νά έμφανισθή ώς
εμφορούμενος άπό τάς ιδίας αντιλήψεις, άφοΰ οί δύο ά.νδρες, αύτός καί ό
Ακίνδυνος, συνειργάσθησαν επί πενταετίαν στενότατα.
Κατά, τόν χρόνον αύτόν ό Παλαμάς έδιώχθη καί έφυλακίσθη, ά- οέθη
δέ ελεύθερος μόλις τό 1346 διά τής προσωπικής έπεμβάσειος τής
1. ΤΛΡΙΪΑΙ.Ι,
ΤΗβ$$αΙοηίφιβ
2. ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ, αα
XIVΓΡβ. IΓ
'Ομιλία
3. βίέοΐβ,
εις
Λ Λ Λ913,
Μ Λ σ.',
Κυριακήν
203 έ. Άκινδννον 7,
Ορθοδοξίας,
Κατά 16,
Κώδ.
Πατμ.(ΰοϊβΐ.
Κώδ. 366, 98, φ. 196,
φ. Ί14β.
135
αύτοκρατείρας Άννης. Άπό τοΰ έτους αύτοΰ, ένώ άνεμένετο νίκη τοΰ
Καντακουζηνοΰ, ό Καλέκας έγκατέλειψε τήν γραμμήν τοΰ Άκινδύνου, οπότε
ούτος έμεινεν έντελώς μόνος' άλλ’ οπωσδήποτε ή στροφή δέν ωφέλησε πολύ
τόν πατριάρχην, καταδικασθέντα διά συνόδου τό 1347. 'Ο Καλέκας και ό
Ακίνδυνος δέν έπέζησαν πολύ τών γεγονότων αυτών.
Τήν εσπέραν τής ήμέρας κατά τήν οποίαν συνήλθεν ή σύνοδος, είσ-
ήλθε καί ο Καντακουζηνός εις τήν πρωτεύουσαν καί άνεγνωρίσθη ώς
αύτοκράτιορ πλέον. Τόν πατριαρχικόν θρόνον κατέλαβεν ό Ισίδωρος, ό
οποίος εφροντισε διά τήν έκλογήν τριάντα δύο νέοον επισκόπων. Άξιο-
λογώτερος όλων αύτών ήτο ό έκλεγείς είς τήν έδραν τής Θεσσαλονίκης
Γρηγόριος ό Παλαμάς.
Τήν έποχήν αύτήν τά πράγματα εις τήν Θεσσαλονίκην ήσαν πολύ
ταραγμένα ·*. Κίνησις έ'χουσα ώς αρχικόν σκοπόν τήν άντίδρασιν κατά τής
είς τον θρόνον τοίν Παλαιολόγων άναρριχήσεως τοΰ Καντακουζηνοΰ
έςειλίχθη είς οχλοκρατίαν καί τέλος είς έπιβολήν καθεστώτος φιλικού μέν
πρός τούς ΙΙαλαιολόγους, άλλ’ εχθρικού πρός τούς εύγενεΐς καί τούς
πλουσίους. Τήν έπανάστασιν κατηύθυναν οί λεγόμενοι Ζηλωταί.
Παλαιότερα1 2 οί ιστορικοί άνεζήτουν είς τήν κίνησιν αύτήν κίνητρα
δημοκρατικά καί άντεκκλησιαστικά. Οΰτε τό πρώτον ούτε τό δεύτερον είναι
ορθόν. ΓΙρός κατοχύρωσιν τοΰ ισχυρισμού περί άντεκκλησιαστι- κών
κίνητρων έφέρετο μαρτυρία συγγράμματος τοΰ Νικολάου Καβά- βάσιλα3,
άλλ’ ήδη τό έργον αύτό θεωρείται ώς άναφερόμενον είς αύ- θαι ρεσίας τής
κεντρικής διοικήσεως είς τήν Κωνσταντινούπολιν.
Οί Ζηλωταί έλαβον τό ονομά των άπό τήν αύστηράν μερίδα τής
βυζαντινής κοινωνίας, πού άπετελεϊτο άπό τούς έπιδεικνύοντας ιδιαίτερον
ζήλον είς τήν άφοσίωσίν τκον ποός τά θρησκευτικά καθήκοντα. Ί όν ογκον
της άπετέλουν συνήθως οί μοναχοί, άλλ’ είς κάθε εύκαιρίαν διαδηλώσεως
κατά τής δυσμενούς έπεμβάσειος τής πολιτείας εις τά έκ- κλησιαστικά
προσετίθεντο εις αύτούς άνθρωποι πτωχοί, ζητιάνοι ή περίεργοι. Σύν τώ
χρόνω έλαβε διάφορον διαμόρφωσιν, είς δέ τήν Θεσσαλονίκην τόν δέκατον
τέταρτον αιώνα ύπερίσχυσε τό πολιτικόν στοι-
1
. Βλ. Α. Β Α , Κ Λ Λ Ο Ι Ι Ο Υ Λ Ο Υ , Ιστορία τής Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 194". Θ Ε Ο Χ Λ Ρ Ι Δ Ο Υ , Τοπογραφία και πολιτική Ιστορία
1.
ΦΙΛΟΘΕΟ
2.
Υ , ΓΓ.
Π ΑΛΑΜΑ,
Έγκώμιον,
Ενχή
Ρ Ο 151, πμό
617
έτής
. πόλεως,
έκδ,
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
, σ, 310,
137
1
. ΓΡ.
ΙΙ ΑΛΑ
ΜΑ ,
Επιστ
ολή
πρός
τήν
ίαυτοϋ
Εκκλη
σίαν,
εκδ.
Κ.
Δ ΥΟΒ
138
μαντικα προσόντα του, των οποίων Λαμπρα δείγματα απεμειναν αι ο μιλία ι του.
Τό 1359 ό αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ήσθάνθη νέαν
προσβολήν παλαιάς νόσου, παρά τήν όποιαν συνέχισε νά τελή τήν λειτουργίαν
καί νά κηρύττη. Άπέθανε τήν 14ην Νοεμβρίου τοϋ έτους αύτοΰ είς ηλικίαν
έξήντα τριών ετών, μετά δώδεκα καί ήμισυ έτη άρχιερατείας-1, το δέ λείψανόν
του άπετέθη είς τόν καθεδρικόν ναόν τής 'Αγίας Σοφίας.
Είς την Κωνσταντινούπολή έφθασαν πληροφορίαι περί θαυμάτων τοΰ
Γρηγορίου, ένώ είς τήν Λαύραν καί τήν Καστοριάν τοΰ άπεδίδοντο τιμαί
άγιου 1 2. Κατόπιν τούτου ό πατριάρχης Κάλλιστος έζήτησεν ακριβή έκθεσιν
άπό τήν Θεσσαλονίκην, ή οποία τοΰ έστάλη διά συνάξεως συνελθούσης ύπό
τήν προεδρίαν τής βασιλομήτορος ’Άννης. Βάσει τής έκθέσεως ταύτης ό
διάδοχος τοΰ Καλλίστου Φιλόθεος, συνέταξεν έγ- κώμιον καί ακολουθίαν,
προέστη δέ καί λειτουργίας πρός τιμήν του. Τό 1368 ή μνήμη του άνεγράφη
είς τό ήμερολόγιον τής 'Αγίας Σοφίας διά πράξεως συνόδου, ώρίσθη δέ διά
την δευτέραν Κυριακήν τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μετά τήν Κυριακήν τής
Όρθοδοξίας, ώς έπέκτασίς της κατά κάποιον τρόπον 3.
’Έπειτα άπό πολλών αιώνων στασιμότητα ό Γρηγόριος Παλαμάς
επέτυχε ν’ άνανεώση τήν θεολογικήν ορολογίαν καί νά δώση νέας κα-
τευθύνσεις είς τήν θεολογικήν σκέψιν. ΊΙρνήθη νά δεχθή τήν διαλεκτικήν τών
εννοιών καί ένδιεφέρθη νά κατοχυρο^ση τήν προσωπικότητα τοΰ θείου όντος.
Δώσας υψηλήν αξίαν είς τόν άνθρωπον, επέτυχε νά έρ- μηνεύση σαφώς καί
όρθώς τούς όρους ύπό τούς όποιους συντελεΐται ή κοινωνία του μέ τόν Θεόν.
Είς τούς άγώνάς του πρέπει ν’ άναζητήσωμεν μίαν άπό τάς εξηγήσεις τής
έπιβιώσεως τής όρθοδοξίας μετά τόσας περιπέτειας καί θλίψεις. ’Επί αιώνας
πολλούς τό όνομά του μόλις άνεφέ- ρετο καί τά συγγράμματά του ή σαν
θαμμένα είς τάς μοναστηριακάς βιβλιοθήκας, διότι οί μέν δυτικοί τόν
περιεφρόνουν, οί δέ ανατολικοί τόν ήγνόουν. Αλλά προσφάτως, άφοΰ έγνώσθη
ή διδασκαλία του καί έξητάσθη έκ νέου ή προσωπικότης του, άπεδόθη
δικαιοσύνη καί δ "Αγιος τιμάται άπό ολόκληρον τήν ορθοδοξίαν.
1
. ΦΙΛΟΘΕΟΥ, Έγκώμιον, ΡΟ 151, 634 έ. Βλ. Κ. Δ ΥΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ ,
2
. Είς τήν Καστοριάν τό 1368 ίδρύθη ναός πρός τιμήν του, Τόμος α
3
. ΙΙερί τοϋ βίου τής δράσεως καί τής διδασκαλίας τού Γρηγορίου έν
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΙΙΙΛΗΣ ΓΝ12ΣΕΏΣ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΝ ΙΙΑΛΑΜΑΝ
1963*
1
.
2
.Γ
Ρ
Α
.
υ
τΠ
όΑ
θ
Λ
ιΑ
Μ
"Α
2
,
,
'
1
Κ
,π
έ
5
143
1
. Ρ . Μ Λ Ν Ο Ο Ν Ν Ε Τ , 8ί%ει· άβ ΰηώαηΐ εΐ Ι’ανεη-οίζιηε Ιπΐϊη αιχ XIII*, ε. β ' εκδ., τ. II, σ. 1 75.
2. 8εηΙ. I , ]>ΙΟ1. 1, έκδ. Β Ο Ι Ι Ν Ε Β , σ. 13-15.
3. Α' Κορ. 1, 18-31- 2, 0-10. Β' Κορ. 1, 12.
4. Ίακ. 3, 13-17.
144
1
2.
.3
Σ
.
4
Σ .τ
5
τ6 ρ
.Π
ρω ε
.Σ
ω μ
τρ
Έ
μα ί
ρ
Κ
ατεγ ω
τφ ε
σ
.μ
εΐά υ
α
ΐτνςλ μ
ςόα
ε
ν
6
ι.ΐδ
1α ςο,
,υ1
1
,1
2
5.,17
,,5 4
145
διευκολύνει τήν επιτυχή δι’ αύτοΰ διέλευσιν ή θεία σοφία παρέχει τά δπλα διά
τήν κατάκτησιν του μέλλοντος μακαρίου βίου 1. Δέν είναι δέ άντίθετοι αί δύο
σοφίαι, άλλ’ άποτελοΰν έν δένδρον, είς το όποιον ή μέν μία δίδει τά φύλλα, ή
δέ άλλη τούς καρπούς1 2 3.
Επανερχόμενοι εις τόν Γρηγόριον Παλαμάν παρατηροϋμεν δτι ούτος
δέν διαφωνεί πρός τόν ισχυρισμόν τοϋ Βαρλαάμ δτι παν άγαθόν είναι δώρον
τοΰ Θεοΰ καί δτι παν δώρον αύτοΰ είναι τέλειον σημειώνει δμως δτι παν
δώρον δέν είναι τελειότατον ®. Έφ’ δσον τά δώρα τοΰ Θεοΰ διαιροΰνται εις
φυσικά καί πνευματικά, ή φιλοσοφία είναι φυσικόν δώρον 4, ώς τοιοΰτον δέ
παρεκτραπέν διά τής επιρροής τοΰ πονη- ροΰ ήλλοιώθη καί εις τινας
περιπτώσεις κατέστη μωρόν5. Βεβαίως ύπό τινας προϋποθέσεις ή φιλοσοφία
εισάγει είς τήν γνώσιν τών ον- των, άλλ’ έπειδή ή γνώσις αύτη δέν δύναται νά
ταυτισθή ή έξισωθή μέ τήν θείαν σοφίαν 6 *, είναι προφανές δτι ούτε ή άγνωσία
είναι πάντοτε κάτι κακόν ούτε η γνώσις είναι πάντοτε κάτι αγαοον Δια τον
αυτόν δέ έξ άλλου λόγον δέν πρέπει νά έμποδίζεται ή έπίδοσις είς τήν φιλο-
σοφίαν, άλλά νά κατακρίνεται ή κατάχρησις αύτής8.
Τά άντικείμενα τών δύο επιστημών διακρίνονται σαφώς. 'Η φιλοσοφία
άποβλέπει άφ’ ενός μέν εις τήν έρευναν τής φύσεως και κινή- σεως τών δντων,
άφ’ έτέρου δέ είς τόν καθορισμόν τών άοχών τοΰ ώρ- γανωμένου κοινωνικού
βίου- καί έάν μέν αυτή κινήται εντός τών δρίων τούτων είναι «πραγματεία τής
άληθείας», έάν δέ έπιζητή κάτι πέραν αύτών καθίσταται ένασχόλησις άνόητος,
άνωφελής καί έπικίνδυνος. Εις τά πέραν αύτών, τά άόρατα καί τά αιώνια,
άποβλέπει ή θεολογία, ή κατά Χριστόν φιλοσοφία 9. Επειδή τά άντικείμενα
τών δύο επιστημών χωρίζονται, δύνανται άμφοτέρων τά συμπεράσματα νά
είναι άληθή.
'Η έξέτασις αϋτη δεικνύει δτι κατά τήν διδασκαλίαν τοΰ Παλαμά ή
κοσμική γνώσις καί ή θεολογική γνώσις διακρίνονται σαφώς καί βαδίζουν
παραλλήλους. 'Ο προορισμός έκάστης έξ αύτών καθορίζει καί τήν
άξίαν της- ή προοριζομένη διά τόν πρόσκαιρον τούτον βίον είναι θερα- παινίς
χρήσιμος, άλλ’ όχι άπαραίτητος διά τήν σωτηρίαν ή προοριζο- μένη διά τόν
αιώνιον βίον είναι πολυτιμοτέρα καί άπολύτιος άναγκαία διά τήν πνευματικήν
τελείωσιν καί σωτηρίαν Γ Αυτή είναι ή μόνη διά- κρισις περί τής οποίας ό
Παλαμάς χρησιμοποιεί σταθερώς τόν όρον «διπλή γνώσις» ή «διπλόη».
1. Ύπέρ
ήσυχαζόντων
2. Α' πρός
2, 1, 5.
3Παλαμάν,
. 8θΠΐκό,
Γ Ρ . Ι Ι Α Λ Α Μ Α , Α' προς Βαρλαά
4. Αναλυτικά ύστερα 1, 8.
ΒαιΊααηι
ΟαΙαότο
ΕρίεΙοΙβ
«τβ(:ίιβ, ο.
243.
147
1
.2
.3
Α .
'Σ
τΑ
π
ρ '
ρ
ω
όπ
μ
ςρ
α
τό
εΒ ς
α
ΐ
ςρΆ
/κ
.6ί
,αν
149
τοϋ νόμου καί τών προφητών, επαναφέρει δέ τοΰτο καί σήμερον 3, διότι όσοι
εξετάζουν τούς λόγους τών όντων αναγνωρίζουν τήν δύναμιν, τήν σοφίαν καί
τήν παρουσίαν τοϋ Θεοΰ 1 2 3 4. Αυτή είναι ή γνώσις ή επιτυγχανόμενη διά τών
φυσικών δ ούρων τοϋ Θεοϋ, ήτοι διά τών φυσικών γνωστικών λειτουργιών τοΰ
άνθρώπου. Είναι γνώσις άναπόδεικτος καί περιωρισμένη, δυναμένη νά
κατορθωθή καί ύπό ανθρώπων άτελών κατά τό ήθος καί τήν πνευματικήν
έμπειρίαν.
Πέραν αύτής εύρίσκεται ή άποδεδειγμένη γνώσις. Είς τά περί τοΰ θείου
προβλήματα δέν είναι δυνατόν νά χρησιμοποιηθή ό διαλ.εκτικός
συλλογισμός, ό όποιος οδηγεί είς πιθανολογίαν, άλλ’ άρμόζει ό άποδει- κτικός
συλλογισμός, ό όποιος πραγματεύεται περί τά άεί όντα καί τά άει άληθή καί
τά μόνιμα 3. Είναι δέ αποτελεσματική ή χρήσις τοΰ ά- ποδεικτικοΰ
συλλογισμοΰ, διότι, ώς εϊδομεν, υπάρχουν πλευραί τοΰ θεο- λογικοΰ
προβλήματος, αί όποΐαι επιδέχονται άπόδειξιν. 'Η άπόδειξις στηρίζεται άφ’
ενός μέν είς τάς κοινάς έννοιας καί τά άξιούματα, άφ’ έ- έτέρου δέ είς τάς
άποκαλυφθείσας αύτοπίστους άρχάς. Εύρίσκομεν ούτως ένταΰθα μίαν σύζευξιν
μεταξύ φυσικών καί πνευματικών δούρων, τών οποίων συνδετικά στοιχεία είναι
η πίστις καί ή άγάπη. Δέν είναι διπλή ή πίστις είς τόν Παλαμάν, ώς είναι είς
τόν Αριστοτέλη καί τόν Κλήμεντα, άλλ’ ενιαία καί ένωτική τών δύο όδών.
Μεταμορφουμένη δι’ αύτής ή γνωστική ίκανότης τοΰ άνθρώπου, καθίσταται
θεοειδής 4 καί δύναται νά κατανοήση έπαρκώς τά πέραν τών κτισμάτων, τά
όποια ζη- τοΰνται, ήτοι τάς άκτιστους ένεργείας τοΰ Θεοΰ. 'ΓΙ δευτέρα αΰτη
οδός θεογνωσίας είναι ή κατ’ εξοχήν καλουμένη θεολογία.
3. Θεολογία καί Οεοπτία. "Οταν, έγκαταλείποντες τώρα τήν πρώτην όδόν
θεογνωσίας, τήν φυσικήν, άκολουθήσωμεν τήν άποδεικτικήν καί θεολογικήν,
εύρισκόμεθα ενώπιον μιας νέας διακλ.αδώσεως. 'Η νέα διάκρισις
πραγματοποιείται έν τή προσπάθεια εύρέσεως μέσων πρός κοινωνίαν μετά τοΰ
Θεοΰ.
Οί παλαιότεροι άσκητικοί συγγραφείς διέκριναν τρεις καταστάσεις έν τή
προόδω πρός προσέγγισιν τοΰ Θεοΰ' τήν πρακτικήν, τήν φυσικήν καί τήν
θεολογικήν. Έστηρίζοντο είς τόν Ωριγένη, όστις καθώριζεν ότι ό πιστός «διά
μέν τής πρακτικής κτάται ώς οικοδεσπότην αύτόν (τόν Χριστόν), διά δέ
φυσικής θεωρίας ώς βασιλέα καί πάλιν διά θεολο-
1
.2
.
3
Ε
4.
ί.δ
Π
ς6
ρ
.Κ
Ύ εα
7
.
Ψ
πκ .'φ
8
έα.Έ τ
ά
Ο
λ
ρΎ ιξμ
λ
μΎ κ
α
π
ι.
όήπ ιό
έλ
νσςέρ ία
3
υρ ,α
1
χή 9
27σ
α ,π
7
1
6
ζ]υ4 ρ
2
,όσ ο.
,6
χ
ννα ο
6
Β
τχ ζ,ίΣ
Ε
ω μ
όΠ
α
νΙζν6 ιΕ