Você está na página 1de 250

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Βιβλίο Μαθητή

Γ΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ

Κωδικός Βιβλίου: 0-22-0116


ISBN 978-960-06-2373-4
Γ ΄ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

(01) 000000 0 22 0116 0 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΩΝ


«ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ»
22-0116-02.indd 1 27/4/2017 6:07:52 µµ
22-0116-02.indd 2 27/4/2017 6:07:52 µµ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
για τη Γ΄ τάξη
του Γενικού Λυκείου
ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ

22-0116-02.indd 3 27/4/2017 6:07:52 µµ


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΧΙΚΗΣ ΕΚ∆ΟΣΗΣ

Συγγραφείς:
Γκίβαλος Μενέλαος
Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Γρηγοροπούλου Βασιλική
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας – Καθηγήτρια Π.Σ.Π.Α. – Διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Κοτρόγιαννος Δημήτρης
Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης

Μανιάτης Γιώργος
Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών

Επιστημονική επιμέλεια
Κοτρόγιαννος Δημήτρης

Εποπτεία στο πλαίσιο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου


Πετρόπουλος Νικόλαος, Σύμβουλος Κοινωνιολογίας

Μέλη της Επιτροπής Κρίσης:


Οικονόμου Θεόδωρος,
Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Κονιόρδος Μιχάλης, Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης ΤΕΙ, Ηπείρου

Μαυρίδης Ηρακλής, Κοινωνιολόγος – Επιστημολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης στο


Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Πετροπούλου Χριστίνα, Φιλόλογος – Κοινωνική Ανθρωπολόγος, Καθηγήτρια Δευτερο-


βάθμιας Εκπαίδευσης

Ψύλλα Μαριάννα, Πολιτικός Επιστήμονας, Λέκτορας, Πάντειο Πανεπιστήμιο

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΑΝΕΚ∆ΟΣΗΣ
Η επανέκδοση του παρόντος βιβλίου πραγματοποιήθηκε
από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών & Εκδόσεων
«Διόφαντος» μέσω ψηφιακής μακέτας, η οποία δημιουργή-
θηκε με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ / ΕΠ «Εκπαίδευση
& Διά Βίου Μάθηση» / Πράξη «ΣΤΗΡΙΖΩ».

Οι διορθώσεις πραγματοποιήθηκαν κατόπιν έγκρισης του Δ.Σ. του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής

22-0116-02.indd 4 27/4/2017 6:07:52 µµ


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Η συγγραφή και η επιστηµονική επιµέλεια του βιβλίου πραγµατοποιήθηκε


υπό την αιγίδα του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου

ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
για τη Γ΄ τάξη
του Γενικού Λυκείου
ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ»

22-0116-02.indd 5 27/4/2017 6:07:52 µµ


6

22-0116-02.indd 6 27/4/2017 6:07:52 µµ


ΠΕ ΡΙ Ε Χ Ο Μ Ε ΝΑ
Εισαγωγή.......................................................................................................................... 11
1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
1.1. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ..........................................................................13
1.1.1. Ο Πλάτων και η επίδρασή του...............................................................................14
1.1.2. Ο Αριστοτέλης και η επίδρασή του.......................................................................16
1.1.3. Η επίδραση των Αράβων.......................................................................................17
1.1.4. Η αντίληψη της Αναγέννησης περί επιστήμης.......................................................18
1.1.5. Η επιστήμη ως καθολική και τέλεια γνώση...........................................................20
1.1.6. Η επιστήμη ως έρευνα...........................................................................................20
1.1.7. Φ. Βάκων...............................................................................................................21
1.1.8. Καρτέσιος...............................................................................................................22
1.1.9. Γαλιλαίος ..............................................................................................................23
1.1.10. Τα κυρία χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος.....................................25
1.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ
1.2.1. Αρχαιότητα............................................................................................................26
1.2.2. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες.......................................................27
1.2.3. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες....................................................................29
1.2.4. Οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα..............................................................30

2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


2.1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ....................38
2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα...................................................39
2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις................................................................................41
2.1.3. Αστικοποίηση........................................................................................................46
2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία.........................................................................48
2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών .............................................................................49
2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσταση.................................................................................51
2.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ..........................................................54
2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη............................................................................................54
2.2.2. Οικονομία..............................................................................................................56
2.2.3. Ψυχολογία..............................................................................................................57
2.2.4. Κοινωνιολογία.......................................................................................................59
2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751–1772)............................................................................ 60

22-0116-02.indd 7 27/4/2017 6:07:52 µµ


3. ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
3.1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ......................................................................................66
3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους....................................68
3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους.............................................70
3.1.3. Ζαν–Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους......................................73
3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων και κριτική του κράτους....76
3.2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ................................................................................79
3.2.1. Ο Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής
της Πολιτικής Οικονομίας.....................................................................................80
3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας.............................82
3.2.3. Καρλ Μαρξ: Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο.......................................................83
3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση......................................86
3.3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ................................................................................................89
3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας...............................................................................91
Ο Αύγουστος Κοντ και η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική
3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων...................................93
3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη
των κοινοτικών γεγονότων ...................................................................................96
3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τύπος της ορθολογικής πράξης...........................................99
3.4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ......................................................................................................103
3.4.1. Β. Βουντ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική Ψυχολογία........................................103
3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπεριφοράς.....................................................105
3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology).................105
3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης......................................................107
3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία..........................................................................................108
3.5. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ.............................................................................................. 110
Α. Βρετανοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι
3.5.1. Ο Μαλινόφσκι, θεμελιωτής της έρευνας πεδίου και του λειτουργισμού
στην Ανθρωπολογία............................................................................................. 112
3.5.2. Ο Ράντκλιφ–Μπράουν και η σχολή του δομο–λειτουργισμού............................ 114
3.5.3. Ο Έβανς–Πρίτσαρντ, η συμβολή του στην Πολιτική Ανθρωπολογία
και στη σύνδεση Ιστορίας–Ανθρωπολογίας........................................................ 115
Β. Η γαλλική σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί–Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού στρουκτουραλισμού....... 117

22-0116-02.indd 8 27/4/2017 6:07:52 µµ


Γ. Αμερικανική σχολή Ανθρωπολογίας
3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία...................................... 119

4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


4.1. Αιτίες ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών...................................................129
4.2. Η αντικειμενικότητα............................................................................................131
4.3. Η διεπιστημονικότητα στις Κοινωνικές Επιστήμες.............................................132
4.4. Μέθοδος ως σχέδιο και τεχνική κοινωνικής έρευνας..........................................133
4.5. Μέθοδος...............................................................................................................135
4.6. Συγκριτική μέθοδος.............................................................................................136
4.7. Ιστορική μέθοδος.................................................................................................138
4.8. Ο θετικισμός
I. Βασικά χαρακτηριστικά.......................................................................................140
II. Ιστορικά στάδια του θετικισμού..........................................................................141
4.9. Ο μεθοδολογικός ατομισμός................................................................................143
4.10. Διαλεκτική μέθοδος.............................................................................................145
4.11. Λειτουργισμός.....................................................................................................147
4.12. Δομισμός..............................................................................................................150
4.13. Συστημική ανάλυση.............................................................................................155

5. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ


5.1. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ........................................166
5.1.1. Το κράτος–έθνος..................................................................................................167
5.1.2. Οικογένεια – ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας........................................170
5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα–διαπολιτισμικές σχέσεις..................................................176
5.1.4. Παγκοσμιοποίηση................................................................................................178
5.2. ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ
ΣΥΝΘΕΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ..................................................184
5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός.....................................................................................184
5.2.2. Ανεργία................................................................................................................189
5.2.3. Μεταναστευτικά ρεύματα–ρατσισμός.................................................................195
5.2.4. Βία στην κοινωνία................................................................................................199
5.3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.......................................................................202
5.3.1. Περιβάλλον..........................................................................................................202

22-0116-02.indd 9 27/4/2017 6:07:52 µµ


5.3.2. Βιοτεχνολογία–βιοηθική......................................................................................207
5.3.3. Τα ανθρώπινα δικαιώματα...................................................................................210

6. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΗΜΕΡΑ. Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ


ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
6.1. Ο ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ........................221
6.2. Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ............................................................................223
6.2.1. Πολιτική Επιστήμη .............................................................................................225
6.2.2. Οικονομικές Επιστήμες.......................................................................................227
6.2.3. Κοινωνιολογία.....................................................................................................227
6.2.4. Κοινωνική Ανθρωπολογία...................................................................................228
6.3. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ...........................................228
6.3.1. Οι σπουδές των Κοινωνικών Επιστημών στην Ελλάδα......................................231
6.3.2. Επαγγελματικές προοπτικές................................................................................ 232
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..........................................................................................…235
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ....................................................................................................................239

10

22-0116-02.indd 10 27/4/2017 6:07:52 µµ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κάθε άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή αντιμετωπίζει προβλήματα με τη δουλειά του,
με το κόστος και την ποιότητα ζωής, με το κοινωνικό περιβάλλον, με την οικογένεια, με τη
συμμετοχή του στα κοινά, κτλ. Συχνά το άτομο αισθάνεται αδύναμο να τα αντιμετωπίσει
μόνο του, αντιλαμβάνεται ότι οι γνώσεις του σε μια κοινωνία ολοένα και πιο συνθέτη δεν
επαρκούν, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε αδιέξοδο, να καταλαμβάνεται από άγχος και
απογοήτευση και να επιλέγει άστοχους τρόπους αντίδρασης. Η αντιμετώπιση αυτών των
προβλημάτων και η εξεύρεση βιώσιμων λύσεων απαιτεί συχνά εξειδικευμένες γνώσεις
που υπερβαίνουν τον κοινό νου. Παλαιότερα, ο κοινός νους είχε την τάση να προσφεύγει
στη θρησκεία για να βρει λύσεις. Στη σύγχρονη κοινωνία, το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν
οι Κοινωνικές Επιστήμες, δηλαδή η Κοινωνιολογία, η Οικονομία, η Κοινωνική Ανθρω-
πολογία, η Ψυχολογία, η Νομική και η Πολιτική Επιστήμη. Καθεμιά από αυτές μελετά
ορθολογικά τη συγκρότηση και την έκφραση συγκεκριμένων πλευρών της ατομικής και
της συλλογικής ζωής του ανθρώπου. Παρέχει συστηματικές και μεθοδικές γνώσεις για να
αναλυθεί ο συγκεκριμένος τομέας τον οποίο μελετά: η οικονομία, οι κοινωνικές σχέσεις,
η πολιτική δραστηριότητα, η προσωπικότητα του ανθρώπου, κτλ.
Όμως, παρά τον εξειδικευμένο χαρακτήρα καθεμιάς από τις Κοινωνικές Επιστήμες,
δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός και η ζωή της κοινωνίας δεν είναι άθροισμα
μεμονωμένων κομματιών, αλλά η συνεκτική εικόνα ενός κόσμου που πρέπει να τον με-
λετήσουμε συνδυαστικά, δηλαδή στην ενότητά του, για να κατανοήσουμε σφαιρικά τον
εαυτό μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Αποφεύγοντας την αδιαλλαξία και την
επιστημονική αποκλειστικότητα, αξιοποιούμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις, που έχουν
θετικές επιπτώσεις στην πρόοδο της κοινωνικής ζωής συνολικά.
Το βιβλίο λοιπόν Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών στόχο έχει να αποτελέσει μια
χρήσιμη εισαγωγή στην κοινωνική σκέψη και προβληματική για τους μαθητές και τις
μαθήτριες της Γ΄Λυκείου. Πράγματι, η ιστορία της κοινωνικής σκέψης δεν είναι χρήσιμη
μόνο για να συνειδητοποιήσουμε την πορεία του ανθρώπινου πνεύματος και την πρόοδο
του πολιτισμού, αλλά και για να κατανοήσουμε τους όρους συγκρότησης του κοινωνικού
προβληματισμού της επιστήμης. Η πρόκληση των κοινωνικών φαινομένων ήταν πάντοτε
παρούσα, αλλά η εξήγηση των αιτιών τους και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των συ-
νεπειών τους ήταν απόρροια της διαμόρφωσης των Κοινωνικών Επιστημών στη νεότερη
εποχή με βάση τη μεθοδολογία και την προβληματική των Φυσικών Επιστημών. Μελέ-

11

22-0116-02.indd 11 27/4/2017 6:07:53 µµ


τη λοιπόν της ιστορίας της κοινωνικής σκέψης δε σημαίνει στείρα εκμάθηση των ιδεών
των μεγάλων στοχαστών για την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά προσοικείωση μιας
τελεσφόρου λογικής και κριτικής ανάλυσης για την κατανόηση της κοινωνίας. Αυτή η
προσοικείωση μας ευαισθητοποιεί περισσότερο απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα και
ενισχύει την ικανότητά μας να επιζητούμε την έλλογη επίλυσή τους.
H Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών είναι μια σύνοψη των ουσιαστικών και σταθε-
ρών αναφορών της κοινοτικής σκέψης και της κοινωνικής προβληματικής προορισμένη
να ικανοποιήσει ένα πρόγραμμα διδασκαλίας στο Λύκειο και από αυτή την άποψη πρέπει
να αντιμετωπιστεί. Είναι μια απόπειρα εισαγωγής στις πλέον βασικές έννοιες της κοινω-
νικής σκέψης και συστηματική περιγραφή των πιο σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων
της εποχής μας. Η επιλογή δεν ήταν αυτονόητη, αλλά σκοπό είχε αφ’ ενός να παρουσιάσει
στο μέτρο του δυνατού την ιστορία της προοδευτικής τροποποίησης και βελτίωσης αυτών
των εννοιών για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, και αφ’ ετέρου να πλη-
ροφορήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες για τα διάφορα πεδία εφαρμογής που μπορεί
να έχει αυτή η μεθοδολογική περιήγηση. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι αυτό το βιβλίο δεν
μπορεί να αποτελέσει ένα διεξοδικό και εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο. Οι συγγραφείς του
το γνωρίζουν και ελπίζουν στην κατανόηση των αναγνωστών, και ιδιαίτερα των μαθητών,
στους οποίους και απευθύνεται.
Το δύσκολο αυτό εγχείρημα ανέλαβε μία ομάδα αποτελούμενη από τον Μ. Γκιβαλο,
τη Β. Γρηγοροπούλου Δ. Κοτρόγιαννος και τον Γ. Μανιάτη. Η ομάδα συνεργάστηκε τόσο
στην επεξεργασία όσο και στην ενοποίηση των κεφαλαίων, την ευθύνη για την συγγραφή
κάθε κεφαλαίου είχε και διαφορετικός συνεργάτης. Ειδικότερα ο Δ. Κοτρόγιαννος έγραψε
το 1ο κεφάλαιο, η Β. Γρηγοροπούλου και ο Γ. Μανιάτης το 2ο κεφάλαιο, η Β. Γρηγορο-
πούλου το 3ο κεφάλαιο, ο Γ. Μανιάτης και ο Δ. Κοτρόγιαννος το 4ο κεφάλαιο και ο Μ.
Γκιβαλος το 5ο και 6ο κεφάλαιο.
Τέλος θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον κ. Πετρόπουλο Νικόλαο για την καθοριστική
του συμβολή στην παράγραφο 4. 4.
Αθήνα 10.4.1999
Οι συγγραφείς

12

22-0116-02.indd 12 27/4/2017 6:07:53 µµ


1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Εισαγωγή: Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου θα εξετάσουμε τους όρους με τους οποί-
ους διαμορφώνεται η νεότερη επιστημονική αντίληψη, καθώς και την ουσιαστική συνει-
σφορά της στην αυτόνομη ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Θα αναφερθούμε στη
σημασία της αρχαίας ελληνικής σκέψης αλλά και του μεσαιωνικού πνεύματος και της
Αναγέννησης, που επέτρεψαν στους νεότερους στοχαστές, και ιδιαίτερα στον Γαλιλαίο,
να ορίσει εκ νέου την ιδέα της επιστήμης και να επαναπροσδιορίσει το επιστημονικό
πρότυπο. Η θεμελίωση αυτή της επιστήμης είναι απαραίτητη, γιατί αφ’ ενός συνέβαλε
καθοριστικά στο να χειραφετηθεί ο ανθρώπινος λόγος οπό τη θεολογία, και αφ’ ετέρου
προσέφερε τις απαραίτητες επιστημονικές έννοιες για να οργανωθεί συστηματικά πλέ-
ον, από τον 16ο αιώνα και μετά, η κοινωνική δομή.
Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις
μαθήτριες να κατανοήσουν: α) τις ρήξεις και τις υπερβάσεις του ανθρώπινου πνεύματος
που οδήγησαν στη συγκρότηση της «νέας» επιστημονικής αντίληψης, και β) τις προϋ-
ποθέσεις μελέτης και ανάλυσης της κοινωνίας με βάση το μεθοδολογικό λόγο τον οποίο
επιβάλλει το νέο επιστημονικό πνεύμα.
Εισαγωγικές ερωτήσεις: Από ποια ανθρώπινη ανάγκη γεννήθηκε η επιστήμη; Η
μυθολογία και η θρησκεία δεν προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο που μας περι-
βάλλει και να ορίσουν τη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής; Η διαφορά επιστήμης και
θρησκείας δεν αναδεικνύει κατ' ουσίαν τη δυνατότητα του ανθρώπου να ορίσει αυτό-
νομα τη ζωή του; Η επιστημονική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας δε μας
βοηθά να κατανοήσουμε τους άλλους και τον εαυτό μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε
καλύτερα τα ατομικά και τα κοινωνικά προβλήματα;

1.1. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Η λέξη «επιστήμη» δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και αξία. Ο Πλάτων την τοποθετού-
σε στον πιο υψηλό βαθμό γνώσης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η επιστήμη έδειχνε την

13

22-0116-02.indd 13 27/4/2017 6:07:53 µµ


αναγκαία και αιώνια τάξη των πραγμάτων. Στον Μεσαίωνα, ο όρος «επιστήμη» ταυτι-
ζόταν με την αλήθεια του Θεού και φανέρωνε τη γνώση που ο Θεός είχε για τον κόσμο.
Στην εποχή μας, επικρατεί η άποψη ότι η επιστήμη είναι η ορθολογική και ακριβής
γνώση, η οποία αποδεικνύεται μεθοδικά και αντικειμενικά.
Βέβαια, αυτό το δεσμευτικό και γενικό πρότυπο της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι
πρόσφατη κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος. Το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση
άνοιξαν οι φιλόσοφοι Βάκων και Καρτέσιος, οι οποίοι ανέπτυξαν με σαφήνεια και ακρί-
βεια τη στάση της εποχής τους απέναντι στην επιστήμη, τονίζοντας ότι η εξήγηση της
φύσης πρέπει να γίνει με αναφορά στην ίδια τη φύση και όχι στην παράδοση (στη Βίβλο,
στα έργα του Αριστοτέλη ή στα θεολογικά κείμενα). Φυσικά, η ρήξη με τους Αρχαίους
δε συντελέστηκε αιφνίδια. Προετοιμάστηκε αργά και μέσα από σύνθετες διαδικασίες
συνεχούς επανερμηνείας τόσο της αρχαιοελληνικής όσο και της θεολογικής σκέψης από
τη σχολαστική φιλοσοφία και την Αναγέννηση. Το πέρασμα από την αξιοκρατική θε-
ωρία του αρχαιοελληνικού προτύπου στην επιστημονική έρευνα της σύγχρονης εποχής
έγινε χάρη σε συνεχή κριτικό διάλογο με τη σκέψη του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη,
ώστε να κατανοηθεί ο κόσμος, η φύση.
Παρακολουθώντας την ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος, μπορούμε, από τη
μια, να αντιληφθούμε ότι η ιδέα της σύγχρονης επιστήμης είναι γέννημα μιας ιστορι-
κής εποχής (16ος–17ος αιώνας). Από την άλλη, θα δούμε ότι η έννοια της επιστήμης
ανταποκρίνεται σε ένα λογικό και συστηματικό τρόπο σκέψης με τον οποίο ο άνθρωπος
συλλαμβάνει το πραγματικό, βασισμένος στις ικανότητες του νου του και όχι στη θεία
φώτιση ή σε μυθικές ερμηνείες και μεταφορές.

1.1.1. Ο Πλάτων και η επίδρασή του


Η Λογική και τα Μαθηματικά είναι δύο από τις μεγάλες συνεισφορές της αρχαίας Ελλά-
δας στην επιστημονική σκέψη. Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Πυθαγόρας, ο Δημόκριτος,
ο Ιπποκράτης συνέβαλαν ο καθένας με τον τρόπο του στη λογική και μαθηματική προ-
σέγγιση της φύσης και του ανθρώπου.
Όμως η πρώτη συστηματική προσπάθεια για συνολική, καθολική εξήγηση της φύ-
σης και του ανθρώπου έγινε από τον Πλάτωνα. Ιδιαίτερα στο έργο του Τίμαιος, όπου
πραγματεύεται το μύθο της δημιουργίας του κόσμου, ο Πλάτωνας καταρτίζει ένα σχε-
διάγραμμα για τη φιλοσοφική–επιστημονική ερμηνεία της φύσης. Την εξήγηση αυτή ο
Πλάτων τη στηρίζει στην παράσταση ενός Θεού–δημιουργού που έπλασε τον κόσμο.
Σύμφωνα με την πλατωνική άποψη, υπάρχει ένας και μοναδικός κόσμος ο οποίος είναι
τέλειος και ωραίος και η πρώτη του αρχή είναι ένας νους ο οποίος ενεργεί σκόπιμα.
Απέναντι λοιπόν στην τυχαία και άτακτη κίνηση του κόσμου, ο Πλάτων αντιπαραθέ-
τει την αντίληψη ενός κόσμου ο οποίος κινείται σύμφωνα με τους τέλειους σκοπούς

14

22-0116-02.indd 14 27/4/2017 6:07:53 µµ


του υψίστου νου. Η ολική κίνηση του κόσμου προηγείται και καθορίζει τις επιμέρους
κινήσεις. Κάθε μερικό γεγονός παράγεται από τους σκοπούς που καθορίζουν το όλον
(τελεολογία).
Ο ύψιστος νους ως πρώτη αρχή γίνεται πιο αντιληπτός αν κατανοήσουμε την αιτία
αυτού του αισθητού κόσμου και τη σχέση του με τις ιδέες. Τα αισθητά πράγματα είναι
απομίμηση των ιδεών. Ο αισθητός κόσμος είναι η σωματική διαμόρφωση των ιδεών
μέσα στο χώρο. Δηλαδή ο Θεός–δημιουργός και η πρώτη αρχή, έχοντας στο νου του τις
ιδέες των πραγμάτων, τους έδωσε μορφή στο χώρο και στον αισθητό κόσμο. Η ιδέα εί-
ναι η γενική έννοια του πράγματος με όλες τις ιδιότητές του, ενώ η αισθητή παράσταση
συνιστά την εξειδικευμένη μορφή του, γι’ αυτό και η ιδέα είναι η αιτία που παράγει τα
υλικά πράγματα. Όπως τα πράγματα είναι απομιμήσεις του αριθμού για τον Πυθαγόρα,
έτσι και τα αισθητά πράγματα για τον Πλάτωνα δεν ανταποκρίνονται στις έννοιες παρά
μόνο ως ένα βαθμό (ιδεαλισμός).
Ο Πλάτων πιστεύει ότι διαμέσου των ιδεών μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση της
πρώτης αρχής και να εξασφαλίσουμε επιστημονική γνώση, ενώ, αντίθετα, διαμέσου της
αντίληψης των αισθητών πραγμάτων, τα οποία έχουν κάποια ομοιότητα με τις ιδέες,
μπορεί να σχηματίσουμε μια αληθοφανή γνώμη.
Η αντίληψη ότι η ιδέα συνοδεύεται πάντα από
μια αληθινή απόδειξη, ενώ η γνώμη δεν τεκμηριώ-
νεται αποδεικτικά, επέδρασε αποτελεσματικά στη
διαμόρφωση της σκέψης του ιερού Αυγουστίνου. Η
διδασκαλία του Αυγουστίνου διακήρυττε ότι η αλή-
θεια των αισθητών πραγμάτων δε βρίσκεται στα ίδια
τα αντικείμενα, αλλά στο γεγονός ότι ανταποκρίνο-
νται ομοιόμορφα στο λόγο του Θεού. Το πνεύμα του
Θεού είναι η τέλεια ενότητα, η αλήθεια που τα περι-
έχει όλα. Η αλήθεια κατοικεί στο εσωτερικό της ψυ-
χής και βασικά εδράζει τη λογική γνώση του Θεού,
η δε εποπτεία της γνώσης του σύμπαντος προέρχεται
ακριβώς από αυτή την αρχή.
Η αυστηρή λογική συνοχή και η αξιωματική
Αυγουστίνος
τεκμηρίωση των Μαθηματικών χαρακτηρίζουν την

15

22-0116-02.indd 15 27/4/2017 6:07:53 µµ


αντίληψη περί επιστήμης κατά τον Μεσαίωνα υπό την επίδραση του Πλάτωνος (πλατω-
νικός σχολαστικισμός). Η λογική λειτουργία καταδεικνύει έτσι την παραγωγή του μερι-
κού από το γενικό, δηλαδή μετατρέπεται σε μια αιτιώδη διαδικασία όπου το καθολικό
εκφράζεται μέσα στο ειδικό. Ο Θεός είναι η φύση και εκδηλώθηκε ως ιδιαίτερη μορφή
μέσα στον κόσμο. Ένας λογικός πανθεϊσμός κυριαρχεί λοιπόν στην εξήγηση της φύσης.
Η χριστιανική αντίληψη ότι ο Θεός είναι η πρώτη αιτία όλων των πραγμάτων και ο
Θεός–δημιουργός του Πλάτωνος συγκλίνουν σε μια κοινή κατεύθυνση. Η αληθινή γνώ-
ση, δηλαδή η επιστήμη, εκφράζει την αιτιακή σχέση που εξαρτά το μέρος από το όλον.

1.1.2. Ο Αριστοτέλης και η επίδρασή του


Σύμφωνα με την αριστοτελική διδασκαλία, η γνώση δε στρέφεται στο εσωτερικό του
ανθρώπου, αλλά στο εξωτερικό της φύσης. Η πρώτη αντίληψη έρχεται από τα φυσικά
αντικείμενα τα οποία περιβάλλουν τον άνθρωπο και αποτελούν μέρος ενός κόσμου με
απόλυτη λογική τάξη. Αυτός ο κόσμος είναι οργανωμένος μέσα από την αλληλεξάρτη-
ση των μερών του και είναι ο τόπος της αλήθειας.
Αναμφισβήτητα, για τον Αριστοτέλη, η αισθητή εμπειρία δεν ανήκει στη σφαίρα της
επιστήμης, αλλά το ανθρώπινο πνεύμα, επεμβαίνοντας στην εμπειρική γνώση διαμέσου
της αφαίρεσης, συνάγει τη γενική μορφή της ύλης και αντιλαμβάνεται τα πράγματα.
Η επιστήμη λοιπόν παρουσιάζει τις λογικές διαδικασίες με τις οποίες από το γενικό, το
οποίο γνωρίζουμε με έννοιες, συνάγεται το μερικό, που γίνεται αντιληπτό με τις αισθή-
σεις. Η επιστήμη δείχνει τη λογική αναγκαιότητα με την οποία τα επιμέρους φαινόμενα
παράγονται από τα γενικά αίτια και οι επιμέρους αισθητηριακές αντιλήψεις από τις γε-
νικές εννοιολογικές γνώσεις.
Η αναζήτηση όμως αυτών των γενικών και αρχικών αιτίων δε γίνεται με τις ίδιες βε-
βαιωμένες αποδείξεις που υπάρχουν στην παρουσίαση της παραγωγής των αποτελεσμά-
των από εξακριβωμένες αιτίες. Η έρευνα για την ανάδειξη των πρώτων αιτίων ξεκινά
από το μερικό, την αισθητηριακή αντίληψη, και πορεύεται προς την κοινή γνώμη και το
γενικό, για να μπορέσει ύστερα να αποδείξει την παραγωγή του μερικού. Η μεθοδολογι-
κή ερευνητική διαδικασία για την αναζήτηση της αρχικής αιτίας είναι επαγωγική και η
απόδειξη της συγκρότησης του μερικού από το γενικό είναι παραγωγική.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι με ποιο τρόπο μια δραστηριότητα καθαρά διανοητική, η
οποία περνά από την αίσθηση στη διάνοια, μπορεί να ανήκει στην ανθρώπινη ύπαρξη.
Η απάντηση που επιχειρείται να δοθεί βασίζεται στο λόγο, στις ικανότητες του νου να
αναλύει, να εξειδικεύει, να γενικεύει και να θεσπίζει νόμους.

16

22-0116-02.indd 16 27/4/2017 6:07:53 µµ


Όμως η αμφίσημη ερμηνεία της προέλευσης και της ικανότητας για την πρόσληψη
του λόγου οδήγησε τη σχολαστική φιλοσοφία σε δύο τάσεις κατανόησής του, τη χρι-
στιανική και την αραβική.
Ο Θωμάς Ακινάτης ενσωμάτωσε τον αριστοτελικό
λόγο στις ανάγκες του θεολογικού δόγματος υποστηρί-
ζοντας ότι ο λόγος προέρχεται από τον Θεό. Υπέταξε
κατ’ αυτό τον τρόπο τον αριστοτελικό ορθολογικό λόγο
στην εξυπηρέτηση των θεολογικών απαιτήσεων και
προσδοκιών. Η αριστοτελική αντίληψη για την επιστή-
μη εναρμονίστηκε με τη χριστιανική πίστη και οι νόμοι
της φύσης θεωρούνται έκφραση της θείας βούλησης και
των νόμων της.
Ο αριστοτελισμός έδωσε τη δυνατότητα στη θεολο-
γία να αποκτήσει τα μέσα και να υποτάξει την αισθητη-
ριακή γνώση με την αρχή της ψυχικής πραγματικότητας Θωμάς Ακινάτης
που μας δόθηκε από τη χάρη του Θεού. Η εξωτερική
πραγματικότητα ως αντικείμενο γνώσης καθίσταται δυνατή μόνο με τη μορφή της ψυ-
χικής πραγματικότητας. Το ουσιαστικό όμως είναι ότι με αυτό τον τρόπο ο κόσμος της
συνείδησης και ο υλικός κόσμος χωρίζονται ολοκληρωτικά και η επιστήμη ασχολείται
σχεδόν μόνο με τη λογική αλληλουχία των εννοιών.
Η άλλη επίδραση του Αριστοτέλη είναι εκείνη της αραβικής παράδοσης, και ιδιαίτε-
ρα του Αβερρόη. Ο Άραβας στοχαστής έδινε πρωτεύουσα σημασία στα εξωτερικά στοι-
χεία της φύσης και λιγότερο στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να υπονομεύει έμμεσα τον
θρησκευτικό και το θεολογικό λόγο. Η επίδραση όμως των Αράβων στη διαμόρφωση
της ευρωπαϊκής επιστημονικής σκέψης έχει σημαντικότερη ιστορική σημασία.

1.1.3. Η επίδραση των Αράβων


Η αραβική παράδοση διαφέρει από τη μεσαιωνική Δύση και τη χριστιανική φιλοσοφία.
Οι κύριοι εκπρόσωποι της αραβικής σκέψης, από τον Αβικέννα ως τον Αβερρόη, δεν
είναι κληρικοί, όπως στη Δύση, αλλά γιατροί, με αποτέλεσμα η μελέτη της αρχαίας Ια-
τρικής (Ιπποκράτης) και Φυσικής να συνδυάζεται με εκείνη της Φιλοσοφίας.

17

22-0116-02.indd 17 27/4/2017 6:07:53 µµ


Η επιστημονική παιδεία των Αράβων δεν ήταν αυτοφυής, αλλά στηριζόταν σε πολύ
μεγάλο βαθμό στην αρχαιοελληνική σκέψη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι νεοπλατωνικοί
(Πλωτίνος και Πρόκλος), τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, οι Νόμοι και ο Τίμαιος του
Πλάτωνος μεταφράστηκαν στα αραβικά. Έτσι, η επιστημονική συζήτηση εξαπλώθη-
κε από τη Βαγδάτη ως την Κόρδοβα και η επιστημονική αυτή κίνηση μετέδωσε την
αρχαιο– ελληνική σκέψη στη Δύση, λόγω των σταυροφοριών και των εμπορικών σχέ-
σεων που είχαν οι Άραβες με τη Δύση. Από την επαφή της με την Ανατολή, η δυτικο-
ευρωπαϊκή σκέψη και τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα του Παρισιού, γνώρισαν τη Λογική
του Αριστοτέλη και τα πραγματολογικά μέρη του συστήματός του, με αποτέλεσμα να
ανανεωθεί η συζήτηση για τη μεθοδολογική προσέγγιση και την επιστημονική έρευνα.
Ο συνδυασμός και η συγκριτική μελέτη φυσικών και φιλοσοφικών προβλημάτων,
που διέκριναν την αραβική σκέψη, εξασφάλισαν κατ’ ουσίαν στην επιστημονική σκέψη
μια βάση πραγματολογικών δεδομένων. Αυτή η σχέση του λόγου με την πραγματικότη-
τα διεύρυνε αποτελεσματικά το πεδίο των εμπειρικών γνώσεων και ανέδειξε τη μεγάλη
συμβολή τους στην ανάπτυξη των φιλοσοφικών εννοιών. Ο αραβικός αριστοτελισμός,
με τις αναφορές του στη φυσική πραγματικότητα (ρεαλισμός), ενίσχυσε το ορθολογικό
πνεύμα και έδωσε τη δυνατότητα να αναλυθούν λογικά και μεθοδολογικά οι θρησκευ-
τικές κοσμοθεωρίες. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία των Αράβων αξιοποίησε το γνωσι-
ολογικό υλικό των φυσικών δεδομένων στη μελέτη των ιδεαλιστικών θεολογικών αντι-
λήψεων. Αυτός ο μετριοπαθής ρεαλισμός της αραβικής σκέψης, που αναδεικνύει τον
ουσιαστικό ρόλο της εμπειρικής γνώσης στη συστηματική κατανόηση του κόσμου, απο-
κάλυπτε –χωρίς βέβαια να θεμελιώνει–τις βάσεις της νέας κοσμικής γνώσης, η οποία
ήταν ενάντια σε μια νοησιαρχία με σχολαστικές και μυστικιστικές όψεις.

1.1.4. Η αντίληψη της Αναγέννησης περί επιστήμης


Η Αναγέννηση εκφράζει την αξιοθαύμαστη ανανέωση των γνώσεων του ανθρώπου που
αφορούν τη φύση, τα γράμματα και τις τέχνες. Απέναντι στις αυστηρές παραστάσεις
ενότητας της μεσαιωνικής σκέψης και στις συγκεντρωτικές αντιλήψεις της Σχολαστικής
Φιλοσοφίας, η Αναγέννηση αντιπροσωπεύει την έξοδο του ανθρώπινου πνεύματος προς
τον άπειρο σε εκφράσεις κόσμο της φύσης.
Χωρίς αμφιβολία η Αναγέννηση της σκέψης συντελέστηκε κυρίως στα γράμματα
και στις τέχνες και όχι τόσο στις επιστήμες. Η πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου
και η εντρύφηση στις επιστημονικές αξίες και στις ανθρωπιστικές αρχές της αρχαιοελ-
ληνικής σκέψης συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάδειξη των δημιουργικών ικανοτήτων
του ανθρώπινου λόγου.

18

22-0116-02.indd 18 27/4/2017 6:07:53 µµ


Η αναβίωση του θεωρητικού πνεύματος είναι το νόημα του νέου επιστημονικού τύ-
που. Όπως και στην Αρχαιότητα, έτσι και τώρα η γνώση της πραγματικότητας είναι και
πάλι ο μόνος σκοπός της επιστημονικής έρευνας. Το αποτέλεσμα είναι ο θεωρητικός
στοχασμός να προσανατολιστεί ουσιαστικά προς τη Φυσική Επιστήμη, αφήνοντας κατά
μέρος την αινιγματική διάσταση της εσωτερικότητας που πρέσβευε η Σχολαστική Φιλο-
σοφία. Ο στοχασμός υποτάσσεται πλέον σε μια κοσμική παράσταση και απελευθερώ-
νεται από την εσωτερικότητα της πίστης. Ο άνθρωπος αποκτά, έτσι εμπιστοσύνη στον
εαυτό του και εκφράζεται ως αυτόνομη οντότητα. Αυτή η ανθρωπιστική κίνηση ήταν
αδιάφορη απέναντι στις θρησκευτικές αντιλήψεις και εκφράζει άμεσα την ανάγκη του
διαχωρισμού της Φιλοσοφίας από τη θεολογία.
Η ανάπτυξη της Φιλοσοφίας σε αυτοδύναμη κοσμική επιστήμη δηλώνει ότι κύριο
έργο της Φιλοσοφίας είναι πλέον ο (γνωστικός και πρακτικός) έλεγχος της φύσης. Η
Φιλοσοφία κατά την Αναγέννηση εκφράζει την τάση να γίνει η Φιλοσοφία επιστήμη της
φύσης και να προσδιορίσει τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο.
Η αλλαγή των παραστάσεων χάρη στις εξερευνήσεις
και στις ανακαλύψεις ανέτρεψε και άλλαξε τα πολιτισμικά
δεδομένα, διαμορφώνοντας μια νέα άποψη για τον κόσμο
που κλόνισε αισθητά την ανθρωποκεντρική παράσταση
του Μεσαίωνα. Αυτή η μεταβολή ενισχύεται με την ανά-
πτυξη της Αστρονομίας. Χάρη στη θεωρία του Κοπέρνι-
κου (Copernicus), ο άνθρωπος δεν είναι πλέον το κέντρο
του κόσμου, όπως η Γη έπαψε να είναι επίκεντρο του σύ-
μπαντος. Η θεωρία του Κέπλερ (Kepler), επιβεβαίωσε την
αρμονική ενότητα της φυσικής των ουράνιων σωμάτων
(μακρόκοσμος) και της φυσικής των γήινων σωμάτων (μι-
Κοπέρνικος
κρόκοσμος), που διέπονται από τους ίδιους μαθηματικούς
νόμους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτών των φυσικών φαινομένων γίνεται από τον
Νεύτωνα (Newton) τον 18ο αιώνα.
Βέβαια, αυτή η τάση της επιστημονικής και πνευματικής αυτονομίας δεν ξεφεύγει
εντελώς από τις επιδράσεις του παρελθόντος, ιδιαίτερα από αντιλήψεις που απέδιδαν
στα πράγματα μια ψυχή ανάλογη με την ανθρώπινη (ανιμισμός).
Οι στοχαστές της Αναγέννησης, υπό την επίδραση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων,
θεωρούσαν ότι η ζωή της φύσης κυριαρχείται από πνεύματα και από μια σύνθεση εσω-
τερικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να υποταχθούν από τον άνθρωπο με τη γνώση

19

22-0116-02.indd 19 27/4/2017 6:07:53 µµ


και τη θέληση. Έτσι, η μαγεία και η αστρολογία ήταν πολύ διαδεδομένες στην περίοδο
αυτή. Οι αλχημιστές, όπως ο Παράκελσος, (Paracelsus), προσπάθησαν να αξιοποιήσουν
τη μαγεία της φύσης. Έβλεπαν το φυσικό κόσμο ως ένα σύνολο ενεργών δυνάμεων που
βρίσκεται σε ενότητα με τον άνθρωπο.
Απέναντι λοιπόν στην αριστοτελική αντίληψη της επιστήμης, την οποία αυτήν την
περίοδο εκπροσωπούν οι θεολόγοι και γενικότερα ο κόσμος της Εκκλησίας, η φυσιο-
κρατική θεώρηση της Αναγέννησης γοητεύει τα ανήσυχα πνεύματα και βρίσκει αντα-
πόκριση στο λαό.

1.1.5. Η επιστήμη ως καθολική και τέλεια γνώση


Ανεξάρτητα από την πρόοδο η οποία συντελέστηκε στο διάβα των αιώνων ως προς
τη συγκρότηση της έννοιας «επιστήμη», το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής παράδοσης
διατηρούσε ως την Αναγέννηση το πρότυπο της τελειότητας, το οποίο και συνέδεε με
τη γνώση.
Ο σοφός, ο στοχαστής, είναι εκείνος που γνωρίζει καλά. Είναι επιλήψιμο λοιπόν να
επικαλείται αμφιβολία και σχετική άγνοια, γιατί αυτό είναι σημείο σκεπτικισμού και
ισοδυναμεί με την ακύρωση της τέλειας γνώσης.
Αναμφίβολα ο σοφός δε γνώριζε εκ γενετής, προσέφευγε στην επιστήμη, αλλά η
εκμάθηση ήταν γρήγορη και καθολική. Είχε την έννοια της μύησης, γεγονός που αντα-
ποκρίνεται στην αντίληψη ότι η αλήθεια είναι ολοκληρωτική και υπερβατική. Αυτή η
ιδέα της αλήθειας περιέκλειε ταυτόχρονα όλους τους τομείς, τη θρησκεία, την οντολο-
γία, τη μεταφυσική και, ακόμη, τη Νομική, την Ιατρική, την Πολιτική, που σήμερα είναι
διαχωρισμένες. Η επιστήμη εξασφάλιζε σε όποιον την κατείχε τη γνώση των αξιών και
των αληθειών, τη σοφία και την αρμονία, καθώς και το σεβασμό εκ μέρους των θεϊκών
δυνάμεων.

1.1.6. Η επιστήμη ως έρευνα


Η νεότερη εποχή εγκαινιάζεται με μια διανοητική αλλαγή: η ιδέα της επιστήμης ως
απόλυτης υποκαθίσταται από μια επιστήμη του γίγνεσθαι. Η λέξη «επιστήμη» προσλαμ-
βάνει κυρίως τη σημασία της έρευνας και της αναζήτησης. Το κύρος της παράδοσης
κλονίζεται και συνδέεται με τη στείρα υποταγή στο πνεύμα του παρελθόντος. Η αλή-
θεια οφείλει να αναζητηθεί όχι στο παρελθόν αλλά στο μέλλον. Η γνώση δε συνιστά
ήδη αποκτημένη περιουσία που λειτουργεί ερμηνευτικά. Κατακτάται όμως στο μέτρο
που το ανθρώπινο πνεύμα απελευθερώνεται από την αδράνεια και την προσήλωση στο
παρελθόν και στις αμετακίνητες ιδέες που το χαρακτήριζαν.
Ο σοφός δεν είναι εκείνος που γνωρίζει, αλλά εκείνος που αναζητά, έχοντας συ-

20

22-0116-02.indd 20 27/4/2017 6:07:53 µµ


νειδητοποιήσει ότι δεν τίθεται θέμα να φτάσει στην καθολική και απόλυτη γνώση. Το
ζητούμενο είναι να αποκτήσει επιμέρους γνώσεις που να αποδεικνύονται πέρα από κάθε
αμφιβολία. Τη νέα αυτή θεώρηση του πνεύματος την προωθούν οι αναλύσεις του Βάκω-
νος και του Καρτέσιου και την αποκρυσταλλώνει ο Γαλιλαίος.

1.1.7. Φ. Βάκων
Η ανθρωπιστική Αναγέννηση έτεινε στο να αποτελέσει μια αναβίωση λησμονημένων
αξιών, ήταν επομένως στραμμένη κυρίως στο παρελθόν. Η σκέψη του Βάκωνος (Bacon)
στρέφεται, αντίθετα, προς το μέλλον, στο οποίο προσανατολίζεται η επιστημονική ανά-
πτυξη. Το ανθρώπινο πνεύμα αναζητά διαρκώς νέους μεθοδολογικούς δρόμους για την
αποκάλυψη του κόσμου. Ο Βάκων δεν αποβλέπει στο να δώσει απάντηση στα πάντα,
αλλά στο να θέσει τα πάντα σε αμφισβήτηση. Η σκέψη του έχει ερωτήσεις για όλα,
γι’ αυτό και εγκαινίαζε διαρκώς προγράμματα έρευνας και αναζήτησης. Δεν μπόρεσε
βέβαια να ξεπεράσει το στάδιο της ερωτηματικής διερεύνησης, όμως ο ανήσυχος εμπει-
ρικός του λόγος απομάκρυνε το νου από τις θεολογικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις,
προετοιμάζοντας το έδαφος για τη νέα επιστήμη.
Στο μάτια του Βάκωνος, επιστήμη δε σημαίνει μια διαδικασία εκμάθησης μιας ήδη
τέλειας γνώσης ή συνειδητοποίηση της κατακτημένης εμπειρίας των προηγούμενων γε-
νιών. Η μυστικιστική αντίληψη του Μεσαίωνα, η υποταγή του μαθητή στην αυθεντία
του δασκάλου έχουν παρέλθει. Η επιστήμη εμφανίζεται πλέον ως ένα συλλογικό έργο
της ανθρωπότητας, η οποία πορεύεται προς την πρόοδο. Η παγιωμένη γνώση που χα-
ρακτήριζε την ιδέα της επιστήμης, με σκοπό να διατηρηθούν οι σχέσεις των πραγμάτων
αμετάβλητες, είναι ξεπερασμένη. Ο Βάκων ανέδειξε την υπεροχή της μεθοδικής γνώ-
σης, διακηρύσσοντας την ενότητα λόγου και εμπειρίας.
Η μέθοδος. Έχοντας συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της μεθοδολογικής έρευ-
νας για τη συγκρότηση της νέας επιστήμης, ο Βάκων αντιπαραθέτει το δικό του «νέο
όργανο» στο αριστοτελικό. Η μέθοδος είναι όργανο, δηλαδή εργαλείο που μπορεί να το
χρησιμοποιήσει όλος ο κόσμος. Κατ’ αυτό τον τρόπο τα ανθρώπινα πνεύματα εξισώ-
νονται και η πνευματική υπεροχή διαδραματίζει επουσιώδη ρόλο. Σκοπός του Βάκω-
νος είναι να οργανώσει τις αισθητηριακές αντιλήψεις με την μεθοδική παρατήρηση. Ο

21

22-0116-02.indd 21 27/4/2017 6:07:53 µµ


επιστήμονας λοιπόν καλείται να συμπληρώσει τη γνώση τους με το πείραμα, το οποίο
επινοεί για να κατανοήσει την ορθή λειτουργία των πραγμάτων. Γι’ αυτό η μέθοδος της
επαγωγής θεωρήθηκε ορθότερη για την επεξεργασία των πραγματικών δεδομένων.
Με την επαγωγική μέθοδο, η έρευνα πορεύεται σε γενικές προτάσεις (αξιώματα)
και με βάση αυτές πλέον εξηγεί τα φαινόμενα. Η επαγωγή, με το πέρασμα από το ειδικό
στο γενικό, συγκροτεί γενικές μορφές, δηλαδή τύπους, βάσει των οποίων ο άνθρωπος
μπορεί να αναλύει τη φύση, τον κόσμο αλλά και την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ψυχολογικές
παραστάσεις του ανθρώπου, η βούληση, οι πολιτικές σχέσεις, οι κοινωνικές δραστηριό-
τητες μπορούν να εξηγηθούν μεθοδικά και έτσι να αποκαλυφθούν οι παράγοντες που τις
διαμορφώνουν και τις μεταβάλλουν.
Ο Βάκων εισάγει τη θεμελιακή άποψη ότι η γνώση του ανθρώπου, των πράξεών του
και της φύσης στηρίζεται στην ίδια αφετηριακή αρχή της κατασκευής των γενικών μορ-
φών διαμέσου των μερικών. Αναμφίβολα ο Βάκων δεν ανακάλυψε κανένα νόμο ούτε ει-
σήγαγε καμιά θεωρία, αλλά κατανόησε το νόημα του επαγωγικού συλλογισμού και του
έδωσε τέτοια διάσταση ώστε να ελεγχθεί, να οργανωθεί και να γίνει αποτελεσματική η
επιστημονική έρευνα σε όλα τα επίπεδα.

1.1.8. Καρτέσιος
Τέλεια γνώση για τον Καρτέσιο (Descartes) είναι η μαθηματική γνώση. Τα Μαθηματι-
κά έχουν βασικές αρχές, το αξιώματα, τα οποία χάρη στη σαφήνεια και στην ενάργειά
τους επιβάλλονται στο νου. Τα αξιώματα θεμελιώνουν τη λογική του συλλογισμού γιατί
δείχνουν πώς περνάμε από το ένα σημείο στο άλλο κατά τρόπο που είναι ολοφάνερος
στο νου. Συνεπώς, η Φιλοσοφία, αλλά και κάθε τέλεια γνώση που αφορά το σύμπαν,
τη φύση, τον άνθρωπο πρέπει να διαμορφωθεί με βάση τις επιταγές των Μαθηματικών.
Επιστημονική γνώση λοιπόν για τον Καρτέσιο δεν είναι η αυστηρή περιγραφή του
γεγονότος, αλλά η γνώση τού γιατί κάτι είναι όπως είναι. Έτσι, η μέθοδός του διακρίνε-
ται από μορφές. Πρώτον, την αναλυτική, όπου το γεγονός είναι δεδομένο, αλλά ζητείται
η αιτία της παραγωγής του. Δεύτερον, τη συνθετική, όπου η αιτία του γεγονότος είναι
δεδομένη, και ζητείται το γιατί υφίσταται κατ’ αυτό τον τρόπο. Επομένως, κάθε τέλεια
γνώση πρέπει να βρει ή να επινοήσει υποθετικά την αρχική αιτία των πραγμάτων τα
οποία μελετά για να μπορέσει να αποδείξει τον τρόπο παραγωγής τους. Η Φιλοσοφία
λοιπόν ως επιστημονική και τέλεια γνώση αναζητά την αξιωματική έννοια, την πρώτη
αιτία και πρώτη αρχή της φύσης και των πραγμάτων, ώστε να καταδείξει πώς παράγο-
νται τα πράγματα μέσα στον κόσμο. Μια τέτοια έννοια για τον Καρτέσιο είναι ο Θεός
και χρησιμεύει ως βάση για να εξηγήσουμε τον κόσμο.

22

22-0116-02.indd 22 27/4/2017 6:07:53 µµ


Το βασικό περιεχόμενο του καρτεσιανού
ορθολογισμού συνίσταται λοιπόν στη συγκρό-
τηση ενός συστήματος όπου όλες οι γνώσεις
παράγονται λογικά από μια θεμελιωμένη αρχή,
το λόγο. Ακριβώς αυτό είναι το νόημα της φρά-
σης: «Cogito ergo sum». Δηλαδή μπορώ να
αμφιβάλλω για όλα, για όσα μού μαθαίνουν οι
αισθήσεις και η νόησή μου, για όσα με δίδαξαν
οι άνθρωποι, για τα συμπεράσματα και τα απο-
φθέγματα των σοφών. Όμως για ένα πράγμα
δεν μπορώ να αμφιβάλλω: για το ότι συλλογί-
ζομαι, για το ότι είμαι ένα ον που σκέφτεται και
συλλαμβάνει αρχές, αιτίες, έννοιες για να εξη-
γήσει τα πράγματα. Ο Καρτέσιος υιοθετεί έτσι
μια αρχή, το cogito, και ερμηνεύει τη φυσική
πραγματικότητα με ορθολογικό τρόπο, συστη-
ματοποιώντας τον αναλυτικό στοχασμό, τον
οποίο ο Γαλιλαίος ανέδειξε ως το θεμελιώδες
στοιχείο της σύγχρονης επιστήμης.

1.1.9. Γαλιλαίος
Ο προσανατολισμός της σκέψης του Βάκωνος
στην πρακτική εφαρμογή της γνώσης και στην
άμεση τεχνική της χρησιμότητα τον εμπόδισε Μεταξοτυπία του Μαλεβίτς.
να αντιληφθεί το μέγεθος των θεωρητικών αξι- Εικονογράφηση για τις Αρχές της
ών που έφερε στην επιφάνεια και τη σημασία Φιλοσοφίας του Καρτέσιου
τους για την επιστημονική έρευνα. Ιδιαίτερα
σημαντικός είναι ο ρόλος των Μαθηματικών στην κατανόηση της φύσης. Την ανάδειξή
τους αναλαμβάνει ο Γαλιλαίος (Galileo) θεμελιώνοντας τη Μηχανική, δηλαδή τη μα-

23

22-0116-02.indd 23 27/4/2017 6:07:53 µµ


θηματική θεωρία της κίνησης. Η διάκρισή μεταξύ αντικειμενικής
(επιστημονικής) πραγματικότητας και αισθητής (κοινής πρόσλη-
ψης της) πραγματικότητας επιτρέπει στον Γαλιλαίο να προχωρή-
σει σε αυτή την κατεύθυνση. Διακρίνει την αυστηρή παρατήρηση
του πραγματικού και την απομόνωση των απλών μορφών της φυ-
σικής πραγματικότητας από την κοινή αντίληψη, για να περιορίσει
τη σύγχυση και την προκατάληψη κατά τη διάρκεια της παρατή-
ρησης.
Γαλιλαίος Στη συνεχεία, αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα πρέπει να
κατανοηθεί με μαθηματικούς όρους. Έτσι, εκεί όπου η επαγωγή
του Βάκωνος αναζητούσε διά της αίσθησης τις μορφές των πραγμάτων για να εξηγήσει
τις σχέσεις τους, η αναλυτική μέθοδος του Γαλιλαίου καταδεικνύει την απλούστατη
ενέργεια της κίνησης και τη δυνατότητά της να προσδιοριστεί με μαθηματικό τρόπο.
Με άλλα λόγια, η ανάλυση επισημαίνει και υποδεικνύει υποθετικά την πιο απλή
μορφή κίνησης, με βάση την οποία μπορούν να εξηγηθούν όλες οι κινήσεις, ακόμη και
οι πιο σύνθετες. Η ανάλυση είναι η μεθοδική αφαιρετική επέμβαση του στοχασμού για
να αποκαλυφθεί και να μετρηθεί η απλούστερη απ’ όλες τις κινήσεις. Στη συνέχεια, ο
Γαλιλαίος, με τη συνθετική του μέθοδο, η οποία προϋποθέτει την αναλυτική, μπορεί
πλέον να εξηγήσει το αποτελέσματα αλληλεπιδράσεων της κίνησης σε εμπειρικό επί-
πεδο και να καταδείξει τον τρόπο παραγωγής τους. Η επιστήμη είναι μια ορθολογική
κατάκτηση των πραγμάτων, η οποία προχωρεί από τα φαινόμενα στις αιτίες και από
τις αιτίες στις επενέργειές τους.
Η επιστημονική γνώση είναι η γνώση που τεκμηριώνεται με αδιαμφισβήτητες απο-
δείξεις. Η επιστήμη βασίζεται στο θεωρητικό στοχασμό που προέρχεται από την άμεση
πρόσληψη των πραγμάτων, είναι άρα απαλλαγμένος σε μεγάλο βαθμό από φανταστικές
αντιλήψεις και υποκειμενικές γνώμες.
Αυτή η αντίληψη για την επιστήμη επέδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση του πε-
ριεχομένου της Φιλοσοφίας, η οποία γίνεται πλέον η θεωρητική και ορθολογική κατανό-
ηση των πραγμάτων με βάση την έννοια της κίνησης (Μηχανική). Η σύνδεση αυτή είχε
ως συνέπεια το διαχωρισμό της Φιλοσοφίας από τη θεολογία.

24

22-0116-02.indd 24 27/4/2017 6:07:53 µµ


1.1.10. Τα κύρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος
α. Η πρόοδος. Το νεότερο επιστημονικό πνεύμα διαμορφώνεται, όπως είδαμε, με το
αίτημα να απελευθερωθεί από την αρχαιοελληνική και τη θεολογική παράδοση. Η πρό-
οδος του επιστημονικού πνεύματος συντελείται με την απόρριψη της αυθεντίας και την
απαίτηση του λόγου να ερευνά, να ανακαλύπτει και να κατανοεί τις αρχές και τους
νόμους της φύσης. Επιστήμη δεν είναι η οριστική κατάκτηση της γνώσης, αλλά η χειρα-
φέτηση από την αυθεντία και η εξασφάλιση των όρων και των μέσων της ερευνητικής
διαδικασίας για την κατάκτηση της γνώσης.
β. Η έννοια της εμπειρίας. Η εμπειρική μέθοδος μετατοπίζει σταδιακά το κέντρο βά-
ρους από την απλή παρατήρηση στο λογικό έλεγχο των φαινομένων. Η διαφορά μεταξύ
του αρχαίου και του νέου επιστημονικού πνεύματος δεν εντοπίζεται τόσο στην οργάνω-
ση της εμπειρίας, όσο στην απαίτηση του νέου επιστημονικού πνεύματος να προσλαμ-
βάνει και να εξηγεί τα γεγονότα. Διερευνά υποθετικά τα γεγονότα για να ερμηνεύσει τα
φαινόμενα τα οποία παρατηρεί και τα επαληθεύει για να τα θέσει υπό τον έλεγχο του.
Η επιστημονική υπόθεση έχει το χαρακτήρα μιας επαληθευτικής πρότασης, γι’ αυτό
διεκδικεί τον τίτλο της αντικειμενικότητας.
γ. Τα Μαθηματικά. Τα Μαθηματικά σηματοδοτούν την οριστική ρήξη του 17ου αιώνα
με την παλαιά εποχή. Οι σχολαστικοί, συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη, διέκριναν τα
Μαθηματικά, τα οποία αφορούσαν τις ιδέες, από τη Φυσική, που αφορούσε τα φυσικά
πράγματα. Ο Γαλιλαίος διακήρυττε ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο με μαθημα-
τικό τρόπο. Εννοούσε ότι μπορούμε να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα
με βάση τις αρχές και τα αξιώματα της ευκλείδειας Γεωμετρίας, για να την αναλύσου-
με και να ρυθμίσουμε τη λειτουργία της. Έτσι, πραγματικότητα και αντικειμενικότητα
παίρνουν νέες διαστάσεις.
δ. Η αιτιότητα. Η έννοια της αιτιότητας προσλαμβάνει νέο περιεχόμενο, γιατί επιχει-
ρεί να εξηγήσει τις σχέσεις που υπάρχουν μέσα στα φαινόμενα τα οποία παρατηρούμε,
χωρίς να αναζητεί μια μεταφυσική αρχή, μια αρχή η οποία βρίσκεται πέρα από τα φαι-
νόμενα αυτά. Επίσης, μέσω της αιτιότητας, διακρίνεται η άμεση αντίληψη του συγκε-
κριμένου πράγματος από την αντικειμενική πρόσληψή του και, έτσι, οργανώνονται οι
νόμοι που το διέπουν.

25

22-0116-02.indd 25 27/4/2017 6:07:53 µµ


1.2. Η
 ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ
16ο ΑΙΩΝΑ

1.2.1. Αρχαιότητα
Στην Αρχαιότητα, οι φιλόσοφοι, που ανέπτυξαν όπως είδαμε το στοχασμό για τη Φι-
λοσοφία, τη Φυσική και τα Μαθηματικά, έθεσαν και την προβληματική για τη συγκρό-
τηση, την ανάπτυξη και την ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Ενώ όμως διέκριναν και
ταξινομούσαν τη Φιλοσοφία σύμφωνα με την ανάπτυξη των επιστημών, δε συνέβαινε
το ίδιο με τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, διαιρούσε τη
Φιλοσοφία σε ποιητική, θεωρητική και πρακτική. Η ποιητική ήταν εκείνη που πραγ-
ματευόταν το ωραίο στη φύση, στην τέχνη, στον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας
του ανθρώπου. Η θεωρητική ήταν η επιστημονική έρευνα που ανέλυε την υπόσταση και
την ουσία όλων των πραγμάτων. Διακρινόταν σε τρία μέρη, τα Μαθηματικά, τη Φυσική
και την Πρώτη Φιλοσοφία, η οποία εξέταζε τις πρώτες αιτίες, δηλαδή τα αξιώματα των
επιστημών – γι' αυτό ο σκοπός της δεν ήταν πρακτικός, αλλά, όπως τόνιζε ο Αριστο-
τέλης, θεωρητικός. Τέλος, η πρακτική αποσκοπούσε στο να εξετάσει τους κανόνες που
οδηγούν τον άνθρωπο στη δέουσα και λογική ατομική και κοινωνική πράξη – δηλαδή
στο να αναλύσει ηθικά τις ανθρώπινες πράξεις.
Εκείνο λοιπόν που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ότι δεν υπήρχε διάκριση των Κοι-
νωνικών Επιστημών μεταξύ τους, αλλά ένας συνδυασμός κοινωνικών, πολιτικών και
ηθικών θεωρήσεων για την ατομική και τη συλλογική ζωή. Οι Αρχαίοι διερευνούσαν τις
αρχές με βάση τις οποίες συγκροτούνταν η κοινωνία, αλλά και τις αιτίες και τους όρους
της αλλαγής της, για να εξηγηθεί ο σκοπός που έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Ο Αριστοτέλης
στα έργα του Πολιτικά, Αθηναίων Πολιτεία και τα Ηθικά Νικομάχεια προβαίνει σε μια
διεξοδική μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας για να καθορίσει τους πολιτειακούς
παράγοντες (δημογραφική σύσταση της πολιτείας, κατανομή του πλούτου, κτλ.) που
καθοδηγούν τον άνθρωπο– πολίτη στην ενάρετη και ευτυχισμένη ζωή. Η Φιλοσοφία,
η οποία απέβλεπε στην πνευματική και στην ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου, κα-
θόριζε το πώς θα έπρεπε να είναι η κοινωνία και η πολιτεία, για να επιτευχθεί αυτός ο
σκοπός. Είτε πρόκειται για τον Πλάτωνα είτε για τον Αριστοτέλη ή για τον Επίκουρο,
όλοι μελετούν την κοινωνία και αναζητούν με βάση τον ιδεώδη τύπο διακυβέρνησης,
την καλύτερη συγκρότηση της μελλοντικής πολιτείας.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ο κοινωνικός στοχασμός, παρά την ανάπτυξη της Νομικής
Επιστήμης, η οποία προσδιόριζε τις οικογενειακές, κληρονομικές και συναλλακτικές

26

22-0116-02.indd 26 27/4/2017 6:07:53 µµ


σχέσεις των ανθρώπων, δε διέφερε από εκείνον της αρχαιοελληνικής εποχής. Χαρακτη-
ριστικά, ο Πολύβιος, αν και επιχείρησε να ερμηνεύσει την αφετηρία και την άνθηση των
πολιτισμών, καθώς και τα αίτια των αλλαγών και της παρακμής τους, δε βρήκε άμεση
ανταπόκριση και οι αντιλήψεις του παρέμειναν ως γενικοί συλλογισμοί για την κοινω-
νία. Αντίθετα, η κυρίαρχη κοινωνική ανάλυση είναι, πάνω απ’ όλα, μια ανάλυση ηθική.
Ενάρετος άνθρωπος είναι εκείνος που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά
του ως πολίτη. Η αρετή, μας λέει ο Κικέρωνας (Cicero), είναι η υπεύθυνη εφαρμογή
της σοφίας στην πράξη. Και η πιο υψηλή εκδήλωσή της είναι η φρόνηση, η συνετή και
δίκαιη άσκηση της διακυβέρνησης της πολιτείας. Ο ορθός, έλλογος και ενάρετος τύπος
του υπεύθυνου κυβερνήτη πιστοποιεί την άριστη λειτουργία της γνώσης. Πρόκειται για
τη βαθιά γνώση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, που οδηγεί
όλη την πολιτεία στον ενάρετο βίο, στο ύψιστο δηλαδή αγαθό. Με άλλα λόγια, από τη
ρωμαϊκή εποχή μέχρι την εμφάνιση του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι, τα Πολιτικά του Αρι-
στοτέλη αποτέλεσαν το εγχειρίδιο του τέλειου και ορθού κυβερνήτη.

1.2.2. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες


Ο χριστιανισμός διακήρυξε προοδευτικές ιδέες, όπως ήταν η κοινή ανθρώπινη φύση, οι
κοινές πνευματικές δυνατότητες, η αγάπη ως κοινός δεσμός που ενώνει το ανθρώπινο
γένος σε μία και μόνη αδελφότητα. Παρ’ όλα αυτά, περιόρισε και ανέστειλε την κοι-
νωνική σκέψη ως επιστημονική γνώση. Ο λόγος είναι ότι αξίωσε και όρισε τελικά την
ψυχική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική έκφραση του ανθρώπου με βάση τις θεο-
λογικές αρχές, ενώ ταυτόχρονα ο οργανωτικός σχηματισμός των ανθρώπων σε Εκκλη-
σία προσδιόρισε την ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών για μια μεγάλη
ιστορική περίοδο.
α. Καθολικισμός. Στη Δύση, για χίλια περίπου χρόνια, η Καθολική Εκκλησία
υπήρξε θεματοφύλακας και διαχειριστής της γνώσης στο σύνολό της. Η Φιλοσοφία υπο-
τάχθηκε στη θεολογία, με συνέπεια να αφομοιώνει τους διάφορους τύπους γνώσης, και
ιδιαίτερα τις γνώσεις που αφορούν την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση των ανθρώ-
πων, στο δογματικό πλαίσιο της βιβλικής αποκάλυψης. Ο νόμος, στον οποίο βασίζεται
η κοινωνική ζωή, είναι η συγκεκριμένη εκδοχή του θεϊκού λόγου. Το Δίκαιο είναι απόρ-
ροια του λόγου του Θεού και ως τέτοιο θα πρέπει να νοείται (Θεϊκό Δίκαιο). Και, όπως,
κατά τον Αριστοτέλη, σκοπός της πολιτείας είναι η πραγματοποίηση της αρετής, έτσι
και, κατά το χριστιανισμό, η πολιτική αρετή είναι η κοσμική καλλιέργεια του ανθρώπου
για την τελική σωτηρία του. Δηλαδή η πολιτεία πρέπει να αποτελεί προετοιμασία για να
πορευτούμε, όπως έλεγε ο Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d' Aquino), στην κοινωνία του
Θεού. Το κράτος είναι υποταγμένο στην Εκκλησία όπως το μέσο στο σκοπό. Το κράτος
προετοιμάζει την ουράνια κοινωνία την οποία πρεσβεύει η Εκκλησία.

27

22-0116-02.indd 27 27/4/2017 6:07:53 µµ


Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα διάχυτης θρησκοληψίας, οι άνθρωποι σε όλη την Ευ-
ρώπη είχαν την τάση να πιστεύουν ότι η κοινή τους ζωή, σε οικογενειακό, οικονομικό
και πολιτικό επίπεδο, διέπεται από τον αδιαμφισβήτητο και αυστηρά ιεραρχικό, στην
κοσμική έκφρασή του, λόγο του Θεού. Ο πάπας και ο χριστιανός μονάρχης εκφράζουν
και ερμηνεύουν το λόγο του Θεού με νόμους, διατάγματα, κτλ. Η Καθολική Εκκλησία
δίνει το μεταφυσικό έρεισμα που χρειάζεται η αυταρχική μοναρχία για να εδραιωθεί. Η
ολοκληρωτική υποταγή και υπακοή στην ιεραρχία που συγκροτεί την κοινωνία είναι η
βασική αξία η οποία υπόσχεται την αιώνια σωτηρία στη μεταθανάτια ζωή και ρυθμίζει
την ψυχική, κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά στην εγκόσμια ζωή. Το αλάθητο του
ποντίφικα ελέγχει την ατομική και συλλογική ζωή των ανθρώπων. Ο προτεσταντισμός
προξενεί το πρώτο ρήγμα σε αυτή την αντίληψη και ευνοεί την εκδήλωση της κριτικής
σκέψης, προϋπόθεση απαραίτητη για να αναδειχθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες.
β. Προτεσταντισμός. Στον αντίποδα του καθολικισμού, οι προτεστάντες εκφράζουν
την τάση για χειραφέτηση της κοινής γνώμης. Η αρχή της «διαμαρτυρίας» είναι η άρ-
νηση της υπακοής σε κάθε αυθεντία η οποία δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις των
ανθρώπων. Η αρχή αυτή δεν εκφράζει μόνο την άρνηση προς την αυθεντία της παπικής
εξουσίας, αλλά αναδεικνύει και την ατομική συνείδηση ως θεμελιώδη αρχή, γεγονός
που επιτρέπει την αμφισβήτηση κάθε μορφής αυθεντίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι
Εκκλησίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση είναι απαλλαγμένες από θρησκευτικό
δογματισμό. Το γεγονός όμως ότι αμφισβήτησαν και καταδίκασαν την παπική αυθαιρε-
σία έδωσε τη δυνατότητα στην κοινωνία να υιοθετήσει ανάλογες μορφές δράσης απένα-
ντι σε κάθε αυταρχική μορφή, πολιτική και κοινωνική.
Η μεταρρυθμιστική πίστη αποδέχεται ως καταστατική αρχή την ελευθερία της ατο-
μικής συνείδησης. Η διαφορετικότητα δε συνιστά πλέον σκάνδαλο και η ιδιαιτερότητα,
την οποία η απολυταρχική αντίληψη της κοινωνίας εκλάμβανε ως απόκλιση ή λάθος,
τώρα πλέον στηρίζει την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά. Αναδεικνύοντας λοιπόν
ο προτεσταντισμός την αυτεξούσια ανθρώπινη γνώμη και δράση, θέτει σε κίνηση το
βασικό μοχλό για να αναπτυχθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες.

28

22-0116-02.indd 28 27/4/2017 6:07:53 µµ


1.2.3. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες
Η δίκη του Γαλιλαίου φέρνει στην επιφάνεια μια θεμελιώδη όψη της επιστημονικής
επανάστασης: πρόκειται για μια διαμάχη αυθεντιών. Η επιστημονική αυθεντία εναντιώ-
νεται στην αυθεντία του θεοκρατικού λόγου, γιατί αποκαλύπτει τους νόμους της φύσης,
θέτοντας έτσι τις βάσεις ενός νέου λόγου. Η επιστήμη είναι η θετική ανάλυση της πραγ-
ματικότητας και ανοίγει το δρόμο για μια ελεύθερη και αυτόνομη έρευνα, της οποίας το
έργο είναι η σύλληψη και η ανάλυση των πραγμάτων. Η έλευση του νεότερου κόσμου
συνοδεύεται λοιπόν αναγκαστικά από την εξασθένιση της πίστης, αφού η αλήθεια μετα-
τοπίζεται από τον Θεό στον άνθρωπο. Το νέο πρότυπο του ανθρώπου, ο οποίος σκέφτε-
ται και ενεργεί αποκαλύπτοντας ο ίδιος την πραγματικότητα, αντικαθιστά το υπάκουο
και υποτακτικό άτομο της θεολογικής αντίληψης.
Η επιστήμη δεν εγγυάται μόνο την ορθή εξήγηση των νόμων της φύσης, αλλά και
τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι μπορεί να ορίσει τις σχέσεις με τον
εαυτό του και τους άλλους ορθολογικά. Ενισχύεται η πεποίθηση ότι μπορεί να αρθρωθεί
ένας συγκροτημένος επιστημονικός λόγος για τα πράγματα, την κοινωνία, την οικονο-
μία, την πολιτική.
Το πρότυπο του ανήσυχου ανθρώπου το οποίο είχε εισαγάγει η Αναγέννηση οδή-
γησε σε άνθηση τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η Φιλολογία, η Γεωγραφία, η Ιστορία,
η Ανθρωπολογία, η Νομική, μελετούσαν καθεμιά από τη σκοπιά της την ανθρώπινη
πραγματικότητα και προέκριναν τις ανάλογες λύσεις, οι οποίες όμως δε στηρίζονταν σε
μια, με σημερινούς όρους, διεπιστημονική προσέγγιση και κοινή επιστημολογική βάση.
Όμως η νέα επιστήμη, όπως διαμορφώθηκε από τον Γαλιλαίο, προσέφερε το γενικό
μεθοδολογικό σχήμα ανάλυσης και σύνθεσης για την οργάνωση της γνώσης, δηλαδή
προσέφερε την κοινή επιστημολογική αρχή για την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστη-
μών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες της εποχής υιοθετούν κανόνες παρατήρησης, ανάλυσης
και επεξεργασίας όλων των κοινωνικών φαινομένων παρόμοιους με εκείνους των Φυ-
σικών και Πειραματικών Επιστημών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, που ως τότε αποτελού-
σαν μέσα που χρησιμοποιούνταν για φιλοσοφικούς και θεολογικούς σκοπούς, τώρα γί-
νονται αυθυπόστατες και αποκτούν τη δυνατότητα να οργανώσουν τη μεθοδολογία τους
όπως και οι Θετικές Επιστήμες. Επαγωγή, παραγωγή, ανάλυση, σύνθεση, ελεγχόμενη
παρατήρηση και αξιωματικές γενικεύσεις χαρακτηρίζουν τις Κοινωνικές Επιστήμες από
τότε ως τις μέρες μας. Την τάση αυτή τον 16ο αιώνα την εξέφρασε κυρίως η Πολιτική
Επιστήμη, η οποία πραγματεύτηκε ορθολογικά την έννοια, τη συγκρότηση και το ρόλο
του κράτους, για να αντιμετωπιστούν έλλογα τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά
προβλήματα της κοινωνίας.

29

22-0116-02.indd 29 27/4/2017 6:07:53 µµ


1.2.4. Οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα
Το καθεστώς της απολυταρχίας συνέχισε την παράδοση της θεοκρατικής αντίληψης,
η οποία αξιοποιείται για τη θεμελίωση της ισχύος της μοναρχίας, για τη νομιμοποίηση
του κράτους και για το δικαίωμα της απολυταρχικής εξουσίας να καθορίζει όλη τη ζωή
των υπηκόων. Σε αυτή την εποχή, κατά την οποίο οι ιδέες έχουν ζωή και μάλιστα κατα-
διώκονται, διατυπώνονται οι θεωρίες των ουτοπιστών φιλοσόφων και του Μακιαβέλι.

α. Ουτοπιστές: Ρογήρος Βάκων, Τόμας Μουρ, Τομάζο Καμπανέλα


Η κοινωνική σκέψη των ουτοπιστών χαρακτηρίζεται από μια ριζοσπαστική άρνηση της
ιδιοκτησίας, με την ιδέα ότι αποτελεί την πρώτη αιτία της φτώχειας, της αθλιότητας και
της δυστυχίας των ανθρώπων. Προτείνεται η ιδεατή πολιτική και κοινωνική οργάνωση
της πολιτείας, για να αποκτήσει καθένας τις υλικές και τις πνευματικές προϋποθέσεις
για μια ευχάριστη και ήρεμη ζωή. Πρόκειται για αρχές που δεν ισχύουν αποκλειστικά σε
μια ορισμένη πολιτεία. Ο όρος «ουτοπική πολιτεία», εξάλλου, αναφέρεται σε αυτή που
υπάρχει σε έναν ου–τόπο. Το κράτος, στη θεωρία αυτή, εξασφαλίζει την εργασία των
πολιτών, ορίζει και θεσπίζει την απονομή της δικαιοσύνης, για να τους προστατεύει από
την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο,
αναλαμβάνει την παιδεία τους και διασφαλίζει τον ελεύθερο χρόνο τους για μια τερπνή
ατομική και κοινωνική ζωή.
Η σκέψη των ουτοπιστών είναι λοιπόν ένας κριτικός λόγος. Η ουτοπική πολιτεία
χρησιμοποιείται ως παράδειγμα το οποίο, στην πραγματικότητα, καταγγέλλει τις κοι-
νωνικές και τις πολιτικές ανισότητες στην Ευρώπη, τεκμηριώνοντας ταυτόχρονα την
ικανότητα του λόγου να διευθετήσει ορθολογικά τη ζωή των ανθρώπων. Το κράτος ως
έκφραση του λόγου διευθετεί τις σχέσεις των ανθρώπων με βάση την ελευθερία, την
ισότητα και τη δικαιοσύνη, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα με ορθολογικό τρόπο τις ελευ-
θερίες τους. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται η έννοια του «ατομισμού» και του «κρατι-
σμού», που θα παίξουν αργότερα σπουδαίο ρόλο για τη μεθοδική ανάλυση στις Κοινω-
νικές Επιστήμες.

30

22-0116-02.indd 30 27/4/2017 6:07:53 µµ


β. Νικολό Μακιαβέλλι
Βασιζόμενος στην παρατήρηση και στην περιγραφή της
Ιταλίας, ο Μακιαβέλλι (Ν. Machiavelli) ορίζει επίσης την
ορθολογική συγκρότηση του κράτους. Όμως, σε αντίθεση
με τον ιδεαλισμό των ουτοπιστών, ο Μακιαβέλλι αναλύει
τους λόγους για την επιτυχία της πολιτικής, ώστε το κρά-
τος να διατηρηθεί και να εγγυηθεί την ασφάλεια, την ειρή-
νη και την ευημερία των πολιτών. Αυτή η περιγραφή της
πολιτικής και της κοινωνικής πραγματικότητας πλησιάζει
αρκετά τις απαιτήσεις μιας αντικειμενικής Πολιτικής Επι-
στήμης, διότι επιχειρεί να παρουσιάσει τον άνθρωπο και
την εξουσία όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι. Με
Μακιαβέλλι
βάση τις ψυχολογικές παρατηρήσεις για την οκνηρία, την
αυθάδεια, την έπαρση, τη δειλία, την αμέλεια που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά,
ο Μακιαβέλλι καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ισχυρής εξουσίας για την ύπαρξη του
κράτους.
Ο συλλογισμός είναι απλός και ορίζει την πολιτική με όρους από τις Φυσικές Επι-
στήμες και όχι από την ηθική: οι αδύναμοι είναι αναγκαίο να υπακούουν στους δυνα-
τούς· επομένως η πολιτική είναι συσχετισμός δυνάμεων που πρέπει να εξισορροπούνται
με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο
πολιτικός ρεαλισμός ακυρώνει κάθε ηθική αξία, αλλά ότι η Πολιτική Επιστήμη εκκινεί
με αφετηρία την πραγματικότητα, ενώ η ηθική είναι δεοντολογική και κινείται με γνώ-
μονα το πώς θα πρέπει να είναι τα πράγματα και οι συμπεριφορές.
Η συγκρότηση του κράτους, η ανάλυση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής, η
διακυβέρνησή του, η οργάνωση του στρατού και της δικαιοσύνης για τη διατήρησή του
είναι βασικές παράμετροι της πολιτικής και η προσέγγισή τους γίνεται από τον Μακια-
βέλλι με τους θετικούς και ρεαλιστικούς όρους της αντικειμενικότητας. Κατ’ αυτή την
έννοια, ο λόγος του Μακιαβέλλι είναι καθοριστικής σημασίας, γιατί επισημαίνει την
αναγκαιότητα τεκμηριωμένων γνώσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτι-
κής.
Ο Μακιαβέλλι περνά από τη γνώση των ιδιαίτερων κοινωνικών φαινομένων στη συ-
νολική ορθολογική διακυβέρνηση της κοινωνίας. Η Πολιτική Επιστήμη είναι ένας τρό-
πος στοχασμού που εκφράζει την επιθυμία πρόβλεψης των κοινωνικών γεγονότων. Εδώ
λοιπόν εντοπίζονται τα πρώτα σπέρματα μιας αντίληψης περί «κοινωνικής Μηχανικής»
και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, του οποίου η ιδέα θα αποτελέσει ως τον
19ο αιώνα την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών.

31

22-0116-02.indd 31 27/4/2017 6:07:53 µµ


Ανακεφαλαίωση
Οι Κοινωνικές Επιστήμες δεν αναπτύχθηκαν μέσα σε επιστημονικά κενό, αλλά
στηρίχτηκαν στην έννοια της επιστήμης, και ιδιαίτερα στην έννοια των Φυσικών
Επιστημών. Βέβαια, η ανθρωπότητα δε μελετούσε πάντα τη φύση με τον ίδιο επι-
στημονικό τρόπο. Παρ’ όλη τη μεθοδική, συστηματική και ορθολογική προσπάθειά
τους, οι Αρχαίοι, για πολλούς λόγους –και κυρίως λόγω της ανεπάρκειας των μέ-
σων παρατήρησης– έδιναν πάντα μια επιστημονική εξήγηση βασισμένη σε οντολο-
γικές και μεταφυσικές αρχές. Τον Μεσαίωνα, οι αρχές αυτές ταυτίστηκαν με τον
Θεό ως πρώτη και καθολική αιτία για τη δημιουργία και την εξήγηση της φύσης.
Τα νεότερα χρόνια, καθώς τα μέσα παρατήρησης εξελίσσονται και γίνονται όλο και
πιο αξιόπιστα, η επιστήμη, με πρωτεργάτη τον Γαλιλαίο, επιδιώκει το λογικό έλεγ-
χο των φαινομένων και τη μαθηματική τους έκφραση, και επιχειρεί να εξηγήσει τις
σχέσεις και τις αιτίες των πραγμάτων πέρα από μυθικές, θεολογικές ή μεταφυσικές
αντιλήψεις. Επιστήμη σημαίνει σαφής και αποδεδειγμένη γνώση των πραγμάτων.
Οι Φυσικές Επιστήμες επηρέασαν την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών,
γιατί μετέβαλαν τον τρόπο σκέψης για την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων
και προβλημάτων. Η μελέτη πλέον της κοινωνικής πραγματικότητας αρχίζει να βα-
σίζεται σε πραγματικά δεδομένα και σε λογικές αναλύσεις και όχι σε θεολογικές
και μεταφυσικές αντιλήψεις. Οι Κοινωνικές Επιστήμες προϋποθέτουν, όπως και οι
Φυσικές, την ανάλυση της πραγματικότητας, που τους διασφαλίζει μια διάσταση
αντικειμενικότητας, ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν.

Βασικοί όροι
ιδέα, αίσθηση, αληθοφανής γνώμη, αφαίρεση, γενικό, μερικό, επαγωγή, παραγωγή, συ-
γκριτική μελέτη, ανάλυση, σύνθεση, μηχανική θεωρία, αιτιότητα, ουτοπία, πολιτικός
ρεαλισμός.

32

22-0116-02.indd 32 27/4/2017 6:07:53 µµ


Ερωτήσεις
1. Π ώς αντιλαμβάνεται ο Πλάτων τη συγκρότηση του κόσμου και εξηγεί επιστη-
μονικά την κίνησή του;
2. Τι είναι επαγωγή και παραγωγή, κατά τον Αριστοτέλη;
3. Ποιες οι διαφορές της επιστήμης ως τέλειας γνώσης και της επιστήμης ως
έρευνας;
4. Ποια η έννοια της μεθόδου στον Βάκωνα;
5. Περιγράψτε τα βασικά χαρακτηριστικά του θετικισμού.
6. Ποια είναι η συμβολή του Γαλιλαίου στη διαμόρφωση της επιστημονικής γνώ-
σης;
7. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος;
8. Πώς εκφράζεται η κοινωνική σκέψη στην Αρχαιότητα;
9. Ποιες είναι οι διαφορές καθολικισμού και προτεσταντισμού και οι σχέσεις τους
με τις Κοινωνικές Επιστήμες;
10. Πώς συνέβαλε η έννοια της νεότερης επιστήμης στην ανάπτυξη των Κοινωνι-
κών Επιστημών;
11. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ουτοπικής σκέψης για την οργάνωση
της κοινωνικής ζωής;
12. Πώς αντιλαμβάνεται ο Μακιαβέλλι την κοινωνική πραγματικότητα και ποια η
σημασία της για τις Κοινωνικές Επιστήμες;

Βιβλιογραφία
Η. Butterfield, Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης (1300–1800), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα
1983.
Α. F . Chalmers, Τι Είναι Αυτό που Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 1994.
R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976.
Β. Κάλφα, Πλάτωνος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995.
Α. Κ οϋρέ, Από το Κλειστό στο Άπειρο Σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989.
Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και Κρατική Σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997.

33

22-0116-02.indd 33 27/4/2017 6:07:53 µµ


Βιογραφικά στοιχεία
*Αυρήλιος Αυγουστίνος (354–430) Σπούδασε νομικά στην Καρχηδόνα και προ-
σχώρησε στον Χριστιανισμό υπό την επίδραση του επισκόπου Μεδιολάνων Αμβρόσιου.
Αρχικά ως ιεροκήρυκας και αργότερα ως επίσκοπος Ιππώνος (391) εργάστηκε για την
ενότητα της Εκκλησίας και της χριστιανικής διδασκαλίας. Από τα σπουδαιότερα έργα
του είναι Οι Εξομολογήσεις και H Πολιτεία του Θεού.

*Αβερρόης (1126–1158). Γεννήθηκε στην Κόρντοβα και ήταν για κάποιο διάστημα
προσωπικός δικαστής και γιατρός του χαλίβη. Πέθανε εξόριστος στο Μαρόκο. Ασχο-
λήθηκε με την παράφραση και τη σύνταξη υπομνημάτων για τα έργα του Αριστοτέλη.

*Θωμάς Ακινάτης (1225–1274) Γεννήθηκε στην Κάτω Ιταλία και φοίτησε στα Πα-
νεπιστήμια της Νεάπολης, της Κολωνίας και του Παρισιού. Κατόπιν δίδαξε στα Πανεπι-
στήμια της Ρώμης και της Μπολόνια. Τα κύρια έργα του, Summa Theologia και Summa
contra Gentiles επηρεασμένα από τον Αριστοτέλη, διακρίνονται για τη σαφήνειά τους.

*Αβικένας (980–1037) Το βιβλίο του ο Καντίνας ήταν βασικό σύγγραμμα της με-
σαιωνικής ιατρικής σε Ανατολή και Δύση. Τα συγγράμματά του επέδρασαν σημαντικά
στην ανάπτυξη του προβληματισμού για τη Λογική και τη Μεταφυσική. Η διδασκαλία
του πλησιάζει πολύ τη σκέψη του Αριστοτέλη.

*Κοπέρνικος (1473–1543) Πολωνός αστρονόμος και μοναχός που εισήγαγε τη θεω-


ρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Απέδειξε με παρατηρήσεις και αυτοσχέδια όργανα
ότι η Γη είναι πλανήτης και περιστρέφεται τόσο γύρω από τον Ήλιο όσο και από τον
άξονά της.

*Κέπλερ (1571 –1630) Γερμανός αστρονόμος, μαθηματικός και εφευρέτης του τη-
λεσκοπίου. Διατύπωσε τους νόμους που εξηγούν τις κινήσεις για τις τροχιές των πλα-
νητών.

*Νεύτωνας (1643–1727) Άγγλος φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος. Ξεκινώ-


ντας από τους νόμους του Κέπλερ, ανακάλυψε τους νόμους της βαρύτητας, διατύπωσε
τις βασικές της εξισώσεις και περιέγραψε τους νόμους της μηχανικής.

34

22-0116-02.indd 34 27/4/2017 6:07:53 µµ


*Παράκελσος (1493–1541) Ελβετός γιατρός και φιλόσοφος. Πίστευε ότι η δουλειά
του γιατρού είναι να βοηθήσει τον άρρωστο να ξαναβρεί τις εξασθενημένες δυνάμεις
του. Ο Παράκελσος γι’ αυτό το λόγο εισήγαγε τη χρήση των φαρμάκων στην ιατρική.

*Βάκων (1561–1626) Άγγλος φιλόσοφος και καγκελάριος από τους θεμελιωτές της
νεότερης φιλοσοφίας και του εμπειρισμού.

*Ρενέ Ντεκάρτ (1596–1650) Γάλλος φιλόσοφος που εισήγαγε την έννοια της μεθο-
δικής αμφιβολίας και έγινε έτσι ο ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας. Η μαθηματική του
σκέψη θεωρείται πρόδρομος της αναλυτικής γεωμετρίας.

*Γαλιλαίος (1564–1642) Ιταλός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Εισήγαγε


την πειραματική μέθοδο και θεμελίωσε τη σύγχρονη φυσική. Επιβεβαίωσε τη θεωρία
του Κοπέρνικου, ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο. Εκτός από το Νόμο της Πτώσης,
ανακάλυψε το Νόμο του Εκκρεμούς και το Νόμο της Αδράνειας. Με το τηλεσκόπιο του
ανακάλυψε τους δορυφόρους του Δία και τους δακτυλίους του Κρόνου.

*Τόμας Μουρ (1478–1535) Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Έφτασε στα ανώτα-
τα κρατικά αξιώματα αλλά εκτελέστηκε από τον Ερρίκο τον 8ο επειδή δεν συναίνεσε
σε ζητήματα διαδοχής. Το έργο του Ουτοπία εκφράζει ένα κοινωνικό όραμα, σοσιαλι-
στικής αντίληψης.

*Τομάζιο Καμπανέλα (1568–1639) Ιταλός μοναχός, φιλόσοφος και ποιητής. Το


έργο του Η Πολιτεία του Ήλιου περιγράφει μια ιδεατή θεολογική Πολιτεία, θεμελιωμέ-
νη στη ζωή της κοινότητας.

*Νικολό Μακιαβέλλι (1469–1527) Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος και διπλωμάτης.


Από τους θεμελιωτές της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης. Τα βασικά του έργα είναι ο
Ηγεμόνας και οι Λόγοι, όπου αναλύει τη συγκρότηση, την οργάνωση και την ανάπτυξη
της κρατικής υπόστασης, με ρεαλιστικούς όρους.

35

22-0116-02.indd 35 27/4/2017 6:07:53 µµ


22-0116-02.indd 36 27/4/2017 6:07:53 µµ
2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ
ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Εισαγωγή: Ο 17ος αιώνας, που
εντάσσεται στις απαρχές της αστικής
σκέψης, θεωρείται η εποχή κατά την
οποία ένας αστερισμός πολύ μεγά-
λων διανοητών κάνει την εμφάνισή
του. Αναδύονται όμως οι ιδέες όπως
η Αθηνά από το κεφάλι του Δία; Στο
κεφάλαιο αυτό, πρώτον, θα προσανα-
τολιστούμε στις ιστορικές και κοινω-
νικές εξελίξεις που προσδιόρισαν τη
μετάβαση από τη φεουδαρχία στην
αστική εποχή και, δεύτερον, θα επι-
χειρήσουμε να συνδέσουμε τις εξελί-
ξεις αυτές με το νέο τύπο γνώσης που
εμφανίζεται.
Ενώ κατά τη διάρκεια του Με-
σαίωνα στη συνείδηση των ανθρώ-
πων ο κόσμος ήταν χωρισμένος στην
ουράνια και στη γήινη σφαίρα, από
την εποχή της Αναγέννησης και των
μεγάλων ανακαλύψεων αρχίζει η πο-
ρεία ενοποίησής του. Ο κόσμος πλέον γίνεται ένας, η πραγματικότητα μία, εκείνη των
γεγονότων, τα οποία μπορούν να μετρηθούν, να υπολογιστούν, να μελετηθούν. Είναι ο
εμπειρικός κόσμος των φαινομένων της κοινωνίας, της οικονομίας, της πολιτικής. Σε
αυτή την ενοποίηση του κόσμου και του ειδώλου του συνέβαλε η επικράτηση ενός με-
θοδολογικού προτύπου, το οποίο προσέφεραν τα Μαθηματικά, με τα οποία εξετάζονται
τόσο τα φυσικά όσο και τα κοινωνικά φαινόμενα.

37

22-0116-02.indd 37 27/4/2017 6:07:54 µµ


Διδακτικοί στόχοι: Στο κε-
φάλαιο αυτό θα μάθουμε
πως ήταν διαμορφωμένη η
ζωή κατά την εποχή του Με-
σαίωνα και πώς ήδη από την
εποχή εκείνη προετοιμάζεται
η μετάβαση στην αστική κοι-
νωνία.
Θα εξετάσουμε ποιο ρόλο
διαδραμάτισαν οι ανακαλύ-
ψεις στην αλλαγή της πολιτι-
κής και της οικονομικής γεω-
γραφίας της Ευρώπης.
Θα συζητήσουμε γιατί
οι αλλαγές που επέφεραν οι
ανακαλύψεις δεν οδήγησαν αυτομάτως στη Βιομηχανική Επανάσταση. Θα εντοπίσου-
με ποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ευνόησαν την εμφάνιση νέων επιστημονικών
αντικειμένων.
Θα αναζητήσουμε πού οφείλει την ενότητά της η επιστημονική σκέψη στις απαρχές
της αστικής εποχής.
Εισαγωγικές ερωτήσεις: Πώς ήταν διαμορφωμένη η κοινωνική και η οικονομική
ζωή κατά τον Μεσαίωνα;
Πότε και πώς στην παγκόσμια οικονομία αναδεικνύεται η υπεροχή της Ευρώπης;
Πώς η μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου κατά την εποχή των ανακαλύψεων δεν οδή-
γησε αυτομάτως σε ευημερία αλλά προκάλεσε οικονομικές κρίσεις;
Πώς η οικονομική κρίση συνδέεται με την εμφάνιση νέας γνώσης και με μεταβολές
στην οργάνωση της εργασίας;
Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και στην πολιτική και οικονομική εξουσία;
Γιατί η Εγκυκλοπαίδεια των Γάλλων διαφωτιστών ήταν μια σημαντική πολιτική κί-
νηση;

2.1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Στην πρώτη ενότητα αυτού του κεφαλαίου, θα συζητήσουμε ορισμένους βασικούς
όρους οι οποίοι αφορούν τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στη Βιομηχανική Επανάστα-
ση. Θα αναρωτηθούμε γιατί οι ποσοτικές μεταβολές τις οποίες επέφεραν στην οικονο-

38

22-0116-02.indd 38 27/4/2017 6:07:54 µµ


μία οι Ανακαλύψεις δεν αρκούσαν για μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Θα εξετάσουμε
ποιο ρόλο έπαιξε η οργάνωση της ζωής στις πόλεις, η αναδιοργάνωση του θεσμού του
κράτους, η νομοθεσία και η νέα οργάνωση της εργασίας για την αναμόρφωση των κοι-
νωνικών σχέσεων και για τις νέες κατευθύνσεις στην επιστήμη.

2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα


Κατανάλωναν οι άνθρωποι κατά τον Μεσαίωνα όπως εμείς;
«Το χρήμα υπάρχει για να το ξοδεύουμε», όπως έγραφε ο Θωμάς Ακινάτης,
(Tommaso d’ Aquino), θέλοντας να υπογραμμίσει ότι το χρήμα είναι απλώς ένα μέσο.
Το χρήμα όμως, τότε, τον 13ο αιώνα, άρχισε να παίζει ρόλο στην κοινωνική ζωή. Η ζωή
κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ήταν κατά τέτοιο τρόπο οργανωμένη, ώστε το χρήμα
δεν ήταν αναγκαίο. Όσα κατανάλωναν οι άνθρωποι τόσα και παρήγαν.
Κατά τον Μεσαίωνα, η κοινωνική δομή συνήθως δίνεται με το σχήμα μιας μεγάλης
και συμπαγούς πυραμίδας, η οποία συνέδεε τον Θεό με τα δημιουργήματά του. Στο εν-
διάμεσο καθένας είχε μια σταθερή θέση, ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας (στη Γερμανία),
ο φεουδάρχης, ο δουλοπάροικος. Πρόκειται βέβαια για ένα ιδεατό σχήμα, σύμφωνα με
το οποίο η θέση καθενός συνδεόταν με τη θέση των άλλων και ήταν αναγκαία για τη
συνοχή του συνόλου. Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν και τόσο αρμονική ούτε και
ομοιόμορφη.
Οι κάτοικοι της Δύσης, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην πλειο-
νότητά τους ζουν σε μια αγροτική κοινωνία, τεμαχισμένη σε φέουδα. Στο πλαίσιο των
φεουδαρχικών σχέσεων, η κυρίαρχη δύναμη του φεουδάρχη, στον οποίο ανήκει η γη
του φέουδου, υποστηρίζεται από το στρατό του και από την πίστη στην ιεραρχία. Υπό
το μεγαλογαιοκτήμονα, το φεουδάρχη, συγκεντρώνεται και οργανώνεται ένας μεγάλος
αριθμός ανθρώπων, που απασχολείται κυρίως με την καλλιέργεια της γης.
Οι αγρότες ήταν δουλοπάροικοι και εργάζονταν στο φέουδο με αντάλλαγμα την
τροφή, την ασφάλεια, τη συντήρησή τους. Οι ίδιοι και οι απόγονοί τους θα έπρεπε να
μείνουν στην ίδια θέση για πάντα και χωρίς δικαίωμα μετακίνησης.
Η πλέον οργανωμένη δύναμη, η μεγαλύτερη ισχύς και ο περισσότερος πλούτος ανή-
καν στην Εκκλησία. Η παπική εξουσία συμβολιζόταν με τον ήλιο, ο οποίος έπρεπε να
δίνει ζωή και ενότητα σε εκείνο τον κόσμο, ενώ από την άλλη μεριά οι αυτοκράτορες
ή οι βασιλείς είχαν ως σύμβολο τη σελήνη. Οι τελευταίοι δε θα έπρεπε παρά να αντα-
νακλούν τον ήλιο της παπικής εξουσίας. Τούτο όμως δεν έγινε δεκτό από την κοσμική
εξουσία και από την κοσμική εξουσία και από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα ξέσπασαν
μεγάλες διαμάχες.

39

22-0116-02.indd 39 27/4/2017 6:07:54 µµ


Παράλληλα με την κοσμική Εκκλησία, υπήρχε η μοναστηριακή τάξη. Τα μοναστή-
ρια ευδοκιμούσαν χάρη στην αυτονομία και στην ιεραρχημένη τάξη. Η οργάνωσή τους
ήταν ανάλογη με την κοινωνική οργάνωση του εξωτερικού κόσμου. Δεν έλειπαν όμως
και εδώ οι διαφωνίες, οι συγκρούσεις και οι αιρέσεις, που συνοπτικά και παραστατικά
απεικονίστηκαν στη μορφή του Σατανά.
«Είμαστε άνθρωποι φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού. κι όμως,
μας χρησιμοποιούν σαν να ήμασταν άγρια ζώα», διαμαρτύρονταν οι επαναστατημένοι
αγρότες στην Αγγλία του 1381 (Ε. Weber, A Modern History of Europe, I, i). Κάποιοι
από τους δουλοπάροικους οι οποίοι δεν άντεχαν τη στερημένη ζωή στο φέουδο και τις
προσβολές του φεουδάρχη κατέφευγαν στις πόλεις, όμως κι εκεί η ζωή δεν ήταν τόσο
ρόδινη όσο τη φαντάζονταν.
Το ποσοστό των Ευρωπαίων που ζούσε σε πόλεις κατά τον 11ο αιώνα δεν ήταν πάνω
από το 5%. Τρεις αιώνες αργότερα αυτή η αναλογία τετραπλασιάστηκε. Τον 12ο αιώνα
στο Λονδίνο ζούσαν 20.000 άνθρωποι. Στη Βενετία, στη Φλωρεντία, στη Γένουα έμεναν
50–100.000 άνθρωποι. Το Μιλάνο, η μεγαλύτερη πόλη, αριθμούσε 200.000 κατοίκους.
Η ζωή στις μεσαιωνικές πόλεις είναι διαφορετική από τη ζωή στο φέουδο, αλλά πα-
ρουσιάζει και πολλές αναλογίες με αυτό. Αντίστοιχα προς τη φεουδαρχική γαιοκτησία
εμφανίζεται η συντεχνιακή ιδιοκτησία. Οι συντεχνίες ήταν κλειστές επαγγελματικές
ομάδες, το επάγγελμα ήταν κληρονομικό, όπως και τα εργαλεία, ενώ η πελατεία ήταν
σταθερή. Επικρατούσε η ιεραρχία ανάμεσα στους πρωτομάστορες και στους μαθητευ-
όμενους, ενώ απουσίαζε ο καταμερισμός της εργασίας. Κάθε εργάτης έπρεπε να είναι
σε θέση να κατασκευάζει οτιδήποτε χρειαζόταν στη συντεχνία. Ο μάστορας έπρεπε να
κατέχει όλη την τέχνη του επαγγέλματός του. Παρατηρείται όμως μια κλιμάκωση και
στις συντεχνίες. Στη Φλωρεντία, για παράδειγμα, σε υψηλότερη στάθμη τοποθετούνταν
οι συντεχνίες των επιχειρηματιών, όπως έμποροι, χρηματιστές, κοσμηματοπώλες, και σε
χαμηλότερη οι κρεοπώλες, οι αρτοποιοί, οι υφαντές, κτλ.
Υπήρχε και ένα πλήθος περιστασιακών εργατών, των οποίων η εργασία δεν απαιτού-
σε μαθητεία, δεν ήταν επομένως συντεχνιακού τύπου, και ζούσαν σαν μεροκαματιάρη-
δες. Πολλοί ήταν πρώην δουλοπάροικοι· οι άνθρωποι αυτοί αποτέλεσαν τον όχλο. Ενώ
τα μέλη των συντεχνιών είχαν οργανωμένη ζωή και συγκεκριμένα συμφέροντα, ο όχλος
δεν ακολουθούσε μια πειθαρχημένη ζωή και μετείχε σε διάφορες εξεγέρσεις, οι οποίες
όμως σπάνια οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα, δηλαδή σε κάποια κοινωνική αλλαγή.

40

22-0116-02.indd 40 27/4/2017 6:07:54 µµ


Ενώ η ζωή στην ύπαιθρο ήταν απομονωμένη, στις πόλεις αρχίζει να εμφανίζεται
εκείνη η κίνηση η οποία θα συνεχιστεί στις επόμενες ιστορικές–κοινωνικές περιόδους.
Οι πόλεις του Μεσαίωνα αυτοδιοικούνταν, υπήρχε ένα σύστημα διοίκησης και φορολο-
γίας. Αρχίζει να οργανώνεται ένας νέος τύπος ζωής, εισάγεται το ωράριο, ρυθμίζονται
οι όροι εργασίας και εμφανίζεται η κοινωνία της αγοράς, δηλαδή ρυθμίζεται το κόστος
της εργασίας, των πρώτων υλών, των προϊόντων.

2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις


Η Αναγέννηση είναι μια μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στη βιομηχανική εποχή,
διαρκεί από τα τέλη του 14ου μέχρι και τον 16ο αιώνα. Σε γενικές γραμμές, συνδέεται
με την ανάπτυξη των πόλεων και την εμφάνιση των πρώτων χαρακτηριστικών γνωρι-
σμάτων της σύγχρονης αστικής τάξης. Πρόκειται για την εποχή η οποία προετοιμάζει
την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα» και τον Διαφωτισμό.

41

22-0116-02.indd 41 27/4/2017 6:07:54 µµ


Η Αναγέννηση (Renaissance) δεν έχει θεωρηθεί απλή ανανέωση (renovatio), αλλά
μια μεγάλη τομή στην καλλιτεχνική, πολιτιστική, κοινωνική, πολιτική και εν γένει στην
ιστορική ζωή. Το αναγεννησιακό πνεύμα προβάλλει την ατομικότητα, τη σωματικότη-
τα, την κίνηση, όπως παραδειγματικά εκφράστηκαν στην τέχνη. Ο ζωγράφος, όπως γρά-
φει ο Αλμπέρτι, «θα πρέπει να οικειώνεται όλες τις μορφές της γνώσης που σχετίζονται
με την τέχνη του, και ιδιαίτερα την Ιστορία, την ποίηση και τα Μαθηματικά». Με άλλα
λόγια, η Αναγέννηση εκφράζεται στο πρότυπο του homo universalis, και στην ενότητα
επιστήμης και τέχνης. Πρόκειται βέβαια για την έκφραση του ιδεώδους προτύπου της
εποχής, το οποίο τροφοδότησε την εξιδανικευμένη εικόνα της Αναγέννησης. Η αντίλη-
ψη αυτή βασίζεται στο ότι οι μεγαλύτεροι δημιουργοί της Αναγέννησης είναι στοχαστές
και μαθηματικοί, εφευρέτες, αρχιτέκτονες και μηχανικοί, όπως πρωτοποριακά εκφράζει
το παράδειγμα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι (L. da Vinci). Η Αναγέννηση είναι η εποχή
της ανακάλυψης νέων τρόπων έκφρασης αλλά και παραγωγής.
Συνοπτικά, όπως εκφράζεται και στην τέχνη, σημειώνεται η προοδευτική μετακίνη-
ση από τη θεοκρατία στον ανθρωποκεντρισμό, η μεταφορά της κοινωνικής δύναμης από
τους ευγενείς και τον κλήρο στη νέα τάξη των αστών, τους εμπόρους και τους βιοτέχνες.
Στο θρησκευτικό τομέα, όπως διαβάζουμε στον Αλμπέρτι (Alberti), βασική πηγή
για την εποχή, «οι ιερείς θέλουν να ξεπερνούν όλους τους άλλους σε λαμπρότητα και
μεγαλεία, θέλουν να συντηρούν πολυάριθμα καλοσυντηρημένα και λαμπροστολισμένα
άλογα, θέλουν να εμφανίζονται δημόσια με πλήθος ακολούθους, ενώ η κλίση τους προς
την απραγία και η σκαιή τους φαυλότητα αυξάνει από μέρα σε μέρα...» Το πνεύμα αυτό
ερχόταν σε αντίθεση με το ασκητικό μοναστηριακό πνεύμα.
Το κίνημα της Μεταρρύθμισης (16ος αιώνας) έρχεται να αποκαταστήσει την κατά-
πτωση των θρησκευτικών ηθών, να θέσει σε ορθολογική βάση τις θρησκευτικές αξίες.
Η πειθαρχία, η εργατικότητα, η λιτότητα και το πνεύμα της οικονομίας του προτεσταντι-
σμού ευνόησαν ένα σύγχρονο εξορθολογισμένο επιχειρηματικό πνεύμα.
Στον οικονομικό τομέα, ενώ κατά τον Μεσαίωνα το χρήμα δεν έπαιζε σημαντικό
ρόλο και η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπούσε στην εξασφάλιση πλεονάσμα-
τος, την εποχή της Αναγέννησης τα πράγματα παίρνουν πολύ διαφορετική κατεύθυνση.
Το φιορίνι και το βενετσιάνικο δουκάτο, ήδη τον 13ο αιώνα, προσέφεραν ένα σύμβολο
της νέας οικονομίας και ένα μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών. Εμφανίζεται
το πιστωτικό κεφάλαιο και το τραπεζικό σύστημα, που ευνοούν τόσο την ανάπτυξη του
πολιτισμού όσο και την αλλαγή στα ηθικά πρότυπα, την οποία πολλοί αισθάνονται ως
«διαφθορά» του ανθρώπου. Ας σημειωθεί ότι για πρώτη φορά υιοθετείται ο δανεισμός
με τόκο.

42

22-0116-02.indd 42 27/4/2017 6:07:54 µµ


Οι αρχές της ενότητας που διέπουν την τέχνη έχει θεωρηθεί ότι εκφράζουν το νέο
ορθολογικό πνεύμα. Στην τέχνη κυριαρχούν οι ορθές αναλογίες, η αρμονία των σχέσε-
ων, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί αριθμητικά, η προοπτική, η οποία αναλύεται με
μαθηματικούς υπολογισμούς. Από την άλλη μεριά, στην οικονομία, δίνεται έμφαση στη
δυνατότητα υπολογισμού, σι ο σχεδιασμό οικονομικών κινήσεων, στην οργάνωση της
εργασίας, στην τήρηση λογιστικών βιβλίων, προκειμένου να υπολογιστεί ορθολογικά
το κέρδος ή η ζημία στις νέες μεταβαλλόμενες σχέσεις της αγοράς. Ο αστός, ο νέος επι-
χειρηματίας, έχει να αντιμετωπίσει τόσο την εχθρότητα της παλαιάς αριστοκρατίας όσο
και τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, την αυξομείωση των τιμών, τον ανταγω-
νισμό εκ μέρους των αγορών άλλων πόλεων. Την επισφαλή του άνοδο και τον κίνδυνο
μεταστροφής της τύχης του επιχειρεί να αντισταθμίσει αναπτύσσοντας ένα λογικό και
μεθοδικό σχέδιο.
Στο μονόλογο του Φάουστ ο Γκαίτε αποδίδει το κλίμα αυτής της εποχής, ενώ δια-
κρίνεται και το νήμα που τη συνδέει με τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του Διαφωτισμού.
Τα πρώτα λόγια του Φάουστ στο έργο εκφράζουν την αποδοκιμασία για τη σχολαστική
γνώση:
Αχ! σπούδασα Φιλοσοφία
και Νομική και Γιατρική
και αλί μου και Θεολογία
με κόπο και με επιμονή.
Και να με εδώ με τόσα φώτα,
εγώ μωρός, όσο και πρώτα.

Η γνώση της μεσαιωνικής Φιλοσοφίας κρίνεται άγονη απέναντι στο πάθος για την
εφαρμογή και τη χρηστικότητα της γνώσης, για την εκμετάλλευση και τη μετατροπή
των δυνάμεων της φύσης.
Η φύση, αυτή την εποχή, αρχίζει να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης αλλά και με-
τατροπής διά της γνώσης με υποκείμενο τον άνθρωπο. Οι αλχημιστές αυτής της περιό-
δου, υποσχόμενοι ότι με τη φιλοσοφική λίθο θα μπορούσαν να μετατρέψουν ένα ευτελές
μέταλλο σε χρυσάφι, εξέφραζαν και τη γενική επιδίωξη για επέμβαση στη φύση και
στην κοινωνία, για μια αλλαγή προς όφελος του δρώντος ατόμου.

43

22-0116-02.indd 43 27/4/2017 6:07:54 µµ


Μια άλλη όψη της εποχής, η οποία
την κάνει να ξεχωρίζει, προσδιορίζει
αλλά και προσδιορίζεται από την οικο-
νομική ζωή, είναι οι ανακαλύψεις.
Τα μεγάλα ταξίδια υποκινούνται
προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα
εμπορικά συμφέροντα, αλλά οι ταξιδευ-
τές επικαλούνται και την επιδίωξη να
διαδώσουν το λόγο του Θεού. Ήδη στις
αρχές του 16ου αιώνα είχαν ανακαλυ-
φθεί η Αφρική, η Νότια Ασία, η Αμερι-
κή, τα νησιά της Καραϊβικής και είχαν
ήδη χαρτογραφηθεί. Πρόκειται για τη
νέα εποποιία του ανθρώπου, του νέου
ευρωπαϊκού ανθρώπου, αυτή τη φορά,
Από τον περίπλου του Μαγελλάνου (χειρόγραφο του ο οποίος αγωνίζεται με τα στοιχεία της
16ου αιώνα). φύσης, τα ξεμαγεύει και τα κατακτά.
Στη μεγάλη επιχείρηση των ανα-
καλύψεων μετείχαν τόσο η Εκκλησία όσο και τα ευρωπαϊκά κράτη, η Πορτογαλία, η
Ισπανία, η Ολλανδία, η Αγγλία, η Γαλλία. Η παπική εξουσία, με την ιδιότητα του εγ-
γυητή της πνευματικής συνοχής όλων των λαών και αποβλέποντας σε μια παγκόσμια
ηγεμονία, αποφασίζει να παρέμβει στην κατανομή των εδαφών. Σύμφωνα με την παπική
απόφαση (Inter Cetera, 1493), ο κόσμος θα μοιραζόταν ανάμεσα στους Πορτογάλους
και στους Ισπανούς. Πρόκειται για μια κίνηση που τροφοδοτεί τις συζητήσεις για το
Δίκαιο. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος A' (Francois), επικαλούμενος το Φυσικό
Δίκαιο, αμφισβητεί τη νομιμότητα της παπικής αυθεντίας. Στην Ολλανδία, ο νομομαθής
Ούγκο Γκρότιους (Hugo Grotius) γράφει το Mare Liberum (1609), υποστηρίζοντας ότι
η ελευθερία του εμπορίου και των θαλασσών περιλαμβάνεται στα φυσικά δικαιώματα
(βλ. 2.2.1.).
Από τον 16ο αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τον 17ο, αναδεικνύεται η υπεροχή της Βό-
ρειας Ευρώπης. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ολλανδία οικοδομούν τις αποικιοκρατικές τους
αυτοκρατορίες επωφελούμενες από την αδυναμία των οικονομικών δομών της Ισπανίας
και της Πορτογαλίας, οι οποίες ήταν πολύ στενά συνδεδεμένες με την Καθολική Εκκλη-
σία. Οι μεγάλες εταιρείες, που οργανώνονται σε ανώνυμες ενώσεις, περισσότερο ή λι-
γότερο συνδεδεμένες με το κράτος, ελέγχουν όλο το εμπόριο και παίζουν αποφασιστικό
ρόλο στη μετατροπή των χωρών τους σε αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες. Πρόκειται για
τις εταιρείες Ανατολικών και Δυτικών Ινδιών της Αγγλίας και της Ολλανδίας. Και στη

44

22-0116-02.indd 44 27/4/2017 6:07:54 µµ


Γαλλία οι εταιρείες παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο, αλλά η βασιλική εξουσία παρεμ-
βαίνει στις δραστηριότητές τους.
Η Βόρεια Ευρώπη γίνεται το νευραλγικό κέντρο της οικονομίας, το Άμστερνταμ και
το Λονδίνο αναδεικνύονται σε μητροπόλεις του παγκόσμιου εμπορίου. Οργανώνονται
εμπορικά δίκτυα πρακτορείων και παρουσιάζεται μια πρωτοφανής, παγκόσμια πλέον,
εμπορική κίνηση. Πολύτιμα μέταλλα, ζάχαρη, βαμβάκι, καπνός, καφές, κακάο, ρύζι,
νέα φυτά, μπαχαρικά, διακινούνται σε μεγάλες ποσότητες, ενώ το εμπόριο των δούλων
συνέβαλε ακόμη περισσότερο στη συσσώρευση του πλούτου.
Με το άνοιγμα των αγορών και τη συσσώρευση πλούτου αρχίζουν να φαίνονται
οι αδυναμίες των συντεχνιών. Η τάση προστασίας των συντεχνιών απέναντι στα μέλη
της είχε μετατραπεί σε προστατευτισμό. Όσοι ήταν μέλη των συντεχνιών επιδίωκαν να
διασφαλίσουν το επάγγελμά τους, να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα και τα κέρδη τους,
όχι να τα πολλαπλασιάσουν εισερχόμενοι σε έναν αβέβαιο κύκλο μεταβολών. Αυτοί
οι επαγγελματίες αναγνωρίζονταν και ως πολίτες. Με τη δύναμη που είχαν αποκτήσει,
πίεζαν την πολιτική Αρχή της πόλης για τη λήψη περιοριστικών μέτρων στην κίνηση
του εμπορίου. Με λίγα λόγια, η λειτουργία των συντεχνιών δε ζημίωνε μόνο τους εξω-
τερικούς εργάτες, οι οποίοι αποκλείονταν από την κλειστή οργάνωση της συντεχνίας
και, συνεπώς, από τη συμμετοχή τους στην ιδιότητα του πολίτη· το συντεχνιακό πνεύμα
περιόριζε και την ίδια την ανάπτυξη της συντεχνίας.
Με τις ανακαλύψεις όμως, το άνοιγμα των αγορών, την εμφάνιση νέων κέντρων,
την άνοδο της εμπορευματικής τάξης, και στο όνομα ευρύτερων συμφερόντων, άρχισαν
να πλήττονται ο προστατευτισμός και τα τοπικά συμφέροντα, και να αναδύεται ένα νέο
φιλελεύθερο πνεύμα.
Στην παγκόσμια οικονομία αναδεικνύεται η υπεροχή της Ευρώπης. Μέσα από τις
νέες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, με την ανάπτυξη της εξουσίας του κράτους (βλ.
2.1.5.) και της αστικής τάξης, γίνεται φανερή η παρακμή της αριστοκρατίας όσο και η
αδυναμία της αγροτικής τάξης.
Με αφετηρία την τελειοποίηση της ναυσιπλοΐας, αναπτύσσεται η τεχνολογία, οι φτη-
νές πρώτες ύλες αναζωογονούν την παραγωγή των αγαθών, η εισροή των πολύτιμων
μετάλλων ισχυροποιεί τις οικονομίες των εθνικών κρατούν που αρχίζουν να εμφανί-
ζονται, ενώ καθίσταται αναγκαία η μελέτη των νέων φαινομένων της οικονομίας. Τα
μεγάλα ταξίδια ενεργοποίησαν τους τομείς της Αστρονομίας, της Μηχανικής και των
Μαθηματικών για την κατασκευή τελειότερων εργαλείων και πλοίων. Οι ανακαλύψεις
συνέβαλαν εξαιρετικά στην ανάπτυξη της Γεωγραφίας, στην τελειοποίηση της τέχνης
της Χαρτογραφίας, στην ανάπτυξη της Βοτανικής, της Ιατρικής, εν γένει στη συσσώ-
ρευση γνώσης.

45

22-0116-02.indd 45 27/4/2017 6:07:54 µµ


Σε γενικές γραμμές, όμως, εκτιμάται
ότι τα αποτελέσματα αυτής της περιόδου
αφορούν τη συσσώρευση του πλούτου, η
οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση της
εργασίας, ειδικά της δουλείας, και στο
κέρδος. Η αποδοτικότητα της εργασίας,
η οργάνωση της παραγωγής σε σχέση με
τις δυνατότητες της αγοράς θα αρχίσουν
να αναπτύσσονται από τον 18ο αιώνα, με
την εκβιομηχάνιση, την κατάργηση της
δουλείας και τις νέες συνθήκες εργασίας.
Η δουλεία δεν καταργείται τόσο από ηθι-
κά κίνητρα, όσο, κυρίως, για λόγους ορ-
θολογικότερης οργάνωσης της εργασίας
και της κοινωνίας.
Γ. Εβέλιου, Σεληνογραφία 1647

2.1.3. Αστικοποίηση
Η πόλη στην Ευρώπη έχει πολύ μεγάλη παράδοση, με δεδομένο ότι ξεκινά από τις πό-
λεις–κράτη της Αρχαιότητας, επιβιώνει ως θεσμός κατά τον Μεσαίωνα και διαδραματί-
ζει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση στην αστική–βιομηχανική κοινωνία.

46

22-0116-02.indd 46 27/4/2017 6:07:54 µµ


Η πόλη, εξαρχής συνδεδεμένη με τον πολίτη, την πολιτική και τον πολιτισμό, απο-
τέλεσε το «φυσικό» χώρο της αστικής τάξης. Οι πόλεις κατά την Αρχαιότητα, αλλά και
οι μεσαιωνικές πόλεις, ήταν αυτόνομες, συνήθως μάλιστα είχαν και δικό τους στρατό.
Με την εμφάνιση των εθνικών κρατών προβάλλει η εθνική τάξη, η αστική τάξη με τη
σύγχρονη σημασία της λέξης.
Τον 12ο αιώνα στο Λονδίνο ζούσαν 20.000 άνθρωποι. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα
ζουν 3.500.000. Με την ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, όπως παρακολουθήσαμε,
παρουσιάζεται το φαινόμενο των μεγάλων μητροπόλεων.
Αλλά τι είναι η πόλη; Η πόλη χαρακτηρίζεται από μια συγκέντρωση, συνήθως πυ-
κνή, κτισμάτων και ανθρώπων. Η οικονομική ζωή βασίζεται στη βιοτεχνία, στη βιομη-
χανία, στο εμπόριο και όχι στη γεωργία, υπάρχει μια ικανοποιητική αγορά, αναπτυγμένο
συγκοινωνιακό δίκτυο, εκπαιδευτικά ιδρύματα και υπηρεσίες. Η ζωή στην πόλη παρου-
σιάζει μια αναπτυγμένη θεσμική οργάνωση.
Στις αναλύσεις σοσιαλιστών συγ-
γραφέων, όπως των Μαρξ και Έν-
γκελς, στα μέσα του περασμένου αι-
ώνα, τονίζεται η σχέση της αστικής
ζωής με την οικονομία και με ένα
σύστημα εκμετάλλευσης των εργα-
τών από τους ιδιοκτήτες βιομήχανους
και επιχειρηματίες. Το μεγαλόπρεπο
θέαμα των πόλεων και η συγκέντρω-
ση του πλούτου συνδέεται αφ’ ενός
με την εξατομίκευση, και αφ’ ετέρου
με την εξαθλίωση της πλειονότητας.
Τονίζεται, επίσης, η εμπορευματοποί-
ηση της γης, η οποία φέρνει τις χαμη-
λότερες κοινωνικά τάξεις σε δυσμε-
νέστερη θέση, ενώ ευνοεί το κέρδος
μιας σειράς επιχειρήσεων. Η πόλη
θεωρείται το επίκεντρο των κοινωνι-
κών και οικονομικών διαδικασιών και
ο προσφορότερος τόπος για τη μελέτη
τους.
Έχει τονιστεί βέβαια από άλλους
θεωρητικούς στην εποχή μας και μια
άλλη διάσταση της πόλης, ο τρόπος
ζωής. Η αστική ζωή συνδέεται με την

47

22-0116-02.indd 47 27/4/2017 6:07:54 µµ


πολιτισμική συμπεριφορά. Η πόλη μελετάται ως ο φυσικός χώρος του ανθρώπου, όπου
εκδηλώνονται στην ενότητά τους οι δραστηριότητές του, πνευματικές, τεχνικές, οικο-
νομικές, πολιτισμικές.
Η πόλη, συνοπτικά, αποτελεί ένα σύνθετο θέμα, προνομιακό τόπο για τη μελέτη ενός
κοινωνικού συστήματος και του πολιτισμού. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση παρα-
τηρείται η διαρκής τάση για συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις, με αποτέλεσμα
σήμερα ο μισός πληθυσμός της γης να ζει σε πόλεις. Ευλόγα η πόλη αποτέλεσε ξεχωρι-
στό αντικείμενο, το οποίο σήμερα μελετά η Αστική Κοινωνιολογία.

2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία


Ορισμένες σχέσεις θεωρούμε ότι είναι αυθόρμητες, φυσικές, ενώ άλλες ότι είναι συμβα-
τικές. Επίσης, συνηθίζουμε να αντιπαραθέτουμε τις σύγχρονες σχέσεις ως ατομικιστικές
και αποξενωμένες στις παραδοσιακές σχέσεις, με την ιδέα ότι ήταν σχέσεις αλληλεγ-
γύης.
Με τη Βιομηχανική
Επανάσταση τονίζεται η
ραγδαία μεταβολή στους
κοινωνικούς όρους της
ζωής. Δίνεται έμφαση στη
συσσώρευση του πλούτου
και οι άνθρωποι μεταφέ-
ρονται μαζικά στις πόλεις,
όπου ενσωματώνονται στις
αγορές. Επιβιώνουν άραγε
αρετές όπως η αλληλεγγύη,
Π. Μπρέγκελ, Αγροτικός χορός (1565) η αμοιβαιότητα, η αίσθηση
της κοινότητας; Ο Τένις (Ε.
Tonnies, 1855–1936), ένας Γερμανός κοινωνιολόγος που ασχολήθηκε με αυτό το πρό-
βλημα, χρησιμοποίησε ως βασικές έννοιες–εργαλεία για τη μελέτη των τύπων στους
οποίους μπορούν να υπαχθούν οι κοινωνικές σχέσεις ή οι κοινωνικοί δεσμοί τις έννοιες
«κοινότητα» και «κοινωνία».
Ο όρος κοινότητα, σύμφωνα με τα παραδείγματα του Τένις, ανταποκρίνεται σε τύ-
πους σχέσεων όπως η σχέση της μητέρας με το παιδί της, η σχέση του άντρα με τη
γυναίκα, η σχέση αδελφού και αδελφής. Πρόκειται για δεσμούς που βασίζονται στο έν-
στικτο, στην παρόρμηση και σε ό,τι είναι κληρονομημένο από τη φύση ή την παράδοση.
Ανταποκρίνονται σε σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, στους κατοίκους ενός
χωριού ή γενικότερα των αγροτικών κοινωνιών. Στις σχέσεις αυτές επικρατεί η ηλικία,

48

22-0116-02.indd 48 27/4/2017 6:07:54 µµ


η σοφία, η δύναμη, η ισχύς του
ηγέτη. Πλάι στην αμεσότητα των
σχέσεων εμφανίζεται ο φόβος
απέναντι στη μεγαλύτερη ισχύ.
Δεν είναι ανεξήγητο το ότι αυτές
οι άμεσες, φυσικές και αλληλέγ-
γυες σχέσεις εμφανίζονται σε πα-
λαιούς τύπους αυτοκρατοριών,
στη φεουδαρχία, κτλ.
Ενώ η ζωή στις κοινότητες
φαίνεται να οργανώνεται μέσα
από τις αυθόρμητες σχέσεις, η
κοινωνία βασίζεται στη λογι-
κή. Στην κοινωνία, τη θέληση Φ. Λεζέ, Η πόλη (1919)

τη διαμορφώνει και την κατευθύνει η σκέψη· οι σχέσεις, οι συμπεριφορές, οι πράξεις


ρυθμίζονται μέσω συμφερόντων και συμβάσεων. Με την εμφάνιση της βιομηχανικής
κοινωνίας, τη ζωή στις μεγαλοπόλεις, την ανάπτυξη των σύνθετων και ανταγωνιστι-
κών οικονομικώ σχέσεων, αν δε ρυθμίζονταν οι σχέσεις διά των συμβάσεων θα ήταν
αδύνατη η κοινωνική ζωή. Η ίδια η πολιτική και η κοινωνική ζωή εμφανίζονται, κατά
συνέπεια, ως αποτέλεσμα κοινωνικών συμφωνιών, συμβάσεων και συμβολαίων.

2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών


Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κληρονομείται η ιδέα μιας καθολικής δύναμης, την
οποία κατά τον Μεσαίωνα εκφράζει η Καθολική Εκκλησία. Στην πραγματικότητα, ο
μεσαιωνικός κόσμος εμφανίζει την όψη ενός μωσαϊκού από 500 περίπου τοπικές εξου-
σίες, ανεξάρτητες και ημιαυτόνομες πόλεις–κράτη, των οποίων τα σύνορα είναι ασαφή
και μεταξύ των οποίων διεξάγονται συχνά πόλεμοι. Έλειπαν οι αποτελεσματικοί κεντρι-
κοί διοικητικοί μηχανισμοί, καθώς η εξουσία ήταν τοπικού και προσωπικού χαρακτήρα.

49

22-0116-02.indd 49 27/4/2017 6:07:54 µµ


Από τον 14ο αιώνα η παντοδύναμη Εκκλησία υποχρεώνεται σε υποχωρήσεις απέ-
ναντι στη βασιλική εξουσία. Ταυτόχρονα αρχίζει να αποσυντίθεται η φεουδαρχία. Το
εμπόριο αποκτά αυξανόμενη σημασία και στην ύπαιθρο. Τον 14ο αιώνα ξεσπούν σε όλη
την Ευρώπη εξεγέρσεις εκ μέρους των δουλοπάροικων, οι οποίοι μαζικά καταφεύγουν
στις πόλεις. Τον ίδιο αιώνα μεταδίδεται η θανατηφόρα πανούκλα, η οποία ξεκληρίζει
τον πληθυσμό, συμπληρώνοντας τη νοσηρή όψη της εποχής. Η φτώχεια, η εξαθλίωση
και η αρρώστια πλήττουν την Ευρώπη.
Όμως τον 16ο αιώνα σημειώνεται μια σημαντική ανατροπή της πολιτικής γεωγρα-
φίας. Η ιδέα της καθολικής δύναμης αρχίζει να αντικαθίσταται από εθνικά πρότυπα. Η
δομή του κράτους που εμφανίζεται είναι ιεραρχική, παρατηρείται η αλυσιδωτή διάρ-
θρωση των σχέσεων και η διαπλοκή ανάμεσα σε μικρότερα συμφέροντα και εξουσίες,
ενώ στην κορυφή της πυραμίδας τοποθετείται η μοναρχική εξουσία.
Ο μονάρχης θεωρείται ότι εκπροσωπεί το κοινό συμφέρον των υπηκόων του. Η από-
λυτη εξουσία του μονάρχη σήμαινε την ανάδυση μιας μορφής κράτους, του απολυταρχι-
κού, που βασίζεται στην απορρόφηση μικρότερων και ασθενέστερων εξουσιών και την
υπαγωγή τους σε μεγαλύτερες και ισχυρότερες δομές. Σήμαινε ακόμη την ενισχυμένη
ικανότητα διακυβέρνησης σε μια ενοποιημένη εδαφική περιοχή και την ικανότητα επι-
τήρησης των λαών που υπάγονται στο κράτος. Τα νέα κράτη συντελούν στην ανάπτυξη
μιας νέας μορφής ταυτότητας, της εθνικής ταυτότητας.
Η απόλυτη μοναρχία διεκδικούσε το δικαίωμα να αποτελεί την ύψιστη πηγή του
νόμου, να είναι συγκεντρωτική και αδιαίρετη. Εμφανίζονται και οργανώνονται όμως
στο πλαίσιό της οι διοικητικοί μηχανισμοί, η γραφειοκρατία, η ορθολογική φορολογία,
το ενιαίο νόμισμα, ο θεσμός της διπλωματίας, νέες διαδικασίες νομοθεσίας. Τα κράτη
στα οποία συναντάμε την απολυταρχία, μεταξύ 15ου και 18ου αιώνα, είναι η Γαλλία, η
Αγγλία, η Πρωσία, η Αυστρία, η Ισπανία, η Ρωσία, η Σουηδία.
Από τον 18ο αιώνα, χάρη στις πολιτικές επαναστάσεις, πραγματοποιείται βαθμιαία
η μετάβαση στη σύγχρονη μορφή του κράτους. Σύμφωνα με αυτή, επικεφαλής του κρά-
τους είναι μια κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη των αντιπροσώπων των πολιτών,
οι οποίοι αντιπρόσωποι είναι και οι νομοθέτες. Οι σχέσεις, τα δικαιώματα και υποχρεώ-
σεις της κυβέρνησης και των πολιτών προσδιορίζονται από εκ των προτέρων γνωστούς
κανόνες. Η ιδιότητα του πολίτη επανεμφανίζεται στην Ιστορία και ο προσδιορισμός της
αποτελεί σημαντικό πρακτικό και θεωρητικό ζήτημα.
Σε γενικές γραμμές, η νέα μορφή του κράτους, το εθνικό κράτος, ευνόησε την ανά-
πτυξη της αστικής τάξης, από την οποία μάλιστα υποστηρίχθηκε, συνέβαλε στη διάδοση
του εμπορίου και, όπως είδαμε στην προηγουμένη ενότητα, στην εμφάνιση της αποικι-
οκρατίας, ενώ περιόρισε την ισχύ της Καθολικής Εκκλησίας. Τα προβλήματα που αφο-
ρούν τη νομιμοποίησή του, την προέλευση και τα όρια της ισχύος του, κ.ά., αποτέλεσαν
αντικείμενα του Δικαίου και της πολιτικής θεωρίας, που αναδεικνύονται ως ζωτικής
σημασίας αντικείμενα της γνώσης (βλ. 2.2.1.).

50

22-0116-02.indd 50 27/4/2017 6:07:54 µµ


2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσταση
Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα σημειώνεται κατακόρυφη άνοδος των τιμών, κυρίως
των αγροτικών προϊόντων. Οι απαιτήσεις της αγοράς αποτελούν μια ανεξήγητη αλλά
και αδυσώπητη πραγματικότητα. Στα μέσα του 16ου αιώνα το γαλλικό και το ισπανικό
κράτος πλήττονται από μεγάλη οικονομική κρίση. Αναζητείται απεγνωσμένα δανειοδό-
τηση. Στις συναλλαγές που ακολουθούν, η κερδοσκοπία φτάνει στο κατακόρυφο. Στις
πόλεις παρουσιάζεται υπερπληθυσμός, ενώ οι μισθοί είναι χαμηλοί και όχι σταθεροί.
Με τον εκχρηματισμό της οικονομίας, όλοι χρειάζονται όλο και περισσότερα χρήματα,
ακόμη περισσότερο όσοι βρίσκονται σε ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Παρουσιάζεται το
φαινόμενο να πουλούν πολλοί ευγενείς τους τίτλους τους σε ανερχόμενους αστούς, η
Εκκλησία ιερά λείψανα και «συγχωροχάρτια», οι χαμηλότερες τάξεις εγκαταλείπουν
την ύπαιθρο και συσσωρεύονται στις πόλεις προσφέροντας την εργασία τους για μι-
σθούς που βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης. Επικρατεί η κοινωνία της αγοράς, η
οποία όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί.
Στο πεδίο της τεχνικής και της οικονομίας παρουσιάζονται κινήσεις για τη συμπίεση
του κόστους παραγωγής των προϊόντων. Μια σειρά από εφευρέσεις από τον 17ο αιώνα
συμβάλλουν στη μείωση του κόστους της παραγωγής και των τιμών. Σύμφωνα με τον
αγγλικό νόμο του 1623, ο εφευρέτης αμείβεται και κατοχυρώνει τυπικά την εφεύρεσή
του. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του πολιτισμού, γίνονταν βέβαια πάντα εφευρέσεις,
στη νέα όμως ιστορική περίοδο αρχίζουν να ενσωματώνονται οργανωμένα στην παρα-
γωγή.
Η βιομηχανική παραγωγή δε βασίζεται απλώς στην εισαγωγή νέων μηχανών, όπως
της ατμομηχανής, στην παραγωγική διαδικασία. Είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης
διαδικασίας η οποία επέφερε σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική, στην πολιτική και
στην οικονομική ζωή. Η ιδιοκτησία της γης χρησιμοποιείται ως εμπόρευμα. Η ιδιοκτη-
σία του χώρου όπου εκτελείται το έργο, τα εργαλεία, οι πηγές της πρώτης ύλης και η
εργατική δύναμη συγκεντρώνονται στα χέρια του επιχειρηματία. Στο κοινωνικό πεδίο,
σχηματίζεται αφ’ ενός η καπιταλιστική τάξη, η τάξη που κατέχει τα νέα μέσα παραγω-
γής, και αφ’ ετέρου η εργατική.

51

22-0116-02.indd 51 27/4/2017 6:07:54 µµ


Η ατμομηχανή του Τζ. Βατ (1769)

Ενώ κατά τον Μεσαίωνα οι άνθρωποι όσα κατανάλωναν τόσα και ξόδευαν, με τη
Βιομηχανική Επανάσταση δίνεται έμφαση στη συσσώρευση κεφαλαίου και στην αποκό-
μιση όσο το δυνατό μεγαλύτερου κέρδους. Η γη αρχίζει να χρησιμοποιείται όχι απλώς
ως πηγή προϊόντων για την επιβίωση, αλλά ως αυτό το οποίο μπορεί να αγοραστεί και
να πουληθεί αποφέροντας κέρδος. Έτσι, δίνεται έμφαση στη γη ως ιδιοκτησία.
Τον 16ο αιώνα ψηφίζεται στην Αγγλία ο περίφημος Νόμος των Περιφράξεων. Τα
κομμάτια της γης τα οποία μπορούσαν ελεύθερα να χρησιμοποιούν οι καλλιεργητές για
τη βοσκή των προβάτων τους και για την ξυλεία τους ιδιωτικοποιούνται. Με αυτό τον
τρόπο οι φεουδάρχες αυξάνουν τη γαιοκτησία τους και μετατρέπονται σε επιχειρημα-
τίες. Παράλληλα οι γαιοκτήμονες αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα κτήματα ως βοσκότο-
πους, προκειμένου να εμπορευτούν το μαλλί. Όσοι χωρικοί ζούσαν στις περιοχές αυτές
υποχρεώνονταν να τις εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στις πόλεις, όπου ζούσαν υπό
άθλιες συνθήκες. «Τα πρόβατα έτρωγαν ανθρώπους», κατά την έκφραση της εποχής.
Αναπτύχθηκε η βιομηχανία του μαλλιού και στη συνέχεια η βιομηχανία του βάμβακα, η
οποία ενσωμάτωσε τις μεγαλύτερες τεχνικές βελτιώσεις και αποτέλεσε παράδειγμα ερ-

52

22-0116-02.indd 52 27/4/2017 6:07:55 µµ


γοστασιακής παραγωγής. Οι τεχνικές βελτιώσεις αφορούσαν τις πρώτες ύλες, τη χρήση
του γαιάνθρακα και την εισαγωγή της ατμομηχανής.
Η εργοστασιακή παραγωγή έδωσε ένα καταφύγιο στους πρώην δουλοπάροικους οι
οποίοι, όπως είδαμε, κατέφευγαν στις πόλεις, όπου είτε ήταν αποκλεισμένοι από τις
συντεχνίες είτε κακοπληρώνονταν. Στην αρχή της βιομηχανικής παραγωγής, επειδή
υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια, σε πλήρη αντίθεση με τις σημερινές
συνθήκες, οι εργατικές δυνάμεις στρατολογούνταν υποχρεωτικά, διά της βίας. Χρησι-
μοποιήθηκαν ακόμη και αστυνομικά μέτρα και ποινές κατά των περιπλανωμένων. Χα-
ρακτηριστικά, για όποιον συλλαμβανόταν για τρίτη φορά να ζητιανεύει προβλεπόταν
η ποινή του θανάτου. Από τις αρχές του 18ου αιώνα όμως άρχισαν να εμφανίζονται οι
πρόδρομοι της σύγχρονης ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων ανάμεσα στους επιχειρη-
ματίες και στους εργαζομένους.
Συνοπτικά, η Βιομηχανική Επανάσταση τοποθετείται τον 18ο αιώνα στην Αγγλία ως
αποτέλεσμα μακροχρόνιας διαδικασίας – πραγματοποιείται κατεξοχήν χάρη στις νέες
σχέσεις ιδιοκτησίας και εργασίας. Εκδηλώνεται μέσα από τη χρήση της μηχανής, της
ατμομηχανής αλλά και μέσα από την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων, του σιδηρό-
δρομου, του ατμόπλοιου, που έδιναν τη δυνατότητα μεταφοράς των ανθρώπων και των
προϊόντων, και διευκόλυναν το διεθνές εμπόριο.
Τον 19ο αιώνα η Βιομηχανική Επανάσταση εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Δυτική Ευ-
ρώπη και στην Αμερική. Επιχειρείται η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αξιοποίηση των επι-
στημονικών δεδομένων στη βιομηχανία με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγής, τη μείω-
ση του κόστους και την αποκόμιση μεγαλύτερου κέρδους. Το κέρδος, σε ένα σημαντικό
του μέρος, δε χρησιμοποιείται για καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά για την τελειοποίηση
της τεχνολογίας, την αγορά νέων μηχανημάτων, για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη βελ-
τίωση της παραγωγικής διαδικασίας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η διαμόρφωση των σχέσεων σε όλους τους τομείς της ζωής
γίνεται όλο και πιο σύνθετη. Η ανάπτυξη της οικονομίας και της τεχνικής ακολουθεί μια
πορεία η οποία δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε και προβλέψιμη, ενώ επιδρά καθοριστικά
σιη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής. Ως εκ τούτου, γίνεται επιτακτική η ανάγκη να
μελετηθούν συστηματικά τα νέα οικονομικά φαινόμενα.

53

22-0116-02.indd 53 27/4/2017 6:07:55 µµ


2.2. Η
 ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ
Η εμφάνιση του απολυταρχικού κράτους και η ανάπτυξη της οικονομίας συνοδεύτηκαν
από προβλήματα που απαιτούσαν επιτακτική λύση, όπως η ρύθμιση της σχέσης κράτους
και Εκκλησίας, η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, η ρύθμιση των κανόνων
λειτουργίας της αγοράς. Τα αντικείμενα της γνώσης τα οποία επανεξετάζονται και ανα-
προσδιορίζονται σε σχέση με την παράδοση αφορούν την Πολιτική, την Οικονομία,
την Ψυχολογία, ενώ προκύπτουν νέα ερωτήματα που θα απασχολήσουν τους επόμενους
αιώνες την Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία.

2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη


Τα αντικείμενα της Πολιτικής τα επανεπεξεργάζεται η σχολή του Φυσικού Δικαίου. Το
Φυσικό Δίκαιο διδάσκεται, τον 17ο αιώνα, σε προτεσταντικές χώρες, στα πανεπιστήμια
της Γερμανίας, της Ελβετίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας, και συναντά την εχθρότητα
τόσο των καθηγητών του Ρωμαϊκού Δικαίου όσο και της Καθολικής Εκκλησίας.
Η σχολή του Φυσικού Δικαίου εκπονεί τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου,
με την οποία υποκαθιστά το Θεϊκό Δίκαιο ή τη θεωρία της θεϊκής προέλευσης της πο-
λιτικής εξουσίας. Από το Θεϊκό Δίκαιο αντλούσε τη νομιμοποίησή της η αυθεντία της
Καθολικής Εκκλησίας αλλά και η απόλυτη μοναρχία. Η θεϊκή προέλευση της εξουσίας
απαγόρευε, εύλογα, κάθε είδος αντίστασης προς αυτή και ήταν αντίθετη στην προέλευ-
ση της εξουσίας από το λαό και στην κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών.
Το Φυσικό Δίκαιο βασίζεται στην έννοια της φύσης. Ως φύση νοείται στους θεωρη-
τικούς όπως ο Χομπς κι ο Λοκ η φύση του ανθρώπου με τα πάθη, τις επιθυμίες, αλλά
και με τον ορθό λόγο, δηλαδή την ικανότητα του ατόμου να βρίσκει τα κατάλληλα μέσα
για την ικανοποίηση των σκοπών του. Το Φυσικό Δίκαιο, ξεχωρίζοντας το Δίκαιο και
την Πολιτική από τη θεολογία, απελευθερώνει την Πολιτική Επιστήμη από τη θεολογία
και το κράτος από την κηδεμονία της Εκκλησίας. Η εκκοσμίκευση του Δικαίου, όπως
υποστηρίζεται, έθεσε τις ορθολογικές βάσεις για την Πολιτική Επιστήμη.
Η θεωρία του Φυσικού Δικαίου στηρίζεται σε μια βασική υπόθεση, τη φυσική
κατάσταση. Πρόκειται για μια υποθετική φάση της ανθρώπινης Ιστορίας, όπου δεν
υπάρχουν θεσμοί, πολιτική συγκρότηση, κράτος. Από την κατάσταση αυτή τα άτομα
οδηγούνται στην πολιτική κοινωνία με τη θέλησή τους, αφού συνάψουν το Κοινωνικό

54

22-0116-02.indd 54 27/4/2017 6:07:55 µµ


Συμβόλαιο. Με το κοινωνικό συμβόλαιο τα
άτομα υποχρεώνονται να αναγνωρίσουν ως
νόμιμη την εξουσία ενός ατόμου ή ενός συμ-
βουλίου. Με την πράξη αυτή του κοινωνικού
συμβολαίου οι άνθρωποι αποξενώνονται από
τα φυσικά δικαιώματά τους, τα οποία εκχω-
ρούν στη νόμιμη εξουσία, προκείμενου όμως
να τα ανακτήσουν με μια έννομη, έλλογη και
σταθερή μορφή. Έτσι, τα απεριόριστα αλλά
επισφαλή δικαιώματα της φυσικής κατάστα-
σης μετατρέπονται σε ατομικά δικαιώματα,
όπως η προστασία της ζωής, της ελευθερίας,
της ιδιοκτησίας.
Με λίγα λόγια, το κοινωνικό συμβόλαιο
είναι μια θεωρία με την οποία η προέλευ-
ση και η μορφή του κράτους εξηγείται ως
προϊόν του λόγου και της συναίνεσης των
ατόμων. Ας σημειωθεί ότι έχουν διατυπω-
θεί πολλές θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου,
ανάλογα με την ιστορική εποχή στην οποία
εκπονήθηκαν αλλά και με τον τύπο του κρά-
τους τον οποίο υποστήριζαν, δηλαδή από- Το Κοινωνικό Συμβόλαιο
του Ζ.Ζ. Ρουσώ αποτέλεσε το «Ευαγγέλιο»
λυτη μοναρχία, φιλελεύθερο ή δημοκρατικό
της Γαλλικής Επανάστασης.
κράτος, οίκος θα εξηγήσουμε εκτενέστερα
στο επόμενο κεφάλαιο (βλ. 3.3.).
Το Φυσικό Δίκαιο αποτελεί, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του, τον ασφαλή γνώ-
μονα με τον οποίο θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι «θετικοί» νόμοι της μετασχημα-
τιζόμενης κοινωνίας. Αντιλήψεις φυσικού δικαίου συνόδευαν τη δράση σε μια εποχή
πολιτικών επαναστάσεων, όπως στην Αγγλία (1642–1649 και 1688), στη Γενεύη (1768
και 1781–1782), στην Ολλανδία (1747 και 1787), στην Αμερική (1755–1783), στην
Πολωνία (1791), στη Γαλλία (1789). Οι πολιτικές θεωρίες οι οποίες εκπονούνται διατυ-
πώνουν τις προτάσεις τους με την αυστηρότητα των Μαθηματικών, καθώς αποβλέπουν
στην πρακτική τους εφαρμογή, αν και το μαθηματικό υπόδειγμα δε χρησιμοποιείται
κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους θεωρητικούς. Παρατηρείται, επιπλέον, η τάση όχι
μόνο να εξακριβωθούν οι νόμοι που διέπουν την κοινωνία και την πολιτική ζωή, αλλά
και να υπηρετηθούν ορισμένα ιδεώδη που αφορούν τον τρόπο άσκησης της εξουσίας,
όπως η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, η κατοχύρωση της ελευθερίας και της ισότη-
τας, και η προστασία της ιδιοκτησίας.

55

22-0116-02.indd 55 27/4/2017 6:07:55 µµ


2.2.2. Οικονομία
Κάθε κράτος φιλοδοξούσε να είναι ανεξάρτητο οικονομικά. Οι χώρες, για να επιβιώ-
σουν, έπρεπε να αναπτύξουν τους βασικούς τομείς της παραγωγής τους, όπως τη γε-
ωργία και το εμπόριο, να εδραιώσουν μια ισορροπία στις εμπορικές συναλλαγές, να
προστατέψουν τα προϊόντα τους με μια πολιτική δασμών απέναντι στα προϊόντα άλλων
χωρών, να συσσωρεύουν πολύτιμα μέταλλα. Ο μερκαντιλισμός, ο οποίος έχει χαρακτη-
ριστεί και οικονομικός εθνικισμός, υποστήριζε την παρέμβαση του κράτους στη ρύθμι-
ση της οικονομίας, την προσφυγή σε οικονομικά μέσα για την εξυπηρέτηση πολιτικών
σκοπών.
Ο μερκαντιλισμός όμως εφαρμόστηκε από τα μέσα του 16ου ως τα τέλη του 17ου
αιώνα, εποχή κατά την οποία αναπτυσσόταν το διεθνές εμπόριο χάρη στις ανακαλύψεις
των νέων χωρών. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία διεκδικούσαν το δικαίωμα τα
καράβια τους να είναι ελεύθερα να διασχίζουν τις περιοχές τις οποίες η Ισπανία και η
Πορτογαλία θεωρούσαν αποκλειστικά δικές τους. Αφ’ ενός υποστήριζαν τον προστα-

Άμστερνταμ, το Χρηματιστήριο το 1612.

56

22-0116-02.indd 56 27/4/2017 6:07:55 µµ


τευτισμό για τις οικονομίες τους από τα εισαγόμενα προϊόντα, αφ’ ετέρου την ελευθερία
του εξαγωγικού εμπορίου της χώρας τους.
Τον 18ο αιώνα οι αρχές του ελεύθερου εμπορίου για την οικονομία του κράτους
υποστηρίζονται από μια ομάδα Γάλλων υπό τον Κενέ (Quesnay), που ονομάστηκαν φυ-
σιοκράτες (ή οικονομιστές). Υποστήριξαν την απελευθέρωση των συναλλαγών από την
κρατική παρέμβαση, περιορίζοντας το ρόλο του κράτους κυρίως στην προστασία της
ατομικής ιδιοκτησίας. Εκτιμούσαν ότι η γεωργία ήταν η μόνη πηγή πλούτου που δίνει
οικονομικό πλεόνασμα και μπορεί να φορολογηθεί από το κράτος. Η αντίληψη για την
ελευθερία των συναλλαγών επηρέασε τη Βρετανική Κλασική Οικονομική σκέψη, και
ειδικά το θεμελιωτή της οικονομικής επιστήμης Άνταμ Σμιθ (βλ. 3.2.1.).
Με λίγα λόγια, την εποχή αυτή, μέσα από τις συζητήσεις των μερκαντιλιστών και
των φυσιοκρατών, αναδεικνύονται βασικά προβλήματα που απασχολούν ακόμη και σή-
μερα την Πολιτική Οικονομία, όπως το πώς παράγεται ο κοινωνικός πλούτος, το ποιος
αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων, δηλαδή
το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέροντα.

2.2.3. Ψυχολογία
Άμλετ: «Μακαρισμένοι όσοι έχουν / αίμα και νου τόσο καλά συνταιριαγμένα που / δε
γίνονται στα δάκτυλα της τύχης πίπιζες / να παίζουν ό,τι θέλει. Δώσε μου τον άνθρωπο /
που δε σκλαβώνεται στο πάθος, να τον βάλω/ μέσα στην καρδιά μου...»
Στις απαρχές του αστικού πολιτισμού, το ενδιαφέρον για τον ψυχικό βίο του ατόμου
υπάγεται σε φιλοσοφικές θεωρίες για την ανθρώπινη φύση, συνδέεται με τη γνώση και
τον έλεγχο του ανθρώπου πάνω στον εαυτό του και τους άλλους, καθώς και με την πολι-
τική πράξη. Η γνώση και ο έλεγχος των παθών ενδιέφερε πολύ την πολιτική, διότι, όπως
θεωρούνταν, ο ηγεμόνας που κατορθώνει να κυβερνά τα πάθη του μπορεί να κυβερνά
και το λαό. Οι θεωρίες για την ανθρώπινη φύση διαφέρουν όμως μεταξύ τους ανάλογα
με το πολιτικό επιχείρημα το οποίο υποστηρίζουν. Σε δημοκρατικά επιχειρήματα, για
παράδειγμα (βλ. 3.3.3.), τονίζεται το στοιχείο του λόγου και της ελευθερίας του ατόμου,
χάρη στο οποίο μπορεί το ίδιο να καθοδηγήσει τον εαυτό του.
Τον 17ο αιώνα, από τον Βάκωνα (βλ. 1.1.7.),τον Καρτέσιο (βλ. 1.1.8.), τον Χομπς
(βλ. 3.3.1.) και τον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα (Spinoza) (1642–1677), τα πάθη εξετά-
ζονται όχι με γνώμονα ηθικές αξιολογήσεις αλλά ως φυσικά φαινόμενα, όπως οι θύελλες,

57

22-0116-02.indd 57 27/4/2017 6:07:55 µµ


οι χείμαρροι, οι καταιγίδες, τα
οποία προκαλούνται από ορι-
σμένες αιτίες. Διαταράσσουν
μεν την ισορροπία της φύσης,
αλλά μπορούν να θεραπευτούν
χάρη στη γνώση των αιτιών
τους. Ο Καρτέσιος, στο έργο
του Τα Πάθη της Ψυχής, επιχει-
ρεί να εφαρμόσει την αναλυτι-
κοσυνθετική μέθοδο των Μα-
θηματικών στην εξέτασή τους,
αντιμετωπίζοντας τα πάθη σαν
να επρόκειτο για φυσικά φαι-
νόμενα. Σε γενικές γραμμές,
κατά τον 17ο αιώνα, το πάθος,
όπως και η ανθρώπινη φύση,
θεωρείται συνδυασμός δύνα-
μης και λόγου. Η δύναμη των
Για τον Καντ, «η γνώση φτάνει μόνο ως τα φαινόμενα, ενώ το
πράγμα αυτό καθαυτό παραμένει αυτοδύναμα πραγματικό, αλλά παθών, εφόσον συνδέεται με
αδιάγνωστο για μας» (Κριτική του Καθαρού Λόγου, Β, ΧΧ) το λόγο, μπορεί να αποκτήσει
έλλογες μορφές.
Τον 18ο αιώνα πραγματοποιείται μια πολύ μεγάλη τομή σε σχέση με το Μεσαί-
ωνα, αλλά και με τον 17ο αιώνα στη θεωρία της γνώσης, χάρη στο Σκώτο φιλόσοφο
Ντέιβιντ Χιουμ (D. Hume 1711–1776). Από τον Μεσαίωνα πάνω στο πρόβλημα της
αλήθειας υποστηριζόταν η αντιστοιχία ανάμεσα στην ιδέα και στο πράγμα. Για τους
φιλοσόφους του 17ου αιώνα, ήταν δεκτό ότι όλα τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένου
και του ανθρώπου, διέπονται από κοινούς νόμους· με άλλα λόγια, ότι ο κόσμος είναι
έλλογος, ο καλύτερος δυνατός. Όμως ο Χιουμ διατυπώνει σοβαρές αμφιβολίες γι’ αυτές
τις θέσεις. Δε γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον ίδιο, αν η σκέψη αντιστοιχεί στα πράγματα.
Πρόκειται για μια στροφή της σκέψης η οποία επηρεάζει την κριτική θεωρία του Καντ
(Kant, 1724–1804). Το πρόβλημα μεταφέρεται από τη γνώση του κόσμου στη γνώση
για το πώς σκεφτόμαστε και γνωρίζουμε, το πώς σχηματίζουμε τις αντιλήψεις και τα
αισθήματά μας, τα οποία θεωρείται ότι προβάλλουμε στον κόσμο. Ο άνθρωπος πλέον δε
θεωρείται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της φύσης, ξεχωρίζει από αυτή. Διατυπώνεται
όμως η εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο λογικό και στην ύπαρξη καθολικών νόμων, τους
οποίους κατασκευάζει το ανθρώπινο πνεύμα.

58

22-0116-02.indd 58 27/4/2017 6:07:55 µµ


2.2.4. Κοινωνιολογία
Η Κοινωνιολογία ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος καθιερώνεται τον 19ο αιώνα.
Δεν πρόκειται όμως για μια «εφεύρεση» αυτού του αιώνα, αλλά η εμφάνισή της προε-
τοιμάζεται κατεξοχήν τον 18ο αιώνα μέσα από τα οργανωμένα σχέδια γνώσης της κοι-
νωνίας, τα οποία εκπονούν ο Ρουσσώ (Ζ.–Ζ. Rousseau) και ο Μοντεσκιέ (Montesquieu).
Προνομιακός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στον Μοντεσκιέ, ειδικά από τον Ντυρκέμ
(βλ. 3.3.2. – 3.3.3.), επειδή του αναγνωρίζεται ότι είχε συλλάβει την ιδέα των «συστη-
μάτων». Ο Μοντεσκιέ στο έργο του μελετά με συστηματικό τρόπο τους νόμους, τους
θεσμούς και τα έθιμα τα οποία υιοθετούσαν οι λαοί της γης, προκειμένου να αναζητηθεί
η καταγωγή τους και να ανακαλυφθούν οι φυσικές και ηθικές αιτίες τους. Αντιλαμβά-
νεται την κοινωνία ως ιστορικό σχηματισμό που διέπεται από τους δικούς του νόμους.
Ο Μοντεσκιέ διαπιστώνει ότι η κοινωνική νομοτέλεια διαφέρει από τη φυσική λόγω της
μεταβλητότητάς της. Έτσι, από το μαθηματικό πρότυπο της επιστήμης για τη μελέτη
της φύσης, περνά στη διαμόρφωση τύπων οι οποίοι είναι μεν ελαστικοί αλλά ευκρινείς
και σταθεροί.
Οι τύποι τού επιτρέπουν να περιγράψει και να ανασυγκροτήσει την πραγματικότητα.
Ο Μοντεσκιέ κατασκευάζει μια βασική τυπολογία που αφορά τις μορφές των πολιτευ-
μάτων, την οποία συνδέει με μια θεωρία κοινωνικής και ιστορικής αιτιότητας, δηλα-
δή με τη διατύπωση νομοτελειών. Επιχειρεί να συλλάβει την ενότητα των κοινωνικών
φαινομένων, το λογικό τους χαρακτήρα. Οι τύποι δε συμβάλλουν μόνο σε μια απλή
περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά αναδεικνύουν και το πώς πρέπει να είναι η πραγ-
ματικότητα. Η τυπολογία του Μοντεσκιέ καταδικάζει τη δεσποτεία περιγράφοντάς τη με
ζοφερό αλλά και χειροπιαστό τρόπο, ενώ αναζητά την πολιτική ελευθερία. Η μέθοδος,
λοιπόν, των ιδεατών τύπων, την οποία εισάγει πρώτος ο Μοντεσκιέ και θα συναντή-
σουμε στην πλήρη της εφαρμογή στην Κοινωνιολογία του 19ου αιώνα (βλ. 3.3.4.), δε
χωρίζεται από τις αξίες.

59

22-0116-02.indd 59 27/4/2017 6:07:55 µµ


2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751–1772)
Η Εγκυκλοπαίδεια ήταν ένα πολύτομο έργο το
οποίο εξέφρασε τις διαφωτιστικές ιδέες του 18ου
αιώνα κατά τρόπο ώστε να έχει απήχηση στο με-
γάλο κοινό. Ψυχή του όλου έργου ήταν ο Ντιντε-
ρό (Diderot), ο οποίος είχε αναλάβει το μέρος που
αφορούσε τις τέχνες και τη γενική οργάνωση του
έργου. Στενός του συνεργάτης ήταν ο Ντ' Αλα-
μπέρ (D’ Alembert), ο οποίος είχε την ευθύνη των
κειμένων για την επιστήμη. Ένα πλήθος διανο-
ητών μετείχε σε αυτή την κίνηση, όπως ο Βολ-
ταίρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ρουσσώ, ο Χολμπάχ, ο
Κενέ και ο Τυργκό (για την Πολιτική Οικονομία),
κ.ά. Ο σκοπός του έργου ήταν, πρώτον, να εκθέ-
Ντ’ Αλαμπέρ (1717–1783) σει την τάξη και τη διάρθρωση των ανθρώπινων
γνώσεων, και δεύτερον, να περιλάβει τις γενικές
αρχές στις οποίες βασίζεται κάθε επιστήμη και
τέχνη και τις πιο ουσιώδεις λεπτομέρειες που τη
συνιστούν. Τη συνοχή της η Εγκυκλοπαίδεια την
όφειλε στον προσανατολισμό της προς την υπο-
στήριξη της θρησκευτικής ανοχής, στην κριτική
της απόλυτης μοναρχίας στη Γαλλία, στη διάδοση
ενός νέου ιδεώδους για την ανθρωπότητα.
Συνοπτικά, η Εγκυκλοπαίδεια κατέγραψε
την επιστημονική γνώση της εποχής της, χωρίς
όμως να την εμφανίζει ως ένα απλό άθροισμα
γνώσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με την αντίληψη
των εγκυκλοπαιδιστών, η επιστήμη δεν αποτελεί
συσσώρευση γνώσεων, αλλά ένα γενικό σύστη-
μα της φύσης, του ανθρώπου, της κοινωνίας, της
πολιτικής και της ηθικής. Στο πλαίσιο αυτό, ο άν-
θρωπος αντιμετωπίζεται σε μια τριπλή διάσταση,
ψυχολογική, πολιτική και κοινωνική, ενώ δίνεται
ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευσή του.
Ντιντερό (1713–1784) Το αρχικό, λοιπόν, ιδεώδες του επιστημονικού
ορθολογισμού, μια καθολική και ενιαία φιλοσο-
φία της γνώσης, που βασίστηκε στο μαθηματικό
υπόδειγμα, φτάνει στο αποκορύφωμά του στον

60

22-0116-02.indd 60 27/4/2017 6:07:55 µµ


Διαφωτισμό, χωρίς βέβαια το υπόδειγμα αυτό να το επεξεργάζονται και να το χρησι-
μοποιούν κατά τον ίδιο τρόπο όλοι οι θεωρητικοί. Αυτό το πνεύμα, της καθολικής και
ενιαίας επιστήμης, προώθησε ο Καντ στηριγμένος στον ορθό λόγο για την καταπολέμη-
ση των προλήψεων. Από τον Καντ προέρχεται και ο όρος Ανθρωπολογία. Με τον όρο
αυτό απέδιδε το πεδίο μιας επιστήμης του ανθρώπου η οποία θα είχε ως αντικείμενό της
όλες τις εμπειρικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και θα παρείχε τη δυνατότητα
κατανόησής τους βάσει των ιδεών της ελευθερίας του διαλόγου και της κριτικής. Στη
θέση αυτού του σχεδίου, της Ανθρωπολογίας ή μιας ενιαίας επιστήμης του ανθρώπου,
από τον 19ο ακόνα, ως γνωστόν, εμφανίστηκαν οι σύγχρονες Κοινωνικές Επιστήμες.

Ανακεφαλαίωση
–Το θεοκρατικό πνεύμα του Μεσαίωνα εκφράζει την ιεραρχική δομή της κοι-
νωνίας. Το σχήμα αυτό κλείνει στο εσωτερικό του δύο βασικές αντιθέσεις: πρώτον,
ανάμεσα στην παπική και στη βασιλική εξουσία, και δεύτερον, ανάμεσα στη ζωή
στην ύπαιθρο και στη ζωή στην πόλη. Με τον περιορισμό της παπικής εξουσίας και
την ενίσχυση της μοναρχίας ευνοείται η γένεση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού,
των εθνικών κρατών, ενώ η ανάπτυξη της ζωής στις πόλεις ενισχύει την αστική τάξη
και αυτή με τη σειρά της στηρίζει τη μοναρχική εξουσία και το θεσμό του εθνικού
κράτους.
–Με τις ανακαλύψεις, εμφανίζονται η όψη μιας παγκόσμιας αγοράς και τα αποι-
κιοκρατικά κράτη. Ξεχωρίζουν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και παρουσιάζονται
οι πρώτες μητροπόλεις, όπως το Άμστερνταμ, το Λονδίνο.
–Οι ανακαλύψεις επιφέρουν ποσοτικά αποτελέσματα, συσσώρευση πλούτου αλλά
και συσσώρευση νέων γνώσεων. Τα νέα οικονομικά φαινόμενα όμως δεν ελέγχονται
και δίνουν στην οικονομία μια χαώδη μορφή.
–Με τη Βιομηχανική Επανάσταση αρχίζει να οργανώνεται η εργασία με γνώ-
μονα την αποδοτικότητα σε μικρότερο χρόνο και με το μεγαλύτερο κέρδος. Με τη
Βιομηχανική Επανάσταση εμφανίζεται δίπλα στην τάξη των επιχειρηματιών (καπι-
ταλιστική τάξη) και η εργατική, ενώ η ζωή αρχίζει να συγκεντρώνεται στις πόλεις.
Στο πεδίο των επιστημών: Η εμφάνιση του κράτους εγείρει το πρόβλημα της ορ-
γάνωσής του ως θεσμού, θέτει αναγκαία το πρόβλημα της νομιμοποίησης της ισχύος
του και της ρύθμισης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών. Τούτο ανα-
δεικνύει την Πολιτική και το Δίκαιο ως ζωτικής σημασίας αντικείμενα της γνώσης.
Με τη σχολή του Φυσικού Δικαίου υποκαθίσταται το Θεϊκό Δίκαιο και τίθενται οι
όροι για το Θετικό Δίκαιο.
–Η ανάπτυξη τ(ον οικονομικών δυνάμεων ακολουθεί μια πορεία η οποία δεν εί-

61

22-0116-02.indd 61 27/4/2017 6:07:56 µµ


ναι ούτε κατανοητή ούτε και προβλέψιμη. Ως εκ τούτου ενεργοποιείται η ανάγκη
να μελετηθούν τα νέα οικονομικά φαινόμενα. Εμφανίζονται δύο τάσεις, πρώτον οι
μερκαντιλιστές (16ος–17ος αι.), οι οποίοι υποστήριζαν την παρέμβαση του κράτους
στην οικονομία, και δεύτερον, οι Φυσιοκράτες (18ος αι.), οι οποίοι τοποθετούνταν
υπέρ της ελευθερίας των συναλλαγών από την κρατική παρέμβαση.
–Τον 17ο αιώνα υιοθετείται το μαθηματικό πρότυπο, για να εξεταστούν τα ψυ-
χικά φαινόμενα με επιστημονικό τρόπο. Με τη συμβολή του Χιουμ (18ος αι.), ο
άνθρωπος θεωρείται ότι διακρίνεται από τα λοιπά στοιχεία της Φύσης και τα φαινό-
μενα του ψυχικού βίου αναγνωρίζεται ότι απαιτούν μια αυτόνομη εξέταση.
–Οι απαρχές της κοινωνιολογικής σκέψης αναγνωρίζονται στα έργο του Μοντε-
σκιέ, με το οποίο παρατηρείται μια μετακίνηση από το μαθηματικό πρότυπο στην
κατασκευή τύπων για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.
–Το μεθοδολογικό και ενιαίο πρότυπο των επιστημών, από το οποίο αυτές
αντλούν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους, δίνεται από τα Μαθηματικά, με τα
οποία επισημαίνεται μια μεγάλη επανάσταση, η οποία προετοιμάζεται από την Ανα-
γέννηση και κορυφώνεται τον 17ο αιώνα. Το πρότυπο αυτό υιοθετείται και για την
εξέταση των κοινωνικών φαινομένων. Από τον 18ο αιώνα σημειώνεται η τάση για
μια μετακίνηση από αυτό το πρότυπο προς τη διαμόρφωση μεθοδολογικών τύπων
που εφαρμόζουν καλύτερα στο ερευνώμενο αντικείμενο (όπως για παράδειγμα στον
Μοντεσκιέ), ενώ ο άνθρωπος αρχίζει να διακρίνεται από τη φύση (όπως στον Χιουμ
και στον Καντ).

Βασικοί όροι
φεουδαρχία, Αναγέννηση, ανακαλύψεις, πόλη, απολυταρχία. Βιομηχανική Επανά-
σταση, φυσικό δίκαιο, θεϊκό δίκαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, μερκαντιλισμός.

Ερωτήσεις
1. Ποιες κοινωνικές θέσεις διακρίνονται κατά τον Μεσαίωνα, πώς τοποθετούνται
ιεραρχικά, ποιος ο ρόλος τους;
2. Ποιες αντιθέσεις εντοπίζονται στο φεουδαρχικό σύστημα, οι οποίες θα παίξουν
σημαντικό ρόλο για την αλλαγή του;
3. α. Ποιος είναι ο ρόλος των συντεχνιών και πώς είναι διαρθρωμένες οι σχέσεις
των μελών τους; β. Πώς οργανώνεται η εργασία στο πλαίσιό τους; γ. Παρου-
σιάζεται κάποια αναλογία ανάμεσα στο σχήμα διάρθρωσης των συντεχνιακών
σχέσεων και σ’ εκείνο της κοινωνικής ζωής στο φέουδο; δ. Γιατί και πότε πα-
ρακμάζουν οι συντεχνίες;

62

22-0116-02.indd 62 27/4/2017 6:07:56 µµ


4. Π οιες αλλαγές επιφέρουν οι ανακαλύψεις των Νέων Χωρών στην οικονομική
ζωή; Στην ευρωπαϊκή οικονομία, ποιες χώρες και πόλεις ξεχωρίζουν και ποιοι
λόγοι τις ευνοούν;
5. Ποιες κοινωνικές τάξεις εμφανίζονται με την εκβιομηχάνιση; Πώς η αγγλική
νομοθεσία υποστήριξε την εκβιομηχάνιση;
6. Σε ποια προβλήματα προσανατόλισε την επιστημονική συζήτηση η εμφάνιση
των εθνικών κρατών; Γιατί η σχολή του Φυσικού Δικαίου θεωρείται ότι έθεσε
τις ορθολογικές βάσεις της Πολιτικής Επιστήμης;
7. Αν συζητούσαν ένας μερκαντιλιστής και ένας φυσιοκράτης για τη σχέση κρά-
τους και οικονομίας, σε ποια σημεία θα διαφωνούσαν;
8. Ποια η αντίληψη για την ανθρώπινη φύση κατά τον 17ο αιώνα και σε ποια
μέθοδο βασίστηκε η εξέτασή της; Σε τι συνίσταται ο σκεπτικισμός του Χιουμ:
9. Ποια διαφορά ανάμεσα στη φυσική και στην κοινωνική νομοτέλεια επισημαίνει
ο Μοντεσκιέ; Πώς κατασκευάζει τους τύπους του;
10. Πώς χρησιμοποίησε τον όρο «Ανθρωπολογία» ο Καντ; Ποιος τύπος επιστήμης
εκφράζεται σύμφωνα με το διαφωτιστικό πνεύμα;

Βιβλιογραφία
Β. Ζόμπαρτ, Ο Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998.
Μοντεσκιέ, Το Πνεύμα των Νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994.
Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988.
Μ. Weber, Η Επιστήμη ως Επάγγελμα. Κριτική της Θεωρίας του Stammler. Η Γέννηση
του Σύγχρονου Καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.
Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971.

63

22-0116-02.indd 63 27/4/2017 6:07:56 µµ


22-0116-02.indd 64 27/4/2017 6:07:56 µµ
3. ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΩΝ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Εισαγωγή: Η Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών εμφανίζεται μέσα από τις έννοιες
και τις μεθόδους οι οποίες κατασκευάζονται, για να διερευνηθεί ένα πολύπλευρο αντι-
κείμενο, η κοινωνική πράξη. Προβάλλει, επίσης, μέσα από το διάλογο, αλλά και τις
εντάσεις ανάμεσα στους επιστήμονες, μέσα από τις αποτυχίες συνεννόησης αλλά και
την προσπάθειά τους να κατανοήσουν κριτικά τις ελλείψεις των θεωριών τους και τα
μεθοδολογικά προβλήματα εξέτασης του αντικειμένου τους.
Στην εποχή μας δεν υπάρχει μία, μοναδική και ενιαία Κοινωνική Επιστήμη ή Επι-
στήμη του Ανθρώπου. Το αντικείμενο όμως των σύγχρονων Κοινωνικών Επιστημών,
καταρχήν, είναι ενιαίο, η μελέτη της κοινωνικής πράξης. Το αντικείμενο αυτό εμφανίζει
πολλές διαστάσεις. Για να εξηγηθεί, χρειάζεται να εξεταστεί ως προς την οργάνωση
της κοινωνίας, τους κοινωνικούς θεσμούς, τους οικονομικούς, τους πολιτικούς, τους
δικαιϊκούς, την ψυχολογία των δρώντων, τη γλώσσα, τα συμβολικά συστήματα σκέψης,
κτλ. Το αρχικά ενιαίο αντικείμενο τέμνεται στις διάφορες πλευρές του και η καθεμιά
αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο το οποίο εξετάζεται με διαφορετικές μεθόδους. Η κα-
τάτμηση της γνώσης, η εξειδίκευση της έρευνας σε επιμέρους τομείς, την οποία προ-
ώθησαν οι πανεπιστημιακές σπουδές, συνδέεται και με τον καταμερισμό της εργασίας,
ένα φαινόμενο το οποίο οδήγησε στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, στη βελτίωση
των ανθρώπινων δεξιοτήτων, στην εξοικονόμηση χρόνου, στη μεγαλύτερη αποδοτικό-
τητα, εν γένει.
Στην ενότητα αυτή, εξετάζονται συνοπτικά αντιπροσωπευτικές θεωρίες που θεμελί-
ωσαν κεντρικές κατευθύνσεις της έρευνας σε βασικές επιμέρους Κοινωνικές Επιστήμες,
όπως η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Ανθρωπολογία. Η
προοπτική αυτής της εξέτασης συνδέεται με το αίτημα για την αποκατάσταση της ενό-
τητας του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών μέσω του διαλόγου ανάμεσα στις
διάφορες τάσεις εξέτασής του.
Οι θεμελιωτές κοινωνικοί επιστήμονες έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζο-
νται αλλά και τροφοδοτούνται οι σημερινές Κοινωνικές Επιστήμες. Στις βάσεις αυτές
επιστρέφει η σύγχρονη επιστημονική θεωρία, όταν διερωτάται για την πορεία και τις
αρχές της και επανεξετάζει τις μεθόδους και τις θέσεις της.

65

22-0116-02.indd 65 27/4/2017 6:07:56 µµ


Διδακτικοί στόχοι: Οι μαθητές και οι μαθήτριες, αφού μελετήσουν και συζητήσουν τα
θέματα αυτού του κεφαλαίου, αναμένεται:
– να γνωρίζουν τα κύρια ερωτήματα που παρακίνησαν και καθόρισαν την ερευνά
κάθε Κοινωνικής Επιστήμης,
– να διατυπώνουν τα βασικά σημεία των θεωριών των θεμελιωτών και το περιεχό-
μενο των κύριων εννοιών που εισήγαγε ο καθένας,
– να τοποθετούν τις εξεταζόμενες θεωρίες στο ιστορικό τους πλαίσιο,
– να ξεχωρίζουν τα αντικείμενα κάθε Κοινωνικής Επιστήμης και να εντοπίζουν τα
σημεία στα οποία επικοινωνούν.
Εισαγωγικές ερωτήσεις: Πώς αναπτύσσεται και αλλάζει η κοινωνία; Τι εξασφαλί-
ζει τη συνοχή της; Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής μιας θεωρίας
στην πράξη; Μπορεί αυτά τα ερωτήματα να απαντηθούν μόνο μέσα από μία επιστήμη;
Γιατί όμως χρειάστηκε να εξειδικευτεί η έρευνα και να εμφανιστούν επιμέρους επιστή-
μες;
Πώς κατορθώνουν οι κλασικές θεωρίες να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση ση-
μερινών ερωτημάτων; Γιατί όμως, αν συναντώνταν στο ίδιο τραπέζι οι κλασικοί θεω-
ρητικοί των Κοινωνικών Επιστημών, θα διαφωνούσαν σε πολλά θέματα; Γιατί τα δι-
αφορετικά επιχειρήματά τους, π.χ. για την ευημερία της κοινωνίας, είναι γόνιμα για
την επιστημονική έρευνα; Υπάρχουν τρόποι συνεννόησης και συνεργασίας ανάμεσα σε
κοινωνικούς επιστήμονες διαφορετικών σχολών;
Πώς οι Κοινωνικές Επιστήμες μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις
πράξεις που συμβαίνουν καθημερινά; Είναι δυνατό να φτάσουμε στο σημείο να κατανο-
ούμε τους άλλους, όσο διαφορετικοί και αν είναι από μας, να συνομιλούμε με οικειότη-
τα μαζί τους, χωρίς όμως να ταυτιζόμαστε μαζί τους;

3.1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ


Απέναντι στην πολιτική εκδηλώνεται συχνά δυσπιστία, από την άποψη ότι συχνά πα-
ρατηρείται άλλα να λέγονται και άλλα να εφαρμόζονται. Συνήθως οι νέοι καταλογίζουν
στην πολιτική συντηρητισμό και ωφελιμισμό, ενώ οι μεγαλύτεροι θεωρούν τις ιδέες
των νέων ουτοπικές και ανεύθυνες. Και πράγματι συμβαίνει αφ’ ενός να εμφανίζονται
ου-τοπικές θεωρίες, αφ’ ετέρου μια ακραία εμμονή στην αποτελεσματική πρακτική. Το
πώς η θεωρία μπορεί να συμπεριφέρεται ως πράξη και η πράξη ως θεωρία, το πώς δη-
λαδή είναι δυνατό να ξεπεραστεί ο χωρισμός της θεωρίας από την πράξη, είναι ένα
πρόβλημα το οποίο συναντάμε στην καρδιά των κλασικών πολιτικών θεωριών.
Η Πολιτική Επιστήμη εξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου ως πολίτη, άρρηκτα
συνδεδεμένη με τους νόμους της πολιτείας, με το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί. Η
επιστήμη αυτή τονίζει ότι οι αρετές της κοινωνικής ζωής, η ειρήνη, η συνεργασία, οι
ελευθερίες των πολιτών, η δίκαιη κατανομή του πλούτου, εξαρτώνται από την πολιτική

66

22-0116-02.indd 66 27/4/2017 6:07:56 µµ


δύναμη, από το είδος της εξουσίας,
την προέλευση και τους τρόπους
νομιμοποίησής της, τη μορφή του
πολιτικού συστήματος που επικρα-
τεί.
Εύλογα όμως θα αναρωτηθείτε
γιατί τοποθετήσαμε στην αφετηρία
των συγχρόνων Κοινωνικών Επι-
στημών την πολιτική. Όπως αναφέ-
ραμε και στο προηγούμενο κεφά-
λαιο (βλ. 2.1.5.), από τον 16ο αιώνα
αρχίζει να εμφανίζεται το σύγχρονο
κράτος στην Ευρώπη, να αναδιορ-
γανώνεται και να εξορθολογίζεται
η εξουσία. Η δύναμη της πολιτικής
εγκαινιάζει τη σύγχρονη ιστορία
της Ευρώπης. Η πολιτική θεωρία
καλείται να υπηρετήσει την ανάγκη
εξορθολογισμού του κράτους, να
επαναπροσδιορίσει την προέλευση
και τα όρια της εξουσίας του, να τοποθετηθεί απέναντι στη Μεταρρύθμιση και στην
Αντιμεταρρύθμιση, δηλαδή τη σχέση κράτους και Εκκλησίας, καθώς και στις ελευθε-
ρίες της σκέψης και της συνείδησης. Εννοείται ότι, από τον 16ο αιώνα και τη Γαλλική
Επανάσταση (1789) μέχρι τον 20ό αιώνα, η Πολιτική Επιστήμη υποχρεώνεται να ανα-
διαμορφώνει τις θέσεις της.
Ο Τόμας Χομπς, ο Τζων Λοκ. ο Ζαν–Ζακ Ρουσσώ και ο Μαρξ, με τους οποίους θα
ασχοληθούμε, θεωρούνται κλασικοί πολιτικοί θεωρητικοί και θεμελιωτές της Πολιτικής
Επιστήμης, εκφράζοντας ο καθένας με πρωτοποριακό τρόπο την εποχή του και τα προ-
βλήματά της. Έθεσαν ως κατεξοχήν πρόβλημα της πολιτικής θεωρίας τον προσδιορισμό
των προϋποθέσεων και της μορφής της κρατικής εξουσίας. Οι τρεις πρώτοι, οι οποίοι
θεμελιώνουν την Πολιτική Επιστήμη του 17ου και του18ου αιώνα, εντάσσονται στη
σχολή του Φυσικού Δικαίου (βλ. 2.2.1.), υιοθετούν δηλαδή ένα κοινό υπόδειγμα, αν και
με διαφοροποιημένο τρόπο ο καθένας, όπως θα αναλύσουμε. Το κράτος εμφανίζεται ότι
συγκροτείται έλλογα ως αποτέλεσμα σύμβασης την οποία συνάπτουν τα άτομα, προκει-
μένου να υπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντά τους.

67

22-0116-02.indd 67 27/4/2017 6:07:56 µµ


Με τη θεωρία του Χομπς, ο οποίος γράφει κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου
στην Αγγλία (1642–1649), παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια πλήρης θεωρία του κρά-
τους, με την οποία αιτιολογείται η αναγκαιότητά του. Ο Τζων Λοκ. μετά την εμφύλια
διαμάχη, εκφράζοντας την άνοδο της φιλελεύθερης τάξης, υποστηρίζει γιατί αυτό το
κράτος θα πρέπει να έχει αντιπροσωπευτική μορφή. Ο Ρουσσώ, προαναγγέλλοντας τη
Γαλλική Επανάσταση και τη δημοκρατία, δίνει έμφαση στην ισότητα και στην ελευ-
θερία των πολιτών ως βασικό όρο για την ενότητα κράτους–κοινωνίας. Οι θεωρητικοί
αυτοί εκπονούν το πολιτικό τους έργο στις απαρχές της αστικής εποχής (17ος–18ος αιώ-
νας) και προβληματίζονται για τις προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής όσο και δίκαιης
πολιτικής εξουσίας.
Ο Καρλ Μαρξ εκπονεί το έργο του ενώ έχει ήδη εμφανιστεί και αναπτυχθεί η νέα
αστική εποχή και τα προβλήματά της. Ασκεί κριτική στη νομική–πολιτική ιδέα του Κοι-
νωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία συγκροτείται από τις πράξεις
επιμέρους δρώντων. Στη μαρξιστική θεωρία η κοινωνία συλλαμβάνεται κριτικά και με
όρους οι οποίοι αποδίδουν το συνολικό πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Μέσα από τη
μελέτη συνολικά του δεδομένου κοινωνικού συστήματος επιχειρείται να διατυπωθεί μια
θεωρία για την αλλαγή του.

3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους


Τα έργα του Σαίξπηρ, ο πόλεμος, αλλά και πολλές καθημερινές εικόνες, δίνουν μια
ιδέα για το τι εννοούσε ο Χομπς με τον όρο φυσική κατάσταση. Σε αντίθεση προς τον
Αριστοτέλη, ο οποίος υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κοινωνικός, ο Χομπς
τοποθετεί στη θεωρία του για τη φυσική, προ–κοινωνική κατάσταση τους ανθρώπους
ως άτομα, μοναχικά και εχθρικά αναμεταξύ τους. Τα άτομα θεωρούνται ότι είναι ίσα με-
ταξύ τους, με το επιχείρημα ότι, όσο δυνατός και αν είναι κάποιος, είναι αδύνατο να μη
βρεθεί κάποιος άλλος ισχυρότερος για να του αφαιρέσει τη ζωή. Επιπλέον, στη φυσική
κατάσταση λείπουν τα κριτήρια αξιολόγησης. Στη φυσική κατάσταση, όπου επικρατεί ο
«πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes), ευνοείται το ένστικτο
της αυτοσυντήρησης και η επιθυμία για απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης.

68

22-0116-02.indd 68 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ο Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 1588–1679), ο Άγγλος φι-
λόσοφος, γνωστός κυρίως ως πολιτικός θεωρητικός χάρη στο
πασίγνωστο έργο του Λεβιάθαν, γεννήθηκε μόλις η μητέρα
του πληροφορήθηκε για την έλευση της ισπανικής αρμάδας.
«Ο φόβος και εγώ είμαστε δίδυμοι αδερφοί», όπως χαρακτηρι-
στικά έλεγε. Ο φόβος του θανάτου, το πρόβλημα της ειρήνης
και της ασφάλειας συγκεντρώθηκαν στην καρδιά της θεωρίας
του μαζί με το πρόβλημα των όρων θεμελίωσης των δικαιω-
μάτων του πολίτη. Σπούδασε από τα δεκατέσσερα χρόνια του
στην Οξφόρδη. Στα είκοσι χρόνια του προσλήφθηκε ως παιδα-
γωγός του λόρδου Κάβεντις (Cavendish). Η θέση του ως παι-
δαγωγού στις πιο αριστοκρατικές οικογένειες του έδωσε την
ευκαιρία να γνωριστεί με γνωστούς διανοητές της εποχής του,
με ανώτατους κληρικούς και πολιτικούς, και να ταξιδέψει στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το
1628, ενώ η Αγγλία βρισκόταν σε ταραγμένη πολιτικά περίοδο, μετέφρασε το έργο του
Θουκυδίδη για να προβληματίσει τους συμπολίτες του. Κατά τη διάρκεια της Αγγλικής
Επανάστασης παρέμεινε στη Γαλλία. Με την έκδοση του Λεβιάθαν (1651) του δόθηκε η
άδεια από τον Κρόμγουελ να επιστρέψει στην Αγγλία.

Η ανάγκη για τη σύναψη του Κοινωνικού Συμβολαίου και για τη γένεση του
κράτους. Η ανθρώπινη φύση κατανοείται ως ένας συνδυασμός πάθους και λόγου. Ο φό-
βος του θανάτου ενεργοποιεί την ορθολογικότητα του ανθρώπου, δηλαδή την επιλογή
των προσφορότερων μέσων για το σκοπό της αυτοσυντήρησης. Από αυτή την άποψη ο
Χομπς προαναγγέλλει τον Βέμπερ. Επειδή η φυσική ζωή γίνεται αβίωτη και η αρχέγο-
νη ελευθερία οδηγεί στο θάνατο, τα μεμονωμένα άτομα υποχρεώνονται να έρθουν σε
συνεννόηση μεταξύ τους, να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, να συμβιβαστούν.
Πρώτον, συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες δεσμευόμενα ξεχωριστά το καθένα για την
τήρηση της ειρήνης. Δεύτερον, συνάπτουν ένα σύμφωνο υπακοής με τον ανώτατο άρ-
χοντα, με το οποίο αποποιούνται το δικαίωμα που είχαν στη φυσική κατάσταση να υπε-
ρασπίζονται τα ίδια τη ζωή τους και το μεταβιβάζουν στην ανώτατη Αρχή. Η τελευταία
δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση, η εξουσία της είναι ανεμπόδιστη. Το μόνο όριο της
βούλησής της είναι η προστασία της ζωής των υπηκόων.
Σχετικά με την ιστορική τοποθέτηση της χομπσιανής φυσικής κατάστασης έχουν
διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις. Περιγράφονται οι αχαλίνωτοι εγωισμοί της βρετανικής
αριστοκρατίας, την οποία πολύ καλά γνώρισε ο Χομπς, η κατάσταση κατά τον εμφύλιο
πόλεμο στην Αγγλία ή η ανταγωνιστική λογική και οι ιδιοτελείς εγωισμοί που εκδηλώ-
νονται στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς; Ο Χομπς δεν παρέχει διευκρινίσεις για μια
χωρίς αμφιβολίες απάντηση. Πιο πολύ όμως ενδιαφέρει η σημασία του κοινωνικού συμ-
βολαίου ως τύπος εξήγησης για την έλλογη συγκρότηση της κοινωνίας και την προέλευ-

69

22-0116-02.indd 69 27/4/2017 6:07:56 µµ


ση του κράτους, ενώ ο τύπος της έλλογης σύμβασης θεμελιώνει την Πολιτική Επιστήμη.
Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια υπόθεση του Χομπς ή ένα θεωρητικό τέχνασμα,
μέσα από το οποίο επιδιώκεται να τεθούν οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η πολιτι-
κή κοινωνία, ώστε να είναι δυνατή η ειρήνη και η συνεργασία των πολιτών. Οι συγκρού-
σεις των ατόμων στη φυσική κατάσταση κατανοούνται ως κατάσταση απροσδιοριστίας,
όπου δεν υπάρχουν κοινοί και δεσμευτικοί κανόνες και όλοι έχουν δικαίωμα σε όλα,
χωρίς περιορισμό και αυτοπεριορισμό. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με την καταστρο-
φή ή με την απροσδιοριστία των προϋποθέσεων που ευνοούν την ανάπτυξη των τεχνών,
της επιστήμης, της βιομηχανίας, του εμπορίου, κτλ.
Ο Χομπς είναι υπέρ μιας απόλυτης εξουσίας, γιατί διαφορετικά δε θεωρεί ότι υπάρ-
χει εγγύηση για μια σταθερή και ειρηνική ζωή. Δεν πρόκειται όμως για μια αυθαίρετη
εξουσία, που κάνει «ό,τι θέλει». Πρέπει να εγγυάται την αμερόληπτη απονομή δικαιο-
σύνης, ώστε να μην τιμωρούνται αθώοι· την επιβολή δίκαιης φορολογίας· την κατοχύ-
ρωση της ατομικής ιδιοκτησίας· την εκπαίδευση των πολιτών την εξασφάλιση όχι μόνο
της ζωής, αλλά και μιας άνετης ζωής. Το κράτος Λεβιάθαν έχει μεν απόλυτη εξουσία,
αλλά με σκοπό ιη ρύθμιση των αναγκών και την πρόνοια και για ιδιωτική φιλανθρωπία.
Σε γενικές γραμμές, με αυτό τον ιδεατό τύπο κράτους ο Χομπς προσπαθεί να πείσει ότι
τα εγωιστικά πάθη του ανθρώπου της φυσικής κατάστασης μπορούν να εκλογικευτούν,
να μετατραπούν σε δικαιώματα και υποχρεώσεις χάρη στη ρύθμιση των θεσμών του
κράτους. Η λογική, εφόσον συνεργαστεί με το πάθος, μπορεί να γίνει πανίσχυρη. Όπως
είπε ο Καντ. «Το πρόβλημα της εγκαθίδρυσης του κράτους μπορεί να επιλυθεί ακόμη και
για ένα έθνος διαβόλων, αρκεί να διαθέτουν λογικό».

3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους


Ο Τζων Λοκ εκφράζει την άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης στην πολιτική. Είναι
ο πρώτος που διατυπώνει τη θεωρία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εύλογα όλες
οι επαναστάσεις στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αμερική, επηρεάστηκαν και εμπνεύ-
στηκαν από τα κείμενά του.
Οι πολιτικές ιδέες του Λοκ συναντιόνται κυρίως στις Δύο Πραγματείες περί Δια-
κυβερνήσεως. Στη δεύτερη πραγματεία, ο Λοκ, καταρχήν, παρουσιάζει μια περιγραφή
της φυσικής κατάστασης, διαφορετική όμως από εκείνη του Χομπς. Στην κατάσταση
αυτή τα άτομα έχουν πλήρη ελευθερία να «ορίζουν τις πράξεις τους και να διαθέτουν
τα αγαθά και το πρόσωπό τους κατά τον τρόπο που θεωρούν σωστό, στα όρια του φυσι-
κού νόμου, χωρίς να ζητούν την άδεια ή να εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου άλλου

70

22-0116-02.indd 70 27/4/2017 6:07:56 µµ


ανθρώπου». Πρόκειται για μια κατάσταση ελευθερίας και ισότητας, αλλά και ειρηνικής
αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος νοείται ως ον που διαθέτει την
ικανότητα χρήσης του λόγου και της αξιολόγησης των πράξεων.
Το ερώτημα όμως είναι, όπως το θέτει και ο ίδιος, «αν ο άνθρωπος στη φυσική
κατάσταση είναι τόσο ελεύθερος όσο έχει υποστηριχθεί, αν είναι απόλυτος κύριος του
προσώπου του και των κτήσεών του, ίσος προς τον ισχυρότερο και χωρίς να υπόκειται
σε κανέναν γιατί παραιτείται από την ελευθερία του». Ο Λοκ, στη συνέχεια, αντικρούει
την ιδέα ότι η φυσική κατάσταση είναι ιδεώδης. Η κατάσταση της φύσης είναι στην
πραγματικότητα μια «καθαρή αναρχία». Οι περισσότεροι δεν τηρούν τη δικαιοσύνη,
υπάρχουν πολλά παράπονα, βλάβες και αδικίες. Τους φυσικούς νόμους βέβαια δεν μπο-
ρεί να τους τηρήσει κανείς, εφόσον δεν τους γνωρίζει. Ως έμφυτη ο Λοκ αναγνωρίζει
μόνο την επιδίωξη της ευτυχίας και την απέχθεια προς τη δυστυχία. Έτσι, η επιδίωξη
της ευτυχίας αναγνωρίζεται ως απόλυτο φυσικό δικαίωμα. Όμως ο νόμος της φύσης, ο
οποίος διατυπώνει τους όρους της ειρήνης, της κοινής ευτυχίας και της ευημερίας του
λαού, είναι πιο πολύ δημιούργημα της νόησης παρά έργο της φύσης. Πρόκειται για κάτι
που υπάρχει στο πνεύμα και όχι στα πράγματα.

Ο Τζων Λοκ (John Locke, 1632–1704) προερχόταν από οικο-


γένεια πουριτανών εμπόρων. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλε-
μος, ο Λοκ ήταν δέκα χρονών· ο πατέρας του αγωνίστηκε στο
πλευρό του Κοινοβουλίου, εναντίον του βασιλιά. Έκανε τις
βασικές του σπουδές στο Λονδίνο, μαθαίνοντας λατινικά, ελ-
ληνικά. κλασική λογοτεχνία, Ιστορία, Φιλοσοφία, Γεωγραφία.
Στην Οξφόρδη σπούδασε ελληνικά, εβραϊκά και Σχολαστική
Φιλοσοφία. Στα είκοσι έξι χρόνια του άρχισε την ακαδημαϊκή
του σταδιοδρομία. Ασχολήθηκε με ενθουσιασμό με την Ια-
τρική και συνέγραψε δύο πραγματείες, την Ανατομία (1668)
και το Περί Ιατρικής Τέχνης (1669). Ασχολήθηκε, επίσης, με
τη Χημεία και συνδέθηκε με τον πρωτοπόρο χημικό Ρόμπερτ
Μπόυλ (R. Boyle). Η Χημεία και η Ιατρική χρησίμευσαν ως πηγές έμπνευσης και πρότυ-
πα για τη φιλοσοφική του θεωρία. Η συμμετοχή του στις πολιτικές κινήσεις της εποχής
είχε ως αποτέλεσμα τη μακρόχρονη απομάκρυνσή του από την Αγγλία. Κατά την εξαετή
αυτοεξορία του στην Ολλανδία, έγραψε την πρώτη Επιστολή για την Ανεξιθρησκία και
ολοκλήρωσε το Δοκίμιο πάνω στην Ανθρώπινη Νόηση. Με την «Ένδοξη Αναίμακτη Επα-
νάσταση» του 1688 ο Λοκ επιστρέφει.

71

22-0116-02.indd 71 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ενώ για τον Χομπς η φυσική κατάσταση είναι χειρότερη από κάθε είδος κυβέρνη-
σης, για τον Λοκ η φυσική κατάσταση είναι προτιμότερη από μια αυθαίρετη, δεσποτική
και άνομη κυβέρνηση. Επίσης, ο Λοκ χειρίζεται πολύ διαφορετικά από τον Χομπς το
δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, θεωρώντας ότι δε δικαιώνει μια απόλυτη εξουσία, αλλά
ότι, αντίθετα, απαιτεί μια περιορισμένη εξουσία.
Ως προς το κοινωνικό συμβόλαιο, ο Λοκ δέχεται, όπως και ο Χομπς, ότι οι άνθρω-
ποι, εισερχόμενοι στην πολιτική κοινωνία, παραδίδουν όλα τους τα φυσικά δικαιώματα.
Με το συμβόλαιο συνένωσης το οποίο συνάπτουν αναμεταξύ τους, αναλαμβάνουν την
υποχρέωση να υποτάσσονται στην πλειοψηφία. Με την ψήφο της πλειοψηφίας αυτή
η πρωτογενής δημοκρατία μπορεί να συνεχίσει ή να μετατραπεί σε άλλη πολιτειακή
μορφή. Ο Λοκ, σε αντίθεση με τον Χομπς, υποστηρίζει ότι η πλειοψηφία όχι μόνο το-
ποθετεί την ανώτατη Αρχή, αλλά διατηρεί «την εξουσία να την απομακρύνει ή να τη
μεταβάλλει, δηλαδή διατηρεί το δικαίωμα να επαναστατεί». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι
το άτομο δεν οφείλει να υποτάσσεται στην κοινωνία. Ο Λοκ θεωρούσε ότι η δύναμη
της πλειοψηφίας περιόριζε μια αυθαίρετη ή τυραννική κυβέρνηση, όχι ότι μπορούσε να
διοικεί στη θέση αυτής.
Κεντρικό μέρος της πολιτικής του είναι η θεωρία για την ιδιοκτησία. «Ο μέγας και
κύριος σκοπός... της συνένωσης των ανθρώπων σε κράτη και της υπαγωγής τους σε κυ-
βερνήσεις είναι η διαφύλαξη της ιδιοκτησίας τους». Η ιδιοκτησία θεωρείται δικαίωμα
το οποίο έχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως, το οποίο προστατεύεται στην πολιτική κοινωνία.
Οίκος ο καθένας έχει το φυσικό δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, έχει και το δικαίωμα σε
ό,τι είναι αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του. Με άλλα λόγια, ο Λοκ μιλά για φυσικό
δίκαιο και για φυσικό νόμο, αλλά εννοώντας καθαρά πολιτικούς θεσμούς.
Στην πολιτική κοινωνία οφείλει το άτομο να μην παίρνει πράγματα που ανήκουν σε
άλλον, αλλά να εργάζεται προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται. Ο Λοκ είναι υπέρ
της συσσώρευσης αγαθών, αλλά όσων είναι χρήσιμα. Μπορεί να συσσωρεύει κανείς,
για παράδειγμα, περισσότερα καρύδια, παρά δαμάσκηνα που θα σάπιζαν πολύ σύντομα.
Η εργασία δε θεμελιώνει μόνο το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά αποτελεί
και πηγή πλούτου. Ο Λοκ στο ερώτημα πού θεμελιώνεται το δικαίωμα της ατομικής
ιδιοκτησίας απαντά: στην εργασία. Με αυτή την απάντηση, σύμφωνα με την οποία ο
άνθρωπος πρέπει να αποκτά τα αγαθά με την εργασία του, αν ληφθούν υπόψη οι ιστορι-
κές συνθήκες της εποχής, ασκείται κριτική στην προαστική κοινωνία των φεουδαρχικών
προνομίων που οδηγούσαν σε σχέσεις εξάρτησης.

72

22-0116-02.indd 72 27/4/2017 6:07:56 µµ


Σε γενικές γραμμές, ο Λοκ εκφράζοντας τη φιλελεύθερη επανάσταση του 1688 στην
Αγγλία, προβληματίζεται πάνω στην απόλυτη μορφή του κράτους της χομπσιανής θεω-
ρίας, θεωρώντας ότι δεν αποτελεί πλέον ασφαλή μορφή για την πρόοδο και την ανάπτυ-
ξη της κοινωνίας. Θέτει ως βασικές αρχές τα ατομικά δικαιώματα, τη νομιμότητα της
κυβέρνησης που θεμελιώνεται στη συναίνεση, το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε
μια άδικη κυβέρνηση, το χωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Πρόκειται για φιλελεύθερες
αρχές που όρισαν τα σύγχρονα πολιτεύματα.

3.1.3. Ζαν–Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους


Από τους στοχαστές του 18ου αιώνα είναι ο πλέον γνωστός, έχοντας προσφέρει ένα
ευρύτατο έργο γραμμένο με πάθος, το οποίο απευθυνόταν τόσο στο ευρύ κοινό όσο και
στον κύκλο των διανοουμένων. Δεν ήταν μόνο πολιτικός και ηθικός φιλόσοφος· ασχο-
λήθηκε με τη μουσική, τη λογοτεχνία, τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, τη Βοτανική.
Φύση και κοινωνία. Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς ότι η ζωή των ανθρώπων
στη φυσική κατάσταση είναι «μονήρης», ότι δηλαδή χαρακτηρίζεται από την απουσία
όχι μόνο κοινωνίας αλλά και κοινωνικότητας. Υποστηρίζει όμως ότι όλοι οι προηγού-
μενοι φιλόσοφοι οι οποίοι περιέγραψαν τον άνθρωπο στη φυσική κατάσταση δεν πε-
ριέγραψαν παρά τον πολιτισμένο άνθρωπο. Αποκλίνει από τον Χομπς θεωρώντας ότι,
εφόσον στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις, δεν μπορεί να υπάρ-
χει ούτε φιλία αλλά ούτε και εχθρότητα. Από την υπόθεση της φυσικής κατάστασης ο
Ρουσσώ κρατά μεν την ελευθερία και την ισότητα, αλλά αφαιρεί «τον πόλεμο όλων
εναντίον όλων».
Ο άνθρωπος είναι ελευθερία· η έννοια αυτή στον Ρουσσώ αποκτά νέο νόημα: δε ση-
μαίνει ελευθερία από εμπόδια, αλλά τη δύναμη του ανθρώπου να αυτονομοθετείται, να
υπακούει στους νόμους τους οποίους έθεσε ο ίδιος. Η ελευθερία αυτή δεν μπορεί παρά
να πραγματοποιηθεί μέσα στην κοινωνία, μαζί με την ανάπτυξη της λογικής. Επομένως
ο άνθρωπος ως ελευθερία και αυτονομία δεν είναι ο φυσικός προκοινωνικός άνθρωπος.
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ανοίγει με τη φράση «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος,
αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος», εννοώντας ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι
ελεύθερος. Με τη φράση αυτή εννοείται η αντίθεση προς τα προνόμια της τάξης, της
κάστας και του επαγγέλματος. Η έννοια της ελευθερίας προκύπτει μέσα από την κριτική
προς τις κοινωνικές σχέσεις της εποχής του. Για τον Ρουσσώ, η Γαλλία δε χαρακτηρί-
ζεται πλέον από την απόλυτη εξουσία του βασιλιά. Ποιος κυβερνά; Η γνώμη. Η γνώμη
τίνος; Της κοινωνίας. Τι είναι αυτή η κοινωνία; Η ανισότητα. Η κριτική του Ρουσσώ
απευθύνεται προς μια κοινωνία στην οποία καθένας συγκρίνει τον άλλο για τον πλούτο,
την ομορφιά ή τη δόξα, μια κοινωνία που βασίζεται στη σύγκριση, δηλαδή πάνω στην
οπτική της ανισότητας. Με αυτούς τους όρους δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κοινωνία
ούτε αποτελεσματική κυβέρνηση, διότι δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα.

73

22-0116-02.indd 73 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ο Ρουσσώ επιστρέφει σε μια αρχαιοελληνική έννοια της ελευθερίας, ως πολιτικής
αρετής, συμφωνά με την οποία ο πολίτης ενδιαφέρεται πρώτα για το καλό της πόλης
και κατόπιν για το ατομικό του συμφέρον. Στην εποχή του, αντίθετα, διαπιστώνει ότι ο
άνθρωπος έχει γίνει αστός (bourgeois) και έχει πάψει να είναι πολίτης (citoyen). Έχει
δηλαδή περιοριστεί στον εαυτό του και ξεχωρίζει το κοινό καλό από το ατομικό του
όφελος.
Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς, θεωρώντας ότι «είναι ο μόνος που έχει δει πολύ
καλά το κακό και τη θεραπεία του και ο μόνος που τόλμησε να προτείνει τη συνέ-
νωση των δύο κεφαλών του αετού και να οδηγήσει στην πολιτική ενότητα, χωρίς την
οποία κανένα κράτος ούτε κυβέρνηση δεν μπορεί να συγκροτηθεί καλά» (Κοινωνικό
Συμβόλαιο, IV, 8). Αλλά εκεί σταματά η συμφωνία. Πάνω στο πρόβλημα του πώς θα
πραγματοποιηθεί η ένωση των ανθρώπων, ο Ρουσσώ δέχεται την αρχή του Λοκ για το
δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε μια άδικη κυβέρνηση. Η λύση την οποία προτείνει
ο Ρουσσώ κάνει δεκτή και την ελευθερία και την ισότητα, και την ενότητα και την ανα-
γνώριση της διαφοράς, θέτει το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: να βρεθεί μια μορφή
ένωσης που θα υπερασπίζει και θα προστατεύει με όλη την κοινή δύναμη το πρόσωπο και
τα αγαθά κάθε μέλους και με την οποία ο καθένας, αν και ενωμένος με τους άλλους, δε θα
υπακούει παρά μόνο στον εαυτό του και θα είναι εξίσου ελεύθερος όπως και προηγούμενα
(Κοινωνικό Συμβόλαιο, Ι, 6).
Βασική έννοια του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι η γενική θέληση. Κάθε άτομο εκ-
χωρεί όλα τα φυσικά δικαιώματά του στο σύνολο της κοινότητας και θέτει τον εαυτό του
υπό τη διεύθυνση της γενικής θέλησης. Έτσι, μέσα από την ένωση όλων σχηματίζεται το
δημόσιο πρόσωπο που λέγεται πολιτεία. Η γενική θέληση βασίζεται στην αμοιβαιότητα,
σύμφωνα με την οποία ο καθένας έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον άλλο ό,τι και
εκείνος μπορεί να απαιτήσει από αυτόν. Η γενική θέληση επικρατεί εφόσον πραγματο-
ποιούνται οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας. Δεν επιδιώκεται όμως η εξίσωση των
πολιτών αλλά αναγνωρίζεται η διαφορά. Η γενική θέληση έχει έναν ηθικό χαρακτήρα
που βασίζεται στη συνείδηση της ενότητας και του κοινού συμφέροντος που αποκτούν
οι πολίτες. Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο όρος θέληση όλων (volonté de tous), η οποία
αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους θελήσεων, αποτελείται από τα ξεχωριστά ιδιωτικά
συμφέροντα τα οποία είναι δυνατό να αντιτίθενται στη γενική θέληση. Το σύνολο όμως
αυτό των επιμέρους θελήσεων οφείλει να υποχωρήσει απέναντι στη γενική θέληση, δη-
λαδή στις κοινές αξίες και στους κοινούς κανόνες, διαφορετικά κινδυνεύει να καταστρα-
φεί το πολιτικό σώμα. Με άλλα λόγια, προτείνεται η υποχώρηση του εγωισμού και των
ενστίκτων, προκείμενου για την επικράτηση του λόγου με σκοπό την προστασία όλων.

74

22-0116-02.indd 74 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ο Ζαν–Ζακ Ρουσσώ (J.–J. Rousseau, 1712–1778) γεννιέται
στη Γενεύη από γαλλόφωνη οικογένεια. Μετά από μια δύσκο-
λη όσο και περιπετειώδη παιδική ζωή επιδίδεται στη μελέτη
της μουσικής. Συνεργάζεται με τον Ντιντερό για την Εγκυκλο-
παίδεια. Βραβεύεται για τη μελέτη του Λόγος για τις Επιστή-
μες και τις Τέχνες (1750). Στη συνέχεια γράφει το έργο Λόγος
περί της Καταγωγής της Ανισότητας (1755), το οποίο άσκησε
σημαντική επίδραση στην πολιτική σκέψη της εποχής. Γράφει
σχεδόν παράλληλα τα έργα Ζυλί: η νέα Ελοΐζα, το Κοινωνικό
Συμβόλαιο και τον Αιμίλιο. Απαγορεύεται η κυκλοφορία του
Κοινωνικού Συμβολαίου και του Αιμίλιου (1762), εκδίδεται
ένταλμα σύλληψης για τον ίδιο και ο συγγραφέας εξαναγκάζε-
ται να βρεθεί στους δρόμους της εξορίας, από την Ελβετία στην Αγγλία και από εκεί στη
Γαλλία.

Οι αρχές του Κοινωνικού Συμβολαίου, το οποίο έγινε το ευαγγέλιο της Γαλλικής


Επανάστασης, ενσωματώθηκαν στις διακηρύξεις της επανάστασης αυτής. Στο πρώτο
άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη ορίζεται ότι «οι
άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και ίσοι ως προς τα δικαιώματά τους».
Οι κοινωνικές διακρίσεις «δεν μπορούν να θεμελιωθούν παρά στο δημόσιο όφελος»,
ενώ στο άρθρο 6 ορίζεται ότι «ο νόμος είναι έκφραση της γενικής θέλησης».

75

22-0116-02.indd 75 27/4/2017 6:07:56 µµ


3.1.4. Κ
 αρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων και
κριτική του κράτους
Πώς είναι δυνατό αυτό που ισχύει για τη θεωρία να ισχύει και για την πράξη; Πώς είναι
δυνατό οι άνθρωποι να ζουν με ομόνοια και να μπορούν να αναπτύσσουν απεριόριστα
τις δυνάμεις τους; Ο Μαρξ, παρατηρώντας τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι
στην εποχή του, αναρωτιόταν: σε μια κοινωνία τόσο πλούσια, γιατί η πλειονότητα ζει
τόσο φτωχικά και στερημένα;
Ο Μαρξ θέτει το πρόβλημα του πώς μπορεί μια θεωρία να εφαρμοστεί στην πράξη,
και μάλιστα να συντελέσει στη μεταμόρφωση της κοινωνίας, στην επικράτηση μιας
νέας και δίκαιης κοινωνικής τάξης. Κεντρική έννοια στο σύστημά του είναι η δύναμη.
Η κοινωνία είναι το σύνολο των ανθρώπινων δυνατοτήτων και, ανάλογα με το είδος
των παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται σε αυτή, χαρακτηρίζεται πρωτόγονη,
αγροτική, βιομηχανική κοινωνία, κτλ. Χαρακτηρίζεται, επίσης, ανάλογα με τον τρόπο
με τον οποίο αναπτύσσονται αυτές οι δυνάμεις, αν δηλαδή υφίστανται οι εργαζόμενοι
εκμετάλλευση ή όχι, αν και πώς αξιοποιούνται οι φυσικοί πόροι, αν απελευθερώνονται
οι δυνάμεις, η επινοητικότητα και η δημιουργικότητα των εργαζομένων. Η εργασία θε-
ωρείται κατεξοχήν παραγωγική δύναμη, δύναμη με την οποία παράγονται τα εργαλεία,
οι μηχανές, τα αγαθά, τα πάντα όσα απολαμβάνει ο άνθρωπος στην κοινωνία. Από αυτή
την άποψη, κατανοείται η μεγάλη αξία την οποία ο Μαρξ αποδίδει στην εργατική τάξη.
Παρόλο που η κοινωνία βασίζεται στην εργατική τάξη, η εργατική δύναμη είναι αλλο-
τριωμένη, εφόσον βρίσκεται κάτω από τις διαταγές των λίγων ιδιοκτητών, διότι η καπι-
ταλιστική τάξη βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας. Στην εκμετάλλευση αυτή
οφείλεται το κέρδος και η εξουσία της.
Για τον Μαρξ, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η βιομηχανία παράγει μια «μάζα
παραγωγικών δυνάμεων οι οποίες μπορούν να μετατραπούν σε καταστροφικές για την
ανθρωπότητα, προβλέποντας την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Επίσης, ένα ση-
μαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων δεσμεύεται και δεν μπορεί να χρησιμοποι-
ηθεί σε όλη του την έκταση, ενώ πολλοί καταδικάζονται, λόγω της μη χρησιμοποίησης
και των αδυναμιών αξιοποίησης της παραγωγικής δύναμης, να μείνουν άνεργοι. Όλοι
αυτοί που υφίστανται την εκμετάλλευση της δύναμής τους και εμποδίζονται να την ανα-
πτύξουν μπορούν να αποτελέσουν εκείνη τη δύναμή που θα κινηθεί για την κοινωνική
αλλαγή.
Ο Μαρξ προσανατολίζεται στο μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην
επικράτηση ενός δικαιότερου κοινωνικού συστήματος, αλλά δεν αναφέρει ότι το δε-
δομένο κοινωνικό σύστημα δε θα έπρεπε ιστορικά να εμφανιστεί. Οι καπιταλιστικές
σχέσεις αναγνωρίζονται ως ιστορική αναγκαιότητα. Μπορεί αυτή η ανάπτυξη να συνο-
δεύεται από εκμετάλλευση, αλλά δημιουργεί όσες υλικές σχέσεις είναι απαραίτητες για
να διαμορφωθεί μια ανώτερη μορφή κοινωνίας. Η επαναστατική πράξη επιδιώκεται να

76

22-0116-02.indd 76 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ο Καρλ Μαρξ (Karl Marx) γεννήθηκε στην Τριρ της Γερμα-
νίας, στις 5 Μαΐου 1818, προερχόμενος από μεσαία κοινωνική
τάξη. Η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο Οι Διαφορές Ανά-
μεσα στην Επικούρεια και στη Δημοκρίτειο Φυσική. Σε αυτή δια-
φαίνεται η επίδραση του Χέγκελ, η οποία ήταν καθοριστική όχι
μόνο για το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου είχε φοιτήσει ο
Μαρξ, αλλά και συνολικότερα για τη γερμανική σκέψη. Μετά τις
σπουδές του, ο Μαρξ διορίζεται συντάκτης σε μια ριζοσπαστική
εφημερίδα, την Rheinische Zeitung. Όταν οι Αρχές την κλείνουν,
ο Μαρξ αναγκάζεται (το 1843) να εγκαταλείψει τη Γερμανία για
το πιο φιλελεύθερο περιβάλλον του Παρισιού. Εκεί συνδέεται με
τον Ένγκελς (Engels) με μια φιλία και συνεργασία
που συνεχίζεται σε όλη τους τη ζωή. Κατά την περίοδο αυτή γράφει μια σειρά έρ-
γων, όπως τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα τον 1844, Η Αγία Οικογένεια, Η
Γερμανική Ιδεολογία, κ.ά. Το 1845 όμως απελαύνεται από τη Γαλλία και μεταβαίνει στις
Βρυξέλλες, όπου σε συνεργασία με τον Ένγκελς γράφει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το
οποίο παρουσιάστηκε ως το πρόγραμμα της Ένωσης των Κομμουνιστών. Το 1848, όταν
ξέσπασαν οι επαναστάσεις σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ο Μαρξ έχει επιστρέψει στη
Γερμανία. Μετά την αποτυχία όμως της επανάστασης εκεί, μετακινείται στο Παρίσι και
στη συνέχεια στο Λονδίνο. Στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου αρχίζει τη συστη-
ματική του μελέτη για το καπιταλιστικό σύστημα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι τρεις
τόμοι του Κεφαλαίου, ενώ ζει με μεγάλες οικονομικές στερήσεις. Πεθαίνει το 1883.

εμφανιστεί ως αναγκαία στιγμή για την ευρύτερη απελευθέρωση των κοινωνικών και
παραγωγικών δυνάμεων και ο καπιταλισμός θεωρείται ότι δημιουργεί τους όρους για το
μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η αστική κοινωνία στη θεωρία του Μαρξ θεμελιώνεται με αφετηρία την εργατική
τάξη. Εφόσον η τάξη αυτή συνειδητοποιήσει τη θέση την οποία έχει στην καπιταλιστική
οργάνωση και το ρόλο της στην κοινωνία, μπορεί να διαρρήξει τις αλλοτριωμένες μορ-
φές των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας (βλ. 3.3.2.). Ο Μαρξ χρησι-
μοποιεί τον όρο ταξική συνείδηση αναφερόμενος όχι στην ατομική συνείδηση, αλλά
στη συνείδηση της τάξης την οποία αποκτούν οι εργάτες καθώς ενεργούν, με αποτέλε-
σμα να δείχνουν μεταξύ τους αλληλεγγύη, αφού έχουν επίγνωση των κοινών προβλη-
μάτων τους και κοινούς στόχους. Πρόκειται για μια δυναμική ιδέα, από την άποψη ότι
ευνοεί την πρακτική εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή.

77

22-0116-02.indd 77 27/4/2017 6:07:56 µµ


Κοινωνία και κράτος. Στις θεωρίες του Κοινωνικού Συμβολαίου σύμφωνα με τους
προηγούμενους θεωρητικούς, το κράτος εμφανίζεται να αντιπροσωπεύει τη γενική θέ-
ληση και την πολιτική ενότητα του λαού και του έθνους, εφόσον κοινοί κανόνες, δικαι-
ώματα και ελευθερίες διέπουν και ρυθμίζουν εξίσου τις σχέσεις όλων των πολιτών. Το
κράτος, ένα και αδιαίρετο, είναι κυρίαρχο και αποτελεί ηθικό δεσμό που ενώνει τα μέλη
του. Ο Μαρξ δεν αποδέχεται την υπόθεση του Φυσικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία
τα μεμονωμένα άτομα με τη θέλησή τους συναινούν για να συσταθεί ο θεσμός του κρά-
τους. Αντίθετα, συνδέει τον ατομικισμό με το δεδομένο αστικό–καπιταλιστικό σύστη-
μα. Επιπλέον, διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, οι λειτουργίες
που αφορούν την οργάνωση, τη διοίκηση, τον έλεγχο, την εξουσία, δηλαδή οι πολιτικές
λειτουργίες, δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές και συγκεκριμένες ανάγκες αλλά
επιβάλλονται σε αυτές. Η διάκριση και ο διαχωρισμός του πολιτικού από το κοινωνικό
κατανοείται μέσα από την ιστορία του καταμερισμού της εργασίας, τη διάκριση ανάμε-
σα σε χειρωνακτική και σε πνευματική εργασία και το σχηματισμό κοινωνικών τάξεων.
Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οι κυβερνητικές εξουσίες είναι κληρονομικές,
επειδή είναι συνδεδεμένες με τη θέση των ατόμων στην κοινωνική δομή, τον πλούτο
που διαθέτουν, και όχι με την ικανότητά τους. Αυτές οι λειτουργίες άσκησης εξουσίας
έγιναν προνόμιο το οποίο κατείχαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις. Έτσι θεωρείται ότι
σχηματίστηκε το κράτος. Εφόσον εμφανίζονται διαφορετικές και αντιτιθέμενες τάξεις,
χρειάζεται να υπάρξει μια ανώτερη δύναμη που θα καταστέλλει τις τυχόν συγκρούσεις,
μια κρατική εξουσία. Αυτή η εξουσία αποσπάται και υψώνεται πάνω από την κοινωνία,
επειδή η κοινότητα διαιρείται σε τάξεις.
Το πολιτικό κράτος αντανακλά την ταξική δομή και την κυριαρχία εκείνης της τάξης
η οποία κυβερνά. Το αστικό δημοκρατικό όμως κράτος έχει αντιφατικά χαρακτήρα:
αφ’ ενός αποτελεί έκφραση των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης, και αφ’ ετέρου
επιτρέπει την έκφραση των συμφερόντων των κατωτέρων τάξεων, τα οποία αποτελούν
την αντίσταση των τελευταίων απέναντι στην κυρίαρχη τάξη. Έτσι, το καπιταλιστικό
κράτος εκφράζει μια αστάθεια, καθώς εμπεριέχει ένα πλήθος ανταγωνιστικών συμφε-
ρόντων γι’ αυτό και η αστική δημοκρατία αναπόφευκτα οδηγείται σε αλλαγές. Ο Μαρξ
στο έργο του Η 18η Μπρυμέρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη παρατηρεί, μέσα από τη μελέ-
τη της γαλλικής Ιστορίας, ότι η αστική δημοκρατία, σε περιόδους κρίσεων, άλλοτε οδη-
γείται στην επιστροφή στη μοναρχία –και, πάνω σε αυτό, έχει πρόσφατο το παράδειγμα
του Ναπολέοντα Γ΄–, ενώ άλλοτε οδηγείται σε επαναστάσεις της εργατικής τάξης, η
οποία επιχειρεί να πάρει την εξουσία από την αντίπαλή της τάξη.

78

22-0116-02.indd 78 27/4/2017 6:07:56 µµ


3.2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Ο όρος οικονομία, σύμφωνα με την κλασική αρχαιοελληνική του χρήση, αναφερόταν
στη διαχείριση του οίκου. Ο όρος «οικονομία», συχνά αναφέρεται σε έναν τρόπο με τον
οποίο ενεργούμε. Λέμε, για παράδειγμα, ότι ενεργούμε οικονομικά, εννοώντας την απο-
τελεσματικότητα μιας πράξης, με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια και την κατάλληλη
προσαρμογή των μέσων προς το σκοπό. Αναφέρεται, επίσης, στον συντονισμένο τρόπο
δράσης για την ικανοποίηση αναγκών και την επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η σύγχρονη εποχή συνδέεται με τον οικονομικό υπολογισμό,
ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει τον κόσμο ως μέσο για τους σκοπούς του.
Από τον 18ο περίπου αιώνα εμφανίζεται η Οικονομική Επιστήμη ή Πολιτική Οι-
κονομία, η οποία εξετάζει πώς λειτουργεί η οικονομία ενός σύγχρονου κράτους. Στο
χώρο της Πολιτικής Οικονομίας, γίνεται έντονη συζήτηση για το ποιος αναλαμβάνει ή
πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων αλλά και των κοινωνικών
υπηρεσιών, όπως την εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη, τις συγκοινωνίες– αν δηλαδή
τη διαχείρισή τους πρέπει να αναλαμβάνει το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέ-
ροντα. Ανάλογα με την απάντηση σε αυτό το πρόβλημα διακρίνονται και οι θεωρίες
μεταξύ τους.
Και οι τέσσερις θεωρητικοί με τους οποίους θα ασχοληθούμε, ο Άνταμ Σμιθ. ο Ντέι-
βιντ Ρικάρντο, ο Καρλ Μαρξ και ο Τζων Κέυνς, δεν τοποθετούνται κατά τον ίδιο τρόπο
ούτε ακολουθούν τις ίδιες μεθόδους στο παραπάνω πρόβλημα.
Ο Σμιθ (1723–1790) και ο Ρικάρντο (1772–1823) τοποθετούνται υπέρ της οικονομι-
κής ελευθερίας, υιοθετώντας τις αρχές του Διαφωτισμού σχετικά με τις ατομικές ελευ-
θερίες. Οι αρχές αυτές, που απέβλεπαν στη χειραφέτηση της μεσαίας τάξης, ευνοούσαν
ταυτόχρονα και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Τις συνέπειες αυτού του ανταγωνισμού,
αφού αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις του νέου οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού,
ανέλυσε και έκρινε ο Μαρξ. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οικονομία της Ευρώ-
πης δεν μπορεί να ανακάμψει, και μεταξύ των προβλημάτων που αντιμετωπίζει είναι η
ανεργία. Την εποχή του μεσοπολέμου, ο Κέυνς δεν τοποθετείται ούτε υπέρ μιας ριζικής
αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, όπως ο Μαρξ, ούτε όμως υπέρ μιας φιλελεύθερης
οικονομίας, αλλά υπέρ ενός κράτους ευημερίας, το οποίο θα αναλάμβανε οικονομική
δραστηριότητα και θα μπορούσε να διασφαλίσει πλήρη απασχόληση.
Δεν είναι τυχαίο που οι τρεις από τους παραπάνω κλασικούς θεωρητικούς προέρχο-
νται από την Αγγλία, ενώ και ο Μαρξ συνέθεσε τις κριτικές μελέτες του για την Πολι-
τική Οικονομία κατά τη διαμονή του στο Λονδίνο. Η Μεγάλη Βρετανία αποτέλεσε το
πρώτο «βιομηχανικό εργαστήριο» της οικουμένης, τη χώρα που, όπως γράφει ο Μαρξ
στο Κεφάλαιο, έδειχνε στις άλλες την εικόνα του μέλλοντός τους.

79

22-0116-02.indd 79 27/4/2017 6:07:56 µµ


Και οι τέσσερις, σε γενικές γραμμές, πρώτον, αναγνωρίζουν την εργασία ως αξία και
ως βασικό εργαλείο για να κατασκευάσουν τις θεωρίες τους, και, δεύτερον, διερευνούν
τις οικονομικές σχέσεις κινούμενοι από ένα ενδιαφέρον για τη βελτίωση της κοινωνίας.

3.2.1. Ο
 Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής της Πολιτικής
Οικονομίας
Με τον Σμιθ αρχίζει η κλασική σχολή της Πολιτικής Οικονομίας, η οποία συνεχίζεται
με τον Ρικάρντο, τον Μάλθους και τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ. Με τη σχολή αυτή, η Οι-
κονομία διακρίνεται ως ξεχωριστός κλάδος και αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με την
Πολιτική. Η οικονομία θεωρείται ότι ρυθμίζεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι
από την πολιτική του κράτους. Ενώ για τους Γάλλους φυσιοκράτες πηγή του πλούτου
θεωρούνταν η αγροτική οικονομία, ο Σμιθ απορρίπτει αυτή την άποψη, δίνοντας έμφα-
ση στη βιομηχανική παραγωγή και στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Στο έργο του για τη Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών του Πλούτου των Εθνών,
εκθέτει το ζήτημα της οικονομικής ελευθερίας, επιχειρώντας να δείξει ότι το ατομικό
συμφέρον μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία· θα έπρεπε, επομένως, να απομακρυν-
θούν τα θεσμικά εμπόδια της παραδοσιακής κοινωνίας απέναντι στις επιδιώξεις των
ατόμων. Ο Σμιθ τόνισε τη σημασία της συσσώρευσης κεφαλαίου και της εργασίας για
την ευημερία της κοινωνίας.
Ως βασικός παράγοντας για την αύξηση του πλούτου αναγνωρίζεται η εργασία. Η
μέγιστη βελτίωση της εργασίας θεωρεί ότι μπορεί να προκύψει χάρη στον καταμερι-
σμό της εργασίας. Η εξειδίκευση σε μια δραστηριότητα, υποστηρίζει ο Σμιθ, ανεβάζει
την απόδοση στο εκατονταπλάσιο. Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει ότι μεγάλη εξειδίκευση
και ο καταμερισμός της εργασίας έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό των πνευματικών
ικανοτήτων. Γι’ αυτό και προτείνει την αντιστάθμιση τους μέσω των προγραμμάτων της
δημόσιας στοιχειώδους εκπαίδευσης.

80

22-0116-02.indd 80 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ο Άνταμ Σμιθ (Adam Smith, 1723–1790) γεννήθηκε στη Σκωτία, σπού-
δασε στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και στην Οξφόρδη. Δίδαξε στο
Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης Ρητορική, Λογική και Ηθική Φιλοσοφία.
Το σημαντικότερο έργο του, Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών του
Πλούτου των Εθνών (1776), έγινε θεμέλιο της Κλασικής Οικονομίας. Το
έργο αυτό συνδέεται με το άλλο βασικό του έργο, Η Θεωρία των Ηθικών
Συναισθημάτων.

Ο Σμιθ τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ελεύθερου εμπορίου και της ελάχιστης πα-
ρέμβασης της κυβέρνησης στις οικονομικές δραστηριότητες του ατόμου. Υποστηρίζει
ότι οι συναλλασσόμενοι επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον, καθένας τους όμως
«καθοδηγείται σαν από ένα Αόρατο Χέρι να προωθεί σκοπούς που δεν ανήκαν στην
αρχική του πρόθεση», εκφράζοντας με αυτή τη διατύπωση μια αισιόδοξη αντίληψη για
τη συμφιλίωση ανάμεσα στο κοινωνικό συμφέρον και στην επιδίωξη του ατόμου για
το ιδιωτικό του όφελος. Θεωρεί ότι ο ιδιώτης επιχειρηματίας, μεγιστοποιώντας τα κέρ-
δη του, οδηγεί την κοινωνία στην ευημερία. Ο Σμιθ τοποθετείται υπέρ του ελεύθερου
ανταγωνισμού, διατηρεί όμως επιφυλάξεις για μια χωρίς όρια ελευθερία. Όπως γράφει,
«άνθρωποι της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας συναντώνται, συχνά, ακόμη και
για διασκέδαση και. ψυχαγωγία, αλλά η συνεύρεση καταλήγει σε συνωμοσία εναντίον του
δημοσίου ή σε κάποιο τέχνασμα για την αύξηση των τιμών. Παρότι όμως ο νόμος δεν
μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας να συνα-
ντώνται, θα όφειλε να μην κάνει τίποτα για να τις διευκολύνει, και πολύ λιγότερο για να
τις καθιστά αναγκαίες» (Πλούτος των Εθνών, II, κεφ. Χ, μέρος II).
Ο Σμιθ, υποστηρίζοντας το μη παρεμβατικό ρόλο του κράτους απέναντι στην οικο-
νομική ζωή, εκφράζει και μια διαπίστωση της εποχής για τη μη αποτελεσματικότητα της
βρετανικής κυβέρνησης. Η υποστήριξη της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς εκφράζει,
επίσης, την αντίθεση του προς τα μονοπώλια που δημιουργούνταν με την εκμετάλλευση
κάποιου κρατικού προνομίου. Δεν είναι όμως κατηγορηματική και απόλυτη η τοπο-
θέτηση του Σμιθ υπέρ μιας άνευ όρων οικονομικής ελευθερίας και κατά της κρατικής

81

22-0116-02.indd 81 27/4/2017 6:07:56 µµ


παρέμβασης. Ο ρόλος του κράτους δεν είναι περιορισμένος στη θεωρία του. Το κράτος
αναλαμβάνει κυρίως ένα διοικητικό ρόλο. δηλαδή προστατεύει την κοινωνία από τη βία
αναλαμβάνοντας τις δαπάνες για την άμυνα, προστατεύει το κάθε μέλος από την αδικία
αναλαμβάνοντας δαπάνες για τη Δικαιοσύνη και επωμίζεται δαπάνες για τα δημόσια
έργα (Πλούτος των Εθνών, IV, κεφ. 9).
Στον Πλούτο των Εθνών, προσφέρει ένα σχέδιο οικονομικής ιστορίας, προσδιορί-
ζοντας ως κριτήριο κάθε σταδίου της Ιστορίας τις οικονομικές δυνάμεις που αναπτύσ-
σονται (διακρίνονται τα εξής οικονομικά στάδια: κυνηγετικό, κτηνοτροφικό, αγροτικό,
εμπορικό). Με βάση τις οικονομικές δυνάμεις, επιδιώκεται να εξηγηθούν οι διαφορο-
ποιήσεις των εθίμων και των προτύπων συμπεριφοράς.

3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας


Ο Ρικάρντο επιδίωξε να προσδιορίσει τους νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τη συνολική
παραγωγή της κοινωνίας με την ίδια δεσμευτικότητα όπως οι φυσικοί νόμοι. α) Βασική
είναι η θεωρία του για τον προσδιορισμό της αξίας των αγαθών. Συμφωνά με αυτή, οι
τιμές καθορίζονται με βάση την εργασία η οποία χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της
παραγωγής. Η αξία αυτή όμως δε νοείται ως ένα απόλυτο μέγεθος και δε λογαριάζεται
με βάση απλώς την ποσότητά της. Διακρίνει την εργασία σε εκείνη που απαιτείται για
την παραγωγή ενός προϊόντος και σε εκείνη η οποία χρειάζεται για την παραγωγή του
πάγιου κεφαλαίου (μηχανημάτων, κτιρίων, κτλ.). Αναγνωρίζεται, με λίγα λόγια, ότι η
εργασία αποτελεί κύρια αξία και ότι το κεφάλαιο ενσωματώνει εργασία, μια ιδέα η
οποία αναπτύσσεται αργότερα στη θεωρία του Μαρξ.
β) Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη γεωργική παραγωγή και ως μονάδα μέτρη-
σης το σιτάρι, επιχειρεί να δώσει μια γενική εικόνα για την εξέλιξη της οικονομίας.
Σύμφωνα με το παράδειγμά του, στο βαθμό που ο πληθυσμός αυξάνεται, η καλλιέργεια
επεκτείνεται και σε λιγότερο γόνιμα εδάφη, όπου χρειάζεται περισσότερη εργασία για
την παραγωγή σίτου. Η τιμή του προϊόντος, επομένως, ανεβαίνει, ενώ οι ιδιοκτήτες
της εύφορης γης θα ζητούν υψηλότερο ενοίκιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κέρδος
του επιχειρηματία. Ο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου επιβραδύνεται και οι μισθοί

Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo, 1772–1823) γεννήθηκε στο Λονδίνο προερχόμε-


νος από ολλανδοεβραϊκή οικογένεια. Ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειάς του,
σταδιοδρομεί από νεαρή ηλικία ως χρηματιστής. Σημαντική επίδραση άσκησε το θεω-
ρητικό του έργο, από το οποίο ξεχωρίζουν οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και της
Φορολογίας (1817) ως ένα από τα βασικά έργα της κλασικής σχολής της Οικονομίας. Από
το 1819 μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του Κοινοβουλίου.

82

22-0116-02.indd 82 27/4/2017 6:07:56 µµ


παραμένουν στο ελάχιστο όριο διαβίωσης. Η φθίνουσα απόδοση της γης μπορεί να ανα-
βληθεί, όχι και να αναιρεθεί, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Ενώ θεωρούσε ότι η
υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές θα ήταν συμφέρουσα για το
γαιοκτήμονα και καπιταλιστή, δεν πίστευε ότι ήταν το ίδιο συμφέρουσα και για την τάξη
των εργατών.
γ) Στη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, ο Ρικάρντο διατυπώνει το νόμο του συγκρι-
τικού πλεονεκτήματος. Αν, για παράδειγμα, δύο χώρες Α και Β παράγουν δύο αγαθά,
λόγου χάρη ρούχα και κρασί, θα αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους εφόσον
υπάρχουν διαφορές ως προς το κόστος των προϊόντων αυτών. Αν δηλαδή η χώρα Α έχει
συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή του προϊόντος Α, το κρασί είναι φθηνότερο
στην Α και τα ρούχα στη Β, και, αντιστρόφως, τα ρούχα είναι ακριβότερα στην Α και
το κρασί στη Β, τότε θα εξειδικευτεί καθεμιά στην παραγωγή του προϊόντος στο οποίο
διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και οι συναλλαγές τους θα είναι αμοιβαία επωφελείς.
Η ιδέα αυτή του Ρικάρντο, με την οποία υποστηρίζεται η ελευθερία του εμπορίου, αντι-
τασσόταν στη δασμολόγηση των εισαγόμενων προϊόντων, η οποία προστάτευε το εθνι-
κά προϊόντα.

3.2.3. Καρλ Μαρξ: μισθωτή εργασία και κεφάλαιο


Ο Μαρξ φτάνει στο Λονδίνο το 1849, με την ιδέα ότι η διαμονή του θα ήταν προσωρινή.
Τελικά έζησε εκεί μέχρι το θάνατο του (1883). Επρόκειτο για μια περίοδο μεγάλης οικο-
νομικής ανέχειας, αλλά και πυρετώδους πνευματικής παραγωγής. Ο Μαρξ επισκεπτό-
ταν καθημερινά τη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, όπου έμενε μέχρι το βράδυ,
ενώ συχνά συνέχιζε την εργασία του και τη νύχτα. Το 1859 εκδίδεται το βιβλίο Για την
Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το 1867 ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου, ένας
καθοριστικός σταθμός στη διεθνή έρευνα, αλλά και στο διεθνή σοσιαλισμό.
«Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που προσδιορίζει την ύπαρξή τους, αλλά,
αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη προσδιορίζει τη συνείδησή τους», όπως γράφει στον
πρόλογο του έργου Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Ενώ για τον Άνταμ Σμιθ
η οικονομία λειτουργεί με βάση το ατομικό συμφέρον, για τον Μαρξ η πορεία κατανό-
ησης εκκινεί από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τη μελέτη των οικονομικών
σχέσεων. Η κοινωνία της αγοράς θεωρείται ότι λειτουργεί συμφωνά με νόμους οι οποίοι
αφορούν την παραγωγή και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, και όχι συμφωνά με
τις επιθυμίες και τη βούληση των ατόμων· η βούληση και οι επιθυμίες των ατόμων
διαμορφώνονται μέσα από τη δομή του οικονομικού συστήματος και τη θέση τους σε
αυτό. Ως εκ τούτου, η θεωρία πρέπει να επικεντρωθεί στην αντικειμενική διαδικασία της
παραγωγής και όχι στην υποκειμενική διαδικασία λήψης αποφάσεων.

83

22-0116-02.indd 83 27/4/2017 6:07:56 µµ


Για τον Μαρξ, τα συμφέροντα των ατόμων δεν είναι απομονωμένα και ανεξάρτητα
μεταξύ τους. Οι ανάγκες και τα συμφέροντα του ατόμου εξαρτώνται από τη θέση του
στην παραγωγική διαδικασία· αν δηλαδή είναι εργάτης, καπιταλιστής, κτλ., θα έχει ανά-
λογα συμφέροντα και ανάγκες. Το ιδιωτικό συμφέρον κατανοείται καλύτερα αν κατα-
νοήσουμε πρώτα την τάξη στην οποία ανήκει το άτομο. Ο καταμερισμός της εργασίας
διαιρεί τα άτομα σε τάξεις και τα συμφέροντα που υπερασπίζονται τα άτομα εκφράζουν
κυρίως τα συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκουν. Αυτά τα συμφέροντα όμως είναι
αντίθετα μεταξύ τους αν, για παράδειγμα, οι εργάτες πετύχουν μια άνοδο στους μισθούς
τους, αρχικά τουλάχιστον από θα αποβεί σε βάρος του κέρδους της καπιταλιστικής τά-
ξης. Για τον Μαρξ, όμως, το καπιταλιστικό σύστημα δε θεωρείται ότι υπάρχει με σκοπό
τη διευκόλυνση ιδιωτικών αναγκών, για παράδειγμα της καπιταλιστικής τάξης, όπως
μπορεί να πιστεύουν τα μέλη αυτής της τάξης αλλά και της εργατικής. Στο πλαίσιο αυ-
τού του συστήματος, θεωρείται ότι διευκολύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου και η
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Η οικονομική θεωρία του Μαρξ μπορεί να υποστηριχθεί ότι βασίζεται στην έννοια
της εργασίας, η οποία αναδεικνύεται ως αξία. Το κεφάλαιο, ένας βασικός συντελεστής
της παραγωγής, που περιλαμβάνει μηχανές, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, κτλ., είναι
προϊόν της εργασίας. Η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται με βάση την εργασία. Η
αξία ενός φορέματος είναι μεγαλύτερη από την αξία του υφάσματος από το οποίο εί-
ναι φτιαγμένο, γιατί έχει προστεθεί η ανθρώπινη εργασία. Ο Μαρξ όμως δε λογαριάζει
απλώς την ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε, γιατί «τότε, όσο πιο ακαμάτης
ή αδέξιος είναι ένας εργάτης. τόσο μεγαλύτερης αξίας είναι το εμπόρευμά του», αλλά
ξεχωρίζει την απλή μέση εργασία από την εξειδικευμένη. Η εξειδικευμένη εργασία
νοείται ως πολλαπλασιασμένη και σύνθετη εργασία, για την οποία έχει δαπανηθεί πε-
ρισσότερος χρόνος και δύναμη από την απλή.
Η εργατική δύναμη κατανοείται και ως εμπόρευμα, το οποίο έχει μια αξία όπως κάθε
εμπόρευμα. Ο εργαζόμενος, πουλώντας την εργατική του δύναμη, αγοράζει τα προς το
ζην, αλλά παράγει και υπεραξία. Ο εργαζόμενος δεν πληρώνεται όσο αξίζει η εργασία
του, αλλά το επιπλέον της αξίας της, την επιπλέον απλήρωτη εργασία, την ιδιοποιείται
ο κεφαλαιοκράτης. Δεν πρόκειται όμως για μια εγωιστική ενέργεια, με δεδομένο ότι η
υπεραξία αυτή είναι απαραίτητη για να επενδυθεί στα παραγωγικά μέσα, για να φτια-
χτούν και να εισαχθούν στην παραγωγή νέα τελειότερα εργαλεία. Η υπεραξία βέβαια
έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στην εργατική και στην καπι-
ταλιστική τάξη, κατά την οποία η μεν εργατική τάξη επιδιώκει να μειώσει την αναλογία

84

22-0116-02.indd 84 27/4/2017 6:07:56 µµ


της υπεραξίας, ενώ η κεφαλαιοκρατική τάξη να την αυξήσει. Ο Μαρξ, στο έργο του Τα
Θεμέλια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, αναφέρει ότι, στο βαθμό που αναπτύσ-
σεται η μεγάλη βιομηχανία, η αύξηση του πλούτου δε θα εξαρτάται από το χρόνο της
απλής εργασίας, αλλά από τις εφαρμογές της επιστήμης στην παραγωγή. Προβλέπει με
άλλα λόγια την εμφάνιση της αυτοματοποίησης και τον περιορισμό της απλής όσο και
χρονοβόρας εργασίας.
Ο Μαρξ διαπιστώνει στον καπιταλισμό την τάση για μια όλο και μεγαλύτερη ανά-
πτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για την τελειοποίηση των εργαλείων, την αύξηση
της παραγωγής και τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα της εργασίας. Οι καπιταλιστές είναι
υποχρεωμένοι να ανεβάζουν το επίπεδο της παραγωγής τους, να επενδύουν στα μέσα
παραγωγής τους, να εξαπλώσουν τις αγορές τους. Ανάμεσα σκι μέλη της καπιταλιστικής
τάξης ο Μαρξ διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό· οι καπιταλιστές επιδιώκουν να εξαπλώ-
σουν τις αγορές τους σε βάρος των ανταγωνιστών τους. μειώνοντας, για παράδειγμα, τις
τιμές των προϊόντων τους. Αυτό τους υποχρεώνει να τελειοποιούν διαρκώς την τεχνο-
λογία που διαθέτουν, δηλαδή να κάνουν επενδύσεις σε νέα μηχανήματα, αλλά και να
βρίσκουν νέους τρόπους για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Με λίγα λόγια,
η έμφαση αποκλειστικά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων φέρνει στην επιφά-
νεια μια εικόνα σύγκρουσης τόσο ανάμεσα σια μέλη της καπιταλιστικής τάξης όσο και
ανάμεσα σε αυτή και την εργατική.

85

22-0116-02.indd 85 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ο Μαρξ, ενώ τόνιζε τον ιστορικά αναγκαίο ρόλο του κεφαλαίου, εντούτοις θεωρού-
σε, με βάση την ανατομία των προβλημάτων που εντοπίζει, την ανάγκη για τη μετατρο-
πή των ανταγωνιστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων με την εγκαθίδρυση ισότιμων
και δίκαιων σχέσεων, οι οποίες με τη σειρά: τους θα ευνοούσαν την απελευθέρωση
εκείνων των ανθρώπινων δυνάμεων που περιορίζονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών
σχέσεων.

3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση


Το μαύρο Οκτώβριο του 1929 παρουσιάζεται μια άνευ προηγουμένου πτώση στο Χρη-
ματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η ύφεση που ακολούθησε εξαπλώθηκε στην Ευρώπη.
Όπως λέγεται, «όταν η Αμερική φταρνίζεται, ο υπόλοιπος κόσμος αρπάζει πνευμονία».
Η φτώχεια ήταν έκδηλη και ακόμη μεγαλύτερος ήταν ο φόβος της στέρησης, ενώ οι
κυβερνήσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική εκδήλωναν πλήρη αδυναμία να αντιμετω-
πίσουν την παράλυση της οικονομίας.
Μέσα από τα κείμενα του Κέυνς, τα οποία γράφονται σε αυτή την κρίσιμη εποχή, εί-
ναι φανερό το ενδιαφέρον του για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Κέυνς, ευαισθητοποιημένος
απέναντι στην εξαθλίωση της εποχής, ασκούσε έντονη κριτική στις κυβερνήσεις για το
πλημμελές τους έργο.
Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος, που είναι το
κύριο έργο του Κέυνς, για να υπάρχει πλήρης απασχόληση, χρειάζεται να παρέμβει η
κυβέρνηση στο παιχνίδι της ελεύθερης οικονομίας. Αυτή η αντίληψη ξεσήκωσε πολλές
συζητήσεις κατά τη δεκαετία του ʾ30. Ας σημειωθεί όμως ότι ο Κέυνς ήταν υπέρ μιας
καπιταλιστικής και όχι μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, προσανατολισμένος σε ένα στα-
θερό κοινοβουλευτικό σύστημα.
Η κεϋνσιανή θεωρία ασκεί κριτική στην ελεύθερη αγορά και στην ιδέα ότι αυτή
μπορεί να απορυθμίζεται χάρη σας ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Χαρακτηριστικά, ασκώντας
κριτική στους θεωρητικούς που υποστηρίζουν την οικονομία του ελεύθερου ανταγωνι-
σμού, γράφει ότι «σκοπός της ζωής είναι να φαγωθούν τα φύλλα που βρίσκονται στα
ψηλότερα κλαδιά, και ο καλύτερος τρόπος για την επιτυχία του σκοπού αυτού είναι να
επιτραπεί στις καμηλοπαρδάλεις με τους ψηλότερους λαιμούς να εξολοθρεύσουν με την
πείνα τις καμηλοπαρδάλεις εκείνες που έχουν πιο κοντό λαιμό».
Η κεϋνσιανή προσέγγιση επικεντρώνεται στην αστάθεια της διαδικασίας ανάπτυξης
στην οικονομία, θεωρεί, για παράδειγμα, ότι οι ατομικοί παραγωγοί μπορεί να μη βρί-
σκουν αγοραστές για τα προϊόντα τους, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι πρόβλημα όχι
ατομικό αλλά συνδεδεμένο με το οικονομικό σύστημα. Συμφωνεί με τον Μαρξ ότι οι
οικονομίες έχουν την τάση να οδηγούνται σε κρίσεις, δηλαδή να εμφανίζουν ανεργία,
να μην απορροφώνται ικανοποιητικά τα προϊόντα που παράγονται και να υπάρχουν προ-
βλήματα στην παραγωγή τους. Θεωρεί όμως ότι οι κρίσεις μπορούν να αποφευχθούν

86

22-0116-02.indd 86 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ο Κέυνς (John Maynard Keynes, 1883–1946) γεννήθηκε στο Καίμπρπζ τη χρονιά που
πέθανε ο Μαρξ. Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία διδάσκοντας Οικονομία στο
Κινγκ’ς Κόλλετζ στο Καίμπριτζ. Διεύθυνε το περιοδικό Economic Journal, ένα από τα
σημαντικότερα οικονομικά περιοδικά διεθνώς. Ασχολήθηκε σε υπεύθυνη θέση με τις
υποθέσεις του Υπουργείου Οικονομικών της χώρας του, κατά τη διάρκεια του Α΄ Πα-
γκοσμίου Πολέμου, και διατύπωσε τις ιδέες του για την οικονομική διαχείριση στο έργο
Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης (1919). Το 1930 αναλαμβάνει ως πρόεδρος μιας
επιτροπής το ρόλο κυβερνητικού συμβούλου για την πρακτική αντιμετώπιση της ανεργί-
ας. Το 1936 εκδίδεται το σημαντικότερο έργο του, Γενική Θεωρία Απασχόλησης, Τόκου
και Χρήματος.

χάρη στην παρέμβαση ενός ισχυρού κράτους. Το κράτος παρεμβαίνει στη ρύθμιση των
μισθών, της παραγωγής και της κατανομής του πλούτου.
Ο Κέυνς, στη θέση του ατομικού ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και της επιχεί-
ρησης που ανήκει σε έναν ιδιώτη. τοποθετεί τη συμμετοχική ένωση (corporation),
ανανεώνοντας έναν παλαιό θεσμό, τη συντεχνία. Χαρακτηριστικά γράψει: «Προτείνω
κατά έναν τρόπο την επάνοδο στις μεσαιωνικές αντιλήψεις των χωριστών αυτονομιών.
Επιπλέον, στην Αγγλία τουλάχιστον, οι συντεχνίες αποτελούν τρόπο διακυβέρνησης
που δεν έπαψε ποτέ να είναι σημαντικός όσο και ταιριαστός με τους θεσμούς μας. Λεν
είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε παραδείγματα χωριστών αυτονομιών από αυτές
που ήδη υπάρχουν και οι οποίες έχουν φτάσει ή πλησιάζουν στη μορφή που προτείνω:
τα πανεπιστήμια, η Τράπεζα της Αγγλίας, ο Οργανισμός Λιμένος Λονδίνου, ίσως ακό-
μη και οι σιδηροδρομικές εταιρείες». Η ιδιοκτησία ανήκει στην ένωση στην οποία τα
άτομα συμμετέχουν. Πρόκειται για μια λύση που βρίσκεται ανάμεσα στο άτομο και στο
κράτος, με την οποία δίδεται έμφαση στη ρευστή μορφή του κεφαλαίου, το χρήμα, και
όχι στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, του υλικού κεφαλαίου.

87

22-0116-02.indd 87 27/4/2017 6:07:56 µµ


Ι. Σόγερ, Γραφείο ευρέσεως εργασίας, 1927

Έτσι, τα προβλήματα μετατοπίζονται στο πεδίο της κυκλοφορίας του χρήματος.


Ιδεώδες για τον Κέυνς είναι η πλήρης απασχόληση. Όπως παρατηρεί, το επίπεδο
απασχόλησης προσδιορίζεται από το επίπεδο παραγωγής, δηλαδή, αν η παραγωγή αυξά-
νεται γρήγορα, οι επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους εργαζομένους. Η παραγωγή,
με τη σειρά της, εξαρτάται από την αποτελεσματική ζήτηση. Η «αποτελεσματική ζήτη-
ση» σημαίνει ότι υπάρχει αναπτυγμένη αγοραστική ικανότητα. Η παραγωγή, με λίγα
λόγια, καθορίζεται από την ικανοποιητική ζήτηση.
Στη Βίβλο υπάρχουν πολλές παραβολές που υπογραμμίζουν τα αγαθά της αποταμί-
ευσης. Επρόκειτο για μια αρχή που νομιμοποιήθηκε σε οικονομίες σε ανάπτυξη, όπως η
αγγλική ή η γαλλική κατά τον 19ο αιώνα, η ινδική, κατά τον 20ό, ενώ και στη χώρα μας
πολλοί θα θυμούνται την ετήσια έκθεση που έγραφαν οι μαθητές κάθε Οκτώβριο για τα
αγαθά της αποταμίευσης. Εντούτοις ο Κέυνς δε συμφωνεί με αυτή την αρχή, ειδικά όταν
έχει αναπτυχθεί αρκετά η οικονομία, θεωρώντας ότι είναι πιο σημαντικές οι νέες επεν-
δύσεις. Αυτή την πρόταση για δαπάνες υπέρ νέων επενδύσεων τη συνέδεσε με τη λύση
απέναντι στο πρόβλημα της ανεργίας, εφόσον με τις νέες επενδύσεις δημιουργούνται
νέες θέσεις εργασίας.
Θεωρούσε όμως ότι κατεξοχήν αυτή η παρέμβαση για το άνοιγμα των επενδύσεων

88

22-0116-02.indd 88 27/4/2017 6:07:57 µµ


έπρεπε να γίνει από το κρότος, το οποίο και έχει τη δυνατότητα να αναλάβει μεγάλα
έργα, όπως οδοποιίας, ανέγερσης σχολικών κτιρίων, νοσοκομείων, βιβλιοθηκών, κτλ.
Παραδόξως όμως τα μέτρα για την ανεργία και την πραγματοποίηση μεγάλων έργων
δεν επιχειρήθηκε να ληφθούν από την πατρίδα του Κέυνς, την Αγγλία, αλλά από την
Αμερική. Το 1933, κατά την προεδρία του Ρούζβελτ, με το New Deal (Νέα Συμφω-
νία), παρεμβαίνει ενεργά το κράτος εφαρμόζοντας μια πολιτική ανόδου των μισθών,
προκειμένου να αυξηθεί η κατανάλωση, αναλαμβάνει δε μεγάλα έργα με τα οποία δι-
ασφαλίζονται πολλές νέες θέσεις εργασίας. Με την πολιτική αυτή, επιχειρείται να πε-
ριοριστεί η ανεργία, η περιθωριοποίηση των ατόμων, η εγκληματικότητα, να δοθούν
κάποιες λύσεις στο πρόβλημα της κρίσης και να αποφευχθεί η επανάσταση ή ο πόλεμος,
χωρίς να οδηγηθεί το κοινωνικοοικονομικό σύστημα είτε προς το φασισμό είτε προς τον
κομμουνισμό.

3.3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
Η Κοινωνιολογία εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος τον 19ο αιώνα.
Στον αιώνα αυτό έχουν φανεί τα αποτελέσματα των μεγάλων πολιτικών και κοινωνι-
κών επαναστάσεων οι οποίες συνέβησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου
αιώνα στην Αμερική και στην Γαλλία, καθώς και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Το
κέντρο βάρους της οικονομικής ανάπτυξης μετατοπίζεται από το αγροτικό στο βιομη-
χανικό σύστημα παραγωγής, ενώ οι άνθρωποι μεταφέρονται μαζικά από την ύπαιθρο
στις πόλεις. Τα γεγονότα αυτά έθεσαν στο επίκεντρο της σκέψης και της πράξης την
επαναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων.
Η κοινωνιολογική θεωρία αναπτύχθηκε αποδίδοντας μεγάλη έμφαση στην επιστη-
μονική μέθοδο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως δάνεια πρότυπα από τη Φυσική, τη Βι-
ολογία, τη Φυσιολογία, στη συνέχεια όμως έγινε προσπάθεια ώστε η Κοινωνιολογία
να εξοπλιστεί με τις δικές της έννοιες και τα δικά της μεθοδολογικά: εργαλεία για την
εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων.
Η Κοινωνιολογία είναι ένας τρόπος να κατανοούμε και να εξηγούμε τις κοινωνικές
σχέσεις και τις συμπεριφορές των ατόμων στην κοινωνία. Διαβάζουμε, για παράδειγμα,
στον Τύπο: «Αποτυχία των μαθητών στις γενικές εξετάσεις». Ακούμε γύρω μας να λένε:
«Φταίνε οι μαθητές οι οποίοι δε διαβάζουν», «Φταίνε οι καθηγητές που δεν κάνουν σω-
στά τη δουλειά τους», «Φταίει ο υπουργός και οι σύμβουλοί του», «Φταίει το σύστημα».
Συνήθως επιχειρείται βιαστικά να βρεθεί μια αιτία, η οποία είτε προσωποποιείται είτε
είναι πολύ αόριστη. Η Κοινωνιολογία, αν και περιλαμβάνει την προσωπική εμπειρία,
τις ατομικές πεποιθήσεις, τις ποικίλες συμπεριφορές στους διάφορους χώρους της κοι-
νωνικής ζωής, δεν είναι απλώς το άθροισμά τους. Επιχειρεί να εισαγάγει κριτήρια και
μεθόδους με τις οποίες μελετούνται τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής και ελέγχονται
οι προτάσεις που διατυπώνονται γι’ αυτά.

89

22-0116-02.indd 89 27/4/2017 6:07:57 µµ


Μελετά την κοινωνική ζωή του ανθρώπου, τις ομάδες και τις διάφορες κοινωνίες,
επιχειρώντας μεθοδικά να διακρίνει τους τρόπους οργάνωσής τους. Επικεντρώνεται στη
μελέτη των θεσμών, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, το κράτος, ο στρατός, η Εκκλη-
σία, κ.ά. Μελετά πώς οι θεσμοί αλληλενεργούν, πώς διαμορφώνονται οι συμπεριφορές
των ατόμων στα πλαίσια των θεσμών, ποιες επιδράσεις ασκεί η κοινωνία στη διαμόρ-
φωση των αντιλήψεων των ατόμων. Με λίγα λόγια, η κοινωνιολογική σκέψη περιγράφει
αυτό το οποίο συμβαίνει και αυτό που καθένας προσπαθεί να αντιληφθεί, αλλά επιχειρεί
να οργανώσει μεθοδικά τους τρόπους εξήγησής του, τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες
διαμορφώνονται οι κοινωνίες, οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις.
Οι κοινωνιολόγοι, αν και επιχειρούν να εξετάσουν την κοινωνία ως αντικείμενο,
δηλαδή από απόσταση, χρησιμοποιώντας μεθοδικούς τρόπους παρατήρησης και οργα-
νώνοντας επιστημονικούς τρόπους εξήγησης, ταυτόχρονα μετέχουν σε αυτό το αντικεί-
μενο, επηρεάζονται από τις εξελίξεις του, από τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουν, από
τις εξελίξεις της επιστήμης, από την πολιτική ατμόσφαιρα και τις αξίες της εποχής. Η
κοινωνιολογική σκέψη μετέχει και η ίδια στην εξέλιξη της κοινωνίας επηρεάζοντάς την.
Οι έρευνές της δε μένουν κλεισμένες σε κάποια συρτάρια, αλλά κυκλοφορούν επηρεά-
ζοντας την επίσημη πολιτική, τη λειτουργία των θεσμών , τις συνειδήσεις των πολιτών.
Γιατί ενδιαφέρουν οι κλασικές θεωρίες; Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούμε με
κλασικούς θεωρητικούς της Κοινωνιολογίας, όπως ο Κοντ, ο Ντυρκέμ, ο Μαρξ και ο
Βέμπερ. Ο λόγος είναι ότι οι θεωρητικοί αυτοί συνεισέφεραν στην ανάδειξη της Κοινω-
νιολογίας ως επιστήμης. στην επιστημονική διερεύνηση της κοινωνίας, στην οργάνωση
υποδειγμάτων και μεθόδων οι οποίες ήταν χρήσιμες όχι μόνο για την εποχή τους αλλά
και για σημερινούς κοινωνιολόγους. Οι θεωρίες τους, όπως θα διαπιστώσουμε, διαφέ-
ρουν αναμεταξύ τους. Η Κοινωνιολογία θεμελιώνεται σε διαφορετικά υποδείγματα.
Επιπλέον, οι θεωρίες αυτές είναι «κλασικές» δηλαδή μπορούν να είναι πάντα επίκαιρες,
με δεδομένο ότι έχουν συλλάβει βασικά προβλήματα τα οποία μας απασχολούν και
σήμερα και έχουν τη δύναμη να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση σύγχρονων ερωτη-
μάτων, να εμπνέουν, να ανανεώνονται.

90

22-0116-02.indd 90 27/4/2017 6:07:57 µµ


3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας
Ο Αύγουστος Κοντ και η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική
Η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική. Ο Κοντ ως κύρια προβλήματα της εποχής
του βλέπει την αναρχία, το χάος των ιδεών, την πολιτική διαφθορά, την αναποτελεσμα-
τική διοίκηση, τα οποία θεωρούσε ότι προέκυψαν ως ένα σημαντικό βαθμό από τον
Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Απέναντι στο χάος των ιδεών, προτείνει το
θετικισμό ή Θετική Φιλοσοφία, τον οποίο εννοούσε ως την αναζήτηση των σταθερών
νόμων που ίσχυαν και για το φυσικό κόσμο και για την κοινωνία. Τον όρο «Κοινω-
νιολογία», τον οποίο καθιερώνει το 1822, τον εννοεί ως κοινωνική Φυσική. Τη νέα
αυτή επιστήμη την αντιμετωπίζει σύμφωνα με το πρότυπο των Φυσικών Επιστημών.
Τοποθετεί την Κοινωνιολογία στην υψηλότερη βαθμίδα μιας κλίμακας η οποία αρχίζει
με τα Μαθηματικά και την Αστρονομία και συνεχίζει με τη Φυσική, τη Χημεία και τη
Βιολογία, με την ιδέα ότι η επιστήμη αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και να λύσει
τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής.
Μια βασική συνεισφορά του στην ιστορία της κοινωνιολογικής σκέψης είναι η διά-
κριση ανάμεσα σε δυο προβλήματα, τα οποία όμως συνδέονται μεταξύ τους. Το πρώτο
συνοψίζεται στο ερώτημα: «Τι εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας». Αφορά τη με-
λέτη της δομής της κοινωνίας στη η μορφή που εμφανίζει, και ονομάζεται κοινωνική
στατική. Πρόκειται για τη μελέτη που αφορά τους νόμους αλληλενέργειας ανάμεσα (πα
μέρη του κοινωνικού συστήματος, τον τρόπο με τον οποίο τα μέρη ή δομές λειτουργούν
και τη σχέση τους με το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα. Ο Κοντ θεωρεί τα μέρη και το
όλον του κοινωνικού συστήματος σε κατάσταση αρμονίας.

Ο Αύγουστος Κοντ (August Comte, 1798–1857), όταν φοιτούσε


στην Πολυτεχνική Σχολή, στο Μονπελιέ, ο ίδιος και όλη του η τάξη
αποβλήθηκαν για τις πολιτικές τους ιδέες και την επαναστατική τους
δράση. Το γεγονός όμως αυτό δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα
ούτε για τις πνευματικές του ενασχολήσεις ούτε και για τη μετέπειτα
ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Για αρκετά χρόνια ήταν γραμματέας
και μαθητής του φιλοσόφου και κοινωνικού στοχαστή Ανρί Σαιν–Σι-
μόν (Claude Henri Saint–Simon), ο οποίος ήταν θετικιστής, πίστευε
δηλαδή ότι για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι
ίδιες μέθοδοι όπως και για τις Φυσικές Επιστήμες – μια πεποίθηση την οποία υιοθέτησε
και ο Κοντ. Έργα: Μαθήματα Θετικής Φιλοσοφίας (6 τόμοι, 1830–1842), Λόγος περί του
Θετικού Πνεύματος (1844), Σύστημα Θετικής Πολιτικής Οργάνωσης (4 τόμοι, 1851–1854),
Ο Κατηχισμός της Θετικής Θρησκείας (1852), Υποκειμενική Σύνθεση (1856).

91

22-0116-02.indd 91 27/4/2017 6:07:57 µµ


Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο ξεχωρίζει συνδέεται με τις κινήσεις της κοινωνίας
προς νέους σκοπούς και του έδωσε την ονομασία κοινωνική δυναμική. Πρόκειται για
τη μελέτη της κοινωνικής αλλαγής, της διαδοχής των κοινωνικών φαινομένων και των
νόμων οι οποίοι τα διέπουν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την κοινωνική δυναμική «Θεωρία της
Φυσικής Προόδου της Ανθρώπινης Κοινωνίας».
Ο νόμος των τριών σταδίων. Το υπόδειγμα του για την εξέλιξη της κοινωνίας βα-
σίζεται στη θεωρία του για την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, την οποία έβλεπε να
πραγματοποιείται σε τρία στάδια. Ο περίφημος νόμος των τριών σταδίων αφορού-
σε την ωρίμανση της ανθρώπινης σκέψης, όλων των κλάδων της γνώσης, την Ιστορία
του κόσμου. Το πρώτο και αναγκαίο σημείο εκκίνησης είναι το θεολογικό στάδιο. Σε
αυτό η ανθρώπινη σκέψη αναζητά την απόλυτη γνώση, την ουσία των πραγμάτων, την
προέλευση και το σκοπό τους. Όλα τα φαινόμενα θεωρούνται ότι προκαλούνται από
υπερφυσικές αιτίες και υπηρετούν θεϊκούς σκοπούς. Σε αυτό το στάδιο δε θεωρείται ότι
υπάρχει πρόοδος στη γνώση και στην κοινωνική ζωή. Στο μεταφυσικό στάδιο τη θέση
των υπερφυσικών δυνάμεων στην εξήγηση των αιτιών και των σκοπών καταλαμβάνουν
αφηρημένες δυνάμεις, όπως η φύση ή η θέληση του λαού. Το στάδιο αυτό έχει πιο πολλή
σημασία ως εκείνο το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο, το θεολογικό, και το τρίτο,
το θετικιστικό στάδιο. Στο τελικό και σημαντικότερο στάδιο, το θετικιστικό, σταματά
η μάταιη έρευνα για τις αρχικές αιτίες και τους σκοπούς, η αναζήτηση υπερφυσικών
όντων, και ερευνώνται οι σταθεροί νόμοι που διέπουν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα.
Γενική εκτίμηση για τη συνεισφορά του έργου. Η θεωρία του Κοντ θεωρείται ότι
τείνει σε υπεραπλουστεύσεις και ότι επιβάλλει γενικά θεωρητικά σχήματα σε οτιδήπο-
τε, ανεξάρτητα από το αν ταιριάζουν ή όχι. Ως κύρια συνεισφορά της αναγνωρίζεται η
καθιέρωση του όρου «Κοινωνιολογία», η διάκριση των όρων «κοινωνική στατική» και
«κοινωνική δυναμική» και η εισαγωγή στην κοινωνιολογική έρευνα διάφορων μεθό-
δων, όπως η παρατήρηση, το πείραμα, η σύγκριση, η ιστορική έρευνα. Ειδικά η θεωρία
για την κοινωνική στατική, που επικεντρώνεται σε δομές, λειτουργίες και στην έννοια
της εξισορρόπησης, είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη του σύγχρονου δομικού
λειτουργισμού. Το έργο του Κοντ για την κοινωνική δυναμική προσέφερε πολλά στις
μετέπειτα θεωρίες εξέλιξης και κοινωνικής αλλαγής.

92

22-0116-02.indd 92 27/4/2017 6:07:57 µµ


3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων
Το έργο του Μαρξ δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια αποκλειστικά Κοινωνική Επιστήμη,
αν και επηρέασε τις κατευθύνσεις έρευνας της Κοινωνιολογίας, της Πολιτικής Οικο-
νομίας, της Πολιτικής, του Δικαίου. Προσέφερε μεθόδους οι οποίες χρησιμεύουν σε
μια κριτική ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά και κάθε κοινωνίας. Η θεωρία
του συνάντησε αφ’ ενός θερμούς υποστηρικτές, αφ’ ετέρου έντονη αποδοκιμασία και
την προσπάθεια να αγνοηθεί. Κυρίως του ασκείται η κριτική ότι δεν ήταν ένας απλός
παρατηρητής των κοινωνικών φαινομένων, αλλά έθεσε αξιολογήσεις και πολιτικά προ-
γράμματα στο κέντρο της θεωρίας του, όπως ότι η κοινωνία είναι εκμεταλλευτική και
θα πρέπει να αλλάξει μέσω επαναστατικής πράξης.
Η διαλεκτική των ταξικών κοινωνικών σχέσεων. Ο Μαρξ, σε ένα σύντομο έργο
του, τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, διατυπώνει τη θέση ότι «Η πραγματική φύση του αν-
θρώπου είναι η ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων». Η πρόταση αυτή σηματοδοτεί
την αφετηρία για τη μελέτη των σχέσεων αυτών. Πώς όμως θα μελετηθούν οι κοινωνι-
κές σχέσεις; Ο Μαρξ επιχειρεί τη μελέτη τους κατά διαλεκτικό τρόπο και εισάγοντας
μια σειρά άλλων εννοιών, για την πληρέστερη περιγραφή και εξήγησή τους.
Ο Μαρξ έβλεπε ότι στη σύγχρονη κοινωνία διακρίνονται αφ’ ενός όσοι κατέχουν
τα μέσα παραγωγής, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μηχανές, κτλ., αφ’ ετέρου όσοι δε
διαθέτουν παρά την εργατική τους δύναμη, την οποία πωλούν στους προηγουμένους
έναντι κάποιου μισθού. Οι πρώτοι αποτελούν την κεφαλαιοκρατική / καπιταλιστική
τάξη και οι άλλοι την εργατική. Πρόκειται για τις δυο κυρίες τάξεις του καπιταλιστικού
συστήματος. Οι υπόλοιπες τάξεις αναπτύσσονται στο ενδιάμεσο αυτών των δύο.
Η διαλεκτική μέθοδος ανάλυσης δεν είναι μια απλή, ευθύγραμμη σχέση αιτίας–
αποτελέσματος. Πρώτον, υποδηλώνει όχι μόνο την επίδραση μιας αιτίας σε ένα αποτέ-
λεσμα, αλλά και την επίδραση του αποτελέσματος στην αιτία. Για παράδειγμα, η εκμε-
τάλλευση που υφίσταται η εργατική τάξη από την αστική/καπιταλιστική τάξη προκαλεί
τη δυσφορία και τις αντιδράσεις των εργατών οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, πιέζουν
την αστική τάξη να διαφοροποιήσει τη στάση της ή επαναστατούν. Δεύτερον, στη δια-
λεκτική ανάλυση οι αξίες δε χωρίζονται από τα γεγονότα. Οι κοινωνικές σχέσεις θεω-
ρείται ότι εμπεριέχουν αξίες, και έτσι χαρακτηρίζονται ισότιμες, ελευθεριακές ή άνισες,
εκμεταλλευτικές, κτλ. Τρίτον, οι δύο μεγάλες κοινωνικές τάξεις, σύμφωνα με τον Μαρξ,
η εργατική και η καπιταλιστική, δε θεωρούνται εντελώς ξεχωρισμένες μεταξύ τους. Η
ύπαρξη της μιας είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη της άλλης. Τέταρτον, η διαλεκτική
ανάλυση δε βλέπει και δεν εξετάζει τις κοινωνικές σχέσεις απομονωμένες από το ιστο-
ρικό παρελθόν και την προοπτική του μέλλοντος. Επιχειρεί να τις μελετήσει τόσο ως
προϊόντα της ιστορικής τους προέλευσης, όσο και να διακρίνει σε αυτές τις δυνατότητες

93

22-0116-02.indd 93 27/4/2017 6:07:57 µµ


του μετασχηματισμού τους. Τέλος, η ανάλυση αυτή κατευθύνεται στη μελέτη του κοι-
νωνικού συστήματος σε σχέση με την πράξη των υποκειμένων, ατόμων και ομάδων. Η
μελέτη αυτής της διαπλοκής θεωρείται ότι συμβάλλει στην εξήγηση των κοινωνικών
μεταβολών.
Η έμφαση στο ρόλο της πρά-
ξης των υποκειμένων αναδεικνύει
τον τρόπο με τον οποίο αναλύεται
η έννοια της συνείδησης. Ο Μαρξ
δε θεωρούσε ότι η συνείδηση
υφίσταται ως αφηρημένη έννοια,
αλλά την εννοούσε σε σχέση με
τον πραγματικό άνθρωπο. Ο άν-
θρωπος, καθώς αναλαμβάνει διά-
φορες δραστηριότητες και συνερ-
γάζεται με τους συνανθρώπους
του, μετατρέπεται και ο ίδιος,
μεταβάλλει τις ιδέες του, επινοεί
νέες ιδέες, ανάγκες και γλώσσα.
Πρόκειται για την ικανότητα του
ατόμου να αναγνωρίζει νέες ιδιό-
τητές του, αλλά και να ελέγχει τις
δραστηριότητές του μέσω κοινής
δράσης.
Οι αλλοτριωμένες σχέσεις.
Το κύριο ενδιαφέρον της κοι-
Π. Μάρκους, Το δείπνο, 1995
νωνικής θεωρίας του Μαρξ προ-
σανατολίζεται στη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού
συστήματος. Η δομή αυτού του συστήματος οργανώνεται μέσα από τη σχέση ανάμεσα
στις δύο κύριες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Οι ταξικές σχέσεις θεω-
ρείται ότι είναι αλλοτριωμένες. Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση (αλλότριος =
ξένος) ή αποξένωση βασίζεται στην ταξική δομή της κοινωνίας.

94

22-0116-02.indd 94 27/4/2017 6:07:57 µµ


Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης, πρώτον, αναφέρεται στη σχέση του εργάτη με τη
διαδικασία παραγωγής. Οι εργάτες είναι αποξενωμένοι από την παραγωγική διαδικασία,
εφόσον η παραγωγική δραστηριότητα και το προϊόν της ανήκουν στην καπιταλιστική
τάξη, η οποία κατέχει τα μέσα παραγωγής και παίρνει μόνο αυτή τις σχετικές αποφάσεις.
Ο εργάτης έχει την εντύπωση ότι εργάζεται για το μισθό που του δίνεται. Έτσι, χάνει και
το ενδιαφέρον του για τη διαδικασία της παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η εργατική
τάξη παράγει όλο το κοινωνικό προϊόν, από το οποίο λαμβάνει ωστόσο μέσω του μισθού
μόνο ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο το ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής
(βλ. 3.2.3.). Δεύτερον, ο εργάτης αισθάνεται αποξενωμένος από το προϊόν που παράγει,
εφόσον αυτό ανήκει στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής του, οι οποίοι αποφασί-
ζουν και το πώς θα διατεθεί. Τρίτον, ο εργάτης είναι αποξενωμένος από τους άλλους
εργάτες στο χώρο εργασίας. Τούτο ευνοείται μέσω των εντατικών ρυθμών εργασίας, με
τον έντονο καταμερισμό των εργασιών και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Καθώς δεν
ευνοείται η συνεργασία, επικρατούν εντατικοί ρυθμοί εργασίας και ασκείται πίεση για
αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ υπάρχει ο φόβος της απόλυσης και της ανεργίας, οι
σχέσεις ανάμεσα στους εργάτες γίνονται ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές. Τέλος, οι
εργαζόμενοι αποξενώνονται και από τους εαυτούς τους, εφόσον αισθάνονται ότι ανή-
κουν σε ένα μηχανισμό ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική τους θέληση.
Η αλλοτρίωση εκφράζεται στην ψευδή συνείδηση των ατόμων, τα οποία αισθάνονται
ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι: για παράδειγμα, ο εργάτης ταυτίζεται με τον
καπιταλιστή. Ο Μαρξ κάνει λόγο για ταξική συνείδηση, για τη συνείδηση την οποία
αποκτά μια τάξη ως σύνολο, η οποία ευνοεί αλληλέγγυες μορφές δράσης για τη μεταβο-
λή των συνθηκών της κοινωνικής ζωής.
Με λίγα λόγια, ο Μαρξ μελετά την κοινωνία με αφετηρία την ανάλυση των κοι-
νωνικών σχέσεων, με διαλεκτικό τρόπο και κριτικά αξιακά κριτήρια. Επικεντρώνεται
στις καπιταλιστικές σχέσεις, σι οποίες οργανώνονται σε ένα ταξικό κοινωνικό σύστημα.
Ξεχωρίζει ως αποφασιστικής σημασίας τη σχέση ανάμεσα σε δύο τάξεις, την καπιταλι-
στική και την εργατική, για την εξέλιξη του κοινωνικού συστήματος. Εξετάζει κριτικά
τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης των σχέσεων. Ξεκινά με την
ανάλυση των συγκρουσιακών σχέσεων, επιχειρώντας όμως να διερευνήσει τη δυνατό-
τητα μετασχηματισμού των σχέσεων σε σχέσεις αλληλεγγύης.

95

22-0116-02.indd 95 27/4/2017 6:07:57 µµ


3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη
των κοινωνικών γεγονότων
Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ντυρκέμ, παρατηρώντας την εποχή του: «Η θρησκεία
έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας της. Η κυβερνητική εξουσία, αντί να ρυθμίζει
την οικονομική ζωή, έγινε εργαλείο και υπηρέτης της... Η βιομηχανία, αντί να θεωρείται
ως μέσο απέναντι σε ένα σκοπό που την υπερβαίνει, έγινε ο ύψιστος σκοπός των ατόμων
και των κοινωνιών. Έτσι όμως όπως έχουν διεγερθεί οι επιθυμίες, έχουν ξεπεράσει κάθε
περιοριστική αρχή... Τελικά αυτή η αποχαλίνωση των επιθυμιών επιδεινώθηκε από την
ανάπτυξη της βιομηχανίας και τη σχεδόν απεριόριστη επέκταση της αγοράς... Τώρα που
ο παραγωγός μπορεί σχεδόν να ισχυριστεί ότι έχει όλο τον κόσμο πελάτη του, πώς θα
δέχονταν τα πάθη να περιοριστούν όπως άλλοτε;» (Η Αυτοκτονία, σ. 284). Εδώ ο Μαρξ
μελετά τις κοινωνικές σχέσεις διερωτώμενος «πώς είναι δυνατό να αλλάξουν και να
μετασχηματιστούν σε σχέσεις αλληλεγγύης», ο Ντυρκέμ μελετά την κοινωνία με το
ερώτημα «πώς λειτουργεί η κοινωνία και πώς μπορεί να διατηρήσει τη συνοχή της».
Τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα. Στους Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθό-
δου, ο Ντυρκέμ υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, το οποίο της
έδινε έναν επιστημονικό χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. Λυτά
ορίζονται ως τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά
και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Τα κοινωνικά γεγονότα έπρεπε να
μελετώνται ως πράγματα, μια μελέτη που ευνοούσε την εμπειρική και όχι τη φιλοσο-
φική μέθοδο. Ως πράγματα κατανοούνταν ότι υπήρχαν ανεξάρτητα από το άτομα και
την ψυχολογία τους. Έτσι, η Κοινωνιολογία ξεχώριζε όχι μόνο από τη Φιλοσοφία, αλλά
και από την Ψυχολογία. Τα κοινωνικά γεγονότα διακρίνονταν σε υλικά γεγονότα, όπως
η κοινωνία, η Εκκλησία, το κράτος, οι τρόποι επικοινωνίας, και σε μη υλικά γεγονότα,
όπως η ηθικότητα, η συλλογική συνείδηση, οι συλλογικές αναπαραστάσεις, κτλ.
«Πώς συμβαίνει, ενώ το άτομο γίνεται όλο και πιο αυτόνομο, να εξαρτάται όλο και
πιο στενά από την κοινωνία». (Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία). Πάνω
στο ερώτημα αυτό, που επικεντρώνεται στο δεσμό του ατόμου με την κοινωνία και στην
ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Ντυρκέμ αναπτύσσει τη θεωρία του.
Ο Ντυρκέμ διέκρινε δυο τύπους κοινωνίας: ο πιο πρωτόγονος χαρακτηριζόταν από
μηχανική αλληλεγγύη, ενώ ο πιο σύγχρονος από οργανική αλληλεγγύη. Στις κοινωνίες
όπου η αλληλεγγύη είναι μηχανική, ο καταμερισμός της εργασίας είναι πολύ περιο-
ρισμένος, υπάρχει κοινωνική ενότητα και πολύ στενός δεσμός ανάμεσα στα μέλη της
κοινωνίας. Η οργανική αλληλεγγύη εμφανίζεται με την ανάπτυξη του καταμερισμού
της εργασίας. Στις κοινωνίες αυτές, εμφανίζεται μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα σια
άτομα, καθώς αναλαμβάνουν διαφορετικές δραστηριότητες και υπευθυνότητες. Ενώ
στις πρωτόγονες κοινωνίες η οικογένεια ήταν αυτάρκης, έχοντας αναλάβει ακόμη και

96

22-0116-02.indd 96 27/4/2017 6:07:57 µµ


Ο Εμίλ Ντυρκέμ (Émile Durkheim, 1858–1917) γεννήθηκε στο Επι-
νάλ της Λοραίνης, στη Γαλλία, μια περιοχή που βρέθηκε στο επί-
κεντρο των διεκδικήσεων Γερμανών και Γάλλων. Προερχόταν από
εβραϊκή οικογένεια, ο πατέρας του ήταν ραβίνος και προοριζόταν
και ο ίδιος να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Δεν τον ικα-
νοποιούσε όμως η θρησκευτική εκπαίδευση που έλαβε και γι’ αυτό
προσανατολίστηκε στη μελέτη της Κοινωνιολογίας. Μετά τις σπουδές
του στο Παρίσι, σπούδασε στη Γερμανία Οικονομικά, Λαογραφία και Πολιτιστική Λαο-
γραφία και μαθήτευσε στο πειραματικό ψυχολογικό εργαστήριο του Β. Βουντ. Το 1889
διορίζεται καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Μπορντώ και το 1906 στο Πανεπιστήμιο του
Παρισιού, όπου διδάσκει Κοινωνιολογία και Παιδαγωγική, με έμφαση στην ηθική δια-
παιδαγώγηση. Έδειξε ενδιαφέρον για τη θεωρία του Μαρξ, χωρίς όμως να συμμερίζεται
τη σημασία που απέδιδε ο τελευταίος στο ρόλο της εργατικής τάξης. Έδειξε ενδιαφέρον
και για το σοσιαλισμό, τον οποίο θεωρούσε ένα ιδεώδες το οποίο εξέφραζε τη συλλογική
δυσφορία των κοινωνιών.
Κύρια έργα του: Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία, Οι Κανόνες της
Κοινωνιολογικής Μεθόδου, Η Αυτοκτονία, Οι Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής
Ζωής. Έγραψε επίσης κείμενα για την εκπαίδευση και την ηθική διαπαιδαγώγηση.

τη μόρφωση και τον πλήρη έλεγχο των μελών της, στις σύγχρονες κοινωνίες η οικογέ-
νεια αριθμεί λιγότερα μέλη και πολλές από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τις
έχουν αναλάβει ειδικοί θεσμοί, γεγονός βέβαια που περιόρισε το δεσμό ανάμεσα στην
οικογένεια και συνέβαλε στην ανάπτυξη της εξατομίκευσης. Εντούτοις, στις κοινωνίες
που χαρακτηρίζονται από οργανική αλληλεγγύη, η διαφοροποίηση επιτρέπει στα άτομα
να συνεργάζονται περισσότερο, αφού κάθε εργασία πρέπει να συμπληρώνεται από μια
άλλη και έτσι η ανάπτυξη της ατομικότητας εμφανίζεται συμβατή με την αλληλεγγύη
και την αλληλεξάρτηση.
Η συλλογική ή κοινή συνείδηση ορίζεται ως το σύνολο των πεποιθήσεων και των
αισθημάτων που είναι κοινά στο μέσο όρο των μελών της ίδιας κοινωνίας και σχημα-
τίζουν ένα ανεξάρτητο σύστημα. Πρόκειται για ένα παράδειγμα μη υλικού γεγονότος,
το οποίο αφορά την κοινή ηθική. Σε κοινωνίες με μηχανική αλληλεγγύη η συλλογική
συνείδηση είναι αυστηρή, σε αυτή μετέχει το σύνολο των ατόμων, τα οποία πιστεύουν
βαθιά σε αυτή, ενώ σε κοινωνίες με οργανική αλληλεγγύη υπερέχει μια ατομική ηθική.
Ο Ντυρκέμ, αντί για τον όρο αυτό, «συλλογική συνείδηση», στο ύστερο έργο του υιοθε-
τεί τον όρο «συλλογικές αναπαραστάσεις», για να υποδηλώσει τους κανόνες, τις αξίες
ιδιαίτερων συνόλων, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η θρησκεία, κτλ. Ανήκουν και
αυτές στα μη υλικά γεγονότα και δεν ανάγονται στην ατομική συνείδηση.

97

22-0116-02.indd 97 27/4/2017 6:07:57 µµ


Μια μεγάλη συμβολή του Ντυρκέμ, επίκαιρη και για τις μέρες μας, είναι η μελέτη
του για την αυτοκτονία, την οποία δεν εξετάζει ως ατομικό γεγονός και ψυχολογικό
φαινόμενο. Αντίθετα, επιχειρεί να εντάξει σε κατηγορίες τα κοινωνικά γεγονότα που
σχετίζονται με αυτό το φαινόμενο. Πρώτον, διακρίνει την εγωιστική αυτοκτονία, την
οποία συνδέει με το χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης των ατόμων στην κοινωνία. Η οικο-
γένεια, όπως και η θρησκεία, διαπιστώνει ο Ντυρκέμ, προστατεύουν τα άτομα από την
αυτοκτονία, αλλά και τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα, όπως οι επαναστάσεις, οι πόλεμοι,
ακόμη και η περίοδος των εκλογών, συμπιέζουν τον αριθμό των αυτοκτονιών. Δεύτε-
ρον, διακρίνει τον τύπο της αλτρουιστικής αυτοκτονίας, την οποία συνδέει, σε αντίθε-
ση με την προηγούμενη, με τον περιορισμένο βαθμό εξατομίκευσης. Ο τρίτος τύπος αυ-
τοκτονίας συνδέεται με το φαινόμενο της ανομίας και καλείται ανομική. Εμφανίζεται
όταν το κράτος δεν είναι πλέον ρυθμιστής της οικονομικής ζωής, ως εκ τούτου δεν απο-
φεύγονται οι οικονομικές κρίσεις, στη διάρκεια των οποίων οι αυτοκτονίες αυξάνονται,
Η αύξηση των αυτοκτονιών αυτού του τύπου συνδέονται, επίσης, και με την έλλειψη
ελέγχου των παθών, την απεριόριστη επιθυμία και την ηθική αποδιοργάνωση. Μπορεί η
κοινωνική ρύθμιση να ευνοεί τη συγκράτηση του ποσοστού αυτοκτονιών, αλλά, όταν η
ρύθμιση είναι υπερβολική και καταπιεστική, τότε ευνοείται ένας άλλος τύπος αυτοκτο-
νίας, η μοιραία (φαταλιστική) αυτοκτονία. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση, που για
τον Ντυρκέμ παρατηρείται σε πολύ νέους παντρεμένους άντρες, σε άτεκνες παντρεμέ-
νες γυναίκες και ιστορικά στους δούλους.
Στο ύστερο έργο του ο Ντυρκέμ έδωσε έμφαση στη μελέτη της θρησκείας, επιχει-
ρώντας να δείξει την κοινωνική προέλευσή της. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η θρησκεία
μπορεί να θεωρηθεί ειδική μορφή της συλλογικής συνείδησης, ενώ στις σύγχρονες κοι-
νωνίες η θρησκεία περιλαμβάνεται απλώς στις συλλογικές αναπαραστάσεις. Η αλλη-
λένδετη σχέση θρησκείας–κοινωνίας εξυψώνει την κοινωνία σε ύψιστη αξία και η δια-
τήρηση του κοινωνικού δεσμού συνιστά καθήκον. Στα κείμενά του για την εκπαίδευση,
τόνισε ακριβώς πώς μέσω της ηθικής διαπαιδαγώγησης μπορεί το άτομο, από μικρή
ηλικία, να μετριάζει τις επιθυμίες του και να εσωτερικεύει τους ηθικούς και κοινωνικούς
κανόνες.

98

22-0116-02.indd 98 27/4/2017 6:07:57 µµ


Σε γενικές γραμμές, η θεωρία του Ντυρκέμ θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο
στην εμφάνιση νέων κοινωνιολογικών θεωριών, όπως ο δομολειτουργισμός (βλ. 4.13.),
ενώ είναι επίκαιρη και σήμερα η προσέγγισή του σε ζητήματα κοινωνικής παθολογίας.

3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τύπος της ορθολογικής πράξης


Ο Βέμπερ εκπροσωπεί την κύρια κατεύθυνση της Κοινωνιολογίας στη Γερμανία, ειδικά
στον ακαδημαϊκό χώρο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Διαφοροποι-
είται σε σχέση τόσο με τον Μαρξ όσο και με τον Ντυρκέμ, διότι δίνει μεγάλη σημασία
στη μελέτη του ατομικού φορέα της κοινωνικής πράξης. Από αυτή την άποψη, συμπλη-
ρώνει τις αναλύσεις των προηγουμένων θεμελιωτών.
Βασικές έννοιες και μεθοδολογία. Ο Βέμπερ είδε την κοινωνία ως προϊόν όχι μόνο
της νέας τεχνολογίας και του καπιταλισμού αλλά και ενός νέου τρόπου σκέψης. Η Κοι-
νωνιολογία με τον Βέμπερ αποκτά νέο νόημα. Επιδίωξε να την αποσυνδέσει από τις
Φυσικές Επιστήμες. Για τον Βέμπερ, δεν ορίζουμε ένα κοινωνικό γεγονός όπως ένα
πράγμα στις Φυσικές Επιστήμες. Ο κοινωνιολόγος δεν παρατηρεί απλώς, αλλά επίσης
κατανοεί. Η κοινωνιολογική προσέγγιση είναι ένας ιδιαίτερος και σύνθετος τρόπος
προσέγγισης των κοινωνικών γεγονότων.
Ο Βέμπερ συνήθιζε την έκφραση ορθολογικοποίηση της κοινωνίας ή απομυθολό-
γηση του κόσμου, για να υποδηλώσει την ιστορική μεταβολή από την παράδοση στην
ορθολογικότητα, αποδίδοντας κύριο ρόλο στην ανθρώπινη σκέψη. Η ορθολογικότητα
σημαίνει τον υπολογισμό των πιο αποτελεσματικών μέσων για την εκπλήρωση ενός
σκοπού. Ας σημειωθεί ότι ο όρος αυτός δεν εισάγεται με αξιολογική πρόθεση, ως ο «ορ-
θός» τύπος πράξης, αλλά προκειμένου να δοθεί έμφαση στην εξέταση των πρόσφορων
και αποτελεσματικών μέσων για την εκπλήρωση ενός σκοπού.
Ο Βέμπερ ορίζει την Κοινωνιολογία ως «μια επιστήμη που επιδιώκει να κατανοεί
ερμηνευτικά την κοινωνική πράξη και με αυτό τον τρόπο να την εξηγεί αιτιακά στην
πορεία και τις συνέπειές της». Με τον όρο «πράξη» εννοεί μια ανθρώπινη ενέργεια,
εξωτερική ή εσωτερική, παράλειψη ή ανοχή, η οποία αναφέρεται στην πράξη άλλων
ατόμων. Ως βασικός όρος τίθεται η σύνδεση της πράξης από τους δρώντες με ένα «υπο-
κειμενικό νόημα». Ο κοινωνιολόγος μπορεί να διαγνώσει το νόημα της πράξης αν το
άτομο γνωρίζει το στόχο που επιδιώκει να πραγματοποιήσει με αυτή.

99

22-0116-02.indd 99 27/4/2017 6:07:57 µµ


Ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber, 1864–1920) προερχόταν από ευκατάστα-
τη οικογένεια– ο πατέρας του κατείχε υψηλή θέση στον κρατικό μηχανι-
σμό, ήταν ενεργό μέλος της πολιτικής ζωής, με πλούσια δραστηριότητα,
ενώ η μητέρα του, αντίθετα, ήταν αφοσιωμένη σε ένα θρησκευτικό και
ασκητικό τρόπο ζωής. Στη ζωή του Βέμπερ εκδηλώνονται και οι δυο τά-
σεις, το ενδιαφέρον και για την πολιτική και για τη θρησκεία. Σπούδασε
Νομικά, Ιστορία, Οικονομία, Φιλοσοφία και Θεολογία στα Πανεπιστή-
μια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου. Από το 1891 αρχίζει την ακα-
δημαϊκή του σταδιοδρομία, κατά τη διάρκεια της οποίας δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια
της Γερμανίας, στη Βιέννη, και έδωσε σειρά διαλέξεων και στην Αμερική. Ανάμεσα στα
κυριότερα έργα του είναι Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Καπιταλισμού, Οικο-
νομία και Κοινωνία, ένας πολύ μεγάλος αριθμός μελετών που παρουσιάστηκαν στο Αρ-
χείο Κοινωνικών Επιστημών και Κοινωνικής Πολιτικής. Δημοσίευσε, επίσης, και πολλά
άρθρα για την τρέχουσα πολιτική, στην οποία μετείχε ενεργά.

Η πράξη, πρωταρχικά, υπαγορεύεται ως προς ένα σκοπό (ορθολογική ως προς το


σκοπό πράξη), με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα μέσα για την εκ-
πλήρωση του σκοπού. Δεύτερον, η πράξη που υπαγορεύεται από μια αξία (ορθολογική
ως προς τις αξίες πράξη) εξηγείται με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα
μέσα για τη διατήρηση της αξίας. Τρίτον, η πράξη που ικανοποιεί συναισθηματικά (η
συγκινησιακή πράξη) προσδιορίζεται με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα κατάλ-
ληλα μέσα για την ικανοποίηση των συναισθημάτων. Ένας τέταρτος τύπος πράξης (η
παραδοσιακή πράξη) υπαγορεύεται από βιωμένες συνήθειες ή από παραδόσεις.
Ο Βέμπερ, για να ερμηνεύσει ορθολογικά και να εξηγήσει τις επιμέρους πράξεις, κα-
τασκευάζει τον ιδεότυπο ή «καθαρό τύπο», ο οποίος δεν αναφέρεται σε ό,τι είναι επι-
θυμητό ή ιδεώδες, θετικό ή ορθό, αλλά σε μια «καθαρή μορφή». Ένας ιδεότυπος είναι
μια αφηρημένη περιγραφή, μια πνευματική εικόνα, που κατασκευάζεται από τα πλέον
ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης. Αυτή η διανοητική κατασκευή,
εννοείται, δεν αντιστοιχεί πλήρως στην εμπειρική πραγματικότητα. Η εικόνα αυτή, η
οποία δεν είναι σαν την εικόνα ενός καθρέφτη, μπορεί να είναι μια κατασκευή, όπως
η γραφειοκρατία, οι προηγούμενοι τύποι πράξεων, ο καπιταλισμός, κτλ. Ο τύπος αυτός
χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης πραγματικών καταστάσεων ή πράξεων και κρίνονται
οι παρεκκλίσεις τους. Οι ιδεότυποι δεν κατασκευάζονται άπαξ διαπαντός, αλλά, καθώς
η κοινωνία μεταβάλλεται, είναι αναγκαίο να αναπτύσσονται νέες τυπολογίες. Ο Βέμπερ
απορρίπτει την ιδέα των θεωρητικών νόμων.

100

22-0116-02.indd 100 27/4/2017 6:07:57 µµ


Αντ’ αυτών, χρησιμοποιεί ιδεότυπους με ποικίλους τρόπους για να δημιουργήσει θε-
ωρητικά μοντέλα, όπως την εκλογίκευση της κοινωνίας, τη χαρισματική εξουσία, κτλ.,
προκειμένου για την ανάλυση ορισμένων ιστορικών εξελίξεων.
Ο Βέμπερ θεώρησε το βιομηχανικό καπιταλισμό ορθολογικό σύστημα, με δεδομένο
ότι οι καπιταλιστές επιδιώκουν το κέρδος με ορθολογικούς τρόπους, προσανατολίζονται
δηλαδή στην επιλογή προσφορότερων μέσων, στην εξοικονόμηση μέσων και ενεργειών,
κτλ. Στο έργο του H Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, συνέδεσε
το ασκητικό πνεύμα του προτεσταντισμού, ειδικά του καλβινισμού, με το πνεύμα του
καπιταλισμού. Συμφωνά με το ασκητικό πνεύμα, οι άνθρωποι ελέγχουν τις παρορμήσεις
τους, είναι φιλόπονοι, συσσωρεύουν αγαθά για το μέλλον. Αυτές οι αρχές συμφωνούν
με τον καπιταλισμό ως σύστημα, που εκτός των άλλων τονίζει την οικονομική επιτυχία.
Ο προτεσταντισμός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάδυση του καπιταλιστικού πνεύ-
ματος. Ο Βέμπερ θέλησε να δείξει ότι η θρησκεία μπορεί να έχει ορθολογικά στοιχεία
και να αποτελεί παράγοντα που ευνοεί κοινωνικές αλλαγές. Εντούτοις, δε θεωρούσε ότι
είναι αναγκαίος παράγοντας για τη συνέχιση αυτού του οικονομικού συστήματος, το
οποίο υφίσταται πλέον ανεξάρτητα από το άτομο. Αν και στο έργο του αυτό ο Βέμπερ
τόνισε την επίδραση του καλβινισμού στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού πνεύματος,
είχε επίγνωση του ότι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επίσης επιδρούν στη η θρη-
σκεία. Εξάλλου, το βεμπεριανό μοντέλο είναι σύνθετο, διότι αποβλέπει στην κατανό-
ηση των ποικίλων σχέσεων ανάμεσα στους πολιτικούς, οικονομικούς και δικαιϊκούς
θεσμούς που αλληλεπιδρώντας διαμορφώνουν την πράξη.

Για τον Μ. Βέμπερ, οι πράξεις του επιστήμονα, του καπιταλιστή, του υπαλλήλου μιας υπηρεσίας είναι
ορθολογικές κατά το σκοπό εφόσον χρησιμοποιούνται τα προσφορότερα μέσα σε κάθε περίπτωση.

101

22-0116-02.indd 101 27/4/2017 6:07:57 µµ


Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βέμπερ εντοπίζει, όπως και ο Μαρξ, το φαινόμενο της
αλλοτρίωσης στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν το συνδέει όμως με την οικονομική ανισό-
τητα, όπως ο Μαρξ, αλλά με τη γραφειοκρατία, η οποία θεωρείται ότι καταπνίγει την
ατομικότητα.
Τι είναι εξουσία; Ποιοι είναι οι καθαροί της τύποι; Η εξουσία συνδέεται με την
έννοια της υπακοής απέναντι σε μια διαταγή. Εφόσον χωρίς υπακοή δεν υπάρχει εξου-
σία, η εξουσία πρέπει να αναγνωρίζεται εκ μέρους των εξουσιαζομένων, για να είναι
σταθερή. Ο πρώτος τύπος είναι η ορθολογική–νόμιμη εξουσία, η οποία βασίζεται σε
ένα καταστατικό και ανταποκρίνεται στον τύπο της ορθολογικής κατά το σκοπό πράξης.
Στους τύπους αυτής συγκαταλέγεται η κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η γραφειοκρατική
εξουσία, που θεωρείται και ο πιο «καθαρός τύπος» έννομης εξουσίας, μια βιομηχανική
επιχείρηση, κλπ. Η «υποχρέωση υπακοής» διαβαθμίζεται σύμφωνα με μια κλιμακωτή
διάταξη, όπου από κάθε βαθμίδα μεταβιβάζονται εντολές σε όσους ανήκουν στην αμέ-
σως επόμενη. Ο δεύτερος καθαρός τύπος είναι η παραδοσιακή εξουσία, όπου η τάξη
αναγνωρίζεται για χάρη του ίδιου της του εαυτού και επειδή ίσχυε πάντα (παράδοση)
και ανταποκρίνεται στην ορθολογική κατά την αξία πράξη. Αντιπροσωπευτικά παρα-
δείγματα είναι οι κλασικές μοναρχίες, η πατρική κυριαρχία, ο παπισμός. Τρίτος τύπος
είναι η χαρισματική εξουσία, η οποία αναφέρεται στον τύπο της συγκινησιακής πράξης.
Η σχέση κυρίου και υπακούοντος παριστάνεται σύμφωνα με το μοντέλο του αρχηγού
και της ακολουθίας.
Αξίες και γεγονότα. Ο Βέμπερ πίστευε ότι είναι δυνατός ο χωρισμός των γεγονότων
από τις αξίες. Ένας καθηγητής, για παράδειγμα, πρέπει να παρουσιάζει γεγονότα κι όχι
να προβαίνει σε προσωπικές αξιολογήσεις στην τάξη. Ο Βέμπερ, έτσι, εξέφραζε την
αντίθεσή του σε κάθε είδους προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, δεν απέρριπτε τελείως
τις αξίες από την κοινωνική έρευνα, εφόσον αναζητούσε την έννοια της ορθολογικότη-
τας, ορισμένες αρετές στην επιστημονική έρευνα, όπως την ακρίβεια στην παρατήρηση,
τη συστηματική σύγκριση, την αντικειμενικότητα και την απουσία προκατάληψης εκ
μέρους του ερευνητή, δηλαδή την ελευθερία του. Επιπλέον, θεωρείται ότι οι αξίες έχουν
υπεισέλθει στην κατασκευή των τύπων του.

102

22-0116-02.indd 102 27/4/2017 6:07:57 µµ


3.4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία οργανώνει τη ζωή μας μέσω θεσμών, όπως η οικογένεια,
η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η εργασία, κτλ. Οι θεσμοί όμως δε δίνουν λύση σε όλα μας
τα προβλήματα. Η Ψυχολογία αναλύει τις λειτουργίες της νόησης και τη συμπεριφορά
των ατόμων καθώς βρίσκονται απέναντι σε προβλήματα τα οποία δε λύνονται άμεσα
από τους θεσμούς και οι συμπεριφορές τους δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με βάση
τους κοινωνικούς, τους πολιτικούς ή τους οικονομικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια, η Ψυ-
χολογία, μελετώντας τη νόηση και τη συμπεριφορά των ατόμων, συμπληρώνει την εξέ-
ταση ενός βασικού αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, την ανθρώπινη πράξη.
Ιστορικά, η Ψυχολογία ανήκε στη Φιλοσοφία αποτελώντας κλάδο της (βλ. 2.2.3.).
Τον 19ο αιώνα, με τη διάδοση του θετικισμού, αρχίζουν να αναπτύσσονται οι επιμέρους
επιστήμες κατά το πρότυπο των Φυσικών Επιστημών. Η Ψυχολογία νομιμοποιείται να
αποτελέσει ξεχωριστή επιστήμη, όταν άρχισαν να εισάγονται στην ψυχολογική έρευ-
να η συστηματική παρατήρηση και το πείραμα. Το πείραμα εφαρμόστηκε και σε ζώα
και σε ανθρώπους, ξεσηκώνοντας όμως πολλές αναρρήσεις. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να
εξομοιωθεί με κάθε ζώντα οργανισμό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πράγμα· επι-
πλέον, δεν μπορεί να μελετηθεί πλήρως η συμπεριφορά του σε συνθήκες εργαστηρίου.
Τούτο δείχνει την ιδιαιτερότητα αυτού του κλάδου σε σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες
και υποδηλώνει τις μεθοδολογικές του δυσκολίες.
Η Ψυχολογία είναι ένας πολύπλευρος γνωστικός κλάδος, ο οποίος συνίσταται από
ένα μεγάλο σύνολο ερωτημάτων που αφορούν τη νοημοσύνη, τη μάθηση, τις συγκινη-
σιακές αντιδράσεις, τη δομή του ψυχισμού, τη σχέση με τον εαυτό, τους άλλους, κ.ά. Η
Ψυχολογία νομιμοποιείται να θεωρείται επιστημονικός κλάδος χάρη στην εγκυρότητα
των μεθόδων και των τεχνικών της για την ανάλυση και την εξήγηση των προβλημάτων
της και χάρη στους όρους στους οποίους βασίζονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις της. Η
μελέτη του αντικειμένου της είναι λοιπόν πολυεδρική και τα μεθοδολογικά προβλήματα
προσέγγισής του είναι σύνθετα. Η Ψυχολογία διαιρέθηκε σε πολλούς κλάδους, όπως η
Πειραματική Ψυχολογία, η Εξελικτική, η Κλινική, η Κοινωνική, κ.ά., ενώ εμφανίστη-
καν διαφορετικές τάσεις στις μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όπως συνοπτικά θα παρακο-
λουθήσουμε στη συνέχεια.

3.4.1. Β. Βουντ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική Ψυχολογία


Ο Καντ, στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, προτείνει μια νέα στροφή της γνώσης. Θε-
ωρεί ότι δε γνωρίζουμε το πράγματα αυτά καθεαυτά, αλλά ως φαινόμενα, όπως δηλαδή
εμφανίζονται στη συνείδησή μας. Το πρόβλημα δεν είναι αν οι παραστάσεις μας αντι-
στοιχούν προς τα αντικείμενα, αλλά το πώς σχηματίζουμε τις αναπαραστάσεις μας γι’

103

22-0116-02.indd 103 27/4/2017 6:07:57 µµ


αυτά. Ο Βουντ, στο χώρο της Ψυχολογίας, προσανατολίζεται προς τη λειτουργία της
συνείδησης, μεταφέροντας όμως τη συζήτηση από τη θεωρία στις πειραματικές αποδεί-
ξεις για τη γνώση των λειτουργιών της.
Ο Βουντ αξιοποιεί μια μέθοδο γνωστή ήδη από τη σωκρατική διδασκαλία, την ενδο-
σκόπηση. Η ενδοσκόπηση ή αυτοπαρατήρηση δε χρησιμοποιείται ως απλή παρατήρη-
ση, αλλά ως ελεγχόμενη παρατήρηση των λειτουργιών της συνείδησης κάτω από πειρα-
ματικές συνθήκες. Όταν ο Βουντ αναφερόταν στη συνείδηση, εννοούσε τις πνευματικές
λειτουργίες και όχι τα περιεχόμενα των σκέψεων. Καθήκον του ψυχολόγου θεωρήθηκε
να ανακαλύψει τη φύση των στοιχειωδών συνειδητών εμπειριών και τις μεταξύ τους
σχέσεις.
Ο Βουντ στο περίφημο εργαστήριό του, το οποίο επισκέπτονταν σπουδαστές και με-
λετητές από όλο τον κόσμο, εφάρμοζε πειράματα για τη μελέτη των αισθήσεων (όπως,
για παράδειγμα, σχετικά με την όραση, μελετούσαν τη διάκριση χρωμάτων, την οπτική
αντίθεση, τις οπτικές πλάνες, κ.ά.), της αντίληψης, των αντιδράσεων απέναντι σε ποι-
κίλα ερεθίσματα, του συνειρμού, κ.ά. Ο παρατηρούμενος, συνήθως εκπαιδευμένος και
εξασκημένος, συμμετείχε στο πείραμα παρατηρώντας ο ίδιος τον εαυτό του και προσπα-
θούσε να διατυπώσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις του.

Ο Βίλελμ Βουντ (Wilhelm Wundt, 1832–1920), γιος ενός λουθηρανού ιερέα, γεννή-
θηκε σε ένα χωριό κοντά στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε Ιατρική, άρχισε να διδάσκει Φυσι-
ολογία και αργότερα Φιλοσοφία και Ψυχολογία, όταν η Ψυχολογία ήταν κλάδος της Φι-
λοσοφίας. Ίδρυσε το πρώτο, παγκοσμίως, εργαστήριο Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της
Λειψίας, στο οποίο και δίδαξε για σαράντα εφτά χρόνια σε κατάμεστα αμφιθέατρα. Ει-
σήγαγε μεθόδους της Φυσιολογίας για τη μελέτη προβλημάτων Ψυχολογίας. Η εφαρμογή
πειραματικών μεθόδων συνέβαλε στην αυτονόμηση της Ψυχολογίας από τη Φιλοσοφία.

Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, για πρώτη φορά, ένας αριθμός ψυχολόγων συνεργα-
ζόταν οργανωμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, τα πειράματα θεωρήθηκαν αφελή,
ασκήθηκε η κριτική ότι η συνείδηση αναλυόταν στα επιμέρους της στοιχεία, τα οποία
εμφανίζονταν ως ακίνητα δομικά στοιχεία. Σε γενικές γραμμές, όμως, εκτιμάται η προ-
σπάθεια αυτή ως η πρώτη και πολύ σημαντική για τη θεμελίωση της Πειραματικής
Ψυχολογίας και την αυτονόμηση της Ψυχολογίας ως επιστημονικού κλάδου από τη Φι-
λοσοφία.

104

22-0116-02.indd 104 27/4/2017 6:07:57 µµ


3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπεριφοράς
Ένα βασικό ρεύμα, διαδεδομένο και σήμερα, είναι ο συμπεριφορισμός (behaviorism).
Στη διατύπωση των αρχών και στη διάδοση του συνέβαλε ο Γουότσον, την πρώτη δεκα-
ετία του 20ού αιώνα. Έχουν προηγηθεί οι εργασίες του Θόρνταϊκ (Thorndike), ο οποίος,
βασισμένος σε πειράματα σε ζώα, διατύπωσε το νόμο του αποτελέσματος. Σύμφωνα με
αυτό το νόμο, η συμπεριφορά ρυθμίζεται ανάλογα με την αναμενόμενη ανταμοιβή ή με
σκοπό την αποφυγή της τιμωρίας. Ο Γουότσον πειραματίζεται κατεξοχήν στην ψυχο-
λογία των ζώων, των οποίων το περιβάλλον και οι αντιδράσεις είναι απλούστερες και
μπορούν να μετρηθούν καλύτερα. Τις μεθοδολογικές αρχές που θεωρήθηκε ότι ισχύουν
για τα ζώα θέλησε να τις μεταφέρει και στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Σύμφωνα με το συμπεριφορισμό του Γουότσον, η συμπεριφορά αναλύεται με βάση
δύο όρους, το ερέθισμα και την αντίδραση. Θεωρείται δηλαδή ότι υπάγεται στην απλή
σχέση αιτίας–αποτελέσματος. Η συνείδηση, ως εσωτερική ψυχική λειτουργία, δε θεω-
ρείται ότι μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά. Η ενδοσκόπηση απορρίπτεται ο ψυχολό-
γος πρέπει να παρατηρεί και να μετρά τις αντιδράσεις των παρατηρουμένων.
Στον «αφελή μπιχεβιορισμό» του Γουότσον ασκήθηκε έντονη κριτική. Η σχολή αυτή
επεκτάθηκε αναπτύσσοντας πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους και μεθοδολογικά εργαλεία,
σε ζητήματα που αφορούν την υιοθέτηση και την εκμάθηση των συνηθειών.

Ο Τζων Γουότσον (J. Watson, 1878–1958) γεννήθηκε στη Νότια Καρολίνα και σπού-
δασε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Το 1908 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο
Τζωνς Χόπκινς. Το 1920, λόγω επιπτώσεων του διαζυγίου του και στην επαγγελματική
του ζωή, διακόπτεται η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και αρχίζει να εργάζεται σε δια-
φημιστικές εταιρείες.

3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology)


Ο Βερτχάιμερ, ταξιδεύοντας το 1910 με το τρένο για διακοπές, αγοράζει ένα στροφο-
σκόπιο. Με το στροφοσκόπιο, το οποίο χρησιμοποιούν και τα παιδιά, εικόνες ακίνητες
εμφανίζονται να κινούνται καθώς παρουσιάζονται διαδοχικά. Αυτή ήταν η αρχή για μια
σειρά πειραμάτων σχετικά με τη λειτουργία της σκέψης.

105

22-0116-02.indd 105 27/4/2017 6:07:57 µµ


Ο Μαξ Βερτχάιμερ (Max Wertheimer, 1880–1943), εβραϊκής καταγωγής, γεν-
νήθηκε στην Πράγα, αρχικά σπούδασε Νομικά και στη συνεχεία Φιλοσοφία και Ψυ-
χολογία στο Βερολίνο. Μέσα από τη συνεργασία του Βερτχάιμερ με τον Κόφκα (Κ.
Koffka) και τον Κέλερ (W. Köhler), θεμελιώθηκε η μορφολογική σχολή Ψυχολογίας.
Βασική επιδίωξη ήταν να προσεγγίσουν καλύτερα τα βιώματα της καθημερινής ζωής.
Αφ’ ενός μεν αξιοποίησαν την καντιανή παράδοση και τη φαινομενολογική μέθοδο,
και αφ’ ετέρου εισήγαγαν το πείραμα για τη μελέτη των ψυχικών και των πνευματι-
κών λειτουργιών. Άσκησαν κριτική τόσο στο δομισμό του Βουντ όσο και στη σχολή
του συμπεριφορισμού. Με την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία,
μεταναστεύουν στην Αμερική.

Το στροφοσκόπιο προσέλκυσε την προσοχή του Βερτχάιμερ, καθώς τον απασχολού-


σε ένα πρόβλημα της Ψυχολογίας, πώς δηλαδή μπορεί να εξηγηθεί το φαινόμενο των
κινούμενων εικόνων, δηλαδή πώς εξηγείται η αντίληψη της κίνησης που προκύπτει από
μια σειρά ερεθισμάτων από τα οποία κανένα δεν κινείται. Πώς αποδίδεται κίνηση σε
ένα πράγμα, ενώ αυτή τη δεδομένη στιγμή είναι ακίνητο; Αποδίδοντας όμως τη μορφή
(Gestalt) της κίνησης σε ένα οργανωμένο σύνολο εικόνων, το βλέπουμε σαν μια ολότητα
δυναμικά οργανωμένη. Η αντίληψη ενός συνόλου διαδοχικών εικόνων εξαρτάται από
το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα σαν πιστό της
αντίγραφο.
Η κατεύθυνση των μορφολογικών ψυχολόγων προς τους μηχανισμούς κατανόη-
σης συνόλων/ολοτήτων είναι ένα από τα πλέον δύσκολα προβλήματα της Ψυχολογίας.
Βασική θέση της σχολής αυτής είναι ότι ένα ψυχολογικό φαινόμενο διαφέρει από το
άθροισμα των στοιχείων που το αποτελούν. Γα επιμέρους στοιχεία ενός φαινομένου τα
οποία είναι οργανωμένα ως ένα όλον προσδιορίζουν τη μορφή (Gestalt). Η κατανόηση
ενός φαινομένου απαιτεί την ολική και όχι την αναλυτική του προσέγγιση, απαιτεί να
αρχίσουμε από τη σύλληψη του όλου της μορφής και όχι από την ανάλυση των μερών
του. Για παράδειγμα, ξεχωρίζουμε την κλασική μουσική από μια σύγχρονη λαϊκή, χωρίς
να αναλύσουμε τους ήχους η έννοια του κύκλου δε μεταβάλλεται αν επιμηκύνουμε την
ακτίνα του.
Η θεωρία αυτή έχει συνεισφέρει σε θεωρίες μάθησης. Διαπιστώνεται ότι ο ανθρώ-
πινος εγκέφαλος έχει την τάση να αντιλαμβάνεται μορφές στην ολότητά τους για παρά-
δειγμα, αν και λείπουν κάποια γράμματα από μια λέξη, εντούτοις την αναγνωρίζουμε.
Εν γένει η σχολή αυτή, βασιζόμενη στη χρήση πειραμάτων, προσανατολίστηκε στη δι-
ατύπωση νόμων που αφορούν τις λειτουργίες της αντίληψης και της μνήμης επιχείρησε
να διατυπώσει τις αρχές της μάθησης για την αξιοποίηση της δημιουργικής σκέψης και
άσκησε κριτική στην απομνημόνευση. Κατευθύνθηκε, επίσης, στο ζήτημα της επίλυσης

106

22-0116-02.indd 106 27/4/2017 6:07:57 µµ


προβλημάτων και στην αξιοποίηση του σφάλματος κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Στη
θεωρία αυτή, ως γνωστόν, βασίστηκε ο Βέλγος ψυχολόγος και παιδαγωγός Ντεκρολί
(Decroly, 1871– 1932) για να προτείνει ότι κατά τη διδασκαλία της ανάγνωσης πρέπει
πρώτα να διδάσκεται η λέξη και κατόπιν τα γράμματα που την αποτελούν.

3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης


Πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από τις απαγορεύσεις τις οποίες του
επιβάλλει ο πολιτισμός και ταυτόχρονα θα έχει τη δύναμη να ορίσει τον εαυτό του ελέγ-
χοντας τις παρορμήσεις του; Ο Φρόυντ έβλεπε ότι ο άνθρωπος είναι διασπασμένος ανά-
μεσα σε ορμές τις οποίες δε γνωρίζει και σε απαγορεύσεις οι οποίες του επιβάλλονται.
Ο Φρόυντ ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει μια περιοχή στη δομή του ψυχισμού τις
οποίες συνήθως δεν έχουμε συνείδηση πρόκειται για την περιοχή του ασυνειδήτου. Σε
αυτή θεώρησε ότι θα πρέπει να αναζητηθεί η αφετηρία των προβλημάτων της ψυχικής
ζωής. Το ασυνείδητο περιέχει σκέψεις τις οποίες έχουμε απομακρύνει από τη συνείδη-
ση, οι οποίες όμως συχνά εμφανίζονται μεταμορφωμένες ή σε μορφή συμβολική στα
όνειρά μας. Για παράδειγμα, ένα πρόσωπο σε ένα όνειρό μας μπορεί να συμβολίζει ένα
ή περισσότερα άλλα πρόσωπα.
Ο Φρόυντ αργότερα στη θεωρία του παρουσιάζει τον ψυχισμό να δομείται σε τρία
επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι το id (εκείνο). Ποικίλα ένστικτα και ορμέμφυτα ενυ-
πάρχουν σε αυτή την περιοχή, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της ηδονής, μας
παρωθεί δηλαδή να ενεργούμε κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιθυμίες μας. Το δεύτερο
επίπεδο είναι το υπερεγώ και σχηματίζεται κατά την επαφή μας με τον πολιτισμό, ενσω-
ματώνει τους γονείς και τις αντιλήψεις τους, τις απαγορεύσεις και τις εντολές των άλλων
ανθρώπων που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Τη δράση του υπερεγώ συνήθως
δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει και δεν την ελέγχουμε.
Ανάμεσα στις δύο αυτές περιοχές τοποθετείται το τρίτο επίπεδο, το εγώ. Το εγώ
λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της πραγματικότητας, επιχειρεί δηλαδή να υπηρετήσει
τις επιθυμίες του ατόμου, αλλά κατά έναν ορθολογικό τρόπο και συμβιβάζοντάς τες με
τις κοινωνικές εντολές τις οποίες περιέχει το υπερεγώ. Το εγώ αποτελεί ένα μηχανισμό
άμυνας απέναντι στις πιέσεις του υπερεγώ και του id. Για παράδειγμα, το άτομο απωθεί

107

22-0116-02.indd 107 27/4/2017 6:07:57 µµ


Ο Σίγκμουντ Φρόυντ (S. Freud, 1856–1939) έζησε στη Βιέννη, προ-
ερχόμενος από μια εύπορη αρχικά οικογένεια, η οποία όμως κατέρ-
ρευσε οικονομικά· έτσι, ο Φρόιντ έζησε στερημένα παιδικά χρόνια.
Σπουδάζει Ιατρική και προσανατολίζεται στη Νευρολογία. Με τον
Μπρόυερ (Breuer), γιατρό και φίλο του στη Βιέννη, αρχίζει να μελετά
την περίπτωση της υστερίας. Το 1885 στο Παρίσι γνωρίζει τον Σαρκό,
διάσημο νευρολόγο, και συνεχίζει μαζί του την έρευνα. Μέσα από τα
πειράματα του Σαρκό (Charcot), αρχίζει η ανακάλυψη του ασυνειδή-
του. Επιστρέφοντας στην Αυστρία αρχίζει η πιο γόνιμη περίοδος της
ζωής του και για την Ψυχανάλυση. Το 1938, με την κατάληψη της Αυστρίας από τον
Χίτλερ, εξαναγκάζεται να φύγει για το Λονδίνο, όπου του γίνεται τιμητική υποδοχή.

επιθυμίες που θα του προκαλούσαν σύγκρουση προβάλλει σε άλλους δικά του συναι-
σθήματα· κινείται από αντίδραση προς ένα συναίσθημα: για παράδειγμα, ενώ φθονεί
ή μισεί κάποιον, ισχυρίζεται ότι τον αγαπά, μεταθέτει σε άλλο πρόσωπο τα αισθήματά
του· μετουσιώνει, δηλαδή μετατρέπει, μια ορμή σε κοινωνικά αποδεκτή πράξη.
Η Ψυχανάλυση είναι και θεωρία και πρακτική. Το άτομο, με τη βοήθεια του ψυχα-
ναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του. Η γνώση την οποία αποκτά
το άτομο για τα βαθύτερα αισθήματα, τα ένστικτα, τις επιθυμίες, τα περιστατικά που
είχε απωθήσει, θεωρείται ότι του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγξει τον εαυτό του το
ίδιο και όχι οι ασυνείδητες παρορμήσεις του και οι εντολές των άλλων.

3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία


«Όλα αυτά είναι παιδιά μου. Το καθένα από μόνο του είναι καλό. Μόλις όμως βρεθούν
όλα μαζί, αρχίζουν να λογοφέρνουν και μεταμορφώνονται σε δαίμονες» (Χ. Πίντερ, Το
Ονειρόδραμα).
Τι συμβαίνει και η συμπεριφορά του ατόμου διαφοροποιείται όταν βρίσκεται σε μια
ομάδα; Γιατί η συμπεριφορά αλλάζει ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία μετέ-
χει το άτομο; Ποιοι παράγοντες συντελούν στη διαμόρφωσή της δυναμικής μιας ομάδας;
Η μελέτη της συμπεριφοράς του ατόμου μέσα στην ομάδα και οι μηχανισμοί της
συμπεριφοράς ομάδων είναι αντικείμενα που άρχισαν να μελετώνται κατά τον 20ό αι-
ώνα από ένα νέο κλάδο, την Κοινωνική Ψυχολογία. Τα πρώτα κλασικά έργα γράφονται
στο τέλος του 19ου αιώνα, όπως του Ταρντ (Tarde), Οι Νόμοι της Μίμησης (1890) και
του Λε Μπον (Le Bon), H Ψυχολογία των Όχλων (1895). Στην Αμερική, ο Γκόρντον
Άλλπορτ (G. Allport) αναγνωρίστηκε ως ο πρώτος που συστηματοποίησε το νέο ερευ-
νητικό πεδίο, οι αρχές του οποίου συνοψίστηκαν στο βιβλίο του Κοινωνική Ψυχολογία
(1924). Είχε πραγματοποιήσει μια σειρά πειραμάτων για τις επιδράσεις τις οποίες ασκεί
στην ατομική συμπεριφορά η συμμετοχή σε ομάδα, προωθώντας μια συμπεριφοριστική
προσέγγιση στο πεδίο της Κοινωνικής Ψυχολογίας.

108

22-0116-02.indd 108 27/4/2017 6:07:57 µµ


Από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κλάδος αυτός γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη και
αποδεικνύεται πολλαπλά χρήσιμος. Σε γενικές γραμμές, η Κοινωνική Ψυχολογία είναι
υποχρεωμένη να μην ανάγει τα κοινωνιοψυχικά φαινόμενα αποκλειστικά ούτε στην ψυ-
χολογική ούτε στην κοινωνιολογική τους διάσταση, καθώς το αντικείμενο της άπτεται
και των δύο κλάδων. Τα επίπεδα στα οποία οργανώνονται τα ερευνητικά αντικείμενα
της επιστήμης αυτής είναι αρκετά, όπως: α) ο τρόπος οργάνωσης από τα άτομα των
κοινωνικών αναπαραστάσεών τους, για παράδειγμα, για την οικογένεια, τον άνεργο, το
μετανάστη, τον εργατικό άνθρωπο, κτλ.· β) η δυναμική των σχέσεων ανάμεσα στα άτο-
μα μιας ομάδας, η επικοινωνία και οι συγκρούσεις μεταξύ τους· γ) οι σχέσεις ανάμεσα
σε διαφορετικές ομάδες, πολιτικές, αθλητικές, θρησκευτικές, επαγγελματικές, κτλ. δ)
ζητήματα κοινωνικοποίησης αλλά και παράβασης κανόνων, συνοχής και διάσπασης του
κοινωνικού ιστού, κ.ά.

109

22-0116-02.indd 109 27/4/2017 6:07:57 µµ


Όπως διαπιστώνεται, έχουν αναπτυχθεί πολλά ερευνητικά αντικείμενα και υπάρχει
η τάση εξειδίκευσης στη μελέτη αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο παρατηρείται η
δυσκολία να εντοπιστούν οι συνδετικοί ιστοί μέσα από τους οποίους αλληλοδιαρθρώ-
νονται τα ερευνητικά αντικείμενα σε μια ενότητα. Ο πλούτος αλλά και οι δυσκολίες
της κοινωνιοψυχολογικής προσέγγισης εντείνουν το ενδιαφέρον για τη συνέχιση της
ερευνητικής προσπάθειας.

3.5. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τότε δηλαδή που άρχισε να υποχωρεί το φαι-
νόμενο της αποικιοκρατίας, η Ανθρωπολογία ασχολούνταν με εξωτικές κοινωνίες, τις
οποίες μελετούσαν οι ανθρωπολόγοι πραγματοποιώντας επιτόπια έρευνα. Σήμερα χιλιά-
δες τουρίστες επισκέπτονται τις «εξωτικές» εκείνες περιοχές, ενώ οι άλλοτε ιθαγενείς
επισκέπτονται τις «πολιτισμένες» χώρες ή και εγκαθίστανται σ’ αυτές, κυκλοφορούν
ανάμεσά μας, εργάζονται και σπουδάζουν . Η Ανθρωπολογία, η οποία εκ πρώτης όψεως
έχει συνδεθεί με τη μελέτη των «πρωτόγονων» κοινωνιών, δεν εξαφανίστηκε μαζί τους·
αντί να παρακμάσει ως επιστήμη, σήμερα περνά μια νέα περίοδο αναγέννησης και εξα-
πλώνεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η ελληνική. Ο προ-
σανατολισμός της βέβαια έχει αλλάξει: στρέφεται πλέον όχι σε εξωτικές απομακρυσμέ-
νες φυλές, αλλά σε πληθυσμιακές ομάδες που κινούνται εντός των εθνικών συνόρων.
Οι κλασικές ανθρωπολογικές μελέτες έχουν γίνει κυρίως σε βρετανικές, γαλλικές
και αμερικανικές αποικίες. Η αποαποικιοποίηση όμως, η οποία διάρκεσε περίπου από
το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, συνοδεύτηκε από τον
εκσυγχρονισμό στην οικονομία, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, τη σταδιακή απομά-
κρυνση από τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των κοινωνιών που άλλοτε βρίσκονταν
μακριά από τη δυτικού τύπου ανάπτυξη.
Οι ανθρωπολόγοι στην πλειονότητά τους δεν ταυτίστηκαν με την αποικιακή πολιτι-
κή. Αντίθετα, ανέπτυξαν έναν κριτικό λόγο απέναντι στον αποικιακό ηγεμονισμό αλλά
και στο δυτικό τρόπο ζωής. Σε τούτο συνέβαλε και η συμμετοχική παρατήρηση, δη-
λαδή η επιτόπια παραμονή και έρευνα στην ερευνώμενη κοινωνία. Κατά τη διάρκεια
της συνήθως μακρόχρονης παραμονής του, ο ανθρωπολόγος ερχόταν σε επαφή με την
καθημερινή ζωή των ανθρώπων, προσπαθούσε να τους κατανοήσει, να μάθει τη γλώσ-
σα τους, να γίνει ένα μαζί τους, αλλά και να περιγράψει τις όψεις της ζωής τους όσο
το δυνατό πιο αντικειμενικά. Ο ανθρωπολόγος συμμετέχει και ο ίδιος στο αντικείμενο
που ερευνά, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από αυτό για να μελετήσει όσο το δυνατό
περισσότερες πλευρές του. Για τη σφαιρική μελέτη και την εξηγητική εμβέλεια των
φαινομένων, η Ανθρωπολογία κατά τη διάρκεια της πορείας της έχει εξοπλιστεί με εν-
νοιολογικά εργαλεία και μεθόδους τις οποίες έχει δανειστεί από άλλες επιστήμες, όπως
η Κοινωνιολογία, η Φιλοσοφία, η Γλωσσολογία, η Ιστοριογραφία, η Ψυχολογία, κ.ά.

110

22-0116-02.indd 110 27/4/2017 6:07:57 µµ


Η Ανθρωπολογία είναι η επιστήμη του ανθρώπου και αυτόν επιχειρεί να εξετάσει
στις περισσότερες εκδηλώσεις του. Η επιστήμη αυτή εξειδικεύεται στη μελέτη της αν-
θρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού. Κατεξοχήν χαρακτηριστικό της έρευνάς της εί-
ναι η επιτόπια έρευνα. Σε γενικές γραμμές, διακρίνεται αφ’ ενός η ευρωπαϊκή παράδο-
ση έρευνας, αφ’ ετέρου η αμερικανική. Η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική
Ανθρωπολογία, συνδέεται στενά με την Κοινωνιολογία, έχοντας αξιοποιήσει κατεξο-
χήν τη θεωρία και τη μέθοδο του Ντυρκέμ, αν και έχει υιοθετήσει ορισμένες προσεγγί-
σεις του Μαρξ και του Βέμπερ. Αρχικά, το κέντρο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας ήταν
η Αγγλία και στη συνέχεια το Παρίσι. Στην Αμερική, η κύρια παράδοση, η Πολιτισμική
Ανθρωπολογία (κουλτουραλισμός), την οποία εξέφρασε ο Μπόας (Boas), έχει ως αντι-
κείμενό της τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές διαφορές. Τονίζει τη μοναδικότητα της

111

22-0116-02.indd 111 27/4/2017 6:07:58 µµ


κουλτούρας ενός λαού, τη μη συγκρισιμότητά του με άλλους, την εκ των ένδον κατανό-
ηση της πολιτισμικής εμπειρίας. Είναι σχετικιστική, από την άποψη ότι ενδιαφέρεται για
την περιγραφή και την κατανόηση, για το ιδιαίτερο και μοναδικό, όχι για την εξήγηση
και τη δυνατότητα διατύπωσης και εφαρμογής γενικών και κοινών κανόνων. Ανάμεσα
στις σχολές των δυο ηπείρων εντοπίζονται μεγάλες διαφορές ως προς τις μεθόδους και
τον προσανατολισμό της έρευνας, οι οποίες πυροδότησαν και εντάσεις μεταξύ τους, ενώ
τελευταία δε λείπουν προσπάθειες σύγκλισης.
Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το έργο θεμελιωτών της Ανθρωπολογίας, με το
οποίο οργανώθηκε η επιστήμη αυτή. Με το έργο τους η Ανθρωπολογία διαφορφώθηκε
ως η επιστήμη η οποία τοποθετεί ως κύριο πρόβλημα τη γνώση του διαφορετικού, την
αναγνώριση της αξίας διαφορετικών από τον δικό μας πολιτισμών και των μελών τους,
τα οποία πλέον κινούνται γύρω μας. Εύλογα η Ανθρωπολογία ευνοεί μια αντιρατσιστική
και μη–εθνοκεντρική νοοτροπία, ενώ προκαλεί μια κριτική θεώρηση του πολιτισμού
μας.

Α. Βρετανοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι


3.5.1. Ο Μαλινόφσκι, θεμελιωτής της έρευνας πεδίου και
του λειτουργισμού στην Ανθρωπολογία
Ο Μαλινόφσκι θεωρείται θεμελιωτής της έρευνας πεδίου. Στα νησιά Τρόμπριαντ, στα
ανατολικά της Νέας Γουϊνέας, ο Μαλινόφσκι έζησε σαν ιθαγενής για πολλούς μήνες,
παρατηρώντας καθημερινά τους ιθαγενείς στην εργασία και στη σχόλη, συζητώντας
μαζί τους στη γλώσσα τους και χωρίς τη μεσολάβηση διερμηνέα. Έτσι, συγκέντρωσε
υλικό πολύ μεγάλης επιστημονικής αξίας για την κοινωνική, τη θρησκευτική και την
οικονομική ζωή των κατοίκων. Για τον Μαλινόφσκι, ο πραγματικός εθνολόγος προσπα-
θεί να ζει ακριβώς όπως οι ιθαγενείς, να μετέχει σε όλες τις δραστηριότητές τους, με
απώτερο σκοπό να περιγράψει την κουλτούρα της φυλής στο σύνολό της και από όλες
τις πλευρές της. Ενώ δηλαδή γίνεται ένα μαζί τους, ταυτόχρονα κατορθώνει να τους
βλέπει και από απόσταση. Ο ανθρωπολόγος εξετάζει τα επιμέρους χαρακτηριστικά ενός
πολιτισμού, αλλά ενδιαφέρεται και να τα συνδέσει με τα άλλα στοιχεία του συνόλου στο
οποίο ανήκει.

112

22-0116-02.indd 112 27/4/2017 6:07:58 µµ


Ο Μαλινόφσκι (Bronislaw Kaspar Malinowski, 1884–1942) γεννήθηκε στην Κρακο-
βία (Πολωνία), αρχικά σπουδάζει Μαθηματικά και Φυσική και αργότερα στρέφεται στην
Εθνολογία. Από το 1910 εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου και συνεχίζει σπουδές, ενώ
συνδέεται με γνωστούς ερευνητές ανθρωπολόγους, όπως ο Σέλιγκμαν (Seligman), ο Ρά-
ντκλιφ–Μπράουν, ο Γουέστερμαρκ (Westermark). Μετέχει σε μια σειρά εθνογραφικών
αποστολών, όπως στη Νέα Γουϊνέα, στη Μελανησία, στα νησιά Τρόμπριαντ. Μεταξύ των
ετών 1924–1927 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ως καθηγητής Κοινωνικής
Ανθρωπολογίας. Το 1938 εγκαθίσταται στην Αμερική και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο
του Γέιλ. Κυριότερα έργα του: Η Οικογένεια στους Αυστραλούς Αβορίγινες (1913), Αργο-
ναύτες του Δυτικού Ειρηνικού (1922), Η Σεξουαλική Ζωή των Ιθαγενών στη Βορειοδυτική
Μελανησία (1929), Επιστημονική Θεωρία της Κουλτούρας (1944), κ.ά.

Ο Μαλινόφσκι έδωσε έμφαση στη σημασία της «πρωτόγονης» οικονομίας, θεω-


ρώντας ότι στη ζωή του ανθρώπου εντοπίζεται μια υλική βάση η οποία οφείλεται στην
ανάγκη τροφής, θαλπωρής και προστασίας. Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στην απλή
περιγραφή της διαδικασίας των οικονομικής φύσεως συναλλαγών· προχώρησε και στη
διερεύνηση των κινήτρων και των αισθημάτων. Συνέδεσε την περιγραφή των πράξεων
με την περιγραφή των κινήτρων και την ανάλυση της συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρό-
πο επιχείρησε να συνδέσει ένα βασικό αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, την πράξη, με
αντικείμενα της Ψυχολογίας, τα αισθήματα και τη συμπεριφορά. Είναι χαρακτηριστικό
ότι η μέθοδος του Μαλινόφσκι παίρνει υπόψη της τη συνθετότητα της ανθρώπινης φύ-
σης. Ο άνθρωπος διακρίνεται τόσο για τα συναισθήματα όσο και για τη λογική του. Ως
εκ τούτου, η έρευνα αναζητά να διερευνήσει τις πράξεις του από τη λογική όσο και από
τη συναισθηματική τους πλευρά.
Η οικονομία, για τον Μαλινόφσκι, δε βασίζεται απλώς και μόνο σε έναν υπολογισμό
της ωφελιμότητας, του κέρδους ή της ζημίας, αλλά ικανοποιεί συναισθηματικές και
αισθητικές ανάγκες υψηλότερης τάξης από την απλή ικανοποίηση ζωικών αναγκών. Ο
Μαλινόφσκι θέλησε να συνδέσει τη μαγεία με την οικονομική ζωή, όταν διαπίστωσε ότι
επιδρούσε στους ιθαγενείς ψυχολογικά για την επιτυχία των εργασιών τους. Η μαγεία
ερμηνεύτηκε ωφελιμιστικά ως μια από τις κύριες ψυχολογικές δυνάμεις που επέτρεπαν
και διευκόλυναν την οργάνωση και τη συστηματοποίηση της οικονομικής δραστηριό-
τητας.

113

22-0116-02.indd 113 27/4/2017 6:07:58 µµ


Ο Μαλινόφσκι θεωρείται πατέρας του λειτουργισμού. Σύμφωνα με τη μέθοδο του
λειτουργισμού (βλ. 4.11.– 4.11.3.), σε γενικές γραμμές, εξετάζεται πώς επιδρά ένα χα-
ρακτηριστικό στοιχείο μιας κοινωνίας, μια πράξη ή αντίληψη (π.χ. η τέλεση του χορού
από τα μέλη μιας φυλής) στη διατήρηση αυτής της κοινωνίας συνολικά. Υπονοείται η
αντίληψη ότι τα στοιχεία μιας κοινωνίας βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση (βλ. Ντυρκέμ,
3.3.3.).
Ο λειτουργισμός για τον Μαλινόφσκι γίνεται πιο συγκεκριμένος καθώς συνδέεται
με τις ανάγκες. Οι ανάγκες διακρίνονται σε πρωταρχικές, όπως η διατροφή, η ανα-
παραγωγή, η ασφάλεια, και σε παράγωγες, δηλαδή σε πολιτιστικές ανάγκες, όπως η
θρησκεία, το δίκαιο, μέσα από τις οποίες οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Η λειτουργία
σημαίνει την ικανοποίηση μιας ανάγκης, είτε στοιχειώδους είτε πολιτιστικής. Ο Μα-
λινόφσκι στο σύστημά του, χάρη στη θεωρία των αναγκών, επιχειρεί να συνδέσει το
βιολογικό, το οικονομικό και το πολιτιστικό πεδίο. Κάθε επιμέρους γεγονός δεν κατα-
νοείται απομονωμένα· για παράδειγμα, οι συναλλαγές ανάμεσα στις φυλές δεν κατανο-
ούνται ανεξάρτητα από τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, της τεχνικής, των θρησκευ-
τικών και μυθολογικών αναπαραστάσεων, τις κοινωνικές αξίες, κτλ. Σε γενικές γραμμές
ο Μαλινόφσκι προσπάθησε να συνεισφέρει όχι μόνο μεθόδους κατανόησης επιμέρους
κοινωνιών, αλλά και ένα ερμηνευτικό σχήμα για τη σύγκριση των κοινωνιών και για την
κατανόηση της κουλτούρας ως καθολικού φαινομένου.

3.5.2. Ο Ράντκλιφ–Μπράουν και η σχολή του δομο–λειτουργισμού


Ο Ράντκλιφ–Μπράουν, ένας εξαιρετικός ομιλητής με διεθνή ακτινοβολία, έδωσε διαλέ-
ξεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο, στην Αγγλία, στην Αφρική, στην Αυστραλία, στην Αμε-
ρική, ακόμη και στην Κίνα χάρη στις μελέτες και στη δραστηριότητά του, η Κοινωνική
Ανθρωπολογία στην Αγγλία κατέλαβε μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις επιστήμες.
Ο Ράντκλιφ–Μπράουν αντιπροσωπεύει, όπως και ο Μαλινόφσκι, το λειτουργιστικό
ρεύμα σκέψης. Αναγνωρίζει ότι μια κοινωνία είναι όπως ένας οργανισμός, ένα σύστημα
του οποίου όλα τα στοιχεία βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και είναι προσαρμοσμένα
ως προς ένα σκοπό. Για παράδειγμα, καθένα από τα στοιχεία ενός ρολογιού εξηγεί-
ται ως προς τη λειτουργία την οποία εκπληρώνει και σε σχέση με το όλο σύστημα, το
μηχανισμό του ρολογιού, στο οποίο ανήκει. Η κοινωνία όμως δεν είναι όπως ακριβώς
ένα ρολόι ούτε όπως ένα ζώο, το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει είδος (ένας ποντικός δεν
μπορεί να γίνει γάτα). Ο Ράντκλιφ–Μπράουν παρατηρεί ότι, ενώ η κοινωνία αλλάζει και
μαζί της αλλάζει και το είδος της δομής της, εντούτοις δεν καταστρέφεται η συνέχειά της.
Με άλλα λόγια, θέτει το ερώτημα πώς δημιουργούνται νέοι τύποι κοινωνικής δομής και
αυτό το ερώτημα τον υποχρεώνει να απομακρυνθεί από τον λειτουργισμό και να εισα-
γάγει το δομο–λειτουργισμό.
Για να συμβάλει στην αναμόρφωση της βικτωριανής κοινωνίας της εποχής του, επι-

114

22-0116-02.indd 114 27/4/2017 6:07:58 µµ


Ο Ράντκλιφ–Μπράουν (Alfred Reginald Radcliffe–Brown, 1881–1955) γεννήθηκε
στο Μπέρμιγχαμ το 1881 και σπούδασε στο Τρίνιτι Κόλετζ στο Κέμπριτζ. Στα νησιά
Άνταμαν πραγματοποίησε μια μακράς διαρκείας έρευνα (1906–1908) πάνω στην οποία
βασίστηκε ένα μέρος του έργου του. Επηρεασμένος από την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ,
επιδίωξε να γίνει η Ανθρωπολογία μια «Φυσική και Θεωρητική Επιστήμη της κοινωνίας».

κεντρώθηκε σιη μελέτη των θεσμών και τρόπων ζωής σε κοινωνίες που διέπονται από
συναίνεση και όχι από καταναγκασμό, όπως στις φυλές των νήσων Άνταμαν και στους
Αβορίγινες της Αυστραλίας. Το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά συστήματα επηρέασε,
όπως θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, τον Έβανς Πρίτσαρντ και συνεισέφερε στο
πεδίο της Πολιτικής Ανθρωπολογίας.

3.5.3. Ο
 Έβανς–Πρίτσαρντ, η συμβολή του στην Πολιτική
Ανθρωπολογία και στη σύνδεση Ιστορίας–Ανθρωπολογίας
Ο Έβανς–Πρίτσαρντ διδάσκεται τη μέθοδο του Ντυρκέμ, η οποία επικρατούσε εκεί-
νη την εποχή, αλλά απορρίπτει πολύ γρήγορα το σχέδιο μιας Ανθρωπολογίας η οποία,
αντίστοιχα με την Κοινωνιολογία, θα ήταν μια Φυσική Επιστήμη των κοινωνιών. Ήταν
ο μόνος από τους Άγγλους δομολειτουργιστές που επιχειρεί να συνδέσει την Ανθρωπο-
λογία με την Ιστορία, υποστηρίζοντας ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες δεν ήταν κλειστά
και αχρονικά συστήματα.
Στην πρώτη του μονογραφία (1937) παρουσιάζει μια έκθεση των πεποιθήσεων και
των λατρευτικών πρακτικών των Αζάντε, μιας φυλής του Σουδάν. Αυτή η μελέτη θα
υποκινήσει μια έντονη συζήτηση στη δεκαετία του ’70, πάνω στο πρόβλημα αν οι πε-
ποιθήσεις είναι ορθολογικές, όχι από επιστημονική άποψη, αλλά ως προς την πρακτική
τους αποτελεσματικότητα. Το όνομα του Έβανς–Πρίτσαρντ συνδέθηκε με τη μελέτη
των Νουέρ, μιας φυλής στο Σουδάν, στους οποίους αφιέρωσε τρία έργα και περίπου
εκατό άρθρα, αν και δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους.
Ο Έβανς–Πρίτσαρντ, μελετώντας την πολιτική και τη συγγενική οργάνωση, δίνει
έμφαση στον παράγοντα της σύγκρουσης. Για την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, οι συ-
γκρούσεις των κοινωνιών που οδηγούν σε ραγδαίες μεταβολές συνήθως συγκαταλέ-
γονται σε ανομικά ή παθολογικά φαινόμενα. Αντίθετα με τη θεωρία του Έβανς–Πρί-
τσαρντ, οι συγκρούσεις και οι δυσλειτουργίες θεωρούνται εγγενείς σε κάθε κοινωνικό

115

22-0116-02.indd 115 27/4/2017 6:07:58 µµ


Ο Έβανς–Πρίτσαρντ (Edward Evans–Pritchard, 1902–1973) γεννήθηκε στο Σάσεξ
και ήταν γιος αγγλικανού ιερέα. Μελετά Σύγχρονη Ιστορία στην Οξφόρδη, κατόπιν Αν-
θρωπολογία στο Λονδίνο. Από το 1926–1940 αναλαμβάνει πολλές αποστολές στο Σου-
δάν, ενώ διακόπτει για σύντομα διαστήματα κατά τα οποία διδάσκει στα πανεπιστήμια
του Λονδίνου και του Καΐρου. Το 1945 γίνεται καθηγητής στην Οξφόρδη όπου παραμένει
μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Η εργογραφία του αριθμεί πάνω από τετρακόσιους τίτλους
μελετών. Θεωρείται ειδικός για τους πληθυσμούς του Νοτίου Σουδάν, είναι βασικός θε-
ωρητικός των συστημάτων εξουσίας σε κοινωνίες χωρίς κράτος και καταλαμβάνει μια
πολύ σημαντική θέση στην ιστορία της αφρικανικής Εθνολογίας και της Πολιτικής Αν-
θρωπολογίας.

σύστημα, αντιμετωπίζονται ως φαινόμενα που δεν το αποδομούν, ενώ μπορεί να ευνο-


ήσουν την ενίσχυσή του.
Ο Έβανς–Πρίτσαρντ ανανέωσε την καθαρά λειτουργιστική παράδοση μελέτης της
κοινωνίας και εισήγαγε μια επανάσταση στην Ανθρωπολογία, η οποία εστιάζει το εν-
διαφέρον της όχι πλέον τόσο στη λειτουργία όσο στη σημασία. Τον Έβανς–Πρίτσαρντ
απασχολούσε πολύ να παρακολουθήσει τη σκέψη των ανθρώπων της φυλής την οποία
μελετούσε. Τον ενδιέφερε να ανακαλύψει τι μεσολαβεί ανάμεσα στη θέα ενός πράγμα-
τος και στη σκέψη η οποία σχηματίζεται πάνω σε αυτό. Ένα ζώο, για παράδειγμα, μπο-
ρεί να σημαίνει για έναν ιθαγενή έναν τοτεμικό αδερφό, ανήκει δηλαδή στην οικογένειά
του που έχει ένα κοινό τοτέμ, και γι’ αυτό βέβαια δε θα το σκοτώσει. Πρόκειται για μια
σημασία μάλλον ακατανόητη για ένα δυτικό άνθρωπο. Η διαφορά στη σημασία των λέ-
ξεων είναι και ένα πρόβλημα που αφορά τη μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη, όπως
και τη δυνατότητα ερμηνείας ενός περιστατικού. Και ένας δυτικός άνθρωπος μπορεί να
μη φονεύσει ένα ζώο, αλλά για δια-
φορετικούς λόγους από έναν ιθαγενή.
Σε γενικές γραμμές, το πολύ εκτε-
ταμένο έργο του Έβανς–Πρίτσαρντ
περιλαμβάνει πολύ μεγάλη ποικιλία
θεμάτων. Τον απασχόλησε η σχέση
ανάμεσα στην Ανθρωπολογία και
στην Ιστορία, η θέση των γυναικών
στην Ιστορία, η συγγένεια, οι συναλ-
λαγές, τα λεκτικά παίγνια, ο θεσμός
Ρ. Μαγκρίτ, Αυτό δεν είναι μία πίπα του γάμου, η έννοια της πατρότητας.

116

22-0116-02.indd 116 27/4/2017 6:07:58 µµ


Β. Η γαλλική σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί–Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού
στρουκτουραλισμού
Ο Λεβί–Στρως δέχτηκε και αξιοποίησε πολλές επιδράσεις. Όπως εξομολογείται ο ίδιος
στους Θλιβερούς Τροπικούς, ανακαλύπτει την κρυφή τάξη της φύσης μέσω της Γεωλογί-
ας· ο Φρόυντ τού δίδαξε το σκοτεινό κόσμο των συναισθημάτων και των ορμών· ο Μαρξ
ότι η Κοινωνική Επιστήμη δεν οικοδομείται στον κόσμο των γεγονότων. Σε ένα από τα
βασικότερα έργα του, τις Στοιχειώδεις Δομές της Συγγένειας, επιχειρεί τη μαθηματική
ανάλυση της συγγένειας, με τη βοήθεια του Α. Βέιλ (Α. Weil). Η προσπάθειά του να
αποδείξει μαθηματικά τις σχέσεις συγγενείας εκφράζει το ενδιαφέρον του να βρει τους
κοινούς συντελεστές φύσης και κοινωνίας, ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις
Ανθρωπιστικές και στις Θετικές Επιστήμες, ανάμεσα στα ανθρώπινα φαινόμενα και
στη φύση. Από τον Μαρσέλ Μως (Μ. Mauss) ο Λεβί–Στρως μαθαίνει ότι η αλληλεγγύη
μπορεί να επιτευχθεί με τον καλύτερο τρόπο αν σχηματιστεί μια δομή αμοιβαιότητας,
ένα σύστημα ανταλλαγών το οποίο συμβάλλει στην ανάπτυξη συμμαχιών ανάμεσα σε
ανθρώπους και ομάδες. Οι ανταλλαγές περιλαμβάνουν αγαθά και υπηρεσίες, γλώσσα,
σύμβολα και γυναίκες. Το σύστημα ανταλλαγών όμως βασιζόταν σε κανόνες· οι άνθρω-
ποι δεν επέλεγαν αυθαίρετα όποια γυναίκα ήθελαν.

Ο Κλωντ Λεβί–Στρως (Claude Levi–Strauss, 1908– ) γεννήθηκε στις Βρυξέλλες,


σπούδασε στο Παρίσι Φιλοσοφία και, μετά από ολιγόχρονη θητεία ως καθηγητής
Λυκείου, δέχεται να διδάξει ως καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του
Σάο Πάολο (Βραζιλία). Με τη μετακίνηση αυτή, η οποία άλλαξε τη ζωή του, άρχισαν
οι εθνογραφικές του έρευνες στις φυλές των Ινδιάνων της ζούγκλας του Αμαζονίου.
Στο βιβλίο του Θλιβεροί Τροπικοί, περιγράφει το οδοιπορικό του στο νέο κόσμο στον
οποίο εισήλθε, μέσα από τον οποίο άρχισε να βλέπει από διαφορετική οπτική τον
πολιτισμό. Επιστρέφει το 1939 στο Παρίσι, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Μια και
ήταν εβραϊκής καταγωγής, δεν είχε παρά μία επιλογή, να φύγει. Καταφεύγει, όπως
και χιλιάδες άλλοι Ευρωπαίοι επιστήμονες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, στη Νέα
Υόρκη, όπου διδάσκει σιη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών (New School of Social
Research). To 1948 επιστρέφει στο Παρίσι και αναλαμβάνει καθήκοντα υποδιευθυ-
ντή στο Μουσείο του Ανθρώπου, στον τομέα της Εθνολογίας. Διδάσκει στη Σχολή
Ανωτάτων Σπουδών, το 1959 εκλέγεται καθηγητής στο Κολλέγιο της Γαλλίας και το
1973 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας.

117

22-0116-02.indd 117 27/4/2017 6:07:58 µµ


Καθοριστική, επίσης, ήταν η επίδραση την οποία δέχτηκε και αξιοποίησε από τη
Γλωσσολογία του διάσημου Ελβετού γλωσσολόγου Φ. ντε Σωσσύρ (F. de Saussure,
1857–1915), κυρίως δε του Ρώσου γλωσσολόγου Ρ. Γιάκομπσον (R. Jacobson, 1896–
1982).
Ο Λεβί–Στρως εισάγει το στρουκτουραλισμό/δομισμό στην Ανθρωπολογία. Με
τη μέθοδο αυτή, επιχειρεί να περιγράψει ορισμένες κατηγορίες φαινομένων όπως, για
παράδειγμα, τη συγγένεια. Διερωτάται τι είναι η δομή και ποιος ο λόγος της. Προχωρεί
στην ανακάλυψη των βασικών στοιχείων τα οποία τη συνθέτουν, όπως η απαγόρευση
της αιμομιξίας. Βλέπει ότι το στοιχείο της απαγόρευσης αυτής οδηγεί σε μια σειρά συ-
νέπειες μέσα από τις οποίες διαμορφώνονται σχέσεις. Δηλαδή μόνο οι άντρες έχουν το
δικαίωμα να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις γυναίκες και αυτός που παίρνει γυναίκα έχει
και την υποχρέωση να δίνει γυναίκα. Σκοπός της μεθόδου είναι η ανακάλυψη των ανα-

118

22-0116-02.indd 118 27/4/2017 6:07:58 µµ


γκαίων σχέσεων σε μια ομάδα και οι κανόνες βάσει των οποίων συνδυάζονται οι σχέσεις
αυτές. Ανάμεσα στις θεμελιώδεις δομές συγκαταλέγονται η αμοιβαιότητα, η συμμαχία,
ο συμβολικός χαρακτήρας του δώρου.
Ο Λεβί–Στρως δεν πιστεύει ότι υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, έξυ-
πνοι και κουτοί λαοί. Θεωρεί ότι το είδος της λογικής που χαρακτηρίζει τη μυθική σκέψη
είναι τόσο αυστηρό όσο και εκείνο της σύγχρονης επιστήμης. Θέτει υπό αμφισβήτηση,
με άλλα λόγια, τα συγκριτικά και τα εθνοκεντρικό κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται
οι πολιτισμοί και εδραιώνεται η ιδέα της εξέλιξης και της προόδου. Στην ιδέα της πα-
γκόσμιας προόδου, στενά συνδεδεμένη με την αποικιοκρατία του 19ου αιώνα, ο Λεβί–
Στρως απαντά με το όραμα ενός νέου ανθρωπισμού, στο οποίο βλέπει τη συμφιλίωση
ανθρώπου και φύσης.
Ο Λεβί–Στρως στράφηκε στη μελέτη των δομών της κοινωνικής ζωής οι οποίες δεν
είναι συνειδητές για τα άτομα. Αποδίδει στην Ανθρωπολογία το καθήκον να αναζητήσει
τις μη συνειδητές δομές στις οποίες μπορούμε να φτάσουμε με τη μελέτη των θεσμών
και, ακόμη καλύτερα, με τη μελέτη της γλώσσας. Ως το κατεξοχήν πρόβλημα της Εθνο-
λογίας θεωρεί την επικοινωνία, πώς δηλαδή θα επικοινωνήσουν μεταξύ τους τα διάφορα
υποκείμενα που προέρχονται από τους διαφορετικούς πολιτισμούς και ζουν κάτω από
διαφορετικού τύπου σχέσεις. Ο στρουκτουραλισμός επιχειρεί να δώσει την ανατομία
των σχέσεων στις οποίες βασίζεται και τις οποίες εκφράζει η επικοινωνία.

Γ. Αμερικανική σχολή Ανθρωπολογίας


3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία
Η Μάργκαρετ Μηντ εκπροσωπεί τον κουλτουραλισμό στην Ανθρωπολογία, μια θεω-
ρητική κατεύθυνση η οποία επικρατεί στην Αμερική κυρίως κατά τις δεκαετίες ’30-’40.
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρητική τάση, κάθε κουλτούρα θεωρείται ότι έχει μια ιδιαίτερη
σύνθεση, ότι είναι μοναδική, και μελετάται με αφετηρία τη ζωή και τη συμπεριφορά
των ατόμων. Η έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στο άτομο, στις πολιτισμικές
διαφορές, η αμφισβήτηση κοινών γνωρισμάτων και κανόνων που να ισχύουν για όλους
τους ανθρώπους και τις κουλτούρες, το ενδιαφέρον για την περιγραφή των φαινομένων
και όχι για τη θεμελίωση της εξήγησης, αποτελούν γνωρίσματα ενός πολιτισμικού σχε-
τικισμού. Σε θεωρητικό επίπεδο, ο κουλτουραλισμός επιτρέπει τη σύνδεση ανάμεσα

119

22-0116-02.indd 119 27/4/2017 6:07:58 µµ


Η Μάργκαρετ Μηντ (Margaret Mead, 1901–1978) γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια
(Πενσυλβάνια). Ο πατέρας της ήταν πανεπιστημιακός καθηγητής Πολιτικής Οικονο-
μίας και η μητέρα της κοινωνιολόγος. Σπουδάζει Ψυχολογία και Ανθρωπολογία στο
Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στο οποίο κατόπιν γίνεται καθηγήτρια. Κατά την πρώτη
της αποστολή μελετά τη φυλή των Σαμόα στη Νέα Γουινέα, στην οποία θα αφιερώσει
το πρώτο της έργο, Η Ενηλικίωση στη Σαμόα, 1927. Στις επόμενες αποστολές της, με-
λετά τρεις διαφορετικές κοινωνίες στη Νέα Γουινέα. Στο πιο γνωστό της έργο, Φύλο
και Ιδιοσυγκρασία οι Τρεις Πρωτόγονες Κοινωνίες, 1935, βασισμένο στο υλικό αυτών
των κοινωνιών, επιχειρεί να υποστηρίξει ότι οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα δεν
οφείλονται σε βιολογικούς παράγοντες αλλά στη διαπαιδαγώγησή τους. Επιχειρεί,
επίσης, να συνδέσει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων με τις ιδιαίτερες πο-
λιτισμικές συνθήκες· με τη σύνδεση αυτή Ψυχολογίας και πολιτισμικών ιδιαιτεροτή-
των, επιδιώκει να αμφισβητήσει την καθολικότητα των προβλημάτων της εφηβείας.

στην Ψυχολογία και στην Κοινωνιολογία. Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο πολιτισμικός σχε-


τικισμός συνεισέφερε στη μάχη εναντίον ρατσιστικών, εθνοκεντρικών και ανδροκρα-
τικών προκαταλήψεων και συνδέεται με τον πολυεθνικό χαρακτήρα της αμερικανικής
κοινωνίας.

Ανακεφαλαίωση
Οι Κοινωνικές Επιστήμες στη σύγχρονη μορφή τους εμφανίζονται τον 19ο αιώνα,
μετά τις πολιτικές επαναστάσεις κατ τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, με την
εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης κατ την ανάπτυξη των αστικών κέντρων.
Ήδη όμως το αντικείμενο της Πολιτικής Επιστήμης έχει αρχίσει να μελετάται συ-
στηματικά από τον 17ο αιώνα, με την Αγγλική Επανάσταση, και το αντικείμενο της
Πολιτικής Οικονομίας τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία.
Μέχρι τον 18ο αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα Μαθηματικά προσφέρουν
το πρότυπο όλης της επιστήμης και της κοινωνικής σκέψης, αν και βέβαια δεν το
χειρίζονται κατά τον ίδιο τρόπο οι διάφοροι θεωρητικοί. Από τον 19ο αιώνα δίνεται
μεγάλη έμφαση στη μέθοδο και στις έννοιες για τον προσδιορισμό των ερευνούμε-
νων αντικειμένων. Εισάγονται νέες μέθοδοι και έννοιες για την εξέταση κάθε αντι-
κειμένου και έτσι ξεχωρίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες μεταξύ τους. Επιπλέον, και
στο εσωτερικό κάθε επιστήμης εμφανίζονται διαφορετικά υποδείγματα. Εντούτοις,
υπάρχουν ορισμένα βασικά ερωτήματα τα οποία είναι κοινά, όπως για τη δομή, τη

120

22-0116-02.indd 120 27/4/2017 6:07:58 µµ


λειτουργία, τη μεταβολή, και ορισμένες μέθοδοι που συναντώνται σε όλους σχε-
δόν τους κλάδους.
Η συνεισφορά των θεμελιωτών κάθε Κοινωνικής Επιστήμης αναγνωρίζεται για
τις νέες μεθόδους, τις έννοιες και τα ερωτήματα που έθεσε ο καθένας για την έρευνα
της κοινωνικής πράξης σε όλες τις πλευρές της. Πρόκειται για μεθόδους και έννοι-
ες που χρησιμοποιούνται και εξελίσσονται ακόμη, ερωτήματα που απασχολούν και
σήμερα.
α. Πολιτική
– Στις πολιτικές θεωρίες του 17ου και του 18ου αιώνα, υιοθετείται η νομική–πο-
λιτική ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία όλα τα άτο-
μα συναινούν για τη θεσμική συγκρότηση της κοινωνίας και για τη συγκρότη-
ση του αστικού κράτους. Εντοπίζονται όμως διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους
θεωρητικούς, οι οποίες οφείλονται και στην ιστορική εποχή κατά την οποία
γράφονται οι θεωρίες τους και στον τύπο του κράτους και των ελευθεριών των
πολιτών που εισηγούνται.
– Με το πολιτικό έργο του Χομπς παρουσιάζει για πρώτη φορά μια πλήρης
θεωρία για το κράτος και το επιχείρημα υπέρ της απόλυτης αλλά όχι αυθαί-
ρετης εξουσίας. Ο Λοκ θέτει τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής μορφής δια-
κυβέρνησης, ενώ ο Ρουσσώ εισάγει τους όρους και τις έννοιες μιας θεωρίας
δημοκρατίας.
– Τέλος, τον 19ο αιώνα, από την πολιτική θεωρία του Μαρξ ασκείται κριτική
στην ιδέα ότι το κράτος προκύπτει από τη συναίνεση ανάμεσα σε άτομα ίσα
και ελεύθερα, υποστηρίζεται ότι ο ατομικισμός είναι συνέπεια και όχι αιτία
του ταξικού πολιτικού–οικονομικού συστήματος. Επισημαίνεται ο χωρισμός
ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος και εκπονείται μια κριτική θεωρία
προς τους όρους θεμελίωσης του κράτους.
β. Οικονομία
– Η Οικονομία, ως Πολιτική Οικονομία, εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημο-
νικός κλάδος τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία.
Απέναντι σε ένα βασικό πρόβλημα που εξετάζει, τη σχέση κράτους και οικο-
νομίας, και στην επιδίωξη για μια ευημερούσα κοινωνία, οι τοποθετήσεις των
θεμελιωτών της επιστήμης αυτής βασίζονται σε διαφορετικά υποδείγματα.
– Ο Σμιθ και ο Ρικάρντο τοποθετούνται υπέρ της οικονομικής ελευθερίας των
ιδιωτών και όχι υπέρ της κρατικής παρέμβασης. Και οι δυο, όπως στη συνέ-
χεια και ο Μαρξ και ο Κέυνς, δίνουν μεγάλη σημασία στην αξία της εργα-
σίας. Ο Ρικάρντο επιδιώκει να προσδιορίσει τους νόμους που ρυθμίζουν την
οικονομική παραγωγή.

121

22-0116-02.indd 121 27/4/2017 6:07:58 µµ


– Ο Μαρξ απορρίπτει την άποψη του Σμιθ ότι προτεραιότητα στη λειτουρ-
γία και στην Εξήγηση της οικονομίας έχει το ατομικό συμφέρον. Εμβαθύνει
στη μελέτη των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, την οποία ξεκίνησε ο
Ρικάρντο, και κατασκευάζει έννοιες για τη συνολική μελέτη του οικονομικού
συστήματος, όπως παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγικές σχέσεις, υπεραξία.
Διαπιστώνει ότι οι οικονομικές σχέσεις είναι ανταγωνιστικές και εκμεταλλευ-
τικές. Εντοπίζει την ανάγκη για τη μετατροπή τους, με κριτήριο την απελευθέ-
ρωση όλων των δυνάμεων της οικονομίας και του ανθρώπου.
– Ο Κέυνς, σε αντίθεση προς τον Σμιθ και τον Ρικάρντο. υποστηρίζει την πα-
ρέμβαση την κράτους για τη ρύθμιση της οικονομίας και τον περιορισμό της
ανεργίας. Υποστηρίζει όμως τη διατήρηση του δεδομένου συστήματος και όχι
τη ριζική αλλαγή του, οίκος ο Μαρξ.
γ. Κοινωνιολογία
– Στην καθιέρωσή της συμβάλλει ο Κοντ, από τον οποίο αποκτά το όνομά της
και τις πρώτες μεθόδους, τις οποίες, αρχικά, δανείζεται από τη Φυσική.
– Τα μεθοδολογικά υποδείγματα της κοινωνιολογικής μελέτης διαφέρουν μετα-
ξύ τους.
– Η μαρξιστική θεωρία μελετά τις κοινωνικές σχέσεις με τη διαλεκτική μέθοδο,
δίνει έμφαση στην κοινωνική ανισότητα και προσανατολίζεται στην έρευνα
των δυνατοτήτων για κοινωνική αλλαγή.
– Ο Ντυρκέμ βλέπει την κοινωνία θετικά, μελετά πώς λειτουργεί, πώς είναι
δυνατή η συνοχή της, και προσανατολίζεται στην αντικειμενική και ουδέτερη
μελέτη των κοινωνικών γεγονότων.
– Ο Βέμπερ συνεισφέρει στην ορθολογική εξήγηση της ατομικής πράξης και
κατασκευάζει τύπους πράξεων ως βασικά εργαλεία εξήγησής τους. Βασική
είναι η συμβολή του στη μελέτη της γραφειοκρατίας.
δ. Ψυχολογία
– Τον 19ο αιώνα στην έρευνα της νόησης και της συμπεριφοράς αρχίζουν να
χρησιμοποιούνται μέθοδοι των Φυσικών Επιστημών η συστηματική παρατή-
ρηση και το πείραμα, οι οποίες εισάγονται στο πειραματικό εργαστήριο του
Βουντ. Αν και διατυπώνονται πολλές αντιρρήσεις για τη χρησιμοποίησή τους
ειδικά στον άνθρωπο, διευκολύνουν όμως την Ψυχολογία να αποσπαστεί από
τη Φιλοσοφία και να αποτελέσει ξεχωριστό επιστημονικό κλάδο. Το αντικεί-
μενό της στη συνέχεια διαιρείται σε επιμέρους τομείς. Οι διάφορες σχολές
που εμφανίζονται εξετάζουν και μία πλευρά του αντικειμένου εισάγοντας νέες
έννοιες και μεθόδους.

122

22-0116-02.indd 122 27/4/2017 6:07:58 µµ


 Πειραματική Ψυχολογία, με ιδρυτή τον Βουντ, δίνει έμφαση στην αναλυ-
– Η
τική εξέταση των λειτουργιών της συνείδησης και χρησιμοποιεί πειραματικές
μεθόδους. Η σχολή του συμπεριφορισμού χρησιμοποιεί και αυτή το πείραμα,
αλλά για τη μελέτη της συμπεριφοράς. Η μορφολογική σχολή διατυπώνει τη
θέση ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ολοκληρωμένα σύνολα. Η σχολή αυτή
προσανατολίζεται στη κατανόηση βιωμάτων και νοητικών λειτουργιών στη
συνολική τους μορφή, στην πλήρη τους διάρθρωση και όχι, όπως η Πειραματι-
κή Ψυχολογία, μέσα από την ανάλυση των μερών τους. Η ψυχαναλυτική σχολή,
με θεμελιωτή τον Φρόυντ, προσανατολίζεται στη διερεύνηση των ασυνείδη-
των ορμών του ανθρώπου και εισάγει ένα νέο σχήμα για την αναπαράσταση
της δομής του ψυχισμού. Με την Ψυχανάλυση, το άτομο, υπό την καθοδήγηση
του ψυχαναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του, προκει-
μένου να αποκαταστήσει και να ελέγξει το ίδιο τη σχέση του με τον εαυτό του
και τους άλλους.
Τέλος, η Κοινωνική Ψυχολογία εξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου μέσα
στην ομάδα, χρησιμοποιεί έννοιες και μεθόδους της Κοινωνιολογίας και της
Ψυχολογίας, χωρίς όμως να ανάγει τα φαινόμενα αποκλειστικά είτε τον έναν
είτε στον άλλο κλάδο.
ε. Ανθρωπολογία
– Η Ανθρωπολογία ως Κοινωνική Ανθρωπολογία δανείζεται εννοιολογικά ερ-
γαλεία και μεθόδους από την Κοινωνιολογία, τη Φιλοσοφία, τη Γλωσσολο-
γία, την Ιστοριογραφία, την Ψυχολογία. Η έρευνά της βασίζεται στην επιτόπια
έρευνα, με την οποία και ξεχωρίζει από τις άλλες επιστήμες.
– Διακρίνονται αφ’ ενός η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική Αν-
θρωπολογία, και αφ’ ετέρου η αμερικανική, η Πολιτισμική Ανθρωπολογία.
Στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, ξεχωρίζουν αφ’ ενός η βρετανική σχολή, αφ’
ετέρου η γαλλική.
– Θεμελιωτές της βρετανικής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας: Ο Μαλινόφσκι θε-
ωρείται ο θεμελιωτής της επιτόπιας έρευνας και διερευνά το αντικείμενό του
αξιοποιώντας τη λειτουργιστική μέθοδο. Ο Ράντκλιφ–Μπράουν, εκτός από το
ερώτημα που απασχολεί το λειτουργισμό, δηλαδή το πώς διατηρείται η συνοχή
της κοινωνίας, προσθέτει το ερώτημα πώς δημιουργούνται νέοι τύποι κοινωνι-
κής δομής. Ο Έβανς–Πρίτσαρντ συμβάλλει σιη σύνδεση της Ανθρωπολογίας
με την Ιστορία και διερευνά προβλήματα που αφορούν τη σημασία των λέξε-
ων, κάτι πολύ σημαντικό για τη μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη.

123

22-0116-02.indd 123 27/4/2017 6:07:58 µµ


– Ο Λεβί–Στρως, θεμελιωτής της γαλλικής σχολής Ανθρωπολογίας, εισάγει
το
δομισμό στην Ανθρωπολογία, με τον οποίο επιχειρεί να παρουσιάσει την ανα-
τομία των συστημάτων συγγένειας.
– Η
 Πολιτισμική Ανθρωπολογία στην Αμερική, με θεμελιωτές τον Μπόας και
τη Μηντ, έχει ως αντικείμενο της τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές διαφορές.
Υποστηρίζει τη μοναδικότητα κάθε πολιτισμού και εισάγει την εκ των ένδον
κατανόησή του και τον πολιτισμικό σχετικισμό.
Σε γενικές γραμμές, από τον 19ο αιώνα εμφανίζεται η τάση διαίρεσης του
αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, κατασκευάζονται νέες έννοιες και
αναδύονται νέα και διαφορετικά υποδείγματα έρευνας. Παρ’ όλες όμως τις
διαφορές, εντοπίζονται ορισμένα βασικά ερωτήματα τα οποία απασχολούν το
σύνολο των επιστημών όπως σχετικά με τη λειτουργία ενός φαινομένου, τη
δομή του, τις δυνατότητες και τους όρους μεταβολής του. Για την απάντηση
των ερωτημάτων αυτών οργανώνονται ανάλογες μέθοδοι, οι οποίες αποτελούν
το σημείο τόσο διαφορών όσο και κοινού προβληματισμού και διαλόγου, όπως
θα συζητηθεί διεξοδικά στο Επόμενο κεφάλαιο.

124

22-0116-02.indd 124 27/4/2017 6:07:58 µµ


Βασικοί όροι
Κοινωνική Φυσική, θετικισμός, κοινωνική στατική, κοινωνική δυναμική, νόμος των
τριών σταδίων, θεολογικό–μεταφυσικό–θετικιστικό στάδιο/διαλεκτική, κοινωνικές σχέ-
σεις, ταξικές σχέσεις, κεφαλαιοκρατική τάξη, εργατική τάξη, συνείδηση, αλλοτρίωση,
ψευδής συνείδηση, ταξική συνείδηση/κοιντονική συνοχή, κοινωνικά γεγονότα, μηχανι-
κή αλληλεγγύη, οργανική αλληλεγγύη, συλλογική ή κοινή συνείδηση, συλλογικές ανα-
παραστάσεις, ανομία, ανομικός τύπος αυτοκτονίας/κατανόηση, ορθολογικοποίηση, ορ-
θολογική ως προς το σκοπό πράξη, ορθολογική ως προς τις αξίες πράξη, συγκινησιακά
προσδιορισμένη πράξη, παραδοσιακή πράξη, ιδεότυπος ή καθαρός τύπος
οικονομική ελευθερία, καταμερισμός της εργασίας, Αόρατο Χέρι, φθίνουσα απόδο-
ση, συγκριτικό πλεονέκτημα/παραγωγικές δυνάμεις, κεφάλαιο, υπεραξία/συμμετοχική
ένωση, επενδύσεις
Κοινωνικό Συμβόλαιο, φυσική κατάσταση, γενική θέληση, θέληση όλων/ Πειραμα-
τική Ψυχολογία, ενδοσκόπηση, συμπεριφορισμός, ερέθισμα–αντίδραση, μορφολογική
σχολή, μορφή, ασυνείδητο, εγώ, μηχανισμοί άμυνας, υπερ-εγώ, Ψυχανάλυση, Κοινωνι-
κή Ψυχολογία, κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση.

125

22-0116-02.indd 125 27/4/2017 6:07:58 µµ


Ερωτήσεις
1. Π οιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στους τύπους της φυσικής κατάστασης των
Χομπς, Λοκ και Ρουσσώ; Μπορούν να εξηγηθούν οι διαφορές τους;
2. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Χομπς και στην
ορθολογική κατά το σκοπό πράξη της βεμπεριανής Κοινωνιολογίας;
3. Απέναντι στο ερώτημα «ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχεί-
ριση των οικονομικών πόρων και των κοινωνικών υπηρεσιών» πώς τοποθετού-
νται οι Άνταμ Σμιθ και Τζον Κέυνς και ποια επιχειρήματα προβάλλουν; Ποιο
θεωρείτε πειστικότερο και γιατί;
4. Ποιες έννοιες της οικονομικής θεωρίας του Ρικάρντο αξιοποιεί ο Μαρξ; Ποιες
νέες έννοιες εισάγει και με ποιο πρακτικό προσανατολισμό;
5. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Χομπς και στην
ορθολογική κατά το σκοπό πράξη του Βέμπερ;
6. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν το ερώτημα που αφορά τη διασφάλιση της κοινω-
νικής συνοχής; Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το προσεγγίσουν;
7. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν ως πρόβλημα τη μελέτη της κοινωνικής αλλαγής:
Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το εξετάσουν;
8. Απέναντι στο πρόβλημα που αφορά τη σχέση ατόμου–κοινωνίας, ποιοι κοινω-
νιολόγοι θέτουν σε προτεραιότητα την ατομική πράξη και ποιοι επιχειρούν να
προσεγγίσουν το πρόβλημα αυτό εισάγοντας έννοιες που αφορούν συνολικά
την κοινωνική πράξη και τις κοινωνικές σχέσεις; Ποιες οι διαφοροποιήσεις με-
ταξύ τους;
9. Πώς εξετάζει την πράξη ο Ντυρκέμ και πώς ο Βέμπερ;
10. Να αναφέρετε παραδείγματα πράξεων από την καθημερινή σας ζωή, οι οποίες
ανταποκρίνονται στον τύπο της ορθολογικής κατά το σκοπό πράξης.
11. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πρώτα το όλον και μετά τις λεπτομέρειες ή αντί-
στροφα, σύμφωνα με τη μορφολογική σχολή; Τι θα υποστήριζε η πειραματική
σχολή Ψυχολογίας;
12. Με ποιον από τους θεμελιωτές κοινωνιολόγους παρουσιάζει κοινά, ως προς τη
χρήση εννοιών και τον χειρισμό προβλημάτων, ο Μαλινόφσκι; Ποια μέθοδο
προσθέτει η Κοινωνική Ανθρωπολογία, με την οποία ξεχωρίζει από άλλες Κοι-
νωνικές Επιστήμες;
13. Ποια νέα ερωτήματα προσθέτουν ο Ράντκλιφ–Μπράουν και ο Έβανς–Πρί-
τσαρντ στην εθνολογική έρευνα; Ποια η συμβολή καθενός στην ανανέωση της
ανθρωπολογικής έρευνας;
14. Ποια η συμβολή του Λεβί–Στρως στη μεθοδολογία της Ανθρωπολογίας; Ποια η
σημασία αυτής της συμβολής τόσο για τις Κοινωνικές Επιστήμες, γενικότερα,
όσο και για τη σχέση τους με τις Θετικές Επιστήμες;

126

22-0116-02.indd 126 27/4/2017 6:07:58 µµ


Βιβλιογραφία
Μ. Αγγελίδης, Η Γένεση του Φιλελευθερισμού, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1994.
Ά. Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1983.
Κλ. Λεβί–Στρως, Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1998.
Μ. Marx–W. Cronan–Hillix, Systems and Theories in Psychology, McGraw–Hill
International Editions, New York 1974.
Gh. de Montlibert, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα,
Αθήνα 1998.
Σ. Παπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1994.
J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας. Μια Εισαγωγή, εκδ.
Κριτική, Αθήνα 1991.
G. Ritzer, Classical Sociological Theory, Mc Graw–Hill International Editions, New
York 1996.
Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αίολος, Αθήνα
1997.

127

22-0116-02.indd 127 27/4/2017 6:07:58 µµ


22-0116-02.indd 128 27/4/2017 6:07:58 µµ
4. MΕΘΟΔΟΙ
ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Εισαγωγή: Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στις σημαντικές μεθόδους των Κοι-
νωνικών Επιστημών. Θα εξετάσουμε τις θεωρητικές και τις ιστορικές τους προϋποθέ-
σεις, τα σημεία συνάντησης αλλά και διαφοροποίησής τους, ό,τι τις καθιστά αλληλέγ-
γυες.
Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές
και τις μαθήτριες να γνωρίσουν τις βασικές αρχές της μεθοδολογίας των Κοινωνικών
Επιστημών και να εξοικειωθούν μ’ αυτές· να κατανοήσουν την ιδιαίτερη φύση του αντι-
κειμένου τους, την ιδιαιτερότητα κάθε μεθοδολογικής προσέγγισης, τις δυνατότητες και
τους όρους εφαρμογής τους.
Προερωτήσεις: Πώς κατανοείτε την έννοια της μεθόδου; Τι διαφορά έχουν τα κοι-
νωνικά από τα φυσικά φαινόμενα; Τι σημαίνει αντικειμενικότητα στην επιστημονική
μελέτη και έρευνα ενός φαινομένου; Πώς μπορείτε να εξετάσετε έναν κοινωνικό θεσμό;
Τη διάρθρωση και τη λειτουργία του σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους; Τον ιδιαίτε-
ρο τρόπο που τον προσεγγίζουν διαφορετικές ομάδες ανθρώπων;

4.1. ΑΙΤΙΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


Οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπτύχθηκαν ραγδαία τον 20ό αιώνα, επειδή ποικίλες πο-
λιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις δημιούργησαν πολλά προβλήματα
που απαιτούσαν άμεση αντιμετώπιση. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι προξένησαν πλήθος
προβλημάτων που άγγιξαν το σύνολο της ατομικής και της συλλογικής ζωής. Μετά
τους πολέμους υπήρξε δημογραφική άνοδος, αύξηση της παραγωγικότητας και ανα-
ζητήθηκαν τρόποι για τη βελτίωση της ανθρώπινης αποδοτικότητας. Η τεχνολογική
πρόοδος αύξησε την παραγωγή αγαθών, βελτίωσε τους όρους διαβίωσης, άλλαξε όμως
τις καταναλωτικές συνήθειες, επαναπροσδιόρισε το ρόλο και τη δομή της οικογένειας,
δημιούργησε χρόνο για άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, επενέβη στην ανάπτυξη της
πολιτικής ζωής, κτλ. Στην Ευρώπη και στην Αμερική αναπτύχθηκαν κινήματα εναντίον
της βίας, του ρατσισμού, της καταπίεσης ή υπέρ της ειρήνης, της χειραφέτησης της

129

22-0116-02.indd 129 27/4/2017 6:07:58 µµ


γυναίκας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της αναγνώρισης των μειονοτήτων.
Η ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου ανέδειξε τις διαφορετικές κουλτούρες και
το πρόβλημα επαφής των πολιτισμών, τη σημασία των αξιών του δυτικού πολιτισμού,
αλλά και την αμφισβήτηση αυτών των αξιών από τους νέους στη σύγχρονη εποχή.

Οι Κοινωνικές Επιστήμες μελετούν λοιπόν τομείς της ίδιας πραγματικότητας: την αν-
θρώπινη δραστηριότητα. Παρ’ όλη την προσπάθεια για την ακριβή διάκριση, οι τομείς
αυτοί στην ερευνητική πρακτική είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν εντελώς, διότι κάθε Κοι-
νωνική Επιστήμη δεν είναι παρά ο μεγεθυντικός φακός που επικεντρώνεται σε κάποια
δραστηριότητα, την οποία απομονώνει από άλλες. Η μελέτη της συνολικής έκφρασης
του ανθρώπου είναι το πρόβλημα των Κοινωνικών Επιστημών και όχι η πιο τέλεια γνώ-
ση μιας δραστηριότητάς του.
Κάθε Κοινωνική Επιστήμη διαθέτει τα δικά της εννοιολογικά εργαλεία για τη μελέτη
της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα οποία όμως δεν εξασφαλίζουν τη διεπιστημονική
προσέγγισή της. Αυτό που τις καθιστά αλληλέγγυες είναι οι μεθοδολογικές τους προ-
σεγγίσεις. Οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών αποβλέπουν στη συνολική διερεύνη-
ση της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνοντας ταυτόχρονα τα όρια της αντικειμενικό-
τητάς τους, αλλά και την αναγκαιότητα της σφαιρικής ανάλυσης.
Η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία και η Κοινωνική Ανθρω-
πολογία βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολλά και σύνθετα κοινωνικοί προβλήματα για τα
οποία κάθε τομέας απαιτούσε συνεχώς ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένες γνώσεις
(αυτόνομη ανάπτυξη του αντικειμένου κάθε επιστήμης), αλλά και συνδυαστική προ-
σέγγιση για τη σφαιρική ανάλυσή του. Ο εξειδικευμένος χαρακτήρας κάθε Κοινωνικής
Επιστήμης δεν μπορεί να άρει το γεγονός ότι όλες αυτές έχουν ως επιστημονικό αντι-
κείμενο τον άνθρωπο και την ποικιλόμορφη έκφραση και δράση του. Υπάρχουν έννοιες
που απαντούν σε πολλά κοινωνικά φαινόμενα και έχουν την ίδια σημασία (όπως, για
παράδειγμα, η αυθεντία, το κύρος), ανεξάρτητα αν σημείο αναφοράς είναι η επιχείρη-
ση, ο στρατός, η οικογένεια, η φυλή, το κράτος, η Εκκλησιά. Επίσης, ένα κοινωνικό
πρόβλημα μπορεί να εντοπιστεί και να απομονωθεί χρονικά και να μελετηθεί πολιτικά,
κοινωνιολογικά, οικονομικά ή ψυχολογικά, όπως είναι, για παράδειγμα, το φαινόμενο
του αρχηγού ομάδας, είτε πρόκειται για πολιτικό κόμμα είτε για συμμορία νεαρών ή για
ομάδα εργαζομένων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η ανθρώπινη συμπε-
ριφορά της αλλαγής μπορεί να προκαλεί τα ίδια ζητήματα ανάλυσης και μελέτης, είτε
πρόκειται για αλλαγή συμπεριφοράς των ανθρώπων είτε για αλλαγή των συνθηκών ερ-
γασίας από τους εργαζομένους σε μια επιχείρηση είτε την αλλαγή και τη μεταρρύθμιση
στην Παιδεία από τους μαθητές.

130

22-0116-02.indd 130 27/4/2017 6:07:58 µµ


4.2. Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
Το καθεστώς της αντικειμενικότητας των Κοινωνικών Επιστημών δεν είναι δεδομένο,
αλλά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, επειδή η κοινωνική πραγματικότητα είναι
συνθέτη και μεταβαλλόμενη. Οι Κοινωνικές Επιστήμες αποκτούν το καθεστώς επιστή-
μης επιδιώκοντας να μελετήσουν το άτομο και την κοινωνία με τον ίδιο βαθμό αντικει-
μενικότητας που οι Θετικές Επιστήμες μελετούν τη φύση. Ο Κοντ και οι θετικιστές (βλ.
3.3.1.) προσπάθησαν, όπως έχουμε δει, να εξομοιώσουν την κοινωνία με τη φύση και να
αναδείξουν μέσα από την ουδέτερη παρατήρηση τους σταθερούς όρους που τη διέπουν.
Στα πλαίσια της ίδιας προβληματικής ο Ντυρκέμ (βλ. 3.3.3.) διακηρύσσει ότι πρέπει να
εξετάσουμε τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα, δηλαδή ο κοινωνικός επιστήμονας
οφείλει να είναι ουδέτερος. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, όμως, λόγω της φύσης του αντι-
κειμένου τους, που είναι ο άνθρωπος, προσεγγίζουν έννοιες που άπτονται της ηθικής
και της κουλτούρας (βλ. 3.3.4.). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει διάκριση αξιών και
γεγονότων, ώστε να διασφαλιστεί η ηθική ουδετερότητα της επιστήμης.
Τέλεια αντικειμενικότητα ανάλυσης στις Κοινωνικές Επιστήμες είναι δύσκολο να
επιτευχθεί ακόμη και στο επίπεδο της απλής περιγραφής των κοινωνικών γεγονότων,
επειδή η ίδια η επιλογή του αντικειμένου κρύβει μια προτίμηση, όπως, επίσης, και η
χρησιμοποίηση της μίας ή της άλλης τεχνικής. Ο βαθμός λοιπόν της αντικειμενικότητας
ποικίλλει και εξαρτάται από τον τομέα έρευνας (Ανθρωπολογία, Πολιτική) και από τον
τύπο παρατήρησης (απλή–συμμετοχική παρατήρηση).
Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε την περιγραφή των γεγονότων, που οφείλει να είναι
αντικειμενική, και την ερμηνεία, που είναι πιο υποκειμενική. Η εφαρμογή των εμπειρι-
κών μεθόδων αποτελεί το σημείο αναφοράς στην κοινωνική πραγματικότητα εξασφαλί-
ζοντας κατά έναν τρόπο την αντικειμενική της περιγραφή, ενώ το ζήτημα της ερμηνείας
των αξιών υπόκειται περισσότερο στην προσωπική παρέμβαση του ερευνητή, γιατί οι
αναλύσεις του προσανατολίζονται από μια ήδη συνειδητοποιημένη πρόσληψη της πραγ-
ματικότητας. Βέβαια, η ελευθερία της σκέψης, όπως έχουμε δει, είναι αναγκαία για την
επιστημονική ανάπτυξη. Υπάρχουν όμως παράγοντες που τη διασφαλίζουν και άρα την
περιορίζουν. Οι παράγοντες αυτοί είναι πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, φιλοσοφι-
κοί, και ο συνδυασμός τους μπορεί να επιτρέψει τη σφαιρικότερη ανάλυση της κοινω-
νικής πραγματικότητας.

131

22-0116-02.indd 131 27/4/2017 6:07:58 µµ


4.3. Η
 ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Παρόλο που οι Κοινωνικές Επιστήμες μελετούν ορθολογικά τη συγκρότηση και την
έκφραση της ατομικής και της συλλογικής ζωής του ανθρώπου και η καθεμιά παρέχει
συστηματικές και μεθοδικές γνώσεις για να αναλυθεί ο συγκεκριμένος τομέας μελέτης
(της οικονομίας, των κοινωνικών σχέσεων, της πολιτικής δραστηριότητας, της προσω-
πικότητας του ανθρώπου, κτλ.), η διεπιστημονικότητά τους παρουσιάζει μια πρόσθετη
δυσκολία σε σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες. Στις επιστήμες της φύσης υπάρχει μια ιε-
ραρχία εννοιών και προβλημάτων (η Φυσική χρησιμοποιεί τα Μαθηματικά, η Χημεία τη
Φυσική, κτλ.), που δεν υφίσταται στις Κοινωνικές Επιστήμες, γιατί δεν υπάρχουν σαφή
και ευδιάκριτα όρια μεταξύ τους. Ούτε βέβαια εξασφαλίζεται η διεπιστημονικότητα με
το πώς, για παράδειγμα, ο κοινωνιολόγος ή ο οικονομολόγος μπορεί να κάνει μια ανάλυ-
ση πολιτική ή οικονομική (Πολιτική Κοινωνιολογία, Κοινωνιολογία της Οικονομίας).
Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι καθεμιά από τις Κοινωνικές Επιστήμες χρησιμοποιεί έν-
νοιες κάποιας άλλης, η Πολιτική της Οικονομίας, η Κοινωνιολογία της Ψυχολογίας και
των Μαθηματικών, κ.ο.κ. Το ζήτημα όμως δεν είναι η ακριβής χρήση εννοιών, αλλά η
πραγμάτευση συναφών όρων και εννοιών που θα είναι προσιτοί σε κάθε επιστήμη, ώστε
να εξασφαλιστεί ο διάλογος μεταξύ τους και η συνδυαστική μελέτη των κοινωνικών
φαινομένων.
Ο καλύτερος τρόπος σε πρακτικό επίπεδο για να εξασφαλιστεί ο διάλογος των Κοι-
νωνικών Επιστημών είναι η συλλογική εργασία. Στην πρακτική μελέτη ενός κοινωνικού
προβλήματος, το ζήτημα δεν είναι η αντιπαράθεση για την πραγματικότητα των αξιω-
μάτων της κάθε Κοινωνικής Επιστήμης, αλλά το σημείο τομής τους για τη συνδυασμέ-
νη μελέτη του εκάστοτε κοινωνικού φαινομένου. Η χρησιμότητα της διεπιστημονικής
ανταλλαγής φαίνεται καλύτερα στο πεδίο εφαρμογής των τεχνικών για την ανάλυση των
κοινωνικών προβλημάτων, επειδή οι Κοινωνικές Επιστήμες δεν έχουν τελειοποιήσει με
τον ίδιο τρόπο τις τεχνικές τους. Η πρακτική των συνεντεύξεων και του ερωτηματολό-
γιου αναπτύχθηκε πρώτη από τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους και προσαρ-
μόστηκε στη συνέχεια στις ανάγκες δημοσκοπήσεων της Πολιτικής Επιστήμης. Η στα-
τιστική χρησιμοποιήθηκε και βελτιώθηκε από τους οικονομολόγους και στη συνέχεια
εφαρμόστηκε για τις ανάγκες της Κοινωνιολογίας και της Κοινωνικής Ψυχολογίας, κτλ.

132

22-0116-02.indd 132 27/4/2017 6:07:58 µµ


4.4 Μ
 ΕΘΟΔΟΣ ΩΣ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΕΡΕΥΝΑΣ
Στις κοινωνικές Επιστήμες ο όρος «μέθοδος» έχει δύο διαφορετικές αναφορές και ερμη-
νείες– μια στενότερη και μια γενικότερη. Με την στενότερη και περισσότερο συγκεκρι-
μένη έννοια, ο σχετικός όρος αναφέρεται στις διαδικασίες και τεχνικές επαλήθευσης και
τεκμηρίωσης των υποθέσεων εργασίας που έχει ένας ερευνητής σχετικά με τους παρά-
γοντες που εξηγούν ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η εγκληματικότητα, η τοξικομανία,
η βιομηχανική παραγωγή κ.τ.λ. Στις διαδικασίες αυτές περιλαμβάνονται τόσο τα γενι-
κότερα σχέδια έρευνας όσο και οι τεχνικές συγκέντρωσης, οργάνωσης και κατάταξης
των σχετικών κοινωνικών δεδομένων. Ο όρος «μέθοδος» με την γενικότερη του έννοια
(βλ. 4.5) αναφέρεται στη συστηματική οργάνωση ενός συνόλου λογικών διαδικασιών
που η επιστημονική έρευνα μεταχειρίζεται για να φτάσει στην ακριβή, αποδεδειγμένη
και επαληθευμένη γνώση του εξεταζόμενου αντικειμένου. Οι δυο ερμηνείες δεν είναι
αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές.
Τα κυριότερα σχέδια κοινωνικής έρευνας είναι (1) η μελέτη περίπτωσης, (2) η επιτό-
πια–δειγματοληπτική έρευνα και (3) το κοινωνικό πείραμα.
1) Μελέτη περίπτωσης (case study). Η μέθοδος αυτή συνίσταται στην συστηματική
περιγραφή και ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Ο ερευνητής συλλέγει δεδομένα
που αφορούν μια συγκεκριμένη «μονάδα» η οποία μπορεί να είναι ένα άτομο, μια κοι-
νότητα, κ.τ.λ. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό έγκειται στον περιορισμό του ερευνητικού
πεδίου. Ο ερευνητής μελετά τη συγκεκριμένη περίπτωση σε βάθος και μπορεί να χρησι-
μοποιήσει διάφορες τεχνικές συγκέντρωσης και συλλογής δεδομένων. Μια τεχνική που
έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, σε συνάρτηση με
τη μελέτη περίπτωσης, είναι η «συμμετοχική παρατήρηση». Σε τέτοιες περιπτώσεις ο
ερευνητής συμμετέχει ενεργά στην κοινωνική ζωή και μελετά το κοινωνικό φαινόμενο
στην ολότητά του και «από μέσα». Όμως ο ερευνητής μπορεί να αξιοποιήσει και άλλες
τεχνικές συλλογής δεδομένων όπως οι συνεντεύξεις, οι πληροφοριοδότες που κατέχουν
θέσεις κλειδιά, η προφορική ιστορία καθώς και οι αρχειακές έρευνες.
2) Επιτόπια δειγματοληπτική έρευνα (field survey). Στο σχέδιο αυτό ο ερευνητής
δεν περιορίζεται στη μελέτη μιας συγκεκριμένης μονάδας. Θεωρητικά, μπορεί ν α μελε-
τήσει ένα κοινωνικό φαινόμενο σε όλο τον «πληθυσμό», είτε αυτός ο πληθυσμός αποτε-
λείται από όλους τους κατοίκους μιας κοινότητας, ή όλες τις επιχειρήσεις μιας χώρας ή
όλα τα φοιτητικά κινήματα στον κόσμο κ.τ.λ. Αν γινόταν αυτό θα είχαμε μια απογραφή
αλλά η διαδικασία θα ήταν οικονομικά δαπανηρή και χρονοβόρα.

133

22-0116-02.indd 133 27/4/2017 6:07:58 µµ


Άλλωστε, σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης επιστήμης της στατιστικής και της δειγ-
ματοληψίας, η απογραφική μελέτη δεν είναι απαραίτητη για την εξαγωγή αντικειμενι-
κών συμπερασμάτων σχετικά με την κατανομή χαρακτηριστικών (π.χ. στάσεων, συμπε-
ριφορών, αντιλήψεων κ.τ.λ.) σε ένα πληθυσμό εφόσον η μελέτη πραγματοποιηθεί σε
ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των σχετικών μονάδων που συγκροτούν το συγκεκριμένο
πληθυσμό.
Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις (π.χ. ποιο κόμμα ή ποιους υποψήφιους θα ψηφίσεις τις
επόμενες εκλογές κ.τ.λ.) –οι οποίες βασίζονται συνήθως σε μικρά πανελλαδικά δείγμα-
τα Ελλήνων ψηφοφόρων (περίπου 1500 άτομα) αποτελούν ένα καλό παράδειγμα επι-
τόπιων δειγματοληπτικών ερευνών. Τα συμπεράσματα από τη δημοσκόπηση θα είναι
αντικειμενικά, αξιόπιστα και έγκυρα στο βαθμό που στο δείγμα αντιπροσωπεύονται
όλες οι κατηγορίες (φύλο, ηλικία, κτλ) και όλα τα στρώματα (επάγγελμα, αστικότητα
κ.τ.λ.) των ψηφοφόρων ανάλογα με την αριθμητική τους δύναμη στον πληθυσμό των
Ελλήνων ψηφοφόρων. Παρόμοιες λογικές και διαδικασίες ισχύουν και για άλλες μορ-
φές επιτόπιων δειγματοληπτικών ερευνών όπως οι έρευνες αγοράς για τις προτιμήσεις
των καταναλωτών που διεξάγονται για λογαριασμό επιχειρήσεων ή η σφυγμομέτρηση
των στάσεων των Ελλήνων έναντι των αλλοδαπών στην χώρα μας που γίνεται υπό την
αιγίδα των κέντρων κοινωνικών ερευνών.
Τεχνικές συλλογής στοιχείων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των δειγματοληπτι-
κών ερευνών περιλαμβάνουν κυρίως την προσωπική συνέντευξη και το ερωτηματολό-
γιο. Στην πρώτη περίπτωση ο ερευνητής αξιοποιεί ειδικά εκπαιδευμένα άτομα τα οποία
απευθύνουν προφορικά τα σχετικά ερωτήματα στον ερευνώμενο και στη συνέχεια κα-
ταγράφουν τις απαντήσεις του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο ερευνητής κατασκευάζει ένα
ερωτηματολόγιο (κατάλογο ερωτήσεων) με σχετικές οδηγίες έτσι ώστε ο ερευνώμενος
να μπορεί να το συμπληρωθεί μόνος του χωρίς την παρέμβαση του ερευνητή. Τόσο στην
περίπτωση της συνέντευξης όσο και στην περίπτωση του ερωτηματολογίου, οι ερω-
τήσεις μπορεί να είναι είτε κλειστές (με προκατασκευασμένες απαντήσεις πολλαπλών
επιλογών) είτε ανοικτές (με δυνατότητα ελεύθερης συμπλήρωσης και απάντησης)1. Επί-
σης, και στις δύο περιπτώσεις η διατύπωση, η διαδοχή και η διάταξη των ερωτήσεων θα
πρέπει να γίνουν σύμφωνα με ορισμένες επιστημονικές αρχές και προδιαγραφές για την
κατασκευή ερωτηματολογίων και την οργάνωση συνεντεύξεων με στόχο την διασφάλι-
ση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των απαντήσεων των ερευνωμένων.
3) Κοινωνικό πείραμα (social experiment). Ο ερευνητής που εφαρμόζει τα παραπά-

1 Η
 χρήση κλειστών ερωτήσεων διευκολύνει την μεταγενέστερη επεξεργασία των δεδομένων (κωδικογράφη ορ-
γάνωση και ανάλυση των δεδομένων), ενώ η χρήση πολλών ανοικτών ερωτήσεων δυσκολεύει το μεταγενέστερο
έργο του ερευνητή. Οι ελεύθερες απαντήσεις θα πρέπει να κωδικογραφηθούν και να οργανωθούν σε διάφορες
κατηγορίες χρησιμοποιώντας άλλες τεχνικές κατάταξης δεδομένων όπως η «ανάλυση περιεχομένου», που επίσης
χρησιμοποιείται για τη μελέτη των σχολικών βιβλίων ή των μηνυμάτων που εκπέμπουν τα ΜΜΕ κτλ.

134

22-0116-02.indd 134 27/4/2017 6:07:58 µµ


νω πάνω σχέδια έρευνας και τις συγκεκριμένες διαδικασίες μελετά τα φαινόμενα αυτά in
situ, στο φυσικό τους περιβάλλον, και δεν παρεμβαίνει ενεργά για να μεταβάλει και να
αναδιατάξει τις κοινωνικές συνθήκες και την καθημερινή ζωή των υπό μελέτη ανθρώπι-
νων υποκειμένων. Αντιθέτως, στην περίπτωση του «κοινωνικού πειράματος» ο ερευνη-
τής παρεμβαίνει στη φυσιολογική πορεία της κοινωνικής ζωής με στόχο τη δημιουργία
«τεχνιτών» καταστάσεων που πρόκειται να ερευνήσει για πειραματικούς σκοπούς. Αν
για παράδειγμα, ένας ερευνητής –παιδαγωγός θα ήθελε να ερευνήσει τις επιδράσεις μιας
νέας διδακτικής προσέγγισης στη μάθηση (π.χ. τη χρήση ενός CD–ROM), θα μπορούσε
να δημιουργήσει δύο ομάδες μαθητών– μία πειραματική η οποία θα εκτεθεί στην νέα
διδακτική προσέγγιση και μια συγκριτική (ομάδα ελέγχου) η οποία θα εκτεθεί μόνο
στην παραδοσιακή διδασκαλία (χωρίς τη χρήση του CD–ROM). Σημειωτέον ότι για να
είναι αξιόπιστα τα συμπεράσματα και για να είναι σε θέση ο ερευνητής να αποδώσει τις
τυχόν διαφορές και τα τυχόν πλεονεκτήματα στη νέα διδακτική προσέγγιση θα πρέπει
να μεριμνήσει προκαταβολικά ώστε οι δύο ομάδες να είναι ταυτόσημες ως προς τις
ικανότητες και τα κίνητρα για μάθηση καθώς και ως προς άλλα χαρακτηριστικά (πχ.
κοινωνική προέλευση κ.τ.λ.) που ενδέχεται να επηρεάσουν τις ικανότητες και τις επιδό-
σεις των μαθητών.
Στις Κοινωνικές Επιστήμες, λόγοι δεοντολογίας δεν επιτρέπουν την εκτεκταμένη
χρήση του κοινωνικού πειράματος. Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες χρησιμο-
ποιούν παραλλαγές ή σε ένα συνδυασμό των πρώτων δύο σχεδίων έρευνας. Το κοινωνι-
κό πείραμα έχει χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένη έκταση στην Πειραματική, στην Κοι-
νωνική και στη Σχολική Ψυχολογία και στη Βιομηχανική Κοινωνιολογία, κυρίως όμως
σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα όπως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τους μαθητικούς και
φοιτητικούς πληθυσμούς. Παρά ταύτα, η λογική του «κοινωνικού πειράματος» διαπνέει
τη χρήση όλων των σχεδίων και μεθόδων της κοινωνικής έρευνας, ακόμη και των μη
πειραματικών. Όλες οι ερμηνείες των δεδομένων που συλλέγονται είτε με στο πλαίσιο
της μελέτης περίπτωσης είτε στο πλαίσιο της επιτόπιας δειγματοληπτικής έρευνας γίνο-
νται με γνώμονα τη λογική του κοινωνικού πειράματος.

4.5. ΜΕΘΟΔΟΣ
Η μέθοδος, με τη γενική σημασία του όρου, είναι η συστηματική οργάνωση ενός συ-
νόλου λογικών διαδικασιών που η επιστημονική έρευνα μεταχειρίζεται για να φτάσει
στην ακριβή, αποδεδειγμένη και επαληθευμένη γνώση του εξεταζόμενου αντικειμένου.
Είναι ένα σύνολο κανόνων που κατευθύνει το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και εκφράζει
τόσο τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας όσο και τη μορφή συλλογισμού για

135

22-0116-02.indd 135 27/4/2017 6:07:58 µµ


την πραγμάτευσή της. Η μέθοδος με αυτή την έννοια καθορίζει τη θέση του ανθρώπινου
πνεύματος απέναντι στο αντικείμενο που εξετάζει (για παράδειγμα πειραματική, εμπει-
ρική, ιστορική, ψυχαναλυτική, ιδεαλιστική, διαλεκτική).
Ανεξάρτητα όμως από τη θέση του ανθρώπινου πνεύματος, η μέθοδος εκφράζει πά-
ντα την τάση μιας ορθολογικής εξήγησης, είναι δηλαδή ένα σύνολο κανόνων που δίνει
ένα εξηγητικό σχήμα για τη γνώση της πραγματικότητας. Το σύνολο αυτό στις Κοινω-
νικές Επιστήμες δεν είναι μοναδικό, αλλά ποικίλλει λόγω της φύσης της κοινωνίας, η
οποία έχει ιστορική διάσταση, λόγω των μεταβολών του κοινωνικού συστήματος, της
τεχνολογικής ανάπτυξης, αλλά και της φιλοσοφικής θέσης του ερευνητή απέναντι στην
κοινωνία ως αντικείμενου μελέτης. Γι’ αυτό στις Κοινωνικές Επιστήμες δεν μπορούμε
να μιλήσουμε για ενιαία μέθοδο, αλλά για μεθοδικούς τρόπους εξήγησης του κοινωνικού
φαινομένου. Δηλαδή για τύπους εξήγησης συνολικά της κοινωνίας, που γι’ αυτό το λόγο
αποκαλούνται μέθοδοι.
Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να ορίσουμε τις γενικές γραμμές των αντιπροσωπευτι-
κών μεθόδων των Κοινωνικών Επιστημών, τις ιδιαιτερότητες τους και την πλευρά στην
οποία τοποθετούνται για να μελετήσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο.

4.6. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ


Η συγκριτική μέθοδος μπορεί να οριστεί ως η προσπάθεια κατανόησης ενός κοινωνικού
φαινομένου διαμέσου της αντιπαραβολής των διάφορων καταστάσεων μέσα στις οποί-
ες εμφανίζεται. Μπορεί μάλιστα, σύμφωνα με τον Ντυρκέμ, να θεωρηθεί ως έμμεση
«πειραματική μέθοδος», επειδή ο ερευνητής συνάγει συμπεράσματα από τις σχέσεις
παρατηρούμενων γεγονότων. Η κλασική επαγωγική μέθοδος, σε τελευταία ανάλυση,
είναι και αυτή συγκριτική, αφού συνάγει τις γενικές έννοιες μέσα από τη σύγκριση και
τη διαφορά των μερικών (επιμέρους) πραγμάτων.
Η συγκριτική μέθοδος λοιπόν παρατηρεί τα φαινόμενα, συστηματοποιεί τις ομοιό-
τητες, τις διαφορές και τις μεταξύ τους σχέσεις και τα ταξινομεί σε ομάδες. Γι’ αυτό δεν
μπορούμε να πούμε ότι διακρίνεται από μια ιδιαίτερη τεχνική, αλλά χρησιμοποιείται
από όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες και οργανώνει μεθοδικά τις γνώσεις. Η Ψυχολογία,
η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική και Νομική Επιστήμη στηρίζονται στη σύ-
γκριση για να αναλύσουν γενικά ή ειδικά κοινωνικά φαινόμενα, όπως το καπιταλιστικό
πνεύμα από χώρα σε χώρα κι από εποχή σε εποχή ή το φαινόμενο της εγκληματικότητας
ή διάφορους τύπους εκλογικών συστημάτων. Η συγκριτική μέθοδος μπορεί να είναι
εθνική (από τόπο σε τόπο), διεθνής, ιστορική.
Το γεγονός ότι η συγκριτική μέθοδος δε διακρίνεται από μια ειδική τεχνική δε ση-
μαίνει ότι δεν ακολουθεί ορισμένα στάδια έρευνας, τα οποία διέπονται από λογική συ-
νάφεια. Καταρχάς περιγράφει με συνέπεια τα κοινωνικά γεγονότα που μελετά, για πα-
ράδειγμα το καθεστώς της προεδρευόμενης δημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Ιταλία,

136

22-0116-02.indd 136 27/4/2017 6:07:58 µµ


Πάμπλο Πικάσο, Πάμπλο Πικάσο,
«Ο γερο–κιθαρίστας» «Γυναίκα με μαντολίνο»

την οικονομική και φορολογική πολιτική στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία. Στη συνέ-
χεια κατασκευάζει τύπους για να μπορέσει να καταλάβει, να συγκρίνει και να αναλύσει
τα υπό διερεύνηση κοινωνικά φαινόμενα: για παράδειγμα, εποχική ανεργία, διαρθρωτι-
κή ανεργία, εποχικές διακυμάνσεις της οικονομίας, αστική και αγροτική εγκληματικό-
τητα, γυναικεία απασχόληση, κτλ. Τέλος, η συγκριτική μέθοδος επιδιώκει να εξηγήσει
την παρουσία ή την απουσία των παραγόντων που προσδιορίζουν την εμφάνιση του
κοινωνικού φαινομένου.
Το πρόβλημα με τη συγκριτική μέθοδο είναι ότι έχει περιορισμένη εφαρμογή, γιατί
ισχύει μόνο για τους τύπους που συγκρίνει, και εκεί πάλι με την επιφύλαξη ότι η κα-
τασκευή του τύπου για τη συγκριτική μελέτη του φαινομένου εκφράζει μόνο τα κύρια
χαρακτηριστικά του. Αν και η πρόοδος στο επίπεδο των τεχνικών για τη συλλογή των
δεδομένων στην εμφάνιση ενός κοινωνικού φαινομένου είναι αξιοσημείωτη, σε συγκρι-
τικό επίπεδο, η τεκμηρίωση συμπερασμάτων παρουσιάζει δυσχέρειες εξαιτίας της δια-
φορετικής σημασίας την οποία έχει ένα φαινόμενο. Για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση
ερωτηματολόγιου και η σύγκριση των απαντήσεων τις οποίες δίνουν άνθρωποι διαφο-
ρετικών χωρών δεν έχει πάντα την ίδια σημασία.
Βέβαια, η ανάπτυξη των ερευνών σε διεθνές επίπεδο έχει βελτιώσει την αυστηρότητα
της μεθόδου με τη δημιουργία, για παράδειγμα, διεθνών δεικτών για την ανάπτυξη της
οικονομίας ή τον επακριβή ορισμό των βασικών χαρακτηριστικών των δημοκρατικών
πολιτευμάτων. Επίσης, η χρησιμοποίηση των Η/Υ. με σταθερούς κανόνες επεξεργασίας

137

22-0116-02.indd 137 27/4/2017 6:07:58 µµ


του πλήθους των πληροφοριών, διευκολύνει τη
σύσταση αρχείων, που είναι σημαντικές πηγές για
την ανάπτυξη της συγκριτικής μεθόδου. Τέλος, η
διεθνοποίηση της πολιτικής και της κοινωνικής
ζωής συνέτεινε στη δημιουργία απαράβατων κα-
νόνων για τη μελέτη ορισμένων φαινομένων (για
παράδειγμα, τι είναι ρατσισμός, σύμφωνα με τη
διακήρυξη της ΟΥΝΕΣΚΟ).
Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η συγκριτι-
κή μέθοδος είναι χρήσιμη και η εγκυρότητά της
εξαρτάται πάντα από τους όρους που χρησιμοποι-
ούμε για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.
Είναι πάντα ένα μέσο για να εξηγήσουμε διάφο-
ρες σχέσεις, χωρίς να στηρίζεται σε μια συγκεκρι-
μένη θεωρία.
Πάμπλο Πικάσο,
«Αυτός που παίζει μαντολίνο»

4.7. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ


Η Ιστορία και οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι δύο γνωστικά αντικείμενα με διαφορετική
προέλευση, με πολλά κοινά σημεία, τα οποία όμως ποτέ δεν καταλήγουν σε πλήρη ταύ-
τιση και πολλές φορές αντιπαρατίθενται.
Η Ιστορία (με την έννοια της Ιστοριογραφίας) είναι οι αληθινές αφηγήσεις που κατα-
γράφουν το παρελθόν. Η Ιστορία, ως αφήγηση, αναφέρεται σε ανθρώπινες πράξεις που
καλύπτουν όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Ως αληθινή αφήγηση, η
Ιστορία περιγράφει επαληθευμένα γεγονότα, τα οποία ο ιστορικός έζησε, συνέλεξε από
μαρτυρίες ή βρήκε καταχωρισμένα σε έγγραφα, γραπτά αρχεία ή άλλα τεκμήρια. Ως
παρελθόν, η ύλη της Ιστοριογραφίας περικλείει κάθε προγενέστερη και προηγούμενη
στιγμή σε σχέση με το παρόν, γεγονός που σημαίνει ότι περικλείει όλα τα γεγονότα που
δείχνουν το γίγνεσθαι του παρελθόντος και γεννήθηκε μαζί με τη γραφή.
Οι Κοινωνικές Επιστήμες, όπως είδαμε, γεννήθηκαν πρόσφατα, τον 18ο και τον 19ο
αιώνα, από μεταβολές και τροποποιήσεις που συνέβησαν σε κοινωνικό και διανοητι-
κό επίπεδο. Τέτοιες βασικές μεταβολές είναι ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστή-
ματος, η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η ορθολογική ανάλυση της κοινωνίας, οι
οποίες έδωσαν χους στοχαστές το δικαιολογημένο αίσθημα ότι ένας νέος κόσμος συ-
γκροτείται. Αυτός ο κόσμος έχει δυο κύρια χαρακτηριστικά: τη διάκριση του δημόσιου
και του ιδιωτικού, του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας, και τη δυναμική που τη

138

22-0116-02.indd 138 27/4/2017 6:07:59 µµ


χαρακτηρίζει. Ένα νέο αντικείμενο προσφέρεται για παρατήρηση και ορθολογική ανά-
λυση, η κοινωνία.
Μελετώντας τα πραγματικά γεγονότα, η Ιστορία βασίζεται καταρχάς στη συγκέ-
ντρωση και στην επιστημονική ταξινόμηση στοιχείων, στη συλλογή και στην κριτική
των ιστορικών πηγών, για να εξηγήσει στη συνέχεια γιατί τα πράγματα έγιναν όπως
έγιναν ή υπάρχουν όπως είναι. Είναι μια αφήγηση ορθολογική και αιτιολογημένη, η
οποία αναλύει τη συνολική πορεία της ανθρωπότητας. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, από
την πλευρά τους, κατασκευάζουν έννοιες, για να αναλύσουν η καθεμιά από την πλευρά
της την κοινωνία και τις ποικίλες εκφράσεις που τη διακρίνουν. Οι Κοινωνικές Επιστή-
μες κατασκευάζουν εννοιολογικά πλαίσια, δηλαδή τύπους κοινωνιών, οικονομικής δρα-
στηριότητας, πολιτικής συγκρότησης, δομές συγκρότησης των κοινωνιών, ανάλυση των
συγκυριών που χαρακτηρίζουν τα κοινωνικά φαινόμενα, για να αναλύσουν την εξέλιξη,
την ανάπτυξη, τις μεταβολές και τις διαφορές ανθρώπινων κοινωνιών. Οι Κοινωνικές
Επιστήμες αναλύουν μεθοδικά το κοινωνικό φαινόμενο σε μια δεδομένη χρονική στιγ-
μή, παραβλέποντας ότι το διακρίνει η συνέχεια μέσα στο χρόνο. Αντίθετα, η ιστορική
μέθοδος συμπληρώνει και εξηγεί τα χάσματα πραγμάτων και γεγονότων, επειδή στηρί-
ζεται σε μια αντίληψη του χρόνου που διασφαλίζει τη συνέχεια, τον ειρμό και τη λογική
διαπλοκή των φαινομένων. Η Ιστορία λοιπόν προσφέρει στις Κοινωνικές Επιστήμες το
απαραίτητο υλικό της πραγματικότητας, δείχνοντας ταυτόχρονα και τα όρια των θεω-
ρητικών κατασκευών που χρησιμοποιούν οι Κοινωνικές Επιστήμες για την εξήγηση της
κοινωνίας.
Με βάση την αναφορά στην ιστορική πραγματικότητα, ορισμένοι στοχαστές, όπως
ο Κοντ, ο Σπένσερ (Spencer), ο Μαρξ, διατύπωσαν νόμους εξήγησης της ιστορικής
ανάπτυξης και της εξέλιξης της κοινωνίας. Αυτή η «ιστορικιστική» εξήγηση αμφισβη-
τήθηκε έντονα ως ψευδαίσθηση, γιατί οι νόμοι τους οποίους θεσπίζουν οι επιστήμες δεν
είναι εξελικτικού τύπου. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ότι οι κοινωνίες έχουν
την «τάση» να αναπτύσσονται προοδευτικά. Ιδιαίτερα ορισμένα κοινωνικά συστήματα,
όπως φεουδαρχία, καπιταλισμός, υπακούουν σε σταθερούς νόμους ανάπτυξης.
Ο όρος ιστορικισμός, επίσης, δεν πρέπει να συγχέεται με τον ιστορισμό. Ο όρος αυτός
εμφανίστηκε στη Γερμανία (τέλος του 19ου αιώνα) μέσα από τον επιστημονικό διάλογο
για τη μέθοδο των Κοινωνικών Επιστημών. Ο ιστορισμός υποδεικνύει τη θεωρητική
υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα ιστορικά και τα κοινωνικά γεγονότα έχουν μεταβλη-
τή και κυμαινόμενη σημασία εξαρτώμενη από την κοινωνική και την ιστορική θέση του
ερευνητή. Με άλλα λόγια, ο ιστορισμός είναι μια ιδιαίτερη έκφραση σχετικισμού –της
αντίληψης δηλαδή που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν σταθερά κριτήρια ανάλυσης και
αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς– ο οποίος συνεχώς εμφανίζεται στις Κοι-
νωνικές Επιστήμες.

139

22-0116-02.indd 139 27/4/2017 6:07:59 µµ


4.8. Ο ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ
I. Βασικά χαρακτηριστικά: Ο θετικισμός αποτελεί μια ορισμένη φιλοσοφική στάση
για την ανθρώπινη γνώση. Δεν αναζητεί το πώς φτάνουμε σ’ αυτή, τις ιστορικές και
ψυχολογικές θεμελιώσεις της. Είναι μια συλλογή κανόνων και αξιολογικών κριτηρίων
που αναφέρονται στη διαδικασία της γνώσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κανονιστική
στάση, η οποία ρυθμίζει το πώς χρησιμοποιούμε τους όρους, όπως γνώση, επιστήμη,
πληροφορία, κ.ά. Οι κανόνες αυτοί μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε ποια ζητήματα είναι
πραγματικά αντικείμενα έρευνας και ποια έχουν σχηματιστεί και διατυπωθεί με λανθα-
σμένο τρόπο και αποτελούν «ψευδοπροβλήματα».
Για το θετικισμό, δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ ουσίας και φαινομένου.
Αναγνωρίζουμε ως πραγματικό μόνο ό,τι φανερώνεται στην εμπειρία. Δεν υπάρχουν
δηλαδή «κρυμμένες» ουσίες πίσω από τα αντικείμενα που προσλαμβάνονται μέσω της
εμπειρίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο θετικισμός αρνείται την αναζήτηση αιτιών που δεν
είναι άμεσα παρατηρήσιμες, αλλά αντιτίθεται στο να τις αναγάγει σε κρυφές οντότητες
που εξ ορισμού δεν είναι προσβάσιμες στην ανθρώπινη γνώση. Επομένως, υποστηρί-
ζει ότι πραγματική υπόσταση έχουν μόνο τα ατομικά συγκεκριμένα αντικείμενα. Τού-
το συμβαίνει επειδή, σύμφωνα με το θετικισμό, έχουμε δικαίωμα να αναγνωρίζουμε
την ύπαρξη ενός πράγματος μόνο εφόσον η εμπειρία επιτάσσει κάτι τέτοιο. Οι γενικές
αφηρημένες έννοιες δεν έχουν εμπειρική υπόσταση, άρα δεν υπάρχουν. Η στάση αυτή
ανήκει στη γενική αρχή του νομιναλισμού, εκείνης της μεσαιωνικής φιλοσοφικής πα-
ράδοσης που υποστήριξε ότι οι καθολικές έννοιες είναι μόνο ονόματα (εξ ου και ο όρος
«νομιναλισμός»), δεν έχουν δηλαδή πραγ-
ματική υπόσταση.
Ο θετικισμός αρνείται, επίσης, ότι οι
αξιολογικές κρίσεις και οι κανονιστικές
δηλώσεις παρέχουν γνώση. Αποτελούν
εκφράσεις αρέσκειας ή απαρέσκειας ή
καταδεικνύουν δεοντολογικές αποφά-
σεις και στάσεις που δε συνδέονται με
την εμπειρία. Καμιά μορφή εμπειρίας δε
μας αναγκάζει να αποδεχτούμε δηλώσεις
που εμπεριέχουν προσταγές ή απαγορεύ-
σεις και διάφορες αξιολογήσεις του τύπου
«ωραίο», «ευγενικό», κτλ. Ενώ δηλαδή
εκφράζουμε αξιολογικές κρίσεις στη με-
ταξύ μας επικοινωνία ή όταν αποτιμούμε
καταστάσεις, γεγονότα ή πράγματα, αυτή
Ρενέ Μαγκρίτ, «Η καρέκλα», 1950. η ενέργειά μας δε βασίζεται οε επιστημο-

140

22-0116-02.indd 140 27/4/2017 6:07:59 µµ


νικές διαδικασίες αλλά συνιστά έκφραση των προσωπικών, τυχαίων επιλογών μας. Ο
Χιουμ, από τους κλασικούς εκπροσώπους της θετικιστικής παράδοσης, υποστήριζε ότι
από προτάσεις που περιγράφουν το «είναι» (ότι αυτό είναι έτσι, έχει αυτά τα χαρακτηρι-
στικά, κτλ.) δεν μπορούμε να συναγάγουμε προτάσεις που αναφέρονται στο «δέον»(ότι,
επειδή κάτι είναι έτσι, πρέπει να γίνει αυτό...). Με άλλα λόγια, ο θετικισμός προτείνει
μια επιστημονική διαδικασία αξιολογικά ουδέτερη.
Θεμελιώδης αρχή του θετικισμού είναι η πίστη στην ουσιαστική ενότητα της επιστη-
μονικής μεθόδου. Οι μέθοδοι δηλαδή για την απόκτηση έγκυρης γνώσης και τα κύρια
στάδια θεωρητικής επεξεργασίας της εμπειρίας είναι κατ’ ουσίαν ίδιες σε όλες τις σφαί-
ρες της εμπειρικής πραγματικότητας.

II. Ιστορικά στάδια του θετικισμού: Παρόλο που ο όρος αναφέρεται στη φιλοσο-
φική θέση που αρχικά εκτέθηκε από τον Σεν–Σιμόν και, πιο συστηματικά, από τον Κοντ,
τον 19ο αιώνα, οι καταβολές του μπορούν να ανευρεθούν στην παράδοση του αγγλικού
εμπειρισμού του 17ου και του 18ου αιώνα. Ο θετικισμός του 19ου αιώνα χαρακτηρί-
ζεται από την αισιοδοξία που θα έφερνε στην ανθρωπότητα η ανάπτυξη της επιστημο-
νικής μεθόδου. Ο Κοντ θεωρούσε ότι ήταν πρωτοπόρος στη θεμελίωση της Θετικής
Κοινωνιολογίας και έλπιζε ότι η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης φύσης και των
ανθρώπινων αναγκών θα οδηγούσε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε μια πραγματική
επιστημονική βάση για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας.
Από το τέλος του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, ο θετικισμός εκ-
φράζεται κυρίως με τον εμπειροκριτικισμό, που υποστήριζε ότι η πραγματικότητα δεν
υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι αποτελείται από πλέγματα
αισθημάτων. Τον 20ό αιώνα εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του λογικού εμπειρισμού
με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Διακηρύσσει μια πολεμική κατά της μεταφυσικής,
με την πεποίθηση ότι οι μεταφυσικές δηλώσεις δεν απαιτούν εμπειρικό έλεγχο, επειδή
δεν ασχολούνται με την ακριβή έρευνα, ανάλυση και ταξινόμηση των φαινομένων της
πραγματικότητας, αλλά αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως σύνολο, έτσι ώστε να μην υπό-
κεινται σε διαδικασίες απόδειξης της αλήθειας τους.
Υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να έχουμε βέβαιη και νόμιμη γνώση του κόσμου
παρά μόνο με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τις Φυσικές Επιστήμες και τα
Μαθηματικά. Θεωρεί ότι, σε σχέση με τις Θετικές, οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι ανώ-
ριμες από την άποψη της μεθόδου και τονίζει πως οι Θετικές Επιστήμες θα πρέπει να
αποτελέσουν μεθοδολογικό πρότυπο για τις Κοινωνικές.

141

22-0116-02.indd 141 27/4/2017 6:07:59 µµ


Βασική αρχή του λογικού εμπειρισμού (ή νεοθετικισμού) είναι η πασίγνωστη διατύ-
πωση ότι «το νόημα μιας δήλωσης είναι η μέθοδος της επαλήθευσής της». Η διατύπωση
αυτή συμπυκνώνει την όλη στάση του σύγχρονου θετικισμού και στρέφεται κατά της
παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης. Μ’ άλλα λόγια, σημαίνει ότι νόημα έχουν μόνο
οι προτάσεις που μπορούν να επαληθευτούν από την εμπειρία ή τη μεθοδολογική δια-
δικασία των Θετικών Επιστημών. Μια επιστημονική πρόταση υφίσταται τη δοκιμασία
της εμπειρικής ή λογικής επαλήθευσης της και, αν ο έλεγχος είναι επιτυχής και αποτε-
λεσματικός, τότε η πρόταση αυτή είναι έγκυρη, έχει δηλαδή νόημα. Η αρχή της επα-
ληθευσιμότητας έγινε αντικείμενο έντονων κριτικών, γιατί έχει οριακό χαρακτήρα, με
την έννοια ότι αφήνει «εκτός νοήματος» σημαντικές περιοχές που είτε δεν μπορούν να
επαληθευτούν μέσω αυτής της διαδικασίας είτε ανήκουν σε σφαίρες της πραγματικότη-
τας που απαιτούν συνθετότερους και γονιμότερους τρόπους νοηματοδότησής τους. Για
παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» επαληθεύεται εφόσον εμπειρικά
διαπιστώσουμε ότι πράγματι οι κύκνοι είναι λευκοί. Τι συμβαίνει όμως όταν ανακαλύ-
πτουμε ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι; Τότε η αρχή της επαληθευσιμότητας καθίστα-
ται αβέβαιη, ακόμη και επισφαλής.
Πιο ευλύγιστη εμφανίζεται η αρχή της διαψευσιμότητας που εισηγήθηκε ο Καρλ Πόπ-
περ (Κ. Popper), σύμφωνα με την οποία μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαληθεύεται,
αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες και συστηματικές απόπει-
ρες διάψευσής της. Όταν δηλαδή επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το
κύρος και την αλήθεια της. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί»
ισχύει εφόσον αντέχει στις απόπειρές μας να τη διαψεύσουμε. Όταν δηλαδή αναζητούμε
κύκνους που δεν είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε.
Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός εφαρμόζουν πιοτά
αυτό το σύνολο των επιστημολογικών αρχών. Στηρίζονται αποκλειστικά στο αξίωμα
ότι μόνο η λογική και μαθηματική επεξεργασία των κοινωνικών γεγονότων και η εμπει-
ρική τους απόδειξη είναι οι πηγές επιστημονικότητας των Κοινωνικών Επιστημών. Η
εξήγηση, έτσι, του κοινωνικού φαινομένου βασίζεται μόνο στην αντίληψη των σταθε-
ρών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών γεγονότων με βάση την αρχή της ομοιότητας, της
διαδοχής και της αλληλεπίδρασης.

142

22-0116-02.indd 142 27/4/2017 6:07:59 µµ


4.9. Ο ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ
Η αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού ορίζει μια σημαντική μέθοδο για τις Κοινωνικές
Επιστήμες. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η εξήγηση ενός συλλογικού φαινομένου στην
Οικονομία, στην Πολιτική και στην Κοινωνιολογία αναλύεται πάντα (τουλάχιστον στην
ιδεατή του μορφή) ως απόρροια ενός συνόλου ατομικών πράξεων, πεποιθήσεων και
συμπεριφορών. Το δομημένο σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων δεν κατασκευάζεται
παθητικά από τις αξίες και τις αρχές που η κοινωνία ως όλον επιβάλλει στα άτομα,
αλλά αντίθετα εκφράζει το συσχετισμό μεταξύ διαφορετικών ατομικών και ορθολογι-
κών οντοτήτων.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την προοπτική, η εξήγηση όλων των κοινωνικών φαινο-
μένων περιέχει πάντα μια ψυχολογική διάσταση. Έτσι μπορεί, για παράδειγμα, να εξη-
γηθεί η αλλαγή προτίμησης των καταναλωτών ως προς ορισμένα προϊόντα ή η αύξηση
της εγκληματικότητας, αν δείξουμε πώς και με ποιες προϋποθέσεις το άτομο αντιμετω-
πίζεται από τα άτομα της προηγούμενης γενιάς ή σε διαφορετικούς τόπους (αγροτικό–
αστικό).
Βέβαια αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι εκθειάζεται ο ατομισμός ως καθολική και
αναπαλλοτρίωτη αξία ούτε βέβαια ότι η βούληση είναι άρνηση της συλλογικότητας,
αλλά ότι θεμελιώνεται ένας τρόπος εξήγησης που βασίζεται στο άτομο. Με άλλα λόγια,
κανένα μοντέλο εξήγησης δεν είναι ορθό, σωστό και αρμόζον, αν αρνείται την πρόθεση
και τη στρατηγική των δρώντων ανθρώπων ως ατόμων. Ο μεθοδολογικός ατομισμός συ-
νοδεύεται λοιπόν από μια «ορθολογική» διάσταση της πράξης. Υποτίθεται ότι το άτομο
δρα και ενεργεί κοινωνικά έχοντας πάντα «ορθούς» λόγους για να συμπεριφέρεται όπως
συμπεριφέρεται. Η μεθοδολογική αυτή ανάλυση ισχύει ακόμη και για συλλογικά φαινό-
μενα που έχουν παραχθεί χωρίς ηθελημένη συμπεριφορά, όπως είναι, για παράδειγμα,
η επιλογή του ίδιου επαγγέλματος από πολλά άτομα ανεξάρτητα μεταξύ τους. Ιδιαίτε-
ρα αυτά τα φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με το μεθοδολογικό ατομισμό,
αυστηρά μεθοδολογικά. Γιατί, ενώ αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα παίζουν καθοριστικό
ρόλο στην κοινωνική αλλαγή (για παράδειγμα, η επιλογή ίδιου επαγγέλματος προκαλεί
αύξηση της ανεργίας ή το φαινόμενο του εθνικισμού επιφέρει μετατόπιση ενός μέρους
του εκλογικού σώματος), η αποτελεσματικότητα της υιοθετημένης αρχής διαπιστώνε-
ται εκ των υστέρων. Δηλαδή η εμφάνιση του συλλογικού φαινομένου επιβεβαιώνει το
μεγαλύτερο μέρος των παρατηρούμενων ομοιόμορφων συμπεριφορών, αγνοώντας τον
καθοριστικό ρόλο του δρώντος ατόμου.

143

22-0116-02.indd 143 27/4/2017 6:07:59 µµ


Απέναντι σε αυτή την προοπτική, μερικές ατομιστικές παρατηρήσεις είναι αναγκαίες
για την ανάλυση και την κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου που εμφανίζεται ως
όλον.
– Κάθε δρων άτομο διαχειρίζεται καθημερινά αβεβαιότητες, ανταγωνισμούς και
προσδοκίες που το καθιστούν ταυτόχρονα πηγή και δέκτη δυνατών επηρεασμών.
– Οι διάφορες επιταγές στις οποίες τα άτομα είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζονται
έχουν μια επίδραση μεταβλητή, γιατί ασκούνται σε διαφορετικούς ανθρώπους,
των οποίων τα κίνητρα παραμένουν απροσδιόριστα και κυμαινόμενα. Η εκπλή-
ρωση, έτσι, της πράξης καθενός υπόκειται στην τύχη. Η εκτέλεσή της δε διεξάγε-
ται με συμμετρικό και ομοιόμορφο τρόπο ούτε και πραγματώνεται αναγκαστικά.
Επομένως, το αποτέλεσμα της πράξης καθενός δεν μπορεί να παραχθεί καθ’ ολο-
κληρίαν από αρχικούς όρους ίδιους για όλους.
– Ακόμη και για μια δεδομένη δέσμη αλληλεπιδράσεων, όπως, για παράδειγμα,
η αντίδραση του καταναλωτικού κοινού στην αύξηση της τιμής ενός αγαθού, η
προτίμηση καθενός εκφράζεται συνήθως συγκριτικά και σχετικά. Με άλλα λόγια,
η τροποποίηση και η προσαρμογή των ενεργειών του είναι περιορισμένη και δια-
βαθμισμένη.
– Επειδή λοιπόν είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανορθολογικό να θέλουμε να
αναζητήσουμε μια τέλεια ανάλυση βασισμένη σε μια καθολική αρχή, πρέπει να
μάθουμε να συλλογιζόμαστε σχετικά (λογική του «περίπου») και όχι κατηγορημα-
τικά (λογική του «όλα ή τίποτα»).
Πολλοί είναι οι θεωρητικοί, όπως ο Βέμπερ (Weber), ο Ζόμπαρτ (Sombart), ο Χά-
γιεκ (Hayek), ο Σουμπέτερ (Schumpeter) και ο Πιαζέ (Piaget), οι οποίοι υιοθέτησαν
και ανέπτυξαν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, για να κατανοήσουν κάθε κοινωνικό
φαινόμενο, είτε αυτό ανήκει στην Οικονομία είτε στην Κοινωνιολογία, στην Ψυχολογία
ή στην Πολιτική Επιστήμη.
Η ορθότητα του επιχειρήματος του μεθοδολογικού ατομισμού έχει αμφισβητηθεί
έντονα από πολλά και διαφορετικά θεωρητικά ρεύματα των Κοινωνικών Επιστημών.
Προτάσσοντας την έννοια της κοινωνίας που καθορίζει τα άτομα, οι θιασώτες του Ντυρ-
κέμ απορρίπτουν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, θεωρώντας ότι το άτομο εκφράζει
τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και οι μαρξιστές δεν του αναγνωρίζουν τον καθοριστικό
ρόλο για την κατανόηση κάθε κοινωνικού φαινομένου. Αποδεχόμενοι ότι το άτομο είναι
απλό μέρος των κοινωνικών δομών, οι δομιστές αρνούνται να του αποδώσουν μια μεθο-
δολογική προτεραιότητα. Όλες αυτές οι αντιλήψεις προτάσσουν μια ολιστική θέση που
δέχεται ότι η κοινωνία ως όλον είναι παραπάνω από τα μέλη της και γι’ αυτό καθορίζει
τους σκοπούς του ατόμου διαμορφώνοντας και την ατομική του συμπεριφορά.

144

22-0116-02.indd 144 27/4/2017 6:07:59 µµ


4.10. ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ
Η διαλεκτική είναι ένας τρόπος σκέψης που συστηματοποιήθηκε σε φιλοσοφική στάση
και αναπτύχθηκε ήδη από την Αρχαιότητα. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι παρατη-
ρεί και ερευνά τον κόσμο ως ενιαίο σύνολο που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και εξέλιξη.
Μελετά δηλαδή τις αλληλεξαρτήσεις των φαινομένων και την ανάπτυξή τους στη φύση
και στην κοινωνία. Η βασικότερη θέση της διαλεκτικής είναι ότι η κίνηση και η εξέλιξη
δεν αποτελούν μια ευθύγραμμη πορεία, αλλά μια διαδικασία που συντελείται μέσω αντι-
θέσεων, ρήξεων, αλμάτων, οπισθοδρομήσεων, ριζοσπαστικών αλλαγών.
Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης συνδέθηκε και με τις δύο κατευθύνσεις της φιλοσο-
φικής παράδοσης: τον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Στην πρώτη περίπτωση, η διαλεκτι-
κή εκφράζεται ως εκδίπλωση και κίνηση του πνεύματος, της ιδέας, ενώ στη δεύτερη
της ύλης. Και στις δύο περιπτώσεις διατηρείται ο χαρακτήρας της διαλεκτικής κίνησης,
αναγνωρίζεται η αλληλεξάρτηση των φαινομένων και αναζητούνται οι μεταξύ τους σχέ-
σεις και οι νόμοι που τις διέπουν. Σε κάθε περίπτωση, η διαλεκτική θεωρείται γενική
θεωρία της εξέλιξης.
Η υλιστική διαλεκτική προσδιορίζεται από τους εκφραστές της ως η επιστήμη των
γενικών νόμων της κίνησης και της εξέλιξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και
της νόησης. Εξετάζει δηλαδή τις γενικές αλληλουχίες και νομοτέλειες κάθε εξέλιξης στη
φύση, στην κοινωνία και στη σκέψη, βασιζόμενη στις γνώσεις και στα πορίσματα των
επιμέρους επιστημών και αποτελώντας γενίκευση τους. Θεωρεί την εξέλιξη ως αυτοκί-
νηση της ύλης, της οποίας η πηγή και η κινητήρια δύναμη βρίσκονται στην ίδια την ύλη,
στις εσωτερικές της αντιθέσεις.

Οι νόμοι της διαλεκτικής: Οι γενικοί νόμοι κίνησης και εξέλιξης του κόσμου που
αναγνωρίζει η διαλεκτική είναι οι εξής:
– ο νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων,
– ο νόμος της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, και
– ο νόμος της άρνησης της άρνησης.
Ο πρώτος νόμος βασίζεται στην αποδοχή ότι η γενική κίνηση της φύσης και της
κοινωνίας καθορίζεται από τη συνύπαρξη και ταυτόχρονα τη διαπάλη διαφορετικών
στοιχείων που βρίσκονται στο εσωτερικό των φυσικών και των κοινωνικών φαινομέ-
νων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται η ανθρώπινη
κοινωνία στα διάφορα στάδια της εξέλιξής της.

145

22-0116-02.indd 145 27/4/2017 6:07:59 µµ


Στην κλασική αρχαιότητα, για παράδειγμα, η ιστορικοκοινωνική εξέλιξη καθορί-
ζεται έχοντας ως βασική αντίθεση εκείνη μεταξύ δουλοκτητών και δούλων, ενώ στην
αστική κοινωνία η βασική αντίθεση αναπτύσσεται μεταξύ καπιταλιστών και εργατών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίθεση προϋποθέτει την αναγκαία ενότητα των αντιτι-
θέμενων μερών. Δηλαδή η ύπαρξη του ενός απαιτεί αναγκαστικά την ύπαρξη του άλλου
και αντιστρόφως. Δεν μπορούν, ας πούμε, να υπάρξουν καπιταλιστές δίχως εργάτες
ούτε εργάτες δίχως καπιταλιστές.
Ο δεύτερος νόμος αναφέρεται στην αλληλεξάρτηση της ποιότητας (της ορισμένης
ιδιοσυστασίας ενός αντικειμένου) και της ποσότητας (του βαθμού ανάπτυξής του). Οι
αλλαγές ποσοτικού χαρακτήρα που λαμβάνουν χώρα στη φύση και στην κοινωνία ση-
μειώνονται μέσα στα όρια μιας δεδομένης ποιότητας. Σ’ ένα ορισμένο σημείο, όμως, οι
συνεχείς ποσοτικές αλλαγές οδηγούν στο ξαφνικό πέρασμα σε μια νέα ποιότητα. Διακό-
πτεται, δηλαδή, η ομαλή πορεία της εξέλιξης και επισυμβαίνει μια αλματώδης αλλαγή.
Έτσι, για παράδειγμα, εξηγείται το φαινόμενο των κοινωνικών επαναστάσεων.
Ο τρίτος νόμος καλύπτει τη διαδικασία της διαλεκτικής άρνησης. Κατά τη διαδικα-
σία της εξέλιξης, δηλαδή, η ποιότητα που υπήρχε μέχρι τότε αναιρείται, ξεπερνιέται και
εμφανίζεται μια νέα ποιότητα. Η παλιά ποιότητα, όμως, δεν καταστρέφεται. Τα θετικά,
τα γόνιμα στοιχεία της διατηρούνται στη νέα ποιότητα, σ’ ένα νέο επίπεδο εξέλιξης. Για
παράδειγμα, κατά τη διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης, διάφορες μορφές του πολιτι-
σμού, θεσμοί, επιστημονικές κατακτήσεις, στοιχεία της κοινωνικής ζωής διατηρούνται
και συχνά ολοκληρώνονται, ως προς τις ουσιαστικές τους πλευρές, σε επόμενες βαθμί-
δες της κοινωνικής ζωής.

Η διαμόρφωση της διαλεκτικής μεθόδου: Η διαλεκτική μέθοδος εφαρμόζει κανό-


νες, οδηγίες, ερευνητικές διαδικασίες που προκύπτουν από τους νόμους της διαλεκτικής.
Όπως διακηρύσσουν οι οπαδοί της, η διαλεκτική μέθοδος απαιτεί: αντικειμενικότητα,
καθολικότητα της ανάλυσης (προσοχή δηλαδή στην ολότητα των πολύπλευρων σχέσε-
ων των πραγμάτων μεταξύ τους), ιστορική προσέγγιση των φαινομένων, αποκάλυψη
των καθοριστικών τους αντιθέσεων.
Η εφαρμογή της διαλεκτικής μεθόδου στην Ιστορία και στην κοινωνία διατυπώνε-
ται στη μαρξιστική παράδοση ως ιστορικός υλισμός. Αυτός εξετάζει την κοινωνία ως
σύνολο, ερευνά τις σχέσεις, τις διαδικασίες, τις αλληλεξαρτήσεις των κοινωνικών φαι-
νομένων και θεωρεί την εξέλιξη της κοινωνικής ζωής ανάλογη με μια φυσικοϊστορική
διαδικασία που καθορίζεται από αντικειμενικούς νόμους. Ο ιστορικός υλισμός ανα-
γνωρίζει βέβαια ότι αυτοί οι κοινωνικοί νόμοι αποτελούν συναρτήσεις της συνειδητής,

146

22-0116-02.indd 146 27/4/2017 6:07:59 µµ


σκόπιμης δραστηριότητας των ανθρώπων. Το βασικό εξηγητικό σχήμα του ιστορικού
υλισμού διατυπώθηκε ως σχέση της υλικής βάσης της κοινωνίας και του εποικοδομή-
ματος. Ως υλική βάση θεωρούνται οι αναγκαίες σχέσεις που έχουν οι άνθρωποι στην
κοινωνική παραγωγή της ζωής τους και που είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους και
αντιστοιχούν σ’ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνά-
μεων (ανθρώπινη εργατική δύναμη, μέσα παραγωγής, τεχνολογία, οργάνωση, κτλ.). Το
εποικοδόμημα αποτελούν οι νομικοί, πολιτικοί θεσμοί, η γενική διανοητική πορεία της
ζωής, οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης, κτλ. Η βάση και το εποικοδόμημα
βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση αλληλεπηρεασμού, με καθοριστικότερη την επίδραση
της πρώτης στο δεύτερο.

4.11. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ
Ο λειτουργισμός, ως μέθοδος ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων, προέρχεται από
τη θεωρητική αντίληψη του 19ου αιώνα που παρομοίαζε την κοινωνία με ζωντανούς
οργανισμούς και παρουσίαζε τα κοινωνικά φαινόμενα ως βιολογικά. Η αναλυτική του
προσέγγιση εξετάζει διεξοδικά τη λειτουργία ανθρώπων και θεσμών και δεν ασχολείται
με τη γέννηση και τη δημιουργία των κοινωνικών φαινομένων.

Η έννοια της λειτουργίας: Γενικά ο όρος «λειτουργία» σημαίνει το ρόλο που δια-
δραματίζει ένα όργανο μέσα σ’ ένα σύστημα του οποίου τα μέρη είναι αλληλοεξαρτώ-
μενα. Το σύστημα αυτό μπορεί να είναι μηχανικό, της φυσιολογίας ενός οργανισμού,
γλωσσικό, κοινωνικό. Για παράδειγμα, η λειτουργία τιμονιού στο αυτοκίνητο, των
πνευμόνων στον ανθρώπινο οργανισμό, του επιθέτου στο προσδιορισμό του ουσιαστι-
κού, του χρήματος στην κοινωνία. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η έννοια της λειτουργίας
δείχνει το ρόλο ενός κοινωνικού θεσμού και τον τρόπο αμοιβαίας επίδρασης που έχει
με άλλους για τη διατήρηση του συστήματος (για παράδειγμα, η λειτουργία των κομμά-
των μέσα στο σύστημα της δημοκρατικού πολιτεύματος). Ένας θεσμός μπορεί να έχει
πολλές λειτουργίες (για παράδειγμα, το σχολείο κοινωνικοποιεί, εκπαιδεύει, επιλέγει),
όπως, επίσης, μια λειτουργία μπορεί να πραγματοποιηθεί από πολλούς διαφορετικούς
θεσμούς (για παράδειγμα, η κοινωνικοποίηση από το σχολείο, την οικογένεια ή τον
αθλητικό σύλλογο).
Ο όρος «λειτουργία» απαντά, επίσης, στις Κοινωνικές Επιστήμες, για να δηλώσει το
επάγγελμα, μια απασχόληση ή το σύνολο καθηκόντων με τα οποία είναι επιφορτισμένος

147

22-0116-02.indd 147 27/4/2017 6:07:59 µµ


κάποιος εξαιτίας της θέσης του, για παρά-
δειγμα, το λειτούργημα του παιδαγωγού,
του δικαστή κτλ. Τέλος, στις Κοινωνικές
Επιστήμες η έννοια της λειτουργίας συνα-
ντάται με τη μαθηματική της σημασία. Στα
μαθηματικά, με τον όρο «λειτουργία» εν-
νοούμε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο
ή περισσοτέρων στοιχείων κατά τέτοιο
τρόπο που η αλλαγή του ενός προκαλεί
τροποποίηση στο άλλο ή σ’ όλα τα στοι-
χεία. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η μαθη-
ματική σημασία επιτρέπει να εξηγήσουμε
στατιστικά διάφορα φαινόμενα. Μέσα
από ανάλυση στοιχείων, για παράδειγμα,
μπορούμε να πούμε ότι η είσοδος στα πα-
νεπιστήμια εξαρτάται από την κοινωνική
προέλευση των υποψηφίων. Δηλαδή οι
κανόνες επιτυχίας στο πανεπιστήμιο βρί-
σκονται σε συνάρτηση με την κοινωνική
Κουρτ Σβίτερς, «Κύκλοι», 1919. προέλευση.

Κλασικός λειτουργισμός: Θεμελιωτής του κλασικού λειτουργισμού θεωρείται ο


Μαλινόφσκι (βλ. 3.5.1.). Η λειτουργιστική του προσέγγιση αντιτίθεται αποφασιστικά
και σθεναρά στην εξελικτική και ατομιστική εξήγηση του πολιτισμικού φαινομένου, δι-
ακηρύσσοντας ότι κάθε κουλτούρα τακτοποιεί αρμονικά τα στοιχεία που τη συνθέτουν.
Τα αξιώματά του είναι τα ακόλουθα:
α) Η λειτουργία αναλύεται σε σχέση με το καθολικό σύστημα στο οποίο αναφέρεται.
β) Όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία εκπληρώνουν κοινωνικές λειτουργίες
και γι’ αυτό τα στοιχεία είναι απαραίτητα για την κατανόηση του συστήματος.
Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι πρόκειται για μια σχηματοποίηση των θέσεων του
λειτουργισμού.

Κριτική του κλασικού λειτουργισμού: Ο Μέρτον (Merton), ένας από τους κύριους
εκπροσώπους του λειτουργισμού, δείχνει την αντίφαση αυτών των υποθέσεων με την
πραγματικότητα ανανεώνοντας τη λειτουργιστική σκέψη.

148

22-0116-02.indd 148 27/4/2017 6:07:59 µµ


α) Κριτική της απόλυτης λειτουργιστικής ιδέας. Ένας θεσμός, για παράδειγμα, μπορεί
να είναι λειτουργικός για μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και όχι για όλες. Χα-
ρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λειτουργιστική εξήγηση της θρησκείας. Σίγουρα η
συνεκτική λειτουργία της θρησκείας είναι σημαντική, ιδιαίτερα σε κοινωνίες που δε
χρησιμοποιούν γραφή, ενώ σε άλλες μπορεί να έχει διαλυτικό ρόλο και οι διαμάχες να
πάρουν βίαιες μορφές που κατακερματίζουν τη θεμελιακή συνοχή της κοινωνίας (καθο-
λικοί – προτεστάντες – καλβινιστές). Αυτό σημαίνει ότι το λειτουργιστικό μοντέλο δεν
μπορεί να θεωρείται ότι εξηγεί απόλυτα την κοινωνία.
β) Κριτική στην αρχή της καθολικής θετικής σημασίας του λειτουργισμού. Ενώ, σύμ-
φωνα με τη κλασική αντίληψη, όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία έχουν πάντα
μια θετική λειτουργία, για τον Μέρτον αυτή η θέση αγνοεί μια σειρά μη λειτουργικών
συνεπειών με μεγάλη πρακτική και θεωρητική σημασία. Το παράδειγμα που αναφέρει
είναι η διατήρηση των κουμπιών στα μανίκια των ευρωπαϊκών ανδρικών σακακιών, τα
οποία, ενώ δε χρησιμεύουν σε τίποτα, διατηρούν τη συνέχεια με την παράδοση μιας
άλλης εποχής. Αυτό σημαίνει ότι κάθε στοιχείο μπορεί να έχει λειτουργίες, αλλά ο κοι-
νωνικός επιστήμονας δεν μπορεί να αποφαίνεται ότι είναι λειτουργιστικό.
γ) Κριτική του αξιώματος της αναγκαιότητας. Για τον κλασικό λειτουργισμό, κάθε
πίστη, κάθε συνήθεια, κάθε υλικό αντικείμενο εκπληρώνει μια βασική λειτουργία απα-
ραίτητη σε μια οργανική ολότητα. Είναι όμως η λειτουργία απαραίτητη ή το στοιχείο
που εκπληρώνει τη λειτουργία ή και τα δύο; Είναι η λειτουργία του φαινομένου της
θρησκείας απαραίτητη ή ορισμένες τελετουργίες της θρησκείας που εκπληρώνουν τις
θρησκευτικές λειτουργίες; Η πραγματικότητα μας δείχνει, σύμφωνα με τον Μέρτον,
ότι οι ανθρώπινες και οι κοινωνικές ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με διάφορους
τρόπους. Ένας και μόνο θεσμός μπορεί να καλύψει πολλές λειτουργίες, όπως μία και
μόνη λειτουργία μπορεί να επιτελείται από πολλούς θεσμούς, για παράδειγμα η κοινωνι-
κοποίηση, όπως είδαμε. Απέναντι λοιπόν στην λειτουργιστική αναγκαιότητα ο Μέρτον
προτείνει τα λειτουργικά υποκατάστατα, όπως συμβαίνει με ορισμένες πρακτικές συ-
νταγές ιατρικής φύσης που στη σύγχρονη κοινωνία υποκαταστάθηκαν, για παράδειγμα,
από την ομοιοπαθητική.

Ρητές και άδηλες λειτουργίες: Για να τεκμηριώσει ο Μέρτον την ουδετερότητα της
λειτουργικής μεθόδου εισάγει δύο νέες έννοιες, τη ρητή και την άδηλη λειτουργία. Σκο-
πός της διάκρισης είναι να αποφευχθεί κάθε σύγχυση μεταξύ συνειδητών κινήτρων μιας
κοινωνικής συμπεριφοράς και αντικειμενικών συνεπειών. Οι ρητές λειτουργίες είναι οι
εκούσιες συμπεριφορές από τους συμμετέχοντες στο κοινωνικό σύστημα και αποβλέ-

149

22-0116-02.indd 149 27/4/2017 6:07:59 µµ


πουν στη συνοχή του, ενώ
οι άδηλες είναι ακούσιες,
μονολότι συμβάλλουν και
αυτές στη συνοχή της κοι-
νωνίας. Ο στόχος αυτής της
διάκρισης, δηλαδή η χρη-
σιμότητά της στην έρευνα,
είναι να επιτρέψει την ορθο-
λογική ανάλυση πρακτικών
οι οποίες διαφορετικά θα
εμφανίζονταν ως ανορθο-
λογικές (για παράδειγμα, οι
λιτανείες που αποσκοπούν
στην έλευση βροχής). Η
ρητή λειτουργία της λιτανεί-
Μαξ Ερνστ, «Είναι το καπέλο που κάνει τον άνθρωπο», 1920.
ας δεν εκπληρώνεται επειδή
ένα τέτοιο φαινόμενο ανήκει στη Μετεωρολογία και όχι στις Κοινωνικές Επιστήμες. Για
τον κοινωνικό επιστήμονα, εκείνο που έχει σημασία είναι η άδηλη λειτουργία που έχει η
τελετουργία που μελετά. Με άλλα λόγια, αυτή η πρακτική έχει την άδηλη αλλά αντικει-
μενική λειτουργία να ενδυναμώσει τη συνοχή μιας ομάδας δίνοντας τη δυνατότητα στα
μέλη της να συγκεντρωθούν ορισμένες χρονικές στιγμές. Η διάκριση αυτή εμπλουτίζει
την κοινωνική παρατήρηση και ανάλυση, αλλά κατ’ ουσίαν παραμένει ένα περιορισμέ-
νο επίπεδο εξήγησης, γιατί δεν εξηγεί τη μεταβολή, δεν αναφέρεται δηλαδή στο πώς τα
πράγματα αλλάζουν.

4.12. ΔΟΜΙΣΜΟΣ
Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Πιαζέ, ο δομισμός είναι μέθοδος και όχι δόγμα. Με τη
λέξη «μέθοδος» εννοούμε εδώ τον τρόπο προσέγγισης και σύλληψης των προβλημάτων.
Ως γόνιμη μεθοδολογική ανάλυση εμφανίστηκε στη γλωσσολογία: οι ήχοι (τα φωνήμα-
τα) δεν έχουν νόημα, αλλά ο συνδυασμός τους, η διαρρύθμισή τους, η αλληλεξάρτησή
τους –δηλαδή η δομή της γλώσσας– τους δίνει ένα νόημα [για παράδειγμα, τα φωνήμα-
τα (ήχος) δ-ε-ν-τ-ρ-ο, όταν προφερθούν το καθένα ξεχωριστά, δεν έχουν νόημα, αλλά
η γλώσσα τα διαρρυθμίζει και τα διαρθρώνει σε ενιαίο σύνολο, τη λέξη «δέντρο», που
έχει νόημα].

150

22-0116-02.indd 150 27/4/2017 6:07:59 µµ


Η ιδέα της δομής: Μια δομή είναι ένα σύστημα που σχηματίζει ένα όλον του οποίου
τα μέρη είναι αλληλεξαρτώμενα. Το όλον μπορεί να είναι υλικό, για παράδειγμα το αν-
θρώπινο σώμα, μπορεί να είναι άυλο, όπως η δομή του λόγου του τάδε πολιτικού, όπως
η δομή του κράτους, κοινωνικό, όπως η δομή της οικογένειας, κτλ. Στις Κοινωνικές
Επιστήμες, η υιοθέτηση της δομικής μεθόδου σημαίνει ότι οι μελέτες και οι έρευνες εξε-
τάζουν και αναλύουν το αντικείμενο τους αναφερόμενες στη δομή του, στην οργάνωση
όπου βρίσκεται και, τέλος, στο διευρυμένο σύστημα όπου εντάσσεται. Η ιδέα της δομής
περιέχει λοιπόν πολλά συνώνυμα, όπως οργάνωση, σύστημα, σχέσεις, κτλ., που της
προσδίδουν αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Η άρση του διφορούμενου επιβάλλει το διττό
προσδιορισμό του όρου «δομή».
Καταρχάς η λέξη «δομή» εκλαμβάνει το μελετώμενο αντικείμενο ως σύστημα. Αυ-
τός ο τρόπος προσέγγισης αναδεικνύει και απαριθμεί τον κύριο και γενικό δομικό χαρα-
κτήρα του συστήματος, αφού πρώτα το διακρίνει από άλλα, για παράδειγμα δομημένες
ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένους στόχους και ομάδες ανθρώπων με χαλαρή συνοχή
και γενικούς στόχους. Έτσι, εδώ με τον όρο «δομή» εννοούμε ένα διαμορφωμένο σύ-
νολο, σχηματισμένο σε ολότητα, του οποίου τα στοιχεία συγκρότησης υπογραμμίζουν
το συστημικό του χαρακτήρα. Στη συνέχεια το πρόβλημα είναι να καθοριστεί η δομή,
δηλαδή να αναδειχτεί η λογική που τη διέπει. Όταν ο Λεβί Στρως στην Ανθρωπολογία
και οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «δομή» για να μελετήσουν διαφορετικά φαινό-
μενα, όπως η συγγένεια, ή τις αναλύσεις παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση
της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ των
διαφορετικών δομών. Το κοινό είναι η συγκρότηση της λογικής της δομής πέρα από τα
εμφανή και παρατηρήσιμα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Μια δομή είναι κατ’ ουσίαν
η θεωρία ενός συστήματος ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς,
που μπορεί να είναι διαφορετικό (η συγγένεια, για παράδειγμα, στις αρχαϊκές κοινωνίες
ή ο πληθυσμός σε άλλες).
Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι η δομική μέθοδος είναι η
μελέτη του συστηματικού και καθολικού χαρακτήρα ενός αντικειμένου. Αυτή όμως η
προοπτική της μεθόδου είναι γενική και πρόδηλη και μπορεί να εφαρμόζεται σε πολλούς
τομείς. Όλος ο κόσμος, για παράδειγμα, αποδέχεται ότι η Γλωσσολογία, η Οικονομία,
η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Επιστήμη μελετούν «συστήματα», χωρίς αυτό βέβαια να
σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο και συγκεκριμένο. Αν όμως ορίσουμε ως μέθοδο το σύνολο
των σταθερών διαδικασιών το οποίο επιτρέπει την απαίτηση επαληθεύσιμης γνώσης για
τη μελέτη κάθε αντικειμένου και την εξήγηση της αμοιβαίας επίδρασης των στοιχεί-

151

22-0116-02.indd 151 27/4/2017 6:07:59 µµ


ων που το συγκροτούν, τότε δύσκολα
μπορούμε να πούμε ότι μια τέτοια μέ-
θοδος υπάρχει.
Οι έρευνες στην Ανθρωπολογία
ή στην Οικονομία έχουν σημειώσει
σίγουρα αξιόλογη πρόοδο, αλλά πρό-
κειται για εφαρμογή άλλων επιστημο-
νικών μοντέλων και ταυτόχρονη τελει-
οποίηση των μεθόδων παρατήρησης.
Δεν υπάρχει όμως βασική μέθοδος με
την έννοια που χρησιμοποιούμε την
πειραματική μέθοδο, αλλά δομικές
έρευνες που ανταποκρίνονται στην
ανάπτυξη ορισμένων τομέων.
α. Γλωσσολογία. Ο γλωσσικός
δομισμός μελετά τις γλώσσες σε μια
δεδομένη στιγμή της ανάπτυξής τους
σαν ένα όλον του οποίου τα συστατι-
κά στοιχεία είναι αλληλοεξαρτώμενα.
Ως μέθοδος ανάλυσης, ο γλωσσικός
δομισμός χρησιμοποιήθηκε από τον
Σωσσύρ, ο οποίος κατέληξε στο συ-
μπέρασμα πως η ιστορία μιας λέξης
δεν μπορεί να εξηγήσει τη σημασία
της. Αντίθετα, η σημασία της λέξης
εξαρτάται από το γενικό σύστημα της
Β. Καντίνσκι, «Μαλακωμένη Κατασκευή», 1927, γλώσσας, το οποίο είναι συνδεδεμένο
«Το περιεχόμενο δεν είναι παρά το σύνολο οργανω- με το περιβάλλον της εποχής του (συγ-
μένων τάσεων».
χρονία).
β. Ανθρωπολογία. Η Ανθρωπολογία ερευνά τα φυσικά χαρακτηριστικά των λαών,
μελετά τους θεσμούς και τους πολιτισμούς διάφορων εθνών, συνθέτοντας ταυτόχρο-
να μια γενική θεωρία εξήγησής τους (Εθνολογία). Κατά τον Λεβί–Στρως, η Εθνολογία
εκφράζει περισσότερο την ιδέα μιας μεθόδου και όχι μια πραγματικότητα, γιατί, στη-
ριγμένη στην άμεση παρατήρηση, τείνει πάντα να δώσει μια εξήγηση των κοινωνικών
φαινομένων.

152

22-0116-02.indd 152 27/4/2017 6:07:59 µµ


Σε πρακτικό επίπεδο λοιπόν, η δομική ανάλυση ως μέθοδος αναπτύχθηκε από τους
εθνολόγους γιατί έπρεπε να οργανώσουν συστηματικά πολλές και διαφορετικής φύ-
σης πληροφορίες. Έπρεπε δηλαδή να βρουν κοινές κατηγορίες για να μπορέσουν να
συγκρίνουν, να ταξινομήσουν και να ιεραρχήσουν τις πληροφορίες για τη μελέτη της
κοινωνίας. Σε θεωρητικό επίπεδο, το περιεχόμενο της δομικής ανάλυσης προέρχεται
από τον Σπένσερ, που όρισε τα όρια μεταξύ δομής και λειτουργίας ενός κοινωνικού
οργανισμού. Στη διαμόρφωση όμως του περιεχομένου του όρου «δομή» συνεισέφεραν
πολλοί στοχαστές, από τον Μοντεσκιέ και τον Ντυρκέμ ως το μαρξισμό και τη θεωρία
Gestalt (θεωρία της μορφής). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι, στο σύνολο πολλαπλών
κοινωνικών σχέσεων σε μια κοινωνία, μια δεδομένη χρονική στιγμή συνιστά την ιδέα
της δομής, η οποία ορίζεται πλέον από την εσωτερική της συνάφεια και από τη διατήρη-
σή της στο χρόνο. Για τον Λεβί–Στρως, όμως, η έννοια της δομής περιέχει καθορισμένες
ιδιότητες, των οποίων ο συνδυασμός και η μετατροπή επιτρέπουν να περάσουμε από το
ένα σύστημα στο άλλο, από τις αρχαϊκές κοινωνίες στις σύγχρονες κοινωνίες, και να
κατανοήσουμε τις σχέσεις τους. Η δυνατότητα της δομικής ανάλυσης της μεθόδου είναι
ακριβώς ότι μας επιτρέπει να υπερβούμε ένα σύστημα σχέσεων και να συγκρίνουμε
πολλές κοινωνίες μεταξύ τους.
γ. Ψυχολογία. Η έννοια της δομής στην Ψυχολογία χρησιμοποιήθηκε από τους Αμε-
ρικανούς σε αντίθεση με την Αναλυτική Ψυχολογία. Η δομή είναι μια σύνθετη ενότητα
όπου τα μέρη και οι επιμέρους διαδικασίες εξαρτώνται από το όλον, το οποίο προηγείται
των μερών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο δομισμός συνιστά μια αντίδραση απέναντι στον ψυ-
χολογικό ατομισμό, προσανατολίζοντας πλέον την έρευνα στις διαπροσωπικές σχέσεις
και επικοινωνίες. Στη Κοινωνική Ψυχολογία, η έννοια της δομής μοιάζει με εκείνη της
ολότητας και χρησιμοποιείται στη μελέτη των κοινωνικών παραγόντων επίδρασης για
τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ατομικό και διαπροσωπικό επίπεδο.
Η οικογένεια, ο επαγγελματικός χώρος, οι θεσμοί, οι κανόνες, οι αξίες πολιτισμών και
τα πολιτικά πλαίσια δημιουργούν τάξεις σχέσεων που έχουν καθοριστική καθημερινή
επίδραση στη δράση των ανθρώπων.
δ. Οικονομία. Η Οικονομία είναι η επιστήμη των ορθολογικής διαχείρισης των αγα-
θών με σκοπό την απόκτηση της καλύτερης και μέγιστης απόδοσής τους. Το γεγονός
όμως ότι υπάρχουν, για παράδειγμα, φαινόμενα κρίσης στη διαχείριση των αγαθών ή
τάσεις ρύθμισης της κρίσης δηλώνει ότι η λειτουργία της οικονομίας είναι συνδεδεμένη
με εκείνη της δομής.
Η έννοια της δομής χρησιμεύει λοιπόν τόσο για να προσδιορίσει τη λογική των σχέ-
σεων της οικονομικής δραστηριότητας μια δεδομένη στιγμή όσο και το φαινόμενο της

153

22-0116-02.indd 153 27/4/2017 6:07:59 µµ


οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, και η έννοια της δομής βοηθά να προσδιοριστεί η στατική
έκφραση της οικονομίας μιας χώρας, γιατί δείχνει τις σχέσεις που χαρακτηρίζουν ένα
οικονομικό σύνολο σε προσδιορισμένο χρόνο (για παράδειγμα, η οικονομία μιας χώρας
το 1999). Αντίθετα, όταν εξετάζεται ο ρυθμός ανάπτυξης, η έννοια της δομής εκφράζει
τα στοιχεία ενός οικονομικού συνόλου που δεν είναι σταθερά αλλά αλλάζουν σε σχέση
με άλλα, όπως είναι, ας πούμε οι κρατικές ή οι ξένες επενδύσεις. Η δομή παρουσιάζει
λοιπόν τη σταθερή βάση της οικονομίας, ενώ το μεταβλητό, δηλαδή η εισροή ξένων
κεφαλαίων, εκφράζει τη συγκυρία, δηλαδή αυτό που αλλάζει.
ε. Κοινωνιολογία. Ο δομισμός στην Κοινωνιολογία είχε ευρεία εφαρμογή ανεξάρ-
τητα από το αν χρησιμοποιείται συνειδητά ή όχι ο όρος «δομή». Η τάση των κοινω-
νιολόγων να απαλλαγούν από τα παραδοσιακά σχήματα ερμηνείας μεταξύ τάξης και
προόδου, στατικού και δυναμικού, θεσμών και οργάνωσης οδήγησαν τους κοινωνιολό-
γους στην έννοια της κοινωνικής δομής. Κάθε κοινωνική δομή, είτε είναι συγκεκριμένη
(για παράδειγμα, δομή μιας ομάδας) είτε είναι καθολική (για παράδειγμα, η δομή μιας
κοινωνίας), εκφράζει μια ισορροπία των στοιχείων που τη συγκροτούν σε μια δεδομένη
χρονική στιγμή. Η κοινωνική δομή ανανεώνεται συνεχώς, σε συνάρτηση πάντα με την
πολυπλοκότητα των ιεραρχιών του συνολικού κοινωνικού φαινομένου το οποίο έχει χα-
ρακτήρα μακρο–κοινωνιολογικό (δηλαδή μελέτη ενός κοινωνικού φαινομένου σε μεγά-
λη χρονική διάρκεια), ενώ η συγκεκριμένη δομή δεν παρουσιάζει παρά μία όψη του. Η
ισορροπία των πολλαπλών ιεραρχιών εδραιώνεται πάνω σ ένα συνδυασμό σχέσεων που
εξαρτώνται από σημεία, σύμβολα, κοινωνικούς ρόλους, αξίες, ιδέες που διέπουν αυτές
τις δομές. Παρόλο λοιπόν που στην Εθνολογία η δομή είναι ένα σύνολο σταθερών και
αμετάβλητων σχέσεων (αφηρημένη κατασκευή) που κατασκευάστηκε για να μελετηθεί
ένα κοινωνικό φαινόμενο, στην Κοινωνιολογία η δομή είναι μια σταθερά που εκφράζει
την εύθραυστη ισορροπία αντίρροπων δυνάμεων σε μια συνεχή κίνηση, η οποία όμως
τροποποιείται για να διατηρηθεί η γενική ισορροπία του κοινωνικού συστήματος. Οι
επιμέρους δομές ελέγχονται από τη γενική δομή του κοινωνικού συστήματος.
Ο τρόπος λοιπόν που χρησιμοποιούν οι Κοινωνικές Επιστήμες την έννοια της δομής
δείχνει ότι, κατά μία άποψη, υπάρχουν «δομισμοί» που αντιτίθενται. Τα συστήματα
συγγένειας και οι κανόνες του γάμου μπορούν να αναλυθούν σύμφωνα με τις αρχές
του γλωσσικού δομισμού και να μεταφερθούν ως μοντέλο για την ανάλυση και άλλων
κοινωνικών δομών. Όμως μια ομάδα, μια κοινωνία, ένας θεσμός, ένα οικονομικό σύ-
στημα περιέχουν κοινωνικά γεγονότα που δύσκολα καθορίζονται και προσδιορίζονται.
Η πρόσληψη της κοινωνίας γίνεται κατά τρόπο αποσπασματικό, επειδή τα κοινωνικά
φαινόμενα αλλάζουν στο χώρο και στο χρόνο, ενώ η δομή της γλώσσας θέτει πάντα τα
ίδια προβλήματα. Ακόμη, η προσέγγιση μπορεί να είναι διαφορετική ανάμεσα στον κοι-
νωνιολόγο και στον οικονομολόγο. Ο οικονομολόγος, όπως και ο κοινωνιολόγος, διε-
ρευνά ανθρώπινες σχέσεις, αλλά σχέσεις που αναφέρονται σε πράγματα. Οι ανθρώπινες

154

22-0116-02.indd 154 27/4/2017 6:07:59 µµ


συμπεριφορές που ενδιαφέρουν τον οικονομολόγο είναι μόνο οι ορθολογικές, γι’ αυτό
και η ανάλυση του οικονομολόγου είναι περισσότερο ποσοτική και η ουσία της δομής
στατική, επειδή μελετά τους σταθερούς παράγοντες μεταβλητών παραμέτρων. Αντίθε-
τα, ο κοινωνιολόγος μελετά ανθρώπινες συμπεριφορές που μπορούν να εξαρτώνται από
ανθρώπινα συναισθήματα που αναφέρονται σε διαφορετικές αξίες και ιδέες.
Όμως, παρ’ όλες τις αμφισημίες και τις διαφορετικές αντιλήψεις και τον τρόπο χρη-
σιμοποίησής τους, η έννοια της δομής εκφράζει την κοινή μεθοδολογική ενασχόληση σ’
όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο δομισμός είναι το μεθοδολογικό και επιστημολογικό
σημείο σύγκλισης για την ανάλυση των κοινωνικών κριτηρίων που δεν μπορούμε να
αγνοήσουμε.

4.13. ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ


Με βάση τις έννοιες της λειτουργίας και της δομής, οι Κοινωνικές Επιστήμες άρχισαν
προοδευτικά να διαμορφώνουν, όπως και οι Φυσικές Επιστήμες, την ιδέα του συστή-
ματος ως εργαλείου εξήγησης και ανάλυσης της κοινωνίας. Η συστημική ανάλυση στις
Κοινωνικές Επιστήμες έχει σκοπό να κατασκευάσει ένα θεωρητικό μοντέλο για την
ανάλυση του κοινωνικού–πολιτιστικού συστήματος και στη συνέχεια να ορίσει τις ομοι-
ότητες και τις διαφορές με άλλους τύπους συστημάτων. Η έννοια του συστήματος όμως
στις Κοινωνικές Επιστήμες δεν ορίζεται με την ίδια αυστηρότητα όπως στις Φυσικές
Επιστήμες, εξαιτίας του γεγονότος ότι απαντούν διαφορετικοί ορισμοί. Έτσι, διακρίνου-
με δύο γενικές τάσεις που προσανατολίζουν τη συστηματική ανάλυση στις Κοινωνικές
Επιστήμες: τη δομο–λειτουργική και την κυβερνητική.

Δομο–λειτουργισμός: Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Τ. Πάρσονς (Τ. Parsons) επε-


ξεργάστηκε μια θεωρία για να αναλύσει το γενικό σύστημα δράσης της ανθρώπινης
συμπεριφοράς. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη δράση είναι συνάρτηση
των παραγόντων του ανθρώπου ως υποκειμένου και των σχέσεών του με τους άλλους.
Για τη συστηματική ανάλυση της δράσης του υποκειμένου ο Πάρσονς διαιρεί το γενικό
σύστημα αναφοράς του σε τέσσερα υποσυστήματα: το βιολογικό, το ψυχικό, το κοινω-
νικό και το πολιτισμικό.

155

22-0116-02.indd 155 27/4/2017 6:07:59 µµ


Τα τρία πρώτα υποσυστήματα εκφράζουν τη διαντίδραση μεταξύ των δρώντων υπο-
κειμένων. Το τελευταίο δίνει νόημα στους κανόνες ως αξίες, ως ιδεολογίες, ως ήθη κτλ.
που ρυθμίζουν τη δράση και τις σχέσεις των δρώντων υποκείμενων. Η συγκεκριμέ-
νη πράξη του δρώντος είναι αποτέλεσμα συνδυασμού των δυνάμεων που προέρχονται
και από τα τέσσερα υποσυστήματα. Οι δε επιστήμες του ανθρώπου, για παράδειγμα,
Βιολογία, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, δε μελετούν παρά το συγκεκριμένο τομέα του
υποσυστήματος. Οι σχέσεις των υποσυστημάτων δεν είναι ισότιμες μέσα στο κοινωνικό
σύστημα, αλλά ιεραρχημένες: το πολιτισμικό, που εμπεριέχει περισσότερη πληροφορία,
βρίσκεται στην κορυφή, ενώ το βιολογικό, πλούσιο σε ενέργεια, στο κάτω μέρος της
διαβάθμισης.
Οι θεσμοί της κοινωνικής οργάνωσης περιλαμβάνουν συνδυασμένα τα υποσυσιήμα-
τα του πολιτισμικού και του κοινωνικού, τα οποία, διαμέσου των κοινών πολιτισμικών
στοιχείων, όπως αξίες, σύμβολα κανόνες, πράξεις, καθορίζουν την κοινωνική δράση
του υποκειμένου. Ο θεσμός της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, δημιουργεί ρόλους που
αναφέρονται σε έναν ορισμένο τρόπο δράσης και ενέργειας του εκπαιδευτικού που έχει
παγιωθεί σε κανόνες. Για τον Πάρσονς, οι δραστηριότητες αυτές βασίζονται στο γενικό
πλαίσιο αναφοράς που είναι το σύστημα και στην κατανόηση της δομής τους.
Η δομή. Στο έργο του για τη δομή της κοινωνικής δράσης, ο Πάρσονς διακρίνει
τέσσερις αναλυτικές έννοιες –λειτουργικά προαπαιτούμενα– που είναι σταθερές και συ-
γκροτούν τη δομή του συστήματος: το ρόλο, την κοινότητα, τους κανόνες και τις αξίες.
Ο ρόλος αναφέρεται στις δραστηριότητες του ατόμου μέσα στην κοινωνία, όπως, για
παράδειγμα, δικαστής, δήμαρχος, εκπαιδευτικός. Είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος δεν περι-
ορίζεται μόνο στην επαγγελματική διάσταση της θέσης που κατέχει το άτομο, αλλά το
περιεχόμενο του είναι διευρυμένο και περιλαμβάνει τη θέση του μέσα στην οικογένεια,
όπως στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, όπως για παράδειγμα, μητέρα, μέλος αθλητικού
συλλόγου. Το δεύτερο στοιχείο λοιπόν της συγκρότησης της δομής έχει σχέση με την
έννοια της κοινότητας και έχει ως αναφορά τις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες, όπως,
για παράδειγμα, οικογένεια, αθλητικά σωματεία, πολιτικά κόμματα. Οι κανόνες και οι
αξίες διέπουν τη συνοχή και την ενότητα του κοινωνικού συστήματος και αναφέρονται
ταυτόχρονα στο πολιτισμικό και κοινωνικό υποσύστημα και τείνουν να εκφράσουν τους
καθολικούς κανόνες και τις αξιακές τάσεις που χαρακτηρίζουν τις κοινές δραστηριότη-
τες των ανθρώπων.
Η λειτουργία. Η δομή προϋποθέτει πάντα μια σταθερή και σχεδόν αμετάβλητη δι-
αδικασία, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η διαδικασία ποτέ δεν είναι σταθερή· με-
ταβάλλεται. Επομένως, η έννοια της λειτουργίας εκφράζει το δυναμικό στοιχείο του
συστήματος, γιατί εξασφαλίζει την ισορροπία του. Και το κοινωνικό σύστημα αντιδρά

156

22-0116-02.indd 156 27/4/2017 6:07:59 µµ


όταν υπάρχουν παράγοντες που απειλούν την ισορροπία του, ώστε να την επαναφέρει.
Κατ’ αναλογία λοιπόν προς την έννοια της δομής, ο Πάρσονς διακρίνει τέσσερις
βασικές λειτουργίες για την αντιμετώπιση και τη ρύθμιση των προβλημάτων του συ-
στήματος, επειδή η ισορροπία ενός κοινωνικού συστήματος είναι διαφορετικής φύσης
από την ισορροπία μιας καρέκλας ή ενός σπιτιού. Η πρώτη λειτουργία είναι της ολοκλή-
ρωσης και μπορεί να παρομοιαστεί με την αρχή της αδράνειας, επειδή στο εσωτερικό
του συστήματος δε συμβαίνει τίποτα που να ταράξει την ισορροπία του. Η δεύτερη είναι
η λειτουργία της ενσωμάτωσης, η οποία συντονίζει και εναρμονίζει τα στοιχεία του
συστήματος. Το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται στη διακήρυξη αλληλεγγύης των στοιχεί-
ων του συστήματος, ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία του. Η τρίτη λειτουργία είναι
συνδυασμένη με την επίτευξη στόχων σύμφωνα με τα κατεστημένα πρότυπα του συστή-
ματος. Η τέταρτη είναι συνάρτηση της προηγούμενης και αναφέρεται σε προβλήματα
προσαρμογής και κατ’ ουσίαν η λειτουργία αυτή συνίσταται στις δραστηριότητες και
στις διαδικασίες που σχετίζονται άμεσα με την υλοποίηση στόχων.
Ο Πάρσονς λοιπόν στη συστημική ανάλυση συμπεραίνει ότι υπάρχει μια ιεραρχία
και τάξη των αναλυτικών κατηγοριών που συνθέτουν το σύστημα. Το ψυχολογικό σύ-
στημα ελέγχει το οργανικό, και το κοινωνικό, ελέγχοντας το ψυχολογικό, ελέγχεται από
το πολιτισμικό που οργανώνει. Ταυτόχρονα ο Πάρσονς έδινε πολύ μεγάλη σημασία
στην ισορροπία του συστήματος, παραβλέποντας έτσι την έννοια της αλλαγής, επειδή
ακριβώς η φυσική τάση του συστήματος είναι η διατήρησή του. Η στάση αυτή όμως
έγινε αντικείμενο κριτικής, γι’ αυτό θέλησε να ενσωματώσει στη θεωρία του την έννοια
της αλλαγής, με δομικές όμως προϋποθέσεις. Καταρχήν λοιπόν δέχεται ότι υπάρχει η
μακροπρόθεσμη εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων, όπου καθοριστικό ρόλο διαδρα-
ματίζουν ο τεμαχισμός των κοινωνικών ομάδων με την εμφάνιση νέων και ο λειτουρ-
γικός επαναπροσδιορισμός από κάποιες ομάδες των αξιών και των κανόνων τους. Ο
Πάρσονς διακρίνει, επίσης, τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη που περιλαμβάνει δύο τύπους
αλλαγής: πρώτον, την αλλαγή ισορροπίας των υποσυστημάτων χωρίς να διαταράσσεται
η γενική ισορροπία του συστήματος (πρόκειται δηλαδή για μια αλλαγή ισορροπίας που
προσαρμόζει τις επιμέρους αλλαγές στην ισορροπία του συστήματος)• και, δεύτερον,
την αλλαγή της δομής που είναι αποτέλεσμα συσσώρευσης εντάσεων και αμφισβητή-
σεων και αφορούν τη φύση του συστήματος. Η αλλαγή αυτή τροποποιεί το περιεχόμενο
των κανόνων των αξιών του πολιτιστικού υποσυστήματος και απειλεί τη λειτουργία της
κανονιστικής σταθερότητας του συστήματος ή την προσαρμογή του στις νέες αξίες.

157

22-0116-02.indd 157 27/4/2017 6:07:59 µµ


Βέβαια ο Πάρσονς δε δέχεται ότι η δομή είναι ανοιχτή και υπόκειται σε συνεχείς
αλλαγές και ανανεώσεις. Η θεωρία έτσι εκλαμβάνεται ως συντηρητική, γιατί πρόκειται
για την ιδεολογία μίας κοινωνίας που δικαιολογεί την κατεστημένη ισορροπία της.

Κυβερνητική: Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η κυβερνητική εξομοιώνει το πολιτικό


σύστημα μ’ ένα κυβερνητικό σύστημα ελέγχου. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της μεθόδου
είναι ο Αμερικανός Δ. Ήστον (Easton). Η ανάλυσή του καταρχάς έρχεται σε αντίθεση
με εκείνη του Πάρσονς, γιατί δε λαμβάνει υπόψη την έννοια της ισορροπίας, συμφωνεί
όμως μαζί του ως προς το σκοπό, γιατί, και για τον Ήστον, το κύριο πρόβλημα είναι η
διατήρηση του πολιτικού συστήματος με δεδομένη την έννοια της αλλαγής.
Ο Ήστον θεωρεί το πολιτικό σύστημα ένα «μαύρο κουτί» και πιστεύει ότι εκείνο που
έχει σημασία είναι οι σχέσεις του συστήματος με το περιβάλλον του και όχι με το περι-
εχόμενο του. Το περιβάλλον περιλαμβάνει τα μη πολιτικά συστήματα, τα οποία όμως
συγκροτούν την κοινωνία γενικά αλλά και το πολιτικό σύστημα. Αυτά είναι το οικολογι-
κό, το βιολογικό, το ψυχολογικό, το κοινωνικό σύστημα, όπως επίσης και τα συστήματα
που είναι έξω από την κοινωνία, για παράδειγμα διεθνή οικολογικά συστήματα.
Ο Ήστον συγκρίνει, επίσης, το πολιτικό σύστημα με το οικονομικό σύστημα και
αντιλαμβάνεται την πολιτική ως μια οικονομική μηχανή. Όπως λοιπόν υπάρχει αυτό
που εισέρχεται στη μηχανή (... εισροές), υπάρχει και αυτό που εξέρχεται (... εκροές).
Υπάρχει λοιπόν αυτό που τροφοδοτεί το σύστημα και αυτό που το σύστημα παράγει.
Εισροές: Ο Ήστον διακρίνει δύο τύπους εισροών: τις απαιτήσεις και τα στηρίγματα.
Οι απαιτήσεις: Οι διεκδικήσεις μιας ομάδας ανθρώπων από το σύστημα για να τους
χορηγήσει πράγματα αξίας καλούνται απαιτήσεις, για παράδειγμα διεκδικήσεις εργα-
ζομένων για αύξηση του κατώτατου μισθού, διεκδικήσεις μαθητών για βελτίωση της
ποιότητας σπουδών, κτλ. Στην αρχή λοιπόν υπάρχει η λειτουργία έκφρασης και διατύ-
πωσης των απαιτήσεων που απευθύνεται στο πολιτικό σύστημα από τις ομάδες πίεσης.
Στη συνέχεια η λειτουργία ρύθμισης των απαιτήσεων διαμέσου του διαλόγου σύμφωνα
με την ισχύουσα νομοθεσία ή τα επικρατούντα έθιμα, ώστε να μην υπερφορτωθεί και
καταρρεύσει το σύστημα από τις πολλές απαιτήσεις. Από τη μια πλευρά, ο διάλογος
αναδεικνύει τη ρύθμιση των απαιτήσεων σύμφωνα με τις αξίες, τους κανόνες και τις
πεποιθήσεις που δείχνουν τα όρια του συστήματος για ικανοποίηση ή απαγόρευση των
απαιτήσεων. Από την άλλη, ο διάλογος αναδεικνύει, επίσης, το ρόλο των δομικών πα-
ραγόντων του πολιτικού συστήματος, οι οποίοι είναι αρμόδιοι να συζητήσουν ώστε να
μεταφέρουν τις απαιτήσεις διυλίζοντας και ελέγχοντας το μέγεθος και το περιεχόμε-
νο τους. Τέτοιοι δομικοί παράγοντες είναι, για παράδειγμα, οι βουλευτές, τα πολιτικά
κόμματα, οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες του πολιτικού συστήματος. Τέλος, είναι
η λειτουργία λήψης αποφάσεων για τη ρύθμιση των απαιτήσεων και η εκτέλεσή τους
διαμέσου των κατάλληλων οργάνων του πολιτικού συστήματος.

158

22-0116-02.indd 158 27/4/2017 6:07:59 µµ


Τα στηρίγματα: Παράλληλα με τις απαιτήσεις, που αποβλέπουν στην αποδυνάμω-
ση του συστήματος, υπάρχει ένας άλλος τύπος εισροών, τα στηρίγματα, τα οποία σκοπό
έχουν την ενδυνάμωσή του. Η ιδέα του στηρίγματος περιέχει τις στάσεις και τις συμπε-
ριφορές που ευνοούν τη διατήρηση του συστήματος. Σύμφωνα με τον Ήστον, τα βασικά
στοιχεία που συνθέτουν τη σταθερή δομή του συστήματος είναι τρία:
α) η κοινότητα, που περιλαμβάνει όλα τα μέλη του συστήματος και τα συνδέει συ-
νεκτικά, όπως, για παράδειγμα, η εθνική κοινότητα, β) το καθεστώς, που εκφράζει τους
κανόνες, τις αξίες, τους βασικούς όρους θεμελίωσης του συστήματος, όπως, για παρά-
δειγμα, ελευθερία γνώμης, κοινοβουλευτισμός, κανόνες νομιμοποίησης, κτλ., γ) οι Αρ-
χές του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή οι Αρχές σηματοδοτούν και οροθετούν το ρόλο
αυτών οι οποίοι κατέχουν την εξουσιαστική αρχή ώστε να εκφράζεται στο όνομα του
συστήματος. Π.χ. η επιδοκιμασία του Αμερικανού προέδρου, αν εγκρίνεται η πολιτική
του.
Εκροές. Απομένει να δούμε τις απαντήσεις του πολιτικού συστήματος, γιατί όταν
αποδέχεται τις εισροές, το πολιτικό σύστημα απαντά με τις εκροές για να ικανοποιή-
σει τις απαιτήσεις ή για να ενδυναμώσει τα στηρίγματά του. Οι εκροές μπορεί να εί-
ναι δικαιώματα, παροχές ή αύξηση των δημοσίων δαπανών. Οι εκροές λοιπόν έχουν
το χαρακτήρα απόφασης και επιβάλλονται στη δύναμη του Δικαίου ή είναι ενέργειες
που αποσκοπούν στην οικονομική ή κοινωνική βελτίωση του πολίτη. Η απόφαση είναι
καταρχήν απάντηση στις απαιτήσεις, αλλά και δημιουργία νέων απαιτήσεων που θα
επιφέρουν νέες απαντήσεις. Το πολιτικό σύστημα λειτουργεί διαμέσου μιας διαδικασίας
ανατροφοδότησης η οποία κατ’ ουσίαν εξαρτάται από τις δικές του απαντήσεις, δηλαδή
από τις εκροές.
Όρια χρησιμοποίησης της συστημικής ανάλυσης: Σίγουρα η συστημική ανάλυση
προσφέρει στις Κοινωνικές Επιστήμες την κατασκευή μιας τεχνικής για να αναλυθούν
και να κατανοηθούν οι λειτουργίες των μεγάλων οργανώσεων, όπως είναι, για παράδειγ-
μα, το κράτος, το ομοσπονδιακό κράτος.
Προσφέρει, επίσης, μια συνοπτική προσέγγιση στις πολλαπλές αλληλεπιδράσεις των
σχέσεων και αντικαθιστά την παλιά και στατική έννοια των σχέσεων με τη δυναμική
που διέπει και διακρίνει αυτές τις σχέσεις. Δηλαδή αποσκοπεί στο να μελετήσει την
κοινωνική ζωή με όρους επικοινωνιακούς. Το γεγονός όμως ότι είναι περισσότερο μια
λογική κατασκευή παρά μια μελέτη της πραγματικότητας δυσχεραίνει την κατανόη-
ση της πραγματικότητας και δεν αποκαλύπτει τους όρους με τους οποίους βιώνεται η
πραγματικότητα στην καθημερινότητα της. Γιατί η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι
πάντα μια απλή μηχανή η οποία μετατρέπει τις κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις σε
αποφάσεις και πολιτικές πράξεις. Είναι μια πραγματικότητα που αναδεικνύει συνεχώς
νέα και σύνθετα φαινόμενα που απαιτούν τη συνεργασία των Κοινωνικών Επιστημών
για να κατανοηθούν στο εύρος και στο βάθος που έχουν.

159

22-0116-02.indd 159 27/4/2017 6:07:59 µµ


Ανακεφαλαίωση
Στις Φυσικές Επιστήμες, παρόλο που καθεμιά μελετά μία όψη της φυσικής πραγμα-
τικότητας, υπάρχει μια φιλοσοφία των επιστημών που τείνει να συνθέσει όλες αυτές
τις ιδιαίτερες έρευνες. Στις Κοινωνικές Επιστήμες όμως δεν υφίσταται κάτι ανάλογο,
ίσως από φόβο μήπως υποταχθεί η μία στην άλλη, η Οικονομία στην Πολιτική ή η
Πολιτική στην Κοινωνιολογία. Αντίθετα, διαπιστώνεται συνεχής τάση κατακερμα-
τισμού του αντικειμένου της ανθρώπινης δραστηριότητας και εμφάνιση στο επίπεδο
της εκπαίδευσης συνεχώς νέων πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων. Ταυτόχρο-
να όμως με την τάση διεύρυνσης των Κοινωνικών Επιστημών που υπονομεύει την
ενότητά τους, υπάρχει και η ρευστότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που επι-
βάλλεται να μελετηθεί σφαιρικά, δηλαδή σύνθετα, για να είναι πιο αντικειμενική και
πιο μεθοδική. Η σύνθεση αυτή μπορεί να εκφραστεί σε διάφορα επίπεδα: καταρχάς
σε εκείνο της έρευνας, με την ομαδική εργασία, όπου η συνεισφορά καθενός συμ-
βάλλει στη διεξοδικότερη ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, αλλά και σε εκείνο
του στοχασμού, διαμέσου της σφαιρικής γνώσης των διάφορων ειδικεύσεων. Στη
σύγχρονη κοινωνική θεωρία, οι διάφορες μεθοδολογικές αναλύσεις, παρ’ όλες τις
ελλείψεις, τείνουν να δημιουργήσουν μια κοινή βάση παρατηρήσεων, εννοιών και
υποθέσεων για την ορθολογική εξήγηση της κοινωνικής πραγματικότητας, που μπο-
ρεί να γίνει αποδεκτή από όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες.

160

22-0116-02.indd 160 27/4/2017 6:07:59 µµ


Βασικοί όροι
αντικειμενικότητα, τεχνική, μέθοδος, συγκριτική μέθοδος, ιστορισμός, ιστορικισμός,
θετικισμός, μεθοδολογικός ατομισμός, διαλεκτική, λειτουργισμός, δομισμός, δομή,
δομο–λειτουργισμός, κυβερνητική.

Ερωτήσεις
●  οιο είναι το αντικείμενο των Κοινωνικών Επιστημών;
Π
● Πώς αυτονομούνται και αποκτούν την ιδιαιτερότητα τους;
● Τι τις καθιστά αλληλέγγυες;
● Γιατί αναπτύχθηκαν ραγδαία τον 20ό αιώνα;
● Ποιο είναι το περιεχόμενο της αντικειμενικότητας στις Κοινωνικές Επιστήμες;
● Τι είναι και πώς εκφράζεται η διεπιστημονικότητά τους;
● Τι είναι τεχνική στις Κοινωνικές Επιστήμες;
● Τι είναι μέθοδος; Πώς καθορίζονται οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών;

● Πώς ορίζεται η συγκριτική μέθοδος;


● Πώς εφαρμόζεται στη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων;
● Ποια στάδια έρευνας ακολουθεί;
● Ποια είναι τα όριά της;

● Ποιο είναι το έργο της Ιστορίας;


● Ποια είναι η σχέση Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών;
● Τι είναι ιστορισμός και τι ιστορικισμός;
● Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του θετικισμού ως φιλοσοφικής στάσης; Πώς κα-
τανοεί ο θετικισμός τη σχέση μεταξύ προτάσεων που περιγράφουν το είναι και
προτάσεων που αναφέρονται στο δέον;
● Πώς διαμορφώνεται ιστορικά ο θετικισμός;
● Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του λογικού εμπειρισμού;
● Πώς ορίζεται και πώς λειτουργεί η αρχή της επαληθευσιμότητας;
● Σε τι διαφοροποιείται ο Πόππερ με την εισαγωγή της αρχής της διαψευσιμότητας;
● Ποια είναι η βασική αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού;
● Πώς αναλύεται και κατανοείται ένα κοινωνικό φαινόμενο, πώς εμφανίζεται ως
όλον, με βάση το μεθοδολογικό ατομισμό;
● Με ποιο κύριο επιχείρημα αμφισβητείται η αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού;
● Ποια είναι η βασικότερη θέση της διαλεκτικής;
● Ποιο είναι το περιεχόμενο της υλιστικής διαλεκτικής;
● Ποιοι είναι οι νόμοι της διαλεκτικής;
● Τι είναι ιστορικός υλισμός και πώς εξετάζει τα κοινωνικά φαινόμενα;

161

22-0116-02.indd 161 27/4/2017 6:07:59 µµ


● Πώς κατανοείτε τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος;

● Τ ι σημαίνει ο όρος «λειτουργία» και τι νοηματοδοτεί στις Κοινωνικές Επιστήμες;


● Ποιος υπήρξε ο θεμελιωτής του κλασικού λειτουργισμού και ποια τα βασικά
αξιώματα της θεωρίας του;
● Ποια είναι τα βασικά σημεία της κριτικής του Μέρτον στα αξιώματα του κλασι-
κού λειτουργισμού;
● Πώς πιστοποιείται, για τον Μέρτον, η ουδετερότητα της λειτουργικής ανάλυσης;
● Τι ονομάζονται ρητές και τι άδηλες λειτουργίες και που στοχεύει η διάκρισή τους;

● Τ ι είναι δομή και τι δομική μέθοδος;


● Τι σημαίνει η υιοθέτηση της δομικής μεθόδου από τις Κοινωνικές Επιστήμες;
● Πώς εφαρμόζεται η δομική μέθοδος σε επιμέρους Κοινωνικές Επιστήμες (Γλωσ-
σολογία, Ανθρωπολογία, Ψυχολογία, Οικονομία, Κοινωνιολογία);

● Π οιος είναι ο σκοπός της συστηματικής ανάλυσης στις Κοινωνικές Επιστήμες;


● Σε ποια υποσυστήματα διαιρεί ο Πάρσονς τη συστηματική ανάλυση της δράσης
του ανθρώπινου υποκειμένου;
● Τι εκφράζουν τα υποσυστήματα αυτά και ποιες είναι οι μεταξύ τους σχέσεις;
● Τι συγκροτεί, κατά τον Πάρσονς, τη δομή του συστήματος;
● Τι εκφράζει η έννοια της λειτουργίας εντός του συστήματος και ποιες είναι οι
βασικές λειτουργίες;
● Τι εννοεί ο Πάρσονς με την έννοια «ισορροπία του συστήματος»;
● Πώς αντιμετωπίζει ο Πάρσονς την έννοια της αλλαγής;
● Τι σημαίνει μακροπρόθεσμη και τι βραχυπρόθεσμη εξέλιξη;
● Πώς θεωρεί ο Ήστον το πολιτικό σύστημα;
● Τι είναι οι εισροές για τον Ήστον και ποιοι οι τύποι τους;
● Τι είναι οι εκροές και πώς λειτουργούν στο πολιτικό σύστημα;
● Ποια είναι τα όρια της συστηματικής ανάλυσης;

162

22-0116-02.indd 162 27/4/2017 6:07:59 µµ


Βιβλιογραφία
Π. Γέμτος, Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστήμων, α΄ τόμ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1984.
Α. F. Chalmers, Τι Είναι Αυτό που Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 1994.
Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 1998.
Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τόμ. Ι–ΙΙ, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας. Μια Εισαγωγή, εκδ.
Κριτική, Αθήνα 1991.
Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994.
Κ. Ψυχοπαίδης, 0 Μ. Weber και η Κατασκευή Εννοιών στις Κοινωνικές Επιστήμες, εκδ.
Κένταυρος, Αθήνα 1993.

163

22-0116-02.indd 163 27/4/2017 6:07:59 µµ


22-0116-02.indd 164 27/4/2017 6:07:59 µµ
5. ΣΥΓΧΡΟΝΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ
ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ

Εισαγωγή: Οι Κοινωνικές Επιστήμες μπορούν να προσεγγίσουν και να αναλύσουν,


με βάση τις μεθοδολογικές τους αρχές, τη φύση και την εξέλιξη των σύγχρονων κοινω-
νικών φαινομένων.
Τέτοια σημαντικά προβλήματα αφορούν το ρόλο του κράτους–έθνους –μέσα στα
πλαίσια της παγκοσμιοποίησης–, την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, το ρόλο της
οικογένειας, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τα προβλήματα που προκύπτουν από
την ύπαρξη μειονοτήτων στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

Διδακτικοί στόχοι: Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να βοηθήσει τους μαθητές
και τις μαθήτριες να κατανοήσουν ότι τα γεγονότα της καθημερινής τους εμπειρίας δεν
αποτελούν τυχαία συμβάντα, αλλά ότι συνδέονται και προκύπτουν μέσα από ευρύτερες
κοινωνικές διαδικασίες.
Οι μαθητές και οι μαθήτριες, μέσα από τη σύνδεση εμπειρίας και μεθόδου, θα πρέπει
να κατανοήσουν ότι τα θεωρητικά σχήματα και τα μεθοδολογικά πρότυπα που ανα-
πτύχθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια δεν αποτελούν αφηρημένες θεωρίες, αλλά ότι,
αντίθετα, μας βοηθούν σημαντικά με την κατάλληλη αξιοποίησή τους να κατανοήσουμε
τη σύγχρονη κοινωνία και τις εξελίξεις της, αλλά και τις ατομικές και συλλογικές συ-
μπεριφορές των σύγχρονων ανθρώπων.

Εισαγωγικές ερωτήσεις:
● Ποιος είναι ο ρόλος της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Πώς θα διατηρήσου-
με την εθνική μας ταυτότητα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών εξελίξεων;
● Η ανεργία οφείλεται στις τεχνολογικές εξελίξεις ή σε ευρύτερες κοινωνικοοικονο-
μικές μεταβολές; Πώς θα αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανεργία;
● Ποιος είναι ο ρόλος της σύγχρονης οικογένειας; Ποιος ο ρόλος του κάθε μέλους
της στη νέα πραγματικότητα;
● Έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει ο άνθρωπος στις φυσικές εξελίξεις μέσω της τεχνο-
λογίας; Υπάρχουν όρια και ηθικοί φραγμοί στην επιστημονική έρευνα;

165

22-0116-02.indd 165 27/4/2017 6:08:00 µµ


5.1. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η σύγχρονη –παγκόσμιου χαρακτήρα– οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ωθούμενη
από την εξέλιξη της τεχνικής και της τεχνολογίας αλλά και από τη διάλυση της πρώην
ΕΣΣΔ, συμβαδίζει με μια λειτουργική μεταβολή του ρόλου των κρατών. Αυτή η μετα-
βολή έχει άμεση και καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Η εικόνα της κοινωνίας μετατοπίζει αποφασιστικά την οργανική δομημένη τάξη της σε
μια νέα τάξη ευκίνητη αλλά και πιο περίπλοκη.
Οι μέχρι τώρα σταθεροί πόλοι αναφοράς, όπως το κράτος–έθνος, τα κόμματα, οι θε-
σμοί, ο προγραμματισμός της οικονομίας, της εργασίας, τα επαγγέλματα, η οικογένεια,
κτλ., συστέλλουν ο η μαντικά τη σημασία τους. Η ιδιαιτερότητα, η πολυπολιτισμικότη-
τα, ο χαλαρός οικογενειακός δεσμός, η «ευελιξία» της εργασίας, οι διεθνείς επιχειρή-
σεις, η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας, η διεθνής –και υπερβολική– κινητικότητα
πληθυσμών και πληροφοριών αρχίζουν κι αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τοποθετημένος σ' ένα σταυροδρόμι πολλαπλών αναφορών
και δέχεται ποικίλα μηνύματα.
Όλο και πιο πολύ, η κοινωνία μας διαμορφώνεται σ’ ένα σύνθετο δίκτυο μηνυμάτων
αναφοράς, που όμως το καθένα από αυτά διαθέτει μια σχετική αυτοτέλεια. Ο άνθρωπος
περνά από τις κοινωνικές ολότητες στην ιδιαίτερη και ατομική έκφραση και η κοινωνία
φαίνεται να συγκροτείται από μια μάζα ατόμων χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος και
σταθερός συνδετικός ιστός.
Ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού δηλώνει στην πραγματικότητα την ευ-
καμψία του κοινωνικού δεσμού, ο οποίος μπορεί να μεταβάλλεται, τροποποιώντας ταυ-
τόχρονα τη στάση, τη συμπεριφορά και τη δράση του ανθρώπου. Οι κοινωνικές αξίες
σχετικοποιούνται ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, την πολιτική συγκυρία, την
κοινωνική κινητικότητα, την αναβίωση της παράδοσης, τη μίμηση νέων πολιτισμικών
ή περιθωριακών προτύπων, με το συνεχή επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου ανάλογα
με τις περιστάσεις.
Ο άνθρωπος ζει μέσα σ’ έναν κόσμο όπου οι σημαντικές αυτές αλλαγές καθορίζουν
το πλαίσιο των ενεργειών του αναδιαμορφώνοντας διαρκώς την κοινωνική δομή και τις
πράξεις του. Έτσι, οι ίδιοι άνθρωποι μπορούν να συγκροτούν και να θεσπίζουν στάσεις
ζωής που στην πραγματικότητα μπορούν και να συγκρούονται μεταξύ τους (για παρά-
δειγμα, σοσιαλιστής και εθνικιστής). Τα άτομα βρίσκονται μέσα σε σύνθετες σχέσεις
και σε μια συνεχή κίνηση μετατόπισης των συμπεριφορών τους εκδηλώνοντας τις ανά-
λογες αντιδράσεις. Το ζήτημα του κοινωνικού δεσμού μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι
μετατόπισης των θέσεων του δρώντος υποκειμένου μέσα στην κοινωνία. Η γνώση πλέον
της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας βασίζεται στην κατασκευή εννοιών που

166

22-0116-02.indd 166 27/4/2017 6:08:00 µµ


περιγράφουν και διαπιστώνουν φαινόμενα της κοινωνικής πραγματικότητας. Τελικά, η
κατασκευή των εννοιών αυτών σημαίνει ότι, πίσω από τις κοινές έννοιες, τα κοινωνικά
γεγονότα συνδέονται με ένα σύστημα σχέσεων το οποίο οι κοινωνικές επιστήμες δεν
μπορούν να το μελετούν η καθεμία με τις δικές της άκαμπτες κατασκευές. Οι αλλαγές
που συντελούνται σε κοινωνικό, οικονομικό, ψυχολογικό και πολιτικό επίπεδο επιτάσ-
σουν την κατασκευή εννοιών που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε διεπιστημονικά
την κοινωνική ψυχολογία αλλά κυρίως θα μας οδηγήσουν στην καθιέρωση θεσμών ικα-
νών να βελτιώσουν τη ζωή μας και να ολοκληρώσουν την κοινωνική μας ύπαρξη. Μέσα
από την προσέγγιση αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε το σύνθετο πλέγμα των σχέσεων
που χαρακτηρίζει και επηρεάζει την κοινωνική μας ζωή και ύπαρξη και ταυτόχρονα να
αντιληφθούμε το εσώτερο κενό που τη βασανίζει επειδή η κοινωνική πραγματικότητα
μεταβάλλει και εμάς τους ίδιους θεσπίζοντας αποκλεισμούς ή καταξιώσεις. Με άλλα
λόγια, η περιγραφή των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων παρουσιάζει τη συν-
θέτη κατάσταση της κοινωνίας μας και μας βοηθά να κατανοούμε τους άλλους και
τον εαυτό μας.

5.1.1. Το κράτος–έθνος
Το κράτος–έθνος αποτέλεσε στη νεότερη περίοδο το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτή-
θηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες με βάση την έλλογη, ελεύθερη και δημοκρατική έκφραση
της βούλησης των πολιτών. Το κράτος–έθνος συνδέεται με τα όρια της επικράτειας,
ενός φυσικού προστατευόμενου χώρου μέσα στον οποίο επιτελούνται οι κοινωνικές και
οικονομικές λειτουργίες και ταυτόχρονα διαμορφώνεται η συνείδηση μιας κοινής ιστο-
ρικής–πολιτιστικής ταυτότητας.
Μέσα στα όρια του κράτους–έθνους η κοινωνία ξεπερνά τους προ–αστικούς διαχω-
ρισμούς και ομογενοποιείται σ' ένα κοινό πλαίσιο θεσμών, λειτουργιών και αξιών. Γι'
αυτό και η μελέτη μιας κοινωνίας αναφέρεται πρωταρχικά σε ένα εθνικό κράτος, σε μια
περιφέρεια, σε μια κοινότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αναζητούμε τη δομή και τις λει-
τουργίες των κοινωνικών τάξεων, των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων.
Όμως η κλασική αυτή προσέγγιση παρακάμπτεται από τη λειτουργία των υπερε-
θνικών οικονομικών και επικοινωνιακών σχέσεων που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο
επίπεδο και οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις λειτουργίες και τις δομές του
σύγχρονου κράτους–έθνους.
Οι ισχυροί προστατευτικοί φραγμοί τους οποίους ύψωναν τις περασμένες δεκαετίες
τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους οικονομική
ανάπτυξη, καταρρέουν σήμερα και δίνουν τη θέση τους σε παγκόσμια δίκτυα οικονομι-
κών ανταλλαγών.

167

22-0116-02.indd 167 27/4/2017 6:08:00 µµ


Η δημιουργία υπερεθνικών θεσμών, όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή μεγά-
λων περιοχών οικονομικών ανταλλαγών όπως η NAFTA (Ένωση Ελευθέρου Εμπορίου
Βόρειας Αμερικής), αλλά και η συμφωνία της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και
Εμπορίου), που καθορίζει τους όρους του ελευθέρου εμπορίου, αποδεικνύουν ότι το
κάθε κράτος–έθνος δεν μπορεί να αναλυθεί και να κατανοηθεί ως αυτόνομη μονάδα.
Αντίθετα, είναι απαραίτητη η ένταξη του στο πλαίσιο των ευρύτερων οικονομικών σχέ-
σεων, μέσα στις οποίες λειτουργεί ως οικονομία και ως κοινωνική δομή.
Το πολυεθνικό κεφάλαιο μετακινείται από το κράτος–έθνος σε άλλο κράτος– έθνος.
Στηρίζεται όμως πάντα σ’ ένα εθνικό νομικό πλαίσιο, σ’ ένα σύστημα εθνικών υπο-
δομών και εθνικών οικονομικών και φορολογικών όρων, και, βέβαια, σ' ένα εγχώριο
εργατικό δυναμικό.
Μέσα από τις διαδικασίες αυτές τροποποιείται ο ιστορικός ρόλος που διαδραμάτιζε
παραδοσιακά το κράτος–έθνος. Το κάθε κράτος–έθνος αναδιοργανώνεται και αναζητεί
το νέο ρόλο και τη θέση του μέσα στο παγκόσμιο σύστημα.
Σ’ αυτό τον καταμερισμό ρόλων και ισχύος διαμορφώνονται νέες διακρίσεις μεταξύ
των αναπτυγμένων και των υπό ανάπτυξη κρατών. Αποκρυσταλλώνονται παγκόσμια
τρεις «ζώνες» ανάπτυξης που περιλαμβάνουν τη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώ-
πη και την περιοχή Ασίας–Ειρηνικού. Οι υπερεθνικοί οικονομικοί μηχανισμοί διαχω-
ρίζουν, τελικά, τον πλανήτη σε τρεις πανίσχυρους και συνεκτικούς «πόλους», ενώ οι
υπόλοιπες χώρες –ειδικά οι αφρικανικές– περιθωριοποιούνται και αποκλείονται από τα
αναπτυγμένα οικονομικά δίκτυα και από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό.
Στην Ανατολική Ασία, για παράδειγμα, το κράτος–έθνος έχει διαδραματίσει σημα-
ντικό ρόλο στην εξέλιξη και στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, της Κορέας, της
Ταϊβάν.
Γενικότερα, σ' εκείνες τις περιοχές όπου καταρρέει το εθνικό κράτος, είτε λόγω
της παλιάς αποικιοκρατικής δομής είτε εξαιτίας του οικονομικού ανταγωνισμού –στον
οποίο δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι χώρες αυτές–, παρατηρούμε ότι τίθεται ως κύ-
ριο πρόβλημα η ενίσχυση του νομικού πλαισίου και των εθνικών χαρακτηριστικών και
δομών προκειμένου να συγκροτηθεί το κράτος–έθνος ως εθνική βιώσιμη «μονάδα» στο
παγκόσμιο πεδίο του ανταγωνισμού.
Στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, οι εθνικές κυβερνήσεις αναλαμβάνουν επιτε-
λικό ρόλο. Προωθούν διακρατικές συμφωνίες προς όφελος των εθνικών τους επιχειρή-
σεων –με χρήση της «οικονομικής» διπλωματίας– και παράλληλα προχωρούν σ' έναν
τύπο επενδύσεων που αποκαλούνται «άυλες» επενδύσεις: Πρόκειται για επενδυτικές
δραστηριότητες στην παιδεία, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, σε υποδομές επικοινωνιακών
και νέων ενεργειακών δικτύων.

168

22-0116-02.indd 168 27/4/2017 6:08:00 µµ


Εκατομμύρια εκατομμυρίων δολαρίων ανά τον πλανήτη, προϊόν συλλογικής εργασίας
και αποταμίευσης όλου του κόσμου, βρίσκονται ναό τον έλεγχο και τη διαχείριση ενός
νεφελώδους, ανεξιχνίαστου ακόμη και για τους επαγγελματίες μορφώματος από ολι-
γαρχίες και ιεραρχίες που κινούνται χωρίς λαϊκή εντολή. Η καταπληκτική πρόοδος που
σημειώνεται στην Πληροφορική και στις τηλεπικοινωνίες, καθώς και η φιλελευθερο-
ποίηση των χρηματιστηριακών αγορών, επιτρέπει στους συντελεστές να επεμβαίνουν
σε χρόνο μηδέν, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, σε οποιοδήποτε σημείο του
πλανήτη, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να σέβονται την παραμικρή νομική διαδικασία
ούτε να υπόκεινται σε προηγούμενο έλεγχο, δεσμεύοντας κεφάλαια που δεν τους ανή-
κουν και από τα οποία δεν ελέγχουν συχνά παρά μόνο ένα απειροελάχιστο ποσοστό.
Κυκλοφορούντα κεφάλαια ύψους πάνω από 1.000.000.000.000 δολάρια (αριθμός που
αντιπροσωπεύει στο πολλαπλάσιο τα αποθέματα συναλλάγματος οποιασδήποτε χώ-
ρας-μέλους του ομίλου των Επτά, για να μη μιλήσουμε για άλλες μικρότερες χώρες)
αλλάζουν χέρια καθημερινά. Η μετατόπιση ενός μέρους αυτών των κεφαλαίων μπορεί
να διασώσει ή να καταβαραθρώσει οποιοδήποτε νόμισμα και, κατά συνέπεια, την πο-
λιτική ενός ολόκληρου κράτους.
Παρόμοια συσσώρευση δύναμης δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία. Δεν είναι συ-
γκεντρωμένη στα χέρια μιας κάποιας εξουσίας ή μιας σκοτεινής δύναμης, εκδηλώνεται
όμως με πολυποίκιλες συνωμοσίες από μέρους των συντελεστών της, οι οποίοι ταυτί-
ζουν, σαν να ήταν κάτι φυσικό, τα δικά τους συμφέροντα με τη σωστή διαχείριση των
δημοσιονομικών και γενικότερα της οικονομίας μιας χώρας, χωρίς να έχουν υποστεί
καμιά εξέταση και χωρίς να τους έχει αναθέσει κανείς μια τέτοια αποστολή.
Οι δυνάμεις αυτές βρίσκουν αντιμέτωπες κυβερνήσεις και κοινοβούλια εκλεγμένα
από τους πολίτες και υποχρεωμένα να δίνουν λόγο, με εξουσίες δυσκίνητες και ασφυ-
κτικά κλεισμένες στα πλοκάμια εθνικών και διεθνών διαδικασιών και ρυθμίσεων και
με περιορισμένες δυνατότητες επέμβασης στο χώρο και στο χρόνο.
Οι όροι του παιχνιδιού είναι άνισοι και η έκβασή του προβλέψιμη, αν συνεχιστεί
η σημερινή ροή των πραγμάτων. Η αποδυνάμωση των εθνικών κρατών, η μείωση
της ικανότητας επέμβασης και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων επιφέρει ήδη κα-
ταστροφικά αποτελέσματα. Διευρύνει σημαντικά τη ζώνη των κοινωνιών που έχουν
πάψει να διέπονται από τους κανόνες ενός κράτους δικαίου. Από τη μια μεριά, το
κράτος αδυνατεί όλο και περισσότερο να επωμιστεί τις ευθύνες του σε τομείς που
παραδοσιακά του ανήκουν. Από την άλλη, αρνείται να οργανώσει τους νέους τομείς
δραστηριότητας ή απλώς αποδεικνύεται ανίκανο να το κάνει.

Απόσπασμα από το LE MONDE diplomatique – ελληνική έκδοση του


Manière de voir, τχ. 3, Αθήνα 1993, σ. 28

169

22-0116-02.indd 169 27/4/2017 6:08:00 µµ


5.1.2. Οικογένεια – ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας
Η οικογένεια δεν αποτελεί μόνο ένα σημαντικό κοινωνικό θεσμό, τον κατεξοχήν «πυ-
ρήνα» της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Συνιστά ταυτόχρονα και το βασικό πλαίσιο
μέσα στο οποίο οργανώνεται η ζωή των ανθρώπων. Η μορφή και οι δραστηριότητες της
οικογένειας, οι ρόλοι των μελών της, εξελίσσονται ιστορικά και διαμορφώνονται μέσα
από τις ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές.
Μολονότι η οικογένεια και ο γάμος ανήκουν στο «χώρο» των ανθρώπινων σχέσεων,
εντούτοις συνδέονται άμεσα με τη σφαίρα της οικονομίας, της εργασίας και της κυκλο-
φορίας των αγαθών.
α) Η παραδοσιακή μορφή της πατριαρχικής οικογένειας αποτέλεσε μια αυτόνομη
οικονομική ενότητα. Σ' αυτή τη μορφή της οικογένειας, ο θεσμός του γάμου –που συ-
νιστά συστατικό στοιχείο της οικογένειας–, ενώ αποτελεί τυπικά έναν ιδιωτικό θεσμό,
συνδέεται με στοιχεία του δημόσιου χώρου. Αυτό συμβαίνει διότι η οικιακή εργασία –η
χωρίς αμοιβή εργασία–, ενώ θεωρείται ιδιωτική δραστηριότητα, συντελεί άμεσα στην
κοινωνική αναπαραγωγή των μελών της οικογένειας, έχει δηλαδή δημόσιο χαρακτήρα.

170

22-0116-02.indd 170 27/4/2017 6:08:00 µµ


Παράλληλα, η ένταξη του ατόμου στην αγορά εργασίας προσδιορίζει και τη θέση
–αλλά και το ρόλο του– μέσα στην οικογένεια.
Στην παραδοσιακή μορφή οικογένειας αντιστοιχούσε μια σταθερή και συγκεκριμένη
δομή: Ο πατέρας –εργαζόμενος μισθωτός ή ελεύθερος επαγγελματίας–, η μητέρα –που
είχε ως κύριο ρόλο την οικιακή απασχόληση– και τα παιδιά. Σ’ αυτό τον τύπο οικογένει-
ας αναφέρονται τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής (πρόνοια, υγεία, στέγαση, δημογραφική
πολιτική) αλλά και οικονομικής πολιτικής (επιδόματα, κριτήρια φορολόγησης).
β) Αυτή η μορφή οικογένειας στη σύγχρονη εποχή συνοδεύεται από νέα φαινόμενα.
Η αύξηση των διαζυγίων, η άσκηση βίας μέσα στην οικογένεια, η νεανική εγκληματι-
κότητα, η εξάπλωση της χρήσης των ναρκωτικών αποτελούν εκφράσεις ενός ευρύτερου
φαινομένου που αποκαλείται «κρίση του θεσμού της οικογένειας».
Η αύξηση των διαζυγίων συνδέεται με μια νέα αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου
ως υπόθεσης προσωπικής και ατομικής και όχι ως οικογενειακής. Μεταβαίνουμε δηλα-
δή από τις αξίες της πίστης και της αρετής, που αποτέλεσαν τα στοιχεία ενότητας της
οικογένειας, στη διεκδίκηση των ατομικών δικαιωμάτων κάθε μέλους και, τελικά, σε
επιλογές διάλυσης του θεσμού.
Στο σύνολό τους οι γάμοι δε μειώνονται, παρόλο που αυξάνεται ο αριθμός των δια-
ζυγίων, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των διαζευγμένων ξαναπαντρεύεται. Προκύπτουν
μ' αυτό τον τρόπο νέοι τύποι παράπλευρων οικογενειακών σχημάτων. Ο νέος τύπος
οικογένειας –στην περίπτωση που ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι έχουν παιδιά από προη-
γούμενο γάμο– χαρακτηρίζεται ως ατελής, αφού δεν υπάρχουν τα σαφή όρια της οικο-
γένειας και δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένοι οικογενειακοί ρόλοι.
Παράλληλα με τους τύπους αυτούς, αυξάνονται οι περιπτώσεις ελεύθερης συμβίω-
σης και εκείνες των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό –κατά κανόνα– την άγαμη
μητέρα.
Η κοινωνικοποίηση του αγοριού εξακολουθεί να κινείται στο πρότυπο του «αρχη-
γού», του «προμηθευτή» της οικογένειας, που αναλαμβάνει τον εκτελεστικό ρόλο.
Η κοινωνικοποίηση όμως του κοριτσιού απομακρύνεται από το παραδοσιακό πρό-
τυπο της νοικοκυράς και συνδέεται με την ένταξή του στο πλαίσιο της εργασίας, των
σπουδών, της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Συνεπώς, δημιουργείται ένα νέο πλαί-
σιο ρόλων για τα δύο φύλα, που συναρτάται με τις ατομικές ικανότητες του καθενός
και την επαγγελματική του ενασχόληση. Το νέο αυτό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μια
ρευστότητα που αφορά τόσο τους ρόλους όσο και τις σχέσεις που διαμορφώνονται στο
εσωτερικό της οικογένειας.

171

22-0116-02.indd 171 27/4/2017 6:08:00 µµ


γ) Η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής έχει επιμηκύνει τη διάρκεια της μεταγονεϊ-
κής περιόδου, κατά την οποία τα παιδιά έχουν αποκτήσει δική τους οικογένεια και δικά
τους παιδιά. Αυτό δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα συντήρησης και περίθαλψης των
ηλικιωμένων ατόμων.
Ενώ στην παραδοσιακή κοινωνία η οικογένεια, διαδραματίζοντας ένα σύνθετο και
αυτόνομο ρόλο, μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες των μελών της από τη γέννηση ως
το θάνατό τους, σήμερα κοινωνικοί θεσμοί αλλά και φορείς ιδιωτικής πρωτοβουλίας
καλούνται να καλύψουν ένα μεγάλο τμήμα των αναγκών αυτών (π.χ. παιδικοί σταθμοί,
ΚΑΠΗ για τους ηλικιωμένους κτλ.).
Οι σύγχρονες οικογένειες οδηγούνται αναγκαστικά σε τομείς υπηρεσιών «εκτός οι-
κογένειας» (εκπαίδευση, εργασία, περίθαλψη, σύνταξη) και οι ρυθμοί ζωής αλλά και οι
λειτουργίες της οικογένειας εξαρτώνται από τις οικονομικές της δυνατότητες να προ-
σφεύγει στις υπηρεσίες αυτές.
Συνακόλουθα, η μεταβιομηχανική κοινωνία προϋποθέτει έναν τύπο «μεταβιομηχα-
νικής» οικογένειας, και ο τύπος της οικογένειας (χυτής προϋποθέτει ένα νέο πολύπλευ-
ρο τύπο παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, δηλαδή έναν τύπο μεταβιομηχανικού κοινω-
νικού κράτους.
Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ο κύκλος ζωής της οικογένειας διασφαλιζόταν
ικανοποιητικά από το κοινωνικό κράτος. Τόσο στα πρώτα όσο και στα τελευταία χρόνια

172

22-0116-02.indd 172 27/4/2017 6:08:00 µµ


του κύκλου ζωής των ανθρώπων, μια σειρά από κοινωνικές πολιτικές παρείχε ασφάλεια
στα άτομα (εκπαίδευση, γονικές παροχές, υγεία, ασφάλιση, σύνταξη). Στο ενδιάμεσο
χρονικό διάστημα, οι υψηλοί ρυθμοί απασχόλησης αλλά και οι κοινωνικές παροχές –
που ενίσχυαν τον οικογενειακό προϋπολογισμό πέρα από την αμοιβή της μισθωτής ερ-
γασίας του πατέρα– και αποτελούσαν τον λεγόμενο κοινωνικό μισθό διατηρούσαν τη
συνοχή της οικογένειας απέναντι στο οικονομικό της περιβάλλον.
δ) Στη σύγχρονη περίοδο, η αποδυνάμωση των κοινωνικών παροχών έχει ως συνέ-
πεια την περικοπή των δαπανών που διασφάλιζαν το άτομο τόσο στην αρχή όσο και στο
τέλος της ζωής του. Κυρίως όμως η αβεβαιότητα κυριαρχεί στη διάρκεια της οικονομικά
ενεργού περιόδου της ζωής των ανθρώπων. Η απώλεια της εργασίας, η μερική απασχό-
ληση, το φάσμα της ανεργίας δημιουργούν μια κατάσταση αβεβαιότητας και αστάθειας
που έχει άμεσες συνέπειες στη συνοχή και στις λειτουργίες της οικογένειας.
Από την άλλη πλευρά νέα προβλήματα, που παίρνουν τη μορφή κοινωνικής μάστι-

173

22-0116-02.indd 173 27/4/2017 6:08:00 µµ


γας, όπως τα ναρκωτικά και το έιτζ (AIDS), απειλούν τη σύγχρονη οικογένεια ανεξάρ-
τητα από την κοινωνικοοικονομική της θέση.
Όλες αυτές οι συνθήκες οδηγούν στην ελάττωση του μεγέθους της οικογενειακής
μονάδας και στον περιορισμό των γεννήσεων. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι
χαρακτηριστικό ότι η γονιμότητα, που βρισκόταν το 1960 στο επίπεδο των 2,63 παιδιών
ανά γυναίκα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προσεγγίζει την αναλογία 1,50 παιδιά
ανά γυναίκα.
Στην Ελλάδα οι εξελίξεις αυτές ακολούθησαν ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς. Ενώ
το 1981 η γονιμότητα στην Ελλάδα ήταν 2,21, δηλαδή πάνω από το όριο αναπαραγωγής,
στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πέφτει κάτω από το 1,50, δηλαδή κάτω από το μέσο
όριο των ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα η διαφορά ανάμεσα στις γεννήσεις και (πους
θανάτους μειώθηκε δραστικά, με συνέπεια τη στασιμότητα του συνολικού πληθυσμού
της χώρας αλλά και την πληθυσμιακή γήρανση. Σήμερα η εξέλιξη αυτή που αφορά
το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας αποτελεί ένα κρίσιμο εθνικό πρόβλημα που
απαιτεί πολύπλευρη αντιμετώπιση.

174

22-0116-02.indd 174 27/4/2017 6:08:00 µµ


Οικογενειακά σχήματα
και αναπαραγωγή οικογενειακών προτύπων
Σημαντική είναι η διάκριση ανάμεσα στο νοικοκυριό και στην οικογένεια και η προ-
σέγγιση της οικογένειας ως ιδεολογικής κατασκευής, ιδιαίτερα μέσα από το πρίσμα της
κοινωνικής αναπαραγωγής.
Το νοικοκυριό έχει μια κοινωνική–υλική βάση, ενώ η οικογένεια αποτελεί μια κοι-
νωνική-ιδεολογική κατασκευή. Το νοικοκυριό αποτελεί ένα σύστημα συγκατοικούντων
οικιακών ομάδων, μια υλική μονάδα, στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα οργανώνουν
την κατανομή των πόρων και τη διεκπεραίωση ορισμένων δραστηριοτήτων, και συνά-
πτουν σχέσεις παραγωγικής, αναπαραγωγικής και καταναλωτικής φύσης, αποτελώντας
έτσι και μέρος των ευρύτερων αυτών διαδικασιών στο επίπεδο του κοινωνικού συνό-
λου. Διαφοροποιούνται ταξικά και, σύμφωνα με το πλέγμα δραστηριοτήτων τους που
αφορούν την ίδια τους τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή (για παράδειγμα, κανόνες
κληρονομιάς, μορφές απασχόλησης, μετανάστευσης, κτλ.), συμβάλλουν στην ευρύτερη
αναπαραγωγή της κοινωνίας σύμφωνα με τις παραμέτρους τάξη, φύλο και φυλή.
Η οικογένεια είναι πολύ πιο δύσκολο να οριστεί. Δύο τουλάχιστον κριτήρια έχουν
επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό: το βιολογικό, βασισμένο στις συγγενικές σχέσεις ορι-
σμένων μελών του νοικοκυριού, και ο ιδεολογικός/κανονιστικός της χαρακτήρας. Εν-
διαφέρουσα είναι η άποψη ότι τα άτομα γίνονται μέλη ενός νοικοκυριού μέσα από την
οικογενειακή μορφή σχέσεων, όχι γιατί αυτή είναι η μόνη πιθανή μορφή, αλλά γιατί
αυτή είναι η κυρίαρχη μορφή, ευρέως αποδεκτή και επιθυμητή. Τονίζεται δηλαδή ότι
τα άτομα εισέρχονται σε σχέσεις παραγωγής, αναπαραγωγής και κατανάλωσης στα
πλαίσια του νοικοκυριού με την οικογενειακή μορφή ως κύριο μέσο, αντανακλώντας
συγχρόνως και αποκρύπτοντας τη ρεαλιστική πραγματικότητα της δημιουργίας και στή-
ριξης του νοικοκυριού.
Η σημασία της οικογένειας προβάλλεται με ιδιαίτερη ένταση σε καιρό κρίσης και
αναδιάρθρωσης του συστήματος της κοινωνικής πολιτικής. Εκτιμάται η συμβολή της
στην κάλυψη αναγκών και στην άσκηση φροντίδας, ενώ προτείνονται μέτρα στήριξης
της οικογένειας σε αυτό της το ρόλο, σαν αντιστάθμισμα στις περικοπές των δαπανών
και στη συρρίκνωση των κοινωνικών υπηρεσιών του δημόσιου φορέα. Τα βιώματα
γραφειοκρατικής ισοπέδωσης και ταλαιπωρίας επισημαίνονται πολύ περισσότερο από
τις ευεργετικές πλευρές των κρατικών ρυθμίσεων, ενώ τονίζεται και πάλι η βασική
αντίθεση ανάμεσα στις απρόσωπες, ψυχρές και γραφειοκρατικές διαδικασίες τον κρα-
τικού μηχανισμού και στη ζεστασιά, στην προσωπική σχέση και ιδιαιτερότητα η οποία
θεωρείται ότι χαρακτηρίζει την άσκηση φροντίδας από την οικογένεια και τα συγγενικά
πλέγματα.
Απόσπασμα από το κείμενο της Ό. Στασινόπουλου «Οικογένεια, Κράτος,
Κοινωνική Πολιτική», στο βιβλίο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα,
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993, σσ. 705–706.

175

22-0116-02.indd 175 27/4/2017 6:08:00 µµ


5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα–διαπολιτισμικές σχέσεις
Η πολυπολιτισμικότητα είναι ένας σύγχρονος όρος που εκφράζει τη συνύπαρξη και
την ελεύθερη επικοινωνία μιας εθνικής–πολιτιστικής κοινότητας με άλλες με τις οποίες
συμβιώνει, είτε μέσα στα όρια του εθνικού κράτους είτε στο πλαίσιο ευρύτερων κρατι-
κών ενοτήτων.

Ο πολιτισμός εκφράζει την υπόσταση ενός λαού, το ιστορικό του βάθος, τη συλ-
λογική του ταυτότητα. Αποτελεί το πλαίσιο ομογενοποίησης και ενσωμάτωσης μιας
κοινωνίας.
Η συγκρότηση ισχυρών υπερεθνικών οργανισμών, όπως αυτός της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, τα μεταναστευτικά ρεύματα που κατευθύνονται από τις χώρες της Ανατολικής
Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, τις χώρες της Βαλκανικής, διαμορφώ-
νουν σήμερα ένα νέο τύπο κοινωνίας στον οποίο συνυπάρχουν και συμβιώνουν διαφο-
ρετικοί πολιτισμοί και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.
Είναι αυτονόητο ότι η συνύπαρξη αυτή των διαφορετικών πολιτισμών, των μειο-
νοτικών ομάδων, των μεταναστευτικών πληθυσμών απαιτεί το σεβασμό των βασικών
υποχρεώσεων που οφείλονται σε ό,τι είναι διαφορετικό, μειοψηφικό, περιθωριακό. Εί-
ναι αναγκαία η κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών απέναντι σε κάθε μορφή
διάκρισης.

176

22-0116-02.indd 176 27/4/2017 6:08:00 µµ


Η επίδειξη σεβασμού στα δικαιώματα και στην αναγνώριση της προσωπικότητας
των άλλων πολιτιστικών κοινοτήτων δε συνδέεται μόνο με το δημοκρατικό χαρακτήρα
μιας πολιτείας. Ταυτόχρονα ο ίδιος ο εθνικός πολιτισμός ισχυροποιεί και τη δική του
ταυτότητα μέσα από την κατανόηση και την αναγνώριση των άλλων πολιτιστικών ταυ-
τοτήτων.
Η έννοια της πολυπολιτισμικότητας αναφέρεται ο' έναν πολιτισμό που σέβεται τις
πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και δεν επιχειρεί να τις ενσωματώσει σ' ένα ενιαίο εθνικό/
πολιτισμικό πλαίσιο. Παράλληλα όμως η έννοια αυτή προϋποθέτει –και αναφέρεται σε–
έναν οικουμενικό πολιτικό πολιτισμό που χαρακτηρίζεται από τον αμοιβαίο σεβασμό
των δικαιωμάτων των πολιτών.
Η ελευθερία και η ισότητα των πολιτών, που αναγνωρίζουν τα σύγχρονα συντάγμα-
τα, αναφέρονται στα κοινά γνωρίσματα των ατόμων, γνωρίσματα που είναι καθολικά
και δεν επηρεάζονται από τις επιμέρους πολιτισμικές ταυτότητες.
Μια δημοκρατική πολιτεία κατευθύνεται, συνεπώς, στο να αποδώσει στα μέλη των
μειονοτικών πολιτισμικών ομάδων «ίσα δικαιώματα συνύπαρξης» με την πλειοψηφού-
σα πολιτισμική ομάδα. Η κατοχύρωση του εισοδήματος από την εργασία, η ιατρική πε-
ρίθαλψη, η εκπαίδευση, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία συνείδησης και έκφρα-
σης, αποτελούν βασικά δικαιώματα ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, έθνος, καταγωγή,
φύλο, κτλ.
Συνεπώς, ο ρόλος του κράτους είναι διπλός. Από τη μια πλευρά επιδεικνύει ουδε-
τερότητα ως προς ορισμένους τομείς όπως οι θρησκευτικές αντιλήψεις, οι παραδόσεις
και τα έθιμα των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων. Από την άλλη πλευρά όμως, όταν
προκύπτει ανάγκη να υποστηριχθούν βασικά ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα των
μειονοτήτων, τότε απαιτείται η παρέμβαση του εθνικού κράτους για την κατοχύρωση
των δικαιωμάτων αυτών.
Ασφαλώς η ομαλή ένταξη των μειονοτικών ομάδων, των μεταναστευτικών ρευμά-
των και των εθνικών ή των θρησκευτικών μειονοτήτων αποτελεί για τα σύγχρονα κράτη
ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια ιστορική περίοδο όπου αυξάνεται
η ανεργία και οξύνεται η οικονομική κρίση τόσο στις περιφερειακές οικονομίες όσο και
σε οικονομίες αναπτυγμένων κρατών.

177

22-0116-02.indd 177 27/4/2017 6:08:00 µµ


Στα έθνη–κράτη, η εξουσία στηρίζεται στο έθνος που έχει την πλειοψηφία, το οποίο
χρησιμοποιεί το κράτος για τους δικούς του σκοπούς. Αυτό δεν αποτελεί αναγκαίο
εμπόδιο στην ανάπτυξη αμοιβαιότητας ανάμεσα στα άτομα – στην πραγματικότητα, η
αμοιβαιότητα είναι πιθανό να ανθήσει σε φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη. Ωστόσο
οι μειονοτικές ομάδες είναι άνισες λόγω του αριθμού τους και θα παραμερίζονται δη-
μοκρατικά στα περισσότερα θέματα λόγω της δημόσιας ζωής. Η πλειονότητα ανέχε-
ται την πολιτισμική διαφορά με τον ίδιο τρόπο που η κυβέρνηση ανέχεται την αντιπο-
λίτευση – με το να καθιερώσει ένα καθεστώς πολιτικών δικαιωμάτων και πολιτικών
ελευθεριών και έναν ανεξάρτητο δικαστικό κλάδο που εγγυάται την αποτελεσματικό-
τητα αυτού του καθεστώτος. Οι μειονοτικές ομάδες τότε οργανώνονται, συγκεντρώ-
νονται, μαζεύουν χρήματα, παρέχουν υπηρεσίες στα μέλη τους και εκδίδουν περιο-
δικά και βιβλία. Διατηρούν όποιους θεσμούς μπορούν να στηρίξουν οικονομικά και
πιστεύουν ότι χρειάζονται. Όσο πιο ισχυρή είναι η εσωτερική τους ζωή και όσο πιο
διαφοροποιημένη είναι η κουλτούρα τους απ’ αυτή της πλειονότητας, τόσο μικρότερη
είναι η πιθανότητα να αισθάνονται πικρία για την απουσία της αντιπροσώπευσης των
δικών τους πεποιθήσεων και πρακτικών από τη δημόσια σφαίρα. Ατομικά, γρήγορα
θα υιοθετήσουν τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές της πλειονότητας, τουλάχιστον δη-
μόσια, και συχνά ιδιωτικά, επίσης. Οι ενδιάμεσες θέσεις είναι που γεννούν ένταση και
οδηγούν σε μόνιμες αψιμαχίες επί του συμβολισμού του δημόσιου βίου.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Μ. Ουόλζερ Περί Ανεκτικότητας,


Εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σσ. 106–107

5.1.4. Παγκοσμιοποίηση
Όλες αυτές οι σημαντικές αλλαγές εντάσσονται –πολλές φορές με απλουστευτικό τρό-
πο– στον όρο «παγκοσμιοποίηση». Μ' αυτό τον τρόπο η έννοια της «παγκοσμιοποίη-
σης» χρησιμοποιείται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο ως ερμηνευτικό πλαίσιο των κάθε
είδους οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ή πολιτισμικών φαινομένων.
Πρόκειται για μια λέξη–σύμβολο που εκφράζει μια αποφασιστική και μη αναστρέψι-
μη καμπή στην ανθρώπινη ιστορία; Ή μήπως για ένα νέο «μύθο» που δεν επιτρέπει την
αμφισβήτηση και την κριτική στον τρόπο που ερμηνεύει τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Για να αποφύγουμε τη σύγχυση που προκαλεί η κατάχρηση του όρου «παγκοσμι-
οποίηση», είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε συστηματικά το σύνολο των σημαντικών
αλλαγών που διαμορφώνονται στα πεδία της οικονομίας, της πολιτικής εξουσίας, των
κοινωνικών σχέσεων, του πολιτισμού.

178

22-0116-02.indd 178 27/4/2017 6:08:00 µµ


Τα κυρία χαρακτηριστικά των αλλαγών αυτών είναι τα ακόλουθα:
α) Οι ριζικές τεχνολογικές αλλαγές, που εξελίσσονται διαρκώς και διαμορφώνουν
ένα νέο τεχνικό και οικονομικό πρότυπο που στηρίζεται στη γνώση, στην πληροφόρη-
ση, στη μικροηλεκτρονική, στην καινοτομία. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν σημαντικά
τη μορφή οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας διαμορφώνοντας ιστορικά τον τύπο της
«κοινωνίας της πληροφορίας».
Η τεχνολογική ανάπτυξη και ο ανταγωνισμός, που έχει στόχο την κυριαρχία πάνω
στις τεχνολογικές εξελίξεις, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολι-
τική ισχύ του σύγχρονου κράτους–έθνους.
β) Η πλήρης απελευθέρωση που ισχύει για την κίνηση των κεφαλαίων σε παγκόσμια
κλίμακα μέσω των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ο έλεγχος που μπορεί να ασκη-
θεί από τα κράτη προέλευσης στις επιχειρήσεις αυτές έχει γίνει πλέον σχετικός.
γ) Η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει σήμερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην
παγκόσμια οικονομία. Μέσω των χρηματιστηρίων και των διεθνών τραπεζών διακινού-
νται σε καθημερινή βάση τεράστια ποσά, που αντιστοιχούν στον εθνικό προϋπολογισμό
ενός ισχυρού οικονομικά κράτους, όπως, για παράδειγμα, η Γαλλία.

179

22-0116-02.indd 179 27/4/2017 6:08:01 µµ


δ) Λόγω των οικονομικών δραστηριοτήτων που προαναφέρθηκαν, η απελευθέρωση
αγορών, προϊόντων και υπηρεσιών οι οποίες λειτουργούσαν μέχρι τώρα σε εθνικό πλαί-
σιο, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, οι τουριστικές υπηρεσίες, οι ασφάλειες, ο
αγροτικός τομέας.
ε) Η διαμόρφωση παγκόσμιων δικτύων επικοινωνίας, πληροφόρησης, ενημέρωσης,
τα οποία επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στη γνώση και στην πληροφορία. Μηδενίζο-
νται κατ' αυτό τον τρόπο οι γεωγραφικές και οι χρονικές αποστάσεις, όμως ταυτόχρονα
ο σύγχρονος πολίτης υφίσταται έναν καταιγισμό πληροφοριών που δυσκολεύεται να τις
επεξεργαστεί. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας αποτελούν νέες κυρίαρχες εξουσίες στη
σύγχρονη κοινωνία.
στ) Η τεράστια πίεση που ασκείται πάνω στους μισθούς και στα κοινωνικά δικαι-
ώματα των εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες, λόγω της ελεύθερης μετακίνησης
των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα, σε συνδυασμό με το σκληρό ανταγωνισμό που
αναπτύσσεται στον τομέα της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας.

180

22-0116-02.indd 180 27/4/2017 6:08:01 µµ


Η παγκόσμια–πολυεθνική επιχείρηση επιδιώκει την αύξηση των κερδών της διαμοι-
ράζοντας τις δραστηριότητές της σε διάφορες χώρες όπου η αμοιβή της εργασίας είναι
χαμηλή και τα κοινωνικά δικαιώματα περιορισμένα.
Οι ταχύτατες ροές κεφαλαίων, τα δίκτυα των μέσων επικοινωνίας, η αποδιοργάνωση
των παραδοσιακών μορφών παραγωγής προϊόντων και των σχέσεων εργασίας δεν έχουν
μόνο σημαντικές επιπτώσεις στο «εσωτερικό» των αναπτυγμένων χωρών. Παράλληλα,
διαμορφώνουν μια νέα παγκόσμια «γεωγραφία» για τα έθνη και τους λαούς, προσδιο-
ρίζοντας, από τη μια πλευρά, τις περιοχές του πλούτου και της ανάπτυξης και, από την
άλλη, τις «ζώνες» του αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της φτώχειας.
Κοινωνικές ομάδες που διαφοροποιούνται στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου κρά-
τους–έθνους διαμορφώνονται σε τμήματα ενός παγκόσμιου οικονομικού–τεχνολογικού
«χώρου», ενώ ταυτόχρονα άλλες κοινωνικές ομάδες περιθωριοποιούνται ή αποσυντίθε-
νται.
Παρατηρούμε, συνεπώς, δύο παράλληλες και ταυτόχρονα αντίθετες κινήσεις: Ο κα-
τακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων και των παραδοσιακών κοινωνικών δομών
στο εθνικό επίπεδο συνοδεύεται από μια παράπλευρη διαδικασία επανασύνδεσής τους
σε υπερεθνικό επίπεδο.
Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται μέσα από τα οικονομικά, τεχνολογικά και επικοινω-
νιακά δίκτυα που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μεγάλες «περιοχές» του πλανήτη μας ενσωματώνονται σ' αυτά τα παγκόσμια δίκτυα
μέσα από διαδικασίες οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων (χώρες του πρώην Ανατο-
λικού Συνασπισμού, Άπω Ανατολή, Λατινική Αμερική). Παράλληλα, περιθωριοποιού-
νται και αποκλείονται πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες, χώρες, ακόμη και ολόκληρες
περιοχές του πλανήτη μας (Αφρική).

Η δεκαετία του ’70 γνώρισε την επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που έμοια-
ζαν με χταπόδια με τεράστια πλοκάμια, εξαρτώμενα όμως από το ίδιο συγκεκριμένο
γεωγραφικό κέντρο, όπου χαρασσόταν η στρατηγική και απ’ όπου ξεκινούσαν τα ρεύ-
ματα. Η σημερινή παγκόσμια επιχείρηση δεν έχει πλέον κέντρο. Στην ουσία δεν είναι
τίποτ’ άλλο από ένα δίκτυο διαφορετικών συμπληρωματικών στοιχείων, διασκορπι-
σμένων σ’ όλη την επιφάνεια του πλανήτη, τα οποία αλληλοδιαρθρώνονται σύμφω-
να μ’ ένα γνήσιο οικονομικό ορθολογισμό, υπακούοντας μόνο σε δύο λέξεις κλειδιά:
«αποδοτικότητα» και «παραγωγικότητα». Κατ’ αυτό τον τρόπο, μια γαλλική επιχείρη-
ση μπορεί να δανείζεται από την Ελβετία, να ιδρύει κέντρα ερευνών στη Γερμανία, να
αγοράζει μηχανές στη Νότια Κορέα, να εγκαθιστά τα εργοστάσιά της στην Κίνα, να
επεξεργάζεται την εκστρατεία μάρκετινγκ και διαφήμισής της στην Ιταλία, να πουλάει
στις Ηνωμένες Πολιτείες και να διαθέτει εταιρείες μικτών κεφαλαίων στην Πολωνία,
στο Μαρόκο και στο Μεξικό.

181

22-0116-02.indd 181 27/4/2017 6:08:01 µµ


Δε διαλύεται έτσι μόνο η εθνικότητα της επιχείρησης σ’ αυτό τον τρελό διασκορπισμό,
αλλά και η ιδιαίτερη προσωπικότητά της. Ο Αμερικανός καθηγητής Ρόμπερτ Ράιχ,
που έγινε υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Κλίντον, μιλάει για την περίπτωση της
ιαπωνικής εταιρείας Μάζντα, η οποία από το 1991 «παράγει το μοντέλο Ford Probe
στο εργοστάσιο Μάζντα του Φλατ Ροκ, στο Μίσιγκαν. Ορισμένα από αυτά τα αυτοκί-
νητα εξάγονται στην Ιαπωνία και πωλούνται από τη φίρμα Φορντ. Ένα φορτηγάκι Μά-
ζντα κατασκευάζεται στο εργοστάσιο Φορντ της Λούισβιλ του Κεντάκι και στη συνέχεια
πωλείται στα καταστήματα Μάζντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Νισάν, εν τω μεταξύ,
σχεδιάζει ένα νέο ελαφρό φορτηγό στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια. Τα φορτηγά συ-
ναρμολογούνται σε ένα εργοστάσιο της Φορντ στο Οχάιο, με τα εξαρτήματα που κατα-
σκεύασε η Νισάν στο εργοστάσιο της του Τενεσσή, τα οποία στη συνέχεια εμπορεύονται
η Φορντ και η Νισάν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία». Και ο Ρόμπερτ Ράιχ
αναρωτιέται: «Ποια είναι επιτέλους η Φορντ; Ποια η Νισάν; Ποια η Μάζντα;»
Βορράς–Νότος: μια παγκόσμια πολιτική προτεραιότητα
Η παγκοσμιοποίηση δε μείωσε, αλλά, αντίθετα, μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στο
Βορρά και στο Νότο. Ωστόσο η πανταχού παρουσία του συστήματος οδήγησε σε ένα
σύνολο αλληλεξαρτώμενων διαπλοκών μεταξύ ενός Βορρά και ενός Νότου οι οποίοι
καλύπτουν πλέον όλη την επιφάνεια του πλανήτη. Οι αναπτυγμένες κοινωνίες έχουν κι
αυτές ένα Νότο στο εσωτερικό τους, τους μετανάστες, ενώ οι λεγόμενες αναπτυσσόμε-
νες χώρες δέχονται το δικό τους Βορρά από το εξωτερικό (τους τοπικούς κερδοσκό-
πους που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση).

182

22-0116-02.indd 182 27/4/2017 6:08:01 µµ


Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Ένα νέο «τείχος του Βερολίνου» οικοδομείται ανάμεσα
στο Βορρά και στο Νότο. Τα όριά του διακρίνονται ολοένα και καθαρότερα στη Μεσό-
γειο, κατά μήκος του Ρίο Γκράντε, στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Δύση όμως μα-
κροπρόθεσμα δεν έχει ούτε μία πιθανότητα να αποκλείσει τις άπορες μάζες του Νότου
από τον προνομιούχο χώρο της.
Η παγκοσμιοποίηση θέτει προβλήματα καθοριστικά, ιδιαίτερα στο όραμα της ενω-
μένης Ευρώπης, όπως τουλάχιστον προβάλλεται από το 1992 και μετά. Θα συνεχίσει η
Ευρώπη να δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις της με τους δύο άλλους πόλους του Βορρά
(Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες), σε θέματα αλληλεγγύης συμφερόντων και συνάμα
ανταγωνιστικότητας; Ή θα συνεχίσει να δίνει προτεραιότητα στο Νότο και στην τερα-
τώδη εξαθλίωση του, απειλή και σκάνδαλο ταυτόχρονα; Πώς μπορούμε να περάσουμε
από ένα σχέδιο κοινωνίας «βορείου τύπου» α ένα σχέδιο κοινωνίας λειτουργικότερης
για το σύνολο της ανθρωπότητας; Με ποιο τρόπο θα μπορέσουμε να δώσουμε προτε-
ραιότητα στις προόδους που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας (για παράδειγμα, πόσι-
μο νερό για όλους), απέναντι α εκείνες που αφορούν μόνο το άτομο (για παράδειγμα,
ένα αυτοκίνητο για του καθένα); Ούτε και σ αυτό το σημείο μπορούμε να επαναπαυ-
τούμε στις αυτόματες δυνάμεις της αγοράς – δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε μια ψευ-
δαίσθηση, το δήθεν φαινόμενο της «διάχυσης» (trickle dowm), σύμφωνα με το οποίο
οι πρόοδοι του Βορρά στον οικονομικό, τεχνικό ή πολιτικό τομέα εξαπλώνονται φυ-
σιολογικά στο Νότο. Το αντίθετο: φαίνεται μάλλον ότι η πόλωση Βορρά–Νότου είναι
φαινόμενο «φυσιολογικό» και ότι, για να εμποδιστεί το χάσμα που δημιουργείται, μόνο
πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτψα σε παγκόσμιο επίπεδο μπορούν να ευοδωθούν.
Ignacio Ramonet, «Παγκοσμιοποίηση και Περιθωριοποιήσεις»,
στο LE MONDE diplomatique, ελληνική έκδοση του Manière de voir, τχ. 3
Αθήνα 1993, σ. 6..

183

22-0116-02.indd 183 27/4/2017 6:08:01 µµ


5.2. Φ
 ΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ
ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΣΥΝΘΕΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός


Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελεί την τελευταία δεκαετία του 20ού
αιώνα ένα κρίσιμο πρόβλημα, που παίρνει τη θέση της έννοιας της «φτώχειας» η οποία
κυριάρχησε σε πολλές χώρες ήδη από τον περασμένο αιώνα. Αν όμως το πρόβλημα της
φτώχειας αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα ως θέμα που αφορούσε ορισμένες ομάδες του
πληθυσμού –τις αποκαλούμενες «νησίδες υστέρησης»–, σήμερα αποκτά γενικότερο χα-
ρακτήρα. Όχι μόνο γιατί περιλαμβάνει ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, αλλά κυρίως
διότι το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού δεν έχει μόνο οικονομικό περιεχόμενο
αλλά ταυτόχρονα –και ιδίως– κοινωνικό και πολιτιστικό.
Η διόγκωση της ανεργίας στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (20.000.000 είναι οι
άνεργοι το 1999 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η φτώχεια και η ανέχεια, που
χαρακτηρίζουν ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η κατάσταση των αστέγων, η πλημ-
μελής αντιμετώπιση των αναγκών των προσφύγων και των ξένων –ή ακόμη και η ολο-
κληρωτική απόρριψή τους–, η έξαρση των ρατσιστικών και εθνικιστικών τάσεων, τα
τραγικά θύματα των πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια διαμορφώνουν ένα θλι-
βερό σκηνικό στην είσοδο του 21ου αιώνα. Εδραιώνεται και διευρύνεται μια νέα τάξη

184

22-0116-02.indd 184 27/4/2017 6:08:01 µµ


απόκληρων στις αναπτυγμένες χώρες που διαφέρει από τις προηγούμενες εποχές και
θέτει σε αμφισβήτηση το οικοδόμημα της απόλυτης οικονομικής ευημερίας.
Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης, που σημαίνει να έχουν εξασφαλισμένη εργα-
σία όσοι το επιθυμούν, έχει πια εγκαταλειφθεί από τα προγράμματα των ευρωπαϊκών
κυβερνήσεων.
Η «κοινωνία της εργασίας» δίνει τη θέση της στην «κοινωνία της απασχόλησης»,
όπου υψηλά ποσοστά ανεργίας συνυπάρχουν με τις μορφές μερικής απασχόλησης, την
αμοιβή «με το κομμάτι», τον ορισμένο χρόνο εργασίας.
Η ανεργία –και η κοινωνική περιθωριοποίηση που την ακολουθεί– συνοδεύεται συ-
χνά από παράπλευρα φαινόμενα όπως είναι η επαγγελματική ή η σχολική αποτυχία,
οι οικογενειακές εντάσεις και
ρήξεις. Αυτά τα φαινόμενα δεν
αφορούν μόνο τα χαμηλά οι-
κονομικά στρώματα αλλά επε-
κτείνονται εντυπωσιακά στα
μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Η ανάπτυξη της τεχνολο-
γίας και η μετατόπιση από πα-
ραδοσιακούς τομείς της οικο-
νομίας (αγροτική παραγωγή,
βιομηχανική–εργοστασιακή
παραγωγική δομή) στους το-
μείς των υπηρεσιών, του χρη-
ματοπιστωτικού συστήματος,
της πληροφορίας, της επικοι-
νωνίας, διαμορφώνουν ένα νέο
«χάρτη» επαγγελμάτων.
Τα άτομα μεγαλύτερης ηλι-
κίας που χάνουν την εργασία
τους είναι πολύ δύσκολο να
ασκήσουν ένα νέο επάγγελμα.
Σ' αυτά πρέπει να προσθέσου-
με τις γυναίκες και τους νέους,
που αποτελούν πολίτες «δεύ-
τερης κατηγορίας» για την
αγορά εργασίας. Το πλέον ση-

185

22-0116-02.indd 185 27/4/2017 6:08:01 µµ


μαντικό όμως πρόβλημα είναι ότι οι θέσεις εργασίας μειώνονται συνεχώς στο σύνολο
της οικονομικής δραστηριότητας.
Συνεπώς, ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να προσεγγιστεί αποκλειστικά και
μόνο με οικονομικά κριτήρια, όπως, για παράδειγμα, το ανεπαρκές εισόδημα. Εκτός από
το βασικό αυτό κριτήριο, ο κοινωνικός αποκλεισμός αφορά και περιλαμβάνει τη στέ-
ρηση των δικαιωμάτων πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά (υγεία, περίθαλψη, ασφάλιση,
στέγαση, εκπαίδευση).
Το περιεχόμενο της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού εκτείνεται πέρα από το πε-
δίο της οικονομικής ανέχειας και περιλαμβάνει το πολιτικό επίπεδο –δηλαδή την απου-
σία ή το έλλειμμα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων–, αλλά και το κοινωνικό και
το πολιτισμικό επίπεδο, αφού ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφέρεται σε καταστάσεις
απομόνωσης, αποξένωσης και περιθωριοποίησης σημαντικών τμημάτων του πληθυ-
σμού. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, η ανάλυση, κατανόηση και εξήγηση
του οποίου απαιτεί πολύπλευρη επιστημονική προσέγγιση. Οι οικονομικές αναλύσεις
οφείλουν να συνδεθούν με κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου του κοινω-
νικού αποκλεισμού, αλλά και με εκτιμήσεις των ψυχολογικών επιπτώσεων που υπάρ-
χουν στα άτομα και στις κοινωνικά αποκλειόμενες πληθυσμιακές ομάδες. Παράλληλα,
η κατοχύρωση ή μη των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις ομάδες
αυτές αποτελεί βασικό κριτήριο για να αξιολογήσουμε τη σύγχρονη δημοκρατική πολι-
τεία και τους θεσμούς της και να δώσουμε ένα σύγχρονο περιεχόμενο στην έννοια των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο βαθμός του πραγματικού αποκλεισμού συνίσταται στην πλήρη ρήξη κοινωνικών δε-
σμών, και μάλιστα δεσμών που συνδέονται με την απασχόληση, με την οικογένεια και
με την κατοικία. Τα άτομα που βρίσκονται στην κατάσταση αυτή χαρακτηρίζονται από
την απάθεια, την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για την κοινωνία που τα περιβάλλει
και την αδιαφορία (όχι την άρνηση: την αδιαφορία) για οποιαδήποτε προσπάθεια επα-
νένταξής τους στην κοινωνία αυτή. Είναι αυτοί που δε μετέχουν στα κοινωνικά πράγ-
ματα και στη διαμόρφωση της προοπτικής τους, που αδιαφορούν, που δε διαθέτουν
αντοχές, που δεν ελπίζουν σε τίποτα, αλλά φοβούνται τα πάντα.
Αυτή η αδιαφορία, η παραίτηση, είναι χαρακτηριστικό του κοινωνικά αποκλεισμέ-
νου. Τα χαρακτηριστικά που συνήθως αναφέρονται σε σχέση με τον αποκλεισμό (η
φτώχεια, η ανεργία, η ετερότητα, κτλ.) είναι κοινωνικά χαρακτηριστικά που οδηγούν
(ή, καλύτερα, που μπορεί να οδηγήσουν) στον αποκλεισμό. Δεν είναι χαρακτηριστικά
των αποκλεισμένων ως αποκλεισμένων. Είναι χαρακτηριστικά εκείνων που κινδυνεύ-
ουν να εισέλθουν στη διαδικασία αποκλεισμού, που έχουν αυξημένες πιθανότητες να
βιώσουν κάποιo βαθμό κοινωνικού αποκλεισμού.

186

22-0116-02.indd 186 27/4/2017 6:08:01 µµ


Με δεδομένη την καίρια σημασία της ανθεκτικότητας των κοινωνικών σχέσεων ως
αναχώματος κατά του αποκλεισμού, έχουν προταθεί τρία μοντέλα κοινωνιών:
1. εκείνο των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, που χαρακτηρίζονται από τη διατήρηση
δομών οι οποίες εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή –χωρών με πληθυσμούς που τους
χαρακτηρίζει έντονη θρησκευτικότητα, ισχυρά οικογενειακά και συγγενικά δίκτυα,
δυνατότητα ανάπτυξης προσωπικών σχέσεων στο πλαίσιο της κοινότητας και της
εργασίας,
2. εκείνο των χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη
ισχυρών δομών συλλογικής διαμεσολάβησης και, κυρίως, ισχυρό συνδικαλισμό,
3. εκείνο της Μεγάλης Βρετανίας (αλλά και των ΗΠΑ), όπου η νεοφιλελεύθερη πο-
λιτική οδήγησε στην ελαστικότητα της απασχόλησης και στην προσωρινότητα των
κοινωνικών σχέσεων – και, όπου, κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο το κράτος υποθάλπει
τον αποκλεισμό, καθώς αντικαθιστά τα προγράμματα ένταξης της δεκαετίας του
1960 με πολιτικές που στην ουσία αποκλείουν εκείνους που δεν είναι ενταγμένοι,
που δεν εξασφαλίζουν την επιβίωση τους. Οι πολιτικές αυτές εκφράστηκαν με τον
2 1
όρο «κοινωνία των » (όπου το είναι αποκλεισμένο) – όρος που κυριάρχησε και
3 3
χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός», προκαλώντας
ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση σε μια ήδη συγκεχυμένη κατάσταση.
Λ. Μουσούρου, «Κοινωνικός αποκλεισμός και κοινωνική προστασία»
στο βιβλίο Κοινωνικός Αποκλεισμός, η Ελληνική Εμπειρία, εκδ. Gutenberg,
Αθήνα 1998, σσ. 71–73.,

Κοινωνικός αποκλεισμός και εκπαίδευση


Παιδιά και νέοι που αποκλείονται από την εκπαίδευση στη χώρα μας προέρχονται, σε
ποσοστό μεγαλύτερο από 90%, από οικογένειες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και
επαγγελματικό επίπεδο, ανήκουν δηλαδή σε ομάδες φτωχών. Ενώ αυτό το γεγονός εί-
ναι γνωστό, η λεπτομερής χαρτογράφηση του αποκλεισμού τους γίνεται με πολύ αργούς
ρυθμούς. Η σχετική αδράνεια που παρατηρείται οφείλεται στο γεγονός ότι «κανονι-
κά» δεν επιτρέπεται να υπάρχει τέτοιο φαινόμενο, άρα δεν αιτιολογείται και η ύπαρξη
χάρτη εκπαιδευτικού αποκλεισμού. Έτσι, επίσημα, ο αποκλεισμός αποσιωπάται και η
διαρροή μαθητικού δυναμικού παρουσιάζεται περιορισμένη και αποδίδεται συνήθως
στις ιδιαίτερες συμπεριφορές και στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ομάδων που
αποκλείονται ή στην προσωπική συμπεριφορά ορισμένων γονέων.
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αλλάζει η κατάσταση αυτή – ο αποκλεισμός έχει
κινήσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης και έχει προκαλέσει αντιδράσεις σε μια
μερίδα της κοινωνίας, κυρίως γιατί τα παιδιά που δεν πηγαίνουν σχολείο έχουν.

187

22-0116-02.indd 187 27/4/2017 6:08:01 µµ


γίνει «ορατά». Δηλαδή εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς σε όλη τη διάρκεια της
μέρας και της νύχτας σε όλους τους χώρους κοινωνικής συναναστροφής. Επιπλέον,
τα τελευταία χρόνια, ο αποκλεισμός αποτελεί το αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο διά-
φορων προγραμμάτων, κυρίως επειδή η αντίστοιχη ενασχόληση χρηματοδοτείται από
την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως, παρ’ όλο το ενδιαφέρον που έχει σημειωθεί για την καταγραφή του απο-
κλεισμού και παρά τη δημοσιοποίηση του μεγάλου αριθμού των θυμάτων του, η κατα-
γραφή του αποκλεισμού έχει συχνά δημοσιογραφικό χαρακτήρα, η δημοσιοποίησή του
παίρνει πολλές φορές μορφή ευκαιριακής καταγγελίας, ενώ οι αιτίες του εμφανίζονται
πολύ συχνά σαν «μαύρο κουτί», αφήνοντας να φαντάζεται κανείς ως αιτίες γενικότη-
τες όπως «το πολιτικό σύστημα» ή/και «η κοινωνία». Συχνά ο κοινωνικός αποκλει-
σμός κατονομάζεται χωρίς να κατονομάζονται θύτες και μερικές φορές μάλιστα τα
ίδια τα θύματα του κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζονται να είναι οι θύτες.
Στο παραπάνω πλαίσιο, συχνά λησμονείται ότι το σχολείο μπορεί από τη φύση του
να λειτουργεί ας παράγοντας κοινωνικής και πολιτισμικής ένταξης παιδιών ειδικών
ομάδων και μειονοτήτων, αλλά πολύ συχνότερα λειτουργεί ως ισχυρός μηχανισμός
κοινωνικού αποκλεισμού.
Ο αποκλεισμός από την εκπαίδευση εμφανίζεται σε τρεις φάσεις:
1. Π αιδιά ειδικών ομάδων μένουν από την αρχή εκτός σχολείου.
2. Π αιδιά ειδικών ομάδων περιθωριοποιούνται μέσα στο σχολείο και, ως συνέ-
πεια αυτού του γεγονότος, οδηγούνται στη σχολική αποτυχία και, πολύ συχνά,
στην οριστική διακοπή της φοίτησής τους. Η περιθωριοποίηση μπορεί να εμ-
φανιστεί από την αρχή της σχολικής τους ζωής ή αργότερα στη διάρκεια της
φοίτησής τους ή στη μετάβαση τους από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην
άλλη.
3. Π αιδιά ειδικών ομάδων δεν καταφέρνουν παρά μόνο σε πολύ χαμηλό ποσοστό
να περάσουν με επιτυχία ολόκληρο το φάσμα της δημόσιας –δηλαδή θεωρητι-
κά ανοιχτής σε όλους τους ανθρώπους– εκπαίδευσης.
Ε. Τρέσσου, «Αποκλεισμός ειδικών ομάδων από την εκπαίδευση»,
στο βιβλίο: Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός,
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998, σσ. 639–640

188

22-0116-02.indd 188 27/4/2017 6:08:02 µµ


5.2.2. Ανεργία
Το φαινόμενο της ανεργίας τείνει να προσλάβει τη μορφή μάστιγας στις σύγχρονες ανα-
πτυγμένες κοινωνίες.
Η εργασία δεν αποτελεί μόνο ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα που προσφέρει στο άτομο
την οικονομική του διασφάλιση. Όπως επισημαίνει ο Μπέβεριτζ το1944, το άτομο που
δεν μπορεί να διαθέσει την εργασία του αισθάνεται –και θεωρείται από τους άλλους–
ότι είναι άχρηστο. Η απώλεια της θέσης εργασίας ή η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας δε
σημαίνει μόνο απώλεια ενός μισθού.
Στην ουσία σημαίνει απώλεια της ψυχολογικής ασφάλειας, της κοινωνικής αποδο-
χής, της ίδιας της ταυτότητας του ατόμου, γιατί η εργασία αποτελεί έναν από τους πιο
σημαντικούς κοινωνικούς δεσμούς.
Το 1999 το μέσο ποσοστό ανεργίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερβαίνει
το 12% και φτάνει στα 20.000.000 ανέργους.
Από αυτούς το 25% παραμένουν επί μεγάλο διάστημα άνεργοι και είναι πολύ δύ-
σκολο να ξαναβρούν εργασία και κοινωνική ασφάλιση. Το άλλο 25% είναι νέοι άνερ-
γοι κάτω των 25 χρόνων, ένα τμήμα
των οποίων επιδοτείται προσωρινά
και ζει με πλήρη αβεβαιότητα για το
επαγγελματικό του μέλλον. Όμως
και η προοπτική του υπόλοιπου
50% δεν είναι καθόλου ευνοϊκή. Οι
τάσεις που διαμορφώνονται ιστορι-
κά οδηγούν σε μείωση των επιδο-
μάτων και των παροχών ανεργίας,
ενώ οι δυσχέρειες εξεύρεσης νέας
εργασίας παραμένουν αξεπέραστες.
Η μετάβαση από το προηγούμε-
νο πρότυπο της μισθωτής και διά
βίου απασχόλησης προς ένα καθε-
στώς αβέβαιης, διακοπτόμενης και
μισθολογικά άνισης εργασίας προ-
καλεί σημαντικές αλλαγές όχι μόνο
στις οικονομικές αλλά και στις κοι-
νωνικές σχέσεις.
Καταρχάς, στο νέο πρότυπο αλ-
λάζουν οι παραγωγικές δραστηρι-
ότητες. Το εργατικό δυναμικό που
απασχολείται σ πρωτογενή και στο

189

22-0116-02.indd 189 27/4/2017 6:08:02 µµ


δευτερογενή τομέα της οικονομίας (βιομηχανία, μεταποίηση, αγροτική παραγωγή) μει-
ώνεται, ενώ το προσωπικό που απασχολείται στις υπηρεσίες (μάρκετινγκ, υπηρεσίες
πληροφορικής και επικοινωνίας, ασφάλειες, τράπεζες, υπηρεσίες υγιεινής, εκπαίδευσης,
κτλ.) αυξάνεται, σε μικρότερο όμως βαθμό.
Η σταδιακή επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών απέναντι στον παραδοσιακό βι-
ομηχανικό τομέα διαμορφώνει μια «κοινωνία υπηρεσιών» και ένα νέο τύπο πολιτισμού
που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της πληροφορικής, της επικοινωνίας, της αυτο-
ματοποίησης. Συνεπώς, οι νέες τεχνολογίες, που συνδέονται με τη δημιουργικότητα και
την ανθρώπινη ευφυΐα, αποβαίνουν οι νέες πηγές του πλούτου.
Η ραγδαία αυτή εξέλιξη απαιτεί την ταχεία αντικατάσταση των μηχανών και των
τεχνικών «εργαλείων» της εργασίας και της παραγωγής. Η διά βίου εκπαίδευση και η
συνεχής προσαρμογή είναι απαραίτητες, αφού ο κάθε εργαζόμενος είναι βέβαιο ότι θα
χειριστεί πολλές γενιές υλικού (για παράδειγμα, υπολογιστές) στη διάρκεια της επαγ-
γελματικής του σταδιοδρομίας, και μάλιστα είναι πιθανό να αλλάξει και επάγγελμα
πάνω από δύο φορές.
Στις συνθήκες του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, η εργασία και η απασχόληση
χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερη αστάθεια. Η ανταγωνιστικότητα αυτή επιβάλ-
λει –σύμφωνα με ορισμένες οικονομικές αντιλήψεις– την υποκατάσταση των σταθερών
μορφών της μόνιμης μισθωτής εργασίας με άλλες «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης.
Διαμορφώνεται κατ' αυτό τον τρόπο ένα καθεστώς διαίρεσης και πόλωσης στο εσω-
τερικό της κοινωνίας ανάμεσα σε τρεις βασικές ομάδες:
α) σ’ αυτούς που έχουν σταθερή και διασφαλισμένη εργασία, η οποία τους παρέ-
χει ασφάλεια ως προς την απασχόληση και το εισόδημα, που κατοχυρώνουν μέσα από
συλλογικές διαπραγματεύσεις τους μισθούς τους και διαθέτουν συνδικαλιστική κάλυψη
(insiders, οι εντός των «τειχών» του συστήματος της εργασίας),
β) σ’ εκείνους που έχουν μερική απασχόληση και δεν έχουν τα οικονομικά και κοι-
νωνικά ευεργετήματα όσων ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, και ακόμη σ’ εκείνους
που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες είναι ευαίσθητες στην κρίση. Σ’ αυτή την
κατηγορία ανήκουν, επίσης, οι εποχικοί ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου εργαζόμενοι,
γ) τους αποκλεισμένους από την εργασία, τους οποίους η κρίση οδηγεί, είτε μακρο-
χρόνια είτε οριστικά, στο περιθώριο.
Πρόκειται κατά κύριο λόγο για ηλικιωμένους ή εργαζομένους σε τομείς της οικο-
νομίας που παρακμάζουν ή για νέους που ζητούν για πρώτη φορά εργασία. Γι’ αυτούς
υπάρχουν πολιτικές επιδοτούμενης κατάρτισης ή περιοδικής απασχόλησης που δεν μπο-
ρούν να αντιμετωπίσουν την περιθωριοποίησή τους (outsiders, οι εκτός των «τειχών»).
***

190

22-0116-02.indd 190 27/4/2017 6:08:02 µµ


Από την πλευρά των κοινωνικών και των οικονομικών επιστημών, έχει ιδιαίτερη ση-
μασία η θεωρητική βάση με την οποία αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της ανεργίας από
σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις.

1) Η νεοκλασική θεωρία για την αγορά εργασίας βασίζεται στην ανάλυση σε μι-
κρο–επίπεδο. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικρο–οικονομικής θεωρίας και αναλύει
το πώς καθορίζεται η ισορροπία μεταξύ του μισθού και της προσφερόμενης ποσότητας
εργασίας.
Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η ανεργία θεωρείται από τη νεοκλασική αντίληψη
εκούσια. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο δε δέχεται να εργαστεί με το μισθό που του
προσφέρουν, είτε γιατί ισχύουν οι μισθοί των εθνικών συλλογικών συμβάσεων είτε γιατί
το άτομο προσδοκά μια καλύτερη δουλειά και προτιμά να μείνει άνεργο.
Η λύση θα προκύψει, σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, εφ’ όσov διαμορφωθούν
συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, οι οποίες θα επιτρέψουν, τελικά,
την εξάλειψη της ανεργίας.
Βασική προϋπόθεση προς τούτο είναι να επικρατήσει ένα καθεστώς ευελιξίας, δη-
λαδή αυξομείωσης τόσο τού μισθού όσο και της προσφερόμενης ποσότητας εργασίας
(αμοιβές–ώρες εργασίας). Παράλληλα, η πολιτική της εκπαίδευσης–κατάρτισης διευκο-
λύνει την κινητικότητα του ατόμου, είτε γεωγραφικά είτε κατά κλάδο εργασίας, ώστε να
μπορούν τα άτομα να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας.

2) Θεωρία της ρύθμισης: Υπάρχουν όμως και αντίθετες θεωρητικές προσεγγίσεις,


που αμφισβητούν τις παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας. Σύμφωνα με τις θεωρητικές
αυτές προσεγγίσεις, παρότι τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
έχει μειωθεί ή έχει καθηλωθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος,
το γεγονός αυτό δεν οδήγησε σε πτώση αλλά αντίθετα σε αύξηση της ανεργίας.
Ενώ μειώνεται το εισόδημα από την εργασία, αυξάνονται εντυπωσιακά τα κέρδη
του επενδυμένου κεφαλαίου, με συνέπεια την επιδείνωση της οικονομικής θέσης των
εργαζομένων και την αναζήτηση μιας δεύτερης απασχόλησης.
Τα κέρδη και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων δεν εξαρτούνται από το χα-
μηλό κόστος εργασίας. Αντίθετα, συνδέονται κυρίως με τα στρατηγικά πλεονεκτήματα
που προσφέρει η παραγωγή και η διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας, η ενσω-
ματωμένη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα πνευματική εργασία.

191

22-0116-02.indd 191 27/4/2017 6:08:02 µµ


Πίνακας ΕΣΥΕ για την Ανεργία – 1997
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6
1992 1993 1994 1995 1996 1997
Εργατικό δυναμικό 4.034,3 4.118.4 4.193,4 4.248,5 4.318,3 4.294.405
ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ Απασχολούμενοι 3.684,5 3.720.2 3.789,6 3.823,8 3.871,9 3.854,055
Άνεργοι 349,8 398,2 403,8 424,7 446,4 440,35
Ποσοστό Ανεργίας 8,7% 9.7% 9.6% 10,0% 10,3% 10,3%
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ Εργατικό δυναμικό 254,3 262,7 254,5 259,0 268,8 254.501
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Απασχολούμενοι 234,8 242,1 233,5 232,2 240,6 230,505
& Άνεργοι 19,5 20,6 21,0 26,8 28,2 23,996
ΘΡΑΚΗ Ποσοστό Ανεργίας 7,7% 7,8% 8,3% 10,3% 10,5% 9.4%
Εργατικό δυναμικό 692,7 698,9 721,0 756,1 752,8 772,834
ΚΕΝΤΡΙΚΗ Απασχολούμενοι 641,7 633,9 655,0 679,8 680,4 694,291
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Άνεργοι 51,0 65,0 66,0 76,4 72,4 78,543
Ποσοστό Ανεργίας 7,4% 9,3% 9,2% 10,1% 9.6% 10.2%
Εργατικό δυναμικό 105,2 118,9 119,4 119,3 123,0 120,753
ΔΥΤΙΚΗ Απασχολούμενοι 95,7 104,3 107,7 101,2 101,8 103,191
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Άνεργοι 9,5 14,6 11.7 18,1 21,3 17.562
Ποσοστό Ανεργίας 9,0% 12,3% 9,8% 15,2% 17,3% 14.5%
Εργατικό δυναμικό 108,5 109,1 112,6 114,7 111,5 110,120
ΗΠΕΙΡΟΣ Απασχολούμενοι 99.4 99.3 103,1 105,2 97.6 97.803
Άνεργοι 9.1 9,8 9,5 9.5 13.9 12.317
Ποσοστό Ανεργίας 8,4% 9.0% 8.4% 8.3% 12.5% 11.2%
Εργατικό δυναμικό 267,5 269,2 278.1 282,1 292,4 299,311
ΘΕΣΣΑΛΙΑ Απασχολούμενοι 245,4 248.0 256.6 256,9 267,8 273,884
Άνεργοι 22,1 21.2 21.5 25,2 24,6 25.427
Ποσοστό Ανεργίας 8.3% 7,9% 7.7% 8.9% 8.4% 8.5%
Εργατικό δυναμικό 79,9 77,4 79.1 80.9 82,0 80.513
ΙΟΝΙΟΙ Απασχολούμενοι 77.9 73.9 76,0 76.0 76.9 75.383
ΝΗΣΟΙ Άνεργοι 2.0 3.5 3.1 4,9 5.1 5.130
Ποσοστό Ανεργίας 2.5% 4.5% 3.9% 6,1% 6.2% 6.4%
Εργατικό δυναμικό 239,5 243,2 255,5 242,9 252.1 254.202
ΔΥΤΙΚΗ Απασχολούμενοι 216.8 217.5 226,0 219,4 228.8 232.816
ΕΛΛΑΔΑ Άνεργοι 22,7 25,7 29,5 23,5 23.3 21,386
Ποσοστό Ανεργίας 9.5% 10,6% 11,5% 9.7% 9.2% 8.4%
Εργατικό δυναμικό 188,0 189,4 185,4 184,7 190,7 184,815
ΣΤΕΡΕΑ Απασχολούμενοι 165,5 169,8 164,7 166,6 168,9 161,229
ΕΛΛΑΔΑ Άνεργοι 22.5 19,6 20,7 18,1 21,8 23,586
Ποσοστό Ανεργίας 12,0% 10,3% 11,2% 9,8% 11,4% 12.8%
Εργατικό δυναμικό 1.508,4 1.531,1 1.561,6 1.587,6 1.600,2 1.600,791
ΑΤΤΙΚΗ Απασχολούμενοι 1.350,5 1.348,1 1.376,1 1.401,9 1.401,7 1.406,845
Άνεργοι 157,9 183,0 185,5 185,7 198,5 193,946
Ποσοστό Ανεργίας 10.5% 12.0% 11,9% 11,7% 12,4% 12,1%
Εργατικό δυναμικό 227,7 229,5 239,2 237,7 246,3 225,536
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ Απασχολούμενοι 208,8 214,1 222,4 220,3 228,4 206,978
Άνεργοι 18,9 15,4 16,8 17,4 17,9 18,558
Ποσοστό Ανεργίας 8,3% 6,7% 7,0% 7,3% 7,3% 8,2%
Εργατικό δυναμικό 67,1 58,1 56,6 57,9 64,0 8,959
ΒΟΡΕΙΟ Απασχολούμενοι 63,6 54,8 52,1 54,7 59,1 54,557
ΑΙΓΑΙΟ Άνεργοι 3,5 3,3 4.5 3.2 4,9 4,402
Ποσοστό Ανεργίας 5,2% 5,7% 8,0% 5,5% 7,7% 7.5%
Εργατικό δυναμικό 93,5 107,0 106,6 104,2 103.1 102,462
ΝΟΤΙΟ Απασχολούμενοι 89,8 100,0 102.4 98,7 97,5 97,489
ΑΙΓΑΙΟ Άνεργοι 3.7 7.0 4.2 5.5 5.6 4,973
Ποσοστό Ανεργίας 4.0% 6,5% 3.9% 5.3% 5.4% 4.9%
Εργατικό δυναμικό 202,0 223,9 223,8 221,6 231.3 229.610
ΚΡΗΤΗ Απασχολούμενοι 194.5 214,5 214,1 210,9 22.3 219.085
Άνεργοι 7.5 9,3 9.7 10.7 8.9 10.525
Ποσοστό Ανεργίας 3.7% 4.2% 4,3% 4,8% 3.9% 4.6%

192

22-0116-02.indd 192 27/4/2017 6:08:02 µµ


Συνεπώς, απαιτούνται νέοι θεσμοί και νέες επιλογές, ώστε το κόστος που προκύπτει
από την αναδιοργάνωση της παραγωγής να μη βαρύνει αποκλειστικά τα πιο αδύναμα
τμήματα της κοινωνίας, αλλά να κατανέμεται δίκαια.
Στη σύγχρονη κοινωνία –μια κοινωνία της γνώσης και της συνεχούς μάθησης–, η
προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων πρέπει να συνδεθεί με αποτελεσματικούς μη-
χανισμούς κοινωνικής προστασίας και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης μέσα
από νέες επενδύσεις σε σύγχρονους παραγωγικούς τομείς.

Ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση
ΧΙΛΙΑΔΕΣ Ποσοστό (%) του εργατικού δυναμικού
1992 1994 1995 1996 1997
Αυστρία 193 5,9 5,9 6,2 6,5
Βέλγιο 435 13,1 13,0 13,2 13,0
Δανία 318 12,2 10,0 9,2 9,2
Γαλλία 2.600 12,3 11,6 12,1 12,2
Γερμανία 2.979 9,6 9,4 10,3 10,4
Ελλάδα 349 9,6 10,0 10,2 10,4
Ιταλία 2.034 11,3 12,0 12,1 12,0
Ιρλανδία 213 14,2 12,9 12,4 12,2
Ισπανία 2.789 24,2 22,9 22,9 22,7
Λουξεμβούργο 3 2,7 3,0 2,9 2,8
Μ. Βρετανία 2.801 9,2 8,2 7,9 7,5
Ολλανδία 336 7,6 7,1 7,0 6,9
Πορτογαλία 186 6,9 7,2 7,4 7,5
Σουηδία 234 8,0 7,7 7,6 7,2
Φιλανδία 328 18,4 17,2 16,4 15,5
ΣΥΝΟΛΟ 15.798 11,6 11,2 11,4 11,3
(Πηγή: OECD)

193

22-0116-02.indd 193 27/4/2017 6:08:02 µµ


Εργασία – Ανεργία – Ταυτότητα
Η αποσταθεροποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας απειλεί να ανατρέψει τη δι-
αδικασία ένταξης, τον ομοιόμορφο τρόπο ζωής και την επέκταση της πρόνοιας και
των κοινωνικών δικαιωμάτων, διαδικασία που ωστόσο έμοιαζε μη αναστρέψιμη. Η
θέση του χρήματος και του οικονομικού παράγοντα στα σύγχρονα κράτη έχει αλλά-
ξει σε βάθος. Πράγματι, το χρήμα συγκεκριμενοποιεί την κοινωνική αυτονομία των
ατόμων, μόνο όμως η εργασία έχει τη δυνατότητα να θέσει τις βάσεις της. Η εμπειρία
κάποιου που πρόσφατα βγήκε στην ανεργία ή του νέου που ταλαιπωρείται με ασήμα-
ντες δουλειές και πρόσκαιρες συμβάσεις συνοψίζεται στο ότι δεν έχει άλλο συνομιλητή
ή συνέταιρο εκτός από τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η ταυτότητά του περιορίζεται στην
ιδιότητά του ως ανέργου ή προσωρινά απασχολούμενου. Η ιδιότητα του πολίτη δεν του
προσφέρει καμιά βοήθεια και δεν ξέρει πώς να τη χρησιμοποιήσει.
Η έλλειψη κοινωνικοποίησης μέσα από την εργασία επιφέρει πλήγματα τόσο στο
δεσμό μεταξύ των πολιτών όσο και στους πολιτικούς δεσμούς, δεσμούς που είχαν τόσο
έντονα υπογραμμιστεί από την επικύρωση του δικαιώματος στην εργασία, όπως αυτό
διατυπώνεται στο προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος του 1946. Στην κοινωνία της
μισθωτής εργασίας, η ιδιότητα του εργαζομένου είναι κάτι παραπάνω από κοινωνική
ιδιότητα: Αποτελεί διάσταση, σχεδόν, της πολιτικής υπόστασης – οι άνεργοι είναι οι με-
γάλοι απόντες του δημόσιου βίου. Βέβαια, είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την εργασία
από το εισόδημα, η εργασία όμως δεν είναι πλέον μόνο εισόδημα. Χαρακτηρίζει τον
τρόπο συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Στο ερώτημα «ποιος είναι ο τάδε»; η συνηθι-
σμένη αυθόρμητη απάντηση δεν είναι ποτέ «ένας σωστός άνθρωπος» ή «ένα γενναιό-
δωρο άτομο», δεν είναι καν «πλούσιος» ή «φτωχός». Η συνηθισμένη απάντηση είναι
«εργάτης», «υπάλληλος», «δικηγόρος», κτλ. Το επάγγελμα καθορίζει την ταυτότητα.
Τα ερωτήματα «ποιος είναι;», «τι κάνει;» μεταφράζονται αυτόματα με το «τι δουλειά
κάνει;»
Εργασία, έθνος και κοινωνική αλληλεγγύη είναι λοιπόν άρρηκτα συνδεδεμένα στον
πολιτισμό μας. Το θέμα δεν είναι να αποκλείσουμε από την ανακατανομή αυτούς που
δεν μπορούν να εργαστούν, αλλά να επιτρέψουμε σε όλους την πρόσβαση σ αυτό που
αποτελεί την ουσία της ταυτότητας, γεγονός πον προϋποθέτει, ομοίως, ανασύσταση της
κοινωνικής ταυτότητας.
Michel Rocard, Τι να Κάνουμε για την Αντιμετώπιση της Ανεργίας,
εκδ. «Νέα Σύνορα» – Α. Α. Αιβάνη, Αθήνα 1998, σσ. 37–38.

194

22-0116-02.indd 194 27/4/2017 6:08:02 µµ


5.2.3. Μεταναστευτικά ρεύματα–ρατσισμός
Η κατάρρευση των καθεστώτων του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, που συνοδεύ-
τηκε από σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση στις χώρες αυτές, προκάλεσε ένα
μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το μεταναστευτικό αυτό κύμα συμπληρώνεται από ένα δεύτερο «κύμα», που οφεί-
λεται όχι μόνο σε κοινωνικοοικονομικούς λόγους, αλλά και σε σοβαρές παραβιάσεις θε-
μελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή, ακόμη, σε εμφύλιες
πολεμικές συγκρούσεις που διεξάγονται σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής.
Εκτιμήσεις έγκυρων διεθνών οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στις αρ-
χές του 21ου αιώνα οι μετανάστες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα υπερβούν τα
13.000.000 άτομα, αριθμός που προσεγγίζει το 10% των εργασιακά απασχολουμένων
στις χώρες αυτές. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αυτός αριθμός μεταναστών περιλαμ-
βάνει 4.000.000 από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, 3.500.000 από τις χώρες της
πρώην ΕΣΣΔ, 2.500.000 από τη Βόρεια Αφρική, 2.000.000 από την υπόλοιπη Αφρική
και 1.000.000 από την Ασία (Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών της Γαλλίας).

Το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι νέο, αλλά συνοδεύει την ιστορική εξέλιξη
των σύγχρονων κοινωνιών.
Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης μεταπολεμικά στηρίχτη-
κε στην προσέλκυση φθηνού εργα-
τικού δυναμικού από τις χώρες του
Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και από
τις χώρες εκείνες που αποτελούσαν
αποικίες των ευρωπαϊκών μητρο-
πόλεων.
Η χώρα μας αποτέλεσε την αφε-
τηρία δύο μεγάλων μεταναστευτι-
κών ρευμάτων. Το πρώτο «ρεύμα»
κυριάρχησε στην περίοδο 1900–
1920 και κατευθύνθηκε κυρίως
προς ΗΠΑ και Καναδά. Το δεύτερο
ξεκίνησε το 1955 και κορυφώθηκε
τη δεκαετία του 1960, με κύρια
χώρα προορισμού τη Γερμανία.

195

22-0116-02.indd 195 27/4/2017 6:08:02 µµ


Στη σύγχρονη περίοδο η χώρα μας μεταβάλλεται από «εξαγωγέας» μεταναστών σε
αποδέκτη ενός μεγάλου μεταναστευτικού κύματος, που προέρχεται κυρίως από τις χώ-
ρες της Βαλκανικής Χερσονήσου και της πρώην ΕΣΣΔ, το οποίο στο τέλος της δεκαετί-
ας του 1990 προσέγγιζε τον αριθμό των 800.000 μεταναστών.
***
Οι προσπάθειες να ενταχθούν οι μετανάστες στον κοινωνικό ιστό των χωρών υποδοχής
και να ενσωματωθούν στο εγχώριο παραγωγικό δυναμικό αποτελεί ένα κρίσιμο και δυ-
σεπίλυτο πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα συνδέεται άμεσα και καθοριστικά με την ικανό-
τητα μιας εθνικής κοινωνίας να μπορεί να ενσωματώνει τις επιμέρους μειονότητες στα
πλαίσια μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας και ενός κοινού πολιτισμικού πλαισίου. Όταν
οι μειονότητες μπορούν να ενσωματωθούν στους θεσμούς και στους κανόνες αυτού
του πλαισίου, τότε παρατηρείται το φαινόμενο της προσαρμογής των μειονοτήτων στον
πολιτισμό της χώρας αποδοχής (acculturation).
Όταν όμως το περιεχόμενο της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας δεν επιτρέπει αυτή
την ενσωμάτωση και τη συνύπαρξη, τότε αναδεικνύονται φαινόμενα ρατσισμού και ξε-
νοφοβίας.
Στις περιπτώσεις αυτές, τα φαινόμενα της ξενοφοβίας αποδίδονται στην αύξηση της
ανεργίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού, αιτία της οποίας θεωρείται η παρουσία
των οικονομικών μεταναστών, που καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας με χαμηλές αμοι-
βές.
***
Ασφαλώς τα οικονομικά και τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στη μετανάστευση είναι
πολύ ευρύτερα. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς
διαμορφώνει στο εσωτερικό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζώνες «απελευθέρω-
σης» της αγοράς εργασίας που συνδέονται με τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών.
Σ’ αυτές τις ζώνες «ελεύθερης εργασίας» αναπτύσσονται νέες κατηγορίες εργασίας,
όπως η παράνομη, η συμπληρωματική, η οικιακή–προσωπική, η εποχιακή. Σ' αυτές τις
κατηγορίες εργασίας, τόσο οι μισθοί όσο και οι προνοιακές παροχές διατηρούνται σε
χαμηλά επίπεδα. Σ’ αυτές τις κατηγορίες εργασίας, διαπιστώνεται αύξηση συμμετοχής
του μεταναστευτικού δυναμικού. Αυτού του τύπου η «περιθωριοποιημένη» εργασία δι-
αμορφώνει σταδιακά μια ευρύτερη αγορά εργασίας ενός, αντίστοιχα, περιθωριοποιημέ-
νου –μεταναστευτικού– δυναμικού, η οποία συνοδεύεται από την απουσία σωματείων
και συνδικαλιστικών οργάνων ελέγχου, αλλά και θεσμών κοινωνικής πρόνοιας.

***

196

22-0116-02.indd 196 27/4/2017 6:08:02 µµ


Η αδυναμία ένταξης των μεταναστών –και ιδιαίτερα των παράτυπων μεταναστών–
στον κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής οδηγεί στην αδυναμία προσαρμογής των με-
ταναστών και στην υποβάθμιση των περιοχών εγκατάστασής τους.
Η έλλειψη προσαρμοστικότητας δεν οφείλεται μόνο στα διαφορετικά πολιτιστικά
στοιχεία κάθε εθνικής κοινότητας (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, τρόπος ζωής), αλλά και
στο φόβο αντιμετώπισης ρατσιστικού τύπου αντιδράσεων στην περίπτωση που βρίσκο-
νται οι μετανάστες εκτός του «χώρου» τους.
Η μαζική ανεργία που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη αποτέλε-
σε ένα βασικό κοινωνικοπολιτικό επιχείρημα που στράφηκε κατά των μεταναστών και
εντάχθηκε στα πολιτικά προγράμματα ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων, που επιδιώ-
κουν να ενσωματώσουν με τον τρόπο αυτό τον έρποντα ρατσισμό και την ξενοφοβία
που αναπτύσσεται σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα (Γαλλία, Γερμανία, κτλ.). Οι πρά-
ξεις βίας, τα ρατσιστικά εγκλήματα, οι διωγμοί που καταγράφονται στη Γερμανία αλλά
και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχουν ως κίνητρο το ρατσιστικό μίσος αποτελούν
«στίγμα» για τον ίδιο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

***
Στις 18.12.1992 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με την υπ’ αριθ. 47/135 απόφασή της,
υπέγραψε τη «Διακήρυξη για τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές,
θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες».
Το 1993, στη συνέχεια, εγκρίθηκε στη Βιέννη η Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Δι-
καιώματα του Ανθρώπου. Η διακήρυξη αυτή, αφού αναφέρεται στα προβλήματα του
ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των φυλετικών διακρίσεων, καλεί όλες τις κυβερνήσεις
να λάβουν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών.
Σήμερα, εκτός από τις νομικές ρυθμίσεις που προωθούνται για την τυπική, τουλά-
χιστον, κατοχύρωση των διάφορων μειονοτήτων, συγκροτούνται κυβερνητικοί μηχανι-
σμοί, κοινωνικές οργανώσεις και κινήσεις πολιτών που διαφωνούν με το ρατσισμό και
το καθεστώς των διακρίσεων. Οι φορείς αυτοί λειτουργούν σε όλες σχεδόν τις χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και βοηθούν τις μειονοτικές ομάδες με πολλούς τρόπους, από την
παροχή νομικής υποστήριξης μέχρι την υλική και ηθική βοήθεια και συμπαράσταση.

197

22-0116-02.indd 197 27/4/2017 6:08:02 µµ


Οι θετικές εξελίξεις σε θέματα πολιτικών ελευθεριών στην Ανατολική Ευρώπη για
κάποιο διάστημα ακόμη ενδεχομένως να λειτουργήσουν κατευναστικά ως προς τις
μεταναστευτικές διαθέσεις των πληθυσμών αυτών. Όμως, αν η επιδεινούμενη κατά-
σταση της οικονομίας των χωρών αυτών συνεχιστεί, τότε θα πρέπει να αναμένεται
τα προσεχή χρόνια έντονη μεταναστευτική ροή προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι
μετακινήσεις αυτές μπορούν να έχουν χαρακτήρα πρόσκαιρης μετανάστευσης (συν-
δυασμός τουρισμού και ολιγόμηνης παράνομης εργασίας), είναι όμως πιθανό να λά-
βουν χαρακτήρα μακρόχρονης μετανάστευσης. Η τελευταία αυτή υπόθεση ενισχύεται
1) από τη χρονική έκταση της οικονομικής αστάθειας των ανατολικών χωρών, 2) από
τη διαφαινόμενη ανισορροπία που υπάρχει σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες μετα-
ξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό
επίπεδο, παρόλο που υπάρχει διαθέσιμο εργατικό δυναμικό στο εσωτερικό της Κοι-
νότητας, το οποίο υποαπασχολείται ή ετεροαπασχολείται, και 3) από το γεγονός ότι
οι περισσότεροι μετανάστες που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη εμφανίζουν
επίπεδο υψηλής κατάρτισης, ενώ παράλληλα φαίνονται διατεθειμένοι να προσφέρουν
την εργασία τους έναντι χαμηλής αμοιβής.
Έχει όμως ήδη επισημανθεί ότι η πλειονότητα των ήδη μη κοινοτικών απασχολου-
μένων στην ΕΟΚ προέρχεται από τις μεσογειακές χώρες. Οι μη κοινοτικές μεσογει-
ακές χώρες, ιδιαίτερα δε οι βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες, χαρακτηρίζονται
από μια δημογραφική αύξηση εξαιρετικά εντυπωσιακή. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι,
μεταξύ των ετών 1950–2025, ο ενεργός πληθυσμός της Μεσογειακής Αφρικής θα έχει
αυξηθεί κατά 500% περίπου, ενώ ο αντίστοιχος της Κοινότητας κατά 20%. Ταυτόχρο-
να, στις βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες –που έχουν ήδη δημιουργήσει ισχυ-
ρούς διαύλους τροφοδοσίας με εργατικό δυναμικό προς την Κοινότητα– κάθε χρόνο
μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ της ζήτησης της εργασίας εκ μέρους των νεοεισερχομένων
στην αγορά εργασίας και της ικανότητας των οικονομιών αυτών να δημιουργήσουν
νέες θέσεις εργασίας που θα ανταποκρίνονται στη σχετική ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι,
όσο λιγότερο θα απορροφάται το εργατικό δυναμικό στη νότια Μεσόγειο, τόσο πιο
ισχυρές θα γίνονται οι μεταναστευτικές πιέσεις προς την Ευρώπη, λαμβανομένων πά-
ντοτε υπόψη των εκρηκτικών δημογραφικών δεδομένων.
Διαφαίνεται, επομένως, ορατή η πιθανότητα ο ευρωπαϊκός χώρος να καταστεί ένα
πεδίο μεταναστευτικών πιέσεων τόσο από την πλευρά της Ανατολικής Ευρώπης όσο
και από την πλευρά της νότιας ακτής της Μεσογείου. Αν, δε, θεωρήσουμε ότι οι κοι-
νοτικές χώρες θα προσπαθήσουν να αποτρέψουν, να ελέγξουν ή να μετριάσουν τις με-
ταναστευτικές αυτές (αναμενόμενες) πιέσεις, τότε κάποιοι θα κληθούν να πληρώσουν
το τίμημα. Και αυτοί οι κάποιοι είναι προφανές ότι θα είναι οι ίδιοι οι μετανάστες.
Μ. Κονιόρδος, «Οι μεταναστεύσεις από τρίτες χώρες στην Ευρώπη
στη δεκαετία του 1990», στο βιβλίο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα,
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993, σ. 459.

198

22-0116-02.indd 198 27/4/2017 6:08:02 µµ


5.2.4. Βία στην κοινωνία
Οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ένα έντονα ανταγωνιστικό πεδίο σχέσε-
ων. Ο ανταγωνισμός αυτός κυριαρχεί κατεξοχήν στο οικονομικό σύστημα, όμως παράλ-
ληλα επηρεάζει και καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις κοινωνικές σχέσεις και τις ατομικές
συμπεριφορές.
Η αποδυνάμωση των κοινωνικών πολιτικών και του κοινωνικού κράτους, η αβεβαιό-
τητα που επικρατεί στον τομέα της εργασίας, η απουσία συλλογικών οραμάτων και στό-
χων δημιουργεί στο σύγχρονο άνθρωπο το αίσθημα της ανασφάλειας και της έντασης.
Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί σ’ όλα σχεδόν τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας
(επαγγελματική σταδιοδρομία, οικονομική διασφάλιση, συμμετοχή στο σύγχρονο κα-
ταναλωτικό πρότυπο) οδηγεί τα άτομα σε εντάσεις και ρήξεις με το οικογενειακό ή το
επαγγελματικό τους περιβάλλον.
Τα φαινόμενα της ατομικής βίας, της επιθετικότητας, της ανομίας, της εγκληματικό-
τητας πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα στις σύγχρονες κοινωνίες.
Όμως το καθεστώς της ανασφάλειας, της βίας και της εγκληματικότητας συνδέεται
με προβλήματα που ξεπερνούν τα όρια του κράτους–έθνους.
Η διακίνηση όπλων μαζικής καταστροφής –που περιλαμβάνουν μάλιστα και πυ-
ρηνικά όπλα–, οι πολεμικές εντάσεις και συγκρούσεις στη Βαλκανική Χερσόνησο, τα
κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από την κατάρρευση

199

22-0116-02.indd 199 27/4/2017 6:08:02 µµ


των καθεστώτων του Ανατολικού Συνασπισμού –και κυρίως από τη διάλυση της πρώην
ΕΣΣΔ– διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο έντασης στην Ευρώπη στο τέλος του 20ού αιώνα.
Αυτό το πεδίο έντασης εκφράζεται μέσα από μορφές συλλογικής βίας, η οποία συνο-
δεύεται από την αναβίωση θρησκευτικών φανατισμών, από εθνικιστικές εξάρσεις, από
την αύξηση των κρουσμάτων της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Η ραγδαία διάδοση
της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, η αύξηση της εγκληματικότητας και ιδίως η διεθνο-
ποίηση των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος –που χρησιμοποιεί τα πιο σύγχρονα
τεχνολογικά μέσα– ολοκληρώνουν την εικόνα της βίας και της ανασφάλειας που συνδέ-
ονται με το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό πρότυπο ανάπτυξης.
Το οργανωμένο έγκλημα δεν αποτελεί, όπως συνέβαινε παραδοσιακά, χαρακτηρι-
στικό ατομικών πράξεων. Αντίθετα, αποκτά σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά χαρακτη-
ριστικά και χρησιμοποιεί ως «εργαλεία» τις σύγχρονες τεχνολογικές δομές.
Το έγκλημα οργανώνεται πέρα από τα εθνικά σύνορα και επωφελείται από την ελεύ-
θερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών.
Οργανωμένα υπερεθνικά κυκλώματα διακινούν τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών
και όπλων. Συγκροτημένες «μαφίες», με δομές ιδιωτικής επιχείρησης, ελέγχουν εκτε-
ταμένα κυκλώματα εκμετάλλευσης γυναικών ή παράτυπων μεταναστών. Στη σημερινή
Ρωσία οι μαφίες του εγκλήματος, της πορνείας και των ναρκωτικών ελέγχουν ένα μεγά-
λο τμήμα της οικονομίας της χώρας.
Εμφανίζεται, επίσης, ο τύπος των εγκλημάτων οικονομικού χαρακτήρα που χρησι-
μοποιεί τη σύγχρονη υψηλή τεχνολογία. Οι ηλεκτρονικές τραπεζικές υπηρεσίες αλλά
και τα παγκόσμια συστήματα πληροφοριών (Διαδίκτυο) αποβαίνουν κατάλληλα δίκτυα
για την εκτέλεση των οικονομικού τύπου εγκλημάτων.
***
Η Ελλάδα γίνεται αποδέκτης της βίας και του εγκλήματος όχι μόνο εξαιτίας των διαστά-
σεων που έχει προσλάβει το σύγχρονο έγκλημα, αλλά και λόγω της ίδιας της γεωγραφι-
κής της θέσης.
Εξαιτίας των προβλημάτων αυτών η ελληνική κοινωνία, που διακρίνεται για τις αν-
θρωπιστικές της αξίες, την ανεκτικότητα και την αλληλεγγύη της, βρίσκεται μπροστά
σε ιστορικές εξελίξεις που απαιτούν μια πολύπλευρη αντιμετώπιση. Η κατανόηση της
αιτίας των προβλημάτων αυτών και ο ειλικρινής διάλογος αποτελεί μια σημαντική κοι-
νωνική πράξη για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα της βίας.

200

22-0116-02.indd 200 27/4/2017 6:08:02 µµ


Από τη μία πλευρά προβάλλει το αίτημα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του
σύγχρονου, επιστημονικά οργανωμένου, εγκλήματος και της κατοχύρωσης της ασφά-
λειας των πολιτών. Πρόκειται δηλαδή για ένα αίτημα που απευθύνεται προς το πολιτι-
κό–δικαιικό σύστημα και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους (νόμοι, αστυνομία,
θεσμικό πλαίσιο).
Από την άλλη πλευρά όμως, το πρόβλημα των παράτυπων μεταναστών, των οικονο-
μικών μεταναστών, των πολιτικών προσφύγων είναι στην ουσία πρόβλημα ελεγχόμενης
ενσωμάτωσης ενός τουλάχιστον τμήματος αυτών στην όλη οικονομικοκοινωνική δομή,
στο σύγχρονο καταμερισμό της εργασίας. Πρόκειται για μια ιστορικής μορφής διαδικα-
σία που οφείλει να συμπορεύεται με την όλη προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας να
ενταχθεί ομαλά στις οικονομικοπολιτικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παρά την παγκοσμιότητα των εγκληματολογικών επιστημών, οι θεωρητικές αναλύ-


σεις επηρεάζονται πολύ από το Εθνικό (Ποινικό) Δίκαιο και τις κοινωνικοπολιτιστικές
αντιλήψεις, ενώ οι πρακτικές εξαρτώνται και από οικονομικούς, θεσμικούς, ακόμη και
γραφειοκρατικούς παράγοντες.
Η οποιαδήποτε σύγκλιση ή εναρμόνιση φαίνεται καταρχάς αδύνατη, εκτός αν μιλά-
με για αριθμητική συσσώρευση δυνάμεων καταστολής. Δεν είναι βέβαια οι ευρωπαϊκές
εγκληματολογικές-σωφρονιστικές στατιστικές ή η Euro-Pol (Ευρωπαϊκή Αστυνομία)
που θα δώσουν λύση. Ούτε ο Βέλγος Ηρακλής Πουαρό θα συναντηθεί με τον Άγγλο
Σέρλοκ Χολμς και με το Γάλλο επιθεωρητή Μεγκρέ για να εξηγήσουν από κοινού το
μυστήριο του εγκλήματος της οδού Μόργκαν.
Η αντεγκληματική πολιτική –με την ευρεία έννοια– περιλαμβάνει την εκπαίδευση,
τη θεραπεία, την καταστολή, αλλά και την πειθώ. Φοβάμαι όμως, ότι, ακόμη κι αν τα
εκπαιδευτικά-μορφωτικά συστήματα συγκλίνουν, αν οι όροι και οι μέθοδοι θεραπείας
εκσυγχρονιστούν κι αν η καταστολή ενοποιηθεί, πάλι θα έχει η Ευρωπαϊκή Αντεγκλη-
ματική Πολιτική πρόβλημα πειθούς.
Όταν οι εθνικές (ή οι τοπικές) κοινωνίες εκτρέφουν τους σπόρους των μελλοντικών
εγκλημάτων κι όταν ο πολιτισμός και οι θεσμοί μιας χώρας αδυνατούν να πείσουν τους
δικούς της πολίτες, αντιλαμβανόμαστε όλοι τις αδυναμίες πειθούς (δηλαδή πρόληψης)
απέναντι στο έγκλημα σ ευρωπαϊκή κλίμακα (όπου θα συνυπάρχουν η ανομία, η καχυ-
ποψία, η ακατανοησία, η σύγκρουση κανόνων συμπεριφορών, κτλ.).
Γ. Πανούσης, «Η Ευρώπη και οι νέες μορφές εγκλήματος»
στο περιοδικό Ρεύματα, τχ. 1, Αθήνα 1998, σσ. 150–151.

201

22-0116-02.indd 201 27/4/2017 6:08:02 µµ


5.3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
5.3.1. Περιβάλλον
Τα προβλήματα του περιβάλλοντος και οι κρίσιμες επιπτώσεις των προβλημάτων αυτών
στη ζωή των συγχρόνων κοινωνιών αναδεικνύονται σε θέματα άμεσης προτεραιότητας,
ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ανάγκη προστασίας του φυσικού του περιβάλλο-
ντος εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο Πλάτωνας στον Κριτία αναφέρεται στα φαινόμενα που
έπληξαν την Αττική εξαιτίας της καταστροφής των δασών από τον άνθρωπο και της
απογύμνωσης των βουνών από τα χώματα («απομεινάρι της Τοτινής Γης»),
Κατά τον 19ο αιώνα, η προστασία του περιβάλλοντος συνδέεται με αισθητικά και
ηθικά κριτήρια, που αφορούν το δικαίωμα επιβίωσης όλων των φυσικών ειδών και ορ-
γανισμών. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται μέσα από το κίνημα του Ρομαντισμού, που
επιδιώκει την ενότητα και τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση.

202

22-0116-02.indd 202 27/4/2017 6:08:02 µµ


Μετά το 1960 η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος εδραιώνεται σε ευρύτερα
επιστημονικά, κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Από τη μια πλευρά, αφο-
ρά την ορθολογική διαχείριση των φυσικών και ενεργειακών πόρων, συνδέεται όμως
ταυτόχρονα με μια κοινωνική αντίληψη για την ανάγκη προστασίας και σεβασμού του
περιβάλλοντος ως απαράβατου όρου για τη μακρόχρονη επιβίωση του ανθρώπου στον
πλανήτη Γη.
Η ίδια η έννοια του περιβάλλοντος μεταβάλλεται ιστορικά. Η «αντιπαλότητα» με-
ταξύ κοινωνίας και φύσης ξεκινά από τις πρωτόγονες κοινωνίες και κορυφώνεται στις
βιομηχανικές κοινωνίες, που καθορίζουν ως στόχο την κυριαρχία πάνω στη φύση. Όμως
τα προβλήματα του περιβάλλοντος αποβαίνουν σήμερα καίρια για τις σύγχρονες κοι-
νωνίες. Αποτελούν δηλαδή κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζονται και από την
πλευρά των κοινωνικών επιστημών.

α) Σήμερα η έννοια του περιβάλλοντος διευρύνεται και περιλαμβάνει:


– τ ο φυσικό περιβάλλον,
– το δομημένο περιβάλλον, που αφορά το οικιστικό περιβάλλον στις πόλεις και στους
οικισμούς,
– το ανθρώπινο περιβάλλον, που συνδέεται με την έννοια της ποιότητας της ζωής.
Αυτή η σύνθετη έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος, που περιλαμβάνει ένα
πλήθος οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και στόχων, συνδέει άμεσα την
έννοια της ανάπτυξης με την έννοια της περιβαλλοντικής προστασίας.
Τη σχέση αυτή περιγράφει ο όρος της «βιώσιμης» ή «διαρκούς» ή «αειφόρου» ανά-
πτυξης, σύμφωνα με τον οποίο η κατεύθυνση των επενδύσεων και ο προσανατολισμός
των τεχνολογικών εξελίξεων συνδέεται άμεσα με την προστασία του περιβάλλοντος,
αλλά και τη διαφύλαξη και την ανανέωση των φυσικών πόρων.
Με βάση τις αρχές αυτές, η στρατηγική της βιώσιμης ανάπτυξης καθορίζεται ως
συνδυασμός τριών επιμέρους στόχων:
– τ ην επιτυχία των καθαρά οικονομικών στόχων της ανάπτυξης (efficiency),
– την προώθηση της κοινωνικής ισότητας και της δικαιοσύνης στην καθημερινή ζωή
των πολιτών (equity),
– τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος (conservation).
Είναι φανερό ότι η προώθηση των στόχων αυτών απαιτεί πολύπλευρη αντιμετώπιση,
στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες όπως η Κοινωνιολογία, η
Οικονομία, η Πολιτική Επιστήμη, η Κοινωνική Ανθρωπολογία. Κοινωνία, οικονομία,

203

22-0116-02.indd 203 27/4/2017 6:08:02 µµ


πολιτική και φύση αποτελούν σήμερα ένα ενιαίο και πολυσύνθετο αντικείμενο επιστη-
μονικής έρευνας και μόνο μέσα από τη σφαιρική αυτή προσέγγιση είναι δυνατό να προ-
κύψουν ολοκληρωμένες πολιτικές για το περιβάλλον.
β) Οι πολιτικές περιβάλλοντος που εφαρμόστηκαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του
’80 αντιμετώπισαν τα άμεσα προβλήματα της ρύπανσης μέσω της χρήσης της τεχνολο-
γίας και της επιβολής νομοθετικών ρυθμίσεων (για παράδειγμα, όρια εκπομπής ρύπων).
Όμως η ανεπάρκεια παρόμοιων παρεμβάσεων οδήγησε στην αναγνώριση της ανά-
γκης να υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και υπερεθνική αντιμετώπιση των προ-
βλημάτων.
Φαινόμενα όπως το νέφος, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η διαχείριση των υδά-
τινων πόρων δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν από εθνικές πολιτικές. Αντίθετα,
απαιτούνται συλλογικές και συντονισμένες προσπάθειες σε υπερ–εθνικό επίπεδο και
επιβάλλεται ο ενεργός ρόλος των διεθνών οργανισμών. Πάντως οι δύο παγκόσμιες δια-
σκέψεις για το περιβάλλον (Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992 και Κιότο το 1996) δεν μπόρεσαν
να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν συγκεκριμένα και αποτελεσματικά μέτρα, εξαιτίας
των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από τα οικονομικά συμφέροντα στις ΗΠΑ και στις
αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες.
γ) Αυτή ακριβώς η αποσύνδεση του περιβάλλοντος από το σύνθετο κοινωνικό του
χαρακτήρα και η επικράτηση μιας μονομερούς οικονομικής αντίληψης που εμπορευμα-
τοποιεί το περιβάλλον χάριν του κέρδους έχει οδηγήσει σε μια σειρά καταστρεπτικών
αποτελεσμάτων για το περιβάλλον και για τις ίδιες τις ισορροπίες του πλανήτη.
Η καταστροφή του όζοντος στους γήινους πόλους, η υπερεκμετάλλευση και η κατα-
στροφή των δασών, η μόλυνση των θαλασσών και η εξάντληση του ενιάλιου πλούτου
τους, η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών, που εισάγονται τελικά στους ζω-
ικούς οργανισμούς, αποτελούν τεράστιους κινδύνους που προσλαμβάνουν πλανητικές
διαστάσεις. Αυτή ακριβώς η πορεία καταστροφής των πλανητικών ισορροπιών είναι
πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αναστραφεί.
Η συνειδητοποίηση των κινδύνων αυτών έχει προκαλέσει την ενεργοποίηση κοινω-
νικών κινημάτων που αγωνίζονται για την προστασία του περιβάλλοντος και αποκα-
λούνται «οικολογικά κινήματα». Πολλές φορές μάλιστα τα κινήματα αυτά αποκτούν
πολιτικό χαρακτήρα και ζητούν να προωθήσουν τους στόχους τους μέσα από κοινοβου-
λευτικές διαδικασίες.
δ) Η Ελλάδα θεωρείται προνομιούχος ως προς τα χαρακτηριστικά του φυσικού της
περιβάλλοντος.

204

22-0116-02.indd 204 27/4/2017 6:08:02 µµ


Ο πλούτος και η ποικιλία της χλωρίδας και της πανίδας της οφείλεται στην πλεονε-
κτική γεωγραφική της θέση στα όρια τριών φυσικών γεωγραφικών ζωνών μεταξύ Ευ-
ρώπης, Αφρικής και Ασίας, καθώς και στην πολυδιάσπαση του γεωγραφικού της χώρου
(κοιλάδες, βουνά, νησιά). Οι ιδιαιτερότητες αυτές επιβάλλουν μια διευρυμένη πολιτική
προστασίας, στην οποία πρέπει να συνυπολογιστεί η προστασία της πολιτιστικής μας
κληρονομιάς.
Τα κυριότερα προβλήματα περιβάλλοντος που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι τα
ακόλουθα:
– η ατμοσφαιρική ρύπανση αλλά και οι επιπτώσεις από την άναρχη οικιστική ανά-
πτυξη που αντιμετωπίζει η Αθήνα, αλλά και άλλες μεγάλες πόλεις,
– η έλλειψη ορθής διαχείρισης των υδάτινων πόρων εξαιτίας και της εξάρτησης των
υδάτων των ποταμών της Βόρειας Ελλάδας από τις άλλες βαλκανικές χώρες, αλλά
και εξαιτίας προβλημάτων ρύπανσης και έλλειψης βροχοπτώσεων στη Νότια Ελ-
λάδα,
– η ρύπανση της θάλασσας με απόβλητα που προέρχονται από βιομηχανικές μονά-
δες, οικισμούς, τουριστικές εγκαταστάσεις,
– η ρύπανση του εδάφους από φυτοφάρμακα και λιπάσματα στον αγροτικό χώρο,
– η απώλεια δασικών εκτάσεων λόγω πυρκαγιών, που έχει άμεση συνέπεια τη διά-
βρωση του εδάφους, τις καταστροφικές πλημμύρες (Αττική), κτλ.,
– οι κίνδυνοι καταστροφών που προκύπτουν τόσο για μοναδικού κάλλους και σπα-
νιότητας οικοσυστήματα της χώρας μας, όσο και για τα μνημεία της πολιτιστικής
μας κληρονομιάς (μάρμαρα Παρθενώνα).
Στη χώρα μας έχει υιοθετηθεί το πρότυπο της βιώσιμης–αειφόρου ανάπτυξης στο
πλαίσιο μιας εθνικής πολιτικής περιβάλλοντος. Αυτό το πρότυπο προβλέπει τον έλεγχο
στη δόμηση, την προστασία των οικοσυστημάτων και των βιοτόπων, την αντιμετώπι-
ση της ρύπανσης και των θορύβων στις μεγάλες πόλεις, την αναδάσωση των καμένων
εκτάσεων, κτλ.
Όμως υπάρχουν σοβαρά προβλήματα εναρμόνισης των επιμέρους πολιτικών με τις
προτεραιότητες της περιβαλλοντικής προστασίας, αλλά και προβλήματα συντονισμού
μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών φορέων για την εφαρμογή των πολιτικών προ-
στασίας του περιβάλλοντος. Γενικότερα παρατηρείται υστέρηση και σε οργανωτικό και
σε χρηματοδοτικό επίπεδο απέναντι στις ανάγκες, που συνεχώς διευρύνονται. Πάντως
το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος είναι ένα από τα κύρια εθνικά προβλήματα
που θα πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η χώρα μας στις αρχές του 21ου αιώνα.

205

22-0116-02.indd 205 27/4/2017 6:08:02 µµ


Η χειραφετητική οικοπολιτική θεωρία διευρύνει την προβληματική σε τρία αλληλέν-
δετα επίπεδα: τις ανθρώπινες ανάγκες, την τεχνολογία και την εικόνα του εαυτού.
Στο πολιτικό επίπεδο, οι θεωρητικοί της χειραφέτησης έχουν πάρει στα σοβαρά τις
αιτιάσεις του οικολογικού κινήματος και έχουν ξεκινήσει μια κριτική ανάλυση της
δόμησης των ανθρώπινων αναγκών και της «καταλληλότητας» πολλών μοντέρνων
τεχνολογιών. Δε θεωρείται πλέον αρκετό να αμφισβητούμε, ας πούμε, τη θέση ενός
σταθμού πυρηνικής ενέργειας, ενός αυτοκινητόδρομου ή μιας χημικής βιομηχανίας,
ή να επιμένουμε απλώς στη βελτίωση του εξοπλισμού ασφαλείας ή στην εγκατάστα-
ση φίλτρων για τη ρύπανση. Αντίθετα, αυτή η τρίτη φάση της οικοπολιτικής ανάλυ-
σης απαιτεί να στρέψουμε την προσοχή μας στα πιο θεμελιακά ερωτήματα: σε ποιο
βαθμό χρειαζόμαστε πραγματικά αυτού του είδους τις ενεργειακές πηγές αυτά τα
μέσα μεταφοράς, αυτές τις βιομηχανίες και τεχνολογίες κ.ο.κ.; Μήπως δεν είναι σί-
γουρο ότι περισσότεροι από μας (άνθρωποι και μη άνθρωποι) μπορούμε να ζήσουμε
πλουσιότερες και πληρέστερες ζωές αν οι άνθρωποι μπορέσουν να γίνουν λιγότερο
εξαρτημένοι από αυτό το είδος της τεχνολογικής υποδομής και από τα εμπορεύματα
και τα αγαθά που προσφέρει;: Όπως έχει παρατηρήσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης,
αν και το κίνημα της εργατικής τάξης έχει κατά κύριο λόγο προσεγγίσει το πρόβλημα
της εξουσίας (και από δω απορρέει και το ενδιαφέρον του για ζητήματα συμμετοχής
και διανομής), το οικολογικό κίνημα αμφισβητεί τώρα την οργάνωση και τη δομή
των αναγκών και του τρόπου ζωής. Και αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική υπέρ-
βαση εκείνον που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μονοδιάστατος χαρακτήρας
των προηγούμενων κινημάτων. Αυτό που διακυβεύεται στο οικολογικό κίνημα είναι
η συνολική σύλληψη, η καθολική θέση και σχέση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και
στον κόσμο και, τελικά, το κεντρικό και αιώνιο ερώτημα: Τι είναι η ανθρώπινη ζωή;
Γιατί ζούμε;
Το ζήτημα της πολιτισμικής δυσφορίας και της ανάγκης για πολιτισμική ανα-
γέννηση σημαίνει ότι οι οικοπολιτικοί θεωρητικοί έχουν δώσει ιδιαίτερη προσοχή
στην αναζωογόνηση της κοινωνίας των πολιτών σε αντίθεση ή συμπληρωματικά με
το κράτος. Αυτό αντανακλάται στο ενδιαφέρον των θεωρητικών της χειραφέτησης
να βρουν τρόπους ώστε να συνενώσουν θεωρητικά τις ανησυχίες του οικολογικού
κινήματος με άλλα νέα κοινωνικά κινήματα, ιδιαίτερα με εκείνα που αφορούν το
φεμινισμό, την ειρήνη, την ανάπτυξη και τη βοήθεια προς τον Τρίτο Κόσμο. Αυτό το
νέο θεωρητικό πρόσταγμα ενδιαφέρεται να ανακαλύψει δρόμους που θα ξεπερνούν
την καταστροφική λογική της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τις κτητικές αξίες
της καταναλωτικής κοινωνίας και, γενικότερα, όλα τα συστήματα κυριαρχίας (συ-
μπεριλαμβανομένων της ταξικής κυριαρχίας, της πατριαρχίας, του ιμπεριαλισμού,
του ρατσισμού, του ολοκληρωτισμού και της κυριαρχίας στη φύση).

206

22-0116-02.indd 206 27/4/2017 6:08:02 µµ


Πρόκειται σίγουρα για ένα τολμηρό και φιλόδοξο θεωρητικό εγχείρημα, το οποίο
μάλιστα κάνει να φαντάζουν ανεπαρκώς η ελάχιστα εξοπλισμένες πολιτικές θεωρίες
με μεγάλη επιρροή, όπως ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ορθόδοξος μαρξι-
σμός. Όντως, τα όρια αυτών των πολιτικών φιλοσοφιών χρησίμευσαν γενικά ως θεω-
ρητικά σημεία εκκίνησης για τους θεωρητικούς της οικοπολιτικής χειραφέτησης.
R. Eckersley, «Η ανάπτυξη της νεότερης οικοπολιτικής σκέψης»,
στο βιβλίο: Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1998, σσ. 430-431

5.3.2. Βιοτεχνολογία–βιοηθική
Η βιοτεχνολογία αποτελεί την «αιχμή του δόρατος» της νεότερης τεχνολογικής–επιστη-
μονικής εξέλιξης. Η επιστήμη προχωρεί σήμερα στην κλωνοποίηση γενετικού υλικού
(DNA), αλλά και στην παραγωγή τροποποιημένων γενετικά οργανισμών (Τ.Γ.Ο.) που
μετατρέπονται σε τεχνολογικά προϊόντα
και διατίθενται ως εμπορεύματα σε πα-
γκόσμια κυκλοφορία και σε ελεύθερη
χρήση.
Αυτή ακριβώς η «παρέμβαση» της
επιστήμης στη φυσική διαδικασία δε θέ-
τει μόνο μια σειρά πρακτικών προβλη-
μάτων, αλλά μεταβάλλει και την ίδια τη
σχέση μεταξύ κοινωνίας και φύσης.
– Η πρώτη κατηγορία προβλημά-
των αφορά τα θέματα της δημό-
σιας υγείας, της προστασίας του
περιβάλλοντος, την ποιότητα της
ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Τι
θα προκύψει άραγε στο μέλλον
από τη σταδιακή αντικατάσταση
φυσικών προϊόντων και φυσικών
εξελίξεων από εργαστηριακά προ-
ϊόντα και τεχνολογικά προσδιορι-
ζόμενες διαδικασίες στην εξέλιξη
της ανθρώπινης φύσης;

207

22-0116-02.indd 207 27/4/2017 6:08:03 µµ


– Η δεύτερη σειρά ερωτημάτων αναφέρεται στον τομέα της βιοηθικής και περιλαμ-
βάνει τις ηθικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και νομικές–πολι-
τικές διαστάσεις που προκύπτουν από τις παρεμβάσεις της σύγχρονης τεχνολογι-
κής–επιστημονικής έρευνας στις φυσικές διαδικασίες.
Όλα αυτά τα ερωτήματα θέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες αλλά και την παγκόσμια
επιστημονική κοινότητα μπροστά σε προβλήματα που εμφανίζονται για πρώτη φορά
ιστορικά, αφού αλλάζουν τους όρους μέσα από τους οποίους αντιμετωπίζουμε τα κοι-
νωνικά φαινόμενα.
Ο βασικός διαχωρισμός που επικράτησε στις κοινωνικές επιστήμες μεταξύ «γεγονό-
των» και «αξιών» (Μαξ Βέμπερ) οδηγεί νομοτελειακά στην αυτονόμηση της επιστημο-
νικής έρευνας και στην αλόγιστη χρήση των «προϊόντων» της. Η αξία της ανθρώπινης
ζωής, η αξία της ίδιας της φύσης ως ευρύτερου πλαισίου της ίδιας της κοινωνίας είναι
ανάγκη να τεθούν ως δεσμευτικοί όροι της ίδιας της επιστημονικής έρευνας.
Η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί να επικαλείται, κατά τη διεξαγωγή της επιστη-
μονικής έρευνας, την ουδετερότητα και την αποχή από τις συνέπειες, αλλά, αντίθετα,
οφείλει να συνυπολογίζει τις επιπτώσεις από τη χρήση των αποτελεσμάτων και των
«προϊόντων» της έρευνας αυτής.
Εκτός όμως από την ευθύνη των επιστημόνων, είναι οι ίδιοι οι θεσμοί της κοινωνίας
των πολιτών, οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί φορείς, που πρέπει να παρεμβαίνουν και να
καθορίζουν, σε υπερ–εθνικό
επίπεδο, τα όρια μέσα στα
οποία οφείλει να κινείται η
επιστημονική έρευνα και η
χρήση των αποτελεσμάτων
της.
Γιατί μόνο τότε μπορεί
να διασφαλιστεί η πραγμα-
τική ουδετερότητα στην επι-
στημονική έρευνα. Όταν δη-
λαδή αυτή αποσυνδεθεί από
τα διάφορα οικονομικοπολι-
τικά συμφέροντα που θέλουν
να χρησιμοποιήσουν την επι-
στήμη και την τεχνολογική
εξέλιξη για την εξυπηρέτηση
των δικών τους στόχων.

208

22-0116-02.indd 208 27/4/2017 6:08:03 µµ


Η κλωνοποίηση ανθρώπου και η ευθύνη του: Ο επίδοξος «θεός» κόμπαζε μπροστά
στο μικρόφωνο λέγοντας: «Δώστε μου μερικά εκατομμύρια δολάρια και θα σας κλω-
νοποιήσω χιλιάδες ανθρώπους κατά παραγγελία». Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου
και τρόμαξε τους σώφρονες. Όχι γιατί είναι δύσκολο να επιτευχθεί η κλωνοποίηση
στον άνθρωπο. Αλλά γιατί γυρνάμε στην εποχής του Προκρούστη, του πρώτου ίσως
κλωνοποιού που η ελληνική μυθολογία μάς έδωσε, περιγράφοντας ταυτόχρονα και την
έλλειψη κάθε ηθικής αναστολής, αφού ο σκοπός του ήταν να κάνει ομοιόμορφους ως
προς το ύφος ανθρώπους, με αυθαίρετο μέτρο το «πρότυπο κρεβάτι–τρόμο» για όσους
παγιδεύονταν στα δίκτυά του, καθώς άλλους τους «ψήλωνε» και άλλους τους «έκανε»
πιο κοντούς.
Ο άνθρωπος, το «ανήμερο» αυτό είδος στον πλανήτη μας, που στην προσπάθειά
του να εξημερώσει τα υπόλοιπα είδη αγριεύει τον ίδιο τον εαυτό του, πάντα είχε μέσα
του το σπέρμα να πολλαπλασιάζει τη δύναμη του. Κι έτσι έφτιαξε τους Κένταυρους, τον
Πήλινο Στρατό του Σιαμ, τη Λερναία Ύδρα, τα παιδιά από τη Βραζιλία – τα χιτλεράκια
δηλαδή του Μέγκελε, το βιβλίο In his image του Ρόρβιν και άλλα πολλά. Και από τη
φαντασία και τους κρυφούς πόθους πέρασε γρήγορα στο πείραμα και στους ορατούς
στόχους.
Πρόωρος και παρακινδυνευμένος λοιπόν ο νεωτερισμός της αναπαραγωγικής κλω-
νοποίησης του ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν αφορά μόνο τους ερευνητές, οι οποίοι επιδιώ-
κονν την κατανόηση της λειτουργίας του οργανισμού μας και του κόσμου μας. Αφορά
ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κι εδώ έχουμε ένα πεδίο στο οποίο οι πολιτικοί πρέπει να
παίξουν συντονιστικό αλλά και αποφασιστικό ρόλο. Ήδη υπάρχουν γραφεία στα Κοινο-
βούλια πολλών χωρών, όπως και στη χώρα μας, για την αποτίμηση της τεχνολογίας, τα
οποία πρέπει να ενεργοποιηθούν ουσιαστικά. Και είναι πια αξεπέραστη αναγκαιότητα
η δημιουργία στη χώρα μας Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τους κανό-
νες της βιοηθικής.
Ο άνθρωπος λοιπόν, ο λογικός, επαναστατεί και απελευθερώνεται. Και η σύγχρονη
γενετική του δίνει τη θεωρητική αλλά και την πρακτική βάση της απελευθέρωσής του.
Μιας αναζητούμενης ελευθερίας που χαρακτηρίζεται για την τόλμη της, αλλά πρέπει να
οροθετείται και από την αρετή της. Γιατί όλα αυτά τα επιτεύγματα που αναφέραμε, όλα
των τελευταίων δεκαετιών, θα περάσουν γρήγορα από το κόσκινο της σωστής εφαρμο-
γής για το καλό της ανθρωπότητας. Γιατί ο άνθρωπος, με τη σοφία του, εύκολα μπορεί
να απομονώσει τον αμετροεπή, φιλόδοξο, υπερόπτη και αλαζόνα επίδοξο δαίμονα που
θα θελήσει να ανατρέψει το μεγαλείο του ανθρώπου, που προσδιορίστηκε ήδη από το
διαχρονικό μεγαλείο της ιπποκρατικής σκέψης: «Η επιστήμη μας είναι ατέλειωτη, η
ζωή μικρή, η εμπειρία απατηλή, ο χρόνος λίγος και η σωστή κρίση δύσκολη».
Στ. Αλαχιώτης, «Κλώνος, η όγδοη ημέρα της δημιουργίας»
στο περιοδικό Ρεύματα, τχ. 1, Αθήνα 1998, σ. 30.

209

22-0116-02.indd 209 27/4/2017 6:08:03 µµ


5.3.3. Τα ανθρώπινα δικαιώματα
Θεμέλιο της αναγνώρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσε η Οικουμενική Δι-
ακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων
Εθνών. «...Η παρούσα Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου απο-
τελεί το κοινό ιδανικό στο οποίο πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη
αλλά και οι πληθυσμοί χωρών που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους».
Σ’ όλη την ιστορική διαδρομή που διανύθηκε από την υπογραφή της διακήρυξης
αυτής, στις 10 Δεκεμβρίου 1948, μέχρι τις μέρες μας, παραμένει το ερώτημα πώς θα
εφαρμοστούν πρακτικά τα δικαιώματα αυτά, ώστε να μην παραμένουν ένας τυπικός κα-
τάλογος κανόνων και αιτημάτων. Ποιος είναι σήμερα ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
Η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας αγοράς, μιας παγκόσμιας οικονομικής δομής, δε
συνοδεύεται από μια παγκόσμια κοινωνία. Οι κοινωνίες παραμένουν στα όρια του κρά-
τους–έθνους, μέσα στα οποία καθορίζονται οι τύποι των δικαιωμάτων των πολιτών. Συ-
νέπεια αυτού είναι ότι στην πραγματικότητα τα ανθρώπινα δικαιώματα παρέχονται από
το ίδιο το κράτος–έθνος και αφορούν τους πληθυσμούς που ζουν στην επικράτεια του.
Το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να τεθεί σήμερα αφηρημένα, αν
δεν επαναπροσδιοριστούν οι κλασικοί τύποι των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών
δικαιωμάτων σε μια σύγχρονη βάση.
Ο πολίτης στις σημερινές δυτικές κοινωνίες αναζητεί τα δικαιώματά του ανάμεσα σε
ένα ευρύτατο φάσμα, που ξεκινά από την κοινωνία των προνομιούχων της γνώσης –την
κοινωνία του «κυβερνοχώρου» και της πληροφορίας– και φτάνει ως την κοινωνία των
ανέργων και των κοινωνικά αποκλεισμένων.
Από την άλλη πλευρά, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη μας, στις χώρες του λε-
γόμενου Τρίτου Κόσμου, η πείνα, η φτώχεια, η εξαθλίωση, οι εμφύλιες συγκρούσεις,

210

22-0116-02.indd 210 27/4/2017 6:08:03 µµ


η καταπάτηση κάθε είδους δικαιωμάτων από αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα
καθιστούν το αίτημα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απλό ευχολόγιο.
Αυτή ακριβώς η πολυπλοκότητα αλλά και οι μεγάλες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν
στη σύγχρονη εποχή το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποχρεώνουν τις
κοινωνικές επιστήμες να αναζητήσουν τις νέες συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, πο-
λιτισμικές) στις οποίες θα θεμελιωθούν οι σύγχρονοι τύποι δικαιωμάτων.

***
Σ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα αναπτύχθηκε από τις Κοινωνικές Επιστήμες μια
έντονη προβληματική για τη γεφύρωση μιας ιστορικής διάκρισης που χαρακτηρίζει το
άτομο–μέλος της νεότερης κοινωνίας:
Το άτομο–μέλος φέρει την ιδιότητα του πολίτη σε δύο μορφές:
– την τυπική μορφή, όπως αυτή περιγράφεται στο σύνταγμα, στους νόμους, στο
σύστημα των θεσμών,
– την ουσιαστική μορφή, που αφορά το πραγματικό περιεχόμενο των ατομικών, των
πολιτικών και ιδιαίτερα, των κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία, εκπαίδευση, ασφά-
λιση, προστασία περιβάλλοντος), αλλά και ταυτόχρονα επιτρέπει την ουσιαστική
παρέμβαση του πολίτη στις αποφάσεις.
Το κράτος πρόνοιας, που οικοδομήθηκε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στις δεκαε-
τίες του ’50 και του ’60, συνέδεσε τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα με την ουσι-
αστική διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μ’ αυτό τον τρόπο, η τυπική ισότητα
και ελευθερία που συνδέεται με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα επεκτάθηκε ο' έναν
τύπο οικονομικής και κοινωνικής ισότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνέχεια –με την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας
από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και καθώς οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης μειώ-
θηκαν– τα κοινωνικά δικαιώματα συρρικνώνονται και αποσυνδέονται από τα τυπικά
ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η αποσύνδεση αυτή θεμελιώνεται θεωρητικά στο νε-
οκλασικό οικονομικό πρότυπο που υποστηρίζει ότι μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού
της αγοράς μπορούν να διασφαλιστούν τα περιεχόμενα της ελευθερίας και της ισότητας
των πολιτών.
Αντίστροφη πορεία ακολούθησαν οι τύποι αυτοί των δικαιωμάτων στις χώρες που
ανήκουν στον πρώην Ανατολικό Συνασπισμό.
Στις χώρες αυτές, μέχρι την κατάρρευση των καθεστώτων τους (τέλος δεκαετίας ’80,
αρχές δεκαετίας ’90), είχαν θεσπιστεί σημαντικά κοινωνικά δικαιώματα (δικαίωμα στην
εκπαίδευση, περίθαλψη, ασφάλιση, εργασία, κτλ.), ενώ, αντίθετα, τα ατομικά και τα
πολιτικά δικαιώματα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα.
Μετά την πτώση των καθεστώτων αυτών, κατοχυρώθηκαν συνταγματικά οι τυπικές
ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, το πολυκομματικό σύστημα και οι ελεύθερες εκλο-
γές. Παράλληλα όμως εμφανίζονται προβλήματα στην ουσιαστική άσκηση των δικαι-

211

22-0116-02.indd 211 27/4/2017 6:08:03 µµ


ωμάτων αυτών. Η νεογέννητη κοινοβουλευτική δημοκρατία αντιμετωπίζει την αναζω-
πύρωση θρησκευτικών αντιθέσεων, την εμφάνιση ακραίων εθνικιστικών κινημάτων, τις
πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ εθνοτήτων.
Ταυτόχρονα, η παρατεταμένη οικονομική κρίση που διέρχονται οι χώρες αυτές οδη-
γεί στην αποδυνάμωση ή και στην κατάλυση σημαντικών κοινωνικών δικαιωμάτων και
οδηγεί στην αποδιοργάνωση της συνοχής της κοινωνίας.
Παρατηρούμε, συνεπώς, τη στενή σχέση που συνδέει τους τύπους των δικαιωμάτων
στις σύγχρονες κοινωνίες. Η συνύπαρξη ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιω-
μάτων οδηγεί στην ικανοποίηση των αιτημάτων της ελευθερίας, της ισότητας, της κοι-
νωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, αιτημάτων που αποτελούν τον πυρήνα μιας
σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας.
Γι’ αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες προσεγγίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως
ολοκληρωμένη μορφή των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Όμως το
περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται, στην πράξη, σε συνεχή διαπραγ-
μάτευση.
Ο κύριος άξονας της αντιπαράθεσης –που αφορά όχι μόνο την απλή αναγνώριση
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά τη δυνατότητα ουσιαστικής εφαρμογής τους στην
πράξη– βρίσκεται μεταξύ δύο ιστορικού χαρακτήρα εξελίξεων:
– την οργάνωση της οικονομίας και των δικτύων της επικοινωνίας και της πληροφο-
ρίας σε παγκόσμιο επίπεδο, και
– την αδυναμία να διαμορφωθεί ένας τύπος «κοινωνικού συμβολαίου» οικουμενι-
κής ισχύος, ικανού να αμβλύνει το χάσμα των ανισοτήτων και να διασφαλίσει την
εφαρμογή των πανανθρώπινων αρχών και αξιών.
Σ' αυτή τη θεωρητική ιδέα στηρίχτηκε ο ΟΗΕ, με βάση τις οδυνηρές εμπειρίες του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι σήμερα.
Όμως ο ΟΗΕ παραμένει αδύναμος να εφαρμόσει τις αρχές αυτές, αφού επηρεάζεται
αποφασιστικά από τις μεγάλες δυνάμεις που κυριαρχούν παγκόσμια.
Πάντως η διαμόρφωση ενώσεων υπερεθνικού χαρακτήρα όπως η Ευρωπαϊκή Ένω-
ση μπορεί να βοηθήσει ώστε να επικρατήσουν κανόνες εφαρμογής των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων εσωτερικό πλαίσιο των ενώσεων αυτών, ώστε να χρησιμεύσουν οι κανό-
νες αυτοί ως πρακτικά υποδείγματα για την ουσιαστική κατοχύρωση των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων.
Η εποχή μας χαρακτηρίζεται, δίκαια, από σημαντικούς κοινωνικούς επιστήμονες και
φιλοσόφους, ως εποχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα στοιχεία που διακρίνουν την
παγκόσμια κοινωνία δεν μπορεί να είναι η καταγωγή, το φύλο, το χρώμα. Αντίθετα, εί-
ναι η βία, η αδικία, το έγκλημα που χωρίζουν τις κοινωνίες και τους ανθρώπους. Κι από
την αντιμετώπιση αυτών των διαχωρισμών θα κριθεί τελικά το μέλλον του παγκόσμιου
πολιτισμού.

212

22-0116-02.indd 212 27/4/2017 6:08:03 µµ


Η ελευθερία και η ισότητα είναι έννοιες οικουμενικές, αλλά για να ισχύσουν χρειά-
στηκε ένας αγώνας οικουμενικός. Χρειάστηκε μια πορεία αγώνων που ξεκίνησε από
την πάλη για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη μεταφυσική–πατριαρχική ερ-
μηνεία της θέσης του στον κόσμο, για τη χειραφέτηση και την αποδέσμευση του από
τις νομικές τάξεις της εξ αποκαλύψεως ευταξίας, για την απελευθέρωση του από τους
περιοριστικούς προσδιορισμούς της ιδιοκτησίας, για τη χειραφέτησή του από τους
προσδιορισμούς της φυλετικής εικόνας του και της βιολογικής της ερμηνείας, από
τους προσδιορισμούς του γένους, της καταγωγής... Η Γαλλική Επανάσταση, η Διακή-
ρυξη της Ανεξαρτησίας, η απελευθέρωση των Ινδιών, η κατάρρευση του ναζισμού και
του φασισμού, η κατάρρευση της ιμπεριαλιστικής και ρατσιστικής Ιαπωνίας, το τέλος
του απαρχάιντ έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Δεν είναι δυτικός ή αντιδυτικός πολιτισμός.
Είναι παγκόσμιος πολιτισμός. Είναι η διαδικασία συγκρότησης του παγκόσμιου πολι-
τισμού, η αγωνιώδης πορεία για την ολοκλήρωση της έννοιας του ανθρώπου, για την
ελευθερία, για την ισότητα.

Η αξία της ζωής, της τιμής, της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, το δικαίωμά του ν’
αποφασίζει ελεύθερα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων πολιτών δεν
είναι πολιτισμική ιδιομορφία, σύμβαση ή ατομική αισθητική προτίμηση, είναι μονα-
δική προϋπόθεση της υπόστασης του ανθρώπου, της υπόστασης της κοινωνίας. Ο
αγώνας γίνεται για την επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο άνθρωπος, ασχέτως των
επιμέρους πολιτισμικών του ταυτίσεων, είναι φορέας δικαιωμάτων και αξιών, όπου
και αν βρίσκεται, στην Ακτή του Ελεφαντοστού ή στην Ουάσιγκτον. Γιατί ο σεβασμός
της αξιοπρέπειάς του δεν μπορεί να ισχύει στη Στοκχόλμη αλλά να μην ισχύει στην
Τεχεράνη, στο Αλγέρι ή στη Σαγκάη, εν ονόματι ενός άλλου πολιτισμού, μιας άλλης
ιστορίας, μιας άλλης παράδοσης. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται ακριβώς η πεμπτουσία
της έννοιας του ανθρώπου ως έννοιας πραγματικής αφαίρεσης: ότι αντιπροσωπεύει,
εκφράζει, θεμελιώνει έναν οικουμενικό πολιτισμό. Έναν πολιτισμό αξιακά ανώτερο
από κάθε μερικότητα, από κάθε πολιτισμική κατάτμηση της παγκόσμιας κοινωνίας.
Το γεγονός ότι αυτός ο δυνάμει οικουμενικός πολιτισμός έχει σ’ ένα βαθμό πραγμα-
τοποιηθεί ή τείνει προς την πραγματοποίηση του, με όλες τις δυσκολίες και τις παλιν-
δρομήσεις που παρουσιάζει, στο γεωγραφικό χάρο όπου τον εστιάζει ο Χάντινγκτον,
δε σημαίνει ότι δεν είναι οικουμενικός. Σημαίνει ότι ο αγώνας δεν έχει τελειώσει, δεν
έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ότι οι αξίες η ισχύουν οικουμενικά ή δεν ισχύουν. Γιατί η
περιχαράκωση τους και ο πολιτισμικός προσδιορισμός τους ως μερικός τις αποτρέ-
πουν και τις ανατρέπουν.
Δ. Χαραλάμπης, Δημοκρατία και Παγκοσμιοποίηση,
Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998, σσ. 284–28

213

22-0116-02.indd 213 27/4/2017 6:08:03 µµ


Ανακεφαλαίωση
1. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάστηκαν καταρχήν οι σύγχρονες μορφές της οργάνωσης
του κοινωνικού χώρου στις συνθήκες μιας παγκόσμιας επέκτασης των οικονομικών,
των τεχνολογικών και των επικοινωνιακών δικτύων.
Ο ρόλος του κράτους–έθνους εντάσσεται στο πλαίσιο των παγκόσμιων αυτών
δικτύων και το κάθε κράτος–έθνος αναζητεί τη θέση του μέσα στον παγκόσμιο κα-
ταμερισμό ισχύος.
Η κάθε εθνική κοινωνία αναδιοργανώνεται θεσμικά και οικονομικά σ’ αυτή τη
νέα βάση. Σημαντικό ρόλο ο’ αυτή την αναδιοργάνωση διαδραματίζει η οικογένεια,
η οποία υφίσταται αλλαγές που συναρτώνται με τις νέες κοινωνικές και εργασιακές
σχέσεις.
Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες όμως γνωρίζουν ένα νέο ιστορικό φαινόμενο,
τη μαζικού τύπου μετανάστευση που συνυπάρχει με μια αυξανόμενη ανεργία. Ανα-
λύεται το πρόβλημα της ενσωμάτωσης των πληθυσμών αυτών στα οικονομικά και
κοινωνικά πρότυπα των δυτικών κοινωνιών και επισημαίνεται το αίτημα της κατοχύ-
ρωσης των δικαιωμάτων των μεταναστών, ώστε να μπορέσουν αυτοί να ενταχθούν
ομαλά στο νέο κοινωνικοοικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον και να αποφευ-
χθούν τα επικίνδυνα φαινόμενα του ρατσισμού.
2. Αναλύονται σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα που αποκαλύπτουν την αποδιορ-
γάνωση της κοινωνικής συνοχής και οδηγούν ολόκληρες ομάδες του πληθυσμού στο
οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο.
Κεντρική θέση αποκτά σ’ αυτή τη θεώρηση το φαινόμενο της ανεργίας και του
νέου ρόλου της εργασίας στη σύγχρονη κοινωνία. Η απαξίωση βασικών τομέων της
παραδοσιακής βιομηχανικής δομής και οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις οδηγούν
στην αποδιοργάνωση του παραδοσιακού σταθερού πλαισίου των εργασιακώνσχέσε-
ων και στο δραστικό περιορισμό των θέσεων εργασίας.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν ως συνέπεια τη διαίρεση και την ένταση, που μεταφέ-
ρεται στο «εσωτερικό» της κοινωνίας μεταξύ της σταθερής εργασίας, από τη μια, και
της προσωρινής εργασίας και της ανεργίας, από την άλλη.
Η διόγκωση της ανεργίας, η φτώχεια και η ανέχεια οδηγούν στον αποκλεισμό
ολόκληρων κοινωνικών ομάδων από τα οικονομικά και πολιτιστικά αγαθά.
Ιδιαίτερα πλήττονται οι νέοι, οι γυναίκες και τα ηλικιωμένα άτομα και τίθεται υπό
έρευνα το θέμα της κατοχύρωσης των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων
των πολιτών αυτών.
Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται από την αύξηση των μεταναστευτικών ρευμά-
των που αδυνατούν να ενταχθούν ομαλά στον κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής
και περιθωριοποιούνται πολιτιστικά αλλά και εργασιακά, καταλαμβάνοντας

214

22-0116-02.indd 214 27/4/2017 6:08:03 µµ


δευτερεύουσες και ανασφαλείς θέσεις εργασίας. Τα φαινόμενα του ρατσισμού που
εμφανίζονται στην Ευρώπη πιστοποιούν την αδυναμία επίλυσης του δυσχερούς αυ-
τού κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος.
Όλα αυτά τα φαινόμενα έντασης και αποδιοργάνωσης οδηγούν σε κοινωνικές
εντάσεις, σε πράξεις βίας και εγκληματικής δράσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι
πράξεις ατομικής βίας αντικαθιστούνται σταδιακά από συλλογικές και οργανωμένες
–ακόμη και σύμφωνα με τη σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη– εγκληματικές πράξεις,
οι οποίες αποκτούν σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά.
3. Τα προβλήματα που προκύπτουν από την καταστροφή του περιβάλλοντος
οδηγούν σε μια νέα οπτική, που εντάσσει τα προβλήματα αυτά σε ένα ενιαίο κοινω-
νικοοικονομικό πλαίσιο. Η αντίθεση κοινωνίας–φύσης που συνοδεύει το διαφωτι-
στικό επιχείρημα αντικαθίσταται σήμερα από μια συνολική οπτική, η οποία θεωρεί
την προστασία του περιβάλλοντος ως ένα νέο διευρυμένο κοινωνικό δικαίωμα που
αποβλέπει στην προστασία και στην αναπαραγωγή της ζωής του πλανήτη.
Παρόμοιοι προβληματισμοί διαμορφώνονται όσο αφορά την παρέμβαση της τε-
χνολογίας στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή της ζωής. Πέρα από τα προβλή-
ματα που υπάρχουν για την προστασία της υγείας και της ζωής, προκύπτει σήμερα η
ανάγκη να θεσπιστούν πλαίσια που θα οριοθετήσουν μια ανεξέλεγκτη «επιστημονι-
κή» δραστηριότητα και θα διαμορφώσουν μια νέα ισόρροπη σχέση μεταξύ κοινωνί-
ας–τεχνολογικής εξέλιξης, σχέση ικανή να διασφαλίσει την πρόοδο της ανθρώπινης
κοινωνίας.
4. Η γενική μορφή των προβλημάτων αυτών διατυπώνεται μέσα από το αίτημα
της ουσιαστικής αναγνώρισης και κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που
αποτελούν, τελικά, το ιδεώδες της συγκρότησης μιας παγκόσμιας κοινωνίας.
Το πρόβλημα των δικαιωμάτων στη σύγχρονη μορφή τους αφορά καταρχάς τις
αναπτυγμένες κοινωνίες, που πλήττονται από την ανεργία και τα φαινόμενα του
κοινωνικού αποκλεισμού. Κατεξοχήν όμως αφορά την παραβίαση και την καταπά-
τηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που αποτελεί
όνειδος για το σύγχρονο πολιτισμό.
Γι’ αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες αναζητούν σήμερα τους νέους κοινωνι-
κούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους που θα θεμελιώσουν τους σύγχρονους
τύπους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ώστε από τις τυπικές διακηρύξεις να διαμορ-
φωθούν δεσμευτικά πλαίσια οικουμενικής ισχύος για την προστασία των δικαιωμά-
των αυτών.

215

22-0116-02.indd 215 27/4/2017 6:08:03 µµ


Βασικοί όροι
ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός, κράτος–έθνος, υπερεθνικοί θεσμοί, πολυπολιτισμι-
κότητα, παγκοσμιοποίηση, κοινωνία της απασχόλησης, νεοκλασική θεωρία, φυσικό
περιβάλλον, δομημένο περιβάλλον, ανθρώπινο περιβάλλον, βιοτεχνολογία, βιοηθική,
ιδιότητα του πολίτη.

Ερωτήσεις
1. Το κράτος–έθνος.
α. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού κράτους–έθνους (19ος–20ός
αιώνας) και μέσα από ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται η κοινωνία στο
πρότυπο αυτό;
β. Π οιοι μηχανισμοί αντικαθιστούν τον προστατευτισμό του κράτους–έθνους;
γ. Μέσα από ποιες διαδικασίες και ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται σήμερα
η εθνική κοινωνία;
δ. Π οιες επιλογές μπορεί να πραγματοποιήσει ένα αναπτυγμένο κράτος και ποιες
ένα περιφερειακό–υπανάπτυκτο μέσα στο παγκόσμιο σύστημα;

2. Οικογένεια – δομή, ρόλοι


α. Να περιγράψετε συνοπτικά τον τύπο της παραδοσιακής–πυρηνικής οικογένει-
ας και να προσδιορίσετε τις βασικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο
τύπο οικογένειας.
β. Σε ποιους κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους οφείλεται το φαινόμενο της
υπογεννητικότητας στις δυτικές κοινωνίες; Τι επιπτώσεις έχει για τη χώρα μας;
γ. Ποιες επιπτώσεις έχει στη δομή και στις λειτουργίες της οικογένειας η εργασία
και των δύο συζύγων;

3. Πολυπολιτισμικότητα–διαπολιτισμικές σχέσεις
α. Τι σημαίνει «πολυπολιτισμικότητα»; Να αναφέρετε ένα παράδειγμα και να
προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά του.
β. Μ ε ποιους τρόπους μια εθνική κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει την πολιτισμι-
κή της κληρονομιά, όταν συνυπάρχει με πολιτισμικές μειονότητες;
γ. Ποιος είναι ο ρόλος του εθνικού κράτους σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία;
Ποιες θα πρέπει να είναι οι παρεμβάσεις του;

4.Παγκοσμιοποίηση
α. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του όρου «παγκοσμιοποίηση»;
 οιες συνέπειες έχει για μια εθνική οικονομία η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαί-
β. Π
ων σε υπερεθνική κλίμακα;

216

22-0116-02.indd 216 27/4/2017 6:08:03 µµ


γ. Μ
 έσα από ποιους μηχανισμούς διαμορφώνονται σήμερα οι ανισότητες που
καθορίζουν τη θέση ενός κράτους–έθνους στον παγκόσμιο χάρτη;

5. Κοινωνικός αποκλεισμός
α. Τι σημαίνει «κοινωνικός αποκλεισμός»; Σε τι διαφέρει από τη φτώχεια;
β. Με ποιες ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές συνδέεται ο κοινωνικός
αποκλεισμός;
γ. Ποιες κοινωνικές ομάδες οδηγούνται σήμερα στο περιθώριο;
δ. Ποιες είναι οι συνέπειες του τεχνολογικού αποκλεισμού σε μια σύγχρονη κοι-
νωνία;

6. Ανεργία
α. Ποιες είναι οι αλλαγές στους βασικούς τομείς της οικονομίας; Τι επιπτώσεις
έχουν στον τομέα της εργασίας;
β. Ποιες διαιρέσεις διαμορφώνονται σήμερα στο «εσωτερικό» της εργασίας;
γ. Πώς αντιμετωπίζει η νεοκλασική θεωρητική αντίληψη το πρόβλημα της ανερ-
γίας;
δ. Ποιος μπορεί να είναι ο παρεμβατικός ρόλος ενός σύγχρονου κράτους για την
αντιμετώπιση της ανεργίας;
ε. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανεργίας στο άτομο και στο οικογενειακό του
περιβάλλον;

7. Μετανάστευση–ρατσισμός
α. Ποια η διαφορά των παραδοσιακών μεταναστευτικών ρευμάτων από το σύγ-
χρονο φαινόμενο της μετανάστευσης;
β. Με ποιο τρόπο ενσωματώνονται οι μετανάστες στην εργασιακή διαδικασία;
Ποιες αποκαλούμε «ζώνες ελεύθερης εργασίας»;
γ. Ποιες είναι οι βάσεις της εκδήλωσης του ρατσιστικού φαινομένου (οικονομι-
κές, πολιτισμικές);

8. Βία στην κοινωνία


α. Ποια είναι τα κοινωνικά αίτια της βίας και των συγκρούσεων σας σύγχρονες
κοινωνίες;
β. Πώς οργανώνεται σήμερα το έγκλημα; Πώς χρησιμοποιεί τα σύγχρονα εξελιγ-
μένα δίκτυα;
γ. Με ποια μέσα πρέπει να αντιμετωπίσει μια σύγχρονη κοινωνία τα φαινόμενα
της βίας και της εγκληματικότητας; Αρκούν οι μηχανισμοί καταστολής;

217

22-0116-02.indd 217 27/4/2017 6:08:03 µµ


9. Περιβάλλον
α. Γιατί το πρόβλημα του περιβάλλοντος αντιμετωπίζεται σήμερα ως κοινωνικο-
οικονομικό πρόβλημα;
β. Π οιους τομείς περιλαμβάνει η έννοια του περιβάλλοντος; Ποιους στόχους κα-
θορίζει η στρατηγική της «βιώσιμης ανάπτυξης»;
γ. Ποια περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζει η χώρα μας; Πού οφείλονται;

10. Βιοτεχνολογία–βιοηθική
α. Ποια προβλήματα προκαλεί η παρέμβαση της επιστήμης στον τομέα της βιοτε-
χνολογίας στη φυσική διαδικασία;
β. Π ρέπει να είναι απαλλαγμένη η επιστημονική έρευνα από ηθικά ερωτήματα
και αξίες;

11. Ανθρώπινα δικαιώματα


α. Ποιες κατηγορίες δικαιωμάτων συναπαρτίζουν τα «ανθρώπινα δικαιώματα»;
β. Τ ι συνέπειες έχει η αποδυνάμωση ή ακόμη και η κατάργηση των κοινωνικών
δικαιωμάτων;
γ. Να συγκρίνετε τους τύπους δικαιωμάτων σε μια χώρα της Δυτικής Ευρώπης
και σε μια της Κεντρικής Αφρικής. Ποιες διαφορές παρατηρούνται; Που οφεί-
λονται;

218

22-0116-02.indd 218 27/4/2017 6:08:03 µµ


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Γέμτος, Οι Κοινωνικές Επιστήμες. Μία Εισαγωγή, εκδ. Τυπωθήτω/ Γ. Δαρδανός, Αθήνα
1995.
J. Habermas, Αγώνες Αναγνώρισης στο Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου, εκδ. Νέα Σύνορα – Α.
Α. Λιβάνη, Αθήνα 1994. (ατομικά / συλλογικά δικαιώματα / αναγνώριση μειονότητας)
Θ. Κονιαβίτης, Πλουραλισμός στην Κοινωνιολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993.
Μ. Ουόλζερ, Περί Ανεκτικότητας, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998.
Μ. Πετμετζίδου, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα
1992.
Ζ.– Π. Φιτουσσί, Η Απαγορευμένη Συζήτηση, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1997.
Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994.
Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991.
Ό. Στασινόπουλου, «Οικογένεια, Κράτος, Κοινωνική Πολιτική», στο Διαστάσεις της Κοι-
νωνικής Πολιτικής Σήμερα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993.
P. Rosenvallon, La Nouvelle Question Sociale, Seuil, Paris 1995.
E. Balibar, Droit de Cite (Culture et Politique en Democratie), Aube, 1998.
Ντ. Μπράουν, Η Δικτατορία στον Κυβερνοχώρο, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1999.
Λ. Μουσούρου, Κοινωνικός Αποκλεισμός, η Ελληνική Εμπειρία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα
1998.
Ε. Τρέσσου, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, Ίδρυμα Σάκη Καρά-
γιωργα, Αθήνα 1998.
Δ. Χαραλάμπης, Δημοκρατία και Παγκοσμιοποίηση, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα
1998.

«Η ευρεία κοινωνική δραστηριότητα για


την εδραίωση ενός μοντέλου
Κράτους Πρόνοιας και η κοινωνική ευθύνη
για την ευημερία
των ανθρώπων είναι κάτι
το μη αναστρέψιμο»
(Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ)

219

22-0116-02.indd 219 27/4/2017 6:08:03 µµ


22-0116-02.indd 220 27/4/2017 6:08:03 µµ
6. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΣΗΜΕΡΑ: Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ
ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΔΑ

Εισαγωγή: Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη και η σύγχρονη


επιστημονική οργάνωση των Κοινωνικών Επιστημών τόσο σε εκπαιδευτικό όσο και σε
ερευνητικό επίπεδο. Τονίζεται παράλληλα η συμβολή των Κοινωνικών Επιστημών σε
καίρια προβλήματα που αφορούν τη θεσμική, την κοινωνική και την οικονομική οργά-
νωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Διδακτικοί στόχοι: Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να κατανοήσουν οι μαθητές
και οι μαθήτριες το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες στην
οργάνωση και στην πρόοδο των σύγχρονων κοινωνιών.
Ιδιαίτερος στόχος, επίσης, είναι να κατανοήσουν ότι τόσο η ανάπτυξη και η εξειδί-
κευση των Κοινωνικών Επιστημών, όσο και οι αντίστοιχες επιστημονικές– επαγγελ-
ματικές δραστηριότητες είναι αποτέλεσμα της ευρύτερης κοινωνικοοικονομικής και
επιστημονικής εξέλιξης.
Εισαγωγικές ερωτήσεις: ● Μπορούν οι Κοινωνικές Επιστήμες να αναγνωρίσουν
και να δώσουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που προκύπτουν στην πορεία της ευρω-
παϊκής ενοποίησης; ● Η πρόοδος των Κοινωνικών Επιστημών συντελείται στο εσωτε-
ρικό της επιστημονικής κοινότητας ή εξαρτάται από τις ευρύτερες πολιτικοκοινωνικές
εξελίξεις;

6.1. Ο ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


Σ’ όλη τη νεότερη ιστορική περίοδο, που χαρακτηρίζεται από την άνοδο του Λόγου
και της Επιστήμης και την οργάνωση της κοινωνίας με βάση το κράτος–έθνος και το
πρότυπο της βιομηχανικής ανάπτυξης, οι Κοινωνικές Επιστήμες συνέβαλαν με το δικό
τους σημαντικό τρόπο.
Ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι Κοινωνικές Επιστήμες συνέ-
βαλαν σημαντικά στην κατανόηση της ανόδου και της κρίσης του κοινωνικού κράτους
και οδήγησαν στη δημιουργία θεσμών και κανόνων που διεύρυναν τα κοινωνικά δικαι-
ώματα και ορθολογικοποίησαν τις μορφές της κοινωνικής οργάνωσης.

221

22-0116-02.indd 221 27/4/2017 6:08:03 µµ


Σήμερα αυτή η σημαντική συνεισφορά των Κοινωνικών Επιστημών δεν αναγνωρίζε-
ται μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο. Στη διαδρομή αυτού
του κεφαλαίου, θα εξετάσουμε αρχικά τη συνεισφορά των Κοινωνικών Επιστημών στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, θα δούμε τις κατευθύνσεις σπουδών, τα υποδείγματα και
τα ερευνητικά αντικείμενα όπως συνοπτικά εμφανίζονται σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Στην
Ελλάδα, παρά τα προβλήματα που παρουσίασε η πορεία της οικονομικής ανάπτυξης,
το ενδιαφέρον για τις σπουδές αλλά και για τις Κοινωνικές Επιστήμες ήταν και είναι
αξιοσημείωτο. Σήμερα οι σπουδές είναι οργανωμένες σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, ενώ
επικεντρώνονται και σε ζητήματα που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα. Σε γε-
νικές γραμμές, προέχει να υπογραμμιστεί η διεπιστημονική επιχειρηματολογία, στην
Ευρώπη και στη χώρα μας, για την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών και για την
αντιμετώπιση των σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων.

Τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσιάζεται μια ευρύτατη ανάπτυξη των Κοινωνικών


Επιστημών. Βελτιώνονται οι μέθοδοί τους, διευρύνεται το πεδίο της έρευνάς τους, εμ-
φανίζονται νέοι επιστημονικοί κλάδοι αλλά και νέες προτάσεις για τη βελτίωση της
κοινωνικής ζωής. Μαζί με τον πολλαπλασιασμό των πανεπιστημιακών σχολών, εμφα-
νίζονται νέες ερευνητικές ομάδες, οργανώνονται ερευνητικά κέντρα, διοργανώνονται
επιστημονικά συνέδρια σε εθνικό, σε διεθνές και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κυκλοφορούν

222

22-0116-02.indd 222 27/4/2017 6:08:03 µµ


επιστημονικά περιοδικά και παρουσιάζεται μια πολύ μεγάλη εκδοτική κίνηση, η οποία
απεικονίζει αλλά και διαδίδει τις εξελίξεις των Κοινωνικών Επιστημών.
Το ενδιαφέρον για τις Κοινωνικές Επιστήμες προωθείται τόσο από τις εθνικές κυ-
βερνήσεις όσο και από διεθνείς οργανισμούς και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊ-
κής Ένωσης. Η έρευνα αναλαμβάνει επίσημα το ρόλο να συνδράμει στην αντιμετώπιση
των νέων και σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων. Τα προβλήματα αφορούν τις ανακα-
τατάξεις στο χάρτη των κοινωνικών και των διεθνών σχέσεων και συνδέονται με την πα-
ρέμβαση του νέου φαινομένου, της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό,
αναπτύσσονται υπερεθνικού τύπου δίκτυα και θεσμοί που αποδυναμώνουν το χαρακτή-
ρα του κράτους–έθνους. Η ροή αγαθών, πληροφορίας, τεχνολογίας, αλλά και ανθρώπων
(μετανάστευση), δε ρυθμίζεται στο πλαίσιο του κράτους, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι μεταβολές αυτές όμως συμβαίνουν εν μέσω ενός ανταγωνιστικού οικονομικού
περιβάλλοντος που δεν επιτρέπει την ισότιμη συμμετοχή ατόμων ή και λαών στις συ-
ντελούμενες εξελίξεις. Προκύπτουν προβλήματα σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής,
όπως είναι η προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων, τα πρότυπα και οι αρχές δι-
αχείρισης της οικονομίας, η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, η αντιμετώπιση της
ανεργίας, των προκαταλήψεων, της βίας. Εύλογα, τα προβλήματα που προκύπτουν πι-
έζουν για τη θεσμοθέτηση νέων φορέων ρύθμισης της κοινωνικής ζωής. Για όλα όμως
χρειάζεται η επιστημονική ανάλυση και ερμηνεία και η πληρέστερη δυνατή κατανόηση
των σύγχρονων προβλημάτων.
Η αναγνώριση αυτής της προτεραιότητας, για εμπεριστατωμένη, μεθοδική, ακριβή
αλλά και πολύπλευρη ανάλυση, εξήγηση και κατανόηση των προβλημάτων καθιστά
αναγκαίο το ρόλο των Κοινωνικών Επιστημών. Ο ρόλος τους είναι απαραίτητος όχι
μόνο για τη θεωρητική ανάλυση, αλλά και για τον προσδιορισμό των αρχών και των αξι-
ών, δηλαδή των όρων της πρακτικής αντιμετώπισης των νέων κοινωνικών φαινομένων,
προς μια δημοκρατική κατεύθυνση.

6.2. Η
 ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί μια πορεία ολοκλήρωσης η οποία διαδραματίζει καθο-
ριστικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις.
– Η πορεία αυτή συντελείται σε συνδυασμό με τη νέα πραγματικότητα που προέ-
κυψε μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και της

223

22-0116-02.indd 223 27/4/2017 6:08:03 µµ


πρώην ΕΣΣΔ. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζει την εκ νέου δια-
μόρφωση του πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού χάρτη της γηραιάς ηπείρου.
Επιπλέον αναπροσδιορίζεται και ο ρόλος της μέσα στην παγκόσμια κοινότητα.
– Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι φορέας δυναμικών εξελίξεων, ενώ ταυτόχρονα αποτε-
λεί ένα πολύπλευρο και πολυσύνθετο αντικείμενο έρευνας των Κοινωνικών Επι-
στημών. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε τις εξής θεματικές:
– Η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο σύστημα σχέσεων.
– Η πολιτική και θεσμική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
– Η οικονομική οργάνωση και ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική
και νομισματική ένωση, το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα και η διεθνής πολι-
τική συνεργασίας.
– Η διαμόρφωση κοινής εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας.
– Κοινωνική ανισότητα και κοινωνική πολιτική.
– Πολυπολιτισμικότητα. Προβληματισμός για τις διαφοροποιήσεις ως προς τη
γλώσσα, το θρήσκευμα, κτλ. Θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των μειονοτή-
των.

Στους παραπάνω καίριους τομείς οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπτύσσουν πλούσια


ερευνητική δραστηριότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη στις κρίσιμες επιλογές που κα-
θορίζουν το μέλλον της Ένωσης.
Η έρευνα πάνω σε ευρωπαϊκά θέματα έχει ευνοηθεί και με την οργάνωση ευρωπαϊ-
κών πανεπιστημίων, όπως το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο στη Φλωρεντία,
το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών στη Λουβέν λα Νεβ (Βέλγιο), το Ευρωπαϊκό Πανε-
πιστήμιο στην Μπριζ (Βέλγιο), στην Αγγλία το Τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών στα Πα-
νεπιστήμια του Σάσεξ και του Μπράντφορντ, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο LSE (London
School of Economics and Political Science). Στα ιδρύματα αυτά συνδέονται η διδασκα-
λία και η έρευνα, οι οποίες προσανατολίζονται σε τομείς όπως Ιστορία και Πολιτισμός,
Οικονομία, Δίκαιο, Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οργανώνονται ομάδες ειδικών υψηλής στάθ-
μης, επιφορτισμένες με το καθήκον να διερευνήσουν συγκεκριμένα κοινωνικά προβλή-
ματα και να συντάξουν εμπεριστατωμένες εκθέσεις, τις οποίες θέτουν υπόψη των θεσμι-
κών οργάνων της Ένωσης και των κρατών–μελών της. Βασικοί άξονες στους οποίους
έχουν κατευθύνει τις μελέτες τους είναι, για παράδειγμα, η κοινωνία της πληροφορίας
και τα επαγγέλματα του μέλλοντος, το μέλλον της εργασίας, οι αγορές εργασίας, η κοι-
νωνική συνοχή και η ποιότητα ζωής, η εκπαιδευτική πολιτική, η πολιτισμική διαφορο-
ποίηση και οι πολιτισμικές ταυτότητες, τα προβλήματα δημοκρατίας, κ.ά.

224

22-0116-02.indd 224 27/4/2017 6:08:03 µµ


Πιο αναλυτικά, εκ μέρους ορισμένων Κοινωνικών Επιστημών χαράσσονται κατευ-
θύνσεις και προσδιορίζονται ερευνητικά πρότυπα που προορίζονται για την αντιμετώ-
πιση πρακτικών προβλημάτων στην πολιτική, στην οικονομία, στην οργάνωση των κοι-
νωνικών σχέσεων.

6.2.1. Πολιτική Επιστήμη


Σε γενικές γραμμές, η πρόοδος της έρευνας πραγματοποιείται σε πολλούς άξονες, όπως
Πολιτική Κοινωνιολογία, ανάλυση μορφών του κράτους, μελέτη πολιτικών συστημάτων
και πολιτικών ιδεών επιχειρείται δε να καλυφθεί το παλαιότερο κενό πάνω στις διεθνείς
σχέσεις, θέμα ζωτικής σημασίας για τη σύγχρονη πολιτική. Διεξάγονται συγκριτικές
μελέτες των πολιτικών θεσμών, όπως το σύνταγμα, τα πολιτικά κόμματα, η εκλογική
συμπεριφορά, κυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τύποι και λειτουργία της
δημοκρατίας, κινήματα διαμαρτυρίας, όπως εκδηλώνονται στις διάφορες ευρωπαϊκές
χώρες. Παρατηρείται όμως ότι έχει περιοριστεί ο τομέας της Πολιτικής Φιλοσοφίας.
Συγκεκριμένα πάνω στο πρό-
βλημα της Ευρωπαϊκής Ενοποί-
ησης, η πολιτική θεωρία έχει
επικεντρωθεί σε δύο αντίπαλες
«κατασκευές»:
– Σύμφωνα με το πρώτο πρό-
τυπο, η ενοποίηση πραγματοποι-
είται με τη σταδιακή αποδυνά-
μωση του κράτους–έθνους και με
σκοπό τη δημιουργία ενός κοινού
ευρωπαϊκού κράτους.
Η στρατηγική κατεύθυνση την
οποία υπαγορεύει αυτό το πρότυπο
θεωρητικά υπάγεται στο νεο-λει-
τουργιστικό υπόδειγμα. Σύμφω-
να με το πρότυπο αυτό, πρώτον,
αφαιρούνται σταδιακά ορισμένες
εξουσίες από το έθνος–κράτος. Οι
εξουσίες αυτές μεταβιβάζονται σε
υπερεθνικούς νομισματικούς θε-
σμούς (όπως κατάργηση εθνικών
δασμών, ενιαία νομισματική πολι-
τική, κτλ.). Με τις διαδικασίες αυ-
τές αποφεύγονται οι διενέξεις και

225

22-0116-02.indd 225 27/4/2017 6:08:03 µµ


οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατών για το ποιος παίρνει τις αποφάσεις.
Δεύτερον, το κράτος συλλαμβάνεται ως ένα άθροισμα επιμέρους συμφέροντων των
κοινωνικών ομάδων που το αποτελούν. Αυτά τα επιμέρους κοινωνικά και οικονομι-
κά συμφέροντα, στην πορεία της ενοποίησης, μπορούν να απευθύνονται σε κεντρικούς
ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων απευθείας από τα
κοινοτικά ταμεία.
– Σύμφωνα με το δεύτερο πρότυπο, η ευρωπαϊκή ενοποίηση συλλαμβάνεται ως μια
«συμμαχία» μεταξύ κρατών τα οποία διατηρούν την κυριαρχία τους. Αυτού του τύπου
η «συμμαχία» οδηγεί τα κράτη σε μια σχέση συμβίωσης όπου το καθένα χρειάζεται τα
άλλα για τη διατήρηση και την πρόοδό του. Σε αυτή την περίπτωση, η Πολιτική Επι-
στήμη προβάλλει το πρότυπο του ομοσπονδισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση, ερευνώνται
τύποι συνεργασίας και συνύπαρξης μεταξύ των κρατών και αναζητούνται οι πιο κατάλ-
ληλοι θεσμοί για τη διευκόλυνση αυτής της συνύπαρξης.
Ο ομοσπονδισμός περιλαμβάνει δύο τύπους συνεργασίας των κρατών: τον τύπο της
συνομοσπονδίας και τον τύπο της ομοσπονδίας. Ιστορικά παραδείγματα ομοσπονδίας
αποτελούν η ελβετική ομοσπονδία, η αμερικανική ομοσπονδία, η γερμανική ομοσπον-
δία.
Η συνομοσπονδία αποτελεί μια «χαλαρή» ένωση μεταξύ ανεξάρτητων κρατών, στην
οποία οι κεντρικοί θεσμοί (κυβέρνηση, σύνταγμα της συνομοσπονδίας) δεν υπερισχύ-
ουν των εθνικών θεσμών, οι οποίοι διατηρούν την ισχύ τους.
Αντίθετα, στην περίπτωση μιας ομοσπονδίας, επικρατεί ένα σύνταγμα για ολόκληρη
την ομοσπονδία το οποίο αναγνωρίζεται ως ανώτερο των εθνικών συνταγμάτων. Οι
πολίτες των κρατών–εθνών είναι πολίτες της ομοσπονδίας.

Η Πολιτική Επιστήμη μελετά ακόμη μια σειρά άλλων προβλημάτων που απασχολούν
την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως δομές και δυναμικές των πολιτικών
σχέσεων που υπάρχουν στα όρια του κράτους–έθνους. Μελετάται, επίσης, η δυναμική
την οποία αναπτύσσουν τα συγγενή πολιτικά κόμματα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αντιμετώπιση πολιτικών και κοινωνικών συγκρού-
σεων απέναντι σε προβλήματα όπως ανεργία και αναδιανομή των κοινωνικών πόρων.

226

22-0116-02.indd 226 27/4/2017 6:08:03 µµ


6.2.2. Οικονομικές Επιστήμες
Η έρευνα περιλαμβάνει τόσο θεωρητικές όσο και εφαρμοσμένες μελέτες στους τομείς
της Οικονομικής Πολιτικής, της Χρηματιστικής Οικονομίας, της Διεθνούς Οικονομίας,
της Οικονομίας της Εργασίας, κ.ά.
Κατεξοχήν απασχολεί η σύγκλιση των οικονομιών των χωρών της Ένωσης, με δε-
δομένο ότι κάθε χώρα έχει το δικό της επίπεδο, δικούς της ρυθμούς και προτεραιότητες
ανάπτυξης, που θα πρέπει να κατανοούνται.
Οι έρευνες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του νεοκλασικού υποδείγματος, το οποίο
δίνει το προβάδισμα στη μαθηματική ανάλυση και υπάγεται στην επίδραση των αγγλο-
σαξονικών σχολών. Η νεοκλασική αντίληψη της οικονομικής ολοκλήρωσης της Ευρω-
παϊκής Ένωσης επικεντρώνεται κυρίως στην κατάργηση των περιορισμών που αφορούν
την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων και κεφαλαίων στο εσωτερικό της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, προωθεί την πλήρη εναρμόνιση ανάμεσα στις επι-
μέρους νομισματικές και οικονομικές πολιτικές προς ένα ενιαίο πρότυπο. Σύμφωνα με
το πρότυπο αυτό, θεωρείται ότι οι μηχανισμοί της αγοράς –προσφορά και ζήτηση προ-
ϊόντων, διαμόρφωση και διακύμανση τιμών, προσφορά και ζήτηση εργασίας, κτλ.– αν
αφεθούν ελεύθεροι από πολιτικές παρεμβάσεις, μπορούν να λειτουργήσουν με τέτοιο
τρόπο ώστε να παραγάγουν τα καλύτερα αποτελέσματα.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ίδια η διαδικασία οικονομικής ολοκλήρωσης παράγει
πολλές ανισότητες· ανισότητες μεταξύ των κρατών, μεταξύ των περιφερειών, μεταξύ
Βορρά–Νότου, αλλά και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων σε κάθε χώρα–μέλος.
Για την άμβλυνση των ανισοτήτων αυτών και για την ορθότερη κατανομή του κό-
στους και των ωφελειών, σε επίπεδο κρατών αλλά και κοινωνικών ομάδων, διαμορ-
φώνονται αναγκαστικά αναδιανεμητικοί μηχανισμοί και εφαρμόζονται ευρωπαϊκές πο-
λιτικές ικανές να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες αυτές που δημιουργούνται από την
ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Οι πολιτικές αυτές αποβλέπουν στη μεταφορά των
απαραίτητων χρηματικών πόρων και ενισχύσεων σε ευαίσθητους τομείς, όπως η γεωρ-
γία και η απασχόληση, και προωθούνται παράλληλα προγράμματα επιμόρφωσης και
κατάρτισης (περιφερειακά προγράμματα ανάπτυξης, επιδοτήσεις αγροτικών προϊόντων,
ενισχύσεις πληττόμενων περιοχών).

6.2.3. Κοινωνιολογία
Στην Κοινωνιολογία έχουν εμφανιστεί αρκετοί νέοι κλάδοι, όπως Κοινωνιολογία της
Εργασίας, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, Αστική
Κοινωνιολογία, κ.ά.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής έρευνας δίνεται έμφαση στη συγκριτική μελέτη των

227

22-0116-02.indd 227 27/4/2017 6:08:03 µµ


κοινωνικών θεσμών, των δομών και των δυναμικών ανάμεσα στα κράτη–μέλη. Πραγμα-
τοποιούνται έρευνες για τη λειτουργία και την εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας, την
προστασία της υγείας, τη μετανάστευση. Η εμπειρική έρευνα εστιάζει στην ανάλυση
των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά εργασίας, στην κοινωνική ανισότητα
και στην κοινωνική πολιτική. Οι ερευνητικές περιοχές καλύπτουν τη μελέτη της κοι-
νωνικής κινητικότητας, της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, το ρόλο και τη θέση της
γυναίκας στον καταμερισμό της εργασίας.

6.2.4. Κοινωνική Ανθρωπολογία


Οι έρευνες στην Κοινωνική Ανθρωπολογία προσανατολίζονται στα συστήματα συγ-
γένειας, στους μύθους, στις συμβολικές πρακτικές που συμβάλλουν στην κατανόηση
αφρικανικών και ασιατικών κοινωνιών αλλά και των ποικίλων εθνοτήτων που υπάρχουν
στον κόσμο και τις τελευταίες δεκαετίες μεταναστεύουν στη Δύση. Οι έρευνες στο πεδίο
αυτό συμβάλλουν στην κατανόηση της συνθετότητας των σύγχρονων πολυπολιτισμι-
κών κοινωνιών και στη διαμόρφωση του θεσμικού και του πολιτισμικού πλαισίου στο
οποίο θα συνυπάρξουν οι επιμέρους μειονότητες.

6.3. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Το ελληνικό κράτος, το οποίο σχηματίζεται το 1830, χαρακτηρίζεται από έναν αργό
ρυθμό εκβιομηχάνισης, που δεν εμπόδισε όμως την ταχεία διαδικασία σχηματισμού με-
γάλων αστικών κέντρων, τον προσανατολισμό της αγροτικής παραγωγής σε εξαγώγιμα
προϊόντα, την αύξηση των μη παραγωγικών υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό, ακόμη,
ότι ο Ελληνισμός του εξωτερικού συμμετέχει πλατιά και ολόπλευρα στη ζωή του ανε-
ξάρτητου βασιλείου. Η εκπαίδευση επεκτείνεται γρήγορα και ομοιόμορφα σε όλη τη
χώρα. Είναι υποχρεωτική, παρέχεται δωρεάν και, το πιο εντυπωσιακό, το ποσοστό φοί-
τησης είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύεται το 1837. Οι καθηγητές του σπούδασαν ή συνέ-
χισαν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών το απορροφά
η Νομική. Γύρω στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, περισσότερο από το μισό του συ-
νολικού σώματος των φοιτητών προσελκύεται από τη σχολή αυτή. Με δεδομένο ότι δεν
είχαν συσταθεί ξεχωριστές σχολές για τις Πολιτικές και τις Οικονομικές Επιστήμες, τα
Νομικά συγκροτούν κατεξοχήν τον τομέα που οδηγεί δυνάμει στις κορυφές των κρατι-
κών και των χρηματιστηριακών γραφειοκρατειών.

228

22-0116-02.indd 228 27/4/2017 6:08:03 µµ


Η διάδοση των Κοινωνικών Επιστημών στις αρχές του 20ού αιώνα σηματοδοτεί-
ται με την ίδρυση της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας» από τον Αλέξανδρο Παπαναστα-
σίου (1867–1936), το 1908, με ιδρυτικά μέλη, εκτός του Α. Παπαναστασίου, τους Κ.
Τριανταφυλλόπουλο, Π. Αραβαντινό, Θρ. Πετιμεζά (νομικούς) και τον παιδαγωγό Α.
Δελμούζο. Επιστημονική επιδίωξη της Εταιρείας ήταν η σύνδεση της Κοινωνιολογίας
με την Πολιτική Επιστήμη και στη βάση αυτή αναπτύχθηκε ένας πρωτοποριακός προ-
βληματισμός.
Το 1916 ιδρύεται από τον Α. Παπαναστασίου η «Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτι-
κών Επιστημών», με στόχο την ανάπτυξη μιας αξιολογικά ουδέτερης Κοινωνιολογίας.
Από το 1921 αρχίζει να κυκλοφορεί το περιοδικό Αρχείον Οικονομικών και Κοινω-
νικών Επιστημών, με ιδρυτή τον Δ. Καλλιτσουνάκη, με σκοπό την επιστημονική και
κριτική διερεύνηση της ελληνικής κοινωνίας. Δημοσιεύονται μέχρι τη δεκαετία του ’60
σημαντικές κοινωνιολογικές και οικονομικές εργασίες. Η θεσμική κατοχύρωση του το-
μέα των Κοινωνικών Επιστημών συντελείται με τη δημιουργία εδρών Κοινωνιολογίας
στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης (1926) και Αθηνών (1929) και με την ίδρυση το 1927
της Ανώτατης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. Υπόδειγμα για τη σχολή αυτή, η οποία
αργότερα μετονομάστηκε σε Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, ήταν η Σχολή Πο-
λιτικών Επιστημών στη Γαλλία, ένα κέντρο σπουδών για την ανάπλαση της γαλλικής
Διοίκησης και την κατάρτιση των στελεχών της. Το 1933 η Πάντειος αποτελείται από
δυο τμήματα, το Πολιτικό–Ιστορικό και το Κοινωνικό–Οικονομικό, και οι σπουδές εί-

229

22-0116-02.indd 229 27/4/2017 6:08:04 µµ


ναι προσανατολισμένες στην κατάρτιση των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο –και το βαθύ πολιτικό και ιδεο-
λογικό διχασμό που τον συνόδευε–το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατεί, αλλά και
οι γενικότερες πολιτικές–ιδεολογικές αντιλήψεις που κυριάρχησαν στη χώρα μας, επη-
ρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Κυρίαρχες επιστήμες
αναδεικνύονται το Δίκαιο και η Οικονομία, ενώ η ανάλυση των κοινωνικών και των
πολιτικών φαινομένων «ενσωματώνεται» στην Πολιτειολογία, στο Δημόσιο και στο Δι-
εθνές Δίκαιο, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση.
Το κλίμα αυτό αρχίζει να μεταβάλλεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η ανάγκη
να ακολουθήσει η χώρα μας την κατεύθυνση μιας σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης
και, κυρίως, η επιταγή της αποκατάστασης ενός αυτόνομου από τα εξωθεσμικά κέντρα
παρέμβασης (παλάτι, ΗΠΑ) κοινοβουλευτικού καθεστώτος οδήγησαν στην εντυπωσια-
κή ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών.
Η αυταρχική παρένθεση της δικτατορίας (1967–1974) αναστέλλει την κοινωνικοε-
πιστημονική θεωρία και έρευνα, οδηγεί όμως στην ανάδειξη ενός πλούσιου επιστημονι-
κού δυναμικού που ριζοσπαστικοποιείται έντονα μετά το 1974.
Η πτώση της δικτατορίας σηματοδοτεί μια περίοδο έντονου κοινωνικοπολιτικού
προβληματισμού, κατά την οποία οι Κοινωνικές Επιστήμες επικεντρώνονται στην ανά-
λυση και στην επιστημονική θεμελίωση του προβληματισμού αυτού που αφορά το χα-
ρακτήρα, τη δομή και την προοπτική της ελληνικής κοινωνίας στο σύγχρονο κόσμο.
Στη δεκαετία του ’80 η Πάντειος μετονομάζεται σε Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνι-
κών και Πολιτικών Επιστημών, περιλαμβάνει οκτώ τμήματα, οι σπουδές δεν είναι πλέον
στενά συνδεδεμένες με τη Δημόσια Διοίκηση και προσανατολίζονται στη διερεύνηση
όλων των Κοινωνικών Επιστημών. Την ίδια εποχή ιδρύονται νέα τμήματα Κοινωνικών
Επιστημών στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως το τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πανεπι-
στήμιο Κρήτης (1984), η Σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαί-
ου, τμήματα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Ψυχολογίας κτλ.

230

22-0116-02.indd 230 27/4/2017 6:08:04 µµ


6.3.1. Οι σπουδές των Κοινωνικών Επιστημών στην Ελλάδα
Η πανεπιστημιακή διδασκαλία στην Ελλάδα παρέχεται από δημόσια ιδρύματα. Τα πα-
νεπιστημιακά τμήματα συμμετέχουν στο Πρόγραμμα ERASMUS, που προβλέπει την
ανταλλαγή προπτυχιακών φοιτητών, και συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.
Μετά το πέρας των πανεπιστημιακών σπουδών, υπάρχει ένας μεταπτυχιακός κύκλος
σπουδών ο οποίος διαρκεί κατά κανόνα τέσσερα εξάμηνα. Μετά την ολοκλήρωση και
του κύκλου αυτού, υπάρχει η δυνατότητα εκπόνησης διδακτορικής εργασίας, με την
εποπτεία τριμελούς πανεπιστημιακής επιτροπής, για τη λήψη διδακτορικού διπλώματος.
Συνοπτικά, ως προς τις κατευθύνσεις έρευνας και τα αντικείμενα μελέτης κατά τη
διάρκεια των σπουδών, μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής:
Πολιτική Επιστήμη: Οι σπουδές εξειδικεύονται σε βασικές κατευθύνσεις έρευ-
νας και σε επιμέρους αντικείμενα μελέτης. Στην κατεύθυνση της Πολιτικής Επιστή-
μης εξετάζονται προβλήματα πολιτικής θεωρίας, πολιτικής φιλοσοφίας και ψυχολογί-
ας, εμπειρικές μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών, ζητήματα θεωρίας του κράτους,
των πολιτικών συστημάτων, με εξειδίκευση στην ελληνική πολιτική και Ιστορία, κτλ.
Στην κατεύθυνση των Διεθνών Σπουδών, εξετάζονται το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, η
συγκρότηση και λειτουργία των διεθνών οργανισμών, οι θεσμοί και οι λειτουργίες των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις, οι διακρατικές σχέσεις γεω-
γραφικών περιοχών όπως τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή.
Οικονομία: Οι σπουδές στην Οικονομία αρχίζουν στα μέσα του 19ου αιώνα, με τον
καθηγητή I. Σούτσο, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι επηρεασμένες από την κλασι-
κή σχολή της Πολιτικής Οικονομίας και τα επιχειρήματα του οικονομικού φιλελευθερι-
σμού. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’30, γίνονται γνωστές οι απόψεις του Κέινς, αλλά
μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υποστηρίζεται ενεργά το κεϊνσιανό επιχείρημα υπέρ των
κρατικών παρεμβάσεων. Σήμερα η Οικονομία διδάσκεται στα περισσότερα πανεπιστή-
μια της χώρας. Τα γνωστικά αντικείμενα επικεντρώνονται στη Μακροοικονομική, στη
Μικροοικονομική, στα Μαθηματικά, στη Στατιστική, στην Ελληνική Οικονομία, στο
Διεθνές Εμπόριο και στις Διεθνείς Χρηματαγορές, σε ζητήματα ανάπτυξης, κτλ.
Κοινωνιολογία: Μελετώνται οι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η Κοινωνιολο-
γία, οι μέθοδοι και οι τεχνικές της κοινωνικής έρευνας, οι θεσμοί και ο χαρακτήρας της
ελληνικής κοινωνίας– εξετάζονται, επίσης, επιμέρους κλάδοι, όπως Πολιτική Κοινωνι-
ολογία, Αγροτική Κοινωνιολογία, Αστική Κοινωνιολογία, Κοινωνιολογία του Δικαίου,
της Γνώσης, της Οικογένειας, του Πολιτισμού, της Εκπαίδευσης.
Ψυχολογία: Έχουν ιδρυθεί τμήματα Ψυχολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσα-
λονίκης, στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Πάντειο
Πανεπιστήμιο. Υπάρχει, ακόμη, Τομέας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ

231

22-0116-02.indd 231 27/4/2017 6:08:04 µµ


μαθήματα Ψυχολογίας διδάσκονται και στα Παιδαγωγικά Τμήματα. Σε γενικές γραμμές,
οι σπουδές επικεντρώνονται στη διερεύνηση των βασικών εννοιών και των κυρίων κα-
τευθύνσεων της Ψυχολογίας, όπως Κοινωνική Ψυχολογία, Κλινική Ψυχολογία, Πειρα-
ματική Ψυχολογία, Γνωστική–Εξελικτική Ψυχολογία, Νευροψυχολογία, Παιδαγωγική
Ψυχολογία, με σκοπό την κατάρτιση επιστημόνων οι οποίοι θα μπορέσουν να συνει-
σφέρουν τόσο στη θεωρητική όσο και στην πρακτική αντιμετώπιση των ψυχολογικών
προβλημάτων που αφορούν το σύγχρονο άτομο.
Ανθρωπολογία: Οι σπουδές έχουν διπλό στόχο και αποβλέπουν τόσο στη θεωρητι-
κή κατάρτιση των επιστημόνων στα γνωστικά αντικείμενα της Κοινωνικής Ανθρωπο-
λογίας, των πολιτισμικών φαινομένων και της κοινωνικής πολιτικής, όσο και στην πα-
ρέμβαση στην κοινωνική πραγματικότητα υπέρ της επικοινωνίας και της δημιουργικής
συνύπαρξης ατόμων, λαών και πολιτισμών. Τμήματα Ανθρωπολογίας έχουν ιδρυθεί στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο (Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας)
και στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας).

Η επιστημονική δραστηριότητα στο πεδίο των Κοινωνικών Επιστημών περιλαμβά-


νει ακόμη:
– Εθνικά κέντρα ερευνών (ΕΙΕ, ΕΚΚΕ)
– Ινστιτούτα και πανεπιστημιακά κέντρα ερευνών
– Ανεξάρτητα ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα
– Επαγγελματικές εταιρείες επιστημονικών κλάδων
– Επιστημονικά περιοδικά, βιβλιοθήκες, επιστημονικές εκδόσεις

6.3.2. Επαγγελματικές προοπτικές


Οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι πρωταρχικά συνδεδεμένες με την έρευνα. Οι ιστορικές
εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας θέτουν το καθήκον να μελετηθούν τα νέα
προβλήματα. Οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις, η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίη-
σης, τα κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρο-
νες κοινωνίες, οι μεταβολές στην πολιτική γεωγραφία της Βαλκανικής Χερσονήσου και
οι σχέσεις μας με τους γειτονικούς λαούς είναι ανοιχτά ζητήματα που αφορούν άμεσα
την ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες αποτελούν ένα ζωτικό
χώρο επεξεργασίας και ανάλυσης των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών προβλημά-
των που απασχολούν την κοινωνία μας.
Ένα ευρύ πεδίο δραστηριότητας των κοινωνικών επιστημόνων αφορά τη στελέχωση
των πολιτικών θεσμών, των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, όπου κοινωνικοί
επιστήμονες κατέχουν θέσεις πολιτικών συμβουλών και αναλυτών.
Ένα νέο πεδίο διεύρυνσης των κοινωνικών επιστημών προκύπτει από την αλματώδη
ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και των υπηρεσιών των Δημοσίων Σχέσε-

232

22-0116-02.indd 232 27/4/2017 6:08:04 µµ


ων. Σ’ αυτούς τους τομείς διανοίγεται ένα ευρύ πεδίο απασχόλησης για όλες σχεδόν τις
δραστηριότητες που συνδέονται με τις Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες.
Τέλος, σε εθνικό επίπεδο, οι ριζικές κοινωνικοοικονομικές και διοικητικές αλλαγές
που συνδέονται με τη συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις οδηγούν στην
ανάπτυξη μιας σειράς νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων: δημόσιες και ιδιωτικές
υπηρεσίες που συνδέονται με τα ευρωπαϊκά θέματα και τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, υπη-
ρεσίες που αφορούν τη συγκρότηση της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης,
κέντρα έρευνας και εταιρείες δημοσκοπήσεων, τομείς της δημόσιας και της ιδιωτικής
εκπαίδευσης –με την καθιέρωση μαθημάτων κοινωνικών επιστημών στη δευτεροβάθμια
εκπαίδευση– αποτελούν μερικούς από τους νέους τομείς όπου μπορούν να απασχολη-
θούν οι κοινωνικοί επιστήμονες.
Είναι φανερό ότι στα σύγχρονα πολυσύνθετα προβλήματα τόσο οι εξειδικευμένες
γνώσεις όσο, κυρίως, οι σε βάθος θεωρητικές αναλύσεις είναι απόλυτα αναγκαίες για να
μπορέσει η κοινωνία του 21ου αιώνα να πετύχει τους στόχους της διατηρώντας παράλ-
ληλα τη συνοχή και την αλληλεγγύη της.
Σ’ αυτή την πορεία μαζί με την τεχνολογική πρόοδο, οι Κοινωνικές Επιστήμες συ-
νιστούν ένα σταθερό θεμέλιο γνώσης, έρευνας, προόδου και αποτελούν την εγγύηση
ότι η ανθρωπότητα θα προχωρήσει με βάση τις αξίες που σημάδεψαν τον ανθρώπινο
πολιτισμό.

233

22-0116-02.indd 233 27/4/2017 6:08:04 µµ


Ερωτήσεις
1) α. Ποια η συμβολή των Κοινωνικών Επιστημών στη διερεύνηση των προβλημά-
των που προκύπτουν από την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης;
β. Ποια αντικείμενα έρευνας προκύπτουν και πώς αντιμετωπίζονται από την
επιστημονική κοινότητα;
γ. Π οια η διαφορά μεταξύ του νεο–λειτουργιστικού υποδείγματος και του ομο-
σπονδισμού, όσο αφορά το πρότυπο πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής
Ένωσης;
δ. Π οιο πρότυπο κρίνετε συμφερότερο για τη χώρα μας αλλά και για τη συνολι-
κή ευρωπαϊκή προοπτική;
Να αναφέρετε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του νεο-κλασικού
υποδείγματος στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής.

2) α. Σε ποια πολιτικοκοινωνικά αίτια οφείλεται η ανάδυση των Κοινωνικών Επι-
στημών στη χώρα μας;
β. Να συνδέσετε το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, που διατυπώθηκε στην
αρχή του 20ού αιώνα, με την ανάγκη μιας νέας ιστορικοκοινωνικής θεώρη-
σης της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας.
γ. Γ ιατί, αρχικά, οι Κοινωνικές Επιστήμες προσανατολίστηκαν στο Δίκαιο, στην
Οικονομία και στη Δημόσια Διοίκηση;

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Π. Κ. Ιωακειμίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση. Θεωρία, Διαπραγμάτευση, Θεσμοί
και Πολιτικές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1993.
Π. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος – Οι Επιπτώσεις από την Ενο-
ποιητική Διαδικασία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
Γ. Κοντογιώργης, «Η Πολιτική ως Αντικείμενο στη Διδασκαλία και στην Έρευνα», στο
Προοπτικές και Μέλλον των Κοινωνικών Επιστήμων στην Ελλάδα (επιστημονικό δι-
ήμερο), Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 1999.
Ν. Μαραβέγιας–Μ. Τσινισιζέλης, Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης– Θεσμικές,
Πολιτικές και Οικονομικές πτυχές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.
(εκδοτ. οίκος) Γ. Παπαδημητρίου, Δημοκρατία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Αθήνα–
Κομοτηνή 1993.
Λ. Τσούκαλης, Η Νέα Ευρωπαϊκή Οικονομία, η Πολιτική και Οικονομική Διάσταση της
Ολοκλήρωσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993.
Γ. Υφαντόπουλος – Ν. Μανιαδάκης, Η Κοινωνική Προστασία στις Χώρες της Ευρωπαϊ-
κής Κοινότητας και στην Ελλάδα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστή-
μης και Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα 1994.

234

22-0116-02.indd 234 27/4/2017 6:08:04 µµ


ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μ. Αγγελίδης, Η γένεση του Φιλελευθερισμού, Ίδρυμα Σάκη. Καράγιωργα, Αθήνα 1994


Μ Αγγελίδης–Κ.Ψυχοπαίδης (επιμ.), Κείμενα Πολιτικής Οικονομίας και Θεωρίας της
Πολιτικής, Αξιολογικά/Κείμενα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992
G. Balandier, Πολιτική Ανθρωπολογία, Αθήνα 1971
G. Bachelard, La formation de l’ esprit scientifique, PUF, Παρίσι 1968
Η. Becker–H. Ε. Burnes, Social thought from lore to sciences, Dover Publications, N.
Υόρκη 1961R.
Blanche, La methode experimentale et la philosophie de la physique, Colin, Παρίσι
1968
Η. Butterileld, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300–1800), ΜΙΕΤ., Αθήνα 1983.
Π. Γέμτος, Οι κοινωνικές επιστήμες. Μια εισαγωγή, εκδ. Τυπωθήτω Αθήνα 1995
του ιδίου, Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών, Γ. Δαρδανός, α. τόμ., εκδ Παπα-
ζήσης, Αθήνα 1984
Ε. Cassirer, Substance et fonction, Minuit, Παρίσι 1977
A.F. Chalmers, Τι Είναι Αυτό που Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 1994.
Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρεία, εκδ,. Πατάκης, Αθήνα 1998.
P. Clavel, Les mythes fondateurs des sciences sociales, PUF, Παρίσι 1980
R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976.
Β. Ζόμπαρτ, Ο Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998.
G. Granger, La pensée formelle et science de l’homme, Aubier, Παρίσι 1961
S. Gordon, The History and Philosophy of Social Science, Cambridge 1994
Β. Κάλφα, Πλάτωνος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995.
Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998.
Θ. Κονιαβίτης, Πλουραλισμός στην Κοινωνιολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993.
Γ.Κουζέλης (επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1993
Γ.Κουζέλης–Κ.Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικών Επιστήμων, εκδ.
Νήσος, Αθήνα 1996

235

22-0116-02.indd 235 27/4/2017 6:08:04 µµ


Α. Κοϋρέ, Από το κλειστό στο άπειρο σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989.
Α. Koyré, Études Galileennes, Hermann, Παρίσι 1968
A. Koyré, Études Newtoniennes, Gallimard, Παρίσι 1968
Άνταμ Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1983.
J. Habermas, Αγώνες Αναγνώρισης στο Δημοκρατικό κράτος Δικαίου, εκδ. Νέα Σύνορα
Α Α. Αιβάνη, Αθήνα 1994.
J. Laplanche, Ζωή και Θάνατος στη Ψυχανάλυση, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1988.
Κλ. Λεβί Στρώς, Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός Αθήνα 1998.
Η. Lefevre, Κοινωνιολογία του Μαρξ, μτφ. Τ. Αναστασιάδη, επιμ. Δ. Τσαούση, εκδ.
Gutenberg, Αθήνα 1985
Ο. Μαννόνι, Φρόιντ, εκδ. Εστία, Αθήνα 1993
Μ. Marx–W. Cronan–Hillix, System and Theories in Shychology, M. Craw–Hill
International Editions, New York 1974
Μοντεσκιέ, To πνεύμα των νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994.
C. de Montlibert, Εισαγωγή στη Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα
1998
F.S.Nozehorp, The logic of the sciences and humanity, MacMillan, Ν. Υόρκη 1947
Ε, Ντυρκέμ, Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, εκδ. Gutenberg.
Μ. Ουόλζερ, Περί Ανεκτικότητας, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998.
R. Pernoud, Pour en finir avec le Moyen Age, Seuil, Παρίσι 1979
Σ. Παπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, 19934
I. Πατέλλη, Η φιλοσοφία του Hobbes, Ίδρυμα Σ. Καράγιωργα, Αθήνα 1995
Θ. Πελεγρίνης (επιμ.), Φάουστ, Η μαγεία της Φιλοσοφίας. Η Φιλοσοφία της Μαγείας,
Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994.
Μ. Πετμετζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τομ. Ι–ΙΙ, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
Μ. Πετμετζίδου Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα
1992.
Κ. Popper, La Logique de la decouverte scientifique, Payot, Παρίσι 1979
Ντ. Ρικάρντο–Καρλ Μαρξ, Αξία και υπεραξία, εκδ. Κριτική 1989
G. Ritzer, Classical Sociological Theory, Mc Graw–Hill International Editions, New
York 1996.
J. Ritsert, Τρόποι σκέψης και βασικές έννοιες της Κοινωνιολογίας, πρόλογος και επιμ. Γ.
Κουζέλης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1991
P. Rosenvallon, La Nouvelle Question Sosiale, Seuil, Paris 1995.
Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και κρατική σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997
Ό. Στασινοπούλου, «Οικογένεια, κράτος κοινωνική πολιτική», στο Διαστάσεις τη Κοινω-
νικής Πολιτικής Σήμερα, Αθήνα 1993.

236

22-0116-02.indd 236 27/4/2017 6:08:04 µµ


Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση 1988
Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, εκδ, Θεμέλιο, Αθήνα 1991.
Β. Φίλιας (γενική εποπτεία), Εισαγωγή στη Μεθοδολογία και τις Τεχνικές των Κοινωνι-
κών Ερευνών εκδ. Guteberg Αθήνα 1972.
Ζ. Π. Φιτουσσί, Η Απαγορευμένη Συζήτηση, Εκδ. Πόλις, Αθήνα 1997.
Τ. Χομπς, Λεβιάθαν, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989.
Μ. Ψαλιδόπουλος, Κεϋνσιανή θεωρία και ελληνική οικονομική πολιτική, εκδ. Κριτική,
Αθήνα 1990
Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αίολος Αθήνα
1997.
Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994
Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971.
Μ. Weber, Η γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήοη, Αθήνα χ.χ.

* Να σημειωθεί ότι η βιβλιογραφία που παρατίθεται είναι ενδεικτική.

237

22-0116-02.indd 237 27/4/2017 6:08:04 µµ


22-0116-02.indd 238 27/4/2017 6:08:04 µµ
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Αγορά Μηχανισμός που κάνει δυνατή την επικοινωνία παραγωγών και καταναλωτών,
τις ανταλλαγές είτε αγαθών είτε υπηρεσιών. Στο πλαίσιο των ανταλλαγών, τα συναλ-
λασσόμενα άτομα επιχειρούν να αυξήσουν το κέρδος τους.

Αιτιότητα Γενικά η αρχή της αιτιότητας εκφράζει τη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέ-
σματος. Όμως δεν πρέπει να εξαντλούμε το περιεχόμενο της αιτιότητας στην αναζήτηση
της αρχικής αιτίας όπως δηλώνεται στη φράση «κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του».
Αντίθετα, εκείνο που χαρακτηρίζει την αιτιότητα είναι οι νόμοι της διαδοχής ή ο γενι-
κός νόμος της διαδοχής και δείχνει όλες τις αλλαγές που επέρχονται μεταξύ αιτίας και
αποτελέσματος.

Αλλοτρίωση Υποδηλώνει την αποξένωση των ατόμων από τον εαυτό τους, τα δημι-
ουργήματά τους και τους άλλους. Όρος βασικά φιλοσοφικός, με τη θεωρία του Μαρξ
τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της σχέσης του ανθρώπου με την εργασία του.

Αναπαράσταση Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εικόνες και κείμενα περισσότε-
ρο ανακατασκευάζουν παρά αντανακλούν τις αρχικές πηγές τους. Μια ζωγραφιά, μια
φωτογραφία ή ένα γραπτό κείμενο για ένα δέντρο δεν είναι ποτέ το ίδιο το πραγματικό
δέντρο, αλλά η ανακατασκευή εκείνου που φαίνεται να εννοεί όποιος το αναπαρέστησε.

Αναπαραστάσεις συλλογικές Αναφέρονται σε ιδέες, πεποιθήσεις και αξίες τις οποίες


έχει κατασκευάσει μια ομάδα. Δεν ανάγονται σε ατομικούς συντελεστές, αλλά θεωρεί-
ται ότι δημιουργούνται μέσα από τις σχέσεις αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα μέλη μιας
ομάδας, θρησκευτικής πολιτικής, στρατιωτικής, κτλ.

Ανεργία Η αδυναμία απορρόφησης ενός τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού που δι-
ατίθεται για εργασία εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης θέσεων εργασίας. Η ανεργία
μπορεί να έχει προσωρινή ή μονιμότερη διάρκεια.

Ανομία Κοινωνική κατάσταση που εκφράζει αποδιοργάνωση της κοινωνίας. Συμβαίνει


όταν το πλαίσιο των κανόνων έχει χάσει τη συνοχή του και έχει περιοριστεί στο ελάχι-

239

22-0116-02.indd 239 27/4/2017 6:08:04 µµ


στο η αλληλεγγύη στις σχέσεις των ατόμων, συμφωνά με τον Ντυρκέμ.

Αξίες Γενικές αρχές, ιδεώδη που προσδιορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, αποτε-
λώντας και κριτήριό της. Απορρέουν από τη ζωή των ανθρώπων σε συγκεκριμένα ιστο-
ρικά και πολιτισμικά πλαίσια, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και καθίστανται σταθερό
σημείο αναφοράς της κοινωνικής δραστηριότητας.

Αντίδραση Απάντηση της συμπεριφοράς ενός οργανισμού απέναντι σε ένα ερέθισμα.

Αξιολογική ουδετερότητα επιστήμης Η άποψη ότι η επιστημονική διαδικασία, η έρευ-


να και η μελέτη της πραγματικότητας θα πρέπει να είναι ουδέτερη: να μην περιέχει δη-
λαδή αξιολογικές κρίσεις για ανθρώπους ή θεσμούς που εξετάζει. Για τον Μαξ Βέμπερ,
αυτή είναι η ιδεώδης κατάσταση των Κοινωνικών Επιστημών.

Απολυταρχία Πολιτικό σύστημα, διαδεδομένο στις μοναρχίες της Δυτικής Ευρώπης


κατά τον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, στο οποίο η νόμιμη εξουσία είναι απεριόριστη
και χωρίς έλεγχο.

Ασυνείδητο Βασικός όρος της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Αναφέρεται στα περιεχόμενα


μιας περιοχής του ψυχισμού. Πρόκειται για σκέψεις, επιθυμίες, ορμές που έχουν απομα-
κρυνθεί από τη συνείδηση, αν και με διάφορους τρόπους υπάρχει τάση να επιστρέψουν
σε αυτή και να προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου.

Αφαίρεση Η αφαίρεση είναι η πράξη του πνεύματος να εξετάζει ξεχωριστά αυτό που
δε διακρίνεται ούτε διαχωρίζεται στην πραγματικότητα. Μπορούμε να εξετάσουμε τη
μορφή ενός πράγματος, για παράδειγμα τη σφαιρικότητα ενός πράγματος, ανεξάρτητα
από την ύλη, το χρώμα και τις διαστάσεις.

Διαρθρωτική ανεργία Η ανεργία που δημιουργείται από ορισμένες βασικές αλλαγές


στη δομή και στις συνθήκες, ιδιαίτερα στις τεχνολογικές, της οικονομίας. Για παρά-
δειγμα, η ραγδαία εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην εργασιακή διαδικασία οδηγεί στην
αναδιάρθρωση της παραγωγής κατά κλάδους και τομείς και προκαλεί ανεργία.

Εμπειρισμός Η φιλοσοφική θέση που υποστηρίζει ότι η γνώση προέρχεται αποκλει-


στικά από την εμπειρία και αξιολογείται μέσω αυτής. Στην κλασική του έκφραση, ο
εμπειρισμός υπήρξε ευθέως αντίθετος του ορθολογισμού.

Εξουσία Ισχύς που επιβάλλεται στη θέληση των ατόμων ή ομάδων. Ο τύπος της προσδι-
ορίζεται ανάλογα με τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα υποχρεώνονται σε υπακοή,
σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ:

240

22-0116-02.indd 240 27/4/2017 6:08:04 µµ


Παραδοσιακή εξουσία Τύπος εξουσίας στον οποίο τα άτομα υπακούν χάρη στην επι-
κράτηση παραδοσιακών πρακτικών· για παράδειγμα, οι κλασικές μοναρχίες, ο παπι-
σμός, η πατρική αυθεντία.
Ορθολογική–νόμιμη εξουσία Τύπος απρόσωπης εξουσίας, κατά τον Βέμπερ, που βασί-
ζεται σε τυπικούς κανόνες τους οποίους οφείλουν να τηρούν όλα τα άτομα.
Χαρισματική εξουσία Τύπος εξουσίας προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τον οποίο
τα άτομα οδηγούνται σε υπακοή, επειδή πιστεύουν στις εξαιρετικές ιδιότητες του ηγέτη
τους.

Επαγωγή Η επαγωγή είναι η διαδικασία προς μια γενικοποίηση. Από την επιμέρους
παρατήρηση ενός πράγματος ή κάποιων ιδιαίτερων πραγμάτων περνάμε στην περιγρα-
φή μιας γενικής ιδιότητας. Ο επαγωγικός τρόπος σκέψης βασίζεται στην παρατήρηση
των μερών, στην εμπειρία και καταλήγει σε γενικότερα συμπεράσματα, σε κανόνες και
νόμους. Η επαγωγή επιτρέπει τη μετάβαση από την παρατήρηση των γεγονότων σε νό-
μους.

Ερέθισμα Διέγερση που προέρχεται από το περιβάλλον ενός οργανισμού. Μπορεί να


είναι επιβράβευση ή τιμωρία.

Έρευνα πεδίου Περιλαμβάνει συλλογή στοιχείων και μπορεί να αφορά είτε συγκεκρι-
μένες μικρές κοινωνίες είτε κοινωνικές καταστάσεις (αλκοολισμός, αποκλίνουσα συ-
μπεριφορά, κτλ.).

Ιδεότυπος (ιδεώδης τύπος ή καθαρός τύπος) Όρος τον οποίο επεξεργάστηκε ο Βέμπερ.
Είναι μια πνευματική κατασκευή που σχηματίζεται από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηρι-
στικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης– για παράδειγμα, γραφειοκρατία, ανταγωνιστική
αγορά, καπιταλισμός (βλ. σ. ).

Καταμερισμός της εργασίας Η κατανομή των καθηκόντων σε κάθε κοινωνική παρα-


γωγή. Διακρίνεται σε: α) τεχνικό καταμερισμό, συμφωνά με τον οποίο κάθε εργαζόμε-
νος πραγματοποιεί μια ειδική εργασία. Πρόκειται για τεχνική με σκοπό την άνοδο της
παραγωγικότητας· β) κοινωνικό καταμερισμό, συμφωνά με τον οποίο τα καθήκοντα που
αναλαμβάνει ένα άτομο προσδιορίζονται κυρίως με κριτήριο την κοινωνική τάξη στην
οποία ανήκει· γ) φυσικό καταμερισμό, δηλαδή αυθόρμητο, μη σχεδιασμένο καταμερισμό
που βασίζεται στις φυσικές δυνάμεις, στην πείρα, στο φύλο, στην ηλικία των ατόμων.

Κεφάλαιο Βασικός συντελεστής της παραγωγής που συνίσταται σε μηχανήματα, εγκα-


ταστάσεις, κτίρια. Δεν περιλαμβάνεται μεν η εργασία, αλλά το κεφάλαιο είναι προϊόν
της. Ο όρος εξειδικεύεται, ανάλογα με τα περιεχόμενά του, σε χρηματικό κεφάλαιο,
τεχνικό, ανθρώπινο, κτλ.

241

22-0116-02.indd 241 27/4/2017 6:08:04 µµ


Κοινωνικά γεγονότα Συμφωνά με τον Ντυρκέμ, τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθη-
μάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία.

Κοινωνική παθολογία Τον 19ο αιώνα η Κοινωνιολογία δανείζεται αυτό τον όρο από
την Ιατρική, προκειμένου να περιγράψει διαταραχές στην κοινωνική ζωή, όπως εγκλη-
ματικότητα, ναρκωτικά, πορνεία.

Κοινωνία της απασχόλησης Όρος που χαρακτηρίζει τη συνύπαρξη διαφορετικών μορ-


φών εργασίας. Για παράδειγμα, η σταθερή και μόνιμη εργασία συνυπάρχει με τη μερική
και μη διασφαλισμένη απασχόληση, με την εργασία ορισμένου χρόνου και με υψηλά
ποσοστά ανεργίας.

Κοινωνικό πρόβλημα Κοινωνικό πρόβλημα προκύπτει όταν οι ισχύουσες σχέσεις και


οι θεσμοί δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μεταβαλλόμενες ανάγκες
ή λειτουργίες, με συνέπεια άτομα ή κοινωνικές ομάδες να μην εντάσσονται πλήρως ή
ομαλά στις διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής.

Κοινωνικός αποκλεισμός Στέρηση ή αδυναμία πρόσβασης ατόμων ή κοινωνικών ομά-


δων σε οικονομικούς πόρους ή σε κοινωνικά αγαθά (υγεία, περίθαλψη, ασφάλιση, στέ-
γαση, εκπαίδευση).

Κοινωνική τάξη Συμφωνά με τη μαρξιστική ανάλυση, τάξεις είναι μεγάλες ομάδες


ανθρώπων που διακρίνονται μεταξύ τους από: 1. τη θέση τους σ’ ένα ιστορικά καθορι-
σμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής, 2. τη σχέση τους προς τα μέσα παραγωγής, 3.
το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, 4. τον τρόπο απόκτησης και το
μέγεθος του μεριδίου που διαθέτουν στον κοινωνικό πλούτο. Για τον Βέμπερ, ως κριτή-
ρια λαμβάνονται το επάγγελμα, η απόκτηση και κατανάλωση αγαθών, κ.ά.

Κοινωνικό Συμβόλαιο Θεωρία με την οποία επιχειρείται να εξηγηθεί η προέλευση του


κράτους ως προϊόντος συναίνεσης των πολιτών και να τεθούν έτσι οι όροι θεμελίωσης
των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των πολιτών (βλ. 2.2.1.).

Κράτος–έθνος Η παραδοσιακή μορφή κράτους όπως αυτό συγκροτήθηκε τους δύο


τελευταίους αιώνες. Προσδιορίζεται από τα όρια της επικράτειας, δηλαδή του χώρου
άσκησης της εθνικής κυριαρχίας, μέσα στην οποία επιτελούνται οι κοινωνικές και οι-
κονομικές λειτουργίες και ταυτόχρονα διαμορφώνεται η συνείδηση μιας κοινής ιστορι-
κής–πολιτιστικής ταυτότητας.

Κυβερνητική Η επιστήμη που μελετά τον έλεγχο και την εσωτερική διεύθυνση συστη-
μάτων, όπου οι ποικίλες λειτουργίες τους βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας διάδρασης.

242

22-0116-02.indd 242 27/4/2017 6:08:04 µµ


Μερκαντιλισμός (εμποροκρατία) Ρεύμα οικονομικής σκέψης, διαδεδομένο από τα
μέσα του 16ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 17ου στην Ευρώπη. Τοποθετήθηκε υπέρ της
παρέμβασης του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό τη μεγιστοποίηση
του εθνικού πλούτου. Υποστήριζε τον περιορισμό των εισαγωγών με την επιβολή εισα-
γωγικών δασμών και την προώθηση του εξαγωγικού εμπορίου, αλλά και την παραχώ-
ρηση προνομίων στους εμπόρους.

Μορφή (Gestalt) Αναφέρεται σε ολότητες η φύση των οποίων δεν αποκαλύπτεται με


την απλή ανάλυση των μερών, αλλά εμφανίζονται μέσα από το δυναμικό αλληλοεπηρε-
ασμό των στοιχείων που τη συγκροτούν.

Νεοκλασική θεωρία Οικονομική θεωρία που ανήκει στο πλαίσιο των απόψεων του
μεθοδολογικού ατομισμού. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικροοικονομικής θεωρίας
και ερμηνεύει τις οικονομικές σχέσεις ως αποτέλεσμα των ατομικών επιλογών. Θεωρεί
ότι ο τέλειος ανταγωνισμός στην αγορά μπορεί να διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ
προσφοράς και ζήτησης εργασίας ώστε να εξαλειφθεί η ανεργία.

Νεολειτουργισμός Νεότερη εκδοχή του λειτουργισμού, συμφωνά με την οποία δεν


είναι όλες οι δομές ενός συστήματος αναγκαίες για τη λειτουργία του και ορισμένα
τμήματα μπορούν να απορριφθούν, συμβάλλοντας μ’ αυτό τον τρόπο στις κοινωνικές
αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

Φυσικό Δίκαιο Σύστημα κανόνων που ανάγεται αποκλειστικά στην ανθρώπινη φύση
και είναι, επομένως, ανεξάρτητο από οποιεσδήποτε συμβάσεις – πολιτισμικές, κοινωνι-
κές, ιστορικές, κ.ά. Προϋποθέτει ότι η φύση του ανθρώπου είναι ενιαία με κύριο χαρα-
κτηριστικό της την ορθολογικότητα, την ικανότητά της να κατανοεί τον κόσμο μέσω της
λογικής και να προβαίνει σε αντίστοιχες ιστορικοκοινωνικές δραστηριότητες. Επειδή
τα ανθρώπινα όντα είναι ορθολογικά, μπορούν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη και την
αναγκαιότητα του Φυσικού Δικαίου και, εφόσον την αναγνωρίζουν, αποδέχονται τις
επιταγές του ως απόλυτα δεσμευτικές και καθολικής ισχύος. Η παράδοση του Φυσι-
κού Δικαίου, που άκμασε τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αντιπαρατίθεται τόσο στο Θεϊκό
Δίκαιο –την πεποίθηση ότι το σύστημα Δικαίου απορρέει από τη βούληση του Θεού
και τίθεται στην υπηρεσία του ανθρώπου–, όσο και στο Θετικό Δίκαιο – το νομικό
σύστημα, που είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτισμικών, πολιτικών και ιστορικών
συμβάσεων (από τη θέληση του ηγεμόνα, το νομοθετικό έργο ενός κοινοβουλίου, τις
εθιμικές σχέσεις μιας κοινότητας, κ.ά.)

Ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη Πράξη ενός δρώντος, ο οποίος σε μια κατάσταση
χρησιμοποιεί τα πρόσφορα μέσα για να πετύχει ένα σκοπό, προσπαθώντας να εξοικο-
νομήσει χρόνο.

243

22-0116-02.indd 243 27/4/2017 6:08:04 µµ


Ορθολογισμός Η φιλοσοφική θέση ότι η πραγματικότητα είναι γνώσιμη αποκλειστικά
μέσω της λογικής και ότι τα προϊόντα των αισθήσεων ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της.
Ως γενική έννοια, ο ορθολογισμός εκφράζει την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι ως νοήμονα,
λογικά όντα μπορούν –δίχως να καταφεύγουν σε δυνάμεις θεολογικές, εξουσιαστικές ή
σε προλήψεις και προκαταλήψεις– να εξηγούν αλλά και να αλλάζουν τις συνθήκες ζωής
τους.

Ουσία: Η ουσία ενός πράγματος, σύμφωνα με τη φιλοσοφική παράδοση, είναι αυτό που
πράγματι είναι σε αντιπαράθεση και σχέση με το φαινόμενο: τον τρόπο που εμφανίζεται
να είναι. Πολλές φορές ουσία και φαινόμενο διαφέρουν. Κατά μία ορισμένη αντίληψη,
η επιστήμη προχωρεί από τη φαινομενική πλευρά προς την ουσία των αντικειμένων που
μελετά. Για το θετικισμό, ουσία και φαινόμενο ταυτίζονται.

Ουτοπία Η λέξη «ουτοπία» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμένη και


λεπτομερή οργάνωση της ιδεατής πολιτείας. Η λέξη «ουτοπία» κατ’ ουσίαν δηλώνει
εκείνο που δεν μπορεί να πραγματωθεί καθ’ ολοκληρίαν σε κανέναν τόπο και σε κανένα
χρόνο. Η ουτοπία σημαίνει λοιπόν ένα γοητευτικό πολιτικό ή κοινωνικό ιδανικό που
δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί επειδή δε λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά γεγονότα που
αφορούν τόσο τη φύση του ανθρώπου όσο και την κοινωνική ζωή.

Παγκοσμιοποίηση Είναι η διαμόρφωση παγκόσμιου χαρακτήρα δικτύων οικονομικών,


τεχνολογικών, επικοινωνιακών που υπερβαίνουν τα όρια του κράτους– έθνους και εν-
σωματώνουν κοινωνικές ομάδες και άτομα ως τμήματα ενός παγκόσμιου οικονομικού–
τεχνολογικού χώρου.

Παραγωγή Ο παραγωγικός τρόπος σκέψης είναι πάνω απ' όλα ένα μέσο απόδειξης.
Ξεκινάμε από αδιαμφισβήτητα αξιώματα και καταλήγουμε στην παραγωγή βέβαιων και
αποδεδειγμένων αποτελεσμάτων. Ο Αριστοτέλης δήλωνε ότι είναι αναγκαίο για την
αποδεικτική επιστήμη να ξεκινά από τις πρώτες άμεσες και βέβαιες αιτίες για να κατα-
λήξει σε βέβαια αποτελέσματα. Η παραγωγή πάντα αποδεικνύει και σπανίως αποκαλύ-
πτει.

Παραγωγικά μέσα (Μέσα παραγωγής) Μέσα όπως πρώτες ύλες, εργαλεία, ενέργεια,
που χρησιμεύουν για την παραγωγή αγαθών.

Παραγωγικές δυνάμεις Περιλαμβάνουν τα μέσα παραγωγής, την τεχνολογία και την


οργάνωση της παραγωγής, καθώς και την εργατική δύναμη.

Πολυπολιτισμικότητα Η συνύπαρξη και η ελεύθερη επικοινωνία μιας εθνικής– πολι-


τιστικής κοινότητας με άλλες, με τις οποίες συμβιώνει είτε μέσα στα όρια του εθνικού

244

22-0116-02.indd 244 27/4/2017 6:08:04 µµ


κράτους είτε στο πλαίσιο ευρύτερων κρατικών ενοτήτων.

Συμμετοχική παρατήρηση (επιτόπια παρατήρηση) Μια βασική στρατηγική έρευνας,


συνεισφορά της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, με σκοπό να αποκτηθεί οικεία σχέση με
μια περιοχή μελέτης (μικρές κοινωνίες, μια επαγγελματική ομάδα, θρησκευτική ή περι-
θωριακή). Η έρευνα αυτή συνήθως περιλαμβάνει μια σειρά μεθόδων, όπως συμμετοχή
ως αναγνωρισμένο μέλος στην ερευνώμενη ομάδα, άμεση παρατήρηση, συνεντεύξεις,
ομαδικές συζητήσεις.

Σύστημα Συνολο στοιχείων ανάμεσα στα οποία υπάρχουν σχέσεις, ώστε να εμφανίζε-
ται ως μια ολότητα ή ενότητα.

Σχετικισμός Η φιλοσοφική αντίληψη που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αλήθειες κα-
θολικής ισχύος στην κοινοτική ζωή, αλλά εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες κάθε φορά
κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Ο ηθικός σχετικισμός αναφέρεται στην αδυναμία
ύπαρξης καθολικής ισχύος ηθικών αξιών και κριτηρίων συμπεριφοράς. Ο πολιτισμικός
υποστηρίζει τη σχετικότητα των πολιτισμικών αξιών, ηθών, εθίμων, κτλ., καθώς και τη
μοναδικότητα κάθε πολιτισμικής οντότητας. Ο επιστημολογικός θεωρεί ότι η παρατή-
ρηση και η θεωρία δεν είναι διακριτές δραστηριότητες και, επομένως, τα δεδομένα της
παρατήρησης έχουν εσωτερική σχέση με τη θεωρία που τα ερμηνεύει και δεν υπάρχουν
ανεξάρτητα.

Ταξική συνείδηση Κεντρική έννοια της μαρξιστικής θεωρίας. Αναφέρεται στην επί-
γνωση στην οποία φτάνει μια κοινωνική τάξη για τη θέση και το ρόλο της στην παρα-
γωγική διαδικασία. Η επίγνωση αυτή εκδηλώνεται στην έμπρακτη αλληλεγγύη ανάμεσα
στα μέλη της εργατικής τάξης με σκοπό τον περιορισμό ή την εξάλειψη της εκμετάλ-
λευσής της.

Τελολογία (ή τελεολογία) Από τη λέξη «τέλος», που σημαίνει «σκοπός». Η αντίληψη


που υποστηρίζει ότι η ύπαρξη, η διαμόρφωση και η εξέλιξη κάθε όντος καθορίζεται από
το σκοπό του. Πρόκειται για την πεποίθηση ότι: 1. καθετί στον κόσμο έχει σχεδιαστεί
από τον Θεό για να υπηρετεί τον άνθρωπο, 2. η φύση έχει σκοπιμότητα. Τα φυσικά φαι-
νόμενα δηλαδή (ή ορισμένα από αυτά) εξηγούνται καλύτερα μέσω σκοπών, προθέσεων,
στόχων, κτλ., που αποδίδονται στην ίδια τους τη φύση, παρά από την αναγωγή τους σε
προηγούμενες αιτίες. Ορισμένες μορφές τελεολογικής εξήγησης εφαρμόζονται σήμερα
σε επιστήμες όπως η Βιολογία, η Φυσική, κ.ά.

Υπεραξία (υπερεργασία) Το μέρος του εργάσιμου χρόνου για το οποίο δεν πληρώνεται
ο εργάτης, αλλά παράγεται ως αξία την οποία ιδιοποιείται ο κάτοχος των μέσων παρα-
γωγής.

245

22-0116-02.indd 245 27/4/2017 6:08:04 µµ


Υπερεθνικοί θεσμοί Κανόνες και διατάξεις που ισχύουν για έναν αριθμό κρατών–
εθνών και καθορίζουν τόσο τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και ένα τμήμα των εσωτερικών
τους κανόνων.

Φεουδαρχία Κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα που εμφανίστηκε στην Ευ-
ρώπη κατά την εποχή που είναι γνωστή ως Μεσαίωνας (βλ. 2.1.1.). Κατ’ άλλους φαί-
νεται προτιμότερος ο όρος «φεουδαρχικές σχέσεις», χαρακτηριστικό των οποίων θεω-
ρείται η υποτέλεια, ο προσωπικός δεσμός του υποτελούς (βασάλου) με έναν άρχοντα.

Φυσιοκράτες (ή οικονομιστές) Ομάδα Γάλλων οικονομολόγων που εμφανίστηκε τον


18ο αιώνα. Επικεντρώθηκε όχι στη σφαίρα του εμπορίου, όπως οι μερκαντιλιστές, αλλά
σε εκείνη της αγροτικής οικονομίας, την οποία θεώρησε τη μόνη πηγή πλούτου. Πρότει-
νε να υπόκειται σε φόρο μόνο η γη και, σε αντίθεση προς τους μερκαντιλιστές, υποστή-
ριζε την ελευθερία των οικονομικών συναλλαγών.

* Να σημειωθεί ότι το λεξιλόγιο δεν υποκαθιστά το λεξικό. Σκοπό έχει να διευκολύνει την κατανόηση του κειμένου
από το μαθητή.

246

22-0116-02.indd 246 27/4/2017 6:08:04 µµ


247

22-0116-02.indd 247 27/4/2017 6:08:04 µµ


Βάσει του ν. 3966/2011 τα διδακτικά βιβλία του Δημοτικού,
του Γυμνασίου, του Λυκείου, των ΕΠΑ.Λ. και των ΕΠΑ.Σ.
τυπώνονται από το ΙΤΥΕ - ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ και διανέμονται
δωρεάν στα Δημόσια Σχολεία. Τα βιβλία μπορεί να
διατίθενται προς πώληση, όταν φέρουν στη δεξιά κάτω
γωνία του εμπροσθόφυλλου ένδειξη «ΔIΑΤΙΘΕΤΑΙ ΜΕ
ΤΙΜΗ ΠΩΛΗΣΗΣ». Κάθε αντίτυπο που διατίθεται προς
πώληση και δεν φέρει την παραπάνω ένδειξη θεωρείται
κλεψίτυπο και ο παραβάτης διώκεται σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 7 του νόμου 1129 της 15/21 Μαρτίου
1946 (ΦΕΚ 1946,108, Α').

Απαγορεύεται η αναπαραγωγή οποιουδήποτε τμήματος


αυτού του βιβλίου, που καλύπτεται από δικαιώματα
(copyright), ή η χρήση του σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς
τη γραπτή άδεια του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και
Θρησκευμάτων / IΤΥΕ - ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ.

22-0116-02.indd 248 27/4/2017 6:08:04 µµ


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ


ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Βιβλίο Μαθητή

Γ΄ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ

Κωδικός Βιβλίου: 0-22-0116


ISBN 978-960-06-2373-4
Γ ΄ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ

(01) 000000 0 22 0116 0 ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΩΝ


«ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ»

Você também pode gostar