Você está na página 1de 853

Σκοπός μας ήταν και είναι ο δικηγόρος, ιδιαίτερα ο νέος, μέσω της

αναβαθμισμένης Τράπεζας Νομικών Πληροφοριών του ΝοΒ, του ΚΝοΒ, που θα


εκδίδεται πλέον και σε ηλεκτρονική μορφή και άλλων εκδόσεων Κωδίκων και
Επίκαιρων Νόμων, να έχει στη διάθεσή του όλο εκείνο το επιστημονικό
οπλοστάσιο, που θα του χρησιμεύσει στην άσκηση της επίπονης δικηγορίας.
Τα προβλήματα στο χώρο της Δικαιοσύνης είναι πολλά και
συσσωρευμένα από χρόνια. Ό,τι εξαρτάται από μας, προσπαθούμε με κάθε
τρόπο να το επιλύουμε. Τα περισσότερα εξαρτώνται από την πολιτική βούληση
της Πολιτείας και άλλα από τη διάθεση της φυσικής ηγεσίας των δικαστών, αλλά
και τους ίδιους τους δικαστές, που στην μεγάλη πλειοψηφία τους
ανταποκρίνονται στα υψηλά τους καθήκοντα.
Η συλλογική μας προσπάθεια δεν βρίσκει πάντα ανταπόκριση από τους
κρατούντες και τότε αρχίζει ένας αγώνας για τη δικαίωση των αιτημάτων μας, που
συνήθως έχουν επαγγελματικό αλλά και θεσμικό χαρακτήρα.
Αγώνας τολμηρός αλλά και συνετός, με επιχειρήματα και ανυποχώρητος,
όταν χρειασθεί.
Είμαστε όλοι ως Δ.Σ. ταγμένοι να εξυπηρετούμε τους συναδέλφους,
πιστοί στην αποστολή μας και στην εντολή τους. Προσπαθούμε, άλλοι
περισσότερο, άλλοι λιγότερο να ανταποκρινόμαστε στον καθήκον μας.
Συνεχίζοντας, λοιπόν τις εκδόσεις μας, εκδίδουμε και διανέμουμε το Σύνταγμα και
τους τέσσερις βασικούς Κώδικες, με την προσδοκία να προσφέρουμε όλο και
περισσότερες και καλλίτερες υπηρεσίες.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ X. ΠΑΞΙΝΟΣ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ Δ.Σ.Α.
Σ ΝΤΑ ΜΑ ΤΗΣ Ε ΑΔΑΣ
1975/1986/2001
ΜΕΡΟΣ ΠΡ ΤΟ
ΑΣΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ Α
ΜΟΡ Η ΤΟ ΠΟ ΙΤΕ ΜΑΤΟΣ

ρθρο : 1 ορφή του πολιτεύματος


ρθρο : 2 Πρωταρχικές υποχρεώσεις της πολιτείας

ΤΜΗΜΑ
Σ ΕΣΕΙΣ Ε ΗΣΙΑΣ ΑΙ ΠΟ ΙΤΕΙΑΣ

ρθρο : 3 Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας

ΜΕΡΟΣ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΤΟΜΙ Α ΑΙ ΟΙΝ ΝΙ Α ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ

ρθρο : 4 σότητα
ρθρο : 5 ενική και προσωπική ελευθερία
ρθρο : 5α Δικαίωμα στη πληροφόρηση
ρθρο : 6 Εγγυήσεις για την προσωπική ασφάλεια
ρθρο : 7 Νομιμότητα ποινών
ρθρο : 8 υσικός δικαστής
ρθρο : 9 Προστασία ιδιωτικής ζωής
ρθρο : 9α Προστασία προσωπικών δεδομένων
ρθρο : 10 Δικαίωμα του αναφέρεσθαι
ρθρο : 11 Δικαίωμα του συνέρχεσθαι
ρθρο : 12 Δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι
ρθρο : 13 ρησκευτική ελευθερία
ρθρο : 14 Ελευθερία γνώμης και τύπου
ρθρο : 15 Ηλεκτρoνικός τύπος
ρθρο : 16 Ελευθερία της παιδείας
ρθρο : 17 Προστασία ιδιοκτησίας
ρθρο : 18 Περιορισμοί ιδιοκτησίας
ρθρο : 19 Απόρρητον ανταποκρίσεων
ρθρο : 20 Δικαίωμα έννομης προστασίας
ρθρο : 21 Κοινωνικά δικαιώματα
ρθρο : 22 Δικαίωμα εργασίας
ρθρο : 23 Συνδικαλιστική ελευθερία
ρθρο : 24 Προστασία περιβάλλοντος
ρθρο : 25 Εγγυήσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΑΙ ΕΙΤΟ Ρ ΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟ ΙΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α
Σ ΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΠΟ ΙΤΕΙΑΣ

ρθρο : 26 Διάκριση εξουσιών


ρθρο : 27 Προστασία επικράτειας
ρθρο : 28 Σχέσεις διεθνούς και εσωτερικού δικαίου
ρθρο : 29 Πολιτικά δικαιώματα

ΤΜΗΜΑ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟ ΡΑΤΙΑΣ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΟ

ρθρο : 30 Προεδρικό αξίωμα


ρθρο : 31 Προσόντα εκλογιμότητας
ρθρο : 32 Εκλογή Προέδρου
ρθρο : 33 Ανάληψη προεδρικών καθηκόντων
ρθρο : 34 Αδυναμία ασκήσεώς τους

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΕΞΟ ΣΙΕΣ ΑΙ Ε ΝΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΟ

ρθρο : 35 Προσυπογραφή πράξεων Προέδρου


ρθρο : 36 Διεθνής παραστάτης και σύναψη συνθηκών
ρθρο : 37 Διορισμός πρωθυπουργού
ρθρο : 38 Τερματισμός βίου Κυβερνήσεως
ρθρο : 39 ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο : 40 ύθμιση βουλευτικής συνόδου
ρθρο : 41 Διάλυση Βουλής
ρθρο : 42 Πρόεδρος στην τελείωση των νόμων
ρθρο : 43 Διατάγματα εκτελεστικά και με νομοθετική εξουσιοδότηση
ρθρο : 44 Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δημοψηφίσματα, διαγγέλματα
ρθρο : 45 Αρχηγία ενόπλων δυνάμεων
ρθρο : 46 άρη και αμνηστία
ρθρο : 47 άρη και αμνηστία
ρθρο : 48 Κατάσταση ανάγκης

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ Ε ΝΕΣ ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟ ΡΑΤΙΑΣ

ρθρο : 49 Ποινική ευθύνη


ρθρο : 50 Αρχή νομιμότητας

ΤΜΗΜΑ
Ο Η

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΙ Σ ΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ Ο ΗΣ

ρθρο : 51 Εκλογή βουλευτών


ρθρο : 52 κφραση λα κής κυριαρχίας
ρθρο : 53 Βουλευτική περίοδος
ρθρο : 54 Εκλογικό σύστημα

2
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΜΑΤΑ ΑΙ ΑΣ Μ Ι ΑΣΤΑ Τ Ν Ο Ε Τ Ν

ρθρο : 55 Προσόντα εκλογιμότητας


ρθρο : 56 Κωλύματα εκλογιμότητας
ρθρο : 57 Ασυμβίβαστα
ρθρο : 58 λεγχος κύρους εκλογών

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Α Η ΟΝΤΑ ΑΙ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ Τ Ν Ο Ε Τ Ν

ρθρο : 59 ρκοδοσία
ρθρο : 60 Προστασία ελευθερίας γνώμης
ρθρο : 61 Ανεύθυνον
ρθρο : 62 Ακαταδίωκτον
ρθρο : 63 Αποζημίωση και ατέλειες

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΑΙ ΕΙΤΟ Ρ ΙΑ ΤΗΣ Ο ΗΣ

ρθρο : 64 Τακτική σύνοδος


ρθρο : 65 Αυτονομία
ρθρο : 66 Δημοσιότητα λειτουργίας
ρθρο : 67 Απαρτία και πλειοψηφία
ρθρο : 68 Επιτροπές
ρθρο : 69 Αναφορές στη Βουλή
ρθρο : 70 λομέλεια και Τμήματα
ρθρο : 71 Τμήμα διακοπής εργασιών
ρθρο : 72 Αρμοδιότητες λομέλειας και Τμημάτων

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΝΟΜΟ ΕΤΙ Η ΕΙΤΟ Ρ ΙΑ ΤΗΣ Ο ΗΣ

ρθρο : 73 Νομοθετική πρωτοβουλία


ρθρο : 74 Νομοθετική διαδικασία πριν από τη συζήτηση
ρθρο : 75 Επιβάρυνση προ πολογισμού
ρθρο : 76 Συζήτηση και ψήφιση
ρθρο : 77 Αυθεντική ερμηνεία

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΟΡΟ Ο ΙΑ ΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙ Η ΔΙΑ ΕΙΡΙΣΗ

ρθρο : 78 φόρος με τυπικό νόμο


ρθρο : 79 Προ πολογισμός κλπ.
ρθρο : 80 ισθοί και νόμισμα

ΤΜΗΜΑ Δ
ΕΡΝΗΣΗ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Σ ΡΟΤΗΣΗ ΑΙ ΑΠΟΣΤΟ Η ΤΗΣ ΕΡΝΗΣΗΣ

ρθρο : 81 πουργικό Συμβούλιο


3
ρθρο : 82 Αρμοδιότητες Κυβερνήσεως και πρωθυπουργού
ρθρο : 83 Αρμοδιότητες υπουργών και υφυπουργών

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Σ ΕΣΕΙΣ Ο ΗΣ ΑΙ ΕΡΝΗΣΗΣ

ρθρο : 84 Εμπιστοσύνη και δυσπιστία


ρθρο : 85 πουργική ευθύνη
ρθρο : 86 Ποινική δίωξη υπουργών

ΤΜΗΜΑ Ε
ΔΙ ΑΣΤΙ Η ΕΞΟ ΣΙΑ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΔΙ ΑΣΤΙ ΟΙ ΕΙΤΟ Ρ ΟΙ ΑΙ ΠΑ Η ΟΙ

ρθρο : 87 ειτουργική ανεξαρτησία δικαστών


ρθρο : 88 Εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, αποδοχές,
μετατάξεις
ρθρο : 89 Δικαστικά ασυμβίβαστα
ρθρο : 90 Σταδιοδρομία
ρθρο : 91 Πειθαρχική εξουσία
ρθρο : 92 Βοηθητικά όργανα δικαιοσύνης

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΑΙ ΔΙ ΑΙΟΔΟΣΙΑ Τ Ν ΔΙ ΑΣΤΗΡΙ Ν

ρθρο : 93 Διακρίσεις δικαστηρίων, δημοσιότητα συνεδριάσεων, αιτιολόγηση


αποφάσεων, έλεγχος συνταγματικότητας νόμων
ρθρο : 94 Αρμοδιότητες διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων
ρθρο : 95 Αρμοδιότητες Συμβουλίου Επικρατείας
ρθρο : 96 Αρμοδιότητες ποινικών δικαστηρίων
ρθρο : 97 Εκδίκαση κακουργημάτων και εγκλημάτων πολιτικών και τύπου
ρθρο : 98 Αρμοδιότητες Ελεγκτικού Συνεδρίου
ρθρο : 99 Εκδίκαση αγωγών κακοδικίας
ρθρο : 100 Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο
ρθρο : 100 α Νομικό Συμβούλιο του Κράτους

ΤΜΗΜΑ ΣΤ
ΔΙΟΙ ΗΣΗ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙ ΗΣΗΣ

ρθρο : 101 Αποκέντρωση


ρθρο : 101 α Ανεξάρτητες αρχές
ρθρο : 102 Τοπική αυτοδιοίκηση

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΠΗΡΕΣΙΑ Η ΑΤΑΣΤΑΣΗ Τ Ν ΟΡ ΑΝ Ν ΤΗΣ ΔΙΟΙ ΗΣΗΣ

ρθρο : 103 Δημόσιοι υπάλληλοι


ρθρο : 104 Περιορισμοί για τους δημοσίους υπαλλήλους
4
Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Α ΕΣΤ Σ ΤΟ Α ΙΟ ΟΡΟ Σ

ρθρο : 105 Αυτοδιοίκηση προνομιακό καθεστώς

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΤΕ Ι ΕΣ ΑΙ ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ Α
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο : 106 Κράτος και οικονομική δραστηριότητα


ρθρο : 107 Προστασία κεφαλαίων εξωτερικού
ρθρο : 108 Ελληνισμός έξω από την επικράτεια
ρθρο : 109 Διαθήκη ή δωρεά υπέρ του Δημοσίου η υπέρ κοινωφελούς σκοπού

ΤΜΗΜΑ
ΑΝΑ Ε ΡΗΣΗ ΤΟ Σ ΝΤΑ ΜΑΤΟΣ

ρθρο : 110 Τι και πως αναθεωρείται

ΤΜΗΜΑ
ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ρθρο : 111 Διατάξεις αντίθετες προς το Σύνταγμα
ρθρο : 112 Προσωρινοί εκτελεστικοί νόμοι
ρθρο : 113 Προηγούμενος Κανονισμός Βουλής
ρθρο : 114 Εκλογή πρώτου Πρόεδρου Δημοκρατίας
ρθρο : 115 Προσωρινές και μεταβατικές διατάξεις
ρθρο : 116 Διατάξεις αντίθετες προς ισότητα
ρθρο : 117 Προσωρινές και ειδικές διατάξεις για ιδιοκτησία
ρθρο : 118 εταβατικές διατάξεις για δικαστικούς λειτουργούς
ρθρο : 119 εταβατικές διατάξεις για αίτηση ακυρώσεως

ΤΜΗΜΑ Δ
Α ΡΟΤΕ Ε ΤΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

ρθρο : 120 σχύς Συντάγματος και δικαίωμα αντιστάσεως

5
ΑΣΤΙ ΟΣ ΔΙ ΑΣ
Ι ΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΑΡ ΕΣ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΟΙ ΑΝΟΝΕΣ ΤΟ ΔΙ ΑΙΟ ΕΝΙ Α

ρθρο : 1 Πηγές του δικαίου


ρθρο : 2 Αναδρομική δύναμη του νόμου
ρθρο : 3 Κανόνες δημόσιας τάξης

Ε Α ΑΙΟ
ΙΔΙ ΤΙ Ο ΔΙΕ ΝΕΣ ΔΙ ΑΙΟ

ρθρο : 4 Κατάσταση αλλοδαπών


ρθρο : 5 κανότητα δικαίου
ρθρο : 6 Αφάνεια
ρθρο : 7 κανότητα για δικαιοπραξία
ρθρο : 8 Στέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας
ρθρο : 9 κανότητα αλλοδαπού στην Ελλάδα
ρθρο : 10 Νομικό πρόσωπο
ρθρο : 11, 12 Τύπος δικαιοπραξίας
ρθρο : 13 άμος
ρθρο : 14 Προσωπικές σχέσεις των συζύγων
ρθρο : 15 Περιουσιακές σχέσεις των συζύγων
ρθρο : 16 Διαζύγιο και δικαστικός χωρισμός
ρθρο : 17 Τέκνο γεννημένο σε γάμο
ρθρο : 18 Σχέσεις γονέων και τέκνου
ρθρο : 19-21 Τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του
ρθρο : 22 Εξομοίωση προς τέκνο γεννημένο σε γάμο
ρθρο : 23 ιοθεσία
ρθρο : 24 Επιμέλεια
ρθρο : 25 Ενοχές από σύμβαση
ρθρο : 26 Ενοχές από αδίκημα
ρθρο : 27 Νομή και εμπράγματα δικαιώματα
ρθρο : 28 Κληρονομικές σχέσεις
ρθρο : 29 Απόκτηση και απώλεια ιθαγένειας
ρθρο : 30 λλειψη ιθαγένειας και συνήθους διαμονής
ρθρο : 31 Πολλαπλή ιθαγένεια
ρθρο : 32 Αναπαραπομπή
ρθρο : 33 Επιφύλαξη δημόσιας τάξης

Ε Α ΑΙΟ
ΣΙ Ο ΠΡΟΣ ΠΟ

ρθρο : 34 κανότητα δικαίου


ρθρο : 35,36 παρξη και τέλος προσώπου
ρθρο : 37-39 Απόδειξη θανάτου
ρθρο : 40,41 Αφάνεια
ρθρο : 42-44 Αρμόδιο δικαστήριο
ρθρο : 45 αταίωση της αίτησης

6
ρθρο : 46 ρση της αφάνειας
ρθρο : 47 Δημοσίευση της απόφασης
ρθρο : 48-50 Αποτελέσματα της κήρυξης της αφάνειας
ρθρο : 51-53 Κατοικία
ρθρο : 54-56 Κατοικία νόμιμη
ρθρο : 57 Δικαίωμα στην προσωπικότητα
ρθρο : 58 Δικαίωμα στο όνομα
ρθρο : 59 κανοποίηση ηθικής βλάβης
ρθρο : 60 Δικαίωμα στα προ όντα της διάνοιας

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΝΟΜΙ Α ΠΡΟΣ ΠΑ

ρθρο : 61 Νομικά πρόσωπα γενικά


ρθρο : 62 κταση ικανότητας
ρθρο : 63 γγραφο για τη σύσταση
ρθρο : 64 δρα
ρθρο : 65,66 Διοίκηση
ρθρο : 67,68 Εξουσία της διοίκησης
ρθρο : 69 λλειψη προσώπων διοίκησης
ρθρο : 70 Δικαιοπραξίες του νομικού προσώπου
ρθρο : 71 Ευθύνη νομικού προσώπου
ρθρο : 72-76 Εκκαθάριση
ρθρο : 77 Τύχη της περιουσίας μετά τη διάλυση
ρθρο : 78 Σωματείο
ρθρο : 79 Αίτηση για την εγγραφή σωματείου
ρθρο : 80 Καταστατικό σωματείου
ρθρο : 81,82 Απόφαση για την εγγραφή του σωματείου
ρθρο : 83 Από πότε υπάρχει το σωματείο
ρθρο : 84 Εγγραφή τροποποίησης του καταστατικού
ρθρο : 85 Σημείωση της διάλυσης του σωματείου
ρθρο : 86 Είσοδος νέων μελών
ρθρο : 87 Αποχώρηση μελών
ρθρο : 88 Αποβολή μελών
ρθρο : 89 σοτιμία μελών
ρθρο : 90 Δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών που έπαψαν να είναι μέλη
ρθρο : 91 Αμεταβίβαστο της ιδιότητας του μέλους
ρθρο : 92 Διοίκηση του σωματείου
ρθρο : 93 Συνέλευση του σωματείου
ρθρο : 94 ργο της συνέλευσης
ρθρο : 95,96 Σύγκληση
ρθρο : 97-100 Πώς αποφασίζει η συνέλευση
ρθρο : 101,102 Ακυρότητα απόφασης
ρθρο : 103-105 Διάλυση του σωματείου
ρθρο : 106,107 Περιουσία σωματείου που διαλύθηκε
ρθρο : 108 δρυμα
ρθρο : 109 δρυτική πράξη
ρθρο : 110 Περιεχόμενο
ρθρο : 111 Ανάκληση ιδρυτικής πράξης
ρθρο : 112 γκριση ιδρύματος
ρθρο : 113 ποχρεώσεις του ιδρυτή
ρθρο : 114 δρυση μετά το θάνατο του ιδρυτή
ρθρο : 115 Δικαιώματα δανειστών και μεριδούχων
7
ρθρο : 116 Δικαιώματα ωφελουμένων
ρθρο : 117,118 Τέλος ιδρύματος
ρθρο : 119 εταβολή του οργανισμού
ρθρο : 120,121 ετατροπή σκοπού
ρθρο : 122 Επιτροπές εράνων
ρθρο : 123 Συστατικό διάταγμα
ρθρο : 124,125 Διάλυση της επιτροπής
ρθρο : 126 ποκατάσταση ιδρύματος

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΔΙ ΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ

ρθρο : 127 Ενήλικος


ρθρο : 128 Ανίκανοι για δικαιοπραξία
ρθρο : 129 Περιορισμένα ικανοί
ρθρο : 130-132 Δήλωση βούλησης από ανίκανο
ρθρο : 133 Δικαιοπραξίες του περιορισμένα ικανού
ρθρο : 134 Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο έτος
ρθρο : 135 Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο τέταρτο έτος
ρθρο : 136 Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος
ρθρο : 137 Ανήλικος που τελεί γάμο
ρθρο : 138,139 Εικονική δήλωση
ρθρο : 140 Δήλωση από πλάνη
ρθρο : 141,142 Πλάνη ουσιώδης
ρθρο : 143 Πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια
ρθρο : 144 Πότε αποκλείεται η ακύρωση λόγω πλάνης
ρθρο : 145 Αποζημίωση λόγω της ακύρωσης
ρθρο : 146 Εσφαλμένη διαβίβαση δήλωσης
ρθρο : 147-149 Δήλωση ως συνέπεια απάτης
ρθρο : 150-152 Δήλωση ως συνέπεια απειλής
ρθρο : 153,154 Απειλή από τρίτον
ρθρο : 155 Αγωγή για ακύρωση
ρθρο : 156,157 Απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση
ρθρο : 158,159 Τύπος δικαιοπραξίας
ρθρο : 160,161 γγραφος τύπος
ρθρο : 162 Επιστολές, τηλεγραφήματα
ρθρο : 163 πογραφή με μηχανικό μέσο
ρθρο : 164 Τροποποίηση τυπικής δικαιοπραξίας
ρθρο : 165 ήτρα για τη σύνταξη εγγράφου
ρθρο : 166 Προσύμφωνο
ρθρο : 167-169 Δήλωση που απευθύνεται σε άλλον
ρθρο : 170,171 Δήλωση προς ανίκανο
ρθρο : 172 Δήλωση προς περιορισμένα ικανό
ρθρο : 173 Ερμηνεία της δήλωσης
ρθρο : 174 Δικαιοπραξία απαγορευμένη
ρθρο : 175-177 Απαγόρευση διάθεσης
ρθρο : 178,179 Δικαιοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη
ρθρο : 180,181 ννοια της ακυρότητας
ρθρο : 182 ετατροπή
ρθρο : 183 Επικύρωση
ρθρο : 184 Ενέργεια ακύρωσης
ρθρο : 185 Πρόταση για σύμβαση
ρθρο : 186 Ανάκληση πρότασης
8
ρθρο : 187 Απόσβεση πρότασης
ρθρο : 188 άνατος ή ανικανότητα μετά την πρόταση
ρθρο : 189 Αποδοχή της πρότασης
ρθρο : 190,191 Καθυστερημένη αποδοχή
ρθρο : 192-194 Κατάρτιση της σύμβασης
ρθρο : 195,196 λλειψη συμφωνίας σε μερικά σημεία
ρθρο : 197,198 Ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις
ρθρο : 199 Σύμβαση με πλειστηριασμό
ρθρο : 200 Ερμηνεία συμβάσεων

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΙ ΠΡΟ ΕΣΜΙΕΣ

ρθρο : 201 Αίρεση αναβλητική


ρθρο : 202 Αίρεση διαλυτική
ρθρο : 203-205 Ενέργεια αιρέσεων
ρθρο : 206 Διάθεση όσο εκκρεμεί η αίρεση
ρθρο : 207 Πλασματική πλήρωση ή μη πλήρωση της αίρεσης
ρθρο : 208 Αίρεση ακατανόητη, παράνομη κλπ.
ρθρο : 209 ρόνος από τον οποίο κρίνονται τα στοιχεία της δικαιοπραξίας
ρθρο : 210 Προθεσμία αναβλητική και διαλυτική

Ε Α ΑΙΟ
ΑΝΤΙΠΡΟΣ ΠΕ ΣΗ ΑΙ Π ΗΡΕΞΟ ΣΙΟΤΗΤΑ

ρθρο : 211 μεση αντιπροσώπευση


ρθρο : 212 Ερμηνευτικός κανόνας
ρθρο : 213 κανότητα αντιπροσώπου
ρθρο : 214,215 Στοιχεία που κρίνονται από τον αντιπρόσωπο
ρθρο : 216,217 Πληρεξουσιότητα
ρθρο : 218-221 Ανάκληση πληρεξουσιότητας
ρθρο : 222,223 Παύση της πληρεξουσιότητας
ρθρο : 224,225 Δικαιοπραξία μετά την παύση
ρθρο : 226 ονομερής δικαιοπραξία χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου
ρθρο : 227 ποχρέωση απόδοσης του πληρεξουσίου
ρθρο : 228 Βεβαίωση ότι έπαψε η πληρεξουσιότητα
ρθρο : 229,230 λλειψη πληρεξουσιότητας
ρθρο : 231-234 Συνέπειες της έλλειψης
ρθρο : 235 Δικαιοπραξία του αντιπροσώπου με τον εαυτό του

Ε Α ΑΙΟ Η
Σ ΝΑΙΝΕΣΗ ΑΙ Ε ΡΙΣΗ

ρθρο : 236 Συναίνεση


ρθρο : 237 Ανάκληση της συναίνεσης
ρθρο : 238 γκριση
ρθρο : 239 Διάθεση από μη δικαιούχο

Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟ ΕΣΜΙΕΣ

ρθρο : 240 Προθεσμία


ρθρο : 241 ναρξη
9
ρθρο : 242 ήξη
ρθρο : 243-246 Εβδομάδα, μήνας, χρόνος

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΠΑΡΑ ΡΑ Η ΑΙ ΑΠΟΣ ΕΣΤΙ Η ΠΡΟ ΕΣΜΙΑ

ρθρο : 247 Παραγραφή αξίωσης


ρθρο : 248 ικογενειακές αξιώσεις
ρθρο : 249 Εικοσαετής παραγραφή
ρθρο : 250 Πενταετής παραγραφή
ρθρο : 251-254 ναρξη παραγραφής
ρθρο : 255-257 Αναστολή παραγραφής
ρθρο : 258,259 Παραγραφή κατά ανικάνων
ρθρο : 260 Διακοπή. Αναγνώριση
ρθρο : 261-263 γερση αγωγής
ρθρο : 264-267 λλοι τρόποι διακοπής
ρθρο : 268 Απόφαση ή εκτελεστό δικαιόγραφο για την αξίωση
ρθρο : 269 ποβολή διαφοράς σε διαιτητές κλπ.
ρθρο : 270 Αποτελέσματα διακοπής
ρθρο : 271 Παραγραφή εμπράγματων αξιώσεων
ρθρο : 272 Ενέργεια της συμπλήρωσης της παραγραφής
ρθρο : 273 Παραγραφή ενστάσεων
ρθρο : 274 Παραγραφή παρεπόμενων αξιώσεων
ρθρο : 275 Δικαιοπραξία που μεταβάλλει τους όρους της παραγραφής
ρθρο : 276 Παραίτηση από την παραγραφή
ρθρο : 277,278 Πρόταση παραγραφής
ρθρο : 279,280 Αποσβεστική προθεσμία

Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
ΑΣ ΗΣΗ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤ Ν, Α ΤΟΔΙ ΙΑ, ΑΜ ΝΑ ΑΙ ΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑ ΗΣ

ρθρο : 281 Κατάχρηση δικαιώματος


ρθρο : 282,283 Αυτοδικία
ρθρο : 284 μυνα
ρθρο : 285,286 Κατάσταση ανάγκης

Ι ΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΕΝΟ Ι Ο ΔΙ ΑΙΟ

Ε Α ΑΙΟ Α
Η ΠΟ ΡΕ ΣΗ ΠΑΡΟ ΗΣ ΕΝΙ Α

ρθρο : 287,288 ννοια της ενοχής


ρθρο : 289,290 Παροχή κατά γένος
ρθρο : 291,292 Παροχή σε ξένο νόμισμα
ρθρο : 293-295 Ποσοστό τόκου
ρθρο : 296 Τόκος τόκου
ρθρο : 297,298 Διαφέρον
ρθρο : 299 ημία μη περιουσιακή
ρθρο : 300 ημία από οικείο πταίσμα
ρθρο : 301 ποχρέωση λόγω δαπανών
ρθρο : 302 Δικαίωμα αφαίρεσης
ρθρο : 303 ποχρέωση σε λογοδοσία
10
ρθρο : 304 Yποχρέωση σε απόδοση ομάδας
ρθρο : 305 Διαζευκτική ενοχή
ρθρο : 306 Επιλογή
ρθρο : 307,308 Απλοποίηση
ρθρο : 309 Απώλεια του δικαιώματος επιλογής
ρθρο : 310 Συγκέντρωση της διαζευκτικής ενοχής
ρθρο : 311-315 Αδυναμία σε περίπτωση διαζευκτικής ενοχής
ρθρο : 316 ερική εκπλήρωση
ρθρο : 317,318 Εκπλήρωση από τρίτον
ρθρο : 319 Δικαίωμα τρίτου σε προσφορά και υποκατάσταση
ρθρο : 320-322 Tόπος παροχής
ρθρο : 323,324 ρόνος παροχής
ρθρο : 325-329 Δικαίωμα επίσχεσης
ρθρο : 330,331 Eυθύνη λόγω πταίσματος
ρθρο : 332,333 Συμφωνία για μη ευθύνη από πταίσμα
ρθρο : 334 Ευθύνη από πταίσμα του προστηθέντος

Ε Α ΑΙΟ
ΑΔ ΝΑΜΙΑ ΠΑΡΟ ΗΣ ΑΙ ΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΤΟ Ο ΕΙ ΕΤΗ

ρθρο : 335 Αδυναμία για εκπλήρωση


ρθρο : 336 Πότε επέρχεται απαλλαγή λόγω αδυναμίας
ρθρο : 337 ερική αδυναμία
ρθρο : 338 Περιελθόν
ρθρο : 339 η εκπλήρωση παροχής που επιδικάστηκε
ρθρο : 340 Yπερημερία του οφειλέτη
ρθρο : 341,342 Δήλη ημέρα
ρθρο : 343,344 Συνέπειες
ρθρο : 345 περημερία σε περίπτωση χρηματικής οφειλής
ρθρο : 346,347 ναρξη τόκων με επίδοση αγωγής
ρθρο : 348 Η ευθύνη για το πράγμα μετά την αγωγή

Ε Α ΑΙΟ
ΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΤΟ ΔΑΝΕΙΣΤΗ

ρθρο : 349-352 Πότε είναι υπερήμερος ο δανειστής


ρθρο : 353 περημερίες στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις
ρθρο : 354 ρόνος παροχής μη ορισμένος
ρθρο : 355-358 Συνέπειες της υπερημερίας του δανειστή
ρθρο : 359,360 Συνέπειες στην περίπτωση υποχρέωσης για απόδοση ακινήτου

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΕΝΟ ΕΣ ΑΠΟ Σ Μ ΑΣΕΙΣ ΕΝΙ Α

ρθρο : 361 Ενοχή από σύμβαση


ρθρο : 362-364 Σύμβαση για αδύνατη παροχή
ρθρο : 365 Σύμβαση για παροχή απαγορευμένη από το νόμο
ρθρο : 366 Σύμβαση για μεταβίβαση κάθε μέλλουσας περιουσίας
ρθρο : 367 Σύμβαση για μεταβίβαση της υφισταμένης περιουσίας
ρθρο : 368 Σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζει
ρθρο : 369,370 Εμπράγματες συμβάσεις για ακίνητο
ρθρο : 371-373 Αοριστία παροχής

11
Ε Α ΑΙΟ Ε
ΑΡ ΕΣ ΙΑ ΤΙΣ ΑΜ ΟΤΕΡΟ ΑΡΕΙΣ Σ Μ ΑΣΕΙΣ

ρθρο : 374-378 νσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης


ρθρο : 379 Αοριστία αντιπαροχής
ρθρο : 380 Ανυπαίτια αδυναμία παροχής του ενός
ρθρο : 381 Αδυναμία παροχής από υπαιτιότητα του άλλου
ρθρο : 382 Αδυναμία παροχής από υπαιτιότητα του ίδιου
ρθρο : 383-385 περημερία εκπλήρωσης του ενός
ρθρο : 386 Σύμβαση για διαδοχικές τμηματικές παροχές
ρθρο : 387 Δικαίωμα αποζημίωσης μαζί με την υπαναχώρηση
ρθρο : 388 Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
Σ Μ ΑΤΙ Η ΠΑΝΑ ΡΗΣΗ

ρθρο : 389 Δικαίωμα υπαναχώρησης


ρθρο : 390 Πώς ασκείται
ρθρο : 391-393 Πότε αποκλείεται
ρθρο : 394 αταίωση της υπαναχώρησης που ασκήθηκε
ρθρο : 395 Απόσβεση
ρθρο : 396 παναχώρηση σε περίπτωση περισσοτέρων
ρθρο : 397 παναχώρηση στην περίπτωση μη εκτέλεσης της σύμβασης
ρθρο : 398 παναχώρηση έναντι καταβολής ποινής
ρθρο : 399 ήτρα έκπτωσης σε περίπτωση μη εκπλήρωσης
ρθρο : 400 ήτρα κράτησης της παροχής
ρθρο : 401 Παροχή εκπληρωτέα σε ορισμένο χρόνο

Ε Α ΑΙΟ
ΑΡΡΑ ΝΑΣ ΑΙ ΠΟΙΝΙ Η ΡΗΤΡΑ

ρθρο : 402 ννοια του αρραβώνα


ρθρο : 403 Τύχη του αρραβώνα
ρθρο : 404 Ποινική ρήτρα
ρθρο : 405-407 Κατάπτωση της πoινής και συνέπειες
ρθρο : 408 Ποινική ρήτρα σε περίπτωση άκυρης παροχής
ρθρο : 409 πέρμετρη ποινή

Ε Α ΑΙΟ Η
Σ Μ ΑΣΗ ΠΕΡ ΤΡΙΤΟ ΑΙ ΣΕ ΑΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ρθρο : 410 Σύμβαση υπέρ τρίτου


ρθρο : 411,412 Δικαίωμα του τρίτου
ρθρο : 413 Αποποίηση του τρίτου
ρθρο : 414 Ενστάσεις κατά του τρίτου
ρθρο : 415 Σύμβαση σε βάρος τρίτου

Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟΣ ΕΣΗ Τ Ν ΕΝΟ Ν

ρθρο : 416 Καταβολή


ρθρο : 417 Καταβολή προς άλλον εκτός από το δανειστή
ρθρο : 418 η προσήκουσα καταβολή
12
ρθρο : 419,420 Δόση αντί καταβολής
ρθρο : 421 πόσχεση αντί καταβολής
ρθρο : 422,423 Καταλογισμός σε περίπτωση περισσότερων χρεών
ρθρο : 424 Δικαίωμα για εξοφλητική απόδειξη
ρθρο : 425 ξοδα της εξόφλησης
ρθρο : 426 κομιστής έγγραφης εξόφλησης
ρθρο : 427 Δημόσια κατάθεση
ρθρο : 428,429 Πράγμα μη καταθέσιμο
ρθρο : 430 Πώς γίνεται η κατάθεση
ρθρο : 431 Αποτελέσματα της κατάθεσης
ρθρο : 432 Απαίτηση του αντικειμένου της κατάθεσης
ρθρο : 433 Ανάληψη από τον οφειλέτη
ρθρο : 434 λλες περιπτώσεις κατάθεσης
ρθρο : 435 ξοδα της κατάθεσης
ρθρο : 436 Ανανέωση
ρθρο : 437 Σε περίπτωση ενοχής άκυρης ή ακυρώσιμης
ρθρο : 438 Σκοπός ανανέωσης
ρθρο : 439 Ασφάλειες της παλαιάς ενοχής
ρθρο : 440 Συμψηφισμός
ρθρο : 441,442 Πρόταση συμψηφισμού
ρθρο : 443 Ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί
ρθρο : 444 Συμψηφισμός με αίρεση ή προθεσμία
ρθρο : 445 αριστική προθεσμία
ρθρο : 446 Παροχές σε διαφορετικό τόπο
ρθρο : 447 Συμψηφισμός από απαίτηση άλλου
ρθρο : 448 Συμψηφισμός κατά του εκδοχέα
ρθρο : 449 Συμψηφισμός σε περίπτωση κατάσχεσης
ρθρο : 450,451 Απαράδεκτο του συμψηφισμού
ρθρο : 452 Συμψηφισμός σε περίπτωση περισσότερων χρεών
ρθρο : 453 Σύγχυση
ρθρο : 454 φεση χρέους

Ε Α ΑΙΟ Ι
Ε ΡΗΣΗ

ρθρο : 455 ννοια


ρθρο : 456 Παράδοση αποδεικτικών
ρθρο : 457 Δημόσιο έγγραφο με αίτηση
ρθρο : 458,459 εταβίβαση παρεπόμενων δικαιωμάτων
ρθρο : 460 Αναγγελία
ρθρο : 461 Καταβολή πριν από την αναγγελία
ρθρο : 462 ποχρεώσεις του οφειλέτη προς τον εκδοχέα
ρθρο : 463 Ενστάσεις κατά του εκδοχέα
ρθρο : 464-466 Απαιτήσεις ανεκχώρητες
ρθρο : 467-469 Ευθύνη του εκχωρητή
ρθρο : 470 εταβίβαση άλλων δικαιωμάτων

Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
ΑΝΑΔΟ Η ΡΕΟ Σ

ρθρο : 471 ννοια


ρθρο : 472 ποχρεώσεις του αναδοχέα
ρθρο : 473,474 Ενστάσεις του αναδοχέα
13
ρθρο : 475 Δικαιώματα παρεπόμενα στην απαίτηση
ρθρο : 476 Εκποίηση ενυποθήκου και αναδοχή
ρθρο : 477 Σωρευτική αναδοχή
ρθρο : 478 πόσχεση τρίτου προς τον οφειλέτη
ρθρο : 479 Σε περίπτωση μεταβίβασης ομάδας περιουσίας

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΕΝΟ Η ΕΙΣ Ο Ο ΗΡΟΝ

ρθρο : 480 Σε περίπτωση αμφιβολίας η ενοχή δεν είναι εις ολόκληρον


ρθρο : 481 Παθητική ενοχή εις ολόκληρον
ρθρο : 482 Δικαίωμα του δανειστή
ρθρο : 483 εγονότα που ενεργούν αντικειμενικά
ρθρο : 484 φεση χρέους
ρθρο : 485 περημερία του δανειστή
ρθρο : 486 εγονότα που ενεργούν υποκειμενικά
ρθρο : 487 Αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών
ρθρο : 488 ποκατάσταση
ρθρο : 489 Ενεργητική ενοχή εις ολόκληρον
ρθρο : 490 Δικαίωμα του οφειλέτη
ρθρο : 491 εγονότα που ενεργούν αντικειμενικά
ρθρο : 492 εγονότα που ενεργούν υποκειμενικά
ρθρο : 493 Αναγωγή μεταξύ των δανειστών
ρθρο : 494,495 Αδιαίρετη παροχή

Ε Α ΑΙΟ Ι
Δ ΡΕΑ

ρθρο : 496,497 ννοια


ρθρο : 498 Σύσταση
ρθρο : 499-501 Ευθύνη του δωρητή
ρθρο : 502 Δωρεά κατά περιοδικές παροχές
ρθρο : 503,504 Δωρεά υπό τρόπο
ρθρο : 505-512 Ανάκληση της δωρεάς

Ε Α ΑΙΟ ΙΔ
Π ΗΣΗ ΑΙ ΑΝΤΑ Α Η

ρθρο : 513 ννοια της πώλησης


ρθρο : 514,515 Νομικά ελαττώματα
ρθρο : 516,517 η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή
ρθρο : 518 Συμφωνία απαλλαγής του πωλητή από την ευθύνη
ρθρο : 519 Πληροφορίες και παράδοση εγγράφων
ρθρο : 520,521 Ευθύνη σε περίπτωση άλλων εκποιήσεων
ρθρο : 522-525 κίνδυνος στην πώληση
ρθρο : 526 ξοδα για την παράδοση και την παραλαβή
ρθρο : 527 ξοδα για τη σύμβαση και τη μεταγραφή
ρθρο : 528 Δαπάνες πριν από την παράδοση
ρθρο : 529 Τόκος του τιμήματος
ρθρο : 530 Αγοραία ή χρηματιστηριακή τιμή
ρθρο : 531 Πίστωση του τιμήματος
ρθρο : 532 Όρος διατήρησης της κυριότητας
ρθρο : 533 Απαγόρευση αγοράς
14
ρθρο : 534,535 Πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων
ρθρο : 536 Πλημμελής εγκατάσταση
ρθρο : 537-539 Ευθύνη για ελλείψεις
ρθρο : 540-544 Δικαιώματα του αγοραστή
ρθρο : 545 Ανεπιφύλακτη παραλαβή
ρθρο : 546 Δικαιώματα του πωλητή
ρθρο : 547 Ενέργεια υπαναχώρησης ή αντικατάστασης λόγω ελλείψεων
ρθρο : 548,549 Καταστροφή ή χειροτέρευση του πράγματος
ρθρο : 550 Πώληση ορισμένης έκτασης
ρθρο : 551,552 Πώληση περισσότερων πραγμάτων
ρθρο : 553 Πώληση με περισσότερους πωλητές ή αγοραστές
ρθρο : 554-558 Παραγραφή
ρθρο : 559 Παροχή εγγύησης
ρθρο : 560,561 Αναγωγή
ρθρο : 562 λλες ανταλλακτικές συμβάσεις
ρθρο : 563,564 Πώληση με δοκιμή
ρθρο : 565 Σύμφωνο εξώνησης
ρθρο : 566 Τίμημα, προθεσμία
ρθρο : 567 Δήλωση για την εξώνηση
ρθρο : 568-571 Ενέργεια
ρθρο : 572 Εξώνηση υπέρ ή κατά περισσοτέρων
ρθρο : 573 Ανταλλαγή

Ε Α ΑΙΟ ΙΕ
ΜΙΣ ΣΗ ΠΡΑ ΜΑΤΟΣ

ρθρο : 574 ννοια


ρθρο : 575 ποχρεώσεις του εκμισθωτή
ρθρο : 576-582 Ελλείψεις ή πραγματικά ελαττώματα του μισθίου
ρθρο : 583,584 Νομικά ελαττώματα του μισθίου
ρθρο : 585,586 Καταγγελία για μη παραχώρηση της χρήσης
ρθρο : 587 Ενέργεια της καταγγελίας
ρθρο : 588 Κίνδυνος της υγείας του μισθωτή
ρθρο : 589 ποχρέωση του μισθωτή για ειδοποίηση
ρθρο : 590 Βάρη και φόροι του μισθίου
ρθρο : 591 Δαπάνες
ρθρο : 592 θορές ή μεταβολές
ρθρο : 593 Δικαίωμα υπομίσθωσης
ρθρο : 594 Κακή χρήση του μισθίου
ρθρο : 595-598 Πληρωμή του μισθώματος
ρθρο : 599-601 Απόδοση του μισθίου
ρθρο : 602,603 Παραγραφή
ρθρο : 604-607 Ενέχυρο στα εισκομισθέντα
ρθρο : 608 ήξη της μίσθωσης ορισμένου χρόνου
ρθρο : 609,610 ήξη σε περίπτωση αόριστης διάρκειας
ρθρο : 611 Σιωπηρή αναμίσθωση
ρθρο : 612 άνατος του μισθωτή
ρθρο : 612 Α ικογενειακή στέγη
ρθρο : 613 ισθώσεις δημοσίων υπαλλήλων
ρθρο : 614-617 Εκποίηση του μισθίου
ρθρο : 618 ισθώσεις που πρέπει να μεταγράφονται

15
Ε Α ΑΙΟ ΙΣΤ
ΜΙΣ ΣΗ Α ΡΟΤΙ Ο ΤΗΜΑΤΟΣ Α Ο ΠΡΟΣΟΔΟ ΟΡΟ ΑΝΤΙ ΕΙΜΕΝΟ

ρθρο : 619,620 Αγρομίσθωση


ρθρο : 621 ποχρεώσεις του μισθωτή
ρθρο : 622,623 ποχρεώσεις του εκμισθωτή
ρθρο : 624 πεκμίσθωση
ρθρο : 625 Πληρωμή του μισθώματος
ρθρο : 626 Νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή
ρθρο : 627 Ελάττωση του μισθώματος
ρθρο : 628 Καταγγελία για καθυστέρηση του μισθώματος
ρθρο : 629-631 Απόδοση του μισθίου
ρθρο : 632 άνατος του μισθωτή
ρθρο : 633 Σιωπηρή αναμίσθωση
ρθρο : 634,635 Ελάχιστο όριο διάρκειας
ρθρο : 636,637 Προ όντα του μισθίου κατά τη λήξη
ρθρο : 638 ίσθωση άλλων προσοδοφόρων
ρθρο : 639,640 Κτηνοληψία

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΕΠΙΜΟΡΤΗ Α ΡΟ Η ΙΑ

ρθρο : 641 ννοια


ρθρο : 642 Εκμετάλλευση του μισθίου
ρθρο : 643,644 Διανομή των καρπών
ρθρο : 645 Βάρη και φόροι του μισθίου
ρθρο : 646 Αγροληψία για ολόκληρη τη ζωή του αγρολήπτη
ρθρο : 647 Ανικανότητα του αγρολήπτη για καλλιέργεια

Ε Α ΑΙΟ ΙΗ
Σ Μ ΑΣΗ ΕΡ ΑΣΙΑΣ

ρθρο : 648-650 ννοια


ρθρο : 651 Προσωπική φύση της σχέσης
ρθρο : 652 ποχρεώσεις του εργαζομένου
ρθρο : 653,654 ποχρεώσεις του εργοδότη
ρθρο : 655 Πότε καταβάλλεται ο μισθός
ρθρο : 656 περημερία του εργοδότη
ρθρο : 657,658 όγοι που εμπόδισαν τον εργαζόμενο
ρθρο : 659 Εργασία πέρα από τη συμφωνημένη
ρθρο : 660,661 Ασθένεια του εργαζομένου
ρθρο : 662,663 Ασφάλεια και υγιεινή των χώρων εργασίας
ρθρο : 664,665 Συμψηφισμός ή κρατήσεις του μισθού
ρθρο : 666,667 Παροχή άδειας
ρθρο : 668 Δικαίωμα στις εφευρέσεις
ρθρο : 669,670 ήξη της σύμβασης
ρθρο : 671 Σιωπηρή ανανέωση
ρθρο : 672-674 Καταγγελία για σπουδαίο λόγο
ρθρο : 675 άνατος του ενός
ρθρο : 676 Εμπιστευτικές εργασίες
ρθρο : 677 δειες για ανεύρεση άλλης εργασίας
ρθρο : 678 Πιστοποιητικό εργασίας
ρθρο : 679 Παραίτηση του εργαζομένου από δικαιώματά του
16
ρθρο : 680 Συλλογική σύμβαση εργασίας

Ε Α ΑΙΟ Ι
Σ Μ ΑΣΗ ΕΡ Ο

ρθρο : 681-683 ννοια


ρθρο : 684 ποκατάσταση άλλου
ρθρο : 685 ποχρεώσεις του εργολάβου
ρθρο : 686,687 Δικαιώματα του εργοδότη
ρθρο : 688 Επουσιώδη ελαττώματα του έργου
ρθρο : 689 υσιώδη ελαττώματα του έργου
ρθρο : 690,691 Ελλείψεις από υπαιτιότητα
ρθρο : 692 γκριση του έργου
ρθρο : 693 Παραγραφή
ρθρο : 694 ρόνος πληρωμής της αμοιβής
ρθρο : 695 Ενέχυρο του εργολάβου
ρθρο : 696,697 εταβολή τιμών του προ πολογισμού
ρθρο : 698,699 Ποιός φέρει τον κίνδυνο του έργου
ρθρο : 700 Δικαίωμα του εργοδότη για καταγγελία
ρθρο : 701 άνατος του εργολάβου
ρθρο : 702 ισθοί εργατών

Ε Α ΑΙΟ
ΜΕΣΙΤΕΙΑ
ρθρο : 703-706 ννοια
ρθρο : 707 πέρμετρη αμοιβή
ρθρο : 708 Προξενητικά γάμου

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΠΡΟ ΗΡ ΞΗ

ρθρο : 709 ννοια


ρθρο : 710 Ανάκληση
ρθρο : 711,712 Εκτέλεση από περισσοτέρους

Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΤΟ Η

ρθρο : 713,714 ννοια


ρθρο : 715,716 ποκατάσταση άλλου
ρθρο : 717 Παρέκκλιση από τα όρια της εντολής
ρθρο : 718-720 ποχρέωση του εντολοδόχου
ρθρο : 721-723 ποχρεώσεις του εντολέα
ρθρο : 724 Ανάκληση της εντολής
ρθρο : 725 Καταγγελία από τον εντολοδόχο
ρθρο : 726-728 ύση της εντολής
ρθρο : 729 Συμβουλή ή σύσταση

Ε Α ΑΙΟ
ΔΙΟΙ ΗΣΗ Α ΟΤΡΙ Ν

ρθρο : 730 ννοια


ρθρο : 731-735 ποχρεώσεις του διοικητή
17
ρθρο : 736-738 Δικαιώματα του διοικητή
ρθρο : 739,740 Διοίκηση από κάποιον ξένων υποθέσεων ως δικών του

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΕΤΑΙΡΙΑ

ρθρο : 741 ννοια


ρθρο : 742 Εισφορές
ρθρο : 743-747 ποχρεώσεις του εταίρου
ρθρο : 748-751 Διοίκηση της εταιρίας
ρθρο : 752 Ανάκληση του διαχειριστή
ρθρο : 753 Παραίτηση
ρθρο : 754-757 Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων
ρθρο : 758 Δικαιώματα στην εισφορά ή στα αποκτήματα
ρθρο : 759 ποχρεώσεις απέναντι σε τρίτους
ρθρο : 760 Αμοιβαίες απαιτήσεις των εταίρων
ρθρο : 761 Αμεταβίβαστη η εταιρική μερίδα
ρθρο : 762-764 Διανομή κερδών και ζημιών
ρθρο : 765 ύση της εταιρίας
ρθρο : 766-769 ύση με καταγγελία
ρθρο : 770,771 Καταγγελία για παράβαση υποχρεώσεων
ρθρο : 772 ύση από το σκοπό
ρθρο : 773,774 ύση λόγω θανάτου
ρθρο : 775 ύση με την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή την
πτώχευση του ενός
ρθρο : 776 Διαχείριση μετά τη λύση
ρθρο : 777,778 Εκκαθάριση
ρθρο : 779 Απόδοση αυτούσιων πραγμάτων
ρθρο : 780 Τρόπος της εκκαθάρισης
ρθρο : 781,782 ετατροπή του ενεργητικού σε χρήμα
ρθρο : 783 Ανεπάρκεια του ενεργητικού
ρθρο : 784 Προσωπικότητα της αστικής εταιρίας

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΟΙΝ ΝΙΑ

ρθρο : 785 ννοια


ρθρο : 786,787 Δικαιώματα του κοινωνού
ρθρο : 788 Διοίκηση του κοινού
ρθρο : 789 Αποφάσεις με πλειοψηφία
ρθρο : 790 Κανονισμός από το δικαστήριο
ρθρο : 791 Ενέργεια υπέρ και κατά των διαδόχων
ρθρο : 792 υσιώδεις μεταβολές και προσθήκες
ρθρο : 793 Διάθεση της μερίδας
ρθρο : 794 Δαπάνες για το κοινό αντικείμενο
ρθρο : 795 Δικαίωμα για λύση της κοινωνίας
ρθρο : 796 Απαγόρευση της λύσης
ρθρο : 797 Πρόωρη λύση για σπουδαίο λόγο
ρθρο : 798,799 Διανομή
ρθρο : 800 Αυτούσια διανομή
ρθρο : 801 Πλειστηριασμός
ρθρο : 802 Αμοιβαίες απαιτήσεις από την κοινωνία
ρθρο : 803 Δικαιώματα τρίτων στο κοινό πράγμα
18
ρθρο : 804,805 Ευθύνη για ελαττώματα του μέρους που έλαχε στον κάθε κοινωνό

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΔΑΝΕΙΟ

ρθρο : 806 ννοια


ρθρο : 807 ρόνος απόδοσης
ρθρο : 808 περημερία
ρθρο : 809 πόσχεση δανείου σε αφερέγγυο πρόσωπο

Ε Α ΑΙΟ
ΡΗΣΙΔΑΝΕΙΟ

ρθρο : 810 ννοια


ρθρο : 811,812 ποχρεώσεις του χρήστη
ρθρο : 813-815 ποχρεώσεις του χρησαμένου
ρθρο : 816-819 ήξη
ρθρο : 820,821 Παραγραφή

Ε Α ΑΙΟ Η
ΠΑΡΑ ΑΤΑ Η Η

ρθρο : 822 ννοια


ρθρο : 823-825 ποχρεώσεις του θεματοφύλακα
ρθρο : 826 ποχρεώσεις του παρακαταθέτη
ρθρο : 827,828 ρόνος απόδοσης
ρθρο : 829 Τόπος απόδοσης
ρθρο : 830 Ανώμαλη παρακαταθήκη
ρθρο : 831-833 εσεγγύηση

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΝΗ ΞΕΝΟΔΟ Ν

ρθρο : 834 κταση της ευθύνης


ρθρο : 835 ρήματα και τιμαλφή
ρθρο : 836 ημία που δεν γνωστοποιήθηκε
ρθρο : 837 ονομερής γνωστοποίηση για μη ύπαρξη ευθύνης
ρθρο : 838,839 Ενέχυρο στα εισκομισθέντα

Ε Α ΑΙΟ
ΙΣΟ ΙΑ ΠΡΟΣΟΔΟΣ

ρθρο : 840 ννοια


ρθρο : 841 Καταβολή προσόδου
ρθρο : 842 Σύμβαση
ρθρο : 843 Εκχώρηση και κατάσχεση

Ε Α ΑΙΟ Α
ΠΑΙ ΝΙΟ ΑΙ ΣΤΟΙ ΗΜΑ

ρθρο : 844 Δεν γεννιέται απαίτηση


ρθρο : 845,846 Όσα καταβλήθηκαν δεν αναζητούνται

19
Ε Α ΑΙΟ
Ε ΗΣΗ

ρθρο : 847,848 ννοια


ρθρο : 849 Σύσταση
ρθρο : 850 Εγγύηση για άκυρη οφειλή
ρθρο : 851,852 κταση της ευθύνης του εγγυητή
ρθρο : 853 Ενστάσεις του εγγυητή
ρθρο : 854 Περισσότεροι εγγυητές
ρθρο : 855-857 νσταση δίζησης
ρθρο : 858-860 Αναγωγή και υποκατάσταση του εγγυητή
ρθρο : 861 Δικαίωμα του εγγυητή για ασφάλεια
ρθρο : 862-865 Απόσβεση της εγγύησης
ρθρο : 866 Εγγύηση για ορισμένο χρόνο
ρθρο : 867,868 Εγγύηση για αόριστο χρόνο
ρθρο : 869 Εγγύηση υπέρ του εργαζομένου ή εργολάβου
ρθρο : 870 Εντολή πίστωσης τρίτου

Ε Α ΑΙΟ
Σ Μ Ι ΑΣΜΟΣ

ρθρο : 871 ννοια


ρθρο : 872 Διάρρηξη

Ε Α ΑΙΟ Δ
Α ΗΡΗΜΕΝΗ ΠΟΣ ΕΣΗ ΑΝΑ Ν ΡΙΣΗ ΡΕΟ Σ

ρθρο : 873-875 ννοια και κύρος

Ε Α ΑΙΟ Ε
Ε ΤΑΞΗ

ρθρο : 876 ννοια


ρθρο : 877-879 Αποδοχή από τον εκτασσόμενο
ρθρο : 880 Δεν έχει υποχρέωση να αποδεχτεί
ρθρο : 881 Εκταξη για την εξόφληση χρέους
ρθρο : 882 ποχρεώσεις του λήπτη
ρθρο : 883 Ανάκληση της έκταξης
ρθρο : 884 άνατος ή ανικανότητα του ενός
ρθρο : 885-887 εταβίβαση της έκταξης

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΑΝ Ν ΜΑ ΡΕΟ ΡΑ Α

ρθρο : 888 ννοια


ρθρο : 889 Καταβολή σε κομιστή που δεν δικαιούται
ρθρο : 890 Κυκλοφορία τίτλου χωρίς τη θέληση του οφειλέτη
ρθρο : 891 Κυκλοφορία με ειδικό νόμο
ρθρο : 892 Ενστάσεις κατά του κομιστή
ρθρο : 893 Πληρωμή μόνο με την παράδοση του τίτλου
ρθρο : 894 θορά του τίτλου
ρθρο : 895,896 Κλοπή, απώλεια κλπ. του τίτλου
ρθρο : 897-899 Τοκομερίδια
20
ρθρο : 900 ετατροπή του ανώνυμου τίτλου σε ονομαστικό

Ε Α ΑΙΟ
ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΠΡΑ ΜΑΤΟΣ

ρθρο : 901,902 Περιπτώσεις


ρθρο : 903 Πώς γίνεται

Ε Α ΑΙΟ Η
ΑΔΙ ΑΙΟ Ο ΗΤΟΣ Π Ο ΤΙΣΜΟΣ

ρθρο : 904 ννοια


ρθρο : 905,906 Απαίτηση αχρεωστήτου
ρθρο : 907 Απαίτηση παροχής από αισχρή αιτία
ρθρο : 908-913 κταση της ευθύνης του λήπτη

Ε Α ΑΙΟ
ΑΔΙ ΟΠΡΑΞΙΕΣ

ρθρο : 914 ννοια


ρθρο : 915-918 Περιπτώσεις μη καταλογισμού
ρθρο : 919 Προσβολή των χρηστών ηθών
ρθρο : 920,921 Δυσφημιστικές διαδόσεις
ρθρο : 922 Ευθύνη του προστήσαντος
ρθρο : 923 Ευθύνη εκείνου που εποπτεύει άλλον
ρθρο : 924 Ευθύνη του κατόχου ζώου
ρθρο : 925 Πτώση κτίσματος ή άλλου έργου
ρθρο : 926 ημία από περισσοτέρους
ρθρο : 927 Αναγωγή μεταξύ τους
ρθρο : 928 Σε περίπτωση θανάτωσης
ρθρο : 929-931 Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας
ρθρο : 932,933 κανοποίηση της ηθικής βλάβης
ρθρο : 934,935 Παράνομη αφαίρεση πράγματος
ρθρο : 936 Αποζημίωση για την αφαίρεση ή βλάβη πράγματος
ρθρο : 937 Παραγραφή
ρθρο : 938 Ευθύνη για ό,τι περιήλθε

Ε Α ΑΙΟ Μ
ΑΤΑΔΟ ΙΕ ΣΗ Τ Ν ΔΑΝΕΙΣΤ Ν

ρθρο : 939 Όροι της διάρρηξης


ρθρο : 940 Περιπτώσεις
ρθρο : 941,942 νώση του τρίτου
ρθρο : 943 Αποτελέσματα της διάρρηξης
ρθρο : 944,945 Ειδικοί διάδοχοι του τρίτου
ρθρο : 946 Παραγραφή

Ι ΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΜΠΡΑ ΜΑΤΟ ΔΙ ΑΙΟ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΤΑ ΠΡΑ ΜΑΤΑ ΑΙ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ ΠΑΝ Σ' Α ΤΑ ΕΝΙ Σ

21
ρθρο : 947 ννοια
ρθρο : 948,949 Κινητά και ακίνητα
ρθρο : 950 Αντικαταστατά
ρθρο : 951,952 Αναλωτά
ρθρο : 953-955 Συστατικό
ρθρο : 956-960 Παράρτημα
ρθρο : 961 Καρποί
ρθρο : 962-964 φελήματα
ρθρο : 965 Βάρη του πράγματος
ρθρο : 966 Πράγματα εκτός συναλλαγής
ρθρο : 967 Κοινόχρηστα
ρθρο : 968-971 Κυριότητα σε κοινόχρηστα
ρθρο : 972 Αδέσποτα, έρημος κλήρος
ρθρο : 973 Εμπράγματα δικαιώματα

Ε Α ΑΙΟ
ΝΟΜΗ

ρθρο : 974 ννοια νομής και κατοχής


ρθρο : 975 Νομή δικαιώματος ή οιονεί νομή
ρθρο : 976-978 Κτήση νομής
ρθρο : 979 Κτήση μέσω άλλου
ρθρο : 980 σκηση μέσω άλλου
ρθρο : 981-983 Απώλεια νομής
ρθρο : 984 Προσβολή της νομής
ρθρο : 985,986
ρθρο : 987,988 Προστασία σε περίπτωση αποβολής
ρθρο : 989-991 Προστασία σε περίπτωση διατάραξης
ρθρο : 992 Παραγραφή
ρθρο : 993 Νομέας μέρους πράγματος
ρθρο : 994 Νομή περισσοτέρων κατ' ιδανικά μέρη
ρθρο : 995 Πράγμα που περιήλθε σε ξένο ακίνητο
ρθρο : 996 Προστασία οιονεί νομής
ρθρο : 997 Προστασία κατόχου
ρθρο : 998 Προστασία κατά κατόχου

Ε Α ΑΙΟ
Η ΡΙΟΤΗΤΑ ΕΝΙ Α ΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕ ΟΜΕΝΟ ΤΗΣ

ρθρο : 999 Αντικείμενο κυριότητας


ρθρο : 1000,1001 Περιεχόμενο κυριότητας
ρθρο : 1002 διοκτησία ορόφου
ρθρο : 1003 Περιορισμοί κυριότητας, εκπομπές
ρθρο : 1004,1005 Επιβλαβείς εγκαταστάσεις
ρθρο : 1006 Κίνδυνος πτώσης οικοδομής
ρθρο : 1007 Ανόρυξη κοντά στα θεμέλια του γείτονα
ρθρο : 1008 ίζες ή κλαδιά του γειτονικού ακινήτου
ρθρο : 1009 Καρποί που πέφτουν σε γειτονικό ακίνητο
ρθρο : 1010,1011 Ενοικοδόμηση κατά ένα μέρος σε γειτονικό ακίνητο
ρθρο : 1012-1017 ποχρέωση παροχής διόδου
ρθρο : 1018 Ανοχή επισκευών
ρθρο : 1019 ρόσημα όμορων ακινήτων
ρθρο : 1020 Κανονισμός ορίων
22
ρθρο : 1021,1022 Διαχώρισμα συνεχόμενων ακινήτων
ρθρο : 1023 Δέντρο στο όριο
ρθρο : 1024,1025 ποχρεώσεις από τη ροή των νερών
ρθρο : 1026 Βρόχινο νερό της στέγης
ρθρο : 1027 Νερό για τη χρήση χωριού
ρθρο : 1028 ποχρεώσεις αυτού που έχει πηγάδι ή πηγή
ρθρο : 1029,1030 Διοχέτευση διαμέσου ξένου αγρού
ρθρο : 1031 Σωλήνες διαμέσου ξένου ακινήτου
ρθρο : 1032 Παραγραφή περιορισμών

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΤΗΣΗ ΡΙΟΤΗΤΑΣ

ρθρο : 1033 Κτήση ακινήτου με σύμβαση


ρθρο : 1034,1035 Κτήση κινητού με σύμβαση
ρθρο : 1036,1037 Κτήση κινητού από μη κύριο
ρθρο : 1038,1039 Πράγματα από κλοπή ή απώλεια
ρθρο : 1040 Δικαιώματα τρίτων πάνω στο κινητό που μεταβιβάστηκε
ρθρο : 1041 Τακτική χρησικτησία
ρθρο : 1042 ννοια καλής πίστης
ρθρο : 1043 Νομιζόμενος τίτλος
ρθρο : 1044 εταγενέστερη κακή πίστη
ρθρο : 1045 κτακτη χρησικτησία
ρθρο : 1046 Τεκμήριο νομής
ρθρο : 1047 Αναστολή χρησικτησίας
ρθρο : 1048-1050 Διακοπή χρησικτησίας
ρθρο : 1051,1052 Προσαύξηση χρόνου
ρθρο : 1053 Ενέργεια χρησικτησίας κατά τρίτου
ρθρο : 1054 Ανεπίδεκτα χρησικτησίας
ρθρο : 1055 Πράγματα που εξαιρούνται από τη χρησικτησία
ρθρο : 1056 Κτήση με προσκύρωση κλπ
ρθρο : 1057 Κτήση με ένωση
ρθρο : 1058 Συνάφεια
ρθρο : 1059,1060 Σύμμιξη, σύγχυση
ρθρο : 1061,1062 Ειδοποιία
ρθρο : 1063 Αποζημίωση για απόσβεση κυριότητας
ρθρο : 1064-1068 Κτήση καρπών
ρθρο : 1069 Πρόσχωση
ρθρο : 1070 Απόσπαση παραποτάμιου τμήματος
ρθρο : 1071 Νησί σε ποταμό
ρθρο : 1072,1073 Κοίτη που εγκαταλείφθηκε
ρθρο : 1074 Κατάκλυση εδάφους
ρθρο : 1075,1076 Κατάληψη αδεσπότων
ρθρο : 1077 γρια ή τιθασευμένα ζώα
ρθρο : 1078-1080 Σμήνος από μέλισσες
ρθρο : 1081-1084 Εύρεση απολωλότων
ρθρο : 1085 Δαπάνες του ευρέτη
ρθρο : 1086,1087 Εύρετρα
ρθρο : 1088-1090 Κτήση από τον ευρέτη
ρθρο : 1091 Κτήση από δήμο ή κοινότητα
ρθρο : 1092 Εύρεση μέσα σε οίκημα ή άλλο δημόσιο χώρο
ρθρο : 1093 Κτήση θησαυρού

23
Ε Α ΑΙΟ Ε
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΡΙΟΤΗΤΑΣ

ρθρο : 1094-1095 Διεκδικητική αγωγή


ρθρο : 1096 Ευθύνη ως προς τα ωφελήματα
ρθρο : 1097 Ευθύνη ως προς το πράγμα
ρθρο : 1098,1099 Κακόπιστος νομέας
ρθρο : 1100 Καλόπιστος νομέας
ρθρο : 1101,1102 Αξίωση αναγκαίων δαπανών
ρθρο : 1103 Επωφελείς δαπάνες
ρθρο : 1104,1105 Δικαίωμα αφαίρεσης
ρθρο : 1106 Δικαίωμα επίσχεσης
ρθρο : 1107 Απόσβεση αξίωσης δαπανών
ρθρο : 1108 Αρνητική αγωγή
ρθρο : 1109 Κινητό που περιήλθε σε ξένο ακίνητο
ρθρο : 1110,1111 Τεκμήριο κυριότητας
ρθρο : 1112 Πουβλικιανή αγωγή

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
Σ ΡΙΟΤΗΤΑ

ρθρο : 1113 Κοινό πράγμα


ρθρο : 1114 Πραγματική δουλεία σε βάρος ή υπέρ του κοινού ακινήτου
ρθρο : 1115 Πράξεις που ισχύουν κατά των διαδόχων
ρθρο : 1116 Κάθε συγκύριος έναντι τρίτων
ρθρο : 1117 Αναγκαία συγκυριότητα σε περίπτωση ιδιοκτησίας ορόφου

Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΑ ΜΑΤΙ ΕΣ ΔΟ ΕΙΕΣ

ρθρο : 1118-1120 ννοια


ρθρο : 1121 Σύσταση
ρθρο : 1122 Περισσότεροι κύριοι
ρθρο : 1123 ρησικτησία σε περίπτωση αρνητικής δουλείας
ρθρο : 1124,1125 κταση της δουλείας
ρθρο : 1126,1127 Διατήρηση κατασκευάσματος στο δουλεύον
ρθρο : 1128 εταβολή του τρόπου άσκησης της δουλείας
ρθρο : 1129 ρήση του δουλεύοντος από τον κύριο
ρθρο : 1130 Διαίρεση του δεσπόζοντος
ρθρο : 1131 Διαίρεση του δουλεύοντος
ρθρο : 1132,1133 Προστασία της δουλείας
ρθρο : 1134-1141 Απόσβεση της δουλείας

Ε Α ΑΙΟ Η
ΠΡΟΣ ΠΙ ΕΣ ΔΟ ΕΙΕΣ

ρθρο : 1142 ννοια της επικαρπίας


ρθρο : 1143,1144 Σύσταση
ρθρο : 1145 Βεβαίωση της κατάστασης του πράγματος
ρθρο : 1146,1147 Απογραφή ομάδας πραγμάτων
ρθρο : 1148,1149 ποχρεώσεις του επικαρπωτή
ρθρο : 1150 κτακτη καρποφορία
ρθρο : 1151 επικαρπωτής ως προς το θησαυρό
24
ρθρο : 1152 Επισκευές του πράγματος
ρθρο : 1153 ποχρέωση ειδοποίησης του κυρίου
ρθρο : 1154 ποχρέωση για ασφάλιση
ρθρο : 1155,1156 ποχρέωση για τα βάρη
ρθρο : 1157 Δαπάνες που δεν βαρύνουν τον επικαρπωτή
ρθρο : 1158 ειροτέρευση από κανονική κάρπωση
ρθρο : 1159,1160 ποχρέωση του επικαρπωτή για ασφάλεια
ρθρο : 1161-1163 Απόδοση του πράγματος κατά τη λήξη της επικαρπίας
ρθρο : 1164 Τύχη εκμίσθωσης κατά τη λήξη της επικαρπίας
ρθρο : 1165 Παραγραφή
ρθρο : 1166 Η επικαρπία είναι αμεταβίβαστη
ρθρο : 1167-1170 Απόσβεση της επικαρπίας
ρθρο : 1171,1172 Καταστροφή ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του πράγματος
ρθρο : 1173 Προστασία του επικαρπωτή
ρθρο : 1174,1175 Επικαρπία αναλωτών
ρθρο : 1176,1177 Επικαρπία ανώνυμων τίτλων
ρθρο : 1178 Επικαρπία δικαιώματος
ρθρο : 1179-1182 δίως επικαρπία απαίτησης
ρθρο : 1183-1187 ίκηση
ρθρο : 1188-1191 λλες προσωπικές δουλείες

Ε Α ΑΙΟ
ΜΕΤΑ ΡΑ Η

ρθρο : 1192 Πράξεις που μεταγράφονται


ρθρο : 1193 Αποδοχή κληρονομίας ή κληροδοσίας
ρθρο : 1194,1195 Πώς γίνεται η μεταγραφή
ρθρο : 1196,1197 λλειψη ως προς την ταυτότητα του ακινήτου
ρθρο : 1198 Παράλειψη μεταγραφής
ρθρο : 1199 Κυριότητα κληρονόμου ή κληροδόχου
ρθρο : 1200,1201 Δημοσιότητα των βιβλίων μεταγραφής
ρθρο : 1202 Απόφαση σχετική με την ακυρότητα δικαιοπραξίας που έχει
μεταγραφεί
ρθρο : 1203,1204 Ακύρωση μεταγραμμένης σύμβασης που αφορά ακίνητο
ρθρο : 1205 Συρροή μεταγραφών
ρθρο : 1206 εταγραφή της ίδιας ημέρας
ρθρο : 1207 εταγραφή και εγγραφή υποθήκης την ίδια ημέρα
ρθρο : 1208 εταγραφή μισθώσεων

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΕΝΕ ΡΟ

ρθρο : 1209 ννοια


ρθρο : 1210 παρξη απαίτησης
ρθρο : 1211 Σύσταση
ρθρο : 1212 Παράδοση σε τρίτον
ρθρο : 1213 Παράδοση με αντιφώνηση
ρθρο : 1214 Σύσταση με καταχώρηση
ρθρο : 1215 λλειψη κυριότητας του ενεχυραστή
ρθρο : 1216 Ενέχυρο σε ιδανικό μέρος
ρθρο : 1217 ρόνος από τον οποίο υπάρχει το προνόμιο
ρθρο : 1218 Ασφαλιζόμενο χρέος
ρθρο : 1219 Ενστάσεις του ενεχυραστή
25
ρθρο : 1220-1222 Καρποί του πράγματος
ρθρο : 1223 Καταστροφή ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του πράγματος
ρθρο : 1224 ποχρεώσεις του δανειστή
ρθρο : 1225 Δαπάνες για το πράγμα
ρθρο : 1226,1227 Παράβαση υποχρεώσεων από το δανειστή
ρθρο : 1228,1229 Κίνδυνος των συμφερόντων του δανειστή
ρθρο : 1230 Ευκαιρία για επωφελή πώληση
ρθρο : 1231 Αδιαίρετο του ενεχύρου
ρθρο : 1232-1234 Απόδοση του πράγματος κατά τη λήξη
ρθρο : 1235 Παραγραφή
ρθρο : 1236 Προστασία δικαιώματος ενεχύρου
ρθρο : 1237,1238 Δικαίωμα του δανειστή να πουλήσει το ενέχυρο
ρθρο : 1239 Απαγορευμένες συμφωνίες
ρθρο : 1240 Δικαιώματα του υπερθεματιστή
ρθρο : 1241,1242 Η απόσβεση του χρέους από το εκπλειστηρίασμα
ρθρο : 1243 Απόσβεση του ενεχύρου
ρθρο : 1244,1245 Ενέχυρο σε ανώνυμους τίτλους
ρθρο : 1246 Νόμιμο ενέχυρο
ρθρο : 1247 Ενέχυρο σε δικαίωμα
ρθρο : 1248-1250 δίως ενέχυρο απαίτησης
ρθρο : 1251 Ενέχυρο τίτλου σε διαταγή
ρθρο : 1252-1254 Είσπραξη της απαίτησης που έχει ενεχυραστεί
ρθρο : 1255,1256 Ενεχύραση τίτλου σε διαταγή κλπ.

Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
ΠΟ Η Η

ρθρο : 1257 ννοια


ρθρο : 1258 παρξη απαίτησης
ρθρο : 1259 Δεκτικά υποθήκης
ρθρο : 1260 Όροι για την απόκτηση υποθήκης
ρθρο : 1261 Τίτλοι
ρθρο : 1262 Τίτλος από το νόμο
ρθρο : 1263 Τίτλος από δικαστική απόφαση
ρθρο : 1264 Ακίνητα στα οποία εκτείνεται ο τίτλος
ρθρο : 1265-1267 Ποιός παραχωρεί υποθήκη
ρθρο : 1268 Από πότε υπάρχει η υποθήκη
ρθρο : 1269 Εγγράφεται μόνο για ορισμένη χρηματική ποσότητα
ρθρο : 1270 Περιορισμός εγγραφής
ρθρο : 1271 λλειψη κυριότητας εκείνου που παραχώρησε
ρθρο : 1272 Τάξη υποθηκών
ρθρο : 1273 Η εγγραφή διακόπτει την παραγραφή
ρθρο : 1274-1276 Προσημείωση
ρθρο : 1277-1279 Τροπή της προσημείωσης
ρθρο : 1280 Διακόπτει την παραγραφή
ρθρο : 1281 Αδιαίρετο της υποθήκης
ρθρο : 1282,1283 κταση της υποθήκης
ρθρο : 1284 ειροτέρευση του ενυποθήκου
ρθρο : 1285-1287 Ασφάλιση του ενυποθήκου
ρθρο : 1288 Αναγκαστική απαλλοτρίωση
ρθρο : 1289 Εγγραφή κεφαλαίου ως τοκοφόρου
ρθρο : 1290 Παραχώρηση και άλλης υποθήκης
ρθρο : 1291-1293 Δικαιώματα ενυπόθηκου δανειστή
26
ρθρο : 1294,1295 Τρίτος κύριος ή νομέας
ρθρο : 1296,1297 κταση υποχρέωσης του τρίτου
ρθρο : 1298 ποκατάσταση του τρίτου
ρθρο : 1299 ειροτέρευση από υπαιτιότητα του τρίτου
ρθρο : 1300,1301 Τάξη προτεραιότητας ενυποθήκων
ρθρο : 1302,1303 Ποιός ζητεί την εγγραφή
ρθρο : 1304 Συμφωνία συζύγων για μη εγγραφή υποθήκης
ρθρο : 1305-1307 Δικαιολογητικά αίτησης εγγραφής
ρθρο : 1308 Κοινοποίηση περίληψης
ρθρο : 1309-1311 Εγγραφή σε βάρος προσώπου που έχει πεθάνει
ρθρο : 1312 Εκχώρηση ή ενεχύραση ενυπόθηκης απαίτησης
ρθρο : 1313 λλες σημειώσεις στο βιβλίο
ρθρο : 1314 Διορθώσεις λαθών και ελλείψεων
ρθρο : 1315 ρονολογία εγγραφών κλπ.
ρθρο : 1316 Ποιόν βαρύνουν τα έξοδα
ρθρο : 1317,1318 Απόσβεση υποθήκης
ρθρο : 1319 Παραίτηση από την υποθήκη
ρθρο : 1320 Παραγραφή απαίτησης
ρθρο : 1321 Σύγχυση
ρθρο : 1322 Αλλοίωση ενυπόθηκου κτήματος
ρθρο : 1323 Απόσβεση προσημείωσης
ρθρο : 1324-1326 Εξάλειψη υποθήκης
ρθρο : 1327,1328 Απόφαση για την εξάλειψη
ρθρο : 1329 Ακυρότητα της εγγραφής της υποθήκης
ρθρο : 1330 Εξάλειψη της προσημείωσης
ρθρο : 1331 Συνέπειες της εξάλειψης
ρθρο : 1332 Η υποθήκη δεν αναβιώνει χωρίς εγγραφή
ρθρο : 1333,1334 ραφείο υποθηκών
ρθρο : 1335 σχύς των πράξεών του
ρθρο : 1336 Αρίθμηση και μονογράφηση σελίδων
ρθρο : 1337 λλες διατυπώσεις
ρθρο : 1338 Διαγραφές, ξέσματα κλπ
ρθρο : 1339 Δημοσιότητα βιβλίων
ρθρο : 1340-1343 ορήγηση αντιγράφων, πιστοποιητικών κλπ
ρθρο : 1344 Ευθύνη του φύλακα
ρθρο : 1345 η ευθύνη του δημοσίου

Ι ΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙ Ο ΕΝΕΙΑ Ο ΔΙ ΑΙΟ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΜΝΗΣΤΕΙΑ

ρθρο : 1346 ννοια


ρθρο : 1347 ονόπλευρη λύση
ρθρο : 1348 Συνέπειες της λύσης
ρθρο : 1349 Παραγραφή

Ε Α ΑΙΟ
ΑΜΟΣ
ρθρο : 1350-1353 Όροι για τη σύναψη του γάμου
ρθρο : 1354,1355 Κώλυμα από γάμο που υπάρχει
ρθρο : 1356 Από συγγένεια εξ αίματος
27
ρθρο : 1357-1359 Από αγχιστεία
ρθρο : 1360-1366 Από υιοθεσία
ρθρο : 1367 Τέλεση του γάμου
ρθρο : 1368 δεια γάμου
ρθρο : 1369,1370 νωστοποίηση μελλοντικού γάμου
ρθρο : 1371 άμος μεταξύ ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων

Ε Α ΑΙΟ
Α ΡΟΣ ΑΙ Α Ρ ΣΙΜΟΣ ΑΜΟΣ

ρθρο : 1372,1373 κυρος και ανυπόστατος γάμος


ρθρο : 1374 Ακυρώσιμος εξαιτίας πλάνης
ρθρο : 1375 Ακυρώσιμος εξαιτίας απειλής
ρθρο : 1376,1377 Πώς γίνεται η ακύρωση
ρθρο : 1378,1379 Ποιός ενάγει για ακύρωση
ρθρο : 1380 Παραγραφή
ρθρο : 1381,1382 Αποτελέσματα της ακύρωσης
ρθρο : 1383,1384 Νομιζόμενος γάμος
ρθρο : 1385 Δικαιώματα τρίτων

Ε Α ΑΙΟ Δ
Σ ΕΣΕΙΣ Τ Ν Σ Ν ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΟ

ρθρο : 1386 ποχρέωση για συμβίωση


ρθρο : 1387 ύθμιση του συζυγικού βίου
ρθρο : 1388 Επώνυμο των συζύγων
ρθρο : 1389,1390 Κοινή συμβολή για τις οικογενειακές ανάγκες
ρθρο : 1391 Διακοπή της συμβίωσης
ρθρο : 1392 Ανάλογη εφαρμογή
ρθρο : 1393 ύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης
ρθρο : 1394,1395 Κατανομή των κινητών
ρθρο : 1396 έτρο αμοιβαίας ευθύνης
ρθρο : 1397 Περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων
ρθρο : 1398 Τεκμήρια για τα κινητά
ρθρο : 1399 Διαχείριση της περιουσίας του ενός συζύγου από τον άλλο
ρθρο : 1400,1401 Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα
ρθρο : 1402 Παροχή ασφάλειας
ρθρο : 1403,1405 Επιλογή κοινοκτημοσύνης
ρθρο : 1406 ποκατάσταση
ρθρο : 1407 Δικαιοπραξίες από τον ένα σύζυγο
ρθρο : 1408,1409 κταση υπεγγυότητας της κοινής περιουσίας
ρθρο : 1410 Επικουρική υπεγγυότητα της ατομικής περιουσίας
ρθρο : 1411-1415 ήξη
ρθρο : 1416 κταση εφαρμογής
ρθρο : 1417-1437 ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ

Ε Α ΑΙΟ
ΔΙΑ ΙΟ

ρθρο : 1438 Πώς επέρχεται


ρθρο : 1439 σχυρός κλονισμός
ρθρο : 1440 Αφάνεια
ρθρο : 1441 Συναινετικό διαζύγιο
28
ρθρο : 1442-1445 Διατροφή
ρθρο : 1446 κταση εφαρμογής
ρθρο : 1447-1454 ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ

Ε Α ΑΙΟ Η
ΙΑΤΡΙ Η ΠΟ ΟΗ ΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝ Ρ ΠΙΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑ Η

ρθρο : 1455-1460

Ε Α ΑΙΟ
Σ ΕΝΕΙΑ

ρθρο : 1461 ννοια


ρθρο : 1462 Αγχιστεία
ρθρο : 1463,1464 ννοια
ρθρο : 1465 Τεκμήριο καταγωγής από γάμο
ρθρο : 1466 Σύγκρουση δύο τεκμηρίων
ρθρο : 1467-1472 Προσβολή της πατρότητας
ρθρο : 1473,1474 Επιγενόμενος γάμος των γονέων
ρθρο : 1475,1476 Εκούσια αναγνώριση
ρθρο : 1477,1478 Προσβολή της αναγνώρισης
ρθρο : 1479-1483 Δικαστική αναγνώριση
ρθρο : 1484 Αποτελέσματα

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΔΙΑΤΡΟ Η ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ

ρθρο : 1485 εταξύ ανιόντων και κατιόντων


ρθρο : 1486,1487 Όροι διατροφής
ρθρο : 1488-1491 Σειρά των υποχρέων
ρθρο : 1492 Σειρά των δικαιούχων
ρθρο : 1493 έτρο και περιεχόμενο της διατροφής
ρθρο : 1494 εταβολή των όρων
ρθρο : 1495 Ελαττωμένη διατροφή
ρθρο : 1496-1498 ρόνος και τρόπος καταβολής
ρθρο : 1499 Παραίτηση
ρθρο : 1500 Απόσβεση
ρθρο : 1501 Δικαστική συμπαράσταση
ρθρο : 1502 Προσωρινή επιδίκαση διατροφής
ρθρο : 1503 Δαπάνες τοκετού και διατροφής τής άγαμης μητέρας
ρθρο : 1504 Διατροφή μεταξύ αδελφών

Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
Σ ΕΣΕΙΣ ΟΝΕ Ν ΑΙ ΤΕ Ν Ν

ρθρο : 1505 Επώνυμο των τέκνων


ρθρο : 1506 Επώνυμο του τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του
ρθρο : 1507 Αμοιβαία υποχρέωση
ρθρο : 1508 ποχρέωση για παροχή υπηρεσιών
ρθρο : 1509 Παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους
ρθρο : 1510,1511 ονική μέριμνα
ρθρο : 1512 Σε περίπτωση διαφωνίας
ρθρο : 1513 Διαζύγιο ή ακύρωση του γάμου
29
ρθρο : 1514 Διακοπή της συμβίωσης
ρθρο : 1515 Τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους
ρθρο : 1516 Πράξεις από τον ένα γονέα
ρθρο : 1517 Σύγκρουση συμφερόντων
ρθρο : 1518 Επιμέλεια του προσώπου
ρθρο : 1519 Δικαστική συμπαράσταση
ρθρο : 1520 Προσωπική επικοινωνία
ρθρο : 1521,1522 Περιουσία του τέκνου από διαθήκη ή δωρεά
ρθρο : 1523 Διαχειριστικές πράξεις των γονέων. Απογραφή
ρθρο : 1524 Δωρεές
ρθρο : 1525 Επωφελής τοποθέτηση των μετρητών
ρθρο : 1526,1527 Διαχείριση με διατυπώσεις
ρθρο : 1528 Σχετική ακυρότητα
ρθρο : 1529 ρησιμοποίηση για τις ανάγκες του τέκνου
ρθρο : 1530 ι δαπάνες των γονέων
ρθρο : 1531 Ευθύνη των γονέων
ρθρο : 1532-1534 Συνέπειες κακής άσκησης
ρθρο : 1535 Αφαίρεση με αίτηση των γονέων
ρθρο : 1536 εταβολή των συνθηκών
ρθρο : 1537 κπτωση των γονέων
ρθρο : 1538 Παύση της γονικής μέριμνας
ρθρο : 1539-1541 Συνέπειες παύσης

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΙΟ ΕΣΙΑ

ρθρο : 1542 Πότε επιτρέπεται


ρθρο : 1543 Ποιός μπορεί να υιοθετήσει
ρθρο : 1544 Διαφορά ηλικίας
ρθρο : 1545 ιοθεσία από περισσότερους
ρθρο : 1546 ιοθεσία από έγγαμο
ρθρο : 1547,1548 ιοθεσία πολλών
ρθρο : 1549 Διαδικασία
ρθρο : 1550 Συναίνεση των γονέων ή του νόμιμου αντιπροσώπου
ρθρο : 1551 ρόνος της συναίνεσης
ρθρο : 1552 Δικαστική αναπλήρωση της συναίνεσης
ρθρο : 1553 Ακρόαση των συγγενών
ρθρο : 1554 ενική εξουσιοδότηση
ρθρο : 1555 Συναίνεση του ανηλίκου
ρθρο : 1556 Ακρόαση των τέκνων αυτού που υιοθετεί
ρθρο : 1557,1558 Κοινωνική έρευνα
ρθρο : 1559 υστικότητα της υιοθεσίας
ρθρο : 1560 ναρξη αποτελεσμάτων
ρθρο : 1561,1562 νταξη στην οικογένεια του θετού γονέα
ρθρο : 1563,1564 Επώνυμο του θετού τέκνου
ρθρο : 1565 Προσθήκη και άλλου κύριου ονόματος
ρθρο : 1566 ονική μέριμνα
ρθρο : 1567 Διαζύγιο, ακύρωση του γάμου ή διακοπή της συμβίωσης των
θετών γονέων
ρθρο : 1568 Συνέπειες παύσης της γονικής μέριμνας
ρθρο : 1569 Προσβολή της υιοθεσίας
ρθρο : 1570 Ποιοί έχουν δικαίωμα να προσβάλουν
ρθρο : 1571,1572 ύση με δικαστική απόφαση
30
ρθρο : 1573,1574 Συναινετική λύση
ρθρο : 1575 Αποτελέσματα της λύσης
ρθρο : 1576 Αυτοδίκαιη λύση
ρθρο : 1577,1578 Το επώνυμο μετά τη λύση
ρθρο : 1578 Α Ανασύσταση υιοθεσίας
ρθρο : 1579 ιοθεσία ενηλίκου
ρθρο : 1580 Ανάλογη εφαρμογή
ρθρο : 1581 Κοινή αίτηση υιοθετούντος και υιοθετουμένου
ρθρο : 1582 Περιορισμοί ως προς την ηλικία
ρθρο : 1583 ιοθεσία εγγάμου
ρθρο : 1584,1585 Αποτελέσματα
ρθρο : 1586,1587 Επώνυμο του θετού τέκνου
ρθρο : 1588 ύση της υιοθεσίας

Ε Α ΑΙΟ ΙΔ
ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΑΝΗ Ι Ο

ρθρο : 1589 Ποιοί τελούν υπό επιτροπεία


ρθρο : 1590 Όργανα της επιτροπείας
ρθρο : 1591 Αρμοδιότητα του δικαστηρίου
ρθρο : 1592 Διορισμός επιτρόπου
ρθρο : 1593 Στοιχεία που συνεκτιμά το δικαστήριο
ρθρο : 1594 Κανόνας ο ένας επίτροπος
ρθρο : 1595 όγοι αποκλεισμού
ρθρο : 1596 Συνέπειες διορισμού προσώπου που αποκλείεται
ρθρο : 1597 Διορισμός υπό όρους
ρθρο : 1598 νωστοποίηση του διορισμού
ρθρο : 1599 Δικαίωμα αποποίησης ή παραίτησης
ρθρο : 1600 Αδυναμία διορισμού
ρθρο : 1601 Ενέργειες σε επείγουσες περιπτώσεις. Προσωρινός επίτροπος
ρθρο : 1602 ποχρέωση των συγγενών
ρθρο : 1603 Αρμοδιότητες του επιτρόπου εν γένει
ρθρο : 1604 Περισσότεροι επίτροποι
ρθρο : 1605 Διαφωνία περισσότερων επιτρόπων
ρθρο : 1606 Επιμέλεια του προσώπου
ρθρο : 1607,1608 Διαβίωση του ανηλίκου σε τρίτους
ρθρο : 1609 Εισαγωγή σε ειδικά ιδρύματα
ρθρο : 1610 Πρόσθετες εγγυήσεις για τον ανήλικο
ρθρο : 1611 Διοίκηση της περιουσίας. Σύνταξη απογραφής
ρθρο : 1612 Προσδιορισμός της ετήσιας δαπάνης του ανηλίκου
ρθρο : 1613 ετρητά χρήματα του ανηλίκου
ρθρο : 1614 Τίτλοι και πολύτιμα αντικείμενα
ρθρο : 1615 Διαχειριστική εξουσία του επιτρόπου
ρθρο : 1616 Διοίκηση της περιουσίας που παραχωρήθηκε με διαχειριστικούς
όρους
ρθρο : 1617 αριστικές πράξεις
ρθρο : 1618 διόχρηση περιουσίας του ανηλίκου
ρθρο : 1619,1620 Πράξεις που απαιτούν την άδεια του εποπτικού συμβουλίου
ρθρο : 1621,1622 Διεξαγωγή δικών
ρθρο : 1623 ενική άδεια
ρθρο : 1624 Πράξεις με άδεια του δικαστηρίου
ρθρο : 1625 Κληρονομία ή κληροδοσία που επάγεται στον ανήλικο
ρθρο : 1626 ογοδοσία
31
ρθρο : 1627 Ανικανότητα εκπροσώπησης
ρθρο : 1628,1629 Διορισμός ειδικού επιτρόπου
ρθρο : 1630 κυρες πράξεις
ρθρο : 1631 Αμοιβή και αποκατάσταση δαπανών
ρθρο : 1632 Ευθύνη του επιτρόπου
ρθρο : 1633 Απαλλαγή από περιορισμούς
ρθρο : 1634,1635 Εποπτικό συμβούλιο. Πώς συγκροτείται
ρθρο : 1636 Ποιοι αποκλείονται από μέλη
ρθρο : 1637 Συνεδριάσεις
ρθρο : 1638 Προσωρινό κώλυμα και αντικατάσταση
ρθρο : 1639 Διάρκεια της θητείας
ρθρο : 1640 Ευθύνη του προέδρου και των μελών
ρθρο : 1641 Αποζημίωση των μελών
ρθρο : 1642 Αρμοδιότητες
ρθρο : 1643 λεγχος των λογαριασμών
ρθρο : 1644 Αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων
ρθρο : 1645,1646 Σύμπραξη της κοινωνικής υπηρεσίας
ρθρο : 1647 Ακρόαση του ανηλίκου
ρθρο : 1648 Κριτήριο το συμφέρον του ανηλίκου
ρθρο : 1649 ήξη της επιτροπείας
ρθρο : 1650 Αυτοδίκαιη παύση του επιτρόπου
ρθρο : 1651 Παύση με δικαστική απόφαση
ρθρο : 1652 Απόδοση της περιουσίας και τελική λογοδοσία
ρθρο : 1653 Παραγραφή
ρθρο : 1654 Πράξεις με τα τη λήξη

Ε Α ΑΙΟ ΙΕ
ΑΝΑΔΟ Η ΑΝΗ Ι Ο
ρθρο : 1655 Διατήρηση των σχέσεων με τη φυσική οικογένεια ή τον επίτροπο
ρθρο : 1656-1658 ποχρεώσεις των ανάδοχων γονέων
ρθρο : 1659 Αρμοδιότητες και δικαιώματα
ρθρο : 1660,1661 Αφαίρεση αρμοδιοτήτων από τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο
ρθρο : 1662,1663 ρση της αναδοχής
ρθρο : 1664 Τι συνεκτιμά το δικαστήριο
ρθρο : 1665 Εποπτεία της κοινωνικής υπηρεσίας

Ε Α ΑΙΟ ΙΣΤ
ΔΙ ΑΣΤΙ Η Σ ΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

ρθρο : 1666-1668 Ποιοί υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση


ρθρο : 1669 Ποιος διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης
ρθρο : 1670 Ποιοί αποκλείονται
ρθρο : 1671 Αδυναμία διορισμού
ρθρο : 1672,1673 Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης
ρθρο : 1674 κθεση της κοινωνικής υπηρεσίας
ρθρο : 1675 Δημοσιότητα της απόφασης
ρθρο : 1676-1679 Αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση
ρθρο : 1680 Αρμοδιότητες ως προς την επιμέλεια
ρθρο : 1681 ναρξη αποτελεσμάτων
ρθρο : 1682,1683 ειτουργία της δικαστικής συμπαράστασης
ρθρο : 1684 Στοιχεία που συνεκτιμώνται
ρθρο : 1685,1686 ρση της δικαστικής συμπαράστασης
ρθρο : 1687 Ακούσια νοσηλεία
32
ρθρο : 1688 Δικαστική συμπαράσταση όσων εκτίουν ποινή στερητική της
ελευθερίας

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΔΙ ΑΣΤΙ Η ΕΠΙΜΕ ΕΙΑ ΞΕΝ Ν ΠΟ ΕΣΕ Ν

ρθρο : 1689,1690 Περίπτωση απουσίας ενηλίκου


ρθρο : 1691,1692 Δικαστική επιμέλεια για χάρη άγνωστου ή αβέβαιου κυρίου
ρθρο : 1693 Εφαρμογή των διατάξεων για την επιτροπεία
ρθρο : 1694 ρση της δικαστικής επιμέλειας

Ε Α ΑΙΟ ΙΗ
ΔΙ ΑΣΤΙ Η ΑΝΤΙ Η Η

ρθρο : 1695-1709 ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ

Ι ΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΗΡΟΝΟΜΙ Ο ΔΙ ΑΙΟ

Ε Α ΑΙΟ Α
Η ΗΡΟΝΟΜΙ Η ΔΙΑΔΟ Η ΕΝΙ Α

ρθρο : 1710 ννοια


ρθρο : 1711 παρξη κληρονόμου
ρθρο : 1712-1715 Περιεχόμενο διαθήκης

Ε Α ΑΙΟ
Σ ΝΤΑΞΗ, ΑΝΑ ΗΣΗ ΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕ ΣΗ ΔΙΑ Η Ν

ρθρο : 1716 Αυτοπρόσωπη σύνταξη


ρθρο : 1717,1718 Συνδιαθήκη
ρθρο : 1719,1720 Ανίκανοι
ρθρο : 1721 διόγραφη διαθήκη
ρθρο : 1722 Κατάθεση ιδιόγραφης
ρθρο : 1723 Ανίκανος για ιδιόγραφη
ρθρο : 1724 Δημόσια διαθήκη
ρθρο : 1725-1728 Πρόσωπα που συμπράττουν
ρθρο : 1729 Συμβολαιογράφος που αγνοεί το διαθέτη ή τους μάρτυρες
ρθρο : 1730 Δήλωση της θέλησης του διαθέτη
ρθρο : 1731 Όρκιση μαρτύρων
ρθρο : 1732 Πράξη για τη δημόσια διαθήκη
ρθρο : 1733 Ανάγνωση και υπογραφή της πράξης
ρθρο : 1734 λλες διατυπώσεις
ρθρο : 1735,1736 Διαθέτης κουφός
ρθρο : 1737 Διαθέτης που αγνοεί την ελληνική γλώσσα
ρθρο : 1738,1739 υστική διαθήκη
ρθρο : 1740 Το έγγραφο που εγχειρίζεται
ρθρο : 1741 Σφράγιση
ρθρο : 1742 Σημείωση στο έγγραφο
ρθρο : 1743 Πράξη για τη μυστική διαθήκη
ρθρο : 1744 Διαθέτης που δεν μπόρεσε να υπογράψει
ρθρο : 1745 Διαθέτης άλαλος ή κωφάλαλος
ρθρο : 1746 Διαθέτης που αγνοεί την ελληνική γλώσσα
33
ρθρο : 1747 υστική που ισχύει ως ιδιόγραφη
ρθρο : 1748 Ανίκανος για μυστική
ρθρο : 1749-1752 Διαθήκη σε πλοίο
ρθρο : 1753-1755 Διαθήκη σε εκστρατεία
ρθρο : 1756 Διατάξεις υπέρ αξιωματικών του πλοίου
ρθρο : 1757 Διαθήκη αυτού που βρίσκεται σε αποκλεισμό
ρθρο : 1758-1760 ρονικό όριο ισχύος έκτακτης διαθήκης
ρθρο : 1761,1762 Παράδοση έκτακτης
ρθρο : 1763,1764 Ανάκληση διαθήκης
ρθρο : 1765 Ανάκληση ιδιόγραφης
ρθρο : 1766,1767 Ανάκληση μυστικής
ρθρο : 1768 λλοι όροι για την ανάκληση
ρθρο : 1769 Δημοσίευση διαθήκης
ρθρο : 1770 δίως στη μυστική
ρθρο : 1771,1772 Πρακτικό δημοσίευσης
ρθρο : 1773 Δημοσίευση από προξενική αρχή
ρθρο : 1774,1775 Δημοσίευση ιδιόγραφης
ρθρο : 1776,1777 Κήρυξη κύριας
ρθρο : 1778,1779 Βιβλία δημοσιεύσεων
ρθρο : 1780 Τέλη δημοσίευσης

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΕΡΙΕ ΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑ Η ΗΣ

ρθρο : 1781 Διάταξη υπέρ αόριστου προσώπου


ρθρο : 1782 Διάταξη εξαιτίας απειλής ή δόλου
ρθρο : 1783,1784 Διάταξη από πλάνη
ρθρο : 1785 Διάταξη υπέρ του συζύγου
ρθρο : 1786 Παράλειψη μεριδούχου
ρθρο : 1787,1788 Ποιός ζητεί την ακύρωση - παραγραφή
ρθρο : 1789 Εξάρτηση διάταξης από τη γνώμη άλλου
ρθρο : 1790 Διάταξη υπέρ "συγγενών" κλπ.
ρθρο : 1791 Διάταξη υπέρ του κατιόντος
ρθρο : 1792 Διάταξη για τους φτωχούς
ρθρο : 1793 Αμφιβολία ως προς τον τιμώμενο
ρθρο : 1794 Αίρεση ακατάληπτη
ρθρο : 1795 Αίρεση αγαμίας
ρθρο : 1796 Διάταξη δελεαστική
ρθρο : 1797 Αίρεση αναβλητική
ρθρο : 1798 Αίρεση που επιβάλλει παράλειψη
ρθρο : 1799 Αίρεση που θεωρείται ότι έχει πληρωθεί
ρθρο : 1800 διότητα του τιμωμένου
ρθρο : 1801,1802 Εγκατάσταση σε μέρος της κληρονομίας
ρθρο : 1803 Εγκαταστάσεις που υπερβαίνουν τον κλήρο
ρθρο : 1804 Εγκαταστάσεις αορίστως
ρθρο : 1805 Εγκαταστάσεις με προσδιορισμό και χωρίς προσδιορισμό μερών
ρθρο : 1806 Εγκατάσταση σε κοινή μερίδα
ρθρο : 1807,1808 Προσαύξηση
ρθρο : 1809,1810 ποκατάσταση κοινή
ρθρο : 1811 ποκατάσταση αμοιβαία
ρθρο : 1812 ποκατάσταση και προσαύξηση

34
Ε Α ΑΙΟ Δ
ΕΞ ΑΔΙΑ ΕΤΟ ΔΙΑΔΟ Η
ρθρο : 1813 Πρώτη τάξη
ρθρο : 1814 Δεύτερη τάξη
ρθρο : 1815 Ετεροθαλείς αδελφοί
ρθρο : 1816 Τρίτη τάξη
ρθρο : 1817 Τέταρτη τάξη
ρθρο : 1818 Δικαίωμα από περισσότερες ρίζες
ρθρο : 1819 Διαδοχή τάξεων
ρθρο : 1820 Σύζυγος που επιζεί
ρθρο : 1821 Πέμπτη τάξη
ρθρο : 1822 Αποκλεισμός συζύγου
ρθρο : 1823 Προσαύξηση
ρθρο : 1824 κτη τάξη

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ

ρθρο : 1825 Ποσοστό


ρθρο : 1826 Διαδοχή ή προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα
ρθρο : 1827 Συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας
ρθρο : 1828 Κληροδοσία στο μεριδούχο
ρθρο : 1829 Περιορισμοί της νόμιμης μοίρας
ρθρο : 1830 Προσδιορισμός μερίδας
ρθρο : 1831 Προσδιορισμός της κληρονομίας
ρθρο : 1832 Αποτίμηση της κληρονομίας
ρθρο : 1833 Τι καταλογίζεται στη νόμιμη μοίρα
ρθρο : 1834 πολογισμός σε περίπτωση συνεισφοράς
ρθρο : 1835-1838 έμψη άστοργης δωρεάς
ρθρο : 1839 Αποκλήρωση
ρθρο : 1840 όγοι υπέρ του ανιόντος
ρθρο : 1841 όγοι υπέρ του κατιόντος
ρθρο : 1842 όγος υπέρ του συζύγου
ρθρο : 1843 Πότε πρέπει να υπάρχει ο λόγος
ρθρο : 1844 Συγγνώμη του λόγου
ρθρο : 1845 Αποκλήρωση για λόγους πρόνοιας

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΑΠΟΔΟ Η ΑΙ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ρθρο : 1846 Αυτοδίκαιη κτήση


ρθρο : 1847 Αποποίηση
ρθρο : 1848-1850 Δήλωση αποποίησης
ρθρο : 1851 Αποποίηση χωρίς επαγωγή
ρθρο : 1852 Αποποίηση και αποδοχή από άλλο λόγο
ρθρο : 1853 Περισσότερες μερίδες
ρθρο : 1854,1855 ι κληρονόμοι του κληρονόμου
ρθρο : 1856 Συνέπειες της αποποίησης
ρθρο : 1857 Αμετάκλητο της αποποίησης
ρθρο : 1858 Αγωγές κατά της κληρονομίας
ρθρο : 1859 Η διαχείριση πριν από την αποποίηση

35
Ε Α ΑΙΟ
ΗΡΟΝΟΜΙ Η ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ

ρθρο : 1860 όγοι


ρθρο : 1861 Συγγνώμη
ρθρο : 1862 Κήρυξη της αναξιότητας
ρθρο : 1863,1864 Συνέπειες

Ε Α ΑΙΟ Η
Σ Ο Α Ο ΣΑ ΗΡΟΝΟΜΙΑ

ρθρο : 1865 Περιπτώσεις


ρθρο : 1866 Εξουσία του κηδεμόνα
ρθρο : 1867 ητέρα κληρονόμου που κυοφορείται
ρθρο : 1868-1870 Όταν δεν βρίσκεται κληρονόμος

Ε Α ΑΙΟ
Α Η ΠΕΡΙ ΗΡΟ

ρθρο : 1871 Εναγόμενος


ρθρο : 1872 Αντικείμενο
ρθρο : 1873 η αυτούσια απόδοση
ρθρο : 1874 Καλόπιστος νομέας. φελήματα
ρθρο : 1875 Δαπάνες
ρθρο : 1876 Επίδοση της αγωγής
ρθρο : 1877,1878 Κακόπιστος νομέας
ρθρο : 1879 ρησικτησία κατά κληρονόμου
ρθρο : 1880 ποχρέωση παροχής πληροφοριών
ρθρο : 1881 γερση ειδικής αγωγής
ρθρο : 1882 Εκείνος που αποκτά από το νομέα
ρθρο : 1883 Σε περίπτωση αφάντου

Ε Α ΑΙΟ Ι
Σ ΕΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡ Ν ΗΡΟΝΟΜ Ν

ρθρο : 1884 Κοινωνία


ρθρο : 1885 ερισμός απαιτήσεων και χρεών
ρθρο : 1886 Διάθεση μερίδας
ρθρο : 1887,1888 Διανομή
ρθρο : 1889 ικογενειακή στέγη
ρθρο : 1890 Τρόπος διανομής με διαθήκη
ρθρο : 1891-1894 Νέμηση ανιόντος

Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
Σ ΝΕΙΣ ΟΡΑ

ρθρο : 1895 Τι συνεισφέρεται


ρθρο : 1896 Συνεισφορά στη θέση άλλου
ρθρο : 1897 Συνεισφορά σε περίπτωση διαδοχής από διαθήκη
ρθρο : 1898 Παροχή σε απώτερο κατιόντα
ρθρο : 1899 Πώς γίνεται η συνεισφορά
ρθρο : 1900 εγαλύτερη αξία της παροχής που συνεισφέρεται

36
Ε Α ΑΙΟ Ι
ΗΡΟΝΟΜΟΣ ΜΕ ΑΠΟ ΡΑ Η

ρθρο : 1901 Ευθύνη απλού κληρονόμου


ρθρο : 1902 Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής
ρθρο : 1903 Προθεσμία απογραφής
ρθρο : 1904 Ευθύνη κληρονόμου με απογραφή
ρθρο : 1905 Κληρονομία σαν χωριστή ομάδα
ρθρο : 1906 Εγγραφή υποθήκης
ρθρο : 1907 Διοίκηση κληρονομίας
ρθρο : 1908 Εκποίηση ακινήτων και τίτλων
ρθρο : 1909 Παραχώρηση περιουσίας
ρθρο : 1910 Αγωγές του κληρονόμου κατά της κληρονομίας
ρθρο : 1911,1912 κπτωση από το ευεργέτημα

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΔΙ ΑΣΤΙ Η Ε Α ΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ρθρο : 1913 Πότε διατάζεται


ρθρο : 1914 Η κληρονομία χωριστή ομάδα
ρθρο : 1915 Διορισμός εκκαθαριστών
ρθρο : 1916 Πρόσκληση κληρονομικών δανειστών
ρθρο : 1917 Αναγγελία δανειστών
ρθρο : 1918 ργο του εκκαθαριστή
ρθρο : 1919 Αμοιβή του
ρθρο : 1920 Ανεπάρκεια κληρονομίας
ρθρο : 1921 Δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν
ρθρο : 1922 Εκκαθάριση και περιορισμός της ευθύνης

Ε Α ΑΙΟ ΙΔ
ΗΡΟΝΟΜΙ Ο ΑΤΑΠΙΣΤΕ ΜΑ

ρθρο : 1923 ννοια


ρθρο : 1924 Εγκατάσταση προσώπου που δεν είχε ακόμη συλληφθεί
ρθρο : 1925 Εγκατάσταση με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία
ρθρο : 1926 Εγκατάσταση με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία
ρθρο : 1927,1928 Απαγόρευση εκποίησης ή διάθεσης
ρθρο : 1929,1930 ικογενειακό καταπίστευμα
ρθρο : 1931 Ειδική περίπτωση βεβαρημένου
ρθρο : 1932 Σιωπηρή υποκατάσταση
ρθρο : 1933 τεκνος κατιών
ρθρο : 1934 κταση καταπιστεύματος
ρθρο : 1935 ρόνος επαγωγής
ρθρο : 1936 παρξη του τιμώμενου προσώπου
ρθρο : 1937 Δικαιώματα βεβαρημένου
ρθρο : 1938 Δαπάνες
ρθρο : 1939 Αποκατάσταση του υπολοίπου
ρθρο : 1940 Αποδοχή ή αποποίηση του καταπιστεύματος
ρθρο : 1941 Αποκατάσταση και αποτέλεσμα

37
Ε Α ΑΙΟ ΙΕ
Ε ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ρθρο : 1942 Πώληση της κληρονομίας


ρθρο : 1943,1944 Τί περιλαμβάνει
ρθρο : 1945,1946 ποχρεώσεις του πωλητή
ρθρο : 1947 Ελαττώματα, έλλειψη δικαιώματος, βάρη
ρθρο : 1948 Όσα αποσβέστηκαν με σύγχυση
ρθρο : 1949 ποχρεώσεις του αγοραστή
ρθρο : 1950,1951 φελήματα, βάρη, κίνδυνος
ρθρο : 1952 Δαπάνες
ρθρο : 1953 Ευθύνη προς τους δανειστές
ρθρο : 1954 Ευεργέτημα απογραφής
ρθρο : 1955 λλες συμβάσεις εκποίησης

Ε Α ΑΙΟ ΙΣΤ
ΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ

ρθρο : 1956 ννοια


ρθρο : 1957 Περιεχόμενο της αίτησης
ρθρο : 1958 Απόδειξη
ρθρο : 1959 Αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο
ρθρο : 1960 Περισσότεροι κληρονόμοι
ρθρο : 1961 Περιεχόμενο του κληρονομητηρίου
ρθρο : 1962 Τεκμήριο κληρονομικής ιδιότητας
ρθρο : 1963 σχύς των δικαιοπραξιών
ρθρο : 1964 Ανακριβές κληρονομητήριο
ρθρο : 1965,1966 Αφαίρεση ή ακύρωση του κληρονομητηρίου

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΗΡΟΔΟΣΙΕΣ

ρθρο : 1967 Ποιός βαρύνεται


ρθρο : 1968 Περισσότεροι βεβαρημένοι
ρθρο : 1969 Εξαίρετο
ρθρο : 1970 Σιωπηρό κληροδότημα
ρθρο : 1971-1973 Προσδιορισμός από τον βεβαρημένο ή από τρίτον
ρθρο : 1974 Προσδιορισμός κατά δίκαιη κρίση
ρθρο : 1975 Κατάλειψη αντικειμένου σε περισσότερους
ρθρο : 1976,1977 Προσαύξηση σε περίπτωση κληροδοσίας
ρθρο : 1978 Προαποβίωση του κληροδόχου
ρθρο : 1979 κπτωση του βεβαρημένου
ρθρο : 1980 Αδύνατη κληροδοσία
ρθρο : 1981 αταίωση της κληροδοσίας
ρθρο : 1982 Παραρτήματα του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
ρθρο : 1983 Βάρη του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
ρθρο : 1984,1985 Κληροδοσία ξένου πράγματος
ρθρο : 1986 νωση ή ανάμιξη του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
ρθρο : 1987 Επεξεργασία ή μετάπλαση
ρθρο : 1988 Κληροδοσία απαίτησης που έχει εισπραχθεί
ρθρο : 1989-1991 Πράγμα κατά γένος
ρθρο : 1992 Κληροδοσία όλων των απαιτήσεων
ρθρο : 1993,1994 Κληροδοσία οφειλής
38
ρθρο : 1995,1996 Το δικαίωμα από την κληροδοσία
ρθρο : 1997 Πότε γίνεται η επαγωγή ή η κτήση
ρθρο : 1998-2000 Σε περίπτωση αίρεσης ή προθεσμίας
ρθρο : 2001,2002 Αποποίηση της κληροδοσίας
ρθρο : 2003 Καρποί του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε
ρθρο : 2004 Δαπάνες
ρθρο : 2005,2006 Βεβαρημένος κληροδόχος
ρθρο : 2007 Ελάττωση της κληροδοσίας
ρθρο : 2008 ποκατάσταση
ρθρο : 2009 ποκατάσταση καταπιστευτική
ρθρο : 2010 ικογενειακό κληροδότημα

Ε Α ΑΙΟ ΙΗ
ΤΡΟΠΟΣ

ρθρο : 2011 Τρόπος


ρθρο : 2012 Πρόσωπο για το οποίο γίνεται η παροχή
ρθρο : 2013 Καθορισμός από τον βεβαρημένο ή από τρίτον
ρθρο : 2014 Ποιός απαιτεί την εκπλήρωση
ρθρο : 2015 Ακυρότητα του τρόπου
ρθρο : 2016 Τρόπος αδύνατος

Ε Α ΑΙΟ Ι
Ε ΤΕ ΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑ Η ΗΣ

ρθρο : 2017 Διορισμός


ρθρο : 2018 κανότητα
ρθρο : 2019 ναρξη, αποδοχή, αποποίηση
ρθρο : 2020 Εξουσία του εκτελεστή
ρθρο : 2021 Πράξεις με άδεια του δικαστηρίου
ρθρο : 2022
ρθρο : 2023 Ευθύνη του εκτελεστή
ρθρο : 2024 Περισσότεροι εκτελεστές
ρθρο : 2025 Αγωγές της κληρονομίας
ρθρο : 2026 Αξιώσεις κατά της κληρονομίας
ρθρο : 2027 Αμοιβή
ρθρο : 2028-2031 Παύση του λειτουργήματος

Ε Α ΑΙΟ
Δ ΡΕΑ ΑΙΤΙΑ ΑΝΑΤΟ

ρθρο : 2032 ννοια


ρθρο : 2033 Ανάκληση
ρθρο : 2034 Συμφωνία για το αμετάκλητο
ρθρο : 2035 Δικαίωμα των δανειστών ή των μεριδούχων

39
ΕΙΣΑ Ι ΟΣ ΝΟΜΟΣ ΑΣΤΙ Ο ΔΙ Α
Ε Α ΑΙΟ Α
ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρα : 1 - 101
(Το άρθρο 102 παραλείπεται διότι είναι πλέον άνευ αντικειμένου)

Ε Α ΑΙΟ
Ο ΣΙΑΣΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ρθρα : 103 - 121
(Τα άρθρα 122 - 125 καταργήθηκαν με το άρθρο 1 του ΕισΝΚΠολΔ)
(Τα άρθρα 125 - 127 καταργήθηκαν με το άρθρο 53 του ΕισΝΚΠολΔ)

40
ΔΙ ΑΣ ΠΟ ΙΤΙ ΗΣ ΔΙ ΟΝΟΜΙΑΣ
*** Όλοι οι τίτλοι του παρόντος δεν αποτελούν μέρος του νομοθετικού κειμένου

Ι ΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΔΙ ΑΙΟΔΟΣΙΑ Τ Ν ΠΟ ΙΤΙ Ν ΔΙ ΑΣΤΗΡΙ Ν

ρθρο 1 : Ποιες διαφορές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια


ρθρο 2 : ριοθέτηση πολιτικών και διοικητικών διαφορών
ρθρο 3 : Δωσιδικία αλλοδαπών. Ετεροδικία
ρθρο 4 : ρευνα δικαιοδοσίας
ρθρο 5 : Διαδικαστικές πράξεις στο εξωτερικό
ρθρο 6 : Διεθνής συνδρομή

Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟ ΑΝΤΙ ΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙ ΗΣ

ρθρο 7 : Αξία αντικειμένου διαφοράς


ρθρο 8 : Προσδιορισμός της αξίας
ρθρο 9 : Αίτημα της αγωγής
ρθρο 10 : ρόνος υπολογισμού
ρθρο 11 : Εξαιρετικές περιπτώσεις

Ε Α ΑΙΟ
Α ' ΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

ρθρο 12 : Βαθμοί δικαιοδοσίας


ρθρο 13 : Δικαστήρια πρώτου βαθμού
ρθρο 14 : λική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείων και ονομελών Πρωτοδικείων
ρθρο 15 : Αποκλειστική αρμοδιότητα Ειρηνοδικείου
ρθρο 16 : Αποκλειστική αρμοδιότητα ονομελούς Πρωτοδικείου
ρθρο 17 : Ειδική αρμοδιότητα ονομελούς Πρωτοδικείου
ρθρο 18 : Αρμοδιότητα Πολυμελούς Πρωτοδικείου
ρθρο 19 : Αρμοδιότητα Εφετείου
ρθρο 20 : Αρμοδιότητα Αρείου Πάγου
ρθρο 21 : Δικαστήριο ανακοπής ερημοδικίας ή αναψηλάφησης

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

ρθρο 22 : ενική δωσιδικία κατοικίας


ρθρο 23 : Δωσιδικία διαμονής, ειδικής κατοικίας
ρθρο 24 : Δωσιδικία κρατικών υπαλλήλων εξωτερικού
ρθρο 25 : Δωσιδικία δημοσίου και νομικών προσώπων
ρθρο 26 : Δωσιδικία δικηγόρων και συμβολαιογράφων
ρθρο 27 : Δωσιδικία εταιριών
ρθρο 28 : Δωσιδικία διαχείρισης με δικαστική εντολή
ρθρο 29 : Δωσιδικία ακινήτων
ρθρο 30 : Δωσιδικία κληρονομίας

41
ρθρο 31 : Δωσιδικία συνάφειας
ρθρο 32 : Δωσιδικία δημόσιων υπαλλήλων
ρθρο 33 : Δωσιδικία δικαιοπραξίας
ρθρο 34 : Δωσιδικία ανταγωγής
ρθρο 35 : Δωσιδικία αξιόποινης πράξης
ρθρο 36 : Δωσιδικία διαχείρισης χωρίς δικαστική εντολή
ρθρο 37 : Δωσιδικία ομοδικίας
ρθρο 38 : Δωσιδικία σπουδαστών, μαθητών, υπηρετών, υπαλλήλων
ρθρο 39 : Δωσιδικία γαμικών διαφορών
ρθρο 40, 40Α : Δωσιδικία περιουσίας κατοίκων αλλοδαπής
ρθρο 41 : Δικαίωμα επιλογής από τον ενάγοντα

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΠΑΡΕ ΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

ρθρο 42 : Συμφωνία για παρέκταση αρμοδιότητας


ρθρο 43 : Συμφωνία για μελλοντικές διαφορές
ρθρο 44 : Αποκλειστική δωσιδικία

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΕΡΕ ΝΑ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ

ρθρο 45 : Το αμετάβλητο της αρμοδιότητας


ρθρο 46 : Αυτεπάγγελτη έρευνα αρμοδιότητας
ρθρο 47 : η προσβολή με ένδικα μέσα

Ε Α ΑΙΟ
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΑΠΟ ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΟ ΣΕ ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΟ

ρθρο 48 : Προ ποθέσεις παραπομπής


ρθρο 49 : Δικαίωμα παραπομπής
ρθρο 50 : Αρμόδιο να αποφασίσει δικαστήριο
ρθρο 51 : Διαδικασία παραπομπής

Ε Α ΑΙΟ Η
ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΔΙ ΑΣΤ Ν ΑΙ ΠΑ Η Ν ΤΗΣ ΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ

ρθρο 52 : όγοι εξαίρεσης


ρθρο 53 : Απαράδεκτη αίτηση
ρθρο 54 : Αρμόδιο δικαστήριο
ρθρο 55 : Δήλωση εξαίρεσης
ρθρο 56 : Αυτεπάγγελτη εξαίρεση
ρθρο 57 : ρόνος πρότασης εξαίρεσης
ρθρο 58 : Διαδικασία
ρθρο 59 : Αίτηση εξαίρεσης κατά τη διάρκεια της συζήτησης
ρθρο 60 : Απόφαση, έξοδα
ρθρο 61 : Παραπομπή

Ε Α ΑΙΟ
ΔΙΑΔΙ ΟΙ

ρθρο 62 : κανότητα διαδίκου


ρθρο 63 : Παράσταση στο δικαστήριο
42
ρθρο 64 : Εκπροσώπηση ανίκανων, νομικών προσώπων και ενώσεων
προσώπων
ρθρο 65 : Εξουσιοδότηση διεξαγωγής δίκης
ρθρο 66 : Παράσταση αλλοδαπών
ρθρο 67 : Συμπλήρωση ελλείψεων
ρθρο 68 : ννομο συμφέρον. Νομιμοποίηση
ρθρο 69 : οιπές περιπτώσεις
ρθρο 70 : Αναγνωριστική αγωγή
ρθρο 71 : Διαπλαστική αγωγή
ρθρο 72 : Πλαγιαστική αγωγή
ρθρο 73 : Αυτεπάγγελτη έρευνα των προ ποθέσεων

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΟΜΟΔΙ ΙΑ

ρθρο 74 : μοδικία
ρθρο 75 : Διαδικαστικές ενέργειες
ρθρο 76 : Αναγκαστική ομοδικία
ρθρο 77 : Αντιφαντικοί ισχυρισμοί
ρθρο 78 : λλειψη προ ποθέσεων. ωρισμός δίκης

Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
Σ ΜΜΕΤΟ Η ΤΡΙΤ Ν ΣΤΗ ΔΙ Η

ρθρο 79 : Κύρια παρέμβαση


ρθρο 80 : Πρόσθετη παρέμβαση
ρθρο 81 : σκηση παρέμβασης
ρθρο 82 : Δικαιώματα πρόσθετα παρεμβαίνοντα
ρθρο 83 : Πρόσθετη παρέμβαση κι αναγκαστική ομοδικία
ρθρο 84 : Ενεργοποίηση δικαιωμάτων του προσθέτως παρεμβαίνοντα
ρθρο 85 : προσθέτως παρεμβαίνων ως κύριος διάδικος
ρθρο 86 : Προσεπίκληση των αναγκαίων ομοδίκων
ρθρο 87 : Προσεπίκληση αληθινού κυρίου ή νομέα
ρθρο 88 : Προσεπίκληση δικονομικών εγγυητών
ρθρο 89 : σκηση προσεπίκλησης
ρθρο 90 : Προσεπίκληση που διατάσσει το δικαστήριο
ρθρο 91 : Ανακοίνωση δίκης
ρθρο 92 : Συνέπειες για τον τρίτο
ρθρο 93 : Κύρια παρέμβαση και δημόσια κατάθεση
ρθρο 93 Α : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ

Ε Α ΑΙΟ Ι
Π ΗΡΕΞΟ ΣΙΟΤΗΤΑ

ρθρο 94 : Παράσταση με ή χωρίς δικηγόρο


ρθρο 95 : Παράσταση περισσοτέρων πληρεξουσίων
ρθρο 96 : Τύπος πληρεξουσιότητας
ρθρο 97 : ενική πληρεξουσιότητα
ρθρο 98 : Ειδική πληρεξουσιότητα
ρθρο 99 : Ανάκληση ομολογιών από διάδικο
ρθρο 100 : Παύση πληρεξουσιότητας
ρθρο 101 : Τύχη πληρεξουσιότητας σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας
ρθρο 102 : Κοινοποίηση της παύσης στον αντίδικο
43
ρθρο 103 : Ενέργειες του πληρεξουσίου μετά την παύση
ρθρο 104 : λεγχος πληρεξουσιότητας
ρθρο 105 : Απόδειξη πληρεξουσιότητας. Συμπλήρωση ελλείψεων

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΕΜΕ Ι ΔΕΙΣ ΔΙ ΟΝΟΜΙ ΕΣ ΑΡ ΕΣ

ρθρο 106 : Η αρχή της διάθεσης και συζήτησης


ρθρο 107 : Ευχέρεια δικαστηρίου
ρθρο 108 : Πρωτοβουλία διαδίκων να κινούν τη δίκη
ρθρο 109 : Αμετάβλητο δικαιοδοσίας του νόμιμου δικαστή
ρθρο 110 : Αρχή ισότητας και ακροάσεως των διαδίκων
ρθρο 111 : γγραφη προδικασία
ρθρο 112 : Δεν είναι δημόσια η προδικασία
ρθρο 113 : Δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων
ρθρο 114 : Περιορισμός της δημοσιότητας
ρθρο 115 : Προδικασία. Συζήτηση. Προτάσεις
ρθρο 116 : Καθήκον αλήθειας

Ε Α ΑΙΟ ΙΔ
Ε ΕΣΕΙΣ

ρθρο 117 : Στοιχεία της έκθεσης

Ε Α ΑΙΟ ΙΕ
ΔΙ Ο ΡΑ Α

ρθρο 118 : Στοιχεία δικογράφων


ρθρο 119 : Καθορισμός διεύθυνσης διαδίκων
ρθρο 120 : Επίδοση στη διεύθυνση που αναγράφει το δικόγραφο
ρθρο 121 : Επίδοση σε περίπτωση μη αναγραφής διεύθυνσης

Ε Α ΑΙΟ ΙΣΤ
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

ρθρο 122 : Όργανα επίδοσης


ρθρο 123 : Παραγγελία
ρθρο 124 : Τόπος επίδοσης
ρθρο 125 : ρόνος
ρθρο 126 : Πρόσωπα στα οποία επιδίδεται το έγγραφο
ρθρο 127 : Τρόπος επίδοσης
ρθρο 128 : υροκόλληση. Επίδοση σε κατοικία
ρθρο 129 : Επίδοση στον τόπο εργασίας
ρθρο 130 : ρνηση παραλαβής εγγράφου
ρθρο 131 : Επίδοση σε νοσοκομείο ή φυλακή
ρθρο 132 : Επίδοση σε ναυτικούς εμπορικών πλοίων
ρθρο 133 : Επίδοση σε στρατιωτικούς
ρθρο 134 : Επίδοση στους διαμένοντες στην αλλοδαπή
ρθρο 135 : Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής
ρθρο 136 : Πότε θεωρείται ότι συντελέστηκε η επίδοση
ρθρο 137 : Επίδοση με τις διατυπώσεις αλλοδαπού νόμου
ρθρο 138 : ρνηση παραλαβής σε ειδικές περιπτώσεις
ρθρο 139 : Σύνταξη έκθεσης επίδοσης
44
ρθρο 140 : Πρωτότυπα κι αντίγραφα έκθεσης επίδοσης
ρθρο 141 : Επίδοση αυτεπάγγελτη
ρθρο 142 : Αντίκλητος
ρθρο 143 : Αντίκλητος πληρεξούσιος δικηγόρος

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΠΡΟ ΕΣΜΙΕΣ

ρθρο 144 : ναρξη και λήξη προθεσμιών


ρθρο 145 : πολογισμός
ρθρο 146 : Διακοπή
ρθρο 147 : Αναστολή προθεσμιών διεξαγωγής αποδείξεων
ρθρο 148 : Παράταση προθεσμιών αποδείξεων
ρθρο 149 : Παράταση προθεσμιών αποδείξεων από το δικαστήριο
ρθρο 150 : Σύντμηση των προθεσμιών
ρθρο 151 : Παρέλευση προθεσμιών

Ε Α ΑΙΟ ΙΗ
ΕΠΑΝΑ ΟΡΑ Τ Ν ΠΡΑ ΜΑΤ Ν ΣΤΗΝ ΠΡΟΗ Ο ΜΕΝΗ ΑΤΑΣΤΑΣΗ

ρθρο 152 : Απώλεια προθεσμίας και επαναφορά των πραγμάτων


ρθρο 153 : Προθεσμία επαναφοράς
ρθρο 154 : Αρμοδιότητα
ρθρο 155 : σκηση αίτησης και περιεχόμενο
ρθρο 156 : Συζήτηση
ρθρο 157 : η ανασταλτικό αποτέλεσμα
ρθρο 158 : Αποκλεισμός αίτησης

Ε Α ΑΙΟ Ι
Α ΡΟΤΗΤΕΣ

ρθρο 159 : Περιπτώσεις


ρθρο 160 : Πρόταση
ρθρο 161 : Αποτελέσματα

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΟΔΟΣΙΑ

ρθρο 162 : Καθορισμός


ρθρο 163 : Κατάθεση
ρθρο 164 : οιπές περιπτώσεις
ρθρο 165 : Διαδικασία
ρθρο 166 : Αποτελέσματα. Ενέχυρο επί των κατατεθέντων
ρθρο 167 : Συμπλήρωση ή Αντικατάσταση
ρθρο 168 : Διαδικασία άρσης ή κατάπτωσης
ρθρο 169 : Εγγυοδοσία και δικαστικά έξοδα
ρθρο 170 : Πότε δεν επιτρέπεται εγγυοδοσία
ρθρο 171 : έχρι να κατατεθεί η εγγύηση. Αναστολή απάντησης
ρθρο 172 : Συνέπειες αν δεν δοθεί η εγγύηση

45
Ε Α ΑΙΟ Α
ΔΙ ΑΣΤΙ Α ΕΞΟΔΑ

ρθρο 173 : Προκαταβολή εξόδων


ρθρο 174 : Καθορισμός καταβλητέων εξόδων
ρθρο 175 : Συνέπειες μη προκαταβολής των εξόδων
ρθρο 176 : Καταδίκη στα έξοδα
ρθρο 177 : Καταδίκη του ενάγοντα
ρθρο 178 : Συμψηφισμός και κατανομή εξόδων
ρθρο 179 : Συμψηφισμός. Ειδικοί λόγοι
ρθρο 180 : Δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης περισσοτέρων
ρθρο 181 : Δικαστικά έξοδα όταν ασκήθηκε κύρια παρέμβαση
ρθρο 182 : Όταν ασκήθηκε πρόσθετη παρέμβαση
ρθρο 183 : Στα ένδικα μέσα
ρθρο 184 : Σε περίπτωση ερημοδικίας ή αναβολής συζήτησης
ρθρο 185 : Πότε επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που νίκησε
ρθρο 186 : Καταδίκη τρίτων. Ανακοπή
ρθρο 187 : Τα έξοδα του δικαστικού συμβιβασμού
ρθρο 188 : Αν γίνει ανάκληση, παραίτηση ή αποδοχή αγωγής ή ενδίκου μέσου
ρθρο 189 : Τα αποδιδόμενα έξοδα
ρθρο 190 : ποβλητέος κατάλογος εξόδων
ρθρο 191 : Επιδίκαση εξόδων βάσει καταλόγου ή μη
ρθρο 192 : Σε περίπτωση παραίτησης, αποδοχής ή ανάκλησης
ρθρο 193 : Πότε προσβάλλεται η απόφαση ως προς τα έξοδα

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΕΡ ΕΤΗΜΑΤΑ ΠΕΝΙΑΣ

ρθρο 194 : Σε ποιούς παρέχεται


ρθρο 195 : Παροχή σε αλλοδαπούς και σε στερούμενους ιθαγένειας
ρθρο 196 : Αίτηση
ρθρο 197 : Διαδικασία
ρθρο 198 : κταση ευεργετήματος
ρθρο 199 : Τι καλύπτει
ρθρο 200 : Διορισμός δικηγόρου, συμβολαιογράφου και δικαστικού επιμελητή
ρθρο 201 : Παύση
ρθρο 202 : Ανάκληση ή περιορισμός
ρθρο 203 : Εκκαθάριση ή είσπραξη των εξόδων
ρθρο 204 : Ποινές για δόλια επίτευξη

Ε Α ΑΙΟ
ΠΟΙΝΕΣ

ρθρο 205 : ρηματικές ποινές τάξης


ρθρο 206 : Διαγραφή ανάρμοστων φράσεων. Πειθαρχικές ποινές
ρθρο 207 : Ποινές σε άτομα που θορυβούν και σε δικηγόρους

46
Ι ΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡ ΤΟ Α ΜΙΑ ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΑΠΟΠΕΙΡΑ Σ Μ Ι ΑΣΜΟ

ρθρο 208 : Απόπειρα συμβιβασμού του ειρηνοδίκη


ρθρο 209 : Αίτηση
ρθρο 210 : Διαδικασία
ρθρο 211 : Αίρεση δόσης όρκου
ρθρο 212 : Πρακτικό
ρθρο 213 : Αποκλεισμός απόπειρας
ρθρο 214 : Συνέπειες υποβολής αίτησης
ρθρο 214 Α : Εξώδικη επίλυση διαφοράς

Ε Α ΑΙΟ
ΑΣ ΗΣΗ ΤΗΣ Α ΗΣ

ρθρο 215 : Πως ασκείται


ρθρο 216 : Στοιχεία δικογράφου
ρθρο 217 : Εισαγωγικό δικόγραφο
ρθρο 218 : Προ ποθέσεις αντικειμενικής σώρευσης αγωγών
ρθρο 219 : Επικουρική σώρευση
ρθρο 220 : Εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων

Ε Α ΑΙΟ
Σ ΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣ ΗΣΗ ΤΗΣ Α ΗΣ

ρθρο 221 : Συνέπειες


ρθρο 222 : Εκκρεμοδικία
ρθρο 223 : εταβολή αιτήματος
ρθρο 224 : εταβολή βάσης
ρθρο 225 : Επιτρεπτή η μεταβίβαση επιδίκου

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΕΙΣΑ Η ΤΗΣ Α ΗΣ ΙΑ Σ ΗΤΗΣΗ

ρθρο 226 : ρισμός δικασίμου. Πινάκιο. Αναβολή


ρθρο 227 : Συμπλήρωση τυπικών παραλείψεων
ρθρο 228 : Προθεσμία κλήτευσης διαδίκων
ρθρο 229 : Επίδοση αντιγράφου αγωγής
ρθρο 230 : Προσδιορισμός άλλων δικασίμων
ρθρο 231 : Παρέμβαση στο Ειρηνοδικείο
ρθρο 232 : Προπαρασκευαστικές ενέργειες δικαστηρίου

Ε Α ΑΙΟ Ε
Σ ΗΤΗΣΗ ΣΟ Α ΡΟΑΤΗΡΙΟ

ρθρο 233 : ναρξη ακροαματικής διαδικασίας


ρθρο 234 : Δικαιώματα παραγόντων δίκης στο ακροατήριο
ρθρο 235 : ποβαλλόμενες ερωτήσεις. Απαγορεύσεις
ρθρο 236 : Διασάφηση και συμπλήρωση ισχυρισμών
ρθρο 237 : Κατάθεση προτάσεων. Αντίκρουση
47
ρθρο 238,239 : Προθεσμία κατάθεσης προτάσεων
ρθρο 240 : Προσκόμιση προτάσεων προηγούμενων συζητήσεων
ρθρο 241 : Αναβολή
ρθρο 242 : Εκφώνηση υπόθεσης. Συζήτηση
ρθρο 243 : Αναπλήρωση δικαστή
ρθρο 244 : Παραπομπή
ρθρο 245 : Αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων
ρθρο 246 : νωση και συνεκδίκαση περισσότερων δικών
ρθρο 247 : ωρισμός αιτήσεων
ρθρο 248 : Διαδοχική συζήτηση ή περιορισμός
ρθρο 249 : Προκριματικά ζητήματα. Αναβολή
ρθρο 250 : Αναβολή μέχρι να περατωθεί η ποινική δίκη
ρθρο 251 : Διάδικοι που παρίστανται χωρίς δικηγόρο
ρθρο 252 : Περιπτώσεις διορισμού διερμηνέων
ρθρο 253 : Κουφοί, άλαλοι ή κωφάλαλοι
ρθρο 254 : Επανάληψη συζήτησης για συμπλήρωση ελλείψεων
ρθρο 255 : Απομάκρυνση θορυβούντων προσώπων
ρθρο 256 : Πρακτικά
ρθρο 257 : Ανάγνωση πρακτικών
ρθρο 258 : πογραφή πρακτικών
ρθρο 259 : Αποδεικτική ισχύς πρακτικών
ρθρο 260 : αταίωση συζήτησης. Συνέπειες
ρθρο 261 : Αντίκρουση ισχυρισμών
ρθρο 262 : ι ενστάσεις
ρθρο 263 : Ενστάσεις που προτείνονται κατά την πρώτη συζήτηση
ρθρο 264 : Παραπομπή στη διαιτησία
ρθρο 265 : καιρη αγωγή κατά κληρονόμων
ρθρο 266 : Αναβολή σε προσεπίκληση
ρθρο 267 : διαίτερη συζήτηση για ενστάσεις του 263 ΚΠολΔ
ρθρο 268 : Ανταγωγή
ρθρο 269 : έσα επίθεσης και άμυνας
ρθρο 270 : Προδικαστική απόφαση
ρθρο 270 Α : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 271 : Ερημοδικία εναγομένου
ρθρο 272 : Ερημοδικία ενάγοντα
ρθρο 273 : Ερημοδικία κυρίως παρεμβαίνοντα
ρθρο 274 : Ερημοδικία ή παράσταση του προσθέτως παρεμβαίνοντα
ρθρο 275 : Ερημοδικία σε προσεπίκληση αναγκαίων ομοδίκων
ρθρο 276 : Ερημοδικία σε προσεπίκληση του αληθινού κυρίου ή νομέα
ρθρο 277 : Ερημοδικία σε προσεπίκληση των δικονομικών εγγυητών
ρθρο 278 : ποκατάσταση του προσεπικαλέσαντα
ρθρο 279 : Ερημοδικία και σε μεταγενέστερες συζητήσεις
ρθρο 280 : Ειδικές περιπτώσεις εμφάνισης ή ερημοδικίας
ρθρο 281 : Πρώτη συζήτηση

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ

ρθρο 282 : ννοια


ρθρο 283 : Παρεμπίπτουσα αγωγή. σκηση
ρθρο 284 : Ερευνά παρεμπιπτόντων ζητημάτων
ρθρο 285 : Συνεκδίκαση ή παραπομπή

48
Ε Α ΑΙΟ
ΔΙΑ ΟΠΗ ΑΙ ΕΠΑΝΑ Η Η ΤΗΣ ΔΙ ΗΣ

ρθρο 286 : όγοι διακοπής


ρθρο 287 : νωστοποίηση των λόγων
ρθρο 288 : Διακοπή σε αναγκαστική ομοδικία
ρθρο 289 : κυρες οι διαδικαστικές πράξεις μετά τη διακοπή
ρθρο 290 : Εκούσια επανάληψη δίκης
ρθρο 291 : Αναγκαστική επανάληψη δίκης
ρθρο 292 : Πότε καλούνται οι κληρονόμοι

Ε Α ΑΙΟ Η
ΑΤΑΡ ΗΣΗ ΑΙ ΠΕΡΑΤ ΣΗ ΤΗΣ ΔΙ ΗΣ

ρθρο 293 : Συμβιβασμός


ρθρο 294 : Επιτρεπτή και μη παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής
ρθρο 295 : Αποτελέσματα
ρθρο 296 : Επιτρεπτή και μη παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής
ρθρο 297 : Τρόποι παραιτήσεως
ρθρο 298 : Αποδοχή αγωγής
ρθρο 299 : Αναλογική εφαρμογή για όλες τις διαδικαστικές πράξεις

Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟ ΑΣΗ

ρθρο 300 : κδοση απόφασης


ρθρο 301 : Διάσκεψη
ρθρο 302 : ηφοφορία
ρθρο 303 : Διχοψηφία
ρθρο 304 : Σχέδια απόφασης
ρθρο 305 : Σύνταξη πρωτοτύπου
ρθρο 306 : πογραφή πρωτοτύπου
ρθρο 307 : Αδυναμία έκδοσης απόφασης. Επανάληψη συζήτησης
ρθρο 308 : κδοση οριστικής απόφασης
ρθρο 309 : Ανάκληση μη οριστικών αποφάσεων
ρθρο 310 : Επίδοση αποφάσεων
ρθρο 311 : ειρηνοδίκης υποδεικνύει τη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων
ρθρο 312 : Η απόφαση αποτελεί πλήρη απόδειξη
ρθρο 313 : Αναγνώριση δικαστικής απόφασης ως ανύπαρκτης
ρθρο 314 : Αναστολή εκτέλεσης απόφασης

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΔΙΟΡ ΣΗΣ ΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΑΠΟ ΑΣΕ Ν

ρθρο 315 : Προ ποθέσεις διόρθωσης


ρθρο 316 : Ερμηνεία απόφασης
ρθρο 317 : Αίτηση
ρθρο 318 : Διαδικασία
ρθρο 319 : νδικα μέσα
ρθρο 320 : Σημείωση στο πρωτότυπο

49
Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
ΔΕΔΙ ΑΣΜΕΝΟ

ρθρο 321 : Ποιες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο


ρθρο 322 : κταση
ρθρο 323 : Δεδικασμένο από αλλοδαπή απόφαση
ρθρο 324 : Εφαρμογή δεδικασμένου
ρθρο 325 : πέρ και κατά ποιων ισχύει
ρθρο 326 : Δεδικασμένο απέναντι στον καταπιστευματοδόχο
ρθρο 327 : Δεδικασμένο απέναντι στον κληρονόμο ή εκτελεστή διαθήκης
ρθρο 328 : Δεδικασμένο υπέρ πρωτοφειλέτη ή εγγυητή
ρθρο 329 : Δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη νομικού προσώπου
ρθρο 330 : Ποιες ενστάσεις καλύπτει
ρθρο 331 : Δεδικασμένο στα παρεμπίπτοντα ζητήματα
ρθρο 332 : αμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα
ρθρο 333 : Προσβολή δεδικασμένου για δόλο
ρθρο 334 : εταρρύθμιση τελεσίδικης ή ανέκκλητης απόφασης

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΑΠΟΔΕΙΞΗ
ΤΙΤ ΟΣ Ι. ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο 335 : Αντικείμενο απόδειξης


ρθρο 336 : Δεν αποτελούν αντικείμενο δίκης
ρθρο 337 : Αλλοδαπό δίκαιο, έθιμα και συναλλακτικά ήθη
ρθρο 338 : Βάρος απόδειξης
ρθρο 339 : Τα αποδεικτικά μέσα
ρθρο 340 : Ελεύθερη εκτίμηση
ρθρο 341 : Προφορική συζήτηση
ρθρο 342 : Καταχώρηση των αποφάσεων των εισηγητών για την απόδειξη
ρθρο 343 : Κλήση διαδίκων για παράσταση στην αποδεικτική διαδικασία
ρθρο 344 : Συμπληρωματικές αποδείξεις
ρθρο 345 : Κοινή προθεσμία ανταπόδειξης
ρθρο 346 : Τα αποδεικτικά μέσα είναι κοινά
ρθρο 347 : Πιθανολόγηση με οποιαδήποτε μέσα
ρθρο 348 : Συντηρητική απόδειξη
ρθρο 349 : Αίτηση
ρθρο 350 : Διαδικασία
ρθρο 351 : Δικανική αξιολόγηση συντηρητικής απόδειξης

ΤΙΤ ΟΣ ΙΙ. ΟΜΟ Ο ΙΑ

ρθρο 352 : Δικαστική και εξώδικη


ρθρο 353 : Σύνθετη
ρθρο 354 : Ανάκληση

ΤΙΤ ΟΣ ΙΙΙ. Α ΤΟ ΙΑ

ρθρο 355 : όγοι


ρθρο 356 : Αυτοψία
ρθρο 357 : Τόπος και χρόνος
ρθρο 358 : Διενέργεια
ρθρο 359 : Αυτοψία στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου
50
ρθρο 360 : Τα μετά την αυτοψία
ρθρο 361 : Συνδρομή διαδίκων
ρθρο 362 : Ανοχή διαδίκου ή τρίτου
ρθρο 363 : Αυτοψία σε κινητά ή ακίνητα πράγματα
ρθρο 364 : Κλήτευση κατόχου αντικειμένου αυτοψίας
ρθρο 365 : αταίωση, εξαναγκασμός
ρθρο 366 : Σε ματαίωση ελεύθερη κρίση δικαστηρίου
ρθρο 367 : Συνέπειες από την αδικαιολόγητη παρακώλυση της αυτοψίας

ΤΙΤ ΟΣ IV. ΠΡΑ ΜΑΤΟ Ν ΜΟΣ ΝΗ

ρθρο 368 : Διορισμός


ρθρο 369 : Συνδρομή πραγματογνωμόνων
ρθρο 370 : Διαδικασία διορισμού, αντικατάσταση
ρθρο 371 : Τηρούμενος κατάλογος
ρθρο 372 : Διορισμός εκ του καταλόγου
ρθρο 373 : Ποιοι δε διορίζονται
ρθρο 374 : ποχρεούνται στην εκτέλεση των καθηκόντων τους
ρθρο 375 : Κοινοποίηση της απόφασης διορισμού
ρθρο 376 : Εξαίρεση
ρθρο 377 : Πρόταση εξαίρεσης με γραπτή αίτηση
ρθρο 378 : Τύχη της αίτησης
ρθρο 379 : Το δικαστήριο δίνει οδηγίες στους πραγματογνώμονες
ρθρο 380 : νώση στοιχείων δικογραφίας
ρθρο 381 : Τρόπος παροχής οδηγιών ή διευκρινίσεων
ρθρο 382 : Παράσταση πραγματογνωμόνων
ρθρο 383 : νωμοδότηση
ρθρο 384 : Παροχή διευκρινίσεων ή άλλων πληροφοριών
ρθρο 385 : Όρκιση
ρθρο 386 : ρνηση ή αποχή .Συνέπειες
ρθρο 387 : Ελεύθερη εκτίμηση
ρθρο 388 : Νέα πραγματογνωμοσύνη
ρθρο 389 : Συζήτηση μετά την κατάθεση της έκθεσης
ρθρο 390 : Εκτίμηση ιδιωτικών γνωμοδοτήσεων
ρθρο 391 : Τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων
ρθρο 392 : Διορισμός. Δικαιώματα

ΤΙΤ ΟΣ V. ΜΑΡΤ ΡΕΣ

ρθρο 393 : Περιορισμός της απόδειξης με μάρτυρες λόγω ποσού


ρθρο 394 : Πότε επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση
ρθρο 395 : Πότε δεν επιτρέπεται η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια
ρθρο 396 : Απόφαση για αποδείξεις με μάρτυρες
ρθρο 397 : νωστοποίηση μαρτύρων
ρθρο 398 : Κλήτευση μαρτύρων
ρθρο 399 : Ποιοι δεν εξετάζονται ως μάρτυρες
ρθρο 400 : Εξαίρεση μαρτύρων
ρθρο 401 : Ποιοι μπορούν να αρνηθούν την εξέτασή τους
ρθρο 402 : Πότε δεν υπάρχει υποχρέωση μαρτυρίας
ρθρο 403 : ρευνα των λόγων μη εξέτασης
ρθρο 404 : Συνέπειες άρνησης μαρτυρίας
ρθρο 405 : άρτυρες που δεν ορκίζονται
ρθρο 406 : Τόπος και χρόνος εξέτασης
51
ρθρο 407 : ρευνα και αξιοπιστία του μάρτυρα
ρθρο 408 : Όρκιση μάρτυρα. Τύπος όρκου
ρθρο 409 : Τρόπος εξέτασης
ρθρο 410 : κθεση ή πρακτικά εξέτασης
ρθρο 411 : Συμπληρωματική κατάθεση μάρτυρα
ρθρο 412 : Παραίτηση από την εξέταση μάρτυρα
ρθρο 413 : Πραγματογνώμονες μάρτυρες
ρθρο 414 : Συζήτηση μετ' απόδειξη

ΤΙΤ ΟΣ VI. ΕΞΕΤΑΣΗ Τ Ν ΔΙΑΔΙ Ν

ρθρο 415 : Προ ποθέσεις


ρθρο 416 : Πότε διατάσσεται
ρθρο 417 : Εξέταση χωρίς όρκιση
ρθρο 418 : Αποκλεισμός ένορκης εξέτασης
ρθρο 419 : η εμφάνιση ή άρνηση διαδίκου για κατάθεση
ρθρο 420 : Ελεύθερη εκτίμηση της κατάθεσης

ΤΙΤ ΟΣ VI. ΟΡ ΟΣ

ρθρο 421 : Επαγωγή όρκου. όγοι


ρθρο 422 : Απόφαση
ρθρο 423 : Τύπος όρκου διαδίκου
ρθρο 424 : Αποδοχή ή αντεπαγωγή όρκου
ρθρο 425 : Ανάκληση επαγωγής ή αντεπαγωγής
ρθρο 426 : Ανίκανοι για ορκοδοσία
ρθρο 427 : Όρκος νομίμου αντιπροσώπου
ρθρο 428 : ποκατάσταση σε περίπτωση θανάτου
ρθρο 429 : Ποιος δίνει τον όρκο
ρθρο 430 : Αποδεικτική δύναμη επακτού όρκου
ρθρο 431 : ύση εκτιμητικού όρκου

ΤΙΤ ΟΣ VII.Ε ΡΑ Α

ρθρο 432 : Αποδεικτική δύναμη εγγράφων


ρθρο 433 : Τεκμήριο να εκμηδενιστεί η αποδεικτική δύναμη εγγράφου
ρθρο 434 : εταβολές σε έγγραφο
ρθρο 435 : Απώλεια εγγράφου. Δυσανάγνωστο ή άχρηστο
ρθρο 436 : Αναφορά σε άλλο έγγραφο
ρθρο 437 : Συντηρητική απόδειξη με έγγραφο
ρθρο 438 : Βεβαιώσεις του συντάκτη δημοσίων εγγράφων
ρθρο 439 : Αλλοδαπά δημόσια έγγραφα
ρθρο 440 : Βεβαίωση συντάκτη δημοσίων εγγράφων
ρθρο 441 : Πλήρης απόδειξη δημοσίων εγγράφων ως προς το περιεχόμενο
ρθρο 442 : ετατροπή άκυρου δημοσίου εγγράφου
ρθρο 443 : Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου
ρθρο 444 : Ποια θεωρούνται ιδιωτικά έγγραφα
ρθρο 445 : Αποδεικτική δύναμη ιδιωτικών εγγράφων ως προς τη δήλωση που
περιέχουν
ρθρο 446 : Κτήση βέβαιης χρονολογίας
ρθρο 447 : Αποδεικτική δύναμη υπέρ του εκδότη
ρθρο 448 : Αποδεικτική δύναμη επαγγελματικών βιβλίων
ρθρο 449 : Αντίγραφα, φωτογραφίες και φωτοαντίγραφα
52
ρθρο 450 : Επίδειξη εγγράφων
ρθρο 451 : Αίτημα επίδειξης εγγράφων
ρθρο 452 : Εκτέλεση απόφασης που διατάζει επίδειξη
ρθρο 453 : Προσαγωγή πρωτοτύπου
ρθρο 454 : Προσαγωγή εγγράφων σε ξένη γλώσσα με επίσημη μετάφραση
ρθρο 455 : Τεκμήριο γνησιότητας δημοσίων εγγράφων
ρθρο 456 : Τεκμήριο γνησιότητας ξένων δημόσιων εγγράφων
ρθρο 457 : νησιότητα ιδιωτικών εγγράφων
ρθρο 458 : Απόδειξη γνησιότητας
ρθρο 459 : Παραβολή εγγράφων
ρθρο 460 : Προσβολή για πλαστότητα
ρθρο 461 : Πώς προτείνεται
ρθρο 462 : Σοβαρές υπόνοιες πλαστογραφίας
ρθρο 463: Προσαγωγή εγγράφων και αποδεικτικών μέσων για προαπόδειξη
πλαστότητας
ρθρο 464 : Προσβολή χωρίς να κατονομάζεται πλαστογράφος
ρθρο 465 : Κήρυξη εγγράφου ως πλαστού

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΙΑ ΤΙΣ ΜΙ ΡΟΔΙΑ ΟΡΕΣ

ρθρο 466 : παγόμενες διαφορές


ρθρο 467 : Αντικειμενική σώρευση απαιτήσεων
ρθρο 468 : σκηση αγωγής
ρθρο 469 : Συζήτηση. Ερημοδικία
ρθρο 470 : Η συζήτηση θεωρείται ένα σύνολο
ρθρο 471 : Πως δημοσιεύονται οι αποφάσεις
ρθρο 472 : Εκπροσώπηση του διαδίκου που δεν εμφανίζεται στο ακροατήριο

Ε Α ΑΙΟ ΙΔ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΙΑ ΤΗ Ο ΟΔΟΣΙΑ

ρθρο 473 : Η σχετική αγωγή


ρθρο 474 : Απόφαση. Κατάθεση λογαριασμού ή καταλόγου
ρθρο 475 : Νέα συζήτηση
ρθρο 476 : Καταδίκη σε περίπτωση ομολογίας
ρθρο 477 : Συνέπειες από την μη κατάθεση λογαριασμού ή καταλόγου

Ε Α ΑΙΟ ΙΕ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΙΑ ΤΗ ΔΙΑΝΟΜΗ

ρθρο 478 : Παθητική νομιμοποίηση


ρθρο 479 : Εξουσία δικαστηρίου
ρθρο 480 : Αυτούσια διανομή
ρθρο 480 Α : Ευχέρεια δικαστηρίου
ρθρο 481 : Διακριτική ευχέρεια δικαστηρίου
ρθρο 482 : ριοθετήσεις για το σχηματισμό των μερών
ρθρο 483 : Διανομή επιχειρήσεων που αποτελούν οικονομικό σύνολο
ρθρο 484 : Πώληση με πλειστηριασμό, όταν η διανομή ανέφικτη ή ασύμφορη
ρθρο 485 : ερική αυτούσια διανομή και μερική πώληση με πλειστηριασμό
ρθρο 486 : Πότε επιτρέπεται η κλήρωση
ρθρο 487 : Διαδικασία
ρθρο 488 : Κλήρωση ενώπιον συμβολαιογράφου
53
ρθρο 489 : Κτήση κυριότητας στα περιελθόντα
ρθρο 490 : ήψη αποδεικτικών εγγράφων των δικαιωμάτων
ρθρο 491 : Προσεπίκληση τρίτων που έχουν εμπράγματα ή άλλα δικαιώματα
ρθρο 492 : Περιορισμός υποθήκης ή ενεχύρου μετά τη διανομή
ρθρο 493 : Περιορισμός επικαρπίας μετά τη διανομή
ρθρο 494 : Περιορισμός συντηρητικής ή αναγκαστικής κατάσχεσης μετά τη
διανομή

Ι ΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ ΑΙ ΑΝΑ ΟΠΕΣ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο 495 : Τρόπος άσκησης ενδίκων μέσων


ρθρο 496 : Σύνταξη έκθεσης κατάθεσης και καταχώρισης
ρθρο 497 : ύλαξη πρωτοτύπου
ρθρο 498 : Προσδιορισμός δικασίμου
ρθρο 499 : ρόνος άσκησης ενδίκων μέσων
ρθρο 500 : ναρξη αποτελεσμάτων

Ε Α ΑΙΟ
ΑΝΑ ΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙ ΙΑΣ

ρθρο 501 : Το επιτρεπτό άσκησης


ρθρο 502 : ι νομιμοποιούμενοι
ρθρο 503 : Προθεσμία
ρθρο 504 : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 505 : Ανακοπή ερημοδικίας. Προκαταβολή παραβόλου
ρθρο 506 : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 507 : Ερημοδικία κατά τη συζήτηση
ρθρο 508 : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 509 : Συζήτηση ανακοπής αντιμωλία
ρθρο 510 : Ερημοδικία του καθού η ανακοπή

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΕΣΗ

ρθρο 511 : Προσβαλλόμενες αποφάσεις


ρθρο 512 : Ανέκκλητες οι αποφάσεις μικροδιαφορών
ρθρο 513 : Πότε επιτρέπεται έφεση
ρθρο 514 : Δεύτερη έφεση δεν επιτρέπεται
ρθρο 515 : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 516 : Ποιοι έχουν δικαίωμα έφεσης
ρθρο 517 : Παθητική νομιμοποίηση
ρθρο 518 : Προθεσμία. ναρξη
ρθρο 519 : Ανασταλτικό αποτέλεσμα προθεσμίας
ρθρο 520 : Στοιχεία εφετηρίου. Πρόσθετοι λόγοι
ρθρο 521 : Πότε η άσκηση έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα
ρθρο 522 : εταβιβαστικό αποτέλεσμα
ρθρο 523 : Αντέφεση
ρθρο 524 : Συζήτηση έφεσης
ρθρο 525 : Απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης και άσκησης ανταγωγής
54
ρθρο 526 : Απαράδεκτη η μεταβολή βάσης, αντικείμενου ή αιτήματος αγωγής
ρθρο 527 : Νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί
ρθρο 528 : Ευδοκίμηση έφεσης κατά ερήμην απόφασης
ρθρο 529 : Νέα αποδεικτικά μέσα. Στρεψοδικία
ρθρο 530 : Ανεπίτρεπτη η ένορκη ή ανώμοτη εξέταση των διαδίκων
ρθρο 531 : Ερημοδικία εκκαλούντος και εφεσιβλήτου. Αντέφεση
ρθρο 532 : ρευνα του παραδεκτού
ρθρο 533 : ρευνα των λόγων της έφεσης
ρθρο 534 : Αντικατάσταση αιτιολογιών
ρθρο 535 : Βασιμότητα των λόγων της έφεσης
ρθρο 536 : Όχι επιβλαβέστερη απόφαση
ρθρο 537 : Συνέπειες της απόφασης και για του ομοδίκους

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΑΝΑ Η Α ΗΣΗ

ρθρο 538 : Ποιων δικαστηρίων οι προσβαλλόμενες αποφάσεις


ρθρο 539 : Προσβάλλονται οι τελεσίδικες αποφάσεις
ρθρο 540 : Αναψηλάφηση όταν απορρίπτεται η ανακοπή ερημοδικίας
ρθρο 541 : Δεύτερη αναψηλάφηση δεν επιτρέπεται
ρθρο 542 : Ενεργητική νομιμοποίηση
ρθρο 543 : Παθητική νομιμοποίηση
ρθρο 544 : όγοι αναψηλάφησης
ρθρο 545 : Προθεσμία
ρθρο 546 : Αναστολή εκτέλεσης
ρθρο 547 : Περιεχόμενο δικογράφου. Πρόσθετοι λόγοι
ρθρο 548 : Διαδικασία αναψηλάφησης
ρθρο 549 : Τα μετά την αναψηλάφηση
ρθρο 550 : Επαναφορά των πραγμάτων
ρθρο 551 : Πότε επιτρέπονται ένδικα μέσα

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΑΝΑΙΡΕΣΗ

ρθρο 552 : Ποιων δικαστηρίων οι αποφάσεις προσβάλλονται


ρθρο 553 : Κατά ποιων αποφάσεων ασκείται
ρθρο 554 : Σε περίπτωση απόρριψη της ανακοπής ερημοδικίας
ρθρο 555 : Όχι δεύτερη αναίρεση
ρθρο 556 : ι νομιμοποιούμενοι
ρθρο 557 : Αναίρεση από τον Εισαγγελέα Απ υπέρ του νόμου
ρθρο 558 : Παθητική νομιμοποίηση
ρθρο 559 : ι λόγοι αναίρεσης
ρθρο 560 : Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων
ρθρο 561: ριοθέτηση αναιρετικού ελέγχου πραγματικών γεγονότων και
διαδικαστικών εγγράφων
ρθρο 562 : Απαράδεκτοι λόγοι
ρθρο 563 : λομέλεια και τμήματα
ρθρο 564 : Προθεσμία
ρθρο 565 : Αναστολή
ρθρο 566 : Στοιχεία αναιρετηρίου
ρθρο 567 : Αναίρεση από τους εισαγγελείς
ρθρο 568 : Προσδιορισμός δικασίμου
ρθρο 569 : Πρόσθετοι λόγοι
55
ρθρο 570 : Προτάσεις
ρθρο 571 : κθεση εισηγητή
ρθρο 572 : Όταν η συζήτηση επισπεύδεται από τους εισαγγελείς
ρθρο 573 : Διαδικασία
ρθρο 574 : Η συζήτηση στο ακροατήριο
ρθρο 575 : Αναβολή συζήτησης
ρθρο 576 : Όχι ανακοπή ερημοδικίας
ρθρο 577 : Εξέταση του παραδεκτού
ρθρο 578 : Εσφαλμένες αιτιολογίες
ρθρο 579 : Επαναφορά πραγμάτων
ρθρο 580 : Διακεκριμένες περιπτώσεις αναίρεσης
ρθρο 581 : Συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής
ρθρο 582 : Σημείωση της αναιρετικής

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΑΝΑ ΟΠΗ ΑΙ ΤΡΙΤΑΝΑ ΟΠΗ

ρθρο 583 : Το επιτρεπτό της ανακοπής


ρθρο 584 : ενική δωσιδικία
ρθρο 585 : Πως ασκείται
ρθρο 586 : Προ ποθέσεις
ρθρο 587 : Αρμοδιότητα
ρθρο 588 : Παθητική νομιμοποίηση
ρθρο 589 : Αναστολή εκτέλεσης
ρθρο 590 : Αποδοχή

Ι ΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΕΣ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο 591 : Εξειδίκευση της διαδικασίας

Ε Α ΑΙΟ
ΑΜΙ ΕΣ ΔΙΑ ΟΡΕΣ

ρθρο 592 : Εννοιολογικός προσδιορισμός


ρθρο 593-597 : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 598 : Παράσταση χειράφετων ανηλίκων και τελούντων υπό δικαστική
αντίληψη
ρθρο 599 : έσα επίθεσης και άμυνας
ρθρο 600 : Ελεύθερη εκτίμηση
ρθρο 601 : Περιορισμοί
ρθρο 602 : Προσπάθεια συνδιαλλαγής
ρθρο 603 : Ερημοδικία
ρθρο 604 : άνατος διαδίκου
ρθρο 605 : Προθεσμία αναψηλάφησης
ρθρο 606 : Παραίτηση από τα ένδικα μέσα
ρθρο 607 : σκηση αγωγής από τον εισαγγελέα
ρθρο 608 : Αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης, ανυπαρξίας, ακύρωσης
γάμου
ρθρο 609 : Ενεργοποίηση του άρ. 608 με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή
56
ρθρο 610 : παρξη προδικαστικών ζητημάτων
ρθρο 611 : Δικαιοδοσία με τους αλλοδαπούς
ρθρο 612 : Ενεργοποίηση διεθνούς δικαιοδοσίας
ρθρο 613 : Δεδικασμένο

Ε Α ΑΙΟ
ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΠΟ ΑΝΑ ΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ Σ ΕΣΕΙΣ ΟΝΕ Ν ΑΙ ΤΕ Ν Ν

ρθρο 614 : παγόμενες διαφορές


ρθρο 615 : ρνηση ιατρικών εξετάσεων
ρθρο 616 : Αναγνώριση εξωγάμων
ρθρο 617 : άνατος διαδίκου
ρθρο 618 : Δεδικασμένο
ρθρο 619 : Παθητική νομιμοποίηση
ρθρο 620 : Προσβολή πατρότητας
ρθρο 621 : Αναβολή συζήτησης
ρθρο 622 : Δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων

Ε Α ΑΙΟ Δ
Ε ΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑ ΗΣ Π ΗΡ ΜΗΣ

ρθρο 623 : Πότε ζητείται


ρθρο 624 : Πότε δεν ζητείται
ρθρο 625 : Αρμοδιότητα
ρθρο 626 : Στοιχεία δικογράφου
ρθρο 627 : Διαδικασία
ρθρο 628 : Απόρριψη της αίτησης
ρθρο 629 : Αποδοχή της αίτησης
ρθρο 630 : Περιεχόμενο της διαταγής
ρθρο 630 : Επίδοση διαταγής
ρθρο 631 : Τίτλος εκτελεστός
ρθρο 632 : Ανακοπή, αναστολή
ρθρο 633 : Απόφαση
ρθρο 634 : Διακοπή παραγραφής και αποσβεστικής προθεσμίας

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΑΠΟ ΠΙΣΤ ΤΙ Ο Σ ΤΙΤ Ο Σ

ρθρο 635 : Εκδικαζόμενες διαφορές


ρθρο 636 : Αρμοδιότητα
ρθρο 637 : Πως δικάζονται
ρθρο 638 : Περιεχόμενο αγωγής
ρθρο 639 : Προθεσμία
ρθρο 640 : ποχρεωτική προσαγωγή πιστωτικών τίτλων
ρθρο 641 : Προβολή ισχυρισμών
ρθρο 642 : η εφαρμογή διατάξεων
ρθρο 643 : Απόφαση
ρθρο 644 : νδικα μέσα. Αναστολή
ρθρο 645 : Εκδίκαση ανεκκαθάριστων ισχυρισμών
ρθρο 646 : Συζήτηση

57
Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΜΙΣ ΤΙ ΕΣ ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΑΙ ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞ ΙΔΙΟ ΤΗΤ Ν ΑΙ ΔΙΑ ΕΙΡΙΣΤ Ν
ΙΔΙΟ ΤΗΣΙΑΣ ΑΤ' ΟΡΟ Ο Σ

ρθρο 647 : Πεδίο εφαρμογής


ρθρο 648 : Προθεσμία κλήτευσης
ρθρο 649 : Διαδικασία. Ερημοδικία διαδίκου
ρθρο 650 : Αποδεικτική διαδικασία
ρθρο 651 : Δεδικασμένο
ρθρο 652 : Προθεσμία ενδίκων μέσων
ρθρο 653 : Ανακοπή ερημοδικίας
ρθρο 654 : Πρόσθετοι λόγοι έφεσης. Αντέφεση. Αυτοψία
ρθρο 655 : Αναψηλάφηση
ρθρο 656 : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 657 : Επαναφορά των πραγμάτων
ρθρο 658 : Προθεσμία από την απόφαση
ρθρο 659 : Εκτέλεση απόφασης και κατά τρίτων
ρθρο 660 : Επανεγκατάσταση
ρθρο 661 : Κατάργηση δίκης
ρθρο 662 : Πλασματική καταγγελία
ρθρο 662 Α-Η : Διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου

Ε Α ΑΙΟ
ΕΡ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑ ΟΡΕΣ

ρθρο 663 : παγόμενες διαφορές


ρθρο 664 : Τοπική αρμοδιότητα
ρθρο 665 : Παράσταση στο δικαστήριο
ρθρο 666 : Διαδικασία. Παραπομπή
ρθρο 667 : Απόπειρα συμβιβασμού
ρθρο 668 : μοδικία
ρθρο 669 : Επαγγελματικά σωματεία
ρθρο 670 : Προσαγωγή αποδεικτικών μέσων στο ακροατήριο
ρθρο 671 : Αποδεικτικά μέσα. νορκες βεβαιώσεις. Όρκος
ρθρο 672 : η παράσταση διαδίκου
ρθρο 672 Α : Απόφαση. ρόνος έκδοσης
ρθρο 673 : Ανακοπή ερημοδικίας
ρθρο 674 : σκηση έφεσης, πρόσθετων λόγων και αντέφεσης
ρθρο 675 A : ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 675 : Στην αναψηλάφηση
ρθρο 676 : Επαναφορά των πραγμάτων

Ε Α ΑΙΟ Η
ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΑΠΟ ΑΜΟΙ ΕΣ ΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟ Η ΕΡ ΑΣΙΑΣ

ρθρο 677 : παγόμενες διαφορές


ρθρο 678 : Τοπική αρμοδιότητα
ρθρο 679 : Διαδικασία. Παραπομπή
ρθρο 680 : Περιεχόμενο δικογράφου
ρθρο 681 : Εφαρμογή συναφών διατάξεων

58
Ε Α ΑΙΟ
ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΙΑ ΗΜΙΕΣ ΑΠΟ Α ΤΟ ΙΝΗΤΟ Α Σ ΑΙ ΑΠΟ ΤΗ Σ Μ ΑΣΗ ΤΗΣ
ΑΣ Α ΙΣΗΣ ΤΟ

ρθρο 681 Α: παγόμενες διαφορές

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΠΟ Α ΟΡΟ Ν ΔΙΑΤΡΟ Η ΑΙ ΕΠΙΜΕ ΕΙΑ ΤΕ Ν Ν

ρθρο 681 Β : παγόμενες διαφορές


ρθρο 681 : Επικοινωνία δικαστή με το τέκνο
ρθρο 681Δ : Διαφορές που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή
ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές

Ι ΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΑΣ Α ΙΣΤΙ Α ΜΕΤΡΑ
Ε Α ΑΙΟ Α
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο 682 : ριοθέτηση


ρθρο 683 : Αρμοδιότητα
ρθρο 684 : Σε εκκρεμοδικία και το Πολυμελές
ρθρο 685 : Δεν ισχύει η συμφωνία διαιτησίας
ρθρο 686 : ρισμός Δικασίμου. Κλήτευση
ρθρο 687 : ωρίς κλήτευση
ρθρο 688 : Περιεχόμενο αίτησης
ρθρο 689 : Εναντίον αλλοδαπού δημοσίου
ρθρο 690 : Πιθανολόγηση
ρθρο 691 : Προσωρινή διαταγή
ρθρο 692 : Το δικαστήριο αποφαίνεται και για μη αιτηθέν
ρθρο 693 : Προθεσμία για την άσκηση αγωγής
ρθρο 694 : Εγγυοδοσία
ρθρο 695 : Προσωρινή ισχύς
ρθρο 696 : Ανάκληση ή μεταρρύθμιση
ρθρο 697 : εταρρύθμιση ή ανάκληση κατά την εκκρεμοδικία
ρθρο 698 : ποχρεωτική ανάκληση
ρθρο 699 : νδικα μέσα
ρθρο 700 : Εκτέλεση της απόφασης
ρθρο 701 : Αναστολή μέχρι την κατάθεση εγγυοδοσίας
ρθρο 702 : Διαφορές κατά την εκτέλεση
ρθρο 703 : Αν απορριφθεί η αγωγή για την οποία χορηγήθηκε το ασφαλιστικό
μέτρο

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΟΔΟΣΙΑ

ρθρο 704 : Ευχέρεια δικαστηρίου


ρθρο 705 : Αντικατάσταση με εγγυοδοσία

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΡΑ Η ΠΡΟΣΗΜΕΙ ΣΗΣ ΠΟ Η ΗΣ

ρθρο 706 : Απόφαση


59
Ε Α ΑΙΟ Δ
Σ ΝΤΗΡΗΤΙ Η ΑΤΑΣ ΕΣΗ

ρθρο 707 : Πότε διατάσσεται


ρθρο 708 : Καθορισμός ποσού
ρθρο 709 : Σε πλοίο ή αεροσκάφος
ρθρο 710 : Ακατάσχετα
ρθρο 711 : Κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη
ρθρο 712 : Πότε στα χέρια τρίτου
ρθρο 713 : Εκτέλεση απόφασης που τάζει συντηρητική κατάσχεση πλοίου ή
αεροσκάφους
ρθρο 714 : Σε ακίνητο
ρθρο 715 : Συνέπειες. η Διάθεση
ρθρο 716 : εσεγγύηση
ρθρο 717 : Αλλαγή μεσεγγυούχου
ρθρο 718 : Αναλογική εφαρμογή
ρθρο 719 : Εκποίηση
ρθρο 720 : Συνέπειες απαγόρευσης για πλοία ή αεροσκάφη
ρθρο 721 : Δεύτερη κατάσχεση επιτρεπτή
ρθρο 722 : Τροπή σε αναγκαστική κατάσχεση
ρθρο 723 : Αν επακολουθήσει αναγκαστική εκτέλεση
ρθρο 724 : Προσημείωση ή συντηρητική κατάσχεση με διαταγή πληρωμής

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΔΙ ΑΣΤΙ Η ΜΕΣΕ ΗΣΗ

ρθρο 725 : Πότε διατάσσεται


ρθρο 726 : Απόφαση
ρθρο 727 : Εφαρμογή και άλλων διατάξεων

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΠΡΟΣ ΡΙΝΗ ΕΠΙΔΙ ΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕ Ν

ρθρο 728 : παγόμενες απαιτήσεις


ρθρο 729 : Πεδίο εφαρμογής
ρθρο 729 Α : Αποφάσεις για μισθούς υπερημερίας και για καθυστερημένους
μισθούς
ρθρο 730 : Τύχη σε έκδοση οριστικής απόφασης

Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟΣ ΡΙΝΗ Ρ ΜΙΣΗ ΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

ρθρο 731 : Περιεχόμενο


ρθρο 732 : Ευχέρεια του δικαστηρίου
ρθρο 733 : ια νομή και κατοχή
ρθρο 734 : Διαδικασία. φεση
ρθρο 735 : Σε σχέσεις συζύγων ή γονέων και τέκνων. ετοίκηση
ρθρο 736 : Αναστολή αποφάσεων γενικής συνέλευση σωματείων ή
συνεταιρισμών

60
Ε Α ΑΙΟ Η
Σ ΡΑ ΙΣΗ ΑΠΟΣ ΡΑ ΙΣΗ ΑΠΟ ΡΑ Η ΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΤΑ ΕΣΗ

ρθρο 737 : οιπά ασφαλιστικά μέτρα


ρθρο 738 : Ανακύπτουσες διαφορές

Ι ΙΟ Ε ΤΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ Ε Ο ΣΙΑΣ ΔΙ ΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο 739 : παγόμενες υποθέσεις


ρθρο 740 : Αρμοδιότητα
ρθρο 741 : Εφαρμοζόμενες διατάξεις
ρθρο 742 : Παράσταση ανηλίκων
ρθρο 743 : Πληρεξουσιότητα
ρθρο 744 : Αυτεπάγγελτη έρευνα
ρθρο 745 : ρόνος προβολής ισχυρισμών
ρθρο 746 : Δικαστικά έξοδα
ρθρο 747 : Περιεχόμενο αίτησης
ρθρο 748 : ρισμός δικασίμου. Κλήτευση
ρθρο 749 : Ανεπίτρεπτη απόπειρα συμβιβασμού
ρθρο 750 : Παράσταση εισαγγελέα
ρθρο 751 : εταβολή αίτησης
ρθρο 752 : Παρέμβαση
ρθρο 753 : Προσεπίκληση
ρθρο 754 : Ερημοδικία
ρθρο 755 : Τήρηση πρακτικών
ρθρο 756 : Απόφαση
ρθρο 757 : Επίδοση απόφασης
ρθρο 758 : Ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης
ρθρο 759 : Απόδειξη
ρθρο 760 : νδικα μέσα
ρθρο 761 : Ενεργητική νομιμοποίηση
ρθρο 762 : Παθητική νομιμοποίηση
ρθρο 763 : Αναστολή εκτέλεσης
ρθρο 764 : Πρόσθετοι λόγοι έφεσης. Αντέφεση. Ανακοπή ερημοδικίας
ρθρο 765 : Νέοι ισχυρισμοί
ρθρο 766 : Σημείωση της απόφασης στο βιβλίο
ρθρο 767 : Αναψηλάφηση
ρθρο 768 : Απόφαση. Σημείωση στο βιβλίο
ρθρο 769 : ι δικαιούμενοι να ασκήσουν αναίρεση
ρθρο 770 : Αναστολή
ρθρο 771 : Σημείωση της αναστολής
ρθρο 772 : Η αναιρετική απόφαση σημειώνεται σε ειδικό βιβλίο
ρθρο 773 : Τριτανακοπή
ρθρο 774 : Αναστολή εκτέλεσης και ισχύος απόφασης
ρθρο 775 : Πότε σημειώνεται η απόφαση
ρθρο 776 : Τηρούμενα βιβλία εκούσιας δικαιοδοσίας
ρθρο 777 : Σημείωση σε αντίγραφα ή αποσπάσματα
ρθρο 778 : Δεδικασμένο
ρθρο 779 : Καταβολές ή δικαιοπραξίες με καλή πίστη
61
ρθρο 780 : Εφαρμογή απόφασης αλλοδαπού δικαστηρίου
ρθρο 781 : Προσωρινή διαταγή

Ε Α ΑΙΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο 782 : Βεβαίωση γεγονότων. Σύνταξη ληξιαρχικών πράξεων


ρθρο 783 : Αφάνεια
ρθρο 784 : Διαδικασία άρσης ή μεταβολής χρόνου έναρξης αφάνειας
ρθρο 785 : Αποτελέσματα απόφασης
ρθρο 786 : Διορισμός προσωρινής διοίκησης ή εκκαθαριστών
ρθρο 787 : Αναγνώριση σωματείων
ρθρο 788 : λεγχος ανώνυμης εταιρείας
ρθρο 789 : Σύγκληση συνέλευσης συνεταιρισμού με άδεια ειρηνοδικείου
ρθρο 790 : Διορισμός κι αντικατάσταση εκκαθαριστών συνεταιρισμού
ρθρο 791 : ρνηση καταχώρηση από τον τηρούντα δημοσία βιβλία
ρθρο 792 : δεια εκποίησης ή απόδοσης ενεχύρου
ρθρο 793 : Διορισμός μεσεγγυούχου
ρθρο 794 : Διορισμός πραγματογνώμονα
ρθρο 795 : Διορισμός διαχειριστή επικαρπίας.
ρθρο 796 : Διορισμός επιτρόπου
ρθρο 797 : δεια για ενέργεια κάποιων πράξεων
ρθρο 798 : οιπές περιπτώσεις
ρθρο 799 : Νομιμοποίηση εξώγαμου. Παρέμβαση
ρθρο 800 : ιοθεσία
ρθρο 801 : Απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη
ρθρο 802 : Προσωρινός διαχειριστής απαγορευτέου
ρθρο 803 : Απαγόρευση ημεδαπού αν κατοικεί στην αλλοδαπή
ρθρο 804 : Εξέταση του υπό απαγόρευση
ρθρο 805 : Διαχειριστής απαγορευμένου
ρθρο 806 : η αναστολή αποφάσεως απαγορεύσεως αν ασκηθεί έφεση
ρθρο 807 : Δημοσίευση διαθήκης
ρθρο 808 : Διαδικασία δημοσίευσης διαθήκης
ρθρο 809 : Βιβλία διαθηκών
ρθρο 810 : Δικαστήριο κληρονομιάς
ρθρο 811 : Κατάθεση διαθήκης
ρθρο 812 : Δήλωση αποδοχής ή αποποίησης κληρονομιάς
ρθρο 813 : Διορισμός κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς
ρθρο 814 : Εκκαθάριση κληρονομιάς και διορισμός εκκαθαριστή
ρθρο 815 : Παύση εκτελεστή διαθήκης
ρθρο 816 : Προθεσμία επιλογής βεβαρημένου
ρθρο 817 : Δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας
ρθρο 818 : δεια προς διάθεση κληρονομιαίων από τον βεβαρημένο
ρθρο 819 : Κληρονομητήριο
ρθρο 820 : Περιεχόμενο απόφασης
ρθρο 821 : Τεκμήριο κληρονόμου
ρθρο 822 : κταση τεκμηρίου
ρθρο 823 : Αφαίρεση κληρονομητηρίου
ρθρο 824 : νδικα μέσα
ρθρο 825 : Ερμηνεία διαθήκης υπέρ κοινωφελών σκοπών
ρθρο 826 : Σφράγιση πραγμάτων
ρθρο 827 : Διαδικασία
ρθρο 828 : Εύρεση διαθήκης ή εγγράφων
62
ρθρο 829 : ρισμός μεσεγγυούχου
ρθρο 830 : κθεση σφράγισης
ρθρο 831 : Αποσφράγιση. Επανασφράγιση
ρθρο 832 : ρισμός συμβολαιογράφου και πραγματογνώμονα για απογραφή
ρθρο 833 : Παραλαβή αντικειμένων μετά την αποσφράγιση
ρθρο 834 : Αποσφράγιση
ρθρο 835 : Εξέταση σφραγίδων
ρθρο 836 : Απογραφή μετά βαθμιαία αποσφράγιση
ρθρο 837 : κθεση αποσφράγισης
ρθρο 838 : Απογραφή για αποτροπή κινδύνου
ρθρο 839 : ργο συμβολαιογράφου
ρθρο 840 : κθεση απογραφής
ρθρο 841 : Διαφορές ανακύπτουσες στη σφράγιση
ρθρο 842 : Διατάγματα ρυθμίζουν σφράγιση κλπ
ρθρο 843 : Πρόσκληση για αναγγελία δικαιώματος
ρθρο 844 : Περιεχόμενο πρόσκλησης
ρθρο 845 : Δημοσίευση της πρόσκλησης
ρθρο 846 : Αναγγελίες δικαιώματος στη γραμματεία
ρθρο 847 : Δικαιώματα όσων δεν αναγγέλθηκαν
ρθρο 848 : Αποτελέσματα αναγγελίας. Παράλειψη αναγγελίας
ρθρο 849 : Τριτανακοπή
ρθρο 850 : Κήρυξη αξιογράφου ανίσχυρου
ρθρο 851 : Ποιος δικαιούται να τη ζητήσει
ρθρο 852 : Στοιχεία αίτησης
ρθρο 853 : Πιθανολόγηση
ρθρο 854 : Πρόσκληση του κομιστή
ρθρο 855 : Η εξαιρετική προθεσμία πρόσκλησης ορίζεται από το δικαστήριο
ρθρο 856 : Κατάθεση του αξιογράφου
ρθρο 857 : Περιεχόμενο απόφασης
ρθρο 858 : Ενεργοποίηση δικαιωμάτων
ρθρο 859 : Απαγορεύσεις στον κομιστή
ρθρο 860 : Δημόσια κατάθεση
ρθρο 861 : Βεβαιωτικός όρκος
ρθρο 862 : Προδικασία
ρθρο 863 : Ποιος δεν υποχρεούται σε ορκοδοσία
ρθρο 864 : η εμφάνιση ή άρνηση ορκοδοσίας. Προσωποκράτηση
ρθρο 865 : Εκπρόθεσμη δόση όρκου
ρθρο 866 : Προσωπική κράτηση

Ι ΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

ρθρο 867 : παγόμενες διαφορές


ρθρο 868 : ελλοντικές διαφορές
ρθρο 869 : γγραφη συμφωνία
ρθρο 870 : Πότε προτείνεται η συμφωνία
ρθρο 871 : Ποιοι ορίζονται διαιτητές
ρθρο 871 Α : ρισμός δικαστικών λειτουργών ως διαιτητών ή επιδιαιτητών
ρθρο 872 : Τρόπος ορισμού
ρθρο 873 : Πρόσκληση από τα συμβαλλόμενα μέρη
ρθρο 874 : ρισμός επιδιαιτητή
ρθρο 875 : Αντικατάσταση διαιτητών ή επιδιαιτητών
ρθρο 876 : ρισμός από τρίτο
63
ρθρο 877 : Δεν ανακαλείται ο ορισμός
ρθρο 878 : ρισμός από το δικαστήριο
ρθρο 879 : Κατάλογος διαιτητών
ρθρο 880 : Δυνητικός ορισμός
ρθρο 881 : Ευθύνη διορισμένων
ρθρο 882 : Αμοιβή και έξοδα
ρθρο 882 Α : Αμοιβή δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού
ρθρο 883 : Ανάκληση και εξαίρεση διαιτητών και επιδιαιτητών
ρθρο 884 : Προθεσμία
ρθρο 885 : Παύση συμφωνίας
ρθρο 886 : Διαδικασία
ρθρο 887 : Αν δεν εμφανισθούν τα μέρη
ρθρο 888 : Διεξαγωγή αποδείξεων
ρθρο 889 : Ασφαλιστικά μέτρα στη διαιτησία
ρθρο 890 : Εφαρμοζόμενες διατάξεις
ρθρο 891 : Απόφαση περισσότερων διαιτητών
ρθρο 892 : Περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης
ρθρο 893 : Που κατατίθεται το πρωτότυπο της απόφασης
ρθρο 894 : Διόρθωση ή ερμηνεία
ρθρο 895 : Δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα
ρθρο 896 : Δεδικασμένο
ρθρο 897 : όγοι ακύρωσης διαιτητικής απόφασης
ρθρο 898 : Αρμοδιότητα
ρθρο 899 : Νομιμοποιούμενη. Προθεσμία άσκησης αγωγής
ρθρο 900 : κυρη παραίτηση
ρθρο 901 : Αναγνώριση ανυπαρξίας διαιτητικής απόφασης
ρθρο 902 : όνιμες διαιτησίες
ρθρο 903 : Δεδικασμένο από αλλοδαπή διαιτητική απόφαση

Ι ΙΟ Ο ΔΟΟ
ΑΝΑ ΑΣΤΙ Η Ε ΤΕ ΕΣΗ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο 904 : Εκτελεστοί τίτλοι


ρθρο 905 : Κήρυξη εκτελεστού αλλοδαπού τίτλου
ρθρο 906 : Κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης
ρθρο 907 : Προσωρινή εκτέλεση
ρθρο 908 : Συνδρομή εξαιρετικών λόγων προσωρινής εκτελεστότητας
ρθρο 909 : Πότε δεν μπορεί να διαταχτεί
ρθρο 910 : Πότε είναι υποχρεωτική
ρθρο 911 : ε όρους κήρυξη προσωρινής εκτέλεσης
ρθρο 912 : Αναστολή, αν ασκηθεί ανακοπή ή έφεση
ρθρο 913 : Ευχέρεια δικαστηρίου κατά την εκκρεμοδικία
ρθρο 914 : Επαναφορά των πραγμάτων
ρθρο 915 : Σε απαιτήσεις υπό αίρεση ή προθεσμία
ρθρο 916 : Το ορισμένο της παροχής
ρθρο 917 : Σε αντικαταστατά πράγματα
ρθρο 918 : Εκτελεστήριος τύπος. Απόγραφο
ρθρο 919 : Πως γίνεται η εκτέλεση
ρθρο 920 : Εκτέλεση και κατά των ομόρρυθμων εταίρων
ρθρο 921 : Κατά κληρονόμων
64
ρθρο 922 : Πότε απαιτείται κληρονομητήριο
ρθρο 923 : Κατά αλλοδαπού δημοσίου
ρθρο 924 : Επίδοση επιταγής για εκτέλεση
ρθρο 925 : Από ή κατά των καθολικών και ειδικών διαδόχων
ρθρο 926 : Προθεσμία μετά την επίδοση επιταγής
ρθρο 927 : Εντολή για εκτέλεση
ρθρο 928 : Καταβολές στο δικαστικό επιμελητή
ρθρο 929 : Εξουσία δικαστικού επιμελητή
ρθρο 930 : Αντίσταση κατά την εκτέλεση. Απουσία καθού
ρθρο 931 : κθεση δικαστικού επιμελητή
ρθρο 932 : ξοδα εκτέλεσης. Προκαταβολή
ρθρο 933 : Αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως
ρθρο 934 : Προθεσμία ανακοπής
ρθρο 935 : Απαράδεκτοι λόγοι ανακοπής
ρθρο 936 : Τριτανακοπή
ρθρο 937 : Παρέμβαση. Ερημοδικία. Προθεσμίες
ρθρο 938 : Αναστολή εκτέλεσης μετά την άσκηση
ρθρο 939 : νωστοποίηση αναστολής
ρθρο 940 : Δικαιώματα οφειλέτη αν ευδοκιμήσει η ανακοπή
ρθρο 940 Α : Απαγόρευση πράξεων εκτέλεσης

Ε Α ΑΙΟ
ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΑΝΑ ΑΣΤΙ ΗΣ Ε ΤΕ ΕΣΗΣ

ρθρο 941 : Κινητά πράγματα


ρθρο 942 : Αντικαταστατά πράγματα ή ανώνυμα χρεόγραφα
ρθρο 943 : ποχρέωση παράδοσης ή απόδοσης ακινήτου
ρθρο 944 : Στα πλοία ή αεροσκάφη
ρθρο 945 : ποκατάσταση οφειλέτη από το δανειστή
ρθρο 946 : Αυτοπρόσωπη επιχείρηση πράξης
ρθρο 947 : Σε περίπτωση παράλειψης ή ανοχής πράξης
ρθρο 948 : Αποζημίωση
ρθρο 949 : Καταδίκη σε δήλωση βούλησης
ρθρο 950 : Απόδοση ή παράδοση τέκνου
ρθρο 951 : ια κοινοποίηση χρηματικής απαίτησης
ρθρο 952 : ποβολή καταλόγου περιουσιακών στοιχείων. Βεβαιωτικός όρκος

Ε Α ΑΙΟ
ΑΤΑΣ ΕΣΗ ΤΗΣ ΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟ ΣΙΑΣ ΤΟ Ο ΕΙ ΕΤΗ

ρθρο 953 : Κατάσχεση κινητών. Εξαιρούμενα


ρθρο 954 : Διαδικασία. κθεση. Ανακοπή κατά του ορισμού τιμής πρώτης
προσφοράς
ρθρο 955 : Επιδόσεις της έκθεσης
ρθρο 956 : εσεγγύηση. Δημόσια κατάθεση
ρθρο 957 : Κατάσχεση χρημάτων
ρθρο 958 : Συνέπειες
ρθρο 959 : Πλειστηριασμός κινητών
ρθρο 960 : Πρόγραμμα πλειστηριασμού
ρθρο 961 : Διόρθωση προγράμματος
ρθρο 962 : Τα υποκείμενα σε φθορά
ρθρο 963 : Κήρυξη
65
ρθρο 964 : Σειρά κατακύρωσης
ρθρο 965 : Κατακύρωση. Αναπλειστηριασμός
ρθρο 966 : Περισσότεροι πλειοδότες. η εμφάνιση πλειοδοτών
ρθρο 967 : Εκποίηση χρηματιστηριακών αξιών
ρθρο 968 : Καρποί
ρθρο 969 : Κατακύρωση
ρθρο 970 : Κατακύρωση στον επισπεύδοντα
ρθρο 971 : Πότε ικανοποιούνται οι δανειστές χωρίς πίνακα κατάταξης
ρθρο 972 : Αναγγελία
ρθρο 973 : Δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού. ποκατάσταση επισπεύδοντα
ρθρο 974 : Πίνακας κατάταξης
ρθρο 975 : ενικά προνόμια
ρθρο 976 : Ειδικά προνόμια
ρθρο 977 : Σειρά κατάταξης προνομιούχων και μη προνομιούχων
ρθρο 978 : Τυχαία κατάταξη
ρθρο 979 : Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης
ρθρο 980 : Διανομή πλειστηριάσματος
ρθρο 981 : Βιβλίο πλειστηριασμών

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΑΤΑΣ ΕΣΗ ΣΤΑ ΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟ

ρθρο 982 : Κατασχεμένα. Ακατάσχετα


ρθρο 983 : Διαδικασία
ρθρο 984 : Συνέπειες
ρθρο 985 : Δήλωση του τρίτου
ρθρο 986 : Ανακοπή
ρθρο 987 : Προσβολή της κατάσχεσης
ρθρο 988 : Ενέργειες τρίτου
ρθρο 989 : Τίτλος εκτελεστός
ρθρο 990 : Απόφαση για την ανακοπή
ρθρο 991 : Σε ασφαλιζόμενες απαιτήσεις

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΑΤΑΣ ΕΣΗ Α ΙΝΗΤ Ν Π ΟΙ Ν ΑΕΡΟΣ Α Ν ΤΟ Ο ΕΙ ΕΤΗ

ρθρο 992 : Περιπτώσεις


ρθρο 993 : Τρόπος κατάσχεσης
ρθρο 994 : Παραρτήματα
ρθρο 995 : Επιδόσεις
ρθρο 996 : εσεγγύηση. Καρποί
ρθρο 997 : Συνέπειες κατάσχεσης
ρθρο 998 : Πλειστηριασμός ακινήτου
ρθρο 999 : Τα προ του πλειστηριασμού
ρθρο 1000: Αναστολή πλειστηριασμού ακινήτου
ρθρο 1001 : Κήρυξη. Περισσότερα ακίνητα
ρθρο 1001 Α : Κατάσχεση ακινήτων ως οικονομικό σύνολο
ρθρο 1002 : Κατακύρωση. Εξαγορά
ρθρο 1003 : περθεματισμός για ίδιο και για λογαριασμό τρίτου
ρθρο 1004 : Πλειστηρίασμα. Καταβολή. Εγγυήσεις
ρθρο 1005 : Περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης. Τύχη εμπράγματης ασφάλειας
ρθρο 1006 : κανοποίηση δανειστών χωρίς πίνακα.
ρθρο 1007 : Κατάταξη
66
ρθρο 1008 : Αναδοχή ενυπόθηκης απαίτησης
ρθρο 1009 : Σε μισθωμένο ακίνητο
ρθρο 1010 : Εγγραφή ανακοπής στο βιβλίο διεκδικήσεων
ρθρο 1011 : Κατάσχεση πλοίου
ρθρο 1012 : Πλειστηριασμός πλοίου
ρθρο 1013 : Κατάσχεση αλλοδαπού πλοίου
ρθρο 1014 : Κατάσχεση αεροσκάφους
ρθρο 1015 : Πλειστηριασμός αεροσκάφους
ρθρο 1016 : Πλειστηριασμός αλλοδαπού αεροσκάφους

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΙΝΕΣ ΙΑ ΤΟΝ Π ΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΙΝΗΤ Ν ΑΙ Α ΙΝΗΤ Ν

ρθρο 1017 : Βάρη πλειστηριαζομένου


ρθρο 1018 : Το πλειστηρίασμα αν ακυρωθεί ο πλειστηριασμός
ρθρο 1019 : Ανακοπή κατάσχεσης
ρθρο 1020 : Διεκδίκηση μετά τον πλειστηριασμό
ρθρο 1021 : Εκούσιος πλειστηριασμός

Ε Α ΑΙΟ
ΑΤΑΣ ΕΣΗ ΕΙΔΙ Ν ΠΕΡΙΟ ΣΙΑ Ν ΣΤΟΙ ΕΙ Ν

ρθρο 1022 : Κατάσχεση σε περιουσιακά δικαιώματα


ρθρο 1023 : Διαδικασία. Απόφαση
ρθρο 1024 : Εξουσία του δικαστηρίου για την αξιοποίηση δικαιώματος
ρθρο 1025 : Πραγματοποίηση κατάσχεσης
ρθρο 1026 : Πλειστηριασμός δικαιώματος
ρθρο 1027 : Διορισμός διαχειριστή
ρθρο 1028 : Ενέργειες διαχειριστή
ρθρο 1029 : Αντικατάσταση διαχειριστή
ρθρο 1030 : κανοποίηση δανειστών
ρθρο 1031 : Ανακοπή κατά της αναγγελίας και του πίνακα
ρθρο 1032 : ογοδοσία διαχειριστή
ρθρο 1033 : Παύση διαχείρισης

Ε Α ΑΙΟ Η
ΑΝΑ ΑΣΤΙ Η ΔΙΑ ΕΙΡΙΣΗ

ρθρο 1034 : Διαδικασία


ρθρο 1035 : όγοι που δεν επιβάλλεται
ρθρο 1036 : Εγγραφή στα βιβλία κατασχέσεων
ρθρο 1037 : Διορισμός ταυτόχρονος για ακίνητο ή επιχείρηση
ρθρο 1038 : Επιδόσεις
ρθρο 1039 : Ενέργειες διαχειριστή
ρθρο 1040 : Αντικατάσταση διαχειριστή ή επόπτη
ρθρο 1041 : Αποζημίωση διαχειριστή και επόπτη
ρθρο 1042 : Καταβολή υποχρεώσεων και εξόδων
ρθρο 1043 : Τρόπος ικανοποίησης δανειστών. Αναγγελία
ρθρο 1044 : Ανακοπή κατά της αναγγελίας και του πίνακα
ρθρο 1045 : ογοδοσία κι ευθύνη διαχειριστή κι επόπτη
ρθρο 1046 : Παύση αναγκαστικής διαχείρισης

67
Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟΣ ΠΙ Η ΡΑΤΗΣΗ

ρθρο 1047 : Ποιοι προσωποκρατούνται


ρθρο 1048 : Ποιοι δεν προσωποκρατούνται
ρθρο 1049 : Εκτέλεση απόφασης. Σύλληψη
ρθρο 1050 : Ανακοπή οφειλέτη
ρθρο 1051 : Συνέχιση κράτησης από άλλους δανειστές
ρθρο 1052 : Απόλυση κρατούμενου
ρθρο 1053 : Ασθενής κρατούμενος
ρθρο 1054 : Διαφορές στην εκτέλεση

68
ΕΙΣΑ Ι ΟΣ ΝΟΜΟΣ ΔΙ Α ΠΟ ΙΤΙ ΗΣ ΔΙ ΟΝΟΜΙΑΣ
ρθρο 1: Καταργούμενες διατάξεις
ρθρο 2: Δικονομικές διατάξεις διεθνών συμβάσεων
ρθρο 3: ποκατάσταση καταργουμένων διατάξεων
ρθρο 4: Καταργούμενες δικονομικές διατάξεις για ειδικές διαδικασίες
ρθρο 5: ε διατάγματα αυξομειώσεις των χρηματικών ποσών
ρθρο 6: Το δικαστήριο σύγκρουσης καθηκόντων
ρθρο 7: Καταργούνται τα χρηματιστηριακά δικαστήρια, τα ειδικά πολιτικά
και οι υποχρεωτικές διαιτησίες
ρθρο 8: Διατηρούνται σε ισχύ οι κανόνες για τους μουφτήδες των
μουσουλμάνων
ρθρο 9: εταβατικό δίκαιο για την υλική αρμοδιότητα και το είδος της
διαδικασίας
ρθρο 10 : Η παρέκταση της αρμοδιότητας
ρθρο 11: ι διαφορές από το ενοικιοστάσιο
ρθρο 12: ι διαδικαστικές πράξεις
ρθρο 13: Προθεσμίες
ρθρο 14: Τα δικαστικά έξοδα
ρθρο 15: ι ποινές ευταξίας
ρθρο 16: Αναδρομική ισχύς άρθρων 208 έως 214 ΚΠολΔ
ρθρο 17: Η προδικασία και η συζήτηση στο ακροατήριο
ρθρο 18: Η διακοπή κατάργηση και περάτωση της δίκης
ρθρο 19: Η εξώδικη πραγματογνωμοσύνη και δειγματοληψία
ρθρο 20: ι περιορισμοί της μαρτυρικής απόδειξης
ρθρο 21: Η εξέταση των διαδίκων
ρθρο 22: Τα έγγραφα
ρθρο 23: ι ειδικές διατάξεις μικροδιαφορών, λογοδοσίας και διανομής
ρθρο 24: Τα ένδικα μέσα
ρθρο 25: Εκδίκαση των ένδικων μέσων
ρθρο 26: ι γαμικές διαφορές
ρθρο 27: χωρισμός των συζύγων στις γαμικές διαφορές
ρθρο 28: ι διαφορές γονέων και τέκνων
ρθρο 29: Διαταγή πληρωμής για εγγραφή υποθήκης ή τροπή της
προσημείωσης
ρθρο 30: ι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους
ρθρο 31: ι εξώσεις δυστροπούντων μισθωτών με το ν. Β Η
ρθρο 32: ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 33: Κατάργηση κανόνων διαφορών από οροφοκτησία
ρθρο 34: ι κανόνες για διαφορές από αγοραπωλησία καπνού
ρθρο 35: ι κανόνες για περιπτώσεις μετανάστευσης και αποδημίας
ρθρο 36: Αρμοδιότητα σε εξωστική αγωγή για ανοικοδόμηση
ρθρο 37: ι εργατικές διαφορές
ρθρο 38: ι διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας
ρθρο 39: ι κανόνες για ασφαλιστικά μέτρα
ρθρο 40: Η μεταρρύθμιση ή ανάκληση ασφαλιστικών μέτρων
ρθρο 41: Η υποθήκη και η προσημείωση
ρθρο 42: Η προσωρινή ρύθμιση της νομής
ρθρο 43: Η εξαγορά της χωριστής κυριότητας
ρθρο 44: ι πτωχευτικές υποθέσεις στην εκούσια δικαιοδοσία
ρθρο 45: Η κήρυξη αξιογράφων ως ανίσχυρων
ρθρο 46: Η διαιτησία

69
ρθρο 47: Εφαρμογή διατάξεων ΚΠολΔ στη διαιτησία
ρθρο 48: ι διαιτησίες των επιμελητηρίων
ρθρο 49: Η κατάρτιση διαιτητικής συμφωνίας από το δημόσιο
ρθρο 50: Η αναγκαστική εκτέλεση
ρθρο 51: ι καταργούμενες διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης
ρθρο 52: ι διατηρούμενοι ειδικοί κανόνες
ρθρο 53: Διατάξεις του αστικού κώδικα
ρθρο 54: Το άρθρο 2025 ΑΚ
ρθρο 55: Το άρθρο 606 ΑΚ
ρθρο 56: Αντικατάσταση των άρθρων 1274, 1323, 1330 ΑΚ
ρθρο 57: Προσθήκη στο άρθρο 1647 ΑΚ
ρθρο 58: Διατάξεις του Κ ΝΔ
ρθρο 59: Διοικητική κατάσχεση αεροσκάφους
ρθρο 60: ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 61: ν. 5367/1932 "περί εκτελέσεως δημοσίων έργων"
ρθρο 62: Προξενική διαιτησία
ρθρο 63: ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 64: ργανισμός δικαστηρίων
ρθρο 65: Βιβλίο αντικλήτων
ρθρο 66: Καταγγελία κατά το άρθρο 597 ΑΚ
ρθρο 67: Το άρθρο 501 ΚΠολΔ
ρθρο 68: Διαδικαστικές πράξεις μεταξύ των δύο δικονομιών
ρθρο 69: Το ν.δ. 958/1971
ρθρο 70: Το ν.δ. 958/1971 για τις πτωχευτικές υποθέσεις
ρθρο 71: Η απαλλαγή των εργατικών διαφορών από το δικαστικό ένσημο
ρθρο 72: ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο 73: Αγωγή κακοδικίας
ρθρο 74: Η κωδικοποίηση του ν.δ. 958/1971
ρθρο 75: Κωδικοποίηση διατάξεων πολιτικής δικονομίας και Εισαγωγικού
Νόμου
ρθρο 76: Η ισχύς του ΚΠολΔ.

*** Όλοι οι τίτλοι του παρόντος δεν αποτελούν μέρος του νομοθετικού κειμένου

70
ΠΟΙΝΙ ΟΣ ΔΙ ΑΣ
ΠΡ ΤΟ Ι ΙΟ
ΕΝΙ Ο ΜΕΡΟΣ

Ε Α ΑΙΟ Α
Ο ΠΟΙΝΙ ΟΣ ΝΟΜΟΣ

1. ΡΟΝΙ Α ΟΡΙΑ ΙΣ ΟΣ Τ Ν ΠΟΙΝΙ Ν ΝΟΜ Ν

ρθρο : 1 Καμμία ποινή χωρίς νόμο


ρθρο : 2 Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου
ρθρο : 3 Νόμοι με προσωρινή ισχύ
ρθρο : 4 Επιβολή μέτρων ασφάλειας

2. ΤΟΠΙ Α ΟΡΙΑ ΙΣ ΟΣ Τ Ν ΠΟΙΝΙ Ν ΝΟΜ Ν

ρθρο : 5 Εγκλήματα που τελέστηκαν στην ημεδαπή


ρθρο : 6 Εγκλήματα ημεδαπών στην αλλοδαπή
ρθρο : 7 Εγκλήματα αλλοδαπών στην αλλοδαπή
ρθρο : 8 Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους
ελληνικούς νόμους
ρθρο : 9 Ακαταδίωκτο εγκλημάτων που τελέστηκαν στην αλλοδαπή
ρθρο : 10 πολογισμός ποινών που εκτίθηκαν στην αλλοδαπή
ρθρο : 11 Αναγνώριση αλλοδαπών ποινικών αποφάσεων

3. Σ ΕΣΗ ΤΟ ΔΙ Α ΜΕ ΕΙΔΙ Ο Σ ΝΟΜΟ Σ ΑΙ ΕΠΕΞΗ ΗΣΗ ΟΡ Ν ΤΟ

ρθρο : 12 Ειδικοί ποινικοί νόμοι


ρθρο : 13 ννοια όρων του Κώδικα

Ε Α ΑΙΟ
Η ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ ΠΡΑΞΗ

1. ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο : 14 ννοια της αξιόποινης πράξης


ρθρο : 15 γκλημα που τελείται με παράλειψη
ρθρο : 16 Τόπος τέλεσης της πράξης
ρθρο : 17 ρόνος τέλεσης της πράξης
ρθρο : 18 Διαίρεση των αξιόποινων πράξεων
ρθρο : 19 Ποινικός χαρακτήρας πράξεων που εκδικάστηκαν

2. Ο ΑΔΙ ΟΣ ΑΡΑ ΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ρθρο : 20 όγοι που αποκλείουν το άδικο της πράξης


ρθρο : 21 Προσταγή
ρθρο : 22 μυνα
ρθρο : 23 πέρβαση της άμυνας
ρθρο : 24 παίτια κατάσταση άμυνας
ρθρο : 25 Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει το άδικο

71
3. Ο ΑΤΑ Ο ΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

ρθρο : 26 παιτιότητα
ρθρο : 27 Δόλος
ρθρο : 28 Αμέλεια
ρθρο : 29 Ευθύνη από το αποτέλεσμα
ρθρο : 30 Πραγματική πλάνη
ρθρο : 31 Νομική πλάνη
ρθρο : 32 Κατάσταση ανάγκης που αποκλείει τον καταλογισμό
ρθρο : 33 Κωφάλαλοι εγκληματίες
ρθρο : 34 Διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης
ρθρο : 35 παίτια διατάραξη της συνείδησης

4. Ε ΗΜΑΤΙΕΣ Ε ΑΤΤ ΜΕΝΗΣ Ι ΑΝΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΣ ΑΤΑ Ο ΙΣΜΟ

ρθρο : 36 Ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό


ρθρο : 37 κτιση της ποινής σε ιδιαίτερα καταστήματα
ρθρο : 38 Επικίνδυνοι εγκληματίες με ελαττωμένο καταλογισμό
ρθρο : 39 Διάρκεια του περιορισμού στα ψυχιατρικά καταστήματα
ρθρο : 40 ετατροπή του περιορισμού σε φυλάκιση ή κάθειρξη
ρθρο : 41 Εγκληματίες καθ' έξη με ελαττωμένο καταλογισμό

Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΙ Σ ΜΜΕΤΟ Η

1. ΑΠΟΠΕΙΡΑ

ρθρο : 42 ννοια και ποινή της απόπειρας


ρθρο : 43 Απρόσφορη απόπειρα
ρθρο : 44 παναχώρηση

2. Σ ΜΜΕΤΟ Η

ρθρο : 45 Συναυτουργοί
ρθρο : 46 Ηθικός αυτουργός και άμεσος συνεργός
ρθρο : 47 Απλός συνεργός
ρθρο : 48 ενική Διάταξη
ρθρο : 49 διαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις

Ε Α ΑΙΟ Δ
ΠΟΙΝΕΣ, ΜΕΤΡΑ ΑΣ Α ΕΙΑΣ, ΑΠΟ ΗΜΙ ΣΗ

1. ΡΙΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

ρθρο : 50 ανατική ποινή


ρθρο : 51 Ποινές στερητικές της ελευθερίας
ρθρο : 52 Κάθειρξη
ρθρο : 53 υλάκιση
ρθρο : 54 Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων
ρθρο : 55 Κράτηση
ρθρο : 56 Τρόπος εκτέλεσης ποινών και μέτρων ασφάλειας
ρθρο : 57 ρηματικές ποινές
ρθρο : 58 Απόσβεση των ποινών σε χρήμα
72
2. ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

ρθρο : 59 Αυτοδίκαιη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων


ρθρο : 60 Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε πρόσκαιρη κάθειρξη
ρθρο : 61 Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση
ρθρο : 62 Αποστέρηση σε περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε
ψυχιατρικό κατάστημα
ρθρο : 63 Αποτέλεσμα της αποστέρησης
ρθρο : 64 ερική αποστέρηση σε περίπτωση φυλάκισης
ρθρο : 65 πολογισμός του χρόνου της αποστέρησης
ρθρο : 66 Αποκατάσταση
ρθρο : 67 Απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος
ρθρο : 68 Δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης

3. ΜΕΤΡΑ ΑΣ Α ΕΙΑΣ

ρθρο : 69 ύλαξη ακαταλόγιστων εγκληματιών


ρθρο : 70 Διάρκεια της φύλαξης
ρθρο : 71 Εισαγωγή αλκοολικών και τοξικομανών σε θεραπευτικό κατάστημα
ρθρο : 72 Παραπομπή σε κατάστημα εργασίας
ρθρο : 73 Απαγόρευση διαμονής
ρθρο : 74 Απέλαση αλλοδαπού
ρθρο : 75 Παραγραφή μέτρων ασφάλειας
ρθρο : 76 Δήμευση

4. ΑΠΟ ΗΜΙ ΣΗ

ρθρο : 77 Προτίμηση πληρωμής


ρθρο : 78 πόχρεοι σε πληρωμή

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

1. ΕΝΙ ΟΙ ΑΝΟΝΕΣ

ρθρο : 79 Δικαστική επιμέτρηση της ποινής


ρθρο : 80 Επιμέτρηση των ποινών σε χρήμα
ρθρο : 81 γκλημα από φιλοκέρδεια
ρθρο : 82 ετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών
ρθρο : 83 όγοι μείωσης της ποινής
ρθρο : 84 Ελαφρυντικές περιστάσεις
ρθρο : 85 Συρροή λόγων μείωσης της ποινής
ρθρο : 86 Επιβολή θανατικής ποινής
ρθρο : 87 πολογισμός του χρόνου προσωρινής κράτησης

2. Ε ΗΜΑΤΙΕΣ ΠΟΤΡΟΠΟΙ ΑΙ Α ' ΕΞΗ

ρθρο : 88 ποτροπή
ρθρο : 89 Ποινή της υποτροπής
ρθρο : 90 Καθ' έξη υπότροποι εγκληματίες
ρθρο : 91 ήξη της αόριστης κάθειρξης
ρθρο : 92 Εγκληματίες καθ' έξη ανεξάρτητα από την περίπτωση υποτροπής
ρθρο : 93 πότροποι εγκληματίες από αμέλεια
73
3. Σ ΡΡΟΗ Ε ΗΜΑΤ Ν

ρθρο : 94 Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών


ρθρο : 95 Συντρέχουσες παρεπόμενες ποινές κλπ.
ρθρο : 96 Συνολική ποινή σε περίπτωση συρροής ποινών σε χρήμα
ρθρο : 97 λλες περιπτώσεις συνολικής ποινής
ρθρο : 98 γκλημα κατ' εξακολούθηση

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΑΝΑΣΤΟ Η ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΠΟ ΟΡΟ ΑΙ ΑΠΟ ΣΗ ΠΟ ΟΡΟ

1. ΑΝΑΣΤΟ Η Ε ΤΕ ΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΠΟ ΟΡΟ

ρθρο : 99 Ποινές που αναστέλλονται και διάρκεια της αναστολής


ρθρο : 100 Προ ποθέσεις για τη χορήγηση της αναστολής σε ποινή
μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών
ρθρο : 100 Α Αναστολή υπό επιτήρηση
ρθρο : 101 Ανάκληση της αναστολής
ρθρο : 102 ρση της αναστολής
ρθρο : 103 Ενέργεια αλλοδαπής απόφασης
ρθρο : 104 Δικαστικές δαπάνες, αποζημιώσεις και παρεπόμενες ποινές

2. ΑΠΟ ΣΗ ΤΟ ΑΤΑΔΙ Ο ΠΟ ΟΡΟ

ρθρο : 105 Κατάδικοι που δικαιούνται να απολυθούν


ρθρο : 106 Προ ποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης
ρθρο : 106 Α ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο : 107 Ανάκληση της απόλυσης
ρθρο : 108 ρση της απόλυσης
ρθρο : 109 Συνέπειες της μη ανάκλησης
ρθρο : 110 Διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης
ρθρο : 110 Α Απόλυση σε περίπτωση που ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο
επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας

Ε Α ΑΙΟ
Ο ΟΙ ΠΟ ΕΞΑ ΕΙ Ο Ν ΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟ

1. ΠΑΡΑ ΡΑ Η

ρθρο : 111 ρόνος παραγραφής των εγκλημάτων


ρθρο : 112 ναρξη του χρόνου παραγραφής των εγκλημάτων
ρθρο : 113 Αναστολή της παραγραφής των εγκλημάτων
ρθρο : 114 ρόνος παραγραφής των ποινών που επιβλήθηκαν
ρθρο : 115 ναρξη του χρόνου παραγραφής των ποινών
ρθρο : 116 Αναστολή της παραγραφής των ποινών

2. ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε ΗΣΗ

ρθρο : 117 η υποβολή έγκλησης ή δήλωση* παραίτησης από δικαίωμα της


έγκλησης
ρθρο : 118 Πρόσωπα που έχουν δικαίωμα για έγκληση
ρθρο : 119 Αδιαίρετο της έγκλησης
ρθρο : 120 Aνάκληση της έγκλησης
74
Ε Α ΑΙΟ Η
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΙΑ ΑΝΗ Ι Ο Σ

ρθρο : 121 ρισμοί


ρθρο : 122 Αναμορφωτικά μέτρα
ρθρο : 123 εραπευτικά μέτρα
ρθρο : 124 εταβολή ή άρση μέτρων
ρθρο : 125 Διάρκεια μέτρων
ρθρο : 126 Ανήλικοι ποινικώς ανεύθυνοι
ρθρο : 127 Ανήλικοι ποινικώς υπεύθυνοι
ρθρο : 128 Πταίσματα ανηλίκων
ρθρο : 129 Απόλυση υπό όρο
ρθρο : 130 Εκδίκαση μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους
ρθρο : 131 ναρξη εκτέλεσης της απόφασης μετά τη συμπλήρωση του
δέκατου όγδοου έτους
ρθρο : 132 Συρροή
ρθρο : 133 Νεαροί ενήλικες

ΔΕ ΤΕΡΟ Ι ΙΟ
ΕΙΔΙ Ο ΜΕΡΟΣ

Ε Α ΑΙΟ Α
ΠΡΟΣ Ο ΕΣ ΤΟ ΠΟ ΙΤΕ ΜΑΤΟΣ

ρθρο : 134 Εσχάτη προδοσία


ρθρο : 134 Α εμελιώδεις αρχές και θεσμοί του Πολιτεύματος
ρθρο : 134 Β Περιπτώσεις μη τιμωρίας πράξεων εσχάτης προδοσίας
ρθρο : 135 Προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας
ρθρο : 135 Α Προσβολές κατά της ζωής φορέων πολιτειακών λειτουργημάτων
ρθρο : 136 Ποινές στις περιπτώσεις των προπαρασκευαστικών πράξεων
εσχάτης προδοσίας
ρθρο : 137 Περιπτώσεις ατιμωρησίας
ρθρο : 137 Α Βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
ρθρο : 137 Β Διακεκριμένες περιπτώσεις
ρθρο : 137 Παρεπόμενες ποινές
ρθρο : 137 Δ ενικές διατάξεις

Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΡΑΣ

ρθρο : 138 Επιβουλή της ακεραιότητας της χώρας


ρθρο : 139 Προσβολή εναντίον της διεθνούς ειρήνης της χώρας
ρθρο : 140 Προσβολή εναντίον της διεθνούς ειρήνης της χώρας
ρθρο : 141 κθεση της χώρας σε κίνδυνο αντιποίνων ή διατάραξης φιλικών
σχέσεων
ρθρο : 142 Προσβολή εναντίον της διεθνούς ειρήνης της χώρας από αμέλεια
ρθρο : 143 Στρατιωτική υπηρεσία στον εχθρό
ρθρο : 144 ποστήριξη της πολεμικής δύναμης του εχθρού
ρθρο : 145 Παράβαση συμβάσεων
ρθρο : 146 Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας
ρθρο : 147 Παραβίαση μυστικών της Πολιτείας από αμέλεια
ρθρο : 148 Κατασκοπεία
ρθρο : 149 Κατασκοπεία
75
ρθρο : 150 Νόθευση αποδεικτικών
ρθρο : 151 Κατάχρηση πληρεξουσιότητας
ρθρο : 152 ενική διάταξη

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΞΕΝ Ν ΡΑΤ Ν

ρθρο : 153 Προσβολή κατά ξένου κράτους και του αρχηγού του
ρθρο : 154 Προσβολή της τιμής διπλωματικών αντιπροσώπων
ρθρο : 155 Προσβολή συμβόλων ξένου κράτους
ρθρο : 156 Προσβολή της ουδετερότητας

Ε Α ΑΙΟ Δ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ Ε Ε ΕΡΗΣ ΑΣ ΗΣΗΣ Τ Ν ΠΟ ΙΤΙ Ν ΔΙ ΑΙ ΜΑΤ Ν

1. Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΠΟ ΙΤΙ Ν Σ ΜΑΤ Ν ΑΙ ΤΗΣ ΕΡΝΗΣΗΣ

ρθρο : 157 Βία κατά πολιτικού σώματος ή της Κυβέρνησης


ρθρο : 157 Α Βία κατά πολιτικού κόμματος
ρθρο : 158 Νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας
ρθρο : 159 Δωροδοκία
ρθρο : 160 Διατάραξη συνεδριάσεων

2. Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΙΣ Ε Ο ΕΣ

ρθρο : 161 Βία κατά εκλογέων


ρθρο : 162 Εξαπάτηση εκλογέων
ρθρο : 163 Παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας
ρθρο : 164 Νόθευση της εκλογής
ρθρο : 165 Δωροδοκία κατά τις εκλογές
ρθρο : 166 Διατάραξη της εκλογής

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΠΡΟΣ Ο ΕΣ ΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟ ΙΤΕΙΑ ΗΣ ΕΞΟ ΣΙΑΣ

ρθρο : 167 Αντίσταση


ρθρο : 168 Προσβολές κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας
ρθρο : 169 Απείθεια
ρθρο : 170 Στάση
ρθρο : 171 ρασύτητα κατά της αρχής
ρθρο : 172 Ελευθέρωση φυλακισμένου
ρθρο : 173 Απόδραση κρατουμένου
ρθρο : 174 Στάση κρατουμένων
ρθρο : 175 Αντιποίηση
ρθρο : 176 Αντιποίηση
ρθρο : 177 Παραβίαση κατάσχεσης
ρθρο : 178 Παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η αρχή
ρθρο : 179 Παραβίαση φύλαξης της αρχής
ρθρο : 180 Βλάβη επίσημων κοινοποιήσεων
ρθρο : 181 Προσβολή συμβόλων του ελληνικού Κράτους
ρθρο : 182 Παραβίαση περιορισμών διαμονής

76
Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΕΠΙ Ο Η ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

ρθρο : 183 Διέγερση


ρθρο : 184 Διέγερση σε διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος
ρθρο : 185 Διέγερση με εγκωμιασμό
ρθρο : 186 Πρόκληση και προσφορά για την εκτέλεση κακουργήματος ή
πλημμελήματος
ρθρο : 187 Εγκληματική οργάνωση
ρθρο : 187 Α Τρομοκρατικές πράξεις
ρθρο : 187 Β έτρα επιείκειας
ρθρο : 188 Συμμετοχή σε αθέμιτο σωματείο
ρθρο : 189 Διατάραξη της κοινής ειρήνης
ρθρο : 190 Διατάραξη της ειρήνης των πολιτών
ρθρο : 191 Διατάραξη της ειρήνης των πολιτών
ρθρο : 192 Διατάραξη της ειρήνης των πολιτών
ρθρο : 193 γκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης
ρθρο : 194 Πρόσκληση σε συνεισφορά για χρηματικές ποινές
ρθρο : 195 Κατάρτιση ένοπλης ομάδας
ρθρο : 196 Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος
ρθρο : 197 Διατάραξη συνεδριάσεων

Ε Α ΑΙΟ
ΕΠΙ Ο Η ΤΗΣ ΡΗΣ Ε ΤΙ ΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

ρθρο : 198 Κακόβουλη βλασφημία


ρθρο : 199 Καθύβριση θρησκευμάτων
ρθρο : 200 Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων
ρθρο : 201 Περιύβριση νεκρών

Ε Α ΑΙΟ Η
Ε ΗΜΑΤΑ ΠΟ ΑΝΑ ΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΙ ΤΙ Η ΠΗΡΕΣΙΑ ΑΙ ΣΤΗΝ
ΠΟ ΡΕ ΣΗ ΙΑ ΣΤΡΑΤΕ ΣΗ

ρθρο : 202 Διέγερση αυτών που έχουν υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας


ρθρο : 203 Τεχνητή πρόκληση ανικανότητας για τη στρατιωτική υπηρεσία
ρθρο : 204 Απάτη για την αποφυγή της στράτευσης
ρθρο : 205 Παράνομη αποδημία
ρθρο : 206 Στρατολογία για ξένο κράτος

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

ρθρο : 207 Παραχάραξη


ρθρο : 208 Κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων
ρθρο : 208 Α Κατασκευή, προμήθεια, κατοχή ή κυκλοφορία παραχαραγμένων
νομισμάτων
ρθρο : 209 Κιβδηλεία
ρθρο : 210 Κυκλοφορία κίβδηλων νομισμάτων
ρθρο : 211 Προπαρασκευαστικές πράξεις
ρθρο : 212 Απαλλαγή από ποινή για προπαρασκευαστικές πράξεις
ρθρο : 213 Δήμευση
ρθρο : 214 Τραπεζογραμμάτια και άλλοι τίτλοι που εξομοιώνονται μ' αυτά
77
ρθρο : 215,215Α Παράνομη έκδοση ανώνυμων ομολογιών

Ε Α ΑΙΟ Ι
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΑ ΠΟΜΝΗΜΑΤΑ

ρθρο : 216 α. Πλαστογραφία


ρθρο : 217 Πλαστογραφία πιστοποιητικών
ρθρο : 218 Πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων
ρθρο : 219 Απαλλαγή από ποινή για προπαρασκευαστικές πράξεις
πλαστογραφίας ενσήμων
ρθρο : 220 β. φαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης
ρθρο : 221 γ. ευδείς ιατρικές πιστοποιήσεις
ρθρο : 222 δ. πεξαγωγή εγγράφων
ρθρο : 223 ε. ετακίνηση οροσήμων

Ε Α ΑΙΟ ΙΑ
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΗΣ ΔΙ ΑΙΟΣ ΝΗΣ

ρθρο : 224 ευδορκία


ρθρο : 225 ευδής ανώμοτη κατάθεση
ρθρο : 226,227 ευδορκία κ.λπ. πραγματογνώμονα και διερμηνέα
ρθρο : 228 Παραπλάνηση σε ψευδορκία
ρθρο : 229,230 ευδής καταμήνυση
ρθρο : 231 πόθαλψη εγκληματία
ρθρο : 232,232Α Παρασιώπηση εγκλημάτων
ρθρο : 233 Απιστία δικηγόρων*
ρθρο : 234 Παραβίαση της μυστικότητας δικαστικών συνεδριάσεων

Ε Α ΑΙΟ Ι
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΗΝ ΠΗΡΕΣΙΑ

ρθρο : 235 Παθητική δωροδοκία


ρθρο : 236 Ενεργητική δωροδοκία
ρθρο : 237 Δωροδοκία δικαστή
ρθρο : 238 Δήμευση του δώρου
ρθρο : 239 Κατάχρηση εξουσίας
ρθρο : 240 Παραβάσεις στην εκτέλεση των ποινών
ρθρο : 241 Παραβίαση οικιακού ασύλου
ρθρο : 242 ευδής βεβαίωση, νόθευση κλπ.
ρθρο : 243 Παράλειψη βεβαίωσης ταυτότητας
ρθρο : 244-246 Καταπίεση
ρθρο : 247 Απεργία δημόσιων υπαλλήλων
ρθρο : 248 Παραβάσεις των ταχυδρομικών υπαλλήλων
ρθρο : 249 Παραβάσεις των τηλεγραφικών υπαλλήλων
ρθρο : 250 Παραβάσεις των τηλεφωνικών υπαλλήλων
ρθρο : 251 Παραβίαση του δικαστικού απορρήτου
ρθρο : 252,253 Παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου
ρθρο : 254 Αποσιώπηση λόγου εξαίρεσης
ρθρο : 255 Αθέμιτη συμμετοχή
ρθρο : 256 Απιστία σχετική με την υπηρεσία
ρθρο : 257 Εκμετάλλευση εμπιστευμένων πραγμάτων
ρθρο : 258 πεξαίρεση στην υπηρεσία
ρθρο : 259 Παράβαση καθήκοντος
78
ρθρο : 260 Ανυποταξία σε πολιτική αρχή
ρθρο : 261 Παρότρυνση υφισταμένων και ανοχή
ρθρο : 262-263Α ενικές διατάξεις

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΟΙΝ Σ ΕΠΙ ΙΝΔ ΝΑ Ε ΗΜΑΤΑ

ρθρο : 264 Εμπρησμός


ρθρο : 265 Εμπρησμός σε δάση
ρθρο : 266,267 Εμπρησμός από αμέλεια
ρθρο : 268,269 Πλημμύρα
ρθρο : 270,271 κρηξη
ρθρο : 272,272Α Παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες
ρθρο : 273,274 Κοινώς επικίνδυνη βλάβη
ρθρο : 275,276 ρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων
ρθρο : 277,278 Πρόκληση ναυαγίου
ρθρο : 279,280 Δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων
ρθρο : 281 Νοθεία τροφίμων
ρθρο : 282 Δηλητηρίαση της νομής των ζώων
ρθρο : 283 Διάδοση ασθένειας ζώων
ρθρο : 284 Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών
ρθρο : 285 Παραβίαση μέτρων για την πρόληψη επιζωοτιών
ρθρο : 286 Παραβίαση των κανόνων της οικοδομικής
ρθρο : 287 Παραβίαση συμβάσεων προμήθειας
ρθρο : 288 Παρεμπόδιση αποτροπής κοινού κινδύνου και παράλειψη
οφειλόμενης βοήθειας
ρθρο : 289 ενική διάταξη

Ε Α ΑΙΟ ΙΔ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣ Α ΕΙΑΣ Τ Ν Σ ΟΙΝ ΝΙ Ν

ρθρο : 290 Διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών


ρθρο : 291 Διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών
ρθρο : 292 Παρακώλυση συγκοινωνιών
ρθρο : 293 Παρακώλυση της λειτουργίας άλλων κοινωφελών εγκαταστάσεων
ρθρο : 294 Παύση εργασίας
ρθρο : 295 Πρόκληση κοινής ανάγκης
ρθρο : 296 Παρακώλυση προμήθειας ψωμιού*
ρθρο : 297 κθεση πλοίου σε κίνδυνο με διενέργεια λαθρεμπορίου
ρθρο : 298 ενική διάταξη

Ε Α ΑΙΟ ΙΕ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΗΣ

ρθρο : 299 Ανθρωποκτονία με πρόθεση


ρθρο : 300 Ανθρωποκτονία με συναίνεση
ρθρο : 301 Συμμετοχή σε αυτοκτονία
ρθρο : 302 Ανθρωποκτονία από αμέλεια
ρθρο : 303 Παιδοκτονία
ρθρο : 304 Τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης
ρθρο : 304 Α Σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού
ρθρο : 305 Διαφήμιση μέσων τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης
ρθρο : 306 κθεση
79
ρθρο : 307 Παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής

Ε Α ΑΙΟ ΙΣΤ
Σ ΜΑΤΙ ΕΣ Α ΕΣ

ρθρο : 308 Απλή σωματική βλάβη


ρθρο : 308 Α Απρόκλητη σωματική βλάβη
ρθρο : 309 Επικίνδυνη σωματική βλάβη
ρθρο : 310 Βαριά σωματική βλάβη
ρθρο : 311 ανατηφόρα βλάβη
ρθρο : 312 Σωματική βλάβη ανηλίκων κλπ.
ρθρο : 313 Συμπλοκή
ρθρο : 314 Σωματική βλάβη από αμέλεια
ρθρο : 315,315Α γκληση

Ε Α ΑΙΟ Ι
ΜΟΝΟΜΑ ΙΑ

ρθρο : 316 Πρόσκληση σε μονομαχία


ρθρο : 317 ονομαχία
ρθρο : 318 ονομαχία που αποκλείει τον κίνδυνο ζωής
ρθρο : 319 Τιμωρία συνεργών
ρθρο : 320 Διέγερση σε μονομαχία
ρθρο : 321 Δημοσιεύματα σχετικά με μονομαχίες

Ε Α ΑΙΟ ΙΗ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΠΙ ΗΣ Ε Ε ΕΡΙΑΣ

ρθρο : 322 Αρπαγή


ρθρο : 323 Εμπόριο δούλων
ρθρο : 323 Α Εμπορία ανθρώπων
ρθρο : 324 Αρπαγή ανηλίκων
ρθρο : 325 Παράνομη κατακράτηση
ρθρο : 326 Κατακράτηση παρά το Σύνταγμα
ρθρο : 327 Ακούσια απαγωγή
ρθρο : 328 Εκούσια απαγωγή
ρθρο : 329 ενική Διάταξη
ρθρο : 330 Παράνομη βία
ρθρο : 331 Αυτοδικία
ρθρο : 332 Εξαναγκασμός σε παύση εργασίας
ρθρο : 333 Απειλή
ρθρο : 334 Διατάραξη οικιακής ειρήνης
ρθρο : 335 Απατηλή διέγερση σε μετανάστευση

Ε Α ΑΙΟ Ι
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝΕΤΗΣΙΑΣ Ε Ε ΕΡΙΑΣ ΑΙ Ε ΗΜΑΤΑ
ΟΙ ΟΝΟΜΙ ΗΣ Ε ΜΕΤΑ Ε ΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΗΣ

ρθρο : 336 Βιασμός


ρθρο : 337 Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας
ρθρο : 338 Kατάχρηση σε ασέλγεια
ρθρο : 339 Αποπλάνηση παιδιών
ρθρο : 340 ενική Διάταξη
80
ρθρο : 341 Απατηλή επίτευξη συνουσίας
ρθρο : 342 Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια
ρθρο : 343 Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας
ρθρο : 344 γκληση
ρθρο : 345 Αιμομιξία
ρθρο : 346 Ασέλγεια μεταξύ συγγενών
ρθρο : 347 Ασέλγεια παρά φύση
ρθρο : 348 Διευκόλυνση ακολασίας άλλων
ρθρο : 348 Α Πορνογραφία ανηλίκων
ρθρο : 349 αστροπεία
ρθρο : 350 Εκμετάλλευση πόρνης
ρθρο : 351 Σωματεμπορία
ρθρο : 351 Α Ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής
ρθρο : 352 έτρα ασφαλείας
ρθρο : 353 Πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΟ ΑΜΟ ΑΙ ΤΗΝ ΟΙ Ο ΕΝΕΙΑ

ρθρο : 354 Διατάραξη της οικογενειακής τάξης


ρθρο : 355 Απάτη σχετική με γάμο
ρθρο : 356 Διγαμία
ρθρο : 357 οιχεία
ρθρο : 358 Παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή
ρθρο : 359 Εγκατάλειψη εγκύου
ρθρο : 360 Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου

Ε Α ΑΙΟ Α
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ

ρθρο : 361 Εξύβριση


ρθρο : 361 Α Απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση
ρθρο : 362 Δυσφήμιση*
ρθρο : 363 Συκοφαντική δυσφήμιση*
ρθρο : 364 Δυσφήμηση* ανώνυμης εταιρείας
ρθρο : 365 Προσβολή της μνήμης νεκρού
ρθρο : 366,367 ενικές διατάξεις
ρθρο : 368,369 γκληση
Ε Α ΑΙΟ
ΠΑΡΑ ΙΑΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤ Ν

ρθρο : 370 Παραβίαση του απορρήτου των επιστολών


ρθρο : 370 Α-370Δ Παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της
προφορικής συνομιλίας
ρθρο : 371 Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας

Ε Α ΑΙΟ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟ ΤΗΣΙΑΣ

ρθρο : 372,373 Κλοπή


ρθρο : 374 Διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής
ρθρο : 374 Α Κλοπή χρήσης
ρθρο : 375 πεξαίρεση
81
ρθρο : 376 Παρασιώπηση ανεύρεσης*
ρθρο : 377 Κλοπές και υπεξαιρέσεις ευτελούς αξίας
ρθρο : 378 φαιρέσεις
ρθρο : 379 Απόδοση του ιδιοποιημένου πράγματος
ρθρο : 380 ηστεία
ρθρο : 381 θορά ξένης ιδιοκτησίας
ρθρο : 382 Διακεκριμένες περιπτώσεις φθοράς
ρθρο : 383,384 ενικές διατάξεις
ρθρο : 384 Α Καταστολή φθορών που προκαλούν το κοινό αίσθημα

Ε Α ΑΙΟ Δ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ Τ Ν ΠΕΡΙΟ ΣΙΑ Ν ΔΙ ΑΙ ΜΑΤ Ν

ρθρο : 385 Εκβίαση


ρθρο : 386 Απάτη
ρθρο : 386 Α Απάτη με υπολογιστή
ρθρο : 387 Απάτη ευτελούς αξίας
ρθρο : 388 Απάτη σχετική με τις ασφάλειες
ρθρο : 389 Απατηλή πρόκληση βλάβης
ρθρο : 390 Απιστία
ρθρο : 391 Δόλια αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου
ρθρο : 392 Δόλια αποδοχή παροχών
ρθρο : 393 ενικές διατάξεις
ρθρο : 394 Αποδοχή και διάθεση προ όντων εγκλήματος
ρθρο : 394 Α,395 Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα
ρθρο : 396 Παρακώλυση συναγωνισμού
ρθρο : 397 Καταδολίευση δανειστών
ρθρο : 398 ρεοκοπία
ρθρο : 399 Παρακώλυση της άσκησης δικαιώματος
ρθρο : 400 Παράνομη αλιεία
ρθρο : 401 Αλιεία σε χωρικά ύδατα
ρθρο : 402 ενική διάταξη
ρθρο : 403 Παραπλάνηση ανηλίκων σε χρέη
ρθρο : 404 Τοκογλυφία
ρθρο : 405 Αισχροκέρδεια
ρθρο : 406 Παραπλάνηση σε χρηματιστηριακές πράξεις

Ε Α ΑΙΟ Ε
ΕΠΑΙΤΕΙΑ ΑΙ Α ΗΤΕΙΑ

ρθρο : 407 Επαιτεία


ρθρο : 408 Αλητεία
ρθρο : 409 Παραμέληση αποτροπής από επαιτεία ή αλητεία
ρθρο : 410 ενική Διάταξη

Ε Α ΑΙΟ ΣΤ
ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ

1. ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο : 411 Ευθύνη για πταίσματα άλλων


ρθρο : 412 πότροποι ή καθ' έξιν δράστες πταισμάτων

82
2. ΤΑ ΕΙΔΙ ΟΤΕΡΑ ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ
ρθρο : 413 Αποδοχή διακρίσεων και αμοιβών από ξένη δύναμη
ρθρο : 414 Παράνομη άσκηση επαγγέλματος
ρθρο : 415 Αυθαίρετη μεταβολή ονόματος
ρθρο : 416 Πρόκληση ανησυχίας
ρθρο : 417 Διατάραξη ησυχίας
ρθρο : 418 πέρβαση νυκτερινής ώρας
ρθρο : 419 Παραβάσεις σχετικά με τα δημόσια θεάματα
ρθρο : 420 Παραβάσεις διατάξεων για τους δρόμους
ρθρο : 421 Παράβαση διατάξεων για τους αιγιαλούς
ρθρο : 422 Παραμέληση πρόληψης βλάβης από δηλητηρίαση
ρθρο : 423 Παράνομη παρασκευή και παροχή δηλητηρίων
ρθρο : 424 Παραβάσεις σχετικές με τη φύλαξη και τη μεταφορά δηλητηρίων
ρθρο : 425 Επικίνδυνη για την υγεία συνάφεια
ρθρο : 426 Παράβαση διατάξεων για τους νεκρούς
ρθρο : 427 Παράβαση διατάξεων για την καθαριότητα
ρθρο : 428 ύπανση
ρθρο : 429 Παράβαση διατάξεων για τα τρόφιμα
ρθρο : 430 Παράβαση διατάξεων για την πρόληψη πλημμυρών
ρθρο : 431 Διατάραξη κυκλοφορίας
ρθρο : 432 Παράνομη παρασκευή και παροχή εκρηκτικών υλών
ρθρο : 433 Παράβαση διατάξεων για την προφύλαξη από τη φωτιά
ρθρο : 434 Παράβαση οικοδομικών διατάξεων
ρθρο : 435 Πρόκληση κινδύνου με ζώα
ρθρο : 436 Πρόκληση κινδύνου με όπλα
ρθρο : 437 Πρόκληση κινδύνου με λιθοβολισμό
ρθρο : 438 Παραλείψεις σχετικές με τη φύλαξη πηγαδιών κλπ.
ρθρο : 439 Παραμέληση της εποπτείας παραφρόνων
ρθρο : 440 Επικίνδυνη μέθη
ρθρο : 441 ρνηση γιατρών
ρθρο : 442 Παραμέληση αναγγελίας εύρεσης νεκρού
ρθρο : 443 Κρυφή και πρόωρη ταφή
ρθρο : 444 Παράλειψη της αναγγελίας ξένων κλπ.
ρθρο : 445 Παράβαση διατάξεων για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους
ρθρο : 446 Παράνομη κατασκευή κλειδιών κλπ.
ρθρο : 447 Παραβάσεις σχετικές με τα μέτρα και τα σταθμά
ρθρο : 448 Παραβάσεις σχετικές με τις διατιμήσεις
ρθρο : 449 Κατασκευή και πώληση ειδών χωρίς σήμα
ρθρο : 450 Πρόκληση κινδύνων σχετικών με την κυκλοφορία νομισμάτων
ρθρο : 451 Παράνομη κατασκευή νομισματοκοπικών** εργαλείων
ρθρο : 452 ρνηση αποδοχής νομισμάτων
ρθρο : 453 Παράνομη κατασκευή ιδιωτικών σφραγίδων
ρθρο : 454 Παράβαση διατάξεων για τα ενεχυροδανειστήρια
ρθρο : 455 Απόκρυψη ανθρωποκτονίας
ρθρο : 456 είωση εκτάσεων
ρθρο : 457 Παραβίαση στέρησης δικαιώματος

Ε Α ΑΙΟ
ΤΕ Ι ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ρθρο : 458 Παραβάσεις διοικητικών διατάξεων
ρθρο : 459 Παράβαση αστυνομικών διατάξεων

83
Ι ΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο : 460-473
ρθρο : 474 ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ

84
ΔΙ ΑΣ ΠΟΙΝΙ ΗΣ ΔΙ ΟΝΟΜΙΑΣ
ΠΡ ΤΟ Ι ΙΟ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΠΡ ΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙ Α ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ ΑΙ ΔΙ ΑΣΤΙ Α ΠΡΟΣ ΠΑ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΠΟΙΝΙ Η ΔΙ ΑΙΟΔΟΣΙΑ

ρθρο : 1 Ποινικά δικαστήρια


ρθρο : 2 Εξαιρέσεις από την ποινική δικαιοδοσία

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΤΑ ΠΟΙΝΙ Α ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ

ρθρο : 3 Πταισματοδικεία
ρθρο : 4 Δικαστήρια των πλημμελειοδικών
ρθρο : 5 Τριμελή πλημμελειοδικεία
ρθρο : 6 ονομελή πλημμελειοδικεία
ρθρο : 7 Δικαστήρια ανηλίκων
ρθρο : 8 Δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα
ρθρο : 9 Εφετείο
ρθρο : 10 ρειος Πάγος
ρθρο : 11 Διαίρεση σε τμήματα
ρθρο : 12 Δικαστικός γραμματέας
ρθρο : 13 Σχέση της εισαγγελίας και των δικαστηρίων με άλλες αρχές

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟ ΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΙ ΑΠΟ Η Τ Ν ΔΙ ΑΣΤΙ Ν ΠΡΟΣ Π Ν

ρθρο : 14 όγοι αποκλεισμού


ρθρο : 15 όγοι εξαίρεσης
ρθρο : 16 Ποιοί και πότε προτείνουν την εξαίρεση
ρθρο : 17 Τι πρέπει να περιέχει και πότε είναι παραδεκτή η αίτηση
ρθρο : 18 Πότε η αίτηση είναι απαράδεκτη
ρθρο : 19 Κοινοποίηση της αίτησης
ρθρο : 20 Αρμόδιο δικαστήριο
ρθρο : 21 Απόφαση
ρθρο : 22 νδικα μέσα
ρθρο : 23 Αποχή του δικαστικού προσώπου
ρθρο : 24 Σύμπτωση αποχής και εξαίρεσης
ρθρο : 25 ποχρέωση για δήλωση των προανακριτικών υπαλλήλων
ρθρο : 26 Αποσιώπηση των λόγων αποκλεισμού ή εξαίρεσης

ΔΕ ΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟΙΝΙ Η ΔΙ ΞΗ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο : 27 σκηση της ποινικής δίωξης


85
ρθρο : 28 Ανεξαρτησία της αρχής που ασκεί τη δίωξη
ρθρο : 29 Απόφαση του δικαστηρίου των εφετών για την άσκηση της
ποινικής δίωξης
ρθρο : 30 Δικαίωμα του πουργού Δικαιοσύνης για την ποινική δίωξη
ρθρο : 31 Δικαιώματα του εισαγγελέα
ρθρο : 32 Ακρόαση του εισαγγελέα
ρθρο : 33 ενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι
ρθρο : 34 Ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι
ρθρο : 35 Ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΑΡΞΗ ΑΙ ΑΝΑ Ο Η ΤΗΣ ΠΟΙΝΙ ΗΣ ΔΙ ΞΗΣ

ρθρο : 36 Αυτεπάγγελτη δίωξη


ρθρο : 37 ποχρέωση για την ανακοίνωση αξιόποινης πράξης
ρθρο : 38 ποχρέωση του δικαστή να συντάσσει έκθεση
ρθρο : 39 Εφαρμογή στη διοικητική και πειθαρχική δίκη
ρθρο : 40 ποχρέωση ιδιωτών
ρθρο : 41 Αίτηση δίωξης
ρθρο : 42 ήνυση αξιόποινων πράξεων
ρθρο : 43 ναρξη ποινικής δίωξης
ρθρο : 44 Αναβολή και αναστολή ποινικής δίωξης
ρθρο : 45 A Αποχή από ποινική δίωξη ανηλίκου
ρθρο : 45 Αποχή από ποινική δίωξη

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Ε ΗΣΗ

ρθρο : 46 γκληση του παθόντος


ρθρο : 47 Απόρριψη της έγκλησης
ρθρο : 48 Δικαίωμα προσφυγής του εγκαλούντος
ρθρο : 49 Εφαρμογή στα πταίσματα
ρθρο : 50 Δίωξη μόνο με έγκληση
ρθρο : 51 Παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματος της έγκλησης
ρθρο : 52 Ανάκληση της έγκλησης
ρθρο : 53 ξοδα σε περίπτωση ανάκλησης

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΔΕΙΑ ΙΑ ΔΙ ΞΗ

ρθρο : 54 Ποιές πράξεις δεν ενεργούνται χωρίς άδεια


ρθρο : 55 ρνηση χορήγησης της άδειας
ρθρο : 56 Περισσότεροι κατηγορούμενοι

ΠΕΜΠΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΔΕΔΙ ΑΣΜΕΝΟ

ρθρο : 57 Κώλυμα για νέα δίωξη


ρθρο : 58 Νέα άσκηση ποινικής δίωξης

86
Ε ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟΔΙ ΑΣΤΙ Α ΗΤΗΜΑΤΑ

ρθρο : 59 Προδικαστικά ποινικά ζητήματα στην ποινική δίκη


ρθρο : 60 Εξέταση νομικών ζητημάτων αστικής φύσης στην ποινική δίκη
ρθρο : 61 Εκκρεμότητα ζητημάτων αστικής φύσης στην πολιτική δίκη
ρθρο : 62 σχύς της απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου για προδικαστικά
ζητήματα

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΟ ΙΤΙ Η Α Η

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

ρθρο : 63 Ενεργητική νομιμοποίηση


ρθρο : 64 Παθητική νομιμοποίηση
ρθρο : 65 Εξουσία του ποινικού δικαστηρίου στην πολιτική αγωγή
ρθρο : 66 Πολιτική αγωγή εκκρεμής σε πολιτικό δικαστήριο
ρθρο : 67 Πότε απαγορεύεται η νέα άσκηση πολιτικής αγωγής
ρθρο : 68 σκηση και διατύπωση της πολιτικής αγωγής
ρθρο : 69 Παραίτηση από την πολιτική αγωγή
ρθρο : 70 σκηση πολιτικής αγωγής από τον εισαγγελέα

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ ΠΟ Α Η Ε

ρθρο : 71 Απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε

ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙ ΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙ Η ΔΙ Η

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟΙ

ρθρο : 72 διότητα κατηγορουμένου


ρθρο : 73 Διάρκεια και παύση της ιδιότητας του κατηγορουμένου
ρθρο : 74 Αιτήσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου
ρθρο : 75 Αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου
ρθρο : 76 ευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες
ρθρο : 77 Αμφιβολίες για την ταυτότητα του κατηγορουμένου
ρθρο : 78 ήτημα ταυτότητας στον ρειο Πάγο
ρθρο : 79 Πλάνη σχετικά με την ταυτότητα του προσώπου του
κατηγορουμένου
ρθρο : 80 υχική ασθένεια του κατηγορουμένου
ρθρο : 81 Αμφιβολίες για το θάνατο του κατηγορουμένου

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΠΟ ΙΤΙ Σ ΕΝΑ ΟΝΤΕΣ

ρθρο : 82 Δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής


ρθρο : 83 Διατυπώσεις της δήλωσης
ρθρο : 84 Περιεχόμενο της δήλωσης
87
ρθρο : 85 Αντιρρήσεις κατά της παράστασης
ρθρο : 86 Διατυπώσεις των αντιρρήσεων και σχετική απόφαση
ρθρο : 87 Αυτεπάγγελτη αποβολή
ρθρο : 88 Αποτελέσματα της αποβολής

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΣΤΙ Σ ΠΕ ΝΟΙ

ρθρο : 89 Κλήτευση
ρθρο : 90 Διατυπώσεις κλήτευσης κατά την ανάκριση
ρθρο : 91 Παρέμβαση του αστικώς υπευθύνου
ρθρο : 92 Διατυπώσεις της παρέμβασης
ρθρο : 93 Αν παραιτηθεί ο πολιτικώς ενάγων
ρθρο : 94 Αποβολή του αστικώς υπευθύνου
ρθρο : 95 Διατυπώσεις για την αίτηση αποβολή και αντιρρήσεις

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ Τ Ν ΔΙΑΔΙ Ν

ρθρο : 96 Διορισμός και αριθμός συνηγόρων των διαδίκων


ρθρο : 96 Α Πίνακας διοριστέων συνηγόρων
ρθρο : 97 Σε ποιές πράξεις παρίστανται οι διάδικοι
ρθρο : 98 Αδυναμία παράστασης
ρθρο : 99 Ερωτήσεις και παρατηρήσεις
ρθρο : 100 Παράσταση του κατηγορουμένου με συνήγορο
ρθρο : 101 Ανακοίνωση των εγγράφων της ανάκρισης
ρθρο : 102 Προθεσμία για την απολογία
ρθρο : 103 Εξήγηση των δικαιωμάτων στον κατηγορούμενο
ρθρο : 104 Δικαιώματα του κατηγορουμένου στην προανάκριση
ρθρο : 105 Εξαίρεση στο αυτόφωρο έγκλημα
ρθρο : 106 Εξαίρεση για ορισμένα εγκλήματα
ρθρο : 107 Δικαιώματα αστικώς υπευθύνου
ρθρο : 108 Δικαιώματα πολιτικώς ενάγοντος

ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Α ' ΗΝ

ρθρο : 109,110 ικτό ορκωτό δικαστήριο


ρθρο : 111 Δικαστήριο εφετών
ρθρο : 112 Τριμελές πλημμελειοδικείο
ρθρο : 113 Δικαστήριο ανηλίκων
ρθρο : 114 ονομελές Πλημμελειοδικείο
ρθρο : 115 Πταισματοδικείο
ρθρο : 116 Αρμοδιότητα για τα εγκλήματα που τελούνται στο ακροατήριο
ρθρο : 117 Αρμοδιότητα για την εξύβριση και τη δυσφήμηση του δικαστηρίου
ρθρο : 118 Περίπτωση αναβολής
ρθρο : 119 Προσδιορισμός της καθ' ύλην αρμοδιότητας
ρθρο : 120 Αναρμοδιότητα
ρθρο : 121 Αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε πρωτοδίκως

88
ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΤΟΠΙ Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

ρθρο : 122 Προσδιορισμός


ρθρο : 123 Εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό
ρθρο : 124 Εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε πλοίο ή αεροσκάφος
ρθρο : 125 Προτίμηση
ρθρο : 126 νσταση αναρμοδιότητας

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΙ Η ΔΙΑΤΑΞΗ

ρθρο : 127 Εγκυρότητα των πράξεων που έγιναν από αναρμόδιο όργανο

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤ ΣΗ Σ ΝΑ ΕΙΑΣ ΑΙ Σ ΝΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ

ρθρο : 128 Εκδίκαση συναφών


ρθρο : 129 Ποιά εγκλήματα θεωρούνται συναφή
ρθρο : 130 Αρμοδιότητα σε περίπτωση συμμετοχής
ρθρο : 131 Διατήρηση της αρμοδιότητας σε περίπτωση συνάφειας και
συναιτιότητας

ΠΕΜΠΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Σ ΡΟ ΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ

ρθρο : 132 Κανονισμός της αρμοδιότητας


ρθρο : 133 Αποχή από περαιτέρω ενέργειες
ρθρο : 134 Συνέπεια από την απόρριψη της αίτησης
ρθρο : 135 ποχρεωτική η απόφαση για τον κανονισμό
ρθρο : 136 Αρμοδιότητα κατά παραπομπή
ρθρο : 137 Δικαστήριο αρμόδιο για την παραπομπή

Ε ΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΤΙ ΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟ ΑΣΕΙΣ ΑΙ ΠΡΑ ΤΙ Α

ρθρο : 138 Απόφαση, βούλευμα και διάταξη


ρθρο : 139 Αιτιολογίες
ρθρο : 140 Πρακτικά της συνεδρίασης
ρθρο : 141 Το περιεχόμενο των πρακτικών
ρθρο : 142 Σύνταξη των πρακτικών
ρθρο : 142 Α Τήρηση πρακτικών με φωνοληψία
ρθρο : 143 Τήρηση στενογραφημένων πρακτικών
ρθρο : 144 Σύνταξη της απόφασης και των διατάξεων
ρθρο : 145 Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της διάταξης και των
πρακτικών
ρθρο : 146 Ανανέωση των πρωτότυπων των αποφάσεων και πρακτικών
ρθρο : 147 Αντίγραφα

89
ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
Ε ΕΣΕΙΣ

ρθρο : 148 ρισμός


ρθρο : 149 ρόνος και τόπος που συντάσσεται η έκθεση
ρθρο : 150 Πρόσωπα που συμπράττουν
ρθρο : 151 Το περιεχόμενο της έκθεσης
ρθρο : 152 Αποδεικτική δύναμη της έκθεσης
ρθρο : 153 Ακυρότητα της έκθεσης

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

ρθρο : 154 Διάκριση της κοινοποίησης από την επίδοση


ρθρο : 155 Επίδοση
ρθρο : 156 Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής
ρθρο : 157 Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς
ρθρο : 158 Επίδοση σε όσους ανήκουν στο εμπορικό ναυτικό και λοιπούς
ρθρο : 159 Επίδοση με το ταχυδρομείο ή το τηλεγραφείο
ρθρο : 160 Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται
ρθρο : 161 Το αποδεικτικό της επίδοσης
ρθρο : 162 Αποδεικτική δύναμη του επιδοτηρίου
ρθρο : 163 Παραβάσεις σχετικές με την επίδοση
ρθρο : 164 Δικαιώματα των οργάνων της επίδοσης
ρθρο : 165 Κοινοποίηση

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟ ΕΣΜΙΕΣ

ρθρο : 166 Προθεσμία για την εμφάνιση στο ακροατήριο


ρθρο : 167 Προθεσμία για την επίδοση της πολιτικής αγωγής
ρθρο : 168 πολογισμός των προθεσμιών
ρθρο : 169 Παρέκταση και συντόμευση της προθεσμίας

ΠΕΜΠΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Α ΡΟΤΗΤΕΣ

ρθρο : 170 Πότε υπάρχει ακυρότητα


ρθρο : 171 Απόλυτη ακυρότητα
ρθρο : 172 Ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων για δικαστικά τέλη
και ένσημα
ρθρο : 173 Πρόταση της ακυρότητας
ρθρο : 174 Πότε καλύπτεται η ακυρότητα
ρθρο : 175 Συνέπειες της ακυρότητας
ρθρο : 176 Κήρυξη της ακυρότητας. Επανάληψη των άκυρων πράξεων

ΔΕ ΤΕΡΟ Ι ΙΟ
ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ρθρο : 177 Αρχή της ηθικής απόδειξης


90
ρθρο : 178 Αποδεικτικά μέσα
ρθρο : 179 Επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
Α ΤΟ ΙΑ

ρθρο : 180 Πότε και πώς ενεργείται


ρθρο : 181 Απεικονίσεις και πειράματα
ρθρο : 182 Πρόσληψη μαρτύρων και πραγματογνωμόνων

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΑ ΜΑΤΟ Ν ΜΟΝΕΣ ΑΙ ΤΕ ΝΙ ΟΙ Σ Μ Ο ΟΙ

Α' ΠΡΑ ΜΑΤΟ Ν ΜΟΝΕΣ


ρθρο : 183 Πότε διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη
ρθρο : 184 Αριθμός των πραγματογνωμόνων
ρθρο : 185 Πίνακας πραγματογνωμόνων
ρθρο : 186 Εκλογή και διορισμός πραγματογνωμόνων
ρθρο : 187 Προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη
ρθρο : 188 Ποιοί δεν διορίζονται
ρθρο : 189 ποχρέωση των πραγματογνωμόνων να αποδεχτούν το διορισμό
τους
ρθρο : 190 Περιπτώσεις απαλλαγής και αντικατάστασης
ρθρο : 191 Εξαίρεση πραγματογνωμόνων
ρθρο : 192 Αίτηση εξαίρεσης
ρθρο : 193 Απόφαση εξαίρεσης
ρθρο : 194 Όρκος των πραγματογνωμόνων
ρθρο : 195 Πώς θέτονται τα ζητήματα στους πραγματογνώμονες
ρθρο : 196 Παράσταση του οργάνου που διόρισε τους πραγματογνώμονες.
Πληροφόρησή τους
ρθρο : 197 υσιαστικές διαφωνίες. Διόρθωση και επανάληψη
ρθρο : 198 Κατάρτιση και παράδοση της γνωμοδότησης
ρθρο : 199 Πραγματογνωμοσύνη σε γυναίκα
ρθρο : 200 υχιατρική πραγματογνωμοσύνη
ρθρο : 200 Α Ανάλυση D.Ν.Α.
ρθρο : 201 Κυρώσεις σε πραγματογνώμονες που αμελούν
ρθρο : 202 Κυρώσεις σε πραγματογνώμονες που διορίστηκαν στο ακροατήριο
ρθρο : 203 άρτυρες με ειδικές γνώσεις

' ΤΕ ΝΙ ΟΙ Σ Μ Ο ΟΙ
ρθρο : 204 Διορισμός τεχνικού συμβούλου
ρθρο : 205 Αριθμός τεχνικών συμβούλων
ρθρο : 206 Ποιοί δεν διορίζονται
ρθρο : 207 Δικαιώματα του τεχνικού συμβούλου
ρθρο : 208 Παρατηρήσεις του τεχνικού συμβούλου

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΜΑΡΤ ΡΕΣ

ρθρο : 209 ποχρέωση για μαρτυρία


ρθρο : 210 άρτυρες διανοητικά ασθενείς
ρθρο : 211 η εξεταζόμενοι ως μάρτυρες στο ακροατήριο
ρθρο : 211 Α αρτυρία συγκατηγορουμένου
91
ρθρο : 212 Επαγγελματικά απόρρητο των μαρτύρων
ρθρο : 213 Κλήτευση των μαρτύρων
ρθρο : 214 Εξέταση μελών Βασιλικής ικογένειας
ρθρο : 215 Εξέταση υπουργών, αρχιερέων και όσων δεν μπορούν να
εμφανιστούν
ρθρο : 216 Εξέταση πρεσβευτών και μαρτύρων στο εξωτερικό
ρθρο : 217 Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα
ρθρο : 218 Όρκος των μαρτύρων στο ακροατήριο
ρθρο : 219 Όρκος των μαρτύρων στην προδικασία
ρθρο : 220 Όρκοι αλλόθρησκων
ρθρο : 221 Εξέταση χωρίς όρκο
ρθρο : 222 άρτυρες συγγενείς του κατηγορούμενου
ρθρο : 223 Πώς εξετάζονται οι μάρτυρες
ρθρο : 224 Πώς έμαθε ο μάρτυρας όσα καταθέτει
ρθρο : 225 Εξετάσεις και αναγνωρίσεις που γίνονται κατ' αντιπαράσταση
ρθρο : 226 Διατυπώσεις των μαρτυρικών καταθέσεων
ρθρο : 227 άρτυρες κουφοί και άλαλοι
ρθρο : 228 Αποζημίωση των μαρτύρων
ρθρο : 229 ιπομαρτυρία στην ανάκριση
ρθρο : 230 Ανάκληση της καταδίκης για λιπομαρτυρία κατά την ανάκριση
ρθρο : 231 ιπομαρτυρία στο ακροατήριο
ρθρο : 232 Ανάκληση καταδίκης για λιπομαρτυρία στο ακροατήριο

ΠΕΜΠΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ

ρθρο : 233 Διορισμός διερμηνέα


ρθρο : 234 Ποιοί δεν μπορούν να διοριστούν διερμηνείς
ρθρο : 235 ποχρέωση αποδοχής των καθηκόντων διερμηνέα
ρθρο : 236 Όρκος του διερμηνέα
ρθρο : 237 ετάφραση εγγράφου και γραπτές καταθέσεις σε ξένη γλώσσα
ρθρο : 238 Διερμηνέας του διερμηνέα

ΤΡΙΤΟ Ι ΙΟ
ΠΡΟΔΙ ΑΣΙΑ

ΠΡ ΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΝΑ ΡΙΣΗ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ρθρο : 239 Σκοπός της ανάκρισης


ρθρο : 240 Τόπος και χρόνος της ανάκρισης
ρθρο : 241 Η ανάκριση είναι έγγραφη
ρθρο : 242 Αυτόφωρο έγκλημα

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΠΡΟΑΝΑ ΡΙΣΗ
ρθρο : 243 Πότε και ποιόν ενεργείται
ρθρο : 244 Πότε η προανάκριση δεν είναι αναγκαία
ρθρο : 245 Πώς τελειώνει η προανάκριση

92
ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΡΙΑ ΑΝΑ ΡΙΣΗ

ρθρο : 246 Ποιός ενεργεί την κύρια ανάκριση


ρθρο : 247 Διαφωνία του ανακριτή
ρθρο : 248 Ενέργειες του ανακριτή
ρθρο : 249 Επιτόπια μετάβαση του ανακριτή
ρθρο : 250 Εξουσία του ανακριτή

ΔΕ ΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΝΑ ΡΙΤΙ ΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρο : 251 Καθήκοντα εκείνου που ενεργεί την ανάκριση


ρθρο : 252 Δικαιώματα εκείνου που ανακρίνει. ορυβοποιοί

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΡΕ ΝΕΣ

ρθρο : 253 Προ ποθέσεις για τη διενέργεια έρευνας


ρθρο : 253 Α Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων
ρθρο : 254 Νυκτερινή έρευνα σε κατοικία
ρθρο : 255 Διατυπώσεις για την έρευνα σε κατοικία
ρθρο : 256 Τρόπος διεξαγωγής
ρθρο : 257 Σωματικές έρευνες
ρθρο : 258 Σύνταξη της έκθεσης και μεσεγγύηση
ρθρο : 259 εσεγγύηση

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΤΑΣ ΕΣΗ

ρθρο : 260 Κατάσχεση στις τράπεζες και σε άλλα ιδρύματα


ρθρο : 261 ποχρέωση για παράδοση εγγράφων
ρθρο : 262 Κατάσχεση των εγγράφων
ρθρο : 263 Κατάσχεση μετά το τέλος της ανάκρισης
ρθρο : 264 Αντίγραφα των εγγράφων που κατασχέθηκαν
ρθρο : 265 Δικαστική παρακατάθεση των εγγράφων
ρθρο : 266 ύλαξη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν
ρθρο : 267 Σφράγιση
ρθρο : 268 Αντίγραφα και φωτογραφίες των πραγμάτων που κατασχέθηκαν.
ρση της κατάσχεσης
ρθρο : 269 Κατάσχεση εντύπων

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟ Ο ΙΑ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ

ρθρο : 270 Αναγκαίος όρος για να περατωθεί η ανάκριση


ρθρο : 271 Κλήση κατηγορουμένου
ρθρο : 272 νταλμα βίαιης προσαγωγής
ρθρο : 273 Εξέταση κατηγορουμένου
ρθρο : 274 ρευνα των μέσων της υπεράσπισης
93
ΠΕΜΠΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Σ Η Η ΑΙ ΠΡΟΣ ΡΙΝΗ ΡΑΤΗΣΗ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ

ρθρο : 275 Στα αυτόφωρα εγκλήματα


ρθρο : 276 Σύλληψη με ένταλμα
ρθρο : 277 Εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης
ρθρο : 278 Πώς γίνεται η σύλληψη
ρθρο : 279 Προσαγωγή του κατηγορουμένου
ρθρο : 280 Κατάσχεση πειστηρίων
ρθρο : 281 Κράτηση του προσώπου που συλλαμβάνεται
ρθρο : 282 Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροι
ρθρο : 283 νταλμα προσωρινής κράτησης
ρθρο : 284 Προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου
ρθρο : 285 Προσφυγή του προσωρινώς κρατουμένου
ρθρο : 286 ρση ή αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης και των
περιοριστικών όρων
ρθρο : 287 Διάρκεια της προσωρινής κράτησης
ρθρο : 288-290 Προκειμένου για το έγκλημα που συρρέει κατ' ιδέαν ή τελέστηκε
κατ' εξακολούθηση
ρθρο : 291-295 Αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης μετά το παραπεμπτικό
βούλευμα
ρθρο : 296 Σκοπός των περιοριστικών όρων
ρθρο : 297 Διαδικασία της εγγυοδοσίας
ρθρο : 298 όγοι για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με
προσωρινή κράτηση
ρθρο : 299-301 ποχρεώσεις του απολυόμενου
ρθρο : 302 Η τύχη της εγγύησης
ρθρο : 303 Απόδοση της εγγύησης
ρθρο : 304 Πλειστηριασμός των πραγμάτων που υποθηκεύθηκαν ή δόθηκαν
ως ενέχυρο

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙ ΑΣΤΙ Α Σ Μ Ο ΙΑ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Σ Μ Ο ΙΟ Π ΗΜΜΕ ΕΙΟΔΙ Ν

ρθρο : 305 Σύνθεση του Συμβουλίου


ρθρο : 306 Διαδικασία
ρθρο : 307 Αρμοδιότητα του συμβουλίου των πλημμελειοδικών κατά τη
διάρκεια της ανάκρισης
ρθρο : 308 Περάτωση της κύριας ανάκρισης
ρθρο : 309 Δικαιοδοσία του συμβουλίου πλημμελειοδικών μετά το τέλος της
ανάκρισης
ρθρο : 310 Απόφανση ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κλπ.
ρθρο : 311 Προσωρινή παύση της ποινικής δίωξης
ρθρο : 312 Περαιτέρω ανάκριση
ρθρο : 313 Παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο
ρθρο : 314 Αποστολή των εγγράφων
ρθρο : 315 Απόλυση ή προσωρινή κράτηση του κατηγορούμενου

94
ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
Σ Μ Ο ΙΟ Ε ΕΤ Ν

ρθρο : 316 Σύνθεση και διαδικασία


ρθρο : 317 Αρμοδιότητα
ρθρο : 318 Δικαιοδοσία του συμβουλίου εφετών
ρθρο : 319 Διατάξεις του βουλεύματος των εφετών

ΤΕΤΑΡΤΟ Ι ΙΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΣΤΟ Α ΡΟΑΤΗΡΙΟ

ΠΡ ΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΠΡΟΠΑΡΑΣ Ε ΑΣΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

ρθρο : 320 ρισμός δικασίμου και κλήτευση στο ακροατήριο


ρθρο : 321 Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης
ρθρο : 322 Προσφυγή κατά της απευθείας κλήσης
ρθρο : 323 Ανάκληση της εισαγωγής που έγινε με απευθείας κλήση
ρθρο : 324 Εξαιρέσεις
ρθρο : 325 Παραμονή των δικογραφιών στα γραφεία
ρθρο : 326 νωστοποίηση των μαρτύρων
ρθρο : 327 άρτυρες που πρέπει να κλητευθούν
ρθρο : 328 Εξέταση των μαρτύρων που έχουν κώλυμα να εμφανισθούν

ΔΕ ΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΡΙΑ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΜΕ Ι ΔΕΙΣ ΑΡ ΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

ρθρο : 329 Αρχή της δημοσιότητας


ρθρο : 330 Συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών
ρθρο : 331 Προφορικότητα της διαδικασίας
ρθρο : 332 Συμπεριφορά του δικαστή

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
Α Η ΟΝΤΑ ΑΙ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ Ε ΕΙΝΟ ΠΟ ΔΙΕ ΝΕΙ ΤΗ Σ ΗΤΗΣΗ

ρθρο : 333 ενική διεύθυνση της διαδικασίας


ρθρο : 334 Ανάκληση στην τάξη
ρθρο : 335 Προσφυγή στο δικαστήριο
ρθρο : 336 όρυβος και ανυπακοή
ρθρο : 337 Σύλληψη για ψευδορκία
ρθρο : 338 Πλαστότητα εγγράφου

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ ΣΤΟ Α ΡΟΑΤΗΡΙΟ

ρθρο : 339 ναρξη της εκδίκασης


ρθρο : 340 Προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου
ρθρο : 341 Αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας
ρθρο : 342 ήψη της ταυτότητας του κατηγορουμένου
ρθρο : 343 Απαγγελία της κατηγορίας
95
ρθρο : 344 Αποχώρηση του κατηγορουμένου
ρθρο : 345 Ανάκληση της προσωρινής απόλυσης
ρθρο : 346 ρνηση του κατηγορουμένου να εμφανισθεί
ρθρο : 347 Απομάκρυνση του κατηγορούμενου που θορυβεί
ρθρο : 348 Ασθένεια του κατηγορουμένου
ρθρο : 349 Αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟΔΕΙ ΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

ΜΑΡΤ ΡΕΣ

ρθρο : 350 Απαγόρευση επικοινωνίας μαρτύρων


ρθρο : 351 Σειρά κατά την εξέταση μαρτύρων
ρθρο : 352 Αναβολή της δίκης επειδή απουσιάζουν μάρτυρες
ρθρο : 353 Προσαγωγή των μαρτύρων
ρθρο : 354 άρτυρες που είναι αδύνατο να εμφανιστούν
ρθρο : 355 Κλήτευση νέων μαρτύρων υπεράσπισης
ρθρο : 356 Δικαιώματα του εισαγγελέα και των διαδίκων μετά την αναβολή
ρθρο : 357 Διευκρινίσεις και ερωτήσεις στους μάρτυρες και στους
κατηγορουμένους
ρθρο : 358 Παρατηρήσεις στις αποδείξεις που ενεργήθηκαν και ερωτήσεις
ρθρο : 359 Αποχώρηση και νέα εξέταση των μαρτύρων
ρθρο : 360 Απομάκρυνση του κατηγορουμένου
ρθρο : 361 Προσβολή της τιμής του μάρτυρα

ΠΡΑ ΜΑΤΟ Ν ΜΟΣ ΝΗ ΑΙ Α ΤΟ ΙΑ

ρθρο : 362 Πραγματογνώμονες


ρθρο : 363 Αυτοψία

Ε ΡΑ Α

ρθρο : 364 Ανάγνωση των εγγράφων


ρθρο : 365 Ανάγνωση ένορκων καταθέσεων

ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ ΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙ Σ ΠΕ ΝΟ

ρθρο : 366 Απολογία του κατηγορουμένου


ρθρο : 367 Εξέταση του αστικώς υπευθύνου
ρθρο : 368 Συμπληρωματικές έρευνες

ΠΕΜΠΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΤΙ Α Ο Ο ΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙ ΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

ρθρο : 369 Αγορεύσεις


ρθρο : 370 Πώς τελειώνει η ποινική δίκη
ρθρο : 371 Κατάρτιση και δημοσίευση των αποφάσεων
ρθρο : 372 Αποφάσεις που δημοσιεύονται στον τύπο
ρθρο : 373 ξοδα. Τύχη των πραγμάτων που κατασχέθηκαν

96
ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΙΔΙ ΟΙ ΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΣΤΟ Π ΗΜΜΕ ΕΙΟΔΙ ΕΙΟ

ρθρο : 374 Αριθμός, σειρά και κατανομή των υποθέσεων στο πλημμελειοδικείο

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΣΤΟ Ε ΕΤΕΙΟ

ρθρο : 375 Διακοπή των συνεδριάσεων


ρθρο : 376 Αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΣΤΑ ΜΙ ΤΑ ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ

ρθρο : 377 ενικές διατάξεις


ρθρο : 378 Συγκρότηση δικαστηρίων
ρθρο : 379 Προσόντα ενόρκων
ρθρο : 380 Κωλύματα των ενόρκων
ρθρο : 381 σόβια ανικανότητα
ρθρο : 382 Προσωρινή ανικανότητα
ρθρο : 383 Ετήσιοι γενικοί κατάλογοι ενόρκων
ρθρο : 384 Αιτήσεις - ενστάσεις και εκδίκασή τους. ριστικοποίηση καταλόγου
ρθρο : 385 Κατάλογος των ενόρκων για τη σύνοδο
ρθρο : 386 Παράλειψη εκλογής και κλήρωσης
ρθρο : 387 Κλήτευση και δηλώσεις των ενόρκων που κληρώθηκαν
ρθρο : 388 Διαγραφή και αντικατάσταση των ενόρκων που κληρώθηκαν
ρθρο : 389 Απαλλαγή από τα τέλη
ρθρο : 390 Αμφιβολίες για την ταυτότητα των ενόρκων που κληρώθηκαν
ρθρο : 391 Επακόλουθα από την απουσία ενόρκων - Ποινή των λιπενόρκων
ρθρο : 392 Αίτηση ακύρωσης από τους ενόρκους που τιμωρήθηκαν
ρθρο : 393 δειες απουσίας των ενόρκων
ρθρο : 394 Κλήρωση ενόρκων για να συζητηθεί υπόθεση
ρθρο : 395 Ασυμβίβαστα για τους ενόρκους
ρθρο : 396 Εξαίρεση ενόρκων
ρθρο : 397 Αναπληρωματικοί ένορκοι
ρθρο : 398 Όρκος ενόρκων
ρθρο : 399 Πότε προτείνεται η ακυρότητα
ρθρο : 400 Κλήρωση για περισσότερες υποθέσεις
ρθρο : 401
ρθρο : 402 Πότε διακόπτεται η συνεδρίαση και διορίζεται συνήγορος
ρθρο : 403 Απαγγελία της κατηγορίας - Ανάγνωση του βουλεύματος
ρθρο : 404 Αρμοδιότητα του μικτού ορκωτού δικαστηρίου
ρθρο : 405 Αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων
ρθρο : 406 Απόφαση για τις ιδιωτικές απαιτήσεις
ρθρο : 407 Ανακοίνωση σ' εκείνον που καταδικάστηκε
ρθρο : 408 Διαδικασία στο μικτό ορκωτό εφετείο

97
ΠΕΜΠΤΟ Ι ΙΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΕΣ

ΠΡ ΤΟ ΤΜΗΜΑ
Σ ΝΟΠΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ

1. ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ ΠΟ ΑΤΑ ΑΜ ΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ' Α ΤΟ Ρ

ρθρο : 409 Σύλληψη για πταίσμα


ρθρο : 410 Βεβαίωση της ταυτότητας ή άμεση εισαγωγή σε δίκη
ρθρο : 411 ρόνος και τόπος των συνεδριάσεων του πταισματοδικείου
ρθρο : 412 Πρόσκληση των μαρτύρων. Ανακοίνωση της κατηγορίας
ρθρο : 413 Παραπομπή στην κοινή διαδικασία

2. ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ ΠΟ Ε ΑΙ ΝΟΝΤΑΙ ΜΕ Ε ΕΣΗ

ρθρο : 414 Πταίσματα που βεβαιώνονται με έκθεση. Διαδικασία


ρθρο : 415 Απόφαση και αντιρρήσεις εναντίον της
ρθρο : 416 Συζήτηση στο ακροατήριο

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ

1. Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ ΠΟ ΑΤΑ ΑΜ ΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ' Α ΤΟ Ρ

ρθρο : 417 μεση παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο


ρθρο : 418 Διαδικασία
ρθρο : 419 Κράτηση του κατηγορουμένου
ρθρο : 420 Κλήτευση των συναιτίων
ρθρο : 421 Κλήτευση μαρτύρων
ρθρο : 422 Πολιτική αγωγή
ρθρο : 423 Αναβολή της συζήτησης
ρθρο : 424 Συζήτηση
ρθρο : 425 ΚΑΤΑ Η ΗΚΕ
ρθρο : 426 λλες περιπτώσεις εφαρμογής της συνοπτικής διαδικασίας

2. Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ ΠΟ Ε ΑΙ ΝΟΝΤΑΙ ΜΕ Ε ΕΣΗ

ρθρο : 427 ενική διάταξη

ΔΕ ΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΑΤΑ ΑΠΟΝΤ Ν ΑΙ ΟΔΙ Ν

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ

ρθρο : 428 Κλήτευση στο ακροατήριο


ρθρο : 429 Συζήτηση και απόφαση
ρθρο : 430 Αίτηση για την ακύρωση της απόφασης
ρθρο : 431 Συζήτηση
98
ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
Α Ο Ρ ΗΜΑΤΑ

ρθρο : 432 Αναστολή της εκδίκασης


ρθρο : 433 Παραπομπή της πολιτικής αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια
ρθρο : 434 Δημοσίευση του παραπεμπτικού βουλεύματος
ρθρο : 435 υγοδικία του κατηγορουμένου

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΔΙ ΑΣΤΙ Η Σ ΝΔΡΟΜΗ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Ε ΔΟΣΗ

ρθρο : 436 ενικά


ρθρο : 437 Πότε επιτρέπεται
ρθρο : 438 Πότε απαγορεύεται
ρθρο : 439 Αίτηση για έκδοση από περισσότερα κράτη
ρθρο : 440 Περιορισμοί στην έκδοση
ρθρο : 441 Αναβολή της έκδοσης
ρθρο : 442 Προσωρινή παράδοση του προσώπου για το οποίο ζητείται η
έκδοση
ρθρο : 443 Αίτηση για την έκδοση
ρθρο : 444 Αίτηση για επεξηγήσεις
ρθρο : 445 Σύλληψη του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση. Κατάσχεση
πειστηρίων
ρθρο : 446 Βεβαίωση της ταυτότητας. υλάκιση του προσώπου που έχει
συλληφθεί
ρθρο : 447 Ανακοίνωση των εγγράφων
ρθρο : 448 Συζήτηση για την έκδοση
ρθρο : 449 Προσωρινή απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί
ρθρο : 450 Απόφαση για την έκδοση
ρθρο : 451 νδικο μέσο κατά της απόφασης
ρθρο : 452 Πότε διατάσσεται η έκδοση
ρθρο : 453 Απόδοση όσων κατασχέθηκαν
ρθρο : 454 ποβολή νέας αίτησης
ρθρο : 455 Αίτηση των ελληνικών αρχών για έκδοση
ρθρο : 456 Επανέκδοση σε ξένη χώρα προσώπου που εκδόθηκε στις
ελληνικές δικαστικές αρχές

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
Α ΕΣ ΠΕΡΙΠΤ ΣΕΙΣ ΔΙ ΑΣΤΙ ΗΣ Σ ΝΔΡΟΜΗΣ

ρθρο : 457 Αιτήσεις για ανακριτικές πράξεις


ρθρο : 458 Αιτήσεις των ξένων δικαστικών αρχών για ανακριτικές πράξεις
ρθρο : 459 εταγωγή του κρατουμένου για εξέταση
ρθρο : 460 ξοδα μαρτύρων και πραγματογνωμόνων
ρθρο : 461 Διαβίβαση των πειστηρίων

99
Ε ΤΟ Ι ΙΟ
ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ

ΠΡ ΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ρθρο : 462 Ποια είναι τα ένδικα μέσα


ρθρο : 463 Ποιος τα ασκεί
ρθρο : 464 σκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα
ρθρο : 465 σκηση των ένδικων μέσων που παρέχονται στους διαδίκους
ρθρο : 466 Αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου
ρθρο : 467 σκηση των ένδικων μέσων από τον αστικώς υπεύθυνο
ρθρο : 468 σκηση των ένδικων μέσων από τον πολιτικώς ενάγοντα
ρθρο : 469 Το ένδικο μέσο εκτείνεται και στους κατηγορουμένους που δεν το
άσκησαν
ρθρο : 470 Απαγορεύεται να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορούμενου
ρθρο : 471 Ανασταλτική δύναμη των ένδικων μέσων
ρθρο : 472 Αμφισβήτηση της ανασταλτικής δύναμης του ένδικου μέσου
ρθρο : 473 Προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων
ρθρο : 474 κθεση και λόγοι άσκησης του ένδικου μέσου
ρθρο : 475 Παραίτηση από ένδικο μέσο
ρθρο : 476 Όταν το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο

ΔΕ ΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ ΑΤΑ Τ Ν Ο Ε ΜΑΤ Ν

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Ε ΕΣΗ

ρθρο : 477 Σε ποιους επιτρέπεται


ρθρο : 478 Πότε επιτρέπεται στον κατηγορούμενο
ρθρο : 479 Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα
ρθρο : 480 Πότε επιτρέπεται στον πολιτικώς ενάγοντα
ρθρο : 481 Αρμόδιο δικαστήριο για την έφεση

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

ρθρο : 482 Πότε επιτρέπεται στους διαδίκους


ρθρο : 483 Πότε επιτρέπεται στον εισαγγελέα
ρθρο : 484 όγοι αναίρεσης
ρθρο : 485 Συζήτηση της αναίρεσης

ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ ΑΤΑ Τ Ν ΑΠΟ ΑΣΕ Ν

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Ε ΕΣΗ

ρθρο : 486 φεση κατά της αθωωτικής απόφασης


ρθρο : 487 φεση κατά της απόφασης που κηρύσσει αναρμοδιότητα
ρθρο : 488 φεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης. α) Από τον πολιτικώς
ενάγοντα
100
ρθρο : 489 β) Από τον κατηγορούμενο και τον εισαγγελέα
ρθρο : 490 γ) δίως από τον εισαγγελέα
ρθρο : 491 Η έφεση στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων
ρθρο : 492 φεση κατά του μέρους της απόφασης που προβλέπει την
απόδοση ή τη δήμευση
ρθρο : 493 φεση σε συναφή εγκλήματα
ρθρο : 494 Αντέφεση
ρθρο : 495 Προθεσμία και διατυπώσεις της αντέφεσης
ρθρο : 496 Αποτελέσματα της αντέφεσης
ρθρο : 497 Ανασταλτική** (βλ. σχ.) δύναμη της έφεσης
ρθρο : 498 Διατυπώσεις της έφεσης
ρθρο : 499 Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της έφεσης
ρθρο : 500 Προπαρασκευαστική διαδικασία
ρθρο : 501 Κύρια συζήτηση α) Όταν απουσιάζει ο εκκαλών
ρθρο : 502 β) Όταν εμφανισθεί ο εκκαλών
ρθρο : 503 Τύχη της εγγύησης

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΝΑΙΡΕΣΗ

ρθρο : 504 Αποφάσεις κατά των οποίων επιτρέπεται


ρθρο : 505 Ποιοί ζητούν την αναίρεση
ρθρο : 506 Αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων
ρθρο : 507 Προθεσμία για την αναίρεση
ρθρο : 508 Πότε είναι παραδεκτή η αναίρεση
ρθρο : 509 κθεση αναίρεσης
ρθρο : 510 όγοι αναίρεσης
ρθρο : 511 όγοι αναίρεσης που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως
ρθρο : 512 όγοι για την αναίρεση της αθωωτικής απόφασης
ρθρο : 513 Διαδικασία
ρθρο : 514 Συζήτηση α) η εμφάνιση του αναιρεσείοντος
ρθρο : 515 β) Εμφάνιση του αναιρεσείοντος
ρθρο : 516 Αναίρεση για αναρμοδιότητα
ρθρο : 517 Αναίρεση λόγω δεδικασμένου
ρθρο : 518 Αναίρεση για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου
ρθρο : 519 Αναίρεση για άλλους λόγους
ρθρο : 520 Αναίρεση για παραβάσεις μετά την ετυμηγορία
ρθρο : 521 Αναίρεση ως προς τις ιδιωτικές απαιτήσεις
ρθρο : 522 Εκτέλεση της απόφασης του Αρείου Πάγου
ρθρο : 523 Σύνθεση του δικαστηρίου της παραπομπής
ρθρο : 524 Συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής

Ε ΔΟΜΟ Ι ΙΟ
Ε ΤΑ ΤΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΕΣ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΠΑΝΑ Η Η ΤΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

ρθρο : 525,525Α Επανάληψη σε όφελος του καταδικασμένου


ρθρο : 526 Επανάληψη σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε
ρθρο : 527 Ποιοι ζητούν την επανάληψη και με ποιες διατυπώσεις
ρθρο : 528 Αρμόδιο δικαστήριο - Διαδικασία
ρθρο : 529 Αναστολή της εκτέλεσης της ποινής
101
ρθρο : 530 Επανάληψη της συζήτησης

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟ ΑΤΑΣΤΑΣΗ

ρθρο : 531 Αίτηση που βεβαιώνει τους λόγους της


ρθρο : 532 Απόφαση για την αίτηση

ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟ ΗΜΙ ΣΗ Ε ΕΙΝ Ν ΠΟ ΡΑΤΗ Η ΑΝ ΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ Α Η ΑΝ

ρθρο : 533 Ποιοι δικαιούνται αποζημίωση


ρθρο : 534 Ποιοί άλλοι έχουν δικαίωμα για αποζημίωση
ρθρο : 535 Πότε δεν υπάρχει δικαίωμα για αποζημίωση
ρθρο : 536 Αρμόδιο δικαστήριο και ύψος αποζημίωσης
ρθρο : 537 εταγενέστερη αίτηση
ρθρο : 538 Ακυρότητα της απόφασης
ρθρο : 539 Αγωγή για την αποζημίωση
ρθρο : 540 Αντικείμενο της αξίωσης στα πολιτικά δικαστήρια
ρθρο : 541 ποκατάσταση του δημοσίου στα δικαιώματα του ζημιωμένου
ρθρο : 542 Εφαρμογή και στον ρειο Πάγο και στα υπόλοιπα δικαστήρια
ρθρο : 543 Εφαρμογή και υπέρ των αλλοδαπών
ρθρο : 544 ννοια δικαστηρίου και απόφασης
ρθρο : 545 ρση υποχρέωσης γι' αποζημίωση

Ο ΔΟΟ Ι ΙΟ
Ε ΤΕ ΕΣΗ

ΠΡ ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΠΟ ΑΣΕΙΣ Ε ΤΕ ΕΣΤΕΣ

ρθρο : 546 Πότε η απόφαση είναι εκτελεστή


ρθρο : 547 Πότε εκτελείται η αθωωτική απόφαση
ρθρο : 548 Πότε εκτελείται η προπαρασκευαστική απόφαση
ρθρο : 549 Ποιοι φροντίζουν για την εκτέλεση της απόφασης
ρθρο : 550 Εκτέλεση περισσοτέρων αποφάσεων για το ίδιο έγκλημα
ρθρο : 551 Εκτέλεση περισσότερων αποφάσεων για διαφορετικά εγκλήματα
ρθρο : 552 Εκτέλεση της ποινής
ρθρο : 553 Απότιση της ποινής σε χρήμα
ρθρο : 554 ήξη της ποινής

ΔΕ ΤΕΡΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΝΑ Ο Η ΑΙ ΔΙΑ ΟΠΗ ΤΗΣ Ε ΤΕ ΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

ρθρο : 555 Πότε αναβάλλεται


ρθρο : 556 Δυνητική αναβολή της εκτέλεσης
ρθρο : 557 Διακοπή της εκτέλεσης της ποινής
ρθρο : 558 [Προσωρινή έξοδος του φυλακισμένου]
ρθρο : 559 Αρμοδιότητα για την αναβολή και τη διακοπή της ποινής
ρθρο : 560 Διαδικασία και απόφαση
ρθρο : 561 νδικα μέσα
ρθρο : 562 Εγγύηση για την αναβολή ή τη διακοπή της ποινής
ρθρο : 563 Εκτέλεση της ποινής που έχει αναβληθεί ή διακοπεί
102
ΤΡΙΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΑΜ Ι Ο ΙΕΣ ΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΗΝ Ε ΤΕ ΕΣΗ

ρθρο : 564 Αμφιβολίες για την ταυτότητα του καταδικασμένου


ρθρο : 565 Αμφιβολίες σχετικά με το είδος ή τη διάρκεια της ποινής
ρθρο : 566 Διαδικασία

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΤΕ ΟΣ Τ Ν ΠΟΙΝ Ν

ρθρο : 567 Πότε παύει η εκτέλεση της ποινής


ρθρο : 568 Πότε εξαλείφεται η ποινή
ρθρο : 569 Πώς εφαρμόζονται η αμνηστεία και η χάρη

ΠΕΜΠΤΟ Ε Α ΑΙΟ
Ε ΤΕ ΕΣΗ ΑΠΟ ΑΣΕ Ν ΙΑ ΤΙΣ ΠΟ ΙΤΙ ΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

ρθρο : 570 Πώς γίνεται η εκτέλεση


ρθρο : 571 Αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση

Ε ΤΟ Ε Α ΑΙΟ
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΗΝ Ε ΤΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙ ΗΣ ΤΗΣ Ε Ε ΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ

ρθρο : 572 Ποιός και πως ασκεί την εποπτεία

ΕΝΑΤΟ Ι ΙΟ
ΠΟΙΝΙ Ο ΜΗΤΡ Ο

ρθρο : 573 ργάνωση πηρεσιών Ποινικού ητρώου


ρθρο : 574 Τρόπος τήρησης του ποινικού μητρώου
ρθρο : 575 ννοια αντιγράφου ποινικού μητρώου
ρθρο : 576 Αντίγραφα ποινικού μητρώου
ρθρο : 577 κδοση αντιγράφων δικαστικής και γενικής χρήσης
ρθρο : 578 Καταστροφή δελτίων ποινικού μητρώου
ρθρο : 579 Απαγόρευση ανακοίνωσης
ρθρο : 580 Αμφισβητήσεις - Διορθώσεις εσφαλμένων εγγραφών

ΔΕ ΑΤΟ Ι ΙΟ
ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙ ΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

ρθρο : 581 Προκαταβολή των εξόδων


ρθρο : 582 ξοδα σε βάρος των κατηγορουμένων που καταδικάστηκαν
ρθρο : 583 ξοδα σε περίπτωση απόρριψης ενδίκων μέσων, ενστάσεων και
αιτήσεων
ρθρο : 584 ξοδα σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση
ρθρο : 585 ξοδα σε βάρος εκείνων που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση
ρθρο : 586 Προσφυγή του προσώπου που έχει ασκήσει τη μήνυση ή την
έγκληση
ρθρο : 587 ερική καταδίκη στα έξοδα
ρθρο : 588 Είσπραξη και βεβαίωση εξόδων
ρθρο : 589 Επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν

103
ΕΝΔΕ ΑΤΟ Ι ΙΟ
ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ρθρα : 590 - 603

104
Σ ΝΤΑ ΜΑ ΤΗΣ Ε ΑΔΑΣ
1975/1986/2001

ΜΕΡΟΣ ΠΡ ΤΟ
ΑΣΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
ΜΟΡ Η ΤΟ ΠΟ ΙΤΕ ΜΑΤΟΣ

1
1. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
2. εμέλιο του πολιτεύματος είναι η λα κή κυριαρχία.
3. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το αό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του θνους και ασκούνται
όπως ορίζει το Σύνταγμα.

2
1. σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική
υποχρέωση της Πολιτείας.
2. Η Ελλάδα, ακολουθώντας τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου,
επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών
σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών.

ΤΜΗΜΑ '
Σ ΕΣΕΙΣ Ε ΗΣΙΑΣ ΑΙ ΠΟ ΙΤΕΙΑΣ

3
1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής ρθόδοξης Εκκλησίας
του ριστού. Η ρθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριον ημών ησού
ριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη εγάλη Εκκλησία της
Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του ριστού˙ τηρεί απαρασάλευτα, όπως
εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι
αυτοκέφαλη, διοικείται από την ερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη Διαρκή ερά
Σύνοδο που προέρχεται από αυτήν και συγκροτείται όπως ορίζει ο Καταστατικός άρτης της
Εκκλησίας, με τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ' (29) ουνίου 1850 και της
Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
2. Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται
στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Το κείμενο της Αγίας ραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο
γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της
εγάλης του ριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη.

ΜΕΡΟΣ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΤΟΜΙ Α ΑΙ ΟΙΝ ΝΙ Α ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ

4
1. ι λληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
2. ι λληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
3. λληνες πολίτες είναι όσοι έχουν τα προσόντα που ορίζει ο νόμος. Επιτρέπεται να αφαιρεθεί η
ελληνική ιθαγένεια μόνο σε περίπτωση που κάποιος απέκτησε εκούσια άλλη ιθαγένεια ή που
ανέλαβε σε ξένη χώρα υπηρεσία αντίθετη προς τα εθνικά συμφέροντα, με τις προ ποθέσεις και τη
διαδικασία που προβλέπει ειδικότερα ο νόμος
4. όνο λληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις
που εισάγονται με ειδικούς νόμους
5. ι λληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις
δυνάμεις τους

105
6. Κάθε λληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της
Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων.
7. Τίτλοι ευγένειας ή διάκρισης ούτε απονέμονται ούτε αναγνωρίζονται σε λληνες πολίτες.

Ε : Η διάταξη της παραγράφου 6 δεν αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η


υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών, εντός ή εκτός των ενόπλων δυνάμεων (εναλλακτική
θητεία), από όσους έχουν τεκμηριωμένη αντίρρηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά
στρατιωτικής υπηρεσίας.

Σχόλια: Η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
(ΦΕΚ Α 84/2001).

5
1. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει
στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της ώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα
των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
2. Όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της
ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και
θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται στις περιπτώσεις που
προβλέπει το διεθνές δίκαιο.
Απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας.
3. Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται
ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει
ο νόμος.
"4. Απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιονδήποτε λληνα την
ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη ώρα, καθώς και την ελεύθερη έξοδο και είσοδο σ' αυτήν.
Τέτοιου περιεχομένου περιοριστικά μέτρα είναι δυνατόν να επιβληθούν μόνο ως παρεπόμενη ποινή
με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις ανάγκης και μόνο για την πρόληψη
αξιόποινων πράξεων, όπως νόμος ορίζει".
"5. Καθένας έχει δικαίωμα στην προστασία της υγείας και της γενετικής του ταυτότητας. Νόμος
ορίζει τα σχετικά με την προστασία κάθε προσώπου έναντι των βιο ατρικών παρεμβάσεων".

Ε : Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται η


απαγόρευση της εξόδου με πράξη του εισαγγελέα, εξαιτίας ποινικής δίωξης, ούτε η λήψη μέτρων
που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος
ορίζει.

Σχόλια: Η παρ. 4 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. Η παρ. 5 προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. Η ερμηνευτική δήλωση του
παρόντος άρθρου διατηρήθηκε σε ισχύ με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/2001).

5
"1. Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση, όπως νόμος ορίζει. Περιορισμοί στο δικαίωμα
αυτό είναι δυνατόν να επιβληθούν με νόμο μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και
δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας
δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων.
2. Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της
πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής,
ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των
εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001).

6
1. Κανένας δεν συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που
πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή η προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα
εγκλήματα.

106
2. Όποιος συλλαμβάνεται για αυτόφωρο έγκλημα ή με ένταλμα προσάγεται στον αρμόδιο
ανακριτή το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψη, αν όμως η σύλληψη έγινε
έξω από την έδρα του ανακριτή, η προσαγωγή γίνεται μέσα στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη
μεταγωγή του. ανακριτής οφείλει, μέσα σε τρεις ημέρες από την προσαγωγή, είτε να απολύσει
τον συλληφθέντα, είτε να εκδώσει ένταλμα φυλάκισης. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται για δύο
ημέρες, αν το ζητήσει αυτός που έχει προσαχθεί, ή σε περίπτωση ανώτερης βίας που βεβαιώνεται
αμέσως με απόφαση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.
3. Όταν περάσει άπρακτη καθεμία από τις δύο αυτές προθεσμίες, κάθε δεσμοφύλακας ή άλλος,
είτε πολιτικός υπάλληλος είτε στρατιωτικός, στον οποίο έχει ανατεθεί κράτηση εκείνου που έχει
συλληφθεί, οφείλει να τον απολύσει αμέσως. ι παραβάτες τιμωρούνται για παράνομη
κατακράτηση και υποχρεούνται να επανορθώσουν κάθε ζημία που έγινε στον παθόντα και να τον
ικανοποιήσουν για ηθική βλάβη με χρηματικό ποσό, όπως νόμος ορίζει.
4. Νόμος ορίζει το ανώτατο όριο διάρκειας της προφυλάκισης, που δεν μπορεί να υπερβεί το ένα
έτος στα κακουργήματα και τους έξι μήνες στα πλημμελήματα. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις
τα ανώτατα αυτά όρια μπορούν να παραταθούν για έξι και τρεις μήνες, αντίστοιχα, με απόφαση του
αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου.
"Απαγορεύεται η υπέρβαση των ανώτατων ορίων της προφυλάκισης με τη διαδοχική επιβολή του
μέτρου αυτού για επί μέρους πράξεις της ίδιας υπόθεσης".

Σχόλια: Το εντός εισ. εδαφ. προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α'
84/2001) του οποίου εδαφίου η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

7-Ν
1. γκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση
της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που
προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης.
2. Τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας, ή άσκηση ψυχολογικής βίας,
καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απαγορεύονται και τιμωρούνται,
όπως νόμος ορίζει.
"3. Η γενική δήμευση απαγορεύεται. ανατική ποινή δεν επιβάλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις
που προβλέπονται στο νόμο για κακουργήματα τα οποία τελούνται σε καιρό πολέμου και
σχετίζονται με αυτόν".
4. Νόμος ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση,
αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή
παράνομα την προσωπική τους ελευθερία.

Σχόλια: Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84),της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001

8
Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος.
Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια, με οποιοδήποτε όνομα, δεν επιτρέπεται να
συσταθούν.

9
1. Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι
απαραβίαστη. Καμία έρευνα δε γίνεται σε κατοικία, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος και
πάντοτε με την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.
2. ι παραβάτες της προηγούμενης διάταξης τιμωρούνται για παραβίαση του οικογενειακού
ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας, και υποχρεούνται σε πλήρη αποζημίωση του παθόντος, όπως
νόμος ορίζει.

9
"Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από την συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με
ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Η προστασία των
προσωπικών δεδομένων διασφαλίζεται από ανεξάρτητη αρχή, που συγκροτείται και λειτουργεί,
όπως νόμος ορίζει".

107
Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001).

10
1. Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να
αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις
κείμενες διατάξεις και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα
με το νόμο
2. όνο μετά την κοινοποίηση της τελικής απόφασης της αρχής στην οποία απευθύνεται η
αναφορά, και με την άδειά της, επιτρέπεται η δίωξη εκείνου που την υπέβαλε για παραβάσεις που
τυχόν υπάρχουν σ' αυτή.
"3. Η αρμόδια υπηρεσία ή αρχή υποχρεούται να απαντά στα αιτήματα για παροχή πληροφοριών
και χορήγηση εγγράφων, ιδίως πιστοποιητικών, δικαιολογητικών και βεβαιώσεων μέσα σε ορισμένη
προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των 60 ημερών, όπως νόμος ορίζει. Σε περίπτωση παρόδου άπρακτης
της προθεσμίας αυτής ή παράνομης άρνησης, πέραν των άλλων τυχόν κυρώσεων και έννομων
συνεπειών, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα, όπως νόμος ορίζει".

Σχόλια: Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

11
1. ι λληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα.
2. όνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. ι υπαίθριες
συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής,
γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε
περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει.

12
1. ι λληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία,
τηρώντας του νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος
αυτού από προηγούμενη άδεια.
2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του
καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση.
3. ι διατάξεις της προηγούμενη παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις
προσώπων που δεν συνιστούν σωματείο.
"4" (5). ι γεωργικοί και αστικοί συνεταιρισμοί κάθε είδους αυτοδιοικούνται σύμφωνα με τους
όρους του νόμου και του καταστατικού τους και προστατεύονται και εποπτεύονται από το Κράτος,
που είναι υποχρεωμένο να μεριμνά για την ανάπτυξή τους.
"5" (6). Επιτρέπεται η σύσταση με νόμο αναγκαστικών συνεταιρισμών που αποβλέπουν στην
εκπλήρωση σκοπών κοινής ωφέλειας ή δημόσιου ενδιαφέροντος ή κοινής εκμετάλλευσης
γεωργικών εκτάσεων ή άλλης πλουτοπαραγωγικής πηγής, εφόσον πάντως εξασφαλίζεται η ίση
μεταχείριση αυτών που συμμετέχουν.

Σχόλια: Η παρ. 4 καταργήθηκε και οι παρ. 5, 6 αναριθμήθηκαν σε 4, 5 με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

13
1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και
πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.
2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα
υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια
τάξη ή τα χρηστά ήθη. προσηλυτισμός απαγορεύεται.
3. ι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και
στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.
4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την
εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους.
5. Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο, που ορίζει και τον τύπο του.

108
14
1. Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους
στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Κράτους.
2. Τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται.
3. Η κατάσχεση εφημερίδων και άλλων εντύπων, είτε πριν από την κυκλοφορία είτε ύστερα από
αυτήν, απαγορεύεται.
Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία:
α) για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας.
β) για προσβολή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας.
γ) για δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη
των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της ώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του
πολιτεύματος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Κράτους.
δ) για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις
που ορίζει ο νόμος.
4. Σ' όλες τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου ο εισαγγελέας, μέσα σε είκοσι
τέσσερις ώρες από την κατάσχεση, οφείλει να υποβάλει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, και
αυτό, μέσα σε άλλες είκοσι τέσσερις ώρες, οφείλει να αποφασίσει για τη διατήρηση ή την άρση της
κατάσχεσης, διαφορετικά η κατάσχεση αίρεται αυτοδικαίως. Τα ένδικα μέσα της έφεσης και της
αναίρεσης επιτρέπονται στον εκδότη της εφημερίδας ή άλλου εντύπου που κατασχέθηκε και στον
εισαγγελέα.
"5. Καθένας ο οποίος θίγεται από ανακριβές δημοσίευμα ή εκπομπή έχει δικαίωμα απάντησης, το
δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση πλήρους και άμεσης επανόρθωσης. Καθένας ο
οποίος θίγεται από υβριστικό ή δυσφημιστικό δημοσίευμα ή εκπομπή έχει, επίσης, δικαίωμα
απάντησης, το δε μέσο ενημέρωσης έχει αντιστοίχως υποχρέωση άμεσης δημοσίευσης ή
μετάδοσης της απάντησης. Νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο ασκείται το δικαίωμα απάντησης
και διασφαλίζεται η πλήρης και άμεση επανόρθωση ή η δημοσίευση και μετάδοση της απάντησης".
6. Το δικαστήριο, ύστερα από τρεις τουλάχιστον καταδίκες μέσα σε μία πενταετία για διάπραξη
των εγκλημάτων που προβλέπονται στην παράγραφο 3, διατάσσει την οριστική ή προσωρινή
παύση της έκδοσης του εντύπου και, σε βαριές περιπτώσεις, την απαγόρευση της άσκησης του
δημοσιογραφικού επαγγέλματος από το πρόσωπο που καταδικάστηκε, όπως νόμος ορίζει. Η
παύση ή η απαγόρευση αρχίζουν αφότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη.
"7. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την αστική και ποινική ευθύνη του τύπου και των άλλων μέσων
ενημέρωσης και με την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων".
8. Νόμος ορίζει τις προ ποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού
επαγγέλματος.
"9. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η οικονομική κατάσταση και τα μέσα χρηματοδότησης των μέσων
ενημέρωσης πρέπει να γίνονται γνωστά, όπως νόμος ορίζει. Νόμος προβλέπει τα μέτρα και τους
περιορισμούς που είναι αναγκαίοι για την πλήρη διασφάλιση της διαφάνειας και της πολυφωνίας
στην ενημέρωση. Απαγορεύεται η συγκέντρωση του ελέγχου περισσότερων μέσων ενημέρωσης
της αυτής ή άλλης μορφής. Απαγορεύεται ειδικότερα η συγκέντρωση περισσότερων του ενός
ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης της αυτής μορφής, όπως νόμος ορίζει. Η ιδιότητα του ιδιοκτήτη,
του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του διευθυντικού στελέχους επιχείρησης μέσων ενημέρωσης
είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή του
διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου
του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Η
απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου καταλαμβάνει και κάθε είδους παρένθετα πρόσωπα,
όπως συζύγους, συγγενείς, οικονομικά εξαρτημένα άτομα ή εταιρείες. Νόμος ορίζει τις ειδικότερες
ρυθμίσεις, τις κυρώσεις που μπορεί να φθάνουν μέχρι την ανάκληση της άδειας ραδιοφωνικού ή
τηλεοπτικού σταθμού και μέχρι την απαγόρευση σύναψης ή την ακύρωση της σχετικής σύμβασης,
καθώς και τους τρόπους ελέγχου και τις εγγυήσεις αποτροπής των καταστρατηγήσεων των
προηγουμένων εδαφίων".

Σχόλια: Οι παρ. 5, 7, 9 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ
Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

15
1. ι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον
κινηματογράφο, τη φωτογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο
μετάδοσης λόγου ή παράστασης.
109
"2. Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. έλεγχος και η
επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού
Συμβουλίου αδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. άμεσος έλεγχος
του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως
σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και
προ όντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων
που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική
ανάπτυξη της ώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της
παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και
των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά
μέσα."

Σχόλια: Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

16
1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες˙ η ανάπτυξη και η
προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημα κή ελευθερία και η ελευθερία της
διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα
2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική,
επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής
συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
3. Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα.
4. Όλοι οι λληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά
εκπαιδευτήρια. Το Κράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που
έχουν ανάγκη από βοήθεια ή ειδική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους.
5. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία
του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με
τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως
νόμος ορίζει.
Ειδικός νόμος ορίζει όσα αφορούν τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των
σπουδαστών σ' αυτούς.
6. ι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Το υπόλοιπο
διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προ ποθέσεις που νόμος
ορίζει. Τα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους
οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων.
ι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει
σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προ ποθέσεις που
προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται
κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει.
Νόμος ορίζει το όριο της ηλικίας των καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,
εωσότου εκδοθεί ο νόμος αυτός οι καθηγητές που υπηρετούν αποχωρούν αυτοδικαίως μόλις λήξει
το ακαδημα κό έτος μέσα στο οποίο συμπληρώνουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους.
7. Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές
ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται
ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από σχολές
αυτές.
8. Νόμος ορίζει τις προ ποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία
εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ'
αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.
Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.
9. αθλητισμός τελεί υπό την προστασία και την ανώτατη εποπτεία του Κράτους.
Το Κράτος επιχορηγεί και ελέγχει τις ενώσεις των αθλητικών σωματείων κάθε είδους, όπως
νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει επίσης τη διάθεση των ενισχύσεων που παρέχονται κάθε φορά στις
επιχορηγούμενες ενώσεις σύμφωνα με τον προορισμό τους.

110
17
1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από
αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί
με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης
αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο
της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Αν ζητηθεί
απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο
της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο.
"Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση
έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της
αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό
προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της
δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και
σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης
δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου."
3. Η ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριούμενου μετά τη δημοσίευση της πράξης
απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη.
4. "Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. πορεί να οριστεί και προσωρινά
δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά
την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον
τρόπο που ορίζει ο νόμος. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά
παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με
απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. ε τον ίδιο
νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες."
Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα
του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη.
"Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της ώρας είναι
δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό
προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον
προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος
της αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης,
όπως νόμος ορίζει. Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως και στις
περιπτώσεις αυτές."
Η αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από
τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε
περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση
της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως.
Η αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος.
5. Νόμος ορίζει τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ικανοποίησης των δικαιούχων για την πρόσοδο,
την οποία έχασαν από το ακίνητο απαλλοτριώθηκε ως το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης.
6. Όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την
οικονομία της ώρας, νόμος μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του Δημοσίου
ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων.
ίδιος νόμος καθορίζει τις προ ποθέσεις και τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα
σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των
εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να
εκτελεστεί.
7. Νόμος μπορεί να ορίσει ότι για την εκτέλεση έργων με προφανή κοινή ωφέλεια υπέρ του
Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οργανισμών
κοινής ωφέλειας και δημόσιων επιχειρήσεων, επιτρέπεται να διανοιχθούν υπόγειες σήραγγες στο
επιβαλλόμενο βάθος, χωρίς αποζημίωση, υπό τον όρο ότι δεν θα παραβλάπτεται η συνήθης
εκμετάλλευση του υπερκείμενου ακινήτου.

Σχόλια: Τα εντός εισαγωγικών εδάφ. στη παρ. 2 προστέθηκαν, το πρώτο εδαφ. της παρ. 4 αντικαταστάθηκε,
το εντός εισαγωγικών εδαφ. μετά το δεύτερο εδαφ. της παρ. 4 προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. Σύμφωνα με το ίδιο ως άνω
Ψήφισμα με το οποίο προστίθεται παρ. 7 στο άρθρο 117 του Συντάγματος η ισχύς της αναθεωρημένης διάταξης

111
του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του Συντάγματος αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του
σχετικού εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002.

18
1. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και τη διάθεση των μεταλλείων, ορυχείων,
σπηλαίων, αρχαιολογικών χώρων και θησαυρών ιαματικών, ρεόντων και υπόγειων υδάτων και
γενικά του υπόγειου πλούτου.
2. ε νόμο ρυθμίζονται τα σχετικά με την ιδιοκτησία, την εκμετάλλευση και διαχείριση των
λιμνοθαλασσών και των μεγάλων λιμνών, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση γενικά των εκτάσεων
που προκύπτουν από αποξήρανσή τους.
3. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τις επιτάξεις για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων σε
περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης, ή για τη θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης που μπορεί
να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία.
4. Επιτρέπεται, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ειδικός νόμος, ο αναδασμός αγροτικών
εκτάσεων για την επωφελέστερη εκμετάλλευση του εδάφους, καθώς και η λήψη μέτρων για την
αποφυγή της υπέρμετρης κατάτμησης, ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατμημένης
μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας.
5. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους, μπορεί να
προβλεφθεί με νόμο και κάθε άλλη στέρηση της ελεύθερης χρήσης και κάρπωση της ιδιοκτησίας
που απαιτείται από ιδιαίτερες περιστάσεις. Νόμος ορίζει τον υπόχρεο και τη διαδικασία καταβολής
στον δικαιούχο του ανταλλάγματος της χρήσης ή κάρπωσης, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται
στις υφιστάμενες κάθε φορά συνθήκες.
έτρα που επιβλήθηκαν με την εφαρμογή της παραγράφου αυτής αίρονται αμέσως μόλις
εκλείψουν οι ιδιαίτεροι λόγοι που τα προκάλεσαν. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης παράτασης των
μέτρων αποφασίζει για την άρση τους, κατά κατηγορίες περιπτώσεων, το Συμβούλιο της
Επικρατείας, ύστερα από αίτηση όποιοι έχει έννομο συμφέρον.
6. ε νόμο μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά με τη διάθεση εγκαταλειμμένων εκτάσεων για την
αξιοποίησή τους υπέρ της εθνικής οικονομίας και αποκατάσταση ακτημόνων. ε τον ίδιο νόμο
ορίζονται και τα σχετικά με την μερική ή ολική αποζημίωση των ιδιοκτητών σε περίπτωση
επανεμφάνισής τους μέσα σε εύλογη προθεσμία.
7. ε νόμο μπορεί να καθιερωθεί η αναγκαστική συνιδιοκτησία συνεχόμενων ιδιοκτησιών
αστικών περιοχών, εφόσον η αυτοτελής ανοικοδόμηση αυτών ή μερικών απ' αυτές δεν
ανταποκρίνεται στους όρους δόμησης που ισχύουν ή πρόκειται να ισχύσουν στην περιοχή αυτή.
8. Δεν επιτρέπεται να απαλλοτριωθεί η αγροτική ιδιοκτησία των Σταυροπηγιακών ερών ονών
της Αγίας Αναστασίας της αρμακολύτριας στη αλκιδική, των Βλατάδων στη εσσαλονίκη και του
Ευαγγελιστή ωάννη του εολόγου στην Πάτμο, με εξαίρεση τα μετόχια. Επίσης δεν επιτρέπεται να
απαλλοτριωθεί η περιουσία που βρίσκεται στην Ελλάδα των Πατριαρχείων Αλεξάνδρειας,
Αντιόχειας και εροσολύμων, καθώς και της ερής ονής του Σινά.

19
"1". Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με
οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η
δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση
ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
"2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης
αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1".
"3. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του
άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α".

Σχόλια: Το ισχύον άρθρο μετετράπη σε παρ. 1 και προστέθηκαν παρ. 2-3 με το Ψήφισμα της Ζ'
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

20
1. Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να
αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.
2. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική
ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων του.

112
21
1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του θνους, καθώς και ο γάμος, η
μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους.
2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες
και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή
πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος.
3. Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της
νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων.
4. Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί
αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους.
"5. σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη όλων των
αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους."
"6. Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την
αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και
πολιτική ζωή της ώρας."

Σχόλια: Οι παρ. 5-6 προστέθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

22
1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη
δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του
εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού.
Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για
παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας.
2. ε νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές
συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με
τους κανόνες που θέτει η διαιτησία.
"3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας από τους δημόσιους
υπαλλήλους και τους υπαλλήλους οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου."
"4". ποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται.
Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση
πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της ώρας ή επείγουσας
κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία,
καθώς και τα σχετικά με την προσφορά προσωπικής εργασίας στους οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης για την ικανοποίηση τοπικών αναγκών.
"5". Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει.

Ε : Στους γενικούς όρους εργασίας περιλαμβάνεται και ο προσδιορισμός


του τρόπου και του υποχρέου είσπραξης και απόδοσης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της
συνδρομής των μελών τους που προβλέπεται από τα καταστατικά τους.

Σχόλια: Η παρ. 3 προστέθηκε και οι παρ. 3-4 αναριθμήθηκαν σε 4-5 με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

23
1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας
και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ' αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους,
μέσα στα όρια του νόμου.
2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές
οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων
των εργαζομένων.
Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ' αυτούς
που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων
υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής
ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του
κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. ι

113
περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή
την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του.

24
"1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους
και δικαίωμα του καθενός. ια τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα
προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με
την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση
του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων,
εκτός αν προέχει για την Εθνική ικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την
επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον."
2. Η χωροταξική αναδιάρθρωση της ώρας, η διαμόρφωση, η ανάπτυξη, η πολεοδόμηση και η
επέκταση των πόλεων και των οικιστικών γενικά περιοχών υπάγεται στη ρυθμιστική αρμοδιότητα
και τον έλεγχο του Κράτους, με σκοπό να εξυπηρετείται η λειτουργικότητα και η ανάπτυξη των
οικισμών και να εξασφαλίζονται οι καλύτεροι δυνατοί όροι διαβίωσης.
" ι σχετικές τεχνικές επιλογές και σταθμίσεις γίνονται κατά τους κανόνες της επιστήμης. Η
σύνταξη εθνικού κτηματολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους."
3. ια να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι
ιδιοκτησίες που περιλαμβάνονται σε αυτή συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον
οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι,
πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την
εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων, όπως νόμος ορίζει.
4. Νόμος μπορεί να προβλέπει τη συμμετοχή των ιδιοκτητών περιοχής που χαρακτηρίζεται ως
οικιστική στην αξιοποίηση και γενική διαρρύθμισή της σύμφωνα με εγκεκριμένο σχέδιο, με
αντιπαροχή ακινήτων ίσης αξίας ή τμημάτων ιδιοκτησίας κατά όροφο, από τους χώρους που
καθορίζονται τελικά ως οικοδομήσιμοι ή από κτίρια της περιοχής αυτής.
5. ι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και στην αναμόρφωση των
οικιστικών περιοχών που ήδη υπάρχουν. ι ελεύθερες εκτάσεις, που προκύπτουν από την
αναμόρφωση, διατίθενται για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων ή εκποιούνται για να καλυφθούν
οι δαπάνες της πολεοδομικής αναμόρφωσης, όπως νόμος ορίζει.
6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το
Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά
μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών.

"Ε : ς δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων


φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί
συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και
αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον
(δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση,
υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά."

Σχόλια: Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε, στη παρ. 2 προστέθηκε εδαφ. και η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε με
το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) .

25
"1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή
του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα
υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα
αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. ι κάθε είδους
περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να
προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ
αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. "
2. Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του
ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε
ελευθερία και δικαιοσύνη.
3. Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος δεν επιτρέπεται.
4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της
κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.

114
Σχόλια: Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΑΙ ΕΙΤΟ Ρ ΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟ ΙΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
Σ ΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΠΟ ΙΤΕΙΑΣ

26
1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση.
3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια˙ οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα
του Ελληνικού αού.

27
1. Καμία μεταβολή στα όρια της Επικράτειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς νόμο, που ψηφίζεται με
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
2. ωρίς νόμο, που ψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, δεν
είναι δεκτή στην Ελληνική Επικράτεια ξένη στρατιωτική δύναμη ούτε μπορεί να διαμένει σ' αυτήν ή
να περάσει μέσα από αυτή.

28
1. ι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από
την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς,
αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη
αντίθετη διάταξη νόμου. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών
συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
2. ια να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η συνεργασία με άλλα κράτη,
μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες
που προβλέπονται από το Σύνταγμα. ια την ψήφιση νόμου που κυρώνει αυτή τη συνθήκη ή
συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
3. Η Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον
αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις
βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο
της αμοιβαιότητας.

"Ε : Το άρθρο 28 αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της ώρας στις


διαδικασίες της ευρωπα κής ολοκλήρωσης."

Σχόλια: Η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
(ΦΕΚ Α 84/2001).

29
1. λληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να
συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την
ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμη το δικαίωμα να εκλέγουν μπορούν να συμμετέχουν στα
τμήματα νέων των κομμάτων.
"2. Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές
και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις διαφάνειας ως προς
τις εκλογικές δαπάνες και γενικά την οικονομική διαχείριση των κομμάτων, των βουλευτών, των
υποψήφιων βουλευτών και των υποψηφίων στην τοπική αυτοδιοίκηση όλων των βαθμών. ε νόμο
επιβάλλεται ανώτατο όριο εκλογικών δαπανών, μπορεί να απαγορεύονται ορισμένες μορφές
προεκλογικής προβολής και καθορίζονται οι προ ποθέσεις υπό τις οποίες η παράβαση των
σχετικών διατάξεων συνιστά λόγο έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με πρωτοβουλία του
ειδικού οργάνου του επόμενου εδαφίου. έλεγχος των εκλογικών δαπανών των κομμάτων και των
υποψήφιων βουλευτών διενεργείται από ειδικό όργανο που συγκροτείται και με τη συμμετοχή

115
ανώτατων δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει. ε νόμο μπορούν να επεκταθούν οι
ρυθμίσεις αυτές και στους υποψηφίους για άλλες αιρετές θέσεις."
"3. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού
κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα
σώματα ασφαλείας. Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά
πολιτικού κόμματος, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους υπαλλήλους του Δημοσίου,
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή δημόσιων
επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιχειρήσεων η διοίκηση των
οποίων ορίζεται άμεσα ή έμμεσα από το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχο."

Σχόλια: Οι παρ. 2-3 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

ΤΜΗΜΑ '
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟ ΡΑΤΙΑΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΟ

30
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του Πολιτεύματος. Εκλέγεται από τη Βουλή για
περίοδο πέντε ετών, όπως ορίζεται στα άρθρα 32 και 33.
2. Το αξίωμα του Προέδρου είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.
3. Η προεδρική περίοδος αρχίζει από την ορκωμοσία του Προέδρου.
4. Σε περίπτωση πολέμου, η προεδρική θητεία παρατείνεται έως τη λήξη του.
5. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μια φορά μόνο.

31
"Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί όποιος είναι λληνας πολίτης πριν από πέντε
τουλάχιστον έτη, έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή, έχει συμπληρώσει το
τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ
Α 84).

32
1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και
σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής ένα τουλάχιστον μήνα πριν
λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό της
Βουλής.
Σε περίπτωση οριστικής αδυναμίας του Προέδρου της Δημοκρατίας, να εκπληρώσει τα
καθήκοντά του, κατά τους ορισμούς του άρθρου 34 παράγραφος 2, καθώς επίσης και σε
περίπτωση που ο Πρόεδρος παραιτηθεί, πεθάνει ή κηρυχθεί έκπτωτος κατά τις διατάξεις του
Συντάγματος, η συνεδρίαση της Βουλής για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας
συγκαλείται μέσα σε δέκα ημέρες το αργότερο αφότου έληξε πρόωρα η θητεία του προηγούμενου
Προέδρου.
2. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται σε κάθε περίπτωση για πλήρη θητεία.
3. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο
τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών.
Αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε
ημέρες.
Αν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η οριζόμενη πλειοψηφία, η ψηφοφορία
επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά ύστερα από πέντε ημέρες, οπότε εκλέγεται Πρόεδρος της
Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των
βουλευτών.
4. Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, η Βουλή
διαλύεται μέσα σε δέκα ημέρες από την ψηφοφορία, και προκηρύσσεται εκλογή για ανάδειξη νέας
Βουλής.

116
Η Βουλή που αναδεικνύεται από τις νέες εκλογές αμέσως μόλις συγκροτηθεί σε σώμα, εκλέγει με
ονομαστική ψηφοφορία Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου
αριθμού των βουλευτών.
Αν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μέσα σε πέντε ημέρες και
εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών. Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται
ακόμη μία φορά, ύστερα από πέντε ημέρες, μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν και
θεωρείται ότι έχει εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική
πλειοψηφία.
5. Αν η Βουλή είναι απούσα, συγκαλείται εκτάκτως για να εκλέξει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,
κατά τους ορισμούς της παραγράφου 4.
Αν η Βουλή έχει διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας
αναβάλλεται ώσπου να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή και μέσα σε είκοσι ημέρες, το αργότερο,
από τη συγκρότησή της, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4, αφού τηρηθούν και
οι ορισμοί της παραγράφου 1 του άρθρου 34.
6. Αν η διαδικασία για την εκλογή νέου Προέδρου, που ορίζεται στις προηγούμενες
παραγράφους, δεν περατωθεί εγκαίρως, ο ήδη Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξακολουθεί να ασκεί τα
καθήκοντά του και μετά τη λήξη της θητείας του ώσπου να αναδειχθεί νέος Πρόεδρος.

"Ε : Πρόεδρος της Δημοκρατίας που παραιτείται πριν από τη λήξη της
θητείας του δεν μπορεί να λάβει μέρος στην εκλογή που επακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του".

Σχόλια: Η ερμηνευτική δήλωση του παρόντος άρθρου προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001).

33
1. εκλεγόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνει την άσκηση των καθηκόντων του από
την επομένη της ημέρας που έληξε η θητεία του απερχόμενου Προέδρου˙ σε όλες τις άλλες
περιπτώσεις από την επομένη της εκλογής του.
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του, δίνει ενώπιον
της Βουλής τον ακόλουθο όρκο:
" ρκίζομαι στο όνομα της Αγίας και μοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα
και του νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και
την ακεραιότητα της ώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να
υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού αού".
3. Νόμος ορίζει τη χορηγία που καταβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και τη
λειτουργία των υπηρεσιών που οργανώνονται για την εκτέλεση των καθηκόντων του.

34
1. Τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν απουσιάζει στο εξωτερικό περισσότερο από δέκα ημέρες,
αν πεθάνει, παραιτηθεί, κηρυχθεί έκπτωτος ή αν κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο να ασκήσει τα
καθήκοντά του, τον αναπληρώνει προσωρινά ο Πρόεδρος της Βουλής˙ αν δεν υπάρχει Βουλή, ο
Πρόεδρος της τελευταίας Βουλής και, αν αυτός αρνείται ή δεν υπάρχει, η Κυβέρνηση συλλογικά.
Κατά την περίοδο της αναπλήρωσης του Προέδρου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διάλυση
της Βουλής, με εξαίρεση την περίπτωση του άρθρου 32 παρ. 4, καθώς και οι διατάξεις για την
παύση της Κυβέρνησης και την προσφυγή σε δημοψήφισμα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 38
παράγραφος 2 και του άρθρου 44 παράγραφος 2.
2. Αν η αδυναμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να ασκήσει τα καθήκοντά του παρατείνεται
πέρα από τριάντα ημέρες, συγκαλείται υποχρεωτικά η Βουλή, ακόμη και αν αυτή έχει διαλυθεί, για
να αποφασίσει με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνόλου των μελών της, αν συντρέχει
περίπτωση εκλογής νέου Προέδρου. Σε καμία πάντως περίπτωση η εκλογή νέου Προέδρου της
Δημοκρατίας δεν μπορεί να καθυστερήσει περισσότερο από έξι συνολικά μήνες, αφότου άρχισε η
αναπλήρωσή του που προκλήθηκε από αδυναμία του.

117
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΕΞΟ ΣΙΕΣ ΑΙ Ε ΝΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΟ

35
1. Καμία πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την
προσυπογραφή του αρμόδιου πουργού, ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος,
και χωρίς τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στην περίπτωση που η Κυβέρνηση απαλλαγεί από τα καθήκοντά της σύμφωνα με το άρθρο 38
παράγραφος 1, αν ο Πρωθυπουργός δεν προσυπογράφει το οικείο διάταγμα, αυτό υπογράφεται
μόνο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
2. Κατ' εξαίρεση δεν απαιτείται προσυπογραφή για τις ακόλουθες πράξεις:
α) το διορισμό του Πρωθυπουργού,
β) την ανάθεση διερευνητικής εντολής σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφοι 2, 3 και 4,
γ) τη διάλυση της Βουλής κατά το άρθρο 32 παράγραφος 4 και κατά το άρθρο 41 παράγραφος 1,
αν δεν την προσυπογράψει ο Πρωθυπουργός και κατά το άρθρο 53 παράγραφος 1, αν δεν την
προσυπογράψει το πουργικό Συμβούλιο,
δ) την αναπομπή κατά το άρθρο 42 παράγραφος 1 του νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που έχει
ψηφιστεί από τη Βουλή,
ε) το διορισμό του προσωπικού των υπηρεσιών της Προεδρίας της Δημοκρατίας
3. Το διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται δημοψήφισμα για νομοσχέδιο, σύμφωνα με το άρθρο
44 παράγραφος 2, προσυπογράφεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.

36
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τήρηση οπωσδήποτε των ορισμών του άρθρου 35
παράγραφος 1, εκπροσωπεί διεθνώς το Κράτος, κηρύσσει πόλεμο, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης,
συμμαχίας, οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και τις
ανακοινώνει στη Βουλή, με τις αναγκαίες διασαφήσεις όταν το συμφέρον και η ασφάλεια του
Κράτους το επιτρέπουν.
2. ι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς
οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες
διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν
ατομικά τους λληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει.
3. υστικά άρθρα συνθήκης δεν μπορούν ποτέ να ανατρέψουν τα φανερά.
4. Η κύρωση διεθνών συνθηκών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής
εξουσιοδότησης κατά το άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 4.

37
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και
παύει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης και τους φυπουργούς.
2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη
πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική
εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την
εμπιστοσύνη της Βουλής.
3. Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική
εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει
και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε
κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Αν οι
διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των
κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη
της Βουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη
διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της
Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το
δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Βουλή.
4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους,
εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει
αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο
Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ' αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του
κόμματος. Η πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο
118
Πρόεδρος της Βουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη
δύναμη των κομμάτων στη Βουλή˙ η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.

"Ε : Στις διερευνητικές εντολές, αν κόμματα είναι ισοδύναμα σε βουλευτικές


έδρες, προηγείται εκείνο που έλαβε περισσότερες ψήφους στις εκλογές˙ νεοσχηματισμένο κόμμα με
κοινοβουλευτική ομάδα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, έπεται του
παλαιότερου με ίσο αριθμό εδρών. Στις δύο αυτές περιπτώσεις δεν παρέχονται διερευνητικές
εντολές σε περισσότερα από τέσσερα κόμματα".

Σχόλια: Η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
(ΦΕΚ Α 84/2001).
38
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της την Κυβέρνηση, αν αυτή
παραιτηθεί, καθώς και αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84. Στις
περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου
37.
Αν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος
που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, εφαρμόζεται αναλόγως η
διάταξη του άρθρου 37 παράγραφος 3 εδάφιο γ.
"2. Αν ο Πρωθυπουργός παραιτηθεί, εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα
καθήκοντά του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει Πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η
κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος Πρωθυπουργός, εφόσον
αυτό διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Η πρόταση γίνεται το αργότερο σε
τρεις ημέρες από την παραίτηση ή την έκλειψη του Πρωθυπουργού ή από τη διαπίστωση της
αδυναμίας του να ασκήσει τα καθήκοντά του. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη
πλειοψηφία των εδρών, εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος 4 και στη συνέχεια το δεύτερο
εδάφιο της παραγράφου 2 και η παράγραφος 3 του προηγούμενου άρθρου.
Η αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας διαπιστώνεται
από τη Βουλή με ειδική απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών, ύστερα από πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στο
οποίο ανήκει ο Πρωθυπουργός, εφόσον αυτό διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των
εδρών. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πρόταση υποβάλλεται από τα δύο πέμπτα τουλάχιστον του
όλου αριθμού των βουλευτών.
Εωσότου διοριστεί ο νέος Πρωθυπουργός τα καθήκοντα του Πρωθυπουργού ασκεί ο πρώτος
κατά σειρά Αντιπρόεδρος και εφόσον δεν έχουν διοριστεί Αντιπρόεδροι ο πρώτος κατά σειρά
πουργός."

Ε : Η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται και σε περίπτωση


αναπλήρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το άρθρο 34.

Σχόλια: Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

39
(Καταργείται)

40
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί τη Βουλή τακτικά μία φορά κάθε χρόνο, όπως ορίζει το
άρθρο 64 παράγραφος 1, και εκτάκτως κάθε φορά που το κρίνει εύλογο˙ κηρύσσει αυτοπροσώπως
ή δια του Πρωθυπουργού την έναρξη και τη λήξη κάθε βουλευτικής περιόδου.
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας μία φορά μόνο μπορεί να αναστείλει τις εργασίες της
βουλευτικής συνόδου, είτε αναβάλλοντας την έναρξη είτε διακόπτοντας την εξακολούθησή τους.
3. Η αναστολή των εργασιών δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από τριάντα ημέρες ούτε
να επαναληφθεί κατά την ίδια βουλευτική σύνοδο χωρίς την συγκατάθεση της Βουλής.

41
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και
καταψηφιστεί από αυτή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική
σταθερότητα. ι εκλογές ενεργούνται από την Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της

119
διαλυόμενης Βουλής. Σε κάθε άλλη περίπτωση εφαρμόζεται αναλόγως το τρίτο εδάφιο της
παραγράφου 3 του άρθρου 37.
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει
ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λα κής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα
εξαιρετικής σημασίας. Αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα.
3. Το διάταγμα διάλυσης της Βουλής, προσυπογραμμένο στην περίπτωση της προηγούμενης
παραγράφου από το πουργικό Συμβούλιο, πρέπει να περιλαμβάνει συγχρόνως την προκήρυξη
εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες και τη σύγκληση της νέας Βουλής μέσα σε άλλες τριάντα ημέρες
από τις εκλογές.
4. Η Βουλή που εκλέχθηκε μετά τη διάλυση της προηγούμενης δεν μπορεί να διαλυθεί πριν
περάσει ένα έτος αφότου άρχισε τις εργασίες της, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 37
παράγραφος 3 και της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
5. Η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά στην περίπτωση του άρθρου 32 παράγραφος 4.

Ε : Σε κάθε περίπτωση χωρίς εξαίρεση το διάταγμα για τη διάλυση της


Βουλής πρέπει να διαλαμβάνει την προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες και τη σύγκληση
της νέας Βουλής μέσα σε τριάντα ημέρες από αυτές.

Σχόλια: Η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
(ΦΕΚ Α 84/2001).

42
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη
Βουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. έσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο
προηγούμενο εδάφιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο
που έχει ψηφιστεί από αυτήν, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής.
2. Πρόταση νόμου ή νομοσχέδιο που έχει αναπεμφθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη
Βουλή εισάγεται στην λομέλειά της και, αν επιψηφιστεί και πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του
όλου αριθμού των βουλευτών κατά τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2, ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας το εκδίδει και το δημοσιεύει υποχρεωτικά μέσα σε δέκα ημέρες από την επιψήφισή
τους.

43
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των
νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανέναν από την
εκτέλεσή τους.
2. στερα από πρόταση του αρμόδιου πουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών
διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση
κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν
ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
3. (Η παράγραφος 3 καταργείται).
4. ε νόμους που ψηφίζονται από την λομέλεια της Βουλής μπορεί να παρέχεται
εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται
σ' αυτούς σε γενικό πλαίσιο. ε τους νόμους αυτούς χαράζονται οι γενικές αρχές και οι
κατευθύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της
εξουσιοδότησης.
5. Τα κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέματα της αρμοδιότητας της λομέλειας της Βουλής δεν
μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης κατά την προηγούμενη παράγραφο.

44
1. Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας μπορεί ύστερα από πρόταση του πουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις
νομοθετικού περιεχομένου. ι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε
σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα
στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την
υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά
θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που
120
λαμβάνεται με πρόταση του πουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον
Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό
κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του
συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο
Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά
την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο.
Αν νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, η προθεσμία του άρθρου 42 παράγραφος 1 αρχίζει από τη
διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
3. Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να απευθύνει προς
το αό διαγγέλματα, μετά από σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Κυβέρνησης. Τα διαγγέλματα
προσυπογράφονται από τον Πρωθυπουργό και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

45
Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της ώρας, που τη
διοίκησή τους ασκεί η Κυβέρνηση, όπως νόμος ορίζει. Απονέμει επίσης του βαθμούς σε όσους
υπηρετούν σ' αυτές, όπως νόμος ορίζει.

46
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει και παύει, σύμφωνα με το νόμο, τους δημόσιους
υπαλλήλους, εκτός από τις εξαιρέσεις που ορίζει ο νόμος.
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας απονέμει τα προβλεπόμενα παράσημα σύμφωνα με τις
διατάξεις του σχετικού νόμου.

47
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, ύστερα από πρόταση του πουργού
Δικαιοσύνης και γνώμη συμβουλίου που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστές, να χαρίζει,
μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους
νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί.
2. Πρόεδρος της Δημοκρατίας μόνο με τη συγκατάθεση της Βουλής έχει το δικαίωμα να
απονέμει χάρη σε πουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86.
3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την λομέλεια
της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο.

48
1. Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της
εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού
πολιτεύματος, η Βουλή, με απόφασή της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης,
θέτει σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο για την κατάσταση
πολιορκίας, συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια, και αναστέλλει την ισχύ του συνόλου ή μέρους των
διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 4, 6, 8, 9, 11, 12 παράγραφοι 1 έως και 4, 14, 19, 22
παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και 97. Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημοσιεύει την
απόφαση της Βουλής. ε την απόφαση της Βουλής ορίζεται η διάρκεια ισχύος των επιβαλλόμενων
μέτρων, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις δεκαπέντε ημέρες.
2. Σε περίπτωση απουσίας της Βουλής ή αν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία να συγκληθεί
εγκαίρως, τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνονται με προεδρικό διάταγμα που
εκδίδεται ύστερα από πρόταση του πουργικού Συμβουλίου. Το διάταγμα υποβάλλεται από την
Κυβέρνηση στη Βουλή για έγκριση μόλις καταστεί δυνατή η σύγκλησή της, ακόμη κι αν έληξε η
βουλευτική περίοδος ή η Βουλή έχει διαλυθεί, και πάντως μέσα σε δεκαπέντε ημέρες το αργότερο.
3. Η διάρκεια των κατά τις προηγούμενες παραγράφους μέτρων μπορεί να παρατείνεται ανά
δεκαπενθήμερο μόνο με προηγούμενη απόφαση της Βουλής, η οποία συγκαλείται ακόμη και αν
έχει λήξει η βουλευτική περίοδος ή η Βουλή έχει διαλυθεί.
4. Τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους μέτρα αίρονται αυτοδικαίως με τη λήξη των
προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, εφόσον δεν παρατείνονται με
απόφαση της Βουλής, και σε κάθε περίπτωση με τη λήξη του πολέμου, εφόσον είχαν επιβληθεί
εξαιτίας πολέμου.
5. Αφότου αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα των προηγούμενων παραγράφων ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση της Κυβέρνησης, μπορεί να εκδίδει πράξεις νομοθετικού
περιεχομένου, για να αντιμετωπιστούν επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί ταχύτερα η
121
λειτουργία των συνταγματικών θεσμών. ι πράξεις αυτές υποβάλλονται για κύρωση στη Βουλή
μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη σύγκλησή της σε σύνοδο και παύουν να ισχύουν στο εξής, αν
δεν υποβληθούν στη Βουλή μέσα στις παραπάνω προθεσμίες ή δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε
δεκαπέντε ημέρες αφότου υποβλήθηκαν.
6. ι κατά τις παραγράφους 2 και 3 αποφάσεις της Βουλής λαμβάνονται με την πλειοψηφία του
συνολικού αριθμού των βουλευτών και η κατά την παράγραφο 1 απόφαση με την πλειοψηφία των
τριών πέμπτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή αποφασίζει σε μία μόνο
συνεδρίαση.
7. Σε όλη τη διάρκεια της εφαρμογής των μέτρων κατάστασης ανάγκης, τα οποία λαμβάνονται
κατά το άρθρο αυτό, ισχύουν αυτοδικαίως οι διατάξεις των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος,
ακόμη και αν διαλύθηκε η Βουλή ή έληξε η βουλευτική περίοδος.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ Ε ΝΕΣ ΤΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟ ΡΑΤΙΑΣ

49
1. Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ευθύνεται οπωσδήποτε για πράξεις που έχει ενεργήσει κατά
την άσκηση των καθηκόντων του, παρά μόνο για έσχατη προδοσία ή παραβίαση, με πρόθεση, του
Συντάγματος. ια πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του η δίωξη
αναστέλλεται εωσότου λήξει η προεδρική θητεία.
2. Η πρόταση για κατηγορία και παραπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας σε δίκη
υποβάλλεται στη Βουλή υπογραμμένη από το ένα τρίτο τουλάχιστον των μελών της και γίνεται
αποδεκτή με απόφαση που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών της.
3. Αν η πρόταση γίνει αποδεκτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παραπέμπεται στο δικαστήριο του
άρθρου 86˙ οι σχετικές μ' αυτό εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.
4. Αφότου παραπεμφθεί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέχει από την άσκηση των καθηκόντων
του και αναπληρώνεται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 34 αναλαμβάνει πάλι τα καθήκοντά
του, αφότου το δικαστήριο του άρθρου 86 εκδώσει απαλλακτική απόφαση, εφόσον δεν εξαντλήθηκε
η θητεία του.
5. Νόμος που ψηφίζεται από την λομέλεια της Βουλής ρυθμίζει τα σχετικά με την εφαρμογή των
διατάξεων του άρθρου αυτού.

50
Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά
το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι μ' αυτό.

ΤΜΗΜΑ '
Ο Η
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΙ Σ ΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ Ο ΗΣ

51
1. αριθμός των βουλευτών ορίζεται με νόμο, δεν μπορεί όμως να είναι μικρότερος από
διακόσιους ούτε μεγαλύτερος από τριακόσιους.
2. ι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το θνος.
3. ι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που
έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό
δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα
δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.
"4. ι βουλευτικές εκλογές διενεργούνται ταυτόχρονα σε ολόκληρη την Επικράτεια. Νόμος που
ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα
σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την
Επικράτεια. ς προς τους εκλογείς αυτούς η αρχή της ταυτόχρονης διενέργειας των εκλογών δεν
κωλύει την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος με επιστολική ψήφο ή άλλο πρόσφορο μέσο,
εφόσον η καταμέτρηση και η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων διενεργείται όποτε αυτό γίνεται και
σε ολόκληρη την Επικράτεια."
"5. Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική."

122
Σχόλια: Οι παρ. 4-5 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

52
Η ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λα κής θέλησης, ως έκφραση της λα κής κυριαρχίας,
τελεί υπό την εγγύηση όλων των λειτουργιών της Πολιτείας, που έχουν υποχρέωση να τη
διασφαλίζουν σε κάθε περίπτωση. Νόμος ορίζει τις ποινικές κυρώσεις κατά των παραβατών της
διάταξης αυτής.

53
1. ι βουλευτές εκλέγονται για τέσσερα συνεχή έτη που αρχίζουν από την ημέρα των γενικών
εκλογών. όλις λήξει η βουλευτική περίοδος, με προεδρικό διάταγμα, που προσυπογράφεται από
το πουργικό Συμβούλιο, διατάσσεται η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών μέσα σε τριάντα
ημέρες και η σύγκληση της νέας Βουλής σε τακτική σύνοδο μέσα σε άλλες τριάντα ημέρες από
αυτές.
2. Βουλευτική έδρα που κενώθηκε μέσα στο τελευταίο έτος της περιόδου δεν συμπληρώνεται με
αναπληρωματική εκλογή, όταν απαιτείται κατά το νόμο, εφόσον οι κενές έδρες δεν είναι
περισσότερες από το ένα πέμπτο του όλου αριθμού των βουλευτών.
3. Σε περίπτωση πολέμου η βουλευτική περίοδος παρατείνεται σε όλη τη διάρκειά του. Αν η
Βουλή έχει διαλυθεί, η διενέργεια των εκλογών αναστέλλεται εωσότου τελειώσει ο πόλεμος,
ανακαλείται δε αυτοδικαίως η Βουλή που έχει διαλυθεί έως το τέλος του.

54
"1. Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις
μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με
ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών."
"2. αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, με
βάση το νόμιμο πληθυσμό της περιφέρειας που προκύπτει, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή,
από τους εγγεγραμμένους στα οικεία δημοτολόγια, όπως νόμος ορίζει. Τα αποτελέσματα της
απογραφής θεωρείται ότι έχουν δημοσιευθεί με βάση τα στοιχεία της αρμόδιας υπηρεσίας μετά την
πάροδο ενός έτους από την τελευταία ημέρα διεξαγωγής της."
3. έρος της Βουλής, όχι μεγαλύτερο από το ένα εικοστό του όλου αριθμού των βουλευτών,
μπορεί να εκλέγεται ενιαίως σε ολόκληρη την Επικράτεια, σε συνάρτηση με τη συνολική εκλογική
δύναμη του κάθε κόμματος στην Επικράτεια, όπως νόμος ορίζει.

Σχόλια: Οι παρ. 1-2 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΜΑΤΑ ΑΙ ΑΣ Μ Ι ΑΣΤΑ Τ Ν Ο Ε Τ Ν

55
1. ια να εκλεγεί κανείς βουλευτής απαιτείται να είναι λληνας πολίτης, να έχει τη νόμιμη
ικανότητα να εκλέγει και να έχει συμπληρώσει το εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του κατά την
ημέρα της εκλογής.
2. Βουλευτής που στερήθηκε κάποιο από τα παραπάνω προσόντα εκπίπτει αυτοδικαίως από το
βουλευτικό αξίωμα.

56
"1. μμισθοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, άλλοι υπάλληλοι του δημοσίου, υπηρετούντες
στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή
άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών
τοπικής αυτοδιοίκησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες
ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κρατικών νομικών προσώπων
ιδιωτικού δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή
έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος ή επιχειρήσεων των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές, αν δεν
παραιτηθούν πριν από την ανακήρυξή τους ως υποψηφίων. Η παραίτηση συντελείται με μόνη τη
γραπτή υποβολή της. Αποκλείεται η επάνοδος στην ενεργό υπηρεσία των στρατιωτικών που

123
παραιτούνται. Τα ανώτερα αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης
δεύτερου βαθμού δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε να εκλεγούν βουλευτές κατά τη
διάρκεια της θητείας για την οποία εξελέγησαν, ακόμη και αν παραιτηθούν."
2. Από τους περιορισμούς της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται οι καθηγητές των
ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Νόμος ορίζει τον τρόπο της αναπλήρωσής τους˙ κατά τη
διάρκεια της βουλευτικής περιόδου αναστέλλεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων των σχετικών με την
ιδιότητα του καθηγητή που εκλέχθηκε.
"3. Δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι, ούτε να εκλεγούν βουλευτές σε όποια εκλογική
περιφέρεια υπηρέτησαν ή σε όποια εκλογική περιφέρεια εκτεινόταν η τοπική αρμοδιότητά τους
μέσα στους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες της τετραετούς βουλευτικής περιόδου:
α) ι διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων, διευθύνοντες και εντεταλμένοι
σύμβουλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πλην των σωματειακών, των κρατικών
νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και των δημόσιων επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων τη
διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
β) Τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών που συγκροτούνται και λειτουργούν κατά το άρθρο 101 Α',
καθώς και των αρχών που χαρακτηρίζονται με νόμο ως ανεξάρτητες ή ρυθμιστικές.
γ) ι ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας.
δ) ι έμμισθοι υπάλληλοι του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των
επιχειρήσεών τους, καθώς και των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων της περίπτωσης α' που
κατείχαν θέση προ σταμένου οργανικής μονάδας επιπέδου διεύθυνσης ή άλλη αντίστοιχη, όπως
ειδικότερα νόμος ορίζει. πάλληλοι που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και είχαν ευρύτερη
τοπική αρμοδιότητα υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής ως προς εκλογικές
περιφέρειες άλλες από αυτήν της έδρας τους, μόνο εφόσον κατείχαν θέση προ σταμένου οργανικής
μονάδας επιπέδου γενικής διεύθυνσης ή άλλη αντίστοιχη, όπως ειδικότερα νόμος ορίζει.
ε) ι γενικοί ή ειδικοί γραμματείς υπουργείων ή αυτοτελών γενικών γραμματειών ή περιφερειών
και όσοι ο νόμος εξομοιώνει με αυτούς. Δεν υπάγονται στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής
οι υποψήφιοι βουλευτές Επικρατείας."
4. Πολιτικοί υπάλληλοι και στρατιωτικοί γενικά, που έχουν κατά το νόμο αναλάβει υποχρέωση να
παραμείνουν στην υπηρεσία για ορισμένο χρόνο, δεν μπορούν να ανακηρυχθούν υποψήφιοι ούτε
να εκλεγούν βουλευτές όσο χρόνο διαρκεί η υποχρέωσή τους.

Σχόλια: Οι παρ. 1, 3 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

57
"1. Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι ασυμβίβαστα με τα έργα ή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη ή
εταίρου ή μετόχου ή διοικητή ή διαχειριστή ή μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή γενικού
διευθυντή ή των αναπληρωτών τους επιχείρησης, η οποία:
α) Αναλαμβάνει έργα ή μελέτες ή προμήθειες του Δημοσίου ή παροχή υπηρεσιών προς το
Δημόσιο ή συνάπτει με το Δημόσιο συναφείς συμβάσεις αναπτυξιακού ή επενδυτικού χαρακτήρα.
β) Απολαμβάνει ειδικών προνομίων.
γ) Κατέχει ή διαχειρίζεται ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό ή εκδίδει εφημερίδα πανελλήνιας
κυκλοφορίας.
δ) Ασκεί κατά παραχώρηση δημόσια υπηρεσία ή δημόσια επιχείρηση ή επιχείρηση κοινής
ωφέλειας.
ε) ισθώνει για εμπορικούς λόγους ακίνητα του Δημοσίου. ια την εφαρμογή της παραγράφου
αυτής με το Δημόσιο εξομοιώνονται οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, τα άλλα νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, οι δημόσιες
επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και οι άλλες επιχειρήσεις τη
διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.
έτοχος επιχείρησης που εμπίπτει στους περιορισμούς της παραγράφου αυτής είναι όποιος
κατέχει ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μεγαλύτερο του ένα τοις εκατό. Τα καθήκοντα του
βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. Νόμος ορίζει τις
δραστηριότητες που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα σχετικά με τα
ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα και τον τρόπο επανόδου των βουλευτών στο επάγγελμά
τους μετά την απώλεια της βουλευτικής ιδιότητας. ι δραστηριότητες του προηγούμενου εδαφίου
σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να περιλαμβάνουν την ιδιότητα του υπαλλήλου ή του νομικού ή
άλλου συμβούλου σε επιχειρήσεις των περιπτώσεων α' έως δ' της παραγράφου αυτής. Η

124
παράβαση των διατάξεων αυτής της παραγράφου συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα
και ακυρότητα των σχετικών συμβάσεων ή πράξεων, όπως νόμος ορίζει."
"2. Βουλευτές που υπάγονται στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης
παραγράφου οφείλουν, μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου η εκλογή τους γίνει οριστική, να επιλέξουν με
δήλωσή τους μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και των παραπάνω έργων ή ιδιοτήτων. Αν
παραλειφθεί αυτή η εμπρόθεσμη δήλωση, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμα του βουλευτή."
"3. Βουλευτές που αποδέχονται οποιαδήποτε από τις ιδιότητες ή τα έργα που αναφέρονται σε
αυτό ή στο προηγούμενο άρθρο και που χαρακτηρίζονται ότι αποτελούν κώλυμα για την
υποψηφιότητα βουλευτή ή ότι είναι ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα, εκπίπτουν από το
αξίωμα αυτό, όπως νόμος ορίζει."
"4. Ειδικός νόμος ορίζει τον τρόπο με τον οποίο συνεχίζονται ή εκχωρούνται ή διαλύονται
συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και έχουν αναληφθεί από βουλευτή ή από
επιχείρηση στην οποία αυτός μετείχε πριν από την απόκτηση της βουλευτικής ιδιότητας ή με
ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ιδιότητα."

Σχόλια: Οι παρ. 1-3 αντικαταστάθηκαν, η παρ. 4 καταργήθηκε, η παρ. 5 αναριθμήθηκε σε 4 και


αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η
ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. Σύμφωνα με το ίδιο ως άνω Ψήφισμα με το οποίο προστίθεται παρ. 7 στο άρθρο
115 Συντάγματος, το προβλεπόμενο στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57 επαγγελματικό
ασυμβίβαστο των βουλευτών τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευση του προβλεπόμενου στην ίδια διάταξη νόμου και
το αργότερο την 1.1.2003.

58
έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται
ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών
είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων, ανατίθεται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου
100.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Α Η ΟΝΤΑ ΑΙ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ Τ Ν Ο Ε Τ Ν

59
1. ι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους δίνουν στο Βουλευτήριο και σε δημόσια
συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο: " ρκίζομαι στο όνομα της Αγίας και μοούσιας και Αδιαίρετης
Τριάδας να είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα
και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου".
2. Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο σύμφωνα με τον τύπο της δικής
τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος.
3. Βουλευτές που ανακηρύσσονται όταν η Βουλή απουσιάζει δίνουν τον όρκο στο Τμήμα της που
λειτουργεί.

60
1. ι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση.
2. Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή, συντελείται μόλις ο
βουλευτής υποβάλει γραπτή δήλωση στον Πρόεδρο της Βουλής και δεν ανακαλείται.

61
1. βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που
έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων.
2. βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμιση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της
Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δεν δόθηκε, αν η
Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκληση περιήλθε στον Πρόεδρο
της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη
θεωρείται ανέγκλητη.
Η παράγραφος αυτή έχει εφαρμογή από την προσεχή βουλευτική περίοδο.
3. βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ' αυτόν ή
δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του
εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε.

125
62
1. Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε
φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για
πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την
ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής. Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν
αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον
Πρόεδρο της Βουλής. Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της
Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα.

63
1. ι βουλευτές, για την άσκηση του λειτουργήματός τους, δικαιούνται από το Δημόσιο
αποζημίωση και δαπάνες, το ύψος τους καθορίζεται με απόφαση της λομέλειας της Βουλής.
2. ι βουλευτές απολαμβάνουν συγκοινωνιακή, ταχυδρομική και τηλεφωνική ατέλεια, που η
έκτασή της καθορίζεται με απόφαση της λομέλειας της Βουλής.
3. Αν βουλευτής απουσιάσει αδικαιολόγητα σε περισσότερες από πέντε συνεδριάσεις το μήνα,
κρατείται υποχρεωτικά, για κάθε απουσία, το ένα τριακοστό της μηνιαίας αποζημίωσής τους.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΑΙ ΕΙΤΟ Ρ ΙΑ ΤΗΣ Ο ΗΣ

64
1. Η Βουλή συνέρχεται αυτοδικαίως κάθε έτος την πρώτη Δευτέρα του κτωβρίου σε τακτική
σύνοδο για τα ετήσια έργα της, εκτός αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τη συγκαλέσει ενωρίτερα
σύμφωνα με το άρθρο 40.
2. Η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι συντομότερη από πέντε μήνες, χωρίς να
συνυπολογίζεται ο χρόνος της αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 40. Η τακτική σύνοδος
παρατείνεται υποχρεωτικά ώσπου να εγκριθεί, σύμφωνα με το άρθρο 79, ο προ πολογισμός ή να
ψηφιστεί σύμφωνα με το ίδιο άρθρο ειδικός νόμος.

65
1. Η Βουλή ορίζει τον τρόπο της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας της με Κανονισμό, που
ψηφίζεται από την λομέλεια κατά το άρθρο 76 και δημοσιεύεται με παραγγελία του Προέδρου της
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η Βουλή εκλέγει από τα μέλη της τον Πρόεδρο και τα λοιπά μέλη του Προεδρείου, σύμφωνα με
τους ορισμούς του Κανονισμού.
3. Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι εκλέγονται στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για τον Πρόεδρο και τους Αντιπροέδρους που εκλέχθηκαν στην
τρέχουσα πρώτη σύνοδο της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής.
Η Βουλή μπορεί, ύστερα από πρόταση πενήντα βουλευτών, να εκφράσει μομφή κατά του
Προέδρου της Βουλής ή μέλους του Προεδρείου, η οποία συνεπάγεται τη λήξη της θητείας του.
4. Πρόεδρος της Βουλής διευθύνει τις εργασίες του Σώματος, μεριμνά για τη διασφάλιση της
ανεμπόδιστης διεξαγωγής των εργασιών του, την κατοχύρωση της ελεύθερης γνώμης και
έκφρασης των βουλευτών, και την τήρηση της τάξης˙ ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει και πειθαρχικά
μέτρα σύμφωνα με όσα ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής εναντίον κάθε βουλευτή που
παρεκτρέπεται.
5. ε τον Κανονισμό μπορεί να συσταθεί στη Βουλή επιστημονική υπηρεσία για την υποβοήθηση
του νομοθετικού της έργου.
6. Κανονισμός καθορίζει την οργάνωση των υπηρεσιών της Βουλής υπό την εποπτεία του
Προέδρου, καθώς και όλα όσα αφορούν το προσωπικό της. ι πράξεις του Προέδρου που
αφορούν την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Βουλής υπόκεινται σε
προσφυγή ή αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Σχόλια: Έχει εκδοθεί η με αριθ. 2697/1993 (ΦΕΚ Α' 90/4.6.1993) Απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των
Ελλήνων για την αληθή έννοια του άρθρου 162 παρ. 8 του Κανονισμού της Βουλής .

66
1. Η Βουλή συνεδριάζει δημόσια στο Βουλευτήριο, μπορεί όμως να διασκεφθεί σε μυστική
συνεδρίαση, ύστερα από αίτηση της Κυβέρνησης ή δεκαπέντε βουλευτών, αν το αποφασίσει η

126
πλειοψηφία σε μυστική συνεδρίαση. Η Βουλή αποφασίζει κατόπιν αν πρέπει να επαναληφθεί η
συζήτηση για το ίδιο θέμα σε δημόσια συνεδρίαση.
2. ι πουργοί και φυπουργοί έχουν ελεύθερη είσοδο στις συνεδριάσεις της Βουλής και
ακούονται όποτε ζητήσουν το λόγο.
"3. Η Βουλή και οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να ζητήσουν την παρουσία του
πουργού ή του φυπουργού που είναι αρμόδιος για τα θέματα που συζητούν. ι
κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να καλούν οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρούν χρήσιμο για το
έργο τους, ενημερώνοντας και τον αρμόδιο πουργό. ι κοινοβουλευτικές επιτροπές συνεδριάζουν
δημόσια, όπως ορίζεται στον Κανονισμό της Βουλής, μπορούν όμως να διασκεφθούν σε μυστική
συνεδρίαση, ύστερα από αίτηση της Κυβέρνησης ή πέντε βουλευτών, αν το αποφασίσει η
πλειοψηφία σε μυστική συνεδρίαση. Η κοινοβουλευτική επιτροπή αποφασίζει κατόπιν, αν πρέπει
να επαναδιεξαχθεί η συζήτηση για το ίδιο θέμα σε δημόσια συνεδρίαση."

Σχόλια: Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

67
Η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, που
όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών.
Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και, ύστερα από νέα ισοψηφία, η
πρόταση απορρίπτεται.

68
"1. Η Βουλή στις αρχές κάθε τακτικής συνόδου συνιστά από τα μέλη της διαρκείς
κοινοβουλευτικές επιτροπές για να εξετάζουν και να επεξεργάζονται τα νομοσχέδια και τις
προτάσεις νόμων που υποβάλλονται, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής."
2. Η Βουλή συνιστά από τα μέλη της εξεταστικές επιτροπές, με απόφασή της που λαμβάνεται με
πλειοψηφία των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση του ενός
πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών.
Προκειμένου να συσταθούν εξεταστικές επιτροπές για ζητήματα που ανάγονται στην εξωτερική
πολιτική και την εθνική άμυνα, απαιτείται απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με την απόλυτη
πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
Τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία των επιτροπών αυτών καθορίζονται από τον
Κανονισμό της Βουλής.
3. ι κοινοβουλευτικές και εξεταστικές επιτροπές, καθώς και τα κατά τα άρθρα 70 και 71 Τμήματα
της Βουλής, συνιστώνται ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων, των ομάδων και των ανεξαρτήτων,
όπως ορίζει ο Κανονισμός.

Σχόλια: Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

69
Κανένας δεν εμφανίζεται στη Βουλή αυτόκλητος για να αναφέρει οτιδήποτε προφορικά ή
εγγράφως. ι αναφορές παρουσιάζονται από βουλευτή ή παραδίδονται στον Πρόεδρο. Η Βουλή
έχει δικαίωμα να αποστέλλει τις αναφορές που της απευθύνονται στους πουργούς και τους
φυπουργούς, οι οποίοι υποχρεούνται να δίνουν διευκρινίσεις όποτε τους ζητηθούν.

70
1. Η Βουλή ασκεί το νομοθετικό της έργο σε λομέλεια.
"2. Κανονισμός της Βουλής προβλέπει ότι το νομοθετικό έργο που καθορίζεται από αυτόν
μπορεί να ασκείται και από τις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές που συγκροτούνται και
λειτουργούν κατά τη διάρκεια της συνόδου, όπως ορίζει ο Κανονισμός και με τους περιορισμούς
του άρθρου 72."
"3. ε τον Κανονισμό της Βουλής ορίζεται επίσης η κατανομή της αρμοδιότητας μεταξύ των
διαρκών κοινοβουλευτικών επιτροπών κατά πουργεία."
"4. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν τη Βουλή ισχύουν για
τη λειτουργία της σε λομέλεια και σε Τμήμα κατά το άρθρο 71, καθώς και για τη λειτουργία των
κοινοβουλευτικών επιτροπών."

127
"5. ια να λάβουν απόφαση το κατά το άρθρο 71 Τμήμα και οι διαρκείς κοινοβουλευτικές
επιτροπές, όταν ασκούν νομοθετικό έργο κατά την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, απαιτείται
πλειοψηφία που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του αριθμού των μελών τους."
"6. κοινοβουλευτικός έλεγχος ασκείται από τη Βουλή σε λομέλεια, όπως ορίζει ο Κανονισμός.
Κανονισμός μπορεί να προβλέπει την άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου και από το κατά το
άρθρο 71 Τμήμα, καθώς και από τις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές που συγκροτούνται και
λειτουργούν κατά τη διάρκεια της συνόδου."
"7. Κανονισμός ορίζει τον τρόπο με τον οποίο μετέχουν στις ψηφοφορίες βουλευτές που
βρίσκονται σε αποστολή της Βουλής ή της Κυβέρνησης στο εξωτερικό."
"8. Κανονισμός της Βουλής προβλέπει τον τρόπο με τον οποίο η Βουλή ενημερώνεται από την
Κυβέρνηση για τα ζητήματα που αποτελούν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης στο πλαίσιο της
Ευρωπα κής νωσης και συζητεί γι' αυτά."

Σχόλια: Οι παρ. 2-6 αντικαταστάθηκαν και οι παρ. 7-8 προστέθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

71
Κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής, το νομοθετικό της έργο, εκτός από τα
νομοθετήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της λομέλειας κατά το άρθρο 72, ασκείται από
Τμήμα της που συγκροτείται και λειτουργεί σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 68
παράγραφος 3 και 70.
ε τον κανονισμό μπορεί να προβλεφθεί η επεξεργασία των νομοσχεδίων ή των προτάσεων
νόμων από κοινοβουλευτική επιτροπή που την αποτελούν μέλη του ίδιου Τμήματος.

72
"1. Στην λομέλεια της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται ο Κανονισμός της, νομοσχέδια και
προτάσεις νόμων για τα θέματα των άρθρων 3,13, 27, 28 παράγραφοι 2 και 3, 29 παράγραφος 2,
33 παράγραφος 3, 48, 51, 54, 86, νομοσχέδια και προτάσεις εκτελεστικών του Συντάγματος νόμων
για την άσκηση και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για
την αυθεντική ερμηνεία νόμων, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη
του Συντάγματος ανατίθεται στην λομέλεια της Βουλής ή για τη ρύθμιση του οποίου απαιτείται
ειδική πλειοψηφία.
Στην λομέλεια της Βουλής ψηφίζεται επίσης ο προ πολογισμός και ο απολογισμός του
Κράτους και της Βουλής.
2. Η συζήτηση και ψήφιση όλων των άλλων νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμων μπορεί να γίνεται,
κατά τη διάρκεια της συνόδου, από την αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή, κατά τους
ορισμούς του άρθρου 70. ίνεται επίσης από το Τμήμα που συγκροτείται και λειτουργεί σύμφωνα
με το άρθρο 71 κατά τη διάρκεια της διακοπής των εργασιών της Βουλής, όπως ορίζει ο
Κανονισμός.
3. Η διαρκής κοινοβουλευτική επιτροπή που επιλαμβάνεται της ψήφισης νομοσχεδίου ή
πρότασης νόμου μπορεί με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών
της να παραπέμπει στην λομέλεια οποιαδήποτε αμφισβήτηση για την αρμοδιότητά της. Η
απόφαση της λομέλειας δεσμεύει τις επιτροπές.
εταξύ της κατάθεσης νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου και της συζήτησής του στη διαρκή
κοινοβουλευτική επιτροπή πρέπει να μεσολαβεί τουλάχιστον μία εβδομάδα.
4. Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που συζητήθηκε και ψηφίστηκε στην αρμόδια διαρκή
κοινοβουλευτική επιτροπή εισάγεται στην λομέλεια σε μία συνεδρίαση, όπως ορίζει ο Κανονισμός
της Βουλής, και συζητείται και ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο σύνολο.
Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που έγινε δεκτή στην επιτροπή με πλειοψηφία τουλάχιστον
τεσσάρων πέμπτων συζητείται και ψηφίζεται στην λομέλεια, όπως ορίζει ο Κανονισμός."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ
Α 84/2001).

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΝΟΜΟ ΕΤΙ Η ΕΙΤΟ Ρ ΙΑ ΤΗΣ Ο ΗΣ

73
1. Το δικαίωμα πρότασης νόμων ανήκει στη Βουλή και στην Κυβέρνηση.

128
2. Νομοσχέδια που αναφέρονται οπωσδήποτε στην απονομή σύνταξης και στις προ ποθέσεις
της υποβάλλονται μόνο από τον πουργό ικονομικών ύστερα από γνωμοδότηση του Ελεγκτικού
Συνεδρίου˙ αν πρόκειται για συντάξεις που επιβαρύνουν τον προ πολογισμό οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, υποβάλλονται από τον αρμόδιο
πουργό και τον πουργό ικονομικών. Τα νομοσχέδια για συντάξεις πρέπει να είναι ειδικά˙ δεν
επιτρέπεται, με ποινή την ακυρότητα, να αναγράφονται διατάξεις για συντάξεις σε νόμους που
αποσκοπούν στη ρύθμιση άλλων θεμάτων.
3. Καμία πρόταση νόμου ή τροπολογία ή προσθήκη δεν εισάγεται για συζήτηση, αν προέρχεται
από τη Βουλή, εφόσον συνεπάγεται σε βάρος του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δαπάνες ή ελάττωση εσόδων ή της
περιουσίας τους, για να δοθεί μισθός ή σύνταξη ή γενικά όφελος σε κάποιο πρόσωπο.
4. Είναι όμως παραδεκτή τροπολογία ή προσθήκη που την υποβάλλει αρχηγός κόμματος ή
εκπρόσωπος ομάδας κατά τους ορισμούς της παραγράφου 3 του άρθρου 74, όταν πρόκειται για
νομοσχέδια που αφορούν την οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών και των οργανισμών δημόσιου
ενδιαφέροντος, την υπηρεσιακή γενικά κατάσταση των δημόσιων υπαλλήλων, των στρατιωτικών
και των οργάνων των σωμάτων ασφαλείας, των υπαλλήλων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή
άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και δημόσιων γενικά επιχειρήσεων.
5. Νομοσχέδιο με το οποίο επιβάλλονται τοπικοί ή ειδικοί φόροι ή βάρη οποιασδήποτε φύσης
υπέρ οργανισμών ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου πρέπει να
προσυπογράφεται και από τους πουργούς Συντονισμού και ικονομικών.

74
1. Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου συνοδεύεται υποχρεωτικά από αιτιολογική έκθεση˙
πριν εισαχθεί στη Βουλή, στην λομέλεια ή σε Τμήματα, μπορεί να παραπεμφθεί για νομοτεχνική
επεξεργασία στην επιστημονική υπηρεσία της παραγράφου 5 του άρθρου 65, όταν συσταθεί, όπως
ορίζει ο Κανονισμός.
2. Τα νομοσχέδια και οι προτάσεις νόμων που κατατίθενται στη Βουλή παραπέμπονται στην
οικεία κοινοβουλευτική επιτροπή. Αφού υποβληθεί η έκθεση ή περάσει άπρακτη η προθεσμία που
είχε ταχθεί για την υποβολή της, εισάγονται στη Βουλή για συζήτηση, μετά παρέλευση τριών
ημερών από τότε, εκτός αν ο αρμόδιος πουργός τα έχει χαρακτηρίσει ως επείγοντα. Η συζήτηση
αρχίζει ύστερα από προφορική εισήγηση του αρμόδιου πουργού και των εισηγητών της
Επιτροπής.
3. Τροπολογία βουλευτών σε νομοσχέδια και προτάσεις νόμων για τα οποία αρμόδια είναι η
λομέλεια ή τα Τμήματα της Βουλής δεν εισάγονται για συζήτηση, αν δεν υποβληθούν έως και την
παραμονή της ημέρας που θα αρχίσει η συζήτηση, εκτός αν συγκατατίθεται και η Κυβέρνηση να
συζητηθούν.
4. Δεν εισάγεται για συζήτηση νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που αποσκοπεί στην τροποποίηση
διάταξης νόμου, αν δεν έχει καταχωριστεί στην αιτιολογική έκθεση ολόκληρο το κείμενο της
διάταξης που τροποποιείται, και στο κείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης ολόκληρη η νέα
διάταξη, όπως διαμορφώνεται με την τροποποίηση.
"5. Τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 ισχύουν και για τα νομοσχέδια ή τις προτάσεις νόμων
που εισάγονται για συζήτηση και ψήφιση στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή, όπως
ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής.
Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους δεν
εισάγεται για συζήτηση.
Προσθήκη ή τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης νόμου
δεν εισάγεται για συζήτηση.
Προσθήκες ή τροπολογίες πουργών συζητούνται μόνο αν έχουν υποβληθεί τρεις τουλάχιστον
ημέρες πριν από την έναρξη της συζήτησης στην λομέλεια, στο κατά το άρθρο 71 Τμήμα ή στην
αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή, όπως ορίζει ο Κανονισμός.
Τα οριζόμενα στα προηγούμενα δύο εδάφια ισχύουν και για τις προσθήκες ή τροπολογίες
βουλευτών.
Σε περίπτωση αμφισβήτησης αποφαίνεται η Βουλή.
Βουλευτές που δεν μετέχουν στην αρμόδια διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή ή στο κατά το
άρθρο 71 Τμήμα έχουν το δικαίωμα να λάβουν το λόγο επί της αρχής και για να υποστηρίξουν
προτάσεις νόμων και προσθήκες ή τροπολογίες που έχουν υποβάλει, όπως ορίζει ο Κανονισμός."
6. ια φορά το μήνα, σε ημέρα που θα προσδιοριστεί από τον Κανονισμό, εγγράφονται στην
ημερήσια διάταξη κατά σειρά προτεραιότητας και συζητούνται εκκρεμείς προτάσεις νόμων.

129
Σχόλια: Η παρ. 5 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

75
1. Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου που συνεπάγονται επιβάρυνση του
προ πολογισμού, εφόσον υποβάλλεται από πουργούς, δεν εισάγεται για συζήτηση, αν δεν
συνοδεύεται από έκθεση του ενικού ογιστηρίου του Κράτους που καθορίζει τη δαπάνη˙ εφόσον
υποβάλλεται από βουλευτές, διαβιβάζεται πριν από κάθε συζήτηση στο ενικό ογιστήριο του
Κράτους, που υποχρεούται να υποβάλλει στη Βουλή σχετική έκθεση μέσα σε δεκαπέντε ημέρες. Αν
η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, η πρόταση νόμου εισάγεται για συζήτηση και χωρίς έκθεση.
2. Το ίδιο ισχύει και για τις τροπολογίες, αν το ζητήσουν οι αρμόδιοι πουργοί. Σ' αυτή την
περίπτωση το ενικό ογιστήριο υποχρεούται να υποβάλει στη Βουλή την έκθεσή του μέσα σε
τρεις ημέρες. όνο αν αυτή η προθεσμία περάσει άπρακτη, η συζήτηση προχωρεί και χωρίς
έκθεση.
3. Νομοσχέδιο που συνεπάγεται δαπάνη ή ελάττωση εσόδων δεν εισάγεται για συζήτηση, αν δε
συνοδεύεται από ειδική έκθεση για τον τρόπο που θα καλυφθούν, η οποία υπογράφεται από τον
αρμόδιο πουργό και τον πουργό ικονομικών.

76
"1. Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου συζητείται και ψηφίζεται μία μόνο φορά, καταρχήν,
κατ' άρθρο και στο σύνολο με την εξαίρεση των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο
4 του άρθρου 72."
"2. ηφισμένο νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που αναπέμπεται κατά το άρθρο 42 συζητείται και
ψηφίζεται από την λομέλεια της Βουλής δύο φορές και σε δύο διαφορετικές συνεδριάσεις που
απέχουν μεταξύ τους δύο τουλάχιστον ημέρες, στην πρώτη συζήτηση καταρχήν και κατ' άρθρο και
στη δεύτερη κατ' άρθρο και στο σύνολο."
"3. Αν κατά τη συζήτηση έγιναν δεκτές προσθήκες ή τροπολογίες, η ψήφιση στο σύνολο
αναβάλλεται για ένα εικοσιτετράωρο από τη διανομή του τροποποιημένου νομοσχεδίου ή πρότασης
νόμου με την εξαίρεση των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 72."
"4. Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που χαρακτηρίζεται από την Κυβέρνηση κατεπείγον εισάγεται
για ψήφιση, ύστερα από περιορισμένη συζήτηση σε μία συνεδρίαση, από την λομέλεια ή το κατά
το άρθρο 71 Τμήμα, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής."
"5. Η Κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει να συζητηθεί σε ορισμένο αριθμό συνεδριάσεων, νομοσχέδιο
ή πρόταση νόμου που έχει επείγοντα χαρακτήρα, όπως ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής."
6**. Η επιψήφιση δικαστικών ή διοικητικών κωδίκων, που συντάχθηκαν από ειδικές επιτροπές, οι
οποίες έχουν συσταθεί με ειδικούς νόμους, μπορεί να γίνει από την λομέλεια της Βουλής με
ιδιαίτερο νόμο που τους κυρώνει στο σύνολό τους.
7. ε τον ίδιο τρόπο μπορεί να γίνει κωδικοποίηση διατάξεων που υπάρχουν με απλή
ταξινόμησή τους ή επαναφορά στο σύνολό τους καταργημένων νόμων, εκτός από τους
φορολογικούς.
(8. Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Οι παρ. 1-5 αντικαταστάθηκαν και η παρ. 8 καταργήθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. ** Σύμφωνα με το άρθρο 19
του ν. 3448/2006 (Α' 57/15.3.2006), το σχέδιο του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών
Υπαλλήλων που συντάσσεται από την Επιτροπή που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3242/2004
(Α' 102/2004), υποβάλλεται στη Βουλή προς κύρωση κατά τη διαδικασία που προβλέπει η παρ. 6 του παρόντος
άρθρου.

77
1. Η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία.
2. Νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του.

Σχόλια: - Έχει εκδοθεί η με αριθ. 2697/1993 (ΦΕΚ Α 90/4.6.1993) Απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των
Ελλήνων για την αληθή έννοια του άρθρου 162 παρ. 8 του Κανονισμού της Βουλής

130
Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΟΡΟ Ο ΙΑ ΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙ Η ΔΙΑ ΕΙΡΙΣΗ

78
1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το
υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις
συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος.
2. όρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής
ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο
επιβλήθηκε.
3. Κατ' εξαίρεση, όταν επιβάλλεται ή αυξάνεται εισαγωγικός ή εξαγωγικός δασμός ή φόρος
κατανάλωσης, επιτρέπεται η είσπραξή τους από την ημέρα που κατατέθηκε στη Βουλή το σχετικό
νομοσχέδιο, υπό τον όρο ότι ο νόμος θα δημοσιευθεί μέσα στην προθεσμία που ορίζει το άρθρο 42
παράγραφος 1 και πάντως το αργότερο μέσα σε δέκα ημέρες από τη λήξη της συνόδου.
4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη
φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής
εξουσιοδότησης.
Δεν είναι αντίθετος προς την απαγόρευση αυτή ο καθορισμός με νόμο του τρόπου που
βεβαιώνεται η συμμετοχή του Κράτους και των δημόσιων γενικά οργανισμών στην αυτόματη
υπερτίμηση, που προκαλείται αποκλειστικά από την εκτέλεση δημόσιων έργων στην παρακείμενη
ιδιωτική ακίνητη περιουσία.
5. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται να επιβληθούν με εξουσιοδότηση νόμων πλαισίων εξισωτικές ή
αντισταθμιστικές εισφορές ή δασμοί, καθώς και να ληφθούν οικονομικά μέτρα στο πλαίσιο των
διεθνών σχέσεων της ώρας με οικονομικούς οργανισμούς ή μέτρα που αποβλέπουν στην
εξασφάλιση της συναλλαγματικής θέσης της ώρας.

79
1. Η Βουλή κατά την τακτική ετήσια σύνοδό της ψηφίζει τον προ πολογισμό των εσόδων και
εξόδων του Κράτους για το επόμενο έτος.
2. Όλα τα έσοδα και έξοδα του Κράτους πρέπει να αναγράφονται στον ετήσιο προ πολογισμό
και τον απολογισμό.
"3. Προσχέδιο του προ πολογισμού κατατίθεται από τον πουργό ικονομικών στην αρμόδια
διαρκή κοινοβουλευτική επιτροπή την πρώτη Δευτέρα του κτωβρίου και συζητείται, όπως ορίζει ο
Κανονισμός. πουργός ικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη και τις παρατηρήσεις της επιτροπής,
εισάγει τον προ πολογισμό στη Βουλή σαράντα τουλάχιστον ημέρες πριν αρχίσει το οικονομικό
έτος. προ πολογισμός συζητείται και ψηφίζεται από την λομέλεια σύμφωνα με όσα ορίζει ο
Κανονισμός, ο οποίος και εξασφαλίζει το δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους όλες οι πολιτικές
μερίδες της Βουλής."
4. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι ανέφικτη η διοίκηση των εσόδων και των εξόδων βάσει του
προ πολογισμού, αυτή ενεργείται με βάση ειδικό κάθε φορά νόμο.
5. Αν δεν είναι δυνατή, επειδή έληξε η περίοδος της Βουλής, η ψήφιση του προ πολογισμού ή
του ειδικού νόμου που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, παρατείνεται για τέσσερις
μήνες η ισχύς του προ πολογισμού του οικονομικού έτους που έληξε ή που λήγει, με διάταγμα το
οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση του πουργικού Συμβουλίου.
6. ε νόμο μπορεί να καθιερωθεί η σύνταξη προ πολογισμού για διετή χρήση.
"7. Το αργότερο μέσα σε ένα έτος από τη λήξη του οικονομικού έτους κατατίθεται στη Βουλή ο
απολογισμός, καθώς και ο γενικός ισολογισμός του Κράτους, που συνοδεύονται υποχρεωτικά από
την κατά το άρθρο 98 παράγραφος 1 περίπτωση ε' έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εξετάζονται
από ειδική επιτροπή βουλευτών και κυρώνονται από την λομέλεια της Βουλής, σύμφωνα με όσα
ορίζει ο Κανονισμός."
8. Τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης εγκρίνονται από την λομέλεια της
Βουλής, όπως νόμος ορίζει.

Σχόλια: Οι παρ. 3 και 7 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ
Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

80
1. ισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προ πολογισμό του Κράτους ούτε
παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο.
131
2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την κοπή ή την έκδοση νομίσματος.

"Ε : Η παράγραφος 2 δεν κωλύει τη συμμετοχή της Ελλάδας στις


διαδικασίες της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπα κής
ολοκλήρωσης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 28."

Σχόλια: Η ερμηνευτική δήλωση στη παρ. 2 τέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
(ΦΕΚ Α 84/2001).

ΤΜΗΜΑ Δ'
ΕΡΝΗΣΗ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Σ ΡΟΤΗΣΗ ΑΙ ΑΠΟΣΤΟ Η ΤΗΣ ΕΡΝΗΣΗΣ

81
1. Την Κυβέρνηση αποτελεί το πουργικό Συμβούλιο που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό
και τους πουργούς. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύνθεση και τη λειτουργία του πουργικού
Συμβουλίου. ε διάταγμα που προκαλεί ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης μπορεί να διοριστούν ένας ή
περισσότεροι από τους πουργούς Αντιπρόεδροι του πουργικού Συμβουλίου.
Νόμος ρυθμίζει τη θέση των αναπληρωτών πουργών και των πουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο,
των φυπουργών, που μπορεί να αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης, καθώς και των μόνιμων
υπηρεσιακών φυπουργών.
2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί μέλος της Κυβέρνησης ή φυπουργός, αν δεν συγκεντρώνει
τα προσόντα που ορίζει το άρθρο 55 για το βουλευτή.
3. ποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα των μελών της Κυβέρνησης, των φυπουργών
και του Προέδρου της Βουλής αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους.
4. Νόμος μπορεί να καθιερώνει το ασυμβίβαστο του αξιώματος του πουργού και του
φυπουργού και προς άλλα έργα.
5. Αν δεν υπάρχει Αντιπρόεδρος, ο Πρωθυπουργός ορίζει έναν από τους πουργούς προσωρινό
αναπληρωτή του, όταν παρουσιάζεται ανάγκη.

82
1. Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της ώρας σύμφωνα με τους
ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.
2. Πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της,
καθώς και των δημόσιων γενικά υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο
πλαίσιο των νόμων.
"3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες της ικονομικής
και Κοινωνικής Επιτροπής, αποστολή της οποίας είναι η διεξαγωγή του κοινωνικού διαλόγου για τη
γενική πολιτική της ώρας και ιδίως για τις κατευθύνσεις της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής,
καθώς και η διατύπωση γνώμης επί των νομοσχεδίων και προτάσεων νόμων που παραπέμπονται
σε αυτήν."
"4. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Εθνικού
Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής με τη συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων της Βουλής και
προσώπων με ειδικές γνώσεις ή εμπειρία."

Σχόλια: Οι παρ. 3-4 προστέθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

83
1. Κάθε πουργός ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζει ο νόμος. ι υπουργοί χωρίς χαρτοφυλάκιο
ασκούν όσες αρμοδιότητες τους αναθέτει ο Πρωθυπουργός με απόφασή του.
2. ι φυπουργοί ασκούν τις αρμοδιότητες που τους αναθέτει με κοινή απόφαση ο
Πρωθυπουργός και ο οικείος πουργός.

132
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Σ ΕΣΕΙΣ Ο ΗΣ ΑΙ ΕΡΝΗΣΗΣ

84
1. Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. έσα σε δεκαπέντε ημέρες από
την ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της
Βουλής και μπορεί να τη ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε. Η Βουλή, αν έχουν διακοπεί οι εργασίες της
κατά το σχηματισμό της Κυβέρνησης, καλείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες να αποφανθεί για την
πρόταση εμπιστοσύνης.
2. Η Βουλή μπορεί με απόφασή της να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή
από μέλος της. Πρόταση δυσπιστίας μπορεί να υποβληθεί μόνο μετά την πάροδο εξαμήνου αφότου
η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας.
Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραμμένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των
βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση.
3. Κατ' εξαίρεση μπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαμήνου,
αν είναι υπογραμμένη από την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.
4. Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει μετά δύο ημέρες από την
υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας,
ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες
από την έναρξή της.
5. Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει
η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Κυβέρνηση.
6. Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη
πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα
δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.
Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου
αριθμού των βουλευτών.
7. Κατά την ψηφοφορία για τις πιο πάνω προτάσεις ψηφίζουν οι πουργοί και φυπουργοί που
είναι μέλη της Βουλής.

85
Τα μέλη του πουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι φυπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για
τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της
αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των πουργών. Σε καμία
περίπτωση η έγγραφη ή προφορική εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαλλάσσει τους
πουργούς και τους φυπουργούς από την ευθύνη τους.

86
"1. όνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη
της Κυβέρνησης ή φυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών
αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα
αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της
Βουλής κατά την παράγραφο 3.
Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής
εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της
προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την
ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.
3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με
απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών,
συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης,
διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του
προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην λομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή
μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών.
Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της
δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.

133
ε τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή
μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την
κύρια διαδικασία.
4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως
ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του
Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά
μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής
σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων,
που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για
άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του
Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.
Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο
που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη
του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού
Δικαστηρίου. ε απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει
στον ρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.
Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου
αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή
του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του
Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.
Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή
φυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως
νόμος ορίζει.
5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί
η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή
φυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει
ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο
της κατηγορίας."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ
Α 84/2001).

ΤΜΗΜΑ Ε'
ΔΙ ΑΣΤΙ Η ΕΞΟ ΣΙΑ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΔΙ ΑΣΤΙ ΟΙ ΕΙΤΟ Ρ ΟΙ ΑΙ ΠΑ Η ΟΙ

87
1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που
απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.
2. ι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους
νόμους, και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν
τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.
3. Η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού καθώς και
από τον Εισαγγελέα και τους Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, των δε εισαγγελέων από
αρεοπαγίτες και εισαγγελείς ανώτερου βαθμού, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου.

88
1. ι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα
προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι.
"2. ι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά
με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με
ειδικούς νόμους.
Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και
τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων
μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου
προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις
αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον
δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών."
134
3. ε νόμο μπορεί να προβλεφθεί εκπαιδευτική και δοκιμαστική περίοδος των δικαστικών
λειτουργών, διάρκεια έως τριών ετών, πριν διοριστούν ως τακτικοί. Κατά την περίοδο αυτή
μπορούν να ασκούν και καθήκοντα τακτικού δικαστή, όπως νόμος ορίζει.
4. ι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας
ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή
ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των
παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93.
5. ι δικαστικοί λειτουργοί, έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους
αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις
συμπληρώσουν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους
από αυτούς ή τους αντίστοιχους με αυτούς αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις
συμπληρώσουν το εξηκοστό έβδομο έτος της ηλικίας τους. ια την εφαρμογή της διάταξης αυτής
θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή ουνίου του έτους
της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού.
"6. ετάταξη δικαστικών λειτουργών απαγορεύεται. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η μετάταξη μεταξύ
παρέδρων σε πρωτοδικεία και παρέδρων σε εισαγγελίες, ύστερα από αίτηση των μετατασσομένων,
όπως νόμος ορίζει. ι δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων προάγονται στο βαθμό του
Συμβούλου της Επικρατείας και στο ένα πέμπτο των θέσεων, όπως νόμος ορίζει."
7. Στα προβλεπόμενα ειδικώς από το Σύνταγμα δικαστήρια ή συμβούλια, στα οποία μετέχουν
μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, προεδρεύει όποιος από τα μέλη τους
είναι ο αρχαιότερος στο βαθμό.

"Ε : Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 88, επιτρέπεται η ενοποίηση του
πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθμιση της υπηρεσιακής
κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού, εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης
και αξιολόγησης, όπως νόμος ορίζει."

Σχόλια: Οι παρ. 2 και 6 καθώς και η ερμηνευτική δήλωση, αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ'
Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

89
1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία
καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.
"2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας
Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να
μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή
δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή
προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από
άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με
δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου
εδαφίου".
"3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα
σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η
ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της ώρας σε διεθνείς
οργανισμούς.
Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των
υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει."
4. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η συμμετοχή στην Κυβέρνηση.
5. Επιτρέπεται η συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει.

Σχόλια: Οι παρ. 2-3 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει 17.4.2001. Σύμφωνα με το ίδιο ως άνω ψήφισμα με το οποίο προστίθεται
παρ. 4 στο άρθρο 118 Συντάγματος η ισχύς των αναθεωρημένων διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του
άρθρου 89 αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του σχετικού εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002.

90
"1. ι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών
λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση ανώτατου
δικαστικού συμβουλίου. Αυτό συγκροτείται από τον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου και

135
από μέλη του ίδιου δικαστηρίου που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν τουλάχιστον
δύο ετών υπηρεσία στο δικαστήριο αυτό, όπως νόμος ορίζει. Στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο της
πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης μετέχει και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, καθώς και δύο
Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν
τουλάχιστον δύο ετών υπηρεσία στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, όπως νόμος ορίζει.
Στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας και της διοικητικής
δικαιοσύνης μετέχει και ο ενικός Επίτροπος της Επικρατείας που υπηρετεί σε αυτά για τα θέματα
που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της ενικής
Επιτροπείας. Στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου μετέχει και ο ενικός
Επίτροπος της Επικρατείας που υπηρετεί σε αυτό. Στο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν
χωρίς ψήφο και δύο δικαστικοί λειτουργοί του κλάδου στον οποίο αφορούν οι υπηρεσιακές
μεταβολές, βαθμού τουλάχιστον εφέτη ή αντίστοιχου, που επιλέγονται με κλήρωση, όπως νόμος
ορίζει."
"2. Το συμβούλιο της παραγράφου 1 συγκροτείται με αυξημένη σύνθεση, όπως νόμος ορίζει,
όταν κρίνει για προαγωγές στις θέσεις των συμβούλων της Επικρατείας, αρεοπαγιτών,
αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Προέδρων Εφετών και
Εισαγγελέων Εφετών, καθώς και για την επιλογή των μελών των ενικών Επιτροπειών των
διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατά τα λοιπά ισχύουν και στην περίπτωση
αυτή οι διατάξεις της παραγράφου 1.
"3. Αν ο πουργός Δικαιοσύνης διαφωνεί με την κρίση ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, μπορεί
να παραπέμπει το ζήτημα στην ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει.
Δικαίωμα προσφυγής έχει και ο δικαστικός λειτουργός στον οποίον αφορά η κρίση, υπό τις
προ ποθέσεις που ορίζει ο νόμος. Κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας του οικείου ανώτατου
δικαστηρίου ως δευτεροβάθμιου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου ισχύουν οι διατάξεις των
εδαφίων τρία έως έξι της παραγράφου 1. Στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου στις περιπτώσεις του
προηγούμενου εδαφίου μετέχουν μετά ψήφου και τα μέλη της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου."
"4. ι αποφάσεις της ολομέλειας ως δευτεροβάθμιου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου για το
ζήτημα που έχει παραπεμφθεί σε αυτήν, καθώς και οι αποφάσεις του ανώτατου δικαστικού
συμβουλίου, με τις οποίες δεν διαφώνησε ο πουργός είναι γι' αυτόν υποχρεωτικές."
"5. ι προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της
Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα
που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του πουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών
του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στη θέση του εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου ενεργείται με όμοιο διάταγμα, με επιλογή μεταξύ των μελών του Αρείου Πάγου
και των αντεισαγγελέων του, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στη θέση του γενικού επιτρόπου του
Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργείται με όμοιο διάταγμα με επιλογή μεταξύ των μελών του Ελεγκτικού
Συνεδρίου και της αντίστοιχης ενικής Επιτροπείας, όπως νόμος ορίζει. Η προαγωγή στις θέσεις
του γενικού επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων ενεργείται με όμοιο επίσης διάταγμα με
επιλογή μεταξύ των μελών της αντίστοιχης ενικής Επιτροπείας και των προέδρων εφετών των
διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόμος ορίζει.
Η θητεία του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των ενικών Επιτρόπων των
διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των
τεσσάρων ετών ακόμη και αν ο δικαστικός λειτουργός που κατέχει τη θέση δεν καταλαμβάνεται από
το όριο ηλικίας. τυχόν υπολειπόμενος μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας χρόνος λογίζεται
ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, όπως νόμος ορίζει."
6. ι αποφάσεις ή πράξεις κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου δεν προσβάλλονται στο
Συμβούλιο της Επικρατείας.

Σχόλια: Οι παρ. 1-5 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. Σύμφωνα με το ίδιο ως άνω Ψήφισμα με το οποίο
προστίθεται παρ. 5 στο άρθρο 118 Συντάγματος οι πρόεδροι ανώτατων-δικαστηρίων, ο Εισαγγελέας του Αρείου
Πάγου, οι γενικοί επίτροποι των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνέδριο, καθώς και ο Πρόεδρος
του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης διάταξης της
παραγράφου 5 του άρθρου 90, αποχωρούν από την υπηρεσία, όπως προβλέπει η παράγραφος 5 του άρθρου
88.

136
91
1. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικού λειτουργούς, από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή
αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή στους αντίστοιχους με αυτόν, ασκείται από ανώτατο
πειθαρχικό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει.
Την πειθαρχική αγωγή εγείρει ο πουργός Δικαιοσύνης.
2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της
Επικρατείας, ως Πρόεδρό του, από δύο αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου ή αρεοπαγίτες, δύο
αντιπροέδρους ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο τακτικούς καθηγητές νομικών
μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της ώρας, ως μέλη. Τα μέλη του
Συμβουλίου ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν υπηρεσία τριών τουλάχιστον ετών
στο οικείο ανώτατο δικαστήριο ή σε νομική σχολή και κάθε φορά που το Συμβούλιο καλείται να
αποφασίσει για ενέργεια μέλους ανώτατου δικαστηρίου, εισαγγελέα ή επιτρόπου αποκλείονται από
τη σύνθεσή του τα μέλη που ανήκουν στο οικείο δικαστήριο. Εφόσον πρόκειται για πειθαρχική
δίωξη κατά μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο
προεδρεύει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
3. Η πειθαρχική εξουσία στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς ασκείται σε πρώτο και δεύτερο
βαθμό από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, κατά τους
ορισμούς του νόμου. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει και ο πουργός της Δικαιοσύνης.
4. ι κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου πειθαρχικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται στο
Συμβούλιο της Επικρατείας.

92
1. ι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι μόνιμοι.
πορεί να παυθούν μόνο με δικαστική απόφαση εξαιτίας ποινικής καταδίκης, ή με απόφαση
δικαστικού συμβουλίου για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή
ανεπάρκεια που βεβαιώνονται, όπως νόμος ορίζει.
2. Νόμος ορίζει τα προσόντα των υπαλλήλων της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των
εισαγγελιών, καθώς και τα σχετικά με την κατάστασή τους γενικά.
"3. ι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών
υπαλλήλων ενεργούνται ύστερα από σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων που
συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους, όπως
νόμος ορίζει. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς υπαλλήλους ασκείται από τους ιεραρχικά
προ σταμένους τους δικαστές ή εισαγγελείς ή επιτρόπους ή υπαλλήλους, καθώς και από
υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Κατά των αποφάσεων που αφορούν μεταβολές της
υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και κατά των πειθαρχικών
αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων επιτρέπεται προσφυγή, όπως νόμος ορίζει."
"4. ι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων είναι δικαστικοί υπάλληλοι. ι συμβολαιογράφοι και οι
άμισθοι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών είναι μόνιμοι εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες
ή θέσεις. ι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν αναλογική εφαρμογή και σε αυτούς."
5. ι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών αποχωρούν
υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας τους και οι
λοιποί μόλις συμπληρώσουν το όριο που προβλέπει ο νόμος.

Σχόλια: Οι παρ. 3-4 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΑΙ ΔΙ ΑΙΟΔΟΣΙΑ Τ Ν ΔΙ ΑΣΤΗΡΙ Ν

93
1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς
νόμους.
2. ι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει με απόφασή
του ότι η δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι
προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων.
"3. Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη και
απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση.
Νόμος ορίζει τις έννομες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε
περίπτωση παραβίασης του προηγούμενου εδαφίου. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται
137
υποχρεωτικά. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόμενης μειοψηφίας,
καθώς και τους όρους και τις προ ποθέσεις της δημοσιότητάς της."
4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο
προς το Σύνταγμα.

Σχόλια: Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

94
"1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές
διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας
δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει.
3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής
νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά
δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.
4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής
φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη
συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. ι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται
αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ
Α 84/2001).

95
1. Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως:
"α) Η μετά από αίτηση ακύρωσης των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για
υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου.
β) Η μετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
όπως νόμος ορίζει."
γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ' αυτό σύμφωνα με το
Σύνταγμα και τους νόμους.
δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγμάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.
2. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στοιχείου δ' διά της προηγούμενης παραγράφου δεν
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3.
"3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας
μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά
δικαστήρια. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει."
4. ι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος
ειδικότερα ορίζει.
"5. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση
της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα
αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης."

Σχόλια: Οι παρ. 1 α, β, 3, 5 αντικαταστάθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
(ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

96
1. Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων
που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι.
2. πορεί με νόμο: α) να ανατεθεί και σε αρχές που ασκούν αστυνομικά καθήκοντα η εκδίκαση
αστυνομικών παραβάσεων που τιμωρούνται με πρόστιμο, β) να ανατεθεί σε αρχές αγροτικής
ασφάλειας η εκδίκαση των σχετικών με τους αγρούς πταισμάτων και των ιδιωτικών διαφορών που
απορρέουν από αυτά.
Σ' αυτές τις δύο περιπτώσεις οι αποφάσεις που εκδίδονται υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο
τακτικό δικαστήριο, η οποία έχει ανασταλτική δύναμη.

138
3. Ειδικοί νόμοι ορίζουν τα σχετικά με δικαστήρια ανηλίκων, στα οποία επιτρέπεται να μην
εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 2 και 97. ι αποφάσεις των δικαστηρίων
αυτών μπορεί να μην απαγγέλλονται δημόσια.
4. Ειδικοί νόμοι ορίζουν:
α) Τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν
μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες.
β) Τα σχετικά με το δικαστήριο λειών.
5. Τα δικαστήρια του στοιχείου α' της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται κατά
πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις
εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος. ια
τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των
παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου
αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο.

97
1. Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που
συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει. ι αποφάσεις των
δικαστηρίων αυτών υπόκεινται στα ένδικα μέσα που ορίζει ο νόμος.
2. Κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα, που με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα και ειδικούς
νόμους έχουν υπαχθεί έως την ισχύ του Συντάγματος στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν
να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών
δικαστηρίων.
ε νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και άλλα κακουργήματα.
3. Τα εγκλήματα κάθε βαθμού που διαπράττονται δια του τύπου υπάγονται στα τακτικά ποινικά
δικαστήρια, όπως νόμος ορίζει.

98
"1. Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. έλεγχος των δαπανών του
Κράτους, καθώς και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που
υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό. β. έλεγχος συμβάσεων μεγάλης
οικονομικής αξίας στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο που
εξομοιώνεται με το Δημόσιο από την άποψη αυτή, όπως νόμος ορίζει. γ. έλεγχος των
λογαριασμών των δημόσιων υπολόγων και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων
νομικών προσώπων, που υπάγονται στον προβλεπόμενο από το εδάφιο α' έλεγχο. δ. Η
γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις ή αναγνώριση υπηρεσίας για την παροχή
δικαιώματος σύνταξης σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 73, καθώς και για κάθε άλλο
θέμα που ορίζει ο νόμος. ε. Η σύνταξη και η υποβολή έκθεσης προς τη Βουλή για τον απολογισμό
και ισολογισμό του Κράτους κατά το άρθρο 79 παράγραφος 7. στ. Η εκδίκαση διαφορών σχετικά με
την απονομή συντάξεων, καθώς και με τον έλεγχο των λογαριασμών του εδαφίου γ'. ζ. Η εκδίκαση
υποθέσεων που αναφέρονται στην ευθύνη των πολιτικών ή στρατιωτικών δημόσιων υπαλλήλων,
καθώς και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου για κάθε ζημία που από δόλο ή αμέλεια προκλήθηκε στο Κράτος,
τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου."
2. ι αρμοδιότητες του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται και ασκούνται, όπως νόμος ορίζει.
Στις περιπτώσεις των στοιχείων α' έως δ' της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται οι
διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3.
3. ι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου για υποθέσεις της παραγράφου 1 δεν υπόκεινται στον
έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Σχόλια: Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

99
1. Αγωγές κακοδικίας κατά δικαστικών λειτουργών δικάζονται, όπως νόμος ορίζει, από ειδικό
δικαστήριο που συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρό του,
και από ένα σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, ένα σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της ώρας
και δύο δικηγόρους, μέλη του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων, ως μέλη, που
ορίζονται με κλήρωση.
139
2. Από τα μέλη του ειδικού δικαστηρίου εξαιρείται κάθε φορά εκείνο που ανήκει στο σώμα ή τον
κλάδο της δικαιοσύνης που για ενέργεια ή παράλειψη των λειτουργών του καλείται να αποφανθεί το
δικαστήριο. Εφόσον πρόκειται για αγωγή κακοδικίας κατά μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας
ή λειτουργών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στο ειδικό αυτό δικαστήριο προεδρεύει ο
Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
3. Δεν απαιτείται άδεια για να εγερθεί αγωγή κακοδικίας.

100
1. Συνιστάται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο στο οποίο υπάγονται:
α) Η εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58.
β) έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο
44 παράγραφος 2.
γ) Η κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή, κατά τα άρθρα 55 παράγραφος 2 και
57.
δ) Η άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του
Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός, και των αστικών και
ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών
δικαστηρίων.
ε) Η άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων
τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι' αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας του
Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
στ) Η άρση της αμφισβήτησης για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά
παραδεγμένων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 28.
2. Το δικαστήριο της προηγούμενης παραγράφου συγκροτείται από τους Προέδρους του
Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τέσσερις
συμβούλους της Επικρατείας και από τέσσερις αρεοπαγίτες, που ορίζονται ως μέλη με κλήρωση
κάθε δύο χρόνια. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους του
Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου.
Στις περιπτώσεις δ' και ε' της προηγούμενης παραγράφου μετέχουν στη σύνθεση του
δικαστηρίου και δύο τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των
πανεπιστημίων της ώρας, οι οποίοι ορίζονται με κλήρωση.
3. Η οργάνωση και λειτουργία του δικαστηρίου, τα σχετικά με τον ορισμό, την αναπλήρωση και
την επικουρία των μελών του, καθώς και τα σχετικά με τη διαδικασία σ' αυτό ορίζονται με ειδικό
νόμο.
4. ι αποφάσεις του δικαστηρίου είναι αμετάκλητες.
Διάταξη νόμου, που κηρύσσεται αντισυνταγματική, είναι ανίσχυρη από τη δημοσίευση της
σχετικής απόφασης ή από το χρόνο που ορίζεται με την απόφαση.
"5. Όταν τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου
κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική παραπέμπει υποχρεωτικά το ζήτημα στην οικεία
ολομέλεια, εκτός αν αυτό έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας ή του Ανώτατου
Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου αυτού. Η ολομέλεια συγκροτείται σε δικαστικό σχηματισμό και
αποφαίνεται οριστικά, όπως νόμος ορίζει. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και κατά την
επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας."

Σχόλια: Η παρ. 5 προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001)
της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

100
"Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους, καθώς και τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων που
υπηρετούν σε αυτό. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκουν ιδίως η
δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου και η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του
Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό. Στο κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 88 παράγραφοι 2 και 5 και 90
παράγραφος 5."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001).

140
ΤΜΗΜΑ ΣΤ'
ΔΙΟΙ ΗΣΗ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΟΡ ΑΝ ΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙ ΗΣΗΣ

101
1. Η διοίκηση του Κράτους οργανώνεται σύμφωνα με το αποκεντρωτικό σύστημα.
2. Η διοικητική διαίρεση της ώρας διαμορφώνεται με βάση τις γεωοικονομικές, κοινωνικές και
συγκοινωνιακές συνθήκες.
"3. Τα περιφερειακά όργανα του Κράτους έχουν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα για τις
υποθέσεις της περιφέρειάς τους. Τα κεντρικά όργανα του Κράτους, εκτός από ειδικές αρμοδιότητες,
έχουν τη γενική κατεύθυνση, το συντονισμό και τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των
περιφερειακών οργάνων, όπως νόμος ορίζει."

"Ε : κοινός νομοθέτης και η διοίκηση όταν δρα κανονιστικά έχουν


υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών."

Σχόλια: Η παρ. 3 αντικαταστάθηκε και η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ


Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

101
"1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα
μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία,
όπως νόμος ορίζει.
2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και
λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε
ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα
ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των
Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των
τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με τη διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον
Κανονισμό της Βουλής.
3. ε τον Κανονισμό της Βουλής ρυθμίζονται όσα αφορούν τη σχέση των ανεξάρτητων αρχών με
τη Βουλή και ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001).

102
"1. Η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων ανήκει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης
πρώτου και δεύτερου βαθμού. πέρ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης συντρέχει τεκμήριο
αρμοδιότητας για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Νόμος καθορίζει το εύρος και τις
κατηγορίες των τοπικών υποθέσεων, καθώς και την κατανομή τους στους επί μέρους βαθμούς. ε
νόμο μπορεί να ανατίθεται στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης η άσκηση αρμοδιοτήτων που
συνιστούν αποστολή του Κράτους.
2. ι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης έχουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. ι αρχές
τους εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως νόμος ορίζει.
3. ε νόμο μπορεί να προβλέπονται για την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών ή την
άσκηση αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης αναγκαστικοί ή εκούσιοι σύνδεσμοι
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης που διοικούνται από αιρετά όργανα.
"4"(5). Το Κράτος ασκεί στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης εποπτεία που συνίσταται
αποκλειστικά σε έλεγχο νομιμότητας και δεν επιτρέπεται να εμποδίζει την πρωτοβουλία και την
ελεύθερη δράση τους. έλεγχος νομιμότητας ασκείται, όπως νόμος ορίζει. Πειθαρχικές ποινές στα
αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκτός από τις περιπτώσεις που συνεπάγονται
αυτοδικαίως έκπτωση ή αργία, επιβάλλονται μόνο ύστερα από σύμφωνη γνώμη συμβουλίου που
αποτελείται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές, όπως νόμος ορίζει.
"5"(6). Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται
για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την
εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής

141
αυτοδιοίκησης με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών.
Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή, μεταξύ των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης, των φόρων ή τελών που καθορίζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται από το
Κράτος. Κάθε μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του Κράτους προς
την τοπική αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων. Νόμος ορίζει τα
σχετικά με τον καθορισμό και την είσπραξη τοπικών εσόδων απευθείας από τους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης."

Σχόλια: Οι παρ. 1-3 αντικαταστάθηκαν, η παρ. 4 καταργήθηκε και οι παρ. 5-6 αναριθμήθηκαν σε 4-5 με το
Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από
17.4.2001.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΠΗΡΕΣΙΑ Η ΑΤΑΣΤΑΣΗ Τ Ν ΟΡ ΑΝ Ν ΤΗΣ ΔΙΟΙ ΗΣΗΣ

103
1. ι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το αό˙
οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του
διορισμού τους ορίζονται από το νόμο.
2. Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη.
Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και
επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση
ιδιωτικού δικαίου.
3. ργανικές θέσεις ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού
μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος
ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το
προσωπικό που προσλαμβάνεται.
4. ι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον αυτές οι θέσεις
υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις
περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν
να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση
υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους
υπαλλήλους.
Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της
Επικρατείας, όπως νόμος ορίζει.
5. ε νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που
κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόμενοι απευθείας με βαθμό
πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού,
των πουργών και φυπουργών.
6. ι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και στους υπαλλήλους της
Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ ολοκλήρου από τον Κανονισμό της, καθώς και στους
υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου.
"7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός
καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε
με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο
ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει.
Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες
εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το
αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση
εντολής.
8. Νόμος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο
Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε
οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε
πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου
2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου
εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο
εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. ι απαγορεύσεις της παραγράφου
αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου.
142
9. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες του "Συνηγόρου του Πολίτη"
που λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή".

Σχόλια: Οι παρ. 7-9 προστέθηκαν με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

104
1. Κανένας από τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο δεν μπορεί να
διοριστεί σε άλλη θέση δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου ή δημόσιας επιχείρησης ή οργανισμού κοινής ωφέλειας. Κατ'
εξαίρεση μπορεί να επιτραπεί με ειδικό νόμο ο διορισμός και σε δεύτερη θέση, εφόσον τηρούνται οι
διατάξεις της επόμενης παραγράφου.
2. ι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές των υπαλλήλων του προηγούμενου άρθρου
δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης.
3. Δεν απαιτείται προηγούμενη άδεια για να εισαχθούν σε δίκη δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και
υπάλληλοι οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Α ΕΣΤ Σ ΤΟ Α ΙΟ ΟΡΟ Σ

105
1. Η χερσόνησος του θω, από τη εγάλη Βίγλα και πέρα, η οποία αποτελεί την περιοχή του
Αγίου Όρους, είναι, σύμφωνα με το αρχαίο προνομιακό καθεστώς του, αυτοδιοίκητο τμήμα του
Ελληνικού Κράτους, του οποίου η κυριαρχία πάνω σ' αυτό παραμένει άθικτη. Από πνευματική
άποψη το γιο Όρος διατελεί υπό την άμεση δικαιοδοσία του ικουμενικού Πατριαρχείου. Όλοι
όσοι μονάζουν σ' αυτό αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια μόλις προσληφθούν ως δόκιμοι ή μοναχοί,
χωρίς άλλη διατύπωση.
2. Το γιο Όρος διοικείται, σύμφωνα με το καθεστώς του, από τις είκοσι ερές ονές του, μεταξύ
των οποίων είναι κατανεμημένη ολόκληρη η χερσόνησος του θω, το έδαφος της οποίας είναι
αναπαλλοτρίωτο.
Η διοίκησή του ασκείται από αντιπροσώπους των ερών ονών, οι οποίοι αποτελούν την ερή
Κοινότητα. Δεν επιτρέπεται καμία απολύτως μεταβολή στο διοικητικό σύστημα ή στον αριθμό των
ονών του Αγίου Όρους, ούτε στην ιεραρχική τάξη και τη θέση τους προς τα υποτελή τους
εξαρτήματα. Απαγορεύεται να εγκαταβιώνουν στο γιο Όρος ετερόδοξοι ή σχισματικοί.
3. λεπτομερής καθορισμός των αγιορειτικών καθεστώτων και του τρόπου της λειτουργίας τους
γίνεται από τον Καταστατικό άρτη του Αγίου Όρους, τον οποίο, με σύμπραξη του αντιπροσώπου
του Κράτους, συντάσσουν και ψηφίζουν οι είκοσι ερές ονές και τον επικυρώνουν το ικουμενικό
Πατριαρχείο και η Βουλή των Ελλήνων.
4. Η ακριβής τήρηση των αγιορείτικων καθεστώτων τελεί ως προς το πνευματικό μέρος υπό την
ανώτατη εποπτεία του ικουμενικού Πατριαρχείου και ως προς το διοικητικό μέρος υπό την
εποπτεία του Κράτους, στο οποίο ανήκει αποκλειστικά και η διαφύλαξη της δημόσιας τάξης και
ασφάλειας.
5. ι πιο πάνω εξουσίες του Κράτους ασκούνται από διοικητή, του οποίου τα δικαιώματα και
καθήκοντα καθορίζονται με νόμο.
ε νόμο επίσης καθορίζονται η δικαστική εξουσία που ασκούν οι μοναστηριακές αρχές και η ερή
Κοινότητα, καθώς και τα τελωνειακά και φορολογικά πλεονεκτήματα του Αγίου Όρους.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΤΕ Ι ΕΣ ΑΙ ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΤΜΗΜΑ Α'
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

106
1. ια την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το
Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη ώρα, επιδιώκοντας να
εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. αμβάνει τα
επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και
τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την
προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών.
143
2. Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας
και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας.
3. ε την επιφύλαξη της προστασίας που παρέχεται από το άρθρο 107 ως προς την
επανεξαγωγή κεφαλαίων εξωτερικού, μπορεί να ρυθμίζονται με νόμο τα σχετικά με την εξαγορά
επιχειρήσεων ή την αναγκαστική συμμετοχή σ' αυτές του Κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων,
εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση
των πηγών του εθνικού πλούτου, ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό
σύνολο.
4. Το τίμημα της εξαγοράς ή το αντάλλαγμα της αναγκαστικής συμμετοχής του Κράτους ή άλλων
δημόσιων φορέων καθορίζεται απαραιτήτως δικαστικώς και πρέπει να είναι πλήρες, ώστε να
ανταποκρίνεται στην αξία της επιχείρησης που εξαγοράζεται ή της συμμετοχής σ' αυτή.
5. έτοχος, εταίρος ή κύριος επιχείρησης, της οποίας ο έλεγχος περιέρχεται στο Κράτος ή σε
φορέα που ελέγχεται απ' αυτό εξαιτίας αναγκαστικής συμμετοχής, κατά την παράγραφο 3,
δικαιούται να ζητήσει την εξαγορά της συμμετοχής του στην επιχείρηση, όπως νόμος ορίζει.
6. Νόμος μπορεί να ορίσει τα σχετικά με τη συμμετοχή στη δαπάνη του Δημοσίου αυτών που
ωφελούνται από την εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομική
ανάπτυξη της χώρας.

Ε : Δεν περιλαμβάνεται στην κατά την παράγραφο 4 αξία αυτή που


οφείλεται στον τυχόν μονοπωλιακό χαρακτήρα της επιχείρησης.

Σχόλια: Η ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων
(ΦΕΚ Α 84/2001).

107
1. Η πριν από την 21 Απριλίου 1967 νομοθεσία με αυξημένη τυπική ισχύ για την προστασία
κεφαλαίων εξωτερικού διατηρεί την αυξημένη τυπική ισχύ που είχε, και εφαρμόζεται και στα
κεφάλαια που θα εισάγονται στο εξής.
Την ίδια ισχύ έχουν και οι διατάξεις των Κεφαλαίων Α' έως Δ' του τμήματος Α' του νόμου 27/75
"περί φορολογίας πλοίων, επιβολής εισφοράς προς ανάπτυξιν της εμπορικής ναυτιλίας,
εγκαταστάσεως αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων".
2. Νόμος, που εκδίδεται μία φορά μόνο μέσα σε τρεις μήνες από την ισχύ του Συντάγματος,
ορίζει τους όρους και τη διαδικασία για την αναθεώρηση ή λύση των εγκριτικών διοικητικών
πράξεων που εκδόθηκαν με οποιονδήποτε τύπο κατ' εφαρμογήν του νομοθετικού διατάγματος
2687/1953 ή των συμβάσεων που έχουν συναφθεί από 21 Απριλίου 1967 έως 23 ουλίου 1974 για
επενδύσεις κεφαλαίων εξωτερικού, με εξαίρεση εκείνες που αφορούν τη νηολόγηση πλοίων με
ελληνική σημαία.

108
"1". Το Κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του
με τη μητέρα Πατρίδα. Επίσης μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική
προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την Επικράτεια.
"2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου
Απόδημου Ελληνισμού, που έχει ως αποστολή του την έκφραση όλων των δυνάμεων του
απανταχού ελληνισμού."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο μετετράπη σε παρ. 1 και προστέθηκε παρ. 2 με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής
Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) με ημερομηνία ισχύος 17.4.2001.

109
1. Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλου ή δωρεάς, ως
προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού.
2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση, για τον ίδιο ή άλλο
κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλήφθηκε ή δωρήθηκε, στην περιοχή που καθόρισε ο δωρητής
ή ο διαθέτης ή στην ευρύτερή της περιφέρεια, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η θέληση
του διαθέτη ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή
κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα
με τη μεταβολή της εκμετάλλευσης, όπως νόμος ορίζει.

144
"3. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη σύνταξη μητρώου κληροδοτημάτων γενικά και ανά περιφέρεια,
την καταγραφή και ταξινόμηση των περιουσιακών τους στοιχείων, τη διοίκηση και διαχείριση του
κάθε κληροδοτήματος σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη ή δωρητή και κάθε άλλο συναφές
ζήτημα."

Σχόλια: Η παρ. 3 προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001)
της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

ΤΜΗΜΑ '
ΑΝΑ Ε ΡΗΣΗ ΤΟ Σ ΝΤΑ ΜΑΤΟΣ

110
1. ι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν
τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας,
καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι
1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26.
2. Η ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής που
λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών, με πλειοψηφία των τριών
πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους έναν
τουλάχιστον μήνα. ε την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να
αναθεωρηθούν.
3. Αφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από τη Βουλή, η επόμενη Βουλή κατά την πρώτη σύνοδό
της, αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σχετικά με τις
αναθεωρητικές διατάξεις.
4. Αν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών, όχι όμως και την πλειοψηφία των τριών πέμπτων, σύμφωνα με την παράγραφο 2, η
επόμενη Βουλή κατά την πρώτη σύνοδό της μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες
διατάξεις με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της.
5. Κάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως μέσα σε δέκα ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη Βουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό
ψήφισμά της.
6. Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της
προηγούμενης.

ΤΜΗΜΑ '
ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

111
1. Κάθε διάταξη νόμου ή διοικητικής πράξης με κανονιστικό χαρακτήρα, που είναι αντίθετη προς
το Σύνταγμα, καταργείται από την έναρξη της ισχύος του.
2. Συντακτικές πράξεις που εκδόθηκαν από τις 24 ουλίου 1974 έως τη σύγκληση της Ε'
Αναθεωρητικής Βουλής, καθώς και ηφίσματά τους, εξακολουθούν να ισχύουν και κατά τις
διατάξεις τους τις αντίθετες προς το Σύνταγμα και επιτρέπεται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν
με νόμο. Από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος καταργείται η διάταξη του άρθρου 8 της
Συντακτικής Πράξης της 3/3-9-1974, ως προς το όριο ηλικίας για την αποχώρηση των καθηγητών
ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
3. Εξακολουθούν να ισχύουν: α) το άρθρο 2 του π.δ. 700 της 9/9 κτωβρίου 1974 "περί μερικής
επαναφοράς εν ισχύ των άρθρων 5, 6, 8, 10, 12, 14, 95 και 97 του Συντάγματος και άρσεως του
νόμου "περί καταστάσεως πολιορκίας" και β) το ν.δ. αριθ. 167 της 16/16 Νοεμβρίου 1974 "περί
χορηγήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά των αποφάσεων του στρατιωτικού δικαστηρίου",
τα οποία επιτρέπεται να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν με νόμο.
4. Το ψήφισμα της 16/29 Απριλίου 1952 εξακολουθεί να ισχύει για έξι μήνες από την έναρξη της
ισχύος του Συντάγματος. έσα στην προθεσμία αυτή επιτρέπεται να τροποποιηθούν,
συμπληρωθούν ή καταργηθούν με νόμο οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα που αναφέρονται
στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του ψηφίσματος αυτού ή να διατηρηθούν ορισμένες συντακτικές
πράξεις και ψηφίσματα, εν όλω ή εν μέρει, και αφού περάσει η προθεσμία αυτή, με τον περιορισμό
ότι οι διατάξεις που τροποποιούνται συμπληρώνονται ή διατηρούνται σε ισχύ δεν μπορεί να είναι
αντίθετες προς το Σύνταγμα.

145
5. λληνες που στερήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο την ιθαγένειά τους έως την έναρξη της
ισχύος του Συντάγματος την αποκτούν πάλι ύστερα από κρίση ειδικών επιτροπών από δικαστικούς
λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει.
6. Η διάταξη του άρθρου 19 του ν.δ. 3370/1955 "περί κυρώσεως του Κώδικος Ελληνικής
θαγενείας" εξακολουθεί να ισχύει ώσπου να καταργηθεί με νόμο.

112
1. Σε θέματα που για τη ρύθμισή τους προβλέπεται ρητά από διατάξεις του Συντάγματος η
έκδοση νόμου, οι κατά περίπτωση νόμοι ή διοικητικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, που
υπάρχουν κατά την έναρξη της ισχύος του, εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να εκδοθεί ο νόμος
που προβλέπεται κατά περίπτωση, εκτός αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Συντάγματος.
2. ι διατάξεις των άρθρων 109 παράγραφος 2 και 79 παράγραφος 8 αρχίζουν να εφαρμόζονται
από την έναρξη της ισχύος του νόμου που προβλέπεται ειδικά από κάθε μία από αυτές και που θα
εκδοθεί το αργότερο έως το τέλος του έτους 1976. σπου να αρχίσει να ισχύει ο νόμος που
προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 109 εξακολουθεί να εφαρμόζεται η συντακτική και
νομοθετική ρύθμιση που υπάρχει κατά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος.
3. Κατά την έννοια της συντακτικής πράξης της 5 κτωβρίου 1974, που διατηρείται σε ισχύ, η
αναστολή εκτέλεσης των καθηκόντων των καθηγητών αφότου εκλέχθηκαν βουλευτές δεν εκτείνεται,
κατά την παρούσα βουλευτική περίοδο, στη διδασκαλία, την έρευνα, τη συγγραφική εργασία και τα
σπουδαστήρια των οικείων σχολών, αποκλείεται όμως η συμμετοχή τους στη διοίκηση των σχολών
και την εκλογή γενικά του διδακτικού προσωπικού ή την εξέταση των σπουδαστών.
4. Η εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 16 για τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης θα
ολοκληρωθεί με νόμο μέσα σε πέντε έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος.

113
Κανονισμός της Βουλής καθώς και τα ψηφίσματα που αναφέρονται σ' αυτόν και οι νόμοι για τη
λειτουργία της Βουλής εξακολουθούν να ισχύουν έως την έναρξη της ισχύος του νέου Κανονισμού
της Βουλής, εκτός αν είναι αντίθετοι προς τους ορισμούς του Συντάγματος.
ια τη λειτουργία των κατά τα άρθρα 70 και 71 του Συντάγματος Τμημάτων της Βουλής
εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του τελευταίου Κανονισμού των εργασιών της Ειδικής
Νομοθετικής Επιτροπής του άρθρου 35 του Συντάγματος της 1ης ανουαρίου 1952, σύμφωνα με
όσα ορίζει ειδικότερα το άρθρο 3 του Α' ψηφίσματος της 24.12.1974. Εωσότου αρχίσει να ισχύει ο
νέος Κανονισμός της Βουλής, η Επιτροπή του άρθρου 71 του Συντάγματος συγκροτείται από
εξήντα τακτικά μέλη και τριάντα αναπληρωματικά, που ο Πρόεδρος της Βουλής επιλέγει από όλα τα
κόμματα και τις ομάδες, ανάλογα με τη δύναμή τους. Αν έως τη δημοσίευση του νέου Κανονισμού
υπάρξει αμφισβήτηση για τις διατάξεις που πρέπει να εφαρμόζονται κάθε φορά, αποφαίνεται η
λομέλεια ή το Τμήμα της Βουλής, κατά τη λειτουργία του οποίου γεννήθηκε το ζήτημα.

114
1. Η εκλογή του πρώτου Προέδρου της Δημοκρατίας πρέπει να πραγματοποιηθεί το αργότερο
μέσα σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του Συντάγματος σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής, που
προσκαλείται από τον Πρόεδρό της πριν από πέντε τουλάχιστον ημέρες, και εφαρμόζονται
αναλόγως όσα ορίζει ο Κανονισμός της Βουλής για την εκλογή του Προέδρου της.
εκλεγόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναλαμβάνει τα καθήκοντά του αφότου ορκιστεί, το
αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες από την εκλογή του.
κατά το άρθρο 49 παράγραφος 5 νόμος για τη ρύθμιση θεμάτων που αφορούν την ευθύνη του
Προέδρου της Δημοκρατίας εκδίδεται υποχρεωτικά έως την 31 Δεκεμβρίου 1975.
Εωσότου αρχίσει να ισχύει ο κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 33 νόμος, τα θέματα που
αναφέρονται σ' αυτή διέπονται από τις διατάξεις που αφορούν τον προσωρινό Πρόεδρο της
Δημοκρατίας.
2. Αφότου αρχίσει να ισχύει το Σύνταγμα και ώσπου να αναλάβει τα καθήκοντά του ο οριστικός
Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί τις αρμοδιότητες που
το Σύνταγμα αναγνωρίζει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με τους περιορισμούς του άρθρου 2 του
ψηφίσματος Β' της 24.12.1974 της Ε' Αναθεωρητικής Βουλής.

115
1. σπου να εκδοθεί ο νόμος που προβλέπεται από το άρθρο 86 παράγραφος 1, εφαρμόζονται
οι κείμενες διατάξεις για τη δίωξη, ανάκριση και εκδίκαση των κατά τα άρθρα 49 παράγραφος 1 και
85 πράξεων και παραλείψεων.
146
2. νόμος που προβλέπεται στο άρθρο 100 πρέπει να εκδοθεί το αργότερο μέσα σε ένα έτος
αφότου ισχύσει το Σύνταγμα. Εωσότου εκδοθεί αυτός ο νόμος και αρχίσει να λειτουργεί το Ανώτατο
Ειδικό Δικαστήριο που συνιστάται:
α) ι αμφισβητήσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 2 του άρθρου 55 και το άρθρο 57
επιλύονται με απόφαση της Βουλής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού της που αφορούν
προσωπικά θέματα.
β) έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται σύμφωνα με
το άρθρο 44 παράγραφος 2, καθώς και η εκδίκαση ενστάσεων κατά του κύρους και των
αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών σύμφωνα με το άρθρο 58, ασκείται από το Ειδικό
Δικαστήριο του άρθρου 73 του Συντάγματος της 1ης ανουαρίου 1952, και εφαρμόζεται η
διαδικασία των άρθρων 116 επόμενα του π.δ. 650/1974.
γ) Η άρση των συγκρούσεων του άρθρου 100 παράγραφος 1 εδάφιο δ' υπάγεται στη δικαιοδοσία
του κατά το άρθρο 85 του Συντάγματος της 1ης ανουαρίου 1952 Δικαστηρίου Συγκρούσεως
Καθηκόντων˙ διατηρούνται προσωρινά σε ισχύ και οι νόμοι για την οργάνωση, λειτουργία και
διαδικασία στο δικαστήριο αυτό.
3. σπου να αρχίσει να ισχύει ο νόμος που προβλέπεται από το άρθρο 99, οι αγωγές κακοδικίας
εκδικάζονται σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 110 του Συντάγματος της 1ης ανουαρίου
1952 από το δικαστήριο που προβλέπεται από το άρθρο αυτό και κατά τη διαδικασία που ισχύει
κατά το χρόνο της δημοσίευσης του παρόντος Συντάγματος.
4. σπου να αρχίσει να ισχύει ο νόμος που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 87
και ώσπου να συγκροτηθούν τα δικαστικά και πειθαρχικά συμβούλια που προβλέπονται από τα
άρθρα 90, παράγραφοι 1 και 2, και 91, εξακολουθούν να ισχύουν οι σχετικές διατάξεις που
υφίστανται κατά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος. ι νόμοι για τα θέματα αυτά πρέπει να
εκδοθούν το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος.
5. σπου να αρχίσουν να ισχύουν οι νόμοι που αναφέρονται στο άρθρο 92, εξακολουθούν να
ισχύουν οι διατάξεις που υφίστανται κατά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος. ι νόμοι αυτοί
πρέπει να εκδοθούν το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την ισχύ του Συντάγματος.
6. ειδικός νόμος του άρθρου 57 παράγραφος 5 πρέπει να εκδοθεί μέσα σε έξι μήνες από την
έναρξη ισχύος του Συντάγματος.
"7. Το προβλεπόμενο στο προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 57
επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών τίθεται σε ισχύ με τη δημοσίευση του προβλεπόμενου
στην ίδια διάταξη νόμου και το αργότερο την 1.1.2003."

Σχόλια: Η παρ. 7 προστέθηκε με το Ψήφισμα Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) της
οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

116
1. Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να
ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982.
"2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας
μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται
στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών."
3. Κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και διατάξεις συλλογικών συμβάσεων ή
διαιτητικών αποφάσεων για τη ρύθμιση αμοιβής της εργασίας που είναι αντίθετες προς τις διατάξεις
του άρθρου 22 παράγραφος 1 εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους, που
συντελείται το αργότερο μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος.

Σχόλια: Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α
84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

117
1. ι νόμοι που εκδόθηκαν έως την 21-4-1967 κατ' εφαρμογήν του άρθρου 104 του Συντάγματος
της 1ης ανουαρίου 1952, θεωρούνται ότι δεν είναι αντίθετοι προς το παρόν Σύνταγμα και
διατηρούνται σε ισχύ.
2. Επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 17, η νομοθετική ρύθμιση και διάλυση
αγροληψιών και άλλων εδαφικών βαρών που υφίστανται ακόμη, η εξαγορά από εμφυτευτές της
ψιλής κυριότητας εμφυτευτικών κτημάτων, καθώς και η κατάργηση και ρύθμιση ιδιόρρυθμων
εμπράγματων σχέσεων.

147
3. Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από
πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό
το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και
αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό.
4. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου επιτρέπεται μόνο υπέρ του Δημοσίου σύμφωνα με τους
ορισμούς του άρθρου 17, για λόγους δημόσιας ωφέλειας˙ διατηρείται πάντως η μορφή τους
αμετάβλητη ως δασική.
5. ι αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που κηρύχθηκαν ή που θα κηρυχθούν εωσότου οι κείμενοι
νόμοι για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις προσαρμοστούν στις διατάξεις του Συντάγματος
διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο που κηρύσσονται.
6. ι παράγραφοι 3 και 5 του άρθρου 24 εφαρμόζονται στις οικιστικές περιοχές που
αναγνωρίζονται ή αναμορφώνονται αφότου ισχύσουν οι νόμοι που προβλέπονται στις
παραγράφους αυτές.
"7. Η ισχύς της αναθεωρημένης διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 17
αρχίζει με τη θέση σε ισχύ του σχετικού εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002".

Σχόλια: Η παρ. 7 προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001)
του οποίου η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001.

118
1. Αφότου αρχίσει να ισχύει το Σύνταγμα οι δικαστικοί λειτουργοί, από το βαθμό του προέδρου ή
εισαγγελέα εφετών και άνω, ή τον αντίστοιχο με αυτούς, αποχωρούν από την υπηρεσία, όπως έως
τώρα, μόλις συμπληρώσουν το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας τους˙ το όριο αυτό μειώνεται από το
έτος 1977 κατά ένα έτος ετησίως έως το εξηκοστό έβδομο έτος.
2. Ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, που δεν υπηρετούσαν κατά την έναρξη της ισχύος της
συντακτικής πράξης της 4/5 Σεπτεμβρίου 1974 "περί αποκαταστάσεως της τάξεως και ευρυθμίας εν
τη Δικαιοσύνη", και υποβιβάστηκαν σύμφωνα με την πράξη αυτή λόγω του χρόνου που
πραγματοποιήθηκε η προαγωγή τους, και κατά των οποίων δεν ασκήθηκε η κατά το άρθρο 6 της
ίδιας συντακτικής πράξης πειθαρχική δίωξη, παραπέμπονται υποχρεωτικά από τον αρμόδιο
πουργό στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο μέσα σε τρεις μήνες από την ισχύ του Συντάγματος.
Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφαίνεται αν οι συνθήκες της προαγωγής μείωσαν το
κύρος και την ιδιάζουσα υπηρεσιακή θέση εκείνου που είχε προαχθεί και αποφαίνεται οριστικά αν
θα αποκτήσει πάλι ή όχι το βαθμό που έχασε αυτομάτως, καθώς και τα δικαιώματα που συνδέονται
με αυτόν˙ αποκλείεται η είσπραξη αναδρομικά διαφοράς αποδοχών ή σύνταξης.
Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε τρεις μήνες από την παραπομπή.
ι στενότεροι κατά βαθμό συγγενείς του δικαστικού που υποβιβάστηκε και πέθανε, οι οποίοι
βρίσκονται στη ζωή, μπορούν να ασκήσουν στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο όλα τα δικαιώματα
που αναγνωρίζονται στους δικαζομένους.
3. σπου να εκδοθεί ο κατά το άρθρο 101 παράγραφος 3 νόμος εξακολουθούν να εφαρμόζονται
οι διατάξεις που ισχύουν για την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών
υπηρεσιών. ι διατάξεις αυτές μπορεί να τροποποιούνται με τη μεταφορά ειδικών αρμοδιοτήτων
από τις κεντρικές στις περιφερειακές υπηρεσίες.
"4. Η ισχύς των αναθεωρημένων διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 89 αρχίζει με
τη θέση σε ισχύ του σχετικού εκτελεστικού νόμου και πάντως από 1.1.2002."
"5. ι πρόεδροι ανώτατων δικαστηρίων, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, οι γενικοί επίτροποι
των διοικητικών δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο Πρόεδρος του Νομικού
Συμβουλίου του Κράτους που υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος της αναθεωρημένης διάταξης της
παραγράφου 5 του άρθρου 90, αποχωρούν από την υπηρεσία, όπως προβλέπει η παράγραφος 5
του άρθρου 88."
"6. Προβλεπόμενες ή διατηρούμενες στο νόμο 2190/ 1994, όπως αυτός ισχύει, εξαιρέσεις από
την αρμοδιότητα του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού εξακολουθούν να ισχύουν."
"7. Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης
προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι
την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών."

Σχόλια: Η παρ. 4 προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001)
της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. Η παρ. 5 προστέθηκε με το Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής
των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) της οποίας η ισχύς αρχίζει από 17.4.2001. Οι παρ. 6-7 προστέθηκαν με το

148
Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (ΦΕΚ Α 84/2001) των οποίων η ισχύς αρχίζει από
17.4.2001.

119
1. ε νόμο μπορεί να αρθεί το απαράδεκτο που ίσχυσε με οποιονδήποτε τρόπο ως προς την
άσκηση αίτησης για ακύρωση πράξεων που εκδόθηκαν από τις 21 Απριλίου 1967 έως τις 23
ουλίου 1974, είτε είχε ασκηθεί τέτοια αίτηση είτε όχι˙ αποκλείεται πάντως η αναδρομική χορήγηση
αποδοχών σε όσους τυχόν δικαιωθούν με το ένδικο αυτό μέσο.
2. ι στρατιωτικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι που βάσει νόμου αποκαθίστανται αυτοδικαίως στις
δημόσιες θέσεις που κατείχαν, εφόσον ήδη απέκτησαν την ιδιότητα του βουλευτή, μπορούν μέσα
σε οκταήμερη προθεσμία να επιλέξουν μεταξύ του βουλευτικού αξιώματος και της δημόσιας θέσης
τους.

ΤΜΗΜΑ Δ'
Α ΡΟΤΕ Ε ΤΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ

120
1. Το Σύνταγμα αυτό, που ψηφίστηκε από την Ε' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων,
υπογράφεται από τον Πρόεδρό της, δημοσιεύεται από τον προσωρινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με διάταγμα που προσυπογράφεται από το πουργικό
Συμβούλιο και αρχίζει να ισχύει από τις ένδεκα ουνίου 1975.
2. σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην
Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων.
3. σφετερισμός, με οποιονδήποτε τρόπο, της λα κής κυριαρχίας και των εξουσιών που
απορρέουν από αυτή διώκεται μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία, οπότε αρχίζει και η
παραγραφή του εγκλήματος.
4. Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και
υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με
τη βία.

149
ΑΣΤΙ ΟΣ ΔΙ ΑΣ
Ι ΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΑΡ ΕΣ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΟΙ ΑΝΟΝΕΣ ΤΟ ΔΙ ΑΙΟ ΕΝΙ Α

1-Π
ι κανόνες του δικαίου περιλαμβάνονται στους νόμους και στα έθιμα.

2-Α
νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του εφόσον
άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά.

3-
Η ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΙΔΙ ΤΙ Ο ΔΙΕ ΝΕΣ ΔΙ ΑΙΟ

4-
αλλοδαπός απολαμβάνει τα αστικά δικαιώματα του ημεδαπού.

5-Ι
Η ικανότητα δικαίου του φυσικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της ιθαγένειας.

6-Α
Η αφάνεια διέπεται από το δίκαιο της ιθαγένειας.
Ελληνικό δικαστήριο μπορεί να κηρύξει άφαντο αλλοδαπό, αν πριν από την εξαφάνισή του
κατοικούσε ή διέμενε στην Ελλάδα ή εφόσον έχει περιουσία στην Ελλάδα.

7-Ι
Η ικανότητα για δικαιοπραξία ρυθμίζεται από το δίκαιο της ιθαγένειας.

8 - "Σ "
"Η στέρηση, καθώς και κάθε άλλος περιορισμός της δικαιοπρακτικής ικανότητας με δικαστική
απόφαση ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του προσώπου το οποίο αφορούν αυτά τα
μέτρα.
Ελληνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει σε καθεστώς στέρησης ή περιορισμού της
δικαιοπρακτικής του ικανότητας αλλοδαπό που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Αν ο
αλλοδαπός απλώς διαμένει ή έχει περιουσία στην Ελλάδα, μπορούν να ληφθούν μόνο ασφαλιστικά
μέτρα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο και ο τίτλος του τίθενται όπως τροποποιήθηκαν από 30.12.1996 με το άρθρο 14 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

9-Ι Ε
Αλλοδαπός που επιχειρεί στην Ελλάδα δικαιοπραξία για την οποία είναι ανίκανος κατά το δίκαιο
της ιθαγένειάς του, θεωρείται ικανός να την επιχειρήσει, αν κατά το ελληνικό δίκαιο έχει αυτή την
ικανότητα. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις δικαιοπραξίες οικογενειακού και κληρονομικού
δικαίου ούτε στις εμπράγματες δικαιοπραξίες για ακίνητα που βρίσκονται έξω από την Ελλάδα.

10 - Ν
Η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του.

150
11 - Τ
Η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι σύμφωνη είτε με το δίκαιο που διέπει το
περιεχόμενό της είτε με το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων
των μερών.

12
τύπος εμπράγματης δικαιοπραξίας ρυθμίζεται από το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος.

13 -
"1. ι ουσιαστικές προ ποθέσεις του γάμου ρυθμίζονται και για τα δύο πρόσωπα που πρόκειται
να παντρευτούν από το δίκαιο της ιθαγένειας ενός απ' αυτά. τύπος του γάμου ρυθμίζεται είτε
κατά το δίκαιο της ιθαγένειας ενός από τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν είτε κατά το
δίκαιο του τόπου όπου τελείται.
2. Όταν τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν ή το ένα απ' αυτά είναι λληνες και ο γάμος
τελείται στο εξωτερικό, η δήλωση του άρθρου 1367 του αστικού κώδικα μπορεί να γίνει και στην
ελληνική προξενική αρχή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 2 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α'
46).

14 - Π
" ι προσωπικές σχέσεις των συζύγων ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας
κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής ιθαγένειάς τους, εφόσον ο ένας τη διατηρεί˙ 2. από το δίκαιο της
τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους˙ 3. από το δίκαιο με το
οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

15 - Π
" ι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το δίκαιο που ρυθμίζει τις προσωπικές
σχέσεις τους αμέσως μετά την τέλεση του γάμου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

16 - Δ
"Το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός ρυθμίζονται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές
σχέσεις των συζύγων κατά την έναρξη της διαδικασίας του διαζυγίου ή του χωρισμού".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

17 - Τ
"Η ιδιότητα τέκνου ως γεννημένου σε γάμο κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές
σχέσεις της μητέρας και του συζύγου της κατά το χρόνο της γέννησης του τέκνου ή, αν ο γάμος
τους έχει λυθεί πριν από τη γέννηση, κατά το χρόνο της λύσης του γάμου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

18 - Σ
" ι σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνου ρυθμίζεται κατά σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας
κοινής ιθαγένειάς τους˙ 2. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους˙ 3. από το
δίκαιο της ιθαγένειας του τέκνου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

151
19 - Τ
" ι σχέσεις μητέρας και τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ρυθμίζονται κατά
σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειάς τους˙ 2. από το δίκαιο της τελευταίας
κοινής συνήθους διαμονής τους˙ 3. από το δίκαιο της ιθαγένειας της μητέρας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

20
" ι σχέσεις πατέρα και τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, ρυθμίζονται κατά
σειρά: 1. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειάς τους˙ 2. από το δίκαιο της τελευταίας
κοινής συνήθους διαμονής τους˙ 3. από το δίκαιο της ιθαγένειας του πατέρα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

21
" ι σχέσεις μητέρας και πατέρα τέκνου, που γεννήθηκε χωρίς γάμο τους, ρυθμίζονται κατά σειρά
από το δίκαιο της τελευταίας, κατά τη διάρκεια της κύησης, κοινής τους ιθαγένειας, συνήθους
διαμονής ή απλής διαμονής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

22 - Ε
"Η εξομοίωση τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του με επιγενόμενο μεταξύ τους γάμο,
προς τέκνο γεννημένο σε γάμο, ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των
συζύγων αμέσως μετά την τέλεση του γάμου. Η εξομοίωση με πράξη της αρχής ρυθμίζεται από το
δίκαιο της ιθαγένειας του πατέρα κατά το χρόνο της πράξης ή, αν αυτή επιχειρείται μετά το θάνατο
του πατέρα, κατά το χρόνο του θανάτου του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

23 -
" ι ουσιαστικές προ ποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται από το
δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους
ι σχέσεις μεταξύ του ή των θετών γονέων και του θετού τέκνου ρυθμίζονται κατά σειρά: 1. από
το δίκαιο της τελευταίας κοινής τους ιθαγένειας κατά τη διάρκεια της υιοθεσίας˙ 2. από το δίκαιο της
τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους κατά τη διάρκεια της υιοθεσίας˙ 3. από το δίκαιο της
ιθαγένειας την οποία είχε ο θετός γονέας κατά την τέλεση της υιοθεσίας και, σε περίπτωση
υιοθεσίας από συζύγους, από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές τους σχέσεις".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 2 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α'
278).

24 - Ε
"Η επιτροπεία και κάθε άλλη επιμέλεια διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του προσώπου το
οποίο αφορούν.
Ελληνικό δικαστήριο μπορεί να διορίσει επίτροπο ή άλλο επιμελητή για αλλοδαπό που έχει τη
συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Αν ο αλλοδαπός απλώς διαμένει ή έχει περιουσία στην Ελλάδα
μπορούν να ληφθούν μόνο ασφαλιστικά μέτρα.
Αν χρειάζεται να διοριστεί επιμελητής, επειδή είναι αβέβαιο ποιός είναι ο κύριος μιας υπόθεσης ή
γιατί αυτός απουσιάζει και είναι άγνωστη η διαμονή του, εφαρμόζεται το δίκαιο του τόπου του
δικαστηρίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 14 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

152
25 - Ε
ι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη. Αν δεν
υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών
συνθηκών.

26 - Ε
ι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα.

27 - Ν
Η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά ή ακίνητα πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο
της πολιτείας όπου βρίσκονται.

28 -
ι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος
όταν πέθανε.

29 - Α
Η απόκτηση και η απώλεια από ένα πρόσωπο της ιθαγένειας μιας πολιτείας ρυθμίζονται από το
δίκαιο της πολιτείας αυτής.

30 -
"Εφόσον ο νόμος δεν καθιερώνει άλλη ρύθμιση, αν το πρόσωπο δεν έχει ιθαγένεια, εφαρμόζεται
στη θέση του δικαίου της ιθαγένειας το δίκαιο της συνήθους διαμονής και, αν δεν έχει συνήθη
διαμονή, το δίκαιο της απλής διαμονής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 1 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

31 - Π
Αν το πρόσωπο έχει ελληνική και ξένη ιθαγένεια, ως δίκαιο της ιθαγένειας εφαρμόζεται το
ελληνικό δίκαιο.
Αν το πρόσωπο έχει πολλαπλή ξένη ιθαγένεια, εφαρμόζεται το δίκαιο της πολιτείας με την οποία
συνδέεται στενότερα.

32 - Α
Στο αλλοδαπό δίκαιο που πρέπει να εφαρμοστεί δεν περιλαμβάνονται και οι κανόνες ιδιωτικού
διεθνούς δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας.

33 - Ε
Διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, αν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή
γενικά στη δημόσια τάξη.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΣΙ Ο ΠΡΟΣ ΠΟ

34 - Ι
Κάθε άνθρωπος είναι ικανός να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις.

35 -
Το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό και παύει να υπάρχει με το θάνατό του.

36
ς προς τα δικαιώματα που του επάγονται το κυοφορούμενο θεωρείται γεννημένο, αν γεννηθεί
ζωντανό.

37 - Α
Όποιος ισχυρίζεται, για να ασκήσει δικαίωμα, ότι ένα πρόσωπο ζει ή πέθανε, ή ότι σε ορισμένη
εποχή ζούσε ή ότι επέζησε από κάποιον άλλο, οφείλει να το αποδείξει.

153
38
Αν περισσότεροι έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ο ένας επέζησε από κάποιον
άλλο, τεκμαίρεται ότι όλοι πέθαναν ταυτόχρονα.

39
εωρείται ότι έχει αποδειχθεί ο θάνατος προσώπου που το σώμα του δεν βρέθηκε, αν
εξαφανίστηκε υπό συνθήκες που κάνουν το θάνατό του βέβαιο.

40 - Α
Αν ο θάνατος προσώπου είναι πολύ πιθανός, επειδή εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο
ζωής, ή επειδή λείπει πολύ καιρό χωρίς ειδήσεις, το δικαστήριο τον κηρύσσει άφαντο ύστερα από
αίτηση οποιουδήποτε εξαρτά δικαιώματα από το θάνατό του.

41
Η κήρυξη της αφάνειας δεν μπορεί να ζητηθεί πριν από την πάροδο ενός τουλάχιστον έτους από
τη στιγμή του κινδύνου, και, αν ήταν παρατεταμένος, από την τελευταία στιγμή του, ή πέντε
τουλάχιστον ετών από την τελευταία είδηση.

42 - Α
Η αίτηση για την κήρυξη της αφάνειας δικάζεται από το δικαστήριο της τελευταίας στην Ελλάδα
κατοικίας ή διαμονής του προσώπου που εξαφανίστηκε, και, αν δεν υπάρχει, από το δικαστήριο της
πρωτεύουσας του κράτους.

43
Αν η αίτηση κριθεί βάσιμη, το δικαστήριο διατάζει να δημοσιευθεί στον τύπο περίληψή της και
ορίζει τον τρόπο της δημοσίευσης.
Η περίληψη περιέχει: 1. το όνομα, το επώνυμο, το επάγγελμα και την κατοικία του αιτούντος και
εκείνου που εξαφανίστηκε˙ 2. πρόσκληση προς εκείνον που εξαφανίστηκε ή οποιονδήποτε άλλο να
δώσει πληροφορίες σχετικά με τη ζωή ή το θάνατο αυτού που εξαφανίστηκε, μέσα σε ορισμένη
προθεσμία. Η προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα χρόνο από την τελευταία
δημοσίευση.

44
Αφού περάσει η προθεσμία που αναφέρεται στη δημοσίευση, το δικαστήριο δικάζει την αίτηση
και μπορεί να διατάξει αυτεπαγγέλτως κάθε απόδειξη καθώς και την ένορκη εξέταση του αιτούντος.
Αν κριθεί ότι τα γεγονότα που αναφέρει η αίτηση για την αφάνεια αποδείχθηκαν, η απόφαση
κηρύσσει την αφάνεια, καθορίζει από πότε αρχίζει και καταλογίζει τα δικαστικά έξοδα και τέλη στην
περιουσία του αφάντου.

45 - Μ
Αν κατά τη διάρκεια της δίκης της αφάνειας εμφανιστεί αυτός που είχε εξαφανιστεί ή φτάσουν
ειδήσεις γι' αυτόν ή αποδειχθεί ο θάνατός του, η αίτηση απορρίπτεται.

46 -
στερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον το δικαστήριο μπορεί να άρει την κατάσταση
της αφάνειας ή να μεταβάλει το χρόνο της έναρξής της. Στη δίκη κλητεύεται και εκείνος που είχε
ζητήσει να κηρυχθεί η αφάνεια ή, αν έχει πεθάνει ή κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η
διαμονή του, ο εισαγγελέας.

47 - Δ
Η απόφαση που κηρύσσει την αφάνεια, καθώς και αυτή που αίρει την κατάσταση της αφάνειας ή
που μεταβάλλει το χρόνο της έναρξής της δημοσιεύεται, όταν γίνει τελεσίδικη, σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρου 43 § 1 και από τη δημοσίευση ισχύει για όλους. ια το γεγονός που βεβαιώνει η
απόφαση συντάσσεται ληξιαρχική πράξη ή γίνεται αντίστοιχη σημείωση πάνω σ' αυτήν.

48 - Α
ετά τη δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης που κηρύσσει την αφάνεια, εφόσον ο νόμος δεν
ορίζει διαφορετικά, μπορούν να ασκηθούν όλα τα δικαιώματα που εξαρτώνται από το θάνατο του
αφάντου σαν να είχε αποδειχθεί ο θάνατος.
154
Τα αποτελέσματα της κήρυξης της αφάνειας αρχίζουν από το χρόνο που σύμφωνα με την
απόφαση άρχισε η αφάνεια.
49
ι κληρονόμοι και οι κληροδόχοι της περιουσίας του αφάντου έχουν υποχρέωση να δώσουν
ασφάλεια για την ενδεχόμενη απόδοση της περιουσίας σε επικρατέστερους δικαιούχους ή στον
άφαντο. Όσοι ασκούν οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα που εξαρτάται από το θάνατο του αφάντου
μπορούν να υποχρεωθούν σε ασφάλεια. Η ασφάλεια αίρεται όταν περάσουν δέκα χρόνια από τότε
που η περιουσία παραδόθηκε στους κληρονόμους ή τους κληροδόχους ή από τότε που ασκήθηκε
άλλο δικαίωμα.

50
Αν εμφανιστεί ο άφαντος ή αναγνωριστεί ότι τρίτοι έχουν επικρατέστερα δικαιώματα, αυτοί που
άσκησαν δικαίωμα από την κήρυξη της αφάνειας έχουν υποχρέωση να αποδώσουν ό,τι πήραν. Αν
πρόκειται για κληρονομία, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αγωγή περί κλήρου.

51 -
"Το πρόσωπο έχει κατοικία τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του. Κανένας δεν
μπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από μία κατοικίες. ια τις υποθέσεις που αναφέρονται
στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική κατοικία του προσώπου ο τόπος όπου ασκεί το
επάγγελμά του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 2 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

52
Η κατοικία διατηρείται ωσότου αποκτηθεί νέα.

53
Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η τελευταία κατοικία του προσώπου, ως κατοικία θεωρείται ο τόπος
της διαμονής του.

54 -
Αυτοί που έχουν διοριστεί σε ισόβια δημόσια υπηρεσία έχουν κατοικία τον τόπο όπου
υπηρετούν.

55
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 2 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

56
" ανήλικος που τελεί υπό γονική μέριμνα έχει κατοικία την κατοικία των γονέων του ή του γονέα
που ασκεί μόνος του τη γονική μέριμνα. Αν τη γονική μέριμνα ασκούν και οι δύο γονείς χωρίς να
έχουν την ίδια κατοικία, ο ανήλικος έχει κατοικία την κατοικία του γονέα με τον οποίο συνήθως
διαμένει.
" ανήλικος που τελεί υπό επιτροπεία ή όποιος τελεί υπό πλήρη στερητική δικαστική
συμπαράσταση, έχει κατοικία την κατοικία του επιτρόπου ή του δικαστικού συμπαραστάτη του"".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 2 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Η δεύτερη παρ. τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 15 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α'
278).

57 - Δ
Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί
η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αν η προσβολή αναφέρεται στην προσωπικότητα
προσώπου που έχει πεθάνει, το δικαίωμα αυτό έχουν ο σύζυγος, οι κατιόντες, οι ανιόντες, οι
αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη.
Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

155
58 - Δ
Αν σ' αυτόν που δικαιούται να φέρει ένα όνομα αμφισβητείται από άλλον το δικαίωμα αυτό, ή αν
κάποιος χρησιμοποιεί παράνομα ορισμένο όνομα, ο δικαιούχος ή εκείνος που βλάπτεται, μπορεί να
ζητήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα
και με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.
59 - Ι
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα
από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί
επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί.
Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε
επιβάλλεται από τις περιστάσεις.

60 - Δ
Όποιος προσβάλλεται παράνομα στο αποκλειστικό δικαίωμά του επάνω στα προ όντα της
διάνοιάς του έχει δικαίωμα να απαιτήσει κατά τους όρους του νόμου, να αρθεί η προσβολή και να
μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες
δεν αποκλείεται.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΝΟΜΙ Α ΠΡΟΣ ΠΑ

61 - Ν
νωση προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης σύνολο περιουσίας που
έχει ταχθεί στην εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν να αποκτήσουν προσωπικότητα
(νομικό πρόσωπο), αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος.

62 -
Η ικανότητα του νομικού προσώπου δεν επεκτείνεται σε έννομες σχέσεις που προ ποθέτουν
ιδιότητες φυσικού προσώπου.

63 -
Η συστατική πράξη, το καταστατικό ή ο οργανισμός του νομικού προσώπου συντάσσονται
εγγράφως.

64 -
Το νομικό πρόσωπο, αν στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει
ως έδρα τον τόπο όπου λειτουργεί η διοίκησή του.

65 - Δ
Το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Όταν η διοίκηση είναι
πολυμελής, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο στη συστατική πράξη ή στο καταστατικό, οι αποφάσεις
λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.

66
έλος της διοίκησης δεν δικαιούται να ψηφίσει, αν η απόφαση αφορά την επιχείρηση
δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του νομικού προσώπου και του μέλους
ή του συζύγου του ή εξ αίματος συγγενούς του ως και τον τρίτο βαθμό.

67 - Ε
Όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει
δικαστικά και εξώδικα. ποκατάσταση απαγορεύεται εφόσον η συστατική πράξη ή το καταστατικό
δεν ορίζει διαφορετικά.

68
Η έκταση της εξουσίας εκείνου που έχει τη διοίκηση προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το
καταστατικό˙ ο προσδιορισμός αυτός ισχύει και για τους τρίτους. ε τη συστατική πράξη ή το
καταστατικό ορισμένες υποθέσεις μπορούν να ανατεθούν σε ιδιαίτερο πρόσωπο. Η εξουσία του, σε
περίπτωση αμφιβολίας, εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την αντιπροσώπευση και την εντολή.
156
69 -
Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου, ή, αν τα
συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο πρόεδρος των πρωτοδικών
διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον.

70 - Δ
Δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό
πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο.

71 - Ε
Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το
αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που
τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται
επιπλέον εις ολόκληρον.

72 - Ε
όλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. σότου περατωθεί η
εκκαθάριση και για τις ανάγκες της θεωρείται ότι υπάρχει.

73
Αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζουν διαφορετικά ή το αρμόδιο όργανο
δεν αποφάσισε διαφορετικά, η εκκαθάριση γίνεται από εκείνους που έχουν τη διοίκηση του νομικού
προσώπου. Αν δεν υπάρχουν, ο πρόεδρος των πρωτοδικών διορίζει έναν ή περισσότερους
εκκαθαριστές.

74
εκκαθαριστής ενεργεί ως διοικητής του νομικού προσώπου. Η εξουσία του περιορίζεται στις
ανάγκες της εκκαθάρισης.

75
εκκαθαριστής ευθύνεται να αποζημιώσει τους δανειστές του νομικού προσώπου για κάθε
υπαίτια παράβαση των υποχρεώσεών του. Περισσότεροι εκκαθαριστές ευθύνονται εις ολόκληρον.

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 38 Ν. 3182/2003 (ΦΕΚ Α' 220), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν
εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

76
Η εκκαθάριση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας, που
εφαρμόζονται αναλόγως.

77 - Τ
Η περιουσία νομικού προσώπου που διαλύθηκε, αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το
καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, περιέρχεται
στο δημόσιο. Το δημόσιο έχει την υποχρέωση να εκπληρώσει το σκοπό του νομικού προσώπου με
την περιουσία αυτή.

78 - Σ
νωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό αποκτά προσωπικότητα όταν
εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο (σωματείο) που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. ια να
συσταθεί σωματείο χρειάζονται είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα.

79 - Α
ια την εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο οι ιδρυτές ή η διοίκηση του σωματείου υποβάλλουν
αίτηση στο πρωτοδικείο. Στην αίτηση επισυνάπτονται η συστατική πράξη, τα ονόματα των μελών
της διοίκησης και το καταστατικό με τις υπογραφές των μελών και με χρονολογία.

157
80 -
Το καταστατικό, για να είναι έγκυρο, πρέπει να καθορίζει: 1. το σκοπό, την επωνυμία και την
έδρα του σωματείου˙ 2. τους όρους της εισόδου, της αποχώρησης και της αποβολής των μελών,
καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους˙ 3. τους πόρους του σωματείου˙ 4. τον τρόπο
της δικαστικής και της εξώδικης αντιπροσώπευσης του σωματείου˙ 5. τα όργανα της διοίκησης του
σωματείου, καθώς και τους όρους με τους οποίους καταρτίζεται και λειτουργεί η διοίκηση και
παύονται τα όργανά της˙ 6. τους όρους με τους οποίους συγκαλείται, συνεδριάζει και αποφασίζει η
συνέλευση των μελών˙ 7. τους όρους για την τροποποίηση του καταστατικού˙ 8. τους όρους για τη
διάλυση του σωματείου.

81 - Α
Αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι, το πρωτοδικείο δέχεται την αίτηση και διατάζει: 1. να δημοσιευτεί
στον τύπο περίληψη του καταστατικού με τα ουσιώδη στοιχεία του˙ 2. να εγγραφεί το σωματείο στο
βιβλίο των σωματείων. Η εγγραφή αυτή περιλαμβάνει το όνομα και την έδρα του σωματείου, τη
χρονολογία του καταστατικού, τα μέλη της διοίκησης και τους όρους που την περιορίζουν.
Το καταστατικό βεβαιώνεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και κατατίθεται στο αρχείο του.

82
Η απόφαση του πρωτοδικείου υπόκειται μόνο σε έφεση. Την απόφαση που απορρίπτει την
αίτηση έχει το δικαίωμα να εκκαλέσει μόνο αυτός που είχε υποβάλει την αίτηση˙ την απόφαση που
δέχεται την αίτηση έχει το δικαίωμα να εκκαλέσει μόνο η εποπτεύουσα αρχή.

83 - Α
Το σωματείο αποκτά προσωπικότητα από τη στιγμή που θα εγγραφεί στο βιβλίο. Η εγγραφή
γίνεται μόλις η απόφαση που τη διατάζει γίνει τελεσίδικη.

84 - Ε
Κάθε τροποποίηση του καταστατικού ισχύει μόνο αφού εγγραφεί στο βιβλίο σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 79, 81 και 82.

85 - Σ
Η διάλυση του σωματείου, οπωσδήποτε και αν επέλθει, καθώς και τα ονόματα των
εκκαθαριστών, σημειώνονται στο βιβλίο των σωματείων, δίπλα στην εγγραφή του. Η σημείωση
γίνεται ύστερα από αίτηση της διοίκησης του σωματείου ή της αρχής που προκάλεσε τη διάλυσή
του.

86 - Ε
Αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε.

87 - Α
Τα μέλη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν από το σωματείο. Η αποχώρηση πρέπει να
γνωστοποιείται τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους και ισχύει για το
τέλος του.

88 - Α
Αποβολή μέλους επιτρέπεται: 1. στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό˙ 2. αν υπάρχει
σπουδαίος λόγος και το αποφασίσει η γενική συνέλευση.
Το μέλος που έχει αποβληθεί έχει το δικαίωμα να προσφύγει στον πρόεδρο των πρωτοδικών
μέσα σε δύο μήνες αφότου του γνωστοποιήθηκε η απόφαση, αν η αποβολή έγινε αντίθετα προς
τους όρους του καταστατικού ή αν δεν υπήρχαν σπουδαίοι λόγοι για την αποβολή του.

89 - Ι
Όλα τα μέλη του σωματείου έχουν ίσα δικαιώματα. διαίτερα δικαιώματα απονέμονται ή
αφαιρούνται με τη συναίνεση όλων των μελών.

90 - Δ
Όσοι έπαψαν να είναι μέλη του σωματείου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του.
φείλουν να καταβάλουν την εισφορά τους ανάλογα με το χρόνο που παρέμειναν μέλη.

158
91 - Α
Η ιδιότητα του μέλους, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση
και δεν μεταβιβάζεται ούτε κληρονομείται.

92 - Δ
Η διοίκηση του σωματείου, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, αποτελείται από μέλη του
σωματείου.

93 - Σ
Η συνέλευση των μελών αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου και αποφασίζει για κάθε
υπόθεσή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου. Η συνέλευση, αν το καταστατικό
δεν ορίζει διαφορετικά, ιδίως εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, αποφασίζει για την είσοδο ή την
αποβολή μέλους, εγκρίνει τον ισολογισμό, αποφασίζει για τη μεταβολή του σκοπού του σωματείου,
για την τροποποίηση του καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου.

94 -
Η συνέλευση έχει την εποπτεία και τον έλεγχο των οργάνων της διοίκησης και έχει το δικαίωμα
οποτεδήποτε να τα παύει, χωρίς να θίγεται το δικαίωμά τους να απαιτήσουν την αμοιβή που έχει
συμφωνηθεί. Το καταστατικό δεν μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα της συνέλευσης να παύει τα
όργανα της διοίκησης για σπουδαίους λόγους και ιδίως για βαριά παράβαση των καθηκόντων τους
ή για ανικανότητα να ασκήσουν την τακτική διαχείριση.

95 - Σ
Η διοίκηση συγκαλεί τη συνέλευση στις περιπτώσεις που ορίζει το καταστατικό ή κάθε φορά που
επιβάλλεται από το συμφέρον του σωματείου.

96
Η συνέλευση συγκαλείται, αν το ζητήσει ο αριθμός μελών που προβλέπει το καταστατικό. Αν δεν
υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, τη σύγκληση μπορεί να ζητήσει το ένα πέμπτο των μελών με αίτηση
όπου αναγράφονται τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν.
Αν η διοίκηση δεν εισακούσει την αίτηση, ο πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να εξουσιοδοτήσει
τους αιτούντες να συγκαλέσουν τη συνέλευση και να ρυθμίσει τα σχετικά με την προεδρία της.

97 - Π
Η συνέλευση αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των μελών που είναι παρόντα. Απόφαση για
θέμα που δεν αναγράφεται στην πρόσκληση είναι άκυρη. Αν όλα τα μέλη συναινέσουν εγγράφως
σε ορισμένη πρόταση, μπορεί να ληφθεί απόφαση και χωρίς συνέλευση των μελών.

98
Το μέλος δεν έχει δικαίωμα να ψηφίσει, αν η απόφαση αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή
την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του σωματείου και του μέλους ή του συζύγου του ή εξ
αίματος συγγενούς του ως και τον τρίτο βαθμό.

99
ια να αποφασιστεί η τροποποίηση του καταστατικού ή η διάλυση του σωματείου χρειάζεται η
παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων.

100
ια να μεταβληθεί ο σκοπός του σωματείου πρέπει να συναινέσουν όλα τα μέλη. ι απόντες
συναινούν εγγράφως.

101 - Α
Απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Την ακυρότητα
κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιουδήποτε άλλου έχει
έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της
συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων.

159
102
πρόεδρος πρωτοδικών μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση μιας άκυρης απόφασης, αν το
ζητήσει η διοίκηση του σωματείου ή μέλος του ή ο εισαγγελέας.

103 - Δ
Το σωματείο διαλύεται οποτεδήποτε με απόφαση της συνέλευσης των μελών.

104
Το σωματείο διαλύεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό.
Το σωματείο διαλύεται μόλις τα μέλη του μείνουν λιγότερα από δέκα.

105
ε απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο, αν το ζητήσει η διοίκησή του ή
το ένα πέμπτο των μελών του ή η εποπτεύουσα αρχή: 1. αν, επειδή μειώθηκε ο αριθμός των μελών
του ή από άλλα αίτια, είναι αδύνατο να αναδειχθεί διοίκηση ή γενικά να εξακολουθήσει να λειτουργεί
το σωματείο σύμφωνα με το καταστατικό˙ 2. αν ο σκοπός του σωματείου εκπληρώθηκε ή αν από τη
μακρόχρονη αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει εγκαταλειφθεί˙ 3. αν το σωματείο επιδιώκει
σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του
σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι ή αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη.

106 - Π
Η περιουσία σωματείου που διαλύθηκε δεν διανέμεται ποτέ στα μέλη του.

107 - Ε
νωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται
διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία. όλις η ένωση αυτή μετατραπεί σε
σωματείο, η περιουσία της μεταβιβάζεται στο σωματείο σύμφωνα με τις κοινές διατάξεις.

108 -
Αν με ιδρυτική πράξη μια περιουσία ορίστηκε για να εξυπηρετηθεί ορισμένος σκοπός, το ίδρυμα
αποκτά προσωπικότητα με διάταγμα που εγκρίνει τη σύστασή του.

109 - Ι
Η ιδρυτική πράξη γίνεται είτε με δικαιοπραξία εν ζωή είτε με διάταξη τελευταίας βούλησης. Η
δικαιοπραξία εν ζωή απαιτείται να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

110 - Π
Στην ιδρυτική πράξη πρέπει να καθορίζεται ο σκοπός του ιδρύματος, η περιουσία που
αφιερώνεται και ο οργανισμός του.
Το διάταγμα που εγκρίνει το ίδρυμα μπορεί να ορίσει ή να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει τον
οργανισμό, με τον όρο ότι η θέληση του ιδρυτή θα παραμείνει σεβαστή. Η συμπλήρωση ή η
τροποποίηση μπορεί να γίνει με τους ίδιους όρους και με μεταγενέστερο διάταγμα με την επιφύλαξη
της διάταξης του άρθρου 119.

111 - Α
στερα από αίτηση του ιδρυτή το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την ανάκληση της ιδρυτικής
πράξης: 1. επειδή επακολούθησε απορία του ιδρυτή˙ 2. για σπουδαίους λόγους που δικαιολογούν
την ανάκληση.
ετά την έκδοση του διατάγματος δεν επιτρέπεται αίτηση για ανάκληση.

112 -
Η αρμόδια αρχή προκαλεί αυτεπαγγέλτως την έγκριση του ιδρύματος.

113 -
Από τη σύσταση του ιδρύματος ο ιδρυτής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει σ' αυτό την
περιουσία που έταξε.
Δικαιώματα που μεταβιβάζονται με απλή εκχώρηση, εφόσον η βούληση του ιδρυτή δεν είναι
αντίθετη, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως μόλις συσταθεί το ίδρυμα.

160
114 -
δρυμα που συνιστάται μετά το θάνατο του ιδρυτή θεωρείται ότι υφίσταται κατά το χρόνο του
θανάτου του ως προς την περιουσία που έχει ταχθεί υπέρ του ιδρύματος.

115 - Δ
ι δανειστές και οι νόμιμοι μεριδούχοι του ιδρυτή μπορούν να προσβάλουν τη σύσταση του
ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δωρεές.

116 - Δ
Τα πρόσωπα που ωφελούνται από το σκοπό του ιδρύματος έχουν αγωγή εναντίον του. Αν τα
πρόσωπα αυτά δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο επαρκή από την ιδρυτική πράξη, η διοίκηση του
ιδρύματος τα προσδιορίζει κατά εύλογη κρίση.

117 - Τ
Το ίδρυμα παύει να υπάρχει στις περιπτώσεις που ορίζει η ιδρυτική πράξη ή ο οργανισμός του.

118
Το ίδρυμα διαλύεται με διάταγμα: 1. αν ο σκοπός του, εκπληρώθηκε ή έγινε απραγματοποίητος˙
2. αν έχει παρεκκλίνει από το σκοπό του, ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του έγινε παράνομος ή
ανήθικος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη.

119 - Μ
οργανισμός του ιδρύματος μπορεί να μεταβληθεί, ακόμη και αντίθετα προς τη θέληση του
ιδρυτή, αν το ζητήσει η διοίκηση του ιδρύματος και αν η μεταβολή επιβάλλεται για να συντηρηθεί η
περιουσία του ή για να εκπληρωθεί ο σκοπός του.

120 - Μ
Αν ο σκοπός του ιδρύματος έγινε απραγματοποίητος, μπορεί να δοθεί σ' αυτό, με διάταγμα που
προκαλεί η αρμόδια αρχή, άλλος παραπλήσιος σκοπός, σύμφωνα με την πιθανότερη θέληση του
ιδρυτή.

121
Η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων της ιδρυτικής πράξης ως προς τις διατάξεις της που
εξυπηρετούν σκοπό δημόσιο ή κοινωφελή απαγορεύεται. Όταν η θέληση του ιδρυτή καταστεί
απόλυτα απραγματοποίητη, επιτρέπεται, εξαιρετικά, η περιουσία που είχε ταχθεί να διατεθεί με
ειδικό νόμο για άλλο παραπλήσιο σκοπό.

122 - Ε
Επιτροπές από πέντε τουλάχιστον μέλη, που έχουν σκοπό να συγκεντρώσουν χρήματα ή άλλα
αντικείμενα με εράνους, γιορτές ή άλλα παρόμοια μέσα, για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού
δημόσιου ή κοινωφελούς (επιτροπές εράνων), αποκτούν προσωπικότητα με διάταγμα.

123 - Σ
Το διάταγμα περιέχει τον οργανισμό και τα μέλη της επιτροπής και καθορίζει το έργο και την έδρα
της, καθώς και το χρονικό διάστημα για να περατώσει το έργο της. Το διάστημα αυτό μπορεί να
παραταθεί.

124 - Δ
Η επιτροπή παύει να υπάρχει μόλις περάσει ο χρόνος που είχε ταχθεί ή περατωθεί το έργο της.

125
Η επιτροπή μπορεί να διαλυθεί με διάταγμα: 1. αν αποφασίσει η ίδια να διαλυθεί˙ 2. αν έχει
παρεκκλίνει από το έργο της˙ 3. αν η εκτέλεση του έργου της έγινε ανέφικτη ή συνάγεται
οπωσδήποτε ότι εγκαταλείφθηκε˙ 4. αν ο σκοπός έγινε παράνομος ή ανήθικος ή αντιβαίνει στη
δημόσια τάξη.

161
126 -
Αν ο οργανισμός προβλέπει ότι η περιουσία που έχει συγκεντρωθεί από την επιτροπή θα
χρησιμοποιηθεί για ορισμένο διαρκή σκοπό, για την περαιτέρω εκπλήρωσή του πρέπει να συσταθεί
ίδρυμα και εφαρμόζονται οι διατάξεις για το ίδρυμα.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΙ ΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ

127 - Ε
"Όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του (ενήλικος) είναι ικανός για κάθε
δικαιοπραξία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 3 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

128 - Α
"Ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι: 1. όποιοι δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος˙ 2. όποιοι
βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 16 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

129 - Π
"Περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία έχουν: 1. οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το δέκατο
έτος˙ 2. όποιοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση˙ 3. όποιοι βρίσκονται σε
επικουρική δικαστική συμπαράσταση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 16 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

130 - Δ
Η δήλωση βούλησης από ανίκανο για δικαιοπραξία είναι άκυρη.

131
"Η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε
συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε
αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.
ι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μια πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από
τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες που έγιναν από τον
κληρονομούμενο ή προς αυτόν τότε μόνο: 1. αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε
διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή
διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο
κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία˙ 2. αν η
δικαιοπραξία καταρτίστηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του
μονάδα ψυχικής υγείας˙ 3. αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια
τη δικαιοπραξία που προσβάλλεται".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 16 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

132
Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, αν η δήλωση απευθυνόταν σε άλλον, που
αγνοούσε ανυπαίτια την κατάσταση του προσώπου με το οποίο συναλλάχθηκε, μπορεί το
πρόσωπο αυτό να υποχρεωθεί κατά τις περιστάσεις να ανορθώσει τη ζημία που επήλθε από την
ακυρότητα, εφόσον δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού.

133 - Δ
Πρόσωπα με περιορισμένη ικανότητα είναι ικανά να επιχειρήσουν δικαιοπραξία μόνο στις
περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή μόνο με τους όρους που τάσσει ο νόμος.

162
134 - Α
ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος είναι ικανός για δικαιοπραξία, από την οποία
αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος.

135 - Α
ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος μπορεί να διαθέτει ελεύθερα κάθε τι
που κερδίζει από την προσωπική του εργασία ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιήσει ή για να
το διαθέσει ελεύθερα.

136 - Α
" ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος μπορεί, με τη γενική συναίνεση των
προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, να συνάψει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος. Αν δεν
δίνεται η συναίνεση, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ανηλίκου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 3 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

137 - Α
" έγγαμος ανήλικος μπορεί να επιχειρεί μόνος του κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για να
συντηρεί ή να βελτιώνει την περιουσία του ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της προσωπικής του
συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του. πορεί
επίσης: 1. να εκμισθώνει μόνος τα ακίνητά του, αστικά ή αγροτικά, το πολύ για μία εξαετία˙ 2. να
εισπράττει μόνος του εισοδήματα από την περιουσία του˙ 3. να διεξάγει μόνος του κάθε δίκη
σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 3 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

138 - Ε
Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη.
λλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και
συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της.

139
Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε αγνοώντας την.

140 - Δ
Αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη
βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας.

141 - Π
Η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία,
ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία.

142
Η πλάνη που αναφέρεται σε ιδιότητες του προσώπου ή του πράγματος θεωρείται ουσιώδης, αν
κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες αυτές
είναι τόσο σπουδαίες για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική
κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία.

143 - Π
Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά
αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης.

144 - Π
Η δικαιοπραξία δεν ακυρώνεται λόγω πλάνης: 1. αν ο άλλος δέχεται τη δήλωση της βούλησης
όπως την εννοεί ο πλανώμενος˙ 2. αν η ακύρωση αντιβαίνει στην καλή πίστη.

163
145 - Α
Όποιος αξιώνει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία επειδή πλανήθηκε έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη
ζημία που επέρχεται από την ακύρωση στο μέτρο που δεν υπερβαίνει το διαφέρον από την έγκυρη
δικαιοπραξία.
Η υποχρέωση για αποζημίωση αποκλείεται, αν αυτός που ζημιώθηκε γνώριζε ή όφειλε να
γνωρίζει την πλάνη.

146 - Ε
Αν δήλωση βούλησης διαβιβάστηκε λανθασμένα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την
πλάνη.

147 - Δ
Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η
δικαιοπραξία. Αν η δήλωση απευθύνεται σε άλλον και η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί
να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή τρίτος που απέκτησε
αμέσως δικαίωμα από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη.

148
Αν η πλάνη που προκλήθηκε από την απάτη δεν είναι ουσιώδης και το άλλο μέρος αποδέχεται τη
δήλωση της βούλησης όπως τη θέλησε αυτός που απατήθηκε, το δικαστήριο μπορεί να μην
ακυρώσει τη δικαιοπραξία.

149
Εκείνος που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας, να
ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. χει
επίσης δικαίωμα να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο να ανορθωθεί η ζημία.

150 - Δ
Όποιος εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα
προς τα χρηστά ήθη από τον άλλον ή από τρίτο έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η
δικαιοπραξία.

151
Η απειλή πρέπει στις συγκεκριμένες συνθήκες, να προξενεί φόβο σε γνωστικό άνθρωπο και να
εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή,
την περιουσία αυτού που απειλήθηκε ή των προσώπων που συνδέονται μαζί του στενότατα.

152
Παράλληλα με την ακύρωση της δικαιοπραξίας εκείνος που απειλήθηκε έχει δικαίωμα να ζητήσει
και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. χει επίσης
δικαίωμα να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας.

153 - Α
Όποιος εξαναγκάστηκε με απειλή που ασκήθηκε από τρίτον, να απευθύνει δήλωση βούλησης σε
άλλον, αν ακυρωθεί για το λόγο αυτό η δήλωση, μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί να
αποζημιώσει τον άλλον, αν αυτός ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την απειλή.

154
Η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση.
Την ακύρωση έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν μόνο αυτός που πλανήθηκε ή απατήθηκε ή
απειλήθηκε και οι κληρονόμοι τους.

155 - Α
Η αγωγή για ακύρωση απευθύνεται κατά του άλλου συμβαλλομένου˙ αν πρόκειται για μονομερή
δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου που αντλεί άμεσα από αυτήν έννομο συμφέρον.

156 - Α
Η παραίτηση του δικαιούχου επιφέρει απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση. Η παραίτηση,
ρητή ή σιωπηρή, δεν είναι ανάγκη να απευθυνθεί σε άλλον.
164
157
Όταν περάσουν δύο χρόνια από τη δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος για
ακύρωση. Αν η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία
αρχίζει από τότε που πέρασε η κατάσταση αυτή. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση
όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία.

158 - Τ
Η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος.

159
Δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το
αντίθετο, είναι άκυρη.
Σε περίπτωση αμφιβολίας είναι επίσης άκυρη η δικαιοπραξία, αν δεν τηρήθηκε ο τύπος που
είχαν καθορίσει τα μέρη. Αλλά η εκπλήρωση της δικαιοπραξίας με επίγνωση της έλλειψης του
τύπου, θεραπεύει την έλλειψη αυτή.

160 -
Αν ο νόμος ή τα μέρη όρισαν για τη δικαιοπραξία έγγραφο τύπο, το έγγραφο πρέπει να έχει την
ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη.
Αν πρόκειται για σύμβαση, η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο.
Αν συνταχθούν για τη σύμβαση περισσότερα πρωτότυπα, αρκεί η υπογραφή του κάθε μέρους στο
έγγραφο που προορίζεται για το άλλο.

161
Το συμβολαιογραφικό έγγραφο αναπληρώνει τον έγγραφο τύπο. Αν πρόκειται για σύμβαση, η
αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει και με χωριστό συμβολαιογραφικό έγγραφο.

162 - Ε ,
Αν ο έγγραφος τύπος ορίστηκε από τα μέρη, αρκούν, σε περίπτωση αμφιβολίας, και
ενυπόγραφες επιστολές ή τα πρωτότυπα τηλεγραφημάτων.

163 -
Αποτύπωση της υπογραφής με μηχανικό μέσο ισχύει ως ιδιόχειρη υπογραφή, αν πρόκειται για
ανώνυμους τίτλους που εκδίδονται σε μεγάλο αριθμό.

164 - Τ
τύπος που ο νόμος ορίζει για τη δικαιοπραξία απαιτείται και για τις τροποποιήσεις της.

165 - Ρ
Αν τα μέρη επιφυλάχθηκαν να συντάξουν έγγραφο για σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ τους,
σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση ισχύει και αν δεν συνταχθεί το έγγραφο.

166 - Π
Η σύμβαση με την οποία τα μέρη ανέλαβαν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση
(προσύμφωνο) υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί.

167 - Δ
Η δήλωση της βούλησης έχει νομική ενέργεια μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο
απαιτείται να απευθυνθεί.

168
Η δήλωση της βούλησης δεν έχει καμία ενέργεια, αν προηγουμένως ή ταυτόχρονα περιήλθε σ'
εκείνον στον οποίο απευθύνεται ανάκλησή της.

169
θάνατος αυτού που δήλωσε τη βούλησή του δεν επιδρά στο κύρος της δήλωσης. Το ίδιο ισχύει
και για τη μεταγενέστερη δικαιοπρακτική του ανικανότητα.

165
170 - Δ
Η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη εφόσον το πρόσωπο στο οποίο έγινε δεν είχε την ικανότητα
για δικαιοπραξία.

171
"Δήλωση της βούλησης προς πρόσωπο που δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή που
βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, η οποία περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της
βούλησής του, είναι άκυρη".
Αν αυτός που δήλωσε αγνοούσε ανυπαίτια την κατάσταση του προσώπου, μπορεί κατά τις
περιστάσεις το πρόσωπο αυτό να υποχρεωθεί να ανορθώσει τη ζημία του από την ακυρότητα,
εφόσον δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού.

Σχόλια: Η πρώτη παρ. τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 16 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α'
278).

172 - Δ
Δήλωση βούλησης προς πρόσωπο με περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα είναι άκυρη, αν
αυτό δεν είχε ικανότητα για τη δικαιοπραξία στην οποία η δήλωση αποσκοπούσε.

173 - Ε
Κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση
στις λέξεις.

174 - Δ
Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνεπάγεται κάτι άλλο,
είναι άκυρη.

175 - Α
Η διάθεση ενός αντικειμένου είναι άκυρη αν ο νόμος την απαγορεύει. Αν η απαγόρευση έχει
οριστεί για το συμφέρον ορισμένων προσώπων, την ακυρότητα μπορούν να προτείνουν μόνο αυτά.

176
Αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου έχει τάξει δικαστική απόφαση, ισχύει ό,τι και
στην απαγόρευση από το νόμο.

177
Δικαιοπραξία που περιορίζει την εξουσία διάθεσης απαλλοτριωτού δικαιώματος, εφόσον ο νόμος
δεν ορίζει κάτι άλλο, έχει ενοχική μόνο ενέργεια και δεν επιδρά στο κύρος της διάθεσης.

178 - Δ
Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη.

179
κυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται
υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την
ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει
για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις,
βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή.

180 -
Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σα να μην έγινε.

181
Η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι
δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος.

182 - Μ
Όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον
συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα.
166
183 - Ε
Επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα κατάρτισή της.
Αν οι συμβαλλόμενοι επικυρώσουν άκυρη σύμβαση, σε περίπτωση αμφιβολίας δημιουργείται
αμοιβαία μεταξύ τους υποχρέωση για κάθε παροχή που θα όφειλαν, αν η σύμβαση ήταν έγκυρη
από την αρχή.

184 - Ε
Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη, με την
επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα που τρίτος απέκτησε από
σύμβαση που ακυρώθηκε.

185 - Π
Όποιος προτείνει τη σύναψη σύμβασης δεσμεύεται όλο το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο
μπορεί να την αποδεχτεί εκείνος στον οποίο έγινε η πρόταση.

186 - Α
Όποιος πρότεινε τη σύναψη μιας σύμβασης έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την πρόταση, αν
απέκλεισε τη δέσμευσή του από την πρόταση ή αν από τη φύση της σύμβασης ή από τις ειδικές
περιστάσεις συνάγεται ότι αποκλείεται η δέσμευση.

187 - Α
Η πρόταση για τη σύναψη σύμβασης αποσβήνεται αν αποκρούστηκε ή αν δεν έγινε αποδεκτή
έγκαιρα κατά τις διατάξεις των άρθρων 189 έως 194.

188 -
Η πρόταση, εφόσον απ' αυτήν δεν συνάγεται το αντίθετο, παραμένει ισχυρή και αν ακόμη, πριν
γίνει δεκτή, αυτός που την έκανε ή αυτός στον οποίο απευθύνεται πέθανε ή έγινε ανίκανος για
δικαιοπραξία.

189 - Α
Η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης απαιτείται να περιέλθει σ' αυτόν που
πρότεινε μέσα στην προθεσμία που είχε τάξει. Αν δεν είχε τάξει προθεσμία, η αποδοχή πρέπει να
περιέλθει σ' αυτόν έως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις ήταν υποχρεωμένος να την περιμένει.

190 -
Δήλωση αποδοχής που είχε αποσταλεί έγκαιρα, έφτασε όμως εκπρόθεσμα σ' αυτόν που είχε
προτείνει, ισχύει, εκτός αν αυτός ειδοποιήσει αμέσως για την καθυστέρηση τον αποδεχόμενο.

191
Καθυστερημένη αποδοχή πρότασης θεωρείται σαν νέα πρόταση. Αποδοχή με τροποποιήσεις
θεωρείται σαν αποποίηση με νέα πρόταση.

192 -
Η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σ' αυτόν που πρότεινε η δήλωση αποδοχής της
πρότασής του.

193
Η σύμβαση συντελείται με μόνη την αποδοχή, αν από το περιεχόμενο της πρότασης ή από τα
συναλλακτικά ήθη ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η
αποδοχή σ' αυτόν που έκανε την πρόταση. Στην περίπτωση αυτή η πρόταση αποσβήνεται από τη
στιγμή που θα περάσει η κατά τις περιστάσεις εύλογη προθεσμία για την αποδοχή της πρότασης.

194
Αν η σύμβαση καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο χωρίς να είναι ταυτόχρονα παρόντα
και τα δύο μέρη, συντελείται, αν δεν έχει οριστεί κάτι άλλο, μόλις συνταχθεί το συμβολαιογραφικό
έγγραφο για την αποδοχή της πρότασης. Στην περίπτωση αυτή η πρόταση αποσβήνεται από τη
στιγμή που θα περάσει η κατά τις περιστάσεις εύλογη προθεσμία για την αποδοχή της πρότασης.

167
195 -
Σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, εφόσον τα μέρη δεν συμφώνησαν
σε όλα τα σημεία της.

196
Αν τα μέρη θεωρούν ότι η σύμβαση έχει συνομολογηθεί αν και δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιο
όρο της, ισχύει ό,τι συμφώνησαν, εφόσον συνάγεται ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και χωρίς τα
μέρη να αποφασίσουν για τον όρο αυτόν.

197 - Ε
Κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να
συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

198
Όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία
είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε.
ια την παραγραφή της αξίωσης αυτής εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη για την παραγραφή των
απαιτήσεων από αδικοπραξία.

199 - Σ
Σε περίπτωση πλειστηριασμού η σύμβαση, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, ολοκληρώνεται με
την κατακύρωση. Αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, ο υπερθεματιστής δεσμεύεται ωσότου δοθεί
μεγαλύτερη προσφορά ή ωσότου ματαιωθεί η κατακύρωση.

200 - Ε
ι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα
συναλλακτικά ήθη.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΙ ΠΡΟ ΕΣΜΙΕΣ

201 - Α
Αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο
(αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της
αίρεσης).

202 - Α
Αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό
και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας
και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση.

203 - Ε
Αν σύμφωνα με το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας τα αποτελέσματα της πλήρωσης της αίρεσης
ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο από την πλήρωσή της, το καθένα από τα μέρη είναι
υποχρεωμένο να παράσχει στο άλλο ό,τι αυτό θα είχε αν τα αποτελέσματα είχαν επέλθει κατά το
προγενέστερο αυτό χρονικό σημείο.

204
Όποιος έχει δικαίωμα που εξαρτάται από αίρεση, μπορεί, αν πληρώθηκε η αίρεση, να ζητήσει
αποζημίωση από τον άλλο εφόσον κατά τη διάρκεια της αβεβαιότητας ματαίωσε ή έβλαψε υπαίτια
το δικαίωμα που εξαρτάται από την αίρεση.

205
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

206 - Δ
ετά την πλήρωση της αίρεσης κάθε διάθεση του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, που
επιχειρήθηκε όσο εκκρεμούσε η αίρεση, είναι αυτοδικαίως άκυρη, εφόσον ματαιώνει ή βλάπτει το

168
αποτέλεσμα που εξαρτάται από την αίρεση. Το ίδιο ισχύει και αν, όσο εκκρεμούσε η αίρεση, το
αντικείμενο εκποιήθηκε με αναγκαστική εκτέλεση.

207 - Π
Η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη
εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της. Η αίρεση θεωρείται ότι δεν πληρώθηκε, αν την
πλήρωσή της προκάλεσε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα τον ωφελούσε η πλήρωσή
της.

208 - Α , .
Αίρεση ακατανόητη ή αντιφατική ή αίρεση, που προσδίνει παράνομο ή ανήθικο περιεχόμενο στη
δικαιοπραξία την καθιστά άκυρη.
Αίρεση αδύνατη ως αναβλητική καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία˙ ως διαλυτική δεν έχει καμιά
ενέργεια.

209 -
Όταν πρόκειται για δικαιοπραξία με αναβλητική αίρεση, τα στοιχεία της που αφορούν τον τύπο
και το πρόσωπο κρίνονται με βάση το χρόνο της σύναψης της δικαιοπραξίας˙ τα στοιχεία που
αφορούν το αντικείμενο της δικαιοπραξίας κρίνονται με βάση το χρόνο της πλήρωσης της αίρεσης.

210 - Π
Αν με τη δικαιοπραξία έχει οριστεί ότι τα αποτελέσματά της αρχίζουν από ορισμένο χρονικό
σημείο (αναβλητική προθεσμία) ή παύουν από ορισμένο χρονικό σημείο (διαλυτική προθεσμία),
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις αναβλητικές και τις διαλυτικές αιρέσεις.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΑΝΤΙΠΡΟΣ ΠΕ ΣΗ ΑΙ Π ΗΡΕΞΟ ΣΙΟΤΗΤΑ

211 -
Δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα
στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου.
Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου είτε
συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και όταν η δήλωση της βούλησης απευθύνεται προς τον
αντιπρόσωπο.

212 - Ε
Αν δεν μπορεί να διαγνωστεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό
του όνομα.

213 - Ι
Όποιος έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα μπορεί να επιχειρήσει δικαιοπραξία ως
αντιπρόσωπος άλλου.

214 - Σ
Τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, καθώς και η
επίδρασή τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου.

215
Αν ο αντιπρόσωπος ενέργησε σύμφωνα με ορισμένες οδηγίες του αντιπροσωπευομένου, δεν
μπορεί ο αντιπροσωπευόμενος να επικαλεστεί την άγνοια του αντιπροσώπου για περιστατικά που
ο ίδιος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.

216 - Π
Η εξουσία αντιπροσώπευσης παρέχεται με τη σχετική δικαιοπραξία (πληρεξουσιότητα).

217
Η πληρεξουσιότητα μπορεί να δοθεί με δήλωση προς τον εξουσιοδοτούμενο ή προς τον τρίτο, με
τον οποίο επιχειρείται η δικαιοπραξία.
169
Εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, η δήλωση υποβάλλεται στον τύπο που απαιτείται για τη
δικαιοπραξία την οποία αφορά η πληρεξουσιότητα.

218 - Α
Η πληρεξουσιότητα παύει με ανάκληση. Η παραίτηση από το δικαίωμα της ανάκλησης είναι
άκυρη, εφόσον η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αντιπροσωπευομένου.

219
Η ανάκληση της πληρεξουσιότητας γίνεται με δήλωση προς τον πληρεξούσιο ή τον τρίτο.

220
Η πληρεξουσιότητα που δόθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ανακαλείται μόνο κατά τον ίδιο
τύπο.

221
Αν η πληρεξουσιότητα δόθηκε με δήλωση προς τον τρίτο, η δήλωση ανάκλησης γίνεται μόνο
προς αυτόν.

222 - Π
Η πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει από τη στιγμή που περατώθηκε η
έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται, όπως είναι ιδίως η σύμβαση εντολής, εταιρίας, εργασίας.

223
Η πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει με το θάνατο ή τη δικαιοπρακτική
ανικανότητα αυτού που έδωσε ή αυτού που έλαβε την πληρεξουσιότητα.

224 - Δ
Δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε μετά την παύση της πληρεξουσιότητας από πληρεξούσιο που
αγνοούσε την παύση ισχύει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου ή των καθολικών του
διαδόχων, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την παύση της πληρεξουσιότητας.

225
Αν ο πληρεξούσιος κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας με τον τρίτο γνώριζε ότι η
πληρεξουσιότητα είχε πάψει, ο αντιπροσωπευόμενος που επικαλείται κατά του τρίτου την παύση
αυτή, μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί σε εύλογη αποζημίωσή του, αν του ήταν εύκολο
να έχει γνωστοποιήσει την παύση στον τρίτο.

226 - Μ
ονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου
εγγράφου είναι άκυρη, αν ο άλλος προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια
καθυστέρηση.

227 -
Όταν η πληρεξουσιότητα πάψει, ο πληρεξούσιος και κάθε άλλος κάτοχος είναι υποχρεωμένος να
αποδώσει το πληρεξούσιο έγγραφο ή να το καταθέσει σε δημόσια αρχή˙ δεν έχει το δικαίωμα να
αντιτάξει επίσχεσή του.

228 -
Όποιος έχει δώσει έγγραφη πληρεξουσιότητα έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο να
βεβαιώσει την παύση της πληρεξουσιότητας και να κηρύξει ανίσχυρο το πληρεξούσιο έγγραφο.
Περίληψη του διατακτικού της απόφασης δημοσιεύεται στον τύπο κατά τον τρόπο που ορίζει η
απόφαση. Όταν περάσει ένας μήνας από τη δημοσίευση αυτή, το πληρεξούσιο έγγραφο είναι
ανίσχυρο.

229 -
Αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητά του, το κύρος
της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου. αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα
να ζητήσει να εγκρίνει ρητά ο αντιπροσωπευόμενος τη σύμβαση μέσα σε εύλογη προθεσμία που
καθορίζει ο ίδιος.
170
230
αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα έως την έγκριση να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση,
εφόσον κατά τη συνομολόγησή της δεν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας. Η
υπαναχώρηση μπορεί να δηλωθεί και προς τον αντιπρόσωπο.

231 - Σ
Όποιος κατάρτισε μια σύμβαση ως αντιπρόσωπος, εφόσον δεν αποδεικνύει την εξουσία
αντιπροσώπευσης ή δεν εγκρίνει τη σύμβαση ο αντιπροσωπευόμενος, έχει την υποχρέωση, κατ'
επιλογήν του αντισυμβαλλομένου, ή να εκτελέσει ο ίδιος τη σύμβαση ή να καταβάλει αποζημίωση.
Αν ο αντιπρόσωπος αγνοούσε την έλλειψη εξουσίας, έχει την υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία
που έπαθε ο αντισυμβαλλόμενος επειδή πίστεψε ότι υπήρχε η εξουσία, εφόσον η ζημία δεν
υπερβαίνει το διαφέρον από την έγκυρη σύμβαση.
αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση, αν ο αντισυμβαλλόμενος γνώριζε ή
όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία αντιπροσώπευσης.

232
ονομερής δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο χωρίς να έχει εξουσία
αντιπροσώπευσης είναι άκυρη.

233
ονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον από αντιπρόσωπο ο οποίος δεν έχει
εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι' αυτό το λόγο, είναι ισχυρή αφότου την ενέκρινε ο
αντιπροσωπευόμενος. Το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να εγκρίνει ρητά τη δικαιοπραξία
ο αντιπροσωπευόμενος μέσα σε εύλογη προθεσμία που του καθορίζει.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και όταν πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, που
επιχειρήθηκε με τη συναίνεσή του προς αντιπρόσωπο που στερείται την εξουσία για
αντιπροσώπευση.

234
Όποιος επιχείρησε ως αντιπρόσωπος μονομερή δικαιοπραξία προς άλλον, εφόσον δεν
αποδεικνύει την εξουσία αντιπροσώπευσης ή δεν εγκρίνει τη δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος,
ευθύνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 231 που εφαρμόζεται αναλόγως.

235 - Δ
αντιπρόσωπος δεν μπορεί να επιχειρήσει στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξία
με τον εαυτό του ατομικά ή με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου άλλου, εκτός αν ο
αντιπροσωπευόμενος είχε επιτρέψει τη δικαιοπραξία ή αυτή συνίσταται αποκλειστικά στην
εκπλήρωση υποχρέωσης.
Αυτοσύμβαση που δεν έχει περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Σ ΝΑΙΝΕΣΗ ΑΙ Ε ΡΙΣΗ

236 - Σ
Αν για να είναι έγκυρη μια δικαιοπραξία χρειάζεται η συγκατάθεση τρίτου (συναίνεση), αυτή
παρέχεται με δήλωση προς το ένα ή το άλλο μέρος, και, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά,
δεν είναι ανάγκη να γίνει με τον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία.

237 - Α
Ανάκληση της συναίνεσης επιτρέπεται μέχρις ότου επιχειρηθεί η δικαιοπραξία και δηλώνεται
προς εκείνο από τα μέρη προς το οποίο είχε δοθεί η συναίνεση. Η ανάκληση αποκλείεται, αν αυτό
συνάγεται από την ίδια τη συναίνεση ή από την έννομη σχέση στην οποία στηρίζεται η συναίνεση.

238 -
Η συγκατάθεση που παρέχεται μετά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας (έγκριση), εφόσον δεν
ορίζεται το αντίθετο, ανατρέχει στο χρόνο της δικαιοπραξίας. Από την αναδρομική ενέργεια δεν
επηρεάζονται τα δικαιώματα που τρίτοι απέκτησαν πριν από την έγκριση.

171
239 - Δ
Διάθεση αντικειμένου από μη δικαιούχο είναι έγκυρη, αν έγινε με τη συναίνεση του δικαιούχου.
Διάθεση χωρίς αυτή τη συναίνεση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ισχυροποιείται αν ο
δικαιούχος την εγκρίνει ή αν αυτός που διέθεσε αποκτήσει το αντικείμενο ή κληρονομηθεί από το
δικαιούχο. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, αν έγιναν περισσότερες διαθέσεις ασυμβίβαστες
μεταξύ τους, υπερισχύει η προγενέστερη.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΠΡΟ ΕΣΜΙΕΣ

240
Στις προθεσμίες που καθορίζονται με νόμο, δικαστική απόφαση ή δικαιοπραξία ισχύουν οι
ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 241 έως 246.

241 -
Η προθεσμία αρχίζει την επόμενη της ημέρας όπου έγινε το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία
της.
ια τη συμπλήρωση της ενηλικίωσης υπολογίζεται και η ημέρα της γέννησης.

242 -
Η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα και, αν είναι κατά το νόμο
εορτάσιμη, όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη.

243 - Ε , ,
Προθεσμία που έχει υπολογιστεί σε εβδομάδες λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ομώνυμη ημέρα
της τελευταίας εβδομάδας.
Προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μηνός
που αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, και, αν δεν υπάρχει αντίστοιχη, η τελευταία
ημέρα του μηνός.
Προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε χρόνια λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του
τελευταίου χρόνου.

244
Προθεσμία μισού χρόνου έχει την έννοια προθεσμίας έξι μηνών. Προθεσμία μισού μηνός έχει την
έννοια προθεσμίας δεκαπέντε ημερών.
Αν η προθεσμία που έχει προσδιοριστεί αποτελείται από μήνες και ημέρες, πρώτα υπολογίζονται
οι μήνες και κατόπιν γίνεται η πρόσθεση των ημερών.

245
Αν η προθεσμία παραταθεί, η νέα αρχίζει αφότου περάσει η πρώτη.

246
ς αρχή του μηνός νοείται η πρώτη, ως μέση η δέκατη πέμπτη και ως τέλος η τελευταία ημέρα
του.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
ΠΑΡΑ ΡΑ Η ΑΙ ΑΠΟΣ ΕΣΤΙ Η ΠΡΟ ΕΣΜΙΑ

247 - Π
Το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη (αξίωση)
παραγράφεται.

248 - Ο
Αξίωση από οικογενειακή έννομη σχέση δεν παραγράφεται εφόσον επιδιώκεται να
αποκατασταθεί για το μέλλον η κατάσταση που αρμόζει στη σχέση αυτή.

249 - Ε
Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια.

172
250 - Π
Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις:
1. των εμπόρων, των βιομηχάνων και των χειροτεχνών, για εμπορεύματα που χορήγησαν, για
την εκτέλεση εργασιών και για την επιμέλεια υποθέσεων άλλων, καθώς και για τις δαπάνες που
έκαναν˙
2. εκείνων που ασκούν κατ' επάγγελμα τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασοκομία,
για τη χορήγηση των προ όντων του επαγγέλματός τους˙
3. εκείνων που ασκούν τη μεταφορά γενικά προσώπων ή πραγμάτων, για κόμιστρα και για τα
έξοδά τους˙
4. των ξενοδόχων, των πανδοχέων και αυτών που χορηγούν κατ' επάγγελμα τροφή, για την
παροχή κατοικίας και τροφής καθώς και για κάθε άλλη παροχή για τις ανάγκες των πελατών τους
καθώς και για τις δαπάνες που έκαναν˙
5. εκείνων που, χωρίς να ανήκουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στον αριθμό 1, ασκούν κατ'
επάγγελμα την επιμέλεια ξένων υποθέσεων ή την παροχή υπηρεσιών, για τις αμοιβές και για τις
δαπάνες τους˙
6. των υπηρετών και των εργατών για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών και εξόδων
τους˙
7. εκείνων που παρέχουν κάθε είδους διδασκαλία, για την αμοιβή και για τις δαπάνες τους˙
8. των ιδρυμάτων που προορίζονται για τη διδασκαλία, την ανατροφή, την περίθαλψη ή τη
νοσηλεία, για την παροχή διδασκαλίας, περίθαλψης ή νοσηλείας και για τις σχετικές δαπάνες˙
9. εκείνων που δέχονται πρόσωπα για περίθαλψη ή για ανατροφή, για τις παροχές και δαπάνες
που αναφέρονται στον προηγούμενο αριθμό˙
10. των γιατρών και των μαιών, για την αμοιβή και για τις δαπάνες τους˙
11. των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, για τις αμοιβές και
για τις δαπάνες τους˙
12. των προσώπων που διορίζονται από κάποια αρχή και διεξάγουν ορισμένες υποθέσεις, για τις
αμοιβές και για τις δαπάνες τους˙
13. των διαδίκων, για τις προκαταβολές που έδωσαν στους δικηγόρους τους˙
14. των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων, για τις αμοιβές και για τις δαπάνες τους˙
15. των τόκων, χρεολύτρων και μερισμάτων˙
16. των κάθε είδους μισθωμάτων˙
17. των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε
άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά˙
18. των προσώπων στα οποία παρέχεται εργασία, για τις προκαταβολές τους έναντι των
αξιώσεων από την παροχή της.

251 -
Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή
της.

252
Αν για την απαίτηση της παροχής απαιτείται προηγούμενη όχληση, η παραγραφή αρχίζει από
τότε που η όχληση είναι δυνατή. Αν εκτός από την όχληση απαιτείται και η παρέλευση προθεσμίας,
η παραγραφή αρχίζει από τότε που ήταν δυνατή η όχληση και πέρασε η προθεσμία.

253
Η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα
στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα.

254
Αν πρόκειται για περιοδικές παροχές που οφείλονται αυτοτελώς και δεν εξαρτώνται από
κεφάλαιο, η παραγραφή του καθολικού δικαιώματος αρχίζει από το χρονικό σημείο που η πρώτη
καθυστερούμενη περιοδική δόση έγινε απαιτητή.

255 - Α
Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από
άλλο λόγο ανώτερης βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της
παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η παραγραφή για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο
εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση.
173
256
Αναστέλλεται η παραγραφή των αξιώσεων:
1. μεταξύ συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί˙
2. μεταξύ γονέων και τέκνων κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας˙
3. μεταξύ επιτρόπων και επιτροπευομένων κατά τη διάρκεια της επιτροπείας˙
4. των υπηρετών και των κυρίων κατά τη διάρκεια της υπηρετικής σχέσης, όχι όμως πέρα από
δεκαπέντε χρόνια.

257
Το χρονικό διάστημα της αναστολής, δεν υπολογίζεται στο χρόνο της παραγραφής.
Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν
συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες.

258 - Π
"Η παραγραφή τρέχει και σε βάρος προσώπων που είναι ανίκανα ή έχουν περιορισμένη
ικανότητα για δικαιοπραξία.
Αν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη, η παραγραφή δεν
συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες αφότου έγιναν απεριορίστως ικανά ή απέκτησαν
επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, εφόσον ο ανίκανος ή ο
περιορισμένα ικανός έχει την ικανότητα να παραστεί στο δικαστήριο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 4 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 17 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

259
Η παραγραφή αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται κατά κληρονομίας δεν
συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου αφότου ο κληρονόμος απέκτησε την κληρονομία ή
αφότου η αξίωση μπορεί να ασκηθεί από κηδεμόνα κληρονομίας ή κατά κηδεμόνα κληρονομίας.

260 - Δ .Α
Η παραγραφή διακόπτεται, όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο.

261 -
Την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο
αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.

262
Στις περιπτώσεις που για να εγερθεί η αγωγή απαιτείται προπαρασκευαστική διαδικασία, η
διακοπή της παραγραφής θεωρείται ότι έγινε αφότου άρχισε η προπαρασκευαστική διαδικασία, αν
η αγωγή εγερθεί μέσα σε τρεις μήνες από τότε που περατώθηκε ή μέσα στην προθεσμία που
τάσσει ο νόμος.

263
Κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν
ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς.
Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει
διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή.

264 -
Την παραγραφή διακόπτουν επίσης: 1. η επίδοση επιταγής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο˙ 2.
η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση˙ 3. η αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό˙ 4. η
υποβολή ένστασης συμψηφισμού της αξίωσης.

265
Αν ο δικαιούχος παραιτήθηκε από την επιταγή πληρωμής ή από την αναγγελία, η παραγραφή
θεωρείται σαν να μη διακόπηκε.

174
266
Η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει και πάλι αφότου η πτώχευση
περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία
διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.

267
Η παραγραφή που διακόπηκε με ένσταση συμψηφισμού της αξίωσης αρχίζει και πάλι από την
τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου στη δίκη όπου είχε υποβληθεί η
ένσταση.

268 - Α
Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό
παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη
παραγραφή. Αξιώσεις όμως παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και που βεβαιώθηκαν με
τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη
συντομότερη παραγραφή.

269 - .
Την παραγραφή διακόπτει η υποβολή σε διαιτησία ή σε διοικητική αρχή ή σε διοικητικό
δικαστήριο ή σε άλλο ειδικό δικαστήριο της διαφοράς που αναφέρεται στην αξίωση. ι διατάξεις
των άρθρων 261 έως 263, 267 έως 268 εφαρμόζονται αναλόγως.
Αν για να υποβληθεί η διαφορά σε διαιτησία απαιτείται να διοριστούν διαιτητές ή να τηρηθούν
ορισμένες διατυπώσεις ή προ ποθέσεις, η παραγραφή διακόπτεται μόλις ο δικαιούχος έκανε ό,τι
τον αφορούσε για να λυθεί η διαφορά.

270 - Α
Αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου
περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή.
Στις περιπτώσεις του άρθρου 250 η νέα παραγραφή αρχίζει λήξει το έτος μέσα στο οποίο
περατώθηκε η διακοπή.

271 - Π
Αν πρόκειται για παραγραφή εμπράγματων αξιώσεων, ο ειδικός ή ο καθολικός διάδοχος έχει το
δικαίωμα να προσμετρήσει και το χρονικό διάστημα που οι δικαιοπάροχοί του βρίσκονταν στη νομή
του πράγματος.

272 - Ε
Όταν συμπληρωθεί η παραγραφή, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Ό,τι
καταβλήθηκε χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται. γγραφη συμβατική αναγνώριση
αξίωσης που έχει παραγραφεί, καθώς και η παροχή ασφάλειας, είναι έγκυρες αν έγιναν χωρίς
γνώση της παραγραφής.

273 - Π
ι ενστάσεις, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δεν παραγράφονται.

274 - Π
Όταν παραγραφεί η κύρια αξίωση, συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες από αυτήν αξιώσεις,
και αν ακόμη δεν συμπληρώθηκε η παραγραφή που ισχύει γι' αυτές.

275 - Δ
Δικαιοπραξία που αποκλείει την παραγραφή ή καθορίζει χρόνο συντομότερο ή μακρότερο από
τον νόμιμο ή που γενικά κάνει τους όρους της παραγραφής βαρύτερους ή ελαφρότερους είναι
άκυρη.

276 - Π
Παραίτηση από την παραγραφή μετά τη συμπλήρωσή της είναι έγκυρη.

277 - Π
Το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί.
175
278
δανειστής ή όποιος άλλος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να προτείνει την παραγραφή και αν
ακόμη δεν την προτείνει ή παραιτείται από αυτήν ο οφειλέτης.

279 - Α
Στις περιπτώσεις που ο νόμος ή τα μέρη τάσσουν προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να
ασκηθεί το δικαίωμα (αποσβεστική προθεσμία) εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την
παραγραφή.

280
Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος˙ η
παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


ΑΣ ΗΣΗ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤ Ν, Α ΤΟΔΙ ΙΑ, ΑΜ ΝΑ ΑΙ ΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑ ΗΣ

281 -
Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η
καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.

282 - Α
Η ικανοποίηση της αξίωσης από το δικαιούχο αυτοδύναμα και χωρίς τη βοήθεια της αρχής
(αυτοδικία) επιτρέπεται μόνο όταν η βοήθεια της αρχής δεν μπορεί να φτάσει έγκαιρα και υπάρχει
κίνδυνος από την αναβολή να ματαιωθεί ή να δυσκολευτεί σημαντικά η πραγμάτωση της αξίωσης.

283
Όποιος αυτοδικεί χωρίς να υπάρχουν οι προ ποθέσεις του νόμου, ή υπερβαίνει το μέτρο που
είναι αναγκαίο για την αποτροπή του κινδύνου, έχει υποχρέωση αποζημίωσης. Την ίδια
υποχρέωση έχει και αν νόμιζε από πλάνη ότι υπάρχουν οι προ ποθέσεις του νόμου.

284 -
Δεν αποτελεί παράνομη πράξη η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει
παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου.

285 -
Δεν αποτελεί παράνομη πράξη η καταστροφή ξένου πράγματος, εφόσον είναι αναγκαία για να
αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που επιχειρεί
την καταστροφή ή άλλου.

286
Εκείνος που επιχείρησε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο την καταστροφή ευθύνεται σε
αποζημίωση, αν είχε προκαλέσει υπαίτια τον κίνδυνο˙ σε κάθε άλλη περίπτωση μπορεί κατά τις
περιστάσεις να καταδικαστεί σε εύλογη αποζημίωση. ετά την καταβολή έχει εναντίον εκείνου που
ωφελήθηκε από την πράξη του αναγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.

Ι ΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΕΝΟ Ι Ο ΔΙ ΑΙΟ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Η ΠΟ ΡΕ ΣΗ ΠΑΡΟ ΗΣ ΕΝΙ Α

287 -
Ενοχή είναι η σχέση με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε παροχή. Η
παροχή μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη.

288
οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού
ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.

176
289 - Π
Αν το πράγμα που οφείλεται είναι ορισμένο μόνο κατά γένος, το δικαίωμα της επιλογής, αν δεν
προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, ανήκει στον οφειλέτη.
οφειλέτης δεν έχει υποχρέωση να δώσει από τα άριστα πράγματα του γένους, ούτε έχει
δικαίωμα να δώσει από τα χειρότερα.

290
Αν ο οφειλέτης αποχωρίσει από το γένος ένα πράγμα με σκοπό την καταβολή, η ενοχή
συγκεντρώνεται σ' αυτό μόνο αφότου ο δανειστής γίνει υπερήμερος ως προς την αποδοχή του.
Αν ο οφειλέτης με αίτηση του δανειστή αποστέλλει το πράγμα σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο
εκπλήρωσης της παροχής, η συγκέντρωση επέρχεται αφότου το πράγμα παραδοθεί για την
αποστολή.

291 - Π
Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο
οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με
βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.

292
Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, αν
ο οφειλέτης έγινε υπερήμερος, ισχύει ό,τι και στη μη έγκαιρη εκπλήρωση κάθε οφειλής χρηματικού
ποσού.
Αν υπερήμερος έγινε ο δανειστής, η υπερτίμηση του ξένου νομίσματος μετά την υπερημερία του
δανειστή δεν βαρύνει τον οφειλέτη.

293 - Π
Το ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος.
ι προμήθειες ή άλλα ανταλλάγματα που συνομολογούνται ή καταβάλλονται επιπλέον του τόκου
λογίζονται ως τόκος.
Το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος.

294
Κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το
επιπλέον.

295
Αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο νόμιμος τόκος.
τόκος από δικαιοπραξία, εφόσον δεν ορίζεται σ' αυτήν κάτι άλλο, καταβάλλεται κάθε χρόνο.

296 - Τ
ια τόκους κάθε είδους οφείλεται τόκος, αν τέτοιος τόκος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή˙ και
στις δύο όμως περιπτώσεις μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολόκληρου τουλάχιστον έτους ή
μιας χρήσης αν πρόκειται για το δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να
γίνεται ή η αγωγή να επιδίδεται, αφού λήξει το έτος ή η χρήση.
Ταμιευτήρια, πιστωτικά ιδρύματα και τράπεζες μπορούν να ορίσουν με το καταστατικό τους ή να
συνομολογήσουν από πριν ότι οι τόκοι καταθέσεων που δεν εισπράττονται θα ισχύουν ως νέα
έντοκη κατάθεση.

297 - Δ
υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα. Αντί για χρηματική αποζημίωση
το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της
προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο
συμφέρον του δανειστή.

298
Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία),
καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα
σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα
προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί.
177
299 -
ια μη περιουσιακή ζημία οφείλεται χρηματική ικανοποίηση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

300 -
Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στην ζημία ή την έκτασή της, το
δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν
εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την
προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε
γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος
που ζημιώθηκε.

301 -
υπόχρεος σε αποζημίωση λόγω δαπανών που έγιναν οφείλει από το χρόνο της δαπάνης
νόμιμο τόκο στην αξία που δαπανήθηκε κατά το χρόνο αυτό.
ια δαπάνες που έγιναν σε αντικείμενο που πρέπει να αποδοθεί δεν οφείλονται τόκοι για όσο
χρονικό διάστημα αυτός που έχει δικαίωμα σε αποζημίωση αποκομίζει τα ωφελήματα ή τους
καρπούς του αντικειμένου.

302 - Δ
Όποιος, λόγω δαπανών που έγιναν σε πράγμα που πρέπει να αποδοθεί, έχει δικαίωμα να
αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που είναι πάνω στο πράγμα, οφείλει, ασκώντας το δικαίωμα της
αφαίρεσης, να επαναφέρει το πράγμα στην προηγούμενη κατάσταση με δικά του έξοδα. Αν η
κατοχή του πράγματος περιήλθε στον άλλο, αυτός έχει δικαίωμα να εμποδίσει την αφαίρεση,
εφόσον δεν του παρέχεται ασφάλεια για τη ζημία από την αφαίρεση.

303 -
Όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται
εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. ια το σκοπό αυτόν ο δοσίλογος οφείλει
να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των
εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα
δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.

304 - Y
Όποιος έχει υποχρέωση να αποδώσει ομάδα αντικειμένων ή να δώσει πληροφορίες γι' αυτήν,
οφείλει να εγχειρίσει στο δικαιούχο κατάλογο των στοιχείων της ομάδας.

305 - Δ
Αν από δύο ή περισσότερες οφειλόμενες παροχές πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή
διαζευκτική), το δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης.

306 - E
Η επιλογή γίνεται με δήλωση προς το άλλο μέρος˙ η δήλωση είναι αμετάβλητη και δεν επιδέχεται
αίρεση ή προθεσμία.
Αν οι δανειστές ή οι οφειλέτες είναι περισσότεροι, η δήλωση της επιλογής γίνεται σε κάθε
περίπτωση από όλους ή προς όλους μαζί.

307 - Α
ε την επιλογή η διαζευκτική ενοχή γίνεται απλή.

308
Αν ο οφειλέτης, έχοντας το δικαίωμα επιλογής, δεν το ασκήσει έως την έναρξη της αναγκαστικής
εκτέλεσης, το δικαίωμα επιλογής περιέρχεται στο δανειστή.

309 - Α
Αν ο δανειστής, έχοντας το δικαίωμα επιλογής, γίνει υπερήμερος, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να
του τάξει εύλογη προθεσμία για να ασκήσει το δικαίωμα επιλογής. Αν η προθεσμία περάσει
άπρακτη, το δικαίωμα της επιλογής περιέρχεται στον οφειλέτη.

178
310 - Σ
Αν η ενοχή είναι διαζευκτική και η μία από τις παροχές είναι ή γίνει αδύνατη, η ενοχή
συγκεντρώνεται στις υπόλοιπες, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 311 έως 314.

311 - Α
οφειλέτης, αν έχει το δικαίωμα της επιλογής και η μία παροχή γίνει αδύνατη από πταίσμα του
και έπειτα και η άλλη από τυχαίο γεγονός, οφείλει την αξία της παροχής που έγινε αδύνατη από
τυχαίο γεγονός.

312
Αν το δικαίωμα της επιλογής έχει ο οφειλέτης και η μία παροχή γίνει αδύνατη από πταίσμα του
δανειστή, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ή να καταβάλει την παροχή που σώζεται και να απαιτήσει
αποζημίωση γι' αυτή που έγινε αδύνατη ή να θεωρήσει τον εαυτό του απαλλαγμένο από κάθε
υποχρέωση.

313
Αν το δικαίωμα της επιλογής έχει ο δανειστής και η μία παροχή γίνει αδύνατη από πταίσμα του,
έχει δικαίωμα ο δανειστής ή να ζητήσει την παροχή που σώζεται και να αποζημιώσει τον οφειλέτη
γι' αυτή που έγινε αδύνατη ή να θεωρήσει ότι η ενοχή έχει αποσβεσθεί.

314
Αν το δικαίωμα της επιλογής έχει ο δανειστής και η μία παροχή γίνει αδύνατη από πταίσμα του
οφειλέτη, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει ή την παροχή που σώζεται ή αποζημίωση γι' αυτή
που έγινε αδύνατη.

315
ι διατάξεις των άρθρων 311 έως 314 εφαρμόζονται αναλόγως και όταν η διαζευκτική ενοχή
περιέχει περισσότερες από δύο παροχές.

316 - Μ
οφειλέτης δεν έχει δικαίωμα να εκπληρώσει κατά ένα μέρος την οφειλόμενη παροχή.

317 - Ε
Η παροχή μπορεί να εκπληρωθεί και από τρίτον, εκτός αν ο δανειστής έχει συμφέρον να την
εκπληρώσει ο οφειλέτης.

318
δανειστής μπορεί να αρνηθεί την παροχή που προσφέρεται από τρίτον, αν ο οφειλέτης
δήλωσε ότι είναι αντίθετος σ' αυτήν.

319 - Δ
Αν επισπεύδεται αναγκαστική εκποίηση κατά του οφειλέτη, όποιος εξαιτίας της κινδυνεύει να
χάσει εμπράγματο δικαίωμα ή την κατοχή πάνω στο πράγμα που εκποιείται, έχει δικαίωμα να
ικανοποιήσει το δανειστή με καταβολή, δημόσια κατάθεση ή συμψηφισμό.
Εφόσον ο δανειστής ικανοποιείται, αυτός που τον ικανοποίησε υποκαθίσταται στα δικαιώματά
του.

320 - T
Αν ο τόπος της παροχής δεν συνάγεται ούτε από τη δικαιοπραξία ούτε από τις περιστάσεις και
ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, η παροχή καταβάλλεται στον τόπο όπου ο οφειλέτης είχε
την κατοικία του κατά τη γένεση της ενοχής.
Αν η υποχρέωση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του οφειλέτη, αντί για τον τόπο
της κατοικίας ισχύει ο τόπος της επαγγελματικής του εγκατάστασης.

321
Αν η παροχή είναι χρηματική, σε περίπτωση αμφιβολίας ο οφειλέτης πρέπει να την καταβάλει
στον τόπο όπου ο δανειστής έχει την κατοικία του κατά το χρόνο της καταβολής.
Αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του δανειστή, αντί για τον τόπο
της κατοικίας ισχύει ο τόπος της επαγγελματικής του εγκατάστασης.
179
322
Αν η εκπλήρωση παροχής που πρέπει να καταβληθεί στην κατοικία του δανειστή έγινε σημαντικά
δυσχερέστερη επειδή ο δανειστής μετέβαλε την κατοικία του μετά τη γένεση της ενοχής, ο οφειλέτης
μπορεί να καταβάλει στην αρχική κατοικία του δανειστή.

323 -
Αν ο χρόνος της παροχής δεν συνάγεται ούτε από τη δικαιοπραξία ούτε από τις περιστάσεις και
ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης, έχει δικαίωμα ο δανειστής να απαιτήσει και ο οφειλέτης να
εκπληρώσει την παροχή αμέσως.

324
Αν ο χρόνος της παροχής είναι ορισμένος, ο οφειλέτης σε περίπτωση αμφιβολίας έχει δικαίωμα
να εκπληρώσει την παροχή και πριν από το χρόνο αυτό. Δεν έχει όμως δικαίωμα να αφαιρέσει
προεξοφλητικό τόκο, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο από το νόμο ή τη δικαιοπραξία.

325 - Δ
Αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή με την οφειλή του, έχει
δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο
δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (δικαίωμα επίσχεσης).

326
Δικαίωμα επίσχεσης έχει ιδίως και ο υπόχρεος να αποδώσει ένα πράγμα για δαπάνες που έγιναν
πάνω σ' αυτό ή για ζημία που έπαθε απ' αυτό.

327
Δικαίωμα επίσχεσης δεν υπάρχει κατά αξιώσεων, κατά των οποίων δεν αντιτάσσεται
συμψηφισμός.

328
δανειστής μπορεί να αποκρούσει το δικαίωμα της επίσχεσης παρέχοντας ασφάλεια. Η
ασφάλεια με εγγυητή αποκλείεται.

329
Αν ο οφειλέτης που έχει εναχθεί από το δανειστή αντιτάσσει το δικαίωμα της επίσχεσης, η
καταδίκη του οφειλέτη σε παροχή γίνεται με τον όρο της ταυτόχρονης εκπλήρωσης από το δανειστή
της υποχρέωσης που τον βαρύνει.

330 - E
οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από
δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν
καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές.

331
"Αν ο οφειλέτης είναι ανήλικος κάτω των δεκατεσσάρων ετών ή δεν έχει συνείδηση των πράξεών
του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της
κρίσης και της βούλησής του ή, τέλος, είναι κωφάλαλος, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 915
έως 918".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 20 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

332 - Σ
" κυρη είναι κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη
από δόλο ή βαριά αμέλεια.
κυρη είναι επίσης η εκ των προτέρων συμφωνία ότι δεν θα ευθύνεται ο οφειλέτης και για
ελαφριά ακόμη αμέλεια, αν ο δανειστής βρίσκεται στην υπηρεσία του οφειλέτη ή η ευθύνη
προέρχεται από την άσκηση επιχείρησης για την οποία προηγήθηκε παραχώρηση της αρχής. Το
ίδιο ισχύει και αν η απαλλακτική ρήτρα περιέχεται σε όρο της σύμβασης που δεν αποτέλεσε
αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ή αν με τη ρήτρα απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την
180
ευθύνη για προσβολή αγαθών που απορρέουν από την προσωπικότητα και ιδίως της ζωής, της
υγείας, της ελευθερίας ή της τιμής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 2 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192). *** Βλέπε και παρ. 1 άρθρου 3 Π.Δ. 301/2002 (ΦΕΚ Α' 267) για την δυνατότητα
ασκήσεως της συλλογικής αγωγής κάθε νομιμοποιούμενου φορέα από άλλο Κράτος-Μέλος, όταν θίγονται τα
συμφέροντα που προστατεύει για παραβάσεις των διατάξεων που αφορούν την ευθύνη του πολίτη για
πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του παρόντος άρθρου και διαπράττονται στην
Ελληνική Επικράτεια.

333
Όποιος ευθύνεται με μέτρο μόνο την επιμέλεια που δείχνει συνήθως στις δικές του υποθέσεις δεν
απαλλάσσεται από την ευθύνη για βαριά αμέλεια.

334 - Ε
οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προσώπων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την
παροχή, όπως για δικό του πταίσμα.
"Η ευθύνη αυτή μπορεί εκ των προτέρων να περιοριστεί ή να αποκλειστεί, εκτός αν συντρέχει
κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 332."

Σχόλια: Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 2 άρθρου 2 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ
Α' 192). ***Βλέπε και παρ. 1 άρθρου 3 Π.Δ. 301/2002 (ΦΕΚ Α' 267) για την δυνατότητα ασκήσεως της
συλλογικής αγωγής κάθε νομιμοποιούμενου φορέα από άλλο Κράτος-Μέλος όταν θίγονται τα συμφέροντα που
προστατεύει για παραβάσεις των διατάξεων που αφορούν την ευθύνη του πολίτη για πραγματικά ελαττώματα και
έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων της παρ. 2 του παρόντος άρθρου και διαπράττονται στην Ελληνική
Επικράτεια.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΔ ΝΑΜΙΑ ΠΑΡΟ ΗΣ ΑΙ ΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΤΟ Ο ΕΙ ΕΤΗ

335 - Α
Αν κατά την εκπλήρωσή της η παροχή είναι ολικά ή μερικά αδύνατη για λόγους που είτε είναι
γενικοί είτε αφορούν τον οφειλέτη, αυτός έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή που
επέρχεται από την αδυναμία.

336 - Π
οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την
παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. φείλει
όμως αμέσως, μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή.

337 - Μ
Σε περίπτωση μερικής υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή ο δανειστής,
μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, αν δεν έχει
συμφέρον στη μερική εκπλήρωση, έχει δικαίωμα να την αρνηθεί εντελώς και να θεωρήσει την
αδυναμία ολική.

338 - Π
Αν ο οφειλέτης απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή του, επειδή βρισκόταν σε αδυναμία να την
εκπληρώσει από γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, οφείλει να αποδώσει στο δανειστή καθετί
που περιήλθε σ' αυτόν εξαιτίας αυτού του γεγονότος.

339 - Μ .
Αν ο οφειλέτης καταδικάστηκε τελεσίδικα σε παροχή μη χρηματική, ο δανειστής μπορεί να του
τάξει εύλογη προθεσμία για να εκπληρώσει την παροχή, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδο
της προθεσμίας αποκρούει την παροχή. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, οφείλεται μόνο
αποζημίωση για μη εκπλήρωση της παροχής.

340 - Y
οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη
όχληση του δανειστή.
181
341 - Δ
Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται
υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.
Αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει ταχθεί ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, ο
οφειλέτης γίνεται υπερήμερος όταν, αφού γίνει η καταγγελία, περάσει η προθεσμία.

342
οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το
οποίο δεν έχει ευθύνη.

343 - Σ
υπερήμερος οφειλέτης εκτός από την παροχή οφείλει και αποζημίωση για τη ζημία του
δανειστή από την καθυστέρηση.
Αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής,
έχει δικαίωμα, μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον
οφειλέτη, να αποκρούσει την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση.

344
οφειλέτης κατά τη διάρκεια της υπερημερίας ευθύνεται για κάθε αμέλεια. Ευθύνεται επίσης για
τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και αν η παροχή εκπληρωνόταν
έγκαιρα.

345 -
Όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να
απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι
υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. δανειστής, αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο
νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν.

346 -
οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου
επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος.

347
οφειλέτης αντικειμένου αν υποχρεωθεί να καταβάλει την αξία του εξαιτίας γεγονότος που
συνέβη κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του, οφείλει νόμιμους τόκους στο ποσό της αξίας από το
χρόνο που λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της.

348 - Η
Όποιος οφείλει ορισμένο πράγμα ευθύνεται αφότου επιδόθηκε η αγωγή σε αποζημίωση για
χειροτέρευση ή καταστροφή ή αδυναμία να το αποδώσει, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη
διεκδίκηση, με την επιφύλαξη της τυχόν μεγαλύτερης ευθύνης από την ενοχική σχέση ή την
υπερημερία.
Το ίδιο ισχύει και για την αξίωση του δανειστή να του αποδοθούν ωφελήματα καθώς και για την
αξίωση του οφειλέτη να του αποδοθούν δαπάνες.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΤΟ ΔΑΝΕΙΣΤΗ

349 - Π
δανειστής γίνεται υπερήμερος, αν δεν αποδέχεται την παροχή που του προσφέρεται.
Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και η προσήκουσα.

350
δανειστής γίνεται υπερήμερος και με προσφορά του οφειλέτη μη πραγματική, αν δήλωσε ήδη
ότι δεν δέχεται την παροχή.

182
351
δανειστής γίνεται επίσης υπερήμερος, αν, μολονότι προσκλήθηκε από τον οφειλέτη, δεν
προβαίνει στην απαιτούμενη πράξη ή σύμπραξη, χωρίς την οποία δεν μπορεί ο οφειλέτης να
εκπληρώσει την παροχή.
Δεν απαιτείται πρόσκληση, αν για την πράξη που πρέπει να επιχειρήσει ο δανειστής
συμφωνήθηκε είτε ορισμένη ημέρα είτε παρέλευση ορισμένης προθεσμίας από την καταγγελία.

352
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων ο δανειστής δεν γίνεται υπερήμερος αν ο
οφειλέτης δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει την παροχή κατά το χρόνο της προσφοράς ή της
πράξης που έπρεπε να επιχειρήσει ο δανειστής.

353 -
Αν ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση παροχής μόνο έναντι αντιπαροχής, ο δανειστής γίνεται
υπερήμερος αν είναι πρόθυμος να δεχτεί την παροχή που του προσφέρεται αλλά δεν προσφέρει
την αντιπαροχή που του ζητείται.

354 -
Αν ο χρόνος της παροχής δεν είναι ορισμένος, ο δανειστής δεν γίνεται υπερήμερος για το λόγο
ότι προσωρινά εμποδίζεται να δεχτεί την παροχή, εκτός αν ειδοποιήθηκε έγκαιρα από τον οφειλέτη
ότι επίκειται η εκπλήρωσή της. Το ίδιο ισχύει και όταν ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να εκπληρώσει την
παροχή και πριν από τον ορισμένο χρόνο.

355 - Σ
οφειλέτης κατά την διάρκεια της υπερημερίας του δανειστή ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά
αμέλεια.

356
οφειλέτης χρηματικής οφειλής κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του δανειστή δεν οφείλει
τόκους, με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου.

357
Κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του δανειστή ο οφειλέτης που ευθύνεται για τα ωφελήματα
κάποιου αντικειμένου έχει υποχρέωση μόνο για όσα εξήγαγε.

358
οφειλέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο δανειστή καθετί που χρειάστηκε να
δαπανήσει επί πλέον για την ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής καθώς και για τη φύλαξη και
τη συντήρησή της κατά τη διάρκεια της υπερημερίας.

359 - Σ
οφειλέτης, αν έχει υποχρέωση να αποδώσει ακίνητο και ο δανειστής έγινε υπερήμερος,
δικαιούται, ειδοποιώντας προηγουμένως το δανειστή, αν αυτό είναι εφικτό, να προκαλέσει το
διορισμό από το δικαστήριο μεσεγγυούχου, ο οποίος έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε
μεσεγγυούχου. Αφότου ο μεσεγγυούχος παραλάβει το ακίνητο, επέρχεται απόσβεση της
υποχρέωσης του οφειλέτη.
Το ίδιο ισχύει και αν ο οφειλέτης από λόγο που αφορά το πρόσωπο του δανειστή ή εξαιτίας
εύλογης αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπό του, αδυνατεί να εκπληρώσει με ασφάλεια την
υποχρέωσή του.

360
οφειλέτης του ακινήτου μπορεί να προκαλέσει την άρση της μεσεγγύησης και την ανάληψη του
ακινήτου, εφόσον ο δανειστής δεν αποδέχτηκε τη μεσεγγύηση. Από την άρση η υποχρέωση του
οφειλέτη θεωρείται ότι δεν αποσβέστηκε ποτέ.

183
Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΝΟ ΕΣ ΑΠΟ Σ Μ ΑΣΕΙΣ ΕΝΙ Α

361 - Ε
ια τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν
ορίζει διαφορετικά.

362 - Σ
Αυτός που υποσχέθηκε παροχή η οποία είναι αδύνατη κατά τη σύναψη της σύμβασης, για
λόγους που είτε είναι γενικοί είτε αφορούν τον ίδιο, έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του
δανειστή από τη μη εκπλήρωση της παροχής. Η διάταξη του άρθρου 337 εφαρμόζεται αναλόγως
και εδώ.

363
οφειλέτης, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση
που απορρέει από την υπόσχεση αδύνατης παροχής, αν κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης
αγνοούσε χωρίς υπαιτιότητα ότι η παροχή είναι αδύνατη. φείλει όμως, αμέσως μόλις μάθει την
αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή για το γεγονός αυτό. Η διάταξη του άρθρου
338 εφαρμόζεται και εδώ.

364
Σε περίπτωση υπόσχεσης αδύνατης παροχής, αν ο δανειστής κατά τη σύναψη της σύμβασης
γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η παροχή είναι αδύνατη, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του
άρθρου 300.

365 - Σ
ι διατάξεις για την υπόσχεση αδύνατης παροχής εφαρμόζονται και όταν η υπόσχεση αφορά
παροχή που προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου.

366 - Σ
Σύμβαση για μεταβίβαση κάθε μέλλουσας περιουσίας ή ποσοστού της ή για σύσταση επικαρπίας
σ' αυτήν είναι άκυρη.

367 - Σ
Σύμβαση για μεταβίβαση ολόκληρης της υφιστάμενης περιουσίας ή ποσοστού της ή για σύσταση
επικαρπίας σ' αυτήν απαιτείται να γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου.

368 - Σ
Σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζει είτε με το ίδιο είτε με τρίτο πρόσωπο, είτε για
ολόκληρη είτε για ποσοστό της, είναι άκυρη. Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβαση με την οποία
περιορίζεται η ελευθερία ως προς τις διατάξεις τελευταίας βούλησης.

369 - Ε
Συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση, αλλοίωση ή κατάργηση εμπράγματων
δικαιωμάτων πάνω σε ακίνητα απαιτείται να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου.

370
Η συμβατική υποχρέωση για εκποίηση ή επιβάρυνση πράγματος σε περίπτωση αμφιβολίας
εκτείνεται και στο κατά την κατάρτιση της σύμβασης παράρτημά του.

371 - Α .
Αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε
περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε
με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το δικαστήριο.

372
Σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από
τους συμβαλλόμενους είναι άκυρη.

184
373
Αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε από τους συμβαλλομένους στην απόλυτη κρίση
τρίτου και αυτός αδυνατεί ή αρνείται ή βραδύνει, η σύμβαση είναι άκυρη.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΑΡ ΕΣ ΙΑ ΤΙΣ ΑΜ ΟΤΕΡΟ ΑΡΕΙΣ Σ Μ ΑΣΕΙΣ

374 -
υπόχρεος από αμφοτεροβαρή σύμβαση έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της
παροχής, για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει ή δεν προσφέρει την αντιπαροχή
(ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης), εκτός αν έχει υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος.
Σε περίπτωση παροχής προς περισσοτέρους, η ένσταση προτείνεται εναντίον καθενός για το
μέρος που του αναλογεί ωσότου εκπληρωθεί ή προσφερθεί η όλη αντιπαροχή.

375
Η ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης δεν μπορεί να αποκρουστεί με την παροχή ασφάλειας.

376
Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους εκπλήρωσε κατά ένα μέρος την παροχή, δεν μπορεί ο
άλλος να αρνηθεί την αντιπαροχή όταν η άρνηση αντιβαίνει στην καλή πίστη λόγω των ειδικών
περιστάσεων και ιδίως επειδή το μέρος της παροχής που καθυστερείται ακόμη είναι επουσιώδες.

377
Αυτός που έχει υποχρέωση από αμφοτεροβαρή σύμβαση να εκπληρώσει πρώτος την παροχή,
αν η αξίωσή του για την αντιπαροχή κινδυνεύει από ουσιώδη ελάττωση της περιουσιακής
κατάστασης του άλλου, που δεν τη γνώριζε ούτε όφειλε να τη γνωρίζει κατά την κατάρτιση της
σύμβασης, μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο άλλος παράσχει ασφάλεια.

378
Η ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης αποτέλεσμα έχει ότι ο εναγόμενος καταδικάζεται στην
παροχή με τον όρο ταυτόχρονης εκπλήρωσης από τον άλλο της αντιπαροχής που τον βαρύνει.

379 - Α
Αν η έκταση της αντιπαροχής δεν ορίστηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας το δικαίωμα του
προσδιορισμού ανήκει στο δικαιούμενο να απαιτήσει την αντιπαροχή.

380 - Α
Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός
δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί,
αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αλλά δεν απαλλάσσεται
αν απαίτησε ό,τι περιήλθε στον άλλο εξαιτίας του γεγονότος της αδυναμίας.

381 - Α
Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους έγινε αδύνατη από πταίσμα του άλλου, αυτός
δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αντιπαροχής. Από την αντιπαροχή όμως αφαιρείται καθετί
που ωφελείται ή δόλια παραλείπει να ωφεληθεί από την απαλλαγή αυτός που απαλλάσσεται λόγω
της αδυναμίας.
Το ίδιο ισχύει αν η παροχή του ενός έγινε αδύνατη χωρίς υπαιτιότητά του κατά το διάστημα που ο
άλλος βρισκόταν σε υπερημερία αποδοχής της.

382 - Α
Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός
έχει ευθύνη, μπορεί ο άλλος είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 είτε να απαιτήσει
αποζημίωση είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του
άρθρου 339, αν περάσει άπρακτη η προθεσμία που προβλέπεται σ' αυτό.

383 -
Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει,
έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά
185
την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει
δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση,
όχι όμως να απαιτήσει την παροχή.

384
Αν, μέσα στην προθεσμία που έχει ταχθεί, η παροχή εκπληρώθηκε κατά ένα μόνο μέρος και ο
δανειστής δεν έχει συμφέρον στη μερική εκπλήρωση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση
λόγω μη εκπλήρωσης για την όλη παροχή ή να υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση.

385
Δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής:
1. αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο˙ 2. αν ο δανειστής
εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης.

386 - Σ
Αν η σύμβαση είναι εκτελεστέα κατά διαδοχικές τμηματικές παροχές και ο οφειλέτης περιήλθε σε
υπερημερία ή υπαίτια αδυναμία ως προς μία τμηματική παροχή, ο δανειστής έχει δικαίωμα να
απαιτήσει αποζημίωση ή να υπαναχωρήσει ως προς μόνη την παροχή αυτή˙ τα ίδια δικαιώματα
έχει ως προς τις υπολειπόμενες παροχές μόνο αν η καθυστέρηση ή αδυναμία ως προς την
τμηματική παροχή είναι τόσο ουσιώδης, ώστε ο δανειστής δεν έχει πια συμφέρον για το υπόλοιπο
μέρος της σύμβασης ή αν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι δεν θα εκπληρωθούν οι υπολοιπόμενες
παροχές. ε τους όρους αυτούς το δικαίωμα του δανειστή για αποζημίωση ή υπαναχώρηση
εκτείνεται και στο μέρος της σύμβασης που εκτελέστηκε ήδη.

387 - Δ
Στις περιπτώσεις όπου ο δανειστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης, μπορεί επιπλέον με
αίτησή του και κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου να του επιδικαστεί και αποζημίωση για την
τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.
Στο δικαίωμα της υπαναχώρησης κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
άρθρων 389 έως 396.

388 - Α
Αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα
μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που
ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του
οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την
κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη
λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη.
Αν αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων παροχής που
πηγάζουν απ' αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές
που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
Σ Μ ΑΤΙ Η ΠΑΝΑ ΡΗΣΗ

389 - Δ
Στη σύμβαση μπορεί κάποιος να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχώρησης.
Η υπαναχώρηση επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχή που πηγάζουν από τη
σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που
έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

390 - Π
Η υπαναχώρηση γίνεται με δήλωση αυτού που έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει προς τον
άλλο.

391 - Π
Η υπαναχώρηση αποκλείεται αν το αντικείμενο που έλαβε ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει
καταστράφηκε από τυχαίο γεγονός ολικά ή κατά μεγάλο μέρος ή χειροτέρεψε ουσιωδώς.

186
392
Η υπαναχώρηση αποκλείεται, αν αυτό που έλαβε ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει: 1. από
πταίσμα του καταστράφηκε ολικά ή κατά μεγάλο μέρος, ή χάθηκε ή χειροτέρεψε ουσιωδώς˙ 2.
μεταποιήθηκε από αυτόν ολικά ή κατά μεγάλο μέρος με επεξεργασία ή μετάπλαση σε άλλο
πράγμα.

393
Η υπαναχώρηση αποκλείεται, αν ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει εκποίησε ολικά ή κατά
μεγάλο μέρος το αντικείμενο που έλαβε ή το επιβάρυνε με δικαίωμα υπέρ τρίτου.

394 - Μ
Αν ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει έγινε υπερήμερος ως προς την ολική ή την κατά μεγάλο
μέρος απόδοση αυτού που έλαβε, η υπαναχώρηση γίνεται ανίσχυρη, εφόσον δεν το αποδίδει μέσα
στην εύλογη προθεσμία που του έταξε ο άλλος.

395 - Α
Το δικαίωμα της υπαναχώρησης αποσβήνεται αν δεν ασκηθεί μέσα σε εύλογη προθεσμία που
τάσσεται από τον άλλο.

396 -
Αν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι από τις δύο πλευρές είναι περισσότεροι, το δικαίωμα της
υπαναχώρησης απαιτείται να ασκηθεί από όλους και κατά όλων.
Αν το δικαίωμα αυτό αποσβεστεί για έναν, αποσβήνεται και ως προς τους άλλους.

397 -
Αυτός που επιφύλαξε στον εαυτό του την υπαναχώρηση για την περίπτωση όπου ο άλλος δεν θα
εκπλήρωνε την υποχρέωσή του από τη σύμβαση, σε περίπτωση αμφιβολίας έχει το δικαίωμα αυτό
μόνο αν η μη εκπλήρωση οφείλεται σε υπαιτιότητα του άλλου. Αυτός που ισχυρίζεται ότι
εκπλήρωσε την υποχρέωσή του οφείλει να το αποδείξει.

398 -
Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους επιφύλαξε στον εαυτό του την υπαναχώρηση έναντι
καταβολής ποινής, η υπαναχώρηση είναι ανίσχυρη εφόσον έγινε χωρίς σύγχρονη καταβολή της
ποινής και ο άλλος την απέκρουσε για το λόγο αυτό χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

399 - Ρ
Αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι ο οφειλέτης που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του
εκπίπτει από τα συμβατικά του δικαιώματα, θεωρείται ότι ο δανειστής επιφύλαξε για την περίπτωση
αυτή δικαίωμα υπαναχώρησης.

400 - Ρ
Η συμβατική ρήτρα ότι ο δανειστής σε περίπτωση υπαναχώρησης κρατεί ως όφελος το μέρος
της παροχής που έλαβε διέπεται από τις διατάξεις για την ποινική ρήτρα.

401 - Π
Αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι η παροχή πρέπει να εκπληρωθεί αποκλειστικά σε
ορισμένο χρόνο ή αποκλειστικά μέσα σε ορισμένη προθεσμία, σε περίπτωση αμφιβολίας ο
δανειστής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει για μόνη την καθυστέρηση ανεξάρτητα από
υπαιτιότητα του οφειλέτη. Αν ο δανειστής προτιμά την απαίτηση της παροχής, οφείλει να το
ανακοινώσει αμέσως στον οφειλέτη, αλλιώς δεν έχει την απαίτηση αυτή.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΑΡΡΑ ΝΑΣ ΑΙ ΠΟΙΝΙ Η ΡΗΤΡΑ

402 -
Αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης δόθηκε αρραβώνας, εφόσον δεν ορίστηκε τίποτε άλλο,
θεωρείται ότι δόθηκε για την κάλυψη της ζημίας από τη μη εκτέλεση της σύμβασης.

187
403 - Τ
υπαίτιος για τη μη εκτέλεση της σύμβασης χάνει τον αρραβώνα που έδωσε ή αποδίδει
διπλάσιο αυτόν που έλαβε. Σε περίπτωση αμφιβολίας δεν αποκλείεται υποχρέωση για περαιτέρω
αποζημίωση, που μειώνεται όμως κατά το ποσό του αρραβώνα.

404 - Π
οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική
ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την
παροχή.

405 -
Η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει
σε υπερημερία.
Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημία.

406
Σε περίπτωση που η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης της παροχής,
ο δανειστής, αν απαιτήσει την ποινή που κατέπεσε, αποκλείεται να ζητήσει την εκπλήρωση της
παροχής.
Αν ο δανειστής αντί για εκπλήρωση έχει δικαίωμα αποζημίωσης, μπορεί να απαιτήσει την ποινή
που κατέπεσε, καθώς και την επιπλέον αποδεικνυόμενη ζημία.

407
Αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης
εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει εκτός από την ποινή που
κατέπεσε και την εκπλήρωση της παροχής. χει επίσης το δικαίωμα να απαιτήσει και την επί πλέον
αποδεικνυόμενη ζημία, από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση.

408 - Π
Αν η υπόσχεση της παροχής είναι άκυρη, είναι άκυρη και η ποινική ρήτρα, και αν ακόμη τα μέρη
γνώριζαν την ακυρότητα της υπόσχεσης.

409 -
Αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη μειώνεται, ύστερα από αίτηση του
οφειλέτη, από το δικαστήριο, στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Σ Μ ΑΣΗ ΠΕΡ ΤΡΙΤΟ ΑΙ ΣΕ ΑΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

410 - Σ
Αν κάποιος δεχτεί υπόσχεση παροχής υπέρ τρίτου, μπορεί να απαιτήσει να καταβάλει στον τρίτο
αυτός που υποσχέθηκε.

411 - Δ
τρίτος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή απευθείας απ' αυτόν που υποσχέθηκε, αν
προκύπτει τέτοια θέληση των μερών που έχουν συμβληθεί ή αυτό συνάγεται από τη φύση και το
σκοπό της σύμβασης.

412
Εφόσον ο τρίτος που έχει το δικαίωμα να απαιτήσει απευθείας την παροχή δήλωσε προς αυτόν
που υποσχέθηκε ότι θα ασκήσει το δικαίωμά του, ο δέκτης της υπόσχεσης δεν μπορεί να τον
απαλλάξει από την υποχρέωσή του.

413 - Α
Αν ο τρίτος με δήλωσή του προς αυτόν που υποσχέθηκε αποποιήθηκε το δικαίωμά του που
πηγάζει από τη σύμβαση, το δικαίωμα αυτό θεωρείται ότι δεν αποκτήθηκε.

188
414 - Ε
Αυτός που υποσχέθηκε έχει το δικαίωμα να αντιτάξει και απέναντι στον τρίτο ενστάσεις από τη
σύμβαση.

415 - Σ
Αυτός που υποσχέθηκε σε άλλον ότι τρίτος θα καταβάλλει κάποια παροχή, εφόσον δεν
προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση, οφείλει αποζημίωση αν ο τρίτος αρνηθεί την καταβολή.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΑΠΟΣ ΕΣΗ Τ Ν ΕΝΟ Ν

416 -
Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή.

417 -
Η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος
έχει επιτρέψει να δεχτεί την καταβολή.
Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται απ' αυτήν.

418 - Μ
Αν ο δανειστής αποδέχτηκε την παροχή που έγινε με σκοπό καταβολής, αυτόν βαρύνει η
απόδειξη ότι η καταβολή δεν ήταν η προσήκουσα.

419 - Δ
δανειστής δεν είναι υπόχρεος να δεχτεί αντί καταβολής άλλη παροχή. Αν όμως δεχτεί τέτοια
παροχή, η ενοχή αποσβήνεται.

420
Αν αντί καταβολής δόθηκε στο δανειστή κάτι άλλο, για τα πραγματικά ή νομικά ελαττώματά του ο
οφειλέτης ευθύνεται όπως ο πωλητής.

421 -
Αν ο οφειλέτης για να ικανοποιήσει το δανειστή αναλάβει απέναντί του νέα υποχρέωση, αυτή δεν
θεωρείται ότι έγινε αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο.

422 -
Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα να ορίσει κατά την
καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί. Αν δεν όρισε τίποτε, η παροχή που έγινε καταλογίζεται
πρώτα στο ληξιπρόθεσμο χρέος και, αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που παρέχει μικρότερη
ασφάλεια για το δανειστή˙ αν υπάρχουν περισσότερα με ίση ασφάλεια, στο επαχθέστερο για τον
οφειλέτη˙ αν υπάρχουν περισσότερα εξίσου επαχθή, στο αρχαιότερο˙ αν όλα τα χρέη είναι
σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα.

423
Αν το χρέος αποτελείται από κεφάλαιο, τόκους και έξοδα η παροχή καταλογίζεται πρώτα στα
έξοδα, έπειτα στους τόκους και τελευταία στο κεφάλαιο.
δανειστής μπορεί να αρνηθεί την αποδοχή της παροχής, αν ο οφειλέτης όρισε αλλιώς τον
καταλογισμό.

424 - Δ
οφειλέτης καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν
εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου. Από την απόδοση του χρεωστικού
εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους.

425 -
Τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη
σχέση.

189
426 - Ο
κομιστής έγγραφης εξοφλητικής απόδειξης του δανειστή θεωρείται ότι έχει εξουσιοδοτηθεί για
την είσπραξη, εκτός αν υπάρχουν περιστατικά γνωστά στον οφειλέτη που καταβάλλει, από τα
οποία προκύπτει το αντίθετο.

427 - Δ
οφειλέτης έχει το δικαίωμα σε περίπτωση υπερημερίας του δανειστή να προβεί σε δημόσια
κατάθεση του οφειλομένου, αν αυτό συνίσταται σε χρήματα ή άλλα πράγματα δεκτικά κατάθεσης
κατά το νόμο.

428 - Π
Αν το οφειλόμενο είναι κινητό πράγμα μη δεκτικό κατάθεσης, ο οφειλέτης σε περίπτωση
υπερημερίας του δανειστή, αφού τον ειδοποιήσει προηγουμένως, μπορεί να το πουλήσει με
δημόσιο πλειστηριασμό και να καταθέσει δημόσια το εκπλειστηρίασμα. Η ειδοποίηση μπορεί να
παραληφθεί, αν το πράγμα υπόκειται σε φθορά και υπάρχει κίνδυνος από τη χρονοτριβή ή αν η
ειδοποίηση είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

429
Αν το μη δεκτικό κατάθεσης κινητό έχει χρηματιστηριακή τιμή ή έχει ανάλογα με τα απαιτούμενα
έξοδα μικρή αξία, η πώληση γίνεται χωρίς πλειστηριασμό με άδεια του προέδρου των πρωτοδικών.

430 - Π
Η δημόσια κατάθεση γίνεται στην αρμόδια αρχή του τόπου της εκπλήρωσης της παροχής.
οφειλέτης έχει την υποχρέωση να γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την κατάθεση στο
δανειστή και, αν το παραλείψει, ευθύνεται σε αποζημίωση, εκτός αν η γνωστοποίηση είναι ιδιαίτερα
δύσκολη.

431 - Α
Η δημόσια κατάθεση επιφέρει απόσβεση της ενοχής σαν να είχε γίνει κατά το χρόνο της
κατάθεσης καταβολή από τον οφειλέτη.

432 - Α
δανειστής έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε να απαιτήσει από την αρχή το αντικείμενο που έχει
κατατεθεί. οφειλέτης όμως, εφόσον είναι υπόχρεος στην παροχή μόνο έναντι αντιπαροχής του
δανειστή, μπορεί με δήλωσή του κατά την κατάθεση να εξαρτήσει την εκ μέρους του δανειστή
απαίτηση του αντικειμένου που κατατέθηκε από τη σύγχρονη εκπλήρωση της αντιπαροχής.

433 - Α
Εφόσον ο δανειστής με δήλωση στην αρμόδια αρχή δεν αποδέχτηκε την κατάθεση, ο οφειλέτης
έχει το δικαίωμα να αναλάβει το αντικείμενο που έχει κατατεθεί. Αν το αναλάβει, η κατάθεση
θεωρείται ότι δεν έγινε.
Το δικαίωμα για ανάληψη είναι ακατάσχετο και ανεκχώρητο.

434 -
Αν ο οφειλέτης, για λόγο που αφορά το πρόσωπο του δανειστή ή εξαιτίας εύλογης αβεβαιότητας
ως προς το πρόσωπο του δανειστή, αδυνατεί να εκπληρώσει με ασφάλεια την υποχρέωσή του, έχει
το δικαίωμα να προβεί σε δημόσια κατάθεση με τα ίδια αποτελέσματα όπως στην περίπτωση της
υπερημερίας του δανειστή.
Η πώληση των μη δεκτικών κατάθεσης κινητών γίνεται στην περίπτωση αυτή με άδεια του
δικαστηρίου.

435 -
Τα έξοδα της δημόσιας κατάθεσης ή του πλειστηριασμού ή της πώλησης βαρύνουν το δανειστή,
εφόσον ο οφειλέτης δεν ανέλαβε το αντικείμενο που έχει κατατεθεί.

436 - Α
Η ενοχή αποσβήνεται αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με το σκοπό κατάργησης, με νέα ενοχή
(ανανέωση) που περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή.

190
437 - Σ
Αν η παλαιά ενοχή είναι άκυρη, είναι άκυρη και η ανανέωση, εκτός αν προκύπτει απ' αυτήν ότι
περιέχει επικύρωση της άκυρης ενοχής.
Αν η παλαιά ενοχή είναι ακυρώσιμη, η ανανέωση ισχύει, εκτός αν ο οφειλέτης το αγνοούσε χωρίς
υπαιτιότητά του όταν έγινε η ανανέωση.

438 - Σ
σκοπός της ανανέωσης απαιτείται να συνάγεται σαφώς.

439 - Α
Σε περίπτωση ανανέωσης οι εγγυητές, τα ενέχυρα ή οι υποθήκες της παλαιάς ενοχής
διατηρούνται υπέρ της νέας μόνο αν συναίνεσε ο εγγυητής ή ο κύριος του ενυπόθηκου ή του
πράγματος που έχει ενεχυρασθεί, οφειλέτης ή τρίτος.

440 - Σ
συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο
καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες.

441 - Π
συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του
συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν.

442
συμψηφισμός κατά επίδικης απαίτησης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, προτείνεται
σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και κατά την εκτέλεση.

443 - Α
Σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί, αν κατά το χρόνο που οι
απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής της.

444 - Σ
Η δήλωση συμψηφισμού είναι ανίσχυρη, αν έγινε με αίρεση ή προθεσμία. Αλλά η πρόταση
συμψηφισμού ενώπιον δικαστηρίου είναι ισχυρή εφόσον γίνεται για την περίπτωση που η αγωγή
δεν θα απορριφθεί για άλλο λόγο.
445 -
Αυτός που χορήγησε χαριστικά στον οφειλέτη προθεσμία καταβολής δεν εμποδίζεται από το
γεγονός αυτό να συμψηφίσει την απαίτησή του.

446 - Π
Αν οι αμοιβαίες απαιτήσεις έχουν διαφορετικό τόπο καταβολής, αυτός που συμψηφίζει έχει την
υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία που υφίσταται ο άλλος επειδή δεν μπορεί να εκπληρώσει ή να
λάβει την παροχή στον ορισμένο τόπο.

447 - Σ
εγγυητής μπορεί να αντιτάξει σε συμψηφισμό την ανταπαίτηση του πρωτοφειλέτη κατά του
δανειστή, ο πρωτοφειλέτης όμως δεν μπορεί να αντιτάξει την ανταπαίτηση του εγγυητή.

448 - Σ
ετά την αναγγελία της εκχώρησης στον οφειλέτη αυτός δεν μπορεί να προτείνει έναντι του
εκδοχέα σε συμψηφισμό απαιτήσεις του κατά του εκχωρητή μεταγενέστερες από την αναγγελία.

449 - Σ
Αν απαίτηση έχει κατασχεθεί, ο οφειλέτης της δεν μπορεί να προτείνει κατά του προσώπου που
επέβαλε την κατάσχεση σε συμψηφισμό ανταπαίτηση, που απέκτησε κατά του δανειστή μετά την
κατάσχεση.

450 - Α
Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που
διαπράχθηκε από δόλο.
Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε προκαταβολικά από αυτόν.
191
451
Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης.

452 - Σ
Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή και αυτός δεν συμφωνεί ως προς το
χρέος που πρέπει να συμψηφιστεί, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την καταβολή σε
περίπτωση περισσότερων χρεών.

453 - Σ
Όταν οι ιδιότητες δανειστή και οφειλέτη ενωθούν στο ίδιο πρόσωπο, επέρχεται απόσβεση της
ενοχής με σύγχυση. Η ενοχή αναβιώνει μόλις πάψει να υπάρχει η ένωση αυτή.

454 -
Όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους, ή με σύμβαση μαζί του
αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
Ε ΡΗΣΗ

455 -
δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση
του οφειλέτη (εκχώρηση).

456 - Π
εκχωρητής έχει την υποχρέωση να δώσει στον εκδοχέα όσες πληροφορίες είναι αναγκαίες για
την ενάσκηση της απαίτησης και να του παραδώσει τα αποδεικτικά της έγγραφα που βρίσκονται
στην κατοχή του.
Αν εκχωρηθεί μέρος της απαίτησης, παραδίνεται κανονικά επικυρωμένο αντίγραφο των
εγγράφων αυτών, επιφυλάσσεται όμως στον εκδοχέα το δικαίωμα να ζητήσει επίδειξη των
πρωτοτύπων.

457 - Δ
εκχωρητής έχει υποχρέωση, αν το ζητήσει ο εκδοχέας, να συντάξει δημόσιο έγγραφο για την
εκχώρηση. Τα έξοδα βαρύνουν τον εκδοχέα.

458 - Μ
ε την εκχώρηση μεταβιβάζονται και οι υποθήκες, εγγυήσεις, ενέχυρα ή άλλα παρεπόμενα
δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση καθώς και τα προνόμια τα οποία στην αναγκαστική
εκτέλεση ή στην πτώχευση συνδέονται με τη φύση της απαίτησης ή της εγγύησης. Προνόμια που
συνδέονται με το πρόσωπο του δανειστή δεν μεταβιβάζονται.

459
ε την εκχώρηση, αν δεν συμφωνήθηκε αλλιώς, μεταβιβάζονται και οι καθυστερούμενοι τόκοι.

460 - Α
εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη και στους τρίτους πριν ο ίδιος ή ο
εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη.

461 -
οφειλέτης ελευθερώνεται, αν πριν από την αναγγελία καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος ή
συνομολογήσει με αυτόν σύμβαση άφεσης.

462 -
οφειλέτης έχει προς τον εκδοχέα τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε προς τον εκχωρητή.

463 - Ε
οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή
πριν από την αναγγελία.

192
Ανταπαίτηση, την οποία ο οφειλέτης είχε κατά του εκχωρητή στο χρόνο της αναγγελίας, μπορεί,
αν και μη ληξιπρόθεσμη, να την αντιτάξει σε συμψηφισμό κατά του εκδοχέα, αν αυτή έγινε
ληξιπρόθεσμη όχι βραδύτερα από την απαίτηση που εκχωρήθηκε.

464 - Α
Απαιτήσεις ακατάσχετες είναι ανεκχώρητες.

465
Απαίτηση η οποία λόγω της φύσης της παροχής συνδέεται στενά με το πρόσωπο του δανειστή
είναι ανεκχώρητη.

466
Δεν μπορεί να εκχωρηθεί απαίτηση, αν δανειστής και οφειλέτης συμφώνησαν το ανεκχώρητο.
Αλλά απέναντι στον εκδοχέα ο οφειλέτης δεν μπορεί να επικαλεστεί τέτοια συμφωνία, αν ο
εκδοχέας απέκτησε την απαίτηση στηριζόμενος σε έγγραφο που δεν περιείχε όρο για το
ανεκχώρητο.

467 - Ε
Σε περίπτωση εκχώρησης από επαχθή αιτία ο εκχωρητής ευθύνεται μόνο για την ύπαρξη της
απαίτησης.
Σε περίπτωση εκχώρησης από χαριστική αιτία δεν ευθύνεται ούτε για την ύπαρξη της απαίτησης.

468
Αν ο εκχωρητής ανέλαβε την ευθύνη για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη, σε περίπτωση
αμφιβολίας η ευθύνη αυτή αναφέρεται μόνο στη φερεγγυότητα κατά το χρόνο της εκχώρησης και αν
η απαίτηση που εκχωρήθηκε τελεί κατά το χρόνο αυτό υπό αίρεση ή προθεσμία, η ευθύνη
αναφέρεται στη φερεγγυότητα κατά το χρόνο της πλήρωσής τους.

469
Αν η μεταβίβαση της απαίτησης επέρχεται από το νόμο, ο παλαιός δανειστής δεν ευθύνεται
απέναντι στο νέο ούτε για την ύπαρξη της απαίτησης ούτε για τη φερεγγυότητα.

470 - Μ
ι διατάξεις για την εκχώρηση απαιτήσεων εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση
μεταβίβασης άλλων δικαιωμάτων, για τα οποία δεν ορίζεται κάτι άλλο στο νόμο.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


ΑΝΑΔΟ Η ΡΕΟ Σ

471 -
ε σύμβαση που συνάπτει με το δανειστή μπορεί κάποιος να αναδεχτεί ξένο χρέος έτσι ώστε να
υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί.

472 -
αναδοχέας έχει απέναντι στο δανειστή τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε και ο παλαιός οφειλέτης.

473 - Ε
αναδοχέας μπορεί να αντιτάξει ενστάσεις που απορρέουν από τη σχέση μεταξύ του δανειστή
και του παλαιού οφειλέτη.
Απαίτηση του παλιού οφειλέτη κατά του δανειστή δεν μπορεί να την αντιτάξει σε συμψηφισμό ο
αναδοχέας.

474
αναδοχέας δεν έχει ενστάσεις από τη σχέση του με τον παλαιό οφειλέτη.

475 - Δ
Δικαιώματα παρεπόμενα στην απαίτηση κατά του παλαιού οφειλέτη εξακολουθούν να υπάρχουν
και μετά την αναδοχή. Εγγυητές όμως, ενέχυρα και υποθήκες διατηρούνται μόνο αν συναίνεσε ο
εγγυητής ή ο κύριος του ενυποθήκου ή του πράγματος που έχει ενεχυρασθεί.
193
Προνόμια που ασκούνται στην αναγκαστική εκτέλεση ή στην πτώχευση αποσβήνονται με την
αναδοχή.

476 - Ε
Όποιος με σύμβαση αποκτά από άλλον ενυπόθηκο ακίνητο με τον όρο να καταβάλει το
υποθηκικό χρέος εκείνου που μεταβιβάζει, υπεισέρχεται ως προς το χρέος στη θέση του τελευταίου
και τον απαλλάσσει, αν ο δανειστής δεν αποκρούσει εγγράφως την αλλαγή του οφειλέτη μέσα σε
έξι μήνες από τη σχετική έγγραφη ανακοίνωση, που γίνεται μετά τη μεταγραφή της εκποίησης. Η
ανακοίνωση γίνεται μόνο από αυτόν που μεταβιβάζει και προς αυτόν γίνεται η απάντηση του
δανειστή. Αυτός που μεταβιβάζει γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σ' εκείνον που αποκτά,
την απάντηση αυτή.

477 - Σ
Αν κάπoιος με σύμβαση που συνάπτει με το δανειστή υποσχεθεί την εκπλήρωση ξένου χρέους, ο
οφειλέτης δεν απαλλάσσεται αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε, εφόσον δεν
προκύπτει σαφώς το αντίθετο.

478 -
Αν τρίτος υποσχέθηκε στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος του, σε περίπτωση αμφιβολίας ο
δανειστής δεν αποκτά δικαίωμα από τη σύμβαση αυτή.

479 - Σ
Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι
στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην
περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.
Αντίθετη συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη
απέναντί τους.

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 27 (μετασχηματισμός ομίλου Ολυμπιακής αεροπορίας) του ν.
3185/2003 (Α' 229/26.9.2003), οι απορροφούσες εταιρείες αποκτούν το σύνολο των μεταβιβαζόμενων στοιχείων
ενεργητικού και δικαιωμάτων, ελεύθερα παντός φόρου, τέλους, βάρους, χρέους ή δικαιώματος του Ελληνικού
Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. και κάθε βάρους, χρέους, αξίωσης τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, πέραν των
υποχρεώσεων, οι οποίες ρητώς αναγράφονται στον ισολογισμό μετασχηματισμού και την έκθεση, εξαιρουμένων
των εταιρειών αυτών από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Ε Α ΑΙΟ Δ ΔΕ ΑΤΟ
ΕΝΟ Η ΕΙΣ Ο Ο ΗΡΟΝ

480 - Σ
Αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή παροχή ή αν περισσότεροι έχουν δικαίωμα σε διαιρετή
παροχή, σε περίπτωση αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε
δανειστής έχει το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος.

481 - Π
φειλή εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής
καθένας απ' αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως έχει το
δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά.

482 - Δ
Σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή
κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά. ως την καταβολή
ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες.

483 -
Η καταβολή που έγινε από ένα συνοφειλέτη απαλλάσσει και τους λοιπούς. Το ίδιο ισχύει και σε
περίπτωση δόσης ή υπόσχεσης αντί καταβολής, δημόσιας κατάθεσης, ανανέωσης και
συμψηφισμού.
Απαίτηση ενός από τους συνοφειλέτες δεν μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό κατά του
δανειστή από τους λοιπούς.

194
484 -
Η άφεση χρέους προς ένα από τους οφειλέτες ισχύει και για τους λοιπούς μόνο εφόσον
συμφωνήθηκε με τέτοιο σκοπό. Το ίδιο ισχύει και για την παροχή προθεσμίας σε έναν από τους
οφειλέτες.

485 -
Η υπερημερία του δανειστή απέναντι σε έναν από τους οφειλέτες ενεργεί υπέρ όλων.

486 -
λλα γεγονότα που συνέβησαν σε έναν από τους συνοφειλέτες εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο
από τη σχέση, δεν ενεργούν υπέρ ή κατά των λοιπών. Αυτό ισχύει ιδίως για την όχληση, την
καταγγελία, την υπερημερία, το πταίσμα, την αδυναμία παροχής στο πρόσωπο ενός συνοφειλέτη,
την παραγραφή, τη διακοπή και την αναστολή της, τη σύγχυση και το δεδικασμένο.

487 - Α
εταξύ τους οι περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι
άλλο από τη σχέση.
Ό,τι ο συνοφειλέτης που κατέβαλε δεν μπόρεσε να εισπράξει από κάποιο συνοφειλέτη,
κατανέμεται με την ίδια αναλογία ανάμεσα σ' αυτόν και τους λοιπούς.

488 -
Εφόσον ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά
των λοιπών υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή.

489 - Ε .
Απαίτηση εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων δανειστών για την ίδια
παροχή, ο καθένας απ' αυτούς έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει ολόκληρη, ο οφειλέτης όμως έχει
την υποχρέωση να την καταβάλει μόνο μια φορά.

490 - Δ
Όταν υπάρχει απαίτηση εις ολόκληρον, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα κατά την προτίμησή του να
καταβάλει την παροχή σε οποιονδήποτε από τους δανειστές, εφόσον κάποιος απ' αυτούς δεν έχει
εγείρει εναντίον του αγωγή.

491 -
Η καταβολή, η δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής, η δημόσια κατάθεση, η ανανέωση, ο
συμψηφισμός ή η σύγχυση έναντι ενός από τους δανειστές επιφέρει απόσβεση της απαίτησης και
ως προς τους λοιπούς. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση άφεσης χρέους από ένα δανειστή, εφόσον
η άφεση συνομολογήθηκε με τέτοιο σκοπό.
Η υπερημερία ενός από τους δανειστές ενεργεί και κατά των λοιπών.

492 -
λλα γεγονότα που συνέβησαν σε έναν από τους δανειστές δεν ενεργούν υπέρ ή κατά των
λοιπών, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση.

493 - Α
εταξύ τους οι περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι
άλλο από τη σχέση.

494 - Α
Αν περισσότεροι οφείλουν αδιαίρετη παροχή εφαρμόζονται οι διατάξεις της οφειλής εις
ολόκληρον.
Η αδιαίρετη παροχή γίνεται διαιρετή, αν μετατράπηκε σε χρηματική. Αλλ' αν η αδιαίρετη παροχή
γίνει αδύνατη από πταίσμα ή κατά την υπερημερία ενός ή μερικών από τους οφειλέτες, αυτοί
ενέχονται εις ολόκληρον ενώ οι λοιποί ελευθερώνονται από την ενοχή.

195
495
Αν περισσότεροι έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν αδιαίρετη παροχή, εφόσον δεν είναι από το
νόμο ή από δικαιοπραξία δανειστές εις ολόκληρον, ο οφειλέτης χρωστά την παροχή μόνο σε όλους
μαζί και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει μόνο την παροχή προς όλους.
εγονός που επήλθε στο πρόσωπο ενός από τους δανειστές ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει τους
λοιπούς.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΡΙΤΟ


Δ ΡΕΑ

496 -
Η παροχή σε κάποιον ενός περιουσιακού αντικειμένου αποτελεί δωρεά, αν γίνεται κατά τη
συμφωνία των μερών χωρίς αντάλλαγμα.

497
Το να παραλείψει κάποιος, προς όφελος ενός άλλου, να αποκτήσει περιουσία η το να παραιτηθεί
από ένα δικαίωμα που δεν απέκτησε ακόμη, καθώς και το να αποποιηθεί μια κληρονομία ή
κληροδοσία, δεν αποτελεί δωρεά.

498 - Σ
ια τη σύσταση δωρεάς απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Η δωρεά κινητού πράγματος για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο
ισχυροποιείται αφότου ο δωρητής παραδώσει το πράγμα στο δωρεοδόχο.

499 - Ε
δωρητής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.
ια πραγματικά και νομικά ελαττώματα του αντικειμένου της δωρεάς ο δωρητής ευθύνεται μόνο
αν υποσχέθηκε πως δεν υπάρχουν τέτοια ελαττώματα ή αν τα απέκρυψε με δόλο.

500
δωρητής δεν οφείλει τόκους υπερημερίας.

501
δωρητής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να εκπληρώσει τη δωρεά, αν η εκπλήρωσή της θα έθετε
σε κίνδυνο, ενόψει και των υπόλοιπων χρεών του, είτε τη δική του συντήρηση, είτε τη διατροφή που
οφείλει κατά το νόμο σε άλλους.

502 - Δ
Αν η δωρεά συνίσταται σε περιοδικές παροχές, ο θάνατος του δωρητή συνεπάγεται την
απόσβεση της υποχρέωσής του, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά.

503 - Δ
Σε περίπτωση δωρεάς υπό τρόπο, ο δωρητής έχει το δικαίωμα, αν εκπλήρωσε την υποχρέωσή
του που πηγάζει από τη δωρεά, να απαιτήσει από το δωρεοδόχο την εκτέλεση του τρόπου.
Αν πεθάνει ο δωρητής, την εκτέλεση τρόπου που αφορά δημόσιο ή κοινωφελή σκοπό, έχει
δικαίωμα να απαιτήσει και η δημόσια αρχή.

504
δωρεοδόχος έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να εκτελέσει τον τρόπο, εφόσον η αξία του
αντικειμένου της δωρεάς δεν καλύπτει τη δαπάνη που απαιτείται για την εκτέλεση και δεν
συμπληρώνεται η διαφορά.

505 - Α
δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του
παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν
αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει το δωρητή.

196
506
κληρονόμος του δωρητή έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος,
ενεργώντας με πρόθεση, θανάτωσε το δωρητή ή τον εμπόδισε να ανακαλέσει τη δωρεά.

507
δωρητής ή ο κληρονόμος του έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, αν ο δωρεοδόχος
παραλείπει υπαίτια να εκτελέσει τον τρόπο υπό τον οποίο έγινε η δωρεά.

508
Η δωρεά που έγινε από κάποιον που δεν έχει γνήσιους κατιόντες μπορεί να ανακληθεί μέσα σε
μια πενταετία αφότου εκπληρώθηκε αν, ενόσω ζούσε ο δωρητής ή ύστερα από το θάνατό του,
γεννήθηκε γνήσιο τέκνο του ή αν νομιμοποιήθηκε τέκνο του με γάμο.

509
Η ανάκληση της δωρεάς γίνεται με δήλωση προς το δωρεοδόχο. Αφού γίνει η ανάκληση
αποσβήνεται η υποχρέωση του δωρητή για παροχή και αναζητείται η παροχή που εκπληρώθηκε,
σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

510
Η ανάκληση αποκλείεται, αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στο δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος
αφότου ο δωρητής, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε το λόγο της ανάκλησης.
Δεν επιτρέπεται ανάκληση ύστερα από το θάνατο του δωρεοδόχου.

511
Προκαταβολική παραίτηση από το δικαίωμα της ανάκλησης δεν ισχύει.

512
Δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας δεν μπορούν να
ανακληθούν.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Π ΗΣΗ ΑΙ ΑΝΤΑ Α Η

513 -
ε τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του
πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το
πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε.

514 - Ν
πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει το αντικείμενο της πώλησης ελεύθερο από κάθε
δικαίωμα τρίτου (νομικό ελάττωμα).

515
πωλητής δεν ευθύνεται για τα νομικά ελαττώματα που υπάρχουν κατά το χρόνο της πώλησης,
αν ο αγοραστής τα γνώριζε. Αλλά για την υποθήκη ή την προσημείωση ή την κατάσχεση ή το
ενέχυρο που υπάρχει ο πωλητής ευθύνεται και αν ακόμη ο αγοραστής γνώριζε την ύπαρξή τους.

516 - Μ
Αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο
δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας
αδυναμίας του οφειλέτη.

517
Η απόδειξη απέναντι στον πωλητή ότι υπάρχουν νομικά ελαττώματα βαρύνει τον αγοραστή.

518 - Σ
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 3 άρθρου 2 Ν. 3043/2002, ΕΚ Α'
192).

197
519 - Π
πωλητής έχει υποχρέωση να πληροφορήσει τον αγοραστή για τις νομικές σχέσεις του
αντικειμένου της πώλησης, και ιδίως για τα όρια, τα δικαιώματα και τα βάρη πάνω στο ακίνητο,
καθώς και να του παραδώσει όσα αποδεικτικά έγγραφα των δικαιωμάτων του κατέχει.

520 - Ε
ι διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα εφαρμόζονται
αναλόγως και σε άλλες συμβάσεις που γεννούν υποχρέωση για εκποίηση με αντάλλαγμα.

521
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

522 - Ο
Αφότου παραδοθεί το πράγμα που πουλήθηκε, τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή ή τη
χειροτέρευσή του φέρει ο αγοραστής.
Προκειμένου για ακίνητο, αν η μεταγραφή της πώλησης έγινε πριν από την παράδοση, ο
αγοραστής φέρει τον κίνδυνο από τη μεταγραφή.

523
Σε περίπτωση που η πώληση είναι υπό αίρεση, αν το πράγμα που πουλήθηκε παραδόθηκε στον
αγοραστή ενόσω εκκρεμεί ακόμη η αίρεση, τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή ή χειροτέρευσή
του, που συνέβη πριν από την πλήρωση της αίρεσης, τον φέρει ο πωλητής αν η αίρεση είναι
αναβλητική, και ο αγοραστής αν η αίρεση είναι διαλυτική.

524
Αν ο πωλητής, με αίτηση του αγοραστή, στέλνει το πράγμα σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο
της εκπλήρωσης της παροχής, ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο αφότου το πράγμα παραδοθεί για
αποστολή.

525
Από τη στιγμή που ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο, παίρνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του
πράγματος.

526 -
πωλητής βαρύνεται με τα έξοδα για την παράδοση του πράγματος που πουλήθηκε και ιδίως
για το ζύγισμα, τη μέτρηση ή την αρίθμηση˙ ο αγοραστής βαρύνεται με τα έξοδα της παραλαβής και
της αποστολής σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της εκπλήρωσης.

527 -
Τα έξοδα ή τα τέλη που απαιτούνται για την έγγραφη κατάρτιση της σύμβασης βαρύνουν εξίσου
και τα δύο μέρη.
αγοραστής ακινήτου ή δικαιώματος σε ακίνητο βαρύνεται με τα έξοδα της μεταγραφής.

528 - Δ
Σε όσες περιπτώσεις ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο πριν από την παράδοση, έχει την
υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις για την εντολή, να αποδώσει τις δαπάνες που, ύστερα από
τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή και έως την παράδοση, έγιναν αναγκαίες για το πράγμα
που πουλήθηκε και που τις κατέβαλε ο πωλητής. ια άλλες δαπάνες μη αναγκαίες ισχύουν οι
διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.

529 - Τ
Αν δεν πιστώθηκε το τίμημα, ο αγοραστής οφείλει γι' αυτό τόκους, αφότου παίρνει τα ωφελήματα
του πράγματος.

530 - Α
Αν ορίστηκε ως τίμημα η αγοραία ή η χρηματιστηριακή τιμή, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται
ότι τα μέρη απέβλεψαν στη μέση τιμή της αγοράς ή του χρηματιστηρίου κατά το χρόνο και στον
τόπο της εκπλήρωσης της παροχής.

198
Αν το τίμημα του πράγματος ορίστηκε κατά βάρος, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι τα
μέρη απέβλεψαν στο καθαρό βάρος.

531 - Π
Αν ο πωλητής εκπλήρωσε τη σύμβαση εξ ολοκλήρου και πίστωσε το τίμημα, δεν έχει δικαίωμα
να υπαναχωρήσει εξ αιτίας καθυστέρησης του τιμήματος.

532 -
Αν στην πώληση έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου αποπληρωθεί το
τίμημα, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή
επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ότι ο πωλητής, σε
περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή, έχει δικαίωμα είτε να απαιτήσει το τίμημα είτε να
υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ασκώντας τα δικαιώματά του από την κυριότητα.
Σ' αυτή την περίπτωση ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο αφότου του παραδοθεί το πράγμα.

533 - Α .
Σε περίπτωση πώλησης με αναγκαστικό ή εκούσιο πλειστηριασμό απαγορεύεται να αγοράσουν
είτε αυτοπροσώπως είτε διαμέσου άλλου είτε για λογαριασμό άλλου: 1. εκείνοι που έχουν από το
νόμο τη διαχείριση της περιουσίας κάποιου, πράγματα από αυτή την περιουσία˙ 2. οι εντολοδόχοι ή
διαχειριστές, πράγματα των οποίων τους έχει ανατεθεί η πώληση˙ 3. δημόσια πρόσωπα ή οι
βοηθοί τους, πράγματα που η πώλησή τους γίνεται με τη μεσολάβησή τους.

534 - Π
" πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς
πραγματικά ελαττώματα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

535
" πωλητής δεν εκπληρώνει την κατά το προηγούμενο άρθρο υποχρέωσή του, αν το πράγμα
που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και ιδίως:
1. δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ή στο δείγμα ή υπόδειγμα
που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον αγοραστή.
2. δεν είναι κατάλληλο για το σκοπό της συγκεκριμένης σύμβασης και ιδιαίτερα για τη σύμφωνη
με το σκοπό αυτόν ειδική χρήση.
3. δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας
κατηγορίας.
4. δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της
ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή
του αντιπροσώπου του, στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης, εκτός αν ο
πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

536 - Π
"Το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και σε περίπτωση πλημμελούς εγκατάστασής του,
αν η εγκατάσταση αποτελεί μέρος της σύμβασης και πραγματοποιήθηκε από τον πωλητή. Το ίδιο
ισχύει και όταν η πλημμέλεια της εγκατάστασης που έγινε από τον αγοραστή οφείλεται στην
παράλειψη του πωλητή να του παράσχει τις σωστές οδηγίες".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

537 - Ε
" πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο
κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες

199
ιδιότητες, εκτός αν ο αγοραστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ότι το πράγμα δεν
ανταποκρίνεται στη σύμβαση ή η μη ανταπόκριση οφείλεται σε υλικά που χορήγησε ο αγοραστής.
Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από
την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν
συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πουλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της
έλλειψης".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

538 - Ρ
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 3 άρθρου 2 Ν. 3043/2002, ΕΚ Α'
192).

539
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

540 - Δ
"Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη
συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ επιλογήν του: 1. να απαιτήσει, χωρίς
επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια
ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες. 2. να μειώσει το τίμημα. 3. να
υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα.
πωλητής οφείλει να πραγματοποιήσει τη διόρθωση ή την αντικατάσταση σε εύλογο χρόνο και
χωρίς σημαντική ενόχληση του αγοραστή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).
541
" αγοραστής μπορεί, αν διαπιστωθεί αργότερα και άλλο ελάττωμα, να ασκήσει εκ νέου ένα από
τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου. Το ίδιο ισχύει και όταν λείπει συνομολογημένη ιδιότητα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

542
"Το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης, να επιδικάσει
μόνο μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει ότι οι
περιστάσεις δεν δικαιολογούν την υπαναχώρηση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

543
"Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα
του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει
αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει
αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε
περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

544
" πωλητής δεν ευθύνεται σε αποζημίωση για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, αν η ιδιότητα
αυτή υπήρχε κατά τη σύναψη της σύμβασης, αλλά έπαυσε να υπάρχει χωρίς υπαιτιότητα του
πωλητή πριν μεταβεί ο κίνδυνος στον αγοραστή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

200
545 - Α
"Αν ο αγοραστής παρέλαβε το πράγμα χωρίς επιφύλαξη, γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη
της συνομολογημένης ιδιότητας, λογίζεται ότι το αποδέχθηκε".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

546 - Δ
"Το δικαίωμα αντικατάστασης του πράγματος κατά το άρθρο 540 το έχει με τους ίδιους όρους και
ο πωλητής, εφόσον η άσκησή του δεν είναι ασύμφορη για τον αγοραστή.
Αν ο αγοραστής προβάλλει ευθύνη του πωλητή για ελαττώματα ή για έλλειψη συνομολογημένων
ιδιοτήτων, ο πωλητής δικαιούται να του τάξει εύλογη προθεσμία για να απαιτήσει αντικατάσταση
του πράγματος ή να υπαναχωρήσει. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η άσκηση των
δικαιωμάτων αυτών αποκλείεται".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

547 - Ε
"Αν ο αγοραστής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης
συνομολογημένης ιδιότητας, έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος
που του προσέθεσε ο ίδιος, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε. πωλητής επιστρέφει το
τίμημα με τόκο, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα.
ι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση
αντικατάστασης του πράγματος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

548 -
" αγοραστής έχει δικαίωμα να ζητήσει αντικατάσταση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να
μειώσει το τίμημα και αν ακόμη το πράγμα καταστράφηκε ή χειροτέρεψε εξαιτίας του ελαττώματος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

549
"Αν το πράγμα εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο μέρος καταστράφηκε ή χάθηκε ή χειροτέρεψε
ουσιωδώς από τυχαίο περιστατικό, ο αγοραστής έχει δικαίωμα μόνο σε μείωση του τιμήματος.
Το ίδιο ισχύει και αν το πράγμα μεταποιήθηκε ή εκποιήθηκε εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο μέρος
από τον αγοραστή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

550 - Π
"Αν ο πωλητής ακινήτου διαβεβαίωσε τον αγοραστή ότι το ακίνητο έχει ορισμένη έκταση,
ευθύνεται όπως και για συνομολογημένη ιδιότητα. αγοραστής έχει δικαίωμα υπαναχώρησης για
ελλιπή έκταση τότε μόνο όταν η έλλειψη είναι τόσο σημαντική, ώστε ο αγοραστής δεν έχει
συμφέρον στη σύμβαση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

551 - Π
"Αν από περισσότερα πράγματα που πουλήθηκαν μερικά μόνο έχουν ελάττωμα ή δεν έχουν τη
συνομολογημένη ιδιότητα, το δικαίωμα αντικατάστασης ή υπαναχώρησης περιορίζεται μόνο σε
αυτά, και αν ακόμη ορίσθηκε ενιαίο τίμημα για όλα. Αν όμως κατά την πρόθεση των μερών τα
πράγματα πουλήθηκαν αθρόα ή ως σύνολο και εκείνα που έχουν το ελάττωμα ή την έλλειψη δεν

201
μπορούν να αποχωριστούν από τα υπόλοιπα χωρίς να ζημιωθεί ο ένας από τους συμβαλλομένους,
το δικαίωμα αντικατάστασης ή υπαναχώρησης επεκτείνεται σε όλα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

552
"Η αντικατάσταση ή υπαναχώρηση για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει και το παρεπόμενο, και αν
ακόμη ορίστηκε γι' αυτό ιδιαίτερο τίμημα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

553 - Π
"Αν οι πωλητές ή οι αγοραστές είναι περισσότεροι, για το δικαίωμα αντικατάστασης εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 396, ενώ το δικαίωμα μείωσης του τιμήματος ασκείται και από
τον καθέναν ή κατά καθενός συμμέτρως. Το ίδιο ισχύει και αν ο πωλητής ή ο αγοραστής
κληρονομηθεί από πολλούς".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

554 - Π
"Τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης
ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).
555
"Η παραγραφή αρχίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή. Το ίδιο ισχύει και αν ο
αγοραστής ανακάλυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας αργότερα.
Αν ο αγοραστής ζήτησε να διεξαχθεί συντηρητική απόδειξη, η παραγραφή διακόπτεται έως το
τέλος της διαδικασίας αυτής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

556
"Αν συμφωνήθηκε προθεσμία ευθύνης του πωλητή για ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης
ιδιότητας, αυτό σε περίπτωση αμφιβολίας σημαίνει ότι η παραγραφή για τα ελαττώματα ή τις
ελλείψεις που εκδηλώθηκαν μέσα στην προθεσμία αρχίζει από τότε που εκδηλώθηκαν".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

557
" πωλητής δεν μπορεί να επικαλεστεί την παραγραφή των προηγούμενων άρθρων, αν
απέκρυψε ή αποσιώπησε με δόλο το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

558
" αγοραστής μπορεί και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής να ασκήσει με
ένσταση τα δικαιώματά του από το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας,
εφόσον ειδοποίησε γι' αυτά τον πωλητή μέσα στο χρόνο της παραγραφής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

202
559 - Π
"Αν ο πωλητής ή τρίτος έχει παράσχει εγγύηση για το πράγμα που πουλήθηκε, ο αγοραστής έχει,
έναντι εκείνου που εγγυήθηκε, τα δικαιώματα που απορρέουν από τη δήλωση της εγγύησης
σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται σε αυτήν ή τη σχετική διαφήμιση, χωρίς να
παραβλάπτονται τα δικαιώματά του που πηγάζουν από το νόμο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

560 - Α
"Σε περίπτωση διαδοχικών πωλήσεων και ευθύνης του τελικού πωλητή λόγω πραγματικού
ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας, η παραγραφή των δικαιωμάτων του κατά
προηγούμενου πωλητή λόγω του ελαττώματος ή της έλλειψης αρχίζει από τότε που ικανοποιήθηκε
ο αγοραστής, εκτός αν προηγήθηκε τελεσίδικη δικαστική απόφαση κατά του τελικού πωλητή, οπότε
η παραγραφή αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης αυτής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για
την παραγραφή οι διατάξεις των άρθρων 554 έως 558".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

561
" ι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση αναγωγής
εναντίον κάθε προηγούμενου πωλητή του ίδιου πράγματος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 1 άρθρου 1 Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192). *** Βλέπε και παρ. 1 άρθρου 3 Π.Δ. 301/2002 (ΦΕΚ Α' 267) για την δυνατότητα
ασκήσεως της συλλογικής αγωγής κάθε νομιμοποιούμενου φορέα από άλλο Κράτος-Μέλος όταν θίγονται τα
συμφέροντα που προστατεύει για παραβάσεις των διατάξεων που αφορούν την ευθύνη του πολίτη για
πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων των άρθρων 540 έως 561 ΑΚ και
διαπράττονται στην Ελληνική Επικράτεια.

562 -
ι διατάξεις οι σχετικές με την ευθύνη του πωλητή για ελαττώματα του πράγματος ή για έλλειψη
συμφωνημένων ιδιοτήτων εφαρμόζονται αναλόγως και σε άλλες συμβάσεις εκποίησης με
αντάλλαγμα.

563 - Π
Η πώληση με δοκιμή λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι τελεί υπό την αναβλητική αίρεση
της έγκρισης του αγοραστή. αγοραστής είναι ελεύθερος να εγκρίνει ή να αποποιηθεί.

564
αγοραστής έχει δικαίωμα να εκφραστεί μόνο μέσα στην προθεσμία που έχει ταχθεί ή, αν δεν
υπάρχει προθεσμία, μόνο μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσει ο πωλητής.
Αν το πράγμα που πουλήθηκε με δοκιμή έχει παραδοθεί στον αγοραστή, η σιωπή του λογίζεται
ως έγκριση, αλλιώς ως αποποίηση.

565 - Σ
ε το σύμφωνο της εξώνησης ο πωλητής έχει δικαίωμα μέσα σε ορισμένη προθεσμία να πάρει
πίσω το πράγμα αντί τιμήματος που έχει συμφωνηθεί.

566 - Τ ,
Αν δεν συμφωνήθηκε τίμημα για την εξώνηση, ως τίμημα λογίζεται το τίμημα της πώλησης.
Η προθεσμία για την εξώνηση είναι πενταετής, αν δεν συμφωνήθηκε άλλη ή αν αυτή που
συμφωνήθηκε είναι μακρότερη.

567 - Δ
Η εξώνηση συντελείται με τη δήλωση του πωλητή προς τον αγοραστή ότι ασκεί το δικαίωμα της
εξώνησης. Η δήλωση πρέπει να γίνει με τον ίδιο τύπο που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση της
πώλησης.

203
568 - Ε
Όταν συντελεστεί η εξώνηση, ο αγοραστής έχει υποχρέωση να επιστρέψει το πράγμα μαζί με τα
παραρτήματά του ελεύθερο από τα βάρη με τα οποία το έχει επιβαρύνει πριν από την εξώνηση και
ο πωλητής έχει υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα. ια τα πριν από την εξώνηση ωφελήματα δεν
παρέχεται αξίωση.

569
αγοραστής έχει υποχρέωση αποζημίωσης, αν κατά την εξώνηση είναι αδύνατη από
υπαιτιότητά του η απόδοση του πράγματος στην κατάσταση που το παρέλαβε.
Το ίδιο ισχύει και αν το πράγμα εκποιήθηκε αναγκαστικά πριν από την εξώνηση.

570
Αν το πράγμα καταστράφηκε πριν από την εξώνηση εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο μέρος, χωρίς
υπαιτιότητα του αγοραστή, το δικαίωμα της εξώνησης αποσβήνεται. Αν το πράγμα έχει
χειροτερέψει, ο πωλητής δεν έχει δικαίωμα σε μείωση του τιμήματος της εξώνησης.

571
αγοραστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει τις δαπάνες που έγιναν πάνω στο πράγμα πριν από
την εξώνηση, μόνο εφόσον αυξήθηκε από αυτές η αξία του. αγοραστής μπορεί να αφαιρέσει το
κατασκεύασμα που έχει προστεθεί.

572 - Ε
Αν το δικαίωμα της εξώνησης ανήκει ή περιήλθε σε περισσότερους ή αρμόζει κατά περισσοτέρων
υποχρέων, μπορεί να ασκηθεί μόνο από όλους και εναντίον όλων. Αν όμως κάποιος από τους
δικαιούχους παραιτήθηκε από το δικαίωμα ή το έχασε, οι υπόλοιποι το ασκούν εξ ολοκλήρου.

573 - Α
Στην ανταλλαγή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την πώληση. καθένας από τους
συμβαλλομένους κρίνεται ως πωλητής για την παροχή που τον βαρύνει και ως αγοραστής για την
παροχή που απαιτεί.
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΜΙΣ ΣΗ ΠΡΑ ΜΑΤΟΣ

574 -
ε τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο
μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει
το συμφωνημένο μίσθωμα.

575 -
εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη
συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σ' όλη τη διάρκεια της μίσθωσης.

576 - Ε
Αν κατά το χρόνο της παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά
ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα) ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης
εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος.
Το ίδιο ισχύει και αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε μια τέτοια
ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση.

577
Αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου, ο μισθωτής
έχει δικαίωμα, αντί για τη μείωση ή τη μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για
τη μη εκτέλεση της σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το
πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης.

578
μισθωτής έχει το δικαίωμα του προηγούμενου άρθρου και αν από υπαιτιότητα του εκμισθωτή
έλειψε η συμφωνημένη ιδιότητα ή εμφανίστηκε το ελάττωμα του μισθίου μετά τη συνομολόγηση της
σύμβασης.
204
μισθωτής έχει το ίδιο δικαίωμα και αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του
πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Σ' αυτή την περίπτωση όμως ο μισθωτής
έχει δικαίωμα να επιχειρήσει ο ίδιος την άρση και να απαιτήσει τη δαπάνη.

579
εκμισθωτής δεν ευθύνεται για πραγματικά ελαττώματα, που γνώριζε ο μισθωτής κατά τη
συνομολόγηση της σύμβασης.
Το ίδιο ισχύει και για συμφωνημένες ιδιότητες, που την έλλειψή τους γνώριζε ο μισθωτής κατά τη
συνομολόγηση της σύμβασης.

580
εκμισθωτής δεν ευθύνεται για πραγματικά ελαττώματα, που ο μισθωτής αγνοούσε από βαριά
αμέλεια κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, εκτός αν ο εκμισθωτής υποσχέθηκε ότι δεν υπάρχει
ελάττωμα ή αν το αποσιώπησε με δόλο.

581
εκμισθωτής δεν ευθύνεται για το πραγματικό ελάττωμα ή την έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας,
αν ο μισθωτής παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη.

582
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 3 άρθρου 2 Ν. 3043/2002, ΕΚ Α'
192).

583 - Ν
"Αν εξαιτίας κάποιου δικαιώματος τρίτου αφαιρέθηκε από τον μισθωτή ολικά ή μερικά η
συμφωνημένη χρήση του μισθίου (νομικό ελάττωμα), εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
άρθρων 576 έως 579". Αλλά ο μισθωτής δεν μπορεί να επιχειρήσει ο ίδιος την άρση του νομικού
ελαττώματος με δαπάνες του εκμισθωτή.

Σχόλια: Το εντός " " πρώτο εδάφιο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).Βλέπε και παρ. 1 άρθρου 3 ΠΔ 301/2002 (ΦΕΚ Α 267) για την δυνατότητα ασκήσεως
της συλλογικής αγωγής κάθε νομιμοποιούμενο φορέα από άλλο Κράτος-Μέλος όταν θίγονται τα συμφέροντα που
προστατεύει για παραβάσεις των διατάξεων που αφορούν την ευθύνη του πολίτη για πραγματικά ελαττώματα και
έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων του πρώτου εδαφίου του παρόντος άρθρου και διαπράττονται στην
Ελληνική Επικράτεια.

584
μισθωτής, με την επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν για τα πραγματικά και τα νομικά
ελαττώματα ή για την έλλειψη ιδιοτήτων, έχει δικαίωμα κατά τα λοιπά, αν δεν του παραδόθηκε ή του
παρεμποδίστηκε η χρήση του μισθίου, να απαιτήσει, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, την
εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση.

585 - .
Σε κάθε περίπτωση που δεν παραχωρήθηκε εγκαίρως στο μισθωτή, ολικά ή μερικά, ανεμπόδιστη
η συμφωνημένη χρήση ή που του αφαιρέθηκε αργότερα η χρήση που του παραχωρήθηκε, ο
μισθωτής έχει δικαίωμα να τάξει στον εκμισθωτή εύλογη προθεσμία για να αποκαταστήσει τη
χρήση και, αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, να καταγγείλει τη μίσθωση. μισθωτής έχει
δικαίωμα να καταγγείλει και χωρίς προθεσμία, αν εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την
καταγγελία, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης.

586
μισθωτής δεν δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα ή για
έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας σε όσες περιπτώσεις δεν ευθύνεται γι' αυτά ο εκμισθωτής.

587 - Ε .
ε την καταγγελία αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και επιστρέφεται το μίσθωμα που
τυχόν προκαταβλήθηκε για το χρόνο μετά την καταγγελία. Εκείνος που έχει δικαίωμα να καταγγείλει
δεν έχει υποχρέωση σε αποζημίωση εξαιτίας της καταγγελίας.

205
588 - .
Στη μίσθωση κατοικίας, αν η χρήση τού μισθίου συνεπάγεται σπουδαίο κίνδυνο για την υγεία του
μισθωτή ή των οικείων του που συγκατοικούν, ο μισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση
χωρίς να τάξει προθεσμία, και αν ακόμη κατά τη σύναψη της μίσθωσης ή την παράδοση του
μισθίου γνώριζε τις επικίνδυνες συνθήκες ή παραιτήθηκε από τα σχετικά δικαιώματά του.

589 -
μισθωτής έχει υποχρέωση να αποζημιώσει τον εκμισθωτή, αν παρέλειψε να του
γνωστοποιήσει εγκαίρως ελαττώματα του μισθίου που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της
μίσθωσης ή δικαιώματα που τρίτος αντιποιείται πάνω σ' αυτό.

590 -
εκμισθωτής φέρει τα βάρη του μισθίου και τους φόρους που το βαρύνουν.

591 - Δ
εκμισθωτής αποδίδει στο μισθωτή τις αναγκαίες δαπάνες που αυτός έκανε στο μίσθιο.
ι επωφελείς δαπάνες αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.
μισθωτής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο.

592 -
μισθωτής δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές που οφείλονται στη συμφωνημένη χρήση.

593 - Δ
μισθωτής έχει δικαίωμα, εφόσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, να παραχωρήσει σε άλλον τη
χρήση του μισθίου και ιδίως να το υπεκμισθώσει, ευθυνόμενος απέναντι στον εκμισθωτή για το
πταίσμα του τρίτου. όνη η συναίνεση του εκμισθωτή στην υπεκμίσθωση ή στην παραχώρηση της
χρήσης δεν απαλλάσσει το μισθωτή από την ευθύνη αυτή.

594 -
εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση και συγχρόνως να ζητήσει
αποζημίωση, αν ο μισθωτής, παρά τις διαμαρτυρίες του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με
επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά που πρέπει απέναντι στους άλλους
ενοίκους.

595 - Π
Το μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες. Αν δεν
υπάρχουν τέτοιες προθεσμίες, καταβάλλεται κατά τη λήξη της μίσθωσης και, αν συμφωνήθηκε
καταβολή σε μικρότερα διαστήματα, κατά τη λήξη τους.

596
μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από
λόγους που αφορούν τον ίδιο. χει δικαίωμα όμως να αφαιρέσει από το μίσθωμα καθετί που
ωφελήθηκε ο εκμισθωτής χρησιμοποιώντας το μίσθιο με άλλο τρόπο.

597
Αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη
μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της
συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο, και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις. Δεν
αποκλείεται αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης.
Η καταγγελία μένει χωρίς αποτέλεσμα αν ο μισθωτής πριν περάσει η προθεσμία αυτή καταβάλλει
το καθυστερούμενο μίσθωμα μαζί με τα τυχόν έξοδα της καταγγελίας.

598
Είναι άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία συντομεύονται οι προθεσμίες του προηγούμενου
άρθρου ή λύνεται αυτόματα η μίσθωση ή παρέχεται τέτοιο δικαίωμα στον εκμισθωτή μόλις ο
μισθωτής γίνει υπερήμερος ως προς την πληρωμή του μισθώματος.

206
599 - Α
μισθωτής κατά τη λήξη της μίσθωσης έχει υποχρέωση να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση
που το παρέλαβε.
Σε περίπτωση υπεκμίσθωσης ή παραχώρησης της χρήσης του μισθίου σε τρίτον, ο εκμισθωτής
μπορεί κατά τη λήξη της μίσθωσης να απαιτήσει το μίσθιο και από τον υπομισθωτή ή από εκείνον
στον οποίο παραχωρήθηκε η χρήση.

600
Αν το μίσθιο ήταν ασφαλισμένο και καταστράφηκε ή έπαθε βλάβη από πυρκα ά, ο μισθωτής,
εφόσον ο εκμισθωτής μπορεί να αποζημιωθεί ή αποζημιώθηκε από τον ασφαλιστή, ευθύνεται
απέναντί τους μόνο αν αυτοί αποδείξουν ότι η πυρκα ά οφείλεται σε υπαιτιότητά του.

601
μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως
αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να
απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία.

602 - Π
ι αξιώσεις του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας μεταβολών ή φθορών στο μίσθιο
παραγράφονται ύστερα από έξι μήνες αφότου το ανέλαβε. Σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις αυτές
παραγράφονται μαζί με την αξίωση για ανάληψη του μισθίου.

603
ι αξιώσεις του μισθωτή για δαπάνες παραγράφονται ύστερα από έξι μήνες αφότου έληξε η
μίσθωση.

604 - Ε
ια καθυστερούμενα μισθώματα ο εκμισθωτής ακινήτου έχει νόμιμο ενέχυρο στα κινητά του
μισθωτή ή του συζύγου και των τέκνων που συνοικούν μαζί του και που αυτοί έφεραν στο μίσθιο,
εφόσον δεν είναι από τα ακατάσχετα.
Το ενέχυρο εκτείνεται και στα πράγματα που έφεραν στο μίσθιο ο υπομισθωτής ή ο σύζυγος και
τα τέκνα που συνοικούν μαζί του, αλλά μόνο έως το ποσό των μισθωμάτων που αυτός οφείλει στον
υπεκμισθωτή.
Το ενέχυρο ασφαλίζει τα καθυστερούμενα μισθώματα των δύο ετών πριν από την κατάσχεση των
πραγμάτων.

605
Δικαιώματα τρίτων στα εισκομισθέντα δεν παραβλάπτονται από το νόμιμο ενέχυρο του
εκμισθωτή, ακόμη και αν αυτός θεωρούσε καλόπιστα ότι αυτά ανήκουν στο μισθωτή.

606
Αν τα εισκομισθέντα απομακρύνθηκαν από το μίσθιο και μεταφέρθηκαν αλλού, το νόμιμο
ενέχυρο του εκμισθωτή υπάρχει μόνο εφόσον αυτός, μέσα σε ένα μήνα αφότου πληροφορήθηκε
την απομάκρυνσή τους, τα κατέσχε αναγκαστικώς ή εκτέλεσε απόφαση που διατάζει τη
συντηρητική κατάσχεση ή τη δικαστική μεσεγγύησή τους.

607
μισθωτής έχει δικαίωμα να απαλλάξει από το νόμιμο ενέχυρο όλα ή μερικά από τα
εισκομισθέντα παρέχοντας ασφάλεια έως την αξία των πραγμάτων που απαλλάσσονται.

608 -
Η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος, χωρίς
να απαιτείται τίποτε άλλο.
Η μίσθωση αόριστης διάρκειας λήγει με καταγγελία του καθενός από τους συμβαλλομένους.

609 -
Στη μίσθωση με αόριστη διάρκεια η καταγγελία του προηγούμενου άρθρου, εφόσον δεν
συμφωνήθηκε διαφορετικά, γίνεται: Αν πρόκειται για μίσθωμα κινητού ή ακινήτου που έχει οριστεί
με την ημέρα πριν από μια τουλάχιστον ημέρα. Αν πρόκειται για μίσθωμα κινητού πράγματος που
207
έχει οριστεί κατά εβδομάδα ή κατά μακρότερα διαστήματα, τουλάχιστον πριν από τρεις ημέρες. Αν
πρόκειται για μίσθωμα ακινήτου που έχει οριστεί κατά εβδομάδα, τουλάχιστον πριν από πέντε
ημέρες και ισχύει για το τέλος της εβδομάδας. Αν πρόκειται για μίσθωμα ακινήτου που έχει οριστεί
κατά μήνα, τουλάχιστον πριν από δεκαπέντε ημέρες και ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού
μηνός. Αν πρόκειται για μίσθωμα ακινήτου που έχει οριστεί κατά διαστήματα μακρότερα από ένα
μήνα, τουλάχιστον πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του αρτίου ή του ουνίου ή του
Σεπτεμβρίου ή του Δεκεμβρίου κάθε έτους.

610
Στη μίσθωση που συνομολογήθηκε για χρόνο μακρότερο από μια τριακονταετία ή για όλη τη ζωή
του εκμισθωτή ή του μισθωτή κάθε συμβαλλόμενος μπορεί, όταν περάσουν τριάντα χρόνια, να
λύσει τη μίσθωση με καταγγελία, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη μίσθωση αόριστης διάρκειας.

Σχόλια: ** Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 3342/2005 (Α' 131/6.6.2005), οι διατάξεις του π.δ.
34/1995 ["κωδικοποίηση νόμων περί εμπορικών μισθώσεων (Α' 30), βλ. οικεία σχόλια] όπως επίσης και το
παρόν άρθρο, δεν εφαρμόζονται για τις μισθώσεις, υπομισθώσεις, συμβάσεις παραχώρησης χρήσης ή λοιπών
δικαιωμάτων επί Ολυμπιακών συγκροτημάτων, υποδομών ή τμημάτων αυτών. Οι συμβάσεις αυτές διέπονται
αποκλειστικά από τις λοιπές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

611 - Σ
Η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο
χρόνο, αν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολουθήσει να
χρησιμοποιεί το μίσθιο και ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται.

612 -
"Όταν αποβιώσει ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη μίσθωση. Η
καταγγελία γίνεται τουλάχιστον πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού
μήνα.
Στην περίπτωση, όπου το μίσθιο χρησίμευε, όσο ζούσε ο μισθωτής, ως οικογενειακή στέγη με
την έννοια του άρθρου 1393 και ζει κατά το χρόνο του θανάτου του ο σύζυγός του, τα δικαιώματα
και οι υποχρεώσεις από τη μίσθωση περιέρχονται αποκλειστικά σ' αυτόν, ο οποίος δικαιούται
όμως, τηρώντας την προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, να καταγγείλει οποτεδήποτε τη
μίσθωση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 5 του Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

612 Α - Ο
"Στην περίπτωση όπου το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει
γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, η καταγγελία της μίσθωσης, στην οποία αυτός προβαίνει, είναι
άκυρη, εφόσον δεν την κοινοποιεί και στο σύζυγο του μισθωτή, τηρώντας την ίδια προθεσμία που
τυχόν απαιτείται για την καταγγελία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 6 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

613 - Μ
ι δημόσιοι υπάλληλοι που μετατίθενται σε άλλο τόπο μπορούν, αφότου μετατεθούν, να
καταγγείλουν τη μίσθωση, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη μίσθωση αόριστης διάρκειας.

614 - Ε
Στη μίσθωση ακινήτου που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, αν ο εκμισθωτής
κατά τη διάρκεια της μίσθωσης μεταβιβάσει σε τρίτον την κυριότητα του μισθίου ή παραχωρήσει
άλλο εμπράγματο δικαίωμα που αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται
στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μίσθωσης, εκτός αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο
μισθωτήριο έγγραφο. Αν το εμπράγματο δικαίωμα που παραχώρησε ο εκμισθωτής στον τρίτο δεν
αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο τρίτος έχει υποχρέωση να μην την παρεμποδίσει.

615
Στη μίσθωση ακινήτου που δεν αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας ή που περιέχει
τον όρο, ότι σε περίπτωση εκποίησης του μισθίου ή παραχώρησης εμπράγματου δικαιώματος που

208
αποκλείει τη χρήση του μισθωτή ο νέος κτήτορας θα έχει δικαίωμα να αποβάλει το μισθωτή, ο νέος
κτήτορας μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση πριν από ένα μήνα, αν η μίσθωση έχει διάρκεια έως
ένα έτος και πριν από δύο μήνες, αν έχει διάρκεια μακρότερη από ένα έτος.
Σε περίπτωση που ο νέος κτήτορας καταγγείλει τη μίσθωση, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα
του μισθωτή απέναντι στον εκμισθωτή για αποζημίωση.

616
ι προκαταβολές μισθωμάτων, που έγιναν στον εκμισθωτή που εκποίησε ή οι εκχωρήσεις
μισθωμάτων, που έγιναν από αυτόν, καθώς και οι κατασχέσεις μισθωμάτων, που έγιναν από
δανειστές του, είναι ανίσχυρες απέναντι στο νέο κτήτορα για μισθώματα πέρα από τρεις μήνες, που
αρχίζουν από τότε που αυτός γνωστοποίησε στο μισθωτή την εκποίηση.

617
Αν το μίσθιο ακίνητο είναι ενυπόθηκο, οι προκαταβολές μισθωμάτων προς τον κύριο του
ακινήτου, οι εκχωρήσεις μισθωμάτων που έγιναν απ' αυτόν καθώς και οι κατασχέσεις μισθωμάτων
που έγιναν από δανειστές του είναι ανίσχυρες απέναντι στους ενυπόθηκους δανειστές για
μισθώματα πέρα από τρεις μήνες αφότου κατασχέθηκε το μίσθιο.

618 - Μ
Η μίσθωση ακινήτου για χρονικό διάστημα μακρότερο από εννέα έτη ισχύει απέναντι στο νέο
κτήτορα μόνο αν καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και το έγγραφο αυτό μεταγραφεί.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΤΟ
ΜΙΣ ΣΗ Α ΡΟΤΙ Ο ΤΗΜΑΤΟΣ Α Ο ΠΡΟΣΟΔΟ ΟΡΟ ΑΝΤΙ ΕΙΜΕΝΟ

619 - Α
ε τη σύμβαση της μίσθωσης αγροτικού κτήματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση, με
αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος, να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου και την
κάρπωσή του με τους όρους της τακτικής εκμετάλλευσης.

620
Στη μίσθωση αγροτικού κτήματος εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη μίσθωση
πράγματος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στα άρθρα 621 έως 637.

621 -
Εφόσον δεν προκύπτει τίποτε άλλο από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια, ο μισθωτής
φέρει τις δαπάνες των επισκευών που απαιτούνται για την τακτική χρήση και κάρπωση, καθώς και
εκείνες που απαιτούνται για τη συντήρηση των οικημάτων, των αποθηκών, των δρόμων, των
τάφρων ή των περιφραγμάτων. Επίσης φέρει τις δαπάνες για την τακτική εκμετάλλευση του
πράγματος, και ιδίως για την καλλιέργεια.

622 -
εκμισθωτής οφείλει αποζημίωση για τις έκτακτες επισκευές, καθώς επίσης και για τις
βελτιώσεις που έγιναν στο μίσθιο, εφόσον αύξησαν την παραγωγικότητά του. μισθωτής έχει
δικαίωμα να αφαιρέσει το κατασκεύασμα που πρόσθεσε στο μίσθιο.

623
μισθωτής έχει υποχρέωση να εκμεταλλεύεται το μίσθιο με επιμέλεια και σύμφωνα με τον
προορισμό του και ιδίως να φροντίζει για τη διατήρησή του σε καλή κατάσταση, ώστε να είναι
παραγωγικό.
ωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή, ο μισθωτής δεν έχει δικαίωμα να μεταβάλει τον υφιστάμενο
τρόπο εκμετάλλευσης, έτσι ώστε αυτή να επηρεάζεται σημαντικά πέρα από το χρόνο της μίσθωσης.

624 -
Εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια, ο μισθωτής δεν
μπορεί χωρίς τη συναίνεση του εκμισθωτή να παραχωρήσει σε άλλον τη χρήση του μισθίου και
ιδίως να το υπεκμισθώσει.

209
625 - Π
Αν δεν υπάρχει συμφωνία ή επιτόπια συνήθεια, το μίσθωμα καταβάλλεται στο τέλος του
μισθωτικού έτους.

626 - Ν
Το νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή αγροτικού κτήματος για την εξασφάλιση του μισθώματος
εκτείνεται και στους καρπούς του μισθίου, εφόσον αυτοί δεν είναι από τους ακατάσχετους.

627 - Ε
μισθωτής έχει δικαίωμα σε ανάλογη ελάττωση του μισθώματος, αν η πρόσοδος του μισθίου
μειώθηκε σημαντικά πριν από τη συγκομιδή ή ύστερα απ' αυτήν εξαιτίας γεγονότων ανώτερης βίας.
Κάθε προκαταβολική παραίτηση του μισθωτή απ' αυτό το δικαίωμα είναι άκυρη.
Ελάττωση του μισθώματος δεν χωρεί, εφόσον η ζημία από τη μείωση της προσόδου καλύφθηκε
με άλλο τρόπο και ιδίως από ασφαλιστική σύμβαση.

628 -
Σε περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος αγροτικού κτήματος η προθεσμία της καταγγελίας
του άρθρου 597 είναι δύο μηνών.
Η καταγγελία που προβλέπεται στο άρθρο 613 δεν ισχύει για τα αγροτικά κτήματα.

629 - Α
Κατά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής έχει υποχρέωση να αποδώσει το μίσθιο και τα πράγματα
που περιλαμβάνονται στον εξοπλισμό του, και ιδίως εργαλεία, κτήνη, λιπάσματα, στην κατάσταση
που αυτό θα βρισκόταν αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης είχε γίνει τακτική εκμετάλλευσή του.

630
Αν ο μισθωτής παρέλαβε διατιμημένα τα πράγματα που ανήκουν στον εξοπλισμό του μισθίου,
έχει υποχρέωση κατά τη λήξη της μίσθωσης να αποδώσει εξοπλισμό της ίδιας ποιότητας και αξίας
ή να αποκαταστήσει τη διαφορά από τη μειωμένη αξία.
μισθωτής δεν οφείλει αποζημίωση ή τη διαφορά από τη μείωση της αξίας, αν αποδείξει ότι τα
πράγματα χάθηκαν ή καταστράφηκαν ή χειροτέρεψαν από πταίσμα του εκμισθωτή ή από ανώτερη
βία.
μισθωτής έχει δικαίωμα στην επιπλέον αξία, εφόσον αυτή οφείλεται αποκλειστικά σε δαπάνες
και σε εργασία του.

631
Αν η μίσθωση λύθηκε κατά τη διάρκεια του μισθωτικού έτους, ο μισθωτής δεν έχει δικαίωμα
στους καρπούς που δεν έχουν ακόμη αποχωριστεί κατά το χρόνο της λύσης. χει όμως δικαίωμα
να απαιτήσει τις δαπάνες για την παραγωγή τους, εφόσον δεν υπερβαίνουν την αξία των καρπών.

632 -
Σε περίπτωση θανάτου του μισθωτή οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα να καταγγείλουν τη
μίσθωση πριν από έξι τουλάχιστον μήνες, για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίου. Το ίδιο
δικαίωμα έχει και ο εκμισθωτής, αν οι κληρονόμοι δεν παρέχουν τα εχέγγυα για την κατάλληλη
εκμετάλλευση του κτήματος.

633 - Σ
Η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται ότι ανανεώθηκε για ένα έτος από
τη συμφωνημένη λήξη, αν δεν έγινε καταγγελία από το ένα μέρος έξι τουλάχιστον μήνες πριν απ'
αυτή τη λήξη.

634 - Ε
Η μίσθωση δεν μπορεί να συνομολογηθεί για χρονικό διάστημα συντομότερο από τέσσερα
χρόνια. Αν ορίστηκε για συντομότερο διάστημα, ισχύει για τέσσερα χρόνια.

210
635
Αν δεν καθορίστηκε η διάρκεια της μίσθωσης, η μίσθωση λήγει, αφού περάσουν τέσσερα χρόνια,
οποτεδήποτε με καταγγελία καθενός από τα μέρη, που γίνεται τουλάχιστον πριν από έξι μήνες και
ισχύει για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίου.

636 - Π
Κατά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής έχει υποχρέωση να αφήσει από τα προ όντα του
κτήματος, ιδίως από το σπόρο, το χόρτο και το λίπασμα, όση ποσότητα απαιτείται για την τακτική
καλλιέργεια του κτήματος έως τη νέα εσοδεία. Εφόσον όμως δεν παρέλαβε τέτοια προ όντα κατά
την είσοδό τους στο κτήμα, έχει αξίωση να αποζημιωθεί γι' αυτά από τον εκμισθωτή.

637
Στην περίπτωση του άρθρου 615 η προθεσμία της καταγγελίας είναι τουλάχιστον έξι μηνών και η
καταγγελία γίνεται για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίου.

638 - Μ
ι διατάξεις που ισχύουν για τη μίσθωση αγροτικού κτήματος, έχουν, με εξαίρεση τα άρθρα 632
έως 637, ανάλογη εφαρμογή και σε μισθώσεις όπου, με αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος,
παραχωρείται η χρήση άλλου πράγματος ή δικαιώματος και η κάρπωσή του κατά τους κανόνες της
τακτικής εκμετάλλευσης.

639 -
Σε περίπτωση μίσθωσης κτηνών που δεν περιλαμβάνονται στη μίσθωση αγροτικού κτήματος, και
εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια, το μαλλί και η γονή
ανήκουν μισά - μισά και στα δύο μέρη, ενώ τα υπόλοιπα ωφελήματα ανήκουν στο μισθωτή.
μισθωτής φέρει τη δαπάνη της διατροφής.
640
Σε περίπτωση μίσθωσης κτηνών, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την σύμβαση ή από την
επιτόπια συνήθεια, η τυχαία απώλεια όλων των κτηνών βαρύνει τον εκμισθωτή. Η απώλεια ενός
μέρους μόνο απ' αυτά αναπληρώνεται από τη γονή των επόμενων ετών.
Κατά τα λοιπά στη μίσθωση κτηνών εφαρμόζονται αναλόγως οι γενικές διατάξεις για τη μίσθωση
πράγματος.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΔΟΜΟ


ΕΠΙΜΟΡΤΗ Α ΡΟ Η ΙΑ

641 -
Στη μίσθωση αγροτικού κτήματος το μίσθωμα μπορεί να συμφωνηθεί σε ποσοστό των καρπών
(επίμορτη αγροληψία), που προσδιορίζεται από την επιτόπια συνήθεια, αν δεν έχει οριστεί κάτι
άλλο.
Στην επίμορτη αγροληψία εφαρμόζονται αναλόγως όλες οι διατάξεις για τη μίσθωση αγροτικού
κτήματος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στα άρθρα 642 έως 647.

642 - Ε
εκμισθωτής έχει τη γενική διεύθυνση της εκμετάλλευσης του μισθίου και την εποπτεία των
σχετικών εργασιών σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ή της επιτόπιας συνήθειας.

643 - Δ
ι καρποί του μισθίου μοιράζονται ανάμεσα στον εκμισθωτή και στον αγρολήπτη σε ίσα μέρη
εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια.

644
Πριν αρχίσει η συγκομιδή των καρπών ο αγρολήπτης οφείλει να ειδοποιεί τον εκμισθωτή για την
έναρξή της.

645 -
Τα βάρη και οι φόροι του μισθίου βαρύνουν και τα δύο μέρη ανάλογα με τη συμμετοχή τους
στους καρπούς, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια.
Το ίδιο ισχύει και για τις έκτακτες επισκευές καθώς και για τα έξοδα του σπόρου, του λιπάσματος
211
και των αντιπαρασιτικών ή των υλών που είναι χρήσιμες για την αύξηση της γονιμότητας του
εδάφους.

646 - Α
Αν η αγροληψία συμφωνήθηκε για ολόκληρη τη ζωή του αγρολήπτη ή για διάστημα μακρότερο
από δέκα χρόνια, ο αγρολήπτης έχει δικαίωμα, αφού περάσουν δέκα χρόνια, να καταγγείλει τη
μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα χρόνο και για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίου.
Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει.

647 - Α
εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση πριν από έξι μήνες και για το τέλος της
γεωργικής περιόδου του μισθίου, αν ο αγρολήπτης έγινε από χρόνιο νόσημα ανίκανος να
καλλιεργεί το κτήμα και τα μέλη της οικογένειάς του δεν μπορούν να τον αντικαταστήσουν σ' αυτό.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ο ΔΟΟ


Σ Μ ΑΣΗ ΕΡ ΑΣΙΑΣ

648 -
ε τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο
χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό.
Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός υπολογίζεται κατά μονάδα της παρεχόμενης
εργασίας ή κατ' αποκοπήν, αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για
ορισμένο ή για αόριστο χρόνο.

649
Αν η εργασία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται μόνο με μισθό, λογίζεται ότι έχει
σιωπηρά συμφωνηθεί μισθός.

650
Εκείνος που έχει άδεια της αρχής ή που προσφέρεται δημόσια να διεξάγει υποθέσεις ή που
διεξάγει κατ' επάγγελμα υποθέσεις, λογίζεται ότι αποδέχτηκε την πρόταση για σύμβαση τέτοιας
εργασίας, αν δεν την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

651 - Π
Αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη συμφωνία ή από τις περιστάσεις, ο εργαζόμενος οφείλει να
εκτελέσει αυτοπροσώπως την υποχρέωσή του και η αξίωση του εργοδότη στην εργασία είναι
αμεταβίβαστη.

652 -
εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε και ευθύνεται για τη
ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο ή από αμέλειά του.
βαθμός της επιμέλειας, για την οποία ευθύνεται ο εργαζόμενος, κρίνεται με βάση τη σύμβαση,
ενόψει της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των
ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.

653 -
εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο ή το συνηθισμένο μισθό.

654
Αν ο μισθός συνίσταται ολικά ή κατά ένα μέρος σε ποσοστό από τα κέρδη, ο εργοδότης έχει
υποχρέωση να παρέχει στον εργαζόμενο ή αντί γι' αυτόν σε πρόσωπο που εκλέγουν τα μέρη ή το
δικαστήριο, τις αναγκαίες πληροφορίες για τα κέρδη και τις ζημίες και, εφόσον απαιτείται, έχει
υποχρέωση να επιδείξει τα λογιστικά βιβλία.

655 - Π
Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή συνήθεια, ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή της
εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της σύμβασης,
καταβάλλεται στο τέλος καθενός απ' αυτά. Σε κάθε περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται
απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη λήξη. Σε εργασία κατά μονάδα ή κατ'
212
αποκοπήν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στις προκαταβολές που δικαιολογούνται από τις
περιστάσεις ανάλογα με την εργασία που έχει προσφέρει και τις δαπάνες που τυχόν έκανε.

656 -
Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της
εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία, ο
εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να παράσχει την
εργασία σ' άλλο χρόνο. εργοδότης όμως έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο
εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού.

657 -
εργαζόμενος διατηρεί την αξίωσή του για το μισθό, αν ύστερα από δεκαήμερη τουλάχιστον
παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά
του.
εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό τα ποσά που εξαιτίας του εμποδίου
καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από ασφάλιση υποχρεωτική κατά το νόμο.

658
Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, η αξίωση
για το μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο
εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της σύμβασης, και το μισό μήνα σε κάθε άλλη
περίπτωση. Η αξίωση για το διάστημα αυτό υπάρχει και αν ακόμη ο εργοδότης κατάγγειλε τη
μίσθωση επειδή το εμπόδιο του παρείχε το δικαίωμα αυτό.

659 - Ε
Αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο
εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι σε θέση να το κάνει και η άρνησή του θα
ήταν αντίθετη με την καλή πίστη.
εργαζόμενος έχει δικαίωμα για την πρόσθετη αυτή εργασία σε συμπληρωματική αμοιβή, που
κανονίζεται ανάλογα με το συμφωνημένο μισθό και με τις ειδικές περιστάσεις.

660 - Α
εργοδότης σε περίπτωση ασθένειας του εργαζομένου που έχει προσληφθεί και ζει μαζί του,
έχει υποχρέωση να του παρέχει, ενόσω διαρκεί ή σύμβαση, περίθαλψη και ιατρική αντίληψη στο
σπίτι ή και σε νοσοκομείο έως ένα μήνα, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε τουλάχιστον ένα έτος μετά
την έναρξη της σύμβασης, και έως δέκα ημέρες, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε μετά τρεις μήνες
από την έναρξη της σύμβασης. εργοδότης έχει δικαίωμα να καταλογίσει τις δαπάνες στο μισθό
που οφείλει για το χρόνο που διαρκεί η ασθένεια.
Η υποχρέωση του εργοδότη δεν υπάρχει, αν η ασθένεια οφείλεται σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια
του εργαζομένου ή από την εισαγωγή του σε νοσοκομείο ως ασφαλισμένου υποχρεωτικά για την
περίπτωση ασθένειας.

661
εργοδότης έχει τις υποχρεώσεις του προηγούμενου άρθρου και αν ακόμη, έχοντας εξαιτίας της
ασθένειας τέτοιο δικαίωμα, καταγγείλει τη σύμβαση.

662 - Α
εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με το χώρο της καθώς και τα
σχετικά με τη διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να
προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου.

663
Αν ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί και ζει στην κατοικία του εργοδότη, αυτός έχει υποχρέωση να
διαρρυθμίζει τα σχετικά με το χώρο της διαμονής και του ύπνου, καθώς και τα σχετικά με την
περίθαλψη και με το χρόνο εργασίας και ανάπαυσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται η υγεία και η
ηθική, καθώς και η άσκηση των θρησκευτικών και των πολιτικών καθηκόντων του εργαζομένου.

213
664 - Σ
εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του κατά του
εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου
και της οικογένειάς του.
Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με απαίτηση που έχει ο εργοδότης λόγω
ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας.
μισθός, εφόσον δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, είναι και ακατάσχετος.

665
Στην περίπτωση που συμφωνήθηκαν κρατήσεις από το μισθό, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά
θεωρείται ότι έγιναν για την κάλυψη ενδεχόμενης ζημίας του εργοδότη. Τέτοιες κρατήσεις είναι
ισχυρές μόνο στο μέτρο του προηγούμενου άρθρου και είναι τοκοφόρες αφότου έγιναν.

666 - Π
εργοδότης, αν η εργασία εξαντλεί εντελώς ή σημαντικά τις παραγωγικές δυνάμεις του
εργαζομένου, έχει υποχρέωση να του δίνει κάθε χρόνο άδεια για δέκα τουλάχιστον συνεχείς
ημέρες, αν η συμβατική σχέση υπάρχει χωρίς διακοπή ήδη από ένα χρόνο, για δεκαπέντε ημέρες
αν η σχέση υπάρχει από πέντε χρόνια και για είκοσι ημέρες αν η σχέση υπάρχει από δεκαπέντε
χρόνια.
Κατά τη διάρκεια της άδειας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στο μισθό.

667
Η άδεια του προηγούμενου άρθρου δίνεται στην κατάλληλη, ενόψει των συνθηκών της εργασίας,
εποχή. Στο χρόνο της άδειας δεν υπολογίζεται ο χρόνος που ο εργαζόμενος εμποδίζεται να
εργαστεί, αλλά έχει δικαίωμα στο μισθό.
εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να δώσει άδεια, από τότε που ο εργαζόμενος κατάγγειλε τη
σύμβαση.

668 - Δ
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 01.01.1988 με την παρ. 2 άρθρου 25 Ν. 1733/1987, ΕΚ Α'
171).
669 -
Η σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε.
Σύμβαση εργασίας που η διάρκειά της δεν ορίστηκε ούτε συνάγεται από το είδος και το σκοπότης
εργασίας, λύνεται ύστερα από καταγγελία καθενός από τα μέρη. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο
νόμο ή στη σύμβαση, η καταγγελία πρέπει να γίνει πριν από δεκαπέντε ημέρες και επιφέρει τη λύση
μετά τη παρέλευση αυτής της προθεσμίας. Δεν μπορεί να συμφωνηθεί υπέρ του εργοδότη
προθεσμία συντομότερη από τη νόμιμη.

670
Η σύμβαση εργασίας που η διάρκειά της ορίζεται για ολόκληρη τη ζωή ενός προσώπου ή
υπερβαίνει την πενταετία μπορεί, όταν περάσουν πέντε χρόνια, να καταγγελθεί από τον
εργαζόμενο οποτεδήποτε, αφού τηρηθεί εξάμηνη προθεσμία καταγγελίας.

671 - Σ
Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για
αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να
εναντιώνεται ο εργοδότης.

672 -
Καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση
για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με
συμφωνία.

673
Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο έγινε η καταγγελία, συνίσταται ή οφείλεται σε αθέτηση της
σύμβασης, εκείνος που την αθέτησε έχει υποχρέωση σε αποζημίωση.

214
674
Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο ο εργοδότης έκανε την καταγγελία, οφείλεται σε μεταβολή
των προσωπικών ή των περιουσιακών του σχέσεων, το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να
επιδικάσει στον εργαζόμενο εύλογη αποζημίωση.

675 -
Η σύμβαση εργασίας λύνεται με το θάνατο του εργαζομένου.
ε το θάνατο του εργοδότη η σύμβαση λύνεται μόνο όταν τα μέρη απέβλεψαν κυρίως στο
πρόσωπό του. Σ' αυτή την περίπτωση το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να επιδικάσει
στον εργαζόμενο εύλογη αποζημίωση.

676 - Ε
Σύμβαση εμπιστευτικών ελευθέριων εργασιών, στην οποία ο εργαζόμενος δεν τελεί σε διαρκή
σχέση με πάγιο μισθό, μπορεί να καταγγελθεί από τον εργοδότη και χωρίς σπουδαίο λόγο. Το ίδιο
δικαίωμα έχει και ο εργαζόμενος, που όμως ευθύνεται σε αποζημίωση, αν καταγγείλει άκαιρα τη
σύμβαση.

677 -
Όταν καταγγελθεί η σύμβαση, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει τον αναγκαίο ελεύθερο
χρόνο για να βρει άλλη εργασία, εφόσον δεν του μένει διαφορετικά κατάλληλος χρόνος γι' αυτό το
σκοπό.

678 - Π
Κατά τη λήξη της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό
για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. όνο αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόμενος,
βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του.

679 - Π
Είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου από τα
άρθρα 656 έως 658,659 παρ. 2 έως 667, 668 εδ. 2, 670, 674, 677 και 678.

680 - Σ
ε σύμβαση ανάμεσα σε εργοδότες ή ένωση εργοδοτών και σε εργαζομένους ή ένωση
εργαζομένων (συλλογική σύμβαση εργασίας) μπορούν να καθορίζονται, σύμφωνα με τις σχετικές
διατάξεις του νόμου, οι όροι με τους οποίους θα συνομολογούνται οι επιμέρους συμβάσεις
εργασίας των ατόμων ή των ενώσεων που υποβάλλονται στη συλλογική σύμβαση.
Η συλλογική σύμβαση απαιτείται να καταρτιστεί εγγράφως.
ι όροι των επιμέρους συμβάσεων εργασίας, που είναι αντίθετοι με τη συλλογική σύμβαση, είναι
άκυροι, εφόσον δεν είναι ευνο κότεροι για τον εργαζόμενο, και στη θέση τους ισχύουν οι όροι της
συλλογικής σύμβασης.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΕΝΑΤΟ


Σ Μ ΑΣΗ ΕΡ Ο

681 -
ε τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να
καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή.

Σχόλια: Βλέπε και άρθρο 6 ν. 2527/1997 (ΦΕΚ Α' 206), για την έκδοση κοινής αποφάσεως Υπουργών για τη
σύναψη μίσθωσης σύμβασης έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα δημοσίου τομέα με φυσικά πρόσωπα.

682
Αμοιβή λογίζεται πως έχει συμφωνηθεί σιωπηρά, αν το έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με
αμοιβή.
Η διάταξη του άρθρου 650 εφαρμόζεται αναλόγως.

215
683
Όταν πρόκειται για σύμβαση κατασκευής έργου, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν την ύλη που
απαιτείται για το σκοπό αυτό τη χορηγεί ο εργολάβος, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πώληση,
και αν τη χορηγεί ο εργοδότης εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη σύμβαση έργου.

684 -
εργολάβος δεν έχει δικαίωμα να υποκαταστήσει άλλον στην εκτέλεση του έργου, εκτός αν
προκύπτει το αντίθετο από τη σύμβαση ή από τη φύση του έργου.

685 -
εργολάβος έχει την υποχρέωση να χρησιμοποιεί με επιμέλεια την ύλη που χορήγησε ο
εργοδότης, να λογοδοτήσει σχετικά και να επιστρέψει στον εργοδότη το τυχόν υπόλοιπο της ύλης.
Αν, κατά την εκτέλεση του έργου, η ύλη που χορήγησε ο εργοδότης ή το γήπεδο που αυτός
υπέδειξε παρουσιάσουν ελαττώματα ή αν προκύψει από άλλη αιτία κατάσταση από την οποία
κινδυνεύει η έγκαιρη ή η προσήκουσα εκτέλεση, ο εργολάβος οφείλει να ειδοποιήσει σχετικά τον
εργοδότη χωρίς υπαίτια καθυστέρηση˙ αλλιώς ευθύνεται για τις επιζήμιες συνέπειες.

686 - Δ
Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του
εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη
σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να
υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν
υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης
εξαιτίας της.

687
Αν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου προβλέπεται με βεβαιότητα κατασκευή
ελαττωματική ή αντίθετη προς τη σύμβαση από υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης έχει
δικαίωμα να τάξει σ' αυτόν εύλογη προθεσμία για να διορθώσει τις ελλείψεις και, αν αυτή περάσει
άπρακτη, να εκτελέσει αυτός τη διόρθωση σε βάρος του εργολάβου.

688 - Ε
Αν το έργο που εκτελέστηκε έχει επουσιώδη ελαττώματα, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να
απαιτήσει είτε τη διόρθωσή τους μέσα σε εύλογη προθεσμία, εφόσον η διόρθωση δεν απαιτεί
δυσανάλογες δαπάνες, είτε ανάλογη μείωση της αμοιβής.

689 - Ο
Αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ουσιώδη ελαττώματα που το κάνουν άχρηστο ή αν του λείπουν
συμφωνημένες ιδιότητες, ο εργοδότης έχει, αντί για τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου, το
δικαίωμα "να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση".
Στην περίπτωση της "υπαναχώρησης" ή μείωσης της αμοιβής εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις των άρθρων 541, 546 έως 549, 551 έως 553, που ισχύουν για την πώληση.

Σχόλια: Οι εντός " " φράσεις των παρ. 1 και 2 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν από 21.08.2002 με την παρ. 2
άρθρου 1 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192).

690 - Ε
εργοδότης έχει δικαίωμα αντί για "υπαναχώρηση" ή μείωση, να απαιτήσει αποζημίωση για μη
εκτέλεση της σύμβασης, αν οι ελλείψεις του έργου οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου.

Σχόλια: Η εντός " " λέξη τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 21.08.2002 με την παρ. 2 άρθρου 1 Ν. 3043/2002
(ΦΕΚ Α' 192).

691
εργοδότης δεν έχει κανένα δικαίωμα για ελλείψεις του έργου, αν είναι υπαίτιος γι' αυτές, είτε
εξαιτίας των οδηγιών που έδωσε παρά τις ρητές αντιρρήσεις του εργολάβου είτε κατ' άλλο τρόπο.

216
692 -
ετά την έγκριση του έργου από τον εργοδότη ο εργολάβος απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για
τις ελλείψεις του, εκτός αν αυτές δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν με κανονική εξέταση όταν έγινε η
παραλαβή του έργου ή αν ο εργολάβος τις απέκρυψε με δόλο.

693 - Π
ι αξιώσεις του εργοδότη εξαιτίας ελλείψεων του έργου παραγράφονται, όταν περάσουν δέκα
χρόνια από τότε που έγινε η παραλαβή του, αν πρόκειται για οικοδομήματα ή για άλλες ακίνητες
εγκαταστάσεις˙ αλλιώς παραγράφονται σε έξι μήνες˙ στην παραγραφή αυτή εφαρμόζονται ανάλογα
τα άρθρα 555 παρ. 2 έως 558.

694 -
Η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται κατά την παράδοση του έργου. Αν η αμοιβή συνίσταται σε
χρήματα και δεν πιστώθηκε, είναι τοκοφόρα από την παράδοση του έργου.
Αν η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής συμφωνήθηκε να γίνουν τμηματικά, η
αμοιβή καταβάλλεται μόλις γίνει η παράδοση κάθε τμήματος.

695 - Ε
ια τις απαιτήσεις του από τη σύμβαση ο εργολάβος έχει νόμιμο ενέχυρο στα κινητά πράγματα
του εργοδότη που κατασκεύασε ή επισκεύασε, εφόσον αυτά βρίσκονται στην κατοχή του.

696 - Μ
ε την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 388, αν η σύμβαση καταρτίστηκε με βάση
προ πολογισμό που την ακρίβειά του εγγυήθηκε ρητά ο εργολάβος, αυτός δεν μπορεί να ζητήσει
αύξηση της αμοιβής, και αν ακόμη υπερτιμήθηκαν μεταγενέστερα οι προ πολογισμένες εργασίες.

697
Αν ο εργολάβος δεν εγγυήθηκε την ακρίβεια του προ πολογισμού και προκύπτει ανάγκη να γίνει
ουσιώδης υπέρβασή του, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση παρέχοντας
στον εργολάβο αμοιβή για τις εργασίες που εκτελέστηκαν έως την υπαναχώρηση.
εργολάβος οφείλει να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον εργοδότη ότι εμφανίζεται
ανάγκη να γίνει υπέρβαση του προ πολογισμού, διαφορετικά χάνει κάθε αξίωση για την επιπλέον
δαπάνη ή εργασία.

698 - Π
εργολάβος φέρει τον κίνδυνο του έργου ωσότου γίνει η παράδοσή του. Αν ο εργοδότης έγινε
υπερήμερος ως προς την αποδοχή, αυτός φέρει τον κίνδυνο.
εργοδότης φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής και χειροτέρευσης του υλικού που είχε
δώσει.
699
Αν από ελάττωμα της ύλης που χορήγησε ο εργοδότης ή εξαιτίας του τρόπου που αυτός όρισε
για την εκτέλεση, το έργο καταστράφηκε ή χειροτέρεψε πριν από την παράδοση ή έγινε αδύνατη η
εκτέλεσή του, ο εργολάβος έχει δικαίωμα, εφόσον επέστησε εγκαίρως την προσοχή του εργοδότη
σ' αυτούς τους κινδύνους, να απαιτήσει αμοιβή για την εργασία που εκτελέστηκε και απόδοση των
δαπανών που δεν περιλαμβάνονται στην αμοιβή. Δεν αποκλείεται και περαιτέρω ευθύνη του
εργοδότη εξαιτίας της υπαιτιότητάς του.

700 - Δ
εργοδότης έχει δικαίωμα έως την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε τη
σύμβαση. Αν γίνει καταγγελία, οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή, αφαιρείται όμως
απ' αυτήν η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε
άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί.

701 -
Η σύμβαση λύνεται με το θάνατο του εργολάβου, αν τα μέρη απέβλεψαν κυρίως στο πρόσωπό
του. Σε τέτοια περίπτωση ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει την αξία του χρήσιμου υλικού και το
μέρος της αμοιβής που αναλογεί στην εργασία που εκτελέστηκε.

217
702 - Μ
ι εργάτες που χρησιμοποιούνται από τον εργολάβο στην κατασκευή οικοδομικού έργου ή άλλης
ακίνητης εγκατάστασης έχουν για το μισθό τους απαίτηση απευθείας κατά του εργοδότη έως το
ποσό που αυτός οφείλει στον εργολάβο.
Αφότου ο εργάτης δήλωσε στον εργοδότη πως ασκεί την απαίτησή του, αυτός δεν μπορεί πια να
καταβάλει στον εργολάβο ή στο διάδοχό του ή να συμβιβαστεί μαζί τους έτσι ώστε να ζημιωθεί ο
εργάτης.
Η συμφωνία που περιορίζει προκαταβολικά αυτά τα δικαιώματα του εργάτη είναι άκυρη.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ
ΜΕΣΙΤΕΙΑ

703 -
Εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη
ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση
καταρτιστεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή υπόδειξης. Αν καταρτίστηκε προσύμφωνο αλλά
η οριστική σύμβαση ματαιώθηκε, οφείλεται μόνο η μισή αμοιβή.
ια τις δαπάνες του ο μεσίτης έχει αξίωση, μόνο αν συμφωνήθηκε η καταβολή τους. Σ' αυτή την
περίπτωση οι δαπάνες οφείλονται και αν ακόμη δεν καταρτίστηκε η σύμβαση.

704
Αν η σύμβαση καταρτίστηκε με αναβλητική αίρεση, η αμοιβή του μεσίτη καταβάλλεται, αν
πληρωθεί η αίρεση.
Αν η σύμβαση καταρτίστηκε με διαλυτική αίρεση, η αμοιβή καταβάλλεται μόλις συναφθεί η
σύμβαση.

705
Αμοιβή λογίζεται ότι συμφωνήθηκε σιωπηρά, αν η μεσολάβηση ή η υπόδειξη κατά τις
συνηθισμένες περιστάσεις γίνεται μόνο με αμοιβή ή αν ανατέθηκε σε επαγγελματία μεσίτη.
Αν δεν ορίστηκε το ποσό της αμοιβής, οφείλεται η αμοιβή που ισχύει κατά τη διατίμηση και, αν
δεν υπάρχει διατίμηση, η αμοιβή που συνηθίζεται στον τόπο.

706
μεσίτης δεν έχει δικαίωμα σε αμοιβή ούτε σε δαπάνες, αν αντίθετα με το περιεχόμενο της
σύμβασης, ενέργησε και για τον άλλο συμβαλλόμενο. Το ίδιο ισχύει αν ο μεσίτης δέχτηκε από τον
άλλο υπόσχεση αμοιβής υπό περιστάσεις αντίθετες προς την καλή πίστη.

707 -
Αν η συμφωνημένη αμοιβή του μεσίτη είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται από το δικαστήριο, με
αίτηση του οφειλέτη, στο μέτρο που αρμόζει.

708 - Π
Η υπόσχεση προξενητικών γάμου είναι άκυρη, και αυτά που τυχόν καταβλήθηκαν αναζητούνται.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΠΡ ΤΟ
ΠΡΟ ΗΡ ΞΗ

709 -
Εκείνος που δημόσια προκήρυξε αμοιβή για την εκτέλεση πράξης, ιδίως για την επίτευξη
αποτελέσματος, οφείλει την αμοιβή σ' αυτόν που εκτέλεσε, και αν ακόμη αυτός ενέργησε άσχετα με
την προκήρυξη.
Προκήρυξη επάθλου που πρόκειται να απονεμηθεί ύστερα από διαγωνισμό, είναι ισχυρή μόνο αν
περιέχει προθεσμία για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού.

710 - Α
σότου περατωθεί η πράξη, εκείνος που έκανε την προκήρυξη μπορεί να την ανακαλέσει με τον
ίδιο τρόπο που την έκανε ή με παραπλήσιο τρόπο ή με ιδιαίτερη ανακοίνωση, εκτός αν στην

218
προκήρυξη παραιτήθηκε από την ανάκληση. Σε περίπτωση αμφιβολίας ο προσδιορισμός
προθεσμίας για την εκτέλεση της πράξης λογίζεται ως παραίτηση.
Αν η ανάκληση δεν γνωστοποιήθηκε με τον τρόπο αυτό, είναι άκυρη απέναντι σ' εκείνον που,
αγνοώντας την ανάκληση και έχοντας αποβλέψει στην προκήρυξη, εκτέλεσε την πράξη.

711 - Ε
Αν την πράξη που προκηρύχθηκε εκτέλεσαν περισσότεροι αυτοτελώς, η αμοιβή ανήκει, εφόσον
δεν προκύπτει κάτι άλλο από την προκήρυξη, σ' αυτόν που πρώτος την εκτέλεσε, και, σε
περίπτωση σύγχρονης εκτέλεσης από περισσοτέρους, σε όλους κατά ίσα μέρη.

712
Αν για την επίτευξη του αποτελέσματος συντέλεσαν περισσότεροι, η αμοιβή κατανέμεται μεταξύ
τους απ' αυτόν που την προκήρυξε κατά δίκαιη κρίση ανάλογα με τη συμβολή του καθενός.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΔΕ ΤΕΡΟ


ΕΝΤΟ Η

713 -
ε τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την
υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας.

714
εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα.

715 -
εντολοδόχος, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά στη σύμβαση, δεν έχει δικαίωμα να υποκαταστήσει
άλλον για την εκτέλεση της εντολής, εκτός αν εξαναγκαστεί από τις περιστάσεις ή αν συνηθίζεται η
υποκατάσταση.

716
Αν ο εντολοδόχος υποκατέστησε άλλον χωρίς δικαίωμα, ευθύνεται για το πταίσμα του άλλου σαν
να ήταν δικό του πταίσμα.
Αν υποκατέστησε άλλον έχοντας το σχετικό δικαίωμα, ο εντολοδόχος ευθύνεται μόνο για πταίσμα
ως προς την εκλογή του υποκατάστατου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
Και στις δύο περιπτώσεις ο εντολέας μπορεί ν' ασκήσει απευθείας κατά του υποκαταστάτου τις
αγωγές που έχει εναντίον του ο εντολοδόχος.

717 - Π
εντολοδόχος μπορεί να παρεκκλίνει από τα όρια της εντολής μόνο όταν αδυνατεί να
ειδοποιήσει τον εντολέα και είναι συγχρόνως φανερό ότι ο εντολέας θα το είχε επιτρέψει, αν γνώριζε
τα περιστατικά που προκάλεσαν την παρέκκλιση.

718 -
εντολοδόχος έχει υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα σχετικά με την υπόθεση
που του ανατέθηκε και μετά το πέρας της εντολής οφείλει λογοδοσία.
719
εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση
της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της.

720
εντολοδόχος, αν χρησιμοποίησε για τον εαυτό του χρήματα του εντολέα, οφείλει τόκο γι' αυτά
από τότε που τα χρησιμοποίησε.

721 -
εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλει τις δαπάνες που απαιτούνται
για την εκτέλεση της εντολής.

219
722
εντολέας οφείλει να αποδώσει στον εντολοδόχο οτιδήποτε αυτός δαπάνησε για την κανονική
εκτέλεση της εντολής.

723
εντολέας οφείλει να ανορθώσει κάθε ζημία που ο εντολοδόχος έπαθε χωρίς πταίσμα του κατά
την εκτέλεση της εντολής.

724 - Α
εντολέας έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε. Αντίθετη συμφωνία είναι
άκυρη, εκτός αν η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου ή τρίτου.

725 -
εντολοδόχος έχει δικαίωμα να καταγγείλει την εντολή οποτεδήποτε, αν δεν παραιτήθηκε από
το δικαίωμα αυτό. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η παραίτηση είναι χωρίς αποτέλεσμα.
Αν η καταγγελία έγινε άκαιρα χωρίς σπουδαίο λόγο, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να
ανορθώσει τη ζημία που η καταγγελία προξένησε στον εντολέα.

726 -
"Η εντολή λύνεται, αν δεν ορίστηκε το αντίθετο, με το θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου,
καθώς επίσης με την υποβολή τους σε δικαστική συμπαράσταση ή την πτώχευσή τους. Το ίδιο
αποτέλεσμα επιφέρει, σε περίπτωση νομικού προσώπου, η διάλυσή του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 18 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

727
Αν στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου η λύση της εντολής εκθέτει σε κίνδυνο τα
συμφέροντα του εντολέα, ο εντολοδόχος, ο κληρονόμος του ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του έχει
υποχρέωση να συνεχίσει την υπόθεση που έχει ανατεθεί ωσότου μπορέσει να φροντίσει ο εντολέας
ή ο κληρονόμος του ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.

728
ε την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 224, ο εντολέας ή ο κληρονόμος του ευθύνεται, σαν
να υπήρχε ακόμη η εντολή, από τις υποθέσεις που ο εντολοδόχος διεξήγαγε πριν πληροφορηθεί τη
λύση της εντολής.

729 - Σ
Αν κάποιος έδωσε συμβουλή ή σύσταση, δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ' αυτήν,
εκτός αν με σύμβαση ανέλαβε την ευθύνη ή αν βρισκόταν σε δόλο.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ


ΔΙΟΙ ΗΣΗ Α ΟΤΡΙ Ν

730 -
Όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του
κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου.
Αντίθετη θέληση του κυρίου για τη διοίκηση της υπόθεσης δεν λαμβάνεται υπόψη, αν αντιβαίνει
στο νόμο ή στα χρηστά ήθη.

731 -
διοικητής αλλοτρίων ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Αν ανέλαβε τη διοίκηση εναντίον της
πραγματικής ή της εικαζόμενης θέλησης του κυρίου και έπρεπε να το είχε διαγνώσει, ευθύνεται και
για τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και χωρίς την ανάμιξή του.

732
Όποιος διοίκησε ξένες υποθέσεις για να αποτρέψει κίνδυνο που απειλούσε τον κύριο ευθύνεται
μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.

220
733
διοικητής αλλοτρίων οφείλει, μόλις μπορέσει, να αναγγείλει στον κύριο ότι ανέλαβε τη διοίκηση
και να περιμένει, αν δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την αναβολή, τις οδηγίες του κυρίου.

734
διοικητής αλλοτρίων έχει απέναντι στον κύριο υποχρέωση να λογοδοτήσει, να αποδώσει όσα
απέκτησε από τη διοίκηση και να καταβάλει τόκους κατά τις διατάξεις για την εντολή, που
εφαρμόζονται αναλόγως.

735
Αν ο διοικητής αλλοτρίων είναι ανίκανος ή περιορισμένα ικανός για δικαιοπραξία, ευθύνεται από
τη διοίκηση μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Δεν αποκλείεται περαιτέρω
ευθύνη από αδικοπραξία.

736 - Δ
Αν ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε τη διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την
πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει απ' αυτόν τις δαπάνες
της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται
αναλόγως.

737
Αν δεν συντρέχουν οι όροι του προηγούμενου άρθρου, ο διοικητής δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει
την ανόρθωση των ζημιών. Απόδοση των δαπανών δικαιούται να ζητήσει μόνο κατά τις διατάξεις
για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

738
διοικητής δεν έχει καμιά αξίωση από τη διοίκηση, αν είχε την πρόθεση να μην απαιτήσει
δαπάνες ή αποζημίωση.
Αν κάποιος έδωσε διατροφή σε συγγενή του εξ αίματος σε ευθεία γραμμή ή δεύτερου βαθμού σε
πλάγια γραμμή, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας υπέρ αυτού του συγγενή ότι υπήρχε η
πρόθεση αυτή.

739 - Δ
Όποιος, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση, τη διοικεί σαν δική του, με την επιφύλαξη
της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων. Στην
περίπτωση αυτή ο διοικητής έχει δικαίωμα να απαιτήσει δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις για τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό.

740
ι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων δεν εφαρμόζονται αν κάποιος διεξάγει ξένη υπόθεση
νομίζοντας πως είναι δική του.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


ΕΤΑΙΡΙΑ

741 -
ε τη σύμβαση της εταιρίας δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως υποχρέωση να επιδιώκουν με
κοινές εισφορές κοινό σκοπό και ιδίως οικονομικό.

742 - Ε
ι εισφορές των εταίρων μπορούν να συνίστανται σε εργασία τους, σε χρήματα ή σε άλλα
αντικείμενα, καθώς και σε κάθε άλλη παροχή.
Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, οι εταίροι είναι υποχρεωμένοι σε ίσες εισφορές.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

221
743 -
Σε περίπτωση υπερημερίας ή αδυναμίας του εταίρου να καταβάλει την εισφορά και να εκτελέσει
τις υποχρεώσεις του, αντί για το δικαίωμα υπαναχώρησης κατά τις αρχές για τις αμφοτεροβαρείς
συμβάσεις, χωρεί καταγγελία της εταιρίας.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

744
ς προς τον κίνδυνο της εισφοράς και την ευθύνη για ελαττώματά της εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις για τη μίσθωση, αν η εισφορά συνίσταται στη χρήση πράγματος ή σε εργασία, και οι
διατάξεις για την πώληση, αν η εισφορά συνίσταται στην κυριότητα του πράγματος.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

745
εταίρος αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, δεν έχει υποχρέωση να αυξήσει την εισφορά του,
ούτε να τη συμπληρώσει, αν μειώθηκε εξαιτίας ζημιών μετά την πραγματοποίησή της.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

746
εταίρος ευθύνεται μόνο για την επιμέλεια που δείχνει στις δικές του υποθέσεις.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

747
εταίρος δεν δικαιούται να ενεργεί για δικό του ή ξένο λογαριασμό πράξεις αντίθετες με τα
συμφέροντα της εταιρίας.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

748 - Δ
Η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων ανήκει, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, σε όλους μαζί
τους εταίρους. ια κάθε πράξη χρειάζεται η συναίνεση όλων των εταίρων.
Αν κατά την εταιρική σύμβαση η απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση
αμφιβολίας η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση το συνολικό αριθμό των εταίρων.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

749
Αν η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων ανατέθηκε σε έναν ή σε μερικούς από τους εταίρους,
οι υπόλοιποι αποκλείονται από τη διαχείριση.
Αν η διαχείριση ανατέθηκε σε μερικούς μόνο από τους εταίρους, εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..
750
Αν με την εταιρική σύμβαση η διαχείριση των υποθέσεων ανατέθηκε σε περισσότερους ή σε
όλους τους συνεταίρους, με την έννοια ότι μπορεί και ο καθένας να ενεργεί μόνος, καθένας από
τους λοιπούς διαχειριστές εταίρους μπορεί, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, να εναντιωθεί στην
ενέργεια μιας πράξης πριν από την εκτέλεσή της.
Απέναντι στους τρίτους η εναντίωση ενεργεί μόνο αν αυτοί συναλλάχθηκαν γνωρίζοντάς την.

222
Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

751
Αν υπάρχουν περισσότεροι διαχειριστές εταίροι, ο καθένας τους δικαιούται να ενεργεί μόνος
χωρίς τη συναίνεση των λοιπών ή παρά την εναντίωση κάποιου απ' αυτούς, αν πρόκειται για
επείγον μέτρο από την παράλειψη του οποίου απειλείται σοβαρή ζημία της εταιρίας.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

752 - Α
Η διαχείριση που έχει ανατεθεί με την εταιρική σύμβαση σε έναν ή σε μερικούς από τους εταίρους
μπορεί να ανακληθεί μόνο για σπουδαίο λόγο. Η συμφωνία που αποκλείει την ανάκληση για
σπουδαίο λόγο είναι άκυρη.
Σπουδαίος λόγος θεωρείται ιδίως η βαριά παράβαση καθηκόντων ή η ανικανότητα για τακτική
διαχείριση.
Η ανάκληση γίνεται με ομόφωνη απόφαση όλων των λοιπών εταίρων, εκτός αν υπάρχει αντίθετη
συμφωνία.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

753 - Π
εταίρος έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από τη διαχείριση που του έχει ανατεθεί με την εταιρική
σύμβαση μόνο για σπουδαίο λόγο. Συμφωνία που αποκλείει την παραίτηση για σπουδαίο λόγο
είναι άκυρη.
Όποιος παραιτείται άκαιρα, χωρίς σπουδαίο λόγο που να δικαιολογεί την άκαιρη παραίτηση,
ευθύνεται για τη ζημία της εταιρίας απ' αυτή την ενέργειά του.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

754 - Δ
ς προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις των άρθρων 714 έως 723 για την εντολή.
εταίρος δεν έχει δικαίωμα να αμειφθεί για τη διαχείριση, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

755
Κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να πληροφορείται αυτοπροσώπως για την πορεία των εταιρικών
υποθέσεων, να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα, καθώς και να καταρτίζει περίληψη της
περιουσιακής κατάστασης της εταιρίας. Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

756
ε την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 750 παρ. 2, ο εταίρος εφόσον έχει επιτραπεί σ' αυτόν
η διαχείριση με την εταιρική σύμβαση, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας πως έχει και την
πληρεξουσιότητα να αντιπροσωπεύει τους λοιπούς εταίρους απέναντι στους τρίτους.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..
757
Η πληρεξουσιότητα που δόθηκε με την εταιρική σύμβαση σε κάποιον εταίρο μπορεί να ανακληθεί
από τους λοιπούς μόνο σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 752, και αν δόθηκε σε συνδυασμό
με τη διαχείριση, μόνο μαζί μ' αυτήν.
223
Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

758 - Δ
ι εισφορές των εταίρων, καθώς και καθετί που αποκτάται για την εταιρία από τη διαχείρισή της,
ανήκουν σε όλους τους εταίρους κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός.
Καθετί που ο διαχειριστής εταίρος απέκτησε στο όνομά του, αντιπροσωπεύοντας την εταιρία, έχει
υποχρέωση να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του
καθενός.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

759 -
ι υποχρεώσεις που γεννήθηκαν απέναντι σε τρίτους από τη διαχείριση ή την αντιπροσώπευση
της εταιρίας βαρύνουν όλους τους εταίρους κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

760 - Α
ι απαιτήσεις μεταξύ των εταίρων από την εταιρική σύμβαση δεν μεταβιβάζονται.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται ως προς τις απαιτήσεις του διαχειριστή εταίρου από τη
διαχείριση, εφόσον αυτές μπορούν να απαιτηθούν και πριν από την εκκαθάριση, καθώς επίσης ως
προς τις απαιτήσεις που αφορούν την αναλογία στα κέρδη ή το προ όν της εκκαθάρισης.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

761 - Α
σότου τελειώσει η εκκαθάριση κάθε εταίρος έχει υποχρέωση απέναντι στους λοιπούς να μη
διαθέσει το μερίδιό του στα κοινά πράγματα. Επίσης δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει τη διανομή των
κοινών πραγμάτων πριν περατωθεί η εκκαθάριση.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

762 - Δ
Σε περίπτωση εταιρίας με διάρκεια μακρότερη από ένα έτος ο λογαριασμός κλείνεται και τα κέρδη
μοιράζονται στο τέλος κάθε έτους, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την εταιρική σύμβαση.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

763
Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, οι εταίροι μετέχουν στα κέρδη και στις ζημίες κατά ίσα μέρη,
ανεξάρτητα από την εισφορά τους.
Αν η αναλογία του καθενός ορίστηκε μόνο ως προς τα κέρδη ή μόνο ως προς τις ζημίες, σε
περίπτωση αμφιβολίας η αναλογία αυτή ισχύει και για τα δύο.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

764
Η συμφωνία με την οποία κάποιος εταίρος αποκλείεται από τα κέρδη ή απαλλάσσεται από τις
ζημίες είναι άκυρη. Την ακυρότητα μπορεί να επικαλεστεί μόνο αυτός.
Η συμφωνία με την οποία ο εταίρος που συνεισφέρει μόνο την εργασία του δεν θα συμμετέχει
στις ζημίες είναι ισχυρή.

224
Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

765 -
Η εταιρία που έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο λύνεται μόλις περάσει αυτός ο χρόνος.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

766 -
Η εταιρία που έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο λύνεται με καταγγελία πριν περάσει ο χρόνος
αυτός, αν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Αντίθετη συμφωνία, που περιορίζει με προθεσμία ή με άλλον
τρόπο το δικαίωμα αυτό της καταγγελίας, είναι άκυρη.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

767
Εταιρία που έχει αόριστη διάρκεια λύνεται οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου. Αν
ο εταίρος κατάγγειλε την εταιρία άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο, που να δικαιολογεί την άκαιρη
καταγγελία, ενέχεται για τη ζημία που προκάλεσε η λύση στους άλλους εταίρους.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

768
Η εταιρία που έχει συσταθεί για ολόκληρη τη ζωή κάποιου από τους εταίρους λογίζεται ότι έχει
συσταθεί για αόριστη διάρκεια.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

769 - Σ
Αν η εταιρία που έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο συνεχίζεται σιωπηρά και ύστερα από την
πάροδο αυτού του χρόνου, λογίζεται ότι ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

770 -
Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον οποίο καταγγέλθηκε η εταιρία, συνίσταται στο ότι κάποιος από
τους εταίρους έχει παραβεί τις εταιρικές υποχρεώσεις του, ο εταίρος αυτός ενέχεται για τη ζημία
που προκάλεσε η λύση της εταιρίας στους λοιπούς εταίρους.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

771
Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για να καταγγελθεί η εταιρία, ο οποίος αφορά παράβαση των
υποχρεώσεων εταίρου, το δικαστήριο μπορεί, μετά αίτηση όλων των λοιπών εταίρων, να
αποκλείσει από την εταιρία τον υπαίτιο. Αφότου επιδοθεί η τελεσίδικη απόφαση, η εταιρία
συνεχίζεται μεταξύ των λοιπών εταίρων.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

772 -
Η εταιρία λύνεται, αν ο σκοπός της πραγματοποιήθηκε ή έγινε ανέφικτος.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..
225
773 -
Η εταιρία λύνεται με το θάνατο ενός από τους εταίρους. πορεί όμως να συμφωνηθεί ότι η
εταιρία θα συνεχιστεί είτε μεταξύ των λοιπών εταίρων είτε μεταξύ αυτών και των κληρονόμων
εκείνου που πέθανε. Η ανηλικότητα των κληρονόμων δεν παραβλάπτει το κύρος της συμφωνίας.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

774
Αν η εταιρία λυθεί με το θάνατο ενός από τους εταίρους, ο κληρονόμος του έχει υποχρέωση να το
γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στους λοιπούς εταίρους και, αν επίκειται κίνδυνος από
την αναβολή, να συνεχίσει τη διαχείριση που είχε ανατεθεί σ' εκείνον που πέθανε, ωσότου ληφθούν
τα αναγκαία μέτρα. ε τους ίδιους όρους έχουν και οι λοιποί εταίροι υποχρέωση να συνεχίσουν
προσωρινά τη διαχείριση που τους είχε ανατεθεί. Στο διάστημα αυτό η εταιρία λογίζεται ότι υπάρχει.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

775 -
.
"Η εταιρεία λύνεται με την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή την κήρυξη σε πτώχευση ενός
από τους εταίρους, εκτός αν συμφωνήθηκε ότι σ' αυτή την περίπτωση, η εταιρεία θα συνεχίζεται
μεταξύ των λοιπών εταίρων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 19 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278). Σύμφωνα με το άρθρο 38 Ν. 3182/2003 (ΦΕΚ Α' 220), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν
εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

776 - Δ
ε την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 224, αν η εταιρία λύθηκε με άλλον τρόπο και όχι με
καταγγελία, η διαχειριστική εξουσία που κατά την εταιρική σύμβαση ανήκει σε κάποιον εταίρο
εξακολουθεί να υπάρχει γι' αυτόν εφόσον χωρίς υπαιτιότητά του αγνοεί τη λύση.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

777 - Ε
Η εταιρία λογίζεται ότι εξακολουθεί και μετά τη λύση της, εφόσον το απαιτούν οι ανάγκες και ο
σκοπός της εκκαθάρισης. Από τη λύση παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..
778
Αφού λυθεί η εταιρία η εκκαθάριση, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται απ' όλους τους
εταίρους μαζί ή από εκκαθαριστή που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων. Σε περίπτωση
διαφωνίας ο εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο με αίτηση ενός από τους
εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους λόγους.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

779 - Α
Σε περίπτωση που η εισφορά συνίσταται στη χρήση ορισμένων πραγμάτων, τα πράγματα αυτά
αποδίδονται αυτούσια.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του π.δ. 81/2005 (Α'
120/23.5.2005), σε περίπτωση λύσης της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση, οπότε είτε με τη ρύθμιση του
καταστατικού είτε με απόφαση των εταίρων, ορίζονται ένας ή περισσότεροι εταίροι δικηγόροι ως εκκαθαριστές.
Μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες της, η εταιρεία έχει νομική προσωπικότητα. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

226
780 - Τ
Κατά την εκκαθάριση πρώτα εξοφλούνται τα κοινά χρέη των εταίρων απέναντι σε τρίτους, καθώς
και όσα υπάρχουν μεταξύ των εταίρων, και κατόπιν επιστρέφονται οι εισφορές.
Αν η εισφορά δεν συνίσταται σε χρήμα, καταβάλλεται η αξία του αντικειμένου της κατά το χρόνο
της πραγματοποίησής της.
Αν η εισφορά συνίσταται σε εργασία ή σε χρήση πράγματος δεν αποδίδεται.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του π.δ. 81/2005 (Α'
120/23.5.2005), σε περίπτωση λύσης της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση, οπότε είτε με τη ρύθμιση του
καταστατικού είτε με απόφαση των εταίρων, ορίζονται ένας ή περισσότεροι εταίροι δικηγόροι ως εκκαθαριστές.
Μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες της, η εταιρεία έχει νομική προσωπικότητα. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι διατάξεις του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου.

781 - Μ
Η εταιρική περιουσία μετατρέπεται σε χρήμα, εφόσον αυτό απαιτείται για την εξόφληση των
εταιρικών χρεών και για την απόδοση των εισφορών. Η μετατροπή γίνεται κατά τις διατάξεις για την
πώληση κοινού πράγματος.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του π.δ. 81/2005 (Α'
120/23.5.2005), σε περίπτωση λύσης της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση, οπότε είτε με τη ρύθμιση του
καταστατικού είτε με απόφαση των εταίρων, ορίζονται ένας ή περισσότεροι εταίροι δικηγόροι ως εκκαθαριστές.
Μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες της, η εταιρεία έχει νομική προσωπικότητα. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

782
Ό,τι απομένει μετά την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των εισφορών, διανέμεται στους
εταίρους κατά το λόγο της μερίδας που έχει ο καθένας στα κέρδη.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του π.δ. 81/2005 (Α'
120/23.5.2005), σε περίπτωση λύσης της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση, οπότε είτε με τη ρύθμιση του
καταστατικού είτε με απόφαση των εταίρων, ορίζονται ένας ή περισσότεροι εταίροι δικηγόροι ως εκκαθαριστές.
Μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες της, η εταιρεία έχει νομική προσωπικότητα. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

783 - Α
Αν τα εταιρικά πράγματα δεν αρκούν για την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των
εισφορών, για ό,τι λείπει ενέχονται οι εταίροι κατά τον λόγο της συμμετοχής τους στις ζημίες. Αν δεν
είναι δυνατόν να εισπραχθεί από έναν εταίρο το έλλειμμα που του αναλογεί, ενέχονται γι' αυτό κατά
την ίδια αναλογία οι λοιποί εταίροι.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α.. ** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 37 του π.δ. 81/2005 (Α'
120/23.5.2005), σε περίπτωση λύσης της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση, οπότε είτε με τη ρύθμιση του
καταστατικού είτε με απόφαση των εταίρων, ορίζονται ένας ή περισσότεροι εταίροι δικηγόροι ως εκκαθαριστές.
Μέχρι τη λήξη της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες της, η εταιρεία έχει νομική προσωπικότητα. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.

784 - Π
Η εταιρία του κεφαλαίου αυτού, αν επιδιώκει οικονομικό σκοπό, αποκτά νομική προσωπικότητα,
εφόσον τηρηθούν οι όροι της δημοσιότητας που ο νόμος τάσσει για το σκοπό αυτό στις
ομόρρυθμες εμπορικές εταιρίες. Η προσωπικότητα αυτής της αστικής εταιρίας εξακολουθεί να
υπάρχει ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της εκκαθάρισης.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 38 του ν. 3182/2003 (Α' 220/12.9.2003), οι διατάξεις του παρόντος άρθρου
δεν εφαρμόζονται για τις Ν.Ε.Π.Α..

227
Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΟΙΝ ΝΙΑ

785 -
Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσοτέρους από κοινού, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά,
υπάρχει ανάμεσά τους κοινωνία κατ' ιδανικά μέρη. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι τα μέρη
είναι ίσα.

786 - Δ
Κάθε κοινωνός έχει ανάλογη μερίδα στους καρπούς του κοινού αντικειμένου.

787
Κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει
τη σύγχρηση των λοιπών.

788 - Δ
Η διοίκηση του κοινού ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς. Στις μεταξύ τους σχέσεις ευθύνονται
για κάθε πταίσμα.
Αν επίκειται κίνδυνος, καθένας από αυτούς έχει δικαίωμα, και χωρίς τη συναίνεση των λοιπών,
να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για τη συντήρηση του πράγματος.

789 - Α
ε απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθοριστεί ο τρόπος της τακτικής
διοίκησης και εκμετάλλευσης που αρμόζει στο κοινό αντικείμενο. Η πλειοψηφία υπολογίζεται με
βάση το μέγεθος των μερίδων.

790 -
Αν η διοίκηση και η χρησιμοποίηση δεν καθορίστηκε με κοινή συμφωνία ή με πλειοψηφία,
καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα να ζητήσει να την κανονίσει το δικαστήριο με τον τρόπο
που είναι ο πιο πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο σε όλους τους κοινωνούς. Αν υπάρχει
ανάγκη, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή.

791 - Ε
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων η απόφαση των κοινωνών ή του δικαστηρίου
ισχύει υπέρ και κατά των ειδικών διαδόχων τους.

792 - Ο
υσιώδης μεταβολή του κοινού αντικειμένου ή δυσανάλογα δαπανηρή προσθήκη σ' αυτό δεν
μπορεί να αποφασιστεί από την πλειοψηφία ούτε να απαιτηθεί με αγωγή.
Το δικαίωμα κάθε κοινωνού για την αναλογία του στα ωφελήματα από το κοινό αντικείμενο δεν
υπόκειται σε καμία μείωση χωρίς τη συναίνεσή του.

793 - Δ
Κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να διαθέσει το μερίδιό του. ια τη διάθεση ολόκληρου του κοινού
αντικειμένου απαιτείται να συμπράξουν όλοι.

794 - Δ
Κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα
έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού.

795 - Δ
Κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας, εφόσον το
δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για
κάποιο διαρκή σκοπό.
ε δικαιοπραξία μπορεί να αποκλειστεί η λύση της κοινωνίας το πολύ για δέκα χρόνια.

796 - Α
Η δικαιοπραξία με την οποία αποκλείεται στον κοινωνό για ορισμένο χρόνο η λύση της κοινωνίας
ισχύει υπέρ και κατά των ειδικών διαδόχων του.
228
797 - Π
ύση της κοινωνίας μπορεί να ζητηθεί για σπουδαίο λόγο και πριν από το συμφωνημένο χρόνο.
Η συμφωνία που περιορίζει προκαταβολικά το δικαίωμα αυτό είναι άκυρη.

798 - Δ
Η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή.

799
Αν δεν συμφωνούν για τη διανομή όλοι οι κοινωνοί, κάθε κοινωνός μπορεί να απαιτήσει
δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας.

800 - Α
Η διανομή γίνεται αυτουσίως, αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν
είναι δυνατόν χωρίς μείωση της αξίας να διαιρεθούν σε ομοειδή μέρη ανάλογα με τις μερίδες των
κοινωνών.

801 - Π
Αν το δικαστήριο διέταξε την πώληση με πλειστηριασμό, διανέμεται το εκπλειστηρίασμα. Σε
περίπτωση που απαγορεύεται να εκποιηθεί το κοινό σε τρίτον, ο πλειστηριασμός γίνεται μεταξύ
των κοινωνών.

802 - Α
Κατά τη δικαστική διανομή κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει να του πληρωθούν οι
αξιώσεις που έχει από την κοινωνία κατά των άλλων κοινωνών από το μέρος που περιέρχεται με τη
διανομή στον οφειλέτη. ι' αυτή την πληρωμή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την πώληση αυτού
του μέρους με πλειστηριασμό.

803 - Δ
Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων πάνω στο κοινό πράγμα δεν παραβλάπτονται από τη διανομή,
αδιάφορο αν έγινε αυτουσίως ή με πώληση εκούσια ή με πλειστηριασμό.

804 - Ε
ια πραγματικά και νομικά ελαττώματα του μέρους του κοινού πράγματος, που περιήλθε με τη
διανομή στον κάθε κοινωνό, οι λοιποί κοινωνοί ευθύνονται κατά τις διατάξεις για την πώληση,
ανάλογα με τη μερίδα τους.

805
Η αξίωση για τη λύση της κοινωνίας δεν παραγράφεται.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ Ε ΤΟ
ΔΑΝΕΙΟ

806 -
ε τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά
κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα
πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.

807 -
Αν δεν ορίστηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις,
το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Αν
είναι άτοκο, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να το αποδώσει και χωρίς καταγγελία.

808 -
όγω υπερημερίας ως προς την απόδοση, ο οφειλέτης χρηματικού δανείου δεν έχει σε καμιά
περίπτωση υποχρέωση να καταβάλει άλλη αποζημίωση εκτός από το νόμιμο ή το συμβατικό τόκο.
Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.

229
809 -
Εκείνος που υποσχέθηκε την παροχή δανείου έχει δικαίωμα να την αρνηθεί, αν ο δέκτης της
υπόσχεσης έγινε μετά την υπόσχεση αφερέγγυος.
Το ίδιο δικαίωμα έχει αυτός που υποσχέθηκε και όταν η αφερεγγυότητα υπήρχε κατά την
υπόσχεση, αυτός όμως την αγνοούσε χωρίς υπαιτιότητα.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ Ε ΔΟΜΟ


ΡΗΣΙΔΑΝΕΙΟ

810 -
ε τη σύμβαση του χρησιδανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους (χρήστης) παραχωρεί στον
άλλο τη χρήση πράγματος χωρίς αντάλλαγμα και αυτός (χρησάμενος) έχει υποχρέωση να
αποδώσει το πράγμα μετά τη λήξη της σύμβασης.

811 -
χρήστης ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.

812
χρήστης οφείλει αποζημίωση για ελαττώματα του πράγματος, που την ύπαρξή τους
αποσιώπησε με δόλο.

813 -
χρησάμενος φέρει τις συνηθισμένες δαπάνες για τη συντήρηση του πράγματος. ια άλλες
δαπάνες έχει αξίωση σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων και έχει δικαίωμα
αφαίρεσης πριν από την απόδοση του πράγματος.

814
χρησάμενος δεν ευθύνεται για φθορά ή μεταβολές του πράγματος, που προέρχονται από τη
συμφωνημένη χρήση.

815
χρησάμενος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση διαφορετική από τη συμφωνημένη, ούτε να
παραχωρήσει χωρίς άδεια του χρήστη τη χρήση του πράγματος σε τρίτον.

816 -
Το χρησιδάνειο, αν δεν ορίστηκε η διάρκεια της σύμβασης, λήγει μόλις ο χρησάμενος κάνει
χρήση του πράγματος, ή περάσει ο χρόνος κατά τον οποίο μπορούσε να κάνει χρήση.

817
χρήστης έχει δικαίωμα να απαιτήσει το πράγμα και πριν από τη λήξη της σύμβασης, αν ο
χρησάμενος το χρησιμοποιεί αντίθετα προς τους όρους της σύμβασης, ή αν το χειροτερεύει, ή αν το
παραχώρησε χωρίς δικαίωμα σε τρίτον, ή αν ο ίδιος ο χρήστης χρειάστηκε επειγόντως το πράγμα
και δεν μπορούσε να προβλέψει αυτή την ανάγκη.

818
Το χρησιδάνειο λήγει με το θάνατο του χρησάμενου.

819
Αν ο χρησάμενος παραχώρησε το πράγμα σε τρίτον, ο χρήστης μετά τη λήξη του χρησιδανείου
μπορεί να απαιτήσει και εναντίον του τρίτου την απόδοση του πράγματος.

820 - Π
ι αξιώσεις του χρήστη για αποζημίωση λόγω μεταβολών ή φθορών του πράγματος
παραγράφονται αφού περάσουν έξι μήνες από τότε που το ανέλαβε˙ σε κάθε περίπτωση
παραγράφονται μαζί με την αξίωση του χρήστη για ανάληψη του πράγματος.

821
ι αξιώσεις του χρησάμενου για δαπάνες παραγράφονται αφού περάσουν έξι μήνες από τη λήξη
του χρησιδανείου.
230
Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ Ο ΔΟΟ
ΠΑΡΑ ΑΤΑ Η Η

822 -
ε την σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα
για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί
μόνον όταν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις.

823 -
θεματοφύλακας οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις.
Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα.

824
θεματοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να μεταχειρίζεται το πράγμα χωρίς την άδεια του
παρακαταθέτη.
Επίσης δεν έχει δικαίωμα να καταθέσει το πράγμα σε τρίτον, εκτός αν εξουσιοδοτήθηκε γι' αυτό
από τον παρακαταθέτη, ή αν εξαναγκάστηκε από τις περιστάσεις, ή αν συνηθίζεται η περαιτέρω
κατάθεση.

825
θεματοφύλακας που κατέθεσε το πράγμα σε τρίτον ευθύνεται, αν το έκανε χωρίς δικαίωμα, για
κάθε πταίσμα του τρίτου˙ αν έκανε την κατάθεση έχοντας το σχετικό δικαίωμα, ευθύνεται για
πταίσμα ως προς την εκλογή του τρίτου.
Και στις δύο περιπτώσεις ο παρακαταθέτης μπορεί να ασκήσει απευθείας κατά του τρίτου τις
αγωγές που έχει εναντίον του ο θεματοφύλακας.

826 -
παρακαταθέτης οφείλει να αποδώσει στο θεματοφύλακα ό,τι αυτός δαπάνησε κανονικά για τη
φύλαξη του πράγματος. φείλει επίσης να τον αποζημιώσει για τη ζημία από την παρακαταθήκη,
εκτός αν η ζημία αυτή δεν προέρχεται από πταίσμα του.

827 -
θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει να το αποδώσει και αν ακόμη
δεν έχει περάσει η προθεσμία που ορίστηκε για τη φύλαξή του.

828
θεματοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να επιστρέψει το πράγμα που παρακατατέθηκε πριν
περάσει η προθεσμία που ορίστηκε, εκτός αν απρόβλεπτα περιστατικά του καθιστούν αδύνατη την
ασφαλή φύλαξη του πράγματος για περισσότερο χρόνο χωρίς δική του ζημία.
Αν δεν ορίστηκε προθεσμία για τη φύλαξη, ο θεματοφύλακας μπορεί να επιστρέψει το πράγμα
οποτεδήποτε.

829 - Τ
Το πράγμα, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, αποδίδεται στον τόπο όπου φυλάγεται.
θεματοφύλακας δεν έχει υποχρέωση να προσκομίσει το πράγμα στον παρακαταθέτη.

830 - Α
Η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται
ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί. Σχετικά όμως με το χρόνο και
τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αμφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη.
θεματοφύλακας χρεογράφων δεν έχει εξουσία να τα διαθέτει, αν αυτή δεν του δόθηκε με
έγγραφο και ρητά.

831 - Μ
Αν δύο ή περισσότεροι παρέδωσαν σε τρίτον ένα πράγμα κινητό ή ακίνητο για εξασφάλιση των
αμφισβητούμενων ή αβέβαιων δικαιωμάτων τους πάνω σ' αυτό, ο θεματοφύλακας (μεσεγγυούχος)
έχει την υποχρέωση να το αποδώσει μόνο με τη συναίνεση όλων ή μετά δικαστική απόφαση.

231
832
μεσεγγυούχος του προηγούμενου άρθρου ή αυτός που διορίστηκε με δικαστική απόφαση
υπόκειται στις διατάξεις που αφορούν το θεματοφύλακα, εφόσον τα μέρη δεν όρισαν διαφορετικά.

833
Αν το επιβάλλει η φύση του αντικειμένου, ο μεσεγγυούχος έχει υποχρέωση να επιχειρεί και
πράξεις διαχείρισης, οπότε εφαρμόζονται ως προς αυτές οι διατάξεις για την εντολή.
Αν υπάρχει φανερή ανάγκη, ή αν η διατήρηση του πράγματος είναι αδύνατη, ο μεσεγγυούχος έχει
δικαίωμα να το εκποιήσει με τον τρόπο που συμφέρει περισσότερο στα μέρη.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ


Ε ΝΗ Τ Ν ΞΕΝΟΔΟ Ν

834 -
ξενοδόχος ευθύνεται για κάθε βλάβη, καταστροφή ή αφαίρεση των πραγμάτων που έφεραν οι
πελάτες στο ξενοδοχείο, εκτός αν η ζημία οφείλεται στον ίδιο τον πελάτη ή σε επισκέπτη, συνοδό ή
υπηρέτη του, ή στην ιδιάζουσα φύση του πράγματος ή σε ανώτερη βία.
ε ξενοδοχεία εξομοιώνονται τα οικοτροφεία, οι κλινικές, οι κλινάμαξες και τα επιβατικά πλοία ή
αερόπλοια για το κατάλυμα που παρέχουν στους πελάτες.

835 -
ια χρήματα, χρεόγραφα και τιμαλφή η ευθύνη του ξενοδόχου σύμφωνα με το προηγούμενο
άρθρο περιορίζεται στο ποσό των "ογδόντα οκτώ (88) ευρώ" για κάθε πελάτη, εκτός αν ο
ξενοδόχος, γνωρίζοντας την ιδιότητα των πραγμάτων αυτών, ανέλαβε τη φύλαξή τους ή την
αποποιήθηκε, καθώς και αν η ζημία προήλθε από πταίσμα του ξενοδόχου ή της οικογένειας ή του
προσωπικού του.

Σχόλια: Η εντός " " φράση τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001.

836 -
Αν ο πελάτης, έχοντας πληροφορηθεί τη ζημία, βραδύνει αδικαιολόγητα να την αναγγείλει στον
ξενοδόχο, επέρχεται απόσβεση της αξίωσής του για αποζημίωση, εκτός αν είχε παραδώσει τα
πράγματα στον ξενοδόχο ή η ζημία οφείλεται σε πταίσμα του ξενοδόχου, της οικογένειας ή του
προσωπικού του.

837 - Μ
Κάθε μονομερής γνωστοποίηση του ξενοδόχου που αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη του είναι
άκυρη.

838 - Ε
ξενοδόχος έχει νόμιμο ενέχυρο στα πράγματα που έχει φέρει ο πελάτης στο ξενοδοχείο για τις
απαιτήσεις του από τη διαμονή του πελάτη σ' αυτό και από τις συναφείς παροχές. ι διατάξεις για
το νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή ακινήτου εφαρμόζονται αναλόγως.

839
ι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται αναλόγως και για όσους διατηρούν
στάβλους, αποθήκες, αμαξοστάσια, αεροδρόμια, ως προς τα ζώα, τις άμαξες, τα αυτοκίνητα, τα
αερόπλοια και τα συναφή πράγματα που οι πελάτες φέρνουν σ' αυτά.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ


ΙΣΟ ΙΑ ΠΡΟΣΟΔΟΣ

840 -
Η υποχρέωση για ισόβια παροχή χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων σε περιοδικές
δόσεις (ισόβια πρόσοδος) μπορεί να συσταθεί για ολόκληρη τη ζωή του δικαιούχου ή του οφειλέτη
ή τρίτου. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι έχει συσταθεί για ολόκληρη τη ζωή του δικαιούχου.
Το ποσό που καθορίστηκε για την πρόσοδο δηλώνει, σε περίπτωση αμφιβολίας, το ποσό της
προσόδου που πρέπει να καταβάλλεται ετησίως.

232
841 -
Η πρόσοδος προκαταβάλλεται, αν είναι χρηματική, κάθε μήνα, και οποιαδήποτε άλλη σε χρονικές
περιόδους που καθορίζονται από το σκοπό της προσόδου.
Αν ο δικαιούχος πεθάνει πριν από το τέλος της περιόδου, για την οποία πρέπει να
προκαταβληθεί η πρόσοδος, ο οφειλέτης οφείλει ολόκληρο το ποσό της περιόδου.

842 - Σ
Η σύμβαση για ισόβια πρόσοδο είναι άκυρη, αν δεν καταρτιστεί ενώπιον συμβολαιογράφου.

843 - Ε
δικαιούχος προσόδου μπορεί να εκχωρήσει τα δικαιώματά του, εκτός αν ορίστηκε διαφορετικά.
Αυτός που συνιστά πρόσοδο υπέρ άλλου από χαριστική αιτία μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει ότι
είναι ακατάσχετη.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ ΠΡ ΤΟ


ΠΑΙ ΝΙΟ ΑΙ ΣΤΟΙ ΗΜΑ

844 - Δ
Από παίγνιο ή από στοίχημα δεν γεννιέται απαίτηση. Το ίδιο ισχύει και για την αφηρημένη
υπόσχεση ή αναγνώριση τέτοιας οφειλής, ή για την έκδοση συναλλαγματικής, ή άλλου χρεωστικού
ομολόγου για το σκοπό αυτό.

845 -
Τα χρέη από παίγνιο ή από στοίχημα που καταβλήθηκαν εκούσια και χωρίς δόλο ή άλλο
τέχνασμα εκείνου που κέρδισε, δεν αναζητούνται.

846
Απαίτηση από λαχείο γεννιέται μόνο αν η σύστασή του έχει επιτραπεί με νόμο.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ ΔΕ ΤΕΡΟ


Ε ΗΣΗ

847 -
ε τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα
καταβληθεί η οφειλή.
848
Εγγύηση μπορεί να δοθεί και για οφειλή μελλοντική ή υπό αίρεση.

849 - Σ
Η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφόσον
ο εγγυητής εκπλήρωσε την οφειλή.

850 - Ε
Η εγγύηση προ ποθέτει έγκυρη κύρια οφειλή. Είναι όμως ισχυρή η εγγύηση για οφειλή που
συνομολογήθηκε από πρόσωπο ανίκανο ή περιορισμένα ικανό για δικαιοπραξία, αν ο εγγυητής
εγγυήθηκε για το πρόσωπό αυτό γνωρίζοντας την ανικανότητά του.

851 -
εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή, και ιδίως για τις
συνέπειες του πταίσματος ή της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη.

852
εγγυητής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν ευθύνεται για παρεπόμενες παροχές που είχαν
συμφωνηθεί και ήταν απαιτητές κατά το χρόνο της εγγύησης. ια τέτοιες παροχές που γίνονται
απαιτητές μετά την εγγύηση, ο εγγυητής σε περίπτωση αμφιβολίας ευθύνεται μόνο αν κατά το
χρόνο της εγγύησης γνώριζε την ύπαρξή τους.

233
853 - Ε
εγγυητής μπορεί να προτείνει εναντίον του δανειστή τις μη προσωποπαγείς ενστάσεις του
πρωτοφειλέτη, και αν ακόμη αυτός παραιτηθεί απ' αυτές μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης.

854 - Π
Περισσότεροι εγγυητές ευθύνονται εις ολόκληρον και αν ακόμη δεν ανέλαβον από κοινού την
εγγύηση.

855 -
εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει
αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης).
856
Σε περίπτωση εγγύησης που δόθηκε για χρηματική οφειλή, η αναγκαστική εκτέλεση που
αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο πρέπει να επιχειρηθεί στα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη
που βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής του.
Αν ο δανειστής έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επίσχεσης σε κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη,
πρέπει να επιχειρήσει εκτέλεση και σ' αυτά.

857
εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης:
1. Αν παραιτήθηκε απ' αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης˙
2. Αν η δίωξη του πρωτοφειλέτη έγινε σημαντικά δύσκολη λόγω μεταβολής της κατοικίας ή
διαμονής του μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης˙
3. Αν ο πρωτοφειλέτης κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και ο δανειστής δεν έχει ενέχυρο σε
πράγμα του˙
4. Αν είναι φανερό ότι η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη θα απέβαινε άκαρπη.

858 - Α
εγγυητής, εφόσον ικανοποίησε το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής εναντίον του
πρωτοφειλέτη, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή.

859
εγγυητής που ικανοποίησε το δανειστή δεν έχει αναγωγή, αν παρέλειψε να αντιτάξει βάσιμες
ενστάσεις του πρωτοφειλέτη, που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.

860
συνεγγυητής που ικανοποίησε το δανειστή έχει αναγωγή εναντίον των λοιπών συνεγγυητών
στην έκταση που, σύμφωνα με το άρθρο 487, ευθύνονται μεταξύ τους οι οφειλέτες εις ολόκληρον.

861 - Δ
εγγυητής μπορεί να απαιτήσει από τον πρωτοφειλέτη ασφάλεια και πριν ακόμη γίνει απαιτητή
η οφειλή:
1. Αν χειροτέρεψε η περιουσιακή κατάσταση του πρωτοφειλέτη˙
2. Αν η δίωξη του πρωτοφειλέτη έγινε σημαντικά δύσκολη λόγω μεταβολής της κατοικίας ή της
διαμονής του μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης˙
3. Αν ο πρωτοφειλέτης έγινε υπερήμερος˙
4. Αν ο εγγυητής καταδικάστηκε να καταβάλει την οφειλή.

862 - Α
εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του
από τον οφειλέτη.

863
εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν
αποκλειστικά για την απαίτησή του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση με αποτέλεσμα να ζημιωθεί
ο εγγυητής.

234
864
Όταν η κύρια οφειλή αποσβεστεί, ο εγγυητής ελευθερώνεται, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από
δικό του πταίσμα.

865
Αν επήλθε σύγχυση κύριας οφειλής και εγγύησης στο ίδιο πρόσωπο, τα δικαιώματα του δανειστή
δεν παραβλάπτονται.

866 - Ε
Εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο μόνο χρόνο ελευθερώνεται από την εγγύηση, αν ο
δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο αυτού του
χρόνου και δεν συνεχίσει την σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

867 - Ε
Εκείνος που εγγυήθηκε για αόριστο χρόνο μπορεί, όταν γίνει απαιτητή η κύρια οφειλή, να αξιώσει
από το δανειστή να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα και να συνεχίσει
χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί με την αξίωση του
εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται.

868
Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου απαιτείται καταγγελία του δανειστή για να γίνει
απαιτητή η κύρια οφειλή, ο εγγυητής μπορεί, αφού περάσει ένα έτος αφότου εγγυήθηκε, να αξιώσει
από το δανειστή να καταγγείλει και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα, και
να συνεχίσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί με την
αξίωση του εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται.

869 - Ε
Εκείνος που εγγυήθηκε υπέρ εργαζομένου ή εργολάβου ελευθερώνεται, αν ο δανειστής αμέλησε
να ασκήσει στον εργαζόμενο ή στον εργολάβο την επιβαλλόμενη εποπτεία και από την παράλειψη
αυτή γεννήθηκε ή αυξήθηκε η οφειλή.

870 - Ε
Η εντολή να πιστώσει ο εντολοδόχος στο δικό του όνομα και για δικό του λογαριασμό έναν τρίτο,
ισχύει ως εγγύηση για την υποχρέωση του τρίτου από την πίστωση που χορηγήθηκε. Στην εντολή
αυτή εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 849.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ


Σ Μ Ι ΑΣΜΟΣ

871 - .
ε τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μια
φιλονικία τους ή μια αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση. ε αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η
επισφαλής απαίτηση.

872 - Δ
συμβιβασμός μπορεί να ακυρωθεί, αν τα γεγονότα που κατά το περιεχόμενο της σύμβασης
αποτέλεσαν τη βάση του συμβιβασμού δεν είναι αληθινά και η φιλονικία ή η αβεβαιότητα δεν θα
γεννιόταν, αν οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν την κατάσταση.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Α ΗΡΗΜΕΝΗ ΠΟΣ ΕΣΗ ΑΝΑ Ν ΡΙΣΗ ΡΕΟ Σ

873 -
Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή
ανεξάρτητη από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση
γίνει εγγράφως. γγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του
χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό.

235
874
Το έγγραφο που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο δεν απαιτείται αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση
αφορά υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που έχει κλείσει.

875
Αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά αιτία για την οποία ο νόμος απαιτεί ιδιαίτερο τύπο, είναι
άκυρη αν δεν γίνει μ' αυτόν τον τύπο.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ


Ε ΤΑΞΗ

876 -
ε την έκταξη εγχειρίζεται σ' εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται (λήπτη) ένα έγγραφο, με το οποίο
εξουσιοδοτείται ο λήπτης να εισπράξει στο όνομά του από τον εκτασσόμενο μια παροχή από
χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και ο εκτασσόμενος να τα καταβάλει στο λήπτη για
λογαριασμό του εκτάσσοντος.

877 - Α
εκτασσόμενος, αν αποδεχτεί την έκταξη απέναντι στο λήπτη, έχει απέναντί του την υποχρέωση
να καταβάλει την παροχή. Δεν έχει δικαίωμα να αντιτάξει ενστάσεις ούτε από τη σχέση του με τον
εκτάσσοντα ούτε από τη σχέση του εκτάσσοντος με το λήπτη.
Η αποδοχή γίνεται πάνω στο έγγραφο της έκταξης.

878
εκτασσόμενος έχει υποχρέωση να καταβάλει την παροχή μόνο όταν του παραδοθεί το
έγγραφο της έκταξης.

879
Η απαίτηση του λήπτη κατά του εκτασσομένου από την αποδοχή παραγράφεται μετά τρία
χρόνια.

880 - Δ
εκτασσόμενος, από μόνο το λόγο ότι είναι τυχόν οφειλέτης του εκτάσσοντος, δεν έχει
υποχρέωση να αποδεχτεί την έκταξη ή να καταβάλει την παροχή που αναγράφεται σ' αυτήν.

881 - Ε
Αν ή έκταξη έγινε για να εξοφληθεί κάποιο χρέος του εκτασσομένου προς τον εκτάσσοντα ή του
τελευταίου προς το λήπτη, η εξόφληση αυτή, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, επέρχεται
μόνο αφότου ο εκτασσόμενος καταβάλει στο λήπτη.

882 -
λήπτης οφείλει να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον εκτάσσοντα, αν δεν θέλει ή δεν
μπορεί να χρησιμοποιήσει την έκταξη ή αν ο εκτασσόμενος αρνείται να την αποδεχτεί ή να
καταβάλει την παροχή.

883 - Α
εκτάσσων έχει δικαίωμα απέναντι στον εκτασσόμενο να ανακαλέσει την έκταξη, εφόσον ο
εκτασσόμενος δεν την αποδέχτηκε απέναντι στο λήπτη ή δεν κατέβαλε την παροχή.
Αν ο εκτάσσων κηρύχθηκε σε πτώχευση, η έκταξη που δεν έγινε ακόμη αποδεκτή λογίζεται ότι
ανακλήθηκε.

884 -
Η έκταξη δεν αποσβήνεται, αν πεθάνει ή γίνει αργότερα ανίκανος για δικαιοπραξία ο εκτάσσων, ο
εκτασσόμενος ή ο λήπτης.

885 - Μ
λήπτης έχει δικαίωμα να μεταβιβάσει με σύμβαση την έκταξη σε άλλον.

236
εκτάσσων μπορεί να αποκλείσει αυτή τη μεταβίβαση. Απέναντι όμως στον εκτασσόμενο ο
αποκλεισμός αυτός ισχύει μόνο αν προκύπτει από το έγγραφο της έκταξης ή αν γνωστοποιήθηκε
στον εκτασσόμενο πριν από την αποδοχή της έκταξης ή πριν από την καταβολή.

886
Η δήλωση για τη μεταβίβαση που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο απαιτείται να είναι έγγραφη
και μπορεί να γίνει και πάνω στο έγγραφο της έκταξης. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να παραδοθεί
στο νέο λήπτη και το έγγραφο της έκταξης.

887
Αν ο εκτασόμενος αποδεχτεί την έκταξη απέναντι στο νέο από τη μεταβίβαση λήπτη, δεν έχει
δικαίωμα να αντιτάξει εναντίον του ενστάσεις από την έννομη σχέση του με τον προηγούμενο
λήπτη.
Κατά τα λοιπά στη μεταβίβαση της έκταξης ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις για την εκχώρηση.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ Ε ΤΟ


ΑΝ Ν ΜΑ ΡΕΟ ΡΑ Α

888 -
Όποιος υπέγραψε έγγραφο που περιέχει υπόσχεσή του για κάποια παροχή στον κομιστή του
εγγράφου (ανώνυμο χρεόγραφο), έχει υποχρέωση να καταβάλει στον κομιστή την παροχή, εκτός
αν αυτός δεν έχει δικαίωμα να διαθέσει τον τίτλο.

889 -
οφειλέτης ελευθερώνεται καταβάλλοντας στον κομιστή του χρεογράφου, και αν ακόμη ο
κομιστής δεν έχει δικαίωμα να το διαθέσει, εκτός αν πληρώνοντας ενέργησε αντίθετα προς την
καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.

890 -
οφειλέτης υποχρεώνεται από τον τίτλο και αν ακόμη ο τίτλος του αφαιρέθηκε με κλοπή ή
χάθηκε ή έχει τεθεί με άλλο τρόπο σε κυκλοφορία χωρίς τη θέλησή του.

891 -
Τα ανώνυμα χρεόγραφα που εκδόθηκαν στην Ελλάδα και περιέχουν υπόσχεση πληρωμής
ορισμένου χρηματικού ποσού, μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία μόνο στις περιπτώσεις όπου το
επιτρέπει ειδικά ο νόμος. τίτλος που κυκλοφόρησε κατά παράβαση αυτής της διάταξης είναι
άκυρος. Εκείνος που τον υπέγραψε ενέχεται για τη ζημία που προξενήθηκε στον κομιστή από την
έκδοση.

892 - Ε
οφειλέτης έχει δικαίωμα να προτείνει κατά του κομιστή μόνο ενστάσεις ακυρότητας του τίτλου,
ή ενστάσεις που προκύπτουν από το ίδιο το έγγραφο, ή που ανήκουν στον οφειλέτη κατά του
κομιστή προσωπικώς.

893 - Π
οφειλέτης έχει υποχρέωση παροχής μόνο αν του παραδοθεί ο τίτλος. ε την παράδοση ο
οφειλέτης αποκτά αυτοδικαίως την κυριότητα του τίτλου και αν ακόμη ο κομιστής δεν είχε δικαίωμα
να τον διαθέσει.

894 -
Αν ο τίτλος, εξαιτίας φθοράς ή αλλοίωσης, έγινε ακατάλληλος για κυκλοφορία, το ουσιώδες του
όμως περιεχόμενο και τα διακριτικά του σημεία μπορούν ακόμη να διαγνωστούν, ο κομιστής του
έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον οφειλέτη την έκδοση νέου τίτλου, παραδίνοντάς του
ταυτόχρονα εκείνον που έχει φθαρεί. Η δαπάνη βαρύνει τον κομιστή.

895 - , .
Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής του ανώνυμου χρεογράφου, ο μέχρι τότε
κομιστής του μπορεί, εφόσον δεν ορίζεται σ' αυτό το αντίθετο, να ζητήσει από το δικαστήριο να
κηρύξει, με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος, τον τίτλο ανίσχυρο ή να απαγορεύσει στον οφειλέτη
237
να πληρώσει σ' εκείνον που τον παρουσιάζει. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στα τοκομερίδια, στα
μερισματόγραφα, καθώς και στα άτοκα γραμμάτια που είναι πληρωτέα ενόψει.

896
Εκείνος που προκάλεσε, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, την κήρυξη του χρεογράφου ως
ανίσχυρου, εκτός από το δικαίωμα να ασκήσει την αξίωσή του δυνάμει του χρεογράφου, έχει και το
δικαίωμα να απαιτήσει από τον οφειλέτη να εκδώσει νέο τίτλο. Η δαπάνη βαρύνει εκείνον που το
ζητεί.

897 - Τ
Τα τοκομερίδια του ανώνυμου χρεογράφου, εφόσον δεν ορίζεται σ' αυτά το αντίθετο,
εξακολουθούν να ισχύουν και αν ακόμη αποσβεστεί η κύρια απαίτηση ή αρθεί ή μεταβληθεί η
υποχρέωση πληρωμής τόκου.
Εφόσον κατά την εξόφληση του κύριου τίτλου δεν αποδίδονται τέτοια τοκομερίδια, ο οφειλέτης
έχει δικαίωμα να παρακρατήσει το ποσό που αναγράφεται σ' αυτά ωσότου συμπληρωθεί ο χρόνος
της παραγραφής.

898
Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας ή καταστροφής τοκομεριδίων ή μερισματογράφων ο μέχρι τότε
κομιστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον οφειλέτη την πληρωμή, αν πριν από τη λήξη τους τον
ειδοποίησε για την κλοπή, την απώλεια ή την καταστροφή και κανείς άλλος δεν τα παρουσίασε για
πληρωμή ούτε άσκησε σχετική αγωγή.
Η αξίωση της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να αποκλειστεί με αντίθετη ρήτρα
διατυπωμένη πάνω στο τοκομερίδιο ή στο μερισματόγραφο.

899
Στην περίπτωση που εκδίδονται νέα τοκομερίδια ή μερισματόγραφα ανωνύμου χρεογράφου,
αυτά παραδίδονται στον κομιστή του ειδικού στελέχους της ανανέωσης. Αν ο κομιστής του
ανώνυμου χρεογράφου εναντιώνεται στην παράδοση, παραδίδονται σ' αυτόν.
ι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται, αν έχει οριστεί διαφορετικά
πάνω στο στέλεχος της ανανέωσης.

900 - Μ
Το ανώνυμο χρεόγραφο μπορεί να μετατραπεί σε ονομαστικό υπέρ ορισμένου δικαιούχου μόνο
από τον οφειλέτη. οφειλέτης δεν έχει τέτοια υποχρέωση.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ Ε ΔΟΜΟ


ΕΠΙΔΕΙΞΗ ΠΡΑ ΜΑΤΟΣ

901 - Π
Όποιος έχει σχετικά με κάποιο πράγμα αξίωση, εναντίον του κατόχου του, έχει δικαίωμα να
απαιτήσει απ' αυτόν να επιδείξει το πράγμα, αν η επίδειξη είναι αναγκαία για την άσκηση της
αξίωσης.

902
Όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται
στην κατοχή άλλου έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο
συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί, ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν,
ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από
τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου.

903 - Π
Η επίδειξη του πράγματος ή του εγγράφου γίνεται στον τόπο όπου βρίσκεται κατά το χρόνο της
αίτησης, εκτός αν ο ένας ή ο άλλος αξιώσει για σπουδαίο λόγο την επίδειξη αλλού.
κίνδυνος και οι δαπάνες της επίδειξης βαρύνουν εκείνον που την αξιώνει.
κάτοχος μπορεί να αντιτάξει άρνηση, εφόσον δεν προκαταβάλλονται οι δαπάνες και δεν
παρέχεται ασφάλεια για ενδεχόμενη ζημία.

238
Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ Ο ΔΟΟ
ΑΔΙ ΑΙΟ Ο ΗΤΟΣ Π Ο ΤΙΣΜΟΣ

904 -
Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία η με ζημία άλλου έχει
υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής
αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη.
ε παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος.

905 - Α
Η απαίτηση αχρεωστήτου αποκλείεται, αν ο λήπτης της παροχής αποδείξει ότι αυτός που
κατέβαλε γνώριζε ότι δεν υπήρχε το χρέος.
Το χρέος που καταβλήθηκε πριν από τη λήξη του δεν αναζητείται. Επίσης δεν αναζητούνται οι
καρποί του ενδιάμεσου χρόνου.

906
Η απαίτηση αχρεωστήτου αποκλείεται για ό,τι καταβλήθηκε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από
λόγους ευπρέπειας.

907 - Α
Παροχή που έγινε για ανήθικη αιτία δεν αναζητείται, αν η ανήθικη αιτία αφορά και το δότη.
Η διάταξη αυτή δεν ισχύει αν η παροχή αυτή συνίσταται σε συνομολόγηση υποχρέωσης. Ό,τι
όμως δόθηκε για να εκπληρωθεί αυτή η υποχρέωση δεν αναζητείται.

908 -
λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ'
αυτό. φείλει επίσης να αποδώσει και τους καρπούς που συνέλεξε καθώς και οτιδήποτε απέκτησε
από το πράγμα.

909
Η υποχρέωση για απόδοση κατά το προηγούμενο άρθρο αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν
είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής.

910
Από την επίδοση της αγωγής ο λήπτης ευθύνεται κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 346 και
348.

911
λήπτης ευθύνεται σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή: 1. σε περίπτωση απαίτησης αχρεωστήτου,
εφόσον γνώριζε ή αφότου έμαθε την ανυπαρξία του χρέους˙ 2. σε περίπτωση απαίτησης για
παράνομη ή ανήθικη αιτία.

912
Σε περίπτωση απαίτησης για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ο λήπτης, αφότου όφειλε να
προβλέψει την αναζήτηση, ευθύνεται για ό,τι έλαβε σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή.
λήπτης έχει την υποχρέωση να αποδώσει καρπούς μόνο αφότου μάθει ότι η αιτία δεν
επακολούθησε ή έληξε.

913
Εφόσον ο λήπτης δεν ευθύνεται σε απόδοση, επειδή ό,τι περιήλθε σ' αυτόν χωρίς αιτία το
προσπόρισε σε τρίτον με χαριστική πράξη, ο δότης μπορεί να αναζητήσει από τον τρίτο ό,τι
περιήλθε σ' αυτόν.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΑ ΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ


ΑΔΙ ΟΠΡΑΞΙΕΣ

914 -
Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.
239
915 - Π
"Δεν ευθύνεται όποιος ζημίωσε άλλον χωρίς να έχει συνείδηση των πράξεών του ή ενώ
βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της κρίσης
και της βούλησής του".
Όποιος κατά την επαγωγή της ζημίας έφερε τον εαυτό του σε τέτοια κατάσταση με χρήση
οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων παραπλήσιων μέσων, ευθύνεται για τη ζημία, εκτός αν περιήλθε
στην κατάσταση αυτή χωρίς υπαιτιότητά του.

Σχόλια: Η εντός " " πρώτη παράγραφος τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 20 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

916
Όποιος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του δεν ευθύνεται για τη ζημία που
προξένησε.

917
Όποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο, όχι όμως το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του ευθύνεται
για τη ζημία που προξένησε, εκτός αν ενέργησε χωρίς διάκριση. Το ίδιο ισχύει και για τους
κωφαλάλους.

918
Αυτός που προξένησε τη ζημία, εφόσον κατά τις διατάξεις των άρθρων 915 έως 917 δεν έχει
ευθύνη, μπορεί να καταδικαστεί από το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση της κατάστασης των
μερών, σε εύλογη αποζημίωση, αν η ζημία δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού.

919 - Π
Όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση
να τον αποζημιώσει.

920 - Δ
Όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που
εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον
αποζημιώσει.

921
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 7 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

922 - Ε
κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης
ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.

923 - Ε
"Όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση
ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτον, εκτός αν αποδείξει
ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί.
Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 21 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

924 - Ε
κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ' αυτό σε τρίτον.
Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της
κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει
κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου.

240
925 - Π
κύριος ή νομέας κτίσματος ή άλλου έργου που συνέχεται με το έδαφος ευθύνεται για τη ζημία
που προξενήθηκε σε τρίτον εξαιτίας ολικής ή μερικής πτώσης του, εκτός αν αποδείξει ότι η πτώση
δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρησή του.

926 -
Αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα
περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι
συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία.

927 - Α
Εκείνος που κατά το προηγούμενο άρθρο κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση έχει δικαίωμα
αναγωγής κατά των λοιπών. Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης
ανάλογα με το βαθμό του πταίσματος καθενός. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η
ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων σε ίσα μέρη.

928 - Σ
Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει τα νοσήλια και τα έξοδα
της κηδείας σ' εκείνον που κατά το νόμο βαρύνεται μ' αυτά. χει επίσης την υποχρέωση να
αποζημιώσει εκείνον που κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή
υπηρεσιών.

929 - Σ
Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός
από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα
ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του. ποχρέωση αποζημίωσης υπάρχει και
προς τον τρίτο, ο οποίος είχε κατά το νόμο δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή υπηρεσιών από τον
παθόντα και τις στερείται.

930
Η αποζημίωση των δύο προηγούμενων άρθρων που αναφέρεται στο μέλλον καταβάλλεται σε
χρηματικές δόσεις κατά μήνα. Όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η αποζημίωση μπορεί να
επιδικαστεί σε κεφάλαιο εφάπαξ.
οφειλέτης της αποζημίωσης μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί να παράσχει
ασφάλεια.
Η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να
αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε.

931
"Η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη
κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης, αν επιδρά στο μέλλον του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 8 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

932 - Ι
Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το
δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής
βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του
ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή
ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), η -κατά το παρόν
άρθρο- χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του ανωτέρω νόμου ορίζεται, κατ' ελάχιστο,
στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000), εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική
ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη. Σύμφωνα με το
άρθρο 5 του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.2006), η κατά το
παρόν άρθρο χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος για μία από τις πράξεις του ανωτέρω
νόμου, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των χιλίων (1.000) ευρώ, εκτός αν ο ίδιος ο παθών ζήτησε μικρότερο ποσό.
241
933
Η αξίωση του προηγούμενου άρθρου δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν
αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι' αυτήν αγωγή.

934 - Π
Όποιος οφείλει πράγμα που αφαιρέθηκε με παράνομη πράξη είναι υπερήμερος από το χρόνο
της αφαίρεσης.

935
οφειλέτης αποζημίωσης για την αφαίρεση του πράγματος έχει για τις δαπάνες που έκανε σ'
αυτό αξίωση κατά τις διατάξεις για τη διεκδίκηση πράγματος.

936 - Α
Όποιος οφείλει αποζημίωση για την αφαίρεση ή βλάβη πράγματος ελευθερώνεται καταβάλλοντάς
την σ' αυτόν που ήταν νομέας του πράγματος κατά το χρόνο της αφαίρεσης ή βλάβης, εκτός αν
γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί ότι τρίτος έχει κυριότητα ή άλλο δικαίωμα πάνω σ' αυτό.

937 - Π
Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και
τον υπόχρεο σε αποζημίωση˙ σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την
πάροδο είκοσι ετών από την πράξη.
Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε
μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης.

938 - Ε ,
Όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις για τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ' αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την
αδικοπραξία έχει παραγραφεί.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑ ΟΣΤΟ


ΑΤΑΔΟ ΙΕ ΣΗ Τ Ν ΔΑΝΕΙΣΤ Ν

939 -
ι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους των επόμενων άρθρων τη
διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη
περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους.

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 27 (μετασχηματισμός ομίλου Ολυμπιακής αεροπορίας) του ν.
3185/2003 (Α' 229/26.9.2003), οι απορροφούσες εταιρείες αποκτούν το σύνολο των μεταβιβαζόμενων στοιχείων
ενεργητικού και δικαιωμάτων, ελεύθερα παντός φόρου, τέλους, βάρους, χρέους ή δικαιώματος του Ελληνικού
Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. και κάθε βάρους, χρέους, αξίωσης τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, πέραν των
υποχρεώσεων, οι οποίες ρητώς αναγράφονται στον ισολογισμό μετασχηματισμού και την έκθεση, εξαιρουμένων
των εταιρειών αυτών από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

940 - Π
Δεν αποτελεί απαλλοτρίωση η αποποίηση από τον οφειλέτη κληρονομίας ή κληροδοσίας.
Δεν θεωρείται απαλλοτρίωση η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους. Η δόση αντί καταβολής είναι
απαλλοτρίωση.

941 -
Η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν αυτός υπέρ του οποίου έγινε (τρίτος) γνώριζε ότι ο
οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του.
Τεκμαίρεται ότι ο τρίτος το γνωρίζει, αν κατά την απαλλοτρίωση είναι σύζυγος του οφειλέτη ή
συγγενής του σε ευθεία γραμμή ή συγγενής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο
βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο. Το τεκμήριο δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την
απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής.

242
942
Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο
γνώση του.

943 - Α
Το αποτέλεσμα της διάρρηξης είναι ότι ο τρίτος έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τα
πράγματα στην κατάσταση που ήταν. Η διάρρηξη ενεργεί μόνο υπέρ των δανειστών που
προσέβαλαν την απαλλοτρίωση.
Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία ο τρίτος, αν ήταν καλόπιστος, ευθύνεται μόνο
κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
944 - Ε
ι δανειστές έχουν το δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή διάρρηξης, που τους ανήκει κατά του
τρίτου, και εναντίον ειδικού διαδόχου του, αν αυτός, όταν αποκτούσε από τον τρίτο, γνώριζε το
δόλο του οφειλέτη. Η γνώση αυτή τεκμαίρεται αν ο ειδικός διάδοχος, όταν απέκτησε από τον τρίτο,
είχε με τον οφειλέτη τη σχέση του άρθρου 941 παρ. 2 και δεν είχε περάσει ένα έτος από την
απαλλοτρίωση του οφειλέτη έως την έγερση της αγωγής.

945
ι δανειστές έχουν το δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή διάρρηξης που τους ανήκει κατά του
τρίτου, εναντίον ειδικού διαδόχου του από χαριστική αιτία, χωρίς να απαιτείται η γνώση του
τελευταίου κατά το προηγούμενο άρθρο. Η διάταξη του άρθρου 943 παρ. 2 εφαρμόζεται και εδώ.

946 - Π
Η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση.

Ι ΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΜΠΡΑ ΜΑΤΟ ΔΙ ΑΙΟ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΤΑ ΠΡΑ ΜΑΤΑ ΑΙ ΤΑ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ ΠΑΝ Σ' Α ΤΑ ΕΝΙ Σ

947 -
Πράγματα, κατά την έννοια του νόμου, είναι μόνο ενσώματα αντικείμενα.
Πράγματα λογίζονται και οι φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες, ιδίως το ηλεκτρικό ρεύμα και η
θερμότητα, εφόσον υπόκειται σε εξουσίαση, όταν περιορίζoνται σε ορισμένο χώρο.

948 -
Ακίνητα πράγματα είναι το έδαφος και τα συστατικά του μέρη. Κινητά είναι όσα δεν είναι ακίνητα.

949
Όπου στο νόμο ή σε δικαιοπραξία γίνεται διάκριση ανάμεσα στην ακίνητη περιουσία ενός
προσώπου, ως σύνολο, και στην κινητή περιουσία του, στα ακίνητα περιλαμβάνεται και η
επικαρπία ακινήτου, καθώς και οι πραγματικές δουλείες πάνω σε ακίνητα, ενώ στα κινητά
περιλαμβάνονται και όλες οι απαιτήσεις.

950 - Α
Αντικαταστατά πράγματα είναι τα κινητά που προσδιορίζονται συνήθως στις συναλλαγές με
αριθμό, μέτρο ή σταθμά.

951 - Α
Αναλωτά πράγματα είναι τα κινητά των οποίων η χρήση, σύμφωνα με τον προορισμό τους,
συνίσταται στην κατανάλωση.

952
Αναλωτά είναι και τα κινητά των οποίων η χρήση, σύμφωνα με τον προορισμό τους, συνίσταται
στην εκποίηση. Τέτοια είναι ιδίως τα νομίσματα, τα τραπεζικά γραμμάτια, τα τοκομερίδια ή τα
μερισματόγραφα που έχουν λήξει, καθώς και τα κινητά τα οποία, αν και δεν είναι από τη φύση τους
αναλωτά, αποτελούν μέρος εμπορικού καταστήματος ή ομάδας πραγμάτων και προορίζονται να
εκποιηθούν χωριστά.

243
953 - Σ
Συστατικό μέρος πράγματος, που δεν μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη
αυτού του ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού τους δεν
μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενο κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος.

954
Συστατικά του ακινήτου με την έννοια του προηγούμενου άρθρου είναι και 1. τα πράγματα που
έχουν συνδεθεί σταθερά με το έδαφος, ιδίως οικοδομήματα˙ 2. τα πρo όντα του ακινήτου εφόσον
συνέχονται με το έδαφος˙ 3. το νερό κάτω από το έδαφος και η πηγή˙ 4. οι σπόροι μόλις σπαρθούν
και τα φυτά μόλις φυτευτούν.
Συστατικά του οικοδομήματος είναι όλα τα κινητά που χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερσή του ή
συναρμόστηκαν σ' αυτό.

955
Πράγματα που έχουν συνδεθεί με το έδαφος για παροδικό μόνο σκοπό δεν θεωρούνται
συστατικά του ακινήτου. Το ίδιο ισχύει και για τα οικοδομήματα ή κτίσματα γενικώς που
ανεγέρθηκαν σε ξένο ακίνητο από αυτόν που έχει εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ' αυτό για την
άσκηση αυτού του δικαιώματός του.
Κινητά πράγματα προσαρμοσμένα στο οικοδόμημα για παροδικό μόνο σκοπό δεν θεωρούνται
συστατικά του οικοδομήματος.

956 - Π
Παράρτημα είναι το κινητό πράγμα που, χωρίς να είναι συστατικό του κυρίου πράγματος, έχει
προοριστεί να εξυπηρετεί διαρκώς τον οικονομικό του σκοπό και έχει τεθεί ήδη σε τοπική σχέση
προς το κύριο πράγμα, αντίστοιχη προς αυτό το σκοπό.

957
Δεν είναι παράρτημα το πράγμα που δεν θεωρείται τέτοιο στις συναλλαγές.
Πρόσκαιρος αποχωρισμός του παραρτήματος από το κύριο πράγμα δεν αίρει την ιδιότητά του
αυτή.

958
Δικαιοπραξία εμπράγματη για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει σε περίπτωση αμφιβολίας και το
παράρτημα.

959
Σε περίπτωση οικοδομήματος που έχει κατασκευαστεί για διαρκή εξυπηρέτηση βιομηχανικής
επιχείρησης, λογίζονται παραρτήματά του, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, τα μηχανήματα,
τα σκεύη και τα εργαλεία που έχουν προοριστεί γι' αυτήν.

960
Παραρτήματα αγροτικού ακινήτου λογίζονται, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, τα σκεύη, τα
εργαλεία και τα κτήνη που είναι προορισμένα για την οικονομική του εκμετάλλευση, καθώς και όσα
γεωργικά προ όντα είναι αναγκαία για τη συνέχιση της καλλιέργειας έως τη νέα εσοδεία, όπως
επίσης και τα λιπάσματα του βρίσκονται στο ακίνητο και προέρχονται απ' αυτό.

961 -
Καρποί του πράγματος είναι τα προ όντα του, καθώς και καθετί που αποκτά κανείς από το
πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του.
Καρποί δικαιώματος είναι οι πρόσοδοι που παρέχει το δικαίωμα σύμφωνα με τον προορισμό του.
Καρποί είναι επίσης και οι πρόσοδοι που παρέχει το πράγμα ή το δικαίωμα με βάση κάποια
έννομη σχέση (πολιτικοί καρποί).

962 -
φελήματα είναι όχι μόνο οι καρποί του πράγματος ή του δικαιώματος αλλά και κάθε όφελος που
παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος.

244
963
Όποιος έχει δικαίωμα να παίρνει τους φυσικούς καρπούς πράγματος ή δικαιώματος έως έναν
ορισμένο χρόνο ή από έναν ορισμένο χρόνο παίρνει, εφόσον δεν ορίστηκε κάτι άλλο, μόνο εκείνους
που αποχωρίστηκαν κατά τη διάρκεια του δικαιώματός του. Αν πρόκειται για πολιτικούς καρπούς,
ιδίως μισθώματα, τόκους, μερίσματα, ή άλλες κανονικά επαναλαμβανόμενες προσόδους, ο
δικαιούχος, εφόσον δεν ορίστηκε κάτι άλλο, παίρνει όσο μέρος αναλογεί στη διάρκεια του
δικαιώματός του.

964
υπόχρεος από το νόμο σε απόδοση καρπών έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τις δαπάνες που
καταβλήθηκαν για την παραγωγή των καρπών, εφόσον οι δαπάνες αυτές δεν υπερβαίνουν την αξία
των καρπών.

965 -
Όποιος φέρει τα βάρη του πράγματος έως έναν ορισμένο χρόνο ή από έναν ορισμένο χρόνο, αν
τα βάρη αυτά είναι από τα περιοδικώς καταβαλλόμενα, ευθύνεται, εφόσον δεν ορίστηκε κάτι
διαφορετικό, ανάλογα με τη διάρκεια της υποχρέωσής του. Όταν πρόκειται για άλλα βάρη,
ευθύνεται για όσα έγιναν απαιτητά κατά τη διάρκεια της υποχρέωσής του.

966 - Π
Πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την
εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών.

967 -
Πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι
γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους.

968 -
Τα κοινόχρηστα πράγματα, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει
διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο.

969
Αν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ περισσότερων δικαιουμένων να χρησιμοποιούν κοινόχρηστο
νερό, προτιμάται κατά σειρά: 1. η σπουδαιότερη χρήση για την κοινή ωφέλεια˙ 2. η χρήση που
προάγει περισσότερο την κοινωνική οικονομία˙ 3. η αρχαιότερη˙ 4. η χρήση για επιχείρηση που
συνδέεται με ορισμένο τόπο˙ 5. η χρήση προς όφελος του παροχθίου.

970
Σε κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να αποκτηθούν με παραχώρηση της αρχής κατά τους όρους
του νόμου ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα εφόσον με τα δικαιώματα αυτά εξυπηρετείται ή δεν
αναιρείται η κοινή χρήση.

971
Τα πράγματα εκτός συναλλαγής αποβάλλουν την ιδιότητά τους αυτή από τότε που έπαψε ο
προορισμός τους για την κοινή χρήση ή για δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό.

972 - Α ,
Τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμο ανήκουν στο
δημόσιο.

973 - Ε
Δικαιώματα που παρέχουν εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα (εμπράγματα
δικαιώματα) είναι η κυριότητα, οι δουλείες, το ενέχυρο και η υποθήκη.

245
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΝΟΜΗ

974 -
Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την
εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου.

975 - Ν
Στα δικαιώματα του ενεχύρου και των δουλειών η νομή συνίσταται στην άσκηση αυτών των
δικαιωμάτων με διάνοια δικαιούχου.

976 -
Σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου η νομή αποκτάται με παράδοση που γίνεται με τη
βούληση του νομέα. Η συμφωνία όμως του έως τώρα νομέα μ' εκείνον που αποκτά αρκεί για την
κτήση της νομής, όταν ο τελευταίος είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα.

977
Παράδοση σ' εκείνον που αποκτά υπάρχει και όταν συμφωνηθεί ανάμεσα σ' αυτόν και στον έως
τώρα νομέα να παραμείνει ο τελευταίος ή τρίτος στην κατοχή του πράγματος με βάση ορισμένη
έννομη σχέση. Σ' αυτή την περίπτωση έναντι του τρίτου μεταβιβάζεται η νομή στον αποκτώντα
αφότου γνωστοποιηθεί αυτό στον τρίτο από τον έως τώρα νομέα.

978
Στα εμπορεύματα και γενικώς στα κινητά πράγματα που έχουν αποτεθεί σε αποθήκη ή έχουν
παραληφθεί από μεταφορέα, αν έχει εκδοθεί γι' αυτά αποθετήριο έγγραφο ή φορτωτική, η μετάθεση
της νομής γίνεται με μεταβίβαση του αποθετήριου εγγράφου ή της φορτωτικής.

979 -
Η νομή αποκτάται με αντιπρόσωπο, όταν αυτός αποκτήσει τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα
με σκοπό να καταστήσει νομέα του τον αντιπροσωπευόμενο.

980 -
Η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου.
Όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, τεκμαίρεται, όσο διατηρεί την κατοχή, ότι κατέχει στο
όνομα του άλλου.

981 - Α
Η νομή χάνεται μόλις πάψει η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια
του νομέα. Παροδικό από τη φύση του κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια
της νομής.

982
Αν ο αντιπρόσωπος του νομέα ακινήτου θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή, αυτή δεν χάνεται για το
νομέα προτού λάβει γνώση της αντιποίησης.

983
Η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα

984 - Π
Η νομή προσβάλλεται είτε με διατάραξη είτε με αποβολή του νομέα εφόσον αυτές γίνονται
παράνομα και χωρίς τη θέλησή του.
Η νομή που αποκτήθηκε με τέτοια αποβολή είναι επιλήψιμη. Το ελάττωμα αυτό της νομής
αντιτάσσεται και κατά των κληρονόμων του νομέα˙ το ελάττωμα της νομής του προκατόχου
αντιτάσσεται κατά του ειδικού διαδόχου μόνο αν αυτός το γνώριζε κατά την κτήση.

985
νομέας έχει δικαίωμα να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή από τη
νομή.

246
νομέας κινητού από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα έχει δικαίωμα να το ξαναπάρει με
τη βία από το δράστη που συλλαμβάνεται ή καταδιώκεται επ' αυτοφώρω.
νομέας ακινήτου από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα έχει δικαίωμα να το ξαναπάρει με
τη βία αμέσως μετά την αποβολή.
Τα ίδια δικαιώματα έχει ο νομέας που προσβλήθηκε και κατά των διαδόχων κατά των οποίων
αντιτάσσεται το επιλήψιμο της νομής.

986
Τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου έχει αντί για το νομέα και εκείνος που ασκεί γι' αυτόν
την εξουσία πάνω στο πράγμα, εφόσον βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξάρτησης από
το νομέα και οφείλει να ακολουθεί τις οδηγίες του ως προς το πράγμα.

987 - Π
νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα να αξιώσει την απόδοσή της
απ' αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για
τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

988
Η αγωγή αποβολής είναι απαράδεκτη, αν εκείνος που αποβλήθηκε είχε αποκτήσει τη νομή
επιλήψιμα απέναντι στον τωρινό νομέα ή στους δικαιοπαρόχους του μέσα στο τελευταίο έτος πριν
από την αποβολή του.

989 - Π
νομέας που διαταράχτηκε παράνομα έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διατάραξης
καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις
αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

990
Η αγωγή διατάραξης είναι απαράδεκτη, αν εκείνος που διαταράχτηκε είχε αποκτήσει τη νομή
επιλήψιμα απέναντι σ' αυτόν που τη διατάραξε ή τους δικαιοπαρόχους του μέσα στο τελευταίο έτος
πριν από τη διατάραξή του.

991
εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα που του παρέχει
εξουσία πάνω στο πράγμα παρά μόνο αν το δικαίωμα έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε δίκη
ανάμεσα σ' αυτόν και τον ενάγοντα.

992 - Π
ι αξιώσεις από την αποβολή και τη διατάραξη παραγράφονται μετά ένα έτος από την αποβολή
ή τη διατάραξη.

993 - Ν
Τα δικαιώματα από την προσβολή της νομής έχει και εκείνος που νέμεται μέρος μόνο του
πράγματος, ιδίως χωριστά διαμερίσματα κατοικιών ή άλλους χώρους.

994 - Ν '
Αν νέμονται περισσότεροι το ίδιο πράγμα κατ' ιδανικά μέρη, καθένας απ' αυτούς έχει κατά τρίτων
τα δικαιώματα από την προσβολή της νομής. Στις μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία
από τη νομή εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον καθένα.

995 - Π
Αν ξέφυγε κινητό πράγμα από την εξουσία του νομέα και περιήλθε σε ξένο ακίνητο, ο νομέας του
ακινήτου έχει υποχρέωση να επιτρέψει την αναζήτηση και την ανάληψη˙ έχει όμως αξίωση
αποζημίωσης για τις ζημίες από την αναζήτηση.

996 - Π
νομέας δικαιώματος ενεχύρου ή δουλείας έχει σε περίπτωση παράνομης διατάραξης ή
αποβολής τις αγωγές της νομής.

247
997 - Π
Σε περίπτωση παράνομης διατάραξης της νομής πράγματος ή δικαιώματος ή αποβολής απ'
αυτήν έχει κατά τρίτων τις αγωγές της νομής και εκείνος που απέκτησε την κατοχή του πράγματος ή
του δικαιώματος από το νομέα ως μισθωτής ή θεματοφύλακας ή με άλλη παρόμοια σχέση.

998 - Π
Εναντίον εκείνου που κατέχει με βάση τη σχέση του προηγούμενου άρθρου ο νομέας έχει,
εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, τις αγωγές για τη νομή.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΡΙΟΤΗΤΑ ΕΝΙ Α ΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕ ΟΜΕΝΟ ΤΗΣ

999 - Α
Αντικείμενο κυριότητας είναι μόνο πράγματα ή όσα θεωρούνται πράγματα από το νόμο.

1000 - Π
κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο ή σε δικαιώματα τρίτων, να
το διαθέτει κατ' αρέσκειαν και να αποκλείει κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ' αυτό.

1001
Η κυριότητα πάνω σε ακίνητο εκτείνεται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, στο χώρο πάνω
και κάτω από το έδαφος. Δεν μπορεί όμως ο κύριος να απαγορεύσει ενέργεια που επιχειρείται σε
τέτοιο ύψος ή βάθος ώστε να μην εξαρτά κανένα συμφέρον από την απαγόρευση.

1002 - Ι
Κυριότητα χωριστή σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου μπορεί να συσταθεί μόνο με
δικαιοπραξία του κυρίου του όλου ακινήτου. Όροφοι θεωρούνται και τα υπόγεια καθώς και τα
δωμάτια κάτω από τη στέγη.

1003 - Π , .
κύριος ακινήτου έχει υποχρέωση να ανέχεται την εκπομπή καπνού, αιθάλης, αναθυμιάσεων,
θερμότητας, θορύβου, δονήσεων ή άλλες παρόμοιες επενέργειες που προέρχονται από άλλο
ακίνητο, εφόσον αυτές δεν παραβλάπτουν σημαντικά τη χρήση του ακινήτου του ή προέρχονται
από χρήση συνήθη για ακίνητα της περιοχής του κτήματος από το οποίο προκαλείται η βλάβη.

1004 - Ε
κύριος ακινήτου έχει δικαίωμα να απαγορεύσει την κατασκευή ή τη διατήρηση εγκαταστάσεων
στο γειτονικό ακίνητο εφόσον από την ύπαρξη ή χρήση τους προβλέπονται με βεβαιότητα
παράνομες επενέργειες στο ακίνητό του.

1005
Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου η εγκατάσταση επιχειρείται ύστερα από άδεια
της αρχής που απαιτεί ο νόμος ή ύστερα από την τήρηση ειδικών όρων που τάσσει ο νόμος, άρση
της εγκατάστασης μπορεί να απαιτηθεί μόνο αφότου επήλθαν πράγματι οι βλαπτικές επενέργειες
απ' αυτήν πάνω στο ακίνητο.

1006 -
Αν υπάρχει κίνδυνος να πέσει ολικά ή κατά ένα μέρος οικοδομή ή άλλο έργο και από την πτώση
αυτή απειλείται βλάβη στο γειτονικό ακίνητο, ο κύριός του έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον
που θα ευθύνεται σε αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, να λάβει τα μέτρα
που απαιτούνται για την αποτροπή του κινδύνου.

1007 - Α
Δεν επιτρέπεται να σκάβεται το ακίνητο σε τέτοιο βάθος, ώστε το έδαφος του γειτονικού ακινήτου
να στερηθεί το απαιτούμενο έρεισμα, εκτός αν έχει ληφθεί πρόνοια να στερεωθεί αρκετά το έδαφος
με άλλο τρόπο.

248
1008 - Ρ
κύριος ακινήτου μπορεί να κόψει και να κρατήσει για τον εαυτό του τις ρίζες δέντρων του
γειτονικού ακινήτου που εισχωρούν στο κτήμα του. Το ίδιο ισχύει και για τα κλαδιά των δέντρων του
γειτονικού ακινήτου που εκτείνονται πάνω από το κτήμα του, εφόσον τάχθηκε προηγουμένως στο
νομέα του γειτονικού ακινήτου εύλογη προθεσμία για να τα κόψει.
Το δικαίωμα αυτό δεν παρέχεται, αν οι ρίζες ή τα κλαδιά δεν εμποδίζουν τη χρήση του ακινήτου.

1009 -
Καρποί που πέφτουν στο γειτονικό ακίνητο από κάποιο δέντρο λογίζονται καρποί του ακινήτου
στο οποίο πέφτουν. Η διάταξη δεν ισχύει αν αυτό το ακίνητο είναι κοινόχρηστο.

1010 - Ε
Αν ο κύριος ακινήτου, ανεγείροντας πάνω σ' αυτό οικοδομή, την επεκτείνει καλόπιστα στο
γειτονικό γήπεδο και ο κύριος του γηπέδου δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου πριν από την ανέγερση
της οικοδομής κατά μεγάλο μέρος, το δικαστήριο μπορεί κατά εύλογη κρίση να επιδικάσει την
κυριότητα του γηπέδου που καταλήφθηκε στον κύριο του ακινήτου που οικοδομήθηκε˙ η επιδίκαση
γίνεται έναντι καταβολής της αξίας του γηπέδου κατά το χρόνο της κατάληψής του και
αποκατάστασης κάθε άλλης ζημίας, ιδίως από την τυχόν μείωση της αξίας του υπολοίπου.

1011
Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως και όταν από την επέκταση της
οικοδομής στο γειτονικό γήπεδο και την επιδίκαση βλάπτονται άλλοι που έχουν εμπράγματο
δικαίωμα πάνω σ' αυτό.

1012 -
Αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο, έχει δικαίωμα ο κύριός του να απαιτήσει
δίοδο από τους γείτονες έναντι ανάλογης αποζημίωσης.

1013
Η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του δικαιώματος για τη χρήση της, καθώς και η
αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί, καθορίζονται με δικαστική απόφαση.

1014
Δεν υπάρχει υποχρέωση των γειτόνων να παράσχουν δίοδο αν η συγκοινωνία του ακινήτου
προς το δημόσιο δρόμο έπαψε με αυτόβουλη πράξη ή παράλειψη του κυρίου του ακινήτου.

1015
Αν εξαιτίας της εκποίησης μέρους του ακινήτου αποκόπηκε η συγκοινωνία προς το δημόσιο
δρόμο του μέρους που εκποιήθηκε ή του μέρους που απέμεινε, έχει υποχρέωση να παράσχει δίοδο
ο κύριος του μέρους από όπου γινόταν έως τώρα η συγκοινωνία. ε την εκποίηση μέρους
εξομοιώνεται και η εκποίηση ενός από περισσότερα ακίνητα που ανήκουν στον ίδιο κύριο.

1016
Εκείνος που παρακωλύεται ή διαταράσσεται στη χρήση της διόδου προστατεύεται σύμφωνα με
τις διατάξεις για την προστασία των πραγματικών δουλειών, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.

1017
Αν ανοίχτηκε νέα δίοδος ή από άλλο λόγο έπαψε η ανάγκη εκείνης που είχε συσταθεί, ο κύριος
του ακινήτου πάνω στο οποίο βρίσκεται έχει δικαίωμα να απαιτήσει την κατάργησή της
αποδίδοντας την αποζημίωση που είχε καταβληθεί.

1018 - Α
Αν απαιτείται για την επισκευή ή την ανακαίνιση κτιρίου η είσοδος και η κυκλοφορία του
εργαζόμενου προσωπικού στο γειτονικό ακίνητο ή η παροδική τοποθέτηση σ' αυτό εγκαταστάσεων
ή οικοδομικού υλικού, έχει υποχρέωση ο κύριος του γειτονικού ακινήτου, εφόσον δεν παρακωλύεται
σοβαρά η χρήση του, να ανεχθεί αυτές τις ενέργειες έναντι αποζημίωσης ή παροχής ασφάλειας για
την τυχόν ζημία.

249
1019 - Ο
κύριος ακινήτου έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον κύριο του γειτονικού κτήματος να
κατασκευάσουν από κοινού και με κοινή δαπάνη σταθερά ορόσημα ή να αποκαταστήσουν τα
ορόσημα που μετακινήθηκαν ή έχουν φθαρεί.

1020 -
Σε περίπτωση σύγχυσης των ορίων χωρεί κανονισμός τους από το δικαστήριο. Αν είναι ανέφικτη
η εξακρίβωσή τους, προσδιορίζονται σύμφωνα με την υπάρχουσα κατάσταση της νομής. Αν δεν
μπορεί και αυτή να εξακριβωθεί, κατανέμεται η αμφισβητούμενη έκταση κατά ίσο μέρος στο καθένα
από τα ακίνητα.

1021 - Δ
Αν δύο ακίνητα χωρίζονται με μονοπάτι ή άλλη λωρίδα γης ή φράχτη ή τοίχο ή τάφρο ή άλλο
κατασκεύασμα που εξυπηρετεί και τα δύο ακίνητα, τεκμαίρεται ότι οι κύριοί τους έχουν δικαίωμα
κοινής χρήσης αυτών των διαχωρισμάτων εφόσον από τα εξωτερικά σημεία ή την τοπική συνήθεια
δεν προκύπτει αποκλειστική χρήση του ενός απ' αυτούς.

1022
Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου η χρήση του κατασκευάσματος είναι κοινή για
τους δύο γείτονες, καθένας απ' αυτούς έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιεί σύμφωνα με τον
προορισμό του χωρίς να παρακωλύεται η χρήση του άλλου. ι δαπάνες για τη συντήρηση
βαρύνουν εξίσου και τους δύο. Εφόσον ο ένας απ' αυτούς έχει συμφέρον να διατηρηθεί το
κατασκεύασμα, αυτό δεν μπορεί να καταργηθεί ή να μεταβληθεί χωρίς τη συναίνεσή του. Κατά τα
λοιπά εφαρμόζονται στις μεταξύ τους σχέσεις οι διατάξεις για την κοινωνία.

1023 - Δ
Το δέντρο που βρίσκεται πάνω στα όρια είναι κοινό και των δύο γειτόνων.
Εφόσον δεν χρησιμεύει ως ορόσημο, έχει δικαίωμα καθένας από τους γείτονες να απαιτήσει την
αποκοπή του.

1024 -
Τα αγροτικά ακίνητα που βρίσκονται χαμηλότερα δέχονται τα νερά που τρέχουν φυσικά και χωρίς
χειροποίητο έργο απ' αυτά που βρίσκονται ψηλότερα. Στον κύριο του χαμηλότερου ή του
ψηλότερου ακινήτου απαγορεύεται κατασκεύασμα που εμποδίζει ή μεταβάλλει τη φυσική ροή.

1025
κύριος του ακινήτου έχει υποχρέωση να ανέχεται την επισκευή ή την αποκατάσταση των
κατασκευασμάτων που υπάρχουν σ' αυτό για την περιστολή της φοράς του νερού, εφόσον γίνεται
χωρίς βλάβη του. Η δαπάνη βαρύνει εκείνους που ωφελούνται ανάλογα με την ωφέλειά τους.

1026 -
κύριος οικοδομής έχει υποχρέωση να κατασκευάσει τη στέγη έτσι ώστε τα νερά της βροχής να
μη φέρονται προς το κτήμα του γείτονα.

1027 - Ν
κύριος του ακινήτου δεν μπορεί χρησιμοποιώντας το νερό της πηγής που υπάρχει στο ακίνητο
ή ανοίγοντας πηγάδι σ' αυτό, να αποκόψει ή να μειώσει σημαντικά το νερό που χρησιμοποιείται
ήδη από τους κατοίκους χωριού για τις ανάγκες τους.

1028 -
κύριος ακινήτου στο οποίο υπάρχει πηγή ή πηγάδι έχει υποχρέωση, χωρίς δική του στέρηση,
να χορηγεί έναντι αποζημίωσης στον κύριο του γειτονικού κτήματος το νερό το απαραίτητο για τις
οικιακές του ανάγκες, εφόσον η προμήθεια νερού από αλλού είναι σ' αυτόν δυνατή μόνο με
δυσανάλογη δαπάνη.

1029 - Δ
κύριος ακινήτου έχει δικαίωμα έναντι αποζημίωσης να απαιτήσει τη διοχέτευση νερού πηγής ή
πηγαδιού ή ποταμού διαμέσου ξένου αγροτικού ακινήτου, εφόσον έχει δικαίωμα πάνω στο νερό

250
αυτό. Η διοχέτευση γίνεται με τον περισσότερο πρόσφορο και λιγότερο επαχθή τρόπο για το
ακίνητο που επιβαρύνεται.

1030
Όποιος διοχετεύει νερό σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο διαμέσου ξένου ακινήτου έχει
υποχρέωση να κατασκευάσει ό,τι είναι αναγκαίο, ώστε από τη διοχέτευση αυτή να μην
παρακωλύονται τρίτοι, κύριοι παρακείμενων ακινήτων, στην άσκηση των δικαιωμάτων τους.

1031 - Σ
κύριος ακινήτου έχει υποχρέωση, αφού ληφθεί υπόψη και το δικό του συμφέρον, να επιτρέπει
έναντι ανάλογης αποζημίωσης την εναέρια ή την υπόγεια διέλευση διαμέσου του ακινήτου
σωλήνων νερού ή φωταερίου ή ηλεκτρικών καλωδίων για την εξυπηρέτηση άλλων ακινήτων. Η
εγκατάσταση γίνεται με τον περισσότερο πρόσφορο και λιγότερο επαχθή τρόπο για το ακίνητο που
επιβαρύνεται. κύριος αυτού του ακινήτου έχει δικαίωμα να απαιτήσει τη μετατόπιση της
εγκατάστασης σε άλλη θέση του ακινήτου με δαπάνες εκείνου που έχει δικαίωμα διέλευσης.

1032 - Π
ι αξιώσεις από τα άρθρα 1004 έως 1007, 1012, 1015, 1018, 1019, 1020, 1023 παρ. 2, 1029 και
1031 δεν υπόκεινται σε παραγραφή.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΗΣΗ ΡΙΟΤΗΤΑΣ

1033 -
ια τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου
που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται
με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή.

1034 -
ια τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού απαιτείται παράδοση της νομής του από τον κύριο σ'
αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα.

1035
Αν το κινητό βρίσκεται στη νομή τρίτου, αρκεί για τη μεταβίβαση της κυριότητάς του η εκχώρηση
της διεκδικητικής αγωγής κατά του τρίτου.

1036 -
ε την εκποίηση κινητού κατά το άρθρο 1034 εκείνος που αποκτά γίνεται κύριος και αν ακόμη η
κυριότητα του πράγματος δεν ανήκει σ' αυτόν που εκποιεί, εκτός αν κατά το χρόνο της παράδοσης
της νομής εκείνος που αποκτά βρίσκεται σε κακή πίστη.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ιδίως όταν η χωρίς δικαίωμα εκποίηση γίνεται από εκείνον που έχει
δικαίωμα επικαρπίας ή ενεχύρου πάνω στο πράγμα, ή από το μισθωτή ή το θεματοφύλακα, ή
εκείνον που βρίσκεται σε άλλη παρόμοια σχέση με τον κύριο.

1037
Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου εκείνος που αποκτά βρίσκεται σε κακή πίστη, αν
γνωρίζει ή αγνοεί από βαριά αμέλεια ότι το κινητό πράγμα δεν ανήκει κατά κυριότητα σ' αυτόν που
εκποιεί.

1038 - Π
Η μεταβίβαση κινητού από μη κύριο σ' εκείνον που αποκτά καλόπιστα δεν επέρχεται, αν το
μεταβιβαζόμενο έχει ξεφύγει από τη νομή του κυρίου με κλοπή ή με απώλεια.

1039
Αν πρόκειται για χρήματα ή ανώνυμους τίτλους, η μεταβίβαση από μη κύριο σε εκείνον που
αποκτά καλόπιστα επέρχεται και αν ακόμη αυτά είχαν ξεφύγει από τη νομή του κυρίου με κλοπή ή
με απώλεια. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για άλλα κινητά πράγματα που εκποιούνται σε
δημόσιο πλειστηριασμό ή σε εμποροπανήγυρη ή αγορά.

251
1040 - Δ
ε τη μεταβίβαση του κινητού πράγματος στην κυριότητα εκείνου που το αποκτά, αποσβήνονται
εμπράγματα δικαιώματα τρίτων που τυχόν υπάρχουν πάνω σ' αυτό, εκτός αν εκείνος που αποκτά
ήταν κακόπιστος ως προς το δικαίωμα του τρίτου κατά το χρόνο της παράδοσης της νομής.

1041 - Τ
Εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο πράγμα κινητό για μια τριετία
και ακίνητο για μια δεκαετία, γίνεται κύριος του πράγματος (τακτική χρησικτησία).

1042 -
νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, όταν χωρίς
βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα.

1043 - Ν
ια τη χρησικτησία αρκεί και ο νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται η καλή πίστη του νομέα.
Στα ακίνητα δεν υπάρχει νομιζόμενος τίτλος χωρίς μεταγραφή, στις περιπτώσεις που αυτή
απαιτείται.

1044 - Μ
Η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απόκτησης της νομής. Η μεταγενέστερη κακή
πίστη δεν βλάπτει.

1045 -
Εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος
(έκτακτη χρησικτησία).

1046 - Τ
Εκείνος που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη λήξη ορισμένης χρονικής
περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά τον ενδιάμεσο χρόνο.

1047 - Α
Η χρησικτησία δεν αρχίζει και, αν έχει αρχίσει δεν συνεχίζεται κατά το διάστημα που αναστέλλεται
η παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής, ή εμποδίζεται σύμφωνα με το νόμο η συμπλήρωση της
παραγραφής αυτής.

1048 - Δ
Η χρησικτησία διακόπτεται με την απώλεια της νομής. Η διακοπή λογίζεται ότι δεν επήλθε, αν
αυτός που έχασε τη νομή την ανέκτησε μέσα σε ένα έτος, ή αργότερα, αλλά με αγωγή που
ασκήθηκε μέσα στο έτος.

1049
Η χρησικτησία διακόπτεται με την έγερση της διεκδικητικής αγωγής εναντίον αυτού που
χρησιδεσπόζει ή αυτού που κατέχει στο όνομα εκείνου. Η διακοπή επέρχεται μόνο υπέρ του
ενάγοντος. ι διατάξεις για τη διακοπή της παραγραφής με την έγερση της αγωγής εφαρμόζονται
αναλόγως.

1050
Αν η χρησικτησία διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τη διακοπή δεν υπολογίζεται. Νέα
χρησικτησία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά την λήξη της διακοπής.

1051 - Π
Εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή μπορεί να
συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου.

1052
χρόνος χρησικτησίας που διανύθηκε υπέρ του νομέα κληρονομίας υπολογίζεται υπέρ του
πραγματικού κληρονόμου.

252
1053 - Ε
Όταν αποκτηθεί η κυριότητα του πράγματος με χρησικτησία, επέρχεται απόσβεση και των
εμπράγματων δικαιωμάτων τρίτων που τυχόν υπάρχουν πάνω σ' αυτό, εκτός αν αυτός που
χρησιδεσπόζει δεν βρισκόταν κατά την κτήση της νομής σε καλή πίστη ως προς το δικαίωμα του
τρίτου. χρόνος της χρησικτησίας πρέπει να περάσει και ως προς το δικαίωμα του τρίτου. ια τον
υπολογισμό αυτού του χρόνου εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη χρησικτησία της κυριότητας του
πράγματος.

1054 - Α
Ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι τα εκτός συναλλαγής πράγματα.

1055 - Π
"Εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα, τα
οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση ενόσω διαρκούν αυτές οι
καταστάσεις".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 9 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 22 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1056 - .
ε επιδίκαση από το δικαστήριο ή με προσκύρωση από δημόσια αρχή αποκτάται η κυριότητα
μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

1057 -
Αν κινητό ενωθεί με ακίνητο έτσι, ώστε να γίνει συστατικό του, η κυριότητα του ακινήτου εκτείνεται
και στο κινητό.

1058 - Σ
Αν κινητά που ανήκουν σε διαφορετικούς κυρίους ενωθούν έτσι, ώστε να γίνουν συστατικά
ενιαίου πράγματος, οι έως τώρα κύριοί τους γίνονται συγκύριοι του πράγματος κατά μέρη που
προσδιορίζονται από την αξία που έχουν τα πράγματα κατά το χρόνο της ένωσης.
Αν το ένα από τα πράγματα πρέπει να θεωρηθεί ως το κύριο, ο κύριος του πράγματος αυτού
αποκτά κυριότητα στο όλο.

1059 - Σ ,
Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως και όταν κινητά αναμιχθούν έτσι,
ώστε ο χωρισμός τους να αποβαίνει αδύνατος ή να απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες.

1060
Εφόσον με την ένωση ή την ανάμιξη αποσβήνεται η κυριότητα πράγματος, αποσβήνονται και τα
εμπράγματα δικαιώματα άλλων που υπάρχουν πάνω σ' αυτό.
1061 - Ε
Εκείνος που παράγει με επεξεργασία ή μετάπλαση ξένης ύλης νέο κινητό πράγμα, αποκτά την
κυριότητα πάνω σ' αυτό μόνο εφόσον η αξία της εργασίας που κατέβαλε είναι προφανώς ανώτερη
από την αξία της ύλης. ς επεξεργασία θεωρείται και η γραφή, η ζωγραφική, η ιχνογραφία, η
φωτογραφία, η εκτύπωση, η χαρακτική, καθώς και κάθε άλλη παρόμοια επεξεργασία της
επιφάνειας.
Εφόσον αποσβήνεται η κυριότητα πάνω στην ύλη, αποσβήνονται και τα εμπράγματα δικαιώματα
τρίτων που υπάρχουν πάνω σ' αυτήν.

1062
Αν εκείνος που παρήγαγε το νέο πράγμα δεν ήταν καλόπιστος, το δικαστήριο μπορεί κατά
εύλογη κρίση να επιδικάσει την κυριότητα στον κύριο της ύλης.

1063 - Α
Εκείνος που έχασε την κυριότητά του ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα εξαιτίας της ένωσης, της
ανάμιξης, της επεξεργασίας, ή της μετάπλασης, έχει απαίτηση εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε,
σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με επιφύλαξη του τυχόν δικαιώματός
του για αποζημίωση από αδικοπραξία ή για απόδοση δαπανών ή για αφαίρεση κατασκευάσματος.
253
Αξίωση για επαναφορά της προηγούμενης κατάστασης αποκλείεται.

1064 -
ε την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 1065 και 1066, η κυριότητα των προ όντων ή
άλλων συστατικών του πράγματος ανήκει και μετά τον αποχωρισμό στον κύριο του πράγματος.

1065
ε την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, εκείνος που έχει δικαίωμα να αποκτήσει
τα προ όντα ή άλλα συστατικά πράγματος δυνάμει δικαιώματος πάνω στο ξένο πράγμα, τα αποκτά
με τον αποχωρισμό.

1066
Εκείνος που νέμεται το πράγμα με καλή πίστη αποκτά με τον αποχωρισμό την κυριότητα των
καρπών ή άλλων προ όντων που θεωρούνται ως καρποί, εφόσον κατά τον αποχωρισμό βρίσκεται
σε καλή πίστη. Το ίδιο ισχύει και γι' αυτόν που έχει καλόπιστη νομή επικαρπίας πάνω στο πράγμα.

1067
Εκείνος που έχει δικαίωμα από ενοχική σχέση με τον κύριο του πράγματος ή με άλλο δικαιούχο,
να πάρει τα προ όντα ή άλλα συστατικά του πράγματος, γίνεται κύριος όταν αποκτήσει τη νομή
τους.

1068
Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται και αν αυτός που παραχώρησε με ενοχική
σχέση σε τρίτον το δικαίωμα να πάρει τα προ όντα ή άλλα συστατικά, δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, ο
τρίτος όμως κατά το χρόνο που αποκτά τη νομή τους βρίσκεται σε καλή πίστη και εκείνος που
παραχώρησε είναι νομέας του πράγματος.

1069 - Π
Το έδαφος που προστίθεται από τον ποταμό λίγο - λίγο και ανεπαίσθητα σε παραποτάμιο κτήμα,
ανήκει στον κύριο του κτήματος.

1070 - Α
Αν από τη φορά του νερού του ποταμού αποσπάστηκε απότομα τμήμα γης από ένα κτήμα και
ενώθηκε σε άλλο κτήμα της ίδιας ή της άλλης όχθης, η κυριότητα δεν χάνεται, αν μέσα σε ένα έτος
ο κύριος επανακτήσει τη νομή του τμήματος που αποσπάστηκε ή εγείρει γι' αυτό αγωγή.

1071 - Ν
Το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει στους κυρίους των παραποτάμιων
κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα, που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής
κατά μήκος και στη μέση του ποταμού και γραμμών που σύρονται κάθετα προς αυτήν από την
άκρη της πλευράς του κάθε κτήματος.

1072 -
Η κοίτη ποταμού μη πλεύσιμου που εγκαταλείφθηκε ανήκει στους κυρίους των παραποτάμιων
κτημάτων. Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως.
ι κύριοι του εδάφους της νέας κοίτης έχουν δικαίωμα μέσα σε ένα έτος να αποκαταστήσουν το
ρεύμα στην προηγούμενη κοίτη.

1073
Αν ο βραχίονας ποταμού περιβάλει παραποτάμιο κτήμα ή τμήμα του, η κυριότητα πάνω σ' αυτό
δεν χάνεται.

1074 -
Η κυριότητα δεν χάνεται αν παροδικά κατακλυστεί το έδαφος από τη ροή των νερών της βροχής
ή από έκτακτο ξεχείλισμα ποταμού.

1075 -
Εκείνος που παίρνει στη νομή του αδέσποτο κινητό, γίνεται κύριός του.

254
1076
Κινητό πράγμα γίνεται αδέσποτο, αν ο κύριος εγκαταλείψει τη νομή του με σκοπό να παραιτηθεί
από την κυριότητα.

1077 -
Τα άγρια ζώα είναι αδέσποτα, εφόσον βρίσκονται στη φυσική τους ελευθερία. γρια ζώα μέσα σε
περίφρακτο χώρο και ψάρια μέσα σε ιχθυοτροφείο ή σε άλλα περίκλειστα ιδιόκτητα νερά δεν είναι
αδέσποτα. γριο ζώο που πιάστηκε γίνεται αδέσποτο αν ξαναποκτήσει την ελευθερία του και ο
κύριός του δεν πάρει μέτρα, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, για την καταδίωξή του. Τιθασευμένο ζώο
γίνεται αδέσποτο, αν χάσει τη συνήθεια της επιστροφής.

1078 - Σ
Σμήνος από μέλισσες που αποδήμησε γίνεται αδέσποτο, αν ο κύριός του δεν πάρει μέτρα, χωρίς
υπαίτια καθυστέρηση, για την καταδίωξή του.

1079
κύριος του σμήνους έχει δικαίωμα να το καταδιώξει και να το συλλάβει μέσα σε ξένο ακίνητο,
και αν ακόμη μπήκε σε ξένη άδεια κυψέλη˙ έχει όμως υποχρέωση να επανορθώσει τη σχετική
ζημία.

1080
Αν σμήνη από μέλισσες περισσότερων κυρίων αποδήμησαν και αναμίχθηκαν, οι κύριοι που
καταδίωξαν τα σμήνη τους γίνονται συγκύριοι του ενιαίου σμήνους που συνέλαβαν. ι μερίδες τους
ορίζονται από τον αριθμό των σμηνών που καταδιώχτηκαν.

1081 - Ε
Όποιος βρήκε χαμένο πράγμα έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση
εκείνον που το έχασε ή τον κύριο ή κάθε άλλο δικαιούχο. Αν είναι δύσκολη τέτοια ειδοποίηση, έχει
υποχρέωση να ειδοποιήσει την αστυνομική αρχή και να αναφέρει τα περιστατικά που γνωρίζει
εφόσον συντελούν στην ανεύρεση του δικαιούχου. ευρέτης δεν έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει,
αν η αξία του αντικειμένου δεν ξεπερνά "τα είκοσι εννέα λεπτά (0,29) του ευρώ".

Σχόλια: Η εντός " " φράση στο τέλος του τρίτου εδαφίου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 01.01.2002 με τις
παρ. 1, 4 και 5 άρθρου 3 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α' 203).

1082
ευρέτης έχει υποχρέωση να φυλάξει και να συντηρήσει το πράγμα, εκτός αν προτιμά να το
παραδώσει στην αστυνομική αρχή.
Αν το πράγμα υπόκειται σε φθορά ή η φύλαξή του απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, παραδίνεται
στην αστυνομική αρχή που μπορεί να το εκποιήσει δημόσια. Αν είναι φανερό ότι το πράγμα δεν έχει
αξία ή είναι πιθανό πως η εκποίησή του δεν μπορεί να αποδώσει αξιόλογο τίμημα, διατίθεται κατά
την κρίση της αρχής.

1083
ευρέτης ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.

1084
Η αστυνομική αρχή έχει δικαίωμα οποτεδήποτε να απαιτήσει να της παραδοθεί το πράγμα.
Αφότου ο ευρέτης της το παραδώσει είτε αυθόρμητα είτε ύστερα από πρόσκλησή της,
απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για μεταγενέστερα γεγονότα.
ε την απόδοση σε εκείνον που το έχασε, ο ευρέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση
απέναντι σε κάθε δικαιούχο, εκτός αν γνώριζε ότι αυτός που το έχασε είναι κλέφτης.

1085 - Δ
ευρέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει από το δικαιούχο κάθε δικαιολογημένη κατά τις
περιστάσεις δαπάνη για τη φύλαξη και συντήρηση του πράγματος ή για την αναζήτηση του
δικαιούχου.

255
1086 - Ε
ευρέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει εύρετρα από το δικαιούχο. Αυτά συνίστανται σε δέκα τοις
εκατό για την έως "ένα ευρώ και πενήντα λεπτά (1,50)" αξία του πράγματος κατά το χρόνο της
απόδοσης, σε πέντε τοις εκατό "για την πέρα από το ένα ευρώ και πενήντα λεπτά (1,50) και μέχρι
τα είκοσι εννέα (29) ευρώ" αξία και σε δύο τοις εκατό για την επιπλέον αξία του πράγματος.
Αν το πράγμα έχει αξία μόνο για το δικαιούχο, τα εύρετρα ορίζονται κατά εύλογη κρίση.
ευρέτης δεν έχει δικαίωμα να αξιώσει εύρετρα, αν παρέλειψε αδικαιολόγητα την ειδοποίηση ή
απέκρυψε την εύρεση μολονότι προσκλήθηκε.

Σχόλια: Οι εντός " " φράσεις στο δεύτερο εδάφιο τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν από 01.01.2002 με τις παρ.
1, 4 και 5 άρθρου 3 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α' 203).

1087
Στις αξιώσεις του ευρέτη για δαπάνες και εύρετρα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις
αξιώσεις λόγω δαπανών του νομέα κατά του κυρίου που διεκδικεί.

1088 -
ε την παρέλευση έτους από την ειδοποίηση της αστυνομικής αρχής ο ευρέτης αποκτά την
κυριότητα του πράγματος από τη στιγμή της εύρεσης, εκτός αν στο μεταξύ ο δικαιούχος έγινε
γνωστός στην αρχή ή στον ευρέτη. ε την απόκτηση της κυριότητας επέρχεται απόσβεση και κάθε
εμπράγματου δικαιώματος τρίτου.

1089
Αν ο δικαιούχος έγινε γνωστός πριν περάσει το έτος του προηγούμενου άρθρου, ο ευρέτης
μπορεί να απαιτήσει τις δαπάνες και τα εύρετρα τάσσοντας γι' αυτό προθεσμία που δεν μπορεί να
λήγει πριν από την παρέλευση του έτους.
Όταν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, ο ευρέτης αποκτά την κυριότητα του πράγματος.

1090
ε την παράδοση του πράγματος στην αρχή δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα του ευρέτη.
Αν η αρχή προβεί σε εκποίηση, το πλειστηρίασμα υποκαθίσταται στο πράγμα.
Απόδοση του πράγματος ή του πλειστηριάσματος στο δικαιούχο επιτρέπεται μόνο με τη
συναίνεση του ευρέτη.

1091 -
Αν ο ευρέτης δεν παραλάβει το πράγμα που απέκτησε κατά κυριότητα μέσα στην προθεσμία που
του τάχθηκε από την αστυνομική αρχή, η κυριότητα του πράγματος περιέρχεται στο δήμο ή στην
κοινότητα του τόπου όπου βρέθηκε.

1092 - Ε
Εκείνος που βρήκε ένα πράγμα σε κατοικημένο κτίριο ή μέσα σε χώρο προορισμένο για τη
χρήση του κοινού, έχει υποχρέωση να το παραδώσει στον κύριο του κτιρίου ή στο μισθωτή ή σ'
αυτόν που έχει την εποπτεία του χώρου. Στην περίπτωση αυτή λογίζεται ευρέτης εκείνος στον
οποίο παραδόθηκε το πράγμα.

1093 -
Εκείνος που βρήκε και πήρε στη νομή του κινητό πράγμα αξίας, κρυμμένο μέσα σε άλλο πράγμα,
κινητό ή ακίνητο, τόσο καιρό ώστε να μην μπορεί να εξακριβωθεί ο κύριός του (θησαυρός) γίνεται
κύριος του μισού θησαυρού. άλλος μισός ανήκει στον κύριο του πράγματος όπου ήταν
κρυμμένος ο θησαυρός.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΡΙΟΤΗΤΑΣ

1094 - Δ
κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της
κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος.

256
1095
νομέας μπορεί να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος, αν έχει έναντι του κυρίου δικαίωμα να
νέμεται ή να κατέχει το πράγμα.

1096 - Ε
νομέας ενέχεται να αποδώσει τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από το πράγμα μετά την
επίδοση της αγωγής. Επιπλέον ευθύνεται και για ωφελήματα που δεν εισέπραξε από δική του
υπαιτιότητα μετά την επίδοση της αγωγής, ενώ μπορούσε να τα εισπράξει σύμφωνα με τους
κανόνες της τακτικής διαχείρισης.

1097 - Ε
νομέας από την επίδοση της αγωγής ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου, αν από
υπαιτιότητά του το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιον
άλλο λόγο.

1098 -
Αν ο νομέας ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, ή αν έμαθε αργότερα ότι
δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος,
την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής. Δεν αποκλείεται περαιτέρω
ευθύνη του από υπερημερία.

1099
Αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, ευθύνεται σε αποζημίωση
του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.

1100 -
Αν ο νομέας πήρε και εξαλούθησε να έχει καλόπιστα τη νομή του πράγματος, δεν ευθύνεται για
το πριν από την επίδοση της αγωγής χρονικό διάστημα ούτε σε απόδοση των ωφελημάτων του
πράγματος ούτε σε αποζημίωση για τη χειροτέρευση ή καταστροφή του πράγματος ή την αδυναμία
απόδοσής του.

1101 - Α
καλόπιστος νομέας έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον κύριο αποζημίωση για δαπάνες που
έγιναν στο πράγμα, προκειμένου να διατηρηθεί κατάλληλο για τακτική εκμετάλλευση (αναγκαίες
δαπάνες), καθώς και για την πληρωμή βαρών του πράγματος. ια συνηθισμένες όμως δαπάνες
συντήρησης του πράγματος δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης, εφόσον του έμειναν τα ωφελήματα
του πράγματος.

1102
κακόπιστος νομέας, και από την επίδοση της αγωγής κάθε νομέας, έχει δικαίωμα
αποζημίωσης για τις αναγκαίες δαπάνες εξαιτίας βαρών του πράγματος, μόνο κατά τις διατάξεις για
τη διοίκηση αλλοτρίων.

1103 - Ε
ια δαπάνες από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος (επωφελείς δαπάνες), έχει δικαίωμα
αποζημίωσης μόνο ο καλόπιστος νομέας για το πριν από την επίδοση της αγωγής διάστημα και
μόνο εφόσον σώζεται η αύξηση της αξίας κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος.

1104 - Δ
ια το πράγμα που ενώθηκε με άλλο ως συστατικό του, ο νομέας έχει το δικαίωμα της
αφαίρεσης.
Το δικαίωμα αποκλείεται: 1. αν πρόκειται για συνήθη δαπάνη συντήρησης, για την οποία ο
νομέας δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης επειδή πήρε τα ωφελήματα˙ 2. αν ο νομέας δεν ωφελείται
καθόλου από την αφαίρεση˙ 3. αν του καταβάλλεται η αξία που θα είχε το συστατικό μετά τον
αποχωρισμό.

1105
νομέας έχει δικαίωμα αποζημίωσης ή αφαίρεσης για τις δαπάνες που έγιναν από το
δικαιοπάροχό του με τους ίδιους όρους που και εκείνος θα είχε αυτό το δικαίωμα.
257
Η υποχρέωση του κυρίου εκτείνεται και στις δαπάνες που έγιναν πριν αποκτήσει την κυριότητα.

1106 - Δ
O νομέας έχει δικαίωμα επίσχεσης του πράγματος ωσότου ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του
οφείλονται. Δεν έχει το δικαίωμα αυτό, αν απέκτησε το πράγμα με παράνομη πράξη που έγινε με
πρόθεση.

1107 - Α
Η αξίωση αποζημίωσης ή αφαίρεσης που έχει ο νομέας εξαιτίας δαπανών αποσβήνεται, όταν
από την απόδοση του πράγματος περάσει μήνας αν πρόκειται για κινητά, και έξι μήνες αν πρόκειται
για ακίνητα.

1108 - Α
Αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του
πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα, να άρει
την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Δεν αποκλείεται περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης
κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.
Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου δεν παρέχεται, αν εκείνος που έκανε την προσβολή
ενέργησε δυνάμει δικαιώματος.

1109 -
κύριος κινητού πράγματος που περιήλθε σε ξένο ακίνητο έχει δικαίωμα να απαιτήσει από το
νομέα του ακινήτου να του επιτρέψει την αναζήτηση και την ανάληψη, υποχρεούται όμως να τον
αποζημιώσει για την ζημία που προξενήθηκε από την αναζήτηση.

1110 - Τ
πέρ του νομέα κινητού ισχύει το τεκμήριο ότι είναι κύριός του. Το τεκμήριο δεν αντιτάσσεται
κατά του προηγούμενου νομέα, από τον οποίο το πράγμα ξέφυγε με κλοπή ή απώλεια.
Προκειμένου όμως για χρήματα και ανώνυμους τίτλους το τεκμήριο αντιτάσσεται και εναντίον του.

1111
πέρ του προηγούμενου νομέα κινητού ισχύει το τεκμήριο, ότι ήταν κύριός του κατά τη διάρκεια
της νομής του.

1112 - Π
Εκείνος που απέκτησε τη νομή ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας δικαιούται, αν
έχασε τη νομή πριν συμπληρωθεί ο χρόνος, να απαιτήσει από αυτόν που το νέμεται χωρίς έγκυρο
ή νομιζόμενο τίτλο, την απόδοση του πράγματος κατά τις διατάξεις για τη διεκδικητική αγωγή που
εφαρμόζονται αναλόγως.
Αν ο παραπάνω νομέας ακινήτου προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή
κατακράτηση του πράγματος, έχει δικαίωμα επίσης να προστατευθεί όπως και ο κύριος.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
Σ ΡΙΟΤΗΤΑ

1113 -
Αν η κυριότητα του πράγματος ανήκει σε περισσοτέρους εξ αδιαιρέτου κατ' ιδανικά μέρη,
εφαρμόζονται οι διατάξεις για την κοινωνία.

1114 - Π
Στο κοινό ακίνητο μπορεί να συσταθεί πραγματική δουλεία υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου
ακινήτου και αν ακόμη αυτός είναι συγκύριος του ακινήτου που βαρύνεται με τη δουλεία. Το ίδιο
ισχύει και για πραγματική δουλεία πάνω σε ακίνητο υπέρ των εκάστοτε κυρίων κοινού ακινήτου, αν
κάποιος από αυτούς είναι κύριος του ακινήτου που βαρύνεται με τη δουλεία.

1115 - Π
ι διατάξεις των άρθρων 791 και 796, όταν πρόκειται για κοινό εμπράγματο δικαίωμα,
εφαρμόζονται μόνο αν η συμφωνία ή η απόφαση των κοινωνών έχει υποβληθεί στον τύπο του

258
συμβολαιογραφικού εγγράφου και σε μεταγραφή. Στην περίπτωση του άρθρου 791 μεταγραφή
απαιτείται και για τη δικαστική απόφαση.

1116 -
Κάθε συγκύριος έχει δικαίωμα έναντι τρίτων να ασκεί για ολόκληρο το πράγμα τις αξιώσεις από
την κυριότητα. Όταν όμως διεκδικεί ολόκληρο το πράγμα, οφείλει να απαιτήσει την απόδοσή του σε
όλους τους συγκυρίους.

1117 - Α
Όταν πρόκειται για οικοδομή, ο κύριος ορόφου ή διαμερίσματός του είναι αυτοδικαίως συγκύριος
εξ αδιαιρέτου κατ' ανάλογη μερίδα πάνω στα μέρη του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν στην
κοινή και των λοιπών κυρίων χρήση, όπως είναι ιδίως το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η
στέγη, η αυλή.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΠΡΑ ΜΑΤΙ ΕΣ ΔΟ ΕΙΕΣ

1118 -
Πάνω σε ακίνητο μπορεί να αποκτηθεί εμπράγματο δικαίωμα υπέρ του εκάστοτε κυρίου άλλου
ακινήτου, που να του παρέχει κάποια ωφέλεια (πραγματική δουλεία).

1119
ε την πραγματική δουλεία ο κύριος του δουλεύοντος φέρει το βάρος είτε να ανέχεται κάποια
χρησιμοποίηση του ακινήτου του από τον κύριο του δεσπόζοντος είτε να παραλείπει ορισμένες
πράξεις, τις οποίες θα είχε δικαίωμα να επιχειρεί ως κύριος.

1120
Πραγματικές δουλείες κατά την έννοια του προηγούμενου άρθρου είναι ιδίως: η δουλεία οδού, η
δουλεία διοχέτευσης ή αποχέτευσης ή άντλησης νερού ή ποτισμού θρεμμάτων του δεσπόζοντος, ή
βοσκής ή ξύλευσης, η δουλεία εκπομπής στο δουλεύον του νερού της στέγης του δεσπόζοντος, η
δουλεία εξώστη ή προστέγου πάνω στο δουλεύον ή στήριξης της οικοδομής πάνω στο γειτονικό
κτίριο, η δουλεία υπονόμου, η δουλεία μη ανέγερσης, μη παρεμπόδισης του φωτός ή της θέας του
δεσπόζοντος.

1121 - Σ
ι πραγματικές δουλείες συνιστώνται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία. ι διατάξεις για τη
χρησικτησία ακινήτων και για τη μεταβίβασή τους με συμφωνία εφαρμόζονται αναλόγως και στη
σύσταση των πραγματικών δουλειών.

1122 - Π
Αν το δεσπόζον ή το δουλεύον ακίνητο ανήκει σε περισσότερους, για τη σύσταση δουλείας με
δικαιοπραξία απαιτείται η συναίνεση όλων.

1123 -
Αν η δουλεία συνίσταται στο να μην κάνει κανείς κάτι, η νομή για έκτακτη χρησικτησία αρχίζει από
τότε που ο κύριος του δεσπόζοντος απαγόρευσε στον κύριο του δουλεύοντος την πράξη της
οποίας η παράλειψη αποτελεί το περιεχόμενο της δουλείας.

1124 -
Το δικαίωμα της δουλείας εκτείνεται μόνο έως την εξυπηρετούμενη ανάγκη του δεσπόζοντος.
Νέες ανάγκες του, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν συνεπάγονται διαφορετική επιβάρυνση για τον
κύριο του δουλεύοντος.

1125
Στο δικαίωμα της δουλείας περιλαμβάνεται κάθε πράξη του δικαιούχου που είναι αναγκαία για
την άσκησή της. φείλει όμως αυτός να ασκεί το δικαίωμά του με κάθε δυνατή φειδώ ως προς τα
συμφέροντα του κυρίου του δουλεύοντος.

259
1126 - Δ
Αν για την άσκηση της δουλείας διατηρείται στο δουλεύον ακίνητο κάποιο κατασκεύασμα, ο
δικαιούχος έχει υποχρέωση να το διατηρεί σε κανονική κατάσταση, εφόσον αυτό απαιτεί το
συμφέρον του κυρίου του δουλεύοντος. Αν το κατασκεύασμα εξυπηρετεί και το συμφέρον του
κυρίου του δουλεύοντος, την υποχρέωση για συντήρηση έχουν και οι δύο ανάλογα με το συμφέρον
του καθενός, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.

1127
Αν η δουλεία συνίσταται σε δικαίωμα να διατηρεί ο δικαιούχος οικοδομικό κατασκεύασμα πάνω
σε οικοδομικό κατασκεύασμα του δουλεύοντος ακινήτου, ο κύριος του δουλεύοντος, αν δεν
συμφωνήθηκε διαφορετικά, έχει υποχρέωση να συντηρεί το δικό του κατασκεύασμα, εφόσον αυτό
απαιτεί το συμφέρον του δικαιούχου.

1128 - Μ
κύριος του δουλεύοντος δικαιούται να απαιτήσει, έναντι προκαταβολής της απαιτούμενης
δαπάνης, να μεταβληθεί ο τρόπος που ασκείται η δουλεία, αν ο οικονομικός της σκοπός
πραγματοποιείται εξίσου με αυτή τη μεταβολή και ο έως τώρα τρόπος της άσκησής της είναι γι'
αυτόν ιδιαίτερα επαχθής.
Το ίδιο ισχύει και για τη μεταβολή της θέσης, στην οποία ασκείται έως τώρα στο ακίνητο η
δουλεία.

1129 -
Η ύπαρξη της δουλείας δεν στερεί τον κύριο του δουλεύοντος από το δικαίωμα να το
χρησιμοποιεί για τον εαυτό του με όμοιο τρόπο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ή αν το
δουλεύον δεν επαρκεί για τέτοια χρήση.

1130 - Δ
Αν διαιρεθεί το δεσπόζον ακίνητο, η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει υπέρ του κάθε μέρους, η
άσκησή της όμως δεν μπορεί να είναι επαχθέστερη για τον κύριο του δουλεύοντος. ια κάθε μέρος
του πράγματος στο οποίο η δουλεία δεν παρέχει χρησιμότητα επέρχεται απόσβεσή της.

1131 - Δ
Αν διαιρεθεί το δουλεύον, η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει πάνω στο καθένα από τα μέρη στα
οποία διαιρέθηκε. Επέρχεται όμως απόσβεση για το κάθε μέρος ως προς το οποίο από τη φύση
της δουλείας ή από τη σύμβαση έπαψε η άσκησή της.

1132 - Π
Αυτός που έχει δικαίωμα πραγματικής δουλείας, και όταν υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι, ο
καθένας από αυτούς, έχει δικαίωμα σε περίπτωση προσβολής να απαιτήσει από τον προσβολέα
την αναγνώριση της δουλείας και την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψή της στο
μέλλον. Δεν αποκλείεται περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.
Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου δεν παρέχεται, αν εκείνος που έκανε την προσβολή
ενέργησε δυνάμει δικαιώματος.

1133
Την προστασία του προηγούμενου άρθρου έχει κι αυτός που απέκτησε τη νομή της δουλείας με
τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας εναντίον εκείνου που νέμεται το δουλεύον χωρίς έγκυρο ή
νομιζόμενο τίτλο, αν πριν συμπληρωθεί ο χρόνος της χρησικτησίας προσβάλλεται στην άσκησή
της.

1134 - Α
Η δουλεία αποσβήνεται με μονομερή δήλωση παραίτησης του δικαιούχου, η οποία γίνεται είτε με
διάταξη τελευταίας βούλησης είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή.
Αν τρίτος έχει πάνω στο δεσπόζον εμπράγματο δικαίωμα, είναι απαραίτητη και η συναίνεσή του,
εφόσον από την παραίτηση παραβλάπτεται το δικαίωμά του.

1135
Η ολική καταστροφή του δεσπόζοντος ή του δουλεύοντος ακινήτου επιφέρει απόσβεση της
δουλείας.
260
1136
Η δουλεία αποσβήνεται εφόσον από λόγους πραγματικούς ή νομικούς η άσκησή της γίνεται
αδύνατη.

1137
Η δουλεία αποσβήνεται, αν η κυριότητα του δεσπόζοντος και του δουλεύοντος περιέλθει στο ίδιο
πρόσωπο.

1138
Η δουλεία αποσβήνεται με εικοσαετή αχρησία. Αν υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι, αρκεί η
άσκηση της δουλείας από έναν.

1139
Στις δουλείες που ασκούνται κατά διαλείμματα η εικοσαετία αρχίζει από την τελευταία άσκηση.
Στις δουλείες των οποίων το περιεχόμενο συνίσταται σε συνεχή άσκηση, η εικοσαετία αρχίζει
αφότου στο δουλεύον έγινε κατασκεύασμα που εμποδίζει την άσκηση της δουλείας.
Η αχρησία διακόπτεται με την έγερση αγωγής από το δικαιούχο.

1140
Η απόσβεση της δουλείας λόγω αχρησίας δεν εμποδίζεται όταν η δουλεία ασκείται κατά τρόπο ή
χρόνο διαφορετικό από εκείνον που αρμόζει στη δουλεία.

1141
Η αχρησία δεν αρχίζει και όταν αρχίσει δεν συνεχίζεται κατά το διάστημα που αναστέλλεται η
παραγραφή της αγωγής για την προστασία της δουλείας, ή εμποδίζεται κατά το νόμο η
συμπλήρωση της παραγραφής της.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
ΠΡΟΣ ΠΙ ΕΣ ΔΟ ΕΙΕΣ

1142 -
Η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να
χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του.

1143 - Σ
Η επικαρπία συνιστάται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία. ι διατάξεις για τη χρησικτησία
κινητών ή ακινήτων και για τη μεταβίβαση της κυριότητάς τους με συμφωνία εφαρμόζονται
αναλόγως και για τη σύσταση επικαρπίας πάνω σ' αυτά.

1144
Επικαρπία μπορεί να συσταθεί και σε ιδανικό μέρος του πράγματος.

1145 -
επικαρπωτής πράγματος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να βεβαιωθεί με έξοδά του η
κατάσταση του πράγματος από πραγματογνώμονες που διορίζει το δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα
έχει και ο κύριος.

1146 - Α
Αν αντικείμενο της επικαρπίας είναι ομάδα πραγμάτων, ο επικαρπωτής και ο κύριος έχουν
αμοιβαία την υποχρέωση να συμπράξουν για τη σύνταξη απογραφής τους. Τη δαπάνη φέρει αυτός
που ζητεί την απογραφή.

1147
επικαρπωτής έχει δικαίωμα να νέμεται το πράγμα.

1148 -
επικαρπωτής έχει υποχρέωση κατά την άσκηση της επικαρπίας να διατηρεί τον έως τώρα
οικονομικό προορισμό του πράγματος και να το μεταχειρίζεται με επιμέλεια και σύμφωνα με τους
κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης. Δεν έχει δικαίωμα να επιφέρει ουσιώδεις μεταβολές.
261
1149
Σε περίπτωση επικαρπίας δάσους ή μεταλλείου ή ορυχείου ο επικαρπωτής ή ο κύριος έχει
δικαίωμα να απαιτήσει να καθοριστεί η εκμετάλλευση βάσει σχεδίου με δαπάνη και των δύο.

1150 -
Καρποί που συνέλεξε ο επικαρπωτής καθ' υπέρβαση της τακτικής εκμετάλλευσης ή εξαιτίας
έκτακτων περιστατικών περιέρχονται κατά το πλεόνασμα στον κύριο.

1151 - Ο
Αν βρεθεί στο πράγμα θησαυρός, το δικαίωμα του επικαρπωτή δεν εκτείνεται και στο μέρος του
θησαυρού που ανήκει στον κύριο.

1152 - Ε
επικαρπωτής έχει υποχρέωση να φροντίζει για την επισκευή ή την ανακαίνιση του πράγματος˙
βαρύνεται με τις σχετικές δαπάνες μόνο εφόσον αυτές ανάγονται στη συνήθη συντήρηση του
πράγματος.

1153 -
επικαρπωτής έχει υποχρέωση να ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον κύριο για κάθε
βλάβη του πράγματος ή για την ανάγκη έκτακτης επισκευής του ή για προφυλακτικό μέτρο που
επιβάλλεται εναντίον κινδύνου που δεν είχε προβλεφθεί. Το ίδιο ισχύει και όταν τρίτος αντιποιείται
κάποιο δικαίωμα πάνω στο πράγμα.
Αν ο κύριος αμελεί ή αρνείται να λάβει μέτρα για να αποτρέψει τη βλάβη ή τον κίνδυνο, ο
επικαρπωτής παίρνει τα μέτρα αυτά με δαπάνη του κυρίου.

1154 -
επικαρπωτής έχει υποχρέωση να ασφαλίζει με έξοδά του το πράγμα υπέρ του κυρίου κατά της
φωτιάς ή άλλων κινδύνων για το χρόνο της επικαρπίας, εφόσον η ασφάλιση επιβάλλεται από τους
κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης. Αν παρέλαβε το πράγμα ασφαλισμένο, έχει υποχρέωση με
τους ίδιους όρους να καταβάλλει τα ασφάλιστρα του χρόνου της επικαρπίας.

1155 -
επικαρπωτής έχει υποχρέωση έναντι του κυρίου να φέρει κατά τη διάρκεια της επικαρπίας τα
δημόσια βάρη του πράγματος, εκτός από τα έκτακτα. Αν κατά τη σύσταση της επικαρπίας υπάρχει
υποθήκη πάνω στο πράγμα, ο επικαρπωτής έχει επίσης υποχρέωση έναντι του κυρίου να
καταβάλλει τους κατά τη διάρκεια της επικαρπίας τόκους του χρέους ή μέρος των τόκων κατ'
αναλογία και προς τις τυχόν άλλες υποθήκες που ασφαλίζουν το χρέος.

1156
επικαρπωτής ολόκληρης περιουσίας ή ποσοστού μέρους της έχει υποχρέωση να καταβάλει
τον τόκο ή το αντίστοιχο μέρος του για τα χρέη του κυρίου που υπάρχουν κατά τη σύσταση της
επικαρπίας.
ποχρεούται επίσης να καταβάλει τις περιοδικές παροχές διατροφής που πηγάζουν από
υποχρέωση του κυρίου που είχε ήδη γεννηθεί κατά τη σύσταση της επικαρπίας.

1157 - Δ
ια δαπάνες του επικαρπωτή για τις οποίες αυτός δεν έχει υποχρέωση ενέχεται κατά τις διατάξεις
για τη διοίκηση αλλοτρίων εκείνος που ήταν κύριος του πράγματος όταν έγιναν. επικαρπωτής
έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει το κατασκεύασμα που ο ίδιος έκανε πάνω στο πράγμα.

1158 -
επικαρπωτής δεν ευθύνεται για τη μεταβολή ή τη χειροτέρευση του πράγματος που
προξενήθηκε από την κανονική άσκηση της επικαρπίας.

1159 -
κύριος του πράγματος, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά, δικαιούται να απαιτήσει από τον
επικαρπωτή ασφάλεια, αν η επικαρπία ασκείται με τρόπο που απειλεί σοβαρά τα δικαιώματα του
κυρίου. Από την ασφάλεια απαλλάσσεται ο δωρητής που έχει παρακρατήσει για τον εαυτό του την
επικαρπία.
262
1160
Αν ο επικαρπωτής δεν δίνει ή αδυνατεί να δώσει την ασφάλεια που διατάχθηκε ή αν προσβάλλει
σοβαρά τα δικαιώματα του κυρίου, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του κυρίου, διατάζει την
εκμίσθωση του πράγματος ή αναθέτει την άσκηση της επικαρπίας σε διαχειριστή για λογαριασμό
του επικαρπωτή. Διαχειριστής μπορεί να οριστεί και ο κύριος. Η διαχείριση αίρεται αν δοθεί
ασφάλεια ή εκλείψει η αιτία που την προκάλεσε.

1161 - Α
επικαρπωτής έχει υποχρέωση μετά τη λήξη της επικαρπίας να αποδώσει το πράγμα στον
κύριο. Στη σχέση ανάμεσα στον επικαρπωτή και στον κύριο του πράγματος αυτός που
παραχώρησε την επικαρπία λογίζεται υπέρ του επικαρπωτή ως κύριος, εκτός αν ο επικαρπωτής
γνωρίζει ότι δεν είναι κύριος.

1162
επικαρπωτής αγροτικού κτήματος δεν έχει κατά τη λήξη της επικαρπίας δικαίωμα στους
καρπούς που δεν έχουν ακόμη αποχωριστεί. πορεί όμως να απαιτήσει τις δαπάνες για την
παραγωγή τους, εφόσον δεν ξεπερνούν την αξία των καρπών.

1163
επικαρπωτής αγροτικού κτήματος έχει υποχρέωση κατά τη λήξη της επικαρπίας να αφήσει
από τα προ όντα του κτήματος, ιδίως από το σπόρο, το χόρτο και το λίπασμα, όση ποσότητα
απαιτείται για τακτική καλλιέργεια του κτήματος έως τη νέα εσοδεία. χει όμως αξίωση
αποζημίωσης γι' αυτά από τον κύριο, εφόσον δεν παρέλαβε τέτοια προ όντα όταν μπήκε στο κτήμα.

1164 - Τ
Αν η επικαρπία ακινήτου λήξει κατά τη διάρκεια της εκμίσθωσης του ακινήτου που έγινε από τον
επικαρπωτή, εφαρμόζονται αναλόγως ως προς την εξακολούθηση της μίσθωσης καθώς και ως
προς την προκαταβολή ή την εκχώρηση ή την κατάσχεση μισθωμάτων της, οι διατάξεις για την
εκποίηση του μισθίου ακινήτου κατά τη διάρκεια της μίσθωσης.

1165 - Π
ι αξιώσεις του κυρίου κατά του επικαρπωτή εξαιτίας μεταβολής ή χειροτέρευσης του
πράγματος, καθώς και οι αξιώσεις του επικαρπωτή για δαπάνες ή για την αφαίρεση
κατασκευάσματος, παραγράφονται μετά την παρέλευση έξι μηνών από την απόδοση του
πράγματος.

1166 - Η
Η επικαρπία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, είναι αμεταβίβαστη. Η άσκησή της μπορεί να
μεταβιβαστεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας, με την επιφύλαξη
της διάταξης του άρθρου 1164.

1167 - Α
Η επικαρπία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή.
Επικαρπία υπέρ νομικού προσώπου εκλείπει μαζί μ' αυτό.

1168
Η επικαρπία αποσβήνεται μόλις ενωθεί με την κυριότητα στο ίδιο πρόσωπο.

1169
Η επικαρπία αποσβήνεται με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς τον κύριο ότι παραιτείται.
ια τα ακίνητα η δήλωση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που κοινοποιείται στον κύριο και
υποβάλλεται σε μεταγραφή.

1170
ι λόγοι απόσβεσης των πραγματικών δουλειών εξαιτίας της καταστροφής του δουλεύοντος
πράγματος, της αδυναμίας άσκησης και της αχρησίας, εφαρμόζονται αναλόγως και στην επικαρπία
πράγματος. Η εικοσαετία για την αχρησία αρχίζει από την τελευταία άσκηση της επικαρπίας.

263
1171 -
Η επικαρπία του πράγματος εκτείνεται και στο αντάλλαγμα ή στο ποσόν αποζημίωσης που
οφείλεται γι' αυτό, ιδίως εξαιτίας καταστροφής ή ασφαλιστικής σύμβασης ή αναγκαστικής
απαλλοτρίωσής του.

1172
Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου ο κύριος ή ο επικαρπωτής έχει δικαίωμα να
απαιτήσει να δαπανηθεί το ποσόν που εισπράχθηκε για την αποκατάσταση ή την αντικατάσταση
του πράγματος, εφόσον μια τέτοια πράξη ανταποκρίνεται στους κανόνες τακτικής εκμετάλλευσης.

1173 - Π
Σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του επικαρπωτή, εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις για την προστασία της κυριότητας.

1174 - Ε
Αν αντικείμενο της επικαρπίας είναι πράγματα αναλωτά, ο επικαρπωτής, εφόσον δεν ορίστηκε
διαφορετικά, γίνεται κύριος των πραγμάτων και έχει την υποχρέωση στο τέλος της επικαρπίας να
αποδώσει, κατ' επιλογήν εκείνου που παραχώρησε την επικαρπία, είτε την αξία που είχαν τα
πράγματα αυτά κατά το χρόνο της σύστασης της επικαρπίας είτε άλλα πράγματα της ίδιας
ποσότητας και ποιότητας.

1175
Επί επικαρπίας αναλωτών πραγμάτων ο επικαρπωτής, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά, έχει
υποχρέωση να δώσει ασφάλεια πριν από την παράδοσή τους. επικαρπωτής απαλλάσσεται από
την υποχρέωση παροχής ασφάλειας:
1. σε περίπτωση χρημάτων, αν κατατεθούν σε ασφαλή τράπεζα ή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα με
την επιφύλαξη του δικαιώματος επικαρπίας˙
2. αν είναι ο δωρητής που παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία.

1176 - Ε
Στην επικαρπία ανώνυμων τίτλων εφαρμόζονται οι διατάξεις για την επικαρπία πράγματος.
επικαρπωτής πριν από την παράδοση, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά, έχει υποχρέωση να δώσει
ασφάλεια. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσεται: 1. αν οι τίτλοι κατατεθούν σε ασφαλή τράπεζα
ή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα με την επιφύλαξη του δικαιώματος επικαρπίας˙ 2. αν επικαρπωτής
είναι ο δωρητής που παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία.
επικαρπωτής έχει δικαίωμα να νέμεται τα προσαρτημένα τοκομερίδια ή μερισματόγραφα χωρίς
παροχή ασφάλειας.

1177
Σε περίπτωση επικαρπίας μετοχών εταιρίας ο επικαρπωτής, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά,
έχει δικαίωμα να μετέχει στις συνελεύσεις των μετόχων της εταιρίας.

1178 - Ε
Επικαρπία μπορεί να συσταθεί και πάνω σε δικαίωμα. Η σύστασή της γίνεται με το τρόπο που
γίνεται η μεταβίβαση του δικαιώματος. Δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβαστούν δεν είναι
δεκτικά επικαρπίας.

1179 - Ι
επικαρπωτής απαίτησης έχει δικαίωμα στην κάρπωσή της.
Αν η απαίτηση δεν είναι χρηματική, έχει δικαίωμα και να την εισπράξει. Από την είσπραξή της
είναι επικαρπωτής πράγματος.

1180
Αν η απαίτηση, που βαρύνεται με επικαρπία είναι χρηματική, ο δανειστής και ο επικαρπωτής
έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να συμπράξουν για την είσπραξη του κεφαλαίου από κοινού. Αντί
για την είσπραξη ή μετά την είσπραξη ο καθένας απ' αυτούς έχει δικαίωμα να απαιτήσει την
ασφαλή και έντοκη τοποθέτηση του κεφαλαίου, με επιφύλαξη του δικαιώματος του επικαρπωτή.
Αυτός προσδιορίζει το είδος της τοποθέτησης.

264
1181
επικαρπωτής ισόβιας προσόδου έχει δικαίωμα να εισπράττει τις περιοδικές παροχές που
αρμόζουν στο δικαίωμα που βαρύνεται με την επικαρπία.

1182
Στην επικαρπία δικαιώματος εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις για την
επικαρπία πραγμάτων, εφόσον δεν προκύπτει κάτι διαφορετικό από το νόμο ή από τη φύση της
επικαρπίας δικαιώματος.

1183 - Ο
Η προσωπική δουλεία της οίκησης συνίσταται στο εμπράγματο και αποκλειστικό δικαίωμα του
δικαιούχου να χρησιμοποιεί ως κατοικία ξένη οικοδομή ή διαμέρισμά της.

1184
Όποιος έχει την οίκηση, έχει δικαίωμα να κατοικεί στην οικοδομή με την οικογένειά του και το
ανάλογο προς την κοινωνική του θέση υπηρετικό προσωπικό.

1185
Η οίκηση είναι αμεταβίβαστη και αποσβήνεται με το θάνατο του δικαιούχου.

1186
Στην οίκηση δεν υπάρχει αξίωση για παροχή ασφάλειας. δικαιούχος δεν έχει υποχρέωση να
ασφαλίσει την οικοδομή.

1187
Στην οίκηση εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι γενικές διατάξεις για την επικαρπία
ακινήτων, εφόσον συμβιβάζονται και με τη φύση της οίκησης.

1188 -
Πάνω σε ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας που να
παρέχει κάποια εξουσία ή χρησιμότητα υπέρ ορισμένου προσώπου (περιορισμένες προσωπικές
δουλείες).
ι δουλείες αυτές μπορούν να συνίστανται και σε οτιδήποτε αποτελεί περιεχόμενο πραγματικής
δουλείας.

1189
Η έκταση της περιορισμένης προσωπικής δουλείας προσδιορίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας,
από τις προσωπικές ανάγκες του δικαιούχου.

1190
Η περιορισμένη προσωπική δουλεία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, είναι αμεταβίβαστη και
αποσβήνεται με το θάνατο του δικαιούχου ή όταν εκλείψει το νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου
είχε συσταθεί.

1191
Στις περιορισμένες προσωπικές δουλείες εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις για τις
πραγματικές δουλείες, εφόσον συμβιβάζονται και με τη φύση των προσωπικών δουλειών.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΜΕΤΑ ΡΑ Η

1192 - Π
εταγράφονται στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου:
1. οι εν ζωή δικαιοπραξίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αιτία θανάτου δωρεές, με τις
οποίες συνιστάται, μετατίθεται, καταργείται εμπράγματο δικαίωμα (εμπράγματες δικαιοπραξίες)
πάνω σε ακίνητα˙
2. οι επιδικάσεις ή οι προσκυρώσεις που γίνονται από την αρχή ή οι κατακυρώσεις κυριότητας ή
εμπράγματου δικαιώματος πάνω σε ακίνητο˙
265
3. οι εκθέσεις δικαστικής διανομής ακινήτου˙
4. οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη σε δήλωση βούλησης για
εμπράγματη δικαιοπραξία πάνω σε ακίνητο˙
"5. ι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες αναγνωρίζονται κυριότητα ή άλλο
εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο που έχει κτηθεί με έκτακτη χρησικτησία".

Σχόλια: Η περίπτ. 5 προστέθηκε από 04.04.1995 με την παρ. 1 άρθρου 15 Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62).

1193 - Α
εταγράφεται επίσης στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου κάθε αποδοχή
κληρονομίας ή κληροδοσίας, εφόσον με αυτήν περιέρχεται στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο
ακίνητο της κληρονομίας ή εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ' αυτό ή εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε
ξένο ακίνητο ή καταργείται τέτοιο δικαίωμα. ια τη μεταγραφή απαιτείται να βεβαιωθεί ο θάνατος
του κληρονομουμένου.

1194 - Π
Η μεταγραφή συνίσταται στην καταχώριση περίληψης της μεταγραπτέας πράξης στο βιβλίο
μεταγραφών, κατά χρονολογική σειρά προσαγωγής. Η περίληψη περιέχει τα κύρια γνωρίσματα της
πράξης. Η καταχώριση βεβαιώνεται και στο έγγραφο που μεταγράφεται, το οποίο και φυλάγεται στο
γραφείο μεταγραφών.
Τη μεταγραφή μπορεί να ζητήσει οποιοσδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον.

1195
Η μεταγραπτέα αποδοχή κληρονομίας ή κληροδοσίας πρέπει να προκύπτει από δημόσιο
έγγραφο. Αντί για την αποδοχή της κληρονομίας μπορεί να μεταγραφεί το κληρονομητήριο.

1196 -
Η μεταγραφή είναι άκυρη αν δεν προκύπτει από την πράξη που μεταγράφεται η ταυτότητα του
ακινήτου.

1197
Αν από την πράξη αποδοχής της κληρονομίας ή κληροδοσίας δεν προκύπτει η ταυτότητα του
ακινήτου και το εμπράγματο δικαίωμα που αφορά η αποδοχή, εκείνος που ζητεί τη μεταγραφή
πρέπει να παραδώσει στο γραφείο των μεταγραφών έκθεση που υπογράφεται απ' αυτόν και
περιέχει και τα στοιχεία αυτά.

Σχόλια: Η μεταγραφή των ακινήτων και εμπραγμάτων δικαιωμάτων γενικώς που μεταβιβάζονται από τα
συγχωνευόμενα πιστωτικά ιδρύματα στο όνομα του από τη συγχώνευση προερχόμενου νέου πιστωτικού
ιδρύματος ή του απορροφώντος, εφόσον δεν υπάρχει περιγραφή αυτών στη σύμβαση ή το καταστατικό γίνεται η
ανάλογη εφαρμογή του παρόντος άρθρου με καταχώρηση στα βιβλία μεταγραφών αποσπάσματος της σύμβασης
ή του καταστατικού, στο οποίο να φαίνεται ότι το απορροφόν ή το νέο πιστωτικό ίδρυμα είναι καθολικός διάδοχος
των συγχωνευομένων, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 8 του Ν. 2515/1997.

1198 - Π
" ωρίς μεταγραφή, στις περιπτώσεις των άρθρων 1192 εδαφ. 1 έως 4 και 1193", δεν επέρχεται η
μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπράγματου
δικαιώματος πάνω στο ακίνητο.

Σχόλια: Η εντός " " φράση τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 04.04.1995 με την παρ. 2 άρθρου 15 Ν.
2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62).

1199 -
ε τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε
ακίνητο θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο από το θάνατο του
κληρονομουμένου, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία.

1200 - Δ
Τα βιβλία των μεταγραφών είναι δημόσια και προσιτά στον καθένα που θέλει να τα
συμβουλευτεί˙ τηρούνται όμως οι όροι που απαιτούνται για την καλή διατήρησή τους.

266
1201
φύλακας των βιβλίων μεταγραφών οφείλει να δίνει σε όσους υποβάλουν αίτηση αντίγραφα,
πιστοποιήσεις ή περιλήψεις του περιεχομένου τους.

1202 - Α
Αν κηρύχθηκε άκυρη με τελεσίδικη δικαστική απόφαση δικαιοπραξία που έχει μεταγραφεί, αυτό
σημειώνεται, με επιμέλεια του διαδίκου που πέτυχε την αναγνώριση της ακυρότητας, στο περιθώριο
της δικαιοπραξίας που μεταγράφτηκε. διάδικος αυτός ενέχεται έναντι εκείνου που ζημιώθηκε για
κάθε ζημία από την παράλειψη.

1203 - Α
Αν μεταγραμμένη σύμβαση που αφορά ακίνητο είχε συναφθεί από πλάνη ή με απάτη ή απειλή
και, αφού προσβλήθηκε, ακυρώθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τα αποτελέσματα της
ακύρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 184 επέρχονται αφότου η απόφαση αυτή σημειώθηκε στο
περιθώριο της μεταγραμμένης σύμβασης.

1204
ε την ακύρωση, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, της σύμβασης για ακίνητο, η οποία είχε
συναφθεί από πλάνη ή με απάτη ή απειλή και είχε μεταγραφεί, δεν αναιρούνται τα εμπράγματα
δικαιώματα που τρίτοι απέκτησαν απ' αυτήν.

1205 – Σ
Αν συμπέσει συρροή πολλών μεταγραφών και ο φύλακας δεν μπορέσει να τις μεταγράψει όλες
μέσα στην ίδια ήμερα, συντάσσει έκθεση γι' αυτές που δεν καταχωρίστηκαν, σημειώνοντάς τις κατά
την τάξη της προσαγωγής. Η καταχώρησή τους στο βιβλίο των μεταγραφών γίνεται κατά την τάξη
που γράφτηκαν στην έκθεση˙ ο φύλακας δεν μπορεί προτού τις μεταγράψει να κάνει άλλες
μεταγραφές. ι μεταγραφές αυτές λογίζονται ότι έγιναν από την ημέρα που συντάχθηκε η έκθεση.

1206 - Μ
εταξύ πολλών μεταγραφών που έγιναν την ίδια ημέρα σχετικά με δικαιώματα πάνω στο ίδιο
ακίνητο, προτιμάται εκείνη που στηρίζεται στον έστω και κατ' ελάχιστο χρόνο αρχαιότερο τίτλο.

1207 - Μ
Αν συμπέσει την ίδια ημέρα μεταγραφή και εγγραφή υποθήκης πάνω στο ίδιο ακίνητο,
προτιμάται εκείνη που καταχωρίστηκε νωρίτερα, έστω και κατ' ελάχιστο χρόνο.

1208 - Μ
εταγράφονται στο γραφείο των μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου οι μισθώσεις του
ακινήτου για διάστημα μακρότερο από εννέα χρόνια.

Σχόλια: Σύμφωνα με τη παρ. 2 άρθρου 9 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220), το οποίο άρθρο αφορά το ενέχυρο με
κοινή κατοχή, το ενέχυρο της προηγούμενης παραγράφου διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1209 έως
1243 του Αστικού Κώδικα, εφόσον αυτές συμβιβάζονται με τη φύση του ενεχύρου σε κοινή κατοχή, και από τις
διατάξεις των άρθρων 35, 36 παράγραφος 2, 38 και 40 έως 47 του παρόντος ΝΔ, εφόσον συντρέχουν οι όροι
εφαρμογής του.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
ΕΝΕ ΡΟ

1209 -
Σε ξένο κινητό πράγμα μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα ενεχύρου για την εξασφάλιση
απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα.

1210 -
Το ενέχυρο αποτελεί παρεπόμενο δικαίωμα˙ συνιστάται και υπέρ απαίτησης μελλοντικής ή υπό
αίρεση.

267
1211 - Σ
ια τη σύσταση ενεχύρου απαιτείται παράδοση του πράγματος από τον κύριο στο δανειστή και
συμφωνία των δύο ότι ο δανειστής αποκτά ενέχυρο στο πράγμα. Η συμφωνία απαιτείται να γίνει με
έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό με βέβαιη χρονολογία και να προσδιορίζει την απαίτηση,
καθώς επίσης να περιγράφει το ενεχυραζόμενο πράγμα. Αντί για περιγραφή στο σώμα του
εγγράφου αρκεί να προσαρτάται σ' αυτό ιδιαίτερος κατάλογος.

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220) ενέχυρο σε κινητό πράγμα συνίσταται και χωρίς
παράδοση της κατοχής του με έγγραφη συμφωνία κυρίου (ενεχυραστή) και δανειστή και με δημοσίευση
σύμφωνα με το άρθρο 3, αν δανειστής και οφειλέτης είναι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες και η ασφάλεια
παρέχεται για τις ανάγκες της επιχείρησης ή του επαγγέλματος του οφειλέτη. Στη συμφωνία πρέπει να
προσδιορίζεται η ασφαλιζόμενη απαίτηση και το ποσό έως το οποίο αυτή ασφαλίζεται, να περιγράφεται το
ενεχυραζόμενο πράγμα και να αναφέρεται ο τόπος όπου αυτό θα βρίσκεται, καθώς και η διεύθυνση της κατοικίας
ή της έδρας του ενεχυραστή. Αν πρόκειται για μετακινούμενο κατά τον προορισμό του πράγμα, αντί του τόπου
αναφέρεται το είδος της χρήσης του. Η ενεχύραση ιδανικού μέρους του πράγματος, που δεν αποτελεί την
πλειοψηφία των μερίδων, είναι άκυρη χωρίς έγγραφη και δημοσιευόμενη σύμφωνα με το άρθρο 3 συναίνεση της
πλειοψηφίας των συγκυρίων για τον τόπο όπου θα βρίσκεται το πράγμα ή, στην περίπτωση του προηγούμενου
εδαφίου, για το είδος της χρήσης.

1212 - Π
Η παράδοση σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο μπορεί να γίνει και σε τρίτον με κοινή
συναίνεση δανειστή και ενεχυραστή.

1213 - Π
Συμφωνία μεταξύ δανειστή και ενεχυραστή να παραμένει αυτός στην κατοχή του πράγματος
βάσει ορισμένης έννομης σχέσης δεν ισχύει ως παράδοση.

1214 - Σ
ε μόνη τη συμφωνία συνιστάται ενέχυρο χωρίς παράδοση, αν η συμφωνία αυτή καταχωριστεί
σε δημόσιο βιβλίο που καθορίζεται για το σκοπό αυτό από το νόμο.

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220) 1. Ενέχυρο σε κινητό πράγμα συνίσταται και
χωρίς παράδοση της κατοχής του με έγγραφη συμφωνία κυρίου (ενεχυραστή) και δανειστή και με δημοσίευση
σύμφωνα με το άρθρο 3, αν δανειστής και οφειλέτης είναι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες και η ασφάλεια
παρέχεται για τις ανάγκες της επιχείρησης ή του επαγγέλματος του οφειλέτη. 2. Στη συμφωνία πρέπει να
προσδιορίζεται η ασφαλιζόμενη απαίτηση και το ποσό έως το οποίο αυτή ασφαλίζεται, να περιγράφεται το
ενεχυραζόμενο πράγμα και να αναφέρεται ο τόπος όπου αυτό θα βρίσκεται, καθώς και η διεύθυνση της κατοικίας
ή της έδρας του ενεχυραστή. Αν πρόκειται για μετακινούμενο κατά τον προορισμό του πράγμα, αντί του τόπου
αναφέρεται το είδος της χρήσης του. Η ενεχύραση ιδανικού μέρους του πράγματος, που δεν αποτελεί την
πλειοψηφία των μερίδων, είναι άκυρη χωρίς έγγραφη και δημοσιευόμενη σύμφωνα με το άρθρο 3 συναίνεση της
πλειοψηφίας των συγκυρίων για τον τόπο όπου θα βρίσκεται το πράγμα ή, στην περίπτωση του προηγούμενου
εδαφίου, για το είδος της χρήσης.

1215 -
Αν το πράγμα δεν ανήκει στον ενεχυραστή, ενέχυρο αποκτάται κατά τους όρους που αποκτάται η
κυριότητα κινητού από μη κύριο. ι σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως.

Σχόλια: Σύμφωνα με τις παρ. 3, 4 άρθρου 6 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220) με την επιφύλαξη των διατάξεων του
Αστικού Κώδικα για την καλόπιστη κτήση ενεχύρου από μη κύριο, ενέχυρο που είχε συσταθεί ή άλλο
εμπράγματο δικαίωμα που είχε αποκτηθεί πριν από την κατά τις διατάξεις του παρόντος δημοσίευση ενεχύρασης
προηγείται. Σε περίπτωση διάθεσης του ενεχυρασμένου πράγματος προς τρίτον, μεταγενέστερης της
δημοσίευσης ενεχύρασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, το ενέχυρο διατηρείται, εκτός αν ο τρίτος
αγνοούσε ανυπαίτια κατά την παράδοση της νομής την ύπαρξη του ενεχύρου. Αν τα ενεχυρασμένα πράγματα
είναι εμπορεύματα προορισμένα για μεταβίβαση στο πλαίσιο των συνηθισμένων συναλλαγών του ενεχυραστή, ο
τρίτος τα αποκτά ελεύθερα από το ενέχυρο.

1216 - Ε
Ενέχυρο συνιστάται και σε ιδανικό μέρος κινητού πράγματος. Αλλά το πράγμα δεν επιτρέπεται να
παραμείνει ολόκληρο ή κατά ιδανικό μέρος στην κατοχή του ενεχυραστή.

268
1217 -
Το προνόμιο από το ενέχυρο υπάρχει από τη σύστασή του και αν ακόμη συστάθηκε για
απαίτηση μελλοντική ή υπό αίρεση.

1218 - Α .
Το ενέχυρο ασφαλίζει την απαίτηση σε όλη της την έκταση, ιδίως τους τόκους, την ποινική ρήτρα,
τις αξιώσεις του δανειστή εξαιτίας δαπανών που έκανε στο πράγμα, τα δικαστικά έξοδα, καθώς και
τα έξοδα για την εκποίηση του ενεχύρου.
Αν το ενέχυρο έχει συσταθεί για εξασφάλιση ξένης οφειλής, δικαιοπραξία οφειλέτη και δανειστή
που γίνεται μετά την ενεχύραση δεν μπορεί να καταστήσει επαχθέστερη τη θέση του ενεχυραστή.

1219 - Ε
ενεχυραστής, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να προτείνει απέναντι
στο δανειστή τις ενστάσεις που έχει ο οφειλέτης κατά της απαίτησης και αν ακόμη αυτός παραιτηθεί
από τις ενστάσεις αυτές.

1220 -
Το δικαίωμα του ενεχύρου, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, δεν εκτείνεται και στους
καρπούς του πράγματος που αποχωρίστηκαν απ' αυτό.

1221
Επιτρέπεται να συμφωνηθεί να παίρνει ο δανειστής τα ωφελήματα του πράγματος. Αν το πράγμα
είναι από τη φύση του καρποφόρο, σε περίπτωση αμφιβολίας ο δανειστής θεωρείται ότι έχει αυτό
το δικαίωμα.
1222
Αν ο δανειστής έχει δικαίωμα να παίρνει τα ωφελήματα, οφείλει επιμέλεια για την παραγωγή και
την είσπραξή τους, καθώς και λογοδοσία. Το καθαρό υπόλοιπο, εφόσον δεν συμφωνήθηκε
διαφορετικά, διατίθεται πρώτα για την απόσβεση των εξόδων, έπειτα των τόκων και τέλος του
κεφαλαίου της απαίτησης.

1223 -
Το ενέχυρο εκτείνεται και στο οφειλόμενο για το πράγμα αντάλλαγμα ή ποσόν αποζημίωσης
ιδίως σε περίπτωση καταστροφής ή ασφαλιστικής σύμβασης ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

1224 -
δανειστής έχει υποχρέωση να φυλάει το πράγμα. ωρίς τη συναίνεση του ενεχυραστή δεν έχει
δικαίωμα να το χρησιμοποιεί ή να το μετενεχυράζει.

1225 - Δ
ι δαπάνες που έκανε ο δανειστής για το πράγμα αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση
αλλοτρίων. δανειστής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει το κατασκεύασμα που πρόσθεσε στο πράγμα.

1226 - Π
Αν ο δανειστής προσβάλλει τα δικαιώματα του ενεχυραστή, αυτός μπορεί να απαιτήσει την
παράδοση του πράγματος σε μεσεγγυούχο που διορίζεται από το δικαστήριο, ή τη δημόσια
κατάθεση του πράγματος, αν είναι δεκτικό κατάθεσης. Τη δαπάνη φέρει ο δανειστής.

1227
Αντί για τη μεσεγγύηση ή την κατάθεση που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο, ο
ενεχυραστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει την απόδοση του πράγματος εξοφλώντας το δανειστή. Αν
η απαίτηση είναι άτοκη και δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη, εκπίπτονται οι τόκοι για το χρονικό
διάστημα από την πληρωμή ως τη λήξη του χρέους.

1228 -
Αν κινδυνεύει η ασφάλεια του δανειστή επειδή απειλείται καταστροφή ή ουσιώδης μείωση της
αξίας του πράγματος, έχει αυτός το δικαίωμα να πουλήσει το πράγμα με πλειστηριασμό, ύστερα
από άδεια του δικαστηρίου, εκτός αν ο ενεχυραστής συμπληρώσει την ασφάλεια μέσα σε εύλογη
προθεσμία που του τάσσεται. πλειστηριασμός γίνεται όπως ο πλειστηριασμός κινητού που έχει

269
κατασχεθεί. Το εκπλειστηρίασμα υποκαθίσταται στο πράγμα και κατατίθεται δημόσια. Η πώληση
των πραγμάτων που έχουν χρηματιστηριακή αξία γίνεται χρηματιστηριακώς.

1229
Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου έχει δικαίωμα με τους ίδιους όρους και ο
ενεχυραστής να προκαλέσει δικαστική άδεια για την πώληση του πράγματος ή να απαιτήσει την
απόδοσή του παρέχοντας άλλη ασφάλεια. Παροχή ασφάλειας με εγγυητή αποκλείεται.

1230 - Ε
ενεχυραστής και πριν από τη λήξη του χρέους έχει δικαίωμα, αν του παρουσιαστεί ευκαιρία για
επωφελή πώληση του πράγματος, να ζητήσει από το δικαστήριο την άδεια να το πουλήσει. Το
δικαστήριο ορίζει τους όρους της πώλησης και την κατάθεση του τιμήματος.

1231 - Α
Το ενέχυρο είναι αδιαίρετο. Αν υπάρχει πάνω σε περισσότερα πράγματα, καθένα απ' αυτά
ασφαλίζει την όλη απαίτηση.

1232 - Α
δανειστής έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα όταν αποσβεστεί το ενέχυρο.

1233
ε άδεια του δικαστηρίου έχει δικαίωμα ο δανειστής και μετά την απόσβεση της απαίτησής του
να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος στον οφειλέτη, αν έχει εναντίον του άλλη απαίτηση που
συνομολογήθηκε μετά τη σύσταση του ενεχύρου και έγινε απαιτητή πριν από τη λήξη της
απαίτησης που ασφαλίζεται με το ενέχυρο. Το ίδιο δικαίωμα έχει ο δανειστής και κατά του τρίτου
ενεχυραστή, αν έχει εναντίον του απαίτηση με τους ίδιους όρους.

1234
ενεχυραστής τρίτος έχει δικαίωμα, όταν γίνει απαιτητή η οφειλή, να την καταβάλει και να
αναλάβει το πράγμα. ε την καταβολή υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή.

1235 - Π
Παραγράφονται μετά έξι μήνες από την απόσβεση του ενεχύρου: 1. οι αξιώσεις του ενεχυραστή
κατά του δανειστή από βλάβη ή μείωση της αξίας του πράγματος˙ 2. οι αξιώσεις του δανειστή για
δαπάνες ή για την αφαίρεση κατασκευάσματος που έχει προσθέσει.

1236 - Π
Σε περίπτωση προσβολής του δικαιώματος του ενεχύρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις
για την προστασία της κυριότητας.

1237 - Δ
δανειστής από τη στιγμή που η απαίτησή του έγινε απαιτητή έχει δικαίωμα να πουλήσει το
πράγμα με πλειστηριασμό, αν έχει εκτελεστό τίτλο, ή να προκαλέσει δικαστική απόφαση για την
πώλησή του με πλειστηριασμό. Η πώληση γίνεται όπως η πώληση κινητού που έχει κατασχεθεί.
Η πώληση πραγμάτων που έχουν χρηματιστηριακή αξία γίνεται χρηματιστηριακώς.

Σχόλια: Σύμφωνα με τη παρ. 3 άρθρου 10 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220)οι διατάξεις των άρθρων 1237 έως
1239 ΑΚ και της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του άνω νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και στις υπό στοιχείο β'
συμβάσεις της παραγράφου 1.

1238
Αν περισσότερα πράγματα βαρύνονται με ενέχυρο, ο δανειστής έχει δικαίωμα να εκποιήσει τόσα
μόνο όσα απαιτούνται για την ικανοποίησή του.

Σχόλια: Σύμφωνα με τη παρ. 3 άρθρου 10 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220)των άρθρων 1237 έως 1239 ΑΚ και της
παραγράφου 4 του άρθρου 13 του άνω νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και στις υπό στοιχείο β' συμβάσεις της
παραγράφου 1.

270
1239 - Α
Είναι άκυρη η συμφωνία που γίνεται προτού καταστεί απαιτητό το ασφαλιζόμενο χρέος,
σύμφωνα με την οποία αν ο δανειστής δεν ικανοποιηθεί εμπρόθεσμα, η κυριότητα του πράγματος
περιέρχεται ή πρέπει να μεταβιβαστεί σ' αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για τη συμφωνία, με την οποία ο
δανειστής απαλλάσσεται εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος από τις διατυπώσεις για την εκποίηση του
πράγματος.

Σχόλια: Σύμφωνα με τη παρ. 3 άρθρου 10 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220)οι διατάξεις των άρθρων 1237 έως
1239 ΑΚ και της παραγράφου 4 του άρθρου 13 του άνω νόμου εφαρμόζονται αναλόγως και στις υπό στοιχείο β'
συμβάσεις της παραγράφου 1.

1240 - Δ
ε τον πλειστηριασμό και την κατακύρωση κατά τους όρους του νόμου ο αγοραστής αποκτά την
κυριότητα του πράγματος ελεύθερη από βάρη. Δεν επέρχεται όμως απόσβεση της τυχόν
επικαρπίας που υπάρχει πάνω στο πράγμα πριν από τη σύσταση του ενεχύρου.

1241 - Η
Κατά το ποσόν που το εκπλειστηρίασμα περιέρχεται στο δανειστή για την ικανοποίηση της
απαίτησής του, η απαίτηση θεωρείται ότι εξοφλήθηκε από τον ενεχυραστή. Κατά το υπόλοιπο το
εκπλειστηρίασμα υποκαθίσταται στο πράγμα.

1242
Κατά την πώληση του πράγματος από το δανειστή ο ενεχυραστής λογίζεται υπέρ του δανειστή
ως κύριος, εκτός αν ο δανειστής γνωρίζει ότι δεν είναι κύριος.

1243 - Α
Απόσβεση του ενεχύρου επέρχεται ιδίως: 1. με την απόσβεση της απαίτησης για χάρη της
οποίας έχει συσταθεί˙ 2. με την απόδοση του πράγματος από το δανειστή στον ενεχυραστή ή στον
κύριο˙ 3. με τη μονομερή δήλωση του δανειστή προς τον ενεχυραστή ή τον κύριο ότι παραιτείται
από το ενέχυρο˙ 4. με την ένωση στο ίδιο πρόσωπο της κυριότητας και του δικαιώματος του
ενεχύρου.

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 4 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220) το οποίο αφορά τη διάρκεια του πλασματικού
ενεχύρου μετά δεκαετία από την καταχώριση επέρχεται απόσβεση του ενεχύρου, εκτός αν ο δανειστής ζητήσει,
με έγγραφο που υποβάλλεται στον ενεχυροφύλακα και κοινοποιείται στον ενεχυραστή τρεις τουλάχιστον μήνες
πριν από τη συμπλήρωση της δεκαετίας, την καταχώριση δήλωσής του στο βιβλίο για παράταση του ενεχύρου.
Η παράταση επέρχεται με την καταχώριση που γίνεται αμέσως μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας της
επόμενης παραγράφου. Κάθε παράταση ισχύει επίσης για μια δεκαετία, εκτός αν ο δανειστής δηλώσει παράταση
για μικρότερο χρονικό διάστημα και τούτο σημειωθεί στο βιβλίο. Η δήλωση παράτασης δεν ισχύει αν ο
ενεχυραστής ή ο οφειλέτης ή τρίτος που έχει έννομο συμφέρον προσκομίσει στον ενεχυροφύλακα, ένα μήνα
πριν από τη συμπλήρωση της διάρκειας του ενεχύρου, έγγραφη εξοφλητική απόδειξη του δανειστή ή τελεσίδικη
δικαστική απόφαση για την απόσβεση ή την ανυπαρξία της ασφαλιζόμενης απαίτησης.

1244 - Ε
Στο ενέχυρο ανώνυμων τίτλων εφαρμόζονται οι διατάξεις για το ενέχυρο κινητών. Αν οι τίτλοι
αυτοί παραδόθηκαν στον ενεχυρούχο δανειστή, το ενέχυρο εκτείνεται και στα προσαρτημένα
τοκομερίδια και μερισματόγραφα.

1245
Στο ενέχυρο μετοχών εταιρίας, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά, ο ενεχυραστής έχει δικαίωμα και
κατά τη διάρκεια του ενεχύρου να μετέχει στις συνελεύσεις των μετόχων.

1246 - Ν
ι διατάξεις για το συμβατικό ενέχυρο εφαρμόζονται αναλόγως και στο νόμιμο ενέχυρο.

1247 - Ε
Ενέχυρο μπορεί να συσταθεί και σε δικαίωμα, εφόσον αυτό είναι μεταβιβάσιμο. Η σύσταση
γίνεται κατά τον τρόπο που γίνεται και η μεταβίβαση του δικαιώματος. Η σύμβαση για τη σύσταση
του ενεχύρου απαιτείται να γίνει με έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό με βέβαιη χρονολογία.

271
1248 - Ι
Αν αντικείμενο του ενεχύρου είναι απαίτηση, απαιτείται επιπλέον ο ενεχυραστής να
γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την ενεχύραση.

1249
Το ενέχυρο απαίτησης εκτείνεται και στους τόκους που γίνονται απαιτητοί μετά τη σύσταση του
ενεχύρου.

1250
Αν στην ίδια απαίτηση έχουν συσταθεί περισσότερα ενέχυρα, η σειρά προτεραιότητας
κανονίζεται από το χρόνο σύστασης κάθε δικαιώματος.

1251 - Ε
ια την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφησή του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς
να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία.

1252 - Ε
Εφόσον το ασφαλιζόμενο χρέος δεν έληξε, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει δικαίωμα να εισπράξει
μόνος την ενεχυρασμένη απαίτηση, αν δεν είναι χρηματική. Από την είσπραξη ο δανειστής έχει
ενέχυρο σε πράγμα του ενεχυραστή.

1253
Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, αν η ενεχυρασμένη απαίτηση είναι χρηματική, την
είσπραξη έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να κάνουν από κοινού ο ενεχυρούχος δανειστής και ο
ενεχυραστής. Αντί για είσπραξη ή μετά από αυτήν έχει δικαίωμα καθένας απ' αυτούς να απαιτήσει
την ασφαλή και έντοκη τοποθέτηση των χρημάτων με την επιφύλαξη του δικαιώματος του
ενεχύρου. Το είδος της τοποθέτησης ορίζει ο ενεχυραστής.

1254
Όταν λήξει το ασφαλιζόμενο χρέος, αν η ενεχυρασμένη απαίτηση δεν είναι χρηματική, ο
ενεχυρούχος δανειστής την εισπράττει μόνος και επέρχονται οι συνέπειες της ενεχύρασης
πράγματος του ενεχυραστή. Αν η ενεχυρασμένη απαίτηση είναι χρηματική, έχει δικαίωμα επίσης ο
δανειστής να την εισπράξει αλλά μόνο κατά το ποσόν που απαιτείται για την ικανοποίησή του. Αντί
για τέτοια είσπραξη έχει δικαίωμα να απαιτήσει να του εκχωρηθεί η απαίτηση αντί καταβολής. Δεν
δικαιούται σε άλλη διάθεση της ενεχυρασμένης απαίτησης.

1255 - Ε .
Αν αντικείμενο του ενεχύρου είναι τίτλος σε διαταγή, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει δικαίωμα να
εισπράξει μόνος και αν ακόμη δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος. Το ίδιο ισχύει και για τοκομερίδια ή
μερισματόγραφα προσαρτημένα σε ανώνυμους τίτλους που ενεχυράστηκαν και παραδόθηκαν στο
δανειστή. Αν η είσπραξη έγινε πριν λήξει το ασφαλιζόμενο χρέος, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει
υποχρέωση να τοποθετήσει ασφαλώς και έντοκα το ποσόν που εισέπραξε, με την επιφύλαξη του
δικαιώματος του ενεχύρου.

1256
Στην ενεχύραση δικαιώματος εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις για την
ενεχύραση πράγματος.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


ΠΟ Η Η

1257 -
Σε ξένο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης για την εξασφάλιση
απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα.

1258 -
Η υποθήκη αποτελεί παρεπόμενο δικαίωμα˙ μπορεί να αποκτηθεί και υπέρ απαίτησης
μελλοντικής ή υπό αίρεση.

272
1259 - Δ
Η υποθήκη αποκτάται μόνο σε ακίνητα που μπορούν να εκποιηθούν καθώς και στην επικαρπία
τέτοιων ακινήτων, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή.

1260 -
ια την απόκτηση υποθήκης απαιτείται τίτλος που χορηγεί δικαίωμα υποθήκης και εγγραφή στο
βιβλίο υποθηκών.

1261 - Τ
Τίτλοι που χορηγούν δικαίωμα για την απόκτηση υποθήκης είναι ο νόμος, η δικαστική απόφαση
και η ιδιωτική βούληση.

1262 - Τ
Τίτλο από το νόμο για την απόκτηση υποθήκης έχουν:
1. το δημόσιο, στα ακίνητα των οφειλετών του, για απαιτήσεις από καθυστερούμενους φόρους˙
2. το δημόσιο, οι δήμοι, οι κοινότητες, τα θρησκευτικά ή τα κοινής ωφέλειας ιδρύματα και τα
νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα ακίνητα των διαχειριστών ή των εγγυητών τους, για τις
απαιτήσεις που πηγάζουν από τη διαχείριση˙
3. εκείνοι που τελούν υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, στα ακίνητα των γονέων ή του
επιτρόπου, για την περιουσία τους που αυτοί διαχειρίζονται και για τις απαιτήσεις τους από αυτή τη
διαχείριση˙
4. ο κάθε σύζυγος για την απαίτησή του από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου
κατά το άρθρο 1400˙
5. οι κληροδόχοι, στα κινητά της κληρονομίας, για τις απαιτήσεις τους˙
6. οι κληρονόμοι στα ακίνητα της κληρονομίας, για τις απαιτήσεις προς εξίσωση των μερίδων
τους ή λόγω νομικών ελαττωμάτων των αντικειμένων της κληρονομίας που τους έλαχαν˙
7. ο ενυπόθηκος δανειστής, στο ενυπόθηκο ακίνητο, για τους καθυστερούμενους τόκους της
απαίτησης και για τη δαπάνη της εγγραφής της υποθήκης ή τη δικαστική δαπάνη, εφόσον το
ενυπόθηκο ακίνητο δεν μεταβιβάσθηκε σε άλλον.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 Ν. 1329/1983.

1263 - Τ
Τίτλο για την απόκτηση υποθήκης παρέχουν, εφόσον επιδικάζουν χρηματική ή άλλη αποτιμητή
σε χρήμα παροχή, οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών ή άλλων
ειδικών δικαστηρίων, καθώς και οι εκτελεστές αποφάσεις διαιτητών ή αλλοδαπών δικαστηρίων.

1264 - Α
Το δικαίωμα για εγγραφή υποθήκης με βάση τίτλο από το νόμο ή από δικαστική απόφαση
εκτείνεται σε όλα τα ακίνητα του οφειλέτη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Η εγγραφή όμως
γίνεται μόνο για ορισμένη ποσότητα και σε ορισμένα ακίνητα.

1265 - Π
Δικαίωμα για εγγραφή υποθήκης παρέχεται από τον οφειλέτη ή από τρίτον υπέρ του οφειλέτη.
Αυτός που παραχωρεί υποθήκη απαιτείται να είναι κύριος του ακινήτου.

1266
Το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης κατά το προηγούμενο άρθρο παραχωρείται με μονομερή
συμβολαιογραφική δήλωση, στην οποία πρέπει να προσδιορίζεται το ακίνητο που υποθηκεύεται.

1267
Όποιος παραχωρεί υποθήκη σε ακίνητο που γνωρίζει ότι είναι ξένο ή αποσιωπά από το δανειστή
τους περιορισμούς και τα βάρη της κυριότητάς του έχει υποχρέωση να εξοφλήσει αμέσως το χρέος,
αν δεν μπορεί να παραχωρήσει άλλη ανάλογη υποθήκη. Περαιτέρω ευθύνη του δεν αποκλείεται.

1268 - Α
Η υποθήκη υπάρχει από τη στιγμή που γίνεται κανονική εγγραφή της στο βιβλίο υποθηκών της
περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο.

273
1269 - Ε
Η εγγραφή της υποθήκης γίνεται πάντοτε για ορισμένη χρηματική ποσότητα. Αν στον τίτλο δεν
περιέχεται ορισμένη ποσότητα, αυτός που ζητεί την εγγραφή πρέπει να την ορίσει κατά
προσέγγιση. οφειλέτης όμως έχει δικαίωμα να απαιτήσει τη μείωση του ποσού στο μέτρο που
αρμόζει.

1270 - Π
Η υποθήκη που εγγράφεται βάσει τίτλου από το νόμο ή από δικαστική απόφαση σε περισσότερα
ακίνητα του οφειλέτη, μπορεί με αίτησή του να περιοριστεί σε τόσα μόνο ακίνητα όσων η αξία
ασφαλίζει αρκετά την απαίτηση.

1271 -
Είναι άκυρη η εγγραφή υποθήκης από ιδιωτική βούληση εφόσον το ακίνητο δεν ανήκει ήδη κατά
το χρόνο της εγγραφής σ' εκείνον που παραχώρησε την υποθήκη. Η εγγραφή δεν ισχυροποιείται με
έγκριση ή επίκτηση μεταγενέστερη από την εγγραφή.

1272 - Τ
Η ημέρα της εγγραφής κανονίζει την προτίμηση των υποθηκών. Όλες οι υποθήκες που
γράφηκαν την ίδια ημέρα έχουν την ίδια τάξη.

1273 - Η
Η εγγραφή της υποθήκης διακόπτει την παραγραφή της απαίτησης υπέρ εκείνου για τα
δικαιώματα του οποίου έγινε. Αν η υποθήκη εξαλειφθεί, η παραγραφή λογίζεται σαν να μη
διακόπηκε.

1274 - Π
Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης γίνεται μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση.

1275
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

1276
Η προσημείωση εγγράφεται όπως η υποθήκη, με τη μνεία όμως ότι προσημειώνεται.

1277 - Τ
Η προσημείωση χορηγεί μόνο δικαίωμα προτίμησης για την απόκτηση υποθήκης. Όταν η
απαίτηση επιδικαστεί τελεσίδικα, η προσημείωση τρέπεται σε υποθήκη, η οποία λογίζεται ότι έχει
εγγραφεί από την ημέρα προσημείωσης.

1278
Η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη δεν εμποδίζεται από το ότι το ακίνητο περιήλθε στην
κυριότητα άλλου.

1279
Αν πριν από τον τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη χωρήσει αναγκαστική εκτέλεση στο
ακίνητο, η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί η προσημείωση, κατατάσσεται τυχαία και το
ακίνητο περιέρχεται στον αγοραστή ελεύθερο.

1280 - Δ
Η προσημείωση διακόπτει την παραγραφή της απαίτησης υπέρ εκείνου για τα δικαιώματα του
οποίου έγινε. Αν η προσημείωση εξαλειφθεί, η παραγραφή λογίζεται σαν να μη διακόπηκε.

1281 - Α
Η υποθήκη είναι δικαίωμα αδιαίρετο.

1282 -
Η υποθήκη εκτείνεται σε ολόκληρο το ενυπόθηκο κτήμα καθώς και στα συστατικά και στα
παραρτήματα του.

274
1283
Αν κινητό που αποτελεί συστατικό ή παράρτημα του ενυποθήκου αποχωρίστηκε από αυτό και
μεταβιβάστηκε σε τρίτον, ο ενυπόθηκος δανειστής δεν δικαιούται να το απαιτήσει κατά του τρίτου.

1284 -
Αν από υπαιτιότητα του οφειλέτη κινδυνεύει να χειροτερέψει το ενυπόθηκο ή να ελαττωθεί η αξία
του, ο δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει είτε την παράλειψη ή άρση των επιβλαβών πράξεων
είτε την άμεση εξόφληση του χρέους είτε τέλος την παραχώρηση άλλης ανάλογης υποθήκης.
Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

1285 - Α
Αν το ενυπόθηκο είναι οικοδομή, ο δανειστής έχει δικαίωμα να την ασφαλίζει κατά της φωτιάς ή
άλλου κινδύνου με δαπάνες του οφειλέτη. Αν αυτός δεν καταβάλλει τα ασφάλιστρα, ο δανειστής
έχει δικαίωμα να απαιτήσει την άμεση καταβολή του χρέους.

1286
Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται και για την ασφάλιση κάθε ενυπόθηκου
ακινήτου, αν η ασφάλιση κατά του κινδύνου επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισής
του.
1287
Όταν το ενυπόθηκο είναι ασφαλισμένο, το δικαίωμα της υποθήκης ασκείται και στην οφειλόμενη
ασφαλιστική αποζημίωση. δανειστής έχει υποχρέωση να καταθέσει το ποσόν της αποζημίωσης
δημόσια για να γίνει η διαδικασία της κατάταξης. Αν όμως το ενυπόθηκο είναι οικοδομή, ο οφειλέτης
έχει δικαίωμα, μέσα σε έξι μήνες από τότε που επήλθε ο ασφαλιστικός κίνδυνος, να απαιτήσει να
διατεθεί το ποσόν της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της οικοδομής. Αν η αποκατάσταση
αυτή δεν πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα χρόνο από την καταβολή της αποζημίωσης, το ποσόν
κατατίθεται δημόσια και γίνεται η διαδικασία της κατάταξης.

1288 - Α
Αν το ενυπόθηκο ακίνητο απαλλοτριωθεί αναγκαστικά, το δικαίωμα της υποθήκης ασκείται στην
αποζημίωση. Αυτή κατατίθεται δημόσια και γίνεται η διαδικασία της κατάταξης.

1289 - Ε
Αν το κεφάλαιο της απαίτησης που ασφαλίζεται με υποθήκη γράφηκε ως τοκοφόρο, η υποθήκη,
σε οποιουδήποτε την κυριότητα και αν βρίσκεται το ακίνητο, ασφαλίζει κατά την ίδια τάξη εγγραφής
και τους καθυστερούμενους τόκους ενός έτους πριν από την κατάσχεση, από οποιονδήποτε και αν
ενεργήθηκε αυτή, καθώς και τους τόκους μετά την κατάσχεση ως την πληρωμή του χρέους, ή
ωσότου γίνει αμετάκλητος ο πίνακας της κατάταξης.

1290 - Π
Η εγγραφή της υποθήκης δεν αφαιρεί από τον κύριο το δικαίωμα να παραχωρήσει και σε άλλον
υποθήκη στο ίδιο ακίνητο. Αντίθετη συμφωνία ισχύει μόνο έναντι αυτών που αποκτούν υποθήκη
από ιδιωτική βούληση και μόνο αν η συμφωνία έχει εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών.

1291 - Δ
δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον οφειλέτη την εξόφληση του χρέους ασκώντας
κατ' εκλογήν είτε την ενοχική είτε την εμπράγματη αγωγή. Η άσκηση της ενοχικής δεν αποκλείει την
εμπράγματη αγωγή.

1292
ε την εμπράγματη αγωγή ο δανειστής μπορεί να επιδιώξει την εξόφληση του χρέους με την
αναγκαστική πώληση του ενυπόθηκου κτήματος, μόλις το χρέος γίνει απαιτητό.

1293
Αν η απαίτηση του δανειστή δεν ικανοποιηθεί στο σύνολο ή κατά ένα μέρος από το ενυπόθηκο
κτήμα, ο δανειστής έχει το δικαίωμα να στραφεί με την ενοχική αγωγή κατά οποιουδήποτε
υποχρέου.

275
1294 - Τ
τρίτος κύριος που παραχώρησε την υποθήκη καθώς και κάθε τρίτος που νέμεται με νόμιμο
τίτλο το ενυπόθηκο, υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση
πάνω στο κτήμα, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις στην έκταση που
ασφαλίζονται με την υποθήκη.

1295
Η εκτέλεση κατά του τρίτου κυρίου ή νομέα γίνεται κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας˙ η
επιταγή για την πληρωμή κοινοποιείται και σ' αυτόν. Το περίσσευμα του εκπλειστηριάσματος
αποδίδεται στον τρίτο.

1296 -
Η υποχρέωση του τρίτου κυρίου ή νομέα για τις υποθήκες δεν εκτείνεται περισσότερο από την
αξία του ενυπόθηκου κτήματος, εφόσον αυτός δεν ενέχεται προσωπικά.

1297
Αν δοθεί υποθήκη για εξασφάλιση εγγύησης, ο τρίτος κύριος ή νομέας του ενυπόθηκου κτήματος
έχει δικαίωμα να απαιτήσει να εναχθεί πρώτα ο πρωτοφειλέτης. Εξαιρείται η περίπτωση που ο
εγγυητής είναι και πρωτοφειλέτης.

1298 -
Αν ο τρίτος κύριος ή νομέας του ενυπόθηκου κτήματος καταβάλει το ενυπόθηκο χρέος ή
αποβληθεί από το ακίνητο με τον πλειστηριασμό του, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του
ενυπόθηκου δανειστή.

1299 -
Αν από υπαιτιότητα του τρίτου κυρίου ή νομέα κινδυνεύει το ενυπόθηκο κτήμα να χειροτερέψει ή
να ελαττωθεί η αξία του, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει είτε την παράλειψη ή άρση των
επιβλαβών πράξεων είτε την άμεση εξόφληση του χρέους. Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις
για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

1300 - Τ
Η προτεραιότητα μεταξύ των ενυποθήκων δανειστών κανονίζεται κατά τη χρονολογική τάξη της
εγγραφής της υποθήκης τους.

1301
Δανειστές των οποίων οι υποθήκες γράφηκαν την ίδια ημέρα ικανοποιούνται σύμμετρα.

1302 - Π
ποιοσδήποτε μπορεί να ζητήσει την εγγραφή υποθήκης για τον εαυτό του ή για άλλον.

1303
χουν ιδίως δικαίωμα να ζητήσουν την εγγραφή υποθήκης υπέρ άλλου: 1. οι δανειστές του
οφειλέτη, αν ο ίδιος αμελεί να εγγράψει την υποθήκη, για την οποία έχει τίτλο˙ 2. ο εγγυητής, αν ο
δανειστής αμελεί να εγγράψει την υποθήκη, για την οποία έχει τίτλο προς εξασφάλιση της
απαίτησής του κατά του πρωτοφειλέτη˙ 3. ο επίτροπος, ο παρεπίτροπος, ή κάθε συγγενής, για την
εγγραφή υποθήκης υπέρ του επιτροπευομένου στα ακίνητα του επιτρόπου.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 Ν. 1329/1983.

1304 - Σ
Είναι άκυρη η συμφωνία μεταξύ των συζύγων για τη μη εγγραφή της υποθήκης που προβλέπεται
στο άρθρο 1262 αριθμ. 4.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 Ν. 1329/1983

276
1305 - Δ
Εκείνος που ζητεί την εγγραφή υποθήκης προσάγει τον τίτλο και δύο περιλήψεις, από τις οποίες
η μία μπορεί να γράφει πάνω στο αντίγραφο του τίτλου.

1306
ι περιλήψεις του προηγούμενου άρθρου περιέχουν: 1. το όνομα, επώνυμο, κατοικία και
επάγγελμα του δανειστή και του οφειλέτη˙ 2. τη χρονολογία και το είδος του τίτλου˙ 3. το
οφειλόμενο ποσό˙ 4. το χρόνο της λήξης του χρέους˙ 5. την περιγραφή του ακινήτου κατά είδος,
θέση και όρια.

1307
Εκείνος που ζητεί την εγγραφή υποθήκης οφείλει να επισυνάψει στις περιλήψεις τα έγγραφα ή
αποδείξεις που δικαιολογούν την αίτηση ή την εγγραφή.

1308 -
δανειστής μέσα σε οκτώ ημέρες από την εγγραφή οφείλει να κοινοποιήσει στον οφειλέτη,
εφόσον αυτός δεν συνέπραξε στην εγγραφή, αντίγραφο της περίληψης που βρίσκεται στα χέρια
του.

1309 - Ε
Σε ακίνητα προσώπου που έχει πεθάνει η εγγραφή μπορεί να γίνει στο όνομά του χωρίς να
αναφέρονται οι κληρονόμοι.

1310
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

1311 - Σ
Αν συμπέσει μεγάλη συρροή υποθηκών και προσημειώσεων που πρέπει να εγγραφούν και ο
υποθηκοφύλακας δεν μπορέσει να τις καταχωρήσει όλες στο βιβλίο την ίδια ημέρα, οφείλει να
συντάξει έκθεση για όσες δεν καταχωρίστηκαν και να τις σημειώσει κατά την τάξη της προσαγωγής
τους. Η εγγραφή αυτών των υποθηκών στο βιβλίο γίνεται κατά την τάξη που γράφτηκαν στην
έκθεση.

1312 - Ε
Αν εκχωρηθεί ή ενεχυραστεί ενυπόθηκη απαίτηση, γίνεται μνεία της εκχώρησης ή της
ενεχύρασης στην κατάλληλη στήλη του βιβλίου υποθηκών, με φροντίδα του εκδοχέα ή του
ενεχυρούχου δανειστή. Αυτοί ενέχονται για κάθε ζημία από την παράλειψη.

1313 -
ε αίτηση των μερών μπορούν να καταχωριστούν στο βιβλίο υποθηκών απέναντι από την
αντίστοιχη εγγραφή διάφορες σημειώσεις που περιέχουν ιδίως: 1. διορθώσεις ελλείψεων και λαθών
των μερών ή του υποθηκοφύλακα σχετικά με την εγγραφή˙ 2. αλλαγή κατοικίας ή διαμονής˙ 3.
ελαττώσεις του ποσού της ασφαλιζόμενης απαίτησης ή απαλλαγή μέρους των ενυπόθηκων
κτημάτων˙ 4. μεταβολή των όρων της ανυπόθηκης απαίτησης.
Η ελάττωση του ποσού ή η απαλλαγή μέρους των ενυπόθηκων κτημάτων καθώς και η μεταβολή
των όρων του χρέους σημειώνονται μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση ή από συγκατάθεση των
μερών που παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

1314 - Δ
άθη ή ελλείψεις σχετικά με την εγγραφή, που προέρχονται από υπαιτιότητα των μερών,
διορθώνονται μόνο με βάση έγγραφα όμοια με εκείνα που απαιτούνται για την πρώτη εγγραφή.
ι διορθώσεις ισχύουν από την ημέρα που έγιναν.

1315 - .
Κάθε εγγραφή υποθήκης, προσημείωση ή σημείωση στο βιβλίο υποθηκών και κάθε αντίγραφο ή
περίληψη από το βιβλίο πρέπει να φέρουν τη χρονολογία κατά την οποία έγιναν.

277
1316 - Π
Τα έξοδα της εγγραφής της υποθήκης, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, βαρύνουν τον οφειλέτη
αλλά προκαταβάλλονται από αυτόν που ζητεί την εγγραφή. Το ίδιο ισχύει και για τα έξοδα της
προσημείωσης, αν έγινε τροπή σε υποθήκη.

1317 - Α
Η απόσβεση της απαίτησης με οποιονδήποτε τρόπο επιφέρει την απόσβεση της υποθήκης.

1318
Απόσβεση της υποθήκης επέρχεται επίσης:
1. με την ολοσχερή εξαφάνιση του ενυπόθηκου κτήματος˙
2. με την παραίτηση του δανειστή˙
3. με τον πλειστηριασμό του ενυπόθηκου κτήματος και την καταβολή του εκπλειστηριάσματος˙
4. με την παρέλευση της προθεσμίας με την οποία είχε παραχωρηθεί η υποθήκη.

1319 - Π
Η παραίτηση από το δικαίωμα της υποθήκης γίνεται με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση.
Η παραίτηση αυτή δεν αναιρεί την ενοχική αγωγή εναντίον κάθε υποχρέου.

1320 - Π
ε την παραγραφή της απαίτησης επέρχεται απόσβεση της υποθήκης.

1321 - Σ
Η υποθήκη αποσβήνεται, όταν ενωθούν στο ίδιο πρόσωπο η κυριότητα και το δικαίωμα της
υποθήκης.

1322 - Α
Η αλλοίωση του ενυπόθηκου κτήματος ή η μεταβολή του σχήματος ή του είδους του δεν βλάπτει
το δικαίωμα της υποθήκης.

1323 - Α
Απόσβεση της προσημείωσης επέρχεται από τους λόγους που ισχύουν και για την υποθήκη,
καθώς και: 1. με την ανάκληση της απόφασης που διέταξε την προσημείωση˙ 2. αν μέσα σε
ενενήντα ημέρες από την τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την απαίτηση δεν τράπηκε σε
υποθήκη.

1324 - Ε
ι υποθήκες που έχουν εγγραφεί εξαλείφονται από το βιβλίο υποθηκών είτε με τη συναίνεση του
δανειστή είτε με τελεσίδικη απόφαση.

1325
Η συναίνεση του δανειστή για την εξάλειψη γίνεται με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση.

1326
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 11 Ν. 1329/1983).

1327 - Α
Αν ο δανειστής δεν συναινεί στην εξάλειψη, τη διατάζει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή όποιου
έχει συμφέρον.

1328
Το δικαστήριο διατάζει την εξάλειψη, αν η υποθήκη έχει αποσβεστεί ή αν η εγγραφή της είναι
άκυρη.

1329 - Α
Η εγγραφή είναι άκυρη:
1. αν από αυτή προκύπτει αβεβαιότητα για το πρόσωπο του δανειστή ή του οφειλέτη ή για το
ενυπόθηκο ακίνητο ή για το ποσόν της ασφαλιζόμενης απαίτησης˙
2. αν δεν έχει χρονολογία˙
3. αν έγινε με βάση άκυρο τίτλο.
278
1330 - Ε
Η προσημείωση εξαλείφεται: 1. με συναίνεση του δανειστή, που παρέχεται όπως και για την
εξάλειψη της υποθήκης˙ 2. αν προσαχθεί απόφαση που ανακαλεί την απόφαση που είχε διατάξει
την εγγραφή της ή απόφαση που διατάζει την εξάλειψή της˙ 3. αν από την τελεσίδικη επιδίκαση της
απαίτησης πέρασαν ενενήντα ημέρες χωρίς η προσημείωση να τραπεί σε υποθήκη.

1331 - Σ
Αν εξαλειφθεί η υποθήκη, την τάξη της παίρνει η αμέσως επόμενη κατά το χρόνο της εγγραφής.

1332 - Η
Η υποθήκη μετά την απόσβεσή της δεν αναβιώνει˙ αν εγγραφεί και πάλι, ισχύει από το χρόνο της
νέας εγγραφής.

1333 -
Στα γραφεία υποθηκών γίνονται οι εγγραφές υποθηκών, οι προσημειώσεις και οι εξαλείψεις τους.
Τα γραφεία αυτά συνιστώνται, λειτουργούν και διευθύνονται κατά τον τρόπο που ορίζει ο νόμος.

1334
φύλακας των υποθηκών οφείλει να φυλάει το βιβλίο των υποθηκών, να καταχωρίζει σ' αυτό
ακριβώς και κατά χρονολογική τάξη τις εγγραφές, τις προσημειώσεις και τις σημειώσεις, όσες κατά
το νόμο είναι δεκτές και πρέπει να καταχωριστούν, καθώς και να τηρεί με επιμέλεια τα έγγραφα που
του παραδίνονται κατά το νόμο.

1335 - Ι
ι πράξεις του γραφείου υποθηκών, όταν γίνονται σύμφωνα με το νόμο, καθώς και τα αντίγραφα
από το βιβλίο υποθηκών έχουν ισχύ δημόσιων εγγράφων.

1336 - Α
Τα βιβλία υποθηκών πριν από κάθε εγγραφή αριθμούνται κατά σελίδα και μονογράφονται από
τον πρόεδρο πρωτοδικών, ο οποίος στο τέλος βεβαιώνει τον αριθμό των σελίδων. Σε κάθε γραφείο
τηρείται και αλφαβητικό ευρετήριο του βιβλίου υποθηκών.

1337 -
Όλες οι ποσότητες που αναφέρονται στο βιβλίο σημειώνονται αριθμητικώς και ολογράφως.
φύλακας οφείλει να υπογράφει ιδιοχείρως όλες τις εγγραφές, τις προσημειώσεις και τις διαγραφές,
και να συνάπτει σε ιδιαίτερους τόμους τις περιλήψεις και τα άλλα έγγραφα, όσα απαιτούνται για την
εγγραφή.

1338 - Δ , .
Στο βιβλίο υποθηκών οι διαγραφές σημειώνονται απέναντι από τις αντίστοιχες εγγραφές, στο
δεξιό μέρος. Απαγορεύονται στο σώμα της εγγραφής ξέσματα, ενδιάμεσες σημειώσεις,
παρεγγραφές καθώς και παρεμβολές ή αφαιρέσεις φύλλων του βιβλίου.

1339 - Δ
Τα βιβλία υποθηκών είναι δημόσια και προσιτά σε όποιον θέλει να τα συμβουλευτεί˙ τηρούνται
όμως οι όροι που απαιτούνται για την καλή διατήρησή τους.

1340 - , .
φύλακας των υποθηκών οφείλει να δίνει στους αιτούντες ακριβή αντίγραφα ή περιλήψεις από
το βιβλίο των υποθηκών.
Τα αντίγραφα των εγγραφών και των προσημειώσεων πρέπει να περιέχουν και όλες τις
σημειώσεις του βιβλίου, όσες έχουν σχέση με αυτές.

1341
ι εγγραφές υποθήκης και οι προσημειώσεις που έχουν εξαλειφθεί δεν μνημονεύονται στα
εκδιδόμενα αντίγραφα ή στις περιλήψεις, εκτός αν το αξιώσει εκείνος που τις ζητεί.

279
1342
Αν σε ορισμένα ακίνητα δεν υπάρχει εγγραφή υποθήκης ή προσημείωση, ο φύλακας οφείλει να
δώσει το σχετικό πιστοποιητικό σε όποιον το ζητήσει.

1343
Όλα τα αντίγραφα, οι περιλήψεις και τα πιστοποιητικά του φύλακα υποθηκών φέρουν την
υπογραφή του και τη σφραγίδα του γραφείου υποθηκών.

1344 - Ε
φύλακας υποθηκών ευθύνεται σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε για κάθε πράξη ή παράλειψη
σχετική με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται.

1345 - Μ
Το δημόσιο δεν έχει καμία ευθύνη από οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη του φύλακα υποθηκών
κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ι ΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙ Ο ΕΝΕΙΑ Ο ΔΙ ΑΙΟ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΜΝΗΣΤΕΙΑ

1346 -
Η σύμβαση για μελλοντικό γάμο (μνηστεία) δεν γεννά αγωγή για εξαναγκασμό του.
Η υπόσχεση ποινής για την περίπτωση που θα ματαιωθεί ο γάμος είναι άκυρη.

1347 - Μ
Αν κάποιος από τους μνηστευμένους διαλύσει τη μνηστεία χωρίς σπουδαίο λόγο, έχει
υποχρέωση να αποζημιώσει τον άλλο ή τους γονείς του, καθώς και κάθε τρίτον που ενέργησε στη
θέση των γονέων, για τη ζημία που έπαθαν εξαιτίας δαπανών ή άλλων μέτρων που έλαβαν με την
προσδοκία του γάμου, αφού ληφθούν υπόψη και οι ειδικές περιστάσεις.
Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και το μνηστευμένο που προκάλεσε υπαίτια τη δικαιολογημένη
διάλυση της μνηστείας από τον άλλο.

1348 - Σ
Αν ο γάμος ματαιώθηκε, καθένας από τους μνηστευμένους έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον
άλλο, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθετί που του έδωσε ως δωρεά ή ως
σύμβολο τής μνηστείας.
Αν ο ένας από τους μνηστευμένους πεθάνει, θεωρείται, σε περίπτωση αμφιβολίας, πως έχει
αποκλειστεί η αναζήτηση όσων είχαν δοθεί.

1349 - Π
ι αξιώσεις από τη μνηστεία παραγράφονται όταν περάσει διετία από το τέλος του έτους κατά το
οποίο λύθηκε.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΜΟΣ

1350 -
" ια τη σύναψη γάμου απαιτείται συμφωνία των μελλονύμφων. ι σχετικές δηλώσεις γίνονται
αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία.
ι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Το
δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους μελλονύμφους και τα πρόσωπα που ασκούν την επιμέλεια
του ανηλίκου, να επιτρέψει το γάμο και πριν από τη συμπλήρωση αυτής της ηλικίας, αν η τέλεσή
του επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 12 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

280
1351
"Δεν μπορούν να συνάψουν γάμο όσοι εμπίπτουν σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 128
και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 131, καθώς και εκείνοι στους οποίους έχει απαγορευθεί
ειδικά η τέλεση γάμου, σύμφωνα με το άρθρο 129 αριθμ. 2".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 12 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1352
"Όποιος βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική που περιλαμβάνει
και το γάμο, συνάπτει γάμο μόνο με τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. Αν ο
τελευταίος αρνείται να συναινέσει, το δικαστήριο μπορεί, αφού τον ακούσει, να δώσει την άδεια για
τη σύναψη του γάμου, εφόσον το επιβάλλει το συμφέρον του συμπαραστατουμένου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 12 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1353
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46).

1354 -
Εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος που υπάρχει. ι
σύζυγοι μπορούν να επαναλάβουν την τέλεση του μεταξύ τους γάμου και πριν αυτός ακυρωθεί.

1355
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46).

1356 - Α
Εμποδίζεται ο γάμος με συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια
γραμμή ως και τον τέταρτο βαθμό.

1357 - Α
Εμποδίζεται ο γάμος με συγγενείς εξ αγχιστείας, σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και σε πλάγια ως
και τον τρίτο βαθμό.

1358
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46).

1359
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 13 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

1360 - Α
Εμποδίζεται ο γάμος εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το
κώλυμα διατηρείται και μετά τη λύση τής υιοθεσίας.

1361
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46).

1362
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).
281
Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 13 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

1363
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46).

1364
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).
Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46).

1365
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 13 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

1366
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46).

1367 - Τ
" γάμος τελείται είτε με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων ότι συμφωνούν σ' αυτό
(πολιτικός γάμος) είτε με ιερολογία από ιερέα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή από λειτουργό
άλλου δόγματος ή θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα.
Η δήλωση γίνεται δημόσια κατά πανηγυρικό τρόπο ενώπιον δύο μαρτύρων, προς το δήμαρχο ή
τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου τελείται ο γάμος ή προς το νόμιμο αναπληρωτή τους,
που είναι υποχρεωμένοι να συντάξουν αμέσως σχετική πράξη.
ι προ ποθέσεις της ιεροτελεστίας και κάθε θέμα σχετικό με αυτήν διέπονται από το τυπικό και
τους κανόνες του δόγματος ή του θρησκεύματος σύμφωνα με το οποίο γίνεται η ιεροτελεστία,
εφόσον δεν είναι αντίθετοι με τη δημόσια τάξη. θρησκευτικός λειτουργός είναι υποχρεωμένος να
συντάξει αμέσως σχετική πράξη. Η τέλεση πολιτικού γάμου δεν εμποδίζει την ιερολογία του ίδιου
γάμου κατά τη θρησκεία και το δόγμα των συζύγων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 1 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α'
46).

1368 -
" ια να τελεσθεί ο γάμος, είτε ως πολιτικός, είτε με ιερολογία της ανατολικής ορθόδοξης,
εκκλησίας, απαιτείται άδεια του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας της τελευταίας κατοικίας
του καθενός από τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν. Σε περίπτωση που ο αρμόδιος για
την έκδοση της άδειας αρνείται να τη χορηγήσει, αποφασίζει αμετάκλητα το αρμόδιο μονομελές
πρωτοδικείο σύμφωνα με τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας του κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Η απόφαση εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την κατάθεση της σχετικής αίτησης".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 1 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α'
46).

1369 -
"Πριν από την τέλεση του γάμου, με όποιον τύπο και αν αυτός πρόκειται να τελεσθεί, πρέπει να
γνωστοποιούνται με τοιχοκόλληση σχετικής αγγελίας στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα της
κατοικίας του καθενός από τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν, το όνομα και το επώνυμο
των προσώπων αυτών, το επάγγελμά τους, το όνομα των γονέων τους και ο τόπος όπου
γεννήθηκαν, όπου κατοικούσαν τελευταία και όπου πρόκειται να τελεσθεί ο γάμος. Αν ο γάμος δεν
τελεσθεί μέσα σε έξι μήνες από τη γνωστοποίηση, η γνωστοποίηση πρέπει να επαναληφθεί.
Όταν τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν κατοικούν σε μεγάλη πόλη, η γνωστοποίηση
γίνεται με δημοσίευση σε ημερήσια εφημερίδα του τόπου της κατοικίας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 1 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α'
46).
282
1370
"Η άδεια γάμου δίνεται υποχρεωτικά, αφού ερευνηθεί αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι για το γάμο
που πρόκειται να τελεσθεί και αν έγινε η γνωστοποίηση. Αν υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι, η
γνωστοποίηση μπορεί να παραλειφθεί".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 1 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α'
46).

1371 -
Προκειμένου για γάμο μεταξύ ετεροδόξων ή μεταξύ ετεροθρήσκων η ιεροτελεστία γίνεται όπως
απαιτεί το δόγμα ή το θρήσκευμα του καθενός απ' αυτούς που συνέρχονται σε γάμο, αν είναι
αναγνωρισμένο στην Ελλάδα.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Α ΡΟΣ ΑΙ Α Ρ ΣΙΜΟΣ ΑΜΟΣ

1372 -
" κυρος είναι μόνο ο γάμος που έγινε κατά παράβαση των άρθρων 1350 έως 1352, 1354, 1356,
1357 και 1360. Δεν είναι άκυρος ο γάμος, εφόσον έχει γίνει η δήλωση του άρθρου 1367 προς τον
δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή το νόμιμο αναπληρωτή τους, έστω και αν έχουν
παραλειφθεί οι άλλοι όροι της τέλεσης.
άμος που έγινε χωρίς να τηρηθεί καθόλου ένας από τους τύπους που προβλέπονται στο άρθρο
1367 είναι ανυπόστατος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, τροποποιηθέν με το άρθρο 1 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 14 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

1373
"Η ακυρότητα του γάμου αίρεται: 1. αν, στην περίπτωση της πρώτης παραγράφου του άρθρου
1350, ακολουθήσει ελεύθερη και πλήρης συμφωνία των συζύγων˙ 2. αν, στην περίπτωση της
δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1350, δοθεί εκ των υστέρων άδεια του δικαστηρίου ή ο
σύζυγος, αφού συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, αναγνωρίσει το γάμο˙ 3. αν,
στην περίπτωση του άρθρου 1351, ο σύζυγος, αφού γίνει ικανός για δικαιοπραξία, αναγνωρίσει το
γάμο˙ "4. αν, στην περίπτωση του άρθρου 1352, ο δικαστικός συμπαραστάτης, το δικαστήριο ή ο
ίδιος ο σύζυγος, αφού γίνει ικανός, εγκρίνει το γάμο" ".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 14 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Η περίπτωση 4 τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 24 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α'
278).

1374 - Α
άμος που έχει τελεσθεί μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας πλάνης σχετικής με την ταυτότητα του
προσώπου του άλλου συζύγου.
Η ακύρωση αποκλείεται, αν ο σύζυγος αναγνώρισε το γάμο μετά τη διάλυση της πλάνης.

1375 - Α
άμος που έχει τελεσθεί μπορεί να ακυρωθεί αν ο σύζυγος εξαναγκάστηκε να τον συνάψει με
απειλή, παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη.
Η ακύρωση αποκλείεται, αν αυτός που εξαναγκάστηκε αναγνώρισε το γάμο αφού πέρασε η
απειλή.

1376 - Π
Στην περίπτωση του άκυρου γάμου, καθώς και αυτού που έγινε από πλάνη ή με απειλή,
απαιτείται δικαστική απόφαση που να τον ακυρώνει.

1377
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

283
1378 - Π
"Η αγωγή για ακύρωση του γάμου μπορεί να ασκηθεί: 1. στις περιπτώσεις των άρθρων 1350 έως
1352, 1354, 1356, 1357 και 1360 από τους συζύγους και από οποιονδήποτε έχει έννομο
συμφέρον, καθώς και από τον εισαγγελέα αυτεπαγγέλτως˙ 2. στις περιπτώσεις των άρθρων 1374
και 1375 μόνο από τον σύζυγο που πλανήθηκε ή απειλήθηκε, όχι όμως από τους κληρονόμους
του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 14 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1379
Η αγωγή για την ακύρωση του γάμου μπορεί να εγερθεί από αντιπρόσωπο, μόνo αν έχει ειδικά
εξουσιοδοτηθεί.

1380 - Π
Παραγραφή της αγωγής για ακύρωση του γάμου χωρεί μόνο στην περίπτωση ακύρωσης εξαιτίας
πλάνης ή απειλής.
Η παραγραφή επέρχεται όταν περάσουν έξι μήνες αφότου έγινε δυνατόν να εγερθεί η αγωγή και
πάντως όταν περάσουν τρία χρόνια από την τέλεση του γάμου.

1381 - Α
ε την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που ακυρώνει το γάμο αίρονται τα αποτελέσματά του, για
οποιονδήποτε λόγο και αν ακυρώθηκε.

1382
"Τα τέκνα από το γάμο που ακυρώθηκε διατηρούν την ιδιότητα τέκνου γεννημένου σε γάμο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 14 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1383 - Ν
"Αν κατά την τέλεση του γάμου αγνοούσαν την ακυρότητα και οι δύο σύζυγοι ή την αγνοούσε ο
ένας μόνον απ' αυτούς, η ακύρωση ενεργεί ως προς αυτούς ή αυτόν που την αγνοούσε μόνο για το
μέλλον.
σύζυγος που αγνοούσε μόνος κατά την τέλεση του γάμου την ακυρότητα έχει, στην περίπτωση
της ακύρωσης, εναντίον του άλλου συζύγου που γνώριζε εξαρχής την ακυρότητα και, αν αυτός
πέθανε μετά την ακύρωση του γάμου, κατά των κληρονόμων του, δικαίωμα διατροφής σύμφωνα με
τις διατάξεις που ισχύουν για το διαζύγιο, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 14 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1384
"Το δικαίωμα της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου ανήκει και στο σύζυγο που
εξαναγκάστηκε να τελέσει γάμο με απειλή, κατά τρόπο παράνομο ή αντίθετο προς τα χρηστά ήθη,
αν ο γάμος ακυρωθεί ή λυθεί με το θάνατο του άλλου συζύγου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 14 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1385 - Δ
Η ακύρωση του γάμου δεν βλάπτει τα δικαιώματα τρίτων που έχουν συναλλαχθεί καλόπιστα με
κάποιον από τους συζύγους.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Σ ΕΣΕΙΣ Τ Ν Σ Ν ΑΠ ΤΟ ΑΜΟ

1386 -
" γάμος παράγει για τους συζύγους αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση, εφόσον η σχετική
αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος".
284
Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τα Κεφάλαια Τέταρτο και Πέμπτο του Τέταρτου
Βιβλίου του Αστικού Κώδικα συγχωνεύονται σε ενιαίο Τέταρτο Κεφάλαιο με τίτλο: "Σχέσεις των συζύγων από τον
γάμο". Καταργούνται όλες οι διατάξεις του Έκτου Κεφαλαίου του Τέταρτου Βιβλίου του Αστικού Κώδικα (άρθρα
1406 έως 1437), που αφορούν την προίκα. Κάθε περιουσιακή επίδοση που αποτελεί σύσταση προίκας είναι
άκυρη από την έναρξη ισχύος (18.02.1983) του Ν. 1329/1983. Οι διατάξεις των παλαιών Τέταρτου και Πέμπτου
Κεφαλαίων του Τέταρτου Βιβλίου του Αστικού Κώδικα (άρθρα 1386 έως 1396 και 1397 έως 1405), καθώς και τα
άρθρα 1406 έως 1416 του Έκτου Κεφαλαίου, που καταργούνται με την προηγούμενη παράγραφο,
αντικαθίστανται από τις ακόλουθες διατάξεις, οι οποίες εντάσσονται στο νέο Τέταρτο Κεφάλαιο, το οποίο
περιλαμβάνει τα άρθρα 1386-1416. Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο
15 Ν. 1329/1983.
1387 - Ρ
" ι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου. Αν ο ένας από τους
συζύγους βρίσκεται σε φυσική ή νομική αδυναμία, αποφασίζει μόνος του ο άλλος.
Η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού τους βίου πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική
και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της
προσωπικότητάς τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1388 - Ε
" ε τον γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις τους.
Στις κοινωνικές σχέσεις ο κάθε σύζυγος μπορεί, εφόσον σ' αυτό συμφωνεί και ο άλλος, να
χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέτει στο δικό του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1389 -
" ι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις
δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Η συνεισφορά γίνεται με την
προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1390
"Στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται ειδικότερα η αμοιβαία
υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και
γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης
προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με
τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1391 - Δ
"Αν ο σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η διατροφή που του οφείλεται από
τον άλλο πληρώνεται σε χρήμα και προκαταβάλλεται κάθε μήνα.
Η υποχρέωση διατροφής της προηγούμενης παραγράφου παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή
μειώνεται, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1392 - Α
" ι διατάξεις των άρθρων 1494 και 1498 έως 1500 εφαρμόζονται αναλόγως και για τη διατροφή
μεταξύ συζύγων. Επίσης εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 1495, αν υπάρχει βάσιμος
λόγος διαζυγίου που ανάγεται σε υπαιτιότητα του δικαιούχου συζύγου".

285
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1393 - Ρ
"Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι
επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των
τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του
ακινήτου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το
ποιός από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η απόφαση
του δικαστηρίου υπόκειται σε αναθεώρηση, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις. Αν το δικαίωμα
χρήσης της οικογενειακής στέγης πηγάζει από σχέση εργασίας ανάμεσα στον ένα από τους
συζύγους και έναν τρίτο, η παραχώρηση της χρήσης της στον άλλο σύζυγο από το δικαστήριο,
σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να γίνει μόνον εφόσον συναινεί
σ' αυτό και ο τρίτος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1394 -
"Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει
τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος
σύζυγος. ποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών
αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το
επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1395
" ι σύζυγοι κατανέμουν, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, τη χρήση των κινητών που
ανήκουν και στους δύο, σύμφωνα με τις προσωπικές τους ανάγκες. Αν διαφωνούν, η κατανομή
γίνεται από το δικαστήριο που μπορεί να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση για τη χρήση που
παραχωρεί".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1396 - Μ
" ι σύζυγοι κατά την εκπλήρωση των αμοιβαίων υποχρεώσεών τους, που πηγάζουν από το
γάμο, ευθύνονται με μέτρο την επιμέλεια που δείχνουν στις προσωπικές του υποθέσεις".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1397 - Π
" ε την επιφύλαξη των διατάξεων που ακολουθούν, ο γάμος δεν μεταβάλλει την περιουσιακή
αυτοτέλεια των συζύγων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1398 - Τ
"Τα κινητά που βρίσκονται στη νομή ή κατοχή του ενός ή και των δύο συζύγων τεκμαίρεται, υπέρ
των δανειστών του καθενός από αυτούς, ότι ανήκουν στο σύζυγο που είναι οφειλέτης τους. Το
τεκμήριο αυτό δεν ισχύει σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης.
Τα κινητά που βρίσκονται στη νομή ή κατοχή και των δύο συζύγων τεκμαίρεται, στις μεταξύ τους
σχέσεις, ότι ανήκουν και στους δύο κατά ίσα μέρη.
Στις σχέσεις των συζύγων μεταξύ τους και με τους δανειστές τους τεκμαίρεται ότι τα κινητά τα
προορισμένα για την προσωπική χρήση του ενός από τους συζύγους ανήκουν σ' αυτόν".

286
Σ : Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 ( ΕΚ
Α' 25).

1399 - Δ
"Αν ο ένας από τους συζύγους ανέθεσε στον άλλο τη διαχείριση της ατομικής του περιουσίας, δεν
υπάρχει υποχρέωση για λογοδοσία και για απόδοση των εισοδημάτων από τη διαχείριση, εφόσον
δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά. Τα εισοδήματα καταλογίζονται στην υποχρέωση συνεισφοράς
για τις ανάγκες της οικογένειας.
Η παραίτηση από το δικαίωμα ανάκλησης αυτής της ανάθεσης είναι άκυρη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1400 - Α
"Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος,
αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται
να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί
μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.
Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των
συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια.
Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά,
κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1401
"Η αξίωση του προηγούμενου άρθρου δεν γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των
κληρονόμων του συζύγου που πέθανε. Επίσης δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει
αναγνωριστεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή. Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά τη λύση ή
την ακύρωση του γάμου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1402 - Π
" ε την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1262 αριθ. 4, ο καθένας από τους συζύγους έχει το
δικαίωμα, στην περίπτωση που ασκήθηκε αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή που ο ίδιος
άσκησε με αγωγή την αξίωση του άρθρου 1400, να ζητήσει από τον άλλο σύζυγο ή από τους
κληρονόμους του την παροχή ασφάλειας, αν εξαιτίας τής συμπεριφοράς τους υπάρχει βάσιμος
φόβος ότι κινδυνεύει αυτή η αξίωσή του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1403 - Ε
" ι σύζυγοι μπορούν, πριν από το γάμο ή κατά τη διάρκειά του, να επιλέγουν με σύμβαση, για τη
ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην περιουσιακή τους κατάσταση, αντί για το σύστημα που
προβλέπεται από τα άρθρα 1397 και 1400 έως 1402, σύστημα κοινωνίας κατά ίσα μέρη σε
περιουσιακά τους στοιχεία χωρίς δικαίωμα διάθεσης, από τον καθένα τους, του ιδανικού του
μεριδίου (σύστημα κοινοκτημοσύνης), τηρώντας τις διατάξεις των άρθρων που ακολουθούν.
ι συμβάσεις της προηγούμενης παραγράφου καταρτίζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και
καταχωρίζονται στο ενιαίο ειδικό δημόσιο βιβλίο που τηρείται γι' αυτό το σκοπό. Πριν από την
καταχώριση δεν ισχύουν απέναντι στους τρίτους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

287
1404
" ι λεπτομέρειες του συστήματος της κοινοκτημοσύνης που επιλέγεται και ιδίως τα σχετικά με
την έκτασή της, τη διοίκηση των στοιχείων της κοινής περιουσίας, καθώς και την εκκαθάριση των
τυχόν αμοιβαίων αποκαταστατικών αξιώσεων και τη διανομή των κοινών πραγμάτων μετά τη λήξη
της, καθορίζονται στο σχετικό συμβόλαιο με βάση την αρχή της ισότητας δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων μεταξύ των συζύγων. Το συμβόλαιο για την κοινοκτημοσύνη δεν μπορεί να
παραπέμψει σε έθιμα, σε νόμο που δεν ισχύει ή σε νόμο αλλοδαπό".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1405
"Αν στο συμβόλαιο δεν υπάρχει πρόβλεψη για την έκταση της κοινοκτημοσύνης, η
κοινοκτημοσύνη περιλαμβάνει όσα περιουσιακά στοιχεία ο καθένας από τους συζύγους αποκτά
από αιτία μη χαριστική κατά τη διάρκεια του γάμου, εκτός από τα εισοδήματα της περιουσίας την
οποία είχε πριν από το γάμο. Δεν περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην κοινή περιουσία, ακόμη και
αν αποκτήθηκαν από μη χαριστική αιτία: 1. τα περιουσιακά στοιχεία του καθενός από τους
συζύγους που προορίζονται για αυστηρά προσωπική του χρήση ή για την άσκηση του
επαγγέλματός του και τα παραρτήματά τους˙ 2. οι απαιτήσεις των άρθρων 464 και 465˙ 3. τα
δικαιώματα σε προ όντα της διάνοιας.
Αν στο συμβόλαιο δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη για τη χρήση και κάρπωση, τη διοίκηση
και τη διάθεση των κοινών πραγμάτων, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 785 έως
792, του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 793 και του άρθρου 794".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1406 -
"Ό,τι ο κάθε σύζυγος αποκτά κατά τη διάρκεια του γάμου με διάθεση στοιχείων της ατομικής του
περιουσίας, περιέρχεται σ' αυτήν. ισχυριζόμενος ότι η απόκτηση έγινε με τέτοια διάθεση
βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1407 - Δ
"Δικαιοπραξίες αναφερόμενες σε περιουσιακά στοιχεία της κοινοκτημοσύνης, οι οποίες,
σύμφωνα με τους κανόνες που τη ρυθμίζουν, επιχειρούνται είτε και από τους δύο συζύγους από
κοινού είτε από τον ένα, αλλά με τη συναίνεση του άλλου, μπορούν να επιχειρούνται εγκύρως και
από τον ένα μόνο σύζυγο, με άδεια του δικαστηρίου, αν ο άλλος βρίσκεται σε φυσική ή νομική
αδυναμία ή αρνείται να δηλώσει τη βούλησή του και η δικαιοπραξία επιβάλλεται από το συμφέρον
της οικογένειας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1408 -
"Στην περίπτωση όπου επιλέγεται σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία, πέρα από τα
εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα βάρη, με τα οποία βαρύνεται, είναι υπέγγυα και: 1. για κάθε
υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος, μέσα στα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας, για
τη διαχείριση αυτής της περιουσίας˙ 2. για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος για
τις ανάγκες της οικογένειας˙ 3. για κάθε υποχρέωση που αναλαμβάνουν και οι δύο σύζυγοι".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1409
"Η κοινή περιουσία είναι επιπλέον υπέγγυα, έως το μισό της αξίας της, και απέναντι στους
ατομικούς δανειστές του κάθε συζύγου, εφόσον δεν είναι δυνατή η ικανοποίησή τους από την
ατομική περιουσία του: 1. για υποχρεώσεις που αυτός ανέλαβε μόνος του για τη διαχείριση της
288
περιουσίας αυτής πέρα από τα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας˙ 2. για ατομικά χρέη του,
οποτεδήποτε και αν αυτά γεννήθηκαν.
Αν, στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι δανειστές είναι εγχειρόγραφοι,
προτιμώνται οι δανειστές του προηγούμενου άρθρου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1410 - Ε
" ια τα χρέη του άρθρου 1408 οι δανειστές μπορούν να στραφούν επικουρικά και κατά της
ατομικής περιουσίας του μη οφειλέτη συζύγου έως το μισό της αξίας της απαίτησής τους, εφόσον η
κοινή περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των χρεών του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1411 -
"Η κοινοκτημοσύνη λήγει αυτοδικαίως με τη λύση ή την ακύρωση του γάμου. ήγει επίσης, όταν
ο ένας από τους συζύγους κηρυχθεί σε αφάνεια ή σε πτώχευση και η σχετική απόφαση γίνει
τελεσίδικη.
Στην περίπτωση του διαζυγίου ή της ακύρωσης του γάμου η λήξη της κοινοκτημοσύνης
επέρχεται αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης της σχετικής αγωγής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1412
"Η κοινοκτημοσύνη λήγει με συμφωνία των συζύγων που περιβάλλεται το συμβολαιογραφικό
τύπο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1413
" καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη λύση της
κοινοκτημοσύνης: 1. αν επήλθε διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, που διήρκεσε τουλάχιστον ένα
έτος και συνεχίζεται κατά τη συζήτηση της αγωγής˙ 2. αν, λόγω της κακής κατάστασης της
περιουσίας του άλλου συζύγου ή της κακής διαχείρισης από αυτόν της κοινής περιουσίας,
κινδυνεύουν τα συμφέροντα του ενάγοντος˙ 3. αν υπάρχει αθέτηση, από τον άλλο σύζυγο, της
υποχρέωσής του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας. Η απόφαση που διατάσσει τη λύση
της κοινοκτημοσύνης ενεργεί αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης της αγωγής στον
εναγόμενο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1414
"Η λήξη της κοινοκτημοσύνης, κατά τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, εκτός από την
περίπτωση της λήξης λόγω θανάτου, ισχύει απέναντι στους τρίτους μόνο εφόσον στο περιθώριο
του ειδικού δημόσιου βιβλίου, όπου έχει καταχωρισθεί το συστατικό της συμβόλαιο, σημειώνονται η
σχετική συμφωνία των συζύγων ή η απόφαση που κηρύσσει την αφάνεια ή την πτώχευση ή, στις
περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1411 και του άρθρου 1413, η επίδοση της
αγωγής και η σχετική δικαστική απόφαση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

289
1415
" ε την πρόωρη λήξη της κοινοκτημοσύνης οι σύζυγοι επανέρχονται, από την άποψη της
περιουσιακής τους κατάστασης, στο σύστημα που προβλέπεται από τα άρθρα 1397 και 1400 έως
1402.
Στην περίπτωση αυτή, καθώς και όταν η λήξη επέρχεται λόγω λύσης ή ακύρωσης του γάμου,
έχουν εφαρμογή για τη λύση της κοινωνίας και τη διανομή των κοινών πραγμάτων, αν δεν υπάρχει
διαφορετική συμφωνία, οι διατάξεις των άρθρων 795 και επόμενων, καθώς και οι ειδικές διατάξεις
του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τη διανομή κοινών πραγμάτων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1416 -
" ι διατάξεις αυτού του Κεφαλαίου έχουν εφαρμογή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά,
ανεξάρτητα από τη θρησκεία ή το δόγμα των συζύγων καθώς και από τον τύπο, πολιτικό ή
θρησκευτικό, με τον οποίο έγινε ο γάμος τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1417
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1418
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1419
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1420
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1421
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1422
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1423
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1424
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1425
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1426
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1427
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1428
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1429
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

290
1430
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1431
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1432
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1433
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1434
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1435
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).
1436
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1437
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΔΙΑ ΙΟ

1438 - Π
" γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο. Το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική
απόφαση, όταν συντρέχουν οι προ ποθέσεις που ορίζονται στα επόμενα άρθρα".

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), οι διατάξεις του Έβδομου Κεφαλαίου του
Τέταρτου Βιβλίου του Αστικού Κώδικα, που αναφέρονται στο διαζύγιο (άρθρα 1438 έως 1462),
αντικαταστάθηκαν στο σύνολό τους από τις ακόλουθες διατάξεις (άρθρα 1438 έως 1446). Το παρόν άρθρο
τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983.

1439 - Ι
"Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν
κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων,
ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα.
"Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση
διγαμίας ή μοιχείας του, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο,
καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του
ενάγοντος."** Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από τέσσερα τουλάχιστον
χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος
του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενάγοντα. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης δεν
εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων
ανάμεσα στους συζύγους".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983
(ΦΕΚ Α' 25). ** Το εντός " " δεύτερο εδάφιο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3500/2006 (Α'
232/24.10.2006) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ιδίου νόμου, από 24.1.2007.

1440 - Α
"Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν ο άλλος έχει κηρυχθεί σε
αφάνεια".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

291
1441 - Σ
"Όταν οι σύζυγοι συμφωνούν για το διαζύγιο, μπορούν να το ζητήσουν με κοινή αίτησή τους που
δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (συναινετικό διαζύγιο).
ια να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο, πρέπει ο γάμος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο
πριν από την κατάθεση της αίτησης και η συμφωνία των συζύγων να δηλωθεί στο δικαστήριο,
αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο, σε δύο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους έξι
τουλάχιστον μήνες. Το ειδικό πληρεξούσιο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από
την κάθε συνεδρίαση. Εφόσον από την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δύο χρόνια, η δήλωση της
συμφωνίας παύει να ισχύει.
Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο πρέπει να προσκομίζεται
έγγραφη συμφωνία των συζύγων που να ρυθμίζει την επιμέλεια των τέκνων και την επικοινωνία με
αυτά. Η συμφωνία επικυρώνεται από το δικαστήριο και ισχύει ώσπου να εκδοθεί απόφαση για το
θέμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 1513".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1442 - Δ
"Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα
εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλον: 1. αν κατά
την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις
επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί
να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ' αυτό τη
διατροφή του˙ 2. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι' αυτό το λόγο εμποδίζεται στην
άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος˙ 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται
κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν
μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου˙ 4. σε κάθε άλλη περίπτωση,
όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1443
" ι διατάξεις των άρθρων 1487, 1493, 1494 και 1498 εφαρμόζονται αναλόγως και για το
δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο. Η διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα. Η
διατροφή μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ, αν οι πρώην σύζυγοι συμφωνούν σ' αυτό εγγράφως, ή με
απόφαση του δικαστηρίου, αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1444
"Η διατροφή μπορεί να αποκλειστεί ή να περιοριστεί, αν αυτό επιβάλλεται από σπουδαίους
λόγους, ιδίως αν ο γάμος είχε μικρή χρονική διάρκεια ή αν ο δικαιούχος είναι υπαίτιος του διαζυγίου
του ή προκάλεσε εκούσια την απορία του.
Το δικαίωμα διατροφής παύει, αν ο δικαιούχος ξαναπαντρευτεί, ή αν συζεί μόνιμα με κάποιον
άλλο σε ελεύθερη ένωση. Το δικαίωμα διατροφής δεν παύει με το θάνατο του υποχρέου, παύει
όμως με το θάνατο του δικαιούχου εκτός αν αφορά παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές κατά το
χρόνο του θανάτου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1445
" καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να δίνει στον άλλον ακριβείς
πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά του, εφόσον είναι χρήσιμες για τον
καθορισμό του ύψους της διατροφής. ε αίτηση ενός από τους πρώην συζύγους, που διαβιβάζεται
μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός
έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή κατάσταση
του άλλου συζύγου και προπάντων για τα εισοδήματά του".
292
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1446 -
"Η διάταξη του άρθρου 1416 εφαρμόζεται και για τη λύση του γάμου σύμφωνα με τις διατάξεις
αυτού του κεφαλαίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1447
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1448
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1449
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1450
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1451
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1452
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1453
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

1454
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983, ΕΚ Α' 25).

" Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ


ΙΑΤΡΙ Η ΠΟ ΟΗ ΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝ Ρ ΠΙΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑ Η

1455
Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο
για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η
μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής
ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Η ανθρώπινη αναπαραγωγή με τη
μέθοδο της κλωνοποίησης*** απαγορεύεται***.
Επιλογή του φύλου του τέκνου δεν*** είναι επιτρεπτή, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή
κληρονομική νόσος που συνδέεται με το φύλο."

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327), στο Τέταρτο Βιβλίο του Αστικού Κώδικα
τέθηκε νέο Κεφάλαιο Όγδοο με τίτλο "Ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή" (το δε παλαιό
κεφάλαιο όγδοο έγινε ένατο) αποτελούμενο από τα άρθρα 1455 έως 1460, τα οποία τέθηκαν στη θέση των ήδη
καταργημένων με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25) αντίστοιχων άρθρων. Κατά συνέπεια, το παρόν άρθρο
τίθεται στη θέση του ήδη καταργημένου με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983. *** Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του ν. 3305/2005 (Α' 17/27.1.2005) περί εφαρμογής της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής,
όποιος κατά παράβαση του παρόντος άρθρου προβαίνει σε αναπαραγωγική κλωνοποίηση, σε επιλογή φύλου
για μ η ιατρικούς λόγους, σε δημιουργία χιμαιρών και υβριδίων, σε τροποποίηση του γονιδιώματος ανθρώπινων
γαμετών και γονιμοποιημένων ωαρίων, σε μεταφορά ανθρώπινου γονιμοποιημένου ωαρίου σε ζώο ή σε
ανάπτυξη ανθρώπινων γονιμοποιημένων ωαρίων εκτός του ανθρώπινου σώματος μετά την πάροδο
δεκατεσσάρων (14) ημερών από τη γονιμοποίηση, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δεκαπέντε (15) ετών. Για
περισσότερα, βλ. τα άρθρο 26 (: ποινικές κυρώσεις) και 27 (: διοικητικές κυρώσεις).

293
1456
"Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής,
σύμφωνα με τους όρους του προηγούμενου άρθρου, διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των
προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η
συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο
συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Η συναίνεση ανακαλείται με τον ίδιο τύπο μέχρι τη μεταφορά των γαμετών ή των
γονιμοποιημένων ωαρίων στο γυναικείο σώμα. ε την επιφύλαξη του άρθρου 1457, η συναίνεση
θεωρείται ότι ανακλήθηκε, αν ένα από τα πρόσωπα που είχαν συναινέσει πέθανε πριν από τη
μεταφορά."

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327), το παρόν άρθρο τίθεται στη θέση του ήδη
καταργημένου με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

1457
"Η τεχνητή γονιμοποίηση μετά το θάνατο του συζύγου ή του άνδρα με τον οποίο η γυναίκα
συζούσε σε ελεύθερη ένωση επιτρέπεται με δικαστική άδεια μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς
οι εξής προ ποθέσεις:
α. σύζυγος ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας να έπασχε από ασθένεια που συνδέεται με
πιθανό κίνδυνο στειρότητας ή να υπήρχε κίνδυνος θανάτου του.
β. σύζυγος ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας να είχε συναινέσει με συμβολαιογραφικό
έγγραφο και στη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση.
Η τεχνητή γονιμοποίηση διενεργείται μετά την πάροδο έξι μηνών και πριν από τη συμπλήρωση
διετίας από το θάνατο του άνδρα."

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327), το παρόν άρθρο τίθεται στη θέση του ήδη
καταργημένου με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

1458
"Η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδίαν, και η
κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον
υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να
αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι
έγγαμη. Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει
τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που
προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για
κυοφορία."

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327), το παρόν άρθρο τίθεται στη θέση του ήδη
καταργημένου με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25). Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση
που η αιτούσα και η κυοφόρος γυναίκα έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, σύμφωνα με το όγδοο άρθρο Ν.
3089/2002.

1459
"Τα πρόσωπα που προσφεύγουν σε τεχνική γονιμοποίηση αποφασίζουν με κοινή έγγραφη
δήλωσή τους προς τον ιατρό ή τον υπεύθυνο του ιατρικού κέντρου, που γίνεται πριν από την
έναρξη της σχετικής διαδικασίας, ότι οι κρυοσυντηρημένοι γαμέτες και τα κρυοσυντηρημένα
γονιμοποιημένα ωάρια που δεν θα τους χρειασθούν για να τεκνοποιήσουν:
α) θα διατεθούν χωρίς αντάλλαγμα, κατά προτεραιότητα σε άλλα πρόσωπα, που θα επιλέξει ο
ιατρός ή το ιατρικό κέντρο,
β) θα χρησιμοποιηθούν χωρίς αντάλλαγμα για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς,
γ) θα καταστραφούν.
Αν δεν υπάρχει κοινή δήλωση των ενδιαφερομένων προσώπων, οι γαμέτες και τα
γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται για χρονικό διάστημα πέντε ετών από τη λήψη ή τη δημιουργία
τους και μετά την πάροδο του χρόνου αυτού είτε χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς ή
θεραπευτικούς σκοπούς είτε καταστρέφονται.
Τα μη κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια καταστρέφονται μετά τη συμπλήρωση
δεκατεσσάρων ημερών από τη γονιμοποίηση. τυχόν ενδιάμεσος χρόνος κρυοσυντήρησής τους
δεν υπολογίζεται."

294
Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327), το παρόν άρθρο τίθεται στη θέση του ήδη
καταργημένου με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

1460
"Η ταυτότητα των τρίτων προσώπων που έχουν προσφέρει τους γαμέτες ή τα γονιμοποιημένα
ωάρια δεν γνωστοποιείται στα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. ατρικές
πληροφορίες που αφορούν τον τρίτο δότη τηρούνται σε απόρρητο αρχείο χωρίς ένδειξη της
ταυτότητάς του. Πρόσβαση στο αρχείο αυτό επιτρέπεται μόνο στο τέκνο και για λόγους σχετικούς
με την υγεία του.
Η ταυτότητα του τέκνου, καθώς και των γονέων του δε γνωστοποιείται στους τρίτους δότες
γαμετών ή γονιμοποιημένων ωαρίων."

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327), το παρόν άρθρο τίθεται στη θέση του ήδη
καταργημένου με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25).

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Σ ΕΝΕΙΑ

1461 -
"Τα πρόσωπα είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή, αν το ένα κατάγεται από
το άλλο (συγγένεια μεταξύ ανιόντων και κατιόντων). Συγγενείς εξ αίματος σε πλάγια γραμμή είναι τα
πρόσωπα που, χωρίς να είναι συγγενείς σε ευθεία γραμμή, κατάγονται από τον ίδιο ανιόντα.
βαθμός της συγγένειας ορίζεται από τον αριθμό των γεννήσεων που συνδέουν τα πρόσωπα."

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327), το Κεφάλαιο Όγδοο του
Τέταρτου Βιβλίου του Αστικού Κώδικα, που αναφερόταν στη συγγένεια (άρθρα 1463-1484), έγινε Κεφάλαιο
Ένατο αποτελούμενο από τα άρθρα 1461-1484. Το παρόν άρθρο (το οποίο είναι το παλαιό άρθρο 1463 όπως
είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983) τίθεται, στη θέση του ήδη καταργημένου 1461 με το άρθρο 16
Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε με την παρ. 2 άρθρου δεύτερου Ν.
3089/2002.

1462 - Α
" ι συγγενείς εξ αίματος του ενός από τους συζύγους είναι συγγενείς εξ αγχιστείας του άλλου
στην ίδια γραμμή και τον ίδιο βαθμό. Η συγγένεια εξ αγχιστείας εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη
λύση ή την ακύρωση του γάμου από τον οποίο δημιουργήθηκε."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο (το οποίο είναι το παλαιό άρθρο 1464 όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 17 Ν.
1329/1983) τίθεται, στη θέση του ήδη καταργημένου 1462 με το άρθρο 16 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), σύμφωνα
με την παρ. 3 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327).

1463 -
"Η συγγένεια του προσώπου με τη μητέρα του και τους συγγενείς της συνάγεται από τη γέννηση.
Η συγγένεια με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από το γάμο της μητέρας με τον
πατέρα ή ιδρύεται με την αναγνώριση, εκούσια ή δικαστική".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327).

1464
"Σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης, αν η κυοφορία έγινε από άλλη γυναίκα, υπό τους όρους
του άρθρου 1458, μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα στην οποία δόθηκε η σχετική δικαστική
άδεια.
Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται, με αγωγή προσβολής της μητρότητας που ασκείται μέσα σε
προθεσμία έξι μηνών από τον τοκετό, είτε από την τεκμαιρόμενη μητέρα, είτε από την κυοφόρο
γυναίκα, εφόσον αποδειχθεί ότι το τέκνο κατάγεται βιολογικά από την τελευταία. Η προσβολή
γίνεται από τη δικαιούμενη γυναίκα αυτοπροσώπως ή από ειδικό πληρεξούσιό της ή ύστερα από
άδεια του δικαστηρίου, από τον νόμιμο αντιπρόσωπό της.
ε την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που δέχεται την αγωγή το τέκνο έχει αναδρομικά από τη
γέννησή του μητέρα τη γυναίκα που το κυοφόρησε."

295
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ
Α' 327). Το παρόν εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που η αιτούσα και η κυοφόρος γυναίκα έχουν την κατοικία
τους στην Ελλάδα, σύμφωνα με το όγδοο άρθρο Ν. 3089/2002.

1465 - Τ
"Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες
ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (τέκνο
γεννημένο σε γάμο).
Τέκνο γεννημένο σε γάμο θεωρείται και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή
γονιμοποίηση, εφόσον υπάρχει η απαιτούμενη κατά το άρθρο 1457 δικαστική άδεια.
Αν το τέκνο γεννήθηκε μετά την τριακοσιοστή ημέρα από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, η
απόδειξη της πατρότητας του συζύγου βαρύνει εκείνον που την επικαλείται. Το ίδιο ισχύει και όταν
η τεχνητή γονιμοποίηση έγινε μετά το θάνατο του συζύγου, παρά την έλλειψη δικαστικής άδειας."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 άρθρο δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 3270.

1466 - Σ
"Αν μέσα στις τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου γεννήθηκε τέκνο από
γυναίκα που τέλεσε νέο γάμο, τεκμαίρεται ότι αυτό έχει πατέρα το δεύτερο σύζυγο, εκτός αν γίνει
δεκτή αγωγή για προσβολή της πατρότητάς του, οπότε τεκμαίρεται ότι είναι τέκνο του πρώτου
συζύγου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1467 - Π
"Η ιδιότητα του τέκνου, ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα τεκμήρια των άρθρων 1465 και
1466, ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς, αν αποδειχθεί ότι η
μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από το σύζυγό της ή ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης
ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει από αυτόν, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας ή αποδημίας του ή
επειδή δεν είχαν σχέσεις".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1468
"Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται ανάμεσα
στην τριακοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από τον τοκετό".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1469
" "Την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο μπορούν να προσβάλλουν:
1. σύζυγος της μητέρας. 2. πατέρας ή η μητέρα του συζύγου, αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει
χάσει το δικαίωμα της προσβολής. 3. Το τέκνο. 4. Η μητέρα του τέκνου. 5. άνδρας με τον οποίο η
μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το
κρίσιμο διάστημα της σύλληψης". Η προσβολή γίνεται από τον δικαιούμενο αυτοπροσώπως ή από
ειδικό πληρεξούσιό του ή, μετά από άδεια του δικαστηρίου, από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Το εντός " " πρώτο εδάφιο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 01.09.1997 με την παρ. 1α άρθρου 19 Ν.
2521/1997 (ΦΕΚ Α' 174) και εφαρμόζεται και σε τέκνα που έχουν γεννηθεί πριν από την 01.09.1997, σύμφωνα
με την παρ. 1δ άρθρου 19 Ν. 2521/1997.

1470
"Η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται: 1. ια το σύζυγο της μητέρας, όταν περάσει ένα έτος
αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του
τέκνου δεν έγινε από αυτόν, και σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό. 2.
ια τον πατέρα ή τη μητέρα του συζύγου, όταν περάσει ένα έτος αφότου έμαθαν το θάνατο του
296
τελευταίου και τη γέννηση του τέκνου. 3. ια το τέκνο, όταν περάσει ένα έτος από την ενηλικίωσή
του. 4. ια τη μητέρα, όταν περάσει ένα έτος από τον τοκετό ή, εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για
τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου, έξι μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο νόμος με το
σύζυγό της. 5. ια τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, δύο χρόνια από τον τοκετό".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
τροποποιήθηκε από 01.09.1997 με την παρ. 1β άρθρου 19 Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α' 174) και οι διατάξεις του
εφαρμόζονται και σε τέκνα που έχουν γεννηθεί πριν από την 01.09.1997, σύμφωνα με την παρ. 1δ άρθρου 19 Ν.
2521/1997.

1471
"Η προσβολή της πατρότητας αποκλείεται επίσης μετά το θάνατο του τέκνου, εκτός αν είχε ήδη
ασκηθεί η σχετική αγωγή.
Την πατρότητα αποκλείεται να προσβάλουν: 1. ο σύζυγος της μητέρας, αν αυτός αναγνώρισε ότι
το τέκνο είναι δικό του πριν γίνει αμετάκλητη η απόφαση για την προσβολή. 2. οποιοσδήποτε από
τους δικαιούχους που αναφέρονται στο άρθρο 1469, αν ο σύζυγος συγκατατέθηκε στην υποβολή
της συζύγου του σε τεχνητή γονιμοποίηση."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327).

1472
"Το τέκνο χάνει την ιδιότητα τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο, αναδρομικά από τη γέννησή του,
μόλις γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή αυτής της ιδιότητάς του".
"Σε περίπτωση προσβολής από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, η απόφαση
της προηγούμενης παραγράφου επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του παιδιού από τον
άνδρα αυτόν".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Η εντός " " δεύτερη παρ. προστέθηκε από 01.09.1997 με την παρ. 1γ άρθρου 19 Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α'
174) και εφαρμόζεται και σε τέκνα που έχουν γεννηθεί πριν από την 01.09.1997, σύμφωνα με την παρ. 1δ
άρθρου 19 Ν. 2521/1997.

1473 - Ε
"Τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του έχει απέναντι σ' αυτούς και τους συγγενείς
τους ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο, εφόσον οι γονείς του παντρευτούν
μεταγενέστερα και το τέκνο είχε αναγνωριστεί ή αναγνωρίζεται μετά την τέλεση του γάμου, εκούσια
ή δικαστικά, ως τέκνο του συζύγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1475, 1476 και 1479
έως 1483. Η εκούσια αναγνώριση μπορεί να προσβληθεί για το λόγο ότι ο σύζυγος της μητέρας δεν
είναι ο πατέρας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1477 και 1478".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1474
"Αν το τέκνο δεν ζει κατά την τέλεση του γάμου των γονέων του, δεν θίγεται η επέλευση των
αποτελεσμάτων του πρώτου εδαφίου του προηγούμενου άρθρου ως προς τους κατιόντες του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1475 - Ε
" πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει ως δικό του το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο, εφόσον
συναινεί σ' αυτό και η μητέρα. Αν η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η
αναγνώριση γίνεται με μόνη τη δήλωση του πατέρα.
Η συμβολαιογραφική συναίνεση του άνδρα σε τεχνητή γονιμοποίηση, που προβλέπεται στο
άρθρο 1456 § 1 εδ. β', επέχει θέση εκούσιας αναγνώρισης. Η αντίστοιχη συναίνεση της γυναίκας
ισχύει και ως συναίνεσή της στην εκούσια αναγνώριση.
Αν ο πατέρας έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αναγνώριση μπορεί να γίνει
από τον παππού ή τη γιαγιά της πατρικής γραμμής.

297
Αν το τέκνο έχει πεθάνει, η αναγνώριση ενεργεί υπέρ των κατιόντων του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327).

1476
"Η αναγνώριση από τον πατέρα ή τους γονείς του γίνεται με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου
ή με διαθήκη. Η συναίνεση της μητέρας, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, παρέχεται με
δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου. ι δηλώσεις της αναγνώρισης και της συναίνεσης γίνονται
αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία. Ανάκληση των δηλώσεων είναι ανίσχυρη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1477 - Π
"Το τέκνο και, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατιόντες του δικαιούνται να προσβάλουν την
εκούσια αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά
πατέρας.
Το δικαίωμα αυτό ανήκει επίσης, στην περίπτωση όπου η μητέρα κατά την αναγνώριση είχε
πεθάνει ή δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, στον καθένα από τους γονείς της και, στην περίπτωση
της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1475, στον παππού ή τη γιαγιά που δεν είχε προβεί στην
αναγνώριση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Στη δεύτερη παράγραφο του παρόντος γίνεται αναφορά στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1475. Μετά
όμως από την τροποποίηση του άρθρου 1475 με το άρθρο δεύτερο Ν. 3089/2002, η αναφορά πρέπει να γίνεται
στην παράγραφο 3 του άρθρου 1475.

1478
"Η προσβολή της αναγνώρισης αποκλείεται, αν περάσουν τρεις μήνες αφότου πληροφορήθηκε
την αναγνώριση αυτός που την προσβάλλει. Η προσβολή αποκλείεται σε κάθε περίπτωση, αν
περάσουν δύο χρόνια από την αναγνώριση ή, προκειμένου για προσβολή από τέκνο που κατά την
αναγνώριση ήταν ανήλικο, δύο χρόνια από την ενηλικίωσή του.
Η προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης αποκλείεται στην περίπτωση που προβλέπεται από το
άρθρο 1475 παρ. 2".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327).

1479 - Δ
"Η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της
που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του. Το ίδιο δικαίωμα έχει και το τέκνο. Όταν η
μητέρα αρνείται την προβλεπόμενη από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1475 συναίνεσή της,
δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης έχουν επίσης ο πατέρας και, στην περίπτωση της τρίτης
παραγράφου του άρθρου 1475, ο παππούς ή η γιαγιά της πατρικής γραμμής.
Αν διενεργηθεί τεχνητή γονιμοποίηση με γεννητικό υλικό τρίτου δότη, η δικαστική αναγνώριση της
πατρότητας αποκλείεται, έστω και αν η ταυτότητά του είναι ή γίνει εκ των υστέρων γνωστή."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 άρθρου δεύτερου Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327).

1480
"Η αγωγή της μητέρας ασκείται κατά του πατέρα ή των κληρονόμων του. Η αγωγή του τέκνου
ασκείται κατά του γονέα που δεν έχει προβεί στην αναγκαία για την εκούσια αναγνώριση δήλωση ή
κατά των κληρονόμων του. Η αγωγή του πατέρα ή των γονέων του ασκείται κατά της μητέρας ή
των κληρονόμων της".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

298
1481
"Η πατρότητα τεκμαίρεται, αν αποδειχθεί ότι αυτός, για τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός ότι
είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης. Το
τεκμήριο δεν ισχύει, αν η αγωγή ασκείται από το τέκνο μετά την ενηλικίωσή του και ο πατέρας
πέθανε πριν από το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1482
"Το τεκμήριο του προηγούμενου άρθρου ανατρέπεται, αν προκύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για
την πατρότητα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1483
"Το δικαίωμα της μητέρας να ζητήσει την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της
αποσβήνεται όταν περάσουν πέντε χρόνια από τον τοκετό. Το δικαίωμα του τέκνου αποσβήνεται,
ένα έτος μετά την ενηλικίωσή του, και το δικαίωμα του πατέρα ή των γονέων του δύο έτη αφότου
αρνήθηκε τη συναίνεσή της η μητέρα.
Αν η μητέρα ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα τής σύλληψης του τέκνου, η προθεσμία του
πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση που
δέχεται την προσβολή της πατρότητας.
Στην περίπτωση του άρθρου 1473 το δικαίωμα δεν υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1484 - Α
"Σε περίπτωση αναγνώρισης, εκούσιας ή δικαστικής, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, το τέκνο
έχει ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς
τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
ΔΙΑΤΡΟ Η ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ

1485 - Μ
"Ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής κατά τους όρους των άρθρων
1486 έως 1502".

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τα Κεφάλαια Όγδοο, Ένατο, Δέκατο, Ενδέκατο
και Δωδέκατο του Τέταρτου Βιβλίου του Αστικού Κώδικα που αναφέρονται στη συγγένεια (άρθρα 1463 και
1464), τη γνησιότητα του τέκνου (άρθρα 1465 έως 1475), τη διατροφή εκ του νόμου (άρθρα 1476 έως 1492), τις
σχέσεις γονέων και τέκνων και την πατρική εξουσία (άρθρα 1493 έως 1529) και τα εξώγαμα τέκνα (άρθρα1530
έως 1567) με το σύνολο των διατάξεών τους αντικαθίστανται από νέα κεφάλαια όγδοο, δέκατο και ενδέκατο με
τους ακόλουθους τίτλους και αριθμούς άρθρων αντίστοιχα:α) Όγδοο Κεφάλαιο: Συγγένεια (άρθρα 1463 έως
1484), το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327). β) Δέκατο Κεφάλαιο: Διατροφή
από το νόμο (άρθρα 1485 έως 1504). γ) Ενδέκατο Κεφάλαιο: Σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρα 1505 έως
1541). Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983.

1486 -
"Δικαίωμα διατροφής έχει μόνο όποιος δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία
του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές
βιοτικές του συνθήκες ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του.
Το ανήλικο τέκνο, και αν ακόμη έχει περιουσία, έχει δικαίωμα διατροφής από τους γονείς του,
εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του ή το προ όν της εργασίας του δεν αρκούν για τη
διατροφή του".
299
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1487
"Δεν έχει υποχρέωση διατροφής εκείνος που, ενόψει και των λοιπών υποχρεώσεών του, δεν
είναι σε θέση να τη δώσει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. κανόνας αυτός δεν
ισχύει, όταν πρόκειται για τη διατροφή ανήλικου τέκνου από το γονέα του, εκτός αν αυτό μπορεί να
στραφεί εναντίον άλλου υποχρέου ή αν μπορεί να διατραφεί από την περιουσία του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1488 - Σ
" ποχρέωση διατροφής έχουν πρώτα οι κατιόντες, κατά τη σειρά που καλούνται στην εξ
αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, και ο καθένας τους ανάλογα με την κληρονομική του μερίδα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1489
"Αν δεν υπάρχουν κατιόντες, υποχρέωση διατροφής έχουν οι πλησιέστεροι ανιόντες, που
ενέχονται σε ίσα μέρη αν είναι περισσότεροι στον ίδιο βαθμό.
ι γονείς έχουν υποχρέωση να διατρέφουν το τέκνο τους από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις
δυνάμεις του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1490
"Αν ένας από τους ανιόντες ή τους κατιόντες δεν είναι σε θέση να δώσει διατροφή, η υποχρέωση
βαρύνει εκείνον που είναι υπόχρεος ύστερα από αυτόν. Το ίδιο ισχύει και όταν, για πραγματικούς ή
νομικούς λόγους, είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η δικαστική επιδίωξη στην ημεδαπή εναντίον
εκείνου που έχει την υποχρέωση.
Στην περίπτωση που καταβάλλει τη διατροφή, αντί για τον αμέσως υπόχρεο, άλλο πρόσωπο,
αυτό υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα δικαιώματα εκείνου που την έλαβε: 1. αν κατέβαλε τη
διατροφή δυνάμει του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου˙ 2. αν πρόκειται για το
κράτος ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή κοινωφελές ίδρυμα που ανέλαβε τη διατροφή του
δικαιούχου ανηλίκου στη θέση του υπόχρεου συγγενή του˙ 3. αν πρόκειται για ιδιώτες, στους
οποίους ανατέθηκε η επιμέλεια του προσώπου του δικαιούχου ανηλίκου, σύμφωνα με τα άρθρα
1513, 1514, 1532, 1533 και 1535˙ 4. αν ο δικαιούχος της διατροφής είναι ανήλικος και τη διατροφή
κατέβαλε, στη θέση του υπόχρεου γονέα του, ο σύζυγος του τελευταίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1491
"Όταν το πρόσωπο είναι έγγαμο, η υποχρέωση των κατιόντων και των ανιόντων του να το
διατρέφουν υπάρχει μόνο αν ο σύζυγός του, ενόψει των λοιπών υποχρεώσεών του, δεν είναι σε
θέση να του παρέχει την οφειλόμενη διατροφή χωρίς να κινδυνεύει η δική του διατροφή ή αν, για
πραγματικούς ή νομικούς λόγους, είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η δικαστική επιδίωξη εναντίον
του στην ημεδαπή. Το ίδιο ισχύει και για τον διαζευγμένο, όταν ο πρώην σύζυγός του έχει απέναντί
του υποχρέωση διατροφής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1492 - Σ
"Όταν αυτοί που έχουν δικαίωμα διατροφής απέναντι σε ορισμένο πρόσωπο είναι περισσότεροι
και ο υπόχρεος δεν επαρκεί να τη δώσει σε όλους, προτεραιότητα έχουν οι κατιόντες κατά τη σειρά
της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής. Αν οι περισσότεροι δικαιούχοι είναι ανιόντες, έχουν
300
προτεραιότητα οι πλησιέστεροι. σύζυγος, ως προς το δικαίωμα διατροφής, συμπορεύεται με τους
ανήλικους κατιόντες και προηγείται από τους λοιπούς κατιόντες ή άλλους συγγενείς. Το ίδιο ισχύει
και για τον διαζευγμένο, εφόσον αυτός έχει δικαίωμα διατροφής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1493 - Μ
"Το μέτρο διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές
προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του (ανάλογη διατροφή). Η διατροφή περιλαμβάνει όλα
όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή,
καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1494 - Μ
"Αν, αφότου εκδόθηκε η απόφαση που προσδιορίζει τη διατροφή, μεταβλήθηκαν οι όροι της
διατροφής, το δικαστήριο μπορεί να μεταρρυθμίσει την απόφασή του ή και να διατάξει την παύση
της διατροφής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1495 - Ε
" ι κατιόντες και οι ανιόντες δικαιούνται μόνο τη στοιχειώδη διατροφή, που περιλαμβάνει τα
απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση, αν υπέπεσαν απέναντι στον υπόχρεο διατροφής σε
παράπτωμα που δικαιολογεί την αποκλήρωσή τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1496 -
"Η διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα. Αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι, το
δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον υπόχρεο την καταβολή με άλλον τρόπο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1497
" ι γονείς που οφείλουν διατροφή σε ανήλικο άγαμο τέκνο τους έχουν δικαίωμα να ορίσουν τον
τρόπο και τα χρονικά διαστήματα που θα προκαταβάλλεται η διατροφή. Αν το ζήτησε το τέκνο, το
δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1498
"Διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1499 - Π
"Παραίτηση από τη διατροφή για το μέλλον δεν ισχύει. Η προκαταβολή της διατροφής
απαλλάσσει τον υπόχρεο μόνο για το διάστημα που ορίζεται στα άρθρα 1496 και 1497".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

301
1500 - Α
"Η αξίωση διατροφής παύει με το θάνατο του δικαιούχου ή του υποχρέου, εκτός αν αφορά
παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές κατά το χρόνο του θανάτου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1501 - Δ
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 25 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1502 - Π
"Σε περίπτωση όπου ένα τέκνο έχει γεννηθεί χωρίς γάμο της μητέρας του και η πατρότητά του
είναι πολύ πιθανή, εφόσον η μητέρα του βρίσκεται σε απορία, το δικαστήριο μπορεί, ακόμη και πριν
ασκηθεί η αγωγή για την αναγνώρισή του, να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την προκαταβολή από
τον πατέρα στο τέκνο, κάθε μήνα, εύλογου ποσού έναντι της οφειλόμενης σ' αυτό διατροφής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1503 - Δ
"Σε περίπτωση όπου ένα τέκνο γεννήθηκε χωρίς γάμο της μητέρας του, το δικαστήριο μπορεί,
ύστερα από αίτησή της, να καταδικάσει τον πατέρα που αναγνωρίστηκε δικαστικώς, ακόμη και αν
το τέκνο γεννήθηκε νεκρό: 1. στην καταβολή των δαπανών του τοκετού˙ 2. σε διατροφή της
μητέρας, εφόσον αυτή αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό της, επί δύο μήνες πριν από τον τοκετό και
τέσσερις ύστερα από αυτόν, ή, αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, το πολύ επί ένα έτος.
Η αξίωση της μητέρας δεν παύει με το θάνατο του πατέρα και παραγράφεται όταν περάσουν τρία
έτη από τον τοκετό. Αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν
αποκλείεται".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1504 - Δ
" αδελφός ή η αδελφή μπορούν, αν το δικαστήριο το κρίνει εύλογο, να υποχρεωθούν να δίνουν
διατροφή σε αδελφό ή αδελφή, αν αυτός που τη ζητεί αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό του για
ιδιαίτερους λόγους και ιδίως εξαιτίας της ηλικίας του, βαριάς ασθένειας ή αναπηρίας. Η διατροφή
περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς
και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση.
ι διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1487, καθώς και των άρθρων 1494, 1496 και 1498
έως 1500 εφαρμόζονται και σ' αυτή την περίπτωση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


Σ ΕΣΕΙΣ ΟΝΕ Ν ΑΙ ΤΕ Ν Ν

1505 - Ε
" ι γονείς υποχρεούνται να έχουν προσδιορίσει το επώνυμο των τέκνων τους με κοινή
αμετάκλητη δήλωσή τους. Η δήλωση γίνεται πριν από το γάμο, είτε σε συμβολαιογράφο είτε στο
λειτουργό, ενώπιον του οποίου θα τελεσθεί ο γάμος. λειτουργός οφείλει να ζητήσει τη σχετική
δήλωση.
Το οριζόμενο επώνυμο, κοινό για όλα τα τέκνα, μπορεί να είναι είτε το επώνυμο του ενός από
τους γονείς είτε συνδυασμός των επωνύμων τους, που όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να
περιλαμβάνει περισσότερα από δύο επώνυμα.
Αν οι γονείς παραλείψουν να δηλώσουν το επώνυμο των τέκνων τους, σύμφωνα με τους όρους
των προηγούμενων παραγράφων, τα τέκνα έχουν για επώνυμο το επώνυμο του πατέρα τους".

302
Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τα Κεφάλαια Όγδοο, Ένατο, Δέκατο, Ενδέκατο
και Δωδέκατο του Τέταρτου Βιβλίου του Αστικού Κώδικα που αναφέρονται στη συγγένεια (άρθρα 1463 και
1464), τη γνησιότητα του τέκνου (άρθρα 1465 έως 1475), τη διατροφή εκ του νόμου (άρθρα 1476 έως 1492), τις
σχέσεις γονέων και τέκνων και την πατρική εξουσία (άρθρα 1493 έως 1529) και τα εξώγαμα τέκνα (άρθρα1530
έως 1567) με το σύνολο των διατάξεών τους αντικαθίστανται από νέα κεφάλαια όγδοο, δέκατο και ενδέκατο με
τους ακόλουθους τίτλους και αριθμούς άρθρων αντίστοιχα:α) Όγδοο Κεφάλαιο: Συγγένεια (άρθρα 1463 έως
1484), το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε με το Ν. 3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327). β) Δέκατο Κεφάλαιο: Διατροφή
από το νόμο (άρθρα 1485 έως 1504). γ) Ενδέκατο Κεφάλαιο: Σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρα 1505 έως
1541). Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983.

1506 - Ε
"Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του παίρνει το επώνυμο της μητέρας του.
σύζυγος της μητέρας μπορεί να δώσει στο τέκνο, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το επώνυμό του
στη θέση του έως τότε επωνύμου του τέκνου ή επιπρόσθετα, αν συναινέσουν σ' αυτό, κατά τον ίδιο
τύπο, η μητέρα και το τέκνο.
Σε περίπτωση επιγενόμενου γάμου των γονέων του τέκνου εφαρμόζονται ως προς το επώνυμό
του, εφόσον αυτό είναι ανήλικο, οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.
Αν γίνει αναγνώριση, εκούσια ή δικαστική, το ενήλικο τέκνο ή, αν αυτό είναι ανήλικο, οι γονείς του
ή και ένας από αυτούς ή ο επίτροπός του δικαιούνται, μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την
ολοκλήρωση της αναγνώρισης, να προσθέσουν, με δήλωση στο ληξίαρχο, το πατρικό επώνυμο
στο επώνυμο του τέκνο. Αν στη δήλωση προβαίνουν οι δύο γονείς από κοινού, μπορούν να
προσδιορίσουν το νέο επώνυμο του τέκνου σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του
προηγούμενου άρθρου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1507 - Α
" ονείς και τέκνα οφείλουν αμοιβαία μεταξύ τους βοήθεια, στοργή και σεβασμό".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1508 -
"Το τέκνο, εφόσον αποτελεί μέλος του οίκου των γονέων του και ανατρέφεται ή διατρέφεται από
αυτούς, υποχρεούται να παρέχει στους γονείς του, για τη διοίκηση του οίκου ή την άσκηση του
επαγγέλματός τους, υπηρεσίες ανάλογες με τις δυνάμεις του και τις βιοτικές συνθήκες του ίδιου και
της οικογένειάς του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1509 - Π
"Η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη
διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση
επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο
επιβάλλουν οι περιστάσεις. Η ευθύνη όμως απέναντι στο τέκνο, εκείνου που έκανε την παροχή, για
πραγματικά ή νομικά ελαττώματα του πράγματος, κρίνεται πάντοτε κατά τις διατάξεις για την
ευθύνη του δωρητή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1510 -
"Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι
οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη
διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη,
που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.
Σε περίπτωση που η γονική μέριμνα παύει λόγω θανάτου, κήρυξης σε αφάνεια ή έκπτωσης του
ενός γονέα, η γονική μέριμνα ανήκει αποκλειστικά στον άλλο.

303
Αν ο ένας από τους γονείς αδυνατεί να ασκήσει τη γονική μέριμνα για πραγματικούς λόγους ή
γιατί είναι ανίκανος ή περιορισμένα ικανός για δικαιοπραξία, την ασκεί μόνος ο άλλος γονέας. Η
επιμέλεια όμως του προσώπου του τέκνου ασκείται και από τον ανήλικο γονέα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1511
"Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει
στο συμφέρον του τέκνου.
Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν, κατά τις
διατάξεις του νόμου, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με
τον τρόπο της άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα
μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της
θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής
προέλευσης ή της περιουσίας.
Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν
από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντά του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1512 - Σ
"Αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, και το συμφέρον του τέκνου
επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1513 - Δ
"Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, η άσκηση
της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο. Η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να
ανατεθεί στον έναν από τους γονείς ή, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο
διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού. Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά,
ιδίως να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων ή να την αναθέσει σε
τρίτον.
ια τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τους έως τότε δεσμούς του
τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς
του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του.
γονέας, στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας, έχει το δικαίωμα να
ζητάει από τον άλλο πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του τέκνου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1514 - Δ
" ι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει
διακοπή της συμβίωσης των συζύγων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1515 - Τ
"Η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων
του ανήκει στη μητέρα του. Σε περίπτωση αναγνώρισής του, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας,
που όμως την ασκεί αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει
για νομικούς ή πραγματικούς λόγους.
ε αίτηση του πατέρα το δικαστήριο μπορεί και σε κάθε άλλη περίπτωση, και ιδίως αν συμφωνεί
η μητέρα, να αναθέσει και σ' αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους αυτής, εφόσον αυτό
επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.

304
Σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης, στην οποία αντιδίκησε ο πατέρας, αυτός δεν ασκεί
γονική μέριμνα ούτε αναπληρώνει τη μητέρα στην άσκησή της. Το δικαστήριο μπορεί, αν το
επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου, να αποφασίσει διαφορετικά με αίτηση του πατέρα, εφόσον
έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς
λόγους ή υπάρχει συμφωνία των γονέων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1516 - Π
" καθένας από τους γονείς επιχειρεί και μόνος του πράξεις αναφερόμενες στην άσκηση της
γονικής μέριμνας: 1. όταν πρόκειται για συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή
για την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή για πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα˙ 2.
όταν πρόκειται για τη λήψη δήλωσης της βούλησης που είναι απευθυντέα προς το τέκνο.
Στις περιπτώσεις διακοπής της συμβίωσης των γονέων, διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου τους,
καθώς και όταν πρόκειται για τέκνο γεννημένο χωρίς γάμο των γονέων του, τις αξιώσεις διατροφής
που έχει το τέκνο κατά του γονέα, ο οποίος δεν έχει την επιμέλεια του προσώπου του, μπορεί να τις
ασκεί αυτός που έχει την επιμέλεια και, αν δεν την έχει κανείς, αυτός με τον οποίο διαμένει το
τέκνο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1517 - Σ
"Αν τα συμφέροντα του τέκνου συγκρούονται με τα συμφέροντα του πατέρα του ή της μητέρας
του, που ασκούν τη γονική μέριμνα, καθώς και των συζύγων ή των συγγενών τους εξ αίματος ή εξ
αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, διορίζεται ειδικός επίτροπος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1518 - Ε
"Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη
μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του.
Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει
υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του. Η λήψη σωφρονιστικών μέτρων
επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτά είναι παιδαγωγικώς αναγκαία και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του
τέκνου.
Κατά τη μόρφωση και την επαγγελματική εκπαίδευση του τέκνου οι γονείς λαμβάνουν υπόψη τις
ικανότητες και τις προσωπικές του κλίσεις. ι' αυτό το σκοπό οφείλουν να συνεργάζονται με το
σχολείο και, αν υπάρχει ανάγκη, να ζητούν τη συνδρομή αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών ή
δημόσιων οργανισμών".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1519 - Δ
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 25 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1520 - Π
" γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας
με αυτό.
ι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους
ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος.
Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων, τα σχετικά με την επικοινωνία κανονίζονται
ειδικότερα από το δικαστήριο".

305
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1521 - Π
" "Η διοίκηση των γονέων δεν εκτείνεται και στα περιουσιακά στοιχεία που περιέρχονται στο
τέκνο από διάταξη τελευταίας βούλησης, ή από δωρεά με τον όρο να μην έχουν τη διοίκησή τους οι
γονείς". Αν ο διαθέτης ή ο δωρητής δεν ορίσει το πρόσωπο που θα έχει τη διοίκηση αυτών των
περιουσιακών στοιχείων, το δικαστήριο διορίζει ειδικό επίτροπο.
Αν στη διάταξη της τελευταίας βούλησης ή στη δωρεά ορίζεται να μην έχει τη διοίκηση ο ένας
από τους γονείς, η διοίκηση ανήκει, σε περίπτωση αμφιβολίας, στον άλλο γονέα, ο οποίος και
αντιπροσωπεύει το τέκνο μόνος του στις σχετικές δίκες ή δικαιοπραξίες".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Το εντός " " πρώτο εδάφιο της πρώτης παρ. τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο
26 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1522
" διαθέτης ή ο δωρητής μπορούν να ορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα διοικηθούν τα
περιουσιακά στοιχεία που άφησαν ή έδωσαν στο τέκνο. Παρέκκλιση επιτρέπεται, στην περίπτωση
της δωρεάς, εφόσον ο δωρητής συναινεί σ' αυτήν. Αν ο δωρητής δεν ζει ή αρνείται να συναινέσει ή
η συναίνεσή του δεν είναι εφικτή, καθώς και στις περιπτώσεις των επιδόσεων με διάταξη τελευταίας
βούλησης, η παρέκκλιση επιτρέπεται μόνο με άδεια του δικαστηρίου και εφόσον επιβάλλεται από το
συμφέρον του τέκνου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1523 - Δ .Α
" ι γονείς οφείλουν να συντάσσουν απογραφή για κάθε περιουσία που περιέρχεται στο τέκνο και
υπάγεται στη γονική τους διοίκηση".

Σ : Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 ( ΕΚ


Α' 25).

1524 - Δ
" ι γονείς δεν μπορούν να προβαίνουν σε δωρεές από την περιουσία του τέκνου. Εξαιρούνται οι
δωρεές που επιβάλλονται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1525 - Ε
" ι γονείς έχουν την υποχρέωση να κάνουν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, παραγωγικά ή να
τοποθετήσουν επωφελώς τα μετρητά χρήματα του τέκνου, των οποίων έχουν τη διοίκηση, αν δεν
υπάρχει ανάγκη να τα κρατούν για να αντιμετωπίζουν δαπάνες. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει
διαφορετική διάθεσή τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1526 - Δ
" ι γονείς δεν μπορούν, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, να επιχειρήσουν στο όνομα του τέκνου
τις πράξεις που απαγορεύονται και στον επίτροπο ανηλίκου χωρίς άδεια του δικαστηρίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Το δεύτερο εδάφιο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 27 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1527
"Η κληρονομία που επάγεται στο ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το
ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1912, δεν

306
εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό. Τρίτοι, που έχουν έννομο συμφέρον, μπορούν να αξιώσουν από
το γονέα, ο οποίος έχει τη διοίκηση, να συντάξει απογραφή μέσα σε τέσσερις μήνες το βραδύτερο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1528 - Σ
"Είναι άκυρες οι πράξεις των γονέων που γίνονται κατά παράβαση των άρθρων 1524 έως 1526.
Την ακυρότητα προτείνουν ο πατέρας, η μητέρα, το τέκνο και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1529 -
" ι γονείς χρησιμοποιούν τα εισοδήματα από την περιουσία του τέκνου, την οποία διοικούν, για
τη συντήρηση, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του. πορούν επίσης να τα χρησιμοποιήσουν και
για τις ανάγκες της οικογένειας, στο μέτρο που αυτό κρίνεται εύλογο. Ό,τι περισσεύει περιέρχεται
στην περιουσία του τέκνου.
ι γονείς μπορούν επίσης, σε περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης και με την επιφύλαξη των
διατάξεων του άρθρου 1526, να χρησιμοποιούν και το κεφάλαιο της περιουσίας του τέκνου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1530 - Ο
" ι γονείς έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν τις δαπάνες που έκαναν για την επιμέλεια του
προσώπου και τη διοίκηση της περιουσίας του τέκνου, αν από τις περιστάσεις είχαν δικαίωμα να τις
θεωρήσουν αναγκαίες και δεν είναι από εκείνες που τους βαρύνουν".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1531 - Ε
" ι γονείς, κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, έχουν υποχρέωση να δείχνουν την επιμέλεια
που δείχνουν και στις δικές τους υποθέσεις. Αν ζημία που προκλήθηκε οφείλεται σε παράβαση
υποχρέωσης και των δύο γονέων, οι γονείς ευθύνονται εις ολόκληρον".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1532 - Σ
Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για
την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το
λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ' αυτό, το δικαστήριο
μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας, οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου, ο εισαγγελέας
ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο.
Το δικαστήριο μπορεί ιδίως να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας
ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή, αν συντρέχουν και στο πρόσωπο
αυτού οι προ ποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του
τέκνου ή, ακόμη, και την επιμέλειά του ολικά ή μερικά σε τρίτον ή και να διορίσει επίτροπο.
"Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προ ποθέσεις του πρώτου
εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο
εισαγγελέας μπορεί να διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση
της αποφάσεως του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός τριάντα ημερών."

Σχόλια: - Το εντός " " τρίτο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).***
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.2006),
επί ασκήσεως σωματικής βίας σε βάρος ανηλίκου, ως μέσου σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής του,
εφαρμόζεται το παρόν άρθρο.

307
1533
"Η αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου και από τους δύο γονείς και
η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσονται από το δικαστήριο μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς
αποτέλεσμα ή κρίνεται ότι δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής ή
ψυχικής υγείας του τέκνου.
Το δικαστήριο ορίζει την έκταση της γονικής μέριμνας που παραχωρεί στον τρίτο, και τους όρους
της άσκησής της".
"Το δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση της πραγματικής φροντίδας ή της επιμέλειας στον τρίτο
κατά τη δεύτερη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου ή την πρώτη παράγραφο του παρόντος,
ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικά της καταλληλότητάς του,
στηριζόμενο υποχρεωτικά σε βεβαίωση της κοινωνικής υπηρεσίας. Η ανάθεση γίνεται σε κατάλληλη
οικογένεια, κατά προτίμηση συγγενική (ανάδοχη οικογένεια) και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, σε
κατάλληλο ίδρυμα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25). Τα εδάφια δεύτερο και τρίτο της πρώτης παρ. καταργήθηκαν από 30.12.1996 με το άρθρο 29 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278). Η εντός " " τρίτη παράγραφος προστέθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 29 Ν.
2447/1996. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 άρθρου 19 Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α' 174), τα οριζόμενα στη
δεύτερη παρ. του άρθρου 1646 του ΑΚ και στην τρίτη παρ. του άρθρου 796 του ΚΠολΔ, ισχύουν και στην
περίπτωση της τρίτης παρ. του παρόντος άρθρου.

1534
"Σε περίπτωση όπου υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη ιατρικής επέμβασης, για να αποτραπεί
κίνδυνος ζωής ή υγείας του τέκνου, ο εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί, αν αρνούνται οι γονείς, να
δώσει αυτός αμέσως την απαιτούμενη άδεια, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου για τη θεραπεία
γιατρού ή του διευθυντή της κλινικής όπου νοσηλεύεται το τέκνο ή οποιουδήποτε άλλου αρμόδιου
υγειονομικού οργάνου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1535 - Α
"Το δικαστήριο αφαιρεί την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους της από τους δύο γονείς για
σπουδαίο λόγο, αν το ζητήσουν οι ίδιοι, υποδεικνύοντας και το πρόσωπο που δέχεται να αναλάβει
την αφαιρούμενη άσκηση. ε την απόφαση για την αφαίρεση, το δικαστήριο αναθέτει την
αφαιρούμενη άσκηση στο υποδεικνυόμενο ή σε άλλο πρόσωπο, προσδιορίζοντας και τον τρόπο
της άσκησής της. Όταν λείπει τέτοιος προσδιορισμός, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την
επιτροπεία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1536 - Μ
"Αν από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι
συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, ύστερα από αίτηση ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων
συγγενών του τέκνου ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφασή του στις νέες συνθήκες
ανακαλώντας ή μεταρρυθμίζοντάς την, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου, και ιδίως να
αποδώσει στους γονείς την άσκηση της γονικής μέριμνας που τους είχε αφαιρεθεί".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1537 -
" γονέας εκπίπτει από τη γονική μέριμνα αν καταδικάστηκε τελεσίδικα σε φυλάκιση τουλάχιστον
ενός μηνός για αδίκημα που διέπραξε με δόλο και που αφορά τη ζωή, την υγεία και τα ήθη του
τέκνου. Το δικαστήριο μπορεί, σ' αυτή την περίπτωση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να αφαιρέσει
από το γονέα τη γονική μέριμνα και ως προς τα λοιπά τέκνα του, ύστερα από αίτηση του άλλου
γονέα, των πλησιέστερων συγγενών ή του εισαγγελέα".

308
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1538 - Π
"Η γονική μέριμνα παύει στο σύνολό της, ως προς τον ένα γονέα, αν αυτός εκπέσει σύμφωνα με
το προηγούμενο άρθρο ή πεθάνει ή κηρυχθεί σε αφάνεια, και ως προς τους δύο γονείς αν το τέκνο
ενηλικιωθεί ή πεθάνει ή κηρυχθεί σε αφάνεια".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1539 - Σ
"Αν έπαυσε η γονική μέριμνα ή το δικαίωμα των γονέων να διοικούν την περιουσία του τέκνου
τους ή και μόνη η άσκησή τους, οι γονείς οφείλουν λογοδοσία ως προς το κεφάλαιο της περιουσίας
του τέκνου και παράδοσή της. Το ίδιο ισχύει, αν έπαυσε η γονική μέριμνα ή το δικαίωμα διοίκησης
της περιουσίας του τέκνου ή και μόνη η άσκησή τους, ως προς τον ένα μόνο από τους γονείς".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1540
"Αν έπαυσε η γονική μέριμνα ή η άσκησή της, ολικά ή μερικά, οι γονείς έχουν δικαίωμα να
εξακολουθήσουν τις πράξεις που ανάγονται στην επιμέλεια του προσώπου ή τη διοίκηση της
περιουσίας του τέκνου, ώσπου να πληροφορηθούν την παύση της. ι τρίτοι όμως δεν δικαιούνται
να επικαλεστούν αυτό το δικαίωμα των γονέων, αν γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την παύση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).
1541
"Αν η γονική μέριμνα έπαυσε με το θάνατο ή την αφάνεια του τέκνου, οι γονείς έχουν υποχρέωση
να φροντίζουν τις υποθέσεις που δεν επιδέχονται αναβολή, ώσπου να μπορέσουν να τις
φροντίσουν οι κληρονόμοι".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΡΙΤΟ


ΙΟ ΕΣΙΑ

1542 - Π
"Η υιοθεσία επιτρέπεται, με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 1579, μόνο όταν αυτός
που υιοθετείται είναι ανήλικος. Η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετουμένου".

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278), Το Δέκατο Τρίτο Κεφάλαιο του Τέταρτου
Βιβλίου του Αστικού Κώδικα, που αναφέρεται στην υιοθεσία (άρθρα 1568 έως 1588), καταργείται στο σύνολό του
και στη θέση των ήδη καταργημένων με το άρθρο 17 Ν. 1329/1983 άρθρων 1542 έως 1567 και των
καταργούμενων με το άρθρο 1 Ν. 2557/1996 διατάξεων, τίθεται νέο Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο "ΥΙΟΘΕΣΙΑ" (άρθρα
1542 - 1588). Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996.

1543 - Π
"Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα
τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1544 - Δ
""Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον
κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερο από πενήντα χρόνια. περιορισμός της ηλικίας δεν
ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή που έχει
309
ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγό του." Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου του συζύγου, καθώς και αν
συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και όταν υπάρχει
διαφορά ηλικίας μικρότερη, αλλά όχι κάτω των δεκαπέντε ετών".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278). Το εντός " " πρώτο εδάφιο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 03.06.1999 με την παρ.
1 άρθρου 28 Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α' 112).

1545 -
"Δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί το ίδιο πρόσωπο ταυτόχρονα από περισσοτέρους, εκτός αν αυτοί
είναι σύζυγοι. Επίσης δεν επιτρέπεται η υιοθεσία προσώπου, που είναι ήδη υιοθετημένο από
άλλον, όσο διαρκεί η υιοθεσία, εκτός αν πρόκειται για διαδοχική υιοθεσία του ίδιου προσώπου και
από το σύζυγο αυτού που υιοθέτησε πρώτος".
"Σε περίπτωση υιοθεσίας και από τους δύο συζύγους, οι προ ποθέσεις οι οποίες τάσσονται από
τα άρθρα 1543 και 1544, αρκεί να συντρέχουν στο πρόσωπο μόνο του ενός."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278). Η εντός " " δεύτερη παράγραφος προστέθηκε από 01.09.1997 με την παρ. 2 άρθρου
19 Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α' 174).

1546 -
" έγγαμος δεν μπορεί να υιοθετήσει χωρίς τη συναίνεση του συζύγου του, η οποία παρέχεται
αυτοπροσώπως με δήλωση στο δικαστήριο. Αν ο σύζυγος έχει τη συνήθη διαμονή του στην
αλλοδαπή, η συναίνεσή του μπορεί να δοθεί και με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου. Το
δικαστήριο όμως μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και χωρίς αυτή τη συναίνεση, αν η παροχή της
είναι αδύνατη για νομικούς ή πραγματικούς λόγους ή αν εκκρεμεί ανάμεσα στους συζύγους δίκη
διαζυγίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1547 -
"Επιτρέπεται να υιοθετηθούν, από το ίδιο πρόσωπο, περισσότεροι ανήλικοι με την ίδια πράξη ή
διαδοχικά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1548
" ιοθεσία υπό αίρεση ή προθεσμία δεν επιτρέπεται".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1549 - Δ
"Η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αίτηση του υποψηφίου θετού γονέα.
Αυτός που υιοθετεί συναινεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1550 - Σ
" ια να υιοθετηθεί ένας ανήλικος χρειάζεται να συναινέσουν ενώπιον του δικαστηρίου οι γονείς
του ή ο ένας τους μόνο, αν ο άλλος έχει εκπέσει από τη γονική μέριμνα κατά το άρθρο 1537 ή η
συναίνεσή του είναι αδύνατη γιατί έχει τεθεί σε στερητική δικαστική συμπαράσταση, που
περιλαμβάνει και τη στέρηση της ικανότητας να συναινεί για την υιοθεσία του παιδιού του. Αν ο
ανήλικος δεν έχει γονείς, συναινεί ενώπιον του δικαστηρίου ο επίτροπος, ύστερα από άδεια του
εποπτικού συμβουλίου.

310
Η συναίνεση της προηγούμενης παραγράφου είναι, στην περίπτωση που ο ανήλικος
προστατεύεται από αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση, έγκυρη και όταν αυτός που συναινεί
δεν γνωρίζει το πρόσωπο του υποψηφίου θετού γονέα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1551 -
"Η συναίνεση των γονέων για υιοθεσία δεν επιτρέπεται να δοθεί προτού να συμπληρωθούν τρεις
μήνες από τη γέννηση του τέκνου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1552 - Δ
"Η συναίνεση των γονέων για υιοθεσία του τέκνου τους αναπληρώνεται με απόφαση του
δικαστηρίου:
α) αν οι γονείς είναι άγνωστοι ή το τέκνο είναι έκθετο,
β) αν και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα ή βρίσκονται σε καθεστώς
στερητικής δικαστικής συμπαράστασης που τους αφαιρεί και την ικανότητα να συναινούν για την
υιοθεσία του παιδιού τους,
γ) αν οι γονείς έχουν άγνωστη διαμονή,
δ) αν το τέκνο προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, έχει αφαιρεθεί από τους
γονείς η άσκηση της επιμέλειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1532 και 1533 και αυτοί
αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν,
"ε) αν το τέκνο έχει παραδοθεί με τη συναίνεση των γονέων σε οικογένεια για φροντίδα και
ανατροφή με σκοπό την υιοθεσία και έχει ενταχθεί σ' αυτήν επί χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον
έτους, οι δε γονείς εκ των υστέρων αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν."
ε απόφαση του δικαστηρίου αναπληρώνεται και η συναίνεση του επιτρόπου για την υιοθεσία
του ανηλίκου, εφόσον ο τελευταίος προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση και ο
επίτροπος αρνείται καταχρηστικά να συναινέσει".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278). Η περίπτ. ε προστέθηκε από 29.05.2001 με την παρ. 1 άρθρου 25 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ
Α' 109), εφαρμόζεται δε, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου, και σε υποθέσεις εκκρεμείς κατά
την έναρξη της ισχύος της, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.

1553 - Α
"Στις περιπτώσεις υπό στοιχεία β' έως δ' της πρώτης παραγράφου, καθώς και στην περίπτωση
της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο αποφασίζει, αφού ακούσει
τους πλησιέστερους συγγενείς, αν η ακρόασή τους είναι εφικτή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1554 -
" ε την επιφύλαξη των διατάξεων των τριών προηγούμενων άρθρων, οι γονείς ή ο επίτροπος
μπορούν να δίνουν, με δήλωσή τους ενώπιον του δικαστηρίου, στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή
την αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, που περιθάλπουν τον ανήλικο, γενική εξουσιοδότηση να
κινούν τη διαδικασία μελλοντικής υιοθεσίας του ανηλίκου από πρόσωπο ή από ζεύγος συζύγων
που θα επιλέγονται ελεύθερα από την κοινωνική υπηρεσία ή την οργάνωση. Η εξουσιοδότηση αυτή
μπορεί να ανακαλείται από τους γονείς ή τον επίτροπο, επίσης με δήλωσή τους προς το
δικαστήριο, που θα πρέπει να κοινοποιείται στην υπηρεσία ή την οργάνωση το αργότερο έως την
κατάθεση, από αυτές στο δικαστήριο, της αίτησης για υιοθεσία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

311
1555 - Σ
"Ενώπιον του δικαστηρίου συναινεί αυτοπροσώπως και ο ανήλικος που υιοθετείται, εφόσον έχει
συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής ή
διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.
Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο, ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου, οφείλει να ακούει και
τη δική του γνώμη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1556 - Α
"Όταν αυτός που υιοθετεί έχει ήδη τέκνα, το δικαστήριο, ανάλογα με την ωριμότητά τους, οφείλει
να ακούει και τη δική τους γνώμη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1557 -
"Πριν από την τέλεση της υιοθεσίας διεξάγεται από την κοινωνική υπηρεσία ή άλλη υπηρεσία ή
κοινωνική οργάνωση, αναγνωρισμένη ότι ειδικεύεται στις υιοθεσίες, επισταμένη κοινωνική έρευνα
και κατατίθεται εμπρόθεσμα στο δικαστήριο, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο νόμο,
σχετική έκθεση για το αν, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν, η συγκεκριμένη υιοθεσία συμφέρει
ή όχι τον υιοθετούμενο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1558
"Το δικαστήριο απαγγέλλει την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού
διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την έκθεση του προηγούμενου άρθρου, ότι, εν όψει της
προσωπικότητας, της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που
υιοθετεί και του υιοθετουμένου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητάς τους προσαρμογής, η υιοθεσία
συμφέρει τον υιοθετούμενο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1559 - Μ
"Η υιοθεσία ανηλίκων τηρείται μυστική. Στις περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου
1550, καθώς και του άρθρου 1552, η μυστικότητα ισχύει και έναντι των φυσικών γονέων.
Το θετό τέκνο έχει, μετά την ενηλικίωσή του, το δικαίωμα να πληροφορείται πλήρως από τους
θετούς γονείς και από κάθε αρμόδια αρχή τα στοιχεία των φυσικών γονέων του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1560 -
"Τα αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης για την υιοθεσία αρχίζουν, αφότου αυτή γίνει
τελεσίδικη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1561 -
" ε την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια, με εξαίρεση
τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου των άρθρων 1356 και 1357 και ο ανήλικος εντάσσεται
πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του. ναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο
ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το ίδιο ισχύει και
για τους κατιόντες του θετού τέκνου. Σε περίπτωση ταυτόχρονης ή διαδοχικής υιοθεσίας

312
περισσοτέρων, δημιουργείται μεταξύ τους συγγένεια όμοια με αυτήν που υπάρχει μεταξύ
αδελφών".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1562
"Όταν ο ένας σύζυγος υιοθετεί το τέκνο του άλλου, οι δεσμοί του υιοθετουμένου με το φυσικό
γονέα του και τους συγγενείς του δεν διακόπτονται. Κατά τα λοιπά η υιοθεσία παράγει όλα τα
αποτελέσματα υιοθεσίας που γίνεται και από τους δύο συζύγους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1563 - Ε
"Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα. χει όμως δικαίωμα, όταν ενηλικιωθεί, να
προσθέσει και το πριν από την υιοθεσία επώνυμό του. Αν το τελευταίο αυτό ή το επώνυμο του
θετού γονέα αποτελείται από δύο επώνυμα, χρησιμοποιείται για το σχηματισμό του σύνθετου
επωνύμου του θετού τέκνου το πρώτο από αυτά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1564
"Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας από συζύγους ή υιοθεσίας από τον ένα σύζυγο του τέκνου του
άλλου, ισχύει και για το θετό τέκνο η δήλωση που τυχόν έκαναν οι σύζυγοι σχετικά με το επώνυμο
των τέκνων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 1505. Αν
δεν έχει γίνει παρόμοια δήλωση, μπορεί να γίνει στο ληξίαρχο ταυτόχρονα με την καταχώριση της
υιοθεσίας στα οικεία ληξιαρχικά βιβλία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1565 - Π
"Το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του περί υιοθεσίας, να επιτρέψει στον υποψήφιο θετό
γονέα, ύστερα από αίτησή του, να προσθέσει στο κύριο όνομα του θετού τέκνου και άλλο όνομα. Αν
το θετό τέκνο έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, είναι απαραίτητη, για τη
χορήγηση της άδειας του δικαστηρίου, η συναίνεση και του ίδιου. Η δεύτερη παράγραφος του
άρθρου 1555 εφαρμόζεται και εδώ".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1566 -
"Αφότου συντελεσθεί η υιοθεσία, τη γονική μέριμνα των φυσικών γονέων ή την επιτροπεία, υπό
την οποία τυχόν τελούσε το θετό τέκνο, αντικαθιστά αυτοδικαίως η γονική μέριμνα των θετών
γονέων. ι φυσικοί γονείς δεν έχουν ούτε δικαίωμα επικοινωνίας με το θετό τέκνο. Αν ένας από
τους συζύγους υιοθετήσει το τέκνο του άλλου, τη γονική μέριμνα έχουν από κοινού και οι δύο
σύζυγοι".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1567 - Δ ,
"Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας ανηλίκου από συζύγους, αν ακολουθήσει διαζύγιο, ακύρωση του
γάμου ή διακοπή της συμβίωσής τους, έχουν ανάλογη εφαρμογή, σχετικά με την άσκηση της
γονικής μέριμνας, τα άρθρα 1513 και 1514. Όταν όμως πρόκειται για υιοθεσία του τέκνου του άλλου
συζύγου, η άσκηση της γονικής μέριμνας ανήκει αποκλειστικά στο φυσικό γονέα του ανηλίκου,
εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου".

313
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1568 - Σ
"Αν κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του τέκνου η γονική μέριμνα του θετού ή των θετών
γονέων έπαυσε για οποιονδήποτε λόγο, δεν επανέρχεται στους εξ αίματος γονείς. Σ' αυτή την
περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1569 - Π
"Η υιοθεσία προσβάλλεται μόνο με την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ή
βοηθημάτων κατά της σχετικής δικαστικής απόφασης, αν δεν συνέτρεξαν οι όροι του νόμου ή αν η
συναίνεση ενός από τα πρόσωπα που σύμφωνα με το νόμο ήταν αρμόδια να συναινέσουν υπήρξε
άκυρη για οποιονδήποτε λόγο ή δόθηκε υπό την επήρεια πλάνης ως προς την ταυτότητα του
προσώπου του θετού γονέα ή του θετού τέκνου, απάτης ως προς ουσιώδη περιστατικά ή
παράνομης ή ανήθικης απειλής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1570 - Π
"Δικαίωμα να προσβάλουν την υιοθεσία για έναν από τους λόγους του προηγούμενου άρθρου
έχουν, αν μεν υπήρξαν διάδικοι στη δίκη, με το ένδικο μέσο της έφεσης και, αν όχι, με τριτανακοπή:
1. Στις περιπτώσεις μη συνδρομής των όρων του νόμου, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή ο
εισαγγελέας. 2. Στις περιπτώσεις έλλειψης έγκυρης συναίνεσης, καθώς και όταν αυτή υπήρξε
προ όν πλάνης, απάτης ή απειλής, αυτός του οποίου λείπει η έγκυρη συναίνεση ή ο οποίος
πλανήθηκε, εξαπατήθηκε ή απειλήθηκε, όχι όμως και οι κληρονόμοι τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1571 -
"Αν ο θετός γονέας εκπέσει από τη γονική μέριμνα ή αν του αφαιρεθεί η άσκησή της για έναν από
τους λόγους του άρθρου 1532, καθώς και αν συντρέχει λόγος αποκλήρωσης του θετού τέκνου για
μια από τις περιπτώσεις 1, 2 και 3 του άρθρου 1840, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον οι συνέπειες
αυτές κρίνονται ανεπαρκείς, να διατάσσει, λόγω της βαρύτητας της περίπτωσης ακόμη και τη λύση
της υιοθεσίας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1572
"Η απόφαση του προηγούμενου άρθρου λαμβάνεται ύστερα από αγωγή του θετού τέκνου που
συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και, αν δεν το συμπλήρωσε, του ειδικού επιτρόπου
του, ή του θετού γονέα ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1573 - Σ
"Όταν ο θετός γονέας και το θετό τέκνο, μετά την ενηλικίωσή του, συμφωνούν να λυθεί η
υιοθεσία, μπορούν να το ζητήσουν από το δικαστήριο με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη
διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
ια να λυθεί η υιοθεσία, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, πρέπει να έχει διαρκέσει
τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από την κατάθεση της αίτησης και η συμφωνία των μερών να δηλωθεί
στο δικαστήριο αυτοπροσώπως σε δύο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έξι
μήνες. Εφόσον από την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δύο χρόνια, η δήλωση της συμφωνίας παύει
να ισχύει".
314
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1574
"Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας ανηλίκου από συζύγους, η υιοθεσία μπορεί να λύνεται,
σύμφωνα με τα άρθρα 1571 έως 1573, και μόνο ως προς τον ένα σύζυγο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1575 - Α
" ε την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που λύνει την υιοθεσία, η υιοθεσία αίρεται για το μέλλον,
παύει η σχέση συγγένειας του θετού τέκνου και των κατιόντων του με αυτόν που το υιοθέτησε και
τους έως τότε συγγενείς του και αναβιώνουν οι δεσμοί με τη φυσική οικογένεια. Το δικαστήριο όμως
μπορεί να αναθέτει, σ' αυτή την περίπτωση, την άσκηση της γονικής μέριμνας του θετού τέκνου,
εφόσον είναι ανήλικο, σε τρίτον, αν το επιβάλλει το συμφέρον του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1576 - Α
"Η υιοθεσία λύεται αυτοδικαίως και αίρεται αναδρομικά η σχέση που απορρέει από αυτήν, αν
τέλεσαν γάμο, κατά παράβαση του νόμου, ο θετός γονέας με το θετό τέκνο. Αν ο γάμος
ακυρώθηκε, διατηρούνται από τη σχέση υιοθεσίας μόνο τα περιουσιακά δικαιώματα του θετού
τέκνου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1577 - Τ
" ε τη λύση της υιοθεσίας για οποιονδήποτε από τους λόγους των προηγούμενων άρθρων,
παύει το δικαίωμα του θετού τέκνου να φέρει το επώνυμο του θετού γονέα, εκτός αν το δικαστήριο,
εκτιμώντας την ύπαρξη δικαιολογημένου συμφέροντος του τέκνου, αποφασίσει, με αίτησή του,
διαφορετικά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1578
"Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας από συζύγους ή υιοθεσίας, από σύζυγο, του τέκνου του
συζύγου του, η λύση της υιοθεσίας ως προς τον έναν από τους συζύγους δεν συνεπάγεται αλλαγή
του επωνύμου, το οποίο απέκτησε το θετό τέκνο δυνάμει του άρθρου 1564".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1578 Α - Α
"Σε περίπτωση δικαστικής λύσης της υιοθεσίας, αν εκλείψει ο λόγος της λύσης ή ακολουθήσει
συγγνώμη του υπαιτίου της λύσης, είναι δυνατή η ανασύσταση της υιοθεσίας με εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 1542 έως 1559. Στην περίπτωση αυτή η ηλικία υιοθετούντος και
υιοθετουμένου δεν λαμβάνεται υπόψη. Τα αποτελέσματα της ανασύστασης της υιοθεσίας
επέρχονται από την τελεσιδικία, χωρίς αναδρομική ενέργεια."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 3 άρθρου 25 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α' 109). Σύμφωνα με την
παρ. 4 του ιδίου άρθρου και νόμου, το παρόν εφαρμόζεται και στις υιοθεσίες που έχουν λυθεί πριν από την ισχύ
του ν. 2915/2001.

1579 -
"Η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο
βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί."

315
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 άρθρου 25 Ν. 2915/2001 (ΦΕΚ Α'
109).

1580 - Α
"Στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία
ανηλίκου, εφόσον δεν θεσπίζεται διαφορετική ρύθμιση από τις διατάξεις που ακολουθούν".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1581 -
"Η υιοθεσία ενηλίκου απαγγέλλεται από το δικαστήριο, ύστερα από κοινή αίτηση αυτού που
υιοθετεί και εκείνου που υιοθετείται. Αν ο υιοθετούμενος είναι ανίκανος για δικαιοπραξία, τη σχετική
αίτηση υποβάλλει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1582 - Π
"Αυτός που υιοθετεί πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας
του και να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1583 -
" έγγαμος ενήλικος δεν μπορεί να υιοθετηθεί χωρίς τη συναίνεση του συζύγου του, που
παρέχεται με αυτοπρόσωπη δήλωση στο δικαστήριο. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1546 έχει
ανάλογη εφαρμογή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1584 - Α
"Από την τέλεση της υιοθεσίας, το θετό τέκνο και οι κατιόντες του που γεννήθηκαν μετά την
υιοθεσία έχουν θέση κοινού τέκνου και κοινών κατιόντων και των δύο συζύγων. δεσμός του
θετού τέκνου με τον άλλο φυσικό γονέα του και τους συγγενείς του διατηρείται".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1585
" ε την υιοθεσία του άρθρου 1579 δεν παράγεται καμιά σχέση συγγένειας μεταξύ του θετού
τέκνου και των συγγενών εκείνου που υιοθέτησε και αντίστροφα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1586 - Ε
"Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα του, στο οποίο έχει το δικαίωμα να
προσθέσει και το πριν από την υιοθεσία επώνυμό του. Αν το τελευταίο αυτό ή το επώνυμο του
θετού γονέα αποτελείται από δύο επώνυμα, χρησιμοποιείται για το σχηματισμό του σύνθετου
επωνύμου του θετού τέκνου το πρώτο από αυτά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1587
"Στην υποχρέωση για τη διατροφή του θετού τέκνου, εκείνος που υιοθέτησε προηγείται από τους
εξ αίματος συγγενείς του τέκνου".

316
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1588 -
"Η υιοθεσία ενηλίκου λύεται με δικαστική απόφαση, ύστερα από αγωγή του θετού γονέα ή του
θετού τέκνου, αν συντρέχει παράπτωμα που δικαιολογεί την αποκλήρωση ή που συνιστά λόγο
αχαριστίας του θετού τέκνου απέναντι σ' αυτόν που το υιοθέτησε κατά τους όρους του άρθρου
505".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 1 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΑΝΗ Ι Ο

1589 - Π
" ανήλικος τελεί υπό επιτροπεία όταν κανένας γονέας δεν έχει ή δεν μπορεί να ασκήσει τη
γονική μέριμνα, όταν το δικαστήριο διορίσει επίτροπο κατά τα άρθρα 1532 και 1535 ή αναθέσει την
άσκηση της γονικής μέριμνας σε τρίτον κατά τα άρθρα 1513 και 1514, καθώς και όταν συντρέχουν
οι περιπτώσεις των άρθρων 1660 και 1661".

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 12 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278), το Δέκατο Τέταρτο Κεφάλαιο του Τέταρτου
Βιβλίου του Αστικού Κώδικα, που αναφέρεται στην επιτροπεία ανηλίκων (άρθρα 1589 έως 1665), καταργείται
στο σύνολό του και στη θέση του τίθενται τα νέα Κεφάλαια Δέκατο Τέταρτο "Επιτροπεία ανηλίκου" (άρθρα 1589 -
1654) και Δέκατο Πέμπτο "Αναδοχή ανηλίκου" (άρθρα 1655 - 1665). Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το
περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν. 2447/1996.

1590 -
"Όργανα της επιτροπείας είναι το δικαστήριο, ο επίτροπος και το εποπτικό συμβούλιο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).
1591 - Α
"Το δικαστήριο διατάσσει, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, την επιτροπεία, διορίζει τον
επίτροπο και ορίζεί τα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της, σύμφωνα με το νόμο.
ι δημόσιοι ή οι δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς και τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών
υπηρεσιών οφείλουν να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που συνεπάγεται το
διορισμό επιτρόπου αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι συγγενείς εξ αίματος του ανηλίκου έως τον τρίτο βαθμό".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1592 - Δ
" επίτροπος διορίζεται πάντοτε από το δικαστήριο (δοτή επιτροπεία). Επίτροπος διορίζεται κατά
προτίμηση ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα, με τη σειρά που αναφέρονται:
1. ενήλικος σύζυγος του ανηλίκου˙
2. Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ορίστηκε με διαθήκη ή με δήλωση στον ειρηνοδίκη ή σε
συμβολαιογράφο από όποιον ασκούσε τη γονική μέριμνα κατά το χρόνο της δήλωσης και κατά το
θάνατό του˙
3. Το κατά την κρίση του δικαστηρίου καταλληλότερο πρόσωπο με προτίμηση προς τους
πλησιέστερους συγγενείς του ανηλίκου. Δεν διορίζεται επίτροπος αυτός που πρέπει να προτιμηθεί
κατά το προηγούμενο εδάφιο, αν συντρέχει ένας από τους λόγους του άρθρου 1595, αν ο ίδιος
αποποιείται την επιτροπεία ή αν αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του ανηλίκου.
ως το διορισμό του επιτρόπου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1601 και 1602".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

317
1593 - Σ
" Το δικαστήριο κατά το διορισμό του επιτρόπου, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, συνεκτιμά
υποχρεωτικά και την έρευνα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας και αποφασίζει, αφού ακούσει, αν
αυτό είναι δυνατόν, τους πλησιέστερους συγγενείς του ανηλίκου, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο,
το οποίο μπορεί κατά την κρίση του να το διαφωτίσει".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1594 -
"Το δικαστήριο διορίζει για τον ανήλικο έναν επίτροπο, εκτός αν ιδιαίτεροι λόγοι που αναφέρονται
στο συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλουν το διορισμό περισσοτέρων (συνεπίτροποι). νας μόνο
επίτροπος διορίζεται και αν ακόμη είναι περισσότερα τα ανήλικα τέκνα των ίδιων γονέων. Όταν
όμως συγκρούονται μεταξύ τους τα συμφέροντα των ανήλικων αδελφών, διορίζεται διαφορετικός
επίτροπος για κάθε ανήλικο που έχει αντίθετο συμφέρον ή, αν η αντίθεση περιορίζεται σε ορισμένα
θέματα ή είναι προσωρινή, ειδικός επίτροπος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1595 -
"Δεν διορίζεται επίτροπος:
1. Αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα˙
2. ο ενήλικος, για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, σύμφωνα με
το άρθρο 1672˙
3. όποιος αποκλείστηκε από την επιτροπεία με διάταξη τελευταίας βούλησης εκείνου που
δικαιούται να υποδείξει το πρόσωπο του επιτρόπου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1596 - Σ
" διορισμός προσώπου που εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση του προηγούμενου άρθρου δεν
παράγει έννομα αποτελέσματα. Σε περίπτωση διορισμού προσώπου που εμπίπτει σε μια από τις
δύο άλλες περιπτώσεις του ίδιου άρθρου, το δικαστήριο οφείλει να ανακαλεί το διορισμό και
αυτεπαγγέλτως. σότου γίνει η ανάκληση, ο διορισμός παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματά του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1597 - Δ
"Το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας το συμφέρον του ανηλίκου, να επιφυλαχθεί, όταν διορίζει
επίτροπο, να τον αντικαταστήσει για την περίπτωση που θα συνέβαινε ή δεν θα συνέβαινε ένα
συγκεκριμένο γεγονός".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1598 -
"Η απόφαση για το διορισμό του επιτρόπου καταχωρίζεται σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, που τηρείται
στη γραμματεία του δικαστηρίου, και επιδίδεται στον επίτροπο και στην αρμόδια κοινωνική
υπηρεσία με την επιμέλεια του δικαστηρίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

318
1599 - Δ
" διοριζόμενος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί το διορισμό, εκτός αν έχει διοριστεί σύμφωνα με
το άρθρο 1600. χει επίσης το δικαίωμα να παραιτείται, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του,
εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1600 - Α
"Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να διοριστεί επίτροπος, σύμφωνα με τους
ορισμούς του άρθρου 1592, η επιτροπεία του ανηλίκου ανατίθεται σε ίδρυμα ή σωματείο που έχουν
συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτόν και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς
στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1601 - Ε .Π
"Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν διορίστηκε ακόμα ο επίτροπος ή αυτός που έχει διοριστεί
εμποδίζεται να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, αποποιείται το διορισμό του ή παραιτείται, ο
προ στάμενος της κοινωνικής υπηρεσίας παίρνει σε επείγουσες περιπτώσεις αυτεπαγγέλτως όλα
τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του προσώπου και της περιουσίας του ανηλίκου. Αν
υπάρχει επείγουσα ανάγκη να εκπροσωπηθεί ο ανήλικος σε συγκεκριμένη δικαιοπραξία ή δίκη, το
δικαστήριο με προσωρινή διαταγή του διορίζει, με αίτηση των συγγενών ή και αυτεπαγγέλτως,
προσωρινό επίτροπο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1602 -
" σότου επιληφθεί, στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, η κοινωνική υπηρεσία, οι
συγγενείς του ανηλίκου έως τον τρίτο βαθμό εξ αίματος οφείλουν, σε περίπτωση ανάγκης, να
μεριμνούν για το πρόσωπό του και τη συντήρηση της περιουσίας του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1603 - Α
"Στον επίτροπο ανήκουν, υπό τους όρους των διατάξεων που ακολουθούν, το καθήκον και το
δικαίωμα να επιμελείται του προσώπου του ανηλίκου, να διοικεί την περιουσία του και να τον
εκπροσωπεί σε κάθε δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1604 - Π
"Όταν το δικαστήριο έχει διορίσει για το ίδιο πρόσωπο περισσότερους επιτρόπους, αυτοί, αν δεν
ορίστηκε διαφορετικά, ασκούν τις αρμοδιότητές τους από κοινού".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1605 - Δ
" ια κάθε διαφωνία των περισσότερων επιτρόπων αποφασίζει το εποπτικό συμβούλιο. ε αίτηση
του επιτρόπου που διαφωνεί ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το δικαστήριο μπορεί
να αποφασίσει διαφορετικά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

319
1606 - Ε
" ια την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου
1518. Στην περίπτωση περισσότερων επιτρόπων, ο επίτροπος που δεν έχει την επιμέλεια, καθώς
και κάθε συγγενής εξ αίματος έως τον τρίτο βαθμό, δικαιούνται να αναφέρονται σχετικά με την
επιμέλεια στο εποπτικό συμβούλιο".

Σ : Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 ( ΕΚ Α' 278).

1607 - Δ
" επίτροπος μπορεί, με την άδεια του δικαστηρίου, ύστερα από γνωμοδότηση του εποπτικού
συμβουλίου, να εμπιστεύεται τη διαβίωση και την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε κατάλληλη
οικογένεια (ανάδοχη οικογένεια) και, αν δεν βρίσκεται τέτοια οικογένεια, σε κατάλληλο ίδρυμα. Αν το
εποπτικό συμβούλιο αρνείται να γνωμοδοτήσει ή γνωμοδοτεί αρνητικά, το δικαστήριο μπορεί να
αποφασίζει σχετικά και με μόνη την αίτηση του επιτρόπου.
Το δικαστήριο μπορεί, και χωρίς αίτηση του επιτρόπου, να εμπιστευθεί τη διαβίωση και την
πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε οικογένεια ή σε ίδρυμα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση
του αρμόδιου εισαγγελέα ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, μετά γνώμη του εποπτικού
συμβουλίου, αν η σωματική αγωγή ή η πνευματική ανάπτυξη του ανηλίκου δεν προάγονται με τις
φροντίδες του επιτρόπου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1608
"Η κατά το προηγούμενο άρθρο ανάθεση γίνεται ύστερα από έρευνα της αρμόδιας κοινωνικής
υπηρεσίας για το ήθος, τις βιοτικές συνθήκες και την εν γένει καταλληλότητα της οικογένειας ή του
ιδρύματος. Η σχετική έκθεση συνεκτιμάται από το δικαστήριο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1609 - Ε
"Όταν η κατάσταση του ανηλίκου από την άποψη της σωματικής, της ψυχικής ή της πνευματικής
του ανάπτυξης επιβάλλει την εισαγωγή του σε ειδικό ίδρυμα ή κατάστημα, απαιτείται άδεια του
δικαστηρίου, που παρέχεται ύστερα από αίτηση του επιτρόπου και γνώμη του εποπτικού
συμβουλίου ή και αυτεπαγγέλτως με πρόταση του τελευταίου. ια την απόφασή του το δικαστήριο
συνεκτιμά γνωμάτευση ειδικού επιστήμονα, καθώς και έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας,
ιδίως ως προς την καταλληλότητα του ιδρύματος ή του καταστήματος. Το εποπτικό συμβούλιο και η
κοινωνική υπηρεσία παρακολουθούν την κατάσταση του ανηλίκου, όσο αυτός παραμένει στο
ίδρυμα ή στο κατάστημα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1610 - Π
"Η απόφαση του δικαστηρίου για την εισαγωγή του ανηλίκου σε ειδικό ίδρυμα ή κατάστημα ισχύει
για έξι μήνες. Η ισχύς της μπορεί να παρατείνεται για έξι μήνες κάθε φορά. Η απόφαση μπορεί να
ανακαλείται οποτεδήποτε, αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη αυτού του μέτρου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1611 - Δ .Σ
" επίτροπος οφείλει να συντάσσει παρουσία εκπροσώπου του εποπτικού συμβουλίου
απογραφή της περιουσίας που υπάρχει ή που περιέρχεται στον ανήλικο μετά το διορισμό και που
υπάγεται στη διοίκηση του επιτρόπου. Στη σύνταξη της απογραφής καλείται να παραστεί, αν είναι
τούτο δυνατόν, και ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 14ο έτος της ηλικίας του. Αντίγραφο της
απογραφής επιδίδεται στο εποπτικό συμβούλιο και στην κοινωνική υπηρεσία.

320
επίτροπος μπορεί και, ύστερα από παραγγελία του εποπτικού συμβουλίου, οφείλει να ζητήσει
τη σύνταξη δικαστικής απογραφής".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1612 - Π
"Κατά την έναρξη της επιτροπείας ο επίτροπος οφείλει να προκαλέσει απόφαση του εποπτικού
συμβουλίου, που να ορίζει κατά προσέγγιση την ετήσια δαπάνη για την επιμέλεια του προσώπου
και τη διοίκηση της περιουσίας του ανηλίκου. Το δικαστήριο με αίτηση του επιτρόπου ή και
αυτεπαγγέλτως μπορεί να αποφασίζει διαφορετικά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1613 - Μ
"Αν στην περιουσία του ανηλίκου υπάρχουν ή περιέλθουν κατά τη διάρκεια της επιτροπείας
μετρητά χρήματα, ο επίτροπος οφείλει χωρίς καθυστέρηση να χρησιμοποιήσει παραγωγικά ή να
τοποθετήσει κατά τρόπον επωφελή το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση της ετήσιας
δαπάνης. τρόπος με τον οποίο γίνεται η τοποθέτηση των χρημάτων προσδιορίζεται από τον
επίτροπο και εγκρίνεται από το εποπτικό συμβούλιο. Αν το εποπτικό συμβούλιο αρνείται την
έγκριση, αποφασίζει το δικαστήριο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1614 - Τ
" επίτροπος οφείλει να τοποθετεί στο όνομα του ανηλίκου σε ασφαλή τράπεζα ή σε άλλο
κατάλληλο πιστωτικό ίδρυμα τα δημόσια χρεόγραφα, τις ομολογίες ή τις μετοχές ανώνυμων
εταιρειών, τα πολύτιμα αντικείμενα ή τα μεγάλης σημασίας έγγραφα που υπάρχουν στην περιουσία
του ανηλίκου. Το εποπτικό συμβούλιο οφείλει να ενεργεί περιοδικούς ελέγχους, όταν το κρίνει
σκόπιμο και οπωσδήποτε μια φορά το έτος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1615 - Δ
" επίτροπος, όπου ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί ως προς την περιουσία του ανηλίκου
κάθε πράξη τακτικής διαχείρισης, ιδίως την πληρωμή χρεών και την είσπραξη απαιτήσεων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1616 - Δ
" επίτροπος οφείλει να διοικεί την περιουσία που παραχωρήθηκε στον ανήλικο με χαριστική
πράξη εν ζωή ή που περιήλθε σ' αυτόν με διαθήκη, σύμφωνα με τους όρους που έθεσε ο δωρητής
ή ο διαθέτης. Το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει παρέκκλιση από αυτούς τους όρους, αν το
επιβάλλει το συμφέρον του ανηλίκου.
Αν ο δωρητής ή ο διαθέτης ορίσουν να μην έχει τη διοίκηση της περιουσίας που παραχώρησαν ο
επίτροπος και δεν όρισαν το πρόσωπο που θα έχει τη διοίκηση αυτής της περιουσίας, το
δικαστήριο διορίζει ειδικό επίτροπο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1617 -
" επίτροπος δεν δικαιούται να καταρτίζει δικαιοπραξίες με χαριστική αιτία σε βάρος της
περιουσίας του ανηλίκου. Εξαιρούνται με την επιφύλαξη των διατυπώσεων της πρώτης

321
παραγράφου του άρθρου 1624, οι χαριστικές δικαιοπραξίες που επιβάλλονται από ιδιαίτερο ηθικό
καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1618 - Ι
" επίτροπος δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί για δικό του λογαριασμό την περιουσία του
ανηλίκου και ιδίως μετρητά χρήματά του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1619 - Π
" ε μόνη την άδεια του εποπτικού συμβουλίου ο επίτροπος δικαιούται στο όνομα του ανηλίκου:
1. να εκμισθώνει ή να μισθώνει ακίνητα˙ 2. να συνάπτει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή της
εργασίας του ανηλίκου ή σύμβαση μαθητείας˙ 3. να επιχειρεί και κάθε άλλη πράξη που υπερβαίνει
τα όρια της τακτικής διαχείρισης, εφόσον αυτή δεν εμπίπτει στα άρθρα 1623, 1624 και 1625".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1620
" δεια του εποπτικού συμβουλίου απαιτείται και για να χορηγήσει ο επίτροπος στον ανήλικο τη
γενική συναίνεση του άρθρου 136, καθώς και τη συναίνεσή του να ασκήσει επάγγελμα".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1621 - Δ
" επίτροπος έχει, με μόνη την άδεια του εποπτικού συμβουλίου, το δικαίωμα να ασκεί στο
όνομα του ανηλίκου εμπράγματη αγωγή για ακίνητο ή άλλη αγωγή με αντικείμενο που λόγω ποσού
υπάγεται στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου ή αγωγή που αφορά την προσωπική
κατάσταση. Το ίδιο ισχύει και για την αγωγή του ανηλίκου για διανομή κοινού πράγματος. Η έλλειψη
της άδειας εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως.
ι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για την παραίτηση από αγωγή
που έχει ασκηθεί.
έτρα που λαμβάνονται προσωρινά από τον επίτροπο για την εξασφάλιση των συμφερόντων
του ανηλίκου σε επείγουσες περιπτώσεις εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1622
"Σε περίπτωση άρνησης του εποπτικού συμβουλίου να χορηγεί την άδεια των τριών
προηγούμενων άρθρων, αποφασίζει το δικαστήριο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1623 -
" στερα από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου, το δικαστήριο μπορεί να παρέχει στον
επίτροπο γενική άδεια να επιχειρεί απεριορίστως τις πράξεις που εμπίπτουν στο άρθρο 1619,
εφόσον κρίνει ότι η άδεια αυτή είναι αναγκαία ή ωφέλιμη για τη διοίκηση της περιουσίας του
ανηλίκου και ιδίως για την εκμετάλλευση επιχείρησής του. ε τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες
προ ποθέσεις μπορεί να δοθεί στον επίτροπο γενική άδεια να δανείζεται στο όνομα του ανηλίκου,
να αναδέχεται ξένο χρέος και να παρέχει εγγύηση για χάρη της εκμετάλλευσης επιχείρησης του
ανηλίκου".

322
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1624 - Π
" επίτροπος, χωρίς τη γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και την άδεια του δικαστηρίου,
δεν έχει το δικαίωμα στο όνομα του ανηλίκου:
1. να διαθέτει την περιουσία του ανηλίκου συνολικά ή κατά ένα μέρος της˙
2. να εκποιεί ή να αποκτά με αντάλλαγμα ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο ακίνητο˙
3. να εκχωρεί απαίτηση που έχει αντικείμενο τη μεταβίβαση ακινήτου στον ανήλικο˙
4. να εκποιεί τους τίτλους και τα πολύτιμα αντικείμενα του άρθρου 1614˙
5. να επιχειρεί οποιοδήποτε έργο σε ακίνητο του ανηλίκου που η δαπάνη του υπερβαίνει το όριο
της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου˙
6. να εκποιεί εμπορική, βιομηχανική ή άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην περιουσία του
ανηλίκου, να αποφασίζει τη διάλυση και την εκκαθάρισή της, καθώς και να ιδρύει νέα επιχείρηση˙
7. να εκμισθώνει ακίνητο του ανηλίκου για χρόνο που υπερβαίνει τα εννέα έτη˙
8. να δανείζει ή να δανείζεται˙
9. να παραιτείται από ασφάλεια για απαίτηση του ανηλίκου ή να ελαττώνει μια τέτοια ασφάλεια˙
10. να συνάπτει συμβιβασμό ή συμφωνία περί διαιτησίας για αντικείμενο που η αξία του υπερβαίνει
το όριο της τρίτης παραγράφου του παρόντος˙
11. να εγγυάται ή να αναδέχεται από επαχθή αιτία ξένο χρέος, με την επιφύλαξη του δεύτερου
εδαφίου του άρθρου 1623. ι παραπάνω διατυπώσεις, όταν αφορούν διαθέσεις, απαιτούνται και
για τις σχετικές υποσχετικές συμβάσεις.
Η άδεια του δικαστηρίου μπορεί να δίνεται υπό όρους.
Το όριο πέρα από το οποίο δεν μπορεί ο επίτροπος να επιχειρεί τις πράξεις αριθμ. 5 και 10 της
πρώτης παραγράφου του παρόντος ισούται με το ποσό της ετήσιας δαπάνης του ανηλίκου που έχει
προσδιοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 1612".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1625 -
" επίτροπος, χωρίς τη γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και την άδεια του δικαστηρίου,
δεν έχει το δικαίωμα στο όνομα του ανηλίκου: 1. να αποποιείται κληρονομία ή να παραιτείται από
τη νόμιμη μοίρα κληρονομίας που επάγεται στον ανήλικο˙ 2. να αποδέχεται κληροδοσία ή δωρεά
που συνεπάγεται βάρη˙ 3. να αποποιείται κληροδοσία που περιέρχεται στον ανήλικο.
Όσον αφορά την αποδοχή κληρονομίας, η οποία επάγεται στον ανήλικο, έχει ανάλογη εφαρμογή
η διάταξη του άρθρου 1527".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1626 -
" επίτροπος οφείλει να λογοδοτεί στο εποπτικό συμβούλιο κάθε χρόνο. Το εποπτικό συμβούλιο
μπορεί να καθορίζει τη λογοδοσία σε αραιότερα διαστήματα, πάντως όχι μεγαλύτερα από μια
πενταετία, αν οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την ετήσια λογοδοσία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1627 - Α
" επίτροπος δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τον ανήλικο σε δικαιοπραξίες και σε δίκες, όπου τα
συμφέροντα του ανηλίκου συγκρούονται με τα δικά του ή του συζύγου του ή των συγγενών του, σε
ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως το
δεύτερο βαθμό".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

323
1628 - Δ
"Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση κωλύματος, το
δικαστήριο διορίζει, με αίτηση του επιτρόπου ή και αυτεπαγγέλτως, ειδικό επίτροπο. Όταν ο ειδικός
επίτροπος διορίζεται για να αναπληρώσει τον επίτροπο προσωρινά σε όλα τα έργα του λόγω
κωλύματός του, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει και τη διάρκεια της ειδικής επιτροπείας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1629
"Κάθε φορά που προβλέπεται από το νόμο ο διορισμός ειδικού επιτρόπου, ισχύουν, ως προς τη
διαδικασία του διορισμού, τις αρμοδιότητες και την εν γένει δράση του, οι διατάξεις για την
επιτροπεία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1630 -
"Κάθε πράξη του επιτρόπου που επιχειρήθηκε χωρίς τις διατυπώσεις που τάσσει ο νόμος είναι
άκυρη. Την ακυρότητα προτείνουν ο επίτροπος, ο ανήλικος και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1631 - Α
"Το δικαστήριο μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να ορίζει, ύστερα από σχετική αίτηση και τη γνώμη
του εποπτικού συμβουλίου, αμοιβή για την απασχόληση του επιτρόπου, ανάλογη με τους κόπους
του και το μέγεθος της περιουσίας που διαχειρίζεται. Αν η περιουσία αυτή δεν επαρκεί για να
καταβληθεί στον επίτροπο αμοιβή ανάλογη με την έκταση της απασχόλησής του ή αν δεν υπάρχει
καθόλου περιουσία και το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, λόγω των ειδικών περιστάσεων, να
καταβληθεί αμοιβή, η αμοιβή την οποία καθορίζει καταβάλλεται στον επίτροπο από το δημόσιο
ταμείο, όπως ορίζει ο νόμος.
επίτροπος δικαιούται να απαιτήσει να του καταβληθεί κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για τη
διεξαγωγή της επιτροπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις για την εντολή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1632 - Ε
" επίτροπος ευθύνεται για κάθε ζημία του ανηλίκου από πταίσμα του κατά την άσκηση των
καθηκόντων του. Αν έχουν διοριστεί περισσότεροι επίτροποι, είναι συνυπεύθυνοι εις ολόκληρον,
εκτός αν έχουν διοριστεί με χωριστό κύκλο ενέργειας ο καθένας και ενεργούν αυτοτελώς".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1633 - Α
" γονέας που δικαιούται να υποδείξει επίτροπο με διαθήκη του ή με δήλωση στον ειρηνοδίκη ή
σε συμβολαιογράφο, μπορεί να απαλλάσσει τον επίτροπο από τους περιορισμούς των άρθρων
1613 και 1614. Η απαλλαγή αυτή δεν ισχύει, αν το δικαστήριο κρίνει ότι θέτει σε κίνδυνο τα
συμφέροντα του ανηλίκου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1634 - Ε .Π
"Συγχρόνως με το διορισμό του επιτρόπου το δικαστήριο οφείλει να διορίσει και το εποπτικό
συμβούλιο. Το εποπτικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τρία έως πέντε μέλη, συγκροτείται από
συγγενείς του ανηλίκου ή φίλους των γονέων του. ε την ίδια απόφασή του το δικαστήριο ορίζει
πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου ένα από τα μέλη του.
324
Το δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι το επιβάλλει το συμφέρον του ανηλίκου, ιδίως γιατί δεν
υπάρχουν κατάλληλοι συγγενείς ή φίλοι ή συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος, να διορίσει ως μέλος
του εποπτικού συμβουλίου και ένα όργανο της κοινωνικής υπηρεσίας ή να αναθέσει σε εξαιρετικές
περιπτώσεις αποκλειστικά σ' αυτό τα έργα του εποπτικού συμβουλίου.
Το άρθρο 1593 έχει ανάλογη εφαρμογή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1635
"Όταν ως επίτροπος, προσωρινός ή οριστικός, ενεργεί η κοινωνική υπηρεσία, καθώς και όταν
δεν προβλέπεται ή δεν έχει συγκροτηθεί ακόμη εποπτικό συμβούλιο, τα έργα του εποπτικού
συμβουλίου ασκεί ο ειρηνοδίκης. Το ίδιο ισχύει και όταν διορίζεται από το δικαστήριο ειδικός
επίτροπος, σύμφωνα με τα άρθρα 1517 και 1521".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1636 - Π
"Δεν επιτρέπεται να διορισθούν μέλη του εποπτικού συμβουλίου: 1. ο επίτροπος του ανηλίκου˙ 2.
αυτοί που δεν επιτρέπεται να διοριστούν επίτροποι, σύμφωνα με το άρθρο 1595".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1637 - Σ
"Το εποπτικό συμβούλιο συνεδριάζει κάθε φορά που το συγκαλεί ο πρόεδρός του. πρόεδρος
οφείλει να το συγκαλέσει, αν το ζητήσουν ένα από τα μέλη του ή ο επίτροπος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1638 - Π
"Σε κάθε περίπτωση που το συμφέρον κάποιου μέλους του εποπτικού συμβουλίου, του συζύγου
του ή συγγενούς του σε ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας απεριόριστα και σε πλάγια
γραμμή εξ αίματος έως το δεύτερο βαθμό είναι αντίθετο προς το συμφέρον του ανηλίκου, καθώς και
σε κάθε άλλη περίπτωση όπου συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο διορίζει αντικαταστάτη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1639 - Δ
"Η θητεία των μελών του εποπτικού συμβουλίου διαρκεί όσο διαρκεί η επιτροπεία και λήγει για
τους ίδιους λόγους που λήγει και η θητεία του επιτρόπου. Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου
παύονται από το δικαστήριο και αντικαθίστανται, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1640 - Ε
" ε την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των δημόσιων υπαλλήλων, όσον
αφορά τα μέλη που είναι όργανα της κοινωνικής υπηρεσίας, ο πρόεδρος και τα μέλη του εποπτικού
συμβουλίου ευθύνονται όπως ο επίτροπος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1641 - Α
"Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου δικαιούνται να αποζημιώνονται για κάθε δαπάνη τους, στην
οποία υποβλήθηκαν για την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις για την

325
εντολή. Αν η περιουσία του ανηλίκου δεν επαρκεί ή δεν υπάρχει καθόλου περιουσία, έχει ανάλογη
εφαρμογή για την καταβολή των δαπανών το άρθρο 1631".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1642 - Α
"Το εποπτικό συμβούλιο, εκτός από τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται με ειδικές διατάξεις,
εποπτεύει γενικότερα το σύνολο της δράσης του επιτρόπου. Σε περίπτωση που ο επίτροπος
διαφωνεί με τις αποφάσεις του, αποφασίζει το δικαστήριο με αίτηση του επιτρόπου, όποιου άλλου
έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1643 -
"Το εποπτικό συμβούλιο ελέγχει τους λογαριασμούς που του υποβάλλει ο επίτροπος. Κατά τη
λογοδοσία του επιτρόπου, σύμφωνα με το άρθρο 1626, καλείται να παραστεί, αν είναι δυνατόν, και
ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1644 - Α
"Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης και εφόσον το εποπτικό συμβούλιο δεν μπορεί για
οποιονδήποτε λόγο να συνεδριάσει, ο πρόεδρος αποφασίζει μόνος. Κακή χρήση αυτής της
εξουσίας δεν θίγει το κύρος της πράξης που επιχειρείται, αλλά επισύρει τις συνέπειες των άρθρων
1639 και 1640.
Αν, στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου
κωλύεται ή αμελεί να πάρει τα επιβαλλόμενα μέτρα, αποφασίζει ο προ στάμενος της αρμόδιας
κοινωνικής υπηρεσίας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1645 - Σ
"Η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία επικουρεί το εποπτικό συμβούλιο στο έργο του, παρέχοντας σ'
αυτό, όταν το ζητεί, πληροφορίες σχετικές με τον τρόπο που εκπληρώνει τα καθήκοντά του ο
επίτροπος, καθώς και τις διαπιστώσεις της για την εν γένει προσωπική κατάσταση του ανηλίκου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1646
"Η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία οφείλει να αναγγέλλει στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση κάθε
περίπτωση που καθιστά αναγκαία την αυτεπάγγελτη ενέργειά του υπέρ ανηλίκου, να διαβιβάζει σ'
αυτό κάθε χρήσιμο στοιχείο και πληροφορία και να υποβάλλει σχετικές προτάσεις.
Όπου στις διατάξεις αυτού του Κεφαλαίου απαιτείται, για την απόφαση του δικαστηρίου, έκθεση
της κοινωνικής υπηρεσίας, ο γραμματέας του ειδοποιεί έγκαιρα την κοινωνική υπηρεσία να
υποβάλει τη σχετική έκθεση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278). Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 άρθρου 19 Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α' 174), τα
οριζόμενα στην δεύτερη παρ. του παρόντος άρθρου ισχύουν και στις περιπτώσεις της τρίτης παρ. άρθρου 1533,
του τρίτου εδαφίου άρθρου 1664 και του άρθρου 1674 του ΑΚ, καθώς και στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου
της παρ. 2 άρθρου 681Γ του ΚΠολΔ.

1647 - Α
"Πριν από κάθε απόφαση οποιουδήποτε οργάνου της επιτροπείας, αυτό οφείλει, ανάλογα με την
ωριμότητα του ανηλίκου, να ακούει και τη δική του γνώμη".

326
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1648 -
"Κάθε απόφαση οποιουδήποτε οργάνου της επιτροπείας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον
του ανηλίκου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1649 -
"Η επιτροπεία λήγει με την ενηλικίωση του ανηλίκου ή το θάνατό του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1650 - Α
"Το λειτούργημα του επιτρόπου παύει αυτοδικαίως, αν αυτός, μετά την έναρξη της επιτροπείας,
χάσει εν όλω ή εν μέρει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα ή τεθεί υπό προσωρινό δικαστικό
συμπαραστάτη. Επίσης, αν κηρυχθεί σε αφάνεια ή αν διαταχθεί δικαστική επιμέλεια των
υποθέσεών του, σύμφωνα με το άρθρο 1689".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1651 - Π
"Το δικαστήριο παύει, με αίτηση του εποπτικού συμβουλίου ή και αυτεπαγγέλτως, τον επίτροπο,
όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ιδίως αν κρίνει ότι η συνέχιση της επιτροπείας του μπορεί να
θέσει σε κίνδυνο, λόγω παραμέλησης των καθηκόντων του ή για άλλο λόγο, τα συμφέροντα του
ανηλίκου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1652 - Α
" επίτροπος μετά το τέλος της επιτροπείας του έχει υποχρέωση να παραδώσει την περιουσία
που διοίκησε και να λογοδοτήσει για την όλη διοίκησή του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1653 - Π
"Κάθε αξίωση κατά του επιτρόπου σχετική με τη διοίκησή του παραγράφεται πέντε χρόνια μετά
τη λήξη της επιτροπείας ή την παύση του επιτρόπου. Από την παραγραφή αυτή εξαιρείται το
κατάλοιπο από τη λογοδοσία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1654 - Π
" ια το χρόνο μετά τη λήξη της επιτροπείας ή την παύση του επιτρόπου έχουν ανάλογη
εφαρμογή τα άρθρα 1540 και 1541".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

327
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΑΝΑΔΟ Η ΑΝΗ Ι Ο

1655 - Δ
"Όταν τρίτοι έχουν την πραγματική φροντίδα του προσώπου του ανηλίκου, γιατί τους την
ανέθεσαν είτε οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος είτε το δικαστήριο (ανάδοχοι γονείς ή ανάδοχη
οικογένεια), οι έννομες σχέσεις μεταξύ του ανηλίκου και της φυσικής του οικογένειας ή του
επιτρόπου και ιδίως οι αρμοδιότητες από τη γονική μέριμνα ή την επιτροπεία παραμένουν
αμετάβλητες, εφόσον δεν ορίζεται στο νόμο διαφορετικά".

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 12 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278), το Δέκατο Τέταρτο Κεφάλαιο του Τέταρτου
Βιβλίου του Αστικού Κώδικα, που αναφέρεται στην επιτροπεία ανηλίκων (άρθρα 1589 έως 1665), καταργείται
στο σύνολό του και στη θέση του τίθενται τα νέα Κεφάλαια Δέκατο Τέταρτο "Επιτροπεία ανηλίκου" (άρθρα 1589 -
1654) και Δέκατο Πέμπτο "Αναδοχή ανηλίκου" (άρθρα 1655 - 1665). Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το
περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν. 2447/1996.

1656 -
" ι ανάδοχοι γονείς οφείλουν να διευκολύνουν τις προσωπικές σχέσεις και την επικοινωνία των
φυσικών γονέων ή του επιτρόπου με τον ανήλικο, εφόσον δεν παραβλάπτονται ουσιώδη
συμφέροντά του. Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει το δικαστήριο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1657
" ι ανάδοχοι γονείς οφείλουν επίσης να παρέχουν ανελλιπώς στους φυσικούς γονείς ή στον
επίτροπο, καθώς και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο και
τις συνθήκες διαβίωσης και ανάπτυξης του ανηλίκου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1658
" ι ανάδοχοι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να ενεργούν εναντίον της βούλησης των φυσικών
γονέων ή του επιτρόπου, αν αυτή εκφράσθηκε ρητά".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1659 - Α
"Αν δεν παρέχονται σ' αυτούς περισσότερες αρμοδιότητες από το νόμο ή με δικαστική απόφαση,
οι ανάδοχοι γονείς ασκούν, στο όνομα και για λογαριασμό των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου,
όσες αρμοδιότητες τους είναι απαραίτητες για να μεριμνούν για τις τρέχουσες και τις επείγουσες
υποθέσεις του ανηλίκου. χουν επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα να αξιώνουν από τους
φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο, πριν αυτοί λάβουν οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τον ανήλικο,
να τους παρέχουν τη δυνατότητα να διατυπώνουν τη γνώμη τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1660 - Α
"Όταν η ένταξη του ανηλίκου στην ανάδοχη οικογένεια γίνεται διαρκέστερη, ενώ παράλληλα
εξασθενούν οι δεσμοί του με τους φυσικούς γονείς του, οι ανάδοχοι γονείς έχουν το δικαίωμα να
ζητούν από το δικαστήριο να αφαιρεί από τους φυσικούς γονείς εν μέρει ή εν όλω την επιμέλεια του
προσώπου του ανηλίκου ή και τη διοίκηση της περιουσίας του. Στην τελευταία περίπτωση οι
ανάδοχοι γονείς καθίστανται επίτροποι".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

328
1661
"Αν ο ανήλικος τελεί υπό επιτροπεία και συντρέχουν προ ποθέσεις ανάλογες με αυτές του
προηγούμενου άρθρου, οι ανάδοχοι γονείς μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο, είτε να
διορισθούν συνεπίτροποι είτε να ανατεθεί σ' αυτούς ολόκληρη η επιτροπεία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1662 -
" ε εξαίρεση τις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων, οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος
που ανέθεσαν τη φροντίδα του προσώπου του ανηλίκου στους ανάδοχους γονείς με σύμβαση,
έχουν το δικαίωμα να ανακαλούν την ανάθεση οποτεδήποτε. ε την ίδια εξαίρεση, μπορεί και το
δικαστήριο, αν η ανάθεση έγινε με απόφασή του, να θέτει τέρμα σ' αυτήν, όταν το ζητούν οι φυσικοί
γονείς ή ο επίτροπος, εφόσον διαπιστώνει άτι εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους είχε αποφασισθεί
το μέτρο".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1663
"Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αίρει την ανάθεση και να εμπιστεύεται τη φροντίδα του ανηλίκου
σε άλλους, με αίτηση των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου, άλλων συγγενών, του εισαγγελέα ή
και αυτεπαγγέλτως, όταν διαπιστώνει ότι η ανάδοχη οικογένεια δεν είναι κατάλληλη να
ανταποκριθεί στα καθήκοντά της".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1664 - Τ
"Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να είναι σύμφωνη με το συμφέρον του
ανηλίκου. Το δικαστήριο οφείλει, ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου, να ακούει, πριν
αποφασίσει, και τη δική του γνώμη. Επίσης, οφείλει να ακούει τους ανάδοχους και τους φυσικούς
γονείς ή τον επίτροπο και να συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278). Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 άρθρου 19 Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α' 174), τα
οριζόμενα στην δεύτερη παρ. άρθρου 1646 του ΑΚ και στην τρίτη παρ. άρθρου 796 του ΚΠολΔ, ισχύουν και
στην περίπτωση του τρίτου εδαφίου του παρόντος άρθρου.

1665 - Ε
"Σε κάθε περίπτωση αναδοχής ανηλίκου, η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία παρακολουθεί με
ειδικευμένα όργανά της την εξασφάλιση των απαραίτητων υλικών και ηθικών προ ποθέσεων για
την κανονική διαβίωση και ανάπτυξη του ανηλίκου, επεμβαίνει με κατάλληλες συμβουλές ή άλλες
πρόσφορες μεθόδους κάθε φορά που το επιβάλλει το συμφέρον του και αναφέρεται σχετικά στο
δικαστήριο.
Όταν η αναδοχή του ανηλίκου γίνεται με σύμβαση, έχουν τόσο οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος
όσο και οι ανάδοχοι γονείς την υποχρέωση να αναγγείλουν χωρίς καθυστέρηση τη σύμβαση στην
κοινωνική υπηρεσία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 12 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΤΟ
ΔΙ ΑΣΤΙ Η Σ ΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

1666 - Π
"Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος: 1. όταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής
διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις
υποθέσεις του˙ 2. όταν, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει στον κίνδυνο της
στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους ανιόντες του.
329
ανήλικος, που βρίσκεται υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, μπορεί να υποβληθεί σε δικαστική
συμπαράσταση, αν συντρέχουν οι όροι της, κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητας. Τα
αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση αρχίζουν, αφότου ο ανήλικος
ενηλικιωθεί".

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278), τα Κεφάλαια Δέκατο Έκτο (άρθρα 1686 έως
1700), Δέκατο Έβδομο (άρθρα 1701 έως 1704) και Δέκατο Όγδοο (άρθρα 1705 έως 1709) του Τέταρτου Βιβλίου
του ΑΚ, που αναφέρονταν στην επιτροπεία απαγορευμένων, την επιτροπεία απόντος και τη δικαστική αντίληψη,
καταργούνται. Στη θέση των ως άνω καταργηθέντων διατάξεων και των ήδη καταργημένων με το άρθρο 21 Ν.
1329/1983 διατάξεων του παλαιού Δέκατου Πέμπτου Κεφαλαίου του Τέταρτου Βιβλίου του ΑΚ, που
αναφέρονταν στην κηδεμονία χειράφετων ανηλίκων (άρθρα 1666 έως 1685), τίθενται τα νέα Κεφάλαια Δέκατο
Έκτο "Δικαστική συμπαράσταση" (άρθρα 1666 - 1688) και Δέκατο Έβδομο "Δικαστική επιμέλεια ξένων
υποθέσεων" (άρθρα 1689 - 1694). Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από
30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1667
"Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση
του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή
τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του
άρθρου 1666, την αίτηση μπορεί να υποβάλει και ο επίτροπος του ανηλίκου.
Όταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει
μόνο ύστερα από αίτηση του ίδιου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1668
" ι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς, τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών
υπηρεσιών, καθώς και οι προ στάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας οφείλουν να γνωστοποιούν στο
δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε
δικαστική συμπαράσταση, αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων
τους".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1669 - Π
"Το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που έχει προτείνει αυτός
τον οποίο αφορά το μέτρο, εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας
του και το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά το νόμο να διορισθεί. Αν
αυτός που χρειάζεται τη συμπαράσταση δεν προτείνει κανέναν ή αν εκείνος που προτάθηκε δεν
κρίνεται κατάλληλος, το δικαστήριο επιλέγει ελεύθερα αυτόν που κρίνει περισσότερο κατάλληλο για
τη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού λάβει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του
συμπαραστατέου, να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, τους δεσμούς του με τους συγγενείς
του ή άλλα πρόσωπα και ιδίως με τους γονείς του, τα τέκνα του και το σύζυγό του, καθώς και τον
κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατέο και σ'
αυτόν που πρόκειται να διορισθεί".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1670 - Π
"Δεν διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης: 1. αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική
ικανότητα˙ 2. ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης κατά
το άρθρο 1672˙ 3. αυτός που συνδέεται με σχέση εξάρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό
με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς
διαμένει. διορισμός που εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου δεν
παράγει έννομα αποτελέσματα. ια τις δύο άλλες περιπτώσεις ισχύουν τα οριζόμενα στα δεύτερο
και τρίτο εδάφια του άρθρου 1596".

330
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1671 - Α
"Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης,
σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1669, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο
ή ίδρυμα, που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτόν και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό
και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Το άρθρο 1635 έχει ανάλογη εφαρμογή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1672 - Π
"Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, πριν ή και μετά την έναρξη της διαδικασίας για την υποβολή
ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, να διορίσει, με αίτηση ενός από τα πρόσωπα του
άρθρου 1667 ή και αυτεπαγγέλτως, προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη. Η εξουσία του
περιλαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο απαραίτητο για να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το
πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου. ια το διάστημα από τη δημοσίευση της
απόφασης έως την τελεσιδικία της, ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη είναι
υποχρεωτικός".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1673
"Η προσωρινή δικαστική συμπαράσταση λήγει με την τελεσιδικία της απόφασης της κύριας δίκης.
Το δικαστήριο μπορεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, να αίρει την προσωρινή δικαστική
συμπαράσταση και οποτεδήποτε άλλοτε, αν ο συμπαραστατέος δεν έχει πλέον ανάγκη αυτού του
μέτρου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1674 -
"Το δικαστήριο, προκειμένου να αποφασίσει την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική
συμπαράσταση και το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, καθώς και όταν πρόκειται να διορίσει
προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας
σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να
διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης ή του σωματείου ή του ιδρύματος, στα οποία πρόκειται να
ανατεθεί η δικαστική συμπαράσταση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278). Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 άρθρου 19 Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ Α' 174), τα
οριζόμενα στην δεύτερη παρ. άρθρου 1646 του ΑΚ και στην τρίτη παρ. άρθρου 796 του ΚΠολΔ, ισχύουν και
στην περίπτωση του παρόντος άρθρου.

1675 - Δ
"Το διατακτικό της απόφασης για την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή για το διορισμό
προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία
του δικαστηρίου".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1676 - Α
"Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική
συμπαράσταση, είτε:
1. το κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί
γι' αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε

331
2. ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του απαιτείται η συναίνεση του
δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε
3. αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται
από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς
περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του
άρθρου 1667, το δικαστήριο δεν μπορεί να επιβάλει, με την αρχική ή την τροποποιητική απόφασή
του, περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1677
" ε μεταγενέστερη απόφασή του, το δικαστήριο μπορεί να τροποποιεί και αυτεπάγγελτα το είδος
και την έκταση της δικαστικής συμπαράστασης".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1678
"Η υποβολή του συμπαραστατουμένου σε καθεστώς πλήρους στέρησης της δικαιοπρακτικής του
ικανότητας πρέπει να ορίζεται στην απόφαση ρητά.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο ή στη δικαστική απόφαση, ο συμπαραστατούμενος δεν
μπορεί να επιχειρεί, αν η δικαστική συμπαράσταση είναι στερητική, αυτοπροσώπως και, αν είναι
επικουρική, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, όσες πράξεις δεν μπορεί να
επιχειρεί ο επίτροπος του ανηλίκου χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ούτε να διεξάγει τις συναφείς
με αυτές δίκες.
Επίσης δεν μπορεί, εφόσον δεν του έχει επιτραπεί ρητά, να επιχειρεί μόνος χαριστικές
δικαιοπραξίες, να εισπράττει απαιτήσεις και να παρέχει εξόφληση.
Η διάταξη του άρθρου 1527 έχει ανάλογη εφαρμογή".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1679
"Όταν το δικαστήριο υποβάλλει τον συμπαραστατούμενο σε συνδυασμό στερητικής και
επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, ορίζει ρητά στην απόφασή του ποιές πράξεις δεν μπορεί
ο συμπαραστατούμενος να επιχειρεί αυτοπροσώπως και ποιές δεν μπορεί να επιχειρεί χωρίς τη
συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. συνδυασμός μπορεί να συνίσταται και στο να
αφαιρεί το δικαστήριο από αυτόν τον οποίο υποβάλλει σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, την
αυτοπρόσωπη διοίκηση της περιουσίας του, είτε στερώντας του ταυτόχρονα και την ελεύθερη
διάθεση των εισοδημάτων από αυτήν είτε όχι, και να την αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1680 - Α
"Το δικαστήριο μπορεί να αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την
επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου. Κατά την άσκηση της επιμέλειας, ο δικαστικός
συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει
μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάστασή του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1681 -
"Τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης αρχίζουν αφότου δημοσιευθεί η σχετική
απόφαση. ια την έναρξη όμως του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται
τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει".

332
Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1682 -
"Σε κάθε περίπτωση στερητικής δικαστικής συμπαράστασης έχουν, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει
διαφορετικά, ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων. Τα έργα της εποπτείας
της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί συμβούλιο από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με
την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη από συγγενείς ή φίλους του
συμπαραστατουμένου (εποπτικό συμβούλιο). Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1634
εφαρμόζεται αναλόγως. Στην περίπτωση προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, τα έργα της
εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί ο ειρηνοδίκης".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1683
"Η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, από την οποία εξαρτάται η ισχύς ορισμένων ή και
όλων των δικαιοπραξιών αυτού που έχει υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση,
παρέχεται εγγράφως, μόνο πριν από την επιχείρηση της πράξης. Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης
αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του συμπαραστατουμένου. ι
πράξεις του συμπαραστατουμένου, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συναίνεση του δικαστικού
συμπαραστάτη, είναι άκυρες, αν επιχειρήθηκαν χωρίς αυτή τη συναίνεση. Την ακυρότητα προτείνει
μόνο ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί
του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1684 - Σ
"Όλες οι πράξεις του δικαστικού συμπαραστάτη, του εποπτικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου
πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του συμπαραστατουμένου. Πριν από κάθε ενέργεια ή
απόφαση, πρέπει να επιδιώκεται η προσωπική επικοινωνία με τον συμπαραστατούμενο και να
συνεκτιμάται η γνώμη του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1685 -
"Αν έλειψαν οι λόγοι που την προκάλεσαν, η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του
δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και
αυτεπαγγέλτως.
Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστήριο αποφασίζει την
άρση της δικαστικής συμπαράστασης, κατά την ελεύθερη εκτίμησή του, μόνο όταν το ζητεί ο ίδιος ο
συμπαραστατούμενος.
Η απόφαση που αίρει τη δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας
του άρθρου 1675".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1686
"Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης γνωρίζει περιστατικά που δικαιολογούν οποιαδήποτε μεταβολή
στο καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης, οφείλει να τα γνωστοποιεί στο δικαστήριο χωρίς
καθυστέρηση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

333
1687 - Α
"Όταν η κατάσταση ενός προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε μονάδα ψυχικής
υγείας, αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1688 - Δ
" ε δικαστική απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση και
όποιος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας του τουλάχιστον δύο ετών. Η δικαστική
συμπαράσταση κηρύσσεται μόνο με αίτηση του προσώπου που εκτίει την ποινή και μόνο για τις
πράξεις που αυτός προσδιόρισε στην αίτησή του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΔΟΜΟ


ΔΙ ΑΣΤΙ Η ΕΠΙΜΕ ΕΙΑ ΞΕΝ Ν ΠΟ ΕΣΕ Ν

1689 - Π
"Αν απουσιάζει ενήλικος και είναι άγνωστος ο τόπος της διαμονής του, εφόσον η περιουσία του
έχει ανάγκη από επιμέλεια, το δικαστήριο διορίζει και αυτεπαγγέλτως επιμελητή για τη διοίκηση της
περιουσίας του. Το ίδιο ισχύει και αν ο απών έχει γνωστή διαμονή, εμποδίζεται όμως να επιστρέψει
και να φροντίσει για την περιουσία του.
Αν ο απών έχει αντιπρόσωπο, επιμελητής διορίζεται μόνο αν οι περιστάσεις επιβάλλουν να
ανακληθεί η εξουσία του αντιπροσώπου".

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278), τα Κεφάλαια Δέκατο Έκτο (άρθρα 1686 έως
1700), Δέκατο Έβδομο (άρθρα 1701 έως 1704) και Δέκατο Όγδοο (άρθρα 1705 έως 1709) του Τέταρτου Βιβλίου
του ΑΚ, που αναφέρονταν στην επιτροπεία απαγορευμένων, την επιτροπεία απόντος και τη δικαστική αντίληψη,
καταργούνται. Στη θέση των ως άνω καταργηθέντων διατάξεων και των ήδη καταργημένων με το άρθρο 21 Ν.
1329/1983 διατάξεων του παλαιού Δέκατου Πέμπτου Κεφαλαίου του Τέταρτου Βιβλίου του ΑΚ, που
αναφέρονταν στην κηδεμονία χειράφετων ανηλίκων (άρθρα 1666 έως 1685), τίθενται τα νέα Κεφάλαια Δέκατο
Έκτο "Δικαστική συμπαράσταση" (άρθρα 1666 - 1688) και Δέκατο Έβδομο "Δικαστική επιμέλεια ξένων
υποθέσεων" (άρθρα 1689 - 1694). Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από
30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1690
"Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει, για τον απόντα, επιμελητή και για ειδική μόνο υπόθεση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1691 - Δ
"Αν δεν είναι γνωστό ή είναι αβέβαιο ποιος είναι ο κύριος μιας υπόθεσης και αυτή έχει ανάγκη
από φροντίδα, το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διορίσει για την υπόθεση αυτή
επιμελητή για χάρη του κυρίου της".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1692
"Επιμελητής, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, μπορεί να διοριστεί, για το χρονικό διάστημα
έως την επαγωγή της κληρονομίας, και υπέρ καταπιστευματοδόχου που δεν έχει ακόμα συλληφθεί
ή που ο προσδιορισμός του προσώπου του έχει εξαρτηθεί στη διαθήκη από μελλοντικό γεγονός".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

334
1693 - Ε
"Σε όλες τις περιπτώσεις αυτού του κεφαλαίου έχουν κατά τα λοιπά ανάλογη εφαρμογή οι
διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων, εφόσον δεν ορίζεται με ειδική διάταξη διαφορετικά. Την
εποπτεία ασκεί ο ειρηνοδίκης".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1694 -
"Η δικαστική επιμέλεια αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου, μόλις εκλείψουν οι λόγοι που την
επέβαλαν.
Η δικαστική επιμέλεια για μια μόνο υπόθεση αίρεται αυτοδικαίως μόλις περατωθεί η υπόθεση
αυτή. Αυτοδικαίως αίρεται επίσης η δικαστική επιμέλεια της περιουσίας απόντος, αν αυτός κηρυχτεί
άφαντος".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται σύμφωνα με το περιεχόμενο που έλαβε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ο ΔΟΟ


ΔΙ ΑΣΤΙ Η ΑΝΤΙ Η Η

1695 - Π
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278), τα Κεφάλαια Δέκατο Έκτο (άρθρα 1686 έως
1700), Δέκατο Έβδομο (άρθρα 1701 έως 1704) και Δέκατο Όγδοο (άρθρα 1705 έως 1709) του Τέταρτου Βιβλίου
του ΑΚ, που αναφέρονταν στην επιτροπεία απαγορευμένων, την επιτροπεία απόντος και τη δικαστική αντίληψη,
καταργούνται. Στη θέση των ως άνω καταργηθέντων διατάξεων και των ήδη καταργημένων με το άρθρο 21 Ν.
1329/1983 διατάξεων του παλαιού Δέκατου Πέμπτου Κεφαλαίου του Τέταρτου Βιβλίου του ΑΚ, που
αναφέρονταν στην κηδεμονία χειράφετων ανηλίκων (άρθρα 1666 έως 1685), τίθενται τα νέα Κεφάλαια Δέκατο
Έκτο "Δικαστική συμπαράσταση" (άρθρα 1666 - 1688) και Δέκατο Έβδομο "Δικαστική επιμέλεια ξένων
υποθέσεων" (άρθρα 1689 - 1694).

1696 - Ε
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1697 - Π
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1698
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1699 -
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1700 - Ν
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1701 - Π
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1702
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1703 -
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1704
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

335
1705 - Π
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1706 - Δ
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1707 - Π
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1708 -
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

1709 -
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 13 Ν. 2447/1996, ΕΚ Α' 278).

Ι ΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΗΡΟΝΟΜΙ Ο ΔΙ ΑΙΟ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Η ΗΡΟΝΟΜΙ Η ΔΙΑΔΟ Η ΕΝΙ Α

1710 -
Κατά το θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από το
νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι).
Η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από
διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά.

1711 -
"Κληρονόμος μπορεί να γίνει εκείνος που κατά το χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στη ζωή ή έχει
τουλάχιστον συλληφθεί. Κληρονόμος μπορεί να γίνει και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από
μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. ρόνος της επαγωγής είναι ο χρόνος θανάτου του
κληρονομουμένου."

Σχόλια: Το παρόν τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 23.12.2002 με την παρ. 1 άρθρου τρίτου Ν. 3089/2002
(ΦΕΚ Α' 327).

1712 - Π
κληρονομούμενος μπορεί να εγκαταστήσει κληρονόμο με μονομερή διάταξη αιτία θανάτου
(διαθήκη, διάταξη τελευταίας βούλησης).

1713
κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη, χωρίς να εγκαταστήσει σ' αυτήν κληρονόμο, να
αποκλείσει από την εξ αδιαθέτου διαδοχή ορισμένο συγγενή ή το σύζυγο, με την επιφύλαξη των
διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα.

1714
κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να προσπορίσει σε κάποιον περιουσιακή ωφέλεια, χωρίς
να τον εγκαταστήσει κληρονόμο (κληροδοσία).

1715
κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να υποχρεώσει τον κληρονόμο ή τον κληροδόχο σε
παροχή, χωρίς να προσπορίσει σε άλλον δικαίωμα σ' αυτή την παροχή (τρόπος).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Σ ΝΤΑΞΗ, ΑΝΑ ΗΣΗ ΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕ ΣΗ ΔΙΑ Η Ν

1716 - Α
Η διαθήκη συντάσσεται μόνον αυτοπροσώπως και μόνο κατά τις διατυπώσεις που ορίζονται στο
νόμο.

336
1717 - Σ
Περισσότερα πρόσωπα δεν μπορούν να συντάξουν διαθήκη με την ίδια πράξη.

1718
Διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757,
είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.

1719 - Α
"Ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι: 1. οι ανήλικοι˙ 2. όσοι βρίσκονται σε δικαστική
συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της
ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη˙ 3. όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν
συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει
αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Η ανικανότητα των συμπαραστατουμένων αρχίζει
από τη στιγμή που υποβλήθηκε η αίτηση ή συντάχθηκε η πράξη για την αυτεπάγγελτη εισαγωγή
της υπόθεσης προς συζήτηση, με βάση τις οποίες διατάχθηκε η υποβολή στη δικαστική
συμπαράσταση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 23 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25), τίθεται όπως
τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 30 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1720
"Αν ο συμπαραστατούμενος, από τον οποίο αφαιρέθηκε (ή: έχει αφαιρεθεί) ρητά η ικανότητα να
συντάσσει διαθήκη, συνέταξε διαθήκη προτού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που τον υπέβαλε στη
δικαστική συμπαράσταση, η μεταγενέστερη τελεσιδικία της απόφασης δεν επιδρά στο κύρος της
διαθήκης, αν ο διαθέτης πεθάνει πριν από την τελεσιδικία. Το ίδιο ισχύει, αν το πρόσωπο του
προηγούμενου εδαφίου συνέταξε διαθήκη μετά την υποβολή της αίτησης για άρση της δικαστικής
συμπαράστασης ή την έκδοση της πράξης με την οποία εισάγεται αυτεπαγγέλτως η υπόθεση της
άρσης στο δικαστήριο και η άρση έγινε σύμφωνα με την αίτηση ή την πράξη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε από 30.12.1996 με το άρθρο 30 Ν. 2447/1996 (ΦΕΚ
Α' 278).

1721 - Ι
Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται
απ' αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος.
Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανέναν άλλο τύπο.
ευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης.
Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά
θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά
ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την
κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης.

1722 -
Η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να κατατεθεί από το διαθέτη σε συμβολαιογράφο για φύλαξη κατά
τις κοινές διατάξεις για την κατάθεση των εγγράφων.

1723 - Α
"Όποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει χειρόγραφα δεν μπορεί να συντάξει ιδιόγραφη διαθήκη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 23 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1724 - Δ
Η δημόσια διαθήκη συντάσσεται με δήλωση από το διαθέτη της τελευταίας του βούλησης
ενώπιον συμβολαιογράφου ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και
ένας μάρτυρας, και κατά τις διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737.

337
1725 - Π
ς συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει για τη σύνταξη διαθήκης: 1. ο
σύζυγος ή αυτός που διατέλεσε σύζυγος του διαθέτη˙ 2. ο συγγενής του διαθέτη σε ευθεία γραμμή
ή έως και τον τρίτο βαθμό σε πλάγια γραμμή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας.

1726
ς συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει για τη σύνταξη διαθήκης ο τιμώμενος
με αυτήν ή αυτός που διορίζεται με αυτήν εκτελεστής, ή όποιος βρίσκεται προς κάποιο τιμώμενο ή
διοριζόμενο ως εκτελεστή στη διαθήκη σε κάποια από τις σχέσεις που αναφέρονται στο
προηγούμενο άρθρο.
Η σύμπραξη προσώπου που αποκλείεται κατά την προηγούμενη παράγραφο συνεπάγεται μόνο
την ακυρότητα της διάταξης υπέρ του τιμώμενου προσώπου ή υπέρ του εκτελεστή.

1727
ς δεύτερος συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει στη σύνταξη της διαθήκης
όποιος διατελεί προς το συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη σε κάποια σχέση απ' αυτές
που αναφέρονται στο άρθρο 1725.
ι μάρτυρες και ο δεύτερος συμβολαιογράφος δεν πρέπει να έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση
απ' αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1725˙ η παράβαση όμως της διάταξης της παραγράφου
αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1728
ς μάρτυρες για σύνταξη διαθήκης δεν μπορούν να συμπράττουν: 1. όποιοι δεν έχουν καθόλου
όραση ή ακοή˙ 2. οι γραφείς ή οι υπηρέτες του συμβολαιογράφου˙ 3. οι ανήλικοι.
Δεν πρέπει να προσλαμβάνονται ως μάρτυρες για σύνταξη της διαθήκης οι αλλοδαποί και όσοι
δεν έχουν την ικανότητα να μαρτυρούν σε συμβόλαια, εφόσον διαρκεί αυτή η ανικανότητα˙ η
παράβαση όμως της διάταξης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1729 - Σ
διαθέτης και οι μάρτυρες πρέπει να είναι γνωστοί στο συμβολαιογράφο που συντάσσει τη
διαθήκη.
Αν ο διαθέτης, σύμφωνα με τη βεβαίωση του συμβολαιογράφου, δεν είναι γνωστός σ' αυτόν, οι
μάρτυρες πρέπει να βεβαιώσουν την ταυτότητα του διαθέτη.
Αν για τη σύνταξη της διαθήκης συμπράττει και άλλος συμβολαιογράφος, αρκεί ο διαθέτης να
είναι γνωστός σ' αυτόν. όνη η απόδειξη ότι ο συμβολαιογράφος αγνοούσε στην πραγματικότητα
το διαθέτη ή τους μάρτυρες, ή ότι οι μάρτυρες αγνοούσαν το διαθέτη, ή ότι δεν βεβαίωσαν την
ταυτότητά του, δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1730 - Δ
διαθέτης δηλώνει προφορικά την τελευταία του βούληση ενώπιον του συμβολαιογράφου και
των λοιπών προσώπων που συμπράττουν. διαθέτης μπορεί να υπαγορεύει από σχέδιο ή να
κάνει χρήση σημειώσεων.
Τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά τη σύνταξη της διαθήκης πρέπει να είναι παρόντα σε όλη
τη διάρκεια της πράξης.
Απαγορεύεται η παρουσία κατά τη σύνταξη της διαθήκης οποιουδήποτε άλλου εκτός από το
διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν.

1731 -
ι μάρτυρες ορκίζονται ενώπιον του συμβολαιογράφου και του διαθέτη ότι θα τηρήσουν μυστικές
τις διατάξεις της διαθήκης έως τη δημοσίευσή της. Η παράβαση της διάταξης αυτής δεν επιφέρει
ακυρότητα της διαθήκης.

1732 - Π
ια τη διαθήκη συντάσσεται πράξη, που πρέπει να περιέχει: 1. την ημέρα, το μήνα, το έτος και
τον τόπο της σύνταξής της˙ 2. τον προσδιορισμό του διαθέτη, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για
την ταυτότητά του˙ 3. το όνομα και το επώνυμο του συμβολαιογράφου και των λοιπών προσώπων
που συμπράττουν καθώς επίσης, χωρίς όμως ποινή ακυρότητας, την έδρα του συμβολαιογράφου
και το επάγγελμα και την κατοικία των λοιπών προσώπων που συμπράττουν˙ 4. τη δήλωση της
τελευταίας βούλησης του διαθέτη και τη μνεία ότι τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρθρο 1730.
338
Η πράξη πρέπει να μνημονεύει ότι τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στα άρθρα 1729 και 1731˙ η
παράλειψη όμως της διατύπωσης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1733 - Α
Η πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να
βεβαιωθεί σ' αυτήν ότι αυτό έγινε.
Η πράξη πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και από τα πρόσωπα που συμπράττουν. Πράξεις
με περισσότερα φύλλα πρέπει να υπογράφονται και στο τέλος κάθε φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει
ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης
αυτής στην πράξη.

1734 -
ι γενικές διατάξεις για τα συμβολαιογραφικά έγγραφα εφαρμόζονται και στη δημόσια διαθήκη,
εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά.

1735 - Δ
Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι κουφός, πρέπει επιπλέον να δοθεί σ' αυτόν η πράξη για να τη
διαβάσει και να βεβαιωθεί στην πράξη ότι αυτό έγινε.

1736
Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι κουφός και δεν μπορεί να διαβάζει χειρόγραφα, η διαθήκη
συντάσσεται ενώπιον πέντε μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων.

1737 - Δ
Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα, ή αν ο
διαθέτης δηλώσει ότι αγνοεί τα ελληνικά, προσλαμβάνεται διερμηνέας. ς προς το διερμηνέα
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1728 για τους μάρτυρες.
διερμηνέας πρέπει να ορκιστεί ότι θα διερμηνεύσει πιστά τη θέληση του διαθέτη, και να
μεταφράσει την πράξη, πριν από την υπογραφή, στη γλώσσα που εκφράζεται ο διαθέτης, ενώ οι
άλλοι θα ακούουν. διερμηνέας πρέπει να είναι της εκλογής του διαθέτη και να ορκιστεί ότι θα
τηρήσει μυστικές τις διατάξεις της διαθήκης έως τη δημοσίευσή της˙ η παράβαση όμως αυτή δεν
επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.
Η πράξη πρέπει, εκτός από όσα ορίζονται στα άρθρα 1732 και 1733, να περιέχει το όνομα και το
επώνυμο του διερμηνέα και τη βεβαίωση ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2
του άρθρου αυτού, και να υπογραφεί και από το διερμηνέα. Πρέπει επίσης, χωρίς όμως ποινή
ακυρότητας της διαθήκης, να περιέχει ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου
αυτού.

1738 - Μ
ια την κατάρτιση μυστικής διαθήκης ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι
παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας
προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση.

1739
ι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1729 για το συμβολαιογράφο και τα λοιπά πρόσωπα που
συμπράττουν εφαρμόζονται και στη μυστική διαθήκη.

1740 - Τ
Το έγγραφο που εγχειρίζεται, γραμμένο από το διαθέτη ή από άλλο πρόσωπο, πρέπει, με την
επιφύλαξη της περίπτωσης του άρθρου 1744, να φέρει την υπογραφή του διαθέτη. Αν είναι
γραμμένο ολικά ή μερικά από άλλον, πρέπει να φέρει την υπογραφή του διαθέτη και σε κάθε
ημίφυλλο.
Η διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 4 εφαρμόζεται και εδώ.

1741 - Σ
Το έγγραφο που εγχειρίζεται, ή το περικάλυμμά του, αν δεν είναι σφραγισμένο έτσι που να μην
μπορεί να ανοιχτεί χωρίς ρήξη ή βλάβη του σφραγίσματος, πρέπει να σφραγιστεί με τέτοιο τρόπο
μπροστά στο διαθέτη και στα πρόσωπα που συμπράττουν.

339
1742 - Σ
Στο έγγραφο που είναι σφραγισμένο ή που σφραγίζεται κατά το προηγούμενο άρθρο, ή στο
περικάλυμμά του, ο συμβολαιογράφος πρέπει να σημειώσει το όνομα και το επώνυμο του διαθέτη
και τη χρονολογία της εγχείρισης, και η σημείωση αυτή πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και τα
πρόσωπα που συμπράττουν. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή
του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στη σημείωση.
Η διάταξη του άρθρου 1730 παρ. 2 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

1743 - Π
ια την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης πρέπει να συνταχθεί πράξη.
Στην πράξη αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1732 παρ. 1 αριθ. 1, 2, 3,
1733, 1734 και 1735. Στην πράξη πρέπει να βεβαιώνεται επίσης ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στα
άρθρα 1730 παρ. 2, 1738, 1741 και 1742.
συμβολαιογράφος πρέπει να σημειώνει στο έγγραφο που του εγχειρίστηκε ή στο περικάλυμμά
του και τον αριθμό της πράξης και να τα προσαρτήσει στην πράξη˙ η παράβαση όμως των
διατάξεων της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1744 - Δ
Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι μπορεί να διαβάζει χειρόγραφα, αλλά δεν μπορεί να γράψει, ή ότι δεν
μπόρεσε να θέσει την υπογραφή του στο έγγραφο που περιέχει την τελευταία του βούληση, πρέπει
επιπλέον να δηλώσει ενώπιον του συμβολαιογράφου και των προσώπων που συμπράττουν ότι το
διάβασε και να διευκρινίσει την αιτία που τον εμπόδισε να υπογράψει. Όλα αυτά πρέπει να
βεβαιωθούν στην πράξη.

1745 - Δ
Όποιος κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου είναι άλαλος ή κωφάλαλος ή από άλλο λόγο
εμποδίζεται να μιλάει, μπορεί να συντάξει μυστική διαθήκη. ια το σκοπό αυτό πρέπει να γράψει
επάνω στο έγγραφο που εγχειρίζεται ή επάνω στο περικάλυμμα που το περιέχει, ιδιοχείρως τη
δήλωση ότι το έγγραφο είναι η διαθήκη του, και αν το έγγραφο γράφηκε από άλλον, και ότι το
διάβασε ο διαθέτης.
Αυτή η δήλωση πρέπει να γραφεί από το διαθέτη ενώπιον του συμβολαιογράφου και των λοιπών
προσώπων που συμπράττουν και να βεβαιωθεί αυτό στην πράξη.

1746 - Δ
Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου αγνοεί την ελληνική γλώσσα ή δηλώσει
ότι αγνοεί τα ελληνικά, εφαρμόζονται αναλόγως και στη μυστική διαθήκη οι διατάξεις του άρθρου
1737.

1747 - Μ
υστική διαθήκη άκυρη ισχύει ως ιδιόγραφη, αν είναι έγκυρη ως ιδιόγραφη.

1748 - Α
"Όποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει δεν μπορεί να συντάξει μυστική διαθήκη".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 23 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1749 - Δ
Όποιος βρίσκεται σε ελληνικό πλοίο κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού μπορεί να συντάξει
διαθήκη με προφορική δήλωση που γίνεται: σε πολεμικά πλοία ενώπιον του προ σταμένου της
οικονομικής υπηρεσίας και, αν δεν υπάρχει ή εμποδίζεται, ενώπιον του κυβερνήτη ή αυτού που τον
αναπληρώνει˙ στα λοιπά πλοία η δήλωση γίνεται ενώπιον του πλοιάρχου και, αν δεν υπάρχει ή
εμποδίζεται, ενώπιον του αναπληρωτή του.

1750
Στα πολεμικά πλοία η διαθήκη του προ σταμένου της οικονομικής υπηρεσίας μπορεί να
συνταχθεί κατά τις περιστάσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο ενώπιον του κυβερνήτη
ή αυτού που τον αναπληρώνει˙ η διαθήκη του κυβερνήτη, αν δεν υπάρχει προ στάμενος της
οικονομικής υπηρεσίας ή αυτός κωλύεται, ενώπιον εκείνου που έρχεται μετά τον κυβερνήτη κατά
340
την τάξη της υπηρεσίας. Στα εμπορικά πλοία η διαθήκη του πλοιάρχου μπορεί να συνταχθεί κατά
τις ίδιες περιστάσεις ενώπιον εκείνου που έρχεται ύστερα απ' αυτόν στην τάξη της υπηρεσίας.

1751
Η διαθήκη κατά τη διάρκεια του θαλασσινού ταξιδιού συντάσσεται πάντοτε ενώπιον δύο
μαρτύρων. ια την κατάρτιση της διαθήκης πρέπει να συνταχθεί έγγραφο. Στο έγγραφο γίνεται
μνεία της τυχόν έλλειψης ή του κωλύματος εκείνου που είναι αρμόδιος να συντάξει τη διαθήκη πριν
από εκείνον που τη συντάσσει˙ η παράβαση όμως της διατύπωσης αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα
της διαθήκης. Η υπογραφή του ενός από τους μάρτυρες είναι απαραίτητη˙ αν ο άλλος μάρτυρας
δεν μπορεί να υπογράψει από άγνοια ή άλλο κώλυμα, αυτό μνημονεύεται καθώς και η αιτία του.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως και στην παρούσα διαθήκη οι διατάξεις των άρθρων 1725
έως 1737.

1752
ι διατάξεις για διαθήκη κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού δεν εφαρμόζονται, αν το πλοίο
βρίσκεται μέσα σε ελληνικό λιμάνι, στο οποίο υπάρχει συμβολαιογράφος, εκτός αν, σύμφωνα με
βεβαίωση στη διαθήκη εκείνου που τη συντάσσει, ο διαθέτης δεν μπορεί να αποβιβαστεί.

1753 - Δ
ι στρατιωτικοί και γενικά όσοι κατά τις διατάξεις της στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας
υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατοδικείων σε εκστρατεία μπορούν, σε περίπτωση
εκστρατείας, αποκλεισμού ή πολιορκίας ή αιχμαλωσίας, να δηλώσουν την τελευταία τους βούληση
προφορικά ενώπιον αξιωματικού, με την παρουσία άλλου αξιωματικού ή με την παρουσία δύο
μαρτύρων. Αν πρόκειται για τραυματίες ή ασθενείς, τον αξιωματικό που συντάσσει τη διαθήκη
μπορεί να αντικαταστήσει διευθυντής νοσοκομείου που λειτουργεί με έγκριση του Κράτους.
ια τα πρόσωπα που συμπράττουν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως
1728.

1754
ια την κατάρτιση της διαθήκης κατά το προηγούμενο άρθρο συντάσσεται έγγραφο. Το έγγραφο,
που φέρει και τη χρονολογία της σύνταξής του, διαβάζεται στο διαθέτη ενώ ακούουν τα πρόσωπα
που συμπράττουν και βεβαιώνεται ότι αυτό έγινε˙ το έγγραφο υπογράφεται από το διαθέτη, απ'
αυτόν που συντάσσει τη διαθήκη και από τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν. Αν ο διαθέτης
δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται με τη βεβαίωση της δήλωσης
αυτής στο έγγραφο. Η υπογραφή του ενός από τους μάρτυρες είναι απαραίτητη˙ αν ο άλλος
μάρτυρας δηλώσει ότι δεν μπορεί να γράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται με τη βεβαίωση της
δήλωσης αυτής στο έγγραφο.
Αυτή η διαθήκη δεν υπόκειται σε καμία άλλη διατύπωση.

1755
Όσοι βρίσκονται σε πολεμικό πλοίο που μετέχει σε εκστρατεία, μπορούν να συντάξουν διαθήκη
και κατά τις διατάξεις για διαθήκη σε εκστρατεία.

1756 - Δ
Διατάξεις υπέρ αξιωματικών του πλοίου που δεν είναι συγγενείς ή αγχιστείς του διαθέτη, είναι
άκυρες, εφόσον περιέχονται σε διαθήκη που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια του θαλασσινού ταξιδιού.
Το ίδιο ισχύει και αν τέτοιες διατάξεις περιέχονται σε διαθήκη ιδιόγραφη που συντάχθηκε κάτω από
τις ίδιες περιστάσεις.

1757 - Δ
Όποιος διαμένει σε τόπο, που εξαιτίας επιδημίας ή άλλων έκτακτων περιστάσεων είναι
αποκλεισμένος με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αδύνατη ή σημαντικά δύσκολη η σύνταξη διαθήκης
δημόσιας ή μυστικής κατά τις συνήθεις διατυπώσεις, μπορεί να συντάξει διαθήκη ενώπιον
συμβολαιογράφου, ειρηνοδίκη, δημάρχου, δημαρχιακού παρέδρου, προ σταμένου κοινότητας,
αστυνόμου, διευθυντή νοσοκομείου ή λοιμοκαθαρτηρίου ή υγειονόμου, στη σύνταξη της οποίας
τηρούνται κατά τα λοιπά οι διατάξεις για τη διαθήκη κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού.
Σ' αυτή τη διαθήκη μπορούν να είναι μάρτυρες και γυναίκες, ακόμη και ανήλικοι, που έχουν όμως
συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος.
341
1758 -
Διαθήκη που έχει συνταχθεί κατά τα άρθρα 1749 έως 1757 (έκτακτη διαθήκη) θεωρείται ότι δεν
έχει συνταχθεί, αν πέρασαν τρεις μήνες, αφότου έπαψαν για το διαθέτη οι περιστάσεις οι οποίες
δικαιολογούν τη σύνταξή της και ο διαθέτης ζει ακόμη.
Η έναρξη και η διαδρομή της προθεσμίας αναστέλλονται, εφόσον ο διαθέτης δεν είναι σε
κατάσταση να συντάξει διαθήκη δημόσια ή μυστική με τις συνήθεις διατυπώσεις.

1759
Αν στην περίπτωση της έκτακτης διαθήκης ο διαθέτης, πριν από την παρέλευση της προθεσμίας
του προηγούμενου άρθρου, βρεθεί πάλι κάτω από τις ίδιες περιστάσεις, η προθεσμία διακόπτεται,
έτσι ώστε μετά την παρέλευσή τους αρχίζει να τρέχει πάλι ολόκληρη η προθεσμία.

1760
Εκείνος που συντάσσει έκτακτη διαθήκη υπενθυμίζει στο διαθέτη ότι η ισχύς της διαρκεί τρεις
μήνες και γίνεται σχετική μνεία στην πράξη. Η παράλειψή της όμως δεν επιφέρει ακυρότητα της
διαθήκης.

1761 - Π
Εκείνος που έχει συντάξει έκτακτη διαθήκη την παραδίνει σε συμβολαιογράφο στην Ελλάδα ή σε
ελληνική προξενική αρχή στο εξωτερικό.
Εκείνος που παραδίνει τη διαθήκη οφείλει συγχρόνως να γνωστοποιήσει στο συμβολαιογράφο ή
στην προξενική αρχή τον τυχόν θάνατο του διαθέτη και κάθε άλλη γνωστή σ' αυτόν πληροφορία για
τον τόπο της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη˙ σχετική μνεία γίνεται στην πράξη της
παράδοσης.
ια την παράδοση της διαθήκης συντάσσεται σε απλό χαρτί πράξη που υπογράφεται απ' αυτόν
που παραλαμβάνει και απ' αυτόν που παραδίνει τη διαθήκη. Αντίγραφο της πράξης αυτής έχει
υποχρέωση ο συμβολαιογράφος ή η προξενική αρχή που παρέλαβε τη διαθήκη να στείλει χωρίς
υπαίτια καθυστέρηση στο υπουργείο δικαιοσύνης.
Η διαθήκη που παραδόθηκε φυλάσσεται από το συμβολαιογράφο ή την προξενική αρχή, και
δημοσιεύεται μετά το θάνατο του διαθέτη.
Η μη τήρηση όσων ορίζονται στο άρθρο αυτό δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1762
Εκείνος που έχει συντάξει διαθήκη στις περιπτώσεις εκστρατείας, αποκλεισμού, πολιορκίας ή
αιχμαλωσίας οφείλει επιπλέον να γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη σύνταξή της με
αναφορά προς την άμεσα προ στάμενη στρατιωτική αρχή.
ια τη σύνταξη διαθήκης κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού γίνεται μνεία στο ημερολόγιο του
πλοίου.
Η μη τήρηση όσων ορίζονται στο άρθρο αυτό δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1763 - Α
Κάθε διαθήκη μπορεί να ανακληθεί: 1. με σχετική δήλωση σε μεταγενέστερη διαθήκη˙ αν αυτή η
μεταγενέστερη ανακληθεί, η διαθήκη ενεργεί σαν να μην είχε καταργηθεί˙ 2. με δήλωση που γίνεται
ενώπιον συμβολαιογράφου με την παρουσία τριών μαρτύρων και με τις λοιπές διατυπώσεις των
συμβολαιογραφικών εγγράφων. Αν αυτή η δήλωση ανακληθεί με όμοιο τρόπο, η διαθήκη ενεργεί
σαν να μην είχε ανακληθεί.

1764
εταγενέστερη διαθήκη καταργεί με το περιεχόμενό της την προηγούμενη, μόνο κατά το μέρος
που εναντιώνεται σ' αυτήν.
Αν η μεταγενέστερη ανακληθεί, η προηγούμενη ενεργεί σαν να μην είχε καταργηθεί.

1765 - Α
διόγραφη διαθήκη μπορεί να ανακληθεί και αν ο διαθέτης με πρόθεση ανάκλησης καταστρέψει
το έγγραφό της ή επιχειρήσει σ' αυτό μεταβολές, με τις οποίες συνήθως εκφράζεται η βούληση για
ανάκληση έγγραφης δήλωσης.
Αν ο διαθέτης κατέστρεψε το έγγραφο της διαθήκης ή το μετέβαλε με τον τρόπο που σημειώθηκε,
τεκμαίρεται ότι είχε σκοπό να ανακαλέσει τη διαθήκη.

342
1766 - Α
Διαθήκη μυστική θεωρείται ότι έχει ανακληθεί, αν ο διαθέτης αναλάβει το έγγραφο που περιέχει
την τελευταία βούλησή του και που είχε εγχειριστεί στο συμβολαιογράφο και σφραγιστεί. Αυτή η
διάταξη εφαρμόζεται και αν το έγγραφο αυτό θεωρηθεί ότι έχει ισχύ ιδιόγραφης διαθήκης.
διαθέτης μπορεί να ενεργήσει οποτεδήποτε την ανάληψη. Η απόδοση του εγγράφου μπορεί να
γίνει μόνο προσωπικά στο διαθέτη. ια την απόδοση συντάσσεται πράξη κατά τις κοινές διατάξεις,
κάτω από την πράξη της κατάρτισης της μυστικής διαθήκης.

1767
διόγραφη διαθήκη που έχει κατατεθεί στο συμβολαιογράφο για φύλαξη μπορεί να αναληφθεί με
τον τρόπο που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο. Η ανάληψη όμως δεν θεωρείται ανάκλησή
της.

1768 - " "


" ι διατάξεις των άρθρων 1716 έως 1720 εφαρμόζονται αναλόγως και στην ανάκληση διαθήκης".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο και ο τίτλος του τίθενται όπως τροποποιήθηκαν από 30.12.1996 με το άρθρο 30 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278).

1769 - Δ
Συμβολαιογράφος, στον οποίο υπάρχει διαθήκη, οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις
πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη, αν πρόκειται για δημόσια διαθήκη, να στείλει αντίγραφό της
στο γραμματέα του αρμόδιου πρωτοδικείου, και αν πρόκειται για μυστική ή έκτακτη, να την
παραδώσει αυτοπροσώπως στο πρωτότυπο στο πρωτοδικείο σε δημόσια συνεδρίαση. Αρμόδιο
είναι το Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο συμβολαιογράφος. Αν όμως ο
συμβολαιογράφος εδρεύει στην έδρα ειρηνοδικείου που βρίσκεται έξω από την έδρα πρωτοδικείου,
η παράδοση αυτή μπορεί να γίνει και στον ειρηνοδίκη.
Η μυστική ή έκτακτη διαθήκη που παραδόθηκε κατ' αυτό τον τρόπο δημοσιεύεται, με την
επιφύλαξη της περίπτωσης του άρθρου 1770 παρ. 2, στην ίδια συνεδρίαση˙ η δημόσια διαθήκη,
που έχει σταλεί στο γραμματέα των πρωτοδικών, δημοσιεύεται στην πρώτη συνεδρίαση.

1770 - Ι
Η μυστική διαθήκη πριν από την αποσφράγισή της για δημοσίευση εξετάζεται από το δικαστήριο,
ενώ παρίσταται και ο συμβολαιογράφος και βεβαιώνεται ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες. Κατά τη
βεβαίωση ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες μπορεί να παραστεί και όποιος έχει έννομο συμφέρον και
να τις εξετάσει αφού το ζητήσει.
Το δικαστήριο μπορεί πριν από την αποσφράγιση, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, να
εξετάσει τους μάρτυρες που έχουν συμπράξει στην κατάρτιση της διαθήκης, κλητεύοντάς τους με
επιμέλεια εκείνου που υπέβαλε την αίτηση ή του γραμματέα του δικαστηρίου.

1771 - Π
ια τη δημοσίευση της διαθήκης συντάσσεται πρακτικό, όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη
και η βεβαίωση για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των εξωτερικών ελαττωμάτων που προβλέπονται
στο άρθρο 1721 παρ. 4. Το πρωτότυπο στη μυστική ή έκτακτη διαθήκη με το περικάλυμμά του
κατατίθεται στο αρχείο του δικαστηρίου, αφού προηγουμένως ο πρόεδρος ή ο ειρηνοδίκης
σημειώσει αμέσως ιδιοχείρως στο πρωτότυπο της διαθήκης και το περικάλυμμά της τη λέξη
"θεωρήθηκε", χρονολογήσει και υπογράψει τη θεώρηση. Αν η δημοσίευση γίνεται από ειρηνοδίκη, ο
γραμματέας του στέλνει αμέσως στο γραμματέα του αρμόδιου δικαστηρίου αντίγραφο του σχετικού
πρακτικού.

1772
Αν ο διαθέτης δεν είχε την τελευταία του κατοικία ή διαμονή στην περιφέρεια του πρωτοδικείου ή
του ειρηνοδικείου που δημοσίευσε τη διαθήκη, ο γραμματέας του δικαστηρίου στέλνει αντίγραφο
του πρακτικού της δημοσίευσης στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας κατοικίας ή
διαμονής του διαθέτη, για να κατατεθεί στο αρχείο του πρωτοδικείου αυτού και να συνταχθεί
σχετική πράξη, που την υπογράφουν ο εισαγγελέας και ο γραμματέας του δικαστηρίου που
παραλαμβάνει το πρακτικό.
Όμοιο αντίγραφο του πρακτικού της δημοσίευσης αποστέλλεται επίσης σε κάθε περίπτωση στο
γραμματέα του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους.
343
1773 - Δ
Προξενική αρχή, στην οποία υπάρχει διαθήκη, οφείλει, μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του
διαθέτη, αν εδρεύει σ' αυτήν πολυμελές προξενικό δικαστήριο, να τη δημοσιεύσει σε δημόσια
συνεδρίαση του προξενικού αυτού δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 1769 έως
1771 και σε κάθε άλλη περίπτωση να τη δημοσιεύσει στο προξενικό γραφείο ενώπιον δύο
μαρτύρων και του γραμματέα του προξενείου, αν υπάρχει, καθώς και να συντάξει πρακτικό, όπου
καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη. Το πρακτικό υπογράφουν ο προ στάμενος της προξενικής
αρχής, ο γραμματέας και οι μάρτυρες. Στην ιδιόγραφη, μυστική ή έκτακτη διαθήκη το πρωτότυπο με
το τυχόν περικάλυμμα, αφού θεωρηθούν από τον προ στάμενο της προξενικής αρχής κατά το
άρθρο 1771, προσαρτώνται στο πρακτικό και φυλάγονται στα αρχεία του προξενείου.
Διπλό αντίγραφο του πρακτικού αποστέλλεται από την προξενική αρχή στο υπουργείο
δικαιοσύνης και αυτό στέλνει το ένα αντίγραφο στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας
κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη, για να κατατεθεί στο αρχείο αυτού του πρωτοδικείου κατά το
άρθρο 1772 και το άλλο αντίγραφο στο γραμματέα του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του
Κράτους.

1774 - Δ
Όποιος κατέχει ιδιόγραφη διαθήκη οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το
θάνατο του διαθέτη να την εμφανίσει για δημοσίευση στο πρωτοδικείο είτε της τελευταίας κατοικίας
ή διαμονής του διαθέτη είτε της δικής του διαμονής. Η δημοσίευση γίνεται κατά το άρθρο 1771. Η
διάταξη του άρθρου 1772 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

1775
Αν αυτός που κατέχει την ιδιόγραφη διαθήκη διαμένει στο εξωτερικό, μπορεί να την εμφανίσει για
δημοσίευση και στον προ στάμενο της προξενικής αρχής, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του
άρθρου 1773.
Σχετικά με την παράδοση στον προ στάμενο της προξενικής αρχής της διαθήκης για δημοσίευση
συντάσσεται πράξη, που την υπογράφουν αυτός που έλαβε και αυτός που παρέδωσε τη διαθήκη.

1776 -
Αυτός που ζητεί να δημοσιευτεί ιδιόγραφη διαθήκη ενώπιον δικαστηρίου μπορεί κατά τη
δημοσίευσή της να προσαγάγει τρεις μάρτυρες, οι οποίοι μαρτυρούν ενόρκως για τη γνησιότητα της
γραφής ή της υπογραφής του διαθέτη. Το δικαστήριο αφού ακούσει τους μάρτυρες μπορεί κατά τη
δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης να την κηρύξει επιπλέον κύρια.

1777
διόγραφη διαθήκη που δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κύρια τεκμαίρεται γνήσια, αν επί πέντε
χρόνια από τη δημοσίευσή της δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά της σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον
απ' αυτούς που αντλούν δικαιώματα απ' αυτήν και κάποιον απ' αυτούς που βλάπτονται από την
ύπαρξή της.

1778 -
ι γραμματείς των πρωτοδικών και οι προξενικές αρχές τηρούν βιβλίο των διαθηκών που
δημοσιεύονται και ο γραμματέας του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους τηρεί βιβλίο των
διαθηκών που δημοσιεύονται από το πρωτοδικείο αυτό καθώς και από τα λοιπά πρωτοδικεία και τις
προξενικές αρχές.

1779
Η μη τήρηση των διατάξεων των άρθρων 1769 έως 1778 δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

1780 - Τ
Τα τέλη των πρακτικών και των λοιπών εγγράφων και αντιγράφων που αναφέρονται στα άρθρα
1769 έως 1778 προκαταβάλλονται από το δημόσιο και εισπράττονται από την κληρονομία.

344
Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΕΡΙΕ ΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑ Η ΗΣ

1781 - Δ
Είναι άκυρη η διάταξη της διαθήκης υπέρ προσώπου τόσο αόριστου ώστε ο προσδιορισμός του
να είναι αδύνατος.

1782 - Δ
Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν είναι προ όν απειλής που ασκήθηκε παράνομα ή
αντίθετα προς τα χρηστά ήθη.
Η διάταξη είναι επίσης ακυρώσιμη, αν είναι προ όν απάτης, χωρίς την οποία ο διαθέτης δεν θα
διατύπωνε τη διάταξη.

1783 - Δ
Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης βρισκόταν σε πλάνη ως προς την
ταυτότητα είτε του τιμωμένου που ήθελε είτε του αντικειμένου που ήθελε να αφήσει. Η εσφαλμένη
ονομασία ή περιγραφή προσώπου ή αντικειμένου δεν παραβλάπτει το κύρος της διάταξης.

1784
Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν υπήρξε αποτέλεσμα πλάνης από αίτια που
μνημονεύονται στη διαθήκη και ανάγονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, χωρίς τα οποία ο
διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη.

1785 - Δ
"Η διάταξη σε διαθήκη του κληρονομουμένου υπέρ του συζύγου του, σε περίπτωση αμφιβολίας,
είναι ακυρώσιμη, αν ο μεταξύ τους γάμος είναι άκυρος ή λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης ή αν ο
διαθέτης, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 24 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1786 - Π
Η διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν ο διαθέτης παρέλειψε το μεριδούχο που υπήρχε κατά το θάνατό
του και η ύπαρξή του κατά τη σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή, ή που γεννήθηκε ή έγινε
μεριδούχος μετά τη σύνταξή της. Η ακύρωση αποκλείεται, όταν αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα
προχωρούσε στη σύνταξη της διαθήκης και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή
επήλθε.

1787 - Π
Την ακύρωση της διάταξης της διαθήκης στις περιπτώσεις των άρθρων 1782 έως 1785 μπορεί
να ζητήσει μόνο εκείνος που ωφελείται άμεσα από την ακύρωσή της, και στην περίπτωση του
προηγουμένου άρθρου μόνο ο μεριδούχος που παραλείφθηκε. Η διάταξη του άρθρου 145 δεν
εφαρμόζεται στην ακύρωση διάταξης της διαθήκης.

1788 - Π
Το δικαίωμα για ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης παραγράφεται μετά δύο έτη από τη
δημοσίευση της διαθήκης.

1789 - Ε
διαθέτης δεν μπορεί να εξαρτήσει την ισχύ διάταξης τελευταίας βούλησης από τη γνώμη
άλλου. Δεν μπορεί επίσης να αναθέσει σε άλλον τον προσδιορισμό είτε του τιμώμενου προσώπου
είτε του πράγματος που καταλείπεται.

1790 - Δ " " .


Αν ο διαθέτης χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό μνημόνευσε στη διαθήκη τους "εξ αδιαθέτου" ή
τους "νόμιμους" κληρονόμους του ή τους "συγγενείς" του, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι
έχουν τιμηθεί εκείνοι που καλούνται εξ αδιαθέτου κατά το χρόνο της επαγωγής, κατά την αναλογία
της μερίδας τους.

345
1791 - Δ
Αν ο διαθέτης μνημόνευσε στη διαθήκη του τον κατιόντα του, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν
αυτός εκπέσει από οποιοδήποτε λόγο, τη θέση του παίρνουν οι δικοί του κατιόντες, εφόσον θα
καλούνταν εξ αδιαθέτου.

1792 - Δ
Όσα καταλείπονται στους φτωχούς χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό, σε περίπτωση αμφιβολίας,
θεωρείται ότι έχουν καταλειφθεί στο πτωχοκομείο του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο διαθέτης είχε
την τελευταία κατοικία ή διαμονή του. Αν δεν υπάρχει πτωχοκομείο, περιέρχονται σε άλλο
αγαθοεργό κατάστημα που βρίσκεται εκεί. Αν ούτε τέτοιο κατάστημα υπάρχει, περιέρχονται στο
ταμείο του δήμου ή της κοινότητας και ξοδεύονται για τους φτωχούς.

1793 - Α
Αν ο προσδιορισμός του τιμώμενου από το διαθέτη αρμόζει σε περισσότερα πρόσωπα και δεν
μπορεί να εξακριβωθεί σε ποιό απ' αυτά απέβλεπε, θεωρείται ότι όλα αυτά τα πρόσωπα έχουν
τιμηθεί κατά ίσα μέρη.

1794 - Α
ι ακατάληπτες αιρέσεις που έχουν προστεθεί σε διάταξη τελευταίας βούλησης θεωρούνται σαν
να μην έχουν γραφεί.

1795 - Α
Η αίρεση αγαμίας που προστίθεται σε διάταξη τελευταίας βούλησης, θεωρείται σαν να μην έχει
γραφεί. Είναι όμως ισχυρή η αίρεση της χηρείας σε διάταξη του ενός συζύγου υπέρ του άλλου.

1796 - Δ
Η κατάλειψη με διάταξη τελευταίας βούλησης υπό την αίρεση της αμοιβαίας ελευθεριότητας σε
διαθήκη από τον κληρονόμο ή τον κληροδόχο είναι άκυρη.

1797 - Α
Η διάταξη διαθήκης που εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας ισχύει
μόνον αν ο τιμώμενος με τη διάταξη αυτή ζει όταν πληρωθεί η αίρεση.

1798 - Α
Αν με διάταξη τελευταίας βούλησης έχει καταλειφθεί οτιδήποτε με την αίρεση ότι ο τιμώμενος θα
παραλείψει κάτι ή θα εξακολουθήσει να κάνει κάτι μέσα σε απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, σε
περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι η διάταξη έχει τεθεί με διαλυτική αίρεση αντίθετου
περιεχομένου.

1799 - Α
Αν απαιτείται να συμπράξει τρίτος για να πληρωθεί η αίρεση με την οποία έχει γραφεί ο
τιμώμενος, και ο τρίτος αρνείται να συμπράξει, η αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι
έχει πληρωθεί.

1800 - Ι
Αν ο διαθέτης άφησε στον τιμώμενο ολόκληρη την περιουσία του ή ποσοστό της, ο τιμώμενος
θεωρείται ότι έχει εγκατασταθεί ως κληρονόμος, ακόμη και αν δεν ονομάστηκε κληρονόμος.
Αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται
κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος.

1801 - Ε
Αν έχει εγκατασταθεί ένας μόνο κληρονόμος και έχει περιοριστεί σε ποσοστό της κληρονομίας,
ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή.
Το ίδιο ισχύει και όταν έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από τους οποίους
έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο.

346
1802
Αν, σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη, οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι και
καθένας απ' αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο,
επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών.

1803 - Ε
Αν καθένας από τους εγκατάστατους γράφηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά υπερβαίνουν τον
κλήρο, επέρχεται ανάλογη μείωση των ποσοστών.

1804 - Ε
Αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι κληρονόμοι χωρίς προσδιορισμό των μερίδων, θεωρούνται
όλοι εγκατάστατοι σε ίσα μέρη, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 1790 και 1791.

1805 - Ε
Αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι κληρονόμοι από τους οποίους μερικοί σε ποσοστά και άλλοι
χωρίς προσδιορισμό μερίδων, εκείνοι που έχουν αόριστα εγκατασταθεί παίρνουν ό,τι απομένει μετά
την αφαίρεση των ποσοστών.
Αν τα ορισμένα ποσοστά εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη μείωσή τους, έτσι ώστε
καθένας από εκείνους που έχουν γραφεί αορίστως να πάρει όση μερίδα πήρε εκείνος που
εγκαταστάθηκε στο μικρότερο ποσοστό.

1806 - Ε
Αν ορισμένοι από τους περισσότερους εγκατάστατους γράφηκαν σε ένα και το ίδιο ποσοστό
(κοινή μερίδα) εφαρμόζονται αναλόγως στην κοινή αυτή μερίδα οι διατάξεις των άρθρων 1802 έως
1805.

1807 - Π
Αν περισσότεροι εγκαταστάθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή
και ένας απ' αυτούς εξέπεσε πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή, η μερίδα του
προσαυξάνει στους λοιπούς, ανάλογα με τις μερίδες τους. Αν μερικοί από τους εγκατάστατους
γράφηκαν σε κοινή μερίδα, η προσαύξηση επέρχεται κατά προτίμηση μεταξύ τους.
Αν με την εγκατάσταση έχει διατεθεί μέρος μόνο της κληρονομίας, και ως προς το υπόλοιπο
επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή, τότε μόνο γίνεται προσαύξηση μεταξύ των εγκαταστάτων όταν
έχουν γραφεί σε κοινή μερίδα.
διαθέτης μπορεί να αποκλείσει την προσαύξηση.

1808
Η μερίδα που αποκτάται κατά προσαύξηση θεωρείται ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο που
βαρύνουν εκείνον που απέκτησε ή εξέπεσε, καθώς και ως προς την υποχρέωση της συνεισφοράς,
ως ιδιαίτερη μερίδα.

1809 -
διαθέτης μπορεί να διορίσει υποκατάστατο κληρονόμο για την περίπτωση που ο εγκατάστατος
εκπέσει είτε πριν από την επαγωγή είτε μετά την επαγωγή.

1810
υποκατάστατος σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι έχει ταχθεί τόσο για την περίπτωση
που εκείνος που πρώτος καλείται δεν μπορεί να είναι κληρονόμος, όσο και για την περίπτωση που
δεν θέλει να είναι κληρονόμος.
1811 -
Αν οι εγκατάστατοι έχουν αμοιβαία υποκατασταθεί ή αν για τον έναν απ' αυτούς ορίστηκαν
υποκατάστατοι οι λοιποί, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρούνται ότι έχουν υποκατασταθεί ανάλογα
με τη μερίδα τους.
Αν οι εγκατάστατοι υποκαταστάθηκαν αμοιβαία, αλλά μερικοί απ' αυτούς γράφηκαν σε κοινή
μερίδα, σε περίπτωση αμφιβολίας εκείνοι που έχουν έτσι γραφεί προηγούνται από τους λοιπούς ως
υποκατάστατοι για τη μερίδα αυτή.

1812 -
Το δικαίωμα από την υποκατάσταση προηγείται από το δικαίωμα της προσαύξησης.
347
Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΞ ΑΔΙΑ ΕΤΟ ΔΙΑΔΟ Η

1813 - Π
ς κληρονόμοι εξ αδιαθέτου στην πρώτη τάξη καλούνται οι κατιόντες του κληρονομουμένου.
πλησιέστερος απ' αυτούς αποκλείει τον απώτερο της ίδιας ρίζας.
Στη θέση κατιόντος που δεν ζει κατά την επαγωγή υπεισέρχονται οι κατιόντες που μέσω αυτού
συνδέονται με συγγένεια με τον κληρονομούμενο (διαδοχή κατά ρίζες).
Τα τέκνα κληρονομούν κατ' ισομοιρία.

1814 - Δ
Στη δεύτερη τάξη καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομουμένου, οι αδελφοί, καθώς και τέκνα και
έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν απ' αυτόν. ι γονείς και οι αδελφοί κληρονομούν κατ'
ισομοιρία και τα τέκνα ή οι έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο
κληρονομούν κατά ρίζες. Τα τέκνα αδελφού του κληρονομουμένου που έχει πεθάνει πριν απ' αυτόν
αποκλείουν τους εγγόνους της ίδιας ρίζας.

1815 - Ε
Ετεροθαλείς αδελφοί, αν συντρέχουν με γονείς ή με αμφιθαλείς ή με τέκνα ή εγγόνους αμφιθαλών
αδελφών, παίρνουν το μισό της μερίδας που ανήκει στους αμφιθαλείς. Το μισό επίσης παίρνουν και
τα τέκνα ή οι έγγονοι ετεροθαλών αδελφών που έχουν πεθάνει πριν από τον κληρονομούμενο.

1816 - Τ
Στην τρίτη τάξη καλούνται οι παππούδες και οι γιαγιάδες του κληρονομουμένου και από τους
κατιόντες τους τα τέκνα και οι έγγονοι. Αν κατά την επαγωγή ζουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες και
των δύο γραμμών, κληρονομούν μόνο αυτοί κατ' ισομοιρία.
Αν κατά την επαγωγή δεν ζει ο παππούς ή η γιαγιά από την πατρική ή τη μητρική γραμμή, στη
θέση εκείνου που έχει πεθάνει υπεισέρχονται τα τέκνα και οι εγγονοί του. Αν δεν υπάρχουν τέκνα
και έγγονοι, η μερίδα αυτού που έχει πεθάνει περιέρχεται στον παππού ή τη γιαγιά, της ίδιας
γραμμής και, αν δεν υπάρχει, στα τέκνα και στους εγγόνους του. Αν κατά την επαγωγή δεν ζουν ο
παππούς και η γιαγιά, είτε από την πατρική είτε από τη μητρική γραμμή και δεν υπάρχουν τέκνα και
έγγονοι αυτών που έχουν πεθάνει, κληρονομούν μόνο ο παππούς ή η γιαγιά ή τα τέκνα και οι
έγγονοί τους από την άλλη γραμμή.
Τα τέκνα κληρονομούν κατ' ισομοιρία και αποκλείουν τους εγγόνους της ίδιας ρίζας. ι έγγονοι
κληρονομούν κατά ρίζες.

1817 - Τ
Στην τέταρτη τάξη καλούνται οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες του κληρονομουμένου.
ι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες που ζουν κατά το χρόνο της επαγωγής κληρονομούν κατ'
ισομοιρία ανεξάρτητα αν ανήκουν στην ίδια ή σε διάφορες γραμμές.

1818 - Δ
Όποιος στην περίπτωση της διαδοχής κατά ρίζες ανήκει σε περισσότερες ρίζες παίρνει τη μερίδα
που ανήκει σε κάθε ρίζα. Κάθε μερίδα θεωρείται ιδιαίτερη κληρονομική μερίδα.

1819 - Δ
Δεν καλείται στην κληρονομία συγγενής, εφόσον υπάρχει άλλος συγγενής προηγούμενης τάξης
που καλείται ως κληρονόμος.

1820 - Σ
"Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί καλείται, ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου, με τους συγγενείς
της πρώτης τάξης στο τέταρτο και με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό της κληρονομίας.
Επιπλέον παίρνει ως εξαίρετο, ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, τα έπιπλα, σκεύη,
ενδύματα και άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα χρησιμοποιούσαν είτε μόνος εκείνος που
επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι. Αν όμως υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε, λαμβάνονται
υπόψη οι ανάγκες και αυτών, εφόσον το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις για λόγους επιείκειας".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 25 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).
348
1821 - Π
Αν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης τάξης, ο
σύζυγος που επιζεί καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομία.

1822 - Α
"Το κληρονομικό δικαίωμα, καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο του συζύγου που επιζεί
αποκλείονται, αν ο κληρονομούμενος, έχοντας βάσιμο λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή
διαζυγίου κατά του συζύγου του".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 25 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1823 - Π
Αν ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος εξέπεσε πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή και από την
αιτία αυτή αυξήθηκε η μερίδα άλλου εξ αδιαθέτου κληρονόμου, το μέρος κατά το οποίο επήλθε η
αύξηση αυτή θεωρείται ιδιαίτερη κληρονομική μερίδα ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο που
βαρύνουν τον κληρονόμο αυτόν ή εκείνον που εξέπεσε, καθώς και ως προς την υποχρέωση της
συνεισφοράς.

1824 -
Αν κατά την επαγωγή της κληρονομίας δεν υπάρχει ούτε συγγενής από εκείνους που καλούνται
κατά το νόμο, ούτε σύζυγος του κληρονομουμένου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος καλείται το
δημόσιο.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΝΟΜΙΜΗ ΜΟΙΡΑ

1825 - Π
ι κατιόντες και οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που επιζεί, οι οποίοι θα
είχαν κληθεί ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία. Η
νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.
μεριδούχος κατά το ποσοστό αυτό μετέχει ως κληρονόμος.

1826 - Δ
Αν κάποιος μεριδούχος ολικά ή μερικά αποκληρώθηκε νόμιμα ή παραιτήθηκε από το δικαίωμα
της νόμιμης μοίρας ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας ασκούν οι
μεριδούχοι που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής.

1827 - Σ
Αν στο μεριδούχο έχει καταλειφθεί λιγότερο από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το
μέρος που λείπει.

1828 -
Αν στο μεριδούχο καταλείφθηκε κληροδοσία, μπορεί να την αποποιηθεί και να ασκήσει ολόκληρο
το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα. Αν δεν αποποιηθεί την κληροδοσία, ασκεί το δικαίωμα της
νόμιμης μοίρας για το μέρος που λείπει.
Εκείνος που βαρύνεται με την κληροδοσία δικαιούται να τάξει στο μεριδούχο εύλογη προθεσμία
για να την αποποιηθεί. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, το δικαίωμα αποποίησης χάνεται.

1829 - Π
Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν
να μην έχει γραφεί.

1830 - Π
ια τον προσδιορισμό της εξ αδιαθέτου μερίδας με βάση την οποία οφείλεται η νόμιμη μοίρα,
συναριθμούνται όσοι έχουν αποκληρωθεί με τη διαθήκη, όσοι έχουν αποποιηθεί την κληρονομία και
όσοι έχουν κηρυχθεί ανάξιοι να κληρονομήσουν.

349
1831 - Π
" υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση και την αξία της κληρονομίας
κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι δαπάνες της
κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας.
Στην κληρονομία προσθέτονται, με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο
κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με
άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα
χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό
καθήκον.
ια τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας των γονέων δεν συνυπολογίζεται ό,τι περιέρχεται ως
εξαίρετο, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1820, στο σύζυγο που επιζεί".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 26 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1832 - Α
Η αξία της κληρονομίας, εφόσον είναι αναγκαίο, βρίσκεται με εκτίμηση. Η εκτίμηση από τον
κληρονομούμενο δεν είναι υποχρεωτική.
Δικαιώματα και υποχρεώσεις της κληρονομίας που εξαρτώνται από αναβλητική αίρεση δεν
υπολογίζονται κατά την εκτίμηση, και όσα εξαρτώνται από διαλυτική αίρεση υπολογίζονται χωρίς
την αίρεση. Αν η αίρεση πληρωθεί, γίνεται η εξίσωση που αρμόζει προς την κατάσταση που
άλλαξε.
ια αβέβαια ή επισφαλή δικαιώματα, καθώς και για αμφίβολες υποχρεώσεις της κληρονομίας,
ισχύει ό,τι και γι' αυτά που εξαρτώνται από αναβλητική αίρεση.

1833 - Τ
"Στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν,
εφόσον προσθέτονται στην κληρονομία σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος
όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή.
καταλογισμός γίνεται και αν στη θέση του κατιόντος που έλαβε την παροχή, υπεισέρχεται ως
μεριδούχος άλλος κατιών".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 26 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1834 -
"Αν, εφόσον υπάρχουν περισσότεροι κατιόντες, συντρέχει στην εξ αδιαθέτου διαδοχή περίπτωση
συνεισφοράς, η νόμιμη μοίρα για τον κάθε κατιόντα προσδιορίζεται με βάση την εξ αδιαθέτου
μερίδα, που θα περιερχόταν σ' αυτόν, με συνυπολογισμό και της συνεισφοράς. διαθέτης δεν
μπορεί να αποκλείσει τον τρόπο αυτόν υπολογισμού για οποιαδήποτε παροχή του άρθρου 1895,
ώστε να ζημιωθεί ο μεριδούχος.
Η παροχή που λαμβάνεται υπόψη κατά την προηγούμενη παράγραφο, όταν πρέπει και να
καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα σύμφωνα με το άρθρο 1833, καταλογίζεται σ' αυτήν για τη μισή της
μόνο αξία".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 26 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1835 - Μ
Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην
κληρονομία, μπορεί να ανατραπεί εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου
του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.
Αν έγιναν διαδοχικές δωρεές, η προηγούμενη είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί
η ανατροπή της μεταγενέστερης.

1836
Την αγωγή ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί του μόνο κατά του δωρεοδόχου ή των
κληρονόμων του, για να ανατραπεί η δωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα.
δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει.

350
Η αγωγή παραγράφεται δύο χρόνια μετά το θάνατο του κληρονομουμένου.

1837
δωρεοδόχος ή οι κληρονόμοι του κατά το μέρος που επήλθε ανατροπή της δωρεάς ενέχονται
και για τους καρπούς, από το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου.

1838
Αν ο δωρεοδόχος είναι μεριδούχος, η ανατροπή της δωρεάς χωρεί μόνο για ό,τι έλαβε επιπλέον
της νόμιμης μοίρας που του αναλογεί.

1839 - Α
διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους, που αναφέρονται στο νόμο, να στερήσει το μεριδούχο
από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση). Η αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.

1840 -
διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον κατιόντα αν αυτός: 1. επιβουλεύθηκε τη ζωή του διαθέτη,
του συζύγου ή άλλου κατιόντος του διαθέτη˙ 2. προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο
διαθέτη ή στο σύζυγό του, από τον οποίο κατάγεται ο κατιών˙ 3. έγινε ένοχος κακουργήματος ή
σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή του συζύγου του˙ 4. αθέτησε κακόβουλα
την υποχρέωση που είχε από το νόμο να διατρέφει το διαθέτη˙ 5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη
θέληση του διαθέτη. Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη, αν ο κατιών κατά το θάνατο του
διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο ή ανήθικο βίο.

1841 -
διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχει ένας από τους λόγους
αποκλήρωσης που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο αριθ. 1, 3 και 4.

1842 -
διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγό του αν, κατά το χρόνο του θανάτου, είχε δικαίωμα
να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 26 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

1843 - Π
λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται η διαθήκη και να
αναφέρεται σ' αυτήν.
Εκείνος που επικαλείται την αποκλήρωση οφείλει να αποδείξει το λόγο της.

1844 - Σ
Το δικαίωμα της αποκλήρωσης αποσβήνεται με συγγνώμη.
Η συγγνώμη που επέρχεται μετά τη διάταξη της αποκλήρωσης καθιστά την αποκλήρωση
ανίσχυρη.

1845 - Α
Αν ο μεριδούχος κατιών ζει βίο άσωτο ή είναι καταχρεωμένος, ο διαθέτης μπορεί είτε να διατάξει
με τη διαθήκη να περιέλθει η νόμιμη μοίρα του στους κατιόντες του μεριδούχου κατ' αναλογία προς
τις εξ αδιαθέτου μερίδες τους, είτε να ορίσει εκτελεστή για να τη διοικεί είτε και τα δύο.
Στη διαθήκη πρέπει να αναφέρεται ο λόγος και να λαμβάνεται πρόνοια για τη συντήρηση του
μεριδούχου. Εκείνος που επικαλείται τη διάταξη της διαθήκης οφείλει να αποδείξει το λόγο της.
Η διάταξη δεν ισχύει, αν κατά το θάνατο του διαθέτη έπαψε να υπάρχει ο λόγος της.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΑΠΟΔΟ Η ΑΙ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

1846 - Α
κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις γίνει η επαγωγή, με την επιφύλαξη της
διάταξης του άρθρου 1198.

351
1847 - Α
κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που
αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία
δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης.
Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε
την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους.
Η προθεσμία αναστέλλεται από τους ίδιους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή.

1848 - Δ
Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας. ια
αποποίηση που γίνεται με αντιπρόσωπο απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό
έγγραφο.
Το δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία που του έχει επαχθεί εξ αδιαθέτου.

1849
Η αποποίηση είναι άκυρη αν ο κληρονόμος έχει ρητά ή σιωπηρά δηλώσει ότι αποδέχεται την
κληρονομία. Από τη σύνταξη απογραφής της κληρονομίας και μόνο δεν συνάγεται τέτοια δήλωση.

1850
Η αποποίηση είναι άκυρη, αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει
η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή.

1851 - Α
Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι άκυρη, αν έγινε πριν από την επαγωγή ή από
πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής. Επίσης είναι άκυρη, αν έγινε υπό αίρεση ή προθεσμία ή για
μέρος της κληρονομίας.

1852 - Α
Εκείνος που αποποιήθηκε την κληρονομία που του έχει επαχθεί από διαθήκη μπορεί να την
αποδεχτεί, αν ύστερα του επαχθεί εξ αδιαθέτου.

1853 - Π
Αν ο κληρονόμος καλείται σε περισσότερες μερίδες από τον ίδιο ή από διάφορους λόγους,
μπορεί να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί κάθε μια απ' αυτές χωριστά, εκτός αν ο διαθέτης διέταξε
διαφορετικά.

1854 - Ο
Το δικαίωμα για αποποίηση της κληρονομίας μεταβαίνει στους κληρονόμους του κληρονόμου.

1855
Αν πεθάνει ο κληρονόμος πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση, η προθεσμία
αυτή δεν λήγει πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση που τάσσεται για την
κληρονομία του κληρονόμου.
Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι του κληρονόμου, ο καθένας μπορεί να αποποιηθεί την
κληρονομία κατά το μέρος που αντιστοιχεί στη μερίδα του.

1856 - Σ
Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί την κληρονομία, η επαγωγή προς εκείνον που αποποιήθηκε
θεωρείται ότι δεν έγινε. Η κληρονομία επάγεται σ' εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που
αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου. Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά
το θάνατο του κληρονομουμένου.

1857 - Α
Η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη.
Η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απειλή ή απάτη κρίνεται σύμφωνα με τις
διατάξεις για τις δικαιοπραξίες˙ η αγωγή για την ακύρωσή τους παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο.
Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης.

352
ι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την
παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση.

1858 - Α
Όσο ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία δεν μπορεί να ασκηθεί
δικαστικώς εναντίον του αξίωση που στρέφεται κατά της κληρονομίας, εκτός αν έχει διοριστεί
κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας.

1859 - Η
Διαχειριστική πράξη που έγινε από εκείνον που αποποιήθηκε, πριν από την αποποίηση της
κληρονομίας, κρίνεται απέναντι στον κληρονόμο κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.
Η διάθεση αντικειμένου πριν από την αποποίηση της κληρονομίας, από εκείνον που
αποποιήθηκε, εφόσον δεν μπορούσε χωρίς ζημία της κληρονομίας, να αναβληθεί, καθώς και η
μονομερής δικαιοπραξία τρίτου προς αυτόν ως κληρονόμο, παραμένουν ισχυρές και μετά την
αποποίηση.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΗΡΟΝΟΜΙ Η ΑΝΑΞΙΟΤΗΤΑ

1860 -
Ανάξιος για να κληρονομήσει είναι: 1. εκείνος που από πρόθεση θανάτωσε ή αποπειράθηκε να
θανατώσει τον κληρονομούμενο, τα τέκνα, τους γονείς ή το σύζυγο του κληρονομουμένου˙ 2.
εκείνος που καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση του κληρονομουμένου για κακούργημα˙ 3.
εκείνος που από πρόθεση εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να ανακαλέσει
διαθήκη˙ 4. εκείνος που με απάτη παρακίνησε ή παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη με
απειλή ανάγκασε τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να αλλάξει διαθήκη˙ 5. εκείνος που αλλοίωσε
ή εξαφάνισε τη διαθήκη του κληρονομουμένου.

1861 - Σ
Η αναξιότητα εκλείπει, αν ο κληρονομούμενος με δημόσιο έγγραφο ή με διαθήκη συγχώρησε τον
ανάξιο.

1862 -
Η αναξιότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση˙ τη σχετική αγωγή έχει δικαίωμα να εγείρει
όποιος έχει έννομο συμφέρον από τον παραμερισμό του ανάξιου είτε μόνο αυτού του ίδιου είτε και
άλλου που καλείται ύστερα απ' αυτόν.
Η αγωγή παραγράφεται δύο χρόνια μετά την επαγωγή της κληρονομίας στον ανάξιο˙ αν
πρόκειται για ανάξιο καταπιστευματοδόχο, η παραγραφή αρχίζει από την επαγωγή στον
κληρονόμο.

1863 - Σ
μα γίνει τελεσίδικη η απόφαση που κηρύσσει την αναξιότητα, η επαγωγή προς τον ανάξιο
θεωρείται σαν να μην έχει γίνει. Η κληρονομία επάγεται σ' εκείνον που θα είχε σειρά να κληθεί, αν ο
ανάξιος δεν ζούσε κατά την επαγωγή. Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά το θάνατο του
κληρονομουμένου.

1864
ι διατάξεις για την αναξιότητα εφαρμόζονται και ως προς το μεριδούχο, καθώς επίσης και ως
προς τον κληροδόχο.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Σ Ο Α Ο ΣΑ ΗΡΟΝΟΜΙΑ

1865 - Π
Αν ο κληρονόμος είναι άγνωστος ή δεν είναι βέβαιο αν αποδέχτηκε την κληρονομία, το
δικαστήριο της κληρονομίας ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή και
αυτεπαγγέλτως διορίζει κηδεμόνα της κληρονομίας. Σε κατεπείγουσες περιστάσεις ο εισαγγελέας
πρωτοδικών διορίζει προσωρινό κηδεμόνα. Αυτός οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να
προκαλέσει το διορισμό οριστικού κηδεμόνα από το δικαστήριο.
353
1866 - Ε
κηδεμόνας αντιπροσωπεύει τον κληρονόμο και διαχειρίζεται την κληρονομία, έχοντας την
υποχρέωση να ενεργήσει τη σφράγιση και την απογραφή της και να λάβει κάθε συντηρητικό μέτρο
καθώς και να εισπράξει τις απαιτήσεις και να καταθέσει έντοκα τα χρήματα σε ασφαλή τράπεζα.
ωρίς άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας δεν μπορεί να εκποιεί αντικείμενά της, να συνάπτει
δάνεια και συμβιβασμούς ούτε να εκμισθώνει κινητά ή ακίνητα της κληρονομίας πέρα από μια
διετία.

1867 - Μ
Αν ο κληρονόμος κυοφορείται κατά το θάνατο του κληρονομουμένου, η μητέρα, αν δεν μπορεί να
διαθρέψει τον εαυτό της, μπορεί να απαιτήσει ανάλογη διατροφή από την κληρονομική μερίδα του
κυοφορουμένου, έως τον τοκετό. ια να καθοριστεί η κληρονομική μερίδα θεωρείται ότι θα γεννηθεί
ένα μόνο τέκνο.

1868 -
Αν δεν βρεθεί κληρονόμος μέσα σε προθεσμία ανάλογη προς τις περιστάσεις, το δικαστήριο της
κληρονομίας βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει άλλος κληρονόμος, εκτός από το δημόσιο. Η βεβαίωση
δημιουργεί τεκμήριο ότι το δημόσιο είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος.

1869
Το δικαστήριο πριν από τη βεβαίωση διατάζει να δημοσιευτεί πρόσκληση, για να αναγγελθούν
εκείνοι που αξιώνουν κληρονομικό δικαίωμα, και καθορίζει συνάμα τα σχετικά με τη δημοσίευση και
την προθεσμία της αναγγελίας. Αν οι δαπάνες της δημόσιας πρόσκλησης είναι δυσανάλογα
μεγάλες σε σχέση με την κληρονομία, μπορεί αντί για δημοσίευση να γίνει ειδική πρόσκληση προς
τους πιθανούς κληρονόμους.
Αν μέσα στην ορισμένη προθεσμία δεν αναγγέλθηκε κληρονόμος ή το δικαίωμα εκείνου που
εμπρόθεσμα αναγγέλθηκε κριθεί ανυπόστατο, το δικαστήριο προχωρεί στη βεβαίωση που
αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο.

1870
Πριν από τη δικαστική βεβαίωση ότι δεν υπάρχει άλλος κληρονόμος, δεν μπορεί να ασκηθεί
δικαίωμα από το δημόσιο ή κατά του δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Α Η ΠΕΡΙ ΗΡΟ

1871 - Ε
κληρονόμος έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος
αντικείμενα της κληρονομίας (νομέα της κληρονομίας) την αναγνώριση του κληρονομικού
δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν.

1872 - Α
ς αντικείμενα της κληρονομίας κατά το προηγούμενο άρθρο θεωρούνται επίσης και: 1. εκείνα
στα οποία ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής,
ακόμη και αν είχε αποβληθεί όταν ζούσε˙ 2. καθετί που ο νομέας κληρονομίας αποκτά με
δικαιοπραξία χρησιμοποιώντας κληρονομιαία μέσα. Όταν ο κληρονόμος λάβει εκείνο που
προέρχεται από τέτοια δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή, αν ήταν ανίσχυρη, κυρώνεται.

1873 - Μ
Εφόσον ο νομέας της κληρονομίας δεν είναι σε θέση να την αποδώσει αυτουσίως, ευθύνεται
κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

1874 - .
καλόπιστος νομέας της κληρονομίας έχει υποχρέωση να αποδώσει τα ωφελήματα που
εξήγαγε πριν από την επίδοση της αγωγής και κάθε άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο
στο μέτρο που έγινε απ' αυτά πλουσιότερος. Η υποχρέωση εκτείνεται και στους καρπούς που ο
νομέας απέκτησε κατά κυριότητα.

354
1875 - Δ
καλόπιστος νομέας της κληρονομίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει κάθε δαπάνη που έγινε υπέρ
της κληρονομίας ή υπέρ των κληρονομιαίων αντικειμένων, εφόσον η δαπάνη αυτή δεν καλύπτεται
κατά τον υπολογισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού σύμφωνα με το άρθρο 1873. Στις δαπάνες
ανήκει και οτιδήποτε ο νομέας κατέβαλε για να αποσβέσει βάρη ή χρέη της κληρονομίας.
νομέας, για την απαίτηση των δαπανών, έχει δικαίωμα να αντιτάξει επίσχεση των
κληρονομιαίων ενσωμάτων.

1876 - Ε
Αν μετά την επίδοση της αγωγής τα κληρονομιαία χειροτέρεψαν ή καταστράφηκαν ή από άλλο
λόγο δεν μπορούν να αποδοθούν, ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας ευθύνεται κατά τις
διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του νομέα πράγματος μετά την επίδοση της διεκδικητικής
αγωγής.
Το ίδιο ισχύει και για τα μετά την επίδοση της αγωγής ωφελήματα που ο εναγόμενος εξήγαγε, ή
για την επαύξηση των κληρονομιαίων ενσωμάτων, καθώς επίσης και για τις απαιτήσεις του νομέα
από δαπάνες που έγιναν μετά την επίδοση της αγωγής.

1877 -
Αν ο νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος όταν απέκτησε τη νομή ή αργότερα έμαθε ότι δεν
είναι κληρονόμος, ευθύνεται από το χρόνο αυτό κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.
Δεν αποκλείεται και περαιτέρω ευθύνη του από υπερημερία.

1878
Αν ο νομέας της κληρονομίας απέκτησε τη νομή κάποιου αντικειμένου της με κολάσιμη πράξη,
ευθύνεται κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.

1879 -
Εφόσον δεν έχει παραγραφεί η αγωγή περί κλήρου, ο νομέας της κληρονομίας δεν μπορεί να
επικαλεστεί κατά του κληρονόμου τη χρησικτησία πράγματος που το νέμεται σαν να ανήκει στην
κληρονομία.

1880 -
νομέας της κληρονομίας έχει υποχρέωση να δώσει στον κληρονόμο πληροφορίες για την
κατάσταση της κληρονομίας, καθώς και για την τύχη των αντικειμένων της. Την ίδια υποχρέωση
έχει και: 1. όποιος, χωρίς να είναι νομέας της κληρονομίας, παίρνει απ' αυτήν ένα πράγμα στη νομή
του πριν καταλάβει τη νομή ο κληρονόμος˙ 2. όποιος κατά το θάνατο του κληρονομουμένου
βρισκόταν μ' αυτόν σε οικιακή κοινωνία.

1881 -
νομέας της κληρονομίας ευθύνεται κατά τις διατάξεις της αγωγής περί κλήρου, και αν ακόμη ο
κληρονόμος εγείρει εναντίον του τις αρμόζουσες ειδικές αγωγές για τα αντικείμενα της κληρονομίας.

1882 - Ε
ναντι του κληρονόμου νομέας της κληρονομίας θεωρείται επίσης και όποιος αποκτά με
σύμβαση την κληρονομία από το νομέα της.

1883 - Σ
Αν εμφανιστεί εκείνος που κηρύχθηκε άφαντος, μπορεί να απαιτήσει την απόδοση της
περιουσίας του κατά τις διατάξεις της αγωγής περί κλήρου.
Όσο ζει ακόμη εκείνος που κηρύχθηκε άφαντος, η παραγραφή της απαίτησής του δεν λήγει πριν
μάθει ότι κηρύχθηκε άφαντος και περάσει από τότε ένα έτος.
Το ίδιο ισχύει και αν από πλάνη κάποιος κρίθηκε ότι πέθανε, χωρίς να έχει κηρυχθεί άφαντος.

355
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
Σ ΕΣΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡ Ν ΗΡΟΝΟΜ Ν

1884 -
Αν οι κληρονόμοι είναι περισσότεροι, η κληρονομία γίνεται κοινή κατά το λόγο της μερίδας του
καθενός. Αν δεν ορίζει διαφορετικά ο νόμος, στην κοινωνία μεταξύ των συγκληρονόμων
εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για την κοινωνία.

1885 - Μ
ι απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαίως μεταξύ των συγκληρονόμων
ανάλογα με τη μερίδα του καθενός.

1886 - Δ
Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να διαθέσει τη μερίδα του στην κληρονομία ή σε κάθε αντικείμενό
της.

1887 - Δ
Κάθε συγκληρονόμος έχει δικαίωμα οποτεδήποτε να ζητήσει τη διανομή της κληρονομίας.
διαθέτης δεν μπορεί να απαγορεύσει τη διανομή για χρονικό διάστημα μακρότερο από δέκα χρόνια
από το θάνατό του.

1888
Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να ζητήσει αυτούσια τη μερίδα του στα κινητά και τα ακίνητα της
κληρονομίας.
γγραφα που αφορούν τις προσωπικές σχέσεις του κληρονομουμένου ή της οικογένειάς του ή
ολόκληρη την κληρονομία παραμένουν κοινά και παραδίδονται για φύλαξη σε ένα συγκληρονόμο
που ορίζεται από το δικαστήριο της διανομής.

1889 - Ρ
Αν υπάρχει στην κληρονομία που πρέπει να διανεμηθεί, ακίνητο που χρησίμευε όσο ζούσε ο
κληρονομούμενος ως ο κύριος τόπος διαμονής του ίδιου και του συζύγου του που επιζεί, το
δικαστήριο μπορεί, κατά τη διανομή της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση του τελευταίου,
εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αποκλειστικά σ' αυτόν.
Αν η αξία του ακινήτου κατά το θάνατο του κληρονομουμένου είναι μεγαλύτερη από την αξία της
κληρονομικής μερίδας του συζύγου που επιζεί, η επιδίκαση γίνεται αφού ο τελευταίος καταβάλει τη
διαφορά. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε περίπτωση διανομής μόνο του ακινήτου που
χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη, αν αυτό περιήλθε σε περισσότερους, ανάμεσα στους οποίους
είναι ο σύζυγος που επιζεί.
η
Σχόλια: Το παρόν άρθρο, καταργήθηκε με το άρθρο 53 του ΕισΝΚΠολΔ την 15 . 9.1968 και επανήλθε σε ισχύ
με το άρθρο 27 του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α 25/18.2.1983)

1890 - Τ
κληρονομούμενος μπορεί να ορίσει με διαθήκη τον τρόπο της διανομής. δίως μπορεί να
αναθέσει τον τρόπο της διανομής στην εύλογη κρίση τρίτου.

1891 - Ν
ανιών μπορεί όσο ζει να διανείμει την περιουσία του μεταξύ των κατιόντων του (νέμηση). Η
διανομή γίνεται με σύμβαση και περιλαμβάνει μόνο την περιουσία που υπάρχει. ανιών όμως δεν
δεσμεύεται από τη διανομή αυτή για τις διατάξεις της διαθήκης του.

1892
Στοιχεία περιουσίας που δεν έχουν περιληφθεί στη νέμηση διανέμονται όπως ορίζει ο νόμος.

1893
Η νέμηση στην οποία έχει παραλειφθεί μεριδούχος κατιών είναι άκυρη ως προς αυτόν κατά το
ποσοστό της νόμιμης μοίρας.

356
1894
Εφόσον με τη νέμηση έχει προσβληθεί η νόμιμη μοίρα κατιόντος, εφαρμόζεται η διάταξη του
άρθρου 1827.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 18.02.1983 με το άρθρο 28 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ
Α' 25).

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


Σ ΝΕΙΣ ΟΡΑ

1895 - Τ
" ι κατιόντες, όταν κληρονομούν εξ αδιαθέτου, έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν ο ένας
στον άλλον οτιδήποτε τους δώρησε ή οπωσδήποτε τους παραχώρησε χωρίς αντάλλαγμα ο
κληρονομούμενος, όσο ζούσε, καθώς και ό,τι δαπάνησε για την επαγγελματική μόρφωσή τους,
εφόσον αυτό υπερέβαινε ό,τι θα ήταν σύμφωνο με την οικονομική κατάσταση του
κληρονομουμένου. Δεν υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς, αν ο κληρονομούμενος το όρισε, όταν
έδωσε την παροχή ή έκανε τη δαπάνη".

1896 - Σ
Αν ο κατιών που ως κληρονόμος θα είχε υποχρέωση συνεισφοράς έχει εκπέσει πριν από το
θάνατο ή μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, ο κατιών που παίρνει τη θέση του έχει υποχρέωση
να συνεισφέρει τις παροχές που έγιναν σ' εκείνον που έχει εκπέσει.
Αν ο κληρονομούμενος όρισε υποκατάστατο για τον κατιόντα που έχει εκπέσει, σε περίπτωση
αμφιβολίας ο υποκατάστατος έχει υποχρέωση να συνεισφέρει τις παροχές που έγιναν σ' εκείνον
που έχει εκπέσει.

1897 - Σ
Αν ο κληρονομούμενος εγκατέστησε κληρονόμους τους κατιόντες του με την ίδια αναλογία
μερίδων που θα κληρονομούσαν και χωρίς διαθήκη, σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει
υποχρέωση συνεισφοράς στην έκταση που θα υπήρχε και στην εξ αδιαθέτου διαδοχή.

1898 - Π
Παροχή που έκανε ο κληρονομούμενος σε απώτερο κατιόντα πριν εκπέσει ο εγγύτερος κατιών
που τον αποκλείει, ή σε κατιόντα που υπεισέρχεται ως υποκατάστατος άλλου κατιόντος δεν
συνεισφέρεται, εκτός αν ο κληρονομούμενος κατά την παροχή διέταξε τη συνεισφορά.
Το ίδιο ισχύει και για όποιον έλαβε παροχή από τον κληρονομούμενο πριν αποκτήσει τη νομική
θέση κατιόντος.

1899 - Π
Η συνεισφορά γίνεται με τον υπολογισμό της αξίας της παροχής, για την οποία υπάρχει
υποχρέωση συνεισφοράς, στην κληρονομία που πρέπει να διανεμηθεί μεταξύ των κατιόντων και με
την αφαίρεση κατόπιν της αξίας της από τη μερίδα εκείνου που έχει υποχρέωση συνεισφοράς.
ια τον προσδιορισμό της αξίας της παροχής λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που έγινε η παροχή.

1900 - Μ
Αν η αξία της παροχής που πρέπει να συνεισφέρει ο κατιών είναι μεγαλύτερη από τη μερίδα που
του ανήκει, δεν έχει υποχρέωση για το επιπλέον. Σε τέτοια περίπτωση η κληρονομία διανέμεται
μεταξύ των λοιπών κληρονόμων χωρίς να υπολογίζεται η παροχή που έπρεπε να συνεισφέρει ο
κατιών.

Ε Α ΑΙΟ Δ ΔΕ ΑΤΟ
ΗΡΟΝΟΜΟΣ ΜΕ ΑΠΟ ΡΑ Η

1901 - Ε
κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας. ι
κληροδοσίες και οι τρόποι εκπληρώνονται μετά τις λοιπές υποχρεώσεις.

357
1902 - Α
Όσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την
αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής. Η δήλωση γίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου
της κληρονομίας.
Η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι
πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της
απογραφής.

1903 - Π
κληρονόμος με απογραφή οφείλει να τελειώσει την απογραφή της κληρονομικής περιουσίας
μέσα σε τέσσερις μήνες αφότου γίνει η δήλωση του προηγούμενου άρθρου.

1904 - Ε
κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας έως το ενεργητικό
της. Καμιά σύγχυση δεν επέρχεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της
κληρονομίας.

1905 - Η
Αφότου γίνει η δήλωση της αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, τα
δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία
του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα.

1906 - Ε
Αν έγινε αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, κάθε εγγραφή υποθήκης ή
προσημείωσης που έγινε πάνω στα κληρονομιαία με οποιοδήποτε τίτλο μετά το θάνατο του
κληρονομουμένου, δεν παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.

1907 - Δ
κληρονόμος με απογραφή διοικεί την ομάδα της κληρονομίας, ευθύνεται για κάθε αμέλεια και
υπόκειται σε λογοδοσία.

1908 - Ε
κληρονόμος με απογραφή δεν μπορεί να εκποιήσει χωρίς άδεια του δικαστηρίου ακίνητα της
κληρονομίας ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες ανώνυμων εταιριών. Τα ακίνητα
εκποιούνται με πλειστηριασμό, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

1909 - Π
κληρονόμος με απογραφή έχει δικαίωμα να παραχωρήσει την κληρονομική περιουσία στους
δανειστές της κληρονομίας και τους κληροδόχους σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής
δικονομίας. ε την παραχώρηση αυτή απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αυτούς.

1910 - Α
ι αγωγές του κληρονόμου με απογραφή κατά της κληρονομίας απευθύνονται κατά των λοιπών
κληρονόμων και, αν δεν υπάρχουν άλλοι, διορίζεται ειδικός κηδεμόνας για τη διεξαγωγή της δίκης,
κατά τις διατάξεις για τον κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας.

1911 -
κληρονόμος χάνει το ευεργέτημα της απογραφής: 1. αν δεν συνέταξε εμπρόθεσμα απογραφή˙
2. αν δολίως έκανε ανακριβή απογραφή˙ 3. σε περίπτωση δόλου σχετικά με τη διαχείριση της
κληρονομικής ομάδας˙ 4. αν εκποίησε ακίνητα ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες
ανωνύμων εταιριών χωρίς άδεια του δικαστηρίου.

1912
Σε περίπτωση προσώπων ανίκανων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία
η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από
το ευεργέτημα επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή επέρχεται αν μέσα σε ένα χρόνο, αφότου τα
πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν την απογραφή.

358
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
ΔΙ ΑΣΤΙ Η Ε Α ΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

1913 - Π
Το δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε δανειστή της, να
διατάξει την εκκαθάριση της κληρονομίας.
Η εκκαθάριση διατάζεται και αν ακόμη η κληρονομία σχολάζει ή ο κληρονόμος τη δέχτηκε με το
ευεργέτημα της απογραφής.
Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση, αν ο κληρονόμος παρέχει ασφάλεια υπέρ του
δανειστή που τη ζήτησε.

1914 - Η
Από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει την εκκαθάριση, τα δικαιώματα και οι
υποχρεώσεις της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και
αποτελούν χωριστή ομάδα που διοικείται από τον εκκαθαριστή˙ κάθε εγγραφή υποθήκης ή
προσημείωσης, που έγινε στα κληρονομιαία με οποιοδήποτε τίτλο μετά το θάνατο του
κληρονομουμένου, δεν παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.

1915 - Δ
Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση διορίζει εκκαθαριστή της κληρονομίας. Εκκαθαριστής
μπορεί να διοριστεί και ο κληρονόμος ή ένας από τους κληρονόμους, αν έχει πλήρη ικανότητα για
δικαιοπραξία.

1916 - Π
εκκαθαριστής μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση σ' αυτόν της απόφασης δημοσιεύει στον
τύπο περίληψή της με πρόσκληση των δανειστών της κληρονομίας να αναγγείλουν τις απαιτήσεις
τους και τα δικαιολογητικά τους στοιχεία.
Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση καθορίζει τα σχετικά με τη δημοσίευση. Σε κάθε
περίπτωση η περίληψη με την πρόσκληση των δανειστών δημοσιεύεται σε εφημερίδα της
τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κληρονομουμένου.

1917 - Α
έσα σε τέσσερις μήνες από την τελευταία δημοσίευση που γίνεται σύμφωνα με το προηγούμενο
άρθρο, όποιος θεωρεί τον εαυτό του δανειστή της κληρονομίας οφείλει να αναγγείλει στον
εκκαθαριστή την απαίτησή του με τα δικαιολογητικά στοιχεία.
ε βάση τις απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν ο εκκαθαριστής έχει υποχρέωση, μέσα σε τρεις μήνες
από την παρέλευση της προθεσμίας για αναγγελία, να τελειώσει την απογραφή της κληρονομίας.
Το δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί να παρατείνει αυτή την προθεσμία για σπουδαίους λόγους.

1918 -
εκκαθαριστής διοικεί την ομάδα της κληρονομίας, ευθύνεται για κάθε αμέλεια και έχει την
υποχρέωση να λογοδοτήσει.
ως το τέλος της απογραφής επαληθεύει τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, εισπράττει τις
απαιτήσεις και εκποιεί τα κινητά και ακίνητά της.
Κάθε χρηματικό ποσόν που εισπράττεται κατατίθεται εντόκως σε ασφαλή τράπεζα.
Σε περίπτωση εκποίησης ακινήτων ή δημόσιων χρεογράφων ή μετοχών ή ομολογιών ανώνυμων
εταιριών εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1908.

1919 - Α
εκκαθαριστής έχει δικαίωμα να λάβει ανάλογη αμοιβή, που ορίζεται από το δικαστήριο της
κληρονομίας. Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή
ιδιαίτερα δύσκολο.

1920 - Α
Αν από την απογραφή προκύπτει ότι το ενεργητικό της κληρονομίας δεν είναι αρκετό για την
εξόφληση των υποχρεώσεών της, ο εκκαθαριστής έχει υποχρέωση, πριν εξοφλήσει οποιοδήποτε
δανειστή, να ζητήσει από το δικαστήριο της κληρονομίας να ρυθμίσει τη σύμμετρη πληρωμή όλων
των δανειστών, χωρίς να θίγονται τα προνόμια που αποκτήθηκαν κατά το νόμο ή οι υποθήκες που
έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου.
359
ι δανειστές υπό αίρεση κατατάσσονται με την αίρεση αυτή.

1921 - Δ
ι δανειστές της κληρονομίας που δεν αναγγέλθηκαν εμπρόθεσμα κατά το άρθρο 1917
ικανοποιούνται μόνο αν μετά την εξόφληση όσων αναγγέλθηκαν απομείνει κληρονομική περιουσία.

1922 - Ε
ε την απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση της κληρονομίας δεν περιορίζεται η ευθύνη του
κληρονόμου για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, εφόσον δεν είναι κληρονόμος με το ευεργέτημα
της απογραφής. Αλλά αν έχει τέτοια ιδιότητα, από τη δημοσίευση της απόφασης παύουν τα
καθήκοντά του ως κληρονόμου με απογραφή.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


ΗΡΟΝΟΜΙ Ο ΑΤΑΠΙΣΤΕ ΜΑ

1923 -
διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή
χρονικό σημείο την κληρονομία που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο).
Τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον καταπιστευματοδόχο.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 23.12.2002 με την παρ. 2 άρθρου τρίτου Ν.
3089/2002 (ΦΕΚ Α' 327).

1924 - Ε
" ε την επιφύλαξη του άρθρου 1711 εδ. β', αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο πρόσωπο που
δεν είχε ακόμη συλληφθεί κατά το θάνατό του, ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος.
Το ίδιο ισχύει και αν εγκαταστάθηκε κληρονόμος νομικό πρόσωπο που δεν είχε ακόμη συσταθεί
κατά το θάνατο του διαθέτη".

1925 - Ε
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον κληρονόμο με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που δεν είχε
πληρωθεί κατά το θάνατο του διαθέτη, ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος.
Το ίδιο ισχύει και αν ο προσδιορισμός του εγκατάστατου εξαρτάται από γεγονός που επέρχεται
μετά το θάνατο του διαθέτη.

1926 - Ε
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον κληρονόμο με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία, χωρίς να
ορίσει τον καταπιστευματοδόχο, θεωρείται καταπιστευματοδόχος το πρόσωπο που θα
κληρονομούσε το διαθέτη εξ αδιαθέτου αν ο διαθέτης πέθαινε κατά την πλήρωση της αίρεσης ή
προθεσμίας.

1927 - Α
Αν ο διαθέτης απαγόρευσε στον κληρονόμο την εκποίηση της κληρονομίας ή τη διάθεσή της με
διάταξη τελευταίας βούλησης, σε περίπτωση αμφιβολίας οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του
κληρονόμου θεωρούνται καταπιστευματοδόχοι.

1928
Αν ο διαθέτης απαγόρευσε στον κληρονόμο την εκποίηση της κληρονομίας ή τη διάθεσή της με
διάταξη τελευταίας βούλησης και συγχρόνως προσδιόρισε το πρόσωπο για χάρη του οποίου έταξε
την απαγόρευση, σε περίπτωση αμφιβολίας το πρόσωπο που προσδιορίστηκε μ' αυτό τον τρόπο
θεωρείται καταπιστευματοδόχος.

1929 - Ο
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να διατηρηθεί στην
οικογένειά του, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1923 παρ. 2 θεωρούνται σε περίπτωση
αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκατάστατου όλα τα πρόσωπα που θα
κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε κατά το θάνατο του εγκατάστατου.
ια άλλους απώτερους συγγενείς του διαθέτη δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.

360
1930
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η κληρονομία ή ποσοστό της να διατηρηθεί στην
οικογένεια του κληρονόμου, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1923 παρ. 2 θεωρούνται σε
περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχοι μετά το θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα
που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον κληρονόμο.
ια άλλους απώτερους συγγενείς του κληρονόμου δεν ισχύει το οικογενειακό καταπίστευμα.

1931 - Ε
Στις περιπτώσεις των άρθρων 1924 και 1925, ωσότου γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον
καταπιστευματοδόχο χωρεί ως προς τη μερίδα του η εξ αδιαθέτου διαδοχή.

1932 - Σ
Όποιος εγκαταστάθηκε ως καταπιστευματοδόχος, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι έχει
οριστεί και ως υποκατάστατος του κληρονόμου.

1933 -
Αν ο διαθέτης εγκατέστησε καταπιστευματοδόχο για την περίπτωση θανάτου του κατιόντος του,
που κατά τη σύνταξη της διαθήκης ήταν άτεκνος, ο καταπιστευματοδόχος θεωρείται ότι
εγκαταστάθηκε για την περίπτωση που ο κατιών θα πέθαινε άτεκνος.

1934 -
Το δικαίωμα του καταπιστευματοδόχου σε περίπτωση αμφιβολίας εκτείνεται και στη μερίδα που
απέκτησε ο κληρονόμος από την έκπτωση κάποιου συγκληρονόμου. Σε περίπτωση αμφιβολίας δεν
περιλαμβάνει και το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον κληρονόμο.

1935 -
Η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο επέρχεται μόλις πεθάνει ο κληρονόμος,
αν ο διαθέτης δεν έταξε κάποιο άλλο γεγονός ή χρονικό σημείο.
Στις περιπτώσεις του άρθρου 1924 η επαγωγή επέρχεται μόλις γίνει ο τοκετός ή μόλις συσταθεί
το νομικό πρόσωπο.

1936 -
Καταπιστευματοδόχος μπορεί να είναι μόνο όποιος ζει ή τουλάχιστον έχει συλληφθεί κατά το
χρόνο που επάγεται σ' αυτόν η κληρονομία.
Αν ο καταπιστευματοδόχος δεν ζει ή δεν έχει συλληφθεί κατ' αυτό το χρόνο, εφόσον ο διαθέτης
δεν όρισε διαφορετικά, η κληρονομία παραμένει στον κληρονόμο.

1937 - Δ
σότου γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος ασκεί τις κληρονομικές αγωγές
και διαχειρίζεται την κληρονομία˙ απέναντι στον καταπιστευματοδόχο ευθύνεται για όση επιμέλεια
δείχνει στις δικές του υποθέσεις.
Διάθεση των αντικειμένων της κληρονομίας, αν ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, συγχωρείται
μόνο όταν επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης ή έδωσε τη συναίνεσή του ο
καταπιστευματοδόχος ή στην περίπτωση του άρθρου 1939. Κάθε άλλη διάθεση αποβαίνει άκυρη
μόλις γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο.

1938 - Δ
σότου γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος βαρύνεται μόνο με τις
αναγκαίες δαπάνες και με τις δαπάνες για την παραγωγή καρπών, καθώς και με τα τακτικά βάρη
των κληρονομιαίων αντικειμένων. Κάθε άλλη δαπάνη κρίνεται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση
αλλοτρίων.

1939 - Α
Αν ο καταπιστευματοδόχος εγκαταστάθηκε σε ό,τι βρεθεί στην κληρονομία κατά το χρόνο της
επαγωγής σ' αυτόν, ή αν ο διαθέτης επέτρεψε ελεύθερη διαχείριση στον κληρονόμο, αυτός έχει
δικαίωμα να διαθέτει τα κληρονομιαία αντικείμενα.

361
1940 - Α
όλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο αυτός δικαιούται να
αποδεχθεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία κατά τις διατάξεις για την αποδοχή ή την αποποίησή
της.

1941 - Α
όλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος παύει να είναι
κληρονόμος και έχει υποχρέωση να παραδώσει την κληρονομία στην κατάσταση που θα βρισκόταν
ύστερα από τακτική διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί έως την επαγωγή.
καταπιστευματοδόχος έχει δικαίωμα να ζητήσει λογοδοσία.
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αποσβέστηκαν με τη σύγχυση αναβιώνουν αυτοδικαίως.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ


Ε ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

1942 - Π
κληρονόμος μπορεί να πουλήσει την κληρονομία που του έχει επαχθεί, ολόκληρη ή ποσοστό
της.
Η πώληση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

1943 - Τ
Κάθε όφελος που προέρχεται από τη ματαίωση κληροδοσίας ή τρόπου ή από καταπίστευμα ή
από την υποχρέωση συγκληρονόμου για συνεισφορά ανήκει στον αγοραστή.

1944
Κληρονομική μερίδα που επάγεται στον πωλητή μετά την αγοραπωλησία από καταπίστευμα ή
από έκπτωση συγκληρονόμου, καθώς και το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον πωλητή, σε
περίπτωση αμφιβολίας δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην πώληση.
Το ίδιο ισχύει και για οικογενειακά έγγραφα και κειμήλια.

1945 -
πωλητής έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει στον αγοραστή τα αντικείμενα της κληρονομίας που
υπάρχουν κατά το χρόνο της αγοραπωλησίας, καθώς και όσα απέκτησε πριν από την
αγοραπωλησία με κάποιο δικαίωμα της κληρονομίας ή ως αποζημίωση για τη χειροτέρευση, την
καταστροφή ή την αφαίρεση αντικειμένου της ή με δικαιοπραξία που σχετίζεται με την κληρονομία.

1946
ια κάθε ανάλωση ή εκποίηση χωρίς αντάλλαγμα αντικειμένου της κληρονομίας πριν από την
αγοραπωλησία ο πωλητής έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει στον αγοραστή την αντίστοιχη αξία
κατά το χρόνο της ανάλωσης ή εκποίησης, εκτός αν ο αγοραστής γνώριζε κατά την κατάρτιση της
αγοραπωλησίας την ανάλωση ή την εκποίηση.
αγοραστής δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης εξαιτίας χειροτέρευσης, καταστροφής ή από άλλο
λόγο αδυναμίας απόδοσης αντικειμένου της κληρονομίας.

1947 - Ε , ,
πωλητής της κληρονομίας δεν ευθύνεται για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα των επί μέρους
αντικειμένων της.
πωλητής ευθύνεται για την ύπαρξη του κληρονομικού του δικαιώματος, καθώς και για το ότι
αυτό είναι ελεύθερο από καταπίστευμα, κληροδοσία ή τρόπο ή βάρος νόμιμης μοίρας ή υποχρέωση
για συνεισφορά, διορισμό εκτελεστή διαθήκης και διάταξη του διαθέτη που αφορά τη διανομή.
πωλητής ευθύνεται επίσης για την απώλεια του ευεργετήματος της απογραφής.

1948 -
ποχρεώσεις και δικαιώματα που αποσβέστηκαν με σύγχυση από την επαγωγή της
κληρονομίας, στις σχέσεις πωλητή και αγοραστή θεωρούνται ότι δεν αποσβέστηκαν.

1949 -
αγοραστής έχει υποχρέωση απέναντι στον πωλητή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της
κληρονομίας, εκτός από εκείνες για τις οποίες ευθύνεται κατά το άρθρο 1947 ο πωλητής.
362
αγοραστής έχει υποχρέωση απέναντι στον πωλητή και για τους φόρους που βαρύνουν την
κληρονομία.
Αν ο πωλητής εκπλήρωσε υποχρέωση της κληρονομίας πριν από την αγοραπωλησία, έχει
δικαίωμα να ζητήσει από τον αγοραστή αποζημίωση.

1950 - , ,
Τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από την κληρονομία πριν από την αγοραπωλησία ανήκουν
στον πωλητή, ο οποίος φέρει και τα βάρη που αναλογούν σ αυτό το χρόνο, μεταξύ των οποίων και
τους τόκους των υποχρεώσεων της κληρονομίας.

1951
Από την κατάρτιση της αγοραπωλησίας ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής
ή χειροτέρευσης των αντικειμένων της κληρονομίας. Απ' αυτό το χρόνο ανήκουν στον αγοραστή τα
ωφελήματα και αυτός φέρει τα βάρη.

1952 - Δ
αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει στον πωλητή τις αναγκαίες δαπάνες που έκανε για
την κληρονομία πριν από την αγοραπωλησία. ια κάθε άλλη δαπάνη που έγινε πριν από την
αγοραπωλησία ο αγοραστής έχει υποχρέωση μόνον εφόσον κατά το χρόνο της αγοραπωλησίας
σώζεται η αύξηση της αξίας της κληρονομίας που προήλθε απ' αυτή τη δαπάνη.

1953 - Ε
αγοραστής από την κατάρτιση της αγοραπωλησίας ευθύνεται απέναντι στους δανειστές της
κληρονομίας, εξακολουθεί όμως ακέραιη και η ευθύνη του πωλητή. Αυτό ισχύει και για
υποχρεώσεις για τις οποίες ο αγοραστής δεν έχει υποχρέωση απέναντι στον πωλητή κατά τα
άρθρα 1949 και 1950.
Συμφωνία μεταξύ πωλητή και αγοραστή που απαλλάσσει τον αγοραστή ή περιορίζει την ευθύνη
του δεν ισχύει απέναντι στους δανειστές.

1954 - Ε
αγοραστής μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα
της απογραφής εφόσον ο πωλητής είχε αυτό το δικαίωμα κατά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας.
Η σύνταξη απογραφής από τον πωλητή ή τον αγοραστή ωφελεί και τους δύο.

1955 -
ι διατάξεις για την πώληση κληρονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και σε κάθε άλλη σύμβαση
που έχει σκοπό την εκποίηση κληρονομίας.
Σε περίπτωση δωρεάς ο δωρητής δεν ευθύνεται για την ανάλωση ή τη χωρίς αντάλλαγμα
εκποίηση πριν από τη δωρεά, ούτε για τις ελλείψεις ή τους περιορισμούς του κληρονομικού
δικαιώματος, εκτός αν τα αποσιώπησε με δόλο.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΤΟ
ΗΡΟΝΟΜΗΤΗΡΙΟ

1956 -
Το δικαστήριο της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση του κληρονόμου, του παρέχει πιστοποιητικό
για το κληρονομικό του δικαίωμα και για τη μερίδα που του αναλογεί (κληρονομητήριο).

1957 - Π
Εκείνος που ζητεί κληρονομητήριο οφείλει να αναφέρει στην αίτηση: 1. τη χρονολογία του
θανάτου του κληρονομουμένου˙ 2. τη διαθήκη και το περιεχόμενό της ή τη συγγενική σχέση στην
οποία στηρίζει το κληρονομικό του δικαίωμα˙ 3. ότι δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα που να
αποκλείουν ή να περιορίζουν το κληρονομικό του δικαίωμα, ή ότι εκείνα που υπήρχαν εξέπεσαν,
καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εξέπεσαν˙ 4. αν υπάρχουν άλλες διαθήκες, το περιεχόμενό τους˙
5. αν εκκρεμεί δίκη για το κληρονομικό δικαίωμα.

1958 - Α
Εκείνος που υποβάλλει την αίτηση αποδεικνύει με δημόσια έγγραφα την ακρίβεια όσων
αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο. Αν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο να προσαχθεί
363
δημόσιο έγγραφο, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει άλλα αποδεικτικά μέσα, υποχρεώνοντας
συγχρόνως αυτόν που υπέβαλε την αίτηση, να βεβαιώσει ενόρκως ότι δεν γνωρίζει κανένα γεγονός
αντίθετο με τις δηλώσεις του.

1959 - Α
Το δικαστήριο έχει δικαίωμα να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως με κάθε τρόπο, για να εξακριβώσει τις
δηλώσεις εκείνου που ζητεί το κληρονομητήριο και ιδίως να διατάξει να δημοσιευθεί η αίτηση,
καθορίζοντας και τον τρόπο της δημοσίευσης. χει επίσης δικαίωμα να διατάξει να κλητευθούν και
να ακουστούν πρόσωπα που είναι πιθανό να αξιώνουν κληρονομικά δικαιώματα και ιδίως
πρόσωπα τα οποία θα ήταν κληρονόμοι αν τυχόν ήταν άκυρη η διάταξη της τελευταίας βούλησης, ή
πρόσωπα τα οποία έχουν δίκη που εκκρεμεί για το ίδιο κληρονομικό δικαίωμα.

1960 - Π
Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι, με αίτηση οποιουδήποτε απ' αυτούς παρέχεται κοινό
κληρονομητήριο. Στην περίπτωση αυτή εκείνος που το ζητεί πρέπει να αναφέρει τα ονόματα και τις
μερίδες όλων των κληρονόμων, καθώς και ότι αυτοί αποδέχτηκαν την κληρονομία και ακόμη να
αποδείξει τις δηλώσεις του αυτές.
Το δικαστήριο μπορεί να απαιτήσει από όλους τους συγκληρονόμους να βεβαιώσουν ενόρκως
ότι δεν γνωρίζουν κανένα γεγονός αντίθετο με τις δηλώσεις.

1961 - Π
Το κληρονομητήριο παρέχεται μόνο αν το δικαστήριο κρίνει ότι έχουν αποδειχθεί όσα
αναφέρονται στην αίτηση.
Το κληρονομητήριο αναγράφει τον κληρονόμο και, αν υπάρχουν περισσότεροι, και την
κληρονομική μερίδα καθενός και ακόμη τον εκτελεστή της διαθήκης, καθώς και τον
καταπιστευματοδόχο και τους όρους με τους οποίους αυτός διορίζεται.

1962 - Τ
Αυτός που στο κληρονομητήριο κατονομάζεται κληρονόμος τεκμαίρεται ότι έχει το κληρονομικό
δικαίωμα που αναφέρεται σ' αυτό και ότι δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις εκτός από εκείνες
που αναγράφονται στο κληρονομητήριο.

1963 - Ι
Κάθε δικαιοπραξία αυτού που αναγράφεται στο κληρονομητήριο ως κληρονόμος με τρίτον ή του
τρίτου έναντι του κληρονόμου αυτού ισχύει υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση υπάρχει το τεκμήριο του
προηγούμενου άρθρου, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε την ανακρίβεια του κληρονομητηρίου ή τη
δικαστική του ανάκληση.

1964 - Α
πραγματικός κληρονόμος ή ο εκτελεστής της διαθήκης μπορεί να απαιτήσει από εκείνον που
κατέχει ανακριβές κληρονομητήριο, να το παραδώσει στο δικαστήριο της κληρονομίας.
Όποιος έχει πάρει ανακριβές κληρονομητήριο οφείλει να δώσει στον πραγματικό κληρονόμο
πληροφορίες για την κατάσταση της κληρονομίας και για την τύχη των αντικειμένων της.

1965 - Α
Αν το κληρονομητήριο που χορηγήθηκε είναι ανακριβές, το δικαστήριο της κληρονομίας διατάζει
να αφαιρεθεί. ε την αφαίρεση το κληρονομητήριο παύει να ισχύει.
Αν η αφαίρεση του κληρονομητηρίου δεν είναι αμέσως δυνατή, το δικαστήριο το κηρύσσει με
απόφασή του ανίσχυρο. Περίληψη της απόφασης δημοσιεύεται στον τύπο σύμφωνα με όσα
καθορίζονται στην απόφαση. Η περίληψη καταχωρίζεται σε κάθε περίπτωση σε εφημερίδα της
τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κληρονομουμένου. Όταν περάσει ένας μήνας από την
τελευταία καταχώριση, η απόφαση που κηρύσσει το κληρονομητήριο ανίσχυρο ισχύει για όλους.

1966
Το δικαστήριο της κληρονομίας έχει δικαίωμα να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν είναι ακριβές το
κληρονομητήριο που χορηγήθηκε και να το ανακαλέσει ή να το τροποποιήσει.

364
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΔΟΜΟ
ΗΡΟΔΟΣΙΕΣ

1967 - Π
Βεβαρημένος με κληροδοσία μπορεί να είναι ο κληρονόμος, ο καταπιστευματοδόχος και ο
κληροδόχος.
Εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, βαβαρημένος είναι ο κληρονόμος.

1968 - Π
Αν βαρύνονται περισσότεροι κληρονόμοι ή κληροδόχοι, σε περίπτωση αμφιβολίας ο κάθε
κληρονόμος λογίζεται ότι βαρύνεται ανάλογα με τη μερίδα του και ο κάθε κληροδόχος ανάλογα με
την αξία του αντικειμένου που του κληροδοτήθηκε.
Το ίδιο ισχύει και αν περισσότεροι βαρύνονται διαζευκτικά με μια κληροδοσία.

1969 - Ε
Η κληροδοσία που αφέθηκε στον κληρονόμο (εξαίρετο) θεωρείται κληροδοσία και ως προς το
μέρος της με το οποίο βαρύνεται με αυτήν ο ίδιος.

1970 - Σ
Αν ο διαθέτης διέταξε να μην περιέλθει στον εγκατάστατο με τη διαθήκη αντικείμενο της
κληρονομίας, το αντικείμενο αυτό θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε στον εξ αδιαθέτου κληρονόμο.

1971 - Π
Αν κληροδόχος ορίστηκε πρόσωπο από ορισμένο κύκλο, κατ' επιλογήν του βεβαρημένου ή
τρίτου, ο καθορισμός του προσώπου γίνεται από τον βεβαρημένο με δήλωσή του προς αυτόν και
από τον τρίτο με δήλωσή του προς τον βεβαρημένο. Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι ο
καθορισμός έχει ανατεθεί στον βεβαρημένο.
Αν ο βεβαρημένος ή ο τρίτος δεν μπορούν να κάνουν τον καθορισμό, ή αν η δικαστική
προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό πέρασε άπρακτη, όλα τα πρόσωπα θεωρούνται
δανειστές εις ολόκληρον και δεν χωρεί αναγωγή εναντίον εκείνου που έλαβε το κληροδότημα.

1972
Αν ο διαθέτης άφησε κληροδοσία σε περισσότερους και ανέθεσε στον βεβαρημένο ή σε τρίτον να
καθορίσει τι θα πάρει ο καθένας από το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, ο καθορισμός γίνεται με
τον τρόπο που ορίζει το προηγούμενο άρθρο.
Αν ο βεβαρημένος ή ο τρίτος δεν μπορούν να κάνουν τον καθορισμό, ή αν πέρασε άπρακτη η
δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, όλοι οι τιμώμενοι έχουν δικαίωμα σε ίσα
μέρη της κληροδοσίας.

1973
Αν ο διαθέτης όρισε να πάρει ο τιμώμενος ένα από περισσότερα αντικείμενα και η επιλογή έχει
ανατεθεί σε τρίτον, αυτή γίνεται με δήλωση προς τον βεβαρημένο. Αν ο τρίτος δεν μπορεί να κάνει
την επιλογή, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, το
δικαίωμα της επιλογής περιέρχεται στον βεβαρημένο.

1974 - Π
διαθέτης μπορεί να αναθέσει στη δίκαιη κρίση του βεβαρημένου ή τρίτου τον καθορισμό του
αντικειμένου της κληροδοσίας, εφόσον όρισε το σκοπό της κληροδοσίας. Σε τέτοια κληροδοσία
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν στις συμβάσεις για παροχή που πρέπει να
προσδιοριστεί από τον ένα συμβαλλόμενο ή από τρίτο.

1975 -
Αν κληροδοτήθηκε σε περισσότερους το ίδιο αντικείμενο, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων
1802 έως 1806.

1976 - Π
Αν το ίδιο αντικείμενο κληροδοτήθηκε σε περισσότερους και ο ένας εξέπεσε πριν από το θάνατο
ή μετά το θάνατο του διαθέτη, το μέρος του προσαυξάνει στους άλλους ανάλογα με τη μερίδα του

365
καθενός. Το ίδιο ισχύει και αν ο διαθέτης προσδιόρισε τις μερίδες τους. Αν μερικοί από τους
κληροδόχους γράφτηκαν στην ίδια μερίδα, η προσαύξηση χωρεί κατά προτίμηση μεταξύ τους.

1977
Η μερίδα που ο κληροδόχος αποκτά από προσαύξηση θεωρείται ιδιαίτερη κληροδοσία ως προς
τις κληροδοσίες ή τον τρόπο, με τις οποίες βαρύνεται αυτός ή εκείνος που εξέπεσε.

1978 - Π
Η κληροδοσία γίνεται άκυρη, αν ο κληροδόχος δεν ζει πια κατά το θάνατο του διαθέτη.

1979 -
Αν ο βεβαρημένος δεν γίνει κληρονόμος ή κληροδόχος, η κληροδοσία, σε περίπτωση
αμφιβολίας, εξακολουθεί να ισχύει και βαρύνει εκείνον που ωφελείται από την έκπτωση του αρχικά
βεβαρημένου.

1980 - Α
Είναι άκυρη η κληροδοσία της οποίας η παροχή κατά το θάνατο του διαθέτη είναι αδύνατη ή
αντιβαίνει στο νόμο.

1981 - Μ
Κληροδοσία που είναι άκυρη ή που ματαιώνεται ωφελεί τον βεβαρημένο, αν δεν υπάρχει
περίπτωση υποκατάστασης ή προσαύξησης.

1982 - Π
Σε περίπτωση αμφιβολίας, η κληροδοσία ενός πράγματος περιλαμβάνει και τα παραρτήματά του,
που υπάρχουν κατά το θάνατο του διαθέτη.
Αν ο διαθέτης έχει απαίτηση αποζημίωσης εξαιτίας βλάβης του πράγματος που προκλήθηκε μετά
τη διάταξη της κληροδοσίας, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε και η απαίτηση
αυτή.

1983 -
Αν κληροδοτήθηκε αντικείμενο που ανήκει στην κληρονομία, σε περίπτωση αμφιβολίας ο
βεβαρημένος δεν έχει υποχρέωση να το απαλλάξει από τα βάρη του.
Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει τέτοια απαλλαγή, σε περίπτωση αμφιβολίας η
κληροδοσία περιλαμβάνει και την απαίτηση αυτή.

1984 -
Η κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου, που δεν ανήκει στην κληρονομία κατά το θάνατο του
διαθέτη, είναι άκυρη, εκτός αν συνάγεται ότι γίνεται και για την περίπτωση που το αντικείμενο αυτό
δεν ανήκει στην κληρονομία. εωρείται ότι δεν ανήκει στην κληρονομία και εκείνο το αντικείμενο,
που ο διαθέτης έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει σε άλλον.
Αν ο διαθέτης κατά το θάνατό του είχε μόνο τη νομή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε, σε
περίπτωση αμφιβολίας η κληροδοσία περιλαμβάνει τη νομή.
Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τρίτον το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, σε
περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε η απαίτηση αυτή. Το ίδιο ισχύει και όταν ο
διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την απώλεια ή την αφαίρεση που επήλθε μετά
τη διάταξη της κληροδοσίας.

1985
Εφόσον, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, είναι ισχυρή η κληροδοσία αντικειμένου, που δεν
ανήκε στην κληρονομία κατά το θάνατο του διαθέτη, ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να το
προμηθεύσει στον κληροδόχο.
Αν ο βεβαρημένος αδυνατεί να το προμηθεύσει ή αν χρειάζεται γι' αυτό δυσανάλογη δαπάνη,
οφείλεται η αξία του.

1986 -
Αν ο διαθέτης μετά τη διάταξη της κληροδοσίας ένωσε ή ανέμιξε το πράγμα που κληροδοτήθηκε
με άλλο, έτσι ώστε η κυριότητα πάνω στο άλλο να επεκτείνεται και σ' αυτό ή να δημιουργείται

366
συγκυριότητα, και η κατάσταση αυτή υπάρχει κατά το θάνατο του διαθέτη, η κληροδοσία είναι
άκυρη.
Αν η ένωση ή η ανάμιξη έγινε από άλλον και όχι από το διαθέτη, και ο διαθέτης απέκτησε
συγκυριότητα, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε η συγκυριότητα.
Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει το πράγμα που ενώθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας
λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε το δικαίωμα αυτό.

1987 - Ε
Αν ο διαθέτης μετά τη διάταξη της κληροδοσίας παρήγαγε νέο πράγμα με επεξεργασία ή
μετάπλαση εκείνου που κληροδοτήθηκε, έτσι ώστε σύμφωνα με το νόμο ο κατασκευαστής να
γίνεται κύριός του, η κληροδοσία είναι άκυρη.
Αν η μεταποίηση αυτή έγινε από άλλον και όχι από το διαθέτη, εφαρμόζεται η διάταξη του
άρθρου 1984 παρ. 3.

1988 -
Αν ο διαθέτης κληροδότησε απαίτησή του που εκπληρώθηκε πριν πεθάνει και το αντικείμενό της
υπάρχει ακόμα στην κληρονομία, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε το
αντικείμενο αυτό. Αν η απαίτηση είναι χρηματική, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι
κληροδοτήθηκε ίσο χρηματικό ποσόν, ακόμα και αν δεν υπάρχει στην κληρονομία τέτοιο ποσόν.

1989 - Π
Αν ο διαθέτης κληροδότησε πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο, ο κληροδόχος έχει δικαίωμα να
λάβει πράγμα που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες στις οποίες αυτός βρίσκεται.

1990
Αν κληροδοτήθηκε πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο και ο καθορισμός του ανατέθηκε στον
κληροδόχο ή σε τρίτον, ο καθορισμός γίνεται με δήλωσή τους στον βεβαρημένο. Αν αυτοί δεν
μπορούν, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, ή αν ο
καθορισμός που έγινε δεν είναι εκείνος που πρέπει να είναι σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, ο
καθορισμός γίνεται από το δικαστήριο της κληρονομίας.

1991
Αν κληροδοτήθηκε πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο, ως προς τις υποχρεώσεις του
βεβαρημένου εξαιτίας νομικών ή πραγματικών ελαττωμάτων εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές
διατάξεις για τις υποχρεώσεις του πωλητή. Το ίδιο ισχύει, σε περίπτωση αμφιβολίας, και σε
κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου που δεν ανήκει στην κληρονομία, με την επιφύλαξη του
περιορισμού του άρθρου 1985 παρ. 2.
Αν το αντικείμενο της κληροδοσίας είναι ακίνητο, σε περίπτωση αμφιβολίας ο βεβαρημένος δεν
ευθύνεται για δουλείες ή άλλα εμπράγματα βάρη του ακινήτου.

1992 -
Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει όλες τις απαιτήσεις του, σε περίπτωση αμφιβολίας περιλαμβάνονται
μόνο οι χρηματικές και όχι άλλες απαιτήσεις ή ανώνυμοι τίτλοι ή καταθέσεις σε τράπεζες και
ταμιευτήρια.

1993 -
Αν ο διαθέτης κληροδότησε ό,τι οφείλει στον κληροδόχο, σε περίπτωση αμφιβολίας ο
βεβαρημένος έχει υποχρέωση να καταβάλει το χρέος, χωρίς να έχει το δικαίωμα να αντιτάξει αίρεση
ή προθεσμία ή ένσταση.

1994
Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει χρηματικό ποσόν στο δανειστή του, αποσιωπώντας την οφειλή, σε
περίπτωση αμφιβολίας η κληροδοσία δεν θεωρείται ότι έγινε για να εξοφληθεί η οφειλή.

1995 - Τ
κληροδόχος αποκτά με την κληροδοσία το ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον βεβαρημένο
την παροχή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε.

367
1996
ε την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1198, αν βεβαρημένος με την κληροδοσία είναι ο
κληρονόμος και αντικείμενο της κληροδοσίας είναι ορισμένο πράγμα ή δικαίωμα που ανήκει στον
διαθέτη, εφόσον ο διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά, ο κληροδόχος το αποκτά αμέσως και
αυτοδικαίως. Αν η κληροδοσία συνίσταται σε απαλλαγή από εμπράγματο βάρος ή από υποχρέωση
προς το διαθέτη, ο κληροδόχος απαλλάσσεται αμέσως και αυτοδικαίως.

1997 - Π
Το δικαίωμα από την κληροδοσία αποκτάται μόλις πεθάνει ο διαθέτης (επαγωγή της
κληροδοσίας). κληροδόχος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληροδοσία.

1998 - Σ
Σε περίπτωση κληροδοσίας με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία, η πλήρωση της οποίας
επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη, η επαγωγή της γίνεται μόλις πληρωθεί η αίρεση ή η
προθεσμία.

1999
Αν ο κληροδόχος δεν έχει ακόμη συλληφθεί, όταν πεθάνει ο διαθέτης, ή αν το πρόσωπό του
προσδιορίζεται από γεγονός που επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη, η επαγωγή γίνεται κατά το
χρόνο του τοκετού ή μόλις επέλθει το γεγονός.

2000
Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων, κατά το χρονικό διάστημα από το θάνατο του
διαθέτη έως την επαγωγή της κληροδοσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αναβλητική αίρεση.

2001 - Α
κληροδόχος δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληροδοσία μετά την αποδοχή της.
Η αποδοχή και η αποποίηση γίνονται με δήλωση προς το βεβαρημένο. Η δήλωση γίνεται μόνο
μετά την επαγωγή της κληροδοσίας και είναι άκυρη αν γίνει με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς.
ι διατάξεις των άρθρων 1854, 1855 παρ. 2 και 1856 για την αποδοχή ή την αποποίηση της
κληρονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και για την κληροδοσία.

2002
Αν ο χρόνος για την εκπλήρωση της κληροδοσίας έχει αφεθεί στη διάκριση του βεβαρημένου, σε
περίπτωση αμφιβολίας η παροχή γίνεται απαιτητή μόλις αυτός πεθάνει.

2003 -
Αν κληροδοτήθηκε ορισμένο αντικείμενο που ανήκει στην κληρονομία, ο βεβαρημένος έχει
υποχρέωση να αποδώσει στον κληροδόχο και τους καρπούς που συλλέχθηκαν από την επαγωγή
της κληροδοσίας, καθώς και οτιδήποτε περιήλθε σ' αυτόν με άλλο τρόπο εξαιτίας του δικαιώματος
που κληροδοτήθηκε. βεβαρημένος δεν έχει υποχρέωση σε αποζημίωση για ωφελήματα που δεν
είναι καρποί.

2004 - Δ
Αν κληροδοτήθηκε ορισμένο πράγμα που ανήκει στην κληρονομία, ο βεβαρημένος μπορεί, κατά
τις διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ κυρίου και νομέα, να απαιτήσει αποζημίωση για τις
δαπάνες που έγιναν στο πράγμα μετά το θάνατο του διαθέτη, καθώς και για όσα καταβλήθηκαν
μετά το θάνατο του διαθέτη για να απαλλαγεί το πράγμα από βάρη.

2005 -
Κληροδόχος που είναι βεβαρημένος με κληροδοσία ή τρόπο, έχει υποχρέωση να εκπληρώσει
μόνο αφότου έχει και αυτός δικαίωμα να απαιτήσει ό,τι του έχει καταλειφθεί.

2006
Κληροδόχος βεβαρημένος με κληροδοσία ή τρόπο μπορεί, και μετά την αποδοχή της
κληροδοσίας που καταλείφθηκε σ' αυτόν, να αρνηθεί να εκπληρώσει, αν αυτό που παίρνει από την
κληροδοσία ο ίδιος δεν επαρκεί για την εκπλήρωση.
Αν σύμφωνα με το άρθρο 1979 στη θέση του βεβαρημένου υπεισέλθει άλλος, αυτός δεν
ευθύνεται περισσότερο από τον κληροδόχο.
368
2007 - Ε
Αν η παροχή από την κληροδοσία μειωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα ή
σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, σε περίπτωση αμφιβολίας, ο κληροδόχος έχει το δικαίωμα να
μειώσει και αυτός ανάλογα τα βάρη που του έχουν επιβληθεί.

2008 -
Αν ο διαθέτης, για την περίπτωση που ο πρώτος τιμώμενος δεν αποκτήσει την κληροδοσία,
αφήνει το αντικείμενό της σε άλλον, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1810 έως
1812 για την υποκατάσταση κληρονόμου.

2009 -
Η διάταξη του διαθέτη, ότι από ορισμένο χρονικό σημείο ή γεγονός που επέρχεται μετά την
απόκτηση της κληροδοσίας, αυτό που κληροδοτήθηκε περιέρχεται σε άλλον (υποκατάσταση
καταπιστευτική), ισχύει μόνο για κοινωφελή σκοπό ή υπέρ των εξ αίματος συγγενών του διαθέτη σε
ευθεία γραμμή ή έως και τον τρίτο βαθμό σε πλάγια γραμμή, που υπάρχουν κατά το θάνατο του
βεβαρημένου πρώτου κληροδόχου. Η υποκατάσταση δεν ισχύει για άλλα περαιτέρω πρόσωπα.

2010 - Ο
Αν κατά τη θέληση του διαθέτη το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε πρέπει να μείνει για πάντα στη
δική του οικογένεια, θεωρούνται ότι έχουν τιμηθεί με κληροδοσία κατά υποκατάσταση εκείνοι μόνο
από τους συγγενείς του προηγούμενου άρθρου, οι οποίοι θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το
διαθέτη, αν πέθαινε τότε που πέθανε ο βεβαρημένος πρώτος κληροδόχος.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ο ΔΟΟ


ΤΡΟΠΟΣ

2011
Αν η τελευταία διάταξη περιέχει τρόπο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1789,
1967, 1968, 1973, 1974, 1979, 1980, 1989 και 2002.

2012 - Π
διαθέτης μπορεί να τάξει τρόπο για ορισμένο σκοπό και να αφήσει στο βεβαρημένο ή σε τρίτον
να προσδιορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η παροχή.

2013 -
Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου ο καθορισμός του προσώπου ανατέθηκε στον
βεβαρημένο και πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, ο
καθορισμός γίνεται από αυτόν που άσκησε την αγωγή.
Αν ο καθορισμός του προσώπου ανατέθηκε σε τρίτον, γίνεται με δήλωση προς τον βεβαρημένο.
Αν ο τρίτος δεν μπορεί να κάνει τον καθορισμό, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που
τάχθηκε για το σκοπό αυτό, ο καθορισμός γίνεται από τον βεβαρημένο. Η δικαστική προθεσμία
τάσσεται ύστερα από αίτηση και του βεβαρημένου.

2014 - Π
Την εκτέλεση του τρόπου έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν ο εκτελεστής της διαθήκης, ο
κληρονόμος, ο συγκληρονόμος και αυτός που ωφελείται άμεσα από την έκπτωση εκείνου που είναι
αρχικά βεβαρημένος με τον τρόπο.
Αν η εκτέλεση του τρόπου αφορά το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να την απαιτήσει και η δημόσια
αρχή.

2015 - Α
Αν ο τρόπος είναι άκυρος, τότε μόνο είναι άκυρη και η διάταξη υπέρ του βεβαρημένου, όταν αυτό
προκύπτει ως θέληση του διαθέτη.

2016 - Τ
Αν η εκτέλεση του τρόπου γίνει αδύνατη από υπαιτιότητα του βεβαρημένου, εκείνος που θα είχε
ωφέλεια από την έκπτωση του αρχικά βεβαρημένου, μπορεί να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις για τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό, να του αποδοθεί ό,τι έχει καταλειφθεί κατά το μέρος που έπρεπε να
δαπανηθεί για την εκτέλεση του τρόπου.
369
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
Ε ΤΕ ΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑ Η ΗΣ

2017 - Δ
διαθέτης μπορεί να ορίσει στη διαθήκη εκτελεστές ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά
πρόσωπα. πορεί ακόμη να αναθέσει στον εκτελεστή να ορίσει συνεκτελεστές ή διαδόχους του.

2018 - Ι
διορισμός εκτελεστή είναι άκυρος, αν αυτός τότε που αποδέχεται το λειτούργημα είναι ανίκανος
ή έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία.

2019 - , ,
Το λειτούργημα του εκτελεστή αρχίζει από την αποδοχή του.
Η αποδοχή και η αποποίηση γίνονται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της
κληρονομίας, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση. Η δήλωση είναι άκυρη, αν γίνει πριν από την
επαγωγή της κληρονομίας ή με αίρεση ή με προθεσμία.
στερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει συμφέρον, ο πρόεδρος του δικαστηρίου της κληρονομίας
ορίζει προθεσμία για να κάνει ο εκτελεστής τη δήλωση˙ αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, ο
εκτελεστής θεωρείται ότι αποποιήθηκε το λειτούργημα.

2020 - Ε
ργο του εκτελεστή είναι η εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης.
εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρήσει κάθε πράξη την οποία ρητά επέτρεψε ο διαθέτης ή
είναι απαραίτητη για την εκτέλεση των διατάξεών του. ε τους ίδιους όρους έχει δικαίωμα να
διαχειρίζεται την κληρονομία είτε ολόκληρη είτε κατά ένα μέρος της.

2021 - Π
Αν στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου χρειάζεται να εκποιηθούν ακίνητα της
κληρονομίας ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες ανώνυμων εταιριών, ή να
συνομολογηθεί δάνειο ή συμβιβασμός, ή να γίνει δαπάνη που υπερβαίνει "τα διακόσια ενενήντα
ευρώ", και δεν συναινεί σ' αυτό ο κληρονόμος, ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρεί τις πράξεις
αυτές ύστερα από άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας. Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως
τον κληρονόμο, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Σχόλια: Η εντός " " φράση του πρώτου εδαφίου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 01.01.2002 με την παρ. 1
άρθρου 3 και με τα άρθρα 4 και 5 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α' 203).

2022
διαθέτης μπορεί με ρητή δήλωση στη διαθήκη να απαλλάξει τον εκτελεστή από τους
περιορισμούς του προηγούμενου άρθρου.

2023 - Ε
Στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του ο εκτελεστής ευθύνεται απέναντι στον κληρονόμο κατά
τους κανόνες της εντολής για κάθε ζημία της κληρονομίας από πταίσμα του. Σε περίπτωση
διαχείρισης έχει υποχρέωση και να λογοδοτήσει.
Περισσότεροι εκτελεστές ευθύνονται για κοινό πταίσμα τους εις ολόκληρον.

2024 - Π
Περισσότεροι εκτελεστές ενεργούν όλοι μαζί˙ αν λείψει ένας απ' αυτούς, ενεργούν οι άλλοι μόνοι
τους. Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει η πλειοψηφία και σε ισοψηφία κρίνει ελεύθερα το
δικαστήριο. διαθέτης μπορεί να ορίσει διαφορετικά.
Καθένας από τους περισσότερους εκτελεστές μπορεί να παίρνει και μόνος του συντηρητικά
μέτρα.

2025 - Α
κληρονόμος ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας.
εκτελεστής της διαθήκης ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας και ενάγεται για τις αξιώσεις κατά
της κληρονομίας εφόσον έχει τη διαχείριση της κληρονομίας ή των σχετικών αξιώσεων.

370
2026 - Α
ι αξιώσεις κατά της κληρονομίας ασκούνται κατά του κληρονόμου.
εκτελεστής έχει δικαίωμα να παρέμβει στη δίκη.

2027 - Α
εκτελεστής μπορεί, εφόσον ο διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά, να ζητήσει να του ορίσει το
δικαστήριο της κληρονομίας ανάλογη αμοιβή.
Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, εφόσον αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα
δύσκολο.

2028 - Π
Το λειτούργημα του εκτελεστή παύει αν ο κληρονόμος παρέχει επαρκή εγγύηση, κατά την κρίση
του δικαστηρίου, ότι θα εκτελέσει τις διατάξεις της διαθήκης, για τις οποίες ορίστηκε ο εκτελεστής.

2029
Το λειτούργημα του εκτελεστή παύει με το θάνατο ή την επερχόμενη πλήρη ή περιορισμένη
ανικανότητά του για δικαιοπραξία.

2030
εκτελεστής μπορεί να παραιτηθεί οποτεδήποτε, με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου
της κληρονομίας, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση. Η παραίτηση γίνεται χωρίς αίρεση ή
προθεσμία και γνωστοποιείται στον κληρονόμο.

2031
ια σπουδαίους λόγους και ιδίως για βαριά παράβαση των καθηκόντων του ή ανικανότητα για
διαχείριση, το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση όσων έχουν συμφέρον, να πάψει τον
εκτελεστή αφού προηγουμένως τον ακούσει, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ
Δ ΡΕΑ ΑΙΤΙΑ ΑΝΑΤΟ

2032 -
Αν δωρεά συμφωνηθεί με την αναβλητική αίρεση αν προαποβιώσει ο δωρητής ή αν πεθάνουν
συγχρόνως και οι δύο συμβαλλόμενοι, χωρίς να έχει στο μεταξύ ο δωρεοδόχος την απόλαυση των
αντικειμένων που δωρίζονται (δωρεά αιτία θανάτου), εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις δωρεές,
εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.

2033 - Α
δωρητής ανακαλεί ελεύθερα τη δωρεά αιτία θανάτου.
Η δήλωση για την ανάκληση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και γνωστοποιείται στο
δωρεοδόχο˙ εφόσον αφορά δωρεά ακινήτου απαιτείται και μεταγραφή.
ε την ανάκληση η δωρεά αναιρείται αυτοδικαίως.

2034 - Σ
Αν η δωρεά αιτία θανάτου συμφωνήθηκε αμετάκλητη, ανακαλείται μόνο στις περιπτώσεις και με
τον τρόπο που ανακαλείται κάθε άλλη δωρεά.

2035 - Δ
Σε δωρεές αιτία θανάτου, που μειώνουν την περιουσία του δωρητή με αποτέλεσμα να
προκαλείται βλάβη στους δανειστές, ή που προσβάλλουν τη νόμιμη μοίρα των μεριδούχων,
εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις κληροδοσίες.

371
ΕΙΣΑ Ι ΟΣ ΝΟΜΟΣ ΑΣΤΙ Ο ΔΙ Α
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1
Από την έναρξη ισχύος (εισαγωγή) του Αστικού Κώδικα καταργούνται όλες οι διατάξεις νόμων ή
γενικών ή τοπικών εθίμων, που αντιβαίνουν στις διατάξεις του ή στις διατάξεις αυτού του νόμου ή
που αφορούν θέματα που ρυθμίζονται απ' αυτούς.

2
Δεν επηρεάζεται από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα η ισχύς διατάξεων αστικού δικαίου ή
ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που στηρίζονται σε διεθνείς συμβάσεις, ούτε διατάξεων για δικαιοστάσια
ή ενοικιοστάσια.

3
Στις περιπτώσεις που στην ισχύουσα νομοθεσία γίνεται παραπομπή σε διατάξεις που
καταργούνται με το νόμο αυτό εφαρμόζονται στη θέση τους οι αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού
Κώδικα.

4
Στις περιπτώσεις που οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα ή του νόμου αυτού εφαρμόζονται και στα
γεγονότα ή στις σχέσεις τις πριν από την εισαγωγή του, δεν επηρεάζονται από την εφαρμογή αυτή
όσα έχουν λυθεί τελεσίδικα ή με συμβιβασμό.

5
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται ειδικότερα:
1. Το Διάταγμα της 23 εβρουαρίου/7 αρτίου 1835 "περί πολιτικού νόμου".
2. όνιος Αστικός Κώδικας και οι νόμοι που τον τροποποιούν.
3. Αστικός Κώδικας της Κρήτης και οι νόμοι που τον τροποποιούν.
4. Τα άρθρα 8 και 9 του νόμου 10 της 26 α ου 1899, που ισχύει στην Κρήτη, για την εισαγωγή
δικαστικής νομοθεσίας.
5. ι διατάξεις που ισχύουν κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, της Κρητικής "Δικονομίας
επί οικογενειακών και κληρονομικών δικαίων των εν Κρήτη ριστιανών κλπ." της 16 Απριλίου 1880.
6. Αστικός Κώδικας της Σάμου και οι νόμοι που τον τροποποιούν.
7. Τα άρθρα 1 έως 13 και 91 έως 94 του νόμου Τ-Α' της 29 κτωβρίου/15 Νοεμβρίου 1856.
8. Τα άρθρα 2 έως 3 του νόμου 147 της 5 ανουαρίου/1 εβρουαρίου 1914 "Περί της εν ταις
προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας κλπ.".

6
Καταργείται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το άρθρο 4 του νόμου 147 της 5 ανουαρίου
1914, ως προς τους λληνες ισραηλίτες, καθώς και η δικαιοδοσία πάνω στους λληνες ισραηλίτες
των θρησκευτικών τους αρχών ή δικαστηρίων για τις υποθέσεις για τις οποίες προβλέπουν τα
άρθρα 12 και 13 του νόμου 2456 της 27 ουλίου/2 Αυγούστου 1920 "περί ισραηλιτικών κοινοτήτων",
όπως τροποποιήθηκαν από μεταγενέστερους νόμους˙ οι λληνες ισραηλίτες διέπονται στο εξής
από το κοινό δίκαιο. ι δίκες όμως που, όταν δημοσιευτεί ο νόμος αυτός, εκκρεμούν στις
ισραηλιτικές θρησκευτικές αρχές ή δικαστήρια, για υποθέσεις των διατάξεων που καταργούνται,
συνεχίζονται ενώπιόν τους σύμφωνα με τις καταργούμενες αυτές διατάξεις.

7
Καταργούνται από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα:
1. Τα άρθρα 27, 28, 81 έως 88, 410, 411 και 1088 της Πολιτικής Δικονομίας.
2. Το άρθρο 2 εδ. 4 και 5, καθώς και το άρθρο 3 του νόμου 3222 της 28 Αυγούστου 1924 "περί
καταργήσεως του άρθρου 686 της Πολιτικής Δικονομίας".
3. Τα άρθρα 27, 28, 86 έως 93 και 550 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας.

8
Καταργείται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το άρθρο 100 του Εμπορικού Νόμου.
372
9
Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις, που κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα
ισχύουν σχετικά με περιορισμούς για την απόκτηση ή την άσκηση αστικών δικαιωμάτων στην
Ελλάδα από ξένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
Καταργείται από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο νόμος ΠΑ' της 10/12 Αυγούστου 1861
"περί αναγνωρίσεως των γαλλικών ανωνύμων εταιρειών εν Ελλάδι" όπως τροποποιήθηκε με το
νόμο -ΚΑ' της 13/17 αρτίου 1881.

10
Καταργείται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο νόμος 292 της 27/29 Σεπτεμβρίου 1914 "περί
αφανείας".
κηδεμόνας που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 αυτού του νόμου θεωρείται επίτροπος
απόντος και ισχύουν γι' αυτόν οι διατάξεις των άρθρων 1701 έως 1704 του Αστικού Κώδικα.

11
Διαδικασία για την κήρυξη αφάνειας, που έχει αρχίσει πριν από την εισαγωγή του Αστικού
Κώδικα, συνεχίζεται και περατώνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
Το τεκμήριο του άρθρου 38 του Κώδικα δεν έχει εφαρμογή στους θανάτους που συνέβησαν πριν
από την εισαγωγή του. ι θάνατοι αυτοί διέπονται ως προς το σημείο αυτό από το έως τώρα
δίκαιο.
12
Καταργούνται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα τα άρθρα 1 έως 11, 24 έως 28, 31, 34 έως 38
του νόμου 281 της 21/25 ουνίου 1914 "περί σωματείων", καθώς και οι νόμοι που τροποποίησαν τις
διατάξεις αυτές. Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του, καθώς και οι ειδικοί νόμοι
και οι διατάξεις για κάθε είδους επαγγελματικά και αλληλοβοηθητικά σωματεία, καθώς επίσης και οι
νόμοι ή οι διατάξεις για ειδικά νομικά πρόσωπα και ιδίως συνεταιρισμούς και επιμελητήρια. Επίσης
εξακολουθεί να ισχύει ο αναγκ. νόμος 2189 του 1940 " περί σωματείων, των ειδικώς
ανεγνωρισμένων ως φιλανθρωπικών κλπ.".
13
Τα νομικά πρόσωπα που έχουν συσταθεί νόμιμα κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα
εξακολουθούν να υπάρχουν˙ σχετικά με την ικανότητα και τη διοίκηση ή λειτουργία τους
εφαρμόζονται σ' αυτά οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα.

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 33 Ν. 2731/1999 (ΦΕΚ Α' 138), στα νομικά πρόσωπα που έχουν διατηρηθεί
σε ισχύ με το παρόν άρθρο συμπεριλαμβάνονται και τα προ της 23.02.1946 συσταθέντα ή λειτουργούντα
καθιδρύματα της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα.

14
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι νόμοι για την
πνευματική ιδιοκτησία, για τα συγγραφικά δικαιώματα σε θεατρικά έργα, καθώς και για το δικαίωμα
ευρεσιτεχνίας.

15
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι ειδικοί νόμοι που κατά
την εισαγωγή του υπάρχουν για την απαγόρευση εμπράγματων δικαιοπραξιών σε ακίνητα, καθώς
και για την επικύρωση ή τη ρύθμιση "ανώμαλων δικαιοπραξιών" σε ακίνητα.

16
Η διάταξη του άρθρου 179 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται και στις δικαιοπραξίες που
καταρτίστηκαν πριν από την εισαγωγή του.

17
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται οι νόμοι ' της 27/30 Νοεμβρίου 1909
"περί βραχυπροθέσμων παραγραφών", ' της 24/26 αρτίου 1910 "περί τροποποιήσεως και
συμπληρώσεως των περί παραγραφής διατάξεων του ισχύοντος δικαίου" και - ' της 2/2
Δεκεμβρίου 1911 "περί παρατάσεως του χρόνου της διετούς παραγραφής του άρθρου 9 του νόμου
' του έτους 1909 "περί βραχυπροθέσμων παραγραφών", καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική
διάταξη αστικού δικαίου σχετική με παραγραφή, που υπάρχει κατά την εισαγωγή του Κώδικα.
Εξακολουθούν όμως να ισχύουν οι διατάξεις περί παραγραφής, που αφορούν ειδικά το δημόσιο ή
373
άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα οποία έχει επεκταθεί η εφαρμογή των διατάξεων για
την παραγραφή που αφορούν το δημόσιο.

18
ι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την παραγραφή εφαρμόζονται και στις αξιώσεις που έχουν
γεννηθεί αλλά δεν έχουν ακόμη παραγραφεί κατά την εισαγωγή του. Η έναρξη όμως, η αναστολή
και η διακοπή της παραγραφής κρίνεται, ως προς τον πριν από την εισαγωγή του Κώδικα χρόνο,
σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει έως τώρα.
Αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το έως
τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος, από την εισαγωγή του Κώδικα, και αρχίζει από αυτήν.
Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα
από το συντομότερο που ορίζεται στον Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο
χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου.

19
Η διάταξη του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, εφαρμόζεται και σε γεγονότα και σχέσεις
προγενέστερες από την εισαγωγή του.

20
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι νόμοι για τις οφειλές ή
πληρωμές σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα, και γενικά οι νόμοι που αποβλέπουν στην προστασία
του εθνικού νομίσματος.

21
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται:
1. νόμος - Ε' της 22/25 α ου 1882 "περί τόκου υπερημερίας", όπως έχει τροποποιηθεί.
2. Τα νομοθετικά διατάγματα της 4/9 Σεπτεμβρίου 1925 και της 11/17 Αυγούστου 1926 περί
τόκου, που επικυρώθηκαν με το νόμο 3849 της 4/6 εβρουαρίου 1929, καθώς και το άρθρο 2 του
ίδιου νόμου.
3. νόμος 5108 της 10 ανουαρίου/16 ουλίου 1931 "περί τροποποιήσεως των περί νομίμου και
συμβατικού τόκου διατάξεων".

22
Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται το άρθρο 1 του ν. ' της 23/25 ουλίου
1911 "περί συμβατικού τόκου, τοκογλυφίας κλπ."˙ το άρθρο 3 του νόμου αυτού αντικαθίσταται ως
εξής: "Κάθε φορά που ο ισχυρισμός για τοκογλυφία ή αισχροκέρδεια δεν αποδεικνύεται με έγγραφο
ή με όρκο που επάγεται αντί για κάθε άλλη απόδειξη, το δικαστήριο μπορεί να παραπέμψει τον
ισχυρισμό αυτό σε ιδιαίτερη συζήτηση, οπότε εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 729
εδ. γ' της Πολιτικής Δικονομίας, όπως έχουν τροποποιηθεί. ια να αποδειχθεί ο ισχυρισμός για
τοκογλυφία ή αισχροκέρδεια επιτρέπονται και μάρτυρες".
Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Κώδικα οι διατάξεις του
νόμου αυτού, όπως τροποποιήθηκαν από μεταγενέστερους νόμους.

23
Εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο νόμος 677 του 1937 για τα
αγροτικά χρέη, και ειδικά το άρθρο 14 του νόμου αυτού για το ποσοστό του τόκου, όπως ο νόμος
αυτός τροποποιήθηκε ή ερμηνεύτηκε αυθεντικά.

24
Ενοχές από οποιοδήποτε λόγο, που τα παραγωγικά τους αίτια συντελέστηκαν πριν από την
εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, διέπονται και μετά την εισαγωγή του από το έως τώρα δίκαιο, ιδίως
ως προς τη γένεση, το περιεχόμενο, την έκταση, την ενέργεια και τα αποτελέσματα, την υπερημερία
του οφειλέτη ή του δανειστή, το δικαίωμα υπαναχώρησης, την επίδραση στη σύμβαση της
απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών, την αδυναμία παροχής, το πταίσμα και τα αποδεικτικά μέσα.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις ενοχές από δικαιοπραξία υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία
της οποίας η πλήρωση επέρχεται μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα.

374
25
εγονότα αποσβεστικά των ενοχών του προηγούμενου άρθρου, αν συντελέστηκαν μετά την
εισαγωγή του Κώδικα, διέπονται από τις διατάξεις του. Το ίδιο εφαρμόζεται και για την εκχώρηση
τέτοιων ενοχών ή την αναδοχή χρέους από τέτοιες ενοχές.
Αποσβεστικός λόγος της ενοχής, ειδικά οριζόμενος στη δικαιοπραξία, διέπεται από το έως τώρα
δίκαιο, και αν ακόμη τα γεγονότα του συντελέστηκαν μετά την ισχύ του νέου δικαίου.

26
Η διάταξη του άρθρου 409 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται και στις συμβάσεις που
καταρτίστηκαν πριν από την εισαγωγή του.

27
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι διατάξεις νεότερων
ειδικών νόμων, που απαγορεύουν ή περιορίζουν ή κατ' εξαίρεση επιτρέπουν την εκχώρηση
απαιτήσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και απαιτήσεις μισθών, ημερομισθίων, συντάξεων,
μερισμάτων ή κάθε είδους βοηθημάτων δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή ιδιωτικών υπαλλήλων.

28
Η διάταξη του άρθρου 464 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται και στις εκχωρήσεις που έγιναν πριν
από την εισαγωγή του.

29
Στις περιπτώσεις όπου στη νομοθεσία που ισχύει ή σε δικαιοπραξίες απαντά ο όρος "συνενοχή"
ή "αλληλέγγυα ενοχή", από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα νοείται, για τις έννομες σχέσεις που
διέπονται από αυτόν, η ενοχή εις ολόκληρον του Κώδικα.

30
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται, για τις έννομες σχέσεις, που διέπονται από
αυτόν, το άρθρο 867 εδ. 5 της Πολιτικής Δικονομίας.

31
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται η διάταξη του άρθρου 45 του νόμου περί
χαρτοσήμου.

32
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι διατάξεις νεότερων
ειδικών νόμων που απαγορεύουν ή περιορίζουν τις δωρεές.

33
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα νεότεροι ειδικοί νόμοι που
ορίζουν ιδιαίτερο τύπο ή ιδιαίτερους όρους και περιορισμούς για την πώληση ορισμένων ειδών.

34
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα διατάξεις νεότερων ειδικών
νόμων για τη μίσθωση πραγμάτων ορισμένης κατηγορίας ή για ορισμένη χρήση.

35
Καταργούνται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα:
1. Τα εδάφια 4 και 6 του άρθρου 941 της Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και το εδάφιο 2 του
άρθρου 1034, εφόσον αναφέρεται σ' αυτά.
2. Το εδάφιο β' του άρθρου 381 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας του 1880, καθώς και το εδ. 2
του άρθρου 781 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας, εφόσον αναφέρεται σ' αυτό.

36
Η μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα σιωπηρή ανανέωση προ πάρχουσας μίσθωσης
πράγματος ή σύμβασης εργασίας, καθώς και η αναμίσθωση που γίνεται μ' αυτό τον τρόπο,
διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα.

375
37
Σε μίσθωση ακινήτου που συμφωνήθηκε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, η
εκποίηση του ακινήτου ή η επιβάρυνσή του με εμπράγματο δικαίωμα μετά την εισαγωγή του
Κώδικα διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 614 έως 617, διατηρούνται όμως τα λοιπά
δικαιώματα του μισθωτή από το έως τώρα δίκαιο.

38
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα όλοι οι νόμοι και τα
διατάγματα που αφορούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καταγγελία συμβάσεων εργασίας
ιδιωτικών υπαλλήλων, εργατών, υπηρετών, τεχνιτών, την πληρωμή ή τις κρατήσεις μισθών και
ημερομισθίων τους, τις ώρες και τα χρονικά όρια εργασίας, την ανάπαυση της Κυριακής, τα
εργατικά ατυχήματα, την ασφάλεια και την υγιεινή των εργαζομένων, τη θέση τους σε περίπτωση
επιστράτευσης, ή άλλοι ειδικοί νόμοι που αφορούν τη σύμβαση εργασίας.
ι διατάξεις των άρθρων 588, 610, 660 έως 664, 670 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζονται και στις
συμβάσεις εργασίας που συνομολογήθηκαν πριν από την εισαγωγή του.

39
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι διατάξεις που υπάρχουν
κατά την εισαγωγή του για την εκτέλεση δημόσιων, λιμενικών, δημοτικών ή κοινοτικών έργων.

40
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι νόμοι 3505 της 24
Απριλίου/2 α ου 1928, 4487 της 5/10 αρτίου 1930 και 5717 της 21/29 Σεπτεμβρίου 1932 περί
μεσιτών, όπως τροποποιήθηκαν από μεταγενέστερους νόμους, καθώς και οι ειδικές διατάξεις για τη
χρηματιστηριακή μεσιτεία, και ο νόμος 5227 της 26 ουλίου/26 Αυγούστου 1931 "περί μεσαζόντων".
Η διάταξη του άρθρου 707 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται και στις συμβάσεις μεσιτείας, που
συνομολογήθηκαν πριν από την εισαγωγή του.

41
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται τα άρθρα 15, 16, 19 έως 24 και 69 έως 75
του νομοθετικού διατάγματος της 17 ουλίου/13 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων επί
ανωνύμων εταιριών", που εξακολουθεί να ισχύει κατά τα λοιπά.
Καταργείται το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος της 28 Απριλίου/7 α ου 1923 "περί
μεταρρυθμίσεως διατάξεων περί εταιρειών", όπως τροποιποιήθηκε με τον αναγκαστικό νόμο 2612
του 1940.
Η ισχύς των διατάξεων του νόμου "περί ανωνύμων εταιριών", που αφορούν τις ανώνυμες
μετοχές δεν επηρεάζεται από την εισαγωγή του Κώδικα.

42
Η διάταξη του άρθρου 766 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται και στις εταιρίες που έχουν συσταθεί
πριν από την εισαγωγή του.

43
Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι διατάξεις του εφαρμόζονται και στην κοινωνία κατά
ιδανικά μέρη, η οποία υπάρχει κατά την εισαγωγή του.

44
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται τα άρθρα 1 έως 4 του νόμου 5205 της 23/28
ουλίου 1931 "περί ευθύνης και προστασίας των ξενοδόχων".

45
Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι διατάξεις των άρθρων 894 έως 896, 898 και 900 εδ. α'
εφαρμόζονται και στα ανώνυμα χρεόγραφα που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. Η
παραγραφή όμως των απαιτήσεων από τέτοια χρεόγραφα διέπεται από το έως τώρα δίκαιο.

46
Η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 895 του Αστικού Κώδικα θα κανονιστεί με ειδικό νόμο.

376
47
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα νεότεροι ειδικοί νόμοι ή
διατάξεις που καθιερώνουν ευθύνη για αποζημίωση εξαιτίας πράξεων ή παραλείψεων ή που
κανονίζουν ιδιαίτερο τρόπο ή ιδιαίτερους όρους για την αποζημίωση.

48
Καταργούνται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα τα άρθρα 1 και 2 του νόμου 1699 της 24
Δεκεμβρίου 1918/12 ανουαρίου 1919 "περί ικανοποιήσεως του αδικηθέντος κλπ." ως προς τις
κολάσιμες πράξεις που διαπράττονται μετά την εισαγωγή του.

49
Καταργείται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο νόμος "περί διακρίσεως κτημάτων" της 21
ουνίου/10 ουλίου 1837, καθώς και ο νόμος 1339 της 18/28 Απριλίου 1918 "περί ευρέσεως
απολωλότων".

50
Η νομή, η οιονεί νομή ή η κατοχή που υπάρχει κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα διέπεται
στο εξής, ως προς τα μετέπειτα έννομα αποτελέσματα, ή την προσβολή και προστασία της νομής ή
οιονεί νομής ή κατοχής από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

51
Η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού
Κώδικα κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή
τους.

52
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι νεότεροι ειδικοί νόμοι
που υπάρχουν κατά την εισαγωγή του σχετικά με τον τρόπο που μεταβιβάζεται η κυριότητα
ορισμένης κατηγορίας κινητών.

53
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι ειδικοί νόμοι που
υπάρχουν κατά την εισαγωγή του σχετικά με τη διοίκηση και προστασία γενικά των δημόσιων ή
εκκλησιαστικών ή μοναστηριακών κτημάτων.

54
Εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο νόμος 3741 της 4/9
ανουαρίου 1929 "περί ιδιοκτησίας κατ' όροφον".

55
Το δικαίωμα κυριότητας, που υπάρχει κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, διέπεται στο εξής
ως προς την έκταση, το περιεχόμενο, τη δυνατότητα μεταβίβασης, την προστασία και την
απόσβεσή του από τις διατάξεις του Κώδικα. Το ίδιο ισχύει και για την κυριότητα σε όροφο ή σε
διαμέρισμα ορόφου.

56
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι νόμοι που υπάρχουν
κατά την εισαγωγή του για τα ιαματικά νερά, τα μεταλλεία, τα ορυχεία και τα λατομεία, οι νόμοι για
την αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθώς και οι περιορισμοί της κυριότητας από ειδικούς νόμους ή
διατάξεις. Επίσης δεν επηρεάζεται η ισχύς διατάξεων αστικού δικαίου, που περιλαμβάνονται στο
νόμο "περί σχεδίου πόλεων και κωμών", στο γενικό οικοδομικό κανονισμό, στην αγροτική και
δασική νομοθεσία, στη νομοθεσία για τη διανομή γαιών και την αποκατάσταση ακτημόνων ή
αγροτών ή κτηνοτρόφων.
Καταργείται με την εισαγωγή του Κώδικα το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος της 17/20
ουλίου 1923 "περί εκμεταλλεύσεως της δυνάμεως των ρεόντων υδάτων".

57
Τα εμπράγματα δικαιώματα σε ξένο πράγμα ή δικαίωμα, που υπάρχουν κατά την εισαγωγή του
Αστικού Κώδικα, ισχύουν και στο εξής, και διέπονται, ως προς την έκταση, το περιεχόμενο, τη
377
δυνατότητα μεταβίβασης, την προστασία και την απόσβεσή τους από το έως τώρα δίκαιο. ι
πραγματικές όμως δουλείες, που υπάρχουν πάνω σε ακίνητα διέπονται, από την εισαγωγή του
Κώδικα, από τις διατάξεις του.

58
Το εμπράγματο δικαίωμα εμφύτευσης σε ξένο έδαφος, που υπάρχει κατά την εισαγωγή του
Αστικού Κώδικα, διατηρείται και εξακολουθεί να διέπεται από το έως τώρα δίκαιο, ή από τις ειδικές
σχετικά μ' αυτό διατάξεις που ισχύουν έως τώρα.

59
Εμπράγματα δικαιώματα επιφάνειας ή χωριστής κυριότητας, που υπάρχουν κατά την εισαγωγή
του Αστικού Κώδικα σε φυτεία ή δέντρα ή οικοδομές σε ξένο έδαφος, διατηρούνται και
εξακολουθούν να διέπονται από το έως τώρα δίκαιο ή από τις ειδικές σχετικές διατάξεις που
ισχύουν έως τώρα.

60
Αν στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων δεν παρέχεται ή δεν παρέχεται πια από
ειδικούς νόμους στον κύριο του εδάφους ή στο δικαιούχο της χωριστής κυριότητας ή του
εμπράγματου δικαιώματος στο έδαφος, δικαίωμα εξαγοράς, καθένα από τα δύο μέρη έχει δικαίωμα,
από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, να ζητήσει την εξαγορά των δικαιωμάτων του άλλου,
πληρώνοντας την αξία τους κατά το χρόνο της εξαγοράς. Η εξαγορά χαρακτηρίζεται ως δημόσια
ανάγκη.
Αν υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι εξ αδιαιρέτου, η αίτηση για την εξαγορά μπορεί, αν
αρνούνται οι άλλοι, να υποβληθεί και από τον ένα μόνο, αν αυτός προσφέρεται να πληρώσει
ολόκληρο το τίμημα της εξαγοράς. Στην περίπτωση αυτή αναγνωρίζεται με την απόφαση ότι η
εξαγορά έγινε υπέρ όλων των δικαιούχων εξ αδιαιρέτου. Εκείνος που πλήρωσε έχει δικαίωμα να
απαιτήσει από τους λοιπούς την αναλογία τους στο τίμημα και στα έξοδα, με τον τόκο από τότε που
πλήρωσε, και έχει από το νόμο τίτλο για να εγγράψει υποθήκη σε κάθε ακίνητο των υποχρέων.

61
Η κατά το προηγούμενο άρθρο αίτηση εξαγοράς δικάζεται οριστικά από τον πρόεδρο των
πρωτοδικών της τοποθεσίας του ακινήτου, που κρίνει εκ των ενόντων, κατά τη διαδικασία των
άρθρων 634 επ. της Πολιτικής Δικονομίας και μπορεί να διατάξει και πραγματογνωμοσύνη.
πρόεδρος αποφασίζει, όταν υπάρχουν αιτήσεις και από τα δύο μέρη, αν θα προτιμηθεί για την
εξαγορά ο κύριος του εδάφους ή ο δικαιούχος της φυτείας, των δέντρων ή της οικοδομής, καθώς
και για το τίμημα της εξαγοράς. φεση κατά των αποφάσεων αυτών μπορεί να ασκηθεί,
ανεξάρτητα από ποσόν, στον πρόεδρο εφετών της τοποθεσίας του ακινήτου, μέσα σε δεκαπέντε
ημέρες από την κοινοποίηση. πρόεδρος εφετών δικάζει σύμφωνα με την ίδια διαδικασία και
μπορεί να εξετάσει και νέους μάρτυρες.

62
πρόεδρος των πρωτοδικών, με την απόφαση που προσδιορίζει το τίμημα, τάσσει προθεσμία
για την κατάθεσή του στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η προθεσμία αυτή, όχι μεγαλύτερη
από έξι μήνες, αρχίζει αφότου γίνει τελεσίδικη, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, η απόφαση
που προσδιορίζει το τίμημα.
Αν το τίμημα κατατεθεί εμπρόθεσμα, ο πρόεδρος εκδίδει απόφαση που δέχεται την αίτηση και
επιδικάζει σε εκείνον που εξαγοράζει την πλήρη κυριότητα του εδάφους και της φυτείας ή των
δέντρων ή της οικοδομής. Η απόφαση αυτή, ανεξάρτητα από ποσόν, προσβάλλεται με έφεση στον
πρόεδρο εφετών της τοποθεσίας του ακινήτου μέσα σε τριάντα ημέρες από την κοινοποίηση.
πρόεδρος εφετών δικάζει κατά την ίδια διαδικασία.
Εκείνος στον οποίο επιδικάστηκε η κυριότητα, την αποκτά αφότου μεταγραφεί η απόφαση μετά
την τελεσιδικία της. Τυχόν δικαιώματα τρίτων στο δικαίωμα που εξαγοράζεται, εκτός από την
υποθήκη, διατηρούνται. Η υποθήκη που τυχόν υπάρχει στο δικαίωμα που εξαγοράζεται
αποσβήνεται και μετατρέπεται σε προσωπική αξίωση για το τίμημα που κατατέθηκε. ποθήκη που
υπάρχει στο δικαίωμα εκείνου που εξαγοράζει διατηρείται και ισχύει στο εξής σε ολόκληρο το νέο
ενιαίο ακίνητο. ι αποφάσεις του προέδρου εφετών, στην περίπτωση αυτού και του προηγούμενου
άρθρου, δεν υπόκεινται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο.

378
63
Αν δεν κατατεθεί εμπρόθεσμα το τίμημα, η απόφαση του προέδρου χάνει την ισχύ της. Νέα
αίτηση εξαγοράς από εκείνον που δεν κατέθεσε το τίμημα ή από τους κληρονόμους του, μπορεί να
υποβληθεί μόνο αφού περάσουν δύο χρόνια από την πάροδο της προθεσμίας για την κατάθεση
του τιμήματος. έσα στο διάστημα αυτό το άλλο μέρος μπορεί να ζητήσει την εξαγορά, με την ίδια
διαδικασία˙ εφόσον εκκρεμεί η αίτησή του, δεν εισάγεται η νέα αίτηση εξαγοράς του πρώτου.

64
ι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τη χρησικτησία της κυριότητας ή των δουλειών
εφαρμόζονται από την εισαγωγή του και στη χρησικτησία που είχε αρχίσει προηγουμένως, εφόσον
δεν είχε συμπληρωθεί όταν άρχισε η εφαρμογή του. Η έναρξη όμως, η αναστολή και η διακοπή της
χρησικτησίας κρίνεται, ως προς το χρόνο πριν από την εισαγωγή του Κώδικα, σύμφωνα με το έως
τώρα δίκαιο.

65
Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου ο χρόνος χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα είναι
συντομότερος από το χρόνο του έως τώρα δικαίου, από την εισαγωγή του Κώδικα υπολογίζεται ο
συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του. Σε περίπτωση όμως που ο χρόνος χρησικτησίας
του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο χρόνο του Κώδικα, η
χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος του έως τώρα δικαίου.

66
Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται ο Νόμος Τ- της 29 κτωβρίου/6 Νοεμβρίου
1856 "περί μεταγραφής της κυριότητος των ακινήτων και των άλλων επ' αυτών πραγματικών
δικαιωμάτων", όπως τροποποιήθηκε, καθώς και ο νόμος της 11/12 Αυγούστου 1836 "περί των
υποθηκών", όπως τροποποιήθηκε. Τα διατάγματα όμως που ήδη ισχύουν για την εκτέλεση των
νόμων αυτών διατηρούνται και στο εξής ως εκτελεστικά διατάγματα των αντίστοιχων διατάξεων του
Κώδικα, εφόσον δεν αντιβαίνουν στις διατάξεις αυτές˙ τα διατάγματα αυτά μπορούν να
τροποποιούνται και να συμπληρώνονται με διατάγματα για την εκτέλεση των σχετικών διατάξεων
του Κώδικα.
Εξακολουθούν επίσης να ισχύουν οι νόμοι και τα διατάγματα που αφορούν τη σύσταση βιβλίων
μεταγραφών και υποθηκών, καθώς και την οργάνωση, τη λειτουργία και τη διεύθυνση
μεταγραφοφυλακείων ή υποθηκοφυλακείων, και ο νόμος 2431 της 29 ουνίου/13 ουλίου 1920 "περί
ανανεώσεως των βιβλίων υποθηκών και άλλων τινών συναφών διατάξεων", εφόσον δεν
αντιβαίνουν στις διατάξεις του Κώδικα.

67
Στην Κρήτη και στη Σάμο εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα,
ως εκτελεστικά των αντίστοιχων διατάξεών του, τα εγχώρια διατάγματα που υπάρχουν για την
εκτέλεση της νομοθεσίας περί μεταγραφής και υποθηκών, καθώς και οι νόμοι και τα διατάγματα
που υπάρχουν για τη σύσταση βιβλίων μεταγραφών και υποθηκών, καθώς και για την οργάνωση,
τη λειτουργία και τη διεύθυνση μεταγραφοφυλακείων και υποθηκοφυλακείων, εφόσον δεν
αντιβαίνουν στις διατάξεις του Κώδικα. Τα διατάγματα αυτά μπορούν να τροποποιούνται ή να
συμπληρώνονται με διατάγματα για την εκτέλεση των διατάξεων του Κώδικα.

68
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι ειδικοί νόμοι ή οι ειδικές
διατάξεις για την υποθήκη ή για το γενικό ή τον ειδικό τίτλο υποθήκης, ιδίως ο νόμος 4112 της 20
αρτίου/1 Απριλίου 1929 "περί συστάσεως υποθήκης επί μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων", ο
Νόμος 3743 της 4/9 ανουαρίου 1929 "περί των εις την Εθνικήν Κτηματικήν Τράπεζαν
παραχωρουμένων υποθηκών επί ακινήτων εν ταις Νέαις ώραις", και ο νόμος 4031 της 2/5
αρτίου 1929 "περί των εις την Εθνικήν Κτηματικήν Τράπεζαν παραχωρουμένων υποθηκών επί
ακινήτων εν Περαχώρα, ουτρακίω και πισίοις".

69
Εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το άρθρο 956 της Πολιτικής
Δικονομίας και το άρθρο 373 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας του 1880, εφόσον δεν αντιβαίνουν
στα άρθρα 1294 και 1295 του Κώδικα.

379
70
Καταργείται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο Νόμος της 1/6 Δεκεμβρίου 1836 "περί
ενεχύρου", όπως τροποποιήθηκε. Διατηρούνται όμως και στο εξής οι ειδικοί νόμοι ή οι διατάξεις για
το ενέχυρο και ιδίως για το γεωργικό ενεχυρόγραφο, για το ενέχυρο καπνού, για τα
ενεχυροδανειστήρια και τα ενεχυρόγραφα του Νόμου Β Η' της 13 Απριλίου 1896 "περί ενικών
Αποθηκών".

71
ε ιδιαίτερο νόμο θα καθοριστούν τα σχετικά με το ειδικό δημόσιο βιβλίο που προβλέπει το
άρθρο 1214 του Κώδικα.

Σχόλια: Η εντός " " δεύτερη παρ. προστέθηκε από 18.07.1982 με το άρθρο 6 Ν. 1250/1982 (ΦΕΚ Α' 46). Το
προεδρικό διάταγμα, το οποίο προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο του παρόντος άρθρου, είναι το Π.Δ.
391/1982 (ΦΕΚ Α' 73).

72
Η γνωστοποίηση με τον καθημερινό τύπο, που προβλέπει το άρθρο 1369 παρ. 2 του Αστικού
Κώδικα, γίνεται στις πόλεις Αθήνα, Πειραιά, εσσαλονίκη, Πάτρα, Βόλο, ανιά, Καλαμάτα, καθώς
και σε άλλες πόλεις που θα οριστούν με διάταγμα.
" ε προεδρικά διατάγματα θα οριστούν οι λεπτομέρειες της τέλεσης του γάμου, το περιεχόμενο
της πράξης που θα συντάσσεται μετά την τέλεσή του, καθώς και οι λεπτομέρειες σχετικά με τη
χορήγηση άδειας γάμου".

73
Εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το άρθρο 9 του Νόμου 2450
της 24 ουλίου/12 Αυγούστου 1920 "περί μέτρων προς περιστολήν της λέπρας" και το άρθρο 4 του
αναγκαστικού νόμου 651 της 25/27 Απριλίου 1937 "περί καταπολεμήσεως του τραχώματος και της
κληρονομικής συφιλίδος".

74
ι γάμοι που έχουν τελεστεί πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνονται, ως προς το
κύρος τους και ως προς τα αποτελέσματα της ακύρωσής τους, σύμφωνα με το έως τώρα δίκαιο.

75
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται ο Νόμος -ΣΤ' της 15/23 κτωβρίου 1861
"περί μικτών γάμων".
ι μικτοί γάμοι που έχουν τελεσθεί έως τη δημοσίευση του Αστικού Κώδικα από ιερέα της
ρωμα κής καθολικής εκκλησίας θεωρούνται έγκυροι εφόσον δεν έχει εκδοθεί έως τη δημοσίευση
του νόμου αυτού αμετάκλητη ακυρωτική απόφαση.

76
Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι προσωπικές σχέσεις των συζύγων από το γάμο
κρίνονται, και για τους γάμους που τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του, κατά τις διατάξεις του
Αστικού Κώδικα.

77
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται:
1. Νόμος 1340 της 18/27 Απριλίου 1918 "περί εκποιήσεως των προικώων ακινήτων κλπ.",
καθώς και ο νόμος 6345 της 15/18 κτωβρίου 1934 που τον συμπλήρωσε.
2. νόμος 3237 της 8/10 Δεκεμβρίου 1924 "περί της διεκδικήσεως διατετιμημένων προικώων
ακινήτων μετά την λύσιν του γάμου".

78
Σε περίπτωση γάμου που τελέστηκε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι περιουσιακές
σχέσεις των συζύγων και τα σχετικά με την προίκα κρίνονται κατά το έως τώρα δίκαιο. Η προίκα
όμως που συνιστάται μετά την εισαγωγή του Κώδικα διέπεται από τις διατάξεις του.
Η διάταξη του άρθρου 1399 εφαρμόζεται και σε γάμο που έχει τελεσθεί πριν από την εισαγωγή
του Αστικού Κώδικα.

380
79
Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι λόγοι του διαζυγίου και τα αποτελέσματά του κρίνονται
και για τους γάμους που τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του σύμφωνα με τις διατάξεις του.

80
Εκκρεμείς δίκες διαζυγίου, στις οποίες δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση έως την εισαγωγή
του Αστικού Κώδικα, κρίνονται, ως προς τους λόγους διαζυγίου, κατά το δίκαιο που ίσχυε κατά τη
έγερση της αγωγής και ως προς τα αποτελέσματα του διαζυγίου κατά τις διατάξεις του Κώδικα.
Στην Κρήτη οι δίκες περί διαζυγίων, που εκκρεμούν κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα,
εξακολουθούν να διέπονται έως το τέλος, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς την
αρμοδιότητα, από το δίκαιο που ισχύει εκεί έως τώρα. Το ίδιο ισχύει και για τις δίκες περί διαζυγίου
που εκκρεμούν στην Κρήτη, για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, αλλά
χρειάζεται, κατά το έως τώρα δίκαιο, και άλλη διαδικασία στον επίσκοπο. Τα αποτελέσματα όμως
του διαζυγίου κρίνονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα.

81
ια γεγονότα που συνέβησαν πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και που αποτελούν
κατά τις διατάξεις του λόγο διαζυγίου μπορεί να ζητηθεί διαζύγιο. Στις περιπτώσεις των άρθρων
1441, 1443, 1446 του Κώδικα συνυπολογίζεται και ο χρόνος που πέρασε πριν από την εισαγωγή
του. Στην περίπτωση του άρθρου 1445 δεν χρειάζεται να περάσει έτος αφότου δημοσιεύτηκε η
απόφαση που κήρυξε την αφάνεια.

82
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται ο νόμος 2228 της 24 ουνίου/2 ουλίου 1920
"περί διαζυγίου" και τα άρθρα 51 και 53 έως 59 του Κρητικού νόμου 276 της 20 Δεκεμβρίου 1900
"περί καταστατικού νόμου της εν Κρήτη ρθοδόξου Εκκλησίας".

83
Από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα η συγγένεια κρίνεται κατά τις διατάξεις του. Στις
περιπτώσεις που, κατά τη νομοθεσία που ισχύει, συνδέονται με τη συγγένεια ορισμένες συνέπειες,
εφαρμόζονται οι σχετικές με τη συγγένεια διατάξεις του Κώδικα.

84
Η γνησιότητα του τέκνου, που γεννήθηκε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνεται
κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν γεννήθηκε.

85
Προκειμένου για τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, η σχέση
τους με τους γονείς και τα σχετικά με την πατρική εξουσία, καθώς και τα αποτελέσματά τους,
κρίνονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα. Αυτό ισχύει ιδίως για την αμοιβαία υποχρέωση διατροφής,
τη συναίνεση του γονέα σε γάμο ή σε υιοθεσία του τέκνου, την υποχρέωση του γονέα να προικίσει
τη θυγατέρα του, εφόσον ο γάμος γίνεται μετά την εισαγωγή του Κώδικα, την πατρική διοίκηση και
την επικαρπία στην περιουσία του τέκνου, έστω και αν η περιουσία αποκτήθηκε πριν από την
εισαγωγή του Κώδικα.

86
Αν κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση διαζυγίου, τα
σχετικά με την επιμέλεια των κοινών τέκνων των διαζευγμένων διέπονται από το έως τώρα δίκαιο.
Η διάταξη όμως του άρθρου 1524 του Κώδικα εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.

87
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται το νομοθετικό διάταγμα της 14/17 ουλίου 1926
"περί καταστάσεως εξωγάμων τέκνων".
Τα εξώγαμα τέκνα που γεννήθηκαν πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα διέπονται, ως
προς τη σχέση τους με τη μητέρα και το γεννήτορα, και ιδίως ως προς την αξίωση να αναγνωριστεί
η πατρότητα και ως προς τα αποτελέσματά της, από το έως τώρα δίκαιο.
ια τα εξώγαμα αυτά τέκνα η σχέση της μητέρας με το γεννήτορα κρίνεται επίσης κατά το έως
τώρα δίκαιο.

381
88
Η αναγνώριση ή η νομιμοποίηση τέκνου και η υιοθεσία που έγινε πριν από την εισαγωγή του
Αστικού Κώδικα διέπονται, ως προς το κύρος τους και τα έννομα αποτελέσματα, από το έως τώρα
δίκαιο.
Η δικαστική νομιμοποίηση τέκνου μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, στην περίπτωση του
άρθρου 1564, μπορεί να γίνει και με βάση διαθήκη ή δημόσιο έγγραφο προγενέστερο από την
εισαγωγή του Κώδικα.

89
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται ο νόμος Π ' της 17/23 Αυγούστου 1861 "περί
ανηλίκων, επιτροπείας, χειραφεσίας και κηδεμονίας αυτών", όπως τροποποιήθηκε.

90
Η επιτροπεία, η κηδεμονία και η δικαστική αντίληψη, που υπάρχουν κατά την εισαγωγή του
Αστικού Κώδικα διέπονται στο εξής από τις διατάξεις του Κώδικα και διεξάγονται σύμφωνα με
αυτές. επίτροπος, ο παρεπίτροπος και ο σύμβουλος ή ο κηδεμόνας ή ο αντιλήπτορας, που
υπάρχει κατά την εισαγωγή του Κώδικα, διατηρεί αυτή την ιδιότητα.

91
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται το άρθρο 23 αριθ. 6 και 7, καθώς και τα
άρθρα 25 και 26 του Ποινικού Νόμου, και το άρθρο 25 του νόμου - Δ' της 2 Δεκεμβρίου 1911/5
ανουαρίου 1912 "περί φυγοδικίας".
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Κώδικα οι διατάξεις του νόμου Β' του
1862 για τον προσωρινό διαχειριστή.

92
ι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε πριν από την εισαγωγή του
Αστικού Κώδικα, κρίνονται και στο εξής κατά το έως τώρα δίκαιο. ι διατάξεις όμως για τον
κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας και τους εκτελεστές διαθήκης εφαρμόζονται από την
εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και στις προηγούμενες αποβιώσεις. ι κηδεμόνες ή οι εκτελεστές
που υπάρχουν κατά την εισαγωγή του Κώδικα συνεχίζουν το λειτούργημά τους.

93
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται και για το παρελθόν όλες οι ιδιωτικές ποινές
ή οι περιουσιακές απώλειες και στερήσεις του βυζαντινορωμα κού δικαίου από τη δευτερογαμία ή
από την παράβαση του πένθιμου ενιαυτού, που ίσχυαν έως την εισαγωγή του Κώδικα, καθώς και οι
επακόλουθες ανικανότητες και οι περιορισμοί για την κτήση ή τη διάθεση. Περιουσιακές όμως
απώλειες που είχαν ήδη επέλθει κατά την εισαγωγή του Κώδικα, επειδή είχε μεσολαβήσει δεύτερος
γάμος ή παράβαση του πένθιμου ενιαυτού, δεν αναιρούνται.

94
Η σύνταξη ή η ανάκληση διάταξης τελευταίας βούλησης πριν από την εισαγωγή του Αστικού
Κώδικα διέπεται, ως προς τον τύπο και την ικανότητα του διαθέτη, από το έως τώρα δίκαιο, και αν
ακόμη ο διαθέτης πέθανε μετά την εισαγωγή του Κώδικα.

95
ι διατάξεις των άρθρων 1923 παρ. 2 και 2009 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζονται και σε
καταπίστευμα ή κληροδότημα που διατάχθηκε από διαθέτη που πέθανε πριν από την εισαγωγή του
Κώδικα. Σε κάθε όμως περίπτωση μένουν έγκυρα τα καταπιστεύματα ή τα κληροδοτήματα υπέρ
κοινωφελούς σκοπού ή υπέρ προσώπων που κατά την εισαγωγή του Κώδικα έχουν γεννηθεί και
βρίσκονται στη ζωή.
ι διατάξεις των άρθρων 1929, 1930 και 2010 εφαρμόζονται και σε οικογενειακό καταπίστευμα ή
κληροδότημα που διατάχθηκε από διαθέτη που πέθανε πριν από την εισαγωγή του Κώδικα. Πέρα
από τα πρόσωπα της οικογένειεας που αναφέρονται στα άρθρα αυτά, το καταπίστευμα ή το
κληροδότημα αυτό ισχύει για τα πρόσωπα που αναφέρονται στη Νεαρά 159 κεφ. 3 του
ουστινιανού, μόνο αν τα πρόσωπα αυτά έχουν γεννηθεί και βρίσκονται στη ζωή κατά την εισαγωγή
του Κώδικα.

382
96
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργείται ο νόμος Π' της 14/18 α ου 1911 "περί
διαθηκών". Τα διατάγματα που εκδόθηκαν για την εκτέλεσή του διατηρούνται και ισχύουν ως
εκτελεστικά των αντίστοιχων διατάξεων του Κώδικα, εφόσον δεν αντιβαίνουν σ' αυτές˙ τα
διατάγματα αυτά μπορούν να τροποποιηθούν ή να συμπληρωθούν με διατάγματα για την εκτέλεση
των σχετικών διατάξεων του Κώδικα.
Καταργείται επίσης με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο νόμος 2310 της 26 ουνίου/3 ουλίου
1920 "περί της εξ αδιαθέτου διαδοχής", ο νόμος 2230 της 24/29 ουνίου 1920 "περί καταργήσεως
του αλκιδίου νόμου κλπ." και οι νόμοι που τον τροποποιούν και τον ερμηνεύουν.

97
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται, ως προς τις μεταγενέστερες αποβιώσεις, το
άρθρο 358 του Ποινικού Νόμου, καθώς και η κληρονομική ανικανότητα του ένοχου γονέα, που
αναγράφεται στο άρθρο 281 του Ποινικού Νόμου.

98
ε την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα καταργούνται, ως προς τις μεταγενέστερες αποβιώσεις, τα
άρθρα 553 εδ. 5, 560, 582 εδ. 5, 756 εδ. 3, 791 εδ. 5, 817 εδ. 2 και 1074 έως 1079 της Πολιτικής
Δικονομίας, καθώς και τα αντίστοιχα άρθρα 475 εδ. 5, 479, 817 έως 820 της Κρητικής Πολιτικής
Δικονομίας.

99
Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι διατάξεις που υπάρχουν
κατά την εισαγωγή του για την κληρονομία κληρικών και μοναχών.

100
Καταργείται με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο νόμος 1337 της 20 Απριλίου/13 Σεπτεμβρίου
1918 "περί του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματος του Κράτους κλπ." και το εκτελεστικό του
Β.Δ. της 7/19 Σεπτεμβρίου 1918.

101
Εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ο αν. νόμος 2039 της 19/24
κτωβρίου 1939 "περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των νόμων περί
εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων
κληρονομιών, κληροδοσιών και δωρεών".

102
(Το παρόν άρθρο παραλείπεται διότι είναι πλέον άνευ αντικειμένου).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Ο ΣΙΑΣΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

103
νόμος αρχίζει να ισχύει δέκα ημέρες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως.

104
ια πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του
ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις
του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα.

105
ια παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της
δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή
η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. αζί
με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών
διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.

383
106
ι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των
κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των
οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους.

107
Όσοι διοικούν σωματεία πρέπει να είναι λληνες πολίτες.
Προκειμένου για σωματείο στο οποίο, εξαιτίας του σκοπού του, μετέχουν αναγκαστικά και
αλλοδαποί, μπορεί να επιτραπεί, με διάταγμα που υπόκειται σε ανάκληση, η συμμετοχή στο
διοικητικό συμβούλιο και αλλοδαπών σε ίσο αριθμό με τους λληνες.

108
Προκειμένου για αλληλοβοηθητικά ή επαγγελματικά σωματεία το μέλος μπορεί, για την πληρωμή
της εισφοράς του, να ενάγεται από το σωματείο κατά τη διαδικασία του νόμου - Δ' της 31
Δεκεμβρίου 1911/3 ανουαρίου 1912 "περί εκδικάσεως των μεταξύ εργατών και εργοδοτών
διαφορών κλπ.". Το σωματείο σ' αυτή τη διαδικασία έχει θέση εργάτη.
Κατά τη διαδικασία αυτή ενάγεται το ίδιο σωματείο από το μέλος, για αξίωση χρηματικής ή άλλης
παροχής. Το σωματείο έχει τότε θέση εργοδότη.

109
ε διάταγμα, ύστερα από πρόταση των υπουργών Δικαιοσύνης, ικονομικών και Εθνικής
ικονομίας, ορίζεται κάθε φορά το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας. ε όμοιο
διάταγμα μπορεί να ορίζεται το ανώτατο κάθε φορά ποσοστό τόκου που οφείλεται από
δικαιοπραξία. Προκειμένου για οφειλή από δικαιοπραξία, ο συμφωνημένος με αυτή θεμιτός τόκος
ισχύει και για την υπερημερία που επήλθε, αν είναι ανώτερος από τον τόκο υπερημερίας.
Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την
έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή
άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

110
Πιστωτικά καταστήματα, που χορηγούν δάνεια με κεφάλαια που προέρχονται από έντοκα
ομολογιακά δάνεια, επιτρέπεται να συνομολογούν προκαταβολικά, για τα δάνεια που χορηγούν, ότι
οι τόκοι γίνονται αυτοδικαίως τοκοφόροι ύστερα από εξάμηνη καθυστέρηση.

111
ι έμποροι έχουν δικαίωμα για τις μεταξύ τους απαιτήσεις, από εμπορική και για τους δύο αιτία,
να αξιώσουν τόκο από την ημέρα που το χρέος έγινε απαιτητό. ε τη διάταξη αυτή δεν μπορούν να
ζητηθούν και τόκοι τόκων.
ια απαίτηση της προηγούμενης παραγράφου μπορούν να συμφωνηθούν ή να απαιτηθούν με
αγωγή τόκοι σε οφειλή τόκων ενός τουλάχιστον εξαμήνου.

112
Αν υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός μεταξύ προσώπων το ένα τουλάχιστον από τα οποία είναι
έμπορος, από την ημέρα που ο λογαριασμός αυτός έκλεισε, το κατάλοιπο είναι αυτοδικαίως
τοκοφόρο, έστω κι αν ο λογαριασμός περιέχει κονδύλια από τόκο που οφείλεται για διάστημα
μικρότερο από ένα έτος.
αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε
διαφορετικά, όχι όμως και σε διαστήματα μικρότερα από ένα τρίμηνο. Καθένα από τα μέρη μπορεί
οποτεδήποτε, με καταγγελία του, να θεωρήσει ότι ο λογαριασμός έκλεισε οριστικά, οπότε ο
δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως.

113
Αγρομίσθωση για την καλλιέργεια καπνού μπορεί να συμφωνηθεί και για μια μόνο καλλιεργητική
περίοδο.

114
Η ισχύς του νόμου λΝ' της 4/5 Δεκεμβρίου 1911 "περί της εκ των αυτοκινήτων ευθύνης", όπως
τροποποιήθηκε από νεότερους νόμους, επεκτείνεται σε όλο το Κράτος.

384
115
Τα άρθρα 653 έως 659 του Εμπορικού Νόμου αντικαθίστανται ως εξής:
” ε την επιφύλαξη της διάταξης της τρίτης παραγράφου του άρθρου 1398 του Αστικού Κώδικα,
όταν πτωχεύει ο ένας από τους συζύγους, κάθε περιουσιακό στοιχείο που αποκτήθηκε από τον
άλλο, ύστερα από την τέλεση του γάμου και μέσα στα δύο τελευταία χρόνια πριν από την παύση
των πληρωμών, τεκμαίρεται υπέρ της ομάδας των δανειστών ότι ανήκει στο σύζυγο που πτώχευσε,
εκτός αν αποδειχθεί ότι η απόκτησή του από τον άλλο σύζυγο δεν έγινε με χρήματα ή με άλλα μέσα
αυτού που πτώχευσε ούτε προέρχεται από δωρεά του τελευταίου.
Η διάταξη αυτού του άρθρου έχει εφαρμογή στις πτωχεύσεις που κηρύσσονται ύστερα από την
ισχύ αυτού του νόμου ανεξάρτητα από το χρόνο τέλεσης του γάμου”.

116
Η κατά το άρθρο 23 του νόμου 2430 της 29 ουνίου/14 ουλίου 1920 "περί ληξιαρχικών πράξεων"
συντασσόμενη ληξιαρχική πράξη θανάτου, εκτός από όσα στοιχεία ορίζονται σ' αυτήν, πρέπει να
περιέχει, με το όνομα και την ηλικία, τα τυχόν ορφανά ανήλικα τέκνα που άφησε το πρόσωπο που
πέθανε.

117
Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του νόμου 5638 της 31 Αυγούστου/7
Σεπτεμβρίου 1932 "περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν" η κατάθεση, αν με αυτήν
πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον
πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα.

118
Το δημόσιο θεωρείται πάντα κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής, χωρίς να έχει
υποχρέωση να κάνει σχετική δήλωση ή να συντάξει απογραφή, και δεν υπόκειται σε έκπτωση από
το ευεργέτημα αυτό.
Τη βεβαίωση του άρθρου 1868 του Αστικού Κώδικα ζητεί ο πουργός των ικονομικών μέσω
του οικονομικού εφόρου, και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 8 έως 24, 26, 27, 30 έως 34 και
140 έως 141 του αναγκαστικού νόμου 2039 της 24 κτωβρίου 1939.
ε διάταγμα, ύστερα από πρόταση των πουργών Δικαιοσύνης και ικονομικών, θα
κανονιστούν τα σχετικά με τη διοικητική εποπτεία στους κηδεμόνες σχολαζουσών κληρονομιών, οι
λεπτομέρειες της διαχείρισης και ο τρόπος της εκκαθάρισής τους, καθώς και τα σχετικά με την
αμοιβή των κηδεμόνων αυτών.

119
Περιουσία που τάχθηκε για κοινωφελή σκοπό με δωρεά μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα,
ή με διάταξη τελευταίας βούλησης προσώπου που πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα,
αποκτά νομική προσωπικότητα ως αυτοτελές ίδρυμα, κατά την έννοια του άρθρου 95 του Α.Ν.
2039/1939, μόνο με διάταγμα και κατά τους όρους των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. σότου
εκδοθεί τέτοιο διάταγμα η εκκαθάριση και η διαχείριση της περιουσίας γίνεται κατά τις διατάξεις του
νόμου αυτού.

120
Δικαστήριο της κληρονομίας, με την έννοια των διατάξεων του Αστικού Κώδικα, θεωρείται το
δικαστήριο του τόπου της τελευταίας κατοικίας του κληρονομουμένου, και αν δεν αποδεικνύεται η
κατοικία, της τελευταίας διαμονής του, και αν ούτε διαμονή στην Ελλάδα αποδεικνύεται, το
δικαστήριο της πρωτεύουσας του Κράτους.

121
"Στις περιπτώσεις των άρθρων 42, 46, 79, 105, 111, 1350 παράγραφος 2, 1352 εδ. β', 1368,
1407, 1441, 1457, 1458, 1522, 1525, 1526, 1532, 1533, 1660 έως 1663, 1667, 1865, 1866, 1868,
1908, 1913, 1917 παράγραφος 2, 1919, 1920, 1956, 1965, 2021, 2024, 2027, 2028, 2031 του
Αστικού Κώδικα, καθώς και σε κάθε δίκη που αφορά την υιοθεσία, την επιτροπεία, τη δικαστική
συμπαράσταση ή την επιμέλεια ξένων υποθέσεων, εφαρμόζεται η διαδικασία της εκούσιας
δικαιοδοσίας του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας."

385
Σχόλια: Το παρόν άρθρο, αντικατασταθέν με το άρθρο 30 Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25) και με το άρθρο 31 Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από 23.12.2002 με το άρθρο τέταρτο Ν. 3089/2002
(ΦΕΚ Α' 327).

122
(Καταργήθηκε με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο είναι άνευ αντικειμένου μετά την κατάργηση της Πολιτικής Δικονομίας και της
Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ

123
(Καταργήθηκε με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο είναι άνευ αντικειμένου μετά την κατάργηση της Πολιτικής Δικονομίας και της
Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ

124
(Καταργήθηκε με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο είναι άνευ αντικειμένου μετά την κατάργηση της Πολιτικής Δικονομίας και της
Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ

125
(Καταργήθηκε με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο είναι άνευ αντικειμένου μετά την κατάργηση της Πολιτικής Δικονομίας και της
Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας με το άρθρο 1 ΕισΝΚΠολΔ

126
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

127
(Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ).

386
ΔΙ ΑΣ ΠΟ ΙΤΙ ΗΣ ΔΙ ΟΝΟΜΙΑΣ

Ι ΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Δ

Στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν:


α) ι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια,
β) οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά, γ) οι υποθέσεις
δημόσιου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά.

Σχόλια: -H πρώην περ. δ) καταργήθηκε από το περιεχόμενο του άρθρου 31 του Ν. 1406/1983 (ΦΕΚ Α 182). -
Σύμφωνα με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 ΦΕΚ Α 30/20.1.2002, με το οποίο κυρώθηκε η ΠΝΠ της
21.12.2001 ΦΕΚ Α 288 "1. Ο προσδιορισμός της αποζημίωσης για την αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου
υπάγεται λόγω της συναφείας του με τη διαδικασία της αναγνώρισης δικαιούχων στη δικαιοδοσία των
ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στον Κώδικα Αναγκαστικών
Απαλλοτριώσεων, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2882/2001(ΦΕΚ 17 Α'), όπως αυτός ισχύει
κάθε φορά." -Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 51 του ν. 2172/1993 ΦΕΚ Α 207 καθορίζονται οι ναυτικές
διαφορές που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Επίσης με τις διατάξεις των
παρ. 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8 του ίδιου άρθρου συστήθηκαν στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά ειδικά τμήματα
Ναυτικών Διαφορών για την εκδίκαση των οριζομένων στη παρ. 3 ναυτικών διαφορών του Νομού Αττικής.

2
Τα πολιτικά δικαστήρια απαγορεύεται να επεμβαίνουν σε διοικητικές διαφορές ή υποθέσεις που
υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια ή αρχές, όπως επίσης απαγορεύεται τα διοικητικά δικαστήρια ή
αρχές να επεμβαίνουν σε διαφορές ή υποθέσεις του ιδιωτικού δικαίου και επιτρέπεται μόνο η
εξέταση των ζητημάτων που ανακύπτουν παρεμπιπτόντως.

3
1. Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται λληνες και αλλοδαποί, εφόσον
υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου.
2. Εξαιρούνται από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων οι αλλοδαποί που έχουν
ετεροδικία, εκτός αν πρόκειται για τις διαφορές που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 29.

Σχόλια: -"Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές
υποθέσεις ", ισχύει από 1.3.2001 ο Κανονισμός ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
(L12/16.1.2001) και τα διορθωτικά του L 307/24.11.2001 L 225/22.8.2002, ο οποίος αφορά στη διεθνή
δικαιοδοσία μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε.

4
Τα δικαστήρια ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας και αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις των
άρθρων 1 και 2˙ στις περιπτώσεις του άρθρου 3 την ερευνούν αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος
δεν παρίσταται στην "συζήτηση" ή αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται
στο εξωτερικό. Το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση, αν δεν έχει δικαιοδοσία.

Σχόλια: - Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

5
1. Αν είναι ανάγκη να γίνουν διαδικαστικές πράξεις στο εξωτερικό, τα δικαστήρια έχουν τη
δυνατότητα να ζητήσουν να γίνουν είτε από τις ελληνικές προξενικές αρχές του εξωτερικού, είτε
από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές. Στην τελευταία περίπτωση μεσολαβεί για τη διαβίβαση της
αίτησης το πουργείο Δικαιοσύνης, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν διαφορετικά.

387
2. Η πράξη της αλλοδαπής αρχής είναι έγκυρη, αν έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του δικού της
δικαίου ή είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου.

6
1. Τα ελληνικά δικαστήρια οφείλουν να ενεργούν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις της
δικαιοδοσίας τους που τους ζητούν αλλοδαπές αρχές, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν
διαφορετικά ή η εκτέλεσή τους είναι αντίθετη στη δημόσια τάξη.
2. Τα ελληνικά δικαστήρια, όταν εκτελούν τις αιτήσεις αυτές, ενεργούν και αυτεπαγγέλτως,
εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, εκτός αν διεθνείς συμβάσεις ορίζουν
διαφορετικά.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Π

7
Όταν η αρμοδιότητα των δικαστηρίων ή η διαδικασία ή το παραδεκτό ένδικου μέσου καθορίζεται
από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις.

8
προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς ανήκει στην ελεύθερη κρίση του
δικαστηρίου το οποίο, αν χρειάζεται, μπορεί να διατάξει απόδειξη.

9
ια την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής. Δεν
συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα. Συνυπολογίζονται
περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή. Σε περίπτωση ομοδικίας, αν
πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από
κάθε εναγόμενο, και αν οι απαιτήσεις υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα διάφορων
δικαστηρίων, αρμόδιο είναι το ανώτερο από αυτά.

10
ια τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος που ασκείται η αγωγή.

11
Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς προσδιορίζεται:
1) για τη νομή και την κυριότητα, από την αξία του πράγματος και για την ψιλή κυριότητα από το
μισό της αξίας του πράγματος,
2) για το ενέχυρο, την υποθήκη, την εγγύηση και κάθε άλλη ασφάλεια, από την αξία που έχει η
ασφαλιζόμενη απαίτηση, αν όμως το πράγμα που δόθηκε για ασφάλεια έχει μικρότερη αξία,
λαμβάνεται υπόψη αυτή,
3) για την πραγματική δουλεία, από την αξία που έχει η δουλεία για το δεσπόζον κτήμα, εκτός αν
το ποσό, κατά το οποίο η δουλεία ελαττώνει την αξία του δουλεύοντος κτήματος, είναι μεγαλύτερο,
οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτό,
4) για την προσωπική δουλεία, από το μισό της αξίας του κτήματος,
5) για τη διανομή, από την αξία του αντικειμένου που πρέπει να διανεμηθεί,
6) για τις διαφορές που αφορούν την ύπαρξη, τη διάρκεια, την εκτέλεση ή την ακυρότητα
μισθωτικής σύμβασης, από το μίσθωμα ενός έτους˙ αν όμως η διάρκεια της μίσθωσης είναι
μικρότερη, λαμβάνεται υπόψη το ποσό του μισθώματος για το χρονικό αυτό διάστημα,
7) για τις έννομες σχέσεις, από τις οποίες πηγάζουν περιοδικές παροχές, από την αξία της
ετήσιας παροχής, και ειδικότερα από το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής, αν η επέλευση του
γεγονότος από το οποίο εξαρτάται η παύση της παροχής είναι βέβαιη, αβέβαιος όμως ο χρόνος
της, και αν οι παροχές διαρκούν απεριόριστα, από το εικοσαπλάσιο της ετήσιας παροχής. Αν οι
παροχές έχουν ορισμένη διάρκεια, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των μελλοντικών παροχών, αλλά
ποτέ πάνω από το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής.

388
Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
'

12
1. Δύο μόνο βαθμοί δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων υπάρχουν, των οποίων την τήρηση
το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως.
2. Αυτοτελής αίτηση δεν επιτρέπεται να υποβληθεί απευθείας σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο,
εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Σχόλια: -Με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 ιδρύθηκαν τμήματα ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο
Πειραιά. -Με το ν. 2479/1997 άρθρο 3 παρ. 26 περ. α " Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης
λειτουργεί ειδικό τμήμα που εκδικάζει τις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας. " -Με το ν. 2447/1996 άρθρ. 48 " Η
εκδίκαση όλων των υποθέσεων οικογενειακού δικαίου γίνεται υποχρεωτικά, σε όλα τα πολιτικά δικαστήρια της
ουσίας, από ειδικό τμήμα τους, το οποίο έχει αποκλειστικά αυτή την αρμοδιότητα." -Με το ν. 2943/2001 άρθρ.6-
11 "Για τους σκοπούς του άρθρου 91 του Κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της
20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα συνιστώνται στα πολιτικά Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και
Θεσσαλονίκης ειδικά τμήματα, ως πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια κοινοτικών σημάτων, τα οποία
ασκούν όλες τις αρμοδιότητες που ανατίθενται με τον Κανονισμό αυτόν στα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων."

13
ια την εκδίκαση των υποθέσεων που υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια σε
πρώτο βαθμό τα ειρηνοδικεία, τα μονομελή πρωτοδικεία και τα πολυμελή πρωτοδικεία.

14
1. Στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται:
α) όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου
τους δεν υπερβαίνει "τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ" "β) όλες οι διαφορές, κύριες ή
παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 του Αστικού
Κώδικα, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει
"τα τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ".
2. Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να
αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από "δώδεκα χιλιάδες
(12.000) ευρώ", δεν υπερβαίνει όμως τα "ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ".

Σχόλια: - Η αρμοδιότητα λόγω ποσού των παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου αυξήθηκε με τις παρ. α) και β)
της ΥΑ 125804/2003 (ΦΕΚ Β' 1072/1.8.2003).

15
Στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της
διαφοράς:
1) οι διαφορές από επίμορτη αγροληψία που αφορούν την παράδοση της χρήσης του μισθίου ή
την απόδοσή της για οποιοδήποτε λόγο,
2) οι διαφορές που αφορούν ζημίες σε δέντρα, κλήματα, καρπούς, σπαρτά, ρίζες και γενικά φυτά,
που έγιναν με παράνομη βοσκή ζώων ή με οποιοδήποτε άλλον τρόπο,
3) οι διαφορές που προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 1003 έως 1009, 1018 έως 1020
και 1023 έως 1031 του Αστικού Κώδικα, καθώς και εκείνες που αναφέρονται σε ζημίες που
προκλήθηκαν από την παράβασή τους,
4) οι διαφορές που αφορούν τον καθορισμό των αποστάσεων που επιβάλλουν οι νόμοι και οι
κανονισμοί ή οι επιτόπιες συνήθειες για το φύτεμα δέντρων ή φυτειών ή για την ανέγερση φραχτών
ή για τη διάνοιξη τάφρων,
5) οι διαφορές που αφορούν την παρεμπόδιση της ελεύθερης χρήσης δρόμων και μονοπατιών,
καθώς και τις ζημίες που προκαλούνται από την παρεμπόδιση αυτή,
6) οι διαφορές που αφορούν τη χρήση του τρεχούμενου νερού ή την παρεμπόδιση της χρήσης
του,
7) οι διαφορές που προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 834 έως 839 του Αστικού Κώδικα,
8) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 834 και
839 του Αστικού Κώδικα ή των καθολικών διαδόχων τους, εναντίον των πελατών τους ή των
καθολικών διαδόχων τους,
9) οι διαφορές από σύμβαση μεταφοράς προσώπων με οποιοδήποτε μέσο, για τις απαιτήσεις
που έχουν από αυτήν οι μεταφορείς ή οι πράκτορες ή οι καθολικοί διάδοχοί τους,
389
10) οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις των σωματείων και των συνεταιρισμών εναντίον των
μελών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, για την εισφορά που τους οφείλουν, καθώς και οι
διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις που έχουν εναντίον των σωματείων και των συνεταιρισμών
τα μέλη ή οι καθολικοί διάδοχοί τους για χρηματική ή άλλη παροχή,
11) οι διαφορές που αφορούν τις απαιτήσεις των δικηγόρων ή των καθολικών διαδόχων τους για
τις αμοιβές και τα έξοδά τους, εφόσον πρόκειται για υπηρεσίες τους σε δίκες στο ειρηνοδικείο ή στο
πταισματοδικείο,
12) οι διαφορές που αφορούν δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των μαρτύρων που
εξετάστηκαν σε οποιοδήποτε δικαστήριο ή σε διαιτητές, καθώς και εκείνες που αφορούν τα
δικαιώματα ή αποζημιώσεις ή έξοδα των διερμηνέων, των μεσεγγυούχων και των φυλάκων, με
οποιοδήποτε τρόπο και αν διορίστηκαν, και των καθολικών διαδόχων όλων αυτών,
13) οι διαφορές που προκύπτουν από πώληση ζώων, εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων ή
έλλειψης συμφωνημένων ιδιοτήτων.

Σχόλια: - Η περ. 14 καταργήθηκε από την παρ. 1 του άρθ. 8 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993)

16
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται, ακόμη και αν η αξία του
αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει "τα ογδόντα χιλιάδες (80.000) ευρώ":
1) οι διαφορές από μίσθωση πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη
αγροληψία που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων,
2) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή
την εργασία αυτή, αν άμεσα στους εργαζομένους ή τους διαδόχους τους ή εκείνους στους οποίους
ο νόμος δίνει δικαιώματα από την παροχή της εργασίας των πρώτων και στους εργοδότες ή τους
διαδόχους τους,
3) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία, με αφορμή
την εργασία αυτή, ανάμεσα σε εκείνους που εργάζονται από κοινού στον ίδιο εργοδότη,
4) οι διαφορές ανάμεσα στους επαγγελματίες ή τους βιοτέχνες, είτε μεταξύ τους είτε με τους
πελάτες τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που κατασκεύασαν αυτοί,
5) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται με
διατάξεις συλλογικής σύμβασης, είτε ανάμεσα σ' αυτούς που δεσμεύονται από αυτές, είτε ανάμεσα
σ' αυτούς και τρίτους,
6) οι διαφορές ανάμεσα σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και στους ασφαλισμένους σ'
αυτούς ή τους διαδόχους τους ή εκείνους που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από τη σχέση
ασφάλισης,
7) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, εκτός από
εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 15 αρ. 11, συμβολαιογράφων, δικολάβων που έχουν διοριστεί
νόμιμα, άμισθων δικαστικών επιμελητών, γιατρών, οδοντογιατρών, διπλωματούχων μαιών,
κτηνιάτρων, μηχανικών και χημικών διπλωματούχων ανώτατων και ανώτερων σχολών, μεσιτών
που έχουν διοριστεί νόμιμα, ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών, όπως και αν χαρακτηρίζεται η
σχέση από την οποία προκύπτουν και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον
καθορισμό της αμοιβής ή για τον τρόπο της πληρωμής της,
8) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις διαιτητών, εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών σε
ιδιοκτησία κατά ορόφους ή διαχειριστών που διορίστηκαν από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών
εταιριών ή νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών για τις
αμοιβές και τα έξοδά τους, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της
αμοιβής ή για τον τρόπο της πληρωμής της,
9) οι διαφορές που αφορούν το ποσοστό ή την πληρωμή του ασφαλίστρου,
10) οι διαφορές που αφορούν τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του
καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται εξαιτίας
γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας και
της διατροφής της μητέρας από την κληρονομική μερίδα που είχε επαχθεί στο τέκνο που αυτή
κυοφορεί,
11) οι διαφορές που αφορούν τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των
πραγματογνωμόνων, των διαιτητών πραγματογνωμόνων και των εκτιμητών, με οποιοδήποτε
τρόπο και αν διορίστηκαν, ή των καθολικών διαδόχων τους,
12) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από
αυτοκίνητο, ανάμεσα στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση

390
για αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και οι απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης
αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρίες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους,
"13) οι διαφορές από προσβολή της νομής ή κατοχής κινητών ή ακινήτων".

Σχόλια: -Το ποσό των 5.000.000 δρχ. αυξήθηκε σε 8.000.000 με την ΥΑ 6914/ΦΕΚ Β 443/1997, στην οποία
εκ παραδρομής δεν έχει αναφερθεί το παρόν άρθρο. -Το ποσό των 8.000.000 δρχ. αυξήθηκε σε 15.000.000
δρχ. με την ΥΑ 91756/20.9.2000/ΦΕΚ Β 1150/2000, στην οποία εκ παραδρομής δεν αναφέρεται και το παρόν
άρθρο. -Η μετατροπή των 15.000.000 δρχ. σε ευρώ έγινε με τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001. -Η
λόγω ποσού αρμοδιότητα του παρόντος άρθρου αυξήθηκε με την παρ. β) της ΥΑ 125804 (ΦΕΚ Β'
1072/1.8.2003).

17
Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε:
1) οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 681 Β, καθώς και εκείνες που αφορούν τη ρύθμιση
της οικογενειακής στέγης και την κατανομή των κινητών μεταξύ των συζύγων σε περίπτωση
διακοπής της συμβίωσης,
2) οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της
οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ' ορόφους και
στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων και
3) οι διαφορές που αφορούν την ακύρωση αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή
συνεταιρισμών.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθ. 8 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ
Α 88/28.5.1993). - Με το άρθρο 6 του Ν. 2735/1999 ΦΕΚ Α 167, ορίζεται η αρμοδιότητα του μονομελούς
πρωτοδικείου στις διεθνείς εμπορικές διαιτησίες. - Το άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 2947/2001 ΦΕΚ Α 228/9.10.2001
ορίζει ότι οι σχετικές αγωγές που αφορούν στην προστασία των ολυμπιακών συμβόλων και σημάτων
εκδικάζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο ανεξαρτήτως ποσού κατά τη διαδικασία του άρθρου 663 επ.
ΚΠολΔ.

18
Στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων υπάγονται:
1) όλες οι διαφορές, για τις οποίες δεν είναι αρμόδια τα ειρηνοδικεία ή τα μονομελή πρωτοδικεία,
2) οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους.

19
Στην αρμοδιότητα των εφετείων υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών και
μονομελών πρωτοδικείων της περιφέρειάς τους.

Σχόλια: -Το άρθρο 6 του ν. 2735/1999 ΦΕΚ Α 167 ορίζει "2. Αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής ακύρωσης
που προβλέπεται στο άρθρο 34 παρ. 2 είναι το Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική
απόφαση. Αίτηση αναίρεσης προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τρεις (3) μήνες από την επίσπευση του
προσδιορισμού δικασίμου." -Ο ν. 2479/1997 άρθρο 3 παρ. 26β ορίζει:"β. Τυχόν εφέσεις κατά των αποφάσεων
των ανωτέρω πρωτοδικείων εκδικάζονται ενώπιον του Ειδικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, μέχρις ότου
ειδικά τμήματα συγκροτηθούν και στα Εφετεία Θεσσαλονίκης και Πειραιά." -Ο ν. 2882/2001 άρθρο 20 (Κώδικας
Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων)ορίζει:"1. Αρμόδιο να προσδιορίσει οριστικό την αποζημίωση είναι το εφετείο
στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η απαλλοτριούμενη έκταση ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής."

20
1. Στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου υπάγονται οι αναιρέσεις κατά αποφάσεων οποιουδήποτε
πολιτικού δικαστηρίου.
2. Στην αρμοδιότητα του Αρείου Πάγου ανήκουν επίσης, εφόσον δεν έχουν οριστεί άλλα
δικαστήρια,
α) οι αιτήσεις για παραπομπή, σε περίπτωση εξαίρεσης των δικαστών πολυμελούς πολιτικού
δικαστηρίου,
β) οι αιτήσεις για καθορισμό δικαστηρίου, αν δεν υπάρχει πια το δικαστήριο που είχε εκδώσει την
απόφαση που προσβλήθηκε με ένδικο μέσο.

21
Αρμόδιο να δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας ή την αναψηλάφηση είναι το δικαστήριο που έχει
εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

391
Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

22
Κατά τόπον αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου, έχει την κατοικία του ο
εναγόμενος, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

23
1. Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό, αρμόδιο δικαστήριο
είναι εκείνο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του. Αν ο τόπος όπου διαμένει δεν είναι
γνωστός, αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου είχε την τελευταία κατοικία του
στην Ελλάδα και αν δεν είχε κατοικία, την τελευταία διαμονή του.
2. Αν ο εναγόμενος έχει ειδική κατοικία, είναι αρμόδιο και το δικαστήριο, στην περιφέρεια του
οποίου βρίσκεται αυτή.

24
λληνες που έχουν προνόμιο ετεροδικίας, καθώς και οι κρατικοί υπάλληλοι που είναι διορισμένοι
στο εξωτερικό, υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου
κατοικούσαν πριν από την αποστολή τους, και αν πριν από την αποστολή τους δεν είχαν κατοικία,
στα δικαστήρια της πρωτεύουσας του κράτους. Το ίδιο ισχύει για τη σύζυγο και τα τέκνα τους.

25
1. Το δημόσιο υπάγεται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου είναι η
έδρα της αρχής η οποία, σύμφωνα με το νόμο, το εκπροσωπεί στις δίκες που έχει κάθε φορά.
2. Τα μη φυσικά πρόσωπα που έχουν ικανότητα να είναι διάδικοι υπάγονται στην αρμοδιότητα
του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου έχουν την έδρα τους.

26
Δικηγόροι και συμβολαιογράφοι υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια
του οποίου ασκούν τα καθήκοντά τους.

27
1. Διαφορές από την εταιρική σχέση ανάμεσα σε μια εταιρία και τους εταίρους της ή ανάμεσα
στους εταίρους μεταξύ τους υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην
περιφέρεια του οποίου η εταιρία έχει την έδρα της.
2. Στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου που ορίζει η παρ. 1 υπάγονται και οι διαφορές που
δημιουργούνται μετά τη διάλυση και την εκκαθάριση της εταιρίας και αφορούν τη διανομή της
εταιρικής περιουσίας, εφόσον η αγωγή ασκηθεί μέσα σε δύο χρόνια από την περάτωση της
διανομής.

28
Διαφορές που αφορούν τη διαχείριση, η οποία διεξάγεται ύστερα από εντολή δικαστηρίου,
υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που έδωσε την εντολή και αν την
εντολή την έδωσε άλλη δικαστική αρχή, στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του
οποίου έχει την έδρα της η αρχή αυτή.

29
1. Διαφορές που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επάνω σε ακίνητα, τη νομή ή την κατοχή
τους, διαίρεση κοινού, κανονισμό ορίων, απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε διακατόχου, αποζημίωση
για αναγκαστική απαλλοτρίωση, καθώς και διαφορές από μίσθωση ακινήτου ή δικαιώματος που
συνδέεται με την εκμετάλλευσή του ή από επίμορτη αγροληψία, υπάγονται στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο.
2. Αν το ακίνητο βρίσκεται στις περιφέρειες περισσότερων δικαστηρίων, ο ενάγων έχει το
δικαίωμα επιλογής.

30
1. Διαφορές που αφορούν την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος ή διανομή κληρονομίας,
απαιτήσεις του κληρονόμου εναντίον του νομέα ή του κατόχου της κληρονομίας, απαιτήσεις από
κληροδοτήματα ή απαιτήσεις από άλλες διατάξεις αιτία θανάτου ή απαιτήσεις από νόμιμη μοίρα ή
392
απαιτήσεις εναντίον εκτελεστών διαθήκης για την εκτέλεση των διατάξεών της, υπάγονται στην
αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος, όταν
πέθανε, είχε την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του.
2. Απαιτήσεις μεταξύ των κληρονόμων έως τη διανομή της κληρονομίας, απαιτήσεις τρίτων
εξαιτίας χρεών του κληρονομουμένου ή της κληρονομίας, καθώς και εμπράγματες απαιτήσεις για
κινητά που δεν περιλαμβάνονται στην παρ. 1 υπάγονται, για δύο χρόνια από το θάνατο του
κληρονομουμένου, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου
είχε αυτός την κατοικία του, και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του.

31
1. Δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες
αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις, και άλλες όμοιες υπάγονται στην αποκλειστική
αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης.
2. Στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι
παρεπόμενες υποθέσεις της αρμοδιότητας του μονομελούς και του ειρηνοδικείου, και στην
αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζει την κύρια δίκη υπάγονται οι παρεπόμενες
υποθέσεις της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου.
3. Αν πρόκειται για κύριες δίκες που είναι συναφείς μεταξύ τους, έχει αποκλειστική αρμοδιότητα
το δικαστήριο που είχε επιληφθεί πρώτο, και εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη της παραγράφου 2.

32
Δημόσιοι υπάλληλοι υπάγονται και στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του
οποίου ασκούν τα καθήκοντά τους˙ οι στρατιωτικοί υπάγονται και στην αρμοδιότητα του
δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η μονάδα, το κατάστημα ή η υπηρεσία όπου
υπηρετούν.

33
Διαφορές που αφορούν την ύπαρξη ή το κύρος δικαιοπραξίας εν ζωή, και όλα τα δικαιώματα που
πηγάζουν από αυτήν, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου
βρίσκεται ο τόπος όπου καταρτίστηκε η δικαιοπραξία ή όπου πρέπει να εκπληρωθεί η παροχή. Στο
ίδιο δικαστήριο μπορούν να εισαχθούν και οι διαφορές για αρνητικό διαφέρον, καθώς και για
αποζημίωση εξαιτίας πταίσματος κατά τις διαπραγματεύσεις.

34
ι ανταγωγές μπορούν να εισαχθούν στο δικαστήριο όπου εκκρεμεί η αγωγή, εφόσον υπάγονται
στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του ίδιου ή κατώτερου δικαστηρίου.

35
Διαφορές από αξιόποινη πράξη μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του
οποίου έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν η απαίτηση στρέφεται εναντίον προσώπου
που δεν έχει ποινική ευθύνη.

36
Διαφορές από διαχείριση που έγινε χωρίς δικαστική εντολή μπορούν να εισαχθούν και στο
δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έγινε η διαχείριση.

37
1. Όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα που συνδέονται με το δεσμό της ομοδικίας, αρμόδιο
είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, και αν δεν έχει κατοικία, τη
διαμονή του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους.
2. Διαφορές ανάμεσα στα ίδια πρόσωπα, οι οποίες έχουν την ίδια βάση και αφορούν
εμπράγματα δικαιώματα επάνω σε ακίνητα που βρίσκονται στις περιφέρειες διαφορετικών
δικαστηρίων, μπορούν να εισαχθούν σε ένα από τα δικαστήρια αυτά.

38
Απαιτήσεις εναντίον προσώπων που έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης και, εξαιτίας
ειδικών συνθηκών, έχουν σε ορισμένο τόπο διαμονή με μακρότερη διάρκεια, όπως είναι ιδίως οι
υπάλληλοι, οι υπηρέτες, οι σπουδαστές, οι μαθητές, εφόσον το αντικείμενό τους είναι περιουσιακό,

393
μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος διαμονής
τους.

39
αμικές διαφορές μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου
βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων.

40
1. Δίκες εναντίον προσώπων που δεν έχουν κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον το αντικείμενό τους
είναι περιουσιακό, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει
περιουσία του εναγομένου ή βρίσκεται το επίδικο αντικείμενο.
2. Αν η περιουσία συνίσταται σε χρηματικές απαιτήσεις του εναγομένου εναντίον τρίτου,
θεωρείται πως η περιουσία βρίσκεται στον τόπο της κατοικίας του τρίτου.

40 Α
Διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημιές που έχουν
προκληθεί από αυτοκίνητα, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου
προκλήθηκε η ζημία.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999) και ισχύει από
3.6.1999.

41
Ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, ο ενάγων έχει το δικαίωμα επιλογής˙ η
προτεραιότητα μεταξύ τους κανονίζεται από το χρόνο που ασκήθηκε η αγωγή.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Π

42
1. Πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί, με ρητή ή
σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν
περιουσιακό αντικείμενο. Η συμφωνία πρέπει να είναι ρητή, όταν πρόκειται για διαφορές για τις
οποίες ισχύει αποκλειστική αρμοδιότητα.
2. εωρείται πως υπάρχει σιωπηρή συμφωνία, αν ο εναγόμενος παρίσταται στο ακροατήριο
στην "συζήτηση"** και δεν προτείνει έγκαιρα την ένσταση αναρμοδιότητας.

Σχόλια: ** Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε τις λέξεις "πρώτη συζήτηση", με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και ισχύει από 1.1.2002.

43
Η συμφωνία των διαδίκων, με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές
διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την
οποία θα προέλθουν οι διαφορές.

44
ι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από
την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ

45
Το δικαστήριο που ήταν καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο όταν ασκήθηκε η αγωγή, είναι
αρμόδιο έως την περάτωση της δίκης, ακόμη και αν, στη διάρκειά της, μεταβληθούν τα πραγματικά
περιστατικά που καθορίζουν την αρμοδιότητα.

394
46
Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπαγγέλτως
και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική
απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που
παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. ι
συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται.

Σχόλια: - Συναφές με το παρόν άρθρο είναι και το άρθρο 8 του Ν. 2943/2001 (Α 203/12.9.2001), περί
τμημάτων κοινοτικών σημάτων.

47
Απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο
ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για τις
αποφάσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου σχετικά με τις υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα
του μονομελούς.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
Π

48
Παραπομπή από ένα δικαστήριο σε άλλο, ισόβαθμο κι ομοειδές γίνεται με αίτηση:
1) αν ολόκληρο δικαστήριο ή τόσοι δικαστές εξαιρεθούν, ώστε οι υπόλοιποι να μην αρκούν για τη
νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου,
2) αν, εξαιτίας ασθένειας ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο, δεν υπάρχει ο αριθμός των δικαστών
που απαιτείται από το νόμο για τη συγκρότηση του δικαστηρίου,
3) αν από τη συζήτηση της υπόθεσης σε ορισμένο τόπο προκύπτει κίνδυνος για την κοινή
ασφάλεια.

49
Την παραπομπή έχει δικαίωμα να ζητήσει οποιοσδήποτε διάδικος στις περιπτώσεις 1 και 2 του
άρθρου 48 και μόνο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην περίπτωση 3 του ίδιου άρθρου.

50
ια την παραπομπή, στις περιπτώσεις 1 και 2 του άρθρου 48, έχει αρμοδιότητα:
1) το πολυμελές πρωτοδικείο, αν πρόκειται για παραπομπή από ειρηνοδικείο σε ειρηνοδικείο,
2) το εφετείο, αν πρόκειται για παραπομπή από μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο σε
μονομελές ή πολυμελές πρωτοδικείο,
3) ο ρειος Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση. ια την παραπομπή στην περίπτωση 3 του άρθρου
48, έχει αρμοδιότητα πάντοτε ο ρειος Πάγος.

51
Η αίτηση για παραπομπή γίνεται με έγγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του αρμόδιου
δικαστηρίου και δικάζεται κατά τη διαδικασία που τηρείται στο δικαστήριο αυτό, χωρίς να χρειάζεται
παραπομπή της υπόθεσης σε εισηγητή. ια την παραδοχή της αίτησης αρκεί πιθανολόγηση των
λόγων για τους οποίους ζητείται η παραπομπή.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Ε

52
1. Δικαστές, εισαγγελείς και υπάλληλοι της γραμματείας, με οποιαδήποτε ιδιότητα και αν
ενεργούν, μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από οποιοδήποτε διάδικο:
α) αν είναι διάδικοι ή συνδέονται με έναν από τους διαδίκους ως συνδικαιούχοι, συνυπόχρεοι ή
είναι υπόχρεοι σε αποζημίωση ή έχουν άμεσο ή έμμεσο συμφέρον στη δίκη,
β) αν συνδέονται με κάποιο διάδικο σε ευθεία γραμμή, με συγγένεια εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή
με υιοθεσία, αν είναι συγγενείς σε πλάγια γραμμή με συγγένεια εξ αίματος έως τον τέταρτο βαθμό ή
με συγγένεια εξ αγχιστείας έως το δεύτερο βαθμό, αν είναι ή υπήρξαν σύζυγοι ή μνηστήρες, ενός
από τους διαδίκους,

395
γ) αν είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή ή συνδέονται με υιοθεσία, ή
είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε πλάγια γραμμή έως το δεύτερο βαθμό προσώπου, το
οποίο παίρνει μισθό ή άλλη χορηγία με χρηματική αξία είτε για τις υπηρεσίες που παρέχει είτε για
οποιοδήποτε άλλο λόγο από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιασδήποτε μορφής εταιρία που
έχουν άμεσο ή έμμεσο ιδιωτικό συμφέρον στην έκβαση της δίκης,
δ) αν στην ίδια υπόθεση εξετάστηκαν ως μάρτυρες ή παραστάθηκαν ως δικηγόροι ή γενικά ως
πληρεξούσιοι ή παραστάθηκαν ή μπορούν να παραστούν ως νόμιμοι αντιπρόσωποι κάποιου από
τους διαδίκους,
ε) αν διεξήγαγαν την υπόθεση, από την οποία προήλθε η διαφορά ή έχουν ενεργήσει στη δίκη ως
πραγματογνώμονες ή σύμβουλοι ή διαιτητές ή έχουν συντάξει το έγγραφο που προσβάλλεται ή
είχαν μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου του οποίου η απόφαση έχει προσβληθεί με έφεση ή
αναίρεση,
στ) αν έχουν προκαλέσει ή προκαλούν υπόνοια μεροληψίας, ιδίως αν έχουν με κάποιο διάδικο
ιδιαίτερη φιλία, ιδιαίτερες σχέσεις καθηκόντων ή εξάρτησης, έριδα ή έχθρα.
2. ι εισαγγελείς δεν εξαιρούνται, όταν ενεργούν ως διάδικοι.

53
1. Είναι απαράδεκτη η αίτηση για την εξαίρεση ολόκληρου του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή
όλων των μελών της εισαγγελίας του ή τόσων αρεοπαγιτών, ώστε με τον αριθμό που απομένει να
μην είναι δυνατή η νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου αυτού.
2. ι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν η αίτηση για την εξαίρεση αφορά όλα τα
εφετεία, τα πρωτοδικεία ή τα ειρηνοδικεία του κράτους.

54
Αρμόδιο να αποφανθεί για την εξαίρεση είναι το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο εξαιρούμενος.
Σε περίπτωση εξαίρεσης δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδικείου, είναι αρμόδιο το
πολυμελές πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια αυτά. Σε περίπτωση
εξαίρεσης υπαλλήλου γραμματείας, είναι αρμόδιος ο προ στάμενος του δικαστηρίου στο οποίο
υπηρετεί ο εξαιρούμενος.

55
1. Δικαστές πολυμελών δικαστηρίων και εισαγγελείς, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν
να το δηλώσουν στον πρόεδρο του δικαστηρίου.
2. πάλληλοι της γραμματείας των πολυμελών δικαστηρίων, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους,
οφείλουν να το δηλώσουν στον προ στάμενο της γραμματείας.
3. Δικαστές μονομελών πρωτοδικείων και ειρηνοδίκες, καθώς και υπάλληλοι της γραμματείας
τους, αν υπάρχει λόγος εξαίρεσής τους, οφείλουν να το δηλώσουν στον πρόεδρο του πολυμελούς
πρωτοδικείου και να απόσχουν από τα καθήκοντά τους εωσότου αυτό αποφασίσει.
4. Το δικαστήριο αποφασίζει χωρίς τη συμμετοχή εκείνου που υπέβαλε τη δήλωση και χωρίς
συζήτηση στο ακροατήριο.

56
Το αρμόδιο δικαστήριο έχει εξουσία να αποφασίσει για την εξαίρεση των προσώπων που
αναφέρονται στο άρθρο 52 και αυτεπαγγέλτως, ύστερα από πρόταση του προέδρου ή του
εισαγγελέα, έχοντας τη δυνατότητα να ακούσει και τον εξαιρούμενο.

57
Η εξαίρεση προτείνεται από το διάδικο πέντε ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο, ενώ
αργότερα εωσότου περατωθεί η συζήτηση στο ακροατήριο, μόνο αν πιθανολογείται ότι η
περίπτωση ή οι λόγοι της εξαίρεσης προέκυψαν ή έγιναν γνωστοί στο διάδικο μετά την πάροδο της
πενθήμερης προθεσμίας. Στην τελευταία περίπτωση, αν η εξαίρεση γίνει δεκτή, μπορούν, ύστερα
από αίτηση, να κηρυχθούν άκυρες οι πράξεις της διαδικασίας στις οποίες είχε συμπράξει ο
εξαιρούμενος.

58
1. Η αίτηση για την εξαίρεση, που υποβάλλεται έως την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο,
γίνεται με κατάθεση εγγράφου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Στην αίτηση πρέπει να
αναφέρονται οι λόγοι της εξαίρεσης, διαφορετικά είναι απαράδεκτη.

396
2. Η αίτηση για την εξαίρεση ανακοινώνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον εξαιρούμενο για να
λάβει θέση, και συζητείται το αργότερο έως την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά τη διαδικασία που
εφαρμόζει το δικαστήριο που τη δικάζει, χωρίς συμμετοχή του εξαιρουμένου. ι διάδικοι καλούνται
να παραστούν στη συζήτηση με την επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου. εξαιρούμενος,
από τότε που θα του ανακοινωθεί ότι έχει υποβληθεί η αίτηση, οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια,
εκτός αν προκύπτει κίνδυνος από την αναβολή.

59
Η αίτηση για την εξαίρεση, όταν υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης στο ακροατήριο,
γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και αναφέρει τους λόγους της εξαίρεσης˙ στα
πολυμελή δικαστήρια συζητείται αμέσως, χωρίς συμμετοχή του εξαιρουμένου. εξαιρούμενος, από
τότε που θα μάθει ότι έχει υποβληθεί η αίτηση, οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια, εκτός αν
προκύπτει κίνδυνος από την αναβολή.

60
1. Η απόφαση για την αίτηση της εξαίρεσης εκδίδεται αμέσως με απλή πιθανολόγηση των λόγων
της εξαίρεσης. Η απόφαση για την εξαίρεση υπαλλήλου της γραμματείας καταχωρίζεται κάτω από
την αίτηση.
2. Σε περίπτωση που η αίτηση γίνει δεκτή, δεν επιδικάζονται έξοδα.

61
Αν η αίτηση για την εξαίρεση δικαστή μονομελούς πρωτοδικείου ή ειρηνοδίκη γίνει δεκτή και το
δικαστήριο δεν μπορεί να συγκροτηθεί, το πολυμελές πρωτοδικείο, με την ίδια απόφαση για την
εξαίρεση παραπέμπει την υπόθεση σε άλλο μονομελές πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο της περιφέρειάς
του.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Δ

62
Όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την
ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι
σωματεία, καθώς και εταιρίες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι.

63
1. "Όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το
δικό του όνομα. Όποιος έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία ή βρίσκεται, κατά το χρόνο
που επιχειρεί συγκεκριμένη δήλωση της βούλησής του, σε κατάσταση που δεν επιτρέπει να είναι
αυτή έγκυρη, μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, μόνο όπου κατά το
ουσιαστικό δίκαιο έχει ικανότητα για δικαιοπραξία ή όπου ο νόμος επιτρέπει την αυτοπρόσωπη
παράστασή του."
2. Στα ασφαλιστικά μέτρα για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος από την αναβολή μπορεί να
παρίσταται και όποιος δεν είναι ικανός για δικαιοπραξία.

Σχόλια: Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 του Ν. 2447/1996
(ΦΕΚ Β' 278/30.12.1996).

64
1. Όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται
από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους.
2. Τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Στις περιπτώσεις
που χρειάζεται προηγούμενη άδεια για την διεξαγωγή της δίκης, η απεριόριστη χορήγησή της
περιλαμβάνει και τη δίκη κατ' έφεση, αναψηλάφηση και αναίρεση.
3. ι ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να αποτελούν σωματείο, καθώς
και οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα,
στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους.
4. Αν δεν υπάρχει διάταξη που ρυθμίζει τη δικαστική παράσταση των προσώπων που
αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3, τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούνται από όποιους τα
αντιπροσωπεύουν στις συναλλακτικές τους σχέσεις.
397
65
1. Πράξεις για την εξώδικη ενέργεια των οποίων από το νόμιμο αντιπρόσωπο του διαδίκου
απαιτείται, κατά τους ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου, ειδική εξουσιοδότηση είναι ισχυρές, και
χωρίς αυτήν, ως διαδικαστικές πράξεις, αν έχει δοθεί γενική εξουσιοδότηση για τη διεξαγωγή της
δίκης.
2. συμβιβασμός, η αναγνώριση ή η παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής και η συμφωνία
για διαιτησία είναι ανίσχυρες, χωρίς εξουσιοδότηση για την ενέργεια των πράξεων αυτών.

66
Αλλοδαπό πρόσωπο που δεν έχει σύμφωνα με το δίκαιο της ιθαγένειάς του ικανότητα για
δικαστική παράσταση με το δικό του όνομα θεωρείται πως έχει ικανότητα να παρίσταται στα
ελληνικά δικαστήρια αν έχει αυτή την ικανότητα σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.

67
1. Αν υπάρχουν ελλείψεις σχετικά με την ικανότητα των διαδίκων για δικαστική παράσταση με το
δικό τους όνομα ή σχετικά με τη νόμιμη εκπροσώπησή τους και την άδεια ή εξουσιοδότηση που
απαιτείται για τη διεξαγωγή της δίκης, εφόσον μπορούν να συμπληρωθούν, το δικαστήριο
αναβάλλει την πρόοδο της δίκης και ορίζει προθεσμία για τη συμπλήρωση των ελλείψεων. Αν από
την αναβολή απειλείται κίνδυνος για τα συμφέροντα του διαδίκου, το δικαστήριο μπορεί να
επιτρέψει σ' αυτόν ή στον αντιπρόσωπό του να συνεχίσει τη δίκη ή να ενεργήσει τις διαδικαστικές
πράξεις που χρειάζονται για να αποφευχθεί ο κίνδυνος, δεν έχει όμως την εξουσία να εκδώσει
οριστική απόφαση προτού συμπληρωθούν οι ελλείψεις ή προτού περάσει η προθεσμία που έταξε
για το σκοπό αυτόν. Το κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη
συμπλήρωση των ελλείψεων.
2. Αν η συμπλήρωση των ελλείψεων είναι αδύνατη ή πέρασε άπρακτη η προθεσμία που
ορίστηκε για το σκοπό αυτόν, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης.

68
Δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον.

69
1. Επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και
α) αν η παροχή που δεν εξαρτάται από αντιπαροχή συνδέεται με την επέλευση χρονικού
σημείου, προτού επέλθει το χρονικό αυτό σημείο,
β) στην περίπτωση του άρθρου 378 του Αστικού Κώδικα
γ) αν ο ενάγων ζητεί να του παραδοθεί ένα πράγμα και, για την περίπτωση που δεν του
παραδοθεί το ίδιο πράγμα, ζητεί το διαφέρον,
δ) αν η γένεση ή η άσκηση του δικαιώματος εξαρτάται από την έκδοση της απόφασης,
ε) αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος,
στ) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι ο οφειλέτης θα αποφύγει την
έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής.
2. Στην περίπτωση του εδαφ. α της προηγούμενης παραγράφου, ο εναγόμενος καταδικάζεται να
καταβάλει τα χρήματα ή να παραδώσει το πράγμα μόλις επέλθει το χρονικό σημείο. Στην
περίπτωση του εδαφ. γ καταδικάζεται να πληρώσει αποζημίωση, αν δεν βρεθεί το πράγμα στο
στάδιο της εκτέλεσης. Στην περίπτωση του εδαφ. ε καταδικάζεται στην παροχή, μόλις πληρωθεί η
αίρεση ή επέλθει το γεγονός και αυτό διαπιστωθεί με τον τρόπο που ορίζει η απόφαση.
70
Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης,
μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή.

71
Δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος επιδιώκει τη σύσταση, τη μεταβολή ή την
κατάργηση έννομης σχέσης στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

72
ι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του
οφειλέτη τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του.

398
73
Το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, αν υπάρχουν οι
προ ποθέσεις των άρθρων 62 έως 72.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
Ο

74
Περισσότερα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν από κοινού, ως ομόδικοι,
εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζουν άλλες διατάξεις.
1) αν, σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, έχουν κοινό δικαίωμα ή κοινή υποχρέωση ή αν τα
δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις τους στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, ή
2) αν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε
όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και συγχρόνως το δικαστήριο έχει
αρμοδιότητα για τον καθένα από τους εναγομένους.

75
1. Κάθε ομόδικος, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους
άλλους. ι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους άλλους. 2.
Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα να επισπεύσει τη δίκη. Το δικαστήριο, αν κρίνει αναγκαία την ενιαία
διεξαγωγή της δίκης, έχει το δικαίωμα να διατάξει το διάδικο που επισπεύδει τη διαδικασία να
καλέσει και τους ομοδίκους που δεν κάλεσε.

76
1. Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί
εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν
αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να
υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και
βλάπτουν τους άλλους. ι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν
παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται.
2. Η διάταξη της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στο συμβιβασμό, στην αναγνώριση, στην παραίτηση
από τη δίκη και στη συμφωνία για διαιτησία.
3. ι απόντες ομόδικοι καλούνται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη.
4. Η άσκηση των ένδικων μέσων από κάποιον από τους ομοδίκους της παρ. 1 έχει αποτέλεσμα
και για τους άλλους.

77
Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν οι ομόδικοι προτείνουν αντιφατικούς ισχυρισμούς, το
δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την επιρροή τους στη διαδικασία και στην απόφαση, και μπορεί να
καθορίσει τα αποτελέσματά τους χωριστά για κάθε ομόδικο.

78
Αν λείπουν οι προ ποθέσεις της ομοδικίας, το δικαστήριο διατάζει το χωρισμό.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


Σ

79
1. Αν τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα
σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας ή της
δευτεροβάθμιας διαδικασίας.
2. Όποιος παρεμβαίνει κατά την παράγραφο 1 δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τεθεί εκτός δίκης
οποιοσδήποτε από τους αρχικούς διαδίκους, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά ή αν συμφωνούν
σ' αυτό όλοι οι διάδικοι.

80
Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος
διάδικος, έχει δικαίωμα, ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση
για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν.
399
81
1. Η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από
προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και
κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Το δικόγραφο της παρέμβασης πρέπει να περιέχει, εκτός
από τα στοιχεία που απαιτούνται για κάθε δικόγραφο,
α) αναγραφή των διαδίκων και της διαφοράς που εκκρεμεί,
β) προσδιορισμό του έννομου συμφέροντος που έχει ο παρεμβαίνων στην εκκρεμή δίκη, καθώς
και του δικαιώματος με βάση το οποίο αντιποιείται το επίδικο,
γ) σε περίπτωση πρόσθετης παρέμβασης, καθορισμό του διαδίκου για την υποστήριξη του
οποίου γίνεται η παρέμβαση.
2. Η άσκηση της κύριας παρέμβασης έχει τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.
3. παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει
τη δίκη. Σε περίπτωση πρόσθετης παρέμβασης έχει δικαίωμα να προτείνει την έλλειψη κλήτευσης
και ο διάδικος για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση.

82
Όποιος προσθέτως παρεμβαίνει έχει δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις που
επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η
παρέμβαση και έχει την υποχρέωση να δεχτεί τη δίκη στη θέση που βρίσκεται κατά το χρόνο της
παρέμβασής του. ι πράξεις που ενεργεί είναι ισχυρές, εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις πράξεις
του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση. Αποφάσεις και δικόγραφα
που επιδίδονται στους κύριους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε
πρόσθετη παρέμβαση.

83
Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε
πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78.

84
Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, στις σχέσεις του με το διάδικο για την υποστήριξη του
οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα
τη διαφορά έτσι όπως του υποβλήθηκε. χει δικαίωμα να προτείνει ότι ο διάδικος, για την
υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση, διεξήγαγε τη δίκη κατά τρόπο πλημμελή, αλλά
μόνο όταν είτε εξαιτίας της στάσης, στην οποία βρισκόταν η δίκη, όταν άσκησε την παρέμβασή του,
είτε από τις πράξεις του διαδίκου, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε την παρέμβαση,
εμποδίστηκε να προτείνει ισχυρισμούς ή όταν ο διάδικος, για την υποστήριξη του οποίου άσκησε
την παρέμβαση, παρέλειψε από δόλο ή από βαριά αμέλεια να προτείνει ισχυρισμούς που ήταν
άγνωστοι σε εκείνον που άσκησε την παρέμβαση.

85
Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση έχει δικαίωμα, αν συμφωνούν και όλοι οι διάδικοι, να
συμμετάσχει στη δίκη ως κύριος διάδικος, οπότε παίρνει τη θέση του διαδίκου για την υποστήριξη
του οποίου άσκησε την παρέμβαση και εκείνος τίθεται εκτός δίκης. Η απόφαση που θα εκδοθεί δεν
ισχύει εναντίον του αρχικού διαδίκου που με τη συναίνεση όλων των διαδίκων τέθηκε εκτός δίκης.

86
Στις περιπτώσεις του άρθρου 76, αν μόνο ένας ή μερικοί από τους ομοδίκους ασκούν την αγωγή,
ενώ οι άλλοι δεν θέλουν να συμπράξουν μαζί τους, οι πρώτοι έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν
τους τελευταίους για τη συζήτηση της υπόθεσης. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εναγόμενος, αν μόνο
ένας ή κάποιοι από τους ομοδίκους άσκησαν εναντίον του την αγωγή ή αν ο ενάγων άσκησε την
αγωγή μόνο εναντίον ενός ή μερικών από τους ομοδίκους.

87
Όποιος ενάγεται με εμπράγματη αγωγή, αν κατέχει το επίδικο πράγμα ή αν ασκεί εμπράγματο
δικαίωμα στο όνομα άλλου, έχει δικαίωμα να τον προσεπικαλέσει στη δίκη.

400
88
ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να
προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση
σε περίπτωση ήττας.

89
Η προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, το αργότερο έως
την "συζήτηση" στο ακροατήριο, και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο. Η άσκηση της
προσεπίκλησης έχει τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.

Σχόλια: - Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

90
Αν υπάρχει περίπτωση να προσεπικαλέσει ένας διάδικος κάποιον τρίτο και το δικαστήριο κρίνει
αναγκαία την παρέμβασή του στη δίκη, έχει εξουσία να διατάξει και αυτεπαγγέλτως την
προσεπίκλησή του, με απόφαση που ορίζει με την επιμέλεια ποίου διαδίκου θα γίνει η
προσεπίκληση καθώς και το χρόνο, κατά τον οποίο πρέπει να γίνει. Η προσεπίκληση που
διατάχθηκε επιτρέπεται να γίνει και με την επιμέλεια οποιουδήποτε άλλου διαδίκου.

91
1. Όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ανακοινώσει τη δίκη σε τρίτους, ώσπου να εκδοθεί
από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης.
2. Η ανακοίνωση γίνεται με δικόγραφο, που πρέπει να αναφέρει και την αιτία, για την οποία
γίνεται η ανακοίνωση, καθώς και τη στάση στην οποία βρίσκεται η δίκη˙ η ανακοίνωση ασκείται
σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται στον τρίτο.
3. Η ανακοίνωση δεν δίνει σε εκείνον που ανακοινώνει τη δίκη το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή
της δίκης ή παράταση των προθεσμιών της.

92
τρίτος, στον οποίο έγινε η ανακοίνωση, έχει δικαίωμα να συμμετάσχει στη δίκη, σύμφωνα με
τις διατάξεις που ισχύουν για την παρέμβαση. Αν εκείνος προς τον οποίο έγινε η ανακοίνωση δεν
συμμετάσχει στη δίκη, και η ανακοίνωση έγινε πριν από την "συζήτηση" στο ακροατήριο, δεν έχει το
δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή εναντίον της απόφασης που θα εκδοθεί.

Σχόλια: - Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

93
Αν παρέμβει στη δίκη τρίτος, αντιποιούμενος επίδικη απαίτηση, με αντικείμενο που μπορεί να
κατατεθεί, εφόσον ο εναγόμενος το καταθέσει δημόσια και παραιτηθεί από το δικαίωμα να το
αναλάβει, το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του εναγομένου τον θέτει εκτός δίκης.

93 Α
Παραλείπεται ως μη ισχύον.

Σχόλια: Καταργήθηκε από την παρ. 3 άρθρου 3 Ν. 2207/1994 (ΦΕΚ Α 65), όπως το άρθρο αυτό είχε
προστεθεί από την παρ. 3 άρθρου 8 Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88)

Ε Α ΑΙΟ Δ ΔΕ ΑΤΟ
Π

94
1. Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο
δικηγόρο.
2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο
401
α) στο ειρηνοδικείο,
β) στα ασφαλιστικά μέτρα,
γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος.
3. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 ο δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιστάσεις,
να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο.

95
Αν στην ίδια δίκη εκπροσωπούν το διάδικο περισσότεροι πληρεξούσιοι δικηγόροι, έχουν
δικαίωμα να ενεργούν είτε από κοινού είτε ο καθένας χωριστά.
Αντίθετος όρος του πληρεξουσίου εγγράφου δεν ισχύει απέναντι στον αντίδικο, εκτός αν το
πληροφορήθηκε με κοινοποίηση.

96
1. Η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που
καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου
που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων.
2. Η πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφό της που περιέχει
τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του ειρηνοδικείου η πληρεξουσιότητα δίνεται και με ιδιωτικό
έγγραφο που περιέχει τα στοιχεία της παραγράφου 1˙ η υπογραφή εκείνου που παρέχει την
πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας ή τον αστυνόμο.

97
1. Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον
που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν
τη διεξαγωγή της δίκης, στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση αγωγών, ανταγωγών, παρεμβάσεων,
προσεπικλήσεων και ένδικων μέσων, να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα και να επιδιώκει την εκτέλεση
καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές.
2. Περιορισμός της πληρεξουσιότητας ισχύει μόνο αν δηλώθηκε ρητά, όταν χορηγήθηκε.
3. Η πληρεξουσιότητα για όλες τις δίκες παύει να ισχύει μετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της.

98
Η πληρεξουσιότητα που δίνεται κατά το άρθρο 96 δεν περιλαμβάνει, εκτός αν το αναφέρει ειδικά,
α) το δικαίωμα να ασκηθεί αγωγή κακοδικίας, καθώς και να διεξαχθεί δίκη που αφορά γαμικές
διαφορές ή σχέσεις των τέκνων με τους γονείς τους,
β) το δικαίωμα να συμφωνηθεί συμβιβασμός και διαιτησία, να γίνει αναγνώριση, παραίτηση από
το δικαίωμα της αγωγής ή των ένδικων μέσων, καθώς και την προσβολή εγγράφου ως πλαστού.

99
διάδικος, όταν εμφανίζεται μαζί με πληρεξούσιο, έχει δικαίωμα να ανακαλεί αμέσως τις
ομολογίες εκείνου.

100
Η πληρεξουσιότητα παύει
1) όταν πεθάνει ο πληρεξούσιος ή μεταβληθεί η ικανότητά του για δικαστική παράσταση,
2) όταν περατωθεί η δίκη ή η πράξη, για την οποία είχε δοθεί η πληρεξουσιότητα,
3) όταν ο πληρεξούσιος δικηγόρος παραιτηθεί ή παυθεί περισσότερο από τρεις μήνες ή εκπέσει
από το λειτούργημά του,
4) όταν ανακληθεί η πληρεξουσιότητα,
5) όταν ο πληρεξούσιος παραιτηθεί από την πληρεξουσιότητα.

101
Σε περίπτωση θανάτου εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα ή μεταβολής της ικανότητας για
δικαστική παράσταση του ίδιου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, η πληρεξουσιότητα εξακολουθεί
και παύει μόνο όταν διακοπεί η δίκη για έναν από τους λόγους αυτούς.

102
1. Η παύση της πληρεξουσιότητας για τη διεξαγωγή δίκης ή την ενέργεια ορισμένων
διαδικαστικών πράξεων, που προκλήθηκε με την ανάκλησή της ή με την παραίτηση του
402
πληρεξουσίου, ισχύει απέναντι στον αντίδικο μόνο από τότε που του κοινοποιείται η ανάκληση ή η
παραίτηση ή από τη δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά˙ όπου ο νόμος απαιτεί να διοριστεί
άλλος πληρεξούσιος δικηγόρος, η παύση ισχύει από τότε που θα γνωστοποιηθεί στον αντίδικο και
ο διορισμός του νέου πληρεξουσίου.
2. Η παύση που επέρχεται με ανάκληση της πληρεξουσιότητας πρέπει να κοινοποιηθεί και στον
ανακαλούμενο πληρεξούσιο, καθώς και στο συμβολαιογράφο που είχε συντάξει το πληρεξούσιο
έγγραφο ο οποίος είναι υποχρεωμένος να σημειώσει την ανάκληση στο πρωτότυπο του
πληρεξουσίου εγγράφου.

103
Επί ένα μήνα μετά την παύση της πληρεξουσιότητας που προκλήθηκε με παραίτηση του
πληρεξουσίου, αν δεν ανέλαβε τη διεξαγωγή της δίκης αντικαταστάτης, ο πληρεξούσιος που
παραιτήθηκε έχει δικαίωμα και υποχρέωση να ενεργεί στη δίκη μόνο τις πράξεις που είναι
αναγκαίες για να προστατευθούν τα συμφέροντα εκείνου που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να
αποτραπούν επιβλαβείς συνέπειες εξαιτίας της παραίτησης.

104
ια τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως την "συζήτηση" στο ακροατήριο
θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή
πληρεξουσιότητα, και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που
είχαν γίνει προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την
έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της.

Σχόλια: - Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

105
1. Αν αυτός που παρίσταται ως πληρεξούσιος δεν αποδεικνύει την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, το
δικαστήριο μπορεί να ορίσει σύντομη προθεσμία για τη συμπλήρωση της έλλειψης και να επιτρέψει
σε εκείνον που δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του να συμμετάσχει στη δίκη προσωρινά. Το
κύρος των πράξεων που επιτράπηκαν εξαρτάται από την εμπρόθεσμη συμπλήρωση της έλλειψης.
2. Η οριστική απόφαση δεν επιτρέπεται να εκδοθεί προτού να συμπληρωθεί η έλλειψη ή πριν
παρέλθει η προθεσμία που ορίστηκε.
3. Αν δεν συμπληρώθηκε η έλλειψη μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, το δικαστήριο προχωρεί
στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδικάζει εκείνον που παραστάθηκε χωρίς πληρεξουσιότητα να
πληρώσει τα έξοδα που προκλήθηκαν από την παράστασή του αυτή.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

106
Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους
πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που
υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

107
Το δικαστήριο διατάζει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή απόδειξης με οποιαδήποτε κατάλληλα
αποδεικτικά μέσα που επιτρέπει ο νόμος, και αν δεν τα επικαλέστηκαν οι διάδικοι.

108
ι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων, εκτός αν ο
νόμος ορίζει διαφορετικά.

109
1. Δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί από κανέναν, χωρίς τη θέλησή του, ο δικαστής που ορίζει ο
νόμος γι' αυτόν.

403
2. Το αρμόδιο δικαστήριο δεν μπορεί να μεταβιβάσει τη δικαιοδοσία του, εκτός αν ο νόμος ορίζει
διαφορετικά. όνον ειδικές διαδικαστικές πράξεις μπορούν να ανατεθούν και σε άλλα δικαστήρια ή
δικαστές, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

110
1. ι διάδικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις και είναι ίσοι ενώπιον του
δικαστηρίου.
2. ι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε όλες τις συζητήσεις της υπόθεσης, ακόμη και
όταν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών και πρέπει για το σκοπό αυτό να καλούνται σύμφωνα με τις
διατάξεις του νόμου.
3. ι διάδικοι έχουν υποχρέωση να εμφανίζονται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, όταν τους
καλεί για το σκοπό αυτό.

111
1. Η διαδικασία στο ακροατήριο στηρίζεται στην έγγραφη προδικασία.
2. Καμιά κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία δεν μπορεί να εισαχθεί στο
δικαστήριο χωρίς να τηρηθεί προδικασία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Η αίτηση που έχει
εισαχθεί χωρίς προδικασία απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.

112
Η προδικασία και η διαδικασία έξω από το ακροατήριο δεν είναι δημόσιες, επιτρέπεται όμως να
προσέρχονται σε αυτές οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους.

113
1. ι συνεδριάσεις όλων των πολιτικών δικαστηρίων γίνονται δημόσια. Η διάσκεψη για την
έκδοση της απόφασης γίνεται μυστικά.
2. Όποιος διευθύνει τη διαδικασία ορίζει κατά την κρίση του τον αριθμό των προσώπων που
μπορούν να μείνουν στην αίθουσα των συνεδριάσεων και έχει την εξουσία να διατάξει τον
αποκλεισμό των ανηλίκων, εκείνων που οπλοφορούν, καθώς και εκείνων που εμφανίζονται με
τρόπο ανάρμοστο και αντίθετο προς την τάξη και την ευπρέπεια της συνεδρίασης.

114
1. Αν η διεξαγωγή της συζήτησης θα μπορούσε να είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη ή τη
δημόσια τάξη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή ολόκληρης της
συζήτησης ή ενός μέρους της κεκλεισμένων των θυρών˙ οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι
πληρεξούσιοι και οι τεχνικοί σύμβουλοί τους έχουν δικαίωμα να παρίστανται. Το δικαστήριο μπορεί
να διατάξει να παραμείνουν στο ακροατήριο τα πρόσωπα που έχουν εντολή να τηρούν την τάξη, οι
μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες καθώς και να επιτρέψει, ύστερα από αίτηση διαδίκου, να
παραμείνουν στο ακροατήριο έως τρία πρόσωπα της εκλογής του.
2. Η απόφαση της παραγράφου 1 δεν επιτρέπεται να εκδοθεί χωρίς προηγούμενη ακρόαση των
διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους και του εισαγγελέα, αν αυτός παρίσταται. Η συζήτηση γίνεται
δημόσια, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να γίνει και αυτή κεκλεισμένων των θυρών.
3. Η απόφαση που διατάζει να γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών καθώς και η απόφαση
για την υπόθεση δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση.
4. εισαγγελέας που ήταν παρών καθώς και οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν αμέσως
και αυτοτελώς τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης εναντίον της απόφασης που διέταξε να
γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών˙ τα ένδικα αυτά μέσα δεν αναστέλλουν τη συζήτηση της
υπόθεσης.

115
1. Η διαδικασία πριν από τη δημόσια συνεδρίαση και έξω από το ακροατήριο είναι πάντοτε
έγγραφη.
2. Στον πρώτο βαθμό, καθώς και στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, η προφορική
συζήτηση είναι υποχρεωτική, *().
3. ι διάδικοι ενώπιον του ειρηνοδικείου έχουν δικαίωμα, ενώ ενώπιον των άλλων δικαστηρίων
έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν προτάσεις.
4. Σε δύσκολες υποθέσεις ο ειρηνοδίκης μπορεί να υποχρεώσει τους διαδίκους να καταθέσουν
προτάσεις. Στην περίπτωση του άρθρου 242 παρ. 2 η υποβολή προτάσεων είναι υποχρεωτική.

404
Σχόλια: - Η παρ. 2 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 4 του ν.
2207/1994 ΦΕΚ Α 65. * Με το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 2915/2001 διεγράφη η φράση της παρ. 2 (εκτός από την
περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 226). Η διαγραφή αυτή αρχίζει να ισχύει από 1.1.2002
σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2943/2001 ΦΕΚ Α 203/12.9.2001

116
ι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοί τους οφείλουν να τηρούν τους κανόνες
των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην
παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι
ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας
διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Ε

117
υσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση είναι:
1) να συντάσσεται όταν γίνεται η πράξη με την παρουσία όσων συμπράττουν,
2) να αναφέρει τον τόπο και το χρόνο που γίνεται η πράξη, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο
και την κατοικία κάθε προσώπου που είναι παρόν,
3) να διαβάζεται στους παρόντες διαδίκους και στα άλλα πρόσωπα που συμπράττουν και να
επιβεβαιώνεται από αυτούς,
4) να υπογράφεται από το δικαστή ή δικαστικό υπάλληλο που τη συνέταξε, από το γραμματέα
που συνέπραξε, από τους παρόντες διαδίκους και τα άλλα πρόσωπα που συνέπραξαν ή να
αναφέρεται η άρνηση ή η αδυναμία τους να υπογράψουν.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ


Δ

118
Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει
να αναφέρουν:
1) το δικαστήριο ή το δικαστή, ενώπιον του οποίου διεξάγεται η δίκη ή η διαδικαστική πράξη,
2) το είδος του δικογράφου,
3) το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία όλων των διαδίκων και των νόμιμων
αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, την επωνυμία και την έδρα τους,
4) το αντικείμενο του δικογράφου, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο και
5) τη χρονολογία και την υπογραφή του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του δικαστικού
πληρεξουσίου του και, όταν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, την υπογραφή του
δικηγόρου.

119
1. Τα δικόγραφα της αγωγής, της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναίρεσης, της
αναψηλάφησης, της τριτανακοπής, της ανακοπής εναντίον εξώδικων και δικαστικών πράξεων, της
κύριας και πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοίνωσης και της προσεπίκλησης πρέπει να περιέχουν,
εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 118, και ακριβή καθορισμό της διεύθυνσης, και
ιδίως οδό και αριθμό της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος του διαδίκου που ενεργεί τη
διαδικαστική πράξη, του νόμιμου αντιπροσώπου του και του δικαστικού πληρεξουσίου του.
2. Η διάταξη της παραγράφου 1 εφαρμόζεται και στο δικόγραφο της δήλωσης για την εκούσια
επανάληψη της δίκης, καθώς και στις προτάσεις που υποβάλλονται για πρώτη φορά σε κάθε
δικαστήριο, εφόσον ο διάδικος δεν είχε κοινοποιήσει δικόγραφο από εκείνα που αναφέρονται στην
παράγραφο 1.
3. Κάθε μεταβολή της διεύθυνσης πρέπει να γνωστοποιείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο
ένας διάδικος στον άλλο ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται στη
γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση, επισυνάπτεται στη δικογραφία και
κοινοποιείται στον αντίδικο.

405
120
Η επίδοση εγγράφου που αφορά την εκκρεμή δίκη, καθώς και η επίδοση της οριστικής
απόφασης, που γίνεται στη διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου ή του καταστήματος, η οποία
είχε αναφερθεί σύμφωνα με το άρθρο 119, είναι έγκυρη, ακόμη και αν ο αποδέκτης της επίδοσης
δεν είχε ή δεν έχει πια εκεί την κατοικία ή το γραφείο ή το κατάστημά του.

121
Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 119, επιτρέπεται να γίνουν
όλες οι επιδόσεις στον αντίκλητο, ακόμη και εκείνες που πρέπει να γίνουν στον ίδιο το διάδικο. Αν
δεν υπάρχει αντίκλητος ή υπάρχει αλλά είναι άγνωστη η διεύθυνσή του, καθώς και του διαδίκου, οι
επιδόσεις αυτές μπορεί να γίνουν στη γραμματεία του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου διεξάγεται η
δίκη. ια την κρίση αν είναι άγνωστη η διεύθυνση του διαδίκου ή του αντικλήτου, όταν υπάρχει,
αρκεί και απλή πιθανολόγηση.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΤΟ
Ε

122
1. Η επίδοση κάθε εγγράφου γίνεται με δικαστικό επιμελητή διορισμένο στο δικαστήριο, στην
περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή του, όταν γίνεται η επίδοση, εκείνος προς τον
οποίο αυτή απευθύνεται.
2. ι επιδόσεις που γίνονται με την επιμέλεια του δικαστηρίου μπορούν να γίνουν και από
ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή από όργανο της αστυνομίας, της χωροφυλακής, της
αγροφυλακής ή της δασοφυλακής, ή από το γραμματέα του δήμου ή της κοινότητας.
3. Αν δεν υπάρχει δικαστικός επιμελητής στον τόπο της επίδοσης ή αν κατά την κρίση του
εισαγγελέα πρωτοδικών ή του ειρηνοδίκη της περιφέρειας όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι
δύσκολη η μετάβαση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο αυτόν, η επίδοση μπορεί να γίνει και από
ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή από όργανο της αστυνομίας, της χωροφυλακής, της
αγροφυλακής ή της δασοφυλακής, ή από το γραμματέα του δήμου ή της κοινότητας, που ορίζεται
από τον προαναφερόμενο εισαγγελέα ή ειρηνοδίκη.
4. ε διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης μπορεί να καθιερωθεί
και η επίδοση με το ταχυδρομείο ή με τηλεγράφημα ή τηλέφωνο, όλων ή μερικών από τα
προαναφερόμενα έγγραφα και παράλληλα να οριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται και θα
αποδεικνύεται η επίδοση.

123
1. Η επίδοση γίνεται με την επιμέλεια του διαδίκου ύστερα από παραγγελία που δίνεται είτε από
τον ίδιο ή τον πληρεξούσιό του, είτε, με αίτησή τους, από τον αρμόδιο δικαστή, και προκειμένου για
πολυμελή δικαστήρια από τον πρόεδρό τους.
2. Η παραγγελία για επίδοση δίνεται εγγράφως κάτω από το έγγραφο που επιδίδεται.

124
1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει.
2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα,
γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή
υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του.
3. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει σε εκκλησία, την ώρα που γίνεται ιεροτελεστία ή άλλη
θρησκευτική τελετή ή προσευχή, ούτε σε αίθουσα δικαστηρίου όταν αυτό συνεδριάζει.

125
1. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει νύχτα ή Κυριακή ή άλλη εορτή που ορίζεται από το νόμο
ως αργία, χωρίς να συναινεί ο παραλήπτης ή χωρίς άδεια του αρμόδιου δικαστή στον οποίο
εκκρεμεί η υπόθεση και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, του προέδρου τους. Αν δεν
εκκρεμεί δίκη, η άδεια δίνεται από τον ειρηνοδίκη, στην περιφέρεια του οποίου πρόκειται να γίνει η
επίδοση.
2. Η νύχτα θεωρείται ότι διαρκεί από τις 7 το βράδυ ως τις 7 το πρωί.
3. Η άδεια που δίνεται στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 πρέπει να σημειώνεται στο έγγραφο
που επιδίδεται και στην έκθεση της επίδοσης.

406
126
1. Η επίδοση γίνεται
α) προσωπικά σε εκείνον, στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο,
β) για πρόσωπα που δεν έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης, στο νόμιμο αντιπρόσωπό
τους,
γ) (παραλείπεται ως μη ισχύουσα),
δ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το
νόμο ή το καταστατικό,
ε) για το δημόσιο, σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο.
2. Αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι αντιπρόσωποι, αρκεί η επίδοση σε έναν από αυτούς.

Σχόλια: Η περ. γ της παρ. 1 διαγράφηκε με το άρθ. 33 του ν. 2447/1996.

127
1. Η επίδοση συνίσταται στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο
γίνεται.
2. Αν η επίδοση γίνεται στο νόμιμο αντιπρόσωπο περισσότερων ανίκανων προσώπων ή στον
αντίκλητο περισσοτέρων, αρκεί να του παραδοθεί ένα μόνο αντίγραφο ή πρωτότυπο του εγγράφου
που πρέπει να επιδοθεί.

128
1. Αν ο παραλήπτης δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους
συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί του˙ αν απουσιάζουν ή δεν υπάρχουν και αυτοί, η
παράδοση γίνεται σε έναν από τους άλλους συνοίκους που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και
δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του ενδιαφερομένου.
2. Κατοικία, με την έννοια της παραγράφου 1, είναι το σπίτι ή το διαμέρισμα που είναι
προορισμένο για διημέρευση ή διανυκτέρευση του παραλήπτη, ακόμη και αν για πολύ μικρό
χρονικό διάστημα δεν χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτόν.
3. Σύνοικοι θεωρούνται εκείνοι που διαμένουν στο ίδιο διαμέρισμα, οι θυρωροί πολυκατοικιών και
τα μέλη της οικογένειάς τους που συνοικούν μαζί τους, οι διευθυντές ξενοδοχείων και οικοτροφείων,
καθώς και το υπηρετικό και υπαλληλικό προσωπικό τους, όχι όμως οι ένοικοι άλλου διαμερίσματος
ή δωματίου της ίδιας κατοικίας.
4. Αν κανείς από όσους αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στην κατοικία,
α) το έγγραφο πρέπει να κολληθεί στην πόρτα της κατοικίας μπροστά σε ένα μάρτυρα,
β) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα μετά τη θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου,
που συντάσσεται ατελώς πρέπει να παραδοθεί στα χέρια του προ στάμενου του αστυνομικού
τμήματος ή σταθμού της περιφέρειας της κατοικίας και αν λείπει ο προ στάμενος, στον αξιωματικό ή
υπαξιωματικό υπηρεσίας ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος, και αν δεν υπάρχει
αστυνομικό τμήμα ή σταθμός στην περιφέρεια της κοινότητας, όπου είναι η κατοικία, στον πρόεδρο
της κοινότητας και αν απουσιάζει κι αυτός, στο γραμματέα˙ σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η
παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης
που αναφέρεται στο άρθρο 140 παράγραφος 1. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την
ημερομηνία που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο καθώς και την ιδιότητα εκείνου που
παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και τη σφραγίζει με την υπηρεσιακή
σφραγίδα˙ το αντίγραφο που παραδόθηκε φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελλο στο υπηρεσιακό
γραφείο, όπου υπηρετεί εκείνος που το παρέλαβε,
γ) το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα, εκείνος που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου
πρέπει να ταχυδρομήσει σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση έγγραφη ειδοποίηση
στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου που επιδόθηκε, η διεύθυνση της
κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία
παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης˙ η ειδοποίηση ταχυδρομείται
με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η επίδοση. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση
βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια
έκθεση του άρθρου 140 παράγραφος 1, εκείνος που ενεργεί την επίδοση˙ η βεβαίωση πρέπει να
αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την
παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. στερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη
η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, σύμφωνα με το εδάφιο β, του το παραδίδει, με
έγγραφη απόδειξη που συντάσσεται ατελώς.

407
129
1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο,
που προβλέπει το άρθρο 124 παράγραφος 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του
καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες,
υπαλλήλους, ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη
δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης.
2. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο
κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128
παράγραφος 4.

130
1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 128 και 129
αρνηθούν να παραλάβουν το έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση της επίδοσης ή αν δεν
μπορούν να την υπογράψουν, το όργανο της επίδοσης επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της
κατοικίας, του γραφείου, του καταστήματος ή του εργαστηρίου, μπροστά σε ένα μάρτυρα.
2. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν έχει κατοικία, γραφείο, κατάστημα ή εργαστήριο και είτε
αρνείται να παραλάβει το έγγραφο, είτε δεν μπορεί ή αρνείται να υπογράψει την έκθεση της
επίδοσης και η άρνηση του παραλήπτη ή η αδυναμία του βεβαιώνεται και από ένα μάρτυρα που
προσλαμβάνεται από το όργανο της επίδοσης για το σκοπό αυτόν, η έκθεση παραδίδεται στα χέρια
των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 128 παράγραφος 4 εδαφ. β.

131
Αν ο παραλήπτης της επίδοσης νοσηλεύεται σε νοσοκομείο ή κρατείται σε φυλακή και δεν είναι
δυνατή η επικοινωνία μαζί του σύμφωνα με βεβαίωση της διεύθυνσης του νοσοκομείου ή της
φυλακής, που σημειώνεται στην έκθεση της επίδοσης, η επίδοση μπορεί να γίνει στο διευθυντή του
νοσοκομείου ή της φυλακής, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει το έγγραφο στα χέρια
εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.

132
1. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που
βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, αν απουσιάζει ή αρνείται να παραλάβει το έγγραφο ή αρνείται ή δεν
μπορεί να υπογράψει την έκθεση, η επίδοση γίνεται στον πλοίαρχο του πλοίου ή στον αναπληρωτή
του και αν απουσιάζουν ή αρνούνται και αυτοί να το παραλάβουν, η επίδοση γίνεται στο λιμενάρχη,
ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ειδοποιήσει εκείνον προς τον οποίο γίνεται η επίδοση.
2. Αν εκείνος προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο που δεν
βρίσκεται σε ελληνικό λιμάνι, η επίδοση γίνεται στην κατοικία του, σύμφωνα με το άρθρο 128 και αν
δεν έχει κατοικία, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης
διαμονής. Σε κάθε περίπτωση η επίδοση γίνεται και στα γραφεία του πλοιοκτήτη στην Ελλάδα ή,
διαφορετικά, στα γραφεία του πράκτορα του πλοίου σε ελληνικό λιμάνι, εφόσον υπάρχουν.

133
1. ια πρόσωπα που ανήκουν σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες και βρίσκονται σε ενεργή
υπηρεσία, αν δεν είναι δυνατή η επίδοση στους ίδιους ή στους συγγενείς ή υπηρέτες, που
συνοικούν μαζί τους, γίνεται, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του ιδίου άρθρου 128 καθώς
και α) για εκείνους που υπηρετούν γενικά στις ένοπλες δυνάμεις της ξηράς, στο διοικητή της
μονάδας ή του καταστήματος ή της υπηρεσίας, όπου ανήκει ο παραλήπτης της επίδοσης. Αν είναι
άγνωστη η μονάδα, το κατάστημα ή η υπηρεσία, η επίδοση γίνεται στον αρχηγό του αντίστοιχου
κλάδου, β) για αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και ναύτες του πολεμικού ναυτικού, στον αρχηγό του
γενικού επιτελείου ναυτικού, γ) για αξιωματικούς, υπαξιωματικός και σμηνίτες της πολεμικής
αεροπορίας, στον αρχηγό του γενικού επιτελείου αεροπορίας, δ) για αξιωματικούς και
υπαξιωματικούς της αστυνομίας πόλεων, της χωροφυλακής και του λιμενικού σώματος καθώς και
για αστυφύλακες, χωροφύλακες και λιμενοφύλακες, στον προ στάμενο της υπηρεσίας τους, ε) για
εκείνους που ανήκουν στο προσωπικό, των φάρων, των φανών και των σηματοφόρων, στο
λιμενάρχη της περιφέρειας, όπου ασκούν τα καθήκοντά τους.
2. ι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 α έως ε, όταν λάβουν το έγγραφο, είναι υποχρεωμένοι να
το στείλουν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σε εκείνον στον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση με το πιο
γρήγορο και πιο ασφαλές μέσο.

408
134
1. Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η
επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη
ή σ' αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα
του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο. ια έγγραφα που
αφορούν την εκτέλεση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών, στην περιφέρεια του
οποίου γίνεται η εκτέλεση, και για εξώδικες πράξεις, στον εισαγγελέα της τελευταίας στο εσωτερικό
κατοικίας ή γνωστής διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης και αν δεν υπάρχει κατοικία ή γνωστή
διαμονή στο εσωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της πρωτεύουσας.
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 η παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια
τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης.
3. εισαγγελέας, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει χωρίς υπαίτια
καθυστέρηση στον πουργό των Εξωτερικών ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε
εκείνον προς τον οποίον γίνεται η επίδοση.

Σχόλια: -Με το ν. 1334/1983 με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση της Χάγης της 15.11.1965, η οποία τέθηκε
σε ισχύ την 18η. 9.1983 ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών
και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. -Ο Κανονισμός του Συμβουλίου Ε.Ε. με αριθμό
1348/2000 της 29/5/2005 (L160/30.6.2000) με ισχύ 31.5.2001 "περί εκδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη
μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις" και ο οποίος καθόρισε ίδιο τρόπο
επίδοσης για τα κράτη μέλη της Ε.Ε. στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις οσάκις μια δικαστική ή εξώδικη πράξη
πρέπει να διαβιβασθεί σε ένα κράτος μέλος, προκειμένου να επιδοθεί η να κοινοποιηθεί και μόνο στις
περιπτώσεις που η διεύθυνση του παραλήπτη είναι γνωστή (βλ. σχετική εγκύκλιο Υπουργού Δικαιοσύνης
82598/2001). *** Από την έναρξη ισχύος του πιο πάνω αναφερόμενου Κανονισμού έπαυσε η ισχύς της
Σύμβασης της Χάγης, για τις επιδόσεις σε κράτη μέλη της Ε.Ε. (εκτός Δανίας) για τους παραλήπτες γνωστής
διαμονής.

135
1. Αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να
γίνει η επίδοση, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 134 και συγχρόνως
δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα
και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα,
ύστερα από υπόδειξη του εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που
κοινοποιήθηκε˙ η περίληψη συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και
πρέπει να αναφέρει το ονοματεπώνυμο των διαδίκων, το είδος του δικογράφου που επιδόθηκε, το
αίτημά του και, προκειμένου για απόφαση, το διατακτικό, το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ή
πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή τον υπάλληλο που ενεργεί την εκτέλεση και, αν εκείνος προς τον
οποίο γίνεται η επίδοση καλείται να εμφανιστεί ή να ενεργήσει ορισμένη πράξη, πρέπει να
αναφέρεται ο τόπος και ο χρόνος εμφάνισης, καθώς και το είδος της πράξης.
2. Όποιος επισπεύδει την επίδοση σε πρόσωπο άγνωστης διαμονής μπορεί να δημοσιεύσει σε
εφημερίδες προσκλήσεις προς καθέναν που γνωρίζει τον τόπο και τη συγκεκριμένη διεύθυνση
διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, να ανακοινώσει ενυπογράφως τα
στοιχεία αυτά, με αναφορά της συγκεκριμένης διεύθυνσής του, στη γραμματεία του πρωτοδικείου
Αθηνών ή του πρωτοδικείου της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του˙ ως προς τις εφημερίδες
εφαρμόζεται ανάλογα η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού˙ ο προσδιορισμός τους γίνεται από τον
εισαγγελέα που είναι αρμόδιος σύμφωνα με το άρθρο 134 παράγραφος 1, ύστερα από αίτηση
εκείνου που επισπεύδει την επίδοση. ι δημοσιεύσεις γίνονται σε εμφανές μέρος των εφημερίδων
και μάλιστα σε δύο φύλλα που απέχουν μεταξύ τους οκτώ ημέρες. Στις προσκλήσεις που
δημοσιεύονται με τον τρόπο αυτόν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ο λόγος, για τον οποίο
ζητούνται τα στοιχεία. Αν, ύστερα από οκτώ ημέρες, μετά την τελευταία δημοσίευση, δεν φτάσει
ανακοίνωση σε καμιά από τις γραμματείες αυτές, ισχύει το τεκμήριο ότι ο τόπος ή η συγκεκριμένη
διεύθυνση διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης είναι άγνωστα και η ανταπόδειξη αποκλείεται.
3. ι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που το πουργείο
Εξωτερικών βεβαιώσει ότι δεν είναι δυνατή η αποστολή του εγγράφου σε πρόσωπο που διαμένει ή
εδρεύει στο εξωτερικό.

136
1. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε, προκειμένου για τα πρόσωπα που αναφέρονται στα
άρθρα 131 ως 134, μόλις παραδοθεί το έγγραφο στις αρχές ή τα πρόσωπα που ορίζονται εκεί,
ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και παραλαβής του, και για τα πρόσωπα άγνωστης
409
διαμονής η επίδοση θεωρείται ότι ολοκληρώθηκε από τη δημοσίευση της περίληψης σύμφωνα με
το άρθρο 135 παράγραφος 1.
2. Στις επιδόσεις του άρθρου 128 παράγραφος 4 η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε με τη
θυροκόλληση του εγγράφου στην πόρτα της κατοικίας εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, με
την προ πόθεση ότι έγιναν όσα ορίζονται στην παράγραφο αυτή με τα στοιχεία β και γ.

137
Η επίδοση σε εκείνους που έχουν τη διαμονή ή την έδρα τους στο εξωτερικό μπορεί να γίνει και
με τις διατυπώσεις του αλλοδαπού νόμου, από τα όργανα που αυτός ορίζει.

138
Αν τα γραφεία ή καταστήματα που αναφέρονται στα άρθρα 128 παράγραφος 4 στοιχείο β, 131,
132 και 133, είναι κλειστά ή οι αρχές ή τα πρόσωπα που αναφέρονται σ' αυτά αρνούνται να
παραλάβουν το επιδιδόμενο έγγραφο ή να υπογράψουν την έκθεση της επίδοσης, όποιος ενεργεί
την επίδοση συντάσσει σχετική έκθεση και παραδίδει το επιδιδόμενο έγγραφο στον εισαγγελέα
πρωτοδικών, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο τόπος της επίδοσης, ο οποίος αποστέλλει το
έγγραφο σε εκείνον που είχε αρνηθεί να το παραλάβει ή να υπογράψει την έκθεση. Στην
περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 136.

139
1. Όποιος ενεργεί την επίδοση συντάσσει έκθεση, η οποία εκτός από όσα απαιτεί το άρθρο 117,
πρέπει να περιέχει και
α) την παραγγελία για επίδοση,
β) σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων που αφορά,
γ) μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης,
δ) μνεία του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και τον τρόπο που επιδόθηκε σε
περίπτωση απουσίας ή άρνησης του παραλήπτη ή των προσώπων που ορίζονται στα άρθρα 128
ως 135 και 138.
2. Η έκθεση υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση, καθώς και από εκείνον που
παραλαμβάνει το έγγραφο και σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του, υπογράφεται και από το
μάρτυρα που είχε προσληφθεί για το σκοπό αυτόν.
3. Όποιος ενεργεί την επίδοση σημειώνει επάνω στο επιδιδόμενο έγγραφο την ημέρα και την
ώρα της επίδοσης και υπογράφει. Η σημείωση αυτή αποτελεί απόδειξη υπέρ εκείνου προς τον
οποίο έγινε η επίδοση. Αν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκθεση της επίδοσης και στη σημείωση,
υπερισχύει η έκθεση.
140
1. Η έκθεση του άρθρου 139 συντάσσεται σε δύο πρωτότυπα, από τα οποία το ένα παραδίδεται
σε εκείνον που είχε δώσει την παραγγελία της επίδοσης, ενώ το άλλο, ατελώς, φυλάγεται από το
όργανο της επίδοσης. ια την επίδοση γίνεται περιληπτική σημείωση σε ειδικό βιβλίο που τηρεί το
όργανο της επίδοσης.
2. δικαστικός επιμελητής οφείλει να δίνει αντίγραφα από το πρωτότυπο που έχει στο αρχείο
του, ύστερα από αίτησή τους, σε όποιον είχε δώσει την παραγγελία για επίδοση και σε εκείνον
προς τον οποίο απευθύνεται και σε καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, αν ο πρόεδρος
πρωτοδικών της περιφέρειας, όπου έγινε η επίδοση, το εγκρίνει με σημείωσή του πάνω στην
αίτηση.
3. Αν η επίδοση έγινε από τα όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 122, παράγραφοι 2 και 3, τα
όργανα αυτά καταθέτουν το δεύτερο πρωτότυπο στο γραφείο του δήμου ή της κοινότητας, στην
περιφέρεια του οποίου έγινε η επίδοση, όπου φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο, από τον οποίο ο
αρμόδιος υπάλληλος του δήμου ή της κοινότητας εκδίδει τα αντίγραφα, σύμφωνα με όσα ορίζονται
στην προηγούμενη παράγραφο. Τα όργανα που αναφέρονται στο άρθρο 122 παράγραφοι 2 και 3
δεν τηρούν το ειδικό βιβλίο της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

141
1. Στις περιπτώσεις που η επίδοση γίνεται αυτεπαγγέλτως, την παραγγελία δίνει η γραμματεία η
οποία οφείλει να επιβλέψει για την πραγματοποίηση της επίδοσης και να φροντίσει να αρθούν οι
ενδεχόμενες ελλείψεις.
2. στερα από έγγραφη αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, ο γραμματέας μπορεί να επιτρέψει να
γίνει η επίδοση με την επιμέλεια του αιτούντος, ορίζοντας την προθεσμία, μέσα στην οποία ο

410
διάδικος αυτός πρέπει να προσκομίσει την έκθεση της επίδοσης. Αν ο διάδικος δεν την
προσκομίσει μέσα στην προθεσμία, η επίδοση γίνεται με την επιμέλεια της γραμματείας.
3. Η επίδοση για το διάδικο που τη ζήτησε θεωρείται ότι έγινε από την υποβολή της αίτησης.

142
1. Κάθε διάδικος ή άλλος ενδιαφερόμενος μπορεί να διορίσει αντίκλητο για να παραλαμβάνει τα
έγγραφα που του κοινοποιούνται˙ ο διορισμός γίνεται για όλες ή ορισμένες από τις δικαστικές ή
εξώδικες επιδόσεις που του απευθύνονται και αφορούν μία ή περισσότερες ή όλες τις υποθέσεις
του˙ ο διορισμός γίνεται με δήλωση στη γραμματεία του πρωτοδικείου της κατοικίας του και αν τη
δήλωση την κάνει κάτοικος του εξωτερικού, γίνεται στη γραμματεία του πρωτοδικείου της
πρωτεύουσας˙ στη δήλωση αναφέρεται με ακρίβεια η διεύθυνση της κατοικίας ή του γραφείου του
αντικλήτου. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο˙ ο αρμόδιος υπάλληλος της
γραμματείας συντάσσει έκθεση που υπογράφει ο ίδιος και εκείνος που κάνει τη δήλωση και
καταχωρίζεται σε ευρετήριο με την αλφαβητική σειρά των επωνύμων.
2. ε τον τρόπο της παραγράφου 1 γίνεται και η αντικατάσταση ή η ανάκληση του αντικλήτου, η
οποία σημειώνεται κάτω από την πράξη του διορισμού. Το ίδιο ισχύει και όταν ο αντίκλητος
δηλώσει παραίτηση.
3. Η εξουσία του αντικλήτου παύει α) όταν πεθάνει, β) όταν περατωθεί η υπόθεση ή η πράξη για
την οποία διορίστηκε, γ) δύο πλήρεις ημέρες μετά την ανάκληση του αντικλήτου ή την παραίτησή
του.
4. πορεί να διοριστεί έγκυρα αντίκλητος και με ρήτρα σε σύμβαση. Στον αντίκλητο που
διορίστηκε με τον τρόπο αυτόν, και μάλιστα στη διεύθυνσή του που αναφέρεται στη σύμβαση,
ύστερα από παραγγελία του αντισυμβαλλομένου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του, γίνεται
η επίδοση όλων των εξώδικων ή διαδικαστικών πράξεων που έχουν σχέση με τη σύμβαση, στις
οποίες περιλαμβάνονται και οι αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια από
τον παραλήπτη της επίδοσης, εκτός αν η σύμβαση έχει ρητά διαφορετική ρύθμιση. Σε περίπτωση
αμφιβολίας η επίδοση στον αντίκλητο που διορίστηκε με σύμβαση, είναι δυνητική. Η παράγραφος 3
εφαρμόζεται και γι' αυτούς τους αντικλήτους, αλλά η ανάκληση ή η παραίτηση ισχύει απέναντι στον
αντισυμβαλλόμενο ή στους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους του μόνο από την κοινοποίησή της σ'
αυτούς και μόνο αν, περιέχει διορισμό άλλου αντικλήτου στην ίδια πόλη, με σημείωση της
συγκεκριμένης διεύθυνσής του. Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση που μεταβληθεί η διεύθυνση του
διορισμένου αντικλήτου, η οποία είχε δηλωθεί στη σύμβαση ή στο μεταγενέστερο διορισμό του.
5. αρμόδιος γραμματέας στέλνει αντίγραφα των δηλώσεων των παραγράφων 1 και 2 στο
γραμματέα του πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος τα καταχωρίζει σε ευρετήριο με την αλφαβητική
σειρά των επωνύμων.
143
1. δικαστικός πληρεξούσιος που διορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 96 είναι αυτοδικαίως και
αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος, στις
οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης.
2. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον αντίκλητο, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που
επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του ενδιαφερομένου, οι οποίες πρέπει να επιδίδονται στον ίδιο.
3. Η επίδοση της κλήσης για την "συζήτηση" αγωγής ή ένδικου μέσου μπορεί να γίνει και σε
όποιον τα έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος.
4. Η επίδοση σε πρόσωπο που έχει τη διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης
διαμονής, πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά στον αντίκλητο, εφόσον αναφέρεται στον κύκλο των
υποθέσεων για τις οποίες έχει γίνει ο διορισμός του, και όταν ακόμη πρόκειται για αποφάσεις ή
πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του παραλήπτη της επίδοσης.

Σχόλια: - Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΔΟΜΟ


Π

144
1. ι προθεσμίες που ορίζονται από το νόμο ή τα δικαστήρια αρχίζουν από την επόμενη ημέρα
μετά την επίδοση ή μετά τη συντέλεση του γεγονότος που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας
411
και λήγουν στις 7 το βράδυ της τελευταίας ημέρας και αν αυτή είναι κατά το νόμο εξαιρετέα, την ίδια
ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας.
2. ι προθεσμίες που αρχίζουν με την επίδοση εγγράφου, τρέχουν εναντίον και εκείνου με
παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση.

145
1. Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε έτη λήγει μόλις περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του
τελευταίου έτους.
2. Η προθεσμία που προσδιορίζεται σε μήνες λήγει μόλις περάσει η ημέρα του τελευταίου μήνα
που αντιστοιχεί αριθμητικά στην ημέρα έναρξης, και αν δεν υπάρχει τέτοια αντιστοιχία, τότε
υπολογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα.
3. Προθεσμία μισού έτους ισχύει ως προθεσμία έξι μηνών και προθεσμία μισού μήνα ισχύει ως
προθεσμία δεκαπέντε ημερών.
4. Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ώρες, δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες που μεσολαβούν και
είναι κατά το νόμο εξαιρετέες.
5. Αν η ορισμένη προθεσμία αποτελείται από μήνες και ημέρες, υπολογίζονται πρώτα οι μήνες
και μετά προσθέτονται* οι ημέρες.

Σχόλια: * ορθότερον: προστίθενται

146
1. Αν κάποιος διάδικος πεθάνει ενώ διαρκεί η προθεσμία, αυτή διακόπτεται.
2. Αν η προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει με την επίδοση εγγράφου, η νέα προθεσμία
αρχίζει με τη νέα επίδοση σ' αυτούς που κατά το νόμο διαδέχθηκαν εκείνον που πέθανε. Αν η
προθεσμία που διακόπηκε είχε αρχίσει με κάποιο άλλο γεγονός, η νέα προθεσμία αρχίζει με την
επίδοση σχετικής δήλωσης στα παραπάνω πρόσωπα.
3. Η διακοπή της δίκης που επέρχεται κατά τη διάρκεια κάποιας προθεσμίας διακόπτει και την
προθεσμία και η νέα προθεσμία αρχίζει με την επανάληψη της δίκης.

147
(1-5. Παραλείπονται ως μη ισχύουσες) *
6. ι συντηρητικές αποδείξεις που έχουν επιτραπεί διεξάγονται σε όλη τη διάρκεια των
διακοπών.
7. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για τις προθεσμίες των
άρθρων 503, 518 παράγραφος 1, 545 παράγραφοι 1 και 2, 564 παράγραφοι 1 και 2, καθώς και των
άρθρων 153, 632 παράγραφος 1, 645 παράγραφος 1, 652, 715 παράγραφος 5, 729 παράγραφος
5, 847 παράγραφος 1, 926 παράγραφος 2, 934 παράγραφος 1 στοιχεία α και γ, 966 παράγραφοι 2
και 3, και 986, 971 παράγραφος 1, 972 παράγραφος 1 εδάφιο γ, 974, 979 παράγραφος 2, 985
παράγραφος 1, και 988 παράγραφος 1.
8. Το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών δεν υπολογίζεται στην προθεσμία του άρθρου
938 παράγραφος 4.

Σχόλια: - Η παρ. 7 του άρ. 147 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται στην προθεσμία του άρθρου 19 παρ. 2 β' ΝΔ 797/71
περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων, ούτε στις προθεσμίες του άρθρου 228 ΚΠολΔ. - Στις προθεσμίες που
περιλαμβάνονται στην παρ. 7 του παρόντος άρθρου προστέθηκαν και αυτές που ορίζονται με τα άρθρα 971
παρ.1, 972 παρ. 1 εδ. γ', 974, 979 παρ. 2, 985 παρ. 1 και 988 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βάσει της παρ. 4 του άρθρου
4 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62). * Οι παρ. 1 έως 5 καταργήθηκαν από το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 2915/2001
ΦΕΚ Α 109. Σύμφωνα δε με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση
των παρ. 1-5 αρχίζει από 1.1.2002.

148
1. ι διάδικοι μπορούν με συμφωνία να παρατείνουν τις προθεσμίες που ορίζει ο νόμος ή ο
δικαστής, μόνο με τη συναίνεση του δικαστή, ο οποίος σταθμίζει τις ειδικές κάθε φορά περιστάσεις.
(2. Παραλείπεται ως μη ισχύουσα)*.

Σχόλια: * Η παρ. 2 καταργήθηκε από το άρθρο 1 παρ. 3 του Ν. 2915/2001 ΦΕΚ Α 109. Σύμφωνα δε με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση της παρ. 2, που είχε προστεθεί
με την παρ. 1α του άρθρου 6 του ν. 2479/1997 (Α' 67/6.5.1997), αρχίζει από 1.1.2002.

412
149
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ Α 109. Σύμφωνα δε με
το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος άρ. αρχίζει
από 1.1.2002.

150
1. πρόεδρος του δικαστηρίου, ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης,
εφόσον πιθανολογούνται σπουδαίοι λόγοι, μπορούν με απόφασή τους ύστερα από αίτηση κάποιου
διαδίκου, που δικάζεται κατά τη διαδικασία των αρ. 686 επ., να διατάξουν τη σύντμηση των
νόμιμων προθεσμιών, με εξαίρεση τις προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων.
2. ι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν τη σύντμηση των νόμιμων ή δικαστικών προθεσμιών.

Σχόλια: Κατά το άρθρο 9 ΚΔ 26.6/10.7.1944 περί κώδικος νόμων, περί δικών Δημοσίου η προθεσμία δεν
μπορεί να συντμηθεί χωρίς την έγγραφη συναίνεση του αντιπροσώπου του Δημοσίου (δεν εγγράφεται στο
πινάκιο καμία αγωγή κλπ κατά του Δημοσίου για συζήτηση πριν την παρέλευση μηνός από την κοινοποίησή της)
(σχετ. άρθρ. 12 α'. Ν/ 473/1914, άρθρ. 1 ΝΔ 11/12.1.1923 και άρθρο 4 παρ. 2 ΑΝ 625/1937).

151
Η παρέλευση νόμιμης ή δικαστικής προθεσμίας συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα να
επιχειρηθεί η πράξη για την οποία είχε οριστεί η προθεσμία, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ο ΔΟΟ


Ε

152
1. Αν κάποιος διάδικος δεν μπόρεσε να τηρήσει κάποια προθεσμία εξαιτίας ανώτερης βίας ή
δόλου του αντιδίκου του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην
προηγούμενη κατάσταση.
2. Πταίσμα του δικαστικού πληρεξουσίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του αιτούντος διαδίκου
δεν αποτελεί λόγο για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
3. Η αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση δεν μπορεί να
στηριχθεί σε περιστατικά τα οποία ο δικαστής, όταν εξέταζε την αίτηση για παράταση της
προθεσμίας ή για αναβολή, είχε κρίνει ανεπαρκή για τη χορήγηση της παράτασης ή της αναβολής.

153
Η επαναφορά πρέπει να ζητηθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ημέρα της άρσης
του εμποδίου που συνιστούσε την ανώτερη βία ή της γνώσης του δόλου.

154
Η επαναφορά ζητείται από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη ή, αν δεν υπάρχει
εκκρεμοδικία, ζητείται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφασίσει για το αν ασκήθηκε
εμπρόθεσμα η πράξη για την ενέργεια της οποίας είχε ταχθεί η προθεσμία.

155
1. Η αίτηση για την επαναφορά ασκείται με τα δικόγραφα που κοινοποιεί ο ένας διάδικος στον
άλλον ή με τις προτάσεις ή με χωριστό δικόγραφο που κατατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις για την
άσκηση της αγωγής και κοινοποιείται στον αντίδικο.
2. Η αίτηση της παραγράφου 1 πρέπει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν
δυνατό να τηρηθεί η προθεσμία, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειάς
τους και να περιέχει την πράξη που παραλείφθηκε ή να αναφέρει ότι έχει ήδη ενεργηθεί και εφόσον
για την άσκηση της πράξης χρειάζεται ιδιαίτερος τύπος, πρέπει να αναφέρεται και ότι τηρήθηκε ο
τύπος.

156
Η συζήτηση της αίτησης γίνεται μαζί με την συζήτηση της κύριας υπόθεσης, εφόσον είναι
εκκρεμής, το δικαστήριο όμως μπορεί να διατάξει τη χωριστή εκδίκασή τους.

413
157
Η άσκηση της αίτησης δεν αναστέλλει την πρόοδο της κύριας δίκης ή την εκτέλεση της απόφασης
που εκδίδεται, εκτός αν το δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 154, διατάξει
την αναστολή της προόδου της δίκης ή της εκτέλεσης, ύστερα από πρόταση διαδίκου που
υποβάλλεται κατά την εκδίκαση της αίτησης.

158
Δεν επιτρέπεται να υποβληθεί αίτηση για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση, αν χάθηκε η προθεσμία του άρθρου 153 από οποιοδήποτε λόγο.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΕΝΑΤΟ


Α

159
Η παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής
πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, την οποία απαγγέλλει το δικαστήριο,
1) αν την τήρηση της διάταξης απαιτεί ρητά ο νόμος με την ποινή της ακυρότητας,
2) αν για την παράβαση αυτή επιτρέπεται αναίρεση ή αναψηλάφηση,
3) σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που
την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη
της ακυρότητας.

160
1. Η ακυρότητα δεν μπορεί να απαγγελθεί χωρίς πρόταση του διαδίκου, εκτός αν ο νόμος
παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη.
2. Δεν έχει δικαίωμα να προτείνει την ακυρότητα εκείνος που είχε ενεργήσει την προσβαλλόμενη
σαν άκυρη πράξη ή εκείνος του οποίου η συμπεριφορά προκάλεσε την ακυρότητα ή εκείνος που,
αφού είχε γίνει η άκυρη πράξη, παραιτήθηκε ρητώς ή σιωπηρώς από την πρόταση της ακυρότητας.
3. Η πρόταση της ακυρότητας είναι απαράδεκτη, αν δεν γίνει κατά την πρώτη διαδικαστική
πράξη, ύστερα από εκείνη που προσβάλλεται ως άκυρη, εκτός αν ο νόμος δίνει στο δικαστήριο την
εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκε η διάταξη ή αν εξαιτίας της ακυρότητας μπορεί να
ζητηθεί αναίρεση.

161
Το δικαστήριο, όταν απαγγέλλει την ακυρότητα, διατάζει αυτεπαγγέλτως να επαναληφθεί η
πράξη μέσα σε ορισμένη προθεσμία, αν κρίνει ότι αυτό είναι δυνατό, εκτός αν έχει ήδη επέλθει
έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ
Ε

162
Το δικαστήριο διατάζει εγγυοδοσία στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, με την επιφύλαξη
ότι οι διάδικοι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, εκτιμώντας ελεύθερα και καθορίζοντας το
μέγεθος της ποσότητας που πρέπει να δοθεί, καθώς και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να
γίνει η παροχή αυτή.

163
Η εγγυοδοσία γίνεται με την κατάθεση μετρητών χρημάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και
Δανείων. Το γραμμάτιο της κατάθεσης πρέπει να κατατεθεί, μέσα στην προθεσμία του άρθρου 162,
στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία.

164
Το δικαστήριο, όταν διατάζει εγγυοδοσία, μπορεί ύστερα από αίτηση του υποχρέου, να επιτρέψει,
αντί για μετρητά χρήματα, να δοθεί
1) με τίτλους παραστατικούς αξίας, στους οποίους πρέπει να είναι προσαρτημένα τα μη
ληξιπρόθεσμα τοκομερίδια ή οι μη απαιτητές μερισματαποδείξεις,
2) με εγγυητική επιστολή αξιόχρεης τράπεζας,

414
3) με εγγραφή υποθήκης σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα. ι παραστατικοί αξίας τίτλοι
και τα ακίνητα υπολογίζονται για την εγγύηση στα τρία τέταρτα της αξίας τους.

165
1. Η εγγυοδοσία με τίτλους παραστατικούς αξίας γίνεται με την κατάθεσή τους στο Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων. Αν πρόκειται για εγγυοδοσία με ονομαστικούς τίτλους, το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων ανακοινώνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την κατάθεση αυτή στην
ανώνυμη εταιρία που τους έχει εκδώσει, η οποία αμέσως το σημειώνει στα βιβλία της.
2. Το γραμμάτιο που βεβαιώνει την κατάθεση των τίτλων, η εγγυητική επιστολή της αξιόχρεης
τράπεζας και το πιστοποιητικό εγγραφής της υποθήκης πρέπει να κατατεθούν, μέσα στην
προθεσμία του άρθρου 162, στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία. Το
μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό διέταξε την εγγυοδοσία, μπορεί να παρατείνει
την προθεσμία αυτή για δεκαπέντε ημέρες, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.

166
Από την κατάθεση ως εγγυοδοσίας των χρημάτων ή των παραστατικών αξίας τίτλων εκείνος
υπέρ του οποίου έγινε η εγγύηση αποκτά δικαίωμα ενεχύρου επάνω σ' αυτά για την απαίτηση για
την οποία δόθηκε η εγγύηση.

167
Αν μετά τη χορήγηση της εγγύησης γίνει φανερό ότι είναι ανεπαρκής ή αν μεσολαβήσουν νέα
γεγονότα που δικαιολογούν την αντικατάστασή της, μπορεί να ζητηθεί συμπλήρωση ή
αντικατάσταση από το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την
εγγυοδοσία, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Η σχετική αίτηση δεν αναστέλλει την πρόοδο
της κύριας δίκης.

168
Αν πάψει η αιτία για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αυτή αίρεται και αν πραγματοποιηθεί ο λόγος
για τον οποίο δόθηκε, επέρχεται κατάπτωση της εγγύησης υπέρ εκείνου, για τον οποίο είχε δοθεί.
Σχετικά αποφασίζει το μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την
εγγύηση, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

169
Το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε
κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή το διάδικο
που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, για τα έξοδα της διαδικασίας που γίνεται στο ίδιο
δικαστήριο, αν αυτό κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη
καταδίκη του στα έξοδα.

170
Δεν επιτρέπεται εγγυοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 169,
1) αν ο ενάγων ή ο διάδικος που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο έχει το ευεργέτημα της
πενίας,
2) σε περίπτωση ανταγωγής,
3) στις γαμικές διαφορές, στις διαφορές που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων και
γενικά στις μη περιουσιακές διαφορές,
4) στις διαφορές διατροφής,
5) στις διαφορές από συναλλαγματικές ή άλλους τίτλους εις διαταγήν,
6) στις εργατικές διαφορές και στις διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας.

171
εναγόμενος ή ο διάδικος εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση δεν έχει υποχρέωση
να απαντήσει στην αγωγή ή στην κύρια παρέμβαση ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση που
διατάχθηκε. Το δικαστήριο δεν προχωρεί στη συζήτηση του ένδικου μέσου, ώσπου να κατατεθεί η
εγγύηση που διέταξε σχετικά με το ένδικο αυτό μέσο.

415
172
Αν η προθεσμία που ορίστηκε για την εγγυοδοσία περάσει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από
αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγύηση, αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή ή η κύρια
παρέμβαση ή το ένδικο μέσο.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΠΡ ΤΟ
Δ

173
1. Όποιος προκαλεί κύρια ή παρεμπίπτουσα δίκη προκαταβάλλει τα τέλη για τις συζητήσεις της
δίκης αυτής.
2. Όποιος προσβάλλει απόφαση με ένδικο μέσο προκαταβάλλει τα τέλη για την "συζήτησή"* του.
3. διάδικος που προκαλεί διαδικαστική πράξη προκαταβάλλει τα έξοδα και τα τέλη της.
4. Σε δίκες διατροφής, όποιος έχει υποχρέωση σύμφωνα με το νόμο ή με δικαιοπραξία να δώσει
διατροφή, προκαταβάλλει και τα, κατά την κρίση του δικαστή, έξοδα και τέλη του ενάγοντος, έως το
ποσό "των εκατόν πενήντα ευρώ"

Σχόλια: - Η αναπροσαρμογή της παρ. 4 σε 50.000 δρχ. έγινε από την παρ. 3 του άρθ. 7 του ν. 2145/1993
(ΦΕΚ Α 88/28.5.1993)και η μετατροπή σε ευρώ έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 3-5 του Ν. 2943/2001. * Η λέξη
"συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2915/2001 και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος των διατάξεων
του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται στην 1η
Ιανουαρίου 2002.

174
1. Όταν ο νόμος δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τα έξοδα και τέλη που πρέπει να προκαταβληθούν
για κάποια διαδικαστική πράξη ή συζήτηση, τα προσδιορίζει ο δικαστής, στον οποίο εκκρεμεί η δίκη
και, όταν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρος, με πράξη που γράφεται επάνω στη
σχετική αίτηση και κοινοποιείται στον υπόχρεο για να τα προκαταβάλει.
2. Η απόδειξη της προκαταβολής των τελών και εξόδων που έγινε σύμφωνα με το άρθρο 173
πρέπει να προσάγεται στο γραμματέα, όταν συζητείται η υπόθεση ή όταν επιχειρείται η πράξη.

175
υπόχρεος σε προκαταβολή των τελών και εξόδων, αν την παραλείψει, θεωρείται ότι δεν
εμφανίστηκε.
176
διάδικος που νικήθηκε καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα.
εωρείται ότι νικήθηκε και εκείνος, του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση, ως προς το μέρος που ο
αντίδικος δεν ομολόγησε ή αναγνώρισε.

177
Αν ο εναγόμενος δεν προκάλεσε με τη στάση του την άσκηση της αγωγής και αμέσως μετά την
άσκησή της την αποδέχεται ή ομολογεί πλήρως τη βάση της, το δικαστήριο επιβάλλει τα έξοδα στον
ενάγοντα.

178
"1. Σε περίπτωση μερικής νίκης και μερικής ήττας κάθε διαδίκου, το δικαστήριο κατανέμει τα
έξοδα ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας του καθενός".
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ο δικαστής μπορεί να επιβάλει το σύνολο των εξόδων σε
βάρος του ενός μόνο διαδίκου, αν το μέρος που απορρίφθηκε από την αίτηση του άλλου διαδίκου
είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα ή αν ο καθορισμός του μεγέθους
της απαίτησης είχε εξαρτηθεί από την κρίση του δικαστή ή από την εκτίμηση πραγματογνωμόνων.

Σχόλια: Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2915/2001. Σύμφωνα δε με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει από 1.1.2002.

416
179
"Το δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για
διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή σε συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η
ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής".

Σχόλια: Το άρθρο 179 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 2915/2001. Σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (ΦΕΚ Α'203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από
1.1.2002.

180
1. Αν καταδικαστούν περισσότεροι, είτε είναι ομόδικοι είτε όχι, να πληρώσουν τα έξοδα, ενέχονται
κατά ίσα μέρη, το δικαστήριο όμως μπορεί κατά την κρίση του, να κατανείμει τα έξοδα με βάση το
μερίδιο που αναλογεί σε καθέναν επάνω στο επίδικο αντικείμενο.
2. Τα έξοδα της ιδιαίτερης πράξης ή της ιδιαίτερης διαδικασίας που προκάλεσε ένας μόνο
ομόδικος, επιβάλλονται αποκλειστικά σε βάρος του.
3. Αν καταδικάστηκαν περισσότεροι ως συνοφειλέτες εις ολόκληρον, έχουν εις ολόκληρον
υποχρέωση και για την πληρωμή των εξόδων, εφόσον η απόφαση δεν ορίζει διαφορετικά, με την
επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 2.

181
1. Σε περίπτωση κύριας παρέμβασης, τα έξοδα της κύριας δίκης και της παρέμβασης, αν η
τελευταία γίνει δεκτή, επιβάλλονται κατά ίσα μέρη σε βάρος των αρχικών διαδίκων.
2. Αν η κύρια παρέμβαση απορριφθεί ως απαράδεκτη ή άκυρη, όποιος άσκησε την παρέμβαση
καταδικάζεται στα έξοδα των αρχικών διαδίκων τα οποία προκλήθηκαν από την άσκησή της.
3. Αν η κύρια παρέμβαση απορριφθεί στην ουσία, τα έξοδά της επιβάλλονται σε βάρος εκείνου
που άσκησε την παρέμβαση, ενώ τα έξοδα της κύριας δίκης επιβάλλονται, κατά ίσα μέρη, σε βάρος
εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αρχικού διαδίκου που νικήθηκε.
4. ι διατάξεις των άρθρων 178 έως 180 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

182
1. Σε πρόσθετη παρέμβαση τα έξοδα που προκλήθηκαν από αυτήν σε περίπτωση νίκης του
διαδίκου για το συμφέρον του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση επιβάλλονται σε βάρος του
αντιδίκου, ενώ σε περίπτωση ήττας του καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση, σε βάρος εκείνου που
άσκησε την πρόσθετη παρέμβαση.
2. ι διατάξεις των άρθρων 178 ως 180 εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτήν.
3. Στις περιπτώσεις που εκείνος ο οποίος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση θεωρείται ομόδικος
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 180.
183
Τα έξοδα που προκάλεσε η άσκηση και η εκδίκαση ένδικου μέσου επιβάλλονται, σε περίπτωση
που απορριφθεί, σε βάρος του διαδίκου που το άσκησε, ενώ σε περίπτωση που γίνει δεκτό, σε
βάρος του διαδίκου που νικήθηκε˙ οι διατάξεις των άρθρων 176 έως 182 εφαρμόζονται και στην
περίπτωση αυτή.

184
Τα έξοδα της ερήμην δίκης, καθώς και εκείνα που προκάλεσε η αναβολή της συζήτησης ή της
ενέργειας κάποιας διαδικαστικής πράξης, επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που δικάστηκε
ερήμην ή που ζήτησε την αναβολή. Αν η ερημοδικία κριθεί άκυρη ή η αναβολή προκλήθηκε από
υπαιτιότητα του αντιδίκου, τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του.

185
Όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους μπορούν να επιβληθούν σε βάρος του διαδίκου που νίκησε,
1) αν ο δικαστής κρίνει ότι ο διάδικος αυτός δεν τήρησε το καθήκον της αλήθειας,
2) αν καθυστερημένα πρότεινε επιθετικό ή αμυντικό μέσο ή έφερε αποδεικτικό μέσο, ενώ ο
δικαστής κρίνει ότι μπορούσε να το προτείνει ή να το φέρει νωρίτερα,
3) αν έγινε υπαίτιος για την ακυρότητα διαδικαστικής πράξης ή της συζήτησης.

186
1. πάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί
επιμελητές, πληρεξούσιοι ή αντιπρόσωποι των διαδίκων, μάρτυρες και πραγματογνώμονες
417
μπορούν να καταδικαστούν να πληρώσουν τα έξοδα, ύστερα από αίτηση των διαδίκων η και
αυτεπαγγέλτως, α) όταν έγιναν υπαίτιοι, από βαριά αμέλεια ή από δόλο, ακυρότητας διαδικαστικής
πράξης ή συζήτησης ή αναβολής της ή αν προξένησαν περιττά έξοδα, και β) όταν το ορίζει ρητώς ο
νόμος.
2. Η απόφαση μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή, σύμφωνα με τα άρθρα 583 επ.

187
ε την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας των ενδιαφερομένων, τα έξοδα του δικαστικού
συμβιβασμού επιβαρύνουν εξίσου τους διαδίκους, ενώ τα έξοδα της καταργούμενης δίκης
συμψηφίζονται.

188
1. Αν γίνει ανάκληση διαδικαστικής πράξης ή παραίτηση είτε από αυτήν είτε από όλη τη δίκη, τα
έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που ανακαλεί ή παραιτείται.
2. Σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής ή ένδικου μέσου, τα έξοδα της δίκης, που τερματίζεται με
την αποδοχή, επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που αποδέχεται, με την επιφύλαξη της διάταξης
του άρθρου 177.

189
1. Αποδίδονται μόνο τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και
υπεράσπιση της δίκης και ιδίως
α) τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών
εκθέσεων και των άλλων εγγράφων της δίκης και για την ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων,
β) το τέλος δικαστικού ενσήμου,
γ) η αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων,
σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν,
δ) τα ποσά που καταβάλλονται στους μάρτυρες για έξοδα και αποζημίωση, καθώς και στους
πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν,
ε) τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα
έξοδα ταξιδιού και αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος για να εμφανιστεί στη δίκη.
2. Δεν αποδίδονται τα έξοδα που έγιναν
α) από απείθεια, απροσεξία ή σφάλμα του ίδιου του διαδίκου,
β) από υπερβολική πρόνοιά του.

190
1. ια τον προσδιορισμό και την εκκαθάριση του ποσού των εξόδων που πρέπει να αποδοθούν,
κάθε διάδικος πρέπει να επισυνάψει στη δικογραφία, ως την "συζήτηση"* στο ακροατήριο,
κατάλογο των εξόδων και να φέρει, ως το τέλος της συζήτησης, τις παρατηρήσεις του για τον
κατάλογο εξόδων που έχει υποβάλλει ο αντίδικός του.
2. κατάλογος της παραγράφου 1 μπορεί να περιληφθεί και στις προτάσεις που υποβάλλονται
στην "συζήτηση"* στο ακροατήριο.
3. ια την εκκαθάριση των εξόδων αρκεί πιθανολόγηση.

Σχόλια: - Η λέξη "συζήτηση" των παρ. 1 και 3 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1
παρ. 1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002.

191
1. Όταν το δικαστήριο αποφασίζει οριστικά για ολόκληρη την κύρια ή την παρεμπίπτουσα δίκη ή
για ένα μέρος της, πρέπει, εφόσον έχει υποβληθεί ο κατάλογος του άρθρου 190, να περιλάβει
διάταξη στην απόφαση για την υποχρέωση της πληρωμής των εξόδων, καθορίζοντας και το ποσό
τους.
2. Αν δεν υποβληθεί ο κατάλογος εξόδων, το δικαστήριο προχωρεί στην εκκαθάρισή τους, αν έχει
υποβληθεί αίτημα για την επιδίκασή τους.
3. Αν η απόφαση δεν περιέχει διάταξη για τα έξοδα, μπορεί να υποβληθεί σχετική αίτηση στο ίδιο
δικαστήριο.

418
192
Σε περίπτωση αποδοχής ή ανάκλησης διαδικαστικής πράξης ή παραίτησης, είτε από αυτήν είτε
από ολόκληρη τη δίκη, αν εκδίδεται οριστική απόφαση, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο
191, διαφορετικά η εκκαθάριση των εξόδων γίνεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ. από το
μονομελές πρωτοδικείο ή από το ειρηνοδικείο, για τις δίκες που διεξάγονται σ' αυτό.

193
Δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν
περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΔΕ ΤΕΡΟ


Ε

194
1. Το ευεργέτημα της πενίας παρέχεται σε όποιον αποδεδειγμένα δεν μπορεί να καταβάλει τα
έξοδα της δίκης χωρίς να περιοριστούν από αυτό τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή του ίδιου και
της οικογένειάς του.
2. Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να δοθεί και σε νομικά πρόσωπα κοινωφελή ή που δεν
επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό καθώς και σε ομάδες προσώπων που έχουν την ικανότητα να
είναι διάδικοι, αν αποδεικνύουν ότι με την προκαταβολή των εξόδων γίνεται πια αδύνατη ή
προβληματική η εκπλήρωση του σκοπού τους.
3. Η διάταξη της παραγράφου 2 εφαρμόζεται και σε ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρίες, καθώς
και σε συνεταιρισμούς, εφόσον η καταβολή των εξόδων δεν μπορεί να γίνει ούτε από το ταμείο τους
ούτε από τα μέλη, χωρίς να περιοριστούν τα απαραίτητα μέσα για τη διατροφή των ίδιων και της
οικογένειάς τους.
4. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται μόνο εφόσον η δίκη δεν παρουσιάζεται φανερά άδικη ή
ασύμφορη.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

195
1. ε τις προ ποθέσεις του άρθρου 194 επιτρέπεται να δοθεί το ευεργέτημα της πενίας και σε
αλλοδαπούς, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας.
2. πορεί να δοθεί το ευεργέτημα της πενίας και σε πρόσωπα που αποδεδειγμένα δεν έχουν
ιθαγένεια, με τους ίδιους όρους που ισχύουν και για τους λληνες.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

196
1. Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται ύστερα από αίτηση, από τον ειρηνοδίκη, το δικαστή του
μονομελούς πρωτοδικείου ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να
εισαχθεί η δίκη και, αν πρόκειται για πράξεις που είναι άσχετες με δίκη, από τον ειρηνοδίκη της
κατοικίας του αιτούντος.
2. Η αίτηση πρέπει να αναφέρει συνοπτικά το αντικείμενο της δίκης ή της πράξης, τα αποδεικτικά
μέσα που υπάρχουν για την κύρια υπόθεση, καθώς και τα στοιχεία που βεβαιώνουν τη συνδρομή
των προ ποθέσεων του άρθρου 194.
3. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται
α) πιστοποιητικό, ατελώς, του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας, όπου είναι η κατοικία ή
η μόνιμη διαμονή του αιτούντος, το οποίο βεβαιώνει την επαγγελματική, οικονομική και
οικογενειακή κατάστασή του, καθώς και όσα ορίζονται στο άρθρο 194 παράγραφοι 1 έως 3,
β) πιστοποιητικό ατελώς, του οικονομικού εφόρου της κατοικίας ή της μόνιμης διαμονής του
αιτούντος το οποίο βεβαιώνει αν ο αιτών υπέβαλε κατά την τελευταία τριετία δήλωση φόρου

419
εισοδήματος ή οποιουδήποτε άλλου άμεσου φόρου, καθώς και την εξακρίβωσή της, ύστερα από
έλεγχο, και
γ) στις περιπτώσεις του άρθρου 195 παράγραφος 1, πιστοποιητικό, ατελώς, του πουργείου
Δικαιοσύνης, το οποίο βεβαιώνει ότι συντρέχει ο όρος της αμοιβαιότητας.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

197
1. Όταν δικάζεται η αίτηση, δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο και μπορεί να
διαταχθεί η κλήτευση του αντιδίκου του αιτούντος. ια την παραδοχή της αίτησης αρκεί
πιθανολόγηση, το δικαστήριο όμως μπορεί να ζητήσει και αυτεπαγγέλτως συμπληρωματικές
αποδείξεις, να εξετάσει μάρτυρες, καθώς και τον αιτούντα, με όρκο ή χωρίς όρκο, όπως επίσης να
ζητήσει πληροφορίες από το δικαστή της υπόθεσης και γνώμη δικηγόρου ότι η διεξαγωγή της δίκης
δεν εμφανίζεται φανερά άδικη ή ασύμφορη.
2. δικαστής που δικάζει την αίτηση, όταν διατάζει να κλητευθεί ο αντίδικος του αιτούντος,
μπορεί να ορίσει ότι η εκδίκαση της αίτησης θα συνεχιστεί ατελώς.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

198
Το ευεργέτημα της πενίας δίνεται χωριστά για κάθε δίκη, ισχύει για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας για
κάθε δικαστήριο και περιλαμβάνει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

199
1. Όποιος έλαβε το ευεργέτημα της πενίας απαλλάσσεται προσωρινά από την υποχρέωση να
καταβάλει τα έξοδα της δίκης και γενικά της διαδικασίας, ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος
δικαστικού ενσήμου, το τέλος του απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα δικαιώματα των
συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων,
την αμοιβή των δικηγόρων και άλλων δικαστικών πληρεξουσίων, καθώς και από την υποχρέωση
εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.
2. ε την απόφαση που χορηγεί το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να οριστεί ότι ο άπορος
απαλλάσσεται προσωρινά από την προκαταβολή ενός μέρους μόνο από τα έξοδα αυτά.
3. Η παραχώρηση του ευεργετήματος της πενίας δεν επηρεάζει την υποχρέωση να πληρωθούν
τα έξοδα που επιδικάστηκαν στον αντίδικο.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

200
1. στερα από αίτηση του διαδίκου, η απόφαση που χορηγεί το ευεργέτημα της πενίας ή και
μεταγενέστερη απόφαση διορίζει ένα δικηγόρο ή δικολάβο, ένα συμβολαιογράφο και ένα δικαστικό
επιμελητή, με την εντολή να υπερασπιστούν τον άπορο, να τον εκπροσωπήσουν στο δικαστήριο
και να του δώσουν τη βοήθεια που χρειάζεται για να γίνουν οι διάφορες πράξεις. Αυτοί έχουν
υποχρέωση να δεχτούν την εντολή και να δίνουν τη βοήθειά τους στον άπορο χωρίς αξίωση
προκαταβολής αμοιβής ή δικαιωμάτων.

420
2. διορισμός δικηγόρου ή δικολάβου με την απόφαση ισχύει ως παροχή δικαστικής
πληρεξουσιότητας από τον άπορο, στην έκταση που ορίζει το άρθρο 97, εκτός αν η απόφαση,
ύστερα από αίτηση του απόρου, την περιορίζει ή την επεκτείνει.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

201
Το ευεργέτημα της πενίας παύει με το θάνατο του φυσικού προσώπου ή με τη διάλυση του
νομικού προσώπου ή της εταιρίας ή άλλης ομάδας προσώπων. Πράξεις που δεν επιδέχονται
αναβολή μπορούν να ενεργηθούν και αργότερα με βάση το ευεργέτημα που δόθηκε.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

202
Το ευεργέτημα της πενίας μπορεί να ανακληθεί ή να περιοριστεί με απόφαση του αρμόδιου
δικαστή, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι
προ ποθέσεις της παροχής του είτε δεν υπήρχαν εξαρχής, είτε έπαψαν να υπάρχουν αργότερα,
είτε μεταβλήθηκαν.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

203
1. Η εκκαθάριση των εξόδων της δίκης, όταν είχε προηγηθεί ευεργέτημα πενίας, γίνεται σύμφωνα
με τα άρθρα 190 έως 193 και περιλαμβάνει όσα έξοδα δεν είχαν προκαταβληθεί προσωρινά
σύμφωνα με το άρθρο 199.
2. Αν η απόφαση επιβάλει τα έξοδα σε βάρος του αντιδίκου του απόρου, η είσπραξη των τελών
χαρτοσήμου, του δικαστικού ενσήμου, του απογράφου και του αντιγράφου, καθώς και των
προσαυξήσεών τους γίνεται σύμφωνα με το νόμο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, ενώ
εκείνων που οφείλονται στον άπορο, τους δικηγόρους ή άλλους δικαστικούς πληρεξούσιους και
στους άλλους δικαστικούς υπαλλήλους επιδικάζονται στα πρόσωπα αυτά και εισπράττονται κατά
τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης. ε τον ίδιο τρόπο γίνεται η είσπραξη των εξόδων, αν
επιβληθούν σε βάρος του απόρου, αμέσως μόλις πάψουν να υπάρχουν όλες ή μερικές από τις
προ ποθέσεις για την παροχή του ευεργετήματος της πενίας και βεβαιωθεί αυτό με τον τρόπο που
ορίζει το άρθρο 202.

Σχόλια: *Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής
βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου,
αποκλείεται η εφαρμογή του εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως
204)"

204
Αν οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους πέτυχαν την παροχή του ευεργετήματος της
πενίας με αναληθείς δηλώσεις και στοιχεία, ο δικαστής που αποφασίζει την ανάκληση του
ευεργετήματος τους καταδικάζει σε χρηματική ποινή "από ένα ευρώ και πενήντα λεπτά (1,50) ως
δεκαπέντε (15) ευρώ" που περιέρχονται στο Ταμείο Νομικών, χωρίς να αποκλείεται υποχρέωσή
τους να καταβάλουν τα ποσά από τα οποία είχαν απαλλαγεί, ούτε και η ποινική τους δίωξη.

Σχόλια: Η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ έγινε με τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001. *Σύμφωνα
με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24): "1. Για την παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις
αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, αποκλείεται η εφαρμογή του
εικοστού δεύτερου κεφαλαίου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 194 έως 204)"

421
Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ
Π

205
Το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφασή του, επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο
αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική
ποινή "από εκατόν πενήντα έως οκτακόσια ογδόντα ευρώ", που περιέρχονται στο Ταμείο Νομικών,
αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι, αν και το γνώριζαν 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή,
ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανώς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή
δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας.

Σχόλια: - Η αναπροσαρμογή των ποσών έγινε από την παρ. 4 του άρθ. 7 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993) και η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ έγινε με τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001.

206
δικαστής μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει να
διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες
φράσεις και να επιβάλει, αν έγιναν στο ακροατήριο ασυγχώρητες παραδρομές και παραβάσεις,
πειθαρχικές ποινές σε υπαλλήλους της γραμματείας, συμβολαιογράφους και δικαστικούς
επιμελητές.

207
1. Αν όταν ενεργείται κάποια πράξη, είτε στο ακροατήριο είτε και έξω από αυτό, γίνει θόρυβος ή
εκδηλωθεί ανυπακοή στα μέτρα που έχουν ληφθεί ή στις διαταγές που δόθηκαν, ο δικαστής και, αν
πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρος έχει εξουσία να επιβάλει σ' αυτόν που θορυβεί ή
στον παραβάτη είτε χρηματική ποινή "από είκοσι εννέα έως διακόσια ενενήντα ευρώ", είτε την
απομάκρυνσή του από τον τόπο όπου ενεργείται η πράξη, είτε κράτηση 24 ωρών.
2. Αν αυτός που θορυβεί ή ο παραβάτης είναι δικηγόρος, το δικαστήριο, είτε πρόκειται για
συνεδρίαση στο ακροατήριο, είτε πρόκειται για ενέργεια πράξης έξω από αυτό, μπορεί να
εφαρμόσει τα άρθρα 70, 71 και 73 του Δικηγορικού Κώδικα.
3. ι πράξεις αυτές μπορούν να ανακληθούν από εκείνον που τις έχει εκδώσει.
4. Κατά τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων στο ακροατήριο εφαρμόζονται και τα άρθρα 116 και
117 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Σχόλια: - Η αναπροσαρμογή των ποσών έγινε από την παρ. 5 του άρθ. 7 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993) - Η μετατροπή σε ευρώ έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 ,4 και 5 του ν. 2943/2001.

ΔΕ ΤΕΡΟ Ι ΙΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΡ ΤΟ Α ΜΙΑ ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Α

208
1. ειρηνοδίκης είναι υποχρεωμένος κατά την "συζήτηση"* στο ακροατήριο οποιασδήποτε
υπόθεσης που δικάζει και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει να συμβιβάσει τους διαδίκους.
Η συζήτηση της υπόθεσης προχωρεί μόνο αν αποτύχει η απόπειρα συμβιβασμού. Η παράλειψή
της δεν προκαλεί απαράδεκτο ή ακυρότητα.
2. ειρηνοδίκης μπορεί να ζητήσει να γίνει η απόπειρα του συμβιβασμού από άλλον ειρηνοδίκη
άλλης περιφέρειας, αν κρίνει ότι αυτό είναι σκόπιμο για την επιτυχία του συμβιβασμού.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 1 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002.

209
1. Όποιος έχει την πρόθεση να ασκήσει αγωγή μπορεί πριν από την κατάθεσή της να ζητήσει τη
συμβιβαστική επέμβαση του κατά τόπο αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής ειρηνοδίκη, έστω και
αν αυτός είναι καθ' ύλην αναρμόδιος. ια το σκοπό αυτόν ή υποβάλλεται αίτηση προς τον

422
ειρηνοδίκη, στην οποία πρέπει να αναγράφεται συνοπτικά το αντικείμενο της διαφοράς ή
εμφανίζονται αυθόρμητα οι ενδιαφερόμενοι ενώπιόν του.
2. ειρηνοδίκης, όταν υποβληθεί αίτηση συμβιβασμού καλεί ενώπιόν του το συντομότερο σε
ορισμένη ημέρα και ώρα όλους τους ενδιαφερομένους.
Η πρόσκληση του ειρηνοδίκη πρέπει να αναφέρει με συντομία τη διαφορά. Αν προσέλθουν
αυθόρμητα όλοι οι ενδιαφερόμενοι, ο ειρηνοδίκης μπορεί αμέσως να προχωρήσει σε συμβιβαστική
επέμβαση. Η συμβιβαστική επέμβαση του ειρηνοδίκη δεν είναι ανάγκη να γίνεται δημόσια, όμως για
την επέμβαση αυτή τηρούνται πρακτικά.
3. Αν αυτός που υπέβαλε την αίτηση δεν εμφανιστεί, η αίτηση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ
και καταδικάζεται αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αν δεν εμφανιστεί κάποιος από αυτούς που
κλήθηκαν, αναφέρεται αυτό στα πρακτικά και η συμβιβαστική επέμβαση του ειρηνοδίκη θεωρείται
ότι απέτυχε.

210
1. ειρηνοδίκης κατά την απόπειρα συμβιβασμού ή τη συμβιβαστική επέμβαση εξετάζει μαζί με
τους ενδιαφερομένους ολόκληρη τη διαφορά χωρίς να δεσμεύεται από το ισχύον δικονομικό και
ουσιαστικό δίκαιο, εκτιμά ελεύθερα τα διάφορα πραγματικά περιστατικά και προσπαθεί να βρει
τρόπο συμβιβασμού. δίως έχει το δικαίωμα να διατάζει αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, την
προσαγωγή οποιουδήποτε εγγράφου, την προσωπική εμφάνιση των διαδίκων και μπορεί να
εξετάζει μάρτυρες, έστω και χωρίς όρκο, και γενικά να ενεργεί οποιαδήποτε πράξη για να
διευκρινιστεί η διαφορά.
2. συμβιβασμός μπορεί να αφορά ολόκληρη τη διαφορά ή μόνο μέρος της.
3. ειρηνοδίκης έχει δικαίωμα να αναβάλει μόνο μία φορά τη συζήτηση για το συμβιβασμό ή να
ορίζει άλλη ημέρα και ώρα για τη συμβιβαστική του επέμβαση, αν θεωρεί ότι μπορεί έτσι να
επιτευχθεί ο συμβιβασμός.

211
1. Αν αμφισβητούνται ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ο συμβιβασμός μπορεί να εξαρτηθεί,
εφόσον συμφωνούν σ' αυτό όλοι οι ενδιαφερόμενοι, από τη δόση όρκου από κάποιον από αυτούς.
όρκος πρέπει να δίνεται στην ίδια συνεδρίαση, και αν αυτό δεν είναι δυνατό, ο ειρηνοδίκης ορίζει
αμέσως δικάσιμο στην οποία πρέπει να δοθεί ο όρκος.
2. Αν δεν δοθεί ο όρκος, ο συμβιβασμός θεωρείται ότι απέτυχε, και αυτός που δεν έδωσε τον
όρκο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

212
1. ια τις ενέργειες του ειρηνοδίκη προς συμβιβασμό γίνεται σύντομη αναφορά στα πρακτικά.
2. Αν η απόπειρα συμβιβασμού ή η συμβιβαστική επέμβαση αποτύχουν, γίνεται σχετική αναφορά
στα πρακτικά και σημειώνεται από τον ειρηνοδίκη ο λόγος της αποτυχίας.
3. Αν επιτευχθεί συμβιβασμός, αναγράφονται λεπτομερώς στο πρακτικό όλοι οι όροι του.
4. συμβιβασμός που έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 208 και επόμενα έχει όλα τα αποτελέσματα
του δικαστικού συμβιβασμού.

213
Δεν γίνεται απόπειρα συμβιβασμού και θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ η αίτηση
συμβιβαστικής επέμβασης, αν δεν συντρέχουν οι προ ποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου για να
είναι έγκυρος ο συμβιβασμός˙ στην περίπτωση αυτή γίνεται σχετική σημείωση στα πρακτικά.

214
Η υποβολή αίτησης για συμβιβαστική επέμβαση του ειρηνοδίκη έχει όλες τις συνέπειες της
άσκησης αγωγής, εφόσον αυτή ασκηθεί μέσα σε τρεις μήνες από την αποτυχία της συμβιβαστικής
επέμβασης.

214 Α
"1. Αγωγές, που έχουν ως αντικείμενό τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες υπάγονται στην
καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, για τις οποίες
επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός, δεν μπορεί να συζητηθούν,
αν δεν προηγηθεί απόπειρα "εξώδικης* επίλυσης"*, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων
παραγράφων.

423
2. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και τον ορισμό δικασίμου ο γραμματέας
θέτει στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα ευδιάκριτη σφραγίδα ότι συζήτηση δεν επιτρέπεται αν δεν
προηγηθεί απόπειρα "εξώδικης* επίλυσης της διαφοράς"*.
"3. Στην κλήση για συζήτηση πρέπει να περιλαμβάνεται και πρόσκληση προς τον εναγόμενο να
προσέλθει στο γραφείο του δικηγόρου του ενάγοντος ή στα γραφεία του δικηγορικού συλλόγου του
τελευταίου ορισμένη ημέρα και ώρα, με αντικείμενο την απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς.
Αν η επίσπευση γίνεται από τον εναγόμενο ή από άλλο διάδικο, αυτός προσκαλεί τον αντίδικο στο
γραφείο του δικηγόρου του ή στα γραφεία του δικηγορικού συλλόγου του τελευταίου.
προσκαλούμενος οφείλει να παραστεί με δικηγόρο ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο εφοδιασμένο
με την κατά το άρθρο 98 ειδική πληρεξουσιότητα. Στη συνάντηση μπορεί να κληθεί και ο τυχόν
προσεπικαλούμενος. ι δικηγόροι μπορούν από κοινού να ορίσουν άλλη ημερομηνία συνάντησης
ή να αναβάλλουν τη συνάντηση για άλλη ημέρα και ώρα σε ορισμένο τόπο. ι συναντήσεις για την
εξώδικη επίλυση της διαφοράς πραγματοποιούνται μέσα στο χρονικό διάστημα από την πέμπτη
ημέρα μετά την επίδοση της αγωγής έως την τριακοστή πέμπτη ημέρα πριν από τη δικάσιμο."
4. Κατά τη συνάντηση οι διάδικοι με τους δικηγόρους τους ή εκπροσωπούμενοι από τους
πληρεξούσιους δικηγόρους τους, επικουρούμενοι, εφόσον το επιθυμούν, και από τρίτο πρόσωπο
κοινής επιλογής, εξετάζουν ολόκληρη τη διαφορά καθώς και την τυχόν ανταγωγή του εναγομένου,
χωρίς να δεσμεύονται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. ρησιμοποιούν όλα τα πρόσφορα
μέσα για να εξακριβώσουν τα κρίσιμα περιστατικά και τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας τους,
καθώς και τις συνέπειες που δέχονται ή αμφισβητούν, ώστε να επιτύχουν αμοιβαίως αποδεκτή
λύση της διαφοράς, εν όλω ή εν μέρει. Το τρίτο πρόσωπο κοινής επιλογής που μετέσχε τυχόν στη
συνάντηση, έστω και σε μέρος της, αν η απόπειρα αποτύχει εν όλω ή εν μέρει και ακολουθήσει
συζήτηση της διαφοράς, δεν εξετάζεται ως μάρτυρας ούτε μπορεί να οριστεί ως
πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος ούτε επιτρέπεται να μετάσχει στην εκδίκαση με
οποιαδήποτε ιδιότητα.
5. Αν οι διάδικοι καταλήξουν σε ολική ή μερική λύση της διαφοράς, συντάσσεται ατελώς πρακτικό
στο οποίο αναγράφεται το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του
αναγνωριζόμενου δικαιώματος, το ποσό της οφειλόμενης παροχής και οι τυχόν όροι υπό τους
οποίους θα εκπληρωθεί. Η συμφωνία περιορίζεται στα όρια της ένδικης διαφοράς. Καθορίζονται
επίσης και επιβάλλονται τα έξοδα κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 επ.. Το πρακτικό
χρονολογείται και υπογράφεται από τους διαδίκους ή από τους δικηγόρους τους, αν έχουν την κατά
το άρθρο 98 ειδική πληρεξουσιότητα, σε τόσα αντίτυπα όσοι οι αντιδικούντες διάδικοι ή ομάδες
διαδίκων.
6. Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει από τον
πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή, την επικύρωσή
του. πρόεδρος αφού διαπιστώσει: α) ότι η διαφορά είναι δεκτική "εξώδικης"* επίλυσης, σύμφωνα
με την παράγραφο 1, β) ότι το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου
εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου και γ) ότι από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του
αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το τυχόν ποσόν της οφειλόμενης παροχής, επικυρώνει το
πρακτικό. Αν η διαφορά περιλαμβάνει και καταψήφιση, το πρακτικό από την επικύρωση του
αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ο πρόεδρος το περιάπτει ταυτόχρονα με τον εκτελεστήριο τύπο. Αν η
διαφορά έχει χαρακτήρα απλώς αναγνωριστικό, το πρακτικό αποδεικνύει το δικαίωμα. Σε κάθε
περίπτωση με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης. Αν η επικυρούμενη
συμφωνία καλύπτει μέρος της διαφοράς, η κατάργηση της δίκης επέρχεται μόνο κατά τούτο.
7. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, συντάσσεται και υπογράφεται πρακτικό αποτυχίας της
απόπειρας "εξώδικης* επίλυσης διαφοράς"*, στο οποίο μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της
αποτυχίας. Αν δεν υπογραφεί κοινό πρακτικό, συντάσσεται από το δικηγόρο του ενάγοντος ή άλλου
επισπεύδοντος δήλωση στην οποία μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της αποτυχίας. Όμοια δήλωση
μπορεί να συνταχθεί και από το δικηγόρο του αντιδίκου. Το πρακτικό αποτυχίας ή οι δηλώσεις
κατατίθενται κατά τη συζήτηση μαζί με τις προτάσεις. Σε περίπτωση μερικής συμφωνίας δεν
απαιτείται να συνταχθεί ιδιαίτερο πρακτικό αποτυχίας ούτε δηλώσεις.
8. Συζήτηση της αγωγής μπορεί να γίνει μόνο: α) αν από το κοινό πρακτικό ή δήλωση, κατά τις
διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, προκύπτει ότι η απόπειρά "εξώδικης* επίλυσης της
διαφοράς"* απέτυχε εν όλω ή εν μέρει και β) αν διάδικος αρνήθηκε ή δεν προσήλθε να μετάσχει
στην απόπειρα. Η άρνηση ή η μη προσέλευση διαδίκου πρέπει να προκύπτει από δήλωση του
δικηγόρου του αντιδίκου, που κατατίθεται κατά τη συζήτηση μαζί με τις προτάσεις. ευδής δήλωση
τιμωρείται κατά το άρθρο 225 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα.

424
9. Το απαράδεκτο της συζήτησης λόγω παράλειψης της απόπειρας "εξώδικης"* επίλυσης της
διαφοράς μπορεί να προταθεί και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως μόνο κατά την συζήτηση**
της διαφοράς στον πρώτο βαθμό. (***).
10. Η τήρηση της διαδικασίας των προηγούμενων παραγράφων δεν είναι υποχρεωτική ως προς
τις παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και άλλες παρεμπίπτουσες αγωγές.
11. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας η για ακύρωση της δήλωσης βούλησης που περιέχεται
στο κατά την παράγραφο 5 πρακτικό ασκείται ενώπιον του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου
συντάχθηκε το πρακτικό, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της κατά την
παράγραφο 6 επικυρωτικής πράξης του προέδρου. Αν η συμφωνία ακυρωθεί, η εκκρεμοδικία
λογίζεται ότι δεν καταργήθηκε ποτέ. Σε περίπτωση μερικής ακύρωσης, η εκκρεμοδικία αναβιώνει
μόνο κατά τούτο. Νέα απόπειρα "εξώδικης* επίλυσης της διαφοράς"* δεν απαιτείται. Η διάταξη του
άρθρου 184 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως".

Σχόλια: -Το παρόν άρθρο, που είχε προστεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2298/1995 (Α'
62/04.04.1995) και το περιεχόμενο του οποίου καταργήθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 6 του Ν. 2479/1997,
προστέθηκε εκ νέου με την παρ. 2 της ως άνω διάταξης, κατά δε την παρ. 4 έχει έναρξη ισχύος την 16.09.2000. *
Η πρώην λέξη "συμβιβαστική" των παρ. 1, 2, 6, 7, 8, 9 και 11 αντικαταστάθηκε από τη λέξη "εξώδικη" με την
παρ. 2 άρθρου 3 Ν. 2915/2001. ** Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 9 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση",
σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν.
2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο
περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002. – Η παρ. 3 τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3043/2002 (Α' 192/21.08.2002). -*** Το εδάφιο της παρ. 9 (Μετά τη
συζήτηση αυτή μπορεί να εξεταστεί μόνο αν προταθεί εκ νέου από το διάδικο που το είχε προτείνει παραδεκτά
στην πρώτη συζήτηση)ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ Α 109 και η
κατάργηση αυτή ισχύει από 1.1.2002 σύμφωνα με τον νόμο 2943/2001 ΦΕΚ Α 203 άρθρο 15.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ

215
1. Η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο
απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο. Κάτω από το δικόγραφο που
κατατέθηκε συντάσσεται έκθεση στην οποία αναφέρεται η ημέρα, ο μήνας και το έτος της
κατάθεσης, καθώς και το ονοματεπώνυμο του καταθέτη. Αναφορά του δικογράφου της αγωγής που
κατατέθηκε γίνεται χωρίς καθυστέρηση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο. Στο βιβλίο αυτό
αναγράφονται με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά οι αγωγές που κατατίθενται και
αναφέρονται τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, η χρονολογία της κατάθεσης και το αντικείμενο της
διαφοράς.
2. Στα ειρηνοδικεία στων οποίων την έδρα δεν υπάρχουν διορισμένοι δικηγόροι ή δικολάβοι η
αγωγή μπορεί να ασκηθεί και προφορικά ενώπιον του ειρηνοδίκη με τη σύνταξη σχετικής έκθεσης.
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ορισμοί της προηγούμενης παραγράφου και των άρθρων
226 και 229˙ οι διαδικαστικές πράξεις των διαδίκων, στις οποίες περιλαμβάνονται και αυτές που
γίνονται εκτός του ακροατηρίου, μπορούν να γίνουν και προφορικά ενώπιον του ειρηνοδίκη.

216
1. Η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει
α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και
δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου,
β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς,
γ) ορισμένο αίτημα.
2. Στην αγωγή αναφέρεται
α) προκειμένου για δίκες περιουσιακών σχέσεων η χρηματική αξία του επίδικου αντικειμένου και
β) τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου.

217
ι διατάξεις για την αγωγή εφαρμόζονται και σε κάθε δικόγραφο εισαγωγικό δίκης, εκτός αν
ορίζει διαφορετικά ο νόμος.

425
218
1. Περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου οι οποίες πηγάζουν από
την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή
διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής
α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους,
β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται
γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου,
δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας,
ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση.
2. Αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προ ποθέσεις της παραγράφου 1,
διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ' ύλην ή
κατά τόπον αναρμοδιότητας εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47.

219
1. Αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, μπορεί όμως ο ενάγων για την περίπτωση που
απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής να τη στηρίξει σε άλλη βάση ή να υποβάλει άλλη
αίτηση που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση.
2. Η επιβοηθητική σύμφωνα με τη παράγραφο 1 άσκηση αγωγής μπορεί να γίνει με το ίδιο ή
άλλο δικόγραφο.
3. ι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στην ανταγωγή.

220
1. Αγωγές, στις οποίες περιλαμβάνονται και αναγνωριστικές ή ανακοπές εμπράγματες, μικτές ή
νομής, εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα νομής, οι οποίες αφορούν ακίνητα, εγγράφονται ύστερα
από αίτηση του ενάγοντος ή ανακόπτοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας
όπου βρίσκεται το ακίνητο μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή τους, διαφορετικά
απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες.
2. Αν οι αγωγές και ανακοπές που εγγράφηκαν στα βιβλία διεκδικήσεων είναι φανερά αβάσιμες,
διατάσσεται η διαγραφή τους, κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 επ. Στη συζήτηση κλητεύεται
υποχρεωτικά αυτός που έχει καταθέσει την αγωγή ή ανακοπή που πρέπει να διαγραφεί. ετά μια
δεκαετία από την κατάθεση, η διαγραφή μπορεί να διαταχθεί και χωρίς κλήτευση, αν κατά την κρίση
του δικαστηρίου αυτή είναι δύσκολη.
3. ε διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του πουργού της Δικαιοσύνης ορίζεται ο
τρόπος που τηρούνται τα βιβλία διεκδικήσεων.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Σ

221
1. ε την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια
α) εκκρεμοδικία,
β) το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του δικαστηρίου,
γ) την προτίμηση ανάμεσα σε περισσότερα αρμόδια δικαστήρια, και η επίδοσή της έχει ως
συνέπεια τα αποτελέσματα που το ουσιαστικό δίκαιο ορίζει ότι επέρχονται από την έγερση της
αγωγής.
2. Εκκρεμοδικία συνεπάγεται και η υποβολή, ενώ διαρκεί η δίκη, αίτησης με την οποία
επιδιώκεται καταψήφιση, αναγνώριση ή διάπλαση, καθώς και η πρόταση ένστασης συμψηφισμού.

222
1. Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε
δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον
εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα.
2. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή
προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η
εκδίκασή της εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη.

426
223
Όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ'
εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό να
περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να ζητήσει
1) τα παρεπόμενα του κύριου αντικειμένου της αγωγής και
2) αντί γι' αυτό που ζητήθηκε αρχικά άλλο αντικείμενο ή το διαφέρον εξαιτίας μεταβολής που
επήλθε.

224
"Είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. ε τις προτάσεις που κατατίθενται κατά
την παράγραφο 1 του άρθρου 237 ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μπορεί ο ενάγων να
συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η
βάση της αγωγής."

Σχόλια: Το άρθρο 224 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του Ν. 2915/2001. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του
άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α' 203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος άρ. αρχίζει από 1.1.2002.

225
1. Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το
επίδικο πράγμα ή δικαίωμα να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα.
2. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος
δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση.
3. Αν ο ενάγων μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή σύστησε εμπράγματο δικαίωμα, δεν
μπορεί να προταθεί εναντίον του έλλειψη νομιμοποίησης, εκτός αν η απόφαση που θα εκδοθεί δεν
δεσμεύει τον ειδικό διάδοχο.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ε

226
1. Το πρωτότυπο της αγωγής που κατατέθηκε φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου.
"2. Αμέσως μετά την κατάθεση της αγωγής ο γραμματέας, με βάση τη σημείωση στο πρωτότυπο
της αγωγής της ημέρας και ώρας συζήτησής της, την εγγράφει στο πινάκιο του δικαστηρίου, όπου
σημειώνει το όνομα και το επώνυμο των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, καθώς και το
αντικείμενο της δίκης.
3. Το πινάκιο είναι βιβλίο με αριθμημένες σελίδες, μονογραφημένες από τον πρόεδρο του
δικαστηρίου ή τον ειρηνοδίκη, στο οποίο καταχωρίζονται οι υποθέσεις που θα συζητηθούν σε κάθε
δικάσιμο. πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο ειρηνοδίκης ορίζει τον αριθμό των υποθέσεων που θα
εκδικασθούν σε κάθε δικάσιμο.
4. δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση σημειώνει στο πινάκιο αν η συζήτηση έγινε κατ'
αντιμωλία ή ερήμην ή αναβλήθηκε ή ματαιώθηκε. Αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει
αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που
πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη
δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων
των διαδίκων. Αν ματαιωθεί η συνεδρίαση για οποιονδήποτε λόγο, οι υποθέσεις που είναι
γραμμένες σ' αυτήν μεταφέρονται με επιμέλεια των διαδίκων στις επόμενες συνεδριάσεις, ακόμη και
με υπέρβαση του ορισμένου αριθμού, και ο αντίδικος αυτού που επισπεύδει τη συζήτηση καλείται
πάντοτε στη νέα δικάσιμο. Στην περίπτωση αυτή η εγγραφή, η κλήση και η επίδοσή της γίνονται
ατελώς. Το ίδιο ισχύει και όταν είναι αναγκαία η ανασυζήτηση της υπόθεσης."
"5. Κάθε αίτημα προτίμησης που υποβάλλεται από διάδικο για ορισμό ημέρας συζήτησης
αίτησης, αγωγής ή ενδίκου μέσου ενώπιον παντός δικαστηρίου, οιασδήποτε διαδικασίας,
διαφορετικής από εκείνη που, κατά τη νόμιμη σειρά, πρέπει να προσδιοριστεί ή έχει ήδη
προσδιοριστεί, υποβάλλεται εγγράφως. Στην αίτηση πρέπει, με ποινή απαραδέκτου, να περιέχονται
οι λόγοι της προτίμησης και ο αρμόδιος δικαστής αποφαίνεται σχετικά, με αιτιολογημένη πράξη
του."

Σχόλια: Οι παρ. 2 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 άρθρου 6 Ν. 2479/1997, ΦΕΚ Α' 67) έως 4
αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 Ν. 2915/2001. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 Ν. 2943/2001

427
(ΦΕΚ Α'203), η ισχύς των παρ. 2-4 αρχίζει από 1.1.2002. - Η παρ. 5 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 3
του ν. 3327/2005 (Α' 70/11.3.20056), και, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ιδίου νόμου, ισχύει από 16.9.2005.

227
1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος
οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί
να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον
παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά τη κρίση του προθεσμία.
2. Η πρόσκληση γίνεται και τηλεφωνικώς, ο δε γραμματέας βεβαιώνει με σημείωση στο
εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας το χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την
προθεσμία. Αν η τηλεφωνική πρόσκληση είναι αδύνατη ή δυσχερής, αποστέλλεται έγγραφο,
αντίγραφο του οποίου τηρείται στο φάκελο της δικογραφίας. Στο αντίγραφο αυτό σημειώνεται η
ημερομηνία αποστολής του εγγράφου.

228
"Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι εξήντα ημέρες και, αν ο διάδικος που καλείται
ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, ενενήντα ημέρες
πριν από τη συζήτηση".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο, το οποίο καταργήθηκε με την παρ. 2 άρθρου 6 Ν. 2915/2001, επαναφέρεται σε
ισχύ με το παρόν περιεχόμενο με την παρ. 2 άρθρου 6 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002), ισχύει δε ως
επανήλθε από21.8.2002.

229
"Αντίγραφο της αγωγής με την κάτω από αυτήν πράξη για τον προσδιορισμό δικασίμου και την
κλήση για συζήτηση στην ορισμένη δικάσιμο επιδίδεται στον εναγόμενο με την επιμέλεια του
ενάγοντος."

Σχόλια: -Το παρόν άρθρο είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2915/2001 και με το άρθρο 16 παρ.
3 του ν. 2943/2001. Στη συνέχεια ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ με την παρ. 3 άρθρου 6 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α'
192/21.08.2002)και ισχύει από 21.8.2002. -Με το άρθρο 22 του ν. 2915/2001 ΦΕΚ Α 109 ορίσθηκε ότι: "1. Οι
διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, των οποίων η πρώτη συζήτηση έχει
προσδιορισθεί να γίνει μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Η προθεσμία επίδοσης
της αγωγής κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 229, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6,
αρχίζει ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού." και σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν.
2943/2001 (Α 203/12.9.2001), η προθεσμία επίδοσης της αγωγής του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του
παρόντος άρθρου (άρθρο 22 του ν. 2915/2001) παρατείνεται μέχρι 30.9.2001

230
"1. ι διατάξεις των άρθρων 228 και 229 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας εφαρμόζονται και για
τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου."
2. Δικαίωμα να επισπεύσει τη συζήτηση έχει οποιοσδήποτε διάδικος.

Σχόλια: Η παρ. 1, η οποία καταργήθηκε με την παρ. 2 άρθρου 6 Ν. 2915/2001, ΕΠΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ σε ισχύ με
το παρόν περιεχόμενο με την παρ. 4 άρθρου 6 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002).

231
Στη διαδικασία ενώπιον του ειρηνοδικείου η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και
προφορικά κατά τη δικάσιμο. Στην περίπτωση αυτή ο ειρηνοδίκης μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση
σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που ορίζεται αμέσως αν κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο για την
υπεράσπιση των διαδίκων.

232
1. πρόεδρος του πολυμελούς πρωτοδικείου, ο δικαστής του μονομελούς ή ο ειρηνοδίκης
μπορούν και πριν από την ορισμένη δικάσιμο, ύστερα από αίτηση των διαδίκων που υποβάλλεται
με την αγωγή ή και αυτοτελώς,
α) να καλέσουν εγγράφως τους διαδίκους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν
αυτοπροσώπως στη συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για
την υπόθεση,

428
β) να ζητήσουν εγγράφως από δημόσια αρχή την προσαγωγή ή αποστολή εγγράφου, που
βρίσκεται στην κατοχή της,
γ) να διατάξουν την προσαγωγή εγγράφων κατά τη συζήτηση.
2. Αν ο διάδικος κληθεί και αδικαιολόγητα δεν προσκομίσει τα έγγραφα της παραγράφου 1 εδ. γ,
καταδικάζεται, εκτός από τα δικαστικά έξοδα και σε χρηματική ποινή " 0,29 ευρώ έως 2,90 ευρώ",
που περιέρχονται στο Ταμείο Νομικών.

Σχόλια: Η φράση της παρ. 2 μέσα σε "" στην παρ. 2 του παρόντος αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 3 παρ. 1, 4
και 5 του Ν. 2943/2001.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Σ

233
1. Η διαδικασία αρχίζει με την εκφώνηση από το δικαστή των υποθέσεων από το πινάκιο με τη
σειρά που είναι γραμμένες. δικαστής διευθύνει τη συζήτηση, δίνει το λόγο στα πρόσωπα που
μετέχουν σ' αυτήν, τον αφαιρεί σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων που τη ρυθμίζουν ή των
οδηγιών του, εξετάζει τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τους μάρτυρες και τους
πραγματογνώμονες, κηρύσσει τη συζήτηση περατωμένη, όταν σύμφωνα με την κρίση του η
υπόθεση διευκρινίστηκε όσο χρειάζεται και δημοσιεύει την απόφαση.
2. Το δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης μπορεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να επιχειρεί
συμβιβαστική λύση της διαφοράς και να καλεί για το σκοπό αυτό τους διαδίκους ενώπιόν του.

234
1. Κάθε μέλος του δικαστηρίου έχει δικαίωμα με την άδεια του δικαστή που διευθύνει τη
συζήτηση να απευθύνει ερωτήσεις στους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους τους, τους
μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες και να απαιτεί την ανάγνωση εγγράφων.
2. Το δικαίωμα της παραγράφου 1 έχουν και οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι, οι
πληρεξούσιοι και οι τεχνικοί σύμβουλοί τους, αφού ζητήσουν και λάβουν άδεια από το δικαστή που
διευθύνει. Η υποβολή των ερωτήσεων μπορεί να γίνει απευθείας ή μέσω του δικαστή που διευθύνει
τη συζήτηση, ο οποίος μπορεί και να τις απαγορεύσει, αν τις κρίνει άσκοπες ή ανεπίτρεπτες.
Επίσης μπορεί να απαγορεύσει και την ανάγνωση εγγράφων, αν την κρίνει περιττή.

235
Στα πολυμελή δικαστήρια, αν η διαταγή που αφορά τη διευκρίνιση της υπόθεσης από το δικαστή
ο οποίος διευθύνει τη συζήτηση ή η ερώτηση που υπέβαλε αυτός ή άλλο μέλος του δικαστηρίου
αποκρούεται από κάποιο πρόσωπο που μετέχει στη συζήτηση ως ανεπίτρεπτη, αποφαίνεται γι'
αυτό το δικαστήριο. Το ίδιο εφαρμόζεται και στην περίπτωση που απαγορεύεται ερώτηση ή
ανάγνωση εγγράφου.

236
δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση πρέπει να φροντίζει με την υποβολή ερωτήσεων ή με
άλλο τρόπο να εκφράζονται σαφώς, για όλα τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα τα πρόσωπα που
μετέχουν στη συζήτηση, να υποβάλλουν τις αναγκαίες προτάσεις και αιτήσεις και γενικά να
παρέχουν τις αναγκαίες διασαφήσεις για την εξακρίβωση της αλήθειας των προβαλλόμενων
ισχυρισμών.

237
"1. "Ενώπιον του μονομελούς και του πολυμελούς πρωτοδικείου οι διάδικοι πρέπει να
καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο
γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης".** Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται
υπόψη. αζί με τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και:
α) αντίγραφο των προτάσεων ατελώς, επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου
και
β) με ποινή απαραδέκτου όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται
με τις προτάσεις τους."
2. Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση
τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική
του δαπάνη αντίγραφο των προτάσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν
429
προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή,
την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. Αν
ο αντίδικος είναι μόνο ένας, μπορεί να του δοθεί το αντίγραφο των προτάσεων που έχει κατατεθεί.
"3. ι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το
αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, κατά τους όρους της προηγούμενης
παραγράφου, οπότε κλείνει ο φάκελος και ορίζεται ο εισηγητής της υπόθεσης ή ο δικαστής του
μονομελούς πρωτοδικείου που θα δικάσει, στον οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος. Εκπρόθεσμη
προσθήκη δεν λαμβάνεται υπόψη. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα
αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις
προτάσεις της παραγράφου 1. ι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως."
4. Το αντίγραφο της αγωγής που οφείλει να προσκομίσει ο ενάγων, οι προτάσεις και τα
αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα αποτελούν τη δικογραφία.
5. ετά την περάτωση της δίκης οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά
τους. γραμματέας βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του. Αν
υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο δικαστής του μονομελούς
δικαστηρίου επιτρέπει στο διάδικο να αναλάβει ορισμένο έγγραφο και πριν από την περάτωση της
δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι αναγκαίο, η ανάληψη επιτρέπεται μόνο αφού κατατεθεί
επικυρωμένο αντίγραφο. ι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 άρθρου 6 Ν. 2497/1997 (ΦΕΚ Α' 67).
- Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 7 Ν. 2915/2001. - Το εντός " " πρώτο εδάφιο της
παρ. 1 στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 7 του Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002). - Η
παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 άρθρου 7 Ν. 2915/2001. - Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο
άρθρου 15 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α' 203), η ισχύς των παρ. 1 και 3 αρχίζει από 1.1.2002. ** Το πρώην δεύτερο
εδάφιο της παρ. 1 που όριζε: (Το χρονικό διάστημα μεταξύ της επίδοσης της αγωγής και της κατάθεσης των
προτάσεων δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εξήντα ημέρες) ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 2 άρθρου 7 του Ν.
3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002). *** - Η παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3043/2002 ορίζει ότι ως προς τις
προθεσμίες κατάθεσης προτάσεων προσθήκης - αντίκρουσης και ανταγωγής στις δίκες ενώπιον του
Μονομελούς Πρωτοδικείου εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 2915/2001,
δηλαδή οι διατάξεις για τις προθεσμίες κατάθεσης των προτάσεων (προσθήκης - αντίκρουσης αρθ. 237 απρ. 1,3
και ανταγωγής αρθρ. 268 παρ. 4,5 και 270, στις δίκες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου θα τεθούν σ'
εφαρμογή με ΠΔ που θα εκδοθεί μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Μέχρι τότε οι προτάσεις και η
προσθήκη - αντίκρουση κατατίθενται στις προθεσμίες που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 591, όπως
αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του ν. 2915/2001 και η ανταγωγή ασκείται οκτώ (8) τουλάχιστον πλήρεις
εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση.

238
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ. 8 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (Α' 67).

239
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το άρθρο 239 καταργήθηκε από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν.2915/2001.Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο
του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος άρ. αρχίζει από 1.1.2002.

240
ια την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή
ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες
των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν˙ οι προτάσεις της
προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο.

241
"1. στερα από αίτηση του διαδίκου και αν ακόμη δεν κατατέθηκαν προτάσεις ή αυτές
κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, μπορεί να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης μόνο μία φορά, ανά
βαθμό δικαιοδοσίας, σε μεταγενέστερη δικάσιμο, εφόσον υπάρχει σπουδαίος κατά την κρίση του
δικαστηρίου λόγος, με απλή σημείωση στο πινάκιο".
"2. Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει, με απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, δικαστική
δαπάνη σε βάρος εκείνου που ζήτησε την αναβολή, με αίτηση του αντιδίκου του, 70 έως 400 ευρώ."

430
Σχόλια: -Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 άρθρου 8 Ν. 2915/2001. Σύμφωνα με
το πρώτο εδάφιο άρθρου 15 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α'203), η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2002. -
Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρου 7 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002)και
ισχύει από 21.8.2002.

242
1. Η συζήτηση αρχίζει μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και τη δήλωση των
παραστάσεών τους. ι διάδικοι που παρίστανται νόμιμα έχουν δικαίωμα να αναπτύξουν στο
ακροατήριο προφορικά τους ισχυρισμούς τους.
2. Στις περιπτώσεις που η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική, οι διάδικοι μπορούν να
συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ότι
δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους
μόνο πληρεξούσιους. Η δήλωση αυτή παραδίδεται στην περίπτωση της κοινής δήλωσης από ένα
τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο και στην περίπτωση μονομερούς δήλωσης από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο, στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και
σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Στις παραπάνω περιπτώσεις η συζήτηση περατώνεται με μόνη
την εκφώνηση της υπόθεσης. όνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή. πορεί
όμως το δικαστήριο, αν προβάλλονται άλλοι διαδικαστικοί ισχυρισμοί, να αναβάλει την υπόθεση σε
σύντομη δικάσιμο με πρακτικό στο οποίο καταχωρίζονται και οι ισχυρισμοί αυτοί. Στη δικάσιμο αυτή
καλούνται όσοι διάδικοι δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή, ενώ οι παρόντες οφείλουν να
εμφανιστούν χωρίς κλήτευση και αν δεν παραστούν κατά τη νέα δικάσιμο δικάζονται εξαρχής
ερήμην.

Σχόλια: - Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 διαγράφηκε από το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2915/2001 η φράση
(ακόμη και όπου η προφορική συζήτηση δεν είναι υποχρεωτική κατά το άρθρο 115 παρ. 2) και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η διαγραφή της φράσης της παρ. 1 αρχίζει
από 1.1.2002.

243
Όλες οι συζητήσεις στο ακροατήριο γίνονται ενώπιον του ίδιου ειρηνοδίκη ή δικαστή του
μονομελούς πρωτοδικείου που εκδίδει και την οριστική απόφαση. Αν ο δικαστής αυτός κωλύεται
πρόσκαιρα, η συζήτηση αναβάλλεται για άλλη σύντομη δικάσιμο. Αν ο δικαστής έπαψε να υπηρετεί
στο δικαστήριο ή βρίσκεται με άδεια που πρόκειται να διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα,
ορίζεται αναπληρωτής και η συζήτηση γίνεται ενώπιόν του.
244
1. ειρηνοδίκης ύστερα από αίτηση του εναγομένου, που υποβάλλεται κατά την "συζήτηση"*
στο ακροατήριο, μπορεί να παραπέμψει την εκδίκαση διαφοράς που αφορά ενοχική απαίτηση στο
μονομελές ή το πολυμελές πρωτοδικείο της περιφέρειάς του, αν εκκρεμεί σ' αυτό αγωγή του
εναγομένου κατά του ενάγοντος για απαίτηση που επιδέχεται συμψηφισμό με εκείνη που
παραπέμπεται.
2. δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου μπορεί, με τις προ ποθέσεις της παραγράφου 1, να
παραπέμψει τις διαφορές που δικάζει στο πολυμελές πρωτοδικείο.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 1 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002.

245
1. Το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει
οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη
εμφάνιση των διαδίκων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή
ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση.
2. ια την περίπτωση της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου
του στο ακροατήριο η κλήση επιδίδεται πάντοτε προς το διάδικο ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του
προσωπικά και όχι προς τον αντίκλητο, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 143 παρ. 4.

246
Το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου
διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιόν του δικών
431
ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την
κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων.

247
1. Το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου
διαδίκου να διατάξει να συζητηθούν χωριστά περισσότερες αιτήσεις που υποβλήθηκαν με το ίδιο
δικόγραφο.
2. Αν ο εναγόμενος ασκεί ανταγωγή, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να γίνει χωριστή συζήτηση
της αγωγής και της ανταγωγής, αν κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή
της δίκης.

248
Το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει στην
περίπτωση περισσότερων αυτοτελών μέσων επίθεσης ή άμυνας που αφορούν την ίδια αίτηση, η
συζήτηση να γίνει διαδοχικά ή να περιοριστεί σε ένα ή ορισμένα μόνο από αυτά, αν κατά την κρίση
του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης.

249
Αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας
έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης
δίκης εκκρεμούς σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή
κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου
διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η
άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί.
Αν η διοικητική αρχή δεν έχει ακόμη ασχοληθεί με την υπόθεση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία,
μέσα στην οποία ο διάδικος οφείλει να προκαλέσει με αίτηση την ενέργεια της αρχής.

250
Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο
μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της
συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία.

251
ειρηνοδίκης κατά την ενώπιόν του διαδικασία οφείλει να καθοδηγεί, όταν υπάρχει ανάγκη, τους
διαδίκους, που παρίστανται χωρίς δικηγόρο ή δικολάβο, στην επιχείρηση των διαδικαστικών
πράξεων και να τους καλεί να προσέξουν τις συνέπειες από την παρέλευση των προθεσμιών,
ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν την άσκηση των ένδικων μέσων.

252
1. Αν μάρτυρας, πραγματογνώμονας ή κάποιος από τους παριστάμενους διαδίκους ή τους
νόμιμους αντιπροσώπους τους που εμφανίζεται αυτοπροσώπως στη συζήτηση ή την επιχείρηση
διαδικαστικής πράξης αγνοεί την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας. Αν πρόκειται για
γλώσσα ελάχιστα γνωστή, μπορεί να προσληφθεί διερμηνέας του διερμηνέα.
2. Η κατάθεση του μάρτυρα γράφεται στα πρακτικά ή στην έκθεση σε μετάφραση.
3. ι διερμηνείς διορίζονται από το δικαστή και στα πολυμελή δικαστήρια από τον πρόεδρο του
δικαστηρίου και εφόσον δεν έχουν ορκιστεί ως διερμηνείς, ορκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 408 ότι
θα ασκήσουν το καθήκον τους πιστά και με ακρίβεια και μπορούν να εξαιρεθούν για τους ίδιους
λόγους που μπορούν να εξαιρεθούν και οι πραγματογνώμονες.

253
1. Αν μάρτυρας ή πραγματογνώμονας ή κάποιος από τους διαδίκους ή τους νόμιμους
αντιπροσώπους τους που παρίστανται στη συζήτηση ή την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης είναι
κουφός, άλαλος ή κωφάλαλος, η συνεννόηση μαζί του γίνεται ως εξής: ι ερωτήσεις και οι τυχόν
παρατηρήσεις υποβάλλονται προς τον κουφό εγγράφως και οι απαντήσεις δίνονται προφορικά.
Προς τον άλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις υποβάλλονται προφορικά και αυτός απαντά
εγγράφως. Προς τον κωφάλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις υποβάλλονται εγγράφως και
εγγράφως επίσης απαντά αυτός.

432
ι γραπτές ερωτήσεις, παρατηρήσεις και απαντήσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά ή στην
έκθεση.
2. Αν ο κουφός, ο άλαλος ή ο κωφάλαλος δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει, ο δικαστής διορίζει
έναν ή δύο διερμηνείς, που εκλέγονται κατά προτίμηση ανάμεσα στα πρόσωπα που είναι
συνηθισμένα να συνεννοούνται μαζί του.

254
"1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει
κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή
αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει
απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η
συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης.
2. ε την εξαίρεση των περιπτώσεων ειδικών διαδικασιών, στις οποίες δεν εφαρμόζονται οι
προθεσμίες της παραγράφου 1 του άρθρου 237, στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση οι διάδικοι
κλητεύονται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν. ι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν
σημείωμα πέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο μόνο για τα θέματα που θα συζητηθούν. Η διάταξη
της παραγράφου 6 του άρθρου 270 εφαρμόζεται ανάλογα και για την επαναλαμβανόμενη
συζήτηση.
3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο επαναλαμβανόμενη συζήτηση πρέπει να ορίζεται σε μία
από τις πρώτες δικασίμους μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα ημερών από την
κλήτευση. Η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν τούτο είναι για
φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο."

Σχόλια: Το άρθρο 254 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του Ν. 2915/2001.Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του
άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος άρ. αρχίζει από 1.1.2002.

255
Αν για να τηρηθεί η τάξη διατάχθηκε η απομάκρυνση προσώπου που μετέχει στη συζήτηση ή τη
διαδικαστική πράξη από τον τόπο όπου διεξάγεται, η διαδικασία συνεχίζεται σαν να ήταν η
αποχώρηση εκούσια.

256
1. ια την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο συντάσσονται από το γραμματέα και με τις
οδηγίες του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση πρακτικά, που πρέπει να περιέχουν α) τον τόπο και
το χρόνο της συζήτησης, β) τα ονοματεπώνυμα των δικαστών, του εισαγγελέα, του γραμματέα, του
διερμηνέα, των διαδίκων που εμφανίστηκαν, των νόμιμων αντιπροσώπων και των πληρεξουσίων
τους, γ) αν η συζήτηση έγινε δημόσια ή κεκλεισμένων των θυρών, δ) όσα έγιναν κατά τη συζήτηση
και ιδίως τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν και τις απαντήσεις σ' αυτές, τους ισχυρισμούς, τις
αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε
αρκεί η αναφορά σ' αυτές, τις καταθέσεις των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων και των
διαδίκων, ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους που εξετάστηκαν, εφόσον δεν εξετάστηκαν
προηγουμένως ή απομακρύνονται από την προηγούμενη κατάθεσή τους, τις γνωμοδοτήσεις των
πραγματογνωμόνων, εφόσον δεν υποβλήθηκαν εγγράφως, οπότε αρκεί η αναφορά σ' αυτές, το
πόρισμα της αυτοψίας και ε) τη δημοσίευση των αποφάσεων.
2. Τα πρακτικά μπορούν να τηρηθούν και στενογραφικά. Το στενογραφημένο πρωτότυπο
μεταφράζεται από αυτόν που το τήρησε και προσαρτάται στα πρακτικά.
3. ε διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης μπορεί να
οριστεί και η τήρηση των πρακτικών με φωνοληψία.

257
Το σχέδιο των πρακτικών διαβάζεται στους διαδίκους ή τους πληρεξουσίους τους ύστερα από
αίτησή τους υποχρεωτικά αν περιλαμβάνουν αναγνώριση, συμβιβασμό, παραίτηση ή ομολογία και
σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την κρίση του δικαστηρίου. Η ανάγνωση αυτή αναφέρεται στα
πρακτικά.

258
1. Τα πρακτικά υπογράφονται από το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση και από το γραμματέα.
2. Αν ο δικαστής που διεύθυνε τη συζήτηση κωλύεται ή έπαψε να είναι μέλος του δικαστηρίου,
υπογράφει αντί γι' αυτόν ο αρχαιότερος κατά το διορισμό από τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη
433
συζήτηση και αν όλοι αυτοί κωλύονται, υπογράφει μόνο ο γραμματέας. Τα κωλύματα αναφέρονται
στα πρακτικά.
3. ι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως και σε μονομελή δικαστήρια.

259
1. Τα πρακτικά αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τη συζήτηση και το περιεχόμενό της.
2. Αν κατά την ανάγνωση των πρακτικών διατυπώθηκε από την πλευρά των διαδίκων, των
νόμιμων αντιπροσώπων ή των πληρεξουσίων τους αντίρρηση για την ακρίβεια της διατύπωσης
των αναγνωρίσεων, συμβιβασμών, παραιτήσεων, ομολογιών ή άλλων δηλώσεων, το μέρος αυτό
των πρακτικών εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή.
3. Η τήρηση των διατυπώσεων της προφορικής συζήτησης μπορεί να αποδειχθεί μόνο με τα
πρακτικά.

260
1. Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά
δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται.
2. Η για οποιονδήποτε λόγο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης δεν αποτελεί διαδικαστική
πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων.

Σχόλια: 1) Η παράγρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 5 του άρθ. 8 του Ν. 2145/1993. 2) Σχετικό το άρθρο 11
παρ. 8 Ν. 2145/1993 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 2207/1994 (μη ματαίωση συζήτησης σε
περίπτωση θανάτου, παραίτησης, εξόδου, προαγωγής και μετάθεσης δικαστικού λειτουργού κλπ).

261
Κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των
πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου
πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική
άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση.

262
1. Η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη
θεμελιώνουν.
2. Ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

263
Κατά την "συζήτηση"* πρέπει να προτείνονται, με ποινή απαράδεκτου α) η αναρμοδιότητα, εκτός
αν δεν επιτρέπεται παρέκταση, β) η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, γ) η έλλειψη εγγυοδοσίας,
δ) η μη καταβολή των εξόδων της προηγούμενης δίκης, ε) η ύπαρξη προθεσμίας για την
αποποίηση κληρονομίας, στ) η προσεπίκληση ομοδίκων ή υπόχρεων για αποζημίωση.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

264
Αν η διαφορά υπάγεται σε διαιτησία, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία,
διατηρούνται όμως οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής. Αν πάψει να ισχύει η συμφωνία της
διαιτησίας, η υπόθεση επαναφέρεται στο δικαστήριο με κλήση.

265
κληρονόμος που ενάγεται για απαίτηση κατά της κληρονομίας, εφόσον έχει ακόμη το δικαίωμα
να την αποποιηθεί, μπορεί να ζητήσει αναβολή της συζήτησης. Αν το δικαστήριο δεχτεί την αίτηση
αναβάλλει τη συζήτηση εωσότου περάσει η προθεσμία για την αποποίηση της κληρονομίας.

266
Αν ο εναγόμενος προσεπικάλεσε τους ομοδίκους ή τους υπόχρεους για αποζημίωση ή το νομέα
και αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά την "συζήτηση"*, μπορεί να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης

434
εωσότου περάσει η προθεσμία για εμφάνιση που παρέχεται σε αυτόν που έχει προσεπικληθεί. Αν
το δικαστήριο δεχτεί την αίτηση, αναβάλλει τη συζήτηση εωσότου περάσει η προθεσμία.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

267
Στις περιπτώσεις του άρθρου 263 το δικαστήριο, αν κρίνει ότι διευκολύνεται ή επιταχύνεται η
διεξαγωγή της δίκης, μπορεί να προχωρήσει σε ιδιαίτερη συζήτηση και να εκδώσει ιδιαίτερη
απόφαση πριν εξετάσει την ουσία της υπόθεσης. Το ίδιο ισχύει και ως προς την έλλειψη
δικαιοδοσίας, την εκκρεμοδικία, την ικανότητα διαδίκου ή την ικανότητα διεξαγωγής της δίκης στο
όνομα του διαδίκου ή τη νόμιμη παράσταση ή την εξουσιοδότηση του νόμιμου αντιπροσώπου.

268
1. ετά την εκκρεμοδικία ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει ανταγωγή.
2. Στην περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας επιτρέπεται ανταγωγή μόνο όταν ασκείται από όλους
ή εναντίον όλων των ομοδίκων.
3. Δεν μπορεί να ασκηθεί ανταγωγή για υπόθεση που υπάγεται σε ειδική διαδικασία, αν η αγωγή
δικάζεται κατά τη γενική ή άλλη ειδική διαδικασία και αντίστροφα.
"4. "Η ανταγωγή ασκείται είτε με χωριστό δικόγραφο που επιδίδεται τριάντα τουλάχιστον ημέρες
πριν από τη συζήτηση είτε με τις προτάσεις της παρ. 1 του άρθρου 237 που στην περίπτωση αυτή
κατατίθενται τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση είτε, όπου η υποβολή προτάσεων
δεν είναι υποχρεωτική, προφορικά, κατά τη συζήτηση". Στην τελευταία περίπτωση η ανταγωγή
καταχωρίζεται τα πρακτικά.
5. Η συζήτηση της ανταγωγής που ασκήθηκε με τις προτάσεις είναι, σε περίπτωση απουσίας ή
μη νόμιμης παράστασης του ενάγοντος, απαράδεκτη, εκτός αν οι προτάσεις αυτές έχουν επιδοθεί
στον ενάγοντα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου".
"6"(5). ετά την άσκηση της ανταγωγής, η δωσιδικία της διατηρείται και αν η κύρια αγωγή
απορριφθεί ή ο ενάγων την ανακαλέσει ή παραιτηθεί από αυτήν.

Σχόλια: Η παρ. 5 αναριθμήθηκε σε 6 και η παρ. 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε και μετατράπηκε σε
παραγράφους 4 και 5 με το άρθρο 10 του Ν. 2915/2001. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο άρθρου 15 Ν. 2943/2001
(ΦΕΚ Α' 203), η ισχύς της αναρίθμησης και αντικατάστασης των παρ. αρχίζει από 1.1.2002. Το πρώτο εδάφιο
της παρ. 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 άρθρου 7 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002). --Η
παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 3043/2002 ορίζει ότι: Ως προς τις προθεσμίες κατάθεσης προτάσεων, προσθήκης -
αντίκρουσης και ανταγωγής στις δίκες ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου εξακολουθούν να ισχύουν οι
διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Ν. 2915/2001 δηλαδή οι διατάξεις για τις προθεσμίες κατάθεσης
προτάσεων, προσθήκης -αντίκρουσης (άρθρο 237 παρ. 1, 3) και ανταγωγής (άρθρο 268 παρ. 4,5 και 270)στις
δίκες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου θα τεθούν σε εφαρμογή με προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί με
πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ως τότε οι προτάσεις και η προσθήκη - αντίκρουση κατατίθενται στις
προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 591, όπως αυτή αντικαθίσταται με το άρθρο 19
του ν.2915/2001, και η ανταγωγή ασκείται οκτώ τουλάχιστον πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση.

269
"1. έσα επίθεσης και άμυνας προβάλλονται με τις προτάσεις, διαφορετικά είναι απαράδεκτα. Το
απαράδεκτο αυτό δεν ισχύει για τους ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή που
μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης.
2. έσα επίθεσης και άμυνας μπορεί να προβληθούν παραδεκτά έως και τη συζήτηση με
προτάσεις ή και προφορικά: α) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις
προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία. Αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος,
β) αν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα,
γ) αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου και
δ) αν αποδεικνύονται εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος δεν γνώριζε ούτε
μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων ."

Σχόλια: Το άρθρο 269 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο
του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος άρ. αρχίζει από 1.1.2002.

435
270
"1. Ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων η συζήτηση είναι προφορική. δικαστής οφείλει
πριν από τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί επί της αγωγής και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και
αποδεικτικών μέσων και ιδίως ως προς τα θέματα και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών. ι
διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους οφείλουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο να
εμφανισθούν αυτοπροσώπως. Η μη εμφάνιση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του στο
ακροατήριο, αν είναι αδικαιολόγητη, εκτιμάται από το δικαστήριο ελεύθερα. ε την επιφύλαξη του
άρθρου 260, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα
μέρος κάποιος από τους διαδίκους, μολονότι έχει κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως, η διαδικασία
προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
2. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου,
σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να
λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του
νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. νορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή
συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν
έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη
βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή.
ια την αντίκρουση ένορκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της
παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις
αντικρουόμενες.
3. Το δικαστήριο ζητεί τις αναγκαίες πληροφορίες και διασαφήσεις από τους διαδίκους ή τους
εκπροσώπους τους και τους εξετάζει κατά την κρίση του, έστω και αν δεν συντρέχουν οι όροι του
άρθρου 415. φείλει να εξετάσει έναν τουλάχιστον από τους προτεινόμενους και παριστάμενους
μάρτυρες για κάθε πλευρά. Σε περίπτωση ομοδικίας μπορεί να εξετασθεί ένας μάρτυρας για κάθε
ομόδικο, αν τούτο κριθεί απαραίτητο λόγω διαφορετικών συμφερόντων.
4. Το δικαστήριο, αν είναι αναγκαίο, διατάσσει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη με προφορική
ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Στην ανακοίνωση αυτή προσδιορίζεται ο τόπος, ο
χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για
την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη
από εξήντα ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.
5. Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνονται σε μία δικάσιμο. Αν ο χρόνος δεν
επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα και ώρα ενώπιον των ίδιων δικαστών, με προφορική
ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων και
εκείνων που δεν παρίστανται.
"6. ως τη δωδεκάτη ώρα της όγδοης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση ή από την αυτοψία ή
από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων οι
διάδικοι μπορούν να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, η οποία περιορίζεται στην
αξιολόγηση των αποδείξεων κατά την αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν οψίμως κατά
το άρθρο 269 παρ. 2. γραμματέας το αργότερο την τέταρτη εργάσιμη ημέρα από τη συζήτηση
υποχρεούται να χορηγεί στους διαδίκους αντίγραφα των πρακτικών της δίκης."
7. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν
προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο."

Σχόλια: -Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο άρθρου 15 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α'203), η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2002. -Η
παρ. 6 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 άρθρου 7 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002). --Η παρ.
6 του άρθρου 7 του ν. 3043/2002 ορίζει ότι: Ως προς τις προθεσμίες κατάθεσης προτάσεων, προσθήκης -
αντίκρουσης και ανταγωγής στις δίκες ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου εξακολουθούν να ισχύουν οι
διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του Ν. 2915/2001 δηλαδή οι διατάξεις για τις προθεσμίες κατάθεσης
προτάσεων, προσθήκης -αντίκρουσης (άρθρο 237 παρ. 1, 3) και ανταγωγής (άρθρο 268 παρ. 4,5 και 270)στις
δίκες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου θα τεθούν σε εφαρμογή με προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί με
πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ως τότε οι προτάσεις και η προσθήκη - αντίκρουση κατατίθενται στις
προθεσμίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 591, όπως αυτή αντικαθίσταται με το άρθρο 19
του ν.2915/2001, και η ανταγωγή ασκείται οκτώ τουλάχιστον πλήρεις εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση.

270 Α
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο όπως προστέθηκε, με την παράγραφο 6 του άρθρου 8 του ν. 2145/1993,
καταργήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 11 του Ν. 2207/1994.

436
271
"1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ'
αυτήν κανονικά, το δικαστήριο, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν σ' αυτόν
νόμιμα και εμπρόθεσμα, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
2. Το ίδιο ισχύει, αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εναγομένου και δεν εμφανισθεί ο
ενάγων ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση κανονικά.
3. ι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τον
παρεμβαίνοντα."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α'203/12.9.2001), η ισχύς του αρχίζει από
1.1.2002.

272
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 /2001 (ΦΕΚ Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

273
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του
παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

274
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 13 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 /2001 (ΦΕΚ Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

275
Αν αυτοί που έχουν προσεπικληθεί κατά το άρθρο 86 δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση στο
ακροατήριο ή αν απουσίασε εκείνος που προσεπικάλεσε, αλλά εμφανίστηκαν οι ομόδικοι που
προσεπικλήθηκαν, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 76. Αν δεν εμφανίστηκαν αυτοί που
έχουν προσεπικληθεί και εκείνος που προσεπικάλεσε, οι ομόδικοι που προσεπικλήθηκαν
υπόκεινται στις ίδιες επιζήμιες συνέπειες στις οποίες υπόκεινται και εκείνος που προσεπικάλεσε.

276
1. Αν αυτός που έχει προσεπικληθεί κατά το άρθρο 87 δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση στο
ακροατήριο ή εμφανιστεί αλλά δεν κάνει δήλωση για τη σχέση του με το επίδικο ή αμφισβητήσει
τους ισχυρισμούς του εναγομένου που τον προσεπικάλεσε ο τελευταίος μπορεί να αποδεχτεί την
αγωγή.
2. Αν αυτός που έχει προσεπικληθεί κατά το άρθρο 87 αναγνωρίζει ως αληθείς τους ισχυρισμούς
του εναγομένου που τον προσεπικάλεσε, έχει δικαίωμα, αν εκείνος συναινεί να λάβει μέρος στη
δίκη ως κύριος διάδικος, στη θέση του εναγομένου. Στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος τίθεται
εκτός δίκης, η απόφαση όμως που θα εκδοθεί ισχύει και εναντίον του.

277
Αν ο ενάγων, ο εναγόμενος ή εκείνος που έχει ασκήσει κύρια παρέμβαση προσεπικάλεσε τους
υποχρέους σε αποζημίωση, τότε
1) αν δεν εμφανίστηκαν αυτοί που έχουν προσεπικληθεί και εκείνος που έχει προσεπικαλέσει,
δικάζονται "σαν να ήταν παρόντες"*,
2) αν οι κύριοι διάδικοι εμφανιστούν και απουσιάζουν αυτοί που έχουν προσεπικληθεί, συζητείται
η υπόθεση μεταξύ των πρώτων κατ' αντιμωλίαν, ενώ αυτοί που έχουν προσεπικληθεί δικάζονται
"σαν να ήταν παρόντες"*,
3) αν εμφανιστούν αυτοί που έχουν προσεπικληθεί και απουσιάζει ο κύριος διάδικος που τους
προσεπικάλεσε, οι πρώτοι έχουν το δικαίωμα είτε να λάβουν τη θέση του κύριου διαδίκου και να
συζητήσουν την υπόθεση με τον αντίδικο, είτε απλώς να ασκήσουν παρέμβαση. Στη δεύτερη

437
περίπτωση η διαδικασία προχωρεί σαν να μην είχε ασκηθεί η πρόσθετη παρέμβαση και το
δικαστήριο δικάζει "σαν να ήταν παρών"* τον απόντα προσεπικαλούμενο διάδικο,
4) αν εμφανιστούν οι κύριοι διάδικοι και αυτοί που έχουν προσεπικληθεί, οι τελευταίοι έχουν το
δικαίωμα να αρνηθούν την προσεπίκληση ή να ασκήσουν απλώς παρέμβαση ή να πάρουν τη θέση
εκείνου που τους προσεπικάλεσε και να συζητήσουν την υπόθεση με τον αντίδικο.

Σχόλια: * Η λέξη "ερήμην" αντικαταστάθηκε με τις λέξεις μέσα σε " " από το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν.
2915/2001.Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η αντικατάσταση
των λέξεων αρχίζει από 1.1.2002.

278
Αν στις περιπτώσεις του άρθρου 277 αυτοί που έχουν προσεπικληθεί λάβουν τη θέση εκείνου
που τους προσεπικάλεσε, χάνουν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν την υποχρέωση για αποζημίωση
και η υπόθεση συζητείται μεταξύ αυτών και των υπόλοιπων διαδίκων, ενώ εκείνος που
προσεπικάλεσε τίθεται εκτός δίκης. Η απόφαση ισχύει και εναντίον εκείνου του
προσεπικαλεσμένου, που τέθηκε εκτός δίκης, ο οποίος μπορεί να εξακολουθήσει να μετέχει στη
δίκη σαν να έχει ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση.

279
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

280
1. Αν διάδικος που δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, προσέλθει κατά τη
διάρκεια της συζήτησης και λάβει μέρος κανονικά σ' αυτήν, θεωρείται ότι δικάζεται κατ' αντιμωλίαν
και είναι υποχρεωμένος να δεχτεί τη συζήτηση στο σημείο που βρίσκεται.
2. εωρείται ότι δεν εμφανίζεται ο διάδικος που ζητεί μόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από
το δικαστήριο.
3. Αν διάδικος που εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης υποβάλλει αίτηση αναβολής
της συζήτησης, η οποία απορρίφθηκε από το δικαστήριο, χωρίς να έχει απαντήσει στην ουσία,
θεωρείται ότι δεν μετέχει κανονικά στην παραπέρα συζήτηση.
4. διάδικος που αποχωρεί εκούσια μετά την έναρξη της κατ' ουσίαν συζήτησης θεωρείται ότι
δικάζεται κατ' αντιμωλίαν.

281
"Συζήτηση" θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της,
ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
Π

282
1. Παρεμπίπτον ζήτημα είναι οτιδήποτε μπορεί να εμποδίσει, διακόψει ή καταργήσει ή
οπωσδήποτε επηρεάζει την τακτική πρόοδο της κύριας δίκης, στην οποία περιλαμβάνεται και η
εκτέλεση.
2. Τα παρεμπίπτοντα ζητήματα προ ποθέτουν κύρια διαφορά και ένα τουλάχιστον διάδικο τον
οποίο ενδιαφέρει η απόφαση για την κύρια διαφορά και το παρεμπίπτον ζήτημα.

283
1. Η παρεμπίπτουσα αγωγή ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους στο ίδιο δικαστήριο πρέπει να
περιέχει μεταγενέστερη αίτηση του ενός ή του άλλου διαδίκου.
2. ι παρεμπίπτουσες αγωγές μπορούν να ασκηθούν σε κάθε στάση της δίκης και κατ' έφεση,
εκτός αν περιέχουν αυτοτελή αίτηση.
438
Σχόλια: Η παράγραφος 2 ισχύει όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παράγρ. 12, Ν. 2207/1994.

284
Το δικαστήριο, με οποιαδήποτε διαδικασία και αν δικάζει, εξετάζει τα παρεμπίπτοντα ζητήματα
ακόμη και όταν είναι αναρμόδιο να τα εκδικάσει.

285
Τα παρεμπίπτοντα ζητήματα ή οι παρεμπίπτουσες αγωγές συνεκδικάζονται με την κύρια δίκη. Αν
ο δικαστής κρίνει ότι η κύρια δίκη είναι ώριμη για να εκδοθεί οριστική απόφαση, ενώ το
παρεμπίπτον ζήτημα πρέπει να εξεταστεί, εκδίδει απόφαση για την κύρια δίκη και παραπέμπει το
παρεμπίπτον σε ιδιαίτερη συζήτηση.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
Δ

286
Η δίκη διακόπτεται αν, εωσότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η
οριστική απόφαση,
α) πεθάνει κάποιος διάδικος ή νόμιμος αντιπρόσωπός του ή συμβεί άλλη μεταβολή στο
πρόσωπο κάποιου από αυτούς, η οποία επηρεάζει την ικανότητα της δικαστικής παράστασής του ή
την εξουσία εκπροσώπησης του νόμιμου αντιπροσώπου, εκτός αν πρόκειται για θάνατο ή άλλες
μεταβολές στο πρόσωπο του νόμιμου αντιπροσώπου ανώνυμης εταιρίας, εταιρίας περιορισμένης
ευθύνης, νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, σωματείου ή ιδρύματος,
β) επέλθει περίπτωση αποκατάστασης κληρονομίας ή κληροδοσίας,
γ) πτωχεύσει κάποιος διάδικος, εφόσον η δίκη αφορά την πτωχευτική περιουσία ή πεθάνει ή
αντικατασταθεί ο σύνδικος ή εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για επικύρωση του πτωχευτικού
συμβιβασμού ή για αποκατάσταση, εφόσον έχουν ως αποτέλεσμα την ανάληψη της διαχείρισης της
περιουσίας από τον πτωχό που συμβιβάστηκε ή αποκαταστάθηκε,
δ) πεθάνει, απολυθεί, εκπέσει, παραιτηθεί από το λειτούργημα ή χάσει γενικά την ικανότητα για
εκπροσώπηση και υπεράσπιση του διαδίκου ο δικαστικός πληρεξούσιος κάποιου διαδίκου ή
νόμιμου αντιπροσώπου διαδίκου, εκτός αν ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος του έχει στη δίκη
περισσότερους δικαστικούς πληρεξουσίους που έλαβαν μέρος σ' αυτήν.

287
1. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής με
επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την
επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα
να επαναλάβει τη δίκη.
2. Τη γνωστοποίηση της παραγράφου 1 μπορεί να κάνει και αυτός που ήταν κατά τη στιγμή που
επήλθε ο λόγος της διακοπής πληρεξούσιος του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου, στο
πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος αυτός.

288
Στην περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας ο θάνατος ενός από τους ομοδίκους ή άλλο γεγονός
του άρθρου 286 που επέρχεται στο πρόσωπο ενός ομοδίκου, έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της
δίκης ως προς όλους τους διαδίκους.

289
Κάθε διαδικαστική πράξη, εκτός από την έκδοση της απόφασης, αν γίνει μετά τη διακοπή της
δίκης και πριν από την επανάληψή της, είναι άκυρη, εκτός αν την ενεργήσει ο διάδικος υπέρ του
οποίου επήλθε η διακοπή.

290
Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση
του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή.

291
1. αντίδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης και ο ομόδικός του
μπορούν να προκαλέσουν την επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί προσκαλώντας τον για το
439
σκοπό αυτό με κοινοποίηση δικογράφου. πορούν να κοινοποιήσουν την πρόσκληση και πριν από
τη γνωστοποίηση του γεγονότος που προκάλεσε τη διακοπή θεωρώντας ότι αυτή επήλθε.
2. Η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως τριάντα ημέρες μετά την κοινοποίηση της πρόσκλησης.
Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ως έξι το πολύ μήνες από το δικαστή, και στην περίπτωση
πολυμελούς δικαστηρίου από τον πρόεδρο, που δικάζουν κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.

292
κληρονόμος, ο κληροδόχος ή ο καταπιστευματοδόχος δεν μπορούν να κληθούν για να
επαναληφθεί η δίκη που έχει διακοπεί πριν περάσει η προθεσμία της αποποίησης ή πριν χάσουν
με οποιοδήποτε άλλο τρόπο το δικαίωμα της αποποίησης.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ

293
1. ι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι
προ ποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του
δικαστηρίου ή του εντεταλμένου δικαστή ή συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση
της δίκης.
2. Συμβιβασμός που έγινε με άλλο τρόπο δεν επιφέρει κατάργηση της δίκης και κρίνεται κατά τις
διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.

294
ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου
πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση που
γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι
έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης.

295
1. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως
δεν ασκήθηκε. περιορισμός του αιτήματος θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο.
2. Αν η αγωγή ασκηθεί πάλι, ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει στην αγωγή
εωσότου καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, εκτός αν για την πρώτη δίκη είχε παραχωρηθεί
στον ενάγοντα το ευεργέτημα της πενίας.

296
ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή, εφόσον
συντρέχουν οι προ ποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου, χωρίς συναίνεση του εναγομένου. Η
παραίτηση είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντιρρήσεις και πιθανολογεί ότι έχει
έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης.

297
Η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή
με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου.

298
εναγόμενος μπορεί να αποδεχτεί την αγωγή αναγνωρίζοντας ολικά ή εν μέρει το δικαίωμα που
έχει ασκηθεί με αυτήν, εφόσον συντρέχουν οι προ ποθέσεις κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Η αποδοχή
γίνεται είτε κατά το άρθρο 297 είτε σιωπηρά με πράξεις από τις οποίες συνάγεται σαφώς. Αν γίνει
αποδοχή, εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με αυτήν.

299
ι διατάξεις των άρθρων 294 ως 298 εφαρμόζονται και στην ανταγωγή, την κύρια και πρόσθετη
παρέμβαση, την προσεπίκληση, την ανακοίνωση, τα ένδικα μέσα, την ανακοπή κατά εξώδικων και
δικαστικών πράξεων, την τριτανακοπή και σε οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική πράξη.

440
Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Α

300
Η απόφαση εκδίδεται μόνο από το δικαστή που έλαβε μέρος στη σύνθεση του δικαστηρίου κατά
τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδίδεται, και στα πολυμελή δικαστήρια ύστερα από διάσκεψη
και ψηφοφορία όλων των δικαστών που έλαβαν μέρος στη συζήτηση.

301
1. Τη διάσκεψη τη διευθύνει ο πρόεδρος και την εισήγηση κάνει ο δικαστής που ο πρόεδρος
όρισε εισηγητή˙ η διάσκεψη γίνεται είτε αμέσως μετά τη συζήτηση, είτε αργότερα, σε ημέρα που
ορίζει ο πρόεδρος.
2. Τη σειρά της συζήτησης και της ψηφοφορίας ορίζει ο πρόεδρος.
3. Στην ψηφοφορία πρώτος ψηφίζει ο νεότερος κατά το διορισμό δικαστής, ύστερα ο αμέσως
αρχαιότερος και τελευταίος ο πρόεδρος.

302
1. Σε περίπτωση διαφωνίας επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας. Αν το ζητήσει η μειοψηφία, η
γνώμη της καταχωρίζεται στο αιτιολογικό της απόφασης με τον τύπο της αμφιβολίας, καθώς και στο
πρακτικό της διάσκεψης. Στην απόφαση του Αρείου Πάγου καταχωρίζεται μόνο η γνώμη της
πλειοψηφίας και στο πρακτικό της διάσκεψης η γνώμη της μειοψηφίας.
2. Αν κατά την ψηφοφορία σχηματιστούν περισσότερες από δύο γνώμες, εκείνοι που αποτελούν
την ασθενέστερη μειοψηφία οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από τις επικρατέστερες γνώμες. Αν
περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ισοψηφία, γίνεται ψηφοφορία για να
αποκλειστεί η μία από αυτές˙ και τότε εκείνοι που την ακολουθούν οφείλουν να προσχωρήσουν σε
μία από τις άλλες γνώμες εωσότου σχηματιστεί πλειοψηφία.
3. Αν επέλθει ισοψηφία, προσλαμβάνεται και άλλος δικαστής και η υπόθεση συζητείται πάλι στο
ακροατήριο.

Σχόλια: Σχετικό άρθρο 40, Ν. 2172/1993: "Στις δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα καταχωρίζονται
υποχρεωτικά η γνώμη της τυχόν μειοψηφίας και τα ονόματα των δικαστών που μειοψηφούν".

303
Αν στη διάσκεψη διχαστούν οι ψήφοι, συντάσσεται πρακτικό, που υπογράφεται από τον
πρόεδρο, εκείνους που μειοψήφησαν και το γραμματέα.
Αν κάποιος από αυτούς πέθανε ή έπαψε να είναι τοποθετημένος στο δικαστήριο ή έχει άδεια,
αυτό αναφέρεται στο πρακτικό και υπογράφουν οι υπόλοιποι.

304
1. Αφού περατωθεί η ψηφοφορία, ο εισηγητής δικαστής συντάσσει το σχέδιο της απόφασης που
περιέχει το αιτιολογικό και το διατακτικό της, το οποίο χρονολογεί ο πρόεδρος και το υπογράφει
αυτός και ο εισηγητής. Αν πρόκειται για απόφαση του προέδρου, του εισηγητή του άρθρου 341
παρ. 3, του μονομελούς πρωτοδικείου και του ειρηνοδικείου, το σχέδιο συντάσσει, χρονολογεί και
υπογράφει ο δικαστής που εκδίδει την απόφαση.
2. Από το σχέδιο της παραγράφου 1 δημοσιεύεται η απόφαση σε δημόσια συνεδρίαση.
"3. ετά τη δημοσίευση κάθε διάδικος δικαιούται να λάβει απλό φωτοτυπικό αντίγραφο του
σχεδίου προκειμένου να μεριμνήσει για την καθαρογραφή με συμπληρωμένα τα στοιχεία που
πρέπει, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο, να αναφέρονται στο πρωτότυπο της απόφασης. κατά
την παράγραφο 1 εισηγητής ή δικαστής οφείλει να θεωρήσει ενυπογράφως, το ταχύτερο δυνατόν,
το πρωτότυπο, το οποίο ακολούθως υπογράφεται αμέσως κατά το άρθρο 306".

Σχόλια: - Η εντός " " παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (Α' 67/6.5.1997), ενώ
σύμφωνα με την παρ. 4 άρθρου 4 του ως άνω νόμου, η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου ισχύει και για τις
αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

305
Το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει

441
1) τη σύνθεση του δικαστηρίου και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια, το όνομα του εισηγητή
δικαστή,
2) το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και την κατοικία των διαδίκων, των νόμιμων αντιπροσώπων
και των δικαστικών πληρεξουσίων τους, και αναφέρεται αν αυτοί έχουν παραστεί και αν υπέβαλαν
προτάσεις,
3) σύντομη περίληψη του αντικειμένου και της πορείας της δίκης,
4) το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης και
5) ότι η απόφαση δημοσιεύθηκε.

306
1. Όποιος είχε διευθύνει τη συζήτηση και ο γραμματέας υπογράφουν το πρωτότυπο της
απόφασης.
2. Αν όποιος είχε διευθύνει τη συζήτηση πέθανε ή έπαψε να είναι τοποθετημένος στο δικαστήριο
ή βρίσκεται σε άδεια, υπογράφει στη θέση του ο αρχαιότερος κατά το διορισμό από τους δικαστές
που έλαβαν μέρος στη συζήτηση. Αν όλοι τους κωλύονται, υπογράφει ο προ στάμενος του
δικαστηρίου και, αν ούτε αυτός υπάρχει, υπογράφει μόνο ο γραμματέας.
3. Τα κωλύματα της παραγράφου 2 αναφέρονται στο πρωτότυπο της απόφασης.

307
Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να
εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί
κλήση. ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να
κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο
εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση. Σε όλες τις πιο πάνω
περιπτώσεις, οι κλήσεις για συζήτηση και τα αποδεικτικά της επίδοσης συντάσσονται ατελώς.
" ι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στην περίπτωση, που για
οποιονδήποτε λόγο δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση πολιτικής
υπόθεσης. όλις συμπληρωθεί οκτάμηνο, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία,
άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του Προέδρου
του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης."

Σχόλια: - Τα εντός " " τελευταία εδάφια (και όχι τελευταίο εδάφιο που αναφέρεται στο ΦΕΚ) προστέθηκαν με
την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3327/2005 (Α' 70/11.3.2005), και, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ιδίου νόμου,
ισχύουν από 16.9.2005.

308
1. Το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση αν κρίνει πως η υπόθεση είναι ώριμη γι' αυτό.
2. Σε περίπτωση που σωρεύονται αγωγές ή που συνεκδικάζονται υποθέσεις, το δικαστήριο
μπορεί, είτε να εκδώσει οριστική απόφαση για τις ώριμες υποθέσεις, είτε να αναβάλει να
αποφασίσει οριστικά εωσότου γίνουν όλες ώριμες, αν το κρίνει σκόπιμο για την καλύτερη διάγνωση
της διαφοράς.

309
ι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά σε κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση δεν μπορούν μετά
τη δημοσίευσή τους να ανακαλούνται από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Όσες δεν κρίνουν
οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο
στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της
δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση. Το δικαστήριο δεν
έχει υποχρέωση να απαντά σε πρόταση για ανάκληση και όταν ακόμη αυτή υποβάλλεται με τρόπο
παραδεκτό.

310
1. ι αποφάσεις επιδίδονται με επιμέλεια των διαδίκων.
2. Όταν πρόκειται για μη οριστικές αποφάσεις, η παρουσία κατά τη δημοσίευση των διαδίκων ή
των νόμιμων αντιπροσώπων τους που διεξάγουν τη δίκη ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους
ισοδυναμεί με επίδοση.

442
311
Αν οι διάδικοι παρίστανται χωρίς δικηγόρο ή δικολάβο, ο ειρηνοδίκης οφείλει να υποδεικνύει στην
απόφαση τα τακτικά ένδικα μέσα με τα οποία μπορούν να προσβάλουν την απόφαση. Η παράβαση
της υποχρέωσης αυτής δεν αποτελεί λόγο για να προσβληθεί η απόφαση με ένδικο μέσο.

312
1. Το περιεχόμενο της απόφασης αποτελεί πλήρη απόδειξη για ό,τι αφορά την εμφάνιση και την
εκπροσώπηση των διαδίκων, για την προβολή προφορικά στο ακροατήριο ισχυρισμών και την
υποβολή αιτήσεων καθώς και για τη γνώμη που έχει εκφέρει το δικαστήριο.
2. Η κατά την παράγραφο 1 αποδεικτική δύναμη του περιεχομένου της απόφασης μπορεί να
ανατραπεί με το πρακτικό της συζήτησης ή με την προσβολή της απόφασης ως πλαστής.

313
1. πορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής
απόφασης μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) αν την εξέδωσαν πρόσωπα που δεν είχαν δικαστική ιδιότητα,
β) αν πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των
πολιτικών δικαστηρίων,
γ) αν δεν δημοσιεύθηκε,
δ) αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου,
ε) αν εκδόθηκε κατά προσώπου που έχει το προνόμιο της ετεροδικίας.
2. Η αγωγή της παραγράφου 1 αποκλείεται αν η απόφαση έχει προσβληθεί με ένδικα μέσα.
3. Η αγωγή της παραγράφου 1 υπάγεται στο πολυμελές πρωτοδικείο της γενικής δωσιδικίας του
εναγομένου.

314
Το δικαστήριο που δικάζει την αγωγή του άρθρου 313 μπορεί ύστερα από αίτηση κάποιου
διαδίκου, που μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις, να διατάξει να ανασταλεί η εκτέλεση της
απόφασης, ολικά ή εν μέρει. Το δικαστήριο μπορεί, αν ένας διάδικος το ζητήσει με τον ίδιο τρόπο,
να ανακαλέσει αυτή την απόφαση εωσότου εκδοθεί η οριστική απόφαση.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
Δ

315
Αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το
διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει
μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή
του.

316
Αν απόφαση είναι διατυπωμένη με τρόπο που γεννά αμφιβολίες ή είναι ασαφής, το δικαστήριο
που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος, να την ερμηνεύσει με νέα του
απόφαση έτσι που η έννοιά της να γίνει αναμφίβολη, η ερμηνεία όμως δεν μπορεί ποτέ να αλλάξει
το διατακτικό της απόφασης που ερμηνεύεται.

317
1. Η αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας μιας απόφασης πρέπει, εκτός από όσα ορίζει το άρθρο 118,
να αναφέρει με σαφήνεια και τα λάθη ή τις παραλείψεις ή τις ανακρίβειες που ζητείται να
διορθωθούν ή τα αμφίβολα σημεία ή τις ασάφειες που ζητείται να ερμηνευθούν.
2. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση και
συντάσσεται σχετική έκθεση.
3. Αν ο πρόεδρος ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης θεωρούν αναγκαίο
να διορθωθεί η απόφαση, ορίζουν αυτεπαγγέλτως δικάσιμο για τη συζήτηση.

318
1. Η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται κατά τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση που
διορθώνεται ή ερμηνεύεται, και αφού κληθούν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι

443
οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση. Αν τη διόρθωση την προκαλεί το δικαστήριο
αυτεπαγγέλτως, η κλήση των διαδίκων γίνεται με την επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου.
2. Αν κατά τη συζήτηση της αίτησης δεν εμφανίζεται κάποιος διάδικος που κλητεύθηκε νόμιμα, η
διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι και, αν δεν κλητεύτηκε νόμιμα, η
συζήτηση αναβάλλεται και το δικαστήριο διατάζει να κλητευτεί.

319
ι αποφάσεις που εκδίδονται σε αιτήσεις για διόρθωση ή ερμηνεία μιας απόφασης μπορούν να
προσβληθούν με όλα τα ένδικα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να προσβληθεί η απόφαση που
ζητήθηκε να διορθωθεί ή να ερμηνευθεί, εκτός από την ανακοπή ερημοδικίας.

320
Η διορθωτική ή ερμηνευτική απόφαση σημειώνεται στο πρωτότυπο της απόφασης που
διορθώνεται ή ερμηνεύεται, και πρέπει στα αντίγραφα, τα απόγραφα ή τα αποσπάσματά της να
αναγράφεται ο αριθμός και η ημερομηνία της διορθωτικής ή ερμηνευτικής απόφασης.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


Δ

321
Όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με
ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο.

322
1. Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά
για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση
συμψηφισμού. Το δεδικασμένο εκτείνεται επίσης και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά.
2. Αν προβλήθηκε ένσταση συμψηφισμού, η απόφαση που αποφαίνεται για την ύπαρξη ή όχι της
ανταπαίτησης η οποία προτάθηκε σε συμψηφισμό αποτελεί δεδικασμένο μόνο έως το ποσό για το
οποίο προβλήθηκε η ένσταση του συμψηφισμού, εκτός αν κρίθηκε ολόκληρο το ποσό της
ανταπαίτησης, οπότε το δεδικασμένο εκτείνεται σ' αυτό.

323
ε την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού πολιτικού
δικαστηρίου ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα χωρίς άλλη διαδικασία εφόσον
1) αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε,
2) η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου υπαγόταν στη δικαιοδοσία των
δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση,
3) ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της
συμμετοχής στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη που ισχύει και για τους
υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση,
4) δεν είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και
αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού
δικαστηρίου και
5) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη.

Σχόλια: Βλέπε Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (L12/16.1.2001) και
διορθωτικά του (L307/24.11.2001 και L225/22.8.2002) "Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την
εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις", ο οποίος ισχύει από 1.3.2001 και αφορά τη διεθνή
δικαιοδοσία μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε.

324
Δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που
κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία.

325
Το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά
1) των διαδίκων,
2) εκείνων που έγιναν διάδοχοί τους όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της,
444
3) εκείνων που νέμονται ή κατέχουν το επίδικο πράγμα στο όνομα κάποιου διαδίκου ή διαδόχου
του, αδιάφορο αν πρόκειται για σχέσεις εμπράγματες ή ενοχικές.
Το δεδικασμένο δεν ισχύει απέναντι σε εκείνον που απέκτησε δικαιώματα σύμφωνα με τις
διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου με μεταβίβαση από μη δικαιούχο.

326
1. Η απόφαση που εκδόθηκε υπέρ του υποχρέου να αποκαταστήσει κληρονομία ή κληροδότημα
και εναντίον ενός τρίτου, η οποία αφορά την περιουσία που υπόκειται σε αποκατάσταση ή κάποιο
αντικείμενό της αποτελεί δεδικασμένο και υπέρ του καταπιστευματοδόχου.
2. Η απόφαση που εκδόθηκε κατά του υποχρέου να αποκαταστήσει κληρονομία ή κληροδότημα
και υπέρ ενός τρίτου, η οποία αφορά αντικείμενο της περιουσίας που υπόκειται σε αποκατάσταση,
αποτελεί δεδικασμένο και κατά του καταπιστευματοδόχου μόνο αν εκείνος που έχει υποχρέωση να
αποκαταστήσει έχει εξουσία να διαθέσει το επίδικο αντικείμενο χωρίς τη συναίνεση του
καταπιστευματοδόχου.

327
1. Η απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη μεταξύ του κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας ή του
εκκαθαριστή κληρονομίας ή του εκτελεστή διαθήκης που έχει δικαίωμα να διεξάγει τη δίκη και
τρίτου, η οποία αφορά δικαιώματα ή υποχρεώσεις της κληρονομίας, αποτελεί δεδικασμένο και
απέναντι στους κληρονόμους.
2. Η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των κληρονόμων που έχουν δικαίωμα διεξαγωγής της δίκης
και τρίτου, η οποία αφορά δικαιώματα και υποχρεώσεις της κληρονομίας, αποτελεί δεδικασμένο και
απέναντι στον εκτελεστή της διαθήκης.

328
1. Η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ του δανειστή και του πρωτοφειλέτη και απορρίπτει την
αγωγή επειδή το χρέος είναι ανύπαρκτο, αποτελεί δεδικασμένο και υπέρ του εγγυητή.
2. Η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ του δανειστή και του εγγυητή και απορρίπτει την αγωγή
επειδή το χρέος είναι ανύπαρκτο, αποτελεί δεδικασμένο και υπέρ του πρωτοφειλέτη.

329
Η απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ νομικού προσώπου και τρίτου και αφορά δικαιώματα ή
υποχρεώσεις του νομικού προσώπου αποτελεί δεδικασμένο και απέναντι στα μέλη του ως προς τα
δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου.

330
Το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν
να προταθούν και δεν προτάθηκαν. Από τις ενστάσεις που δεν προτάθηκαν εξαιρούνται εκείνες
που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή.

331
Το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν
αναγκαία προ πόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να
αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα.

332
Το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως.

333
1. ι διάδικοι και οι διάδοχοί τους δεν μπορούν να προσβάλουν την απόφαση για δόλο κάποιου
διαδίκου ή τρίτου παρά μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται αναψηλάφηση.
2. Τρίτοι απέναντι στους οποίους ισχύει το δεδικασμένο μπορούν να το προσβάλλουν μόνο
εξαιτίας δόλου των διαδίκων.

334
1. Κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει να μεταρρυθμιστεί τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση,
που καταδικάζει σε καταβολή περιοδικών παροχών, οι οποίες οφείλονται κατά το νόμο από
445
οποιαδήποτε αιτία και γίνονται απαιτητές στο μέλλον, αν μεσολάβησε ουσιαστική μεταβολή των
συνθηκών επάνω στις οποίες βασίστηκε η απαγγελία της καταδίκης. Το ίδιο ισχύει και για
περιοδικές παροχές που οφείλονται σύμφωνα με κάποια δικαιοπραξία εφόσον το ποσό ή η
διάρκεια της καταβολής τους ορίστηκε από το δικαστήριο, και μόνο για το ποσό ή τη διάρκειά της.
2. εταβολή των συνθηκών θεωρείται και η ουσιώδης μετά την απόφαση αυξομείωση του
τιμαρίθμου της ζωής.
3. Η μεταβολή των συνθηκών λαμβάνεται υπόψη μόνο εφόσον έγινε σε χρόνο στον οποίο εκείνος
που ζητεί να μεταρρυθμιστεί η απόφαση δεν μπορούσε να προβάλει τη μεταβολή στην αρχική δίκη.
4. Η μεταρρύθμιση μπορεί να ζητηθεί μόνο με αγωγή που εισάγεται στο αρμόδιο δικαστήριο.
5. Η μεταρρύθμιση μπορεί να ζητηθεί και να απαγγελθεί μόνο για το χρόνο μετά την έγερση της
αγωγής.

Ε Α ΑΙΟ Δ ΔΕ ΑΤΟ
ΑΠΟΔΕΙΞΗ

ΤΙΤ ΟΣ ΠΡ ΤΟΣ

335
Αντικείμενο απόδειξης είναι μόνο τα πραγματικά γεγονότα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην
έκβαση της δίκης.

336
1. Πραγματικά γεγονότα τα οποία είναι τόσο πασίγνωστα ώστε να μην υπάρχει εύλογη αμφιβολία
ότι είναι αληθινά λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη.
2. Πραγματικά γεγονότα γνωστά στο δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργειά του λαμβάνονται
υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη, αν η αλήθεια τους ισχύει απέναντι σε όλους.
3. ε βάση αποδεδειγμένα πραγματικά γεγονότα το δικαστήριο μπορεί να βγάλει συμπεράσματα
για άλλα γεγονότα.
4. Το δικαστήριο λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας και χωρίς
απόδειξη.

337
Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε
αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, αν δεν τα γνωρίζει, μπορεί να διατάξει
απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις
που προσάγουν οι διάδικοι.

338
1. Κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να
υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του.
2. Όταν ο νόμος ορίζει κάποιο τεκμήριο για την ύπαρξη ενός πραγματικού γεγονότος, επιτρέπεται
αντίθετη απόδειξη, αν δεν ορίζεται διαφορετικά.

339
Αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση
των διαδίκων, οι μάρτυρες, ()* και τα δικαστικά τεκμήρια.

Σχόλια: * Η φράση (ο όρκος διαδίκου) διεγράφη με την παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα
με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η διαγραφή της φράσης αρχίζει από
1.1.2002.

340
Εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητά ο νόμος, το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα
αποδεικτικά μέσα και αποφασίζει κατά συνείδηση αν οι ισχυρισμοί είναι αληθινοί. Στην απόφαση
πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του.

341
Παραλείπεται ως μη ισχύον.
446
Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α 203/12.9.2001) και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος
αρχίζει από 1.1.2002.

342
Παραλείπεται ως μη ισχύον.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α 203/12.9.2001) και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος
αρχίζει από 1.1.2002.

343
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α 203/12.9.2001) και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος
αρχίζει από 1.1.2002.

344
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α 203/12.9.2001) και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος
αρχίζει από 1.1.2002.

345
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2915/2001 (ΦΕΚ Α 203/12.9.2001) και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος
αρχίζει από 1.1.2002.

346
Τα αποδεικτικά μέσα που έχει προσκομίσει ένας διάδικος λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο
και για την απόδειξη των ισχυρισμών άλλου διαδίκου.

347
Όπου ο νόμος θεωρεί αρκετή την πιθανολόγηση το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να
εφαρμόσει τις διατάξεις που ισχύουν για την αποδεικτική διαδικασία, τα αποδεικτικά μέσα και τη
δύναμή τους, αλλά λαμβάνει υπόψη οποιαδήποτε μέσα κρίνει κατάλληλα για να σχηματιστεί
πιθανότητα σχετικά με την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών.

348
Αν συμφωνούν οι διάδικοι ή υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ή να δυσκολευθεί η χρήση κάποιου
αποδεικτικού μέσου ή πρόκειται να διαπιστωθεί η τωρινή κατάσταση ενός πράγματος ή έργου,
μπορεί να ζητηθεί να γίνει συντηρητική απόδειξη για συγκεκριμένο ισχυρισμό και πριν ακόμη
αρχίσει η δίκη.

349
1. Η αίτηση για συντηρητική απόδειξη υποβάλλεται στο δικαστήριο το αρμόδιο να δικάσει την
κύρια δίκη˙ αν ο κίνδυνος είναι άμεσος, μπορεί να υποβληθεί και σε κάθε άλλο δικαστήριο που
μπορεί να αποφασίσει γρηγορότερα. Η αίτηση συζητείται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.˙
όταν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, τη δικάσιμο ορίζει ο πρόεδρος.
2. Η αίτηση πρέπει να περιέχει:
α) το όνομα και την κατοικία του αντιδίκου,
β) τα πραγματικά γεγονότα για τα οποία θα γίνει η συντηρητική απόδειξη,
γ) το αποδεικτικό μέσο με το οποίο θα διεξαχθεί,
δ) το λόγο για τον οποίο υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ή να δυσκολευθεί η χρήση του αποδεικτικού
μέσου. λόγος αυτός αρκεί να πιθανολογείται.

447
350
1. Αν το δικαστήριο επιτρέψει την συντηρητική απόδειξη, ορίζει με την απόφασή του τα
πραγματικά γεγονότα για τα οποία θα διεξαχθεί, τα αποδεικτικά μέσα και το χρόνο μέσα στον οποίο
πρέπει να περατωθεί, και, αν κρίνει ότι η κλήτευση του αντιδίκου είναι δυνατή, ορίζει και την
προθεσμία της.
2. Αν η αίτηση έχει υποβληθεί σε δικαστήριο αναρμόδιο να δικάσει την κύρια δίκη, το δικαστήριο
αυτό μπορεί, αν ο κίνδυνος δεν είναι άμεσος, να παραπέμψει την αίτηση στο δικαστήριο το αρμόδιο
για την κύρια δίκη.

351
Όταν δικάζει τη διαφορά, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του τη συντηρητική
απόδειξη που έχει διεξαχθεί, ανεξάρτητα από το αν ο κίνδυνος πραγματοποιήθηκε. *

Σχόλια: * Το εδ. β (Η κατανομή του βάρους της απόδειξης δεν επηρεάζεται από τη συντηρητική απόδειξη),κ α
τ α ρ γ ή θ η κ ε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν.
2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του εδαφίου αρχίζει από 1.1.2002.

ΤΙΤ ΟΣ ΔΕ ΤΕΡΟΣ
Ο

352
1. Η ομολογία του διαδίκου, προφορική ή γραπτή, ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη ή
του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε.
2. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία.

353
Η αποδεικτική δύναμη της ομολογίας δεν επηρεάζεται από το ότι, εκτός από το επιζήμιο
πραγματικό γεγονός για εκείνον που ομολογεί, περιέχει και άλλο πραγματικό γεγονός που τον
ωφελεί και αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό.
Αν το πραγματικό γεγονός, το ωφέλιμο για εκείνον που ομολογεί, δεν είναι αυτοτελές, το
δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την ομολογία.

354
Όποιος ομολόγησε μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει ότι δεν
ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

ΤΙΤ ΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Α

355
Το δικαστήριο διατάζει αυτοψία αν θεωρεί αναγκαία την αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης
με τις δικές του αισθήσεις.

356
1. Το δικαστήριο που αποφασίζει να ενεργήσει αυτοψία μπορεί να διατάξει να γίνει ταυτόχρονα
και πραγματογνωμοσύνη ή και εξέταση μαρτύρων.
2. Αν μαζί με την αυτοψία διατάχθηκε και πραγματογνωμοσύνη, ο διορισμός και η όρκιση των
πραγματογνωμόνων μπορούν να γίνουν και κατά την αυτοψία από εκείνον που την ενεργεί.

357
δικαστής που θα ενεργήσει την αυτοψία ορίζει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα διεξαγωγής
της. Αν ο δικαστής που ενεργεί την αυτοψία ή, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο πρόεδρός
του, κρίνει πως είναι αδύνατο ή δύσκολο να μεταφερθεί το αντικείμενο της αυτοψίας στον τόπο των
συνεδριάσεων, ορίζει τόπο κατάλληλο για τη διεξαγωγή της, όπου πηγαίνει εκείνος που την ενεργεί.

358
Όποιος ενεργεί την αυτοψία μπορεί, αν το κρίνει σκόπιμο, κατά την ενέργειά της να καταρτίσει
σχέδια ή ιχνογραφήματα, να πάρει φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις ή να εφαρμόσει επιτόπου
τίτλους ή να προβεί σε τεχνικές ενέργειες, είτε ο ίδιος είτε διαμέσου ενός υπαλλήλου της
448
γραμματείας του δικαστηρίου ή του πραγματογνώμονα που είναι ήδη διορισμένος ή που διορίζεται
γι' αυτό το σκοπό. ε τον ίδιο τρόπο μπορεί να κάνει και αναπαράσταση του αποδεικτέου
γεγονότος και ενδεχομένως φωτογράφιση ή άλλη απεικόνιση της αναπαράστασης.

359
1. Η αυτοψία, αν γίνεται στο ακροατήριο, αναφέρεται στα πρακτικά, ενώ, αν γίνεται έξω από το
ακροατήριο, συντάσσεται σχετική έκθεση. Στα πρακτικά ή την έκθεση πρέπει να αναφέρεται το
αντικείμενο της αυτοψίας, καθώς και η αντίληψη που σχημάτισε από την αυτοψία το δικαστήριο ή ο
δικαστής.
2. Αν διορίστηκαν πραγματογνώμονες, πρέπει στα πρακτικά ή την έκθεση να αναγράφονται τα
ονόματά τους, καθώς και αν αυτοί ενήργησαν την πραγματογνωμοσύνη. Επίσης πρέπει να
αναφέρεται η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, εφόσον δεν την υπέβαλαν εγγράφως, οπότε
αρκεί να γίνει αναφορά σ' αυτήν.
3. Αν εξετάστηκαν μάρτυρες, οι καταθέσεις τους πρέπει να περιλαμβάνονται στα πρακτικά ή την
έκθεση.
4. Η γραπτή γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, καθώς και τα τυχόν σχέδια,
ιχνογραφήματα, φωτογραφίες, αναπαραστάσεις και γενικά τα βοηθήματα που το δικαστήριο ή ο
δικαστής είχε υπόψη ενεργώντας την αυτοψία, επισυνάπτονται στα πρακτικά ή την έκθεση.

360
Αν η αυτοψία γίνεται στο ακροατήριο, η υπόθεση συζητείται αμέσως κατόπιν. Αν γίνει έξω από το
ακροατήριο, η έκθεση που συντάσσεται για την αυτοψία κατατίθεται ή αποστέλλεται μαζί με τα
συνημμένα της στη γραμματεία του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση.

361
ι διάδικοι οφείλουν να βοηθούν για την ενέργεια της αυτοψίας και να κάνουν ό,τι είναι αναγκαίο
για τη διεξαγωγή της.

362
Αν αντικείμενο της αυτοψίας είναι διάδικος ή τρίτος, αυτός οφείλει να ανεχθεί την αυτοψία, εκτός
αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, και ιδίως αν θίγεται η υγεία ή η αξιοπρέπειά του, δεν μπορούν
όμως να ληφθούν εναντίον του εξαναγκαστικά μέτρα. Εκείνος που ενεργεί την αυτοψία πρέπει να
λάβει όλα τα μέτρα για να εξασφαλιστεί εντελώς η υγεία και η αξιοπρέπεια του προσώπου όσο
γίνεται η αυτοψία.

363
1. Αν αντικείμενο της αυτοψίας είναι κινητό που το κατέχει διάδικος ή τρίτος, αυτός οφείλει να το
παρουσιάσει και να το επιδείξει σε εκείνον που ενεργεί την αυτοψία.
2. Αν αντικείμενο της αυτοψίας είναι ακίνητο που κατέχει διάδικος ή τρίτος, αυτός έχει
υποχρέωση να επιτρέψει την επίσκεψη του ακινήτου για να γίνει η αυτοψία. Επίσης ο διάδικος ή ο
τρίτος που κατέχει ακίνητο οφείλει να επιτρέψει την επίσκεψή του αν μέσα στο ακίνητο βρίσκεται
κινητό που είναι αντικείμενο αυτοψίας εφόσον η μεταφορά του είναι αδύνατη ή δύσκολη.

364
διάδικος ή ο τρίτος που κατέχει το αντικείμενο της αυτοψίας ή που είναι ο ίδιος αντικείμενο της
αυτοψίας πρέπει τρεις ημέρες πριν ενεργηθεί η αυτοψία να κληθεί να παραστεί σ' αυτήν.

365
1. Αν ο διάδικος ή ο τρίτος αρνείται για λόγο σπουδαίο κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την
αυτοψία να παρουσιάσει και να επιδείξει ένα κινητό ή να επιτρέψει την επίσκεψη ενός ακινήτου ή να
υποβάλει τον εαυτό του σε αυτοψία, η αυτοψία ματαιώνεται.
2. Αν ο διάδικος ή ο τρίτος που κατέχει το κινητό ή το ακίνητο δεν παρίσταται την ημέρα και ώρα
που ορίστηκε για την αυτοψία ή αν εκείνος που την ενεργεί κρίνει πως αρνείται αδικαιολόγητα να
παρουσιάσει και να επιδείξει το κινητό ή να επιτρέψει την επίσκεψη του ακινήτου, μπορεί με
απόφαση που εκδίδει αμέσως να διατάξει να αφαιρεθεί βίαια το κινητό και να του προσκομιστεί ή να
ανοιχθούν βίαια οι θύρες του ακινήτου για να γίνει η αυτοψία.
3. Η βίαιη αφαίρεση κινητού και η παρουσίασή του σ' αυτόν που ενεργεί την αυτοψία γίνεται κατά
τις διατάξεις που ισχύουν για την αναγκαστική εκτέλεση από δικαστικό επιμελητή, που αμέσως μετά

449
την αυτοψία επιστρέφει το κινητό στον κάτοχο, από τον οποίο το αφαίρεσε. Το βίαιο άνοιγμα των
θυρών του ακινήτου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αναγκαστική εκτέλεση.
4. Αν δεν είναι δυνατό να γίνει αμέσως η αφαίρεση του κινητού ή να ανοιχθούν οι θύρες, εκείνος
που κάνει την αυτοψία μπορεί με απόφασή του που την εκδίδει αμέσως να αναβάλει την αυτοψία
για ορισμένη ημέρα και ώρα στην οποία οι διάδικοι ή ο τρίτος οφείλουν να παραστούν χωρίς
κλήτευση.

366
Αν η αυτοψία δεν μπόρεσε να γίνει επειδή κάποιος διάδικος απουσίασε ή αρνήθηκε να φέρει και
να επιδείξει το κινητό που κατέχει ή να επιτρέψει την επίσκεψη ακινήτου που βρίσκεται στην κατοχή
του ή να υποβληθεί ο ίδιος σε αυτοψία, το δικαστήριο που αποφάσισε την αυτοψία κρίνει ελεύθερα
αν το αντικείμενο της απόδειξης για το οποίο διατάχθηκε η αυτοψία πρέπει να θεωρηθεί
αποδεδειγμένο.

367
Διάδικοι ή τρίτοι που εμποδίζουν αδικαιολόγητα την αυτοψία με την απουσία τους την ημέρα και
ώρα που ορίστηκε για την ενέργειά της ή με την άρνησή τους να φέρουν και να επιδείξουν ένα
κινητό ή να επιτρέψουν την επίσκεψη ενός ακινήτου ή να υποβάλουν τον εαυτό τους σε αυτοψία
καταδικάζονται σε αποζημίωση, στα δικαστικά έξοδα, καθώς και σε χρηματική ποινή κατά τις
διατάξεις του άρθρου 205.

ΤΙΤ ΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Π

368
1. Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως
πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.
2. Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει
πως χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης.

Σχόλια: * ορθότερον: ιδιάζουσες

369
ι πραγματογνώμονες βοηθούν το δικαστήριο με τη γνωμοδότησή τους στα ζητήματα που έθεσε.
Αν είναι ανάγκη, το δικαστήριο διατάζει να παραστούν οι πραγματογνώμονες κατά την ενέργεια
όλων ή ορισμένων διαδικαστικών πράξεων.

370
1.(Παραλείπεται ως μη ισχύουσα.).
2. Το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση μπορεί να αναθέσει το διορισμό των
πραγματογνωμόνων ή και τον ορισμό του αριθμού τους σε άλλο δικαστήριο, που ενεργεί σύμφωνα
με αίτηση ή παραγγελία, ή σε εντεταλμένο δικαστή.
3. Τους πραγματογνώμονες μπορεί να τους αντικαταστήσει για εύλογη αιτία ο εισηγητής ()* ή ο
δικαστής που τους διόρισε, με αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως κατά τη διαδικασία των
άρθρων 686 επ.

Σχόλια: -Η παρ. 1 του παρόντος καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001. -Η φράση (του
άρθρου 341 παράγρ. 3) της παρ. 3 διαγράφηκε από το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), η κατάργηση της παρ. 1 και η διαγραφή της
φράσης της παρ. 3 αρχίζουν από 1.1.2002.

371
Σε κάθε δικαστήριο τηρείται κατάλογος πραγματογνωμόνων. τρόπος που καταρτίζονται και
τηρούνται οι κατάλογοι ορίζεται με διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του πουργού της
Δικαιοσύνης.

450
372
Το δικαστήριο ορίζει τους πραγματογνώμονες από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, αν όμως
δεν υπάρχει κατάλογος ή αν το δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο, διορίζει τα πρόσωπα που κρίνει
κατάλληλα για το σκοπό αυτόν.

373
Δεν μπορούν να εγγραφούν στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, ούτε να διοριστούν
πραγματογνώμονες
1) όσοι καταδικάστηκαν για κακούργημα ή πλημμέλημα και στερήθηκαν τα πολιτικά τους
δικαιώματα κατά τα άρθρα 59 έως 63 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και όσοι παραπέμφθηκαν με
βούλευμα για τέτοιες πράξεις,
2) όσοι στερήθηκαν την άδεια να ασκούν το επάγγελμά τους για όσο καιρό διαρκεί αυτή η
στέρηση,
3) όσοι έχουν στερηθεί το δικαίωμα να διαθέτουν ελεύθερα την περιουσία τους,
4) οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι υπάλληλοι της γραμματείας των δικαστηρίων.

374
Όσοι είναι γραμμένοι στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, καθώς και όσοι ασκούν νόμιμα
επάγγελμα στον κύκλο του οποίου περιλαμβάνεται το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, οφείλουν να
εκτελέσουν τα καθήκοντα που τους αναθέτει η απόφαση˙ όσοι δεν ανήκουν σ' αυτές τις κατηγορίες
μπορούν να αποποιηθούν το διορισμό τους, εφόσον δεν δήλωσαν πως τον δέχονται ή δεν έδωσαν
το νόμιμο όρκο.

375
Αντίγραφο της απόφασης ()* που διορίζει ή αντικαθιστά πραγματογνώμονες κοινοποιείται μόλις
δημοσιευθεί στους διαδίκους και τους πραγματογνώμονες με επιμέλεια της γραμματείας του
δικαστηρίου ή του δικαστή που την έχει εκδώσει.

Σχόλια: * Η φράση(που διατάζει το διορισμό και εκείνης) διαγράφηκε από το άρθρ. 14 παρ. 4 του Ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η διαγραφή της
φράσης αρχίζει από 1.1.2002.

376
ι πραγματογνώμονες μπορούν να ζητήσουν οι ίδιοι να εξαιρεθούν, ή να εξαιρεθούν από διάδικο
1) αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους του άρθρου 52 παράγρ. 1 εδ. α έως γ και στ 2) αν είναι
δημόσιοι υπάλληλοι και η προ σταμένη τους αρχή τους απαγόρευσε εγγράφως να ενεργήσουν την
πραγματογνωμοσύνη για λόγους που αφορούν την υπηρεσία τους, 3) αν συντρέχει άλλος
σπουδαίος λόγος.

377
1. Την εξαίρεση την προτείνει ο πραγματογνώμονας ή ένας από τους διαδίκους με γραπτή αίτηση
που υποβάλλεται στο δικαστήριο ή στον εντεταλμένο δικαστή που διόρισε τους
πραγματογνώμονες. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου μέσα σε πέντε ημέρες
αφότου κοινοποιήθηκε η απόφαση που διορίζει τους πραγματογνώμονες. Αργότερα η αίτηση για
εξαίρεση είναι απαράδεκτη, εκτός αν ο λόγος της εξαίρεσης προέκυψε κατόπιν.
2. Η αίτηση για εξαίρεση μπορεί να γίνει και με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου ή στον
εντεταλμένο δικαστή που διορίζει τους πραγματογνώμονες.
3. Η αίτηση για εξαίρεση πρέπει να περιέχει τους λόγους της εξαίρεσης, αλλιώς είναι
απαράδεκτη.

378
1. Η αίτηση για εξαίρεση εισάγεται για να συζητηθεί στο δικαστήριο ή στον εντεταλμένο δικαστή
που διόρισε τους πραγματογνώμονες, και δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.˙ όταν
πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, τη δικάσιμο ορίζει ο πρόεδρος.
2. Αν η εξαίρεση γίνει δεκτή, το δικαστήριο ή ο εντεταλμένος δικαστής διορίζει με την ίδια
απόφαση άλλον πραγματογνώμονα για να αντικαταστήσει εκείνον που εξαιρέθηκε.

451
379
1. Το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση δίνει στους πραγματογνώμονες τις αναγκαίες οδηγίες
για τον τρόπο με τον οποίο θα εκτελέσουν τα καθήκοντά τους και ορίζει ιδίως α) αν κρίνει αναγκαίο
να παραστούν σε διαδικαστικές πράξεις και σε ποιες, β) αν η πραγματογνωμοσύνη θα ενεργηθεί
ενώπιόν του ή από μόνους τους πραγματογνώμονες.
2. Τις εξουσίες της παραγράφου 1 έχει και το δικαστήριο που ύστερα από αίτηση ή παραγγελία
ενεργεί διαδικαστικές πράξεις που αναφέρονται στην πραγματογνωμοσύνη ή ο εντεταλμένος
δικαστής, εφόσον δεν όρισε διαφορετικά το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση.

380
1. ι πραγματογνώμονες μπορούν να λάβουν γνώση των στοιχείων της δικογραφίας που είναι
χρήσιμα για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης.
2. Το δικαστήριο του άρθρου 379 ή ο δικαστής μπορούν να επιτρέψουν στους
πραγματογνώμονες να ζητήσουν, πριν συντάξουν τη γνωμοδότησή τους, διευκρινίσεις από τους
διαδίκους ή πληροφορίες από τρίτους ή να καταρτίσουν σχέδια ή ιχνογραφήματα, να πάρουν
φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις ή να κάνουν επιτόπια εφαρμογή τίτλων ή τεχνικές ενέργειες ή να
εξετάσουν έγγραφα ή βιβλία εμπόρων ή επαγγελματιών.

381
Τις αποφάσεις των άρθρων 379 και 380 παρ. 2 τις λαμβάνει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση
των διαδίκων ή των πραγματογνωμόνων ή και αυτεπαγγέλτως, χωρίς να κλητευθούν
προηγουμένως οι διάδικοι ή οι πραγματογνώμονες.

382
1. Αν το δικαστήριο διέταξε να παραστούν οι πραγματογνώμονες κατά την ενέργεια ορισμένων
διαδικαστικών πράξεων, τους κοινοποιείται πριν από τρεις ημέρες κλήση για να παραστούν σ'
αυτές.
2. ι πραγματογνώμονες, όταν παρίστανται στις συνεδριάσεις, έχουν δικαίωμα με την άδεια
εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση να υποβάλουν ερωτήσεις στους διαδίκους, τους νόμιμους
αντιπροσώπους τους και τους μάρτυρες και να ζητούν να διαβαστούν έγγραφα.

383
1. Αν διατάχθηκε έγγραφη γνωμοδότηση, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία
πρέπει να την υποβάλουν οι πραγματογνώμονες. δικαστής ή στα πολυμελή δικαστήρια ο
πρόεδρος του δικαστηρίου μπορούν αν το ζητήσουν οι πραγματογνώμονες, χωρίς προηγούμενη
κλήτευση των διαδίκων, να παρατείνουν την προθεσμία, αν κρίνουν ότι δεν είναι αρκετή για να
καταρτιστεί η γνωμοδότηση.
2. Αν υπάρχουν περισσότεροι πραγματογνώμονες, ενεργούν όλες τις πράξεις που χρειάζονται
για την πραγματογνωμοσύνη και καταρτίζουν τη γραπτή τους γνωμοδότηση από κοινού. ια το
σκοπό αυτόν συνέρχονται, όταν τους καλεί οποιοσδήποτε από αυτούς.
3. Η έγγραφη γνωμοδότηση πρέπει να αναφέρει τις ενέργειες των πραγματογνωμόνων και τη
γνώμη καθενός αιτιολογημένη, και να υπογράφεται από αυτούς. Αν κάποιος ή κάποιοι από τους
πραγματογνώμονες δεν παρουσιάζονται όταν γίνεται η πραγματογνωμοσύνη ή αρνούνται να
υπογράψουν την έγγραφη γνωμοδότηση, αυτό σημειώνεται στη γνωμοδότηση.
4. Η έγγραφη γνωμοδότηση κατατίθεται από τους πραγματογνώμονες ή από εκείνον που
εξουσιοδότησαν γι' αυτό στη γραμματεία του δικαστηρίου που τους διόρισε και συντάσσεται σχετική
έκθεση. Αν η γνωμοδότηση κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που ενεργεί ύστερα από
αίτηση ή παραγγελία ή του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο εντεταλμένος δικαστής, η έκθεση
στέλνεται αμέσως στη γραμματεία του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση.

384
Το δικαστήριο ή ο δικαστής του άρθρου 379 μπορούν, αφού οι πραγματογνώμονες υποβάλουν
τη γνωμοδότησή τους, να διατάξουν να δοθούν γι' αυτήν διευκρινίσεις ή άλλες πληροφορίες, οπότε
εφαρμόζονται τα άρθρα 382 και 383.

385
1. Πριν από κάθε ενέργεια οι πραγματογνώμονες ορκίζονται σύμφωνα με τις διακρίσεις του
άρθρου 408 ότι θα εκτελέσουν ευσυνειδήτως τα καθήκοντά τους.

452
2. Η όρκιση των πραγματογνωμόνων γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση
ή του δικαστηρίου ή του δικαστή που ορίζεται από το πρώτο, και συντάσσεται έκθεση γι' αυτήν.

386
Αν ο διορισμένος πραγματογνώμονας οφείλει να εκτελέσει τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν και
αρνηθεί αδικαιολόγητα ή παραλείψει οποτεδήποτε να τα εκτελέσει, εκτός από την υποχρέωσή του
για αποζημίωση, καταδικάζεται χωρίς κλήτευση ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, από το
δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση ή το δικαστήριο ή το δικαστή που τον διόρισε, στα δικαστικά
έξοδα με τα οποία ο διάδικος που έκανε την αίτηση επιβαρύνεται εξαιτίας της αποχής ή της
άρνησης του πραγματογνώμονα. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αυτεπαγγέλτως και χρηματική
ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 205.

387
Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων.

388
Το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, αν κρίνει πως υπάρχει λόγος, μπορεί ύστερα από
αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη ή την επανάληψη
ή τη συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες.

389
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

390
Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις
επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από
αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν.

391
1. Αν το δικαστήριο διορίζει πραγματογνώμονες, κάθε διάδικος μπορεί να διορίσει από ένα
τεχνικό σύμβουλο που έχει την ικανότητα να διοριστεί πραγματογνώμονας.
2. τεχνικός σύμβουλος που διορίζεται από τους διαδίκους δεν είναι υποχρεωμένος να
αποδεχτεί το διορισμό και η αμοιβή του πληρώνεται από το διάδικο που τον διόρισε.

392
1. διορισμός των τεχνικών συμβούλων γίνεται εγγράφως ή προφορικώς με δήλωση, είτε
ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλμένου δικαστή, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην
έκθεση, είτε ενώπιον της γραμματείας του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση.
2. ι τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων τους βοηθούν με τις τεχνικές γνώσεις τους, μπορούν να
παρίστανται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις όπου παρίστανται οι πραγματογνώμονες, και έχουν
τις εξουσίες των άρθρων 380 παρ. 1 και 382 παρ. 2.
3. ι τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων μπορούν, αφού οι πραγματογνώμονες υποβάλουν τη
γνωμοδότησή τους και πριν συζητηθεί η υπόθεση, να αναπτύξουν τις γνώμες τους για τη
γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου ή να τις υποβάλουν
εγγράφως, καθώς και να υποβάλουν ερωτήσεις και στους πραγματογνώμονες.

ΤΙΤ ΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Μ

393
"1. Συμβάσεις και συλλογικές πράξεις δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες εφόσον η αξία
του αντικειμένου τους υπερβαίνει τα 5.900* ευρώ.
2. Δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου εγγράφου, έστω και αν η αξία
του αντικειμένου της δικαιοπραξίας είναι μικρότερη από τα 5.900* ευρώ."

453
3. Δεν επιτρέπεται να αποδειχθούν με μάρτυρες πρόσθετα σύμφωνα, προγενέστερα, σύγχρονα ή
μεταγενέστερα δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως έστω και αν δεν είναι αντίθετα προς το
περιεχόμενο του εγγράφου.

Σχόλια: - Η αναπροσαρμογή των ποσών στις παρ. 1 και 2 έγινε από την παρ. 6 του άρθ. 7 του ν. 2145/1993
(ΦΕΚ Α' 88/28.5.1993) - Οι παρ. 1 και 2 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 14 παρ. 5 του Ν. 2915/2001 και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), η ισχύς των παρ. 1 και 2 αρχίζει
από 1.1.2002. * Κατά τους κανόνες στρογγυλοποίησης των ευρώ σύμφωνα με τα άρθρα 3-5 του ν. 2943/2001 το
ποσό γίνεται 5.900 ευρώ.

394
1. Η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση
α) αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική
δύναμη,
β) αν υπήρχε φυσική ή ηθική αδυναμία να αποκτηθεί έγγραφο,
γ) αν αποδεικνύεται ότι το έγγραφο που είχε συνταχθεί χάθηκε τυχαία,
δ) αν από τη φύση της δικαιοπραξίας ή τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, και ιδίως
αν πρόκειται για εμπορικές συναλλαγές δικαιολογείται η απόδειξη με μάρτυρες.
2. Όταν ο νόμος ή τα μέρη ορίζουν ότι για τη δικαιοπραξία χρειάζεται έγγραφο, είτε ως
συστατικός είτε ως αποδεικτικός τύπος, η απόδειξη της δικαιοπραξίας με μάρτυρες επιτρέπεται
μόνο στην περίπτωση της παραγράφου 1 εδάφιο γ.

395
Όταν η απόδειξη με μάρτυρες αποκλείεται, δεν επιτρέπεται ούτε και η απόδειξη με δικαστικά
τεκμήρια.

396
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

397
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

398
1. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα.).
2. Όποιος καλείται να εξεταστεί ως μάρτυρας οφείλει να προσέλθει και να καταθέσει για τα
πραγματικά γεγονότα που γνωρίζει.
3. Αν εκείνος που κλητεύθηκε να εξεταστεί μάρτυρας δεν προσέλθει αδικαιολόγητα, το δικαστήριο
ή ο δικαστής με απόφασή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση τον καταδικάζουν να
πληρώσει τα έξοδα που προξενήθηκαν από την απουσία του και μπορεί να τον καταδικάσουν και
σε χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 205. Αν η απουσία του μάρτυρα πιθανολογείται ως
δικαιολογημένη, το ίδιο δικαστήριο ή ο ίδιος δικαστής μπορούν να ανακαλέσουν την απόφαση αυτή,
εφόσον το ζητήσει ο μάρτυρας μέσα σε είκοσι ημέρες αφότου του επιδόθηκε η απόφαση.

Σχόλια: Η παρ. 1 καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο
του άρ. 15 του ν. 2943 / 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση αρχίζει από 1.1.2002.

399
Δεν εξετάζονται ως μάρτυρες
1) οι κληρικοί για όσα έμαθαν κατά την εξομολόγηση
2) πρόσωπα τα οποία όταν έγινε το πραγματικό γεγονός που πρέπει να αποδειχθεί δεν είχαν το
αισθητήριο για να το αντιληφθούν ή δεν έχουν την ικανότητα να ανακοινώσουν αυτό που
αντιλήφθηκαν,
3) πρόσωπα που, όταν έγινε το πραγματικό γεγονός που πρέπει να αποδειχθεί, βρίσκονταν σε
κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της
454
κρίσης και της βούλησής τους ή που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση, όταν πρόκειται να
εξετασθούν.

Σχόλια: Η τρίτη περίπτωση τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του Ν. 2447/1996.

400
Δεν εξετάζονται, όταν κληθούν ως μάρτυρες
1) οι κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, οι βοηθοί
τους, καθώς και οι σύμβουλοι των διαδίκων, για τα πραγματικά γεγονότα που τους εμπιστεύτηκαν ή
που διαπίστωσαν κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους για τα οποία έχουν καθήκον
εχεμύθειας, εκτός αν το επιτρέψει εκείνος που τους τα εμπιστεύθηκε και εκείνος τον οποίο αφορά το
απόρρητο,
2) δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί εν ενεργεία ή όχι, για πραγματικά γεγονότα για τα οποία
υπάρχει καθήκον εχεμύθειας, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός επιτρέψει να εξεταστούν,
3) πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από τη δίκη.

401
χουν δικαίωμα να αρνηθούν να εξεταστούν ως μάρτυρες
1) οι κληρικοί, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, φαρμακοποιοί, νοσοκόμοι, μαίες, οι βοηθοί
τους, καθώς και σύμβουλοι των διαδίκων, για τα γεγονότα που έμαθαν κατά την άσκηση του
επαγγέλματός τους,
2) οι συγγενείς κάποιου από τους διαδίκους εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή υιοθεσίας έως και τον
τρίτο βαθμό σε ευθεία ή σε πλάγια γραμμή, εκτός αν έχουν τον ίδιο βαθμό συγγένειας με όλους
τους διαδίκους, οι σύζυγοι και μετά τη λύση του γάμου, καθώς και οι μνηστευμένοι.

402
μάρτυρας δεν έχει υποχρέωση να καταθέσει
1) περιστατικά που μπορούν να δικαιολογήσουν τη δίωξη για αξιόποινη πράξη είτε του ίδιου, είτε
κάποιου προσώπου που συνδέεται μαζί του κατά το άρθρο 401 αριθ. 2, ή που θίγουν την τιμή του ή
την τιμή των προσώπων αυτών,
2) περιστατικά που αποτελούν επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό απόρρητο.

403
1. Στην περίπτωση του άρθρου 399, η απαγόρευση να εξεταστεί ο μάρτυρας λαμβάνεται υπόψη
αυτεπαγγέλτως ή αφού το ζητήσει κάποιος από τους διαδίκους.
2. διάδικος οφείλει να προτείνει το λόγο της μη εξέτασης του μάρτυρα κατά το άρθρο 400 πριν
ορκιστεί.
3. μάρτυρας οφείλει να προτείνει το λόγο του άρθρου 401 για τον οποίο έχει δικαίωμα να
αρνηθεί να μαρτυρήσει, καθώς και το λόγο του άρθρου 402 για τον οποίο δεν έχει υποχρέωση να
καταθέσει.
4. Το δικαστήριο ή ο δικαστής ενώπιον του οποίου διεξάγεται η μαρτυρική απόδειξη
αποφασίζουν για τις περιπτώσεις των παραγράφων 1, 2 και 3, και αρκεί για αυτό η πιθανολόγηση.
5.(Παραλείπεται ως μη ισχύουσα.)*.

Σχόλια: * Η παρ. 5 του παρόντος καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση της παρ. 5 αρχίζει από 1.1.2002.

404
άρτυρας που εμφανίζεται και αρνείται να καταθέσει, αν και υποχρεούται, μπορεί να
καταδικαστεί από το δικαστήριο ή το δικαστή ενώπιον του οποίου διεξάγεται η απόδειξη, σε
χρηματική ποινή κατά το άρθρο 205.

405
Αν επιβάλλεται για ειδικούς λόγους να εξεταστούν ως μάρτυρες πρόσωπα που δεν
συμπλήρωσαν το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας τους ή που έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα
επειδή έχουν καταδικαστεί, τα πρόσωπα αυτά εξετάζονται χωρίς να ορκιστούν.

406
1. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα)*.
455
2. πουργοί, αρχιερείς, πρεσβευτές και άλλοι διπλωματικοί υπάλληλοι ξένου κράτους
επιφορτισμένοι με διπλωματική αποστολή εξετάζονται στην κατοικία τους, εκτός αν προτιμούν να
προσέλθουν στο δικαστήριο. Στην κατοικία τους εξετάζονται επίσης και οι μάρτυρες που
εμποδίζονται από αρρώστια ή γεράματα να εμφανιστούν.

Σχόλια: -Σύμφωνα με το άρθρ. 3 παρ. 30 ν. 2207/1994 το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και στη διεξαγωγή
αποδείξεων που διατάχθηκαν υπό την ισχύ του ν. 2145/1993. Διαδικαστικές πράξεις που έγιναν όσο ίσχυε η
καταργούμενη ρύθμιση διατηρούν την ισχύ τους. Αποδείξεις για τις οποίες ορίστηκε δικάσιμος σε ρητή ημέρα, αν
έχουν ματαιωθεί ή δεν έχουν ακόμη διεξαχθεί, μπορεί να επισπευσθούν από οποιονδήποτε διάδικο μέσα σε τρεις
μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου και πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα σε έξι το πολύ μήνες
από την επίσπευση. - Η παρ. 1 καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση της παρ. 1 αρχίζει από 1.1.2002.

407
Πριν εξεταστεί ο μάρτυρας ερωτάται για το όνομα και το επώνυμο, τον τόπο που γεννήθηκε, την
ηλικία,()*, την κατοικία και το επάγγελμά του. Επίσης ερωτάται για την τυχόν συγγένειά του με τους
διαδίκους και για κάθε άλλο περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει λόγο για να μην εξεταστεί, ή να
διαφωτίσει για τις σχέσεις του με τους διαδίκους και για την αξιοπιστία του.

Σχόλια: * Οι λέξεις (τη θρησκεία) διαγράφηκαν από το άρθρο 14 παρ. 6 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η διαγραφή των λέξεων αρχίζει από 1.1.2002.

408
"1. Πριν εξεταστεί ο μάρτυρας οφείλει να ορκισθεί. Προς τούτο ερωτάται, αν προτιμά να δώσει
θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο.
2. τύπος του χριστιανικού όρκου είναι: " ρκίζομαι ενώπιον του εού να πω ευσυνείδητα όλη
την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε". Αν ο μάρτυρας
πιστεύει σε γνωστή θρησκεία ή δόγμα, που ορίζει άλλο τύπο όρκου, δίνει τον όρκο σύμφωνα με
αυτόν τον τύπο.
3. πολιτικός όρκος δίνεται ως διαβεβαίωση με τον εξής τύπο: "Δηλώνω στην τιμή και στη
συνείδησή μου πως θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να
κρύψω τίποτε"."
4. ι κληρικοί κάθε θρησκεύματος ορκίζονται διαβεβαιώνοντας στην ιερωσύνη τους.
5. Αν ο μάρτυρας δεν έχει χέρια, επαναλαμβάνει τον όρκο που διαβάζει ο δικαστής.
6. Κουφοί, άλαλοι και κωφάλαλοι ορκίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 253.

Σχόλια: Οι παρ. 1, 2, 3 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 14 παρ. 7 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς τους αρχίζει από 1.1.2002.

409
1. ι μάρτυρες εξετάζονται χωριστά και μόνο αν κριθεί απαραίτητο μπορούν να εξεταστούν σε
αντιπαράσταση με άλλους μάρτυρες ή και με τους διαδίκους. ι μάρτυρες καταθέτουν προφορικά
και μπορούν, κατά την κρίση του δικαστή, να χρησιμοποιούν σημείωμα για να βοηθήσουν τη μνήμη
τους.
2. μάρτυρας οφείλει να δηλώσει πως έμαθε αυτά που καταθέτει, και αν πρόκειται για γεγονότα
για τα οποία δεν έχει άμεση αντίληψη, οφείλει να δηλώνει και το πρόσωπο από το οποίο
πληροφορήθηκε όσα καταθέτει.
3. "Το δικαστήριο"* μπορεί να απαγορεύει τις ερωτήσεις των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους
προς το μάρτυρα, αν είναι έκδηλα άσκοπες ή έξω από το θέμα, και κηρύσσουν περατωμένη την
εξέταση του μάρτυρα όταν κρίνουν ότι κατέθεσε όλα όσα γνωρίζει για τα αποδεικτέα.

Σχόλια: * Οι πρώην λέξεις "εισηγητής ή ο εντεταλμένος δικαστής" της παρ. 3 αντικαταστάθηκαν με τις λέξεις
"το δικαστήριο" από το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν.
2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η εν λόγω αντικατάσταση αρχίζει από 1.1.2002.

410
" ι καταθέσεις μαρτύρων καταχωρίζονται στα πρακτικά, στα οποία πρέπει να αναφέρονται η
όρκιση του μάρτυρα και οι τυχόν ενστάσεις των διαδίκων".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 9 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η αντικατάσταση αρχίζει από 1.1.2002.
456
411
Το δικαστήριο μπορεί ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να εξετασθεί και πάλι
ένας μάρτυρας, αν αυτό χρειάζεται για να συμπληρωθεί ή να διευκρινιστεί η κατάθεση ή αν το
δικαστήριο κρίνει πως ο μάρτυρας αρνήθηκε αδικαιολόγητα να καταθέσει επάνω σε ορισμένο θέμα.
Στις περιπτώσεις αυτές ο μάρτυρας δεν ορκίζεται και πάλι.

412
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

413
ι σχετικές διατάξεις με τους μάρτυρες εφαρμόζονται και όταν, για να αποδειχθούν περασμένα
πραγματικά γεγονότα, εξετάζονται πρόσωπα που τα αντιλήφθηκαν με βάση τις ειδικές γνώσεις
τους.

414
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

ΤΙΤ ΟΣ Ε ΤΟΣ
Ε

415
1. Αν τα πραγματικά γεγονότα δεν αποδείχτηκαν καθόλου ή αν δεν αποδείχθηκαν εντελώς από
τα άλλα αποδεικτικά μέσα, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ένα ή περισσότερους διαδίκους για την
αλήθεια των πραγματικών γεγονότων.
2. Αν ο διάδικος είναι πρόσωπο ανίκανο να παρίσταται στο δικαστήριο, μπορεί κατά την κρίση
του δικαστηρίου να εξεταστεί είτε εκείνος που τελεί υπό επιμέλεια, εκτός αν δεν έχει συνείδηση των
πράξεών του ή αν δεν συμπλήρωσε το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του, είτε ο νόμιμος
αντιπρόσωπός του είτε και οι δύο.
3. Αν ο διάδικος είναι νομικό πρόσωπο, μπορεί να εξεταστεί όποιος το εκπροσωπεί στο
δικαστήριο ή κάποιο άλλο μέλος της διοίκησής του.
4. Αν διεξάγει τη δίκη ο σύνδικος πτώχευσης, μπορούν να εξεταστούν είτε ο σύνδικος είτε ο
πτωχός είτε και οι δύο.

416
Η εξέταση των διαδίκων διατάσσεται ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή
αυτεπαγγέλτως και διεξάγεται κατά τις διατάξεις για την εξέταση μαρτύρων.

417
1. ι διάδικοι εξετάζονται χωρίς να ορκιστούν, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να διατάξει
να εξεταστεί με όρκο ο διάδικος για όλα ή μερικά από τα αμφισβητούμενα γεγονότα. Το δικαστήριο
μπορεί επίσης να καλέσει το διάδικο που εξετάστηκε ήδη χωρίς όρκο να βεβαιώσει με όρκο την
κατάθεσή του ολόκληρη ή μέρος της. δικαστής επισημαίνει τη δυνατότητα αυτήν στο διάδικο που
εξετάζεται πριν να αρχίσει η εξέτασή του. Η ένορκη εξέταση δεν επιτρέπεται σχετικά με γεγονότα
που αποτελούν για εκείνον που ορκίζεται πράξη αξιόποινη ή ανήθικη.
2. Δεν μπορούν να εξεταστούν με όρκο για το ίδιο γεγονός οι διάδικοι που αντιδικούν.

418
Δεν εξετάζονται με όρκο όσοι έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα για ψευδορκία ή για ψευδομαρτυρία.

457
419
1. Η μη εμφάνιση κάποιου διαδίκου στη δικάσιμο που ορίστηκε για την εξέτασή του ή η άρνησή
του να καταθέσει δεν εμποδίζει να εξεταστεί άλλος διάδικος που εμφανίστηκε.
2. Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν εξαναγκαστικά μέτρα για να υποχρεωθεί ο διάδικος να
προσέλθει και να εξεταστεί.

420
Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την κατάθεση των διαδίκων, ένορκη ή χωρίς όρκο, την
αδικαιολόγητη μη εμφάνιση του διαδίκου που κλητεύθηκε να εξεταστεί με όρκο ή χωρίς όρκο, την
άρνησή του να καταθέσει ή να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υπέβαλαν, καθώς και τη διαφορά
ανάμεσα στην ένορκη και τη χωρίς όρκο προηγούμενη κατάθεσή του.

ΤΙΤ ΟΣ Ε ΔΟΜΟΣ

421
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

422
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

423
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

424
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

425
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

426
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

427
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

458
Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

428
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

429
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

430
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.
431
(Παραλείπεται ως μη ισχύον)*.

Σχόλια: * Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002.

ΤΙΤ ΟΣ Ο ΔΟΟΣ

432
Τα έγγραφα έχουν αποδεικτική δύναμη όταν έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τους νόμιμους
τύπους, έχουν τα στοιχεία τα απαραίτητα για το κύρος τους, δεν είναι τεμαχισμένα, τρυπημένα ή
διαγραμμένα, δεν έχουν ξυσίματα ή εξαλείψεις ή δεν είναι με άλλον τρόπο αλλαγμένα σε ουσιώδη
μέρη τους, και μπορούν να διαβαστούν.

433
τεμαχισμός, η διάτρηση ή η διαγραφή ενός εγγράφου τεκμαίρεται ότι έγινε για να εκμηδενιστεί η
αποδεικτική του δύναμη, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο.

434
Αν σε ένα έγγραφο υπάρχουν μεταβολές, όποιος το χρησιμοποιεί ως αποδεικτικό μέσο πρέπει
να αποδείξει πως οι μεταβολές έγιναν από εκείνον που έχει εκδώσει το έγγραφο ή από εκείνον κατά
του οποίου πρόκειται να χρησιμεύσει ως απόδειξη ή από εκείνον στον οποίο περιήλθε το δικαίωμα
ή ότι έγιναν με τη συγκατάθεσή τους.

435
Αν ένα έγγραφο χαθεί ή γίνει δυσανάγνωστο ή άχρηστο, εκείνος που διεξάγει την απόδειξη
μπορεί να αποδείξει ή ότι το έγγραφο υπάρχει νόμιμα συνταγμένο ή το περιεχόμενό του ή και τα
δύο, με κάθε αποδεικτικό μέσο και αν ακόμη πρόκειται για σχέση που για να συσταθεί επιβάλλεται
από το νόμο ή από τα μέρη να συνταχθεί έγγραφο.

436
1. Αν το έγγραφο που προσκομίστηκε αναφέρεται σε άλλο έγγραφο, προσάγεται και αυτό, εκτός
αν εκείνο που προσκομίστηκε αντικατέστησε το έγγραφο που αναφέρεται ή περιλαμβάνει όλο το
ουσιώδες περιεχόμενό του.

459
2. Αν το έγγραφο που προσκομίστηκε έχει περιεχόμενο διαφορετικό από το αναφερόμενο
έγγραφο, προτιμάται το περιεχόμενο του τελευταίου.

437
Σε περίπτωση συντηρητικής απόδειξης με έγγραφο το δικαστήριο μπορεί, εκτός από τα άλλα
μέτρα, να επιτρέψει να ληφθεί επικυρωμένο αντίγραφο που ισχύει σαν πρωτότυπο αν το
πρωτότυπο χαθεί, ή να διατάξει να προσκομιστεί το έγγραφο για να αποδειχθεί η γνησιότητά του.

438
γγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή
πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως
προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι
έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη
βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με προσβολή του εγγράφου ως πλαστού.

439
γγραφα συνταγμένα από αλλοδαπό δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί
δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, τα οποία θεωρούνται ως
δημόσια έγγραφα στον τόπο όπου εκδόθηκαν, έχουν την αποδεικτική δύναμη που ορίζει το άρθρο
438.

440
Τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως
προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει
συντάξει το έγγραφο˙ επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.

441
1. Τα έγγραφα που συντάσσονται σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 439 για τη σύσταση ή τη
βεβαίωση δικαιοπραξίας αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς το περιεχόμενο των
δικαιοπρακτικών δηλώσεων των μερών˙ επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.
2. Όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 ισχύουν και για όσα αναφέρονται αφηγηματικά στο
έγγραφο, εφόσον έχουν άμεση σχέση με το κύριο αντικείμενο του εγγράφου. Όσα δεν έχουν άμεση
σχέση θεωρούνται ως αρχή έγγραφης απόδειξης.

442
Το έγγραφο που δεν συγκεντρώνει τις προ ποθέσεις των άρθρων 438 και 439 δεν έχει την
αποδεικτική δύναμη δημόσιου εγγράφου, αλλά μπορεί να ισχύσει σαν ιδιωτικό έγγραφο με τους
όρους του άρθρου 443.

443
ια να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του
εκδότη ή αντί για υπογραφή ένα σημάδι που αυτός έβαλε και επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο ή
άλλη δημόσια αρχή, που επιβεβαιώνει πως το σημάδι έχει τεθεί αντί για την υπογραφή και ότι ο
εκδότης δήλωσε ότι δεν μπορεί να υπογράψει.

444
διωτικά έγγραφα θεωρούνται και
1) τα βιβλία που έμποροι και επαγγελματίες τηρούν κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις,
2) τα βιβλία που δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, δικαστικοί επιμελητές, γιατροί, φαρμακοποιοί και
μαίες τηρούν κατά τις ισχύουσες διατάξεις,
3) φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική
απεικόνιση.

445
γγραφα ιδιωτικά, συνταγμένα σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, εφόσον η γνησιότητά τους
αναγνωρίστηκε ή αποδείχτηκε, αποτελούν πλήρη απόδειξη ότι η δήλωση που περιέχουν
προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.

460
446
Το ιδιωτικό έγγραφο αποκτά βέβαιη χρονολογία ως προς τους τρίτους μόνο όταν το θεωρήσει
συμβολαιογράφος ή άλλος δημόσιος υπάλληλος αρμόδιος κατά το νόμο ή όταν πεθάνει ένας από
εκείνους που το υπέγραψαν ή όταν το ουσιώδες περιεχόμενό του αναφερθεί σε δημόσιο έγγραφο ή
όταν υπάρξει άλλο γεγονός που κάνει με ανάλογο τρόπο βέβαιη τη χρονολογία. Η θεώρηση γίνεται
με τη σημείωση επάνω στο έγγραφο της λέξης " θεωρήθηκε " και της χρονολογίας.

447
Το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν
πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444.

448
1. Τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 εδαφ. 1 και 2, εφόσον είναι συνταγμένα σύμφωνα
με τους νόμιμους τύπους, αποτελούν μεταξύ εμπόρων ή άλλων προσώπων υποχρεωμένων να
τηρούν όμοια βιβλία πλήρη απόδειξη για όσα αναφέρονται σ' αυτά, αλλά επιτρέπεται η
ανταπόδειξη. Κατά προσώπων όμως που δεν έχουν υποχρέωση να τηρούν αυτά τα βιβλία
αποτελούν πλήρη απόδειξη για το μέγεθος της απαίτησης, όταν η ύπαρξή της είναι αποδεδειγμένη
με άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος αφότου γίνει η εγγραφή, εκτός αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με
την υπογραφή του το περιεχόμενο.
2. Τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 444 αριθ. 3 αποτελούν πλήρη απόδειξη για τα
γεγονότα ή πράγματα που αναγράφουν, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.

449
1. Αντίγραφα των οποίων η ακρίβεια βεβαιώνεται από τον αρμόδιο υπάλληλο έχουν αποδεικτική
δύναμη ίση με το πρωτότυπο.
2. ωτογραφίες ή φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο,
εφόσον η ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει
αντίγραφα.

450
1. Κάθε διάδικος οφείλει να επιδείξει τα έγγραφα που χρησιμοποίησε ή επικαλέστηκε στη δίκη.
2. Κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν
να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξή
τους. Σπουδαίος λόγος συντρέχει ιδίως στις περιπτώσεις που επιτρέπεται να αρνηθεί κανείς να
μαρτυρήσει.

451
1. Η επίδειξη μπορεί να ζητηθεί, εφόσον έχει την υποχρέωση αυτή ένας τρίτος με
παρεμπίπτουσα αγωγή, ενώ αν έχει την υποχρέωση διάδικος, και με τις προτάσεις. Αν δεν είναι
υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, η αίτηση για την επίδειξη υποβάλλεται με δήλωση που
καταχωρίζεται στα πρακτικά.
2. Η συζήτηση και η απόδειξη γίνονται κατά τις γενικές διατάξεις.
3. Αν είναι δύσκολη για σπουδαίους λόγους η προσαγωγή του εγγράφου στο ακροατήριο ή από
τη σπουδαιότητα ή τη φύση του υπάρχει κίνδυνος να χαθεί ή να υποστεί βλάβη, το δικαστήριο
μπορεί να ορίσει να προσαχθεί το έγγραφο ενώπιον ενός από τα μέλη του δικαστηρίου που δικάζει
την υπόθεση ή ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή να εξεταστεί από εντεταλμένο δικαστή, που πηγαίνει
στον τόπο όπου βρίσκεται το έγγραφο, ή να επιτρέψει να προσαχθεί επικυρωμένη φωτοτυπία ή
φωτογραφία ή επικυρωμένο αντίγραφό του.

452
1. Η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν
την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση
πράγματος ή την ενέργεια πράξης.
2. Το άρθρο 366 εφαρμόζεται και εδώ.
3. Τα άρθρα 450 και 451 εφαρμόζονται και όταν το έγγραφο βρίσκεται σε δημόσια αρχή ή
δημόσιο όργανο ή άλλο υπάλληλο νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, εκτός αν
πρόκειται για έγγραφα που ανάγονται σε απόρρητα του κράτους σχετικά με την ασφάλεια και τις
διεθνείς σχέσεις του.

461
453
1. διωτικό έγγραφο το οποίο θέλει να μεταχειριστεί ο διάδικος για απόδειξη πρέπει να
υποβάλλεται στο πρωτότυπο με όλο το περιεχόμενό του. Το δικαστήριο κατά τη κρίση του μπορεί
να λάβει υπόψη επικυρωμένο αντίγραφο του εγγράφου ή τηλεγράφημα που έχει επιδοθεί.
2. Αν πρόκειται να διεξαχθεί απόδειξη με βιβλίο ή άλλο εκτενές έγγραφο που περιέχει
περισσότερα θέματα τα οποία δεν έχουν συνάφεια με τη δίκη, μπορεί να υποβληθεί επικυρωμένο
απόσπασμα που περιέχει τα μέρη του εγγράφου τα οποία έχουν συνάφεια με τη δίκη.

454
Αν το έγγραφο που προσάγεται έχει συνταχθεί σε ξένη γλώσσα, υποβάλλεται μαζί και επίσημη
μετάφρασή του επικυρωμένη από το πουργείο Εξωτερικών ή άλλο αρμόδιο κατά το νόμο
πρόσωπο ή από την πρεσβεία ή το προξενείο της Ελλάδας στη χώρα, στην περιοχή της οποίας
έχει συνταχθεί το έγγραφο ή από την πρεσβεία στην Ελλάδα ή το προξενείο της ίδιας χώρας. Σε
οποιαδήποτε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μεταφραστεί το έγγραφο στα
ελληνικά από πραγματογνώμονα.

455
Τα δημόσια έγγραφα θεωρούνται γνήσια και επιτρέπεται μόνο να προσβληθούν ως πλαστά. Το
δικαστήριο μπορεί, αν έχει αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου, να ζητήσει
αυτεπαγγέλτως εξηγήσεις από εκείνον που φέρεται ως εκδότης του εγγράφου.

456
Το δικαστήριο μπορεί με βάση τις συντρέχουσες περιστάσεις να θεωρήσει γνήσιο χωρίς
απόδειξη ξένο δημόσιο έγγραφο. ια το σκοπό αυτόν μπορεί να θεωρήσει επαρκή την επικύρωσή
του από το πουργείο Εξωτερικών ή από πρεσβευτή ή πρόξενο της Ελλάδας.

457
1. Τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος
που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο ώστε το δικαστήριο να
μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς ότι δεν είναι γνήσιο.
2. Εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν
αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται
αναγνωρισμένο.
3. Αν αναγνωριστεί ή αποδειχτεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η
γνησιότητα του περιεχομένου με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού.
4. Σε φωτογραφικές ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, φωνοληψίες και κάθε άλλη μηχανική
απεικόνιση τη γνησιότητά τους, εφόσον αμφισβητείται, οφείλει να την αποδείξει εκείνος που τις
επικαλείται και τις προσάγει.

458
Η απόδειξη της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου μπορεί να γίνει με κάθε αποδεικτικό μέσο.

459
1. Αν πρόκειται να γίνει παραβολή εγγράφων, εκείνος που διεξάγει την απόδειξη οφείλει πέντε
ημέρες πριν από την ορισμένη για την παραβολή ημέρα να κοινοποιήσει στον αντίδικο κατάλογο
των εγγράφων προς τα οποία θα γίνει η παραβολή ή να καταθέσει τα πρωτότυπα στη γραμματεία
του δικαστηρίου.
2. Αν δεν υπάρχουν ή δεν είναι δυνατό να προσαχθούν εύκολα αναμφισβητήτως γνήσια έγραφα,
μπορεί ο διάδικος ή τρίτος, του οποίου αμφισβητείται η γνησιότητα της γραφής ή της υπογραφής,
να υποχρεωθεί να γράψει ενώπιον του δικαστηρίου ή εντεταλμένου δικαστή με υπαγόρευσή τους
ορισμένο κείμενο προς το οποίο θα γίνει η παραβολή. Το κείμενο αυτό επισυνάπτεται στα πρακτικά
ή στην έκθεση. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την άρνηση του διαδίκου ή του τρίτου να γράψει ή
την προσπάθειά του να αλλοιώσει τη γραφή του.
3. Αν τα έγγραφα που πρόκειται να παραβληθούν τα κατέχει ο αντίδικος ή τρίτος, μπορεί να
ζητηθεί η επίδειξή τους. ια την παραβολή εφαρμόζονται οι διατάξεις οι σχετικές με την αυτοψία και
την πραγματογνωμοσύνη.

462
460
Κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό˙ τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα
αποδείχθηκαν γνήσια.

461
Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε
στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά όταν η
υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας
Ποινικής Δικονομίας.

462
Αν δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες πλαστογραφίας εναντίον ορισμένου προσώπου, το
δικαστήριο μπορεί, εφόσον το έγγραφο που προσβάλλεται ως πλαστό είναι κατά την κρίση του
ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, είτε να αναβάλει τη δίκη έως το τέλος της ποινικής δίκης,
είτε να διατάξει αποδείξεις για την πλαστότητα.

463
Όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για την πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος
να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους
μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι.

464
Αν έγγραφο προσβάλλεται παρεμπιπτόντως ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε
ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το
έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου
ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης.

465
1. Η γραμματεία του δικαστηρίου στέλνει αμέσως αντίγραφο κάθε απόφασης που κηρύσσει
έγγραφο πλαστό ή ανακαλεί ή μεταρρυθμίζει την απόφαση αυτή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου
και στη δημόσια αρχή που το έχει εκδώσει.
2. Το έγγραφο που κηρύχθηκε πλαστό δεν αποδίδεται στο διάδικο αλλά παραμένει στο αρχείο
του δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή ο γραμματέας σημειώνει επάνω στο έγγραφο ή σε
πρόσθεμα ότι κηρύχθηκε πλαστό, καθώς και την απόφαση που κήρυξε την πλαστότητα.
3. Στην περίπτωση που θα εκδοθεί αντίγραφο, το αντίγραφο περιλαμβάνει και τη σημείωση που
αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΡΙΤΟ


Ε

466
1. Αν το αντικείμενο της διαφοράς υπάγεται στο ειρηνοδικείο και αφορά απαιτήσεις καθώς και
δικαιώματα επάνω σε κινητά πράγματα ή τη νομή τους και η αξία του δεν είναι μεγαλύτερη από
"χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ", εφαρμόζονται τα άρθρα 467 ως 472.
2. Τα άρθρα 467 ως 472 εφαρμόζονται και όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς είναι
μεγαλύτερη από "χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ", αν ο ενάγων δηλώσει ότι δέχεται προς
ικανοποίησή του αντί για το αντικείμενο που ζητεί με την αγωγή χρηματικό ποσό όχι μεγαλύτερο
"από χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ". Στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος καταδικάζεται
διαζευκτικά να καταβάλει είτε το αντικείμενο που ζητείται με την αγωγή είτε την αποτίμησή του
σύμφωνα με την απόφαση που θα εκδώσει ο ειρηνοδίκης.

Σχόλια: - Η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ έγινε με τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001. Το ποσό
των 880 ευρώ του παρόντος άρθρου αυξήθηκε σε 1.500 ευρώ με την παρ. γ) της ΥΑ 125804 (ΦΕΚ Β'
1072/1.8.2003).

463
467
ενάγων είναι υποχρεωμένος να ασκήσει με την ίδια αγωγή όλες τις απαιτήσεις του κατά του
εναγομένου, οι οποίες δεν εξαρτώνται από αίρεση ή προθεσμία, εφόσον το σύνολό τους δεν
υπερβαίνει "τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ"*. Αν τις ασκήσει χωριστά, οι αγωγές δεν
απορρίπτονται, αλλά οι σχετικές δαπάνες τους, εκτός της πρώτης, βαρύνουν τον ενάγοντα.

Σχόλια: - Το ποσό αυξήθηκε σε 300.000 δρχ. με την Απόφ. Υπ. Δικαιοσύνης 91756/14-15 Σεπτ. 2000, ΦΕΚ
Β' 1150 για τα δικόγραφα που κατατίθενται από 1ης Νοεμ. 2000 και μετετράπει σε ευρώ με τα άρθρα 3-5 του ν.
2943/2001 ΦΕΚ Α 203/12.9.2001 .Στη συνέχεια αυξήθηκε από την παρ. γ, της ΥΑ 125804 (ΦΕΚ Β'
1072/1.8.2003).

468
1. Η αγωγή πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του ειρηνοδικείου ή να ασκηθεί προφορικά
ενώπιον του ειρηνοδίκη και να συνταχθεί έκθεση. Στην αγωγή αναφέρονται, εκτός από τα στοιχεία
του άρθρου 216 παρ. 1, και τα μέσα για την απόδειξή τους.
2. ειρηνοδίκης γράφει επάνω στην αγωγή ή την έκθεση ημέρα και ώρα για τη συζήτηση και
διατάζει να επιδοθεί αντίγραφο στον εναγόμενο δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη
δικάσιμο και αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή η
διαμονή του είναι άγνωστη, πριν από τριάντα τουλάχιστον ημέρες. Η υπόθεση δεν χρειάζεται να
εγγραφεί στο πινάκιο.
3. ι διάδικοι καταθέτουν κατά τη συζήτηση τα αποδεικτικά τους έγγραφα, τα οποία
αναλαμβάνουν μετά την έκδοση της απόφασης. ειρηνοδίκης καλεί τους μάρτυρες του ενάγοντος
τρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν ο ενάγων δηλώσει ότι δεν αναλαμβάνει να τους προσαγάγει
αυτός και ζητεί να κλητευθούν˙ με προφορική αίτηση του εναγομένου καλεί και τους δικούς του
μάρτυρες πριν από την ίδια προθεσμία.
4. ι επιδόσεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους γίνονται από κάποιο όργανο
από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 122 παρ. 3, με επιμέλεια της γραμματείας, και η δαπάνη
τους, που ορίζεται με απόφαση του πουργού Δικαιοσύνης, προκαταβάλλεται στη γραμματεία του
ειρηνοδικείου από εκείνον που ζητεί την επίδοση και αποδίδεται στο όργανο το οποίο κάνει τις
επιδόσεις.

469
1. Αν κανείς από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί όταν εκφωνηθεί η υπόθεση, η συζήτηση
ματαιώνεται. Αν απουσιάζει κάποιος διάδικος, η συζήτηση γίνεται και χωρίς αυτόν. ()*. Αν κάποιος
διάδικος δικαστεί ερήμην κατά τη διαδικασία των άρθρων 466 έως 472, η απόφαση μπορεί να
προσβληθεί με ανακοπή μόνο αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν
κλητεύτηκε νόμιμα ή δεν κλητεύθηκε εμπρόθεσμα για τη συζήτηση ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης
βίας.
2. ειρηνοδίκης δικάζοντας τις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 466 μπορεί να αποκλίνει
από τις δικονομικές διατάξεις, να λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους
όρους του νόμου και να ακολουθεί κάθε φορά κατά την ελεύθερη κρίση του τη μέθοδο εκείνη που
ασφαλέστερα, γρηγορότερα και με λιγότερες δαπάνες μπορεί να οδηγήσει στην ανεύρεση της
αλήθειας.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 7 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993). * Η φράση (οι διατάξεις των άρθρων 271 παρ. 3 και 272 παρ. 1 και 2 δεν εφαρμόζονται) της παρ.
1 διαγράφηκε με την παρ. 10 του άρθρου 14 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του
ν. 2943/ 2001 (Α'203/12.9.2001), η διαγραφή της φράσης αρχίζει από 1.1.2002.

470
Η συζήτηση έως την οριστική απόφαση θεωρείται ένα σύνολο. τιδήποτε προταθεί ή αποδειχθεί
έως το τέλος της συζήτησης θεωρείται ότι έχει προταθεί και αποδειχθεί εμπρόθεσμα.

471
1. ι αποφάσεις δημοσιεύονται προφορικά σε δημόσια συνεδρίαση, κατά κανόνα αμέσως μετά
τη συζήτηση και ενώ διαρκεί η συνεδρίαση, πριν ο ειρηνοδίκης απασχοληθεί με την εξέταση άλλης
υπόθεσης.

464
2. ι αποφάσεις δεν επιδίδονται αν βεβαιώνεται από τα πρακτικά ότι δημοσιεύθηκαν ενώ ήταν
παρόντες οι διάδικοι ή οι νόμιμοι αντιπρόσωποί τους, που διεξάγουν τη δίκη, ή οι δικαστικοί τους
πληρεξούσιοι.

472
1. Το διάδικο που δεν παρίσταται ο ίδιος μπορούν να αντιπροσωπεύσουν και ο σύζυγος, οι
ανιόντες και οι κατιόντες, οι συγγενείς δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και οι έμμισθοι
υπάλληλοί του. σύζυγος θεωρείται πάντοτε πληρεξούσιος και έχει τη δυνατότητα να διορίσει και
άλλους πληρεξουσίους.
2. Αν ο εντολέας είναι αγράμματος, το έγγραφο της πληρεξουσιότητας υπογράφεται με εντολή
του από τον ιερέα ή το δάσκαλο ή τον αστυνόμο ή το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας.
3. ι αντιπρόσωποι των διαδίκων που αναφέρονται στην παρ. 1 δεν δικαιούνται καμιά αμοιβή για
την εκτέλεση της εντολής.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Ε

473
Όποιος ασκεί αγωγή για λογοδοσία ή για την παράδοση καταλόγου με τα στοιχεία ομάδας
αντικειμένων μπορεί να περιλάβει στην αγωγή αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου του
λογαριασμού ή για την απόδοση των αντικειμένων της ομάδας, χωρίς να προσδιοριστούν τα
αντικείμενα στο δικόγραφο της αγωγής ή για την καταβολή ορισμένου ελλείμματος, στην
περίπτωση που δεν θα κατατεθεί ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά. Τα ίδια
αιτήματα μπορούν να υποβληθούν και με παρεμπίπτουσα αγωγή.

474
Η απόφαση που διατάζει λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων
ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα
δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου.

475
1. ια την κατάθεση του λογαριασμού ή του καταλόγου συντάσσεται έκθεση. Τα έγγραφα αυτά
και τα δικαιολογητικά αποτελούν στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
2. ετά την κατάθεση του λογαριασμού ή του καταλόγου η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση,
κατά την οποία οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια
του λογαριασμού ή τα στοιχεία του καταλόγου, τα οποία αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή τις
παραλείψεις τους και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας που αφορούν το
λογαριασμό ή τον κατάλογο.

476
Αν με το λογαριασμό ή τον κατάλογο που έχει κατατεθεί ομολογείται υποχρέωση για καταβολή
ορισμένου ποσού ή για απόδοση ορισμένων αντικειμένων, το δικαστήριο ύστερα από σχετική
αίτηση καταδικάζει τον εναγόμενο να καταβάλει το ποσό ή να αποδώσει τα αντικείμενα με βάση την
ομολογία που περιέχεται στο λογαριασμό ή τον κατάλογο, επιφυλάσσεται όμως για όσα επιπλέον
πρέπει να καταβληθούν ή να αποδοθούν.

477
1. Αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο
κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του
καταλόγου.
2. Αν ζητήθηκε κατά το άρθρο 473 να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα και το έλλειμμα
πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει τη λογοδοσία μπορεί να καταδικάσει
τον εναγόμενο, για την περίπτωση που δεν θα καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό ή τον
κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να καταβάλει το κατά την κρίση του έλλειμμα. Το δικαστήριο μπορεί,
αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει απόδειξη για το πιθανό έλλειμμα.

465
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ε

478
Όταν υπάρχει κοινωνία, η αγωγή διανομής απευθύνεται κατά όλων των κοινωνών, αλλιώς
απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

479
Στην αγωγή διανομής το δικαστήριο προσδιορίζει τη μερίδα κάθε κοινωνού, τα αντικείμενα που
πρέπει να διανεμηθούν και τις απαιτήσεις κάθε κοινωνού από την κοινωνία, καθώς και από τη
συνεισφορά.

480
1. Το δικαστήριο αποφασίζει την αυτούσια διανομή, αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου
σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών, δίχως να μειώνεται η αξία του.
2. Αν τα διανεμητέα αντικείμενα είναι περισσότερα και η αυτούσια διανομή όλων ή μερικών από
αυτά είναι αδύνατη ή ασύμφορη, είναι όμως δυνατή η κατανομή τους σε μέρη ανάλογα προς τις
μερίδες των κοινωνών, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή με τον τρόπο
αυτόν.
3. Αν ορισμένοι κοινωνοί ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα, η μερίδα αυτή λογίζεται ως ενιαία. Στο
μέρος που περιέρχεται σ' αυτούς με την αυτούσια διανομή συνιστάται κοινωνία κατά το λόγο των
μερίδων τους.

Σχόλια: 1) Τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1562/1985. 2) Σχετ. άρθρο 21, Ν. 1562/1985
για διαχρονικές ρυθμίσεις. 3) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12
του Ν. 2207/1994.

480 Α
1. Κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές, έχει το
δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ'
ορόφους ή μέρη ορόφων ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου
οικοπέδου, στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές με την επιφύλαξη των πολεοδομικών
διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτόν, αν είναι εφικτή και δεν
αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων. Η απόφαση που διατάζει τη διανομή κατά τον
τρόπο αυτόν προσδιορίζει τα χωριστά μέρη της οικοδομής που αναλογούν στις μερίδες των
συγκυρίων και τα επιδικάζει σ' αυτούς. Αν με τη διανομή αυτή περιέρχονται σε κάποιον συγκύριο
περισσότερες αυτοτελείς ιδιοκτησίες, η απόφαση καθορίζει το ποσοστό της συγκυριότητας που
αναλογεί σε καθεμιά από τις ιδιοκτησίες αυτές.
2. Αν πρόκειται για οικόπεδο ακάλυπτο και οικοδομήσιμο και η αυτούσια διαίρεσή του είναι
ανέφικτη ή ασύμφορη, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την αυτούσια διανομή του με σύσταση
χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία θα είναι δυνατή η
ανέγερση χωριστών οικοδομημάτων, με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. ι διατάξεις
της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως.
3. Η παράγραφος 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως και στην περίπτωση της
διανομής με σύσταση χωριστών ιδιοκτησιών.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 1562/1985, ενώ η διάταξη του πρώτου εδαφίου
της παρ. 1, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2207/1994 (ΦΕΚ Α 65).

481
Στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο
1) δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη, αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως
δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη και
2) μπορεί για την εξίσωση άνισων μερών, να αποφασίσει ότι οι κοινωνοί που λαμβάνουν
ορισμένα μέρη θα καταβάλουν σε άλλους κοινωνούς ορισμένο χρηματικό ποσό, ή να συστήσει
δουλεία σε ορισμένα μέρη υπέρ άλλων κοινωνών.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 1562/1985.

466
482
1. Κατά το σχηματισμό των μερών πρέπει, όσο είναι δυνατό, να αποφεύγεται η κατάτμηση των
ακινήτων και η διανομή των επιχειρήσεων.
2. ια να σχηματιστούν τα μέρη λαμβάνεται υπόψη η αξία των αντικειμένων που πρέπει να
διανεμηθούν κατά το χρόνο του σχηματισμού τους.
Το δικαστήριο καθορίζει την αξία με βάση τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί χωρίς να διατάζει γι'
αυτό νέες αποδείξεις στην περίπτωση που έχει κατόπιν μεταβληθεί η αξία.

483
1. Αν στην κοινωνία υπάρχει εμπορική, βιομηχανική, βιοτεχνική, μεταλλευτική, γεωργική,
κτηνοτροφική ή άλλη επιχείρηση που αποτελεί οικονομικό σύνολο, το δικαστήριο μπορεί με αίτηση
κάποιου από τους κοινωνούς να επιδικάσει ολόκληρη την επιχείρηση που πρέπει να διανεμηθεί σε
εκείνον που το ζητεί έναντι καταβολής χρηματικού ποσού ίσου προς την αγοραία αξία της
επιχείρησης. ια να καθορισθεί η αξία εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 482. Αν
περισσότεροι κοινωνοί ζητήσουν να επιδικαστεί σ' αυτούς η επιχείρηση, το δικαστήριο την
επιδικάζει, σε εκείνον που κατά την κρίση του είναι πιο ικανός να τη συνεχίσει κατά τρόπο
επωφελή.
2. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται μέχρι την "συζήτηση"* στο ακροατήριο.
3. Η αίτηση ενός ή περισσότερων κοινωνών για επιδίκαση ολόκληρης της επιχείρησης ως
οικονομικού συνόλου, είτε η επιχείρηση αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της κοινωνίας,
είτε ένα από τα στοιχεία που την αποτελούν, μπορεί, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για τους
οποίους δικαιολογείται να μη γίνει η διανομή της, να υποβληθεί στο δικαστήριο της διανομής και
πριν από κάθε εκκαθάριση ή άσκηση της αγωγής για διανομή της κοινής περιουσίας και να δικαστεί
από το ίδιο δικαστήριο αυτοτελώς. Το άρθρο 220 εφαρμόζεται και εδώ.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 2 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002.

484
1. Αν η κατά τα άρθρα 480 και 480Α διανομή είναι ανέφικτη ή ασύμφορη, το δικαστήριο διατάζει
την πώληση με πλειστηριασμό.
2. Η διαδικασία του πλειστηριασμού αρχίζει με την περιγραφή των επικοίνων κατά το άρθρο 954
και διεξάγεται όπως ορίζουν τα άρθρα 959 επ. ι προθεσμίες του άρθρου 960 παρ. 1 και 2
αρχίζουν από την κατάρτιση της έκθεσης περιγραφής. Στο πρόγραμμα αναφέρονται το όνομα και
το επώνυμο, το επάγγελμα και η κατοικία όλων των κοινωνών. ε την καταβολή του
πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης ή του ενεχύρου που υπάρχει στα πράγματα
τα οποία πλειστηριάστηκαν.

Σχόλια: Τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 1562/1985.

485
Αν η αυτούσια διανομή είναι κατά ένα μόνο μέρος δυνατή, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει
κατά ένα μέρος την αυτούσια διανομή και κατά ένα μέρος την πώληση με πλειστηριασμό.

486
1. Αν τα μέρη που σχηματίστηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α είναι ίσα, η αυτούσια διανομή τους
μεταξύ των κοινωνών γίνεται με κλήρωση. Αν όμως η διανομή με κλήρωση μπορεί να οδηγήσει σε
τεμαχισμό της ιδιοκτησίας κάποιου από τους κοινωνούς ή είναι προδήλως αντίθετη προς το
συμφέρον του, το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από σχετική αίτηση, να επιδικάσει σε κάθε κοινωνό ή
στις ομάδες των κοινωνών που ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα ό,τι τους αναλογεί, δίχως
κλήρωση.
2. Αν τα μέρη που σχηματίστηκαν κατά τα άρθρα 480 ή 480Α είναι άνισα, η αυτούσια διανομή
γίνεται με επιδίκασή τους στους συγκυρίους ή στις ομάδες εκείνων που ζήτησαν κοινή μερίδα, κατά
το λόγο των μερίδων τους.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 1562/1985.

467
487
1. Η απόφαση του πολυμελούς δικαστηρίου, με την οποία διατάζεται αυτούσια διανομή με
κλήρωση και σχηματίζονται τα μέρη, παραπέμπει την υπόθεση σε εντεταλμένο δικαστή, για να γίνει
η κλήρωση ενώπιόν του. Αν η απόφαση παρέλειψε την παραπομπή, μπορεί να ζητηθεί η
συμπλήρωσή της.
2. ειρηνοδίκης ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο εντεταλμένος δικαστής ορίζει,
με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους, ημέρα και ώρα κατά την οποία γίνεται ενώπιόν του η
κλήρωση, αφού κληθούν όλοι οι διάδικοι.
3. δικαστής ενώπιον του οποίου γίνεται η κλήρωση ορίζει κατά την κρίση του την προθεσμία
που πρέπει να περάσει από την κοινοποίηση της κλήσης έως την ημέρα της κλήρωσης, καθώς και
τον τρόπο της κλήρωσης.
4. Κατά την ημέρα και την ώρα που έχει οριστεί καταρτίζονται τόσοι κλήροι όσα είναι τα μέρη που
σχημάτισε η απόφαση και τοποθετούνται στην κληρωτίδα. Από την κληρωτίδα εξάγεται για κάθε
κοινωνό ο αριθμός κλήρων που αναλογεί στη μερίδα του.
5. Η κλήρωση γίνεται και αν απουσιάζει κάποιος διάδικος ή και όλοι οι διάδικοι, εφόσον
αποδεικνύεται ότι κλητεύθηκαν νόμιμα.
6. ια τον καταρτισμό των κλήρων και την κλήρωση συντάσσεται έκθεση στην οποία πρέπει να
αναφέρεται ο τρόπος που καταρτίστηκαν οι κλήροι και έγινε η κλήρωση και να ορίζονται ακριβώς τα
μέρη που έλαχαν σε κάθε κοινωνό.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 1562/1985.

488
1. Αν όλοι οι διάδικοι είναι σύμφωνοι, η κλήρωση μπορεί να γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου.
συμβολαιογράφος συντάσσει έκθεση στην οποία πρέπει να αναφέρονται όλοι όσοι ήταν παρόντες
κατά την κλήρωση, να βεβαιώνεται η συμφωνία των κοινωνών για να γίνει η κλήρωση ενώπιον του
συμβολαιογράφου, να αναφέρεται ο τρόπος που σχηματίστηκαν οι κλήροι, η κλήρωση, καθώς και
τα μέρη που έλαχαν σε κάθε κοινωνό.
2. Αν όλοι οι διάδικοι είναι σύμφωνοι, αντί για κλήρωση μπορεί να γίνει διανομή των μερών που
σχηματίστηκαν από την απόφαση η οποία διέταξε την αυτούσια διανομή μεταξύ των κοινωνών,
χωρίς κλήρωση και να συνταχθεί γι' αυτό έκθεση ενώπιον του συμβολαιογράφου.

489
1. ε τη διανομή κάθε κοινωνός γίνεται δικαιούχος του μέρους που περιήλθε σ' αυτόν.
2. ια τη μεταβίβαση στους κοινωνούς της κυριότητας των διανεμόμενων ακινήτων, για τη
σύσταση της χωριστής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 480Α, καθώς και για τη σύσταση υπέρ
κοινωνού, τη μεταβίβαση σ' αυτόν ή την κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος απαιτείται
μεταγραφή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που διατάζει την αυτούσια διανομή, και, σε
περίπτωση κλήρωσης, και της σχετικής έκθεσης.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 1562/1985.

490
Κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να ζητήσει και λάβει στην κατοχή του τα αποδεικτικά έγγραφα των
δικαιωμάτων πάνω στα μέρη που περιήλθαν σ' αυτόν. Αν τα έγγραφα αυτά αφορούν περισσότερα
μέρη, ανήκουν σ' εκείνον που έλαβε το μεγαλύτερο από αυτά.
ι άλλοι κοινωνοί έχουν δικαίωμα να λάβουν με έξοδά τους αντίγραφα επικυρωμένα από
δημόσια αρχή.
Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει το δικαστήριο.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 1562/1985.

491
1. Στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά με επιμέλεια εκείνου που επισπεύδει τη
συζήτηση όσοι έχουν δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας, καθώς και όσοι έχουν επιβάλει
συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα κάποιου από τους κοινωνούς.
2. Αν δεν έγινε η προσεπίκληση που αναφέρεται στην παρ. 1, το δικαστήριο, με αίτηση κάποιου
από τους διαδίκους ή αυτεπαγγέλτως, αναβάλλει τη συζήτηση και ορίζει προθεσμία μέσα στην
οποία πρέπει να προσεπικληθεί εκείνος που έχει δικαίωμα υποθήκης ή ενεχύρου ή επικαρπίας
468
ή εκείνος που έχει επιβάλει συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. Αν η προθεσμία περάσει
άπρακτη, η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

492
1. Από την τελεσιδικία της απόφασης που διατάζει τη διανομή, σύμφωνα με τα άρθρα 480, 480Α
και 486, η υποθήκη ή το ενέχυρο περιορίζονται στα μέρη που περιήλθαν στον οφειλέτη.
περιορισμός της υποθήκης σημειώνεται στο βιβλίο υποθηκών. περιορισμός του ενεχύρου
σημειώνεται, εφόσον τηρούνται για τη σύστασή του δημόσια βιβλία.
2. Αν ως συνέπεια του περιορισμού που αναφέρεται στην παρ. 1 δεν ασφαλίζεται επαρκώς η
απαίτηση του ενυπόθηκου ή του ενεχυρούχου δανειστή, μπορεί με αίτησή του το δικαστήριο που
διατάζει τη διανομή να συστήσει υποθήκη ή ενέχυρο σε άλλα αντικείμενα, τα οποία με τη διανομή
περιέρχονται στον οφειλέτη του. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και μετά την τελεσιδικία της
απόφασης και την ενέργεια της διανομής.
3. Αν η απόφαση που διατάζει τη διανομή για να εξισωθούν τα μέρη υποχρεώνει κάποιον από
τους κοινωνούς να καταβάλει χρηματικό ποσό στον κοινωνό που η μερίδα του βαρύνεται με
υποθήκη ή ενέχυρο, το δικαστήριο με αίτηση του δανειστή διατάζει να καταβληθεί σ' αυτόν το
χρηματικό ποσό για να εξοφληθεί ολικά ή εν μέρει η απαίτησή του και αν η απαίτηση που
ασφαλίζεται δεν είναι ληξιπρόθεσμη.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του Ν. 1562/1985.

493
Από την τελεσιδικία της απόφασης που διατάζει τη διανομή, σύμφωνα με τα άρθρα 480, 480Α και
486, αντικείμενο επικαρπίας γίνονται όσα περιήλθαν στον ψιλό κύριο.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 1562/1985

494
1. Η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση δεν εμποδίζει τη δικαστική διανομή.
2. ετά την τελεσιδικία της απόφασης που διατάζει την αυτούσια διανομή η συντηρητική ή η
αναγκαστική κατάσχεση στη μερίδα ενός από τους κοινωνούς περιορίζεται στο μέρος που περιήλθε
σ' αυτόν.

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 του Ν. 1562/1985.

ΤΡΙΤΟ Ι ΙΟ
ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ ΑΙ ΑΝΑ ΟΠΕΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ

495
1. Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης, της αναψηλάφησης και της αναίρεσης
ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στο πρωτότυπο στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει
εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
2. ια την κατάθεση συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 496, την
οποία υπογράφει και αυτός που καταθέτει. Στο δικόγραφο που κατατίθεται σημειώνεται ο αριθμός
της έκθεσης και η χρονολογία της και βεβαιώνονται με την υπογραφή εκείνου που συντάσσει την
έκθεση.
3. Τα ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της αναψηλάφησης κατά αποφάσεων των
ειρηνοδικείων μπορούν να ασκηθούν και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση στο βιβλίο που
τηρείται κατά το άρθρο 496.

Σχόλια: Με το άρθρο 32 παρ. 1 του ν.2145/1993 ΦΕΚ Α 88 ορίζεται ότι: "Για το παραδεκτό της ασκήσεως
ένδικων μέσων ενώπιον των δικαστηρίων μπορεί να ορίζεται με κοινές κάθε φορά αποφάσεις των Υπουργών
Δικαιοσύνης και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ότι πρέπει να
καταβάλλεται παράβολο. Το ύψος του παραβόλου αυτού καθορίζεται με κοινές επίσης αποφάσεις των ανωτέρω
Υπουργείων και τα αντίστοιχα ποσά κατατίθενται υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.".

469
496
1. Η γραμματεία των δικαστηρίων τηρεί χωριστό βιβλίο για καθένα από τα ένδικα μέσα που
αναφέρονται στο άρθρο 495 παρ. 1. τρόπος που τηρείται το βιβλίο και οι άλλες λεπτομέρειες
ορίζονται με διάταγμα.
2. αρμόδιος υπάλληλος της γραμματείας κάθε δικαστηρίου είναι υποχρεωμένος, μόλις
προσαχθεί δικόγραφο ένδικου μέσου για κατάθεση, να συντάξει χωρίς καθυστέρηση και μπροστά
σε εκείνον που έφερε το δικόγραφο, την έκθεση της κατάθεσης, και να την καταχωρίσει στο βιβλίο
που αναφέρεται στην παρ. 1. Στην περίπτωση που θα προσαχθούν πολλά δικόγραφα είναι
υποχρεωμένος, τηρώντας τη σειρά με την οποία προσέρχονται οι αιτούντες, να συντάξει όλες τις
εκθέσεις την ίδια ημέρα.

497
Το πρωτότυπο του ένδικου μέσου ή η έκθεση που κατατέθηκε φυλάγονται στο αρχείο του
δικαστηρίου.

498
1. Κάθε διάδικος μπορεί μετά την άσκηση του ένδικου μέσου, φέρνοντας αντίγραφο του ένδικου
μέσου και της απόφασης που προσβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο το
ένδικο μέσο απευθύνεται, να ζητήσει να προσδιοριστεί δικάσιμος και να φέρει για συζήτηση την
υπόθεση με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί ή και αυτοτελώς, η
οποία επιδίδεται στον αντίδικο.
"2*. Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι εξήντα ημέρες και, αν ο διάδικος που
καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής,
ενενήντα ημέρες πριν από τη συζήτηση. Κατά τα λοιπά για τον προσδιορισμό δικασίμου ισχύουν οι
διατάξεις του άρθρου 226."
3. ι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για τον προσδιορισμό κάθε άλλης δικασίμου.

Σχόλια: * Η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς της αρχίζει από 1.1.2002.

499
Τα ένδικα μέσα μπορούν να ασκηθούν και πριν από την επίδοση της απόφασης, ακόμη και την
ίδια ημέρα της δημοσίευσής της.

500
Τα αποτελέσματα των ένδικων μέσων αρχίζουν από τη σύνταξη της έκθεσης της κατάθεσής τους.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Α

501
Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε
ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος
ανώτερης βίας.

Σχόλια: Το άρθρο ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 2145/1993.

502
1. Δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας έχουν ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος ή
εκείνος που άσκησε κύρια παρέμβαση, εφόσον δικάστηκαν ερήμην, οι καθολικοί διάδοχοί τους,
καθώς και οι μετά την άσκηση της αγωγής ειδικοί διάδοχοί τους.
2. Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση και δεν εμφανίστηκε στη συζήτηση, και όταν θεωρείται
ομόδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει
ανακοπή, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη.
3. Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της ανακοπής του
διαδίκου υπέρ του οποίου είχε παρέμβει.

470
503
1. Αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της ανακοπής είναι
δεκαπέντε ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης.
2. Αν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην έχει άγνωστη διαμονή, η προθεσμία της ανακοπής είναι
εξήντα ημέρες και αρχίζει από την τελευταία δημοσίευση κατά το άρθρο 135 παρ. 1 της περίληψης
της έκθεσης για την επίδοση της απόφασης. Η περίληψη περιλαμβάνει το όνομα και το επώνυμο,
καθώς και την ιδιότητα εκείνου που επιδίδει, τα ονόματα, τα επώνυμα και τις κατοικίες των
διαδίκων, τον αριθμό και τη χρονολογία της απόφασης, το δικαστήριο που την εξέδωσε και σύντομη
αναφορά του διατακτικού της.
3. ι διατάξεις της παρ. 2 εφαρμόζονται και όταν ο διάδικος που δικάστηκε ερήμην διαμένει στο
εξωτερικό.

504
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 2207/1994 ΦΕΚ Α 65.

505
1. Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118
έως 120 και τους λόγους της ανακοπής.
2. ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά τη κατάθεση της
ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο
"των ογδόντα οκτώ (88)ούτε μεγαλύτερο των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ" για κάθε
ανακόπτοντα.

Σχόλια: Ισχύει όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 16, του Ν. 2207/1994. Η φράση της παρ. 2 μέσα σε
"" αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001.

506
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν.2207/1994 ΦΕΚ Α 65.

507
1. Αν η συζήτηση της ανακοπής γίνεται με επιμέλεια του ανακόπτοντος και αυτός δεν εμφανιστεί
κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δε μετέχει νόμιμα στη δίκη, το δικαστήριο απορρίπτει την
ανακοπή.
2. Αν η συζήτηση της ανακοπής γίνεται με επιμέλεια εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η
ανακοπή και ο ανακόπτων δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν μετέχει νόμιμα
σ' αυτήν, το δικαστήριο ενεργεί όπως ορίζεται στο άρθρο 271 και σε περίπτωση ερημοδικίας
απορρίπτει την ανακοπή.

Σχόλια: - Η παράγραφος 3, όπως είχε αντικατασταθεί από την παρ. 7 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993,
καταργήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 2207/1994.

508
(Καταργήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 2207/1994, ΕΚ Α 65).

509
Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και το δικαστήριο
πιθανολογεί ότι είναι βάσιμοι οι λόγοι που προτάθηκαν, εξαφανίζει την απόφαση που ανακόπηκε
και τις πράξεις που ενεργήθηκαν μετά την απόφαση αυτή, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο
και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση
που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Αλλιώς απορρίπτει την ανακοπή και
διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο.

Σχόλια: Ισχύει όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 17 του Ν. 2207/1994.

471
510
"Αν κατά τη συζήτηση της ανακοπής δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νόμιμα σ'
αυτήν εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η ανακοπή, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός
παρών."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α' 203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

511
ε έφεση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και των
πολυμελών πρωτοδικείων.

512
ι αποφάσεις των ειρηνοδικείων σε διαφορές που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων
466 έως 472 είναι ανέκκλητες.

513
1. φεση επιτρέπεται μόνον κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό:
α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας,
β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για
την ανταγωγή. Κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί ερήμην έφεση επιτρέπεται από τη
δημοσίευσή τους. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των
οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη.
2. Αν προσβληθεί με έφεση η οριστική απόφαση θεωρείται ότι μαζί έχουν προσβληθεί και οι μη
οριστικές που είχαν προηγουμένως εκδοθεί, και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους.
3. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα).

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. α' της παρ. 18 του άρθρου 3 του ν. 2207/1994. -
Η παρ. 3 του παρόντος, όπως είχε προστεθεί από την παρ. 2 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993,καταργήθηκε με την
παρ. 18 περ. β' του άρθρου 3 του ν. 2207/1994, ΦΕΚ Α' 65.

514
Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο
δεν επιτρέπεται.

515
(Καταργήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 19 του Ν. 2207/1994, ΕΚ Α 65).

516
1. Δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο
εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι
ειδικοί διάδοχοί τους εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι
εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι.
2. φεση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον.

517
Η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών
διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να
απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

518
1. Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες˙ αν διαμένει
στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, εξήντα ημέρες˙ και στις δύο περιπτώσεις η
προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.
2. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη
δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.

472
3. Αν ο διάδικος που δικαιούται να ασκήσει έφεση πέθανε, η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από
την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη στους καθολικούς διαδόχους ή τους
κληροδόχους.

519
1. Όσο διαρκεί η προθεσμία της έφεσης δεν μπορεί να εκτελεστεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου. Κάθε πράξη που ενεργείται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της έφεσης είναι άκυρη,
επιτρέπεται όμως να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα.
2. Σε οριστικές αποφάσεις προσωρινά εκτελεστές η εκτέλεση δεν αναστέλλεται, εκτός αν
πρόκειται να γίνει κατά τρίτου.

520
1. Το έγγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118
έως 120 και τους λόγους της έφεσης.
"2. Πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την
έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο
δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί
έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη
συζήτηση της έφεσης."

Σχόλια: - Η παρ. 2, αντικατασταθείσα με την παρ. 1 άρθρου 16 του ν. 2915/2001, τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3043/2002 (Α' 192/21.08.202).

521
1. Η έφεση που έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
Κάθε πράξη που ενεργείται μετά την άσκηση της έφεσης είναι άκυρη, επιτρέπεται όμως να ληφθούν
ασφαλιστικά μέτρα.
2. Σε αποφάσεις προσωρινά εκτελεστές, δεν αναστέλλεται η εκτέλεση, εκτός αν πρόκειται να γίνει
κατά τρίτου.
3. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα διαρκεί εωσότου εκδοθεί η οριστική απόφαση για την έφεση ή
καταργηθεί με άλλο τρόπο η δευτεροβάθμια δίκη.

522
ε την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα
όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

523
1. εφεσίβλητος μπορεί, και αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, να ασκήσει αντέφεση ως
προς τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και ως προς εκείνα που
συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, και αν ακόμη αποδέχτηκε την απόφαση ή παραιτήθηκε από την
έφεση.
"2. Η αντέφεση ασκείται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται στον
εκκαλούντα τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης."
3. Αν η έφεση απορριφθεί ως εκπρόθεσμη ή απαράδεκτη ή τυπικά άκυρη, απορρίπτεται και η
αντέφεση, εκτός αν ασκήθηκε ενώ διαρκούσε η προθεσμία της έφεσης για τον αντεκκαλούντα,
οπότε ισχύει ως αυτοτελής έφεση. Η παραίτηση από την έφεση ή η απόρριψή της ως αβάσιμης δεν
επηρεάζει την αντέφεση.

Σχόλια: Η παρ. 2, αντικατασταθείσα με την παρ. 2 άρθρου 16 Ν. 2915/2001, τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με
την παρ. 2 άρθρου 8 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002).

524
"1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233
έως 269, 270 παράγραφοι 2, 4, 6 και 7 και 271 έως 312. "Ειδικώς στις περιπτώσεις που δεν
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 528 η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της
συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης
ημέρας μετά τη συζήτηση."
473
2. Η προφορική συζήτηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 είναι υποχρεωτική μόνο στην
περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία και εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270.
3. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Το ίδιο ισχύει και σε
περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση.
4. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να
ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την
αντέφεση.
5. Τους εισαγγελείς πρωτοδικών, αν έχουν την ιδιότητα του εκκαλούντος ή του εφεσιβλήτου,
εκπροσωπεί ο εισαγγελέας εφετών."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρου 16 Ν. 2915/2001 και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α' 203), η ισχύς του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002. - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 8 του Ν. 3043/2002
(ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002).

525
1. Κάθε αίτηση που έχει υποβληθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μπορεί να αποτελέσει
αντικείμενο της έφεσης και της δευτεροβάθμιας δίκης και αν δεν έχει αποφανθεί γι' αυτήν το
πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
2. Είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά
στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και
αυτεπαγγέλτως υπόψη.
3. Επιτρέπεται στη δευτεροβάθμια δίκη να υποβληθούν με τις προτάσεις αιτήσεις για
παρεπόμενες απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση ή αιτήσεις για αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που
υπήρχε πριν από την εκτέλεση της απόφασης.

526
Είναι απαράδεκτη στην κατ' έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του
αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και
αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης
απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον.

527
Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν
προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν
1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως
υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής
ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει με κύρια παρέμβαση για πρώτη
φορά στην κατ' έφεση δίκη ή παρεμβαίνει με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος
ομόδικος του αρχικού διαδίκου,
2) γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο,
3) συντρέχουν οι προ ποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και
αυτεπαγγέλτως.

528
"Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση
εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.
εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει
πρωτοδίκως".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 παρ. 4 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

529
"1. Στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών
μέσων. Εξέταση νέων μαρτύρων για ζητήματα για τα οποία εξετάσθηκαν μάρτυρες στην πρωτόδικη
δίκη επιτρέπεται, αν αυτό επιβάλλεται κατά την κρίση του δικαστηρίου."

474
2. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται
πρώτη φορά σ' αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει
στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια.

Σχόλια: - Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 παρ. 5 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς της αρχίζει από 1.1.2002.

530
1. Αν κατά την πρωτόδικη δίκη εξετάστηκε με όρκο ο διάδικος, δεν επιτρέπεται στην κατ' έφεση
δίκη η ένορκη εξέταση του αντιδίκου του για το ίδιο πραγματικό γεγονός.
2. Αν κατά την πρωτόδικη δίκη διάδικος αρνήθηκε να εξετασθεί με όρκο, από την κρίση του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου εξαρτάται να επιτρέψει ή όχι την εξέτασή του κατά τη δευτεροβάθμια
δίκη.

531
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε από το άρθρο 16 παρ. 6 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 /2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

532
Αν λείπει κάποια από τις προ ποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, ιδίως αν η έφεση δεν
ασκήθηκε εμπρόθεσμα και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, το δικαστήριο την απορρίπτει ως
απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.

533
1. Αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι παραδεκτή, εξετάζει το παραδεκτό και
το βάσιμο των λόγων της.
2. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη
απόφαση.

534
Αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το
διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την
έφεση.

535
"1. Αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσίαν."
2. Αν η προσβαλλόμενη απόφαση εξαφανίζεται για αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο και εφαρμόζονται οι διατάξεις του
άρθρου 46. Αν πρόκειται για κατά τόπον αναρμοδιότητα και κριθεί αρμόδιο άλλο πρωτοβάθμιο
δικαστήριο που υπάγεται στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου το οποίο δικάζει την
έφεση, αυτό μπορεί ή να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο ή να την κρατήσει και
να τη δικάσει κατ' ουσίαν.

Σχόλια: - Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 παρ. 7 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς της αρχίζει από 1.1.2002.

536
1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον
εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση.
2. ι διατάξεις της παρ. 1 δεν εφαρμόζονται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την
εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν.

537
Αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο
άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν
έφεση, εφόσον δεν αποδέχτηκαν την πρωτόδικη απόφαση.

475
Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Α

538
ε αναψηλάφηση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών
και των πολυμελών πρωτοδικείων, των εφετείων και του Αρείου Πάγου, εφόσον δικάζει κατ' ουσίαν.

539
1. Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν τη δίκη και
δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Αν η απόφαση είναι κατά ένα
μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναψηλάφηση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί η
οριστική απόφαση στη δίκη.
2. Αν προσβληθεί με αναψηλάφηση η οριστική απόφαση, θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και
οι μη οριστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί προηγουμένως και αν η αναψηλάφηση δεν
απευθύνεται ρητώς κατά των αποφάσεων αυτών.

540
Αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναψηλάφηση απευθύνεται κατά της απόφασης που
απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται ότι έχει προσβληθεί και η απόφαση κατά της οποίας είχε
στραφεί η ανακοπή ερημοδικίας, εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναψηλάφησης
κατά της απόφασης αυτής.

541
Δεύτερη αναψηλάφηση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο
κεφάλαιο δεν επιτρέπεται.

542
1. Δικαίωμα αναψηλάφησης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, ο αναιρεσείων, ο
αναιρεσίβλητος, εκείνοι που παρενέβησαν κυρίως και προσθέτως, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι
ειδικοί διάδοχοί τους που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και οι
εισαγγελείς, αν ήταν διάδικοι.
2. Αναψηλάφηση έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο
συμφέρον.

543
Η αναψηλάφηση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στη δίκη στην οποία εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση ή κατά των καθολικών διαδόχων τους ή των κληρονόμων τους. Αν
υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η αναψηλάφηση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων,
αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

544
Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο
1) αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν, μεταξύ των ίδιων διαδίκων που είχαν παραστεί με την ίδια
ιδιότητα, από το ίδιο ή διαφορετικά δικαστήρια αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους,
2) αν διάδικος δεν εκπροσωπήθηκε νόμιμα στη δίκη, εφόσον ύστερα δεν εγκρίθηκε ρητά ή
σιωπηρά η διεξαγωγή της δίκης,
3) αν το ίδιο πρόσωπο είχε παραστεί ως διάδικος στο όνομά του ή εκπροσώπησε διαδίκους με
περισσότερες ιδιότητες, οι οποίοι είχαν αντίθετα συμφέροντα στη δίκη,
4) αν κάποιος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν
εγκρίθηκε ύστερα η διεξαγωγή της δίκης,
5) αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλαστή, είτε διότι γράφει ψευδώς ότι το δικαστήριο
συγκροτήθηκε από τον αναγκαίο σύμφωνα με το νόμο αριθμό δικαστών, είτε διότι, όπως προκύπτει
από το πρακτικό της διάσκεψης, δεν εκδόθηκε με την πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος ή δεν έχει τις
υπογραφές των προσώπων που ορίζει ο νόμος και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της από τα
πρόσωπα αυτά,
6) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε ψευδή κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου, σε ψευδή
έκθεση ή κατάθεση πραγματογνώμονα, σε ψευδή όρκο διαδίκου ή σε πλαστά έγγραφα, εφόσον το
476
ψεύδος ή η πλαστότητα αναγνωρίστηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου και, αν
πρόκειται για κατάθεση διαδίκου, και με δικαστική ομολογία του. Αν η άσκηση της ποινικής αγωγής
ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η αναγνώριση γίνεται με απόφαση που
εκδίδεται σε κύρια αγωγή, η οποία ασκείται μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης
απόφασης και, αν η αδυναμία επήλθε κατόπιν, μέσα σε έξι μήνες από αυτήν,
7) αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της
προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει
εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί
με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους
από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης,
8) αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε απόφαση πολιτικού, ποινικού ή διοικητικού
δικαστηρίου, η οποία ανατράπηκε αμετάκλητα ύστερα από την τελευταία συζήτηση, μετά την οποία
εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται,
9) αν ο διάδικος κλήτευσε στη δίκη τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, αν και γνώριζε τη
διαμονή του.

545
1. Αν εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της
αναψηλάφησης είναι εξήντα ημέρες.
2. Αν εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη,
η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι εκατόν είκοσι ημέρες.
3. Η προθεσμία της αναψηλάφησης αρχίζει α) στην περίπτωση του άρθρου 544 αρ. 1 από την
επίδοση της νεότερης από τις αντιφατικές αποφάσεις,
β) στην περίπτωση του άρθρου 544 αρ.2 από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στο
διάδικο που έχει γίνει ικανός ή σε εκείνον που νόμιμα τον αντιπροσωπεύει,
γ) στην περίπτωση του άρθρου 544 αριθ. 4 από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης
προσωπικά σε εκείνον που ζητεί την αναψηλάφηση,
δ) στην περίπτωση του άρθρου 544 αριθ. 6 από το αμετάκλητο της απόφασης με την οποία
αναγνωρίζεται η ψευδομαρτυρία, η ψευδορκία ή η πλαστότητα,
ε) στην περίπτωση του άρθρου 544 αριθ. 7 από την ημέρα που εκείνος ο οποίος ζητεί την
αναψηλάφηση έμαθε ότι υπάρχουν νέα κρίσιμα έγγραφα,
στ) στην περίπτωση του άρθρου 544 αριθ. 8 από την ημέρα που εκείνος ο οποίος ζητεί την
αναψηλάφηση έμαθε την απόφαση που ανατράπηκε,
ζ) στις περιπτώσεις του άρθρου 544 αριθ. 3, 5 και 9 από την επίδοση της προσβαλλόμενης
απόφασης.
4. Στις περιπτώσεις της παρ. 3 εδαφ. δ', ε' και στ' η προθεσμία δεν αρχίζει αν δεν επιδοθεί
προηγουμένως η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλιώς αρχίζει από την επίδοση μετά το αμετάκλητο ή
τη γνώση των κρίσιμων εγγράφων ή της απόφασης που ανατράπηκε. Τα γεγονότα που αποτελούν
την αφετηρία της προθεσμίας των εδαφίων αυτών πρέπει να αποδεικνύονται με έγγραφο ή με
δικαστική ομολογία.
5. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναψηλάφησης είναι τρία χρόνια από τη
δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον είναι τελεσίδικη ή ανέκκλητη, αλλιώς από την
ημέρα που έγινε τελεσίδικη. Στις περιπτώσεις όμως του άρθρου 544 αριθ. 6, η αναψηλάφηση είναι
απαράδεκτη μετά την παρέλευση ενός έτους από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης του
ποινικού ή του πολιτικού δικαστηρίου. Η προθεσμία αυτή δεν αρχίζει πριν από την έκδοση της
προσβαλλόμενης απόφασης.
6. Αν εκείνος που δικαιούται να ασκήσει αναψηλάφηση πέθανε, η προθεσμία της αναψηλάφησης
αρχίζει μόνο από την επίδοση της απόφασης στους καθολικούς διαδόχους ή τους κληροδόχους.

546
1. Η προθεσμία της αναψηλάφησης, καθώς και η άσκησή της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της
προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις οι οποίες εκδίδονται στις γαμικές
διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1 ή στις διαφορές που αφορούν τις σχέσεις
γονέων και τέκνων, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 614 παρ. 1 ή διατάζουν την εξάλειψη
υποθήκης ή προσημείωσης ή κατάσχεσης ή κηρύσσουν έγγραφο πλαστό και εφόσον σε όλες τις
περιπτώσεις αυτές η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. πορεί
όμως το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους που
υποβάλλεται με τις προτάσεις να διατάξει σε περίπτωση εξάλειψης υποθήκης, προσημείωσης ή
κατάσχεσης την άρση του ανασταλτικού αποτελέσματος με παροχή ανάλογης εγγύησης.
477
2. Το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση μπορεί, με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους
που υποβάλλεται με τις προτάσεις, να διατάξει να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης
απόφασης, ολικά ή εν μέρει, με παροχή ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση. Η απόφαση
μπορεί να ανακληθεί από το δικαστήριο εωσότου εκδοθεί η οριστική απόφαση για την
αναψηλάφηση, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους που υποβάλλεται κατά τον ίδιο
τρόπο.

547
1. Το έγγραφο της αναψηλάφησης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα
άρθρα 118 έως 120, να αναφέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους της αναψηλάφησης,
τα γεγονότα από τα οποία προκύπτει η τήρηση της προθεσμίας, αίτηση για εξαφάνιση, ολική ή εν
μέρει, της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και αίτηση για την ουσία της υπόθεσης.
"2. Πρόσθετοι λόγοι αναψηλάφησης ως προς τα ίδια κεφάλαια της απόφασης, όπως και εκείνα
που αναγκαστικά συνέχονται μαζί τους, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη
γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η αναψηλάφηση και, αφού συνταχθεί
έκθεση κάτω από αυτό, κοινοποιείται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση,
τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτησή της."

Σχόλια: Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002).

548
"Στη διαδικασία της κατ' αναψηλάφηση δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233
έως 269, 270 παρ. 2, 4, 6 και 7, 271 έως 312 και 524 παρ. 2 επ. έως 534."

549
1. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η αναψηλάφηση είναι παραδεκτή, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και
κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, εξετάζει τους λόγους της και αν θεωρήσει κάποιον από αυτούς
παραδεκτό και βάσιμο, τη δέχεται και εξαφανίζοντας την προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει την
ουσία της υπόθεσης μέσα στα όρια που καθορίζονται από την αναψηλάφηση, αλλιώς απορρίπτει
την αναψηλάφηση.
2. Αν η αναψηλάφηση έγινε δεκτή επειδή έχουν εκδοθεί αντιφατικές αποφάσεις, το δικαστήριο
εξαφανίζει την τελευταία απόφαση.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/ 2001 (Α' 203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

550
Το δικαστήριο που δικάζει την αναψηλάφηση, αν υποβληθεί αίτηση με το κύριο ή το πρόσθετο
δικόγραφο της αναψηλάφησης, διατάζει με την απόφαση που δέχεται την αναψηλάφηση την
επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της απόφασης η
οποία εξαφανίστηκε.

551
Κατά της απόφασης που εκδίδεται στην αναψηλάφηση επιτρέπονται ένδικα μέσα μόνο εφόσον η
απόφαση που είχε εκδοθεί στην αρχική δίκη μπορούσε να προσβληθεί με ένδικα μέσα.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Α

552
ε αναίρεση μπορούν να προσβληθούν οι αποφάσεις των ειρηνοδικείων, των μονομελών και
των πολυμελών πρωτοδικείων, καθώς και των εφετείων.

553
1. Αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με
ανακοπή ερημοδικίας και έφεση
α) εκείνων που παραπέμπουν την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο εξαιτίας καθ' ύλην
αναρμοδιότητας και εκείνων που έχουν εκδοθεί κατά παράβαση του αρ. 46 από το δικαστήριο στο
οποίο έγινε η παραπομπή,
478
β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για
την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά
των οριστικών διατάξεων, πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη.
2. Αν προσβληθεί με αναίρεση η οριστική απόφαση, θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη
οριστικές που έχουν εκδοθεί προηγουμένως, και αν δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους η
αναίρεση.

554
Αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης που
απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται ότι η αναίρεση απευθύνεται και κατά της ερήμην
απόφασης κατά της οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την
άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής.

555
Δεύτερη αναίρεση του ίδιου διαδίκου κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο
δεν επιτρέπεται.

556
1. Δικαίωμα αναίρεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνος που ζητεί
την αναψηλάφηση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση, εκείνοι που είχαν ασκήσει
κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοι και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την
ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και οι εισαγγελείς, μόνο αν ήταν διάδικοι.
2. Αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον.

557
Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση υπέρ του νόμου κάθε
απόφασης, ακόμη και αν δεν μπορούν να ασκήσουν αναίρεση κατά της απόφασης αυτής οι
διάδικοι, για κάθε λόγο και χωρίς περιορισμό προθεσμίας. Η απόφαση που εκδίδεται για την
αναίρεση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα για τους διαδίκους, εκτός αν στηρίζεται σε υπέρβαση
δικαιοδοσίας ή έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας.

558
Η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε
η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων τους ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει
αναγκαστική ομοδικία, η αναίρεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς
απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

559
Αναίρεση επιτρέπεται μόνο
1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι
ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο,
εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο
αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των
πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς,
2) αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση ή έλαβε μέρος στη σύνθεσή του δικαστής του
οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση ή κατά του οποίου είχε ασκηθεί αγωγή κακοδικίας,
3) αν το δικαστήριο απέρριψε την αίτηση για εξαίρεση δικαστή, αν και ο δικαστής αυτός,
σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε η απόφαση, έπρεπε κατά το νόμο να
εξαιρεθεί,
4) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων,
5) αν το δικαστήριο σε περίπτωση καθ' ύλην αρμοδιότητας εσφαλμένα δέχτηκε ότι είναι αρμόδιο
ή αναρμόδιο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 47 ή αν το δικαστήριο στο οποίο
παραπέμφθηκε η υπόθεση παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 46,
6) αν παρά το νόμο και ιδίως παρά τις σχετικές με την επίδοση διατάξεις ο διάδικος δικάστηκε
ερήμην,
7) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας,
8) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε
υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης,
479
9) αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα
ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη,
10) αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην
έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά,
11) αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο
έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι
διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν,
12) αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των
αποδεικτικών μέσων,
13) αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της
απόδειξης,
14) αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή
απαράδεκτο,
15) αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση,
16) αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχτηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει
δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο
μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη,
17) αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις,
18) αν το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση,
19) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης,
20) αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά
γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό.

Σχόλια: - Οι λέξεις "ή δεν διάταξε απόδειξη γι' αυτά" της περ. 10 διαγράφηκαν από το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η διαγραφή
τους αρχίζει από 1.1.2002.

560
Κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που
εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο
1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι
ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο,
εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο
αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την
υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς˙ ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να
προβληθεί σε μικροδιαφορές,
2) αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ορίζει ο νόμος ή δίκασε ειρηνοδίκης του οποίου είχε
γίνει δεκτή η εξαίρεση,
3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλην
αρμοδιότητα,
4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας.

Σχόλια: Η διάταξη ισχύει μόνον όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν ειρηνοδικείο.

561
1. Η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του
περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν
κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος
αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20.
2. Η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως αγωγών,
παρεμβάσεων, ένδικων μέσων, προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων, ελέγχεται από τον ρειο
Πάγο.

562
1. Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης κατά απόφασης του δικαστηρίου της παραπομπής,
εφόσον με το λόγο αυτό προσβάλλεται η απόφαση κατά το τμήμα της εκείνο κατά το οποίο
συμμορφώθηκε προς την αναιρετική.
480
2. Είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε
νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να
προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ)
για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη.
3. Κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις
προσώπων που ενεργούν στο όνομά του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια
τάξη.
4. Κατ' εξαίρεση ο ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ύστερα όμως από πρόταση του
εισηγητή αρεοπαγίτη που έχει περιληφθεί στην έγγραφη εισήγησή του, λόγο αναίρεσης από
εκείνους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του αρ. 559.

563
1. Η αίτηση αναίρεσης υπάγεται στον ρειο Πάγο, ο οποίος δικάζει σε ολομέλεια ή σε τμήμα.
2. Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπάγονται
α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου,
β) αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων που παραπέμπονται για
εκδίκαση στην ολομέλεια με κοινό πρακτικό του προέδρου και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή
με απόφαση του τμήματος που δικάζει. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή για μερικούς
μόνο από τους λόγους της αναίρεσης, αν σε κάθε περίπτωση κριθεί ότι δημιουργούνται ζητήματα
με γενικότερο ενδιαφέρον ή ότι τούτο είναι αναγκαίο για την ενότητα της νομολογίας. Το τμήμα που
δικάζει είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην ολομέλεια αν η
απόφασή του για την αίτηση αναίρεσης, αναιρετική ή απορριπτική, λαμβάνεται με πλειοψηφία μια
ψήφου ή αν αρνείται να εφαρμόσει νόμο ως αντισυνταγματικό. "Αν όμως το ζήτημα της
συνταγματικότητας έχει ήδη κριθεί με απόφαση της ολομέλειας, η παραπομπή είναι δυνητική"*.
3. Αν η παραπομπή στην ολομέλεια γίνεται με πρακτικό του προέδρου και του εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος ορίζει συγχρόνως δικάσιμο της ολομέλειας τηρώντας τις διατάξεις των
παρ. 3 και 4 του άρθρου 568.

Σχόλια: * Η μέσα σε "" διάταξη στο τέλος της παρ. 2 (τελευταίο εδάφιο) προστέθηκε με την παρ. 1 άρθρ. 2 του
ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου εφαρμόζεται αμέσως, εφόσον κατά την
έναρξη της ισχύος του νόμου 2298/1995 (δηλ. 04.04.1995), δεν έχει εκδοθεί απόφαση του τμήματος για την
παραπομπή.

564
1. Αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τριάντα ημέρες και
αρχίζει από την επίδοση της απόφασης.
2. Αν ο αναιρεσείων διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, η προθεσμία της
αναίρεσης είναι ενενήντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης.
3. Αν η απόφαση δεν επιδόθηκε, η προθεσμία της αναίρεσης είναι τρία χρόνια και αρχίζει από τη
δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη.
4. Αν εκείνος που έχει δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση πέθανε, η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει
μόνο από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη στους καθολικούς διαδόχους ή τους
κληροδόχους.

565
1. Η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της
προσβαλλόμενης απόφασης. Στις γαμικές διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1, στις
διαφορές του άρθρου 614 παρ. 1, που αφορούν σχέσεις γονέων και τέκνων, καθώς και σε δίκες
που αφορούν εξάλειψη υποθήκης, προσημείωσης ή κατάσχεσης ή κηρύσσουν έγγραφο πλαστό, η
προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της, αναστέλλει την εκτέλεση.
2. Αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η
αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η
ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο παροχής
ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή
εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. ια την αίτηση αποφαίνεται, συνεδριάζοντας ως
συμβούλιο χωρίς υποχρεωτική κλήτευση των διαδίκων, το αρμόδιο πολιτικό τμήμα, το οποίο
συγκροτείται από τρία μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ο εισηγητής της υπόθεσης. Η
απόφαση της αναστολής μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να ανακληθεί με αίτηση κάποιου από τους
διαδίκους έως την "συζήτηση"* της αναίρεσης˙ κατόπιν επιτρέπεται μόνο κατά τη συζήτησή της.
481
Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 2 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002.

566
1. Το έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118
έως 120, να αναφέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους της αναίρεσης, αίτηση για την
αναίρεση, ολική ή εν μέρει της προσβαλλόμενης απόφασης και αίτηση για την ουσία της υπόθεσης.
2. Αν με το ίδιο αναιρετήριο προσβάλλονται δύο ή περισσότερες αποφάσεις πρωτοβάθμιου και
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή του πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια
αυτά.

567
1. Όταν ασκούν αναίρεση εισαγγελείς, πρόσθετους λόγους μπορεί να ασκήσει και ο εισαγγελέας
του Αρείου Πάγου.
2. Η αναίρεση που ασκεί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διαβιβάζεται στη γραμματεία του
Αρείου Πάγου. ε τον ίδιο τρόπο και χωρίς περιορισμό προθεσμίας ασκούνται και οι πρόσθετοι
λόγοι αναίρεσης.

568
1. ια να προσδιοριστεί δικάσιμος ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση προσάγει στη
γραμματεία του Αρείου Πάγου επικυρωμένο αντίγραφο της αναίρεσης, των προσβαλλομένων
αποφάσεων, των εισαγωγικών εγγράφων της κύριας δίκης ή των παρεμπιπτουσών δικών και των
προτάσεων του ίδιου και των άλλων διαδίκων, αν είναι απαραίτητες για να διαγνωστεί η βασιμότητα
των λόγων αναίρεσης που περιέχονται στο κύριο δικόγραφο ή στο πρόσθετο αναιρετήριο. Δύο
αντίγραφα των εγγράφων αυτών κατατίθενται ατελώς.
2. Η γραμματεία του Αρείου Πάγου υποβάλλει χωρίς καθυστέρηση τα έγγραφα που κατατέθηκαν
στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίζει το αρμόδιο τμήμα, και ο πρόεδρος του τμήματος
με απλή σημείωση στο αντίγραφο της αναίρεσης που έχει κατατεθεί ορίζει α) δικάσιμο της
υπόθεσης, β) την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να επιδοθεί η κλήση για συζήτηση, γ)
εισηγητή αρεοπαγίτη προς τον οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος της δικογραφίας.
3. Η δικάσιμος ορίζεται σε χρόνο που παρέχει επαρκή προθεσμία για την επίδοση και την
προπαρασκευή της συζήτησης της υπόθεσης.
4. Αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση, η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του
δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται με επιμέλειά του στους αντιδίκους τουλάχιστον εξήντα
ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα, και
τουλάχιστον ενενήντα ημέρες, αν κάποιος από τους διαδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή
του είναι άγνωστη. Αν ο αναιρεσίβλητος επισπεύδει τη συζήτηση ή την επισπεύδει άλλος διάδικος
εκτός από τον αναιρεσείοντα, η κλήση επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία με επιμέλεια εκείνου
που επισπεύδει τη συζήτηση, στον αναιρεσείοντα και τους άλλους διαδίκους.

569
1. Πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι παραδεκτοί, και αν η αίτηση της αναίρεσης δεν περιέχει λόγο
τυπικά παραδεκτό και ορισμένο.
2. ι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και
τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που
κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη
συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση˙ αντίγραφο του δικογράφου των
πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους
διαδίκους. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, αν αυτός
επισπεύδει τη συζήτηση. Αντίγραφα των πρόσθετων λόγων, τα οποία εκδίδονται ατελώς, αφού
κατατεθούν από τον αναιρεσείοντα, παραδίδονται από το γραμματέα του Αρείου Πάγου ένα στον
εισηγητή της υπόθεσης και ένα στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα στην παραπάνω
προθεσμία των τριάντα ημερών. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο
αναιρεσίβλητος ή ο άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα.

482
570
1. ι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν προβάλλονται
ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης της αναίρεσης και των
πρόσθετων λόγων. ι διάδικοι καταθέτουν τις προτάσεις τους είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από
τη δικάσιμο.
2. Νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της
υπόθεσης από τον ρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που
ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας.
3. έσα στην προθεσμία της παρ. 1 οφείλουν όλοι οι διάδικοι να καταθέσουν στη γραμματεία του
Αρείου Πάγου τα έγγραφα που χρησιμεύουν για να υποστηριχθεί ή να αποκρουστεί η αναίρεση,
καθώς και τα έγγραφα εκείνα που η υποβολή τους είναι παραδεκτή κατά την παρ. 2. Η κατάθεση
και η ημερομηνία της βεβαιώνεται με σημείωση επάνω στο φάκελο της δικογραφίας.
4. Τα αντίγραφα των διαδικαστικών εγγράφων των διαδίκων, των αντιδίκων τους ή των άλλων
διαδίκων, τα οποία προσάγονται, υποβάλλονται ατελώς, νόμιμα επικυρωμένα.

571
"1. Αν ο εισηγητής κρίνει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη ή ότι όλοι οι λόγοι της, αρχικοί και
πρόσθετοι, είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, εισηγείται προφορικώς σε τριμελές
συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του και
από δύο Αρεοπαγίτες, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, την απόρριψη της αναίρεσης. "Αν το
συμβούλιο αποδεχθεί ομόφωνα την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει διάταξη με την οποία
ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης. ε την ίδια διάταξη επιδικάζεται στον αναιρεσίβλητο
δικαστική δαπάνη, αν αυτός είχε καταθέσει προτάσεις, υπολογιζομένης της αμοιβής του
πληρεξουσίου του δικηγόρου στο μισό του ελάχιστου ορίου και ορίζεται παράβολο τριακοσίων έως
οκτακοσίων ευρώ." Επί εργατικών υποθέσεων το παράβολο μπορεί να μειωθεί έως το ποσό των
150* ευρώ. Τα ποσά των δύο προηγούμενων εδαφίων μπορούν να αυξομειώνονται με απόφαση
του πουργού Δικαιοσύνης. ε επιμέλεια του γραμματέα σημειώνεται ο αριθμός της διάταξης του
συμβουλίου στο πινάκιο και στο φάκελο της υπόθεσης και επιδίδεται κυρωμένο αντίγραφό της στον
αναιρεσείοντα ή στο δικηγόρο που υπογράφει την αναίρεση ή τους πρόσθετους λόγους μέσα σε
τριάντα ημέρες από την έκδοσή της.
2. "Αν εκδοθεί διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση
της υπόθεσης, μπορεί ο αναιρεσείων να ζητήσει με αίτησή του να συζητηθεί η υπόθεση στο
ακροατήριο". Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την επίδοση της
διάταξης και κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση στο
βιβλίο της παραγράφου 3. Στην αίτηση επισυνάπτεται με ποινή απαραδέκτου διπλότυπο της
αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από το οποίο προκύπτει η κατάθεση του παραβόλου
που έχει ορισθεί με τη διάταξη. αριθμός και η χρονολογία της έκθεσης σημειώνονται στο
πρωτότυπο της αίτησης από τον συντάσσοντα την έκθεση, ο οποίος υπογράφει τη σχετική
σημείωση. Η υπόθεση προσδιορίζεται να συζητηθεί στο ακροατήριο όσο το δυνατόν ταχύτερα. Στη
σύνθεση του δικαστηρίου δεν μετέχουν τα μέλη του συμβουλίου της παραγράφου 1. Αν το
δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση, ακυρώνει τη διάταξη του συμβουλίου και δικάζει την
αναίρεση. Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ως
απαράδεκτη ή κρίνει μεν παραδεκτή την αίτηση, απορρίψει όμως στο σύνολό της την αναίρεση,
διατάσσει συγχρόνως την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Αλλιώς το παράβολο
επιστρέφεται στον καταθέσαντα. "Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση για συζήτηση της
υπόθεσης στο ακροατήριο ή η υποβληθείσα αίτηση απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση
αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε."
3. ι διατάξεις του συμβουλίου που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό και οι αιτήσεις για
συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο καταχωρίζονται σε ειδικά βιβλία που τηρούνται στη
γραμματεία του Αρείου Πάγου.
4. Αν ο εισηγητής δεν εισηγηθεί την απόρριψη της αναίρεσης ή δεν εκδοθεί απορριπτική διάταξη
του συμβουλίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή αν ο αναιρεσείων υποβάλει αίτηση να συζητηθεί
η υπόθεση στο ακροατήριο, σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο εισηγητής της υπόθεσης οφείλει να
συντάξει συνοπτική έκθεση για το παραδεκτό της αναίρεσης, καθώς και για το παραδεκτό και το
βάσιμο των λόγων της και να την καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου οκτώ τουλάχιστον
ημέρες πριν από τη δικάσιμο. ι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να πληροφορηθούν το περιεχόμενο
της έκθεσης του εισηγητή."

483
Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρου 17 Ν. 2915/2001 και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο άρθρου 15 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α' 203), η ισχύς του παρόντος αρχίζει από
1.1.2002. - Τα εντός " " δεύτερο και τρίτο εδάφια της παρ. 1 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1
άρθρου 10 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002). - Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 2 του παρόντος
αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3043/2002 και ισχύει η αντικατάσταση από 21.8.2002 -
Τέλος, το τελευταίο εντός " " εδάφιο της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρου 10 του ίδιου
νόμου 3043/2002 (ΦΕΚ Α 192/21.8.2002). * Σύμφωνα με τους κανόνες στρογγυλοποίησης του άρθρου 5 του ν.
2943/2001 το ποσό των 146,735 ευρώ γίνεται 150 ευρώ.

572
1. ι διατάξεις των άρθρων 568 έως 571 εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο
εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή ο εισαγγελέας εφετών ή ο εισαγγελέας πρωτοδικών.
2. Η συζήτηση δεν είναι απαράδεκτη σε αναίρεση που έχει ασκήσει ο εισαγγελέας του Αρείου
Πάγου, αν δεν κληθούν οι διάδικοι, εκτός μόνο από τις περιπτώσεις εκείνες που η αναίρεση
παράγει αποτελέσματα και γι' αυτούς.

573
1. Στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 233 έως 236,
"242 παρ.2"*, 245, 246, 252 έως 261, 286 έως 308, 310 και 312 έως 334.
2. Τους εισαγγελείς, όταν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, εκπροσωπεί ο εισαγγελέας του Αρείου
Πάγου.

Σχόλια: * Η φράση "242 παρ. 2" της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 6 του Ν. 2479/1997
(ΦΕΚ Α 67).

574
ετά την εκφώνηση της υπόθεσης αρχίζει η συζήτηση στο ακροατήριο με την ανάγνωση της
έκθεσης του εισηγητή. Κατόπιν αγορεύουν οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος, του αναιρεσιβλήτου
και των άλλων διαδίκων. " εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν παρίσταται, αγορεύει τελευταίος,
εκτός αν είναι διάδικος ή εκπροσωπεί αναιρεσείοντα εισαγγελέα"*.

Σχόλια: * Το τελευταίο εδάφιο του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου
2 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62/4.04.1995), σύμφωνα δε με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου οι διατάξεις του εν λόγω
εδαφίου εφαρμόζονται σε υποθέσεις που συζητούνται μετά την πάροδο μηνός από την έναρξη ισχύος του ν.
2298/1995 (4.4.1995).

575
ε αίτηση του εισαγγελέα, του εισηγητή ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως το
δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης μία μόνο φορά σε μεταγενέστερη
δικάσιμο, που ορίζεται αμέσως με επισημείωση στο πινάκιο. "Τα εδάφια β' και γ' της παραγράφου 4
του άρθρου 226 εφαρμόζονται και εδώ."* Νέα αναβολή μπορεί να διαταχθεί μόνο με αίτηση του
εισηγητή. Σε κάθε περίπτωση αναβολής της συζήτησης το δικαστήριο μπορεί να διατηρήσει την
κατά το άρθρο 565 παράγραφο 2 αναστολή.

Σχόλια: - Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε από την παρ. 3 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993). * Το εδ. β' της παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα
με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 / 2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς του εδαφίου β' αρχίζει από
1.1.2002.

576
1. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος
με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι
διάδικοι.
2. Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν
λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν
κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν
επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο ρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η
υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη
συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.
3. Αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς,
η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους.
484
4. Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τις παραγρ. 1 έως 3 δεν επιτρέπεται ανακοπή
ερημοδικίας.

577
1. Το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης.
2. Αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προ πόθεση για να είναι παραδεκτή, ο
ρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως.
3. Αν ο ρειος Πάγος κρίνει νόμιμη και παραδεκτή την αναίρεση, εξετάζει το παραδεκτό και το
βάσιμο των λόγων της.

578
Αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της
ορθό, ο ρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί
δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της.

579
1. Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την
απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνο εφόσον
στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Κάθε απόφαση που στηρίζεται σ'
αυτήν που αναιρέθηκε αναιρείται εφόσον οι λόγοι της αναίρεσης αναφέρονται και σ' αυτήν.
2. Αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που
αναιρέθηκε, ο ρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με
αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της
συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση
που υπήρχε πριν από την εκτέλεση.

580
1. Αν ο ρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για υπέρβαση δικαιοδοσίας, τα πολιτικά δικαστήρια
δεν έχουν δικαίωμα να ασχοληθούν πια με την υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή αναιρείται και η
πρωτόδικη απόφαση που έχει τυχόν επικυρωθεί με την απόφαση που αναιρέθηκε, εφόσον και αυτή
ενέχει υπέρβαση δικαιοδοσίας.
2. Αν ο ρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την
αρμοδιότητα, παραπέμπει την υπόθεση στο δικαστήριο που κρίνει αρμόδιο.
3. Αν ο ρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιοδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους
που αναφέρονται στις παραγρ. 1 και 2, παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο
δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή
στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές.
4. ι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια
που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν.
5. Αν ο ρειος Πάγος, δικάζοντας σε ολομέλεια, απορρίψει τους λόγους αναίρεσης που
παραπέμφθηκαν στην ολομέλεια και υπάρχουν και άλλοι λόγοι αναίρεσης που δεν έχουν
παραπεμφθεί, η υπόθεση αναπέμπεται στο τμήμα που την παρέπεμψε, στο οποίο συζητείται με
κλήση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 568. Αν αναιρέσει την απόφαση, παραπέμπει την
υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3.

Σχόλια: -Η παρ. 3 του παρόντος αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2172/1993 ΦΕΚ Α 207.
-Με το άρθρο 31 παρ. 2 του ν. 2172/93 ΦΕΚ Α 207, καταργήθηκε η παρ. 4 και οι παρ. 5 και 6 αναριθμήθηκαν σε
4 και 5 αντίστοιχα, με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου.

581
1. Στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση. Δεν είναι
απαραίτητο να επιδοθεί η αναιρετική απόφαση.
2. Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού
κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237.
3. Η διάταξη της παρ. 2 του αρ. 579 εφαρμόζεται και στο δικαστήριο της παραπομπής.

582
Η αναιρετική απόφαση σημειώνεται στο περιθώριο του πρωτοτύπου της απόφασης που
αναιρέθηκε. ια το σκοπό αυτόν η γραμματεία του Αρείου Πάγου οφείλει να ειδοποιεί χωρίς
485
καθυστέρηση τη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε η οποία είναι υποχρεωμένη να κάνει
τη σημείωση αυτή χωρίς αναβολή.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
Α

583
Αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν προσκλήθηκε σε δικαστική ή εξώδικη πράξη που του
προκαλεί βλάβη ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του, μπορεί να ασκήσει ανακοπή κατά
της πράξης αυτής.

584
Η ανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του ανακόπτοντος με την επιφύλαξη
των διατάξεων των ειδικών δωσιδικιών.

585
1. ι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της για συζήτηση και τη συζήτηση στο
ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή.
"2. Το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα
άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. "Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο
δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η
ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο τριάντα ή, όταν
πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση."

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 18 Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο άρθρου 15 Ν. 2943/2001 (ΦΕΚ Α' 203), η ισχύς της αρχίζει από 1.1.2002. - Το εντός " " δεύτερο
εδάφιο της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002).

586
1. ε τις προ ποθέσεις του άρθρου 583 μπορεί να ασκηθεί τριτανακοπή κατά της οριστικής
απόφασης που εκδόθηκε μεταξύ άλλων.
2. Τριτανακοπή μπορεί να ασκήσει και ο τρίτος που δεσμεύεται από το δεδικασμένο, εφόσον
επικαλείται δόλο ή συμπαιγνία των διαδίκων.

587
Η τριτανακοπή εισάγεται στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και
παρεμπιπτόντως στο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η κύρια δίκη, αν το δικαστήριο αυτό είναι
ισόβαθμο ή ανώτερο από εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

588
1. Η τριτανακοπή απευθύνεται κατά όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η
προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν ασκείται μετά την εκτέλεσή της, οπότε μπορεί να απευθυνθεί
μόνο κατά του διαδίκου που νίκησε.
2. ι διατάξεις του αρ. 585 εφαρμόζονται και στην τριτανακοπή.

589
"Η άσκηση της τριτανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το
δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η τριτανακοπή και, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, ο
πρόεδρος μπορούν, ύστερα από αίτηση του τριτανακόπτοντος που δικάζεται κατά τη διαδικασία
των άρθρων 686 επ., να διατάξουν την αναστολή της εκτέλεσης με τον όρο εγγυοδοσίας ή και
χωρίς αυτόν, αν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση της απόφασης θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη
στα συμφέροντα του τριτανακόπτοντος. Το δικαστήριο ή ο πρόεδρος μπορεί να εμποδίσει με
σημείωμά του την εκτέλεση ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για την αίτηση αναστολής. Η απόφαση
αυτή μπορεί να ανακληθεί με τον ίδιο τρόπο ως την έκδοση της οριστικής απόφασης για την
τριτανακοπή."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

486
590
Το δικαστήριο, αν κρίνει την τριτανακοπή παραδεκτή και βάσιμη, ακυρώνει ή ανάλογα με τις
περιστάσεις αποφαίνεται ότι είναι ανενεργός η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον
τριτανακόπτοντα. Η απόφαση διατηρεί την ισχύ της μεταξύ των αρχικών διαδίκων, εκτός αν
πρόκειται για αδιαίρετο δίκαιο.

Ι ΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΕΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ

591
"1. Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις
ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά:
α) η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα ημέρες και, αν ο διάδικος που
καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα
ημέρες πριν από τη συζήτηση,
β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο,
γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις
καταχωρίζονται στα πρακτικά και
δ) οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να
καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία σχολιάζονται οι αποδείξεις, προτείνονται
ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390
μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά κατά τη συζήτηση."
2. Αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο
αποφαίνεται γι' αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία
σύμφωνα με την οποία δικάζεται.

Σχόλια: - Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο
του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς της αρχίζει από 1.1.2002.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΜΙ ΕΣ ΔΙΑ ΟΡΕΣ

592
1. ε την ειδική διαδικασία των άρθρ. 598 έως 612 δικάζονται οι διαφορές που αφορούν
α) το διαζύγιο,
β) την ακύρωση γάμου,
γ) την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου,
δ) τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, εκτός
από τις αναφερόμενες στο άρθρ. 681 Β.
2. ε τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 1 και κατά την ειδική διαδικασία των αρ. 593 έως
612 μπορούν να ενωθούν ή να συνεκδικαστούν διαφορές που αφορούν παροχή διατροφής του
ενός συζύγου προς τον άλλο, ή, σε περίπτωση διαζυγίου, απαίτηση του αναίτιου συζύγου για ηθική
βλάβη.

593
(Καταργήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 1250/1982).

594
(Καταργήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 1250/1982).

595
(Καταργήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 1250/1982).

596
(Καταργήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 1250/1982).

487
597
(Καταργήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 1250/1982).

598
ι ανήλικοι που συνάπτουν γάμο και τα πρόσωπα που βρίσκονται σε επικουρική δικαστική
συμπαράσταση μπορούν να ασκούν μόνοι τους τις κατά το άρθρο 592 παρ. 1 αγωγές και να
εμφανίζονται στο δικαστήριο, όταν αυτές εκδικάζονται, χωρίς τη συγκατάθεση κανενός.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από το άρθ. 35 του Ν. 2447/1996.

599
"1. έσα επίθεσης και άμυνας μπορούν να προβληθούν στις διαφορές που αναφέρονται στο
άρθρο 592 παράγραφος 1 έως και τη συζήτηση στο ακροατήριο του δικαστηρίου που δικάζει σε
πρώτο βαθμό."*
2. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα)*.

Σχόλια: * Η παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 2915/2001, η παρ. 2 καταργήθηκε με την
παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'
203/12.9.2001), η ισχύς της παρ. 1 και η κατάργηση της παρ. 2 αρχίζουν από 1.1.2002.

600
1. Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1 η μη προσέλευση, η παράλειψη ή η
άρνηση διαδίκου να καταθέσει ή να απαντήσει στις ερωτήσεις που του υποβάλλονται ή να δηλώσει
για την αλήθεια πραγματικών περιστατικών ή για τη γνησιότητα εγγράφου, όπως και η ομολογία,
λαμβάνονται υπόψη σε συνδυασμό με τις άλλες αποδείξεις και εκτιμώνται ελεύθερα.
2. (Παραλείπεται ως μη ισχύουσα)*.

Σχόλια: *Η παρ. 2 του παρόντος καταργήθηκε με το 20 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), η κατάργηση αρχίζει από 1.1.2002.

601
Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1 δεν επιτρέπεται
1) να εξεταστούν με όρκο οι διάδικοι,
2) να εξεταστούν ως μάρτυρες τα τέκνα τους, γνήσια, νομιμοποιημένα, θετά και αναγνωρισμένα,
τα τέκνα της γυναίκας που γεννήθηκαν χωρίς γάμο, καθώς και οι σύζυγοι και οι κατιόντες τους,
3) να παραιτηθούν οι διάδικοι από την ορκοδοσία μάρτυρα ή πραγματογνώμονα.

602
Αν το δικαστήριο κατά τη συζήτηση αγωγής διαζυγίου πείθεται ότι είναι δυνατό να συμφιλιωθούν
οι σύζυγοι που βρίσκονται σε διάσταση, μπορεί με αίτηση του ενός ή του άλλου διαδίκου ή
αυτεπαγγέλτως να προσπαθήσει να τους συμφιλιώσει ή να αναβάλει την παραπέρα συζήτηση της
υπόθεσης μόνο μία φορά και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρεις μήνες.

603
"Σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος ως προς την αγωγή και του εναγομένου ως προς την
ανταγωγή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 524. Αν ερημοδικεί
ο εναγόμενος ή ο εφεσίβλητος, το δικαστήριο εκδικάζει την υπόθεση σαν να ήταν και αυτοί
παρόντες. Το ίδιο ισχύει, αν ερημοδικεί ο ενάγων, ως προς την ανταγωγή που έχει ασκηθεί με
ιδιαίτερο δικόγραφο και, αν ερημοδικεί ο εκκαλών, ως προς την αντέφεση."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 20 παρ. 3 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α' 203/12.9.2001), η ισχύς του παρόντος αρχίζει από 1.1.2002.

604
Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1, αν πεθάνει ο ένας από τους διαδίκους
πριν γίνει η απόφαση αμετάκλητη, η δίκη καταργείται ως προς το κύριο αντικείμενό της. Σε δίκες
που αφορούν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ή την ακύρωση γάμου, αν οι κληρονόμοι έχουν
δικαίωμα να ασκήσουν την αγωγή, η δίκη διακόπτεται.

488
605
Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1, η προθεσμία της αναψηλάφησης,
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 545 παρ. 3 εδάφ. δ', ε', στ', είναι έξι μήνες και αρχίζει από την
επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

606
Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1 οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να
παραιτηθούν από τα ένδικα μέσα μόνο μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης. Η παραίτηση
γίνεται με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.

607
1. Στις περιπτώσεις που ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει την αγωγή για την ακύρωση γάμου
έχει το δικαίωμα, ακόμη και αν δεν άσκησε αυτός την αγωγή, να λάβει μέρος στη δίκη έχοντας όλα
τα δικαιώματα του διαδίκου.
2. Η γραμματεία του δικαστηρίου έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον εισαγγελέα του
δικαστηρίου τις δικασίμους των αγωγών για την ακύρωση γάμου, όπως και τις αποφάσεις που
εκδίδονται στις αγωγές αυτές. Η παράλειψη της γνωστοποίησης δεν επιφέρει ακυρότητα της
διαδικασίας.

608
1. Η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας ή την ακύρωση γάμου, που
ασκείται από τον ένα σύζυγο, απευθύνεται κατά του άλλου και, αν αυτός έχει πεθάνει, κατά των
κληρονόμων του, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
2. Η αγωγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, όταν ασκείται από τον εισαγγελέα ή κάποιον
που έχει συμφέρον, απευθύνεται και κατά των δύο συζύγων και αν έχει πεθάνει ο ένας κατά των
κληρονόμων του, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

609
Η αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου, όπως και η ακύρωση του γάμου, κατά τη
διάρκεια ή μετά τη λύση του, επιδιώκεται μόνο με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή.

610
Αν η διάγνωση διαφοράς εξαρτάται, ολικά ή μερικά, από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ή από την
ακύρωση γάμου, το δικαστήριο αναβάλλει, με αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, τη συζήτηση εωσότου
εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση σχετικά με την αγωγή για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία ή την
ακύρωση του γάμου. Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί η αγωγή αυτή, το δικαστήριο ορίζει προθεσμία για
την άσκησή της. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί και ο
ισχυρισμός που αναφέρεται στην ύπαρξη ή την ανυπαρξία ή την ακυρότητα του γάμου θεωρείται ότι
δεν έχει υποβληθεί.

611
1. Τα ελληνικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τις διαφορές που αναφέρονται
στο άρθρο 592 παρ. 1 αν και οι δύο σύζυγοι κατά το χρόνο που ασκείται η αγωγή είναι αλλοδαποί
και αν κατά τα δίκαια της ιθαγένειας και των δύο συζύγων δεν αναγνωρίζεται στα ελληνικά
δικαστήρια δικαιοδοσία να δικάσουν τη διαφορά. Τα ελληνικά δικαστήρια όμως έχουν δικαιοδοσία
να δικάσουν αγωγές διαζυγίου, όταν ο γάμος είναι έγκυρος κατά το ελληνικό δίκαιο ανυπόστατος
όμως ή άκυρος κατά το δίκαιο της ιθαγένειας του συζύγου.
2. Η ισχύς των αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με
ανακοπή ερημοδικίας, έφεση, αναψηλάφηση και αναίρεση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για το λόγο
ότι παραβιάστηκε η διάταξη της παρ. 1.

612
1. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάζουν τις διαφορές του άρθρου 592 παρ. 1,
αν ο ένας από τους συζύγους είναι λληνας, και αν ακόμη δεν έχει ούτε είχε κατοικία ή διαμονή
στην Ελλάδα ή αν ήταν κατά την τέλεση του γάμου λληνας και απέβαλε λόγω του γάμου του την
ελληνική ιθαγένεια.
2. Αν δεν υπάρχει δικαστήριο κατά τόπον αρμόδιο για να δικάσει τις διαφορές που αναφέρονται
στην παρ. 1, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του Κράτους.

489
613
Αποφάσεις που απαγγέλλουν ακύρωση γάμου ή διαζύγιο ή αναγνωρίζουν την ύπαρξη ή όχι
έγκυρου γάμου, όπως και οι αποφάσεις που απορρίπτουν τέτοιες αγωγές αποτελούν δεδικασμένο
που ισχύει υπέρ και εναντίον όλων, εφόσον δεν μπορούν να προσβληθούν με αναίρεση και
αναψηλάφηση.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Δ

614
1. "Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 615 έως 622, στην οποία εφαρμόζονται και τα άρθρα
598, 600, 601, 603, 605 και 606, δικάζονται οι διαφορές που αφορούν:
α) την προσβολή της πατρότητας,
β) την προσβολή της μητρότητας,
γ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου ή γονική μέριμνα,
δ) την αναγνώριση της πατρότητας τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του,
ε) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου
χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω επιγενόμενου
γάμου των γονέων του, καθώς και την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης,
στ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει υιοθεσία ή τη λύση της,
ζ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει επιτροπεία. "
2. ε τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 1 και κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 615
έως 622 είναι δυνατό να ενωθούν ή να συνεκδικαστούν διαφορές που αφορούν την παροχή
διατροφής τέκνου.
3. ι διαφορές που αναφέρονται στις παραγρ. 1 και 2 είναι δυνατό να ενωθούν ή να
συνεκδικαστούν κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 593 έως 612 με τις διαφορές που
αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1.
4. Στις δίκες που αφορούν τη λύση υιοθεσίας, έχουν επιπλέον εφαρμογή και τα άρθρα 744, 747
παρ. 4, 748 παράγραφοι 2 και 5 και 759 παρ. 3. Στις ίδιες αυτές δίκες το θετό τέκνο που
συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του έχει πλήρη ικανότητα να ασκεί αυτοπροσώπως τη
σχετική αγωγή, να παρίσταται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο με την ιδιότητα του ενάγοντος ή του
εναγομένου, να επιχειρεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις και να ασκεί ή να παραιτείται από ένδικα
μέσα.

Σχόλια: - Η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 36 του ν. 2447/1996. - Η παρ. 1 τίθεται όπως συμπληρώθηκε με
την παρ. 1 του άρθρου πέμπτου του Ν. 3089/2002 (Α 327), ισχύει δε από 23.12.2002.

615
1. "Αν, στις διαφορές της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου ένας διάδικος, χωρίς
να έχει ειδικούς λόγους υγείας, αρνείται να υποβληθεί στις πρόσφορες ιατρικές εξετάσεις με γενικά
αναγνωρισμένες επιστημονικές μεθόδους, που του επιβλήθηκαν από το δικαστήριο ως αναγκαίο
αποδεικτικό μέσο για τη διαπίστωση της πατρότητας η της μητρότητας, οι ισχυρισμοί του αντιδίκου
του λογίζεται ότι έχουν αποδειχθεί."
2. Αν το δικαστήριο διατάζει την υποβολή στις εξετάσεις της προηγούμενης παραγράφου και
τρίτων που δεν είναι διάδικοι, μπορεί με την ίδια απόφασή του να απειλεί την επιβολή σ' αυτούς, για
την περίπτωση που θα παρεμπόδιζαν αδικαιολόγητα τη διενέργεια των εξετάσεων με την απουσία
τους κατά την ημέρα και ώρα που ορίστηκαν για το σκοπό αυτό ή με την άρνησή τους να
υποβληθούν σ' αυτές, χρηματική ποινή "είκοσι εννέα (29) έως διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ"*.
3. Κατά τη διενέργεια των εξετάσεων των δύο προηγούμενων παραγράφων πρέπει να
λαμβάνονται όλα τα μέτρα ώστε να εξασφαλίζονται πλήρως η υγεία και η αξιοπρέπεια του
εξεταζομένου. διάδικος ή ο τρίτος, του οποίου διατάσσεται η εξέταση, πρέπει να κληθεί δέκα
ημέρες πριν από τη διενέργειά της για να παραστεί σ' αυτήν.

Σχόλια: * Η εντός " " φράση της παρ. 2 αντικαταστάθηκε από τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001. -
Η παρ. 1 τίθεται όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου πέμπτου του Ν. 3089/2002 (Α 327), ισχύει δε,
από 23.12.2002.

490
616
Αγωγή για την αναγνώριση της πατρότητας τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του
μπορεί να ασκηθεί και στον τόπο όπου ο ενάγων έχει την κατοικία του κατά το χρόνο που ασκείται
η αγωγή.

617
Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 614 παρ. 1, αν πεθάνει ένας από τους διαδίκους πριν
γίνει η απόφαση αμετάκλητη, η δίκη καταργείται ως προς το κύριο αντικείμενό της. Αν οι
κληρονόμοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν την αγωγή, η δίκη διακόπτεται.

618
Αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν
α) την προσβολή της πατρότητας,
β) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνου ή γονική μέριμνα,
γ) την αναγνώριση της πατρότητας τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του,
δ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη η εκούσια αναγνώριση ενός τέκνου
που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του ή η εξομοίωσή του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω
του επιγενομένου γάμου των γονέων του, καθώς και την προσβολή εκούσιας αναγνώρισης,
ε) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει ή είναι άκυρη υιοθεσία ή τη λύση της,
στ) την αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει επιτροπεία ανηλίκου, αποτελούν δεδικασμένο
υπέρ και εναντίον όλων, εφόσον δεν υπόκεινται ούτε σε αναίρεση και αναψηλάφηση. Το
δεδικασμένο δεν ισχύει για τον τρίτο που δεν έλαβε μέρος στη δίκη και που επικαλείται για τον
εαυτό του σχέση γονέα και τέκνου ή γονική μέριμνα.

619
"1. Η αγωγή για την προσβολή της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο απευθύνεται: α) αν
ασκείται από τον σύζυγο της μητέρας ή έναν από τους γονείς του, κατά του τέκνου ή του ειδικού
επιτρόπου του και της μητέρας του, β) αν ασκείται από το τέκνο, κατά της μητέρας και του συζύγου
της, γ) αν ασκείται από τη μητέρα, κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και κατά του
συζύγου˙ σε περίπτωση που έχει πεθάνει κάποιος από αυτούς, απευθύνεται, με εξαίρεση την
περίπτωση που πέθανε το ίδιο το τέκνο, κατά των κληρονόμων αυτού που πέθανε, αλλιώς
απορρίπτεται.
2. Η αγωγή για την προσβολή της μητρότητας απευθύνεται: α) αν ασκείται από την τεκμαιρόμενη
μητέρα κατά της κυοφόρου γυναίκας και του συζύγου της, αν είναι έγγαμη, καθώς και κατά του
τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του, β) αν ασκείται από την κυοφόρο γυναίκα κατά της
τεκμαιρόμενης μητέρας και του συζύγου της, αν είναι έγγαμη, καθώς και κατά του τέκνου.
3. Η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης σχέσης γονέα και τέκνου, γονικής
μέριμνας, εκούσιας αναγνώρισης ή εξομοίωσης λόγω επιγενόμενου γάμου των γονέων του ενός
τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο τους με τέκνο γεννημένο σε γάμο ή ακυρότητας εκούσιας
αναγνώρισης ή παρόμοιας εξομοίωσης, απευθύνεται:
α) όταν την ασκεί ο ένας γονέας, κατά του άλλου γονέα και του τέκνου, β) όταν την ασκεί το
τέκνο, κατά των δύο γονέων, γ) όταν την ασκεί τρίτος κατά των δύο γονέων και του τέκνου˙ σε
περίπτωση που έχει πεθάνει κάποιος από αυτούς, απευθύνεται κατά των κληρονόμων του, και
στην περίπτωση που η αναγνώριση έγινε από τον παππού ή τη γιαγιά, η αγωγή απευθύνεται και
εναντίον τους˙ αλλιώς απορρίπτεται.
4. Η αγωγή για την προσβολή εκούσιας αναγνώρισης απευθύνεται κατά των προσώπων που
συνέπραξαν σε αυτήν ή των κληρονόμων τους και όταν δεν ασκεί την αγωγή το τέκνο ή οι κατιόντες
του, και κατ' αυτών˙ αλλιώς απορρίπτεται.
5. Η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης ή ακυρότητας ή λύσης της υιοθεσίας
απευθύνεται:
α) όταν την ασκεί ο θετός γονέας, κατά του θετού τέκνου, β) όταν την ασκεί το θετό τέκνο, κατά
του θετού γονέα, γ) όταν την ασκεί τρίτος, κατά του θετού γονέα και του θετού τέκνου˙ σε
περίπτωση που έχει πεθάνει κάποιος από αυτούς, η αγωγή απευθύνεται κατά των κληρονόμων
του˙ αλλιώς απορρίπτεται.
6. Η αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης επιτροπείας απευθύνεται, όταν την
ασκεί ο επίτροπος, κατά του επιτροπευομένου, και όταν την ασκεί ο επιτροπευόμενος ή ένας
τρίτος, κατά του επιτρόπου˙ αλλιώς απορρίπτεται."

491
Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου πέμπτου του Ν.
3089/2002 (Α 327), ισχύει δε, από 24.12.2002.

620
Η προσβολή της πατρότητας τέκνου γεννημένου σε γάμο, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη
ύπαρξης σχέσης γονέα και τέκνου ή γονικής μέριμνας, η αναγνώριση της πατρότητας ενός τέκνου
γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης ή ακυρότητας
εκούσιας αναγνώρισης ή εξομοίωσης ενός τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του με τέκνο
γεννημένο σε γάμο λόγω του επιγενομένου γάμου τους, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης
ή ακυρότητας υιοθεσίας, η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης επιτροπείας, η προσβολή
εκούσιας αναγνώρισης ή η λύση υιοθεσίας, επιδιώκονται μόνο με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή.

621
Αν η διάγνωση διαφοράς εξαρτάται, ολικά ή εν μέρει, από κάποια από τις διαφορές που
αναφέρονται στο άρθρο 620, το δικαστήριο αναβάλλει με αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, τη συζήτηση
μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στην αγωγή αυτή. Όταν η αγωγή δεν έχει ασκηθεί, ορίζει
προθεσμία γι' αυτό. Όταν η προθεσμία περάσει άπρακτη, η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί και ο
σχετικός ισχυρισμός θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί.

622
1. Τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν τις διαφορές που αναφέρονται στο
άρθρο 614 παρ.1, αν ο πατέρας ή η μητέρα ή το τέκνο είναι λληνες και αν ακόμη δεν έχουν ούτε
είχαν κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα.
2. Αν δεν υπάρχει κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για να εκδικάσει τις διαφορές που αναφέρονται
στην παρ. 1, αρμόδια είναι τα δικαστήρια της πρωτεύουσας του κράτους.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

623
Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής
πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και
το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο.

624
1. Η έκδοση διαταγής πληρωμής μπορεί να ζητηθεί μόνο αν η απαίτηση δεν εξαρτάται από
αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό χρημάτων ή χρεογράφων που οφείλεται είναι
ορισμένο.
2. Δεν είναι δυνατό να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, και αν εκδόθηκε είναι άκυρη, αν η επίδοσή της
πρέπει να γίνει σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή η διαμονή τους είναι άγνωστη.

625
Αρμόδιος να εκδώσει διαταγή πληρωμής είναι για απαίτηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου
ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου. ια την
έκδοση διαταγής πληρωμής δεν γίνεται συζήτηση στο ακροατήριο.

Σχόλια: Ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3, παρ. 24 του Ν. 2207/1994.

626
1. Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της απαίτησης. Η αίτηση
κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται κάτω από αυτήν έκθεση. Η αίτηση
μπορεί να υποβληθεί και προφορικά, κατά το άρθρο 215 παρ. 2, μόνο στις περιπτώσεις που
αναφέρονται στο άρθρο αυτό.
2. Η αίτηση ή η έκθεση πρέπει να περιέχει
α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ. 1,
β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και
γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν
οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή.

492
3. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η
απαίτηση και το ποσό της.

627
δικαστής αποφασίζει το ταχύτερο σχετικά με την αίτηση, χωρίς να καλέσει τον οφειλέτη, έχει
όμως το δικαίωμα
α) να καλεί τον αιτούντα για να του δώσει εξηγήσεις σχετικά με την αίτηση,
β) να υποδείξει στον αιτούντα τις αναγκαίες συμπληρώσεις ή διορθώσεις της αίτησης,
γ) αν ο αιτών επικαλείται ιδιωτικά έγγραφα, να ζητεί βεβαίωση της υπογραφής από
συμβολαιογράφο ή μάρτυρες που εξετάζονται ενώπιόν του.

628
1. δικαστής απορρίπτει την αίτηση α) αν δεν συντρέχουν οι νόμιμες προ ποθέσεις για την
έκδοση διαταγής πληρωμής, β) αν ο αιτών δεν δίνει τις εξηγήσεις που του ζήτησε ή αρνείται να
συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις για τη συμπλήρωση ή διόρθωση της αίτησής του ή για τη
βεβαίωση των υπογραφών ιδιωτικών εγγράφων.
2. Η απόρριψη σημειώνεται κάτω από την αίτηση και αναφέρεται με συντομία ο λόγος της
απόρριψης.
3. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης δεν αποκλείεται η άσκηση αγωγής ή η υποβολή νέας
αίτησης.

629
δικαστής δέχεται την αίτηση κατά το μέρος που κατά την κρίση του είναι νομικά και πραγματικά
βάσιμη, διατάζει τον οφειλέτη να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό και τον καταδικάζει στη δικαστική
δαπάνη. Κατά το μέρος που η αίτηση απορρίπτεται εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου
628.

630
Η διαταγή πληρωμής καταρτίζεται εγγράφως και πρέπει να περιέχει
α) το ονοματεπώνυμο του δικαστή που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής,
β) το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση εκείνου που ζήτησε την έκδοση της διαταγής
και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση,
γ)την αιτία της πληρωμής,
δ) το ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί,
ε) διαταγή πληρωμής,
στ) υπόμνηση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται ότι έχει το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή
μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διαταγής και
ζ) υπογραφή του δικαστή.

630 Α
<< Η διαταγή πληρωμής επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία
δύο μηνών από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία των δύο μηνών, η
διαταγή πληρωμής παύει να ισχύει. " δικαστικός επιμελητής οφείλει μέσα στην ίδια προθεσμία να
καταθέσει αντίγραφο της σχετικής έκθεσης επίδοσης στη γραμματεία του δικαστηρίου, ο δικαστής
του οποίου εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. αρμόδιος γραμματέας υποχρεούται να καταχωρίσει
τη χρονολογία της επίδοσης στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων".>>

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 8 του Ν. 2819/2000 (ΦΕΚ Α' 84). - Τα εντός
" " δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο 23 παρ. 2 του Ν. 2915/2001.

631
Η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο εκτελεστό.

632
1. οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε
δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο
δικαστήριο, το οποίο είναι καθ' ύλην αρμόδιο. Η επίδοση της ανακοπής και της αίτησης αναστολής
της επόμενης παραγράφου μπορούν να γίνουν είτε στο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την
έκδοση της διαταγής πληρωμής είτε στη διεύθυνση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται, η οποία
493
αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, εκτός αν γνωστοποιηθεί με δικόγραφο μεταβολή που τυχόν
έχει επέλθει. Τα αντίγραφα των εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν την απαίτηση παραμένουν στη
γραμματεία του δικαστηρίου μέχρι την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της ανακοπής κατά
την παρούσα παράγραφο.
2. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Το δικαστήριο
όμως που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να
χορηγήσει αναστολή, με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση για
την ανακοπή.
3. Αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής, δικάζεται
σύμφωνα με ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της ειδικής αυτής
διαδικασίας.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 5 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993).

633
1. Αν η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι,
το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή πληρωμής˙ διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και
επικυρώνει τη διαταγή πληρωμής.
2. Αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή
πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να
ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία δέκα εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση. Στην
περίπτωση αυτή δεν χορηγείται η αναστολή εκτέλεσης που προβλέπεται από την παρ. 2 του
προηγούμενου άρθρου. Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία, η διαταγή πληρωμής
αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατό να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση.

Σχόλια: - Το εδάφ. α της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 6 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993
(ΦΕΚ Α 88/28.5.1993)

634
1. Η επίδοση διαταγής πληρωμής διακόπτει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία.
2. Αν ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής, η παραγραφή ή η αποσβεστική προθεσμία θεωρείται ότι
έχει ανασταλεί από την επίδοση της διαταγής πληρωμής ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση
για την ανακοπή.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Δ

635
Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 637 έως 646 μπορούν να δικαστούν διαφορές από
συναλλαγματικές, γραμμάτια εις διαταγήν, επιταγές, ανώνυμες ομολογίες και τοκομερίδια
ομολογιακών δανείων, αποθετήρια, ενεχυρόγραφα και πιστωτικούς γενικά τίτλους για πληρωμή
υποχρεώσεων, οι οποίες προκύπτουν άμεσα από τον τίτλο και αφορούν τους δικαιούχους και τους
υποχρέους ή τους καθολικούς διαδόχους τους.

636
ι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 635 υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων αν
η αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν υπερβαίνει "τα δώδεκα χιλιάδες (12.000) ευρώ"* και στην
αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων αν είναι ανώτερη από το ποσό αυτό.

Σχόλια: Η μετατροπή των δραχμών σε ευρώ έγινε με τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001. * Το λόγω
αρμοδιότητας ποσό του παρόντος άρθρου αυξήθηκε με την παρ. δ) της ΥΑ 125804 (ΦΕΚ Β' 1072/1.8.2003)

637
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.)

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ. 12α του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67)

494
638
1. Η αγωγή πρέπει να περιέχει δήλωση με την οποία ζητείται να δικαστεί κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 637 έως 646.
2. δικαστής είναι υποχρεωμένος να ορίσει δικάσιμο ώστε, αφού τηρηθούν οι προθεσμίες που
αναφέρονται στο άρθρο 639, να εκδικαστεί η υπόθεση το ταχύτερο.

639
1. ι κλήσεις για τη συζήτηση πρέπει να επιδίδονται, αν ο διάδικος που καλείται διαμένει στην
έδρα του δικαστηρίου, τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, αν διαμένει στην Ελλάδα
αλλά έξω από την έδρα του δικαστηρίου, τουλάχιστον οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση και αν
διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη
συζήτηση.
2. ι προθεσμίες που ορίζονται στην παρ. 1 εφαρμόζονται και στις κλήσεις για τη συζήτηση
ένδικων μέσων, εκτός από την αναίρεση.

640
ς την "συζήτηση"* στο ακροατήριο πρέπει να προσάγονται υποχρεωτικά οι πιστωτικοί τίτλοι,
διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002.

641
** σκηση ανταγωγής δεν επιτρέπεται και αν ασκηθεί απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως
απαράδεκτη.

Σχόλια: ** Το πρώην πρώτο εδάφιο (: Ως το τέλος της πρώτης συζήτησης στο ακροατήριο, ο εναγόμενος
οφείλει να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς του από το δίκαιο που διέπει τον πιστωτικό τίτλο ή από το κοινό
δίκαιο) του παρόντος άρθρου καταργήθηκε από την παρ. 12β του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (Α' 67).

642
ι διατάξεις των άρθρων 208, 226, 244, 266, 267 και 466 έως 472 δεν εφαρμόζονται στη
διαδικασία των άρθρων 637 έως 646.

643
1. δικαστής αποφαίνεται οριστικά αμέσως και δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή. Αν δεχτεί την
αγωγή, μπορεί να υποχρεώσει τον ενάγοντα σε εγγυοδοσία.
"2. Τα άρθρα 649 και 650 εφαρμόζονται αναλόγως".

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 12γ του άρθρου 6 του ν. 2479/1997 (Α'
67/6.5.1997).

644
1. Η απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα, εκτός
από ανακοπή ερημοδικίας.
[2. Παραλείπεται ως μη ισχύουσα.].

Σχόλια: Η παρ. 2 του παρόντος καταργήθηκε με την παρ. 12δ του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67)

645
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.)

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ. 12ε του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67)

646
(Παραλείπεται ως μη ισχύον.)

495
Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ. 12ε του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67).

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΜΙΣ ΤΙ ΕΣ ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΑΙ ΔΙΑ ΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞ ΙΔΙΟ ΤΗΤ Ν ΑΙ ΔΙΑ ΕΙΡΙΣΤ Ν
ΙΔΙΟ ΤΗΣΙΑΣ ΑΤ’ ΟΡΟ Ο Σ

647
1. "Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 661 δικάζονται όλες οι κύριες ή παρεπόμενες
διαφορές από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από
επίμορτη αγροληψία".
2. Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 έως 657 δικάζονται και οι διαφορές του άρθρου 17
αριθ. 2.

Σχόλια: * Ο τίτλος του αντιστοίχου κεφαλαίου που αρχίζει από το παρόν άρθρο μετονομάζεται σε "μισθωτικές
διαφορές" με το εδάφ. β της παρ. 20 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999. - Η παρ. 1 τέθηκε όπως αντικαταστάθηκε
από το εδαφ. α της παρ. 20 του άρθρου 7 του ν. 2741/1999 (Α' 199) με έναρξη ισχύος την 28.9.1999. - Σύμφωνα
με το άρθρο 24 του ν.2668/1998 "Αστικές διαφορές που γεννώνται κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου
(ως προς την αξίωση δηλ. κατά των φορέων ταχυδρομικών υπηρεσιών λόγω πλημμελούς παροχής υπηρεσιών
ή αδικαιολόγητης διακοπής υπηρεσίας προς χρήστες) και οι αξιώσεις αποζημιώσεως εκδικάζονται ανεξαρτήτως
ποσού από το Μονομελές Πρωτοδικείο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 648-661 ΚπολΔ".

648
δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης, με σημείωσή του επάνω στην αγωγή
που κατατέθηκε, οφείλει να ορίσει αμέσως ημέρα και ώρα συζήτησης και προθεσμία κλήτευσης, η
οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από δεκαπέντε ημέρες ούτε μικρότερη από οκτώ. Η υπόθεση
δεν εγγράφεται στο πινάκιο.

649
1. ι διάδικοι, έως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους
μέσα. ι διάδικοι δεν έχουν την υποχρέωση να καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν το δικαστήριο το
διατάξει.
2. Αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν
λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

Σχόλια: * Τα εδάφια β' (Απόφαση για διεξαγωγή απόδειξης δεν εκδίδεται) και δ' (Η συζήτηση στο ακροατήριο
τελειώνει σε μία δικάσιμο και το δικαστήριο οφείλει να εκδώσει, το ταχύτερο, την απόφαση) της παρ. 1
καταργήθηκαν από το άρθρο 20 παρ. 6 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν.
2943 /2001 (Α' 203/12.9.2001), η κατάργησή τους αρχίζει από 1.1.2002.

650
1. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του
νόμου. ι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά τη δικάσιμο,
αν το κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιόν του, με
προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται κλήση των διαδίκων
και των μαρτύρων να εμφανιστούν κατά την εξέταση. νορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή
συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του
αντιδίκου, πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες.
2. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτοψία, το δικαστήριο ενεργεί την αυτοψία, ορίζοντας κατά τη
συζήτηση στο ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τον
τόπο και το χρόνο της διεξαγωγής της, χωρίς να απαιτείται και πρόσκληση των διαδίκων να
παραστούν. Το πόρισμα της αυτοψίας καταχωρίζεται στην απόφαση.
3. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει πραγματογνωμοσύνη, το δικαστήριο ορίζει κατά τη συζήτηση στο
ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τους
πραγματογνώμονες, το θέμα, τον τόπο και το χρόνο της διεξαγωγής της. χρόνος της διεξαγωγής
δεν είναι ποτέ δυνατό να είναι μεγαλύτερος από οκτώ ημέρες. ι πραγματογνώμονες μπορούν να
εκθέσουν το πόρισμά τους και προφορικά στη γραμματεία του δικαστηρίου, οπότε συντάσσεται
πρακτικό, χωρίς να απαιτείται και πρόσκληση των διαδίκων να παραστούν κατά τη σύνταξή του
ούτε ανάγνωση του πρακτικού στους διαδίκους, αν παρίστανται.
[4. Παραλείπεται ως μη ισχύουσα.]*.

496
Σχόλια: * Η παρ. 4 του παρόντος καταργήθηκε από το άρθρο 20 παρ. 6 του Ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 / 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση της παρ. 4 αρχίζει από 1.1.2002.

651
ι τελεσίδικες αποφάσεις για τις διαφορές του αρ. 17 παρ. 2 αποτελούν δεδικασμένο. ι
αποφάσεις για την παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως
προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης της χρήσης του μισθίου που έχει κριθεί και όχι ως
προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως.

652
1. Η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας είναι οκτώ ημέρες ενώ της έφεσης, της αναψηλάφησης
και της αναίρεσης δεκαπέντε ημέρες, αν εκείνος που δικαιούται να ασκήσει τα ένδικα αυτά μέσα
διαμένει στην Ελλάδα, και τριάντα ημέρες, αν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι
άγνωστη.
2. Η προθεσμία της αίτησης για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι
οκτώ ημέρες από την ημέρα που αίρεται το κώλυμα το οποίο συνιστά ανώτερη βία ή από τη γνώση
του δόλου.
3. Η δικάσιμος για την προφορική συζήτηση των ένδικων μέσων, εκτός από την αναίρεση,
πρέπει να ορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ανάμεσα στην κλήση και τη συζήτηση να μεσολαβεί
προθεσμία οκτώ ημερών, αν ο καλούμενος διαμένει στην Ελλάδα, και τριάντα ημερών, αν διαμένει
στο εξωτερικό ή η διαμονή του είναι άγνωστη. Αν υπάρχουν περισσότεροι ομόδικοι, από τους
οποίους ορισμένοι διαμένουν στο εξωτερικό ή δεν έχουν γνωστή διαμονή, πρέπει να τηρείται η
προθεσμία των τριάντα ημερών.

653
1. Ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται αν εκείνος ο οποίος δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε
καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.
2. Αν η ανακοπή ερημοδικίας κριθεί παραδεκτή και βάσιμη, το δικαστήριο εξετάζει αμέσως την
ουσία της υπόθεσης, εκδίδοντας μία απόφαση για την ανακοπή και την ουσία.

654
1. ι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης και η αντέφεση ασκείται και με τις προτάσεις.
"2. Τα άρθρα 226, 649 παράγραφος 1, 650, 651 και 653 εφαρμόζονται και στην κατ' έφεση δίκη.
Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται".
3. Η ενέργεια αυτοψίας είναι δυνατό να ανατεθεί και σε ένα μέλος του δικαστηρίου.

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α'
62/04.04.1995) και σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου οι διατάξεις της παρ.2 εφαρμόζονται, όπως
τροποποιούνται με το νόμο αυτόν, σε εφέσεις που συζητούνται μετά την έναρξη της ισχύος του δηλ. 4.4.1995.

655
Τα άρθρα 648 και 649 έως 654 εφαρμόζονται και στην αναψηλάφηση.

656
[Παραλείπεται ως μη ισχύον].

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 ΦΕΚ Α 207.

657
Αν γίνει δεκτή αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, το
δικαστήριο ερευνά αμέσως την ουσία της υπόθεσης και εκδίδεται πάντοτε μία απόφαση.

658
Το δικαστήριο δικαιούται να ορίσει προθεσμία για την παράδοση ή την απόδοση της χρήσης του
μισθίου έως τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης.

497
659
Αποφάσεις που αφορούν την απόδοση της χρήσης μισθίου ακινήτου εκτελούνται και κατά των
υπομισθωτών, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από το μισθωτή ή κατέχει
το μίσθιο γι' αυτόν.

660
1. Αν εξαφανιστεί απόφαση που διατάζει παράδοση ή απόδοση της χρήσης μισθίου και η
απόφαση έχει εκτελεστεί, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, δικαιούται να ζητήσει να
επανεγκατασταθεί στο μίσθιο.
2. Η επανεγκατάσταση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση που υποβάλλεται και με τις προτάσεις στο
δικαστήριο που εξαφάνισε την απόφαση ως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο ή με αγωγή
που απευθύνεται προς τον ειρηνοδίκη και δικάζεται κατά την ειδική αυτή διαδικασία, η απόφαση
όμως του ειρηνοδίκη δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο. "Η αγωγή πρέπει να ασκηθεί μέσα
σε τρεις μήνες από την ημέρα που η απόφαση, η οποία διατάσσει την παράδοση ή απόδοση
μισθίου, γίνεται αμετάκλητη."*
3. Η απόφαση που διατάζει την επανεγκατάσταση εκτελείται και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα
δικαιώματά του από εκείνον κατά του οποίου διατάχθηκε η επανεγκατάσταση.

Σχόλια: * Το εντός " " εδάφιο στο τέλος της παρ. 2 προστέθηκε από το άρθρο 20 παρ. 4 του Ν. 2915/2001 και
σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α' 203/12.9.2001), η ισχύς του αρχίζει από
1.1.2002.

661
H καταβολή ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου, έως το τέλος της
συζήτησης στο ακροατήριο, όλων των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων που οφείλονται έως την ημέρα
της συζήτησης και των δικαστικών εξόδων που ορίζονται αμέσως από το δικαστή, καταργεί τη δίκη
για την απόδοση της χρήσης του μισθίου για καθυστέρηση μισθωμάτων από δυστροπία. Η διάταξη
αυτή δεν εφαρμόζεται, αν υπάρχει επανειλημμένη καθυστέρηση από δυστροπία.

662
Η άσκηση αγωγής για την απόδοση της χρήσης μισθίου ισχύει ως καταγγελία της σύμβασης,
σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.

662 Α
"Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 662 Β έως Η μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής
απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η μίσθωση αποδεικνύεται εγγράφως, στην περίπτωση
καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, εφόσον έγγραφη όχληση έχει επιδοθεί με δικαστικό
επιμελητή έναν τουλάχιστο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η καταβολή των μισθωμάτων
εντός του μηνός, αποδεικνυομένη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης
του μισθίου. Τούτο ισχύει μόνο μία φορά".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67).

662
"Αρμόδιος για την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου είναι ο ειρηνοδίκης
στις περιπτώσεις που αυτός έχει αρμοδιότητα κατά το άρθρο 14 παρ. 1 εδάφ. β' και ο δικαστής του
μονομελούς πρωτοδικείου σε κάθε άλλη περίπτωση. Η τοπική αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά το
άρθρο 29".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67).

662
"1. Η διάταξη του άρθρου 626 παρ. 1 εφαρμόζεται αναλόγως.
2. Η αίτηση ή η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 117 ή 118 και
εκείνα του άρθρου 119 παρ. 1, καθώς και:
α) αίτημα να εκδοθεί διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου και μνεία του τόπου
όπου βρίσκεται με περιγραφή του,

498
β) επίκληση του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η μίσθωση, γ) επίκληση της κατά το
άρθρο 662Α περίπτωσης σύμφωνα με την οποία ζητείται η απόδοση της χρήσης του μισθίου με
μνεία των αναγκαίων περιστατικών, καθώς και της έκθεσης επίδοσης.
3. Στην αίτηση επισυνάπτεται το έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται η μίσθωση, η έκθεση
επίδοσης της όχλησης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο. δικαστής μπορεί να καλέσει τον
αιτούντα να βεβαιώσει και ενόρκως τα περιστατικά που απαιτούνται για την έκδοση της διαταγής.
4. Η διάταξη του άρθρου 627 εφαρμόζεται αναλόγως".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67).

662 Δ
"1. Αν η αίτηση είναι νόμιμη και τα απαιτούμενα σε κάθε περίπτωση περιστατικά αποδεικνύονται
εγγράφως, ο δικαστής εκδίδει διάταξη με την οποία υποχρεώνει τον καθ' ου να αποδώσει στον
αιτούντα τη χρήση του μισθίου, και τον καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα.
2. Η διαταγή καταρτίζεται εγγράφως και περιέχει:
α) το ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει,
β) το ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο και κατοικία του αιτούντος και του καθ' ου η αίτηση,
γ) περιγραφή του μισθίου,
δ) την αιτία της απόδοσης με έκθεση των αναγκαίων περιστατικών και μνεία της έκθεσης
επίδοσης της όχλησης,
ε) διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου,
στ) υπόμνηση στον καθ' ου ότι μετά την πάροδο "είκοσι ημερών"* από την προς αυτόν επίδοση η
διαταγή θα αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ότι δικαιούται να ασκήσει κατ' αυτής ανακοπή μέσα σε
προθεσμία δεκαπέντε ημερών από της επιδόσεως και
ζ) υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε.
3. Η διαταγή αποτελεί τίτλο εκτελεστό αφού παρέλθουν "είκοσι ημέρες"* από την επίδοσή της
στον καθ' ου. Η διαταγή εκτελείται και κατά των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 659".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67). * Η πρώην
προθεσμία των δύο μηνών της περ. στ της παρ. 2 και της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από την προθεσμία των
ΕΙΚΟΣΙ ΗΜΕΡΩΝ από το άρθρο 20 παρ. 5 του Ν. 2915/2001, σύμφωνα, δε, με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του
ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), η εν λόγω εικοσαήμερη προθεσμία αρχίζει από 1.1.2002.

662 Ε
"1. δικαστής απορρίπτει την αίτηση:
α) αν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προ ποθέσεις για την έκδοσή της και
β) αν ο αιτών δεν δίνει τις τυχόν ζητούμενες από αυτόν εξηγήσεις ή δεν προβαίνει στις
υποδεικνυόμενες συμπληρώσεις ή διορθώσεις της αίτησης ή δεν παρέχει τις τυχόν ζητούμενες από
αυτόν βεβαιώσεις της υπογραφής ιδιωτικών εγγράφων ή αν, μολονότι έχει κληθεί να βεβαιώσει
ενόρκως τα κατά το άρθρο 662 περιστατικά, δεν προβαίνει στη βεβαίωση αυτή.
2. Η απόρριψη της αίτησης σημειώνεται κάτω από την αίτηση με σύντομη έκθεση του λόγου.
3. Η απόρριψη της αίτησης δεν εμποδίζει την υποβολή νέας ούτε την άσκηση αγωγής".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67).

662 ΣΤ
" καθ' ου η διαταγή δικαιούται να ασκήσει ανακοπή ενώπιον του καθ' ύλην αρμόδιου για την
εκδίκαση της αγωγής απόδοσης του μισθίου δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε
εργάσιμων ημερών από της επίδοσης της διαταγής. Η ανακοπή εκδικάζεται κατά την ειδική
διαδικασία των άρθρων 648 επ.".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67).

662
Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής. δικαστής όμως που την
εξέδωσε μπορεί, ύστερα από αίτηση του ανακόπτοντος, η οποία εκδικάζεται κατά τα άρθρα 686
επ., να χορηγήσει αναστολή, είτε με εγγυοδοσία υπέρ του καθ' ου η ανακοπή είτε χωρίς
εγγυοδοσία, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής.**

499
Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε αρχικά με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67). ** Το
πρώην εδάφιο γ' (: Μπορεί επίσης να χορηγήσει, κατά την ίδια διαδικασία, προθεσμία για την απόδοση της
χρήσης του μισθίου έως σαράντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασής του) καταργήθηκε από το άρθρο 20
παρ. 6 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η
κατάργησή του αρχίζει από 1.1.2002.

662 Η
"1. Αν η ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το
δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, διαφορετικά απορρίπτει την
ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή.
2. Η διάταξη του άρθρου 634 εφαρμόζεται αναλόγως".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 13 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67).

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
Ε

663
Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 δικάζονται:
1) οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή
την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά
το νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή της εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων
τους,
2) οι διαφορές από την παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με
αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ εκείνων που εργάζονται μαζί στον ίδιο εργοδότη,
3) οι διαφορές από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διατάξεις που εξομοιώνονται προς
διατάξεις συλλογικής σύμβασης μεταξύ εκείνων που υπάγονται στις διατάξεις αυτές ή μεταξύ αυτών
και τρίτων,
4) οι διαφορές μεταξύ επαγγελματιών ή βιοτεχνών μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και των πελατών
τους, από την παροχή εργασίας ή ειδών που αυτοί κατασκεύασαν,
5) οι διαφορές μεταξύ οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και των ασφαλισμένων στους
οργανισμούς αυτούς ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά το νόμο έχουν δικαιώματα από την
ασφαλιστική σχέση.

664
ι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 663 μπορεί να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου
όπου ο εργαζόμενος παρέχει ή, σε περίπτωση λύσης της σχέσης, παρείχε την εργασία του κατά
τον αμέσως πριν από τη λήξη χρόνο.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

665

1. ι διάδικοι μπορούν να παρίστανται στο μονομελές πρωτοδικείο και το ειρηνοδικείο


αυτοπροσώπως ή με δικηγόρο ή να εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή οι εργαζόμενοι
από άλλον εργαζόμενο που ασκεί το ίδιο είδος επαγγέλματος και οι εργοδότες από υπάλληλό τους.
2. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο ή με σημείωμα, κάτω από το
δικόγραφο της αγωγής που κοινοποιήθηκε ή κάτω από την κλήση για συζήτηση. τύπος αυτός της
πληρεξουσιότητας ισχύει και για το εφετείο.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

500
666
1. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου εφαρμόζονται οι διατάξεις που
ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των ειρηνοδικείων.
2. ειρηνοδίκης, με αίτηση του εναγομένου, που υποβάλλεται κατά την "συζήτηση"* στο
ακροατήριο έχει δικαίωμα να παραπέμψει την εκδίκαση της διαφοράς στο μονομελές πρωτοδικείο
της περιφέρειάς του, αν είναι εκκρεμής στο δικαστήριο αυτό αγωγή του εναγομένου κατά του
ενάγοντος για απαίτηση από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 663 και αυτή επιδέχεται
συμψηφισμό με εκείνη που παραπέμπεται.
3. ι διατάξεις των άρθρων 466 έως 472 δεν εφαρμόζονται στις διαφορές που αναφέρονται στο
άρθρο 663.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 2 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α'
133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου,
ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της
Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής
δίωξης.

667
Το δικαστήριο πρέπει να προσπαθήσει να συμβιβάσει τους διαδίκους κατά την "συζήτηση"* στο
ακροατήριο. Η παράλειψη της απόπειρας συμβιβασμού δεν επιφέρει απαράδεκτο ή ακυρότητα.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.
2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος ισχύος
των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού, μετατίθεται
στην 1η Ιανουαρίου 2002. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι
απαιτήσεις του ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από
την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής
Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

668
Κατά τη διαδικασία των άρθρων 664 έως 676 μπορούν να εναγάγουν ή να εναχθούν μαζί
περισσότεροι εργαζόμενοι και όταν τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις τους προέρχονται μόνο από
την ίδια νομική αιτία.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

669
Αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις
τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα
1) να ασκούν υπέρ των μελών τους τα δικαιώματα που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή
άλλες διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις συλλογικής σύμβασης, εκτός αν τα μέλη έχουν
ρητώς εκδηλώσει την αντίθεσή τους˙ έχουν πάντως το δικαίωμα να παρέμβουν,
2) να παρέμβουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις
που αποτελούν την ένωση,
3) να παρέμβουν σε κάθε δίκη που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή συλλογικής σύμβασης
εργασίας στην οποία μετέχουν ή διάταξης που εξομοιώνεται προς τις διατάξεις τέτοιας συλλογικής
σύμβασης, για την προστασία του συλλογικού συμφέροντος που παρουσιάζει η έκβαση της δίκης.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

501
670
ι διάδικοι έως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά τους
μέσα. Η συζήτηση στο ακροατήριο πρέπει, όσο το δυνατό, να τελειώνει σε μία δικάσιμο.

Σχόλια: * Το εντός ( ) εδ β' καταργήθηκε από το άρθρο 20 παρ. 6 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο
εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργησή του αρχίζει από 1.1.2002. Σύμφωνα με
την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται
κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής
Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών
για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

671
1. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου.
ι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει κατά τη δικάσιμο, αν το
κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιόν του, με προφορική
ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται και κλήση των διαδίκων και
των μαρτύρων να εμφανισθούν κατά την εξέταση. νορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή
συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του
αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες.
2. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει αυτοψία, το δικαστήριο ενεργεί την αυτοψία, ορίζοντας κατά τη
συζήτηση στο ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τον
τόπο και το χρόνο της διεξαγωγής της, χωρίς να απαιτείται και πρόσκληση των διαδίκων να
εμφανιστούν κατά την αυτοψία. Το πόρισμα της αυτοψίας καταχωρίζεται στην απόφαση.
3. Αν υπάρχει ανάγκη να γίνει πραγματογνωμοσύνη, το δικαστήριο ορίζει, κατά τη συζήτηση στο
ακροατήριο, με προφορική ανακοίνωσή του, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, τους
πραγματογνώμονες, το θέμα, το χρόνο, καθώς και τον τρόπο της διεξαγωγής της. χρόνος της
διεξαγωγής δεν είναι ποτέ δυνατό να είναι μεγαλύτερος από οκτώ ημέρες. ι πραγματογνώμονες
μπορούν να εκθέσουν το πόρισμά τους και προφορικά στη γραμματεία του δικαστηρίου, οπότε
συντάσσεται πρακτικό. Δεν απαιτείται πρόσκληση των διαδίκων να παραστούν κατά τη σύνταξη του
πρακτικού ούτε ανάγνωσή του στους διαδίκους, αν παρίστανται.
[4. Καταργήθηκε από το άρθρο 20 παρ. 6 του Ν. 2915/2001)]*.

Σχόλια: * Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση της
παρ. 4 αρχίζει από 1.1.2002. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι
απαιτήσεις του ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από
την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής
Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

672
Αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος
κάποιος από τους διαδίκους, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

672 Α
ι αποφάσεις επί των διαφορών για μισθούς υπερημερίας και για καθυστερούμενους μισθούς
εκδίδονται υποχρεωτικώς, στο μεν πρώτο βαθμό εντός δεκαπέντε ημερών, στο δε δεύτερο βαθμό
εντός μηνός, από την ημέρα της συζητήσεως της αγωγής.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 1941/1991. Σύμφωνα με την παρ. 3 του
άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη
διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής Προστασίας
Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη
διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

673
1. Ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή
δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.
502
2. Αν η ανακοπή κριθεί παραδεκτή και βάσιμη, το δικαστήριο εξετάζει αμέσως την ουσία της
υπόθεσης, εκδίδοντας μία απόφαση για την ανακοπή και την ουσία.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 7 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993). Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

674
1. ι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης και η αντέφεση ασκούνται και με τις προτάσεις.
2. Τα άρθρα 668 έως 671 και 673 εφαρμόζονται και στην κατ' έφεση δίκη. Σε περίπτωση
ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται.

Σχόλια: *** Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

675
Τα άρθρα 668 έως 674 εφαρμόζονται και στην αναψηλάφηση.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

675 A
Το άρθρο 669 εφαρμόζεται και στην αναίρεση.

Σχόλια: -Το παρόν άρθρο είχε καταργηθεί με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του Ν. 2172/1993 και στη
συνέχεια προστέθηκε ως νέο ταυτάριθμο με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 3189/2003 (Α' 243). Σύμφωνα με την
παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται
κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη απόφασης της Αρχής
Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών
για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

676
Αν γίνει δεκτή αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, το δικαστήριο
προχωρεί στην έρευνα της ουσίας της υπόθεσης.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 (Α' 133/28.6.2006), οι απαιτήσεις του
ανωτέρω άρθρου εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη
απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή της Αρχής Διασφάλισης του
Απορρήτου των Επικοινωνιών για τη διαπίστωση παρανομίας ή την άσκηση ποινικής δίωξης.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Δ

677
Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 678 έως 681 δικάζονται:
1) οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων,
νόμιμα διορισμένων δικολάβων, άμισθων δικαστικών επιμελητών, γιατρών, οδοντογιατρών,
κτηνιάτρων, διπλωματούχων μαιών, μηχανικών και χημικών διπλωματούχων ανώτατων και
ανώτερων σχολών, νόμιμα διορισμένων μεσιτών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των
πελατών τους ή των καθολικών διαδόχων τους, όπως και αν χαρακτηρίζεται η μεταξύ τους σχέση
και ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής ή τον τρόπο της
καταβολής της,
2) οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα εκτελεστών διαθηκών, διαχειριστών
σε ιδιοκτησίες κατ' ορόφους ή διαχειριστών που διορίζονται από δικαστική αρχή, εκκαθαριστών
εταιριών ή νομικών προσώπων ή κληρονομιών ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των

503
προσώπων που έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν ή των καθολικών διαδόχων τους,
ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι συμφωνία για τον καθορισμό της αμοιβής, ή τον τρόπο της
καταβολής της,
3) οι διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των μαρτύρων που εξετάστηκαν
ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή διαιτητών, όπως και των πραγματογνωμόνων, διαιτητών
πραγματογνωμόνων, εκτιμητών, διερμηνέων, μεσεγγυούχων και φυλάκων, όπως και αν
διορίστηκαν ή των καθολικών διαδόχων όλων αυτών και των προσώπων που έχουν την
υποχρέωση καταβολής ή των καθολικών διαδόχων τους.

678
1. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα δικηγόρων, συμβολαιογράφων,
νόμιμα διορισμένων δικολάβων και άμισθων δικαστικών επιμελητών μπορούν να εισαχθούν και στο
δικαστήριο του τόπου όπου είναι διορισμένοι.
2. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα γιατρών, οδοντογιατρών, κτηνιάτρων,
μηχανικών και χημικών διπλωματούχων ανώτατων και ανώτερων σχολών και νόμιμα διορισμένων
μεσιτών μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου ασκούν το επάγγελμά τους.
3. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα διαιτητών και διαιτητών
πραγματογνωμόνων μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου έχει διεξαχθεί η
διαιτησία ή η διαιτητική πραγματογνωμοσύνη.
4. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα εκτελεστών διαθήκης και
εκκαθαριστών κληρονομίας μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο της κληρονομίας.
5. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των μαρτύρων που εξετάστηκαν και
των διερμηνέων που διορίστηκαν από δικαστήρια ή διαιτητές υπάγονται και στο ειρηνοδικείο της
έδρας του δικαστηρίου από το οποίο εξετάστηκαν ή διορίστηκαν ή στο οποίο έχει κατατεθεί η
διαιτητική απόφαση.
6. Διαφορές για τις αμοιβές, τις αποζημιώσεις και τα έξοδα των πραγματογνωμόνων που
διορίστηκαν από δικαστήρια ή από διαιτητές υπάγονται και στο ειρηνοδικείο ή το μονομελές
πρωτοδικείο της έδρας του δικαστηρίου το οποίο τους διόρισε ή στο οποίο κατέθεσαν τη διαιτητική
απόφαση.

679
1. Κατά τη διαδικασία ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου εφαρμόζονται οι διατάξεις που
ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον των ειρηνοδικείων.
2. ειρηνοδίκης, με αίτηση του εναγομένου που υποβάλλεται κατά την "συζήτηση"* στο
ακροατήριο, έχει δικαίωμα να παραπέμψει την εκδίκαση της διαφοράς στο μονομελές πρωτοδικείο
της περιφέρειάς του, αν είναι εκκρεμής στο δικαστήριο αυτό αγωγή του εναγομένου κατά του
ενάγοντος για απαίτηση από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 677 και αυτή επιδέχεται
συμψηφισμό με εκείνη που παραπέμπεται.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 2 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002.

680
Το δικόγραφο της αγωγής ή η έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο
216, και πίνακα που αναγράφει λεπτομερώς τις ζητούμενες αμοιβές ή τις αποζημιώσεις και τα
έξοδα. Κάθε εργασία ή πράξη πρέπει να αναγράφεται χωριστά και απέναντί της ιδιαιτέρως η αμοιβή
ή η αποζημίωση και τα έξοδα που έχουν καταβληθεί και μετά την απαρίθμηση τους πρέπει να
αναγράφεται το άθροισμα των αμοιβών ή των αποζημιώσεων και των δικαστικών εξόδων. Αν
κάποιο ποσό έχει προκαταβληθεί πρέπει να αναγράφεται κάτω από το άθροισμα, να αφαιρείται και
να σημειώνεται το συνολικό ποσό του οποίου η πληρωμή επιδιώκεται με την αγωγή.

681
Τα άρθρα 670, 671 και 673 εφαρμόζονται και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, καθώς και στην
αναψηλάφηση. Το άρθρο 672 εφαρμόζεται μόνο στον πρώτο βαθμό. Σε περίπτωση ερημοδικίας
του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. ι διατάξεις των άρθρων 666 παρ. 3, 674 παρ. 1 και 676
εφαρμόζονται και στη διαδικασία αυτή.
504
Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ
Α' 62/04.04.1995).

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Δ ,

681 Α
Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666, 667 και 670 έως 676 που εφαρμόζονται ανάλογα,
δικάζονται οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες
που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο μεταξύ των δικαιούχων ή των διαδόχων τους και εκείνων
που έχουν την υποχρέωση να καταβάλουν αποζημίωση ή των διαδόχων τους, όπως και απαιτήσεις
από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου μεταξύ των ασφαλιστικών εταιριών και των ασφαλισμένων ή
των διαδόχων τους.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 5 Ν.733/1977 (ΦΕΚ Α' 309/13.10.1977).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
Δ

681
1. ε την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676
δικάζονται οι διαφορές που αφορούν:
α) Τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για
τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου, διαζυγίου ή συγγένειας, των
δαπανών τοκετού και της διατροφής της άγαμης μητέρας, καθώς και της διατροφής της μητέρας
από την κληρονομική μερίδα που έχει επαχθεί στο τέκνο που αυτή κυοφορεί,
β) την άσκηση της γονικής μέριμνας αναφορικά με το τέκνο κατά τη διάρκεια του γάμου, και σε
περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή όταν πρόκειται για τέκνο χωρίς γάμο των γονέων
του, τη διαφωνία των γονέων κατά την κοινή άσκηση από αυτούς της γονικής τους μέριμνας, καθώς
και την επικοινωνία των γονέων και των υπόλοιπων ανιόντων με το τέκνο,
γ)* τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ
συζύγων.
2. ι διαφορές της πρώτης παραγράφου, αν ενωθούν με οποιαδήποτε από τις διαφορές των
άρθρων 592 παράγρ. 1 ή 614 παράγρ. 1, μπορεί να εισάγονται, και στα πολυμελή πρωτοδικεία και
να δικάζονται με την ειδική διαδικασία των άρθρων 593 έως 612 ή 616 έως 622.
3. Η ανταγωγή συνεκδικάζεται με την αγωγή, είτε παρίσταται ο ενάγων είτε ερημοδικεί, μόνο αν
πέντε τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο, κοινοποιήθηκε στον
ενάγοντα το σχετικό δικόγραφο ή κατατέθηκαν οι προτάσεις που περιέχουν την ανταγωγή και αυτό
βεβαιώνεται σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1.

Σχόλια: -Το παρόν άρθρο είχε προστεθεί με το άρθρο 5 του Ν. 733/1977 (ΦΕΚ Α' 309/13.10.1977) και
αντικατασταθεί με το άρθρο 43 του Ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α' 25/18.2.1983). * Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1
τέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 9 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993).

681
1. Στις διαφορές της περίπτωσης β' της πρώτης παραγράφου του άρθρου 681 Β εφαρμόζονται
και τα άρθρα 598, 600, 601, 605, 606, 744 και 759 παρ. 3. Αν οι διαφορές αυτές ενωθούν με
οποιαδήποτε από τις διαφορές των άρθρων 592 παρ. 1 ή 614 παρ. 1, εφαρμόζονται τα άρθρα 744
και 759 παρ. 3.
"2. Στις ίδιες διαφορές καθιερώνεται στάδιο υποχρεωτικής προδικασίας που περιλαμβάνει την
έρευνα, από όργανα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, των συνθηκών διαβίωσης του ανηλίκου
και την υποβολή στο δικαστήριο, έως την ημέρα της συζήτησης, σχετικής αναλυτικής έκθεσης η
οποία, στις περιπτώσεις όπου φέρεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι ο ένας από τους γονείς ή το
ανήλικο τέκνο παρουσιάζει ψυχικά προβλήματα, θα πρέπει να συνοδεύεται και από ψυχιατρική
έκθεση. Το μονομελές ή πολυμελές δικαστήριο είναι εξάλλου υποχρεωμένο, κατά την "συζήτηση"*
στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει, με την ποινή του
απαράδεκτου, να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων και των
πληρεξουσίων τους. συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν
δεσμεύει το δικαστήριο.

505
3. Το δικαστήριο πριν από την έκδοση της απόφασής του, ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου,
λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του. πορεί αν αποφασίσει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, να
ορίζει ελεύθερα το χρόνο διεξαγωγής της, χωρίς να δεσμεύεται από χρονικούς περιορισμούς.
4. ια την επικοινωνία με το τέκνο, ορίζονται, στα πρακτικά του αρμόδιου δικαστηρίου, ο χρόνος
και ο τόπος της συνάντησης, καθώς και στην περίπτωση του πολυμελούς δικαστηρίου, ο δικαστής
που θα επικοινωνήσει με το τέκνο. ε τα ίδια πρακτικά καλείται επίσης να παρουσιάσει το τέκνο
όποιος διαμένει μαζί του. Σε περίπτωση ερημοδικίας κάποιου διαδίκου, το δικαστήριο ορίζει χρόνο
επιδόσεως αντιγράφου των πρακτικών στον απολειπόμενο διάδικο. Η επικοινωνία του δικαστή με
το τέκνο γίνεται ιδιαιτέρως και δεν επιτρέπεται να είναι παρόν σ' αυτήν άλλο πρόσωπο, εκτός αν ο
δικαστής κρίνει διαφορετικά. ια το περιεχόμενο της συνομιλίας δεν συντάσσεται έκθεση".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 38 του ν. 2447/1996. - Οι παρ. 2, 3 και 4
τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν από την παρ. 3 του άρθ. 19 του ν. 2521/1997 (Α' 174), ισχύουν δε από
1.9.1997. * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 2 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1
του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο χρόνος
ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1 αυτού,
μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002. Σημείωση: Τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1646 ΑΚ και
στην Τρίτη παράγραφο του άρθρου 796 ΚπολΔ (έκθεση κοινωνικής υπηρεσίας) ισχύουν και στην περίπτωση του
πρώτου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

681 Δ
Δ .

1. Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 671 παρ. 1 έως 3, 672 και 673-676
δικάζονται από το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο οι πάσης φύσεως διαφορές που αφορούν σε
αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης, που προκλήθηκε δια
του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές, ως και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις
προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων.
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 681Β εφαρμόζεται και εν προκειμένω. ι διατάξεις των άρθρων
249, 250 και 266 Κ.Πολ.Δ. δεν εφαρμόζονται στην εν λόγω διαδικασία.
3. Το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, καθώς και ενώσεις
προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα νομιμοποιούνται και αυτά να ασκούν υπέρ των
προσώπων που συγκροτούν τα όργανά τους, μονοπρόσωπα ή συλλογικά, τα δικαιώματα των
τελευταίων που απορρέουν από το ν. 1178/1981, όπως ισχύει, εκτός εάν οι φορείς των οργάνων
έχουν ρητά εκδηλώσει την αντίθεσή τους. Σε κάθε περίπτωση, έχουν δικαίωμα να παρέμβουν υπέρ
των προσώπων που συγκροτούν τα όργανά τους, όταν η αγωγή ασκήθηκε από αυτά για την
προστασία των δικαιωμάτων τους, κατά τον παραπάνω νόμο. Τα πολιτικά κόμματα
νομιμοποιούνται να ασκούν τα δικαιώματα τα οποία απορρέουν από το ν. 1178/1981, όπως ισχύει,
υπέρ των προσώπων που συγκροτούν τα μονομελή ή και συλλογικά όργανά τους και να
παρεμβαίνουν υπέρ αυτών όταν τα δικαιώματα αυτά ασκούνται από τα ίδια.
4. Η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων στη συζήτηση της υποθέσεως είναι είκοσι (20)
ημέρες. ρίζεται υποχρεωτικώς δικάσιμος που να μην απέχει περισσότερο από τριάντα (30)
ημέρες από την κατάθεση του δικογράφου στο δικαστήριο. Η συζήτηση στο ακροατήριο τελειώνει
σε μία δικάσιμο και το δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την απόφασή του μέσα σε ένα (1) μήνα από
τη συζήτηση της υποθέσεως. ι διάδικοι έως το τέλος της συζητήσεως στο ακροατήριο προσάγουν
όλα τα αποδεικτικά τους μέσα.** Αναβολή συζητήσεως επιτρέπεται μόνον μία φορά και λόγω
σοβαρού κωλύματος που πρέπει να πιθανολογηθεί. Η αναβολή γίνεται με επισημείωση στο πινάκιο
και δεν μπορεί να υπερβεί τις τριάντα (30) ημέρες.
5. Η προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας είναι οκτώ (8) ημέρες, ενώ της έφεσης, της αναψηλάφισης
και της αναίρεσης δεκαπέντε (15) ημέρες, εάν εκείνος που δικαιούται να ασκήσει αυτά τα ένδικα
μέσα διαμένει στην Ελλάδα και τριάντα (30) ημέρες εάν διαμένει στο εξωτερικό ή η διαμονή του
είναι άγνωστη. Η προθεσμία της αίτησης για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη
κατάσταση είναι οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα που αίρεται το κώλυμα που συνιστά ανωτέρα βία ή
από τη γνώση του δόλου.
6. Η απόφαση που κάνει δεκτή την αγωγή μπορεί να εκτελεστεί και στα χέρια τρίτου κατά τη
διαδικασία των άρθρων 982 επ. Κ.Πολ.Δ. ς τρίτοι νοούνται ιδίως τα πρακτορεία διανομής τύπου,
καθώς και διαφημιστές ή διαφημιζόμενοι που συναλλάσσονται με την οφειλέτη.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ. 10 του Ν. 2145/1993 και ισχύει όπως
τροποποιήθηκε από το άρθρ. 4 παραγρ. 12 του Ν. 2328/1995. ** Το πρώην εδάφιο ε' (: Απόφαση για διεξαγωγή
506
αποδείξεως δεν εκδίδεται) της παρ. 4 καταργήθηκε από το άρθρο 20 παρ. 6 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργησή του αρχίζει από 1.1.2002.

Ι ΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΑΣ Α ΙΣΤΙ Α ΜΕΤΡΑ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ

682
1. Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 τα δικαστήρια, σε επείγουσες
περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα
για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης και να τα
μεταρρυθμίζουν ή να τα ανακαλούν. Το δικαίωμα είναι δυνατό να εξαρτάται από αίρεση ή
προθεσμία.
2. Τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν και κατά τη διάρκεια της δίκης που αφορά την
κύρια υπόθεση.

Σχόλια: Σημείωση: Α) Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του ν.2947/2001 ΦΕΚ Α 228, αιτήσεις ασφαλιστικών
μέτρων που αναφέρονται σε διαφορές που προκύπτουν από την προστασία των Ολυμπιακών Συμβόλων και
Σημάτων εκδικάζονται εντός είκοσι (20)ημερών από την κατάθεσή τους, η δε απόφαση εκδίδεται εντός μηνός
από της συζητήσεως. Αναβολή της συζήτησης επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο μια φορά, σε
δικάσιμο εντός δεκαπενθημέρου. Β) Με το άρθρο 9 παρ. 7 του ν. 2941/2001 ΦΕΚ Α 201/12.9.2001, για την
απαγόρευση αναγκαστικής εκτέλεσης και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των παγίων στοιχείων του
ενεργητικού της ΔΕΗ Α.Ε. ή κατά των εκτελούμενων από τη ΔΕΗ έργων ή εγκαταστάσεων που είναι απαραίτητα
για την άσκηση των δραστηριοτήτων κοινής ωφέλειας, που σχετίζονται με την παροχή υπηρεσιών παραγωγής,
μεταφοράς, διανομής και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του
ν. 2773/1991.

683
1. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από τα μονομελή πρωτοδικεία.
2. Αν η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, τα ασφαλιστικά
μέτρα διατάσσονται από αυτά.
3. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και από το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο που βρίσκεται
πλησιέστερα προς τον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν.

684
Αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής σε πολυμελές δικαστήριο, τα ασφαλιστικά μέτρα
διατάσσονται και από το δικαστήριο αυτό.

685
Δεν ισχύει συμφωνία διαιτησίας σε υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα.

686
1. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου˙ στα ειρηνοδικεία υποβάλλεται
και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση.
2. Η γραμματεία του δικαστηρίου υποβάλλει αμέσως την αίτηση στο δικαστή του μονομελούς
πρωτοδικείου ή τον ειρηνοδίκη, ο οποίος ορίζει τόπο, ημέρα και ώρα για τη συζήτησή της, διατάζει
την κλήση εκείνων κατά των οποίων απευθύνεται η αίτηση, ορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα
γνωστοποιηθεί σ' αυτούς η κλήση, καθώς και το χρονικό διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει
κατά την κρίση του μεταξύ της επίδοσης της κλήσης και της συζήτησης.
3. ς τόπος συζήτησης μπορεί να οριστεί και η κατοικία του δικαστή που δικάζει την υπόθεση ή
άλλος κατά την κρίση του κατάλληλος για την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης. Η συζήτηση μπορεί
να οριστεί και Κυριακή ή εορτή.
4. Η γνωστοποίηση γίνεται με επίδοση εγγράφου που εκδίδεται από τη γραμματεία του
δικαστηρίου, στο οποίο αναγράφεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της συζήτησης, ή με τηλεγραφική
ή με τηλεφωνική πρόσκληση της γραμματείας του δικαστηρίου, με δαπάνες του αιτούντος.
δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης μπορεί συγχρόνως με την επίδοση της
κλήσης να διατάξει και την επίδοση αντιγράφου της αίτησης.

507
5. Κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις˙
στα ειρηνοδικεία και προφορικά. Το πολυμελές πρωτοδικείο δικάζει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων
μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης.
6. Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στο μονομελές πρωτοδικείο ή το ειρηνοδικείο η
παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά.

687
1. Σε εξαιρετικά κατεπείγουσες περιπτώσεις ή όταν επίκειται άμεσος κίνδυνος, το δικαστήριο
μπορεί να συζητήσει την αίτηση χωρίς να κλητεύσει εκείνον κατά του οποίου απευθύνεται.
2. Αν ο αιτών και εκείνοι κατά των οποίων απευθύνεται η αίτηση εμφανιστούν εκούσια ενώπιον
του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδίκη, η αίτηση συζητείται αμέσως.

688
1. Στην αίτηση με την οποία ζητείται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να ορίζεται το
μέτρο το οποίο ζητείται και να αναφέρονται συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά που
πιθανολογούν το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται η λήψη του μέτρου
ή για την κατάσταση της οποίας ζητείται η ρύθμιση με το μέτρο αυτό, καθώς και τον επικείμενο
κίνδυνο ή την επείγουσα περίπτωση. Σε χρηματικές απαιτήσεις πρέπει να αναφέρεται το
οφειλόμενο χρηματικό ποσό ή η χρηματική αξία του αντικειμένου που οφείλεται.
2. Στην αίτηση για μεταρρύθμιση ή ανάκληση ασφαλιστικού μέτρου πρέπει να αναφέρονται οι
λόγοι για τους οποίους ζητείται η μεταρρύθμιση ή η ανάκλησή του.

689
Αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά αλλοδαπού δημοσίου είναι απαράδεκτη χωρίς
προηγούμενη άδεια του πουργού της Δικαιοσύνης.

690
1. Σε υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη και αρκεί η
πιθανολόγηση των ισχυρισμών.
2. δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης δικάζει την αίτηση χωρίς τη
σύμπραξη γραμματέα, εκτός αν κρίνει αναγκαία την τήρηση πρακτικών. Αν δεν συμπράττει
γραμματέας, ο δικάζων μπορεί να επιτρέψει τη μαγνητοφώνηση της διαδικασίας, μετά το πέρας της
οποίας η μαγνητοταινία παραλαμβάνεται από αυτόν και, αφού εκδοθεί η απόφαση, φυλάσσεται στο
αρχείο του δικαστηρίου.

Σχόλια: - Η παράγραφος 2, όπως είχε αντικατασταθεί από την παρ. 11 του άρθ. 9 του Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 25 του Ν. 2207/1994.

691
1. Το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται
για το σχηματισμό της κρίσης του και με την απόφασή του δέχεται ή απορρίπτει ολόκληρη ή εν
μέρει την αίτηση.
2. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, έχει το δικαίωμα, μόλις κατατεθεί η αίτηση και
ώσπου να εκδοθεί η απόφασή του, να εκδώσει και αυτεπαγγέλτως προσωρινή διαταγή, που
καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν
αμέσως έως την έκδοση της απόφασής του για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του δικαιώματος ή
τη ρύθμιση της κατάστασης.
3. Η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να ορίζει το ασφαλιστικό μέτρο, καθώς και
το δικαίωμα, στην εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου αποβλέπει ή την κατάσταση την οποία
ρυθμίζει.
"4. Αν γίνει δεκτό το αίτημα για έκδοση προσωρινής διαταγής, η σχετική αίτηση ασφαλιστικών
μέτρων προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τριάντα ημέρες. Αναβολή της συζήτησης δεν
επιτρέπεται, άλλως παύει αυτοδικαίως η ισχύς της προσωρινής διαταγής, εκτός αν αυτή παραταθεί
από το δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση. Όταν η έκδοση της προσωρινής διαταγής αφορά σε
υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 663 Κ.Πολ.Δ., οι αντίδικοι καλούνται πριν από είκοσι
τέσσερις ώρες να εκφέρουν τις απόψεις τους. Στις υποθέσεις αυτές, αν δεν χορηγηθεί προσωρινή
διαταγή, η συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από την
κατάθεση της."

508
Σχόλια: - Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3327/2005 (Α' 70/11.3.2005), και,
σύμφωνα με το άρθρο 5 του ιδίου νόμου, ισχύει από 16.9.2005.

692
1. Το δικαστήριο διατάζει τα ασφαλιστικά μέτρα που κατά την κρίση του αρμόζουν σε κάθε
περίπτωση και δεν έχει υποχρέωση να διατάξει το μέτρο που ζητείται.
2. ια την εξασφάλιση ή τη διατήρηση του ίδιου δικαιώματος μπορούν να διαταχθούν
περισσότερα ασφαλιστικά μέτρα, αν είναι αναγκαίο.
3. Περισσότερα ασφαλιστικά μέτρα από όσα είναι αναγκαία για να αποφευχθεί επικείμενος
κίνδυνος ή για να ρυθμιστεί επείγουσα περίπτωση δεν πρέπει να διατάσσονται και ανάμεσα σε
περισσότερα πρέπει να προτιμάται εκείνο που είναι το λιγότερο πιεστικό.
4. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος του
οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση.
5. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων, ιδίως αν το
ασφαλιζόμενο δικαίωμα εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία.
[6. προστεθείσα με το άρθρο 23 του Ν. 1941/1991 και τροποποιηθείσα εν συνεχεία με την παρ. 4
άρθρου 28 Ν. 2085/1992 ( ΕΚ Α' 170), καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 32 Ν. 2172/1993].

693
"1. Αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια
υπόθεση, ο αιτών οφείλει, μέσα σε τριάντα ημέρες** από την έκδοση της απόφασης η οποία
διατάσσει το ασφαλιστικό μέτρο, να ασκήσει αγωγή για την κύρια υπόθεση, εκτός αν το δικαστήριο
όρισε κατά την κρίση του μεγαλύτερη προθεσμία για την άσκηση της αγωγής.
2. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παραγράφου 1 αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό
μέτρο, εκτός αν ο αιτών μέσα στην προθεσμία αυτή πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής.
3. ι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται αν πρόκειται για τα
ασφαλιστικά μέτρα τα οποία έχουν διαταχθεί με κοινή συναίνεση όλων των διαδίκων."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4Ε του ν. 3388/2005 (Α'
225/12.9.2005). ** Σύμφωνα με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, το π α ρ ό ν άρθρο, όπως τροποποιείται με τον
ν. 3388/2005, ισχύει κ α ι για τα ασφαλιστικά μέτρα που έχουν διαταχθεί πριν από την έναρξη ισχύος αυτού του
νόμου. Στην περίπτωση αυτή ως πρώτη ημέρα έναρξης της προθεσμίας των τριάντα ημερών για την άσκηση
αγωγής για την κύρια υπόθεση ορίζεται η 1η Οκτωβρίου 2005. Προσοχή: σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν.
3418/2005 (Α' 287/28.11.2005), ως π ρ ώ τ η ημέρα έναρξης της προθεσμίας που αναφέρεται στο δεύτερο
εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 4ε του ν. 3388/2005, το οποίο παραπέμπει στο π α ρ ό ν άρθρο ορίζεται
η 1η Ιανουαρίου 2006.

694
1. Το δικαστήριο διατάζοντας ασφαλιστικά μέτρα έχει το δικαίωμα και αυτεπαγγέλτως να
υποχρεώσει τον αιτούντα σε εγγυοδοσία.
2. Αν δεν χορηγηθεί η κατά την παρ. 1 εγγυοδοσία μέσα στην προθεσμία που όρισε το
δικαστήριο, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο.

695
Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση.

696
1. Αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση αίτησης στην οποία εκδόθηκε
απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα ή μεταρρύθμισε ή ανακάλεσε απόφαση ασφαλιστικών
μέτρων και έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της
απόφασης από το δικαστήριο που την εξέδωσε.
2. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση της ανάκλησης ή αφού τη δεχτεί, να
μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του.
3. Το δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, έως την "συζήτηση"* της αγωγής που αφορά
την κύρια υπόθεση, έχει δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να
ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που
δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της.

Σχόλια: * Η λέξη "συζήτηση" της παρ. 3 αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση", σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.
1 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθ. 15 του Ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001), ο

509
χρόνος ισχύος των διατάξεων του κεφαλαίου Α' του ν. 2915/2001, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 1
αυτού, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002.

697
Το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία μπορεί με αίτηση του
διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίσει ή να
ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει, την απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα. δικαστής, και στο
πολυμελές πρωτοδικείο ο πρόεδρος, ορίζουν τη δικάσιμο και την προθεσμία κλήτευσης.

698
1. Η απόφαση που διέταξε ασφαλιστικό μέτρο ανακαλείται ολικά ή εν μέρει α) αν εκδοθεί οριστική
απόφαση στη δίκη για την κύρια υπόθεση κατά εκείνου ο οποίος είχε ζητήσει το ασφαλιστικό μέτρο
και γίνει τελεσίδικη, β) αν εκδοθεί οριστική απόφαση που τον ωφελεί, και εκτελεστεί, γ) αν
συμφωνηθεί συμβιβασμός για την κύρια υπόθεση, δ) αν περάσουν τριάντα ημέρες από την
κατάργηση ή περάτωση της δίκης με άλλο τρόπο.
2. Η ανάκληση που αναφέρεται στην παρ. 1 γίνεται με αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον,
αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής, από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί, και σε κάθε άλλη
περίπτωση από το δικαστήριο που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο.

699
Αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση
ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν
ορίζεται διαφορετικά.
" Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση εναντίον κάθε απόφασης, αν
κατά την κρίση του δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον, η οποία εκδίδεται σε
αιτήσεις λήψης, μεταρρύθμισης ή ανάκλησης των ασφαλιστικών μέτρων και στην οποία διάδικοι
είναι το Δημόσιο, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και νομικά
πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. ι αποφάσεις αυτές
επιδίδονται υποχρεωτικά επί ποινή ακυρότητας και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
ς προς την προθεσμία για άσκηση αναίρεσης και ως προς τη διαδικασία της εκδίκασής της
ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 552 επ. Κ.Πολ.Δ. Η απόφαση η οποία εκδίδεται για την αναίρεση
αυτή παράγει για τους διαδίκους τα αποτελέσματα τα οποία προβλέπονται από τα άρθρα 579 έως
και 582 Κ.Πολ.Δ. Η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της αναστέλλει την εκτέλεση της
απόφασης."

Σχόλια: - Τα εντός " " εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 4Ε του ν. 3388/2005 (Α'
225/12.9.2005).

700
1. Η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικό μέτρο εκτελείται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής
εκτέλεσης.
2. Η εκτέλεση του μέτρου που έχει διαταχθεί γίνεται χωρίς να εκδοθεί απόγραφο, με βάση
αντίγραφο ή απόσπασμα της απόφασης που το διατάζει, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη
κοινοποίηση αντιγράφου της. Στις περιπτώσεις όμως των άρθρων 728 και 731 ως 735 απαιτείται η
επίδοση επιταγής, και άλλη πράξη εκτέλεσης δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν είκοσι τέσσερις
ώρες από την επίδοσή της.
3. ι προσωρινές διαταγές που αναφέρονται στο άρθρο 691 παρ. 2 εκτελούνται μόλις
καταχωριστούν, κάτω από την αίτηση ή στα πρακτικά, με βάση σημείωση του δικαστή που τις
εξέδωσε και, αν πρόκειται για πολυμελές δικαστήριο, του προέδρου του.
4. Η εκτέλεση των διατάξεων των αποφάσεων για ασφαλιστικά μέτρα, που αφορούν τα δικαστικά
έξοδα, γίνεται με βάση αντίγραφό τους και ύστερα από κοινοποίηση αντιγράφου της απόφασης σε
εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την εκτέλεση.

701
Αν έχουν διαταχθεί ασφαλιστικά μέτρα με τον όρο της εγγυοδοσίας, δεν είναι δυνατό να
εκτελεστεί η απόφαση που τα διατάζει πριν από την εγγυοδοσία.

510
702
1. Διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί
ολικά ή εν μέρει απόφαση γι' αυτά δικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και
εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 686 επ.
2. Σε πολύ επείγουσες περιπτώσεις τις διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 1 τις δικάζει το
μονομελές πρωτοδικείο του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση της απόφασης και, όπου δεν υπάρχει
μονομελές πρωτοδικείο, το ειρηνοδικείο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 686 έως 688, 690
έως 692, 695 και 699. Ανάκληση της απόφασης του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου
μπορεί να ζητηθεί για οποιοδήποτε λόγο από το αρμόδιο κατά την παρ. 1 δικαστήριο.
3. Η εκτέλεση των αποφάσεων που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα μπορεί, με αίτηση εκείνου που
έχει έννομο συμφέρον, να περιοριστεί σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν το δικαστήριο πείθεται
ότι τα στοιχεία αυτά είναι αρκετά για την εξασφάλιση ή την διατήρηση του δικαιώματος.

703
Αν απορριφθεί τελεσίδικα ως αβάσιμη η αγωγή για την κύρια υπόθεση, όποιος ζήτησε να
διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα είναι υποχρεωμένος να καταβάλει αποζημίωση για τη ζημία που
προξένησε από την εκτέλεση της απόφασης που τα διέταξε ή από την εγγύηση που δόθηκε, μόνο
αν γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι δεν υπήρχε το δικαίωμα.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Ε

704
Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο εγγυοδοσία του οφειλέτη υπέρ του
αιτούντος για την εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης ή απαίτησης που μπορεί να μετατραπεί σε
χρήματα ή άλλου δικαιώματος.

705
1. Αν διατάχθηκαν ασφαλιστικά μέτρα για να εξασφαλιστεί χρηματική απαίτηση ή απαίτηση που
μπορεί να μετατραπεί σε χρήματα, το δικαστήριο που τα διέταξε ή το δικαστήριο που δικάζει την
κύρια υπόθεση έχει υποχρέωση, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να αντικαταστήσει τα
ασφαλιστικά μέτρα που είχαν διαταχθεί με εγγυοδοσία υπέρ εκείνου που τα ζήτησε.
2. Αν διατάχθηκαν ασφαλιστικά μέτρα για να εξασφαλιστεί άλλο δικαίωμα, το δικαστήριο που τα
διέταξε ή το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση, έχει το δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει
έννομο συμφέρον, μεταρρυθμίζοντας τη σχετική απόφαση, να διατάξει εγγυοδοσία υπέρ εκείνου
που τα ζήτησε μόνο αν κατά τις περιστάσεις εξασφαλίζεται πλήρως το δικαίωμα.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ε

706
1. Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την εγγραφή προσημείωσης
υποθήκης.
2. Η απόφαση που διατάζει να εγγραφεί η προσημείωση υποθήκης, πρέπει να ορίζει και το ποσό
που ασφαλίζεται με την προσημείωση.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Σ

707
Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη συντηρητική κατάσχεση κινητών,
ακινήτων, εμπραγμάτων δικαιωμάτων επάνω σ' αυτά, απαιτήσεων και γενικά όλων των
περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, είτε βρίσκονται στα χέρια του είτε στα χέρια τρίτου.

708
Η απόφαση που διατάζει συντηρητική κατάσχεση πρέπει να καθορίζει το ποσό για το οποίο
διατάσσεται.

511
709
Συντηρητική κατάσχεση πλοίου ή αεροσκάφους μπορεί να γίνει μόνο αν στην απόφαση
αναφέρεται ειδικά το πλοίο ή το αεροσκάφος στο οποίο πρόκειται να επιβληθεί.

710
Δεν επιτρέπεται συντηρητική κατάσχεση πραγμάτων τα οποία είναι ακατάσχετα κατά τις διατάξεις
της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και εκείνων που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά.

711
1. Η συντηρητική κατάσχεση κινητών ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επάνω σ' αυτά στα χέρια του
οφειλέτη γίνεται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης, χωρίς να επιδοθεί προηγουμένως
η απόφαση που διατάζει την κατάσχεση. Αντίγραφο ή περίληψη της έκθεσης της κατάσχεσης
επιδίδεται σε εκείνον σε βάρος του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση, αν δεν ήταν παρών κατά την
επιβολή της, το αργότερο την επόμενη ημέρα εφόσον έχει την κατοικία του στον τόπο της
κατάσχεσης, διαφορετικά μέσα σε οκτώ ημέρες από αυτήν.
2. Αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης επιδίδεται από το δικαστικό επιμελητή στον ειρηνοδίκη του
τόπου της κατάσχεσης ο οποίος είναι υποχρεωμένος να καταχωρίσει περίληψή της σε ειδικό βιβλίο
με αλφαβητικό ευρετήριο εκείνων κατά των οποίων έχει επιβληθεί κατάσχεση.

712
1. Η συντηρητική κατάσχεση απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον
τρίτο αντιγράφου της απόφασης που τη διατάζει με επιταγή να μην εξοφλήσει την απαίτηση ή να
μην παραδώσει τα κινητά, καθώς και με επίδοση μέσα σε οκτώ ημέρες σε εκείνον κατά του οποίου
στρέφεται η κατάσχεση εγγράφου στο οποίο αναφέρεται η κατάσχεση που έχει επιβληθεί στα χέρια
του τρίτου˙ αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη. Στην κατάσχεση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις της
αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών σε χέρια τρίτου.
2. τρίτος, εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση και ο οφειλέτης έχουν όλες τις υποχρεώσεις και
τα δικαιώματα που προβλέπουν οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών
στα χέρια τρίτου, και εφαρμόζεται η διαδικασία για την άσκηση ή τη διαφύλαξή τους που ορίζεται
στις διατάξεις αυτές.

713
1. Η συντηρητική κατάσχεση πλοίου, αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος επάνω σ' αυτά
στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου γίνεται με επίδοση στον οφειλέτη αντιγράφου της απόφασης που
διατάζει την κατάσχεση. Αν πρόκειται για κατάσχεση πλοίων νηολογημένων στην Ελλάδα ή
αεροσκαφών που είναι γραμμένα σε μητρώο το οποίο τηρείται στην Ελλάδα, αντίγραφο της
απόφασης επιδίδεται και στην αρχή που τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο. Αν η συντηρητική
κατάσχεση γίνεται στα χέρια τρίτου, αντίγραφο της απόφασης που τη διατάζει επιδίδεται και στον
τρίτο.
2. Η παραγγελία για την επίδοση αντιγράφου της απόφασης που διατάζει τη συντηρητική
κατάσχεση πρέπει να προσδιορίζει το πλοίο, το αεροσκάφος ή το εμπράγματο δικαίωμα το οποίο
κατάσχεται και το ποσό για το οποίο γίνεται η συντηρητική κατάσχεση.
3. Η αρχή που τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο αεροσκαφών εγγράφει τη συντηρητική κατάσχεση
στο νηολόγιο ή στο μητρώο των αεροσκαφών˙ για την εγγραφή, την εξάλειψη και τη σειρά των
εγγραφών εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης.

714
1. Η συντηρητική κατάσχεση ακινήτου ή εμπράγματου δικαιώματος επάνω σ' αυτό στα χέρια του
οφειλέτη γίνεται με κοινοποίηση αντιγράφου της απόφασης που διατάζει την κατάσχεση στον
οφειλέτη και στην αρχή που είναι αρμόδια να τηρεί το βιβλίο κατασχέσεων της περιφέρειας του
τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο.
2. Η παραγγελία για την επίδοση αντιγράφου της απόφασης που διατάζει τη συντηρητική
κατάσχεση πρέπει να προσδιορίζει το ακίνητο ή το εμπράγματο δικαίωμα που κατάσχεται και το
ποσό για το οποίο γίνεται η συντηρητική κατάσχεση.
3. Η αρχή που τηρεί το βιβλίο κατασχέσεων εγγράφει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη συντηρητική
κατάσχεση στο βιβλίο κατασχέσεων˙ για την εγγραφή, την εξάλειψη, και τη σειρά των εγγραφών
εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης.

512
715
1. Απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η διάθεση των
πραγμάτων που κατασχέθηκαν από εκείνον σε βάρος του οποίου έγινε η κατάσχεση. Σε χρηματικές
απαιτήσεις η απαγόρευση ισχύει μόνο έως το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση.
2. Τα αποτελέσματα της κατάσχεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 αρχίζουν
α) σε κατάσχεση κινητών ή εμπράγματων δικαιωμάτων επάνω σε κινητά στα χέρια του οφειλέτη,
από την κατάσχεση, αν ήταν παρών κατά την επιβολή της, διαφορετικά από την επίδοση από το
δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με το άρθρο 711,
β) σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου απαιτήσεων ή κινητών, από την επίδοση του εγγράφου που
ανακοινώνει την κατάσχεση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, σύμφωνα με το άρθρο 712,
γ) σε κατάσχεση ακινήτου, πλοίου ή αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος επάνω σ' αυτά,
από την κοινοποίηση στον οφειλέτη της απόφασης που διατάζει την κατάσχεση.
3. Στη συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, πλοίου, αεροσκάφους ή εμπράγματου δικαιώματος
επάνω σ' αυτά, η ακυρότητα που αναφέρεται στην παρ. 1 ισχύει ως προς τους τρίτους μόνο αν
κατά το χρόνο της διάθεσης είχε γίνει η εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, στο
νηολόγιο ή στο μητρώο αεροσκαφών.
4. Αν έγινε κατάσχεση απαίτησης στα χέρια τρίτου, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου
που επέβαλε την κατάσχεση η εξόφληση από τον τρίτο της απαίτησης που έχει κατασχεθεί ή ο
συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση. Αν έγινε κατάσχεση κινητών στα χέρια τρίτου,
απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η απόδοση ή η διάθεση
των κατασχεμένων.
5. έσα σε τριάντα ημέρες από την επίδοση στον οφειλέτη του εγγράφου για την κατάσχεση ο
δανειστής οφείλει να ασκήσει εναντίον του αγωγή για την κύρια απαίτηση, που να απευθύνεται στο
καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αίρεται αυτοδικαίως το
ασφαλιστικό μέτρο. Δεν απαιτείται να ασκηθεί αγωγή, αν έχει ήδη ασκηθεί η αγωγή για την κύρια
απαίτηση ή η συντηρητική κατάσχεση έγινε με βάση διαταγή πληρωμής ή αν επιδοθεί διαταγή
πληρωμής μέσα στην παραπάνω προθεσμία.

716
1. Σε κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου τα κινητά μένουν στα χέρια εκείνου που
τα κατέχει κατά το χρόνο της κατάσχεσης, ο οποίος γίνεται μεσεγγυούχος.
2. Σε κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη χρημάτων ή άλλων πραγμάτων που κατά το νόμο
επιδέχονται κατάθεση, ο δικαστικός επιμελητής τα αφαιρεί και χωρίς καθυστέρηση τα καταθέτει
δημοσίως.
3. Σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου χρημάτων ή άλλων πραγμάτων που κατά το νόμο επιδέχονται
κατάθεση, ο τρίτος εφόσον είναι οφειλέτης έχει την υποχρέωση να τα καταθέσει δημοσίως, αμέσως
μετά την κατάσχεση αν η εναντίον του απαίτηση είναι ληξιπρόθεσμη, διαφορετικά μόλις λήξει η
προθεσμία.
4. ι διατάξεις των παραγρ. 2 και 3 δεν εφαρμόζονται, αν ο οφειλέτης ή τρίτος είναι το Δημόσιο,
νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή τράπεζα.

717
1. Το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει τη συντηρητική κατάσχεση ή και με
μεταγενέστερη απόφασή του ή το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση και σε επείγουσες
περιπτώσεις και ο ειρηνοδίκης του τόπου όπου βρίσκονται τα κατασχεμένα ή σε απαιτήσεις η
κατοικία του τρίτου, έχει το δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να διορίσει
μεσεγγυούχο άλλο πρόσωπο, εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 716 και να διατάξει να
παραδοθούν τα πράγματα ή να κατατεθεί σ' αυτόν το οφειλόμενο.
2. Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την παράγρ. 1 με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον
έχει δικαίωμα να διατάξει και οποιοδήποτε μέτρο, είναι κατά τις περιστάσεις, πρόσφορο για τη
μεσεγγύηση.
3. ι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγρ. 1 και 2 δικάζονται κατά τις διατάξεις του αρ. 702 και
οι αποφάσεις εκτελούνται αμέσως, χωρίς προηγούμενη επίδοσή τους.
4. Δεν είναι δυνατό να διοριστεί μεσεγγυούχος εκείνος που ζήτησε να διαταχθεί η συντηρητική
κατάσχεση ή πρόσωπο που συνδέεται με σύμβαση εργασίας, εκτός αν συναινεί ο οφειλέτης.

718
ι διατάξεις για το μεσεγγυούχο στην περίπτωση της αναγκαστικής κατάσχεσης εφαρμόζονται
και στους κατά τα άρθρα 716 και 717 μεσεγγυούχους.
513
719
Αν τα κινητά πράγματα που έχουν κατασχεθεί στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου μπορούν να
υποστούν φθορά ή η φύλαξή τους είναι σε σχέση με την αξία τους δαπανηρή, το δικαστήριο που
είναι αρμόδιο κατά το άρθρο 717 διατάζει την εκποίησή τους. Το τίμημα από την εκποίηση είναι
κατασχεμένο και κατατίθεται δημοσίως.

720
1. Πλοίο το οποίο έχει κατασχεθεί συντηρητικώς απαγορεύεται να αποπλεύσει και αεροσκάφος
να απογειωθεί.
2. λιμενάρχης ή ο αερολιμενάρχης είναι υπεύθυνος για την αναχώρηση του πλοίου ή την
απογείωση.
3. Το δικαστήριο το οποίο είναι αρμόδιο κατά το άρθρο 702, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο
συμφέρον, μπορεί να επιτρέψει ένα ή περισσότερα ταξίδια του πλοίου που έχει κατασχεθεί
συντηρητικώς ή μία ή περισσότερες πτήσεις του αεροσκάφους που έχει κατασχεθεί συντηρητικώς,
με όποιους όρους θα έκρινε εύλογους και οπωσδήποτε με ασφάλιση του σκάφους για ανάλογο
ποσό.

721
Συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση μπορεί να επιβληθεί και σε αντικείμενα τα οποία έχουν
ήδη κατασχεθεί συντηρητικώς.

722
1. Όποιος έχει κατασχέσει συντηρητικώς κινητά ή ακίνητα ή εμπράγματα δικαιώματα επάνω σ'
αυτά, αν η αγωγή για την κύρια υπόθεση γίνει δεκτή και η σχετική απόφαση είναι εκτελεστή, έχει
δικαίωμα, με βάση απόγραφο της απόφασης, να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς
αναγκαστική κατάσχεσή τους.
2. Όποιος έχει κατασχέσει συντηρητικώς απαίτηση στα χέρια τρίτου γίνεται, από την τελεσιδικία
της απόφασης που δέχεται την αγωγή για την κύρια υπόθεση, δικαιούχος ολόκληρης της
απαίτησης ή μέρους της, ανάλογα με το περιεχόμενο της απόφασης.
3. ι διαφορές που αναφέρονται στις παραγρ. 1 και 2 δικάζονται κατά τις διατάξεις του άρθρου
702 από το αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δικαστήριο.

723
Αν όσο ισχύει η συντηρητική κατάσχεση γίνει αναγκαστική εκτέλεση επάνω στα κατασχεμένα,
εκείνος που έχει επιβάλει τη συντηρητική κατάσχεση μετέχει προσωρινά στη διανομή και
κατατάσσεται τυχαίως, σύμφωνα με τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης.

724
1. δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή
προσημείωσης υποθήκης, καθώς και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή
τρίτου για το ποσό που ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής, ότι πρέπει να καταβληθεί.
2. Το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί με αίτηση εκείνου κατά του οποίου
στρέφεται η διαταγή και κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 παρ. 1 να αναστείλει ολικά ή εν μέρει
την εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 1, αν πιθανολογείται η
εξόφληση ή η ανυπαρξία, ολική ή εν μέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή
πληρωμής ή να περιορίσει την εκτέλεση σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν πείθεται ότι τα
στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Δ

725
1. Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη δικαστική μεσεγγύηση κινητών ή
ακινήτων ή ομάδας πραγμάτων ή επιχείρησης, αν υπάρχει διαφορά σχετική με την κυριότητα, τη
νομή ή την κατοχή ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά σχετική με αυτά ή αν κατά τις διατάξεις του
ουσιαστικού δικαίου μπορεί να ζητηθεί η μεσεγγύηση.
2. Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη δικαστική μεσεγγύηση
εμπορικών ή επαγγελματικών βιβλίων, εγγράφων, δειγμάτων και κάθε άλλου πράγματος, αν ο
αιτών έχει δικαίωμα να ζητήσει την επίδειξή τους κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.
514
726
1. Η απόφαση που διατάζει τη δικαστική μεσεγγύηση πρέπει να καθορίζει τα αντικείμενα τα
οποία θέτει υπό μεσεγγύηση, να διορίζει μεσεγγυούχο και να διατάζει την παράδοσή τους σ' αυτόν˙
αν τα πράγματα επιδέχονται κατά το νόμο κατάθεση, διατάζει τη δημόσια κατάθεσή τους.
2. Το δικαστήριο που διέταξε τη δικαστική μεσεγγύηση ή το δικαστήριο που δικάζει την κύρια
υπόθεση μπορεί να διατάξει την αντικατάσταση του μεσεγγυούχου, καθώς και κάθε κατά την κρίση
του πρόσφορο μέτρο για τη μεσεγγύηση εφαρμόζοντας τις διατάξεις του αρ. 702.
3. εσεγγυούχος μπορεί να διοριστεί και εκείνος που νέμεται ή κατέχει τα πράγματα και εκείνος
που ζήτησε τη δικαστική μεσεγγύηση. Σε δικαστική μεσεγγύηση επιχείρησης, μεσεγγυούχος
διορίζεται ο οφειλέτης. Αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι, το δικαστήριο διορίζει άλλον μεσεγγυούχο.
4. ι αποφάσεις που εκδίδονται κατά τις διατάξεις των παραγρ. 1 και 2 εκτελούνται αμέσως,
χωρίς προηγούμενη επίδοσή τους.
5. ι σχετικές με το μεσεγγυούχο διατάξεις στην περίπτωση αναγκαστικής κατάσχεσης
εφαρμόζονται και στη δικαστική μεσεγγύηση.

727
Τα άρθρα 709, 711, 715, 720, 721 και 722 παρ. 1 εφαρμόζονται και στη δικαστική μεσεγγύηση.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
Π

728
1. Το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά, ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει,
απαιτήσεις:
α) συνεισφοράς για τις ανάγκες της οικογένειας ή διατροφής οφειλόμενης από το νόμο, από
σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης,
β) καθυστερούμενων συντάξεων,
γ) καθυστερούμενων τακτικών ή έκτακτων αποδοχών οποιασδήποτε μορφής ή αμοιβών ή
αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων που έγιναν με αφορμή την
εργασία,
δ) μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για
εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεώς της,
ε) αποζημίωσης για τη μείωση ή την απώλεια της ικανότητας εργασίας λόγω τραυματισμού ή
προσβολής με οποιοδήποτε τρόπο της υγείας ενός προσώπου από οποιαδήποτε αρρώστεια,
καθώς και των εξόδων θεραπείας και ανάρρωσης,
στ) αποζημίωσης, σε περίπτωση που ένα πρόσωπο θανατώνεται, υπέρ εκείνων που το
πρόσωπο αυτό κατά το χρόνο του θανάτου του είχε από το νόμο υποχρέωση να διατρέφει,
ζ) σε κάθε άλλη περίπτωση που η προσωρινή επιδίκαση ορίζεται από τις διατάξεις του
ουσιαστικού δικαίου.
2. Αν συντρέχει περίπτωση να μεταρρυθμιστεί τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση που καταδικάζει
σε καταβολή περιοδικών παροχών, το δικαστήριο μπορεί να διατάζει προσωρινά να διακοπεί η
καταβολή, να αυξηθεί ή να μειωθεί το ποσό κάθε παροχής.

729
1. Η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης περιοδικών παροχών γίνεται σε παροχές που πρέπει να
πληρώνονται κατά μήνα.
2. Το ποσό που επιδικάζεται προσωρινά δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το μισό της
πιθανολογούμενης απαίτησης, εκτός αν πρόκειται για διατροφή που πηγάζει από το νόμο, από
σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά για τις ανάγκες της οικογένειας ή
για έξοδα θεραπείας ή ανάρρωσης ή για αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής ή για μισθούς
υπερημερίας ή καθυστερούμενους μισθούς.
3. Απαγορεύεται η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση, ο συμψηφισμός και η εκχώρηση του
ποσού που επιδικάζεται προσωρινά.
4. Τα άρθρα 694 και 705 δεν εφαρμόζονται σε προσωρινή επιδίκαση απαίτησης.
5. έσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης που επιδικάζει προσωρινά
απαίτηση ή μεταρρυθμίζει προσωρινά απόφαση κατά το άρθρο 728 παρ. 2, εκείνος υπέρ του
οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση ή μεταρρύθμιση οφείλει να ασκήσει αγωγή για την απαίτηση
που επιδικάστηκε ή για τη μεταρρύθμιση της απόφασης. Η απόφαση παύει αυτοδικαίως να ισχύει
αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή. Δεν απαιτείται να ασκηθεί αγωγή, αν αυτή έχει ασκηθεί.
515
Σχόλια: Η παράγραφος 2 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 1941/1991

729 Α
ι αποφάσεις επί αιτήσεων προσωρινής εκδικάσεως απαιτήσεων για μισθούς υπερημερίας και
για καθυστερημένους μισθούς εκδίδονται υποχρεωτικώς εντός πέντε ημερών από την ημέρα της
συζητήσεως.

Σχόλια: Η διάταξη τέθηκε με το άρθρο 24 παρ. 4 του Ν. 1941/1991.

730
1. Η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση παύει αυτοδικαίως να ισχύει, αν
δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης.
2. Αν απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση κατ' ουσίαν η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το
δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση
απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί.
3. Το δικαστήριο που αναφέρεται στην παρ. 2 μπορεί να επιτρέψει για την απόδοση και την
κατάσχεση ακατάσχετων πραγμάτων στο μέτρο που επιτρέπεται για απαιτήσεις διατροφής
συζύγου.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
Π

731
Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή
ορισμένης πράξης από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση.

732
Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε μέτρο που κατά τις
περιστάσεις είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή
τη ρύθμιση κατάστασης.

733
Ασφαλιστικά μέτρα σε κάθε είδους υποθέσεις νομής ή κατοχής διατάσσονται από το ειρηνοδικείο.

734
1. Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου επιδίδεται πάντοτε αντίγραφο της αίτησης με
επισημείωση της πράξης που ορίζει τόπο και χρόνο για τη συζήτηση σε εκείνον κατά του οποίου
στρέφεται η αίτηση.
2. Το ειρηνοδικείο για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή της κατοχής δικαιούται να διατάξει
οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο κρίνει πρόσφορο και ιδίως να επιτρέψει ή να απαγορεύσει πράξεις
νομής ή κατοχής ή να επιδικάσει τη νομή ή την κατοχή σε κάποιον από τους διαδίκους, είτε με
παροχή είτε χωρίς παροχή εγγύησης.
3. Κατά της απόφασης του ειρηνοδικείου επιτρέπεται έφεση μέσα σε δέκα ημέρες από την
επίδοσή της. Η έφεση δικάζεται κατά την ίδια διαδικασία, εφαρμόζονται όμως και τα άρθρα 226 και
652 παρ. 3.
4. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του
ειρηνοδικείου, εκτός αν η αναστολή διαταχθεί κατά το άρθρο 912.
5. Στα ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής δεν εφαρμόζεται το άρθρο 696 παρ. 3 και ο
ειρηνοδίκης δικάζει με τη σύμπραξη γραμματέα που τηρεί πρακτικά.

735
Το δικαστήριο έχει το δικαίωμα να διατάξει κάθε πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο που υπαγορεύεται
από τις περιστάσεις, για τη ρύθμιση των σχέσεων των συζύγων από το γάμο και των σχέσεων
γονέων και τέκνων. δίως να διατάξει τη μετοίκηση ενός από τους συζύγους, να ορίσει ποιά
πράγματα δικαιούται αυτός να παραλάβει για τη χωριστή του εγκατάσταση, να καθορίσει τον τρόπο
με τον οποίο ο κάθε σύζυγος θα χρησιμοποιεί το ακίνητο όπου διαμένουν ή τα έπιπλα και σκεύη
που χρησιμοποιούν από κοινού, να ορίσει το γονέα στον οποίο ανήκει προσωρινά η άσκηση της
γονικής μέριμνας, να αφαιρέσει από τους γονείς τη γονική μέριμνα εν όλω ή εν μέρει και να
ρυθμίσει τα σχετικά με την επικοινωνία με το τέκνο. "Σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μπορεί
516
να διατάσσεται ιδίως η απομάκρυνση του καθ' ου από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκηση του, η
απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών
συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας."**

Σχόλια: ** Το εντός " " τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν. 3500/2006 (Α' 232/24.10.2006)
και, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ιδίου νόμου, ισχύει από 24.1.2007.

736
ειρηνοδίκης δικαιούται να αναστείλει την εκτέλεση αποφάσεων της γενικής συνέλευσης
σωματείων ή συνεταιρισμών.
Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Σ , ,

737
Το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο τη σφράγιση, την αποσφράγιση, την
απογραφή ή τη δημόσια κατάθεση.

738
1. Κάθε διαφορά σχετική με τη σφράγιση, την αποσφράγιση, την απογραφή ή τη δημόσια
κατάθεση, εφόσον διατάχθηκαν ως ασφαλιστικά μέτρα, δικάζεται από το δικαστήριο που τις διέταξε
και, αν είναι πολυμελές, από το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου όπου αυτές γίνονται.
2. Όποιος ενεργεί τη σφράγιση, την αποσφράγιση ή την απογραφή που έχει διαταχθεί
αποφαίνεται αμέσως προσωρινά για τις διαφορές ή τις διενέξεις που ανακύπτουν κατά τη διάρκεια
της ενέργειάς τους και η απόφασή του εκτελείται αμέσως. Όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται
να ζητήσει την ανάκληση της απόφασης και των πράξεων που διενεργήθηκαν για την εκτέλεση
κατά την παράγραφο 1.
Ι ΙΟ Ε ΤΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ Ε Ο ΣΙΑΣ ΔΙ ΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Δ

739
Όλες οι υποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 782 έως 866 υπάγονται στην ειδική διαδικασία
των άρθρων 741 έως 781, καθώς και κάθε άλλη υπόθεση που υπάγεται με διάταξη νόμου στη
διαδικασία αυτή.

Σχόλια: Με το άρθρο 121 ΕισΝΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του ν. 3089/2002 ΦΕΚ Α 327
/23.12.2002, σύμφωνα με το οποίο: "Στις περιπτώσεις των άρθρων 42,46,79,105,111,1350 παράγραφος 2,
1352 εδ. Β, 1368, 1407, 1441, 1457, 1458, 1522, 1525, 1526, 1532, 1533, 1660 έως 1663, 1667, 1865, 1866,
1868, 1908, 1913, 1917 παράγραφος 2, 1919, 1920, 1956, 1965, 2021, 2024, 2027, 2028, 2031 του Αστικού
Κώδικα, καθώς και σε κάθε δίκη που αφορά την υιοθεσία, την επιτροπεία, τη δικαστική συμπαράσταση ή την
επιμέλεια ξένων υποθέσεων, εφαρμόζεται η διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας.

740
1. Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται οι υποθέσεις που αναφέρονται
στο άρθρο 739, εκτός από:
α) εκείνες που αφορούν την υιοθεσία, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών
πρωτοδικείων,
β) εκείνες που από το νόμο υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων.
2. Στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 δεν επιτρέπεται παρέκταση της
αρμοδιότητας.
3. Στην κατά την πρώτη παράγραφο του παρόντος αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων
υπάγεται και η θέση προσώπου σε ακούσια νοσηλεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού
δικαίου.

Σχόλια: Το άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν. 2447/1996

517
741
Τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και κατά τη διαδικασία των άρθρων 743 έως 781, εκτός αν
είναι αντίθετα προς ειδικές διατάξεις, ή δεν προσαρμόζονται στη διαδικασία αυτή.

742
ι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας τους έχουν την ικανότητα να
παρίστανται στο δικαστήριο για υποθέσεις που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση και να
ασκούν κατά της απόφασης που εκδίδεται ένδικα μέσα και τριτανακοπή. Όταν παρίσταται ο
ανήλικος, πρέπει να καλείται όποιος τον εκπροσωπεί νόμιμα.

743
Η πληρεξουσιότητα δίνεται και με ιδιωτικό έγγραφο, κατά το άρθρο 96 παράγραφοι 1 και 3.

744
Το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση
πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που
συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου
κοινωνικού συμφέροντος.

745
ως την περάτωση και της τελευταίας συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιτρέπεται η
προβολή πραγματικών ισχυρισμών.

746
Τα έξοδα επιβάλλονται σε βάρος του αιτούντος εφόσον η αίτηση έχει υποβληθεί για το συμφέρον
του, αλλιώς σε βάρος εκείνου προς το συμφέρον του οποίου έχει υποβληθεί. Τα έξοδα μπορεί να
επιβληθούν όλα ή κατά ένα μέρος σε βάρος του υπαιτίου για τη διεξαγωγή της δίκης.

747
1. Η αίτηση ασκείται με δικόγραφο που πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου στο
οποίο απευθύνεται. Στο ειρηνοδικείο η αίτηση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά, οπότε
συντάσσεται έκθεση.
2. Το δικόγραφο της αίτησης ή η έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο
118 ή 117,
α) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της υπόθεσης,
β) ορισμένο αίτημα,
γ) σαφή έκθεση των γεγονότων που δικαιολογούν το αίτημα κατά το κύριο αντικείμενο και τα
παρεπόμενά του, καθώς και την εξουσία για την υποβολή του. Στην αίτηση αναφέρονται ακόμη τα
στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου.
3. ια την κατάθεση συντάσσεται έκθεση κάτω από το πρωτότυπο της αίτησης˙ η έκθεση
αναφέρει την ημέρα και την ώρα της κατάθεσης και το όνομα και το επώνυμο εκείνου που την
κατέθεσε.
4. Όταν κατά το νόμο το δικαστήριο έχει την εξουσία να ενεργεί αυτεπαγγέλτως, μπορεί να
διατάξει την εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση με πράξη του και αν πρόκειται για πολυμελές
δικαστήριο, με πράξη του προέδρου του. Η πράξη πρέπει να περιλαμβάνει το αντικείμενο της
υπόθεσης, υπογράφεται από αυτόν που την εκδίδει και αναφέρεται στο βιβλίο που τηρείται κατά το
άρθρο 776.

748
1. Η αίτηση υποβάλλεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τη γραμματεία στο δικαστήριο και αν
πρόκειται για πολυμελές πρωτοδικείο, στον πρόεδρο, για να ορίσουν δικάσιμο. "Στην περίπτωση
αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 226, εκτός από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2." "Η δικάσιμος
για την επανάληψη των δηλώσεων των συζύγων περί συναινετικής λύσης του γάμου τους ορίζεται
υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από το άρθρο 1441
παρ. 2 του Α.Κ. χρονικού διαστήματος των έξι μηνών. Κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών,
των ριστουγέννων - Νέου τους και του Πάσχα, η δικάσιμος ορίζεται, υποχρεωτικά, εντός τριάντα
ημερών από την επανέναρξη της κανονικής λειτουργίας των δικαστηρίων."
2. Αντίγραφο της αίτησης με τη σημείωση για τον προσδιορισμό της δικασίμου πρέπει να
κοινοποιείται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφέρειας του δικαστηρίου, στις περιπτώσεις των
518
άρθρων 782, 783, 784, 796, 797, 799, 800 και 801 ή αν το διατάξει ο δικαστής που αναφέρεται
στην παρ. 1.
3. δικαστής που είναι αρμόδιος κατά την παρ. 1 μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που
έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη. Η κλήτευση γίνεται με κοινοποίηση αντιγράφου της αίτησης
στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου.
4. δικαστής ορίζει την προθεσμία που κατά την κρίση του απαιτείται για τις κοινοποιήσεις που
αναφέρονται στις παραγρ. 2 και 3.
5. Στις υποθέσεις που εισάγονται κατά την παρ. 4 του άρθρου 747, εκείνος που εξέδωσε την
πράξη ορίζει δικάσιμο. Κοινοποιεί αντίγραφο της πράξης στον εισαγγελέα και μπορεί να διατάξει
την κλήτευση στη δίκη οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

Σχόλια: - Το εδ. β της παρ. 1 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2915/2001. Σύμφωνα με το
πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν. 2943/2001 (Α'203/12.9.2001), η ισχύς του εδ. β της παρ. 1 αρχίζει από
1.1.2002. - Τα εντός " " δύο τελευταία εδάφια της παρ. 1 προστέθηκαν με το άρθρο 19 του ν. 3346/2005 (Α'
140/17.6.2005).

749
ι διατάξεις για απόπειρα συμβιβασμού δεν εφαρμόζονται.

750
εισαγγελέας πρωτοδικών δικαιούται να παρίσταται κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και
ενώπιον του ειρηνοδικείου.

751
εταβολή της αίτησης επιτρέπεται με άδεια του δικαστή, εφόσον κατά την κρίση του δεν
βλάπτονται συμφέροντα εκείνων που μετέχουν στη δίκη ή τρίτων. Η μεταβολή αναφέρεται στο
βιβλίο που τηρείται κατά το άρθρο 776.

752
1. Η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται για την παρέμβαση αυτή τα
άρθρα 747, 748 και 751.
2. Η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, χωρίς
προδικασία.

753
1. Κάθε διάδικος μπορεί να προσεπικαλεί τρίτο που έχει έννομο συμφέρον να προσέλθει στη
δίκη. Το ίδιο μπορεί να πράξει και το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.
2. Η προσεπίκληση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται τα άρθρα 747, 748 και 751. Αν το
δικαστήριο διέταξε την προσεπίκληση, αυτή γίνεται με επιμέλεια του διαδίκου που ορίζεται στην
απόφαση.

754
1. Αν κατά την ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο δεν εμφανιστεί ο αιτών ή
εμφανιστεί και δεν λάβει κανονικά μέρος στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται, ακόμη και αν
παρίσταται ο τρίτος που κλητεύθηκε ή που είχε ασκήσει παρέμβαση χωρίς να κλητευθεί και
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 746.
2. Αν κατά την ορισμένη για τη συζήτηση της αίτησης δικάσιμο εμφανιστεί ο αιτών και λάβει
κανονικά μέρος στη συζήτηση, ενώ δεν εμφανίζεται ή εμφανίζεται αλλά δεν μετέχει κανονικά στη
συζήτηση ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση προχωρεί σαν αυτός να είχε
εμφανιστεί.

Σχόλια: Το εδ β της παρ. 2 "Το τεκμήριο του άρθρου 271 παρ. 3 δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή"
καταργήθηκε από το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 2915/2001 και σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρ. 15 του ν.
2943 του 2001 (Α'203/12.9.2001), η κατάργηση του εδ. β της παρ. 2 αρχίζει από 1.1.2002.

755
Τα πρακτικά συντάσσονται συνοπτικά και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 257.

519
756
ι αποφάσεις δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση προφορικά και αμέσως μετά συζήτηση της
υπόθεσης, και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, το συντομότερο.

757
Η παρουσία κατά τη δημοσίευση της απόφασης εκείνου στον οποίο πρέπει να επιδοθεί ή του
νόμιμου αντιπροσώπου του που διεξάγει τη δίκη ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του ισχύει ως
επίδοση.

758
1. ι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με
αίτηση διαδίκου, μετά τη δημοσίευσή τους, να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το
δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι
συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν. Η ανάκληση ή μεταρρύθμιση γίνεται κατά τη διαδικασία
των άρθρων 741 έως 781, αφού κληθούν οι διάδικοι της αρχικής δίκης και τα πρόσωπα τα οποία
είχαν διοριστεί ή είχαν αντικατασταθεί ή παυθεί από την απόφαση για την άσκηση λειτουργήματος.
2. Η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική απόφαση δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά
το δικαστήριο.
3. Η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική απόφαση σημειώνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο βιβλίο
που τηρείται κατά το άρθρο 776 και στο περιθώριο της απόφασης που ανακαλείται ή
μεταρρυθμίζεται, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου.

759
1. Η απόδειξη που διατάζει το δικαστήριο διεξάγεται με την επιμέλεια κάποιου από τους
διαδίκους.
2. Η διεξαγωγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης μπορεί να γίνει και κατά τις διατάξεις των
παραγρ. 2 και 3 του άρθρου 650.
3. Το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη,
διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της
αλήθειας των πραγματικών γεγονότων.
4. ι διάδικοι προσάγουν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία
χρησιμοποιούν για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους.

760
Το άρθρο 748 εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα. Αντί για τον εισαγγελέα που αναφέρεται στην
παρ. 2 του άρθρου αυτού καλείται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που δικάζει το ένδικο μέσο.

761
φεση έχουν δικαίωμα να ασκήσουν και αν νίκησαν ο αιτών, εκείνος κατά του οποίου είχε
στραφεί η αίτηση, εκείνοι που άσκησαν κύρια και πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί και ειδικοί
διάδοχοί τους, καθώς και ο εισαγγελέας πρωτοδικών.

762
Αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς
απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους.

763
1. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την ισχύ και την εκτέλεση της
απόφασης.
2. Το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση μπορεί και αυτεπαγγέλτως, κατά την έκδοση της
απόφασής του, να αναστείλει την ισχύ και την εκτέλεσή της, ώσπου να γίνει απρόσβλητη με έφεση.
3. Αν ασκηθεί έφεση, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ή σε πολυμελή δικαστήρια ο
πρόεδρός τους, όπως και το δικαστήριο που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρός του μπορούν κατά
την κρίση τους, με αίτηση κάποιου από εκείνους που έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, να
αναστείλουν την ισχύ και την εκτέλεσή της μέχρι να εκδοθεί απόφαση στην έφεση. Η απόφαση που
διατάζει την αναστολή σημειώνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο βιβλίο που τηρείται κατά το
άρθρο 776 και στο περιθώριο της απόφασης της οποίας αναστέλλεται η ισχύς και η εκτέλεση.

520
764
1. ι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης και η αντέφεση ασκούνται και με τις προτάσεις.
2. Αν όταν εκφωνείται η υπόθεση δεν εμφανιστεί κανείς διάδικος, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν
κάποιος από τους διαδίκους εμφανιστεί, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν.
3. Ανακοπή ερημοδικίας επιτρέπεται, αν όποιος δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή
εμπρόθεσμα ή δεν κλητεύθηκε κανονικά, ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.

Σχόλια: - Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 7 του άρθ. 9 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993)

765
Κατά τη δίκη στο εφετείο μπορούν να υποβληθούν νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί και είναι δυνατή η
επίκληση και η προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων.

766
Αν γίνει δεκτή η έφεση και εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, η γραμματεία
του δικαστηρίου που δίκασε την έφεση ειδοποιεί τη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την
απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε, η οποία σημειώνει στο βιβλίο που τηρείται κατά το
άρθρο 776 καθώς και στο περιθώριο της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την απόφαση
του δευτεροβάθμιου.

767
Αναψηλάφηση δικαιούνται να ασκήσουν ο αιτών, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ο
εκκαλών, ο εφεσίβλητος, ο αναιρεσείων, ο αναιρεσίβλητος, εκείνοι που άσκησαν κύρια και
πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους και ο εισαγγελέας˙ οι διατάξεις του
άρθρου 762 εφαρμόζονται και εδώ.

768
Αν γίνει δεκτή η αναψηλάφηση και εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί η απόφαση που έχει
προσβληθεί, η γραμματεία του δικαστηρίου σημειώνει στο βιβλίο που τηρείται κατά το άρθρο 776
και στο περιθώριο της απόφασης που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε, την απόφαση που
εκδόθηκε στην αναψηλάφηση.

769
Αναίρεση έχουν δικαίωμα να ασκήσουν, και αν νίκησαν, ο αιτών, εκείνος κατά του οποίου
στρέφεται η αίτηση, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνοι που άσκησαν κύρια και πρόσθετη
παρέμβαση και οι καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους, καθώς και ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που
εξέδωσε την απόφαση. Αν πρόκειται για απόφαση ειρηνοδικείου, αναίρεση μπορεί να ασκήσει και ο
εισαγγελέας πρωτοδικών. ι διατάξεις του άρθρου 762 εφαρμόζονται και εδώ.

770
Το τμήμα του Αρείου Πάγου που αναφέρεται στο άρθρο 565 παρ. 2 μπορεί να διατάξει εκτός από
την αναστολή της εκτέλεσης και την αναστολή της ισχύος της απόφασης.

771
Αν διατεθεί η αναστολή της ισχύος ή της εκτέλεσης απόφασης κατά το άρθρο 770, η γραμματεία
του Αρείου Πάγου ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη γραμματεία του δικαστηρίου του οποίου
η απόφαση αναστέλλεται, καθώς και τη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Η απόφαση
της αναστολής σημειώνεται στο βιβλίο που τηρείται κατά το άρθρο 776, στο περιθώριο της
αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθώς και στο περιθώριο της απόφασης του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου.

772
Η αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου σημειώνεται στο βιβλίο που τηρείται κατά το άρθρο
776, καθώς και στο περιθώριο της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. ια το σκοπό αυτό η
γραμματεία του Αρείου Πάγου ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη γραμματεία του
πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία κάνει τη σχετική σημείωση.

521
773
1. ια την άσκηση και την εκδίκαση της τριτανακοπής εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 743
έως 759.
2. Νέοι λόγοι τριτανακοπής μπορούν να προστεθούν και με τις προτάσεις.

774
Το δικαστήριο που δικάζει την τριτανακοπή δικαιούται κατά το άρθρο 589 να διατάξει εκτός από
την αναστολή της εκτέλεσης και την αναστολή της ισχύος της απόφασης.

775
Αν ασκηθεί τριτανακοπή και γίνει δεκτή, η απόφαση που δέχεται την τριτανακοπή σημειώνεται
χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο βιβλίο που τηρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 776 και στο
περιθώριο της απόφασης που ακυρώνεται, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου.

776
1. Σε κάθε πρωτοβάθμιο δικαστήριο τηρούνται βιβλία στα οποία καταχωρίζονται περιληπτικά
α) οι αιτήσεις που υποβάλλονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 740 έως 781 και οι αποφάσεις
που εκδίδονται στις αιτήσεις αυτές,
β) οι αιτήσεις ανάκλησης ή μεταρρύθμισης των αποφάσεων, τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά
των αποφάσεων, οι τριτανακοπές και οι σχετικές αποφάσεις,
γ) οι αποφάσεις με τις οποίες αναστέλλεται η ισχύς ή η εκτέλεση οποιασδήποτε απόφασης.
2. τρόπος που τηρούνται τα βιβλία και τα αλφαβητικά ευρετήρια, που εκδίδονται τα
πιστοποιητικά με βάση τα βιβλία αυτά, καθώς και τα καθήκοντα των υπαλλήλων της γραμματείας
σχετικά με την ενημέρωση των βιβλίων αυτών, ορίζονται με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση
του πουργού Δικαιοσύνης.

777
Κάθε αντίγραφο ή απόσπασμα απόφασης στο περιθώριο της οποίας σημειώνεται η εξαφάνιση, η
μεταρρύθμιση ή η αναστολή της ισχύος ή της εκτέλεσής της πρέπει να αναφέρει τη σημείωση αυτή.

778
Αν στις υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739 γίνει δεκτή ή απορριφθεί με οριστική
απόφαση αίτηση, δεν είναι δυνατό να συζητηθεί νέα αίτηση των διαδίκων για το ίδιο αντικείμενο
κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 έως 781.

779
Αν ανακληθεί ή μεταρρυθμιστεί ή εξαφανιστεί ή ανασταλεί η ισχύς μιας απόφασης, είναι ισχυρές
οι καταβολές που έγιναν καλόπιστα από τον υπόχρεο ή τρίτο και δεν θίγονται τα δικαιώματα τα
οποία απέκτησαν, καθώς και οι δικαιοπραξίες τις οποίες ενήργησαν τρίτοι καλόπιστα, με βάση την
απόφαση, ώσπου να ισχύσει η απόφαση που ανακαλεί, μεταρρυθμίζει, εξαφανίζει ή αναστέλλει την
ισχύ της προηγούμενης.

780
ε την επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου έχει
στην Ελλάδα, χωρίς άλλη διαδικασία, την ισχύ που της αναγνωρίζει το δίκαιο του κράτους του
δικαστηρίου που την εξέδωσε, εφόσον συντρέχουν οι εξής προ ποθέσεις:
1) αν η απόφαση εφάρμοσε τον ουσιαστικό νόμο που έπρεπε να εφαρμοστεί κατά το ελληνικό
δίκαιο και εκδόθηκε από δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία κατά το δίκαιο της πολιτείας της οποίας
τον ουσιαστικό νόμο εφάρμοσε και
2) αν δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη.

781
1. Το δικαστήριο που δικάζει την αίτηση μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ύστερα
από σχετικό αίτημα ή και αυτεπαγγέλτως, να εκδώσει προσωρινή διαταγή που καταχωρίζεται στα
πρακτικά, με την οποία διατάζει τα αναγκαία ασφαλιστικά μέτρα έως την έκδοση της απόφασής του,
για να εξασφαλιστεί ή να διατηρηθεί δικαίωμα ή να ρυθμιστεί κατάσταση.
2. Το δικαστήριο ανακαλεί οποτεδήποτε, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, την προσωρινή διαταγή του.

522
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Ε

782
1. Όταν ο νόμος απαιτεί δικαστική απόφαση για να βεβαιωθεί ένα γεγονός με το σκοπό να
συνταχθεί ληξιαρχική πράξη, η απόφαση εκδίδεται με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του
εισαγγελέα από το δικαστήριο της περιφέρειας του ληξιάρχου ο οποίος θα συντάξει τη ληξιαρχική
πράξη.
2. Η απόφαση πρέπει να βεβαιώνει και κάθε άλλο στοιχείο που πρέπει κατά το νόμο να περιέχει
η ληξιαρχική πράξη, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο.
3. ι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και για τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης.

783
Αρμόδιο κατά το νόμο να κηρύξει και να άρει την αφάνεια, καθώς και να μεταβάλλει το χρόνο της
έναρξής της είναι το δικαστήριο της τελευταίας κατοικίας που είχε στην Ελλάδα εκείνος που
εξαφανίστηκε και, αν δεν υπάρχει κατοικία, της τελευταίας διαμονής του στην Ελλάδα˙ αν δεν
υπάρχει ούτε διαμονή, το δικαστήριο της πρωτεύουσας του κράτους.

784
Αν την άρση της κατάστασης της αφάνειας ή τη μεταβολή του χρόνου της έναρξής της τη ζητεί
κάποιος διάδικος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 758˙ αν τη ζητεί τρίτος, οι διατάξεις των
άρθρων 773 έως 775.

785
1. Η απόφαση που κηρύσσει την αφάνεια ή που μεταβάλλει το χρόνο της έναρξής της, εφόσον
δεν είναι δυνατό να προσβληθεί με έφεση ή αναίρεση, ισχύει και παράγει αποτελέσματα υπέρ όλων
και εναντίον όλων, πάντως τηρούνται οι λοιπές διατάξεις του άρθρου 47 του Αστικού Κώδικα.
2. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση του αφάντου για να αρθεί η κατάσταση της αφάνειάς του
δεν προσβάλλεται με έφεση, αναψηλάφηση ή αναίρεση.

786
1. Όταν ζητείται κατά το νόμο να διοριστούν προσωρινή διοίκηση νομικού προσώπου ή
εκκαθαριστές νομικού προσώπου ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα,
αρμόδιο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο ή η
εταιρία.
2. Στην περίπτωση που τα συμφέροντα των προσώπων τα οποία αποτελούν τη διοίκηση
συγκρούονται προς τα συμφέροντα του νομικού προσώπου καλούνται κατά τη συζήτηση και τα
πρόσωπα αυτά.
3. Το δικαστήριο μπορεί με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον να αντικαταστήσει την
προσωρινή διοίκηση ή τους εκκαθαριστές για σπουδαίους λόγους. Κατά τη συζήτηση καλούνται και
τα πρόσωπα αυτά.

787
1. Όταν ζητείται κατά το νόμο να διαταχθεί η εγγραφή σωματείου στο βιβλίο που τηρείται γι' αυτό
το σκοπό ή η τροποποίηση του καταστατικού του ή εξουσιοδότηση για τη σύγκληση της
συνέλευσης σωματείων και τη ρύθμιση της προεδρίας της ή η διάλυση σωματείου, αρμόδιο είναι το
δικαστήριο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα του το σωματείο.
2. Δικαίωμα έφεσης κατά της απόφασης που δέχεται αίτηση εγγραφής σωματείου ή
τροποποίησης καταστατικού έχει και η εποπτεύουσα αρχή.

788
Όταν ζητείται κατά το νόμο να διαταχθεί από το δικαστήριο έλεγχος ανώνυμης εταιρίας, αρμόδιο
είναι το δικαστήριο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα της η εταιρία.

789
Όταν ζητείται κατά το νόμο η σύγκληση της συνέλευσης, η αναγραφή ή η αναγγελία των θεμάτων
της συνέλευσης συνεταιρισμού, το ειρηνοδικείο της περιφέρειας όπου έχει την έδρα του ο
συνεταιρισμός, με αίτηση των συνεταίρων, χορηγεί σ' αυτούς την άδεια να συγκαλέσουν τη

523
συνέλευση και να γνωστοποιήσουν τα θέματά της. Κατά τη συζήτηση καλούνται τα μέλη της
διοίκησης του συνεταιρισμού.

790
1. Όταν ζητείται κατά το νόμο ο διορισμός ενός ή περισσότερων εκκαθαριστών συνεταιρισμού,
αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο της περιφέρειας που έχει την έδρα του ο συνεταιρισμός.
2. Το ειρηνοδικείο που αναφέρεται στην παρ. 1 μπορεί με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον
να αντικαταστήσει τους εκκαθαριστές που διόρισε με απόφασή του, για σπουδαίο λόγο. Κατά τη
συζήτηση καλούνται και οι εκκαθαριστές.

791
1. Όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν
σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή
εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις γι' αυτές, αν
αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει, το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή
της αίτησης ημέρα, να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνησή του και τους λόγους
της.
2. Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην
περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο
συμφέρον.
3. Η απόφαση γνωστοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας σε εκείνον που τηρεί τα βιβλία, ο
οποίος είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει όπως διατάσσεται και, σε περίπτωση απόρριψης της
αίτησης, να το σημειώσει στο σχετικό βιβλίο.
4. Η εγγραφή, σημείωση ή εξάλειψη που ενεργείται ως συνέπεια απόφασης θεωρείται ότι έγινε
από τότε που υποβλήθηκε η σχετική αίτηση σ' αυτόν που τηρεί τα δημόσια βιβλία.
5. Αν ο υπάλληλος που αναφέρεται στην παρ. 1 αρνείται να χορηγήσει αντίγραφο, περίληψη ή
πιστοποιητικό, αποφασίζει για τη χορήγηση το δικαστήριο που αναφέρεται στην παρ. 2.

792
Όταν κατά το νόμο απαιτείται άδεια δικαστηρίου για να εκποιηθεί ενέχυρο ή για να αποδοθεί με
παροχή άλλης ασφάλειας ή άδεια για την άρνηση της απόδοσής του, η άδεια παρέχεται με
απόφαση του ειρηνοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ενέχυρο.

793
Αν κατά το νόμο δικαιούται κάποιος να ζητήσει το διορισμό μεσεγγυούχου ή φύλακα, ο διορισμός,
η αντικατάσταση και η παύση τους γίνεται με απόφαση του ειρηνοδικείου της περιφέρειας όπου
βρίσκονται τα πράγματα που πρέπει να φυλαχθούν.

794
Αν κατά το νόμο δικαιούται κάποιος να ζητήσει το διορισμό πραγματογνωμόνων, ο διορισμός, η
αντικατάσταση και η παύση τους γίνεται με απόφαση του ειρηνοδικείου της περιφέρειας όπου
πρόκειται να διεξαχθεί η πραγματογνωμοσύνη.

795
Αν υπάρχει δικαίωμα επικαρπίας και ο κύριος του πράγματος έχει δικαίωμα κατά το νόμο να
ζητήσει να διαταχθεί με δικαστική απόφαση, η εκμίσθωσή του ή η ανάθεση της άσκησης της
επικαρπίας σε διαχειριστή, οι ενέργειες αυτές, καθώς και η άρση της άσκησης της επικαρπίας,
διατάσσονται από το δικαστήριο της περιφέρειας όπου βρίσκεται το πράγμα. Τα ίδια ισχύουν και για
το διορισμό, την αντικατάσταση, ή την παύση του διαχειριστή.

796
1. Όταν ζητείται ο διορισμός, η αντικατάσταση ή η παύση επιτρόπου, ειδικού επιτρόπου ή
προσωρινού επιτρόπου, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη συνήθη
διαμονή του εκείνος που πρόκειται να τεθεί ή που βρίσκεται σε επιτροπεία. Το ίδιο δικαστήριο είναι
αρμόδιο και για το διορισμό, την αντικατάσταση ή την παύση των μελών του εποπτικού
συμβουλίου. Αν ο ανήλικος, που έχει την ελληνική ιθαγένεια, δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην
ημεδαπή, η σχετική αίτηση μπορεί να ασκηθεί στο δικαστήριο της τελευταίας συνήθους διαμονής
του στην Ελλάδα, διαφορετικά στο δικαστήριο της πρωτεύουσας του κράτους.

524
2. Σε όλες τις περιπτώσεις όπου, κατά την ισχύουσα νομοθεσία για την επιτροπεία ανηλίκου,
προβλέπεται η αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου, αυτό οφείλει να συντάσσει χωρίς
καθυστέρηση την κατά την τέταρτη παράγραφο του άρθρου 747 πράξη του, ώστε η υπόθεση να
εισάγεται προς συζήτηση στη συντομότερη κατά το δυνατό δικάσιμο.
3. Η σχετική αίτηση ή η πράξη της τέταρτης παραγράφου του άρθρου 747 κοινοποιούνται
υποχρεωτικά και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία στις περιπτώσεις όπου ο νόμος προβλέπει ότι
η σύνταξη και η υποβολή σχετικής έκθεσής της είναι υποχρεωτική. Η έκθεση της κοινωνικής
υπηρεσίας πρέπει να κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου τρεις ημέρες πριν από αυτήν που
ορίστηκε για τη συζήτηση. Η έκθεση δεν είναι υποχρεωτική για τις περιπτώσεις του άρθρου 781.
4. Σε όλες τις περιπτώσεις όπου οι ισχύουσες διατάξεις για την επιτροπεία των ανηλίκων
προβλέπουν την επικοινωνία του δικαστηρίου με τον ανήλικο και την ακρόασή του ή κρίνουν
αναγκαία τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου
681 '.

Σχόλια: Το άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 του ν. 2447/1996. Σύμφωνα με το πρώτο εδ.
της παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), τα οριζόμενα στην τρίτη παρ. του παρόντος
άρθρου, ισχύουν και στις περιπτώσεις της τρίτης παραγράφου του άρθρου 1533, του τρίτου εδ. του άρθρου
1664 και του άρθρ. 1674 του ΑΚ, καθώς και στην περίπτωση του 1ου εδ. της παρ. 2 του άρθρ. 681Γ του ΚΠολΔ.

797
Όταν σύμφωνα με το νόμο ζητείται να δοθεί άδεια να ενεργήσουν κάποια πράξη ο ανήλικος,
αυτός που ασκεί τη γονική μέριμνα, ο επίτροπος ανηλίκου, ο δικαστικός συμπαραστάτης ενηλίκου,
ο ίδιος ο ενήλικος που βρίσκεται σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης, ο κληρονόμος από
απογραφή, ο κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο εκτελεστής
διαθήκης, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής του ανηλίκου ή αυτού που τελεί υπό
δικαστική συμπαράσταση ή το δικαστήριο της κληρονομίας. ια τις περιπτώσεις της δικαστικής
επιμέλειας ξένων υποθέσεων αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής αυτού που ζητεί
το διορισμό του επιμελητή ή του τόπου όπου θα διεξαχθεί κυρίως η διαχείριση της υπόθεσης.

Σχόλια: Το άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 του ν. 2447/1996.

798
Όταν ζητείται κατά το νόμο να χορηγηθεί άδεια για να ενεργηθεί πράξη εκτός από εκείνες που
αναφέρονται στα άρθρα 792 και 797, είναι αρμόδιο το δικαστήριο της κατοικίας, και αν δεν υπάρχει
κατοικία της διαμονής του αιτούντος˙ αν πρόκειται για εκποίηση πραγμάτων, το μονομελές
πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκονται τα πράγματα.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο είχε παλαιότερα καταργηθεί με το άρθρο 42 του ν.2447/1996. Στη συνέχεια με το
έκτο άρθρο του Ν. 3089/2002, (ΦΕΚ Α'327/23.12.2002)προστέθηκε νέο ταυτάριθμο.

799
"Όταν ζητείται κατά το νόμο να χορηγηθεί άδεια για μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση ή για
κυοφορία τέκνου από άλλη γυναίκα, αρμόδιο είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει
τη συνήθη διαμονή της η αιτούσα ή εκείνη που θα κυοφορήσει το τέκνο.
Το δικαστήριο διατάζει να γίνει η συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών, εάν κρίνει ότι η
δημοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι
προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων."

800
1. Αρμόδιο για την τέλεση υιοθεσίας είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχουν τη
συνήθη διαμονή τους εκείνος που υιοθετεί ή εκείνος που υιοθετείται.
2. ι συναινέσεις για την υιοθεσία δηλώνονται ενώπιον μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου
που τελεί την υιοθεσία. ι συναινέσεις δηλώνονται σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα. Η ίδια
διαδικασία τηρείται και όταν πρόκειται για την ακρόαση, από το δικαστήριο, του υποψήφιου να
υιοθετηθεί ανηλίκου που δεν συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του ή άλλων τέκνων του
υποψήφιου θετού γονέα, στις περιπτώσεις που η ακρόαση αυτή προβλέπεται από το ουσιαστικό
δίκαιο. "Στην περίπτωση υιοθεσίας ανηλίκου που προστατεύεται από αρμόδια κοινωνική υπηρεσία
ή αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, η συναίνεση των φυσικών γονέων για την τέλεση της
υιοθεσίας μπορεί να δηλωθεί και ενώπιον δικαστηρίου ή δικαστή που έχουν λάβει σχετική εντολή."

525
3. ι προθεσμίες της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης εναντίον απόφασης που
απαγγέλλει την υιοθεσία είναι, αν δεν επιδοθεί η απόφαση, ένα έτος και αρχίζουν σε κάθε
περίπτωση από τη δημοσίευση της απόφασης.
4. Η προθεσμία της τριτανακοπής κατά της απόφασης που τελεί την υιοθεσία είναι έξι μήνες από
τη γνώση της υιοθεσίας και εν πάση περιπτώσει τρία έτη από την τελεσιδικία της απόφασης.
φυσικός γονέας που, λόγω της εφαρμογής διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, δεν συναίνεσε στην
υιοθεσία του παιδιού του έχει το δικαίωμα, προκειμένου να ασκήσει τριτανακοπή κατά της σχετικής
δικαστικής απόφασης, να πληροφορείται τα στοιχεία αυτής της απόφασης από την αρμόδια
κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση που συνέπραξε στην τέλεση της υιοθεσίας.
5. ι ανήλικοι που έχουν συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας τους έχουν την ικανότητα
να παρίστανται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο κατά την τέλεση της υιοθεσίας και να ασκούν
ένδικα μέσα κατά της σχετικής απόφασης, ανεξάρτητα από το αντίστοιχο δικαίωμα του νόμιμου
αντιπροσώπου τους.
6. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, η κύρια διαδικασία τέλεσης της υιοθεσίας να διεξάγεται
"κεκλεισμένων των θυρών".

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 43 του ν. 2447/1996. Το τελευταίο εδάφιο
της παρ. 2 μέσα σε "" προστέθηκε με το άρθρο 25 παρ. 6 του ν. 2915/2001.

801
1. Όταν ζητείται ή πρόκειται να τεθεί αυτεπαγγέλτως ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση
και να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης ή ειδικός δικαστικός συμπαραστάτης, να
αντικατασταθούν ή να παυθούν αυτά τα πρόσωπα, καθώς και να αρθεί η δικαστική συμπαράσταση,
αρμόδιο είναι το δικαστήριο της συνήθους διαμονής του προσώπου. Το ίδιο δικαστήριο είναι
αρμόδιο και για το διορισμό, την αντικατάσταση ή την παύση των μελών του εποπτικού
συμβουλίου.
2. Αν λληνας δεν έχει συνήθη διαμονή στην ημεδαπή, αρμοδιότητα να τον θέσει σε δικαστική
συμπαράσταση έχει το δικαστήριο της τελευταίας συνήθους διαμονής του στην Ελλάδα,
διαφορετικά το δικαστήριο της πρωτεύουσας του κράτους. Αν έχει ήδη διοριστεί προσωρινός
δικαστικός συμπαραστάτης από ημεδαπό δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο και για την
υποβολή, στη συνέχεια, στη δικαστική συμπαράσταση.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με νέο άρθρο, με τον ίδιο αριθμό και
με το παρατιθέμενο περιεχόμενο, με το άρθ. 44 του ν.2447/1996.

802
1. Στις δίκες που αφορούν τη δικαστική συμπαράσταση ή την υποβολή προσώπου σε ακούσια
νοσηλεία, το πρόσωπο αυτό, εφόσον έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, είναι
πλήρως ικανό να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, να επιχειρεί όλες τις
διαδικαστικές πράξεις, να επιχειρεί ή να δέχεται επιδόσεις κάθε είδους και να ασκεί ή να παραιτείται
από ένδικα μέσα.
2. Σε δίκες για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, διατάσσεται
υποχρεωτικώς η κλήτευση του ίδιου, καθώς και του τυχόν διορισμένου προσωρινού δικαστικού
συμπαραστάτη του. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 796 έχει εφαρμογή και εδώ.
3. Η διεξαγωγή ολόκληρης της συζήτησης, και ιδίως των αποδείξεων, γίνεται "κεκλεισμένων των
θυρών", με εφαρμογή κατά τα λοιπά του άρθρου 114.
4. Κάθε σχετική απόφαση επιδίδεται, με την επιμέλεια του δικαστηρίου που την εξέδωσε, στα
πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία, στο δικαστικό συμπαραστάτη και στην αρμόδια
κοινωνική υπηρεσία. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 805.
5. Το δικαστήριο γνωστοποιεί εγκαίρως στο πρόσωπο την απόφασή του, με την οποία το
υποβάλλει σε δικαστική συμπαράσταση, ή διορίζει, αντικαθιστά ή παύει τον δικαστικό
συμπαραστάτη. Στη γνωστοποίηση υπενθυμίζεται οπωσδήποτε στον συμπαραστατούμενο το
δικαίωμά του να ασκήσει ένδικα μέσα. Η γνωστοποίηση παραλείπεται, αν υπάρχει προφανής
αδυναμία του συμπαραστατουμένου να επικοινωνεί με το περιβάλλον ή βάσιμος κίνδυνος να
προκληθεί βλάβη ή χειροτέρευση της υγείας του. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται πρόνοια
προστασίας της προσωπικότητάς του.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με νέο άρθρο, με τον ίδιο αριθμό και
με το παρατιθέμενο περιεχόμενο, με το άρθ. 44 του ν.2447/1996.

526
803
1. Κατά της απόφασης που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, διορίζει τον
δικαστικό συμπαραστάτη, καθορίζει την έκταση των περιορισμών που επιβάλλονται στον
συμπαραστατούμενο ή τροποποιεί το είδος και την έκταση της δικαστικής συμπαράστασης ή που
αρνείται την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση και το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη
έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν ένδικα μέσα σε όλα τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος στη
διαδικασία, σύμφωνα με το νόμο. Όταν η διαδικασία μπορεί να κινηθεί μόνο με αίτηση αυτού τον
οποίο αφορά το μέτρο και αυτή απορρίφθηκε, δικαίωμα να ασκήσει ένδικα μέσα έχει μόνο το
πρόσωπο αυτό. νδικα μέσα μπορεί να ασκήσει και ο δικαστικός συμπαραστάτης, στο όνομά του ή
στο όνομα του συμπαραστατουμένου, κατά των αποφάσεων που αφορούν τον κύκλο των
αρμοδιοτήτων του.
2. Παρέμβαση ή τριτανακοπή μπορούν να ασκήσουν μόνο τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται να
ζητήσουν την υποβολή του προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση.
3. Το δικαστήριο μπορεί να παύσει τον δικαστικό συμπαραστάτη και με προσωρινή διαταγή του,
σύμφωνα με το άρθρο 781, όταν πείθεται ότι συντρέχουν οι προ ποθέσεις για την παύση του,
καθώς και ότι η αναβολή της λήψης του μέτρου συνεπάγεται επικείμενο κίνδυνο για τον
συμπαραστατούμενο. Η σχετική απόφαση αρχίζει να ισχύει και με μόνη την κατάθεσή της στη
γραμματεία του δικαστηρίου με σκοπό τη γνωστοποίησή της.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με νέο άρθρο, με τον ίδιο αριθμό και με το
παρατιθέμενο περιεχόμενο, με το άρθ. 44 του ν. 2447/1996.

804
1. Το δικαστήριο επικοινωνεί με αυτόν τον οποίο αφορά το μέτρο, ώστε να σχηματίσει άμεση
αντίληψη για την κατάστασή του. Η προσωπική επικοινωνία μπορεί να γίνεται μέσα στο
συνηθισμένο περιβάλλον του συμπαραστατέου, αν το ζητεί ο ίδιος ή αν αυτό διευκολύνει τη
διευκρίνιση των πραγμάτων και δεν αντιτίθεται ο συμπαραστατέος. Η επικοινωνία παραλείπεται
μόνο αν πιστοποιείται αρμοδίως ότι υπάρχει βάσιμος κίνδυνος για την υγεία του προσώπου, για το
οποίο πρόκειται, ή αν αυτό βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να επικοινωνήσει με το περιβάλλον.
Κατά τα λοιπά έχει ανάλογη εφαρμογή η τέταρτη παράγραφος του άρθρου 681 .
2. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης μπορεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να παραλείπεται,
αν προσκομίζεται βεβαίωση δημόσιας αρχής ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για την
κατάσταση του συμπαραστατέου.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με νέο άρθρο, με τον ίδιο αριθμό και με το
παρατιθέμενο περιεχόμενο, με το άρθ. 44 του ν. 2447/1996.

805
1. ι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 801 ισχύουν και για το διορισμό του
προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη. ια το διορισμό όμως προσωρινού δικαστικού
συμπαραστάτη μετά την κίνηση της διαδικασίας για να τεθεί ένα πρόσωπο σε δικαστική
συμπαράσταση, αρμόδιο είναι το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση. Η δεύτερη και η τρίτη
παράγραφοι του άρθρου 802, καθώς και η πρώτη παράγραφος του άρθρου 804 εφαρμόζονται και
για το διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη πριν από την κίνηση της διαδικασίας της
δικαστικής συμπαράστασης.
2. Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης μπορεί να διοριστεί και με προσωρινή διαταγή του
δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 781, όταν από ιατρικό πιστοποιητικό συνάγεται ότι συντρέχουν,
λόγω της κατάστασης της υγείας του προσώπου το οποίο αφορά το μέτρο, επείγοντες λόγοι υπέρ
του διορισμού δικαστικού συμπαραστάτη και ότι απειλείται από την αναβολή κίνδυνος για τα
συμφέροντά του. Η προσωρινή διαταγή εκδίδεται ύστερα από προηγούμενη ακρόαση του
συμπαραστατέου και έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, εκτός αν επίκειται κίνδυνος από
οποιαδήποτε αναβολή. Το β' εδάφιο της τρίτης παραγράφου του άρθρου 803 έχει εφαρμογή και
εδώ.
3. Εφόσον το κρίνει απαραίτητο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του συμπαραστατέου, το
δικαστήριο που διόρισε τον προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη ορίζει ότι αυτός, εκτός από τις
εξουσίες που του παρέχει το ουσιαστικό δίκαιο, παραστέκει τον συμπαραστατέο στη διενέργεια
κάθε διαδικαστικής πράξης και την άσκηση ένδικων μέσων, τόσο κατά τη διεξαγωγή της κύριας

527
δίκης για την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση, όσο και σε κάθε άλλη δίκη που αφορά το
πρόσωπο ή την περιουσία του.
4. Αν διορίστηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης, όλες οι επιδόσεις πρέπει να γίνονται σ'
αυτόν και σ' εκείνον για τον οποίο διορίστηκε.
5. διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση
της απόφασης, με την οποία το πρόσωπο υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση, καθώς και η
διατήρηση ή αντικατάσταση, για το ίδιο χρονικό διάστημα, αυτού που είχε ήδη διοριστεί γίνονται με
την ίδια απόφαση, που απαγγέλλει την υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με νέο άρθρο, με τον ίδιο αριθμό και με το
παρατιθέμενο περιεχόμενο, με το άρθ. 44 του ν. 2447/1996.

806
ι διατάξεις των παραγρ. 2 και 3 του άρθρου 763 δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή.

807
1. ια την δημοσίευση δημόσιας ή μυστικής ή έκτακτης διαθήκης αρμόδιο είναι το δικαστήριο της
περιφέρειας όπου εδρεύει ο συμβολαιογράφος, ο οποίος τη συνέταξε ή στον οποίο έχει κατατεθεί,
ενώ για τη δημοσίευση ιδιόγραφης διαθήκης και την κήρυξή της ως κύριας, το δικαστήριο στο οποίο
προσάγεται για να δημοσιευθεί. Σε περίπτωση μυστικής ή έκτακτης διαθήκης που βρίσκεται σε
συμβολαιογράφο ο οποίος εδρεύει έξω από την έδρα μονομελούς πρωτοδικείου, αρμόδιο για τη
δημοσίευση είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο
συμβολαιογράφος.
2. Αν η δημόσια διαθήκη έχει συνταχθεί σε προξενική αρχή ή έχει κατατεθεί στην αρχή αυτή
μυστική ή έκτακτη διαθήκη, αρμόδια για τη δημοσίευση είναι η προξενική αρχή στην οποία έχει
συνταχθεί ή κατατεθεί. ι προξενικές αρχές έχουν αρμοδιότητα να δημοσιεύουν και τις ιδιόγραφες
διαθήκες που τους προσάγονται.

808
1. Η δημοσίευση διαθήκης γίνεται με καταχώρησή της, ολόκληρης, στα πρακτικά του δικαστηρίου
στα οποία βεβαιώνονται και όλα τα εξωτερικά ελαττώματά της.
2. Η δημοσίευση διαθήκης από προξενική αρχή γίνεται από τον πρόξενο ο οποίος συντάσσει
πρακτικό που υπογράφεται από αυτόν και, αν πρόκειται για ιδιόγραφη διαθήκη, και από εκείνον
που την παρέδωσε.
3. Η κήρυξη ιδιόγραφης διαθήκης ως κύριας γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για τη δημοσίευσή
της δικαστηρίου, εφόσον πιθανολογηθεί η γνησιότητα της γραφής και της υπογραφής του διαθέτη.
Όταν η διαθήκη δημοσιεύθηκε από προξενική αρχή, αρμόδιο δικαστήριο για να την κηρύξει κύρια
είναι το δικαστήριο της κληρονομίας. Η προξενική αρχή οφείλει, με αίτηση όποιου έχει έννομο
συμφέρον, να αποστείλει στο δικαστήριο αυτό το πρωτότυπο της διαθήκης, αφού εκδώσει
κεκυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφό της το οποίο τηρεί στο αρχείο της.
4. Τα αντίγραφα των δημόσιων διαθηκών που δημοσιεύονται και τα πρωτότυπα των μυστικών ή
έκτακτων ή ιδιόγραφων διαθηκών, με τα περικαλύμματά τους, χρονολογούνται και υπογράφονται
από το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον ειρηνοδίκη ή τον πρόξενο και φυλάγονται στο
αρχείο του μονομελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου ή του προξενείου.
5. Αντίγραφα των πρακτικών δημοσίευσης της διαθήκης αποστέλλονται χωρίς υπαίτια
καθυστέρηση, με επιμέλεια της γραμματείας του δικαστηρίου ή του προξενείου, στη γραμματεία του
μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου της
τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη και φυλάγονται στα αρχεία τους.
6. Αντίγραφα διαθηκών και ανακλήσεων διαθηκών, που δημοσιεύθηκαν στο εξωτερικό, μπορεί να
κατατεθούν σε ελληνική προξενική αρχή ή στη γραμματεία οποιουδήποτε μονομελούς
πρωτοδικείου ή ειρηνοδικείου που εδρεύει έξω από την έδρα μονομελούς πρωτοδικείου. Η
προξενική αρχή ή η γραμματεία που παραλαμβάνει τα αντίγραφα συντάσσει επάνω σ' αυτά πράξη
κατάθεσης, όπου αναγράφει όσα κατατέθηκαν, εκείνον που τα κατέθεσε και την ημερομηνία της
κατάθεσης. Τα αντίγραφα αυτά πρέπει να είναι επικυρωμένα από την αλλοδαπή αρχή που
δημοσίευσε τη διαθήκη. Αν είναι διατυπωμένες, ολόκληρες ή εν μέρει, σε ξένη γλώσσα πρέπει να
επισυνάπτεται, κατά την κατάθεσή τους, μετάφραση στην ελληνική γλώσσα του ξενόγλωσσου
μέρους τους, που έχει γίνει από το πουργείο Εξωτερικών, ελληνική προξενική αρχή ή δικηγόρο.
Αντίγραφά τους αποστέλλονται χωρίς καθυστέρηση, με επιμέλεια του προξένου που τα παρέλαβε ή
της γραμματείας του δικαστηρίου, στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών.
528
809
ι γραμματείες των μονομελών πρωτοδικείων, των ειρηνοδικείων και των προξενικών αρχών
τηρούν βιβλία των διαθηκών που δημοσιεύονται και των αντιγράφων τους που οι γραμματείες αυτές
φυλάγουν, καθώς και των αντιγράφων που κατατίθενται ή φυλάγονται κατά την παρ. 6 του άρθρου
808 του Κώδικα αυτού. Η γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου Αθηνών τηρεί βιβλία των
διαθηκών που δημοσιεύονται από αυτό ή άλλα δικαστήρια και προξενικές αρχές, καθώς και των
αντιγράφων τους που κατά την παρ. 6 του άρθρου 808 κατατίθενται στα άλλα δικαστήρια και
προξενικές αρχές.

810
Δικαστήριο της κληρονομίας είναι το μονομελές πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο
κληρονομούμενος είχε κατά το χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη
διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, το μονομελές πρωτοδικείο της πρωτεύουσας του
κράτους.
811
1. Το δικαστήριο της κληρονομίας, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως,
μπορεί να διατάξει όποιον κατέχει διαθήκη να την καταθέσει. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει
στον κάτοχο της διαθήκης που δυστροπεί τις ποινές που προβλέπονται από το άρθρο 205.
2. Το δικαστήριο της κληρονομίας, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως,
εφόσον πιθανολογείται ότι κάποιος κατέχει διαθήκη, μπορεί να τον υποχρεώσει να δώσει
βεβαιωτικό όρκο.

812
Η δήλωση αποποίησης κληρονομίας ή αποδοχής κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής,
αποδοχής ή αποποίησης του λειτουργήματος του εκτελεστή ή παραίτησης από αυτό και αποδοχής
του διορισμού κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας ή παραίτησης από αυτό γίνεται στη γραμματεία
του δικαστηρίου της κληρονομίας.

813
Όταν κατά το νόμο το δικαστήριο μπορεί να διορίσει κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας ή
ειδικό κηδεμόνα για τη διεξαγωγή δίκης, ο διορισμός, η αντικατάσταση και η παύση του γίνεται από
το δικαστήριο της κληρονομίας. Από το ίδιο δικαστήριο γίνεται και η βεβαίωση ότι δεν υπάρχει
άλλος κληρονόμος εκτός από το δημόσιο, καθώς και ο καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων των
κηδεμόνων της σχολάζουσας κληρονομίας. Η συζήτηση της αίτησης για τον καθορισμό της αμοιβής
και των εξόδων είναι απαράδεκτη, αν δεν επιδοθεί στον πουργό των ικονομικών πριν από
τριάντα ημέρες.

814
1. Όταν κατά το νόμο έχει κανείς το δικαίωμα να ζητήσει την εκκαθάριση κληρονομίας και το
διορισμό εκκαθαριστή της, η εκκαθάριση της κληρονομίας διατάσσεται και ο διορισμός, η
αντικατάσταση και η παύση του εκκαθαριστή γίνεται από το δικαστήριο της κληρονομίας. Από το
ίδιο δικαστήριο παρατείνεται η προθεσμία για τη σύνταξη της απογραφής της κληρονομίας από τον
εκκαθαριστή και γίνεται ο κανονισμός της σύμμετρης πληρωμής των δανειστών.
2. Αν εκείνος που πέθανε έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, δεν είναι δυνατό να διαταχθεί
δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας του και η εκκαθάριση παύει, αν κηρυχθεί σε κατάσταση
πτώχευσης κατά τη διάρκειά της.

815
Όταν κατά το νόμο το δικαστήριο μπορεί να πάψει εκτελεστή διαθήκης, η παύση γίνεται από το
δικαστήριο της κληρονομίας. Το ίδιο δικαστήριο ορίζει προθεσμία δήλωσης αποδοχής του
εκτελεστή και εκδίδει την απόφαση που προβλέπει ο νόμος σε περίπτωση περισσότερων
εκτελεστών και ισοψηφίας τους.

816
Όταν είναι δυνατό κατά το νόμο να οριστεί δικαστική προθεσμία για να κάνει δήλωση επιλογής
όποιος βαρύνεται με κληροδότημα ή ο κληροδόχος ή τρίτος που ορίζεται με τη διαθήκη, η
προθεσμία ορίζεται από το δικαστήριο της κληρονομίας.

529
817
1. Όταν κατά το νόμο ο κληρονόμος που έχει το ευεργέτημα της απογραφής έχει το δικαίωμα να
παραχωρήσει την κληρονομική περιουσία προς τους δανειστές της κληρονομίας και τους
κληροδόχους, το δικαστήριο της κληρονομίας διατάζει τη δικαστική εκκαθάριση της κληρονομικής
περιουσίας που περιέρχεται στον κληρονόμο ο οποίος έχει το ευεργέτημα της απογραφής και
διορίζει εκκαθαριστή της κληρονομίας.
2. Η δικαστική εκκαθάριση που αναφέρεται στην παρ. 1 διατάσσεται με αίτηση του κληρονόμου
που έχει το ευεργέτημα της απογραφής και εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη δικαστική εκκαθάριση
της κληρονομίας και του άρθρου 814.

818
1. Το δικαστήριο της κληρονομίας είναι αρμόδιο να αποφασίζει, με αίτηση εκείνου που βαρύνεται
με κληρονομικό καταπίστευμα, αν κατά το νόμο επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής
διαχείρισης να διαθέσει αντικείμενα της κληρονομίας.
2. Το δικαστήριο που αναφέρεται στην παρ. 1, αν κρίνει ότι επιβάλλεται η διάθεση, μπορεί να
ορίσει και τους όρους με τους οποίους πρέπει να γίνει. Η διάθεση αντικειμένου της κληρονομίας
χωρίς να τηρηθούν οι όροι αυτοί είναι άκυρη, εκτός αν όσοι αποκτούν δικαιώματα με βάση τη
διάθεση αυτή προστατεύονται από το νόμο.

819
Το δικαστήριο της κληρονομίας, με αίτηση του κληρονόμου ή του καταπιστευματοδόχου ή του
κληροδόχου ή του εκτελεστή διαθήκης, διατάζει να χορηγηθεί στον αιτούντα πιστοποιητικό για το
δικαίωμά του. Το πιστοποιητικό (κληρονομητήριο) εκδίδεται από το γραμματέα του δικαστηρίου και
παραδίδεται με απόδειξη παραλαβής του η οποία φυλάγεται στο αρχείο του δικαστηρίου. Αν την
έκδοση του πιστοποιητικού τη διατάζει το δικαστήριο που δίκασε ύστερα από έφεση, το
πιστοποιητικό το εκδίδει ο γραμματέας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στον οποίο αποστέλλεται
χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αντίγραφο της απόφασης.

820
1. Η απόφαση που διατάζει την παροχή του πιστοποιητικού πρέπει να περιέχει
α) το ονοματεπώνυμο του κληρονομουμένου,
β) τα ονοματεπώνυμα των κληρονόμων ή καταπιστευματοδόχων ή κληροδόχων στους οποίους
παρέχεται,
γ) τις κληρονομικές μερίδες του καθενός ή τα αντικείμενα τα οποία περιέρχονται στον καθένα,
δ) τους όρους ή τους περιορισμούς με τους οποίους η κληρονομία, το καταπίστευμα ή η
κληροδοσία περιέρχεται στον καθένα και, ιδιαίτερα αν πρόκειται για κληρονόμο, τα καταπιστεύματα
και τα κληροδοτήματα που βαρύνουν την κληρονομία και
ε) τα ονοματεπώνυμα των εκτελεστών της διαθήκης και τις εξουσίες που η διαθήκη τους παρέχει.
2. Αν διατάσσεται η παροχή πιστοποιητικού σε εκτελεστή διαθήκης, η απόφαση πρέπει να
περιέχει μόνο α) το ονοματεπώνυμο του κληρονομουμένου και β) το ονοματεπώνυμο του εκτελεστή
διαθήκης και τις εξουσίες που του παρέχει η διαθήκη.
3. Τα στοιχεία που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 πρέπει να περιλαμβάνει και το πιστοποιητικό το
οποίο υπογράφεται από το γραμματέα του δικαστηρίου που το παρέχει.

821
Όποιος στο πιστοποιητικό ονομάζεται κληρονόμος ή καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή
εκτελεστής διαθήκης τεκμαίρεται ότι έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πιστοποιητικό αυτό
και ότι δεν περιορίζεται από άλλες διατάξεις εκτός από εκείνες που αναγράφονται στο
πιστοποιητικό.

822
Κάθε δικαιοπραξία ή δικαστική πράξη όποιου στο πιστοποιητικό ονομάζεται κληρονόμος ή
καταπιστευματοδόχος ή κληροδόχος ή εκτελεστής διαθήκης με τρίτον ή απέναντι σε τρίτον ή του
τρίτου απέναντι σ' αυτούς είναι ισχυρή υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση ισχύει το τεκμήριο του
άρθρου 821, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε την ανακρίβεια του πιστοποιητικού ή την υποβολή αίτησης
για αφαίρεση ή κήρυξη ανίσχυρου του πιστοποιητικού ή την ανάκληση ή την τροποποίησή του.

530
823
1. Αρμόδιο να διατάξει, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, να
αφαιρεθεί, να κηρυχθεί ανίσχυρο, να τροποποιηθεί ή να ανακληθεί το πιστοποιητικό είναι το
δικαστήριο που διέταξε την παροχή του.
2. ι δημοσιεύσεις που ο νόμος απαιτεί για να κηρυχθεί το πιστοποιητικό ανίσχυρο τηρούνται και
για την ανάκληση ή τροποποίησή του.

824
1. Η απόφαση που διατάζει την παροχή πιστοποιητικού είναι δυνατό να προσβληθεί με έφεση,
μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη δημοσίευσή της. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή
της αναστέλλουν την ισχύ της απόφασης και την έκδοση του πιστοποιητικού. Η απόφαση που
διατάζει την παροχή πιστοποιητικού δεν προσβάλλεται με αναψηλάφηση, αναίρεση ή τριτανακοπή.
2. Η απόφαση που διατάζει την αφαίρεση του πιστοποιητικού ή το κηρύσσει ανίσχυρο ή εκείνη
που το τροποποιεί ή το ανακαλεί μπορεί να προσβληθεί μόνο με τριτανακοπή μέσα στην
προθεσμία που ορίζει το άρθρο 1965 Α.Κ.

825
Κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση για την ερμηνεία διαθήκης ή άλλης πράξης με την οποία
διαθέτονται περιουσιακά στοιχεία με κληρονομία, κληροδοσία ή δωρεά υπέρ του κράτους ή
κοινωφελών σκοπών, εφόσον αναφέρεται στον τρόπο της εκκαθάρισης και γενικά της διαχείρισης
και της εκτέλεσης της περιουσίας που έχει διατεθεί για το κράτος ή για κοινωφελή σκοπό, υπάγεται
στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Eφετείου Αθηνών.

826
ειρηνοδίκης, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί, για
να αποτραπεί κίνδυνος, να διατάξει τη σφράγιση πραγμάτων και να την ενεργήσει ο ίδιος ή να
ορίσει για το σκοπό αυτό συμβολαιογράφο ή υπάλληλο της γραμματείας του ειρηνοδικείου.
Αρμόδιος είναι ο ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου βρίσκονται τα πράγματα. Αν η σφράγιση
πρόκειται να γίνει έξω από την έδρα του ειρηνοδικείου, ο ειρηνοδίκης μπορεί να διατάξει τον
πρόεδρο της κοινότητας ή το διοικητή του σταθμού της χωροφυλακής να ενεργήσει τη σφράγιση.

827
1. ειρηνοδίκης που διατάζει τη σφράγιση μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο για να
επιτευχθεί η σφράγιση. ειρηνοδίκης μπορεί να διατάξει η σφράγιση να γίνει και κατά τη νύχτα.
2. Δεν μπορούν να σφραγιστούν τα υπνοδωμάτια που χρησιμοποιούνται από εκείνους που
στεγάζονται στο διαμέρισμα όπου γίνεται η σφράγιση.
3. Αντικείμενα που είναι αναγκαία για να τα χρησιμοποιούν εκείνοι που στεγάζονται στο
διαμέρισμα όπου γίνεται η σφράγιση δεν σφραγίζονται και παραδίδονται σ' αυτούς.
4. Αντικείμενα των οποίων η σφράγιση είναι αδύνατη ή επιζήμια λόγω του είδους τους δεν
σφραγίζονται και παραδίδονται για φύλαξη σε μεσεγγυούχο που διορίζει εκείνος που ενεργεί τη
σφράγιση. Αν πρόκειται για αντικείμενα που μπορεί να υποστούν φθορά, ο ειρηνοδίκης που διέταξε
τη σφράγιση διατάζει την εκποίησή τους κατά τις διατάξεις για την αναγκαστική εκποίηση
πραγμάτων τα οποία μπορούν να υποστούν φθορά.

828
Αν κάποιος από εκείνους που παρευρίσκονται κατά τη σφράγιση ισχυρίζεται ότι υπάρχει διαθήκη
ή άλλο σημαντικό έγγραφο, όποιος ενεργεί τη σφράγιση οφείλει να ερευνήσει αν υπάρχει. Αν τη
σφράγιση την ενεργεί ο ειρηνοδίκης και βρεθεί η διαθήκη, την παραλαμβάνει και τη στέλνει χωρίς
υπαίτια καθυστέρηση στο αρμόδιο για τη δημοσίευσή της δικαστήριο, και αν τη σφράγιση την
ενεργεί συμβολαιογράφος, υπάλληλος της γραμματείας, διοικητής του σταθμού χωροφυλακής ή
πρόεδρος της κοινότητας, την παραλαμβάνει και την παραδίδει χωρίς καθυστέρηση στον
ειρηνοδίκη, ο οποίος τη στέλνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο αρμόδιο για τη δημοσίευση
δικαστήριο. Αν βρεθεί άλλο σημαντικό έγγραφο, το παραλαμβάνει όποιος ενεργεί τη σφράγιση και ο
ειρηνοδίκης διατάζει να παραδοθεί σ' αυτόν που δικαιούται να το κατέχει ή, ώσπου να εξακριβωθεί
εκείνος που δικαιούται, να φυλάσσεται στο αρχείο της γραμματείας του ειρηνοδικείου.

531
829
1. ειρηνοδίκης που διατάζει τη σφράγιση ορίζει μεσεγγυούχο των αντικειμένων που
σφραγίζονται και κατά προτίμηση ορίζεται μεσεγγυούχος όποιος τα κατέχει.
2. Τα κλειδιά των αντικειμένων που σφραγίζονται παραλαμβάνει όποιος ενεργεί τη σφράγιση και
τα παραδίδει, με έγγραφη απόδειξη, στη γραμματεία του ειρηνοδικείου.
3. Όποιος ενεργεί τη σφράγιση οφείλει να ερευνήσει αν ως τη σφράγιση έχει αφαιρεθεί κάποιο
αντικείμενο και να συγκεντρώνει κάθε σχετική πληροφορία.

830
ια τη σφράγιση συντάσσεται έκθεση, η οποία εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το
άρθρο 117 πρέπει να αναφέρει
1) την απόφαση του ειρηνοδίκη με την οποία διατάσσεται η σφράγιση,
2) περιγραφή των χώρων στους οποίους τοποθετήθηκαν οι σφραγίδες,
3) περιγραφή των εγγράφων που βρέθηκαν κατά το άρθρο 828 και αναφορά των προσώπων στα
οποία παραδόθηκαν,
4) κάθε ισχυρισμό ή αμφισβήτηση εκείνων που παραβρέθηκαν κατά τη σφράγιση και κάθε τι που
υπέπεσε στην αντίληψη εκείνου που έκανε τη σφράγιση και
5) βεβαίωση ότι εκείνος που έκανε τη σφράγιση παρέλαβε τα κλειδιά, ότι έκανε την έρευνα που
αναφέρεται στο άρθρο 829 παρ. 3 και το αποτέλεσμά της. Αν στο διαμέρισμα το οποίο πρόκειται να
σφραγιστεί δεν υπάρχουν κινητά πράγματα, αυτό σημειώνεται στην έκθεση.

831
1. Αν η διατήρηση της σφράγισης δεν είναι αναγκαία ή πρόκειται να γίνει απογραφή, ο
ειρηνοδίκης που διέταξε την σφράγιση, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και
αυτεπαγγέλτως, διατάζει την αποσφράγιση. Αποσφράγιση και επανασφράγιση μπορεί να διαταχθεί
και για να αποτραπεί κίνδυνος ή για άλλο σπουδαίο λόγο.
2. ειρηνοδίκης κατά τη δικάσιμο που ο ίδιος ορίζει είναι υποχρεωμένος να διατάξει την
κλήτευση εκείνου που ζήτησε τη σφράγιση, όπως και εκείνων που παραβρέθηκαν κατά την
ενέργειά της, και αν η σφράγιση έγινε σε περιουσιακό στοιχείο κληρονομίας, μπορεί να διατάξει
κλήτευση εκείνων που πιθανολογείται ότι είναι κληρονόμοι, καταπιστευματοδόχοι, κληροδόχοι και
εκτελεστές διαθήκης.
832
1. Αν η αποσφράγιση διατάσσεται για να γίνει απογραφή, ο ειρηνοδίκης, με την απόφασή του,
ορίζει συμβολαιογράφο και πραγματογνώμονες, κατά το άρθρο 838 παρ. 2 έως 4.
2. Αν ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι δεν είναι αναγκαία η διατήρηση της σφράγισης και δεν πρόκειται να
γίνει απογραφή, είτε επιφυλάσσεται, με την απόφαση που διατάζει την αποσφράγιση, να ενεργήσει
ο ίδιος την αποσφράγιση, είτε διατάζει τη γραμματεία του δικαστηρίου να την ενεργήσει.

833
ειρηνοδίκης με την απόφαση που διατάζει την αποσφράγιση ορίζει τα πρόσωπα στα οποία
πρέπει να παραδοθούν τα αντικείμενα αφού γίνει η αποσφράγιση. Αν η αποσφράγιση διατάχθηκε
για να γίνει απογραφή, ο ειρηνοδίκης μπορεί να επιφυλαχθεί να ορίσει τα πρόσωπα αυτά μετά την
ενέργεια της απογραφής. ειρηνοδίκης μπορεί να ορίσει και μεσεγγυούχο για να παραλάβει, μετά
την αποσφράγιση και την απογραφή, και να φυλάει τα αντικείμενα, ώσπου να αποφασισθεί σε
ποιον πρέπει να παραδοθούν.

834
1. Όποιος ενεργεί την αποσφράγιση ορίζει την ημέρα και την ώρα που θα γίνει και καλεί
εγγράφως ή προφορικώς να παραστούν στην αποσφράγιση όλοι οι διάδικοι που ήταν παρόντες
στη συζήτηση για την αποσφράγιση ή οι πληρεξούσιοι που τους εκπροσώπησαν, οι
πραγματογνώμονες και ο μεσεγγυούχος των αντικειμένων. Όταν γίνεται η αποσφράγιση μπορεί να
παραστεί και οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
2. Σ' όποιον έλαβε την εντολή να ενεργήσει την αποσφράγιση παραδίδονται από τη γραμματεία,
με έγγραφη απόδειξη, τα κλειδιά των αντικειμένων που σφραγίστηκαν.

835
1. Όποιος ενεργεί την αποσφράγιση οφείλει να εξετάσει την κατάσταση των σφραγίδων που
έχουν τεθεί.

532
2. Αν οι σφραγίδες που έχουν τεθεί δεν είναι άθικτες και την αποσφράγιση ενεργεί
συμβολαιογράφος ή υπάλληλος της γραμματείας, διακόπτει κάθε παραπέρα ενέργεια και αυτό το
αναφέρει αμέσως εγγράφως στον ειρηνοδίκη που διέταξε την αποσφράγιση.
3. ειρηνοδίκης στις περιπτώσεις της παρ. 2 πηγαίνει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον τόπο
όπου έχουν τεθεί οι σφραγίδες, βεβαιώνει την κατάστασή τους και με απόφασή του διατάζει κάθε
κατά την κρίση του πρόσφορο μέτρο.

836
1. Η αποσφράγιση, όταν γίνεται απογραφή, ενεργείται βαθμιαία και όσο είναι αναγκαίο για να
συνταχθεί η απογραφή. Αν η απογραφή δεν είναι δυνατό να τελειώσει την ίδια ημέρα, ο
συμβολαιογράφος τη διακόπτει, ορίζει την ημέρα και την ώρα που θα την εξακολουθήσει και
σφραγίζει τα αντικείμενα των οποίων η απογραφή δεν τελείωσε.
2. ετά την ενέργεια της απογραφής τα αντικείμενα που απογράφηκαν παραδίνονται σε εκείνους
που ορίζει η σχετική με την αποσφράγιση απόφαση, και αν ο ειρηνοδίκης επιφυλάχτηκε με την
απόφασή του να ορίσει τα πρόσωπα στα οποία πρέπει να παραδοθούν, ο συμβολαιογράφος τα
ξανασφραγίζει.

837
ια την αποσφράγιση συντάσσεται έκθεση, η οποία εκτός από ό,τι απαιτείται κατά το άρθρο 117,
πρέπει να αναφέρει
1) την απόφαση του ειρηνοδίκη με την οποία διατάσσεται η αποσφράγιση,
2) βεβαίωση όποιου ενεργεί την αποσφράγιση ότι κάλεσε τα πρόσωπα που αναφέρονται στο
άρθρο 834 και τον τρόπο με τον οποίο τα κάλεσε,
3) βεβαίωση όποιου ενεργεί την αποσφράγιση ότι οι σφραγίδες βρέθηκαν άθικτες,
4) κάθε αμφισβήτηση ή ισχυρισμό εκείνων που ήταν παρόντες στην αποσφράγιση και κάθε τι
που υπέπεσε στην αντίληψη εκείνου που την ενεργεί και
5) τα πρόσωπα στα οποία παραδόθηκαν τα αντικείμενα.

838
1. ειρηνοδίκης, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί
να διατάξει να γίνει απογραφή πραγμάτων για να αποτραπεί κίνδυνος. Αρμόδιος είναι ο ειρηνοδίκης
της περιφέρειας όπου βρίσκονται τα πράγματα.
2. Η απογραφή γίνεται από συμβολαιογράφο ο οποίος ορίζεται με την απόφαση που τη διατάζει.
Αν κωλύεται ο συμβολαιογράφος, την απογραφή την ενεργεί ο νόμιμος αναπληρωτής του.
3. ειρηνοδίκης που διατάζει την απογραφή ορίζει και δύο πραγματογνώμονες για να
εκτιμήσουν τα αντικείμενα τα οποία θα απογραφούν.
4. Αν οι διάδικοι που είναι παρόντες στη συζήτηση υποδείξουν από κοινού συμβολαιογράφο και
πραγματογνώμονες, ο ειρηνοδίκης ορίζει αυτούς που υποδείχτηκαν εκτός αν συντρέχουν σοβαροί
λόγοι να μην οριστούν αυτοί.

839
1. συμβολαιογράφος ορίζει την ημέρα και την ώρα που θα γίνει η απογραφή και καλεί
εγγράφως ή προφορικώς τους διαδίκους που ήταν παρόντες κατά τη συζήτηση, μετά την οποία
εκδόθηκε η απόφαση που διέταξε την απογραφή, καθώς και τους πραγματογνώμονες, που έχουν
οριστεί με την ίδια απόφαση να παραστούν κατά την απογραφή. Κατά την ενέργεια της απογραφής
μπορεί να παραστεί όποιος έχει έννομο συμφέρον.
2. ι πραγματογνώμονες που διορίστηκαν με την απόφαση που διατάζει την απογραφή δίνουν
ενώπιον του συμβολαιογράφου τον όρκο που αναφέρεται στο άρθρο 385 παρ. 1.

840
ια την απογραφή συντάσσεται έκθεση η οποία, εκτός από ό,τι απαιτείται κατά το άρθρο 117,
πρέπει να αναφέρει
1) την απόφαση με την οποία διατάσσεται η απογραφή,
2) τα ονόματα των πραγματογνωμόνων που είναι παρόντες και βεβαίωση του συμβολαιογράφου
ότι έδωσαν τον όρκο που αναφέρεται στο άρθρο 839 παρ. 2,
3) βεβαίωση του συμβολαιογράφου ότι κάλεσε τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 834 και
τον τρόπο με τον οποίο τα κάλεσε,
4) ακριβή περιγραφή των αντικειμένων και ακριβή εκτίμηση της αξίας τους από τους
πραγματογνώμονες, κατά το χρόνο που συντάσσεται η απογραφή,
533
5) ακριβή περιγραφή όλων των αξιογράφων και των μετρητών που βρέθηκαν,
6) ακριβή περιγραφή των εμπορικών ή οικιακών βιβλίων που βρέθηκαν, καθώς και όλων των
εγγράφων που βρέθηκαν, και όλα αυτά τα μονογράφει ο συμβολαιογράφος και
7) αν η απογραφή γίνεται ύστερα από αποσφράγιση, τα πρόσωπα στα οποία παραδίδονται τα
αντικείμενα ή βεβαίωση ότι τα αντικείμενα που απογράφηκαν ξανασφραγίστηκαν.

841
1. Κάθε διαφορά ή δυσχέρεια που προκύπτει κατά τη σφράγιση, την αποσφράγιση ή την
απογραφή δικάζεται από τον ειρηνοδίκη που τις διέταξε.
2. συμβολαιογράφος, ο υπάλληλος της γραμματείας, ο διοικητής του σταθμού χωροφυλακής ή
ο πρόεδρος της κοινότητας που ενεργεί τη σφράγιση, την αποσφράγιση και την απογραφή,
αποφασίζει προσωρινά για τις διαφορές ή δυσχέρειες που παρουσιάζονται κατά τη διενέργειά τους
και η απόφασή του καταχωρίζεται στην έκθεση και εκτελείται αμέσως. ποιοσδήποτε έχει έννομο
συμφέρον μπορεί να ζητήσει από τον ειρηνοδίκη που αναφέρεται στην παρ. 1 να ανακαλέσει την
απόφαση αυτή και να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση.
3. ι αποφάσεις που εκδίδονται κατά την παρ. 1 έχουν προσωρινή ισχύ, δεν επηρεάζουν την
κύρια υπόθεση και το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να διατάξει ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να τις
τροποποιήσει ή να τις ανακαλέσει.
842
ε διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του πουργού της Δικαιοσύνης μπορεί να οριστεί ο
τρόπος που διενεργούνται η σφράγιση, η αποσφράγιση και η απογραφή.

843
1. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, το δικαστήριο απευθύνει δημόσια πρόσκληση για την
αναγγελία δικαιώματος ή απαίτησης.
2. Αρμόδιο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας της κατοικίας του αιτούντος ή, αν δεν έχει
κατοικία, της διαμονής του.
844
1. Το δικαστήριο εξετάζει αν η αίτηση είναι παραδεκτή και μπορεί να υποχρεώσει τον αιτούντα να
βεβαιώσει με όρκο το περιεχόμενό της.
2. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση είναι παραδεκτή, διατάζει να δημοσιευθεί πρόσκληση για
την αναγγελία του δικαιώματος ή της απαίτησης. Η πρόσκληση πρέπει να περιέχει
α) το όνομα και την κατοικία του αιτούντος,
β) καθορισμό προθεσμίας για την αναγγελία και
γ) αναφορά της βλάβης που θα επέλθει αν η αναγγελία δεν γίνει εμπρόθεσμα.

845
1. Η πρόσκληση για την αναγγελία δημοσιεύεται σε μία ή περισσότερες εφημερίδες που ορίζει το
δικαστήριο, μία ή όσες φορές ορίζει η απόφαση.
2. Η προθεσμία για την αναγγελία αρχίζει από την τελευταία δημοσίευση και δεν μπορεί να είναι
μικρότερη από εξήντα ημέρες.

846
ι αναγγελίες κατατίθενται στη γραμματεία του δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση˙ η
γραμματεία ειδοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση όποιον ζήτησε να εκδοθεί διαταγή για τη
δημοσίευση της πρόσκλησης, ώστε να λάβει γνώση της αναγγελίας.

847
1. έσα σε τριάντα ημέρες από την παρέλευση της προθεσμίας για την αναγγελία, όποιος ζήτησε
να εκδοθεί διαταγή για τη δημοσίευση της πρόσκλησης μπορεί να υποβάλει αίτηση για να εκδοθεί
απόφαση που ορίζει τις συνέπειες αποκλεισμού του δικαιώματος ή της απαίτησης σύμφωνα με το
νόμο.
2. Αναγγελία που γίνεται μετά την παρέλευση της προθεσμίας που έχει ταχθεί αλλά έως τη
συζήτηση στο ακροατήριο, λαμβάνεται υπόψη.
3. Το δικαστήριο κατά τη συζήτηση μπορεί να διατάξει οτιδήποτε κρίνει πρόσφορο για να
διευκρινιστεί η υπόθεση.
4. Αν μέσα στην προθεσμία της παρ. 1 δεν υποβληθεί αίτηση, το δικαστήριο ύστερα από αίτηση
που υποβάλλεται μέσα σε άλλες τριάντα ημέρες, μπορεί να ορίσει νέα προθεσμία για να υποβληθεί
η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
534
848
1. Αν γίνει αναγγελία και αμφισβητηθεί το δικαίωμα ή η απαίτηση του αιτούντος, το δικαστήριο
μπορεί είτε να αναστείλει τη διαδικασία ώσπου να λυθεί η αμφισβήτηση, είτε να εκδώσει απόφαση
με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων εκείνου που έχει αναγγελθεί.
2. Αν δεν έγινε αναγγελία, το δικαστήριο απαγγέλλει τις συνέπειες που ο νόμος ορίζει.
3. Περίληψη των αποφάσεων που εκδίδονται κατά τις παρ. 1 και 2 δημοσιεύεται κατά το άρθρο
845.

849
1. Τριτανακοπή επιτρέπεται μόνο κατά αποφάσεων που απαγγέλλουν τις συνέπειες που ορίζει ο
νόμος και μόνο εφόσον α) η διαδικασία έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προ ποθέσεις του νόμου, β)
παραβιάστηκαν διαδικαστικές διατάξεις και ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν τις δημοσιεύσεις, τις
προθεσμίες ή τις αναγγελίες, γ) συντρέχουν οι προ ποθέσεις του άρθρου 544 περιπτ. 6.
2. Η τριτανακοπή που αναφέρεται στην παρ. 1 ασκείται μέσα σε προθεσμία δύο ετών από την
τελευταία δημοσίευση της περίληψης της απόφασης.

850
1. Κατά τη διαδικασία της πρόσκλησης μπορεί να κηρυχθεί αξιόγραφο ανίσχυρο και
εφαρμόζονται και οι επόμενες ειδικές διατάξεις.
2. Η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται για τοκομερίδια, μερισματόγραφα καθώς και για άτοκα
γραμμάτια πληρωτέα ενόψει.

851
1. Σε τίτλους στον κομιστή ή τίτλους που μεταβιβάστηκαν με λευκή οπισθογράφηση, την έκδοση
της διαταγής για τη δημοσίευση της πρόσκλησης δικαιούται να ζητήσει όποιος ήταν έως τώρα
κομιστής του τίτλου που κλάπηκε, χάθηκε ή καταστράφηκε, και σε άλλα αξιόγραφα, όποιος μπορεί
να ασκήσει δικαίωμα που πηγάζει από τα αξιόγραφα αυτά.
2. Αρμόδιο να εκδώσει τη διαταγή για τη δημοσίευση της πρόσκλησης είναι το δικαστήριο του
τόπου πληρωμής ο οποίος αναφέρεται στο αξιόγραφο˙ αν δεν αναφέρεται τόπος πληρωμής, το
δικαστήριο της περιφέρειας όπου είναι η κατοικία ή η έδρα του εκδότη ή, αν δεν υπάρχει κατοικία, η
διαμονή.

852
Η αίτηση πρέπει να περιλαμβάνει το ουσιώδες περιεχόμενο του αξιογράφου που έχει κλαπεί,
χαθεί ή καταστραφεί.

853
ια να αποδειχθεί η κλοπή, η απώλεια ή η καταστροφή του αξιογράφου, καθώς και το δικαίωμα
του αιτούντος να ζητήσει την έκδοση της διαταγής για τη δημοσίευση της πρόσκλησης, αρκεί
πιθανολόγηση.

854
1. ε την πρόσκληση καλείται ο κομιστής του αξιογράφου να αναγγείλει, το αργότερο έως το
τέλος της προθεσμίας, τα δικαιώματά του, και εφόσον κατέχει το αξιόγραφο να το καταθέσει στη
γραμματεία του δικαστηρίου. Η πρόσκληση πρέπει να ορίζει ως βλάβη, στην περίπτωση της
παράλειψης της αναγγελίας, ότι το έγγραφο θα χάσει την ισχύ του.
2. Η πρόσκληση που αναφέρεται στην παρ. 1 δημοσιεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου
845 παρ. 1, καθώς και στο δελτίο ανώνυμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης της
Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και τοιχοκολλάται στην αίθουσα του ρηματιστηρίου Αθηνών.

855
Σε αξιόγραφα όπου κατά περιόδους καταβάλλονται πρόσοδοι, η προθεσμία πρόσκλησης ορίζεται
από το δικαστήριο αφού ληφθεί υπόψη ο χρόνος της κλοπής, της απώλειας ή της καταστροφής του
αξιογράφου και ο χρόνος κατά τον οποίο αυτές οι πρόσοδοι μπορεί να απαιτηθούν.

856
Αν ο κομιστής αναγγείλει το δικαίωμά του και καταθέσει το αξιόγραφο, η γραμματεία του
δικαστηρίου καλεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση εκείνον που ζήτησε την έκδοση της διαταγής για τη
δημοσίευση της πρόσκλησης, ώστε να λάβει γνώση.
535
857
Η απόφαση που εκδίδεται κατά το άρθρο 848 παρ. 2 κηρύσσει ανίσχυρο το αξιόγραφο με τα
συνημμένα τοκομερίδια και μερισματόγραφα. Η απόφαση τοιχοκολλάται στην αίθουσα του
ρηματιστηρίου Αθηνών και εφαρμόζονται και οι διατάξεις του άρθρου 848 παρ. 3.

858
Όποιος ζήτησε να εκδοθεί απόφαση αποκλεισμού από δικαίωμα ή απαίτηση έχει δικαίωμα, από
τότε που η απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με έφεση και αναίρεση, να ασκήσει τα δικαιώματά
του σύμφωνα με το ουσιαστικό δίκαιο.

859
1. Το δικαστήριο ενώ διαρκεί η διαδικασία της πρόσκλησης δικαιούται να απαγορεύσει στον
κομιστή του αξιογράφου οποιαδήποτε παροχή, στην οποία περιλαμβάνεται και η παράδοση σ'
αυτόν τοκομεριδίων και μερισματαποδείξεων που εκδίδονται μετά την απαγόρευση. Η απαγόρευση
δεν αφορά τα τοκομερίδια και τα μερισματόγραφα που εκδόθηκαν πριν από τη δημοσίευσή της˙
απευθύνεται προς τον εκδότη ή και προς άλλα πρόσωπα, τα οποία μπορούν να δώσουν την
παροχή και αναφέρει ότι άρχισε η διαδικασία της πρόσκλησης.
2. Η απαγόρευση μπορεί να αρθεί από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως.
3. Η απαγόρευση και η άρση της δημοσιεύονται κατά το άρθρο 845.

860
Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όποιους έχουν υποχρέωση που πηγάζει από το αξιόγραφο να
καταθέσουν δημόσια το ποσό που οφείλεται ώσπου να εκδοθεί απόφαση σχετικά με τον
αποκλεισμό του δικαιώματος ή της απαίτησης.

861
Όταν ο νόμος υποχρεώνει κάποιον να δώσει βεβαιωτικό όρκο, αρμόδιο είναι το ειρηνοδικείο στην
περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του όποιος είναι υποχρεωμένος να δώσει τον όρκο.

862
1. Η αίτηση με κλήση προς συζήτηση επιδίδεται προσωπικά στον υπόχρεο. Η διάταξη της παρ. 4
του άρθρου 143 εφαρμόζεται και εδώ.
2. Το ειρηνοδικείο με απόφασή του ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο υπόχρεος οφείλει να
δώσει τον όρκο.

863
Δεν μπορεί να υποχρεωθεί να δώσει τον όρκο όποιος έχει ήδη δώσει τον ίδιο όρκο μέσα στην
τελευταία τριετία ύστερα από αίτηση του ίδιου ή άλλου δανειστή, εκτός αν ο αιτών πιθανολογήσει
ότι συντρέχουν ήδη οι προ ποθέσεις για νέα δόση του όρκου.

864
Αν ο οφειλέτης δεν εμφανιστεί κατά την ημέρα που έχει οριστεί για να δώσει τον όρκο ή αφού
εμφανιστεί αρνείται να τον δώσει, το ειρηνοδικείο, με αίτηση του δανειστή, διατάζει την προσωπική
του κράτηση.

865
1. οφειλέτης, είτε έχει ήδη προσωποκρατηθεί είτε όχι, μπορεί με αίτηση προς το ειρηνοδικείο,
να ζητήσει να του ορίσει το συντομότερο ημέρα για να δώσει τον όρκο. ια τον σκοπό αυτό μπορεί
να κληθεί και εκείνος που ζήτησε να δοθεί ο όρκος, αλλά αν δεν εμφανιστεί η δόση του όρκου δεν
εμποδίζεται.
2. Όταν ο όρκος δοθεί, απολύεται εκείνος που έχει προσωποκρατηθεί και αν δεν έχει
προσωποκρατηθεί ακόμη, ματαιώνεται η προσωπική κράτηση που έχει διαταχθεί.

866
Η προσωπική κράτηση απαγγέλλεται και κατά εκείνων που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο
καθώς και κατά των νόμιμων αντιπροσώπων των προσώπων που έχουν ανάγκη από επιμέλεια.
Δεν απαγγέλλεται κατά προσώπων που δεν υποβάλλονται σε προσωπική κράτηση.

536
Ι ΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

867
Διαφορές ιδιωτικού δικαίου μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη
συνομολογούν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. ι διαφορές
που αναφέρονται στο άρθρο 663 δε μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία.

868
Συμφωνία για διαιτησία που αφορά μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και
αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές.

869
1. Η συμφωνία για διαιτησία καταρτίζεται εγγράφως. γγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν
καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή
ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων. Αν αυτοί που συνομολόγησαν τη συμφωνία εμφανιστούν στους
διαιτητές και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική διαδικασία, η έλλειψη εγγράφου
θεραπεύεται.
2. Η συμφωνία για διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις.

Σχόλια: Η διάταξη ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παράγρ. 1, Ν. 2331/1995.

870
1. Αν είναι εκκρεμής δίκη στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια για τη διαφορά που συμφωνείται να
επιλυθεί διαιτητικά, η υπαγωγή της στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση* μετά τη
συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι απαράδεκτη και εφαρμόζονται οι διατάξεις του
άρθρου 264.
2. Η συμφωνία για διαιτησία μπορεί να γίνει και ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλμένου
δικαστή κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οπότε το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στη
διαιτησία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 264.

Σχόλια: Η λέξη "συζήτηση" της πρώτης παραγράφου αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση" σύμφωνα με το
άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2915/2001 και η αντικατάσταση αυτή ισχύει από 1.1.2002 σύμφωνα με το άρθρο 15 Ν.
2943/2001.

871
1. Διαιτητές μπορούν να οριστούν ένας ή περισσότεροι, καθώς και ολόκληρο δικαστήριο.
2. Δεν μπορούν να οριστούν διαιτητές οι ανίκανοι για δικαιοπραξία, όποιοι έχουν περιορισμένη
ικανότητα για δικαιοπραξία, όποιοι από καταδίκη έχουν στερηθεί την άσκηση των πολιτικών τους
δικαιωμάτων και τα νομικά πρόσωπα.

Σχόλια: Οι παράγραφοι 3-5 που είχαν προστεθεί με το άρθρο 1, Ν. 1816/1988 και είχαν τροποποιηθεί με το
άρθρο 9 παράγρ. 13, Ν. 2145/1993 καταργήθηκαν με το άρθρο 17 παράγρ. 2, Ν. 2331/1995.

871 Α
1. ορισμός δικαστικών λειτουργών ως διαιτητών ή επιδιαιτητών διέπεται από τις διατάξεις των
επόμενων παραγράφων.
2. Δικαστικός λειτουργός μπορεί να είναι μόνο μοναδικός διαιτητής (μονομελής διαιτησία) η
επιδιαιτητής. Δεν μπορεί να ασκήσει διαιτητικά έργα ο δικαστικός λειτουργός που δεν έχει
συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συνολική δικαστική υπηρεσία.
3. Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό
λειτουργό ορισμένου δικαστηρίου, αυτός είναι ο εκάστοτε εκ περιτροπής καλούμενος κατά τη σειρά
αρχαιότητας μεταξύ των υπηρετούντων στο δικαστήριο αυτό προέδρων και δικαστών την ημέρα
κατάθεσης της αίτησης. Το όνομα του δικαστικού αυτού λειτουργού γνωστοποιείται στον αιτούντα
από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το
δικαστήριο.
4. ρισμός συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού ως διαιτητή ή επιδιαιτητή, είτε ονομαστικά είτε
έμμεσα, με κριτήριο τη θέση ή ιδιότητα που έχει ή θα έχει στο μέλλον, είναι άκυρος. Η ακυρότητα
αυτή δεν επιδρά στη συμφωνία για τη διαιτησία. Στην περίπτωση αυτή διαιτητής ή επιδιαιτητής είναι

537
ο κατά την προηγούμενη παράγραφο καλούμενος από το δικαστήριο, στο οποίο ο συγκεκριμένος
δικαστικός λειτουργός υπηρετούσε κατά την κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας.
5. Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό
λειτουργό, χωρίς όμως να καθορίζεται με την ίδια ή με μεταγενέστερη συμφωνία το δικαστήριο από
το οποίο θα προέλθει, θεωρείται ότι τα μέρη απέβλεψαν στο δικαστήριο του τόπου όπου
καταρτίστηκε η συμφωνία για τη διαιτησία. Αν στον τόπο κατάρτισης της συμφωνίας λειτουργούν
δικαστήρια διαφόρων δικαιοδοσιών ή βαθμών και δεν προκύπτει από τη συμφωνία εκείνο στο
οποίο απέβλεψαν τα μέρη, θεωρείται ότι απέβλεψαν στο πολιτικό πρωτοδικείο και, αν πρόκειται για
διοικητική διαφορά, στο διοικητικό πρωτοδικείο.
6. Σε κάθε δικαστήριο τηρείται από τη γραμματεία ιδιαίτερο βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζονται για
καθεμία από τις διαιτησίες και σε χωριστή στήλη, τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, καθώς και του
μοναδικού διαιτητή ή επιδιαιτητή, οι χρονολογίες έκδοσης της απόφασης και της κατάθεσής της,
καθώς και ο αριθμός της.
7. κατά τις προηγούμενες διατάξεις καλούμενος δικαστικός λειτουργός υποχρεούται να
διεξαγάγει τη διαιτησία η οποία αποτελεί μέρος των δικαστικών του καθηκόντων. Σε περίπτωση
νόμιμου κωλύματος ή λόγου εξαίρεσης καλείται ο κατά σειράν επόμενος. εταγενέστερη μεταβολή
στην υπηρεσιακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού δεν επιδρά στην ιδιότητά του ως μοναδικού
διαιτητή ή επιδιαιτητή.
8. ι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και όταν με τη
συμφωνία των μερών προβλέπεται ότι ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής θα είναι εισαγγελικός
λειτουργός.

Σχόλια: Η διάταξη τέθηκε σε ισχύ με το άρθρο 17 παράγρ. 2, Ν. 2331/1995.

872
Αν με τη συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζονται οι διαιτητές ή ο τρόπος του ορισμού τους, το κάθε
μέρος ορίζει ένα διαιτητή. Συμφωνία με την οποία ορίζεται ότι το ένα από τα μέρη θα ορίσει διαιτητή
και για το άλλο μέρος ή ότι τα μέρη μπορούν να ορίσουν άνισο αριθμό διαιτητών είναι άκυρη.

873
1. Αν οι διαιτητές δεν ορίζονται με τη συμφωνία για διαιτησία, αλλά είτε κατά τη συμφωνία είτε
κατά το άρθρο 872 τους διαιτητές τους ορίζουν τα συμβαλλόμενα μέρη, το καθένα μπορεί να
καλέσει το άλλο εγγράφως να ορίσει το διαιτητή ή τους διαιτητές, μέσα σε προθεσμία οκτώ
τουλάχιστον εργασίμων ημερών και πρέπει να γνωστοποιήσει στο έγγραφο και το διαιτητή ή τους
διαιτητές που το ίδιο ορίζει. Το μέρος στο οποίο απευθύνεται η κλήση οφείλει, μέσα στην οριζόμενη
προθεσμία, να ανακοινώσει σε εκείνον που το καλεί, το διαιτητή ή τους διαιτητές που αυτό ορίζει.
2. Σε κάθε διαιτητή γνωστοποιούνται τα ονόματα και οι διευθύνσεις του άλλου ή των άλλων
διαιτητών.

874
Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με τη συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζεται διαφορετικά, οι
διαιτητές οφείλουν να ορίσουν τον επιδιαιτητή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την τελευταία κατά το
άρθρο 873 παρ. 2 γνωστοποίηση και να το ανακοινώσουν στα μέρη που συνομολόγησαν τη
συμφωνία.

875
1. Αν ο διαιτητής που όρισε ένα από τα μέρη πεθάνει ή για οποιοδήποτε λόγο αρνείται ή
κωλύεται να διενεργήσει τη διαιτησία ή εξαιρεθεί, το άλλο μέρος μπορεί να καλέσει εγγράφως το
μέρος που όρισε αυτόν το διαιτητή να ορίσει άλλον, μέσα σε προθεσμία οκτώ τουλάχιστον
εργασίμων ημερών. Το μέρος στο οποίο απευθύνεται η κλήση οφείλει μέσα στην οριζόμενη
προθεσμία να ανακοινώσει σε εκείνον που το καλεί το διαιτητή που αυτό ορίζει.
2. Αν ο επιδιαιτητής που όρισαν οι διαιτητές πεθάνει ή για οποιοδήποτε λόγο αρνείται ή κωλύεται
να διενεργήσει τη διαιτησία και οι διαιτητές δεν ορίσουν άλλον, καθένα από τα μέρη μπορεί να
καλέσει εγγράφως τους διαιτητές να ορίσουν άλλον επιδιαιτητή, μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών
και να το ανακοινώσουν στα μέρη που συνομολόγησαν τη συμφωνία.

876
1. Αν κατά τη συμφωνία για διαιτησία τρίτος ορίζει το διαιτητή ή τους διαιτητές ή τον επιδιαιτητή,
καθένα από τα μέρη και αν πρόκειται για τον επιδιαιτητή και καθένας από τους διαιτητές, μπορεί να
538
καλέσει τον τρίτο εγγράφως να ορίσει, μέσα σε προθεσμία οκτώ τουλάχιστον εργασίμων ημερών,
το διαιτητή ή τους διαιτητές ή τον επιδιαιτητή και να το ανακοινώσει σε εκείνον που καλεί και, αν
πρόκειται για επιδιαιτητή, και στους διαιτητές.
2. ι διατάξεις της παρ. 1 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που ο διαιτητής ή επιδιαιτητής τον
οποίο όρισε ο τρίτος πεθάνει ή για οποιοδήποτε λόγο αρνείται ή κωλύεται να διενεργήσει τη
διαιτησία.

877
ορισμός διαιτητή από κάποιο από τα μέρη, ο ορισμός επιδιαιτητή από τους διαιτητές, ή ο
ορισμός των διαιτητών ή του επιδιαιτητή από τρίτον δεν ανακαλείται.

878
1. Αν δεν οριστεί εμπρόθεσμα ο διαιτητής ή οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής και η συμφωνία για
διαιτησία δεν ορίζει διαφορετικά, τους ορίζει με αίτηση το μονομελές πρωτοδικείο. Αρμόδιο είναι το
μονομελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ορίζει η συμφωνία ότι θα διενεργηθεί η
διαιτησία, διαφορετικά το μονομελές πρωτοδικείο της κατοικίας όποιου υποβάλλει την αίτηση ή, αν
δεν υπάρχει κατοικία, της διαμονής του˙ αν δεν υπάρχει και διαμονή, το μονομελές πρωτοδικείο της
πρωτεύουσας του κράτους.
2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και όταν ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής που όρισε το μονομελές
πρωτοδικείο πεθάνει ή για οποιοδήποτε λόγο αρνείται ή κωλύεται να διενεργήσει τη διαιτησία.
3. Η αίτηση δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 επ. και έχουν δικαίωμα να την
υποβάλουν και τα μέρη που συνομολόγησαν τη συμφωνία για διαιτησία και αν πρόκειται για
επιδιαιτητή και καθένας από τους διαιτητές. Η απόφαση δεν μπορεί να προσβληθεί με ένδικα μέσα.
Αίτηση για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση της απόφασης είναι απαράδεκτη μετά την έναρξη της
διαιτητικής διαδικασίας.

879
1. Σε κάθε μονομελές πρωτοδικείο τηρείται κατάλογος διαιτητών τον οποίο καταρτίζει το
πολυμελές πρωτοδικείο σύμφωνα με όσα ορίζονται με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του
πουργού της Δικαιοσύνης.
2. Το μονομελές πρωτοδικείο ορίζει τους διαιτητές ή το διαιτητή από τον κατάλογο των διαιτητών
και, αν δεν υπάρχει κατάλογος ή, αν συντρέχει κατά την κρίση του σοβαρός λόγος, ορίζει το
κατάλληλο πρόσωπο.

880
1. Όποιος ορίζεται ως διαιτητής ή επιδιαιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί το διορισμό του.
2. Όποιος αποδέχτηκε τον ορισμό του ως διαιτητή ή επιδιαιτητή μπορεί για σοβαρό λόγο να
αρνηθεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, ύστερα από άδεια του δικαστηρίου. Η άδεια παρέχεται
από το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου της κατοικίας του ή αν δεν υπάρχει κατοικία της διαμονής
του και αν δεν υπάρχει και διαμονή, από το μονομελές πρωτοδικείο της πρωτεύουσας του κράτους,
ύστερα από αίτησή του που δικάζεται κατά τη διαδικασία των αρ. 741 επ. Η απόφαση δεν
προσβάλλεται με ένδικα μέσα, δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται.

881
ι διαιτητές και ο επιδιαιτητής κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους ευθύνονται μόνο για
δόλο και βαριά αμέλεια.

882
1. Το μέρος που καλεί για συζήτηση προκαταβάλλει το μισό της αμοιβής του διαιτητή ή των
διαιτητών και του επιδιαιτητή, το οποίο ορίζεται στην επόμενη παράγραφο. ποχρέωση
προκαταβολής του ίδιου ποσοστού της αμοιβής έχει και κάθε άλλο μέρος, εφ' όσον με αίτημά του
διευρύνεται το αντικείμενο της διαιτησίας. Το ποσό της προκαταβολής σε κάθε περίπτωση
προσδιορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο με πράξη που καταχωρίζεται στην αίτηση ή στα
πρακτικά. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή για λόγους επιείκειας η προκαταβολή μπορεί, με την ίδια
πράξη, να περιοριστεί σε ποσό μικρότερο από αυτό που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, όχι όμως
κάτω από το ένα τρίτο του ποσού της αμοιβής.
2. Το ύψος της συνολικής αμοιβής διαιτητών και επιδιαιτητών υπολογίζεται σε ποσοστό της αξίας
του αντικειμένου της διαφοράς με βάση τον ακόλουθο πίνακα:
ια το τμήμα αξίας έως 1.500 ευρώ 6%
539
ια το τμήμα αξίας 1.500,01 ευρώ έως 5.900 ευρώ 5%
ια το τμήμα αξίας 5.900,01 ευρώ έως 15.000 ευρώ 4%
ια το τμήμα αξίας 15.000,01 ευρώ έως 29.000 ευρώ 3%
ια το τμήμα αξίας 29.000,01 ευρώ έως 147.000 ευρώ 2%
ια το τμήμα αξίας 147.000,01 ευρώ και άνω 1%
Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, η αμοιβή προσδιορίζεται από το
διαιτητικό δικαστήριο κατά εύλογη κρίση. Αν ο επιδιαιτητής είναι δικαστικός λειτουργός, η αμοιβή
του ρυθμίζεται από το άρθρο 882Α και οι διαιτητές λαμβάνουν συνολικώς τα δύο τρίτα της κατά την
παρούσα παράγραφο αμοιβής. Το ποσό της αμοιβής κατά διαιτητή ή επιδιαιτητή που δεν έχει την
ιδιότητα δικαστικού λειτουργού δεν μπορεί να υπερβαίνει "τα σαράντα τέσσερις χιλιάδες (44.000)
ευρώ" εκτός αν η διαιτησία είναι διεθνής.
3. ε τη διαιτητική απόφαση γίνεται ο τελικός καθορισμός της αμοιβής και των εξόδων της
διαιτησίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αμοιβή του γραμματέα.
4. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως σε πολύ απλές υποθέσεις ή για λόγους επιείκειας, οι
διαιτητές μπορούν να περιορίσουν την αμοιβή τους έως το μισό. ε τη διαιτητική απόφαση
κατανέμεται η συνολική αμοιβή μεταξύ διαιτητών και επιδιαιτητή. Αν τα μέρη αποφασίζουν τη
ματαίωση της διαιτησίας, οφείλουν να το γνωστοποιήσουν εγγράφως στους διαιτητές, οι οποίοι
στην περίπτωση αυτήν καθορίζουν τα έξοδα και αμοιβή μειωμένη, ανάλογη με την εργασία που είχε
γίνει έως την ημέρα της ματαίωσης της διαιτησίας.
5. Η διαιτητική απόφαση ορίζει και το μέρος που θα επιβαρυνθεί με την αμοιβή και τα έξοδα, κατ'
ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 176 έως 180, 183 έως 185 και 188.
Σε κάθε περίπτωση η διαιτητική απόφαση μπορεί να ορίζει ότι τα μέρη είναι υπόχρεα εις
ολόκληρον με την καταβολή της αμοιβής και των εξόδων, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις των
άρθρων 480 επ., του Αστικού Κώδικα.
6. Κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα να προσφύγει εναντίον της διάταξης της διαιτητικής
απόφασης που καθορίζει το ύψος της αμοιβής των διαιτητών και τα έξοδα ή να ζητήσει τον
καθορισμό τους, αν δεν έχουν οριστεί. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε τρεις μήνες από την κατά το
άρθρο 893 παρ. 2 κατάθεση της απόφασης και εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη
διαδικασία των άρθρων 678 έως 681.
7. Στους διαιτητές και στον επιδιαιτητή, εάν δεν έχει ιδιότητα δικαστικού λειτουργού, καταβάλλεται
ποσοστό ίσο με ογδόντα τοις εκατό (80%) της αμοιβής τους. Το υπόλοιπο είκοσι τοις εκατό (20%)
καταβάλλεται συγχρόνως στο Ταμείο ρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ. .Δ .Κ.). Εάν το
αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή του κατά το προηγούμενο εδάφιο
ποσοστού είναι προ πόθεση για την κατά το άρθρο 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και
την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως. περιορισμός της αμοιβής των διαιτητών ή επιδιαιτητών,
δεν ισχύει στις διεθνείς διαιτησίες.

Σχόλια: - Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με άρθρο 2, Ν. 1816/1988,
άρθρο 9 παράγρ. 17 Ν. 2145/1993 και άρθρ. 17 παρ. 3, Ν. 2331/1995. - Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγρ. 7
ισχύουν όπως αντικαταστάθηκαν με άρθρο 2, Ν. 1816/1988, άρθρ. 9 παράγρ. 18, Ν. 2145/1993 και άρθρο 17
παράγρ. 4, Ν. 2331/1995. - Η φράση και ο πίνακας της παρ. 2 μέσα σε " " αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 3
παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001. - Η μετατροπή σε ευρώ έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 3-5 του ν. 2943/2001.

882 Α
1. Η αμοιβή δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού ως μοναδικού διαιτητή ή ως επιδιαιτητή,
κατανεμόμενη κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό
(5%) επί της "μέχρι 5.900 ευρώ" αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται
σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 11, το τέσσερα τοις εκατό (4%) επί του επιπλέον και "μέχρι 15.000
ευρώ" τμήματος της αξίας αυτής, το τρία τοις εκατό (3%) επί του περαιτέρω και "μέχρι 29.000 ευρώ"
τμήματος αυτής, το δύο τοις εκατό (2%) επί του επιπλέον και "μέχρι 150.000 ευρώ" τμήματος αυτής
και το ένα τοις εκατό (1%) επί του περαιτέρω τμήματος της αξίας, ούτε μπορεί να είναι "ανώτερη
των 44.000 ευρώ" και επί διεθνών διαιτησιών "των 59.000 ευρώ". Αν το αντικείμενο της διαφοράς
δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, η αμοιβή του δικαστικού λειτουργού καθορίζεται από αυτόν, όχι
όμως άνω του ορίου "των 29.000 ευρώ". Στην περίπτωση αυτή, καθώς και όταν ο καθορισμός της
αμοιβής στηρίζεται σε αποτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς από το διαιτητή ή επιδιαιτητή,
εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του προηγούμενου άρθρου 882. Το ποσό της
αμοιβής διπλασιάζεται αν ο δικαστικός λειτουργός έχει βαθμό προέδρου εφετών, εφέτη, εισαγγελέα
ή αντεισαγγελέα εφετών, Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου
και τριπλασιάζεται αν έχει βαθμό Αρεοπαγίτη ή Συμβούλου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του

540
Ελεγκτικού Συνεδρίου και άνω, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα "σαράντα τέσσερις χιλιάδες
(44.000) ευρώ" και προκειμένου περί διεθνών διαιτησιών "τα πενήντα εννέα χιλιάδες (59.000)
ευρώ".
2. "Από το ποσό της αμοιβής ο δικαστικός λειτουργός λαμβάνει ποσοστό 35%, 25%
καταβάλλεται συγχρόνως σε ειδικό λογαριασμό του Ταμείου ρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων
(ΤΑ. .Δ .Κ.), το δε υπόλοιπο 40% κατατίθεται σε έντοκο λογαριασμό και περιέχεται σε κοινό ταμείο
που τηρείται από τον οικείο πρόεδρο ή εισαγγελέα, ο οποίος τον ανουάριο κάθε τρίτου έτους
κατανέμει το σύνολο των ποσών και των τόκων των δύο προηγούμενων ετών στους δικαστές ή
τους εισαγγελείς που υπηρέτησαν στο δικαστήριο ή την εισαγγελία κατά τα εν λόγω δύο
προηγούμενα έτη, ανάλογα με τη διάρκεια της υπηρεσίας τους κατά τη διετία αυτή." Εάν το
αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή των κατά το προηγούμενο εδάφιο
ποσοστών είναι προ πόθεση για την κατά το άρθρο 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και
την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως. Στην κατά την παρούσα παράγραφο διανομή μετέχουν και
όσοι δεν έχουν συμπληρώσει την κατά το άρθρο 871 Α, παρ. 2, εδάφιο β', πενταετία. Η πρώτη
κατανομή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος θα γίνει τον ανουάριο του 1998. "Αντί της
κατανομής το ποσοστό του 40% μπορεί, με απόφαση της λομέλειας του οικείου δικαστηρίου ή της
εισαγγελίας, να διατίθεται, εν όλω ή εν μέρει, για σκοπούς συνδεόμενους με τη λειτουργία του
δικαστηρίου ή για την αρωγή αναξιοπαθούντων δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων."
3. ι διατάξεις των παραγράφων 1, 3, 4, 5 και 7 εδάφιο 3 του προηγούμενου άρθρου 882, εκτός
από τη διάταξη του εδαφίου β' της παραγράφου 4, εφαρμόζονται αναλόγως και στη διαιτητική
αμοιβή δικαστικών λειτουργών.

Σχόλια: - Η διάταξη τέθηκε σε ισχύ με το άρθρο 17 παράγρ. 5, Ν. 2331/1995. -Οι μετατροπές των δραχμών
σε ευρώ έγιναν με τα άρθρα 3 παρ. 1, 4 και 5 του Ν. 2943/2001. - Το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 2 τίθεται
όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 12 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α' 192/21.08.2002) και το τελευταίο εντός "
" εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 2 άρθρου 12 του ίδιου Νόμου.

883
1. Εκείνοι που συνομολόγησαν τη συμφωνία για διαιτησία μπορούν από κοινού να ανακαλέσουν
τους διαιτητές καθώς και τον επιδιαιτητή.
2. ι διαιτητές και ο επιδιαιτητής μπορούν να προτείνουν την εξαίρεσή τους ή να εξαιρεθούν από
εκείνους που συνομολόγησαν τη συμφωνία διαιτησίας για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο
52 παρ. 1, καθώς και αν δεν μπορούν να είναι διαιτητές κατά το άρθρο 871 παρ. 2. Αν τους όρισε
ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, η εξαίρεση μπορεί να ζητηθεί μόνο για λόγους που επήλθαν ή
έγιναν γνωστοί σε εκείνον που ζητεί την εξαίρεση μετά τον ορισμό του διαιτητή ή του επιδιαιτητή.
ια την εξαίρεση αποφαίνεται το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά το άρθρο 878 παρ. 1 και
τηρούνται οι διατάξεις των άρθρων 58 έως 60. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα και
έως την έκδοσή της οι διαιτητές αναβάλλουν την εκδίκαση της υπόθεσης.

884
Αν η διεξαγωγή της διαιτησίας ή η έκδοση της διαιτητικής απόφασης καθυστερεί και δεν ορίζεται
με τη συμφωνία προθεσμίας για την έκδοσή της, το αρμόδιο κατά το άρθρο 878 παρ. 1 δικαστήριο
με αίτηση ενός από τα μέρη τάσσει εύλογη προθεσμία για τον παραπάνω σκοπό. Η αίτηση
δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 επ. και η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα
μέσα.

885
Η συμφωνία για διαιτησία παύει να ισχύει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια,
1) αν οι διαιτητές ή ο επιδιαιτητής που ορίστηκαν με τη συμφωνία ή κατόπιν όρισαν από κοινού οι
συμβαλλόμενοι πεθάνουν ή δεν αποδεχτούν τον ορισμό τους και δεν έχουν οριστεί αντικαταστάτες
ή ο τρόπος της αντικατάστασής τους,
2) αν περάσει η προθεσμία της ισχύος της συμφωνίας που ορίστηκε από την ίδια τη συμφωνία ή
η προθεσμία για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης ή η προθεσμία που τάσσεται κατά το άρθρο
884,
3) αν οι συμβαλλόμενοι συνομολόγησαν εγγράφως την κατάργηση της συμφωνίας.

886
1. Η διαδικασία διεξάγεται ενώπιον των διαιτητών και του επιδιαιτητή που ενεργούν από κοινού.
ι διαιτητές αυτοί ορίζουν, κατά την ελεύθερη κρίση τους, τον τόπο και το χρόνο της διεξαγωγής

541
της διαιτητικής διαδικασίας και τη διαιτητική διαδικασία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη
συμφωνία διαιτησίας.
2. Κατά τη διαιτητική διαδικασία τα μέρη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις,
τηρείται η αρχή της ισότητας και πρέπει να καλούνται τα μέρη να παραστούν κατά τις συζητήσεις,
να αναπτύξουν, κατά την κρίση των διαιτητών, προφορικώς ή εγγράφως τους ισχυρισμούς τους και
να προσκομίσουν τις αποδείξεις τους.
3. επιδιαιτητής διευθύνει τη συζήτηση. Η παράσταση με δικηγόρο ή η εκπροσώπηση από
δικηγόρο δεν μπορεί να αποκλειστεί.

887
1. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά με τη συμφωνία διαιτησίας, η υπόθεση δικάζεται και αν τα
συμβαλλόμενα μέρη ή ένα από αυτά δεν προσέλθουν ή δεν αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους ή
δεν προσκομίσουν τις αποδείξεις τους.
2. ι διαιτητές, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τη συμφωνία για διαιτησία, αποφαίνονται για τη
δικαιοδοσία τους και εξετάζουν τα παρεμπίπτοντα ζητήματα.

888
1. άρτυρες και πραγματογνώμονες μπορούν να εξεταστούν χωρίς όρκο ή ενόρκως. ι διαιτητές
δεν μπορούν να επιβάλουν ποινές ή να διατάξουν τη λήψη αναγκαστικών μέτρων για τη διεξαγωγή
αποδείξεων, εκτός αν διαιτητής είναι δικαστήριο. Τέτοια μέτρα διατάζει, με αίτηση των διαιτητών, το
ειρηνοδικείο το οποίο αποφασίζει αν η λήψη τους είναι νόμιμη. ι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία για
διαιτησία μπορούν να εξεταστούν κατά τις διατάξεις των άρθρων 415 έως 420.
2. Η ενέργεια ορισμένων διαδικαστικών πράξεων μπορεί να ανατεθεί σε κάποιον από τους
διαιτητές.
3. ι διαιτητές μπορούν να ζητήσουν να διεξαχθούν αποδείξεις από το ειρηνοδικείο στην
περιφέρεια του οποίου πρόκειται να διεξαχθεί η απόδειξη. Το ειρηνοδικείο αποφασίζει αν η
διεξαγωγή της απόδειξης είναι νόμιμη και έχει όλες τις εξουσίες δικαστηρίου που διατάζει απόδειξη.

889
1. ι διαιτητές δεν μπορούν να διατάζουν, να μεταρρυθμίζουν ή να ανακαλούν ασφαλιστικά
μέτρα.
2. Αν διατάχθηκε ασφαλιστικό μέτρο από το αρμόδιο δικαστήριο και ορίστηκε προθεσμία για την
άσκηση αγωγής ή συντρέχει περίπτωση να εφαρμοστούν τα άρθρα 715 παρ. 5 και 729 παρ. 5, ο
αιτών είναι υποχρεωμένος να προκαλέσει την έναρξη της διαιτητικής διαδικασίας μέσα στην
προβλεπόμενη προθεσμία. ι διατάξεις των άρθρων 693 παρ. 2, 715 παρ. 5 εδαφ. δεύτερο και 729
παρ. 5 εδαφ. δεύτερο εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

890
1. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τη συμφωνία για διαιτησία, οι διαιτητές εφαρμόζουν τις
διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.
2. ε τη συμφωνία για διαιτησία δεν μπορεί να αποκλειστεί η εφαρμογή διατάξεων δημόσιας
τάξης.

891
Αν οι διαιτητές είναι περισσότεροι και με τη συμφωνία για διαιτησία δεν ορίζεται διαφορετικά,
αποφασίζουν όλοι από κοινού με τον επιδιαιτητή, κατά πλειοψηφία. Αν δεν σχηματιστεί πλειοψηφία,
υπερισχύει η γνώμη του επιδιαιτητή.

892
1. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να συντάσσεται εγγράφως και να υπογράφεται ιδιοχείρως από
τους διαιτητές. Αν κάποιος από τους διαιτητές αρνείται ή κωλύεται να υπογράψει, πρέπει αυτό να
βεβαιώνεται στο έγγραφο της απόφασης καθώς και ότι εκείνος που αρνείται ή κωλύεται έλαβε
μέρος στη διαιτητική διαδικασία και στη διάσκεψη, και να υπογράφεται από την πλειοψηφία των
διαιτητών. Στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 891 αρκεί η υπογραφή από τον επιδιαιτητή. ε τη
συμφωνία για διαιτησία μπορεί να οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση υπογράφεται ιδιοχείρως μόνο
από τον επιδιαιτητή ή από αυτόν και κάποιον από τους διαιτητές.
2. Η διαιτητική απόφαση πρέπει να αναφέρει
α) το όνομα και επώνυμο του επιδιαιτητή και των διαιτητών,
β) τον τόπο και το χρόνο της έκδοσής της,
542
γ) τα ονόματα και τα επώνυμα εκείνων που έλαβαν μέρος στη διαιτητική διαδικασία,
δ) τη συμφωνία για διαιτησία στην οποία βασίστηκε,
ε) το αιτιολογικό και
στ) το διατακτικό.
ε τη συμφωνία διαιτησίας μπορεί να οριστεί ότι η διαιτητική απόφαση αρκεί να αναφέρει τη
συμφωνία διαιτησίας και το διατακτικό.

893
1. Η διαιτητική απόφαση ολοκληρώνεται από τη στιγμή που θα υπογραφεί σύμφωνα με το άρθρο
892.
2. διαιτητής ή, αν είναι περισσότεροι διαιτητές, ο επιδιαιτητής ή με εντολή του ένας από τους
διαιτητές, είναι υποχρεωμένος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά από τη συμφωνία διαιτησίας, να
καταθέσει το πρωτότυπο της διαιτητικής απόφασης στη γραμματεία του μονομελούς πρωτοδικείου
της περιφέρειας στην οποία εκδόθηκε και να παραδώσει αντίγραφά της σ' αυτούς που
συνομολόγησαν τη συμφωνία διαιτησίας.

894
ε αίτηση ενός από αυτούς που συνομολόγησαν τη συμφωνία, η οποία κοινοποιείται στους
άλλους και στους διαιτητές μπορεί, με την τήρηση των διατάξεων των άρθρων 315 και 316, να γίνει
διόρθωση ή ερμηνεία της διαιτητικής απόφασης από εκείνους που την εξέδωσαν. Το άρθρο 320
εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.

895
1. Η διαιτητική απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.
2. ε τη συμφωνία διαιτησίας μπορεί να επιτραπεί προσφυγή κατά της διαιτητικής απόφασης σε
άλλους διαιτητές, αλλά πρέπει να οριστούν συγχρόνως οι προ ποθέσεις, η προθεσμία και η
διαδικασία για την άσκηση και την εκδίκασή της.

896
Η διαιτητική απόφαση, αν με τη συμφωνία διαιτησίας δεν ορίζεται προσφυγή κατά το άρθρο 895
παρ. 2 ή πέρασε η ορισμένη για την προσφυγή προθεσμία, αποτελεί δεδικασμένο και εφαρμόζονται
οι διατάξεις των άρθρων 322, 324 έως 330, 332 έως 334.

897
Η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί ολικά η εν μέρει μόνο με δικαστική απόφαση για τους
επόμενους λόγους
1) αν η συμφωνία για τη διαιτησία είναι άκυρη,
2) αν εκδόθηκε αφού η συμφωνία για τη διαιτησία έπαψε να ισχύει,
3) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ορίστηκαν κατά παράβαση των όρων της συμφωνίας για τη
διαιτησία ή των διατάξεων του νόμου ή αν τα μέρη τους είχαν ανακαλέσει, ή αποφάνθηκαν αν και
είχε γίνει δεκτή αίτηση εξαίρεσής τους,
4) αν εκείνοι που την εξέδωσαν ενέργησαν υπερβαίνοντας την εξουσία που τους παρέχει η
συμφωνία για τη διαιτησία ή ο νόμος,
5) αν παραβιάστηκαν οι διατάξεις των άρθρων 886 παρ. 2, 891, 892,
6) αν είναι αντίθετη προς διατάξεις δημόσιας τάξης ή προς τα χρηστά ήθη,
7) αν είναι ακατάληπτη ή περιέχει αντιφατικές διατάξεις,
8) αν συντρέχει λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544.

898
Αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής ακύρωσης είναι το εφετείο στην περιφέρεια του οποίου
εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση. Η αγωγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 670 έως 673,
675 και 676. Αίτηση αναίρεσης προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τρεις μήνες από την
επίσπευση του προσδιορισμού.

899
1. Την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης έχουν δικαίωμα να ζητήσουν εκείνοι που
συνομολόγησαν τη συμφωνία για τη διαιτησία και καθένας που έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή
απευθύνεται εναντίον όλων όσων συνομολόγησαν τη συμφωνία διαιτησίας.

543
2. Η αγωγή για την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης για τους λόγους που αναφέρονται στο
άρθρο 897 αριθ. 1 έως 7 ασκείται μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την κοινοποίησή της,
διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Σε αγωγή ακύρωσης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο
897 αριθ. 8 εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 545.
3. Η άσκηση της αγωγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Εφόσον η
αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686
επ., να χορηγήσει αναστολή, με ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί
της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ακύρωσης.

Σχόλια: Η παράγραφος 3 προστέθηκε με το άρθρο 9 παράγρ. 15, Ν. 2145/1993.

900
Είναι άκυρη η παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης αγωγής για την ακύρωση διαιτητικής
απόφασης πριν από την έκδοσή της.

901
1. πορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας διαιτητικής
απόφασης μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) αν δεν συνομολογήθηκε συμφωνία διαιτησίας,
β) αν η απόφαση εκδόθηκε επάνω σε αντικείμενο που δεν μπορούσε να υπαχθεί σε διαιτησία,
γ) αν η απόφαση εκδόθηκε σε διαιτητική δίκη που έγινε κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού
προσώπου.
2. Η αγωγή της παρ. 1 υπάγεται στο Εφετείο, στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική
απόφαση. Η αγωγή εκδικάζεται, κατά τη διαδικασία των άρθρων 670 έως 673, 675 και 676.
Αίτηση αναίρεσης προσδιορίζεται για συζήτηση μέσα σε τρεις μήνες από την επίσπευση του
προσδιορισμού.
3. Η άσκηση της αγωγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Εφόσον η
αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 686
επ., να χορηγήσει αναστολή με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, ώσπου να εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση επί της αγωγής, αν πιθανολογεί την ευδοκίμηση κάποιου λόγου ανυπαρξίας.

Σχόλια: Η παράγραφος 3 προστέθηκε με το άρθρο 9 παράγρ. 16, Ν. 2145/1993.

902
1. Στα επιμελητήρια, στα χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων και στις επαγγελματικές
ενώσεις προσώπων οι οποίες αποτελούν νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, μπορούν, με
προηγούμενη γνωμοδότηση του διοικητικού τους συμβουλίου, να οργανώνονται μόνιμες διαιτησίες,
με διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του πουργού της Δικαιοσύνης και του
πουργού που έχει την εποπτεία του επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου ή της ένωσης.
2. Τα διατάγματα της παρ. 1 ορίζουν ποιές διαφορές μπορούν να υπαχθούν στη διαιτησία κάθε
επιμελητηρίου, χρηματιστηρίου ή ένωσης, καθώς και τις λεπτομέρειες για την οργάνωση της
διαιτησίας. Στις διαιτησίες αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 867 έως 900˙ τα ίδια
διατάγματα μπορούν, κατ' απόκλιση από τις διατάξεις αυτές, να ορίζουν
α) αντί για το μονομελές πρωτοδικείο, να αποφασίζουν στις περιπτώσεις των άρθρων 878, 880
παρ. 2 και 824, ο πρόεδρος ή το διοικητικό συμβούλιο ή επιτροπή από συμβούλους του
επιμελητηρίου, του χρηματιστηρίου ή της ένωσης,
β) την υποχρέωση εκλογής των διαιτητών και του επιδιαιτητή από κατάλογο διαιτητών που
συντάσσεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα από το επιμελητήριο, το χρηματιστήριο ή την
ένωση,
γ) τη διαιτητική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 886 παρ. 2,
δ) το ουσιαστικό δίκαιο που πρέπει να εφαρμόζουν ο επιδιαιτητής και οι διαιτητές,
ε) τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διαιτητική απόφαση, με την τήρηση όμως των διατάξεων
του άρθρου 892 παρ. 2.

903
ε επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις, αλλοδαπή διαιτητική απόφαση αποτελεί
δεδικασμένο, χωρίς άλλη διαδικασία, αν συντρέχουν οι ακόλουθες προ ποθέσεις:
1) αν η συμφωνία διαιτησίας στην οποία βασίστηκε η έκδοσή της είναι έγκυρη κατά το δίκαιο που
τη διέπει,
544
2) αν το αντικείμενο της διαιτητικής απόφασης μπορεί να γίνει αντικείμενο συμφωνίας διαιτησίας
κατά το ελληνικό δίκαιο,
3) αν η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα ή προσφυγή ή δεν εκκρεμεί διαδικασία
αμφισβήτησης του κύρους της,
4) αν ο διάδικος που νικήθηκε δεν στερήθηκε κατά τη διαιτητική διαδικασία το δικαίωμα της
υπεράσπισης,
5) αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη με απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια
υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η αλλοδαπή
διαιτητική απόφαση,
6) αν η απόφαση δεν είναι αντίθετη προς τη δημόσια τάξη ή προς τα χρηστά ήθη.

Ι ΙΟ Ο ΔΟΟ
ΑΝΑ ΑΣΤΙ Η Ε ΤΕ ΕΣΗ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Δ

904
1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει εκτελεστού τίτλου.
2. Εκτελεστοί τίτλοι είναι
α) οι τελεσίδικες αποφάσεις καθώς και οι αποφάσεις κάθε ελληνικού δικαστηρίου που
κηρύχθηκαν προσωρινά εκτελεστές,
β) οι διαιτητικές αποφάσεις,
γ) τα πρακτικά ελληνικών δικαστηρίων που περιέχουν συμβιβασμό ή προσδιορισμό δικαστικών
εξόδων,
δ) τα συμβολαιογραφικά έγγραφα,
ε) οι διαταγές πληρωμής "και απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου" που εκδίδουν έλληνες
δικαστές, στ) οι αλλοδαποί τίτλοι που κηρύχθηκαν εκτελεστοί, ζ) οι διαταγές και πράξεις που
αναγνωρίζονται από το νόμο ως τίτλοι εκτελεστοί.

Σχόλια: - Οι εντός " " λέξεις της παρ. 2 προστέθηκαν με την παρ. 14 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α'
67).

905
1. ε επιφύλαξη αυτών που ορίζουν διεθνείς συμβάσεις μπορεί να γίνει στην Ελλάδα
αναγκαστική εκτέλεση βασισμένη σε αλλοδαπό τίτλο από τότε που θα τον κηρύξει εκτελεστό
απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η κατοικία και, αν δεν έχει
κατοικία, η διαμονή του οφειλέτη και, αν δεν έχει ούτε διαμονή, του μονομελούς πρωτοδικείου της
πρωτεύουσας του κράτους. Το μονομελές πρωτοδικείο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 740
έως 781.
2. Το μονομελές πρωτοδικείο κηρύσσει εκτελεστό τον αλλοδαπό τίτλο, εφόσον είναι εκτελεστός
κατά το δίκαιο του τόπου όπου εκδόθηκε και δεν είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη ή προς τη
δημόσια τάξη.
3. Αν ο αλλοδαπός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, για να κηρυχθεί εκτελεστός πρέπει να
συντρέχουν και οι όροι του άρθρου 323 αριθ. 2 έως 5.
4. ι διατάξεις των παρ. 1 έως 3 εφαρμόζονται και για την αναγνώριση δεδικασμένου από
απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση.

Σχόλια: Βλέπε Κανονισμό (ΕΚ)44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (L12/16.1.2001)και το
διορθωτικό του (L 307/24.11.2001) "Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε
αστικές και εμπορικές υποθέσεις", ο οποίος ισχύει από 1.3.2001 και αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία μεταξύ των
κρατών μελών της Ε.Ε.

906
ι αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις κηρύσσονται εκτελεστές σύμφωνα με το άρθρο 905 παρ. 1,
αν συντρέχουν οι προ ποθέσεις του άρθρου 903.

907
Την προσωρινή εκτέλεση οριστικής απόφασης διατάζει το δικαστήριο, αν τη ζητήσει ο διάδικος
που νίκησε.

545
908
1. Το δικαστήριο μπορεί να κηρύξει προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση ολικά ή εν μέρει σε
κάθε περίπτωση που κρίνει πως συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι γι' αυτό ή ότι η καθυστέρηση στην
εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στο διάδικο που νίκησε. δίως μπορεί να διαταχθεί
προσωρινή εκτέλεση
α) αν η απόφαση στηρίχθηκε σε αναγνώριση της απαίτησης ή σε δικαστική ομολογία ή σε
δημόσιο ή αναγνωρισμένο ιδιωτικό έγγραφο,
β) αν πρόκειται για διατροφή από οποιαδήποτε αιτία,
γ) αν πρόκειται για απαιτήσεις από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας,
δ) αν πρόκειται για αποζημίωση από άδικη πράξη,
ε) σε απαιτήσεις που πηγάζουν από τις σχέσεις που αναφέρουν τα άρθρα 663 ή 728,
στ) σε εμπορικές διαφορές,
ζ) σε διαφορές σχετικές με τη νομή,
η) σε απαιτήσεις από ανώνυμους τίτλους.
2. Αν πιθανολογείται ότι η εκτέλεση θα βλάψει ανεπανόρθωτα το διάδικο που νικήθηκε, το
δικαστήριο μπορεί να μην κηρύξει προσωρινά εκτελεστή την απόφαση.

909
Προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί
1) κατά του δημοσίου, των δήμων και των κοινοτήτων,
2) κατά οποιουδήποτε διαδίκου για τα δικαστικά έξοδα,
3) όταν κατά το ουσιαστικό δίκαιο για να επέλθουν οι έννομες συνέπειες της απόφασης απαιτείται
αυτή να γίνει τελεσίδικη ή αμετάκλητη,
4) στις διαφορές του άρθρου 618.
910
Το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να κηρύξει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή
1) σε απόδοση μισθίου,
2) σε καθυστέρηση μισθωμάτων,
3) σε απαίτηση από συναλλαγματική, γραμμάτιο εις διαταγήν ή τραπεζική επιταγή,
4) σε απαίτηση διατροφής από οποιαδήποτε αιτία και σε απαίτηση από καθυστερούμενους
μισθούς, και στις δύο περιπτώσεις μόνο για το χρόνο μετά την άσκηση της αγωγής και για τρεις
μήνες πριν από αυτήν.

911
Στις περιπτώσεις του άρθρου 908 το δικαστήριο μπορεί, αν το ζητήσει ο διάδικος που νικήθηκε,
να εξαρτήσει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης από την παροχή ανάλογης εγγύησης από το
διάδικο που νίκησε, η οποία ορίζεται με την ίδια απόφαση, αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι και
ιδίως αν η οικονομική κατάσταση του διαδίκου που νίκησε ή άλλοι λόγοι, δημιουργούν τον κίνδυνο
να μην είναι δυνατή η επαναφορά των πραγμάτων την προηγούμενη κατάσταση σε περίπτωση
που η απόφαση μεταρρυθμιστεί ή εξαφανιστεί. Το δικαστήριο μπορεί αντί για την εγγύηση να
διατάξει να κατατεθεί δημόσια το χρηματικό ποσό ή το πράγμα που θα ληφθεί με την εκτέλεση, αν
επιδέχεται κατάθεση, ώσπου να εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση.

912
1. Αν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή έφεση κατά της απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά
εκτελεστή σύμφωνα με το άρθρο 908 ή 910, μπορεί έως τη συζήτηση στο ακροατήριο της
ανακοπής ή της έφεσης να διαταχθεί, αν το ζητήσει ο διάδικος που νικήθηκε, να ανασταλεί ολικά ή
εν μέρει η εκτέλεση ώσπου να εκδοθεί η οριστική απόφαση, με τον όρο να δοθεί εγγύηση η οποία
ορίζεται από την απόφαση που διατάζει την αναστολή ή και χωρίς εγγύηση, εφόσον πιθανολογείται
η ευδοκίμηση της ανακοπής ή της έφεσης.
2. Την αναστολή της παρ. 1 διατάζει το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που
προσβάλλεται. Η αίτηση συζητείται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686επ. Κατά τη συζήτηση
καλείται υποχρεωτικά ο αντίδικος του αιτούντος.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως συμπληρώθηκε από την παρ. 8 του άρθ. 10 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993). - Η λέξη "συζήτηση" της πρώτης παραγράφου αντικατέστησε την "πρώτη συζήτηση" σύμφωνα με
το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2915/2001 και η αντικατάσταση αυτή ισχύει από 1.1.2002 σύμφωνα με το άρθρο 15 Ν.
2943/2001.

546
913
1. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή ή την έφεση μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, ύστερα
από αίτηση του διαδίκου η οποία υποβάλλεται μόνο με το δικόγραφο της ανακοπής ή της έφεσης ή
με τις προτάσεις, να κηρύξει στις περιπτώσεις των άρθρων 908 και 910 προσωρινά εκτελεστή την
απόφαση που προσβάλλεται, να διατάξει τα μέτρα που ορίζει το άρθρο 911, να αναστείλει την
εκτέλεση κατά το άρθρο 912 ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση κατά το ίδιο άρθρο. ι διατάξεις του
άρθρου 909 εφαρμόζονται και εδώ.
2. Το δικαστήριο μπορεί σε κάθε στάση της δίκης να ανακαλεί τις αποφάσεις της παρ. 1 ώσπου
να εκδοθεί η οριστική απόφαση, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, που
υποβάλλεται με τις προτάσεις και όχι αυτοτελώς και, όταν δεν κατατίθενται προτάσεις, και με
προφορική αίτηση που καταχωρίζεται στα πρακτικά.

914
Αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ' ουσίαν και απορρίψει, ολικά ή
εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που
προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάζει, αν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την
επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που
εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με τα δικόγραφα της ανακοπής ή της
έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που
κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται.

915
Αναγκαστική εκτέλεση που αφορά απαίτηση υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία δεν μπορεί να
γίνει πριν πληρωθεί η αίρεση ή περάσει η προθεσμία. Η πλήρωση της αίρεσης καθώς και η
πάροδος της προθεσμίας, εφόσον η λήξη της δεν βρίσκεται ημερολογιακά, πρέπει να
αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη. Όταν η απόφαση ορίζει
πως η εκτέλεση εξαρτάται από το αν θα συμβεί κάποιο γεγονός, το γεγονός αυτό πρέπει να
αποδεικνύεται με έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό που έχει αποδεικτική δύναμη.

916
Αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα
και η ποιότητα της παροχής.

917
Όταν αντικείμενο της παροχής είναι πράγματα αντικαταστατά και πρέπει για την αναγκαστική
εκτέλεση να οριστεί η αξία τους σε χρήμα, ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου της
παροχής γίνεται με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου, που δικάζει κατά τη διαδικασία των
άρθρων 670 έως 676. Αν η παροχή επιδικάστηκε με απόφαση του ειρηνοδικείου, ο προσδιορισμός
της αξίας γίνεται από αυτό κατά την ίδια διαδικασία.

918
1. Αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου που έχει
τον εκτελεστήριο τύπο (απόγραφο). εκτελεστήριος τύπος συνίσταται στην έκδοσή του στο όνομα
του Ελληνικού αού και στη διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα να εκτελέσουν τον τίτλο.
2. εκτελεστήριος τύπος δίνεται
α) σε αποφάσεις, διαταγές πληρωμής ή άλλες διαταγές ελληνικών δικαστηρίων, από το δικαστή
που εξέδωσε την απόφαση ή τη διαταγή, και αν πρόκειται για απόφαση πολυμελούς δικαστηρίου,
από τον πρόεδρο,
β) σε πρακτικά ελληνικών δικαστηρίων, από το δικαστή που δίκασε, και αν πρόκειται για
πολυμελές δικαστήριο από τον πρόεδρο,
γ) σε συμβολαιογραφικά έγγραφα, από το συμβολαιογράφο,
δ) σε διαιτητικές αποφάσεις, από το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου στη γραμματεία του
οποίου έχουν κατατεθεί,
ε) σε αλλοδαπούς τίτλους καθώς και στις αλλοδαπές διαιτητικές αποφάσεις, από το δικαστή του
μονομελούς πρωτοδικείου που τους κήρυξε εκτελεστούς.
3. να μόνο απόγραφο δίνεται στον καθένα από εκείνους που έχουν έννομο συμφέρον. λλο
απόγραφο μπορεί να δοθεί, αν χαθεί εκείνο που δόθηκε ή για άλλο σοβαρό λόγο.
4. Απόγραφο δεν δίνεται, αν δεν μπορεί να γίνει εκτέλεση σύμφωνα με τα άρθρα 915 έως 917.

547
5. Αν ο αρμόδιος για την έκδοση απογράφου αρνηθεί να το δώσει, η έκδοση μπορεί να ζητηθεί
από το μονομελές πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο αρμόδιος για την έκδοση του
απογράφου, με την εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 686 επ.
6. υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει να χορηγεί στον επισπεύδοντα επίσημα αντίγραφα
του δικαιογράφου που εκτελείται και των επιδοτηρίων της επιταγής, με τα οποία μπορεί αυτός να
ενεργήσει νέα εκτέλεση κατά του οφειλέτη και κατά κάθε άλλου υποχρέου, με κατάσχεση άλλης
περιουσίας ή με προσωπική κράτηση, αν έχει απαγγελθεί.

919
Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται
1) όταν πρόκειται για δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις, υπέρ και κατά των προσώπων έναντι
των οποίων ισχύει δεδικασμένο και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του
επίδικου πράγματος κατά τη διάρκεια της δίκης ή μετά το τέλος της,
2) όταν πρόκειται για όλους τους άλλους εκτελεστούς τίτλους, υπέρ των δικαιούχων και κατά των
υποχρέων που αναφέρονται σ' αυτούς, υπέρ και κατά των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα
325 έως 327, καθώς και κατά των προσώπων που απέκτησαν τη νομή ή κατοχή του πράγματος
μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή την έκδοση του τίτλου.

920
ε βάση τον εκτελεστό τίτλο κατά της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας μπορεί να γίνει
αναγκαστική εκτέλεση και κατά των ομόρρυθμων εταίρων.

921
1. Η αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε κατά του οφειλέτη συνεχίζεται μετά το θάνατό του αφότου
ο κληρονόμος αποδεχτεί την κληρονομία η αφότου περάσει η προθεσμία για την αποποίηση ή
αφότου διοριστεί κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας.
2. Όσο ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία δεν μπορεί να γίνει
αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί απαίτηση κατά της κληρονομίας, εκτός αν έχει διοριστεί
κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας.
3. Αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθούν απαιτήσεις κατά οφειλέτη που έγινε κληρονόμος
δεν μπορεί να γίνει κατά της κληρονομίας, πριν αυτός την αποδεχτεί ή πριν περάσει η προθεσμία
για να την αποποιηθεί.
4. Όταν σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ο οφειλέτης έχει υποχρέωση παροχής, με τον όρο ότι ο
δανειστής θα εκπληρώσει ταυτόχρονα την αντιπαροχή που τον βαρύνει, η αναγκαστική εκτέλεση
δεν μπορεί να προχωρήσει πριν γίνει η προσφορά της αντιπαροχής στον οφειλέτη, εκτός αν
αποδεικνύεται με έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό που έχει αποδεικτική δύναμη ότι εκπληρώθηκε ήδη η
αντιπαροχή ή ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε υπερημερία αποδοχής.

922
Όποιος έχει δικαίωμα να ενεργήσει αναγκαστική εκτέλεση μπορεί, όταν πρόκειται να την
ενεργήσει, να ζητήσει την παροχή κληρονομητηρίου για το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου θα
στραφεί η εκτέλεση.

923
Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια
του πουργού της Δικαιοσύνης.

924
Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου
στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση και στην περίπτωση του
άρθρου 915 και αντιγράφου του αποδεικτικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο αυτό. Η
επιταγή γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου και πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την
απαίτηση. Όποιος επισπεύδει, αν δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της
εκτέλεσης, έχει υποχρέωση να διορίσει, με την επιταγή ή με αυτοτελές δικόγραφο που κοινοποιείται
σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, αντίκλητο που κατοικεί στην περιφέρεια του
ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης. Αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που
υπέγραψε την επιταγή. Στον αντίκλητο μπορούν να γίνουν όλες οι επιδόσεις και οι προσφορές που
αφορούν την εκτέλεση.

548
925
1. καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την
αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η
επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν.
2. Όταν η αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε πρόκειται να συνεχιστεί κατά κληρονόμου ή
κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας, απαιτείται να τους επιδοθεί προηγουμένως η επιταγή.

926
1. ετά την επίδοση της επιταγής δεν μπορεί, με ποινή ακυρότητας, να γίνει άλλη πράξη
εκτέλεσης πριν περάσουν τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την επίδοση. Η προθεσμία αυτή πρέπει
να τηρείται και όταν η αναγκαστική εκτέλεση συνεχίζεται κατά του κληρονόμου ή του κηδεμόνα
σχολάζουσας κληρονομίας.
2. Όταν περάσει έτος από την επίδοση της επιταγής, δεν μπορεί να γίνει καμμιά άλλη πράξη
εκτέλεσης που να βασίζεται επάνω σ' αυτήν.

Σχόλια: - Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθ. 10 του ν.
2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993). - Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 Ν. 3068/2002 επιτρέπεται
αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ μετά την παρέλευση εξήντα ημερών από την επίδοση της
απόφασης στον Υπουργό που είναι αρμόδιος για την πληρωμή ή στον εκπρόσωπο του ΝΠΔΔ.

927
Η αναγκαστική εκτέλεση γίνεται με επιμέλεια εκείνου που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο
οποίος δίνει, επάνω στο απόγραφο, τη σχετική εντολή σε ορισμένο δικαστικό επιμελητή και ορίζει
τον τρόπο και αν είναι δυνατό και τα αντικείμενα επάνω στα οποία θα γίνει η εκτέλεση. Αν πρόκειται
για κατάσχεση, ορίζει ως υπάλληλο του πλειστηριασμού ένα συμβολαιογράφο της περιφέρειας του
τόπου όπου θα γίνει η κατάσχεση. Η εντολή πρέπει να χρονολογείται και να υπογράφεται από το
δικαιούχο ή τον πληρεξούσιό του. Η εντολή δίνει την εξουσία να ενεργηθούν όλες οι πράξεις της
εκτέλεσης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σ' αυτήν.

928
δικαστικός επιμελητής στον οποίο παραδόθηκε το απόγραφο με εντολή να ενεργήσει την
εκτέλεση, έχει την εξουσία να δέχεται καταβολή και να δίνει γραπτή εξοφλητική απόδειξη,
παραδίνοντας συνάμα και το απόγραφο, αν η παροχή εκπληρώθηκε εντελώς. πορεί να δεχτεί και
μερική καταβολή για την οποία δίνει απόδειξη και την αναφέρει επάνω στο απόγραφο. Η μερική
καταβολή δεν εμποδίζει την πρόοδο της εκτέλεσης.

929
1. δικαστικός επιμελητής έχει την εξουσία, εφόσον το απαιτεί ο σκοπός της αναγκαστικής
εκτέλεσης, να εισέρχεται στην κατοικία ή και σε κάθε άλλο χώρο που βρίσκεται στην κατοχή εκείνου
κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, να ανοίγει τις πόρτες και να κάνει έρευνες, καθώς και να
ανοίγει κλειστά έπιπλα, σκεύη ή δοχεία.
2. δικαστικός επιμελητής μπορεί να ζητεί τη βοήθεια της αρχής που είναι αρμόδια για την
τήρηση της τάξης, η οποία οφείλει να παρέχει τη συνδρομή της.
"3. Κατά τη νύχτα, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις ημέρες τις κατά νόμο εξαιρετέες δεν μπορεί να
γίνει πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός αν ο ειρηνοδίκης του τόπου της εκτέλεσης δώσει τη
σχετική άδεια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.."

Σχόλια: Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 13 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α'
192/21.08.2002).

930
1. Αν κατά την αναγκαστική εκτέλεση προβληθεί αντίσταση, ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να
χρησιμοποιήσει βία για να αποκρούσει την αντίσταση, καλώντας συνάμα γι' αυτό την αρχή που
είναι αρμόδια για την τήρηση της τάξης.
2. Αν προβάλλεται ή απειλείται αντίσταση ή αν στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει πράξη
εκτέλεσης δεν βρίσκεται εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή πρόσωπο ενήλικο, από
εκείνα που αναφέρονται στα άρθρα 128 παρ. 1 και 129 παρ. 1, ο δικαστικός επιμελητής
προσλαμβάνει δύο ενήλικους μάρτυρες ή δεύτερο δικαστικό επιμελητή.

549
931
1. δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση για κάθε πράξη της εκτελεστικής διαδικασίας. "Αν η
αναγκαστική εκτέλεση δεν πραγματώθηκε, ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει σχετική έκθεση στην
οποία αναφέρει και τους λόγους".
2. ια κάθε αξιόποινη πράξη που γίνεται κατά την αναγκαστική εκτέλεση ο δικαστικός επιμελητής
οφείλει να συντάξει έκθεση και να την υποβάλει στον αρμόδιο εισαγγελέα.

Σχόλια: Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 προστέθηκε με το άρθρο 4 παράγρ. 1, του Ν. 2298/1995
(ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995.

932
Τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση
και προκαταβάλλονται από εκείνον που την επισπεύδει.

933
1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει
έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της
αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή που εισάγεται στο
ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση είναι απόφαση του
ειρηνοδικείου, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση.
2. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά
την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς
αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584.
3. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση
που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα με το άρθρο 330.
4. ι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως,
αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Στην περίπτωση αυτή δεν
εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 και 3.

Σχόλια: Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 προστέθηκε με το άρθρο 10 παράγρ. 4, Ν. 2145/1993.

934
1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή
α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, μέσα σε
δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης,
β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την
επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα, ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης
εκτέλεσης,
γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η
πράξη αυτή ενεργηθεί, και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων,
μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για
κινητά, και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν
πρόκειται για ακίνητα.
2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, πρώτη μετά την
επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης για την κατάσχεση και τελευταία η σύνταξη
έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης.
3. Η παράλειψη επιβολής της κατάσχεσης μπορεί να προβληθεί ώσπου να περάσει η προθεσμία
της παρ. 1 εδάφιο β.

Σχόλια: Το εδάφιο γ της παρ. 1, όπως είχε τροποποιηθεί από την παρ. 5 του άρθ. 10 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ
Α 88/28.5.1993), τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3, παράγρ. 27, Ν. 2207/1994.

935
όγοι ανακοπής που είναι ήδη γεννημένοι και μπορούν να προταθούν στη δίκη της ανακοπής
σύμφωνα με το άρθρο 933, είναι απαράδεκτοι, όταν προταθούν σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη
δίκη όπου ανακύπτει ζήτημα κύρους της εκτέλεσης.

550
936
1. Τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, αν προσβάλλεται
δικαίωμά του επάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά
του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση και ιδίως
α) δικαίωμα εμπράγματο που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου
στρέφεται η εκτέλεση,
β) απαγόρευση διάθεσης που έχει ταχθεί υπέρ αυτού και συνεπάγεται σύμφωνα με το νόμο την
ακυρότητα της διάθεσης. χει επίσης δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή και ο νομέας, εκτός αν εκείνος
υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση αποδείξει πως εκείνος κατά του οποίου στρέφεται έχει επάνω
στο αντικείμενο που έχει κατασχεθεί εμπράγματο δικαίωμα επικρατέστερο από τη νομή. Η ανακοπή
εισάγεται στο καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση.
2. Η ανακοπή πρέπει να απευθύνεται κατά του δανειστή και του οφειλέτη και αν πρόκειται για
ακίνητο εγγράφεται στο βιβλίο διεκδικήσεων κατά το άρθρο 220.
"3. Τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ' ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που
διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, δεν μπορεί να
αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη ούτε κατά του
υπερθεματιστή και των διαδόχων του".

Σχόλια: Η παράγραφος 3 προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από
04.04.1995, ως προς το ατέλεστο μέρος της διαδικασίας, σύμφωνα με την παρ. 37 άρθρου 4 άνω νόμου.

937
1. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση
1) έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δανειστής εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση,
2) δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε και στο δευτεροβάθμιο
δικαστήριο,
3) η προθεσμία και η άσκηση ένδικων μέσων δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης.
2. Στις δίκες αυτές η προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 564 είναι εξήντα (60) ημέρες. Η
δικάσιμος για τη συζήτηση της αναίρεσης δεν μπορεί να ορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του
άρθρου 568, σε χρόνο που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες. ι προθεσμίες της παραγράφου 4 του
άρθρου 568 είναι τουλάχιστον εξήντα (60) ημέρες σε κάθε περίπτωση. Αναβολή της συζήτησης,
σύμφωνα με το άρθρο 575, δεν μπορεί να είναι κάθε φορά μεγαλύτερη από σαράντα πέντε (45)
ημέρες.

Σχόλια: Η παράγραφος 2 ισχύει όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10, παράγρ. 6, Ν. 2145/1993 και άρθρο
32 παράγρ. 5 του ν. 2172/1993.

938
1. ε αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με
εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν ο δικαστής κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα
προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής.
Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση.
2. Αρμόδιος να διατάξει όσα ορίζει η παρ. 1 είναι ο δικαστής στον οποίο εκκρεμεί η ανακοπή και
αν πρόκειται για πολυμελές πρωτοδικείο, ο πρόεδρος, οι οποίοι μπορούν να εμποδίσουν με
σημείωμά τους την εκτέλεση, ώσπου να εκδοθεί η απόφαση για την αίτηση αναστολής.
"3. ι κατά την παρ. 1 αιτήσεις ασκούνται και δικάζονται κατά τα άρθρα 686 επ. Η αίτηση με την
οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε
(5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται
έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού"
"4. Η αναστολή της παρ. 1 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο ώσπου να εκδοθεί η
οριστική απόφαση για την ανακοπή και με τον όρο να συζητηθεί η ανακοπή μέσα σε προθεσμία
που θα καθορίσει το Δικαστήριο. Όταν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη ή σε περίπτωση που
απορριφθεί η αίτηση που υποβλήθηκε ή αν δεν υποβλήθηκε αίτηση, η αναστολή κατά την παρ. 1 ή
η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο κατά τη συζήτηση της ανακοπής".

Σχόλια: - Η παράγραφος 4 ισχύει όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παράγρ. 2, Ν. 254/1995. - Η


παράγραφος 5 που είχε τεθεί με το άρθρο 10 παράγρ. 7 του Ν. 2145/1993 καταργήθηκε με το άρθρο 3 παράγρ.
28, Ν. 2207/1994. - Η παράγραφος 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4, παράγρ. 3 του Ν. 2298/1995
(ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και παρ. 37 άρθρου 4 άνω νόμου - Η παρ. 4
αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997(ΦΕΚ Α 67) της οποίας παρ η ισχύς αρχίζει από
551
6.5. 1997. -Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 7 του άρθ. 10 του ν.
2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993). Η 5ήμερη προθεσμία της παρ. 3 τέθηκε από το άρθρο 19 παρ. 3, Ν.
2331/1995 με έναρξη ισχύος 24.8.1995.

939
1. H απόφαση που διατάζει να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση ή απόσπασμά της
γνωστοποιείται στα εκτελεστικά όργανα με επιμέλεια των διαδίκων ή της γραμματείας του
δικαστηρίου. Σε επείγουσες περιπτώσεις η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει από το δικαστήριο με
υπηρεσιακό τηλεγράφημα ή και προφορικά, αφού το όργανο της εκτέλεσης κληθεί να παρουσιαστεί
στο δικαστήριο για να του γίνει η γνωστοποίηση και αυτό βεβαιωθεί με απλή σημείωση επάνω στην
απόφαση της αναστολής.
2. Αφότου γίνει η γνωστοποίηση της παρ. 1 απαγορεύεται να ενεργηθεί οποιαδήποτε πράξη της
αναγκαστικής εκτέλεσης, εκτός από εκείνες που έχει ειδικά επιτρέψει η απόφαση της αναστολής,
και δεν τρέχουν οι προθεσμίες οι ορισμένες για την ενέργεια των απαγορευμένων πράξεων ενώ
εκείνες που άρχισαν διακόπτονται.
3. Η εκτέλεση συνεχίζεται αφότου γνωστοποιηθεί η παύση της αναστολής που γίνεται με τους
τρόπους της παρ. 1.

940
1. Αν εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί απόφαση που είχε κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και
εκτελέστηκε, εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα, εκτός από την
επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει
από εκείνον που επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προξενήθηκαν από την
εκτέλεση, μόνο αν αυτός ήξερε ή αγνοούσε από βαριά του αμέλεια, ότι το δικαίωμα δεν υπήρχε.
2. Αν εξαφανιστεί ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου τελεσίδικη απόφαση που εκτελέστηκε,
εκείνος κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση έχει δικαίωμα, εκτός από την επαναφορά των
πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 914, να ζητήσει από εκείνον που
επέσπευσε την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προήλθαν από την εκτέλεση, μόνο αν
αυτός είχε δόλο ως προς τη μη ύπαρξη του δικαιώματος.
3. Αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση
έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τις ζημίες που επήλθαν
από την εκτέλεση, αν συντρέχουν οι προ ποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του Αστικού Κώδικα.

940 Α
Στο χρονικό διάστημα από 1 μέχρι 31 Αυγούστου δεν επιτρέπεται η διενέργεια οποιασδήποτε
πράξης εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης και της επιταγής προς εκτέλεση. Το προηγούμενο
εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη.

Σχόλια: Το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 10 παράγρ. 9 του Ν. 2145/1993.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Μ

941
1. Αν υπάρχει υποχρέωση να παραδοθεί ή να αποδοθεί ορισμένο κινητό πράγμα ή ποσότητα
από ορισμένα κινητά πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής αφαιρεί από εκείνον κατά του οποίου
στρέφεται η εκτέλεση το πράγμα ή την ποσότητα των πραγμάτων που οφείλεται και τα παραδίδει
σε εκείνον προς όφελος του οποίου γίνεται η εκτέλεση.
2. Αν το πράγμα που οφείλεται δεν βρέθηκε, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση
υποχρεώνεται, κατά τη διαδικασία των άρθρων 861 έως 866, να δώσει βεβαιωτικό όρκο ότι δεν
κατέχει το πράγμα και δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Το δικαστήριο μπορεί κατά τις περιστάσεις να
ορίσει και διαφορετικά το περιεχόμενο του όρκου. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το ειρηνοδικείο της
περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης ή της κατοικίας εκείνου κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση
και, αν δεν έχει κατοικία, της διαμονής του.

942
Αν υπάρχει υποχρέωση παροχής ορισμένης ποσότητας πραγμάτων αντικαταστατών ή
ανώνυμων χρεογράφων, ο δικαστικός επιμελητής, αν βρει στον οφειλέτη τέτοια πράγματα, αφαιρεί

552
από αυτά την ποσότητα που οφείλεται και τα παραδίδει σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η
εκτέλεση. Αν αυτό δεν κατορθωθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 917.

943
1. Αν υπάρχει υποχρέωση να παραδοθεί ή να αποδοθεί ακίνητο, ο δικαστικός επιμελητής
αποβάλλει εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και εγκαθιστά εκείνον υπέρ του οποίου
γίνεται η εκτέλεση.
2. Τα κινητά πράγματα που βρίσκονται στο ακίνητο και δεν είναι αντικείμενο της εκτέλεσης ο
δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει με απόδειξη σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Αν
αυτός απουσιάζει ή αρνείται να τα παραλάβει, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει είτε σε
πρόσωπο που ανήκει στην οικογένεια εκείνου κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση είτε σε πρόσωπο
που έχει εξουσία να τα παραλάβει.
3. Αν δεν υπάρχουν τα πρόσωπα της παρ. 2 ή αν αρνούνται να παραλάβουν τα κινητά
πράγματα, ο δικαστικός επιμελητής τα παραδίδει σε μεσεγγυούχο τον οποίο διορίζει ο ίδιος και,
ύστερα από άδεια του ειρηνοδίκη της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης που δικάζει κατά τις
διατάξεις των άρθρων 686 επ., πλειστηριάζει τα κινητά πράγματα. ειρηνοδίκης που δίνει την
άδεια ορίζει συνάμα τον τόπο, τον υπάλληλο, την ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού.
πλειστηριασμός δεν μπορεί να οριστεί πριν περάσουν δέκα ημέρες αφότου προσκληθεί εγγράφως
εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση να παραλάβει τα πράγματα. Τρεις ημέρες πριν από
την ημέρα του πλειστηριασμού γίνεται δημόσια κήρυξη στον τόπο του πλειστηριασμού και
τηρούνται συνάμα οι διατάξεις του άρθρου 963. Το πλειστηρίασμα κατατίθεται δημόσια, αφού
αφαιρεθούν τα έξοδα.
4. Αν εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση δεν ήταν παρών, η έκθεση της εκτέλεσης του
κοινοποιείται μέσα σε τριάντα ημέρες.

Σχόλια: Βλέπε και παρ. 3 άρθρου 31 ν. 2538/1997 (ΦΕΚ Α' 242), για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου
στην αναγκαστική εκτέλεση υπέρ της υπό εκκαθάριση επιχείρησης ή του πλειοδότη του ενεργητικού της
επιχείρησης και εναντίον των μισθωτών αυτής, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί δικαίωμά του από αυτούς ή
κατέχει, νέμεται ή χρησιμοποιεί με οποιαδήποτε έννομη σχέση τα ακίνητα, μηχανήματα και λοιπές εγκαταστάσεις
της επιχείρησης, που είναι τίτλοι εκτελεστοί.

944
ι διατάξεις του άρθρου 943 εφαρμόζονται και στα πλοία και τα αεροσκάφη. Η έκθεση της
εκτέλεσης κοινοποιείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο λιμενάρχη του λιμανιού όπου είναι
λιμενισμένο το πλοίο ή στο διοικητή του αερολιμένα.

945
1. Αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να ενεργήσει πράξη που μπορεί να γίνει
και από τρίτο πρόσωπο, ο δανειστής έχει δικαίωμα να επιχειρήσει την πράξη με δαπάνη του
οφειλέτη.
2. Το δικαστήριο, καταδικάζοντας τον οφειλέτη στην πράξη της παρ. 1, μπορεί, αν το ζητήσει ο
δανειστής, να τον καταδικάσει ταυτόχρονα να προκαταβάλει το ποσό της δαπάνης για να
επιχειρηθεί η πράξη από το δανειστή, υπό τον όρο ότι ο οφειλέτης δεν θα εκπληρώσει την
υποχρέωσή του να ενεργήσει την πράξη. Το δικαίωμα του δανειστή να απαιτήσει ποσό μεγαλύτερο
από εκείνο που επιδικάστηκε, αν η δαπάνη για να επιχειρηθεί η πράξη ήταν μεγαλύτερη, δεν
επηρεάζεται.

946
1. Αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να
γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του
οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την
εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή "έως πέντε χιλιάδες εννιακόσια ευρώ"
(5.900) υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος.
2. ι διατάξεις της παρ. 1 δεν εφαρμόζονται όταν η πράξη συνίσταται στην αποκατάσταση της
έγγαμης συμβίωσης ή εξαρτάται από την ύπαρξη στο πρόσωπο του υποχρέου ιδιαίτερων
προ ποθέσεων για να ασκήσει τις τεχνικές, καλλιτεχνικές ή επιστημονικές ικανότητές του και η
άρνησή του δεν οφείλεται σε δυστροπία του.

553
Σχόλια: Το ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής της παρ. 1 του παρόντος άρθρου αυξήθηκε σε 2.000.000
από την παρ. 5 άρθρου 4 Ν. 2298/1995. - Η μετατροπή σε Ευρώ έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 3-5 του
ν.2943/2001

947
1. Όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, το δικαστήριο, για την
περίπτωση που παραβεί την υποχρέωσή του, απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή "έως
πέντε χιλιάδες εννιακόσια ευρώ (5.900)" υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση έως ένα έτος.
Αν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κράτησης δεν περιέχεται στην απόφαση
που καταδικάζει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, απαγγέλλεται από το μονομελές
πρωτοδικείο. Το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να βεβαιώσει την παράβαση και να καταδικάσει στη
χρηματική ποινή και στην προσωπική κράτηση. Στην τελευταία περίπτωση, δικάζει κατά τη
διαδικασία των άρθρων 670 έως 676.
2. Αν το ζητήσει ο δανειστής, το δικαστήριο μπορεί, εκτός από την απειλή της χρηματικής ποινής
και της προσωπικής κράτησης, να επιβάλει στον οφειλέτη να δώσει και εγγύηση για την παράλειψη
ή την ανοχή της πράξης.
3. Αν ο οφειλέτης που έχει υποχρέωση να ανεχθεί πράξη προβάλει αντίσταση, ο δικαστικός
επιμελητής παραμερίζει κάθε εμπόδιο και ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 930.

Σχόλια: Το ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής της παρ. 1 του παρόντος αυξάνεται 2.000.000 από την παρ.
5 άρθρου 4 Ν. 2298/1995. - Η μετατροπή σε Ευρώ έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 3-5 του ν.2943/2001.

948
ι διατάξεις των άρθρων 941 έως 947 δεν θίγουν το δικαίωμα του δανειστή να απαιτήσει την
αποζημίωση που προβλέπουν οι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.

949
Όταν κάποιος καταδικάζεται σε δήλωση βούλησης, η δήλωση αυτή θεωρείται ότι έγινε μόλις η
απόφαση γίνει τελεσίδικη. Αν η καταδίκη σε δήλωση βούλησης εξαρτήθηκε από αντιπαροχή, η
δήλωση βούλησης θεωρείται ότι έγινε από τη στιγμή που εκπληρώθηκε η αντιπαροχή ή επήλθε
υπερημερία αποδοχής της.

950
"1. ε την απόφαση που διατάζεται η απόδοση ή παράδοση τέκνου καταδικάζεται ο γονέας που
έχει το τέκνο να εκτελέσει αυτή την πράξη και με την ίδια απόφαση, για την περίπτωση που δεν την
εκτελέσει, απαγγέλλεται αυτεπαγγέλτως χρηματική ποινή "έως πέντε χιλιάδες εννιακόσια ευρώ
(5.900)" υπέρ του αιτούντος την απόδοση ή παράδοση ή σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος ή
και στις δύο ποινές. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 861 έως 866."
2. Αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, η
απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία μπορεί να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική
κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 947.

Σχόλια: - Η εντός " " παρ. 1 του παρόντος άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 45 του Ν.
2447/1996 (ΦΕΚ Α' 278/30.12.1996, τίθεται όπως αντικαταστάθηκε και πάλι με το άρθρο 27 του ν. 2721/99 (Α'
112), ισχύει δε, από 3.6.1999. - Η μετατροπή σε Ευρώ έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 3-5 του ν.2943/2001.

951
1. Η αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση γίνεται με κατάσχεση
περιουσίας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ή με αναγκαστική διαχείριση ή με
προσωπική κράτηση. Όταν πρόκειται για ένωση προσώπων του άρθρου 62 παρ. 2, η αναγκαστική
εκτέλεση γίνεται στην κοινή περιουσία τους.
2. Η κατάσχεση δεν επιτρέπεται να επεκταθεί σε περισσότερα από όσα χρειάζονται για να
ικανοποιηθεί η απαίτηση και για να καλυφθούν τα έξοδα της εκτέλεσης.

952
Αν με την κατάσχεση που έχει επιβληθεί δεν ικανοποιείται ή αν πιθανολογείται ότι με την
κατάσχεση δεν μπορεί να ικανοποιηθεί εντελώς η απαίτηση του δανειστή, μπορεί με αίτηση του
δανειστή να υποχρεωθεί ο οφειλέτης, κατά τη διαδικασία των άρθρων 861 έως 866, να υποβάλει
κατάλογο των περιουσιακών του στοιχείων, δίνοντας συνάμα βεβαιωτικό όρκο ότι ο κατάλογος τα

554
περιέχει όλα, ότι δεν παραλείπει κανένα από αυτά και ότι έκανε κάθε προσπάθεια για να
εξακριβώσει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

953
1. Κατάσχεση μπορεί να γίνει στα κινητά πράγματα που βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη.
2. Oι διατάξεις για την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη εφαρμόζονται και
α) όταν κινητά πράγματα του οφειλέτη βρίσκονται στα χέρια του δανειστή ή τρίτου πρόθυμου να
τα αποδώσει,
β) όταν κατάσχεται εμπράγματο δικαίωμα του οφειλέτη επάνω σε ξένο κινητό πράγμα,
"γ) όταν πρόκειται για κινητά πράγματα που είχαν μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο,
εφόσον η κατάσχεση επιβάλλεται από δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης ως
καταδολιευτικής κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα."
3. Εξαιρούνται από την κατάσχεση
α) τα πράγματα της προσωπικής χρήσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του και ιδίως ρούχα,
κλινοστρώματα, έπιπλα εφόσον τα πράγματα αυτά είναι απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες
της διαβίωσής τους,
β) τρόφιμα και καύσιμη ύλη, απαραίτητα στον οφειλέτη και την οικογένειά του για τρεις μήνες,
γ) τα παράσημα και τα αναμνηστικά αντικείμενα, τα χειρόγραφα, οι επιστολές, τα οικογενειακά
έγγραφα και τα επαγγελματικά βιβλία,
δ) βιβλία, μουσικά όργανα, εργαλεία τέχνης που προορίζονται για την επιστημονική ή
καλλιτεχνική και γενικότερα την πνευματική μόρφωση και ανάπτυξη του οφειλέτη ή της οικογένειάς
του.
4. Εκτός από τα περιουσιακά στοιχεία της παρ. 3, εξαιρούνται από την κατάσχεση, προκειμένου
για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν,
τα εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία ή άλλα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εργασία τους και
εκτός από αυτά
α) προκειμένου για πρόσωπα που ζουν από γεωργική εργασία, και δύο ζώα για το άροτρο, ένα
υποζύγιο, μία δαμάλα, έξι πρόβατα, έξι γίδες, ο σπόρος που χρειάζεται ως την ερχόμενη συγκομιδή
και η τροφή αυτών των ζώων για τρεις μήνες,
β) προκειμένου για πρόσωπα που ζουν από την κτηνοτροφία, και δώδεκα μεγάλα ζώα ή
εικοσιτέσσερα μικρά ζώα, και η τροφή τους για τρεις μήνες,
γ) για πρόσωπα που ζουν από την πτηνοτροφία, και εκατόν πενήντα πτηνά και η τροφή τους για
τρεις μήνες.
5. Η κατάσχεση καρπών δεν μπορεί να γίνει πριν από ένα μήνα από τη συνηθισμένη εποχή που
ωριμάζουν. ι μεταξοσκώληκες δεν μπορούν να κατασχεθούν πριν γίνουν τέλεια κουκούλια.
6. Αν τα κατασχεμένα πράγματα είναι ασφαλισμένα η κατάσχεση ισχύει και για την αποζημίωση
που οφείλεται από την ασφάλιση.

Σχόλια: Τα γ' εδάφιο της παραγράφου 2 προστέθηκε με το άρθρο 4 παράγρ. 6, Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και
ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 Ν. 2298/1995. - Σύμφωνα με την παρ. 10 εδ. α'
του άρθρου 10 ν. 2801/2000 (ΦΕΚ Α' 46), σε περίπτωση αναγκαστικής κατασχέσεως από 03 Μαρτίου 2000 και
πλειστηριασμού αυτοκινήτου ΔΧ κάθε κατηγορίας το αυτοκίνητο με την άδεια μαζί κυκλοφορίας σαν δημοσίας
χρήσεως μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή αυτού ο οποίος εντός έξι (6) μηνών υποχρεούται να εκδώσει άδεια
κυκλοφορίας στο όνομά του. Στην περίπτωση δε που δεν δικαιούται να εκδόσει την άδεια αυτή, υποχρεούται
μέσα στην ίδια προθεσμία να μεταβιβάσει το αυτοκίνητο με την άδεια του σαν ΔΧ σε πρόσωπο που έχει τις
προϋποθέσεις αποκτήσεως αυτού. Βλέπε σχετικά και το εδάφιο β της άνω παρ. 10 άρθρου 10 άνω νόμου.

954
1. Η κατάσχεση γίνεται με την αφαίρεση του πράγματος από το δικαστικό επιμελητή και
συντάσσεται σχετική έκθεση μπροστά σε ενήλικο μάρτυρα. Το κατασχεμένο το εκτιμά ο δικαστικός
επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας που ο επιμελητής προσλαμβάνει κατά την κρίση του γι' αυτό το
σκοπό.
2. Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα ουσιώδη που απαιτούνται από το
άρθρο 117 και
α) ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την
ταυτότητα του,

555
β) αναφορά της εκτίμησης του κατασχεμένου που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο
πραγματογνώμονας,
"γ) Τιμή πρώτης προσφοράς που πρέπει να είναι τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας, στην οποία
εκτιμήθηκε το κατασχεμένο",
δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, της επιταγής που επιδόθηκε
στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση,
ε) αναφορά της ημέρας και του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του
υπαλλήλου του πλειστηριασμού. "Στην έκθεση αναφέρονται επίσης οι όροι που τυχόν έθεσε,
σχετικά με τον πλειστηριασμό, ο υπέρ ου η εκτέλεση με την κατά το άρθρο 927 εντολή".
3. Την κατασχετήρια έκθεση υπογράφουν ο δικαστικός επιμελητής και ο μάρτυρας και αν είναι
παρόντες εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση την
υπογράφουν και αυτοί. Αν κάποιος από αυτούς αρνηθεί να υπογράψει, η άρνησή του αναφέρεται
στην έκθεση.
4. στερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθ' ου η εκτέλεση η οποιουδήποτε άλλου έχει
έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των
άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του
κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς. πορεί επίσης να επιβάλει
πρόσθετα μέτρα δημοσιότητας πέρα από αυτά που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου
960. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν
από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει, κατά το δυνατόν, να δημοσιεύεται έως τις
12.00 το μεσημέρι της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας. Αν η ανακοπή γίνει δεκτή,
εφόσον ο υπολειπόμενος χρόνος δεν επαρκεί για την τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας,
ορίζεται με την απόφαση νέα ημέρα πλειστηριασμού. Η απόφαση αυτή κατατίθεται στον υπάλληλο
του πλειστηριασμού και, αφού η σχετική διόρθωση γίνει και στην περίληψη της κατασχετήριας
έκθεσης, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2".

Σχόλια: - Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 7α και η παρ. 4 τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 7β του άρθρου 4 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995.
Βλέπε σχετικά για την έναρξη ισχύος την παρ. 37 άρθρου 4 Ν. 2298/1995. - Η περ. γ της παρ. 2 τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

955
1. "Αντίγραφο ή περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο
του υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, τον εκτελεστό τίτλο, συνοπτική περιγραφή των πραγμάτων
που κατασχέθηκαν, την εκτίμηση της αξίας τους, την τιμή πρώτης προσφοράς, την ημέρα, την ώρα
και τον τόπο του πλειστηριασμού και το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τους
όρους του πλειστηριασμού που έχουν τυχόν τεθεί από τον υπέρ ου η εκτέλεση με την κατά το
άρθρο 927 εντολή, επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ' ου η εκτέλεση, αν είναι
παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής
συντάσσει έκθεση για την άρνησή του". Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του
αντιγράφου ή της περίληψης, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η
κατάσχεση, αν εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια
του δήμου ή της κοινότητας όπου έγινε η κατάσχεση, αλλιώς μέσα σε οκτώ ημέρες από την
κατάσχεση. έσα στην ίδια οκταήμερη προθεσμία αντίγραφο της έκθεσης επιδίδεται στον
ειρηνοδίκη του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται
ακυρότητα. ειρηνοδίκης οφείλει να καταχωρίσει περίληψη της έκθεσης σε ειδικό βιβλίο με
αλφαβητικό ευρετήριο εκείνων κατά των οποίων γίνεται κατάσχεση.
2. δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε δέκα ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης, να
καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο με το επιδοτήριο της επιταγής,
την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις της επίδοσής της στον οφειλέτη και στον ειρηνοδίκη και,
στην περίπτωση του άρθρου 956 παρ. 3, και το γραμμάτιο της δημόσιας κατάθεσης, συντάσσοντας
έκθεση για όλα αυτά.

Σχόλια: - Το πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4, παράγρ. 8
του Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. - Σχετικές και η παρ. 37 άρθρο 4 του άνω νόμου για
την έναρξη ισχύος του. - Σύμφωνα με τη παρ. 5 άρθρου 8 Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α 220) σε περίπτωση
πλειστηριασμού πραγμάτων ενεχυρασμένων κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η περίληψη της
κατασχετήριας έκθεσης και η ειδοποίηση για τον πλειστηριασμό κοινοποιούνται και στον ενεχυρούχο δανειστή
μέσα στην προθεσμία που τάσσεται για τον οφειλέτη. Η παράλειψη επιφέρει ακυρότητα του πλειστηριασμού.

556
956
1. δικαστικός επιμελητής παραδίδει τα κατασχεμένα πράγματα για φύλαξη σε μεσεγγυούχο.
εσεγγυούχος μπορεί να οριστεί εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, αν συναινεί εκείνος
κατά του οποίου στρέφεται ή και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται, αν συναινεί εκείνος υπέρ του
οποίου γίνεται η εκτέλεση.
2. Αν κατασχέθηκαν πράγματα που η μεταφορά τους είναι δύσκολη ή μπορεί να τα βλάψει, ο
δικαστικός επιμελητής τα αφήνει στον τόπο όπου έγινε η κατάσχεση.
"3. Αν κατασχέθηκαν χρήματα ή άλλα πράγματα δεκτικά κατά το νόμο κατάθεσης, ο δικαστικός
επιμελητής τα καταθέτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 965 παρ. 4".
4. μεσεγγυούχος φυλάει τα κατασχεμένα πράγματα και δεν έχει εξουσία να τα χρησιμοποιεί. Αν
η φύση του κατασχεμένου το επιβάλλει, ο μεσεγγυούχος, μετά από άδεια του ειρηνοδικείου της
περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων
686 επ., ενεργεί και διαχειριστικές πράξεις. μεσεγγυούχος έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει και
παραδίδει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το προ όν της διαχείρισης.
5. Κάθε αμφισβήτηση για τον ορισμό του μεσεγγυούχου ή για ό,τι αφορά τη μεσεγγύηση, καθώς
και η αίτηση για την αντικατάστασή του, εισάγεται, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., στο
ειρηνοδικείο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει ως
μεσεγγυούχο και εκείνον κατά του οποίου στρέφεται ή εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση.
6. Αν ο μεσεγγυούχος αποβληθεί ή χάσει την κατοχή του πράγματος, το ειρηνοδικείο του τόπου της
εκτέλεσης, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάζει να του αποδοθεί το
πράγμα.
7. Αν ο ασφαλιστικός κίνδυνος πραγματοποιήθηκε μετά την κατάσχεση, ο ασφαλιστής καταβάλλει
στον υπάλληλο του πλειστηριασμού την αποζημίωση που οφείλεται. ασφαλιστής έγκυρα
καταβάλλει την αποζημίωση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, πριν ειδοποιηθεί
εγγράφως από εκείνον που έκανε την κατάσχεση σχετικά με την επιβολή της.

Σχόλια: Η παράγραφος 3 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παράγρ. 9 του Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α'
62/04.04.1995). Για την έναρξη δε ισχύος της παραγράφου αυτής, βλέπε και την παρ. 37 άρθρου 4 του Ν.
2298/1995.

957
1. Αν τα κατασχεμένα είναι μόνο χρήματα εφαρμόζονται τα άρθρα 971 επ. Το ίδιο ισχύει αν τα
κατασχεμένα είναι αλλοδαπά χρήματα τα οποία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μετατρέπει σε
ελληνικό χρήμα.
2. Αν εκτός από τα χρήματα κατασχέθηκαν και άλλα πράγματα, η διαμονή των χρημάτων γίνεται
μαζί με το πλειστηρίασμα.

958
1. Αφότου γίνει η επίδοση αντιγράφου ή περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης κατά το άρθρο
955 παρ. 1, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και των
δανειστών που αναγγέλθηκαν η διάθεση του κατασχεμένου από εκείνον κατά του οποίου έγινε η
κατάσχεση.
2. Η αναγκαστική κατάσχεση κινητών πραγμάτων που είναι ήδη αναγκαστικά κατασχεμένα
απαγορεύεται, και αν επιβληθεί είναι άκυρη.

959
1. Τα κατασχεμένα πράγματα πλειστηριάζονται δημόσια ενώπιον συμβολαιογράφου της
περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό.
2. πλειστηριασμός γίνεται μέσα στην περιφέρεια της κοινότητας ή του δήμου που έγινε η
κατάσχεση και κατά την κρίση του δικαστικού επιμελητή που ενεργεί την εκτέλεση, είτε στον τόπο
της κατάσχεσης είτε στον τόπο που βρίσκονται τα κατασχεμένα είτε στο δημοτικό ή κοινοτικό
κατάστημα του τόπου των κατασχεμένων κινητών πραγμάτων. Αν τα κατασχεμένα πράγματα
βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων δήμων ή κοινοτήτων, ο πλειστηριασμός γίνεται στον
τόπο που ορίζει ο δικαστικός επιμελητής με την "κατασχετήρια έκθεση". πλειστηριασμός γίνεται
πάντα ημέρα Τετάρτη, από τις 12 το μεσημέρι έως τις 2 το απόγευμα. " ι δήμοι και οι κοινότητες
οφείλουν να διαθέτουν για την διενέργεια των πλειστηριασμών κατάλληλη αίθουσα με έδρα ειδικά
διαρρυθμισμένη για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού".
3. ε αίτηση εκείνου υπέρ του οποίου έγινε ή εκείνου κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση ή
δανειστή που έχει αναγγελθεί, το ειρηνοδικείο του τόπου της εκτέλεσης, το οποίο δικάζει κατά τη
557
διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να ορίσει άλλο τόπο πλειστηριασμού και να ορίσει συνάμα
τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, αν ο τόπος του πλειστηριασμού βρίσκεται έξω από την
περιφέρεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού που είχε οριστεί αρχικά. "Η αίτηση είναι
απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του
πλειστηριασμού. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, εφόσον ο υπολειπόμενος χρόνος δεν επαρκεί, ορίζεται με
την απόφαση νέα ημέρα πλειστηριασμού. Η απόφαση αυτή κατατίθεται στον υπάλληλο του
πλειστηριασμού και, αφού σημειωθούν στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης οι μεταβολές
που επήλθαν, τηρούνται οι διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται στο άρθρο 960 παρ. 2".
4. πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν δεκαπέντε ημέρες από την ημέρα της
κατάσχεσης˙ δεν μπορεί να γίνει επίσης από 1 Αυγούστου έως 15 Σεπτεμβρίου. "Αν η ημέρα του
πλειστηριασμού ορίστηκε σε χρόνο απώτερο του τριμήνου από την ημέρα της κατάσχεσης,
εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 973 παρ.4".
5. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου για τη μη ενέργεια του πλειστηριασμού από 1
Αυγούστου έως και 15 Σεπτεμβρίου δεν εφαρμόζεται για τα πράγματα που μπορούν να υποστούν
φθορά.

Σχόλια: Στο παρόν άρθρο στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 η μέσα σε " " φράση τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 10α, το μέσα σε " " εδάφιο στο τέλος της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 10β, τα
μέσα σε " " εδάφια στο τέλος της παρ. 3 προστέθηκαν με την παρ. 10γ και το μέσα σε " " εδάφιο στην παρ. 4
προστέθηκε με την παρ. 10δ, του άρθρου 4, ν.2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995. Βλέπε δε για
την έναρξη ισχύος αυτών και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995. - Η 5ήμερη προθεσμία της παρ. 3 τέθηκε με το
άρθρο 19 παρ. 2 Ν. 2331/1995 με έναρξη ισχύος 24.8.1995.

960
"1. αρμόδιος για την εκτέλεση δικαστικός επιμελητής καταρτίζει περίληψη κατασχετήριας
έκθεσης, που περιέχει συνοπτική περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, το ονοματεπώνυμο του
υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την
ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους του
πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό
επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927.
2. Την κατά την παράγραφο 1 περίληψη ο δικαστικός επιμελητής επιδίδει μέσα σε δέκα (10)
ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης στον οφειλέτη και τον ειρηνοδίκη του τόπου της
κατάσχεσης, την καταθέτει δε μέσα στην ίδια προθεσμία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Απόσπασμα της περίληψης αυτής, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ'
ου η εκτέλεση, συνοπτική περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή πρώτης προσφοράς, το
όνομα και την ακριβή διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την
ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, δημοσιεύεται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την
ημέρα του πλειστηριασμού σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο δήμο ή στην
κοινότητα όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα σε
κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στην πρωτεύουσα της επαρχίας στην οποία
υπάγεται ο δήμος ή κοινότητα. Αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα ή αν η κατά την κατάσχεση
οριζόμενη συνολική αξία των κατασχεθέντων κινητών δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων
(300) ευρώ, η περίληψη ανακοινώνεται δημόσια:
α) με τοιχοκόλληση στο γραφείο του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο τόπος του πλειστηριασμού,
πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό και β) με κήρυξη από κήρυκα στην έδρα
του δήμου ή της κοινότητας όπου ο τόπος του πλειστηριασμού, και στο συνηθισμένο για τους
πλειστηριασμούς τόπο, την προηγούμενη του πλειστηριασμού Τετάρτη από τις 12.00 το μεσημέρι
έως τις 14.00 το απόγευμα. ια την κήρυξη ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση που
υπογράφεται και από τον κήρυκα.
3. πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των δύο
προηγούμενων παραγράφων, διαφορετικά είναι άκυρος."

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 άρθρου 13 Ν. 3043/2002 (ΦΕΚ Α'
192/21.08.2002).

961
(Παραλείπεται ως μη ισχύον).

Σχόλια: Το άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 4 παράγρ. 12, Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62/04.04.1995). Βλέπε δε
σχετικά και την παρ. 17 άρθρου 4 ν. 2298/1995.
558
962
Αν τα κατασχεμένα πράγματα μπορεί, κατά την κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, να
υποστούν φθορά, πλειστηριάζονται αμέσως, αφού προηγηθεί κήρυξη από κήρυκα αλλιώς ο
πλειστηριασμός είναι άκυρος. υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί να κάνει κάθε άλλη
ενέργεια για να εξασφαλίζει μεγαλύτερη δημοσιότητα. Αν διαφωνήσει εκείνος υπέρ του οποίου
γίνεται ή εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αποφασίζει το ειρηνοδικείο του τόπου της
εκτέλεσης, που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ.

963
Την ημέρα του πλειστηριασμού και αμέσως πριν αυτός αρχίσει πρέπει να γίνεται κήρυξη από
κήρυκα στον τόπο του πλειστηριασμού και αυτό να αναφερθεί στην έκθεση του πλειστηριασμού,
αλλιώς ο πλειστηριασμός είναι άκυρος.

964
Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αν είναι παρών, ορίζει τη σειρά με την οποία θα
κατακυρώνονται τα κατασχεμένα πράγματα. Από τη στιγμή που το πλειστηρίασμα καλύψει το ποσό
της απαίτησης εκείνου υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν,
καθώς και τα έξοδα της εκτέλεσης, τελειώνει ο πλειστηριασμός των κατασχεμένων πραγμάτων.

965
"1. Η πλειοδοσία αρχίζει με βάση την τιμή της πρώτης προσφοράς. Δεν μπορούν να
πλειοδοτήσουν ο οφειλέτης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι υπάλληλοί του. υπάλληλος
του πλειστηριασμού οφείλει, αν προβληθεί αντίρρηση από τον επισπεύδοντα ή τον καθ' ου η
εκτέλεση ή από οποιονδήποτε πλειοδότη να αποκλείσει από την πλειοδοσία κάθε πρόσωπο εις
βάρος του οποίου επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, εφόσον το γεγονός αυτό προκύπτει από
δημόσιο έγγραφο ή ομολογείται. Κάθε πλειοδότης οφείλει να καταθέτει, σε μετρητά ή με εγγυητική
επιστολή τράπεζας ή με επιταγή που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή από άλλο πιστωτικό ίδρυμα,
εγγυοδοσία ίση προς το ένα τρίτο της τιμής της πρώτης προσφοράς. Αν υπερθεματιστής
αναδείχθηκε άλλος ή αν η κατακύρωση ματαιώθηκε από οποιονδήποτε λόγο, η εγγυοδοσία
επιστρέφεται σε εκείνον που την είχε καταθέσει αμέσως μετά το πέρας του πλειστηριασμού".
2. Τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται στον πλειοδότη που προσφέρει τη
μεγαλύτερη τιμή, αφού πρώτα γίνει τρεις φορές πρόσκληση για μεγαλύτερη προσφορά.
υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να καταχωρίζει στην έκθεσή του όλες τις προσφορές που
έγιναν.
3. υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το
πλειστηρίασμα σε μετρητά, μόλις γίνει η κατακύρωση, και αμέσως μετά του παραδίδεται το
κατακυρωμένο πράγμα. Η παράδοση του πράγματος στον υπερθεματιστή δεν μπορεί να γίνει πριν
αυτός καταβάλει το πλειστηρίασμα.
"4. υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον
πλειστηριασμό, να προβεί σε δημόσια κατάθεση του πλειστηριάσματος στο Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων".
"5. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού οφείλει μέσα στις επόμενες δύο (2) εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη
πρόσκληση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει το
πλειστηρίασμα μέσα στις επόμενες από την όχληση πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, η κατακύρωση σε
αυτόν ανατρέπεται, η εγγυοδοσία που έχει καταθέσει καταπίπτει, καλούνται δε οι επόμενοι
πλειοδότες, η προσφορά των οποίων, αθροιζομένη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε,
είναι ίση με το πλειστηρίασμα, να καταβάλουν σε τακτή ημέρα που ορίζεται στην πρόσκληση, το
ποσόν που είχαν προσφέρει. Η πρόσκληση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν εμφανισθούν
περισσότεροι ενδιαφερόμενοι συντάσσεται σχετική έκθεση από το συμβολαιογράφο και η
κατακύρωση γίνεται σε εκείνον που είχε προσφέρει κατά τον πλειστηριασμό το μεγαλύτερο ποσόν.
Το πλειστηρίασμα συνίσταται στο άθροισμα του ποσού που καταβλήθηκε και της εγγυοδοσίας του
αρχικού υπερθεματιστή που κατέπεσε. Αν, κατά την ελεύθερη κρίση του υπαλλήλου του
πλειστηριασμού, η κατά τα προηγούμενα εδάφια πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών είναι
αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής για λόγους που εκτίθενται σε σχετική έκθεση, καθώς και σε κάθε
περίπτωση που η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε, γίνεται αναπλειστηριασμός κατά τις διατάξεις
των επόμενων εδαφίων. Η επίσπευση του αναπλειστηριασμού γίνεται είτε με επιμέλεια του
υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε από τον υπέρ ου ή από τον καθ' ου η εκτέλεση ή από κάθε
δανειστή που έχει αναγγελθεί με τίτλο εκτελεστό. αναπλειστηριασμός επισπεύδεται με πράξη του
559
υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του υπέρ ου
ή του καθ' ου ή του δανειστή, για την οποία συντάσσεται πράξη. Περίληψη της πράξης, η οποία
περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης,
υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2. Η διάταξη του άρθρου 959
παρ. 4 ισχύει αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται αφότου συνταχθεί η πράξη.
αρχικός υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν μπορεί να πλειοδοτήσει,
δικαιούται όμως, έως ότου αρχίσει η πλειοδοσία, να καταβάλει το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με
τον τόκο υπερημερίας, καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού και να ζητήσει να του
κατακυρωθεί το πράγμα".
"6. Αν κατά τον αναπλειστηριασμό δεν επιτευχθεί το ίδιο πλειστηρίασμα, ο πρώτος
υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε, ευθύνεται για τη διαφορά εντόκως, με το επιτόκιο υπερημερίας.
Η εγγυοδοσία που είχε καταθέσει, με τους τυχόν τόκους της, καταλογίζεται στη διαφορά για την
οποία ευθύνεται. Αν απομένει επιπλέον διαφορά, η έκθεση του αναπλειστηριασμού αποτελεί
εναντίον του τίτλο εκτελεστό για τη συμπλήρωση. Αν έγιναν περισσότεροι αναπλειστηριασμοί, όλοι
οι προηγούμενοι διαδοχικοί υπερθεματιστές, που δεν κατέβαλαν, εξακολουθούν να ευθύνονται εις
ολόκληρον για την τυχόν διαφορά μεταξύ του αρχικού πλειστηριάσματος που τελικά επιτεύχθηκε
και καταβλήθηκε, χωρίς όμως η ευθύνη του καθενός να υπερβαίνει το ποσόν της διαφοράς από τη
δική του οφειλή. ι εγγυοδοσίες που είχαν κατατεθεί από τους προηγούμενους διαδοχικούς
υπερθεματιστές δεν επιστρέφονται έως ότου καταβληθεί το πλειστηρίασμα από τον τελικό
υπερθεματιστή, προκειμένου να γίνει ο ως άνω καταλογισμός στην τυχόν διαφορά.
υπερθεματιστής που δεν κατέβαλε δεν δικαιούται, αν κατά τον αναπλειστηριασμό επιτεύχθηκε
μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, να απαιτήσει το επιπλέον".
"7. υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, αν κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη, να ζητεί την
παρουσία κατά τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού αστυνομικού οργάνου, στο οποίο παρέχει τις
αναγκαίες οδηγίες για την τήρηση της τάξης".

Σχόλια: Στο παρόν άρθρο οι παρ. 1, 4, 5 και 6 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν και η παρ. 7 προστέθηκε με
την παρ. 13 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62/04.04.1995). Για την έναρξη ισχύος αυτών βλέπε και την παρ. 37
άρθρου 4 ν. 2298/1995.

966
1. Περισσότεροι μπορούν να υπερθεματίσουν από κοινού οπότε ευθύνονται εις ολόκληρον.
2. Αν δεν παρουσιαστούν πλειοδότες, το πράγμα που πλειστηριάζεται κατακυρώνεται στην τιμή
της πρώτης προσφοράς σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν το ζητήσει. Αν δεν
υποβληθεί αίτηση, γίνεται νέος πλειστηριασμός μέσα σε σαράντα ημέρες.
3. Αν στο νέο πλειστηριασμό δεν γίνει κατακύρωση, το αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 933 που
δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο
συμφέρον, μπορεί να διατάξει να γίνει νέος πλειστηριασμός μέσα σε τριάντα ημέρες, με την ίδια ή
κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς ή να επιτρέψει μέσα στην ίδια προθεσμία να πουληθεί ελεύθερα
το πράγμα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση ή
σε τρίτον, με τίμημα που ορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να ορίσει και να πληρωθεί με
δόσεις μέρος του τιμήματος.
4. Αν και ο νέος πλειστηριασμός έμεινε χωρίς αποτέλεσμα ή δεν κατορθώθηκε η ελεύθερη
εκποίηση, το δικαστήριο μπορεί να άρει την κατάσχεση ή να διατάξει να γίνει αργότερα νέος
πλειστηριασμός "με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς".

Σχόλια: Η παράγραφος 4 ισχύει όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 4, παράγρ. 14, Ν.2298/1995 (ΦΕΚ Α'
62/04.04.1995).

967
1. Αν τα κατασχεμένα πράγματα είναι από εκείνα που αναγράφονται στο δελτίο του
χρηματιστηρίου αξιών, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού τα εκποιεί στο χρηματιστήριο.
2. Αν τα πράγματα που πλειστηριάζονται είναι νομίσματα ή άλλα αντικείμενα από χρυσό ή
άργυρο, δεν μπορούν να κατακυρωθούν σε τιμή μικρότερη από την αγοραία τιμή του νομίσματος,
του χρυσού ή του αργύρου. Στην περίπτωση που αυτό δεν κατορθώθηκε, ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού τα πωλεί ελεύθερα στην παραπάνω τιμή τους.

560
968
πλειστηριασμός των καρπών μπορεί να γίνει είτε μετά είτε πριν από τον αποχωρισμό τους.
υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί να διατάξει να γίνει η συγκομιδή των καρπών πριν από τον
πλειστηριασμό.

969
1. πλειστηριασμός ολοκληρώνεται με την κατακύρωση. Όποιος υπερθεματίζει δεσμεύεται
ώσπου να γίνει καλύτερη προσφορά ή ώσπου να ματαιωθεί η κατακύρωση.
2. ως την κατακύρωση εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει δικαίωμα να
εξοφλήσει τα έξοδα κα τις απαιτήσεις εκείνου που την επισπεύδει και των άλλων δανειστών που
έχουν τίτλο εκτελεστό και αναγγέλθηκαν, και να αναλάβει τα πράγματα που πλειστηριάζονται.
Εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ενεχυριάζει τα πράγματα που
πλειστηριάζονται για να βρει τα μέσα να εξοφλήσει την απαίτηση και να πληρώσει τα έξοδα.
3. υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι υποχρεωμένος να τον ενεργήσει, εκτός αν συμφωνούν
στη ματαίωσή του ο επισπεύδων την εκτέλεση και όλοι οι αναγγελμένοι δανειστές που έχουν
καταθέσει εκτελεστό τίτλο.

970
Όταν το πράγμα κατακυρώνεται σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση, αυτός πληρώνει
στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος που μένει, αφού αφαιρεθεί
η απαίτησή του και τα έξοδα της εκτέλεσης, εφόσον δεν αναγγέλθηκαν άλλοι δανειστές. Η πληρωμή
πρέπει να γίνει μέσα στην επομένη ημέρα από τη λήξη της προθεσμίας για αναγγελία, και το
πράγμα που πλειστηριάστηκε δεν παραδίδεται πριν περάσει αυτή η προθεσμία. Αν αναγγελθούν
άλλοι δανειστές οφείλει να πληρώσει ολόκληρο το πλειστηρίασμα.
971
1. Αν το πλειστηρίασμα αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και
οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού αφαιρέσει τα έξοδα της
εκτέλεσης, τους ικανοποιεί την εικοστή ημέρα μετά τον πλειστηριασμό, ή και ενωρίτερα, αν
συμφωνήσει εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση.
2. Εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση μπορεί να ανακόψει την αναγγελία μέχρι και
την ημέρα της διανομής του πλειστηριάσματος σύμφωνα με τα άρθρα 933 επ. Αντίγραφο της
ανακοπής επιδίδεται χωρίς καθυστέρηση και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
3. Αν εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση ασκήσει ανακοπή, εφαρμόζεται αναλόγως
η διάταξη του άρθρου 980 παρ. 2 ως προς τους δανειστές των οποίων τις αξιώσεις έχει προσβάλει
με την ανακοπή.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 11 του άρθ. 10 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993)

972
1. ι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την
απαίτησή τους. Η αναγγελία επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του
οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, και πρέπει να περιέχει
α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, αν ο
δανειστής που αναγγέλλει την απαίτησή του δεν κατοικεί μέσα στην περιφέρεια αυτή και
β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται. Η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί το
αργότερο μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από τον πλειστηριασμό. έσα στην ίδια προθεσμία πρέπει
να κατατεθούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση. Τα έξοδα της αναγγελίας βαρύνουν
όποιον αναγγέλλεται.
2. Το κύρος της αναγγελίας δεν επηρεάζεται από την αναστολή ή τη ματαίωση του
πλειστηριασμού. Αν η απαίτηση του δανειστή που αναγγέλλεται στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό, η
αναγγελία έχει τα ίδια αποτελέσματα με την κατάσχεση.

973
"1. Αν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί,
επισπεύδεται πάλι με εντολή προς το δικαστικό επιμελητή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση.
Η εντολή κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα
ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται με την εντολή συνέχισης της εκτέλεσης ή με την πράξη κατάθεσής
της. Η διάταξη του άρθρου 959 παρ. 4 εφαρμόζεται αναλόγως και η σχετική προθεσμία
561
υπολογίζεται από τη χρονολογία της πράξης κατάθεσης της εντολής συνέχισης. πλειστηριασμός
επισπεύδεται με βάση την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία υποβάλλεται στις
διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2."
2. Κάθε δανειστής, εφόσον έχει απαίτηση που στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό και κοινοποίησε σε
εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση επιταγή για εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον
πλειστηριασμό.
"3. Όταν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό,
κατά την παρ. 2, πρέπει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί
σχετική πράξη. Η διάταξη του άρθρου 959 παρ. 4 εφαρμόζεται αναλόγως και η σχετική προθεσμία
υπολογίζεται από τη χρονολογία της πράξης. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται στον επισπεύδοντα.
πλειστηριασμός επισπεύδεται με βάση την περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία
υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2. πλειστηριασμός γίνεται
ενώπιον του ίδιου υπαλλήλου".
"4. Κάθε δανειστής της παρ. 2 μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο,
που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να του επιτρέψει να επισπεύσει αυτός την
εκτέλεση, αν ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε για δεύτερη φορά χωρίς σοβαρό λόγο, καθώς και σε
κάθε άλλη περίπτωση που από τη στάση του επισπεύδοντος προκύπτει συμπαιγνία ή ολιγωρία. Η
ανάθεση της επίσπευσης στον αιτούντα μπορεί να εξαρτηθεί από τη ματαίωση του τυχόν
επισπευδόμενου πλειστηριασμού. δανειστής, στον οποίο ανατέθηκε η επίσπευση, οφείλει να
προβεί στην κατά την παράγραφο 3 δήλωση. πλειστηριασμός επισπεύδεται κατά τις διατάξεις της
παραγράφου αυτής".
"5. Αν στην περίπτωση της παραγράφου 3 εμφανίσθηκαν ταυτόχρονα περισσότεροι δανειστές
που θέλουν να επισπεύσουν την εκτέλεση ή, στην περίπτωση της παραγράφου 4, οι αιτούντες είναι
περισσότεροι, το κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, ύστερα από αυτοτελή ή παρεμπίπτουσα αίτηση
οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., επιλέγει
τον καταλληλότερο στον οποίο και αναθέτει την επίσπευση. πλειστηριασμός επισπεύδεται κατά
τις διατάξεις της παραγράφου 3".

Σχόλια: Στο παρόν άρθρο οι παρ. 1, 3 και 4 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν και η παρ. 5 προστέθηκε, με την
παρ. 15 του άρθρου 4 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62/04.04.1995). Για την έναρξη ισχύος αυτών βλέπε και παρ.
37 άρθρου 4 του ν. 2298/1995.

974
Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και
οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, αυτός, όπως και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση,
καθώς και κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε έχουν δικαίωμα μέσα σε πέντε ημέρες αφότου λήξει η
προθεσμία για την αναγγελία να υποβάλουν παρατηρήσεις ενώπιον του υπαλλήλου του
πλειστηριασμού ο οποίος συντάσσει πράξη. έσα σε άλλες δέκα ημέρες αφότου λήξει αυτή η
προθεσμία ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού λάβει υπόψη του και τις παρατηρήσεις που
τυχόν έχουν υποβληθεί, συντάσσει πίνακα κατάταξης. "Η πέρα του διμήνου από τη λήξη των
προθεσμιών αυτών καθυστέρηση σύνταξης του πίνακα αποτελεί για τον υπάλληλο του
πλειστηριασμού πειθαρχικό παράπτωμα".

Σχόλια: Το μέσα σε " " εδάφιο στο τέλος του παρόντος άρθρου προστέθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 4 του
ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62/04.04.1995). Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995.

975
Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα γίνεται με την εξής σειρά:Αφού αφαιρεθούν τα έξοδα της
εκτέλεσης που ορίζονται αιτιολογημένα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάσσονται:
1) οι απαιτήσεις για την κηδεία ή τη νοσηλεία εκείνου κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση,
της συζύγου και των τέκνων του, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες πριν από την
ημέρα του πλειστηριασμού,
2) οι απαιτήσεις για την παροχή τροφίμων αναγκαίων για τη συντήρηση εκείνου κατά του οποίου
είχε στραφεί η εκτέλεση, της συζύγου και των τέκνων του, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι
μήνες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού,
3) οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις δασκάλων,
εφόσον όλες αυτές προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι* μήνες πριν από την ημέρα του
πλειστηριασμού,

562
4) οι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προ όντων, αν
προέκυψαν κατά του τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν από την ημέρα του
πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης,
"5)" οι απαιτήσεις του δημοσίου και των δήμων και κοινοτήτων από φόρους που ορίστηκαν από
την αξία της προσόδου ή από το είδος των πραγμάτων που πλειστηριάστηκαν και που αφορούν το
έτος που έγινε ο πλειστηριασμός και το προηγούμενο,
"6)" " ι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα
του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης".
"8) οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού κατά του οφειλέτη, εφόσον ο οφειλέτης έχει ή είχε στο
παρελθόν την ιδιότητα της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθ.
2 του ν. 2396/1996 ( ΕΚ 73 Α') και οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού έχουν προκύψει εντός δύο
ετών πριν την ημέρα του πλειστηριασμού".

Σχόλια: -Το άρθρο 31 του ν.1545/1985 τροποποιεί το άρθρο 975 αρ. 3 και καθορίζει διάστημα δύο ετών αντί
έξι μηνών από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης.
Αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας κατατάσσονται ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν
στην τάξη αυτή. Η διαίρεση του εκπλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977 ΚΠολΔ, γίνεται μετά την
ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξης αυτής. - Η περ. 4 του παρόντος άρθρου προστέθηκε από το άρθ. 4 παρ.
17 του ν. 2298/1995 και οι παρ. 4, 5 και 6 έγιναν 5, 6 και 7 αντίστοιχα. - Η περ. 5 του παρόντος άρθρου
καταργήθηκε από την παρ. 16β του άρθ. 6 ν. 2479/1997 και οι παρ. 6 και 7 έγιναν 5 και 6 αντίστοιχα. Σύμφωνα
με το άρθ. 6 παρ. 16α του ν. 2479/97 οι απαιτήσεις των δικηγόρων από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις, είτε
αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή, καθώς και οι απαιτήσεις έμμισθων δικηγόρων για
αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εμμίσθου εντολής, υπάγονται στην περ. 3 του παρόντος άρθρου. - Η
περ. 8 του παρόντος άρθρου προστέθηκε με την παρ. 2, άρθ. 77 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ Α 228) της οποίας περ.
η ισχύς αρχίζει από 11.11.1997. Βλέπε άρθρο 18 του Ν. 2643/1998 (ΦΕΚ Α 220) σχετικά με την προνομιακή
κατάταξη των απαιτήσεων αποζημίωσης του υπαλληλικού και εργατικού προσωπικού των εταιρειών Α.Ε.
ΚΑΖΙΝΟ ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ και Α.Ε. ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ. Βλέπε αυθεντική
ερμηνεία στο άρθρ. 19 παρ. 2 του Ν. 2768/1999 για την περ. 3 του παρόντος. - Η εντός " " παρ. 6 τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 2972/2001 (Α 291) και ισχύει από 27.12.2001.

976
ι απαιτήσεις που έχουν προνόμιο επάνω σε ορισμένο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων
κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά, εφόσον πρόκειται να διανεμηθεί το πλειστηρίασμα του
πράγματος ή η ποσότητα χρημάτων,
1) οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος,
2) οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει ενέχυρο,
3) οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για την παραγωγή και τη συγκομιδή καρπών.

977
1. Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 υπάρχουν και οι απαιτήσεις του άρθρου 976
αριθ. 3, προτιμώνται οι πρώτες. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2, τότε οι
απαιτήσεις του άρθρου 975 ικανοποιούνται έως το ένα τρίτο του ποσού του πλειστηριάσματος που
πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές και τα δύο τρίτα διαθέτονται για να ικανοποιηθούν οι
απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθ. 1 και 2. Από τα υπόλοιπα που απόμεναν από το ένα τρίτο ή τα
δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976 αριθ. 1 και 2, κατά το
προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις
προαναφερόμενες δύο κατηγορίες που δεν έχουν ικανοποιηθεί.*
2. Αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 975 ή 976, η
απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι
της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες
που αναφέρονται στο άρθρο 976 αριθ. 2, ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.
3. Το ποσό που απομένει μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 975 και 976
διανέμεται συμμέτρως στους υπόλοιπους δανειστές που έχουν αναγγελθεί.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το τελευταίο εδ. του άρθρου 31 Ν. 1545/1985, η διαίρεση του εκπλειστηριάσματος σε
ποσοστά, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τρίτης τάξης του άρθρου 975.

978
1. Απαιτήσεις που εξαρτώνται από αίρεση ή αμφίβολες κατατάσσονται τυχαίως. Η ικανοποίηση
των απαιτήσεων αυτών μπορεί να γίνει μόνο με εγγυοδοσία. Απαιτήσεις υπό προθεσμία
κατατάσσονται αφού αφαιρεθεί ο τόκος που αναλογεί έως τη λήξη τους.
563
2. Όταν απαίτηση κατατάσσεται τυχαίως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει στον πίνακα
της κατάταξης πώς κατανέμεται το ποσό που αναλογεί στην απαίτηση, αν αυτή πάψει να υπάρχει.

979
1. έσα σε τρεις ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με
έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και
τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης.
2. έσα σε "δώδεκα εργάσιμες ημέρες" αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της παρ. 1 οποιοσδήποτε
έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα
άρθρα 933 επ. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο
του πλειστηριασμού. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η
κατάταξη.

Σχόλια: - Η μέσα σε " " φράση στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο
4 παρ. 18 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν.
2298/1995 για την έναρξη ισχύος της.

980
1. Αν δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά του πίνακα της κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού
διανέμει αμέσως το πλειστηρίασμα.
2. Αν κάποιος από τους δανειστές άσκησε ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν
μπορεί να πληρώσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή. Το
δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή μπορεί, σε κάθε στάση της δίκης, αν το ζητήσει εκείνος κατά
του οποίου στρέφεται η ανακοπή, να διατάξει να γίνει η πληρωμή με εγγυοδοσία.

981
Κάθε υπάλληλος πλειστηριασμού τηρεί ιδιαίτερο βιβλίο, που ονομάζεται "βιβλίο
πλειστηριασμών". Στο βιβλίο αυτό, και σε ιδιαίτερη μερίδα για κάθε πλειστηριασμό, καταχωρίζονται
με αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά τα στοιχεία των εγγράφων που κοινοποιούνται ή
κατατίθενται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, καθώς και τα στοιχεία των πράξεων που αυτός
συντάσσει. Στο τέλος του βιβλίου τηρείται αλφαβητικό ευρετήριο, όπου σημειώνονται τα
ονοματεπώνυμα του επισπεύδοντος την εκτέλεση και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

982
1. πορούν να κατασχεθούν α) χρηματικές απαιτήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η
εκτέλεση κατά τρίτων μη εξαρτώμενες από αντιπαροχή ή απαιτήσεις του κατά τρίτων για
μεταβίβαση της κυριότητας κινητών μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή,
β) κινητά πράγματά του που βρίσκονται στα χέρια τρίτου.
2. Εξαιρούνται από την κατάσχεση
α) πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά,
β) η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρίες,
γ) απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από το νόμο ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, καθώς
και απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας,
δ) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν πρόκειται να ικανοποιηθεί
απαίτηση για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης ή για
συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, οπότε επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση έως το μισό, αφού
ληφθούν υπόψη τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του
δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των
δικαιούχων.
"ε) κάθε είδους κοινοτικές ενισχύσεις ή επιδοτήσεις στα χέρια του .Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. [= ργανισμός
Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων] ως τρίτου,
μέχρι την κατάθεση τους στον τραπεζικό λογαριασμό των δικαιούχων ή την με άλλο τρόπο
καταβολή τους σε αυτούς."

Σχόλια: - Η περ. ε' της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3147/2003 (Α' 135/5.6.2003).
H εντός [ ] επεξήγηση τίθεται προς διευκόλυνση του χρήστη.

564
983
1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου
στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και
α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η
κατάσχεση,
β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση,
γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση,
δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του
πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί
στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου.
2. Το έγγραφο που προορίζεται για εκείνον κατά του οποίου γίνεται η κατάσχεση πρέπει να του
επιδοθεί το αργότερο μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, αλλιώς η κατάσχεση
είναι άκυρη.
3. Όταν πρόκειται για απαίτηση από τίτλο εις διαταγήν, η κατάσχεση της παρ. 1 μπορεί να γίνει
μόνο αφού ο τίτλος αφαιρεθεί κατά το άρθρο 954 παρ. 1 από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η
εκτέλεση και παραδοθεί σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται.

984
1. Απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ του κατασχόντος η διάθεση του κατασχεμένου από εκείνον
κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση, αφότου του επιδοθεί το κατά το άρθρο 983 έγγραφο, έστω και
αν το έγγραφο αυτό δεν έχει ακόμη επιδοθεί στον τρίτο˙ η ευθύνη του τρίτου ρυθμίζεται σύμφωνα
με την παρ. 3.
2. Απαγορεύεται και δεν παράγει έννομες συνέπειες για τον κατασχόντα η εξόφληση από τον
τρίτο της κατασχεμένης απαίτησης ή ο συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση, καθώς και η
απόδοση σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση ή η διάθεση σε τρίτους του κατασχεμένου,
αφότου του επιδοθεί το έγγραφο του άρθρου 983, έστω και αν αυτό δεν επιδόθηκε ακόμα σε
εκείνον κατά του οποίου γίνεται η κατάσχεση. Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις, η
απαγόρευση αφορά μόνο το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση.
3. Αφότου του κοινοποιηθεί η κατάσχεση, ο τρίτος γίνεται μεσεγγυούχος.
4. Η κατάσχεση που έχει επιβληθεί δεν εμποδίζει εκείνον κατά του οποίου έγινε να στραφεί κατά
του τρίτου δικαστικώς ή με αναγκαστική εκτέλεση. Σ' αυτή την περίπτωση, μετά την ενέργεια της
εκτέλεσης, και αν πρόκειται για πράγμα που μπορεί να κατατεθεί, κατατίθεται δημόσια, αλλιώς ο
δικαστικός επιμελητής ορίζει μεσεγγυούχο για να το φυλάει.
5. ι διατάξεις του άρθρου 956 παρ. 4 έως 6 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις των παρ. 3 και 4
του άρθρου αυτού.

985
1. έσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί το κατασχετήριο, ο τρίτος οφείλει να δηλώσει αν
υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν
επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιός την επέβαλε και για ποιο
ποσό.
2. Η δήλωση της παρ. 1 γίνεται προφορικά στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της
κατοικίας εκείνου που δηλώνει και συντάσσεται σχετική έκθεση.
3. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή
είναι ανακριβής, ο τρίτος ευθύνεται να αποζημιώσει αυτόν που επέβαλε την κατάσχεση.

986
έσα σε τριάντα ημέρες από τη δήλωση του άρθρου 985 όποιος επέβαλε την κατάσχεση έχει
δικαίωμα να την ανακόψει ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. δικαστηρίου. ε την
ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ. 3.

987
τρίτος δεν έχει δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της κατάσχεσης παρά μόνο αν το
κατασχετήριο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του
οποίου στρέφεται η εκτέλεση.

988
1. Αν ο τρίτος δηλώσει πως η απαίτηση που κατασχέθηκε υπάρχει και είναι επαρκής για να
ικανοποιηθούν εκείνος ή εκείνοι που επέβαλαν την κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει, αφού περάσουν
565
οκτώ ημέρες αφότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν
κατοικεί στην Ελλάδα, και αφού περάσουν τριάντα ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι
άγνωστη η διαμονή του, να καταβάλει στον καθέναν από εκείνους που επέβαλαν κατάσχεση το
ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση. Αν η κατασχεμένη απαίτηση δεν επαρκεί για να
ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει να κάνει δημόσια κατάθεση και η
διανομή γίνεται από συμβολαιογράφο που ορίζεται αφού το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο
συμφέρον, από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Η
διανομή σε εκείνους που έκαναν την κατάσχεση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 974 επ., και η
προθεσμία του άρθρου 974 παρ. 1 αρχίζει αφότου γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο η
απόφαση του ειρηνοδίκη που τον διορίζει.
2. Αν ο τρίτος δηλώσει ότι έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα, γίνεται πλειστηριασμός
ενώπιον συμβολαιογράφου που ορίζεται σύμφωνα με την παρ. 1. πλειστηριασμός γίνεται κατά τα
άρθρα 959 επ., και οι προθεσμίες του άρθρου 960 παρ. 1 και 2 αρχίζουν αφότου η απόφαση του
ειρηνοδικείου για το διορισμό του γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο, ο οποίος και ορίζει το
δικαστικό επιμελητή ο οποίος θα ενεργήσει την εκτέλεση.

989
Η καταφατική δήλωση του άρθρου 988 αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά του τρίτου˙ τον
εκτελεστήριο τύπο τον δίνει ο ειρηνοδίκης στη γραμματεία του οποίου έγινε η δήλωση.

990
Αν η ανακοπή του άρθρου 986 γίνει δεκτή, το δικαστήριο με την απόφασή του υποχρεώνει τον
τρίτο να καταβάλει το κατασχεμένο ποσό ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, τηρούνται
όμως οι διατάξεις του άρθρου 988.
991
Αν η κατασχεμένη απαίτηση ασφαλίζεται με ενέχυρο ή υποθήκη, εφαρμόζονται και οι διατάξεις
των άρθρων 458 και 1312 του αστικού κώδικα. Η σημείωση στα δημόσια βιβλία γίνεται μετά την
καταφατική δήλωση ή την τελεσιδικία της απόφασης που δέχεται την ανακοπή κατά της δήλωσης
του τρίτου.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
, .

992
1. πορεί να γίνει κατάσχεση ακινήτου που ανήκει στην κυριότητα του οφειλέτη ή εμπραγμάτου
δικαιώματος του οφειλέτη πάνω σε ακίνητο. Ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε
τρίτο κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της
μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα, αφού η
απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της
απαλλοτριωτικής πράξης. ι διατάξεις για την κατάσχεση ακινήτου εφαρμόζονται και για την
κατάσχεση δικαιωμάτων στα οποία ισχύουν οι σχετικοί με τα ακίνητα κανόνες, καθώς και για την
κατάσχεση πλοίων και αεροσκαφών.
2. Η κατάσχεση ακινήτου εκτείνεται και στα συστατικά του, καθώς και στα παραρτήματά του μόνο
αν περιληφθούν σ' αυτήν. Αν τα παραρτήματα δεν έχουν περιληφθεί στην κατάσχεση του ακινήτου,
μπορούν να κατασχεθούν σύμφωνα με την διαδικασία της κατάσχεσης κινητών πραγμάτων.
3. Αν το κατασχεμένο είναι ασφαλισμένο, η κατάσχεση ισχύει και για την αποζημίωση που
οφείλεται από την ασφάλιση.

Σχόλια: - Η παράγραφος 1 ισχύει όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4, παράγρ. 19 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ
Α' 62/04.04.1995). Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995 για την έναρξη ισχύος της.

993
1. Η κατάσχεση γίνεται με τη σύνταξη έκθεσης από το δικαστικό επιμελητή μπροστά σ' έναν
ενήλικο μάρτυρα. Η κατάσχεση του ενυπόθηκου κτήματος μπορεί να γίνει είτε κατά του οφειλέτη
είτε κατά του τρίτου κυρίου είτε κατά εκείνου που νέμεται με νόμιμο τίτλο το ενυπόθηκο κτήμα, αφού
κοινοποιηθεί η επιταγή στον οφειλέτη και στον τρίτο. Η προθεσμία του άρθρου 926 αρχίζει από την
τελευταία κοινοποίηση.
2. ι διατάξεις των παραγράφων 1 εδ. β και 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και εδώ. Το
κατασχεμένο ακίνητο πρέπει, ύστερα από επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή, να
566
περιγράφεται με ακρίβεια ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά
και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την ταυτότητά του. "Αν
για το ακίνητο που κατάσχεται προβλέπεται αντικειμενική αξία για τον υπολογισμό του φόρου
μεταβίβασης, η εκτίμηση δεν μπορεί να υπολείπεται της αξίας αυτής, όπως ισχύει κατά το χρόνο
της κατάσχεσης".
"3. ια την επιβολή της κατάσχεσης και την περιγραφή του ακινήτου ο δικαστικός επιμελητής έχει
το δικαίωμα να εισέρχεται σε αυτό έστω και αν κατέχεται από τρίτο".

Σχόλια: - Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 και η παρ. 3 προστέθηκαν με το άρθρο 4 παρ. 20 του ν. 2298/1995
(ΦΕΚ Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995 για την έναρξη
ισχύος των.

994
Αν μαζί με το ακίνητο κατασχέθηκαν και τα παραρτήματά του, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933
δικαστήριο, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μπορεί, δικάζοντας κατά τη
διαδικασία των άρθρων 686 επ., να διατάξει να πλειστηριαστούν χωριστά, κατά τη διαδικασία του
πλειστηριασμού κινητών πραγμάτων, εφόσον κρίνει ότι αυτό συμφέρει περισσότερο, οπότε και
ορίζει προθεσμία "για την επίσπευση του πλειστηριασμού".

Σχόλια: - Η εντός " " τελευταία φράση τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.21 του άρθρου 4 ν.
2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995 για
την έναρξη ισχύος της.

995
1. Αντίγραφο ή περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης η οποία περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο
εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, τον εκτελεστό
τίτλο, αναφορά του κατασχεμένου ακινήτου και των παραρτημάτων που τυχόν κατασχέθηκαν, την
εκτίμηση της αξίας τους, την τιμή της πρώτης προσφοράς, καθώς και την ημέρα, τον τόπο του
πλειστηριασμού και το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, επιδίδεται μόλις τελειώσει η
κατάσχεση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται αν είναι παρών, και αν αυτός αρνηθεί να
παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση για την
άρνηση. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατό να καταρτιστεί αμέσως το αντίγραφο ή η περίληψη, η
επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά
του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας
όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε οκτώ ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των
παραπάνω επιφέρει ακυρότητα.
2. Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον υποθηκοφύλακα της περιφέρειας όπου
βρίσκεται το κατασχεμένο μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου έγινε η κατάσχεση, αλλιώς επέρχεται
ακυρότητα. Αν πρόκειται για πλοία νηολογημένα στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που
τηρεί το νηολόγιο όπου είναι γραμμένο το πλοίο, και αν πρόκειται για αεροσκάφη γραμμένα σε
μητρώο που τηρείται στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που το τηρεί. υποθηκοφύλακας
ή όποιος τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο οφείλει να εγγράψει την ίδια ημέρα την κατάσχεση στο
ειδικό βιβλίο κατασχέσεων που τηρείται για το σκοπό αυτό και να παραδώσει, μέσα σε προθεσμία
τεσσάρων ημερών αφότου κατά τα προαναφερόμενα του έγινε η επίδοση, το πιστοποιητικό βαρών
στον αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικό επιμελητή.
3. Αν πρόκειται για κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος, αν η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου,
κυρίου ή νομέα, πρέπει να επιδοθεί σ' αυτόν και στον οφειλέτη αντίγραφο ή περίληψη της
κατασχετήριας έκθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Αν η
κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη, πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα, αντίγραφο ή
περίληψη της έκθεσης της κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1, αλλιώς επέρχεται
ακυρότητα.
4. δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης,
να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο με την έκθεση επίδοσης της
επιταγής, την κατασχετήρια έκθεση, την έκθεση της επίδοσής της στον υποθηκοφύλακα ή όποιον
τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο και το πιστοποιητικό βαρών˙ για την κατάθεση αυτή συντάσσεται
σχετική πράξη. φείλει επίσης να καταθέσει αμέσως τις εκθέσεις των επιδόσεων των παρ. 1 και 3.

567
996
1. εσεγγυούχος του ακινήτου είναι όποιος το κατέχει όταν γίνεται η κατάσχεση. Αν το ζητήσει
οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ο ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου βρίσκεται το
κατασχεμένο μπορεί, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να ορίζει άλλο
μεσεγγυούχο ή να τον αντικαθιστά, καθώς και να αποφασίζει για κάθε αμφισβήτηση που αφορά τη
μεσεγγύηση. ι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 956 εφαρμόζονται και εδώ.
2. ι φυσικοί καρποί του κατασχεμένου που συλλέγονται μετά την επιβολή της κατάσχεσης
εκποιούνται από το μεσεγγυούχο εκτός αν, ύστερα από αίτηση του δανειστή που επέβαλε την
κατάσχεση ή του οφειλέτη, ο ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο,
δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει να πουληθούν σε πλειστηριασμό. Το
προ όν της εκποίησης των φυσικών καρπών κατατίθεται δημόσια. Αν το κατασχεμένο αγροτικό ή
άλλο προσοδοφόρο ακίνητο είναι εκμισθωμένο, οι φυσικοί καρποί που έχουν συλλεγεί μετά την
κατάσχεση ανήκουν στον μισθωτή που έχει υποχρέωση να καταθέσει δημόσια το μίσθωμα.
3. Από την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο των κατασχέσεων ο μεσεγγυούχος εισπράττει και
καταθέτει δημόσια τις προσόδους του κατασχεμένου πράγματος που προέρχονται από έννομη
σχέση. οφειλέτης από την έννομη σχέση καταβάλλει έγκυρα σε εκείνον κατά του οποίου έχει
στραφεί η εκτέλεση πριν εκείνος ο οποίος επέβαλε την κατάσχεση τον ειδοποιήσει εγγράφως για
την επιβολή της.
4. ι διατάξεις του άρθρου 956 παρ. 7 εφαρμόζονται και εδώ.

997
1. Απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και υπέρ των
δανειστών που αναγγέλθηκαν η διάθεση του κατασχεμένου από τον οφειλέτη˙ αν πρόκειται για
ενυπόθηκο κτήμα είναι άκυρη η διάθεσή του και από τον τρίτο, κύριο ή νομέα. " ετά την κατάσχεση
του ακινήτου, η εκμίσθωσή του από τον οφειλέτη ή τον τρίτο κύριο ή νομέα ή η παραχώρηση της
χρήσης ή κατοχής του βάσει άλλης έννομης σχέσης, μπορεί να καταγγελθεί από τον υπερθεματιστή
μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης.
ε την καταγγελία αυτή η μίσθωση ή άλλη σχέση λύεται μετά εξάμηνο και χωρεί η κατά το άρθρο
1005 παρ. 2 εκτέλεση. Δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης κατά το άρθρο 615 του Αστικού Κώδικα
δεν θίγεται και εφαρμόζεται η διάταξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 1009".
2. Τα αποτελέσματα της παρ. 1 αρχίζουν α) για τον οφειλέτη, αφότου του επιδοθεί σύμφωνα με
το άρθρο 995 η περίληψη ή αντίγραφο της κατάσχεσης, β) για τον τρίτο, κύριο ή νομέα, αφότου του
επιδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 995 η περίληψη ή αντίγραφο της κατάσχεσης, γ) για τους τρίτους,
μόνο αφότου η κατάσχεση εγγραφεί κατά το άρθρο 995 στο βιβλίο κατασχέσεων και εφόσον έγιναν
οι επιδόσεις στον οφειλέτη και τον τρίτο, κύριο ή νομέα.
3. Σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η
μεταγραφή ή η εγγραφή υποθήκης που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο των
κατασχέσεων, σε οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη. Η τροπή της προσημείωσης σε
υποθήκη, που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης, είναι έγκυρη και για το δανειστή που
επέβαλε την κατάσχεση και για τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί.
4. Αν συμπέσει την ίδια ημέρα εγγραφή κατάσχεσης και μεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης στο ίδιο
ακίνητο, προτιμάται αυτή που καταχωρίστηκε έστω και ελάχιστο χρόνο ενωρίτερα.
5. ετά την εγγραφή της αναγκαστικής κατάσχεσης στο βιβλίο των κατασχέσεων απαγορεύεται
να επιβληθεί ή να εγγραφεί στο βιβλίο αυτό άλλη αναγκαστική κατάσχεση επάνω στο ίδιο ακίνητο.

Σχόλια: - Τα εντός " " εδάφια της παρ. 1 προστέθηκαν με την παρ. 22 του άρθρου 4 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ
Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995 για την έναρξη ισχύος
αυτών.

998
1. Το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται δημόσια ενώπιον του συμβολαιογράφου της
περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό.
2. πλειστηριασμός γίνεται στην έδρα του δήμου, αν το ακίνητο που πλειστηριάζεται βρίσκεται
στην περιφέρεια δήμου και στην έδρα της κοινότητας, αν βρίσκεται στην περιφέρεια κοινότητας και
στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα, πάντα ημέρα Τετάρτη από τις 12 το μεσημέρι έως τις 2 το
απόγευμα.
ε κοινή απόφαση των υπουργών εσωτερικών και δικαιοσύνης ορίζεται χρηματικό παράβολο
που βαρύνει τον επισπεύδοντα και προκαταβάλλεται από αυτόν για τα έξοδα του δημοτικού ή
κοινοτικού καταστήματος, την ημέρα του πλειστηριασμού. Όταν επισπεύδων είναι το ελληνικό
568
δημόσιο, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του χρηματικού παραβόλου. " ι δήμοι και
οι κοινότητες οφείλουν να διαθέτουν για τη διενέργεια των πλειστηριασμών κατάλληλη αίθουσα με
έδρα ειδικά διαρρυθμισμένη για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού".
3. Αν το ακίνητο βρίσκεται σε περιφέρειες περισσότερων δήμων ή κοινοτήτων, ο πλειστηριασμός
γίνεται, κατά την επιλογή όποιου επισπεύδει, σε οποιονδήποτε από αυτούς τους δήμους ή
κοινότητες.
4. πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν σαράντα ημέρες από την ημέρα που
έγινε η κατάσχεση, καθώς και από την 1 Αυγούστου έως και τις 15 Σεπτεμβρίου. "Αν η ημέρα
πλειστηριασμού ορίστηκε σε χρόνο απώτερο του τετραμήνου από την ημέρα της κατάσχεσης,
εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 973 παρ. 4".
5. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου σχετικά με την απαγόρευση πλειστηριασμού από
την 1 Αυγούστου έως και τις 15 Σεπτεμβρίου, δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πλοία και
αεροσκάφη.

Σχόλια: - Τα εντός " " εδάφια στο τέλος των παρ. 2 και 4 αντιστοίχως προστέθηκαν με την παρ. 23 του
άρθρου 4 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4
ν.2298/1995 για την έναρξη ισχύος των.

999
"1. αρμόδιος για την εκτέλεση δικαστικός επιμελητής καταρτίζει περίληψη της κατασχετήριας
έκθεσης, που περιέχει συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση,
τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και με
μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, το ονοματεπώνυμο του
υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, το όνομα του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, τον τόπο, την
ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, την τιμή της πρώτης προσφοράς και τους όρους του
πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό
επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927.
2. δικαστικός επιμελητής σημειώνει επίσης στην περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, με
ειδική ευδιάκριτη σφραγίδα, τις προθεσμίες που πρέπει να τηρηθούν για τις αιτήσεις αναστολής του
πλειστηριασμού, διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης και αλλαγής τόπου πλειστηριασμού, κατά
τα άρθρα 938 παρ. 3, 1000, 954 παρ. 4 και 959 παρ. 3.
3. Την κατά την παράγραφο 1 περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης ο δικαστικός επιμελητής
επιδίδει μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης στον οφειλέτη, στον τρίτο κύριο
ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές, καταθέτει δε την περίληψη αυτή μέσα στην ίδια
προθεσμία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος συντάσσει σχετική πράξη.
Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, το οποίο πρέπει να περιέχει τα ονοματεπώνυμα του
υπέρ ου και του καθ' ου η εκτέλεση, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου κατά το είδος, τη θέση και
την έκτασή του με τα συστατικά αυτού, μνεία του αριθμού των εγγεγραμμένων υποθηκών και
προσημειώσεων, την τιμή της πρώτης προσφοράς, το όνομα και την ακριβή διεύθυνση του
υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού,
δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας, που εκδίδεται στο δήμο ή στην κοινότητα
όπου βρίσκεται ο τόπος του πλειστηριασμού και, αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα, δημοσιεύεται
σε κύριο φύλλο καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο δήμο ή στην κοινότητα όπου βρίσκεται
ο τόπος του πλειστηριασμού και, αν δεν εκδίδεται τέτοια εφημερίδα, δημοσιεύεται σε κύριο φύλλο
καθημερινής εφημερίδας, που εκδίδεται στην πρωτεύουσα της επαρχίας όπου υπάγεται ο δήμος ή
η κοινότητα, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. έσα
στην ίδια προθεσμία η κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου περίληψη επιδίδεται
στον ειρηνοδίκη του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση. ειρηνοδίκης οφείλει να καταχωρίσει την
περίληψη της έκθεσης σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των
καθ' ων η κατάσχεση. Αν δεν εκδίδεται καθημερινή εφημερίδα, η περίληψη της έκθεσης
ανακοινώνεται δημόσια:
α) με τοιχοκόλληση, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό, στο
γραφείο της κοινότητας ή του δήμου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο και
β) με κήρυξη από κήρυκα στην έδρα του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο τόπος του
πλειστηριασμού, και στο συνηθισμένο για τους πλειστηριασμούς τόπο, την προηγούμενη του
πλειστηριασμού Τετάρτη, από τις 12.00' το μεσημέρι έως τις 14.00' το απόγευμα. ια την κήρυξη ο
δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση που υπογράφεται και από τον κήρυκα.

569
4. πλειστηριασμός με ποινή ακυρότητας δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχουν τηρηθεί οι
διατυπώσεις που ορίζονται στην παρ. 1 και στην παρ. 3 εδάφια πρώτο, δεύτερο, τρίτο, πέμπτο και
έκτο.
5. ι διατάξεις των άρθρων 972 και 973 εφαρμόζονται και εδώ εφόσον στο άρθρο αυτό δεν
ορίζεται διαφορετικά".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 24 του άρθρου 4 του ν. 2298/1995
(ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995 για την έναρξη
ισχύος του.

1000
" στερα από αίτηση του καθ' ου η εκτέλεση, η οποία κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, πέντε
(5)* τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες* πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, το δικαστήριο του
άρθρου 933, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να αναστείλει τη
διαδικασία του πλειστηριασμού έως έξι (6) μήνες από την αρχική ημέρα πλειστηριασμού, αν δεν
υπάρχει κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντος και εφόσον προσδοκάται βάσιμα ότι ο οφειλέτης θα
ικανοποιήσει μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα τον επισπεύδονται ή ότι, αν περάσει το χρονικό αυτό
διάστημα, θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα. Αν με την αρχική αναστολή δεν εξαντλήθηκε το
εξάμηνο, επιτρέπεται χορήγηση και δεύτερης αναστολής μόνον εφόσον συντρέχουν έκτακτοι λόγοι
που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση, όχι όμως πέρα από τους έξι (6) συνολικά μήνες
από την αρχική ημέρα πλειστηριασμού. Η αναστολή χορηγείται πάντοτε υπό τον όρο της
καταβολής:
α) των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού, τα οποία καθορίζονται κατά προσέγγιση
στην απόφαση και
β) του ενός τετάρτου τουλάχιστον του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου, εκτός αν για
εξαιρετικούς λόγους, που αναφέρονται συγκεκριμένα στην απόφαση, το καταβλητέο έναντι του
κεφαλαίου αυτού ποσόν πρέπει να οριστεί μικρότερο. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση για την
αναστολή πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00' το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του
πλειστηριασμού". Επίσης το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να γίνει ταυτόχρονα η πώληση του
ακινήτου, ολόκληρου ή τμηματικά, με βάση σχεδιάγραμμα ή σχέδιο μηχανικού ή γεωμέτρη, που
υποβάλλεται μαζί με την αίτηση. Στην περίπτωση αυτή η κατακύρωση τότε μόνο γίνεται τμηματικά
σε όποιους πλειοδοτούν τμηματικά, όταν το σύνολο των προσφορών τους είναι μεγαλύτερο από
την τιμή που προσφέρεται για να πουληθεί συνολικά.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο ισχύει όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 παράγρ. 2 του ν. 2331/1995. - Τα
εντός " " τρία πρώτα εδάφια του παρόντος άρθρου τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 25 του άρθρου 4
του ν.2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995. Σχετικά δε βλέπε και την παρ. 37 άρθρου 4 Ν.
2298/1995 για την έναρξη ισχύος των. * Η 5ήμερη προθεσμία τέθηκε με το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 2331/1995 με
έναρξη ισχύος 24.8.1995.

1001
1. Την ημέρα του πλειστηριασμού και αμέσως πριν αρχίσει, πρέπει ο πλειστηριασμός να
κηρυχθεί από κήρυκα και αυτό να αναφερθεί στην έκθεση του πλειστηριασμού.
2. Αν με την ίδια έκθεση κατασχέθηκαν περισσότερα ακίνητα που βρίσκονται στην ίδια
περιφέρεια, αυτά πλειστηριάζονται χωριστά την ίδια ημέρα. Εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η
εκτέλεση ή αλλιώς ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει τη σειρά με την οποία κατακυρώθηκαν
αυτά. όλις το πλειστηρίασμα των ακινήτων που κατακυρώθηκαν καλύψει το ποσό της απαίτησης
εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, των δανειστών που αναγγέλθηκαν και τα έξοδα της
εκτέλεσης, παύει ο πλειστηριασμός των λοιπών ακινήτων.

1001 Α
"Σε περίπτωση κατάσχεσης ακινήτων, στα οποία έχουν εγκατασταθεί βιομηχανικές, βιοτεχνικές,
ξενοδοχειακές ή τουριστικές επιχειρήσεις ή άλλες παραγωγικές μονάδες, που διαθέτουν εξοπλισμό
και αποτελούν οικονομικό σύνολο, εφαρμόζονται οι επόμενες διατάξεις:
α. Το ακίνητο εκτίθεται σε πλειστηριασμό με τα παραρτήματά του εφ' όσον έχουν κατασχεθεί
μαζί. ωριστή πλειστηρίαση των παραρτημάτων μπορεί να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 994,
μόνο αν κατά τον πρώτο πλειστηριασμό δεν επιτεύχθηκε κατακύρωση.
β. Αν έχουν κατασχεθεί με την ίδια έκθεση περισσότερα ακίνητα, πλειστηριάζονται μαζί, εφ' όσον
έχουν λειτουργική ενότητα για την εξυπηρέτηση της επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας, που
έχει εγκατασταθεί σε ένα από αυτά. Αν τα παραπάνω ακίνητα βρίσκονται σε διάφορες περιφέρειες,
570
αρμόδια για την εκτέλεση είναι τα όργανα της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται οποιοδήποτε από
αυτά κατ' επιλογή του επισπεύδοντος. Η διάταξη του άρθρου 998 § 3 εφαρμόζεται αναλόγως.
γ. Η αναστολή κατά το άρθρο 1000 δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τέσσερις μήνες.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τέθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 1682/1987. Τα πρώην δύο τελευταία εδάφια της
περ. γ (: Στο χρόνο αναστολής υπολογίζεται και ο χρόνος που μεσολαβεί από την ημερομηνία του
προηγούμενου πλειστηριασμού, που ματαιώθηκε εξαιτίας τυχόν διόρθωσης του προγράμματος κατά τη διάταξη
του άρθρου 961, έως την ημέρα που ορίστηκε για το νέο πλειστηριασμό. Αίτηση για διόρθωση του
προγράμματος του πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη, αν έχει προηγηθεί αναστολή, σύμφωνα με το άρθρο 1000)
ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΑΝ με το άρθρο 4 παρ. 26 του Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62). Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου
4 ν. 2298/1995.

1002
1. πλειστηριασμός ολοκληρώνεται με την κατακύρωση. υπερθεματιστής δεσμεύεται ώσπου
να γίνει καλύτερη προσφορά ή ώσπου να ματαιωθεί η κατακύρωση.
2. ως την κατακύρωση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει δικαίωμα να
εξοφλήσει τις απαιτήσεις εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση και των δανειστών που
αναγγέλθηκαν καθώς και τα έξοδα. Στην περίπτωση αυτή ο πλειστηριασμός ματαιώνεται και αίρεται
η κατάσχεση.
3. Η παρ. 3 του άρθρου 969 εφαρμόζεται και εδώ.

1003
1. Το ακίνητο που πλειστηριάζεται κατακυρώνεται σε εκείνον που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή
κατ' εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 965.
"2. Όποιος υπερθεματίζει για λογαριασμό τρίτου, οφείλει να δηλώσει προηγουμένως στον
υπάλληλο του πλειστηριασμού τα πλήρη στοιχεία του τρίτου και να καταθέσει σε αυτόν ειδικό
συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο του χορηγείται η σχετική εντολή."
3. Στην έκθεση της κατακύρωσης πρέπει να καταχωρίζονται και οι όροι που τυχόν έθεσε εκείνος
προς όφελος του οποίου έγινε η εκτέλεση, όσοι αφορούν την κατακύρωση και δεσμεύουν τον
υπερθεματιστή.
"4. ι διατάξεις των άρθρων 965 παρ. 4 έως 7 και 966 παρ. 1 έως 4 εφαρμόζονται αναλόγως".

Σχόλια: - Η παράγραφος 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παράγρ. 27 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ
Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995 για την έναρξη ισχύος
της. - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

1004
"1. υπερθεματιστής οφείλει να καταβάλει αμέσως ολόκληρο το πλειστηρίασμα, εκτός αν ο
υπάλληλος του πλειστηριασμού του επιτρέψει να καταβάλει το πέραν της εγγυοδοσίας οφειλόμενο
πλειστηρίασμα ή μέρος του μέσα σε δεκαπέντε (15) το αργότερο ημέρες. Στην τελευταία περίπτωση
ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, εκτός από το ποσόν που έχει προκαταβληθεί ή για το
οποίο έχει κατατεθεί εγγυοδοσία κατά το άρθρο 965 παρ. 1 εδ. β', να ζητήσει από τον
υπερθεματιστή και περαιτέρω εγγυοδοσία για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του".
2. Αν ο υπερθεματιστής είναι ενυπόθηκος δανειστής, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί
να επιτρέψει να μην καταβάλει το ποσό του πλειστηριάσματος που αναλογεί στην ενυπόθηκη
απαίτησή του ή μέρος του ποσού αυτού, ώσπου να γίνει η οριστική κατάταξη, με εγγύηση ή και
χωρίς εγγύηση.

Σχόλια: - Η παράγραφος 1 τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παράγρ. 28 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α'
62) και ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά για την έναρξη ισχύος της και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995.

1005
1. Από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. ε την κατακύρωση, και αφότου
μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που
είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.
2. Η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός. ε βάση αυτή την περίληψη
μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των
διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του, εφόσον
η διαδοχή επέλθει μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, καθώς και κατά
571
εκείνου που νέμεται ή κατέχει το πράγμα στο όνομα εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση ή των
διαδόχων του, αδιάφορο αν πρόκειται για σχέση εμπράγματη ή ενοχική. ι διατάξεις του άρθρου
947 εφαρμόζονται και εδώ.
3. Η καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή επιφέρει απόσβεση της υποθήκης
ή προσημείωσης που υπάρχει επάνω στο ακίνητο. υπερθεματιστής μετά την καταβολή του
πλειστηριάσματος έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη των υποθηκών, προσημειώσεων και
κατασχέσεων που είναι γραμμένες στο ακίνητο. Αν ο πλειστηριασμός ακυρωθεί, αναβιώνουν
αυτοδικαίως οι υποθήκες και οι προσημειώσεις που εξαλείφθηκαν˙ ο υποθηκοφύλακας έχει
υποχρέωση να κάνει σχετική σημείωση στα ειδικά βιβλία, όταν του προσαχθεί αντίγραφο της
ακυρωτικής απόφασης.

1006
1. Αν ο υπερθεματιστής καταβάλει αμέσως το πλειστηρίασμα και είναι αυτό αρκετό για να
ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν,
εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 971.
2. Αν δόθηκε προθεσμία για την καταβολή μέρους του πλειστηριάσματος και αυτή έγινε αφού
πέρασε η προθεσμία του άρθρου 971 παρ. 1, η ικανοποίηση των δανειστών πρέπει να γίνει μέσα
σε δύο ημέρες από την καταβολή του υπολοίπου.
3. Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση
και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, εφαρμόζονται τα άρθρα 974, 979, 980 και 1007.
4. Αν η απαίτηση του δανειστή που αναγγέλλεται στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό, η αναγγελία έχει
τα ίδια αποτελέσματα με την κατάσχεση, εφόσον επιδοθεί και στον υποθηκοφύλακα της
περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο και αφότου αυτό σημειωθεί στο περιθώριο της
εγγραφής της κατάσχεσης. Αντίγραφο της πράξης του άρθρου 973 παρ. 2 και 3 για τη δήλωση ότι
άλλος δανειστής επισπεύδει τον πλειστηριασμό, πρέπει να επιδοθεί μέσα σε πέντε ημέρες από την
ημέρα που έγινε η δήλωση στον υποθηκοφύλακα της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο
και αυτό να σημειωθεί στο περιθώριο της εγγραφής της κατάσχεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα.

1007
1. ια την κατάταξη των δανειστών εφαρμόζονται τα άρθρα 975 έως 978, εκτός από τη διάταξη
του άρθρου 976 αριθ. 3. Τη θέση της απαίτησης του άρθρου 976 αριθ. 2 παίρνει η ενυπόθηκη
απαίτηση. Η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση κατατάσσεται τυχαίως.
2. Αν γίνει χωριστός πλειστηριασμός των παραρτημάτων ενυπόθηκου κτήματος στα οποία
εκτείνεται η υποθήκη, η απαίτηση του ενυπόθηκου δανειστή κατατάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις
της παρ. 1.

1008
Αν συναινεί ο ενυπόθηκος δανειστής, ο υπερθεματιστής μπορεί να αναδεχτεί την ενυπόθηκη
απαίτηση, οπότε η υποθήκη διατηρείται επάνω στο ακίνητο. Η δήλωση του υπερθεματιστή και η
συναίνεση του ενυπόθηκου δανειστή καταχωρίζονται στην κατακυρωτική έκθεση.
υπερθεματιστής σ' αυτή την περίπτωση μπορεί να μην καταβάλει ανάλογο μέρος από το
πλειστηρίασμα, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 1004 παρ. 2.

1009
Αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
άρθρων 614 και 616 του Αστικού Κώδικα. Στην περίπτωση του άρθρου 615 Α.Κ. η περίληψη
εκτελείται κατά του μισθωτή αφού περάσουν οι προθεσμίες του άρθρου αυτού που αρχίζουν
αφότου η περίληψη επιδοθεί στο μισθωτή.

1010
Η ανακοπή για την ακύρωση πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού ακινήτου είναι απαράδεκτη,
αν δεν εγγραφεί στο βιβλίο διεκδικήσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο μέσα σε
τριάντα ημέρες από την κατάθεσή της. Σ' αυτή την περίπτωση επιτρέπεται νέα ανακοπή μέσα στην
προθεσμία του άρθρου 934.

1011
1. Στην έκθεση κατάσχεσης πλοίου πρέπει να αναφέρονται και το όνομα και η ιθαγένεια του
πλοιοκτήτη, το όνομα του πλοίου, η πράξη της νηολόγησης, καθώς και το διεθνές σήμα του. Η
περιγραφή του κατασχεμένου πλοίου πρέπει να περιλαμβάνει τις διαστάσεις και τη χωρητικότητα,
572
το είδος της κινητήριας δύναμης και τη δύναμη της μηχανής, καθώς και τα κατασχεμένα
παραρτήματα. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται με ακρίβεια σε τρόπο που να μη γεννιέται αμφιβολία
για την ταυτότητα του πλοίου.
2. Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται και στο λιμενάρχη του λιμανιού όπου έγινε η
κατάσχεση του πλοίου, μέσα σε δύο ημέρες από την ημέρα που έγινε η κατάσχεση. Η κατάσχεση
εμποδίζει τον απόπλου του πλοίου και ο λιμενάρχης, μόλις του επιδοθεί το αντίγραφο της
κατασχετήριας έκθεσης, οφείλει να εμποδίσει τον απόπλου.

1012
1. πλειστηριασμός του κατασχεμένου πλοίου γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της
περιφέρειας του λιμανιού όπου βρίσκεται το πλοίο κατά την κατάσχεση. Η αναστολή του άρθρου
1000 δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες.
2. "Η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης" πλοίου επιδίδεται και στον πλοίαρχο, στο λιμενάρχη
του λιμανιού όπου το πλοίο κατασχέθηκε και στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο και κατατίθεται στον
υπάλληλο του πλειστηριασμού.
3. "Τοιχοκόλληση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης", όταν απαιτείται κατά το άρθρο 999
παρ. 2, γίνεται στο λιμεναρχείο του λιμανιού όπου έγινε η κατάσχεση και σε φανερό μέρος του
πλοίου.
4. Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα της κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με
τις διατάξεις του Κώδικα διωτικού Ναυτικού Δικαίου.
5. Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κατά ελληνικού πλοίου ή αεροσκάφους, αν αυτό
βαρύνεται με υποθήκη σε ξένο νόμισμα, καθώς και κατά αλλοδαπού πλοίου ή αεροσκάφους, σε
κάθε περίπτωση, η επιταγή πληρωμής, η εκτίμηση του κατασχεμένου, η περίληψη της
κατασχετήριας έκθεσης, ο αναγκαστικός πλειστηριασμός και η κατάταξη των δανειστών γίνονται σε
ξένο νόμισμα, που ορίζεται από τον επισπεύδοντα. Κάθε δανειστής που έχει έννομο συμφέρον
δικαιούται να ζητήσει, με τη διαδικασία του άρθρου 961, τη διενέργεια του πλειστηριασμού σε άλλο
ξένο νόμισμα ή, αν η κατακύρωση ματαιώθηκε τουλάχιστον μια φορά, επειδή δεν παρουσιάστηκαν
πλειοδότες, και σε ευρώ, σε αυτήν την περίπτωση και από τον επισπεύδοντα. Στην περίπτωση
πλειστηριασμού σε συνάλλαγμα, η δημόσια κατάθεση του πλειστηριάσματος γίνεται σε αυτούσιο
συνάλλαγμα, μη υποχρεωτικά εκχωρητέο στην Τράπεζα της Ελλάδας. Η διανομή στους δανειστές
που έχουν απαιτήσεις σε συνάλλαγμα γίνεται σε αυτούσιο ελεύθερο συνάλλαγμα, ενώ στους
υπόλοιπους η διανομή γίνεται σε ευρώ, με την ισοτιμία του χρόνου διανομής.

Σχόλια: - Οι εντός " " φράσεις των παρ. 2 και 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 παράγρ. 29
του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995. ** Η πρώην (δεύτερη) παρ. 5 (: Η αναγγελία των
απαιτήσεων του ΝΑΤ στον υπάλληλο του πλειστηριασμού πλοίου γίνεται πριν από την ημέρα του
πλειστηριασμού), που εκ προφανούς παραδρομής θεωρήθηκε ως παρ. 5 και προστέθηκε με την παρ. 12 του
άρθρου 1 του ν. 1711/1987, ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ. 1α του άρθρου 6 του ν. 2575/1998 (Α' 23/4.2.1998).

1013
Αν το πλοίο που κατασχέθηκε σε ελληνικό λιμάνι είναι αλλοδαπό, ο λιμενάρχης του λιμανιού
όπου έγινε η κατάσχεση έχει υποχρέωση να στείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αντίγραφο της
κατασχετήριας έκθεσης "και την περίληψή της" σε εκείνον που τηρεί το νηολόγιο όπου είναι
νηολογημένο το πλοίο. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για πλοία ελληνικά, γραμμένα σε νηολόγια
που τηρούν ελληνικές προξενικές αρχές.

Σχόλια: - Στο παρόν άρθρο η μέσα σε " " φράση τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 30 άρθρ. 4 του ν.
2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. Βλέπε σχετικά και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995 για
την έναρξη ισχύος της.

1014
1. Στην κατασχετήρια έκθεση αεροσκάφους πρέπει να αναφέρονται και το όνομα και η ιθαγένεια
του ιδιοκτήτη του αεροσκάφους, τα διακριτικά στοιχεία του αεροσκάφους, η πράξη της εγγραφής
του στα μητρώα και το διεθνές σήμα του. Η περιγραφή του κατασχεμένου αεροσκάφους πρέπει να
περιλαμβάνει τις διαστάσεις και τη χωρητικότητα, το είδος και τη δύναμη των κινητήρων του, καθώς
και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν. Η περιγραφή πρέπει να γίνεται με ακρίβεια, σε τρόπο που
να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητα του αεροσκάφους.
2. Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται και στο διοικητή του αερολιμένα όπου έγινε η
κατάσχεση του αεροσκάφους μέσα σε δύο ημέρες από την ημέρα που έγινε η κατάσχεση. Η

573
κατάσχεση εμποδίζει την απογείωση του αεροσκάφους και ο διοικητής του αερολιμένα μόλις του
επιδοθεί το αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης οφείλει να εμποδίσει την απογείωσή του.

1015
1. πλειστηριασμός του κατασχεμένου αεροσκάφους γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της
περιφέρειας του αερολιμένα όπου έγινε η κατάσχεση.
2. "Η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης" επιδίδεται και στον κυβερνήτη του αεροσκάφους και
στο διοικητή του αερολιμένα και κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
3. "Τοιχοκόλληση της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης", όταν απαιτείται κατά το άρθρο 999
παρ. 2, γίνεται σε φανερό μέρος του γραφείου της διοίκησης του αερολιμένα, όπου έγινε η
κατάσχεση.
4. Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα της κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με
τις διατάξεις των νόμων για την πολιτική αεροπορία.

Σχόλια: - Στο παρόν άρθρο οι φράσεις μέσα σε " " στις παρ. 2 και 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την
παρ. 31 α και β, άρθρ. 4, Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύουν από 04.04.1995. Σχετική δε και η παρ. 37
άρθρου 4 ν.2298/1995.

1016
Αν το αεροσκάφος που κατασχέθηκε σε ελληνικό αερολιμένα είναι αλλοδαπό, ο διοικητής του
αερολιμένα όπου έγινε η κατάσχεση έχει υποχρέωση να στείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση
αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης "και της περίληψής της" σε εκείνον που τηρεί το μητρώο
όπου είναι γραμμένο το αεροσκάφος.

Σχόλια: - Στο παρόν άρθρο η μέσα σε " " φράση τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 32 άρθρ. 4 του ν.
2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
Δ

1017
1. ι διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για την κτήση κυριότητας από μη κύριο εφαρμόζονται και
στον πλειστηριασμό κινητού πράγματος.
2. Σε πλειστηριασμό πράγματος κινητού ή ακίνητου δεν υπάρχει ευθύνη για πραγματικά
ελαττώματα. ια τα νομικά ελαττώματα υπάρχει ευθύνη μόνο εκείνου που επισπεύδει τον
πλειστηριασμό και μόνο αν αυτός γνώριζε κατά το χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη του
νομικού ελαττώματος. Η ευθύνη από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν αποκλείεται.
3. Τον κίνδυνο από την τυχαία καταστροφή ή χειροτέρευση του πράγματος φέρει ο
υπερθεματιστής από την κατακύρωση.
4. υπερθεματιστής παίρνει τα ωφελήματα και φέρει τα βάρη του πράγματος από την
κατακύρωση.

1018
Σε περίπτωση που ο πλειστηριασμός ακυρώθηκε και διενεργηθεί νέος, η απαίτηση του
υπερθεματιστή του πλειστηριασμού που ακυρώθηκε να αναλάβει το πλειστηρίασμα που
διανεμήθηκε κατατάσσεται μετά τα έξοδα της εκτέλεσης του νέου πλειστηριασμού και πριν από τις
απαιτήσεις των άρθρων 975, 976, 1007, 1012 παρ. 4 και 1015 παρ. 4. ια να ικανοποιηθεί αυτή η
απαίτηση, ο υπερθεματιστής μπορεί να επισπεύσει πλειστηριασμό με βάση την απόφαση που
ακύρωσε την εκτέλεση και πιστοποίηση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ότι το πλειστηρίασμα
έχει καταβληθεί και διανεμηθεί.

1019
1. Η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή
αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει
οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου
επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Το δικαστήριο
γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού που
οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί σχετική σημείωση στο

574
βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους αφότου δημοσιευθεί η
απόφαση.
2. Στις προθεσμίες που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο δεν υπολογίζεται το διάστημα
από την έκδοση απόφασης σύμφωνα με το "άρθρο 966 παράγραφοι 3 και 4" μέχρι την ημέρα του
πλειστηριασμού που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, το διάστημα αναστολής της εκτέλεσης, η οποία
χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση, ή με κοινή συναίνεση εκείνου που επισπεύδει και του οφειλέτη,
η οποία βεβαιώνεται με συμβολαιογραφική πράξη, καθώς και ο χρόνος από 1 έως 31 Αυγούστου.
"3. Αν πριν από την έκδοση της κατά την παρ. 1 απόφασης είχαν αναγγελθεί δανειστές με τα
προσόντα αυτοτελούς κατάσχεσης, κατά τα άρθρα 972 παρ. 2 εδ. β' και 1006 παρ. 1 εδ. α', η
ανατροπή επέρχεται ως προς αυτούς μόνο αν οι ως άνω προθεσμίες είχαν συμπληρωθεί και ως
προς αυτούς από τις αναγγελίες τους. Διαφορετικά, η κατάσχεση ως προς αυτούς διατηρείται και
ισχύει αυτοτελής προθεσμία ανατροπής της από την αναγγελία τους, η προθεσμία όμως αυτή
ουδέποτε συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου από την ανατροπή".

Σχόλια: - Η μέσα σε " " φράση στην παρ. 2 και η παρ. 3 του παρόντος άρθρου τίθενται όπως
αντικαταστάθηκαν με το Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62/04.04.1995), παρ. 33 του άρθρου 4, όπως αυτό είχε
αντικατασταθεί από την παρ. 14 του άρθ. 10 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993). Για την έναρξη δε ισχύος
αυτών, βλέπε και την παρ. 37 άρθρου 4 ν. 2298/1995.

1020
Αγωγή διεκδίκησης του πράγματος που πλειστηριάστηκε πρέπει να ασκηθεί μέσα σε
αποκλειστική προθεσμία, για τα κινητά ενός έτους από τότε που παραδόθηκαν στον
υπερθεματιστή, και για τα ακίνητα πέντε ετών από τότε που μεταγράφηκε η περίληψη της
κατακυρωτικής έκθεσης.

1021
Όταν σύμφωνα με διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση ή με συμφωνία των μερών γίνεται
εκούσιος πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου, η διαδικασία αρχίζει με έκθεση περιγραφής,
η οποία συντάσσεται από δικαστικό επιμελητή και περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 1 του
άρθρου 955, αν πρόκειται για κινητό, ή του άρθρου 999, αν πρόκειται για ακίνητο. Περαιτέρω,
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 954 παρ. 4, 955 παρ. 1, 960 παρ. 2, 965, 966,
967, 969 παρ. 1, 999, 1001 παρ. 1, 1002, 1003 παρ. 1, 2 και 4, 1004, 1005 παρ. 1 και 2 και 1010.
εκούσιος πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας όπου βρίσκεται
το πράγμα ή το ακίνητο.
ε συμφωνία των μερών ή με απόφαση του ειρηνοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το
πράγμα ή το ακίνητο, η οποία εκδίδεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί, αν το
ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, να οριστεί άλλος τόπος πλειστηριασμού.

Σχόλια: - Το πρώτο εδάφιο του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παράγρ. 34,
Ν. 2298/1995 (ΦΕΚ Α' 62) και ισχύει από 04.04.1995. Σχετικά δε για την έναρξη ισχύος του, βλέπε και παρ. 37
άρθρου 4 ν. 2298/1995.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ

1022
Κατάσχεση μπορεί να γίνει και σε περιουσιακά δικαιώματα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η
εκτέλεση, τα οποία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κατάσχεσης κατά τη διαδικασία των
άρθρων 953 παρ. 1 και 2, 982 και 992, ιδίως σε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας,
ευρεσιτεχνίας, εκμετάλλευσης κινηματογραφικών ταινιών, σε απαιτήσεις κατά τρίτων εξαρτώμενες
από αντιπαροχή, εφόσον κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου επιτρέπεται η μεταβίβαση
αυτών των δικαιωμάτων.

1023
1. Την κατάσχεση δικαιωμάτων του άρθρου 1022 διατάζει, ύστερα από αίτηση εκείνου υπέρ του
οποίου γίνεται η εκτέλεση, το μονομελές πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 επ. 2.
Το δικαστήριο μπορεί να μην επιτρέψει την κατάσχεση, αν κρίνει ότι είναι δύσκολο να γίνει η
αναγκαστική εκτέλεση ή ότι το αποτέλεσμά της θα είναι ασύμφορο.

575
1024
1. Το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει την κατάσχεση ή και με μεταγενέστερη ορίζει τα
μέσα που κρίνει πρόσφορα για την αξιοποίηση του δικαιώματος και ιδίως μπορεί να διατάξει να
μεταβιβαστεί το δικαίωμα σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, με πληρωμή ορισμένου
τιμήματος ή με συμψηφισμό ολόκληρης ή μέρους της απαίτησής του, ή να διατάξει την ελεύθερη ή
με πλειστηριασμό διάθεση του δικαιώματος, και, αν δεν κρίνει πρόσφορα τα μέτρα αυτά, διορίζει
διαχειριστή. Διαχειριστής μπορεί να διοριστεί και εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η κατάσχεση ή
κάποιος από τους δανειστές που αναγγέλθηκαν.
2. Αν η απαίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση συνίσταται στο να εκπληρώσει
ένας τρίτος παροχή εξαρτώμενη από αντιπαροχή, το δικαστήριο επιτρέπει την κατάσχεση και υπό
τον όρο να εκπληρωθεί η αντιπαροχή προς τον τρίτο. Σ' αυτήν την περίπτωση η αξιοποίηση του
κατασχεμένου γίνεται σύμφωνα με την παρ. 1, οπότε αποκλείεται ο διορισμός διαχειριστή και η αξία
της αντιπαροχής που εκπληρώθηκε θεωρείται ως έξοδο εκτέλεσης κατά το άρθρο 975.

1025
1. Η κατάσχεση γίνεται, αν πρόκειται για απαίτηση κατά τρίτου, με επίδοση της απόφασης που
επέτρεψε την κατάσχεση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και στον τρίτο˙ αν
πρόκειται για δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, η κατάσχεση γίνεται με την
επίδοση της απόφασης σ' αυτόν. Στις περιπτώσεις που για τη σύσταση ή τη μεταβίβαση του
δικαιώματος προβλέπεται η τήρηση βιβλίων από δημόσιες αρχές, η κατάσχεση εγγράφεται στο
περιθώριο της πράξης και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 995 παρ. 2 και 997˙ οι αρχές
αυτές έχουν θέση υποθηκοφύλακα.
2. Αφότου η απόφαση επιδοθεί σύμφωνα με την παρ. 1 σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η
εκτέλεση, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση, η διάθεση του
κατασχεμένου. Όταν προβλέπεται να γίνει εγγραφή σε βιβλίο, η ακυρότητα ισχύει για τους τρίτους
μόνο αν η κατάσχεση είχε ήδη εγγραφεί στο βιβλίο, όταν έγινε η διάθεση.
3. ι διατάξεις των άρθρων 984 παρ. 1 και 2, 985 έως 987 και 990 εφαρμόζονται και εδώ.

1026
Αν διατάχθηκε να εκποιηθεί με πλειστηριασμό το κατασχεμένο δικαίωμα, το δικαστήριο του
άρθρου 1023 παρ. 1 ορίζει τον υπάλληλο του πλειστηριασμού και εφαρμόζονται οι διατάξεις που
ισχύουν για τον πλειστηριασμό κινητών.

1027
1. Η απόφαση που διορίζει διαχειριστή καταχωρίζεται σε ιδιαίτερο βιβλίο, όπως ορίζουν οι
διατάξεις του άρθρου 776, και κοινοποιείται στο διαχειριστή με επιμέλεια εκείνου υπέρ του οποίου
γίνεται η εκτέλεση.
2. διαχειριστής οφείλει μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδοθεί η απόφαση να δηλώσει στη
γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε, αν δέχεται το διορισμό. Η παράλειψη της δήλωσης
θεωρείται αποποίηση.
3. σπου να αναλάβει ο διαχειριστής τα καθήκοντά του, ασκεί προσωρινά καθήκοντα διαχειριστή
εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση ο οποίος οφείλει να λογοδοτήσει στο διαχειριστή.

1028
1. διαχειριστής ενεργεί όλες τις δικαιοπραξίες ή πράξεις που είναι ενδεδειγμένες για την
επωφελή εκμετάλλευση του δικαιώματος και για την επιτυχία του σκοπού της διαχείρισης και
παρίσταται στο δικαστήριο για κάθε έννομη σχέση που αφορά τη διαχείριση του δικαιώματος, έστω
και αν η σχέση αυτή γεννήθηκε πριν από τη διαχείριση.
2. διαχειριστής δεν μπορεί χωρίς άδεια, που τη δίνει κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 επ.
το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για τη διαχείριση, να καταρτίζει δικαιοπραξίες με διάρκεια
μεγαλύτερη από ένα έτος.

1029
1. Αν το ζητήσει εκείνος υπέρ του οποίου έγινε ή εκείνος κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση
ή κάποιος από τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, το δικαστήριο του άρθρου 1023 παρ. 1 μπορεί
να αντικαταστήσει το διαχειριστή.
2. Κάθε διαφορά που αφορά τη διαχείριση του δικαιώματος λύνεται από το δικαστήριο του
άρθρου 1023 παρ. 1, ύστερα από αίτηση εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση ή του

576
διαχειριστή ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Το δικαστήριο μπορεί να ορίζει τον τρόπο που
θα γίνεται η διαχείριση και να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για το σκοπό αυτό.

1030
1. Το δικαστήριο του άρθρου 1023 παρ. 1 ορίζει τη μηνιαία αποζημίωση του διαχειριστή.
2. διαχειριστής, αφού αφαιρέσει τα έξοδα, τους φόρους και την αποζημίωσή του για τη
διαχείριση, καταβάλλει χωρίς καθυστέρηση στο δανειστή το υπόλοιπο που απομένει, ώσπου να
εξοφληθεί η απαίτησή του.
3. Αν υπάρχουν και άλλοι δανειστές, αναγγέλλονται με έγγραφη δήλωση που επιδίδεται στο
διαχειριστή και σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση. διαχειριστής κάθε τρίμηνο συντάσσει
πίνακα διανομής. Η κατάταξη των δανειστών γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975,
977 παρ. 2 και 3 και 1024 παρ. 2. ια την κατάταξη των απαιτήσεων του άρθρου 975, αντί της
ημέρας του πλειστηριασμού λαμβάνεται υπόψη η ημέρα που άρχισε η διαχείριση.
4. έσα σε πέντε ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας διανομής, ο διαχειριστής καλεί εγγράφως
εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και τους δανειστές
που αναγγέλθηκαν για να λάβουν γνώση του πίνακα.

1031
Κατά της αναγγελίας δανειστή και κατά του πίνακα διανομής εκείνος υπέρ του οποίου έγινε και
εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση καθώς και όσοι άλλοι αναγγέλθηκαν μπορούν να
προβάλουν αντιρρήσεις στο δικαστήριο του άρθρου 1023 παρ. 1, μέσα σε δέκα ημέρες από την
επίδοση που προβλέπει το άρθρο 1030 παρ. 4. Η άσκηση αντιρρήσεων κατά της αναγγελίας ή
κατά του πίνακα διανομής αναστέλλει την καταβολή ως προς το δανειστή κατά του οποίου
στρέφονται οι αντιρρήσεις, ώσπου να γίνει τελεσίδικη η απόφαση του δικαστηρίου.

1032
1. διαχειριστής οφείλει να υποβάλει κάθε έτος, καθώς και όταν περατωθεί η διαχείριση,
έγγραφη λογοδοσία σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και σε εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η
εκτέλεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν.
2. διαχειριστής ευθύνεται, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, να αποζημιώσει εκείνον
υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές που
αναγγέλθηκαν.

1033
Η διαχείριση του δικαιώματος παύει με τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου του άρθρου 1023
παρ. 1, όταν το ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση ή οποιοσδήποτε έχει έννομο
συμφέρον 1) αν ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις εκείνου υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και των
δανειστών που αναγγέλθηκαν ή αν αυτοί, με έγγραφη δήλωσή τους προς εκείνον κατά του οποίου
έγινε η εκτέλεση, παραιτήθηκαν από τη διαχείριση, 2) αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι
ενδεδειγμένη η εξακολούθηση της διαχείρισης ή ότι αυτή είναι επιβλαβής για τα συμφέροντα εκείνου
κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Α

1034
1. ια να ικανοποιηθεί χρηματική απαίτηση του δανειστή, μπορεί να επιβληθεί αναγκαστική
διαχείριση ακινήτου ή επιχείρησης του οφειλέτη.
2. Η αναγκαστική διαχείριση επιβάλλεται ύστερα από απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου
της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο ή η έδρα της επιχείρησης του οφειλέτη, αν το ζητήσει
δανειστής που έχει τίτλο εκτελεστό και που επέδωσε στον οφειλέτη επιταγή για εκτέλεση. Η
απόφαση που δέχεται ή απορρίπτει την αίτηση προσβάλλεται μόνο με έφεση. Η αίτηση και η έφεση
δικάζονται κατά τα άρθρα 686 επ. πρόεδρος των εφετών ορίζει την προθεσμία για την εμφάνιση,
ενώ το άρθρο 226 εφαρμόζεται και εδώ.
3. Το ακίνητο ή η επιχείρηση βρίσκεται σε αναγκαστική διαχείριση αφότου επιδοθεί στον οφειλέτη
η απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση. Το άρθρο 912 εφαρμόζεται και εδώ.

577
1035
Αναγκαστική διαχείριση ακινήτου η επιχείρησης δεν επιβάλλεται για έναν από τους ακόλουθους
λόγους: 1) αν το δικαστήριο κρίνει ότι από τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχείρησης δεν
μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα σε λογικό διάστημα η απαίτηση του δανειστή, 2) αν το δικαστήριο
κρίνει ότι το ποσό της απαίτησης δεν δικαιολογεί να τεθεί το ακίνητο ή η επιχείρηση σε αναγκαστική
διαχείριση, 3) αν πρόκειται για μικρή επιχείρηση ή για ακίνητο μικρής αξίας και το δικαστήριο κρίνει
ότι θα ήταν ασύμφορη η αναγκαστική διαχείριση, 4) αν πρόκειται για επιχείρηση και το δικαστήριο
κρίνει ότι συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι για να μην τεθεί η επιχείρηση σε αναγκαστική διαχείριση.

1036
1. Η απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση, αν πρόκειται για ακίνητο, εγγράφεται, με
επιμέλεια του δανειστή που τη ζήτησε, στο βιβλίο κατασχέσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το
ακίνητο και αν πρόκειται για επιχείρηση, σε ειδικό βιβλίο που το τηρεί η γραμματεία του
πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης.
2. Η εγγραφή της αναγκαστικής διαχείρισης στα σχετικά βιβλία σύμφωνα με την παρ. 1 δεν
εμποδίζει τη διάθεση του ακινήτου ή της επιχείρησης, η αναγκαστική όμως διαχείριση εξακολουθεί
και μετά τη διάθεση.
3. Αν κατασχέθηκαν το ακίνητο ή τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης, η αναγκαστική
διαχείριση παύει αφότου γίνει ο πλειστηριασμός. Επίσης, παύει η αναγκαστική διαχείριση, αν ο
οφειλέτης κηρυχθεί σε πτώχευση. Και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί η εξάλειψη της
εγγραφής της παρ. 1.

1037
1. ε την απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση διορίζεται συνάμα και διαχειριστής
του ακινήτου ή της επιχείρησης. διαχειριστής που διορίζεται πρέπει να είναι πρόσωπο κατάλληλο
και προτιμώνται όποιοι ασκούν το ίδιο ή συγγενικό επάγγελμα ή έχουν τις απαιτούμενες ειδικές
γνώσεις ή πείρα.
2. Διαχειριστής μπορεί να διοριστεί ο οφειλέτης, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό συμφέρει στην
εκμετάλλευση του ακινήτου ή τη λειτουργία της επιχείρησης. Όταν διαχειριστής διορίζεται ο
οφειλέτης, διορίζεται συνάμα και επόπτης του διαχειριστή.
3. Διαχειριστής μπορεί να διοριστεί και ένας από τους δανειστές. Αν ένας αξιόχρεος δανειστής
προτείνει για διαχειριστή ή επόπτη ορισμένο πρόσωπο και δηλώνει συνάμα ότι αναλαμβάνει την
ευθύνη για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, προτιμάται το πρόσωπο που αυτός προτείνει, κατά
την κρίση του δικαστηρίου.
4. διαχειριστής και ο επόπτης που τυχόν διορίστηκε οφείλουν μέσα σε οκτώ ημέρες αφότου
τους επιδοθεί η απόφαση να δηλώσουν στο δανειστή που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση, αν
δέχονται το διορισμό, αλλιώς θεωρούνται ότι τον αποποιήθηκαν.

1038
1. Η απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση κοινοποιείται, με επιμέλεια του δανειστή
που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση, στον οφειλέτη, στο διαχειριστή, στον τυχόν διορισμένο
επόπτη και στους ενυπόθηκους δανειστές. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί να συμμορφωθεί με την
απόφαση, γίνεται αναγκαστική εκτέλεση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 947.
2. Αφότου η απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση επιδοθεί στον οφειλέτη, αυτός
στερείται τη διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησης. σπου να αναλάβει τα καθήκοντά του ο
διαχειριστής, καθήκοντα διαχειριστή ασκεί προσωρινά ο οφειλέτης και έχει υποχρέωση να
λογοδοτήσει στο διαχειριστή.
3. Αν επιβληθεί στο ακίνητο ή στα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης συντηρητική ή
αναγκαστική κατάσχεση, μεσεγγυούχος είναι ο διαχειριστής.

1039
1. διαχειριστής ενεργεί όλες τις πράξεις που είναι ενδεδειγμένες για την τακτική και επωφελή
οικονομική εκμετάλλευση του ακινήτου ή της επιχείρησης και οφείλει να διατηρεί το ακίνητο ή την
επιχείρηση σε καλή κατάσταση και να αποφεύγει πράξεις που βλάπτουν την οικονομική τους
υπόσταση.
2. διαχειριστής μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του ειδοποιεί με έγγραφο τους οφειλέτες εκείνου
κατά του οποίου έχει επιβληθεί η διαχείριση και εκείνους που συναλλάσσονται με την επιχείρηση ότι
ανέλαβε τη διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησης και πρέπει σ' αυτόν να καταβάλλουν στο εξής
τις οφειλές τους και μαζί του να συναλλάσσονται.
578
3. διαχειριστής ενεργεί κάθε δικαιοπραξία ή πράξη για να πετύχει ο σκοπός της διαχείρισης και
έχει το δικαίωμα, για να συνεχιστούν οι εργασίες της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης του
ακινήτου, να συνάπτει δάνεια και μπορεί να δίνει και ενέχυρο επάνω στις πρώτες ύλες ή τα
προ όντα της επιχείρησης. ια κάθε έννομη σχέση που αφορά τη διαχείριση, και αν ακόμη η σχέση
αυτή γεννήθηκε πριν από τη διαχείριση, στο δικαστήριο παρίσταται ο διαχειριστής. ι διατάξεις των
άρθρων 997 του Αστικού Κώδικα και 956 παρ. 6 του κώδικα αυτού, εφαρμόζονται και εδώ.
4. διαχειριστής δεν μπορεί, χωρίς την άδεια του μονομελούς πρωτοδικείου, που παρέχεται
κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να καταρτίζει δικαιοπραξίες με διάρκεια μεγαλύτερη από
ένα έτος.

1040
1. Όταν το ζητήσει ο οφειλέτης ή κάποιος από τους δανειστές, ο διαχειριστής ή ο επόπτης, το
μονομελές πρωτοδικείο μπορεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να αντικαταστήσει το
διαχειριστή ή τον επόπτη.
2. Κάθε διαφορά σχετική με τη διαχείριση επιλύεται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη
διαδικασία των άρθρων 686 επ., αν το ζητήσει ο διαχειριστής ή ο επόπτης ό ο οφειλέτης ή
οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Το δικαστήριο μπορεί να ορίζει τον τρόπο που θα γίνεται η
διαχείριση και να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο γι' αυτήν.

1041
1. Το μονομελές πρωτοδικείο, ορίζει τη μηνιαία αποζημίωση του διαχειριστή και του επόπτη. ι
διατάξεις του άρθρου 1034 παρ. 2 εδάφ. δεύτερο, τρίτο και τέταρτο, εφαρμόζονται και εδώ.
2. Αν ο οφειλέτης δεν έχει τα μέσα για τη διατροφή του, το μονομελές πρωτοδικείο ορίζει ένα
χρηματικό ποσό που πρέπει να του πληρώνεται κάθε μήνα για τα απαραίτητα έξοδα της διατροφής
του και της διατροφής της οικογένειάς του. ι διατάξεις του άρθρου 1034 παρ. 2 εδάφια δεύτερο,
τρίτο και τέταρτο εφαρμόζονται και εδώ.
3. Αν ο οφειλέτης κατοικεί μέσα στο ακίνητο, έχει το δικαίωμα να εξακολουθήσει να κατοικεί εκεί
και μετά την επιβολή της αναγκαστικής διαχείρισης.
4. οφειλέτης όταν ορίζεται διαχειριστής δεν έχει δικαίωμα μηνιαίας αποζημίωσης.

1042
διαχειριστής από τους καρπούς και τα εισοδήματα του ακινήτου ή της επιχείρησης καταβάλλει
τις αποδοχές του προσωπικού, τους τακτικούς φόρους και τις εισφορές σε ασφαλιστικούς
οργανισμούς που γίνονται απαιτητοί αφoύ αρχίσει η διαχείριση, εξοφλεί τα δάνεια που πήρε και
γενικά καταβάλλει όλα τα έξοδα που χρειάζονται για την εκμετάλλευση του ακινήτου ή τη λειτουργία
της επιχείρησης.

1043
1. Το υπόλοιπο που απομένει, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα του άρθρου 1042, ο διαχειριστής το
καταβάλλει στο δανειστή ώσπου να ικανοποιηθεί η απαίτησή του.
2. Αν υπάρχουν και άλλοι δανειστές εκτός από εκείνον που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση,
αναγγέλλονται με έγγραφη δήλωση που επιδίδεται στο διαχειριστή και σε εκείνον κατά του οποίου
στρέφεται η εκτέλεση.
3. Αν αναγγέλθηκαν δανειστές, ο διαχειριστής συντάσσει κάθε τρίμηνο πίνακα διανομής και με
βάση αυτόν πληρώνει εκείνον που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση και τους δανειστές που
αναγγέλθηκαν. Η κατάταξη των δανειστών στον πίνακα διανομής γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις
των άρθρων 975, 976, 977 και 1007. ια την κατάταξη των απαιτήσεων του άρθρου 975 αντί της
ημέρας του πλειστηριασμού λαμβάνεται υπόψη η ημέρα που άρχισε η αναγκαστική διαχείριση.
4. έσα σε δέκα ημέρες αφότου συνταχθεί ο πίνακας διανομής ο διαχειριστής καλεί εγγράφως
τον οφειλέτη και τους δανειστές να λάβουν γνώση του πίνακα.

1044
1. Κατά της αναγγελίας δανειστή, καθώς και κατά του πίνακα διανομής, ο οφειλέτης και κάθε
δανειστής που έχει αναγγελθεί μπορεί, μέσα σε δέκα ημέρες αφότου περάσει η προθεσμία του
άρθρου 1043 παρ. 4, να ασκήσει αντιρρήσεις στο κατά το άρθρο 933 αρμόδιο δικαστήριο. Η
άσκηση αντιρρήσεων κατά αναγγελίας ή κατά του πίνακα διανομής αναστέλλει την καταβολή στο
δανειστή κατά του οποίου στρέφονται οι αντιρρήσεις, ώσπου να γίνει τελεσίδικη η απόφαση του
δικαστηρίου.

579
2. Όταν περάσει η προθεσμία της παρ. 1, ο διαχειριστής καταβάλλει στους δανειστές με βάση τον
πίνακα διανομής.

1045
1. διαχειριστής οφείλει να υποβάλει κάθε έτος, καθώς και όταν περατωθεί η διαχείριση,
έγγραφη λογοδοσία στον οφειλέτη, σε εκείνον που ζήτησε την αναγκαστική διαχείριση και στους
δανειστές που αναγγέλθηκαν.
2. επόπτης του διαχειριστή επιβλέπει και παρακολουθεί τη διαχείριση και έχει δικαίωμα να
εξετάζει τα βιβλία και τους λογαριασμούς της διαχείρισης και να ενημερώνεται για τη γενική
κατάσταση της διαχείρισης.
3. Σε κάθε περίπτωση που το δικαστήριο του άρθρου 1040 παρ. 2 επιλύει διαφορά σχετική με
την αναγκαστική διαχείριση καλείται υποχρεωτικά και ο επόπτης.
4. διαχειριστής και ο επόπτης είναι υπεύθυνοι να αποζημιώσουν τον οφειλέτη και τους
δανειστές κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.

1046
1. Η αναγκαστική διαχείριση παύει με τελεσίδικη απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου της
περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο ή όπου εδρεύει η επιχείρηση του οφειλέτη, όταν το ζητήσει ο
οφειλέτης ή ο δανειστής ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον. α) αν ικανοποιήθηκαν οι
απαιτήσεις εκείνου που ζητεί την αναγκαστική διαχείριση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν ή
αν αυτοί, με έγγραφη δήλωσή τους προς τον οφειλέτη, παραιτήθηκαν από την αναγκαστική
διαχείριση, β) αν το δικαστήριο κρίνει ότι η εξακολούθηση της αναγκαστικής διαχείρισης δεν είναι
ενδεδειγμένη ή ζημιώνει τα συμφέροντα του οφειλέτη, γ) αν ο δανειστής που ζήτησε την
αναγκαστική διαχείριση δεν φρόντισε, μέσα σε λογικό διάστημα αφότου επιδόθηκε στον οφειλέτη η
απόφαση που διατάζει την αναγκαστική διαχείριση, να αναλάβει τα καθήκοντά του διαχειριστής ή
επόπτης. ι διατάξεις του άρθρου 1034 παρ. 2 εδ. δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εφαρμόζονται και
εδώ.
2. Αφότου, με βάση την τελεσίδικη απόφαση, εξαλειφθεί η εγγραφή στα ειδικά βιβλία σύμφωνα με
το άρθρο 1036 παρ. 1, παύει η αναγκαστική διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησης.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Π *

1047
1. Προσωπική κράτηση διατάσσεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος, και
κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις˙ μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από
αδικοπραξίες. Η διάρκεια της προσωπικής κράτησης ορίζεται με την απόφαση, έως ένα έτος. Η
αγωγή για απαγγελία προσωπικής κράτησης μπορεί να ασκηθεί και αυτοτελώς. Στην περίπτωση
αυτή εκδικάζεται κατά το άρθρο 270 και υπάγεται στο ειρηνοδικείο, αν η απαίτηση δεν υπερβαίνει
κατά κεφάλαιο το όριο της καθ' ύλην αρμοδιότητος του ειρηνοδικείου, και στο μονομελές
πρωτοδικείο αν υπερβαίνει το όριο αυτό. Η αγωγή αυτή, όταν ασκείται αυτοτελώς, εισάγεται είτε στο
δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου, είτε στο δικαστήριο που είναι κατά τόπον
αρμόδιο για την απαίτηση. Αίτηση απαγγελίας προσωπικής κράτησης που περιέχεται σε αγωγή για
την απαίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία στην οποία υπάγεται η αγωγή.
2. Δεν διατάσσεται προσωπική κράτηση για απαίτηση δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν
από πολιτικό δικαστήριο ή για απαίτηση μικρότερη από "χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ", εκτός αν
προέρχεται από πιστωτικό τίτλο.
3. Αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, εκτός από τις ανώνυμες εταιρίες και τις εταιρίες
περιορισμένης ευθύνης, ως προς τα χρέη της παραγρ. 1 εδ. πρώτο του άρθρου αυτού, η
προσωπική κράτηση διατάσσεται κατά των εκπροσώπων τους, και στις περιπτώσεις του άρθρου
947 παρ. 1 διατάσσεται κατά των νόμιμων αντιπροσώπων του διαδίκου που τελεί υπό επιμέλεια.

Σχόλια: * Κατά το άρθρο 11 της από 19.12.1966 Συμφωνίας (άρθρο πρώτο Ν. 2462/1997, ΦΕΚ Α'
25/26.2.1997) ορίζεται ότι Κ α ν ε ί ς δ ε ν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει
συμβατική υποχρέωση. - Το ποσό της παρ. 2 αυξήθηκε με τη περ. ε) της ΥΑ 125804 (ΦΕΚ Β' 1072/1.8.2003).

1048
Προσωπική κράτηση δεν διατάσσεται: α) κατά των ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα ή
υπό επιτροπεία και κατά των προσώπων που έχουν τεθεί σε κατάσταση δικαστικής
580
συμπαράστασης, β) κατά βουλευτών, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες
μετά τη λήξη της, γ) κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους
και δ) κατά κληρικών κάθε βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 46 του ν.2447/1996.

1049
1. Η διάταξη για προσωπική κράτηση εκτελείται μόνο αφότου η δικαστική απόφαση που τη
διατάζει γίνει τελεσίδικη και αφού προηγουμένως επιδοθεί σ' αυτόν που καταδικάστηκε. Όταν
πρόκειται για εκπρόσωπο νομικού προσώπου, η προσωπική κράτηση δεν εκτελείται πριν
περάσουν τρεις ημέρες αφότου η απόφαση του επιδόθηκε.
2. Όποιος καταδικάστηκε σε προσωπική κράτηση συλλαμβάνεται από το δικαστικό επιμελητή,
πάντα μπροστά σε μάρτυρα που προσλαμβάνεται για το σκοπό αυτό, και συντάσσεται σχετική
έκθεση. Η σύλληψη απαγορεύεται:
α) στον τόπο όπου συνεδριάζει δικαστήριο και όσο διαρκεί η συνεδρίαση,
β) σε καθιερωμένο τόπο ιερουργίας γνωστής θρησκείας και όσο διαρκεί η ιερουργία,
γ) από 1 έως 31 Αυγούστου.

1050
1. Αν όποιος έχει συλληφθεί προβάλει αντιρρήσεις κατά της προσωπικής κράτησης, προσάγεται
αμέσως στον πρόεδρο πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου έγινε η σύλληψη. Αυτός,
δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., αποφασίζει για τις αντιρρήσεις που μπορούν
να υποβληθούν και προφορικά.
2. Αν δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις ή αν απορρίφθηκαν, αυτός που έχει συλληφθεί οδηγείται
στις φυλακές, όπου κρατείται σε χώρο διαφορετικό από εκείνον που προορίζεται για όσους είναι
υπόδικοι ή κατάδικοι για αξιόποινες πράξεις. όνο ώσπου να τον οδηγήσουν στη φυλακή μπορεί
να φυλαχθεί σε οποιαδήποτε άλλη φυλακή ή και σε οποιοδήποτε άλλο χώρο.
3. διευθυντής της φυλακής παραλαμβάνει εκείνον που έχει συλληφθεί μόνο αν του παραδοθεί
η απόφαση που διατάζει την προσωπική του κράτηση και αντίγραφο της έκθεσης της σύλληψής του
και του προκαταβληθούν, με απόδειξη, για ένα μήνα, τα τροφεία που ορίζονται με απόφαση* του
πουργού Δικαιοσύνης. Στον ίδιο διευθυντή προκαταβάλλονται, με απόδειξη, τα τροφεία κάθε
επόμενου μήνα.
4. Η προσωπική κράτηση των στρατιωτικών εκτελείται από τη στρατιωτική αρχή, στην οποία
προκαταβάλλονται τα τροφεία, σύμφωνα με όσα ορίζει η προηγούμενη παράγραφος.

Σχόλια: * Σύμφωνα με την ΑΥΔικ 109595 της 2.10.1997, τα προκαταβαλλόμενα τροφεία κρατουμένων για
χρέη σε ιδιώτες ορίζονται σε 25.000 δρχ. [73,37 ευρώ] το μήνα.

1051
Αποφάσεις προσωπικής κράτησης για την είσπραξη απαιτήσεων προγενέστερες από την έναρξη
της προσωποκράτησης που αποτίθηκε, εκτελούνται μόνο αν αυτή δεν κράτησε ένα έτος, και μόνο
για το χρονικό διάστημα που μένει για να συμπληρωθεί το έτος. Η προσωπική κράτηση για το
χρονικό αυτό διάστημα ενεργείται ως συνέχεια της προηγούμενης ή και μετά την απόλυση του
καταδικασμένου. ια να εκτελεστεί στη συνέχεια αρκεί έκθεση του δικαστικού επιμελητή που
συντάσσεται μπροστά σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και στο διευθυντή της
φυλακής στον οποίο παραδίδεται η απόφαση που εκτελείται και αντίγραφο της έκθεσης και στον
οποίο προκαταβάλλονται τα τροφεία σύμφωνα με την παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου.

1052
κρατούμενος απολύεται α) αν συμπληρώθηκε η διάρκεια της προσωπικής κράτησης που ορίζει
η απόφαση, β) αν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το χρέος για το οποίο
επιβλήθηκε η προσωπική κράτηση μαζί με τους τόκους που οφείλονται ήδη και τα έξοδα της
εκτέλεσης και κατατεθεί το γραμμάτιο στο γραμματέα του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου
βρίσκεται η φυλακή, γ) αν συναινέσουν εγγράφως ο δανειστής που επέβαλε την προσωπική
κράτηση και κάθε άλλος δανειστής που ζήτησε να παραταθεί η κράτηση, δ) αν ο κρατούμενος
συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και ε) αν παραλείφθηκε η προκαταβολή των τροφείων.
Στις περιπτώσεις α', γ' και ε', η απόλυση γίνεται από το διευθυντή της φυλακής˙ στις άλλες, με
απόφαση του προέδρου πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η φυλακή, ο οποίος
δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Στην περίπτωση ε', η απόλυση γίνεται μόλις
581
περάσει η ώρα 12 το μεσημέρι της τελευταίας ημέρας για την οποία πληρώθηκαν τροφεία και δεν
επιτρέπεται νέα κράτηση του οφειλέτη για το ίδιο χρέος.

1053
Αν ο κρατούμενος είναι ασθενής ή ασθενήσει κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ο πρόεδρος
πρωτοδικών που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων
686 επ., μπορεί να επιτρέψει να κρατηθεί ο κρατούμενος, με δικά του έξοδα, σε νοσοκομείο ή σε
ιδιωτική κατοικία, και μπορεί επίσης να επιτρέψει την ελευθέρωσή του αν η ασθένεια είναι τέτοια
ώστε να υπάρχει κίνδυνος από την παράταση της κράτησης.

1054
1. Κάθε διαφορά σχετική με την εκτέλεση της προσωπικής κράτησης υπάγεται, αν δεν ορίζεται
διαφορετικά, στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου
εκτελείται. πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού ορίζει σύντομη δικάσιμο, και την προθεσμία για να
κλητευθεί ο αντίδικος εκείνου που προσφεύγει.
2. Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης κατά της απόφασης που εκδίδεται
σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι πέντε ημέρες, αλλά ούτε αυτή ούτε και η άσκηση
των ένδικων αυτών μέσων αναστέλλουν την εκτέλεση.

582
ΕΙΣΑ Ι ΟΣ ΝΟΜΟΣ
ΔΙ Α ΠΟ ΙΤΙ ΗΣ ΔΙ ΟΝΟΜΙΑΣ
1
Από την εισαγωγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργούνται: α) ο νόμος της 2/14 Απριλίου
1834 "περί Πολιτικής Δικονομίας", β) ο νόμος της 23 ουλίου 1903 "περί Πολιτικής Δικονομίας της
Κρητικής Πολιτείας", γ) τα άρθρα 315 έως 409 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας της 25
ανουαρίου 1880, δ) τα άρθρα 50 έως 56 της Ειδικής Δικονομίας των Κρητών της 10 εβρουαρίου
1880, όπως ίσχυαν ως τώρα, ε) κάθε άλλη διάταξη που είναι αντίθετη σ' αυτόν και στ) κάθε διάταξη
που αφορά θέματα, που ρυθμίζει ο εισαγόμενος Κώδικας, εφόσον δεν συμβιβάζεται με τις διατάξεις
αυτού του κώδικα και δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο αυτόν.

2
ε την εισαγωγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας δεν επηρεάζεται η ισχύς δικονομικών
διατάξεων που στηρίζονται σε διεθνείς συμβάσεις.

3
1. Στις περιπτώσεις που ειδικοί νόμοι παραπέμπουν σε διατάξεις οι οποίες καταργούνται με το
νόμο αυτόν, από την εισαγωγή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζονται οι αντίστοιχες
διατάξεις του.
2. Στις περιπτώσεις που διατάξεις του Αστικού Κώδικα ή άλλου νόμου παραπέμπουν στην
αρμοδιότητα και στην επ' αναφορά διαδικασία γενικά του προέδρου πρωτοδικών ή στη διαδικασία
των άρθρων 634 έως 639 της Πολιτικής Δικονομίας ή 564 έως 568 της Κρητικής Πολιτικής
Δικονομίας, από την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι αρμόδιο το μονομελές πρωτοδικείο, δικάζοντας
κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
3. Στις περιπτώσεις που διατάξεις νόμων παραπέμπουν στην επ' αναφορά διαδικασία ενώπιον
του πρωτοδικείου ή στη διαδικασία των άρθρων 640 έως 645 της Πολιτικής Δικονομίας ή 557 έως
560 της Κρητικής Πολιτικής Δικονομίας, από την εισαγωγή του ΚΠολΔ εφαρμόζεται η διαδικασία
των άρθρων 740 επ., εκτός αν ο νόμος αυτός ορίζει διαφορετικά.

4
Από την εισαγωγή του ΚΠολΔ καταργούνται όλες οι διατάξεις νόμων που καθιερώνουν ειδικές
διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ή ειδικούς κανόνες για ορισμένες κατηγορίες
υποθέσεων που εισάγονται στα δικαστήρια αυτά, εκτός αν ο νόμος αυτός ορίζει διαφορετικά.

5
1. Όλα τα χρηματικά ποσά που ορίζουν οι διατάξεις του ΚΠολΔ σε δραχμές, επιτρέπεται να
αυξομειώνονται με διατάγματα που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης.
2. ια την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος
α) που ασκήθηκε η αγωγή ή η αίτηση, όταν πρόκειται για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου ή την
εφαρμογή ειδικών διατάξεων ή ειδικών διαδικασιών,
β) που εκδόθηκε η απόφαση, όταν πρόκειται για το επιτρεπτό ένδικου μέσου και την αρμοδιότητα
του δικαστηρίου που το δικάζει,
γ) που επιβλήθηκε η ποινή, όταν πρόκειται για χρηματικές ποινές, και
δ) που γεννήθηκε η έννομη σχέση, όταν πρόκειται για το επιτρεπτό της απόδειξης με μάρτυρες.

6
νόμος 406 της 17/24 Νοεμβρίου 1914 "περί δικαστηρίου συγκρούσεως καθηκόντων" διατηρεί
την ισχύ του.*

Σχόλια: * Ο νόμος 406 της 17/24 Νοεμβρίου 1914 καταργήθηκε με το άρθρο 58 παρ. α' του Ν. 345/1976 και
συνεπώς το παρόν άρθρο καταργήθηκε έμμεσα σε συνδυασμό και με την παρ. γ' του άρθρου 58 Ν. 345/1976.

7
1. Από την εισαγωγή του ΚΠολΔ καταργούνται το άρθρο 38 του νόμου 3632 της 17/26 ουλίου
1928 "περί χρηματιστηρίων αξιών" και το προεδρικό διάταγμα της 15/15 Απριλίου 1929 "περί
εκδικάσεως των χρηματιστηριακών διαφορών", οι παρ. 3 επ. του άρθρου 18 του νομοθετικού

583
διατάγματος της 2/10 Νοεμβρίου 1923 "περί χρηματιστηρίου εμπορευμάτων", τα άρθρα 51 έως 63
του Εμπορικού Νόμου, καθώς και όλες οι διατάξεις νόμων που καθιερώνουν ειδικά πολιτικά
δικαστήρια ή υποχρεωτικές ή αναγκαστικές διαιτησίες για την εκδίκαση διαφορών ιδιωτικού δικαίου,
εκτός από εκείνες που ορίζονται στα άρθρα 8 και 46.
2. ι εκκρεμείς δίκες κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, ενώπιον των ειδικών πολιτικών δικαστηρίων
ή των υποχρεωτικών ή των αναγκαστικών διαιτησιών που καταργούνται με την παρ. 1,
συνεχίζονται ενώπιόν τους, σύμφωνα με τις καταργούμενες διατάξεις εωσότου εκδοθεί τελεσίδικη
απόφαση.
8
**
1. Διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 2345 της 24 ουνίου / 3 ουλίου
1920 "περί προσωρινού αρχιμουφτή και μουφτήδων των εν τω κράτει μουσουλμάνων και περί
διαχειρίσεως των περιουσιών των ουσουλμανικών Κοινοτήτων".
2. ι παρ. 2 και 3 του άρθρου 10 του νόμου 2345 της 24 ουνίου 1920 τροποποιούνται ως εξής:
"2. Κάθε απόφαση του μουφτή για ζητήματα αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν μπορεί να
εκτελεστεί, ούτε αποτελεί δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθεί εκτελεστή από το μονομελές πρωτοδικείο,
στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο μουφτής που εξέδωσε την απόφαση, κατά την διαδικασία
των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ.
3. Το δικαστήριο της παρ. 2 εξετάζει μόνο αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της
δικαιοδοσίας που έχει ο μουφτής με το νόμο αυτόν και δεν εξετάζει το περιεχόμενό της".

Σχόλια: ** Το παρόν άρθρο καταργήθηκε έμμεσα με το Ν. 1920/1991 που κύρωσε την από 24.12.1990 Πράξη
Νομοθετικού Περιεχομένου "περί μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών".

9
1. Από την εισαγωγή του ΚΠολΔ καταργούνται όλες οι διατάξεις που ορίζουν την καθ' ύλην ή
κατά τόπον αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων για την εκδίκαση των υποθέσεων που
υπάγονται σ' αυτά.
2. ι δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ συνεχίζονται ενώπιον των
δικαστηρίων όπου είχαν εισαχθεί ή είχαν παραπεμφθεί, εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις που
ίσχυσαν πριν από την εισαγωγή του είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδια, και αν είναι
αναρμόδια, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠολΔ για την αρμοδιότητα.
3. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 η διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου που
ίσχυε έως την εισαγωγή του ΚΠολΔ.

10
1. Τα άρθρα 42 έως 51 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που εκκρεμούν ενώπιον των
πολιτικών δικαστηρίων κατά την εισαγωγή του.
2. Συμφωνία για παρέκταση της αρμοδιότητας που είχε συνομολογηθεί πριν από την εισαγωγή
του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου που ίσχυε έως τότε, είναι έγκυρη, αν αφορά την
κατά τόπον αρμοδιότητα.

11
**
1. Όλες οι διαφορές που κατά τις διατάξεις του β. διατάγματος 27/27 α ου 1957 "περί
τροποποιήσεως των διατάξεων του ενοικιοστασίου κλπ. συναφών νόμων κατ' εφαρμογήν του
νόμου 3664/57" υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών ή του ειρηνοδικείου
δικάζονται στο εξής οι πρώτες από το μονομελές πρωτοδικείο και οι δεύτερες από το ειρηνοδικείο
κατά τη διαδικασία των άρθρων 647 έως 662 του ΚΠολΔ.
2. ι δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ ενώπιον των αρμόδιων κατά το β.
διάταγμα της παρ. 1 δικαστηρίων συνεχίζονται στα δικαστήρια αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις που
ίσχυαν έως την εισαγωγή του.

Σχόλια: ** Το παρόν άρθρο καταργήθηκε έμμεσα με την κατάργηση του ενοικιοστασίου από το άρθρο 11 παρ.
2 του Α.Ν. 342/1968.

584
12
Στις δίκες που κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές
πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν από την εισαγωγή του,
ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο.

13
1. ι διατάξεις των άρθρων 144 έως 151 του ΚΠολΔ για τις προθεσμίες εφαρμόζονται, εφόσον η
επίδοση ή το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας συντελέστηκε μετά την εισαγωγή
του ΚΠολΔ.
2. Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν
έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν από την
εισαγωγή του, η παράταση όμως, η αναστολή και η διακοπή τους εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν
μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται με βάση τις διατάξεις του.
3. ι διατάξεις των άρθρων 152 έως 158 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις προθεσμίες που είχαν
αρχίσει πριν από την εισαγωγή του, εφόσον δεν περατώθηκε η δίκη με αμετάκλητη απόφαση.

14
1. ι διατάξεις των άρθρων 173 έως 175 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς
πριν από την εισαγωγή του.
2. ι διατάξεις των άρθρων 176 έως 193 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς
κατά την εισαγωγή του.

15
ι διατάξεις των άρθρων 205 και 206 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς
κατά την εισαγωγή του.

16
ι διατάξεις των άρθρων 208 έως 214 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αγωγές που είχαν ασκηθεί
πριν από την εισαγωγή του και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί.

17
ι διατάξεις των άρθρων 226 έως 281, 296 και 297 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αγωγές που
είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του.

18
1. ι διατάξεις των άρθρων 286 έως 312 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς
κατά την εισαγωγή του.
2. ι διατάξεις των άρθρων 313 έως 320 και 332 έως 334 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις
αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από την εισαγωγή του.

19
1. Διατηρούνται σε ισχύ οι ειδικές διατάξεις για διεξαγωγή εξώδικης πραγματογνωμοσύνης ή
δειγματοληψίας.
2. Το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων σύμφωνα με την παρ.
1 ή τις απόψεις διοικητικών αρχών ή συλλογικών οργάνων της διοίκησης που εκδίδονται με βάση
τις γνωμοδοτήσεις αυτές και κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.

20
ι διατάξεις των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις δικαιοπραξίες που
καταρτίστηκαν μετά την εισαγωγή του.

21
ι διατάξεις των άρθρων 415 έως 420 και 421 έως 431 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που
είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του. Διαδικαστικές πράξεις απόδειξης που έγιναν κατά τις
διατάξεις του δικαίου που ίσχυε πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ κρίνονται κατά το δίκαιο αυτό.
Αν πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ είχε επιβληθεί δικαστικός όρκος, εφαρμόζονται οι διατάξεις
του δικαίου που ίσχυε τότε.

585
22
1. ι διατάξεις των άρθρων 432 έως 449 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στα έγγραφα που
συντάσσονται από την εισαγωγή του.
2. ι διατάξεις των άρθρων 450 έως 465 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στα έγγραφα που έχουν
συνταχθεί πριν από την εισαγωγή του.

23
1. ι αγωγές που έχουν ασκηθεί κατά τις διατάξεις του νομ. διατάγματος της 9/16 Νοεμβρίου
1925 "περί εκδικάσεως των μικροδιαφορών κλπ.", όπως το διάταγμα αυτό κυρώθηκε με το νόμο
4204 του 1929, και δεν έχουν ακόμη συζητηθεί έως την εισαγωγή του ΚΠολΔ, δικάζονται κατά τις
διατάξεις του ΚΠολΔ.
2. ι διατάξεις των άρθρων 473 έως 477 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι
εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του.
3. ι διατάξεις των άρθρων 478 έως 494 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι
εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του.

24
1. Το παραδεκτό των ένδικων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλόμενων λόγων και ο χρόνος της
άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση.
Στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ εφαρμόζονται οι διατάξεις του
αρ. 12.
2. ι διατάξεις των άρθρων 518 παρ. 2, 545 παρ. 5 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις
αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την εισαγωγή του. ι προθεσμίες που καθορίζονται από τις
διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου.

25
1. ι διατάξεις των άρθρων 501, 502, 511 έως 517, 538 έως 543, 552 έως 562 ΚΠολΔ
εφαρμόζονται στις αποφάσεις που εκδίδονται από την εισαγωγή του.
2. ι διατάξεις των άρθρων 495 ως 500 ΚΠολΔ, εφαρμόζονται στα ένδικα μέσα που ασκούνται
από την εισαγωγή του.
3. ι διατάξεις των άρθρων 506 έως 510, 524 έως 537, 548 έως 551, 568 έως 582 ΚΠολΔ
εφαρμόζονται και στα ένδικα μέσα που είχαν ασκηθεί πριν από την εισαγωγή του.

26
1. Τα άρθρα 593 ως 597 ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις αγωγές που ασκούνται από την εισαγωγή
του.
2. Τα άρθρα 592, 598 έως 607 και 611 έως 613 εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς
κατά την εισαγωγή του.

27
ε την επιφύλαξη των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου δικάζονται κατά τη διαδικασία των
άρθρων 593 έως 613 ΚΠολΔ και οι διαφορές που αφορούν το χωρισμό από τραπέζης και κοίτης.

28
Τα άρθρα 614 έως 622 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την
εισαγωγή του.

29
1. Αν κατά διαταγής πληρωμής χρηματικής απαίτησης δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή η
ανακοπή που ασκήθηκε απορριφθεί τελεσίδικα, η διαταγή πληρωμής αποτελεί τίτλο για εγγραφή
υποθήκης.
2. Αν έχει εγγραφεί προσημείωση για να ασφαλιστεί απαίτηση για την οποία εκδόθηκε διαταγή
πληρωμής, η προσημείωση μετατρέπεται σε υποθήκη, εφόσον συντρέχουν οι προ ποθέσεις της
παρ. 1.

30
Το β. διάταγμα της 29/31 Δεκεμβρίου 1953 "περί κωδικοποιήσεως των ισχυουσών διατάξεων του
Νομ. Διατάγματος της 13/19 Σεπτεμβρίου 1925 "περί εκδικάσεως των εκ συναλλαγματικών και
εμπορικών ή μη γραμματίων εις διαταγήν διαφορών", όπως το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε και
586
συμπληρώθηκε, καταργείται, οι δίκες όμως που είναι εκκρεμείς με βάση τις διατάξεις του ίδιου
διατάγματος κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ εξακολουθούν να δικάζονται έως την έκδοση
αμετάκλητης απόφασης κατά τα άρθρα 1 έως 15 του β.δ/τος που καταργείται.

31
Το διάταγμα της 24/30 Δεκεμβρίου 1943 "περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του νόμου Β Η'
του 1899 "περί εξώσεως δυστροπούντων μισθωτών", όπως το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε και
συμπληρώθηκε, καθώς και όλες οι διατάξεις που αναφέρονται στην εφαρμογή των διατάξεών του
καταργούνται, οι δίκες όμως που είναι εκκρεμείς με βάση τις διατάξεις του ίδιου διατάγματος κατά
την εισαγωγή του ΚΠολΔ εξακολουθούν να δικάζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης
κατά τα άρθρα 1 έως 9 του διατάγματος που καταργείται.

32
Το άρθρο 13 του νόμου 164* της 29/30 κτωβρίου 1946 "περί τροποποιήσεως διατάξεων της
Πολ. Δικονομίας" καταργείται.**

Σχόλια: ** Το παρόν άρθρο καταργήθηκε έμμεσα από το νεότερο άρθρο 66 του παρόντος εισαγωγικού νόμου.
* Το άρθρο 13 του ν. 164/1946 όριζε: "επί μισθώσεως ακινήτου δυνάμει νόμου παραταθείσης αναγκαστικώς, η
κατά τις διατάξεις του νόμου ΒΧΗ αγωγή εξώσεως λόγω καθυστερήσεως του μισθώματος, εισάγεται άνευ της
κατά το άρθρο 597 ΑΚ προηγουμένης καταγγελίας της μισθώσεως." Μετά την εισαγωγή, όμως, του άρθρου 66
του παρόντος εισαγωγικού νόμου (βλ. σχετικά) με το άρθρο 71 του Ν.Δ. 658/1971, που παρέχει στον εκμισθωτή
το δικαίωμα να ζητήσει την απόδοση του μισθίου χωρίς καταγγελία της μισθώσεως, η παρούσα διάταξη δεν έχει
πλέον πεδίο εφαρμογής.

33
Το άρθρο 11 του νόμου 3741 της 4/9 ανουαρίου 1929 "περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους"
καταργείται, οι δίκες όμως που είναι εκκρεμείς έως την εισαγωγή του ΚΠολΔ, δικάζονται μέχρι την
έκδοση αμετάκλητης απόφασης κατά τις διατάξεις του άρθρου που καταργείται.

34
1. Η περίπτωση 8 του άρθρου 2 του νόμου 4672 της 5/9 α ου 1930 "περί ρυθμίσεως των
αγοραπωλησιών καπνού" αντικαθίσταται ως εξής: "8. Κάθε άλλον όρο που δεν είναι αντίθετος προς
τους προηγούμενους όρους".
2. Το άρθρο 6 του νόμου 4672/1930 καταργείται, οι δίκες όμως που είναι εκκρεμείς έως την
εισαγωγή του ΚΠολΔ δικάζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης κατά τις διατάξεις του
άρθρου που καταργείται.

35
Τα άρθρα 27 έως 32 του νόμου 2475 της 24 ουλίου/17 Σεπτεμβρίου 1920 "περί μεταναστεύσεως
και αποδημίας" καταργούνται, οι δίκες όμως που είναι εκκρεμείς έως την εισαγωγή του ΚΠολΔ,
δικάζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης κατά τις διατάξεις των άρθρων που
καταργούνται.

36
1. Όλες οι διαφορές οι οποίες κατά τις διατάξεις του β. διατ/τος της 23/33 Σεπτεμβρίου 1948 "περί
εκτελέσεως της παρ. 2 του άρθρου 4 του ψηφίσματος ΚΗ/1947 "περί παροχής διευκολύνσεων δια
την υπό ιδιωτών ανοικοδόμησιν", όπως το διάταγμα αυτό τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και
επεκτάθηκε, υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών κατά τη διαδικασία του νόμου
Β Η', από την εισαγωγή του ΚΠολΔ δικάζονται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία
των άρθρων 647 έως 662 ΚΠολΔ. ι ειδικές δικονομικές διατάξεις του β.δ/τος διατηρούνται σε ισχύ
και αρκεί πιθανολόγηση των πραγματικών ισχυρισμών.
2. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του β.δ/τος που αναφέρεται στην παρ. 1 καταργείται.
3. ι διαφορές που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 3 και στην παρ. 4 του άρθρου 9 του
β.δ/τος που αναφέρεται στην παρ. 1 δικάζονται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία
των άρθρων 647 έως 662 ΚΠολΔ. ι ειδικές δικονομικές διατάξεις των άρθρων αυτών διατηρούνται
και αρκεί πιθανολόγηση των πραγματικών ισχυρισμών. Η απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου
δεν υπόκειται σε τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο.

587
4. Η αναστολή εκτέλεσης σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 3 του β.δ/τος που αναφέρεται στην
παρ. 1 χορηγείται από το μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ
και τηρούνται οι ειδικές διατάξεις που αναφέρονται στην παρ. αυτή.
5. ι δίκες που είναι εκκρεμείς στα δικαστήρια που αναφέρονται στις παραγρ. 1, 3 και 4 κατά την
εισαγωγή του ΚΠολΔ συνεχίζονται στα δικαστήρια αυτά σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν έως
την εισαγωγή του ΚΠολΔ.

37
Το β.δ/γμα της 1/1 Αυγούστου 1920 "περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του νόμου π Δ
"περί εκδικάσεως των μεταξύ εργατών και εργοδοτών διαφορών κλπ.", όπως το διάταγμα αυτό
τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, όλες οι διατάξεις που αναφέρονται στην εφαρμογή των
διατάξεών του και όλες γενικά οι διατάξεις που αναφέρονται στην εκδίκαση των διαφορών του
άρθρου 663 ΚΠολΔ καταργούνται, οι δίκες όμως που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ
δικάζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, σύμφωνα με τις καταργούμενες διατάξεις.

38
Όλες οι διατάξεις οι σχετικές με την εκδίκαση των διαφορών που αναφέρονται στο άρθρο 677 του
ΚΠολΔ καταργούνται, οι δίκες όμως που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ δικάζονται
έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης κατά τις καταργούμενες διατάξεις.

39
Καταργούνται από την εισαγωγή του ΚΠολΔ όλες οι διατάξεις του δικαίου που ίσχυε έως τότε για
προφυλακτικά, προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα. Κατ' εξαίρεση διατηρείται η ισχύς των διατάξεων
για διορισμό προσωρινού επιτρόπου ή κηδεμόνα, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 24 έως 31
του νόμου Β/1862 "περί συστάσεως φρενοκομείων".

40
Η μεταρρύθμιση ή η ανάκληση ασφαλιστικών μέτρων που έχουν ληφθεί ή διαταχθεί κατά τις
διατάξεις του δικαίου που ίσχυε έως την εισαγωγή του ΚΠολΔ γίνεται κατ' εφαρμογή των άρθρων
682 επ. ΚΠολΔ. Αν το δικαστήριο που διέταξε τα ασφαλιστικά μέτρα είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών,
αρμόδιο για τη μεταρρύθμιση ή την ανάκλησή τους είναι το μονομελές πρωτοδικείο.

41
ι σχετικές με την υποθήκη διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στην προσημείωση, εκτός αν
ορίζεται διαφορετικά. Το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις του νόμου για την είσπραξη των δημόσιων
εσόδων.

42
Κάθε παραβίαση από τους διαδίκους των αποφάσεων που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα για την
προσωρινή ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, ανεξάρτητα από τις άλλες συνέπειές της, τιμωρείται
και με την ποινή του άρθρου 169 Π.Κ.

43
Από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, το μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου δικάζει,
κατά τη διαδικασία των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ, την αίτηση εξαγοράς που αναφέρεται στο άρθρο
61 Εισ.ΝΑΚ.

44
1. ι πτωχευτικές υποθέσεις που δικάζονται κατά την ΠολΔ που ίσχυε πριν από τον Κώδικα Πολ.
Δικονομίας κατά την επ' αναφορά διαδικασία, υπάγονται στην αρμοδιότητα του πολυμελούς
πρωτοδικείου και δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 741 επ.
2. ι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 764 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στον πρώτο βαθμό.

45
ι διατάξεις των άρθρων 84 έως 86 του νόμου 5325 της 9/16 αρτίου 1932 "περί
συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν", των άρθρων 64 έως 66 του νόμου 5960 της 23/23
Δεκεμβρίου 1933 "περί επιταγής" και των άρθρων 81 έως 86 του νομ. διατάγματος της 17
ουλίου/13 Αυγούστου 1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" από την εισαγωγή

588
του ΚΠολΔ καταργούνται και σε περίπτωση απώλειας ή καταστροφής τίτλου εις διαταγήν
εφαρμόζεται η διαδικασία των άρθρων 843 έως 860.

46
ι διατάξεις συμβάσεων για διαιτησία διαφορών ιδιωτικού δικαίου που είναι κυρωμένες με νόμο
εξακολουθούν να ισχύουν, όπως και οι διατάξεις των νόμων που τις τροποποιούν ή τις
συμπληρώνουν. Στις διαιτησίες που αρχίζουν μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού
εφαρμόζονται τα άρθρα 867 επ. ΚΠολΔ, εφόσον δεν είναι αντίθετα προς τις διατάξεις της σύμβασης
ή των νόμων που την τροποποιούν ή τη συμπληρώνουν.

47
1. Τα άρθρα 867 έως 885 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις συμφωνίες διαιτησίας που
συνομολογήθηκαν πριν από την εισαγωγή του, εφόσον κατά τις διατάξεις του δικαίου που ίσχυε
πριν από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, δεν πέρασε η προθεσμία της ισχύος των συμφωνιών
διαιτησίας ή της έκδοσης των διαιτητικών αποφάσεων.
2. Τα άρθρα 886 έως 891 του ΚΠολΔ, εφαρμόζονται στις διαιτητικές διαδικασίες που αρχίζουν
μετά την εισαγωγή του.
3. Τα άρθρα 892 έως 900 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις διαιτητικές αποφάσεις που
συντάσσονται και υπογράφονται μετά την εισαγωγή του.

48
ι διατάξεις για τη διαιτησία των επιμελητηρίων καταργούνται, όπως και κάθε άλλη διάταξη για
εκούσια διαιτησία. Αν κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ έχει αρχίσει η διαιτητική διαδικασία,
συνεχίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που καταργούνται.

49
1. Το δημόσιο μπορεί να συνομολογήσει συμφωνία διαιτησίας μόνο εγγράφως ύστερα από
γνωμοδότηση της ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου και απόφαση του πουργού των
ικονομικών και του αρμόδιου πουργού. ε τον ίδιο τρόπο το δημόσιο ορίζει τους διαιτητές του.
2. ι προθεσμίες των άρθρων 873 έως 876 του ΚΠολΔ είναι ενός μηνός, αν πρόκειται για
συμφωνίες διαιτησίας που συνομολογήθηκαν από το δημόσιο.

50
1. ι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις
που αρχίζουν από την εισαγωγή του. Η αναγκαστική εκτέλεση θεωρείται ότι άρχισε από τότε που
επιδόθηκε η επιταγή σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.
2. ι διατάξεις των άρθρων 1000 και 1009 έως 1012 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις εκτελέσεις
που έχουν ήδη αρχίσει πριν από την εισαγωγή του. ι διατάξεις των άρθρων 1034 έως 1046 του
ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αναγκαστικές διαχειρίσεις που επιβλήθηκαν πριν από την εισαγωγή
του.
3. Η προθεσμία αναγγελίας κατά τα άρθρα 972 παρ. 1 και 999 παρ. 4 ΚΠολΔ ισχύει και για την
αναγγελία του δημοσίου και δεν εφαρμόζεται ως προς αυτό η διάταξη του άρθρου 10 του Κ. Δ/τος
της 26 ουνίου/10 ουλίου 1944 "περί κώδικος νόμου περί δικών του Δημοσίου".

51
Από την εισαγωγή του ΚΠολΔ καταργούνται:
1) οι διατάξεις νόμων που προβλέπουν την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής
εκτέλεσης κατά την Πολιτική Δικονομία για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, διατηρούνται
όμως σε ισχύ οι διατάξεις για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων,
2) οι διατάξεις νόμων που ορίζουν ότι τα προνόμια που οι ίδιες προβλέπουν υπερισχύουν από το
προνόμιο των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης,
3) οι διατάξεις νόμων που αποκλείουν την προσωρινή εκτέλεση κατά νομικών προσώπων
δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και οι διατάξεις που ορίζουν ότι η προθεσμία ή η άσκηση
αναίρεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα για την αναγκαστική εκτέλεση,
4) οι διατάξεις νόμων που επιβάλλουν άδεια του δικαστηρίου για την επιβολή κατάσχεσης στα
χέρια τρίτου, αν και ο δανειστής έχει τίτλο εκτελεστό,
5) οι διατάξεις του άρθρου 19 του α.ν. 2514 της 24 Αυγούστου/4 Σεπτεμβρίου 1940 "περί
τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί μεταλλείων διατάξεων",

589
6) οι διατάξεις του α.ν. 1519 της 17/19 Δεκεμβρίου 1938 "περί αναγκαστικής εκτελέσεως και
συντηρητικών μέτρων επί περιουσίας αλλοδαπών κρατών".

52
Διατηρούνται σε ισχύ:
1) οι διατάξεις του άρθρου 79 του νομ. διατάγματος της 31 Δεκεμβρίου 1923 "περί του
καταστατικού νόμου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος",
2) οι διατάξεις των άρθρων 45 έως 57 του νομ. διατάγματος 3077 της 6/11 κτωβρίου 1954 "περί
γενικών αποθηκών",
3) οι διατάξεις του νομ. διατάγματος της 17 ουλίου / 13 Αυγούστου 1923 " περί ειδικών
διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση
απαιτήσεων που ασφαλίζονται με ενέχυρο ή υποθήκη, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 60, 63,
92 και 94, οι οποίες καταργούνται από την εισαγωγή του ΚΠολΔ,
4) οι διατάξεις του νόμου 4332 της 10/16 Αυγούστου 1929 "περί κυρώσεως της μεταξύ Ελληνικού
Δημοσίου και Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος συμβάσεως κλπ.", όπως τροποποιήθηκε, που
αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση απαιτήσεων της Αγροτικής Τράπεζας,
5) οι διατάξεις που αφορούν την αναγκαστική εκτέλεση του νομ. διατάγματος 1038 της 10/17
Αυγούστου 1949 "περί κυρώσεως της από 12 Νοεμβρίου 1948 και της τροποποιητικής και
συμπληρωματικής ταύτης από 15 Απριλίου 1949 συμβάσεως δια γεωργικά και βιομηχανικά δάνεια
και περί ειδικών επί των εν λόγω δανείων διατάξεων", που κυρώθηκε με το νομ. διάταγμα 1198 της
9/19 κτωβρίου 1949, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του νομ.
διατάγματος 2688 της 31 κτωβρίου / 10 Νοεμβρίου 1953 και με τις διατάξεις του νομ. διατάγματος
2941 της 31 ουλίου / 9 Αυγούστου 1954 "περί κυρώσεως των υπ' αρ.2/29.3.1952, υπ'
αριθμ.3/15.9.1952 και υπ' αρ.4/18.6.1954 τροποποιητικών και συμπληρωματικών συμβάσεων δια
γεωργικά και βιομηχανικά δάνεια κλπ"
6) οι διατάξεις του νομ. διατάγματος 3441 της 12/12 Νοεμβρίου 1955 "περί επεκτάσεως επί του
ργανισμού ρηματοδοτήσεως ικονομικής Αναπτύξεως των διατάξεων του νομ. διατάγματος
"περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών",
7) οι διατάξεις των νόμων που προβλέπουν τη διαδικασία της συντηρητικής ή αναγκαστικής
κατάσχεσης καπνού,
8) οι διατάξεις του αρ. 15 του βασ. διατάγματος της 24 ουλίου / 25 Αυγούστου 1920 "περί
κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία
παθόντων εργατών ή υπαλλήλων",
9) οι διατάξεις νόμων που προβλέπουν το ακατάσχετο επιδομάτων ή βοηθημάτων που
χορηγούνται σε επαγγελματίες ή πρόσωπα που χρειάζονται βοήθεια,
10) οι διατάξεις νόμων που προβλέπουν την κατάσχεση και τον πλειστηριασμό ή το ακατάσχετο
αρχαιολογικών αντικειμένων, ιστορικών κειμηλίων και κτημάτων που διατηρούνται από ιστορικούς ή
άλλους λόγους,
11) οι διατάξεις νόμων που προβλέπουν τις προ ποθέσεις, με τις οποίες είναι δυνατή η
κατάσχεση των απαιτήσεων εργολάβων,
12) οι διατάξεις νόμων που προβλέπουν το ακατάσχετο της εγγυοδοσίας για ειδικό σκοπό,
13) οι διατάξεις του άρθρου 9 του νόμου 1023 "περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως" που
κωδικοποιήθηκε με το βασ. διάταγμα της 8/10 κτωβρίου 1920,
14) οι διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου 3632 της 17/26 ουλίου 1928 "περί χρηματιστηρίων
αξιών",
15) οι διατάξεις του αρ. 16 του νόμου 841/1948 "περί ταχυδρομικών δεμάτων",
16) οι διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 4114/1960 "περί κώδικος περί του ταμείου Νομικών"
που αφορούν τη δημοσίευση προγράμματος πλειστηριασμού ο οποίος διεξάγεται στην περιφέρεια
του τέως Δήμου Αθηναίων και που εφαρμόζονται σε κάθε πλειστηριασμό που διεξάγεται στην
περιφέρεια της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης,
17) οι διατάξεις του άρθρου 8 του διατάγματος της 24/30 Δεκεμβρίου 1943 "περί
κωδικοποιήσεως των διατάξεων του νόμου Β Η/1899" "περί εξώσεως των δυστροπούντων
μισθωτών", όπως τροποποιήθηκε, ως προς την αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων που
εκδόθηκαν σε δίκες εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του ΚΠολΔ,
18) οι διατάξεις των άρθρων 22 Ν. 3693/1957, 19 Α.Ν. 1715/1951, 8 και 22 Α.Ν. 1539/1938 και
125 και 126 Α.Ν. 2039/1939,
19) ο νόμος 4112/1929,
20) ειδικές διατάξεις που επιτρέπουν την κατάσχεση και εκχώρηση μισθών, συντάξεων και
ασφαλιστικών παροχών,
590
21) διατάγματα που καθορίζουν το συνηθισμένο τόπο πλειστηριασμού˙ ο πουργός Δικαιοσύνης
εξουσιοδοτείται να τα τροποποιεί και να εκδίδει τέτοια διατάγματα στο μέλλον,
22) οι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.Δ/τος 4001/1959.

53
Τα άρθρα 105 παρ. 2, 205, 521, 539, 1275, 1310, 1377, 1473 και 1889 ΑΚ, καθώς και τα άρθρα
126 και 127 του Εισαγ. Ν.ΑΚ. καταργούνται.

54
Το άρθρο 2025 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής: " κληρονόμος ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας.
εκτελεστής της διαθήκης ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας και ενάγεται για τις αξιώσεις κατά της
κληρονομίας, εφόσον έχει τη διαχείριση της κληρονομίας ή των σχετικών αξιώσεων".

55
Το άρθρο 606 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής: "Αν τα εισκομισθέντα απομακρύνθηκαν από το μίσθιο
και μεταφέρθηκαν αλλού, το νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή υπάρχει μόνο εφόσον αυτός μέσα σε
ένα μήνα αφότου πληροφορήθηκε την απομάκρυνσή τους, τα κατέσχε αναγκαστικώς ή εκτέλεσε
απόφαση που διατάζει την συντηρητική κατάσχεση ή τη δικαστική μεσεγγύησή τους" .

56
1. Το άρθρο 1274 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής: "Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης γίνεται μόνο
ύστερα από δικαστική απόφαση".
2. Το άρθρο 1323 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής: "Απόσβεση της προσημείωσης επέρχεται από
τους λόγους που ισχύουν και για την υποθήκη καθώς και 1)με την ανάκληση της απόφασης που
διέταξε την προσημείωση, 2) αν μέσα σε ενενήντα ημέρες από την τελεσίδικη απόφαση που
επιδικάζει την απαίτηση δεν τράπηκε σε υποθήκη".
3. Το άρθρο 1330 ΑΚ αντικαθίσταται ως εξής: "Η προσημείωση εξαλείφεται: 1) με συναίνεση του
δανειστή, που παρέχεται όπως και στην εξάλειψη της υποθήκης, 2) αν προσαχθεί απόφαση που
ανακαλεί την απόφαση, που είχε διατάξει την εγγραφή της ή απόφαση που διατάζει την εξάλειψή
της, 3) αν από την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης πέρασαν ενενήντα ημέρες χωρίς η
προσημείωση να τραπεί σε υποθήκη" .

57
( ι παράγραφοι 1-4 έχουν ήδη αντικατασταθεί από το ν. 1329/83)*.
5. Στο τέλος του άρθρου 1647 ΑΚ προστίθεται το εξής: "7. να συνομολογεί εξώδικη διανομή".

Σχόλια: * Υπό την αρχική της μορφή η διάταξη προέβλεπε, στις τέσσερις πρώτες παραγράφους της, την
αντικατάσταση, αντιστοίχως, των άρθρων 1502 ΙΙ, 1503, 1506 και 1552 ΑΚ. ΟΙ σχετικές ρυθμίσεις
αντικαταστάθηκαν ήδη με το άρθρο 17 του ν. 1329/1983.

58
Τα άρθρα 210, 212, 213, 215, 216, 217 και 218 του Κώδικα διωτικού Ναυτικού Δικαίου
καταργούνται.

59
1. Το άρθρο 65 του νόμου 5017 της 11/13 ουνίου 1931 "περί πολιτικής αεροπορίας" καταργείται.
2. Το άρθρο 66 του νόμου 5017/1931 "περί πολιτικής αεροπορίας", στο οποίο αναφερόταν η
παρ.2, όπως και όλες οι άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, καταργήθηκαν με το άρθρο 193 του ν.
1815/1988 "κύρωση του κώδικα αεροπορικού δικαίου".

60
Καταργήθηκε με άρθρ. 77 του Ν. 1541/1985 περί αγροτικών και συνεταιριστικών οργανώσεων
που, με τη σειρά του, καταργήθηκε με το άρθρο 55 παρ. 1 εδ. α του Ν. 2169/1993 "αγροτικές
συνεταιριστικές οργανώσεις, κ.λ.π."

61
ι παρ. 2 έως 4 και 7 του άρθρου 6 του νόμου 5367 της 7/18 Απριλίου 1932 "περί εκτελέσεως
των δημοσίων έργων", στις οποίες αναφερόταν η διάταξη αυτή, καταργήθηκαν με το άρθρο 22 Ν.Δ.
1266/1972, το οποίο στη συνέχεια καταργήθηκε με το άρθρο 28 παραγρ. 1 του Ν. 1418/1984.
591
62
Το εδαφ. της παρ. 1 του άρθρου 89 του Π.Δ. της 18/21 ουλίου 1931 "περί κωδικοποιήσεως
του νόμου 4952 περί οργανώσεως της κεντρικής πρεσβευτικής και προξενικής υπηρεσίας του
πουργείου Εξωτερικών" αντικαθίσταται ως εξής: "II. έχουν υποχρέωση να ενεργούν διαιτησίες, αν
εκείνοι που έχουν συνάψει τη συμφωνία διαιτησίας είναι λληνες".

63
Καταργήθηκε με αρθρ. 31 παρ. 1 του ΝΔ 797/1971.

64
(1 - 3. Καταργήθηκαν με την παρ. 1στ' του άρθρου 111 του ν. 1756/1988)
4. Το εφετείο συγκροτείται από τρεις δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πρόεδρος και
από το γραμματέα, εκτός από τις περιπτώσεις που δικάζονται οι διαφορές του άρθρου 17 του Ν.Δ.
1266/72 "περί εκτελέσεως των Δημοσίων ργων", οπότε το εφετείο συγκροτείται από πέντε
δικαστές.
(5. καταργήθηκε με την παρ. 1στ' του άρθρου 111 του ν. 1756/1988).

65
ι εκθέσεις που πριν αρχίσει να ισχύει ο νόμος αυτός συντάχθηκαν στη γραμματεία του
ειρηνοδικείου, για διορισμό ή ανάκληση ή αντικατάσταση ή παραίτηση αντικλήτου και τα
αλφαβητικά κατά επώνυμα ευρετήρια που τηρήθηκαν για τις εκθέσεις αυτές αποστέλλονται χωρίς
υπαίτια καθυστέρηση από τη γραμματεία του ειρηνοδικείου στη γραμματεία του πρωτοδικείου όπου
υπάγεται το ειρηνοδικείο και αυτή, μόλις τα λάβει, τα καταχωρίζει στο ειδικό αλφαβητικό κατά
ονοματεπώνυμο βιβλίο που τηρεί.

66
Αν ο μισθωτής καθυστερήσει το μίσθωμα από δυστροπία, ο εκμισθωτής έχει δικαίωμα* να
ζητήσει να του αποδοθεί το μίσθιο όσο διαρκεί η μίσθωση, και αν δεν* την κατάγγειλε* κατά το
άρθρο 597 Α.Κ. Η άσκηση της αγωγής στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ως καταγγελία της
σύμβασης.

Σχόλια: * Βλ. σχετ. και το άρθρο 32 του παρόντος εισαγωγικού νόμου.

67
Στις ανακοπές που ασκήθηκαν εμπρόθεσμα κατά ερήμην αποφάσεων, για τις οποίες δεν έχει
εκδοθεί απόφαση έως τη δημοσίευση αυτού του νόμου, καθώς και σε όσες ανακοπές ασκηθούν
στο εξής, εφαρμόζεται το άρθρο 501 του Κώδ. Πολ. Δικ., όπως τροποποιείται.

68
ι διαδικαστικές πράξεις γενικά που ενεργήθηκαν για υποθέσεις εκκρεμείς κατά την 16
Σεπτεμβρίου 1968 είναι έγκυρες, είτε εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Κώδ. Πολ. Δικ. είτε οι διατάξεις
της Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυσε προηγουμένως. ια τις υποθέσεις αυτές η διαδικασία
διεξάγεται στο εξής κατά τις διατάξεις του Κώδ. Πολ. Δικ., εκτός αν ορίζει διαφορετικά αυτός ο
Εισαγωγικός Νόμος.

69
1. ποθέσεις εκκρεμείς που δεν συζητήθηκαν εκδικάζονται κατά τις διατάξεις του Κώδ. Πολ. Δικ.
όπως αυτές τροποποιούνται. Το δικαστήριο όπου εκκρεμούν διατάζει, με απόφασή του που
εκδίδεται την ημέρα της ορισμένης δικασίμου, να γραφούν για άλλη δικάσιμο στο πινάκιο του
αρμόδιο δικαστηρίου. Η εγγραφή αυτή ισοδυναμεί με κλήτευση για τους διαδίκους που δικάζονται
κατ' αντιμωλίαν ή νομίμως ερήμην. Κάθε διάδικος μπορεί, πριν εκδοθεί τέτοια απόφαση, να φέρει
με κλήση την υπόθεση για να συζητηθεί.
2. ι υποθέσεις που συζητήθηκαν στον εισηγητή του άρθρου 296 είτε εκδόθηκε, είτε δεν
εκδόθηκε μη οριστική απόφαση, εξακολουθούν να δικάζονται κατά τον Κώδ. Πολ. Δικ., όπως ίσχυε
πριν τροποποιηθεί. πρόεδρος των πρωτοδικών μπορεί, όσο διαρκεί η αποδεικτική διαδικασία, να
ορίσει, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, άλλο δικαστή ως αντικαταστάτη του εισηγητή. Όταν
περατωθεί η αποδεικτική διαδικασία, η υπόθεση εισάγεται με κλήση για να συζητηθεί στο
πολυμελές πρωτοδικείο, στη σύνθεση του οποίου παίρνει μέρος, αν είναι δυνατόν, ο πιο πάνω
εισηγητής. Το άρθρο 297 παρ. 1 και 2 του Κώδ. Πολ. Δικ. δεν εφαρμόζεται εδώ.
592
3. Ανακοπές ερημοδικίας, τριτανακοπές και αναψηλαφήσεις κατά των αποφάσεων του εισηγητή,
που εκδόθηκαν ή που θα εκδοθούν, εισάγονται στο εξής για συζήτηση στο πολυμελές πρωτοδικείο.

70
ποθέσεις πτωχευτικές που εκκρεμούν ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου και δεν
συζητήθηκαν, εισάγονται με κλήση για συζήτηση στο πολυμελές πρωτοδικείο και εφαρμόζεται η
διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 εδάφ. δεύτερο και τρίτο αυτού του Εισαγ. Nόμου του Κώδ. Πολ. Δικ.
ι υποθέσεις που συζητήθηκαν εξακολουθούν να υπάγονται στο μονομελές πρωτοδικείο εωσότου
αυτό εκδώσει οριστική απόφαση.

71
"Στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο π Η'/1912 ( ΕΚ Α' 3), όπως ήδη
ισχύει, δικαστικό ένσημο, για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε και καθ' ύλην αρμοδιότητας του
ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 17 του άρθ. 6 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α
67).

72
(Καταργήθηκε με την παρ. 1στ' του άρθρου 111 του Ν. 1756/1988).

73
1. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και
δικαστικού επιμελητή υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του Κώδ. Πολ.
Δικονομίας, πολυμελές πρωτοδικείο, που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
2. Η αγωγή, που συντάσσεται σύμφωνα με τα άρθρα 118 και 216 εδαφ. 1 του Κώδικα Πολ.
Δικονομίας, πρέπει: α) να περιέχει όλους τους λόγους, στους οποίους ο ενάγων στηρίζει την αγωγή
κακοδικίας, και β) να αναγράφει με ακρίβεια όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλείται για να
αποδείξει τους λόγους, διαφορετικά επέρχεται ακυρότητα.
3. Στην αγωγή επισυνάπτονται: α) τα αποδεικτικά έγγραφα που ο ενάγων επικαλείται για να
υποστηρίξει τους λόγους της αγωγής, σε πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα, β) ειδικό
πληρεξούσιο στο δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, αλλιώς είναι απαράδεκτη.
4. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο
ενάγων ζημιώθηκε από τις τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις.
5. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που
επικαλείται ο ενάγων.
6. Αν η αγωγή κακοδικίας απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί νέα
αγωγή για την ίδια υπόθεση, για τους ίδιους ή άλλους λόγους, και ο ενάγων καταδικάζεται να
πληρώσει τα έξοδα, και μπορεί να καταδικαστεί και σε χρηματική ποινή κατά το άρθρο 205 του
Κώδ. Πολ. Δικ.

74
Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και ο Εισαγωγικός Νόμος του αρχίζουν να ισχύουν από τις 16
Σεπτεμβρίου 1968.

75
ε β.δ., που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης, θα κωδικοποιηθούν σε
ενιαίο κείμενο οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και του Εισαγωγικού του Νόμου, όπως
ισχύουν τώρα και όπως τροποποιούνται και συμπληρώνονται από το νόμο αυτόν και θα μεταβληθεί
και η αρίθμηση των άρθρων τους.

76
Αυτός ο νόμος αρχίζει να ισχύει από την 1η κτωβρίου 1971, εκτός από την παρ. 7 του άρθρου
53, τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 63 και τα άρθρα 69 και 73, που αρχίζουν να ισχύουν από τις 16
Σεπτεμβρίου 1971.

593
ΠΟΙΝΙ ΟΣ ΔΙ ΑΣ
Ι ΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ Ο ΜΕΡΟΣ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Ο ΠΟΙΝΙ ΟΣ ΝΟΜΟΣ

Ι. ΡΟΝΙ Α ΟΡΙΑ ΙΣ ΟΣ Τ Ν ΠΟΙΝΙ Ν ΝΟΜ Ν

1-
Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά
ορίσει πριν από την τέλεσή τους.

2-Α
1. Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι
νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις.
2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη όχι αξιόποινη, παύει και η εκτέλεση της
ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της.

3-Ν
Νόμοι με προσωρινή ισχύ εφαρμόζονται και μετά την παύση της ισχύος τους σε πράξεις που
τελέστηκαν όταν αυτοί ίσχυαν. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 1 του προηγούμενου
άρθρου.

4-Ε
1. Τα μέτρα ασφάλειας που προβλέπονται στα άρθρα 69, 71, 72, 73, 74 και 76 επιβάλλονται
σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά την εκδίκαση της πράξης.
2. Στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 2 το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση
αποφασίζει με πρόταση του εισαγγελέα του αν θα διατηρηθούν ή όχι τα μέτρα ασφάλειας που είχαν
επιβληθεί.

ΙΙ. ΤΟΠΙ Α ΟΡΙΑ ΙΣ ΟΣ Τ Ν ΠΟΙΝΙ Ν ΝΟΜ Ν

5-Ε
1. ι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της
επικράτειας, ακόμη και από αλλοδαπούς.
2. Πλοία ή αεροσκάφη ελληνικά θεωρούνται έδαφος της επικράτειας οπουδήποτε και αν
βρίσκονται, εκτός αν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο υπόκεινται σε αλλοδαπό νόμο.

6-Ε
1. ι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως
κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι
αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά
ασύντακτη χώρα.
2. Η ποινική δίωξη ασκείται και εναντίον αλλοδαπού ο οποίος κατά την τέλεση της πράξης ήταν
ημεδαπός. Επίσης ασκείται και εναντίον εκείνου που απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια μετά την
τέλεση της πράξης.
3. Στα πλημμελήματα, για να εφαρμοστούν οι διατάξεις των παρ. 1 και 2, απαιτείται έγκληση του
παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το πλημμέλημα.
4. Τα πταίσματα που διαπράττονται στην αλλοδαπή τιμωρούνται μόνο στις περιπτώσεις που
ειδικά ορίζει ο νόμος.

7-Ε
1. ι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και κατά αλλοδαπού για πράξη που τελέστηκε στην
αλλοδαπή και που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα, αν η πράξη αυτή
στρέφεται εναντίον λληνα πολίτη και αν είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου
τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα.
594
2. ι διατάξεις των παρ. 3 και 4 του προηγούμενου άρθρου έχουν και εδώ εφαρμογή.

8-Ε

ι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους
νόμους του τόπου της τέλεσης, για τις εξής πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή:
"α) εσχάτη προδοσία, προδοσία της χώρας που στρέφεται κατά του Ελληνικού Κράτους και
τρομοκρατικές πράξεις (άρθρο 187Α)"˙
β) εγκλήματα που αφορούν την στρατιωτική υπηρεσία και την υποχρέωση στράτευσης (ειδικό
μέρος, Κεφ. Η')˙
γ) αξιόποινη πράξη που τέλεσαν ως υπάλληλοι του ελληνικού κράτους˙
δ) πράξη εναντίον λληνα υπαλλήλου κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή σχετικά με την
υπηρεσία του˙
ε) ψευδορκία σε διαδικασία που εκκρεμεί στις ελληνικές αρχές˙
στ) πειρατεία˙
ζ) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα (ειδικό μέρος, Κεφ. ')˙
"η) πράξη δουλεμπορίου, εμπορίας ανθρώπων, σωματεμπορίας ή ασέλγειας με ανήλικο έναντι
αμοιβής"˙
θ) παράνομο εμπόριο ναρκωτικών φαρμάκων˙
ι) παράνομη κυκλοφορία και εμπόριο άσεμνων δημοσιευμάτων˙
ια) κάθε άλλο έγκλημα, για το οποίο ειδικές διατάξεις ή διεθνείς συμβάσεις υπογραμμένες και
επικυρωμένες από το ελληνικό κράτος προβλέπουν την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων.

Σχόλια: - Η περ. α) τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 40 του ν. 3251/2004 (Α'
127/9.7.2004). - Η εντός " " περ. η) του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 11
του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).

9-Α
1. Η ποινική δίωξη για πράξη που τελέστηκε στην αλλοδαπή αποκλείεται:
α) αν ο υπαίτιος δικάστηκε για την πράξη αυτή στην αλλοδαπή και αθωώθηκε ή αν σε περίπτωση
που καταδικάστηκε, έχει εκτίσει ολόκληρη την ποινή του˙
β) αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, η πράξη έχει παραγραφεί ή η ποινή που επιβλήθηκε έχει
παραγραφεί ή έχει χαριστεί˙
γ) αν, σύμφωνα με τον αλλοδαπό νόμο, χρειάζεται έγκληση για τη δίωξη της πράξης και τέτοια
έγκληση είτε δεν υποβλήθηκε είτε ανακλήθηκε.
2. ι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στις πράξεις που ορίζει το άρθρο 8.

10 -
Η ποινή που εκτίθηκε ολικά ή μερικά στην αλλοδαπή, αν επακολουθήσει καταδίκη στην ημεδαπή
για την ίδια πράξη, αφαιρείται από την ποινή που επέβαλαν τα ελληνικά δικαστήρια.

11 - Α
1. Αν λληνας καταδικαστεί στην αλλοδαπή για πράξη που, σύμφωνα με τις διατάξεις των
ημεδαπών νόμων, συνεπάγεται παρεπόμενες ποινές, το αρμόδιο δικαστήριο των πλημμελειοδικών
μπορεί να επιβάλει τις ποινές αυτές.
2. Το αρμόδιο δικαστήριο των πλημμελειοδικών μπορεί επίσης να επιβάλει τα μέτρα ασφάλειας
που προβλέπουν οι ελληνικοί νόμοι σε όποιον καταδικάστηκε ή αθωώθηκε στην αλλοδαπή.

ΙΙΙ. Σ ΕΣΗ ΤΟ ΔΙ Α ΜΕ ΕΙΔΙ Ο Σ ΝΟΜΟ Σ ΑΙ ΕΠΕΞΗ ΗΣΗ ΟΡ Ν ΤΟ

12 - Ε
ι διατάξεις του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζονται και σε αξιόποινες πράξεις
που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους, αν οι νόμοι αυτοί δεν ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξή
τους.

13 -
Στον Κώδικα οι ακόλουθοι όροι χρησιμοποιούνται με την εξής σημασία:
α) υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση
υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου˙

595
β) οικείοι είναι οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα
θετά τέκνα, οι σύζυγοι, οι μνηστευμένοι, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών,
καθώς και οι επίτροποι ή επιμελητές του υπαιτίου και όσοι βρίσκονται υπό την επιτροπεία ή
επιμέλεια του υπαιτίου˙
γ) έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει
έννομη σημασία όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. " γγραφο
είναι και κάθε μέσο στο οποίο χρησιμοποιείται από υπολογιστή ή περιφερειακή μνήμη υπολογιστή,
με ηλεκτρονικό, μαγνητικό ή άλλο τρόπο, για εγγραφή, αποθήκευση, παραγωγή ή αναπαραγωγή
στοιχείων, που δεν μπορούν να διαβαστούν άμεσα, όπως επίσης και κάθε μαγνητικό, ηλεκτρονικό
ή άλλο υλικό στο οποίο εγγράφεται οποιαδήποτε πληροφορία, εικόνα, σύμβολο ή ήχος, αυτοτελώς
ή σε συνδυασμό, εφόσον τα μέσα και τα υλικά αυτά προορίζονται ή είναι πρόσφορα να αποδείξουν
γεγονότα που έχουν έννομη σημασία"˙
δ) σωματική βία συνιστά και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για
αντίσταση με υπνωτικά ή ναρκωτικά ή άλλα ανάλογα μέσα˙
ε) στρατός είναι ο στρατός της ξηράς, της θάλασσας και του αέρα˙
"στ) Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της
πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης
της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του
εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή
του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του
δράστη"˙
"ζ) διαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν από τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο
και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται
αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον".

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο της περ. γ' προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1805/1988 (Α'
199/31.8.1989). - Η περ. στ' προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996).- Η
περ. ζ' προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (Α' 67/6.5.1997).- Σύμφωνα με την παρ. 3 του
άρθρου 2 του ν. 3126/2003 (Α'66/19.3.2003) περί ποινικής ευθύνης υπουργών, οι υπουργοί θεωρούνται
υπάλληλοι κατά την έννοια της περ. α' του παρόντος άρθρου.- Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν.
3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.2006), το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει
άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς
το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, ανεξάρτητα από το αν το
απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της
περίπτωσης β' του παρόντος άρθρου. Η ποινική δίωξη του εν λόγω μέλους ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 17
του ανωτέρω νόμου, αυτεπαγγέλτως.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Η ΑΞΙΟΠΟΙΝΗ ΠΡΑΞΗ
Ι. ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

14 -
1. γκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
2. Στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος "πράξη" περιλαμβάνει και τις παραλείψεις.

15 -
Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα,
η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης
είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.

16 - Τ
Τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την
αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας,
έπρεπε σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα.

17 -
ρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε* ή όφειλε να
ενεργήσει. χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος, "εκτός αν ορίζεται
άλλως".

596
Σχόλια: * ορθότερον: ενήργησε- Η εντός " " φράση του παρόντος προστέθηκε με την παρ. 5β του άρθρου 20
του ν. 2331/1995 (Α' 173/3.9.1995).

18 - Δ
Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης είναι κακούργημα. "Κάθε
πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα
κράτησης νέων είναι πλημμέλημα." Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι
πταίσμα.

Σχόλια: - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του
άρθρου 2 του ν. 3189/2003 (Α' 243/21.10.2003).

19 - Π
Αν μια πράξη που εκδικάστηκε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα, κρίνεται με βάση τη βαρύτερη
ποινή που καθορίζεται από το νόμο γι' αυτή την πράξη και όχι με βάση την τυχόν ελαφρότερη ποινή
που επέβαλε ο δικαστής λόγω ελαφρυντικών περιστάσεων (άρθρο 84) ή για οποιονδήποτε άλλο
λόγο μείωσης της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 83. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση καταδίκης
σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 38.

ΙΙ. Ο ΑΔΙ ΟΣ ΑΡΑ ΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

20 -
Εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 21, 22, 25, 304 παρ. 4
και 5, 308 παρ. 2, 367, 371 παρ. 4), ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη
αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.

21 - Π
Δεν είναι άδικη η πράξη την οποία κάποιος επιχειρεί για να εκτελέσει προσταγή που του έδωσε,
σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, η αρμόδια αρχή, αν ο νόμος δεν επιτρέπει στον αποδέκτη της
προσταγής να εξετάσει αν είναι νόμιμη ή όχι. Στην περίπτωση αυτήν ως αυτουργός τιμωρείται
εκείνος που έδωσε την προσταγή.

22 -
1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας.
2. μυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτεθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να
υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους.
3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το
είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις
υπόλοιπες περιστάσεις.

23 -
Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή
ελαττωμένη (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν.
ένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε μ' αυτό τον τρόπο εξαιτίας
του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση.

24 -
Δεν απαλλάσσεται από την ποινή που ορίζει ο νόμος όποιος με πρόθεση προκάλεσε την επίθεση
άλλου για να διαπράξει εναντίον του αξιόποινη πράξη με το πρόσχημα της άμυνας.

25 -
1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με
άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου
χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά
το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.
2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο
κίνδυνο.
3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου.

597
ΙΙΙ. Ο ΑΤΑ Ο ΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

26 -
1. Τα κακουργήματα και πλημμελήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται με δόλο. Κατ' εξαίρεση
στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος, τα πλημμελήματα τιμωρούνται και όταν τελούνται από
αμέλεια.
2. Τα πταίσματα τιμωρούνται πάντοτε και όταν τελέστηκαν από αμέλεια, εκτός από τις
περιπτώσεις για τις οποίες ο νόμος απαιτεί ρητά δόλο.

27 - Δ
1. ε δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το
νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης˙ επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την
πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται.
2. Όπου ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού, δεν αρκεί ο
ενδεχόμενος δόλος. Και όπου ο νόμος απαιτεί η πράξη να έχει τελεσθεί με σκοπό την πρόκληση
ορισμένου αποτελέσματος, απαιτείται ο δράστης να έχει επιδιώξει να προκαλέσει αυτό το
αποτέλεσμα.

28 - Α
Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις
και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη
του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν.

29 - Ε
Στις περιπτώσεις όπου ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει
ορισμένο αποτέλεσμα, η ποινή αυτή επιβάλλεται μόνο αν το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποδοθεί
σε αμέλεια του δράστη.

30 - Π
1. Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα
περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε
αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια.
2. Επίσης δεν καταλογίζονται στο δράστη τα περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το
αξιόποινο της πράξης του αν τα αγνοούσε.

31 - Ν
1. όνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό.
2. Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα
να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή.

32 -
1. Δεν καταλογίζεται στο δράστη η πράξη που τελεί για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο
με άλλα μέσα κίνδυνο ο οποίος απειλεί χωρίς δική του υπαιτιότητα το πρόσωπο ή την περιουσία
του ίδιου ή συγγενούς του, ανιόντος ή κατιόντος ή αδελφού ή συζύγου του αν η βλάβη που
προκλήθηκε στον άλλο από την πράξη είναι κατά το είδος και τη σπουδαιότητα ανάλογη με τη
βλάβη που απειλήθηκε.
2. ι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 25 εφαρμόζονται και εδώ.

33 -
1. Η πράξη που τέλεσε κωφάλαλος δεν του καταλογίζεται, αν κριθεί ότι δεν είχε την απαιτούμενη
πνευματική ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την
αντίληψή του για το άδικο αυτό.
2. Αν δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου, ο κωφάλαλος
τιμωρείται με ελαττωμένη ποινή (άρθρο 83).

34 - Δ
Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των
πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το
άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.
598
35 -
1. Πράξη που κάποιος αποφάσισε σε κανονική ψυχική κατάσταση, αλλά που για την τέλεσή της
έφερε τον εαυτό του σε κατάσταση διαταραγμένης συνείδησης του καταλογίζεται σαν να την τέλεσε
με δόλο.
2. Αν η πράξη που τέλεσε σε τέτοια κατάσταση είναι άλλη από εκείνη που είχε αποφασίσει, ο
υπαίτιος τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
3. Πράξη που ο υπαίτιος πρόβλεψε ή μπορούσε να προβλέψει ότι ενδέχεται να τελέσει, αν
οδηγηθεί σε κατάσταση διατάραξης της συνείδησης, του καταλογίζεται ως πράξη που τελέστηκε
από αμέλεια.

ΙV. Ε ΗΜΑΤΙΕΣ Ε ΑΤΤ ΜΕΝΗΣ Ι ΑΝΟΤΗΤΑΣ ΠΡΟΣ ΑΤΑ Ο ΙΣΜΟ

36 - Ε
1. Αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει
εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το
άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπαίτιας
μέθης.

37 -
Όταν η κατάσταση των ατόμων που έχουν κατά το άρθρο 36 ελαττωμένη ικανότητα για
καταλογισμό επιβάλλει ιδιαίτερη μεταχείριση ή μέριμνα, οι στερητικές της ελευθερίας ποινές που
τους επιβάλλονται εκτελούνται σε ιδιαίτερα ψυχιατρικά καταστήματα ή παραρτήματα των φυλακών.

38 - Ε
1. Αν εκείνος που έχει κατά το άρθρο 36 ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό λόγω διατάραξης
των πνευματικών λειτουργιών ή ο κατά το άρθρο 33 παρ. 2 κωφάλαλος είναι επικίνδυνος στη
δημόσια ασφάλεια και η πράξη που τέλεσε είναι κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο ο νόμος
απειλεί ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερης από έξι μήνες, το δικαστήριο τον καταδικάζει σε
περιορισμό στα ψυχιατρικά καταστήματα ή παραρτήματα φυλακών του άρθρου 37.
2. Στην απόφαση καθορίζεται μόνο το ελάχιστο όριο διάρκειας του περιορισμού, το οποίο δεν
μπορεί ποτέ να είναι κατώτερο από το μισό του ανώτατου κατά το άρθρο 36 παρ. 1 ορίου ποινής
για την πράξη που τελέστηκε.
3. Στην ίδια απόφαση το δικαστήριο προσδιορίζει για την περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 40
την ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης που πρέπει να εκτιθεί σε αντικατάσταση του περιορισμού˙ ο
προσδιορισμός γίνεται μέσα στα όρια ποινής που καθορίζει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε,
χωρίς αυτή να ελαττώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 36. Πάντως, η ποινή που προσδιορίζεται
σύμφωνα με τα παραπάνω δεν μπορεί ποτέ να είναι κατώτερη από το μισό του ανώτατου ορίου
ποινής που ορίζει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε. Αν στο νόμο προβλέπεται ποινή θανάτου
ή ισόβιας κάθειρξης, ως ποινή που πρέπει να εκτιθεί προσδιορίζεται πρόσκαιρη κάθειρξη είκοσι
ετών.

39 - Δ
1. Αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο που όρισε η απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2
και κατόπιν κάθε δύο έτη, εξετάζεται, είτε με αίτηση του κρατουμένου είτε και αυτεπαγγέλτως, αν
αυτός μπορεί να απολυθεί. ια το θέμα αυτό αποφασίζει, ύστερα από γνωμοδότηση ειδικών
εμπειρογνωμόνων, το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η
ποινή.
2. Η απόλυση χορηγείται πάντοτε υπό όρο και μπορεί να ανακληθεί σύμφωνα με τους όρους που
ορίζει το άρθρο 107˙ γίνεται οριστική, αν μέσα σε πέντε έτη δεν ανακληθεί κατά τις διατάξεις του
άρθρου 109.
3. Πάντως, αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο που όρισε η απόφαση, ο περιορισμός δεν
μπορεί να εξακολουθήσει πέρα από δέκα έτη για τα πλημμελήματα και πέρα από δεκαπέντε έτη για
τα κακουργήματα.

40 - Μ
Το δικαστήριο που προβλέπεται από το προηγούμενο άρθρο μπορεί οποτεδήποτε, με αίτηση του
εισαγγελέα και μετά γνωμοδότηση ειδικών εμπειρογνωμόνων, να αποφασίσει την αντικατάσταση
του περιορισμού με την ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης που προσδιορίστηκε σύμφωνα με την παρ. 3
599
του άρθρου 38, αν κρίνει ότι η παραμονή του καταδίκου στο ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα
φυλακής δεν είναι αναγκαίο. Στην περίπτωση αυτή από τη στερητική της ελευθερίας ποινή που είχε
επιβληθεί αφαιρείται ο χρόνος που διανύθηκε στο ψυχιατρικό κατάστημα ή παράρτημα φυλακής.

41 - Ε '
1. Αν αυτός που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 38 σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα κριθεί
σύμφωνα με τα άρθρα 90 και 91 ως καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα εγκληματίας, το ελάχιστο όριο
διάρκειας του περιορισμού καθορίζεται μέσα στα όρια ποινής του άρθρου 89, χωρίς η ποινή αυτή
να ελαττώνεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1˙ και το μέγιστο όριο καθορίζεται σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 91. Αν η ποινή που προβλέπει ο νόμος για την πράξη που τελέστηκε
είναι θάνατος ή ισόβια κάθειρξη, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
2. Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να μετατρέπει κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου
τον περιορισμό στην ποινή της αόριστης κάθειρξης που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 92.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΙ Σ ΜΜΕΤΟ Η
Ι. ΑΠΟΠΕΙΡΑ

42 -
1. Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που
περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν
ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
2. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η κατά την προηγούμενη παράγραφο ελαττωμένη ποινή δεν
επαρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, μπορεί να του
επιβάλει την ίδια ποινή με αυτήν που ο νόμος προβλέπει για την ολοκληρωμένη πράξη, εκτός από
την ποινή του θανάτου.
3. Το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ατιμώρητη την απόπειρα πλημμελήματος για το οποίο ο νόμος
προβλέπει ποινή φυλάκισης όχι ανώτερη από τρεις μήνες.

43 - Α
1. Όποιος επιχείρησε να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα με μέσο ή κατά αντικειμένου
τέτοιας φύσης ώστε να αποβαίνει απολύτως αδύνατη η τέλεση των εγκλημάτων αυτών τιμωρείται
με την ποινή του άρθρου 83 μειωμένη στο μισό.
2. Όποιος επιχείρησε τέτοια απρόσφορη απόπειρα από ευήθεια παραμένει ατιμώρητος.

44 -
1. Η απόπειρα μένει ατιμώρητη, αν ο δράστης άρχισε την ενέργεια για την τέλεση του
κακουργήματος ή πλημμελήματος, αλλά δεν την ολοκλήρωσε από δική του βούληση και όχι από
εξωτερικά εμπόδια.
2. Αν ο δράστης, αφού ολοκλήρωσε την ενέργειά του, παρεμπόδισε ύστερα με δική του βούληση
το αποτέλεσμα που μπορούσε να προέλθει από την ενέργειά του αυτή και που ήταν απαραίτητο για
την τέλεση του κακουργήματος ή του πλημμελήματος, τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 83
μειωμένη στο μισό. Το δικαστήριο όμως μπορεί, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να
κρίνει την απόπειρα ατιμώρητη.

ΙI. Σ ΜΜΕΤΟ Η

45 - Σ
Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως
αυτουργός της πράξης.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 περί Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων
της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλων διατάξεων (Α' 89/30.4.1990), δ ε ν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της
Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που, με ε ν τ ο λ ή του προϊσταμένου της και με σκοπό την ανακάλυψη ή τη
σύλληψη προσώπου εμπλεκόμενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στον ανωτέρω νόμο,
εμφανίζεται ως σ υ μ μ έ τ ο χ ο ς της πράξης.

600
46 - Η
1. ε την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον
την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε˙ β) όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση
συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης.
2. Όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να τελέσει κάποιο έγκλημα, με
μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει ενώ αποπειράται να τελέσει το έγκλημα ή ενώ επιχειρεί
αξιόποινη προπαρασκευαστική του πράξη και με τη θέληση να τον ανακόψει από την
αποπεράτωση του εγκλήματος, τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού μειωμένη στο μισό.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 περί Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων
της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλων διατάξεων (Α' 89/30.4.1990), δ ε ν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της
Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που, με ε ν τ ο λ ή του προϊσταμένου της και με σκοπό την ανακάλυψη ή τη
σύλληψη προσώπου εμπλεκόμενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στον ανωτέρω νόμο,
εμφανίζεται ως σ υ μ μ έ τ ο χ ο ς της πράξης.

47 - Α
1. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε
με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης
πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).
2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 42 εφαρμόζεται αναλόγως και εδώ.
3. ς προς τα πταίσματα, η συνέργεια τιμωρείται μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος το ορίζει
ειδικά.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 περί Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων
της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλων διατάξεων (Α' 89/30.4.1990), δ ε ν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της
Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που, με ε ν τ ο λ ή του προϊσταμένου της και με σκοπό την ανακάλυψη ή τη
σύλληψη προσώπου εμπλεκόμενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στον ανωτέρω νόμο,
εμφανίζεται ως σ υ μ μ έ τ ο χ ο ς της πράξης.

48 - Δ
Το αξιόποινο των συμμετόχων κατά τα άρθρα 46 και 47 είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο
εκείνου που τέλεσε την πράξη.

Σχόλια: *** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 περί Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων
της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλων διατάξεων (Α' 89/30.4.1990), δ ε ν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της
Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που, με ε ν τ ο λ ή του προϊσταμένου της και με σκοπό την ανακάλυψη ή τη
σύλληψη προσώπου εμπλεκόμενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στον ανωτέρω νόμο,
εμφανίζεται ως σ υ μ μ έ τ ο χ ο ς της πράξης.

49 - Ι
1. Όπου ο νόμος, για να είναι μια πράξη αξιόποινη, απαιτεί ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις, αν
αυτές υπάρχουν μόνο στο δράστη, τότε αυτοί που είναι συμμέτοχοι κατά το άρθρο 46 παρ. 1
μπορούν να τιμωρηθούν με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)˙ αν όμως υπάρχουν μόνο σ' αυτούς που
είναι συμμέτοχοι κατά τα άρθρα 46 παρ. 1 και 47, τότε οι τελευταίοι τιμωρούνται ως αυτουργοί και ο
δράστης ως συνεργός.
2. ι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν
την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνο για εκείνον το συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2713/1999 περί Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων
της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλων διατάξεων (Α' 89/30.4.1990), δ ε ν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της
Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που, με ε ν τ ο λ ή του προϊσταμένου της και με σκοπό την ανακάλυψη ή τη
σύλληψη προσώπου εμπλεκόμενου σε αξιόποινη πράξη από αυτές που αναφέρονται στον ανωτέρω νόμο,
εμφανίζεται ως σ υ μ μ έ τ ο χ ο ς της πράξης.

ΤΕΤΑΡΤΟ Ε Α ΑΙΟ: ΠΟΙΝΕΣ, ΜΕΤΡΑ ΑΣ Α ΕΙΑΣ, ΑΠΟ ΗΜΙ ΣΗ


Ι. ΡΙΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

50 -
[Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την περ. β) της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 2207/94 (Α' 65/
25.4.94)].

601
51 - Π
"1. Ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση, ο περιορισμός σε ειδικό
κατάστημα κράτησης νέων, ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα και η κράτηση."
2. ια τις πρόσκαιρες ποινές στερητικής της ελευθερίας, η ημέρα υπολογίζεται σε 24 ώρες, η
εβδομάδα σε επτά ημέρες, ο μήνας και το έτος σύμφωνα με το ημερολόγιο που ισχύει.
3. χρόνος της ποινής επιμετράται πάντοτε σε πλήρεις ημέρες, εβδομάδες, μήνες και έτη.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

52 -
1. Η ποινή της κάθειρξης είναι ισόβια ή πρόσκαιρη και εκτελείται σε καταστήματα ή τμήματα
καταστημάτων που προορίζονται αποκλειστικά γι' αυτήν.
2. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ρητά ότι η επιβαλλόμενη κάθειρξη είναι ισόβια, αυτή είναι πρόσκαιρη.
3. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη ούτε είναι μικρότερη από
πέντε έτη, με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 91 για την αόριστη κάθειρξη.

53 -
Η διάρκεια της φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι μικρότερη από δέκα ημέρες.

54 - "Π
Η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν υπερβαίνει τα είκοσι ούτε
είναι μικρότερη από πέντε έτη, αν για την πράξη που τελέστηκε ο νόμος απειλεί ποινή στερητική της
ελευθερίας ανώτερη από δέκα έτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση το ελάχιστο όριο διάρκειας του
περιορισμού είναι έξι μήνες και το ανώτερο δέκα έτη."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

55 -
Η διάρκεια της κράτησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα ούτε να είναι συντομότερη από
μία ημέρα, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα
των φυλακών, ή, αν τέτοια δεν υπάρχουν, στα αστυνομικά κρατητήρια.

56 - Τ
ε ιδιαίτερους νόμους κανονίζεται ο τρόπος της εκτέλεσης των ποινών, που προβλέπουν τα
άρθρα 38 και 51 - 55 καθώς επίσης και των μέτρων ασφάλειας που προβλέπουν τα άρθρα 69 - 72.
"Εκείνος που καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης για οφειλές προς το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπα
δημοσίου δικαίου και έχει υπερβεί το εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του, μπορεί να εκτίσει
την ποινή ή το υπόλοιπο της ποινής στην κατοικία του, αφού υποβάλει σχετική δήλωση στην
εισαγγελία του δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή
υποχρεούται να εμφανίζεται κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιφέρειάς του. Αν παραλείψει
την υποχρέωσή του αυτή, η έκτιση της ποινής συνεχίζεται κατά τις γενικές διατάξεις."

Σχόλια: - Τα εντός " " εδάφια (β'-δ') του παρόντος προστέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 28 του ν.
2915/2001 (Α' 109/29.5.2001).

57 -
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι κατώτερη
από "εκατόν πενήντα (150) Ε " ούτε ανώτερη από "δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) Ε " και το
πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο από "είκοσι εννέα (29) Ε " ούτε ανώτερο από
"πεντακόσια ενενήντα (590) Ε ".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθ. 1 του ν. 2145/1993 (Α'
88/28.5.1993).
58 - Α
ε το θάνατο του καταδικασμένου διαγράφονται οι χρηματικές ποινές και τα πρόστιμα˙ σε καμιά
περίπτωση δεν εκτελούνται εναντίον των κληρονόμων του.

602
ΙΙ. ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

59 - Α
1. Η καταδίκη σε θανατική ποινή ή σε ισόβια κάθειρξη συνεπάγεται αυτοδικαίως τη διαρκή
αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του καταδικασμένου.
2. Η καταδίκη σε κάθειρξη αόριστης διάρκειας σύμφωνα με το άρθρο 90 και επ. συνεπάγεται
αυτοδικαίως τη δεκαετή αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

60 - Α
Στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη επιβάλλεται και πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών
δικαιωμάτων για δύο έως δέκα έτη.

61 - Α
Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε φυλάκιση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπει ειδικά ο
νόμος, επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη, αν: α) η
ποινή που επιβλήθηκε είναι τουλάχιστον ενός έτους και β) η πράξη που έχει τελεσθεί φανερώνει
από τα αίτια, το είδος, τον τρόπο εκτέλεσής της και όλες τις άλλες περιστάσεις ηθική διαστροφή του
χαρακτήρα του δράστη.

62 - Α

Όταν ο δράστης καταδικάζεται σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα βάσει του άρθρου 38, αν
η πράξη είναι κακούργημα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 60˙ αν η πράξη είναι
πλημμέλημα, οι διατάξεις των άρθρων 61 και 64.

63 - Α
Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων έχει ως συνέπεια ότι εκείνος που καταδικάστηκε: 1)
χάνει οριστικά τα αιρετά δημόσια, δημοτικά ή κοινοτικά αξιώματά του, τις δημόσιες, δημοτικές ή
κοινοτικές θέσεις που κατείχε, κάθε βαθμό του στο στρατό, την ιδιότητα του δικηγόρου, καθώς
επίσης και τις επίτιμες θέσεις και τα παράσημα˙ 2) δεν μπορεί να αποκτήσει τα παραπάνω, είτε
διαρκώς, στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 59, είτε κατά το χρόνο που ορίζει ο νόμος ή η
απόφαση, στην περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 59 και στις περιπτώσεις των άρθρων 60, 61 και
62˙ 3) δεν μπορεί, κατά τη διάκριση του προηγούμενου αριθμού: α) να ψηφίζει και να εκλέγεται στις
πολιτικές, δημοτικές ή κοινοτικές εκλογές˙ β) να αποτελεί μέλος των ορκωτών δικαστηρίων και να
διορίζεται πραγματογνώμονας από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.

64 - Μ
Σε περίπτωση φυλάκισης το δικαστήριο μπορεί εφόσον υπάρχουν οι όροι του άρθρου 61 να
επιβάλει μερική αποστέρηση ορισμένων από τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 63, αν
από το είδος της πράξης και τις λοιπές περιστάσεις αποκλείεται το ενδεχόμενο να γίνει κατάχρηση
των δικαιωμάτων που διατηρούνται.

65 -
1. Το αποτέλεσμα της ολικής ή μερικής αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων αρχίζει μόλις η
απόφαση γίνει αμετάκλητη˙ η διάρκειά της υπολογίζεται από την επόμενη της ημέρας κατά την
οποία συμπληρώθηκε η έκτιση ή παραγράφηκε ή χαρίστηκε η στερητική της ελευθερίας ποινή, μαζί
με την οποία είχε επιβληθεί η αποστέρηση.
2. Στην περίπτωση του άρθρου 105 παρ. 1 και 2, η διάρκεια υπολογίζεται από την επόμενη της
προσωρινής απόλυσης από τις φυλακές˙ στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72 από την επόμενη
της απόλυσης του καταδίκου από το κατάστημα στο οποίο βρισκόταν.

66 - Α
1. Όποιος αποστερήθηκε τα πολιτικά δικαιώματα κατά τα άρθρα 59 - 65 μπορεί με αίτησή του να
αποκατασταθεί σ' αυτά από το δικαστήριο. Η αποκατάσταση, όταν η καταδίκη αφορά κάθειρξη ή
θανατική ποινή που μετατράπηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορεί να γίνει μετά πέντε
έτη˙ όταν αφορά φυλάκιση, μετά τρία έτη από τότε που εκτίθηκε, χαρίστηκε ή παραγράφηκε η ποινή
ή, στις περιπτώσεις των άρθρων 71 και 72, από τότε που εκτίθηκε ή παραγράφηκε το μέτρο
ασφάλειας. ια να χορηγηθεί η αποκατάσταση πρέπει να βεβαιωθεί ότι στο διάστημα αυτό ο αιτών
έζησε έντιμη ζωή και εκπλήρωσε όσο μπορούσε τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από το έγκλημα
603
και βεβαιώθηκαν δικαστικά. Αν η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων που προβλέπει το
άρθρο 11 παρ. 1 επιβλήθηκε μετά την έκτιση ή την άφεση λόγω χάρης ή την παραγραφή της
ποινής, η αποκατάσταση μπορεί να γίνει μετά τρία έτη από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η
απόφαση του πλημμελειοδικείου η οποία είχε απαγγείλει την αποστέρηση.
2. Στην περίπτωση καταδίκης σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα η αποκατάσταση που
προβλέπει η παρ. 1 μπορεί να χορηγηθεί μετά πέντε έτη, αν η πράξη είναι κακούργημα και μετά
τρία έτη αν η πράξη είναι πλημμέλημα.
3. Αν η αίτηση για αποκατάσταση απορριφθεί, δεν μπορεί να επαναληφθεί πριν περάσουν δύο
έτη.
4. Η διαδικασία με την οποία χορηγείται η αποκατάσταση ρυθμίζεται στην ποινική δικονομία.

67 - Α
1. Αν ο υπαίτιος διέπραξε κακούργημα ή πλημμέλημα με βαριά παράβαση των καθηκόντων του
επαγγέλματός του, για την άσκηση του οποίου απαιτείται ειδική άδεια της αρχής, και εφόσον του
επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών μηνών, το δικαστήριο μπορεί να
απαγγείλει και ανικανότητα για άσκηση του επαγγέλματος αυτού για χρονικό διάστημα ενός μέχρι
πέντε ετών. Η ανικανότητα αυτή συνεπάγεται την οριστική ανάκληση της άδειας που είχε δοθεί.
2. Η διάταξη του άρθρου 65 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

68 - Δ
1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη δημοσίευση της καταδικαστικής απόφασης, αν το
επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον.
2. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος μπορεί να διαταχθεί η δημοσίευση της καταδικαστικής
απόφασης ύστερα από αίτηση του παθόντος, και της αθωωτικής ύστερα από αίτηση εκείνου που
αθωώθηκε, αν το δικαστήριο κρίνει ότι ο αιτών έχει νόμιμο συμφέρον.
3. Στην ίδια απόφαση ορίζεται ο τρόπος της δημοσίευσης και η υποχρέωση καταβολής της
δαπάνης γι' αυτήν.

ΙΙΙ. ΜΕΤΡΑ ΑΣ Α ΕΙΑΣ

69 -
Αν κάποιος, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του (άρθρο 34) ή
κωφαλαλίας (άρθρο 33 παρ. 1), απαλλάχθηκε από την ποινή ή τη δίωξη για κακούργημα ή
πλημμέλημα, για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή ανώτερη από έξι μήνες, το δικαστήριο διατάσσει
τη φύλαξή του σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα εφόσον κρίνει ότι είναι επικίνδυνος για τη
δημόσια ασφάλεια.

70 - Δ
1. ια να εκτελεσθεί η διάταξη της απόφασης που αφορά τη φύλαξη φροντίζει η εισαγγελική
αρχή.
2. Η φύλαξη συνεχίζεται όσο χρόνο το επιβάλλει η δημόσια ασφάλεια.
3. Κάθε τρία έτη το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η
φύλαξη αποφασίζει αν αυτή πρέπει να εξακολουθήσει. Το ίδιο δικαστήριο μπορεί όμως
οποτεδήποτε με αίτηση του εισαγγελέα ή της διεύθυνσης του καταστήματος να διατάξει την
απόλυση εκείνου που φυλάσσεται.

71 - Ε
1. Αν κάποιος καταδικασθεί:
α) για κακούργημα ή πλημμέλημα που ο νόμος το τιμωρεί με ποινή φυλάκισης πάνω από έξι
μήνες και που μπορεί ν' αποδοθεί σε κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών
μέσων, ή
β) για έγκλημα σε κατάσταση υπαίτιας μέθης, κατά το άρθρο 193, το δικαστήριο μπορεί να
διατάξει την εισαγωγή του σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα, αν πρόκειται για πρόσωπο που κάνει
καθ' έξη κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών ή άλλων ναρκωτικών μέσων.
2. Η εισαγωγή στο θεραπευτικό κατάστημα επακολουθεί την έκτιση της ποινής και η παραμονή σ'
αυτό διαρκεί όσο χρόνο απαιτεί ο σκοπός της, ποτέ όμως περισσότερο από μία διετία. Την
απόλυση πριν από τη διετία την αποφασίζει το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια
του οποίου βρίσκεται το κατάστημα με πρόταση της διεύθυνσής του.

604
72 - Π
1. Αν η πράξη για την οποία κάποιος κηρύχθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε φυλάκιση μπορεί να
αποδοθεί στη φυγοπονία του ή στη ροπή του για άτακτη ζωή, το δικαστήριο μπορεί, στις
περιπτώσεις που ο νόμος ειδικά καθορίζει, να διατάξει, εκτός από την ποινή που του επιβλήθηκε,
και την παραπομπή του σε επανορθωτικό κατάστημα εργασίας.
2. Η εισαγωγή στο κατάστημα εργασίας επακολουθεί την έκτιση της ποινής. Η διάρκεια της
παραμονής σ' αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερη από ένα έτος ούτε ανώτερη από πέντε έτη.
3. Αφού συμπληρωθεί το ελάχιστο όριο και ακολούθως κάθε έτος το δικαστήριο των
πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατάστημα αποφασίζει με αίτηση της
διεύθυνσής του ή του εισαγγελέα αν ο κρατούμενος πρέπει να απολυθεί.
4. Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι υπότροπος, η παραπομπή του σε επανορθωτικό
κατάστημα εργασίας είναι υποχρεωτική.

73 - Α
1. Αν το δικαστήριο, εκτιμώντας το είδος της πράξης που τέλεσε ο καταδικασμένος ή την
προσωπικότητά του και τις άλλες περιστάσεις, κρίνει ότι η διαμονή του σε ορισμένους τόπους
προκαλεί συγκεκριμένο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, και αν η ποινή που του επιβλήθηκε είναι
κάθειρξη ή φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αλλά για τη φυλάκιση μόνο στις περιπτώσεις που
ορίζει ειδικά ο νόμος, το δικαστήριο αυτό μπορεί να καθορίσει τους τόπους στους οποίους η
αστυνομική αρχή μπορεί, κατά την παρ. 2, να απαγορεύσει τη διαμονή του για πέντε κατ' ανώτατο
όριο έτη, τα οποία αρχίζουν από την ημέρα που η ποινή εκτίθηκε, παραγράφηκε ή χαρίστηκε.
2. ε βάση αυτή την απόφαση η αστυνομική αρχή έχει δικαίωμα, μετά γνωμοδότηση της
διεύθυνσης της φυλακής, να απαγορεύσει στον καταδικασμένο να διαμένει για όσο χρόνο ορίζεται
στην απόφαση σε όλους τους τόπους που αυτή ορίζει ή σε μερικούς μόνο από αυτούς, κατά το
χρονικό διάστημα που ορίζεται στην απόφαση.
3. Σε περίπτωση δεύτερης και κάθε άλλης νεότερης καταδίκης για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη
κλοπής, απάτης, πλαστογραφίας, εκβιασμού, "πορνογραφίας ανηλίκων", μαστροπείας,
σωματεμπορίας, "ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής", εκμετάλλευσης πόρνης, παράβασης των
διατάξεων για τα ναρκωτικά, λαθρεμπορίου, προστασίας του εθνικού νομίσματος και των
αρχαιοτήτων, καθώς και στις περιπτώσεις της παρ. 1 αυτού του άρθρου, το δικαστήριο επιβάλλει
στον καταδικασμένο την υποχρέωση μέσα σε δέκα ημέρες από την έκτιση της ποινής του ή την
απόλυσή του με οποιονδήποτε τρόπο, να δηλώσει στην αστυνομική αρχή του τόπου της διαμονής
του τη διεύθυνση της κατοικίας του και, επί μία τριετία, να γνωστοποιεί κάθε μεταβολή της στην ίδια
αρχή. Η διάταξη του άρθρου 182 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

Σχόλια: - Οι εντός " " φράσεις της παρ. 3 του παρόντος προστέθηκαν με την παρ. 8 του άρθρου 11 του ν.
3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).

74 - Α
"1. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη ή
φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις
που έχουν κυρωθεί από τη χώρα. "Αν ο αλλοδαπός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν
ανήλικος, για την απέλασή του λαμβάνεται υπόψη η τυχόν νόμιμη εγκατάσταση και παραμονή της
οικογένειάς του στη χώρα ή στην περίπτωση που η οικογένειά του διαμένει στην αλλοδαπή, ο
υφιστάμενος στη χώρα προορισμού σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας
ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας του". Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η
απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών
μηνών. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές.
Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόμενη ποινή".
2. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να διατάξει την απέλαση από τη χώρα κάθε αλλοδαπού στον
οποίο επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των άρθρων 69, 71 και 72. Σ' αυτή την περίπτωση, η απέλαση
μπορεί να διαταχθεί, σε αντικατάσταση αυτών των μέτρων.
3. ι αλλοδαποί που απελάθηκαν με αυτόν τον τρόπο μπορούν να επιστρέφουν στη χώρα με
απόφαση του πουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει μια τριετία από την απέλαση και για ορισμένο
χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παρατείνεται. " πουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από
το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει
γάμο με λληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο γάμος, καθώς και σε περίπτωση
παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής". "Η πιο πάνω απόφαση λαμβάνεται μετά από γνώμη
τριμελούς συμβουλίου που αποτελείται από έναν σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου
605
του Κράτους, ως πρόεδρο, τον οποίο προτείνει ο Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
έναν ανώτερο αξιωματικό της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, τον
οποίο προτείνει ο πουργός Δημόσιας Τάξης και τον διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης του
πουργείου Δικαιοσύνης. ρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της αρμόδιας Διεύθυνσης του
πουργείου Δικαιοσύνης. πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου, καθώς και ο γραμματέας αυτού
ορίζονται με τους αναπληρωτές τους για τρία έτη με απόφαση του πουργού Δικαιοσύνης."
"4. αλλοδαπός, μέχρι την απέλασή του, εξακολουθεί να παραμένει κρατούμενος σε ειδικούς
χώρους των καταστημάτων κράτησης ή θεραπευτικών καταστημάτων".

Σχόλια: - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του παρόντος άρθρου προστέθηκε από την παρ. 1 του άρθ.
20 του ν. 2521/1997 (Α' 174), ισχύει δε από 1.9.1997. - Η εντός " " παρ. 4 του παρόντος, προστέθηκε με την
παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999).- Τα εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 1, που είχε
αρχικά αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996), και τρία τελευταία εδάφια
στο τέλος της παρ. 3 του παρόντος προστέθηκαν με τις παρ. 1 και 2 αντιστοίχως του άρθρου 6 του ν. 3090/2002
(Α' 329/24.12.2002).

75 - Π
1. Αν από τότε που έγινε αμετάκλητη η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε μέτρο ασφάλειας των
άρθρων 69, 71, 72 και 74, περάσει τριετία χωρίς να έχει αρχίσει η εκτέλεση του μέτρου, αυτό δεν
μπορεί πια να εκτελεστεί, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.
2. Την εκτέλεση του μέτρου ασφάλειας κατά την προηγούμενη παράγραφο το δικαστήριο μπορεί
να τη διατάξει μόνο, αν ο σκοπός του μέτρου επιβάλλει ακόμη και τότε την εφαρμογή του.
3. Στην προθεσμία των τριών ετών δεν υπολογίζεται ο χρόνος κατά τον οποίο αυτός που
υποβλήθηκε σε μέτρο ασφάλειας εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας ή άλλο μέτρο ασφάλειας
στερητικό της ελευθερίας.

76 - Δ
1. Αντικείμενα που είναι προ όντα κακουργήματος ή πλημμελήματος το οποίο πηγάζει από δόλο,
καθώς και το τίμημά τους, και όσα αποκτήθηκαν με αυτά, επίσης και αντικείμενα που χρησίμευσαν
ή προορίζονταν για την εκτέλεση τέτοιας πράξης μπορούν να δημευθούν αν αυτά ανήκουν στον
αυτουργό ή σε κάποιον από τους συμμετόχους. ια άλλες αξιόποινες πράξεις, το μέτρο αυτό
μπορεί να ληφθεί μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος.
2. Αν από τα ανωτέρω αντικείμενα προκύπτει κίνδυνος της δημόσιας τάξης, η δήμευσή τους
επιβάλλεται υποχρεωτικά σε όποιον τα κατέχει, έστω και χωρίς την καταδίκη ορισμένου προσώπου
για την πράξη που τελέστηκε. Η δήμευση εκτελείται και κατά των κληρονόμων, αν η απόφαση έγινε
αμετάκλητη ενόσω ζούσε εκείνος κατά του οποίου απαγγέλθηκε η δήμευση. Αν δεν προηγήθηκε
καταδίκη ορισμένου προσώπου ή δεν μπορούσε να γίνει δίωξη, τη δήμευση διατάσσει είτε το
δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση είτε το δικαστήριο πλημμελειοδικών, με πρόταση του
εισαγγελέα.
3. Σε κάθε περίπτωση δήμευσης, το δικαστήριο αποφασίζει αν αυτά που δημεύθηκαν πρέπει να
καταστραφούν.

ΙV. ΑΠΟ ΗΜΙ ΣΗ

77 - Π
Αν κάποιος καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο και συγχρόνως σε αποζημίωση του
θύματος*, αλλά η περιουσία του δεν είναι αρκετή για να εκπληρώσει και τις δύο αυτές υποχρεώσεις,
προτιμάται η πληρωμή της αποζημίωσης.

Σχόλια: * "παθόντος", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

78 -
Όσοι καταδικάστηκαν ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι για την ίδια πράξη είναι εις ολόκληρον
υποχρεωμένοι να πληρώσουν την αποζημίωση.

606
Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ
Ι. ΕΝΙ ΟΙ ΑΝΟΝΕΣ

79 - Δ
1. Κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος το δικαστήριο λαμβάνει
υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του
εγκληματία.
2. ια την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο αποβλέπει: α) στη βλάβη που
προξένησε το έγκλημα ή τον κίνδυνο που προκάλεσε˙ β) στη φύση, στο είδος και στο αντικείμενο
του εγκλήματος, καθώς επίσης σε όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που
συνόδευαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του˙ γ) στην ένταση του δόλου ή στο βαθμό της
αμέλειας του υπαιτίου.
3. Κατά την εκτίμηση της προσωπικότητας του εγκληματία το δικαστήριο σταθμίζει ιδίως το
βαθμό της εγκληματικής διάθεσης που εκδήλωσε ο υπαίτιος κατά την πράξη. ια να τον διαγνώσει
με ακρίβεια εξετάζει:
α) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το
σκοπό που επεδίωξε˙
β) το χαρακτήρα του και το βαθμό της ανάπτυξής του˙
γ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του˙
δ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη, ιδίως τη μετάνοια που
επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του.
4. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την
ποινή που επέβαλε.

80 - Ε
1. Κατά την επιμέτρηση της χρηματική ποινής και του προστίμου λαμβάνονται υπόψη και οι
οικονομικοί όροι τόσο εκείνου που καταδικάστηκε όσο και των μελών της οικογένειάς του τα οποία
συντηρεί.
2. Στις περιπτώσεις που ο νόμος απειλεί διαζευκτικά είτε ποινή στερητική της ελευθερίας είτε
χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει και τις δύο ποινές, αν κρίνει ότι
μόνο η μία από τις δύο δεν αρκεί για να αποτρέψει τον υπαίτιο από την τέλεση άλλων αξιόποινων
πράξεων.

81 -
1. Όταν το έγκλημα πήγασε από αίτια απόκτησης κέρδους, το δικαστήριο μπορεί, μαζί με τη
στερητική της ελευθερίας ποινή, να επιβάλει και χρηματική ποινή ή πρόστιμο, έστω και αν ο νόμος
δεν προβλέπει ποινή σε χρήμα για το έγκλημα που τελέστηκε.
2. Στις περιπτώσεις που ο νόμος προβλέπει για το έγκλημα μόνο χρηματική ποινή ή πρόστιμο, το
δικαστήριο, αν συντρέχουν τα αίτια της παρ. 1, μπορεί να επιβάλει τέτοια ποινή αυξημένη έως το
τριπλάσιο του ανώτατου ορίου της το οποίο προβλέπεται γι' αυτό το έγκλημα.

82 - Μ
"1. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει το ένα έτος μετατρέπεται σε
χρηματική ή πρόστιμο."
2. "Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα έτος και δεν υπερβαίνει τα
δύο μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός και αν ο δράστης είναι υπότροπος και το δικαστήριο με
ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο
δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων."
"Σε ποινές φυλάκισης άνω των δύο ετών, αν έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ήμισυ της
ποινής και το προς έκτιση υπόλοιπο δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το τριμελές πλημμελειοδικείο του
τόπου κράτησης ύστερα από αίτηση του καταδίκου μετατρέπει τούτο σε χρηματική ποινή, εκτός αν
με ειδική αιτιολογία κρίνει από την εν γένει συμπεριφορά του καταδίκου κατά το χρόνο έκτισης της
ποινής ότι η χρηματική ποινή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο κατάδικος από την τέλεση άλλων
αξιόποινων πράξεων. Κατά της αποφάσεως ο κατάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζεται η παρ. 5 του παρόντος." "Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη
από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη,
να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το
δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων".
607
3. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η
οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου*. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό "πέντε
ευρώ (5,00) έως πενήντα εννέα (59) ευρώ" και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό "τρία ευρώ (3) έως
δεκαπέντε (15) ευρώ". Αν ο καταδικασμένος** αδυνατεί λόγω της οικονομικής του κατάστασης να
καταβάλει το κατώτατο όριο της μετατροπής και το έγκλημα δεν οφείλεται σε φιλοκέρδεια, το
δικαστήριο μπορεί με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του, να μειώσει το ποσό της μετατροπής μέχρι
του ενός τρίτου του κατώτατου ορίου.
4. ε κοινή απόφαση των πουργών Δικαιοσύνης και ικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα
προβλεπόμενα στην παρ. 3 ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών.
5. Σε περίπτωση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή ή
πρόστιμο, η αρχική ποινή εκτελείται, μέχρι να καταβληθεί στο δημόσιο ταμείο ολόκληρο το ποσό
της μετατροπής.
" ε διάταξη όμως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, που εκδίδεται μετά από αίτηση εκείνου που
καταδικάσθηκε, μπορεί να επιτραπεί σε αυτόν η καταβολή του ποσού της μετατροπής εφάπαξ ή σε
δόσεις μέσα σε δύο έτη από την καταδίκη. Η ρύθμιση αυτή γίνεται εφόσον εκείνος που
καταδικάσθηκε:
α) βρίσκεται σε πρόδηλη και απόλυτη οικονομική αδυναμία,
β) από την εκπαίδευσή του, τις επαγγελματικές του δυνατότητες και τα στοιχεία της
προσωπικότητάς του γενικά πιθανολογείται ότι θα ανταποκριθεί στην υποχρέωση καταβολής και
γ) έχει προηγουμένως ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας,
αλλά το δικαστήριο έκρινε ότι η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο δεν είναι εφικτή για
λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή του. ε την ίδια διάταξη αναστέλλεται η έκτιση της ποινής
και μπορεί να επιβάλλονται περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτοί είναι απολύτως αναγκαίοι και
ανάλογοι προς το ύψος της ποινής, την επαγγελματική δραστηριότητα και την προσωπικότητα
εκείνου που καταδικάσθηκε. Αν εκείνος που καταδικάσθηκε δεν τηρεί της προθεσμίες που
τάχθηκαν για την καταβολή του ποσού της μετατροπής ή των δόσεών του ή αν δεν συμμορφώνεται
με τους περιοριστικούς όρους που του επιβλήθηκαν, η αναστολή που χορηγήθηκε ανακαλείται με
όμοια διάταξη και διατάσσεται η εκτέλεση της ποινής. Αν εκείνος που καταδικάσθηκε δεν μπορεί,
λόγω παράτασης της οικονομικής του αδυναμίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του, να τηρήσει
προθεσμία που του τάχθηκε για την καταβολή του ποσού της μετατροπής ή δόσης του, μπορεί με
αίτησή του που υποβάλλεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών πριν**** τη λήξη της προθεσμίας να
ζητήσει μόνο μία φορά την παράτασή της το πολύ για έξι μήνες. ι διατάξεις του εισαγγελέα
πλημμελειοδικών που εκδίδονται κατά την παρούσα παράγραφο ανακοινώνονται στον εισαγγελέα
έκτισης της ποινής. Κατά των διατάξεων αυτών χωρεί προσφυγή ενώπιον του εισαγγελέα εφετών".
"6. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από ένα μήνα και έχει μετατραπεί
σε χρηματική ποινή ή πρόστιμο μετατρέπεται περαιτέρω σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας,
αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας που
το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι
μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία μπορεί να μετατρέπεται σε ποινή παροχής
κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η
παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή".
7. Αν το δικαστήριο αποφασίσει τη μετατροπή της ποινής φυλακίσεως σε παροχή κοινωφελούς
εργασίας κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, καθορίζει συγχρόνως στην απόφασή
του και τον αριθμό των ωρών κοινωφελούς εργασίας, που αντιστοιχούν σε κάθε ημέρα
φυλακίσεως.
Κάθε ημέρα φυλακίσεως μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας τεσσάρων ωρών, το
δικαστήριο όμως, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του καταδικασμένου*, μπορεί να
περιορίσει την κοινωφελή εργασία μέχρι δύο ή να την αυξήσει έως έξι ώρες για κάθε ημέρα ποινής
φυλακίσεως. εισαγγελέας εκτελέσεως της ποινής ορίζει αμέσως, ευθύς ως καταστεί εκτελεστή η
ποινή, με διάταξή του την υπηρεσία, τον οργανισμό ή το πρόσωπο, προς το οποίο θα παρασχεθεί
η κοινωφελής εργασία και το χρόνο παροχής της. χρόνος αυτός ορίζεται εντός διαστήματος που
αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία γίνεται εκτελεστή η απόφαση και λήγει σε
χρόνο που δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της διάρκειας της ποινής που του επιβλήθηκε.
8. Η κοινωφελής εργασία παρέχεται χωρίς αμοιβή σε υπηρεσίες του κράτους, των οργανισμών
τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων του δημοσίου τομέα ή σε μη κερδοσκοπικά
κοινωφελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και άλλα, τα οποία ορίζονται με την υπουργική
απόφαση του τελευταίου εδαφίου. πορεί επίσης να αφορά και σε παροχή υπηρεσιών προς τον
παθόντα, αν κατέστη ανάπηρος και συμφωνούν ο καταδικασμένος** και ο παθών. Την εκτέλεση της

608
κοινωφελούς εργασίας επιβλέπει ο επιμελητής κοινωνικής αρωγής, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει
διαφορετικά.
" ως ότου οργανωθεί το σώμα των επιμελητών κοινωνικής αρωγής ή αν στον τόπο παροχής της
κοινωφελούς εργασίας δεν υπάρχει επαρκής αριθμός επιμελητών ή αν η συγκεκριμένη κοινωφελής
εργασία δεν έχει ανάγκη επίβλεψης από ειδικό επιμελητή, η επίβλεψη της εκτέλεσης της
κοινωφελούς εργασίας ανατίθεται σε όργανα της διοίκησης, μέλη συλλογικών οργάνων ή σε
υπαλλήλους των υπηρεσιών ή των νομικών προσώπων στα οποία παρέχεται η εργασία υπό την
εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου παροχής της εργασίας". ε απόφαση του
πουργού Δικαιοσύνης και των τυχόν άλλων συναρμόδιων υπουργών καθορίζονται η οργάνωση
της παροχής κοινωφελούς εργασίας, η διαδικασία επιλογής, ανάθεσης και επίβλεψης της σχετικής
εργασίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
9. "Αν από υπαιτιότητα εκείνου που καταδικάσθηκε η εργασία παρέχεται ελλιπώς ή πλημμελώς,
παύει να ισχύει η μετατροπή της ποινής σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας". Το δικαστήριο
που εξέδωσε την απόφαση μπορεί σ' αυτή την περίπτωση, μετά από αίτηση του καταδικασθέντα,
να μετατρέψει την ποινή σε χρηματική. Σε κάθε περίπτωση παράβασης ο επιμελητής κοινωνικής
αρωγής ενημερώνει σχετικώς με έγγραφό του τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος μπορεί να ερευνά
και αυτεπαγγέλτως κάθε φορά αν η εργασία εκτελείται. "Αν ο εισαγγελέας ύστερα από ακρόαση
εκείνου που καταδικάσθηκε διαπιστώσει ότι αυτός παρέχει από υπαιτιότητά του ελλιπή ή πλημμελή
εργασία, διατάσσει την εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ή της χρηματικής ποινής
ή του προστίμου". Κατά της διατάξεως του εισαγγελέα επιτρέπεται προσφυγή στον
καταδικασμένο*** εντός δέκα ημερών από της εκτελέσεώς της, με δήλωσή του στο γραμματέα της
εισαγγελίας του τόπου παροχής της εργασίας ή στο διευθυντή των φυλακών, ο οποίος τη διαβιβάζει
αμέσως στον αρμόδιο εισαγγελέα. Η προσφυγή απευθύνεται στο τριμελές πλημμελειοδικείο του
τόπου παροχής της εργασίας, δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, είναι απαράδεκτη, "εάν ο
προσφεύγων δεν υποβληθεί στην εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής ή της
χρηματικής ποινής ή του προστίμου" και εισάγεται για συζήτηση κατά την πρώτη μετά την υποβολή
της δικάσιμο, κατά την οποία προσάγεται ο προσφεύγων χωρίς κλήτευση. Αναβολή της
συζητήσεως επιτρέπεται μόνο μία φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 349 Κ.Π.Δ. σε ρητή
δικάσιμο χωρίς κλήτευση του προσφεύγοντος. Σε περίπτωση αναβολής το δικαστήριο μπορεί να
διατάξει αναστολή εκτελέσεως της διατάξεως του εισαγγελέα μέχρι να εκδοθεί απόφαση για την
προσφυγή. Αν ο προσφεύγων δεν εμφανισθεί, η προσφυγή απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Σε
κάθε περίπτωση το δικαστήριο αποφαίνεται αμετάκλητα, επιτρέπεται όμως αίτηση ακυρώσεως για
μία φορά, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 341 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας.
10. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που μετατράπηκε σε χρηματική ή πρόστιμο ή σε
παροχή κοινωφελούς εργασίας, διατηρεί το χαρακτήρα της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής και
μετά τη μερική ή ολική απότιση της κατά μετατροπή ποινής. Αποκλείεται όμως η συγχώνευση
ποινής που μετατράπηκε και αποτίθηκε, είτε με την καταβολή ποσού της μετατροπής είτε με
παροχή κοινωφελούς εργασίας, με ποινή περιοριστική της ελευθερίας που δεν υπόκειται σε
μετατροπή ή δεν μετατράπηκε.
11. Η μετατροπή κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης
για έγκλημα εμπορίας ναρκωτικών ή για έγκλημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του
Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο
τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή
καθορίζουν άλλως την έννοια της μετατροπής καταργούνται με την επιφύλαξη του προηγούμενου
εδαφίου.
12. Η εφαρμογή του άρθρου αυτού δεν προ ποθέτει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση.
"13. Αν το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί περί μετατροπής ποινής στερητικής της
ελευθερίας, με αίτησή του στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αυτός που καταδικάστηκε
μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή."

Σχόλια: * ορθότερον: "καταδικασθέντος".** ορθότερον: "καταδικασθείς".*** ορθότερον: "καταδικασθέντα". ****


ορθότερον "πριν από".- Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (Α'
104/4.6.96).- Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. β) της παρ. 3 του άρθρου 1
του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996). - Τα εντός " " β'- δ' εδάφια της παρ. 2 του παρόντος, που είχαν προστεθεί
από την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2145/1993 (Α' 88/28.5.1993), τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1
του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994).- Το εντός " " τελευταίο εδ. της παρ. 2 του παρόντος,
προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2721/99 (Α' 112/3.6.1999).- Τα εντός " " β'- η'(τελευταίο) εδάφια

609
της παρ. 5 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την περ. γ) της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (Α'
104/4.6.1996).- Η παρ. 6 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. δ) της παρ. 3 του άρθρου 1 ν.
2408/1996 (Α' 104/4.6.1996).- Το εντός " " δ' εδάφιο της παρ. 8 του παρόντος προστέθηκε με την περ. ε) της
παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996).***** Βλ. ήδη την υπ' αρ. 108842/3.12.1997 ΥΑ
"Οργάνωση της παροχής κοινωφελούς εργασίας. Διαδικασία επιλογής, ανάθεση και επίβλεψη της σχετικής
εργασίας" (Β' 1104).- Τα εντός " " α' και δ' εδάφια της παρ. 9 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκαν με τις
περ. στ) και ζ) αντιστοίχως της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2408/12996 (Α' 104/4.6.1996), ενώ η εντός " " φράση
του στ' εδαφίου της ιδίας παρ. τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. η) της παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου.- Η
παρ. 13 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (Α' 67/6.5.1997).Σημείωση: η μετατροπή των
δραχμικών ποσών σε ΕΥΡΩ έγινε με την παρ. 1 του άρθ. 3 -σε συνδυασμό με τα άρθρα 4 και 5- του ν.
2943/2001 (Α' 203/12.9.2001). Προς (εξοικείωση και) εξυπηρέτηση του χρήστη με τις αντιστοιχίες των ευρώ
προς τις δραχμές, παραθέτουμε στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου εντός [ ] το ανάλογο (κατά προσέγγιση)
δραχμικό ποσό.****** Σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3189/2003 (Α' 243/21.10.2003) περί αναμορφώσεως της
ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων και άλλων διατάξεων: "1. Ανεκτέλεστες ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί για
πλημμελήματα με δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες κατέστησαν αμετάκλητες πριν από την 1η Ιανουαρίου 1999
και δεν έχουν μετατραπεί σε χρηματικές, μετατρέπονται σε χρηματικές ποινές, ύστερα από αίτηση του
καταδικασθέντος που υποβάλλεται αυτοπροσώπως ή με πληρεξούσιο στον αρμόδιο για την εκτέλεση των
ποινών εισαγγελέα μέσα σε αποκλειστική προθεσμία έξι μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η
μετατροπή αποκλείεται, αν η ποινή φυλάκισης έχει περιληφθεί σε συνολική ποινή κάθειρξης που εξακολουθεί να
ισχύει.2. Για τη μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική
απόφαση ύστερα από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί από
συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον
εισαγγελέα ή το δικαστήριο.3. Μετά την υποβολή της αίτησης, που προβλέπεται στο εδάφιο α', δεν επιτρέπεται η
άσκηση οποιουδήποτε τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου κατά της απόφασης που επέβαλε την ποινή ή η
άσκηση αίτησης ακυρώσεως της διαδικασίας ή της αποφάσεως και εφόσον ασκηθεί κηρύσσεται απαράδεκτο,
σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας".*** Προσοχή ***: Σύμφωνα με το δεύτερο
εδάφιο του άρθρου 6 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984): "Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ Κώδικα και των ειδικών
ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας
ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή που καθορίζουν αλλιώς την έννοια της υποτροπής κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι, με
την επιφύλαξη του άρθρου 82 παρ. 7 του Ποινικού Κώδικα". Εξ' άλλου, και μετά την τροποποίηση του παρόντος
άρθρου με το άρθρο 2 του ν. 1941/1991 (Α' 41/18.3.1991), δεν μεταβλήθηκε το καθεστώς της κατάργησης τής -
απαγορευτικής για το αμετάτρεπτο- ρήτρας, αφού ο ν. 1941/1991 δεν έθιξε τον προμνημονευθέντα ν. 1419/1984
στο συγκεκριμένο σημείο. Τέλος, με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 1 του νεότερου νόμου 2207/1994 (Α'
65/25.4.1994), με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 11 του παρόντος άρθρου, καταργήθηκαν και πάλι οι ρήτρες
για το αμετάτρεπτο του ΠΚ (ε κ τ ό ς από την εμπορία ναρκωτικών και τα εγκλήματα στον στρατιωτικό ποινικό
κώδικα). Πρβλ. και σχόλια των άρθρων 265 ΠΚ (: εμπρησμός σε δάση) σχετικά με την παρ. 1 και 334 (:
διατάραξη οικιακής ειρήνης) σχετικά με την παρ. 2.- Τα κατώτερα όρια ποσών, για την μετατροπή των
στερητικών της ελευθερίας ποινών, που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 τίθενται όπως
αναπροσαρμόστηκαν με την ΥΑ 58554 (ΦΕΚ Β' 776/28.6.2006), και ισχύουν από 28.7.2006.

83 -
Όπου στο γενικό μέρος προβλέπεται ποινή ελαττωμένη χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό, η
ποινή που πρέπει να επιβληθεί επιμετρείται ως εξής:
α) Αντί για την ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης επιβάλλεται πρόσκαιρη κάθειρξη
τουλάχιστον δέκα ετών˙
β) αντί για την ποινή της κάθειρξης πάνω από δέκα ετών επιβάλλεται κάθειρξη έως δώδεκα ετών
ή φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών˙
γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα ετών επιβάλλεται κάθειρξη έως έξι ετών ή φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους˙
δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριο του
είδους της ποινής˙
ε) εάν ο νόμος προβλέπει αθροιστικά ποινή στερητική της ελευθερίας και ποινή χρηματική,
μπορεί να επιβληθεί και μόνο αυτή η τελευταία.

84 - Ε
1. Η ποινή μειώνεται επίσης κατά το μέτρο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο και στις
περιπτώσεις που το δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις.
2. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως:
α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή,
επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή˙

610
β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό
την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή
ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης˙
γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε
από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη˙
δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης
του, και
ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 4 άρθρου 5 Ν. 2713/1999 (ΦΕΚ Α' 89/30.4.1999), στην περίπτωση που ο
κατηγορούμενος, μ ε τ ά την άσκηση της ποινικής δίωξης και μέχρι να καταδικασθεί αμετακλήτως, δώσει τις
πληροφορίες της παρ. 3 (βλ. σχετικά) του ιδίου άρθρου (5), το προβλεπόμενο στο νόμο ανώτατο όριο ποινής
μ ε ι ώ ν ε τ α ι στο ήμισυ, χ ω ρ ί ς να αποκλείεται και η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

85 - Σ
Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή
όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84),
εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο
83˙ στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές
περιστάσεις.

86 - Ε
[Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την περ. β) της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α'
65/25.4.1994)].

87 -
1. Όταν επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή και αφού οριστεί η διάρκειά της, αφαιρείται ο
χρόνος της προσωρινής κράτησης του καταδικασμένου, την οποία διέταξε ανακριτική αρχή
οποιασδήποτε δικαιοδοσίας˙ επίσης αφαιρείται ο χρόνος που κρατήθηκε από τη σύλληψη έως την
προσωρινή κράτησή του.
2. Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που συνεκδικάζονται αφαιρείται από την ποινή που
επιβλήθηκε για κάποιο από αυτά ο χρόνος της προσωρινής κράτησης που διατάχθηκε για
οποιοδήποτε από αυτά˙ επίσης αφαιρείται και ο χρόνος της κράτησης που προβλέπει το εδάφιο 1
αυτού του άρθρου, ακόμη και όταν η απόφαση κήρυξε τον καταδικασμένο αθώο για το έγκλημα για
το οποίο είχε κρατηθεί προσωρινά.
3. Επίσης αφαιρείται ο χρόνος παραμονής του κατηγορουμένου σε ψυχιατρείο (άρθρο 200 του
Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
4. Η αρμόδια αρχή για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων αφαιρεί από την ποινή το χρόνο
φυλάκισης που μεσολάβησε από την έκδοση της απόφασης έως τότε που έγινε αμετάκλητη.

ΙΙ. Ε ΗΜΑΤΙΕΣ ΠΟΤΡΟΠΟΙ ΑΙ Α ' ΕΞΗ

88 -
1. Όποιος είχε καταδικαστεί για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο σε ποινή στερητική της
ελευθερίας που ξεπερνά τους έξι μήνες και μέσα σε πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της
αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, αν είχε καταδικαστεί για πλημμέλημα, και σε 10 χρόνια, αν
είχε καταδικαστεί για κακούργημα, τελεί νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο για το οποίο ο
νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, βρίσκεται σε υποτροπή.
2. ια τον υπολογισμό της πενταετίας ή δεκαετίας δεν λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος πραγματικής
έκτισης ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφάλειας σε φυλακή ή άλλο σωφρονιστικό ή
θεραπευτικό κατάστημα ή ίδρυμα, καθώς και ο χρόνος κατά τον οποίο ο καταδικασμένος είναι
φυγόποινος.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

89 - Π
1. Σε περίπτωση υποτροπής η ποινή που προβλέπεται για την πράξη επιβαρύνεται και μπορεί
να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που ορίζεται στο νόμο και να φτάσει έως το ανώτατο όριο του είδους

611
της επιβαλλόμενης ποινής. Αν στο νόμο ορίζεται διαζευκτικά ποινή στερητική της ελευθερίας ή
χρηματική, επιβάλλεται πάντοτε η πρώτη επιβαρυνόμενη κατά το προηγούμενο εδάφιο.
2. Σε περίπτωση τρίτης και κάθε περαιτέρω υποτροπής, αν για την πράξη απειλείται ποινή
φυλάκισης, της οποίας το ανώτατο όριο ξεπερνά το ένα έτος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστο
δεκαοκτώ μηνών.
3. Σε περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί σύμφωνα με αυτό το
άρθρο, το ποσό της μετατροπής δεν μπορεί να είναι κατώτερο από: α) το διπλάσιο του κατώτατου
ορίου του ποσού μετατροπής στην πρώτη υποτροπή˙ β) το τριπλάσιο του κατώτατου ορίου του
ποσού μετατροπής στη δεύτερη υποτροπή και γ) το πενταπλάσιο του κατώτατου ορίου του ποσού
μετατροπής σε κάθε περαιτέρω υποτροπή.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

90 - '
1. Αν κάποιος, παρά το ότι τιμωρήθηκε επανειλημμένα, αλλά τουλάχιστον τρεις φορές για
κακουργήματα ή πλημμελήματα που πηγάζουν από δόλο, με ποινές στερητικές της ελευθερίας, η
μία από τις οποίες ήταν τουλάχιστον κάθειρξη, διαπράξει νέο κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο
το οποίο σε συνδυασμό με τις προηγούμενες πράξεις αποδεικνύει ότι είναι εγκληματίας καθ' έξη ή
κατ' επάγγελμα επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, το δικαστήριο, όταν η ποινή που πρέπει να
επιβληθεί κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, του επιβάλλει
κάθειρξη αόριστης διάρκειας˙ η ποινή αυτή εκτίεται σε ιδιαίτερα καταστήματα ή σε ιδιαίτερα τμήματα
των φυλακών. Στην απόφαση καθορίζεται μόνο το ελάχιστο όριο διάρκειας της κάθειρξης, το οποίο
δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα δύο τρίτα του κατά το προηγούμενο άρθρο ανώτατου ορίου
της ποινής.
2. Ποινές στερητικές της ελευθερίας οι οποίες επιβλήθηκαν για πράξη που συνιστά κατά τους
ελληνικούς νόμους κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο και οι οποίες εκτίθηκαν ολικά ή μερικά
στην αλλοδαπή, λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εφαρμοστεί η ανωτέρω ποινή˙ με την
κάθειρξη εξομειώνεται η κατά την ξένη νομοθεσία ποινή στέρησης της ελευθερίας που με βάση το
περιεχόμενό της ανταποκρίνεται περισσότερο στην κάθειρξη.

91 -
1. ετά τη λήξη του ελάχιστου ορίου της κάθειρξης, το οποίο ορίστηκε στην απόφαση σύμφωνα
με το προηγούμενο άρθρο παρ. 1, και ακολούθως κάθε τρία έτη, εξετάζεται είτε με αίτηση του
κρατουμένου είτε και αυτεπαγγέλτως αν μπορεί ν' απολυθεί. Η απόλυση διατάσσεται αν ο
κρατούμενος δείξει κατά το διάστημα της παραμονής του στις φυλακές καλή διαγωγή, η οποία
παρέχει την προσδοκία ότι δε θα υποπέσει σε νέο έγκλημα. ια το θέμα αυτό αποφασίζει το
δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η ποινή, ύστερα από
γνωμοδότηση της διεύθυνσης του καταστήματος.
2. Η απόλυση είναι πάντοτε υπό όρο: μπορεί να ανακληθεί κατά τους όρους του άρθρου 107
παρ. 1 και γίνεται οριστική αν μέσα σε μία πενταετία δεν ανακληθεί. ια την ανάκληση
εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 110 παρ. 3, 4, 5.
3. Πάντως η παραμονή στις φυλακές του καταδικασμένου σε αόριστη κάθειρξη δεν μπορεί να
διαρκέσει, ύστερα από τη λήξη του ελάχιστου ορίου που ορίζεται στην απόφαση, παραπάνω από
δεκαπέντε έτη αν πρόκειται για πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και παραπάνω
από είκοσι έτη στις υπόλοιπες περιπτώσεις.
4. Αν συντρέξει περίπτωση συρροής κατά το άρθρο 97 στ. α', το δικαστήριο προσδιορίζει ξανά το
ελάχιστο όριο της ποινής που πρέπει να επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 1, επαυξάνοντάς
το κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 94 παρ. 1.

92 - Ε '
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη υποτροπής, οι διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 1 εφαρμόζονται και
στους εγκληματίες καθ' έξη ή κατ' επάγγελμα. Αν μάλιστα αυτοί είναι επικίνδυνοι για τη δημόσια
ασφάλεια και η ποινή που πρέπει να επιβληθεί για την πράξη ή τις πράξεις που τελέστηκαν είναι
πρόσκαιρη κάθειρξη, μπορεί να επιβληθεί κάθειρξη αόριστης διάρκειας. Το ελάχιστο όριο διάρκειάς
της δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το μισό του ανώτατου ορίου της ποινής στην οποία υπόκειται
ο δράστης˙ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 90 και 91.

612
93 -
ι διατάξεις του άρθρου 89 παρ. 1 εφαρμόζονται επίσης σε περίπτωση καταδίκης σε στερητική
της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον 6 μηνών για πλημμέλημα από αμέλεια, αν ο υπαίτιος μέσα σε
πέντε χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης διαπράξει το ίδιο ή
συγγενές πλημμέλημα από αμέλεια.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

ΙΙΙ. Σ ΡΡΟΗ Ε ΗΜΑΤ Ν

94 - Σ
1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή
περισσότερες πράξεις** και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας
ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη
βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου
είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ' αυτές. Η
επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μια από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι
κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη˙ β) ένα έτος
αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη˙ και γ) δύο έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη ανώτερη από
δέκα έτη. πωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του
αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα
είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση, και τους έξι
μήνες όταν πρόκειται για κράτηση.
2. Αν τα εγκλήματα που συρρέουν πραγματώθηκαν με μία πράξη***, το δικαστήριο επαυξάνει
ελεύθερα τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές, αλλά όχι πέρα από το ανώτατο όριο του
είδους της ποινής. "Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά
συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα
με την παράγραφο 1."
3. Αν χορηγήθηκε αμνηστία, χάρη, αναστολή δίωξης, απόλυση υπό όρο, ή επήλθε παραγραφή ή
αφέθηκε οπωσδήποτε η ποινή, για ένα ή περισσότερα από τα εγκλήματα που συρρέουν και των
οποίων οι ποινές προσμετρήθηκαν κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων,
εξακολουθεί η εκτέλεση των υπόλοιπων ποινών και, αν συντρέχει περίπτωση, ο εισαγγελέας
προκαλεί νέα προσμέτρηση γι' αυτές, αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του καταδικασμένου.

Σχόλια: ** Πρόκειται για την πραγματική (: πολλά εγκλήματα με πολλές πράξεις) αληθινή (: πολλές ποινές -
ενσωματωμένες σε ΜΙΑ συνολική ποινή- για τα πολλά εγκλήματα) συρροή εγκλημάτων. *** Πρόκειται για την κατ'
ιδέα (: πολλά εγκλήματα με μία πράξη) αληθινή (: πολλές ποινές -ενσωματωμένες σε ΜΙΑ συνολική ποινή- για τα
πολλά εγκλήματα) συρροή εγκλημάτων. - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 23 του
ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

95 - Σ .
ι παρεπόμενες ποινές (άρθρα 59-64) και τα μέτρα ασφάλειας (άρθρα 71-76) επιβάλλονται ή
μπορούν να επιβληθούν μαζί με τη συνολική ποινή, αν και εφόσον το ορίζει ο νόμος για ένα από τα
εγκλήματα που συρρέουν.

96 - Σ
1. Αν συντρέχουν περισσότερες από μία χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, η συνολική ποινή που
επιβάλλεται αποτελείται από τη βαρύτερή τους, επαυξημένη ανάλογα με τους οικονομικούς όρους
του καταδικασμένου*. Η επαύξηση αυτή όμως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 3/4 του αθροίσματος
των υπόλοιπων ποινών που συντρέχουν. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι ισόποσες, η συνολική
ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ' αυτές.
2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 94 εφαρμόζεται και σ' αυτό το άρθρο.

Σχόλια: * Ορθότερον: "καταδικασθέντος".

97 -
ι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί
ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη,
καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή.

613
98 - '
1. Αν [περισσότερες από μία]* πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου
εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει
μία και μόνο ποινή˙ για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των
μερικότερων πράξεων.
"2. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που
προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο
δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο
ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και
τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα
επήλθε ή σκοπήθηκε".

Σχόλια: * "πλείονες", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας. - Το αρχικώς ισχύον κείμενο του παρόντος άρθρου
αριθμήθηκε ως (νυν) παρ. 1 -και η παρ. 2 προστέθηκε- με την υποπαρ. 1.1 της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν.
2721/1999 (Α' 112/3.6.1999).

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΑΝΑΣΤΟ Η ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΠΟ ΟΡΟ ΑΙ ΑΠΟ ΣΗ ΠΟ ΟΡΟ
Ι. ΑΝΑΣΤΟ Η Ε ΤΕ ΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΠΟ ΟΡΟ

99 - ΑΝΑΣΤΟ Η Ε ΤΕ ΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ ΠΟ ΟΡΟ


"1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε
περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες
αποφάσεις που* οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια
ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή
εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και
ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι
η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο
από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων".
"2. Αν αλλοδαπός, στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, καταδικασθεί σε περιοριστική
της ελευθερίας ποινή μέχρι πέντε ετών και διαταχθεί με την ίδια απόφαση η απέλασή του από τη
χώρα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επ' αόριστο αναστολή της εκτέλεσης της ποινής κατά
παρέκκλιση της προηγούμενης παραγράφου και των άρθρων 100 έως 102 του παρόντος Κώδικα,
οπότε εκτελείται αμέσως η απέλαση. Η αναστολή και η απέλαση δεν κωλύονται από τη μη
καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε." "Η αναστολή
της εκτέλεσης της ποινής επέρχεται με την πραγματοποίηση της απέλασης του αλλοδαπού από τη
χώρα. Στην περίπτωση αυτήν ο χρόνος κράτησής του, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 74 του
Ποινικού Κώδικα, αφαιρείται από την ποινή που έχει ανασταλεί". **
3. απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορεί να
επιστρέφει στη χώρα με απόφαση του πουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την
απέλαση και για ορισμένοι χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παρατείνεται. " πουργός
Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από το χρονικό περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου σε περίπτωση
αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάμο με λληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο
γάμος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής". "Η πιο πάνω απόφαση
λαμβάνεται μετά από γνώμη του κατά το άρθρο 74 παράγραφος 3 τριμελούς συμβουλίου".
4. αλλοδαπός της προηγούμενης παραγράφου, που εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει
παράνομα στη χώρα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών, η οποία δεν
αναστέλλεται με κανέναν τρόπο και εκτελείται αθροιστικώς με την ανασταλείσα ποινή.
"5. Αν ο αλλοδαπός έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο την ποινή του και η απέλασή του που
έχει διαταχθεί με δικαστική απόφαση δεν είναι δυνατή, η απέλαση αναστέλλεται με απόφαση του
Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του τόπου έκτισης της ποινής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα
που εποπτεύει το οικείο κατάστημα κράτησης και όπου αυτός δεν υπάρχει του εισαγγελέα που είναι
αρμόδιος για την εκτέλεση της ποινής. Κατά τη χορήγηση της αναστολής το δικαστήριο μπορεί να
επιβάλλει τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 100Α ή ορισμένους από
αυτούς. Αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αναστολή της απέλασης, η απόφαση για τη
χορήγησή της ανακαλείται με την ίδια διαδικασία".

Σχόλια: *** Σημείωση: Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984): "...
Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων με εξαίρεση εκείνες του Στρατιωτικού Ποινικού

614
Κώδικα, που αποκλείουν την υφ' όρον αναστολή της ποινής, κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι".* ορθότερον: "των οποίων".**
προφανώς εκ παραδρομής του νομοθέτη γίνεται λόγος για προσθήκη εδαφίου, αριθμούμενου μάλιστα ως τρίτου,
φέροντας στην αρχή του το στοιχείο "γ", μολονότι τα προηγούμενα εδάφια δ ε ν έχουν αριθμηθεί. Πρόκειται,
απλούστατα, για προσθήκη δύο εδαφίων.- Η παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3
του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (Α' 67/6.5.1997). - Τα εντός " " δύο τελευταία εδάφια (που εκ προφανούς
αβλεψίας του νομοθέτη αναφέρονται ως εδάφιο γ στο κείμενο του νόμου) της παρ. 2, όπως είχε αντικατασταθεί
με την περ. α) της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (Α' 104 Α/4.6.1996), προστέθηκαν με την παρ. 2 του
άρθρου 12 του ν. 2721/99 (Α' 112/3.6.1999). - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του παρόντος, που είχε
αντικατασταθεί με την παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 2331/1995 (Α' 173/3.9.1995), προστέθηκε με την παρ. 1 του
άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997). - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 και η παρ. 5 του
παρόντος προστέθηκαν με τις παρ. 4 και 5 αντιστοίχως του άρθρου 6 του ν. 3090/2002 (Α' 329/24.12.2002).

100 - "Π
"
"1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των δύο και μέχρι τριών ετών και
συντρέχει η προ πόθεση του άρθρου 99, το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του να διατάξει την
αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία
και ανώτερο από πέντε έτη. Η αναστολή της εκτέλεσης μπορεί να χορηγηθεί αν το δικαστήριο από
την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη και ιδίως των αιτίων της, της
προηγούμενης ζωής και του χαρακτήρα του καταδικασμένου κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής δεν
είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Στην κρίση του
αυτή το δικαστήριο πρέπει ακόμη να λαμβάνει υπόψη και τη διαγωγή του υπαιτίου μετά την πράξη
και ιδίως τη μετάνοια που έδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης
του".
2. ι λόγοι που δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης πρέπει να περιέχονται συγκεκριμένα
στην απόφαση.
3. Το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την αναστολή από την προηγούμενη πληρωμή των
δικαστικών εξόδων, της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκαν σ'
αυτόν που αδικήθηκε˙ μπορεί επίσης να ορίσει και προθεσμία για την εκπλήρωση αυτών των όρων.
4. πρόεδρος, απαγγέλλοντας την απόφαση για αναστολή, γνωστοποιεί στον καταδικασμένο
τους όρους υπό τους οποίους του παρέχεται.

Σχόλια: - Ο εντός " " τίτλος και η παρ. 1 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκαν με τις περ. α) και β)
αντιστοίχως της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994). *** Σύμφωνα με την παρ. 2 του
άρθρου 7 του ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994) η διάταξη της παρ. 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και σε
όσους έχουν καταδικαστεί μέχρι την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι μέχρι 25.4.2004, σε ποινή
φυλακίσεως έως 3 ετών και η καταδικαστική απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη και δεν έχει εκτισθεί ή
αποτιθεί ολόκληρη η επιβληθείσα ποινή. Για την αναστολή αποφαίνεται το δικαστήριο της καταδικαστικής
απόφασης ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος.

100 Α - Α
"1. Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε ετών και
συντρέχουν οι προ ποθέσεις των άρθρων 99 και 100 του ΠΚ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την
αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή
κοινωνικής αρωγής, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο
από πέντε έτη".
2. ι όροι, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 100 παρ.3, μπορεί να αφορούν τον
τρόπο διαβίωσης και τον τόπο διαμονής του καταδικασμένου*. ι όροι αυτοί μπορεί να συνίστανται
ιδίως:
α) στην απαγόρευση απομάκρυνσης του καταδικασμένου* χωρίς άδεια από το συνήθη τόπο
διαμονής του ή από άλλον τόπο που θα ορίσει το δικαστήριο. Η άδεια απομάκρυνσης, που πρέπει
να είναι έγγραφη και προσωρινής ισχύος, χορηγείται στον καταδικασμένο** από τον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών, μετά από πρόταση του επιμελητή κοινωνικής αρωγής, αποκλειστικά για λόγους
εργασίας, σπουδών, υγείας ή οικογενειακούς,
β) στην αφαίρεση διαβατηρίου ή άλλου ισοδύναμου ταξιδιωτικού εγγράφου και την απαγόρευση
εξόδου από τη χώρα, εκτός αν έχει χορηγηθεί και στην περίπτωση αυτήν, κατά τα αναφερόμενα
υπό στοιχείο (α), άδεια εξόδου, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα,
γ) στην υποχρέωση του καταδικασμένου* να εμφανίζεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις
αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένει ή στα γραφεία της υπηρεσίας επιμελητών κοινωνικής
αρωγής,

615
δ) στην αφαίρεση της άδειας οδήγησης για ορισμένο χρονικό διάστημα 1 έως 5 ετών, αν η πράξη
του συνιστά παράβαση των καθηκόντων του ως οδηγού οχήματος,
ε) στην απαγόρευση να συναναστρέφεται ορισμένα πρόσωπα,
στ) στην εκπλήρωση υποχρεώσεων του καταδικασμένου* για διατροφή ή επιμέλεια προς άλλα
πρόσωπα.
3. Επίσης το δικαστήριο δύναται να θέτει ως όρους την τήρηση υποχρεώσεων που εκούσια
αναλαμβάνει ο καταδικασμένος***, όπως:
α) να υποβληθεί σε θεραπεία ή ειδική μεταχείριση,
β) να διαμένει σε ορισμένο ίδρυμα,
γ) να παρέχει κοινωφελή εργασία.
4. επιμελητής κοινωνικής αρωγής επιβλέπει την εκπλήρωση των όρων και υποβάλλει ανά
τρίμηνο έκθεση στον αρμόδιο εισαγγελέα. ε τον ίδιο τρόπο αναφέρει αμέσως κάθε σοβαρή
παραβίαση των όρων που έχουν τεθεί στον καταδικασμένο**.
5. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής της ποινής ο καταδικασμένος*** παραβαίνει τους όρους
που του έχουν τεθεί, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου
εισαγγελέα, κρίνει, αν πρέπει να διατάξει την άρση της αναστολής. Αν το δικαστήριο αυτό είναι
μικτό ορκωτό δικαστήριο ή μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το τριμελές και πενταμελές εφετείο
αντίστοιχα. Η άρση της αναστολής διατάσσεται αν το δικαστήριο κρίνει ότι οι παραβιάσεις είναι σε
αριθμό και σοβαρότητα τόσο σημαντικές, ώστε να απαιτείται πλέον η έκτιση της περιοριστικής της
ελευθερίας ποινής για να αποτραπεί ο καταδικασμένος*** από την τέλεση άλλων αξιόποινων
πράξεων.
6. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο δικαστήριο μετά από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή
του καταδικασμένου* μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση των όρων, τη σύντμηση ή
επιμήκυνση του χρόνου επιτήρησης ή και την πλήρη κατάργηση της επιτήρησης με παράλληλη
διατήρηση της αναστολής της ποινής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99 επ. ΠΚ, εφόσον
κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται από τη γενικότερη διαγωγή του καταδικασμένου* κατά τη διάρκεια της
αναστολής της ποινής. Νέα αίτηση του καταδικασμένου* μπορεί να υποβληθεί μετά πάροδο
εξαμήνου από της απορρίψεως της προηγουμένης.
7. ι διατάξεις των άρθρων 101 και 102 ΠΚ εφαρμόζονται και στην αναστολή υπό επιτήρηση.
8. έχρις ότου λειτουργήσει ο Κλάδος Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής, που προβλέπεται από
τα άρθρα 15-17 του ν. 1941/91, τα καθήκοντα επιβλέψεως των όρων ασκούνται από τον
εισαγγελέα του δικαστηρίου, που εξέδωσε την απόφαση για την αποστολή υπό επιτήρηση.

Σχόλια: * Ορθότερον: "καταδικασθέντος".** Ορθότερον: "καταδικασθέντα".*** Ορθότερον: "καταδικασθείς".- Η


εντός " " παρ. 1 του παρόντος άρθρου αντικαταστάθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α'
65/25.4.1994)- Η παρ. 8 προστέθηκε από την παρ. 7 του άρθ. 1 του ν. 2145/1993 (Α' 88/28.5.1993).Προσοχή:
Σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 1 του ν. 2145/1993 (Α' 88/28.5.1993) περί ρυθμίσεως θεμάτων εκτελέσεως
ποινών, επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης και άλλων θεμάτων, η
παρ. 2 του παρόντος άρθρου μ π ο ρ ε ί να εφαρμοστεί κ α ι σε όσους κατά τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου
(28.5.1993) εκτίουν ο π ο ι ο υ δ ή π ο τ ε είδους ποινή στερητική της ελευθερίας πρόσκαιρης διάρκειας, ε κ τ ό ς
αν εκτίεται ποινή για εμπορία ναρκωτικών [ή παράβαση τού -καταργηθέντος, πλέον, με την παρ. 1 του άρθ. 35
του ν. 2172/1993 (Α' 208/16.12.1993)- ν. 1916/1990] ή ληστεία.

101 - Α
1. Αν μετά τη χορήγηση της αναστολής, αλλά κατά τη διάρκειά της, αποδειχθεί ότι αυτός που την
έλαβε είχε προηγουμένως καταδικαστεί αμετακλήτως σε στερητική της ελευθερίας ποινή για κάποια
από τις πράξεις που ορίζει το άρθρο 99, το δικαστήριο με αίτηση του εισαγγελέα ανακαλεί την
αναστολή που χορηγήθηκε.
2. Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη μία καταδίκη για κάποια από τις
πράξεις αυτές που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, η
αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε˙ η ποινή που είχε ανασταλεί εκτελείται σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας τη νέα
καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης
του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη. Το ίδιο ισχύει και αν μετά την
πάροδο του χρόνου της αναστολής επακολούθησε** καταδίκη ή άρχισε ποινική δίωξη για πράξη
που είχε τελεσθεί πριν από την αναστολή, αμέσως μόλις καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη για την
πράξη αυτή.

Σχόλια: ** "επήλθε", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

616
102 -
1. Αν κατά το διάστημα της αναστολής ο καταδικασμένος καταδικαστεί και πάλι σε ποινή
στερητική της ελευθερίας για κακούργημα ή πλημμέλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της
αναστολής, η αναστολή αίρεται μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε
με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της
ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη το δικαστήριο με την ίδια απόφαση
ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή.
2. Αν η αναστολή δεν αρθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω ή δεν ανακληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 101, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.

103 - Ε
Αν η καταδίκη που ορίζουν τα άρθρα 99, 101 και 102 επήλθε με απόφαση αλλοδαπού
δικαστηρίου η ενέργειά της όσον αφορά τη χορήγηση, την ανάκληση ή την άρση της αναστολής σε
κάθε περίπτωση, κρίνεται ελεύθερα από το δικαστήριο.

104 - Δ ,
1. Η αναστολή της ποινής δεν απαλλάσσει τον καταδικασμένο από την πληρωμή των δικαστικών
εξόδων και την αστική αποζημίωση και τη χρηματική ικανοποίηση.
2. ι παρεπόμενες της ποινής στερήσεις δικαιωμάτων και ανικανότητες αναστέλλονται και
εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή˙ αν πρόκειται όμως για στερήσεις ή ανικανότητες σε βάρος
δημόσιων υπαλλήλων (άρθρο 263), το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να μην ανασταλούν.

ΙΙ. Α

105 -
"1. 'Όσοι καταδικάστηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον
όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει:
α) προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους,
β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους,
γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον είκοσι έτη. ια τη χορήγηση της υπό όρο
απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη.
2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δύο πέμπτα της ποινής που
επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα είκοσι έτη περιορίζονται σε δεκαέξι, αν ο
κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαέξι ετών
προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην
περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να
απολυθεί, αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. " ετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της
ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται
ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής". Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης
υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους καταδίκους αυτούς προκύπτει
από άλλες διατάξεις ευνο κότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες. ι διατάξεις της παρούσας
παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους
οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 105 του ν. 1492/1950 "Κύρωση του
Ποινικού Κώδικα"."
"3. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να
απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται* στην
παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη
και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό".
"4. Αν απολυθεί υπό όρο κατάδικος, ο οποίος μετά την έκτιση της ποινής πρέπει να υποβληθεί
σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, ο χρόνος της δοκιμασίας αρχίζει μετά τη λήξη του
μέτρου αυτού". "Αν με δικαστική απόφαση έχει διαταχθεί η απέλαση του καταδίκου που απολύεται
υπό όρο, η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την υπό όρο απόλυση αυτού, εκτός αν η απέλαση
είναι αδύνατη, οπότε απολύεται ο κατάδικος και αρχίζει ο χρόνος δοκιμασίας".
"6***. ια τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που
υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το ν. 2058/1952. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να
χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα
για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας
κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης,
των δεκαέξι ετών, προσαυξάνεται κατά τα δύο πέμπτα των λοιπών που τυχόν έχουν επιβληθεί,
617
στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί
να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. ι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται
σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να
ισχύει το άρθρο 5 του ν. 2058/1952."

Σχόλια: * Ορθότερον: "προβλέπονται".- Οι εντός " " παρ. 1 και 2 του παρόντος άρθρου τίθενται όπως
αντικαταστάθηκαν με τις περ. α) και β) αντιστοίχως της παρ. 5 του άρθρ. 1 του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996). -
Η εντός " " παρ. 3 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. γ) της παρ. 5 του άρθρου 1
του Ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994). - Το εντός " " εδάφιο β' στο τέλος της παρ. 4, όπως αυτή είχε προστεθεί
από την περ. δ) της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994), προστέθηκε με την παρ. 6 του
άρθ. 6 του Ν. 3090/2002 (Α' 329/24.12.2002). *** Προφανώς από αβλεψία του νομοθέτη, η παρ. 6 του παρόντος
αριθμήθηκε ως έκτη, μολονότι δ ε ν υφίσταται παράγραφος 5. Η υπό κρίση παράγραφος, που αποτελούσε την -
καταργηθείσα με την παρ. 3 του άρθρου 87 του ν. 2776/1999 (ΦΕΚ Α' 291/24.12.1999)- παρ. 5 του άρθρου 25
του ν. 2058/1952 (Α' 95/18.4.1952) και είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2207/1994 (Α'
65/25.4.1994), προστέθηκε με την περ. γ) της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996). - Το
πρώην εδάφιο ε' της παρ. 6 του παρόντος ("Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, για την εφαρμογή του
άρθρου 129, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται ευεργετικά, η απόλυση υπό όρο όμως δεν μπορεί να χορηγηθεί,
αν ο κατάδικος δεν έχει παραμείνει σε σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα τρία πέμπτα του
ελάχιστου ορίου που του έχει οριστεί") καταργήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003). - Το εντός " " τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του ν.
3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005),
κρατούμενοι που κατά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου (17.6.2005) εκτίουν ποινή φυλάκισης για
πλημμελήματα, α π ο λ ύ ο ν τ α ι με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό
τον όρο της ανάκλησης χ ω ρ ί ς τη συνδρομή των προϋποθέσεων του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου και επόμενα του
παρόντος Κώδικα, εφόσον: Α) Η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι δύο έτη και έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε
τρόπο το ένα πέμπτο αυτής. Β) Η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ετών και έχουν εκτίσει με
οποιονδήποτε τρόπο το ένα τρίτο αυτής.

106 - Π
1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η
διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση
της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η διάταξη αυτή
δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους
εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 1 του άρθρου 106 του ν. 1492/1950 "Κύρωση του Ποινικού Κώδικα".
2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον
τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. ι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να
ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου.
3. ι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 4 του άρθρου 100Α εφαρμόζεται αναλόγως.

Σχόλια: - Η παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρ. 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/16.12.1993).

106 Α
[Καταργήθηκε με την περ. β) της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994)].

107 - Α
"1. Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις
υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση".
2. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται
στη διάρκεια της ποινής.

Σχόλια: - Η εντός " " παρ. 1 του παρόντος αντικαταστάθηκε από την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994
(Α' 65/25.4.1994).

108 -
Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει
έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως, οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης
ανώτερη από έξι μήνες, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το
οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από την παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α'
65/25.4.1994).
618
109 - Σ
Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση,
σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει
ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν
δέκα έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκλησή της.

110 - Δ
1. ια τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των
πλημμελειοδικών του τόπου της έκτισης της ποινής. " κατάδικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως
ή με συνήγορο τον οποίο διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο από το διευθυντή της φυλακής ή τις
αρμόδιες αρχές".
"2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο
κρατείται ο κατάδικος. Η αίτηση υποβάλλεται ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου, που
προβλέπει το άρθρο 105. Αν η διεύθυνση του ιδρύματος κρίνει ότι συντρέχουν προ ποθέσεις για τη
μη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής
υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο
συμβούλιο".
3. ια την ανάκληση αποφασίζει το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των αρχών
που εποπτεύουν αυτόν που απολύθηκε.
4. Η εποπτεία αυτή μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας των αποφυλακιζομένων.
5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας τάξης ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε μπορεί να διατάξει την
προσωρινή σύλληψή του ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως με τη νόμιμη διαδικασία η
απόφαση για την ανάκληση. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης, θεωρείται ότι αυτή επήλθε την
ημέρα της σύλληψης.

Σχόλια: - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος αντικαταστάθηκε από την περ. α) της παρ. 8
του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994).- Η παρ. 2 του παρόντος αντικαταστάθηκε από την περ. β) της
παρ. 8 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994).

110 Α
1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προ ποθέσεων των άρθρων
105 και 106, εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας.
2. Η διακρίβωση της προ ποθέσεως της παραγράφου 1 γίνεται μετά από αίτηση του καταδίκου
από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη και η
διαδικασία της καθορίζεται με κοινή απόφαση των πουργών Δικαιοσύνης και γείας, Πρόνοιας και
Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
3. Η απόλυση υπό όρο κατά την παρ. 1 σημειώνεται στο Ποινικό ητρώο του καταδίκου και
χορηγείται μόνο μία φορά.

Σχόλια: - Το παρόν άρ. προστέθηκε με την παρ. 3 του άρ. 33 του ν. 2172/1993 (Α' 207/16.12.1993).

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
Ο ΟΙ ΠΟ ΕΞΑ ΕΙ Ο Ν ΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΝΟ
Ι. ΠΑΡΑ ΡΑ Η

111 -
1. Το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή.
2. Τα κακουργήματα παραγράφονται: α) μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι' αυτά την ποινή
του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης˙ β) μετά δέκα πέντε** έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση.
3. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη.
4. Τα πταίσματα παραγράφονται μετά ένα έτος.
5. ι ανωτέρω προθεσμίες υπολογίζονται κατά το ισχύον ημερολόγιο.
6. Αν ο νόμος ορίζει διαζευκτικά περισσότερες από μία ποινές, οι ανωτέρω προθεσμίες
υπολογίζονται σύμφωνα με τη βαρύτερη απ' αυτές.

Σχόλια: ** Ορθότερον: "δεκαπέντε".

619
112 -
Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη "εκτός
αν ορίζεται άλλως".

Σχόλια: - Η εντός " " φράση του παρόντος προστέθηκε με την περ. β της παρ. 5 του άρθρου 20 του ν.
2331/1995 (Α' 173/3.9.1995).

113 - Α
"1. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου δεν
μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη.
2. Επίσης, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια
διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση.
"3. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από
πέντε χρόνια για τα κακουργήματα, τρία χρόνια για τα πλημμελήματα και έναν χρόνο για τα
πταίσματα. χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει οσάκις η αναβολή ή αναστολή της
ποινικής δίωξης έλαβε χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 30 παρ. 2 και 59 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας."
4. Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψή της δεν αναστέλλει την παραγραφή.
5. ια εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής, κατ'
εφαρμογή του παρόντος και των δύο προηγούμενων άρθρων, την παύση της ποινικής δίωξης
μπορεί να τη διατάσσει με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών ο αρμόδιος εισαγγελέας
πλημμελειοδικών, θέτοντας τη δικογραφία στο αρχείο".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρ. 1 του ν. 2408/96 (Α'
104/4.6.1996).- Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

114 -
ι ποινές που επιβλήθηκαν αμετακλήτως, αν έμειναν ανεκτέλεστες, παραγράφονται: α) η ποινή
του θανάτου και η ισόβια κάθειρξη μετά τριάντα έτη˙ β) ο περιορισμός σε ψυχιατρικό κατάστημα
(άρθρο 38) και η κάθειρξη μετά είκοσι έτη˙ "γ) η φυλάκιση, η χρηματική ποινή και ο περιορισμός σε
ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 54) μετά δέκα έτη" και δ) κάθε άλλη μικρότερη ποινή μετά
δύο έτη.

Σχόλια: - Η περ. γ) του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3189/2003
(Α' 243/21.10.2003).

115 -
Η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που η απόφαση έγινε αμετάκλητη.

116 - Α
Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται:
α) για όσο χρόνο σύμφωνα με το νόμο, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η εκτέλεση της
ποινής˙
β) για όσο χρόνο, σύμφωνα με το άρθρο 99, έχει ανασταλεί η εκτέλεση ή έχει επιτραπεί η
καταβολή με δόσεις της χρηματικής ποινής ή του προστίμου που επιβλήθηκε και
γ) για όσο χρόνο διαρκεί η εκτέλεση κάποιου από τα μέτρα που προβλέπουν τα άρθρα 71 και 72.

ΙΙ. ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε ΗΣΗ

117 - Μ *
1. Όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης, το αξιόποινο
εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που
έλαβε γνώση για την πράξη που τελέστηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους
συμμετόχους της.
2. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της
αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.

Σχόλια: * Εκ παραδρομής του νομοθέτη, τέθηκε κατά τη μεταγλώττιση τελικό σίγμα (ς) στη λέξη "δήλωση"
στον τίτλο του παρόντος [βλ. διόρθωση σφαλμάτων (Α' 82/20.6.1986, αριθ. 4)].

620
118 - Π
1. Το δικαίωμα της έγκλησης ανήκει στον άμεσα παθόντα από την αξιόποινη πράξη, αν ο νόμος
δεν ορίζει διαφορετικά με ειδική διάταξη.
2. Αν ο παθών δεν έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του ή τελεί υπό δικαστική
απαγόρευση, το δικαίωμα της έγκλησης έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Αν ο παθών έχει
συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της έγκλησης έχουν και ο παθών και ο
νόμιμος αντιπρόσωπός του, και μετά τη συμπλήρωση του 17ου έτους της ηλικίας του το δικαίωμα
αυτό το έχει μόνο ο παθών.
3. Αν δύο ή περισσότεροι έχουν δικαίωμα έγκλησης, το δικαίωμα αυτό είναι αυτοτελές για τον
καθένα.
4. ετά το θάνατο του παθόντος, το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβάζεται στο σύζυγο που ζει και
στα τέκνα του και, αν δεν έχει σύζυγο και τέκνα, στους γονείς του.
5. ια τις αξιόποινες πράξεις που έγιναν εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που
ασκεί την προεδρική εξουσία, αν οι πράξεις διώκονται με έγκληση, η δίωξη γίνεται με αίτηση του
πουργού της Δικαιοσύνης.

119 - Α
Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων* του εγκλήματος, και αν ακόμη η
έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς.

Σχόλια: * Από αβλεψία του νομοθέτη τέθηκε κατά τη μεταγλώττιση η λέξη "συμμετοχών" [βλ. διόρθωση
σφαλμάτων (Α' 82/20.6.1986, αριθ.5)].

120 - A
1. Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει, με τους όρους που ορίζει ο
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
2. Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξης έχει συνέπεια* την παύση
της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, αν και αυτοί διώκονται με έγκληση.
3. Η ανάκληση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο που δηλώνει προς την αρχή
ότι δεν την αποδέχεται. ετά την ανάκληση της έγκλησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να
υποβληθεί νέα.

Σχόλια: *Ορθότερον: "έχει ως συνέπεια".

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
"Ε ".

121 - Ο
"1. Στο κεφάλαιο αυτό με τον όρο ανήλικοι νοούνται αυτοί που, κατά το χρόνο τέλεσης της
πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του όγδοου και του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας τους
συμπληρωμένων.
2. ι ανήλικοι υποβάλλονται σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα ή σε ποινικό σωφρονισμό
σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων."

Σχόλια: - Ο τίτλος του παρόντος κεφαλαίου και το παρόν άρθρο τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1
και 2 αντιστοίχως του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α' 243/21.10.2003).

122 - Α
"1. Αναμορφωτικά μέτρα είναι:
α) η επίπληξη του ανηλίκου,
β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του,
γ) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια,
δ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή
σε επιμελητές ανηλίκων,
ε) η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για
εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης,
στ) η αποζημίωση του θύματος ή η κατ' άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης
από τον ανήλικο,
ζ) η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο,

621
η) η παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε
κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς,
θ) η φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης,
ι) η παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής,
ια) η ανάθεση της εντατικής επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες
ή σε επιμελητές ανηλίκων και
ιβ) η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα
αγωγής.
2. Σε κάθε περίπτωση ως πρόσθετο αναμορφωτικό μέτρο μπορεί να επιβληθούν επιπλέον
υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του ανηλίκου ή τη διαπαιδαγώγησή του. Σε εξαιρετικές
περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν δύο ή περισσότερα από τα μέτρα που προβλέπονται στις
περιπτώσεις α' έως και ία' της προηγούμενης παραγράφου.
3. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται η μέγιστη διάρκεια του αναμορφωτικού μέτρου."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

123 -
"1. Αν η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδίως αν πάσχει από ψυχική
ασθένεια ή τελεί σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών ή από οργανική νόσο ή
κατάσταση που του δημιουργεί σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή του έχει γίνει έξη η χρήση
οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του
δυνάμεις ή εμφανίζει ανώμαλη καθυστέρηση στην πνευματική και την ηθική του ανάπτυξη, το
δικαστήριο διατάσσει:
α) την ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, στους επιτρόπους του ή
στην ανάδοχη οικογένεια,
β) την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές
ανηλίκων,
γ) την παρακολούθηση συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος από τον ανήλικο και
δ) την παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο κατάστημα. Σε εξαιρετικές
περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν τα μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' ή β' σε
συνδυασμό με το μέτρο που προβλέπεται στην περίπτωση γ'.
2. Τα θεραπευτικά μέτρα διατάσσονται ύστερα από προηγούμενη διάγνωση και γνωμοδότηση
από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι κατά
περίπτωση υπάγονται σε ονάδα του πουργείου Δικαιοσύνης ή σε ιατρικά κέντρα υγείας ή
κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα.
3. Αν ο ανήλικος είναι χρήστης ναρκωτικών και αν η χρήση του έχει γίνει έξη και δεν μπορεί να
την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, το δικαστήριο πριν επιβάλει θεραπευτικά μέτρα που
προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διατάσσει ψυχιατρική
πραγματογνωμοσύνη και εργαστηριακή εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 του Ν.
1729/1987."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

124 - Μ
"1. Το δικαστήριο που δίκασε μπορεί οποτεδήποτε να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά μέτρα
που επέβαλε με άλλα, αν το κρίνει αναγκαίο. Αν τα μέτρα εκπληρώσαντα σκοπό τους, τα αίρει.
2. Το ίδιο μπορεί να πράξει και για τα θεραπευτικά μέτρα, ύστερα από γνωμοδότηση σύμφωνα
με το άρθρο 123 παρ. 2.
3. Το δικαστήριο αντικαθιστά τα αναμορφωτικά μέτρα με θεραπευτικά, ύστερα από
γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 2.
4. Η συνδρομή των προ ποθέσεων αντικατάστασης ή άρσης των αναμορφωτικών ή
θεραπευτικών μέτρων ελέγχεται από το δικαστήριο το αργότερο μετά την πάροδο ενός έτους από
την επιβολή τους."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

622
125 - Δ
"1. Τα αναμορφωτικά μέτρα που επέβαλε το δικαστήριο παύουν αυτοδικαίως, όταν ο ανήλικος
συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας. Το δικαστήριο μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη
απόφασή του, να παρατείνει τα μέτρα, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού πρώτου έτους
της ηλικίας του ανηλίκου.
2. Τα θεραπευτικά μέτρα επιτρέπεται να παραταθούν και μετά το δέκατο όγδοο έτος, ύστερα από
γνωμοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 123 παρ. 2, το πολύ μέχρι τη συμπλήρωση του εικοστού
πρώτου έτους της ηλικίας του ανηλίκου."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

126 - "Α
1. Η αξιόποινη πράξη που τελέστηκε από ανήλικο οκτώ έως δεκατριών ετών δεν καταλογίζεται σε
αυτόν.
2. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη χωρίς να έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της
ηλικίας του επιβάλλονται μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
3. Σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας
του επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί ο
ανήλικος σε ποινικό σωφρονισμό κατά το επόμενο άρθρο."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

127 - Α
"1. Αν το δικαστήριο ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη
προσωπικότητα του ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του κρίνει ότι
είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιόποινων
πράξεων, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
2. Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται επακριβώς ο χρόνος παραμονής του ανηλίκου στο
κατάστημα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 54."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

128 - Π
"Αν η πράξη που τέλεσε ο ανήλικος συνιστά πταίσμα, εφαρμόζονται μόνο τα αναμορφωτικά
μέτρα υπό στοιχεία α', β' και ι' της παραγράφου 1 του άρθρου 122."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

129 - Α
"1. ε τη λήξη του ημίσεος της ποινής του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, η
οποία έχει επιβληθεί, το δικαστήριο απολύει τον ανήλικο, κατά τα οριζόμενα παρακάτω. Στην
απόφαση για την απόλυση υπό όρο ορίζεται ο χρόνος της δοκιμασίας, που δεν μπορεί να
υπερβαίνει το υπόλοιπο της ποινής.
2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η
διαγωγή του ανηλίκου κατά την έκτιση της ποινής καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της
κράτησής του, για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. ια τη χορήγηση
της υπό όρο απόλυσης η διεύθυνση του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο ανήλικος υποβάλλει
αίτηση μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος μόλις συμπληρωθεί η έκτιση
του ημίσεος της επιβληθείσας ποινής.
3. Η απόλυση υπό όρο μπορεί να χορηγηθεί και πριν από την έκτιση του ημίσεος της ποινής που
έχει επιβληθεί, μόνο για σπουδαίους λόγους και εφόσον έχει εκτιθεί πραγματικά το ένα τρίτο αυτής.
4. ια τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που
υπολογίστηκε ευεργετικά σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να
χορηγηθεί, αν ο ανήλικος δεν έχει παραμείνει σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για χρονικό
διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που έχει επιβληθεί.

623
5. Στον απολυόμενο μπορεί να επιβληθούν κατά τη διάρκεια του χρόνου δοκιμασίας του
υποχρεώσεις που αφορούν τον τρόπο ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής, τη διαπαιδαγώγηση ή
την παρακολούθηση εγκεκριμένου από το νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής
απεξάρτησης από ναρκωτικές ή άλλες οινοπνευματώδεις ουσίες. Στον αλλοδαπό απολυόμενο
μπορεί να διαταχθεί και η απέλαση του στη χώρα από την οποία προέρχεται, εκτός αν η οικογένειά
του διαμένει νομίμως στην Ελλάδα ή η απέλασή του είναι ανέφικτη. Αν ο απολυόμενος παραβιάσει
τους όρους εφαρμόζεται αναλογικώς το άρθρο 107.
6. Αν ο απολυόμενος κατά το χρόνο δοκιμασίας του καταδικασθεί για κακούργημα ή πλημμέλημα
από δόλο, η απόλυση αίρεται και εφαρμόζεται το άρθρο 132.
7. Αν μετά την απόλυση παρέλθει ο χρόνος δοκιμασίας τον οποίο όρισε η απόφαση χωρίς να
γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε.
8. Αρμόδιο για την απόλυση του ανηλίκου και την ανάκληση της υπό όρο απόλυσης είναι το
Τριμελές Δικαστήριο Ανηλίκων στο Πλημμελειοδικείο του τόπου όπου εκτίεται ο περιορισμός σε
ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
9. Αν ανήλικος κατά τη διάρκεια του περιορισμού του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για
έγκλημα του άρθρου 5 του Ν. 1729/1987, όπως ισχύει, ή για έγκλημα που φέρεται ότι τελέστηκε για
να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, παρακολούθησε επιτυχώς εγκεκριμένο
συμβουλευτικό πρόγραμμα και υπάρχει δήλωση από τον υπεύθυνο αναγνωρισμένου
προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης ότι γίνεται δεκτός σε αυτό, η παρακολούθηση αυτή συνιστά
σπουδαίο λόγο για πρόωρη απόλυση υπό όρο με την έννοια της παραγράφου 3. ι υπεύθυνοι του
εκτός καταστήματος προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν
ανά δίμηνο τη δικαστική αρχή για τη συνεπή παρακολούθηση του προγράμματος από τον εν λόγω
ανήλικο ή για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος και χωρίς καθυστέρηση για την
αδικαιολόγητη διακοπή της παρακολούθησής του. Στην περίπτωση διακοπής ανακαλείται η υπό
όρο απόλυση.
10. Αν η αίτηση για απόλυση υπό όρο δεν γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά δύο
μήνες από την απόρριψη, εκτός αν υπάρξουν νέα στοιχεία."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

130 - "Ε
1. Αν ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του τέλεσε αξιόποινη
πράξη και εισάγεται σε δίκη μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους, το δικαστήριο μπορεί,
αντί για περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, να επιβάλει την ποινή που προβλέπεται
για την πράξη που τελέστηκε, ελαττωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83. Τούτο γίνεται,
αν το δικαστήριο κρίνει ότι, αν και ο ποινικός σωφρονισμός του ανηλίκου είναι αναγκαίος, δεν είναι
όμως σκόπιμος ο περιορισμός του σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
2. ι στερητικές της ελευθερίας ποινές που επιβλήθηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη
παράγραφο δεν συνεπάγονται σε καμία περίπτωση τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή την
παραπομπή σε κατάστημα εργασίας.
3. Κατά γενικό κανόνα οι κατάδικοι αυτοί κρατούνται χωριστά από άλλους ενήλικους καταδίκους."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

131 - "

1. Αν ο καταδικασμένος* σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων συμπλήρωσε το


δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, πριν αρχίσει η εκτέλεση της απόφασης, το δικαστήριο που
δίκασε, αν κρίνει ότι ο περιορισμός αυτός δεν είναι σκόπιμος, μπορεί να τον αντικαταστήσει με την
ποινή που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο.
2. Αν ο καταδικασμένος συμπλήρωσε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, η αντικατάσταση
του περιορισμού κατά την παράγραφο 1 είναι υποχρεωτική.
3. ι παράγραφοι 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου ισχύουν και στις περιπτώσεις του άρθρου
αυτού."

Σχόλια: * Ορθότερον: "καταδικασθείς".- Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 12 του
άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α' 243/21.10.2003).

624
132 - Σ
"1. Αν ο κρατούμενος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διαπράξει αξιόποινη πράξη πριν
συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του ή αν συντρέξει άλλη περίπτωση συρροής κατά
το άρθρο 97, το δικαστήριο επαυξάνει την ποινή που του είχε καθορίσει με την προηγούμενη
απόφασή του χωρίς να υπερβεί τα όρια του άρθρου 54.
2. Αν ο κρατούμενος σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων διαπράξει αξιόποινη πράξη μετά τη
συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του:
α) Εφόσον η ποινή που προσδιορίσθηκε για την πράξη αυτή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, το
δικαστήριο επιβάλλει συνολική ποινή κάθειρξης επαυξημένη. Η επαύξηση της κάθειρξης δεν μπορεί
να είναι κατώτερη από το ήμισυ της ποινής που είχε καθορίσει η προηγούμενη απόφαση του
δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1.
β) Αν η ποινή που επιβλήθηκε για τη νέα πράξη είναι ηπιότερη από την πρόσκαιρη κάθειρξη, το
δικαστήριο επαυξάνει την ποινή που είχε καθορίσει με προηγούμενη απόφαση, όχι όμως πέρα από
το ανώτατο όριο περιορισμού, το οποίο ορίζεται στο άρθρο 54."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

133 - "Ν
Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83) σε όποιον, κατά το χρόνο που
τέλεσε αξιόποινη πράξη, είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο, όχι όμως και το εικοστό πρώτο έτος
της ηλικίας του. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του
άρθρου 130."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 1 του ν. 3189/2003 (Α'
243/21.10.2003).

Ι ΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΕΙΔΙ Ο ΜΕΡΟΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΠΡΟΣ Ο ΕΣ ΤΟ ΠΟ ΙΤΕ ΜΑΤΟΣ

134 - Ε
1. Τιμωρείται με την ποινή της ισόβιας ή πρόσκαιρης κάθειρξης: Α) όποιος αποπειράται να
αποστερήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας** ή αυτόν που ασκεί την
προεδρική εξουσία** από την εξουσία που έχουν κατά το Σύνταγμα˙ Β) όποιος αποπειράται με
σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας:
α) να παρεμποδίσει κάποιoν απ' αυτούς από την άσκηση της συνταγματικής εξουσίας του ή να
τον εξαναγκάσει να επιχειρήσει πράξη που απορρέει από αυτή την εξουσία και β) να μεταβάλλει το
πολίτευμα του Κράτους.
2. ε ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται όποιος, εκτός από την περίπτωση της
προηγούμενης παραγράφου:
α) επιχειρεί με βία ή απειλή βίας ή με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να
καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό
πολίτευμα που στηρίζεται στη λα κή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος
αυτού˙
β) επιχειρεί με τα μέσα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και με τρόπο πρόσφορο να
διαταράξει την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, να αποστερήσει ή να παρακωλύσει τη Βουλή,
την Κυβέρνηση ή τον Πρωθυπουργό από την ενάσκηση της εξουσίας που τους παρέχει το
Σύνταγμα ή να τους εξαναγκάσει να εκτελέσουν ή να παραλείψουν πράξεις που απορρέουν από
την εξουσία αυτή˙
γ) ασκεί ή άσκησε την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέβαλε με τους τρόπους και με τα μέσα που
προβλέπει το άρθρο αυτό.
3. Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή εκείνον που ασκεί την
προεδρική εξουσία τιμωρείται με [θάνατο ή]*** ισόβια κάθειρξη.

Σχόλια: ** Το ισχύον κείμενο που μεταγλωττίστηκε αναφέρει τον "Βασιλέα" και τη "βασιλική εξουσία".
Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 5 του ν. 10/1975, όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρεται ο Βασιλέας, νοείται ο
πρόεδρος της Δημοκρατίας.*** Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν.

625
2172/1993 (Α' 207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις
κείμενες διατάξεις προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι
απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή,
νοείται ότι απειλείται μ ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα.

134 Α - Π
εμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο πλαίσιο του προηγούμενου
άρθρου:
α) η ανάδειξη του Αρχηγού του Κράτους με εκλογή˙
β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες, ελεύθερες, ίσες και μυστικές
ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια˙
γ) το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης˙
δ) η αρχή του πολυκομματισμού˙
ε) η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα˙
στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής
εξουσίας από το Σύνταγμα και τους νόμους˙
ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και
η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.

134
Δεν τιμωρούνται ως συμμέτοχοι στις πράξεις του άρθρου 134 δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί,
που άσκησαν τα καθήκοντά τους όσο διήρκεσε ο σφετερισμός της λα κής κυριαρχίας ή η παράνομη
κατάλυση, η μεταβολή ή η αδράνεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, αν η άσκηση των καθηκόντων
τους ήταν αναγκαία αποκλειστικώς για τη συνέχιση της λειτουργίας του κράτους και δεν έγινε με
σκοπό τη διατήρηση της εξουσίας από τους σφετεριστές της.

135 - Π
1. Όποιος δημόσια ή με τη διάδοση εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων προκαλεί με πρόθεση ή
προσπαθεί να διεγείρει άλλους στο να επιχειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο
άρθρο 134 τιμωρείται με κάθειρξη.
2. Όποιος συνωμοτεί με άλλον με σκοπό να εκτελέσουν πράξη από εκείνες που αναφέρονται στο
άρθρο 134 ή με συνεννοήσεις με ξένη κυβέρνηση προπαρασκευάζει την εκτέλεση μιας απ' αυτές τις
πράξεις, τιμωρείται με κάθειρξη.
3. ποιαδήποτε άλλη προπαρασκευαστική ενέργεια με πρόθεση μιας από τις αναφερόμενες στο
άρθρο 134 πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
4. Συνωμοσία υπάρχει όταν δύο ή περισσότεροι συναποφασίσουν να τελέσουν πράξη εσχάτης
προδοσίας ή αναλάβουν αμοιβαία υποχρέωση να τελέσουν τέτοια πράξη.

135 Α - Π
Όποιος αποπειράται να θανατώσει τον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής ή τους νόμιμους
αναπληρωτές τους ή αρχηγό κόμματος που αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό της Βουλής,
τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.

136
Στις περιπτώσεις του άρθρου 135, το δικαστήριο μπορεί, μαζί με την ποινή της φυλάκισης, να
επιβάλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 61). Αν αυτός που καταδικάστηκε είναι
αλλοδαπός, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει και την απέλασή του από το κράτος (άρθρο 74).

137
1. Στις περιπτώσεις του άρθρου 134 παράγραφοι 1 και 2 και 135, ο δράστης μένει ατιμώρητος,
αν με δική του θέληση παρεμπόδισε την επέλευση του αποτελέσματος που επιδίωξε με την πράξη
του.
2. Αν στις περιπτώσεις του άρθρου 134 ο δράστης συντέλεσε αποφασιστικά στην αποκατάσταση
του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, τιμωρείται με ποινή μειωμένη. Το δικαστήριο όμως μπορεί,
εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, να κρίνει την πράξη του ατιμώρητη.

137 Α -
1. πάλληλος ή στρατιωτικός, στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση ή η
εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή η

626
επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια κατά την εκτέλεση
αυτών των καθηκόντων πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του με σκοπό:
α) να αποσπάσει από αυτό ή από τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση
ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας˙
β) να το** τιμωρήσει˙
γ) να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα. ε την ίδια ποινή τιμωρείται υπάλληλος ή στρατιωτικός,
που με εντολή των προ σταμένων του ή αυτοβούλως σφετερίζεται τέτοια καθήκοντα και τελεί τις
πράξεις του προηγούμενου εδαφίου.
2. Βασανιστήρια συνιστούν, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κάθε μεθοδευμένη
πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού
πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση
χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση του
θύματος.
3. Σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και
κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τελείται από τα πρόσωπα, υπό
τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που προβλέπει η παρ.1, εφόσον δεν υπάγεται στην έννοια
της παρ. 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη
διάταξη. ς προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θεωρούνται ιδίως:
α) η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας˙
β) η παρατεταμένη απομόνωση˙
γ) η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας.
4. Δεν υπάγονται στην έννοια του άρθρου αυτού πράξεις ή συνέπειες συμφυείς προς τη νόμιμη
εκτέλεση ποινής ή άλλου νόμιμου περιορισμού της ελευθερίας ή προς άλλο νόμιμο μέτρο
δικονομικού καταναγκασμού.

Σχόλια: ** Από παραδρομή του νομοθέτη δεν τέθηκε η αντωνυμία "το" μετά τον σύνδεσμο "να" [βλ. διόρθωση
σφαλμάτων (Α' 82/20.6.1986, αριθ. 6)].

137 - Δ
1. ι πράξεις της πρώτης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου τιμωρούνται με κάθειρξη
τουλάχιστον 10 ετών:
α) αν χρησιμοποιούνται μέσα ή τρόποι συστηματικού βασανισμού, ιδίως κτυπήματα στα πέλματα
του θύματος (φάλαγγα) ή ηλεκτροσόκ ή εικονική εκτέλεση ή παραισθησιογόνες ουσίες˙
β) αν έχουν ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του θύματος˙
γ) αν ο δράστης τελεί τις πράξεις κατά συνήθεια ή κρίνεται από τις περιστάσεις τέλεσης ως
ιδιαιτέρως επικίνδυνος˙
δ) αν ο υπαίτιος ως προ στάμενος έδωσε την εντολή τέλεσης της πράξης.
2. Τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 10 έτη οι πράξεις της παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου, όταν
συντρέχουν οι περιπτώσεις β, γ και δ της προηγούμενης παραγράφου.
3. Αν οι πράξεις του προηγούμενου άρθρου επέφεραν το θάνατο του θύματος επιβάλλεται ισόβια
κάθειρξη.

137 - Π
Καταδίκη για πράξεις των άρθρων 137Α και 137Β συνεπάγεται αυτοδίκαιη αποστέρηση των
πολιτικών δικαιωμάτων, διαρκή σε περίπτωση καταδίκης σε ισόβια κάθειρξη, δεκαετή τουλάχιστον
σε περίπτωση κάθειρξης και πενταετή τουλάχιστον σε περίπτωση φυλάκισης, εφόσον άλλη διάταξη
δεν προβλέπει βαρύτερη αποστέρηση. Επίσης συνεπάγεται ανικανότητα απόκτησης των ιδιοτήτων
που προβλέπονται στην περίπτωση 1 του άρθρου 63, διαρκή σε περίπτωση καταδίκης σε κάθειρξη
και δεκαετή σε περίπτωση καταδίκης σε φυλάκιση.

137 Δ -
1. Κατάσταση ανάγκης ουδέποτε αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων των άρθρων
137Α και 137Β.
2. Προσταγή προ σταμένου, που αφορά τις πράξεις των άρθρων 137Α και 137Β ουδέποτε
αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα τους.
3. Σε περίπτωση που οι πράξεις των άρθρων 137Α και 137Β, τελούνται υπό καθεστώς
σφετερισμού της λα κής κυριαρχίας, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η
νόμιμη εξουσία.
627
4. παθών των πράξεων των άρθρων 137Α και 137Β δικαιούται να απαιτήσει από το δράστη
και από το δημόσιο, οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον, αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη και
χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΡΑΣ

138 - Ε
1. 'Όποιος επιχειρεί με σωματική βία ή με απειλές σωματικής βίας να αποσπάσει από το ελληνικό
κράτος έδαφος που ανήκει σ' αυτό ή να συγχωνεύσει έδαφος του ελληνικού κράτους σε άλλη
πολιτεία, τιμωρείται με θάνατο*.
2. ι διατάξεις των άρθρων 135 και 137 έχουν και εδώ εφαρμογή.

Σχόλια: * Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις
προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται
μ ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα.

139 - Π
1. Όποιος συνεννοείται ή διαπραγματεύεται με ξένη κυβέρνηση με σκοπό να προκαλέσει πόλεμο
ή εχθροπραξίες εναντίον του ελληνικού κράτους ή κάποιου συμμάχου του, τιμωρείται με ισόβια ή
πρόσκαιρη κάθειρξη.
2. Αν εξαιτίας των ενεργειών αυτών ξέσπασε πραγματικά ο πόλεμος ή άρχισαν οι εχθροπραξίες
τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη [ή θάνατο]*.

Σχόλια: * Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις
προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται
μ ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα.

140
Όποιος με πράξεις εχθρικές, που η κυβέρνηση δεν τις εγκρίνει ή με μηχανορραφίες εκθέτει με
πρόθεσή του το ελληνικό κράτος ή κάποιο σύμμαχό του σε κίνδυνο πολέμου ή εχθροπραξιών
τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν εξαιτίας των ενεργειών αυτών ξέσπασε πραγματικά ο
πόλεμος ή άρχισαν οι εχθροπραξίες, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

141
Όποιος με πρόθεσή του και με οποιεσδήποτε ενέργειες εκθέτει το ελληνικό κράτος ή σύμμαχό
του ή κατοίκους τους σε κίνδυνο αντιποίνων ή εκθέτει σε κίνδυνο διατάραξης τις φιλικές σχέσεις του
ελληνικού κράτους ή συμμάχου του με ξένο κράτος, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι
τριών ετών. Αν τα αντίποινα επήλθαν πραγματικά εξαιτίας των ενεργειών του, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών.

142
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των άρθρων 139 - 141 τιμωρείται,
στις περιπτώσεις των άρθρων 139 και 140, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και στις περιπτώσεις του
άρθρου 141 με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

143 - Σ
λληνας υπήκοος που σε καιρό πολέμου κατά του ελληνικού κράτους υπηρετεί σε εχθρικό
στρατό ή παίρνει* όπλα κατά της ελληνικής πολιτείας ή των συμμάχων της, τιμωρείται [με την ποινή
του θανάτου ή]** με ισόβια κάθειρξη.

Σχόλια: * "φέρει", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.** Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1
του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α' 207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε
ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του
θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς

628
με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται μ ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος
κώδικα.

144 -
1. Όποιος σχετικά με πόλεμο που ξέσπασε ή που επίκειται κατά της ελληνικής πολιτείας ενεργεί
παράνομα και εν γνώσει, με τρόπο που μπορεί να ενισχύσει τις πολεμικές δυνάμεις του εχθρού ή
να βλάψει τις πολεμικές δυνάμεις της ελληνικής πολιτείας ή των συμμάχων της, τιμωρείται [με ποινή
θανάτου ή]* με ισόβια κάθειρξη.
2. ξένος υπήκοος που παρέχει στον εχθρό τα απαραίτητα** για τον πόλεμο ή δάνειο, δεν
τιμωρείται, εκτός αν, κατά το χρόνο της πράξης, κατοικούσε στην Ελλάδα ή σε έδαφος κατεχόμενο
από την Ελλάδα, ή αν όσα έδωσε στον εχθρό προέρχονται από αυτά τα εδάφη.
3. Όποιος σε έδαφος του κράτους που σε καιρό πολέμου βρίσκεται κάτω από εχθρική επιδρομή
ή κατάληψη ευνοεί τις πολιτικές βλέψεις του εχθρού πάνω σ' αυτό το έδαφος ή ενεργεί εν γνώση με
τρόπο που μπορεί να μειώσει την πίστη των πολιτών προς το ελληνικό κράτος, τιμωρείται με
κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη.

Σχόλια: * Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις
προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται
μ ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα.** "επιτήδεια", κατά το κείμενο της
καθαρεύουσας.

145 - Π
1. Όποιος σχετικά με πόλεμο που ξέσπασε ή που επίκειται κατά της ελληνικής πολιτείας
παραλείψει ολικά ή μερικά να εκτελέσει σύμβαση που αφορά τις ανάγκες των πολεμικών δυνάμεων
της πολιτείας ή των τυχόν συμμάχων της, τιμωρείται με φυλάκιση. Αν η παράλειψη προήλθε από
αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Τα εγκλήματα αυτά τιμωρούνται μόνο με αίτηση του πουργού της Δικαιοσύνης.

146 - Π Π
1. Όποιος με πρόθεσή του και παράνομα παραδίδει ή αφήνει να περιέλθουν στην κατοχή ή τη
γνώση άλλου έγγραφα, σχέδια ή άλλα πράγματα ή ειδήσεις που τα συμφέροντα της πολιτείας ή των
συμμάχων της επιβάλλουν να τηρηθούν απόρρητα απέναντι σε ξένη κυβέρνηση, τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2. Σε καιρό πολέμου ο υπαίτιος τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα
ετών.

147
Όποιος γίνεται από αμέλεια υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις που αναφέρονται στο
προηγούμενο άρθρο, αν αυτά τα σχέδια, τα έγγραφα, τα πράγματα ή οι ειδήσεις του είναι
εμπιστευμένα υπηρεσιακώς ή του είναι προσιτά χάρη στη δημόσια υπηρεσία του ή χάρη σε εντολή
της αρχής ή τα έμαθε λόγω μιας σύμβασης από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 145 του
Κώδικα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

148 -
1. Όποιος με πρόθεση και παράνομα πετυχαίνει να περιέλθουν στην κατοχή του ή στη γνώση
του αντικείμενα ή ειδήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 146 τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους.
2. Αν όμως ο υπαίτιος ενήργησε με σκοπό να χρησιμοποιήσει τα ανωτέρω αντικείμενα ή ειδήσεις
για να τα διαβιβάσει σε άλλον ή να τα ανακοινώσει έτσι ώστε να μπορούν να εκθέσουν σε κίνδυνο
το συμφέρον του κράτους και ιδίως την ασφάλειά του ή κάποιου από τους συμμάχους του,
τιμωρείται με ποινή κάθειρξης και σε καιρό πολέμου, με ισόβια κάθειρξη [ή θάνατο]*.

Σχόλια: * Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις
προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται
μ ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα.

629
149
1. Όποιος:
α) χωρίς δικαίωμα καταρτίζει εικόνες ή σχέδια οχυρώσεων, πλοίων, δρόμων, καταστημάτων ή
άλλων έργων ή στρατιωτικών τόπων ή
β) για το σκοπό αυτό, μπαίνει κρυφά ή με απάτη στα μέρη αυτά, αν η προσέλευση εκεί
απαγορεύεται στο κοινό, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται
βαρύτερα από ειδική διάταξη.
2. Όποιος εισέρχεται στα πιο πάνω μέρη κρυφά ή με απάτη, τιμωρείται γι' αυτό και μόνο με
φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

150 - Ν
Όποιος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει ή κρύβει έγγραφα ή άλλα αντικείμενα που μπορούν να
χρησιμεύσουν για την απόδειξη δικαιωμάτων ή την υποστήριξη συμφερόντων του ελληνικού
κράτους ή συμμάχου του απέναντι σε άλλο κράτος, τιμωρείται με κάθειρξη.

151 -
Όποιος ως πληρεξούσιος του ελληνικού κράτους ή συμμάχου του, διεξάγει με κάποια άλλη
κυβέρνηση υποθέσεις του εντολέα του με πρόθεση κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί να προκύψει
βλάβη για τον εντολέα, τιμωρείται με κάθειρξη.

152 -
Στις περιπτώσεις των άρθρων 142, 145, 147, 148, 149, το δικαστήριο μπορεί μαζί με τη
φυλάκιση να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 63,
αριθ. 1.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΞΕΝ Ν ΡΑΤ Ν

153 - Π
1. α) Όποιος γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις των άρθρων 134 και 135 κατά ξένου κράτους
που βρίσκεται σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο απ' αυτήν, καθώς και β) όποιος με
πρόθεση βιαιοπραγεί ή αποπειράται βιαιοπραγία κατά του αρχηγού ξένου κράτους που βρίσκεται
σε ειρήνη με την Ελλάδα και είναι αναγνωρισμένο απ' αυτήν, καθώς και όποιος προσβάλλει
δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο την τιμή του, τιμωρείται με φυλάκιση˙ η τιμωρία επιβάλλεται αν η
πράξη δεν τιμωρείται από άλλη διάταξη νόμου με βαρύτερη ποινή, αν η αμοιβαιότητα είναι
εξασφαλισμένη, τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και όταν επιβάλλεται η τιμωρία. Η
δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.
2. Όποιος στην Ελλάδα γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις της παρ.1, υπό στοιχ. β' εναντίον
αρχηγού τέτοιου ξένου κράτους κατά το χρόνο της παραμονής του στη χώρα, τιμωρείται
ανεξάρτητα από αμοιβαιότητα˙ καταδιώκεται αυτεπαγγέλτως αν έγινε υπαίτιος βιαιοπραγίας ή
αποπειράθηκε να τελέσει τέτοια βιαιοπραγία όπως αναφέρεται πιο πάνω.
3. ι προσβολές της τιμής που αναφέρονται σ' αυτό το άρθρο παραγράφονται μετά έξι μήνες˙
απόδειξη της αλήθειας δεν επιτρέπεται.
4. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, στοιχ. α' του άρθρου αυτού εφαρμόζεται η διάταξη του
άρθρου 137.

154 - Π
Όποιος γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις του προηγούμενου άρθρου, παρ.1, στοιχ. β',
εναντίον πρεσβευτή διαπιστευμένου στην ελληνική πολιτεία ή άλλου διπλωματικού αντιπροσώπου
ξένου κράτους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται με αυστηρότερη
ποινή από άλλη διάταξη του νόμου. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος ή
αίτηση της κυβέρνησής του.

155 - Π
Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει
την επίσημη σημαία ή έμβλημα της κυριαρχίας ξένου κράτους, που τελεί σε ειρήνη με την Ελλάδα
και είναι αναγνωρισμένο από αυτήν ή διακόπτει ή ηχητικά παρεμποδίζει τη δημόσια ανάκρουση του
εθνικού του ύμνου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις έξι μηνών ή με χρηματική ποινή, εφόσον η
630
αμοιβαιότητα είναι εξασφαλισμένη τόσο κατά το χρόνο εκτέλεσης της πράξης, όσο και κατά το
χρόνο εκδίκασής της. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρ. 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993).

156 - Π
ε φυλάκιση ή με χρηματική ποινή, τιμωρείται όποιος παραβιάζει απαγορευτική διαταγή που
εκδίδεται από την Κυβέρνηση και που δημοσιεύτηκε στην "Εφημερίδα της Κυβερνήσεως" με σκοπό
να τηρηθεί η ουδετερότητα κατά τη διάρκεια κάποιου πολέμου. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από
αίτηση του πουργού Δικαιοσύνης.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ Ε Ε ΕΡΗΣ ΑΣ ΗΣΗΣ Τ Ν ΠΟ ΙΤΙ Ν ΔΙ ΑΙ ΜΑΤ Ν
Ι. Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΠΟ ΙΤΙ Ν Σ ΜΑΤ Ν ΑΙ ΤΗΣ ΕΡΝΗΣΗΣ

157 -
1. Όποιος με βία ή με απειλή βίας επιβάλλει στη Βουλή ή την Κυβέρνηση ή σε μέλος τους την
εκτέλεση, παράλειψη ή ανοχή πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά τους τιμωρείται με κάθειρξη
τουλάχιστον δέκα ετών. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν η πράξη στρέφεται κατά αρχηγού
αναγνωρισμένου κατά τον κανονισμό της Βουλής πολιτικού κόμματος.
2. υπαίτιος των παραπάνω πράξεων εναντίον νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών
συμβουλίων ή άλλου συμβουλίου τοπικής αυτοδιοίκησης ή μέλους τους τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους.
3. Όποιος δημόσια περιυβρίζει τη Βουλή τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Αν η
περιύβριση τελέστηκε εναντίον κάποιου από τα συμβούλια της παρ.2, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι
δύο ετών. Η ποινική δίωξη γίνεται ύστερα από αίτηση της Βουλής ή του Συμβουλίου.
4. Το δικαστήριο μπορεί μαζί μ' αυτές τις ποινές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και
θέσεων του άρθρου 63 αριθ. 1.

157 Α -
1. Όποιος εκτελεί πράξεις βίας κατά γραφείων πολιτικών κομμάτων που λειτουργούν νόμιμα
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη
διάταξη.
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 167 έχει εφαρμογή και σ' αυτή την περίπτωση.
3. Αν με τις πράξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους έχουν προκληθεί
φθορές, αυτές χαρακτηρίζονται ως διακεκριμένες και επισύρουν κατά του υπαιτίου τις ποινές του
άρθρου 382.

158 - Ν
1. Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο με πρόθεση προκαλεί την παραγωγή μη γνήσιου
αποτελέσματος σε εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή ή κάποια επιτροπή της, ή
όποιος νοθεύει το γνήσιο αποτέλεσμα της εκλογής ή της ψηφοφορίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
δύο ετών.
2. υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις αυτές σε εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από
νομαρχιακό, δημοτικό, ή κοινοτικό συμβούλιο, ή άλλο συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή κάποια
επιτροπή τους, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
3. Το δικαστήριο μπορεί μαζί με τις ποινές αυτές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και των
θέσεων του άρθρου 63, αριθ. 1.

159 - Δ
1. Όποιος σχετικά με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τη Βουλή ή κάποια
επιτροπή της προτείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε βουλευτή δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα
που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή
για να ψηφίσει με ορισμένο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.
2. βουλευτής που σχετικά με κάποια από τις εκλογές ή ψηφοφορίες της παρ.1 αυτού του
άρθρου δέχεται την παροχή ή την υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται
ή απαιτεί τέτοια ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή στην ψηφοφορία ή για να
ψηφίσει με ορισμένο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
631
3. Όποιος σχετικά με κάποια εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από νομαρχιακό, δημοτικό ή
κοινοτικό συμβούλιο ή άλλο συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης ή επιτροπή κάποιου απ' αυτά
προτείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε κάποιο μέλος του δώρα ή οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα που
δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία ή για να
ψηφίσει με ορισμένο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή.
4. σύμβουλος που σχετικά με κάποια από τις εκλογές ή ψηφοφορίες της παρ.3 αυτού του
άρθρου δέχεται την παροχή ή υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται ή
απαιτεί τέτοια ως αντάλλαγμα για να μην λάβει μέρος στην εκλογή ή ψηφοφορία ή για να ψηφίσει με
ορισμένο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους και με χρηματική ποινή.
5. Το δικαστήριο μπορεί μαζί με αυτές τις ποινές να επιβάλει και στέρηση των αξιωμάτων και των
θέσεων του άρθρου 63, αριθ. 1.

160 - Δ
1. Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη διεξαγωγή συνεδρίασης της Βουλής ή κάποιας
επιτροπής της ή τη διαταράσσει προκαλώντας θόρυβο ή αταξία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2. Όποιος με κάποιον από τους παραπάνω τρόπους με πρόθεση παρεμποδίζει ή διαταράσσει
συνεδρίαση νομαρχιακού, δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου ή άλλου συμβουλίου τοπικής
αυτοδιοίκησης ή κάποιας επιτροπής τους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική
ποινή.

ΙΙ. Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΙΣ Ε Ο ΕΣ

161 -
Όποιος με βία ή απειλές βίας παρεμποδίζει κάποιον εκλογέα από την ενάσκηση του εκλογικού
του δικαιώματος ή επιβάλλει την ενάσκησή του ή την ψηφοφορία υπέρ ή κατά κάποιου υποψηφίου
σε εκλογές βουλευτών ή νομαρχιακών, δημοτικών ή κοινοτικών αρχών τιμωρείται με φυλάκιση. Το
δικαστήριο μπορεί εκτός από την ποινή να επιβάλλει και στέρηση των αξιωμάτων και των θέσεων
του άρθρου 63, αριθ. 1.

162 - Ε
Όποιος με ψευδείς ειδήσεις ή συκοφαντικές διαδόσεις που ανάγονται στο πρόσωπο κάποιου
υποψηφίου ή με άλλο τρόπο εξαπατά εκλογέα είτε για να μην ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα,
είτε για να μεταβάλλει το εκλογικό του φρόνημα σε κάποια από τις εκλογές που αναφέρονται στο
άρθρο 161 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

163 - Π
Όποιος, σε μυστική εκλογή, κατορθώνει με οποιονδήποτε τρόπο να μάθει είτε ο ίδιος είτε τρίτος
την ψήφο που έδωσε ο εκλογέας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

164 - Ν
1. Όποιος ψηφίζει χωρίς να έχει το δικαίωμα σε κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161 ή
ψηφίζει κατ' επανάληψη ή δίνει πολλαπλή ψήφο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και με πρόθεση
προκαλεί την παραγωγή μη γνήσιου αποτελέσματος της εκλογής, ή όποιος νοθεύει το γνήσιο
αποτέλεσμά της, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν ο υπαίτιος εκτελούσε υπηρεσία κατά
την εκλογή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 161 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

165 - Δ
1. Όποιος σχετικά με κάποια από τις εκλογές του άρθρου 161, από την προκήρυξή της και έως
το πέρας της ψηφοφορίας προτείνει, παρέχει ή υπόσχεται σε εκλογέα δώρα ή οποιαδήποτε άλλα
ωφελήματα που δεν του οφείλονται ως αντάλλαγμα για να παραλείψει την άσκηση του εκλογικού
του δικαιώματος ή για να το ασκήσει με ορισμένο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και
με χρηματική ποινή. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 161 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.
2. ε φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται ο εκλογέας που σχετικά με κάποια
από τις εκλογές του άρθρου 161 και κατά το χρόνο που προβλέπεται στην προηγούμενη
παράγραφο δέχεται την παροχή ή υπόσχεση δώρων ή άλλων ωφελημάτων που δεν του οφείλονται
ή απαιτεί τέτοια ως αντάλλαγμα, για να παραλείψει την άσκηση εκλογικού του δικαιώματος ή για να
το ασκήσει με ορισμένον τρόπο.
632
166 - Δ
Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη διεξαγωγή κάποιας εκλογής που αναφέρει το άρθρο 161 ή
τη διαταράσσει προκαλώντας θόρυβο ή αταξία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΠΡΟΣ Ο ΕΣ ΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟ ΙΤΕΙΑ ΗΣ ΕΞΟ ΣΙΑΣ

167 - Α
1. Όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να
ενεργήσουν πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και
όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που
έχει προστρέξει για να τον υποστηρίξει ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους. Σε κάθε περίπτωση αποκλείεται η μετατροπή ή η αναστολή της ποινής. ***
2. Αν οι πράξεις που προβλέπει η προηγούμενη παράγραφος έγιναν από πρόσωπο που
οπλοφορεί ή φέρει αντικείμενα με τα οποία μπορεί να προκληθεί σωματική βλάβη ή έχει καλυμμένα
ή αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά του ή έγιναν* από περισσότερους, καθώς και αν το πρόσωπο
κατά του οποίου στράφηκε η πράξη διέτρεξε σοβαρό προσωπικό κίνδυνο, επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον δύο ετών, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Σχόλια: * Ορθότερον: "τελέσθηκαν". Από αβλεψία του νομοθέτη, κατά τη μεταγλώττιση τέθηκε η λέξη "έγινε"
[βλ. διόρθωση σφαλμάτων (Α' 82/20.6.1986, αριθ. 7)].*** Προσοχή ***: Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του
άρθρου 5 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984): "Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων με
εξαίρεση εκείνες του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που αποκλείουν την υφ' όρον αναστολή της ποινής,
καταργούνται", ενώ, κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 του ιδίου νόμου: "Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ Κώδικα
και των ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της
ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή που καθορίζουν αλλιώς την έννοια της υποτροπής καταργούνται,
με την επιφύλαξη του άρθρου 82 παρ. 7 του Ποινικού Κώδικα". Κατόπιν των ανωτέρω, συνεπώς, το τελευταίο
εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, δ ε ν μπορεί πλέον να ισχύει. Εξ' άλλου, και μετά την τροποποίηση του
άρθρου 82 ΠΚ με το άρθρο 2 του ν. 1941/1991 (Α' 41/18.3.1991), δεν μεταβλήθηκε το καθεστώς της κατάργησης
τής -απαγορευτικής για το αμετάτρεπτο- ρήτρας, αφού ο ν. 1941/1991 δεν έθιξε τον προμνημονευθέντα ν.
1419/1984 στο συγκεκριμένο σημείο. Τέλος, με την περ. β) της παρ. 1 του νεότερου νόμου 2207/1994 (Α'
65/25.4.1994), με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 11 του άρθρου 82 ΠΚ (βλ. την σχετική παράγραφο),
καταργήθηκαν και πάλι οι ρήτρες για το αμετάτρεπτο του ΠΚ (ε κ τ ό ς από την εμπορία ναρκωτικών και τα
εγκλήματα στον στρατιωτικό ποινικό κώδικα). Πρβλ. και σχόλια των άρθρων 265 ΠΚ (: εμπρησμός σε δάση)
σχετικά με την παρ. 1 και 334 ΠΚ (: διατάραξη οικιακής ειρήνης) σχετικά με την παρ. 2.

168 - Π Π Δ
1. Όποιος βιαιοπραγεί κατά του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί
την προεδρική εξουσία τιμωρείται με κάθειρξη.
2. Όποιος προσβάλλει την τιμή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή εκείνου που ασκεί την
προεδρική εξουσία ή τον δυσφημεί δημόσια ή όταν είναι παρών τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον τριών μηνών.
3. Το αξιόποινο των εγκλημάτων των παραγράφων 1 και 2 παραγράφεται μετά έξι μήνες.

169 - Α
ε φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος, ύστερα από νόμιμη πρόσκληση, αρνείται σε
κάποιον από τους υπαλλήλους του άρθρου 13, παρ. α', χωρίς αντίσταση, την υπηρεσία ή
συνδρομή που οφείλεται κατά το νόμο ή την είσοδο σε οποιοδήποτε μέρος για να επιχειρηθεί
κάποια νόμιμη υπηρεσιακή ενέργεια.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3208/2003 (Α' 303/24.12.2003) περί
προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων, κατάρτισης δασολογίου, ρύθμισης εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί
δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων και άλλων διατάξεων, οι κύριοι, νομείς και κάτοχοι δασικών εν γένει
εκτάσεων ή άλλων ακινήτων, που ενώ υ π ο χ ρ ε ο ύ ν τ α ι, δ ε ν επιτρέπουν την είσοδο και εργασία των
συνεργείων των υπηρεσιών της παρ. 10 του άρθρου 28 του ν. 2664/1998 (Α' 275/3.12.1998) περί Εθνικού
κτηματολογίου και άλλων διατάξεων [πρόκειται για ειδικό -στις Διευθύνσεις Δασών των νομών και των
περιφερειών- τμήμα Δασικών Χαρτογραφήσεων, αρμόδιο για τις δασικές χαρτογραφήσεις και τα ιδιοκτησιακά
θέματα που ρυθμίζονται με τον εν λόγω νόμο, βλ. οικείο άρθρο] μέσα στα ακίνητά τους, καθώς και την
τοποθέτηση σημάτων και οροσήμων, τ ι μ ω ρ ο ύ ν τ α ι κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

633
170 - Σ
1. Όποιος με πρόθεση συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που διαπράττει με ενωμένες
δυνάμεις κάποια από τις πράξεις του άρθρου 167 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
2. ι υποκινητές της στάσης, καθώς και εκείνοι που μεταχειρίστηκαν σωματική βία ή απειλές
σωματικής βίας ή βιαιοπράγησαν, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν άλλη διάταξη
νόμου δεν τιμωρεί την πράξη με βαρύτερη ποινή.

171 -
1. Όποιος μετέχει σε δημόσια συνάθροιση στο ύπαιθρο που απαγορεύτηκε νόμιμα από την
αρμόδια αρχή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.
2. Όταν πλήθος συγκεντρωμένο στο ύπαιθρο κληθεί νόμιμα από τον αρμόδιο πολιτικό ή
στρατιωτικό υπάλληλο να διαλυθεί, καθένας από τους συγκεντρωμένους που δεν απομακρύνεται
από τη συνάθροιση μετά την τρίτη πρόσκληση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με
χρηματική ποινή.

172 - Ε
"1. Όποιος με πρόθεση ελευθερώνει φυλακισμένο ή άλλον που κρατείται με διαταγή της αρχής
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών".
2. Όποιος γίνεται από αμέλεια υπαίτιος κάποιας απ' αυτές τις πράξεις τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή αν ήταν για οποιονδήποτε λόγο υπόχρεος να φυλάξει
εκείνον που απέδρασε˙ μένει εντελώς ατιμώρητος αν με δική του προσπάθεια συλληφθεί αυτός
που απέδρασε μέσα σε δεκαπέντε ημέρες.

Σχόλια: - Η παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν.
2479/1997 (Α' 67/6.5.1997).
173 - Α
1. Αν αποδράσει φυλακισμένος ή άλλος κρατούμενος με διαταγή της αρμόδιας αρχής τιμωρείται
με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η παραπάνω ποινή εκτελείται ολόκληρη μετά την έκτιση της ποινής
που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος αυτός που
απέδρασε.
"2. ποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο
ετών."

Σχόλια: - Η παρ. 2 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997
(Α' 67/6.5.1997).

174 - Σ
"1. υλακισμένοι ή άλλοι κρατούμενοι με διαταγή της αρχής που με ενωμένες δυνάμεις: α)
επιχειρούν βίαια ν' αποδράσουν˙ β) επιτίθενται με έργα κατά των υπαλλήλων της φυλακής ή του
κρατητηρίου ή κατά εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί η φύλαξη ή η επίβλεψη˙ γ) επιχειρούν με
τη βία ή με απειλή να εξαναγκάσουν κάποιον απ' αυτούς σε πράξη ή παράλειψη τιμωρούνται με
κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια."
"2. Όποιος απ' αυτούς βιαιοπραγήσει κατά κάποιου από τα παραπάνω πρόσωπα τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια."
3. ι παραπάνω ποινές εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή που
θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος ο υπαίτιος.

Σχόλια: - Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ 6 και 7 αντιστοίχως του
άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (Α' 67/6.5.1997).

175 - Α
1. Όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής
υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και
για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής ρθόδοξης Εκκλησίας του
ριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα.

634
176
Όποιος δημόσια και χωρίς δικαίωμα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σημείο δημοσίου, δημοτικού,
κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παρ. 2 του άρθρου 175 ή
παράσημο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόμιμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με
χρηματική ποινή.

177 - Π
Όποιος με πρόθεση καταστρέφει, βλάπτει ή υφαιρεί κατασχεμένο πράγμα τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι δύο ετών.

178 - Π
Όποιος με πρόθεση και αυθαίρετα θραύει ή βλάπτει σφραγίδα που έθεσε η αρχή για την
κατάσχεση ή για τη φύλαξη κλεισμένων πραγμάτων ή εγγράφων ή για τη βεβαίωση της ταυτότητάς
τους ή ματαιώνει με οποιονδήποτε τρόπο μια τέτοια σφράγιση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών.

179 - Π
Όποιος με πρόθεση καταστρέφει, βλάπτει ή με οποιονδήποτε τρόπο αφαιρεί από την εξουσία της
αρχής έγγραφα ή άλλα πράγματα που βρίσκονται στη φύλαξή της ή που αυτή τα παρέδωσε στη
φύλαξη άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

180 -
ε φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση και
αυθαίρετα* αφαιρεί, βλάπτει ή παραμορφώνει τις επίσημες κοινοποιήσεις που η αρχή έχει δημόσια
τοιχοκολλήσει ή εκθέσει.

Σχόλια: * "αυτογνωμόνως", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

181 - Π
Όποιος, για να εκδηλώσει μίσος ή περιφρόνηση, αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει
την επίσημη σημαία του Κράτους ή έμβλημα της κυριαρχίας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
(2) ετών.

182 - Π
ε φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος παραβιάζει τους περιορισμούς που του έχουν
επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής και τις σχετικές υποχρεώσεις του.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΕΠΙ Ο Η ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

183 - Δ
Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει δημόσια σε απείθεια κατά των νόμων ή των
διαταγμάτων ή εναντίον άλλων νόμιμων διαταγών της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών
ετών.

184
Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη κακουργήματος ή
πλημμελήματος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

185
'Όποιος εγκωμιάζει δημόσια και με οποιονδήποτε τρόπο [έγκλημα που διαπράχθηκε]* και έτσι
εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Σχόλια: * "διαπραχθέν κακούργημα", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

635
186 - Π *

1. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο


κακούργημα, καθώς και όποιος προσφέρεται ή αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή προσφορά,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
"2. Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον να διαπράξει ορισμένο
πλημμέλημα, καθώς και όποιος προσφέρεται γι' αυτό και όποιος αποδέχεται τέτοια πρόκληση ή
προσφορά, τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το σχεδιαζόμενο πλημμέλημα ελαττωμένη
κατά το άρθρο 83. ια την ποινική δίωξη του αδικήματος αυτού, απαιτείται έγκληση του προσώπου
κατά του οποίου σχεδιαζόταν η τέλεση του πλημμελήματος, αν το υπό εκτέλεση πλημμέλημα
διώκεται κατ' έγκληση."
3. ι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα
με άλλη διάταξη.
4. ι πράξεις του άρθρου αυτού μπορεί να μείνουν ατιμώρητες αν ο υπαίτιος ανακάλεσε με δική
του θέληση την πρόκληση, την προσφορά ή την αποδοχή.

Σχόλια: * "τέλεσιν", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.- Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο
26 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

187 - "Ε "


1. ε κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη
και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα (οργάνωση) και επιδιώκει τη
διάπραξη περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 207 (παραχάραξη), 208
(κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων), 216 (πλαστογραφία), 218 (πλαστογραφία και
κατάχρηση ενσήμων), 242 (ψευδής βεβαίωση, νόθευση), 264 (εμπρησμός), 265 (εμπρησμός σε
δάση), 268 (πλημμύρα), 270 (έκρηξη), 272 (παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες), 277
(πρόκληση ναυαγίου), 279 (δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων), 291 (διατάραξη της ασφάλειας
σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών), 299 (ανθρωποκτονία με πρόθεση), 310 (βαριά σωματική
βλάβη), 322 (αρπαγή), 323 (εμπόριο δούλων), "323A (εμπορία ανθρώπων)", 324 (αρπαγή
ανηλίκων), 327 (ακούσια απαγωγή), 336 (βιασμός), 338 (κατάχρηση σε ασέλγεια), 339
(αποπλάνηση παιδιών), "348Α (πορνογραφία ανηλίκων), 351 (σωματεμπορία), 351Α (ασέλγεια με
ανήλικο έναντι αμοιβής)", 374 (διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής), 375 (υπεξαίρεση), 380
(ληστεία), 385 (εκβίαση), 386 (απάτη), 386Α (απάτη με υπολογιστή), 404 (τοκογλυφία), όπως
επίσης περισσότερων κακουργημάτων που προβλέπονται στη νομοθεσία περί ναρκωτικών,
όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο
ακτινοβολίες.
2. Όποιος με απειλή ή χρήση βίας κατά δικαστικών λειτουργών, ανακριτικών ή δικαστικών
υπαλλήλων, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων και διερμηνέων ή με δωροδοκία των ίδιων
προσώπων επιχειρεί να ματαιώσει την αποκάλυψη ή δίωξη και τιμωρία των πράξεων της
προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
3. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει
κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. ε φυλάκιση τουλάχιστον
τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη
πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο
επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας
ή της γενετήσιας ελευθερίας.
4. Η κατασκευή, προμήθεια ή κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών
ή υλικών που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των
σκοπών της οργάνωσης της παραγράφου 1 ή της συμμορίας της παραγράφου 3 ή η επιδίωξη
οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους των μελών τους συνιστούν επιβαρυντικές περιστάσεις. Η μη
τέλεση οποιουδήποτε από τα επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 συνιστά
ελαφρυντική περίσταση. Η απλή ψυχική συνέργεια στα εγκλήματα της συγκρότησης ή συμμετοχής
κατά την παράγραφο 1 ή της συμμορίας κατά την παράγραφο 3 δεν τιμωρείται, εφόσον τα μέλη της
οργάνωσης ή συμμορίας δεν επιδιώκουν οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος.
5. ι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και όταν οι προβλεπόμενες σε αυτό
αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό ή στρέφονταν κατά λληνα πολίτη ή
κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή ή κατά του Ελληνικού κράτους, ακόμη και αν
αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν."

636
Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2928/2001 (Α'
141/27.6.2001). Σημείωση 1: *Περάτωση α ν ά κ ρ ι σ η ς*. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 2928/2001 (Α'
141/27.6.2001), όπως αυτό τροποποιήθηκε -κατά το πρώτο εδάφιό του- με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν.
3251/2004 (Α' 127/9.7.2004): "Η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα των άρθρων 187 και
187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται
αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο
οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο
Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη βαρύτητά τους,
έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης." Σημείωση 2:
*Προστασία μ α ρ τ ύ ρ ω ν*. Σύμφωνα, επίσης, με το άρθρο 9 του ν. 2928/2001: "1. Κατά την ποινική διαδικασία
για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση της παραγράφου 1 του άρθρου 187 του ποινικού
κώδικα και για συναφείς πράξεις μπορεί να λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή
εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187Α [και νυν 187Β, μετά
την προσθήκη νέου άρθρου 187Α με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004)] του
Ποινικού Κώδικα βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων ή και των οικείων τους. 2. Μέτρα
προστασίας είναι η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση
ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης
του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, που διατάσσονται
με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας,
καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της,
των δημοσίων υπαλλήλων, που αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους
Υπουργούς ύστερα από εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η υπουργική απόφαση μπορεί να
προβλέπει τη μη δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης
της μυστικότητας της πράξης. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν
περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο
μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους. 3. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο,
ο μάρτυρας του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας, καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην
έκθεση εξέτασής του, εκτός αν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από ένα διάδικο η αποκάλυψη του πραγματικού
ονόματος, οπότε το δικαστήριο διατάσσει την αποκάλυψη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και
αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας. 4. Αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του
δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Σημείωση 3: *Προστασία ά λ λ ω ν προσώπων*.
Σύμφωνα, τέλος, με το άρθρο 10 του ν. 2928/2001: "1. Με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών μέτρα
φύλαξης διατάσσονται για τον εισαγγελέα, τον ανακριτή και τους δικαστές της υπόθεσης, όταν πρόκειται για
κακουργήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του παρόντος [εννοούνται τα κακουργήματα
της παρ. 1 του άρθρου 187 Π.Κ. και οι συναφείς πράξεις]. Κατά την προφορική απαγγελία στο ακροατήριο και
κατά την κατάρτιση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, τα ονόματα των δικαστών σε περίπτωση
μειοψηφίας παραμένουν μυστικά. 2. Με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών μέτρα προστασίας
για την αποτροπή κινδύνου εκδίκησης λαμβάνονται για τους κρατουμένους που προβαίνουν σε σημαντικές ως
προς τη δράση εγκληματικής οργάνωσης αποκαλύψεις. Τέτοια μέτρα είναι ιδίως η κράτησή τους χωριστά από
άλλους κρατουμένους, η μεταφορά τους με χωριστό όχημα και ασφαλή συνοδεία και η φύλαξή τους κατά τη
διάρκεια των αδειών τους". - Οι εντός " " φράσεις της παρ. 1 του παρόντος προστέθηκαν με την παρ. 3 του
άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002). ** Σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 3387/2005 (Α'
224/12.9.2005), στις Διευθύνσεις Ασφάλειας Αττικής και Θεσσαλονίκης ορίζεται, με απόφαση του Ανώτατου
Δικαστικού Συμβουλίου, ανά ένας εισαγγελικός λειτουργός, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση για τρία έτη,
οι οποίοι εποπτεύουν και καθοδηγούν το έργο της υπηρεσίας στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος. Ο
ανωτέρω εισαγγελικός λειτουργός ενημερώνεται για όλες τις πληροφορίες και καταγγελίες που περιέρχονται στην
ως άνω υπηρεσία, ενώ δύναται να παραγγείλει ή να ενεργεί ο ίδιος προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για
εγκλήματα που προβλέπονται από το π α ρ ό ν άρθρο και το άρθρο 272 του παρόντος κώδικα. Η εντός "..."
φράση στη πρώτη παράγραφο μετά τη φράση "404 (τοκογλυφία) προστέθηκε με την παρ. 7 άρθρου 15
Ν.3536/2007 (ΦΕΚ Α 42/23.2.2007).

187 Α - "Τ
1. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, τελεί ένα ή
περισσότερα από τα παρακάτω εγκλήματα:
α') ανθρωποκτονία με πρόθεση (άρθρο 299),
β') βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310),
γ') θανατηφόρα βλάβη (άρθρο 311),
δ') αρπαγή (άρθρο 322),
ε') αρπαγή ανηλίκων (άρθρο 324),
στ') διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας (άρθρο 382 παρ. 2),
ζ') εμπρησμό (άρθρο 264),
η') εμπρησμό σε δάση (άρθρο 265),
θ') πλημμύρα (άρθρο 268),

637
ι') έκρηξη (άρθρο 270),
ία') παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες (άρθρο 272),
ιβ') κοινώς επικίνδυνη βλάβη (άρθρο 273),
ιγ') άρση ασφαλιστικών εγκαταστάσεων (άρθρο 275),
ιδ') πρόκληση ναυαγίου (άρθρο 277),
ιε') δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων (άρθρο 279),
ιστ') νοθεία τροφίμων (άρθρο 281 παρ. 1),
ιζ') διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών (άρθρο 290),
ιη') διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών (άρθρο 291),
ιθ') τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 181/1974 "Περί προστασίας εξ
ιοντιζουσών ακτινοβολιών" ( ΕΚ 347 Α'),
κ') τα προβλεπόμενα στα άρθρα 161, 162, 163, 164, 165, 168, 169, 170, 173, 174, 178, 179,
180, 181, 182, 183, 184 και 186 του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου που κυρώθηκε με το Ν.
1815/1988 ( ΕΚ 250 Α'),
κα') τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 15 και στις παραγράφους 1 και 3
του άρθρου 17 Ν. 2168/1993 " ύθμιση θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες,
εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις" ( ΕΚ 147 Α'),
κβ') τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 του Ν. 2991/2002 "Εφαρμογή
Σύμβασης απαγόρευσης χρήσης κ.λπ. χημικών όπλων" ( ΕΚ 35 Α'), με τρόπο ή σε έκταση ή υπό
συνθήκες που είναι δυνατό να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό
να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή
οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να
καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός
διεθνούς οργανισμού τιμωρείται: ι) ε ισόβια κάθειρξη αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα
εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α' έως κβ' είναι ισόβια κάθειρξη. Στην
περίπτωση αυτή η πράξη παραγράφεται μετά από τριάντα χρόνια.
Αν επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 μέχρι
110, εφόσον ο καταδικασθείς έχει εκτίσει ποινή είκοσι πέντε ετών. ιι) ε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα
ετών αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται
στα στοιχεία α' έως κβ' είναι πρόσκαιρη ποινή καθείρξεως. ιιι) ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών
αν η προβλεπόμενη ποινή για ένα από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα
στοιχεία α' έως κβ' είναι ποινή φυλάκισης. Αν η τρομοκρατική πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο
περισσότερων ανθρώπων εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 94 παράγραφος 1.
2. ι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται αν συντρέχουν οι
προ ποθέσεις των άρθρων 134 έως 137.
3. Όποιος, με εξαίρεση των περιπτώσεων που ορίζονται στην παράγραφο 8, απειλεί σοβαρά με
την τέλεση του κατά την παράγραφο 1 εγκλήματος και έτσι προκαλεί τρόμο τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον δύο ετών. Η απόπειρα του εγκλήματος αυτού δεν είναι αξιόποινη.
4. ε κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε δομημένη
και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού με σκοπό να
τελέσει το έγκλημα της παραγράφου 1 (τρομοκρατική οργάνωση). Η κατασκευή, προμήθεια ή
κατοχή όπλων, εκρηκτικών υλών και χημικών ή βιολογικών υλικών ή υλικών που εκπέμπουν
επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες προς εξυπηρέτηση των σκοπών της τρομοκρατικής
οργάνωσης συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Η μη τέλεση από την τρομοκρατική οργάνωση
οποιουδήποτε από τα εγκλήματα του καταλόγου που περιλαμβάνονται στα στοιχεία α' έως κβ' της
παραγράφου 1 συνιστά ελαφρυντική περίσταση.
5. Όποιος διευθύνει την κατά την προηγούμενη παράγραφο τρομοκρατική οργάνωση τιμωρείται
με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.
6. Όποιος για να διευκολύνει την τέλεση πράξεως κατά την παράγραφο 4 παρέχει πληροφορίες ή
υλικά μέσα ή με οποιονδήποτε τρόπο εισπράττει ή διαθέτει κεφάλαια υπό την έννοια της
παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας (που κυρώθηκε με το Ν. 3034/2002, ΕΚ 168 Α') ή παρέχει οικονομικά μέσα με
οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
7. Όποιος για να προπαρασκευάσει το έγκλημα της παραγράφου 1 διαπράττει διακεκριμένη
κλοπή (άρθρο 374), ληστεία (παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 380), πλαστογραφία (άρθρο 216)
που αφορά δημόσιο έγγραφο ή εκβίαση (άρθρο 385) τιμωρείται με κάθειρξη, εκτός αν η εκβίαση
τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή. Αν η πράξη που τελέσθηκε είναι πλημμέλημα, επιβάλλεται ποινή
φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών.

638
8. Δεν συνιστά τρομοκρατική πράξη κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων του
άρθρου αυτού η τέλεση ενός ή περισσότερων από τα εγκλήματα των προηγούμενων παραγράφων,
αν εκδηλώνεται ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης δημοκρατικού πολιτεύματος ή διαφύλαξης ή
αποκατάστασης αυτού ή ως δράση υπέρ της ελευθερίας με την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του
Συντάγματος ή αποσκοπεί στην άσκηση θεμελιώδους ατομικής, πολιτικής ή συνδικαλιστικής
ελευθερίας ή άλλου δικαιώματος προβλεπόμενου στο Σύνταγμα ή στην Ευρωπα κή Σύμβαση για
την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των εμελιωδών Ελευθεριών (Ν.Δ. 53/1974,
ΕΚ 256 Α').
9. Η παράγραφος 2 του άρθρου 187 ισχύει και για τα εγκλήματα των προηγούμενων
παραγράφων."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004), ενώ
παράλληλα το πρώην άρθρο 187Α (βλ. οικεία σχόλια) λαμβάνει τον αριθμό Β. Σημείωση 1: *Περάτωση
ανάκρισης*. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 2928/2001 (Α' 141/27.6.2001) περί τροποποιήσεως διατάξεων του
Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων για την προστασία του πολίτη από
αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων, όπως αυτό τροποποιήθηκε - κατά το πρώτο εδάφιό του- με την
παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004) περί ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως,
εγκληματικών οργανώσεων και άλλων διατάξεων: "Η περάτωση της κύριας ανάκρισης για τα κακουργήματα των
άρθρων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για το σκοπό αυτόν η
δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον
εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του
στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετάκλητα ακόμη και για τα συναφή εγκλήματα, ανεξάρτητα από τη
βαρύτητά τους, έστω και αν για κάποιο από αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης."
Σημείωση 2: *Προστασία μ α ρ τ ύ ρ ω ν*. Σύμφωνα, επίσης, με το άρθρο 9 του νόμου 2928/2001, στην
εφαρμογή του οποίου κ α ι για τις πράξεις του παρόντος άρθρου παραπέμπει ρητώς η παρ. 6 του άρθρου 42 του
ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004): "1. Κατά την ποινική διαδικασία για τις πράξεις της συγκρότησης ή συμμετοχής
σε οργάνωση της παραγράφου 1 του άρθρου 187 του ποινικού κώδικα και για συναφείς πράξεις μπορεί να
λαμβάνονται μέτρα για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ουσιωδών
μαρτύρων, των προσώπων που κατά το άρθρο 187Α [και νυν 187Β, μετά την προσθήκη νέου άρθρου 187Α με
την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004)] του Ποινικού Κώδικα βοηθούν στην αποκάλυψη
εγκληματικών δραστηριοτήτων ή και των οικείων τους. 2. Μέτρα προστασίας είναι η φύλαξη με κατάλληλα
εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή
μόνο ηχητικής μετάδοσής της, η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης,
κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, που διατάσσονται με αιτιολογημένη διάταξη του
αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, καθώς και η μετάθεση ή μετάταξη
ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της, των δημοσίων υπαλλήλων, που
αποφασίζονται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις από τους αρμόδιους Υπουργούς ύστερα από
εισήγηση του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η υπουργική απόφαση μπορεί να προβλέπει τη μη
δημοσίευσή της στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και άλλους τρόπους διασφάλισης της μυστικότητας
της πράξης. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με τη σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την
ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το
ζητήσει εγγράφως ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους. 3. Κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο μάρτυρας
του οποίου δεν αποκαλύφθηκαν τα στοιχεία ταυτότητας, καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση
εξέτασής του, εκτός αν ζητηθεί από τον εισαγγελέα ή από ένα διάδικο η αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος,
οπότε το δικαστήριο διατάσσει την αποκάλυψη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει το δικαστήριο και
αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354 του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας. 4. Αν δεν έχουν αποκαλυφθεί τα στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του
δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Σημείωση 3: *Προστασία ά λ λ ω ν προσώπων*.
Σύμφωνα, τέλος, με το άρθρο 10 του νόμου 2928/2001, στην εφαρμογή του οποίου κ α ι για τις πράξεις του
παρόντος άρθρου παραπέμπει ρητώς η παρ. 6 του άρθρου 42 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004): "1. Με
διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών μέτρα φύλαξης διατάσσονται για τον εισαγγελέα, τον ανακριτή και τους
δικαστές της υπόθεσης, όταν πρόκειται για κακουργήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9
του παρόντος [εννοούνται τα κακουργήματα της παρ. 1 του άρθρου 187 Π.Κ. και οι συναφείς πράξεις]. Κατά την
προφορική απαγγελία στο ακροατήριο και κατά την κατάρτιση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, τα
ονόματα των δικαστών σε περίπτωση μειοψηφίας παραμένουν μυστικά. 2. Με διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα
πλημμελειοδικών μέτρα προστασίας για την αποτροπή κινδύνου εκδίκησης λαμβάνονται για τους κρατουμένους
που προβαίνουν σε σημαντικές ως προς τη δράση εγκληματικής οργάνωσης αποκαλύψεις. Τέτοια μέτρα είναι
ιδίως η κράτησή τους χωριστά από άλλους κρατουμένους, η μεταφορά τους με χωριστό όχημα και ασφαλή
συνοδεία και η φύλαξή τους κατά τη διάρκεια των αδειών τους".

187 - "Μ
"1. Αν κάποιος από τους υπαιτίους των πράξεων της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης ή
συμμορίας ή της συμμετοχής σε αυτές κατά τις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 187 ή της
συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης ή της συμμετοχής σε αυτήν κατά την παράγραφο 4 του
639
άρθρου 187Α καταστήσει δυνατή με αναγγελία στην αρχή την πρόληψη της διάπραξης ενός από τα
σχεδιαζόμενα εγκλήματα ή με τον ίδιο τρόπο συμβάλλει ουσιωδώς στην εξάρθρωση της
εγκληματικής οργάνωσης ή της συμμορίας ή της τρομοκρατικής οργάνωσης, απαλλάσσεται από
την ποινή για τις πράξεις αυτές. Αν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών με αιτιολογημένη διάταξή του απέχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης και
υποβάλλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 43
παράγραφος 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Αν στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο υπαίτιος έχει τελέσει κάποιο από τα
επιδιωκόμενα εγκλήματα των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 187 ή έχει τελέσει κάποιο από τα
εγκλήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 187Α, το δικαστήριο επιβάλλει σε αυτόν ποινή
ελαττωμένη κατά το άρθρο 83. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο, εκτιμώντας όλες τις
περιστάσεις και ιδίως την επικινδυνότητα της εγκληματικής οργάνωσης, της συμμορίας ή της
τρομοκρατικής οργάνωσης, την έκταση της συμμετοχής του υπαιτίου σε αυτήν και το βαθμό της
συμβολής του στην εξάρθρωση της, μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για
τρία έως δέκα έτη, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των άρθρων 99 έως 104."
3. ια όποιον καταγγέλλει αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν σε βάρος του από εγκληματική
οργάνωση του άρθρου 187, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, αν η καταγγελία πιθανολογείται
βάσιμη, μπορεί, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απόσχει προσωρινά από την
ποινική δίωξη για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών και περί εκδιδομένων με αμοιβή
προσώπων μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Αν η
καταγγελία αποδειχθεί βάσιμη, η αποχή από την ποινική δίωξη γίνεται οριστική.
4. Η απέλαση αλλοδαπών που βρίσκονται παράνομα στη χώρα και καταγγέλλουν αξιόποινες
πράξεις που τελέσθηκαν από εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187, μπορεί, με διάταξη του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών και έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί
αμετάκλητη απόφαση για τις πράξεις που καταγγέλθηκαν. Όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή της
απέλασης χορηγείται στους αλλοδαπούς άδεια παραμονής κατά παρέκκλιση από την ισχύουσα
νομοθεσία περί αλλοδαπών."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που είχε αρχικά τον αριθμό Α και στη συνέχεια, μετά την προσθήκη νέου άρθρου
187Α από την παρ. 1 του άρθρου 40 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004), έλαβε τον αριθμό Β, προστέθηκε με το
άρθρο 2 του ν. 2928/2001 (Α' 141/27.6.2001).- Οι παρ. 1 και 2 του παρόντος τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με
την παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004).

188 - Σ
Όποιος συμμετέχει σε σωματείο του οποίου οι σκοποί αντιβαίνουν σε ποινικές διατάξεις
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

189 - Δ
1. Όποιος συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που με ενωμένες δυνάμεις διαπράττει
βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια, κατοικίες ή
άλλα ακίνητα κτήματα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. ι υποκινητές και εκείνοι που εκτέλεσαν βιαιοπραγίες τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον
τριών μηνών.
3. ι ποινές αυτές επιβάλλονται αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

190 - Δ
Όποιος με απειλές ότι θα διαπραχθούν κακουργήματα ή πλημμελήματα [διεγείρει σε ανησυχία ή
τρόμο τους πολίτες]* τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Σχόλια: * Ορθότερον: "διεγείρει ανησυχία ή τρόμο στους πολίτες" - πρβλ. και κείμενο της καθαρεύουσας:
"διεγείρων ανησυχίαν ή τρόμον εις τους πολίτας".

191
1. Σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και σε χρηματική ποινή καταδικάζεται όποιος
διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή
φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού
στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς
σχέσεις της χώρας. Αν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου, ο υπαίτιος

640
καταδικάζεται τουλάχιστον* σε φυλάκιση έξι μηνών και σε χρηματική ποινή τουλάχιστον
"πεντακοσίων ενενήντα (590) Ε ".
2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

Σχόλια: * Από προφανή παραδρομή του νομοθέτη, τέθηκε, κατά τη μεταγλώττιση, η λέξη "τουλάχιστον" μετά
τη λέξη "καταδικάζεται", αντί -ορθώς- μετά τη λέξη "φυλάκιση". Πρβλ. κείμενο καθαρεύουσας: "καταδικάζεται εις
φυλάκισιν τουλάχιστον δύο ετών".

192
Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες
μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή.

193 -
1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 35 με πρόθεση ή από αμέλεια, περιάγει τον
εαυτό του σε κατάσταση μέθης που αποκλείει κατά το άρθρο 34 την ικανότητα για καταλογισμό και
σ' αυτή την κατάσταση γίνεται υπαίτιος πράξης, η οποία αλλιώς θα του είχε καταλογιστεί ως
κακούργημα ή πλημμέλημα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών αν η πράξη είναι πλημμέλημα,
και με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη είναι κακούργημα.
2. Αν η πράξη διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο μετά την
υποβολή της.

194 - Π
Όποιος με σκοπό την αποδοκιμασία δικαστικής απόφασης με την οποία επιβλήθηκε χρηματική
ποινή ή αποζημίωση ή δικαστικά έξοδα προσκαλεί δημόσια σε συνεισφορά για την καταβολή τους ή
δημοσιεύει τα ονόματα συνδρομητών για τέτοιο σκοπό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με
χρηματική ποινή.

195 -
Όποιος χωρίς δικαίωμα καταρτίζει ένοπλη ομάδα που δεν αποβλέπει στη διάπραξη εγκλημάτων,
την εφοδιάζει με πολεμοφόδια ή αναλαμβάνει την αρχηγία της, καθώς και εκείνος που συμμετέχει
σε τέτοια ομάδα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

196 -
θρησκευτικός λειτουργός που κατά την ενάσκηση των έργων του ή δημόσια και με την ιδιότητά
του προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε εχθροπάθεια κατά της πολιτειακής εξουσίας ή άλλων
πολιτών τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

197 - Δ
1. Όποιος χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη εμποδίζει αυθαίρετα τις συνεδριάσεις
υπηρεσιακού συλλόγου συγκροτημένου σύμφωνα με το νόμο για τη διεξαγωγή δημόσιων
υποθέσεων ή πολιτικού κόμματος που λειτουργεί νόμιμα ή σωματείου αναγνωρισμένου σύμφωνα
με το νόμο ή των αρχών τους ή των αρχών και συμβουλίων κάποιου καθιδρύματος ή τις
διαταράσσει σοβαρά με διέγερση θορύβου ή αταξίας ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Αν η πράξη που τελέστηκε αφορά συνεδρίαση δικαστηρίου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον
έξι μηνών.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΔΟΜΟ
ΕΠΙ Ο Η ΤΗΣ ΡΗΣ Ε ΤΙ ΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

198 -
1. ε φυλάκιση μέχρι δύο ετών τιμωρείται όποιος δημόσια και κακόβουλα βρίζει με
οποιονδήποτε τρόπο το εό.
2. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ.1, εκδηλώνει δημόσια με βλασφημία έλλειψη
σεβασμού προς τα θεία, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.

641
199 -
Όποιος δημόσια και κακόβουλα καθυβρίζει με οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική ρθόδοξη
Εκκλησία του ριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών.

200 - Δ
1. Όποιος κακόβουλα προσπαθεί να εμποδίσει ή με πρόθεση διαταράσσει μιαν ανεκτή κατά το
πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος μέσα σε εκκλησία ή σε τόπο ορισμένο για θρησκευτική
συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευμα, ενεργεί υβριστικά ανάρμοστες πράξεις.

201 - Π
Όποιος αφαιρεί αυθαίρετα* νεκρό ή μέλη του ή την τέφρα του, από εκείνους που έχουν δικαίωμα
να τα φυλάξουν ή ενεργεί πράξεις υβριστικά ανάρμοστες σχετικές με αυτά ή με τάφο τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Σχόλια: * "αυτογνωμόνως", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

Ε Α ΑΙΟ Ο ΔΟΟ
Ε ΗΜΑΤΑ ΠΟ ΑΝΑ ΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΙ ΤΙ Η ΠΗΡΕΣΙΑ ΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟ ΡΕ ΣΗ ΙΑ
ΣΤΡΑΤΕ ΣΗ

202 - Δ
1. Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο και με πρόθεση προκαλεί ή διεγείρει πρόσωπο που υπηρετεί
στο στρατό να παραβεί υπηρεσιακή υποχρέωση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκαλεί ή διεγείρει πρόσωπο που έχει
υποχρέωση να στρατευθεί να μην υπακούσει στην πρόσκληση όταν το καλέσουν στο στρατό.
3. Όποιος σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης ή γενικής επιστράτευσης διαπράξει τις πράξεις
που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
4. ι ποινές αυτού του άρθρου επιβάλλονται, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη
διάταξη.

203 - Τ
1. Όποιος με πρόθεση και για να αποφύγει τη στράτευση καθιστά μόνος ή με τη βοήθεια άλλου
τον εαυτό του ανίκανο για την υπηρεσία στο στρατό με ακρωτηριασμό, ή με οποιονδήποτε άλλο
τρόπο, ολικά ή μερικά, διαρκώς ή πρόσκαιρα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Το
δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.
2. ε την ίδια ποινή φυλάκισης και με χρηματική ποινή, αν με άλλη διάταξη δεν τιμωρείται η
πράξη βαρύτερα, τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκαλεί τέτοια ανικανότητα σε άλλον με την
θέλησή του.
3. Όποιος σε καιρό πολέμου, ένοπλης στάσης ή γενικής επιστράτευσης τελεί τις πράξεις που
αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν η πράξη
δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

204 - Α
Όποιος μεταχειρίζεται απατηλά μέσα για ν' αποφύγει ο ίδιος ή κάποιος άλλος, ολικά ή μερικά,
διαρκώς ή πρόσκαιρα, την υποχρέωση για στράτευση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν
η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει και στέρηση
των πολιτικών δικαιωμάτων.

205 - Π
1. Όποιος φεύγει στην αλλοδαπή χωρίς άδεια και για να αποφύγει τη στράτευση, καθώς και
όποιος βρίσκεται στην αλλοδαπή και δεν προσέρχεται εγκαίρως για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές
του υποχρεώσεις, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή, αν η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
2. Όποιος φεύγει στην αλλοδαπή χωρίς τη σχετική άδεια που απαιτεί ο στρατολογικός νόμος
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή.

642
206 - Σ
Όποιος στρατολογεί λληνα πολίτη για στρατιωτική υπηρεσία σε ξένο κράτος, καθώς και όποιος
τον βοηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

207 - Π
"Όποιος παραποιεί ή νοθεύει μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή
εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα
κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε
κυκλοφορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται, αποδέχεται, εισάγει, εξάγει, μεταφέρει ή
κατέχει τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και
χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών και με χρηματική ποινή".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2948/2001 (Α'
242/19.10.2001).

208 -
"1. Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία παραχαραγμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα
οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής σαν γνήσιο, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης
κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους
αρμόδιους φορείς, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή. Σε ιδιαίτερα
ελαφρές περιπτώσεις τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή".
2. Αν όμως ο υπαίτιος ή αντιπρόσωπός του είχε δεχθεί το νόμισμα σαν γνήσιο, του επιβάλλεται
φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται, αν ο υπαίτιος ενήργησε
εκτελώντας εντολή εκείνου στον οποίο δόθηκε το νόμισμα σαν γνήσιο, όταν βρίσκεται σε σχέση
εξάρτησης με τον εντολέα ή ζει μαζί του στην ίδια κατοικία.

Σχόλια: - Η παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 2948/2001
(Α' 242/19.10.2001).

208 Α
"Όποιος με πρόθεση κατασκευάζει, προμηθεύεται, κατέχει ή θέτει σε κυκλοφορία μεταλλικό
νόμισμα ή χαρτονόμισμα είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας τους είτε κατά το
διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς και για την
κατασκευή του οποίου έχουν χρησιμοποιηθεί νόμιμες εγκαταστάσεις και υλικά, χωρίς όμως την
άδεια της αρμόδιας αρχής ή καθ' υπέρβαση του σχετικού δικαιώματος, τιμωρείται με τις ποινές της
παραγράφου 1 του άρθρου 208".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθ. 8 του ν. 2948/2001 (Α' 242/19.10.2001).

209 -
Όποιος με κοπή, τρύπημα ή ρίνισμα ή με άλλον τρόπο ελαττώνει την εσωτερική αξία του
μεταλλικού νομίσματος με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν να είχε πλήρη την εσωτερική του
αξία, καθώς και εκείνος που προμηθεύεται κίβδηλο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.

210 -
1. Όποιος με πρόθεση θέτει σε κυκλοφορία νόμισμα κίβδηλο σαν να είχε πλήρη την εσωτερική
του αξία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή.
2. Αν όμως ο υπαίτιος ή ο αντιπρόσωπός του είχε δεχθεί το νόμισμα αυτό σαν γνήσιο, του
επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν ο υπαίτιος
ενήργησε εκτελώντας εντολή εκείνου στον οποίο δόθηκε το νόμισμα σαν γνήσιο, όταν βρίσκεται σε
σχέση εξάρτησης με τον εντολέα ή ζει μαζί του στην ίδια κατοικία.

643
211 - Π
"Όποιος με σκοπό να διαπράξει κάποιο από τα εγκλήματα των άρθρων 207 και 209
κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εργαλεία, αντικείμενα, προγράμματα ηλεκτρονικών
υπολογιστών ή άλλα μέσα, χρήσιμα γι' αυτόν το σκοπό, καθώς και ολογραφήματα ή λοιπά
συστατικά στοιχεία του νομίσματος, τα οποία χρησιμεύουν για την προστασία από την
παραχάραξη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθ. 8 του ν. 2948/2001 (Α'
242/19.10.2001).

212
Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου καταστρέφει
με την ελεύθερη θέλησή του τα αντικείμενα που αναφέρονται σ' αυτό πριν τα χρησιμοποιήσει.

213 - Δ
1. Η δήμευση των παραχαραγμένων ή κίβδηλων νομισμάτων και των μέσων, σκευών και
εργαλείων του άρθρου 211 διατάσσεται και αν ακόμα δεν διωχθεί και καταδικασθεί ορισμένο
πρόσωπο και ανεξάρτητα από το αν αυτά ανήκουν ή όχι στον αυτουργό ή το συναίτιο της
παραχάραξης ή κιβδηλείας.
2. Αν όμως ο κύριος των νομισμάτων ή του υλικού από το οποίο κατασκευάστηκαν είναι
αποδεδειγμένα αμέτοχος στην παραχάραξη ή την κιβδηλεία, τα νομίσματα αχρηστεύονται ως
νομίσματα και αποδίδονται ύστερα από αυτό στον κύριο.

214 - Τ '
ια την εφαρμογή των διατάξεων του κεφαλαίου αυτού εξομοιώνονται με το χαρτονόμισμα τα
τραπεζογραμμάτια, οι ομολογίες που περιέχουν υπόσχεση πληρωμής ορισμένου χρηματικού
ποσού, οι μετοχές, οι προσωρινοί τίτλοι μετοχών, τα τοκομερίδια, οι μερισματαποδείξεις ή οι
αποδείξεις για την ανανέωση τέτοιων μερισμάτων, αν αυτοί οι τίτλοι είναι στον κομιστή και
εκδόθηκαν από κάποιον που είχε το δικαίωμα να τους εκδώσει ή φαίνονται ότι εκδόθηκαν από
τέτοιο πρόσωπο.

215 - Π
Όποιος θέτει παράνομα σε κυκλοφορία στην Ελλάδα ανώνυμες ομολογίες που περιέχουν
υπόσχεση πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

215 Α
"1. Όποιος παράγει, πωλεί, εισάγει ή διανέμει για πώληση ή για άλλους εμπορικούς σκοπούς
μετάλλια ή μάρκες τα οποία: α) φέρουν στην όψη τους όρους "ευρώ" ή "λεπτά ευρώ" ή το σύμβολο
του ευρώ, ή β) έχουν μέγεθος εντός των ορίων αναφοράς, όπως αυτά προσδιορίζονται σύμφωνα
με την περίπτωση στ' του άρθρου 1 του Κανονισμού 2182/2004 του Συμβουλίου της 6ης
Δεκεμβρίου 2004 (E.E.L. 373/1/21.12.2004) ή γ) φέρουν στην όψη τους οποιοδήποτε σχέδιο που
είναι παρόμοιο με εκείνο των εθνικών εμπρόσθιων όψεων ή των κοινών οπίσθιων όψεων των
κερμάτων ευρώ ή είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με το σχέδιο της στεφάνης των κερμάτων των 2
ευρώ, τιμωρείται με χρηματική ποινή από Ε 1.000 έως Ε 20.000.
2. ι ανωτέρω πράξεις δεν τιμωρούνται όταν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις, που προβλέπονται στο
άρθρο 3 του πιο πάνω Κανονισμού ή έχει χορηγηθεί ειδική άδεια, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4
του ιδίου ως άνω Κανονισμού.
3. ε την ίδια χρηματική ποινή τιμωρούνται και όσοι συνεχίσουν να χρησιμοποιούν πέραν του
τέλους του 2009 τα μετάλλια και τις μάρκες που εκδόθηκαν πριν την 21 Δεκεμβρίου 2004 και δεν
πληρούν τους όρους που θεσπίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 του Κανονισμού".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 2 του πδ 221/2005 (Α' 263/21.10.2005).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΑ ΠΟΜΝΗΜΑΤΑ

216 - . Π
1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του
άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.
644
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό
ή νοθευμένο έγγραφο.
3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του
ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των
"εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ε ". " ε την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που
διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική
ζημία υπερβαίνουν το ποσό των "δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) Ε ".

Σχόλια: - Η εντός " " φράση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με
την περ. α της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999), ενώ το εντός " " δεύτερο εδ. της ιδίας
παρ. (3) προστέθηκε με την περ. β' της παρ. 2 του ιδίου άρθρου 14. Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του
άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου:
"1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375
και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και
το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο
Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000
ευρώ],επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο
ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης
αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το
άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του
Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου".

217 - Π
1. Όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο
αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο
που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο
πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος χρησιμοποιεί για τον ίδιο σκοπό τέτοιο έγγραφο, που είναι
γνήσιο, είχε εκδοθεί όμως για άλλον.

218 - Π
1. Όποιος: α) καταρτίζει πλαστά ή νοθεύει επίσημα ένσημα δηλωτικά αξίας, ιδίως ταχυδρομικά ή
χαρτόσημα ή άλλα φορόσημα, με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει σαν γνήσια˙ β) εν γνώσει τα
χρησιμοποιεί σαν γνήσια˙ γ) τα προμηθεύεται γι' αυτόν το σκοπό ή τα προσφέρει στην αγορά ή τα
εισάγει σε κυκλοφορία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2. Όποιος εν γνώσει ξαναχρησιμοποιεί επίσημα ένσημα δηλωτικά αξίας, που είχαν ήδη
χρησιμοποιηθεί ή τα αποκτά με σκοπό να τα ξαναχρησιμοποιήσει προσφέροντάς τα στην αγορά ή
εισάγοντάς τα σε κυκλοφορία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
3. Όποιος με σκοπό να εκτελέσει κάποια από τις παραπάνω πράξεις κατασκευάζει,
προμηθεύεται ή παραδίδει σε άλλον μέσα, σκεύη ή εργαλεία χρήσιμα για το σκοπό αυτόν τιμωρείται
με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
4. Το δικαστήριο διατάσσει τη δήμευση των πλαστών ενσήμων, εκείνων που έχουν
ξαναχρησιμοποιηθεί και εκείνων που προορίζονται να ξαναχρησιμοποιηθούν˙ μπορεί επίσης να
διατάξει τη δήμευση των σκευών και εργαλείων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο
και όταν δεν διώκεται ή δεν καταδικάζεται ορισμένο πρόσωπο.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που
προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα
άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται
κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα
που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει
το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν
ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του
εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον
ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω
εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου".

645
219
Η διάταξη του άρθρου 212 εφαρμόζεται ανάλογα και στις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο
218 παρ.3.

220 - .
1. Όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό
που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για
να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι
δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα από τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία.
2. Αν όμως υπάρχουν οι όροι του άρθρου 216 παρ. 3, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών.
221 - .
1. ιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, φαρμακοποιοί, χημικοί και μαίες που εν γνώσει εκδίδουν
ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή
κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή σε μια ασφαλιστική επιχείρηση ή που
μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα άλλου προσώπου τιμωρούνται με
φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. Αν οι ψευδείς αυτές πιστοποιήσεις προορίζονται
για δικαστική χρήση, αυτοί που τις εκδίδουν τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και
χρηματική ποινή, με στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 63 αριθμ. 1,
ως και με απαγόρευση ασκήσεως του επαγγέλματός τους για χρονικό διάστημα από ένα μήνα
μέχρι έξι μήνες.
2. ε φυλάκιση μέχρι ενός έτους τιμωρείται όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή πιστοποίηση για
να εξαπατήσει δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή
ασφαλιστική επιχείρηση. Αν έγινε δικαστική χρήση της ανωτέρω ψευδούς πιστοποίησης, ο διάδικος
που έκαμε τη χρήση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

Σχόλια: - Το τελευταίο εδάφιο της παρ.1 του παρόντος προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν.1941/1991 ΦΕΚ Α'
41.

222 - .
Όποιος με σκοπό να βλάψει άλλον αποκρύπτει, βλάπτει ή καταστρέφει έγγραφο του οποίου δεν
είναι κύριος ή δεν είναι αποκλειστικά κύριος ή που άλλος έχει δικαίωμα, κατά τις διατάξεις του
αστικού δικαίου, να ζητήσει την παράδοση ή την επίδειξή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών.

223 - . Μ
1. Όποιος, με σκοπό να βλάψει άλλον, αφαιρεί, καθιστά αγνώριστα, μετατοπίζει ή ψευδώς
τοποθετεί ορόσημα ή άλλα σημάδια που χρησιμεύουν για τον καθορισμό ορίων ή του ύψους και της
διαίρεσης των υδάτων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Αν η πράξη έγινε χωρίς αυτόν τον σκοπό, με πρόθεση όμως, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι
τριών μηνών ή χρηματική ποινή.

Ε Α ΑΙΟ ΕΝΔΕ ΑΤΟ


Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙ ΑΙΟΣ ΝΗΣ

224 -
"1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους."
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής
αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει
του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια.
3. Εξομοιώνονται με τον όρκο η διαβεβαίωση των κληρικών στην ιεροσύνη τους, η διαβεβαίωση
που επιτρέπει ο νόμος αντί για όρκο στους οπαδούς θρησκευμάτων που δεν επιτρέπουν όρκο,
καθώς και κάθε άλλη βεβαίωση που αναπληρώνει τον όρκο, κατά τις διατάξεις της δικονομίας.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3327/2005 (Α'
70/11.3.2005).

646
225 -
"1. ε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται:
α) όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί
τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια,
β) όποιος δηλώνει πως είναι έτοιμος να δώσει στο δικαστήριο ψευδή όρκο, που όμως δεν έδωσε,
γιατί ο αντίδικος τον δέχτηκε σαν δοσμένο.
2. ε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, σε κάθε άλλη
περίπτωση, όταν εξετάζεται από κάποια αρχή ή από εξουσιοδοτημένο όργανό της ή όταν
αναφέρεται σε αυτήν, εκθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. ε την
ίδια ποινή τιμωρείται όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον κάποιας αρχής και αρνείται επίμονα
να δώσει τη μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3327/2005 (Α'
70/11.3.2005).

226 - . .
"1. Όποιος ως πραγματογνώμονας ή διερμηνέας εν γνώσει εκθέτει με όρκο ψέματα ή αποκρύπτει
την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών."
2. Η διάταξη του άρθρου 67 εφαρμόζεται αναλόγως και σ' αυτή την περίπτωση.
"3. Αν η ψευδής γνωμοδότηση του πραγματογνώμονα ή η ψευδής μετάφραση του διερμηνέα
έγιναν χωρίς όρκο, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών."

Σχόλια: - Οι παρ. 1 και 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 3 και 4 αντιστοίχως του άρθρου 1 του ν.
3327/2005 (Α' 70/11.3.2005).

227
"1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224 και 226 παρ. 1 επιβάλλεται στον υπαίτιο και στέρηση
πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη."
2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 225 η πράξη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος με την ελεύθερη
θέλησή του ανακάλεσε ενώπιον της ίδιας αρχής την ψευδή έκθεση με νέα του έκθεση. Η ανάκληση
αυτή δεν απαλλάσσει από την ποινή τον υπαίτιο, αν η αρχή έχει ήδη εκδώσει απόφαση ή αν
επήλθε σε άλλον κάποια έννομη επιβλαβής συνέπεια.
3. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 224 παρ.2 και 225 τις τέλεσε για να αποφύγει ποινική
ευθύνη, είτε δική του είτε κάποιου από τους οικείους του, το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει
από κάθε ποινή.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3327/2005 (Α'
70/11.3.2005).

228 - Π
1. Όποιος με πρόθεση παρασύρει κάποιον να δώσει από πλάνη ψευδή όρκο, σύμφωνα με όσα
αναφέρονται στο άρθρο 224, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν τιμωρείται
αυστηρότερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία.
2. Όποιος προσπαθεί με οποιοδήποτε μέσο να πείσει κάποιον να διαπράξει το έγκλημα των
άρθρων 224 και 226 παρ.1, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

229 -
"1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι
τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι'
αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους."
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον ίδιο σκοπό εν γνώσει και ψευδώς καθιστά άλλον
ύποπτο στην αρχή για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση υποβάλλοντας, αλλοιώνοντας ή
αποκρύπτοντας κάποιο αποδεικτικό μέσο.
3. Το δικαστήριο με αίτηση του παθόντος μπορεί να του επιτρέψει να δημοσιεύσει την απόφαση
με έξοδα του καταδικασμένου*.
4. Το δικαίωμα για τη δημοσίευση με έξοδα του καταδικασμένου* αποσβήνεται αν η δημοσίευση
δεν γίνει μέσα σε τρεις μήνες από την επίδοση της τελεσίδικης απόφασης στον παθόντα.

647
Σχόλια: * Ορθότερον: "καταδικασθέντος".- Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου
1 του ν. 3327/2005 (Α' 70/11.3.2005).

230
Όποιος, χωρίς να καθιστά άλλον ύποπτο, παριστάνει εν γνώσει του ψευδώς στην αρχή ότι
τελέστηκε κάποιο κακούργημα ή πλημμέλημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

231 -
1. Όποιος εν γνώσει ματαιώνει τη δίωξη άλλου για κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε ή
την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε ή του μέτρου ασφάλειας (άρθρα 69-76 και 122)
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2. Η υπόθαλψη μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος την τέλεσε υπέρ κάποιου οικείου του.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών
που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα
άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται
κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα
που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει
το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ], επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν
ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του
εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον
ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω
εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. Με τας εν τη προηγουμένη παραγράφω ποινάς, ηλαττωμένας
κατά το εν άρθρ. 83 του Κώδικος μέτρον, τιμωρούνται και οι ένοχοι των εν άρθρ. 231, 232 και 394 πράξεων, εφ'
όσον αύτοι διαπράττονται εν σχέσει προς αδικήματα περί ων η προηγουμένη παράγραφος".

232 - Π
1. Όποιος, ενώ έμαθε με τρόπο αξιόπιστο ότι μελετάται κακούργημα ή ότι άρχισε ήδη η εκτέλεσή
του, και σε χρόνο τέτοιον ώστε να μπορεί ακόμα να προληφθεί η τέλεση ή το αποτέλεσμά του,
παραλείπει να το αναγγείλει εγκαίρως στην αρχή, τιμωρείται, αν το κακούργημα τελέστηκε ή έγινε
απόπειρά του, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ανεξάρτητα αν ο δράστης τιμωρηθεί.
2. Η παράλειψη αυτή μένει ατιμώρητη αν η αναγγελία στην αρχή θα αφορούσε πρόσωπο οικείο
εκείνου που την παρέλειψε.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών
που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα
άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται
κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα
που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει
το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ], επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν
ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του
εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον
ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω
εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. Με τας εν τη προηγουμένη παραγράφω ποινάς, ηλαττωμένας
κατά το εν άρθρ. 83 του Κώδικος μέτρον, τιμωρούνται και οι ένοχοι των εν άρθρ. 231, 232 και 394 πράξεων, εφ'
όσον αύτοι διαπράττονται εν σχέσει προς αδικήματα περί ων η προηγουμένη παράγραφος".

232 Α
"1. Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε
διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη
που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη
βούλησή του ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη
και Δημοσίου ή .Τ.Α. ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται όταν η πράξη συνίσταται στην
αποκατάσταση της έγγαμης συμβίωσης ή εξαρτάται από την ύπαρξη στο πρόσωπο του
αρνούμενου να συμμορφωθεί ιδιαίτερων προ ποθέσεων για να ασκήσει τις τεχνικές, καλλιτεχνικές
ή επιστημονικές ικανότητές του και η άρνησή του δεν οφείλεται σε δυστροπία του."
648
Σχόλια: Το παρόν άρθρο, προστεθέν αρχικά με το άρθρο 7 του ν. 1941/1991 (Α' 41/18.3.1991) και
καταργηθέν στη συνέχεια με την περ. α) της παρ. 9 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α' 207/16.12.1993),
προστέθηκε εκ νέου με την παρ. 9 του άρθρου 2 του ν. 2479/1997 (Α' 67/6.5.1997).

233 - Α
Δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεσή του εκείνον, των συμφερόντων
του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, ή που στην ίδια ένδικη υπόθεση βοηθεί με
συμβουλές ή με παροχή υπηρεσίας και τους δύο διαδίκους, είτε ταυτόχρονα είτε διαδοχικά,
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν όμως ενήργησε αφού συνεννοήθηκε με αυτούς που
έχουν αντίθετα συμφέροντα ή επιδιώκοντας κέρδος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον** τριών
μηνών.

Σχόλια: * "δικηγόρου", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.** Προφανώς από αβλεψία του νομοθέτη, δεν
τέθηκε κατά τη μεταγλώττιση η λέξη "τουλάχιστον" [βλ. διόρθωση σφαλμάτων (Α' 82/20.6.1986, αριθ. 8)].

234 - Π
ε φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος με οποιονδήποτε τρόπο
δημοσιεύει έκθεση για κάποια δικαστική συνεδρίαση που έχει διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών ή
οποιοδήποτε έγγραφο τέτοιας δίκης, εκτός αν το δικαστήριο στο οποίο διεξάγεται η δίκη επιτρέψει
τη δημοσίευση.

Ε Α ΑΙΟ Δ ΔΕ ΑΤΟ
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΗΝ ΠΗΡΕΣΙΑ

235 - Π .
"Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των
καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο,
ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια
ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2000 (Α'
47/3.3.2000). Προσοχή 1: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950: "1. Στον ένοχο των
αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του
Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή
κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το
όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή
στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η
ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε
επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η
ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του
Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου". Προσοχή 2: Σύμφωνα με το
άρθρο τέταρτο του ν. 2802/2000 (Α' 47/3.3.200): "1. Το αδίκημα της δ ω ρ ο δ ο κ ί α ς, όταν τελείται από ή προς
τα Μέλη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Δικαστηρίου ή του
Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τιμωρείται όπως
εκείνο που τελείται από ή προς τους Υπουργούς της Ελληνικής Κυβέρνησης, τα εκλεγμένα μέλη της Ελληνικής
Βουλής και τα μέλη των Ελληνικών Ανωτάτων Δικαστηρίων, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δ ε ν
εφαρμόζονται όμως οι ειδικές δικονομικές διατάξεις περί ευθύνης των Υπουργών και οι λοιπές διατάξεις που
αναφέρονται στη δίωξη και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Τα εν λόγω πρόσωπα δωσιδικούν ενώπιον του
δικαστηρίου των εφετών".

236 - Ε .
" ε την ποινή του άρθρου 235 τιμωρείται όποιος υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή με
τη μεσολάβηση τρίτου, οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα για τον εαυτό του ή για τρίτο, προκειμένου
ο υπάλληλος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που
ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Η πράξη μένει ατιμώρητη, αν αυτός με δική του
θέληση και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε για την πράξη την αναγγείλει στον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο ή άλλη αρμόδια αρχή, εγχειρίζοντας
έγγραφη αναφορά ή προφορικά οπότε συντάσσεται σχετική έκθεση. Στην περίπτωση αυτή το δώρο
ή το ωφέλημα που τυχόν κατασχέθηκε ή έχει παραδοθεί στον ανακριτή αποδίδεται σε αυτόν που το
έδωσε και δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 238".

649
Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2000 (Α'
47/3.3.2000). Προσοχή 1: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών
που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα
άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται
κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα
που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει
το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν
ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του
εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον
ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω
εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου". Προσοχή 2: Σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο του ν. 2802/2000 (Α'
47/3.3.200) περί κυρώσεως της συμβάσεως για την καταπολέμηση της δωροδοκίας υπαλλήλων των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Κρατών - Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: "1. Το αδίκημα της δ ω ρ ο δ ο κ ί α
ς, όταν τελείται από ή προς τα Μέλη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου, του Δικαστηρίου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την άσκηση των
καθηκόντων τους, τιμωρείται όπως εκείνο που τελείται από ή προς τους Υπουργούς της Ελληνικής Κυβέρνησης,
τα εκλεγμένα μέλη της Ελληνικής Βουλής και τα μέλη των Ελληνικών Ανωτάτων Δικαστηρίων, κατά την άσκηση
των καθηκόντων τους. Δ ε ν εφαρμόζονται όμως οι ειδικές δικονομικές διατάξεις περί ευθύνης των Υπουργών
και οι λοιπές διατάξεις που αναφέρονται στη δίωξη και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Τα εν λόγω πρόσωπα
δωσιδικούν ενώπιον του δικαστηρίου των εφετών".

237 - Δ
"1. Εκείνος που καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα ή ο διαιτητής, αν
απαιτήσουν ή δεχθούν δώρα ή άλλα ωφελήματα που δεν δικαιούνται ή την υπόσχεση ότι θα τα
λάβουν με το σκοπό να διεξαχθεί ή να κριθεί μια υπόθεση που τους έχει ανατεθεί υπέρ ή εναντίον
κάποιου, τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή από εκατό χιλιάδες έως
ένα εκατομμύριο ευρώ.
2. ε κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος για το σκοπό που αναφέρθηκε προσφέρει,
υπόσχεται, διαμεσολαβεί ή δίνει τέτοια δώρα ή ωφελήματα σε κάποιο από τα πρόσωπα της
παραγράφου 1 ή σε οικείο τους."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 3327/2005 (Α'
70/11.3.2005).

238 - Δ
Στις περιπτώσεις των άρθρων 235, 236, 237 η απόφαση διατάσσει να δημευθούν τα δώρα που
δόθηκαν ή η αξία τους.

239 -
πάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση αξιόποινων πράξεων: α)
αν μεταχειρίστηκε παρανόμως εκβιαστικά μέσα για να πετύχει οποιαδήποτε έγγραφη ή προφορική
κατάθεση κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον
ενός έτους, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τα άρθρα 137Α και 137Β˙ β) αν εν
γνώσει του εξέθεσε σε δίωξη ή τιμωρία κάποιον αθώο ή παρέλειψε να διώξει κάποιον υπαίτιο ή
προκάλεσε την απαλλαγή του από την τιμωρία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

240 - Π
1. πάλληλος στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η εκτέλεση των ποινών τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός μηνός αν εν γνώσει του εκτέλεσε παράνομα ποινή ή αν παρέλειψε την
εκτέλεσή της.
2. Αν όμως η παράνομη εκτέλεση προήλθε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους
ή χρηματική ποινή.

241 - Π
πάλληλος που, χρησιμοποιώντας την υπαλληλική του ιδιότητα, εισέρχεται στην κατοικία άλλου
χωρίς ο άλλος να το θέλει, εκτός από τις περιπτώσεις όπου το προβλέπει ο νόμος και χωρίς τις
νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών.

650
242 - , .
1. πάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων* δημόσιων
εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει
έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπάλληλος ο οποίος με πρόθεση νοθεύει, καταστρέφει, βλάπτει
ή υπεξάγει έγγραφο που του εμπιστεύθηκαν ή του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του.
3. Αν όμως ο υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 και 2 είχε σκοπό να
προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται
κάθειρξη, "εάν <<το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη>> υπερβαίνουν το ποσό των "εβδομήντα
τριών χιλιάδων (73.000) Ε " ".
4. ε την ποινή της παρ. 1 τιμωρείται όποιος εν γνώσει του χρησιμοποιεί το έγγραφο που είναι
πλαστό ή νοθευμένο ή έχει υπεξαχθεί.

Σχόλια: * Από αβλεψία του νομοθέτη, δεν τέθηκε κατά τη μεταγλώττιση η λέξη "ορισμένων", που υπήρχε στο
κείμενο της καθαρεύουσας [βλ. διόρθωση σφαλμάτων (Α' 82/20.6.1986, αριθ. 10)].- Η εντός << >> φράση της
παρ. 3 του παρόντος άρθρου, όπως είχε συμπληρωθεί με την περ. β' της παρ. 7 του άρθρ. 1 του ν. 2408/1996
(Α' 104/4.6.1996), προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 14 του ν. 2721/99 (Α' 112/3.6.1999).Προσοχή 1:
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που προβλέπονται για τους
καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236,
237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ.
263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή
οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000"
δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές
περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του
είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που
προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα
στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου". Προσοχή 2: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται από τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

243 - Π
πάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν
κατά την έκδοση ή τη σύνταξή τους παραλείπει να βεβαιωθεί για την ταυτότητα του προσώπου που
αναφέρεται στο έγγραφο όταν και όπως απαιτεί ο νόμος, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών
μηνών.

244 -
πάλληλος που εν γνώσει εισπράττει φόρους, δασμούς, τέλη ή άλλα φορολογήματα, δικαστικά
έξοδα ή οποιαδήποτε δικαιώματα που δεν οφείλονται τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών.

245
1. ι ποινές του άρθρου 244 επιβάλλονται και στους υπαλλήλους οι οποίοι αφήνουν στους
γραφείς ή βοηθούς που οι ίδιοι διορίζουν να κάνουν κάποια από τις εισπράξεις που αναφέρονται
στο άρθρο 244, αν αυτοί εν γνώσει του υπαλλήλου εισέπραξαν ποσό που δεν οφείλεται.
2. Αν αυτοί οι γραφείς και οι βοηθοί εισέπραξαν ένα ποσό εν γνώσει ότι δεν οφείλεται,
τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

246
ε φυλάκιση τιμωρείται ο υπάλληλος που, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 258, κατά την
παράδοση χρημάτων ή άλλων πραγμάτων παρακρατεί εν γνώσει και με πρόθεση όλα ή μέρος από
τα χρήματα ή πράγματα που πρέπει να παραδώσει.

651
Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

247 - Α
1. Δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι τρεις τουλάχιστον σε κοινή σύσκεψη με κοινή απόφαση και με
σκοπό να εμποδίσουν ή να διακόψουν τη λειτουργία κάποιας δημόσιας υπηρεσίας: α) ζήτησαν την
παραίτησή τους από την υπηρεσία ή β) εγκατέλειψαν την άσκηση της υπηρεσίας που τους είχε
ανατεθεί ή γ) παραμέλησαν την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ή δ) έρχονται με
οποιονδήποτε τρόπο σε συνεννόηση για να κηρύξουν απεργία ή απειλούν την κήρυξη απεργίας ή
με οποιονδήποτε τρόπο συνδέουν άμεσα ή έμμεσα την αποδοχή αιτημάτων με εγκατάλειψη των
έργων τους τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται και κάθε δημόσιος υπάλληλος που προσχωρεί εκ των υστέρων σε
κάποια από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. έλη του διοικητικού συμβουλίου σωματείου ή ένωσης δημόσιων υπαλλήλων, τα οποία
αποφάσισαν την κήρυξη απεργίας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με
χρηματική ποινή. ια την καταβολή της χρηματικής ποινής ευθύνεται το σωματείο ή η ένωση εις
ολόκληρον με αυτούς που καταδικάστηκαν.
4. Η καταδίκη σε οποιαδήποτε ποινή για κάποια από τις πράξεις των παρ. 1-3 συνεπάγεται και
την πρόσκαιρη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 61-65).

248 - Π
Ταχυδρομικός υπάλληλος που παράνομα ανοίγει, υπεξάγει ή καταστρέφει επιστολή ή άλλο
αντικείμενο εμπιστευμένο στο ταχυδρομείο και που του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του ή ο
οποίος εν γνώσει επιτρέπει σε άλλον να επιχειρήσει μια τέτοια πράξη ή τον βοηθεί σ' αυτό ή
γνωστοποιεί σε τρίτον το περιεχόμενο ενός κλειστού τέτοιου αντικειμένου, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους.

249 - Π
Τηλεγραφικός υπάλληλος που παράνομα ανοίγει, υπεξάγει ή καταστρέφει τηλεγράφημα
εμπιστευμένο σε τηλεγραφικό γραφείο που του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του, ή εν γνώσει
επιτρέπει σε άλλον να επιχειρήσει τέτοια πράξη ή τον βοηθεί σ' αυτό ή γνωστοποιεί σε τρίτον το
περιεχόμενο τέτοιου τηλεγραφήματος που γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

250 - Π
Τηλεφωνικός υπάλληλος που γνωρίζει λόγω της υπηρεσίας του το περιεχόμενο τηλεφωνήματος
και το γνωστοποιεί σε τρίτον ή που εν γνώσει του επιτρέπει σε τρίτον να ακούσει κάποια
τηλεφωνική ανακοίνωση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.

251 - Π
1. Όποιος καλείται κατά το νόμο να εκτελέσει δικαστικά καθήκοντα και γνωστοποιεί σε άλλον
απόρρητα από τη διάσκεψη ή την ψηφοφορία στην οποία πήρε μέρος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
δύο ετών.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος παρευρεθεί σε τέτοια διάσκεψη ή ψηφοφορία λόγω των
καθηκόντων του, αν γνωστοποιήσει σε άλλον τα απόρρητά της.

252 - Π
υπάλληλος που, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 248, 249, 250 και 251,
παραβαίνοντας τα καθήκοντά του γνωστοποιεί σε άλλον: α) πράγμα, το οποίο γνωρίζει μόνο λόγω
της υπηρεσίας του ή β) έγγραφο που του είναι εμπιστευμένο ή προσιτό λόγω της υπηρεσίας του,
αν τέλεσε κάποια από τις πράξεις αυτές με σκοπό να ωφεληθεί ο ίδιος ή να βλάψει το κράτος ή
κάποιον άλλο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
652
Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

253
ι παραβιάσεις απορρήτων των άρθρων 248 μέχρι και 252 τιμωρούνται και αν τελέστηκαν μετά
την αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

254 - Α
πάλληλος για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος να εξαιρεθεί σε κάποια υπόθεση και που εν
γνώσει του αποσιωπά το περιστατικό αυτό και ενεργεί σ' αυτήν την υπόθεση τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, αν η αποσιώπηση έγινε με σκοπό την αθέμιτη ωφέλεια του
ίδιου ή άλλου ή τη βλάβη άλλου.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

255 - Α
πάλληλος που, άμεσα ή έμμεσα και ιδίως χρησιμοποιώντας άλλο πρόσωπο ή με πράξεις
συγκαλυμμένες, πήρε μέρος σε πλειστηριασμό, μίσθωση, δημοπρασία ή σε οποιαδήποτε άλλη
πράξη στην οποία ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και
με χρηματική ποινή.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

256 - Α
πάλληλος που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή
άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του, και για να ωφεληθεί ο
653
ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι
εμπιστευμένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών˙ β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα
μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών˙ "γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: [α]**α) ο
υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα
μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των "δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) Ε " ή [β]**β) το
αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των "εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000)
Ε ".

Σχόλια: - Η εντός " " περ. γ) του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. α της παρ. 5 του
άρθρου 14 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999).** Προφανώς από αβλεψία του νομοθέτη δεν τέθηκαν τα μικρά
γράμματα "α" και "β" αντιστοίχως ως υποδιαίρεση της περ. γ) του παρόντος (εκτός αν οι περιπτώσεις α), β) και γ)
γραφούν με τονισμένο το αντίστοιχο γράμμα τους). Προσοχή 1: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.
1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο
των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του
Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή
κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το
όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή
στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η
ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε
επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η
ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του
Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου". Προσοχή 2: Σύμφωνα με
την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την
προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν
Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, που
έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και
τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται από τους εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών
υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253, 254, 255, 256, 257, 258, 259,
261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά την άσκηση των καθηκόντων
τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου
αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

257 - Ε
πάλληλος που χωρίς πρόθεση υπεξαίρεσης ή απιστίας τοκίζει ή μεταχειρίζεται κατ' άλλον
τρόπο για δικό του όφελος ή παραχωρεί σε άλλον για να χρησιμοποιηθούν χρήματα ή πράγματα
που του είναι εμπιστευμένα λόγω της υπηρεσίας του τιμωρείται με χρηματική ποινή ή φυλάκιση
μέχρις ενός έτους.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

258 -
πάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα
κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με
φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών˙ β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με
φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών˙ "γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: [α]**α) ο υπαίτιος
μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας
συνολικά ανώτερης των "δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) Ε " ή [ββ]*** το αντικείμενο της πράξης
έχει αξία μεγαλύτερη των "εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ε ".

Σχόλια: - Η εντός " " περ. γ) του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. β της παρ. 5 του
άρθρου 14 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999).** Προφανώς από αβλεψία του νομοθέτη δεν τέθηκε το μικρό
γράμμα "α" ως πρώτη υποδιαίρεση της περ. γ) του παρόντος (εκτός αν οι περιπτώσεις α), β) και γ) γραφούν με
654
τονισμένο το αντίστοιχο γράμμα τους). *** Προφανώς από αβλεψία του νομοθέτη δεν τέθηκε το στοιχείο "ββ)"
πριν από το άρθρο "το". Προσοχή 1: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των
ποινών που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που
προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα,
εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού
προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή
επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά
πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης
και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την
εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας
κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα
παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου". Προσοχή 2: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου
δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των
οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις
ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα
εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως
εκείνες που τελούνται από τους εθνικούς δημοσίους υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται
επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253, 254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού
Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή
παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται
βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

259 - Π
πάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να
προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον
άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική
διάταξη.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

260 - Α
Στρατιωτικός διοικητής, αξιωματικός ή υπαξιωματικός ή αστυνομικός υπάλληλος, ο οποίος
παραλείπει να συγκεντρώσει και να χρησιμοποιήσει την ένοπλη ή αστυνομική δύναμη που έχει στις
διαταγές του, αν και η αρμόδια πολιτική αρχή τον κάλεσε νόμιμα να το πράξει, τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

261 - Π
πάλληλος που προσπαθεί να πείσει άλλον υπάλληλο ο οποίος είναι υφιστάμενός του ή
βρίσκεται υπό τον υπηρεσιακό του έλεγχο να διαπράξει κάποιο από τα εγκλήματα των άρθρων 235
έως και 260 ή που εν γνώσει του τον ανέχεται να κάνει κάποιο από αυτά τα εγκλήματα τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη δεν υπάγεται σε άλλη διάταξη του ποινικού νόμου η οποία
την τιμωρεί με βαρύτερη ποινή.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

655
262 -
Αν ο υπάλληλος ασκώντας την υπηρεσία του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του γίνει με
πρόθεση υπαίτιος κακουργήματος ή πλημμελήματος που προβλέπεται σε άλλο κεφάλαιο του
Ποινικού Κώδικα, το ανώτατο όριο της ποινής που αναγράφει ο νόμος για την πράξη αυξάνεται
κατά το μισό˙ δεν μπορεί όμως να ξεπεράσει το ανώτατο όριο που είναι γενικά ορισμένο για το κάθε
είδος ποινής.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου δέκατου του ν. 2803/2000 (Α' 48/3.3.2000) περί
κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων: "1. Πράξεις ή παραλείψεις κοινοτικών υπαλλήλων κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους, που έχουν σχέση με τα εγκλήματα των άρθρων τέταρτο, πέμπτο και έκτο του
νόμου αυτού (2803/2000), διώκονται και τιμωρούνται όπως εκείνες που τελούνται οπό τους εθνικούς δημοσίους
υπαλλήλους. Επί των κοινοτικών υπαλλήλων εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις των άρθρων 242, 246, 252, 253,
254, 255, 256, 257, 258, 259, 261 και 262 του Ποινικού Κώδικα, κατά το μέρος που υπάγονται σε αυτές οι κατά
την άσκηση των καθηκόντων τους τελούμενες πράξεις ή παραλείψεις τους σε βάρος των οικονομικών
συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αν δεν τιμωρούνται βαρύτερα κατά τις διατάξεις των άρθρων
τέταρτο, πέμπτο και έκτο του νόμου αυτού (βλ. οικεία άρθρα)".

263
Όταν το δικαστήριο επιβάλλει φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών για κάποια από τις πράξεις
των άρθρων 235 μέχρι και 261, μπορεί συγχρόνως να απαγγείλει και πρόσκαιρη στέρηση των
πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρο 61).

263 Α
ια την εφαρμογή των άρθρων 235, 236, 239, 241, 242, 243, 245, 246, 252, 253, 255, 256, 257,
258, 259, 261, 262 και 263 υπάλληλοι θεωρούνται, εκτός από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο
13, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με
οποιαδήποτε ιδιότητα:
α) σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που ανήκουν στο Κράτος, σε οργανισμούς τοπικής
αυτοδιοίκησης ή σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και που εξυπηρετούν με
αποκλειστική ή προνομιακή εκμετάλλευση την προμήθεια ή την παροχή στο κοινό νερού,
φωτισμού, θερμότητας, κινητήριας δύναμης ή μέσων συγκοινωνίας ή επικοινωνίας ή μαζικής
ενημέρωσης,
β) σε τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή κατά το νόμο ή το καταστατικό τους,
γ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα
δημοσίου δικαίου και από νομικά πρόσωπα αναφερόμενα στα προηγούμενα εδάφια, εφόσον τα
ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή, αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία,
στο κεφάλαιό της ή τα ιδρυμένα αυτά νομικά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών
προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης,
δ) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να
διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τις πιο πάνω τράπεζες
επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών
που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα
άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται
κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα
που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει
το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ], επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν
ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του
εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον
ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω
εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. Με τας εν τη προηγουμένη παραγράφω ποινάς, ηλαττωμένας
κατά το εν άρθρ. 83 του Κώδικος μέτρον, τιμωρούνται και οι ένοχοι των εν άρθρ. 231, 232 και 394 πράξεων, εφ'
όσον αύτοι διαπράττονται εν σχέσει προς αδικήματα περί ων η προηγουμένη παράγραφος".

656
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
ΟΙΝ Σ ΕΠΙ ΙΝΔ ΝΑ Ε ΗΜΑΤΑ

264 - Ε
Όποιος με πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν
από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα˙ β) με κάθειρξη, αν από την
πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο˙ γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον
δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος.

265 - Ε
1. ε την επιφύλαξη της βαρύτερης τιμωρίας κατά τους όρους του άρθρου 264, όποιος με
πρόθεση προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 και 2
του ν. 998/1979 ή σε έκταση που έχει κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα κατά την έννοια της παρ. 5
του ίδιου άρθρου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη και με χρηματική ποινή από "δεκαπέντε
χιλιάδες (15.000) Ε έως εκατόν σαράντα επτά χιλιάδες (147.000) Ε "*. Δεν επιτρέπεται
μετατροπή*** ή αναστολή *** της ποινής που επιβλήθηκε και η έφεση δεν αναστέλλει την εκτέλεσή
της. Αν η πράξη είχε ως επακόλουθο να εξαπλωθεί η φωτιά σε μεγάλη έκταση, επιβάλλεται
κάθειρξη.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από ιδιοτέλεια ή κακοβουλία ή η έκταση που κάηκε είναι ιδιαίτερα
μεγάλη, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Σχόλια: *** Προσοχή ***: Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984):
"Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων με εξαίρεση εκείνες του Στρατιωτικού Ποινικού
Κώδικα, που αποκλείουν την υφ' όρον αναστολή της ποινής, κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι", ενώ, κατά το δεύτερο εδάφιο
του άρθρου 6 του ιδίου νόμου: "Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ Κώδικα και των ειδικών ποινικών νόμων, που
αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή
πρόστιμα ή που καθορίζουν αλλιώς την έννοια της υποτροπής κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι, με την επιφύλαξη του
άρθρου 82 παρ. 7 του Ποινικού Κώδικα". Κατόπιν των ανωτέρω, συνεπώς, το δεύτερο (προτελευταίο) εδάφιο
της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, δ ε ν μπορεί πλέον να ισχύει. Εξάλλου, και μετά την τροποποίηση του άρθρου
82 ΠΚ με το άρθρο 2 του ν. 1941/1991 (Α' 41/18.3.1991), δεν μεταβλήθηκε το καθεστώς της κατάργησης τής
ρήτρας για το αμετάτρεπτο, αφού ο ν. 1941/1991 δεν έθιξε τον προμνημονευθέντα ν. 1419/1984 στο
συγκεκριμένο σημείο. Τέλος, με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 1 του νεότερου νόμου 2207/1994 (Α'
65/25.4.1994), με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 11 του άρθρου 82 ΠΚ (βλ. την σχετική παράγραφο),
καταργήθηκαν και πάλι οι ρήτρες για το αμετάτρεπτο του ΠΚ (ε κ τ ό ς από την εμπορία ναρκωτικών και τα
εγκλήματα στον στρατιωτικό ποινικό κώδικα). Πρβλ. και σχόλια των άρθρων 167 ΠΚ (: αντίσταση) σχετικά με την
παρ. 1 και 334 ΠΚ (: διατάραξη οικιακής ειρήνης) σχετικά με την παρ. 2.

266 - Ε
1. Αν η πράξη του άρθρου 264 τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση.
2. Αν η πράξη του άρθρου 265 παρ. 1 τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον
δύο ετών και χρηματική ποινή από "δύο χιλιάδες εννιακόσια (2.900) Ε μέχρι είκοσι εννέα
χιλιάδες (29.000) Ε ", εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. ετατροπή της
ποινής που επιβλήθηκε δεν επιτρέπεται.

267
υπαίτιος της πράξης του άρθρου 266 απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με την ελεύθερη
θέλησή του καταστείλει ο ίδιος την πυρκαγιά ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς την αρχή δώσει
αφορμή για την καταστολή της.

268 - Π
Όποιος με πρόθεση προξενεί πλημμύρα τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν
από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα˙ β) με κάθειρξη, αν από την
πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο˙ γ) με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον
δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β' επήλθε θάνατος.

269
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 268 τιμωρείται με φυλάκιση.

657
270 -
Όποιος με πρόθεση προξενεί έκρηξη με οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως με τη χρήση εκρηκτικών
υλών τιμωρείται: α) με κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον "διακοσίων ενενήντα (290)
Ε ", αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα˙ β) με κάθειρξη
τουλάχιστον δέκα ετών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον "διακοσίων ενενήντα (290) Ε ", αν
από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ή κίνδυνος σε εγκαταστάσεις κοινής
ωφέλειας˙ γ) με κάθειρξη ισόβια και με χρηματική ποινή τουλάχιστον "πεντακοσίων ενενήντα (590)
Ε ", αν στην περίπτωση του στοιχ. β' προκλήθηκε σωματική βλάβη ή βλάβη σε εγκαταστάσεις
κοινής ωφέλειας˙ δ) [με την ποινή του θανάτου ή]*** με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή
τουλάχιστον "οκτακοσίων ογδόντα (880) Ε ", αν στην περίπτωση του στοιχ. β' επήλθε θάνατος.

Σχόλια: *** Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις
προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται
μόνο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα.

271
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 270 τιμωρείται με φυλάκιση.

272 - "Π
1. Όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες με σκοπό
να τις χρησιμοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα ή κίνδυνο για άνθρωπο ή
να τις παραχωρήσει σε άλλον για τέτοια χρήση, τιμωρείται με κάθειρξη.
2. Όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται, παραδίδει, παραλαμβάνει, φυλάσσει, αποκρύπτει ή
μεταφέρει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόμβες, για τις οποίες γνωρίζει ότι προορίζονται για την
εγκληματική χρήση της παραγράφου 1, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. ε την ίδια ποινή
τιμωρείται και όποιος, ενώ γνωρίζει ότι κάποιος άλλος έχει σκοπό να κάνει εγκληματική χρήση
εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομβών της παραγράφου 1, τον καθοδηγεί με οποιονδήποτε τρόπο
για την κατασκευή, χρήση, προμήθεια, παράδοση, μεταφορά ή φύλαξή τους."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2928/2001 (Α'
141/27.6.2001).** Σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 3387/2005 (Α' 224/12.9.2005), στις Διευθύνσεις Ασφάλειας
Αττικής και Θεσσαλονίκης ορίζεται, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, ανά ένας εισαγγελικός
λειτουργός, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση για τρία έτη, οι οποίοι εποπτεύουν και καθοδηγούν το έργο
της υπηρεσίας στη δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος. Ο ανωτέρω εισαγγελικός λειτουργός ενημερώνεται για
όλες τις πληροφορίες και καταγγελίες που περιέρχονται στην ως άνω υπηρεσία, ενώ δύναται να παραγγείλει ή
να ενεργεί ο ίδιος προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για εγκλήματα που προβλέπονται από το π α ρ ό ν
άρθρο και το άρθρο 187 του παρόντος κώδικα.

272 Α
[το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρ. 3 του Ν. 2928/2001 (Α' 141/27.6.2001)].

273 -
Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 264, 268 και 270, προξενεί με πρόθεση βλάβη
σε πράγμα δικό του ή ξένο, κινητό ή ακίνητο, τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί
να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα˙ β) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν μπορεί
να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο˙ γ) με κάθειρξη, αν στην περίπτωση β' επήλθε θάνατος.

274
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 273 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
τριών ετών ή με χρηματική ποινή.

275 -
Όποιος σε μεταλλεία, σε εργοστάσια ή σε άλλες εργασίες που η λειτουργία τους είναι επικίνδυνη
για τη ζωή των εργατών με πρόθεση καταστρέφει ή με οποιονδήποτε τρόπο αχρηστεύει
εγκαταστάσεις που ασφαλίζουν από αυτό τον κίνδυνο ή διακόπτει τη λειτουργία τους, τιμωρείται: α)
με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο˙
β) με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος.

658
276
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 275 τιμωρείται με φυλάκιση.

277 - Π
Όποιος με πρόθεση προκαλεί τη βύθιση ή την προσάραξη πλοίου τιμωρείται: α) με φυλάκιση
τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα˙
β) με κάθειρξη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για τον άνθρωπο˙ γ) με κάθειρξη
ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β' επήλθε θάνατος.

278
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 277 τιμωρείται με φυλάκιση.

279 - Δ
Όποιος με πρόθεση δηλητηριάζει πηγές, πηγάδια, βρύσες ή άλλες διοχετεύσεις ή δεξαμενές
νερού, τρόφιμα ή άλλα τέτοια πράγματα που η χρήση τους μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε
αόριστο αριθμό ανθρώπων ή βάζει μέσα σε κάποιο από αυτά τα αντικείμενα άλλες ύλες που
μπορούν να προκαλέσουν το ίδιο αποτέλεσμα, τιμωρείται με κάθειρξη. Αν από την πράξη επήλθε
θάνατος, μπορεί να επιβληθεί ισόβια κάθειρξη.

280
Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης του άρθρου 279 τιμωρείται με φυλάκιση.

281 - Ν
1. Όποιος κατασκευάζει ή επεξεργάζεται τρόφιμα, ποτά, φάρμακα ή άλλα αντικείμενα έτσι που η
χρήση τους να μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην υγεία ή κίνδυνο για τη ζωή ανθρώπου, καθώς και
όποιος θέτει σε κυκλοφορία τέτοια πράγματα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
2. Αν κάποια από τις προαναφερόμενες πράξεις τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση
μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.

282 - Δ
1. Όποιος με πρόθεση δηλητηριάζει βοσκοτόπια**, λιβάδια, λίμνες ή άλλους τόπους ποτίσματος
ζώων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών˙ αν από την πράξη του θανατώθηκαν ή
έπαθαν σοβαρή και διαρκή βλάβη ζώα άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2. Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης της παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών ή με χρηματική ποινή.

Σχόλια: ** "νομάς", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

283 - Δ
1. Όποιος με πρόθεση μεταδίδει μολυσματική ασθένεια ζώων τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών˙ αν από την πράξη του θανατώθηκαν ή έπαθαν σοβαρή και διαρκή βλάβη
ζώα άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2. Όποιος από αμέλεια έγινε υπαίτιος της πράξης της παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών ή με χρηματική ποινή.

284 - Π
1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η
εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται με φυλάκιση. Αν η παραβίαση αυτή είχε
ως συνέπεια να μεταδοθεί η ασθένεια σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή.

285 - Π
1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η
εισβολή ή η διάδοση επιζωοτίας ή ασθένειας φυτών τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή χρηματική ποινή.

286 - Π
1. Όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου
ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης, με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς
659
αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου,
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.
2. Η παραγραφή της άνω πράξεως αρχίζει από την ημέρα της επέλευσης του αποτελέσματος της
παραβίασης.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. α της παρ. 5 του άρθρου 20 του ν.
2331/1995 (Α' 173/24.8.1995), με ισχύ από 3.9.1995.

287 - Π
1. ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος παραλείπει ολικά ή μερικά την
εκτέλεση της υποχρέωσης που ανέλαβε απέναντι σε κάποια αρχή να προμηθεύσει ή να μεταφέρει
τρόφιμα ή άλλα πράγματα και έτσι παρεμποδίζει την αποτροπή ή την καταστολή μιας κατάστασης
κοινής ανάγκης.
2. ε τις ίδιες ποινές τιμωρούνται και άλλοι προμηθευτές κάθε είδους, υπεργολάβοι, μεσίτες ή
υπάλληλοι εκείνου που ανέλαβε την προμήθεια ή τη μεταφορά τους, οι οποίοι με την παράβαση
των υποχρεώσεών τους τη ματαιώνουν ή τη δυσχεραίνουν και παρεμποδίζουν έτσι την αποτροπή ή
την καταστολή μιας κατάστασης κοινής ανάγκης.

288 - Π

1. Όποιος με πρόθεση ματαιώνει ή δυσχεραίνει την ενέργεια που είναι αναγκαία για να
αποτραπεί ή να κατασταλεί ένας κοινός κίνδυνος που υπάρχει ή που επίκειται τιμωρείται με
φυλάκιση, αν δεν συντρέχει περίπτωση αυστηρότερης τιμώρησης σύμφωνα με άλλη διάταξη.
2. Όποιος σε περίπτωση δυστυχήματος ή κοινού κινδύνου ή κοινής ανάγκης δεν προσφέρει τη
βοήθεια που του ζητήθηκε και που μπορούσε να την προσφέρει, χωρίς ο ίδιος να διατρέξει
ουσιώδη κίνδυνο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

289 -
1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 269, 271, 274, 276, 278, 280, 281 παρ. 2, 282 παρ. 2, 283 παρ.
2, 284 παρ. 2, 285 παρ. 2 και 286 ο υπαίτιος απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με την ελεύθερη
θέλησή του αποτρέψει τον κίνδυνο ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή
για την αποτροπή του.
"2. υπαίτιος των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου και της πράξεως που προβλέπεται
στο άρθρο 266 απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με την ελεύθερη θέλησή του μέχρι την έναρξη
της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει επιχειρήσει να μειώσει την έκταση
του κινδύνου που έχει προκαλέσει και σε περίπτωση βλάβης ξένων πραγμάτων έχει ικανοποιήσει
πλήρως τους ζημιωθέντες με την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων υπερημερίας και
δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του."

Σχόλια: - Η παρ. 2 του παρόντος, η οποία είχε προστεθεί με την υποπαρ. 1.2 της παρ. 1 του άρθρου 14 του
ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 56 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣ Α ΕΙΑΣ Τ Ν Σ ΟΙΝ ΝΙ Ν " ΑΙ ΑΤΑ Τ Ν
ΟΙΝ Ε Ν Ε ΑΤΑΣΤΑΣΕ Ν" *

290 - Δ .
1. Όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις
πλατείες τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο˙
β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση.

Σχόλια: * Από προφανή αβλεψία του νομοθέτη, είχε παραληφθεί κατά τη μεταγλώττιση η εντός " " φράση του
τίτλου του παρόντος κεφαλαίου [βλ. διόρθωση σφαλμάτων (Α' 82/20.6.1986, αριθ. 11)]. Προσοχή: Σύμφωνα με
το άρθρο 25 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999) περί τροποποιήσεως και αντικαταστάσεως διατάξεων των
νόμων 1756/1988 (ΦΕΚ 35Α'), 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α'), του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων: "1. Εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων
290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των
παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α') και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου του

660
έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων με τη μορφή βίαιης διακοπής
συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας. 2. Την παύση της ποινικής δίωξης κηρύσσει
το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με πρόταση του εισαγγελέα της
έδρας ή με αίτηση του κατηγορουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές
διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις επέβαλε, ύστερα από αίτηση
του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου."

291 - Δ ,
1. Όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της σιδηροδρομικής ή της υδάτινης
συγκοινωνίας ή της αεροπλο ας, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την
πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα˙ β) με κάθειρξη, αν από την πράξη
μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο˙ γ) με κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη, τουλάχιστον δέκα
ετών, αν στην περίπτωση του στοιχείου β' επήλθε θάνατος.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση.
3. Κάθε παράβαση των διαταγμάτων ή των διοικητικών κανονισμών που αφορούν την
αστυνόμευση, την ασφάλεια και γενικά τη διοίκηση και τη χρήση των σιδηροδρόμων, της υδάτινης
συγκοινωνίας και της αεροπλο ας, που δεν προβλέπεται από τις παρ. 1 και 2, τιμωρείται με
χρηματική ποινή.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999) περί τροποποιήσεως και
αντικαταστάσεως διατάξεων των νόμων 1756/1988 (ΦΕΚ 35Α'), 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α'), του Ποινικού Κώδικα,
του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων: "1. Εξαλείφεται το
αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση
συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α') και έχουν
τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων με τη
μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας. 2. Την παύση της
ποινικής δίωξης κηρύσσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με
πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή με αίτηση του κατηγορουμένου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε
αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου
που τις επέβαλε, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την
απόφαση δικαστηρίου."

292 - Π
1. Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη λειτουργία κοινόχρηστης εγκατάστασης που εξυπηρετεί
τη συγκοινωνία και ιδίως σιδηροδρόμου, αεροπλάνου, λεωφορείου, ταχυδρομείου, τηλεγράφου ή
τηλεφώνου που προορίζονται για κοινή χρήση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με το άρθρο 25 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999) περί τροποποιήσεως και
αντικαταστάσεως διατάξεων των νόμων 1756/1988 (ΦΕΚ 35Α'), 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α'), του Ποινικού Κώδικα,
του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλων διατάξεων: "1. Εξαλείφεται το
αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση
συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α') και έχουν
τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων με τη
μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας.

293 - Π
1. Όποιος με πρόθεση παρεμποδίζει τη λειτουργία καταστήματος ή εγκατάστασης που
εξυπηρετούν την προμήθεια νερού, φωτισμού, θερμότητας ή κινητήριας δύναμης στο κοινό
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
2. Αν η πράξη τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

294 - Π
ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ διαρκεί η σχέση της σύμβασης
εργασίας, με πρόθεση παύει να εργάζεται χωρίς να προειδοποιήσει έγκαιρα τον εργοδότη του και
την αρμόδια αστυνομική αρχή ή παρελκύει κακόβουλα την εργασία του και γίνεται υπαίτιος μιας
από τις πράξεις των άρθρων 292 και 293 από τις οποίες προξενείται κατάσταση κοινής ανάγκης.

295 - Π
Όταν με μια από τις πράξεις των άρθρων 292 παρ. 1, 293 παρ. 1 προξενείται κατάσταση κοινής
ανάγκης, επιβάλλεται κάθειρξη.

661
296 - Π *
Όποιος με πρόθεση, κατά τον τρόπο που αναφέρει το άρθρο 294 ή κατά οποιονδήποτε άλλο
τρόπο, παρεμποδίζει τη λειτουργία καταστήματος ή εγκατάστασης που εξυπηρετεί την προμήθεια
ψωμιού* στο κοινό τιμωρείται, αν από την πράξη του αυτή προξενείται κατάσταση κοινής ανάγκης,
με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

Σχόλια: * "άρτου", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

297 -
1. Όποιος με πρόθεση εισάγει σε ελληνικό πλοίο αντικείμενα [που ή ύπαρξή τους μπορεί να
προκαλέσει]* τον κίνδυνο κατάσχεσης ή δήμευσης του πλοίου ή του φορτίου τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι τριών ετών.
2. Η πράξη τιμωρείται και όταν τελέστηκε** έξω από τα όρια του κράτους.
3. ια τα πλοία ξένης εθνικότητας, η πράξη τιμωρείται αν η φόρτωση τελέστηκε ολικά ή μερικά
στην ημεδαπή.

Σχόλια: * "η ύπαρξη των οποίων δύναται να επιφέρει", κατά την πολύ εύστοχη διατύπωση του κειμένου της
καθαρεύουσας.** "έλαβε χώρα", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

298 -
Η διάταξη του άρθρου 289 έχει ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις των άρθρων 290 παρ. 2
και 291 παρ. 2.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ


Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΗΣ

299 - Α
1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται [με την ποινή του θανάτου ή]* με ισόβια
κάθειρξη.
2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της
πρόσκαιρης κάθειρξης.

Σχόλια: * Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις
προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται
μ ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα. Σημείωση 1: Σύμφωνα με την
περ. ε' της παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων και άλλων
διατάξεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2839/2000 (Α' 196/12.9.2000) και την
παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) αντιστοίχως, το πιστοποιητικό που
υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ άλλων, δ ε ν έχει
καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για α ν θ ρ ω π ο κ τ ο ν ί α α π ό π ρ ό θ ε σ η (άρθρο 299 ΠΚ),
αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρο 348 ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων
(άρθρο 348Α ΠΚ), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ασέλγεια με ανήλικο έναντι
αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση των
διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών. Σημείωση 2: Σύμφωνα, επίσης, με την ΥΑ 4861/2001
(Β'206/2.3.2001) περί διαδικασίας εκδόσεως, ανακλήσεως/ανανεώσεως πιστοποιητικού ασκήσεως
επαγγέλματος από πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, για την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού σε πρόσωπα
η μ ε δ α π ή ς υπηκοότητας α π α ι τ ε ί τ α ι, μεταξύ άλλων, και "βεβαίωση του Πρωτοδικείου, ότι δ ε ν έχει
καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για α ν θ ρ ω π ο κ τ ο ν ί α α π ό π ρ ό θ ε σ η (άρθρο 299 ΠΚ),
αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 Π.Κ.), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ληστεία
(άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων
και ναρκωτικών". *** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3500/2006 (Α' 232/24.10.2006), για τον
ανωτέρω νόμο ως ε ν δ ο ο ι κ ο γ ε ν ε ι α κ ή β ί α θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης, σε βάρος μέλους της
οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος κώδικα (βλ. οικεία σχόλια) και επίσης κατά το π α
ρ ό ν άρθρο καθώς και το άρθρο 311 του π α ρ ό ν τ ο ς Κώδικα. - Σύμφωνα, επίσης, με την παρ. 3 του άρθρου
1 του ν. 3500/2006 (Α' 232/24.10.2006), θ ύ μ α ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της παρ. 2
του ανωτέρω άρθρου (βλ. σχετικά) παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα
6, 7, 8 και 9 του παρόντος κώδικα. Θύμα είναι και το μέλος, στην οικογένεια του οποίου τελέσθηκε αξιόποινη
πράξη, κατά το π α ρ ό ν άρθρο και κατά το άρθρο 311 του π α ρ ό ν τ ο ς κώδικα, καθώς και ο ανήλικος κατά
την παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου, ενώπιον του οποίου τελείται μία από τις αξιόποινες πράξεις της
ανωτέρω διατάξεως.

662
300 - Α
Όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση
του θύματος και από οίκτο γι' αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια τιμωρείται με φυλάκιση.

301 - Σ
Όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε
απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατ' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση.

302 - Α
1. Όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών.
2. Αν το θύμα της πράξης η οποία αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο είναι οικείος του
υπαιτίου, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον υπαίτιο από κάθε ποινή, αν πεισθεί ότι λόγω της
ψυχικής οδύνης που υπέστη από τις συνέπειες της πράξης του δε χρειάζεται να υποβληθεί σε
ποινή.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

303 - Π
ητέρα που με πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά τον τοκετό [ή μετά τον τοκετό, αλλά ενώ]*
εξακολουθούσε ακόμη διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι
δέκα ετών.

Σχόλια: * "ή μετά τον τοκετόν μεν, εφ' όσον όμως", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

304 - Τ
1. Όποιος χωρίς τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει την εγκυμοσύνη της τιμωρείται με κάθειρξη.
2α. Όποιος με τη συναίνεση της εγκύου διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή προμηθεύει
σ' αυτή μέσα για τη διακοπή της τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν ενεργεί κατά
συνήθεια τις πράξεις αυτές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
β. Αν από την πράξη της προηγούμενης διάταξης προκληθεί βαρεία πάθηση του σώματος ή της
διάνοιας της εγκύου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατός της
επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα έτη.
3. γκυος που διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της ή επιτρέπει σε άλλον να την διακόψει
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ένα έτος.
4. Δεν είναι άδικη πράξη η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης που ενεργείται με τη συναίνεση της
εγκύου από γιατρό μαιευτήρα - γυναικολόγο με τη συμμετοχή αναισθησιολόγου, σε οργανωμένη
νοσηλευτική μονάδα, αν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Δεν έχουν συμπληρωθεί δώδεκα εβδομάδες εγκυμοσύνης.
β) χουν διαπιστωθεί, με τα σύγχρονα μέσα προγεννητικής διάγνωσης, ενδείξεις σοβαρής
ανωμαλίας του εμβρύου που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού και η εγκυμοσύνη δεν
έχει διάρκεια περισσότερο από είκοσι τέσσερις εβδομάδες.
γ) πάρχει αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς
βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται σχετική βεβαίωση και
του κατά περίπτωση αρμόδιου γιατρού.
δ) Η εγκυμοσύνη είναι αποτέλεσμα βιασμού, αποπλάνησης ανήλικης, αιμομιξίας ή κατάχρησης
γυναίκας ανίκανης να αντισταθεί και εφόσον δεν έχουν συμπληρωθεί δεκαεννέα εβδομάδες
εγκυμοσύνης.
5. Αν η έγκυος είναι ανήλικη, απαιτείται και η συναίνεση ενός από τους γονείς ή αυτού που έχει
την επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης.

304 Α - Σ
Όποιος επενεργεί παράνομα στην έγκυο με αποτέλεσμα να προκληθεί βαριά βλάβη στο έμβρυο
ή να εμφανίσει το νεογνό βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας τιμωρείται κατά τις διατάξεις
του άρθρου 310.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 4 του ν. 1609/1986 (Α' 86/3.7.1986).

663
305 - Δ
1. Όποιος δημόσια ή με την κυκλοφορία εγγράφων, εικόνων ή παραστάσεων αναγγέλλει ή
διαφημίζει, έστω και συγκαλυμμένα, φάρμακα ή άλλα αντικείμενα ή τρόπους ως κατάλληλους να
προκαλέσουν τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης ή προσφέρει με τον ίδιο τρόπο υπηρεσίες δικές
του ή άλλου για την εκτέλεση ή την υποβοήθηση διακοπής της εγκυμοσύνης τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι δύο έτη.
2. Δεν είναι άδικη πράξη η ενημέρωση ή η υγειονομική διαφώτιση σχετικά με την τεχνητή
διακοπή της εγκυμοσύνης που γίνεται από τα κέντρα οικογενειακού προγραμματισμού, καθώς και η
ενημέρωση γιατρών ή προσώπων που νόμιμα διακινούν μέσα τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης
και οι σχετικές δημοσιεύσεις σε ειδικά ιατρικά ή φαρμακευτικά περιοδικά.

306 -
1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει
αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει
και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα:
α) βαριά βλάβη στην υγεία του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών˙
β) το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών.

307 - Π
Όποιος με πρόθεση παραλείπει να σώσει άλλον από κίνδυνο ζωής αν και μπορεί να το πράξει
χωρίς κίνδυνο της δικής του ζωής ή υγείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΤΟ
Σ ΜΑΤΙ ΕΣ Α ΕΣ

308 - Α
1. Όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται
με φυλάκιση μέχρι τριών ετών***. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι
εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή***. Και αν είναι
ασήμαντη, τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο.
2. Η σωματική βλάβη της παρ. 1 δεν είναι άδικη, όταν επιχειρείται με τη συναίνεση του παθόντος
και δεν προσκρούει στα χρηστά ήθη.
3. υπαίτιος της πράξης της παρ. 1 είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή αν παρασύρθηκε
στην πράξη από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας μιας αμέσως προηγούμενης πράξης που
τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και που ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση.

Σχόλια: *** Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της
ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.2006), το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής
σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α' της παρ. 1 του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου,
ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου
β' της ιδίας παρ., τιμωρείται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους. Βλ. όμως και ολόκληρο το άρθρο 6 του
ανωτέρω νόμου, που ρυθμίζει τις παραλλαγές της σωματικής βλάβης με ανάλογα κλιμακούμενες ποινές.

308 Α - Α
1. ε φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών τιμωρείται η απλή σωματική βλάβη (άρθρο 308 παρ. 1,
εδ. α) αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα.
2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έχει το χαρακτήρα επικίνδυνης σωματικής
βλάβης (άρθρο 309) ή αν σ' αυτήν συμμετείχαν δύο ή περισσότεροι, επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον ενός έτους.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 18 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

309 - Ε
Αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα
κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310 παρ. 2), επιβάλλεται φυλάκιση
τουλάχιστον τριών μηνών.

664
310 -
1. Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του
παθόντος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
2. Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα
κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε
σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του.
3. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα που προξένησε, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα
ετών.

311 -
Αν η σωματική βλάβη είχε επακόλουθο* το θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι
δέκα ετών. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη.

Σχόλια: * Ορθότερον: "ως επακόλουθο".

312 - Σ .
Αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον
τριών μηνών: α) όποιος με συνεχή σκληρή συμπεριφορά προξενεί σωματική κάκωση ή βλάβη της
υγείας σε πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε ακόμη το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας του ή που δεν
μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και ο δράστης το έχει στην επιμέλεια ή στην προστασία του ή
ανήκει στο σπίτι του δράστη ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή που του το έχει αφήσει
στην εξουσία του ο υπόχρεος για την επιμέλειά του˙ β) όποιος με κακόβουλη παραμέληση των
υποχρεώσεών του προς τα προαναφερόμενα πρόσωπα γίνεται αιτία να πάθουν σωματική κάκωση
ή βλάβη της υγείας τους.

313 - Σ
Αν εξαιτίας συμπλοκής ή επίθεσης που έγινε από πολλούς επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική
βλάβη ανθρώπων (άρθρο 310), καθένας από εκείνους που πήραν μέρος στη συμπλοκή ή στην
επίθεση τιμωρείται για μόνη τη συμμετοχή του σ' αυτήν με φυλάκιση μέχρι τριών ετών εκτός αν
συμπλέχθηκε χωρίς υπαιτιότητά του.

314 - Σ
1. Όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η σωματική βλάβη που προκλήθηκε είναι εντελώς ελαφρά,
επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι τριών μηνών ή χρηματική ποινή.
2. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 302 εφαρμόζεται αναλόγως και στην πράξη της
προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση αυτήν για την ποινική δίωξη απαιτείται πάντοτε
έγκληση και δεν εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του επόμενου άρθρου.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

315 -
"1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 308 και 314 η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από
έγκληση. Δεν απαιτείται έγκληση αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 314 ήταν υπόχρεος λόγω
της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή. Η οδήγηση
οχήματος εμπίπτει στο προηγούμενο εδάφιο όταν εξυπηρετεί τη βιοποριστική μεταφορά επιβατών
ή πραγμάτων. Στην περίπτωση του άρθρου 314, αν η πράξη τελέστηκε κατά την οδήγηση
οχήματος και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του δευτέρου εδαφίου του παρόντος, η ποινική
δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξη του απέχει από την ποινική δίωξη
αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά
την άσκηση ποινική δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν".
2. Αν στην περίπτωση του άρθρου 308 ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος και η πράξη
τελέστηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, η
δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.

Σχόλια: - Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ν.
2207/1994 (Α' 65/25.4.1994).

315 Α

665
Η βαριά ή η θανατηφόρα σωματική βλάβη εναντίον αστυνομικού οργάνου κατά την εκτέλεση της
υπηρεσίας του συνιστά ιδιαίτερα επιβαρυντική περίσταση.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ Ε ΔΟΜΟ


ΜΟΝΟΜΑ ΙΑ

316 - Π
1. Όποιος προκαλέσει κάποιον σε μονομαχία με όπλα και όποιος αποδεχθεί τέτοια πρόκληση
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.
2. Αν κάποιος από τους αντιπάλους ματαίωσε με τη δική του θέληση την τέλεση της μονομαχίας
πριν από την έναρξή της απαλλάσσεται από την ποινή.

317 - Μ
1. Η μονομαχία με όπλα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών˙ αν όμως κατά τους
όρους που συμφωνήθηκαν η μονομαχία επέτρεπε να εξακολουθήσει ως το θάνατο του ενός από
τους αντιπάλους, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
2. Όποιος σκότωσε σε μονομαχία τον αντίπαλό του τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
ετών και στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου με κάθειρξη μέχρι
δέκα ετών.
3. Όποιος με πρόθεση παραβίασε τους κανόνες της μονομαχίας ή τους συμφωνημένους όρους
της και εξαιτίας αυτής της παραβίασης σκότωσε ή τραυμάτισε τον αντίπαλό του τιμωρείται κατά τις
διατάξεις για ανθρωποκτονία ή για σωματικές βλάβες, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα
κατά τα άρθρα αυτού του κεφαλαίου.

318 - Μ
Αν κατά την τέλεση της μονομαχίας είχαν ληφθεί τα κατάλληλα για την αποτροπή του κινδύνου
ζωής προφυλακτικά μέτρα, τα οποία αποσκοπούσαν σ' αυτό, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός
έτους.

319 - Τ
1. ι μάρτυρες και οι άλλοι βοηθοί της μονομαχίας, καθώς και τα μέλη συμβουλίου τιμής που
συνήλθε για να αποφασίσει αν θα γίνει ή όχι η μονομαχία, τιμωρούνται ως συνεργοί. Δεν τιμωρείται
ο μάρτυρας που συντέλεσε στη ματαίωση της μονομαχίας.
2. Επίσης δεν τιμωρούνται και εκείνοι που προσλήφθηκαν στη μονομαχία ως γιατροί.

320 - Δ
Όποιος διεγείρει άλλον σε μονομαχία με τρίτον είτε με την απειλή ότι θα εκτεθεί στην
περιφρόνηση του ίδιου ή κάποιου άλλου είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι έξι μηνών.

321 - Δ
1. διευθυντής εφημερίδας ή περιοδικού όπου καταχωρίζεται δημοσίευμα σχετικό με την
πρόκληση ή τη διεξαγωγή μονομαχίας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.
2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται για την απλή αναγγελία θανάτου που επήλθε από
μονομαχία.

ΔΕ ΑΤΟ Ο ΔΟΟ Ε Α ΑΙΟ: Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΠΙ ΗΣ Ε Ε ΕΡΙΑΣ

322 - Α
Όποιος με απάτη ή βία, ή με την απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί
κάποιον έτσι ώστε να αποστερεί το συλλαμβανόμενο** από την προστασία της πολιτείας και ιδίως
όποιος περιάγει κάποιον σε ομηρία*** ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας
τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε
πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, τιμωρείται: α) με ισόβια
κάθειρξη αν ο εξαναγκασμός στρέφεται εναντίον των σωμάτων ή των προσώπων του άρθρου 157
παρ.1˙ β) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών σε κάθε άλλη περίπτωση.

666
Σχόλια: ** Ορθότερον: "τον συλληφθέντα" - πρβλ. κείμενο της καθαρεύουσας: "ούτως ώστε ο συλληφθείς
να...".*** Ορθότερον "ομηρεία".

323 - Ε
1. Όποιος ενήργησε εμπόριο δούλων τιμωρείται με κάθειρξη.
2. Το εμπόριο δούλων περιλαμβάνει κάθε πράξη σύλληψης, απόκτησης και διάθεσης ενός
ατόμου, η οποία σκοπεύει να το κάνει δούλο, κάθε πράξη απόκτησης δούλου με σκοπό τη
μεταπώληση ή την ανταλλαγή του, την πράξη της παραχώρησης με πώληση ή την ανταλλαγή
αποκτημένου δούλου και γενικά κάθε πράξη εμπορίου ή μεταφοράς δούλων.
3. Όποιος αναλαμβάνει οποιαδήποτε υπηρεσία σε πλοίο, εν γνώσει ότι το πλοίο προορίζεται για
διενέργεια εμπορίου δούλων ή ότι χρησιμοποιείται ήδη γι' αυτό το σκοπό, καθώς και όποιος
παραμένει με τη θέλησή του στην υπηρεσία αυτή εν γνώσει του ανωτέρω προορισμού του πλοίου ή
της χρησιμοποίησής του για τέτοιο σκοπό, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
4. Όποιος συντέλεσε άμεσα ή έμμεσα στη ναύλωση πλοίου εν γνώσει ότι η ναύλωση αποβλέπει
στη διενέργεια εμπορίου δούλων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
5. Όποιος μεταφέρει από έναν τόπο σε άλλον δούλους, χωρίς σκοπό να τους εμπορευθεί, αλλά
και χωρίς η μεταφορά να γίνεται με σκοπό την απελευθέρωσή τους, τιμωρείται με φυλάκιση.
6. ε την ίδια ποινή τιμωρείται ο ιδιοκτήτης και ο πλοίαρχος του πλοίου, με το οποίο εν γνώσει
τους [θα γινόταν]* τέτοια μεταφορά δούλων.

Σχόλια: * "ήθελεν ενεργηθή", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.- Σύμφωνα με την περ. ι του άρθρου 1 του ν.
3386/2005 (Α' 212/23.8.2005), θύμα εμπορίας ανθρώπων, είναι το φυσικό πρόσωπο που κατέστη θύμα των
εγκλημάτων, τα οποία προβλέπονται στο π α ρ ό ν άρθρο και στα άρθρα 323 Α, 349, 351 και 351 Α του
παρόντος κώδικα (βλ. οικεία σχόλια) ανεξάρτητα από το εάν έχει εισέλθει στη Χώρα νόμιμα ή παράνομα.

323Α - Ε
"1. Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση
εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί,
υποθάλπει, παραδίδει με η χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με
σκοπό την αφαίρεση οργάνων του σώματός του ή για να εκμεταλλευθεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία
του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα
χιλιάδων ευρώ.
2. ε την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να επιτύχει τον ίδιο
σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει,
εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του, με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων
ωφελημάτων.
3. Όποιος εν γνώσει δέχεται την εργασία προσώπου το οποίο τελεί υπό τις συνθήκες που
περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
4. ε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό
χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αν η πράξη: α)
στρέφεται κατά ανηλίκου, β) τελείται κατ' επάγγελμα, γ) τελείται από υπάλληλο ο οποίος κατά την
άσκηση της υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με
οποιονδήποτε τρόπο στην πράξη ή δ) είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του
παθόντος.
5. Όποιος χρησιμοποιεί τα μέσα των παραγράφων 1 και 2 για να στρατολογήσει ανήλικο με
σκοπό τη χρησιμοποίησή του σε ένοπλες συγκρούσεις τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα
ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).- Σύμφωνα με
την περ. ι του άρθρου 1 του ν. 3386/2005 (Α' 212/23.8.2005), θύμα εμπορίας ανθρώπων, είναι το φυσικό
πρόσωπο που κατέστη θύμα των εγκλημάτων, τα οποία προβλέπονται στο π α ρ ό ν άρθρο και στα άρθρα 323,
349, 351 και 351 Α του παρόντος κώδικα (βλ. οικεία σχόλια) ανεξάρτητα από το εάν έχει εισέλθει στη Χώρα
νόμιμα ή παράνομα.

324 - Α
1. Όποιος αφαιρεί ανήλικο από τους γονείς, τους επιτρόπους ή από οποιονδήποτε δικαιούται να
μεριμνήσει για το πρόσωπό του ή όποιος υποστηρίζει την εκούσια διαφυγή του ανηλίκου από την
εξουσία των παραπάνω προσώπων τιμωρείται με φυλάκιση. Αν ο ανήλικος από τη στέρηση της
επιμέλειας διέτρεξε σοβαρό κίνδυνο ζωής ή βαριάς βλάβης της υγείας του, ο δράστης τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
667
2. Αν ο ανήλικος δεν έχει συμπληρώσει τα δεκατέσσερα χρόνια του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι
δέκα ετών, εκτός αν η πράξη τελέστηκε από ανιόντα, οπότε εφαρμόζεται η προηγούμενη
παράγραφος. Σε κάθε περίπτωση που ο υπαίτιος τέλεσε την πράξη από κερδοσκοπία ή με το
σκοπό να μεταχειριστεί τον ανήλικο σε ανήθικες ασχολίες ή να επιτύχει τη μεταβολή της
οικογενειακής τάξης του ανηλίκου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
3. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων είχε σκοπό να εισπράξει λύτρα
ή να εξαναγκάσει σε πράξη ή παράλειψη, επιβάλλεται κάθειρξη. Στην περίπτωση που ο δράστης με
τη θέλησή του και προτού εκπληρωθεί οποιοσδήποτε όρος ή αξίωσή του απελευθέρωσε και
απέδωσε υγιή και σώο τον ανήλικο επιβάλλεται φυλάκιση.

325 - Π
Όποιος με πρόθεση κατακρατεί άλλον χωρίς τη θέλησή του ή του στερεί με άλλον τρόπο την
ελευθερία της κίνησής του τιμωρείται με φυλάκιση και αν η κατακράτηση διήρκεσε μακρό χρονικό
διάστημα, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

326 - Σ
" Όποιος παραβαίνει μια από τις διατάξεις του άρθρου 6 του Συντάγματος τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθ. 6 του ν. 3090/2002 (Α'
329/24.12.2002).

327 - Α
1. Όποιος με σκοπό το γάμο ή την ακολασία απάγει ή κατακρατεί παράνομα (άρθρ. 325) γυναίκα
χωρίς τη θέλησή της ή γυναίκα που έχει διαταραγμένη νόηση ή είναι ανίκανη να αντισταθεί λόγω
απώλειας της συνείδησης ή διανοητικής ατέλειας ή για άλλο λόγο, τιμωρείται αν τέλεσε την πράξη
αυτή με σκοπό το γάμο, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους˙ αν τη διέπραξε με σκοπό την
ακολασία, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
2. ια την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.

328 - Ε
1. Όποιος απάγει ή κατακρατεί με σκοπό το γάμο ή την ακολασία άγαμη και ανήλικη γυναίκα με
τη θέλησή της, χωρίς όμως τη συγκατάθεση των προσώπων που την έχουν στην εξουσία τους ή
που έχουν σύμφωνα με το νόμο το δικαίωμα να φροντίζουν για το πρόσωπό της τιμωρείται, αν
τέλεσε την πράξη αυτή με σκοπό το γάμο, με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, αν με σκοπό την
ακολασία, με φυλάκιση.
2. ια την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.

329 - Δ
Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 327 και 328 τελέστηκε με τη γυναίκα που έχει απαχθεί ο γάμος
στον οποίο απέβλεπε η απαγωγή, η ποινική δίωξη ασκείται μόνο μετά την ακύρωσή του.

330 - Π
Όποιος χρησιμοποιώντας σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή
παράλειψης εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει
υποχρέωση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ανεξάρτητα αν* το απειλούμενο κακό
στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του.

Σχόλια: * Ορθότερον: "ανεξάρτητα από το αν". Προσοχή: σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν. 3500/2006 "για την
αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις" (Α' 232/24.10.2006): 1. Το μέλος της οικογένειας
το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη,
παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών,
ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους
οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β' του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα. 2. Το μέλος της οικογένειας
το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη
πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ανωτέρω νόμου, το άρθρο 7 ισχύει
τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή από 24.1.2007.

668
331 - Α
Όποιος ασκεί αυθαίρετα* αξίωση σχετική με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από
πεποίθηση το οικειοποιείται τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Η
ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Σχόλια: * "αυτογνωμόνως", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

332 - Ε
Όποιος με βία ή με απειλή εξαναγκάζει κάποιον να λάβει μέρος σε ένωση που σκοπό έχει την
ομαδική παύσης της εργασίας για να επιτύχει τη μεταβολή των όρων που διέπουν τη σχετική
σύμβαση ή παρεμποδίζει κάποιον να αποχωρήσει από μία τέτοια ένωση, τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

333 - Α
1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη
ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2. ια την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.

Σχόλια: ** Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 7 ("Ενδοοικογενειακή παράνομη βία και απειλή") του
ν. 3500/2006 "για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις" (Α' 232/24.10.2006),
σύμφωνα με το οποίο: "1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο εξαναγκάζει άλλο μέλος χρησιμοποιώντας βία ή
απειλή με σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς το θύμα να υποχρεούται προς
τούτο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, ανεξάρτητα από το αν το απειλούμενο κακό στρέφεται
εναντίον του ίδιου του θύματος ή κάποιου από τους οικείους του υπό την έννοια της περίπτωσης β' του άρθρου
13 του Ποινικού Κώδικα. 2. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί τρόμο ή ανησυχία σε άλλο μέλος της
οικογένειας, απειλώντας το με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση". Βλ. επίσης και
το άρθρο 10 ("Παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης") του ανωτέρω νόμου, σύμφωνα με το οποίο: "Όποιος
σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειας του ή ασκεί βία εναντίον του ή τον
δωροδοκεί, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών μέχρι τριών ετών".- Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ανωτέρω νόμου, τα άρθρα 7 και 10 ισχύουν τρεις μήνες
μετά τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή από 24.1.2007.

334 - Δ
1. Όποιος εισέρχεται* παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία
άλλου ή στο χώρο που αυτός χρησιμοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισμένο που
αυτός κατέχει τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2. ι πιο πάνω πράξεις ή οι πράξεις βίας εναντίον προσώπων ή πραγμάτων, καθώς και οι
πράξεις φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, που γίνονται με σκοπό να παρεμποδίσουν την έκδοση και την
ελεύθερη κυκλοφορία εφημερίδων ή περιοδικών, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία βιβλίων,
τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους˙ σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται μετατροπή
ή αναστολή της ποινής.
3. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής
υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει
στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη
θέληση τού δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της, και προκαλεί έτσι διακοπή ή
διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
4. Η ποινική δίωξη στις περιπτώσεις της παρ. 1 ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση του
δικαιούχου.

Σχόλια: * "εισδύων", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.*** Προσοχή ***: Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του
άρθρου 5 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984): "Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων με
εξαίρεση εκείνες του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, που αποκλείουν την υφ' όρον αναστολή της ποινής,
κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι", ενώ, κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6 του ιδίου νόμου: "Διατάξεις του Π ο ι ν ι κ ο ύ
Κώδικα και των ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των
στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα ή που καθορίζουν αλλιώς την έννοια της
υποτροπής κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι, με την επιφύλαξη του άρθρου 82 παρ. 7 του Ποινικού Κώδικα". Κατόπιν των
ανωτέρω, συνεπώς, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, δ ε ν μπορεί πλέον να ισχύει. Εξ'
άλλου, και μετά την τροποποίηση του άρθρου 82 ΠΚ με το άρθρο 2 του ν. 1941/1991 (Α' 41/18.3.1991), δεν
μεταβλήθηκε το καθεστώς της κατάργησης τής ρήτρας για το αμετάτρεπτο, αφού ο ν. 1941/1991 δεν έθιξε τον
προμνημονευθέντα ν. 1419/1984 στο συγκεκριμένο σημείο. Τέλος, με την περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 1 του
νεότερου νόμου 2207/1994 (Α' 65/25.4.1994), με την οποία αντικαταστάθηκε η παρ. 11 του άρθρου 82 ΠΚ (βλ.
την σχετική παράγραφο), καταργήθηκαν και πάλι οι ρήτρες για το αμετάτρεπτο του ΠΚ (ε κ τ ό ς από την εμπορία
669
ναρκωτικών και τα εγκλήματα στον στρατιωτικό ποινικό κώδικα). Πρβλ. και σχόλια των άρθρων 167 ΠΚ
(:αντίσταση) σχετικά με την παρ. 1 και 265 ΠΚ (:εμπρησμός σε δάση) σχετικά με την παρ. 1.

335 - Α
Όποιος από κερδοσκοπία και με δόλιο τρόπο πείθει* άλλον να μεταναστεύσει από την ημεδαπή
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Σχόλια: * "καταπείθει", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας: είναι προφανές ότι για την τέλεση του εν λόγω
εγκλήματος δ ε ν εξαρκεί η απλή πειθώ εκ μέρους του δράστη, αλλά χρειάζεται κ α τ ά π ε ι σ η, δηλαδή
σ ο β α ρ ή επίδραση επί της βουλήσεως κάποιου να μεταναστεύσει, ήτοι πειθώ μετά φορτικότητος. Δεν πείθεται
κανείς εύκολα να μεταναστεύσει από την Ελλάδα (!). Πρβλ. και κείμενο του άρθρου 301 ΠΚ ("συμμετοχή σε
αυτοκτονία").

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΑΤΟ ΕΝΑΤΟ


"Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΕΝΕΤΗΣΙΑΣ Ε Ε ΕΡΙΑΣ ΑΙ Ε ΗΜΑΤΑ ΟΙ ΟΝΟΜΙ ΗΣ
Ε ΜΕΤΑ Ε ΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΗΣ *

336 -
"1. Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε
συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη."
2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που
ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών".

Σχόλια: * Ο τίτλος του κεφαλαίου και το παρόν άρθρο τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 8 και 9
αντιστοίχως του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984). Πριν από την αντικατάστασή του το κεφάλαιο αυτό έφερε τον
τίτλο: "Εγκλήματα κατά των ηθών". - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν.
3500/2006 (Α' 232/24.10.2006) και ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ιδίου νόμου, από 24.1.2007.

337 - Π
1. Όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβάλλει
βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
ενός έτους ή χρηματική ποινή.
2. ε φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης
παραγράφου, αν ο παθών είναι νεότερος από 12 ετών.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1419/1984 (Α'
28/14.3.1984). ** προσοχή: - Ι. Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και την παρ. 4 του άρθρου 16 ("Διοικητικές και
ποινικές κυρώσεις") του νόμου 3488/2006 περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και
γυναικών σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και ανέλιξη, στους
όρους και στις συνθήκες εργασίας και άλλες συναφείς διατάξεις, (Α' 191/11.9.2006), σύμφωνα με την οποία: "4.
Όποιος τελεί την πράξη της παραγράφου 1 του άρθρου 337 του Ποινικού Κώδικα, εκμεταλλευόμενος την
εργασιακή θέση του παθόντος ή τη θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης
εργασίας διώκεται κατ' έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση από έξι (6) μήνες μέχρι τρία (3) έτη και με χρηματική
ποινή τουλάχιστον χιλίων (1.000) ευρώ".- ΙΙ. Βλ. επίσης και το άρθρο 9 ("Ενδοοικογενειακή προσβολή της
γενετήσιας αξιοπρέπειας") του ν. 3500/2006 "για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες
διατάξεις" (Α' 232/24.10.2006), σύμφωνα με το οποίο: "1. Το μέλος της οικογένειας το οποίο προσβάλλει την
αξιοπρέπεια άλλου μέλους της, με ιδιαίτερα ταπεινωτικό λόγο ή έργο που ανάγεται στη γενετήσια ζωή του,
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. 2. Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών μέχρι τριών ετών τιμωρείται η
πράξη της προηγούμενης παραγράφου, αν ο παθών είναι ανήλικος. 3. Οι διατάξεις των προηγούμενων
παραγράφων εφαρμόζονται αντίστοιχα και όταν ο δράστης εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας, η
δε πράξη του στρέφεται σε βάρος προσώπου, το οποίο δέχεται τις υπηρεσίες του φορέα αυτού".

338 - K
"1. Όποιος με κατάχρηση της παραφροσύνης άλλου ή της από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενης
ανικανότητας του να αντισταθεί, ενεργεί επ1 αυτού συνουσία ή άλλη ασελγή πράξη τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα ετών."
2. Όποιος με κατάχρηση των παραπάνω καταστάσεων ενεργεί άλλη ασελγή πράξη σε πρόσωπο
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών."

Σχόλια: - Η παρ. 1 του παρόντος άρθρου, το οποίο είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 του ν. 3064/2002 (Α'
248/15.10.2002), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3500/2006 (Α'
232/24.10.2006) και σύμφωνα με το άρθρο 28 του ιδίου νόμου, ισχύει από 24.1.2007.

670
339 - Α
1. Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με
αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται", "αν δεν υπάρχει περίπτωση να
τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351 Α," ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε
τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών˙ β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως
και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατρία έτη, με
φυλάκιση.
2. Αν στην περίπτωση του στοιχείου γ' της προηγούμενης παραγράφου ο υπαίτιος όταν τέλεσε
την πράξη δεν είχε συμπληρώσει τα 17 έτη, το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει μόνο
αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
3. Αν μεταξύ του υπαιτίου και του παθόντος τελέστηκε γάμος, δεν ασκείται ποινική δίωξη, και αν
τυχόν είχε ασκηθεί δεν συνεχίζεται, αλλά κηρύσσεται απαράδεκτη. Η ποινική δίωξη ασκείται ή
συνεχίζεται μετά την ακύρωση του γάμου.

Σχόλια: - Η εντός " " φράση -που αποτελεί ρήτρα επικουρικότητας- της παρ. 1 του παρόντος, η οποία είχε
προστεθεί με την παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).** Σύμφωνα με την περ. ε' της παρ. 1 του ν.
2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων και άλλων διατάξεων, όπως αυτή
τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2839/2000 (Α' 196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11
του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) αντιστοίχως, το πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει
πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση
για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), α π ο π λ ά ν η σ η π α ι δ ι ώ ν (άρθρο 339 ΠΚ),
διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρο 348 ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ), μαστροπεία (άρθρο
349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο
380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και
ναρκωτικών. *** Σύμφωνα, επίσης, με την ΥΑ 4861/2001 (Β'206/2.3.2001) περί διαδικασίας εκδόσεως,
ανακλήσεως/ανανεώσεως πιστοποιητικού ασκήσεως επαγγέλματος από πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, για
την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού σε πρόσωπα η μ ε δ α π ή ς υπηκοότητας α π α ι τ ε ί τ α ι, μεταξύ
άλλων, και "βεβαίωση του Πρωτοδικείου, ότι δ ε ν έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία
από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), α π ο π λ ά ν η σ η π α ι δ ι ώ ν (άρθρο 339 Π.Κ.), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ),
σωματεμπορία (άρθρο 350 ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση
των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών".

340 - Δ
Αν κάποια από τις πράξεις των άρθρων 336, 338 και 339, είχε ως συνέπεια το θάνατο του
παθόντος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3064/2002 (Α'
248/15.10.2002).

341 - Α
Όποιος επιτύχει να έλθει σε συνουσία με γυναίκα προκαλώντας ή χρησιμοποιώντας πλάνη
εξαιτίας της οποίας η παθούσα θεώρησε ότι η συνουσία πραγματοποιήθηκε σε γάμο, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.

342 -
"1. ενήλικος ο οποίος ενεργεί ασελγείς πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί
για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών
δεν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών
συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα, όχι όμως και τα δεκαοκτώ έτη, με κάθειρξη.
2. Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης της πρώτης παραγράφου: α) από
οικείο, β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους
του, γ) από εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στον
ανήλικο, δ) από πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, ε) από κληρικό με τον οποίο ο
ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση, στ) από ψυχολόγο, ιατρό, νοσοκόμο ή από ειδικό επιστήμονα
που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο.
3. ενήλικος ο οποίος με χειρονομίες, με προτάσεις ή με εξιστόρηση, απεικόνιση ή παρουσίαση
πράξεων που αφορούν τη γενετήσια ζωή προσβάλλει την αιδώ ανηλίκου, τον οποίον του έχουν
εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών και αν η πράξη τελείται κατά συνήθεια με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Η
παράγραφος 2 εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές.
671
4. ενήλικος, ο οποίος μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας, αποκτά επαφή με
πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα δεκαέξι έτη και με προτάσεις ή με εξιστόρηση, απεικόνιση ή
παρουσίαση πράξεων που αφορούν τη γενετήσια ζωή προσβάλλει την αιδώ του, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και αν η πράξη τελείται κατά συνήθεια με φυλάκιση τουλάχιστον
τριών ετών.
5. Η παραγραφή των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων αναστέλλεται μέχρι την
ενηλικίωση του ανηλίκου."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3500/2006 (Α'
232/24.10.2006) και, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ιδίου νόμου, ισχύει από 24.1.2007.

343 - Α
ε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρούνται: α) ο δημόσιος υπάλληλος που ενεργεί ασελγή
πράξη με πρόσωπο που εξαρτάται υπηρεσιακά από αυτόν, εκμεταλλευόμενος** αυτή τη σχέση˙ β)
οι διορισμένοι ή οπωσδήποτε εργαζόμενοι σε φυλακές ή άλλα κρατητήρια, σε σχολές, παιδαγωγικά
ιδρύματα, νοσοκομεία, κλινικές ή κάθε είδους θεραπευτικά και αναρρωτήρια ή σε άλλα ιδρύματα,
προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα που έχουν ανάγκη από βοήθεια, αν ενεργήσουν ασελγή
πράξη με πρόσωπο που είχε εισαχθεί σ' αυτά τα ιδρύματα.

Σχόλια: ** "καταχρώμενος", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

344 -
"Στις περιπτώσεις των άρθρων 337 και 341 για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση". Στις
περιπτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως μπορεί
κατ' εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει
οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει
την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών˙ αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την
ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η
δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια** το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του
θύματος.

Σχόλια: ** Ορθότερον: "ως συνέπεια".- Το εντός " " εδάφιο α' του παρόντος άρθρου, όπως το τελευταίο είχε
αντικατασταθεί με το άρθρο 11 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4
του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).

345 - Α
1. Η συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος ανιούσας και κατιούσας γραμμής τιμωρείται ως προς
τους ανιόντες με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, ως προς τους κατιόντες με φυλάκιση μέχρι δύο ετών˙
μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών η συνουσία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Συγγενείς κατιούσας γραμμής μπορούν να απαλλαγούν από κάθε ποινή, αν κατά το χρόνο της
πράξης δεν είχαν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

346 - Α
1. Η επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξης που γίνεται μεταξύ των συγγενών που αναφέρονται στο
άρθρο 345 τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.
2. Η παρ. 2 του άρθρου 345 έχει εφαρμογή και σ' αυτήν εδώ την περίπτωση.

347 - Α
1. Η παρά φύση ασέλγεια μεταξύ αρρένων που τελέστηκε: α) με κατάχρηση μιας σχέσης
εξάρτησης που στηρίζεται σε οποιαδήποτε υπηρεσία˙ β) από ενήλικο με αποπλάνηση προσώπου
νεότερου από δεκαεπτά ετών ή από κερδοσκοπία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών
μηνών.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος ασκεί την ασέλγεια της παρ. 1 κατ' επάγγελμα.

348 - Δ
1. Όποιος κατ' επάγγελμα διευκολύνει με οποιονδήποτε τρόπο την ασέλγεια μεταξύ άλλων
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

672
2. ε φυλάκιση μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος διευκολύνει την
ασέλγεια μεταξύ άλλων χρησιμοποιώντας απατηλά μέσα και αν ακόμη δεν ενεργεί κατ' επάγγελμα.
"3. Όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία επιχειρεί να διευκολύνει, έστω και συγκαλυμμένα,
με τη δημοσίευση αγγελίας, εικόνας, αριθμού τηλεφωνικής σύνδεσης ή με τη μετάδοση
ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την ασέλγεια με ανήλικο τιμωρείται με
φυλάκιση και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ".

Σχόλια: - Η παρ. 3 του παρόντος προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).**
Σύμφωνα με την περ. ε' της παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων
και άλλων διατάξεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2839/2000 (Α'
196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) αντιστοίχως, το
πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ
άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ),
αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), δ ι ε υ κ ό λ υ ν σ η α κ ο λ α σ ί α ς ά λ λ ω ν (άρθρο 348 ΠΚ),
πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ),
ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ),
καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών.

348 Α - Π
"1. Όποιος από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει,
διακινεί, διαθέτει, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως εκατό
χιλιάδων ευρώ.
2. Πορνογραφικό υλικό κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου συνιστά κάθε
περιγραφή ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση, σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, του σώματος
ανηλίκου που αποσκοπεί στη γενετήσια διέγερση, καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση, σε
οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που
ενεργείται για τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο.
3. Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης παραγράφου αφορά πορνογραφικό υλικό που
συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της
απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα
ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ και αν η πράξη είχε ως
αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών
και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).** Σύμφωνα με
την περ. ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων
και άλλων διατάξεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2839/2000 (Α'
196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) αντιστοίχως, το
πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ
άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ),
αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρο 348 ΠΚ), π ο ρ ν ο γ ρ α φ ί α
α ν η λ ί κ ω ν (άρθρο 348Α ΠΚ),μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ασέλγεια με
ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για
παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών. *** Σύμφωνα, εξάλλου, με την παρ. 6 άρθρου
11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) περί καταπολεμήσεως της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά
της γενετήσιας ελευθερίας, της πορνογραφίας ανηλίκων και γενικότερα της οικονομικής εκμετάλλευσης της
γενετήσιας ζωής και περί αρωγής στα θύματα των πράξεων αυτών: "Η έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής
απόφασης για κάποια από τις πράξεις των άρθρων 348Α, 349 και 351 του Ποινικού Κώδικα που τελέστηκε σε
κατάστημα ή επιχείρηση γνωστοποιείται, με μέριμνα της αρμόδιας εισαγγελικής αρχής, στον Γενικό Γραμματέα
της Περιφέρειας μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή της. Ο τελευταίος υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από τη
γνωστοποίηση της απόφασης να αφαιρέσει την άδεια λειτουργίας του καταστήματος ή της επιχείρησης όπου
τελέστηκε το αδίκημα, για χρονικό διάστημα ενός μέχρι τριών ετών, μπορεί δε, συνεκτιμώντας και τις λοιπές
περιστάσεις, να επιβάλει την οριστική αφαίρεση της άδειας λειτουργίας ή, αν τέτοια άδεια δεν προβλέπεται από
το νόμο, απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του καταστήματος ή της επιχείρησης.
Μέχρις εκδόσεως της τελεσίδικης απόφασης, απαγόρευση λειτουργίας μπορεί προσωρινά να επιβληθεί υπό τις
παραπάνω προϋποθέσεις και με την ίδια διαδικασία αμέσως μετά την άσκηση ποινικής δίωξης".

349 - Μ
"1. Όποιος για να εξυπηρετήσει την ακολασία άλλων προάγει ή εξωθεί στην πορνεία ανήλικο ή
υποθάλπει ή διευκολύνει την πορνεία ανηλίκων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με
χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ.

673
2. ε κάθειρξη και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο
υπαίτιος, αν το έγκλημα τελέστηκε: α) εναντίον προσώπου νεότερου των δεκαπέντε ετών, β) με
απατηλά μέσα, γ) από τον ανιόντα συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή από θετό γονέα, σύζυγο,
επίτροπο ή από άλλον στον οποίο έχουν εμπιστευθεί τον ανήλικο για ανατροφή, διδασκαλία,
επίβλεψη ή φύλαξη, έστω και προσωρινή, δ) από υπάλληλο ο οποίος κατά την άσκηση της
υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με
οποιονδήποτε τρόπο στη πράξη.
3. Όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Η τέλεση της πράξης από
υπάλληλο, ο οποίος κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του
αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην πράξη, συνιστά επιβαρυντική
περίσταση."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3064/2002 (Α'
248/15.10.2002).** Σύμφωνα με την περ. ε' της παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με
αμοιβή προσώπων και άλλων διατάξεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν.
2839/2000 (Α' 196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) αντιστοίχως,
το πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ
άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ),
αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρο 348 ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων
(άρθρο 348Α ΠΚ), μ α σ τ ρ ο π ε ί α (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ασέλγεια με ανήλικο
έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για
παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών. *** Σύμφωνα, επίσης, με την ΥΑ 4861/2001
(Β'206/2.3.2001) περί διαδικασίας εκδόσεως, ανακλήσεως/ανανεώσεως πιστοποιητικού ασκήσεως
επαγγέλματος από πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, για την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού σε πρόσωπα
η μ ε δ α π ή ς υπηκοότητας α π α ι τ ε ί τ α ι, μεταξύ άλλων, και "βεβαίωση του Πρωτοδικείου, ότι δ ε ν έχει
καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), αποπλάνηση παιδιών
(άρθρο 339 Π.Κ.), μ α σ τ ρ ο π ε ί α (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ)
και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών".
**** Σύμφωνα, εξάλλου, με την παρ. 6 άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) περί καταπολεμήσεως
της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της πορνογραφίας ανηλίκων και
γενικότερα της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και περί αρωγής στα θύματα των πράξεων
αυτών: "Η έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης για κάποια από τις πράξεις των άρθρων 348Α, 349 και
351 του Ποινικού Κώδικα που τελέστηκε σε κατάστημα ή επιχείρηση γνωστοποιείται, με μέριμνα της αρμόδιας
εισαγγελικής αρχής, στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή της. Ο
τελευταίος υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από τη γνωστοποίηση της απόφασης να αφαιρέσει την άδεια
λειτουργίας του καταστήματος ή της επιχείρησης όπου τελέστηκε το αδίκημα, για χρονικό διάστημα ενός μέχρι
τριών ετών, μπορεί δε, συνεκτιμώντας και τις λοιπές περιστάσεις, να επιβάλει την οριστική αφαίρεση της άδειας
λειτουργίας ή, αν τέτοια άδεια δεν προβλέπεται από το νόμο, απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής
δραστηριότητας του καταστήματος ή της επιχείρησης. Μέχρις εκδόσεως της τελεσίδικης απόφασης, απαγόρευση
λειτουργίας μπορεί προσωρινά να επιβληθεί υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις και με την ίδια διαδικασία αμέσως
μετά την άσκηση ποινικής δίωξης". - Σύμφωνα με την περ. ι του άρθρου 1 του ν. 3386/2005 (Α' 212/23.8.2005),
θύμα εμπορίας ανθρώπων, είναι το φυσικό πρόσωπο που κατέστη θύμα των εγκλημάτων, τα οποία
προβλέπονται στο π α ρ ό ν άρθρο και στα άρθρα 323, 323 Α, 351 και 351 Α του παρόντος κώδικα (βλ. οικεία
σχόλια) ανεξάρτητα από το εάν έχει εισέλθει στη Χώρα νόμιμα ή παράνομα.

350 - Ε
ντρας που συντηρείται ολικά ή εν μέρει από γυναίκα που ασκεί κατ' επάγγελμα την πορνεία και
από* την εκμετάλλευση των σχετικών ανήθικων κερδών της τιμωρείται με φυλάκιση έξι μηνών μέχρι
τριών ετών, "αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί για άλλη βαρύτερη αξιόποινη πράξη."

Σχόλια: * Ορθότερον: "με" - πρβλ. και κείμενο καθαρεύουσας "...διατρεφόμενον...και... δι' εκμεταλλεύσεως...".-
Η εντός " " φράση (: ρήτρα επικουρικότητας) του παρόντος προστέθηκε με τη παρ. 1 του άρθρου 11 του ν.
3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).

351 - Σ
"1. Όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση
εξουσίας προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί,
υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο με
σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στη γενετήσια εκμετάλλευσή του τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι
δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ.

674
2. ε την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο υπαίτιος αν, για να πετύχει τον ίδιο
σκοπό, αποσπά τη συναίνεση προσώπου με τη χρήση απατηλών μέσων ή το παρασύρει,
εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση του με υποσχέσεις, δώρα, πληρωμές ή παροχή άλλων
ωφελημάτων.
3. Όποιος εν γνώσει ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο το οποίο τελεί υπό τις συνθήκες που
περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
4. ε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό
χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αν η πράξη: α)
στρέφεται κατά ανηλίκου ή συνδέεται με την πνευματική αδυναμία ή την κουφότητα του παθόντος,
β) τελέσθηκε από ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο γ' της παραγράφου 2 του
άρθρου 349, γ) συνδέεται με την παράνομη είσοδο, παραμονή ή έξοδο του παθόντος από τη χώρα,
δ) τελείται κατ' επάγγελμα, ε) τελείται από υπάλληλο ο οποίος κατά την άσκηση της υπηρεσίας του
ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην
πράξη ή στ) είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος.
5. Αν κάποια από τις πράξεις της πρώτης και δεύτερης παραγράφου είχε ως αποτέλεσμα το
θάνατο του παθόντος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
6. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους γενετήσια εκμετάλλευση συνίσταται στην επιχείρηση
από κερδοσκοπία οποιασδήποτε ασελγούς πράξης ή στη χρησιμοποίηση από κερδοσκοπία του
σώματος, της φωνής ή της εικόνας προσώπου για την πραγματική ή προσποιητή επιχείρηση
τέτοιας πράξης ή για την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που αποσκοπούν στη γενετήσια
διέγερση".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν. 3064/2002 (Α'
248/15.10.2002).** Σύμφωνα με την περ. ε' της παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με
αμοιβή προσώπων και άλλων διατάξεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν.
2839/2000 (Α' 196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) αντιστοίχως,
το πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ
άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ),
αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρο 348 ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων
(άρθρο 348Α ΠΚ), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σ ω μ α τ ε μ π ο ρ ί α (άρθρο 351 ΠΚ), ασέλγεια με ανήλικο
έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για
παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών. *** Σύμφωνα, επίσης, με την ΥΑ 4861/2001
(Β'206/2.3.2001) περί διαδικασίας εκδόσεως, ανακλήσεως/ανανεώσεως πιστοποιητικού ασκήσεως
επαγγέλματος από πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, για την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού σε πρόσωπα
η μ ε δ α π ή ς υπηκοότητας α π α ι τ ε ί τ α ι, μεταξύ άλλων, και "βεβαίωση του Πρωτοδικείου, ότι δ ε ν έχει
καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), αποπλάνηση παιδιών
(άρθρο 339 Π.Κ.), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σ ω μ α τ ε μ π ο ρ ί α (άρθρο 351 ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ)
και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών".
**** Σύμφωνα, εξάλλου, με την παρ. 6 άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) περί καταπολεμήσεως
της εμπορίας ανθρώπων, των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της πορνογραφίας ανηλίκων και
γενικότερα της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και περί αρωγής στα θύματα των πράξεων
αυτών: "Η έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης για κάποια από τις πράξεις των άρθρων 348Α, 349 και
351 του Ποινικού Κώδικα που τελέστηκε σε κατάστημα ή επιχείρηση γνωστοποιείται, με μέριμνα της αρμόδιας
εισαγγελικής αρχής, στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή της. Ο
τελευταίος υποχρεούται μέσα σε ένα μήνα από τη γνωστοποίηση της απόφασης να αφαιρέσει την άδεια
λειτουργίας του καταστήματος ή της επιχείρησης όπου τελέστηκε το αδίκημα, για χρονικό διάστημα ενός μέχρι
τριών ετών, μπορεί δε, συνεκτιμώντας και τις λοιπές περιστάσεις, να επιβάλει την οριστική αφαίρεση της άδειας
λειτουργίας ή, αν τέτοια άδεια δεν προβλέπεται από το νόμο, απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής
δραστηριότητας του καταστήματος ή της επιχείρησης. Μέχρις εκδόσεως της τελεσίδικης απόφασης, απαγόρευση
λειτουργίας μπορεί προσωρινά να επιβληθεί υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις και με την ίδια διαδικασία αμέσως
μετά την άσκηση ποινικής δίωξης". - Σύμφωνα με την περ. ι του άρθρου 1 του ν. 3386/2005 (Α' 212/23.8.2005),
θύμα εμπορίας ανθρώπων, είναι το φυσικό πρόσωπο που κατέστη θύμα των εγκλημάτων, τα οποία
προβλέπονται στο π α ρ ό ν άρθρο και στα άρθρα 323, 323 Α, 349 και 351 Α του παρόντος κώδικα (βλ. οικεία
σχόλια) ανεξάρτητα από το εάν έχει εισέλθει στη Χώρα νόμιμα ή παράνομα.

351 Α - Α
"1. Η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά
ανταλλάγματα ή η ασελγής πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με τον ίδιο τρόπο
και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου τιμωρείται ως εξής:
α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική
ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ,

675
β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκαπέντε έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα
ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ και
γ) αν συμπλήρωσε* τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή
δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. Κατά την επιμέτρηση της ποινής δεν εφαρμόζεται το
άρθρο 83 στοιχείο ε'.
2. Η κατά συνήθεια τέλεση της πράξης από τον ενήλικο σύμφωνα με την προηγούμενη
παράγραφο συνιστά επιβαρυντική περίσταση.
3. Αν η πράξη της πρώτης παραγράφου είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος
επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη."

Σχόλια: * Προφανώς: "αν ο παθών συμπλήρωσε".- Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν.
3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).** Σύμφωνα με την περ. ε' της παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί
εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων και άλλων διατάξεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου
12 του ν. 2839/2000 (Α' 196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002)
αντιστοίχως, το πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται
όταν, μεταξύ άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο
299 ΠΚ), αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρο 348 ΠΚ), πορνογραφία
ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), α σ έ λ γ ε ι α μ ε
α ν ή λ ι κ ο έ ν α ν τ ι α μ ο ι β ή ς (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ),
καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών. - Σύμφωνα με την περ. ι του
άρθρου 1 του ν. 3386/2005 (Α' 212/23.8.2005), θύμα εμπορίας ανθρώπων, είναι το φυσικό πρόσωπο που
κατέστη θύμα των εγκλημάτων, τα οποία προβλέπονται στο π α ρ ό ν άρθρο και στα άρθρα 323, 323 Α, 349 και
351 του παρόντος κώδικα (βλ. οικεία σχόλια) ανεξάρτητα από το εάν έχει εισέλθει στη Χώρα νόμιμα ή παράνομα.

352 - Μ
Στις περιπτώσεις των άρθρων 347 παρ. 2, 348, 349, 350 και 351 εφαρμόζονται και οι σχετικές με
τον οίκο εργασίας και τους περιορισμούς διαμονής διατάξεις των άρθρων 72, 73 και 74.

353 - Π
1. Όποιος δημόσια επιχειρεί ακόλαστη πράξη και προκαλεί μ' αυτήν σκάνδαλο τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
"2. Όποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα την αιδώ άλλου με ακόλαστη πράξη που ενεργείται
ενώπιόν του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Αν η πράξη του
προηγούμενου εδαφίου ενεργείται ενώπιον προσώπου νεότερου των δεκαπέντε ετών τιμωρείται με
φυλάκιση. ια την ποινική δίωξη των πράξεων αυτής της παραγράφου απαιτείται έγκληση."

Σχόλια: - Η παρ. 2 του παρόντος άρθρου, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 13 του ν. 1419/1984
(Α' 28/14.3.1984), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002).

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ
Ε ΗΜΑΤΑ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΟ ΑΜΟ ΑΙ ΤΗΝ ΟΙ Ο ΕΝΕΙΑ

354 - Δ
Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο νοθεύει ή συγκαλύπτει την οικογενειακή τάξη κάποιου και ιδίως
όποιος υποβάλλει τέκνο τιμωρείται με φυλάκιση.

355 - Α
Όποιος με απατηλά μέσα παραπείθει κάποιον να τελέσει γάμο άκυρο ή ακυρώσιμο, αν ο γάμος
γι' αυτόν τον λόγο κηρύχθηκε αμετάκλητα άκυρος τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινική δίωξη ασκείται
μόνο ύστερα από έγκληση.

356 - Δ
1. σύζυγος που τέλεσε νέο γάμο πριν αμετακλήτως διαλυθεί ή ακυρωθεί ο προηγούμενος
γάμος του, καθώς επίσης και εκείνος που συνάπτει μαζί του νέο γάμο εν γνώσει ότι υπάρχει γάμος
που δεν λύθηκε, ή δεν ακυρώθηκε, τιμωρείται με φυλάκιση.
2. Η παραγραφή της πράξης αρχίζει αφότου ο ένας από τους δύο γάμους λύθηκε ή κηρύχθηκε
άκυρος.

676
357 - Μ
[το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1272/1982 (Α' 97/20.8.1982)].

Σχόλια: *** Πριν από την κατάργησή του το παρόν άρθρο είχε ως εξής: "1. Ο υπαίτιος μοιχείας σύζυγος και ο
μετ' αυτού συνένοχος τιμωρείται δια φυλακίσεως μέχρις ενός έτους. Η δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει του
προσβληθέντος.2. Εάν κατά τον χρόνον της πράξεως δεν υφίστατο συμβίωσις των συζύγων, το δικαστήριον,
κρίνον και τας ιδιαιτέρας περιστάσεις, υφ' ας η πράξις έλαβε χώραν, δύναται να κρίνη την πράξιν ατιμώρητον.3.
Η μοιχεία μένει ατιμώρητος, εάν ο προσβληθείς σύζυγος ηνέχθη ταύτην".

358 - Π
Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και
έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να
υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός
έτους.

Σχόλια: ** Προσοχή: σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 31 ("Παραγραφή και παύση ποινικής δίωξης") του
ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων, η -κατά την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου- παύση της ποινικής δίωξης, δ ε ν ισχύει για τις
ακόλουθες παραβάσεις: α) του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου, β) του ν. 690/1945 (βλ. οικεία σχόλια) και γ) του άρθρου
377 του παρόντος Κώδικα (βλ. οικεία σχόλια) για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση. Για
περισσότερα, όμως, βλ. ολόκληρο το άρθρο 31.

359 - Ε
Όποιος εγκαταλείπει σε απορία ή με άλλο τρόπο αβοήθητη μια* γυναίκα που έμεινε απ' αυτόν
έγκυος και που λόγω της εγκυμοσύνης ή του τοκετού της δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

Σχόλια: * Ορθότερον: "την" - πρβλ. το κείμενο της καθαρεύουσας: "Ο εν απορία ή άλλως αβοήθητον
εγκαταλείπων τ η ν παρ' αυτού καταστάσαν έγκυον...".

360 - Π
"1. Όποιος, ενώ έχει υποχρέωση εποπτείας ανηλίκου νεότερου από δεκαοκτώ ετών παραλείπει
να τον παρεμποδίσει από την τέλεση αξιόποινης πράξης ή από το να επιδίδεται στην πορνεία,
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν δεν συντρέχει περίπτωση να τιμωρηθεί αυστηρότερα
με άλλη διάταξη."
2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της παράλειψης της προηγούμενης παραγράφου
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών.
3. Η ποινή της παρ. 1 επιτείνεται σε φυλάκιση μέχρι δύο ετών και της παρ. 2 σε φυλάκιση μέχρι
έξι μηνών, αν υπαίτιοι της παράλειψης έγιναν γονείς, επίτροποι ή κηδεμόνες υπό την υπεύθυνη
επιμέλεια των οποίων έχει τεθεί ο ανήλικος σύμφωνα με το άρθρο 122 αυτού του Κώδικα.
4. Αν η πράξη που τέλεσε ο ανήλικος είναι πταίσμα, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει από
κάθε ποινή τον υπαίτιο της παράλειψης των παρ. 1-3.

Σχόλια: - Η παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 3189/2003
(Α' 243/21.10.2003).

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΠΡ ΤΟ
Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ

361 - Ε
1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης* (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την
τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός
έτους ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της
φυλάκισης.
2. Όταν η προσβολή της τιμής δεν είναι ιδιαίτερα** βαριά, αν ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις και
το πρόσωπο του ατόμου που προσβλήθηκε, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο.
3. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 308 έχει και σ' αυτή την περίπτωση εφαρμογή.

Σχόλια: * γράφεται και ως "δυσφήμιση" εκ του δυσφημίζω.** "ιδιαζόντως", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.

677
361 Α - Α
1. ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται η έμπρακτη εξύβριση (άρθρο 361 παρ. 1),
αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα.
2. Αν στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου συμμετείχαν δύο η περισσότεροι, επιβάλλεται
φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

362 - Δ
Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός
που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με
χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης.

363 - Σ
Αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό
είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. αζί με τη φυλάκιση μπορεί να
επιβληθεί και χρηματική ποινή˙ μπορεί επίσης να επιβληθεί και στέρηση των πολιτικών
δικαιωμάτων κατά το άρθρο 63.

364 - Δ
1. Όποιος ισχυρίζεται με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για ανώνυμη εταιρεία
ορισμένο γεγονός που είναι σχετικό με τις επιχειρήσεις, την οικονομική κατάσταση ή γενικά τις
εργασίες της ή με τα πρόσωπα που τη διοικούν ή τη διευθύνουν και που μπορεί να βλάψει την
εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
ενός έτους ή με χρηματική ποινή.
2. Δεν τιμωρείται ο κατηγορούμενος αν αποδείξει την αλήθεια του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή
διέδωσε.
3. Αν ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε είναι ψευδές
τιμωρείται με φυλάκιση.

365 - Π
Όποιος προσβάλλει τη μνήμη νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική
δυσφήμηση (άρθρ. 363) τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

366 -
1. Αν το γεγονός του άρθρου 362 είναι αληθινό, η πράξη μένει ατιμώρητη. Η απόδειξη όμως της
αλήθειας του γεγονότος απαγορεύεται όταν αυτό αφορά αποκλειστικά σχέσεις του οικογενειακού ή
του ιδιωτικού βίου που δεν θίγουν το δημόσιο συμφέρον και ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν
κακόβουλα.
2. Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή
διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη, αναστέλλεται η
δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης˙ θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός
που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η
απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι το πρόσωπο που είχε
δυσφημηθεί** τέλεσε την αξιόποινη πράξη.
3. Η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος που αφορά τη δυσφήμηση δεν αποκλείει την τιμωρία
για εξύβριση, αν από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η
δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης.

Σχόλια: ** γράφεται και ως "δυσφημισθεί" εκ του δυσφημίζω.

367
1. Δεν αποτελούν άδικη πράξη: α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή
επαγγελματικές εργασίες˙ β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής
για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που
γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη
(προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή δ) σε ανάλογες περιπτώσεις.
2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις
περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363, καθώς και β) όταν από τον τρόπο
678
της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός
εξύβρισης.

368 -
1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 361, 362, 363, 364 και 365 η ποινική δίωξη ασκείται μόνο
ύστερα από έγκληση.
2. Στην περίπτωση του άρθρου 365 δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση έχουν ο σύζυγος που
έζησε και τα παιδιά του νεκρού, και αν αυτοί δεν υπάρχουν, οι γονείς και οι αδελφοί του. Στην
περίπτωση του άρθρου 364, δικαίωμα να υποβάλει έγκληση έχει το διοικητικό συμβούλιο και
όποιος άλλος έχει ουσιώδες έννομο συμφέρον.
3. Αν ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος και η πράξη συνέβη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας
του ή για λόγους σχετικούς με την εκτέλεσή της, έχουν επίσης δικαίωμα να υποβάλουν έγκληση η
προ σταμένη του αρχή και ο αρμόδιος υπουργός.

369
1. Η παρ. 3 του άρθρου 229 έχει εφαρμογή και* στις περιπτώσεις των άρθρων 361, 362, 363,
364 και 365 υπέρ εκείνου που υπέβαλε την έγκληση˙ η προθεσμία για τη δημοσίευση της
απόφασης αρχίζει από την επίδοσή της σ' αυτόν. Αν η πράξη τελέστηκε με δημοσίευμα στον τύπο,
η δημοσίευση πρέπει να γίνει με την καταχώρηση σε εφημερίδα τουλάχιστον του σκεπτικού και του
διατακτικού της απόφασης.
2. εκδότης της εφημερίδας ή του περιοδικού όπου καταχωρίστηκε*** το δημοσίευμα που
προκάλεσε την καταδίκη, οφείλει να καταχωρήσει*** στο έντυπό του ολόκληρη την απόφαση μέσα
σε οκτώ ημέρες αφότου του επιδόθηκε στην ίδια θέση και με τα ίδια στοιχεία, όπως καταχωρίστηκε
και το υβριστικό δημοσίευμα˙ αλλιώς υποβάλλεται σε φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή σε χρηματική
ποινή.

Σχόλια: * Από παραδρομή του νομοθέτη δεν τέθηκε, κατά τη μεταγλώττιση, η λέξη "και", που υπήρχε στο
κείμενο της καθαρεύουσας [βλ. διόρθωση σφαλμάτων, (Α' 82/20.6.1986. αριθ. 12)]. *** Ορθότερον:
"καταχωρίσει". Πρβλ. και παραπάνω στην ί δ ι α πρόταση "...καταχωρίστηκε το δημοσίευμα...".

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΔΕ ΤΕΡΟ


ΠΑΡΑ ΙΑΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤ Ν

370 - Π
1. Όποιος αθέμιτα και με σκοπό να λάβει γνώση του περιεχομένου τους ανοίγει κλειστή επιστολή
ή άλλο κλειστό έγγραφο ή παραβιάζει τον κλειστό χώρο στον οποίο είναι φυλαγμένα ή με
οποιονδήποτε τρόπο εισχωρεί σε ξένα απόρρητα διαβάζοντας ή αντιγράφοντας ή αποτυπώνοντας
με άλλο τρόπο επιστολή ή άλλο έγγραφο τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι ενός
έτους.
2. Η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2668/1998 (Α' 282/18.12.1988) περί
οργανώσεως του τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών και άλλων διατάξεων, οι διατάξεις του παρόντος
άρθρου που αφορούν την προστασία του απορρήτου της ταχυδρομικής επικοινωνίας εφαρμόζονται σε ό λ ε ς τις
ταχυδρομικές επιχειρήσεις κ α ι το προσωπικό τους.

370 Α - Π

"1. Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική


σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο
τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Η
χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν
τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση.
2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία
μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται
με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. ε την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί
ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο
της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση.

679
3. ε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των
μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται
στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου.
4. Η πράξη της παραγράφου 3 δεν είναι άδικη, αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε
δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν
μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά.
5. Αν ο δράστης των πράξεων των παραγράφων 1, 2 και 3 αυτού του άρθρου ενεργεί ιδιωτικές
έρευνες ή τελεί τις πράξεις αυτές κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή απέβλεπε στην είσπραξη
αμοιβής, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.
6. Όποιος διαθέτει στο εμπόριο ή με άλλον τρόπο προσφέρει για εγκατάσταση ειδικά τεχνικά
μέσα για την τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου ή δημόσια
διαφημίζει ή προσφέρει τις υπηρεσίες του για την τέλεσή τους τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον
ενός έτους και με χρηματική ποινή".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 6 του ν. 3090/2002 (Α'
329/24.12.2002).

370
1. Όποιος αθέμιτα αντιγράφει, αποτυπώνει, χρησιμοποιεί, αποκαλύπτει σε τρίτον ή οπωσδήποτε
παραβιάζει στοιχεία ή προγράμματα υπολογιστών, τα οποία συνιστούν κρατικά, επιστημονικά ή
επαγγελματικά απόρρητα ή απόρρητα επιχείρησης του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. ς απόρρητα θεωρούνται και εκείνα που ο νόμιμος κάτοχός
τους, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον τα μεταχειρίζεται ως απόρρητα, ιδίως όταν έχει λάβει μέτρα
για να παρεμποδίζονται τρίτοι να λάβουν γνώση τους.
2. Αν ο δράστης είναι στην υπηρεσία του κατόχου των στοιχείων, καθώς και αν το απόρρητο είναι
ιδιαίτερα μεγάλης οικονομικής σημασίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
3. Αν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό απόρρητο ή για απόρρητο που αναφέρεται στην
ασφάλεια του κράτους, η κατά την παράγραφο 1 πράξη τιμωρείται κατά τα άρθρα 146 και 147.
4. ι πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 διώκονται ύστερα από έγκληση.

370
1. Όποιος χωρίς δικαίωμα αντιγράφει ή χρησιμοποιεί προγράμματα υπολογιστών, τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι έξι μήνες και με χρηματική ποινή "διακοσίων ενενήντα (290) Ε έως πέντε
χιλιάδων εννιακοσίων (5.900) Ε ".
2. Όποιος αποκτά πρόσβαση σε στοιχεία που έχουν εισαχθεί σε υπολογιστή ή σε περιφερειακή
μνήμη υπολογιστή ή μεταδίδονται με συστήματα τηλεπικοινωνιών, εφόσον οι πράξεις αυτές έγιναν
χωρίς δικαίωμα, ιδίως με παραβίαση απαγορεύσεων ή μέτρων ασφάλειας που είχε λάβει ο νόμιμος
κάτοχός τους, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις μήνες ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον "είκοσι
εννέα (29) Ε ". Αν η πράξη αναφέρεται στις διεθνείς σχέσεις ή στην ασφάλεια του κράτους,
τιμωρείται κατά το άρθρο 148.
3. Αν ο δράστης είναι στην υπηρεσία του νόμιμου κατόχου των στοιχείων, η πράξη της
προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται μόνο αν απαγορεύεται ρητά από εσωτερικό κανονισμό ή
από έγγραφη απόφαση του κατόχου ή αρμόδιου υπαλλήλου του.
4. ι πράξεις των παραγράφων 1 έως 3 διώκονται ύστερα από έγκληση.

370 Δ
[το παρόν άρθρο, που είχε προστεθεί με την παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 1941/1991 (Α'
41/18.3.1991) και εσφαλμένως αριθμηθεί ως άρθρο 370β -σφάλμα, ωστόσο, που διορθώθηκε με
την παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 1968/1991 (Α' 150/11.10.1991)-, καταργήθηκε με την περ. β) της
παρ. 9 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α' 207/16.12.1993)].

371 - Π
1. Κληρικοί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες, συμβολαιογράφοι, γιατροί, μαίες,
νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του
επαγγέλματος τους ή της ιδιότητάς τους ιδιωτικά απόρρητα, καθώς και οι βοηθοί των προσώπων
αυτών, τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι ενός έτους αν φανερώσουν ιδιωτικά
απόρρητα που τους τα εμπιστεύτηκαν ή που τα έμαθαν λόγω του επαγγέλματός τους ή της
ιδιότητάς τους.

680
2. Όμοια τιμωρείται όποιος, μετά το θάνατο ενός από τα πρόσωπά της παρ. 1, και απ' αυτή την
αιτία γίνεται κάτοχος εγγράφων ή σημειώσεων του νεκρού σχετικών με την άσκηση του
επαγγέλματός του, ή της ιδιότητάς του και από αυτά φανερώνει ιδιωτικά απόρρητα.
3. Η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση.
4. Η πράξη δεν είναι άδικη και μένει ατιμώρητη αν ο υπαίτιος απέβλεπε στην εκπλήρωση
καθήκοντός του ή στη διαφύλαξη έννομου ή για άλλο λόγο δικαιολογημένου ουσιώδους
συμφέροντος,* δημόσιου ή του ίδιου ή κάποιου άλλου, το οποίο δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί
διαφορετικά.

Σχόλια: * Ορθότερον να τεθεί κόμμα μετά τη λέξη "συμφέροντος", όπως σωστά είχε τεθεί στο κείμενο της
καθαρεύουσας "...εις διαφύλαξιν εννόμου ή...ουσιώδους συμφέροντος, δημοσίου ή ιδίου...".- Σύμφωνα με την
περ. δ της παρ. 13 του άρθ. 12 του ν. 2832/2000 (Α' 140/13.6.2000), σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων
της ανωτέρω παρ. 13 του ανωτέρω νόμου, εφαρμόζονται οι κυρώσεις του παρόντος άρθρου.- Σύμφωνα με την
παρ. 4 του άρθρου 11 (υπηρεσιακές υποχρεώσεις) του ν. 3148/2003 (Α' 136/5.6.2003), η παράβαση των
υποχρεώσεων που προβλέπονται στο ανωτέρω άρθρο διώκονται και τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του
παρόντος άρθρου. ** Σχετικά με το παρόν άρθρο, βλ. και το άρθρο 20 ("Υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας") του ν.
3500/2006 "για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις" (Α' 232/24.10.2006), σύμφωνα
με το οποίο: "1. Σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές
που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 243 του Κώδικα
Ποινικής Δικονομίας, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος
και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να
αποκαλύψουν την ταυτότητα τους. 2. Οι παραβάτες της διατάξεως αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών".- Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ανωτέρω νόμου το εν λόγω άρθρο ισχύει από 24.1.2007.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ


Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟ ΤΗΣΙΑΣ

372 -
1. Όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το
ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών˙ και αν το αντικείμενο της
κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
2. Κινητό πράγμα θεωρείται κατά τον Κώδικα και η ενέργεια του ηλεκτρισμού, του ατμού και κάθε
άλλη ενέργεια.
3. Η διάταξη του άρθρου 72 σχετικά με την παραπομπή του υπαιτίου σε κατάστημα εργασίας
εφαρμόζεται και εδώ.

Σχόλια: Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που
προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα
άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται
κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα
που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει
το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ], επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν
ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του
εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον
ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω
εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου".

373
ς υπαίτιος κλοπής τιμωρείται και όποιος νεκροσυλήσει με τυμβωρυχία, σκοπεύοντας να
αποκτήσει παράνομα ο ίδιος ή τρίτος περιουσιακή ωφέλεια.

374 - Δ
"Η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν από τόπο προορισμένο για θρησκευτική
λατρεία αφαιρέθηκε πράγμα αφιερωμένο σ' αυτή˙ β) αν αφαιρέθηκε πράγμα επιστημονικής,
καλλιτεχνικής, αρχαιολογικής ή ιστορικής σημασίας που βρισκόταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε
κοινή θέα ή σε δημόσιο οίκημα ή σε άλλο δημόσιο τόπο˙ γ) αν αφαιρέθηκε πράγμα που
μεταφερόταν με οποιοδήποτε δημόσιο συγκοινωνιακό μέσο ή ήταν τοποθετημένο σε χώρο
προορισμένο για εναπόθεση πραγμάτων προς μεταφορά ή παραλαβή ή μεταφερόταν από
ταξιδιώτη˙ δ) αν η κλοπή τελέστηκε από δύο ή περισσότερους που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν

681
κλοπές ή ληστείες˙ ε) αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ'
επάγγελμα ή κατά συνήθεια "ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το
ποσό των <<εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ε >>".

Σχόλια: - Οι πρώην περ. στ' ("αν οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη μαρτυρούν ότι ο δράστης
είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος") και ζ' ("αν ο δράστης κινούμενος με μηχανοκίνητο μέσο αφαίρεσε πράγμα που
κρατούσε ή φορούσε ο παθών, αν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά το άρθρο 380") του παρόντος
καταργήθηκαν με την παρ. 8 του άρθρο 1 του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996). - Η εντός " " φράση της περ. ε' του
παρόντος άρθρου προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999).

374 Α -
1. Όποιος αφαιρεί από την κατοχή άλλο ξένο μηχανοκίνητο μεταφορικό μέσο με αποκλειστικό
σκοπό να το χρησιμοποιήσει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο
ετών.
2. Η ποινική δίωξη γίνεται μόνο ύστερα από έγκληση.
3. Η διάταξη του άρθρου 379 εφαρμόζεται και για το έγκλημα της παρ. 1 αυτού του άρθρου, μαζί
όμως με την απόδοση του πράγματος απαιτείται και η ολοκληρωτική ικανοποίηση του ζημιωμένου.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

375 -
1. Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην
κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο
της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. "Αν η συνολική
αξία υπερβαίνει το ποσό των "εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ε ", ο υπαίτιος τιμωρείται με
κάθειρξη μέχρι δέκα ετών".
"2. Αν η πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο
λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή
ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα
ετών". "Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα
"εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) Ε ", τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση".
3. ε το ξένο πράγμα εξομοιώνεται και: α) το τίμημα που έλαβε ο υπαίτιος για κινητό πράγμα
που του το είχαν εμπιστευθεί για να το πουλήσει, καθώς και β) το κινητό πράγμα που απέκτησε ο
υπαίτιος με χρήματα ή με άλλο πράγμα που του το είχαν εμπιστευθεί για να αγοράσει ή να
ανταλλάξει αντίστοιχα το πράγμα που απέκτησε.

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος προστέθηκε με την περ. α' της παρ. 3 του
άρθρου 14 του ν. 2721/1999 (Α' 112/3.6.1999).- Το εντός " " τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του παρόντος, όπως
αυτή είχε αντικατασταθεί με την παρ. 9 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996), προστέθηκε με την
περ. β' της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 2721/99 (Α' 112/3.6.1999). Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του
άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου:
"1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375
και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και
το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο
Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ],
επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος
εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας,
επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ.
256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου".

376 - Π
Όποιος βρίσκει χαμένο πράγμα και δεν αναγγέλλει την ανεύρεση μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες
στις αρχές ή στο κοινό ή στο δικαιούχο τιμωρείται με χρηματική ποινή. Αν το αντικείμενο είναι
ασήμαντης αξίας, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.

377 -
1. Αν η κλοπή ή η υπεξαίρεση έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας, τιμωρείται με χρηματική
ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή
682
ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη
ατιμώρητη.
2. Στις περιπτώσεις αυτού του άρθρου η ποινική δίωξη γίνεται μόνο ύστερα από έγκληση.

Σχόλια: ** Προσοχή: σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 31 και παύση της ποινικής δίωξης) του ν.
3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων, η -κατά την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου- παύση της ποινικής δίωξης, δ ε ν ισχύει για τις
ακόλουθες παραβάσεις: α) του άρθρου 358 του παρόντος κώδικα (βλ. οικεία σχόλια), β) του ν. 690/1945 (βλ.
οικεία σχόλια) και γ) του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση. Για
περισσότερα, όμως, βλ. ολόκληρο το άρθρο 31.

378 -
Κλοπή ή υπεξαίρεση που έγινε:
α) μεταξύ συγγενών και αγχιστέων σε ευθεία γραμμή, θετών γονέων και θετών τέκνων, συζύγων
και μνηστευμένων, αδελφών καθώς και των συζύγων και των μνηστήρων τους˙
β) από σύζυγο στην περιουσία που άφησε ο σύζυγός του˙
γ) εναντίον επιτρόπου ή επιμελητή του υπαιτίου, καθώς επίσης και σε βάρος προσώπου με το
οποίο ο υπαίτιος ή συμμέτοχος διατελεί σε σχέση εξάρτησης ή ζει στο ίδιο σπίτι, διώκεται μόνο
ύστερα από έγκληση.

379 - Α
1. Το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση
και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς
παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο
απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος.
"2. υπαίτιος της πράξης της υπεξαίρεσης εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται σε βαθμό
κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα με τη
θέλησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την
καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν
εκκαθαριστεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του".

Σχόλια: - Η αρίθμηση του πρώην κειμένου ως παρ. 1 και η προσθήκη της παρ. 2 του παρόντος άρθρου,
έγιναν με την υποπαρ. 1.3 της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2721/99 (Α' 112/3.6.1999).

380 -
1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο
σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του
το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη.
2. Αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο
310) ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται [θάνατος
ή]* ισόβια κάθειρξη.
3. ι ίδιες ποινές (παρ. 1 και 2) επιβάλλονται σ' εκείνον που καταλήφθηκε επ' αυτοφώρω να
κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενον
κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο.

Σχόλια: * Η θανατική ποινή έχει ήδη καταργηθεί με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 2172/1993 (Α'
207/26.12.1993), σύμφωνα με την οποία: "Η ποινή του θανάτου κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι. Όπου στις κείμενες διατάξεις
προβλέπεται για ορισμένη αξιόποινη πράξη αποκλειστικώς η ποινή του θανάτου, νοείται ότι απειλείται η ποινή
της ισόβιας κάθειρξης. Αν η ποινή του θανάτου προβλέπεται διαζευκτικώς με άλλη ποινή, νοείται ότι απειλείται μ
ό ν ο η τελευταία". Πρβλ. και τα σχόλια του άρθρου 50 του παρόντος κώδικα.** Σύμφωνα με την περ. ε' της παρ.
1 του ν. 2734/1999 (Α' 161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων και άλλων διατάξεων, όπως αυτή
τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2839/2000 (Α' 196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11
του ν. 3064/2002 (Α' 248/15.10.2002) αντιστοίχως, το πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει
πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση
για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), διευκόλυνση
ακολασίας άλλων (άρθρο 348 ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ),
σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), λ η σ τ ε ί α (άρθρο 380
ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και
ναρκωτικών. *** Σύμφωνα, επίσης, με την ΥΑ 4861/2001 (Β'206/2.3.2001) περί διαδικασίας εκδόσεως,
ανακλήσεως/ανανεώσεως πιστοποιητικού ασκήσεως επαγγέλματος από πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, για
την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού σε πρόσωπα η μ ε δ α π ή ς υπηκοότητας α π α ι τ ε ί τ α ι, μεταξύ

683
άλλων, και "βεβαίωση του Πρωτοδικείου, ότι δ ε ν έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία
από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 Π.Κ.), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ),
σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), λ η σ τ ε ί α (άρθρο 380 ΠΚ) και εκβίαση (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για
παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών".

381 -
1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο
καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
2. Αν η φθορά έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας ή η ζημία που προξενήθηκε από τη φθορά
είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

382 - Δ
1. ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται η φθορά ξένης ιδιοκτησίας της πρώτης
παραγράφου του άρθρου 381, αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα.
2. ε την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται ο δράστης, αν το αντικείμενο της
πράξης που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 381: α) είναι πράγμα που
χρησιμεύει για κοινό όφελος˙ β) είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας˙ γ) η φθορά έγινε με φωτιά ή με
κάποιο από τα μέσα που προβλέπει το άρθρο 270.
3. Αν στην πράξη της πρώτης παραγράφου συμμετείχαν δύο ή περισσότεροι ή συντρέχει και μία
από τις περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
4. Όποιος προκαλεί κατά τους όρους του προηγούμενου άρθρου φθορά ή βλάβη αρχαιολογικού
ή καλλιτεχνικού ή ιστορικού μνημείου ή αντικειμένου τοποθετημένου σε δημόσιο χώρο τιμωρείται με
φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

383 -
Στις περιπτώσεις των άρθρων 381 και 382 παρ. 2 στοιχ. β' η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα
από έγκληση του παθόντος.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 του ν. 1419/1984 (Α' 28/14.3.1984).

384
Στις περιπτώσεις των άρθρων 381* και 382 παρ. 2 στοιχ. β' το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο
υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του
από τις αρχές, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου αποκατέστησε πλήρως το φθαρμένο πράγμα ή
ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική αποκατάσταση ή ικανοποίηση εξαλείφουν τον
αξιόποινο χαρακτήρα κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος.

Σχόλια: * Εκ παραδρομής του νομοθέτη τέθηκε, κατά τη μεταγλώττιση, το άρθρο 381 "παρ. 2" (βλ. διόρθωση
σφαλμάτων [Α' 82/20.6.1986, αριθ. 14)].

384 Α -
Όποιος δημόσια ή μέσα σε καταστήματα ή σε κέντρα ή σε άλλους τόπους διασκέδασης
προσιτούς στο κοινό, όπου προσφέρονται κάθε είδους εδέσματα ή ποτά, προκαλεί ή διεγείρει με
οποιονδήποτε τρόπο το κοινό αίσθημα, καταστρέφοντας ή βλάπτοντας ή με άλλο τρόπο
καθιστώντας ανέφικτη τη χρήση κινητών πραγμάτων (ξένων ή όχι) έστω και με τη συναίνεση ή την
ανοχή του κυρίου ή κατόχου τους ή των υπευθύνων του καταστήματος ή του κέντρου, τιμωρείται με
φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Ε ΗΜΑΤΑ ΑΤΑ Τ Ν ΠΕΡΙΟ ΣΙΑ Ν ΔΙ ΑΙ ΜΑΤ Ν

385 - Ε
1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος
παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή
ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται:
α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380, παρ.1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική
βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής˙ β) αν ο

684
υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του
λειτουργήματός του, ή άλλης δραστηριότητας που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή
προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από
τρίτον τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και δεν επιτρέπεται μετατροπή ή η αναστολή
της ποινής. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις κατά
συνήθεια ή κατ' επάγγελμα,** τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών˙ γ) σε κάθε άλλη περίπτωση
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
2. ι διατάξεις του άρθρου 72 για το κατάστημα εργασίας εφαρμόζονται και εδώ.

Σχόλια: ** Η πρώην φράση της περ. β) της παρ. 1 του παρόντος ("ή αν από τις περιστάσεις αποδεικνύεται ότι
ο υπαίτιος είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος"), μετά τον διαζευκτικό όρο "ή κατ' επάγγελμα", καταργήθηκε με την παρ.
10 του άρθρ. 1 του ν. 2408/96 (Α' 104/4.6.1996). *** Σύμφωνα με την περ. ε' της παρ. 1 του ν. 2734/1999 (Α'
161/5.8.1999) περί εκδιδομένων με αμοιβή προσώπων και άλλων διατάξεων, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την
παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 2839/2000 (Α' 196/12.9.2000) και την παρ. 9 του άρθρου 11 του ν. 3064/2002 (Α'
248/15.10.2002) αντιστοίχως, το πιστοποιητικό που υ π ο χ ρ ε ο ύ τ α ι να κατέχει πρόσωπο εκδιδόμενο με
αμοιβή, χορηγείται όταν, μεταξύ άλλων, δ ε ν έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από
πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), αποπλάνηση παιδιών (άρθρο 339 ΠΚ), διευκόλυνση ακολασίας άλλων (άρθρο 348
ΠΚ), πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ),
ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρο 351Α ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380 ΠΚ) και ε κ β ί α σ η (άρθρο 385 ΠΚ),
καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και ναρκωτικών. **** Σύμφωνα, επίσης, με την
ΥΑ 4861/2001 (Β'206/2.3.2001) περί διαδικασίας εκδόσεως, ανακλήσεως/ανανεώσεως πιστοποιητικού
ασκήσεως επαγγέλματος από πρόσωπο εκδιδόμενο με αμοιβή, για την έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού σε
πρόσωπα η μ ε δ α π ή ς υπηκοότητας α π α ι τ ε ί τ α ι, μεταξύ άλλων, και "βεβαίωση του Πρωτοδικείου, ότι δ ε ν
έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση για ανθρωποκτονία από πρόθεση (άρθρο 299 ΠΚ), αποπλάνηση
παιδιών (άρθρο 339 Π.Κ.), μαστροπεία (άρθρο 349 ΠΚ), σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ), ληστεία (άρθρο 380
ΠΚ) και ε κ β ί α σ η (άρθρο 385 ΠΚ), καθώς και για παράβαση των διατάξεων των νόμων περί όπλων και
ναρκωτικών".

386 - Α
1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη
περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών
γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται
με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών˙ και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με
φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
2. ι διατάξεις του άρθρου 72 για το κατάστημα εργασίας εφαρμόζονται και εδώ.
"3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή
κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των "δεκαπέντε
χιλιάδων (15.000) Ε "ή
β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των
"εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ε ".

Σχόλια: - Η παρ. 3 του παρόντος άρθρου, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με την παρ. 11 του άρθρ. 1 του ν.
2408/96 (Α' 104/4.6.1996), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου με την παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 2721/99
(Α' 112/3.6.1999). Προσοχή: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των
ποινών που προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που
προβλέπονται στα άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα,
εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού
προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή
επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά
πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ],επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης
και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την
εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας
κάθειρξης. Στον ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα
παραπάνω εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου".

386 Α - Α
Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος,
βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας τα στοιχεία υπολογιστή είτε με μη ορθή διαμόρφωση του
προγράμματος είτε με επέμβαση κατά την εφαρμογή του είτε με χρησιμοποίηση μη ορθών ή
ελλιπών στοιχείων είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με τις ποινές του προηγούμενου

685
άρθρου. Περιουσιακή βλάβη υφίσταται και αν τα πρόσωπα που την υπέστησαν είναι άδηλα. ια την
εκτίμηση του ύψους της ζημίας είναι αδιάφορο αν οι παθόντες είναι ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 1805/1988 (ΦΕΚ Α' 199/31.8.1988).

387 - Α
Αν η ζημία που προξενήθηκε από την απάτη είναι ευτελούς αξίας, εφαρμόζονται ανάλογα οι
διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 377.

388 - Α
1. Όποιος, με το σκοπό να εισπράττει ο ίδιος ή κάποιος άλλος το ποσό για το οποίο έχει
ασφαλιστεί ένα αντικείμενο κινητό ή ακίνητο, επιφέρει την πραγμάτωση του κινδύνου για τον οποίο
έχει γίνει η ασφάλιση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
2. Στην ίδια ποινή υπόκειται όποιος για τον παραπάνω σκοπό προξενεί στον εαυτό του σωματική
βλάβη ή επιτείνει τις συνέπειες σωματικής βλάβης που επήλθε από ατύχημα.

389 - Α
1. Όποιος με πρόθεση βλάπτει παράνομα ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει
του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή με αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των
αληθινών σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική
ποινή.
2. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

390 - Α
"Όποιος με γνώση* ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας
έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσόν των δεκαπέντε
χιλιάδων (15.000) ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που είχε αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρ. 36 του ν. 2172/1993 (Α' 207),
τίθεται όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 15 του ν. 3242/2004 (Α' 102/24.5.2004).* Είναι
χαρακτηριστικό ότι πριν από την πρώτη του αντικατάσταση (με την παρ. 2 του άρθρου 36 του ν. 2172/1993), στη
θέση της λέξης "γνώση" υπήρχε η λέξη "πρόθεση".

391 - Δ
[Καταργήθηκε με την περ. β) της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 2207/94 (Α' 65/25.4.1994)].

Σχόλια: * Πριν από την κατάργησή του το παρόν άρθρο είχε ως εξής: "1. 'Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις
της απάτης κατορθώνει δόλια και χωρίς την κανονισμένη πληρωμή να παρευρεθεί σε παράσταση, έκθεση ή
ανάλογη διοργάνωση ή να χρησιμοποιήσει κάποιο μέσο δημόσιας κυκλοφορίας ή κάποια άλλη εγκατάσταση που
προορίζεται για κοινή χρήση, αλλά με καταβολή αντιτίμου, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι
τριών μηνών. 2. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση".

392 - Δ
1. Όποιος με την πρόθεση να μην καταβάλλει αντίτιμο παίρνει για άμεση κατανάλωση τρόφιμα ή
ποτά ή δέχεται την παροχή καταλύματος ή υπηρεσιών, των οποίων το αντίτιμο είναι άμεσα
πληρωτέο κατά τις συνήθειες των συναλλαγών, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι
τριών μηνών.
2. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

393 -
1. ι διατάξεις του άρθρου 378 στοιχεία α' και γ' εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις των
άρθρων 386 και 387˙ οι διατάξεις του άρθρου 379 και για τις πράξεις των άρθρων 386, 387, 389,
390, 391 και 392.
"2. υπαίτιος των πράξεων των άρθρων 382 παρ. 1 και 2 στοιχ. γ', 386, 386Α, 388, 390,
εφόσον δεν τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, 404 παρ. 1 και 2 και 405 παρ. 1, απαλλάσσεται
από κάθε ποινή, αν ικανοποιήσει πλήρως τον ζημιωθέντα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την καταβολή του κεφαλαίου και των τόκων
υπερημερίας και δηλώσουν τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του."

686
Σχόλια: - Η παρ. 2 του παρόντος, η οποία είχε προστεθεί με την υποπαρ. 1.4 της παρ. 1 του άρθρου 14 του
ν. 2721/1999 (α' 112/3.6.1999), αριθμουμένου ταυτοχρόνως του αρχικώς ισχύοντος κειμένου σε παρ. 1 του
παρόντος, και στη συνέχεια είχε αντικατασταθεί με την παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003), τίθεται όπως αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 27 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

394 - Α
1. Όποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται
στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή
τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του
σε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση, ανεξάρτητα αν* είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος
από τον οποίον προέρχεται το πράγμα.
2. Αν το αντικείμενο της πράξης της προηγούμενης παραγράφου είναι ευτελούς αξίας, ο δράστης
τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.
3. ε τα πράγματα που προέρχονται από αξιόποινη πράξη εξομοιώνεται και το τίμημά τους,
καθώς επίσης και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν μέσω αυτών.
4. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενήργησε από
ιδιοτέλεια ή αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι
μηνών. Το άρθρο 72 για την παραπομπή σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και στην προκείμενη
περίπτωση.

Σχόλια: * Ορθότερον: "ανεξάρτητα από το αν". Πρβλ. και κείμενο καθαρεύουσας: "ανεξαρτήτως του αν".-
Προσοχή: Σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 περί αυξήσεως των ποινών που
προβλέπονται για τους καταχραστές του Δημοσίου: "1. Στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα
άρθρ. 216, 218, 235, 236, 237, 242, (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται
κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα
που αναφέρονται στο άρθρ. 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η
ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει
το ποσό των "50.000.000" δραχμών [147.000 ευρώ], επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και, αν συντρέχουν
ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του
εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Στον
ένοχο του αδικήματος που προβλέπεται ειδικώς από το άρθρ. 256 του Ποινικού Κώδικα, τα παραπάνω
εφαρμόζονται μόνο όταν το αδίκημα στρέφεται κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. 2. Με τας εν τη προηγουμένη παραγράφω ποινάς, ηλαττωμένας
κατά το εν άρθρ. 83 του Κώδικος μέτρον, τιμωρούνται και οι ένοχοι των εν άρθρ. 231, 232 και 394 πράξεων, εφ'
όσον αύτοι διαπράττονται εν σχέσει προς αδικήματα περί ων η προηγουμένη παράγραφος".

394 Α - Ν
[Το παρόν άρθρο, που είχε προστεθεί με το άρθρο 5 του ν. 2145/1993 (Α' 88/28.5.1993),
καταργήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 2331/95 (Α' 173/3.9.1995)].*

Σχόλια: * Πριν από την κατάργησή του το παρόν άρθρο είχε ως εξής: "Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών
τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με το σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει
συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται στα κατωτέρω εγκλήματα, προκειμένου αυτό να αποφύγει τη δίωξη, την
εκτέλεση επιβληθείσας ποινής ή μέτρου ασφαλείας ή δημεύσεως, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως
εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει
οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που προέρχεται από έγκλημα αρπαγής (άρθρο 322), ληστείας (άρθρο 380),
εκβίασης σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 385, παρ. 1α), κλοπής κατά το άρθρο 374, περιπτώσεις α'-στ',
παραγωγής, εμπορίας ή διακίνησης ναρκωτικών, κατασκευής, εμπορίας ή διακίνησης όπλων, εκρηκτικών ή
εμπρηστικών υλών ή μέσων χημικού ή βιολογικού πολέμου, ή από έγκλημα που αφορά αφαίρεση και
μεταμόσχευση ανθρώπινων ιστών και οργάνων ή από συμμετοχή σε τέτοια εγκλήματα, ή μεσολαβεί στη
διενέργεια τέτοιων πράξεων. Αν ο δράστης ενεργεί τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή αν το
περιουσιακό στοιχείο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται κάθειρξη. Επίσης επιβάλλεται υποχρεωτικά
δήμευση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων, ως και των πάσης φύσεως αντικειμένων, χρημάτων ή αξιών,
που χρησίμευσαν ή προορίζονταν να χρησιμεύσουν για την τέλεση του εγκλήματος πλην εκείνων των οποίων
διατάσσεται η επιστροφή στον ιδιοκτήμονα.2. Οι ποινές της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται
ανεξάρτητα από το αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος, από το οποίο προέρχεται το
περιουσιακό στοιχείο, ή αν το έγκλημα αυτό τελέστηκε στην αλλοδαπή.3. Ως περιουσιακά στοιχεία κατά την
έννοια της πρώτης παραγράφου νοούνται κινητά και ακίνητα πράγματα, δικαιώματα και έγγραφα που αποτελούν
τίτλο ιδιοκτησίας ή ενσωματώνουν ή αποδεικνύουν περιουσιακά δικαιώματα, το τίμημά τους και τα αντικείμενα
που αποκτήθηκαν μέσω αυτών".

687
395
Στις περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 του προηγούμενου** άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα οι
διατάξεις του άρθρου 379.

Σχόλια: ** προσοχή: πρόκειται, στην πραγματικότητα, περί ε μ μ έ σ ο υ καταργήσεως, αφού το προηγούμενο


άρθρο, στο οποίο αναφέρεται, είναι πλέον καταργημένο.

396 - Π
Όποιος σε δημόσιους πλειστηριασμούς εμποδίζει με βία ή με απειλές τον ελεύθερο συναγωνισμό
ή απομακρύνει με δώρα ή υποσχέσεις αυτόν που προσφέρει ή έχει την πρόθεση να προσφέρει
τιμωρείται με φυλάκιση.

397 -
1. οφειλέτης που με πρόθεση ματαιώνει ολικά η εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του,
βλάπτοντας, καταστρέφοντας ή καθιστώντας χωρίς αξία, αποκρύπτοντας ή απαλλοτριώνοντας
χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο, κατασκευάζοντας
ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ή με χρηματική
ποινή, αν η πράξη δεν υπόκειται σε βαρύτερη ποινή σύμφωνα με άλλη διάταξη.
2. Όμοια τιμωρείται όποιος επιχειρεί κάποια από αυτές τις πράξεις υπέρ του οφειλέτη.
3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

398 -
ε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο υπαίτιος δόλιας χρεοκοπίας, κατά τους όρους
του εμπορικού νόμου και με φυλάκιση το πολύ δύο ετών ο υπαίτιος απλής χρεοκοπίας. "Η ποινική
δίωξη για το αδίκημα της απλής χρεοκοπίας ασκείται ύστερα από έγκληση του συνδίκου ή του
πτωχευτικού πιστωτή."

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 28 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

399 - Π
1. Όποιος με πρόθεση αφαιρεί ή καταστρέφει ολικά ή μερικά πράγμα που έχει στην ιδιοκτησία
του και έτσι καθιστά ανέφικτη για το δικαιούχο την άσκηση δικαιώματος επικαρπίας, χρήσης,
οίκησης, εμπράγματης ασφάλειας ή παρακράτησης στο πράγμα αυτό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι
δύο ετών ή με χρηματική ποινή.
2. Όμοια τιμωρείται όποιος επιχειρεί κάποια από τις πράξεις αυτές υπέρ του ιδιοκτήτη.
3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

400 - Π
1. Όποιος ψαρεύει σε ύδατα όπου άλλος έχει το δικαίωμα της αλιείας, χωρίς την άδειά του
τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.
2. Αν ο υπαίτιος ασκεί παράνομη αλιεία κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι δύο ετών.
3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

401 - Α
Αλλοδαπός που ψαρεύει χωρίς δικαίωμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ελληνικού κράτους τιμωρείται
με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών.

402 -
Στις περιπτώσεις των άρθρων 397, 399 και 400 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου
379.

403 - Π
1. Όποιος από ιδιοτέλεια και με εκμετάλλευση της κουφότητας ή της απειρίας κάποιου ανηλίκου
δέχεται για τον εαυτό του ή για τρίτον εκ μέρους του ανηλίκου και με ζημία του την υπόσχεση ή
εξασφάλιση της πληρωμής χρηματικού ποσού ή τη χορήγηση άλλης παροχής που έχει χρηματική
αξία τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι ενός έτους.

688
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος απαλλοτριώνει περαιτέρω ή δίνει ως ενέχυρο κάποια
απαίτηση που απέκτησε από τον ανήλικο η οποία είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή
επιδιώκει την εκπλήρωση των περιουσιακών ωφελημάτων που πηγάζουν απ' αυτήν.
3. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.

404 - Τ
1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή
παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την
κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή
παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές
περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται "με φυλάκιση
τουλάχιστον έξι μηνών" και με χρηματική ποινή.
2. ε τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την
παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση
δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που
υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου˙ β) όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα** ή
δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην
παρ. 1 ή στην παρ.2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που
πηγάζουν από αυτή την απαίτηση.
3. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των
παρ. 1 και 2 τιμωρείται "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών" και χρηματική ποινή.
4. Αν οι πράξεις των πιο πάνω παραγράφων τελούνται από νομικά πρόσωπα, ποινική ευθύνη
υπέχουν οι διοικητές και οι διευθυντές τους.
"5(6)". Το αξιόποινο των ανωτέρω πράξεων εξαλείφεται αν ο δράστης με δική του θέληση και
πριν ακόμη εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο από την αρμόδια αρχή για την πράξη του,
εξουδετερώσει*** την παράνομη κατάσταση και αποδώσει στον οφειλέτη, ό,τι πήρε πάνω από το
νόμιμο μέτρο μαζί με τους νόμιμους τόκους από την ημέρα που το πήρε.

Σχόλια: ** "περαιτέρω", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας. *** "άρη", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.- Οι
εντός " " φράσεις της παρ. 1 και 3 αντιστοίχως, η κατάργηση της πρώην παρ. 5 ("5. Η ποινική δίωξη των
πράξεων των παρ. 1 και 2 ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση") και η αρίθμηση της πρώην παρ. 6 σε (νυν) παρ.
5 του παρόντος άρθρου, έγιναν με τα εδ. α', β' και γ' αντιστοίχως της παρ. 8 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 (Α'
112/3.6.1999).

405 - Α
1. Όποιος, σχετικά με άλλες δικαιοπραξίες, εκτός από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 404
παρ. 1 και υπό τις ίδιες περιστάσεις, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον
περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν την αξία της δικής του παροχής, τόσο ώστε ανάλογα με
τις ειδικές περιστάσεις να βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς αυτήν τιμωρείται, αν το
πράττει κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική
ποινή.
2. Η παρ. 6* του άρθρου 404 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

Σχόλια: * Προφανώς "παρ. 5", μετά την τροποποίηση που επέφερε η περ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 14 του ν.
2721/1999 (Α' 112/3.6.1999).

406 - Π
Όποιος από πλεονεξία εκμεταλλεύεται την απειρία ή την πνευματική αδυναμία κάποιου άλλου
παραπλανώντας τον σε χρηματιστηριακές κερδοσκοπικές πράξεις οι οποίες δεν ανήκουν στον
κύκλο των εργασιών εκείνου που παραπλανάται και είναι προφανώς δυσανάλογες προς την
περιουσία του και μπορούν εξαιτίας αυτού του γεγονότος να επιφέρουν ή να επιταχύνουν την
οικονομική καταστροφή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ


ΕΠΑΙΤΕΙΑ ΑΙ Α ΗΤΕΙΑ

407 - Ε
'Όποιος επαιτεί από φυγοπονία ή από φιλοχρηματία ή κατά συνήθεια τιμωρείται με φυλάκιση
μέχρι τριών μηνών.

689
408 - Α
[Καταργήθηκε με την περ. β) της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 2207/94 (Α' 65/ 25.4.1994)]. **

Σχόλια: ** Πριν από την κατάργησή του, το παρόν άρθρο είχε ως εξής: "'Όποιος στερείται τα μέσα
συντήρησης από φυγοπονία ή εξαιτίας ροπής του προς την άτακτη ζωή και περιπλανιέται στη χώρα ή
περιφέρεται συνεχώς σε κάποιον τόπο χωρίς να έχει μόνιμο κατάλυμα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών
μηνών".

409 - Π
Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή: α) όποιος εξωθεί σε επαιτεία ή
παραλείπει να εμποδίσει από την επαιτεία ή την αλητεία πρόσωπα που έχουν την επιμέλειά του ή
που βρίσκονται σε σχέση εξάρτησης από αυτόν˙ "β) όποιος παραδίδει ή προμηθεύει σε άλλους
πρόσωπα ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών ή που έχουν υπερβεί αυτή την ηλικία, είναι όμως
σωματικώς ή διανοητικώς ανάπηρα, για να προκαλούν με τη νεαρή τους ηλικία ή με την τυχόν
σωματική ή διανοητική ασθένεια ή αναπηρία τους τον οίκτο ή την περιέργεια του κοινού για
[χρηματικό όφελος]* δικό του ή άλλου."

Σχόλια: * "χρηματισμό", κατά το κείμενο της καθαρεύουσας.- Η περ. β) τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την
παρ. 7 του άρθρου 2 του ν. 3189/2003 (Α' 243/21.10.2003).

410 - Δ
Η διάταξη του άρθρου 72 για παραπομπή σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και στις
περιπτώσεις των άρθρων 407-409.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ Ε ΤΟ
ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ
Ι. ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

411 - Ε
ι εργοστασιάρχες ή άλλοι διευθυντές ή αρχιεργάτες βιομηχανίας ή βιοτεχνίας, οι εργολήπτες και
οι έμποροι είναι υπεύθυνοι για τα πταίσματα που διαπράττουν οι υφιστάμενοι ή αντιπρόσωποί
τους, τα οποία ανάγονται σε πράξεις διαταγμένες ή απαγορευμένες σχετικές με την άσκηση των
έργων τους, αν τα γνωρίζουν και μπορούν να τα εμποδίσουν ή αν είναι δυνατόν να τους αποδοθεί
αμέλεια σχετικά με την επίβλεψη που οφείλουν να ασκούν.

412 - '
1. 'Όποιος, αν και τιμωρήθηκε επανειλημμένα, τουλάχιστον όμως δύο φορές μέσα σε μία διετία,
με ποινή κράτησης για το ίδιο ή συγγενές πταίσμα, διαπράξει νέο τέτοιο πταίσμα τιμωρείται με
ποινή κράτησης επαυξημένη έως το διπλάσιο εκείνης που προβλέπεται στο νόμο για το πταίσμα
που τελέστηκε.
2. Το ίδιο ισχύει, ανεξάρτητα από το χρόνο τιμωρίας, αν από το συνδυασμό του νέου πταίσματος
με τα προηγούμενα αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος διαπράττει πταίσματα καθ' έξιν ή κατ' επάγγελμα.

ΙΙ. ΤΑ ΕΙΔΙ ΟΤΕΡΑ ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ

413 - Α
Ημεδαπός που δέχεται από ξένη δύναμη μισθό, σύνταξη, τίτλο, παράσημο ή άλλο διακριτικό
σημείο χωρίς ρητή άδεια της κυβέρνησης τιμωρείται με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή με πρόστιμο
ή και με τις δύο αυτές ποινές.

414 - Π
1. 'Όποιος χωρίς την άδεια της αρχής ασκεί επάγγελμα που για την άσκησή του ο νόμος απαιτεί
τέτοια άδεια, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.
2. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται: α) όταν η άδεια που απαιτεί ο νόμος αποβλέπει αποκλειστικά
σε φορολογικούς σκοπούς και β) στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται ιδιαίτερα από το νόμο.

415 - Α
'Όποιος χωρίς άδεια της αρχής μεταβάλλει το επώνυμό του ή δίνει στον εαυτό του ξένο επώνυμο
τιμωρείται με κράτηση.

690
416 - Π
'Όποιος με πρόθεση προκαλεί ανησυχία σε άλλον ή κινητοποιεί την αρχή ή την ένοπλη δύναμη
ζητώντας ψευδώς βοήθεια ή χρησιμοποιώντας ατόπως σήματα κινδύνου ή με ψευδείς ή
δεισιδαιμονικές ανακοινώνεις ή φήμες τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο, αν η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

417 - Δ
'Όποιος διαταράσσει δημόσια τις ασχολίες, τις τέρψεις ή τη νυχτερινή ησυχία των κατοίκων με
υπερβολικούς κρότους που παράγονται κατά την άσκηση κάποιου επαγγέλματος ή που
προκαλούνται με άλλον τρόπο ή με θορύβους, διαπληκτισμούς ή με οποιεσδήποτε άλλες πράξεις
τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο.

418 -
Αν τα εστιατόρια ή τα άλλα δημόσια κέντρα αναψυχής και διασκέδασης δεν σταματήσουν τη
λειτουργία τους τις νυκτερινές ώρες που έχει καθορίσει η αστυνομία, επιβάλλεται πρόστιμο ή
κράτηση: α) στο διευθυντή του καταστήματος που ανέχεται την παραμονή ξένων πέρα από αυτή
την ώρα και β) στους θαμώνες που παραμένουν στο κατάστημα μετά την προτροπή του διευθυντή
του καταστήματος ή κάποιου αστυνομικού να απομακρυνθούν.

419 - Π
ε πρόστιμο ή με κράτηση τιμωρείται όποιος διοργανώνει δημόσια θεάματα, θεατρικές ή άλλες
δημόσιες παραστάσεις χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής, καθώς και όποιος παραβαίνει σχετικά
με τέτοια θεάματα ή παραστάσεις τις διατάξεις που είχαν εκδοθεί από τις αρχές για τον τόπο, το
χρόνο ή τον τρόπο της διεξαγωγής τους.

420 - Π
'Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που έχει εκδώσει η αρμόδια αρχή και ιδίως τις αστυνομικές
διατάξεις που αποσκοπούν στην ασφάλεια, την τάξη, την άνεση, την ησυχία ή την καθαριότητα
στους δημόσιους δρόμους ή τις πλατείες ή στα νερά τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι
δύο μηνών.

421 - Π
ε πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών τιμωρείται όποιος παραβαίνει τις διατάξεις της
αρμόδιας αρχής και ιδίως τις αστυνομικές που έχουν εκδοθεί για να προστατεύσουν τους αιγιαλούς,
τις όχθες θαλασσών, λιμνών ή ποταμών και τις φυτείες ή άλλες εγκαταστάσεις που υπάρχουν
επάνω σ' αυτές.

422 - Π
'Όποιος γνωρίζει ότι από τη χρήση κάποιου πράγματος μπορεί να προκύψει κίνδυνος
δηλητηρίασης ανθρώπου ή ζώου και παραλείπει να προλάβει τον κίνδυνο με τα μέσα που είναι
δυνατά σ' αυτόν τιμωρείται με κράτηση μέχρι δύο μηνών ή με πρόστιμο.

423 - Π
ε κράτηση μέχρι δύο μηνών ή με πρόστιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή,
τιμωρείται όποιος: α) παρασκευάζει, πουλεί** ή χορηγεί με άλλον τρόπο δηλητήριο χωρίς την
απαιτούμενη άδεια της αρχής˙ η παρ. 2 στοιχ. α' του άρθρου 414 εφαρμόζεται και στην περίπτωση
αυτή˙ β) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής και ιδίως τις αστυνομικές διατάξεις τις
σχετικές με την παρασκευή, πώληση ή άλλη χορήγηση δηλητηρίου ή γίνεται με κάποια απ' αυτές τις
ενέργειες υπαίτιος οποιασδήποτε αμέλειας, από την οποία μπορεί να προκύψει βλάβη σε άλλον ή
σε ξένο ζώο.

Σχόλια: ** Ορθότερον: "πωλεί" ή "πουλά".

424 - Π
ε τις ποινές του άρθρου 423, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος:
α) κατέχει με οποιονδήποτε τρόπο δηλητήριο και δεν το φυλάσσει με επιμέλεια ώστε να αποφευχθεί
κάθε αλλαγή του ή βλαβερή χρήση του˙ β) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής, και ιδίως
τις αστυνομικές διατάξεις, τις σχετικές με τη φύλαξη ή τη μεταφορά δηλητηρίου.

691
425 - Ε
Αν κάποιος που πάσχει από μεταδοτική ασθένεια έρχεται με άλλον σε τέτοια προσωπική
συνάφεια από την οποία να μπορεί αμέσως να μεταδοθεί η ασθένεια, τιμωρείται με κράτηση μέχρι
πέντε μηνών ή με πρόστιμο.

Σχόλια: Προσοχή: Συναφής με το παρόν άρθρο και η παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 1193/1981 (Α'
220/20.8.1981) περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων, σύμφωνα με την
οποία: "Τιμωρείται, κατά τας διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος και εφ' όσον δ ε ν συντρέχει
περίπτωσις βαρυτέρας αξιοποίνου πράξεως, εκείνος ο οποίος: α) Γνωρίζων ότι πάσχει εξ αφροδισίας νόσου δεν
υποβάλλεται εις θεραπείαν και δεν τηρεί τας ιατρικάς οδηγίας δια την παρεμπόδισιν μεταδόσεως της νόσου.
β) Γνωρίζων ότι πρόσωπον, τελούν υπό την επιμέλειάν του, πάσχει εξ αφροδισίας νόσου, δεν υποβάλλει
τούτο εις θεραπείαν και δεν τηρεί τας ιατρικάς οδηγίας, προς παρεμπόδισιν μεταδόσεως της νόσου.
γ) Εφαρμόζει, συνιστά ή διαφημίζει καθ' οιονδήποτε τρόπον, αντιαφροδισιακήν θεραπείαν, δια μη
επιστημονικώς παραδεδεγμένων μεθόδων.
δ) Παραβαίνει τας κατ' εξουσιοδότησιν των άρθρων 7 παρ. 4 και 8 του παρόντος, εκδιδομένας Υπουργικάς
αποφάσεις.
ε) Ο μη συμμορφούμενος προς την υπό της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 3 οριζομένην
υποχρέωσιν.
στ) Μήτηρ ή τροφός γνωρίζουσα ότι πάσχει εξ αφροδισίας νόσου, θηλάζει ίδιον ή ξένον βρέφος.
ζ) Όστις παραδίδει προς θηλασμόν βρέφος εις τροφόν αν και γνωρίζει ότι το βρέφος πάσχει εκ συφιλίδος".

426 - Π
'Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή για την προστασία της δημόσιας
υγείας και οι οποίες αφορούν την έκθεση νεκρών σε κοινή θέα ή το χρόνο, τον τόπο ή τον τρόπο
του ενταφιασμού τους τιμωρείται με κράτηση μέχρι δύο μηνών ή με πρόστιμο.

427 - Π
'Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής και ιδίως της αστυνομικής που αφορούν την
καθαριότητα η οποία πρέπει να τηρείται:
α) στα νερά που χρησιμοποιούν ή όχι οι άνθρωποι˙
β) στα τρόφιμα που είναι εκτεθειμένα ή προορισμένα για πώληση˙
γ) στα καταστήματα ή στους χώρους παρασκευής ή πώλησης τροφίμων˙
δ) στην άσκηση οποιασδήποτε τέχνης, εμπορίου, βιομηχανίας ή άλλης εργασίας, και
ε) γενικά σε κάθε σχέση, πράξη ή παράλειψη, από την οποία μπορεί να επηρεαστεί η δημόσια
καθαριότητα, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών, αν άλλη διάταξη δεν τιμωρεί
την πράξη βαρύτερα.

428 - Ρ
Όποιος ρίχνει σε ανθρώπους ή σε ξένα σπίτια ή άλλα κτίρια ή σε ξένους περιφραγμένους
χώρους ακαθαρσίες ή άλλα αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν ενόχληση σε άλλον,
τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

Σχόλια: * Σχετικά με το παρόν άρθρο βλ. και το άρθρο 28 του ν. 1650/1986 (Α' 160/16.10.1986) για την
προστασία του περιβάλλοντος.

429 - Π
1. ε πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών τιμωρείται όποιος παραβαίνει τις διατάξεις της
αρμόδιας αρχής, και ιδίως της αστυνομικής, που αφορούν:
α) την υποβολή των τροφίμων στην εποπτεία ή στην εξέταση της αρχής˙
β) την υποχρέωση των εμπόρων να προμηθευτούν ή να αποθηκεύσουν τρόφιμα˙
γ) τον τόπο ή το χρόνο, το θεμιτό τίμημα ή άλλες λεπτομέρειες της πώλησής τους και γενικά τα
σχετικά με το εμπόριο ή τη διάθεση των τροφίμων.
2. Η διάταξη της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η παράβαση προβλέπεται από
ειδική διάταξη.

430 - Π
'Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή, και ιδίως η αστυνομική, για την
αποφυγή των ζημιών που προκαλούνται από τα νερά τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι
δύο μηνών.

692
431 - Δ
'Όποιος παρεμποδίζει χωρίς δικαίωμα την κυκλοφορία σε τόπους κοινής χρήσης στη στεριά ή
στα ύδατα ή με οποιονδήποτε τρόπο διαταράσσει ή θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά της τιμωρείται με
πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών, αν άλλη διάταξη δεν τιμωρεί βαρύτερα την πράξη αυτή.

432 - Π
ε κράτηση μέχρι τριών μηνών ή με πρόστιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή,
τιμωρείται όποιος:
α) χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρχής παρασκευάζει, πουλεί** ή παρέχει με άλλο τρόπο
πυρίτιδα ή άλλη εκρηκτική ύλη ή εύφλεκτο πυροτέχνημα ή καυστική ύλη˙ η παρ. 2 στοιχ. α' του
άρθρου 414 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση˙
β) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής, και ιδίως τις αστυνομικές διατάξεις, τις σχετικές
με την παρασκευή, πώληση ή άλλη χορήγηση, τη φύλαξη, τη μεταφορά ή τη χρήση κάποιου
παρόμοιου αντικειμένου˙ ή
γ) γίνεται σε κάποια απ' αυτές τις ενέργειες υπαίτιος οποιασδήποτε αμέλειας, από την οποία
μπορεί να προκύψει βλάβη σε άνθρωπο ή σε ξένο πράγμα.

Σχόλια: ** Ορθότερον: "πωλεί" ή "πουλά". Βλ. και σχόλια του άρθρου 423 του παρόντος κώδικα.

433 - Π
ε κράτηση μέχρι τριών μηνών ή με πρόστιμο τιμωρείται, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλει βαρύτερη
ποινή, όποιος: α) κάνει απερίσκεπτη και αμελή χρήση της φωτιάς ή των μέσων φωτισμού, κατά
τρόπο που να μπορεί να προκύψει από αυτήν βλάβη σε άνθρωπο ή σε ξένο πράγμα και β)
παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή, και ιδίως η αστυνομική, για την αποτροπή του
κινδύνου εμπρησμού.

434 - Π
ε κράτηση ή με πρόστιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος:
α) παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια αρχή, και ιδίως η αστυνομική, για την ασφάλεια
ή την υγιεινή των οικοδομών ή γενικά για τη ρύθμιση της τάξης κατά την οικοδόμηση ή την
αποτροπή των κινδύνων που μπορούν να προκύψουν από αυτή˙
β) κατά την οικοδόμηση γίνεται υπαίτιος οποιαδήποτε αμέλειας, από την οποία μπορεί να
προκύψει βλάβη σε άνθρωπο ή σε ξένο πράγμα˙
γ) γίνεται υπαίτιος μιας από τις πράξεις που αναφέρονται στα στοιχ. α και β κατά την εκτέλεση
κάποιου άλλου ανάλογου έργου ή κατεδάφισης.

435 - Π
Όποιος: α) αφήνει να περιφέρεται ελεύθερα άγριο ζώο ή ζώο που έχει επικίνδυνα ελαττώματα˙ β)
παραλείπει να πάρει τα προφυλακτικά μέτρα που απαιτούνται για να αποτραπούν οι βλάβες από
τέτοια ζώα, ή τα μέτρα που έχουν διαταχθεί από την αρμόδια αρχή˙ γ) διατηρεί επικίνδυνο άγριο
ζώο χωρίς άδεια της αστυνομικής αρχής˙ δ) ερεθίζει σκυλιά εναντίον ανθρώπων, τιμωρείται με
πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών.

436 - Π
ε κράτηση ή με πρόστιμο, αν άλλη διάταξη δεν επιβάλλει βαρύτερη ποινή, τιμωρείται όποιος
σχετικά με την κατοχή, τη χρήση ή την παράδοση όπλου σε άλλον:
α) παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής, και ιδίως της αστυνομικής˙
β) γίνεται υπαίτιος οποιασδήποτε αμέλειας έτσι ώστε να μπορεί να προκύψει απ' αυτήν βλάβη σε
άλλον.

437 - Π
Όποιος ρίχνει εναντίον ανθρώπων ή σε ξένα σπίτια ή άλλα κτίρια ή σε αυλές, κήπους ή
περιφραγμένους χώρους ή σε τόπους όπου συνήθως διαμένουν ή συχνάζουν άνθρωποι πέτρες ή
άλλα σκληρά αντικείμενα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν βλάβη σε ανθρώπους ή σε ξένη
ιδιοκτησία, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

438 - Π .
ε πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών τιμωρείται όποιος σε μέρη όπου συχνάζουν
άνθρωποι:
693
α) αφήνει ασκέπαστα, απερίφρακτα ή με άλλο τρόπο αφύλακτα πηγάδια, υπόγεια, λάκκους,
γκρεμούς ή άλλες εκβαθύνσεις, τεχνητές ή φυσικές έτσι ώστε να μπορεί να προκύψει απ' αυτά
κίνδυνος για άλλον˙
β) τοποθετεί χωρίς αστυνομική άδεια παγίδες, μηχανήματα αυτόματης βολής ή άλλες ανάλογες
εγκαταστάσεις, από τα οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άλλον.

439 - Π
Όποιος παραμελεί το καθήκον της εποπτείας παράφρονα έτσι που να μπορεί να προκύψει από
την παραμέληση κίνδυνος για άλλον, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

440 - Ε
1. Όποιος σε κατάσταση υπαίτιας μέθης προξενεί κίνδυνο σε πρόσωπο ή ουσιώδη διατάραξη της
δημόσιας τάξης τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση, εκτός αν η πράξη τιμωρείται βαρύτερα από
άλλη διάταξη.
2. ε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ ασχολείται με εργασίες που απαιτούν ιδιαίτερη
προσοχή, περιάγει τον εαυτόν του σε κατάσταση μέθης, καθώς επίσης και όποιος, ενώ είναι
μεθυσμένος, ασχολείται με τέτοιες εργασίες.

441 -
ιατροί και μαίες που χωρίς δικαιολογημένο κώλυμα αρνούνται την εκτέλεση των έργων τους ή
που αναφορικά με αυτήν γίνονται υπαίτιοι οποιασδήποτε αμέλειας από την οποία μπορεί να
προκύψει κίνδυνος για άλλον τιμωρούνται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών, αν η
πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

442 - Π
Όποιος δεν ανακοινώνει αμέσως στις αρχές την ανεύρεση* νεκρού τιμωρείται με πρόστιμο.

Σχόλια: * Ορθότερον: "εύρεση". Πρβλ. και κείμενο της καθαρεύουσας. Βλ. σχετικά και σχόλια του άρθρου 376
του παρόντος κώδικα.

443 -
Όποιος: α) χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρχής ενταφιάζει ή με οποιονδήποτε τρόπο
εξαφανίζει ή ανατέμνει νεκρό, καθώς και όποιος β) παραβαίνει τις διατάξεις που εκδίδει η αρμόδια
αρχή για να αποτρέψει την πρόωρη ταφή, την εξαφάνιση ή την ανατομή νεκρού, τιμωρείται με
πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών.

444 - Π . . .
Όποιοι παραβαίνουν τις αστυνομικές διατάξεις για τη σημείωση ή την αναγγελία στην αρχή των
ξένων στους οποίους παρέχουν κατάλυμα ή εκμισθώνουν κατοικία τιμωρούνται με πρόστιμο ή με
κράτηση, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

445 - Π
Όποιος παραβαίνει τις αστυνομικές διατάξεις που αφορούν ιδιωτικούς υπαλλήλους ή υπηρέτες
τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση.

446 - Π . . .
ε πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι δύο μηνών τιμωρούνται:
α) οι κατασκευαστές κλειδιών και οι άλλοι τεχνίτες ή έμποροι που χωρίς άδεια της αστυνομικής
αρχής παραδίδουν σε οποιονδήποτε αντικλείδια ή άλλα εργαλεία που ανοίγουν κλειδαριές˙
β) οι κατασκευαστές κλειδιών και οι άλλοι τεχνίτες που:
αα) κατασκευάζουν κλειδιά για πόρτες, θαλάμους ή αποθηκευτικούς χώρους χωρίς άδεια της
αστυνομικής αρχής ή χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου κατοικίας ή άλλου ακινήτου ή κινητού ή
του αντιπροσώπου του κατόχου˙
ββ) ανοίγουν κλειδαριές οποιουδήποτε είδους όταν τους το ζητήσει κάποιος, χωρίς να έχουν την
εντολή της αρχής ή χωρίς να βεβαιωθούν ότι εκείνος που τους ζητεί να ανοίξουν τα πράγματα είναι
ο κάτοχός τους ή ο αντιπρόσωπός του.

447 - Π
ε πρόστιμο ή με κράτηση, αν άλλη διάταξη δεν τιμωρεί βαρύτερα την πράξη, τιμωρούνται:
694
α) οι επαγγελματίες που θα βρεθούν να έχουν ζυγαριές, μέτρα ή σταθμά που είναι κατάλληλα για
την άσκηση του επαγγέλματός τους, δεν έχουν όμως το νόμιμο σήμα για την ακρίβειά τους
σύμφωνα με το νόμο ή που είναι πράγματι ανακριβή˙
β) όποιοι παραβαίνουν τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής, και ιδίως της αστυνομικής, για τις
ζυγαριές, για τα μέτρα και τα σταθμά.

448 - Π
'Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 429 και κάθε άλλης ειδικότερης διάταξης του
νόμου, παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής για τις διατιμήσεις, τιμωρείται με πρόστιμο ή με
κράτηση.

449 -
Όποιος κατασκευάζει ή πουλεί* χρυσά ή ασημένια είδη που δεν έχουν το νόμιμο σήμα τιμωρείται
με πρόστιμο.

Σχόλια: * Ορθότερον: "πωλεί" ή "πουλά". Βλ. και σχόλια του άρθρου 423 του παρόντος κώδικα.

450 - Π
ε πρόστιμο τιμωρείται όποιος:
α) κατασκευάζει, πουλεί** ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία αντικείμενα που
μοιάζουν τόσο πολύ με χρυσά ή ασημένια νομίσματα, με χαρτονομίσματα ή με έγγραφα που
εξομοιώνονται κατά το άρθρο 214 με χαρτονομίσματα, ώστε να είναι δυνατό να εκληφθούν ως
γνήσια˙
β) κατασκευάζει σφραγίδες, ανάγλυφα, πλάκες ή άλλες μήτρες που μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή κάποιου από τα αντικείμενα του στοιχείου α'.

Σχόλια: ** Ορθότερον: "πωλεί" ή "πουλά". Βλ. και σχόλια του άρθρου 423 του παρόντος κώδικα.

451 - Π
ε πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών τιμωρείται όποιος χωρίς έγγραφη άδεια της αρχής
κατασκευάζει, προμηθεύεται ή παραδίδει σε άλλον εκτός από την αρχή ή το νόμιμο δικαιούχο:
α) σφραγίδες, ανάγλυφα, πλάκες ή άλλες μήτρες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την
κατασκευή μεταλλικών ή χάρτινων νομισμάτων ή εγγράφων που εξομοιώνονται κατά το άρθρο 214
με χαρτονομίσματα, επίσημων ενσήμων (άρθρο 218), δημοσίων βεβαιώσεων ή πιστοποιήσεων˙
β) αποτυπώματα των μητρών ή υποδείγματα των παραπάνω επίσημων εγγράφων, βεβαιώσεων
ή πιστοποιητικών.

Σχόλια: ** Ορθότερον: "νομισματοκοπτικών".

452 -
Όποιος αρνείται να δεχτεί για πληρωμή νομίσματα που έχουν νόμιμη κυκλοφορία στο κράτος
τιμωρείται με πρόστιμο.

453 - Π
ε πρόστιμο τιμωρείται όποιος με παραγγελία άγνωστων ή αναξιόπιστων προσώπων και χωρίς
να εξετάσει λεπτομερέστερα και να εξασφαλιστεί από ενδεχόμενη κατάχρηση κατασκευάζει ή
παραδίδει ιδιωτικά σύμβολα ή σφραγίδες ή τύπους συναλλαγματικών που χρησιμοποιούν
ορισμένοι εμπορικοί οίκοι.

454 - Π
'Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις της αρμόδιας αρχής τις σχετικές με τα ενεχυροδανειστήρια
τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

455 - Α
Όποιος διέπραξε ανθρωποκτονία που μένει ατιμώρητη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22
και 25 και δεν την ανάγγειλε* αμέσως στην πλησιέστερη αρχή τιμωρείται με πρόστιμο ή με
κράτηση.

Σχόλια: * Ορθότερον: "ανήγγειλε".

695
456 - Μ
1. Όποιος με πρόθεση και χωρίς δικαίωμα μειώνει ξένο ακίνητο, δημόσια ή ιδιωτική οδό ή
πλατεία ή τα σύνορα που διαχωρίζουν τις ιδιοκτησίες, με σκάψιμο, όργωμα ή με άλλον τρόπο,
τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών.
2. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση, εκτός αν πρόκειται για κοινόχρηστη οδό ή
πλατεία.

457 - Π
Όποιος στερήθηκε οριστικά ή πρόσκαιρα κάποιο συγκεκριμένο δικαίωμα εξαιτίας καταδίκης του
για έγκλημα και παρ' όλα αυτά το ασκεί, τιμωρείται με πρόστιμο ή με κράτηση μέχρι τριών μηνών,
αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

Ε Α ΑΙΟ ΕΙ ΟΣΤΟ Ε ΔΟΜΟ


ΤΕ Ι ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

458 - Π
Όποιος με πρόθεση παραβαίνει επιτακτική ή απαγορευτική διάταξη διοικητικών νόμων τιμωρείται
με πρόστιμο τουλάχιστον "πενήντα εννέα (59) Ε ", αν η ειδική διάταξη αναφέρεται στο άρθρο
αυτό ως προς την ποινική κύρωση της παράβασης.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. α) της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν.
2207/1994 (Α' 65/25.4.1994).Προσοχή: Συναφής με το παρόν άρθρο είναι και η παρ. 1 του άρθρου 13 του ν.
1193/1981 (Α' 220/20.8.1981) περί της εξ αφροδισίων νόσων προστασίας και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων,
σύμφωνα με τη οποία: "Τιμωρείται, κατά τας διατάξεις του άρθρου 458 του Ποινικού Κώδικος και εφ' όσον δ ε ν
συντρέχει περίπτωσις βαρυτέρας αξιοποίνου πράξεως, εκείνος ο οποίος: α) Γνωρίζων ότι πάσχει εξ αφροδισίας
νόσου δεν υποβάλλεται εις θεραπείαν και δεν τηρεί τας ιατρικάς οδηγίας δια την παρεμπόδισιν μεταδόσεως της
νόσου. β) Γνωρίζων ότι πρόσωπον, τελούν υπό την επιμέλειάν του, πάσχει εξ αφροδισίας νόσου, δεν υποβάλλει
τούτο εις θεραπείαν και δεν τηρεί τας ιατρικάς οδηγίας, προς παρεμπόδισιν μεταδόσεως της νόσου. γ)
Εφαρμόζει, συνιστά ή διαφημίζει καθ' οιονδήποτε τρόπον, αντιαφροδισιακήν θεραπείαν, δια μη επιστημονικώς
παραδεδεγμένων μεθόδων. δ) Παραβαίνει τας κατ' εξουσιοδότησιν των άρθρων 7 παρ. 4 και 8 του παρόντος,
εκδιδομένας Υπουργικάς αποφάσεις. ε) Ο μη συμμορφούμενος προς την υπό της διατάξεως της παραγράφου 1
του άρθρου 3 οριζομένην υποχρέωσιν. στ) Μήτηρ ή τροφός γνωρίζουσα ότι πάσχει εξ αφροδισίας νόσου,
θηλάζει ίδιον ή ξένον βρέφος. ζ) Όστις παραδίδει προς θηλασμόν βρέφος εις τροφόν αν και γνωρίζει ότι το
βρέφος πάσχει εκ συφιλίδος". Βλ. επίσης και άρθρο 425 του παρόντος κώδικα.- Βλ. επίσης σχετικά με το παρόν
άρ. και τα άρ. 4 και 6 των ΥΑ Β/ΟΙΚ.80199/5596 και Β/81584/5725 αντιστοίχως του 2001 (Β' 60/25.1.2001) περί
εισιτηρίων, κομίστρων και χιλιομετρικών συντελεστών των ΚΤΕΛ κλπ., που προβλέπουν την εφαρμογή της
διάταξης του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου σε περίπτωση παράβασης των σχετικών άρθρων. *** Σύμφωνα με την παρ.
1 του άρθρου 20 του νόμου 3202/2003 (Α' 284/11.12.2003) περί εκλογικών δαπανών εν γένει, σχετικά με τις
εκλογικές παραβάσεις και τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις σε βάρος τρίτων, η παραβίαση από τρίτους της
παραγράφου 1 του άρθρου 7 και των περιπτώσεων α' και β' του άρθρου 8 του ανωτέρω νόμου (βλ. οικεία
άρθρα), συνιστά π α ρ ά β α σ η διοικητικών διατάξεων και επισύρει τις π ο ι ν έ ς που προβλέπονται στο παρόν
άρθρο.

459 - Π
Όποιος παραβαίνει αστυνομική διάταξη, που αφορά άλλο αντικείμενο ή άλλον σκοπό εκτός από
εκείνους που μνημονεύονται ειδικά στο προηγούμενο κεφάλαιο τιμωρείται με πρόστιμο ή με
κράτηση.

Ι ΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΜΕΤΑ ΑΤΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

460
Ποινικός Κώδικας αρχίζει να ισχύει από την 1η ανουαρίου 1951.

461
Από την έναρξη της ισχύος του Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Νόμος της 3ης
Νοεμβρίου 1836, καθώς και κάθε διάταξη που τροποποιούσε αυτόν το Νόμο.

696
462
Όπου ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και άλλοι ειδικοί νόμοι παραπέμπουν σε άρθρα του
καταργούμενου Ποινικού Νόμου, οι παραπομπές αυτές από την έναρξη της ισχύος του Ποινικού
Κώδικα θεωρείται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις αυτού του Κώδικα.

463
ι ποινές κράτησης, φυλάκισης, ειρκτής, πρόσκαιρων και ισόβιων δεσμών που προβλέπονται
στους ειδικούς ποινικούς νόμους εννοούνται και εφαρμόζονται από την έναρξη της ισχύος αυτού
του Ποινικού Κώδικα σύμφωνα με τα άρθρα του 51 έως 55. Η ειρκτή και τα πρόσκαιρα δεσμά
αντιστοιχούν στην πρόσκαιρη κάθειρξη, τα ισόβια δεσμά στην ισόβια κάθειρξη.

464
Τα όρια των ποινών που προβλέπονται στους ειδικούς νόμους εξακολουθούν να ισχύουν.

465
Δεν θίγονται οι διατάξεις των ειδικών νόμων σύμφωνα με τις οποίες εκτός από αυτόν που
καταδικάστηκε ευθύνεται και τρίτος για την πληρωμή χρηματικής ποινής ή χρηματικής
ικανοποίησης.

466
Δεν θίγονται οι διατάξεις των ειδικών νόμων με τις οποίες καθορίζονται παρεπόμενες ποινές ή και
άλλες συνέπειες εκτός από αυτές που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας.

467
Στις περιπτώσεις που ειδικοί νόμοι τιμωρούν την απόπειρα και τη συνέργεια με ποινή ίδια με την
ποινή του τελειωμένου* εγκλήματος, ο δικαστής μπορεί να επιβάλει ηπιότερη ποινή σύμφωνα με το
άρθρο 42 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα.

Σχόλια: * ορθότερον: τετελεσμένου.

468
Στις περιπτώσεις που ειδικοί νόμοι ορίζουν χρόνο παραγραφής διαφορετικό από αυτόν που
αναγράφεται στο άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα, ως χρόνος παραγραφής θεωρείται η προθεσμία
που ορίζουν αυτοί οι νόμοι για την οριστική παραγραφή, αν αυτή η προθεσμία είναι τουλάχιστον
ενός έτους. Διαφορετικά ο χρόνος παραγραφής είναι ενός έτους. Όταν οι ειδικοί νόμοι δεν ορίζουν
προθεσμία οριστικής παραγραφής, ως χρόνος παραγραφής των αξιόποινων πράξεων που
προβλέπονται σ' αυτούς ορίζεται ο χρόνος που καθορίζει το άρθρο 111 του Ποινικού Κώδικα.

469
ι ποινές στέρησης της ελευθερίας που έχουν επιβληθεί αμετακλήτως σε ανηλίκους που δεν
είχαν συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας τους όταν τελέστηκε η πράξη θεωρούνται από την
έναρξη της ισχύος του Ποινικού Κώδικα ποινή περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα˙ για τον
περιορισμό αυτόν μέγιστο όριο είναι η διάρκεια της ποινής που καθορίζει η απόφαση και ελάχιστο
όριο το μισό αυτού του χρόνου με εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 127 και των
διατάξεων των άρθρων 129 και 132 του Κώδικα. Αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι θάνατος ή ισόβια
δεσμά, η ποινή αυτή μετατρέπεται αυτοδικαίως σε ποινή περιορισμού σε σωφρονιστικό κατάστημα˙
μέγιστο όριο του περιορισμού αυτού είναι είκοσι έτη και ελάχιστο δέκα έτη.

470
Στις περιπτώσεις α' και β' της παρ. 2 του άρθρου 5 του Νόμου 5017/1931 τα ελληνικά ποινικά
δικαστήρια εκδικάζουν κακουργήματα ή πλημμελήματα που τελέστηκαν σε ξένα αεροσκάφη, αν
συντρέχουν οι όροι των άρθρων 6 και 7 του Ποινικού Κώδικα. Στις περιπτώσεις γ' και δ', η δίωξη
γίνεται πάντοτε σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξάρτητα από τους νόμους του
κράτους της εθνικότητας του αεροσκάφους.

471
Δεν θίγονται οι διατάξεις:
1) του νόμου Τ Δ' του 1871 "περί καταδιώξεως της ληστείας"˙
2) του Νόμου ΣΤ' του 1911 "περί ζωοκλοπής και ζωοκτονίας"˙
697
3) οι διατάξεις για τη φθορά δάσους κλπ. του άρθρου 219 του νόμου 4173** "περί δασικού
κώδικος", καθώς επίσης και όλες οι ειδικές ποινικές διατάξεις αυτού του νόμου, εκτός από εκείνες
που προβλέπει το άρθρο 473 οι οποίες καταργούνται˙
4) οι διατάξεις για την αγροτική κλοπή, την αγροτική φθορά και τη μετακίνηση ορόσημων του αν.
ν. 1010 του 1939 "περί κώδικος αγροτικής ασφαλείας"˙
5) οι ποινικές διατάξεις του ν.δ. 136 του 1946 "περί αγορανομικού κώδικος" όπως όλες οι
ανωτέρω διατάξεις τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα˙
6) οι διατάξεις του α.ν. 375 του 1936 "περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των
εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας"*** όπως ο νόμος
αυτός τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε μεταγενέστερα.

Σχόλια: ** Προφανώς του έτους 1929.*** Καταργήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1289/1982 (Α' 122/4.10.1982).

472
Διατηρούνται προσωρινά σε ισχύ για όση χρονική διάρκεια αυτές προβλέπουν οι διατάξεις:
1) των άρθρων 2 και 3 του νόμου 453 του 1945 "περί λήψεων μέτρων προς εμπέδωσιν της
δημοσίας ασφαλείας"˙
2) του άρθρου 5 της Συντακτικής Πράξης 19 του 1945 "περί τροποποιήσεων ποινικών τινων
διατάξεων"˙
3) του ' ηφίσματος του 1946 "περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την δημοσίαν τάξιν", όπως
τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με μεταγενέστερες διατάξεις και
4) κάθε άλλη ειδική ποινική διάταξη που ισχύει για ορισμένο χρονικό διάστημα.

473
1. Από την έναρξη της ισχύος του Ποινικού Κώδικα καταργούνται:
α) όλες οι διατάξεις που περιέχονται σε ειδικούς νόμους και ρυθμίζουν το μέτρο της ποινής σε
περίπτωση συρροής και υποτροπής και
β) οι διατάξεις που αποκλείουν την εφαρμογή της προσωρινής απόλυσης από τις φυλακές, της
αναστολής της εκτέλεσης της ποινής υπό όρο και της μετατροπής της κράτησης ή της φυλάκισης σε
πρόστιμο ή χρηματική ποινή.
2. Καταργούνται επίσης οι εξής διατάξεις:
1) νόμος 881 του 1917 "περί προσωρινής απολύσεως εκ των φυλακών των καταδίκων", όπως
τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, εκτός από τα άρθρα του 8, 10 και 11.
2) νόμος Η' "περί αναστολής της εκτελέσεως της ποινής", όπως τροποποιήθηκε
μεταγενέστερα.
3) Το ν.δ. της 4 ουλίου 1933, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 5986 που το επικύρωσε και με
τον α.ν. 1294 του 1938 (εκτός από τα άρθρα του 15-19).
4) Η παράγραφος 3 του άρθρου 102 του νόμου 1165 "περί τελωνειακού κώδικος", όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του α.ν. 2081 του 1939.
5) Τα άρθρα 3 και 10 του νόμου π Δ "περί φυγοδικίας".
6) Το άρθρο 27 παρ.9 του νόμου 971 του 1917 "περί φορολογίας οινοπνεύματος", όπως
τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.
7) Τα άρθρα 1, 2 και 3 του νόμου 5096 "περί συμπληρώσεως διατάξεων τινών του Ποιν. Νόμου".
8) Η διάταξη του άρθρου 1 εδάφιο 3 του νόμου πΝ "περί της εκ των αυτοκινήτων ευθύνης",
σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται χρηματική ποινή στον κάτοχο του αυτοκινήτου σε περίπτωση
αδικήματος που καταλογίζεται στον οδηγό.
9) νόμος Α ΚΒ "περί αδικημάτων κατά της ασφαλείας σιδηροδρόμων" εκτός από το άρθρο 5.
10) Το άρθρο 1 του νόμου Α Β "περί ασφαλείας και αστυνομίας των σιδηροδρόμων".
11) Το άρθρο 5 του νόμου "περί συμβατικού τόκου, τοκογλυφίας και αισχροκερδείας".
12) Το άρθρο 34 εδ. δ' του νόμου 3632 "περί χρηματιστηρίων αξιών".
13) Τα άρθρα 9-10 του νόμ. 3090 "περί τροποποιήσεως της περί φυλακών νομοθεσίας".
14) Τα άρθρα 9-10 του νομ. 202 "περί τροποποιήσεως διατάξεων δικ. οργανισμού".
15) Το άρθρο 60 του νόμου 6094 "περί οργανώσεως της γραμματείας των δικαστηρίων και
εισαγγελιών κ.λπ.".
16) νόμος 755 του 1917 "περί αδικημάτων τινών κατά της ασφαλείας της χώρας και της κοινής
ησυχίας".
17) νόμος 1592 "περί μονομαχίας" εκτός από τα άρθρα 7-8.
18) νόμος 2111 "περί αδικημάτων κατά της ελευθερίας της εργασίας".

698
19) Το άρθρο 1 του νόμου 2918 "περί τροποποιήσεως Νόμου Α και 389 περί ιμενικού
Ταμείου Πειραιώς".
20) Τα άρθρα 1-7 του νόμου 1618 "περί αλητείας και επαιτείας".
21) Τα άρθρα 4 και 5 του νόμου 1682 "περί προστασίας των εις επαιτείαν, αλητείαν κ.λπ.
εκδοτών ανηλίκων".
22) Τα άρθρα 66, 67, 68 του ν.δ/τος της 17 ουλίου 1923/16 Αυγούστου 1923 "περί σχεδίου
πόλεων, κωμών και συνοικισμών κ.λπ.".
23) ι παράγραφοι 1, 2, 3 του άρθρου 13 του νόμου 3316 "περί υδρεύσεως Αθηνών-Πειραιώς".
24) Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 7 του ν.δ. 5/20 α ου 1926 "περί δικηγόρων".
25) Η παράγραφος 5 του άρθρου 7 του νόμου 4862 "περί ξένων σχολείων".
26) νόμος 4092 "περί προστασίας περιουσιακών δικαίων" εκτός από το άρθρο 3.
27) αριθμός 7 του άρθρου 232 του ν.δ. 11 αρτίου 1929 "περί δασικού κώδικος", που
επικυρώθηκε με το νόμο 4173 του 1929.
28) Τα άρθρα 41 έως 45 του νόμου 4277 "περί τηλεγραφικής ανταποκρίσεως", καθώς επίσης και
το άρθρο 2 του νόμου 4275 "περί τηλεφωνικής ανταποκρίσεως", όσο μ' αυτό επεκτείνονται αυτά τα
άρθρα 41 έως 45 και στις τηλεφωνικές επικοινωνίες.
29) ι παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 8 του νόμου 4332 "περί κυρώσεως της μεταξύ Δημοσίου
και Εθνικής Τραπέζης συμβάσεως περί συστάσεως και λειτουργίας της Αγροτικής Τραπέζης".
30) αριθμός 6 του άρθρου 24 του Π.Δ. 23/28 Νοεμβρίου 1929 "περί κωδικοποιήσεως των περί
κατασκευής και συντηρήσεως οδών διατάξεων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του α.ν.
1966 του 1939.
31) Τα άρθρα: 14, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του νόμου 6243/1934, και 15 του νόμου
4581 "περί ταχυδρομικής ανταποκρίσεως" και το άρθρο 9 του νόμου 6243/1934, όπως
συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 1814 του 1939.
32) αριθμός 1 του άρθρου 72 και το άρθρο 73 του νόμου 4639 "περί αναγκαστικών
συνεταιρισμών εγγείων βελτιώσεων".
33) Τα άρθρα 57, 59, 61 του νόμου 4755 "περί κώδικος νόμων περί τελών χαρτοσήμου".
34) Από το νόμο 4841 "περί αυτοκινήτων, κυκλοφορίας αυτών και υποχρεώσεων των οδηγών",
το όγδοο εδάφιο του στοιχείου β' του αριθμού 11 του άρθρου 42, το οποίο αναφέρεται στη
σωματική βλάβη που προκαλεί εισπράκτορας από αμέλεια και το τελευταίο εδάφιο του αριθμού 8
του άρθρου 43, το οποίο αναφέρεται στην ανθρωποκτονία από αμέλεια που τελεί εισπράκτορας.
35) Το άρθρο 58 του νόμου 4971 "περί οργανισμού του Σώματος της Αστυνομίας Πόλεων".
36) Το άρθρο 16 του νόμου 6015 "περί πυροσβεστικής υπηρεσίας".
37) Η παράγραφος 2 του άρθρου 107 του α.ν. 7/8 ουνίου 1935 "περί οργανισμού της
ωροφυλακής".
38) αριθμός 3 του μόνου άρθρου του νόμου 5004 "περί αστυνομικών διατάξεων του
Διευθυντού του Ναυστάθμου".
39) Τα άρθρα 4 έως 10 του νόμου 5016 "περί κυρώσεως της εν ενεύη υπογραφείσης την 20
Απριλίου 1929 Διεθνούς συμβάσεως περί λήψεως των αναγκαίων μέτρων προς καταστολήν της
παραχαράξεως και κιβδηλείας και καθιερώσεως των κατά των περί το νόμισμα εγκλημάτων
επιβαλλομένων ποινών".
40) Τα άρθρα 10, 11, 12, 13, 17, 18, 19, 20 έως και 28 του νόμου 5060 "περί Τύπου, προσβολών
της τιμής εν γένει και άλλων σχετικών αδικημάτων", το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 3 και το άρθρο 4
του νόμου 5999 "περί τροποποιήσεως του νόμου 5060".
41) Το άρθρο 13 του νόμου 5425 "περί τροποποιήσεως των περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων
διατάξεων".
42) Τα άρθρα 3 και 4 του νόμου 5458/1934 "περί απεργίας δημοσίων υπαλλήλων, υπηρετών
κ.λ.π.".
43) Το άρθρο 4 του νόμου 6439/1934 "περί μεταρρυθμίσεως δικαστικών αποφάσεων
καταδικαζουσών εις καταβολήν περιοδικών παροχών και περί τιμωρίας της παραβάσεως της προς
διατροφήν υποχρεώσεως".
44) Το άρθρο 5 του α.ν. της 19ης Νοεμβρίου 1935 "περί μεταρρυθμίσεως και συμπληρώσεως
της περί παρασήμων νομοθεσίας" όπως τροποποιήθηκε.
45) Το άρθρο 9 του νόμου ΑΤ Β "περί των αδικημάτων και της ασφαλείας των υποβρυχίων
καλωδίων".
46) νόμος Β, "περί παραποιήσεως γραμματοσήμων κ.λπ. ξένων κρατών".
47) Το πέμπτο εδάφιο του άρθρ. 13 του νόμου 5911 "περί διδακτικών βιβλίων".
48) Τα άρθρα 15 έως και 25 του Ν.Δ/τος της 13 Δεκεμβρίου 1923 "περί ποινικού και πειθαρχικού
κώδικος του Εμπ. Ναυτικού".
699
49) Τα άρθρα 1 και 2 του νόμου 1390/1944 "περί τροποποιήσεως του νόμου 2135 περί
εκδικάσεως των εγκλημάτων των ανηλίκων".
50) Το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 2 του α.ν. 2724/1940 "περί οργανώσεως και
λειτουργίας αναμορφωτικών καταστημάτων".
ενικά καταργείται κάθε διάταξη που περιέχεται σε ειδικούς νόμους, αν αφορά θέματα που τα
ρυθμίζει ο Ποινικός Κώδικας στο ειδικό μέρος του.
Στον πουργό Δικαιοσύνης αναθέτουμε τη δημοσίευση και την εκτέλεση του διατάγματος αυτού.

474
[το παρόν άρθρο καταργήθηκε με το άρθρο 5 του ν.δ. 790/1970 (Α' 294/31.12.1970)]*.

Σχόλια: * Πριν από την κατάργησή του το παρόν άρθρο είχε ως εξής: "Διά Διαταγμάτων εκδιδομένων
προτάσει των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών καθορίζεται η αξία της μεταλλικής δραχμής εν σχέσει
προς την εφαρμογήν του εισαγομένου Ποινικού Κώδικος και του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας."

700
ΔΙ ΑΣ ΠΟΙΝΙ ΗΣ ΔΙ ΟΝΟΜΙΑΣ
Ι ΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

ΤΜΗΜΑ ΠΡ ΤΟ
ΠΟΙΝΙ Α ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ ΑΙ ΔΙ ΑΣΤΙ Α ΠΡΟΣ ΠΑ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΠΟΙΝΙ Η ΔΙ ΑΙΟΔΟΣΙΑ

1-Π
Ποινική δικαιοδοσία ασκούν τα εξής δικαστήρια: α) Τα πταισματοδικεία, β) τα πλημμελειοδικεία,
γ) τα δικαστήρια των ανηλίκων, δ) τα κακουργιοδικεία, ε) τα εφετεία, στ) ο ρειος Πάγος ως
ακυρωτικό.

2-Ε
Στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων δεν εμπίπτουν:
α) ι αρχηγοί των ξένων κρατών,
β) ι διπλωματικοί αντιπρόσωποί τους που είναι διαπιστευμένοι στην Ελλάδα,
γ) Το προσωπικό της διπλωματικής αντιπροσωπείας ξένου κράτους που είναι διαπιστευμένο
στην Ελλάδα,
δ) Τα μέλη της οικογένειας των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α' και β' και κατοικούν
μαζί τους,
ε) Το υπηρετικό προσωπικό των προσώπων που αναφέρονται στα στοιχεία α' και β', όταν έχει
την ίδια υπηκοότητα και
στ) Όλα τα άλλα πρόσωπα που απολαμβάνουν το προνόμιο της ετεροδικίας με βάση είτε
συμβάσεις που έχουν συναφθεί με άλλα κράτη είτε διεθνή έθιμα που γίνονται αποδεκτά από όλα τα
κράτη.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΤΑ ΠΟΙΝΙ Α ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ

3-Π
1. Κάθε ειρηνοδικείο είναι ταυτόχρονα και πταισματοδικείο, με την προ πόθεση ότι στην ίδια
περιφέρεια δεν υπάρχει ειδικό πταισματοδικείο.
2. πταισματοδίκης:
α) δικάζει τα πταίσματα, εκτός από εκείνα που υπάγονται με ειδικές διατάξεις σε άλλο δικαστήριο
ή δημόσιο όργανο,
β) ενεργεί προανάκριση για κάθε έγκλημα σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του κώδικα,
γ) ενεργεί προκαταρκτική εξέταση ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα (άρθρα 31 και 33 παρ.
1).

4-Δ
1. Κάθε δικαστήριο πρωτοδικών είναι ταυτόχρονα και δικαστήριο πλημμελειοδικών.
2. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων των πλημμελειοδικών ανήκει:
α) η ανάκριση. Ανακριτές διορίζονται ένας ή περισσότεροι πλημμελειοδίκες σύμφωνα με τις
διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων. Σε έναν από τους ανακριτές, που ορίζεται ειδικά γι'
αυτό το σκοπό, ανατίθεται η ανάκριση κατά ανηλίκων (άρθρο 7)˙
β) η άσκηση της εξουσίας του δικαστικού συμβουλίου.

5-Τ
1. Το δικαστήριο των πλημμελειοδικών αποτελείται από τρεις τακτικούς δικαστές. Επιτρέπεται η
αναπλήρωση ενός μόνο δικαστή από πάρεδρο στο πρωτοδικείο, από πταισματοδίκη ή από
ειρηνοδίκη, όταν γι' οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση. Αν ο πρόεδρος προβλέπει
ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να προσλάβει έως δύο συμπαρεδρεύοντες δικαστές για
την αναπλήρωση εκείνων των δικαστών για τους οποίους τυχόν θα προκύψει κώλυμα κατά τη
διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου, την προεδρία την αναλαμβάνει ο
701
αρχαιότερος από αυτούς που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι
συμπαρεδρεύοντες.
2. Η εκδίκαση των πλημμελημάτων, των πταισμάτων και των εφέσεων που αναφέρονται στο
άρθρο 112 ανήκει στη δικαιοδοσία του τριμελούς πλημμελειοδικείου.

6-Μ
Το μονομελές πλημμελειοδικείο συγκροτείται από ένα πλημμελειοδίκη, που ορίζεται κάθε τρίμηνο
από την ολομέλεια του δικαστηρίου μαζί με έναν ή περισσότερους αναπληρωτές από τους
πλημμελειοδίκες. πρόεδρος των πρωτοδικών μπορεί να δικάσει ως μόνος πλημμελειοδίκης. Η
δικαιοδοσία του μονομελούς πλημμελειοδικείου ορίζεται στο άρθρο 114. Στο ίδιο δικαστήριο
πλημμελειοδικών είναι δυνατό να λειτουργούν και περισσότερα μονομελή. ς τόπος συνεδριάσεων
του μονομελούς, όταν συνεδριάζει εκτός έδρας, ορίζεται πάντοτε κάποια έδρα ειρηνοδικείου με
απόφαση του πουργού Δικαιοσύνης και μετά γνωμοδότηση της ολομέλειας του αρμόδιο
δικαστηρίου πρωτοδικών και του εισαγγελέα εφετών. ε την ίδια διαδικασία μπορεί να οριστεί και
άλλος τόπος συνεδριάσεων, εκτός έδρας ειρηνοδικείου, αν υπάρχουν σ' αυτόν οι κατάλληλες
συνθήκες για συνεδρίαση δικαστηρίου και συζήτηση των υποθέσεων.

7-Δ
1. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο
οποίος ορίζεται μαζί με έναν αναπληρωτή για δύο χρόνια, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού
Συμβουλίου και μετά πρόταση του πουργού της Δικαιοσύνης. Προτιμώνται όσοι έχουν ειδικές
γνώσεις και γνωρίζουν, αν είναι δυνατό, μία από τις γλώσσες αγγλική, γαλλική, γερμανική ή ιταλική.
2. Η θητεία των δικαστών ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με τον ίδιο τρόπο, πάντοτε όμως με
τη συναίνεσή τους. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους επιτρέπεται η αντικατάστασή τους με τον ίδιο
πάλι τρόπο, μετά όμως σύμφωνη και ειδικά αιτιολογημένη γνώμη του προέδρου και του εισαγγελέα
εφετών.
3. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από το δικαστή ανηλίκων που αναφέρεται στην
παρ. 1 και από δύο πλημμελειοδίκες, που ορίζονται από τον πρόεδρο πρωτοδικών. Στο δικαστήριο
αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο δικαστής ανηλίκων. Το εφετείο ανηλίκων συγκροτείται από
έναν εφέτη και έναν αναπληρωτή του, που ορίζονται σε κάθε εφετείο σύμφωνα με όσα αναφέρονται
στις παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού, και από δύο άλλους εφέτες, που ορίζονται ως δικαστές
ανηλίκων από τον πρόεδρο των εφετών. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο
εφέτης δικαστής ανηλίκων. Η παρ. 2 του άρθρου 9 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή.
4. Η δικαιοδοσία των δικαστηρίων ανηλίκων ορίζεται στο άρθρο 113.

8-Δ
1. Τα δικαστήρια που δικάζουν τα κακουργήματα συγκροτούνται ως εξής:
α) Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται από τον πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αναπληρωτή
του, δύο πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους,
β) το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτείται από πρόεδρο εφετών, δύο εφέτες και τέσσερις
ενόρκους,
γ) το τριμελές εφετείο, συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών ή τον αναπληρωτή και από δύο
εφέτες,
δ) το πενταμελές εφετείο συντίθεται από πρόεδρο εφετών και από τέσσερις εφέτες.
2. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτείται στην έδρα κάθε πρωτοδικείου, και το μικτό ορκωτό
εφετείο, στην έδρα κάθε εφετείου.
3. Το τριμελές και το πενταμελές εφετείο λειτουργούν στην έδρα κάθε εφετείου.
4. εισαγγελέας των εφετών (ή άλλος εισαγγελέας ή αντιεισαγγελέας του ίδιου εφετείου) ασκεί
καθήκοντα εισαγγελέα στο μικτό ορκωτό εφετείο της έδρας του και στα μικτά ορκωτά δικαστήρια
της έδρας και της περιφέρειάς του, στα οποία προσδιορίζει και τις υποθέσεις˙ μπορεί επίσης να
αναθέτει σε εισαγγελέα ή αντιεισαγγελέα πρωτοδικών να εκτελεί καθήκοντα εισαγγελέα στα μικτά
ορκωτά δικαστήρια της έδρας και της περιφέρειάς του.
5. Καθήκοντα γραμματέα στο μικτό ορκωτό δικαστήριο εκτελεί υπάλληλος της γραμματείας του
πρωτοδικείου, ενώ στο μικτό ορκωτό εφετείο υπάλληλος της γραμματείας του εφετείου.

9-Ε
1. Το συμβούλιο των εφετών και το δικαστήριο των εφετών συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών
ή τον αναπληρωτή του και από δύο εφέτες. Όταν το δικαστήριο των εφετών δικάζει εφέσεις κατά
αποφάσεων του τριμελούς εφετείου, συντίθεται από τον πρόεδρο εφετών και από τέσσερις εφέτες.
702
2. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη αυτή η σύνθεση, επιτρέπεται η αναπλήρωση ενός
μόνο εφέτη στο τριμελές (δικαστήριο ή συμβούλιο) και δύο το πολύ εφετών στο πενταμελές από
προέδρους πρωτοδικών ή από πλημμελειοδίκες που έχουν τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία
πλημμελειοδικών.
3. Αν ο πρόεδρος προβλέπει ότι κάποια δίκη θα διαρκέσει πολύ, μπορεί να προσλάβει έως δύο
συμπαρεδρεύοντες δικαστές, όταν το εφετείο αποτελείται από τρεις δικαστές, και έως τρεις όταν
αποτελείται από πέντε δικαστές, για να αναπληρώσουν αυτούς που θα έχουν τυχόν κώλυμα κατά
τη διάρκεια της δίκης. Σε περίπτωση κωλύματος του προέδρου την προεδρία την αναλαμβάνει ο
αρχαιότερος μεταξύ αυτών που απομένουν, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι
συμπαρεδρεύοντες.

10 - Ο Π
ρειος Πάγος ως ακυρωτικό δικαστήριο δικάζει τις αιτήσεις αναίρεσης κατά των αποφάσεων
και βουλευμάτων και αποτελείται από επτά δικαστές. Στην περίπτωση της αίτησης αναίρεσης υπέρ
του νόμου και στην περίπτωση του άρθρου 513 παρ. 1 το δικαστήριο δικάζει με την ολομέλειά του.

11 - Δ
1. Στο εφετείο Αθηνών και στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και εσ/νίκης, καθορίζεται από
την ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών υποχρεωτικά ιδιαίτερο ποινικό τμήμα. καθορισμός γίνεται
με ειδικό κανονισμό, που εκδίδεται μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου κάθε χρόνου και
εγκρίνεται μέσα στον ίδιο μήνα από τον πουργό της Δικαιοσύνης, ο οποίος έχει το δικαίωμα και να
τον τροποποιεί ύστερα από γνώμη του προέδρου και του εισαγγελέα του δικαστηρίου. ρίζονται
επίσης, με τον ίδιο κανονισμό, ο πρόεδρος και οι δικαστές του ποινικού τμήματος, οι οποίοι θα
απασχολούνται αποκλειστικά σ' αυτό για όλο το χρόνο, καθώς και τρεις το πολύ αναπληρωτές. Δεν
επιτρέπεται να οριστούν μέλη του ποινικού τμήματος στο πρωτοδικείο, ειρηνοδίκες ή
πταισματοδίκες, που αναπληρώνουν τους δικαστές κατά τις κείμενες διατάξεις.
2. Σε κάθε δικαστικό έτος αντικαθίστανται υποχρεωτικά οι μισοί μόνο από τους δικαστές που
υπηρετούν στο ποινικό τμήμα˙δεν επιτρέπεται όμως σε καμιά περίπτωση ένας δικαστής να
υπηρετήσει σ' αυτό περισσότερο από δύο χρόνια συνεχώς, αν άλλοι δικαστές που ανήκουν στο ίδιο
δικαστήριο δεν υπηρέτησαν για μια συνεχή διετία στο ποινικό τμήμα.
3. Στις ποινικές συνεδριάσεις του δικαστηρίου και του δικαστικού συμβουλίου μετέχουν
υποχρεωτικά αυτοί που ανήκουν στο ποινικό τμήμα. Δεν θίγονται οι διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1
και 9 παρ. 2 του κώδικα, οι σχετικές με την αναπλήρωση των δικαστών που έχουν κώλυμα.

12 - Δ
1. Στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παρευρίσκεται πάντοτε ένας δικαστικός
γραμματέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη
συνεδρίαση.
2. Όταν ο γραμματέας απουσιάζει ή έχει κώλυμα, τον αναπληρώνει ένας υπογραμματέας ή
γραφέας. Στη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί με απόφαση του δικαστηρίου ν' αναπληρώσει
κάποιος άλλος το γραμματέα, όταν του παρουσιάζεται κώλυμα. ια την απόφαση αυτή δεν
χρειάζεται σύμπραξη γραμματέα.
3. δικαστικός γραμματέας συμμετέχει και στη συνεδρίαση του δικαστικού συμβουλίου και
αναπληρώνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2.

13 - Σ
ι αστυνομικές αρχές και η χωροφυλακή οφείλουν να εκτελούν χωρίς καμία χρονοτριβή τις
παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών. Σε περίπτωση ανάγκης οι δικαστικές και
οι εισαγγελικές αρχές έχουν το δικαίωμα να ζητούν τη βοήθεια της αστυνομίας και της
χωροφυλακής, ακόμη και τη βοήθεια της ένοπλης δύναμης, απευθείας και χωρίς τη μεσολάβηση
των προ σταμένων τους.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΠΟ ΕΙΣΜΟΣ, ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΙ ΑΠΟ Η Τ Ν ΔΙ ΑΣΤΙ Ν ΠΡΟΣ Π Ν

14 -
1. Εκτός από όσα ορίζονται ειδικά στον οργανισμό των δικαστηρίων, στον ειδικό νόμο για τα
μικτά ορκωτά δικαστήρια και στον κώδικα αυτόν, δεν μπορούν στην ίδια ποινική υπόθεση να

703
ασκήσουν έργα ανακριτή, δικαστή, εισαγγελέα ή γραμματέα όσοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ
αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό.
2. Από την άσκηση των παραπάνω έργων σε ποινική υπόθεση αποκλείεται επίσης:
α) όποιος αδικήθηκε από το έγκλημα, με εξαίρεση όσων ορίζονται σχετικά με τα εγκλήματα που
γίνονται στο ακροατήριο (άρθρα 116 και 117)˙
β) όποιος είναι σύζυγος του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου ή εκείνου που αδικήθηκε
από το έγκλημα. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που κάποιος είναι συγγενής εξ αίματος με τα
πρόσωπα αυτά σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου έως και τον τέταρτο βαθμό ή
συγγενής εξ αγχιστείας έως και το δεύτερο βαθμό. λόγος αποκλεισμού που οφείλεται στην
αγχιστεία εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση του γάμου. Αποκλείεται επίσης εκείνος που
είναι ή ήταν επίτροπος ή κηδεμόνας των ίδιων προσώπων ή που συνδέεται μαζί τους με υιοθεσία˙
γ) όποιος ήταν συνήγορος του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος ή του αστικώς
υπευθύνου στην ίδια υπόθεση˙
δ) όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός
σύμβουλος στην ίδια υπόθεση.
3. δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή
αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις.

15 -
Όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα, αν συντρέχουν οι λόγοι
αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν
υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία
τους. τρόπος γενικά που διευθύνεται η διαδικασία ή υποβάλλονται ερωτήσεις στους μάρτυρες και
τους κατηγορουμένους δεν μπορεί μόνος του να θεμελιώσει αυτό το λόγο για εξαίρεση.

16 - Π
1. Δικαίωμα να προτείνουν την εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς
ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος.
2. Η αίτηση για εξαίρεση υποβάλλεται: στο στάδιο της ανάκρισης έως την παράδοση των
εγγράφων από τον ανακριτή στον εισαγγελέα μετά την τελευταία ανακριτική πράξη (άρθρο 308),
στην κύρια διαδικασία πριν αρχίσει η συζήτηση (άρθρο 339) και, τέλος, στη διαδικασία του
δικαστικού συμβουλίου πριν από την έκδοση του βουλεύματος. ι' αυτό το σκοπό οι διάδικοι έχουν
δικαίωμα να πληροφορηθούν τη σύνθεση του συμβουλίου από τη στιγμή που ο εισαγγελέας
υποβάλει σ' αυτό την πρότασή του. Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυμελούς
δικαστηρίου (άρθρο 136 εδ. α'), η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ ημέρες, πριν από την
ημέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης.
3. ι αιτήσεις εξαίρεσης κατά των δικαστικών προσώπων που συμπράττουν ή πρόκειται να
συμπράξουν στην ίδια διαδικασία υποβάλλονται εφάπαξ ως προς τους λόγους εξαίρεσης κατά
όλων των προσώπων αυτών πριν από την επιχείρηση της διαδικαστικής ενέργειας. Το δικαστήριο
αποφαίνεται με ενιαία απόφαση. Κάθε μεταγενέστερη αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν
ταυτόχρονα αποδεικνύεται ότι ο λόγος της εξαίρεσης έγινε γνωστός ή ανέκυψε μεταγενέστερα.
"4. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) μελών ή του εισαγγελέα ή του γραμματέα του
δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, που αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο
20, β) τόσων μελών από καθένα των ποινικών τμημάτων του Αρείου Πάγου, ώστε με τα λοιπά μέλη
να μην είναι δυνατή η συγκρότηση του δικαστηρίου κατά τον κανονισμό λειτουργίας του Αρείου
Πάγου, γ) περισσοτέρων των πέντε αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, δ) περισσοτέρων των οκτώ
δικαστών ή δύο εισαγγελέων συνολικά για κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, όπου υπηρετούν
πράγματι τουλάχιστον δώδεκα δικαστές ή τρεις εισαγγελείς αντίστοιχα, ε) περισσοτέρων των
τεσσάρων δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν τουλάχιστον επτά δικαστές και
περισσοτέρων των δύο όταν υπηρετούν λιγότεροι των επτά δικαστών".

Σχόλια: Η εντός " " παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθ. 7 του Ν. 3090/2002 (Α 329), ισχύει δε, από
24.12.2002
17 - Τ
1. Η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης, να μνημονεύει
τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα μέσα της
απόδειξής τους. Την αίτηση πρέπει να την υπογράφει ο ίδιος ο αιτών ή ο ειδικός πληρεξούσιος
του˙στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριμένα οι λόγοι για
τους οποίους ζητείται η εξαίρεση˙ διαφορετικά, η αίτηση είναι απαράδεκτη.
704
2. αιτών ή ο ειδικός για το σκοπό αυτό πληρεξούσιός του παραδίδει την αίτηση στον
εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Αν ζητείται
η εξαίρεση μέλους του δικαστηρίου των συνέδρων, η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα του
εφετείου, ενώ, αν αφορά μέλος του πταισματοδικείου, στον εισαγγελέα του πλημμελειοδικείου. Η
αίτηση για την εξαίρεση μέλους δικαστηρίου που συνεδριάζει μπορεί να υποβληθεί και με
προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης.

18 - Π
Αν η αίτηση για εξαίρεση έχει υποβληθεί εκπρόθεσμα (άρθρο 16 παρ. 2 και 3) ή παράτυπα ή αν
έχει ελλείψεις στο περιεχόμενο, το αρμόδιο, κατά το άρθρο 20, δικαστήριο ή συμβούλιο ύστερα από
πρόταση του εισαγγελέα την απορρίπτει ως απαράδεκτη μέσα σε δύο το πολύ ημέρες από την
υποβολή της. Στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο δεν συμμετέχει εκείνος που τον αφορά η εξαίρεση,
ενώ καλείται ο αιτών και, αν είναι δυνατόν, και οι άλλοι διάδικοι. Στην περίπτωση του τελευταίου
εδαφίου της παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο στην ίδια συνεδρίαση αποφασίζει, αν
είναι αρμόδιο, αν η αίτηση για εξαίρεση είναι παραδεκτή. Η απόφαση εκδίδεται ύστερα από
πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακουστούν αυτός που ζήτησε προφορικά την εξαίρεση και οι
υπόλοιποι διάδικοι που παρευρίσκονται στο δικαστήριο.

19 -
1. Η αίτηση για εξαίρεση, που υποβάλλεται όπως ορίζουν τα άρθρα 16 και 17, ανακοινώνεται
από τον εισαγγελέα χωρίς καμιά χρονοτριβή σ' εκείνον που η εξαίρεσή του ζητείται.
2. Αυτός, έχοντας δικαίωμα να πληροφορηθεί αμέσως το περιεχόμενο των εγγράφων που
κατατέθηκαν, έχει και την υποχρέωση μέσα σε 24 ώρες να εκφράσει γραπτά τις απόψεις του και
ταυτόχρονα να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Πρέπει όμως να ενεργήσει τις πράξεις
που δεν μπορούν να αναβληθούν, αν δεν υπάρχει αυτός που έγκαιρα θα μπορούσε να τον
αναπληρώσει σ' αυτές τις πράξεις σύμφωνα με το νόμο˙ αλλιώς, τιμωρείται με πειθαρχική ποινή και
πληρωμή όλων των ζημιών και εξόδων. ι πράξεις του όμως αυτές είναι άκυρες, αν γίνει δεκτή η
αίτηση εξαίρεσης για τους λόγους αποκλεισμού του άρθρου 14.

20 - Α
1. έσα σε δύο ημέρες από την κοινοποίηση που γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 ο
εισαγγελέας εισάγει την αίτηση εξαίρεσης στο δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί, ή στο συμβούλιο αν η
αίτηση αφορά ανακριτή ή μέλος του δικαστικού συμβουλίου. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο
συνεδριάζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται για το καθένα από τον κώδικα (άρθρα
305, 306, 329 επ.), αφού ακούσει τον εισαγγελέα, τον αιτούντα και τους διαδίκους που καλούνται
είκοσι τέσσερις ώρες πριν, αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης. Στη σύνθεση δεν μπορεί να
μετέχει εκείνος του οποίου ζητείται η εξαίρεση˙ αυτός αναπληρώνεται σύμφωνα με το νόμο.
2. Αν η εξαίρεση αφορά μέλος του δικαστηρίου των συνέδρων που έχει βαθμό εφέτη ή
αντιεισαγγελέα εφετών και άνω, αρμόδιο είναι το δικαστήριο των εφετών.
3. Αν το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο δεν μπορεί να συγκροτηθεί νόμιμα, τότε για την αίτηση
εξαίρεσης αποφασίζει χωρίς καμιά χρονοτριβή σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 1 το αμέσως
ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο ή συμβούλιο˙ αν πρόκειται για δικαστήριο συνέδρων αποφασίζει το
δικαστήριο των εφετών, και αν πρόκειται για εφετείο αποφασίζει το πλησιέστερο εφετείο (άρθρο
499).
(4. καταργήθηκε με το εδ. α' της παρ. 18 του άρ. 34 του ν. 2172/1993).

21 - Α
1. Αν βεβαιωθεί ο λόγος, γίνεται δεκτή η εξαίρεση και διατάσσεται εκείνος που εξαιρέθηκε να
απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Αν δεν υπάρχει αναπληρωτής του, το δικαστήριο ή το
δικαστικό συμβούλιο παραπέμπει τη δίκη σε άλλο δικαστήριο ή συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα
136 στοιχ. α' και 137 παρ. 1. Διαφορετικά, κατά τις περιστάσεις, ή απορρίπτεται η αίτηση ή
διατάσσεται ο αιτών να φέρει ισχυρότερες αποδείξεις.
2. Αν απορριφθεί η αίτηση, καταδικάζεται ο αιτών στην πληρωμή των εξόδων˙ αν ταυτόχρονα
αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λόγοι εξαίρεσης που προβλήθηκαν, εκτός από την πληρωμή των
εξόδων, καταδικάζεται επίσης και σε χρηματική ποινή δώδεκα (12) έως εκατόν είκοσι (120) Ε .

705
22 -
Η απόφαση που δέχεται την εξαίρεση δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο. Η απόφαση που
απορρίπτει την εξαίρεση μπορεί να προσβληθεί με έφεση, αν και η οριστική απόφαση για την ουσία
της υπόθεσης προσβάλλεται με έφεση και μόνο ταυτόχρονα μ' αυτήν.

23 - Α
1. Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον
πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ' αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή
εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15, με σκοπό
να του επιτραπεί η αποχή. πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας που είναι
προ στάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι
αντεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2.
2. Αν πρόκειται για μέλος πταισματοδικείου, οφείλει να απέχει από τα καθήκοντά του, να
ειδοποιήσει σχετικά τον αρμόδιο εισαγγελέα αμέσως και να περιμένει την απόφαση του δικαστικού
συμβουλίου σύμφωνα με την παρ. 4.
3. Τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται στις προηγούμενες παραγράφους οφείλουν να
δηλώσουν με τον ίδιο τρόπο τυχόν σοβαρούς λόγους ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή τους
από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι λόγοι της παρ. 1.
4. Σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου αυτού το δικαστήριο, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο,
αφού ακούσει τη γνώμη του εισαγγελέα, χωρίς την παρουσία διαδίκων, αποφασίζει αν εκείνος που
υπέβαλε τη δήλωση πρέπει να απέχει ή όχι από την άσκηση των καθηκόντων του.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 4 άρθρου 61 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν.
2830/2000 (ΦΕΚ Α' 96), το παρόν άρθρο εφαρμόζεται αναλόγως στις περιπτώσεις των παρ. 1 - 3 του ιδίου
άρθρου 61.

24 - Σ
Αν ο δικαστικός λειτουργός, ακόμη και μετά την υποβολή της αίτησης για εξαίρεση, υπέβαλε τη
δήλωση αποχής που προβλέπεται στο άρθρο 23, το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει πρώτα για
την αποχή, ανεξάρτητα αν η τελευταία στηρίζεται στους ίδιους λόγους όπως και η αίτηση εξαίρεσης.
Αν η αποχή γίνει δεκτή, η αίτηση για εξαίρεση θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε˙ αν όμως η αποχή
απορριφθεί, η διαδικασία για την εξαίρεση προχωρεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα, σε
οποιονδήποτε λόγο και αν στηρίζεται η αίτηση.

25 -
1. Αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αποκλεισμού ή εξαίρεσης που ορίζονται στα άρθρα 14
και 15, οι προανακριτικοί υπάλληλοι (άρθρο 33 παρ. 1 και 2 και άρθρο 34) οφείλουν να τον
αναφέρουν στον προ στάμενό τους εισαγγελέα, χωρίς καμιά χρονοτριβή, συνεχίζοντας όμως το
έργο τους.
2. εισαγγελέας δέχεται την αίτηση, αν οι λόγοι που προβάλλονται είναι βάσιμοι και υπάρχει
αντικαταστάτης. ι πράξεις που έγιναν από τον υπάλληλο που έκανε τη δήλωση παραμένουν
έγκυρες.

26 - Α
Κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14, καθώς και κάθε προανακριτικός
υπάλληλος που αναφέρεται στο άρθρο 25, ο οποίος, αν και γνωρίζει ότι συντρέχει στο πρόσωπό
του κάποιος λόγος για να εξαιρεθεί ή να αποκλειστεί, παραλείπει να τον αναφέρει σύμφωνα με τις
διατάξεις αυτού του κεφαλαίου, ή, όταν ζητηθεί η εξαίρεσή του, αρνείται αυτό το λόγο, τιμωρείται με
πειθαρχική ποινή και καταδικάζεται σε αποζημίωση και πληρωμή των εξόδων, χωρίς να
αποκλείεται και η εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού κώδικα.

ΤΜΗΜΑ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΠΟΙΝΙ Η ΔΙ ΞΗ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

27 -
1. Την ποινική δίωξη την ασκεί στο όνομα της Πολιτείας ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών
(άρθρο 43). "Στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς, εσσαλονίκης και Πατρών ο εισαγγελέας εφετών
706
ορίζει, ειδικά για την άσκηση της ποινικής δίωξης κατά ανηλίκων, έναν εισαγγελέα πρωτοδικών και
τον αναπληρωτή του." Όταν το μονομελές πλημμελειοδικείο συνεδριάζει εκτός έδρας του
πρωτοδικείου και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει κώλυμα και δεν υπάρχει αντιεισαγγελέας να
τον αναπληρώσει, μπορεί να ασκεί χρέη εισαγγελέα ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, που ορίζονται
από τον πρόεδρο των πρωτοδικών μετά από σχετικό έγγραφο του εισαγγελέα πρωτοδικών.
2. Τη ποινική δίωξη στα πταισματοδικεία την ασκεί ο δημόσιος κατήγορος, που ορίζεται για το
σκοπό αυτόν. Είναι δυνατό όμως η άσκηση της ποινικής δίωξης να ανατεθεί στον πταισματοδίκη,
οπότε το πταισματοδικείο συγκροτείται χωρίς να παρίσταται δημόσιος κατήγορος. Η ανάθεση της
ποινικής δίωξης στον πταισματοδίκη γίνεται με προεδρικό διάταγμα που προκαλεί ο πουργός
Δικαιοσύνης μετά πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
3. Κατηγορούσα αρχή είναι ο εισαγγελέας κάθε δικαστηρίου ή ο δημόσιος κατήγορος, όπου
υπάρχει.

Σχόλια: - Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν.
3189/2003 (Α' 243).

28 - Α
Τα πρόσωπα που σύμφωνα με το άρθρο 27 ασκούν την ποινική δίωξη είναι, κατά την άσκηση
των καθηκόντων τους και με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του οργανισμού των
δικαστηρίων και των άρθρων 333, 334 και 335 του κώδικα, ανεξάρτητα από κάθε άλλη αρχή,
καθώς και από τα δικαστήρια όπου υπηρετούν.

29 - Α
1. Το δικαστήριο των εφετών συνεδριάζοντας ως συμβούλιο σε ολομέλεια με την παρουσία και
του εισαγγελέα έχει το δικαίωμα να ακούει τις ανακοινώσεις μέλους του (άρθρο 37) και να
παραγγέλλει στον αρμόδιο εισαγγελέα να κινήσει την ποινική δίωξη.
2. χει ακόμα το δικαίωμα να διατάξει τον εισαγγελέα εφετών να κινήσει ποινική δίωξη για κάθε
έγκλημα και για κάθε υπαίτιο, αν αυτή έχει ήδη ασκηθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, έχει
το δικαίωμα να διατάξει να υποβληθούν τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών.
3. Και στις δύο περιπτώσεις της παρ. 2 ένας από τους εφέτες, που τον ορίζει η ολομέλεια,
εκπληρώνει καθήκοντα ανακριτή στην υπόθεση και ή ενεργεί ο ίδιος κάθε ανακριτική πράξη ή
αναθέτει την ενέργειά τους στον ανακριτή πλημμελειοδικών. εισαγγελέας εφετών έχει όλα τα
δικαιώματα και τα καθήκοντα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, το συμβούλιο εφετών έχει τα
δικαιώματα και τα καθήκοντα του συμβουλίου πλημμελειοδικών και αποφασίζει για την κατηγορία
σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.
"4. ια εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία (άρθρα 235 - 263α ΠΚ) καθώς και για τα εγκλήματα
που τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2331/1995 ( ΕΚ 173 Α), όπως ισχύει, εφόσον
έχουν τελεσθεί από δικαστικό λειτουργό και τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, όπως και για τα
συναφή με αυτά κακουργήματα ή πλημμελήματα, ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης τους, αρμόδιο
είναι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Η προκαταρκτική εξέταση για τα ανωτέρω
εγκλήματα διενεργείται από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος μπορεί να παραγγέλλει τη
διενέργεια ανακριτικών πράξεων από τους κατά τόπον Εισαγγελείς Εφετών ή Πρωτοδικών. Η
ποινική δίωξη ασκείται από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, μετά από παραγγελία του
Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος διενήργησε την προκαταρκτική εξέταση. ια την
ανάκριση των εγκλημάτων αυτών ορίζεται από την λομέλεια του Εφετείου Αθηνών ως ανακριτής
Πρόεδρος Εφετών ή Εφέτης, οι οποίοι ολοκληρώνουν την ανάκριση, έστω και αν μετά τον ορισμό
τους προαχθούν. Το ίδιο ισχύει και για τις υποθέσεις για τις οποίες η λομέλεια του Εφετείου
Αθηνών έχει ήδη ορίσει Εφέτη Ανακριτή. Αν ο δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο Εφετείο ή στην
Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος του για τα παραπάνω
εγκλήματα, δύναται, κατόπιν αποφάσεως του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου, να μετατεθεί σε
άλλο Εφετείο ή Εισαγγελία Εφετών, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Στις ανωτέρω
περιπτώσεις δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 136 στοιχ. ε' και 137 Κ.Π.Δ.".

Σχόλια: - Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3472/2006 (Α' 135/4.7.2006).

30 - Δ Δ
"1. πουργός Δικαιοσύνης έχει δικαίωμα να παραγγέλλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών τη
διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για κάθε αξιόποινη πράξη."

707
2. Στα πολιτικά εγκλήματα, καθώς και στα εγκλήματα από τα οποία μπορούν να διαταραχθούν οι
διεθνείς σχέσεις του κράτους, ο πουργός Δικαιοσύνης έχει το δικαίωμα με προηγούμενη σύμφωνη
απόφαση του πουργικού Συμβουλίου να αναβάλει την έναρξη της ποινικής δίωξης ή να αναστείλει
την ποινική δίωξη. Η αναστολή της ποινικής δίωξης μπορεί να γίνει το αργότερο έως την έναρξη της
συζήτησης στο ακροατήριο. "3. Σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης ο πουργός Δικαιοσύνης μπορεί
να ζητήσει από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να παραγγείλει τη διενέργεια της ανάκρισης και
την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ' απόλυτη προτεραιότητα."

Σχόλια: - Η παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2854/2000 (Α 243/7.11.2000), σύμφωνα
με την παρ. 1 του άρθ. 7 του ανωτέρω νόμου, ισχύει από 7.1.2001 και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 2 του Ν.
2915/2001 εφαρμόζεται και σε εκρεμμείς υποθέσεις. - Οι παρ. 1 και 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με το
άρθρο 1 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

31 - Δ
1. εισαγγελέας πλημμελειοδικών έχει δικαίωμα να ενεργεί:
α) προκαταρκτική εξέταση, για να κρίνει αν υπάρχει περίπτωση ποινικής δίωξης,
β) προανάκριση, για να βεβαιωθεί αξιόποινη πράξη. πορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή
ένας από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σ' αυτόν κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης
και να ενημερώνεται οποτεδήποτε ως προς τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση.
"2. Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται
ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της
προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το
πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται
ανωμοτί. χει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή
εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί
να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης έχει δικαίωμα να
ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να
προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του. Τα ως
άνω δικαιώματα του μπορεί να ασκήσει είτε αυτοπροσώπως είτε εκπροσωπούμενος από συνήγορο
που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2, εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση
του, κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Αυτός που ενεργεί την
προκαταρκτική εξέταση υποχρεούται να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για τα
παραπάνω δικαιώματά του. ι διατάξεις του άρθρου 273 παρ. 1 περιπτώσεις γ', δ' και ε'
εφαρμόζονται αναλόγως. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως
ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της
δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή
εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η
προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέταση του."
"3. Η προκαταρκτική εξέταση είναι συνοπτική και η διάρκεια της δεν μπορεί να υπερβεί τους
τέσσερις μήνες. Αν η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών κατά
τα άρθρα 43 και 47 και συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί έως
τέσσερις το πολύ μήνες με έγκριση του εισαγγελέα εφετών."

Σχόλια: - Η παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003). - Η παρ. 2,
που είχε αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003), τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 5 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005). Σύμφωνα με τη περ. γ) της παρ. 2
του άρθρου 12 του ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.2006), αν σε βάρος του φερόμενου
ως δράστη ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ο εισαγγελέας, πριν από κάθε άλλη ενέργεια καλεί -μεταξύ άλλων-
το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της πράξεως να παράσχει στον ίδιο ή στον αρμόδιο ανακριτικό
υπάλληλο εξηγήσεις υπό τους όρους της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Βλ. όμως και ολόκληρη την παρ. 2 του
ανωτέρω άρθρου.

32 - Α
1. Καμιά απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμιά
διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας.
2. εισαγγελέας έχει υποχρέωση να παρευρίσκεται στο ακροατήριο όσο διαρκεί η διαδικασία.
Στα μικτά ορκωτά δικαστήρια και στο δικαστήριο των εφετών, όταν αυτό δικάζει κακουργήματα και
παρίστανται τρεις συνήγοροι των κατηγορουμένων, μπορεί μαζί με τον εισαγγελέα να παρίσταται
και ένας από τους νόμιμους αναπληρωτές του.

708
3. Στις συνεδριάσεις του πταισματοδικείου ο εισαγγελέας μπορεί να παρίσταται σε κάθε
περίπτωση ως κατήγορος, ακόμη και όταν την ποινική δίωξη την ασκεί ο πταισματοδίκης (άρθρ. 27
παρ. 2).
4. εισαγγελέας έχει υποχρέωση να υποβάλλει πάντοτε, προφορικά ή γραπτά, προτάσεις
αιτιολογημένες και αιτήσεις ειδικές και δεν μπορεί να αφεθεί στην κρίση του δικαστηρίου ή του
ανακριτή.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2928/01 (Α' 141/27.6.01), η προανάκριση και
προκαταρκτική εξέταση σε υποθέσεις ναρκωτικών από τις αντίστοιχες υπηρεσίες Αττικής και Θεσσαλονίκης τελεί,
με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου υπό την εποπτεία και καθοδήγηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και
Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, η οποία ασκείται από έναν εκ των υφισταμένων του εισαγγελέων ή αντεισαγγελέων
εφετών που ορίζεται από αυτόν.

33 -
1. Η προανάκριση και η προανακριτική εξέταση (άρθρ. 31 παρ. 1 στοιχ. α' και β') γίνονται ύστερα
από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του: α) από τους
πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες,
β) από τους βαθμοφόρους της χωροφυλακής που έχουν βαθμό τουλάχιστον υπενωμοτάρχη, και
γ) από τους αστυνομικούς υπαλλήλους που έχουν βαθμό τουλάχιστον υπαρχιφύλακα.
2. Αν οι παραπάνω δεν υπάρχουν ή έχουν κώλυμα και έως ότου αναλάβουν την προανάκριση,
αν υπάρχει κίνδυνος για την αναβολή, η προανάκριση γίνεται από τον πρόεδρο ή το γραμματέα της
κοινότητας.
3. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος προανάκριση ενεργεί και ο ανακριτής. Την προανάκριση
κατά των ανηλίκων μπορεί να την ενεργεί ο ειδικός ανακριτής ανηλίκων (άρθρο 4 παρ. 2α).

34 - Ε
"Η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση ορισμένων εγκλημάτων ενεργείται και από
δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, πάντοτε υπό τη διεύθυνση και
την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών."

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2928/01 (Α' 141/27.6.01), η προανάκριση και
προκαταρκτική εξέταση σε υποθέσεις ναρκωτικών από τις αντίστοιχες υπηρεσίες Αττικής και Θεσσαλονίκης τελεί,
με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου υπό την εποπτεία και καθοδήγηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και
Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, η οποία ασκείται από έναν εκ των υφισταμένων του εισαγγελέων ή αντεισαγγελέων
εφετών που ορίζεται από αυτόν.- Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν.
3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

35 - Α
"Η ανώτατη διεύθυνση στην ανάκριση ανήκει στον εισαγγελέα εφετών, που έχει επιπλέον το
δικαίωμα να ενεργεί, προσωπικά ή με κάποιον από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σε αυτόν,
προκαταρκτική εξέταση κατά το άρθρο 31 για κάθε έγκλημα που γίνεται στην περιφέρεια του,
εφόσον δεν έχει διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών. εισαγγελέας εφετών, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που
ενήργησε, είτε αρχειοθετεί την υπόθεση, εφόσον στο μεταξύ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν
έχει κινήσει την ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, είτε παραγγέλλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Το
ίδιο δικαίωμα, χωρίς τους περιορισμούς των προηγούμενων εδαφίων, έχει και ο εισαγγελέας του
Αρείου Πάγου, ο οποίος μπορεί επίσης σε υποθέσεις εξαιρετικής φύσης να διατάσσει τη διεξαγωγή
της ανάκρισης και την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατ' απόλυτη προτεραιότητα."

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 11 του Ν. 2928/01 (Α' 141/27.6.01), η προανάκριση και
προκαταρκτική εξέταση σε υποθέσεις ναρκωτικών από τις αντίστοιχες υπηρεσίες Αττικής και Θεσσαλονίκης τελεί,
με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου υπό την εποπτεία και καθοδήγηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και
Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, η οποία ασκείται από έναν εκ των υφισταμένων του εισαγγελέων ή αντεισαγγελέων
εφετών που ορίζεται από αυτόν.- Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν.
3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

709
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΕΝΑΡΞΗ ΑΙ ΑΝΑ Ο Η ΤΗΣ ΠΟΙΝΙ ΗΣ ΔΙ ΞΗΣ

36 - Α
Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από
αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη.

37 -
1. ι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο
εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται
αυτεπαγγέλτως.
2. ι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά
δημόσια υπηρεσία, έχουν την ίδια υποχρέωση για τις αξιόποινες πράξεις της παρ. 1, αν
πληροφορήθηκαν γι' αυτές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και
αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας (Α'
232/24.10.2006), εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος, κατά την εκτέλεση
του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος
μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας.
Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα,
σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την
ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των
πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής.

38 -
1. Όταν κατά τη διάρκεια πολιτικής ή ποινικής δίκης ανακύπτει γεγονός που μπορεί να
χαρακτηριστεί έγκλημα διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, ο δικαστής, αν σύμφωνα με το νόμο δεν μπορεί
να το δικάσει ο ίδιος αμέσως, οφείλει να συντάξει έκθεση και να τη διαβιβάσει στον αρμόδιο
εισαγγελέα με κάθε πληροφορία και με τα σχετικά έγγραφα.
2. Το ίδιο υποχρεούται να κάνει και όταν πρόκειται για έγκλημα μη διωκόμενο αυτεπαγγέλτως, αν
υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση στην αρμόδια αρχή.

39 - Ε
ι διατάξεις του άρθρου 38 εφαρμόζονται και στις υποθέσεις διοικητικής και πειθαρχικής
δικαιοδοσίας.

40 -
1. Ακόμα και ιδιώτες οφείλουν στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο,
αν αντιληφθούν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως, να την αναγγείλουν στον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο. Η αναγγελία αυτή μπορεί να
γίνει είτε εγγράφως με μια αναφορά ή προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση.
2. Στην αναφορά ή στην προφορική δήλωση πρέπει να αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες που
αφορούν την πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις.
3. Αν πολλοί πληροφορήθηκαν για την αξιόποινη πράξη, τότε καθένας έχει ξεχωριστά την
υποχρέωση αυτή.

41 - Α
Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι απαιτείται αίτηση της αρχής για να ασκηθεί ποινική
δίωξη, η αίτηση γίνεται σε κάθε εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής, γραπτά ή προφορικά, και
συντάσσεται έκθεση.

42 - Μ
1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε, και οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει
στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με
οποιονδήποτε τρόπο.
2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους
ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της
πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής
710
του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή
δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της
μήνυσης. πορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα
με τα άρθρα 148 επ.
3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο
για την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο.
"4. μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει
παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού δέκα (10) ευρώ. Το ύψος του ποσού του παραβόλου
αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των πουργών ικονομίας και ικονομικών και
Δικαιοσύνης."

Σχόλια: - Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

43 -
"1. εισαγγελέας, όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη,
παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήματα όμως ή
πλημμελήματα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου κινεί την ποινική δίωξη μόνο εφόσον
έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του
άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Επίσης, μπορεί να
μην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και
προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη.
2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της
ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών την αρχειοθετεί και υποβάλλει
αντίγραφο στον εισαγγελέα εφετών, αναφέροντας τους λόγους που τον οδήγησαν να μην κινήσει
την ποινική δίωξη. Στις ίδιες ενέργειες προβαίνει και αν μετά την ενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης
ή τις ανακριτικές πράξεις που έγιναν κατά το άρθρο 243 παρ. 2 ή την ένορκη διοικητική εξέταση
κρίνει αιτιολογημένα ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη.
εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα: α) στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου να παραγγείλει
προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για κακούργημα ή για
πλημμέλημα αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή να κινηθεί η ποινική δίωξη για τα
λοιπά εγκλήματα και β) στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου να παραγγείλει να κινηθεί η ποινική
δίωξη."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

44 - Α
1. Σε περίπτωση πλημμελήματος, αν η ποινή που πιθανολογείται ότι θα επιβληθεί στον υπαίτιο,
αλλά και οι άλλες συνέπειές της κατά τον ποινικό κώδικα, είναι μηδαμινές συγκριτικά με την ποινή
που του είχε επιβληθεί αμετάκλητα στο παρελθόν για άλλη πράξη και που τώρα την εκτίει, ο
εισαγγελέας, με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών, έχει το δικαίωμα να αναβάλλει για αόριστο
χρόνο την ποινική δίωξη με αιτιολογημένη διάταξή του. Αν όμως η ποινική δίωξη έχει αρχίσει, την
αναστολή της για αόριστο χρόνο την διατάσσει αμετάκλητα το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο
με πρόταση του εισαγγελέα.
2. Παρόμοια αναβολή ή αναστολή ποινικής δίωξης μπορεί να διαταχθεί με τις ίδιες προ ποθέσεις
και όταν ο κατηγορούμενος έχει ήδη παραπεμφθεί στο ακροατήριο για βαρύτερη πράξη, εκτός αν η
ποινική δίωξη για την ελαφρότερη πράξη είναι αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας γενικά ή
για την εκτίμηση του χαρακτήρα του κατηγορουμένου.
3. Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις μπορεί αργότερα να διαταχθεί από τις ίδιες αρχές η
ποινική δίωξη ή η συνέχιση εκείνης που είχε ανασταλεί: α) αν η εκτέλεση της ποινής που
επιβλήθηκε και έγινε αφορμή να διαταχθεί αναστολή για την άλλη πράξη έπαψε για οποιονδήποτε
νόμιμο λόγο και β) μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της κατηγορίας που εκκρεμεί και έγινε αφορμή να
ανασταλεί η δίωξη.
4. Στις περιπτώσεις αναστολής της ποινικής δίωξης σύμφωνα με τις παρ. 1, 2 και 3, δεν θίγονται
τα δικαιώματα των παθόντων, που μπορούν να τα επιδιώξουν στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο.

45 - Α
Στις περιπτώσεις του εγκλήματος της εκβίασης, που τελείται με την απειλή ότι θα αποκαλυφθεί
αξιόποινη πράξη, ή της απάτης που, αν την καταμήνυε ο παθών, ήταν ενδεχόμενο να αποκαλυφθεί
711
από την ανάκριση ενοχή του για άλλη συναφή με την απάτη πράξη και διωχθεί ποινικά, μπορεί ο
εισαγγελέας, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, με αιτιολογημένη διάταξή του να απόσχει
οριστικά από την ποινική δίωξη για την πράξη της οποίας η αποκάλυψη απειλήθηκε με την εκβίαση
ή για την οποία ήταν δυνατό να διωχθεί αυτός που εξαπατήθηκε, με την προ πόθεση ότι η δίωξή
της, συγκρινόμενη με τη βαρύτητα της εκβίασης ή της απάτης που επρόκειτο να διωχθούν, δεν είναι
απαραίτητη για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 44
εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

45 A - "Α
1. Αν ανήλικος τελέσει αξιόποινη πράξη, η οποία είναι πταίσμα ή πλημμέλημα, ο εισαγγελέας
μπορεί να απόσχει από την άσκηση της ποινικής δίωξης αν κρίνει, ερευνώντας τις περιστάσεις υπό
τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου, ότι η άσκηση της δεν είναι
αναγκαία για να συγκρατηθεί ο ανήλικος από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
2. Στον ανήλικο μπορεί να επιβληθούν με διάταξη του εισαγγελέα ένα ή περισσότερα από τα
αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περιπτώσεις α' έως και ια' του άρθρου 122 του
Ποινικού Κώδικα, καθώς και η καταβολή χρηματικού ποσού μέχρι 1.000 ευρώ σε μη κερδοσκοπικό
ή κοινωφελές νομικό πρόσωπο. ε την ίδια διάταξη ορίζεται και η προθεσμία συμμόρφωσης. Αν ο
ανήλικος συμμορφωθεί με τα μέτρα και τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν, ο εισαγγελέας
ενεργεί σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 παρ. 2. Σε αντίθετη περίπτωση ο
εισαγγελέας κινεί την ποινική δίωξη σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 1."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3189/2003 (Α' 243). Σύμφωνα με
την παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας (Α'
232/24.10.2006), αν την πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βαθμό πλημμελήματος φέρεται να έχει τελέσει
ανήλικος, εφαρμόζεται το π α ρ ό ν άρθρο.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΗΣΗ

46 -
"Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα
με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 (Α'
140/17.6.2005).

47 - Α
"1. εισαγγελέας εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόμο
ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της, την απορρίπτει
με αιτιολογημένη διάταξη του, η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα.
2. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, κατά το άρθρο 243 παρ. 2 ή
ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την
κίνηση της ποινικής δίωξης, ενεργεί όπως στην προηγούμενη παράγραφο.
3. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ. 1, 44 και 45 εφαρμόζονται και ως προς την έγκληση."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

48 - Δ
εγκαλών μπορεί μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της διάταξης του εισαγγελέα κατά
τις παρ. 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών κατά
της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της
απόστασης. ια την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα της εισαγγελίας ή από το
γραμματέα του πταισματοδικείου της κατοικίας ή της διανομής του προσφεύγοντος, που τη
διαβιβάζει στο γραμματέα της εισαγγελίας. "Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή,
εφαρμόζεται αναλόγως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 43."

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003).

712
49 - Ε
1. ι ορισμοί των άρθρων 42, 43, 44, 46, 47 και 48 εφαρμόζονται και στα πταίσματα. ς προς
αυτά, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ανήκουν στο δημόσιο
κατήγορο και, όπου αυτός δεν υπάρχει, στον πταισματοδίκη σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 2˙ τα
δικαιώματα του εισαγγελέα εφετών ανήκουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, και τα δικαιώματα
του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (άρθρο 44) στον πταισματοδίκη.
2. Η ποινική δίωξη προκειμένου για πταίσματα αναστέλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που
αναφέρονται στο άρθρο 44, και για όσο χρόνο ο κατηγορούμενος υπηρετεί για οποιονδήποτε λόγο
στο στρατό και διαμένει εκτός έδρας του αρμόδιου πταισματοδικείου. δημόσιος κατήγορος
διατάσσει την αναστολή με αιτιολογημένη διάταξή του.

50 - Δ
1. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους
η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντος.
2. Αφού υποβληθεί η έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που
διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αν η δίωξη ασκήθηκε χωρίς έγκληση, η σχετική με την έγκληση δήλωση
μπορεί να γίνει από τον παθόντα και στο ακροατήριο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής
διαδικασίας.

51 - Π
1. Η παραίτηση από το δικαίωμα έγκλησης γίνεται από τον ίδιο το δικαιούμενο ή από ειδικό
πληρεξούσιο σε συμβολαιογράφο, στον εισαγγελέα ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο, και
συντάσσεται σχετική έκθεση.
2. Παραίτηση που γίνεται με όρους ή προθεσμία δεν έχει έννομα αποτελέσματα. Ανάκληση της
παραίτησης δεν επιτρέπεται.
3. ε την ίδια δήλωση μπορεί να γίνει παραίτηση και από την πολιτική αγωγή για αποζημίωση.

52 - Α
1. εγκαλών μπορεί είτε ο ίδιος είτε με ειδικό πληρεξούσιο να ανακαλέσει την έγκληση.
2. ια τους υπαλλήλους στους οποίους δηλώνεται η ανάκληση και για τον τρόπο με τον οποίο
αυτή πρέπει να γίνει εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 42. Η ανάκληση μπορεί επίσης να γίνει
και στο ακροατήριο σε όλη τη διάρκεια της δίκης και ωσότου δημοσιευτεί η απόφαση του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Αν η ανάκληση γίνει
αργότερα, είναι απαράδεκτη.

53 -
ια την ανάκληση που προβλέπεται στο άρθρο 52 δεν είναι απαραίτητη η προκαταβολή των
δικαστικών εξόδων και τελών, που βαρύνουν σε κάθε περίπτωση τον ανακαλούντα. Αντίγραφο της
έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 52 ή των πρακτικών μαζί με την εκκαθάριση των δικαστικών
εξόδων στέλνεται για είσπραξη στον αρμόδιο ταμία.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΔΕΙΑ ΙΑ ΔΙ ΞΗ

54 - Π
Ακόμη και στις περιπτώσεις που χρειάζεται άδεια για δίωξη μπορεί να ενεργηθεί ανάκριση για τη
βεβαίωση του εγκλήματος και πριν χορηγηθεί η άδεια. Δεν επιτρέπεται μόνον να ενεργηθούν
ανακριτικές πράξεις που θίγουν το πρόσωπο για τη δίωξη του οποίου χρειάζεται η άδεια.

55 -
1. Αν δεν χορηγηθεί η άδεια, ο ανακριτής ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται ότι γι'
αυτό το λόγο δεν μπορεί προς το παρόν να γίνει δίωξη.
2. Ανάκληση της αδείας που χορηγήθηκε δεν είναι δυνατή.

56 - Π
Αν υπάρχουν και άλλοι κατηγορούμενοι που δεν απολαμβάνουν το προνόμιο του άρθρου 54, η
ποινική δίωξη εναντίον τους προχωρεί χωρίς κώλυμα.

713
Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΕΔΙ ΑΣΜΕΝΟ

57 -
1. Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του,
δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή
διαφορετικός χαρακτηρισμός.
2. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων 58, 81 παρ. 2, 525 και 526.
3. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω
δεδικασμένου.

58 - Ν
Η απόφαση, ακόμη και εκείνη που έχει γίνει αμετάκλητη, όταν κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική
δίωξη για κάποια έλλειψη ή παρατυπία της έγκλησης, της αίτησης ή της άδειας, δεν εμποδίζει την
άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του ίδιου προσώπου, αν η έγκληση, η αίτηση ή η άδεια δοθεί
κανονικά αργότερα.

Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΠΡΟΔΙ ΑΣΤΙ Α ΗΤΗΜΑΤΑ

59 - Π
"1. Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί
ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη.
2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362, 363 του Π.Κ., αν για το γεγονός για το οποίο
δόθηκε όρκος ή έγινε η καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο
εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρτική εξέταση (άρθρα 31, 43 παρ. 1 εδ.β'),
αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν
σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

60 - Ε
1. Το ποινικό δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα αστικής φύσης που προκύπτουν κατά τη
διάρκεια της δίκης.
2. Η ποινική δίωξη αναστέλλεται, όταν σύμφωνα με το νόμο χρειάζεται να προηγηθεί απόφαση
του πολιτικού δικαστηρίου.

61 - Ε
Όταν στο πολιτικό δικαστήριο εκκρεμεί δίκη για ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των
πολιτικών δικαστηρίων, που έχει όμως σχέση με την ποινική δίκη, μπορεί το ποινικό δικαστήριο
κατά την κρίση του να αναβάλει την ποινική δίκη έως το τέλος της πολιτικής. Η απόφαση αυτή
μπορεί ν' ανακληθεί.

62 - Ι
Απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου για ζήτημα που έχει σχέση με την ποινική δίωξη δεν
δεσμεύει τον ποινικό δικαστή, αποτελεί όμως γι' αυτόν στοιχείο που το εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις
άλλες αποδείξεις (άρθρα 177 και 178).

ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
ΠΟ ΙΤΙ Η Α Η
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ - ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

63 - Ε
Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη
χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό
δικαστήριο από τους δικαιούχους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα. " ς τέλος πολιτικής αγωγής
ορίζεται το ποσόν των δέκα (10) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου
είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς
714
ενάγοντος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Το ύψος του παραπάνω τέλους
αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των πουργών ικονομίας και ικονομικών και
Δικαιοσύνης."

Σχόλια: - Τα εντός " " δύο εδάφια προστέθηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 (Α'
140/17.6.2005).

64 - Π
1. Η πολιτική αγωγή ασκείται εναντίον του κατηγορουμένου και, αν υπάρχει περίπτωση, εναντίον
και του αστικώς υπευθύνου ή εναντίον των νόμιμων αντιπροσώπων τους.
2. ε την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 89 παρ. 1, όταν από διάταξη νόμου η
υποχρέωση για την αποκατάσταση της ζημίας ή την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής
οδύνης, περιορίζεται αποκλειστικά σε τρίτο αστικώς υπεύθυνο, ο, κατά το άρθρο 63,
νομιμοποιούμενος σε άσκηση πολιτικής αγωγής μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων κατά
του κατηγορουμένου προς υποστήριξη της κατηγορίας και μόνο. Η σχετική δήλωση μπορεί να γίνει
τόσο κατά την προδικασία όσο και στο ακροατήριο, σύμφωνα με το άρθρο 84.

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 άρθ. 3 Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993)

65 - Ε
1. Το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική αγωγή όταν αποφαίνεται ότι
δεν πρέπει να γίνει δίωξη ή απαλλάσσει για οποιονδήποτε λόγο τον κατηγορούμενο.
2. Το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι'
αυτήν. Κατ' εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει
την απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προ πόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τα "σαράντα
τέσσερα (44) Ε ". Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που
εκδικάζει υπόθεση αποζημίωσης.
3. Το καθοριζόμενο στην παρ. 2 όριο των απαιτήσεων αποζημίωσης του πολιτικώς ενάγοντος
που πηγάζουν από το έγκλημα μπορεί να αυξομειώνεται με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται
με πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης.

66 - Π
1. Η πολιτική αγωγή που έχει ασκηθεί σε πολιτικό δικαστήριο μπορεί να εισαχθεί στο ποινικό
δικαστήριο, αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση με την πολιτική διαδικασία.
2. Αν ο πολιτικώς ενάγων ασκήσει αυτό το δικαίωμα, δεν μπορεί να συνεχίσει τη δίκη στα
πολιτικά δικαστήρια, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 65.
3. ποινικός δικαστής αποφασίζει και για τα έξοδα που έχουν γίνει στην πολιτική διαδικασία.

67 - Π
1. Αν ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε, η πολιτική αγωγή που κρίθηκε ήδη από το ποινικό
δικαστήριο δεν μπορεί πια να ασκηθεί στο πολιτικό παρά μόνο για την εκκαθάριση των ζημιών που
γεννήθηκαν μετά την καταδικαστική απόφαση.
2. πορεί όμως η πολιτική αγωγή να συνεχιστεί στο πολιτικό δικαστήριο στην περίπτωση που
την παρέπεμψε το ποινικό (άρθρο 65 παρ. 2), καθώς και στις περιπτώσεις που ορίζονται ειδικά στο
νόμο.

68 -
1. Εκείνος που έχει το δικαίωμα πολιτικής αγωγής μπορεί πάντοτε να επιδιώξει την ικανοποίηση
των απαιτήσεών του για αποζημίωση στο ποινικό δικαστήριο και στο ακροατήριο ωσότου αρχίσει η
αποδεικτική διαδικασία σύμφωνα με τα άρθρα 63 και 64, αν έχει επιδώσει δικόγραφο στον
κατηγορούμενο κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας και σύμφωνα με την προθεσμία του
άρθρου 167.
2. Κατ' εξαίρεση, εκείνος που κατά τον αστικό κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας
ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο,
ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφή προδικασία.
3. Το ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν έχει εμφανιστεί κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας
δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση αναβολή της δίκης. πολιτικώς ενάγων που δεν έχει
εμφανιστεί δεν κωλύεται από αυτόν και μόνο το λόγο να φέρει την αγωγή του στο πολιτικό

715
δικαστήριο, αλλά και στο ποινικό δικαστήριο μπορεί να την υποστηρίξει, αν για οποιονδήποτε λόγο
αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης.
4. πολιτικώς ενάγων μπορεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να αποβληθεί από την ποινική
διαδικασία, αν, παρόλο που εμφανίστηκε έγκαιρα, αποχώρησε κατά τη διάρκεια της συζήτησης˙
στην περίπτωση αυτή μπορεί να φέρει την αγωγή του στο πολιτικό δικαστήριο.

69 - Π
1. Κατά τη διάρκεια της δίκης και πριν από την έκδοση της απόφασης ο πολιτικώς ενάγων μπορεί
να παραιτηθεί από την αγωγή του, τηρώντας τις διατυπώσεις των άρθρων 83 και 84.
2. Η δήλωση παραίτησης που γίνεται πριν από τη συζήτηση δημιουργεί αποτελέσματα, και αν
ακόμη δεν επιδοθεί στον κατηγορούμενο, όποιος όμως παραιτείται είναι υποχρεωμένος να
πληρώσει τα έξοδα που δημιουργήθηκαν από την παράλειψη της επίδοσης.

70 -
Η πολιτική αγωγή στην ποινική διαδικασία μπορεί να κινηθεί από τον εισαγγελέα όταν ο
ζημιωμένος είναι ανίκανος επειδή πάσχει από ψυχική ασθένεια και δεν έχει αντιπρόσωπο νόμιμα
διορισμένο ή όταν ζημιώθηκε το Δημόσιο. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται ανάλογα η διάταξη
του άρθρου 65 παρ. 2.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ ΠΟ Α Η Ε

71 - Α
1. κατηγορούμενος που αθωώθηκε σε δημόσια συνεδρίαση δικαιούται να υποβάλει αμέσως
και προφορικά στο ποινικό δικαστήριο τις απαιτήσεις που έχει από το μηνυτή ή από αυτόν που
υπέβαλε την έγκληση για αποζημίωση και έξοδα, και όταν ακόμη δεν παρέστη ως πολιτικώς
ενάγων. Το δικαστήριο αποφαίνεται, αφού ακούσει αυτόν που υπέβαλε την αίτηση και το μηνυτή ή
τον εγκαλούντα. Αν ο μηνυτής ή αυτός που υπέβαλε την έγκληση δεν είναι παρών, το δικαστήριο
παραπέμπει τις απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε στα πολιτικά δικαστήρια. Αν
εμφανίστηκε στην αρχή της συζήτησης, αποχώρησε όμως κατόπιν και δεν είναι παρών κατά την
προβολή των απαιτήσεων του κατηγορουμένου, θεωρείται ότι δικάζεται σαν να ήταν παρών.
2. Η διάταξη του άρθρου 65 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και σ' αυτή την περίπτωση.

ΤΜΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΙΑΔΙ ΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙ Η ΔΙ Η
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟΙ

72 - Ι
"Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας
άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης
αποδίδεται η αξιόποινη πράξη."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

73 - Δ
κατηγορούμενος διατηρεί την ιδιότητά του ωσότου εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα
ή αμετάκλητη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση, και την αποκτά εκ νέου στις περιπτώσεις του
άρθρου 57 παρ. 2.

74 - Α
ι αιτήσεις και οι δηλώσεις του κρατούμενου κατηγορουμένου υποβάλλονται με έγγραφο, που
παραδίδεται στο διευθυντή του καταστήματος όπου κρατείται, και συντάσσεται έκθεση, κατόπιν
καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλία και διαβιβάζονται αμέσως στην αρμόδια αρχή, ως προς τα νόμιμα
αποτελέσματά τους οι αιτήσεις και οι δηλώσεις θεωρούνται σαν να είχαν παραληφθεί απευθείας
από την αρμόδια αρχή.

716
75 - Α
Η αδυναμία να βεβαιωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου με το όνομά του ή με τα άλλα
χαρακτηριστικά ή με τις άλλες ιδιότητες δεν εμποδίζει την εξέλιξη της ποινικής δίωξης, αν είναι
αποδειγμένο ότι αυτός είναι το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη.

76 -
Αν ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε με ψευδές όνομα ή ψευδείς ιδιότητες, διατάσσεται η διόρθωση
σύμφωνα με τα άρθρα 564 παρ. 2 και 145 σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ή και κατά την
εκτέλεση.

77 - Α
1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες ότι το πρόσωπο που εμφανίστηκε στην ανάκριση ή στο ακροατήριο
είναι πράγματι το διωκόμενο, ο ανακριτής ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας
προχωρούν από μόνοι τους στη βεβαίωση της ταυτότητας, χρησιμοποιώντας κάθε αποδεικτικό
μέσο. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να ανασταλεί η ποινική διαδικασία για το πρόσωπο αυτό,
ωσότου βεβαιωθεί η ταυτότητά του.
2. Αν η ταυτότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποδειχθεί, βεβαιώνεται το γεγονός αυτό
στην απόφαση και ταυτόχρονα διατάσσεται η απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί ή που κρατείται
προσωρινά, ωσότου εξακριβωθεί η ταυτότητα. δικαστής, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να
επιβάλει στον απολυόμενο την καταβολή εγγύησης ή άλλους όρους. ια τον καθορισμό, την
κατάθεση και την τύχη της εγγύησης και των άλλων όρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων
294 παρ. 3, 296, 297, 301, 302, 303 και 304.
3. Όσα αναφέρονται στην παρ. 2 τα διατάσσει ο ανακριτής κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.

78 - Π
Αν οι αμφιβολίες για την ταυτότητα δημιουργηθούν για πρώτη φορά στον ρειο Πάγο,
διατάσσεται αυτεπαγγέλτως εξέταση˙ η εξέταση ενεργείται από το εφετείο που ορίζει ο ρειος
Πάγος και που αποφαίνεται αμετάκλητα για την ταυτότητα.

79 - Π
Όταν προκύψει σαφώς ότι η διαδικασία στρέφεται εναντίον κατηγορουμένου από πλάνη ως προς
την ταυτότητα του προσώπου του, ο δικαστής αποφαίνεται ότι η ποινική δίωξη θεωρείται σαν να
μην έγινε.
80 -
1. Όταν ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε κατάσταση διατάραξης των πνευματικών του
λειτουργιών, το δικαστήριο, αν δεν πρόκειται να εκδώσει αθωωτική απόφαση, διατάσσει την
αναστολή της διαδικασίας. Αν ο κατηγορούμενος τελεί σε προσωρινή κράτηση, το δικαστήριο
διατάσσει ταυτόχρονα και την τοποθέτησή του σε δικαστικό ψυχιατρείο και σε περίπτωση που δεν
υπάρχει τέτοιο, σε άλλο ψυχιατρείο, κατά προτίμηση δημόσιο.
2. ια τη βεβαίωση της ψυχικής κατάστασης του κατηγορουμένου διατάσσεται προηγουμένως
πραγματογνωμοσύνη (άρθρο 200).
3. Αν η κατάσταση αυτή προκύψει πριν από το τέλος της ανάκρισης, τα παραπάνω τα διατάσσει
ο ανακριτής, χωρίς να εμποδίζεται από το λόγο αυτό στην ενέργεια των αναγκαίων πράξεων για τη
βεβαίωση του εγκλήματος.
4. Αν διαταχθεί αναστολή, η πολιτική αγωγή μπορεί να ασκηθεί στα πολιτικά δικαστήρια.
5. Η εξακολούθηση της διαδικασίας, αν πάψουν να υπάρχουν οι λόγοι της αναστολής,
διατάσσεται από το δικαστήριο ή τον ανακριτή σύμφωνα με τις διακρίσεις των παρ. 1 και 3.

81 - Α
1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες για το θάνατο του κατηγορουμένου, διατάσσεται η αναβολή της
διαδικασίας ωσότου βεβαιωθεί ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται στη ζωή, οπότε η διαδικασία αρχίζει
εκ νέου. Η αναβολή όμως αυτή δεν εμποδίζει να γίνουν οι αναγκαίες ανακριτικές πράξεις για να
βεβαιωθεί το έγκλημα.
2. Αν εξακριβωθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 77 και 78 πως από πλάνη έγινε δεκτό ότι ο
κατηγορούμενος δεν ζει, η απόφαση να πάψει η ποινική δίωξη (άρθρα 309 παρ. 1 στοιχ. β', 310
παρ. 1 και 370 στοιχ. β') θεωρείται σαν να μην εκδόθηκε. Στην περίπτωση αυτή για το χρονικό
διάστημα από την παύση της ποινικής δίωξης έως την επανάληψή της εφαρμόζονται οι διατάξεις
του ποινικού κώδικα για την αναστολή της παραγραφής.

717
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΠΟ ΙΤΙ Σ ΕΝΑ ΟΝΤΕΣ

82 - Δ
1. Όποιος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 63)
μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία.
2. ι ανήλικοι και όσοι άλλοι ανίκανοι, παρίστανται με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους
σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του αστικού κώδικα.
3. Η δήλωση παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος δεν αναπληρώνει την έγκληση στις
περιπτώσεις που αυτή είναι απαραίτητη για την ποινική δίωξη (άρθρ. 50).

83 - Δ
1. Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την
περάτωση της ανάκρισης (άρθρο 308) προς την αρμόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως είτε από
πληρεξούσιο που έχει έγγραφη πληρεξουσιότητα, ειδική ή γενική, η οποία έχει δοθεί κατά το άρθρο
42 παρ. 2 εδ. β' και γ'. Κατά την κατάθεση της δήλωσης συντάσσεται έκθεση, στην οποία
προσαρτάται και το έγγραφο της πληρεξουσιότητας. Τέλος, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' αυτόν
που ενεργεί την ανάκριση, ακόμη και κατά το χρόνο που εξετάζεται ως μάρτυρας ο ζημιωμένος.
2. Η παράλειψη της δήλωσης του πολιτικώς ενάγοντος δεν επηρεάζει το δικαίωμά του να
ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 68.

84 - Π
Η δήλωση είναι απαράδεκτη, αν δεν περιέχει συνοπτική έκθεση της υπόθεσης για την οποία
παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της
παράστασης, καθώς και το διορισμό αντικλήτου στην έδρα του δικαστηρίου αν αυτός που κάνει τη
δήλωση δεν διαμένει μόνιμα εκεί. Στον αντίκλητο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι
κοινοποιήσεις που αφορούν τον πολιτικώς ενάγοντα. Την υποχρέωση διορισμού αντικλήτου στην
πιο πάνω περίπτωση έχει ο αδικηθείς και όταν εγείρει αγωγή ή υποβάλει απαίτηση στο ποινικό
δικαστήριο (άρθρο 68 παρ. 1 και 2). πληρεξούσιος δικηγόρος του αδικηθέντος που έχει διορισθεί
νόμιμα και έχει γνωστοποιηθεί στην προδικασία ή στο ακροατήριο είναι και αντίκλητος.

85 - Α
κατηγορούμενος και ο αστικώς υπεύθυνος μπορούν να υποβάλλουν αντιρρήσεις κατά της
δήλωσης να παραστεί πολιτική αγωγή, και πάντως πριν από την έκδοση του οριστικού
βουλεύματος.

86 - Δ
1. Το έγγραφο με τις αντιρρήσεις του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου πρέπει να
περιέχει τους λόγους που τις στηρίζουν, παραδίδεται στο γραμματέα της εισαγγελίας, και
συντάσσεται έκθεση. ια τις αντιρρήσεις αποφασίζει το συμβούλιο αμετάκλητα˙ αν η προβολή τους
έγινε μετά την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα για την ουσία της υπόθεσης, το συμβούλιο
αποφασίζει με το βούλευμα που εκδίδει γι' αυτήν.
2. ι αντιρρήσεις δεν εμποδίζουν την εξέλιξη της ανάκρισης.

87 - Α
Η δήλωση για την παράσταση πολιτικής αγωγής μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο της προδικασίας
να κηρυχθεί απαράδεκτη από το συμβούλιο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και
αυτεπαγγέλτως.
88 - Α
1. πολιτικώς ενάγων, του οποίου η παράσταση έχει κηρυχθεί απαράδεκτη, δεν κωλύεται να
ασκήσει την αγωγή του στο ποινικό δικαστήριο που δικάζει την κατηγορία.
2. Αν ο πολιτικώς ενάγων αποβληθεί, παραμένουν ισχυρές όλες οι πράξεις της διαδικασίας που
έγιναν πριν από την αποβολή του και στις οποίες τυχόν παρευρισκόταν.
3. Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα που προκάλεσε η παράσταση του πολιτικώς
ενάγοντος που αποβλήθηκε. Το ίδιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει και για την αποζημίωση των
αντιδίκων του πολιτικώς ενάγοντος, εκτός αν αυτή δεν είναι εκκαθαρισμένη.

718
Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΣΤΙ Σ ΠΕ ΝΟΙ

89 -
1. Αν ο πολιτικώς ενάγων θέλει να κλητεύσει στο ποινικό δικαστήριο και τον αστικώς υπεύθυνο
για την πληρωμή της αποζημίωσης, τον καλεί στην ποινική δίκη επιδίδοντάς του και την κλήση και
το δικόγραφο της πολιτικής αγωγής κατά το άρθρο 68 απρ. 1. Η κλήση πρέπει να περιέχει και τα
στοιχεία της νομιμοποίησης του αστικώς υπευθύνου, αλλιώς, είναι άκυρη. ζημιωμένος απαιτεί
κατά το άρθρο 68 παρ. 2 την πληρωμή της χρηματικής ικανοποίησής του από τον αστικώς
υπεύθυνο, αν τον κλητεύσει στην ποινική δίκη τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση
σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται αντίγραφο
της κλήσης στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα μέσα στις ίδιες προθεσμίες και με τις ίδιες
διατυπώσεις.
2. εισαγγελέας καλεί αυτεπαγγέλτως στη ποινική δίκη τον αστικώς υπεύθυνο για την πληρωμή
των χρηματικών ποινών και εξόδων με τις ίδιες διατυπώσεις και μέσα στις ίδιες προθεσμίες που
καλεί τον κατηγορούμενο. Η κλήση πρέπει να αναφέρει το άρθρο του νόμου στο οποίο βασίζεται η
αστική του ευθύνη. Στην κύρια ανάκριση ο αστικώς υπεύθυνος καλείται σύμφωνα με το άρθρο 90.
3. Και ο κατηγορούμενος στην περίπτωση που θα απαλλαγεί από την ποινική ευθύνη μπορεί να
κλητευθεί σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 ως αστικώς υπεύθυνος για την πράξη των
συγκατηγορουμένων του.
4. εισαγγελέας μπορεί να κλητεύσει τον αστικώς υπεύθυνο για τις αποζημιώσεις και τη
χρηματική ικανοποίηση μόνο όταν ασκεί την πολιτική αγωγή κατά το άρθρο 70. Η κλήτευση αυτή
κοινοποιείται στον κατηγορούμενο σύμφωνα με την παρ. 1 αυτού του άρθρου.
5. αστικώς υπεύθυνος μόλις κλητευθεί αποκτά την ιδιότητα διαδίκου στην ποινική διαδικασία
(άρθρα 96 κ.ε.).

90 - Δ
Η κλήτευση του αστικώς υπεύθυνου για την πληρωμή των χρηματικών ποινών και εξόδων στην
κύρια ανάκριση γίνεται από τον ανακριτή με αίτηση του εισαγγελέα. Η κλήση περιέχει όσα ορίζονται
στην παρ. 1 του άρθρ. 89 και επιδίδεται και στον κατηγορούμενο.

91 - Π
1. αστικώς υπεύθυνος μπορεί πάντοτε να παρέμβει εκουσίως στην ποινική δίωξη.
2. Η παρέμβαση είναι δεκτή ως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. πορεί επίσης να γίνει
και κατά την προδικασία, μόνο όμως όταν ενεργείται κύρια ανάκριση.

92 - Δ
1. Η παρέμβαση γίνεται με γραπτή ή προφορική δήλωση ή και από πληρεξούσιο, που έχει ειδική
πληρεξουσιότητα, στον αρμόδιο εισαγγελέα ή στον ανακριτή που διεξάγει την ανάκριση, και
συντάσσεται έκθεση. Η παρέμβαση επιδίδεται με τη φροντίδα εκείνου που παρεμβαίνει στους
άλλους διαδίκους και στον εισαγγελέα, αν δεν ασκήθηκε ενώπιόν του.
2. Αν η δήλωση γίνει στο ακροατήριο καταχωρίζεται στα πρακτικά από το γραμματέα.
3. Κατά τα λοιπά πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 84. Αν ο αστικώς υπεύθυνος που
έχει κλητευθεί η παρέμβει έχει κατοικία ή διαμονή στην αλλοδαπή, εφαρμόζονται ανάλογα οι
διατάξεις του στοιχ. ε' της παρ. 1 του άρθρου 273. Την κατά το στοιχ. δ' του ίδιου άρθρου
υπόμνηση οφείλει να κάνει ο εισαγγελέας ή ο ανακρίνων ή ο διευθύνων τη συζήτηση στο
ακροατήριο, κατά περίπτωση.

93 - Α
Η κλήτευση του αστικώς υπευθύνου για τις αποζημιώσεις και τη χρηματική ικανοποίηση του
ζημιωμένου δεν έχει αποτελέσματα, αν ο πολιτικώς ενάγων αποβληθεί ή παραιτηθεί από την
αγωγή του σύμφωνα με τα άρθρα 86 και 69.

94 - Α
Όποιος κλητεύθηκε ή έκανε παρέμβαση ως αστικώς υπεύθυνος μπορεί να αποβληθεί από την
ποινική διαδικασία με αίτηση δική του ή του εισαγγελέα ή των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως από
το δικαστήριο ή από το δικαστικό συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.

719
95 - Δ
1. Η αίτηση αποβολής του αστικώς υπευθύνου που υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της
προδικασίας πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Κατατίθεται στον ανακριτή, εκτός αν έχει περατωθεί η
ανάκριση, οπότε κατατίθεται στον εισαγγελέα.
2. έσα σε τρεις ημέρες από την κατάθεση η αίτηση επιδίδεται σ' αυτόν που προκάλεσε την
κλήτευση ή έκανε την παρέμβαση.
3. Κατά της αίτησης αποβολής μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις
των άρθρων 85 - 88.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ Τ Ν ΔΙΑΔΙ Ν

96 - Δ
1. Κάθε διάδικος δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται ή να συμπαρίσταται στην ποινική διαδικασία
με περισσότερους από δύο συνηγόρους στην προδικασία και τρεις στο ακροατήριο.
2. διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου γίνεται:
α) με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του
κατηγορουμένου ή στην κατάθεση του διαδίκου ως μάρτυρα, β) με έγγραφη δήλωση κατά τις
διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδ. β' και γ'. διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να
εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν την συγκεκριμένη ποινική
υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η
γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφόσον αυτό μνημονεύεται
ρητά.

96 Α - Π
[Το παρόν άρθρο, που είχε προστεθεί με το άρθρο 17 του ν. 2721/99 (Α' 112), καταργήθηκε με
την παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 3226/2004 (Α' 24)].

97 - Σ
1. ι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με
εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων, εκτός αν πρόκειται για την
περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 219. ι' αυτό το σκοπό προσκαλούνται έγκαιρα οι διάδικοι να
παρευρεθούν οι ίδιοι ή να εκπροσωπηθούν από τους συνηγόρους τους.
2. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται, θα πρέπει να προσαχθεί, εκτός αν η προσαγωγή του
δημιουργεί δυσχέρειες.

98 - Α
Αν η παρουσία των διαδίκων δεν είναι για οποιονδήποτε λόγο δυνατή, η πράξη ενεργείται και
χωρίς αυτούς. στερα όμως από αίτηση του ενδιαφερομένου μπορεί η πράξη να αναβληθεί για
άλλο χρόνο αν δεν βλάπτεται η ανάκριση.

99 - Ε
ι διάδικοι που παρίστανται και οι συνήγοροί τους δικαιούνται να απευθύνουν ερωτήσεις και να
υποβάλλουν παρατηρήσεις, που καταχωρίζονται με αίτησή τους στην έκθεση.

100 - Π
1. κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα στην απολογία του και σε κάθε εξέτασή του, ακόμη και σ'
αυτήν που γίνεται σε αντιπαράσταση με μάρτυρες ή άλλους κατηγορουμένους, να παρίσταται με
συνήγορο. ι' αυτό το σκοπό προσκαλείται εικοσιτέσσερις ώρες πριν από κάθε ανακριτική ενέργεια.
2. Επιτρέπεται σύντμηση της προθεσμίας αυτής, αν από την αναβολή δημιουργείται κίνδυνος
που η ύπαρξή του βεβαιώνεται ειδικά με έκθεση του ανακριτή ή του ανακριτικού υπαλλήλου.
3. ανακριτής έχει την υποχρέωση να διορίσει αυτεπαγγέλτως συνήγορο, αν το ζητήσει ρητά ο
κατηγορούμενος.
4. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να απαγορευθεί επικοινωνία του κατηγορουμένου με το
συνήγορό του.

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3226/2004 (Α' 24/4.2.2004) "Περί παροχής νομικής
βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος", στις περιπτώσεις της παρ. 3 του παρόντος ο διορισμός συνηγόρου

720
γίνεται όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο και δ ε ν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1 του ανωτέρω
νόμου, ούτε να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 2 του ιδίου νόμου .

101 - Α
"1. ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανιστεί ή οδηγηθεί σ' αυτόν ο κατηγορούμενος
για ν' απολογηθεί, του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των άλλων εγγράφων
της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος ή ο συνήγορός του το
κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης. ε γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου και με
δαπάνη του χορηγούνται σε αυτόν αντίγραφα του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της
ανάκρισης".
2. Την ίδια υποχρέωση έχει ο ανακριτής, και τα ίδια δικαιώματα ο κατηγορούμενος, όταν κληθεί
ξανά σε συμπληρωματική απολογία˙ πάντως μετά το τέλος της ανάκρισης και προτού διαβιβαστεί η
απολογία στον εισαγγελέα (άρθρο 308 παρ. 1), καλείται πάντοτε ο κατηγορούμενος να μελετήσει
όλη τη δικογραφία. Αν όμως η ανάκριση εξακολούθησε περισσότερο από μήνα μετά την πρώτη ή
κάθε μεταγενέστερη απολογία, δικαιούται ο κατηγορούμενος να ασκεί τα δικαιώματά του μια φορά
το μήνα, και κάθε φορά ο ανακριτής συντάσσει σχετική έκθεση κάτω από την απολογία του
κατηγορουμένου.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996 (Α' 104),
ισχύει δε από 4.6.1996.

102 - Π
1. κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ζητήσει προθεσμία έως σαράντα οκτώ ώρες και δεν
έχει υποχρέωση να απολογηθεί πριν περάσει η προθεσμία.
2. ανακριτής μπορεί να παρατείνει την προθεσμία ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου.

103 - Ε
Αμέσως μετά τη βεβαίωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου, ο ανακριτής του εξηγεί με
σαφήνεια όλα τα παραπάνω δικαιώματά του, συντάσσεται έκθεση για την εξήγηση και για την
απάντηση του κατηγορουμένου, ο οποίος και υπογράφει την έκθεση.

104 - Δ
1. Τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 100 παρ. 1, 2 και 4, 101, 102 και 103 τα έχει ο
κατηγορούμενος και στην προανάκριση. Στην περίπτωση όμως αυτή δεν είναι υποχρεωτικό να
τηρηθεί η διάταξη της δεύτερης περιόδου της παρ. 2 του άρθρου 101.
2. Όταν ενεργείται προανάκριση, σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 1, ο κατηγορούμενος μπορεί
να ασκήσει τα δικαιώματα, που προβλέπονται στα άρθρα 101 και 102 και να υποβάλει εγγράφως
την απολογία του εκπροσωπούμενος από συνήγορο, που διορίζεται κατά το άρθρο 96 παρ. 2,
εκτός αν θεωρείται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του, κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί
την προανάκριση. κατηγορούμενος εκπροσωπούμενος δια του συνηγόρου υποχρεούται να
δηλώσει τη διεύθυνση της κατοικίας του, εφαρμοζόμενων αναλόγως των εδ. γ' και ε' του άρθρου
273.

Σχόλια: - Η παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθ. 3 του ν. 2145/1993 (Α' 88/28.5.1993)

105 - Ε
"Όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 του παρόντος, η εξέταση
γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει
δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου
εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της
παρ. 2 του άρθρου 31."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2α' του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996 (Α'
104), ισχύει δε από 4.6.1996.

106 - Ε
Το παρόν άρθρο καταργήθηκε με την περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996 (Α'
104/4.6.1996).

721
107 - Δ
αστικώς υπεύθυνος έχει όλα τα παραπάνω δικαιώματα του κατηγορουμένου και τα ασκεί από
τη στιγμή που θα κληθεί με την ιδιότητα αυτή από τον ανακριτή ή τον ανακριτικό υπάλληλο για να
εξεταστεί. Τα ίδια δικαιώματα ασκεί και στην περίπτωση του επόμενου άρθρου.

108 - Δ
πολιτικώς ενάγων έχει επίσης τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 101, 104, 105 και
106˙ τα δικαιώματα αυτά μπορεί να τα ασκήσει από τη στιγμή που ο κατηγορούμενος θα κληθεί σε
απολογία ή θα εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής.

ΤΜΗΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ Α ' ΗΝ

109 - Μ
Το μικτό ορκωτό δικαστήριο δικάζει σε πρώτο βαθμό: α) τα κακουργήματα, εκτός από εκείνα που
ανήκουν στην αρμοδιότητα των πενταμελών εφετείων, και β) τα πολιτικά πλημμελήματα.

110
(Καταργήθηκε με το άρθρο 4 του ν. 969/1979).

111 - Δ
Το δικαστήριο εφετών δικάζει:
1. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα σχετικά με το νόμισμα, τα
υπομνήματα, την ιδιοκτησία, τα περιουσιακά δίκαια, την ψευδή βεβαίωση υπαλλήλου, νόθευση,
απιστία και υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αν τελέστηκαν από πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του
παθόντα και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας, ή αν τελέστηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται
οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού
προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α του Ποινικού Κώδικα και εφόσον το
όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο
Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των "εκατόν πενήντα χιλιάδων
(150.000) Ε ".
2. Τα κακουργήματα κλοπής, υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας που προβλέπονται από το
στρατιωτικό ποινικό κώδικα, αν στρέφονται οπωσδήποτε κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου
που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο
δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε κατά του Δημοσίου ή των πιο πάνω νομικών
προσώπων υπερβαίνει το ποσό των "εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) Ε ".
3. Το ποσό των "επτακοσίων τριάντα (730) Ε " που προβλέπεται από τα άρθρα 1 και 2 του ν.
1608/1950 "περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του δημοσίου",
όπως τροποποιήθηκε από το ν.δ. 790/70 "περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ποινικού Κώδικος
και του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας" και το ν. 495/1976 "περί όπλων, εκρηκτικών υλών και
εκρηκτικών μηχανημάτων και άλλων τινών ποινικών διατάξεων", αυξάνεται σε "εκατόν πενήντα
χιλιάδες (150.000) Ε ". Το όριο αυτό των "εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) Ε " ισχύει είτε
ο κατηγορούμενος είναι πολίτης είτε είναι στρατιωτικός.
4. Τα εγκλήματα της δόλιας χρεοκοπίας ανώνυμων εταιρειών και τραπεζών.
"5. Τα κακουργήματα της πειρατείας, τα κακουργήματα κατά της ασφάλειας της σιδηροδρομικής
ή υδάτινης συγκοινωνίας ή της αεροπλο ας που προβλέπονται στον Ποινικό Κώδικα ή σε ειδικούς
ποινικούς νόμους, τα κακουργήματα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 187 και
στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και τα συναφή με αυτά πλημμελήματα και
κακουργήματα, έστω και αν τα τελευταία τιμωρούνται βαρύτερα από τα ως άνω κύρια
κακουργήματα."
6. Το κακούργημα της ανθρωποκτονίας σε μονομαχία.
7. Τα πλημμελήματα των αρχιερέων, των νομαρχών, των δικηγόρων, των δικαστών πολιτικής,
ποινικής και διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων, συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των
ειρηνοδικών, ειδικών πταισματοδίκων, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, των παρέδρων
και εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του ενικού Επιτρόπου και των
αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό καθώς και του ενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και των
αντεπιτρόπων επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.
722
8. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του τριμελούς πλημμελειοδικείου και κατά των αποφάσεων
που εκδίδονται από το πολυμελές πρωτοδικείο στην περίπτωση του άρθρου 116 παρ. 1. Τις
εφέσεις κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου των εφετών σύμφωνα με το άρθρο 499.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 2830/2000


(ΦΕΚ Α' 96), οι συμβολαιογράφοι δωσιδικούν για τα πλημμελήματα ενώπιον του αρμόδιου εφετείου σύμφωνα με
την παρ. 7 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται δε ανάλογα το άρθρο 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ.
σχετικά).- Η μετατροπή των δραχμικών ποσών σε ΕΥΡΩ έγινε με την παρ. 1 του άρθ. 3 σε συνδυασμό με τα
άρθρα 4 και 5 του ν. 2943/2001 (Α' 203/12.9.2001).- Η παρ. 5 του παρόντος, η οποία είχε αντικατασταθεί με το
άρθρο 4 του ν. 2928/2001 (Α' 141/27.6.2001), τίθεται όπως εκ νέου αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου
42 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004).

112 - Τ
Το τριμελές δικαστήριο πλημμελειοδικών δικάζει:
1. Τα πλημμελήματα, εκτός από όσα ανήκουν στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών
δικαστηρίων, του δικαστηρίου των εφετών, του μονομελούς πλημμελειοδικείου και του δικαστηρίου
ανηλίκων.
2. Τα πταίσματα των αρχιερέων, νομαρχών, δικηγόρων, δικαστών πολιτικής, ποινικής και
διοικητικής δικαιοσύνης και εισαγγελέων συμπεριλαμβανομένων των παρέδρων, των ειρηνοδικών,
ειδικών πταισματοδικών, των μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας και των παρέδρων και
εισηγητών του, των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του ενικού Επιτρόπου και των
αντεπιτρόπων που υπηρετούν σε αυτό, καθώς και του ενικού Επιτρόπου, του επιτρόπου και των
αντεπιτρόπων της επικρατείας στα γενικά διοικητικά δικαστήρια.
3. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς πλημμελειοδικείου.

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 2830/2000


(ΦΕΚ Α' 96), οι συμβολαιογράφοι δωσισδικούν για τα πταίσματα ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου
σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου, εφαρμόζεται δε ανάλογα το άρθρο 322 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας.

113 - Δ
"1. Τα δικαστήρια ανηλίκων δικάζουν τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους ηλικίας
από δεκατριών μέχρι και του δέκατου όγδοου έτους συμπληρωμένου, με τις παρακάτω διακρίσεις:
Α. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει: α) τις πράξεις που τελούνται από ανηλίκους, εκτός
από εκείνες που δικάζονται από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, β) τα πταίσματα που τελούνται
από ανηλίκους στην έδρα του πρωτοδικείου και γ) τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του
πταισματοδικείου για ανηλίκους.
Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων επιβάλλει επίσης τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που
ορίζονται από τον Ποινικό Κώδικα για ανηλίκους που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος
της ηλικίας τους.
Β. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων δικάζει τις αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους,
για τις οποίες η ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που πρέπει να επιβληθεί
σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα είναι τουλάχιστον πέντε ετών.
. Το εφετείο ανηλίκων δικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών και τριμελών
δικαστηρίων ανηλίκων που λειτουργούν στα πλημμελειοδικεία.
2. Το άρθρο 119 εφαρμόζεται αναλόγως στις περιπτώσεις των εδαφίων Α και Β της
προηγούμενης παραγράφου."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3189/2003 (Α'
243).

114 - Μ Π
Το μονομελές πλημμελειοδικείο δικάζει:
"Α) Τα πλημμελήματα για τα οποία απειλείται στο νόμο φυλάκιση με ελάχιστο όριο κατώτερο των
τριών μηνών ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές εκτός από: α) εκείνα που υπάγονται στην
αρμοδιότητα των μεικτών ορκωτών δικαστηρίων και των εφετείων, καθώς και τα συναφή με αυτά
(άρθρα 109, 111, 128), β) εκείνα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου των ανηλίκων,
γ) εκείνα που τελούνται δια του τύπου, "δ) εκείνα των άρθρων 142, 145, 147, 149, 153, 154, 156,
158, 159, 160, 202 παρ. 1 και 2, 203, 221, 247 παρ. 1 και 2, 251, 259, 266 παρ. 1, 269, 271, 278,

723
286, 288 παρ. 1, 290 παρ. 1 περ. α', 300, 314 παρ. 1 εδ. α', 328, 364 παρ. 3 και 397 του Ποινικού
Κώδικα."
Β) Τα δασικά (εκτός από τον εμπρησμό), τα αγροτικά σε βαθμό πλημμελήματος και τα
αγορανομικά αδικήματα, καθώς και τα εγκλήματα: α) του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 "περί
επιταγής", β) των άρθρων 1 και 2 του Α.Ν. 86/1967 "περί επιβολής κυρώσεων κατά των
καθυστερούντων την καταβολήν και την απόδοσιν εισφορών εις ργανισμούς Κοινωνικής
Ασφαλίσεως", γ) του άρθρου 17 παρ. 8 του Ν. 1337/1983 για την "επέκταση των πολεοδομικών
σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις", δ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1
του άρθρου 50 και της παραγράφου 4 του άρθρου 53 του Ν. 2910/2001 "Είσοδος, παραμονή,
ελληνική ιθαγένεια και λοιπές διατάξεις", ε) του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 " έτρα για την
περιστολή της φοροδιαφυγής και λοιπές διατάξεις", στ) [του άρθρου 42 και] του πρώτου εδαφίου
της παραγράφου 4 του άρθρου 43 του Ν. 2696/1999 "Κώδικας δικής Κυκλοφορίας", ζ) του
άρθρου 23Β του Ν. 248/1914 "Περί οργανώσεως της ωοτεχνικής και Κτηνιατρικής πηρεσίας", η)
των παραγράφων 1 και 6 του άρθρου 10 και της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 του άρθρου 2
του Ν.Δ. 1244/1972 "Περί λειτουργίας Ερασιτεχνικών και Πειραματικών Σταθμών Ασυρμάτου
Ειδικών αδιοδικτύων και ιδρύσεως πηρεσίας Ελέγχου αδιοεκπομπών".
) Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου, καθώς και κατά των αποφάσεων που
εκδίδονται από το ειρηνοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1.

Σχόλια: - Το εντός " " εδ. Α' του παρόντος άρθρου τίθεται αντικαταστάθηκε με την περ. α' της παρ. 4 του άρθρ.
2 του ν. 2408/96 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996. - Οι εντός " " περ. ε'. στ' και ζ' του παρόντος άρθρου
προστέθηκαν στο εδ. Β με την περ. β' παρ. 4 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996. -
Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 2721/99 (Α' 112/3.6.99), οι διατάξεις των εδ. Α' και Β' του
παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζονται στις υποθέσεις για τις οποίες είχε γίνει κλήτευση του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο, κατά την παρ. 1 του άρθρου 320 του παρόντος Κώδικα, με της δημοσιεύσεως του ανωτέρω νόμου. -
Από την περ. ε του εδ. Β' του παρόντος άρθρου απαλείφονται οι διατάξεις των άρθρων 314 και 372 παρ. 1 εδ. α'
του Ποινικού Κώδικα με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 2721/99 (Α' 112/3.6.99).- Οι παρ. Α' και Β' τίθενται
όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).- Η εντός [ ] φράση της
περ. στ' του εδαφίου Β) καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3189/2003 (Α' 243). - Η περ. δ του
στοιχείου Α τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).***
Προσοχή: σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005), οι διατάξεις της περ. δ της
παρ. Α' του παρόντος δ ε ν εφαρμόζονται στις υποθέσεις για τις οποίες είχε επιδοθεί κλήση ή κλητήριο θέσπισμα
μέχρι τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι μέχρι την 17.6.2005, σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και αν
βρίσκονται. Σύμφωνα, επίσης, με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003), οι διατάξεις των
παρ. Α' και Β' δ ε ν εφαρμόζονται στις υποθέσεις για τις οποίες είχε επιδοθεί κλήση ή κλητήριο θέσπισμα μέχρι τη
δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι μέχρι την 30.6.2003, σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και αν
βρίσκονται.

115 - Π
Το πταισματοδικείο δικάζει τα πταίσματα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των
πλημμελειοδικών και του δικαστηρίου ανηλίκων (άρθρ. 112, 113).

116 - Α
1. Κάθε ποινικό δικαστήριο δικάζει αμέσως τα αυτόφωρα πλημμελήματα και τα πταίσματα που
τελούνται στο ακροατήριό του κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν αυτά υπάγονται στην
αρμοδιότητα του καθ' ύλην δικαστηρίου που συνεδριάζει ή κατώτερου, ακόμη και αν ο υπαίτιος
ανήκει στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων. Την ίδια εξουσία έχει ο ρειος
Πάγος για όλα τα πλημμελήματα και τα πταίσματα, από τα πολιτικά δικαστήρια το ειρηνοδικείο έχει
εξουσία για τα πταίσματα, και όλα τα άλλα δικαστήρια για τα πλημμελήματα και τα πταίσματα που
υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του αντίστοιχου ή κατώτερου ποινικού δικαστηρίου. ς
προς τη διαδικασία εφαρμόζονται τα άρθρα 417 - 424 του κώδικα.
2. Αν το δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να δικάσει αμέσως το πλημμέλημα, ο δράστης
συλλαμβάνεται και παραπέμπεται σύμφωνα με το άρθρο 279 στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος,
αν συντρέχει περίπτωση, εφαρμόζει τα άρθρα 417 κ.ε. Αν όμως ο δράστης είναι δικηγόρος,
συνήγορος διαδίκου, η σύλληψη εκτελείται αφού ασκήσει τα καθήκοντά του στη δίκη.
3. Αν για οποιονδήποτε λόγο το πλημμέλημα ή το πταίσμα που διαπράχθηκε στο ακροατήριο δεν
δικάστηκε αμέσως, δεν αποκλείεται να διωχθεί στη συνέχεια με την κοινή διαδικασία.

117 - Α
"1. Αν κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του δικαστηρίου τελέστηκε στο ακροατήριο του εξύβριση
ή δυσφήμηση μέλους του δικαστηρίου (άρθρα 361, 362, 363 Π.Κ.), ακόμη και όταν ο υπαίτιος
724
υπάγεται στην ιδιάζουσα ή εξαιρετική δωσιδικία, τα εγκλήματα αυτά δικάζονται αμέσως από το ίδιο
δικαστήριο, που συγκροτείται από άλλους δικαστές. Η κατά νόμο έγκληση υποβάλλεται με δήλωση
του δικαιουμένου που καταχωρίζεται στα πρακτικά." Αν η διαφορετική σύνθεση δεν είναι δυνατή για
λόγο που βεβαιώνεται ειδικά στα πρακτικά και στην απόφαση, η άμεση εκδίκαση γίνεται από τους
ίδιους δικαστές.
2. Αν ο υπαίτιος της εξύβρισης ή της δυσφήμησης που αναφέρεται στην προηγούμενη
παράγραφο είναι δικηγόρος που ασκεί καθήκοντα συνηγόρου και η διαφορετική σύνθεση του
δικαστηρίου δεν είναι δυνατή για λόγο που βεβαιώνεται με τον παραπάνω τρόπο, η πράξη
αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1˙ στην
περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη συνηγόρου. Αν στη συνέχεια αποφασιστεί
από την αρμόδια αρχή η παραπομπή του σε δίκη, η εκδίκαση γίνεται από το δικαστήριο που
προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 136 και 137. Αν η πράξη εκδικαστεί αμέσως, η απόφαση
που εκδίδεται εις βάρος του συνηγόρου εκτελείται μόνο όταν αυτός εκπληρώσει εντελώς τα
καθήκοντά του στη δίκη κατά τη διάρκεια της οποίας διαπράχθηκε το έγκλημα.

Σχόλια: - Το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3160/2003
(Α' 165/30.6.2003).

118 - Π
Αν το δικαστήριο που σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 117 είναι αρμόδιο να δικάσει αμέσως το
έγκλημα αναβάλει για οποιονδήποτε λόγο τη δίκη (άρθρο 423), μπορεί να διατάξει την προσωρινή
κράτηση του κατηγορουμένου που έχει συλληφθεί, αν τούτο επιτρέπεται, στην περίπτωση αυτή η
περαιτέρω διαδικασία και η εκδίκαση γίνεται από το αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 112-115
δικαστήριο.

119 - Π '
1. Την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109-115 την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της
πράξης από τον ποινικό κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται
στα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιέχονται στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στην κλήση του
εισαγγελέα (στην περίπτωση της απευθείας εισαγωγής της υπόθεσης).
2. Το δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει και σ' εκείνες τις περιπτώσεις όπου προκύπτει από τη
συζήτηση ότι το έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου.

120 - Α
1. Το δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως να εξετάσει την καθ' ύλην αρμοδιότητά του σε κάθε
στάδιο της δίκης.
2. Το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, παραπέμπει με απόφασή του την υπόθεση στο
αρμόδιο δικαστήριο, σ' αυτή την περίπτωση ενεργεί ό,τι και το συμβούλιο των πλημμελειοδικών
όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο.
3. Το μονομελές πλημμελειοδικείο και το πταισματοδικείο παραπέμπουν την υπόθεση στον
αρμόδιο εισαγγελέα και διατάσσουν τη σύλληψη του κατηγορουμένου, αν το έγκλημα όπως
χαρακτηρίζεται από αυτά είναι κακούργημα. πορούν να διατάξουν τη σύλληψη του
κατηγορουμένου και όταν το έγκλημα είναι πλημμέλημα, για το οποίο όμως επιτρέπεται προσωρινή
κράτηση. εισαγγελέας μπορεί να παραγγείλει ανάκριση (άρθρ. 246 παρ. 3) ή προανάκριση ή να
εισαγάγει την υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο, όταν η παραπομπή στο μονομελές
πλημμελειοδικείο ή στο πταισματοδικείο που είχε κηρυχθεί αναρμόδιο είχε γίνει με απευθείας
κλήση. Αν η παραπομπή είχε διαταχθεί με βούλευμα, γίνεται κανονισμός της αρμοδιότητας
σύμφωνα με το άρθρ. 132 κ.ε.

121 - Α
Το δικαστήριο που δικάζει κατ' έφεση, αν κρίνει ότι το δικαστήριο που δίκασε σε πρώτο βαθμό
ήταν αναρμόδιο επειδή το έγκλημα υπαγόταν σ' αυτό ή σε κατώτερο από το πρωτοβάθμιο
δικαστήριο, ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και δικάζει ανέκκλητα το ίδιο την
υπόθεση στην ουσία (άρθρ. 502 παρ. 3). Σε κάθε άλλη περίπτωση καθ' ύλην αναρμοδιότητας
ακυρώνει την απόφαση που προσβάλλεται με έφεση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο
δικαστήριο, ενεργώντας ταυτόχρονα όσα προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 120.

Σχόλια: - Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκαν από την παρ. 14 άρθ. 3 Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993).** Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 20 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 (Α'

725
253/143.12.2004), αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων τής -κατά την παρ. 1 του
ανωτέρω άρθρου συνιστώμενης υπηρεσίας Ειδικών ελέγχων- είναι το οριζόμενο στο π α ρ ό ν άρθρο ή εκείνο
στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΤΟΠΙ Η ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

122 - Π
1. Η τοπική αρμοδιότητα προσδιορίζεται από τον τόπο όπου τελέστηκε το έγκλημα ή όπου
κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος όταν αρχίζει η ποινική δίωξη.
2. ια έγκλημα που τελέστηκε με έντυπο το οποίο εκδόθηκε στην Ελλάδα αρμόδιο είναι τόσο το
δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου, όπως αποδεικνύεται, δημοσιεύτηκε το έντυπο όσο και το
δικαστήριο του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του κατηγορουμένου. Όταν
πρόκειται για δυσφήμηση ή εξύβριση αρμόδιο είναι επίσης και το δικαστήριο στην περιφέρεια του
οποίου κυκλοφόρησε μεταγενέστερα το έντυπο, αν ο παθών κατοικεί ή διαμένει μόνιμα στην
περιφέρεια αυτή. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα
να ζητήσει με αίτηση του από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας ή διαμονής του
παθόντος να παραπεμφθεί η εκδίκαση της υποθέσεως στο δικαστήριο του τόπου εκδόσεως του
εντύπου. εισαγγελέας διατάσσει την παραπομπή, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν βάσιμοι λόγοι
ευχερέστερης διεξαγωγής της δίκης. Αν η αίτηση απορριφθεί, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος
του μπορεί να υποβάλει παρόμοια αίτηση στο δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, το οποίο
αποφασίζει για την παραπομπή ή όχι της υποθέσεως. Αν το έντυπο εκδόθηκε στο εξωτερικό,
αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου το έντυπο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά
και αν δεν εξακριβώθηκε αυτός ο τόπος, αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου
κατοικεί ή διαμένει προσωρινά αυτός που προσβλήθηκε˙ σε κάθε άλλη περίπτωση, το δικαστήριο
της πρωτεύουσας.

123 - Ε
1. ια τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό, τιμωρούνται όμως στην Ελλάδα, η
αρμοδιότητα ορίζεται διαδοχικά από τον τόπο της κατοικίας στην Ελλάδα ή της προσωρινής
διαμονής ή της σύλληψης ή της παράδοσης του κατηγορουμένου. Αν ο τόπος αυτός δεν είναι
γνωστός ή αν ο κατηγορούμενος δεν κατοίκησε ή δεν είχε ποτέ τη διαμονή του στην Ελλάδα ή δεν
έχει συλληφθεί εκεί ή αν είναι δημόσιος υπάλληλος που υπηρετεί σε ελληνική υπηρεσία του
εξωτερικού, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της πρωτεύουσας. Σε κάθε όμως περίπτωση ο ρειος
Πάγος, συνεδριάζοντας ως συμβούλιο, μπορεί, ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου ή του
πουργού της Δικαιοσύνης, να ορίσει ως αρμόδιο έναν από τα δικαστήρια που βρίσκονται πιο
κοντά στον τόπο της πράξης.
2. ια τα προβλεπόμενα στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους εγκλήματα κατά την
ασφάλειας της αεροπλο ας και τα συναφή προς αυτά πλημμελήματα και κακουργήματα, που
διαπράχθηκαν στο εξωτερικό και τιμωρούνται στην Ελλάδα, αρμόδια είναι τα δικαστήρια και οι
εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της πρωτεύουσας.

Σχόλια: Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 20 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 (Α' 253/143.12.2004),
αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων τής -κατά την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου
συνιστώμενης υπηρεσίας Ειδικών ελέγχων- είναι το οριζόμενο στο παρόν άρθρο ή εκείνο στην περιφέρεια του
οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση.

124 - Ε
1. ια εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε ελληνικό πλοίο στο εξωτερικό ή σε ανοιχτή θάλασσα, η
αρμοδιότητα ορίζεται από τον τόπο του λιμανιού όπου το πλοίο νηολογήθηκε ή του λιμανιού όπου
το πλοίο προσέγγισε για πρώτη φορά μετά την πράξη.
2. ια έγκλημα που διαπράχθηκε σε αεροσκάφος κατά τη διάρκεια της πτήσης, η αρμοδιότητα
ορίζεται από τον τόπο όπου το αεροσκάφος προσγειώθηκε ή προσθαλασσώθηκε ή από τον τόπο
από όπου το αεροσκάφος απογειώθηκε ή αποθαλασσώθηκε πριν από το έγκλημα. Αν το
αεροσκάφος είναι ξένο, αρμόδιοι είναι επίσης οι ανακριτικοί υπάλληλοι και τα δικαστήρια που
ορίζονται στο άρθρο 123.
3. Και στις δύο περιπτώσεις των παρ. 1 και 2 αρμόδιο είναι επίσης το δικαστήριο της κατοικίας ή
της προσωρινής διαμονής του κατηγορουμένου.

726
Σχόλια: Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 20 του άρθρου 30 του ν. 3296/2004 (Α' 253/143.12.2004),
αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων τής -κατά την παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου
συνιστώμενης υπηρεσίας Ειδικών ελέγχων- είναι το οριζόμενο στο παρόν άρθρο ή εκείνο στην περιφέρεια του
οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση.

125 - Π
εταξύ περισσότερων αρμόδιων δικαστηρίων ή ανακριτικών υπαλλήλων που έχουν επιληφθεί
παράλληλα προτιμούνται εκείνοι του τόπου όπου διαπράχθηκε το έγκλημα˙ αν ο τύπος αυτός είναι
άγνωστος, προτιμούνται εκείνοι που πρώτοι κάλεσαν ή διέταξαν τη σύλληψη ή τη φυλάκιση του
κατηγορουμένου. πορεί όμως το συμβούλιο των εφετών ή ο ρειος Πάγος, σύμφωνα με τις
διακρίσεις του άρθρου 132, να αναθέσει την ανάκριση και την απόφαση σε άλλο αρμόδιο
δικαστήριο.

126 -
1. Η ένσταση για τοπική αναρμοδιότητα προτείνεται σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης και
έως την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο. Το δικαστήριο, το δικαστικό
συμβούλιο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και ο εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της προανάκρισης,
διαπιστώνοντας την αναρμοδιότητά τους, παραπέμπουν την υπόθεση στο δικαστήριο ή στον
εισαγγελέα που είναι ανάλογα αρμόδιοι σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα. Το όργανο που
διαπίστωσε την αναρμοδιότητά του οφείλει και μετά την παραπομπή αυτή να φροντίσει για τη
διενέργεια των ανακριτικών πράξεων που είναι επείγουσες και δεν επιδέχονται αναβολή.
2. Η ένσταση τοπικής αναρμοδιότητας που προτάθηκε έγκαιρα και δεν έγινε δεκτή, αν
επαναληφθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και γίνει δεκτή, έχει συνέπεια την ακύρωση από το
δικαστήριο αυτό της απόφασης που προσβάλλεται με την έφεση, η υπόθεση τότε παραπέμπεται
στο αρμόδιο δικαστήριο, μόνο όταν αυτό δεν ανήκει στην περιφέρεια του δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου˙ στην αντίθετη περίπτωση, το δικαστήριο αυτό δικάζει το ίδιο την υπόθεση στην ουσία
(άρθρ. 502 παρ. 3).

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΝΙ Η ΔΙΑΤΑΞΗ

127 - Ε
ι εκθέσεις και τα άλλα έγγραφα που συντάχθηκαν νομότυπα κατά την προδικασία και την κύρια
διαδικασία από αναρμόδιο δικαστή ή ανακριτικό υπάλληλο διατηρούν την εγκυρότητά τους. Τα
εντάλματα για προσωρινή κράτηση ισχύουν ως εντάλματα σύλληψης.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤ ΣΗ Σ ΝΑ ΕΙΑΣ ΑΙ Σ ΝΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ

128 - Ε
1. Τα συναφή εγκλήματα ανακρίνονται και εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο, αν η συνεκδίκαση
δεν προκαλεί βλάβη. Το δικαστήριο που δικάζει το βαρύτερο έγκλημα είναι στην περίπτωση αυτή
αρμόδιο και για τα άλλα συναφή.
2. Όταν τα συναφή εγκλήματα δικάστηκαν χωριστά στον πρώτο βαθμό και ασκήθηκαν εφέσεις,
το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για όλα με μία μόνο απόφαση.
3. ι παρ. 2 και 3 εδ. α' και β' του άρθρου 130 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις συναφείας.

129 - Π
Συναφή θεωρούνται μόνο τα εγκλήματα:
α) όσα γίνονται από το ίδιο πρόσωπο είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους
ή από πολλούς όχι συναίτιους στον ίδιο τόπο και χρόνο,
β) όσα γίνονται από πολλούς εναντίον αλλήλων, είτε συγχρόνως είτε σε διαφορετικούς τόπους
και χρόνους, και
γ) όσα γίνονται με σκοπό να διευκολύνουν ή να κάνουν πιο εύστοχη την εκτέλεση ή να
αποκρύψουν ένα από αυτά.

130 - Α
1. Στην περίπτωση που συμμετέχουν περισσότεροι στο έγκλημα, αρμόδιο δικαστήριο για όλους
είναι εκείνο που είναι αρμόδιο για εκείνον από τους συμμέτοχους ο οποίος επισύρει τη βαρύτερη
727
ποινή. Αν οι συμμέτοχοι υπάγονται σε δικαστήρια διαφορετικού βαθμού (άρθρο 111 αριθ. 6 και
άρθρο 112 αριθ. 2), αρμόδιο δικαστήριο για όλους είναι το ανώτερο. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο
θεωρείται στην περίπτωση αυτή ανώτερο από τα άλλα.
2. Το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο μπορεί για ιδιαίτερους λόγους που αφορούν την
ασφαλέστερη διάγνωση της αλήθειας ή την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης να διατάξει το
χωρισμό της ανάκρισης ή και της συζήτησης στο ακροατήριο.
3. Αν κάποιος από αυτούς που συμμετείχαν στο έγκλημα είναι ανήλικος, η ποινική δίωξη γι'
αυτόν χωρίζεται, και ο ανήλικος δικάζεται από το δικαστήριο ανηλίκων. Στα πλημμελήματα, αν ο
εισαγγελέας στην περίπτωση της εισαγωγής με απευθείας κλήση και αιτιολογημένη απόφασή του
που μνημονεύει τους συγκεκριμένους λόγους ή το δικαστικό συμβούλιο κρίνουν ότι δεν ενδείκνυται
ο χωρισμός για λόγους που αφορούν το συμφέρον της δικαιοσύνης, την υπόθεση τη δικάζει το κατά
την παρ. 1 αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο μετέχει αν είναι δυνατό σε κάθε βαθμό ο ειδικός δικαστής
ανηλίκων. Δεν εμποδίζεται πάντως το δικαστήριο να διατάξει το χωρισμό. "Η κατά το δεύτερο
εδάφιο συνεκδίκαση δεν επιτρέπεται, εφόσον κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης ο ανήλικος δεν
είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του".
4. Όσα ορίζονται στην παρ. 3 ισχύουν και στην περίπτωση του αγροτικού ή αγρονομικού
πταίσματος. Στα άλλα πταίσματα η ποινική δίωξη για τον ανήλικο χωρίζεται πάντοτε.
5. ι διατάξεις του στρατιωτικού ποινικού κώδικα για τη συνάφεια και τη συναιτιότητα
εξακολουθούν να ισχύουν.

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 3090/2002
(Α 329), ισχύει δε, από 24.12.2002.

131 - Δ
Αν εκλείψουν οι λόγοι των άρθρων 128, 129 και 130 παρ. 1, το δικαστήριο που σύμφωνα με τις
διατάξεις αυτές δέχτηκε την αρμοδιότητά του για πρώτη φορά τη διατηρεί και για τις υπόλοιπες
πράξεις ή για τους άλλους κατηγορουμένους, μόνο όμως αν είναι αρμόδιο γι' αυτές σύμφωνα με τα
άρθρα 109 - 115 και 121˙ διαφορετικά παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα
με αυτές τις διατάξεις.

Σχόλια: - Σχετικά με το παρόν άρθρο βλ. και το άρθρα 15 (παρ. 4) του ν. 3126/2003 (Α' 66/19.3.2003) περί
ποινικής ευθύνης υπουργών.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Σ ΡΟ ΣΗ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ

132 -
1. Αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμόδιων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ
ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή
εγκλήματα, ή αν με βουλεύματα του ίδιου ή διαφορετικών συμβουλίων αποφασίστηκε η
παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσότερων εξίσου αρμόδιων
δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής:
2. Το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια μεταξύ των
οποίων δημιουργήθηκε αμφισβήτηση, ή ο ρειος Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή αν
ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών
ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του
κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή του εισαγγελέα ή του επιτρόπου ενός από τα πολλά
αρμόδια δικαστήρια, η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον εισαγγελέα
εφετών ή του Αρείου Πάγου. αρμόδιος εισαγγελέας εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών ή
στον ρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο.
3. Ό,τι ορίζει η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και στην περίπτωση του άρθρου 120
παρ. 3 τελευταίο εδάφιο.

133 - Α
1. όλις υποβληθεί η αίτηση και ωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση γι' αυτήν, τα δικαστήρια
μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε η σύγκρουση αρμοδιότητας και οι ανακριτικοί υπάλληλοι
οφείλουν να απέχουν από κάθε περαιτέρω ενέργεια. ι' αυτό το σκοπό ο εισαγγελέας που
ασχολήθηκε με την αίτηση, μόλις την παραλάβει, ειδοποιεί τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή τους

728
δικαστές που ασχολήθηκαν με την υπόθεση. ι δικαστές ειδοποιούνται διαμέσου του προέδρου
τους. πωσδήποτε δεν κωλύεται η διενέργεια των ανακριτικών πράξεων που επείγουν.
2. Αν οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή οι δικαστές που ασχολήθηκαν με την υπόθεση συνεχίζουν τη
διενέργεια πράξεων, μολονότι ειδοποιήθηκαν, τιμωρούνται πειθαρχικά και ευθύνονται για τις ζημίες
και τα έξοδα που δημιουργήθηκαν από αυτό το λόγο. Επίσης, η διαδικασία που συνεχίστηκε με
αυτό τον τρόπο είναι αυτοδικαίως άκυρη, εκτός από την περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της
παρ. 1.

134 - Σ
Αν η αίτηση του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος για τον προσδιορισμό του αρμόδιου
δικαστηρίου ήταν εντελώς αβάσιμη και απορριφθεί, επιβάλλεται αμετάκλητα και με την ίδια
απόφαση πρόστιμο από "πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτά (5,90) έως πενήντα εννέα (59) ευρώ".

135 -
Το δικαστήριο που ορίζεται στο άρθρο 132 γίνεται υποχρεωτικά αρμόδιο και ενεργεί περαιτέρω
ως υποκατάστατο του αρχικά αρμόδιου. Το δικαστήριο οφείλει να κηρύξει την αναρμοδιότητα του
σύμφωνα με το άρθρο 120 μόνο στην περίπτωση που από τη διαδικασία θα προκύψουν γεγονότα
τα οποία επηρεάζουν την καθ' ύλην αρμοδιότητά του και δεν είχαν ληφθεί υπόψη από το συμβούλιο
εφετών ή τον ρειο Πάγο που το καθόρισαν αρμόδιο.

136 - Α
Το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 διατάζει την παραπομπή σε
άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν:
α) αποφασίστηκε η εξαίρεση ολόκληρου δικαστηρίου ή τόσων μελών ενός δικαστηρίου, ώστε τα
υπόλοιπα να μη συμπληρώνουν το νόμιμο αριθμό για τη συζήτηση της υπόθεσης˙
β) δεν υπάρχει ο νόμιμος αριθμός δικαστών για τη σύνθεση του δικαστηρίου, εξαιτίας ασθένειας
ή άλλου λόγου, και το κώλυμα αυτό διαρκεί ή πρόκειται να διαρκέσει δύο τουλάχιστον μήνες από
την ημέρα που παραπέμφθηκε αμετάκλητα η υπόθεση στο ακροατήριο˙
γ) επιβάλλουν την παραπομπή σοβαροί λόγοι σχετικοί με τη δημόσια ασφάλεια και τάξη˙
δ) ο κατηγορούμενος εκτίει σε φυλακή εκτός της περιφέρειας του αρμόδιου κατά τα άρθρα 122 -
125 δικαστηρίου ποινή στερητική της ελευθερίας που το ανεκτέλεστο υπόλοιπό της υπερβαίνει τα
τρία έτη και πρόκειται να δικαστεί για κακούργημα, ή, αν κρίνεται ύποπτος να αποδράσει, και για
πλημμέλημα˙
ε) όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό
του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα
άρθρα 122 - 125 δικαστήριο˙ "αν όμως πρόκειται για αυτόφωρα εγκλήματα σε βάρος δικαστικών
λειτουργών που στρέφονται κατά της τιμής και της σωματικής ακεραιότητάς τους, δεν διατάσσεται
παραπομπή" και
στ) όταν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 117.

Σχόλια: - Το εντός " " εδάφιο στο τέλος της περ. ε' προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

137 - Δ
1. Την παραπομπή μπορούν να τη ζητήσουν ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς
ενάγων, ενώ στις περιπτώσεις των στοιχείων γ' και δ' του άρθρου 136 μόνο ο εισαγγελέας του
αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου αυτεπαγγέλτως ή με παραγγελία του πουργού
Δικαιοσύνης. ια την παραπομπή αποφασίζει:
α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα πταισματοδικείο σε
άλλο στις περιπτώσεις των στοιχείων α' και β' του άρθρου 136˙
β) το συμβούλιο εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές
πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο˙
γ) ο ρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση (εκτός από αυτή που
αναφέρεται στο άρθρο 499) και πάντοτε όταν ζητείται η παραπομπή για το λόγο που αναφέρεται
στο στοιχείο γ' του άρθρου 136. Στην τελευταία περίπτωση, αν την παραπομπή τη ζητεί ο
εισαγγελέας, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισάγει την αίτηση σε συζήτηση μόνο αν συμφωνεί˙
αλλιώς, παραγγέλλει στον εισαγγελέα που υπέβαλε την αίτηση να εισαγάγει την υπόθεση στο
δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125. Τα άρθρα 132, 134 και 135 εδ. 1
εφαρμόζονται αναλογικά και σ' αυτή την περίπτωση.
729
2. Αν μετά την έκδοση της απόφασης που διέταξε την παραπομπή και πριν από την εκδίκαση της
υπόθεσης πάψουν να υπάρχουν οι λόγοι που αναφέρονται στα στοιχεία α' ως δ' του άρθρου 136, η
απόφαση μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου ή του
Αρείου Πάγου.
3. Σε περίπτωση που θα απορριφθεί η αίτηση για παραπομπή μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση,
αν συντρέχουν νέοι λόγοι.

ΤΜΗΜΑ Ε ΤΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΤΙ ΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΠΟ ΑΣΕΙΣ ΑΙ ΠΡΑ ΤΙ Α

138 - Α ,
1. κώδικας αυτός ορίζει σε ποιές περιπτώσεις ο δικαστής εκδίδει απόφαση ή διάταξη. Διατάξεις
εκδίδει και ο εισαγγελέας σε όσες περιπτώσεις του επιβάλλει ο νόμος την υποχρέωση να λαμβάνει
μέτρα κατά την προδικασία ή κατά το χρόνο που το δικαστήριο διακόπτει τη συνεδρίασή του. Στην
τελευταία περίπτωση η διάταξη του εισαγγελέα μπορεί να γίνει και προφορικά. Η απόφαση του
δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα.
2. Πριν από κάθε απόφαση η διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο
ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος
κατήγορος, όπου υπάρχει (άρθρο 27), καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τα βουλεύματα του
δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του
εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά. νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες
πρέπει να ακούσουν οι διάδικου πριν εκδοθεί το βούλευμα ή η διάταξη του ανακριτή.
3. Η παράβαση της παρ. 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της
διάταξης.

139 - Α
ι αποφάσεις και τα βουλεύματα, καθώς και οι διατάξεις του ανακριτή και του εισαγγελέα, πρέπει
να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, ενώ η καταδικαστική απόφαση και το παραπεμπτικό
βούλευμα πρέπει να αναφέρουν και τον αριθμό του ποινικού νόμου που εφαρμόζεται (άρθρ. 484
παρ. 1 στοιχ. δ' και ε' και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η'). " όνη η επανάληψη της διατύπωσης του
νόμου δεν αρκεί για την αιτιολογία. Αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, τα
βουλεύματα και τις διατάξεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από το νόμο ή αν είναι
οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη
κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε."

Σχόλια: - Τα εντός " " εδ. του παρόντος άρθρου προστέθηκαν με την παρ. 5 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α'
104), ισχύουν δε από 4.6.1996.

140 - Π
Τα πρακτικά της συνεδρίασης συντάσσονται από το γραμματέα με ευθύνη δική του, καθώς και με
ευθύνη του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση. Τα πρακτικά μνημονεύουν: α) τον τόπο, το χρόνο
της συνεδρίασης και τις διακοπές της, καθώς και την ώρα που ορίστηκε για κάθε επανάληψη˙ β) τα
ονοματεπώνυμα των δικαστών και του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου και του γραμματέα˙
γ) το ονοματεπώνυμο και ότι άλλο συντελεί στην εξακρίβωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου,
των διαδίκων, των εκπροσώπων του και των συνηγόρων˙ δ) τα ονοματεπώνυμα των μαρτύρων,
των διερμηνέων, των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων και ε) την όρκιση των
μαρτύρων, των διερμηνέων και των πραγματογνωμόνων.

141 - Τ
1. Τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων
και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση μ' εκείνες
που έγιναν στην ανάκριση, επίσης τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών
συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των αστικώς υπευθύνων, τις
προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις
διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της
συνεδρίασης. Όποιος διευθύνει τη συζήτηση φροντίζει να καταχωρίζονται στα πρακτικά κατά λέξη
730
εκείνα τα μέρη των μαρτύρων ή των δηλώσεων που κρίνει ουσιώδη για του σκοπούς της
απόδειξης. Επίσης έχει τη δυνατότητα και να τα υπαγορεύσει ή και να επιτρέψει σ' εκείνον που
εξετάζεται την υπαγόρευσή τους, το γεγονός αυτό αναφέρεται στα πρακτικά.
2. εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης
όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο
νόμο, και να παραδίδουν γραπτώς σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που
αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των
παραπάνω δικαιωμάτων η οποία εκδίδεται μετά προσφυγή κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη
συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και
μόνο μαζί με αυτήν.
3. Τα πρακτικά ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα αποδεικνύουν όλα όσα αναφέρονται σ'
αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140 και με αυτό το άρθρο.

142 - Σ
1. όλις τελειώσει η συνεδρίαση, όποιος τη διευθύνει θεωρεί και μονογράφει σε κάθε φύλλο τα
πρόχειρα πρακτικά που συντάχθηκαν από το γραμματέα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.
2. έσα σε οκτώ ημέρες από τη συνεδρίαση καθαρογράφονται τα πρακτικά από το γραμματέα
και υπογράφονται από αυτόν και το δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση ή, αν αυτός μετατέθηκε ή
απομακρύνθηκε από τη δημόσια υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, από τον
αρχαιότερο μεταξύ των δικαστών που συμμετείχαν στη συζήτηση και, αν το δικαστήριο είναι
μονομελές, μόνο από το γραμματέα. Αν ο γραμματέας που συμμετείχε στη συζήτηση
απομακρύνθηκε από τη υπηρεσία ή πέθανε πριν από την καθαρογράφηση, τα πρακτικά συντάσσει
όποιος διευθύνει τη γραμματεία του δικαστηρίου ή ο αναπληρωτής του με βάση το πρόχειρα
πρακτικά και τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στο δικαστικό γραφείο, τα πρακτικά
υπογράφονται από αυτόν και από το διευθύνοντα τη συζήτηση σύμφωνα με τα παραπάνω. Η
ημερομηνία υπογραφής των καθαρογραμμένων πρακτικών σημειώνεται αυθημερόν σε ειδικό
βιβλίο, που τηρείται στην οικεία γραμματεία.
3. Τα πρακτικά της συνεδρίασης του πταισματοδικείου και οι αποφάσεις και οι διατάξεις που
καταχωρίζονται σ' αυτά μπορούν να καθαρογραφηθούν μαζί με το σκεπτικό και καταχωρίζονται σε
ειδικό βιβλίο, που τηρείται από το γραμματέα (βιβλίο δημοσίευσης αποφάσεων). ε εντολή του
διευθύνοντος τη συζήτηση, καθώς και ύστερα από αίτηση καθενός που έχει έννομο συμφέρον,
ακόμη και του συνηγόρου του διαδίκου ή ύστερα από παραγγελία του δημόσιου κατηγόρου, του
εισαγγελέα ή ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου, ο γραμματέας έχει υποχρέωση να
καθαρογραφήσει τα πρακτικά, τις διατάξεις και την απόφαση σύμφωνα με τους ορισμούς των
παραπάνω παραγράφων.
4. ε απόφαση του πουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ολομέλειας
του οικείου πρωτοδικείου, μπορεί να επεκτείνεται η εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου και
στα πρακτικά, όπως και στις αποφάσεις των μονομελών πλημμελειοδικείων που εκδίδονται σε
πρώτο βαθμό και των μονομελών δικαστηρίων ανηλίκων στις παρακάτω περιπτώσεις:
α) για τις παραβάσεις του Κώδικα δικής Κυκλοφορίας,
β) για τα πλημμελήματα καθυστέρησης πληρωμής εργατικών ή εργοδοτικών εισφορών,
γ) για τις παραβάσεις του υγειονομικού κανονισμού,
δ) για τις αγορανομικές παραβάσεις και
ε) για τις αξιόποινες πράξεις που βεβαιώνονται με έκθεση δημόσιας αρχής.
5. Όπου από τις διατάξεις της νομοθεσίας προβλέπεται επίδοση αντιγράφου ή αποσπάσματος
της απόφασης ποινικού δικαστηρίου σ' αυτόν που καταδικάστηκε αντί γι' αυτήν μπορεί να επιδοθεί
έγγραφο της γραμματείας του δικαστηρίου, που περιέχει τον αριθμό της απόφασης, τη διάταξη που
παραβιάστηκε και την ποινή που επιβλήθηκε. Η επίδοση αυτού του εγγράφου έχει τις συνέπειες της
επίδοσης αντιγράφου ή αποσπάσματος της απόφασης.

Σχόλια: - Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 3 άρθ. 3 Ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α
88/28.5.1993)

142 Α - "Τ
1. Ενώπιον των δικαστηρίων που εκδικάζουν κακουργήματα, μπορεί να εφαρμοστεί και το
σύστημα τήρησης πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία.
2. Η φωνοληπτική τήρηση των πρακτικών γίνεται από τον ραμματέα του Δικαστηρίου και υπό
τις οδηγίες του Δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση με μαγνητοφώνηση και απομαγνητοφώνηση ή

731
άλλες τεχνικές φωνοληψίας που διενεργούνται με τη χρήση κατάλληλων μηχανικών μέσων και,
εφόσον παρίσταται αναγκαίο, με τη συνδρομή βοηθητικού προσωπικού.
3. ι υλικοί φορείς του ήχου όπως ψηφιακοί δίσκοι και κασέτες παράγονται, με την ενσωμάτωση
του ήχου, σε ένα πρωτότυπο το οποίο φυλάσσεται στο αρχείο του δικαστηρίου για τη διασφάλιση
της δυνατότητας επαλήθευσης προς το απομαγνητοφωνημένο ή με άλλες τεχνικές εκτυπωμένο
κείμενο και σε ένα κυρωμένο αντίτυπο, το οποίο χρησιμοποιείται για την εργασία της
απομαγνητοφώνησης και εκτύπωσης.
4. Η μηχανική εγγραφή (φωνοληψία) κατά τη διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου αποτελεί για
τις ανάγκες του άρθρου 142 παρ. 1 τα πρόχειρα πρακτικά.
5. Το απομαγνητοφωνημένο ή με άλλες τεχνικές εκτυπωμένο κείμενο υπογράφεται από το
δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση και από τον γραμματέα, τίθεται στη δικογραφία και συνιστά το
κατά την έννοια του άρθρου 142 παρ. 2 κείμενο των πρακτικών."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

143 - Τ
1. Σε περίπτωση που υπάρχει ειδικός στενογράφος γραμματέας τηρούνται στενογραφημένα
πρακτικά ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα ή ενός από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Η
σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί ακόμη και όσο διαρκεί η αποδεικτική διαδικασία στο
δικαστήριο, που αποφαίνεται αμέσως και αμετακλήτως. Αν το δικαστήριο δεχτεί την αίτηση,
καθορίζει το ποσό της δαπάνης, που πρέπει να καταβληθεί αμέσως στο γραμματέα του
δικαστηρίου από το διάδικο που υπέβαλε την αίτηση. ε έγκριση του πουργού Δικαιοσύνης
μπορεί να μετακληθεί για ορισμένη δίκη στενογράφος γραμματέας από άλλο δικαστήριο.
2. Τα στενογραφημένα πρόχειρα πρακτικά μονογράφονται από το δικαστή που διευθύνει τη
συζήτηση και μέσα σε οκτώ ημέρες γράφονται από το γραμματέα με κοινά γράμματα και
υπογράφονται σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 2. Τα κανονικά πρακτικά συνοδεύονται από τα
στενογραφημένα πρόχειρα, τα οποία, σε περίπτωση που θα αμφισβητηθούν εκείνα που γράφτηκαν
με κοινά γράμματα, αποτελούν πλήρη απόδειξη. Αν παρουσιαστεί κώλυμα στο στενογράφο
γραμματέα ή αν αυτός απομακρυνθεί (άρθρο 142 παρ. 2), ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση
προσλαμβάνει για τη μετάφραση ιδιώτη στενογράφο που δίνει ενώπιόν του τον όρκο του
διερμηνέα.

144 - Σ
1. Η απόφαση και οι διατάξεις που εκδίδονται κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης συντάσσονται
γραπτώς και υπογράφονται μέσα σε οκτώ ημέρες σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 2.
2. ε έγκριση του πουργού Δικαιοσύνης ύστερα από πρόταση της ολομέλειας του δικαστηρίου
επιτρέπεται οι αποφάσεις και οι διατάξεις να μη συντάσσονται ιδιαιτέρως, αλλά να καταχωρίζονται
ολόκληρες στα πρακτικά˙ στα πταισματοδικεία την πρόταση την υποβάλλει η ολομέλεια του
πρωτοδικείου όπου υπάγονται, οι διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2 και 3 και 139 τηρούνται σε
κάθε περίπτωση.
"3. Η σύνταξη των καταδικαστικών αποφάσεων κατά των οποίων έχει ασκηθεί ένδικο μέσο
γίνεται κατ' απόλυτη προτεραιότητα, όταν κρατείται εκείνος που το ασκεί".

Σχόλια: Η εντός " " παρ. 3 του παρόντος άρθρου προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α'
104), ισχύει δε από 4.6.1996.

145 - Δ ,
1. Όταν στην απόφαση ή στη διάταξη υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν
ακυρότητα, ο δικαστής που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του εισαγγελέα ή
κάποιου από τους διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή τους, αν δεν μεταβάλλονται
ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο.
2. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις, και τα όσα
αναφέρονται ως προς την ταυτότητα του κατηγορούμενου, τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς
αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης όταν αυτό έχει ασάφειες ή είναι
διαφορετικό από εκείνο που απαγγέλθηκε στο ακροατήριο ή που σημειώθηκε στα πρακτικά. Η
διόρθωση ή η συμπλήρωση διατάσσεται με απόφαση ή διάταξη, ύστερα από κλήτευση και
ακρόαση των διαδίκων που εμφανίστηκαν. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση απόφασης του μικτού
ορκωτού δικαστηρίου διατάσσεται στην περίπτωση που έληξε η σύνοδος κατά την οποία εκδόθηκε
η απόφαση, από το δικαστήριο των εφετών στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το μικτό ορκωτό
732
δικαστήριο. Αν ασκήθηκε κατά της απόφασης ένδικο μέσο, τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή της τη
διατάσσει το δικαστήριο που την εξέδωσε, αν το ένδικο μέσο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο˙ σε
αντίθετη περίπτωση τη διόρθωση ή τη συμπλήρωση τη διατάσει το δικαστήριο που αποφασίζει για
το ένδικο μέσο.
3. έσα σε είκοσι ημέρες από την, κατά το άρθρο 142 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο, καταχώριση στο
ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων πρακτικών είναι δυνατό να ζητηθεί από τους διαδίκους και τον
εισαγγελέα ή να προκληθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστή η διόρθωση των λαθών που υπάρχουν
στα πρακτικά ή η συμπλήρωση των ελλείψεων, αν συντρέχουν οι προ ποθέσεις της παρ. 1. Τη
διόρθωση ή τη συμπλήρωση τη διατάσσει, ύστερα από κλήτευση και ακρόαση των διαδίκων που
ήταν παρόντες, όποιος διευθύνει τη συνεδρίαση, και σε περίπτωση άρνησής του το δικαστήριο που
δίκασε αποτελούμενο από τους ίδιους αν είναι δυνατό δικαστές.
(4. καταργήθηκε με το εδ. β' της παρ. 18 του άρ. 34 του ν. 2172/1993)

Σχόλια: - Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 4 του άρθ. 3 του ν.
2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993)

146 - Α
Η ανανέωση ή η αντικατάσταση των πρωτότυπων των αποφάσεων, των διατάξεων, των
βουλευμάτων και των πρακτικών, καθώς και κάθε άλλου εγγράφου της ποινικής διαδικασίας, που
καταστράφηκαν από οποιαδήποτε αιτία, χάθηκαν ή υπεξαιρέθηκαν, γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζει
ειδικός νόμος.

147 - Α
Αντίγραφα των αποφάσεων, των διατάξεων των πρακτικών, των βουλευμάτων, καθώς και κάθε
εγγράφου της ποινικής διαδικασίας δίνονται μετά το τέλος της σε κάθε διάδικο της ποινικής δίκης,
ενώ σε οποιονδήποτε άλλον που έχει συμφέρον δίνονται με αίτηση του και με έγκριση του
προέδρου του δικαστηρίου ή του πταισματοδίκη. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης εφαρμόζονται οι
διατάξεις των άρθρων 101, 104, 107 και 108˙ σε οποιονδήποτε τρίτο που έχει έννομο συμφέρον
είναι δυνατό να δοθούν αντίγραφα με ομόφωνη έγκριση του ανακριτή και του εισαγγελέα.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Ε ΕΣΕΙΣ

148 - Ο
κθεση ονομάζεται το έγγραφο που συντάσσει δημόσιος υπάλληλος ο οποίος εκπληρώνει
καθήκοντα στην ποινική διαδικασία για να βεβαιώσει πράξεις που έκανε ο ίδιος ή άλλος αρμόδιος
δημόσιος υπάλληλος με τον οποίο συμπράττει ή δηλώσεις τρίτων προσώπων που απευθύνονται
σε αυτούς.

Σχόλια: Σύμφωνα με την περ. α) της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της
ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.2006), προϋπόθεση -για τη διαδικασία ποινικής διαμεσολάβησης
προκειμένου να ασκηθεί εκ μέρους του εισαγγελέα ποινική δίωξη επί πλημμελημάτων ενδοοικογενειακής βίας-
είναι, μεταξύ άλλων, και η υπόσχεση του προσώπου, στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, περί μ η
τελέσεως στο μέλλον οποιαδήποτε πράξης ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και περί της αποδοχής, σε
περίπτωση συνοίκησης, να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το
θύμα. Για την υπόσχεση αυτή συντάσσεται έκθεση κατά το παρόν άρθρο και τα επόμενα.

149 -
Η έκθεση πρέπει να συντάσσεται στον τόπο όπου γίνεται η πράξη ή η δήλωση που βεβαιώνεται
σ' αυτήν και στον ίδιο το χρόνο της ενέργειας, ή, αν αυτό είναι αδύνατο, αμέσως κατόπιν.

150 - Π
Κατά τη σύνταξη της έκθεσης, όταν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, παρίσταται δικαστικός
γραμματέας ή ανακριτικός υπάλληλος, και, αν δεν υπάρχουν αυτοί, παρίστανται δύο μάρτυρες. ι
μάρτυρες πρέπει να μην έχουν ηλικία κάτω από 17 ετών, να μην έχουν συμφέρον από την έκβαση
της υπόθεσης, να μην είναι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως τον τρίτο βαθμό με το δημόσιο
υπάλληλο που συντάσσει την έκθεση ή τον κατηγορούμενο ή τον πολιτικώς ενάγοντα, να μην είναι
προφανώς μεθυσμένοι ή διανοητικά άρρωστοι. Αν δεν υπάρχουν ούτε αυτοί οι μάρτυρες, ο
δημόσιος υπάλληλος οφείλει να συντάξει την έκθεση μόνος του.

733
151 - Τ
Η έκθεση που γράφεται από το δικαστικό γραμματέα αν αυτός είναι παρών, πρέπει να αναφέρει
τον τόπο και την ημερομηνία και, αν είναι δυνατόν, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η
σύνταξή της, τα ονοματεπώνυμα και την κατοικία των προσώπων που παρευρέθηκαν και τους
τυχόν γνωστούς λόγους για τους οποίους δεν παρευρέθηκαν τα πρόσωπα που έπρεπε, πρέπει να
περιέχει ακριβή περιγραφή των πράξεων που πιστοποιούνται με την έκθεση ή των δηλώσεων
τρίτων που έγιναν σ' αυτόν που συντάσσει την έκθεση, και να αναφέρει αν οι δηλώσεις αυτές
υπήρξαν αυθόρμητες ή προκλήθηκαν με ερωτήσεις του υπαλλήλου. Η έκθεση διαβάζεται μπροστά
σε όσους κατά το άρθρο 150 συνεργάστηκαν, και υπογράφεται από αυτούς, καθώς και από τους
μάρτυρες που εξετάστηκαν και από το δημόσιο υπάλληλο που συνέταξε την έκθεση. Αν κάποιος
απ' αυτούς που συνεργάστηκαν ή εξετάστηκαν δεν ξέρει ή αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται
στην έκθεση.

152 - Α
Η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου αποδειχθεί το αντίθετο. ια όσα όμως βεβαιώνονται σ'
αυτήν ότι έγιναν από δημόσιο υπάλληλο η έκθεση έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για
πλαστότητα. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως το δικαστή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της έκθεσης
ελεύθερα.

153 - Α
Η έκθεση είναι άκυρη, όταν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο
περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σ' αυτήν), η αναγραφή των
ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που έχουν συμπράξει σύμφωνα με το
άρθρο 150 ή που εξετάστηκαν ή η υπογραφή του δημοσίου υπαλλήλου που συντάσσει την έκθεση.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

154 - Δ
1. νόμος ορίζει πότε είναι απαραίτητη η κοινοποίηση κάποιου εγγράφου της ποινικής
διαδικασίας και πότε η επίδοση του. Η κοινοποίηση και η επίδοση συνεπάγονται τα ίδια νόμιμα
αποτελέσματα.
2. Η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155 - 157,
159 και 165.

155 - Ε
1. Η επίδοση γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερόμενου από ποινικό ή
δικαστικό επιμελητή ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχουν, από όργανο της δημόσιας δύναμης ή
από τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας "ή τον υπάλληλο του Δήμου ο οποίος έχει οριστεί
για το σκοπό αυτόν με απόφαση του Δημάρχου". Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον
ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή του εργαστηρίου
ή του γραφείου όπου ασκεί το επάγγελμά του, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον που, έστω και
προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στο θυρωρό της κατοικίας που
μένει ή σε κάποιον από όσους είναι στο κατάστημα ή στο εργαστήριο ή στο γραφείο. Από όλους
του παραπάνω εξαιρούνται όσοι κατά την ανεξέλεγκτη αντίληψη αυτού που κάνει την επίδοση είναι
μικρότεροι από δεκαεπτά ετών ή ψυχικά ασθενείς ή προφανώς μεθυσμένοι˙εξαιρούνται επίσης οι
παθόντες από το έγκλημα, όταν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς
υπεύθυνο, και αντιστρόφως. Αν πρόκειται για εργαζόμενο σε εργοστάσιο, η επίδοση μπορεί να γίνει
στο διευθυντή του εργοστασίου ή στο θυρωρό. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδ. β' και γ' είναι
υποχρεωμένα να παραδώσουν στον ενδιαφερόμενο το έγγραφο που τους επιδόθηκε χωρίς καμία
χρονοτριβή.
2. Αν ένα από τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο,
αυτός που κάνει την επίδοση το επικολλά στην πόρτα της κατοικίας ή, προκειμένου για ξενοδοχείο
ή οικοτροφείο, στην πόρτα του δωματίου όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος ή στην πόρτα του
καταστήματος ή του εργαστηρίου ή του εργοστασίου ή του γραφείου. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία
του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, οποίος κάνει την επίδοση
επικολλά το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που
αναφέρονται στην παρ. 1 εδ. β' και γ' αρνήθηκαν να πάρουν το έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν
υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου στον τυχόν διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου
734
κατηγορούμενου ή αστικώς υπευθύνου. Σ' αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την
επίδοση στον αντίκλητο.
3. Αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται στην φυλακή ή σε άλλον καθορισμένο για την κράτηση τόπο, η
επίδοση γίνεται στον τόπο αυτόν κάποιον από τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης. Σ'
αυτή την περίπτωση ως σύνοικοι του ενδιαφερομένου κατά την έννοια αυτού του άρθρου
θεωρούνται ο διευθυντής της φυλακής ή του καταστήματος ή ο αναπληρωτής τους.

Σχόλια: - Η εντός " " φράση του πρώτου εδ. της παρ. 1 του παρόντος άρθρου προστέθηκε με την παρ. 7 του
άρθρου 18 του ν. 2721/99 (Α' 112), ισχύει δε, από 3.6.99.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν.
3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές
πληροφορίες. Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης)
του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων.

156 - Ε
1. Αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της
κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του ή,
αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς ή τους αδερφούς ή σε άλλους συγγενείς του εξ
αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό. Τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν πρέπει κατά την
ανέλεγκτη αντίληψη εκείνου που ενεργεί την επίδοση να έχουν ηλικία κατώτερη από δεκαεπτά
ετών, ούτε είναι ψυχικά ασθενείς ή προφανώς μεθυσμένα, ούτε παθόντες από το έγκλημα, αν η
επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς υπεύθυνο, και αντιστρόφως. ς
προς τα άλλα ζητήματα εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση η παρ. 2 του προηγούμενου
άρθρου.
2. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη
της επίδοσης, αυτή γίνεται προς το δήμαρχο ή το δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι'
αυτό το σκοπό ή προς τον πρόεδρο ή το γραμματέα της κοινότητας ή προς τον ιερέα της ενορίας
της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του αποδέκτη της επίδοσης, οι οποίοι αναλαμβάνουν την
υποχρέωση να φροντίσουν για την τοιχοκόλληση του εγγράφου που τους επιδόθηκε σε ένα από τα
δημοσιότερα σημεία και να στείλουν βεβαίωση για την τοιχοκόλληση στην αρχή που παράγγειλε
την επίδοση. Η αρχή αυτή μπορεί κατά την κρίση της να παραγγείλει να γίνει πρόσθετη επίδοση και
στον πρόεδρο του συλλόγου ή του σωματείου στο οποίο ανήκει κατά το νόμο ο αποδέκτης της
επίδοσης, οπότε τα αποτελέσματά της αρχίζουν από τη μεταγενέστερη επίδοση.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), για τη
μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα
από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την
κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του
ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν.
3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές
πληροφορίες. Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης)
του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων.

157 - Ε
Αν αυτός στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι στρατιωτικός που υπηρετεί στο στρατό
ξηράς, η επίδοση γίνεται στον ίδιο διαμέσου του φρουράρχου του τόπου στον οποίο υπηρετεί. Αν
βρίσκεται σε πολεμικό πλοίο ή είναι στρατιωτικός που υπηρετεί στο ναυτικό ή στην αεροπορία ή
ανήκει στη χωροφυλακή, την αστυνομία πόλεων, την πυροσβεστική υπηρεσία, τη δασοφυλακή ή
την αγροφυλακή ή το λιμενικό σώμα ή το σώμα φαροφυλάκων, η επίδοση γίνεται διαμέσου του

735
διοικητή του. Τέλος, αν αυτός στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι προ στάμενος της
αρμόδιας υπηρεσίας, η επίδοση γίνεται διαμέσου του προ σταμένου υπουργού.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), για τη
μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα
από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την
κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του
ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν.
3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές
πληροφορίες.** Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης)
του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων.

158 - Ε
Η επίδοση σε όσους ανήκουν στο εμπορικό ναυτικό ή στην πολιτική αεροπορία, στους
σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς υπαλλήλους γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 155,
συγχρόνως όμως ανακοινώνεται στον άμεσο προ στάμενο του αποδέκτη της επίδοσης και, αν
πρόκειται για κυβερνήτη πλοίου ή αεροσκάφους, στο διευθυντή της ατμοπλο κής ή της αεροπορικής
εταιρίας.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), για τη
μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα
από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την
κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του
ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν.
3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές
πληροφορίες. Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης)
του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων.

159 - Ε
*1. Η επίδοση μπορεί να γίνει με το ταχυδρομείο, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 156,
σύμφωνα με όσα ορίζει σχετικό διάταγμα, σε επείγουσα περίπτωση οι κλήσεις των διαδίκων και
των μαρτύρων στην ανάκριση ή στο ακροατήριο μπορούν να σταλούν απευθείας με τηλεγράφημα,
που αναφέρεται στα πιο ουσιαστικά σημεία των κλήσεων.
2. Η επίδοση σε πρόσωπο που κρατείται σε φυλακή ή σε άλλο καθορισμένο για την κράτηση
τόπο (άρθρο 155 παρ. 3) μπορεί να γίνει και με τηλεομοιοτυπική διαβίβαση του εγγράφου. Το
συντασσόμενο για την επίδοση αυτή αποδεικτικό μπορεί να διαβιβαστεί σε αυτόν που παράγγειλε
την επίδοση αυτή με ίδιο τρόπο.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), για τη
μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα
από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την
κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του
ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν.
3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές
πληροφορίες. Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης)

736
του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων.

160 - Α
Όποιος επιδίδει έγγραφο οφείλει να ανακοινώνει το περιεχόμενο του εγγράφου στον
ενδιαφερόμενο και να αναγράφει το γεγονός στο επιδοτήριο. Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής
συνεπάγεται την πειθαρχική τιμωρία του υπαιτίου.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), για τη
μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα
από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την
κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του
ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν.
3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές
πληροφορίες. Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης)
του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων.

161 - Τ
1. ια την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρο 155-158, εκείνος που την ενεργεί
οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό, με ποινή
ακυρότητας της επίδοσης, σημειώνεται ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και, αν πρόκειται για
κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτών, ο καλών εισαγγελέας,
δημόσιος κατήγορος ή πταισματοδίκης, ως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο
παραδόθηκε το έγγραφο, υπογράφεται δε το αποδεικτικό από το πρόσωπο αυτό και από εκείνον
που ενεργεί την επίδοση. Αν το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι δεν ξέρει ή δεν μπορεί να υπογράψει, ή
αν αρνηθεί, ή αν το έγγραφο που επιδίδεται τοιχοκολληθεί κατά το άρθρο 155 παρ. 2, τα γεγονότα
αυτά, καθώς και το ονοματεπώνυμο εκείνου που αρνήθηκε να το παραλάβει κατά το άρθρο 155
παρ. 2, αναγράφονται στο αποδεικτικό˙ προσλαμβάνεται επίσης από όποιον ενεργεί την επίδοση
ένας μάρτυρας, του οποίου το ονοματεπώνυμο, η κατοικία και το επάγγελμα αναγράφονται στο
αποδεικτικό, που το υπογράφει και αυτός αν ξέρει γράμματα.
2. Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη
χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να
υπογράψει τη σχετική σημείωση.
3. Η τηλεγραφική μεταβίβαση που κατά το άρθρο 159 αναπληρώνει την επίδοση βεβαιώνεται
από τον υπάλληλο που ενεργεί την επίδοση με αποδεικτικό, το οποίο συντάσσεται σύμφωνα με την
παρ. 1.
4. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με έγγραφο παραλαβής το οποίο συντάσσεται κάτω
από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν προς τον οποίο γίνεται
η επίδοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της επίδοσης ή από τους
υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα δικαστικά καταστήματα,
περιέχει απαραιτήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και εκείνου που παραλαμβάνει το
έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. τόπος και η χρονολογία της
επίδοσης σημειώνεται στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο
2.

Σχόλια: - Σύμφωνα με το εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), για τη
μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα
από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την
κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του
ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο. - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν.
3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές
737
πληροφορίες. Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης)
του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών
δικαστηρίων.

162 - Α
Το αποδεικτικό της επίδοσης, που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 161, έχει αποδεικτική
δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Η προσβολή του ως πλαστού δεν εμποδίζει την
ποινική δίκη να προχωρήσει, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός στον οποίο έγινε η επίδοση
πληροφορήθηκε έγκαιρα το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε. Το ίδιο εφαρμόζεται και
όταν λείπει κάποιο στοιχείο που αναφέρεται στο κύρος του αποδεικτικού εγγράφου. ς προς το
ζήτημα αυτό αιτιολογημένα αποφασίζει το δικαστήριο.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρ. 34 του ν. 2172/1993.- Βλ.
σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν. 3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της
Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

163 - Π
1. Εκείνος που κάνει την επίδοση, και από ασυγχώρητη αμέλεια παραβαίνει τις διατάξεις των
άρθρων 155 - 159 και 161, τιμωρείται πειθαρχικά. Αν η παράβαση ανακαλυφθεί στο ακροατήριο και
ιδίως όταν αυτή προκύπτει από έγγραφο της δικογραφίας, το δικαστήριο που δικάζει την ποινική
υπόθεση επιβάλλει υποχρεωτικά στον υπαίτιο την πειθαρχική ποινή επίπληξης ή προστίμου 5,90-
59 ευρώ ή και τις βαρύτερες ποινές που προβλέπουν οι πειθαρχικές διατάξεις από τις οποίες
διέπονται, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας. Αν η παράβαση είναι αξιόποινη μπορεί να
επιβληθεί και η προβλεπόμενη ποινή. Αν ο υπαίτιος είναι απών, η απόφαση επιδίδεται σ' αυτόν. Σε
κάθε περίπτωση η απόφαση διαβιβάζεται με επιμέλεια του εισαγγελέα της έδρας στην προ σταμένη
αρχή αυτού που ενήργησε την επίδοση. Αν ο υπαίτιος δεν παρίσταται, έχει δικαίωμα να ζητήσει,
μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τότε που του επιδόθηκε η απόφαση, την αναθεώρηση της από το
ίδιο δικαστήριο. Σ' αυτήν την περίπτωση συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα.
2. Όσοι αρνούνται να παραλάβουν το έγγραφο που τους επιδίδεται ή να υπογράψουν το
επιδοτήριο τιμωρούνται για απείθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ποινικού κώδικα.

Σχόλια: - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν. 3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί
προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

164 - Δ
1. Όποιος ενεργεί επιδόσεις εισπράττει για κάθε επίδοση δικαιώματα που καθορίζονται και
καταβάλλονται με τον τρόπο που ορίζει προεδρικό διάταγμα.
2. Τα δικαιώματα που καταβάλλονται σ' εκείνον που ενεργεί επιδόσεις εκκαθαρίζονται μαζί με τα
άλλα δικαστικά έξοδα από το γραμματέα του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου εις βάρος του
καταδικασμένου˙ σε περίπτωση αναβολής της δίκης επειδή απουσιάζουν οι μάρτυρες, η
εκκαθάριση γίνεται εις βάρος όσων απουσιάζουν.

Σχόλια: - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 του ν. 3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί
προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

165 -
1. Η κοινοποίηση γίνεται με ανακοίνωση του δικαστή, του εισαγγελέα ή του ανακριτικού
υπαλλήλου στον παρόντα διάδικο, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα ή τεχνικό σύμβουλο ή τους
συνηγόρους ή αντικλήτους των διαδίκων. ια την κοινοποίηση συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με το
άρθρο 151 του κώδικα. Η κοινοποίηση που γίνεται στο ακροατήριο μνημονεύεται στα πρακτικά της
συνεδρίασης.
2. Η κοινοποίηση των βουλευμάτων και των διατάξεων του ανακριτή στην εισαγγελική αρχή
γίνεται μόλις αυτά εκδοθούν με παράδοση αντιγράφου από το γραμματέα του δικαστικού
συμβουλίου ή του ανακριτή στο γραμματέα της εισαγγελίας ή με προσαγωγή του πρωτοτύπου στον
εισαγγελέα. Όποιος ενεργεί την κοινοποίηση συντάσσει γι' αυτήν έκθεση, που υπογράφεται από τον
ίδιο και το γραμματέα της εισαγγελίας ή τον εισαγγελέα. Αν δεν συνταχθεί η έκθεση, η κοινοποίηση
θεωρείται ότι έγινε την τρίτη ημέρα από την ημέρα που εκδόθηκε το βούλευμα ή η διάταξη.

Σχόλια: Σύμφωνα με το εδ. β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997), για τη
μετατροπή της ποινής αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα
738
από κλήτευση του αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την
κλήτευση, καθώς επίσης και να εκπροσωπηθεί με συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτησή του
ή σε μεταγενέστερο έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.
3189/2003 (Α' 243) περί αναμορφώσεως της ποινικής νομοθεσίας ανηλίκων, για τη μετατροπή της ποινής
αποφασίζει αμετακλήτως το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ύστερα από κλήτευση του
αιτούντος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Μπορεί όμως ο αιτών να παραιτηθεί από την κλήτευση, καθώς επίσης
και να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, εφόσον προβεί σε σχετική δήλωση στην αίτηση του ή σε μεταγενέστερο
έγγραφο προς τον εισαγγελέα ή το δικαστήριο.** Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 29 (: μετατροπή
ανεκτέλεστων ποινών φυλάκισης) του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005) περί επιταχύνσεως της διαδικασίας
ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΡΟ ΕΣΜΙΕΣ

166 - Π
1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των
μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε μέρες Αν ο
κλητευόμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής η προθεσμία αυτή είναι τριάντα
ημερών αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της εσογείου και εξήντα ημερών σε
κάθε άλλη περίπτωση.
2. Η προθεσμία αρχίζει από την επομένη της επίδοσης και λήγει την προηγούμενη της ημέρας
της δικασίμου.
3. Η μη τήρηση των προθεσμιών που καθορίζονται στις παρ. 1 και 2 συνεπάγεται την ακυρότητα
της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 174 παρ. 2).

167 - Π
Η επίδοση της πολιτικής αγωγής στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς υπεύθυνο πρέπει να γίνει
πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.

168 -
1. ι προθεσμίες που ορίζονται στον κώδικα υπολογίζονται σύμφωνα με το καθιερωμένο
ημερολόγιο. Όταν η προθεσμία ορίζεται σε ημέρες, δεν υπολογίζεται η ημέρα με την οποία
συμπίπτει το χρονικό σημείο ή το γεγονός από το οποίο αρχίζει να τρέχει η προθεσμία˙ αν η
τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι εξαιρετέα, η προθεσμία παρεκτείνεται έως και την επόμενη
μη εξαιρετέα ημέρα. Η εικοσιτετράωρη προθεσμία διαρκεί όλη την επόμενη ημέρα μετά την έναρξή
της.
2. Η τελευταία ημέρα της προθεσμίας για την υποβολή δηλώσεων, την κατάθεση εγγράφων ή την
άσκηση ένδικων μέσων θεωρείται ότι λήγει τη στιγμή που λήγει η τελευταία εργάσιμη ώρα του
αρμόδιου δικαστικού γραφείου.

169 - Π
1. εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν
συντρέχουν κατά την κρίση του κίνδυνος παραγραφής ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται
στην παραγγελία προς επίδοση, να συντομεύσει την προθεσμία εμφάνισης των κατηγορουμένων,
των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο σε οκτώ κατ' ανώτατο όριο ημέρες,
εφόσον πρόκειται για πρόσωπα γνωστής διαμονής στην ημεδαπή.
2. διάδικος που προς όφελός του ορίζεται κάποια προθεσμία μπορεί να παραιτηθεί ή να
συναινέσει στη συντόμευσή της με γραπτή ή προφορική δήλωσή του στο γραμματέα του
δικαστηρίου ή της εισαγγελίας˙ για τη δήλωση αυτή συντάσσεται έκθεση. Ανάκληση της δήλωσης
δεν επιτρέπεται, αν όμως μετά τη δήλωση προκύψουν λόγοι που να δικαιολογούν νέα προθεσμία σ'
αυτόν που παραιτήθηκε, μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο να
προσδιοριστεί νέα δικάσιμος και, αν δεν του δοθεί, να ζητήσει από το δικαστήριο αναβολή της
συζήτησης.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Α ΡΟΤΗΤΕΣ

170 - Π
1. Η ακυρότητα μιας πράξης ή ενός εγγράφου της ποινικής διαδικασίας επέρχεται μόνο όταν αυτό
ορίζεται ρητά στο νόμο.
739
2. Η ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέρχεται επίσης και στην περίπτωση που ο
κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ή ο εισαγγελέας ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά
τους παρέχεται από το νόμο, και το δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη
σχετική αίτηση.

Σχόλια: Η παρ. 2 του παρόντος άρ. τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρ. 34 του ν. 2172/1993.

171 - Α
Ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της
διαδικασίας και στον ρειο Πάγο ακόμη προκαλείται: 1) Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που
καθορίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού
δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής
σύνθεσής του˙ β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική
συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο
νόμο˙ γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο
νόμος˙ δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την
άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που
επιβάλλει ο νόμος.
2. Αν ο πολιτικός ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου.

Σχόλια: Η παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρ. 34 του ν. 2172/1993.

172 - Α

Αν δικαστής ή οποιοσδήποτε δημόσιος υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική


διαδικασία συντάξει ή δεχθεί παραβαίνοντας το νόμο έγγραφο που δεν έχει ή έχει ελλιπές το τέλος
ή το ένσημο που επιβάλλεται από το νόμο, η ποινική διαδικασία δεν είναι άκυρη, ούτε η πολιτική
αγωγή που ασκήθηκε σ' αυτήν. Στον παραβάτη υπάλληλο μπορούν όμως να επιβληθούν οι ποινές
που ορίζονται στον κώδικα για τα τέλη χαρτοσήμου.

173 - Π
1. Κάθε σχετική ακυρότητα μπορεί να προταθεί από τον εισαγγελέα ή από το διάδικο που έχει
συμφέρον. Αν η σχετική ακυρότητα αναφέρεται σε πράξη της προδικασίας, πρέπει να προταθεί έως
το τέλος της, αν αναφέρεται σε πράξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, κύριας ή
προπαρασκευαστικής, πρέπει να προταθεί ωσότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε
τελευταίο βαθμό.
2. Από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε
πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο
ακροατήριο.
3. Εκτός από την απόλυτη ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 171, η ακυρότητα που προήλθε
από ενέργεια ή από παράλειψη του εισαγγελέα ή του διαδίκου ή που έγινε δεκτή ρητά από αυτούς
δεν μπορεί να προταθεί από τους ίδιους.

174 - Π
1. Ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται.
2. Η ακυρότητα της κλήσης στο ακροατήριο ή του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου
και του αστικώς υπεύθυνου και του καταλόγου των μαρτύρων, η ακυρότητα της επίδοσης ή της
κοινοποίησής τους και της πολιτικής αγωγής, καθώς και η ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο
166 παρ. 3 καλύπτονται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλει
αντιρρήσεις για την πρόοδό της. πορεί όμως το δικαστήριο να αναβάλει τη συζήτηση, αν κρίνει ότι
από την ακυρότητα, μολονότι δεν προτάθηκε, είναι δυνατό να προξενηθεί βλάβη στην υπεράσπιση
του κατηγορουμένου ή του αστικώς υπευθύνου.

175 - Σ
Η ακυρότητα μιας πράξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστερες πράξεις
της ποινικής διαδικασίας. δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή
προγενέστερες, μόνο όταν είναι συναφείς με εκείνη που ακυρώθηκε.

740
176 - .Ε
1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό
συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, και της κύριας και της
προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας.
2. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο κηρύσσοντας την ακυρότητα διατάσσει την
επανάληψη των άκυρων πράξεων αν το κρίνει αναγκαίο και εφικτό. Aν δικαστικός ή ανακριτικός
υπάλληλος ή κλητήρας είναι υπαίτιος της ακυρότητας από ασυγχώρητη αμέλεια, του επιβάλλονται
τα έξοδα της επανάληψης των πράξεων χωρίς να αποκλείεται και η πειθαρχική δίωξή του.
3. Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ο
δικαστής ή άλλος υπάλληλος που εκτελεί καθήκοντα στην ποινική διαδικασία, αν αντιληφθεί κάποιο
λόγο ακυρότητας για πράξη που τέλεσε ο ίδιος, έχει υποχρέωση αν είναι δυνατό να την επαναλάβει
αμέσως.

Ι ΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

177 - Α
1. ι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει
όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και
οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά
την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων
αποδείξεων.
"2. Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν
λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων
καταναγκασμού, εκτός εάν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας
κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου. όνη η
ποινική όμως δίωξη των υπαιτίων των πράξεων αυτών δεν εμποδίζει την πρόοδο της δίκης".

Σχόλια: Η εντός " " παρ. 2 του παρόντος άρθρου προστέθηκε και το κείμενο του παλαιού άρθρου αριθμήθηκε
ως παρ. 1 του ιδίου άρθρου με την παρ. 7 του άρθρ. 2 του ν. 2408/1996 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996

178 - Α
Κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι: α) οι ενδείξεις, β) η αυτοψία, γ) η
πραγματογνωμοσύνη, δ) η ομολογία του κατηγορουμένου, ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα.

179 - Ε
Στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικών μέσων. Εξαίρεση από αυτό το
γενικό κανόνα ως προς το παραδεκτό της μαρτυρικής απόδειξης υπάρχει όταν βάση του
εγκλήματος είναι κάποια ιδιωτική υποχρέωση. Σ' αυτήν την περίπτωση η απόδειξη της ιδιωτικής
υποχρέωσης κρίνεται κατά τις διατάξεις του αστικού νόμου, ενώ για την απόδειξη της ίδιας της
αξιόποινης πράξης επιτρέπεται κάθε αποδεικτικό μέσο.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Α ΤΟ ΙΑ

180 - Π
1. Αυτοψία μπορεί να γίνει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας σε τόπους, πράγματα ή ανθρώπους,
για να βεβαιωθούν η τέλεση και οι περιστάσεις του εγκλήματος.
2. Αν το έγκλημα δεν άφησε ίχνη ή άλλες υλικές εκδηλώσεις ή αν αυτές εξαλείφθηκαν ή
αλλοιώθηκαν, εκείνος που ενεργεί την αυτοψία περιγράφει την παρούσα κατάσταση των
πραγμάτων, ελέγχοντας συνάμα κατά το δυνατό και την προηγούμενη.
3. ια την αυτοψία συντάσσεται έκθεση (άρθρα 148 κ.ε.).

181 - Α
Κατά τη διεξαγωγή της αυτοψίας εκείνος που την ενεργεί μπορεί να προβεί είτε ο ίδιος είτε με τη
συνδρομή ειδικού υπαλλήλου ή εμπειρογνώμονα σε ιχνογραφήματα, φωτογραφίσεις ή απεικονίσεις
και ιδίως να πάρει δακτυλικά ή άλλα αποτυπώματα. πορεί επίσης να προχωρήσει σε πειράματα
741
με περιεχόμενο την αναπαράσταση του εγκλήματος ή την εξακρίβωση άλλων περιστατικών που
είναι χρήσιμα για την ανακάλυψη της αλήθειας. Κατά τη διεξαγωγή των πειραμάτων πρέπει να
αποφεύγονται η προσβολή του θρησκευτικού, του εθνικού ή του ηθικού συναισθήματος, ή ο
κίνδυνος να διαταραχθεί η δημόσια τάξη, καθώς και η δημοσιότητα.

182 - Π
Όταν γίνεται η αυτοψία, μπορούν να προσληφθούν μάρτυρες ή πραγματογνώμονες, που
ορκίζονται νομότυπα, για να γίνει ο καθορισμός πραγμάτων ή τόπων ή της ταυτότητας προσώπων
ή για να δοθούν άλλα χρήσιμα στοιχεία.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΑ ΜΑΤΟ Ν ΜΟΝΕΣ ΑΙ ΤΕ ΝΙ ΟΙ Σ Μ Ο ΟΙ
Α) ΠΡΑ ΜΑΤΟ Ν ΜΟΝΕΣ

183 - Π
Αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και
κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με
αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη.

184 - Α
1. Αν η πραγματογνωμοσύνη δεν μπορεί να γίνει σε εργαστήριο που ιδρύθηκε ειδικά από το
νόμο, καθώς και σε άλλες εξαιρετικές περιπτώσεις, διορίζονται δύο ή περισσότεροι
πραγματογνώμονες. Σε επείγουσες ή μικρότερης σημασίας περιπτώσεις μπορεί να διοριστεί μόνο
ένας. διορισμός τους σε εξαιρετικά επείγουσες περιστάσεις μπορεί να γίνει προφορικά,
επακολουθεί όμως η σύνταξη του εγγράφου.
2. Σε οποιοδήποτε στάδιο της προδικασίας, σε κάθε όμως, περίπτωση πριν παραδοθεί η έκθεση
της πραγματογνωμοσύνης, ο εισαγγελέας εφετών, κρίνοντας αυτεπαγγέλτως ότι οι
πραγματογνώμονες που διορίστηκαν είναι περισσότεροι από όσους χρειάζονται, έχει το δικαίωμα
με διάταξή του που κοινοποιείται στον ανακριτή να περιορίσει έως τρεις τον αριθμό των
περισσότερων πραγματογνωμόνων που διορίστηκαν από τον ανακριτή σε συγκεκριμένη υπόθεση˙
σ' αυτήν την περίπτωση ο ανακριτής κρίνει ποιοι από τους πραγματογνώμονες που είχαν αρχικά
διοριστεί θα διατηρηθούν. Τα ίδια ισχύουν και για τους πραγματογνώμονες που διορίστηκαν από
τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο.

185 - Π
Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών,
καταρτίζει μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου πίνακα πραγματογνωμόνων
κατά ειδικότητες από πρόσωπα που διαμένουν στην έδρα του και είναι κατάλληλα για τη διενέργεια
πραγματογνωμοσύνης, προτιμώντας δημόσιους υπαλλήλους. πίνακας υποβάλλεται στον
εισαγγελέα εφετών, που έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον κτώβριο από το συμβούλιο των εφετών
τη μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά το Νοέμβριο. πίνακας,
αφού οριστικοποιηθεί, τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται το
Δεκέμβριο κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της
περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που συντάχθηκε το
προηγούμενο έτος.

186 - Ε
1. διορισμός των πραγματογνωμόνων πρέπει να γίνεται με κάθε επιμέλεια από τον ανακριτικό
υπάλληλο ή από το δικαστήριο, με επιλογή ανάμεσα στα πρόσωπα που αναγράφονται στον πίνακα
ο οποίος έχει συνταχθεί σύμφωνα με το άρθρο 185˙ μόνο αν δεν υπάρχει τέτοιος πίνακας ή δεν
περιέχει τις ειδικότητες που απαιτούνται για τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης που έχει
διαταχθεί, ή αν οι αναγραφόμενοι στον πίνακα δεν βρίσκονται στην περιφέρεια του οργάνου που
τους διορίζει, είναι δυνατό να διοριστούν και πρόσωπα που δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα.
διορισμός πραγματογνωμόνων με αυτό το τρόπο γίνεται και όταν υπάρχουν πραγματογνώμονες
ειδικά διορισμένοι με νόμο, αν εκείνος που ενεργεί την ανάκριση με σύμφωνη γνώμη του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή ο εισαγγελέας εφετών κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται σε εξαιρετική
περίπτωση. Το ίδιο δικαίωμα έχει και το δικαστήριο. Διορίζεται και ειδικός πραγματογνώμονας που
δεν περιλαμβάνεται στον πίνακα, αν το υποδείξουν οι πραγματογνώμονες που έχουν διοριστεί.

742
2. Κατά την επιλογή των πραγματογνωμόνων το όργανο που διορίζει οφείλει να λαμβάνει υπόψη
του και την προηγούμενη απασχόληση των πραγματογνωμόνων του πίνακα και να αποφεύγει
χωρίς σοβαρό λόγο να αναθέτει πραγματογνωμοσύνη στον ίδιο πραγματογνώμονα, αν υπάρχουν
στον πίνακα άλλοι της ίδιας ειδικότητας που δεν διορίστηκαν στον ίδιο χρόνο. ι' αυτό το σκοπό
τηρείται σε κάθε δικαστήριο ενιαίο βιβλίο για τους πραγματογνώμονες που διορίζονται σύμφωνα με
την ειδικότητά τους.

187 - Π
Σε εξαιρετικά επείγουσες, και ιδίως όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός
πραγματογνώμονας, εκείνος που ενεργεί την ανάκριση μπορεί να μην τηρήσει τις διατάξεις του
άρθρου 186 και να αναθέσει σε ειδικό να ενεργήσει προκαταρκτική πραγματογνωμοσύνη.
πραγματογνώμονας αυτός προβαίνει στις πρώτες βεβαιώσεις, εξασφαλίζει κατά το δυνατό τη
διατήρηση των αντικειμένων που πρόκειται να εξεταστούν και συντάσσει σχετική έκθεση. Εκείνος
που ενεργεί κατόπιν την ανάκριση οφείλει να διορίσει αμέσως οριστικούς πραγματογνώμονες
σύμφωνα με το άρθρο 186.

188 - Π
Δεν μπορούν να διοριστούν πραγματογνώμονες: α) όσοι δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της
ηλικίας τους˙ β) όσοι διατελούν σε κατάσταση απαγόρευσης˙ γ) όσοι καταδικάστηκαν για
κακούργημα ή πλημμέλημα που συνεπάγεται τη στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων ή την
έκπτωσή τους από τη δημόσια υπηρεσία, καθώς και εκείνοι από τους οποίους έχει αφαιρεθεί η
άδεια να ασκούν το επάγγελμά τους, όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση αυτή˙ δ) όσοι έχουν συμπράξει
με οποιονδήποτε τρόπο στη διαμόρφωση της παρούσας κατάστασης του αντικειμένου της
πραγματογνωμοσύνης και ε) όσοι αναφέρονται στα άρθρα 210, 211 και 222. Αν δεν τηρηθεί η
διάταξη αυτή, η πραγματογνωμοσύνη είναι άκυρη.

189 -
διοριζόμενος πραγματογνώμονας είναι υποχρεωμένος να δεχθεί την εντολή που του
ανατέθηκε, αν είναι δημόσιος υπάλληλος ή ασκεί νόμιμα επιστήμη, τέχνη ή επάγγελμα που η
γνώση τους κρίνεται αναγκαία για την ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, αν δεν δεχθεί την
εντολή, τιμωρείται για απείθεια κατά τις διατάξεις του ποινικού κώδικα. Όταν τελειώσει την
πραγματογνωμοσύνη, έχει το δικαίωμα να πάρει τη νόμιμη αμοιβή και τα έξοδα που κατέβαλε.

190 - Π
1. Αν συντρέχουν οι λόγοι που προβλέπονται στο άρθρο 188 ή κάποιος λόγος για εξαίρεση
σύμφωνα με το άρθρο 191, ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε έχει την υποχρέωση να ζητήσει
την απαλλαγή του από εκείνον που τον διόρισε, μπορεί επίσης να ζητήσει την απαλλαγή του, αν
υπάρχει κάποιο άλλο σοβαρό κώλυμα, το οποίο θα εκτιμηθεί από το όργανο που τον διόρισε.
2. Εκείνος που προέβη στο διορισμό έχει το δικαίωμα με αιτιολογημένη απόφαση ή διάταξή του
να αντικαταστήσει τον πραγματογνώμονα που αμελεί, όπως και εκείνον στον οποίο παρουσιάζεται
μετά την αποδοχή σοβαρό κώλυμα να ενεργήσει την πραγματογνωμοσύνη.

191 - Ε
ι πραγματογνώμονες μπορούν να εξαιρεθούν για τους λόγους που αναγράφονται στο άρθρο
15, που εφαρμόζονται ανάλογα. Δεν αποτελεί όμως λόγο για εξαίρεση του πραγματογνώμονα το
ότι στην ίδια υπόθεση γνωμοδότησε ο ίδιος ως πραγματογνώμονας σε άλλο θέμα.

192 - Α
Δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση για εξαίρεση έχουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και μπορούν να
το ασκήσουν ωσότου οι πραγματογνώμονες αρχίσουν το έργο τους. ι' αυτό το λόγο εκείνος που
διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει ν' ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμά τους στον
εισαγγελέα και στους διαδίκους, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο ή αν συντρέχει η περίπτωση του
άρθρο 187. Η μη ανακοίνωση των ονοματεπωνύμων των πραγματογνωμόνων παρέχει το δικαίωμα
να ζητηθεί η εξαίρεσή τους και μετά την παράδοση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης έως το
τέλος της ανάκρισης αν ο διορισμός έγινε στην προδικασία, ή έως την ορκωμοσία των
πραγματογνωμόνων αν ο διορισμός έγινε στο ακροατήριο.

743
193 - Α
1. ς προς την αίτηση για εξαίρεση αποφαίνεται αμετάκλητα με διάταξή του εκείνος που διόρισε
τον πραγματογνώμονα. Σε περίπτωση που ο πραγματογνώμονας διορίστηκε από το δικαστήριο,
αυτό εκδίδει ιδιαίτερη απόφαση. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, διορίζεται άλλος πραγματογνώμονας.
2. Την εξαίρεση πραγματογνωμόνων που διορίστηκαν κατά την προανάκριση από τον ανακριτικό
υπάλληλο την αποφασίζει ο εισαγγελέας. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού δεν κωλύεται πάντως η
ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.
3. ι πράξεις πραγματογνωμοσύνης στις οποίες πήρε μέρος εκείνος που εξαιρέθηκε είναι
αυτοδικαίως άκυρες.
194 -
Σ' αυτούς που έχουν ορκιστεί ως πραγματογνώμονες υπενθυμίζεται ο όρκος που έχουν δώσει.
ι υπόλοιποι ορκίζονται στο ιερό ευαγγέλιο ως εξής: " ρκίζομαι να διενεργήσω με πλήρη
αμεροληψία και επιμέλεια και με κάθε μυστικότητα την πραγματογνωμοσύνη που μου ανατέθηκε,
έχοντας μοναδικό σκοπό την εξακρίβωση της αλήθειας. εός βοηθός μου και το ιερό ευαγγέλιο".
Αν οι πραγματογνώμονες αυτοί δεν ορκιστούν όπως ορίζεται παραπάνω, η πραγματογνωμοσύνη
είναι άκυρη. ς προς τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 220 εφαρμόζονται αναλογικά οι
διατάξεις αυτού του άρθρου.

Σχόλια: *** Σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.2006), στα
θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τα οποία ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση της
κατάστασης, εξαιτίας του συγκεκριμένου περιστατικού, παρέχεται το ευεργέτημα της πενίας με μόνη την απόδειξη
του περιστατικού βίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και των επομένων του παρόντος κώδικα,
αν αδυνατούν να καταβάλουν, έστω και προσωρινά, τις απαιτούμενες δικαστικές δαπάνες.

195 - Π
1. Εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη καθορίζει και τα ζητήματα για το οποία
κυρίως θα διεξαχθεί, έχοντας υπόψη και τις τυχόν προτάσεις των διαδίκων. χει επίσης το
δικαίωμα να θέσει προθεσμία για τη διεξαγωγή της, που μπορεί να παραταθεί σε περίπτωση
ανάγκης.
2. Στους πραγματογνώμονες μπορεί να ανατεθεί σε κάθε στάδιο της ανάκρισης η λύση νέων
ζητημάτων. ι πραγματογνώμονες δεν περιορίζονται μόνο στην έρευνα των ζητημάτων που τους
τέθηκαν, αν ως ειδικοί θεωρούν άξια λόγου και άλλα ζητήματα.
3. Αν για τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης είναι απαραίτητη η καταστροφή ή η αλλοίωση
του πράγματος που αποτελεί αντικείμενό της, οι πραγματογνώμονες οφείλουν, αν είναι δυνατό, να
μην εξετάσουν και να διαφυλάξουν ένα κομμάτι του πράγματος. Πριν από την ολική ή μερική
καταστροφή ή αλλοίωση του πράγματος οι πραγματογνώμονες οφείλουν να ειδοποιήσουν με τον
ανακριτή τον κατηγορούμενο και τους άλλους διαδίκους, για να ασκήσουν τα δικαιώματα τους που
αναφέρονται στα άρθρα 191 - 193. Ειδοποίηση δεν γίνεται, όταν υπάρχει από την αναβολή
κίνδυνος που καθορίζεται ειδικά από τους πραγματογνώμονες στην έκθεσή τους.

196 - Π .
Π .
1. Εκείνος που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη, αν το κρίνει σκόπιμο, μπορεί να παρευρίσκεται
στη διεξαγωγή της˙ σχετική αναφορά γίνεται στην έκθεση. Αν την πραγματογνωμοσύνη τη διέταξε
δικαστήριο, η παράσταση στη διεξαγωγή της μπορεί να ανατεθεί σε ένα από τα μέλη του ή και σε
άλλον δικαστή ή ανακριτικό υπάλληλο.
2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση ή διάταξη του οργάνου
που διορίζει, μπορεί να επιτραπεί στους πραγματογνώμονες, αν βεβαιώσουν ότι το έχουν απόλυτη
ανάγκη, να αναγνώσουν έγγραφα της διαδικασίας ή να ζητήσουν διαμέσου του ανακριτικού
υπαλλήλου που τους διόρισε ή του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση πληροφορίες από τους
μάρτυρες ή τους κατηγορούμενους.

197 - Ο .Δ
1. Αν κατά τη διάρκεια της πραγματογνωμοσύνης προκύψουν ουσιαστικές διαφωνίες μεταξύ
τους, οι πραγματογνώμονες το αναφέρουν χωρίς χρονοτριβή σ' εκείνον που τους διόρισε, ο οποίος
διορίζει και άλλον ή και άλλους πραγματογνώμονες που συμπράττουν με όσους ορίστηκαν αρχικά.
2. Αν οι γνώμες των πραγματογνωμόνων διαφέρουν και πάλι μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό ή
αν η γνωμοδότηση που παρέδωσαν είναι ασαφής, αόριστη ή αντιφατική ή αντίθετη σε άλλα
περιστατικά που βεβαιώθηκαν στο βαθμό που χρειάζεται, και αν οι αμφιβολίες που

744
δημιουργήθηκαν δεν φαίνεται πιθανό πως θα εκλείψουν ύστερα από νέα έρευνα που θα
διενεργούσαν οι πραγματογνώμονες αν τους επιστρεφόταν για διόρθωση η παραπάνω
γνωμοδότηση, διατάσσεται νέα πραγματογνωμοσύνη.˙ αυτή γίνεται από άλλους
πραγματογνώμονες, στους οποίους μπορεί να προστεθούν και ένας ή περισσότεροι από εκείνους
που διορίστηκαν την πρώτη φορά.

198 -
Η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων πρέπει να είναι γραπτή και αιτιολογημένη και να
περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη τη γνώμη της μειοψηφίας, αν υπάρχει. Η γνωμοδότηση
παραδίδεται στον ανακριτικό υπάλληλο ή στο δικαστήριο που διόρισε τους πραγματογνώμονες˙για
την παράδοση συντάσσεται έκθεση ή γίνεται αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίασης. Κατά την
κύρια διαδικασία η γνωμοδότηση μπορεί να γίνει και προφορικά, οπότε τα ουσιαστικά της σημεία
καταχωρίζονται στα πρακτικά.

199 - Π
Αν από την πραγματογνωμοσύνη που θα γίνει σε γυναίκα είναι ενδεχόμενο αυτή να αισθανθεί
ντροπή, εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη της ανακοινώνει ότι μπορεί να ζητήσει να
παρευρεθεί κατά την εξέτασή πρόσωπο της εμπιστοσύνης της. Τέτοια αίτηση δεν είναι δεκτή, αν
διορίστηκε πραγματογνώμονας γυναίκα ή παρουσιάζεται ανυπέρβλητο κώλυμα να παραστεί
έγκαιρα το πρόσωπο που υποδείχθηκε. Το κώλυμα μνημονεύεται ειδικά στην έκθεση που
συντάσσεται.

200 -
1. Σε περίπτωση πραγματογνωμοσύνης που αφορά τη διανοητική υγεία του κατηγορουμένου
μπορεί ο ανακριτής με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα και σύμφωνη γνωμοδότηση των
πραγματογνωμόνων, έστω και με πλειοψηφία, και αφού ακούσει το συνήγορο, να διατάξει την
εισαγωγή του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο για παρατήρηση. Αν ο κατηγορούμενος δεν
έχει συνήγορο, διορίζεται συνήγορος αυτεπαγγέλτως. κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του
μπορούν να προσφύγουν στο δικαστικό συμβούλιο κατά της διάταξης αυτής του ανακριτή μέσα σε
τρεις ημέρες από την επίδοσή της και στους δύο.˙ η άσκηση της προσφυγής έχει πάντοτε
ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το συμβούλιο αποφασίζει ανέκκλητα.
2. Αν η ανάγκη ψυχιατρικής παρατήρησης προέκυψε στο ακροατήριο, τα παραπάνω τα διατάσσει
το δικαστήριο ανεκκλήτως, αναβάλλοντας τη συζήτηση ως το τέλος της ψυχιατρικής
πραγματογνωμοσύνης.
3. Σε κάθε περίπτωση η διάρκεια της παραμονής στο ψυχιατρείο δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι
μήνες. Σ' αυτό το διάστημα η προσωρινή κράτηση θεωρείται ότι έχει ανασταλεί. χρόνος όμως
αυτός αφαιρείται από την ποινή που επιβλήθηκε σε περίπτωση καταδίκης.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3226/2004 ΦΕΚ Α 24/4.2.2004 "Περί παροχής νομικής
βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος", στη περίπτωση του εδ. β της παρ. 1 του παρόντος ο διορισμός
συνηγόρου γίνεται όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο και δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1 του
ανωτέρω νόμου, ούτε να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 2 του ιδίου νόμου.

200 Α - "Α D.Ν.Α.


"1. Όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα με χρήση βίας ή
κακούργημα που στρέφεται κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή κακούργημα της παραγράφου 1 του
άρθρου 187 ή του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μπορεί να
διατάξει ανάλυση του δεοξυριβονουκλε κού οξέος (Deoxyribonucleic Acid - D.N.A.) προς το σκοπό
της διαπίστωσης της ταυτότητας του δράστη του εγκλήματος αυτού." Η ανάλυση περιορίζεται
αποκλειστικά στα δεδομένα που είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση αυτή και διεξάγεται σε
κρατικό ή πανεπιστημιακό εργαστήριο. Την ανάλυση του 0.Ν.Α. του κατηγορουμένου δικαιούται να
ζητήσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του.
2. Αν η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάλυση αποβεί θετική, το πόρισμά της κοινοποιείται
στο πρόσωπο από το οποίο προέρχεται το γενετικό υλικό, που έχει δικαίωμα να ζητήσει
επανάληψη της ανάλυσης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων
204 έως 208. Το δικαίωμα επανάληψης της ανάλυσης έχει και ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας σε κάθε
περίπτωση. Αν η ανάλυση αποβεί αρνητική, το γενετικό υλικό και τα γενετικά αποτυπώματα
καταστρέφονται αμέσως, ενώ σε διαφορετική περίπτωση το μεν γενετικό υλικό καταστρέφεται

745
αμέσως, τα δε γενετικά αποτυπώματα παραμένουν μόνο για τις ανάγκες της ποινικής δίκης στη
δικογραφία.
3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο καταστροφή διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού
συμβουλίου που διέταξε την ανάλυση. Ειδικά την καταστροφή των γενετικών αποτυπωμάτων που
παρέμειναν στη δικογραφία τη διατάσσει το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμά του, αμέσως μετά την
αμετάκλητη περάτωση της ποινικής δίκης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η καταστροφή του γενετικού
υλικού ή των γενετικών αποτυπωμάτων αναβάλλεται για τον απολύτως απαραίτητο χρόνο, αν το
Συμβούλιο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι η διατήρησή τους είναι αναγκαία για τη διακύμανση και
άλλων αξιόποινων πράξεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.
4. Αν διατάχθηκε κατά τις προηγούμενες παραγράφους η καταστροφή του γενετικού υλικού ή και
των γενετικών αποτυπωμάτων, αυτή γίνεται με επιμέλεια του εισαγγελέα αμέσως μετά την
κοινοποίηση του βουλεύματος σε αυτόν και πάντως μέσα στις επόμενες δέκα εργάσιμες ημέρες.
Στην καταστροφή καλείται να παραστεί με συνήγορο και τεχνικό σύμβουλο το πρόσωπο από το
οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2928/2001 (Α' 141/27.6.2001).- Το εντός " "
πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 42 του ν.
3251/2004 (Α' 127/9.7.2004).

201 -
1. πραγματογνώμονας που δεν παρέδωσε την έκθεσή του μέσα στην προθεσμία που του
ορίστηκε, καθώς και εκείνος που έδειξε αμέλεια κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης,
απειλούνται με πρόστιμο "2,90 - 59 Ε ", καθώς και με την πληρωμή των εξόδων και των τυχόν
ζημιών.
2. Η καταδίκη σε πρόστιμο και γη πληρωμή των εξόδων και ζημιών που καθορίζονται στην
προηγούμενη παράγραφο επιβάλλονται με διάταξη εκείνου που διόρισε τον αμελή
πραγματογνώμονα, ο οποίος καλείται πριν από εικοσιτέσσερις ώρες να εμφανιστεί για να εκθέσει
τις εξηγήσεις του είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου του. Κατά της διάταξης που εκδόθηκε
επιτρέπεται προσφυγή μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοσή της στο δικαστικό συμβούλιο, που
αποφασίζει ανεκκλήτως.
3. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών μπορεί να διαγράψει από τον πίνακα του άρθρου 185 όποιον
τιμωρήθηκε σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους. διαγραμμένος δεν μπορεί να
περιληφθεί πάλι στον πίνακα, πριν περάσει τριετία.

Σχόλια: Η μετατροπή των δραχμικών ποσών σε ΕΥΡΩ έγινε με την παρ. 1 του άρθ. 3 σε συνδυασμό με τα
άρθρα 4 και 5 του Ν. 2943/2001 (Α 203), με ισχύ από 12.9.2001.

202 -
1. Αν οι πραγματογνώμονες που διορίστηκαν στο ακροατήριο δεν εμφανίζονται από απείθεια για
να ενεργήσουν την πραγματογνωμοσύνη, διατάσσεται η βίαιη προσαγωγή τους, που εκτελείται και
κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, και τους επιβάλλεται ποινή σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικά στο
άρθρο 231. Αν κάποιος αρνηθεί να αποδεχθεί το διορισμό, εφαρμόζεται εναντίον του η διάταξη του
άρθρου 189.
2. Αν ο πραγματογνώμονας που διορίστηκε δείξει αμέλεια για την ενέργεια της
πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριο του επιβάλλει τις ποινές που προβλέπει το άρθρο 201
αμέσως και στη συνεδρίαση που έπρεπε να γίνει η πραγματογνωμοσύνη, αφού προηγουμένως
ακούσει τις εξηγήσεις του υπαίτιου ή του συνηγόρου του. Η απόφαση δεν προσβάλλεται με ένδικο
μέσο.

203 - Μ
Αν είναι αναγκαία η κρίση προσώπων που έχουν εντελώς ειδικές γνώσεις για να διαγνώσουν
κατάσταση πραγμάτων που δεν υπάρχει πια, καλούνται και εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα
που έχουν τέτοιες γνώσεις και ιδίως από αυτούς που υπηρετούν στο εργαστήριο (άρθρο 184) ή
που έχουν περιληφθεί στον πίνακα (άρθρο 185)˙ αν τα πρόσωπα αυτά δεν υπάρχουν ή αδυνατούν,
η πρόσληψη γίνεται από άλλη πηγή.

746
) ΤΕ ΝΙ ΟΙ Σ Μ Ο ΟΙ

204 - Δ
1. Όταν γίνεται ανάκριση για κακούργημα, εκείνος που ενεργεί την ανάκριση και διορίζει
πραγματογνώμονες γνωστοποιεί συγχρόνως το διορισμό στον κατηγορούμενο, στον πολιτικώς
ενάγοντα και στον αστικώς υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 192. Αυτοί, μέσα σε προθεσμία που
ορίζεται από εκείνον που ενεργεί την ανάκριση, μπορούν να διορίσουν με δικές τους δαπάνες
τεχνικό σύμβουλο, που επιλέγεται μεταξύ όσων έχουν την ικανότητα να διοριστούν σύμφωνα με το
νόμο πραγματογνώμονες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εκείνοι που έκαναν το διορισμό οφείλουν
να ειδοποιήσουν εγγράφως αυτόν που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη για το διορισμό του
τεχνικού συμβούλου. Η διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης δεν εμποδίζεται από τη μη
εμπρόθεσμη άσκηση του παραπάνω δικαιώματος.
2. Η γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παρ. 1 δεν είναι υποχρεωτική στην περίπτωση που
επιβάλλεται η άμεση ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και στην περίπτωση της
προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης που προβλέπει το άρθρο 187. Αυτό δεν εμποδίζει πάντως
το διορισμό τεχνικών συμβούλων από τους διαδίκους.
3. Όσα προβλέπονται στην παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν η πραγματογνωμοσύνη πρόκειται να
διεξαχθεί στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι εξαιτίας
αυτού μπορεί να σημειωθεί αξιόλογη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.

205 - Α
Κατηγορούμενοι περισσότεροι από έναν δεν μπορούν να διορίζουν συνολικά περισσότερους από
δύο τεχνικούς συμβούλους. Αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται, κάθε ομάδα κατηγορούμενων
που έχει κοινό συμφέρον δεν μπορεί να διορίσει περισσότερους από δύο τεχνικούς συμβούλους.
Το ίδιο ισχύει και όταν οι πολιτικώς ενάγοντες ή οι αστικώς υπεύθυνοι είναι περισσότεροι από ένας.
Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση με διάταξή του ή το δικαστήριο με απόφασή του μπορούν να
ρυθμίσουν αμετακλήτως για κάθε περίπτωση τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου.

206 - Π
ι διατάξεις του άρθρου 188 ως προς τους πραγματογνώμονες που δεν διορίζονται
εφαρμόζονται ανάλογα και για τους τεχνικούς συμβούλους.

207 - Δ
1. Εκείνος που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος έχει το δικαίωμα να παρίσταται κατά τις εργασίες
των πραγματογνωμόνων και να λαμβάνει υπόψη του όσα έγγραφα μπορούν να έχουν υπόψη τους
οι πραγματογνώμονες ή να ζητεί πληροφορίες στις περιπτώσεις που δικαιούνται και εκείνοι (άρθρο
196). Επίσης μπορεί να ζητήσει και να λάβει με δαπάνες εκείνου που τον διόρισε αντίγραφα της
έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και των εγγράφων που τη συνοδεύουν.
2. χει το δικαίωμα επίσης με γραπτή αίτησή του να ζητήσει από εκείνον που ενεργεί την
ανάκριση ή από το δικαστήριο να του επιτρέψει να εξετάσει το πρόσωπο ή το πράγμα που ήταν
αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης, μεριμνώντας όμως ώστε να μην προκληθεί καθυστέρηση
στην ανάκριση από την εξέταση αυτή. Εκείνος που διεξάγει την ανάκριση ή το δικαστήριο
αποφασίζει αμετάκλητα για την αίτηση και, αν τη δεχθεί, ορίζει το χρόνο και τον τόπο της εξέτασης
και έναν ή περισσότερους από του πραγματογνώμονες ή έναν ανακριτικό υπάλληλο ή ένα δικαστή
για να παρευρεθούν κατά την εξέταση αυτή.

208 - Π
τεχνικός σύμβουλος παραδίδει τις γραπτές του παρατηρήσεις για την πραγματογνωμοσύνη
που έγινε, είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου του διαδίκου που τον διόρισε, στον αρμόδιο
εισαγγελέα ή σ' εκείνον που διενεργεί την ανάκριση, και συντάσσεται χωριστή έκθεση. Η παράδοση
πρέπει να γίνει το αργότερο τρεις ημέρες πριν από τη δικάσιμο που ορίζεται στη κλήτευση του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο˙ διαφορετικά, είναι απαράδεκτη. τεχνικός σύμβουλος που
διορίστηκε στο ακροατήριο οφείλει να αναπτύξει τις παρατηρήσεις του αμέσως μετά την έκθεση των
πραγματογνωμόνων. Τηρούνται σχετικά οι διατυπώσεις του άρθρου 198.

747
Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΜΑΡΤ ΡΕΣ

209 -
Αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία δεν μπορεί να την αρνηθεί, εκτός από τις εξαιρέσεις που
ρητά αναγράφονται στον κώδικα.

210 - Μ
Όποιος διενεργεί ανάκριση ή και το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιον μάρτυρα που
είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην
είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί.

211 - Μ
ε ποινή ακυρότητας της διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι
άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση,
β) όσοι κηρύχθηκαν ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, και αν ακόμη δεν τους επιβλήθηκε
ποινή.

211 Α - Μ
όνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη
δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρ. 2 του ν. 2408/1996 (Α' 104), ισχύει δε από
4.6.1996.

212 - Ε
1. Η διαδικασία ακυρώνεται, αν εξεταστούν στην προδικασία ή στην κύρια διαδικασία: α) οι
κληρικοί σχετικά με όσα έμαθαν από την εξομολόγηση˙ β) οι συνήγοροι, οι τεχνικοί σύμβουλοι και οι
συμβολαιογράφοι σχετικά με όσα τους εμπιστεύτηκαν οι πελάτες τους˙ οι συνήγοροι και οι τεχνικοί
σύμβουλοι κρίνουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους αν και σε ποιό μέτρο πρέπει να καταθέσουν
όσα άλλα έμαθαν με αφορμή την άσκηση του λειτουργήματός τους˙ γ) οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί
και οι βοηθοί τους, καθώς και οι μαίες σχετικά με όσα εμπιστευτικά πληροφορήθηκαν κατά την
άσκηση του επαγγέλματός τους, εκτός όπου ειδικός νόμος τους υποχρεώνει να τα αναγγείλουν
στην αρχή˙ και δ) οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή
μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός με αίτηση της
δικαστικής αρχής ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως τους εξουσιοδοτήσει σχετικά.
2. Η απαγόρευση της παρ. 1 στις περιπτώσεις α', β' και γ' ισχύει, ακόμη και αν τα πρόσωπα στα
οποία αναφέρεται απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση να τηρήσουν το επαγγελματικό απόρρητο
από μέρους εκείνου που τους το εμπιστεύτηκε.
3. Όλοι οι παραπάνω μάρτυρες έχουν υποχρέωση να δηλώσουν ενόρκως σ' αυτόν που εξετάζει
ότι, αν κατέθεταν, θα παραβίαζαν τα απόρρητα που μνημονεύονται στην παρ. 1. ευδής δήλωση
τιμωρείται με τις ποινές που ο ποινικός κώδικας προβλέπει για την ψευδορκία.

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3115/2003 (Α'47/27.2.2003), τα μέλη και το
προσωπικό της Α.Δ.Α.Ε., πλην του βοηθητικού προσωπικού, έχουν προς διαπίστωση των παραβάσεων της
νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου, τις εξουσίες και τα δικαιώματα που προβλέπονται στο νόμο
703/1977, όπως ισχύει. Τα πρόσωπα αυτά έχουν προς τούτο δικαίωμα να ελέγχουν τα προβλεπόμενα από το
Π.Δ. 186/1992 (Κ.Β.Σ.) βιβλία και στοιχεία των ελεγχόμενων επιχειρήσεων και οργανισμών, αποκλειομένης της
κατάσχεσης ή της παραλαβής τους, καθώς και πάσης φύσεως αρχεία, βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα των
προσώπων που ελέγχουν, να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και λοιπές εγκαταστάσεις τους, να λαμβάνουν
ένορκες και ανωμοτί κατά την κρίση τους καταθέσεις, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου. Οι σχετικές
διατάξεις, απαγορεύσεις, ποινές και κυρώσεις του παρόντος νόμου, ως ισχύει, εφαρμόζονται αναλόγως σε
περίπτωση αρνήσεως παροχής στοιχείων, παρεμπόδισης ή δυσχέρανσης του έργου της Α.Δ.Α.Ε.,
επιφυλασσομένης της εφαρμογής των προβλεπόμενων από τον παρόντα νόμο κυρώσεων. - Βλ. σχετικά με το
παρόν άρθρο και το άρθρο 22 (παρ. 11 κυρίως) του ν. 3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί προστασίας της
Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

213 -
1. Στην προδικασία και στο ακροατήριο οι μάρτυρες κλητεύονται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα
και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον εκπρόσωπο της αρχής που καλεί και από το γραμματέα,

748
και φέρει την επίσημη σφραγίδα της˙ επίσης πρέπει να περιέχει συνοπτική ένδειξη της υπόθεσης
για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας, να μνημονεύει τη δικαστική αρχή στην οποία
αυτός καλείται και να αναγράφει περιληπτικά τις συνέπειες που προβλέπονται αν ο μάρτυρες δεν
εμφανιστεί. Η κλήση επιδίδεται στο μάρτυρα, σύμφωνα με τα άρθρα 155 - 161, είκοσι τέσσερις
ώρες τουλάχιστον πριν από την ημέρα για την οποία καλείται αν πρόκειται για την προδικασία, και
σύμφωνα με τις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 166, αν πρόκειται για το ακροατήριο.
2. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και κατά την κρίση εκείνου που ενεργεί την ανάκριση οι
μάρτυρες μπορούν να κληθούν στην προδικασία και προφορικά˙ προφορική κλήτευση στο
ακροατήριο μπορεί να γίνει μόνο στις περιπτώσεις που ο νόμος την επιτρέπει ρητά. Η βεβαίωση
της κλήτευσης γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 165 παρ. 1.
3. Στο στάδιο της προδικασίας μπορεί και αυθόρμητα να προσέλθει κάποιος για να εξεταστεί ως
μάρτυρας. Το γεγονός όμως αυτό πρέπει να μνημονεύεται στην έκθεση της εξέτασής του.
4. Αν ο εισαγγελέας, ο ανακριτής ή ο ανακριτικός υπάλληλος δεν εξετάσει, χωρίς να υπάρχει
νόμιμος λόγος, το μάρτυρα ή τον κατηγορούμενο που κλήτευσε και αυτός εμφανίστηκε την ημέρα
και την ώρα που είχε οριστεί, τιμωρείται πειθαρχικά.
5. ι διατάξεις του εδαφίου ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 273 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στον πολιτικώς ενάγοντα.

214 - Ε Ο
1. Βασιλόπαιδες ή άλλα μέλη της Βασιλικής ικογένειας εξετάζονται κατά την προδικασία στην
κατοικία τους και η ένορκη κατάθεσή τους διαβιβάζεται στο ακροατήριο.
2. ια να επιτραπεί η εμφάνισή τους στο ακροατήριο χρειάζεται να εκδοθεί διάταγμα που να
καθορίζει και τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να προσκληθούν και να εξεταστούν στη δημόσια
συνεδρίαση.

Σχόλια: Σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν 10/1975 όπου σε διατάξεις αναφέρεται Βασιλέας νοείται ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας.

215 - Ε ,
1. Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι της Βουλής, οι υπουργοί και οι αρχιερείς εξετάζονται στην
κατοικία τους, και η ένορκη κατάθεσή τους διαβιβάζεται στο ακροατήριο. Αν όμως πρόκειται για
κακούργημα, είναι δυνατό να κληθούν να εμφανιστούν στο ακροατήριο, οπότε εξετάζονται πρώτοι,
κατόπιν μπορούν να αποχωρήσουν, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Τα παραπάνω
πρόσωπα μπορούν να παραιτηθούν από αυτά τα πλεονεκτήματα.
2. Στην κατοικία τους εξετάζονται οι μάρτυρες που λόγω ασθενείας ή γηρατειών δεν μπορούν να
εμφανιστούν, οπότε η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο σύμφωνα με την παρ. 1.
3. Αν η κατηγορία αφορά πλημμέλημα ή πταίσμα, οι δημόσιοι γενικά υπάλληλοι και οι υπάλληλοι
των σιδηροδρομικών, ατμοπλο κών και αεροπορικών επιχειρήσεων, οι οποίοι δεν κατοικούν στην
έδρα του δικαστηρίου, καθώς και οι ναυτικοί ναυτολογημένοι σε εμπορικά πλοία, δεν καλούνται να
εμφανιστούν στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή διαβάζεται η ένορκη κατάθεση που έχει ληφθεί
στην προδικασία. εισαγγελέας, ο δημόσιος κατήγορος και το δικαστήριο μπορούν να
παραγγείλουν την κλήτευση τους, αν η εξέταση τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή
διάγνωση της κατηγορίας.
4. άρτυρες κατηγορούμενοι σε φυλακές και σε άλλα σωφρονιστικά καταστήματα τα οποία
βρίσκονται έξω από την έδρα του δικαστηρίου δεν κλητεύονται στο ακροατήριο, αλλά διαβάζεται η
ένορκη κατάθεσή τους που έχει ληφθεί στην προδικασία. εισαγγελέας, ο δημόσιος κατήγορος και
το δικαστήριο μπορούν να παραγγείλουν την κλήτευσή τους, αν η εξέτασή τους στο ακροατήριο
είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας.

216 - Ε
1. ι πρεσβευτές και οι άλλοι διπλωματικοί υπάλληλοι ξένου κράτους που είναι επιφορτισμένοι
με διπλωματική αποστολή εξετάζονται στην κατοικία τους, και η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται
στο ακροατήριο.
2. ι μάρτυρες που διαμένουν στο εξωτερικό εξετάζονται στις επιτόπιες προξενικές αρχές. Αν
αυτό είναι ανέφικτο, εξετάζονται από τις ανακριτικές αρχές του τόπου της διαμονής τους, ύστερα
από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα προς το πουργείο της Δικαιοσύνης με την προ πόθεση της
αμοιβαιότητας και της τήρησης των διεθνών συνθηκών και εθίμων (άρθρο 457).

749
217 - Ε
μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της
γέννησης και της κατοικίας του, την ηλικία και τη θρησκεία του. Επίσης καλείται να δηλώσει αν
τυχόν είναι συγγενής με τον κατηγορούμενο ή με όποιον αδικήθηκε και, αν υπάρχει ανάγκη, του
υποβάλλονται ερωτήσεις για κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να διαφωτίσει εκείνον που
διεξάγει την εξέταση για τις σχέσεις του μάρτυρα προς τα παραπάνω πρόσωπα και για το βαθμό
εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να δοθεί στη μαρτυρία του.

218 -
1. Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια, θέτοντας το δεξιό
του χέρι του στο ιερό ευαγγέλιο, τον εξής όρκο: " ρκίζομαι στο εό, να πω με ευσυνειδησία όλη
την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε". Αν δεν τηρηθεί
η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη.
2. άλαλος μάρτυρας που γνωρίζει να γράφει ορκίζεται γράφοντας και υπογράφοντας τον όρκο
και ύστερα θέτει το δεξιό του χέρι στο ευαγγέλιο. Αν δεν ξέρει να γράφει, ορκίζεται με τη βοήθεια
του διερμηνέα.
3. ι κληρικοί ή οι ιερωμένοι που η θρησκεία τους απαγορεύει τον όρκο δεν ορκίζονται. Αντί γι'
αυτό, δίνουν κατά την παρ. 1 διαβεβαίωση στην ιεροσύνη τους και σύμφωνα με τους κανονισμούς
από τους οποίους διέπονται.

219 -
1. Στην προδικασία οι μάρτυρες δίνουν πάντοτε τον όρκο του άρθρου 218 τηρώντας τις διατάξεις
των άρθρων 221 και 222.
2. Αν κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης ο ανακριτής θεωρεί πιθανώς αδύνατη την εμφάνιση
κάποιου μάρτυρα στο ακροατήριο, οφείλει να καλέσει τον κατηγορούμενο και τον πολιτικώς
ενάγοντα ή τους συνηγόρους τους να παραστούν στην ένορκη εξέταση του μάρτυρα. Η κλήση
πρέπει να γίνει μέσα στην προθεσμία που κρίνει ο ανακριτής αναγκαία για την εμφάνισή τους.

220 -
1. Αν ο μάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία αναγνωρισμένη ή απλώς ανεκτή από το κράτος και σ'
αυτήν υπάρχει γνωστός τύπος όρκου, ο τύπος αυτός είναι έγκυρος στην ποινική διαδικασία.
2. Αν ο μάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο, καθώς και αν εκείνος που
ανακρίνει ή το δικαστήριο πειστεί ύστερα από σχετική δήλωση του μάρτυρα ότι αυτός δεν πιστεύει
σε καμία θρησκεία, ο όρκος που δίνεται είναι ο ακόλουθος: "Δηλώνω επικαλούμενος την τιμή μου
και τη συνείδησή μου ότι θα πω όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να
αποκρύψω τίποτε".

221 - Ε
ωρίς όρκο εξετάζονται στην ανάκριση και στην κύρια διαδικασία όσοι:
α) κατά την κρίση εκείνου που διενεργεί την ανάκριση ή του δικαστηρίου δεν συμπλήρωσαν το
δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους˙
β) έχουν προφανώς εξασθενημένη τη διάνοια˙ γ) στερήθηκαν το πολιτικά τους δικαιώματα
εξαιτίας καταδίκης˙
δ) επιδιώκουν ως πολιτικώς ενάγοντες στο ποινικό δικαστήριο απαιτήσεις για αποζημίωση,
καθώς και οι αστικώς υπεύθυνοι σύμφωνα με τα άρθρο 89 κ.ε.˙
ε) δικαιούνται χρηματική αμοιβή για την καταμήνυση.

222 - Μ
Σύζυγος και συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου έως και το δεύτερο βαθμό έχουν δικαίωμα
να αρνηθούν τη μαρτυρία τους και στην προδικασία και στο ακροατήριο. Η διάταξη εφαρμόζεται και
όταν μόνο ένας από τους κατηγορούμενους που μαζί δικάζονται έχει την παραπάνω σχέση με το
μάρτυρα. Όταν κατηγορείται ανήλικος, η μαρτυρία των συγγενών που αναφέρονται στο πρώτο
εδάφιο του άρθρου είναι υποχρεωτική.

223 - Π
1. μάρτυρας εξετάζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 239, και δεν του απευθύνονται
ερωτήσεις για προσωπικές κρίσεις παρά μόνο όταν αυτές συνδέονται αναπόσταστα με τα γεγονότα
που καταθέτει.
2. Όταν ο μάρτυρας καταθέτοντας δεν απομακρύνεται από το θέμα, δεν πρέπει να διακόπτεται.
750
3. Στο μάρτυρα απευθύνονται ερωτήσεις αφού τελειώσει την κατάθεσή του και αν είναι αναγκαία
η συμπλήρωσή της.
4. μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να
προκύψει ενοχή του για αξιόποινη πράξη.
5. Παραπειστικές ερωτήσεις δεν επιτρέπεται να απευθύνονται στους μάρτυρες.

Σχόλια: - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 (παρ. 11 κυρίως) του ν. 3340/2005 (Α'
112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

224 - Π
1. μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πώς έμαθε όσα καταθέτει. Αν πρόκειται για γεγονότα που
άκουσε από άλλους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατονομάζει ταυτόχρονα και εκείνους από τους
οποίους τα άκουσε. "2. Aν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η
κατάθεση του δεν λαμβάνεται υπόψη".

Σχόλια: Η εντός " " παρ. 2 του παρόντος άρθρου προστέθηκε και η προηγούμενη εκδοχή του άρθρου
αριθμήθηκε ως παρ. 1 με την παρ. 9 του άρθρο 2 του ν. 2408/1996 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996.- Βλ.
σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 (παρ. 11 κυρίως) του ν. 3340/2005 (Α' 112/10.5.2005), περί
προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

225 - Ε '
1. ι μάρτυρες εξετάζονται ο καθένας χωριστά. Πάντως επιτρέπεται, όταν αυτό είναι αναγκαίο, να
εξετάζονται κατ' αντιπαράσταση προς τον κατηγορούμενο ή άλλο μάρτυρα.
2. μάρτυρας, όταν πρόκειται να αναγνωρίσει πρόσωπα ή πράγματα, προσκαλείται
προηγουμένως να τα περιγράψει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια.

Σχόλια: - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 (παρ. 11 κυρίως) του ν. 3340/2005 (Α'
112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

226 - Δ
1. ι μάρτυρες έχουν δικαίωμα να υπαγορεύουν στην ανάκριση τις καταθέσεις τους, αν κατά την
κρίση εκείνου που εξετάζει δεν υπάρχουν λόγοι που να επιβάλλουν το αντίθετο. Στην έκθεση
πρέπει να γίνεται μνεία της υπαγόρευσης και, αν δεν γίνει υπαγόρευση, όσα κατατέθηκαν θα
πρέπει να αναγραφούν, αν είναι δυνατό, κατά λέξη. εξεταζόμενος δεν μπορεί να χρησιμοποιεί
σημειώσεις, εκτός αν πρόκειται για λογιστικά ζητήματα ή αν αυτός που διεξάγει την ανάκριση ή το
δικαστήριο το επιτρέπει για ειδικούς λόγους.
2. Αν ο μάρτυρας είναι κάτω από δεκαεπτά ετών, εκείνος που ανακρίνει αναγράφει κατά λέξη
στην έκθεση και τις ερωτήσεις που του απευθύνει.

Σχόλια: - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 (παρ. 11 κυρίως) του ν. 3340/2005 (Α'
112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

227 - Μ
1. Αν ένας κουφός ή άλαλος ή κωφάλαλος πρόκειται να εξεταστεί ως μάρτυρας ή ως
κατηγορούμενος, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: Όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις
δίνονται στον κουφό, αφού καταγραφούν από το γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ
οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν προφορικά. Στον άλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις
δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς. Στον κωφάλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις
δίνονται γραπτώς και αυτός απαντά με τον ίδιο τρόπο. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που
δόθηκαν από τον άλαλο ή από τον κωφάλαλο, αφού μονογραφηθούν από τον πρόεδρο και το
γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία.
2. Αν ο κουφός ή ο άλαλος ή ο κωφάλαλος δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την
ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς που, αν είναι δυνατό, εκλέγονται
κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον κουφό, τον άλαλο
ή τον κωφάλαλο. Κατά τα άλλα τηρούνται αν είναι δυνατόν οι διατάξεις του κώδικα που
αναφέρονται στους διερμηνείς.

Σχόλια: - Βλ. σχετικά με το παρόν άρθρο και το άρθρο 22 (παρ. 11 κυρίως) του ν. 3340/2005 (Α'
112/10.5.2005), περί προστασίας της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων με προνομιακές πληροφορίες.

751
228 - Α
1. ι μάρτυρες αποζημιώνονται για τα έξοδα της πορείας και της διαμονής τους˙ η αποζημίωση
προσδιορίζεται από την αρχή που τους καλεί όταν εκδίδει την κλήση˙ κάτω από την κλήση
σημειώνονται με αριθμούς και ολογράφως τα χιλιόμετρα για τη μετάβαση του μάρτυρα και τα
δικαιώματα που πρέπει να του καταβληθούν για την πορεία και την αποζημίωση ημεραργιών
σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής διατίμησης. στερα από την εξέταση του μάρτυρα ή αν αυτή
θεωρήθηκε περιττή και μετά τη διαπίστωση του γεγονότος, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή
διευθύνει τη συζήτηση και που ενώπιον του κλήθηκε και εμφανίσθηκε ο μάρτυρας, αναγράφει κάτω
από την πράξη προσδιορισμού των δικαιωμάτων τις λέξεις "θεωρήθηκε - εκτελεστή" και υπογράφει˙
υπογράφει επίσης ο γραμματέας που ήταν παρών όταν εμφανίστηκε ο μάρτυρας˙ κατόπιν η κλήση
καταχωρίζεται από το γραμματέα στο βιβλίο που τηρεί γι' αυτό το σκοπό και παραδίδεται στο
δικαιούχο, στον οποίο καταβάλλεται αμέσως το προσδιορισμένο ποσό από τον αρμόδιο για την
πληρωμή υπάλληλο.
2. Αν δεν εκδόθηκε γραπτή κλήση ή αυτή που εκδόθηκε χάθηκε, εκδίδεται από εκείνον που
διενεργεί την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση με την προσυπογραφή του οικείου γραμματέα
γραπτή εντολή πληρωμής, που περιέχει το ονοματεπώνυμο του κατηγορουμένου, στη δίκη του
οποίου κλήθηκε ο μάρτυρας, την ημέρα της εμφάνισης, τα χιλιόμετρα της μετάβασης, τις
ημεραργίες και το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για τα δικαιώματα πορείας και για την
αποζημίωση των ημεραργιών.

229 -
Εκείνος που προσκαλεί το μάρτυρα, αν η πρόσκληση είναι νόμιμη (άρθρο 213) και ο μάρτυρας
δεν εμφανίζεται, εκδίδει εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής. Αν αυτός είναι εισαγγελέας,
ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν
εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο "πενήντα εννέα λεπτών (0,59) έως
πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (5,90)" και στην πληρωμή των τελών. Στην ίδια ποινή υπόκειται
και ο μάρτυρας που εμφανίστηκε, αρνείται όμως, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, τη μαρτυρία του
ή τον όρκο της μαρτυρίας του, με την επιφύλαξη και της βαρύτερης ποινής κατά τον ποινικό κώδικα.

230 - Α
Αν εκείνος που καταδικάστηκε για λιπομαρτυρία παρουσιαστεί για να εξεταστεί και αποδείξει ότι
από κάποιο νόμιμο κώλυμα δεν εμφανίστηκε την ημέρα που είχε οριστεί, η καταδίκη ανακαλείται
από αυτόν που την επέβαλε. Νόμιμα κωλύματα είναι οι περιπτώσεις ανώτερης βίας ή άλλων
εμποδίων, που αιτιολογούνται ειδικά στην ανακλητική απόφαση.

231 -
1. Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο
ακροατήριο δεν εμφανιστεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή του
δημόσιου κατηγόρου ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμα "δεκαπέντε (15) έως πενήντα εννέα (59)
Ε " αν κλητεύθηκε σε μονομελές δικαστήριο και "είκοσι εννέα (29) έως εκατόν είκοσι (120)
Ε ", εάν κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα και "πενήντα εννέα
(59) έως εκατόν πενήντα (150) Ε ", εάν κλητεύθηκε σε άλλο δικαστήριο, ως και στην πληρωμή
των τελών της αποφάσεως ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης. Αν η απουσία του
μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, που καταδικάστηκε κατά τον τρόπο αυτόν αποτελέσει λόγο
αναβολής της δίκης, καταδικάζεται επί πλέον στις δαπάνες που προκλήθηκαν από την αναβολή και
οι οποίες εκκαθαρίζονται και ορίζονται σ' αυτήν την απόφαση. Αν καταδικάστηκαν περισσότεροι, ο
καθένας ενέχεται να πληρώσει εξ ολοκλήρου όλες τις δαπάνες.
2. Το δικαστήριο, αν πειστεί ότι ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας επίτηδες απουσίασε για να
αναβληθεί ή να ματαιωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, τον καταδικάζει επιπλέον και στην ποινή για
απείθεια που ορίζεται στον ποινικό κώδικα. Η διάταξη αυτής της παραγράφου δεν έχει εφαρμογή,
αν πρόκειται για πταισματοδικεία.
3. εωρούνται λιπομάρτυρες και τιμωρούνται με τις ίδιες ποινές και οι μάρτυρες που, μολονότι
εμφανίστηκαν, αρνούνται χωρίς νόμιμο λόγο να ορκιστούν ή να καταθέσουν, με την επιφύλαξη να
τους επιβληθούν και βαρύτερες ποινές προβλεπόμενες από τον ποινικό κώδικα.
4. Διατάσσεται συγχρόνως και η βίαιη προσαγωγή κατά τη νέα δικάσιμο του μάρτυρα ή του
πραγματογνώμονα που δεν εμφανίστηκε˙ η βίαιη προσαγωγή μπορεί να διαταχθεί και κατά τη
διάρκεια της συνεδρίασης, αν είναι δυνατό (άρθρο 353 και 375).
5. Αν ωσότου αρχίσει η διαδικασία στο ακροατήριο, ανακλήθηκε νόμιμα η έγκληση και συνεπώς
έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη, οι λιπομάρτυρες δεν τιμωρούνται από το δικαστήριο.
752
232 - Α
1. μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας που καταδικάστηκε σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του
άρθρου 231 μπορεί να ασκήσει ανακοπή ο ίδιος ή με πληρεξούσιο κατά της καταδικαστικής
απόφασης μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση σ' αυτόν. Στην περίπτωση αυτή
συντάσσεται έκθεση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Στην έκθεση
πρέπει να αναφέρεται για ποιό νόμιμο λόγο δεν εμφανίσθηκε. Νόμιμα κωλύματα είναι μόνο
περιπτώσεις ανώτερης βίας ή άλλων ανυπέρβλητων εμποδίων. Η έκθεση για την ανακοπή μπορεί
να συνταχθεί και ενώπιον του γραμματέα του πταισματοδικείου ή του ειρηνοδικείου της κατοικίας ή
της διαμονής εκείνου που ασκεί την ανακοπή. Σ' αυτή την περίπτωση ο γραμματέας έχει
υποχρέωση να στείλει την έκθεση την ίδια ημέρα στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την
απόφαση κατά της οποίας ασκήθηκε ανακοπή, διαφορετικά, τιμωρείται πειθαρχικώς. Εκπρόθεσμη
ανακοπή δεν είναι παραδεκτή σε καμιά περίπτωση.
2. εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ο πταισματοδίκης φροντίζει να εισαχθεί για συζήτηση
η ανακοπή στην ίδια δικάσιμο με την κύρια υπόθεση για την οποία καλείται ο μάρτυρας να
εμφανιστεί. Η ανακοπή εκδικάζεται, ακόμη και αν αναβληθεί εκ νέου η κύρια δίκη. Αν αυτή
περατώθηκε ήδη ή έπαυσε η διαδικασία με άλλο τρόπο, η ανακοπή εισάγεται για εκδίκαση αφού
κλητευθεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 166 παρ. 1).
3. Όποιος ασκεί την ανακοπή εμφανίζεται αυτοπροσώπως και οφείλει να αποδείξει ότι έλειψε
εξαιτίας του νόμιμου κωλύματος που αναφέρεται στην ανακοπή, και μόνο τότε, αφού ακουστεί ο
εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος, γίνεται δεκτή η ανακοπή και εξαφανίζεται η απόφαση κατά
της οποίας αυτή ασκήθηκε, με απόφαση του δικαστηρίου˙ η απόφαση περιέχει ειδική αιτιολογία για
την ύπαρξη του παραπάνω νόμιμου κωλύματος, διαφορετικά, απορρίπτεται η ανακοπή.
Απορρίπτεται επίσης και στην περίπτωση που δεν εμφανίζεται εκείνος που την άσκησε. Το
δικαστήριο μπορεί πάντως και σε περίπτωση που θα δεχθεί την ανακοπή να ερευνήσει, είτε ύστερα
από πρόταση του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου είτε και αυτεπαγγέλτως, μήπως το νόμιμο
κώλυμα ήταν αποτέλεσμα προηγούμενης αμέλειας εκείνου που δεν εμφανίστηκε, οπότε πρέπει να
επιβάλει σ' αυτόν ανάλογα ελαττωμένο πρόστιμο. πορεί επίσης το δικαστήριο, στην περίπτωση
της παρ. 2 του άρθρου 231, να δεχθεί εν μέρει την ανακοπή και να επιβάλλει μόνο πρόστιμο. Τα
ανωτέρω γίνονται πάντοτε στην ίδια συνεδρίαση, και δεν επιτρέπεται αναβολή σε καμία περίπτωση.
Η απόφαση αυτή, καθώς και αυτή που απορρίπτει την ανακοπή, δεν προσβάλλονται σε καμιά
περίπτωση ούτε με ανακοπή, ούτε με άλλο ένδικο μέσο. Αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή αν
απορριφθεί αυτή που ασκήθηκε, η απόφαση εκτελείται.
4. Και αν δεν γίνει ανακοπή, το δικαστήριο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή του δημόσιου
κατηγόρου ή και αυτεπαγγέλτως ανακαλεί την καταδικαστική του απόφαση εν όλω ή εν μέρει
σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3, αν πειστεί ότι εξαιτίας κάποιου από τα κωλύματα της παρ.
1 δεν εμφανίστηκε ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας που καταδικάστηκε. Η απόφαση μετά την
εκτέλεσή της δεν επιτρέπεται να ανακληθεί.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΣ
233 - Δ
1. Όταν πρόκειται να εξεταστεί κατηγορούμενος, αστικώς υπεύθυνος ή μάρτυρας που δεν
γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, εκείνος που διενεργεί την ανάκριση ή εκείνος που
διευθύνει τη συζήτηση διορίζει διερμηνέα.
"2. διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται από το συμβούλιο
πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα του μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του μηνός
Σεπτεμβρίου κάθε χρόνου από πρόσωπα που διαμένουν ή εργάζονται στην έδρα του και κατά
προτίμηση από δημοσίου υπαλλήλους. πίνακας υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, που έως
το τέλος κτωβρίου έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το συμβούλιο εφετών την μεταρρύθμισή του.
Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά έως το τέλος Νοεμβρίου. πίνακας, αφού
οριστικοποιηθεί, τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται έως το
τέλος Δεκεμβρίου κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς
υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που
συντάχθηκε το προηγούμενο έτος. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι
δυνατόν να διοριστεί διερμηνέας από εκείνους που είναι εγγεγραμμένοι στο σχετικό πίνακα, μπορεί
να διορισθεί διερμηνέας και πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτόν".

Σχόλια: Η εντός " " παρ. 2 του παρόντος άρθρου προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρ. 2 του ν. 2408/1996
(Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996.
753
234 - Π
ε συνέπεια να ακυρωθεί η διαδικασία, δεν μπορεί να διοριστεί διερμηνέας: α) ο
κατηγορούμενος, ο πολιτικός ενάγων, ο συνήγορος, ο μάρτυρας, ή ο πραγματογνώμονας ή ο
τεχνικός σύμβουλος ή εκείνους που ασκεί στην ίδια δίκη καθήκοντα δικαστή, εισαγγελέα ή
γραμματέα˙ β) όποιος υπάγεται σε μία από τις περιπτώσεις των άρθρων 188 στοιχ. α' - δ', 210, 211
και 222.

235 -
διερμηνέας που διορίστηκε νόμιμα είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί την εντολή, εκτός αν
συντρέχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 190. Εναντίον εκείνου που χωρίς
εύλογη αιτία αρνείται την εντολή εφαρμόζονται αναλόγως οι κυρώσεις των άρθρων 201 και 202 που
προβλέπονται για τους πραγματογνώμονες.

236 -
1. διερμηνέας, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, οφείλει να ορκιστεί στο ιερό ευαγγέλιο
ενώπιον εκείνου που τον διόρισε, ότι θα μεταφράσει με ακρίβεια και πιστότητα όλα όσα θα
ειπωθούν κατά τη συζήτηση ή, αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 237, τα έγγραφα.
2. ια τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 220, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του
άρθρου εκείνου.

237 - Μ
1. Όταν πρόκειται να γίνει μετάφραση εγγράφων που απαιτεί οπωσδήποτε μακρόχρονη
απασχόληση, ορίζεται προθεσμία στην οποία ο διερμηνέας θα πρέπει να παραδώσει τη
μετάφραση˙ η προθεσμία μπορεί να παραταθεί. Αν περάσει άπρακτη, παύεται ο διερμηνέας που
είχε διοριστεί και διορίζεται άλλος. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που διορίστηκε ασκεί τα έργα του
κατά τρόπο ανεπαρκή ή αμελή.
2. Κατ' εξαίρεση, όταν ένας μάρτυρας ή κατηγορούμενος αγνοεί την ελληνική γλώσσα και
αποδεικνύεται ότι δεν είναι εύκολος ο διορισμός κατάλληλου διερμηνέα, μπορεί κατά την ανάκριση
να δώσει γραπτή κατάθεση ή απολογία σε ξένη γλώσσα˙ η κατάθεση εντάσσεται στη δικογραφία
μαζί με τη μετάφραση, που γίνεται αργότερα σύμφωνα με την παρ. 1.

238 - Δ
Όταν η γλώσσα είναι ελάχιστα γνωστή, μπορεί στην ανάγκη να διοριστεί διερμηνέας του
διερμηνέα.

Ι ΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΔΙ ΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΠΡ ΤΟ
ΑΝΑ ΡΙΣΗ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

239 - Σ
1. Σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να
βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι' αυτό.
2. Κατά την ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας,
εξετάζεται και βεβαιώνεται αυτεπαγγέλτως όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του
κατηγορουμένου, καθώς και κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητά του και επηρεάζει την
επιμέτρηση της ποινής. Αν ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος, γίνεται ειδική έρευνα για την υγιεινή,
την ηθική και τη διανοητική του κατάσταση, για την προηγούμενη ζωή του, για τις οικογενειακές
συνθήκες και γενικά για το περιβάλλον του. ι' αυτό το σκοπό όποιος ενεργεί την ανάκριση μπορεί
να αναθέσει τη συλλογή των απαιτούμενων πληροφοριών σε έναν από τους επιμελητές που
υπηρετούν στην επιτόπια εταιρία προστασίας ανηλίκων.

240 - Τ
ς προς τον τόπο και το χρόνο της ανάκρισης δεν υπάρχει κανένας περιορισμός, δεν πρέπει
όμως να γίνεται σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο. Η ανάκριση μπορεί να γίνει και κατά τη διάρκεια
της νύχτας και Κυριακές και γιορτές.
754
241 - Η
Η ανάκριση γίνεται πάντοτε εγγράφως και χωρίς δημοσιότητα, διενεργείται με την παρουσία
δικαστικού γραμματέα ή δεύτερου ανακριτικού υπαλλήλου ή, αν δεν υπάρχουν αυτοί, με παρουσία
δύο μαρτύρων που έχουν τις προ ποθέσεις του άρθρου 150. Αν δεν είναι δυνατό να βρεθούν
τέτοιοι μάρτυρες, όποιος διενεργεί την ανάκριση είναι υποχρεωμένος να την ολοκληρώσει και μόνος
του. ια κάθε ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους.

242 - Α
1. Αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη
θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από
τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται
οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε
πολύ πρόσφατο χρόνο.
2. Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η
επόμενη μέρα από την τέλεση της πράξης.
3. Τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΠΡΟΑΝΑ ΡΙΣΗ

243 - Π
1. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο μετά γραπτή παραγγελία
του εισαγγελέα, από τον ανακριτή ενεργείται στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
"2. Αν από την καθυστέρηση απειλείται άμεσος κίνδυνος ή αν πρόκειται για αυτόφωρο
κακούργημα ή πλημμέλημα, όλοι οι κατά τα άρθρα 33 και 34 ανακριτικοί υπάλληλοι είναι
υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί
η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα˙
στην περίπτωση αυτή ειδοποιούν τον εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και του υποβάλλουν χωρίς
χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. εισαγγελέας, αφού λάβει τις εκθέσεις, ενεργεί
σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 43 κ.ε.."
"3. ι ανακριτικοί υπάλληλοι καλούν τους μάρτυρες για να εξεταστούν και τους κατηγορουμένους
για να απολογηθούν ενώπιον τους˙ σε αντίθετη περίπτωση, αφού ειδοποιήσουν ταυτόχρονα τον
οικείο εισαγγελέα, αναθέτουν την εξέταση μαρτύρων και τη λήψη απολογιών κατηγορουμένων, που
είναι κάτοικοι άλλων περιφερειών, στον αρμόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να
εκτελέσει την παραγγελία μέσα σε δέκα ημέρες. Τα ειρηνοδικεία που έχουν την έδρα τους στην
περιοχή της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης θεωρούνται γειτονικά.
"4. Η διάρκεια της προανάκρισης δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Αν συντρέχουν
εξαιρετικοί λόγοι, ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί για τέσσερις μήνες με έγκριση του
εισαγγελέα εφετών."

Σχόλια: - Η παρ. 2 και η εντός " " πρώτη περίοδος** της παρ. 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1
και 2 αντιστοίχως του άρθρου 11 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003), ενώ η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 3
του ανωτέρω άρθρου του ιδίου νόμου. Εξάλλου, στον νόμο γίνεται λόγος (μάλλον εσφαλμένα) για αντικατάσταση
(πρώτης) περιόδου. Πρόκειται, όμως, ορθότερον για κύρια πρόταση (ή ακόμα για υποεδάφιο) του πρώτου
εδαφίου της παρ. 3 του παρόντος και όχι για περίοδο, όρος που εύκολα μπορεί να παραπλανήσει. Σύμφωνα με
το άρθρο 20 του ν. 3500/2006 (Α' 232/24.10.2006), σε περίπτωση διαπράξεως εγκλήματος ενδοοικογενειακής
βίας, οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές που διενεργούν προανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2
του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται να ανακοινώνουν με οποιονδήποτε τρόπο το ονοματεπώνυμο του θύματος
και του κατηγορουμένου, τη διεύθυνση κατοικίας τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία είναι δυνατόν να
αποκαλύψουν την ταυτότητα τους. Οι παραβάτες της διατάξεως αυτής τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

244 - Π
Η προανάκριση δεν είναι αναγκαία για τα πταίσματα ή για τα πλημμελήματα που υπάγονται στην
αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, καθώς και για τα πλημμελήματα που δικάζονται
κατά την διαδικασία των αυτόφωρων σύμφωνα με τα άρθρα 417 κ.ε. Δεν είναι επίσης αναγκαία και
για τα άλλα πλημμελήματα, αν έγινε προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 31 παρ. 1α'). Σε όλες αυτές τις
περιπτώσεις ο εισαγγελέας μπορεί αμέσως να καλέσει τον κατηγορούμενο απευθείας στο
ακροατήριο. "Η διενέργεια προανάκρισης, εφόσον συντρέχουν οι προηγούμενες προ ποθέσεις,
επιτρέπεται μόνον για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων και για εξαιρετικούς
λόγους που πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα."
755
Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

245 - Π
"1. Η προανάκριση είναι συνοπτική και, αφού κληθεί ο κατηγορούμενος να απολογηθεί πριν από
σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες, περατώνεται: α) με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου ή β) με πρόταση του εισαγγελέα στο
δικαστικό συμβούλιο, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην επόμενη παράγραφο, σε πλημμελήματα
αρμοδιότητας του τριμελούς πλημμελειοδικείου, γ) σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 4
σε πλημμελήματα αρμοδιότητας του μονομελούς πλημμελειοδικείου ή δ) με παραγγελία του
εισαγγελέα στον ανακριτή, εφόσον προκύπτει τέλεση κακουργήματος. Στην τελευταία περίπτωση η
προανάκριση μπορεί και να διακοπεί κατά τον ίδιο τρόπο."
"2. Πρόταση στο συμβούλιο γίνεται μόνο στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς
πλημμελειοδικείου και εφόσον ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την
παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι και
δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος μερικών από αυτούς ή πρέπει να κηρυχθεί
απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας μπορεί να χωρίσει
την υπόθεση και να την εισάγει μόνο ως προς αυτούς στο δικαστικό συμβούλιο".
"Πρόταση επίσης στο δικαστικό συμβούλιο γίνεται και όταν ο εισαγγελέας εφετών, στον οποίο
υποβάλλεται μετά την προανάκριση η δικογραφία, που αφορά πρόσωπα ιδιαζούσης δωσιδικίας,
αρμοδιότητας τριμελούς εφετείου, κρίνει ότι δεν συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή
του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και παραγγέλλει την εισαγωγή της υποθέσεως στο αρμόδιο
δικαστικό συμβούλιο."
3. Αν από την προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, η
δικογραφία τίθεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα στο αρχείο. Το ίδιο μπορεί να πράξει ο
εισαγγελέας και αν ο δράστης παραμένει άγνωστος μετά από προανάκριση κατά το άρθρο 243
παρ. 2 εδ. α'. Στην περίπτωση αυτήν η κατά το άρθρο 43 ποινική δίωξη θεωρείται ότι ασκήθηκε με
την έκδοση της πιο πάνω πράξης του εισαγγελέα, η οποία πρέπει να περιέχει και το χαρακτηρισμό
του αδικήματος και το χρόνο τέλεσής του. Αν ακολούθως αποκαλυφθεί ο δράστης, η δικογραφία
ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία. Αν οι κατηγορούμενοι είναι
περισσότεροι, η αρχειοθέτηση γίνεται μόνον ως προς αυτόν που παρέμεινε άγνωστος.
"4. Στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν
από την προανάκριση ή από την προκαταρκτική εξέταση που τυχόν διατάχθηκε δεν προέκυψαν
επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή προέκυψε ότι η
κατηγορία είναι νομικά αβάσιμη, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών αρχειοθετεί την υπόθεση με
αιτιολογημένη διάταξη του, την οποία υποβάλλει για έγκριση στον εισαγγελέα εφετών, μαζί με τη
σχετική δικογραφία. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεν εγκρίνει την αρχειοθέτηση, παραγγέλλει στον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Αν η ποινική
δίωξη κινήθηκε ύστερα από έγκληση του παθόντος, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών επιδίδει την
ανωτέρω διάταξη στον εγκαλούντα, ο οποίος έχει το δικαίωμα να προσφύγει κατ' αυτής στον
εισαγγελέα εφετών μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την επίδοση. Αν η προσφυγή γίνει
δεκτή ο εισαγγελέας εφετών παραγγέλλει στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται κατά τα λοιπά αναλόγως το
άρθρο 48 του Κ.Π.Δ..
5. Αν μετά την αρχειοθέτηση και πριν από την παραγραφή της πράξης προκύψουν νέα
περιστατικά ή στοιχεία που κατά την κρίση του εισαγγελέα δικαιολογούν την επανεξέταση της
υπόθεσης, αυτός την ανασύρει από το αρχείο με έγκριση του εισαγγελέα εφετών και ενεργεί
σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3. Όσο χρόνο ισχύει η αρχειοθέτηση, η διάταξη
του εισαγγελέα πλημμελειοδικών παράγει τα έννομα αποτελέσματα της παραγράφου 1 του άρθρου
57."

Σχόλια: - Το εντός " " τρίτο εδάφιο της παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3189/2003 (Α'
243).

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΡΙΑ ΑΝΑ ΡΙΣΗ

246 - Π
1. Την κύρια ανάκριση την ενεργεί μόνον ο ανακριτής μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η
οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει.
756
"2. εισαγγελέας μπορεί να δώσει την παραγγελία προς τον ανακριτή, σε οποιοδήποτε στάδιο
της προανάκρισης και αμέσως μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης."
"3. Τέτοια παραγγελία δίνει ο εισαγγελέας: α) σε κακουργήματα, β) σε πλημμελήματα στα οποία
κατά την κρίση του συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι στον κατηγορούμενο
κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 282."

Σχόλια: - Σχετικά με το παρόν άρθρο βλ. και το άρθρο 8 (παρ. 6) του ν. 3126/2003 (Α'66/19.3.2003) περί
ποινικής ευθύνης υπουργών.- Οι παρ. 2 και 3 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1 και 2 αντιστοίχως
του άρθρου 13 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

247 - Δ
1. ανακριτής έχει το δικαίωμα να μην εκτελέσει την παραγγελία του εισαγγελέα για την ενέργεια
κύριας ανάκρισης, μόνον αν θεωρεί τον εαυτό του αναρμόδιο ή αν η πράξη δεν έχει αξιόποινο
χαρακτήρα ή αν παραγράφηκε το αξιόποινον ή αν υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν ή αναστέλλουν
την ποινική δίωξη.
2. Στις περιπτώσεις αυτές, για τη διαφωνία αποφασίζει το δικαστικό συμβούλιο.

248 - Ε
1. όλις ο ανακριτής λάβει την παραγγελία του εισαγγελέα ενεργεί όλες τις ανακριτικές πράξεις
που θεωρεί κατά την κρίση του αναγκαίες για να εξακριβωθούν το έγκλημα και οι υπαίτιοι˙ τις τυχόν
προτάσεις του εισαγγελέα τις λαμβάνει υπόψη του μόνον αν το κρίνει σκόπιμο.
2. ανακριτής οφείλει επίσης να βεβαιώσει τη ζημία που προκλήθηκε από το έγκλημα, αν αυτό
είναι αναγκαίο για τη δικαστική κρίση σχετικά με το έγκλημα ή κάποια από τις περιστάσεις του ή αν
παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων εκείνος που αδικήθηκε.
3. Αν προηγήθηκε προανάκριση, ο ανακριτής ενεργεί και πάλι τις ανακριτικές πράξεις που έχουν
ήδη γίνει, όταν αυτές χρειάζονται συμπλήρωση ή δεν έγιναν νομότυπα ή όταν το κρίνει σκόπιμο.
"4. ανακριτής οφείλει να περατώσει την κύρια ανάκριση μέσα σε ένα έτος και τη
συμπληρωματική ανάκριση μέσα σε τρεις μήνες αφότου η δικογραφία περιέλθει σε αυτόν. ι
προθεσμίες αυτές μπορούν να παραταθούν τμηματικά μέχρι έξι (6) μήνες και δύο (2) μήνες, με
αιτιολογημένη σε κάθε περίπτωση απόφαση του οικείου δικαστικού συμβουλίου, στο οποίο ο
ανακριτής απευθύνεται πριν από τη συμπλήρωση των πιο πάνω προθεσμιών. Κατ' εξαίρεση για τα
Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και εσσαλονίκης, η παράταση μπορεί να δοθεί με τις
προ ποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, για ένα (1) έτος και έξι (6) μήνες, αντίστοιχα".

Σχόλια: Η εντός " " παρ. 4 του παρόντος άρθρου προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2721/99 (Α'
112), ισχύει δε, από 3.6.99.

249 - Ε
1. ανακριτής μπορεί να μεταβαίνει για να διενεργήσει ανάκριση, έξω από την έδρα του με
σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα πλημμελειοδικείου, ή και σε άλλη δικαστική περιφέρεια, αν το
εγκρίνει ο εισαγγελέας του εφετείου. Στην τελευταία περίπτωση ειδοποιείται ο εισαγγελέας εφετών
της περιφέρειας όπου πρόκειται να γίνει η ανάκριση, ο οποίος και ασκεί από το χρόνο της
ειδοποίησης την εποπτεία που αναφέρει το άρθρο 35.
2. ανακριτής μπορεί να αναθέσει σε άλλον ανακριτικό υπάλληλο τις πράξεις που πρόκειται να
διενεργηθούν έξω από την έδρα του, μέσα όμως στη δική του δικαστική περιφέρεια. Επίσης
αναθέτει στον αρμόδιο ανακριτή ή ανακριτικό υπάλληλο εκείνες που πρόκειται να γίνουν έξω από
την περιφέρειά του, ειδοποιώντας συγχρόνως τον οικείο εισαγγελέα.
3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο ανακριτής μπορεί να αναθέσει τη διενέργεια ορισμένων πράξεων
σε άλλον ανακριτή ή σε οποιονδήποτε προανακριτικό υπάλληλο της έδρας του, ειδοποιώντας
συγχρόνως τον οικείο εισαγγελέα εφετών.

250 - Ε
1. ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συμμετείχαν
στην ίδια πράξη. Δεν μπορεί όμως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και αν
είναι συναφής.
2. Αν κατά την πορεία της ανάκρισης ανακαλυφθούν και άλλες αξιόποινες πράξεις που διώκονται
αυτεπαγγέλτως, ο ανακριτής τις ανακοινώνει στον εισαγγελέα, χωρίς εν τω μεταξύ να εμποδίζεται
να ενεργεί τις κατεπείγουσες ανακριτικές πράξεις για τη βεβαίωσή τους. Στην περίπτωση αυτή ο
εισαγγελέας ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του κώδικα.

757
ΤΜΗΜΑ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΝΑ ΡΙΤΙ ΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

251 -
ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι που αναφέρονται "στα άρθρα 33 και 34", όταν λάβουν
παραγγελία του εισαγγελέα, και στις περιπτώσεις του άρθρου 243 παρ. 2 αυτεπαγγέλτως, οφείλουν
χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να
εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού
πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν
έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη
συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του
εγκλήματος.

Σχόλια: - Η εντός " " φράση τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003).

252 - Δ .
1. Όταν γίνεται αυτοψία, έρευνα και κατάσχεση, οι αναφερόμενοι στο προηγούμενο άρθρο έχουν
δικαίωμα να κλείνουν κατοικίες ολικά ή μερικά, να θέτουν σφραγίδες, να διορίζουν φύλακες και
γενικά να παίρνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μην υπεξαιρεθούν, υπεξαχθούν ή
μεταβληθούν αντικείμενα χρήσιμα στην ανάκριση ούτε να απομακρυνθούν ή να ξεφύγουν από τις
έρευνές τους άνθρωποι ύποπτοι.
2. πορούν επίσης να διατάξουν να μην απομακρυνθεί κανένας πριν από το τέλος της έρευνας
και να έρθουν πάλι όσοι απομακρύνθηκαν.
3. Αν κάποιος, όσο γίνονται οι παραπάνω ή άλλες ανακριτικές πράξεις, διαταράσσει με
οποιονδήποτε τρόπο την ησυχία και την τάξη ή εναντιώνεται στα μέτρα που διατάχθηκαν, όσοι
αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο έχουν δικαίωμα να διατάξουν την απομάκρυνσή του˙ αν
αυτός επιμένει να θορυβεί ή να εναντιώνεται, μπορούν να διατάξουν την κράτησή του έως είκοσι
τέσσερις ώρες. Το γεγονός αυτό αναφέρεται στην έκθεση της ανάκρισης. Όταν εκείνος που θορυβεί
ή εναντιώνεται είναι συνήγορος διάδικου, όσοι ενεργούν την ανάκριση έχουν δικαίωμα να διατάξουν
μόνο την απομάκρυνσή του, που εκτελείται βίαια αν αρνείται να απομακρυνθεί. Σ' αυτή την
περίπτωση οι παραπάνω οφείλουν να διορίσουν για τον κατηγορούμενο άλλο συνήγορο, όπου ο
νόμος το επιβάλλει.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΕΡΕ ΝΕΣ

253 - Π
Αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργημα ή πλημμέλημα, έρευνα διενεργείται όταν μπορεί βάσιμα
να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η
βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί ή να
διευκολυνθεί μόνο με αυτήν.

253 Α - "Α
1. "Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 187 και για τις
αξιόποινες πράξεις του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη
διενέργεια:"
α) ανακριτικής διείσδυσης, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των επόμενων
παραγράφων και όπως κατά τα λοιπά η διείσδυση προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου
25Β του ν. 1729/1987 "Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και
άλλες διατάξεις" όπως ισχύει, και στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ν. 2713/1999 " πηρεσία
Εσωτερικών ποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις", εφόσον η ανακριτική
διείσδυση περιορίζεται στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση εγκλημάτων,
την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει,
β) ελεγχόμενων μεταφορών, με την τήρηση των ίδιων εγγυήσεων και διαδικασίες, όπως κατά τα
λοιπά οι μεταφορές αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993 " ύθμιση θεμάτων
758
εκτελέσεων ποινών επιταχύνσεως και εκσυγχρονισμού των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης
και άλλων θεμάτων", όπως ισχύει,
γ) άρσης του απορρήτου, με την τήρηση των ίδιων εγγυήσεων και διαδικασίες, όπως κατά τα
λοιπά η άρση αυτή προβλέπεται στα άρθρα 4 και 5 του ν. 2225/1994 " ια την προστασία της
ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις",
δ) καταγραφής δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας
ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα με την τήρηση των ίδιων εγγυήσεων και διαδικασίες, όπως κατά τα
λοιπά η καταγραφή προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 του παραπάνω ν. 2713/1999
και
ε) συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με την τήρηση των ίδιων
εγγυήσεων και διαδικασίες και υπό τους ουσιαστικούς όρους και προ ποθέσεις του ν. 2472/1997
"Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα."
"2. ι ανακριτικές πράξεις της προηγούμενης παραγράφου διεξάγονται μόνο:
α) αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι έχει τελεσθεί αξιόποινη πράξη των παραγράφων 1 και 2
του άρθρου 187 ή αξιόποινη πράξη του άρθρου 187Α του Ποινικού Κώδικα,
β) αν η εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης ή η εξιχνίαση των τρομοκρατικών πράξεων του
άρθρου 187Α είναι διαφορετικά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής."
3. ια τη διενέργεια των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 ανακριτικών πράξεων, καθώς και για
το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου
σκοπού αποφαίνεται με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμά του το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μετά
από πρόταση του εισαγγελέα. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την έρευνα μπορεί να διατάξει
ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής. Στην περίπτωση αυτή ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής είναι
υποχρεωμένοι να εισαγάγουν το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο μέσα σε προθεσμία
τριών ημερών. Διαφορετικά η ισχύς της σχετικής διάταξης παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της
τριήμερης προθεσμίας.
4. Κάθε στοιχείο ή γνώση που αποκτήθηκε κατά τη διενέργεια των αναφερόμενων στην
παράγραφο 1 ανακριτικών πράξεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για τους λόγους που όρισε το
δικαστικό συμβούλιο. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται τα στοιχεία αυτά ή οι αποκτηθείσες γνώσεις να
χρησιμοποιηθούν για τη βεβαίωση εγκλήματος, τη σύλληψη δραστών και την εξάρθρωση άλλης
εγκληματικής οργάνωσης, εφόσον το δικαστικό συμβούλιο αποφανθεί ειδικώς περί αυτού.
5. ι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και κατά τη διενέργεια των αντίστοιχων
ερευνών που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους των οποίων οι ρυθμίσεις εξακολουθούν
να ισχύουν, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν. 2928/2001 (Α' 141/27.6.2001).- Το εντός " "
πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και η παρ. 2 του παρόντος τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1 και 2 του
άρθρου 42 του ν. 3251/2004 (Α' 127/9.7.2004).

254 - Ν
1. Η νυκτερινή έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται στις παρακάτω περιπτώσεις και μόνο στον
εισαγγελέα, στον ανακριτή, στους ειρηνοδίκες ή στους πταισματοδίκες και, αν αυτοί δεν υπάρχουν
ή κωλύονται, στους αξιωματικούς της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων:
α) αν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που διώκεται νόμιμα˙ β) αν κάποιος συλλαμβάνεται επ'
αυτοφώρω να διαπράττει μέσα στην κατοικία κακούργημα ή πλημμέλημα˙
γ) αν γίνεται συγκέντρωση σε κατοικία όπου παίζονται κατ' επάγγελμα τυχερά παιγνίδια ή η
κατοικία χρησιμοποιείται ως τόπος κατ' επάγγελμα ακολασίας˙
δ) αν πρόκειται για χώρους που είναι σε όλους προσιτοί τη νύκτα.
2. Η διάρκεια της νύκτας ορίζεται: από τις 8 το βράδυ έως τις 6 το πρωί για το διάστημα από την
1η κτωβρίου έως τις 31 αρτίου, και από τις 9 το βράδυ έως τις 5 το πρωί για το διάστημα από
την 1η Απριλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου.

255 - Δ
1. Όποιος στις περιπτώσεις των άρθρων 253 και 254 ενεργεί την έρευνα σε κατοικία
προσλαμβάνει και άλλον ανακριτικό υπάλληλο, με τον οποίο συμπράττει, εκτός αν αυτός έχει
προσληφθεί σύμφωνα με το άρθρο 150. Αν βρει την πόρτα κλειστή και ο ένοικος αρνείται να την
ανοίξει, μπορεί να την παραβιάσει παρουσία του ανακριτικού υπαλλήλου με τον οποίο συμπράττει.
2. Αν την έρευνα την ενεργούν αξιωματικός ή υπαξιωματικός της χωροφυλακής ή αξιωματικός
της αστυνομίας πόλεων, ως δεύτερος ανακριτικός υπάλληλος προσλαμβάνεται δικαστικός

759
λειτουργός, αν υπάρχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η έρευνα, διαφορετικά, προσλαμβάνεται
ο πρόεδρος της κοινότητας.
3. Αντίγραφο της έκθεσης για την έρευνα δίνεται ατελώς στον ένοικο της κατοικίας όπου έγινε
αυτή, με προφορική αίτησή του.

256 - Τ
Στις έρευνες των κατοικιών πρέπει να αποφεύγεται με επιμέλεια κάθε περιττή δημοσιότητα και
κάθε ενόχληση των ενοίκων που δεν είναι απόλυτα αναγκαία, πρέπει επίσης να καταβάλλεται
μέριμνα για τη διαφύλαξη της υπόληψης και των ατομικών μυστικών που δεν έχουν σχέση με την
πράξη της κατηγορίας, καθώς και να διεξάγεται η ενέργεια με κάθε ευπρέπεια και κοσμιότητα.
Όποιος διεξάγει την έρευνα πρέπει να προσκαλεί τον ένοικο των διαμερισμάτων που θα
ενεργηθούν να παρευρίσκεται κατά τη διεξαγωγή της. Σε περίπτωση απουσίας του, προσκαλείται
να παρευρεθεί ένας γείτονας.

257 - Σ
1. Στους κατηγορουμένους γίνεται σωματική έρευνα, όταν εκείνος που διεξάγει την ανάκριση
κρίνει ότι εξαιτίας σπουδαίων λόγων είναι χρήσιμη για την εξακρίβωση της αλήθειας˙ σε τρίτα
πρόσωπα γίνεται, όταν υπάρχει σοβαρή και βάσιμη υπόνοια ή απόλυτη ανάγκη. Πάντως η έρευνα
θα πρέπει να ενεργείται οπωσδήποτε με τρόπο που να μη θίγει, όσο είναι δυνατό, το αίσθημα
ντροπής του προσώπου.
2. Η σωματική έρευνα σε γυναίκα πρέπει να γίνεται μπροστά στον ανακριτικό υπάλληλο που τη
διεξάγει και από γυναίκα της εκλογής του, η οποία δίνει τον όρκο του πραγματογνώμονα. Κατά τα
άλλα εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζει το άρθρο 199.
3. Η σωματική έρευνα πρέπει να γίνεται ιδιαιτέρως και χωριστά για κάθε πρόσωπο. Αν
αναζητείται ορισμένο πράγμα ή έγγραφο, εκείνος που ενεργεί την έρευνα καλεί προηγουμένως τον
κάτοχό του να το παραδώσει.

258 - Σ
όλις τελειώσει μια έρευνα, συντάσσεται έκθεση κατά τα άρθρα 149 κ.ε. Τα πράγματα που
βρέθηκαν κατάσχονται και υποβάλλονται σε μεσεγγύηση με την τήρηση των άρθρων 259 και 264 -
266.

259 - Μ
Όποιος ενεργεί την ανάκριση μπορεί να προβαίνει οποτεδήποτε σε μεσεγγύηση πραγμάτων ή
εγγράφων που σχετίζονται με το έγκλημα, ακόμη και όταν δεν κατασχέθηκαν αλλά απλώς
παραδόθηκαν σε αυτόν.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΤΑΣ ΕΣΗ

260 -
1. Όσοι αναφέρονται στο άρθρο 251 μπορούν αυτοπροσώπως να κατάσχουν τίτλους αξιών, στις
τράπεζες ή σε άλλα ιδρύματα δημόσια ή ιδιωτικά, σε ποσότητες που είναι κατατεθειμένες σε
τρεχούμενο λογαριασμό και κάθε άλλο κατατεθειμένο πράγμα ή έγγραφο και όταν αυτά περιέχονται
σε κιβωτίδια ασφάλειας, έστω και αν δεν ανήκουν στον κατηγορούμενο ή δεν είναι γραμμένα στο
όνομά του, αρκεί να σχετίζονται με το έγκλημα.
2. Τα πρόσωπα αυτά έχουν το δικαίωμα να εξετάσουν την αλληλογραφία και όλες τις πράξεις της
τράπεζας ή του ιδρύματος για να βρουν τα πράγματα που πρέπει να κατασχεθούν ή για να
βεβαιώσουν άλλες περιστάσεις χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. Σε περίπτωση άρνησης
προβαίνουν σε έρευνα και κατάσχεση των χρήσιμων εγγράφων και πραγμάτων.

261 -
ι δημόσιοι υπάλληλοι γενικά στους οποίους έχει ανατεθεί έστω και προσωρινά δημόσια
υπηρεσία και τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 212 οφείλουν, αν διαταχθούν από
εκείνον που κάνει την ανάκριση, να παραδώσουν στη δικαστική αρχή τα έγγραφα και στο
πρωτότυπό τους ακόμα, καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο που βρίσκεται στην κατοχή τους λόγω
των καθηκόντων τους, του λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους, εκτός αν δηλώσουν
εγγράφως, έστω και αναιτιολόγητα, ότι πρόκειται για διπλωματικό ή στρατιωτικό μυστικό που

760
ανάγεται στην ασφάλεια του κράτους ή μυστικό που σχετίζεται με το λειτούργημα ή το επάγγελμά
τους.

262 -
1. Αν εκείνος που εκτελεί την κατάσχεση νομίζει ότι η δήλωση που έγινε σύμφωνα με το άρθρο
261 δεν είναι αληθής και πρόκειται σύμφωνα με αυτήν για μυστικό του κράτους από τα
αναφερόμενα στο άρθρο 261, σφραγίζει το έγγραφο ή το εξασφαλίζει με άλλον τρόπο χωρίς να
μάθει το περιεχόμενό του και αναφέρεται στον εισαγγελέα εφετών που ειδοποιεί σχετικά τον
πουργό Δικαιοσύνης˙ ο πουργός έχει δικαίωμα είτε να επιτρέψει την κατάσχεση είτε όχι, με την
επιφύλαξη της ποινικής και κάθε άλλης ευθύνης, αν η δήλωση αποδειχθεί ψευδής.
2. ποιαδήποτε έρευνα και κατάσχεση κάθε εγγράφου που έχει κατατεθεί στο πουργείο
Εξωτερικών επιτρέπεται μόνο με άδεια των πουργών Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, οι οποίοι την
παρέχουν αν κατά την κρίση τους δεν βλάπτονται τα εθνικά συμφέροντα.
3. Αν ο κάτοχος δηλώσει ότι πρόκειται για μυστικό του λειτουργήματος ή του επαγγέλματος των
προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 212 και εκείνος που κάνει την κατάσχεση νομίζει ότι η
δήλωση δεν είναι αληθής, σφραγίζει το έγγραφο ή το εξασφαλίζει με άλλον τρόπο, χωρίς να μάθει
το περιεχόμενό του και ζητεί από το διοικητικό συμβούλιο του οικείου συλλόγου, δικηγορικού,
ιατρικού ή φαρμακευτικού, ή από τον οικείο μητροπολίτη να κρίνει αν το έγγραφο περιέχει
επαγγελματικό απόρρητο ή εξομολόγηση. Σε περίπτωση που σε αυτό το ζήτημα θα δοθεί αρνητική
απάντηση, το έγγραφο κατάσχεται, με επιφύλαξη της ποινικής και κάθε άλλης ευθύνης αν η
δήλωση αποδειχθεί ψευδής.

263 -
1. Αν κατά την πορεία της ανάκρισης δεν έγινε δυνατή ή δεν θεωρήθηκε αναγκαία η κατάσχεση
πραγμάτων ή εγγράφων σχετικών με το έγκλημα, η κατάσχεση μπορεί να διαταχθεί από το
δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης και αυτεπαγγέλτως, οπότε ενεργείται από τον εντελλόμενο γι'
αυτήν ανακριτικό υπάλληλο μόλις γίνει δυνατή η διενέργειά της.
2. Σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης, η κατάσχεση, οποτεδήποτε θεωρηθεί ότι μπορεί να
γίνει και ανεξάρτητα αν η ποινή εκτίθηκε ή αποσβέστηκε με άλλον τρόπο, διατάσσεται από τον
εισαγγελέα και αυτεπαγγέλτως. ια την τύχη των πραγμάτων ή των εγγράφων που κατασχέθηκαν
αποφασίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 373.

264 - Α
1. Εκείνος που έκανε την κατάσχεση μπορεί να επιτρέπει να χορηγούνται ατελώς αντίγραφα σ'
αυτούς που κατείχαν τα έγγραφα πριν από την κατάσχεση˙ μπορεί επίσης να κρατήσει και ο ίδιος
αντίγραφο από τα έγγραφα που είχαν παραδοθεί, επιστρέφοντας τα πρωτότυπα.
2. ι δημόσιοι υπάλληλοι και οι δικηγόροι μπορούν να εκδίδουν αντίγραφα, αποσπάσματα και
πιστοποιητικά από τα έγγραφα που τους αποδόθηκαν, σε πρωτότυπο ή σε αντίγραφο, από τον
ανακριτικό υπάλληλο, αν όμως έγινε κατάσχεση, πρέπει να μνημονεύουν την εκτέλεσή της.
3. Σε κάθε περίπτωση το πρόσωπο ή το ίδρυμα ή το γραφείο, όπου έγινε η κατάσχεση, έχει
δικαίωμα να πάρει ατελώς πιστοποιητικό σχετικό με αυτήν.

265 - Δ
1. Αν το έγγραφο που πρέπει να κατασχεθεί αποτελεί μέρος τόμου ή βιβλίου, από το οποίο δεν
μπορεί να αποσπαστεί, και εκείνος που διενεργεί την ανάκριση νομίζει ότι δεν είναι αρκετό να πάρει
αντίγραφο, ολόκληρος ο τόμος ή το βιβλίο παραδίδεται για φύλαξη στο γραμματέα του
δικαστηρίου˙αυτός, με άδεια του ανακριτή ή του εισαγγελέα, εκδίδει για τους ενδιαφερόμενους,
ύστερα από αίτησή τους, αντίγραφα, αποσπάσματα ή πιστοποιητικά μερών του τόμου ή του
βιβλίου, μνημονεύοντας τη μερική κατάσχεση. Στον πριν από την κατάσχεση κάτοχο παρέχονται
ατελώς τέτοιου είδους αντίγραφα, αποσπάσματα ή πιστοποιητικά.
2. Σ' αυτή την περίπτωση δίνεται στον κάτοχο ατελώς αντίγραφο της έκθεσης για την κατάσχεση.

266 -
1. Τα πράγματα που κατασχέθηκαν παραδίδονται για φύλαξη στον γραμματέα του δικαστηρίου,
εκτός αν δεν είναι δυνατή η φύλαξη από αυτόν, οπότε όποιος ενεργεί την ανάκριση διατάσσει να
φυλαχθούν αλλού και διορίζει φύλακα ικανό και φερέγγυο. ρήματα ή άλλα τιμαλφή καταθέτονται
στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία του.
2. Στην έκθεση για την παράδοση μνημονεύεται η υποχρέωση του φύλακα να διαφυλάξει τα
πράγματα και να τα παραδώσει οποτεδήποτε το ζητήσει η δικαστική αρχή˙ ο ανακριτικός
761
υπάλληλος μπορεί να επιβάλει στον φύλακα και την καταβολή εγγύησης που παραδίδεται στο
γραμματέα του πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου της κατοικίας.
3. Τα κατά την παράγραφο. 1 πράγματα, εφόσον παρήλθε πενταετία από την κατάσχεσή τους
χωρίς να εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση για την τύχη τους, καταστρέφονται, αν είναι
άχρηστα, άνευ αξίας ή ευτελούς αξίας. Η καταστροφή αποφασίζεται, αφού διαπιστωθεί ότι δεν
έχουν αποδεικτική αξία και ενεργείται από επιτροπή που αποτελείται: α) από έναν εισαγγελέα ή
αντεισαγγελέα πρωτοδικών, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον εισαγγελέα που
διευθύνει την οικεία εισαγγελία και β) από έναν υπάλληλο της γραμματείας του πρωτοδικείου και
έναν της εισαγγελίας, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον πρόεδρο και τον
εισαγγελέα πρωτοδικών αντίστοιχα. υπαρά ή επιβλαβή για τη δημόσια υγεία πράγματα
καταστρέφονται και αν δεν έχει παρέλθει πενταετία από την κατάσχεσή τους. Όπλα και πυρομαχικά
παραδίδονται στην αρμόδια στρατιωτική υπηρεσία μετά από έγγραφη πρόσκληση του εισαγγελέα.
ια την παράδοση συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο.

Σχόλια: - Η παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2298/1995 (Α' 62).

267 - Σ
Αν υπάρχει ανάγκη, όποιος ενεργεί την κατάσχεση ασφαλίζει τα πράγματα ή τα έγγραφα που
κατασχέθηκαν είτε θέτοντας τη σφραγίδα της υπηρεσίας είτε με άλλον τρόπο˙ επίσης, σε όσους
έχουν συμφέρον επιτρέπεται να θέσουν και τη δική τους σφραγίδα, αν παρίστανται και το ζητήσουν.
Η αποσφράγιση γίνεται μπροστά τους, αν αυτό είναι δυνατό, αφού προηγουμένως βεβαιωθεί ότι
δεν έχουν παραβιαστεί οι σφραγίδες.

268 - Α .

1. Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση εφοδιάζεται, αν είναι δυνατό, με αντίγραφα των εγγράφων
που κατασχέθηκαν και με φωτογραφίες ή άλλες αναπαραστάσεις των πραγμάτων που
κατασχέθηκαν και μπορούν να αλλοιωθούν ή είναι δύσκολο να φυλαχθούν.
2. ια τα πράγματα που μπορούν να φθαρούν διατάσσεται από εκείνον που ενεργεί την ανάκριση
η πώληση κατά προτίμηση με δημόσιο πλειστηριασμό, ή η καταστροφή, αν ο νόμος απαγορεύει την
κατοχή τους.
3. Σε κάθε περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει να αρθεί η
κατάσχεση, αν δεν είναι πιθανό ότι από αυτό το λόγο θα δημιουργηθούν δυσχέρειες στην
εξακρίβωση της αλήθειας.

269 -
ια την κατάσχεση των εφημερίδων και άλλων εντύπων τηρούνται οι σχετικές διατάξεις του
Συντάγματος και του νόμου "περί τύπου".

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΠΟ Ο ΙΑ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ

270 - Α
1. Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος.
πορεί όμως να θεωρηθεί τελειωμένη, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος δεν παρουσιάστηκε για να
απολογηθεί ύστερα από κλήτευση που του έγινε, αν δεν προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις
εναντίον του.
2. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν παρουσιάζεται και ο
ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί
τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής, σύμφωνα με τα άρθρα 272
και 276.

271 -
1. Κλήση προς τον κατηγορούμενο μπορεί να εκδοθεί και στις περιπτώσεις που συγχωρείται
προσωρινή κράτηση.
2. Η κλήση γίνεται εγγράφως και πρέπει να αναφέρει την αξιόποινη πράξη για την οποία
διεξάγεται ανάκριση, να έχει την επίσημη σφραγίδα και να έχει υπογραφεί από τον ανακριτή και το
γραμματέα˙ η επίδοσή της γίνεται στον κλητευόμενο είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από
την ημέρα που ορίζεται για την εμφάνισή του.
762
272 -
Αν ο κατηγορούμενος που κλήθηκε δεν εμφανίσθηκε, μπορεί να εκδοθεί εναντίον του ένταλμα
βίαιης προσαγωγής αν δεν συντρέχει περίπτωση να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σύμφωνα με το
άρθρο 276.

273 - Ε
"1. α) Όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα, του
πταισματοδίκη ή του ειρηνοδίκη που ενεργεί την προανάκριση ή των ανακριτικών υπαλλήλων που
προβλέπουν τα άρθρα 33 και 34, αυτοί είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της
ταυτότητας του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριο του,
προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει την τωρινή διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής
του (πόλη, χωριό, συνοικία, οδό, αριθμό). Τα στοιχεία αυτά καταχωρίζονται στην έκθεση της
απολογίας."
β) Αν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν έχει δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο και δεν
αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται, όποιος ενεργεί την εξέταση καταχωρίζει στην έκθεση
της απολογίας το γεγονός αυτό, καθώς και τα κατά τη δήλωση του κατηγορουμένου στοιχεία της
ταυτότητάς του, αποστέλλοντας αμέσως απόσπασμα του μέρους αυτού της έκθεσης στον
εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη. εισαγγελέας ελέγχει την ακρίβεια των στοιχείων της
ταυτότητας που δηλώθηκαν και ασκεί ποινική δίωξη, αν υπάρχει περίπτωση παράβασης του
άρθρου 225 παρ. 2 του Π.Κ. ή των διατάξεων του ν.δ. 127/1969 ή του Ν. 1975/1991, όπως
ισχύουν.
γ) σότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστεί, κάθε έγγραφο της
προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο,
επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο, αν η επίδοση γίνει στη διεύθυνση της κατοικίας ή της
διαμονής του που δηλώθηκε αρχικά, σύμφωνα με τα παραπάνω, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε
δηλώσει μεταβολή της πριν από την επίδοση. "Τέτοια δήλωση ως προς τη μεταβολή της κατοικίας ή
της διαμονής, μαζί με την ακριβή διεύθυνση, πρέπει να γίνεται εγγράφως στον εισαγγελέα που
άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του
δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί." Επάνω στη δήλωση συντάσσεται έκθεση για την παράδοσή της,
η οποία καταχωρίζεται σε ειδικό αλφαβητικό ευρετήριο που τηρείται στο γραφείο του εισαγγελέα.
Αντίγραφο της δήλωσης μαζί με τη σχετική έκθεση για την παράδοσή της εντάσσεται χωρίς
χρονοτριβή στην οικεία δικογραφία. ς τέτοια δήλωση κατοικίας ή διαμονής θεωρείται και εκείνη
που αναγράφεται στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου ή της προσφυγής κατά της απευθείας
κλήσεως ή στην περί αναιρέσεως δήλωση της παρ. 2 του άρθρου 473. Στην τελευταία περίπτωση,
η περί αναιρέσεως δήλωση του κατηγορουμένου ή αντίγραφα αυτής επισυνάπτεται στην οικεία
δικογραφία, μερίμνη του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. "Αν ο κατηγορούμενος
δήλωσε διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής ή αρνήθηκε να δηλώσει τα
πιο πάνω στοιχεία, οι επιδόσεις γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών όπου
ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Αν έχει
διοριστεί αντίκλητος, οι επιδόσεις γίνονται μόνο σε αυτόν."
δ) Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση ή την προανάκριση υπενθυμίζει στον κατηγορούμενο την
υποχρέωσή του, κατά το προηγούμενο εδάφιο και τις συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης,
μνημονεύοντας ρητά το γεγονός αυτό στην έκθεση της απολογίας.
ε) Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην
αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στο εδ. γ' της παραγράφου αυτής, γίνονται μόνο στο
συνήγορο που διορίσθηκε κατά το άρθρο 96 παρ. 1 και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν
από αυτούς. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του
προηγούμενου εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου
πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνον γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Αν ο
κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή
έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας
του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η
προανάκριση. γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για
κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να
πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την
ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής
με τον κατηγορούμενο. Η διάταξη του εδαφίου δ' της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται αναλόγως και
στο ακροατήριο. Την υπόμνηση οφείλει να κάνει ο διευθύνων τη συζήτηση και γίνεται σχετική μνεία
στα πρακτικά.
763
2. Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του,
σύμφωνα με το άρθρο 103, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια
την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα
της υπεράσπισής του. κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Επίσης έχει
δικαίωμα να παραδώσει την απολογία του γραπτή. Σε αυτήν την περίπτωση όποιος ενεργεί την
ανάκριση απευθύνει στον κατηγορούμενο τις απαραίτητες ερωτήσεις για να αποσαφηνιστεί το
περιεχόμενο της έγγραφης απολογίας. ι ερωτήσεις πρέπει να αναγράφονται ρητά στην έκθεση.
3. ι διατάξεις των άρθρων 223 παρ. 2, 3 και 5 και 225 εφαρμόζονται και για την εξέταση
κατηγορουμένων.

Σχόλια: - Τα εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και δεύτερο εδάφιο της περ. γ' της παρ. 1 τίθενται όπως
αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 14 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003), ενώ το εντός " " εδάφιο
στο τέλος της περ. γ' της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου του ιδίου νόμου.

274 -
κατηγορούμενος πρέπει να καλείται να εκθέσει πλήρως τους λόγους που συμβάλλουν στην
υπεράσπισή του. Όποιος ενεργεί την εξέταση πρέπει να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό που
επικαλέσθηκε υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Σ Η Η ΑΙ ΠΡΟΣ ΡΙΝΗ ΡΑΤΗΣΗ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ

275 - Σ
"1. Προκειμένου για αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα οι ανακριτικοί υπάλληλοι των
άρθρων 33 και 34, καθώς και κάθε αστυνομικό όργανο, έχουν υποχρέωση, ενώ οποιοσδήποτε
πολίτης το δικαίωμα, να συλλάβουν το δράστη, τηρώντας τις διατάξεις του Συντάγματος και του
άρθρου 279 του Κώδικα για την άμεση προσαγωγή του στον εισαγγελέα."
2. Στα εγκλήματα που διώκονται με έγκληση δεν επιτρέπεται η σύλληψη, εκτός αν
προηγουμένως υποβληθεί η έγκληση, έστω και προφορικά, σ' εκείνον που έχει το δικαίωμα να
συλλάβει το δράστη (άρθρα 42 και 46).
3. Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα ο αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών
έχει το δικαίωμα να εκδίδει εναντίον του δράστη που διώκεται ένταλμα σύλληψής του σύμφωνα με
όσα ορίζονται στα άρθρα 276 και 277˙ το ένταλμα αυτό μπορεί ο εισαγγελέας να το ανακαλεί ή να
το καταργεί.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 14 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003).

276 - Σ
1. Εκτός από την περίπτωση του άρθρου 275, κανείς δεν συλλαμβάνεται χωρίς ειδικά και
εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα του ανακριτή ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου,
που πρέπει να κοινοποιούνται κατά τη στιγμή της σύλληψης. Κοινοποίηση θεωρείται και η επίδειξη
σ' αυτόν που συλλαμβάνεται του σχετικού μέρους του Δελτίου Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ή
της ειδικής εγκυκλίου για την αναζήτηση, όταν αυτά μνημονεύουν τα στοιχεία της ταυτότητας του
προσώπου που διώκεται, τον αριθμό και τη χρονολογία του βουλεύματος ή του εντάλματος
σύλληψης, τον ανακριτή που το εξέδωσε και την αξιόποινη πράξη την οποία αφορούν, και επίσης
έχουν τυπωμένη στο τέλος την υπογραφή του διευθυντή του Κεντρικού ραφείου
Εγκληματολογικών πηρεσιών και τη σφραγίδα του.
2. ανακριτής εκδίδει το ένταλμα σύλληψης αφού προηγουμένως διατυπώσει γνώμη ο
εισαγγελέας, και μόνο στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 282.
Στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να διαταχθεί η σύλληψη και η προσωρινή κράτηση και από το
δικαστικό συμβούλιο.
3. Το ένταλμα σύλληψης περιέχει το όνομα, το επώνυμο, την κατοικία και την ακριβέστερη
δυνατή περιγραφή του προσώπου που συλλαμβάνεται, σημείωση για το έγκλημα για το οποίο
κατηγορείται και μνεία του άρθρου που το προβλέπει. χει επίσης την επίσημη σφραγίδα και την
υπογραφή του ανακριτή και του γραμματέα.

764
277 - Ε
1. Το ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται με το νόμιμο τύπο είναι εκτελεστό σε όλη την επικράτεια.
Η εκτέλεσή του γίνεται με τη φροντίδα του εισαγγελέα από τις αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί η
εκτέλεση ενταλμάτων.
2. Αν ο κατηγορούμενος βρίσκεται σε άλλη δικαστική περιφέρεια, ο εισαγγελέας μπορεί να
αποστείλει το ένταλμα σύλληψης απευθείας στην επιτόπια αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η
εκτέλεση ενταλμάτων.
3. Όλες οι πολιτικές και οι στρατιωτικές αρχές, μόλις τους επιδειχθεί το ένταλμα, οφείλουν να
βοηθήσουν για τη σύλληψη χωρίς αναβολή και μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς τους.
4. Η εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης που αφορά στρατιωτικό γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές
διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.

278 - Π
1. Σύλληψη δεν μπορεί να γίνει: α) όσο διαρκεί η ιερουργία, σε οίκημα που προορίζεται για τη
θεία λατρεία˙ β) τη νύχτα σε ιδιωτική κατοικία, εκτός αν αυτός που διαμένει εκεί το ζητήσει ρητά ή αν
τηρηθούν οι διατυπώσεις του άρθρου 254. Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, επιβάλλεται πειθαρχική
ποινή σε όργανα που εκτελούν τη σύλληψη.
2. Τα αρμόδια για τη σύλληψη όργανα οφείλουν να συμπεριφέρονται με κάθε δυνατή ευγένεια σ'
αυτόν που συλλαμβάνουν και να σέβονται την τιμή του. ι' αυτό δεν πρέπει να μεταχειρίζονται βία
παρά μόνον αν υπάρχει ανάγκη, και δεν επιτρέπεται να τον δεσμεύουν παρά μόνο όταν ο
συλλαμβανόμενος αντιστέκεται ή είναι ύποπτος φυγής.

279 - Π
1. συλλαμβανόμενος επ' αυτοφώρω ή με ένταλμα οδηγείται χωρίς αναβολή στον αρμόδιο
εισαγγελέα, το αργότερο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη σύλληψή του και, αν η σύλληψη
έγινε έξω από την έδρα του, στον απολύτως αναγκαίο χρόνο για τη μεταφορά του. "Αν πρόκειται
για κακούργημα ή αν η σύλληψη έγινε με ένταλμα του ανακριτή, ο εισαγγελέας παραπέμπει στον
ανακριτή εκείνον που έχει συλληφθεί και αν πρόκειται για πλημμέλημα, ενεργεί σύμφωνα με όσα
ορίζονται στα άρθρα 43, 47,246 παρ. 3 και 417 κ.ε.."
2. Αν ο συλλαμβανόμενος αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται ή ισχυρίζεται ότι έπαυσε
να ισχύει το ένταλμα σύλληψης ή το βούλευμα, οδηγείται σε έναν από τους ανακριτικούς
υπαλλήλους του τόπου της σύλληψης που αναφέρονται στο άρθρο 33˙ ο ανακριτικός υπάλληλος
εξετάζει την ταυτότητα και ζητεί πληροφορίες με το ταχύτερο μέσο για την ισχύ του εντάλματος ή
του βουλεύματος. Αν η ταυτότητα δεν αποδείχθηκε ή έχει παύσει να ισχύει το ένταλμα σύλληψης ή
το βούλευμα, ή δεν εκδόθηκε το ένταλμα σύμφωνα με τον τύπο που απαιτείται, εκείνος που έχει
συλληφθεί απολύεται αμέσως. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο ανακριτικός υπάλληλος τον στέλνει μαζί
με την έκθεση που έχει συντάξει στην αρχή που ζήτησε τη σύλληψή του, η οποία μπορεί επίσης να
εξετάσει και αυτή την ταυτότητά του.

Σχόλια: - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν.
3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

280 -
Όλα τα έγγραφα και τα άλλα αντικείμενα που βρέθηκαν σ' αυτόν που έχει συλληφθεί και έχουν
σχέση με το έγκλημα κατάσχονται και παραδίδονται με αυτόν και τη σχετική έκθεση στον αρμόδιο
εισαγγελέα ή ανακριτή.

281 -
Όποιος έχει συλληφθεί κρατείται στις φυλακές για υποδίκους ή στο αστυνομικό κρατητήριο ή,
κατά τις περιστάσεις, στο σπίτι του υπό φρούρηση, στην περίπτωση όμως αυτή με δικά του έξοδα,
ωσότου εκδοθεί το ένταλμα προσωρινής κράτησης ή απολυθεί.

282 - Π
1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για
κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι
δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την
επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών.
2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να
εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να
765
διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με
ορισμένα πρόσωπα.
"3. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους, εφόσον συντρέχουν
οι προ ποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται
για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες
για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για
απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν
αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της
προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία
κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. όνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν
αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης". " πό τις ίδιες προ ποθέσεις και σε εξαιρετικές
περιπτώσεις μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση και για το πλημμέλημα της ανθρωποκτονίας
από αμέλεια κατά συρροή. Στην περίπτωση αυτή, το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης είναι
διάρκειας έως έξι μηνών, που μπορεί να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες."
"4. ι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο για κακούργημα ή πλημμέλημα,
εάν παραβιασθούν από αυτόν, είναι δυνατόν να αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση κατά το
άρθρο 298".
"5. Η παράγραφος 3 του παρόντος εφαρμόζεται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει
συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, εφόσον η πράξη για την οποία κατηγορείται
απειλείται στο νόμο με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Η αδυναμία παροχής εγγύησης δεν
επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη της σε προσωρινή κράτηση."

Σχόλια: - Η εντός " " παρ. 4 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. β' της παρ. 11
του άρθρ. 2 του ν. 2408/1996 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996. - Η παρ. 5 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την
παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3189/2003 (Α' 243). - Τα εντός " " δύο τελευταία εδάφια της παρ. 3 προστέθηκαν με
το άρθρο 11 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

283 -
1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282 ο ανακριτής, αμέσως μετά την απολογία
του κατηγορουμένου, μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο ή να εκδώσει διάταξη που να του θέτει
περιοριστικούς ή άλλους όρους ή, αν συντρέχουν οι προ ποθέσεις του προηγούμενου άρθρου, να
εκδώσει εναντίον του ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο ένταλμα προσωρινής κράτησης,
αφού προηγουμένως και σε κάθε περίπτωση λάβει τη γραπτή σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. "
εισαγγελέας, πριν εκφράσει τη γνώμη του, υποχρεούται να ακούσει τον κατηγορούμενο και το
συνήγορό του". Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει
να τεθούν, αποφαίνεται το δικαστικό συμβούλιο (άρθρα 305 και 307 στοιχ. στ).
2. Το ένταλμα για την προσωρινή κράτηση ή η διάταξη που ορίζει τους όρους που αναφέρονται
στο άρθρο 282 περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που αναγράφονται στο άρθρο 276 παρ. 3,
την ακριβή σημείωση για το κακούργημα ή το πλημμέλημα˙ το ένταλμα προσωρινής κράτησης
εκτελείται με τη φροντίδα του εισαγγελέα από τις αρχές που σύμφωνα με το άρθρο 277 τους έχει
ανατεθεί η εκτέλεση ενταλμάτων˙ για τους στρατιωτικούς τηρούνται και οι σχετικές διατάξεις του
Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.

Σχόλια: Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 προστέθηκε από την παρ. 2 άρθρου 2 Ν. 2207/1994 (ΦΕΚ Α
65), η δε ισχύς του αρχίζει δύο μήνες (25.6.1994) μετά την ισχύ του Νόμου 2207/1994 σύμφωνα με την παρ. 4
άρθρου 2 ανωτέρω Νόμου.

284 - Π
1. Εκείνος που εναντίον του εκδόθηκε ένταλμα προσωρινής κράτησης οδηγείται στις φυλακές
των υποδίκων και παραδίδεται στον διευθυντή τους μαζί με το ένταλμα προσωρινής κράτησης˙ η
σχετική έκθεση που συντάσσεται εντάσσεται στη δικογραφία. Από την ημέρα που έγινε η
παράδοση αρχίζει η διάρκεια της προσωρινής κράτησης. Αν όμως ο κρατούμενος είχε κρατηθεί
πριν από την ημέρα αυτή, επειδή είχε συλληφθεί επ' αυτοφώρω ή με ένταλμα, η διάρκεια της
προσωρινής κράτησης θεωρείται ότι άρχισε από την ημέρα που κρατήθηκε˙ η ημέρα αυτή
καθορίζεται ειδικά στο ένταλμα προσωρινής κράτησης. Επίσης έκθεση συντάσσεται και κατά την
απόλυση εκείνου που προσωρινά κρατήθηκε.
2. διευθυντής των φυλακών δεν μπορεί να δεχτεί κανέναν σ' αυτές, αν προηγουμένως δεν του
παραδοθεί το ένταλμα προσωρινής κράτησης ή βούλευμα δικαστικού συμβουλίου που τη
διατάσσει.

766
285 - Π
1. Κατά του εντάλματος για την προσωρινή κράτηση και της διάταξης του ανακριτή που επέβαλε
περιοριστικούς όρους επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να προσφύγει στο συμβούλιο των
πλημμελειοδικών. Η προσφυγή γίνεται μέσα σε πέντε ημέρες από την προσωρινή κράτηση, και
συντάσσεται έκθεση από το γραμματέα των πλημμελειοδικών ή από εκείνον που διευθύνει τις
φυλακές, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 474 παρ. 1˙ η προσφυγή διαβιβάζεται στον
εισαγγελέα των πλημμελειοδικών και εισάγεται από αυτόν χωρίς χρονοτριβή μαζί με την πρότασή
του στο συμβούλιο, το οποίο και αποφασίζει αμετάκλητα.
2. Η προσφυγή δεν έχει ανασταλτική δύναμη.
3. Αν το ένταλμα προσωρινής κράτησης εκδόθηκε ύστερα από βούλευμα δικαστικού συμβουλίου
που έκρινε σε σχετική διαφωνία του ανακριτή και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται προσφυγή.
4. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών όταν ασχολείται με την προσφυγή μπορεί να άρει την
προσωρινή κράτηση ή να την αντικαταστήσει με τους περιοριστικούς όρους που επιβάλλονται κατά
την κρίση του ή να αντικαταστήσει με άλλους τους όρους που έχουν τεθεί.
5. Και μετά την άσκηση της προσφυγής ο ανακριτής εξακολουθεί την ανάκριση χωρίς διακοπή.

286 -

1. Αν στη διάρκεια της ανάκρισης προκύψει ότι δεν υπάρχει πλέον ο λόγος για τον οποίον
διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση ή επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι, μπορεί ο ανακριτής
αυτεπαγγέλτως ή με πρόταση του εισαγγελέα να άρει αυτά τα μέτρα ή να υποβάλει στο συμβούλιο
αίτηση για την άρση τους. Εναντίον αυτής της απόφασης ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει
στο συμβούλιο των εφετών.
2. Εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι
μπορεί να υποβάλλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την
αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή για την αντικατάσταση των
περιοριστικών όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο
συμβούλιο μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που κοινοποιήθηκε η ανακριτική διάταξη σ' εκείνον που
υπέβαλε την αίτηση.
3. ανακριτής, με γραπτή γνώμη του εισαγγελέα, μπορεί με αιτιολογημένη διάταξή του να
αντικαταστήσει την προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους ή αυτούς με προσωρινή κράτηση
(άρθρο 298)˙ στην τελευταία αυτή περίπτωση ο ανακριτής εκδίδει και ένταλμα σύλληψης. Επίσης ο
ανακριτής μπορεί με τις ίδιες διατυπώσεις να αλλάξει τους όρους που έχουν επιβληθεί με άλλους
δυσμενέστερους ή επιεικέστερους. Εναντίον αυτής της διάταξης του ανακριτή επιτρέπεται και στον
εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο να προσφύγουν στο συμβούλιο πλημμελειοδικών μέσα σε
προθεσμία δέκα ημερών˙ η προθεσμία αρχίζει από την έκδοση της διάταξης αν πρόκειται για τον
εισαγγελέα και από την επίδοση της διάταξης αν πρόκειται για τον κατηγορούμενο. Η προσφυγή και
η προθεσμία για την άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση.

287 - Δ
1. Αν η προσωρινή κράτηση διαρκέσει έξι μήνες, το δικαστικό συμβούλιο αποφαίνεται με ειδικά
αιτιολογημένο βούλευμά του, αν πρέπει να απολυθεί ο κατηγορούμενος από τις φυλακές ή να
εξακολουθήσει η προσωρινή κράτησή του. ια το σκοπό αυτόν:
"α) Αν η ανάκριση συνεχίζεται, πέντε ημέρες πριν από τη συμπλήρωση του χρονικού αυτού
διαστήματος ο ανακριτής αναφέρει στον εισαγγελέα εφετών με αιτιολογημένη έκθεση του τους
λόγους για τους οποίους δεν περατώθηκε η ανάκριση και διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα
πλημμελειοδικών. εισαγγελέας πλημμελειοδικών μέσα σε δέκα ημέρες εισάγει τη δικογραφία στο
συμβούλιο πλημμελειοδικών. Πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση ειδοποιείται με
οποιοδήποτε μέσο (έγγραφο, τηλεγράφημα, τηλετύπημα ή τηλεομοιοτυπία) ο κατηγορούμενος να
εμφανισθεί ενώπιον του συμβουλίου και εκθέσει τις απόψεις του αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου.
Το συμβούλιο, αφού ακούσει τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τον εισαγγελέα,
αποφαίνεται αμετάκλητα, με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα, αν πρέπει να απολυθεί προσωρινά ο
κατηγορούμενος από τις φυλακές ή να εξακολουθήσει η προσωρινή του κράτηση. Αν η ανάκριση
ενεργείται από εφέτη κατά το άρθρο 29, αρμόδιο να αποφανθεί είναι το συμβούλιο των εφετών."
β) Αν η ανάκριση έχει περατωθεί, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, στο οποίο θα δικαστεί η
υπόθεση ή ο εισαγγελέας εφετών, αν έχει ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος, πέντε ημέρες πριν
από τη συμπλήρωση του παραπάνω χρονικού διαστήματος εισάγει τη δικογραφία με αιτιολογημένη
πρότασή του στο αρμόδιο κατά την επόμενη παράγραφο συμβούλιο. Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα
ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο για την ακρόαση του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα.
767
2. "Σε κάθε περίπτωση έως και την έκδοση της οριστικής απόφασης η προσωρινή κράτηση για το
ίδιο έγκλημα δεν μπορεί να υπερβεί το έτος. Σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις η προσωρινή
κράτηση μπορεί να παραταθεί για έξι το πολύ μήνες με ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα:
α) του συμβουλίου εφετών, αν η υπόθεση εκκρεμεί σ' αυτό ύστερα από έφεση κατά βουλεύματος
ή έχει εισαχθεί στο ακροατήριο του εφετείου ή του μικτού ορκωτού δικαστηρίου ή αν το συμβούλιο
αυτό είναι αρμόδιο σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, και
β) του συμβουλίου πλημμελειοδικών σε κάθε άλλη περίπτωση. Αν η υπόθεση εκκρεμεί στον
ανακριτή και συνεχίζεται η προσωρινή κράτηση σύμφωνα με την παρ. 1, ο ανακριτής τριάντα
ημέρες πριν από την συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της σύμφωνα με αυτήν την παράγραφο,
διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα, ο οποίος μέσα σε δεκαπέντε ημέρες την εισάγει με
πρότασή του στο συμβούλιο. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο αρμόδιος εισαγγελέας, είκοσι πέντε
ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου της προσωρινής κράτησης
σύμφωνα με αυτή την παράγραφο ή πριν από το τέλος της παράτασης που ήδη είχε χορηγηθεί,
υποβάλλει στο αρμόδιο συμβούλιο πρόταση για παράταση ή όχι της προσωρινής κράτησης. Κατά
τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο για την ακρόαση του
κατηγορουμένου και του εισαγγελέα.
3. Αν η προσωρινή κράτηση δεν παραταθεί μέσα στην προθεσμία τριάντα (30) ημερών μετά τη
συμπλήρωση των τριών (3) ή των έξι (6) μηνών που προβλέπονται στην παρ. 1, το ένταλμα ή το
βούλευμα με το οποίο είχε διαταχθεί παύει να ισχύει και ο αρμόδιος εισαγγελέας διατάσσει την
απόλυση του προσωρινώς κρατουμένου. Η απόλυση διατάσσεται και μετά τη λήξη του χρόνου
παράτασης της προσωρινής κράτησης, που αποφασίστηκε με βούλευμα.
4. Όσα αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 285 και στο άρθρο 282 για την επιβολή
περιοριστικών ή άλλων όρων, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του άρθρου αυτού.
5. Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση ως προς την παράταση ή τη συμπλήρωση των ανώτατων ορίων
της προσωρινής κράτησης επιλύεται από το κατά την παρ. 2 αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο,
εφαρμόζονται δε και στην περίπτωση αυτήν όσα ορίζονται στην παρ. 1 στοιχείο α' για την ακρόαση
του κατηγορουμένου και του εισαγγελέα.

Σχόλια: - Το εντός " " πρώτο εδάφ. της παρ. 2 του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την
περ. β' της παρ. 12 του άρθρου 1 του Ν. 2408/1996 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996. - Το εντός " " τελευταίο
εδάφ. της παρ. 2 του παρόντος άρθρου προστέθηκε με την περ. γ' της παρ. 12 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996
(Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996.- Η περ. α) της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν.
3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

288 - Π ' '

1. Όταν το έγκλημα για το οποίο διατάχθηκε η προσωρινή κράτηση συρρέει κατ' ιδέαν με άλλο
έγκλημα ή αν το έγκλημα τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, η προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο
287 υπολογίζεται από τότε που για πρώτη φορά κρατήθηκε ο κατηγορούμενος είτε για ένα από τα
εγκλήματα που συρρέουν κατ' ιδέαν είτε για μία από τις μερικότερες πράξεις που απαρτίζουν το
κατ' εξακολούθηση έγκλημα.
"2. Από την επιβολή της προσωρινής κράτησης έως την έκδοση οριστικής απόφασης δεν μπορεί
να διαταχθεί νέα προσωρινή κράτηση του ίδιου κατηγορουμένου για άλλη πράξη για την οποία, με
βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη ή να απαγγελθεί
κατηγορία, ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε η προηγούμενη
προσωρινή κράτηση ή μέσα σε εύλογο διάστημα από αυτήν. Κατ' εξαίρεση μπορεί να διαταχθεί νέα
προσωρινή κράτηση για άλλη πράξη, αν η ποινική δίωξη γι' αυτήν δεν μπορούσε να ασκηθεί παρά
μόνο στους τρεις τελευταίους μήνες πριν από την πάροδο του χρονικού ορίου της διάρκειας της
προηγούμενης προσωρινής κράτησης ή την τυχόν απόλυση του κρατουμένου. Στην περίπτωση
αυτή η νέα προσωρινή κράτηση δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από ένα έτος και δεν
παρατείνεται".

Σχόλια: Η εντός " " παρ. 2 του παρόντος άρθρου προστέθηκε - και αριθμήθηκε το προηγούμενο κείμενο ως
παρ. 1 - με την παρ. 13 του άρθρου 2 του Ν. 2408/1996 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996.

289
(Καταργήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 2 ν.δ. 1160/1972).

768
290
(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981).

291 - Α
1. Αν η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου συνεχίστηκε και μετά την παραπομπή του σε
δίκη, το αρμόδιο συμβούλιο οποτεδήποτε, ή το δικαστήριο σε περίπτωση που θα αναβληθεί ή θα
ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο η εκδίκαση, μπορεί ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου, του
εισαγγελέα ή αυτεπαγγέλτως να διατάξει να επιβληθούν στον κατηγορούμενο περιοριστικοί όροι
αντί για προσωρινή κράτηση. "Το δικαστήριο που αποφάσισε την αναβολή αποφαίνεται και για την
παράταση ή μη της προσωρινής κράτησης, αν, στις επόμενες τριάντα ημέρες από την αναβολή,
συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής κράτησης και εφόσον είναι παρών ο
κατηγορούμενος."
"2. Αρμόδιο συμβούλιο σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι το συμβούλιο εφετών
και αν ακόμη το συμβούλιο πλημμελειοδικών είχε ήδη αποφανθεί για την προσωρινή κράτηση,
εκτός αν η υπόθεση εκκρεμεί στο πλημμελειοδικείο."
3. ια να γίνει τυπικά παραδεκτή η αίτηση, δεν χρειάζεται να υποβληθεί προηγουμένως ο αιτών
στην εκτέλεση του βουλεύματος ή της απόφασης.

Σχόλια: - Η παρ. 4 καταργήθηκε με το εδ. ε' της παρ. 18 του άρ. 34 του ν. 2172/1993.- Το εντός " " εδάφιο στο
τέλος της παρ. 1 προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003), ενώ η παρ. 2
τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου του ιδίου νόμου.

292
(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981).

293
(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981).

294
(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981).

295
(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981).

296 - Σ
σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα
παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της
απόφασης.

297 - Δ
1. Αν ως περιοριστικός όρος τεθεί η καταβολή εγγύησης, το ύψος καθώς και το είδος και το
αξιόχρεο της εγγύησης, ορίζονται με ελεύθερη κρίση, αφού ληφθεί υπόψη η ποινή που επιβάλλεται
στην πράξη, καθώς και η οικονομική και η ηθική κατάσταση του κατηγορουμένου.
2. Η εγγύηση δίνεται από τον κατηγορούμενο ή και από κάθε άλλον τρίτο˙ η ποσότητα που
ορίστηκε καταβάλλεται σε χρήματα ή με ενέχυρο πραγμάτων ή με αξιόχρεη υποθήκη ή με εγγυητική
επιστολή τράπεζας. Η εγγύηση δίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου, και συντάσσεται σχετική
έκθεση, που υπογράφεται από εκείνον που παρέχει την εγγύηση, τον κατηγορούμενο, τον
εισαγγελέα και τον γραμματέα.
3. ια κάθε αμφισβήτηση που προκύπτει ως προς την παροχή της εγγύησης αποφασίζει
ανέκκλητα εκείνος που τη διέταξε, είτε είναι ο ανακριτής είτε το συμβούλιο ή το δικαστήριο.

298 -

ι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο είναι δυνατό να αντικατασταθούν με


προσωρινή κράτηση:
α) αν, μολονότι προσκλήθηκε νόμιμα, δεν εμφανίζεται στον ανακριτή ή στο δικαστήριο για να
δικαστεί, χωρίς να συντρέχουν εύλογα κωλύματα που να κάνουν αδύνατη την εμφάνισή του˙
β) αν φεύγει ή εκδηλώνει διάθεση φυγής˙

769
γ) αν παραβιάζει τους όρους που του επιβλήθηκαν ή δεν δηλώσει τη μεταβολή της κατοικίας του
σύμφωνα με το επόμενο άρθρο˙
"δ) αν εμφανισθούν σε βάρος του σοβαρές υπόνοιες για άλλο κακούργημα για το οποίο
επιτρέπεται νέα προσωρινή κράτηση".

Σχόλια: Το εντός " " στοιχ. δ' του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου
2 του Ν. 2408/1996 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996.

299 -
κατηγορούμενος στον οποίο επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι κατά την απόλυσή του οφείλει να
δηλώσει στον ανακριτή την κατοικία του, προσδιορίζοντας με ακρίβεια τη διεύθυνσή του (πόλη,
συνοικία, χωριό, οδό, αριθμό) και να δηλώνει αμέσως κάθε μεταβολή της στον ανακριτή ή τον
εισαγγελέα. φείλει επίσης με την ίδια δήλωση να διορίσει αντίκλητο στον οποίο να γίνονται όλες οι
επιδόσεις εκτός από τα εισαγωγικά έγγραφα της δίκης.

300
(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981).

301
(Καταργήθηκε με το άρθρο 2 ν. 1128/1981).

302 - Η
1. Αν επιβληθεί στον κατηγορούμενο ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, και αυτός, ενώ
προσκλήθηκε νόμιμα, δεν εμφανιστεί στον ανακριτή μέσα στην προθεσμία που του ορίστηκε ή στο
δικαστήριο κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε ή παραβιάσει περιοριστικό όρο, το ποσό της εγγύησης
ανήκει αυτοδικαίως στο κράτος, αφού προηγουμένως αφαιρεθεί το ποσό της αποζημίωσης ή της
ικανοποίησης που επιδικάσθηκε αμετάκλητα σ' αυτόν που αδικήθηκε˙ δεν ισχύουν τα παραπάνω,
αν αθωωθεί ο κατηγορούμενος, οπότε εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 303.
2. Το δικαστήριο που ασχολείται με την κατηγορία και στο οποίο προσκλήθηκε ο
κατηγορούμενος να δικαστεί αποφαίνεται για την τύχη της εγγύησης στην ίδια δικάσιμο στην οποία
κλήθηκε ο κατηγορούμενος. Όταν εκείνος που έδωσε την εγγύηση είναι τρίτος, καλείται και αυτός
στη δικάσιμο. Αν δεν υπάρχει νόμιμη περίπτωση να ασχοληθεί το δικαστήριο με την κατηγορία,
καθώς και κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, αποφαίνεται το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, αφού
πρώτα προσκληθεί ο κατηγορούμενος και ο τρίτος που έδωσε την εγγύηση πέντε τουλάχιστον
ημέρες προτού εισαχθεί η υπόθεση στο συμβούλιο.
3. Στον κατηγορούμενο και στον τρίτο που έδωσε την εγγύηση επιτρέπεται έφεση στο συμβούλιο
εφετών εναντίον του βουλεύματος του συμβουλίου των πλημμελειοδικών.

303 - Α
"1. Αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί ή παύσει η εναντίον του ποινική δίωξη, η εγγύηση
επιστρέφεται. Την απόδοση διατάσσει το δικαστήριο με την ίδια απόφαση. Διαφορετικά τη
διατάσσει το συμβούλιο πλημμελειοδικών, κατά του βουλεύματος του οποίου επιτρέπεται έφεση
στον κατηγορούμενο και στον τρίτο που είχε καταθέσει την εγγύηση."
2. Αν καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο ή το συμβούλιο της προηγούμενης
παραγράφου διατάσσει την απόδοση της εγγύησης˙ η απόδοση εκτελείται από τον εισαγγελέα,
μόλις ο αμετάκλητα καταδικασμένος φυλακιστεί για να εκτίσει την ποινή του, εκτός αν διατάχθηκε η
αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Από το ποσό της εγγύησης που επιστρέφεται και όταν ακόμη
έχει κατατεθεί από τρίτους αφαιρούνται η αποζημίωση και η χρηματική ικανοποίηση που
επιδικάσθηκε σ' εκείνον που αδικήθηκε, οι οποίες και του δίνονται με εντολή του εισαγγελέα, και
κατόπιν αφαιρούνται τα δικαστικά έξοδα και οι χρηματικές ποινές. Στον κατηγορούμενο και στον
τρίτο που κατέθεσε την εγγύηση επιτρέπεται έφεση κατά του βουλεύματος του συμβουλίου.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

304 - Π
ια τα κινητά πράγματα που τυχόν δόθηκαν ως ενέχυρα, καθώς και για τα ακίνητα που
υποθηκεύθηκαν, γίνεται δικαστικός πλειστηριασμός με την επιμέλεια του εισαγγελέα ύστερα από
την κατάπτωση της εγγύησης σύμφωνα με το άρθρο 303˙ το περίσσευμα που μένει από την
πώληση επιστρέφεται στον κατηγορούμενο ή σ' εκείνον που έδωσε την εγγύηση.
770
ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΣΤΑ ΔΙ ΑΣΤΙ Α Σ Μ Ο ΙΑ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Σ Μ Ο ΙΟ Π ΗΜΜΕ ΕΙΟΔΙ Ν

305 - Σ Σ
1. Το συμβούλιο των Πλημμελειοδικών συγκροτείται όπως ορίζει το άρθρο 5 παρ. 1, εκτός αν
πρόκειται για κατηγορούμενο ανήλικο, οπότε συγκροτείται όπως ορίζει το άρθρο 7 παρ. 3˙ η
διάταξη του άρθρου 12 παρ. 3 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.
2. Όταν πρόκειται να κριθούν ζητήματα, που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης (άρθρο
307) ή η περάτωσή της (άρθρο 308), δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του ανακριτή στη σύνθεση του
συμβουλίου.

Σχόλια: Η παρ. 2 του παρόντος άρ. τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρ. 34 του ν. 2172/1993.

306 - Δ
ι συνεδριάσεις των δικαστικών συμβουλίων δεν είναι δημόσιες˙ οι αποφάσεις τους λαμβάνονται
με πλειοψηφία, και πάντοτε αφού ακουστεί και αποχωρήσει ο εισαγγελέας (άρθρο 138). Η
απόφαση που λαμβάνεται βεβαιώνεται σε πρόχειρο σημείωμα επάνω στην πρόταση του
εισαγγελέα, χρονολογείται και υπογράφεται από τους δικαστές που μετείχαν στη διάσκεψη. Η
απόφαση που βεβαιώθηκε με τον τρόπο αυτόν ισχύει και σε περίπτωση που θα επέλθει μεταβολή
στο πρόσωπο των δικαστών που έλαβαν μέρος στη διάσκεψη πριν από την καθαρογράφηση και
την υπογραφή του βουλεύματος. πειτα ο πρόεδρος του δικαστικού συμβουλίου αποστέλλει το
βούλευμα για καθαρογραφή και υπογραφή, σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 2, στον αρμόδιο
γραμματέα, ο οποίος υποχρεούται να καταχωρίσει τούτο σε ειδικό βιβλίο που τηρείται για το σκοπό
αυτόν. Αν περιέχονται διατάξεις αφορώσες τη σύλληψη ή προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου
ή άλλες που απαιτούν άμεση εκτέλεση, το βούλευμα, με τη φροντίδα του εισαγγελέα είναι εκτελεστό
και πριν από την καθαρογραφή του. Στις περιπτώσεις αυτές, με την παράδοση της απόφασης στο
γραμματέα, συντάσσεται περίληψη των προς εκτέλεση διατάξεων που, αφού υπογραφεί από τον
πρόεδρο και το γραμματέα, παραδίδεται στον εισαγγελέα. Αν πρόκειται για σύλληψη, επιβολή
περιοριστικών όρων ή προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου, η περίληψη αυτή πρέπει να έχει
τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 276 παρ. 3 και 283 παρ. 2. " ια την άσκηση ένδικων
μέσων η έκδοση του βουλεύματος θεωρείται ότι έγινε μόλις καθαρογραφεί και υπογραφεί".

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο τίθετασι όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 5 του ν.
2298/1995 (Α' 62).

307 - Α

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης το συμβούλιο των πλημμελειοδικών με πρόταση του εισαγγελέα
ή ενός διαδίκου ή με αίτηση του ανακριτή αποφασίζει:
α) όταν ο ανακριτής νομίζει ότι πρέπει να συμμορφωθεί με πρόταση των παραπάνω˙
β) όταν πρόκειται να κανονιστεί στην προδικασία ένα δύσκολο ζήτημα, όπως η κατάσχεση κ.τ.λ.˙
γ) για όλες τις διαφορές που προκύπτουν στην προδικασία μεταξύ των διαδίκων ή μεταξύ αυτών
και του εισαγγελέα˙
δ) για την αποπεράτωση ή την εξακολούθηση της ανάκρισης˙
"ε) για την προσφυγή του κατηγορουμένου κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης ή για την
προσφυγή του κατηγορουμένου ή του εισαγγελέα κατά της διάταξης του ανακριτή που αφορά την
αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους" και
στ) για κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται σε ειδικές διατάξεις.

Σχόλια: - Σχετικά με το παρόν άρθρο βλ. και τα άρθρα 8 (παρ. 4) και 10 (παρ. 2) του ν. 3126/2003
(Α'66/19.3.2003) περί ποινικής ευθύνης υπουργών.- Η περ. ε' τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 19 του
ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

308 - Π
"1. Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών." ια το
σκοπό αυτό τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον

771
εισαγγελέα, ο οποίος αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να
συμπληρωθεί η ανάκριση, υποβάλλει το συντομότερο πρόταση στο συμβούλιο για να παύσει
οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να
μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν.
1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. ια το
σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον
εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με
πρότασή του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή
πλημμελήματα.
2. ι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν
καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. εισαγγελέας
οφείλει σ' αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί
στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να
προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή
μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου
γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην
έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως να εμποδίζεται από
το λόγο αυτό να γνωρίσει την πρόταση του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο.
ια το σκοπό αυτό κατατίθεται στο γραμματέα της εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. "Πριν
παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο
συμβούλιο αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος
παραγραφής."
"3. Η κύρια ανάκριση στα πλημμελήματα περατώνεται και με απευθείας κλήση του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου με διαταγή του εισαγγελέα, εφόσον
υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζεται και η διάταξη του
άρθρου 322. 0 εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα, αν δεχτεί την προσφυγή, να διατάξει είτε να
υποβληθεί η προσφυγή στο συμβούλιο είτε να συμπληρωθεί η ανάκριση, που περατώνεται με
βούλευμα του συμβουλίου. Η παρ. 2 του άρθρου 245 εφαρμόζεται αναλόγως. Το συμβούλιο
πλημμελειοδικών αποφαίνεται αμετακλήτως αν θα συνεχιστεί ή όχι η προσωρινή κράτηση."
"4". Στην περίπτωση της παραγράφου 1 ο ανακριτής οφείλει, πριν διαβιβάσει τη δικογραφία στον
εισαγγελέα, να γνωστοποιήσει στους διαδίκους ότι ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ώστε να ασκήσουν
τα δικαιώματα που τους παρέχονται με τα άρθρα 101, 106, 107 και 108."
ι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να διορίσουν αντίκλητο δικηγόρο από τους διορισμένους στην
έδρα του ανακριτή, και σ' αυτόν γίνεται η γνωστοποίηση. Αν όμως οι διάδικοι κατοικούν έξω από
την έδρα του ανακριτή, η γνωστοποίηση γίνεται μόνο αν έχουν διορίσει αντίκλητο.
"5". Αν από την ανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος,
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων α', δ', και ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 245."

Σχόλια: - Σχετικά με το παρόν άρθρο βλ. και τα άρθρα 10 (παρ. 2) και 11 (παρ. 2) του ν. 3126/2003
(Α'66/19.3.2003) περί ποινικής ευθύνης υπουργών.- Τα εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και τελευταίο εδάφιο
της παρ. 2 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1 και 2 αντιστοίχως του άρθρου 20 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003).- Η παρ. 3 του παρόντος προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3189/2003(Α'
243/21.10.2003),ενώ με την ίδια παράγραφο αναριθμήθηκαν ταυτοχρόνως και οι πρώην παρ. 3 και 4 σε (νυν)
παρ. 4 και 5 αντιστοίχως.

309 - Δ
1. Το συμβούλιο μπορεί:
α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία˙
β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη˙
γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη μόνο όμως για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας
με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του εμπρησμού˙
δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και
ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου.
2. Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την
εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση.
πορεί ακόμα να επιτρέψει στους συνηγόρους και την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης. Το
συμβούλιο μπορεί να προβεί στις προηγούμενες ενέργειες και αυτεπαγγέλτως. Τότε μόνο είναι
δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται
ειδικά στο βούλευμα. Πάντοτε όμως, όταν διατάσσει την εμφάνιση ενός από τους διαδίκους, οφείλει

772
να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την
υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή
άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει
αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους σύμφωνα με την παρ. 2
του άρθρου 309 ΚΠΔ, που εφαρμόζονται αναλόγως, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν
τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο.

310 - Α . . .
1.Το συμβούλιο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία, όταν δεν υπάρχουν
καθόλου ενδείξεις ή αυτές που υπάρχουν δεν είναι σοβαρές για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο (εκτός αν στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται να παύσει
προσωρινά η δίωξη σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ, 1 στοιχ. γ' και 311 παρ. 1) ή όταν το γεγονός
δεν συνιστά αξιόποινη πράξη ή όταν υπάρχουν λόγοι που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της
πράξης ή τον καταλογισμό. Αν έγινε παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή ανάκλησής της ή
αν η πράξη αμνηστεύθηκε ή παραγράφηκε το αξιόποινό της ή αν ο κατηγορούμενος πέθανε, το
συμβούλιο παύει οριστικά την ποινική δίωξη, στην περίπτωση που συντρέχει δεδικασμένο ή δεν
υπάρχει η έγκληση, ή αίτηση ή η άδεια που απαιτείται για τη δίωξη (άρθρο 55), το συμβούλιο
κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη.
2. Το συμβούλιο στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου έχει την υποχρέωση να
διατάξει συγχρόνως την απόδοση σε ορισμένο πρόσωπο ως ιδιοκτήτη των πραγμάτων που
αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν στην ανάκριση σύμφωνα με
το άρθρο 259. Η διάταξη αυτή του βουλεύματος απέναντι σε τρίτους που δεν είναι διάδικοι στην
ποινική διαδικασία (άρθρα 72, 82 κ.ε., 89 κ.ε.) και που δεν υπέβαλαν τις αξιώσεις τους στο
δικαστικό συμβούλιο έχει προσωρινή ισχύ και δεν τους εμποδίζει να προσφύγουν στο αρμόδιο
πολιτικό δικαστήριο. Αν από την ανάκριση προκύπτει ότι ο ιδιοκτήτης είναι άγνωστο πρόσωπο, το
συμβούλιο διατάσσει την εξακολούθηση της μεσεγγύησης και της φύλαξης, που προβλέπονται στα
άρθρα 259 και 266. Είναι δυνατό όμως και να αντικαταστήσει συγχρόνως το φύλακα, ωσότου λυθεί
το ζήτημα της κυριότητας από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Επίσης το συμβούλιο διατάσσει τη
δήμευση των πραγμάτων που κατά το νόμο πρέπει να δημευτούν. "Κατά της διάταξης του
βουλεύματος για την απόδοση ή τη δήμευση επιτρέπεται έφεση στους διαδίκους και στον τρίτο, του
οποίου τις αξιώσεις έκρινε το δικαστικό συμβούλιο."

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του ν.
3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

311 - Π
1. Παύει προσωρινά η δίωξη, και ο προσωρινά κρατούμενος απολύεται, αν υπάρχουν ενδείξεις,
δεν είναι όμως επαρκείς για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο. Σ' αυτή την
περίπτωση, τότε μόνον μπορεί να διωχθεί πάλι ο κατηγορούμενος για την ίδια πράξη, αν οι
ενδείξεις που υπήρχαν εναντίον του και που δεν κρίθηκαν επαρκείς ενισχυθούν με νέες, που δεν
είχαν υποβληθεί προηγουμένως στην κρίση του συμβουλίου. εισαγγελέας συγκεντρώνει με
οποιονδήποτε τρόπο κρίνει σκόπιμο τις νέες ενδείξεις και οφείλει να τις υποβάλει προηγουμένως
στο συμβούλιο, περιμένοντας ωσότου το συμβούλιο επιτρέψει τη νέα δίωξη.
2. Αν η δίωξη έπαυσε προσωρινά με βούλευμα του συμβουλίου εφετών ή με βούλευμα του
συμβουλίου πλημμελειοδικών, που επικυρώθηκε με βούλευμα του συμβουλίου εφετών την άδεια
για νέα δίωξη την παρέχει το συμβούλιο εφετών˙ αν αυτό επιτρέψει τη νέα δίωξη και αφού γίνει η
ανάκριση στο πλημμελειοδικείο, το συμβούλιο εφετών αποφασίζει κατ' ουσίαν και στην περίπτωση
ακόμα που έχουν περιληφθεί στη νέα δίωξη πρόσωπα που αρχικά δεν είχαν διωχθεί.
3. Και όταν το συμβούλιο παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, διατάσσει όσα ορίζονται στην
παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου, αν κρίνει ότι τα πράγματα που αφαιρέθηκαν ή τα πειστήρια δεν
είναι χρήσιμα για ενδεχόμενη νέα δίωξη.

312 - Π
Το συμβούλιο διατάσσει περαιτέρω ανάκριση, αν θεωρεί απαραίτητο να γίνουν ορισμένες
ανακριτικές πράξεις ή να απαγγελθεί κατηγορία εναντίον ορισμένου προσώπου που σε βάρος του
υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται για την πράξη για την οποία διεξάγεται η ανάκριση. Αν διατάχθηκε
περαιτέρω ανάκριση, ενεργείται από τον ανακριτή, μπορεί όμως κατά την κρίση του συμβουλίου να
γίνει και από ανακριτικό υπάλληλο, αν είχε προηγηθεί μόνο προανάκριση.

773
313 - Π
Το συμβούλιο αποφασίζει την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου
δικαστηρίου, όταν διαπιστώσει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που στηρίζουν κατηγορία εναντίον
του για ορισμένη πράξη.

314 - Α
Αν η υπόθεση παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου, τα έγγραφα
αποστέλλονται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο δημόσιο κατήγορο ή στον πταισματοδίκη
(άρθρο 27 παρ. 2), και με τη φροντίδα του επιδίδεται το βούλευμα στους διαδίκους. Αν το βούλευμα
γίνει αμετάκλητο, ο κατηγορούμενος καλείται στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 321.

315 - Α
1. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά, το συμβούλιο αποφασίζει ταυτόχρονα και για την
απόλυσή του ή για τη συνέχιση της προσωρινής του κράτησης, αν συντρέχει μια από τις
περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 282.
2. Αν είχε εκδοθεί εναντίον του κατηγορουμένου ένταλμα σύλληψης και αυτός διέφυγε, το
συμβούλιο διατάσσει ταυτόχρονα την κατάργηση ή τη διατήρηση της ισχύος του εντάλματος, καθώς
και την προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου στην περίπτωση που θα συλληφθεί σύμφωνα με
τις διακρίσεις της παρ. 1.
3. Το συμβούλιο, παραπέμποντας τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, διατάσσει, αν συντρέχει
νόμιμη περίπτωση τη σύλληψη και προσωρινή κράτησή του, ακόμη και αν δεν έχει εκδοθεί ένταλμα
σύλληψης ή προσωρινής κράτησης.
4. Όταν η υπόθεση παραπέμπεται στο πταισματοδικείο, ο προσωρινά κρατούμενος απολύεται,
και διατάσσεται η κατάργηση του εντάλματος προσωρινής κράτησης.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Σ Μ Ο ΙΟ Ε ΕΤ Ν

316 - Σ
"1. Αν ο κατηγορούμενος είναι ανήλικος, στη σύνθεση του συμβουλίου εφετών συμμετέχει και ο
εφέτης ανηλίκων.
2. ς προς τη διαδικασία στο συμβούλιο εφετών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των
άρθρων 306,309 κ.ε. για το συμβούλιο πλημμελειοδικών."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 22 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

317 - Α
"1. Το συμβούλιο εφετών αποφασίζει: α) για τις εφέσεις που ασκούνται κατά των βουλευμάτων
του συμβουλίου πλημμελειοδικών σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 481 και β) για τις
προτάσεις του εισαγγελέα των εφετών να αναθεωρηθεί η κατηγορία σύμφωνα με όσα ορίζονται
στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού και στην παράγραφο 3 του άρθρου 322."
2. εισαγγελέας εφετών, αφού παραλάβει τα έγγραφα σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο
314, αν δεν ασκήθηκε έφεση κατά του βουλεύματος, ελέγχει μέσα σε τρεις ημέρες την κατηγορία.
Αν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει κακούργημα ή ότι στο κακούργημα δεν δόθηκε ο χαρακτηρισμός
που έπρεπε ή ότι η κατηγορία δεν είναι για οποιονδήποτε λόγο βάσιμη ή δεν αποδείχθηκε ακόμα
όσο ήταν αναγκαίο ή ότι το δικαστήριο στο οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος δεν είναι
αρμόδιο, εισάγει την υπόθεση με αιτιολογημένη πρότασή του στο συμβούλιο του δικαστηρίου των
εφετών.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 23 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

318 - Δ
Το συμβούλιο εφετών στις περιπτώσεις του άρθρου 317 έχει το δικαίωμα να διατάσσει ό,τι και το
συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά τα άρθρα 309 έως και 315. Η εξουσία αυτή του συμβουλίου των
εφετών δεν περιορίζεται καθόλου, ακόμη και όταν ασχολείται με την υπόθεση ύστερα από έφεση
του κατηγορουμένου.

774
319 - Δ
1. Αν το συμβούλιο αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η
ποινική δίωξη ή να κηρυχθεί απαράδεκτη, διατάσσει συγχρόνως την κατάργηση του εντάλματος
σύλληψης ή προσωρινής κράτησης που έχει εκδοθεί και την απόλυση του κατηγορουμένου.
2. Αν έχει διαταχθεί συνέχιση της ανάκρισης, ο εισαγγελέας εφετών στέλνει χωρίς αναβολή τα
έγγραφα στον αρμόδιο ανακριτή του πλημμελειοδικείου ή στον εφέτη στον οποίο έχει ανατεθεί με
βούλευμα η συνέχιση της ανάκρισης. Αφού γίνει η ανάκριση, το συμβούλιο εφετών αποφασίζει κατά
το άρθρο 318, και όταν ακόμη περιλαμβάνεται στη δίωξη και πρόσωπο για το οποίο δεν είχε κρίνει
το πρωτόδικο συμβούλιο.
3. Αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για να υποστηριχθεί η κατηγορία και χαρακτηρίζεται σωστά η
πράξη, επικυρώνεται το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών και συνεχίζεται η διαδικασία.
4. Αν μόνο ο χαρακτηρισμός της πράξης ήταν λανθασμένος, δίνεται σωστά ο χαρακτηρισμός στο
βούλευμα που εκδίδεται.
5. Το βούλευμα του συμβουλίου εφετών που εκδόθηκε κατά τις παρ. 3 και 4 επιδίδεται με τον
τρόπο που ορίζει ο νόμος στον κατηγορούμενο και στους υπόλοιπους διαδίκους με τη φροντίδα του
εισαγγελέα εφετών ή πλημμελειοδικών. όλις καταστεί αμετάκλητο το βούλευμα, γίνεται η κλήση
του κατηγορουμένου κατά τα άρθρα 321 κ.ε.

Ι ΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΣΤΟ Α ΡΟΑΤΗΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΠΡ ΤΟ
ΠΡΟΠΑΡΑΣ Ε ΑΣΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

320 - "Ο "


"1. ορισμός δικασίμου στις περιπτώσεις κατηγορουμένων που κρατούνται προσωρινά γίνεται
κατ' απόλυτη προτεραιότητα".
2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 244, 245, στοιχ. α' και 308 παρ. 3 ο κατηγορούμενος κλητεύεται
στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα και στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 315 παρ. 3 και 4
με κλήση. ε τον ίδιο τρόπο κλητεύεται και ο αστικός υπεύθυνος (άρθρο 89). Το κλητήριο
θέσπισμα και η κλήση του κατηγορουμένου συντάσσονται σε δύο αντίτυπα.
Το ένα επιδίδεται στον κατηγορούμενο και το άλλο επισυνάπτεται στη δικογραφία κατά τη
συζήτηση της υποθέσεως.
3. ετά την επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος ο εισαγγελέας δεν μπορεί να
αποσύρει την υπόθεση από τη δικάσιμο που ορίστηκε˙ εξαιρούνται οι περιπτώσεις των άρθρων
169 παρ. 2 και 323.

Σχόλια: Ο εντός " " τίτλος του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την περ. α' της παρ. 15 του
άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α' 104), ισχύει δε από 4.6.1996. Η εντός " " παρ. 1 του παρόντος άρθρου τίθεται, με
αναρίθμηση των υπολοίπων παρ., όπως προστέθηκε με την περ. β' της παρ. 15 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α'
104), ισχύει δε από 4.6.1996.

321 - Π
1. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει:
α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα
του κατηγορουμένου˙
β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται˙
γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανισθεί˙
δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του
ποινικού νόμου που την προβλέπει και
ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημοσίου
κατήγορου ή του πταισματοδίκη (άρθρο 27 παρ. 2) που εξέδωσε το θέσπισμα. Τα ίδια στοιχεία
πρέπει να περιέχει και το κλητήριο θέσπισμα, που επιδίδεται στον αστικώς υπεύθυνο (άρθρο 89).
2. Η κλήση για την εμφάνιση (άρθρο 320) ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται
στο παραπεμπτικό βούλευμα˙ κατά τα λοιπά πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο
θέσπισμα.
3. Αντίγραφο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης πρέπει να επιδίδεται σε κάθε περίπτωση
στον πολιτικώς ενάγοντα.

775
4. Η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου
θεσπίσματος και της κλήσης.
5. Η έλλειψη στοιχείου του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως αποδεικνύεται από
το κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το υπάρχον στη
δικογραφία αντίτυπό του και σε έλλειψή του από το αποδεικτικό επιδόσεως.

322 - Π
1. κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του
τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει
στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητηρίου
θεσπίσματος˙ η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης˙ γι' αυτή την προσφυγή
συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του
ειρηνοδικείου της διαμονής του, ο οποίος έχει υποχρέωση να το αναφέρει τηλεγραφικά στον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών υποβάλλοντας ταυτόχρονα την έκθεση που συντάχθηκε
2. εισαγγελέας των εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που
θα φτάσει σ' αυτόν η έκθεση προσφυγής, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας
προανάκριση ή και συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε, μετά την ολοκλήρωση της
οποίας ο εισαγγελέας εφετών ή απορρίπτει την προσφυγή ή διατάσσει την υποβολή της υπόθεσης
στο δικαστικό συμβούλιο. πορεί επίσης να διατάξει την ενέργεια κύριας ανάκρισης, μετά την
ολοκλήρωση της οποίας εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στο άρθρο 308 παρ. 3, χωρίς να
επιτρέπεται όμως νέα προσφυγή. Η διάταξη του εισαγγελέα εφετών που απορρίπτει την προσφυγή
επιδίδεται στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε.˙ αν από την επίδοση έως τη
δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που χρειάζεται για
την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανισθεί σ' αυτήν για να δικασθεί χωρίς
άλλη κλήτευση.
3. κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο του
τριμελούς εφετείου σύμφωνα με τη διάταξη της περίπτωσης 7 του άρθρου 111 έχει δικαίωμα, αφού
ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στο αρμόδιο συμβούλιο εφετών μέσα στην
προθεσμία που ορίζεται από την παρ. 1˙ η προσφυγή υποβάλλεται στα όργανα που αναφέρονται
στην ίδια παράγραφο ή στο γραμματέα της εισαγγελίας εφετών. Το συμβούλιο εφετών έχει
υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η έκθεση προσφυγής
μαζί με τη σχετική πρόταση του εισαγγελέα εφετών, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας
προανάκριση ή συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε ή την ενέργεια κύριας
ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση των οποίων το ίδιο συμβούλιο, αφού επανεισαχθεί σ' αυτό η
υπόθεση από τον εισαγγελέα εφετών, ή απορρίπτει την προσφυγή ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να
γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Το συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και
τελευταίο βαθμό. Το βούλευμα του συμβουλίου εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται
σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. στον κατηγορούμενο˙ αν από την επίδοση του βουλεύματος έως τη
δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που ορίστηκε για
κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανισθεί κατά τη δικάσιμο αυτή για να δικαστεί
χωρίς άλλη κλήτευση.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρου 36 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με το Ν.
2830/2000 (ΦΕΚ Α' 96), το παρόν άρθρο εφαρμόζεται ανάλογα επί δωσιδικίας των συμβολαιογράφων ενώπιον
του αρμόδιου εφετείου για τα πλημμελήματα και ενώπιον του τριμελούς πλημμελειοδικείου για τα πταίσματα.

323 - Α
σότου αρχίσει η συζήτηση στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να
αποσύρει την υπόθεση και να διατάξει κύρια ανάκριση, αν, από λόγους που εμφανίσθηκαν μετά την
απευθείας κλήση στο ακροατήριο και δίνουν βαρύτερο χαρακτήρα στο πλημμέλημα, κρίνει ότι
επιβάλλεται να γίνει κύρια ανάκριση.

324 - Ε
ι διατάξεις του άρθρου 322 δεν εφαρμόζονται αν η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή αν
απαγορεύεται με ειδική διάταξη˙ αν εκείνος που ασκεί την προσφυγή έχει αντιρρήσεις, μπορεί να τις
προβάλει μόνο στο δικαστήριο που δικάζει˙ αν το δικαστήριο δεχθεί τις αντιρρήσεις, κηρύσσει
απαράδεκτη την εισαγωγή της υπόθεσης, ωσότου αποφανθεί για την προσφυγή ο εισαγγελέας
εφετών.

776
325 - Π
Από τη στιγμή που θα επιδοθεί το κλητήριο θέσπισμα ή η κλήση για την εμφάνιση οι δικογραφίες
και τα πειστήρια πρέπει να παραμένουν κατά τις εργάσιμες ώρες στο οικείο δικαστικό γραφείο.
παραβάτης τιμωρείται πειθαρχικά.

326 -
1. αρμόδιος εισαγγελέας πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδει
στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο, εκτός
από το πταισματοδικείο και το μονομελές πλημμελειοδικείο, κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας
που θα εξετασθούν. κατάλογος αυτός μπορεί να καταγραφεί στο σώμα και μάλιστα στο τέλος του
κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης για εμφάνιση. Στις περιπτώσεις των άρθρων 353 παρ. 1 και
365 δεν χρειάζεται η επίδοση καταλόγου σύμφωνα με αυτό το άρθρο.
2. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο πολιτικώς ενάγων για τους μάρτυρες που κλητεύει ο ίδιος.
3. κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση να γνωστοποιήσει στον εισαγγελέα και στους
διαδίκους τους μάρτυρες που κλητεύει. Όταν όμως κατηγορείται για πράξη για την οποία ο νόμος
επιτρέπει την απόδειξη της αλήθειας, αν θέλει να αποδείξει την αλήθεια οφείλει να το δηλώσει
εγγράφως και σ' αυτόν που έκανε την έγκληση και στον εισαγγελέα˙ στην έγγραφη αυτή δήλωση
πρέπει να γνωστοποιεί ταυτόχρονα, με ποινή αποκλεισμού του δικαιώματός του, και τους μάρτυρες
που θα εξετάσει για την απόδειξη της αλήθειας. Η δήλωση επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155
κ.ε. στον
εισαγγελέα και σ' αυτόν που έκανε την έγκληση, με δαπάνη εκείνου που κάνει τη δήλωση, τρεις
τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δίκη, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 361.

327 - Μ
1. εισαγγελέας και ο δημόσιος κατήγορος οφείλουν να κλητεύουν στο ακροατήριο όλους τους
ουσιώδεις μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Εκτός από τις αποδείξεις που έχουν συλλεγεί
κατά την ανάκριση, μπορούν να προσκομίσουν στο ακροατήριο νέους μάρτυρες και άλλες
αποδείξεις.
2. κατηγορούμενος, εκτός από τους μάρτυρες που προσκαλούνται από τον ίδιο με δικές του
δαπάνες, έχει δικαίωμα να ζητήσει από την αρμόδια αρχή να κλητεύσει υποχρεωτικά έναν
τουλάχιστον μάρτυρα της εκλογής του αν κατηγορείται για πλημμέλημα, και δύο αν κατηγορείται για
κακούργημα. Η αίτηση είναι απαράδεκτη, αν δεν αναφέρει την ακριβή διεύθυνση των μαρτύρων
που προτείνονται, καθώς και το θέμα για το οποίο κυρίως θα γίνει η εξέταση. Η κλήτευση δεν είναι
υποχρεωτική, αν το θέμα δεν έχει σχέση με την κατηγορούμενη πράξη ή αν ο μάρτυρας κατοικεί ή
διαμένει στην αλλοδαπή.
3. Η αίτηση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο υποβάλλεται στον αρμόδιο
εισαγγελέα το αργότερο σε πέντε ημέρες από την επίδοση της κλήσης ή του κλητηρίου
θεσπίσματος, διαφορετικά, είναι απαράδεκτη˙ κατά την υποβολή της αίτησης συντάσσεται στο ίδιο
έγγραφο έκθεση για την παράδοσή της. Η κλήτευση των μαρτύρων που προτείνονται μπορεί να
γίνει το αργότερο δύο ημέρες πριν από τη δικάσιμο και με τηλεγράφημα, οπότε επέχει θέση
αποδεικτικού η βεβαίωση του υπαλλήλου του .Τ.Ε. για την κατάθεσή του, που γράφεται κάτω από
αντίγραφο του τηλεγραφήματος. ια την τήρηση της προθεσμίας των δύο ημερών λαμβάνεται
υπόψη η ημερομηνία καταθέσεως του τηλεγραφήματος.
4. ι διατάξεις των παρ. 2 και 3 δεν εφαρμόζονται όταν ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο
μονομελές πλημμελειοδικείο.
(5. καταργήθηκε με το εδ. στ' της παρ. 18 του άρ. 34 του ν. 2172/1993).

328 - Ε
Όταν ο εισαγγελέας ή ένας διάδικος, αφού παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, θεωρεί ότι
εξαιτίας ασθένειας ή άλλου ανυπέρβλητου κωλύματος δεν είναι δυνατό να εμφανισθεί στο
δικαστήριο μάρτυρας που δεν εξετάσθηκε στην ανάκριση, μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο του
δικαστηρίου ή τον πταισματοδίκη την ένορκη εξέταση του μάρτυρα. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η
εξέταση γίνεται στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο, που τον διορίζει ο
δικαστής ο οποίος διέταξε την εξέταση˙ ο δικαστής ειδοποιεί τον εισαγγελέα και τους διαδίκους να
παραστούν στην εξέταση είτε οι ίδιοι είτε εκπροσωπούμενοι από συνήγορό τους.
κατηγορούμενος, όταν βρίσκεται σε προσωρινή κράτηση έξω από τον τόπο της εξέτασης, δεν
προσάγεται έχει όμως δικαίωμα να παραστεί δια συνηγόρου που διορίζει με απλή επιστολή, την
οποία βεβαιώνει ο διευθυντής του καταστήματος όπου κρατείται. Η έκθεση για την εξέταση αυτή
διαβάζεται στο ακροατήριο, διαφορετικά, η διαδικασία είναι άκυρη.
777
ΤΜΗΜΑ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΡΙΑ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΜΕ Ι ΔΕΙΣ ΑΡ ΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

329 - Α
1. Η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της απόφασης, γίνονται δημόσια σε όλα
τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις
συνεδριάσεις. Απαγορεύεται όμως η παρουσία στο ακροατήριο προσώπων που κατά την ελεύθερη
κρίση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση δεν συμπλήρωσαν το 17ο έτος της ηλικίας τους.
2. Αν πρόκειται για δίκες που είναι πιθανό να προσελκύσουν μεγαλύτερο αριθμό ακροατών από
το συνηθισμένο, οι οποίοι μπορεί εξαιτίας της ανεπάρκειας του χώρου στον οποίο διεξάγεται η δίκη
να εμποδίσουν την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας, ο πρόεδρος του δικαστηρίου σε συνεννόηση
με τον εισαγγελέα ορίζουν τον αριθμό των ακροατών, οπότε επιτρέπεται χωρίς διάκριση η είσοδος
στον καθένα, ωσότου συμπληρωθεί αυτός ο αριθμός.

330 - Σ
"1. Αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί
λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε
δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας
ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα
ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της δίκης ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα."
2. ια τον αποκλεισμό της δημοσιότητας κατά την προηγούμενη παράγραφο, το δικαστήριο,
αφού ακούσει τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογημένη
απόφαση και την απαγγέλλει σε δημόσια συνεδρίαση.

Σχόλια: Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του Ν. 1419/1984 (Α' 28), ισχύει δε,
από 14.3.1984. - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθ. 7 του Ν. 3090/2002 (Α 329),
ισχύει δε, από 24.12.2002.

331 - Π
Η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. ια τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η
απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα
άρθρα 140 -144.

332 - Σ
Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο ο δικαστής δεν μεταχειρίζεται τα πρόσωπα
που συμμετέχουν στη δίκη κατά τον απαθή και ψύχραιμο τρόπο που επιβάλλεται, διαπράττει βαρύ
πειθαρχικό παράπτωμα.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Α Η ΟΝΤΑ ΑΙ ΔΙ ΑΙ ΜΑΤΑ Ε ΕΙΝΟ ΠΟ ΔΙΕ ΝΕΙ ΤΗ Σ ΗΤΗΣΗ

333 -

1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στον εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο
και στους συνέδρους δικαστές να υποβάλλουν ερωτήσεις.
2. Εκείνος που διευθύνει δίνει επίσης την άδεια στους διαδίκους όπως και στους συνηγόρους
τους, να υποβάλουν ερωτήσεις στους εξεταζόμενους μάρτυρες, πραγματογνώμονες ή τεχνικούς
συμβούλους και δεν επιτρέπει ερωτήσεις άσκοπες ή έξω από το θέμα. Δίνει επίσης σ' αυτούς το
λόγο για να αγορεύσουν ή, όταν το ζητήσουν, για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για
οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται, εξετάζει τους μάρτυρες, τους
κατηγορουμένους και τους αστικώς υπευθύνους και δημοσιεύει την απόφαση.
3. Όταν λάβει το λόγο ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους, έχουν
δικαίωμα να λάβουν το λόγο και οι υπόλοιποι διάδικοι˙ ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχουν
το δικαίωμα να μιλούν πάντοτε τελευταίοι.

778
334 - Α
1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί να διακόπτει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους που
έλαβαν το λόγο, όταν απομακρύνονται από το θέμα. Συνιστά επίσης στους διαδίκους και στους
συνηγόρους να τηρούν το απαραίτητο μέτρο στις εκφράσεις τους και ανακαλεί στην τάξη όποιον
από αυτούς χρησιμοποιεί απρεπείς εκφράσεις ή επιχειρεί προσωπικές επιθέσεις˙ εξάλλου, στον
εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο μπορεί να υποδεικνύει αυτό το άτοπο. Αν, παρόλα αυτά, ένας
από τους παραπάνω επιμένει σε τέτοιου είδους εκτροπή, είναι δυνατό να του αφαιρέσει το λόγο.
2. πορεί επίσης να απορρίπτει όλες τις προτάσεις που δεν βοηθούν καθόλου στην εξακρίβωση
της αλήθειας και προκαλούν άσκοπη παράταση των συζητήσεων.

335 - Π
1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί, αν το κρίνει δικαιολογημένο, να επιτρέψει σε
εξαιρετικές περιπτώσεις να επανορθωθεί πριν από το τέλος της διαδικασίας κάποια παράλειψη
στην οποία υπέπεσε ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ένας από τους διαδίκους.
2. Εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον πρόεδρο κατά τα άρθρα 141 παρ. 2, 333,
334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ. 2 και 359 μπορεί να ασκηθεί αμέσως
προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο.
( 3. καταργήθηκε με το εδ. ζ' της παρ. 18 του άρ. 34 του ν. 2173/1993).

336 -
1. Αν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο δημιουργηθεί θόρυβος ή εκδηλωθεί
ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν ή σε διαταγές που δόθηκαν, εκείνος που διευθύνει τη
συζήτηση έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιβάλει είτε χρηματική ποινή "πενήντα εννέα λεπτών
(0,59) έως πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτά (5,90)" είτε αποβολή από το ακροατήριο είτε κράτηση
έως 24 ωρών.
2. Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει κατά του συνηγόρου που δημιουργεί θόρυβο ή δείχνει
ανυπακοή σε μέτρα που αποφασίστηκαν μόνο τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στον
"Κώδικα περί δικηγόρων". Αν απαγγελθεί πειθαρχική κατηγορία κατά του συνηγόρου, γίνεται
αμέσως σύντομη διακοπή της συνεδρίασης, για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του.
3. Την αστυνομική εξουσία της παρ. 1 την ασκεί κατά τη διάρκεια της διακοπής της συνεδρίασης
ο εισαγγελέας, αν παρευρίσκεται στην αίθουσα των συνεδριάσεων.

337 - Σ
1. Αν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας γεννηθεί εναντίον ενός μάρτυρα υπόνοια
ψευδορκίας, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί με αίτηση του εισαγγελέα ή ενός διαδίκου ή
και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να μην απομακρυνθεί ο μάρτυρας αυτός από το ακροατήριο ωσότου
τελειώσει η συζήτηση.
2. Αν ύστερα από το τέλος της συζήτησης εκείνος που τη διεύθυνε νομίζει ότι δεν διαλύθηκαν οι
υπόνοιες για ψευδορκία, διατάσσει τη σύλληψη του υπόπτου και την παράδοσή του στον
εισαγγελέα˙ ο εισαγγελέας μπορεί να τον παραπέμψει αμέσως στο αρμόδιο δικαστήριο, για να
δικασθεί σύμφωνα με τα άρθρα 417 κ.ε.

338 - Π
1. Αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά
το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και, αν παρουσιαστούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, αυτός
που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο
εισαγγελέα. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο πράττει όσα
ορίζονται στο άρθρο 38, χωρίς, με την επιφύλαξη της επομένης παραγράφου, να ερευνήσει το
βάσιμο της κατηγορίας.
2. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια
υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι
υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του τη
δίκη ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία.

779
Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ ΣΤΟ Α ΡΟΑΤΗΡΙΟ

339 -

1 όλις αρχίσει η εκδίκαση οι διάδικοι και οι συνήγοροί τους, καθώς και οι μάρτυρες που
κλητεύθηκαν, κάθονται στις ορισμένες γι' αυτούς θέσεις ή έδρες.
2. ι κατηγορούμενοι που κρατούνται προσωρινά παρίστανται χωρίς χειροπέδες και μόνο
φυλάσσονται. Όταν αρχίσει η εκδίκαση κάθε υπόθεσης, η συζήτηση εξακολουθεί χωρίς διακοπή
ωσότου απαγγελθεί η απόφαση.
Εκείνος που διευθύνει δεν μπορεί να διακόψει τη συζήτηση παρά μόνο κατά τα αναγκαία
διαλείμματα για αναψυχή των δικαστών, των ενόρκων, των συνηγόρων, των μαρτύρων, των
κατηγορουμένων και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει αυτός ο κώδικας.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 13 του πδ 215/2006 (Α' 217/12.10.2006), οι κρατούμενοι
φρουρούνται σε ειδικό χώρο κράτησης, εφόσον υπάρχει. Μεταφέρονται εγκαίρως στην αίθουσα συνεδρίασης και
φυλάσσονται κατά τις διατάξεις του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου και τις ισχύουσες άλλες διατάξεις (π.δ. 141/91 ΦΕΚ
58/Α' (βλ οικεία σχόλια) και ν. 2776/99, ΦΕΚ 291/Α'(β. σχόλια). Απαγορεύεται να έρχονται σε επαφή με άλλα
άτομα, ε ξ α ι ρ ο υ μ έ ν ω ν των διορισμένων δικηγόρων..

340 - Π
1. κατηγορούμενος οφείλει να εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση˙
μπορεί να διορίζει δικηγόρο ως συνήγορο για την υπεράσπισή του. Στα κακουργήματα ο πρόεδρος
του δικαστηρίου διορίζει, από πίνακα που καταρτίζει κάθε χρόνο τον ανουάριο το διοικητικό
συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου, υποχρεωτικά συνήγορο στον κατηγορούμενο που
δεν έχει συνήγορο. συνήγορος διορίζεται τρεις ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση, αν
το ζητήσει ο κατηγορούμενος ακόμα και με απλή επιστολή προς τον εισαγγελέα ή τον πρόεδρο.
συνήγορος που διορίζεται εξ επαγγέλματος έχει στη διάθεσή του αμέσως τη δικογραφία. "Σε δίκες
για κακούργημα, οι οποίες λόγω της σοβαρότητας και του αντικειμένου τους πρόκειται να έχουν
μακρά διάρκεια, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει με την ίδια διαδικασία στον κατηγορούμενο
που δεν έχει συνήγορο δύο ή τρεις συνηγόρους από τον ίδιο πίνακα. κατηγορούμενος δεν
μπορεί να αρνηθεί την υπεράσπισή του από το συνήγορο ή τους συνηγόρους που διορίστηκαν από
τον πρόεδρο, μπορεί όμως με αιτιολογημένη αίτησή του να ζητήσει από το δικαστήριο την
ανάκληση του διορισμού ενός μόνο συνηγόρου, οπότε η υπεράσπιση συνεχίζεται από τους
λοιπούς, εφόσον είχαν διοριστεί περισσότεροι από ένας."
"2. Σε πταίσματα, πλημμελήματα και κακουργήματα επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο
κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωση του. Η δήλωση γίνεται κατά
τις διατυπώσεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 42 και πρέπει, με ποινή
απαραδέκτου, να αναφέρει την ακριβή διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου. Στην
περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορος του ενεργεί όλες τις
διαδικαστικές πράξεις γι' αυτόν. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση μπορεί να διατάξει την
προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου, όταν κρίνει ότι αυτή είναι απαραίτητη για να βρεθεί η
αλήθεια. Αν και μετά το γεγονός αυτό δεν εμφανιστεί ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο μπορεί να
διατάξει τη βίαιη προσαγωγή του, που εκτελείται, αν είναι δυνατό, ακόμα και κατά τη διάρκεια της
συνεδρίασης."
"3. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται
σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί."
"4. αιτών την ακύρωση της διαδικασίας, την ακύρωση απόφασης, την αναστολή εκτέλεσης
απόφασης λόγω ασκηθείσης εφέσεως ή αναιρέσεως και τον καθορισμό συνολικής εκτιτέας ποινής
μπορεί να εκπροσωπηθεί από συνήγορο, διοριζόμενο κατά τους όρους της παραγράφου 2. ια το
παραδεκτό των ως άνω αιτήσεων, δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της
προσβαλλόμενης απόφασης."

Σχόλια: - Τα εντός " " εδάφια στο τέλος της παρ. 1 προστέθηκαν με την παρ. 4 του άρθ. 7 του Ν. 3090/2002
(Α 329), ισχύουν δε, από 24.12.2002.- Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 24 του
ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).- Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3226/2004 ΦΕΚ Α 24/4.2.2004
"Περί παροχής νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος", στην περίπτωση του παρόντος ο διορισμός
συνηγόρου γίνεται όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο και δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1 του
ανωτέρω νόμου, ούτε να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 2 του ιδίου νόμου. - Η παρ. 2 τίθεται όπως

780
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).- Η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 14 του
ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

341 - Α
"1. Αν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε από λόγους ανώτερης βίας ή από άλλα
ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε εγκαίρως να γνωστοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο στο
δικαστήριο ανυπέρβλητο κώλυμα εμφάνισης του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της
συζήτησης (άρθρο 349), μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας που
πραγματοποιήθηκε χωρίς την παρουσία του ή την εκπροσώπηση του από συνήγορο. Η αίτηση
υποβάλλεται στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μέσα σε ανατρεπτική
προθεσμία δεκαπέντε ημερών από την έκδοση της και αναφέρει τους λόγους ανώτερης βίας ή το
ανυπέρβλητο κώλυμα. Νέα αίτηση για ακύρωση της ίδιας διαδικασίας είναι απαράδεκτη σε
οποιουσδήποτε λόγους και αν στηρίζεται."
2. "Η αίτηση αυτή επιτρέπεται μόνο για πλημμελήματα για τα οποία εκδόθηκε ανέκκλητη
απόφαση και δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης". πορεί όμως ο εισαγγελέας του
δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, μόλις υποβληθεί η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει την
αναστολή της εκτέλεσης, ωσότου εκδικασθεί η αίτηση. Σε περίπτωση μη χορηγήσεως της
αναστολής, ο αιτών δύναται να προσφύγει στο δικαστικό συμβούλιο, μέσα σε δύο μέρες. Η αίτηση
για ακύρωση εισάγεται, χωρίς να κλητευθεί εκείνος που την υπέβαλε, στην πρώτη δικάσιμο του
δικαστηρίου που δίκασε, το οποίο αποφασίζει αμετάκλητα. Το δικαστήριο όμως είναι δυνατό να
αναβάλει τη συζήτηση για την αίτηση σε μεταγενέστερη ορισμένη δικάσιμο, αν προβάλλονται λόγοι
ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια, εξαιτίας των οποίων εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν
μπορεί να εμφανιστεί στην συζήτηση της αίτησης για ακύρωση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ακυρώνεται
η απόφαση που προσβάλλεται και διατάσσεται η νέα συζήτηση της υπόθεσης σε ρητή δικάσιμο,
κατά την οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να προσέλθει χωρίς να κλητευθεί. Κατά της απόφασης
που εκδίδεται δεν του επιτρέπεται για κανένα λόγο αίτηση ακύρωσης.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).- Το
εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 3346/2005 (Α'
140/17.6.2005).

342 -
Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση ρωτά τον κατηγορούμενο για το ονοματεπώνυμό του, τον
τόπο γέννησης και κατοικίας του, την ηλικία, το όνομα των γονέων, της συζύγου και των παιδιών
του, το επάγγελμα, τη θρησκεία και, αν χρειάζεται, για κάθε περιστατικό που μπορεί να καθορίσει
με μεγαλύτερη ακρίβεια την ταυτότητά του, συνιστώντας του να προσέχει την κατηγορία και τη
σχετική συζήτηση˙ παράλληλα τον πληροφορεί ότι έχει το δικαίωμα να αντιτάξει στην κατηγορία
πλήρη έκθεση των ισχυρισμών του, καθώς και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του ύστερα από
την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου.

343 - Α
όλις πάρει τα στοιχεία της ταυτότητας του κατηγορουμένου ή επιτραπεί η διεξαγωγή της δίκης
χωρίς την παρουσία του (άρθ. 340 παρ. 2) και νομιμοποιηθούν οι υπόλοιποι διάδικοι, ο δημόσιος
κατήγορος ή ο εισαγγελέας απαγγέλλει με συνοπτική ακρίβεια την κατηγορία˙ κατόπιν εκείνος που
διευθύνει τη συζήτηση ζητεί από τον κατηγορούμενο γενικές πληροφορίες για την πράξη για την
οποία κατηγορείται, υπενθυμίζοντάς του ταυτόχρονα ότι θα απολογηθεί αφού τελειώσει η
αποδεικτική διαδικασία. Όταν γίνουν αυτά, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση διαβάζει δυνατά τον
κατάλογο των μαρτύρων που κλητεύθηκαν και των πραγματογνωμόνων. Κατόπιν το δικαστήριο
αποφασίζει για τυχόν περιπτώσεις συνάφειας ή συναιτιότητας ή χωρισμού της δίκης σύμφωνα με
όσα ορίζονται στα άρθρα 128 - 131.

344 - Α
1. Η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την
πρόοδο της διαδικασίας. "Επιτρέπεται όμως στο συνήγορο του κατηγορουμένου να παραστεί αντί
γι' αυτόν˙ το δικαστήριο μπορεί να διατάξει ή την αναβολή της δίκης ή τη διακοπή της για οκτώ το
πολύ ημέρες." Σε δίκες για κακούργημα ο πρόεδρος πρέπει πάντοτε να διορίσει στον
κατηγορούμενο που αποχώρησε για οποιονδήποτε λόγο συνήγορο για να παρίσταται αντί γι' αυτόν
στη δίκη, αν αποχώρησε και ο συνήγορος του που είχε αρχικά διοριστεί.

781
2. Το δικαστήριο μπορεί πάντως να απαγορεύσει στον κατηγορούμενο που δεν κρατείται
προσωρινά, να απομακρυνθεί από το ακροατήριο, ωσότου απαγγελθεί η απόφαση.

Σχόλια: - Τα εντός " " δεύτερο και τρίτο εδάφια της παρ. 1 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του
άρθρου 26 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003). Περαιτέρω, ο νόμος αναφέρεται σε αντικατάσταση δευτέρου και
τρίτου εδαφίου. Πρόκειται προφανώς για αντικατάσταση δύο υπεδαφίων του δευτέρου (και μόνον) εδαφίου της
παρ. 1 του παρόντος.

345 - Α
Καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

346 -
"Αν ο κατηγορούμενος που κρατείται προσωρινά δεν μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο
εξαιτίας νόμιμου κωλύματος, το δικαστήριο είτε αναβάλλει τη δίκη είτε επιτρέπει την εκπροσώπηση
του κατηγορουμένου από συνήγορο που έχει διοριστεί κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2
του άρθρου 340 και την παράγραφο 1 του άρθρου 501˙ η διάταξη του τρίτου εδαφίου της
παραγράφου 1 του άρθρου 344 εφαρμόζεται αναλόγως˙" στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος
δικάζεται σαν να ήταν παρών. Αν δεν αποδείξει το κώλυμα που επικαλέσθηκε, το δικαστήριο
διατάσσει τη βίαιη προσαγωγή του (άρθρο 340 παρ. 2). Νόμιμο κώλυμα αποτελούν οι περιπτώσεις
ανώτερης βίας ή άλλων ανυπέρβλητων αιτίων.

Σχόλια: - Τα εντός " " δύο πρώτα εδάφια του παρόντος τίθεται, εις αντικατάσταση του πρώην πρώτου
εδαφίου, με την παρ. 3 του άρθρου 26 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

347 - Α
"1. Αν ο κατηγορούμενος δυσχεραίνει τη διεξαγωγή της δίκης, διαταράσσοντας με απρεπή
συμπεριφορά την τάξη του δικαστηρίου και επιμένει σ' αυτό παρά τη νουθεσία του προέδρου και
την προειδοποίηση ότι θα απομακρυνθεί από τη συνεδρίαση, αν δεν συμμορφωθεί, το δικαστήριο
μπορεί να διατάξει την απομάκρυνση του προσωρινά ή για όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Στην
περίπτωση αυτή το δικαστήριο επιτρέπει στο συνήγορο του να παραστεί για εκείνον ως το τέλος
της διαδικασίας˙ στα κακουργήματα εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του τρίτου εδαφίου της
παραγράφου 1 του άρθρου 344. ε την ίδια απόφαση μπορεί να διαταχθεί και η κράτηση του
κατηγορουμένου που θορυβεί (άρθρο 336 παρ. 1)."
2. Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να διατάξει την επάνοδο του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο, οπότε ο γραμματέας του διαβάζει περιληπτικά τα όσα έγιναν κατά την απουσία του˙ το
δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ενεργήσει έτσι, όταν πρόκειται να απολογηθεί ο
κατηγορούμενος. Δεν εμποδίζεται πάντως να διατάξει να απομακρυνθεί πάλι ο κατηγορούμενος, αν
εμφανισθεί η περίπτωση της παρ. 1.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

348 - Α
"Αν εξαιτίας σοβαρής διαταραχής της υγείας του κατηγορουμένου γίνεται δυσχερής η περαιτέρω
παρουσία του στη δίκη, το δικαστήριο, αφού διαπιστωθεί η κατάσταση αυτή με αυτοψία ή βεβαιωθεί
από γιατρό, διατάσσει ή τη διακοπή της δίκης για οκτώ το πολύ ημέρες ή την αναβολή της. πορεί
επίσης να επιτρέψει στον κατηγορούμενο να εκπροσωπηθεί από το συνήγορο του, αν το ζητήσει.
Αν και πάλι υπάρχει η ίδια νοσηρή κατάσταση ή αν αυτή που εμφανίσθηκε για πρώτη φορά
πρόκειται να διαρκέσει επί μακρό χρόνο, αφού το γεγονός αυτό βεβαιωθεί από γιατρό, το
δικαστήριο συνεχίζει τη διεξαγωγή της δίκης, επιτρέποντας την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου
από το συνήγορο του. Στα κακουργήματα εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του τρίτου εδαφίου της
παραγράφου 1 του άρθρου 344."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

349 - Α
"1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και
αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια που προσδιορίζονται
ειδικά στην απόφαση. πορεί επίσης να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για το
λόγο αυτόν έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες και μέχρι δύο φορές. Δεύτερη αναβολή μπορεί να

782
διαταχθεί μόνον εφόσον βεβαιώνεται αιτιολογημένα στην απόφαση ότι δεν μπορεί να
αντιμετωπισθεί το σημαντικό αίτιο με τη διακοπή. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται. Επιτρέπεται
σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνον αν το δικαστήριο κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι είναι
αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης. ι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται αναλυτικά και αιτιολογημένα
στην απόφαση της αναβολής. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία ανακοινώνει το
δικαστήριο στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτή κλητεύονται
μόνον οι απόντες. Αναβολή σε άλλη δικάσιμο που ορίζεται από τον εισαγγελέα γίνεται μόνον αν
ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου, δεν το επιτρέπουν και κανείς από
τους κατηγορουμένους δεν κρατείται προσωρινά. Αν ο κατηγορούμενος ή ένας τουλάχιστον από
τους περισσότερους κατηγορουμένους κρατείται προσωρινά και με την αναβολή η εκδίκαση της
υπόθεσης δεν μπορεί να γίνει πριν από τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου προσωρινής
κράτησης, η δίκη διακόπτεται έως δεκαπέντε το πολύ ημέρες, εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι η
διακοπή αρκεί για την αντιμετώπιση του σημαντικού αιτίου της αναβολής. Αν η διακοπή της δίκης
δεν αρκεί για το σκοπό αυτόν ή αν, και μετά τη διακοπή, εξακολουθεί να υπάρχει το σημαντικό
αίτιο, η δίκη μπορεί να αναβληθεί μόνον αν βεβαιώνεται στην απόφαση αιτιολογημένα ότι είναι
άλλως αδύνατη η διεξαγωγή της δίκης."
2. Εάν το σημαντικό αίτιο αναγγέλθηκε από το συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό
απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει
θέση κλητεύσεώς του.
"3. Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί σημαντικό αίτιο για την αναβολή των ποινικών δικών και
δεν περιλαμβάνεται στους περιορισμούς της παραγράφου 1."

Σχόλια: - Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).- Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΑΠΟΔΕΙ ΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ
Α) ΜΑΡΤ ΡΕΣ

350 - Α
1. Πριν ακόμα αρχίσει η εξέταση μαρτύρων, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση παραγγέλλει
στους μάρτυρες να αποχωρήσουν στο δωμάτιο που είναι προορισμένο γι' αυτούς.
2. ι μάρτυρες πριν από την εξέτασή τους οφείλουν να μην επικοινωνούν με κανέναν από
αυτούς που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, ούτε να ακούν αυτά που λέγονται στη
διαδικασία.
3. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση, αν το κρίνει αναγκαίο, διατάσσει τα πρόσφορα μέτρα για
την αποφυγή οποιασδήποτε αθέμιτης επικοινωνίας.

351 - Σ
1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση προσδιορίζει τη σειρά κατά την οποία θα εξεταστούν οι
μάρτυρες και θα υποβληθούν οι υπόλοιπες αποδείξεις. ίδιος φροντίζει με επιμέλεια ώστε, με τη
σειρά που θα προσδιοριστεί, να διασαφηνιστούν όσο το δυνατό πληρέστερα τα σχετικά με την
πράξη και όλα όσα αφορούν την κατηγορία ή την υπεράσπιση, να διαλυθεί κάθε σύγχυση και να
προκύψει βέβαιη πεποίθηση για τη δικαζόμενη κατηγορία, στηριγμένη σε βάσιμες αποδείξεις.
2. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί να αναθέσει την εξέταση μαρτύρων σε έναν από
τους δικαστές που συγκροτούν το δικαστήριο.

352 - Α
1. Αν κάποιος μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε νόμιμα, δεν εμφανίστηκε όμως και η
μαρτυρία του κρίνεται αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας, όταν ο κατηγορούμενος, και σε
περίπτωση που είναι περισσότεροι ένας από αυτούς, κρατείται προσωρινά, το δικαστήριο
διατάσσει υποχρεωτικά τη διακοπή της δίκης έως οκτώ το πολύ ημέρες, καθώς και την κατά το
άρθρο 231 βίαιη προσαγωγή των μαρτύρων ή των πραγματογνωμόνων, για τους οποίους, μόλις
προσαχθούν, εφαρμόζει τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου.
"2. Αν κανένας από τους κατηγορουμένους δεν κρατείται προσωρινά και δεν εμφανίστηκε κατά τη
συζήτηση μάρτυρας ή πραγματογνώμονας που κλητεύτηκε ή αν στην επανάληψη της δίκης που
διακόπηκε σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο απουσιάζουν και πάλι οι ίδιοι μάρτυρες ή
πραγματογνώμονες, επειδή δεν εκτελέστηκε η διαταγή για τη βίαιη προσαγωγή τους, το δικαστήριο,
αν κρίνει αναγκαία την αναβολή της συζήτησης για τη ν υπόθεση, την αναβάλλει σε ρητή δικάσιμο
783
μέσα σε εξήντα ημέρες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία για εμφάνιση και η παρέκταση της
συντέμνονται στο μισό. Το ίδιο ισχύει για τη δεύτερη αναβολή της δίκης για οποιονδήποτε λόγο. Το
δεύτερο, το τρίτο, το πέμπτο και το έκτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 349 εφαρμόζονται
αναλόγως."
"3". Αν το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζεται νέες αποδείξεις, μπορεί να αναβάλλει τη συζήτηση της
υπόθεσης εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού.

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003), ενώ οι παρ. 3 και 5 καταργήθηκαν και η πρώην παρ. 4 αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με την παρ. 2
του ανωτέρω άρθρου του ιδίου νόμου.

353 - Π
1. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης είναι δυνατό να προσέλθει
μάρτυρας που δεν κλητεύθηκε ή του οποίου το όνομα δεν γνωστοποιήθηκε, και τη μαρτυρία του τη
θεωρεί αναγκαία, μπορεί να διατάξει την άμεση εμφάνιση και εξέτασή του.
2. Το δικαστήριο διατάσσει τη βίαιη προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 231 παρ. 4, των
μαρτύρων που κλητεύθηκαν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν οι μάρτυρες
αυτοί κατοικούν στην έδρα του δικαστηρίου και δεν προσέρχονται από απείθεια. πορεί ακόμα να
διατάξει σε κάθε περίπτωση την προσαγωγή τους με απλή συνοδεία˙ αυτό γίνεται σε εξαιρετικά
επείγουσες περιστάσεις ή αν υπάρχουν λόγοι που δείχνουν ενδεχόμενη απροθυμία των μαρτύρων
να εμφανιστούν.
3. Το δικαστήριο διατάσσει τη βίαιη προσαγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 231 παρ. 4, των
μαρτύρων που κλητεύθηκαν εμπρόθεσμα και δεν εμφανίστηκαν.
"4. Η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί μέχρι δεκαπέντε το πολύ ημέρες προκειμένου να
εμφανιστούν ή να προσαχθούν οι μάρτυρες σ' αυτήν".

Σχόλια: - Η παρ. 4 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

354 - Μ
Αν κάποιος μάρτυρας δεν εξετάστηκε καθόλου κατά την προδικασία και δεν είναι δυνατό ή είναι
πολύ δύσκολο να εμφανιστεί, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει σε ένα από τα μέλη του ή σε άλλο
δικαστή την εξέταση του μάρτυρα στον τόπο όπου διαμένει ή και στο σπίτι του, αν διαμένει στην
έδρα του δικαστηρίου. Στην εξέταση αυτή, που μπορεί να γίνει και με διακοπή της δίκης (άρθρ. 353
παρ. 4), εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 328. Η κατάθεση του μάρτυρα διαβάζεται στο
ακροατήριο, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία (άρθρ. 365).

Σχόλια: Σχετική με το παρόν άρθρο και η παρ. 3 του άρθρου 9 (προστασία μαρτύρων) του Ν. 2928/01 (Α'
141/27.6.01).

355 -
Αν το δικαστήριο αναβάλει τη δίκη για ισχυρότερες αποδείξεις ή τη διακόψει για να εμφανιστούν
νέοι μάρτυρες, οφείλει να διατάξει την κλήτευση και των νέων μαρτύρων που προτείνονται από τον
κατηγορούμενο και δεν έχουν ακόμη κλητευθεί σύμφωνα με το άρθρο 327, οπότε κλητεύονται ένας
μάρτυρας προκειμένου για πλημμέλημα ή έως δύο το πολύ προκειμένου για κακούργημα. Η παρ. 2
του άρθρου 327 εφαρμόζεται και σ' αυτή την περίπτωση.

356 - Δ
ετά την αναβολή της δίκης, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί έως τη νέα δικάσιμο, και ο
εισαγγελέας και οι διάδικοι μπορούν να ασκούν όλα τα δικαιώματα που τους παρέχονται σύμφωνα
με τα άρθρα 325-328 κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της κύριας διαδικασίας.

357 - Δ
1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση έχει δικαίωμα να απαιτήσει από το μάρτυρα όλες τις
διευκρινίσεις που θεωρεί χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας. Το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι
άλλοι σύνεδροι δικαστές και ο εισαγγελέας, τηρώντας τη διάταξη του άρθρου 333.
2. ετά την εξέταση του μάρτυρα μπορούν επίσης οι ίδιοι να απευθύνουν και στον
κατηγορούμενο όλες τις ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας.

784
3. κατηγορούμενος και οι άλλοι διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, έχουν το δικαίωμα να
κάνουν απευθείας στο μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα ή τον τεχνικό σύμβουλο του
κατηγορουμένου τις ερωτήσεις που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας.
4. ς προς τα άλλα σημεία της εξέτασης των μαρτύρων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων
210 έως και 277. Όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, η κατάθεσή του που είχε δοθεί
κατά την προδικασία δεν διαβάζεται. Επιτρέπεται η ανάγνωση μόνο περικοπών της κατάθεσης για
να βοηθηθεί η μνήμη του μάρτυρα ή για να επισημανθούν αντιφάσεις του.

358 - Π
ετά την εξέταση κάθε μάρτυρα ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν
εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του οτιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την
αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας˙ μπορούν να προβαίνουν σε
δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που
εξετάστηκαν.

359 - Α
Όταν τελειώσει η εξέταση του μάρτυρα, αυτός παραμένει στο ακροατήριο έως το τέλος της
αποδεικτικής διαδικασίας, εκτός αν το δικαστήριο του επιτρέψει να αποχωρήσει με τη συναίνεση
του εισαγγελέα και των διαδίκων. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση έχει το δικαίωμα με αίτηση
του εισαγγελέα, των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να διατάξει να αποχωρήσουν από το ακροατήριο
μερικοί ή όλοι οι μάρτυρες που εξετάστηκαν ή να εξεταστούν και πάλι μόνοι ή με την παρουσία
άλλων μαρτύρων.

360 - Α
1. Αν το δικαστήριο πείθεται ότι η παρουσία ενός κατηγορουμένου θα εμπόδιζε την ειλικρινή
κατάθεση κάποιου μάρτυρα ή συγκατηγορουμένου, μπορεί με απόφασή του να διατάξει την
προσωρινή απομάκρυνση του κατηγορουμένου από το ακροατήριο˙ παραμένει όμως πάντοτε ο
συνήγορός του. Στον κατηγορούμενο που επανέρχεται στο ακροατήριο ο πρόεδρος ανακοινώνει
λεπτομερώς ό,τι έγινε και ειπώθηκε κατά το χρόνο της απουσίας του˙ διαφορετικά ακυρώνεται η
διαδικασία.
2. Η παραπάνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στα μονομελή πλημμελειοδικεία και τα
πταισματοδικεία.

361 - Π
Η εξύβριση ή η δυσφήμηση του μάρτυρα μπορεί, κατά την κρίση του εισαγγελέα και με
προφορική αίτηση εκείνου που προσβλήθηκε, να εισαχθεί αμέσως στο δικαστήριο που συνεδριάζει
(άρθρο 116) για να δικαστεί κατά τη διαδικασία που εφαρμόζεται στα αυτόφωρα. ια την εξύβριση ή
δυσφήμηση αυτή, αν η πράξη συνοδεύτηκε με θόρυβο, εκτός από την κύρια ποινή επιβάλλεται και
η χρηματική ποινή που αναφέρεται στο άρθρο 336. Αν ο υπαίτιος ζητήσει να αποδείξει την αλήθεια,
όπου αυτό επιτρέπεται, η δίκη του αναβάλλεται για την επόμενη ημέρα, οπότε θα διεξαχθεί η
απόδειξη, και ο υπαίτιος δικάζεται χωρίς να κλητευθεί σαν να ήταν παρών. Η παράλειψη εισαγωγής
της κατηγορίας για εξύβριση ή δυσφήμηση σύμφωνα με τη διαδικασία που εφαρμόζεται στα
αυτόφωρα δεν αποκλείει την περαιτέρω δίωξη κατά την κοινή διαδικασία. Αν η πράξη τελέστηκε
από συνήγορο, δεν εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό.

) ΠΡΑ ΜΑΤΟ Ν ΜΟΣ ΝΗ ΑΙ Α ΤΟ ΙΑ

362 - Π
1. Αφού εξεταστούν οι μάρτυρες, διαβάζονται οι εκθέσεις των πραγματογνωμόνων και των
τεχνικών συμβούλων. Αν κληθούν στο ακροατήριο από τον εισαγγελέα εκείνοι που έκαναν την
πραγματογνωμοσύνη για να την αναπτύξουν προφορικά, η ανάπτυξη αυτή γίνεται ύστερα από την
ανάγνωση της γνωμοδότησης και οι πραγματογνώμονες περιορίζονται, όπως και οι κατά την
προδικασία τεχνικοί σύμβουλοι, που κλητεύονται ταυτόχρονα από τον εισαγγελέα, στο να απαντούν
στις ερωτήσεις που τους απευθύνονται. Αν κλήθηκαν αυτοί για πρώτη φορά στο ακροατήριο και
εμφανίστηκαν, μπορούν να κληθούν από το διάδικο σύμφωνα με τα άρθρα 204 - 207 τεχνικοί
σύμβουλοι, όχι περισσότεροι από τους πραγματογνώμονες, οι οποίοι περιορίζονται επίσης στην
έκθεση των συμπερασμάτων τους και στους ουσιώδεις λόγους που τα στηρίζουν, καθώς και στην
απάντηση των ερωτήσεων που τους υποβάλλονται (άρθρο 208).

785
2. ι πραγματογνώμονες και οι διερμηνείς δίνουν πριν από την εξέτασή τους τον όρκο που
διατυπώνεται στα άρθρα 194 και 236 με παράλειψη του όρου της μυστικότητας. ι τεχνικοί
σύμβουλοι δεν ορκίζονται.
3. Αν διαταχθεί η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να διορίσει
ως εισηγητή μέλος του δικαστηρίου ή ανακριτικό υπάλληλο για να διεξαχθεί η πραγματογνωμοσύνη
ενώπιόν του (άρθρο 196).

363 - Α
Αν αναβληθεί η υπόθεση για να γίνει αυτοψία, είναι όμως δύσκολο να μεταβεί επιτόπου
ολόκληρο το δικαστήριο, η ενέργεια της αυτοψίας είναι δυνατό να ανατεθεί σε ένα από τα μέλη του
δικαστηρίου˙αν πρόκειται για τόπο που βρίσκεται έξω από την έδρα του δικαστηρίου, μπορεί να
ανατεθεί και σε κάποιον ανακριτικό υπάλληλο που εδρεύει στον τόπο αυτό.

) Ε ΡΑ Α
364 - Α
1. Στο ακροατήριο διαβάζονται οι εκθέσεις των ανακριτικών υπαλλήλων που συντάχθηκαν
σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, καθώς και τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη
διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους. Αν χρειάζεται
κάποιος από τους μάρτυρες ή τους κατηγορουμένους να αναγνωρίσει ένα έγγραφο ή πειστήριο, ο
πρόεδρος το επιδεικνύει σ' αυτόν.
2. Διαβάζονται επίσης τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Επίσης τα
έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το
δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη.

365 - Α
1. Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας
θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά
σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 παρ. 2) ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται
στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία˙
διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Στις παραπάνω περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να
διατάξει όσα ορίζονται στο άρθρο 354.
2. Το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει μάρτυρα που κλητεύθηκε εκ παραδρομής.

Σχόλια: Η παρ. 2 του παρόντος άρ. τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρ. 34 του ν. 2172/1993.

Δ) ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟ ΑΤΗ ΟΡΟ ΜΕΝΟ ΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙ Σ ΠΕ ΝΟ

366 - Α
1. Εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία
που του αποδίδεται. Κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος πρέπει να μη διακόπτεται, εκτός αν
επιμένει να απομακρύνεται από το θέμα, και να μην εμποδίζεται στην αφήγηση περιστατικών που
αποκρούουν την κατηγορία. Αφού τελειώσει η απολογία, μπορούν να γίνουν ερωτήσεις στον
κατηγορούμενο από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση, τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο και
τους δικαστές. ι υπόλοιπο διάδικοι, καθώς και οι συνήγοροί τους, επιτρέπεται να υποβάλλουν
ερωτήσεις στον κατηγορούμενο μόνο με τη μεσολάβηση εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση.
2. Αν όσα εκθέτει ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολό τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο
ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της
απολογίας του κατά την ανάκριση.
3. κατηγορούμενος μπορεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας να συνεννοείται με το συνήγορό
του, όχι όμως προκειμένου να δώσει απάντηση σε ερώτηση. Αν ο κατηγορούμενος αρνηθεί να
απολογηθεί ή να απαντήσει σε ερώτηση, αυτό αναγράφεται στα πρακτικά.

367 - Ε
ετά την απολογία του κατηγορουμένου εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση εξετάζει τον αστικώς
υπεύθυνο, στον οποίο μπορούν να απευθύνουν ερωτήσεις ο εισαγγελέας, οι δικαστές και οι
διάδικοι.

786
368 - Σ
Αφού απολογηθεί ο κατηγορούμενος και εξεταστεί ο αστικώς υπεύθυνος, εκείνος που διευθύνει
τη συζήτηση ρωτάει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 333, αν
έχουν ανάγκη από κάποια συμπληρωματική εξέταση ή διευκρίνιση˙ κατόπιν κηρύσσει τη λήξη της
αποδεικτικής διαδικασίας. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στο πταισματοδικείο.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΤΙ Α Ο Ο ΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙ ΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ

369 - Α
1. Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον
εισαγγελέα ή στους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος
πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να
επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος
δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο.
2. Δικαίωμα δευτερολογίας έχει μόνο ένας εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορός
του. Η δευτερολογία πρέπει να περιορίζεται στην απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων και δεν
μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα. Στη δευτερολογία έχουν το δικαίωμα να
απαντήσουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι.
3. κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος.

370 - Π
Η ποινική δίκη τελειώνει: α) με την καταδίκη ή την αθώωση του κατηγορουμένου˙ β) με την
οριστική παύση της ποινικής δίωξης, όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή
όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή
όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει˙ γ) με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις
περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο (άρθρο 57), ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια
(αρ. 41 και 55) που απαιτείται για τη δίωξη.

371 -
1. ι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση από εκείνον
που διευθύνει τη συζήτηση μετά την περάτωσή της και πριν αρχίσει η συζήτηση της επόμενης
υπόθεσης. Αν για ειδικούς λόγους επιβάλλεται να επιφυλαχθεί το δικαστήριο να εκδώσει την
απόφασή του σε μεταγενέστερο χρόνο, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση έχει την υποχρέωση να
γνωστοποιεί την ώρα που θα δημοσιευθεί η απόφαση.
2. ι αποφάσεις των πολυμελών δικαστηρίων καταρτίζονται από την ψήφο των δικαστών που
συγκρότησαν το δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη, στην οποία παρίσταται ο γραμματέας. Εκείνος
που διευθύνει τη συζήτηση συγκεντρώνει τις ψήφους, αρχίζοντας από τον κατώτερο στο βαθμό και
σε περίπτωση που οι δικαστές είναι ισόβαθμοι από το νεότερο στο βαθμό, ενώ ο ίδιος ψηφίζει
τελευταίος. Αν υπάρχει διχογνωμία, επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας ενώ σε περίπτωση
ισοψηφίας, η ευμενέστερη γνώμη για τον κατηγορούμενο. Αν εκδηλώθηκαν περισσότερες από δύο
γνώμες, οι δικαστές που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης γνώμης για τον κατηγορούμενο ή υπέρ
της βαρύτερης ποινής προσχωρούν στη γνώμη εκείνων που ψήφισαν υπέρ της αμέσως ηπιότερης,
ωσότου επιτευχθεί η πλειοψηφία.
3. Πρώτα γίνεται ψηφοφορία για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου για την πράξη
που του αποδίδεται, όπως αυτή προέκυψε από την κύρια διαδικασία και για το χαρακτηρισμό της
πράξης. Αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, γίνεται αμέσως κατόπιν συζήτηση για την ποινή
που θα πρέπει να επιβληθεί και ενδεχομένως για τα μέτρα ασφαλείας και για τις απαιτήσεις του
πολιτικώς ενάγοντος.
4. Το δικαστήριο αφαιρεί από την ποινή που επιβλήθηκε το χρόνο της προσωρινής κράτησης του
καταδικασμένου σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ποινικού κώδικα. Αν το δικαστήριο
παρέλειψε να τον αφαιρέσει στην καταδικαστική απόφαση, μπορεί να το πράξει και με
μεταγενέστερη απόφασή του, με αίτηση του καταδίκου ή του εισαγγελέα. πορεί επίσης να
διορθώσει τα σφάλματα που έγιναν στον υπολογισμό. Όταν το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή
είναι το μικτό ορκωτό και η σύνοδος έχει λήξει, αρμόδιο για την αφαίρεση της προσωρινής
κράτησης είναι το τριμελές εφετείο, ενώ αν η απόφαση είναι του μικτού ορκωτού εφετείου, αρμόδιο
είναι το πενταμελές εφετείο. Εναντίον της απόφασης για τον υπολογισμό του χρόνου της
προσωρινής κράτησης επιτρέπεται το ένδικο μέσο της αναίρεσης.
5. Στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος αθωώθηκε εφαρμόζεται και το άρθρο 71.
787
372 - Α
Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι η δικαστική απόφαση πρέπει να δημοσιευτεί στον τύπο,
το δικαστήριο πρέπει να καθορίσει στην ίδια την απόφαση αν πρέπει να δημοσιευτεί ολόκληρη ή
μόνο ορισμένα τμήματά της και σε ποια ή ποιες εφημερίδες.

373 - .Τ
ε την τελειωτική απόφαση οι διάδικοι που ηττήθηκαν στη δίκη καταδικάζονται στα έξοδα (άρθρα
581 επ.)˙ με την ίδια απόφαση το δικαστήριο διατάσσει να αποδοθούν στον ιδιοκτήτη τα πράγματα
που αφαιρέθηκαν και τα πειστήρια, όσα κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν κατά την ανάκριση και δεν
έγινε άρση της κατάσχεσής τους σύμφωνα με το άρθρο 268˙ διατάσσει επίσης τη δήμευση των
αντικειμένων που πρέπει να δημευτούν˙ στις προηγούμενες περιπτώσεις εφαρμόζεται αναλόγως η
διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2.

ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
ΕΙΔΙ ΟΙ ΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΣΤΟ Π ΗΜΜΕ ΕΙΟΔΙ ΕΙΟ

374 - Α ,
1. Σε κάθε δικάσιμο προσδιορίζονται για εκδίκαση μέχρι τριάντα υποθέσεις, αν πρόκειται για το
τριμελές πλημμελειοδικείο, ή μέχρι εξήντα, αν πρόκειται για το μονομελές. ο αριθμός αυτός μπορεί
να αυξηθεί αν ο εισαγγελέας, με τη σύμφωνη γνώμη του διευθύνοντος το δικαστήριο, λαμβάνοντας
υπόψη και τα στατικά δεδομένα, κρίνει ότι όλες οι υποθέσεις μπορούν να περατωθούν εντός της
ημέρας.
2. εισαγγελέας, όταν προσδιορίζει τις υποθέσεις κάθε δικασίμου τις κατανέμει σε τρία μέρη,
αφού πάντοτε λάβει υπόψη τον χρόνο τελέσεως της πράξεως. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τις
υποθέσεις, που επίκειται η παραγραφή τους, καθώς και εκείνες στις οποίες ο κατηγορούμενος
κρατείται προσωρινά για τη δικαζόμενη υπόθεση, το δεύτερο εκείνες που προέρχονται από την
αναβολή και το τρίτο τις λοιπές υποθέσεις, εκτός αν ο εισαγγελέας με διάταξή του κρίνει
διαφορετικά.
3. Τρεις τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, ο γραμματέας της εισαγγελίας
αναρτά, στον προς τούτο χώρο της εισαγγελίας, αντίγραφο της σειράς των υποθέσεων, σύμφωνα
με το έκθεμα, σημειώνοντας και το χρόνο που θα εκδικαστούν. Η σειρά του εκθέματος δεν μπορεί
να αλλάξει παρά μόνο με απόφαση του δικαστηρίου, που δημοσιεύεται κατά την έναρξη της
συνεδριάσεως και αφορά υπόθεση στην οποία όλοι οι διάδικοι είναι παρόντες. πορεί όμως το
δικαστήριο, με απόφαση του και κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως, να μεταθέσει τη συζήτηση για
ορισμένη υπόθεση σε επόμενο αριθμό της σειράς, ύστερα από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους
ή και αυτεπαγγέλτως για εξαιρετικούς λόγους.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 7 του άρθ. 3 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ
Α 88/28.5.1993)

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΣΤΟ Ε ΕΤΕΙΟ

375 - Δ
1. ι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου έχουν εφαρμογή και στο εφετείο εκτός από την παρ. 1.
"2. Το εφετείο όταν δικάζει πλημμελήματα μπορεί να διατάξει μία ή περισσότερες φορές τη
διακοπή της συνεδρίασης έως δεκαπέντε ημέρες μέσα σε χρονικό διάστημα τριάντα το πολύ
ημερών για ανυπέρβλητο κώλυμα που παρουσιάστηκε κατά τη διαδικασία, είτε από την πλευρά
των δικαστών είτε από την πλευρά των διαδίκων ή για να προσαχθούν με τη βία οι μάρτυρες
(άρθρο 231 παρ. 4)."
3. Σε δίκες που διαρκούν περισσότερο από ένα μήνα ή αφορούν κακούργημα, το κάθε
δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διακοπή της δίκης μέχρι 30 ημέρες κάθε φορά. Στο χρόνο της
διακοπής της δίκης δεν συνυπολογίζονται οι ημέρες κατά τις οποίες το δικαστήριο δεν συνεδριάζει,
λόγω αργιών, απεργιών, αποχής ή ανωτέρας βίας.

788
4. Αν το ανυπέρβλητο κώλυμα παρουσιαστεί στο πρόσωπο κάποιου δικαστή, το εφετείο στη
συζήτηση για την διακοπή της δίκης μπορεί να συγκροτηθεί και από άλλου δικαστές που
αναπληρώνουν τους κωλυομένους.

Σχόλια: - Η παρ. 1 του παρόντος τίθεται όπως προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 2145/1993 (Α'
88/28.5.1993). Η (νυν) παρ. 3 (και πρώην παρ. 2) τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1952/1991
(ΦΕΚ Α 87/15.6.1991) και στη συνέχεια αναριθμήθηκε ως παρ. 3 του παρόντος, με ταυτόχρονη αναρίθμηση και
της πρώην παρ. 3 σε (νυν) παρ. 4, με την παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ Α 88/28.5.1993).- Η
παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 32 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

376 - Α
Σε περίπτωση που η κατηγορία αφορά κακούργημα, αν ο κατηγορούμενος δεν έχει συνήγορο και
υποβάλλει σχετικό αίτημα, ο πρόεδρος διορίζει συνήγορό του, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο
άρθρο 340 παρ. 1, και θέτει στη διάθεσή του τη δικογραφία (άρθρ. 325).

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3226/2004 ΦΕΚ Α 24/4.2.2004 ,περί παροχής νομικής
βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, στην περίπτωση του παρόντος άρθρου ο διορισμός συνηγόρου
γίνεται όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο και δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1 του ανωτέρω
νόμου, ούτε να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 2 του ιδίου νόμου .

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΣΤΑ ΜΙ ΤΑ ΔΙ ΑΣΤΗΡΙΑ

377 -
1. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο και το μικτό ορκωτό εφετείο συγκροτούνται κάθε μήνα, εκτός από
τους μήνες ούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, κατά τους οποίους μπορούν να συγκροτηθούν μόνο
για εξαιρετικούς λόγους. εισαγγελέας εφετών κρίνει αν υπάρχουν οι εξαιρετικοί λόγοι.
2. Η σύνοδος του δικαστηρίου διαρκεί είκοσι τέσσερις ημέρες, διαιρείται σε δύο δωδεκαήμερες
περιόδους. Η σύνοδος δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τις είκοσι τέσσερις ημέρες. Η
δικαιοδοσία του δικαστηρίου εξακολουθεί και μετά την εικοστή τέταρτη ημέρα για να συνεχιστεί η
εκδίκαση υπόθεσης που είχε αρχίσει πριν λήξει η σύνοδος.

378 - Σ
1. Κάθε χρόνο στη διάρκεια του Σεπτεμβρίου ο εισαγγελέας εφετών ορίζει με διάταξη την ημέρα
που αρχίζει κάθε σύνοδος των μικτών ορκωτών δικαστηρίων της έδρας του και της περιφέρειάς
του, καθώς και του μικτού ορκωτού εφετείου της περιφέρειάς του στους επόμενους μήνες από τον
κτώβριο έως και τον ούνιο. Επίσης κάθε χρόνο μέσα στον ούνιο ο εισαγγελέας εφετών ορίζει με
διάταξη τη συγκρότηση των παραπάνω δικαστηρίων για τους μήνες ούλιο, Αύγουστο και
Σεπτέμβριο, αν κατά την κρίση του εξαιρετικοί λόγοι επιβάλλουν τη συγκρότησή τους και σ' αυτούς
τους μήνες.
2. ι παραπάνω διατάξεις του εισαγγελέα των εφετών τοιχοκολλούνται στην αίθουσα κάθε μικτού
ορκωτού δικαστηρίου και κάθε μικτού εφετείου αντίστοιχα. Η διάταξη που εκδίδεται τον ούνιο
τοιχοκολλάται μόνο στην αίθουσα των δικαστηρίων όπου πρόκειται να συγκροτηθούν αυτά στους
καλοκαιρινούς μήνες.

379 - Π
1. κανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα ενόρκου είναι: α) ια το μικτό ορκωτό δικαστήριο, οι
λληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του
πρωτοδικείου όπου συγκροτείται το μικτό ορκωτό δικαστήριο, έχουν συμπληρώσει το 30ο έτος της
ο
ηλικίας τους, δεν έχουν όμως περάσει το 70 , έχουν τουλάχιστον απολυτήριο από τη στοιχειώδη
εκπαίδευση και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. β) ια το μικτό ορκωτό εφετείο, οι
λληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου,
όπου συγκροτείται το μικτό ορκωτό εφετείο, έχουν συμπληρώσει το 40ο έτος της ηλικίας τους, δεν
έχουν όμως περάσει το 70ο, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο από υμνάσιο παλαιού τύπου ή από
ύκειο και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός
ενόρκων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου, θεωρούνται ικανοί για να
εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου και εκείνοι που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα έξω από
την έδρα αλλά μέσα στην περιφέρεια του εφετείου.
2. εωρούνται ότι κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του δικαστηρίου και οι δημόσιοι
πολιτικοί, δημοτικοί ή κοινοτικοί υπάλληλοι, οι υπάλληλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
789
που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και οι
υπάλληλοι οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και τραπεζών, που υπηρετούν στην έδρα
αυτού του δικαστηρίου.

380 -
Δεν μπορούν να είναι ένορκοι: α) ισοβίως οι κληρικοί κάθε θρησκεύματος και κάθε γενικά
βαθμού, καθώς και οι μοναχοί˙ β) προσωρινά και όσο διαρκεί η ιδιότητά τους ο πρόεδρος της
δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι
γενικοί γραμματείς των υπουργείων, οι βουλευτές, οι καθηγητές πανεπιστημίων, οι νομάρχες, οι
διπλωματικοί υπάλληλοι, οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί κάθε κατηγορίας και οι πάρεδροι, το κύριο
προσωπικό του νομικού συμβουλίου του κράτους, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι
υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.

381 - Ι
Δεν είναι ισοβίως ικανοί να εκτελούν τα καθήκοντα του ενόρκου, ανεξάρτητα αν
αποκαταστάθηκαν ή όχι, εκείνοι που καταδικάστηκαν αμετάκλητα για οποιοδήποτε έγκλημα από
δόλο σε ποινή στερητική της ελευθερίας τους πάνω από τρεις μήνες.

382 - Π
Δεν είναι προσωρινά ικανοί να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου:
1) εκείνοι που παραπέμφθηκαν για οποιοδήποτε έγκλημα από δόλο για το οποίο ο νόμος
προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστο τριών μηνών˙
2) εκείνοι που βρίσκονται σε δικαστική απαγόρευση ή αντίληψη˙
3) εκείνοι που πτώχευσαν ωσότου αποκατασταθούν˙
4) οι ασθενείς διανοητικά˙
5) οι τυφλοί και οι κωφάλαλοι.

383 - Ε
1. Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών και το συμβούλιο των εφετών, αφού ακούσουν τον
εισαγγελέα που υπηρετεί σε καθένα από αυτά, καταρτίζουν έως την 20ή Απριλίου κάθε έτους τον
ετήσιο κατάλογο των ενόρκων για το μικτό ορκωτό δικαστήριο και για το μικτό ορκωτό εφετείο,
αντίστοιχα, με βάση τα κριτήρια των άρθρων 379, 380, 381 και 382.
2. ι κατάλογοι συντάσσονται αλφαβητικά και περιέχουν το επώνυμο, το κύριο όνομα, το όνομα
του πατέρα και - προκειμένου για έγγαμη γυναίκα - το όνομα και το επώνυμο του συζύγου της, την
ηλικία, το επάγγελμα, τη διεύθυνση και τις γραμματικές γνώσεις. Κατά τη σύνταξη των καταλόγων
προτιμούνται πάντοτε εκείνοι που παρέχουν τις εγγυήσεις χρηστότητας, αμεροληψίας,
ανεξαρτησίας γνώμης και κοινωνικής πείρας, καθώς επίσης και όσοι έχουν μόρφωση ανώτερη από
εκείνη που απαιτεί ο νόμος για κάθε κατάλογο ενόρκων.
3. ια να συνταχθεί ο κατάλογος, οι παραπάνω εισαγγελείς μπορούν να ζητούν σχετικές
πληροφορίες και ονομαστικές καταστάσεις, που να περιέχουν τα στοιχεία τα αναφερόμενα στην
προηγούμενη παράγραφο, από κάθε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, καθώς και από κάθε
νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν διαβιβάζονται
έγκαιρα από τον εισαγγελέα στο αντίστοιχο συμβούλιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο μπορεί
από αυτά να συμπεριλάβει στον κατάλογο όσα ονόματα κρίνει. πορεί επίσης κάθε συμβούλιο να
συμπεριλάβει στον κατάλογο και άλλα ονόματα που δεν αναφέρονται στους παραπάνω
καταλόγους.
4. κατάλογος αποτελείται, όσο είναι δυνατό, από ίσο αριθμό ονομάτων αντρών και γυναικών.
Περιέχει συνολικά:
α) για την Αθήνα έως 1.200, όχι όμως λιγότερα από 800 ονόματα˙
β) για τη εσσαλονίκη, Πειραιά και Πάτρα έως 1.000, όχι όμως λιγότερα από 600 ονόματα και
γ) για τις υπόλοιπες πόλεις έως 750, όχι όμως λιγότερα από 150 ονόματα.
5. Το αργότερο έως το τέλος Απριλίου ο εισαγγελέας στέλνει στο γραμματέα του συμβουλίου
όπου υπηρετεί και στο δήμαρχο της έδρας του από ένα αντίγραφο του καταλόγου των ενόρκων και
από την πρώτη έως και τη δέκατη πέμπτη α ου οι κατάλογοι παραμένουν τοιχοκολλημένοι στα
γραφεία του συμβουλίου και του δημαρχείου για να ενημερώνονται οι πολίτες.

384 - Α - .Ο
1. ως το τέλος α ου ο εισαγγελέας πρωτοδικών, όσοι συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο, αλλά
και κάθε πολίτης μπορούν να υποβάλλουν στο συμβούλιο πλημμελειοδικών αιτήσεις για να
790
εγγραφούν ένορκοι εκείνοι που έχουν τα προσόντα τα αναφερόμενα στο άρθρο 379 ή ενστάσεις για
να διαγραφούν όσοι δεν έχουν ή έχασαν τα προσόντα αυτά ή υπάγονται σε κάποιαν από τις
περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 380,
381 και 382 ή όσοι έχουν άγνωστη διαμονή ή είναι ανύπαρκτα πρόσωπα ή έχουν πεθάνει. ι
αιτήσεις και οι ενστάσεις γίνονται στο γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών με έγγραφο, που του
παραδίδεται, και ταυτόχρονα συντάσσεται έκθεση για την εγχείριση του εγγράφου, ή προφορικά,
οπότε συντάσσεται έκθεση για την προφορική αίτηση ή ένσταση, η οποία υπογράφεται από εκείνον
που υποβάλλει την αίτηση ή την ένσταση, καθώς και από το γραμματέα, που τις υποβάλλει στον
εισαγγελέα στον οποίο υπηρετεί.
2. Στο πρώτο δεκαήμερο του ουνίου ο εισαγγελέας πρωτοδικών υποβάλλει στο συμβούλιο
πλημμελειοδικών τις αιτήσεις και τις ενστάσεις της παραπάνω παραγράφου μαζί με τις προτάσεις
του.
3. έσα στον ίδιο μήνα το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφαίνεται για τις αιτήσεις και τις
ενστάσεις με απόφασή του και εγγράφει αυτούς που πρέπει να εγγραφούν, διαγράφει αυτούς που
πρέπει να διαγραφούν και κηρύσσει τον κατάλογο οριστικό˙ ο κατάλογος ισχύει για το αμέσως
επόμενο δικαστικό έτος από την 1η κτωβρίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου.
4. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταρτιστεί ή δεν κηρυχθεί οριστικός ο ετήσιος γενικός
κατάλογος, ισχύει ο οριστικός κατάλογος του προηγούμενου δικαστικού έτους.

385 -
1. Δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν αρχίσει η μηνιαία σύνοδος του μικτού ορκωτού
δικαστηρίου το οικείο συμβούλιο πλημμελειοδικών, αφού ακούσει τον εισαγγελέα, με απόφασή του
εκλέγει γι' αυτή τη σύνοδο από τον ετήσιο γενικό κατάλογο
α) στην Αθήνα 100 ενόρκους,
β) στη εσσαλονίκη, Πειραιά και Πάτρα από 80 ενόρκους και
γ) στις υπόλοιπες πόλεις από 60 ενόρκους.
2. Την ίδια ημέρα που εκλέγονται οι ένορκοι κάθε συνόδου το τριμελές πλημμελειοδικείο
κληρώνει από εκείνους που εκλέχθηκαν κατά την παραπάνω παράγραφο:
α) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο Αθηνών, 40 ενόρκους,
β) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο εσ/νίκης, Πειραιά και Πάτρας, από 36 ενόρκους και
γ) για το μικτό ορκωτό δικαστήριο των άλλων πόλεως από 32 ενόρκους˙ στην κλήρωση είναι
παρών και ο εισαγγελέας, και συντάσσεται πρακτικό. Στο πρακτικό συμπεριλαμβάνεται ο
κατάλογος των ενόρκων που κληρώθηκαν για τη σύνοδο, στον οποίο καταχωρίζονται τα ονόματα
των ενόρκων με την σειρά της κλήρωσής τους και με σημείωση του αριθμού που έχει καθένας από
εκείνους που κληρώθηκαν στον ετήσιο γενικό κατάλογο. ι ένορκοι που κληρώθηκαν δεν
περιλαμβάνονται στην εκλογή των ενόρκων για τη σύνοδο του αμέσως επόμενου μήνα.
3. Από τους ενόρκους που σύμφωνα με την παραπάνω παράγραφο κληρώθηκαν:
α) οι 20 που κληρώθηκαν πρώτοι από το συμβούλιο πλημμελειοδικών Αθηνών είναι οι ένορκοι
της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου Αθηνών,
και οι υπόλοιποι 20 ύστερα από αυτούς είναι οι ένορκοι της περιόδου του δευτέρου δωδεκαημέρου
της ίδιας συνόδου,
β) οι 18 πρώτοι που κληρώθηκαν από τα συμβούλια πλημμελειοδικών εσ/νίκης, Πειραιά και
Πάτρας είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου
της έδρας του καθενός, και οι υπόλοιποι 18 ύστερα από αυτούς είναι οι ένορκοι της περιόδου του
δεύτερου δωδεκαημέρου της ίδιας συνόδου και
γ) οι 16 πρώτοι που κληρώθηκαν από κάθε συμβούλιο πλημμελειοδικών των υπόλοιπων πόλεων
είναι οι ένορκοι της περιόδου του πρώτου δωδεκαημέρου της συνόδου του μικτού ορκωτού
δικαστηρίου της έδρας του καθενός και οι υπόλοιποι 16 είναι οι ένορκοι της περιόδου του δεύτερου
δωδεκαημέρου της συνόδου.

386 - Π
Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν έγινε από κάποιο συμβούλιο πλημμελειοδικών ή τριμελές
πλημμελειοδικείο η εκλογή ή η κλήρωση των ενόρκων για κάποια σύνοδο σύμφωνα με το
παραπάνω άρθρο, ισχύει γι' αυτή τη σύνοδο ο κατάλογος των ενόρκων της προηγουμένης
συνόδου, για την οποία έγινε κλήρωση, ακόμη και αν αυτή ανήκει στο προηγούμενο δικαστικό έτος,
οι ένορκοι αυτοί θεωρούνται ότι κληρώθηκαν και για τη σύνοδο όπου έγινε η παράλειψη, χωρίς να
ισχύει ο περιορισμός του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του προηγούμενου άρθρου.

791
387 -
1. ι ένορκοι που κληρώθηκαν για τη σύνοδο καλούνται με κλήση του εισαγγελέα πρωτοδικών
να εμφανιστούν στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα που αρχίζει η
σύνοδος και να εμφανίζονται σ' αυτούς για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους σε κάθε δικάσιμο
της δωδεκαήμερης περιόδου για την οποία κληρώθηκαν.
2. Η κλήση επιδίδεται σ' αυτούς που κληρώθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ.
1 - 2 πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν αρχίσει η σύνοδος.
3. ι ένορκοι που κληρώθηκαν για τη σύνοδο οφείλουν πριν από την έναρξη της συνόδου να
δηλώσουν στον εισαγγελέα των πρωτοδικών - που τους καλεί γι' αυτό το σκοπό - αν έχουν ή
έχασαν τα κατά το άρθρο 379 προσόντα ή αν υπάγονται σε κάποια από τις περιπτώσεις
κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 380, 381, και 382,
για να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου.
4. Τη δήλωση αυτή μπορούν να την κάνουν οι ένορκοι και με δική τους πρωτοβουλία.
5. ια τη δήλωση συντάσσεται έκθεση, που την υπογράφουν εκείνος που δηλώνει, ο εισαγγελέας
και ο γραμματέας.
6. ένορκος που παραλείπει να κάνει τη δήλωση που οφείλει ύστερα από την πρόσκληση του
εισαγγελέα ή αποκρύπτει την αλήθεια, είτε με τη δήλωση αυτή είτε με τη δήλωση που έκανε από
δική του πρωτοβουλία, τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

388 - Δ
1. Στη συνεδρίαση που γίνεται στο ακροατήριο κατά την ημέρα που αρχίζει η σύνοδος διαβάζεται
ο κατάλογος των ενόρκων που κληρώθηκαν για τη σύνοδο και για τις δύο δωδεκαήμερες περιόδους
της συνόδου. ι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου με την ανάγνωση του
καταλόγου διατάσσουν να διαγραφούν εκείνοι από τους ενόρκους που κληρώθηκαν για τους
οποίους προκύπτει ότι δεν έχουν ή ότι έχασαν τα κατά το άρθρο 379 προσόντα ή ότι υπάγονται σε
κάποια από τις περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή προσωρινής ανικανότητας που αναφέρονται
στα άρθρα 380, 381 και 382, για να εκπληρώσουν τα καθήκοντα του ενόρκου, ή ότι έχουν άγνωστη
διαμονή ή ότι είναι ανύπαρκτα πρόσωπα ή ότι έχουν πεθάνει˙ η διαταγή αυτή μνημονεύεται στο
πρακτικό της συνεδρίασης. Επίσης προκειμένου για τις δηλώσεις που έγιναν σύμφωνα με το άρθρο
387 παρ. 3 - 4, διατάσσουν με τον ίδιο τρόπο να διαγραφούν από τον ίδιο κατάλογο της συνόδου
εκείνοι που υπέβαλαν αυτές τις δηλώσεις, αν και γι' αυτούς υπάρχει κάποιος λόγος από τους
αναφερόμενους παραπάνω σχετικά με τα προσόντα και τις περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή
προσωρινής ανικανότητας.
2. ι ίδιοι τακτικοί δικαστές ευθύς μετά την διαγραφή και στην ίδια συνεδρίαση κληρώνουν από
εκείνους τους ενόρκους που εκλέχθηκαν για τη σύνοδο σύμφωνα με το άρθρο 385 παρ. 1 ίσον
αριθμό άλλων ενόρκων αντίστοιχα με εκείνους που διαγράφηκαν˙ οι ένορκοι αυτοί αντικαθιστούν
εκείνους που διαγράφηκαν και παίρνουν τη θέση τους με τον ίδιο αριθμό κλήρωσης που είχαν οι
διαγραμμένοι˙ για όλα αυτά γίνεται αναφορά στο πρακτικό. ι ένορκοι που κληρώθηκαν με αυτό
τον τρόπο ειδοποιούνται αμέσως ότι οφείλουν να εμφανίζονται στους τακτικούς δικαστές του μικτού
ορκωτού δικαστηρίου στις επόμενες ύστερα από την κλήρωσή τους δικασίμους της δωδεκαήμερης
περιόδου που κληρώθηκαν για να εκπληρώσουν τα καθήκοντα τους˙ η ειδοποίηση γίνεται με
επίδοση σ' αυτούς κλήσης τους εισαγγελέα πρωτοδικών.
3. Όλα όσα ορίζονται στις παρ. 1 και 2 αυτού του άρθρου καθώς και στις παρ. 3, 4, 5 και 6 του
άρθρου 387, εφαρμόζονται και κατά τη διάρκεια της συνόδου, αν σ' αυτή εμφανιστούν δυσκολίες ως
προς τη σύνθεση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου για τους λόγους που αναφέρονται στα άρθρα
αυτά.

389 - Α
Συντάσσονται ατελώς όλες οι αιτήσεις, ενστάσεις και εκθέσεις για εγγραφή ή διαγραφή ενόρκων
κατά το άρθρο 384 παρ. 2, καθώς και δηλώσεις και εκθέσεις για τα προσόντα, κωλύματα ή την
ισόβια ή την προσωρινή ανικανότητα των ενόρκων κατά το άρθρο 387 παρ. 3, 4, 5 και 6, όπως
επίσης και τα σχετικά με αυτά πρακτικά που γίνονται κατά το άρθρο 388 παρ. 1 και 2.

390 - Α
1. Κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση για την ταυτότητα ενόρκου που κληρώθηκε για τη σύνοδο
μπορεί να προβληθεί στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνο κατά την
ανάγνωση του καταλόγου των ενόρκων είτε την ημέρα που αρχίζει η σύνοδος είτε την ημέρα της
δικασίμου˙ στη δεύτερη όμως περίπτωση, κατά την ανάγνωση που γίνεται για να συμπληρωθούν
τα ονόματα και να τοποθετηθούν στην κληρωτίδα μόλις εκφωνηθεί το όνομα του ενόρκου και πριν
792
διαβαστεί το επόμενο όνομα˙ διαφορετικά καλύπτεται κάθε ακυρότητα που προκύπτει από αυτό το
λόγο.
2. Αν οι τακτικοί δικαστές αποφανθούν ότι εκείνος που προσκλήθηκε ή εμφανίστηκε δεν είναι ο
ένορκος που κληρώθηκε, καθώς και ότι ο ένορκος που κληρώθηκε δεν έχει ή έχασε τα κατά το
άρθρο 379 προσόντα ή ότι υπάγεται σε κάποια από τις περιπτώσεις κωλύματος ή ισόβιας ή
προσωρινής ανικανότητας που αναφέρονται στα άρθρα 380, 381 και 382, ή ότι έχει άγνωστη
διαμονή ή ότι είναι ανύπαρκτο πρόσωπο ή ότι έχει πεθάνει, διατάσσουν να διαγραφεί από τον
κατάλογο των ενόρκων της συνόδου. Κατόπιν εφαρμόζονται όσα ορίζει το άρθρο 388 παρ. 2.

391 - Ε -Π
1. ι ένορκοι που κληρώθηκαν για τη σύνοδο, αν κλητεύθηκαν κατά το άρθρο 387 παρ. 1 και 2,
οφείλουν να εμφανίζονται στους τακτικούς δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα
που αρχίζει η σύνοδος, καθώς και σε κάθε άλλη δικάσιμο της δωδεκαήμερης περιόδου για την
οποία κληρώθηκαν, για να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους. Την ίδια υποχρέωση έχει σε κάθε
δικάσιμο της περιόδου για την οποία κληρώθηκε, και κάθε ένορκος που έχει κληρωθεί για να
αντικαταστήσει όποιον διαγράφηκε, αν ειδοποιήθηκε σχετικά κατά το άρθρο 388 παρ. 2.
2. ι ένορκοι που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, αν απουσιάσουν χωρίς νόμιμο
λόγο, τιμωρούνται με απόφαση των τακτικών δικαστών αμέσως μετά την ανάγνωση του καταλόγου
των ενόρκων με χρηματική ποινή "πενήντα εννέα (59) Ε έως εκατόν είκοσι (120) Ε ".
Τιμωρείται επίσης για κάθε νέα απουσία στη διάρκεια της ίδιας δωδεκαήμερης περιόδου με
χρηματική ποινή "ογδόντα οκτώ (88) Ε έως εκατόν oγδόντα (180) Ε ".
3. Νόμιμοι λόγοι απουσίας θεωρούνται:
α) ασθένεια του ενόρκου ή μέλους της οικογένειάς του, που δεν του επιτρέπει να εμφανιστεί
προσωπικά και βεβαιώνεται με ιατρικό πιστοποιητικό˙
β) έκτακτη δημόσια υπηρεσία, που βεβαιώνεται επίσημα και αιτιολογημένα από την προ σταμένη
αρχή˙
γ) σπουδαίοι και ειδικώς κάθε φορά διαπιστωμένοι λόγοι, που έκαναν αδύνατη την προσωπική
εμφάνιση του ενόρκου.
4. ι τακτικοί δικαστές του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου, αν η απουσία των ενόρκων κάνει
αδύνατη την κλήρωση για τη σύνθεση του δικαστηρίου, μπορούν να διατάσσουν τη βίαιη
προσαγωγή τους καθώς και τη διακοπή της συνεδρίασης κατά το άρθρο 402, για να εκτελεστεί η
βίαιη προσαγωγή˙ αυτό μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από το αν εφαρμοστούν οι προηγούμενες
παράγραφοι και τα οριζόμενα στο άρθρο 392.
5. ι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και του άρθρου 392, εφαρμόζονται
αναλόγως και αν, χωρίς να υπάρχει περίπτωση ανώτερης βίας, ο ένορκος που κληρώθηκε
αποχώρησε κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης ή δεν επέστρεψε ύστερα από διακοπή της.

392 - Α
1. ι αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή που αναφέρεται στην παρ. 2 του προηγούμενου
άρθρου συντάσσονται και υπογράφονται μέσα σε πέντε ημέρες˙ ο γραμματέας στέλνει αντίγραφά
τους το αργότερο την επόμενη ημέρα από την υπογραφή τους στον εισαγγελέα εφετών, και, αν
πρόκειται για δικαστήριο έξω από την έδρα του εφετείου, στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
εισαγγελέας φροντίζει την ίδια ημέρα να επιδοθεί σ' εκείνον που τιμωρήθηκε η απόφαση είτε με
δικαστικό επιμελητή είτε με επιμελητή των δικαστηρίων. Αν η επίδοση γίνεται έξω από την πόλη
όπου έχει την έδρα του το δικαστήριο, ή έξω από τους συνοικισμούς, ή τα προάστιά της, είναι
δυνατό να δοθεί παραγγελία γι' αυτήν και σε κάθε όργανο της δημόσιας δύναμης, αν δεν υπάρχει
επιμελητής ή απουσιάζει ή έχει κώλυμα.
2. Αν ο ένορκος που τιμωρήθηκε είχε νόμιμο λόγο να απουσιάσει, από ανώτερη όμως βία ή
ανυπέρβλητα αίτια δεν μπόρεσε να τον γνωστοποιήσει στους τακτικούς δικαστές του μικτού
ορκωτού δικαστηρίου την ημέρα που απουσίαζε, μπορεί να υποβάλει αίτηση για ακύρωση της
απόφασης μέσα σε 15 ημέρες από τότε που έγινε η επίδοση˙ η αίτηση παραδίδεται στο γραμματέα
του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ο οποίος συντάσσει έκθεση για αυτήν. Η αίτηση πρέπει να
περιέχει ειδικά και συγκεκριμένα το λόγο της απουσίας, καθώς και τα περιστατικά εξαιτίας των
οποίων δεν έγινε δυνατό να γνωστοποιηθεί έγκαιρα˙ η αίτηση καταχωρίζεται αμέσως από το
γραμματέα στο οικείο βιβλίο και στέλνεται στον εισαγγελέα που αναφέρεται στην παρ. 1.
3. Αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης η υποβολή αίτησης για ακύρωση σύμφωνα με τα
παραπάνω.
4. εισαγγελέας εισάγει την αίτηση σε επόμενη σύνοδο, όσο το δυνατό πιο σύντομα, ύστερα
όμως από προηγούμενη κλήτευση εκείνου που υπέβαλε την αίτηση. Η κλήση επιδίδεται οκτώ
793
ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση˙ η προθεσμία αυτή για εμφάνιση δεν παρεκτείνεται
εξαιτίας της απόστασης.
5. ι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αποφαίνονται αμετάκλητα ως προς την
αίτηση. Εκείνος που υπέβαλε την αίτηση έχει την υποχρέωση να εμφανιστεί ο ίδιος ή να παραστεί
δια πληρεξουσίου, ο οποίος έχει ειδική εντολή με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Διαφορετικά η
αίτηση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Αν η αίτηση γίνει τυπικά δεκτή και κριθεί βάσιμη στην
ουσία, ακυρώνεται η απόφαση που προσβάλλεται με αυτήν.

393 -
1. ε αίτηση του ενόρκου μπορεί κατά τη διάρκεια της συνόδου να του δοθεί άδεια απουσίας.
2. Η άδεια δίνεται με απόφαση των τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μόνο αν
διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη να απέχει ο ένορκος από τις συνεδριάσεις
ή να απομακρυνθεί από την έδρα του δικαστηρίου και πιθανολογείται ότι δεν θα προκύψουν από το
λόγο αυτό δυσκολίες για να κληρωθούν ένορκοι, ώστε να συζητηθούν οι υποθέσεις.

394 -
Πριν αρχίσει να συζητείται κάθε υπόθεση, διαβάζεται σε δημόσια συνεδρίαση με την παρουσία
του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου ο κατάλογος των ενόρκων της δωδεκαήμερης περιόδου,
για την οποία προσδιορίστηκε η υπόθεση, τα ονόματα που υπάρχουν στον κατάλογο διαβάζονται
δυνατά με τη σειρά που είναι γραμμένα, ωσότου συμπληρωθεί από τους παρόντες ενόρκους ο
αριθμός δέκα (10). Τα ονόματα αυτών των δέκα (10) ενόρκων μπαίνουν στην κληρωτίδα για να
κληρωθούν οι τέσσερις (4) που μετέχουν με τους τακτικούς δικαστές στη σύνθεση του μικτού
ορκωτού δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση.

395 - Α
ε αίτηση του εισαγγελέα, του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου, καθώς και με
δήλωση του ενόρκου, του οποίου το όνομα διαβάστηκε από τον κατάλογο, και ύστερα από
απόφαση των τακτικών δικαστών δεν περιλαμβάνεται στην κληρωτίδα το όνομα του ενόρκου ο
οποίος εξαιτίας της υπηρεσίας του συνέπραξε άμεσα ή έμμεσα στην ανάκριση της υπόθεσης ή ως
μάρτυρας κατέθεσε ή ως πραγματογνώμονας γνωμοδότησε ή έχει συμφέρον επειδή αδικήθηκε ή
ζημιώθηκε ή υπήρξε κατά την προδικασία συνήγορος ενός από τους διαδίκους και έδωσε
συμβουλές, συνέταξε υπομνήματα, δικόγραφα πολιτικών αγωγών, αιτήσεων κλπ. ή υπήρξε ή είναι
συνήγορος στο ακροατήριο για οποιονδήποτε συμμέτοχο ή τον πολιτικώς ενάγοντα ή τον
κατηγορούμενο ή τον αστικώς υπεύθυνο˙ επίσης δεν περιλαμβάνονται στην κληρωτίδα ούτε τα
ονόματα των ενόρκων που είναι σε ευθεία ή πλάγια γραμμή συγγενείς έως έκτου βαθμού εξ
αίματος ή τετάρτου εξ αγχιστείας με τον πολιτικώς ενάγοντα, τον κατηγορούμενο, τον αστικώς
υπεύθυνο ή τους συνηγόρους. τσι αφού παραλειφθούν τα ονόματα των ενόρκων που υπάγονται
σε μία από αυτές τις περιπτώσεις, συνεχίζεται η ανάγνωση των ονομάτων ίσου αριθμού από τους
επόμενους, ωσότου συμπληρωθεί ο αριθμός των δέκα (10) ενόρκων, που τα ονόματα τους θα
περιληφθούν στην κληρωτίδα. Αν δεν υποβληθεί αίτηση και δεν γίνει καμιά δήλωση, θεωρείται ότι
το μικτό ορκωτό δικαστήριο συγκροτήθηκε νόμιμα, και καλύπτεται κάθε ακυρότητα εξαιτίας αυτού
του λόγου.

396 - Ε
1. Αφού τεθούν στην κληρωτίδα σύμφωνα με τα άρθρα 394 και 395 τα ονόματα των δέκα (10)
ενόρκων, ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εξάγει κάθε φορά ένα όνομα˙ το όνομα αυτό
διαβάζει δυνατά ο πρόεδρος και το γνωστοποιεί ιδιαίτερα στον εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο,
για να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης κατά την επόμενη παράγραφο, ωσότου, και αφού
εξαντληθεί το δικαίωμα αυτό, συμπληρωθεί ο αριθμός των τεσσάρων (4) ενόρκων που απαιτούνται
για τη σύνθεση του δικαστηρίου.
2. εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος έχουν το δικαίωμα να εξαιρέσουν ο καθένας δύο (2)
ενόρκους.
3. Αν υπάρχουν πολλοί κατηγορούμενοι στην ίδια δίκη και δεν συμφωνούν μεταξύ τους σχετικά
με την εξαίρεση, προσδιορίζεται με κλήρο η σειρά με την οποία καθένας από τους
κατηγορουμένους θα ασκήσει το δικαίωμα εξαίρεσης˙ έτσι, στον κατηγορούμενο που έτυχε να είναι
πρώτος γίνεται η ερώτηση πριν από τους άλλους, και, αν αυτός δεν ασκήσει το δικαίωμα εξαίρεσης,
γίνεται η ερώτηση στο δεύτερο, και αυτό συνεχίζεται με τους υπόλοιπους, ωσότου εξαντληθεί το
δικαίωμα εξαίρεσης των ενόρκων.

794
4. ια κάθε όνομα μπορεί πρώτα ο εισαγγελέας και κατόπιν ο κατηγορούμενος να εκφραστεί
ελεύθερα, αν θέλει να εξαιρέσει τον ένορκο που κληρώθηκε. ύτε ο κατηγορούμενος ούτε ο
εισαγγελέας έχουν την υποχρέωση να αιτιολογήσουν την εξαίρεση.

397 - Α
1. πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου μπορεί κατά την ανάγνωση του καταλόγου των
ενόρκων να διατάξει να διαβαστούν δυνατά τα ονόματα δύο (2) ακόμη ενόρκων, πέρα από τους
δέκα (10) που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 394˙ αυτό είναι δυνατό να γίνει, αν ο πρόεδρος
κρίνει ότι εξαιτίας της διάρκειας που προβλέπεται για τη δίκη είναι ενδεχόμενο μερικοί από τους
ενόρκους να μην μπορέσουν να παραμείνουν στη σύνθεση του δικαστηρίου έως το τέλος της
διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο 395 εφαρμόζεται και κατά την ανάγνωση των
ονομάτων των δύο (2) αυτών ενόρκων και στην κληρωτίδα τίθενται τα ονόματα των δώδεκα (12)
ενόρκων, που μ' αυτόν τον τρόπο διαβάστηκαν δυνατά˙ από τα ονόματα αυτά κληρώνονται έξι (6)
ένορκοι, και ο κατηγορούμενος μπορεί να εξαιρέσει και έναν (1) ακόμα ένορκο, πέρα από το
σύμφωνα με το άρθρο 396 παρ. 2 δικαίωμά του για εξαίρεση.
2. Από τους έξι (6) ενόρκους που κληρώθηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, οι
τέσσερις (4) πρώτοι με τη σειρά που κληρώθηκαν είναι τακτικοί και οι δύο επόμενοι
αναπληρωματικοί.
3. ι αναπληρωματικοί ένορκοι βρίσκονται στην έδρα σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης και
αναπληρώνουν με τη σειρά που κληρώθηκαν τους τακτικούς ενόρκους που θα τύχει να
αποχωρήσουν πριν από τους τέλος της διαδικασίας.

398 -
1. ι ένορκοι που κληρώθηκαν και δεν εξαιρέθηκαν καταλαμβάνουν στην έδρα του μικτού
ορκωτού δικαστηρίου τις θέσεις που έχουν καθοριστεί γι' αυτούς από τη μία και την άλλη πλευρά
των τακτικών δικαστών και κατόπιν δίνουν τον καθιερωμένο όρκο.
2. Τακτικοί και αναπληρωματικοί ένορκοι ορκίζονται στη δημόσια συνεδρίαση ενώπιον του
εισαγγελέα και του κατηγορουμένου.
3. πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου διαβάζει στους ενόρκους τον παρακάτω όρκο: "
ρκιστείτε και υποσχεθείτε ότι θα θεωρήσετε με προσοχή και θα εξετάσετε με ευσυνειδησία, στη
διάρκεια της δικαστικής συζήτησης, την κατηγορία εναντίον του, καθώς και την υπεράσπισή του, ότι
δεν θα συνεννοηθείτε με κανέναν σχετικά με την απόφαση που θα εκδοθεί και ότι κατά την
εκπλήρωση των καθηκόντων που σας επιβάλλονται δεν θα ενεργήσετε επηρεασμένοι από φιλία,
έχθρα ή χάρη, ούτε για κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια ή για άλλη παρόμοια αιτία, αλλά θα έχετε στο νου
σας μόνο το εό, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια και ότι θα ψηφίσετε κατά συνείδηση και κατά την
ελεύθερη πεποίθηση που θα σχηματίσετε από τη συζήτηση, προσφερόμενοι εντελώς πιστά και
άδολα, για να έχετε βοηθό το εό και το ερό Ευαγγέλιό του".
4. Στους μη χριστιανούς ενόρκους επαναλαμβάνεται από τον πρόεδρο η ανάγνωση του όρκου
που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο χωρίς να γίνεται στο τέλος η επίκληση του ιερού
Ευαγγελίου. Αν όμως ο όρκος δοθεί χωρίς αυτή την τροποποίηση και δεν υπάρξει αντίρρηση, είναι
έγκυρος και καλύπτεται κάθε ακυρότητα από το λόγο αυτό.
5. Αφού διαβάσει τον όρκο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου καλεί ονομαστικά κάθε ένορκο, να
σηκώσει το δεξί του χέρι και να προφέρει τη λέξη "ορκίζομαι".

399 - Π
ε την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του άρθρου 390 παρ. 1, 395 και 398 παρ. 3, κάθε
ακυρότητα από την παράβαση των διατάξεων των σχετικών με τα προσόντα, τα κωλύματα και την
ισόβια ή την προσωρινή ανικανότητα των ενόρκων, καθώς και κάθε άλλη τυχόν ακυρότητα εξαιτίας
της παράβασης άλλων διατάξεων σχετικών με τους ενόρκους, είναι δυνατό να προταθεί μόνο έως
την ανάγνωση του καταλόγου των ενόρκων στο ακροατήριο (άρθρα 394 και 397)˙ αν αφορά
ορισμένο ένορκο προσωπικά, είναι δυνατό να προταθεί μόνο μόλις διαβαστεί το όνομά του και πριν
από το αμέσως επόμενο όνομα. Διαφορετικά η ακυρότητα από την παράβαση αυτή καλύπτεται.

400 -
Αν στην ίδια δικάσιμο έχουν προσδιοριστεί για να εκδικαστούν περισσότερες από μία υποθέσεις,
μπορεί να γίνει μια μόνο κλήρωση ενόρκων για όλες τις υποθέσεις, ύστερα από απόφαση των
τακτικών δικαστών του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, αν σε κάθε υπόθεση κατηγορούμενος είναι το
ίδιο ή τα ίδια αποκλειστικώς πρόσωπα˙ στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται μια φορά μόνο όσα
ορίζονται στο άρθρο 394 έως 398.
795
401
ι ψήφοι των τακτικών δικαστών και των ενόρκων είναι ισότιμες. Τα δικαιώματα που δίνονται
στους δικαστές κατά το άρθρο 357 τα έχουν και οι ένορκοι.

402 - Π
ι διατάξεις των άρθρων 375 και 376 εφαρμόζονται και στη διαδικασία του μικτού ορκωτού
δικαστηρίου για κακούργημα. Η διακοπή της δίκης δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τρεις
ημέρες.

403 - Α -Α
1. Αφού συγκροτηθεί το δικαστήριο, ενεργούνται όσα ορίζονται στα άρθρα 339 και 342. Κατόπιν
ο εισαγγελέας απαγγέλλει την κατηγορία και παραδίδει στον πρόεδρο του δικαστηρίου τον
κατάλογο με τους μάρτυρες˙ οι διάδικοι παραδίδουν και αυτοί στον πρόεδρο του δικαστηρίου τον
κατάλογο με τους μάρτυρες που προσκλήθηκαν από αυτούς˙ με εντολή του προέδρου ο κλητήρας
καλεί ονομαστικά τους μάρτυρες.
2. Αφού διαβαστεί ο κατάλογος με τους μάρτυρες, αν δεν διατάχθηκε η αναβολή της δίκης
σύμφωνα με τα άρθρα 352 και 354, ο γραμματέας διαβάζει δυνατά το διατακτικό του
παραπεμπτικού βουλεύματος, ή το κλητήριο θέσπισμα στην περίπτωση που η εισαγωγή της
κατηγορίας έγινε με απευθείας κλήση (άρθρο 308 παρ. 3 και 320 παρ. 1). Κατόπιν ο πρόεδρος
εξηγεί με σαφήνεια στον κατηγορούμενο τις εναντίον του κατηγορίες, ζητεί τις πληροφορίες που
αναφέρονται στο άρθρο 343 και διατάσσει να αρχίσει η συζήτηση.

404 - Α
1. Το μικτό ορκωτό δικαστήριο αποφασίζει για την κατηγορία. Επίσης αποφαίνεται:
α) για τις περιστάσεις από τις οποίες εξαρτάται το είδος και το μέτρο της ποινής καθώς και για
τους λόγους αύξησης ή μείωσή της˙
β) για την κύρια ποινή, την παρεπόμενη και για τα μέτρα ασφάλειας που πρέπει να επιβληθούν,*
γ) για τη συνολική ποινή που πρέπει να επιβληθεί˙
δ) για την μετατροπή (άρθρο 82 ΠΚ) ή την αναστολή (άρθρο 99 ΠΚ) της ποινής˙ και
ε) για κάθε θέμα που δεν έχει υπαχθεί ειδικά στην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστών.
2. Το ίδιο δικαστήριο αποφασίζει, αφού έχει αρχίσει η συζήτηση, αν θα αναβληθεί η εκδίκαση της
υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο.
3. Σε κάθε περίπτωση που αναβάλλεται η εκδίκαση υπόθεσης σε άλλη δικάσιμο της ίδιας ή άλλης
συνόδου του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, γίνεται νέα συγκρότησή του.

405 - Α
1. ι τακτικοί δικαστές του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αποφασίζουν χωρίς τη σύμπραξη των
ενόρκων:
α) για την ταυτότητα του κατηγορουμένου˙
β) για το θέμα της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, που ανακύπτει προτού αρχίσει η αποδεικτική
διαδικασία˙
γ) για τη νομιμοποίηση της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος ή του αστικώς υπευθύνου˙
δ) για τις προ ποθέσεις της έγκυρης εισαγωγής στο ακροατήριο, καθώς και για τα διαδικαστικά
ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή της διαδικασίας στο ακροατήριο˙
ε) για τα παρεμπίπτοντα νομικά ζητήματα που εμφανίζονται και εξετάζονται στη διάρκεια της
συζήτησης˙
στ) για την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 471 παρ. 2 του
Κώδικα˙
ζ) για τη σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα ανάκληση της αναστολής που
χορηγήθηκε και
η) για τις κατά το άρθρο 71 αστικές απαιτήσεις του κατηγορουμένου που αθωώθηκε.
2. όνο οι τακτικοί δικαστές κηρύσσουν απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή την παύουν οριστικά,
αν ο σχετικός λόγος διαπιστώθηκε από αυτούς όταν άρχιζε η συνεδρίαση και πριν από την
κλήρωση των ενόρκων.
3. Αίτηση για ακύρωση της διαδικασίας ή της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 341 ή 430
επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση καταδίκης συναιτίου για συναφή πράξη σε βαθμό
πλημμελήματος που τελέστηκε από αυτόν˙ η σχετική αίτηση εκδικάζεται από τους τακτικούς
δικαστές.

796
406 - Α
ι τακτικοί δικαστές, αφού ακουστούν οι διάδικοι, αποφασίζουν στην ποινική απόφαση
ταυτόχρονα και για τις ιδιωτικές απαιτήσεις που υπέβαλε ο πολιτικώς ενάγων, σύμφωνα με όσα
ορίζονται στο άρθρο 371 παρ. 3.

407 - Α '
1. Όταν απαγγελθεί η απόφαση, ο πρόεδρος ανακοινώνει σ' εκείνον που καταδικάστηκε ότι έχει
το δικαίωμα να ασκήσει έφεση ή αναίρεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Όσα χρειάζονται, ώστε να
είναι έγκυρα και τυπικά δεκτά αυτά τα ένδικα μέσα, εξηγούνται με συντομία στον καταδικασμένο.
2. ι τακτικοί δικαστές μπορούν να εκφράσουν αυτεπαγγέλτως ευχή να μετριασθεί ή να αφεθεί η
ποινή με χάρη, αν νομίζουν ότι η ποινή που επιβλήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πολύ
αυστηρή σε σχέση με τις συντρέχουσες περιστάσεις.

408
ια το μικτό ορκωτό εφετείο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 384 - 407, και
όπου σ' αυτές αναφέρεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών, το τριμελές πλημμελειοδικείο, ο
εισαγγελέας πρωτοδικών και ο γραμματέας της εισαγγελίας πρωτοδικών, εννοείται στην περίπτωση
αυτή το συμβούλιο εφετών (σε τριμελή σύνθεση), το τριμελές εφετείο, ο εισαγγελέας εφετών και ο
γραμματέας της εισαγγελίας εφετών. Όπου στις ίδιες διατάξεις αναφέρονται οι τακτικοί δικαστές, οι
ένορκοι, ο εισαγγελέας και ο γραμματέας του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, εννοούνται στην
περίπτωση αυτή οι τακτικοί δικαστές, οι ένορκοι, ο εισαγγελέας και ο γραμματέας του μικτού
ορκωτού εφετείου.

Ι ΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΕΙΔΙ ΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΕΣ
ΤΜΗΜΑ ΠΡ ΤΟ
Σ ΝΟΠΤΙ Η ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ

1. ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ ΠΟ ΑΤΑ ΑΜ ΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ' Α ΤΟ Ρ

409 - Σ
Σε περίπτωση αυτόφωρου πταίσματος επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη από κάθε αστυνομικό
όργανο που έσπευσε ή από ανακριτικό υπάλληλο μόνο για τη βεβαίωση της ταυτότητας του
αυτουργού ή την άμεση εισαγωγή του σε δίκη, όποτε αυτή είναι δυνατή, σύμφωνα με τις διατάξεις
που ακολουθούν.

410 -
Αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 409, εκείνος που έχει συλληφθεί είτε
προσάγεται χωρίς καμιά αναβολή κατευθείαν στο πλησιέστερο αστυνομικό κατάστημα, όπου
εξετάζεται αμέσως, οπότε και συντάσσεται έκθεση από τον ίδιο που τον συνέλαβε ή από κάθε άλλο
αστυνομικό υπάλληλο και αμέσως κατόπιν, μόλις βεβαιωθεί η ταυτότητά του, αφήνεται ελεύθερος,
είτε οδηγείται αμέσως στο δημόσιο κατήγορο, αν υπάρχει πταισματοδικείο στον ίδιο τόπο και
συνεδριάζει εκείνη την ώρα ή μπορεί να συνεδριάσει αμέσως, και προσκομίζονται εκεί οι σχετικές
αποδείξεις, οπότε εισάγεται αμέσως σε δίκη σύμφωνα με τις παρακάτω διατάξεις.

411 -
Προκειμένου να εκδικάσει τα πταίσματα που καταλαμβάνονται επ' αυτοφώρω, το
πταισματοδικείο μπορεί να συνεδριάζει οποιαδήποτε ημέρα και ώρα στο ακροατήριό του ή σε
άλλον τόπο, που ορίζεται με διαταγή του πουργού της Δικαιοσύνης. Στις πόλεις όπου υπάρχουν
διορισμένοι περισσότεροι πταισματοδίκες μπορεί να οριστεί κατά τον ίδιο τρόπο ότι το
πταισματοδικείο θα συνεδριάσει μόνιμα ημέρα και νύχτα ή κάθε ημέρα και ορισμένες νυχτερινές
ώρες.

412 - Π .Α
ια να εισαχθεί αμέσως σε δίκη ο δράστης που έχει συλληφθεί επ' αυτοφώρω ο ανακριτικός
υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που τον συνέλαβε έχει υποχρέωση ταυτόχρονα να καλέσει
τους παρόντες μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης˙ αυτοί έχουν υποχρέωση να μεταβούν μαζί
797
του στο αρμόδιο δικαστικό ή αστυνομικό κατάστημα˙ αν δεν προσέλθουν ύστερα από την κλήση,
εφαρμόζονται τα άρθρο 231 και 232. Αν ο δημόσιος κατήγορος κρίνει ότι η πράξη έχει πράγματι το
χαρακτήρα πταίσματος, διατυπώνει την κατηγορία γραπτά ή προφορικά και την ανακοινώνει στον
κατηγορούμενο αμέσως πριν από την έναρξη της δίκης. Αν όμως κρίνει ότι η πράξη είναι
πλημμέλημα, παραπέμπει εκείνον που έχει συλληφθεί στον εισαγγελέα σύμφωνα με το άρθρο 279.

413 - Π
Αν ο πταισματοδίκης κρίνει ότι το πταίσμα δεν έχει καταληφθεί επ' αυτοφώρω ή αν οι αποδείξεις
που προσκομίζονται δεν είναι επαρκείς, παραπέμπει την υπόθεση στην κοινή πταισματική
διαδικασία και αφήνει ελεύθερον εκείνον που έχει συλληφθεί. ς προς τα υπόλοιπα τηρούνται οι
κανόνες της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο.

2. ΠΤΑΙΣΜΑΤΑ ΠΟ Ε ΑΙ ΝΟΝΤΑΙ ΜΕ Ε ΕΣΗ

414 - Π .Δ
Όταν δημόσια αρχή ή δημόσιος υπάλληλος ή αστυνομικό όργανο, έχοντας σχηματίσει δική του
αντίληψη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του, καταμηνύει κάποιον για πταίσμα, ο αρμόδιος
πταισματοδίκης, μόλις πάρει τη μήνυση και ύστερα από έγγραφη πρόταση του δημόσιου
κατηγόρου, όπου υπάρχει, επιβάλλει στον παραβάτη σε δημόσια συνεδρίαση τη νόμιμη ποινή˙ αν ο
πταισματοδίκης θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται δεν είναι επαρκή για να σχηματίσει την
πεποίθησή του, παραπέμπει την υπόθεση στη συνήθη διαδικασία˙ αν δεν πείθεται για την ενοχή
του κατηγορουμένου, τον αθωώνει.

415 - Α
Στην απόφαση, που μπορεί να γραφεί και κάτω από την έκθεση με την οποία βεβαιώνεται η
παράβαση, πρέπει εκτός από το συνηθισμένο περιεχόμενο, να μνημονεύεται και ότι επιτρέπεται σ'
εκείνον που καταδικάστηκε να υποβάλει μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση αντιρρήσεις, με
έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του πταισματοδικείου που εξέδωσε την απόφαση ή ο
γραμματέας του πταισματοδικείου του τόπου διαμονής του. Στην έκθεση που συντάσσει ο
γραμματέας του πταισματοδικείου που εξέδωσε την απόφαση πρέπει να σημειώνεται η δικάσιμος
κατά την οποία θα συζητηθούν οι αντιρρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 416.

416 - Σ
1. Αν οι αντιρρήσεις προβληθούν εμπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 415, η απόφαση που
εκδόθηκε ανατρέπεται, και η υπόθεση εισάγεται για να συζητηθεί με την κοινή διαδικασία στην
πρώτη δικάσιμο ύστερα από δέκα ημέρες από την προβολή των αντιρρήσεων κατά το άρθρο
415˙την ημέρα αυτή ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανιστεί χωρίς κλήτευση, προσκομίζοντας και
τα αποδεικτικά του μέσα. Διαφορετικά, δικάζεται σαν να ήταν παρών. Αν οι αντιρρήσεις έχουν
υποβληθεί στο γραμματέα άλλου πταισματοδικείου, η υπόθεση συζητείται ύστερα από
προηγούμενη κλήτευση του κατηγορουμένου (άρθρο 166). Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται
για κανένα λόγο. Κατά της απόφασης επιτρέπεται η άσκηση των ένδικων μέσων που προβλέπονται
από τον κώδικα.
2. Αν δεν προβληθούν εμπρόθεσμα αντιρρήσεις, η απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με το
άρθρο 415 εκτελείται. φεση και αναίρεση εναντίον της επιτρέπεται σύμφωνα με τις κοινές
διατάξεις˙η σχετική προθεσμία αρχίζει με την εκπνοή της προθεσμίας για την προβολή των
αντιρρήσεων.
"3. ι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για τον απόντα
κατηγορούμενο που καταδικάστηκε ανεκκλήτως κατά την κοινή διαδικασία, εφόσον δεν είχε
κλητευθεί νομίμως ή είχε καταβάλει το πρόστιμο για την παράβαση που καταμηνύθηκε πριν από
την εκδίκαση της υπόθεσης."

Σχόλια: Η παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 3189/2003 (Α' 243/21.10.2003).

798
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ
1. Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ ΠΟ ΑΤΑ ΑΜ ΑΝΟΝΤΑΙ ΕΠ' Α ΤΟ Ρ

417 -
Αν ο δράστης οποιουδήποτε πλημμελήματος έχει συλληφθεί επ' αυτοφώρω, ακολουθείται η
διαδικασία που αναφέρεται στα επόμενα άρθρα, εκτός αν ο εισαγγελέας κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι
να μην εφαρμοστεί αυτή η διαδικασία.

Σχόλια: Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας (Α'
232/24.10.206), αν σε βάρος του υπαιτίου κινηθεί η διαδικασία του παρόντος ά ρ θ ρ ο υ και των επομένων του
π α ρ ό ν τ ο ς κώδικα, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μ ό ν ο ν εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την
εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ. σχετικά). Στην
περίπτωση αυτή, η σχετική διαδικασία χωρεί κατά τις παραγράφους 3 έως 6 του ανωτέρω άρθρου (βλ. σχετικά
το άρθρο). Το δικαστήριο που αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά το πρώτο εδάφιο, εξετάζει
αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο περιοριστικοί όροι κατά το άρθρο 18 του
ανωτέρω νόμου (βλ. σχετικά).

418 - Δ
1. ανακριτικός υπάλληλος ή το αστυνομικό όργανο που συνέλαβε το δράστη επ' αυτοφώρω
έχει την υποχρέωση να τον φέρει αμέσως, ή, αν η σύλληψη έγινε έξω από την έδρα του
δικαστηρίου, μέσα στον απόλυτα αναγκαίο για την μεταφορά χρόνο, στον αρμόδιο εισαγγελέα μαζί
με την έκθεση για τη σύλληψη και τη βεβαίωση του εγκλήματος, που πρέπει υποχρεωτικά να τη
συντάξει˙ ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει τον κατηγορούμενο αμέσως, χωρίς γραπτή
προδικασία, στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου που συνεδριάζει την ημέρα εκείνη, το οποίο
και ασχολείται αμέσως με την εκδίκαση της κατηγορίας. Αν κατά την ημέρα αυτή δεν συνεδριάζει το
αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ημέρα ή όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία
συγκρότησης του δικαστηρίου αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα. εισαγγελέας γνωστοποιεί
προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση σ'
αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος. ια την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται και προσαρτάται
στη δικογραφία συνοπτική έκθεση που υπογράφεται από τον εισαγγελέα, το γραμματέα και τον
κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον εισαγγελέα.
2. Αν το πλημμέλημα υπάγεται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και αυτό
συνεδριάζει την ημέρα που τελέστηκε το πλημμέλημα στην περιφέρεια του τόπου της τέλεσης, ο
κατηγορούμενος μετά τη σύλληψή του κατά την παρ. 1 προσάγεται χωρίς χρονοτριβή στο
δικαστήριο, το οποίο και δικάζει αμέσως την υπόθεση που εισάγεται από τον εισαγγελέα, ο οποίος
και παρίσταται στη συνεδρίαση.
3. Αν το πλημμέλημα διώκεται μόνο με έγκληση, αυτή μπορεί να υποβληθεί και προφορικά σ'
εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να συλλάβουν το δράστη αυτόφωρου εγκλήματος, οπότε η
σχετική δήλωση περιλαμβάνεται στην έκθεση για τη σύλληψη (άρθρο 275 παρ. 2).

419 -
εισαγγελέας μπορεί να διατάσσει την κράτηση του κατηγορουμένου στο κρατητήριο της
αστυνομίας, προκειμένου να εκδικαστεί η υπόθεση την επόμενη ημέρα από την προσαγωγή του σ'
αυτόν˙η κράτηση δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από είκοσι τέσσερις ώρες από την
προσαγωγή. Αν μέσα σ' αυτή την προθεσμία δεν γίνει δυνατή για οποιονδήποτε λόγο η σύγκληση
του δικαστηρίου και η εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας μπορεί να
παραπέμψει τον κατηγορούμενο στον ανακριτή, ο οποίος οφείλει μέσα σε προθεσμία είκοσι
τεσσάρων ωρών - που δεν παρατείνεται ούτε με αίτηση του κατηγορουμένου - να αποφασίσει
σχετικά με την προσωρινή κράτησή του ή όχι, έχοντας το δικαίωμα να ενεργήσει και οποιαδήποτε
αναγκαία ανακριτική πράξη. Την προσωρινή κράτηση τη διατάσσει ο ανακριτής σύμφωνα με το
άρθρο 283. Αν εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου, αυτό δεν υπόκειται σε
ένδικο μέσο, ούτε επιτρέπεται προσωρινή απόλυση˙ ο ανακριτής στέλνει αμέσως τα έγγραφα στον
εισαγγελέα, ο οποίος εισάγει την υπόθεση χωρίς άλλη προδικασία στο ακροατήριο σύμφωνα με τις
διατάξεις των επόμενων άρθρων.

420 -
Αν η εκδίκαση της υπόθεσης δεν πρόκειται να γίνει την ίδια ημέρα κατά την οποία ο δράστης
προσάγεται ενώπιον του εισαγγελέα, ο εισαγγελέας μπορεί να παραπέμψει στο ακροατήριο μαζί με

799
τον κατηγορούμενο και τους άλλους συναιτίους που δεν έχουν συλληφθεί˙ ο ίδιος τότε φροντίζει για
να επιδοθεί σ' αυτούς κλητήριο θέσπισμα χωρίς την τήρηση καμιάς προθεσμίας.

421 -
1. Εκείνος που σύμφωνα με το άρθρο 418 πραγματοποίησε τη σύλληψη έχει υποχρέωση να
κλητεύσει προφορικά τους μάρτυρες, καθώς και αυτούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο
(άρθρο 327 παρ. 1), αναφέροντας την κλήτευση αυτή στην έκθεση σύλληψης. Αν η εκδίκαση της
υπόθεσης πρόκειται να γίνει την επόμενη ημέρα της προσαγωγής του κατηγορουμένου στον
εισαγγελέα, μπορεί αυτός να διατάξει την προφορική επίσης κλήτευση των μαρτύρων, ακόμη και με
τη φροντίδα εκείνου που συνέλαβε το δράστη.
2. Στους μάρτυρες που καλούνται με αυτό τον τρόπο επιβάλλονται σε περίπτωση απείθειας οι
ποινές που ορίζονται για τους λιπομάρτυρες και η βίαιη προσαγωγή, η οποία διατάσσεται από το
δικαστήριο και εκτελείται χωρίς χρονοτριβή, ακόμη και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.
3. Εκείνος που πραγματοποίησε τη σύλληψη δεν εξετάζεται ως μάρτυρας, παρά διαβάζεται στο
ακροατήριο η έκθεσή του για τη σύλληψη και για τη βεβαίωση του εγκλήματος. πορεί όμως το
δικαστήριο, με αίτηση του εισαγγελέα ή ενός από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, να επιτρέψει
την εξέτασή του.
4. Τα δικαιώματα και τα οδοιπορικά των μαρτύρων εκκαθαρίζονται από εκείνον που διευθύνει τη
συζήτηση και πληρώνονται κατά τις κοινές διατάξεις.

422 - Π
Η απαίτηση του ζημιωμένου εισάγεται χωρίς προδικασία, μόνο όμως με προφορική δήλωσή του
κατά τη συζήτηση˙ ο πολιτικώς ενάγων στην περίπτωση αυτή έχει τη δυνατότητα να φέρει και
μάρτυρες για να αποδείξει την απαίτησή του και χωρίς να τους γνωστοποιήσει προηγουμένως στον
κατηγορούμενο. ια την εκδίκαση της απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πολιτική αγωγή
που αναφέρονται στα άρθρα 63 επ. 68 παρ. 2 και 3 και 371 παρ. 3.

423 - Α
1. Αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο πρέπει να του διορίσει συνήγορο. Το
δικαστήριο είναι επίσης υποχρεωμένο να αναβάλει τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, που δεν πρέπει
να απέχει περισσότερο από τρεις ημέρες, για να προετοιμάσει ο κατηγορούμενος την υπεράσπισή
του. Εκείνος που διευθύνει τη συνεδρίαση ανακοινώνει στον κατηγορούμενο αυτά του τα
δικαιώματα.
2. Το δικαστήριο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, που δεν πρέπει να απέχει
περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες, για ισχυρότερες αποδείξεις ή για να κλητευθούν και οι
συναίτιοι εκείνου που έχει συλληφθεί, αν αυτοί παραπέμφθηκαν μαζί του στο ακροατήριο, σύμφωνα
με το άρθρο 420, αλλά δεν κλητεύθηκαν.
3. Και στις δύο περιπτώσεις αναβολής το δικαστήριο οφείλει αυτεπαγγέλτως να αποφασίσει
συγχρόνως είτε για τη διατήρηση ή την άρση της κράτησης ή της προσωρινής κράτησης του
κατηγορουμένου είτε για την προσωρινή απόλυσή του σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του
κώδικα. Σε περίπτωση αναβολής κατά την παρ. 2, το δικαστήριο δεν μπορεί να διατάξει τη
διατήρηση της προσωρινής κράτησης, αν πρόκειται για πλημμέλημα για το οποίο δεν επιτρέπεται
προσωπική κράτηση σύμφωνα με το άρθρο 282.
4. Και στις δύο περιπτώσεις των παρ. 1 και 2, οι παρόντες μάρτυρες οφείλουν να προσέλθουν
στην νέα δικάσιμο χωρίς να κλητευθούν, ενώ οι υπόλοιποι, όπως και οι συναίτιοι εκείνου που έχει
συλληφθεί, κλητεύονται το λιγότερο είκοσι τέσσερις ώρες πριν από τη δικάσιμο. ι μάρτυρες
μπορούν να κλητευθούν και προφορικά σύμφωνα με το άρθρο 421 παρ. 1˙ εξάλλου, οι μάρτυρες
κατηγορίας και υπεράσπισης μπορούν να προσαχθούν με τη βία σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου
άρθρου.

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3226/2004 ΦΕΚ Α 24/4.2.2004 περί παροχής νομικής
βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, στη περίπτωση της παρ. 1 του παρόντος ο διορισμός συνηγόρου
γίνεται όπως ορίζεται στο παρόν άρθρο και δεν απαιτείται να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 1 του ανωτέρω
νόμου, ούτε να ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 2 του ιδίου νόμου. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 12
του ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας (Α' 232/24.10.206), αν σε βάρος του υπαιτίου κινηθεί η διαδικασία
του άρθρου 417 και των επομένων του π α ρ ό ν τ ο ς κώδικα, ποινική διαμεσολάβηση επιτρέπεται μόνον
εφόσον το δικαστήριο αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τις διατάξεις του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου. Στην
περίπτωση αυτή, η σχετική διαδικασία χωρεί κατά τις παραγράφους 3 έως 6 του ανωτέρω άρθρου 12 (βλ.
σχετικά το άρθρο). Το δικαστήριο που αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά το πρώτο εδάφιο, εξετάζει

800
αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν στον υπαίτιο περιοριστικοί όροι κατά το άρθρο 18 του
ανωτέρω νόμου (βλ. σχετικά).

424 - Σ
ς προς τα υπόλοιπα η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του
κώδικα. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι το έγκλημα δεν έχει καταληφθεί επ' αυτοφώρω, ή ότι, ακόμη και
ύστερα από την αναβολή που έδωσε σύμφωνα με το άρθρο 423 παρ. 2, οι αποδείξεις δεν είναι
επαρκείς, παραπέμπει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή ο
κατηγορούμενος που κρατείται ή κρατείται προσωρινά παραπέμπεται στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο
οποίος ασκεί τα δικαιώματα που του παρέχονται από τα άρθρα 243 παρ. 2, 245 και 246 παρ. 3.

425
(Καταργήθηκε με το άρθρο 15 του ν. 410/76).

426 -
1. ι διατάξεις των άρθρων 418 έως 424 εφαρμόζονται ανάλογα όταν ο δράστης
πλημμελήματος, αν και δεν καταλήφθηκε επ' αυτοφώρω, κρατείται σε φυλακή ή σε άλλο τόπο
κράτησης και το πλημμέλημα έγινε στον τόπο όπου κρατείται.
2. ε τη συνοπτική αυτή διαδικασία δικάζονται και οι στρατιωτικοί, όταν για το πλημμέλημα που
τέλεσαν και εμπίπτει στο άρθρο 417 υπάγονται στα κοινά δικαστήρια σύμφωνα με τις διατάξεις του
Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.

2. Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ ΠΟ Ε ΑΙ ΝΟΝΤΑΙ ΜΕ Ε ΕΣΗ

427 -
ι διατάξεις των άρθρων 414, 415 και 416 εφαρμόζονται ανάλογα και στα πλημμελήματα που
υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει να
επιβάλει μόνο χρηματική ποινή.

ΤΜΗΜΑ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑ ΑΤΑ ΑΠΟΝΤ Ν ΑΙ ΟΔΙ Ν
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Π ΗΜΜΕ ΗΜΑΤΑ

428 -
"Αν ο κατηγορούμενος για πλημμέλημα έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμόδιου
δικαστηρίου", απουσιάζει όμως από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, ο
εισαγγελέας τον καλεί στην ορισμένη δικάσιμο σύμφωνα με τα άρθρα 320 και 321. Η επίδοση
γίνεται κατά το άρθρο 156.

Σχόλια: - Η εντός " " πρώτη περίοδος του πρώτου εδαφίου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του
ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

429 - Σ
1. Αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές
διατάξεις των άρθρων 339 - 373.
"2. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί, ο σύζυγος και κάθε συγγενής του εξ αίματος έως δ'
βαθμού ή εξ αγχιστείας έως β' βαθμού (προτιμάται ο πλησιέστερος κατά βαθμό και ο εξ αίματος
έναντι του εξ αγχιστείας) μπορεί να εμφανιστεί και να διορίσει συνήγορο για τον κατηγορούμενο
που εκπροσωπείται από αυτόν και θεωρείται παρών." Αν η υπεράσπιση ισχυριστεί και αποδείξει ότι
ο κατηγορούμενος έχει γνωστό και ορισμένο τόπο διαμονής, η συζήτηση αναβάλλεται, με αίτηση
της υπεράσπισης, σε ρητή δικάσιμο που απέχει τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες, στην οποία ο
κατηγορούμενος οφείλει να εμφανιστεί χωρίς κλήτευση˙ αν δεν ζητηθεί η αναβολή ή κανένας
συγγενής δεν εμφανιστεί για να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα
με τις συνηθισμένες για τα πλημμελήματα διατυπώσεις, και η καταδικαστική απόφαση που
εκδίδεται είναι αμέσως εκτελεστή και υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. ια
να αρχίσουν όμως οι προθεσμίες για την άσκηση των ένδικων αυτών μέσων πρέπει να γίνει
επίδοση της απόφασης κατά το άρθρο 156.

801
3. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο κατά της αποφάσεως που
εκδόθηκε κατά τη διαδικασία του προηγούμενου άρθρου και του παρόντος, ο εισαγγελέας, που
είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση της αποφάσεως, μπορεί να διατάξει την αναβολή ή τη
διακοπή της εκτέλεσης, ωσότου εκδικαστεί η έφεση, αν κρίνει ότι ο εκκαλών δεν είναι ύποπτος
φυγής.

Σχόλια: - Το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν.
3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

430 - Α
"1. κατηγορούμενος που δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο, εφόσον δεν
άσκησε ένδικο μέσο που επιτρέπεται από το νόμο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, μπορεί να
ζητήσει την ακύρωση της για το λόγο ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος δεν
συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 428, καθορίζοντας συγχρόνως και τον τόπο στον οποίο τότε
διέμενε, διαφορετικά η αίτηση του είναι απαράδεκτη." Η αίτηση γίνεται μέσα σε ανατρεπτική
προθεσμία οκτώ ημερών από την εκτέλεσή της απόφασης ή και πριν από αυτήν, με έκθεση που
συντάσσεται από το γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή του δικαστηρίου του
τόπου εκτέλεσης. Στην έκθεση εκείνος που υπέβαλε την αίτηση οφείλει να δηλώσει την τωρινή
διαμονή του και να ορίσει αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, προς τον οποίο θα γίνονται όλες οι
επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο˙ διαφορετικά, η αίτηση του είναι
απαράδεκτη. Η αίτηση εισάγεται για συζήτηση στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, την
πρώτη δικάσιμο ύστερα από τρεις ημέρες από την σύνταξη της σχετικής έκθεσης, χωρίς να
προσκαλείται εκείνος που υπέβαλε την αίτηση. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή για την έκτιση της
ποινής που του επιβλήθηκε, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 346. αρμόδιος εισαγγελέας
οφείλει να κλητεύσει, χωρίς να τηρήσει καμιά προθεσμία, τους μάρτυρες που τυχόν του
προτάθηκαν από εκείνον που υπέβαλε την αίτηση.
2. εισαγγελέας που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση της απόφασης, μπορεί μόλις
πληροφορηθεί ότι ασκήθηκε η αίτηση για ακύρωση, να διατάξει την αναβολή ή τη διακοπή της
εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 556 στοιχ. γ' και 557, αν κρίνει ότι εκείνος που υπέβαλε την
αίτηση δεν είναι ύποπτος για απόδραση.

Σχόλια: - Το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 του ν.
3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

431 - Σ
1. Αν η αίτηση για ακύρωση αποδειχθεί βάσιμη, το δικαστήριο ακυρώνει την εκτελούμενη
απόφαση και στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή άμεση εκδίκαση της υπόθεσης, διατάσσει την
απόλυση του κατηγορουμένου και προσδιορίζει τη νέα δικάσιμο κατά την οποία ο κατηγορούμενος
έχει την υποχρέωση να εμφανιστεί χωρίς να κλητευθεί˙ διαφορετικά, δικάζεται σαν να ήταν παρών,
με εφαρμογή των άρθρων 340 και 341. Κατά την νέα συζήτηση προσκαλούνται εκείνοι που
εξετάστηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση που ακυρώθηκε, ακόμα και νέοι μάρτυρες που ο
εισαγγελέας τους κρίνει χρήσιμους για να αποδειχτεί η αλήθεια, πάντοτε όμως διαβάζονται τα
πρακτικά της συζήτησης που ακυρώθηκε.
2. Αν εκείνος που υπέβαλε την αίτηση δεν εμφανιστεί, η αίτησή του απορρίπτεται ως
ανυποστήρικτη, και δεν του επιτρέπεται πλέον να ζητήσει και πάλι την ακύρωση της απόφασης. Το
δικαστήριο όμως, αν προβληθούν λόγοι ανώτερης βίας ή άλλα ανυπέρβλητα αίτια από κάποιον
συγγενή που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 429 και εξαιτίας των οποίων δεν μπορεί ο
κατηγορούμενος να εμφανιστεί στη συζήτηση της αίτησης για ακύρωση, μπορεί να αναβάλει μια
φορά μόνο τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο, στην οποία εκείνος που υπέβαλε την αίτηση οφείλει να
προσέλθει χωρίς να κλητευθεί.
3. Εναντίον της απόφασης που απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο την αίτηση για ακύρωση της
απόφασης δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Α Ο Ρ ΗΜΑΤΑ

432 - Α
1. Αν κάποιος που παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για κακούργημα
απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, δεν παρουσιαστεί ούτε
802
συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος σύμφωνα με το
άρθρο 156, αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα του εφετείου,
ωσότου συλληφθεί ή εμφανιστεί ο κατηγορούμενος. Η διάταξη αυτή πρέπει να τοιχοκολληθεί
σύμφωνα με το άρθρο 156 παρ. 2.
2. Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα έχει απολυθεί από τις φυλακές επειδή
συμπλήρωσε το ανώτατο όριο που επιτρέπεται για την προσωρινή κράτηση και δεν εμφανίζεται για
να δικαστεί στη δικάσιμο που ορίστηκε, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε ως γνωστής
διαμονής. Η απόφαση που εκδίδεται δεν προσβάλλεται με κανένα ένδικο μέσο. Αν εκείνος που
καταδικάστηκε συλληφθεί ή παρουσιαστεί με τη θέλησή του για να εκτελεστεί η ποινή που του
επιβλήθηκε, η υπόθεση εισάγεται και πάλι για να συζητηθεί˙ στη συζήτηση αυτή προσάγεται ο
κατηγορούμενος για να δικαστεί κατ' αντιμωλίαν, και, ώσπου να εκδοθεί η κατ' αντιμωλίαν
απόφαση, εκτελείται η στερητική της ελευθερίας ποινή που του επιβλήθηκε. "Στις περιπτώσεις κατά
τις οποίες είχε επιβληθεί για κακούργημα ποινή φυλακίσεως και ο κατηγορούμενος εμφανίζεται
αυθορμήτως αναστέλλεται η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής η οποία επιβλήθηκε για
κακούργημα λόγω συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως ή για άλλους λόγους μειώσεως της
ποινής μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της νέας συζητήσεως". Η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην
του κατηγορουμένου ακυρώνεται αυτοδικαίως μόλις εκδοθεί η κατ' αντιμωλίαν απόφαση. Από την
έκδοση της ερήμην απόφασης αναστέλλεται αυτοδικαίως ο χρόνος της παραγραφής του
αξιοποίνου της πράξης, και η αναστολή διαρκεί ωσότου εκδοθεί η νέα κατ' αντιμωλίαν απόφαση. Αν
με την απόφαση αυτή απαγγελθεί καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας, αφαιρείται το μέρος
που έχει εκτιθεί.
3. Αν αυτός που παραπέμφθηκε για κακούργημα ενόσω βρίσκεται σε προσωρινή κράτηση
προκαλέσει με πρόθεση στον εαυτό του μόνος του ή με τη βοήθεια άλλου προσώπου ανικανότητα,
για να αποφύγει να εμφανιστεί στο δικαστήριο στη δικάσιμο που ορίστηκε, δικάζεται σαν να ήταν
παρών. Η παρεμπίπτουσα απόφαση που εκδίδεται δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.
4. ι διατάξεις της παρ. 2 εφαρμόζονται αναλόγως και στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο να
δικάσει την έφεση αν αυτός που αθωώθηκε σε πρώτο βαθμό για κακούργημα δεν εμφανιστεί για να
δικαστεί κατ' έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα και αποβλέπει στην καταδίκη του για
κακούργημα.

Σχόλια: - Η εντός " " περίοδος στο τέλος του εδαφίου 3 της παρ. 2 προστέθηκε από την παρ. 3 του άρθ. 20
του ν. 2521/1997.

433 - Π
Αν διαταχθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 432, ο πολιτικώς ενάγων μπορεί να ασκήσει την
πολιτική αγωγή του στο αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο˙ διατηρεί όμως το δικαίωμά του, σε
περίπτωση εμφάνισης ή σύλληψης του κατηγορουμένου, να την ασκήσει στο ποινικό δικαστήριο,
αν δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου.

434 - Δ
Από τότε που τοιχοκολλήθηκε κατά το άρθρο 432 η διάταξη για την αναστολή και κάθε χρόνο
γίνεται τοιχοκόλληση αποσπάσματος του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 156 παρ. 2
και κοινοποίησή του, με τη φροντίδα του εισαγγελέα εφετών, σε όλες τις αστυνομικές αρχές του
κράτους, που προσκαλούνται να συλλάβουν τον κατηγορούμενο.

435 - " "


"Αν η προσωρινή κράτηση εκείνου που παραπέμφθηκε για κακούργημα αρθεί ή αντικατασταθεί
με περιοριστικούς όρους, κατά τα άρθρα 286 και 291, και δεν εμφανιστεί αυτός στο αρμόδιο
δικαστήριο για να δικαστεί την ορισμένη δικάσιμο ή δεν εκπροσωπηθεί από συνήγορο κατά το
άρθρο 340 παρ. 2, το δικαστήριο ανακαλεί τη διάταξη ή την απόφαση για άρση ή αντικατάσταση
της προσωρινής κράτησης και διατάσσει ταυτόχρονα την αναστολή της διαδικασίας στο
ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται τα άρθρα 433 και 434. Το ίδιο διατάσσει το
δικαστήριο και αν δεν είχε διαταχθεί η σύλληψη και προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου."

Σχόλια: - Ο εντός " " τίτλος του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 36
του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).- Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν.
3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

803
ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
ΔΙ ΑΣΤΙ Η Σ ΝΔΡΟΜΗ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Ε ΔΟΣΗ

436 -
1. Αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης, αλλοδαπών εγκληματιών
ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.
2. ι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση
με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση.

437 - Π
Η έκδοση αλλοδαπού επιτρέπεται:
α) όταν αυτός κατηγορείται για αξιόποινη πράξη εναντίον της οποίας απειλείται και από τον
ελληνικό ποινικό νόμο και από το νόμο του κράτους που ζητεί την έκδοση στερητική της ελευθερίας
ποινή, της οποίας το ανώτατο όριο είναι δύο έτη και πάνω ή η ποινή του θανάτου. Σε περίπτωση
συρροής εγκλημάτων η έκδοση επιτρέπεται για όλα, αν ένα από αυτά τιμωρείται με μία από τις
παραπάνω ποινές. Αν το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση καταδικάστηκε προηγουμένως
αμετάκλητα από δικαστήριο οποιουδήποτε κράτους σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον
τριών μηνών για έγκλημα που δεν προβλέπεται από το άρθρο 438 στοιχ. γ' και η έκδοσή του
ζητείται για έγκλημα που τελέστηκε σε υποτροπή και κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο και κατά το
νόμο του κράτους που ζητεί την έκδοσή του, η έκδοση μπορεί να επιτραπεί αν το έγκλημα αυτό
τιμωρείται ως πλημμέλημα με οποιαδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας˙
β) όταν τα δικαστήρια του κράτους που ζητεί την έκδοσή του τον καταδίκασαν σε στερητική της
ελευθερίας ποινή τουλάχιστον έξι μηνών για αξιόποινη πράξη που και ο ελληνικός ποινικός νόμος
και οι νόμοι του κράτους που ζητεί την έκδοση τη χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα˙
και
γ) όταν αυτός συναινεί ρητά να παραδοθεί στο κράτος που ζητεί την έκδοσή του.

438 - Π
Η έκδοση απαγορεύεται:
α) αν εκείνος για τον οποίο ζητείται ήταν ημεδαπός όταν τελέστηκε η πράξη˙
β) αν η δίωξη και τιμωρία του εγκλήματος που τέλεσε στο εξωτερικό ανήκει σύμφωνα με τους
ελληνικούς νόμους στα ελληνικά δικαστήρια˙
γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό,
στρατιωτικό, φορολογικό ή του τύπου, ή διώκεται μόνο ύστερα έγκληση αυτού που αδικήθηκε, ή
όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς˙
δ) αν, σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή
του κράτους που τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση
νόμιμος λόγος που εμποδίζει την δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το
αξιόποινο˙ και
ε) αν πιθανολογείται ότι εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση θα καταδιωχθεί από το κράτος
στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση.

439 - Α
Αν πολλά κράτη ζητούν την έκδοση για το ίδιο έγκλημα, αυτή διατάσσεται να γίνει κατά
προτίμηση είτε στο κράτος του οποίου είναι υπήκοος ο δράστης είτε σ' εκείνο όπου έγινε το
έγκλημα. Εάν οι σύγχρονες αιτήσεις αναφέρονται σε διαφορετικά εγκλήματα, η έκδοση γίνεται κατά
προτίμηση στο κράτος όπου τελέστηκε σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους το βαρύτερο έγκλημα
ή, αν πρόκειται για έγκλημα όμοιας βαρύτητας, στο κράτος του οποίου η αίτηση για έκδοση έφτασε
πρώτη˙ λαμβάνεται πάντοτε υπόψη και η υποχρέωση που αναλαμβάνει ένα από τα κράτη που
ζητούν την έκδοση να επανεκδώσει το δράστη για τα υπόλοιπα εγκλήματα.

440 - Π
Η έκδοση γίνεται μόνο με τον όρο ότι εκείνος που εκδίδεται δεν θα καταδιωχθεί ή καταδικαστεί
στο κράτος στο οποίο εκδίδεται ούτε θα παραδοθεί σε τρίτο κράτος για άλλες πράξεις που
τελέστηκαν πριν από την έκδοση, εκτός από εκείνη για την οποία εκδίδεται. ια τέτοιες πράξεις
μπορεί να διωχθεί, να τιμωρηθεί ή να παραδοθεί σε τρίτο κράτος μόνο:

804
α) αν συναινέσει μεταγενέστερα το ελληνικό κράτος, το οποίο μπορεί να αξιώσει η συναίνεση
αυτή να ζητηθεί σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπεται για την αίτηση έκδοσης από τον κώδικα
μαζί με τα έγγραφα που τη στηρίζουν κατά τα άρθρα 443 και 444 ή
β) αν το πρόσωπο που εκδόθηκε δεν εγκατέλειψε, παρά την έλλειψη κάθε εμποδίου, το έδαφος
του κράτους στο οποίο εκδόθηκε μέσα σε τριάντα ημέρες από το τέλος της δίκης και σε περίπτωση
καταδίκης από την απόλυση από τις φυλακές ή αν επανέλθει στο κράτος μεταγενέστερα.

441 - Α
Αν εκείνος του οποίου ζητείται η έκδοση καταδιώκεται ή έχει καταδικαστεί στην Ελλάδα για άλλη
πράξη, η έκδοσή του αναβάλλεται ως την περάτωση της ποινικής δίωξης και σε περίπτωση
καταδίκης ωσότου εκτιθεί η ποινή ή απολυθεί από τις φυλακές. Τα μέτρα ασφάλειας που τυχόν
επιβλήθηκαν εναντίον του εφαρμόζονται μόλις επιστρέψει με οποιονδήποτε τρόπο στην Ελλάδα. Αν
όμως πέρασε πενταετία από την έκδοσή του, για την εφαρμογή ή όχι των μέτρων ασφάλειας μόλις
επιστρέψει αποφασίζει το πλημμελειοδικείο του τόπου της κατοικίας του, λαμβάνοντας υπόψη τις
συνθήκες όπου αυτός βρίσκεται καθώς και αν είναι ή δεν είναι επικίνδυνος.

442 - Π
Αν η αναβολή της έκδοσης που προβλέπεται στο άρθρο 441 μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα
σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση την παραγραφή ή άλλα σοβαρά
εμπόδια στη δίωξη, μπορεί να επιτραπεί η προσωρινή έκδοση του προσώπου για το οποίο ζητείται
με τον όρο ότι θα σταλεί τούτο πίσω μόλις τελειώσουν οι ανακριτικές πράξεις για τις οποίες
ζητήθηκε προσωρινά η έκδοσή του.

443 - Α
1. Αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ. α', στην αίτηση που διαβιβάζεται με
την διπλωματική οδό πρέπει να επισυνάπτονται το κατηγορητήριο, το ένταλμα σύλληψης ή
οποιαδήποτε άλλη δικαστική πράξη που έχει το ίδιο κύρος με αυτά και (αν δεν υπάρχει συνθήκη
που να το εμποδίζει) όσα έγγραφα απαιτούνται ώστε να βεβαιωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής
επαρκείς για να παραπεμφθεί σε δίκη εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση˙ αν πρόκειται για την
περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ. β', στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται η απόφαση εναντίον
εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση και οι αποδείξεις ότι είναι αμετάκλητη. Σε κάθε περίπτωση
πρέπει να διαβιβάζεται ταυτόχρονα αντίγραφο του νόμου ο οποίος ισχύει στο κράτος που ζητεί την
έκδοση και τιμωρεί την πράξη˙ ακόμη, συνοπτική περιγραφή των περιστατικών του εγκλήματος και,
τέλος, ακριβής περιγραφή των χαρακτηριστικών εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση, μαζί με τη
φωτογραφία του και τα δακτυλικά του αποτυπώματα αν αυτό είναι δυνατό. Όλα αυτά τα έγγραφα
μπορούν να προσκομίζονται και σε αντίγραφα επικυρωμένα από το δικαστήριο ή από οποιαδήποτε
άλλη αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση.
2. Η αίτηση για την έκδοση, μαζί με τα έγγραφα που απαιτούνται κατά την παρ. 1 και με την
επικυρωμένη μετάφρασή τους, διαβιβάζονται από τον πουργό Εξωτερικών στον πουργό
Δικαιοσύνης˙ ο τελευταίος αφού ελέγξει τη νομιμότητα της αίτησης, τη στέλνει μαζί με τα έγγραφα,
και με τη φροντίδα του εισαγγελέα εφετών, στον πρόεδρο εφετών στην περιφέρεια του οποίου
διαμένει εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση.

444 - Α
Όταν υπάρχουν αμφιβολίες για τη δυνατότητα να γίνει η έκδοση κατά τα άρθρα 437 και 438,
ζητούνται επεξηγήσεις από το κράτος που κάνει την αίτηση για την έκδοση˙ η έκδοση δεν μπορεί να
διαταχθεί παρά μόνο όταν οι επεξηγήσεις είναι τέτοιου βαθμού ώστε να διαλύουν τις αμφιβολίες
που έχουν γεννηθεί.

445 - Σ .

1. πρόεδρος εφετών έχει υποχρέωση, μόλις παραλάβει τα έγγραφα, να διατάξει χωρίς


αναβολή με ένταλμα την σύλληψη του προσώπου του οποίου ζητείται η έκδοση και την κατάσχεση
όλων των πειστηρίων. Το ένταλμα σύλληψης και η κατάσχεση εκτελούνται με τη φροντίδα του
εισαγγελέα εφετών κατά τα άρθρα 251-269, 277, 278 και 280.
2. Και χωρίς ένταλμα μπορεί, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης και ιδιαίτερα όταν υπάρχει
βάσιμη υπόνοια φυγής του προσώπου που ζητείται η έκδοσή του, να γίνει σύλληψη, πριν ακόμα
υποβληθεί η αίτηση για έκδοση, με εντολή του εισαγγελέα εφετών˙ για τη σύλληψη δεν χρειάζεται
διπλωματική μεσολάβηση˙ απαιτείται όμως αγγελία που διαβιβάζεται ταχυδρομικώς ή
805
τηλεγραφικώς από τη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση˙ η αγγελία
πρέπει να μνημονεύει το ένταλμα σύλληψης ή την απόφαση και το έγκλημα. εισαγγελέας εφετών
ανακοινώνει αμέσως τη σύλληψη στον πουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος μπορεί να διατάξει την
απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί.
3. Αν μέσα σε ένα μήνα το πολύ από τη σύλληψη δεν υποβληθεί η αίτηση για έκδοση κατά το
άρθρο 443, ο κρατούμενος προσωρινά απολύεται με διαταγή του εισαγγελέα των εφετών. Αν
υποβληθούν εμπροθέσμως τα έγγραφα, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 και των άρθρων 448
επ.
4. Αν ύστερα από την απόλυση του προσώπου που ζητείται η έκδοσή του σύμφωνα με τα
παραπάνω περιέλθει στο πουργείο Εξωτερικών η αίτηση για την έκδοση κατά το άρθρο 443,
ακολουθεί η διαδικασία της έκδοσης.
5. Εκείνος που έχει συλληφθεί προσωρινά μπορεί, αμφισβητώντας την ταυτότητά του, να
προσφύγει στο συμβούλιο εφετών, μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες από την προσαγωγή του
στον εισαγγελέα των εφετών˙ το συμβούλιο αποφασίζει αμετάκλητα, αφού ακούσει εκείνον που
ασκεί την προσφυγή και το συνήγορό του. Η προσφυγή μπορεί να γίνει και προφορικά στον
εισαγγελέα εφετών.

446 - .
Εκείνος που έχει συλληφθεί οδηγείται χωρίς αναβολή μαζί με τις εκθέσεις σύλληψης και
κατάσχεσης στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος τον εξετάζει για να βεβαιώσει την ταυτότητά του,
λαμβάνοντας υπόψη και τις πληροφορίες της αρχής που πραγματοποίησε τη σύλληψη. Όταν η
ταυτότητα βεβαιωθεί, ο εισαγγελέας εφετών διατάσσει την κράτηση του στις φυλακές υπόδικων και
στέλνει όλες τις εκθέσεις για τη σύλληψη, την κατάσχεση και τη βεβαίωση της ταυτότητας στον
πρόεδρο εφετών. Αν η ταυτότητα αμφισβητηθεί, εφαρμόζεται η παρ. 5 του άρθρου 445.

447 - Α
Εκείνος που έχει συλληφθεί δικαιούται να λάβει γνώση είτε ο ίδιος είτε μέσω του συνηγόρου του
όλων των εγγράφων και να ζητάει αντίγραφά τους με δική του δαπάνη.

448 - Σ
1. πρόεδρος εφετών μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τότε που θα λάβει τις εκθέσεις του
άρθρ. 446 συγκαλεί το συμβούλιο εφετών σε τριμελή σύνθεση˙ στο συμβούλιο αυτό προσάγεται, αν
συναινεί, εκείνος που έχει συλληφθεί, ο οποίος και δικαιούται να παραστεί με συνήγορο και
διερμηνέα της εκλογής του ή, αν δεν έχει, να ζητήσει να διοριστούν συνήγοροι από τον πρόεδρο
εφετών.
2. Το συμβούλιο εφετών συνεδριάζει δημόσια, εκτός αν εκείνος που έχει συλληφθεί ζητήσει να
γίνει η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών ή δεν παραστεί καθόλου στο συμβούλιο. Το
συμβούλιο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να γίνει η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών.

449 - Π
1. Εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση και ο εισαγγελέας έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από
το συμβούλιο την αναβολή της συζήτησης. Το συμβούλιο μπορεί να αναβάλει τη συζήτηση για οκτώ
το πολύ ημέρες.
2. Το συμβούλιο εφετών μπορεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας να διατάξει την προσωρινή
απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί σύμφωνα με τους όρους των άρθρ. 296, 297 παρ. 1 και 2,
298, 300, 302 έως 304. Η εφαρμογή της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 294 είναι υποχρεωτική. Η
προσωρινή απόλυση αιρείται αυτοδικαίως μόλις δημοσιευθεί η απόφαση που εγκρίνει την έκδοση.
ια την τύχη της εγγύησης αποφασίζει το συμβούλιο των εφετών.

450 - Α
1. Το συμβούλιο εφετών μετά την εξέταση εκείνου που έχει συλληφθεί, αν εμφανίστηκε, και μετά
τις αγορεύσεις του εισαγγελέα και εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση ή του συνηγόρου του,
γνωμοδοτεί αιτιολογημένα για την αίτηση της έκδοσης και αποφαίνεται:
α) για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνον για την οποία ζητείται η
έκδοση˙
β) για την ύπαρξη των δικαιολογητικών εγγράφων που απαιτούνται από τον κώδικα ή από τη
συνθήκη για την έκδοση˙

806
γ) για το αν εκείνος που έχει συλληφθεί και το έγκλημα που αποδίδεται σ' αυτόν ή (προκειμένου
για αίτηση έκδοσης ύστερα από καταδικαστική απόφαση) το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε
είναι από εκείνα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση˙
δ) για το αν συντρέχουν οι όροι του άρθρ. 438 στοιχ. δ'.
2. Το συμβούλιο εφετών εξετάζει ακόμη, αν δεν κωλύεται από τη συνθήκη, αν υπάρχουν ενδείξεις
για τη βασιμότητα της κατηγορίας που αποδίδεται σ' εκείνον που έχει συλληφθεί, με βάση τα
προσαγόμενα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία από το κράτος που ζητεί την έκδοση, και αποφαίνεται
αν αυτά θα επέτρεπαν τη σύλληψη και την παραπομπή του σε δίκη στην Ελλάδα, αν το έγκλημα
είχε τελεστεί σε ελληνικό έδαφος. Το συμβούλιο μπορεί, για να σχηματίσει γνώμη στην ουσία της
περίπτωσης, να προβεί με ένα από τα μέλη του στη συλλογή κάθε χρήσιμου αποδεικτικού υλικού,
αναβάλλοντας την οριστική απόφαση το πολύ για δεκαπέντε ημέρες. Η διάταξη του άρθρου 449
παρ. 2 εφαρμόζεται και εδώ.

451 -
1. Κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών επιτρέπεται σ' αυτόν για τον οποίο
ζητείται η έκδοση και στον εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση στο β' τμήμα του Αρείου Πάγου μέσα σε
είκοσι τέσσερις ώρες από τη δημοσίευση της απόφασης. για την έφεση συντάσσεται έκθεση από το
γραμματέα εφετών.
2. ρειος Πάγος σε συμβούλιο αποφαίνεται μέσα σε οκτώ ημέρες με ανάλογη εφαρμογή των
άρθρων 448 και 450. Αυτός για τον οποίο ζητείται η έκδοση κλητεύεται αυτοπροσώπως ή μέσω του
αντικλήτου του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από τη συζήτηση με τη φροντίδα του
εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

452 - Π
1. Την έκδοση μπορεί να τη διατάξει ο πουργός Δικαιοσύνης με απόφαση του μόνο όταν το
συμβούλιο γνωμοδοτήσει καταφατικά και αμετάκλητα.
2. Αν το συμβούλιο αποφασίσει αμετάκλητα ότι δεν πρέπει να γίνει έκδοση, αυτός που έχει
συλληφθεί απολύεται από τη φυλακή με διαταγή του εισαγγελέα εφετών, ο οποίος αμέσως ειδοποιεί
σχετικά τον πουργό Δικαιοσύνης. Επίσης απολύεται αυτός για τον οποίο ζητείται η έκδοση, αν το
κράτος που τον ζήτησε δεν τον παραλάβει μέσα σε δύο μήνες από τότε που κοινοποιείται σ' αυτό η
απόφαση του πουργού για την έκδοση. Σε κάθε περίπτωση ο εκζητούμενος απολύεται, αν
περάσουν δύο έτη από την ημέρα της συλλήψεώς του, η οποία προθεσμία δύναται να παραταθεί
με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου κατά έξι ακόμη μήνες.
3. Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την κράτηση του εκζητουμένου επιλύεται από το
αρμόδιο για την έκδοση συμβούλιου εφετών ύστερα από κλήτευσή του προ 24 ωρών. Κατά του
βουλεύματος επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον εκζητούμενο το ένδικο μέσα της αναιρέσεως.

453 - Α
1. ποιαδήποτε και αν είναι η απόφαση του συμβουλίου σχετικά με την έκδοση, αυτό αποφασίζει
αν τα αντικείμενα ή τα πειστήρια που έχουν κατασχεθεί ή πάντως έχουν επισυναφθεί στη
δικογραφία πρέπει να παραδοθούν στο κράτος που ζητεί την έκδοση, σ' αυτόν για τον οποίο
ζητείται η έκδοση, σε τρίτον που προβάλλει δικαιώματα σ' αυτά ή σε εγχώρια αρχή, ώστε να
χρησιμοποιηθούν για ανάκριση.
2. Σε κάθε στάδιο της διαδικασίας το συμβούλιο εφετών αποφασίζει αμετάκλητα για τις αξιώσεις
που προβάλλονται από τρίτους που κατέχουν ή αξιώνουν δικαιώματα κυριότητας σε αντικείμενα ή
πειστήρια που έχουν κατασχεθεί.

454 -
Ακόμη και μετά την αμετάκλητη απόφαση κατά της έκδοσης μπορεί να υποβληθεί νέα αίτηση για
έκδοση, που στηρίζεται σε στοιχεία που δεν είχαν τεθεί στην κρίση του συμβουλίου.

455 - Α
Η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση από ξένο κράτος στις ελληνικές δικαστικές αρχές
προσώπου που κατηγορείται ή έχει καταδικαστεί γίνεται από τον εισαγγελέα εφετών στην
περιφέρεια του οποίου ασκείται η ποινική δίωξη ή έχει απαγγελθεί η καταδίκη, διαμέσου του
πουργού Δικαιοσύνης˙ ο εισαγγελέας μαζί με την αίτηση διαβιβάζει όλα τα έγγραφα που
απαιτούνται κατά το άρθρο 443 ή κατά τη σύμβαση, ακριβή περιγραφή των χαρακτηριστικών του
προσώπου και, αν είναι δυνατό, τη φωτογραφία του. Η έκδοση μπορεί να ζητηθεί και με
πρωτοβουλία του πουργού Δικαιοσύνης.
807
456 - Ε

Όταν τρίτη χώρα ζητεί την έκδοση προσώπου που ήδη εκδόθηκε στις ελληνικές αρχές,
επικαλούμενη έγκλημα προγενέστερο από την έκδοσή του και διαφορετικό από εκείνο για το οποίο
δικάστηκε στην Ελλάδα, η έκδοση αυτή δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεση της χώρας που έχει
εκδώσει το πρόσωπο στις ελληνικές αρχές.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
Α ΕΣ ΠΕΡΙΠΤ ΣΕΙΣ ΔΙ ΑΣΤΙ ΗΣ Σ ΝΔΡΟΜΗΣ

457 - Α
1. ι αιτήσεις των ελληνικών δικαστικών αρχών προς αλλοδαπές αρχές για την εξέταση
μαρτύρων και κατηγορουμένων, για την ενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης και για την
κατάσχεση πειστηρίων διαβιβάζονται από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών στον πουργό
Δικαιοσύνης, που προκαλεί την εκτέλεσή τους μέσω του πουργείου Εξωτερικών με την τήρηση και
των διεθνών συνθηκών και εθίμων. Σε επείγουσες περιπτώσεις οι αιτήσεις αυτές διαβιβάζονται και
απευθείας στις επιτόπιες προξενικές αρχές, που ασκούν ανακριτικά καθήκοντα, ειδοποιείται όμως
σχετικά το πουργείο Δικαιοσύνης.
2. ε τον ίδιο τρόπο διαβιβάζονται και οι κλήσεις για να επιδοθούν στους μάρτυρες και τους
κατηγορούμενους.

458 - Α
1. ι αιτήσεις ξένων δικαστικών αρχών για τη διενέργεια ανακριτικής πράξης από τις
αναφερόμενες στο άρθρο 457 παρ. 1 διαβιβάζονται από το πουργείο Δικαιοσύνης και εκτελούνται
με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών από τον ανακριτή στην περιφέρεια του οποίου
πρόκειται να διεξαχθεί η ανακριτική πράξη, εκτός αν αυτή αντιβαίνει στις διατάξεις του κώδικα ή του
οργανισμού δικαστηρίων. ι μάρτυρες ορκίζονται πάντοτε πριν εξεταστούν˙ κατά τα λοιπά
τηρούνται οι σχετικές διατάξεις του κώδικα, οι διεθνείς συνθήκες και τα έθιμα.
2. ι κλήσεις προς τους μάρτυρες, τους πραγματογνώμονες και τους κατηγορούμενους, οι
αποφάσεις ή άλλα έγγραφα της ποινική διαδικασίας επιδίδονται με φροντίδα του εισαγγελέα
πρωτοδικών σύμφωνα με τα άρθρα 155 - 164. Η σχετική αίτηση, αν αφορά την κλήτευση μαρτύρων
ή πραγματογνωμόνων, γίνεται δεκτή μόνο αν η ξένη δικαστική αρχή που την υποβάλλει
αναλαμβάνει ρητά την υποχρέωση να μη διωχθεί ή κρατηθεί ο κλητευόμενος για έγκλημα που έχει
τελεσθεί πριν από την εμφάνισή του στην ξένη αρχή που τον καλεί.
3. πουργός Δικαιοσύνης ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου συμβουλίου εφετών
μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση των αιτήσεων που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2: α) αν κατά τις
διατάξεις των άρθρων 437 και 438 δεν επιτρέπεται να εκδοθεί ο κατηγορούμενος για την πράξη
σχετικά με την οποία διενεργεί ανάκριση η ξένη δικαστική αρχή ή β) αν κατά τους όρους συνθήκης
με τη χώρα που υποβάλλει την αίτηση δεν είναι υποχρεωτική η έκδοση.

459 - Μ
1. πουργός Δικαιοσύνης με σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου εισαγγελέα εφετών μπορεί να
διατάξει ύστερα από αίτηση ξένης δικαστικής αρχής, που διαβιβάζεται με τη διπλωματική οδό, τη
μεταγωγή σ' αυτήν προσώπου που κρατείται στις φυλακές, για να εξεταστεί ως μάρτυρας και κατά
αντιπαράσταση με μάρτυρες ή κατηγορούμενους, με τον όρο της άμεσης επιστροφής του.
2. Η μεταγωγή αυτή μπορεί να διαταχθεί μόνο σε κράτος το οποίο με νόμο ή με σύμβαση
παρέχει την ίδια δικαστική συνδρομή στο ελληνικό κράτος. Τα έξοδα της μεταγωγής και της
επιστροφής βαρύνουν το κράτος που ζητεί τη μεταγωγή και προκαταβάλλονται από αυτό ή από την
αρμόδια ελληνική αρχή, αν η ευχέρεια αυτή παρέχεται και στο ελληνικό κράτος από τη χώρα που
ζητεί τη μεταγωγή. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 458 εφαρμόζεται ανάλογα και εδώ.

460 -
Όταν η επίδοση των κλήσεων των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων ζητείται από
αλλοδαπή δικαστική αρχή, πρέπει να σημειώνεται το ποσό που απαιτείται να καταβληθεί στον
κλητευόμενο για τα έξοδα του ταξιδιού και διαμονής˙ έναντι του ποσού αυτού προκαταβάλλεται
στον κλητευόμενο ανάλογο μέρος από την ημεδαπή αρμόδια αρχή, με εντολή του πουργού
Δικαιοσύνης, αμέσως μόλις αυτός δηλώσει ότι θα προσέλθει, με τον όρο της αντικαταβολής του
ποσού από τη χώρα που τον ζητεί. Εκείνος που παίρνει την προκαταβολή και από απείθεια δεν

808
προσέρχεται τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται από τον ποινικό κώδικα για την απείθεια.
όρος της παρ. 2 του άρθρου 458 εφαρμόζεται και εδώ.

461 - Δ
1. Η αίτηση ξένης αρχής για τη διαβίβαση πειστηρίων ή άλλων αντικειμένων που βρίσκονται στα
χέρια των ελληνικών δικαστικών αρχών εκτελείται με παράδοση των πειστηρίων για το σκοπό αυτό
στο πουργείο Εξωτερικών, αν αυτό δεν προσκρούει σε ιδιαίτερους λόγους, και με τον όρο της
άμεσης επιστροφής αυτών που διαβιβάστηκαν. Αν πρόκειται για έγγραφα, αποστέλλονται
φωτοτυπίες τους.
2. Η δικαστική αυτή συνδρομή εκτελείται με τον όρο της αμοιβαιότητας.

Ι ΙΟ Ε ΤΟ
ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ
ΤΜΗΜΑ ΠΡ ΤΟ
ΕΝΙ ΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

462 - Π
Τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία κατά των βουλευμάτων και των
αποφάσεων, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα είναι:
α) η έφεση και
β) η αίτηση για αναίρεση.

463 - Π
νδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Σε
κάθε όμως περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του
ένδικου μέσου.

464 -
εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, σε όσες περιπτώσεις τούς παρέχει ο
νόμος ένδικα μέσα, μπορούν να τα ασκήσουν, οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση και αν είχαν
διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή το βούλευμα που
προσβάλλεται, είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής˙ ο ανώτερος σε
βαθμό εισαγγελέας έχει την ίδια δυνατότητα, ακόμη και αν ο κατώτερος αποδέχθηκε την απόφαση.

465 -
1. διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω
αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1**. Το πληρεξούσιο ή
επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ένδικου
μέσου κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεων, όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά
την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου
ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του. Αν η προθεσμία αυτή
παρέλθει άπρακτη, το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ.
1. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των άρθρων 341, 430 και 501 παρ. 1
εδ. τελευταίο.
2. Το ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής απόφασης που παρέχεται σ' εκείνον που
καταδικάστηκε μπορεί να ασκηθεί για λογαριασμό του και από το συνήγορο που είχε παραστεί στη
συζήτηση˙ προκειμένου για πρόσωπο που βρίσκεται σε δικαστική απαγόρευση το ένδικο αυτό μέσο
μπορεί να ασκηθεί και από το νόμιμο αντιπρόσωπό του. Αν εκείνος που καταδικάστηκε βρίσκεται,
με βάση τη μνημονευόμενη στην απόφαση σχετική κρίση του δικαστηρίου που τον καταδίκασε, σε
διανοητική κατάσταση που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί το συμφέρον του και δεν έχει κηρυχθεί
ακόμα σε κατάσταση απαγόρευσης, το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί, εκτός από συνήγορο, και
από ανιόντα, σύζυγο ή κατιόντα ή συγγενή εξ αίματος σε πλάγια γραμμή έως δεύτερου βαθμού.

Σχόλια: **Προφανώς "παρ. 2".

466 - Α
1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από συνήγορο κατά το άρθρο 465 παρ. 2 ματαιώνεται με
αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου. Η αντίθετη δήλωση πρέπει να γίνει ενώπιον οποιουδήποτε
δικαστικού γραμματέα, οπότε συντάσσεται έκθεση και έως την έναρξη της συζήτησης του ενδίκου
809
μέσου˙ αν εκείνος που έκανε τη δήλωση είναι ανήλικος ή απαγορευμένος, η ενέργειά του πρέπει να
συνοδεύεται και με τη δήλωση του προσώπου που ασκεί τη γονική μέριμνα ή του επιτρόπου ότι
συναινεί στην αντίθετη αυτή δήλωση. Αν με την απόφαση που έχει προσβληθεί επιβάλλεται στον
κατηγορούμενο η ποινή του θανάτου, η αντίθετη δήλωσή του είναι ανίσχυρη.
2. Όταν και ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος ασκήσουν το ένδικο μέσο και υπάρχει αντίθεση
μεταξύ των λόγων που προβάλλονται, θα προτιμηθεί το ένδικο μέσο που ωφελεί περισσότερο τον
κατηγορούμενο. Σε κάθε άλλη περίπτωση η δήλωση του ενός συμπληρώνει τη δήλωση του άλλου.

467 -
Όταν ο νόμος δεν προβλέπει ειδικά διαφορετική ρύθμιση, ο αστικώς υπεύθυνος που πήρε μέρος
στη συζήτηση στο ακροατήριο μπορεί να ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα που παρέχονται στον
κατηγορούμενο όχι μόνο για το κεφάλαιο της απόφασης που αναγνωρίζει την αστική ευθύνη του,
αλλά και για εκείνο που κηρύσσει την ενοχή του κατηγορουμένου. Το δικαίωμα αυτό του αστικώς
υπευθύνου δεν αναιρείται, αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί ή αν παραιτηθεί από το ένδικο μέσο
που άσκησε. Το ένδικο μέσο που άσκησε ο αστικώς υπεύθυνος επεκτείνεται και στον
κατηγορούμενο που δεν το έχει ασκήσει, δεν είναι δυνατό όμως από το γεγονός αυτό να
χειροτερεύσει η θέση του.

468 -
1. πολιτικός ενάγων μπορεί να προσβάλει την απόφαση με το ένδικο μέσο που του χορηγεί ο
νόμος:
α) αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί (σε οποιαδήποτε ποινή) μόνο σε ό,τι αφορά τις απαιτήσεις
του για αποζημίωση, όταν είτε του επιδικάστηκε αυτή είτε απορρίφθηκε η αγωγή του επειδή δεν
στηριζόταν στο νόμο˙
β) αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, μόνο στην περίπτωση που έχει καταδικαστεί σε αποζημίωση
και στα έξοδα (άρθρο 71) ή που η πολιτική αγωγή έχει απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο
και μόνο ως προς αυτά τα κεφάλαια.
2. Το ίδιο δικαίωμα στην περίπτωση του άρθρου 70 έχει και ο εισαγγελέας.

469 - Τ
Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου
εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από
τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι
τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους
υπόλοιπους κατηγορουμένους. Στην περίπτωση της συνάφειας (άρθρ. 128 και 131) ισχύει ο ίδιος
κανόνας, μόνο αν οι λόγοι που προβάλλονται με το ένδικο μέσο αφορούν παραβάσεις της
διαδικασίας και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο εκείνου που το άσκησε. ια τη συζήτηση
του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων κατηγορουμένων, οι οποίοι
όμως μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετάσχουν στη δίκη. Σε περίπτωση που το δικαστήριο
παρέλειψε να αποφανθεί για το επεκτατικό αποτέλεσμα του ένδικου μέσου, μπορεί μετά από αίτηση
αυτών ή του εισαγγελέα να επιληφθεί εκ νέου προς συμπλήρωση της αποφάσεώς του.

470 - Α
Στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που
καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα
ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Δεν εμποδίζεται όμως η επιβολή
παρεπόμενης ποινής, που από παραδρομή δεν επιβλήθηκε, αν και σύμφωνα με το νόμο έπρεπε
υποχρεωτικά να επιβληθεί, ή η επιβολή μέτρου ασφαλείας προβλεπόμενου από τον ποινικό
κώδικα.

471 - Α
1. Το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από εκείνον που έχει το σχετικό δικαίωμα εμπρόθεσμα και
νομότυπα, καθώς και η προθεσμία για την άσκηση, αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης ή του
βουλεύματος που προσβάλλονται, όταν ο νόμος δεν διατάζει διαφορετικά. Δεν αναστέλλεται όμως η
διάταξη του βουλεύματος που αφορά τη σύλληψη και την προσωρινή κράτηση˙ αν το βούλευμα με
σύμφωνη την πρόταση του εισαγγελέα αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του
κατηγορουμένου, ποτέ δεν αναστέλλεται η απόλυσή του από τις φυλακές.
"2. Κατ' εξαίρεση η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης και η αίτηση για
την αναίρεση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται με αυτή. Το
810
δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση μπορεί, μόλις ασκηθεί αναίρεση και εφόσον το ζητήσει ο
εισαγγελέας ή ο κατηγορούμενος, να αναστείλει την εκτέλεσή της ή, αν η αναίρεση ασκείται κατά
απόφασης που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη, να αναστείλει την εκτέλεση
της πρωτόδικης απόφασης. Η αναστολή διατάσσεται εφόσον προβλέπεται ότι η έκτιση της ποινής
ωσότου εκδοθεί η απόφαση επί της αναίρεσης θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη
βλάβη για τον κατηγορούμενο ή την οικογένειά του. Δεύτερη αίτηση αναστολής εκτέλεσης από τον
κατηγορούμενο είναι απαράδεκτη αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από την απόρριψη της
προηγούμενης για οποιονδήποτε λόγο. Δεν έχει επίσης ανασταλτική δύναμη το ένδικο μέσο αν ο
νόμος δεν το χορηγεί ρητά."

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

472 - Α
Κάθε δισταγμός ή αμφισβήτηση για την ανασταλτική δύναμη του ένδικου μέσου κατά το άρθρο
471 λύεται αμετάκλητα από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο που εξέδωσε την απόφαση ή
το βούλευμα που προσβάλλεται. Αν όμως ο δισταγμός ή η αμφισβήτηση ανακύψει μετά την
εισαγωγή του ένδικου μέσου για συζήτηση, λύεται από το δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο που
είναι αρμόδιο να κρίνει. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων καλούνται
πριν είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες να εκφράσουν τη γνώμη τους στο όργανο που θα κρίνει για
την αμφισβήτηση.

473 - Π
1. Όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ένδικων
μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών
κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός
διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών
και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης. Το προηγούμενο εδάφιο
εφαρμόζεται και για την προθεσμία άσκησης ένδικων μέσων κατά βουλευμάτων. " ια τον
εισαγγελέα πλημμελειοδικών η προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων αρχίζει από
την πραγματική κοινοποίησή τους (άρθρο 165 παρ. 2)". Αν δεν έχει γίνει πραγματική κοινοποίηση,
η προθεσμία είναι ενός μήνα από την έκδοση του βουλεύματος. Η προθεσμία για αίτηση αναίρεσης
κατά του βουλεύματος αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας έφεσης.
2. Η αναίρεση κατά της καταδικαστικής απόφασης μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που
καταδικάστηκε και με δήλωση, που περιέχει όσα ορίζονται στην παρ. 2 του επόμενου άρθρου και
επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, η οποία αρχίζει
σύμφωνα με την παρ. 1. Η δήλωση αυτή μπορεί να συμπληρώνει και την αίτηση αναίρεσης που
τυχόν ασκήθηκε σύμφωνα με το επόμενο άρθρο και που δεν περιέχει ορισμένους λόγους.
3. Η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα
καταχωριστεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού
δικαστηρίου. Η καθαρογράφηση της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες˙
διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. "Η καταχώριση της
καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας
άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει τη παραγραφή της ποινής".
"4. ι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων
αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου".

Σχόλια: - Η εντός " " τελευταία περίοδος της παρ. 3 προστέθηκε από την παρ. 4 του άρθ. 20 του ν. 2521/1997
(Α' 174), και ισχύει από 1.9.1997. - Η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 19 του ν. 2721/99 (Α' 112) και ισχύει από
3.6.99.- Το εντός " " τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 37 του ν.
3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

474 -
1. ε την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με
δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο
γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προ στάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο
εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων και κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος.
Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ' εκείνον που τη διευθύνει. ια την
δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπό

811
του (άρθρο 465 παρ. 1) και από εκείνον που τη δέχεται. εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την
άσκηση του ένδικου μέσου και τηλεγραφικά, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την
κατάθεση του τηλεγραφήματος. Αν η έκθεση γίνει σε άλλο γραμματέα ή στο διευθυντή των
φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση.
2. Στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο.

475 - Π
1. διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει. Η παραίτηση
δηλώνεται σύμφωνα με το άρθρο 474 παρ. 1˙ μπορεί να γίνει ακόμα και στο ακροατήριο, πριν
αρχίσει η συζήτηση, με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης. Η παραίτηση
που έγινε δεν μπορεί να ανακληθεί.
2. εισαγγελέας δεν μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει.

476 -
"1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης
ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν
οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα
παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το
ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι
αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους
που εμφανιστούν**, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της
απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που
άσκησε το ένδικο μέσο. O εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο
μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι
τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την
ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και
τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της
δικογραφίας".
"2. Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο
αναίρεση."
3. Αν το ένδικο μέσο κηρυχθεί απαράδεκτο, τα αποτελέσματά του παύουν αυτοδικαίως κατά το
άρθρο 469.

Σχόλια: - Η εντός παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α' 104)
και ισχύει από 4.6.1996. - Σύμφωνα με το εδ. γ' της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 (Α' 174/1.9.1997),
μετά την υποβολή της αίτησης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε
τακτικού ή έκτακτου ένδικου μέσου κατά της απόφασης που επέβαλε την ποινή ή η άσκηση αίτησης ακυρώσεως
της διαδικασίας ή της αποφάσεως και εφόσον ασκηθεί, κηρύσσεται απαράδεκτο σύμφωνα με την παράγραφο 1
του π α ρ ό ν τ ο ς άρθρου.- Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 38 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).** Ορθότερα: "που θα εμφανιστούν".

ΤΜΗΜΑ ΔΕ ΤΕΡΟ *** ( . )


ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ ΑΤΑ Τ Ν Ο Ε ΜΑΤ Ν
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Ε ΕΣΗ

477 - Σ
φεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στους διαδίκους και στον εισαγγελέα, στις περιπτώσεις
των επόμενων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει ειδικά ο νόμος.

Σχόλια: - Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003), ένδικα μέσα κατά
βουλευμάτων, που δεν προβλέπονται κατά τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου και έχουν ασκηθεί μέχρι τη
δημοσίευσή του (30.6.2003), εισάγονται και κρίνονται από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο).

478 - Π
"** Το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του
συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα. Το
δικαίωμα της έφεσης εκτείνεται σε όλα τα εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, έστω και αν
επιτρέπεται για ένα μόνο από αυτά.
[2. καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005)].
812
Σχόλια: ** Η αρίθμηση της πρώην παρ. 1 απαλείφθηκε, μετά την κατάργηση της πρώην παρ. 2, με την παρ. 1
του άρθρου 18 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

479 - Π
"1. εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να προσβάλλει με έφεση τα βουλεύματα του
συμβουλίου πλημμελειοδικών όταν πρόκειται για κακούργημα και το συμβούλιο:
α) παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο δικαστήριο,
β) παύει προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη εναντίον του,
γ) κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη ή
δ) αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία."
"2. εισαγγελέας εφετών, είτε ο ίδιος είτε παραγγέλοντας τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών,
μπορεί να προσβάλλει με έφεση οποιοδήποτε βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών μέσα σε
προθεσμία ενός μηνός από την έκδοση του (άρθρο 306)." Η προθεσμία αυτή και η έφεση που
ασκήθηκε δεν αναστέλλουν την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου που έχει διαταχθεί με το
προσβαλλόμενο βούλευμα.

Σχόλια: - Η παρ. 1 και το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 2 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1 και
2 αντιστοίχως του άρθρου 40 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

480 - Π
"1. πολιτικώς ενάγων μπορεί να ασκήσει έφεση κατά των βουλευμάτων του συμβουλίου
πλημμελειοδικών, όταν πρόκειται για κακούργημα και μόνο στις περιπτώσεις β', γ' και δ' της
παραγράφου 1 του άρθρου 479."
2. Το δικαίωμα αυτό της έφεσης το έχει ο πολιτικώς ενάγων, αν πριν από την έκδοση του
βουλεύματος δήλωσε ότι παρίσταται με την ιδιότητά του αυτήν και δεν έχει αποβληθεί (άρθ. 82 -
88).

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 40 του ν. 3160/2003 (Α'
165/2003).

481 - Α
1. ια την "έφεση" αποφαίνεται το συμβούλιο εφετών ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα
εφετών σύμφωνα με τα άρθρα 316, 318 και 319.
2. Αν το βούλευμα που προσβάλλεται έχει εκδοθεί ακύρως, το συμβούλιο εφετών, αφού το
κηρύξει άκυρο, κρατεί την υπόθεση και αποφαίνεται σύμφωνα με την παρ. 1.

Σχόλια: - Η εντός " " λέξη στον πρώτο στίχο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του ν.
3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ

482 - Π
"1. κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν:
α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι
συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό
μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και
β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του."
"2". Αν το συμβούλιο εφετών επιλήφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 317, κατά του βουλεύματος που
εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 1.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 41 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003).** Η αρίθμηση της πρώην παρ. 3 σε παρ. 2 έγινε, μετά την κατάργηση της πρώην παρ. 2, με
την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005).

483 - Π
1. εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, όταν αυτό
παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακούργημα, όταν αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει
κατηγορία και όταν παύει προσωρινά ή οριστικά η ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη.

813
2. Το ίδιο δικαίωμα έχει και ο εισαγγελέας εφετών για τα βουλεύματα του συμβουλίου των
εφετών.
"3. εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος
με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την
παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτήν την
περίπτωση. ετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του
βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων που αφορούν την
προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων."

Σχόλια: - Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

484 -
1. όγοι για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι μόνο:
α) η απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 αριθ. 1)˙
β) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο
βούλευμα˙
γ) Η παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρο 57)˙ "δ(ε))" Η έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που
επιβάλλει το άρθρο 139,* "ε(στ))" η παράνομη (άρθρο 476) απόρριψη της έφεσης κατά του
βουλεύματος ως απαράδεκτης και "στ(ζ))" η υπέρβαση εξουσίας. πέρβαση εξουσίας υπάρχει,
όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε
για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή
διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή
αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318 ή, τέλος, παρέπεμψε σε
δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την
ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση (άρθρα 41 και 50) ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης
(άρθρο 54) ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση (άρθρο 438).
"2(3). Αν η αίτηση για αναίρεση είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη, ο ρειος Πάγος εξετάζει και
αυτεπαγγέλτως τους πιο πάνω λόγους αναίρεσης. Το άρθρο 318 εφαρμόζεται αναλόγως και στην
περίπτωση αυτή."

Σχόλια: - Η πρώην περ. δ' της παρ. 1 του παρόντος καταργήθηκε και οι (πρώην) περ. ε', στ' και ζ'
αναριθμήθηκαν σε (νυν) περ. δ', ε' και στ' αντιστοίχως, με την παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 3160/2003
(Α'165/30.6.2003).- Η παρ. 2 καταργήθηκε και η πρώην παρ. 3 αναριθμήθηκε σε παρ. 2, με ταυτόχρονη
αντικατάστασή της, με τις παρ. 2 και 3 αντιστοίχως του άρθρου 42 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

485 - Σ
1. ια την αίτηση αναίρεσης βουλεύματος αποφαίνεται το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, που
συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο, ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου
εισαγγελέα˙ "τα άρθρα 308 παρ. 2, 309 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 3, 513 παρ. 1 εδ. α', 515 παρ. 3
εδάφιο πρώτο, 516 έως 519, 522, 523 και 524 παρ. 1 εδάφιο πρώτο εφαρμόζονται αναλόγως."
2. Πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση βουλευμάτων πέρα από όσους περιλαμβάνονται στη σχετική
έκθεση δεν μπορούν να προταθούν από εκείνον που ασκεί την αναίρεση.
3. ια την αίτηση του κατηγορουμένου να εμφανιστεί προσωπικά και να ακουστεί από το
συμβούλιο της παρ. 1 αποφαίνεται το συμβούλιο το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από την
υποβολή της ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα.
4. Αν η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου γίνει δεκτή, το συμβούλιο ορίζει ρητή ημέρα, όχι
όμως πέρα από ένα οκταήμερο, για την ακρόαση εκείνου που υποβάλλει την αίτηση, στην οποία
καλούνται πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες να παραστούν και να ακουστούν εκείνος που
υπέβαλε την αίτηση και οι υπόλοιποι διάδικοι.

Σχόλια: - Το εντός " " δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 43 του ν.
3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

814
ΤΜΗΜΑ ΤΡΙΤΟ
ΕΝΔΙ Α ΜΕΣΑ ΑΤΑ Τ Ν ΑΠΟ ΑΣΕ Ν
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
Ε ΕΣΗ

486 -
1. φεση κατά της αθωωτικής απόφασης του πταισματοδικείου, του μονομελούς και του
τριμελούς πλημμελειοδικείου και του εφετείου για πλημμέλημα [άρθρο 111 παρ. 6 (νοείται 7) και
116) μπορούν να ασκήσουν:
α) ο κατηγορούμενος, μόνο αν αθωώθηκε για έμπρακτη μετάνοια ή με αιτιολογία που, χωρίς να
είναι αναγκαίο, θίγει την υπόληψή του˙
β) ο πολιτικώς ενάγων και ο μηνυτής ή εκείνος που υπέβαλε την έγκληση, αν καταδικάστηκαν σε
αποζημίωση και στα έξοδα κατά το άρθρο 71 και μόνο γι' αυτό το κεφάλαιο˙ και
γ) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κατά των αποφάσεων των πταισματοδικείων και των
πλημμελειοδικείων (τριμελών και μονομελών) και του δικαστηρίου των ανηλίκων όπου ασκεί τα
καθήκοντά του, και ο εισαγγελέας εφετών κατά των αποφάσεων του εφετείου όπου ασκεί τα
καθήκοντά του [άρθρ. 111 παρ. 6 (νοείται 7) και 116], και, μέσα σε προθεσμία 10 ημερών, κατά των
αποφάσεων των πλημμελειοδικείων που υπάγονται γενικά στην περιφέρειά του.
"2. φεση κατά της αθωωτικής απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου της περιφέρειας
όπου ασκεί τα καθήκοντα και του τριμελούς εφετείου για κακουργήματα μπορεί να ασκήσει ο
εισαγγελέας εφετών, εφόσον η απόφαση δεν είναι ομόφωνη και το μέλος ή τα μέλη που
μειοψήφησαν είχαν τη γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος για πράξη που
τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος".
"3. Η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη
σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη".

Σχόλια: *** Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 54 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003), αποφάσεις που
εκδόθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου υπόκεινται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησης
τους που προέβλεπε ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης τους. - Η παρ. 2 τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την περ. α' της παρ. 19 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α' 104) και ισχύει από 4.6.1996. - Η
παρ. 3 προστέθηκε με την περ. β' της παρ. 19 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α' 104) και ισχύει από 4.6.1996.

487 -
Στον κατηγορούμενο και στον εισαγγελέα επιτρέπεται έφεση κατά της απόφασης με την οποία το
δικαστήριο αποφάνθηκε ότι είναι καθ' ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο
δικαστήριο ή στον εισαγγελέα (άρθρο 120).

488 - . )Α
"Στον πολιτικώς ενάγοντα επιτρέπεται έφεση εναντίον της καταδικαστικής απόφασης αλλά μόνο
κατά του μέρους που απέρριψε την αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο ή του επιδίκασε
χρηματική ικανοποίηση ή αποζημίωση, αν το ποσό που ζητήθηκε συνολικά, σε κάθε περίπτωση
υπερβαίνει:
α) το ποσό των εκατό ευρώ, αν η έφεση προσβάλλει απόφαση του πταισματοδικείου˙
β) το ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ, αν προσβάλλει απόφαση του μονομελούς
πλημμελειοδικείου ή του μονομελούς δικαστηρίου των ανηλίκων˙
γ) το ποσό των πεντακοσίων ευρώ, αν προσβάλλει απόφαση του τριμελούς πλημμελειοδικείου ή
του τριμελούς δικαστηρίου των ανηλίκων."

489 - ) Α
"1. Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος έχουν δικαίωμα να
ασκήσουν έφεση:
α) κατά της απόφασης του πταισματοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο 116) αν με αυτήν ο
κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από οκτώ ημέρες ή σε πρόστιμο πάνω
από τετρακόσια ευρώ ή σε αποζημίωση ή σε χρηματική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα
πάνω από εκατό ευρώ συνολικά˙
β) κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου αν με αυτήν καταδικάστηκε ο
κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από εξήντα ημέρες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια
ευρώ ή αν επιδικάστηκε εναντίον του οποιαδήποτε αποζημίωση και ικανοποίηση πάνω από
διακόσια πενήντα ευρώ συνολικά ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται τις

815
στερήσεις και τις ανικανότητες που ορίζονται στην επόμενη περίπτωση (στοιχείο γ') ή ακόμα αν
συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από
εξήντα ημέρες ή συνεπάγεται τα ίδια αποτελέσματα˙
γ) κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για
πλημμελήματα (άρθρα 111 αρ. 7 και 116) αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή
φυλάκισης πάνω από τέσσερις μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από χίλια πεντακόσια ευρώ ή σε
οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ή έκπτωση από
δημόσια δημοτική ή κοινοτική υπηρεσία ή ανικανότητα διορισμού σε αυτήν ή σε ποινή που
συνεπάγεται έκτιση άλλης ποινής τεσσάρων μηνών και πάνω που είχε ανασταλεί ή που
συνεπάγεται τις παραπάνω στερήσεις και ανικανότητες ή σε αποζημίωση και χρηματική
ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από πεντακόσια ευρώ συνολικά˙
"δ) κατά της απόφασης του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων, με την οποία
καταδικάστηκε ο ανήλικος σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων˙
ε) κατά της απόφασης του μονομελούς ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με την οποία ο
ανήλικος που κατά την τέλεση της πράξης είχε συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος, δικάστηκε όμως
μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του, καταδικάστηκε κατά το άρθρο 130
του Ποινικού Κώδικα σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη από τις ποινές που
προβλέπονται στα εδάφια β' και γ'"˙
στ) κατά της απόφασης του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου με την
οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον
δύο ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον ενός έτους για πλημμέλημα."
2. Στην περίπτωση του άρθρο 38 του Ποινικού Κώδικα το δικαίωμα για την άσκηση έφεσης
ρυθμίζεται από το μέγεθος της ποινής που προσδιορίστηκε σύμφωνα με την τρίτη παράγραφό του.
3. Αν η στερητική της ελευθερίας ποινή μετατραπεί σε χρηματική, το δικαίωμα για άσκηση έφεσης
εξαρτάται:
α) από την ποινή φυλάκισης ή κράτησης που έχει μετατραπεί σε χρηματική ή
β) από την χρηματική ποινή που την έχει αντικαταστήσει, αν εξαιτίας του ποσού της μπορεί η
απόφαση να προσβληθεί με έφεση κατά την παρ. 1 εδ. α', β' και γ' αυτού του άρθρου.

Σχόλια: - Οι περ. δ' και ε' της παρ. 1 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 5 του άρθρου 4 του ν.
3189/2003 (Α' 243).

490 - ) Ι
1. Και εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 489, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να
προσβάλλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των πταισματοδικείων και των μονομελών
πλημμελειοδικείων της περιφέρειάς του˙ επίσης ο εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με
έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση των μονομελών και τριμελών πλημμελειοδικείων και των
δικαστηρίων ανηλίκων της περιφέρειας του εφετείου, είτε υπέρ είτε εναντίον εκείνου που
καταδικάστηκε, μέσα σε δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης.
2. εισαγγελέας εφετών μπορεί να προσβάλει με έφεση κάθε καταδικαστική απόφαση του
μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου της περιφέρειας του εφετείου του, είτε υπέρ
είτε εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη δημοσίευση της
απόφασης.

491 - Η
Στην περίπτωση συρροής εγκλημάτων που εκδικάσθηκαν με την ίδια απόφαση, η δυνατότητα να
ασκηθεί έφεση εξαρτάται από τη συνολική ποινή που επιβλήθηκε, και η έφεση που ασκήθηκε
εκτείνεται σε όλα τα εγκλήματα που συρρέουν. Αν αυτά εκδικάσθηκαν χωριστά, με έκδοση
περισσότερων αποφάσεων, και η συνολική ποινή καθορίσθηκε πριν γίνουν όλες αμετάκλητες, για
το αν είναι δυνατή η έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική ποινή λαμβάνεται
υπόψη αυτή η ποινή˙ αν ασκηθεί έφεση εναντίον της απόφασης που προσδιόρισε τη συνολική
ποινή, θεωρούνται ότι προσβλήθηκαν και εκείνες ακόμη από τις επιμέρους αποφάσεις που, όπως
απαγγέλθηκαν, δεν μπορούν να προσβληθούν με έφεση ή πέρασε η προθεσμία της έφεσης, αρκεί
να μην έγιναν αμετάκλητες.

816
492 -

Κατά του μέρους κάθε απόφασης που διατάσσει απόδοση των πραγμάτων που αφαιρέθηκαν και
των πειστηρίων ή δήμευση επιτρέπεται έφεση στον κατηγορούμενο, τον πολιτικώς ενάγοντα και τον
τρίτο, του οποίου τις αξιώσεις έκρινε η απόφαση (άρθρα 310 παρ. 2 και 373).

493 -
Η έφεση εκτείνεται σε όλα τα τυχόν συναφή εγκλήματα, ακόμη και όταν επιτρέπεται για ένα μόνο
από αυτά.
494 - Α
[Καταργήθηκε με το άρθρο 46 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003)].

495 - Π
[Καταργήθηκε με το άρθρο 46 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003)].

496 - Α
[Καταργήθηκε με το άρθρο 46 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003)].

497 - Α
1. Την ανασταλτική δύναμη κατά το άρθρο 471 την έχει μόνο η έφεση που ασκήθηκε
εμπρόθεσμα και νομότυπα και όχι η προθεσμία για την άσκησή της.
2. Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης έξι μηνών και πάνω ή αν
αυτός που καταδικάστηκε βρισκόταν σε προσωρινή κράτηση ή αν η προσβαλλόμενη απόφαση
κηρύσσει το δικαστήριο αναρμόδιο και παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο μικτό ορκωτό, η κρίση
για το αν η έφεση που ασκείται από τον κατηγορούμενο έχει το κατά το άρθρο 471 ανασταλτικό
αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε˙ αυτό αποφασίζει αμετάκλητα αμέσως ύστερα από
την απαγγελία της απόφασης είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από δήλωση του κατηγορουμένου ότι
θα ασκήσει έφεση. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει το ανασταλτικό
αποτέλεσμα της έφεσης και από την καταβολή χρηματικής εγγύησης από εκείνον που ασκεί την
έφεση˙ η εγγύηση αυτή και η καταβολή της ρυθμίζονται από τα άρθρα 296, 297 και 302 - 304, που
εφαρμόζονται αναλόγως. Η διάταξη του άρθρου 294 παρ. 1 εφαρμόζεται και σ' αυτή την
περίπτωση. Η εγγύηση δίνεται για να εξασφαλιστεί η εμφάνιση κατά τη συζήτηση της έφεσης
εκείνου που την άσκησε και η υποβολή του στην εκτέλεση της απόφασης του εφετείου. ια τις
παρεπόμενες στερήσεις δικαιωμάτων, τις εκπτώσεις και τις ανικανότητες το ανασταλτικό
αποτέλεσμα επέρχεται πάντοτε και δεν εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις
αυτής της παραγράφου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναβάλλοντας την εκδίκαση της έφεσης,
μπορεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτηση του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου να
διατάξει ταυτοχρόνως με την αναβλητική του απόφαση την αναστολή της εκτελέσεως της
προσβαλλόμενης απόφασης με τον όρο της καταβολής χρηματικής εγγύησης, και αν ακόμη η
προσβαλλόμενη απόφαση δεν χορήγησε ανασταλτικό αποτέλεσμα στην κρινόμενη έφεση.
3. ι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν ασκήθηκε έφεση από τον εισαγγελέα
υπέρ εκείνου που καταδικάστηκε ή από τον αστικώς υπεύθυνο (άρθρ. 467).
4. Η έφεση που ασκεί ο εισαγγελέας εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε ή κατά της αθωωτικής
απόφασης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
5. Η έφεση εναντίον καταδικαστικής απόφασης για έγκλημα που τελέστηκε στο ακροατήριο και
καταλήφθηκε επ' αυτοφώρω (άρθρ. 116) δεν έχει ανασταλτική δύναμη.
6. Η έφεση που ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο κατά των αποφάσεων του
μικτού ορκωτού δικαστηρίου και του τριμελούς εφετείου δεν αναστέλλει την εκτέλεση της
προσβαλλόμενης απόφασης, είτε αυτή είναι αθωωτική είτε καταδικαστική, εκτός αν έχει επιβάλει
την ποινή του θανάτου. " πορεί όμως το δικαστήριο να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην
έφεση που θα ασκηθεί από τον κατηγορούμενο. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η παρ. 2 του
παρόντος".
7. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου
σε ποινή στερητική της ελευθερίας και άσκησε έφεση, η οποία όμως δεν έχει ανασταλτική δύναμη,
μπορεί να ζητηθεί, με αίτηση του ίδιου ή του εισαγγελέα, η αναστολή εκτελέσεως της πρωτόδικης
αποφάσεως, μέχρις ότου εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η αίτηση
απευθύνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και, αν πρόκειται για το μικτό ορκωτό εφετείο, στο
πενταμελές εφετείο. Η αναστολή διατάσσεται αν ο κατηγορούμενος δεν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή
υπότροπος ή ύποπτος φυγής και δεν αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος πως θα τελέσει
817
νέες αξιόποινες πράξεις, εφόσον η έκτιση της ποινής μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως επί της
εφέσεως προβλέπεται ότι θα έχει σαν συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή
για την οικογένειά του. Στον κατηγορούμενο μπορεί να επιβληθούν περιοριστικοί όροι, σύμφωνα με
το άρθρο 282 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. "Αν η κατά το πρώτο εδάφιο αίτηση
απορριφθεί, νέα αίτηση δεν μπορεί να υποβληθεί πριν παρέλθει ένας μήνας από τη δημοσίευση
της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η προηγούμενη."
"8. κατηγορούμενος κλητεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και 166 στο δικαστήριο
που είναι αρμόδιο κατά την προηγούμενη παράγραφο. Αν κρατείται μακριά από την έδρα του
δικαστηρίου δεν προσάγεται σ' αυτό, μπορεί όμως να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα ή και να
αντιπροσωπευθεί με συνήγορο που διορίζεται και με απλή επιστολή θεωρημένη από το διευθυντή
της φυλακής".

Σχόλια: ** Σύμφωνα με την περ. γ της παρ. 20 του άρθρου 2 του ν. 2408/1996 (Α' 104/4.6.1996), από τη
δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι από 4.6.1996, κ α τ α ρ γ ο ύ ν τ α ι ό λ ε ς οι διατάξεις του π α ρ ό ν τ ο ς
που αποκλείουν την ανασταλτική δύναμη της έφεσης. ** Σύμφωνα, επίσης, με την παρ. 122 του άρθρου 2 του ν.
2479/1997 (Α' 67/6.5.1997), οι διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων που αποκλείουν την ανασταλτική δύναμη του
ενδίκου μέσου της εφέσεως π α ύ ο υ ν να ισχύουν. - Τα εντός " " δύο τελευταία εδάφια της παρ. 6 τίθενται, εις
αντικατάσταση του πρώην τελευταίου εδαφίου της ιδίας παρ., με την περ. α' της παρ. 20 του άρθρ. 2 του ν.
2408/96 (Α' 104) και ισχύουν από 4.6.1996. - Η παρ. 8 τίθεται όπως επανήλθε σε ισχύ με την περ. β' παρ. 20
του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α' 104) και ισχύει από 4.6.1996.- Το εντός " " εδάφιο στο τέλος της παρ. 7
προστέθηκε με το άρθρο 47 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

498 - Δ
ια την έφεση συντάσσεται στον αρμόδιο υπάλληλο κατά το άρθρο 474 παρ. 1 έκθεση, η οποία
περιέχει και τους λόγους της έφεσης σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. διάδικος που
ασκεί την έφεση οφείλει στην έκθεση αυτή να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους που
υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή που δικάζει σε δεύτερο βαθμό˙
στον αντίκλητο αυτόν μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις οι οποίες αφορούν το διάδικο που τον
διόρισε, εκτός από την κλήση για την συζήτηση της έφεσης. διάδικος αυτός οφείλει επίσης στην
ίδια έκθεση να δηλώσει την κατοικία του, ορίζοντας ακριβώς τη διεύθυνσή του (πόλη, χωριό, οδό,
αριθμό) και να δηλώνει κάθε μεταβολή της μέσα σε πέντε ημέρες στον εισαγγελέα εφετών. Αν δεν
διοριστεί αντίκλητος ή αν δεν δηλωθεί με ακρίβεια η κατοικία ή κάθε μεταβολή της, η απόφαση
εκτελείται αμέσως με τη φροντίδα του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου.

499 - Α
Στα άρθρα 111 αρ. 7 και 8, 112 αρ. 3, 113 παρ. 1 στοιχ. γ και 114 αρ. 2 ορίζεται το δικαστήριο
που είναι αρμόδιο να κρίνει την έφεση. Στην περίπτωση έφεσης κατά της απόφασης του εφετείου
(άρθρο 489 στοιχ. γ') αρμόδιο να δικάσει είναι το ίδιο εφετείο, στο οποίο όμως δεν επιτρέπεται να
συμμετέχουν οι δικαστές που δίκασαν σε πρώτο βαθμό. Αν δεν είναι δυνατή η διαφορετική αυτή
σύνθεση, σύμφωνα με τη γραπτή βεβαίωση του προέδρου, ο εισαγγελέας παραπέμπει την
υπόθεση στο πλησιέστερο εφετείο. Πλησιέστερο εφετείο των Εφετείων Κερκύρας, ωαννίνων και
Ναυπλίου θεωρείται το Εφετείο Πατρών, των Εφετείων Κρήτης, Αιγαίου και Δωδεκανήσου το
Εφετείο Αθηνών, των Εφετείων ράκης και άρισας το Εφετείο εσ/νίκης και του Εφετείου Πατρών
το Εφετείο Ναυπλίου. Το μικτό ορκωτό εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του
μικτού ορκωτού δικαστηρίου. Το πενταμελές εφετείο εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του
τριμελούς εφετείου.

500 - Π
γραμματέας (άρθρο 474) οφείλει να στείλει στον αρμόδιο εισαγγελέα το πολύ μέσα σε τρεις (3)
ημέρες την έκθεση για την έφεση και την αντέφεση μαζί με τα υπόλοιπα έγγραφα, σύμφωνα με το
άρθρο 499˙ διαφορετικά τιμωρείται πειθαρχικά. Αν ο κατηγορούμενος κρατείται σε άλλο μέρος, ο
εισαγγελέας διατάσσει τη μεταφορά του στις φυλακές της έδρας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Κατόπιν κλητεύει εμπρόθεσμα (άρθρο 166) εκείνον που ασκεί την έφεση και όλους τους άλλους
διαδίκους που παραστάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, τον παθόντα, το μηνυτή και, αν η έφεση δεν
στρέφεται κατά της απόφασης πταισματοδικείου, δύο τουλάχιστον μάρτυρες, τους πιο σημαντικούς
από εκείνους που εξετάσθηκαν στην πρωτόδικη δίκη˙ μπορεί επίσης να κλητεύσει νέους μάρτυρες
που δεν εξετάσθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Η διάταξη του άρθρου 327 εφαρμόζεται και σ'
αυτή την περίπτωση. Επίσης εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 321, 325, 326 και 328.
"Όταν ο κατηγορούμενος κρατείται με βάση την εκκαλούμενη απόφαση, ο ορισμός δικασίμου για
την εκδίκαση της έφεσης γίνεται κατ' απόλυτη προτεραιότητα".
818
Σχόλια: - Το εντός " " τελ. εδ. προστέθηκε με την παρ. 21 του άρθρ. 2 του ν. 2408/96 (Α' 104) και ισχύει από
4.6.1996.

501 - )
"1. Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια
συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση
απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη"˙ διατάσσεται επίσης με την ίδια απόφαση του εφετείου να
καταπέσει η εγγύηση η οποία δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ. 2.
2. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη
του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν
μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανώτερης βίας κλπ. Εφαρμόζεται επίσης ανάλογα και η διάταξη
του άρθρου 341.
2. Η απόρριψη της έφεσης εκείνου που την άσκησε και απουσιάζει δεν εμποδίζει την κατά το
άρθρο 502 συζήτηση της έφεσης άλλου διαδίκου που εμφανίστηκε ή της έφεσης του εισαγγελέα.
"3". Εάν η έφεση ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει η περίπτωση του άρθρου
370 εδάφ. β' και γ', το δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην έκδοση
σχετικής αποφάσεως.
"4. Αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά
τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύτηκε νομίμως, δεν εμφανιστεί όπως
ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών."

Σχόλια: Επίσης, στον νόμο 3160/2003 γίνεται λόγος για τροποποίηση εδαφίου. Πρόκειται, όμως, προφανώς,
για το πρώτο υποεδάφιο της παρ. 1 του παρόντος.- Το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 48 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003), ενώ η κατάργηση της παρ. 3
με ταυτόχρονη αναρίθμηση της πρώην παρ. 4 σε παρ. 3 και η προσθήκη της παρ. 4 έγιναν με τις παρ. 2 και 3
αντιστοίχως του ανωτέρω άρθρου του ιδίου νόμου.

502 - )
"1. Αν ο εκκαλών εμφανιστεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγράφου 2 του
άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση." Εκτός από
τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι
παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν, ύστερα από
αίτηση του εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως. Σε κάθε περίπτωση
διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που
περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, οι ένορκες καταθέσεις που δόθηκαν
στην προδικασία στις περιπτώσεις του άρθρου 365 και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο
364. "Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329-338, 340, 344, 347, 348, 349, 352, 357-363, 366-
373." Το κεφάλαιο της απόφασης για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον
κατηγορούμενο ή από τον εισαγγελέα εξετάζεται από το εφετείο, και αν ακόμη δεν είναι παρών ο
πολιτικώς ενάγων.
2. Σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα
μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι.
3. Αν η έφεση ασκήθηκε για αναρμοδιότητα και κριθεί από το δικαστήριο βάσιμη, το εφετείο
δικάζει την υπόθεση στην ουσία της, αν υπάγεται στην αρμοδιότητά του ή στην αρμοδιότητα
κατώτερου δικαστηρίου της περιφέρειάς του˙ διαφορετικά, την παραπέμπει στο αρμόδιο
δικαστήριο.
4. Αν στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει ακυρότητα (άρθρα 170 και 171), το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο την ακυρώνει και δικάζει την υπόθεση στην ουσία της ανέκκλητα.
5. Αν γίνει δεκτή η έφεση του πολιτικώς ενάγοντος κατά της απόφασης με την οποία
απορρίφθηκε η αγωγή του επειδή δεν στηρίζεται στο νόμο, το εφετείο την παραπέμπει στο αρμόδιο
πολιτικό δικαστήριο.
"6. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής
απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ' εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την
απόφασή του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στη μετ' αναβολή συζήτηση αυτής".

Σχόλια: - Η παρ. 6 προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2721/99 (Α' 112) και ισχύει από 3.6.99.-
Τα εντός " " πρώτο και τέταρτο εδάφια της παρ. 1 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν με τις παρ. 1 και 2
αντιστοίχως του άρθρου 49 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

819
503 - Τ
1. ε την απόφαση που εκδίδει για την έφεση, το δικαστήριο αποφασίζει ταυτόχρονα και για την
απόδοση της εγγύησης που δόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 497, αν η κατάπτωσή της δεν έχει
διαταχθεί σύμφωνα με τα άρθρα 501 και 302.
2. Αν ο εκκαλών καταδικάστηκε χωρίς να είναι παρών όταν απαγγέλθηκε η απόφαση του
εφετείου, προσκαλείται από τον εισαγγελέα εφετών, είτε ο ίδιος είτε με τον αντίκλητό του, να
εμφανιστεί μέσα σε οκτώ ημέρες στον εισαγγελέα που ορίζεται στην πρόσκληση και να υποβληθεί
με τη θέλησή του στην εκτέλεση της απόφασης. Αν δεν εμφανιστεί, η εγγύηση που δόθηκε
σύμφωνα με το άρθρο 497 παρ. 2 καταπίπτει με απόφαση του εφετείου, στο οποίο κλητεύεται και ο
κατηγορούμενος και εκείνος που έδωσε την εγγύηση, εκτός αν αυτή είχε προηγουμένως καταπέσει
σύμφωνα με το άρθρο 501 παρ. 1.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΝΑΙΡΕΣΗ

504 - Α
1. Όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της
απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του
δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης αν με τις αποφάσεις αυτές
το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε
απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). "Αναίρεση κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου
επιτρέπεται μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', , Ε', Στ', και
Η'."
2. Αναίρεση επιτρέπεται επίσης κατά της απόφασης που κήρυξε το δικαστήριο υλικά αναρμόδιο
και που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση.
3. Στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 492 επιτρέπεται αναίρεση κατά του μέρους της
απόφασης που αφορά απόδοση ή δήμευση.
4. Αν ζητηθεί η αναίρεση σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2, θεωρούνται ότι προσβάλλονται μαζί και οι
προπαρασκευαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από αυτήν που προσβάλλεται.

Σχόλια: - Το εντός " " τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 50
του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

505 - Π
1. Εκτός από την περίπτωση της παρ. 3 του προηγούμενου άρθρου, αναίρεση μπορούν να
ζητήσουν:
α) ο κατηγορούμενος˙
β) ο αστικώς υπεύθυνος για την καταδικαστική απόφαση που αναγνωρίζει την αστική του
ευθύνη˙
γ) ο πολιτικώς ενάγων για την καταδικαστική απόφαση, μόνο όμως για το τμήμα της που
επιδικάζει σ' αυτόν αποζημίωση ή ικανοποίηση ή απορρίπτει την αγωγή του, επειδή δεν στηρίζεται
στο νόμο˙
δ) ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για τις αποφάσεις του δικαστηρίου όπου είναι τοποθετημένος
και τις αποφάσεις των μονομελών πλημμελειοδικείων και των πταισματοδικείων της περιφέρειάς
του, ο εισαγγελέας που άσκησε την κατηγορία στο μικτό ορκωτό δικαστήριο για τις αποφάσεις του
δικαστηρίου αυτού, και ο εισαγγελέας εφετών για τις αποφάσεις του εφετείου και τις αποφάσεις των
μικτών ορκωτών και των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων που ανήκουν στην
περιφέρειά του.
2. εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης
μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3). στερα από
αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνο υπέρ του νόμου για τους λόγους που
αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας,
χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.
"3. Όταν ζητείται αναίρεση απόφασης, υποβάλλονται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μαζί με
την αίτηση αναίρεσης ή τη δήλωση που συντάσσεται με βάση το άρθρο 473 παρ. 2 ατελώς και δύο
αντίγραφα, καθώς και δύο αντίγραφα των πρόσθετων λόγων και των υπομνημάτων του
αναιρεσείοντος."

820
Σχόλια: - Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 50 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).
506 - Α
Την αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων μπορούν να ζητήσουν:
α) ο κατηγορούμενος, αν αθωώθηκε λόγω έμπρακτης μετάνοιας˙
"β) ο εισαγγελέας του πλημμελειοδικείου, του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του εφετείου (κατά
τις διακρίσεις του άρθρου 505 παρ. 1 στοιχ. δ') αν η αθώωση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή
ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης", και
γ) ο μηνυτής ή εκείνος που άσκησε την έγκληση αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση και στα
έξοδα (άρθρ. 71).

Σχόλια: - Η περ. β' τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 50 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

507 - Π
1. Η προθεσμία για την αναίρεση ορίζεται από το άρθρο 473. ια τον εισαγγελέα που δεν
υπηρετεί στο δικαστήριο που έχει εκδόσει την προσβαλλόμενη απόφαση η προθεσμία είναι
δεκαπενθήμερη από τη δημοσίευση της απόφασης και δεν αναστέλλει την εκτέλεσή της. Δεν
αναστέλλει επίσης την εκτέλεση και η αίτηση αναίρεσης που υποβάλλεται από τον εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου (άρθρο 505 παρ. 2).
2. ια τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις του πταισματοδικείου που επιβάλλουν στον
απόντα κατηγορούμενο μόνο την ποινή του προστίμου, η προθεσμία για την αναίρεση είναι μηνιαία
και αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης.
3. ια τις ανέκκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των πλημμελειοδικείων που επιβάλλουν στον
απόντα κατηγορούμενο μόνο χρηματική ποινή, η προθεσμία για την αναίρεση είναι δίμηνη και
αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης.
4. Αν επιβλήθηκε ποινή σε χρήμα και η απόφαση είναι ανέκκλητη, η προθεσμία για την αναίρεση
και η άσκηση της αναίρεσης δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

508 - Π
[καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 3346/2005 (Α' 140/17.6.2005)].

509 -
1. Και στην αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης δικαστηρίου εφαρμόζονται τα άρθρα 473 παρ.
2 και 474. εισαγγελέας ο οποίος δεν ασκεί τα καθήκοντά του στο δικαστήριο που εξέδωσε την
προσβαλλόμενη απόφαση μπορεί να δηλώσει την αίτησή του για αναίρεση και στο γραμματέα του
δικαστηρίου όπου υπηρετεί, ενώ ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και στο γραμματέα του Αρείου
Πάγου.
2. Εκτός από τους λόγους που αναφέρονται στην έκθεση για την αναίρεση (άρθρο 473 παρ. 2 και
474 παρ. 2), μπορεί να προταθούν και πρόσθετοι λόγοι με έγγραφο που κατατίθεται δεκαπέντε
τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για την συζήτηση της αναίρεσης ημέρα στο γραμματέα
της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, και συντάσσεται ατελώς σχετική έκθεση επάνω στα έγγραφα
που κατατίθενται˙ αν δεν τηρηθεί η παραπάνω προθεσμία, οι πρόσθετοι λόγοι είναι απαράδεκτοι.
Στη συζήτηση ύστερα από αναβολή το έγγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης κατατίθεται
δεκαπέντε ημέρες πριν από την ορισμένη νέα δικάσιμο˙ διαφορετικά, είναι απαράδεκτο.

510 -
1. ς λόγοι για να αναιρεθεί η απόφαση μπορεί να προταθούν μόνο:
Α) η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171)˙
Β) η σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρον 170 παρ. 1) και
δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174, καθώς και η έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο
170 παρ. 2˙
) η παράβαση των διατάξεων για την δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο˙
Δ) η έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα˙
Ε) η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης˙
ΣΤ) η παραβίαση του δεδικασμένου (άρθρο 57)˙
) η καθ' ύλην αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που δίκασε˙
"H" η υπέρβαση εξουσίας. πέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία
που δεν του δίνει ο νόμος και ιδίως όταν:
821
α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του˙
β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην
αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων˙
γ) έκρινε για την πολιτική αγωγή παραβαίνοντας αυτά που ορίζουν τα άρθρα 65 παρ. 1 και 66
παρ. 1˙
δ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση (άρθρα
41 και 46) ή για το οποίο δε δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 54) ή για το οποίο δεν έχει ρητά
επιτραπεί η έκδοση (άρθρο 438)".
2. Εκτός από τους πιο πάνω λόγους μπορούν να προταθούν, σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέρος
της απόφασης και το σχετικό με την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν και των πειστηρίων, και οι λόγοι
αναίρεσης οι οποίοι καθιερώνονται από την πολιτική δικονομία.

Σχόλια: - Η πρώην περ. Η' της παρ. 1 [η μη παράθεση στην απόφαση του σχετικού άρθρου του ποινικού
νόμου,] καταργήθηκε και η πρώην περ. Θ' αναριθμήθηκε σε περ. Η', με ταυτόχρονη αντικατάστασή της, με την
παρ. 4 του άρθρου 50 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

511 -
"Αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε (άρθρο 515), ο
ρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, τους λόγους της αναίρεσης που
αναφέρονται στα στοιχεία Α', , Δ', Ε', ΣΤ και Η' της παραγράφου 1 του άρθρου 510. Δεν
επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. πό τις ίδιες προ ποθέσεις ο
ρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος
λόγος, και την παραγραφή που επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Επίσης, αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 50 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

512 -
ι λόγοι αναίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 510 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις του
άρθρου 506 στοιχ. α' και γ'.

513 - Δ
"1. Αν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου κατά το άρθρο 476, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου
απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και μπορεί να καταδικάσει εκείνον που την ασκεί
σε χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ." Διαφορετικά, αρχίζει η διαδικασία στον ρειο Πάγο,
σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων. εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον
αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155
- 161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου
Πάγου ή στην ολομέλειά του˙ για την κλήτευση στην ολομέλεια απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του
Προέδρου του Αρείου Πάγου, αφού ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα των λόγων αναίρεσης. Η αίτηση
αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εισάγεται πάντοτε στην
λομέλεια.
2. Εάν ζητεί την αναίρεση ο εισαγγελέας, δεν κλητεύεται αλλά εκπροσωπείται από τον εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου.
3. ι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Αν ο αναιρεσείων κρατείται στη φυλακή,
μπορεί να διορίσει συνήγορο με δήλωσή του στο διευθυντή της φυλακής, οπότε συντάσσεται
έκθεση, που διαβιβάζεται αμέσως στο γραμματέα του Αρείου Πάγου.

Σχόλια: - Το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 50
του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

514 - Σ )Μ .
"Αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η αίτηση του απορρίπτεται και μπορεί να καταδικασθεί σε
χρηματική ποινή έως εκατό ευρώ. Κατά της απορριπτικής απόφασης του Αρείου Πάγου δεν
επιτρέπεται ένδικο μέσο. Επίσης δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναίρεσης. Κατ' εξαίρεση, ακόμα
και αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, ο ρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως:
α) παραθέτει το σχετικό άρθρο του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκε στην προσβαλλόμενη
απόφαση, αν αυτό δεν έχει παρατεθεί σε αυτή ή έχει παρατεθεί εσφαλμένα και

822
β) εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της
απόφασης (άρθρο 511)."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 50 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

515 - ) Ε
1. ε αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου
σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση σε ρητή
δικάσιμο˙ στη δικάσιμο αυτή όλοι οι διάδικοι οφείλουν να εμφανισθούν χωρίς νέα κλήτευση, ακόμα
και αν δεν ήταν παρόντες κατά τη δημοσίευση της αναβλητικής απόφασης.
2. Αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σα να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα
και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίσθηκε. Πρώτος αγορεύει ο συνήγορος του αναιρεσείοντος
και ύστερα από αυτόν οι συνήγοροι του καθ' ου και των άλλων διαδίκων. Σ' αυτούς επιτρέπεται να
απαντήσει ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, οπότε ανταπαντούν οι συνήγοροι των αντιδίκων, για
μια όμως μόνο φορά. εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αν δεν ζητεί ο ίδιος την αναίρεση, αγορεύει
τελευταίος˙ ύστερα ακολουθεί η απόφαση.
3. Η αίτηση αναίρεσης απορρίπτεται, αν κριθεί αβάσιμη. Αν επί πλέον η αίτηση θεωρηθεί
παράλογη, καταδικάζεται εκείνος που άσκησε την αναίρεση σε χρηματική ποινή έως "δύο ευρώ και
ενενήντα λεπτά (2,90)".

Σχόλια: - Η μετατροπή του δραχμικού ποσού σε ΕΥΡΩ έγινε με την παρ. 1 του άρθ. 3 σε συνδυασμό με τα
άρθρα 4 και 5 του Ν. 2943/2001 (Α 203), με ισχύ από 12.9.2001.

516 - Α
1. Αν η αίτηση αναίρεσης γίνει δεκτή λόγω αναρμοδιότητας του δικαστηρίου (άρθρ. 510 παρ. 1
στοιχ. '), ο ρειος Πάγος αποφασίζει ταυτόχρονα την παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, το
προσδιορίζει στην απόφαση και καταδικάζει τον ηττημένο στην πληρωμή των εξόδων.
2. ρειος Πάγος διατάσσει επίσης όσα ορίζονται στην παρ. 1 και όταν ζητείται να αναιρεθεί
απόφαση που δέχθηκε καθ' ύλην αναρμοδιότητα (άρθρο 504 παρ. 2), είτε γίνει δεκτή η αίτηση, είτε
απορριφθεί ως αβάσιμη.
3. Το δικαστήριο που ορίσθηκε ως αρμόδιο ενεργεί στη συνέχεια σύμφωνα με το άρθρο 135.

517 - Α
1. Αν η απόφαση αναιρέθηκε επειδή παραβιάσθηκε το δεδικασμένο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.
Στ'), ο ρειος Πάγος ακυρώνει την απόφαση και κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο
57 παρ. 3).
"2. Στην ίδια ενέργεια προβαίνει ο ρειος Πάγος, αν η αναίρεση έγινε για τους λόγους που
αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' δ'."

Σχόλια: - Η παρ. 2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 50 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

518 - Α
"1. Αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής
διάταξης, ο ρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη
και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο." Αν στην τελευταία
περίπτωση υπάρχουν πολιτικές απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 71, ο ρειος Πάγος αποφασίζει
και γι' αυτές.
2. Αν η αναίρεση οφείλεται σε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία επειδή λείπει στην απόφαση
κάποιος όρος του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης για τον οποίο παρέλειψε να αποφανθεί το
δικαστήριο, μολονότι ο όρος αυτός περιεχόταν στο παραπεμπτικό βούλευμα ή στο κλητήριο
θέσπισμα, ο ρειος Πάγος παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί πάλι κατά το άρθρο 519.

Σχόλια: - Το εντός " " πρώτο εδάφιο της παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 50
του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

823
519 - Α
"Αν η αναίρεση έγινε για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α',
Β', , Δ' και Η'," ο ρειος Πάγος αποφασίζει μόνο για την αναίρεση, καταδικάζει τον ηττημένο στην
πληρωμή των εξόδων και, αν συντρέχει περίπτωση, παραπέμπει έπειτα τη δίκη για νέα συζήτηση
σε ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, άλλο από εκείνο του οποίου η απόφαση προσβλήθηκε με
αναίρεση, ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που
είχαν δικάσει την υπόθεση.

Σχόλια: - Η εντός " " πρώτη περίοδος τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 50 του ν.
3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

520 - Α
[καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003)].

521 - Α
ρειος Πάγος, αν συντρέχει περίπτωση, παραπέμπει την υπόθεση στο δευτεροβάθμιο
πολιτικό δικαστήριο, έστω και αν η πρωτόδικη απόφαση θα ήταν ανέκκλητη λόγω ποσού, όταν η
αναίρεση γίνει μόνο ως προς τις διατάξεις ή τα κεφάλαια της απόφασης που αφορούν τις ιδιωτικές
απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος ή του κατηγορουμένου που αθωώθηκε ή το μέρος της
απόφασης που αφορά την απόδοση όσων αφαιρέθηκαν ή των πειστηρίων (άρθρο 373).

522 - Ε Α Π
Η απόφαση που εκδόθηκε από τον ρειο Πάγο στέλνεται χωρίς αναβολή από τον εισαγγελέα του
Αρείου Πάγου στον εισαγγελέα του αρμόδιου δικαστηρίου εφετών ή πρωτοδικών, για να εκτελεστεί
αμέσως. Πέρα από αυτό κάθε απόφαση του Αρείου Πάγου που απαγγέλλει αναίρεση
ανακοινώνεται από τον ίδιο εισαγγελέα στους δικαστές που εξέδωσαν την απόφαση που
αναιρέθηκε και σημειώνεται στο περιθώριο της απόφασης αυτής˙ μπορεί επίσης να διαταχθεί από
τον ρειο Πάγο και η δημοσίευσή της στον τύπο με δαπάνη του ηττημένου διαδίκου.

523 - Σ
Στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση δεν επιτρέπεται να συμμετέχει ένορκος και
δικαστής από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.

Σχόλια: Το πρώην τελευταίο εδάφιο [εξαιρείται η περίπτωση του άρθρου 520] καταργήθηκε με την παρ. 1 του
άρθρου 51 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

524 - Σ
"1. Η συζήτηση στο δικαστήριο όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά τα άρθρα 518 παρ. 2 και
519 γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα.* Επίσης εφαρμόζεται η διάταξη του
άρθρου 135."
2. Αν η νέα συζήτηση διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνον από εκείνον που
καταδικάσθηκε ή σε όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση
του άρθρου 470.

Σχόλια: - Η παρ. 1 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 51 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).
Ι ΙΟ Ε ΔΟΜΟ
Ε ΤΑ ΤΕΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΕΣ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΕΠΑΝΑ Η Η ΤΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

525 - Ε
1. Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το
συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, μόνος στις εξής περιπτώσεις:
1) αν δύο άνθρωποι καταδικάσθηκαν για την ίδια πράξη με δύο διαφορετικές αποφάσεις και
γίνεται αναμφισβήτητα φανερό από τη σύγκρισή τους ότι ένας από τους δύο είναι αθώος˙
2) αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα - άγνωστα στους
δικαστές που τον καταδίκασαν - γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με

824
εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι
αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε˙
3) αν βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου ψευδείς
καταθέσεις μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων ή πλαστά αποδεικτικά έγγραφα ή
πειστήρια, τα οποία είχαν προσαχθεί ή ληφθεί υπόψη στη διαδικασία του ακροατηρίου, ή
δωροληψία ή άλλη από πρόθεση παράβαση καθήκοντος του δικαστή ή του ενόρκου που μετείχε
στο δικαστήριο που απάγγειλε την καταδίκη˙ και
4) αν μετά την αμετάκλητη καταδίκη αποδείχθηκε ότι ο καταδικασμένος αθωώθηκε με άλλη
αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα.
"5) Αν με απόφαση του Ευρωπα κού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που
τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρμόσθηκε".
2. ι κατά την παρ. 1 αρ. 3 αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας, της πλαστογραφίας, της
δωροληψίας ή της παράβασης καθήκοντος πρέπει να αποδεικνύεται με αμετάκλητη δικαστική
απόφαση, εκτός αν δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση, επειδή υπήρχαν νόμιμοι λόγοι που εμπόδιζαν
την εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία της ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη.

Σχόλια: - Η περ. 5 της παρ. 1 προστέθηκε με το άρθρο 11 του Ν. 2865/2000 (ΦΕΚ Α 271) και ισχύει από
19.12.2000. Είναι προφανές ότι μετά την προσθήκη της περ. 5, ο συμπλεκτικός σύνδεσμος "και" πρέπει να
απαλειφθεί από το σημείο αυτό και να τεθεί στο τέλος της περ. 4.

525 Α
Επανάληψη της διαδικασίας κατά το μέρος που κρίθηκε ότι το Δημόσιο δεν υπέχει υποχρέωση
σε αποζημίωση ή επιδικάσθηκε ανεπαρκής αποζημίωση στις περιπτώσεις του άρθρου 533 μπορεί
να ζητήσει εκείνος που ζημιώθηκε, εφόσον έχει διαπιστωθεί με απόφαση του Ευρωπα κού
Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παραβίαση, εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους, της
Ευρωπα κής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά τη διαμόρφωση της οικείας κρίσης.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3060/2002.

526 - Ε
1. Σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα η ποινική
διαδικασία επαναλαμβάνεται μόνο:
α) αν βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την αθώωση είχαν πλαστά έγγραφα ή
πειστήρια ή δωροδοκία ή άλλη από πρόθεση παράβαση του δικαστικού καθήκοντος δικαστή ή
ενόρκου που συνέπραξε στην αθώωση και
β) αν από την αθώωση δεν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος για την παραγραφή του
αξιόποινου της πράξης.
2. Η αναφερόμενη στην παρ. 1 αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας ή της δωροδοκίας ή της
παράβασης καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου, πρέπει να βεβαιώνεται με αμετάκλητη δικαστική
απόφαση.
3. ι παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και για εκείνον που αθωώθηκε αμετάκλητα με βούλευμα του
δικαστικού συμβουλίου.

527 - Π
1. Η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον
ίδιο ή το σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δεύτερου βαθμού ή από το
συνήγορό του ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε˙ η αίτηση αυτή μπορεί να
υποβληθεί και μετά το θάνατο του καταδικασμένου ή έπειτα από την έκτιση ή την παραγραφή της
ποινής που του επιβλήθηκε.
2. Την επανάληψη της διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου που αθωώθηκε μπορεί να τη
ζητήσει μόνον ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που απάγγειλε την αθώωση ή ο προ στάμενός του
εισαγγελέας.
3. Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα
στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, και υποβάλλεται στον
εισαγγελέα εφετών αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο, και
στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. εισαγγελέας στον οποίο
παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της

825
είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα. Κατόπιν εισάγει την αίτηση στο αρμόδιο κατά
το άρθρο 528 δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο όπου υπηρετεί.

528 - Α -Δ
1. Αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης είναι κατά τις διακρίσεις της παρ. 3 του
άρθρου 527 το συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον
αιτούντα. Το συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι
της αίτησης˙ αν δεχτεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της
συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο
ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 4
σε άλλο δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανώτερο από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Κατά
της απόφασης του συμβουλίου των εφετών επιτρέπεται αναίρεση στον εισαγγελέα και στον
αιτούντα κατά τα άρθρα και 484 και 485.
2. Αν στην περίπτωση του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 3 δεν εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση
επειδή δεν μπορούσε να εκδικαστεί στην ουσία της η υπόθεση ή επειδή υπήρχαν λόγοι που
ανέστειλαν την ποινική δίωξη, τηρείται η διαδικασία των παρακάτω παραγράφων.
3. Η βεβαίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας, της πλαστογραφίας, της δωροδοκίας ή της
παράβασης του δικαστικού καθήκοντος που τελέστηκε σε βάρος του καταδικασμένου γίνεται από
το δικαστήριο των εφετών, το οποίο είναι αρμόδιο να κρίνει την αίτηση για επανάληψη, αν η
καταδίκη είχε απαγγελθεί από το πλημμελειοδικείο, διαφορετικά από το δικαστήριο των εφετών που
πήρε εντολή από τον ρειο Πάγο και που είναι διαφορετικό από εκείνο που καταδίκασε.
εισαγγελέας του δικαστηρίου των εφετών κλητεύει υποχρεωτικά (άρθρα 155 - 159 και 166) τον
καταδικασμένο, εκείνον που ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας αν είναι πρόσωπο διαφορετικό
από το προηγούμενο, και τους διαδίκους που είχαν παραστεί στη συζήτηση κατά την οποία
απαγγέλθηκε η καταδίκη. Καλεί επίσης εκείνον στον οποίο αποδίδεται η ψευδορκία, η
πλαστογραφία, η δωροδοκία ή η παράβαση του δικαστικού καθήκοντος να παραστεί, αν θέλει, στο
ακροατήριο του δικαστηρίου των εφετών για να δώσει πληροφορίες ή εξηγήσεις.
4. Το δικαστήριο των εφετών της προηγουμένης παραγράφου σε δημόσια συνεδρίαση εξετάζει
τους μάρτυρες που κάλεσαν οι διάδικοι ή ο εισαγγελέας, και τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που
προσκομίστηκαν και, αφού ακούσει όσους εμφανίστηκαν από εκείνους που είχαν κλητευθεί κατά
την παρ. 3, αποφαίνεται αμετάκλητα αν τελέστηκε η αξιόποινη πράξη που επικαλείται ο αιτών.
5. Αν το εφετείο αποφανθεί ότι έχει τελεστεί το έγκλημα που αναφέρεται στην αίτηση, το αρμόδιο
συμβούλιο των εφετών ή ο ρειος Πάγος, κατά τις διακρίσεις της παρ. 3 του άρθρου 527, εφόσον
προκειμένου για ψευδομαρτυρία ή πλαστογραφία κρίνει ακόμη ότι αυτή είχε ουσιώδη επίδραση
στην καταδίκη του κατηγορουμένου, δέχεται την αίτηση και διατάσσει όσα ορίζονται στην παρ. 1.
Διαφορετικά, απορρίπτει την αίτηση.
6. Η επανάληψη σύμφωνα με το άρθρο 525 διατάσσεται για όλους όσοι καταδικάστηκαν, και όταν
ένας μόνο τη ζήτησε, εκτός αν οι λόγοι για τους οποίους έχει ζητηθεί αρμόζουν αποκλειστικά και
μόνο στο πρόσωπό του.

529 - Α
όλις υποβληθεί η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, το συμβούλιο που είναι αρμόδιο να
την κρίνει, αποφαίνεται μέσα σε τρεις ημέρες, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, για την
αναστολή ή μη της εκτέλεσης της ποινής που εκτίει ο καταδικασμένος.

530 - Ε
1. Η συζήτηση που διατάχθηκε να επαναληφθεί γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα˙ η
απόφαση που θα εκδοθεί μπορεί να προσβληθεί με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται από αυτόν.
2. Στο δικαστήριο απαγορεύεται να μετέχουν οι δικαστές ή οι ένορκοι που δίκασαν την πρώτη
φορά. Αν το δικαστήριο κρίνει με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του ότι δεν είναι δυνατή η εμφάνιση
των μαρτύρων που εξετάσθηκαν κατά την πρώτη συζήτηση, διατάσσει να διαβαστούν στο
ακροατήριο οι μαρτυρικές καταθέσεις της πρώτης συζήτησης και οι ένορκες καταθέσεις που
δόθηκαν κατά την ανάκριση˙ διαφορετικά, η διαδικασία ακυρώνεται. ι μάρτυρες ή οι
πραγματογνώμονες που καταδικάσθηκαν για ψευδορκία (άρθρο 525 παρ. 1 αρ. 3) δεν μπορούν να
εξετασθούν, ούτε διαβάζονται οι ένορκες καταθέσεις τους ή οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης.
Εξετάζονται πάντοτε οι νέοι μάρτυρες που προσκλήθηκαν από τον εισαγγελέα ή από τους
διαδίκους. Αν η επανάληψη ζητήθηκε σε όφελος εκείνου που καταδικάστηκε, το δικαστήριο δεν
μπορεί να καταστήσει χειρότερη τη θέση του.

826
Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΠΟ ΑΤΑΣΤΑΣΗ

531 - Α
Η αποκατάσταση που επιτρέπεται κατά τους όρους του ποινικού κώδικα διατάσσεται από το
συμβούλιο των εφετών στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί μόνιμα εκείνος που τη ζητεί. Η αίτηση
πρέπει να περιέχει και δήλωση των τόπων στους οποίους διέμενε μετά την απόλυσή του από τις
φυλακές αυτός που την υπέβαλε, και παραδίδεται στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου
όπου κατοικεί τώρα με τα αποδεικτικά στοιχεία της. εισαγγελέας, αφού συγκεντρώσει τα στοιχεία
που πιστοποιούν τους απαιτούμενους όρους για την αποκατάσταση και λάβει βεβαιώσεις για τη
διαγωγή και τους πόρους του αιτούντος από τις αστυνομικές και δημοτικές ή κοινοτικές αρχές,
καθώς και από τους ειρηνοδίκες των περιφερειών όπου διέμενε ο αιτών κατά το χρονικό διάστημα
που προαναφέρθηκε, υποβάλλει όλα τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών˙ ο τελευταίος εισάγει την
αίτηση στο συμβούλιο εφετών.

532 - Α
1. Το συμβούλιο εφετών, αφού ακούσει τον αιτούντα, το συνήγορό του και τον εισαγγελέα,
αποφαίνεται με βούλευμα για την αίτηση και μπορεί να διατάξει να συμπληρωθεί η βεβαίωση των
λόγων της αίτησης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών είτε από τον ίδιο είτε από κάποιο μέλος
του είτε από ανακριτή.
2. Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου εφετών επιτρέπεται αναίρεση και σ' εκείνον που
υπέβαλε την αίτηση και στον εισαγγελέα.
3. Η απόφαση που διατάσσει την αποκατάσταση σημειώνεται στο περιθώριο της καταδικαστικής
απόφασης και στο ποινικό μητρώο του καταδικασμένου.

" Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ


Α

533 - Π
"1. χουν το δικαίωμα να ζητήσουν από το δημόσιο αποζημίωση:
(α) οι προσωρινά κρατηθέντες, που αθωώθηκαν αμετάκλητα με βούλευμα ή απόφαση
δικαστηρίου,
(β) οι κρατηθέντες με καταδικαστική απόφαση, η οποία μετέπειτα εξαφανίσθηκε αμετάκλητα
συνεπεία ένδικου μέσου και
(γ) οι καταδικασθέντες και κρατηθέντες, που αθωώθηκαν με δικαστική απόφαση ύστερα από
επανάληψη της διαδικασίας. Επίσης αποζημίωση δικαιούνται όσα από τα παραπάνω πρόσωπα
τιμωρήθηκαν μετέπειτα με ποινή μικρότερης διάρκειας από αυτή που εξέτισαν αρχικά.
2. Όσοι κρατήθηκαν λόγω καταδίκης ή κρατήθηκαν προσωρινά κατά την παράγραφο 1 έχουν το
δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση, και αν ακόμη έχουν απαλλαγεί επειδή, μολονότι τέλεσαν την
πράξη, δεν τους επιβλήθηκε ποινή για οποιονδήποτε λόγο".

Σχόλια: - Ο τίτλος του κεφαλαίου και το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

534 - "Π
Αυτοτελή αξίωση για αποζημίωση με τις ίδιες προ ποθέσεις έχουν και εκείνοι απέναντι στους
οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση
διατροφής".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

535 - "Π
Το Δημόσιο δεν έχει υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάσθηκε ή κρατήθηκε
προσωρινά έγινε από πρόθεση παραίτιος της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

536 - "Α "


1. Σχετικά με την υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση αποφαίνεται το δικαστήριο που
εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση, με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, ύστερα από προφορική
827
ή γραπτή αίτηση εκείνου που αθωώθηκε και αφού προηγουμένως ο αιτών και ο εισαγγελέας
ακουσθούν.
2. Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση εκείνου που αθωώθηκε, του επιδικάζεται κατ' αποκοπή
ημερήσια αποζημίωση συνολικό για τεκμαρτή περιουσιακή ζημία και για ηθική βλάβη, η οποία δεν
μπορεί να είναι κατώτερη των 8,80 ευρώ ούτε ανώτερη των 29 ευρώ την ημέρα και της οποίας το
ύψος προσδιορίζεται αφού ληφθεί υπόψη και η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση του
δικαιούχου. Το κατώτερο και το ανώτερο όριο της αποζημίωσης μπορεί να αναπροσαρμόζονται με
κοινή απόφαση των πουργών ικονομικών και Δικαιοσύνης".

Σχόλια: ** Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001, όμως, σύμφωνα με την
παρ. 1 του άρ. 3 και τα άρ. 4 και 5 του ν. 2943/2001 (Α'203), τα ευρωποσά της παρ. 2 στρογγυλοποιήθηκαν σε
""8,80" και "29" ΕΥΡΩ με ισχύ από 12.9.2001.

537 - "Μ
1. Εκείνος που ζημιώθηκε μπορεί να υποβάλει και αργότερα την αίτησή του για αποζημίωση στο
ίδιο δικαστήριο.
2. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση παραδίδεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου αυτού μέσα σε
ανατρεπτική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την απαγγελία της απόφασης στο ακροατήριο ή
από την κοινοποίηση στον προσωρινό κρατούμενο του απαλλακτικού βουλεύματος ή της
απαλλακτικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του. Η παραπάνω προθεσμία δεν παρεκτείνεται
λόγω αποστάσεως. Η αίτηση εισάγεται στο δικαστήριο ή στο συμβούλιο, που συγκαλείται ειδικώς
και εκτάκτως για την εκδίκασή της κατά το δυνατό σε μία από τις πρώτες εργάσιμες ημέρες μετά την
παράδοση της αίτησης.
3. Το δικαστήριο αποτελείται κατά προτίμηση από τους ίδιους δικαστές που αποφάνθηκαν για
την ποινική υπόθεση".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

538 - "Α
Απόφαση που αναγνωρίζει υποχρέωση του δημοσίου για αποζημίωση, αν εκδόθηκε κατά
παράβαση των διατάξεων των άρθρων 536 και 537, είναι άκυρη".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

539 - "Α
1. Αν αναγνωρισθεί από το ποινικό δικαστήριο μόνο η υποχρέωση για αποζημίωση από το
δημόσιο, χωρίς να επιδικασθεί αποζημίωση, ή αν η επιδικασθείσα αποζημίωση κρίνεται από τον
δικαιούχο ανεπαρκής για να καλύψει το σύνολο της ζημίας του ή από το δημόσιο υπερβολική, οι
διάδικοι μπορούν να εγείρουν αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 663
επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που δεν μπορούν να εξετάσουν πάλι την ύπαρξη αυτής της
υποχρέωσης, για τον ακριβή προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης. όνο σε εξαιρετικές
περιπτώσεις μπορεί το δικαστήριο να υπερβεί το ανώτατο όριο της παραγράφου 2 του άρθρου 536.
2. Η αξίωση παραγράφεται ύστερα από δύο χρόνια από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η
απόφαση για την ποινική υπόθεση.
3. Η αξίωση μεταβιβάζεται στους κληρονόμους εκείνου που ζημιώθηκε, αφού αναγνωρισθεί από
το ποινικό δικαστήριο. Είναι άκυρη η εκχώρηση και η κατάσχεσή της πριν τελεσιδικήσει η απόφαση
που επιδικάζει την αποζημίωση".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

540 - "Α
1. Αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση στα πολιτικά δικαστήρια είναι κάθε ζημία που
προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της ποινής ή της προσωρινής κράτησης στην
περιουσιακή κατάσταση εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά ή καταδικάσθηκε, κρατήθηκε και
μετέπειτα αθωώθηκε και η ηθική βλάβη που αυτός υπέστη. Τα όρια των άρθρων 536 και 539 δεν
αφορούν τους δικαιούχους του άρθρου 534.
2. Εκτέλεση ποινής θεωρείται και η προσωρινή κράτηση που υπολογίσθηκε σ' αυτή.
3. Στην προσωρινή κράτηση υπολογίζεται και η κράτηση που έγινε πριν από αυτήν με ένταλμα
της ανακριτικής αρχής για την πράξη για την οποία διατάχθηκε η κράτηση".

828
Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

541 - "
ως το ποσό της αποζημίωσης που πληρώθηκε, το Δημόσιο υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα
δικαιώματα του ζημιωμένου, ως ειδικός διάδοχος, εναντίον οποιουδήποτε που με παράνομη
ενέργεια έγινε αίτιος να καταδικασθεί ή προσωρινά να κρατηθεί αυτός που ζημιώθηκε. ι δικαστικοί
λειτουργοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σύμφωνα με το νόμο δεν ευθύνονται για καταδίκη ή
προσωρινή κράτηση που επέβαλαν, εκτός αν δεν ενήργησαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους και
θεμελιώνεται σε βάρος τους ποινικό αδίκημα".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

542 - "Ε Π
1. ι διατάξεις των άρθρων 533 - 541 εφαρμόζονται ανάλογα και από τον ρειο Πάγο, όταν
αυτός απαλλάσσει εκείνον που καταδικάσθηκε ή παραπέμφθηκε για κακούργημα ή πλημμέλημα.
2. ι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης από τα στρατιωτικά δικαστήρια".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

543 - "Ε
ι διατάξεις των άρθρων 533 - 542 εφαρμόζονται και υπέρ των αλλοδαπών ή ανιθαγενών".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

544 - "
Στις διατάξεις των άρθρων 533 - 542 ως δικαστήριο και απόφαση νοούνται και τα δικαστικά
συμβούλια και τα βουλεύματά τους".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

545
"Σε περίπτωση μεταγενέστερης αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης λόγω επανάληψης της
διαδικασίας κατά εκείνου που είχε αθωωθεί αμετάκλητα, αυτοί που εισέπραξαν την αποζημίωση
είναι υποχρεωμένοι να την επιστρέψουν προς το Δημόσιο."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001.

Ι ΙΟ Ο ΔΟΟ
Ε ΤΕ ΕΣΗ ΠΡ ΤΟ
Ε Α ΑΙΟ ΠΡ ΤΟ
ΑΠΟ ΑΣΕΙΣ Ε ΤΕ ΕΣΤΕΣ

546 - Π
1. Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει
αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις.
2. Αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε
μέσα στη νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και
απορρίφθηκε.

547 - Π
Η αθωωτική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί, εκτός αν σε ειδικές περιπτώσεις ο νόμος
ορίζει διαφορετικά.

548 - Π
Η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να
ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του.

829
549 - Π
1. ια την εκτέλεση της απόφασης φροντίζει αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος
κατήγορος του δικαστηρίου που την έχει εκδόσει, ενώ σε όσα πταισματοδικεία δεν υπάρχει
δημόσιος κατήγορος (άρθρο 27) για την εκτέλεση φροντίζει ο πταισματοδίκης.
2. επιφορτισμένος με την εκτέλεση μπορεί να εξουσιοδοτήσει άλλον εισαγγελέα, δημόσιο
κατήγορο ή πταισματοδίκη, ιδίως όταν ο καταδικασμένος διαμένει έξω από την έδρα του
επιφορτισμένου με την εκτέλεση και ο τελευταίος εγκρίνει την έκτιση της ποινής σε φυλακή έξω από
την περιφέρειά του.
3. Η εκτέλεση της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε ποινή περιοριστική της ελευθερίας σε
στρατιωτικό ξηράς, θάλασσας, αέρα ή της χωροφυλακής**, ή σε πρόσωπο που υπηρετεί στο σώμα
της αστυνομίας πόλεων ή στην πυροσβεστική υπηρεσία γίνεται με διαταγή του προ στάμενού του
υπουργού, ο οποίος, μετά τη λήψη της καταδικαστικής απόφασης και της αίτησής του κατά την
παρ. 1 εισαγγελέα για εκτέλεση, οφείλει χωρίς αναβολή να παραδώσει στον εισαγγελέα τον
καταδικασμένο ή να φροντίσει αμέσως για την εκτέλεση, όταν ο νόμος ορίζει ότι αυτή θα γίνει σε
ειδικές στρατιωτικές φυλακές.
4. ι αποφάσεις που αναφέρονται στα υπόλοιπα πρόσωπα του άρθρου 157, καθώς και στα
πρόσωπα του άρθρου 158, ανακοινώνονται στους προ σταμένους τους μόλις εκτελεστούν.
"5. ια την εκτέλεση των αποφάσεων των δικαστηρίων ανηλίκων φροντίζει αυτεπαγγέλτως ο
αρμόδιος εισαγγελέας ανηλίκων και, αν η απόφαση έχει εκδοθεί από το εφετείο ανηλίκων, ο
εισαγγελέας του δικαστηρίου αυτού, ο οποίος μπορεί να αναθέσει την εκτέλεση στον εισαγγελέα
ανηλίκων. Επίσης, ο ίδιος εισαγγελέας επιβλέπει την εφαρμογή των αναμορφωτικών και
θεραπευτικών μέτρων, καθώς και τον περιορισμό σε ειδικά καταστήματα κράτησης νέων."

Σχόλια: - Η παρ. 5 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 3189/2003 (Α' 243).** Βλ. πλέον, σύμφωνα
με τον νόμο 1481/1984: "Ελληνικής Αστυνομίας".

550 - Ε
Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον
του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη, εκτελείται μόνο εκείνη που επιβάλλει την ελαφρότερη
ποινή˙ αν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό, αποφαίνεται αμετάκλητα το αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 565).
ε την εκτέλεση της απόφασης που επιβάλλει την ελαφρότερη ποινή ακυρώνονται αυτοδικαίως
όλες οι άλλες αποφάσεις.

551 - Ε
1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες
καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του
ποινικού κώδικα για τη συρροή. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από διαφορετικά δικαστήρια,
αρμόδιο για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι το δικαστήριο που επέβαλε
τη βαρύτερη ποινή ή, αν πρόκειται για ομοειδείς ποινές, το δικαστήριο που επέβαλε την ποινή που
έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια˙ σε κάθε άλλη περίπτωση το δικαστήριο που εξέδωσε τη νεότερη
απόφαση. Αν ένα από τα δικαστήρια που επέβαλε τις ποινές είναι το μικτό ορκωτό δικαστήριο,
αρμόδιο είναι το τριμελές εφετείο, και αν είναι μικτό ορκωτό εφετείο, αρμόδιο είναι το πενταμελές
εφετείο. Αν μία από τις ποινές επιβλήθηκε από στρατιωτικό ή άλλο έκτακτο δικαστήριο, αρμόδιο
είναι το δικαστήριο των εφετών της περιφέρειάς του.
2. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει
καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η
καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις
άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισμό της κατά την προηγούμενη παράγραφο
αρμοδιότητας, λαμβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει τη συνολική ποινή.
3. Εκείνος που καταδικάστηκε κλητεύεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και την προθεσμία
του άρθρου 166 στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά την παρ. 1 αυτού του άρθρου˙ αν κρατείται
μακριά από την έδρα του δικαστηρίου, δεν προσάγεται σ' αυτό, μπορεί όμως να αντιπροσωπευθεί
με συνήγορο, που διορίζεται και με απλή επιστολή, την οποία πρέπει να έχει θεωρήσει ο
διευθυντής της φυλακής, ή και να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Το δικαστήριο αποφαίνεται, αφού
ακούσει τον καταδικασμένο ή το συνήγορό του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα ή το
δημόσιο κατήγορο. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και στον
εισαγγελέα.

830
552 - Ε
1. Η έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε με την καταδικαστική αμετάκλητη απόφαση γίνεται
σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ποινικού κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση των
ποινών. ια την παράδοση εκείνου που καταδικάστηκε στη φυλακή, προκειμένου να εκτίσει τη
στερητική της ελευθερίας ποινή, συντάσσεται έκθεση, υπογραφόμενη από τον κλητήρα ή από το
όργανο της δημόσιας δύναμης που τον παραδίδει και από το διευθυντή της φυλακής που τον
παραλαμβάνει˙ η έκθεση επισυνάπτεται στη δικογραφία.
2. Αν ο καταδικασμένος σε ποινή στερητική της ελευθερίας δεν κρατείται προσωρινά, είναι όμως
παρών στην απαγγελία της απόφασης, εκείνος που φροντίζει για την εκτέλεση της απόφασης
(άρθρο 549) διατάσσει και προφορικά ακόμη την εκτέλεσή της, όταν αυτή μπορεί να εκτελεστεί
αμέσως˙ διαφορετικά, μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη διαβιβάζει στην αρμόδια αστυνομική αρχή
έγγραφη εντολή για εκτέλεση, που περιέχει το ονοματεπώνυμο και κάθε άλλο στοιχείο ταυτότητας
του καταδικασμένου, τον αριθμό, τη χρονολογία της απόφασης και την ποινή που επιβλήθηκε.

553 - Α
1. ι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν να βεβαιώσουν στο δημόσιο ταμείο τα
ποσά των ποινών σε χρήμα, μαζί με τις υπόλοιπες προσαυξήσεις, μέσα στον επόμενο μήνα από
τότε που έγιναν αμετάκλητες οι αποφάσεις που τις επέβαλαν.
2. ι διατάξεις των παρ. 4 έως 7 του άρθρου 588, καθώς και το άρθρο 589, εφαρμόζονται
ανάλογα και σ' αυτή την περίπτωση. ς προς τα υπόλοιπα ισχύουν οι διατάξεις του κώδικα " Περί
εισπράξεως δημοσίων εσόδων", εκτός αν ειδική διάταξη ορίζει διαφορετικά.

554 -
χρόνος λήξης της στερητικής της ελευθερίας ποινής προσδιορίζεται, κατά τους ορισμούς του
ποινικού κώδικα, από εκείνον στον οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση, ο οποίος και αναγράφει το
γεγονός αυτό στο αντίγραφο της απόφασης, που παραδίδεται στο διευθυντή της φυλακής.

Ε Α ΑΙΟ ΔΕ ΤΕΡΟ
ΑΝΑ Ο Η ΑΙ ΔΙΑ ΟΠΗ ΤΗΣ Ε ΤΕ ΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

555 - Π
"Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής αναβάλλεται αν ο καταδικασμένος
προσβλήθηκε μετά την καταδίκη του από ψυχοπάθεια σε βαθμό που να μην έχει συνείδηση της
εκτελούμενης ποινής˙ ταυτόχρονα διατάσσεται ο εγκλεισμός του καταδίκου σε δημόσιο ψυχιατρείο."

Σχόλια: - Οι πρώην παρ. 1 και 3 καταργήθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 52 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003), ενώ η πρώην παρ. 2, που ισχύει πλέον ως (μόνο) κείμενο του παρόντος άρθρου, τίθεται όπως
αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 52 του ιδίου νόμου.

556 - Δ
Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής μπορεί να αναβληθεί:
α) αν η γυναίκα που καταδικάστηκε διανύει τους δύο τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης της ή
γέννησε πρόσφατα, ωσότου περάσουν 3 το πολύ μήνες από τον τοκετό,
β) αν το δικαστήριο που καταδίκασε πρότεινε να δοθεί χάρη,
γ) στην περίπτωση του άρθρου 430 παρ. 2,
"δ) αν η ποινή δεν υπερβαίνει τα δύο έτη για αποδεδειγμένες οικογενειακές ή επαγγελματικές
ανάγκες και έως έξι το πολύ μήνες" και ε) στην περίπτωση του άρθρου 429 παρ. 3.

Σχόλια: - Το εντός " " εδ. δ' του παρόντος άρθρου τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 18
του ν. 2721/99 (Α' 112) και ισχύει από 3.6.99.

557 - Δ
1. Η εκτέλεση της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής που έχει αρχίσει μπορεί να διακοπεί στις
περιπτώσεις των άρθρων 429 παρ. 3 και 556 στοιχ. α', β' και γ', καθώς και των παρ. 2 και 7 αυτού
του άρθρου.
2. Αν εκείνος που εκτίει την ποινή νοσηλεύεται σε νοσοκομείο σύμφωνα με τις διατάξεις για τη
νοσηλεία των κρατουμένων και αν εξαιτίας βαριάς νόσου βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, ώστε η
συνέχιση της νοσηλείας του σε οποιοδήποτε τέτοιο νοσοκομείο να μην μπορεί να αποτρέψει
ανήκεστη βλάβη της υγείας του ή κίνδυνο της ζωής του, μπορεί, αν η αποτροπή είναι δυνατή με

831
νοσηλεία του σε άλλο νοσηλευτικό ίδρυμα που κατονομάζεται ειδικά, να ζητήσει να εισαχθεί σ' αυτό
για να συνεχίσει με δικές του δαπάνες τη νοσηλεία του˙ η κατ' οίκον νοσηλεία αποκλείεται.
3. ια την παραπάνω αίτηση αποφαίνεται το δικαστήριο κατά τη διαδικασία του άρθρου 560, με
απόφασή του που πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία˙ η απόφαση αυτή εκδίδεται
ύστερα:
α) από γνώμη δύο ιατροδικαστών ή, αν δεν υπάρχουν, δύο γιατρών υπαλλήλων του δημοσίου ή
νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για το αν είναι αναγκαίο να εισαχθεί ο κρατούμενος στο
νοσηλευτικό ίδρυμα που προτείνεται από αυτόν,
β) από γνώμη του νοσοκομείου στο οποίο νοσηλεύεται ο αιτών και
γ) από δήλωση του νοσηλευτικού ιδρύματος που υποδεικνύεται από τον αιτούντα ότι μπορεί
αυτό να αναλάβει τη νοσηλεία του.
4. Αν το δικαστήριο δεχτεί την αίτηση διατάσσει να διακοπεί έως πέντε μήνες η εκτέλεση της
ποινής˙ ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου ή του εισαγγελέα, που υποβάλλεται πριν από τη
λήξη του πενταμήνου, το ίδιο δικαστήριο μπορεί κάθε φορά να παρατείνει τον παραπάνω χρόνο ως
πέντε μήνες, αν η ανάγκη διακοπής εξακολουθεί να υπάρχει. Η διακοπή διατάσσεται με τον όρο της
συνεχούς παραμονής και νοσηλείας του καταδίκου στο νοσηλευτικό ίδρυμα που έχει οριστεί˙ για
την εξασφάλισή της μπορεί το δικαστήριο να επιβάλει και οποιονδήποτε άλλον όρο.
5. Αντίγραφο της απόφασης επιδίδεται στον κατάδικο και στο διοικητικό διευθυντή του
νοσηλευτικού ιδρύματος που έχει οριστεί˙ η διακοπή της εκτέλεσης της ποινής αρχίζει από την
ημέρα που ο κατάδικος εισάγεται στο ίδρυμα˙ για την εισαγωγή αυτή συντάσσεται έκθεση, που την
υπογράφει ο παραπάνω διευθυντής, ή, αν αυτός απουσιάζει, ο γραμματέας του ιδρύματος και το
όργανο που μετέφερε τον κρατούμενο.
6. κρατούμενος τιμωρείται με φυλάκιση έως ενός έτους αν παραβεί με πρόθεση οποιονδήποτε
όρο που του είχε τεθεί. ε φυλάκιση έως ενός έτους τιμωρείται επίσης ο διοικητικός διευθυντής του
νοσηλευτικού ιδρύματος, αν με πρόθεση παρέλειψε να ειδοποιήσει χωρίς χρονοτριβή τον αρμόδιο
εισαγγελέα πλημμελειοδικών για κάθε διακοπή της νοσηλείας του καταδικασμένου και για κάθε
έξοδό του από αυτό ή αν σε οποιαδήποτε στιγμή εναντιώθηκε στη διενέργεια ελέγχου για τα
παραπάνω στο ίδρυμα. Αν οι πράξεις αυτές τελέστηκαν από αμέλεια, ο δράστης τιμωρείται με
φυλάκιση έως έξι μηνών.
7. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, αν η διακοπή που έχει διαταχτεί κατά τις παρ. 2 - 4 δεν
μπορεί να αποτρέψει ανήκεστη βλάβη της υγείας ή κίνδυνο της ζωής και αν η αποτροπή αυτή
μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί με την κατ' οίκον νοσηλεία, το δικαστήριο έπειτα από αίτηση του
καταδίκου μπορεί για το σκοπό αυτό να διατάξει να διακοπεί η εκτέλεση της ποινής˙ κατά τα άλλα
εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 αυτού του άρθρου.
8. εισαγγελέας διατάσσει την εκτέλεση της ποινής που διακόπηκε, μόλις λήξει ο χρόνος της
διακοπής ή της παράτασης.

558 - [Π ]
(Καταργήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 3γ του ν. 2331/95).

559 - Α
Την αναβολή και τη διακοπή της εκτέλεσης της ποινής τη διατάσσει:
α) στην περίπτωση β' του άρθρου 556 το δικαστήριο που έχει εκδόσει την καταδικαστική
απόφαση˙
"β) στις περιπτώσεις των άρθρων 555 και 556 στοιχ. α', το δικαστήριο των πλημμελειοδικών στην
περιφέρεια του οποίου κρατείται εκείνος που καταδικάστηκε"˙
γ) στις περιπτώσεις της 1ης παρ. στοιχ. α' περίπτωση πρώτη του άρθρου 555, καθώς και στις
περιπτώσεις γ' και δ' του άρθρου 556, ο εισαγγελέας που είναι υπεύθυνος ή εποπτεύει την
εκτέλεση, με αιτιολογημένη διάταξή του˙
δ) στην περίπτωση της 7ης παρ. του άρθρου 557 το δικαστήριο των εφετών στην περιφέρεια του
οποίου κρατείται ο κατάδικος, αποτελούμενο από πέντε μέλη.

Σχόλια: - Η περ. β' τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 52 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

560 - Δ
1. Το δικαστήριο ασχολείται με το θέμα ύστερα από αίτηση είτε εκείνου που καταδικάστηκε, είτε
του εισαγγελέα που υπηρετεί σ' αυτό. αρμόδιος σύμφωνα με το στοιχ. γ' του προηγούμενου
άρθρου εισαγγελέας στην περίπτωση δ' του άρθρου 556 ασχολείται με το θέμα ύστερα από αίτηση
832
του καταδίκου, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις μπορεί να ασχοληθεί και αυτεπαγγέλτως. Αν παρ'
όλα αυτά, κατά την απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης στο ακροατήριο, υπάρχει λόγος από
τους αναγραφόμενους στο άρθρο 555 παρ. 2 και 556, για να αναβληθεί η εκτέλεση της ποινής,
μπορεί ο καταδικασμένος ή ο εισαγγελέας να ζητήσει προφορικά την αναβολή της ποινής από το
δικαστήριο˙ το δικαστήριο τότε είναι αρμόδιο σχετικά με οποιονδήποτε λόγο από αυτούς που
αναγράφονται στις παραπάνω διατάξεις.
2. Όποιος ζητεί να αναβληθεί ή να διακοπεί η εκτέλεση της ποινής προσκαλείται στο σύμφωνα με
το άρθρο 559 στοιχ. α' και β' αρμόδιο δικαστήριο ή αντιπροσωπεύεται σ' αυτό σύμφωνα με την
παρ. 2 του άρθρου 551.
3. Όταν στο δικαστήριο πρόκειται να εισαχθεί αίτηση αναβολής ή διακοπής της ποινής εξαιτίας
εγκυμοσύνης, σωματικής αρρώστιας ή ψυχοπάθειας, ο εισαγγελέας που είναι επιφορτισμένος με
την εκτέλεση έχει την υποχρέωση να διατάξει προηγουμένως την εξέταση του καταδίκου από δύο
γιατρούς, αν είναι δυνατό ειδικούς˙ η έκθεση διαβάζεται στο ακροατήριο. εισαγγελέας μπορεί να
καλέσει τους γιατρούς αυτούς και στο ακροατήριο.

561 -
"Κατά των αποφάσεων των δικαστηρίων που είναι αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 559, δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο, εκτός από την περίπτωση του άρθρου 555, κατά την
οποία επιτρέπεται μόνο το ένδικο μέσο της έφεσης κατά τους γενικούς ορισμούς." Κατά της
διάταξης του εισαγγελέα που είναι αρμόδιος σύμφωνα με το εδάφιο γ' του άρθρου 559, επιτρέπεται
σ' αυτόν που έκανε την αίτηση να προσφύγει στο δικαστήριο όπου υπηρετεί ο εισαγγελέας. Στο
δικαστήριο αυτό μπορεί και ο εισαγγελέας να παραπέμψει την αίτηση, αν αμφιβάλλει ή αν διστάζει
να αποφασίσει για μία από τις περιπτώσεις της αρμοδιότητάς του. ια την προσφυγή του αιτούντος
και την αμφιβολία ή το δισταγμό του εισαγγελέα το δικαστήριο αποφασίζει αμετάκλητα.

Σχόλια: - Το εντός " " πρώτο εδάφιο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 52 του ν.
3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

562 - Ε
Στις περιπτώσεις γ' και δ' του άρθρου 556 και στην αντίστοιχη περίπτωση γ' του άρθρου 557
εκείνος που διατάσσει την αναβολή ή τη διακοπή μπορεί να υποχρεώσει αυτόν που καταδικάστηκε
στην καταβολή χρηματικής εγγύησης ή και στην άμεση εξόφληση των δικαστικών εξόδων και της
χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε ταυτόχρονα. όλις λήξει ο χρόνος που ορίστηκε για την
αναβολή ή τη διακοπή, εκείνος που καταδικάστηκε έχει υποχρέωση να εμφανιστεί στον εισαγγελέα
για να εκτίσει την ποινή, και μόλις εμφανιστεί του επιστρέφεται η εγγύηση˙ διαφορετικά, αυτή
περιέρχεται στο δημόσιο με απόφαση του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο επιφορτισμένος με την
εκτέλεση της απόφασης εισαγγελέας (άρθρο 549 παρ. 1 και 2)˙ κατά της απόφασης αυτής
επιτρέπεται σ' αυτόν που καταδικάστηκε μόνο το ένδικο μέσο της έφεσης σύμφωνα με τις γενικές γι'
αυτήν διατάξεις.

563 - Ε
1. Όταν ανακοινωθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα η απόρριψη της αίτησης για χάρη, αυτός διατάσσει
αμέσως την εκτέλεση της ποινής που έχει αναβληθεί ή διακοπεί εξαιτίας αυτού του λόγου. Σε κάθε
άλλη περίπτωση η εκτέλεση διατάσσεται από το δικαστήριο ή τον εισαγγελέα που έχουν
αρμοδιότητα σύμφωνα με το άρθρο 559, αμέσως μόλις παύσουν να υπάρχουν οι λόγοι που
οδήγησαν στην αναβολή ή στη διακοπή ή μόλις περάσει η καθορισμένη διάρκειά της.
2. χρόνος της αναβολής ή της διακοπής της ποινής δεν υπολογίζεται στη διάρκειά της.

Ε Α ΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΑΜ Ι Ο ΙΕΣ ΑΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ Σ ΕΤΙ Α ΜΕ ΤΗΝ Ε ΤΕ ΕΣΗ

564 - Α
1. Αν προκύπτουν αμφιβολίες για την ταυτότητα εκείνου που έχει συλληφθεί για να εκτίσει την
ποινή ή εκείνου που δραπέτευσε από τις φυλακές ενώ την εξέτιε, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών
του τόπου όπου έγινε η σύλληψη εξετάζει εκείνον που έχει συλληφθεί και ενεργεί κάθε έρευνα ή
ένορκη εξέταση μαρτύρων χρήσιμη για τη βεβαίωση της ταυτότητας. Αν ο εισαγγελέας βεβαιωθεί
ότι αυτός που έχει συλληφθεί δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε, διατάσσει με
αιτιολογημένη διάταξη την άμεση απόλυσή του. Αν έχει δισταγμούς ή αν αυτός που έχει συλληφθεί
επιμένει ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε ή εκείνος που δραπέτευσε, ο εισαγγελέας
833
προκαλεί απόφαση του δικαστηρίου πλημμελειοδικών όπου υπηρετεί και αυτό εφαρμόζει, αν
υπάρχει περίπτωση, το άρθρο 77.
2. Αν αυτός εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση έχει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου
που αναγράφεται στην απόφαση, δεν είναι όμως εκείνος που κατηγορήθηκε ότι τέλεσε την
αξιόποινη πράξη για την οποία επακολούθησε καταδίκη και που έχει στην πραγματικότητα άλλο
ονοματεπώνυμο, ο κατά την παρ. 1 εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του κατά το άρθρο 145 παρ. 2
αρμόδιου δικαστηρίου˙ το δικαστήριο βεβαιώνει το γεγονός αυτό και διορθώνει το ονοματεπώνυμο
του καταδικασμένου, το οποίο έχει αναγραφεί εσφαλμένα στην εκτελούμενη απόφαση, ή και άλλα
στοιχεία της ταυτότητάς του (άρθρο 76 και 145 παρ. 2), με την προ πόθεση όμως ότι ο
πραγματικός ένοχος έχει προσκληθεί στη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η
καταδικαστική απόφαση, έστω και με το όνομα που εσφαλμένα είχε αναγραφεί σ' αυτήν.
Διαφορετικά, εφαρμόζεται υπέρ εκείνου που εσφαλμένα καταδικάστηκε η διάταξη της παρ. 1 αριθ. 2
του άρθρου 525 για την επανάληψη της διαδικασίας˙ στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της
απόφασης εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε από πλάνη.

565 - Α
"Κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτελεστότητα της απόφασης και το είδος ή τη
διάρκεια της ποινής λύεται από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η
ποινή. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Κατά της
απόφασης αυτής επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον εισαγγελέα και από τον
καταδικασμένο."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3189/2003 (Α'
243).

566 - Δ
Στις περιπτώσεις των άρθρων 564 και 565 ο καταδικασμένος κλητεύεται στο δικαστήριο
σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 551. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται
αναίρεση και στον εισαγγελέα και στον καταδικασμένο.

Ε Α ΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΕ ΟΣ Τ Ν ΠΟΙΝ Ν

567 - Π
Η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε παύει:
α) αν πεθάνει ο καταδικασμένος˙
β) αν απονεμηθεί χάρη.

568 - Π
Η ποινή που επιβλήθηκε εξαλείφεται: α) με την παραγραφή, σύμφωνα με όσα ορίζει ο ποινικός
κώδικας και β) με την αμνηστία.

569 - Π
Αρμόδιο για κάθε αμφιβολία ή αμφισβήτηση σχετικά με την αμνηστία ή τη χάρη που δόθηκε είναι
το σύμφωνα με το άρθρο 565 δικαστήριο, που δεν μπορεί να εξετάσει κανένα άλλο ζήτημα σχετικό
με την κατηγορία αν αυτό δεν είναι απολύτως αναγκαίο για την εφαρμογή του ευεργετήματος.
κατάδικος και ο εισαγγελέας μπορούν να ασκήσουν κατά της απόφασης του δικαστηρίου το ένδικο
μέσο της αναίρεσης.

Ε Α ΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ε ΤΕ ΕΣΗ ΑΠΟ ΑΣΕ Ν ΙΑ ΤΙΣ ΠΟ ΙΤΙ ΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

570 - Π
Η εκτέλεση της απόφασης σε ό,τι αφορά τις πολιτικές απαιτήσεις που επιδικάστηκαν γίνεται με τη
φροντίδα του δικαιούχου σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. εισαγγελέας όμως ή
ο δημόσιος κατήγορος ή ο πταισματοδίκης μπορεί ύστερα από αίτηση του δικαιούχου να
παραγγείλει να εκτελεστεί αμέσως η προσωπική κράτηση που απαγγέλθηκε όταν ο οφειλέτης ήταν
παρών κατά την απαγγελία της απόφασης ή κατά τη λήξη της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Η

834
προσωπική κράτηση που εκτελέστηκε με τον τρόπο αυτό ρυθμίζεται κατά τα λοιπά από τις σχετικές
διατάξεις της πολιτικής δικονομίας.

571 - Α
ι αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση των πολιτικών απαιτήσεων για αποζημίωση και
ικανοποίηση που επιδικάστηκαν αμετάκλητα δικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής
δικονομίας. Όταν όμως, κατά το άρθρο 570, ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος ή ο
πταισματοδίκης φροντίζει για να εκτελεστεί η προσωπική κράτηση, οι σχετικές αντιρρήσεις
δικάζονται σύμφωνα με το άρθρο 565.
Ε Α ΑΙΟ Ε ΤΟ
ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΣΤΗΝ Ε ΤΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΡΗΤΙ ΗΣ ΤΗΣ Ε Ε ΕΡΙΑΣ ΠΟΙΝΗΣ

572 - Π
1. εισαγγελέας των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή ασκεί τις
προβλεπόμενες στον Κώδικα βασικών κανόνων για τη μεταχείριση των κρατουμένων αρμοδιότητες
του και μεριμνά για την έκτιση της ποινής και την εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας, σύμφωνα με τις
διατάξεις του Κώδικα αυτού, του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών νόμων για την εκτέλεση ποινών.
2. ια την άσκηση των κατά την παρ. 1 αρμοδιοτήτων του ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών
επισκέπτεται τη φυλακή τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Κατά της επισκέψεις αυτές δέχεται
κρατουμένους που έχουν ζητήσει ακρόαση.
"3. Στις φυλακές Πειραιώς (Κορυδαλλού), εσσαλονίκης (Διαβατών), Πατρών (Αγίου Στεφάνου)
και άρισας, τις κατά τις παραγράφους 1 και 2 αρμοδιότητες ασκεί αντεισαγγελέας εφετών,
επικουρούμενος από έναν εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ο οποίος τον αναπληρώνει όταν δεν
υπάρχει ή σε περίπτωση κωλύματος ή απουσίας του. ι εισαγγελείς αυτοί ορίζονται για ένα έτος
από εκείνους που υπηρετούν στις οικείες εισαγγελίες με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού
Συμβουλίου, στην οποία προβλέπεται ολική ή μερική απαλλαγή από τα λοιπά καθήκοντά τους και
εγκαθίστανται στο σωφρονιστικό κατάστημα. Η θητεία τους μπορεί να παραταθεί για ένα ακόμη
έτος."

Σχόλια: Η παρ. 3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 53 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

Ι ΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΠΟΙΝΙ Ο ΜΗΤΡ Ο

573 - Ο Π Μ
1. ε Δ/γμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης καθορίζονται:
α) οι υπηρεσίες στις οποίες τηρείται το ποινικό μητρώο και ο τρόπος οργάνωσης, λειτουργία
τους, και επιθεώρησής τους,
β) ο τρόπος σύνταξης, θεώρησης, ταξινόμησης, εκκαθάρισης, καταστροφής και αντικατάστασης
των δελτίων ποινικού μητρώου,
γ) τα στοιχεία ταυτότητας που αναγράφονται στα δελτία ποινικού μητρώου και ο τρόπος
εξακρίβωσής τους,
δ) ο τύπος των αντιγράφων που εκδίδονται από το ποινικό μητρώο και κάθε λεπτομέρεια
αναγκαία για την εφαρμογή των άρθρων 573 έως 580.
ε) η εφαρμογή μηχανογραφικού συστήματος στην τήρηση του ποινικού μητρώου.
2. ε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης,
συνιστάται υπηρεσία ενικού Ποινικού ητρώου. Η υπηρεσία αυτή λειτουργεί παράλληλα με τις
περιφερειακές υπηρεσίες ποινικού μητρώου και τηρεί δελτία ποινικού μητρώου για όλη την
επικράτεια και το εξωτερικό, ανεξάρτητα από τον τόπο γέννησης του προσώπου το οποίο αφορά το
δελτίο.

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του κεφαλαίου Β' του νόμου 1805/1988
(Α'199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989, ανεστάλη διαδοχικά
[με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το
άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991),
το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν. 2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ.
11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την
παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)] μέχρι τις 31.12.2001 και τέθηκε σε εφαρμογή από
1.1.2002.

835
574 - Τ
"1. ε την επιφύλαξη της εφαρμογής του μηχανογραφικού συστήματος κατά το άρθρο 573 παρ.
1 εδ. ε, το ποινικό μητρώο αποτελείται από δελτία.
2. Σε κάθε δελτίο ποινικού μητρώου αναγράφονται τα εξής:
α) Τα στοιχεία της ταυτότητας του προσώπου που είναι αναγκαία για την εξατομίκευσή του. Αν
πρόκειται για έγγαμο, αναγράφεται το πατρικό επώνυμο και το όνομα και επώνυμο του συζύγου.
β) ι ακόλουθες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις ή βουλεύματα:
βα) Κάθε απόφαση για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο έχει επιβληθεί ποινή στερητική
της ελευθερίας ή χρηματική ποινή, με τις παρεπόμενες ποινές και τα μέτρα ασφάλειας που έχουν
επιβληθεί.
ββ) Κάθε απόφαση με την οποία επιβάλλεται περιορισμός σε σωφρονιστικό κατάστημα ή
αναμορφωτικό μέτρο σε ανήλικο.
βγ) Κάθε απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που ανακοινώθηκε επίσημα, αν αφορά πράξη που
χαρακτηρίζεται από την ελληνική ποινική νομοθεσία ως κακούργημα ή πλημμέλημα.
βδ) Κάθε απόφαση ή βούλευμα που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο ως ανίκανο για
καταλογισμό με τα αναπληρωματικά της κύριας ποινής μέτρα ασφάλειας, καθώς και κάθε απόφαση
ή βούλευμα που απαλλάσσει τον κατηγορούμενο λόγω έμπρακτης μετάνοιας, εφ' όσον και στις δύο
παραπάνω περιπτώσεις η απειλούμενη ποινή είναι φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
βε) Αν έχει ανασταλεί η εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας, γίνεται σχετική μνεία.
3. Στα δελτία ποινικού μητρώου εγγράφονται επίσης τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Η χάρη με άρση των συνεπειών της καταδίκης, η παραγραφή της πράξης ή της ποινής με
ειδικό νόμο, η αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους με ειδικό νόμο, η απόλυση από τις
φυλακές υπό όρο και η μεταβολή ή η άρση των μέτρων ασφάλειας ή των αναμορφωτικών μέτρων
που έχουν επιβληθεί, καθώς και οι αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 550 και 551.
β) Η χρονολογία και ο τρόπος απότισης της στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβλήθηκε
για κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο, εφ' όσον είναι ανώτερη από τρεις μήνες".
"γ) η διάταξη του εισαγγελέα που εκδίδεται κατόπιν ποινικής διαμεσολάβησης σε εγκλήματα
ενδοοικογενειακής βίας."**

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του κεφαλαίου Β' του νόμου 1805/1988
(Α'199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989, ανεστάλη διαδοχικά
[με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το
άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991),
το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν. 2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ.
11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την
παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)] μέχρι τις 31.12.2001 και τέθηκε σε εφαρμογή από
1.1.2002. ** Το στοιχείο γ' της παρ. 3 προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 13 του ν. 3500/2006 (Α'
232/24.10.2006) και, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ιδίου νόμου, ισχύει από 24.1.2007.

575 -
" ε την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1, 3 και 4 του άρθρου 577, όπου ο νόμος
προβλέπει την έκδοση και τη χορήγηση αντιγράφου οποιουδήποτε τύπου ή αποσπάσματος
ποινικού μητρώου, παρέχεται αντίγραφο γενικής χρήσης".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του κεφαλαίου Β' του νόμου
1805/1988 (Α' 199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989. Η ισχύς
του, όμως, ανεστάλη διαδοχικά [με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν.
1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του
ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991), το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν.
2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ. 11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4
παρ. 8 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)]
μέχρι τις 31.12.2001, οπότε και τέθηκε έκτοτε ο ρ ι σ τ ι κ ά σε εφαρμογή από 1.1.2002.*** Προσοχή: Στο
διάστημα αναστολής της εφαρμογής τού παρόντος άρθρου, ο νομοθέτης προέβη σε τροποποίησή του με την
προσθήκη παρ. 3 από την παρ. 22 του άρθρου 2 του ν. 2408/1996 (Α'104). Ήδη, όμως, με την παρ. 1 του
άρθρου 54 του ν. 3160/2003 (Α' 165/309.6.2003), καταργήθηκε η παρ. 3 της δεύτερης τροποποίησης που είχε
υποστεί το παρόν άρθρο με τον προαναφερθέντα νόμο του 1996 (βλ. σχόλια και στην προηγούμενη
τροποποίηση του άρθρου). Δηλαδή: από 1.1.2002 ισχύει η (αρχική) τροποποίηση του άρθρου 11 του ν.
1805/1988 (Α' 199/31.8.1988) και κακώς δεν είχε καταργηθεί και η παρ. 3 που είχε προστεθεί το 1996.
Φαινόταν, άλλοις λόγοις, να ισχύει μετά το 2001 μόνον η, άνευ νοήματος, παρ. 3 μέχρι την οριστική κατάργησή
της από την παρ. 3 του άρθρου 54 του ν. 3160/2003.

836
576 - Α
"1. ι υπηρεσίες που τηρούν ποινικό μητρώο εκδίδουν από αυτό δύο τύπους αντιγράφων:
α) το αντίγραφο δικαστικής χρήσης,
β) το αντίγραφο γενικής χρήσης.
2. Στο αντίγραφο δικαστικής χρήσης καταχωρίζεται το περιεχόμενο όλων των δελτίων ποινικού
μητρώου εκτός από εκείνα που έχουν παύσει να ισχύουν σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του
προηγούμενου άρθρου.
3. Στο αντίγραφο γενικής χρήσης καταχωρίζεται το περιεχόμενο όλων των δελτίων ποινικού
μητρώου, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, εκτός από εκείνα:
α) που αναγράφουν χρηματική ποινή ή ποινή φυλάκισης έως έξι μήνες, μετά την πάροδο τριών
ετών,
β) που αναγράφουν ποινή φυλάκισης πέραν των έξι μηνών ή ποινή περιορισμού σε ψυχιατρικό
κατάστημα, μετά την πάροδο οκτώ ετών,
γ) που αναγράφουν κάθειρξη, μετά την πάροδο είκοσι ετών.
4. ι προθεσμίες της προηγούμενης παραγράφου αρχίζουν από την απότιση της ποινής. Αν
επήλθε μεταγενέστερη καταδίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα, οι προθεσμίες αυτές αρχίζουν από
την απότιση της νέας ποινής.
5. Η ποινή θεωρείται ότι αποτίθηκε και όταν:
α) μετατράπηκε σε χρηματική, από την ημέρα καταβολής του ποσού της μετατροπής,
β) χαρίστηκε, από την έκδοση του οικείου προεδρικού διατάγματος,
γ) χορηγήθηκε απόλυση, από την επιτυχή πάροδο του χρόνου δοκιμασίας.
6. Αν η καταδικαστική απόφαση δεν εκτελέστηκε, οι πιο πάνω προθεσμίες αρχίζουν από την
παραγραφή της.
7. Κατ' εξαίρεση, όταν πρόκειται για πρώτη καταδίκη ή για καταδίκη που αφορά α) έγκλημα από
αμέλεια ή β) έγκλημα με δόλο, για το οποίο ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος ή
χρηματική ποινή, οι προθεσμίες που προβλέπουν τα εδάφια α' έως και γ' της παρ. 3 του άρθρου
αυτού μπορούν να συντμηθούν στο μισό, με διάταξη του αρμόδιου κατά το άρθρο 580 του Κ.Π.Δ.
εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου. Η σύντμηση παρέχεται, αν
υπάρχει προσδοκία έντιμου βίου στο μέλλον.
8. Αν μαζί με την ποινή τη στερητική της ελευθερίας έχουν επιβληθεί παρεπόμενες ποινές ή
μέτρα ασφάλειας, δεν καταχωρίζονται στο αντίγραφο γενικής χρήσης στις περιπτώσεις που η κύρια
ποινή δεν καταχωρίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.
9. αρμόδιος για την έκδοση του ποινικού μητρώου υπάλληλος οφείλει να αναγράφει στο
τριπλότυπο καταβολής της ποινής που έχει μετατραπεί σε χρηματική τα στοιχεία ταυτότητας και τον
τόπο και ημερομηνία γέννησης του καταδικασμένου. Αντίγραφο του τριπλότυπου αυτού
αποστέλλεται στο γραμματέα ποινικού μητρώου του τόπου γέννησης του καταδικασμένου, καθώς
και στην υπηρεσία που τηρεί το ενικό Ποινικό ητρώο. Σε περίπτωση αποφυλάκισης καταδίκου ο
διευθυντής των φυλακών οφείλει να ενημερώνει για την αποφυλάκιση αυτήν το γραμματέα ποινικού
μητρώου του τόπου γέννησης του αποφυλακιζομένου, καθώς και την υπηρεσία που τηρεί το ενικό
Ποινικό ητρώο".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του κεφαλαίου Β' του νόμου 1805/1988
(Α'199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989, ανεστάλη διαδοχικά
[με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το
άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991),
το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν. 2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ.
11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την
παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)] μέχρι τις 31.12.2001 και τέθηκε σε εφαρμογή από
1.1.2002.

577 -
"1. Αντίγραφο ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης χορηγείται μόνο:
α) στον εισαγγελέα, τον τακτικό ανακριτή ή τον επίτροπο του στρατοδικείου, για δικαστική
αποκλειστικά χρήση,
β) στους διευθυντές φυλακών και άλλων σωφρονιστικών ή θεραπευτικών καταστημάτων για
κρατούμενο που με αμετάκλητη απόφαση εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας ή υποβάλλεται σε
μέτρο ασφάλειας,
γ) στις αλλοδαπές αρχές που ασκούν ποινική δικαιοδοσία, εφ' όσον υπάρχει υποχρέωση
δικαστικής συνδρομής,

837
δ) στις δημόσιες υπηρεσίες, πολιτικές, στρατιωτικές, στις εκκλησιαστικές αρχές, σε Ν.Π.Δ.Δ., σε
οργανισμούς, σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ή σε τράπεζες, μόνο στις περιπτώσεις που
προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία,
ε) στις αλλοδαπές πρεσβείες ή προξενεία που έχουν διαπιστευθεί στην Ελλάδα για όσους
πρόκειται να μεταναστεύσουν,
στ) για το διορισμό δικαστικών λειτουργών, εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων, οργάνων των
Σωμάτων Ασφαλείας και των υποψηφίων για την εισαγωγή στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων
Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, το οποίο αποστέλλεται απευθείας στο αρμόδιο όργανο.
2. Το δελτίο ποινικού μητρώου επισυνάπτεται υποχρεωτικά με ευθύνη του αρμόδιου γραμματέα
σε κάθε δικογραφία για εγκλήματα αρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου και άνω, μέσα σε
σφραγιστό αδιαφανή φάκελο και αποσφραγίζεται μόνο μετά την απαγγελία της περί ενοχής
απόφασης του δικαστηρίου, γενομένης ειδικής μνείας στα πρακτικά. Σε περίπτωση ασκήσεως
εφέσεως κατά της καταδικαστικής απόφασης, το δελτίο ποινικού μητρώου σφραγίζεται και πάλι με
ευθύνη του γραμματέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου, σε αδιαφανή φάκελο,
εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των του προηγούμενου εδαφίου. Τα αυτά ισχύουν σε περίπτωση
επανεκδίκασης της υπόθεσης κατ' ουσίαν μετ' αναίρεση. Η παράβαση των ανωτέρω διατάξεων από
το δικαστικό γραμματέα συνεπάγεται την πειθαρχική του ευθύνη.
3. ε προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του πουργού Δικαιοσύνης,
μπορεί να ορισθεί ότι αντίγραφο ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης εκδίδεται και για διορισμό σε
οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία ή σε οποιοδήποτε άλλο νομικό πρόσωπο του δημόσιου
τομέα".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 του κεφαλαίου Β 'του νόμου 1805/1988
(Α'199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989, ανεστάλη διαδοχικά
[με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το
άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991),
το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν. 2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ.
11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την
παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)] μέχρι τις 31.12.2001 και τέθηκε σε εφαρμογή από
1.1.2002.

578 -
"1. Τα δελτία ποινικού μητρώου παύουν να ισχύουν και αποκλείεται η χρησιμοποίησή τους για
οποιοδήποτε σκοπό στις ακόλουθες μόνο περιπτώσεις:
α) Όταν το πρόσωπο το οποίο αφορά η εγγραφή πεθάνει ή συμπληρώσει το 80ό έτος
της ηλικίας του.
β) Στις περιπτώσεις δελτίων που αφορούν σωφρονιστικά ή αναμορφωτικά μέτρα, όταν ο
ανήλικος συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του.
γ) Όταν η απόφαση για την οποία έχει συνταχθεί δελτίο ποινικού μητρώου ακυρωθεί με
αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή η πράξη αμνηστευθεί ή με ρητή διάταξη μεταγενέστερου νόμου
πάψει να είναι αξιόποινη.
δ) Αν με την καταδικαστική απόφαση για την οποία έχει συνταχθεί δελτίο ποινικού μητρώου
χορηγήθηκε αναστολή εκτέλεσης της ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 99 του Ποινικού Κώδικα, μετά
την πάροδο πέντε ετών από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής, εφ' όσον η
αναστολή δεν έχει αρθεί η ανακληθεί.
ε) Αν το δελτίο έχει συνταχθεί μετά από απόφαση που επιβάλλει σε ανήλικο ποινή περιορισμού
σε σωφρονιστικό κατάστημα, πέντε έτη μετά την απότιση της ποινής με οποιονδήποτε τρόπο, εφ'
όσον ο ελάχιστος χρόνος περιορισμού που έχει επιβληθεί δεν υπερβαίνει το έτος, και οκτώ έτη αν
υπερβαίνει το έτος, εκτός αν στο διάστημα αυτό επέλθει νέα καταδίκη. Σε περίπτωση απόλυσης
υπό όρους από το σωφρονιστικό κατάστημα, η πιο πάνω πενταετία ή οκταετία αρχίζει από τη
συμπλήρωση του χρόνου δοκιμασίας.
στ) Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε χρηματική ποινή ή ποινή φυλάκισης μέχρις
ένα μήνα, για αδίκημα εκ δόλου ή δύο μήνες για αδίκημα εξ αμελείας, μετά την πάροδο δέκα ετών
από την απότιση της ποινής με οποιονδήποτε τρόπο, εφ' όσον ο υπαίτιος δεν έχει καταδικαστεί
πάλι για κακούργημα ή πλημμέλημα.
2. ι υπηρεσίες που τηρούν ποινικό μητρώο, προβαίνουν κάθε έξι μήνες σε εκκαθάρισή του από
τα δελτία που παύουν να ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. ετά
την εξάμηνη περιοδική εκκαθάριση είτε καταστρέφονται τα ανίσχυρα δελτία είτε, στην περίπτωση
εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 εδ. ε, διαγράφεται από
τη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή η ανίσχυρη εγγραφή.
838
3. Στις περιπτώσεις των εδαφίων α' έως και γ' της παραγράφου 1 τα δελτία ποινικού μητρώου
καταστρέφονται αμέσως μόλις διαπιστωθεί η συνδρομή του σχετικού λόγου. Στις περιπτώσεις των
εδαφίων δ' έως και στ' της ίδιας παραγράφου, τα δελτία ποινικού μητρώου καταστρέφονται κατά την
πρώτη περιοδική εκκαθάριση μετά τη διαπίστωση της συνδρομής του σχετικού λόγου. Η
καταστροφή διατάσσεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 του κεφαλαίου Β' του νόμου 1805/1988
(Α'199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989, ανεστάλη διαδοχικά
[με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το
άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991),
το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν. 2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ.
11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την
παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)] μέχρι τις 31.12.2001 και τέθηκε σε εφαρμογή από
1.1.2002.

579 - Α
"1. πάλληλος, ο οποίος λόγω των καθηκόντων του έχει πληροφορηθεί το περιεχόμενο δελτίων
ποινικού μητρώου και το ανακοινώνει σε πρόσωπο που δεν δικαιούται να λάβει γνώση, τιμωρείται
με φυλάκιση τριών μηνών έως δύο έτη. ς ανακοίνωση θεωρείται και η χορήγηση αντιγράφου
ποινικού μητρώου δικαστικής χρήσης αντί για αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής χρήσης. Αν η
παραπάνω πράξη έγινε από αμέλεια επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι τρεις μήνες.
2. Η σύνταξη ή καταχώριση δελτίων ποινικού μητρώου γίνεται μέσα σε τρεις μήνες κατ' ανώτατο
όριο από την ημέρα που ανέκυψε η σχετική υπηρεσιακή υποχρέωση".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του κεφαλαίου Β' του νόμου 1805/1988
(Α'199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989, ανεστάλη διαδοχικά
[με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το
άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991),
το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν. 2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ.
11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την
παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)] μέχρι τις 31.12.2001 και τέθηκε σε εφαρμογή από
1.1.2002.

580 - Α -Δ
"1. Κάθε αμφισβήτηση σχετική με τις διατάξεις του νόμου αυτού επιλύεται με διάταξη του
εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου της γέννησης του ενδιαφερομένου και, όταν πρόκειται για
πρόσωπα που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών.
2. ενδιαφερόμενος μπορεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση σε αυτόν της παραπάνω
διάταξης να προσφύγει στο οικείο συμβούλιο πλημμελειοδικών, που αποφαίνεται αμετάκλητα.
3. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφασίζει αμετάκλητα, ύστερα από αίτηση του
ενδιαφερομένου ή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, τη διόρθωση στο δελτίο ποινικού μητρώου είτε
εσφαλμένης εγγραφής είτε των στοιχείων της ταυτότητας του προσώπου που αφορά το δελτίο. Αν
η αίτηση διόρθωσης εσφαλμένης εγγραφής υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο, ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών οφείλει να ερευνήσει τη βασιμότητά της με κάθε μέσο είτε αυτοπροσώπως είτε
μέσω ανακριτικού υπαλλήλου.
4. ετά την έναρξη της λειτουργίας της υπηρεσίας ενικού Ποινικού ητρώου, ο εισαγγελέας
πλημμελειοδικών του τόπου γέννησης του προσώπου που αφορά το δελτίο ποινικού μητρώου
διαβιβάζει στην υπηρεσία ενικού Ποινικού ητρώου κάθε διάταξη ή βούλευμα που εκδίδεται
ύστερα από αμφισβήτηση ή αίτηση διόρθωσης εσφαλμένης εγγραφής στο δελτίο ποινικού
μητρώου".

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του κεφαλαίου Β' του νόμου 1805/1988
(Α'199/31.8.1988) και τέθηκε σε ισχύ 6 μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι από 1.3.1989, ανεστάλη διαδοχικά
[με το άρθρο δεύτερο του ν. 1851/1989 (Α'122/16.5.1989), το άρθρο 22 του ν. 1868/1989 (Α'230/10.10.1989), το
άρθρο 18 του ν.1916/1990 (Α'187/28.12.1990), την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1968/1991 (Α'150/11.10.1991),
το άρθρο 45 του ν. 2109/1992 (Α'205/29.12.1992), το άρθρο 43 του ν. 2172/1993 (Α'207/16.12.1993), την παρ.
11 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (Α'62/4.4.1995) και το άρθρο 4 του ν. 2408/1996 (Α'104/4.6.1996), και την
παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 2721/1999 (Α'112/3.6.1999)] μέχρι τις 31.12.2001 και τέθηκε σε εφαρμογή από
1.1.2002.

839
Ι ΙΟ ΔΕ ΑΤΟ
ΕΞΟΔΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙ ΗΣ ΔΙΑΔΙ ΑΣΙΑΣ

581 - Π
1. Το δημόσιο καταβάλλει κάθε δαπάνη που απαιτείται για να λειτουργήσει η ποινική δικαιοσύνη.
2. ι μάρτυρες που αυτεπαγγέλτως κλητεύονται να εμφανιστούν σε δικαστήρια και σε ανακριτικές
και εισαγγελικές αρχές, οι μάρτυρες που προσκαλούνται κατά το άρθρο 327 παρ. 2 να εμφανιστούν
σε δικαστήριο που συνεδριάζει, εκείνοι που διορίζονται από τις ίδιες αρχές ως πραγματογνώμονες,
διερμηνείς, φύλακες πραγμάτων που κατασχέθηκαν και μεσεγγυούχοι, έχουν δικαίωμα σε
αποζημίωση και στα έξοδα γι' αυτή τους την απασχόληση. Τα ποσά των αποζημιώσεων και των
εξόδων και γενικά οι προ ποθέσεις πληρωμής τους, καθώς και η διαδικασία για την αναγνώριση
του δικαιώματος και της πληρωμής, καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των πουργών Δικαιοσύνης
και ικονομικών. ε τις ίδιες αποφάσεις μπορεί να τάσσεται αποκλειστική προθεσμία υποβολής
των παραπάνω αξιώσεων, όπως επίσης και να ορίζεται ότι μάρτυρες που κατοικούν στον τόπο που
πρέπει να εμφανιστούν, καθώς και σε απόσταση έως 30 χιλιόμετρα από αυτόν, δεν έχουν δικαίωμα
ούτε σε αποζημίωση ούτε στα έξοδα.
3. ια την πληρωμή των δαπανών της λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης και ιδιαίτερα για την
πληρωμή των αποζημιώσεων και εξόδων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο
μπορούν να υπάρχουν πάγιες προκαταβολές που ρυθμίζονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας
"περί δημοσίου λογιστικού".

582 -
1. Κάθε κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε ποινή καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια
απόφαση και στα κοινά έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
2. Το ποσό των εξόδων ορίζεται με την καταδικαστική απόφαση.

Σχόλια: Σχετικά με τα ποσά εξόδων της παρ. 1, βλέπε παρ. 1 άρθρου 3 Ν. 663/1977 (ΦΕΚ Α' 215).

583 - ,
"1. Όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση ή την αίτηση αναίρεσης ή επανάληψης
διαδικασίας ή ακύρωσης της απόφασης (άρθρο 430) ή ακύρωσης της διαδικασίας (άρθρο 341), τα
έξοδα επιβάλλονται σε καθέναν από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο ή την αίτηση.
2. Όταν με την απόφαση απορρίπτονται ενστάσεις ή άλλες αιτήσεις που υποβάλλονται από
οποιονδήποτε διάδικο κατά τη διάρκεια της συζήτησης ποινικών υποθέσεων, δεν επιβάλλονται
έξοδα."

Σχόλια: - Το παρόν άρθρο τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 55 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

584 -
1. Σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση, εκείνος που την ανακαλεί καταδικάζεται με την ίδια
απόφαση ή με το βούλευμα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας.
2. Η διάταξη του άρθρου 582 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και σ' αυτή την περίπτωση.

Σχόλια: Σχετικά με τα ποσά εξόδων της παρ. 1, βλέπε παρ. 4 άρθρου 3 Ν. 663/1977 (ΦΕΚ Α' 215).

585 -
1. Τα δικαστικά συμβούλια και τα ποινικά δικαστήρια, όταν αποφαίνονται για υποθέσεις όπου η
δίωξη έγινε με έγκληση ή με μήνυση, επιβάλλουν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος καθενός από
εκείνους που έκαναν τη μήνυση ή την έγκληση, αν πειστούν ότι η μήνυση ή έγκληση ήταν εντελώς
ψευδής και έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια ή ότι παραμορφώθηκαν μ' αυτήν δολίως τα πράγματα,
ώστε να δοθεί στην πράξη βαρύτερος χαρακτηρισμός ή να συμπεριληφθούν στη δίωξη πρόσωπα
εντελώς αμέτοχα στην αξιόποινη πράξη. Η απαλλαγή ή η επιβολή πρέπει ειδικά να αιτιολογείται.
2. Το ποσό των εξόδων που κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβάλλεται σε βάρος καθενός
από εκείνους που έκαναν ψευδή έγκληση ή μήνυση είναι ίσο με το ποσό που επιβάλλεται στον
κατηγορούμενο που καταδικάζεται. Το ποσό των εξόδων που επιβάλλεται από το δικαστικό
συμβούλιο είναι ίσο με εκείνο που επιβάλλεται από το αντίστοιχο δικαστήριο.
3. Η διάταξη του άρθρου 582 παρ. 2 εφαρμόζεται ανάλογα και σ' αυτή την περίπτωση.

840
"4. εισαγγελέας όταν αρχειοθετεί τη μήνυση (άρθρο 43) ή απορρίπτει την έγκληση (άρθρο 47)
επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του μηνυτή ή του εγκαλούντος, αν πειστεί ότι η μήνυση ή η
έγκληση ήταν εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο. Το ποσό των εξόδων είναι ίσο με εκείνο που
επιβάλλεται στον κατηγορούμενο που καταδικάζεται από το μονομελές πλημμελειοδικείο."

Σχόλια: - Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 3160/2003 (Α' 165/30.6.2003).

586 - Π
1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή το συμβούλιο που θα ασχοληθεί με την υπόθεση ερευνά
αυτεπαγγέλτως και το κεφάλαιο της απόφασης ή του βουλεύματος που αφορά την καταδίκη στα
έξοδα της δίκης εκείνου που έχει ασκήσει τη μήνυση ή την έγκληση.
2. Όποιος καταδικάστηκε στα έξοδα κατά το προηγούμενο άρθρο, αν δεν υπήρξε περίπτωση
εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο ή στο
συμβούλιο που τον καταδίκασε μέσα σε προθεσμία τριών ημερών από την επίδοση της απόφασης
ή του βουλεύματος˙ η προθεσμία αυτή παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης κατά το άρθρο 166. Η
προσφυγή ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις για την έφεση και δικάζεται χωρίς πρόσκληση εκείνου
που την ασκεί, ο οποίος έχει δικαίωμα να παραστεί στη δίκη και να αναπτύξει προφορικά τις
απόψεις του. Όταν πρόκειται για αποφάσεις του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, αρμόδιο για την
εκδίκαση της προσφυγής είναι το συμβούλιο εφετών με τριμελή σύνθεση.
3. Δικαίωμα προσφυγής δεν υπάρχει, αν το δικαστήριο ή το συμβούλιο, προκειμένου να
καταδικάσει στα έξοδα, ακούσει ειδικά γι' αυτό το σκοπό τις απόψεις του καταδικασμένου. Η
απόφαση που εκδίδεται για την προσφυγή, καθώς και η αναφερόμενη στην παρ. 1 αυτού του
άρθρου, είναι αμετάκλητες ως προς την καταδίκη στα έξοδα.
"4. Η πράξη αρχειοθέτησης με την οποία επιβάλλονται έξοδα μαζί με την επικύρωση της από τον
εισαγγελέα εφετών επιδίδονται στο μηνυτή. μηνυτής ή ο εγκαλών στους οποίους επιβλήθηκαν
έξοδα μπορούν να προσφύγουν στο συμβούλιο πλημμελειοδικών μέσα σε προθεσμία πέντε
ημερών από την επίδοση της σχετικής πράξης αρχειοθέτησης ή της διάταξης μετά την επικύρωσή
τους από τον εισαγγελέα εφετών."

Σχόλια: Η παρ. 4 προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 55 του ν. 3160/2003 (Α'165/30.6.2003).

587 - Μ
1. Το δικαστήριο ή το συμβούλιο στις περιπτώσεις των προηγούμενων άρθρων 582 έως 586
μπορεί να μειώσει το ποσό των εξόδων έως το μισό, αν κρίνει ότι λόγοι επιείκειας επιβάλλουν αυτή
τη μείωση.
2. Η ύπαρξη λόγων επιείκειας πρέπει να αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση ή στο βούλευμα.

588 - Ε
1. Η διάταξη της απόφασης για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που είναι
εκτελεστή και η διάταξη για την ποινή˙ σε κάθε άλλη περίπτωση η διάταξη της απόφασης ή του
βουλεύματος για την καταδίκη στα έξοδα είναι εκτελεστή από τότε που αυτά γίνονται αμετάκλητα.
2. Το ανασταλτικό αποτέλεσμα από την άσκηση ενδίκων μέσων ή από την προθεσμία για την
άσκησή τους επεκτείνεται και στη διάταξη για τα έξοδα.
3. ι γραμματείς των ποινικών δικαστηρίων οφείλουν μέσα στον επόμενο μήνα από τότε που οι
αποφάσεις ή τα βουλεύματα γίνονται αμετάκλητα να βεβαιώνουν στο δημόσιο ταμείο τα ποσά των
εξόδων που έχουν επιβληθεί και δεν έχουν ακόμα εισπραχθεί.
4. ε απόφαση των πουργών Δικαιοσύνης και ικονομικών ρυθμίζεται η διαδικασία για τη
βελτίωση και την είσπραξη των εξόδων˙ για ορισμένες κατηγορίες από αυτά μπορεί αντί για τη
βεβαίωση να καθορίζεται άλλος τρόπος είσπραξης.
5. Αν η καταδίκη στα έξοδα έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και η απόφαση γι' αυτήν
είναι εκτελεστή κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου, ο οικείος εισαγγελέας φροντίζει να εκτελεστεί η
διάταξη για τα έξοδα και με προσωπική κράτηση του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα
για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων.
6. Η οφειλή για τα έξοδα εξαφανίζεται ολικά ή μερικά με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη
ανάλογα με το χρόνο της διάρκειάς της˙ ο χρόνος υπολογίζεται με βάση το πηλίκο της διαίρεσης
του οφειλόμενου ποσού δια του ορίου του ποσού των δραχμών** που ισχύει κάθε φορά για τη
μετατροπή της φυλάκισης σε χρηματική ποινή. Αν η οφειλή προέρχεται από καταδίκη για πταίσμα,
ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται στο ελάχιστο όριο δραχμών** που ορίζεται για τη μετατροπή της
κράτησης σε πρόστιμο. Κλάσμα μικρότερο από μία ημέρα παραλείπεται. Η διάταξη αυτής της
841
παραγράφου δεν αποκλείει να εφαρμοστεί - με αίτηση του οφειλέτη - κάθε άλλη ευνο κότερη γι'
αυτόν διάταξη σχετικά με το ανώτατο όριο της προσωπικής κράτησης.
7. ια την πληρωμή των εξόδων κατά δόσεις εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας "περί
εισπράξεως δημοσίων εσόδων".

Σχόλια: ** Προφανώς, πλέον, "ευρώ".

589 - Ε
1. Αν εκείνος που καταδικάστηκε κατέβαλε το ποσό των δικαστικών εξόδων που του επιβλήθηκε,
έπειτα όμως ασκώντας ένδικο μέσο αθωώθηκε, ο εισαγγελέας του οικείου δικαστηρίου φροντίζει
αυτεπαγγέλτως για την επιστροφή του ποσού που καταβλήθηκε. Το ίδιο ισχύει και αν συντρέχει
περίπτωση επιστροφής μέρους του ποσού των εξόδων που καταβλήθηκε.
2. Το ποσό που κατατέθηκε από τον ίδιο τον καταδικασμένο ως εγγύηση για την προσωρινή
απόλυσή του από τις φυλακές μπορεί, ύστερα από ειδική γραπτή δήλωσή του και παραίτησή του
από τα ένδικα μέσα, να συμψηφιστεί με την οφειλή του για έξοδα. Το ίδιο ισχύει και για εγγύηση
που κατατέθηκε από τρίτον, ύστερα από γραπτή συναίνεσή του που μπορεί να προκύπτει και από
το γραμμάτιο της εγγύησης.
3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις "περί δημοσίων εσόδων και πληρωμής
δαπανών του Κράτους".
4. ι διατάξεις των παρ. 1 έως 3 αυτού του άρθρου αρχίζουν να εφαρμόζονται με κοινή απόφαση
των πουργών Δικαιοσύνης και ικονομικών, η οποία ρυθμίζει και τις λεπτομέρειες εκτέλεσής τους.

590
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αρχίζει να ισχύει από την 1η ανουαρίου 1951.

591
Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργούνται:
α) ο νόμος της 10/22 αρτίου 1834 "περί ποινικής δικονομίας", όπως τροποποιήθηκε και
συμπληρώθηκε με μεταγενέστερους νόμους,
β) ο νόμος 237 του 1914 "περί εκδικάσεως των επ' αυτοφώρω πταισμάτων",
γ) το ν.δ. της 20 Νοεμβρίου 1923 "περί προφυλακίσεως των υπαλλήλων και διαχειριστών",
δ) το νομ. διατ. της 22 Νοεμβρίου 1923 "περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τινών επ'
αυτοφώρω",
ε) οι παρ. 2 έως και 6 και 8 του άρθρου 2 και τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 7, 9, 10, 12, 13 και οι παρ. 1, 2
και 3 του άρθρου 14 του ψηφίσματος της 16 Δεκεμβρίου 1924 "περί ανακρίσεως και εκδικάσεως
αδικημάτων τινών υπό των εφετών", όπως τροποποιήθηκε με μεταγενέστερες διατάξεις, χωρίς να
θίγονται οι λοιπές διατάξεις του,
στ) τα άρθρα 1, 2, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11 και 12 του ν.δ. της 11 Σεπτεμβρίου 1928 "περί διαδικασίας
προς δίωξιν των αδικημάτων εκ των νόμων Τ Δ' "περί καταδιώξεως της ληστείας", ΣΤ' "περί
ζωοκλοπής, Π Δ' "περί φυγοδικίας και των άρθρων 321, 363 - 367, 368 και 369 του ποινικού
νόμου" που κυρώθηκε με το νόμο 4458 του 1930, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, και το
άρθρο 3 του νόμου 4677 του 1930 "περί τροποποιήσεως των περί εμπρησμού διατάξεων του
ποινικού νόμου",
ζ) τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του νόμου 3998 του 1929 "περί εκδικάσεως
πλημμελημάτων τινών παρ' ενός δικαστού", όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα,
η) ο νόμος 4876 του 1931 "περί εκδικάσεως ποινικών υποθέσεων κατά καταδίκων κ.λ.π.,
θ) ο νόμος 4915 του 1931 "περί αποζημιώσεως παρά του κράτους των αδίκως
καταδικασθέντων",
ι) ο νόμος 5023 του 1931 "περί τροποποιήσεως της ιδιαζούσης δικαιοδοσίας διατάξεων της
ποινικής δικονομίας και άλλων ειδικών νόμων",
ια) το άρθρο 49 του κωδικοποιημένου νόμου 5026 "περί δικαστηρίου κακουργιοδικών"
ιβ) ο νόμος 5229 του 1931 "περί επεκτάσεως του νομοθετικού διατάγματος της 22ας Νοεμβρίου
1923 και επί των υφ' ενός δικαστού εκδικαζομένων πλημμελημάτων",
ιγ) τα άρθρα 12 έως 24 του ν.δ. της 30 αρτίου 1845 "περί ναυταπάτης και πειρατείας",
ιδ) τα άρθρα 4 έως και 7 του νόμου 5096 του 1931 "περί συμπληρώσεως διατάξεών τινών του
ποινικού νόμου",
ιε) το άρθρο 19 του νόμου 6015 του 1934 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων
4661 και 5273 "περί διοργανώσεως της πυροσβεστικής υπηρεσίας",

842
ιστ) τα άρθρα 104 και 107 παρ. 1 του αναγκαστικού νόμου της 7 ουνίου 1935 "περί ργανισμού
της ωροφυλακής",
ιζ) το άρθρο 62 του κωδικοποιημένου νόμου 4971 "περί Αστυνομίας Πόλεων", που
επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 1 του νόμου 941 του 1943,
ιη) κάθε άλλη διάταξη που υπάγει οποιονδήποτε κατηγορούμενο στην ιδιάζουσα δικαιοδοσία των
άρθρων 36, 40 - 43 και 45 της Ποινικής Δικονομίας που καταργείται και ιθ) κάθε άλλη γενική ή
ειδική διάταξη που αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.

592
1. Εξαιρούνται και εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές δικονομικές διατάξεις:
α) του ν.δ. της 26 ουλίου 1925 "περί λεπροκομείου Σπιναλόγγας",
β) του ν.δ. της 10 Σεπτεμβρίου 1926 "περί κυρώσεως του Καταστατικού άρτου του Αγίου
Όρους",
γ) του κωδικοποιημένου νόμου 4952 "περί ργανισμού των υπηρεσιών του πουργείου των
Εξωτερικών", εκτός από τα άρθρα 151, 157, 158, 162 παρ. 5, 173 παρ. 3, που καταργούνται,
δ) του ν.δ. της 13 Δεκεμβρίου 1923 "περί ποινικού και πειθαρχικού Κώδικος του εμπορικού
ναυτικού",
ε) του τελωνειακού κώδικα όπως τροποποιήθηκε με τον αν 2081 του 1939, στ) του ν. 5060 του
1931 "περί τύπου κλπ.",
ζ) του α.ν. 509 του 1947 "περί μέτρων ασφάλειας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού
καθεστώτος",
η) του ν. 5539 του 1932 "περί μονοπωλίου των ναρκωτικών φαρμάκων", όπως τροποποιήθηκε
με τον α.ν. 2430 του 1940,
θ) του α.ν. 1010 του 1937 "περί κώδικος αγροτικής ασφαλείας", εκτός από τις διατάξεις των
άρθρων 59 και 65, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, οι οποίες καταργούνται, ενώ τα ένδικα
μέσα κατά των αποφάσεων του αγρονόμου διέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας για τα ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων του πταισματοδικείου,
ι) του ν.δ. 136 του 1946 "περί αγορανομικού κώδικος",
ια) του άρθρου 3 του α.ν. 710 του 1945 "περί διώξεως και τιμωρίας των παραβάσεων της περί
προστασίας του εθνικού νομίσματος νομοθεσίας", όπως τροποποιήθηκε με τον α.ν. 781 του 1948
και
ιβ) του νόμου 162 του 1946 "περί εκδικάσεως των παραβάσεων των περί κυκλοφορίας πεζών και
οχημάτων διατάξεων", όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 446 του 1947.
2. σπου να εκδοθεί το π.δ. που προβλέπεται από το άρθρο 159 του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας, εξακολουθεί να ισχύει το διάταγμα της 31 Δεκεμβρίου 1923 "περί του τρόπου της δια
του ταχυδρομείου επιδόσεως ποινικών δικογράφων".

593
Εξακολουθούν να ισχύουν προσωρινά, για όση χρονική διάρκεια ορίζεται απ' αυτές, οι διατάξεις:
α) των άρθρων 11 - 16 του ψηφίσματος ' του 1946 "περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων την
δημοσίαν τάξιν, κλπ.", όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε αργότερα, και των άρθρων 23, 24,
26 - 29 παρ. 2 και 30 του ίδιου ψηφίσματος που προστέθηκαν με τα ψηφίσματα Α' και Β' του
1947, β) του άρθρου 1 του ψηφίσματος ' του 1947 "περί παρατάσεως της αρμοδιότητας των
εφετείων κ.λ.π.", καθώς και κάθε άλλη ειδική δικονομική διάταξη που ισχύει για ορισμένο χρονικό
διάστημα.

594
Εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του νόμου 4173 του 1929 "περί δασικού κώδικος" και του
νόμου της 28 κτωβρίου 1935 "περί τροποποιήσεως των περί διοικήσεως του εμπορικού ναυτικού
διατάξεων", όπως τροποποιήθηκαν αργότερα, οι οποίες δίνουν την ιδιότητα του ειδικού ανακριτικού
υπαλλήλου και του δημόσιου κατηγόρου στα δασικά όργανα και στα όργανα του λιμενικού
σώματος, καθώς και οι διατάξεις των νόμων Α Β' του 1884 και ' του 1906 "περί ασφαλείας
των σιδηροδρόμων", οι οποίες παρέχουν την ιδιότητα του ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου στους
σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς υπαλλήλους.

595
ι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται και στις αξιόποινες πράξεις που
προβλέπονται από ειδικούς νόμους. "Διατάξεις όμως ειδικών νόμων που ρυθμίζουν διαφορετικά
843
την περάτωση της ανάκρισης ή την παραπομπή στο ακροατήριο ή το επιτρεπτό ή μη των ένδικων
μέσων, δεν θίγονται."

Σχόλια: - Το εντός " " β' εδάφιο προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 3160/2003 (Α'
165/30.6.2003).

596
1. ι δίκες που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε
βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. ι πράξεις της
ποινικής διαδικασίας που τελέστηκαν όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το
κύρος τους.
2. ι προθεσμίες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που η παρέλευσή τους οδηγεί σε μη
παραδοχή ή σε αποκλεισμό δικαιώματος, αν εκπνέουν μέσα σε 5 ημέρες από την έναρξη της
ισχύος του, παρατείνονται για δέκα ακόμη ημέρες.

597
Από την ημέρα που αρχίζει να ισχύει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας οι παραπομπές σε άρθρα ή
σε θεσμούς της καταργούμενης Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες περιέρχονται σε ειδικούς νόμους ή
σε διατάγματα, θεωρούνται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις του κώδικα.

598
Η εισαγωγή με απευθείας κλήση στο ακροατήριο, όταν επιβάλλεται από ειδικές διατάξεις (εκτός
από εκείνες που κατά το άρθρο 592 του κώδικα εξακολουθούν να ισχύουν) επιτρέπεται από την
ισχύ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μόνο σύμφωνα με τις σχετικές του διατάξεις.

599
ε την έναρξη της ισχύος του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του κώδικα
οι σχετικές με την προφυλάκιση και την προσωρινή απόλυση όταν πρόκειται για
προφυλακισμένους. ια τη διατήρηση ή μη της προφυλάκισης που επιβάλλεται σύμφωνα με αυτές
τις διατάξεις αποφαίνεται αμετάκλητα μέσα σε δέκα ημέρες από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα
το αρμόδιο συμβούλιο των πλημμελειοδικών.

600
ι πραγματογνώμονες που άρχισαν πριν αρχίσει να ισχύει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας
εξακολουθούν και ολοκληρώνονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ποινικής δικονομίας που
καταργήθηκε.

601
1. Κατά των αποφάσεων και των βουλευμάτων που έχουν εκδοθεί έως την έναρξη της ισχύος του
κώδικα επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και
εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του˙ η προθεσμία που τάσσεται από τον Κώδικα για την
άσκησή τους παρατείνεται για δέκα ημέρες από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου, αν δεν
έληξε πριν αρχίσει η ισχύς του κώδικα. Τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν αυτός ο κώδικας
αρχίσει να ισχύει εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας που καταργείται.
2. Κατά των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην επιτρέπεται το ένδικο μέσο της
ανακοπής σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ποινικής δικονομίας που καταργείται˙ η προθεσμία
για την άσκησή του αρχίζει από τότε που ισχύει αυτός ο νόμος, αν δεν έληξε πριν από αυτήν. Από
τις ίδιες διατάξεις ρυθμίζεται και η εκπρόθεσμη ανακοπή.
3. Εκείνοι που καταδικάστηκαν ερήμην για κακούργημα από τα δικαστήρια των συνέδρων
υπάγονται στις σχετικές διατάξεις που καταργούνται˙ μόλις συλληφθούν ή εμφανιστούν με τη
θέλησή τους, δικάζονται κατ' αντιμωλίαν σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
4. Εκείνοι που καταδικάστηκαν ερήμην από πενταμελή εφετεία πριν αρχίσει να ισχύει ο Κώδικας
Ποινικής Δικονομίας και είναι φυγόποινοι στο εξωτερικό όταν δημοσιεύτηκε ο νόμος αυτός, αν η
Ελληνική Επικράτεια ζήτησε την έκδοσή τους από την ξένη επικράτεια όπου έχουν καταφύγει και
παραδόθηκαν στις ελληνικές αρχές, έχουν δικαίωμα μέσα σε δύο μήνες από την είσοδό τους στο
ελληνικό έδαφος να ασκήσουν ανακοπή κατά της καταδικαστικής απόφασης. Η ανακοπή γίνεται
στο γραμματέα του πενταμελούς εφετείου που εξέδωσε τη καταδικαστική απόφαση αφού
προσκομιστεί βεβαίωση για την κράτησή τους από τις ελληνικές αρχές. Αν συντρέχουν οι
παραπάνω προ ποθέσεις, η ανακοπή γίνεται τυπικά δεκτή από το πενταμελές εφετείο που
844
εξέδωσε την απόφαση, εξαφανίζεται η ερήμην καταδικαστική απόφαση και η υπόθεση εκδικάζεται
από το ίδιο εφετείο στην ουσία της, κατ' αντιμωλίαν και σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα
ποινικής δικονομίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν υπολογίζεται για την παραγραφή ο χρόνος που
πέρασε από την τέλεση του εγκλήματος έως την παράδοση στις ελληνικές αρχές αυτών που
ζητείται η έκδοσή τους.

602
Η επανάληψη της διαδικασίας υπέρ εκείνων που καταδικάστηκαν αμετάκλητα πριν αρχίσει να
ισχύει ο νόμος αυτός επιτρέπεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας. Επανάληψη της δίκης εναντίον εκείνων που αθωώθηκαν αμετάκλητα πριν αρχίσει να
ισχύει ο νόμος αυτός δεν επιτρέπεται.

603
Η εκτέλεση και των αμετάκλητων αποφάσεων που απαγγέλθηκαν πριν αρχίσει να ισχύει ο
Κώδικας Ποινικής Δικονομίας γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του.

Ανακαλείται το Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 620/85 ( ΕΚ 228 Α' της 31.12.1985).


Στον πουργό Δικαιοσύνης αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος Διατάγματος.

845
ΟΔΗΓΟΣ ΧΡΗΣΗΣ
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΙ 4 ΚΩΔΙΚΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1.
ΓΕΝΙΚΑ ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ pdf™
Τι είναι και πώς τα διαβάζω
Πολλά αποθηκευμένα στοιχεία (πχ έγγραφα, αιτήσεις,
ανακοινώσεις, κλπ) που εκδίδονται από το ΔΣΑ σε CD/DVD ή
δημοσιεύονται στο site του ΔΣΑ http://www.dsanet.gr/
είναι της μορφής pdf. Αυτό σημαίνει οτι ενώ διατηρούν
ακριβώς τη στοιχειοθεσία και το στυλ τους κατά την
εκτύπωση από οποιονδήποτε εκτυπωτή, χρειάζονται το
πρόγραμμα Acrobat Reader® της Adobe για να
αναγνωσθούν και κατά περίπτωση να εκτυπωθούν.
Σημειώστε ότι εάν το πρόγραμμα είναι ήδη εγκατεστημένο
στον υπολογιστή σας, τότε θα πρέπει στην επιφάνεια
εργασία σας να υπάρχουν τα εικονίδια που αντιστοιχούν στα

αρχεία του Acrobat Reader® είναι περίπου όπως αυτά:

ή στο κατάλογο των προγραμμάτων να υπάρχει το


πρόγραμμα Acrobat Reader …
Το πρόγραμμα αυτό διανέμεται δωρεάν από το site της
εταιρίας, οπότε, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ήδη
εγκατεστημένο στον υπολογιστή σας (πράγμα εξαιρετικά
πιθανό), μπορείτε να το «κατεβάσετε» (download) από εκεί.

Εγκατάσταση Acrobat Reader® στον υπολογιστή μου.


Σε περίπτωση που δεν έχετε το πρόγραμμα εγκατάστασης
μπορείτε να «κατεβάσετε» (download) την τελευταία έκδοσή
του από το επίσημο site διάθεσής του. Πατήστε εδώ για να
ανοίξει ένα νέο παράθυρο browser με την τοποθεσία του
download, και επιστρέψτε σε
αυτή τη σελίδα για να
διαβάσετε τη συνέχεια.
Υπάρχουν 3 βήματα, όπως
φαίνεται στην εικόνα.
Μπορείτε με ασφάλεια να
αγνοήσετε το βήμα 2, αν δεν
επιθυμείτε να εγγραφείτε στις λίστες ταχυδρομείου της
Adobe.
Το κρίσιμο σημείο είναι ότι στο βήμα 1 (step 1) πρέπει να
καθορίσετε την οικεία γλώσσα (πχ English), την
πλατφόρμα λειτουργικού σας (πχ Windows 98, Windows
2000, XP, MacOS) και μια τοποθεσία κοντά στη φυσική σας
θέση προκειμένου να εξοικονομήσετε λίγο χρόνο από το
downloading.
Προχωρήστε πατώντας το κουμπί «download» στο βήμα 3
(step 3).
Η επόμενη οθόνη θα σας ζητήσει να καταχωρήσετε το όνομα
και το email σας, αλλά μπορείτε να επιλέξετε να μην
χρησιμοποιηθούν από την Adobe αλλού, εκτός του site της.
Το download θα ξεκινήσει στο φάκελο (folder) που
καθορίζετε (θυμηθείτε το όνομά του όταν το αναζητήσετε
μετά!). Όταν το download τελειώσει βρείτε το αρχείο και
«τρέξτε» το ακολουθώντας τις σαφείς ελάχιστες οδηγίες που
σας δίνει. Έχετε τελειώσει.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η Εγκατάσταση του Acrobat Reader® γίνεται
φυσικά μόνο μια φορά. Σημειώστε οτι εκδόσεις του
προγράμματος με το νούμερο 3.0 (Acrobat Reader®3.0)
θεωρούνται πολύ παλιές. Σκεφτείτε να εγκαταστήσετε στον
υπολογιστή σας κάποια από τις εκδόσεις 6.0 και μετά,
δεδομένων των αναβαθμισμένων χαρακτηριστικών που
προσφέρουν (ταχύτητα, ποιότητα, πιστότητα εκτύπωσης,
υποστήριξη ελληνικών, κλπ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΙ 4 ΚΩΔΙΚΕΣ σε CD

2.1. ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΜΟΥ


Εισάγεται το CD στον Υπολογιστή σας
Επιλέξτε το αρχείο pdf
Πατήστε το δεξί κλίκ του ποντικιού και επιλέξτε Αντιγραφή
(Copy)
Επιλέξτε τον κατάλογο στον οποίο θέλετε να αποθηκεύσετε
το αρχείο «ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΚΑΙ ΟΙ 4 ΚΩΔΙΚΕΣ»
Πατήστε το δεξί κλίκ του ποντικιού και επιλέξτε Επικόλληση
(Past)
Το αρχείο αντιγράφεται στον προσωπικό σας υπολογιστή.
Έτσι μόνιμα και σταθερά θα μπορείτε να «τρέχετε» το
πρόγραμμα.

2.2. ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΗΣΗ ΕΥΡΕΤΗΡΙΩΝ –


ΑΡΘΡΩΝ
Κάντε κλικ στην επιλογή Bookmarks, η οποία βρίσκεται
στο πάνω αριστερό μέρος της οθόνη σας
Με το κλίκ στην επιλογή Bookmarks
Εμφανίζεται ο
κατάλογος του
Συντάγματος και των
Κωδίκων

Επιλέγοντας πχ ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ μας πηγαίνει στην


αρχή του κειμένου
του Αστικού Κώδικα,
ενώ με δύο κλίκ στον
ΑΣΤΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ μας
ανοίγει των κατάλογο
των πέντε (5)
Βιβλίων του Αστικού
Κώδικα.

Επιλέγοντας «ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ - ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ


ΔΙΚΑΙΟ»
εμφανίζονται τα
δώδεκα (12)
Κεφάλαια του
οικογενειακού δικαί-
ου, ενώ παράλληλα
μας πηγαίνει στην
σελίδα 280, δηλ. στην
αρχή του Τέταρτου
Βιβλίου.
Αντίστοιχα πιέζοντας το ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ –
ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ
ΤΕΚΝΩΝ
Εμφανίζονται τα άρθρα 1505
έως 1541 με τους τίτλους
των.
Επιλέγοντας ένα οποιοδήποτε
άρθρο μα μεταφέρει αυτόματα
στην αντίστοιχη σελίδα του
κειμένου που περιέχει το
Άρθρο.

Ακολουθώντας την ίδια διαδικασία (με τη βοήθεια του


ευρετηρίου) μπορούμε να αναζητήσουμε συγκεκριμένα
άρθρα, ή κεφάλαια και άμεσα να πηγαίνουμε στην
αντίστοιχη σελίδα που τα περιέχουν.

2.3. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΛΕΞΕΙΣ –


ΟΡΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
Επιλέγοντας Search από τη γραμμή
εργαλείων εμφανίζετε ένα νέο
βοηθητικό παράθυρο αναζήτησης.

Γράφουμε το λήμμα που


επιθυμούμε και πατάμε Search
(Αναζήτηση).
Τότε διατρέχεται όλο το
κείμενο και εμφανίζονται στο
βοηθητικό παράθυρο τα
αποτελέσματα αναζήτησης.

Μπορούμε να τοποθετηθούμε
άμεσα στην σελίδα 476 η
οποία περιέχει το Άρθρο 238
του ΔΙ ΑΣ ΠΟ ΙΤΙ ΗΣ
ΔΙ ΟΝΟΜΙΑΣ

2.4. ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ TΩΝ


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΤΟΥ CD

Εάν θέλουμε να μεταφέρουμε τα κείμενα από ένα ή


περισσότερα Άρθρα σε δικά μας έγγραφα τότε ακολουθούμε
τα εξής βήματα
1. Από την γραμμή εργαλείων επιλέγουμε Select
2. Μαρκάρουμε με το ποντίκι την περιοχή του
κειμένου που
θέλουμε να
αντιγράψουμε

3. Επιλέγουμε Edit Copy (Ctrl+C)


4. Μεταφέρουμε το κείμενο και το ενσωματώνουμε στο
έγγραφό μας επιλέγοντας Edit Paste (ή Επεξεργασία
Επικόλληση (Ctrl+X)

Ο Υπεύθυνος Ηλεκτρονικής Έκδοσης

Βασίλης Μανιός

Você também pode gostar