Escolar Documentos
Profissional Documentos
Cultura Documentos
Γ΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ
Συγγραφείς:
Γκίβαλος Μενέλαος
Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Γρηγοροπούλου Βασιλική
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας – Καθηγήτρια Π.Σ.Π.Α. – Διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Κοτρόγιαννος Δημήτρης
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Μανιάτης Γιώργος
Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επιστημονική επιμέλεια
Κοτρόγιαννος Δημήτρης
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΑΝΕΚ∆ΟΣΗΣ
Η επανέκδοση του παρόντος βιβλίου πραγματοποιήθηκε
από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών & Εκδόσεων
«Διόφαντος» μέσω ψηφιακής μακέτας, η οποία δημιουργή-
θηκε με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ / ΕΠ «Εκπαίδευση
& Διά Βίου Μάθηση» / Πράξη «ΣΤΗΡΙΖΩ».
Οι διορθώσεις πραγματοποιήθηκαν κατόπιν έγκρισης του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
για τη Γ΄ τάξη
του Γενικού Λυκείου
ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ
10
Κάθε άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή αντιμετωπίζει προβλήματα με τη δουλειά του,
με το κόστος και την ποιότητα ζωής, με το κοινωνικό περιβάλλον, με την οικογένεια, με τη
συμμετοχή του στα κοινά, κτλ. Συχνά το άτομο αισθάνεται αδύναμο να τα αντιμετωπίσει
μόνο του, αντιλαμβάνεται ότι οι γνώσεις του σε μια κοινωνία ολοένα και πιο συνθέτη δεν
επαρκούν, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε αδιέξοδο, να καταλαμβάνεται από άγχος και
απογοήτευση και να επιλέγει άστοχους τρόπους αντίδρασης. Η αντιμετώπιση αυτών των
προβλημάτων και η εξεύρεση βιώσιμων λύσεων απαιτεί συχνά εξειδικευμένες γνώσεις
που υπερβαίνουν τον κοινό νου. Παλαιότερα, ο κοινός νους είχε την τάση να προσφεύγει
στη θρησκεία για να βρει λύσεις. Στη σύγχρονη κοινωνία, το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν
οι Κοινωνικές Επιστήμες, δηλαδή η Κοινωνιολογία, η Οικονομία, η Κοινωνική Ανθρω-
πολογία, η Ψυχολογία, η Νομική και η Πολιτική Επιστήμη. Καθεμιά από αυτές μελετά
ορθολογικά τη συγκρότηση και την έκφραση συγκεκριμένων πλευρών της ατομικής και
της συλλογικής ζωής του ανθρώπου. Παρέχει συστηματικές και μεθοδικές γνώσεις για να
αναλυθεί ο συγκεκριμένος τομέας τον οποίο μελετά: η οικονομία, οι κοινωνικές σχέσεις,
η πολιτική δραστηριότητα, η προσωπικότητα του ανθρώπου, κτλ.
Όμως, παρά τον εξειδικευμένο χαρακτήρα καθεμιάς από τις Κοινωνικές Επιστήμες,
δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός και η ζωή της κοινωνίας δεν είναι άθροισμα
μεμονωμένων κομματιών, αλλά η συνεκτική εικόνα ενός κόσμου που πρέπει να τον με-
λετήσουμε συνδυαστικά, δηλαδή στην ενότητά του, για να κατανοήσουμε σφαιρικά τον
εαυτό μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Αποφεύγοντας την αδιαλλαξία και την
επιστημονική αποκλειστικότητα, αξιοποιούμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις, που έχουν
θετικές επιπτώσεις στην πρόοδο της κοινωνικής ζωής συνολικά.
Το βιβλίο λοιπόν Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών στόχο έχει να αποτελέσει μια
χρήσιμη εισαγωγή στην κοινωνική σκέψη και προβληματική για τους μαθητές και τις
μαθήτριες της Γ΄Λυκείου. Πράγματι, η ιστορία της κοινωνικής σκέψης δεν είναι χρήσιμη
μόνο για να συνειδητοποιήσουμε την πορεία του ανθρώπινου πνεύματος και την πρόοδο
του πολιτισμού, αλλά και για να κατανοήσουμε τους όρους συγκρότησης του κοινωνικού
προβληματισμού της επιστήμης. Η πρόκληση των κοινωνικών φαινομένων ήταν πάντοτε
παρούσα, αλλά η εξήγηση των αιτιών τους και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των συ-
νεπειών τους ήταν απόρροια της διαμόρφωσης των Κοινωνικών Επιστημών στη νεότερη
εποχή με βάση τη μεθοδολογία και την προβληματική των Φυσικών Επιστημών. Μελέ-
11
12
Εισαγωγή: Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου θα εξετάσουμε τους όρους με τους οποί-
ους διαμορφώνεται η νεότερη επιστημονική αντίληψη, καθώς και την ουσιαστική συνει-
σφορά της στην αυτόνομη ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Θα αναφερθούμε στη
σημασία της αρχαίας ελληνικής σκέψης αλλά και του μεσαιωνικού πνεύματος και της
Αναγέννησης, που επέτρεψαν στους νεότερους στοχαστές, και ιδιαίτερα στον Γαλιλαίο,
να ορίσει εκ νέου την ιδέα της επιστήμης και να επαναπροσδιορίσει το επιστημονικό
πρότυπο. Η θεμελίωση αυτή της επιστήμης είναι απαραίτητη, γιατί αφ’ ενός συνέβαλε
καθοριστικά στο να χειραφετηθεί ο ανθρώπινος λόγος οπό τη θεολογία, και αφ’ ετέρου
προσέφερε τις απαραίτητες επιστημονικές έννοιες για να οργανωθεί συστηματικά πλέ-
ον, από τον 16ο αιώνα και μετά, η κοινωνική δομή.
Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις
μαθήτριες να κατανοήσουν: α) τις ρήξεις και τις υπερβάσεις του ανθρώπινου πνεύματος
που οδήγησαν στη συγκρότηση της «νέας» επιστημονικής αντίληψης, και β) τις προϋ-
ποθέσεις μελέτης και ανάλυσης της κοινωνίας με βάση το μεθοδολογικό λόγο τον οποίο
επιβάλλει το νέο επιστημονικό πνεύμα.
Εισαγωγικές ερωτήσεις: Από ποια ανθρώπινη ανάγκη γεννήθηκε η επιστήμη; Η
μυθολογία και η θρησκεία δεν προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο που μας περι-
βάλλει και να ορίσουν τη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής; Η διαφορά επιστήμης και
θρησκείας δεν αναδεικνύει κατ' ουσίαν τη δυνατότητα του ανθρώπου να ορίσει αυτό-
νομα τη ζωή του; Η επιστημονική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας δε μας
βοηθά να κατανοήσουμε τους άλλους και τον εαυτό μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε
καλύτερα τα ατομικά και τα κοινωνικά προβλήματα;
13
14
15
16
17
18
19
20
1.1.7. Φ. Βάκων
Η ανθρωπιστική Αναγέννηση έτεινε στο να αποτελέσει μια αναβίωση λησμονημένων
αξιών, ήταν επομένως στραμμένη κυρίως στο παρελθόν. Η σκέψη του Βάκωνος (Bacon)
στρέφεται, αντίθετα, προς το μέλλον, στο οποίο προσανατολίζεται η επιστημονική ανά-
πτυξη. Το ανθρώπινο πνεύμα αναζητά διαρκώς νέους μεθοδολογικούς δρόμους για την
αποκάλυψη του κόσμου. Ο Βάκων δεν αποβλέπει στο να δώσει απάντηση στα πάντα,
αλλά στο να θέσει τα πάντα σε αμφισβήτηση. Η σκέψη του έχει ερωτήσεις για όλα,
γι’ αυτό και εγκαινίαζε διαρκώς προγράμματα έρευνας και αναζήτησης. Δεν μπόρεσε
βέβαια να ξεπεράσει το στάδιο της ερωτηματικής διερεύνησης, όμως ο ανήσυχος εμπει-
ρικός του λόγος απομάκρυνε το νου από τις θεολογικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις,
προετοιμάζοντας το έδαφος για τη νέα επιστήμη.
Στο μάτια του Βάκωνος, επιστήμη δε σημαίνει μια διαδικασία εκμάθησης μιας ήδη
τέλειας γνώσης ή συνειδητοποίηση της κατακτημένης εμπειρίας των προηγούμενων γε-
νιών. Η μυστικιστική αντίληψη του Μεσαίωνα, η υποταγή του μαθητή στην αυθεντία
του δασκάλου έχουν παρέλθει. Η επιστήμη εμφανίζεται πλέον ως ένα συλλογικό έργο
της ανθρωπότητας, η οποία πορεύεται προς την πρόοδο. Η παγιωμένη γνώση που χα-
ρακτήριζε την ιδέα της επιστήμης, με σκοπό να διατηρηθούν οι σχέσεις των πραγμάτων
αμετάβλητες, είναι ξεπερασμένη. Ο Βάκων ανέδειξε την υπεροχή της μεθοδικής γνώ-
σης, διακηρύσσοντας την ενότητα λόγου και εμπειρίας.
Η μέθοδος. Έχοντας συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της μεθοδολογικής έρευ-
νας για τη συγκρότηση της νέας επιστήμης, ο Βάκων αντιπαραθέτει το δικό του «νέο
όργανο» στο αριστοτελικό. Η μέθοδος είναι όργανο, δηλαδή εργαλείο που μπορεί να το
χρησιμοποιήσει όλος ο κόσμος. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα ανθρώπινα πνεύματα εξισώ-
νονται και η πνευματική υπεροχή διαδραματίζει επουσιώδη ρόλο. Σκοπός του Βάκω-
νος είναι να οργανώσει τις αισθητηριακές αντιλήψεις με την μεθοδική παρατήρηση. Ο
21
1.1.8. Καρτέσιος
Τέλεια γνώση για τον Καρτέσιο (Descartes) είναι η μαθηματική γνώση. Τα Μαθηματι-
κά έχουν βασικές αρχές, το αξιώματα, τα οποία χάρη στη σαφήνεια και στην ενάργειά
τους επιβάλλονται στο νου. Τα αξιώματα θεμελιώνουν τη λογική του συλλογισμού γιατί
δείχνουν πώς περνάμε από το ένα σημείο στο άλλο κατά τρόπο που είναι ολοφάνερος
στο νου. Συνεπώς, η Φιλοσοφία, αλλά και κάθε τέλεια γνώση που αφορά το σύμπαν,
τη φύση, τον άνθρωπο πρέπει να διαμορφωθεί με βάση τις επιταγές των Μαθηματικών.
Επιστημονική γνώση λοιπόν για τον Καρτέσιο δεν είναι η αυστηρή περιγραφή του
γεγονότος, αλλά η γνώση τού γιατί κάτι είναι όπως είναι. Έτσι, η μέθοδός του διακρίνε-
ται από μορφές. Πρώτον, την αναλυτική, όπου το γεγονός είναι δεδομένο, αλλά ζητείται
η αιτία της παραγωγής του. Δεύτερον, τη συνθετική, όπου η αιτία του γεγονότος είναι
δεδομένη, και ζητείται το γιατί υφίσταται κατ’ αυτό τον τρόπο. Επομένως, κάθε τέλεια
γνώση πρέπει να βρει ή να επινοήσει υποθετικά την αρχική αιτία των πραγμάτων τα
οποία μελετά για να μπορέσει να αποδείξει τον τρόπο παραγωγής τους. Η Φιλοσοφία
λοιπόν ως επιστημονική και τέλεια γνώση αναζητά την αξιωματική έννοια, την πρώτη
αιτία και πρώτη αρχή της φύσης και των πραγμάτων, ώστε να καταδείξει πώς παράγο-
νται τα πράγματα μέσα στον κόσμο. Μια τέτοια έννοια για τον Καρτέσιο είναι ο Θεός
και χρησιμεύει ως βάση για να εξηγήσουμε τον κόσμο.
22
1.1.9. Γαλιλαίος
Ο προσανατολισμός της σκέψης του Βάκωνος
στην πρακτική εφαρμογή της γνώσης και στην
άμεση τεχνική της χρησιμότητα τον εμπόδισε Μεταξοτυπία του Μαλεβίτς.
να αντιληφθεί το μέγεθος των θεωρητικών αξι- Εικονογράφηση για τις Αρχές της
ών που έφερε στην επιφάνεια και τη σημασία Φιλοσοφίας του Καρτέσιου
τους για την επιστημονική έρευνα. Ιδιαίτερα
σημαντικός είναι ο ρόλος των Μαθηματικών στην κατανόηση της φύσης. Την ανάδειξή
τους αναλαμβάνει ο Γαλιλαίος (Galileo) θεμελιώνοντας τη Μηχανική, δηλαδή τη μα-
23
24
25
1.2.1. Αρχαιότητα
Στην Αρχαιότητα, οι φιλόσοφοι, που ανέπτυξαν όπως είδαμε το στοχασμό για τη Φι-
λοσοφία, τη Φυσική και τα Μαθηματικά, έθεσαν και την προβληματική για τη συγκρό-
τηση, την ανάπτυξη και την ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Ενώ όμως διέκριναν και
ταξινομούσαν τη Φιλοσοφία σύμφωνα με την ανάπτυξη των επιστημών, δε συνέβαινε
το ίδιο με τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, διαιρούσε τη
Φιλοσοφία σε ποιητική, θεωρητική και πρακτική. Η ποιητική ήταν εκείνη που πραγ-
ματευόταν το ωραίο στη φύση, στην τέχνη, στον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας
του ανθρώπου. Η θεωρητική ήταν η επιστημονική έρευνα που ανέλυε την υπόσταση και
την ουσία όλων των πραγμάτων. Διακρινόταν σε τρία μέρη, τα Μαθηματικά, τη Φυσική
και την Πρώτη Φιλοσοφία, η οποία εξέταζε τις πρώτες αιτίες, δηλαδή τα αξιώματα των
επιστημών – γι' αυτό ο σκοπός της δεν ήταν πρακτικός, αλλά, όπως τόνιζε ο Αριστο-
τέλης, θεωρητικός. Τέλος, η πρακτική αποσκοπούσε στο να εξετάσει τους κανόνες που
οδηγούν τον άνθρωπο στη δέουσα και λογική ατομική και κοινωνική πράξη – δηλαδή
στο να αναλύσει ηθικά τις ανθρώπινες πράξεις.
Εκείνο λοιπόν που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ότι δεν υπήρχε διάκριση των Κοι-
νωνικών Επιστημών μεταξύ τους, αλλά ένας συνδυασμός κοινωνικών, πολιτικών και
ηθικών θεωρήσεων για την ατομική και τη συλλογική ζωή. Οι Αρχαίοι διερευνούσαν τις
αρχές με βάση τις οποίες συγκροτούνταν η κοινωνία, αλλά και τις αιτίες και τους όρους
της αλλαγής της, για να εξηγηθεί ο σκοπός που έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Ο Αριστοτέλης
στα έργα του Πολιτικά, Αθηναίων Πολιτεία και τα Ηθικά Νικομάχεια προβαίνει σε μια
διεξοδική μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας για να καθορίσει τους πολιτειακούς
παράγοντες (δημογραφική σύσταση της πολιτείας, κατανομή του πλούτου, κτλ.) που
καθοδηγούν τον άνθρωπο– πολίτη στην ενάρετη και ευτυχισμένη ζωή. Η Φιλοσοφία,
η οποία απέβλεπε στην πνευματική και στην ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου, κα-
θόριζε το πώς θα έπρεπε να είναι η κοινωνία και η πολιτεία, για να επιτευχθεί αυτός ο
σκοπός. Είτε πρόκειται για τον Πλάτωνα είτε για τον Αριστοτέλη ή για τον Επίκουρο,
όλοι μελετούν την κοινωνία και αναζητούν με βάση τον ιδεώδη τύπο διακυβέρνησης,
την καλύτερη συγκρότηση της μελλοντικής πολιτείας.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ο κοινωνικός στοχασμός, παρά την ανάπτυξη της Νομικής
Επιστήμης, η οποία προσδιόριζε τις οικογενειακές, κληρονομικές και συναλλακτικές
26
27
28
29
30
31
Βασικοί όροι
ιδέα, αίσθηση, αληθοφανής γνώμη, αφαίρεση, γενικό, μερικό, επαγωγή, παραγωγή, συ-
γκριτική μελέτη, ανάλυση, σύνθεση, μηχανική θεωρία, αιτιότητα, ουτοπία, πολιτικός
ρεαλισμός.
32
Βιβλιογραφία
Η. Butterfield, Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης (1300–1800), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα
1983.
Α. F . Chalmers, Τι Είναι Αυτό που Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 1994.
R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976.
Β. Κάλφα, Πλάτωνος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995.
Α. Κ οϋρέ, Από το Κλειστό στο Άπειρο Σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989.
Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και Κρατική Σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997.
33
*Αβερρόης (1126–1158). Γεννήθηκε στην Κόρντοβα και ήταν για κάποιο διάστημα
προσωπικός δικαστής και γιατρός του χαλίβη. Πέθανε εξόριστος στο Μαρόκο. Ασχο-
λήθηκε με την παράφραση και τη σύνταξη υπομνημάτων για τα έργα του Αριστοτέλη.
*Θωμάς Ακινάτης (1225–1274) Γεννήθηκε στην Κάτω Ιταλία και φοίτησε στα Πα-
νεπιστήμια της Νεάπολης, της Κολωνίας και του Παρισιού. Κατόπιν δίδαξε στα Πανεπι-
στήμια της Ρώμης και της Μπολόνια. Τα κύρια έργα του, Summa Theologia και Summa
contra Gentiles επηρεασμένα από τον Αριστοτέλη, διακρίνονται για τη σαφήνειά τους.
*Αβικένας (980–1037) Το βιβλίο του ο Καντίνας ήταν βασικό σύγγραμμα της με-
σαιωνικής ιατρικής σε Ανατολή και Δύση. Τα συγγράμματά του επέδρασαν σημαντικά
στην ανάπτυξη του προβληματισμού για τη Λογική και τη Μεταφυσική. Η διδασκαλία
του πλησιάζει πολύ τη σκέψη του Αριστοτέλη.
*Κέπλερ (1571 –1630) Γερμανός αστρονόμος, μαθηματικός και εφευρέτης του τη-
λεσκοπίου. Διατύπωσε τους νόμους που εξηγούν τις κινήσεις για τις τροχιές των πλα-
νητών.
34
*Βάκων (1561–1626) Άγγλος φιλόσοφος και καγκελάριος από τους θεμελιωτές της
νεότερης φιλοσοφίας και του εμπειρισμού.
*Ρενέ Ντεκάρτ (1596–1650) Γάλλος φιλόσοφος που εισήγαγε την έννοια της μεθο-
δικής αμφιβολίας και έγινε έτσι ο ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας. Η μαθηματική του
σκέψη θεωρείται πρόδρομος της αναλυτικής γεωμετρίας.
*Τόμας Μουρ (1478–1535) Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Έφτασε στα ανώτα-
τα κρατικά αξιώματα αλλά εκτελέστηκε από τον Ερρίκο τον 8ο επειδή δεν συναίνεσε
σε ζητήματα διαδοχής. Το έργο του Ουτοπία εκφράζει ένα κοινωνικό όραμα, σοσιαλι-
στικής αντίληψης.
35
37
38
39
40
41
42
Η γνώση της μεσαιωνικής Φιλοσοφίας κρίνεται άγονη απέναντι στο πάθος για την
εφαρμογή και τη χρηστικότητα της γνώσης, για την εκμετάλλευση και τη μετατροπή
των δυνάμεων της φύσης.
Η φύση, αυτή την εποχή, αρχίζει να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης αλλά και με-
τατροπής διά της γνώσης με υποκείμενο τον άνθρωπο. Οι αλχημιστές αυτής της περιό-
δου, υποσχόμενοι ότι με τη φιλοσοφική λίθο θα μπορούσαν να μετατρέψουν ένα ευτελές
μέταλλο σε χρυσάφι, εξέφραζαν και τη γενική επιδίωξη για επέμβαση στη φύση και
στην κοινωνία, για μια αλλαγή προς όφελος του δρώντος ατόμου.
43
44
45
2.1.3. Αστικοποίηση
Η πόλη στην Ευρώπη έχει πολύ μεγάλη παράδοση, με δεδομένο ότι ξεκινά από τις πό-
λεις–κράτη της Αρχαιότητας, επιβιώνει ως θεσμός κατά τον Μεσαίωνα και διαδραματί-
ζει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση στην αστική–βιομηχανική κοινωνία.
46
47
48
49
50
51
Ενώ κατά τον Μεσαίωνα οι άνθρωποι όσα κατανάλωναν τόσα και ξόδευαν, με τη
Βιομηχανική Επανάσταση δίνεται έμφαση στη συσσώρευση κεφαλαίου και στην αποκό-
μιση όσο το δυνατό μεγαλύτερου κέρδους. Η γη αρχίζει να χρησιμοποιείται όχι απλώς
ως πηγή προϊόντων για την επιβίωση, αλλά ως αυτό το οποίο μπορεί να αγοραστεί και
να πουληθεί αποφέροντας κέρδος. Έτσι, δίνεται έμφαση στη γη ως ιδιοκτησία.
Τον 16ο αιώνα ψηφίζεται στην Αγγλία ο περίφημος Νόμος των Περιφράξεων. Τα
κομμάτια της γης τα οποία μπορούσαν ελεύθερα να χρησιμοποιούν οι καλλιεργητές για
τη βοσκή των προβάτων τους και για την ξυλεία τους ιδιωτικοποιούνται. Με αυτό τον
τρόπο οι φεουδάρχες αυξάνουν τη γαιοκτησία τους και μετατρέπονται σε επιχειρημα-
τίες. Παράλληλα οι γαιοκτήμονες αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα κτήματα ως βοσκότο-
πους, προκειμένου να εμπορευτούν το μαλλί. Όσοι χωρικοί ζούσαν στις περιοχές αυτές
υποχρεώνονταν να τις εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στις πόλεις, όπου ζούσαν υπό
άθλιες συνθήκες. «Τα πρόβατα έτρωγαν ανθρώπους», κατά την έκφραση της εποχής.
Αναπτύχθηκε η βιομηχανία του μαλλιού και στη συνέχεια η βιομηχανία του βάμβακα, η
οποία ενσωμάτωσε τις μεγαλύτερες τεχνικές βελτιώσεις και αποτέλεσε παράδειγμα ερ-
52
53
54
55
56
2.2.3. Ψυχολογία
Άμλετ: «Μακαρισμένοι όσοι έχουν / αίμα και νου τόσο καλά συνταιριαγμένα που / δε
γίνονται στα δάκτυλα της τύχης πίπιζες / να παίζουν ό,τι θέλει. Δώσε μου τον άνθρωπο /
που δε σκλαβώνεται στο πάθος, να τον βάλω/ μέσα στην καρδιά μου...»
Στις απαρχές του αστικού πολιτισμού, το ενδιαφέρον για τον ψυχικό βίο του ατόμου
υπάγεται σε φιλοσοφικές θεωρίες για την ανθρώπινη φύση, συνδέεται με τη γνώση και
τον έλεγχο του ανθρώπου πάνω στον εαυτό του και τους άλλους, καθώς και με την πολι-
τική πράξη. Η γνώση και ο έλεγχος των παθών ενδιέφερε πολύ την πολιτική, διότι, όπως
θεωρούνταν, ο ηγεμόνας που κατορθώνει να κυβερνά τα πάθη του μπορεί να κυβερνά
και το λαό. Οι θεωρίες για την ανθρώπινη φύση διαφέρουν όμως μεταξύ τους ανάλογα
με το πολιτικό επιχείρημα το οποίο υποστηρίζουν. Σε δημοκρατικά επιχειρήματα, για
παράδειγμα (βλ. 3.3.3.), τονίζεται το στοιχείο του λόγου και της ελευθερίας του ατόμου,
χάρη στο οποίο μπορεί το ίδιο να καθοδηγήσει τον εαυτό του.
Τον 17ο αιώνα, από τον Βάκωνα (βλ. 1.1.7.),τον Καρτέσιο (βλ. 1.1.8.), τον Χομπς
(βλ. 3.3.1.) και τον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα (Spinoza) (1642–1677), τα πάθη εξετά-
ζονται όχι με γνώμονα ηθικές αξιολογήσεις αλλά ως φυσικά φαινόμενα, όπως οι θύελλες,
57
58
59
60
Ανακεφαλαίωση
–Το θεοκρατικό πνεύμα του Μεσαίωνα εκφράζει την ιεραρχική δομή της κοι-
νωνίας. Το σχήμα αυτό κλείνει στο εσωτερικό του δύο βασικές αντιθέσεις: πρώτον,
ανάμεσα στην παπική και στη βασιλική εξουσία, και δεύτερον, ανάμεσα στη ζωή
στην ύπαιθρο και στη ζωή στην πόλη. Με τον περιορισμό της παπικής εξουσίας και
την ενίσχυση της μοναρχίας ευνοείται η γένεση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού,
των εθνικών κρατών, ενώ η ανάπτυξη της ζωής στις πόλεις ενισχύει την αστική τάξη
και αυτή με τη σειρά της στηρίζει τη μοναρχική εξουσία και το θεσμό του εθνικού
κράτους.
–Με τις ανακαλύψεις, εμφανίζονται η όψη μιας παγκόσμιας αγοράς και τα αποι-
κιοκρατικά κράτη. Ξεχωρίζουν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και παρουσιάζονται
οι πρώτες μητροπόλεις, όπως το Άμστερνταμ, το Λονδίνο.
–Οι ανακαλύψεις επιφέρουν ποσοτικά αποτελέσματα, συσσώρευση πλούτου αλλά
και συσσώρευση νέων γνώσεων. Τα νέα οικονομικά φαινόμενα όμως δεν ελέγχονται
και δίνουν στην οικονομία μια χαώδη μορφή.
–Με τη Βιομηχανική Επανάσταση αρχίζει να οργανώνεται η εργασία με γνώ-
μονα την αποδοτικότητα σε μικρότερο χρόνο και με το μεγαλύτερο κέρδος. Με τη
Βιομηχανική Επανάσταση εμφανίζεται δίπλα στην τάξη των επιχειρηματιών (καπι-
ταλιστική τάξη) και η εργατική, ενώ η ζωή αρχίζει να συγκεντρώνεται στις πόλεις.
Στο πεδίο των επιστημών: Η εμφάνιση του κράτους εγείρει το πρόβλημα της ορ-
γάνωσής του ως θεσμού, θέτει αναγκαία το πρόβλημα της νομιμοποίησης της ισχύος
του και της ρύθμισης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών. Τούτο ανα-
δεικνύει την Πολιτική και το Δίκαιο ως ζωτικής σημασίας αντικείμενα της γνώσης.
Με τη σχολή του Φυσικού Δικαίου υποκαθίσταται το Θεϊκό Δίκαιο και τίθενται οι
όροι για το Θετικό Δίκαιο.
–Η ανάπτυξη τ(ον οικονομικών δυνάμεων ακολουθεί μια πορεία η οποία δεν εί-
61
Βασικοί όροι
φεουδαρχία, Αναγέννηση, ανακαλύψεις, πόλη, απολυταρχία. Βιομηχανική Επανά-
σταση, φυσικό δίκαιο, θεϊκό δίκαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, μερκαντιλισμός.
Ερωτήσεις
1. Ποιες κοινωνικές θέσεις διακρίνονται κατά τον Μεσαίωνα, πώς τοποθετούνται
ιεραρχικά, ποιος ο ρόλος τους;
2. Ποιες αντιθέσεις εντοπίζονται στο φεουδαρχικό σύστημα, οι οποίες θα παίξουν
σημαντικό ρόλο για την αλλαγή του;
3. α. Ποιος είναι ο ρόλος των συντεχνιών και πώς είναι διαρθρωμένες οι σχέσεις
των μελών τους; β. Πώς οργανώνεται η εργασία στο πλαίσιό τους; γ. Παρου-
σιάζεται κάποια αναλογία ανάμεσα στο σχήμα διάρθρωσης των συντεχνιακών
σχέσεων και σ’ εκείνο της κοινωνικής ζωής στο φέουδο; δ. Γιατί και πότε πα-
ρακμάζουν οι συντεχνίες;
62
Βιβλιογραφία
Β. Ζόμπαρτ, Ο Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998.
Μοντεσκιέ, Το Πνεύμα των Νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994.
Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988.
Μ. Weber, Η Επιστήμη ως Επάγγελμα. Κριτική της Θεωρίας του Stammler. Η Γέννηση
του Σύγχρονου Καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971.
63
65
66
67
68
Η ανάγκη για τη σύναψη του Κοινωνικού Συμβολαίου και για τη γένεση του
κράτους. Η ανθρώπινη φύση κατανοείται ως ένας συνδυασμός πάθους και λόγου. Ο φό-
βος του θανάτου ενεργοποιεί την ορθολογικότητα του ανθρώπου, δηλαδή την επιλογή
των προσφορότερων μέσων για το σκοπό της αυτοσυντήρησης. Από αυτή την άποψη ο
Χομπς προαναγγέλλει τον Βέμπερ. Επειδή η φυσική ζωή γίνεται αβίωτη και η αρχέγο-
νη ελευθερία οδηγεί στο θάνατο, τα μεμονωμένα άτομα υποχρεώνονται να έρθουν σε
συνεννόηση μεταξύ τους, να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, να συμβιβαστούν.
Πρώτον, συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες δεσμευόμενα ξεχωριστά το καθένα για την
τήρηση της ειρήνης. Δεύτερον, συνάπτουν ένα σύμφωνο υπακοής με τον ανώτατο άρ-
χοντα, με το οποίο αποποιούνται το δικαίωμα που είχαν στη φυσική κατάσταση να υπε-
ρασπίζονται τα ίδια τη ζωή τους και το μεταβιβάζουν στην ανώτατη Αρχή. Η τελευταία
δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση, η εξουσία της είναι ανεμπόδιστη. Το μόνο όριο της
βούλησής της είναι η προστασία της ζωής των υπηκόων.
Σχετικά με την ιστορική τοποθέτηση της χομπσιανής φυσικής κατάστασης έχουν
διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις. Περιγράφονται οι αχαλίνωτοι εγωισμοί της βρετανικής
αριστοκρατίας, την οποία πολύ καλά γνώρισε ο Χομπς, η κατάσταση κατά τον εμφύλιο
πόλεμο στην Αγγλία ή η ανταγωνιστική λογική και οι ιδιοτελείς εγωισμοί που εκδηλώ-
νονται στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς; Ο Χομπς δεν παρέχει διευκρινίσεις για μια
χωρίς αμφιβολίες απάντηση. Πιο πολύ όμως ενδιαφέρει η σημασία του κοινωνικού συμ-
βολαίου ως τύπος εξήγησης για την έλλογη συγκρότηση της κοινωνίας και την προέλευ-
69
70
71
72
73
74
75
76
εμφανιστεί ως αναγκαία στιγμή για την ευρύτερη απελευθέρωση των κοινωνικών και
παραγωγικών δυνάμεων και ο καπιταλισμός θεωρείται ότι δημιουργεί τους όρους για το
μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η αστική κοινωνία στη θεωρία του Μαρξ θεμελιώνεται με αφετηρία την εργατική
τάξη. Εφόσον η τάξη αυτή συνειδητοποιήσει τη θέση την οποία έχει στην καπιταλιστική
οργάνωση και το ρόλο της στην κοινωνία, μπορεί να διαρρήξει τις αλλοτριωμένες μορ-
φές των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας (βλ. 3.3.2.). Ο Μαρξ χρησι-
μοποιεί τον όρο ταξική συνείδηση αναφερόμενος όχι στην ατομική συνείδηση, αλλά
στη συνείδηση της τάξης την οποία αποκτούν οι εργάτες καθώς ενεργούν, με αποτέλε-
σμα να δείχνουν μεταξύ τους αλληλεγγύη, αφού έχουν επίγνωση των κοινών προβλη-
μάτων τους και κοινούς στόχους. Πρόκειται για μια δυναμική ιδέα, από την άποψη ότι
ευνοεί την πρακτική εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή.
77
78
79
3.2.1. Ο
Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής της Πολιτικής
Οικονομίας
Με τον Σμιθ αρχίζει η κλασική σχολή της Πολιτικής Οικονομίας, η οποία συνεχίζεται
με τον Ρικάρντο, τον Μάλθους και τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ. Με τη σχολή αυτή, η Οι-
κονομία διακρίνεται ως ξεχωριστός κλάδος και αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με την
Πολιτική. Η οικονομία θεωρείται ότι ρυθμίζεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι
από την πολιτική του κράτους. Ενώ για τους Γάλλους φυσιοκράτες πηγή του πλούτου
θεωρούνταν η αγροτική οικονομία, ο Σμιθ απορρίπτει αυτή την άποψη, δίνοντας έμφα-
ση στη βιομηχανική παραγωγή και στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Στο έργο του για τη Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών του Πλούτου των Εθνών,
εκθέτει το ζήτημα της οικονομικής ελευθερίας, επιχειρώντας να δείξει ότι το ατομικό
συμφέρον μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία· θα έπρεπε, επομένως, να απομακρυν-
θούν τα θεσμικά εμπόδια της παραδοσιακής κοινωνίας απέναντι στις επιδιώξεις των
ατόμων. Ο Σμιθ τόνισε τη σημασία της συσσώρευσης κεφαλαίου και της εργασίας για
την ευημερία της κοινωνίας.
Ως βασικός παράγοντας για την αύξηση του πλούτου αναγνωρίζεται η εργασία. Η
μέγιστη βελτίωση της εργασίας θεωρεί ότι μπορεί να προκύψει χάρη στον καταμερι-
σμό της εργασίας. Η εξειδίκευση σε μια δραστηριότητα, υποστηρίζει ο Σμιθ, ανεβάζει
την απόδοση στο εκατονταπλάσιο. Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει ότι μεγάλη εξειδίκευση
και ο καταμερισμός της εργασίας έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό των πνευματικών
ικανοτήτων. Γι’ αυτό και προτείνει την αντιστάθμιση τους μέσω των προγραμμάτων της
δημόσιας στοιχειώδους εκπαίδευσης.
80
Ο Σμιθ τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ελεύθερου εμπορίου και της ελάχιστης πα-
ρέμβασης της κυβέρνησης στις οικονομικές δραστηριότητες του ατόμου. Υποστηρίζει
ότι οι συναλλασσόμενοι επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον, καθένας τους όμως
«καθοδηγείται σαν από ένα Αόρατο Χέρι να προωθεί σκοπούς που δεν ανήκαν στην
αρχική του πρόθεση», εκφράζοντας με αυτή τη διατύπωση μια αισιόδοξη αντίληψη για
τη συμφιλίωση ανάμεσα στο κοινωνικό συμφέρον και στην επιδίωξη του ατόμου για
το ιδιωτικό του όφελος. Θεωρεί ότι ο ιδιώτης επιχειρηματίας, μεγιστοποιώντας τα κέρ-
δη του, οδηγεί την κοινωνία στην ευημερία. Ο Σμιθ τοποθετείται υπέρ του ελεύθερου
ανταγωνισμού, διατηρεί όμως επιφυλάξεις για μια χωρίς όρια ελευθερία. Όπως γράφει,
«άνθρωποι της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας συναντώνται, συχνά, ακόμη και
για διασκέδαση και. ψυχαγωγία, αλλά η συνεύρεση καταλήγει σε συνωμοσία εναντίον του
δημοσίου ή σε κάποιο τέχνασμα για την αύξηση των τιμών. Παρότι όμως ο νόμος δεν
μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας να συνα-
ντώνται, θα όφειλε να μην κάνει τίποτα για να τις διευκολύνει, και πολύ λιγότερο για να
τις καθιστά αναγκαίες» (Πλούτος των Εθνών, II, κεφ. Χ, μέρος II).
Ο Σμιθ, υποστηρίζοντας το μη παρεμβατικό ρόλο του κράτους απέναντι στην οικο-
νομική ζωή, εκφράζει και μια διαπίστωση της εποχής για τη μη αποτελεσματικότητα της
βρετανικής κυβέρνησης. Η υποστήριξη της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς εκφράζει,
επίσης, την αντίθεση του προς τα μονοπώλια που δημιουργούνταν με την εκμετάλλευση
κάποιου κρατικού προνομίου. Δεν είναι όμως κατηγορηματική και απόλυτη η τοπο-
θέτηση του Σμιθ υπέρ μιας άνευ όρων οικονομικής ελευθερίας και κατά της κρατικής
81
82
83
84
85
86
χάρη στην παρέμβαση ενός ισχυρού κράτους. Το κράτος παρεμβαίνει στη ρύθμιση των
μισθών, της παραγωγής και της κατανομής του πλούτου.
Ο Κέυνς, στη θέση του ατομικού ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και της επιχεί-
ρησης που ανήκει σε έναν ιδιώτη. τοποθετεί τη συμμετοχική ένωση (corporation),
ανανεώνοντας έναν παλαιό θεσμό, τη συντεχνία. Χαρακτηριστικά γράψει: «Προτείνω
κατά έναν τρόπο την επάνοδο στις μεσαιωνικές αντιλήψεις των χωριστών αυτονομιών.
Επιπλέον, στην Αγγλία τουλάχιστον, οι συντεχνίες αποτελούν τρόπο διακυβέρνησης
που δεν έπαψε ποτέ να είναι σημαντικός όσο και ταιριαστός με τους θεσμούς μας. Λεν
είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε παραδείγματα χωριστών αυτονομιών από αυτές
που ήδη υπάρχουν και οι οποίες έχουν φτάσει ή πλησιάζουν στη μορφή που προτείνω:
τα πανεπιστήμια, η Τράπεζα της Αγγλίας, ο Οργανισμός Λιμένος Λονδίνου, ίσως ακό-
μη και οι σιδηροδρομικές εταιρείες». Η ιδιοκτησία ανήκει στην ένωση στην οποία τα
άτομα συμμετέχουν. Πρόκειται για μια λύση που βρίσκεται ανάμεσα στο άτομο και στο
κράτος, με την οποία δίδεται έμφαση στη ρευστή μορφή του κεφαλαίου, το χρήμα, και
όχι στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, του υλικού κεφαλαίου.
87
88
3.3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
Η Κοινωνιολογία εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος τον 19ο αιώνα.
Στον αιώνα αυτό έχουν φανεί τα αποτελέσματα των μεγάλων πολιτικών και κοινωνι-
κών επαναστάσεων οι οποίες συνέβησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου
αιώνα στην Αμερική και στην Γαλλία, καθώς και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Το
κέντρο βάρους της οικονομικής ανάπτυξης μετατοπίζεται από το αγροτικό στο βιομη-
χανικό σύστημα παραγωγής, ενώ οι άνθρωποι μεταφέρονται μαζικά από την ύπαιθρο
στις πόλεις. Τα γεγονότα αυτά έθεσαν στο επίκεντρο της σκέψης και της πράξης την
επαναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων.
Η κοινωνιολογική θεωρία αναπτύχθηκε αποδίδοντας μεγάλη έμφαση στην επιστη-
μονική μέθοδο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως δάνεια πρότυπα από τη Φυσική, τη Βι-
ολογία, τη Φυσιολογία, στη συνέχεια όμως έγινε προσπάθεια ώστε η Κοινωνιολογία
να εξοπλιστεί με τις δικές της έννοιες και τα δικά της μεθοδολογικά: εργαλεία για την
εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων.
Η Κοινωνιολογία είναι ένας τρόπος να κατανοούμε και να εξηγούμε τις κοινωνικές
σχέσεις και τις συμπεριφορές των ατόμων στην κοινωνία. Διαβάζουμε, για παράδειγμα,
στον Τύπο: «Αποτυχία των μαθητών στις γενικές εξετάσεις». Ακούμε γύρω μας να λένε:
«Φταίνε οι μαθητές οι οποίοι δε διαβάζουν», «Φταίνε οι καθηγητές που δεν κάνουν σω-
στά τη δουλειά τους», «Φταίει ο υπουργός και οι σύμβουλοί του», «Φταίει το σύστημα».
Συνήθως επιχειρείται βιαστικά να βρεθεί μια αιτία, η οποία είτε προσωποποιείται είτε
είναι πολύ αόριστη. Η Κοινωνιολογία, αν και περιλαμβάνει την προσωπική εμπειρία,
τις ατομικές πεποιθήσεις, τις ποικίλες συμπεριφορές στους διάφορους χώρους της κοι-
νωνικής ζωής, δεν είναι απλώς το άθροισμά τους. Επιχειρεί να εισαγάγει κριτήρια και
μεθόδους με τις οποίες μελετούνται τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής και ελέγχονται
οι προτάσεις που διατυπώνονται γι’ αυτά.
89
90
91
92
93
94
95
96
τη μόρφωση και τον πλήρη έλεγχο των μελών της, στις σύγχρονες κοινωνίες η οικογέ-
νεια αριθμεί λιγότερα μέλη και πολλές από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τις
έχουν αναλάβει ειδικοί θεσμοί, γεγονός βέβαια που περιόρισε το δεσμό ανάμεσα στην
οικογένεια και συνέβαλε στην ανάπτυξη της εξατομίκευσης. Εντούτοις, στις κοινωνίες
που χαρακτηρίζονται από οργανική αλληλεγγύη, η διαφοροποίηση επιτρέπει στα άτομα
να συνεργάζονται περισσότερο, αφού κάθε εργασία πρέπει να συμπληρώνεται από μια
άλλη και έτσι η ανάπτυξη της ατομικότητας εμφανίζεται συμβατή με την αλληλεγγύη
και την αλληλεξάρτηση.
Η συλλογική ή κοινή συνείδηση ορίζεται ως το σύνολο των πεποιθήσεων και των
αισθημάτων που είναι κοινά στο μέσο όρο των μελών της ίδιας κοινωνίας και σχημα-
τίζουν ένα ανεξάρτητο σύστημα. Πρόκειται για ένα παράδειγμα μη υλικού γεγονότος,
το οποίο αφορά την κοινή ηθική. Σε κοινωνίες με μηχανική αλληλεγγύη η συλλογική
συνείδηση είναι αυστηρή, σε αυτή μετέχει το σύνολο των ατόμων, τα οποία πιστεύουν
βαθιά σε αυτή, ενώ σε κοινωνίες με οργανική αλληλεγγύη υπερέχει μια ατομική ηθική.
Ο Ντυρκέμ, αντί για τον όρο αυτό, «συλλογική συνείδηση», στο ύστερο έργο του υιοθε-
τεί τον όρο «συλλογικές αναπαραστάσεις», για να υποδηλώσει τους κανόνες, τις αξίες
ιδιαίτερων συνόλων, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η θρησκεία, κτλ. Ανήκουν και
αυτές στα μη υλικά γεγονότα και δεν ανάγονται στην ατομική συνείδηση.
97
98
99
100
Για τον Μ. Βέμπερ, οι πράξεις του επιστήμονα, του καπιταλιστή, του υπαλλήλου μιας υπηρεσίας είναι
ορθολογικές κατά το σκοπό εφόσον χρησιμοποιούνται τα προσφορότερα μέσα σε κάθε περίπτωση.
101
102
103
Ο Βίλελμ Βουντ (Wilhelm Wundt, 1832–1920), γιος ενός λουθηρανού ιερέα, γεννή-
θηκε σε ένα χωριό κοντά στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε Ιατρική, άρχισε να διδάσκει Φυσι-
ολογία και αργότερα Φιλοσοφία και Ψυχολογία, όταν η Ψυχολογία ήταν κλάδος της Φι-
λοσοφίας. Ίδρυσε το πρώτο, παγκοσμίως, εργαστήριο Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της
Λειψίας, στο οποίο και δίδαξε για σαράντα εφτά χρόνια σε κατάμεστα αμφιθέατρα. Ει-
σήγαγε μεθόδους της Φυσιολογίας για τη μελέτη προβλημάτων Ψυχολογίας. Η εφαρμογή
πειραματικών μεθόδων συνέβαλε στην αυτονόμηση της Ψυχολογίας από τη Φιλοσοφία.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, για πρώτη φορά, ένας αριθμός ψυχολόγων συνεργα-
ζόταν οργανωμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, τα πειράματα θεωρήθηκαν αφελή,
ασκήθηκε η κριτική ότι η συνείδηση αναλυόταν στα επιμέρους της στοιχεία, τα οποία
εμφανίζονταν ως ακίνητα δομικά στοιχεία. Σε γενικές γραμμές, όμως, εκτιμάται η προ-
σπάθεια αυτή ως η πρώτη και πολύ σημαντική για τη θεμελίωση της Πειραματικής
Ψυχολογίας και την αυτονόμηση της Ψυχολογίας ως επιστημονικού κλάδου από τη Φι-
λοσοφία.
104
Ο Τζων Γουότσον (J. Watson, 1878–1958) γεννήθηκε στη Νότια Καρολίνα και σπού-
δασε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Το 1908 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Τζωνς Χόπκινς. Το 1920, λόγω επιπτώσεων του διαζυγίου του και στην επαγγελματική
του ζωή, διακόπτεται η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και αρχίζει να εργάζεται σε δια-
φημιστικές εταιρείες.
105
106
107
επιθυμίες που θα του προκαλούσαν σύγκρουση προβάλλει σε άλλους δικά του συναι-
σθήματα· κινείται από αντίδραση προς ένα συναίσθημα: για παράδειγμα, ενώ φθονεί
ή μισεί κάποιον, ισχυρίζεται ότι τον αγαπά, μεταθέτει σε άλλο πρόσωπο τα αισθήματά
του· μετουσιώνει, δηλαδή μετατρέπει, μια ορμή σε κοινωνικά αποδεκτή πράξη.
Η Ψυχανάλυση είναι και θεωρία και πρακτική. Το άτομο, με τη βοήθεια του ψυχα-
ναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του. Η γνώση την οποία αποκτά
το άτομο για τα βαθύτερα αισθήματα, τα ένστικτα, τις επιθυμίες, τα περιστατικά που
είχε απωθήσει, θεωρείται ότι του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγξει τον εαυτό του το
ίδιο και όχι οι ασυνείδητες παρορμήσεις του και οι εντολές των άλλων.
108
109
3.5. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τότε δηλαδή που άρχισε να υποχωρεί το φαι-
νόμενο της αποικιοκρατίας, η Ανθρωπολογία ασχολούνταν με εξωτικές κοινωνίες, τις
οποίες μελετούσαν οι ανθρωπολόγοι πραγματοποιώντας επιτόπια έρευνα. Σήμερα χιλιά-
δες τουρίστες επισκέπτονται τις «εξωτικές» εκείνες περιοχές, ενώ οι άλλοτε ιθαγενείς
επισκέπτονται τις «πολιτισμένες» χώρες ή και εγκαθίστανται σ’ αυτές, κυκλοφορούν
ανάμεσά μας, εργάζονται και σπουδάζουν . Η Ανθρωπολογία, η οποία εκ πρώτης όψεως
έχει συνδεθεί με τη μελέτη των «πρωτόγονων» κοινωνιών, δεν εξαφανίστηκε μαζί τους·
αντί να παρακμάσει ως επιστήμη, σήμερα περνά μια νέα περίοδο αναγέννησης και εξα-
πλώνεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η ελληνική. Ο προ-
σανατολισμός της βέβαια έχει αλλάξει: στρέφεται πλέον όχι σε εξωτικές απομακρυσμέ-
νες φυλές, αλλά σε πληθυσμιακές ομάδες που κινούνται εντός των εθνικών συνόρων.
Οι κλασικές ανθρωπολογικές μελέτες έχουν γίνει κυρίως σε βρετανικές, γαλλικές
και αμερικανικές αποικίες. Η αποαποικιοποίηση όμως, η οποία διάρκεσε περίπου από
το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, συνοδεύτηκε από τον
εκσυγχρονισμό στην οικονομία, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, τη σταδιακή απομά-
κρυνση από τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των κοινωνιών που άλλοτε βρίσκονταν
μακριά από τη δυτικού τύπου ανάπτυξη.
Οι ανθρωπολόγοι στην πλειονότητά τους δεν ταυτίστηκαν με την αποικιακή πολιτι-
κή. Αντίθετα, ανέπτυξαν έναν κριτικό λόγο απέναντι στον αποικιακό ηγεμονισμό αλλά
και στο δυτικό τρόπο ζωής. Σε τούτο συνέβαλε και η συμμετοχική παρατήρηση, δη-
λαδή η επιτόπια παραμονή και έρευνα στην ερευνώμενη κοινωνία. Κατά τη διάρκεια
της συνήθως μακρόχρονης παραμονής του, ο ανθρωπολόγος ερχόταν σε επαφή με την
καθημερινή ζωή των ανθρώπων, προσπαθούσε να τους κατανοήσει, να μάθει τη γλώσ-
σα τους, να γίνει ένα μαζί τους, αλλά και να περιγράψει τις όψεις της ζωής τους όσο
το δυνατό πιο αντικειμενικά. Ο ανθρωπολόγος συμμετέχει και ο ίδιος στο αντικείμενο
που ερευνά, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από αυτό για να μελετήσει όσο το δυνατό
περισσότερες πλευρές του. Για τη σφαιρική μελέτη και την εξηγητική εμβέλεια των
φαινομένων, η Ανθρωπολογία κατά τη διάρκεια της πορείας της έχει εξοπλιστεί με εν-
νοιολογικά εργαλεία και μεθόδους τις οποίες έχει δανειστεί από άλλες επιστήμες, όπως
η Κοινωνιολογία, η Φιλοσοφία, η Γλωσσολογία, η Ιστοριογραφία, η Ψυχολογία, κ.ά.
110
111
112
113
114
κεντρώθηκε σιη μελέτη των θεσμών και τρόπων ζωής σε κοινωνίες που διέπονται από
συναίνεση και όχι από καταναγκασμό, όπως στις φυλές των νήσων Άνταμαν και στους
Αβορίγινες της Αυστραλίας. Το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά συστήματα επηρέασε,
όπως θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, τον Έβανς Πρίτσαρντ και συνεισέφερε στο
πεδίο της Πολιτικής Ανθρωπολογίας.
3.5.3. Ο
Έβανς–Πρίτσαρντ, η συμβολή του στην Πολιτική
Ανθρωπολογία και στη σύνδεση Ιστορίας–Ανθρωπολογίας
Ο Έβανς–Πρίτσαρντ διδάσκεται τη μέθοδο του Ντυρκέμ, η οποία επικρατούσε εκεί-
νη την εποχή, αλλά απορρίπτει πολύ γρήγορα το σχέδιο μιας Ανθρωπολογίας η οποία,
αντίστοιχα με την Κοινωνιολογία, θα ήταν μια Φυσική Επιστήμη των κοινωνιών. Ήταν
ο μόνος από τους Άγγλους δομολειτουργιστές που επιχειρεί να συνδέσει την Ανθρωπο-
λογία με την Ιστορία, υποστηρίζοντας ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες δεν ήταν κλειστά
και αχρονικά συστήματα.
Στην πρώτη του μονογραφία (1937) παρουσιάζει μια έκθεση των πεποιθήσεων και
των λατρευτικών πρακτικών των Αζάντε, μιας φυλής του Σουδάν. Αυτή η μελέτη θα
υποκινήσει μια έντονη συζήτηση στη δεκαετία του ’70, πάνω στο πρόβλημα αν οι πε-
ποιθήσεις είναι ορθολογικές, όχι από επιστημονική άποψη, αλλά ως προς την πρακτική
τους αποτελεσματικότητα. Το όνομα του Έβανς–Πρίτσαρντ συνδέθηκε με τη μελέτη
των Νουέρ, μιας φυλής στο Σουδάν, στους οποίους αφιέρωσε τρία έργα και περίπου
εκατό άρθρα, αν και δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους.
Ο Έβανς–Πρίτσαρντ, μελετώντας την πολιτική και τη συγγενική οργάνωση, δίνει
έμφαση στον παράγοντα της σύγκρουσης. Για την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, οι συ-
γκρούσεις των κοινωνιών που οδηγούν σε ραγδαίες μεταβολές συνήθως συγκαταλέ-
γονται σε ανομικά ή παθολογικά φαινόμενα. Αντίθετα με τη θεωρία του Έβανς–Πρί-
τσαρντ, οι συγκρούσεις και οι δυσλειτουργίες θεωρούνται εγγενείς σε κάθε κοινωνικό
115
116
117
118
119
Ανακεφαλαίωση
Οι Κοινωνικές Επιστήμες στη σύγχρονη μορφή τους εμφανίζονται τον 19ο αιώνα,
μετά τις πολιτικές επαναστάσεις κατ τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, με την
εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης κατ την ανάπτυξη των αστικών κέντρων.
Ήδη όμως το αντικείμενο της Πολιτικής Επιστήμης έχει αρχίσει να μελετάται συ-
στηματικά από τον 17ο αιώνα, με την Αγγλική Επανάσταση, και το αντικείμενο της
Πολιτικής Οικονομίας τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία.
Μέχρι τον 18ο αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα Μαθηματικά προσφέρουν
το πρότυπο όλης της επιστήμης και της κοινωνικής σκέψης, αν και βέβαια δεν το
χειρίζονται κατά τον ίδιο τρόπο οι διάφοροι θεωρητικοί. Από τον 19ο αιώνα δίνεται
μεγάλη έμφαση στη μέθοδο και στις έννοιες για τον προσδιορισμό των ερευνούμε-
νων αντικειμένων. Εισάγονται νέες μέθοδοι και έννοιες για την εξέταση κάθε αντι-
κειμένου και έτσι ξεχωρίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες μεταξύ τους. Επιπλέον, και
στο εσωτερικό κάθε επιστήμης εμφανίζονται διαφορετικά υποδείγματα. Εντούτοις,
υπάρχουν ορισμένα βασικά ερωτήματα τα οποία είναι κοινά, όπως για τη δομή, τη
120
121
122
123
124
125
126
127
129
Οι Κοινωνικές Επιστήμες μελετούν λοιπόν τομείς της ίδιας πραγματικότητας: την αν-
θρώπινη δραστηριότητα. Παρ’ όλη την προσπάθεια για την ακριβή διάκριση, οι τομείς
αυτοί στην ερευνητική πρακτική είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν εντελώς, διότι κάθε Κοι-
νωνική Επιστήμη δεν είναι παρά ο μεγεθυντικός φακός που επικεντρώνεται σε κάποια
δραστηριότητα, την οποία απομονώνει από άλλες. Η μελέτη της συνολικής έκφρασης
του ανθρώπου είναι το πρόβλημα των Κοινωνικών Επιστημών και όχι η πιο τέλεια γνώ-
ση μιας δραστηριότητάς του.
Κάθε Κοινωνική Επιστήμη διαθέτει τα δικά της εννοιολογικά εργαλεία για τη μελέτη
της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα οποία όμως δεν εξασφαλίζουν τη διεπιστημονική
προσέγγισή της. Αυτό που τις καθιστά αλληλέγγυες είναι οι μεθοδολογικές τους προ-
σεγγίσεις. Οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών αποβλέπουν στη συνολική διερεύνη-
ση της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνοντας ταυτόχρονα τα όρια της αντικειμενικό-
τητάς τους, αλλά και την αναγκαιότητα της σφαιρικής ανάλυσης.
Η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία και η Κοινωνική Ανθρω-
πολογία βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολλά και σύνθετα κοινωνικοί προβλήματα για τα
οποία κάθε τομέας απαιτούσε συνεχώς ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένες γνώσεις
(αυτόνομη ανάπτυξη του αντικειμένου κάθε επιστήμης), αλλά και συνδυαστική προ-
σέγγιση για τη σφαιρική ανάλυσή του. Ο εξειδικευμένος χαρακτήρας κάθε Κοινωνικής
Επιστήμης δεν μπορεί να άρει το γεγονός ότι όλες αυτές έχουν ως επιστημονικό αντι-
κείμενο τον άνθρωπο και την ποικιλόμορφη έκφραση και δράση του. Υπάρχουν έννοιες
που απαντούν σε πολλά κοινωνικά φαινόμενα και έχουν την ίδια σημασία (όπως, για
παράδειγμα, η αυθεντία, το κύρος), ανεξάρτητα αν σημείο αναφοράς είναι η επιχείρη-
ση, ο στρατός, η οικογένεια, η φυλή, το κράτος, η Εκκλησιά. Επίσης, ένα κοινωνικό
πρόβλημα μπορεί να εντοπιστεί και να απομονωθεί χρονικά και να μελετηθεί πολιτικά,
κοινωνιολογικά, οικονομικά ή ψυχολογικά, όπως είναι, για παράδειγμα, το φαινόμενο
του αρχηγού ομάδας, είτε πρόκειται για πολιτικό κόμμα είτε για συμμορία νεαρών ή για
ομάδα εργαζομένων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η ανθρώπινη συμπε-
ριφορά της αλλαγής μπορεί να προκαλεί τα ίδια ζητήματα ανάλυσης και μελέτης, είτε
πρόκειται για αλλαγή συμπεριφοράς των ανθρώπων είτε για αλλαγή των συνθηκών ερ-
γασίας από τους εργαζομένους σε μια επιχείρηση είτε την αλλαγή και τη μεταρρύθμιση
στην Παιδεία από τους μαθητές.
130
131
132
133
1 Η
χρήση κλειστών ερωτήσεων διευκολύνει την μεταγενέστερη επεξεργασία των δεδομένων (κωδικογράφη ορ-
γάνωση και ανάλυση των δεδομένων), ενώ η χρήση πολλών ανοικτών ερωτήσεων δυσκολεύει το μεταγενέστερο
έργο του ερευνητή. Οι ελεύθερες απαντήσεις θα πρέπει να κωδικογραφηθούν και να οργανωθούν σε διάφορες
κατηγορίες χρησιμοποιώντας άλλες τεχνικές κατάταξης δεδομένων όπως η «ανάλυση περιεχομένου», που επίσης
χρησιμοποιείται για τη μελέτη των σχολικών βιβλίων ή των μηνυμάτων που εκπέμπουν τα ΜΜΕ κτλ.
134
4.5. ΜΕΘΟΔΟΣ
Η μέθοδος, με τη γενική σημασία του όρου, είναι η συστηματική οργάνωση ενός συ-
νόλου λογικών διαδικασιών που η επιστημονική έρευνα μεταχειρίζεται για να φτάσει
στην ακριβή, αποδεδειγμένη και επαληθευμένη γνώση του εξεταζόμενου αντικειμένου.
Είναι ένα σύνολο κανόνων που κατευθύνει το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και εκφράζει
τόσο τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας όσο και τη μορφή συλλογισμού για
135
136
την οικονομική και φορολογική πολιτική στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία. Στη συνέ-
χεια κατασκευάζει τύπους για να μπορέσει να καταλάβει, να συγκρίνει και να αναλύσει
τα υπό διερεύνηση κοινωνικά φαινόμενα: για παράδειγμα, εποχική ανεργία, διαρθρωτι-
κή ανεργία, εποχικές διακυμάνσεις της οικονομίας, αστική και αγροτική εγκληματικό-
τητα, γυναικεία απασχόληση, κτλ. Τέλος, η συγκριτική μέθοδος επιδιώκει να εξηγήσει
την παρουσία ή την απουσία των παραγόντων που προσδιορίζουν την εμφάνιση του
κοινωνικού φαινομένου.
Το πρόβλημα με τη συγκριτική μέθοδο είναι ότι έχει περιορισμένη εφαρμογή, γιατί
ισχύει μόνο για τους τύπους που συγκρίνει, και εκεί πάλι με την επιφύλαξη ότι η κα-
τασκευή του τύπου για τη συγκριτική μελέτη του φαινομένου εκφράζει μόνο τα κύρια
χαρακτηριστικά του. Αν και η πρόοδος στο επίπεδο των τεχνικών για τη συλλογή των
δεδομένων στην εμφάνιση ενός κοινωνικού φαινομένου είναι αξιοσημείωτη, σε συγκρι-
τικό επίπεδο, η τεκμηρίωση συμπερασμάτων παρουσιάζει δυσχέρειες εξαιτίας της δια-
φορετικής σημασίας την οποία έχει ένα φαινόμενο. Για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση
ερωτηματολόγιου και η σύγκριση των απαντήσεων τις οποίες δίνουν άνθρωποι διαφο-
ρετικών χωρών δεν έχει πάντα την ίδια σημασία.
Βέβαια, η ανάπτυξη των ερευνών σε διεθνές επίπεδο έχει βελτιώσει την αυστηρότητα
της μεθόδου με τη δημιουργία, για παράδειγμα, διεθνών δεικτών για την ανάπτυξη της
οικονομίας ή τον επακριβή ορισμό των βασικών χαρακτηριστικών των δημοκρατικών
πολιτευμάτων. Επίσης, η χρησιμοποίηση των Η/Υ. με σταθερούς κανόνες επεξεργασίας
137
138
139
140
II. Ιστορικά στάδια του θετικισμού: Παρόλο που ο όρος αναφέρεται στη φιλοσο-
φική θέση που αρχικά εκτέθηκε από τον Σεν–Σιμόν και, πιο συστηματικά, από τον Κοντ,
τον 19ο αιώνα, οι καταβολές του μπορούν να ανευρεθούν στην παράδοση του αγγλικού
εμπειρισμού του 17ου και του 18ου αιώνα. Ο θετικισμός του 19ου αιώνα χαρακτηρί-
ζεται από την αισιοδοξία που θα έφερνε στην ανθρωπότητα η ανάπτυξη της επιστημο-
νικής μεθόδου. Ο Κοντ θεωρούσε ότι ήταν πρωτοπόρος στη θεμελίωση της Θετικής
Κοινωνιολογίας και έλπιζε ότι η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης φύσης και των
ανθρώπινων αναγκών θα οδηγούσε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε μια πραγματική
επιστημονική βάση για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας.
Από το τέλος του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, ο θετικισμός εκ-
φράζεται κυρίως με τον εμπειροκριτικισμό, που υποστήριζε ότι η πραγματικότητα δεν
υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι αποτελείται από πλέγματα
αισθημάτων. Τον 20ό αιώνα εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του λογικού εμπειρισμού
με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Διακηρύσσει μια πολεμική κατά της μεταφυσικής,
με την πεποίθηση ότι οι μεταφυσικές δηλώσεις δεν απαιτούν εμπειρικό έλεγχο, επειδή
δεν ασχολούνται με την ακριβή έρευνα, ανάλυση και ταξινόμηση των φαινομένων της
πραγματικότητας, αλλά αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως σύνολο, έτσι ώστε να μην υπό-
κεινται σε διαδικασίες απόδειξης της αλήθειας τους.
Υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να έχουμε βέβαιη και νόμιμη γνώση του κόσμου
παρά μόνο με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τις Φυσικές Επιστήμες και τα
Μαθηματικά. Θεωρεί ότι, σε σχέση με τις Θετικές, οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι ανώ-
ριμες από την άποψη της μεθόδου και τονίζει πως οι Θετικές Επιστήμες θα πρέπει να
αποτελέσουν μεθοδολογικό πρότυπο για τις Κοινωνικές.
141
142
143
144
Οι νόμοι της διαλεκτικής: Οι γενικοί νόμοι κίνησης και εξέλιξης του κόσμου που
αναγνωρίζει η διαλεκτική είναι οι εξής:
– ο νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων,
– ο νόμος της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, και
– ο νόμος της άρνησης της άρνησης.
Ο πρώτος νόμος βασίζεται στην αποδοχή ότι η γενική κίνηση της φύσης και της
κοινωνίας καθορίζεται από τη συνύπαρξη και ταυτόχρονα τη διαπάλη διαφορετικών
στοιχείων που βρίσκονται στο εσωτερικό των φυσικών και των κοινωνικών φαινομέ-
νων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται η ανθρώπινη
κοινωνία στα διάφορα στάδια της εξέλιξής της.
145
146
4.11. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ
Ο λειτουργισμός, ως μέθοδος ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων, προέρχεται από
τη θεωρητική αντίληψη του 19ου αιώνα που παρομοίαζε την κοινωνία με ζωντανούς
οργανισμούς και παρουσίαζε τα κοινωνικά φαινόμενα ως βιολογικά. Η αναλυτική του
προσέγγιση εξετάζει διεξοδικά τη λειτουργία ανθρώπων και θεσμών και δεν ασχολείται
με τη γέννηση και τη δημιουργία των κοινωνικών φαινομένων.
Η έννοια της λειτουργίας: Γενικά ο όρος «λειτουργία» σημαίνει το ρόλο που δια-
δραματίζει ένα όργανο μέσα σ’ ένα σύστημα του οποίου τα μέρη είναι αλληλοεξαρτώ-
μενα. Το σύστημα αυτό μπορεί να είναι μηχανικό, της φυσιολογίας ενός οργανισμού,
γλωσσικό, κοινωνικό. Για παράδειγμα, η λειτουργία τιμονιού στο αυτοκίνητο, των
πνευμόνων στον ανθρώπινο οργανισμό, του επιθέτου στο προσδιορισμό του ουσιαστι-
κού, του χρήματος στην κοινωνία. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η έννοια της λειτουργίας
δείχνει το ρόλο ενός κοινωνικού θεσμού και τον τρόπο αμοιβαίας επίδρασης που έχει
με άλλους για τη διατήρηση του συστήματος (για παράδειγμα, η λειτουργία των κομμά-
των μέσα στο σύστημα της δημοκρατικού πολιτεύματος). Ένας θεσμός μπορεί να έχει
πολλές λειτουργίες (για παράδειγμα, το σχολείο κοινωνικοποιεί, εκπαιδεύει, επιλέγει),
όπως, επίσης, μια λειτουργία μπορεί να πραγματοποιηθεί από πολλούς διαφορετικούς
θεσμούς (για παράδειγμα, η κοινωνικοποίηση από το σχολείο, την οικογένεια ή τον
αθλητικό σύλλογο).
Ο όρος «λειτουργία» απαντά, επίσης, στις Κοινωνικές Επιστήμες, για να δηλώσει το
επάγγελμα, μια απασχόληση ή το σύνολο καθηκόντων με τα οποία είναι επιφορτισμένος
147
Κριτική του κλασικού λειτουργισμού: Ο Μέρτον (Merton), ένας από τους κύριους
εκπροσώπους του λειτουργισμού, δείχνει την αντίφαση αυτών των υποθέσεων με την
πραγματικότητα ανανεώνοντας τη λειτουργιστική σκέψη.
148
Ρητές και άδηλες λειτουργίες: Για να τεκμηριώσει ο Μέρτον την ουδετερότητα της
λειτουργικής μεθόδου εισάγει δύο νέες έννοιες, τη ρητή και την άδηλη λειτουργία. Σκο-
πός της διάκρισης είναι να αποφευχθεί κάθε σύγχυση μεταξύ συνειδητών κινήτρων μιας
κοινωνικής συμπεριφοράς και αντικειμενικών συνεπειών. Οι ρητές λειτουργίες είναι οι
εκούσιες συμπεριφορές από τους συμμετέχοντες στο κοινωνικό σύστημα και αποβλέ-
149
4.12. ΔΟΜΙΣΜΟΣ
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Πιαζέ, ο δομισμός είναι μέθοδος και όχι δόγμα. Με τη
λέξη «μέθοδος» εννοούμε εδώ τον τρόπο προσέγγισης και σύλληψης των προβλημάτων.
Ως γόνιμη μεθοδολογική ανάλυση εμφανίστηκε στη γλωσσολογία: οι ήχοι (τα φωνήμα-
τα) δεν έχουν νόημα, αλλά ο συνδυασμός τους, η διαρρύθμισή τους, η αλληλεξάρτησή
τους –δηλαδή η δομή της γλώσσας– τους δίνει ένα νόημα [για παράδειγμα, τα φωνήμα-
τα (ήχος) δ-ε-ν-τ-ρ-ο, όταν προφερθούν το καθένα ξεχωριστά, δεν έχουν νόημα, αλλά
η γλώσσα τα διαρρυθμίζει και τα διαρθρώνει σε ενιαίο σύνολο, τη λέξη «δέντρο», που
έχει νόημα].
150
151
152
153
154
155
156
157
158
159
160
Ερωτήσεις
● οιο είναι το αντικείμενο των Κοινωνικών Επιστημών;
Π
● Πώς αυτονομούνται και αποκτούν την ιδιαιτερότητα τους;
● Τι τις καθιστά αλληλέγγυες;
● Γιατί αναπτύχθηκαν ραγδαία τον 20ό αιώνα;
● Ποιο είναι το περιεχόμενο της αντικειμενικότητας στις Κοινωνικές Επιστήμες;
● Τι είναι και πώς εκφράζεται η διεπιστημονικότητά τους;
● Τι είναι τεχνική στις Κοινωνικές Επιστήμες;
● Τι είναι μέθοδος; Πώς καθορίζονται οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών;
161
162
163
Διδακτικοί στόχοι: Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να βοηθήσει τους μαθητές
και τις μαθήτριες να κατανοήσουν ότι τα γεγονότα της καθημερινής τους εμπειρίας δεν
αποτελούν τυχαία συμβάντα, αλλά ότι συνδέονται και προκύπτουν μέσα από ευρύτερες
κοινωνικές διαδικασίες.
Οι μαθητές και οι μαθήτριες, μέσα από τη σύνδεση εμπειρίας και μεθόδου, θα πρέπει
να κατανοήσουν ότι τα θεωρητικά σχήματα και τα μεθοδολογικά πρότυπα που ανα-
πτύχθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια δεν αποτελούν αφηρημένες θεωρίες, αλλά ότι,
αντίθετα, μας βοηθούν σημαντικά με την κατάλληλη αξιοποίησή τους να κατανοήσουμε
τη σύγχρονη κοινωνία και τις εξελίξεις της, αλλά και τις ατομικές και συλλογικές συ-
μπεριφορές των σύγχρονων ανθρώπων.
Εισαγωγικές ερωτήσεις:
● Ποιος είναι ο ρόλος της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Πώς θα διατηρήσου-
με την εθνική μας ταυτότητα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών εξελίξεων;
● Η ανεργία οφείλεται στις τεχνολογικές εξελίξεις ή σε ευρύτερες κοινωνικοοικονο-
μικές μεταβολές; Πώς θα αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανεργία;
● Ποιος είναι ο ρόλος της σύγχρονης οικογένειας; Ποιος ο ρόλος του κάθε μέλους
της στη νέα πραγματικότητα;
● Έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει ο άνθρωπος στις φυσικές εξελίξεις μέσω της τεχνο-
λογίας; Υπάρχουν όρια και ηθικοί φραγμοί στην επιστημονική έρευνα;
165
166
5.1.1. Το κράτος–έθνος
Το κράτος–έθνος αποτέλεσε στη νεότερη περίοδο το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτή-
θηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες με βάση την έλλογη, ελεύθερη και δημοκρατική έκφραση
της βούλησης των πολιτών. Το κράτος–έθνος συνδέεται με τα όρια της επικράτειας,
ενός φυσικού προστατευόμενου χώρου μέσα στον οποίο επιτελούνται οι κοινωνικές και
οικονομικές λειτουργίες και ταυτόχρονα διαμορφώνεται η συνείδηση μιας κοινής ιστο-
ρικής–πολιτιστικής ταυτότητας.
Μέσα στα όρια του κράτους–έθνους η κοινωνία ξεπερνά τους προ–αστικούς διαχω-
ρισμούς και ομογενοποιείται σ' ένα κοινό πλαίσιο θεσμών, λειτουργιών και αξιών. Γι'
αυτό και η μελέτη μιας κοινωνίας αναφέρεται πρωταρχικά σε ένα εθνικό κράτος, σε μια
περιφέρεια, σε μια κοινότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αναζητούμε τη δομή και τις λει-
τουργίες των κοινωνικών τάξεων, των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων.
Όμως η κλασική αυτή προσέγγιση παρακάμπτεται από τη λειτουργία των υπερε-
θνικών οικονομικών και επικοινωνιακών σχέσεων που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο
επίπεδο και οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις λειτουργίες και τις δομές του
σύγχρονου κράτους–έθνους.
Οι ισχυροί προστατευτικοί φραγμοί τους οποίους ύψωναν τις περασμένες δεκαετίες
τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους οικονομική
ανάπτυξη, καταρρέουν σήμερα και δίνουν τη θέση τους σε παγκόσμια δίκτυα οικονομι-
κών ανταλλαγών.
167
168
169
170
171
172
173
174
175
Ο πολιτισμός εκφράζει την υπόσταση ενός λαού, το ιστορικό του βάθος, τη συλ-
λογική του ταυτότητα. Αποτελεί το πλαίσιο ομογενοποίησης και ενσωμάτωσης μιας
κοινωνίας.
Η συγκρότηση ισχυρών υπερεθνικών οργανισμών, όπως αυτός της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, τα μεταναστευτικά ρεύματα που κατευθύνονται από τις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, τις χώρες της Βαλκανικής, διαμορφώ-
νουν σήμερα ένα νέο τύπο κοινωνίας στον οποίο συνυπάρχουν και συμβιώνουν διαφο-
ρετικοί πολιτισμοί και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.
Είναι αυτονόητο ότι η συνύπαρξη αυτή των διαφορετικών πολιτισμών, των μειο-
νοτικών ομάδων, των μεταναστευτικών πληθυσμών απαιτεί το σεβασμό των βασικών
υποχρεώσεων που οφείλονται σε ό,τι είναι διαφορετικό, μειοψηφικό, περιθωριακό. Εί-
ναι αναγκαία η κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών απέναντι σε κάθε μορφή
διάκρισης.
176
177
5.1.4. Παγκοσμιοποίηση
Όλες αυτές οι σημαντικές αλλαγές εντάσσονται –πολλές φορές με απλουστευτικό τρό-
πο– στον όρο «παγκοσμιοποίηση». Μ' αυτό τον τρόπο η έννοια της «παγκοσμιοποίη-
σης» χρησιμοποιείται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο ως ερμηνευτικό πλαίσιο των κάθε
είδους οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ή πολιτισμικών φαινομένων.
Πρόκειται για μια λέξη–σύμβολο που εκφράζει μια αποφασιστική και μη αναστρέψι-
μη καμπή στην ανθρώπινη ιστορία; Ή μήπως για ένα νέο «μύθο» που δεν επιτρέπει την
αμφισβήτηση και την κριτική στον τρόπο που ερμηνεύει τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Για να αποφύγουμε τη σύγχυση που προκαλεί η κατάχρηση του όρου «παγκοσμι-
οποίηση», είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε συστηματικά το σύνολο των σημαντικών
αλλαγών που διαμορφώνονται στα πεδία της οικονομίας, της πολιτικής εξουσίας, των
κοινωνικών σχέσεων, του πολιτισμού.
178
179
180
Η δεκαετία του ’70 γνώρισε την επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που έμοια-
ζαν με χταπόδια με τεράστια πλοκάμια, εξαρτώμενα όμως από το ίδιο συγκεκριμένο
γεωγραφικό κέντρο, όπου χαρασσόταν η στρατηγική και απ’ όπου ξεκινούσαν τα ρεύ-
ματα. Η σημερινή παγκόσμια επιχείρηση δεν έχει πλέον κέντρο. Στην ουσία δεν είναι
τίποτ’ άλλο από ένα δίκτυο διαφορετικών συμπληρωματικών στοιχείων, διασκορπι-
σμένων σ’ όλη την επιφάνεια του πλανήτη, τα οποία αλληλοδιαρθρώνονται σύμφω-
να μ’ ένα γνήσιο οικονομικό ορθολογισμό, υπακούοντας μόνο σε δύο λέξεις κλειδιά:
«αποδοτικότητα» και «παραγωγικότητα». Κατ’ αυτό τον τρόπο, μια γαλλική επιχείρη-
ση μπορεί να δανείζεται από την Ελβετία, να ιδρύει κέντρα ερευνών στη Γερμανία, να
αγοράζει μηχανές στη Νότια Κορέα, να εγκαθιστά τα εργοστάσιά της στην Κίνα, να
επεξεργάζεται την εκστρατεία μάρκετινγκ και διαφήμισής της στην Ιταλία, να πουλάει
στις Ηνωμένες Πολιτείες και να διαθέτει εταιρείες μικτών κεφαλαίων στην Πολωνία,
στο Μαρόκο και στο Μεξικό.
181
182
183
184
185
Ο βαθμός του πραγματικού αποκλεισμού συνίσταται στην πλήρη ρήξη κοινωνικών δε-
σμών, και μάλιστα δεσμών που συνδέονται με την απασχόληση, με την οικογένεια και
με την κατοικία. Τα άτομα που βρίσκονται στην κατάσταση αυτή χαρακτηρίζονται από
την απάθεια, την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για την κοινωνία που τα περιβάλλει
και την αδιαφορία (όχι την άρνηση: την αδιαφορία) για οποιαδήποτε προσπάθεια επα-
νένταξής τους στην κοινωνία αυτή. Είναι αυτοί που δε μετέχουν στα κοινωνικά πράγ-
ματα και στη διαμόρφωση της προοπτικής τους, που αδιαφορούν, που δε διαθέτουν
αντοχές, που δεν ελπίζουν σε τίποτα, αλλά φοβούνται τα πάντα.
Αυτή η αδιαφορία, η παραίτηση, είναι χαρακτηριστικό του κοινωνικά αποκλεισμέ-
νου. Τα χαρακτηριστικά που συνήθως αναφέρονται σε σχέση με τον αποκλεισμό (η
φτώχεια, η ανεργία, η ετερότητα, κτλ.) είναι κοινωνικά χαρακτηριστικά που οδηγούν
(ή, καλύτερα, που μπορεί να οδηγήσουν) στον αποκλεισμό. Δεν είναι χαρακτηριστικά
των αποκλεισμένων ως αποκλεισμένων. Είναι χαρακτηριστικά εκείνων που κινδυνεύ-
ουν να εισέλθουν στη διαδικασία αποκλεισμού, που έχουν αυξημένες πιθανότητες να
βιώσουν κάποιo βαθμό κοινωνικού αποκλεισμού.
186
187
188
189
190
1) Η νεοκλασική θεωρία για την αγορά εργασίας βασίζεται στην ανάλυση σε μι-
κρο–επίπεδο. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικρο–οικονομικής θεωρίας και αναλύει
το πώς καθορίζεται η ισορροπία μεταξύ του μισθού και της προσφερόμενης ποσότητας
εργασίας.
Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η ανεργία θεωρείται από τη νεοκλασική αντίληψη
εκούσια. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο δε δέχεται να εργαστεί με το μισθό που του
προσφέρουν, είτε γιατί ισχύουν οι μισθοί των εθνικών συλλογικών συμβάσεων είτε γιατί
το άτομο προσδοκά μια καλύτερη δουλειά και προτιμά να μείνει άνεργο.
Η λύση θα προκύψει, σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, εφ’ όσov διαμορφωθούν
συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, οι οποίες θα επιτρέψουν, τελικά,
την εξάλειψη της ανεργίας.
Βασική προϋπόθεση προς τούτο είναι να επικρατήσει ένα καθεστώς ευελιξίας, δη-
λαδή αυξομείωσης τόσο τού μισθού όσο και της προσφερόμενης ποσότητας εργασίας
(αμοιβές–ώρες εργασίας). Παράλληλα, η πολιτική της εκπαίδευσης–κατάρτισης διευκο-
λύνει την κινητικότητα του ατόμου, είτε γεωγραφικά είτε κατά κλάδο εργασίας, ώστε να
μπορούν τα άτομα να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας.
191
192
193
194
Το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι νέο, αλλά συνοδεύει την ιστορική εξέλιξη
των σύγχρονων κοινωνιών.
Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης μεταπολεμικά στηρίχτη-
κε στην προσέλκυση φθηνού εργα-
τικού δυναμικού από τις χώρες του
Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και από
τις χώρες εκείνες που αποτελούσαν
αποικίες των ευρωπαϊκών μητρο-
πόλεων.
Η χώρα μας αποτέλεσε την αφε-
τηρία δύο μεγάλων μεταναστευτι-
κών ρευμάτων. Το πρώτο «ρεύμα»
κυριάρχησε στην περίοδο 1900–
1920 και κατευθύνθηκε κυρίως
προς ΗΠΑ και Καναδά. Το δεύτερο
ξεκίνησε το 1955 και κορυφώθηκε
τη δεκαετία του 1960, με κύρια
χώρα προορισμού τη Γερμανία.
195
***
196
***
Στις 18.12.1992 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με την υπ’ αριθ. 47/135 απόφασή της,
υπέγραψε τη «Διακήρυξη για τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές,
θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες».
Το 1993, στη συνέχεια, εγκρίθηκε στη Βιέννη η Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Δι-
καιώματα του Ανθρώπου. Η διακήρυξη αυτή, αφού αναφέρεται στα προβλήματα του
ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των φυλετικών διακρίσεων, καλεί όλες τις κυβερνήσεις
να λάβουν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών.
Σήμερα, εκτός από τις νομικές ρυθμίσεις που προωθούνται για την τυπική, τουλά-
χιστον, κατοχύρωση των διάφορων μειονοτήτων, συγκροτούνται κυβερνητικοί μηχανι-
σμοί, κοινωνικές οργανώσεις και κινήσεις πολιτών που διαφωνούν με το ρατσισμό και
το καθεστώς των διακρίσεων. Οι φορείς αυτοί λειτουργούν σε όλες σχεδόν τις χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και βοηθούν τις μειονοτικές ομάδες με πολλούς τρόπους, από την
παροχή νομικής υποστήριξης μέχρι την υλική και ηθική βοήθεια και συμπαράσταση.
197
198
199
200
201
202
203
204
205
206
5.3.2. Βιοτεχνολογία–βιοηθική
Η βιοτεχνολογία αποτελεί την «αιχμή του δόρατος» της νεότερης τεχνολογικής–επιστη-
μονικής εξέλιξης. Η επιστήμη προχωρεί σήμερα στην κλωνοποίηση γενετικού υλικού
(DNA), αλλά και στην παραγωγή τροποποιημένων γενετικά οργανισμών (Τ.Γ.Ο.) που
μετατρέπονται σε τεχνολογικά προϊόντα
και διατίθενται ως εμπορεύματα σε πα-
γκόσμια κυκλοφορία και σε ελεύθερη
χρήση.
Αυτή ακριβώς η «παρέμβαση» της
επιστήμης στη φυσική διαδικασία δε θέ-
τει μόνο μια σειρά πρακτικών προβλη-
μάτων, αλλά μεταβάλλει και την ίδια τη
σχέση μεταξύ κοινωνίας και φύσης.
– Η πρώτη κατηγορία προβλημά-
των αφορά τα θέματα της δημό-
σιας υγείας, της προστασίας του
περιβάλλοντος, την ποιότητα της
ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Τι
θα προκύψει άραγε στο μέλλον
από τη σταδιακή αντικατάσταση
φυσικών προϊόντων και φυσικών
εξελίξεων από εργαστηριακά προ-
ϊόντα και τεχνολογικά προσδιορι-
ζόμενες διαδικασίες στην εξέλιξη
της ανθρώπινης φύσης;
207
208
209
210
***
Σ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα αναπτύχθηκε από τις Κοινωνικές Επιστήμες μια
έντονη προβληματική για τη γεφύρωση μιας ιστορικής διάκρισης που χαρακτηρίζει το
άτομο–μέλος της νεότερης κοινωνίας:
Το άτομο–μέλος φέρει την ιδιότητα του πολίτη σε δύο μορφές:
– την τυπική μορφή, όπως αυτή περιγράφεται στο σύνταγμα, στους νόμους, στο
σύστημα των θεσμών,
– την ουσιαστική μορφή, που αφορά το πραγματικό περιεχόμενο των ατομικών, των
πολιτικών και ιδιαίτερα, των κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία, εκπαίδευση, ασφά-
λιση, προστασία περιβάλλοντος), αλλά και ταυτόχρονα επιτρέπει την ουσιαστική
παρέμβαση του πολίτη στις αποφάσεις.
Το κράτος πρόνοιας, που οικοδομήθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις δεκαε-
τίες του ’50 και του ’60, συνέδεσε τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα με την ουσι-
αστική διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο, η τυπική ισότητα
και ελευθερία που συνδέεται με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα επεκτάθηκε ο' έναν
τύπο οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνέχεια –με την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας
από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και καθώς οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης μειώ-
θηκαν– τα κοινωνικά δικαιώματα συρρικνώνονται και αποσυνδέονται από τα τυπικά
ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η αποσύνδεση αυτή θεμελιώνεται θεωρητικά στο νε-
οκλασικό οικονομικό πρότυπο που υποστηρίζει ότι μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού
της αγοράς μπορούν να διασφαλιστούν τα περιεχόμενα της ελευθερίας και της ισότητας
των πολιτών.
Αντίστροφη πορεία ακολούθησαν οι τύποι αυτοί των δικαιωμάτων στις χώρες που
ανήκουν στον πρώην Ανατολικό Συνασπισμό.
Στις χώρες αυτές, μέχρι την κατάρρευση των καθεστώτων τους (τέλος δεκαετίας ’80,
αρχές δεκαετίας ’90), είχαν θεσπιστεί σημαντικά κοινωνικά δικαιώματα (δικαίωμα στην
εκπαίδευση, περίθαλψη, ασφάλιση, εργασία, κτλ.), ενώ, αντίθετα, τα ατομικά και τα
πολιτικά δικαιώματα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα.
Μετά την πτώση των καθεστώτων αυτών, κατοχυρώθηκαν συνταγματικά οι τυπικές
ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, το πολυκομματικό σύστημα και οι ελεύθερες εκλο-
γές. Παράλληλα όμως εμφανίζονται προβλήματα στην ουσιαστική άσκηση των δικαι-
211
212
Η αξία της ζωής, της τιμής, της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, το δικαίωμά του ν’
αποφασίζει ελεύθερα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων πολιτών δεν
είναι πολιτισμική ιδιομορφία, σύμβαση ή ατομική αισθητική προτίμηση, είναι μονα-
δική προϋπόθεση της υπόστασης του ανθρώπου, της υπόστασης της κοινωνίας. Ο
αγώνας γίνεται για την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο άνθρωπος, ασχέτως των
επιμέρους πολιτισμικών του ταυτίσεων, είναι φορέας δικαιωμάτων και αξιών, όπου
και αν βρίσκεται, στην Ακτή του Ελεφαντοστού ή στην Ουάσιγκτον. Γιατί ο σεβασμός
της αξιοπρέπειάς του δεν μπορεί να ισχύει στη Στοκχόλμη αλλά να μην ισχύει στην
Τεχεράνη, στο Αλγέρι ή στη Σαγκάη, εν ονόματι ενός άλλου πολιτισμού, μιας άλλης
ιστορίας, μιας άλλης παράδοσης. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται ακριβώς η πεμπτουσία
της έννοιας του ανθρώπου ως έννοιας πραγματικής αφαίρεσης: ότι αντιπροσωπεύει,
εκφράζει, θεμελιώνει έναν οικουμενικό πολιτισμό. Έναν πολιτισμό αξιακά ανώτερο
από κάθε μερικότητα, από κάθε πολιτισμική κατάτμηση της παγκόσμιας κοινωνίας.
Το γεγονός ότι αυτός ο δυνάμει οικουμενικός πολιτισμός έχει σ’ ένα βαθμό πραγμα-
τοποιηθεί ή τείνει προς την πραγματοποίηση του, με όλες τις δυσκολίες και τις παλιν-
δρομήσεις που παρουσιάζει, στο γεωγραφικό χάρο όπου τον εστιάζει ο Χάντινγκτον,
δε σημαίνει ότι δεν είναι οικουμενικός. Σημαίνει ότι ο αγώνας δεν έχει τελειώσει, δεν
έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ότι οι αξίες η ισχύουν οικουμενικά ή δεν ισχύουν. Γιατί η
περιχαράκωση τους και ο πολιτισμικός προσδιορισμός τους ως μερικός τις αποτρέ-
πουν και τις ανατρέπουν.
Δ. Χαραλάμπης, Δημοκρατία και Παγκοσμιοποίηση,
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998, σσ. 284–28
213
214
215
Ερωτήσεις
1. Το κράτος–έθνος.
α. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού κράτους–έθνους (19ος–20ός
αιώνας) και μέσα από ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται η κοινωνία στο
πρότυπο αυτό;
β. Π οιοι μηχανισμοί αντικαθιστούν τον προστατευτισμό του κράτους–έθνους;
γ. Μέσα από ποιες διαδικασίες και ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται σήμερα
η εθνική κοινωνία;
δ. Π οιες επιλογές μπορεί να πραγματοποιήσει ένα αναπτυγμένο κράτος και ποιες
ένα περιφερειακό–υπανάπτυκτο μέσα στο παγκόσμιο σύστημα;
3. Πολυπολιτισμικότητα–διαπολιτισμικές σχέσεις
α. Τι σημαίνει «πολυπολιτισμικότητα»; Να αναφέρετε ένα παράδειγμα και να
προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά του.
β. Μ ε ποιους τρόπους μια εθνική κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει την πολιτισμι-
κή της κληρονομιά, όταν συνυπάρχει με πολιτισμικές μειονότητες;
γ. Ποιος είναι ο ρόλος του εθνικού κράτους σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία;
Ποιες θα πρέπει να είναι οι παρεμβάσεις του;
4.Παγκοσμιοποίηση
α. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του όρου «παγκοσμιοποίηση»;
οιες συνέπειες έχει για μια εθνική οικονομία η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαί-
β. Π
ων σε υπερεθνική κλίμακα;
216
5. Κοινωνικός αποκλεισμός
α. Τι σημαίνει «κοινωνικός αποκλεισμός»; Σε τι διαφέρει από τη φτώχεια;
β. Με ποιες ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές συνδέεται ο κοινωνικός
αποκλεισμός;
γ. Ποιες κοινωνικές ομάδες οδηγούνται σήμερα στο περιθώριο;
δ. Ποιες είναι οι συνέπειες του τεχνολογικού αποκλεισμού σε μια σύγχρονη κοι-
νωνία;
6. Ανεργία
α. Ποιες είναι οι αλλαγές στους βασικούς τομείς της οικονομίας; Τι επιπτώσεις
έχουν στον τομέα της εργασίας;
β. Ποιες διαιρέσεις διαμορφώνονται σήμερα στο «εσωτερικό» της εργασίας;
γ. Πώς αντιμετωπίζει η νεοκλασική θεωρητική αντίληψη το πρόβλημα της ανερ-
γίας;
δ. Ποιος μπορεί να είναι ο παρεμβατικός ρόλος ενός σύγχρονου κράτους για την
αντιμετώπιση της ανεργίας;
ε. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανεργίας στο άτομο και στο οικογενειακό του
περιβάλλον;
7. Μετανάστευση–ρατσισμός
α. Ποια η διαφορά των παραδοσιακών μεταναστευτικών ρευμάτων από το σύγ-
χρονο φαινόμενο της μετανάστευσης;
β. Με ποιο τρόπο ενσωματώνονται οι μετανάστες στην εργασιακή διαδικασία;
Ποιες αποκαλούμε «ζώνες ελεύθερης εργασίας»;
γ. Ποιες είναι οι βάσεις της εκδήλωσης του ρατσιστικού φαινομένου (οικονομι-
κές, πολιτισμικές);
217
10. Βιοτεχνολογία–βιοηθική
α. Ποια προβλήματα προκαλεί η παρέμβαση της επιστήμης στον τομέα της βιοτε-
χνολογίας στη φυσική διαδικασία;
β. Π ρέπει να είναι απαλλαγμένη η επιστημονική έρευνα από ηθικά ερωτήματα
και αξίες;
218
219
221
222
6.2. Η
ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί μια πορεία ολοκλήρωσης η οποία διαδραματίζει καθο-
ριστικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις.
– Η πορεία αυτή συντελείται σε συνδυασμό με τη νέα πραγματικότητα που προέ-
κυψε μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και της
223
224
225
Η Πολιτική Επιστήμη μελετά ακόμη μια σειρά άλλων προβλημάτων που απασχολούν
την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως δομές και δυναμικές των πολιτικών
σχέσεων που υπάρχουν στα όρια του κράτους–έθνους. Μελετάται, επίσης, η δυναμική
την οποία αναπτύσσουν τα συγγενή πολιτικά κόμματα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αντιμετώπιση πολιτικών και κοινωνικών συγκρού-
σεων απέναντι σε προβλήματα όπως ανεργία και αναδιανομή των κοινωνικών πόρων.
226
6.2.3. Κοινωνιολογία
Στην Κοινωνιολογία έχουν εμφανιστεί αρκετοί νέοι κλάδοι, όπως Κοινωνιολογία της
Εργασίας, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, Αστική
Κοινωνιολογία, κ.ά.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής έρευνας δίνεται έμφαση στη συγκριτική μελέτη των
227
228
229
230
231
232
233
2) α. Σε ποια πολιτικοκοινωνικά αίτια οφείλεται η ανάδυση των Κοινωνικών Επι-
στημών στη χώρα μας;
β. Να συνδέσετε το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, που διατυπώθηκε στην
αρχή του 20ού αιώνα, με την ανάγκη μιας νέας ιστορικοκοινωνικής θεώρη-
σης της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας.
γ. Γ ιατί, αρχικά, οι Κοινωνικές Επιστήμες προσανατολίστηκαν στο Δίκαιο, στην
Οικονομία και στη Δημόσια Διοίκηση;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Κ. Ιωακειμίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση. Θεωρία, Διαπραγμάτευση, Θεσμοί
και Πολιτικές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1993.
Π. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος – Οι Επιπτώσεις από την Ενο-
ποιητική Διαδικασία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
Γ. Κοντογιώργης, «Η Πολιτική ως Αντικείμενο στη Διδασκαλία και στην Έρευνα», στο
Προοπτικές και Μέλλον των Κοινωνικών Επιστήμων στην Ελλάδα (επιστημονικό δι-
ήμερο), Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 1999.
Ν. Μαραβέγιας–Μ. Τσινισιζέλης, Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης– Θεσμικές,
Πολιτικές και Οικονομικές πτυχές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.
(εκδοτ. οίκος) Γ. Παπαδημητρίου, Δημοκρατία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Αθήνα–
Κομοτηνή 1993.
Λ. Τσούκαλης, Η Νέα Ευρωπαϊκή Οικονομία, η Πολιτική και Οικονομική Διάσταση της
Ολοκλήρωσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.
Γ. Υφαντόπουλος – Ν. Μανιαδάκης, Η Κοινωνική Προστασία στις Χώρες της Ευρωπαϊ-
κής Κοινότητας και στην Ελλάδα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστή-
μης και Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα 1994.
234
235
236
237
Αγορά Μηχανισμός που κάνει δυνατή την επικοινωνία παραγωγών και καταναλωτών,
τις ανταλλαγές είτε αγαθών είτε υπηρεσιών. Στο πλαίσιο των ανταλλαγών, τα συναλ-
λασσόμενα άτομα επιχειρούν να αυξήσουν το κέρδος τους.
Αιτιότητα Γενικά η αρχή της αιτιότητας εκφράζει τη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέ-
σματος. Όμως δεν πρέπει να εξαντλούμε το περιεχόμενο της αιτιότητας στην αναζήτηση
της αρχικής αιτίας όπως δηλώνεται στη φράση «κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του».
Αντίθετα, εκείνο που χαρακτηρίζει την αιτιότητα είναι οι νόμοι της διαδοχής ή ο γενι-
κός νόμος της διαδοχής και δείχνει όλες τις αλλαγές που επέρχονται μεταξύ αιτίας και
αποτελέσματος.
Αλλοτρίωση Υποδηλώνει την αποξένωση των ατόμων από τον εαυτό τους, τα δημι-
ουργήματά τους και τους άλλους. Όρος βασικά φιλοσοφικός, με τη θεωρία του Μαρξ
τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της σχέσης του ανθρώπου με την εργασία του.
Αναπαράσταση Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εικόνες και κείμενα περισσότε-
ρο ανακατασκευάζουν παρά αντανακλούν τις αρχικές πηγές τους. Μια ζωγραφιά, μια
φωτογραφία ή ένα γραπτό κείμενο για ένα δέντρο δεν είναι ποτέ το ίδιο το πραγματικό
δέντρο, αλλά η ανακατασκευή εκείνου που φαίνεται να εννοεί όποιος το αναπαρέστησε.
Ανεργία Η αδυναμία απορρόφησης ενός τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού που δι-
ατίθεται για εργασία εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης θέσεων εργασίας. Η ανεργία
μπορεί να έχει προσωρινή ή μονιμότερη διάρκεια.
239
Αξίες Γενικές αρχές, ιδεώδη που προσδιορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, αποτε-
λώντας και κριτήριό της. Απορρέουν από τη ζωή των ανθρώπων σε συγκεκριμένα ιστο-
ρικά και πολιτισμικά πλαίσια, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και καθίστανται σταθερό
σημείο αναφοράς της κοινωνικής δραστηριότητας.
Αφαίρεση Η αφαίρεση είναι η πράξη του πνεύματος να εξετάζει ξεχωριστά αυτό που
δε διακρίνεται ούτε διαχωρίζεται στην πραγματικότητα. Μπορούμε να εξετάσουμε τη
μορφή ενός πράγματος, για παράδειγμα τη σφαιρικότητα ενός πράγματος, ανεξάρτητα
από την ύλη, το χρώμα και τις διαστάσεις.
Εξουσία Ισχύς που επιβάλλεται στη θέληση των ατόμων ή ομάδων. Ο τύπος της προσδι-
ορίζεται ανάλογα με τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα υποχρεώνονται σε υπακοή,
σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ:
240
Επαγωγή Η επαγωγή είναι η διαδικασία προς μια γενικοποίηση. Από την επιμέρους
παρατήρηση ενός πράγματος ή κάποιων ιδιαίτερων πραγμάτων περνάμε στην περιγρα-
φή μιας γενικής ιδιότητας. Ο επαγωγικός τρόπος σκέψης βασίζεται στην παρατήρηση
των μερών, στην εμπειρία και καταλήγει σε γενικότερα συμπεράσματα, σε κανόνες και
νόμους. Η επαγωγή επιτρέπει τη μετάβαση από την παρατήρηση των γεγονότων σε νό-
μους.
Έρευνα πεδίου Περιλαμβάνει συλλογή στοιχείων και μπορεί να αφορά είτε συγκεκρι-
μένες μικρές κοινωνίες είτε κοινωνικές καταστάσεις (αλκοολισμός, αποκλίνουσα συ-
μπεριφορά, κτλ.).
Ιδεότυπος (ιδεώδης τύπος ή καθαρός τύπος) Όρος τον οποίο επεξεργάστηκε ο Βέμπερ.
Είναι μια πνευματική κατασκευή που σχηματίζεται από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηρι-
στικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης– για παράδειγμα, γραφειοκρατία, ανταγωνιστική
αγορά, καπιταλισμός (βλ. σ. ).
241
Κοινωνική παθολογία Τον 19ο αιώνα η Κοινωνιολογία δανείζεται αυτό τον όρο από
την Ιατρική, προκειμένου να περιγράψει διαταραχές στην κοινωνική ζωή, όπως εγκλη-
ματικότητα, ναρκωτικά, πορνεία.
Κυβερνητική Η επιστήμη που μελετά τον έλεγχο και την εσωτερική διεύθυνση συστη-
μάτων, όπου οι ποικίλες λειτουργίες τους βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας διάδρασης.
242
Νεοκλασική θεωρία Οικονομική θεωρία που ανήκει στο πλαίσιο των απόψεων του
μεθοδολογικού ατομισμού. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικροοικονομικής θεωρίας
και ερμηνεύει τις οικονομικές σχέσεις ως αποτέλεσμα των ατομικών επιλογών. Θεωρεί
ότι ο τέλειος ανταγωνισμός στην αγορά μπορεί να διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ
προσφοράς και ζήτησης εργασίας ώστε να εξαλειφθεί η ανεργία.
Φυσικό Δίκαιο Σύστημα κανόνων που ανάγεται αποκλειστικά στην ανθρώπινη φύση
και είναι, επομένως, ανεξάρτητο από οποιεσδήποτε συμβάσεις – πολιτισμικές, κοινωνι-
κές, ιστορικές, κ.ά. Προϋποθέτει ότι η φύση του ανθρώπου είναι ενιαία με κύριο χαρα-
κτηριστικό της την ορθολογικότητα, την ικανότητά της να κατανοεί τον κόσμο μέσω της
λογικής και να προβαίνει σε αντίστοιχες ιστορικοκοινωνικές δραστηριότητες. Επειδή
τα ανθρώπινα όντα είναι ορθολογικά, μπορούν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη και την
αναγκαιότητα του Φυσικού Δικαίου και, εφόσον την αναγνωρίζουν, αποδέχονται τις
επιταγές του ως απόλυτα δεσμευτικές και καθολικής ισχύος. Η παράδοση του Φυσι-
κού Δικαίου, που άκμασε τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αντιπαρατίθεται τόσο στο Θεϊκό
Δίκαιο –την πεποίθηση ότι το σύστημα Δικαίου απορρέει από τη βούληση του Θεού
και τίθεται στην υπηρεσία του ανθρώπου–, όσο και στο Θετικό Δίκαιο – το νομικό
σύστημα, που είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτισμικών, πολιτικών και ιστορικών
συμβάσεων (από τη θέληση του ηγεμόνα, το νομοθετικό έργο ενός κοινοβουλίου, τις
εθιμικές σχέσεις μιας κοινότητας, κ.ά.)
Ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη Πράξη ενός δρώντος, ο οποίος σε μια κατάσταση
χρησιμοποιεί τα πρόσφορα μέσα για να πετύχει ένα σκοπό, προσπαθώντας να εξοικο-
νομήσει χρόνο.
243
Ουσία: Η ουσία ενός πράγματος, σύμφωνα με τη φιλοσοφική παράδοση, είναι αυτό που
πράγματι είναι σε αντιπαράθεση και σχέση με το φαινόμενο: τον τρόπο που εμφανίζεται
να είναι. Πολλές φορές ουσία και φαινόμενο διαφέρουν. Κατά μία ορισμένη αντίληψη,
η επιστήμη προχωρεί από τη φαινομενική πλευρά προς την ουσία των αντικειμένων που
μελετά. Για το θετικισμό, ουσία και φαινόμενο ταυτίζονται.
Παραγωγή Ο παραγωγικός τρόπος σκέψης είναι πάνω απ' όλα ένα μέσο απόδειξης.
Ξεκινάμε από αδιαμφισβήτητα αξιώματα και καταλήγουμε στην παραγωγή βέβαιων και
αποδεδειγμένων αποτελεσμάτων. Ο Αριστοτέλης δήλωνε ότι είναι αναγκαίο για την
αποδεικτική επιστήμη να ξεκινά από τις πρώτες άμεσες και βέβαιες αιτίες για να κατα-
λήξει σε βέβαια αποτελέσματα. Η παραγωγή πάντα αποδεικνύει και σπανίως αποκαλύ-
πτει.
Παραγωγικά μέσα (Μέσα παραγωγής) Μέσα όπως πρώτες ύλες, εργαλεία, ενέργεια,
που χρησιμεύουν για την παραγωγή αγαθών.
244
Σύστημα Συνολο στοιχείων ανάμεσα στα οποία υπάρχουν σχέσεις, ώστε να εμφανίζε-
ται ως μια ολότητα ή ενότητα.
Σχετικισμός Η φιλοσοφική αντίληψη που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αλήθειες κα-
θολικής ισχύος στην κοινοτική ζωή, αλλά εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες κάθε φορά
κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Ο ηθικός σχετικισμός αναφέρεται στην αδυναμία
ύπαρξης καθολικής ισχύος ηθικών αξιών και κριτηρίων συμπεριφοράς. Ο πολιτισμικός
υποστηρίζει τη σχετικότητα των πολιτισμικών αξιών, ηθών, εθίμων, κτλ., καθώς και τη
μοναδικότητα κάθε πολιτισμικής οντότητας. Ο επιστημολογικός θεωρεί ότι η παρατή-
ρηση και η θεωρία δεν είναι διακριτές δραστηριότητες και, επομένως, τα δεδομένα της
παρατήρησης έχουν εσωτερική σχέση με τη θεωρία που τα ερμηνεύει και δεν υπάρχουν
ανεξάρτητα.
Ταξική συνείδηση Κεντρική έννοια της μαρξιστικής θεωρίας. Αναφέρεται στην επί-
γνωση στην οποία φτάνει μια κοινωνική τάξη για τη θέση και το ρόλο της στην παρα-
γωγική διαδικασία. Η επίγνωση αυτή εκδηλώνεται στην έμπρακτη αλληλεγγύη ανάμεσα
στα μέλη της εργατικής τάξης με σκοπό τον περιορισμό ή την εξάλειψη της εκμετάλ-
λευσής της.
Υπεραξία (υπερεργασία) Το μέρος του εργάσιμου χρόνου για το οποίο δεν πληρώνεται
ο εργάτης, αλλά παράγεται ως αξία την οποία ιδιοποιείται ο κάτοχος των μέσων παρα-
γωγής.
245
Φεουδαρχία Κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που εμφανίστηκε στην Ευ-
ρώπη κατά την εποχή που είναι γνωστή ως Μεσαίωνας (βλ. 2.1.1.). Κατ’ άλλους φαί-
νεται προτιμότερος ο όρος «φεουδαρχικές σχέσεις», χαρακτηριστικό των οποίων θεω-
ρείται η υποτέλεια, ο προσωπικός δεσμός του υποτελούς (βασάλου) με έναν άρχοντα.
* Να σημειωθεί ότι το λεξιλόγιο δεν υποκαθιστά το λεξικό. Σκοπό έχει να διευκολύνει την κατανόηση του κειμένου
από το μαθητή.
246
Γ΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ