Escolar Documentos
Profissional Documentos
Cultura Documentos
-Στο χώμα, στο ύπαιθρο... Είναι πράμα για άνθρωπο που σηκώνεται απο τύφο;
-Καλοκαίρι είναι - τι φοβάστε; Έπειτα, ξεχάσετε πια τον τύφο! Είμαι καλά.
-Εσύ το λες πως είσαι καλά, μουρμούρισε. Αν έβλεπες καθρέφτη, θα τρόμαζες. Όλο
μάτια έχεις μείνει.
Μιλούσαν χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, μην ξυπνήσουν τους άλλους - τον Αποστόλη, που
σαν πάντα λαγοκοιμούνταν, έτοιμος στον πρώτο ψίθυρο να πεταχθεί στα πόδια του,
και το χωρικό που τους είχε οδηγήσει να περάσουν το Βόδα, και τους έκρυψε στο
δάσος, σ' ένα ύψωμα, απ' όπου, χωρίς να φαίνονται, έβλεπαν τη σιδεροδρομική
γραμμή, βόρεια απο το Βλάδοβο.
Φορούσε ακόμα τ' αντρικά χωριάτικα ρούχα της, και ξαπλωμένη χάμω, σε στρώμα από
μούσκουλο και φύλλα, σιγοκουβέντιαζε με τον Περικλή. Είχαν έλθει σ' επικοινωνία μ'
ένα ανταρτικό σώμα που λημέριαζε βόρεια, σ' ένα δασωμένο ύψωμα, και είχαν στείλει
το δεύτερο οδηγό τους να το καλέσει να κατέβει στο σύδεντρο τους κρυψώνα, και μαζί
πια να χτυπήσουν τη συνοδεία του καπετάν Άγρα, και να τον ελευθερώσουν από τα
χέρια των Βουλγάρων. Μα ο οδηγός αργούσε να επιστρέψει.
-Να ξέρομε πρώτα ακριβώς πού είναι ο Κασάπτσε και ο Ζλατάν, και ύστερα να έλθεις
και συ στη μάχη που βέβαια θα γίνει, πρόσθεσε η κυρία Ηλέκτρα.
-Και θα πείτε στα τουφέκια: «Mην ανάψετε πριν φθάσει ο Περικλής»; έκανε
καλόκαρδα.
Ένα φουρφούρισμα ακούστηκε μες στα κλαδιά, γοργά πατήματα, πηδήματα, και,
σιγοκλαίγοντας χαρούμενα, πετάχθηκε ο Μάγκας από μέσα από τα πυκνά φυλλώματα,
και πήδηξε στο στήθος του Περικλή, γλείφοντας με απερίγραπτη χαρά το πρόσωπό
του, τα χέρια του, το λαιμό του, όπου πρόφθαινε. Τα χαρούμενα πνιχτά αλυχτήματα
του σκύλου ξύπνησαν τον Αποστόλη.
-Ο Μάγκας!... ψιθύρισε. Ώστε ο Βασίλης είναι κοντά!... Θα βρήκε τον Σταύρο τον
οδηγό!...
Τωόντι, βήματα ανθρώπινα πλησίαζαν, και, οδηγημένος από τις χαρούμενες κλάψες
του σκύλου, πλησίασε ο Βασίλης, χώρισε τα τελευταία κλαριά που τον έκρυβαν.
Ήταν μόνος.
Η κυρία Ηλέκτρα, ο Περικλής και ο Αποστόλης είχαν πεταχθεί στα πόδια τους.
Παρακάτω, ο χωρικός δεν είχε ακούσει τίποτα, ρουχάλιζε ανυποψίαστος.
-Μας είπε ο Αποστόλης πως τον βρήκατε. Τον άφησες πίσω; ρώτησε και ο Περικλής.
Βαριά κάθισε στο χώμα, έβγαλε το σκουφί του, κι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, δυο
τρεις φορές. Κανένας δε μίλησε. Το είχε πει ήσυχα ο Βασίλης. Μα στα ήσυχα αυτά
αργοειπωμένα λόγια, βάραινε όλο το γκρέμισμα μιας ζωής. Και δάκρυα ανέβηκαν στα
μάτια του Αποστόλη, που είχε δει τόσα δράματα και τόσους θανάτους. Και σιωπηλά
έκλαψε.
- Εσύ μην κλαις... Τον αγαπούσες εσύ... Τον αγαπούσε και ο Γρέγος... που ήταν θείος
του και τον μάντευε. Μόνος εγώ δεν τον κατάλαβα πως ήταν το παιδί μου... «To
Βουλγαράκι»...
Πάλι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, μια δυο φορές, σα να τον βάραιναν. Και τινάζοντας
πίσω τους ώμους του, αλλάζοντας ύφος, ρώτησε:
-Γιατί είστε δω; Σας γύρευα στα Βοδενά. Περάσατε ομως απο το Βλάδοβο, ε; Μύρισε
το πέρασμά σας o Μάγκας, και με οδήγησε δω. Τι κάνετε δω;
-Πηγαίνομε στο Πότσεπ. Εχεί είχαν πάγει τον Άγρα. Μα μόνοι δεν μπορούμε τίποτα να
κάνομε. Μηνύσαμε στο ανταρτικό σώμα του καπετάν Σεραφείμ1 να 'ρθει, πως είμαστε
δω...
-Κατάφερε να το μάθει χθες ο Αποστόλης, που μας πρόφθασε στο δρόμο, πηγαίνοντας
στη Νιάουσα απο το δάσος όπου σε άφησε. Και μας οδήγησε κείνος στα
βουλγαροχώρια, είπε η κυρία Ηλέκτρα.
-Έβαλε στο χέρι και τούτο, πρόσθεσε. Διάβασέ το, Βασίλη. Μας το μετέφρασαν.
Άναψε ένα σπίρτο ο Βασίλης και διάβασε. Ήταν βουλγάρικο γράμμα, μεταφρασμένο
ελληνικά. Κι έλεγε:
-Δεν έχει ημερομιηνία, αποκρίθηκε ο Περικλής. Ήλθε στα χέρια μας χθες. Μα
προχθές, χωρικοί δικοί μας τον είδαν τον Άγρα σε βουλγαροχώρια, που τον πήγαιναν
και τον γιουχάριζαν. Κι εμείς, σαν και σένα, φοβόμαστε και βιαζόμαστε να τον
βρούμε.
-Στο δάσος. Τον θάψαμε κάτω από μια βελανιδιά, κι έφυγα... Χωρίς θυμό, με κάποια
μοιρολατρεία, είπε o Βασίλης: Δεν έμεινε πια τίποτα που να με κρατεί στον κόσμο.
Γυναίκα, μάνα, παιδί, ακόμα και ο Γρέγος, όλοι πέθαναν. Σα σκοτώσω τον Ζλατάν,
γλιτώνω κι εγώ.
-Κύριε Περικλή... είπε ήσυχα, όπως θα διηγούνταν ένα παραμύθι... Σ' αφήνω εσένα
μιαν εντολή, να τη μεταπείς στον αφέντη, το θείο σου, σα γυρίσεις με το καλό στην
Αλεξάνδρεια...
Η κυρία Ηλέκτρα έκανε να σηκωθεί και ν' απομακρυνθεί. Άπλωσε το χέρι του ο
Βασίλης και την κράτησε.
-Κάθησε, κυρία Ηλέκτρα, της είπε σιγά... Και συ Αποστόλη, μη φεύγεις. Ποιος απο
μας θα επιζήσει αύριο, δεν ξέρομε. Και το μήνυμα του Γρέγου πρέπει να
-...Ο Γρέγος, είπε, ήταν ανυπόταχτος απο μικρός. Άτακτος, ατίθασος, επαναστάτης μες
στο σπίτι του πατέρα του, του παπα-Θεοφάνη Θεοδωρίδη, δεν μπόρεσε ποτέ να
συμμορφωθεί με τη δουλική ζωή του ραγιά. Χεροδύναμος πολύ, είχε κάθε μέρα
φασαρίες με τα Τουρκόπουλα της γειτονιάς, που έτρεμαν τις γροθιές του και που τις
έτρωγαν αδιάκοπα. Ώσπου, μια μέρα, παιδί ακόμα, δεκαεπτά δεκαοκτώ χρόνων,
ξέκοψε, κατέβηκε στην ελεύθερη Ελλάδα, και μπήκε στο στρατό εθελοντής. Και
διάλεξε αυτός, ο πιο απειθάρχητος, το πιο πειθαρχικό στάδιο. Πέρασε τη Σχολή των
Υπαξιωματικών και βγήκε ανθυπολοχαγός, με βαθμό άριστα. Πιο μελετηρό, πιο
αφοσιωμένο στη δουλειά του αξιωματικό δεν είχε δει ο ελληνικός στρατός, ούτε πιο
πειθαρχικό. Ζούσε και δούλευε μ' ένα ιδανικό, να ελευθερώσει την πατρίδα του, τη
Μακεδονία. Και ξέσπασε o πόλεμος του '97, και από την Κρήτη όπου είχε πάγει με τον
Βάσο, επέστρεψε κι έτρεξε στην Ήπειρο, οπου πληγώθηκε, κόντεψε να σκοτωθεί στη
μάχη του Γκρίμποβου, με τον Μπαϊραχτάρη.
Εμείς τον είχαμε χάσει. Πήγε στ' αγριότερα μέρη, σε λίμνες όπου θερίζουν οι πυρετοί,
σε δάση οπου σε κεντούν οι οχιές, σε σχίζουν τ' αγρίμια - όταν δε σε πάρει κανένα
φαρμακωμένο βέλος ή καμιά λόγχη, που σου 'ρχεται δεν ξέρεις απο πού!
Πέρασαν χρόνια... Εμείς τον είχαμε χάσει. Δεν ξέραμε αν ζούσε ή πέθανε. Σκότωσαν
οι Βούλγαροι τον παπα-Θεοφάνη, τον πεθερό μου. Έγινε η καταστροφή στο σπίτι μου.
Με πήγαν στην Ελλάδα.3 Δεν είχα χρήματα. Θυμήθηκα τ' όνομα του Γιώργου
Βασιωτάκη, που είχε φυγαδέψει τον Γρέγο. Χρεώθηχα, πήγα στην Αλεξάνδρεια και
παρουσιάστηχα στο σπίτι σας ως κηπουρός, χωρίς να δώσω γνωριμία στο σωτήρα του
γυναικαδέλφου μου.
-Έτσι. Δεν ήθελα να νομίζει ο αφέντης, πως έρχομαι ν' απλώσω χέρι, να
εκμεταλλευθώ την καλή του πράξη απέναντι του Γρέγου. Ύστερα απο καιρό, έμαθα
απο έναν πατριώτη μου, που γύριζε απο την Ουγκάντα, πως ζούσε ο Γρέγος και ήταν
εκεί. Του έγραψα πως σκότωσαν τον πατέρα του οι Βούλγαροι και πως χάλασαν το
σπίτι μου. Τα παράτησε όλα τότε, πούλησε ό,τι είχε, και γύρισε στη Μακεδονία. Πήγε
στο Δεσπότη, μπήκε στον Αγώνα, ξεπάστρεψε τα ανθρώπινα θηρία που
αιματοκυλούσαν την πατρίδα του, ξεκαθάρισε περιοχές ολόκληρες - σιωπηλά. Η άγρια
ζωή της Ουγκάντας τον είχε μάθει να εξουδετερώνει τον εχθρό χωρίς θόρυβο, γοργά
και κρυφά, με μια μαχαιριά στην καρδιά.
-Πώς το 'ξερες, Βασίλη, οτι ήταν στη Μακεδονία ο Γρέγος, και τον βρήκες; ρώτησε ο
Περικλής.
-Δεν το ήξερα. Γυρεύοντας τον Ζλατάν, μια μέρα έμαθα πως εκεί κοντά λημέριαζε ο
καπετάν Ακρίτας. Το ήξερα εγώ πως ο καπετάν Ακρίτας ήταν εκείνες τις μέρες στη
Αναγνώρισα στο μεγαλόσωμο, χεροδύναμο και ατρόμητο αντάρτη, τον Γρέγο. Πήγαμε
στο λημέρι του με τον Αποστόλη
- Θυμάσαι, μικρέ;
-Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά μου. Με ήξερε με μαύρα. Ήμαστε και οι δυο νέοι σα
χωριστήκαμε... Μου ζήτησε τα ονόματα των δολοφόνων της αδελφής του. Δεν είχα
χαρτί. Εκείνος βαστούσε πάνω του πάντα μια παλιά της φωτογραφία. Έγραψε τα
ονόματά τους, καθώς του τα έλεγα, πίσω από τη φωτογραφία, όπου είχε γράψει εκείνη
«Στον αδελφό μου τον Γρέγο». Τη βαστούσε μέσα σ' ένα πορτοφολάκι. Αυτή βρήκε ο...
μικρός μου... στο σώμα του πεθαμένου Γρέγου, και τον κατάλαβε ποιος ήταν... Αυτή
βρήκα στον κόρφο του τσακισμένου μου παιδιού, και το έψαξα, και βρήκα ανάμεσα
στις ωμοπλάτες του μια μεγάλη μαύρη ελιά, που την είχε από γενετής του...Τα βρήκα
όλα αργά... Μιλούσε χαμηλόφωνα, μονότονα, σιγά... Ήταν σα να είχε πεθάνει κάτι
μέσα του, που δε θα ζωντάνευε πια ποτέ, ούτε για να χαρεί. Και ξανάπιασε τη διήγησή
του, γυρίζοντας στα πρώτα του λόγια:
- Κύριε Περικλή, σ' αφήνω την εντολή, να τη μεταπείς στον αφέντη. Είναι τα
τελευταία λόγια τον Γρέγου, που τ' άκουσες εσύ και ο Αποστόλης και o κύριος
Μήτσος, και που ίσως να μην τα καταλάβατε. Τα χρήματα που του είχε δώσει ο θείος
σου, του τα έστειλε απο την Ουγκάντα. Μα δε θεωρούσε το χρέος του ξεπληρωμένο.
Σαν έμαθε πως ήταν ο κύριος Μήτσος στο Βάλτο, ζήτησε να τον ακολουθήσει,
άγνωστος προστάτης του. Έτσι, τον ακολούθησε στο Ζορμπά, τη βραδιά που κάηκε το
σχολειό της κυρίας Ηλέκτρας, και στη θέση του κυνήγησε τους Βουλγάρους. Έτσι στα
Κουρφάλια, τρεις φορές τον έσωσε. Ετσι αυτοκτόνησε, για να μη μείνει πίσω ο κύριος
Μήτσος και συ, και σας πιάσουν οι Τούρκοι. Να πεις στον αφέντη πως το χρέος του ο
Γρέγος το ξεπλήρωσε...
Ταραγμένος άκουε ο Περικλής, και με το χέρι του στον κόρφο, χάιδευε σιωπηλά το
μαχαίρι του Γρέγου. Όλη του τη ζωή τώρα την καταλάβαινε, μαζί και το θάνατο του.
Ο Γρέγος ήταν φυσιογνωμία ηρωική, παράδειγμα για ιδανικό για κάθε ζωντανό νέο,
και ίνδαλμα δικό του.
-Δεν είναι εχθρός, τους είπε. Είναι ο Σταύρος o οδηγός. Θα μας φέρνει ειδήσεις.
Άναψε ένα φρύγανο και το σήκωσε ψηλά. Ήταν ακόμα σκοτεινά - δεν είχε χαράξει.
Τα βήματα πλησίασαν γοργά, και ο Σταύρος o οδηγός, ανοίγοντας δρόμο μες στα
πυκνά κλαριά, έφθασε κοντά τους.
Δεν ήταν ανάγκη να το πει. Το είχαν μαντέψει όλοι. Το ήξεραν πως έτσι θα γίνει, με
αυτή την αγωνία ζούσαν πέντε μέρες τώρα, με αυτό το φόβο γύρευαν να τον
ανακαλύψουν, να τον φθάσουν, να τον σώσουν.
-Πού τον σκότωσαν;... Πώς;... ρώτησε ο Βασίλης. Απλωσε το χέρι του ο Σταύρος κατά
τη δύση.
- Πού;
-Στο δρόμο. Τον πήγαιναν τάχα στο Βλάδοβο. Τον κρέμασαν κοντά στο Τέχοβο.
-Τον είδα!
Χάραζε η αυγή σαν κατέβηκαν στο δρόμο, και γύρισαν δεξιά κατά το Τέχοβο.
Η μέρα ήταν δροσερή, ηλιακή, χαρά Θεού. Ο Μάγκας πήγαινε ζωηρά πλάγι στον
Περικλή, που προπορεύουνταν με τον Βασίλη, και κάπου κάπου έμενε πίσω και
ρουθούνιζε μες στα φουντωμένα χαμόδενδρα, πλάγι στο δρόμο, και πάλι τρεχάτος
πρόφθαινε τον Περικλή.
Σ' ένα μεγάλο κλαδί καρυδιάς, δυο σώματα κρέμουνταν, το ένα κοντά στον κορμό, το
άλλο παραέξω.
Στο στήθος του Άγρα ήταν καρφωμένο ένα χαρτί με την κλασική ειδοποίηση πως
«Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων» και με τις
δυο υπογραφές: Κασάπτσε και Ζλατάν.
Το κεφάλι του Άγρα ήταν γερμένο πίσω, ακουμπισμένο στον κορμό της καρυδιάς· τα
σγουρά του μαλλιά, ανακατωμένα, αχτένιστα· τα μάτια του ανοιχτά· τα χείλη
μισοχωρισμένα· το πρόσωπο ήρεμο στη νεκρική του χλωμάδα.
Αντιθέτως, του Μίγγα το πρόσωπο ήταν μολυβί, πρησμένο, συσπασμένο απο την
αγωνία. Η γλώσσα του, μισοπεσμένη έξω, κρέμονταν πλάγια, μεταξύ στα δόντια του.
Και των δυο τα χέρια ήταν πισθάγκωνα δεμένα, και τα πόδια γυμνά, πρησμένα,
κατάμαυρα από τις πορείες και τους κόπους. Τα ρούχα τους, σχισμένα, βρωμισμένα,
κρέμουνταν απάνω τους κουρέλια.
Σαν είδε και αναγνώρισε ο Αποστόλης τον Αρχηγό του, εκείνον που πρώτος του έδωσε
το αίσθημα του Ελληνισμού, της υπερηφάνειας, της αγάπης για την ελευθεριά, του
φάνηχε πως σπάζει η καρδιά του. Με μια φωνή πνιγμένη, αγνοώντας τους Τούρκους
χωροφύλακες, ρίχθηκε χάμω, ανάμεσα στις πυκνές φτέρες του
δάσους, και ξέσπασε σε άγνωστα γι' αυτόν αναφιλητά, που τίναζαν όλο του το σώμα.
Σιωπηλή, σαν το κερί χλωμή, η κυρία Ηλέκτρα γονάτισε στη ρίζα της καρυδιάς όπου
κρέμουνταν οι δυο μάρτυρες της ελευθερίας.
-Όχι, αποκρίθηκε φοβισμένος ο Σταύρος· μα είναι Ρωμιοί, και λυπούνται για τους
Ρωμιούς που τους κρέμασαν οι Βούλγαροι.
- Κακοί άνθρωποι οι Βούλγαροι! είπε συμπονετικά. Κι ένα δικό μου σκοτώσανε τις
προάλλες!... Άιντε, ξεκρεμάστε τους, αφού είναι δικοί σας, και πάμε μαζί στο
Βλάδοβο. Εκεί θα εξετάσει τους πεθαμένους o γιατρός.
Με τη βοήθεια των δυο οδηγών και του Περικλή, ξεκρέμασε ο Βασίλης τους δυο
μάρτυρες, και τους ξάπλωσε χάμω, στο παχύ χορτάρι, κάτω από τα δέντρα.
-Όχι, είπε ο άλλος, δεν έχουν μαχαιριές. Ο Περικλής, άσπρος και αυτός σαν το πανί,
έσκυψε πάνω στον Άγρα, κι έκανε ν' ανοίξει το ρούχο του. O Βασίλης του έδειξε το
λαιμό, γδαρμένο απο το σκοινί.
-Τον σκότωσαν άραγε πριν να τον κρεμάσουν; έκανε σιγά. Ίσως να τον έπνιξαν με τα
χέρια; Ποιος ξέρει; Μα πέθανε γρήγορα - το πρόσωπο είναι ήρεμο. Τον άλλον τον
κρέμασαν, και αγωνίστηκε πριν πεθάνει...
-Τους κρέμασαν χθες,4 είπε ο Σταύρος ο οδηγός. Τους είδα εδώ, τη νύχτα που
έρχουμουν να σας βρω. Και φοβήθηκα κι έφυγα.
Ένας χωρικός που περνούσε, σταμάτησε να δει. Πέρασαν και άλλοι, σταμάτησαν κι
αυτοί. Σε λίγο μαζεύτηκε κόσμος, άλλοι περίεργοι, άλλοι συμπονετικοί, όλοι
φοβισμένοι.
Στο φτωχό νεκροταφείο του Βλάδοβου έθαψαν το ηρωικό παλικάρι. Μια ξύλινη
καγκελαριά περιτριγύριζε το σεμνό τάφο, όπου σ' ένα σταυρό ξύλινο χάραξαν τ' όνομά
του το πολεμικό.
Κανένας επίσημος δεν ακολούθησε την κηδεία. Τα παλικάρια που πέθαιναν στον
Αγώνα, έπεφταν ανωνύμως. Οι προξενικοί και κληρικοί, που ήταν η ψυχή του Αγώνα,
δεν έπρεπε ούτε να φαίνονται ούτε να γνωρίζουν τον πολεμιστή. Σιωπηλά, αφανέρωτα
έπρεπε να τον θρηνήσουν - και να τον εκδικήσουν. Κρυφή ήταν η Οργάνωση, κρυφός
ο Αγώνας, κρυφή η εκδίκηση και η τιμωρία.
__________________________________