Você está na página 1de 25

Η Ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος Φεβρουάριος 2008 palio.antibaro.

gr

Γράφει ο Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Ph.D.


Ιστορικός – Σλαβολόγος

Το λεγόμενο “Μακεδονικό ζήτημα” αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που ταλανίζουν την
Βαλκανική εδώ και δύο περίπου αιώνες. Κατά καιρούς μάλιστα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που οδήγησε σε κρίση τις
διακρατικές σχέσεις των βαλκανικών χωρών Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Μια τέτοια περίοδο όξυνσης ζήσαμε
προ ολίγων ετών, όταν η κατάρρευση των καθεστώτων του “υπαρκτού” σοσιαλισμού, στην Ανατολική Ευρώπη που
ακολούθησε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, έφερε στην επιφάνεια διάφορες εθνικιστικές τάσεις στην τέως Γιουγκοσλαβία.

Το Μακεδονικό ζήτημα, προέκυψε τον 19ο αιώνα και υπήρξε αποτέλεσμα της ιδιάζουσας εθνολογικής σύστασης του
χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας. Οι αντίρροπες εθνικές κινήσεις, οι αλληλοσυγκρουόμενες βλέψεις των βαλκανικών
κρατών, η πολυγλωσσία των χριστιανών κατοίκων, αποτέλεσαν τους παράγοντες, που έθεταν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για
τη γέννηση, την επέκταση και την πλοκή του Μακεδονικού ζητήματος. Ο κυριότερος όμως παράγοντας ήταν η εθνολογική
σύνθεση της περιοχής. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας, εισήλθαν στην τροχιά της εθνικής ιδεολογίας και έθεσαν ως στόχο τους την
εθνική ολοκλήρωσή τους.

Η αρχή “κάθε έθνος να κάνει το δικό του κράτος” γίνεται συνείδηση των λαών και οι βαλκανικοί λαοί αποκτώντας
επίγνωση των ιδιαίτερων εθνικών χαρακτηριστικών τους, σπάζουν σιγά-σιγά τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες στις οποίες
περικλείονταν και ιδρύουν χωριστά – εθνικά – κράτη. Έτσι, με αγώνες δικούς τους αλλά και παράλληλα με συνεχείς επεμβάσεις
των τότε Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, αναγνωρίζονται τον 19 ο αιώνα ως ανεξάρτητα ή ημιανεξάρτητα κράτη η Ελλάδα, η
Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Ο ευρύτερος χώρος της Μακεδονίας παρέμεινε ακόμα μέσα στα όρια
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπό τουρκικό ζυγό και οι τρεις χριστιανικές βαλκανικές χώρες – Σερβία, Βουλγαρία και
Ελλάδα – τον διεκδικούν η κάθε μία για τον εαυτό της. Αλλά και οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ζητούν να επωφεληθούν από την
κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που βλέπουν να επέρχεται, να επωφεληθούν είτε οι ίδιες είτε εκείνα τα βαλκανικά
κράτη που τα θεωρούν συγγενικά ή συμμάχους τους. Δημιουργείται έτσι το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα, που δεν είναι τίποτε
άλλο από την επέκταση του γενικότερου Ανατολικού ζητήματος, όπως αυτό ονομάζεται στην ιστορία.

Στη δεκαετία του 1860 έχουμε την πρώτη μορφή διεκδικήσεων εξαιτίας των επεκτατικών βουλγαρικών βλέψεων κάτι
που ενισχύεται σημαντικά με την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το Φεβρουάριο του 1870. Ο Επίσκοπος της Εξαρχίας
αποδεσμευμένος από το Πατριαρχείο, προσπαθούσε μέσα από την εκκλησιαστική χειραφέτησή του, να πετύχει και την εθνική
του συγκρότηση και ανεξαρτησία. Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, το Μάιο του 1878, έχουμε τη δημιουργία της Μεγάλης
Βουλγαρίας που περιλάμβανε ολόκληρη τη Μακεδονία, περιοχές όπως το Μοναστήρι, την Καστοριά, την Έδεσσα και την
Καβάλα που είχαν ελληνικότατο χαρακτήρα, εκτός Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής.

Τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, αμφισβήτησαν πρώτοι οι Σέρβοι και οι Έλληνες ενώ στη συνέχεια αντέδρασαν και οι
Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Έτσι τέσσερις μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1878, έχουμε τη Συνθήκη του Βερολίνου, όπου αντί της
Μεγάλης Βουλγαρίας, έχουμε την ίδρυση δύο αυτόνομων και φόρου υποτελών στο Σουλτάνο ηγεμονιών, της Βουλγαρικής και
της Ανατολικής Ρωμυλίας, ενώ η Μακεδονία παρέμεινε κάτω από τον οθωμανικό έλεγχο.

Οι Βούλγαροι όμως συνέχισαν να ενδιαφέρονται για τη Μακεδονία, με πρώτο στόχο αυτή τη φορά τον προσηλυτισμό
στην Εξαρχία όσο το δυνατόν περισσότερων σλαβόφωνων της περιοχής. Ήθελαν να δημιουργήσουν αρχικά τη μεγάλη
Βουλγαρία ως θρησκευτική κοινότητα και κατ’ επέκταση ως πολιτική. Έτσι, με βάση το επίμαχο άρθρο 10 που υπήρχε στο
ιδρυτικό Φιρμάνι της Εξαρχίας πέτυχαν να τους χορηγηθεί με διάταγμα του σουλτάνου το 1890 το δικαίωμα να ιδρύσουν
βουλγαρικές Μητροπόλεις, στις πόλεις Αχρίδα και Σκόπια και το ίδιο έγινε το 1894 στις πόλεις Νευροκόπι και Βέλες. Από το
έτος 1890 ιδρύουν και διάφορους βουλγαρομακεδονικούς συλλόγους – ομάδες – που είχαν σαν σκοπό τον εκβουλγαρισμό των
κατοίκων της Μακεδονίας και την ένταξη της περιοχής στο Βουλγαρικό κράτος. Περισσότερο γνωστή απ’ αυτές τις ομάδες,
ήταν η Μυστική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Οργάνωση, Τaina Makedonsko-Odrinsko Rerolucionerna
Organizacija (T.M.O.R.O.), που ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1893, από Βούλγαρους της Μακεδονίας.

Την περίοδο αυτή, έως και το 1904, υπήρχε καταπίεση του ελληνισμού της Μακεδονίας. Η πρώτη ελληνική ένοπλη
ομάδα μπήκε στην περιοχή το Σεπτέμβριο του 1904 με αρχηγό τον Παύλο Μελά. Όμως στις 13 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο
χωριό Σιάτιστα κοντά στην Καστοριά, οι Τούρκοι ύστερα από καταγγελία των κομιτατζήδων ότι οργανώνει ανταρτικά σώματα,
περικύκλωσαν το χωριό, διέλυσαν το σώμα του και τον ίδιο τον σκότωσαν. Η είδηση του θανάτου του αφύπνισε τους Έλληνες,
που θα απαντήσουν στους Βούλγαρους με την οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα. Έναν αγώνα που είχαν ήδη ξεκινήσει οι
Μητροπολίτες: Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, Στρωμνίτσης Γρηγόριος Ωρολογάς,
Μελενίκου και αργότερα Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος, Νευροκοπίου Θεοδώρητος, Σερρών Γρηγόριος Ζερβουδάκης,
Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, Γρεβενών Αιμιλιανός και φυσικά ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’, ο οποίος και
έστειλε τους άξιους αυτούς Ιεράρχες για να επανδρώσει τη Μακεδονία.

Ο Μακεδονικός αγώνας, διήρκεσε μέχρι τον Ιούνιο του 1908, όταν άρχισε το κίνημα των Νεότουρκων, οι οποίοι όμως
παρά τις υποσχέσεις τους, δεν τήρησαν την ισονομία όλων των εθνοτήτων. Έτσι, οι κυβερνήσεις των τριών βαλκανικών
κρατών, προσανατολίζονται προς τον κοινό απελευθερωτικό αγώνα. Στις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, πρωτεύοντα λόγο έχει
το μέλλον του Μακεδονικού χώρου. Διακρίνονται δύο τάσεις: Η μία υποστηρίζεται από Ελλάδα – Σερβία και προβλέπει το
διαμελισμό και τη διανομή του, μεταξύ αυτών και της Βουλγαρίας και η άλλη προβάλλεται από τη Βουλγαρία και υποστηρίζει
την αυτονομία του.

Παρά ταύτα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1912, οι σύμμαχες πλέον βαλκανικές χώρες, με τελεσίγραφο, ζητούν από την
Τουρκία διοικητική αυτονομία. Η απάντηση της Τουρκίας ήταν αρνητική με αποτέλεσμα, στις 5 Οκτωβρίου 1912, να της
κηρύξουν τον πόλεμο. Ο πρώτος αυτός Βαλκανικός πόλεμος, έληξε στις 17 Μαΐου 1913 με την αναγκαστική συνθηκολόγηση
της Τουρκίας (Συνθήκη Λονδίνου). Μετά τη λήξη του πολέμου, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την διανομή της Μακεδονίας.
Οι Βούλγαροι, βλέποντας ότι με διαπραγματεύσεις δεν θα πετύχουν το σκοπό τους, στις 16 Ιουνίου 1913, επιτέθηκαν
αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και Σέρβων. Έτσι ξεκίνησε ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος, ο οποίος είχε δυσμενή κατάληξη για τη
Βουλγαρία, η οποία ηττήθηκε. Η ήττα της Βουλγαρίας, επισφραγίσθηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 10 Αυγούστου
1913. Με τη Συνθήκη αυτή, στην Ελλάδα αναγνωρίσθηκε η Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία.

Οι βουλγαρικές όμως επιδιώξεις, συνεχίσθηκαν και με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Βουλγαρία,
τάχθηκε με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων και το Μάιο του 1916 και πριν η Ελλάδα εμπλακεί στον πόλεμο, οι Βούλγαροι
επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά της Ελλάδας και κατέλαβαν την ανατολική Μακεδονία, από το Νέστο ως το Στρυμόνα. Μεγάλο
μέρος ευθύνης για τα γεγονότα τη διετία 1916-18, στην κατεχόμενη ανατολική Μακεδονία φέρει η Εσωτερική Μακεδονική
Επαναστατική Οργάνωση (V.M.R.O.) η οποία όχι μόνο άσκησε πίεση στη βουλγαρική κυβέρνηση να συμμαχήσει με τις
Κεντρικές Δυνάμεις και να καταλάβει την ελληνική και σερβική Μακεδονία, αλλά είχε και άμεση συμμετοχή στις αγριότητες
που διαπράχθηκαν κατά του ελληνικού και σερβικού πληθυσμού.

Η Ελλάδα αργότερα προσχωρεί στην Αντάντ (Entente), περί τα τέλη Ιουνίου 1917. Οι Κεντρικές Δυνάμεις χάνουν τον
πόλεμο και το εμπόλεμο καθεστώς ανάμεσα στη Βουλγαρία και τις Δυνάμεις της Αντάντ, λήγει επίσημα με τη Συνθήκη του
Νεϊγύ στην ομώνυμη πόλη της Γαλλίας το Νοέμβριο του 1919, η οποία και καθόρισε το οριστικό μέχρι σήμερα εδαφικό των
βαλκανικών κρατών στη Μακεδονία.

Ο Μακεδονικός χώρος, των τριών οθωμανικών βιλαετιών θα αποδοθεί:

α) στην Ελλάδα, η Αρχαία Ελληνική Μακεδονία ελαττωμένη κατά το 1/10 αυτής ποσοστό 51,57%

β) στη Βουλγαρία ένα τμήμα του βορειοανατολικού Μακεδονικού χώρου ποσοστό 10,11% και
γ) στο Βασίλειο Σέρβων – Κροατών και Σλοβένων, που από το 1918 είχε επιτευχθεί η ένωσή τους για πρώτη
φορά σε ένα κράτος, το βορειοδυτικό τμήμα του Μακεδονικού χώρου – Μακεδονία του Βαρδάρη – η περιοχή των Σκοπίων,
ποσοστό 38,32%.

Όπως λοιπόν για την Ελλάδα, έτσι και για το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων το Μακεδονικό είχε κλείσει
σύμφωνα με τη συνθήκη του Νεϊγύ. Το Βελιγράδι, ήταν γενικά ικανοποιημένο με την προσάρτηση ενός μεγάλου μέρους της
Μακεδονίας και το μόνο πρόβλημα που είχε ήταν ότι ο πληθυσμός της βορειοδυτικής Μακεδονίας ήταν εκ παραδόσεως
φιλοβουλγαρικός και η γλώσσα που μιλούσε ήταν στην ουσία μια διάλεκτος της βουλγαρικής. Το νεοϊδρυθέν Βασίλειο
υποστήριζε έναντι της Βουλγαρίας, ότι οι κάτοικοι της σερβικής Μακεδονίας είναι Σέρβοι και όχι Βούλγαροι, όπως υποστήριζε
η Βουλγαρία. Ονομάζει το προσαρτηθέν τμήμα του Μακεδονικού χώρου “Νότια Σερβία” και τους κατοίκους νότιους Σέρβους.
Για Μακεδονικό έθνος και Μακεδόνες καμία αναφορά. Λίγα χρόνια αργότερα, το έτος 1929, όταν μετονομάσθηκε το Βασίλειο
της Σερβίας – Κροατίας και Σλοβενίας σε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας διαιρέθηκε σε 9 (Banovina) διοικήσεις, μία εκ των
οποίων ήταν και η Vardarska Banovina δηλ. η διοίκηση του Βαρδάρη, η περιοχή των Σκοπίων.

Έτσι, μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ)
ανήκε στη σύνθεση του Σερβικού κράτους και ονομαζόταν Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina δηλ. διοίκηση του Βαρδάρη και
οι κάτοικοι Νότιοι Σέρβοι και κανένας μέχρι τότε από τους μετέπειτα δημιουργούς της “Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας”
δεν είχε μιλήσει για Μακεδονικό έθνος και Μακεδόνες. Όλα αυτά όμως μέχρι τη σύνοδο στο Jajce, όταν την 29η Νοεμβρίου
1943 στην ομώνυμη πόλη της Βοσνίας το Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας ( Τίτο –
Παρτιζάνοι) αποφάσισε την οργάνωση της χώρας σε ομοσπονδιακή βάση. Μία από τις ομοσπονδίες ήταν και η “Λαϊκή
Δημοκρατία της Μακεδονίας”.

Σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή, ρίχτηκε ο σπόρος μιας τεχνητής προσπάθειας εθνογένεσης, που βάφτιζε με ελληνικό όνομα
και χάριζε ελληνικά σύμβολα. Η ανακάλυψη της ΠΓΔΜ ανήκει στο Στρατάρχη Τίτο ο οποίος απέβλεπε: Ως ελάχιστο στόχο του
εξ αρχής, τη συγκράτηση και αφομοίωση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας (φόβος
γιατί οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας) και κατά δεύτερον, την επέκταση της
Γιουγκοσλαβίας στην βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία. Για το σκοπό αυτό εργάστηκαν συστηματικά παραχωρώντας στη
“Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας” χωριστή κρατική οργάνωση, ιδιαίτερη γλώσσα στην οποία έπρεπε να μειωθεί και να
συγκαλυφθεί με κάθε τρόπο η μεγάλη συγγένεια του ιδιώματος με τη βουλγαρική, κατασκεύασαν μια νέα Μακεδονική ιστορία
και έκαναν διεθνή προπαγάνδα των θέσεών τους. Μάλιστα χρησιμοποίησαν και την εκκλησία και με προσωπική παρέμβαση του
Τίτο ιδρύθηκε το 1967 “Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία”, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου,
διασπώντας έτσι την πνευματική ενότητα της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας.

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας παρά τις πιέσεις του καθεστώτος, στις 15 Σεπτεμβρίου
1967, αποφάσισε να διακόψει τις λειτουργικές και κανονικές σχέσεις με την σχισματική Ιεραρχία των Σκοπίων, γιατί
αυτοτελώς και αντικανονικά αποσχίστηκε από τη Μητέρα Εκκλησία και αποτέλεσε Σχισματική Θρησκευτική Οργάνωση. Η
θέση αυτή έγινε και θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων επιμέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από τότε και
μέχρι σήμερα έγιναν πολλές προσπάθειες προσέγγισης από την πλευρά της Σερβικής εκκλησίας. Το πρόβλημα και η αποτυχία
των συνομιλιών συνίσταται στο γεγονός ότι οι εκπρόσωποι της λεγόμενης “Μακεδονικής Εκκλησίας” εμμένουν, επίμονα, στο
αίτημά τους για “Αυτοκέφαλη Μακεδονική Εκκλησία”. Εδώ, το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο γεγονός του ασφυκτικού
εναγκαλισμού της εκκλησίας των Σκοπίων από το κράτος, αλλά και η χρησιμοποίηση της ως κρατικής υπηρεσίας για ξένους
προς την πνευματική της αποστολή εθνικιστικούς στόχους. Έτσι, η απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής
Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπ’ αριθμόν AS.br. 50/7, της 15 ηςΣεπτεμβρίου 1967, παραμένει σε ισχύ έως ότου η λεγόμενη
“Μακεδονική Εκκλησία” αποδεχθεί την κανονική τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ίσως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η άμεσα ενδιαφερόμενη Σερβική Εκκλησία, σε συνεργασία με την Εκκλησία της
Ελλάδας μπορούν να αποτελέσουν έναν ισχυρό μοχλό πίεσης στο να υπάρξει μια λύση στο εκκλησιαστικό ζήτημα. Η
εκκλησιαστική αναγνώριση αποτελεί πονοκέφαλο για τις κρατικές αρχές της ΠΓΔΜ εδώ και 40 χρόνια λόγω της απομόνωσής
της από την υπόλοιπη Ορθόδοξη εκκλησία. Μια εκκλησιαστική αναγνώριση την οποία προσπαθούν με πάρα πολλούς τρόπους
και υποσχέσεις να αποκτήσουν χωρίς όμως να το έχουν καταφέρει.

Σύμφωνα με ισχυρισμούς πολλών Σέρβων ιστορικών, η ονομασία Μακεδονία, χρησιμοποιείται εσφαλμένα για την
ευρύτερη περιοχή των Σκοπίων. Στην περιοχή αυτή, απλωνόταν το πρώτο σερβικό μεσαιωνικό κράτος. Το μεσαιωνικό αυτό
σερβικό κράτος, έζησε τη μεγαλύτερη ακμή του, ακριβώς στην περιοχή της σημερινής ΠΓΔΜ, ενώ τα Σκόπια, ήταν για
ορισμένο χρονικό διάστημα, πρωτεύουσα της Σερβίας. Το μαρτυρούν αυτό πολλά ιστορικά μνημεία, μερικά από τα οποία
σώζονται και σήμερα. Σε διάφορα μέρη βρίσκονται σερβικές Εκκλησίες και μοναστήρια, ερείπια σερβικών αρχαίων πόλεων με
σερβικές επιγραφές και όλα αυτά μαρτυρούν την ύπαρξη Σέρβων και όχι Σλαβομακεδόνων. Είναι αρκετό μόνο να αναφέρουμε
ότι ο μεγαλύτερος Σέρβος ήρωας του 14ου αιώνα – Μάρκο Κράλεβιτς, γιός του βασιλιά Βουκάσιν – γεννήθηκε και είχε ως έδρα
του την πόλη Πρίλεπ της ΠΓΔΜ.

Μετά το έτος 1885, στη σερβική λογοτεχνία και τύπο, εμφανίζεται ο όρος ”Παλιά Σερβία” – βάση της παραδόσεως του
βασιλείου του Ντούσαν (1331 – 1346) – και μάλιστα κατά τους Σέρβους η Παλιά Σερβία απλώνεται στο νότο μέχρι το
Μοναστήρι και τη Στρώμνιτσα και ανατολικά μέχρι τα βουνά του Πιρίν και πέρα από τις περιοχές αυτές είναι η Μακεδονία.
Εδώ δεν πρόκειται για καμία άλλη εκτός από την ελληνική Μακεδονία, το Αρχαίο Ελληνικό Μακεδονικό Βασίλειο.

Οι Σκοπιανοί ισχυρίζονται από την πλευρά τους ότι, την 1 η Δεκεμβρίου 1918, όταν ιδρύθηκε το Βασίλειο των Σέρβων,
Κροατών και Σλοβένων ήταν πράξη που δεν εξέφρασε την αυτόβουλη θέληση όλων των λαών που ζούσαν στη χώρα. Με την
ίδρυση του νέου αυτού κράτους επιβλήθηκε, δια της βίας, ένα μοναρχικό σύστημα διακυβέρνησης που αποτέλεσε αφενός τη
βάση για εθνική ανισότητα και αφετέρου δε επέφερε τη στέρηση των εθνικών δικαιωμάτων των μικρότερων λαών. Γι’ αυτό και
αργότερα όταν προτάθηκε να ανακηρυχθεί η 1η Δεκεμβρίου 1918 ως εθνική γιορτή της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας ήταν
αντίθετοι.

Οι νέες αρχές της Γιουγκοσλαβίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο απαγόρευσαν την επιστροφή των εκδιωχθέντων
Σέρβων και των νόμιμα εκλεγμένων Ιεραρχών τους, στη λεγόμενη πλέον “Δημοκρατία της Μακεδονίας” και έτσι πολλοί Σέρβοι
που ζούσαν προπολεμικά εκεί δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν πίσω στα σπίτια τους. Από την άλλη, όσοι ζούσαν εκεί, ήταν
εξαναγκασμένοι, δια της βίας, σε διάφορες απογραφές να αποφαίνονται ως “Μακεδόνες”, διαφορετικά έπρεπε να
εγκαταλείψουν και αυτοί τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν μονίμως στη Σερβία. Την περίοδο αυτή και μέχρι το 1950
υπήρχε μια επιθετική πολιτική από την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας προς την Ελλάδα σε ένα ανύπαρκτο ζήτημα ύπαρξης
κάποιας δήθεν σλαβικής μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα.

Οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν το 1950. Αποφασιστικός παράγοντας στην αποκατάσταση ήταν η


ρήξη Τίτο – Στάλιν. Η Γιουγκοσλαβική ηγεσία, απειλούμενη από άμεση Σοβιετική επέμβαση, απέφευγε να οξύνει τις όποιες
διαφορές της με την Ελλάδα. Από τότε μέχρι και τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας (1991) κάθε φορά που υπήρχε αναφορά στο
“Μακεδονικό” από τους Σκοπιανούς η κεντρική κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας προσπαθούσε να πείσει ότι τα Σκόπια
ενεργούσαν ανεξάρτητα απ’ αυτούς.

Μετά το θάνατο του Τίτο, (4 Μαΐου – 1980) η κεντρική εξουσία αποδυναμώνεται. Παρουσιάζονται εθνοτικές
αποσχιστικές τάσεις (Σλοβενία, Κροατία, Κοσσυφοπέδιο, Αλβανοί Σκοπίων) και διάφορα άλλα μειονοτικά προβλήματα. Η
συλλογική ηγεσία ήταν ευάλωτη και γι’ αυτό παρ’ όλες τις προσπάθειες οι αποσχιστικές τάσεις αποκτούσαν όλο και
περισσότερους οπαδούς. Έτσι, αρχίζει μια νέα περίοδος αναβίωσης του “Μακεδονικού”, αφετηρία της οποίας μπορούμε να
θεωρήσουμε την ανάδειξη, ύστερα από τις πρώτες ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές στην περιοχή μετά το 1938, της 11 ης και
25ης Νοεμβρίου του 1990, της πρώτης μετακομμουνιστικής πολυκομματικής βουλής των Σκοπίων, η οποία σηματοδότησε και
τις μετέπειτα εξελίξεις. Πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται ο Κίρο Γκλιγκόρωφ, στις 27 Ιανουαρίου 1991. Στις 15
Απριλίου, του ίδιου έτους, έχουμε την ψήφιση του νέου Συντάγματος και στις 8 Σεπτεμβρίου, μετά από δημοψήφισμα την
ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ.

Στο νέο Σύνταγμα έχουμε διατάξεις περί μεταβολής συνόρων, οι οποίες βρίσκονται στο προοίμιο των άρθρων 3 – 68
και 74, αλλά και περί προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες άρθρο 49 παράγραφος 1 το οποίο λέει: “Η Δημοκρατία,
μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα του Μακεδονικού λαού στις γειτονικές χώρες”. Εδώ αναφέρεται καθαρά σε
πολίτες της Αλβανίας, Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας, που τα Σκόπια θεωρούν ότι υπάρχει “μακεδονική μειονότητα”.

Στις 16 και 17 Δεκεμβρίου 1991, συνέρχονται στις Βρυξέλλες οι Υπουργοί Εξωτερικών των «12» της Ε.Ο.Κ. σε μια
συνεδρίαση ιστορική, όπου αποφασίζουν να αναγνωρίσουν το δικαίωμα ανεξαρτητοποίησης των επί μέρους Ομόσπονδων
Γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών (Σλοβενίας – Κροατίας).

Δύο μόλις ημέρες μετά την ανακοίνωση της απόφασης της Ε.Ο.Κ. συνέρχεται η βουλή των Σκοπίων, στις 19
Δεκεμβρίου, και εγκρίνει διακήρυξη, με την οποία υιοθετεί τα κριτήρια που θέσπισε το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της
Ε.Ο.Κ. ως προϋπόθεση αναγνώρισης ανεξαρτήτων χωρών, οι οποίες προέρχονται από τη διάλυση κρατών του “Υπαρκτού
Σοσιαλισμού”. Στις 24 Δεκεμβρίου η επιτροπή Μπανταντέρ απευθύνει ερωτηματολόγιο προς τα Σκόπια και στις 29 του ίδιου
μήνα, έχουν έρθει και οι απαντήσεις με τα σχέδια για τις τροποποιήσεις στο Σύνταγμα, στα σημεία που πίεζε η Ελλάδα. Έτσι,
στις 6 Ιανουαρίου 1992, η βουλή των Σκοπίων εγκρίνει τις συνταγματικές τροποποιήσεις σχετικά με τα δύο άρθρα που
προαναφέραμε τονίζοντας ότι η “Δημοκρατία της Μακεδονίας” δεν έχει καμιά εδαφική διεκδίκηση έναντι γειτονικών κρατών
και ούτε έχει σκοπό να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις τους.

Μέσω, λοιπόν, αυτού του διπλωματικού ελιγμού οι Σκοπιανοί πέτυχαν, στις 17 Ιανουαρίου 1992, στο Παρίσι, η
επιτροπή Μπανταντέρ με γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 6 “να αναγνωρίσει τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας εκ μέρους
της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών – μελών της”. Ένα μήνα αργότερα, (17 Φεβρουαρίου 1992) στη Λισσαβώνα ο
Πορτογάλος υπουργός Εξωτερικών Πινέιρο αναλαμβάνει τη διαμόρφωση του ομώνυμου “πακέτου”, που προβλέπει: Αλλαγή
των επίμαχων άρθρων του Συντάγματος, παύση της αλυτρωτικής προπαγάνδας και σύνθετη ονομασία. Τα Σκόπια φαίνονται να
συμφωνούν. Στο παρασκήνιο ακούγονται τα ονόματα “Βόρεια Μακεδονία” και “Μακεδονία του Βαρδάρη”. Την ίδια περίοδο
έχουμε τα συλλαλητήρια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στις 13 Απριλίου, του ίδιου έτους, η λύση
Πινέιρο έχει άδοξο τέλος. Την ίδια ημέρα στην Αθήνα συγκαλείται το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, με εξαίρεση το ΚΚΕ,
όπου αποφασίζεται ότι εάν η Δημοκρατία των Σκοπίων επιθυμεί την αναγνώρισή της πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση
των Βρυξελλών (16/12/1991) προσφέροντας συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις και φυσικά ονομασία που δεν θα έχει τον
όρο Μακεδονία ή παράγωγά του. Η ελληνική κυβέρνηση προτείνει στη βρετανική προεδρία (18 Ιουνίου – Λουξεμβούργο) να
αναγνωρίσουν οι «12» τα Σκόπια με “διπλή ονομασία” Δημοκρατία του Βαρδάρη για το εξωτερικό και στο εσωτερικό τους να
μπορούν να αυτοαποκαλούνται όπως θέλουν. Εδώ ίσως ήμασταν πολύ κοντά σε μια καλή λύση. Δεν επιτυγχάνετε όμως τίποτα.

Στις 27 Ιουνίου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής της Λισσαβώνας έχουμε την υποστήριξη της Ευρώπης στις
Ελληνικές θέσεις. Η αναγνώριση των Σκοπίων συνδέεται με την προϋπόθεση ότι “το όνομα δεν θα περιέχει τον όρο
Μακεδονία”. Από βρετανικής πλευράς παραλαμβάνει τη σκυτάλη του προβλήματος από τον Πινέιρο ο εκπρόσωπος, πρέσβης Ο’
Νιλ. Η προεδρία της Βρετανίας επιμένει στη σύνθετη ονομασία σύμφωνα με τους όρους Πινέιρο. Στις 6 Αυγούστου η Ρωσία με
επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Βιτάλη Τσούρκιν, προς τον Γκλιγκόροφ,
αναγνωρίζει επισήμως τα Σκόπια με το όνομα Μακεδονία και στις 24 Αυγούστου τα Σκόπια επιλέγουν σημαία με το
αστέρι της Βεργίνας.

Με απόφαση υπ’ αριθμ. 817, στις 7 Απριλίου 1993, το Συμβούλιο Ασφαλείας κάνει δεκτά τα Σκόπια με το προσωρινό
τους όνομα FYROM χωρίς όμως το δικαίωμα ανάρτησης σημαίας και ξεκινούν νέες διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση των
Βάνς και Όουεν. Εδώ μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για ελληνική επιτυχία. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς οι μεσολαβητές
Βάνς και Όουεν προτείνουν στην Ελλάδα το όνομα “Νέα Μακεδονία” (Nova Makedonija), η Αθήνα αντιπροτείνει το όνομα
”Σλαβομακεδονία”. Όμως η κυβέρνηση των Σκοπίων αρνείται. Έξι μήνες αργότερα (Δεκέμβριος 93 – Ιανουάριος 94) αρχίζουν
να πέφτουν οι αναγνωρίσεις βροχή, μεταξύ αυτών Αμερική και Αυστραλία αναγνωρίζουν επίσημα τα Σκόπια ως FYROMκαι
στις 16 Φεβρουαρίου 1994 η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει τον οικονομικό αποκλεισμό των Σκοπίων (εμπάργκο). Στη
συνέχεια αρχίζουν οι πιέσεις από τους μεσολαβητές για την άρση του εμπάργκο. Η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο το οποίο όμως δεν κάνει δεκτό το αίτημα για λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

Η Αμερική εντείνει τις πιέσεις της για άρση του εμπάργκο. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1995 έρχεται στην Αθήνα ο υφυπουργός
Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ όπου έχει συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση και την ίδια ημέρα πάει στα Σκόπια όπου έχει
συνομιλίες και με την εκεί ηγεσία. Έτσι, από τα Σκόπια ο Χόλμπρουκ, από την Αθήνα ο επιτετραμμένος της πρεσβείας Τόμας
Μίλερ και από την Ουάσινγκτον ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νίκολας Μπέρνς ανακοινώνουν ταυτόχρονα την
επίτευξη συμφωνίας Ελλάδας – Σκοπίων για απευθείας διάλογο υπό την αιγίδα του Σάιρους Βάνς, με σκοπό την υπογραφή μιας
Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Τελικά η Ενδιάμεση Συμφωνία υπογράφεται στη Νέα Υόρκη, την 13 η Σεπτεμβρίου 1995, από τον
υπουργό εξωτερικών κ. Κάρολο Παπούλια και τον κ. Τσερβενκόφσκι και αίρεται το εμπάργκο. Η Συμφωνία προβλέπει: Τον
σεβασμό των υπαρχόντων συνόρων. Την υποχρέωση της Ελλάδας να αναγνωρίσει τα Σκόπια με την προσωρινή ονομασία
Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η ΠΓΔΜ θα πρέπει να προχωρήσει σε άμεση αλλαγή του συμβόλου που
υπάρχει στη σημαία της, θα πρέπει να διακηρύξει ότι η ερμηνεία των επίμαχων άρθρων στο Σύνταγμα δεν ερμηνεύονται ως
διεκδίκηση εδαφών αλλά ούτε και ως ανάμιξη στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Έτσι, στις 12 Οκτωβρίου, το Μόνιμο
Συμβούλιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της
Ελλάδας, την ένταξη των Σκοπίων με την ονομασία FYROM.

Από τότε και μέχρι σήμερα υποτίθεται πως ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών θα είχε προχωρήσει και θα βρισκόταν σε
καλό σημείο, κυρίως δε πως θα τηρούνταν τα συμφωνηθέντα. Όμως η κυβέρνηση των Σκοπίων δεν δέχτηκε καμία συζήτηση για
το θέμα του ονόματος και εμείς από την πλευρά μας το αφήσαμε σχεδόν να ξεχαστεί. Το Σεπτέμβριο του 2002 έληξε η
Ενδιάμεση Συμφωνία η οποία παρατείνεται “σιωπηλώς”. Έκτοτε πολλές από τις λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις ενδιαφέρονται
απλά και μόνο να κλείσει το θέμα αδιαφορώντας για τις συνέπειες μιας βεβιασμένης απόφασης. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι η
Αμερική μία μόνο ημέρα μετά τις εκλογές (Σεπτέμβριος 2004) αναγνωρίζει τα Σκόπια με το συνταγματικό τους όνομα ως
“Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Υπήρχαν βέβαια οι ενδείξεις ότι κάτι δεν πάει καλά γιατί λίγο διάστημα πριν είχε υπογράψει
δύο διακρατικές συμφωνίες με την ΠΓΔΜ, στις οποίες η χώρα αναφέρεται με το όνομα “Μακεδονία”. Η πρώτη τον Ιούνιο του
2003 για την εξαίρεση των Αμερικανών πολιτών από τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και η δεύτερη, στις 11
Οκτωβρίου 2004, όταν ο Ντ. Ράμσφελντ υπέγραψε αμυντική συμφωνία με τα Σκόπια. Η Αμερική χρησιμοποίησε ως επιχείρημα
την πιθανή αναβίωση των διακοινοτικών διαφορών (Σλάβων και Αλβανών) και έγινε λόγος για κίνηση που θα ενίσχυε την
κυβέρνηση της ΠΓΔΜ εν όψει του δημοψηφίσματος της 7 Νοεμβρίου (συμφωνία Αχρίδας 13/8/2001 Σλάβων και Αλβανών για
το Νέο Διοικητικό Χάρτη ) για εκχώρηση περαιτέρω εξουσιών στην αλβανική μειονότητα της χώρας. Τελικά, όπως ήταν
αναμενόμενο, το δημοψήφισμα (7/11/2004) απέτυχε και η θέση των Αλβανών στα Σκόπια ενισχύθηκε.

Τη συνέχιση της διαπραγματευτικής διαδικασίας για το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ ανακοίνωσε, στις 12 Απριλίου
2005, ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς, παρά τις συνεχιζόμενες διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών. Ο
Αμερικανός διπλωμάτης ήδη από τις 29 Μαρτίου, του ίδιου έτους, είχε “υποβάλει στα δύο μέρη μια δέσμη ιδεών” προς εξέταση
και εξεύρεση λύσεων. Όμως η φιλόδοξη αυτή προσπάθεια, του Μάθιου Νίμιτς, οδηγήθηκε σε αδιέξοδο εξαιτίας της κάθετης
άρνησης των Σκοπίων να αποδεχθούν τον συμβιβασμό και τη μετονομασία του κρατιδίου σε “Republika Makedonija – Skopje”.
Βεβαίως στην πρόταση Νίμιτς υπάρχουν και σκοτινά σημεία για την Ελλάδα.

Σήμερα το μεγάλο πρόβλημα των Σκοπίων δεν είναι άλλο από την αγορά εργασίας. Οι πολίτες ανησυχούν πλέον για το
τι θα συμβεί αν διαταραχτούν οι σχέσεις τους με την Ελλάδα και περιοριστούν οι επενδύσεις. Υπολογίζεται ότι στην ευρύτερη
περιοχή των Σκοπίων δραστηριοποιούνται περισσότερες από 200 μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις και το ποσοστό
ανεργίας είναι πολύ μεγάλο. Το ερώτημα όμως είναι εμείς από την πλευρά μας τι κάναμε; Μήπως μεταθέταμε συνέχεια το
πρόβλημα και φτάσαμε σήμερα στο σημείο να ελπίζουμε ακόμα σε μία αμοιβαία αποδεκτή λύση; Η αλήθεια πάντως είναι ότι
οποιαδήποτε πολιτική λύση, σήμερα, και αν δοθεί στο Μακεδονικό ζήτημα, το ιστορικό πρόβλημα θα συνεχίσει να
υφίσταται.

Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω μια χαρακτηριστική δήλωση του νυν Πατριάρχη της Σερβικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας Παύλου, ο οποίος στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της συναντήσεως που είχε με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο
Σεραφείμ, στις 9 Απριλίου 1992, είχε πει:

Η χρήση του ονόματος Μακεδονία από τους Σκοπιανούς είναι παράλογη, τεχνητή και κλοπιμαία.

Η Μακεδονία δεν είναι δυνατόν να είναι διεθνική.

Το όνομά της, η ιστορία της και ο πολιτισμός της ανήκουν μόνο στην Ελλάδα.

Σκοπιανό: Όταν οι μάχες δίνονται, κερδίζονται 09/04/2011

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: «Χωρίς όνομα» η …γλώσσα των Σκοπίων


Απόφαση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: Δεν αναγνωρίζεται η λεγόμενη “μακεδονική” γλώσσα

Ένα σημαντικό γεγονός, το οποίο περάσανε στα ψιλά στα μέσα ενημέρωσης των Σκοπίων, είναι η απόφαση της
Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που συνήλθε στις 4 Απριλίου 2011 και αποφάσισε ότι η …ονομασία της γλώσσας
του σκοπιανού κράτους είναι η «επίσημη γλώσσα του κράτους της πΓΔΜ», χωρίς να αναφέρεται κάποια ιδιαίτερη ονομασία.

Σε ψήφισμά του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητάει την, εκ νέου, άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη
της πΓΔΜ στην ΕΕ και εκφράζει τη λύπη του ότι δεν έχουν εισακουσθεί οι προηγούμενες συστάσεις του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Οι βουλευτές, εξάλλου, διαμαρτυρήθηκαν με το ανεπίλυτο της ονομασίας που εμποδίζει την ένταξη της πΓΔΜ στην
ΕΕ. Τόνισαν, για άλλη μια φορά, ότι «οι δύο πλευρές πρέπει να επιλύσουν τα διμερή προβλήματα με πνεύμα καλής γειτονίας,
λαμβάνοντας υπόψη το γενικότερο συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ψήφισμα απαιτεί, επίσης, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της ΕΕ να προβεί στη σύνταξη ενός μηχανισμού
διαιτησίας που θα επιτρέπει την επίλυση διμερών προβλημάτων μεταξύ των υποψηφίων μελών και των κρατών μελών και
μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ.

Ο Ευρωπαίος Επίτροπος της διεύρυνσης καλείται να συνδράμει στην επίτευξη συμφωνίας σχετικά με το θέμα της
ονομασίας και να προτείνει μέτρα πολιτικής με πλήρη σεβασμό των διαδικασιών για τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε
εξέλιξη στον ΟΗΕ.

«Η εξεύρεση λύσης στη διαφορά», σύμφωνα με το κείμενο του ψηφίσματος, «αποτελεί δοκιμή της εξωτερικής
πολιτικής ΕΕ, βάσει της συνθήκης της Λισαβόνας καθώς και την ικανότητα της Ένωσης για την επίλυση διεθνών διαφορών στα
σύνορά της».

Στο ψήφισμα συμπεριλαμβάνεται και η ονομασία της γλώσσας των Σκοπίων που καθορίζεται ως «επίσημη γλώσσα του
κράτους της πΓΔΜ» και αποφεύγεται οποιαδήποτε άλλη ονομασία, ή δεν χρησιμοποιείται καθόλου το επίθετο ‘μακεδονική’,
‘σλαβομακεδονική’ ή «γλώσσα της μακεδονικής ή σλαβομακεδονικής κυβέρνησης».

Οι Έλληνες ευρωβουλευτές είχαν υποβάλει αρκετές τροπολογίες στις οποίες απαιτούν την εξάλειψη του επιθέτου
«μακεδονικός/ή» και αναμένεται, αύριο, η τελική έγκριση του ψηφίσματος. Μόνο ο βρετανός ευρωβουλευτής Charles Tannock
απαίτησε στην τροποποίηση να χρησιμοποιείται όρος «μακεδονική» στη γλώσσα στων Σκοπίων αντί του όρου «επίσημη
γλώσσα της πΓΔΜ».
Τι σηματοδοτεί το νέο ΟΧΙ των Σκοπίων;

Κωνσταντίνος Χολέβας –Πολιτικός Επιστήμων, 29.11.2012

Ευρισκόμενος στο Ευρωκοινοβούλιο στις 28.11.2012, ο Υπουργός Εξωτερικών των Σκοπίων Νίκολα Πόποσκι δήλωσε ότι η
χώρα του δεν συμφωνεί με το νέο Μνημόνιο Συνεννόησης πού προτείνει ο Έλληνας ομόλογός του Δημήτρης Αβραμόπουλος. Η
απάντηση αυτή έρχεται να προστεθεί σε μία σειρά αρνητικών ενεργειών από τους βόρειους γείτονές μας, οι οποίοι προφανώς
την καλή μας διάθεση την εκλαμβάνουν ως αδυναμία και τις προσωρινές παραχωρήσεις μας τις θεωρούν ουσιαστικές
υποχωρήσεις.

Καιρός για αλλαγή πορείας. Όσο εμμέναμε στην αρχική θέση μας ότι δεν παραχωρούμε με κανένα τρόπο το όνομα,
κερδίζαμε. Οι Ευρωπαίοι εταίροι μάς στήριξαν με θετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Κορυφής τον Δεκέμβριο 1991 στις
Βρυξέλλες και τον Ιούνιο 1992 στη Λισσαβώνα. Από τον Σεπτέμβριο του 1995 αρχίσαμε τις υποχωρήσεις με την υπογραφή της
Ενδιάμεσης Συμφωνίας. Συνεχίσαμε να κάνουμε κινήσεις καλής προαιρέσεως αποδεχόμενοι ως επίσημη θέση μας τη σύνθετη
ονομασία με κάποιον προσδιορισμό. Ακόμη και τώρα διατηρούμε σε ισχύ την Ενδιάμεση Συμφωνία, αν και οι Σκοπιανοί την
καταπάτησαν αγρίως και τελικά την χρησιμοποίησαν για να μας εγκαλέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαίου της
Χάγης. Τί κερδίσαμε από όλες αυτές τις «φιλικές» κινήσεις μας; Απολύτως τίποτε. Απλώς οδηγήσαμε τα Σκόπια και τις
κυβερνήσεις τους, είτε δεξιές είτε σοσιαλδημοκρατικές, σε μεγαλύτερη αδιαλλαξία.

Η νέα στρατηγική μας πρέπει να βασίζεται σε σταθερά βήματα και στην αποφυγή επαναλήψεως των λαθών: Α) Να
επανέλθουμε στην πανελληνίως αποδεκτή θέση ότι δεν παραχωρούμε το όνομα και την ιστορία της Μακεδονίας με κανένα
τρόπο και με καμία παραλλαγή, Βόρεια, Άνω, κ.λπ. Β) Να προβάλουμε επισήμως την καταπίεση της ελληνικής μειονότητας στα
Σκόπια, αντί να δεχόμαστε προπαγανδιστικές επιθέσεις για μία ανύπαρκτη «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα. Γ) Να
καταγγείλουμε αμέσως τη Ενδιάμεση Συμφωνία. Δ) Να φέρουμε ενώπιον του ΟΗΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης τον
συνεχιζόμενο διωγμό του νομίμου και κανονικού Αρχιεπισκόπου Ιωάννου. Ο Ορθόδοξος Ιεράρχης είναι φυλακισμένος διότι
αρνείται να χρησιμοποιήσει τον όρο «Εκκλησία της Μακεδονίας» .

Το κράτος των Σκοπίων είναι θνησιγενές και θα διαλυθεί σε λίγα χρόνια μεταξύ Αλβανών, Βουλγάρων και Σέρβων. Ας
μην παραδώσουμε τη μακεδονική κληρονομιά μας σε ένα κράτος, το οποίο συντόμως δεν θα υπάρχει!

Το πρόβλημα των Σκοπίων σε νέες (και εξαιρετικά ανησυχητικές) συμπληγάδες…


Γράφει ο Νεκτάριος Δαπέργολας, Διδάκτωρ Ιστορίας 23/11/2017

Είναι λίγος καιρός τώρα που στην πολιτική του κράτους των Σκοπίων παρατηρείται μία σαφής μεταβολή επί το
μετριοπαθέστερον. Η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ και λόγω γενικότερων πολιτικών θέσεων (καθώς στηρίζεται στο
σοσιαλδημοκρατικό SDSM, ένα κόμμα δηλαδή πολύ πιο μετριοπαθές σε σύγκριση με το σκληροπυρηνικά εθνικιστικό VMRO
του Γκρούεφσκι), αλλά βασικά λόγω πιεστικών πολιτικών αναγκών, καθώς είναι πια ξεκάθαρο ότι η ακραία και μισαλλόδοξη
πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης έχει παταγωδώς αποτύχει, οδηγώντας στη διεθνή απομόνωση του κρατιδίου και στην
όξυνση των εσωτερικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων (πράγμα που δεν είναι απλή εκτίμηση, αλλά έχει ειπωθεί
δημοσίως από Σκοπιανούς αξιωματούχους, ενώ εσχάτως επαναλήφθηκε expressis verbis και από τον Σκοπιανό ΥΠΕΞ
Ντιμίτροφ), έχει ανακρούσει πρύμναν, επιδεικνύοντας μία εμφανή τάση συμβιβασμού και διαλλακτικότητας έναντι της
ελληνικής πλευράς.

Οι εν λόγω εξελίξεις, ωστόσο, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο ευοίωνες όσο επιφανειακά δείχνουν. Σε πείσμα λοιπόν
του κλίματος ευφορίας που παρατηρείται εσχάτως μεταξύ κάποιων ημετέρων αφελών για αυτή τη λεγόμενη «τάση
απομακεδονοποίησης» στο εσωτερικό των Σκοπίων, να πούμε κατ’ αρχάς ότι όλα αυτά βρίσκονται ακόμη σε επίπεδο δηλώσεων
και προθέσεων που πάντως δεν φτάνουν καθόλου στην ουσία. Και η ουσία δεν είναι να καταγγέλλεται απλώς από τους νυν
κυβερνώντες ο Γκρούεφσκι και οι ακρότητές του, να καυτηριάζεται λεκτικά η διακίνηση αλυτρωτικών χαρτών της «Μεγάλης
Μακεδονίας» ή να δρομολογείται η απόσυρση των αγαλμάτων του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου και η μετονομασία του
αεροδρομίου από «Μέγας Αλέξανδρος» (σε «Μητέρα Τερέζα» ή «Κίρο Γλιγκόρωφ»). Η ουσία ξεκάθαρα είναι να υπάρξει ρητή
άρνηση και αποκήρυξη της ύπαρξης του ψευτομακεδονικού έθνους με όλα τα συμπαρομαρτούντα του («μακεδονική» γλώσσα,
ιστορία, εθνική συνείδηση κλπ). Και σε σχέση με αυτά, η σκοπιανή πλευρά παραμένει ασφαλώς ακόμη ανένδοτη (και παρά την
προ ημερών τοποθέτηση Κοτζιά ότι πρέπει να μπει στην ατζέντα και το θέμα της «εθνότητας»). Όσο όμως αυτά παραμένουν,
κανείς εχέφρων δεν μπορεί να πειστεί ότι όλες οι προαναφερθείσες «υποχωρήσεις» είναι στοιχειωδώς ειλικρινείς κι όχι απλώς
τακτικοί ελιγμοί των Σκοπίων με στόχο τον απεγκλωβισμό τους από τη δεινή θέση βιωσιμότητας στην οποία βρίσκονται. Και
όσο αυτά παραμένουν, η αλυτρωτική προπαγάνδα θα είναι πάντα δυνητικά ενεργή και οι παρεπόμενοι κίνδυνοι εμφανείς.
Και βέβαια αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι όλη αυτή η επιδεικνύμενη μετριοπάθεια της κυβέρνησης Ζάεφ ανοίγει διάπλατα
τον δρόμο (κατά τον νέο κύκλο διαπραγμάτευσης που αρχίζει τον Δεκέμβριο, με διαμεσολαβητή τον γνωστό και μη εξαιρετέο
απεσταλμένο του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτζ) για συμβιβασμό στο θέμα του ονόματος. Και όταν μιλάμε για συμβιβασμό, εννοούμε
ξεκάθαρα συμφωνία για σύνθετη ονομασία (και ασφαλώς με τη λέξη «Μακεδονία» εμπεριεχόμενη), πράγμα που όντως
επίκειται και φυσικά θα είναι απολύτως ολέθριο, αν εμείς οι ίδιοι επίσημα το αποδεχθούμε. Τουλάχιστον η προκλητική
αδιαλλαξία του καθεστώτος Γκρούεφσκι (με όλες τις ακραίες γελοιότητες που τη συνόδευαν), όσο κι αν μας εξόργιζε, εν τέλει
αποτελούσε μάλλον εχέγγυο για αποτροπή οποιουδήποτε παρόμοιου συμβιβασμού (τον οποίο βασικά η ίδια η τότε σκοπιανή
κυβέρνηση δεν επρόκειτο ποτέ να δεχθεί). Τώρα τα πράγματα είναι σαφώς πολύ πιο δυσοίωνα. Και αυτό βεβαίως δεδομένων
των εθνομειοδοτικών απόψεων που έχουν επί του θέματος τόσο οι νυν κυβερνώντες μας (εξαιρώ σε κάποιο βαθμό τον ίδιο τον
Κοτζιά, αλλά αυτό φυσικά από μόνο του δεν αρκεί), όσο και η νεοταξίτικη και υποταγμένη στα ίδια ξένα αφεντικά (κάποτε δε
φερόμενη και ως…πατριωτική) αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και η συντριπτική πλειονότητα και του υπόλοιπου πολιτικού
προσωπικού της χώρας. Η στάση όλων στο θέμα της ονομασίας είναι πλέον εδώ και πολύ καιρό καταγεγραμμένη – και είναι μία
στάση που δεν προοιωνίζεται τίποτε το καλό για τα εθνικά μας συμφέροντα.

Ενώ λοιπόν η επί το μετριοπαθέστερον μεταβολή της στάσης των Σκοπίων δεν είναι ασφαλώς από μόνη της αρνητική (ίσα-
ίσα), δείχνει να την καθιστά όμως τέτοια η ελληνική (και πάλι) ανεπάρκεια. Κανονικά θα μπορούσε (και θα έπρεπε) να αποτελεί
μία ιστορική ευκαιρία για τη χώρα μας, ώστε να εκμεταλλευτεί τη δεινή θέση του κακόβουλου γειτονικού κρατιδίου και να
χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο την υποχωρητική του στάση σε μια σειρά ζητημάτων (που οφείλεται ακριβώς σε αυτή τη δεινή
θέση) για να ξεκαθαρίσει οριστικά και σε βάθος το τοπίο όσον αφορά ολόκληρη την ατζέντα (και κυρίως τα μείζονα θέματα,
που είναι η «εθνικότητα» και η ονομασία). Αντίθετα, η σταθερά απερίγραπτη ελληνική διπλωματία δείχνει να ετοιμάζεται και
πάλι για μία νέα βαριά ήττα, υποχωρώντας αφ’ ενός ουσιαστικά στο θέμα της εθνικότητας (αρκούμενη ίσως σε γενικόλογες και
προφανώς ανούσιες λεκτικές καταδίκες του αλυτρωτισμού από την πλευρά των Σκοπιανών) και αποδεχόμενη αφ’ ετέρου
σύνθετη ονομασία. Μία εξέλιξη δηλαδή που προφανώς θα υπερβαίνει (αν τελικά συμβεί) τα όρια της εσχάτης προδοσίας
(δημιουργώντας τετελεσμένα, για πρώτη φορά δε υπό επίσημη ελληνική αναγνώριση) και θα είναι φυσικά διπλά ασυγχώρητη,
γιατί ακριβώς θα έχει συντελεστεί σε μία τόσο ευνοϊκή για μας θεωρητικά περίοδο. Την ώρα δηλαδή που μέχρι και από επίσημα
χείλη (όπως του συνεργάτη του Ζάεφ και βασικού στέελέχους του SDSM Μίροσλαβ Γκάρτσεφ) υπάρχουν πρόσφατες δηλώσεις
οι οποίες χαρακτηρίζουν ρητά το δήθεν μακεδονικό έθνος ως «τεχνητό» και ως «εφεύρεση του Τίτο», ποια ελληνική
διπλωματική αποστολή θα «τολμήσει» άραγε να πετάξει στα σκουπίδια μια τόσο χρυσή ευκαιρία;

Ευχόμαστε πραγματικά να διαψευστούμε πλήρως, όμως – ως προς το παραπάνω ερώτημα – ειλικρινά τρέμουμε για την
απάντηση. Η Παναγιά να βάλει το χέρι της (για μια ακόμη φορά)…

Να σεβασθεί η κυβέρνηση τις εθνικές ευαισθησίες του λαού μας


Αντί να πέφτει στις παγίδες του Ζάεφ και του Ντιμιτρόφ, η κυβέρνηση οφείλει να σεβασθεί την εθνική ευαισθησία του λαού
μας ως προς το όνομα του γειτονικού κράτους. Οι δημοσκοπήσεις, τα συλλαλητήρια, οι σαφείς τοποθετήσεις της Εκκλησίας
μας, τα ψηφίσματα των δήμων, η αντίδραση των απλών πολιτών, όλα δείχνουν ότι δεν αποδεχόμαστε ούτε σύνθετη ούτε
παράγωγη ονομασία που θα παραχωρεί το όνομα Μακεδονία σε άλλο κράτος.

Οι διαπραγματεύσεις για τα ονόματα Gorna Makedonia, Gornomakedonia κλπ οδηγούν σε ολισθηρές ατραπούς. Οι γεωγραφικοί
προσδιορισμοί υπάρχουν απλώς για να καταργούνται, να εκπίπτουν και να αφήνουν τη θέση τους στο ιστορικά και
συναισθηματικά ισχυρό όνομα. Η Ουρουγουάη επισήμως ονομάζεται Ανατολική Δημοκρατία της Ουρουγουάης, αλλά ουδείς
χρησιμοποιεί τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Ανατολική». Όλοι την αποκαλούν Ουρουγουάη. Και οι σύνθετες ονομασίες, τις
οποίες προτείνει ο Νίμιτς ή το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, τελικά εκεί θα οδηγήσουν. Στην απόρριψη του προσδιορισμού
και στη διεθνή καθιέρωση των Σκοπίων ως Μακεδονίας. Άλλωστε η εθνικότητα και η γλώσσα πώς θα ονομάζονται; Θα τους
αποκαλεί η διεθνής κοινότητα Γκορνομακεδόνες και τη γλώσσα Γκορνομακεδονική ή Upper Macedonian; Σαφώς όχι.
Μακεδόνες θα αποκαλούνται και Μακεδονική η γλώσσα τους. Και μάλιστα με τη δική μας υπογραφή αν –ο μη γένοιτο- μία
τέτοια συμφωνία εγκριθεί από την Κυβέρνηση και τη Βουλή της χώρας μας.

Ας ακούσουν, λοιπόν, οι κυβερνώντες τη φωνή του λαού και της Ιστορίας και ας παύσουν κάθε προσπάθεια εξευμενισμού των
Σκοπιανών. Εκείνοι μάς έχουν ανάγκη και όχι εμείς εκείνους. Τα Σκόπια θέλουν την ελληνική έγκριση για να ενταχθούν στο
ΝΑΤΟ και στην Ευρ. Ένωση. Τα Σκόπια διατρέχουν τον κίνδυνο να διαλυθούν λόγω της εθνικιστικής πολιτικής των Αλβανών
που αποτελούν περίπου το 25% -30% του πληθυσμού. Τα Σκόπια έχουν ανάγκη από τα λιμάνια μας επειδή αποτελούν
περίκλειστο κράτος. Εκείνοι οφείλουν να κάνουν τη μεγάλη υποχώρηση. Αλλιώς ας μείνουν τα πράγματα ως έχουν.

Ας κάνουμε υπομονή για μερικά χρόνια, διότι είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι το κράτος των Σκοπίων θα εξελιχθεί σε
ομοσπονδιακό – καντονιακό. Προς αυτόν τον στόχο οδηγεί η απαίτηση της αλβανικής κοινότητας να αποτελεί ισότιμη εθνότητα
μαζί με τους Σλάβους- ψευτομακεδόνες. Στην ίδια κατεύθυνση πιέζει και η απόφαση χιλιάδων πολιτών της ΠΓΔΜ να
αποκτήσουν βουλγαρική υπηκοότητα. Αν αποδειχθεί ότι οι αυτοαποκαλούμενοι «Μακεδόνες» είναι λιγότεροι από το 50% του
πληθυσμού, το θέμα της ονομασίας θα αντιμετωπισθεί τελείως διαφορετικά.

Προτείνω να ζητήσουμε να πραγματοποιηθεί μία αντικειμενική απογραφή υπό την αιγίδα του ΟΗΕ ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Έτσι θα μάθουμε και τον πραγματικό αριθμό των Ελλήνων που ζουν στο κράτος των Σκοπίων.
Η «Μακεδονική» γλώσσα των Σκοπίων 05/02/18

Γράφει ο Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Ph.D.


Ιστορικός – Σλαβολόγος

Σύμφωνα με το άρθρο 7, του Συντάγματος των Σκοπίων (1992): «Η Μακεδονική γλώσσα με το Κυριλλικό αλφάβητο είναι η
επίσημη γλώσσα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας…». Το ερώτημα που τίθεται είναι πότε ονομάστηκε «μακεδονική», η
σλαβική (βουλγαρική) διάλεκτος που χρησιμοποιούν και πότε αυτή εισήχθη στην καθημερινότητα των πολιτών της FYROM.

Η ιδέα ότι η γλώσσα συνιστά το βασικό θεμέλιο του έθνους ήταν το εφαλτήριο επί του οποίου στηρίχθηκε το γιουγκοσλαβικό
σχέδιο. Έτσι, η συγγένεια των γλωσσών που ομιλούσαν οι κάτοικοι της Γιουγκοσλαβίας έγινε το βασικό κριτήριο για τη
κρατική ολοκλήρωση. Όμως δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι αυτήν την γλωσσική ομοιογενοποίηση και
ομαδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας ως συνόλου, την οποία προσπάθησαν να προωθήσουν, ήταν δύσκολο να επιτύχουν, διότι οι
λαοί ήταν μοιρασμένοι ανάμεσα σε τρείς ευρείες θρησκευτικές κοινότητες, στην Ορθοδοξία τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον
Μουσουλμανισμό, το οποίο συνεπάγεται σημαντικές πολιτισμικές και διαχωριστικές διαφοροποιήσεις. Όποιος δεν λαμβάνει
υπόψη του τις σημαντικές αυτές διαφοροποιήσεις δεν μπορεί και να κατανοήσει τους πραγματικούς λόγους της διάλυσης της
Γιουγκοσλαβίας.

Μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η περιοχή της FYROM ανήκε στη σύνθεση του Σερβικού κράτους και ονομαζόταν Νότια
Σερβία ή Vardarska Banovina δηλ. διοίκηση του Βαρδάρη και οι κάτοικοι Νότιοι Σέρβοι και κανένας μέχρι τότε από τους
μετέπειτα δημιουργούς της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» δεν είχε μιλήσει για «Μακεδονικό» έθνος και
«Μακεδόνες». Όλα αυτά όμως μέχρι τη σύνοδο στο Jajce, όταν την 29η Νοεμβρίου 1943 στην ομώνυμη πόλη της Βοσνίας το
Αντιφασιστικό Συμβούλιο Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (Τίτο – Παρτιζάνοι) αποφάσισε την οργάνωση της
χώρας σε ομοσπονδιακή βάση. Μία λοιπόν από τις ομοσπονδίες ήταν και η «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», η σημερινή
FYROM.

Σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή, ρίχτηκε ο σπόρος μιας τεχνητής προσπάθειας εθνογένεσης, που βάφτιζε με ελληνικό όνομα και
χάριζε ελληνικά σύμβολα. Η ανακάλυψη της FYROM ανήκει στον Γιόσιπ Μπρόζ Τίτο ο οποίος απέβλεπε: Ως ελάχιστο στόχο
του εξ αρχής, τη συγκράτηση και αφομοίωση της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας εντός της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας
(φόβος γιατί οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους ήταν βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας) και κατά δεύτερον, την επέκταση της
Γιουγκοσλαβίας στην βουλγαρική και ελληνική Μακεδονία. Για το σκοπό αυτό εργάστηκαν συστηματικά παραχωρώντας στη
FYROM χωριστή Κρατική Οργάνωση. Κατασκεύασαν μια νέα Μακεδονική ιστορία. Έκαναν διεθνή προπαγάνδα των θέσεών
τους. Χρησιμοποίησαν την Εκκλησία και με προσωπική παρέμβαση του Τίτο ιδρύθηκε το έτος 1967 «Αυτοκέφαλη Μακεδονική
Εκκλησία», παρά τις έντονες αντιδράσεις του Σερβικού Πατριαρχείου, διασπώντας έτσι την πνευματική ενότητα της Ορθοδόξου
Σερβικής Εκκλησίας. Τέλος φρόντισαν να δημιουργήσουν και μία ιδιαίτερη γλώσσα, στην οποία έπρεπε να μειωθεί και να
συγκαλυφθεί με κάθε τρόπο η μεγάλη συγγένεια του ιδιώματος με τη βουλγαρική, την οποία ονόμασαν «μακεδονική». Έτσι,
από το έτος 1944, στην FYROM η επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η λεγόμενη «μακεδονική», η οποία μπορεί να μην έχει
καμία σχέση με την γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων Μακεδόνων, δημιουργεί όμως πολλά ερωτήματα γιατί χρησιμοποιούν έναν
καθαρά ελληνικό όρο για μία σλαβική διάλεκτο. Στο σημείο αυτό αρκεί να αναφέρουμε ότι ο Αλέξανδρος απεβίωσε το 323 π.χ.
και οι Σλάβοι των Σκοπίων που επιθυμούν να αποκαλούνται «Μακεδόνες» εμφανίζονται στο προσκήνιο τον 7ο μ.χ αιώνα,
δηλαδή 1000 έτη αργότερα.

Αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι η γλώσσα είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας ενός
λαού και την σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας και συνείδησής του. Στην περίπτωση όμως της γλώσσας που ομιλούν οι
κάτοικοι της FYROM υπάρχει η πρωτοτυπία ότι δεν ισχύει η προϊστορία αιώνων της γλώσσας όπως αυτή αποκαλύπτεται σε
κάθε άλλο ευρωπαϊκό λαό και δεν είναι προϊόν φυσικής εξέλιξης αλλά τεχνικής επεξεργασίας.

Η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα τόσο λεξιλογικά, όσο γραμματικά και συντακτικά είναι μία διάλεκτος της βουλγαρικής με
επιμειξία πολλών σερβικών, τουρκικών, ελληνικών και αλβανικών στοιχείων. Ο καθηγητής Νικόλαος Ανδριώτης τονίζει ότι
πρόκειται για σλαβικό ιδίωμα, το οποίο σχετίζεται με την Βουλγαρική. Στην ουσία η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι ένα
τοπικό ιδίωμα, ένα μείγμα των διαλέκτων που ομιλούσαν οι κάτοικοι των περιοχών Βέλες, Πρίλεπ, Κίτσεβο και Βιτωλίων
(Μοναστήρι). Το ιδίωμα αυτών των περιοχών ήταν και το πιο οικείο στην πλειονότητα των κατοίκων της FYROM.

Η αναγνώριση της λεγόμενης «μακεδονικής» ως επίσημης γλώσσας της νεοϊδρυθείσας Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβικής
Δημοκρατίας της «Μακεδονίας», έγινε στις 2 Αυγούστου του 1944, από την πρώτη συνεδρίαση του Αντιφασιστικού
Συμβουλίου για την Απελευθέρωση του Λαού της «Μακεδονίας» (ASNOM, Antifašističko Sobranie na Narodnoto
Osloboduvanje na Makedonija), η οποία πραγματοποιήθηκε στην μονή Πρόχορ Πτσίνσκι (Prohor Pčinski). Από την ημέρα αυτή
ορίστηκε μία ειδική επιτροπή, η οποία, στις 3 Μαΐου του 1945, κατέληξε στην οριστικοποίηση του αλφάβητου και τους κανόνες
γραμματικής και ορθογραφίας της γλώσσας[1]. Έτσι, η απόφαση για την δημιουργία και την καθιέρωση της λεγόμενης
«μακεδονικής» γλώσσας έχει τον χαρακτήρα της πολιτικής απόφασης και όχι της φυσικής εξέλιξης και ανάγκης των κατοίκων.

Το επίσημο αλφάβητο είναι το κυριλλικό και αποτελείται από τριάντα ένα (31) γράμματα. Στο αλφάβητο αυτό υπάρχουν και
δύο γράμματα, τα οποία είναι ένας νεοτερισμός της τοπικής αυτής διαλέκτου και υπάρχουν μόνο στο λεγόμενο «μακεδονικό»
αλφάβητο. Το λεξιλόγιο, όπως αναφέραμε και ανωτέρω, αποτελείται από μία επιμειξία βουλγαρικών με πολλές σερβικές,
τουρκικές, ελληνικές και αλβανικές λέξεις. Η εκκλησιαστική, για παράδειγμα, ορολογία περιλαμβάνει έναν ιδιαίτερα
διευρυμένο αριθμό ελληνικών λέξεων.

Δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε ότι οι πρώτοι λόγιοι, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το τοπικό σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο
βαπτίστηκε αργότερα ως «μακεδονική» γλώσσα ήταν Βούλγαροι, οι οποίοι κατήγοντο από την περιοχή της FYROM[2].
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των αδελφών Δημήταρ (1810-1862) και Κωνσταντίνου Μιλαντίνοβ (1830-1862) από τη
Στρούγκα, οι οποίοι δημοσί- ευσαν, το έτος 1861, στο Ζάγκρεμπ συλλογή λαϊκών ασμάτων με τίτλο: «Βουλγαρικά λαϊκά
άσματα» (Balgarski narodni pesni), και όχι «Μακεδονικά λαϊκά άσματα». Ο Γκρίγκορ Πριλίτσεβ (1830-1893) μετέφρασε στην
τοπική διάλεκτο της Αχρίδας την Οδύσσεια και την Ιλιάδα. Ο ίδιος, το έτος 1860, είχε βραβευτεί για το ποίημα του «Ο
Αρματωλός», το οποίο έγραψε στα ελληνικά. Ο Στέφαν Βέρκοβιτς (1821-1893), το έτος 1860, κυκλοφόρησε στο Βελιγράδι μία
συλλογή ασμάτων με τον σερβικό τίτλο: «Τα λαϊκά άσματα των Βουλγάρων της Μακεδονίας» (Narodne pesme makedonski
Bugara).

Υπάρχουν, επίσης, και πολλοί άλλοι Βούλγαροι συγγραφείς που κατοικούσαν στην περιοχή της FYROM και συνέγραψαν τα
έργα τους στην τοπική διάλεκτο, η οποία στην πορεία ονομάστηκε «μακεδονική» γλώσσα. Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι ή
τοπική διάλεκτος της FYROM ανεπτύχθη έτι περαιτέρω με την γλωσσική παρέμβαση από πλευράς Βουλγαρίας μεταξύ των
ετών 1878-1912, δηλαδή από την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έως τους Βαλκανικούς πολέμους. Την άποψη αυτή στηρίζουν
με τις εμπεριστατωμένες μελέτες τους οι σλαβολόγοι R. Auty και H. Birnbaum, οι οποίοι θεωρούν ότι η περίοδος αυτή ήταν
καθοριστική για την προπαρασκευή της γλωσσικής εξέλιξης των κατοίκων της FYROM, οι οποίοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
πόλεμο δημιουργούν την λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα και το ξεχωριστό «μακεδονικό» έθνος.

Δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε ότι μετά, το έτος 1913, τα βουλγαρικά σχολεία που λειτούργησαν, από την Εξαρχία, στην
περιοχή, από το έτος 1870, έγιναν σερβικά ή έκλεισαν. Την περίοδο αυτή, του μεσοπολέμου, η περιοχή της FYROM
ονομαζόταν Νότια Σερβία και το ιδίωμα της τοπικής διαλέκτου «νοτιοσερβικό». Έτσι, η σερβική γλώσσα αποτέλεσε την
συνέχεια της βουλγαρικής, την οποία προσπάθησαν οι Βούλγαροι να επιβάλουν μέσω της Εξαρχίας και της παιδείας στην
τοπική διάλεκτο. Λόγω τούτου η λεγόμενη «μακεδονική» γλώσσα είναι στην ουσία μία σερβο-βουλγαρική γλώσσα, μία τεχνικά
εκσερβισμένη Βουλγαρική, η οποία επιβλήθηκε ως επίσημη γλώσσα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ώστε να αποφευχθούν οι
όποιες εκ νέου βουλγαρικές διεκδικήσεις. Προς επιβεβαίωση των ανωτέρω είναι και η μη αναγνώριση και αποδοχή της
λεγόμενης «μακεδονικής» γλώσσας από την πλευρά της Βουλγαρίας. Και αυτό, διότι την θεωρεί ως βουλγαρική διάλεκτο, η
οποία υπέστη μία τεχνητή επεξεργασία από την πλευρά των Σέρβων, με αποτέλεσμα τον εκσερβισμό της. Για τους Βούλγαρους
πρόκειται για μία τοπική παραλλαγή της βουλγαρικής γλώσσας. Γι’ αυτό άλλωστε και μπορούν θαυμάσια να συνεννοούνται
μεταξύ τους οι κάτοικοι της FYROM με τους Βούλγαρους μιλώντας ο καθένας το ιδίωμά του. Έτσι μπορούμε να
υποστηρίξουμε ότι μορφολογικά μοιάζει με τη Βουλγαρική και φωνητικά με την σερβική. Σε αυτήν λοιπόν την γλώσσα έδωσαν
την παραπλανητική και ψευδώνυμη ονομασία «μακεδονική».

Την προώθηση της νέας «μακεδονικής» γλώσσας ανέλαβε πρώτη η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, το
έτος 1946. Ιδιαίτερα σημαντικό κρίνεται το έργο του Koneski, «Μακεδονική βιβλιογραφία και μακεδονική βιβλιογραφική
γλώσσα», του έτους 1945[3]. Μετά το 1953, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε, το Ινστιτούτο της «Μακεδονικής» γλώσσας και η
«Μακεδονική» Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών. Τα πρώτα επιστημονικά δημοσιεύματα είναι: «Η γραμματική της
μακεδονικής γλώσσας», «Το ορθογραφικό λεξικό» και το τρίτομο «Λεξικό της μακεδονικής γλώσσας». Έτσι, η λεγόμενη
«μακεδονική» έγινε η τρίτη επίσημη γλώσσα της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας, από κοινού με την σερβοκροατική και την
σλοβενική.

Από τις 11 Ιανουαρίου του 2018, ως επίσημη γλώσσα της FYROM θεωρείται πλέον και η Αλβανική. Υπέρ του νέου Νόμου
ψήφισαν 69 αντιπρόσωποι της Βουλής των Σκοπίων, προερχόμενοι από το κόμμα του Πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ
(Σοσιαλδημοκρατική Ένωση) και από τα αλβανικά κόμματα της FYROM. Από την ψηφοφορία απείχαν οι βουλευτές του
κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης VMRO-DPMNE, το οποίο είναι το κόμμα των εθνικιστών. Έτσι, σήμερα στην
FYROM το 40% του συνολικού πληθυσμού και το 90% στις επαρχίες του Τετόβου και Δίβρας ομιλούν επίσημα την αλβανική
γλώσσα. Ο νέος αυτός Νόμος προβλέπει μάλιστα την επέκταση της χρήσης της αλβανικής σε όλη την επικράτεια και την τοπική
αυτοδιοίκηση της χώρας. Το κόμμα των εθνικιστών VMRO-DPMNE κατήγγειλε το νέο Νόμο ως αντισυνταγματικό, διότι με
την υιοθέτησή του η χώρα θα καταστεί επισήμως «δίγλωσση». Επιφυλάξεις έχει εκφράσει και ο πρόεδρος της FYROM,
Γκιόργκι Ιβάνοφ, ο οποίος προέρχεται από το κόμμα της VMRO-DPMNE και είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να μην
υπογράψει το προεδρικό διάταγμα και να αναπέμψει το Νόμο στη Βουλή.

Από τα ανωτέρω, γίνεται λοιπόν σαφές ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος των Σκοπίων είναι ζήτημα κομβικό. Δεν μπορεί να
μιλάμε για συμφωνία στο ζήτημα της ονομασίας και να επιτρέπουμε να υπάρχουν αναφορές σε «μακεδονική» γλώσσα,
«Μακεδονικό Έθνος», «Μακεδόνες σε γειτονικές χώρες», «Μακεδονική Εκκλησία» κ.α.

Εκκλησιολόγος, αρ. φυλ. 549, Πάτρα, 3 Φεβρουαρίου 2018.

[1] B. Koneski, Istorija na makedonskiom jazik, Skopje 1987, str. 10-11.

[2] Σχετικά, βλ: A. Stoilov, Balgarski knižovnici ot Makedonija, t. II, Sofia 1922-1928 & I. Duridanov, Balgarski vazroždenski
knižovnici ot Makedonija, Sofia 1978.

[3] B. Koneski, Makedonskata literatura i makedonskiot literaturi jazik, predavanje drzano na skopskiot naroden univerzitet,
Skoplje 1945. 4 Γεώρ. Νεκ. Λόης, «Υποχρεωτικές οι αλλαγές στο Σύνταγμα των Σκοπίων», ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ, αρ. φυλ. 547,
Πάτρα, 20 Ιανουαρίου 2018.

Η ονομασία του κράτους των Σκοπίων

Γράφει ο Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Ph.D.


Ιστορικός – Σλαβολόγος

(«ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ», Αρ.Φύλλου: 546, 13-01-2018)

Πολλά γράφονται και πολλά λέγονται κάθε φορά που επανέρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα της ονομασίας του κράτους των
Σκοπίων. Η παρέμβαση όμως του συγκεκριμένου άρθρου στόχο έχει την κατάθεση ορισμένων σκέψεων και απόψεων. Από την
έναρξη των μεταπτυχιακών μου σπουδών (1995) θυμάμαι την ενασχόληση με το «Μακεδονικό» ζήτημα και συνάμα με το θέμα
της ονομασίας του Κράτους των Σκοπίων. Ήταν τότε πολύ επίκαιρο όπως είναι άλλωστε και σήμερα. Τα έτη παρήλθαν και
δυστυχώς με λύπη διαπιστώνουμε ότι δεν άλλαξε τίποτα, εκτός από ένα γεγονός σε σχέση με το χθες (1992). Τότε οι
κυβερνώντες στα Σκόπια δέχονταν την σύνθετη ονομασία, την οποία εμείς απορρίπταμε, ενώ σήμερα θεωρούμε, οι
περισσότεροι δυστυχώς από εμάς, επιτυχία την σύνθετη ονομασία, την οποία έως την πριν Ζάεφ περίοδο οι Σκοπιανοί
απέρριπταν. Χρειαστήκαμε δηλαδή 26 έτη για να συμφωνήσουμε σε αυτό που τότε διαφωνούσαμε; Και τελικά σε τι
συμφωνούμε; Στο ότι συρόμαστε πίσω από τις όποιες εξελίξεις χρησιμοποιώντας διάφορα προσχήματα;

Οι Σκοπιανοί, φαίνεται ότι με την πάροδο των χρόνων και με την μετριοπάθεια του νέου πρωθυπουργού Ζάεφ θα πετύχουν την
αναγνώριση του κράτους τους ως ξεχωριστή πολιτεία με σύνθετη ονομασία, που θα περιέχει όμως τον όρο Μακεδονία. Έναν
όρο, ο οποίος είναι αρχαίος Ελληνικός μαρτυρούμενος επί χιλιετηρίδες προτού να υπάρξει οιοσδήποτε σλάβος στη Βαλκανική
Χερσόνησο. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα: εμείς τι θα κερδίσουμε από αυτήν την συμφωνία; Γιατί πάντοτε και σε κάθε
διεθνής συμφωνία κάτι δίνεις - κάτι παίρνεις, διαφορετικά δεν είναι συμφωνία είναι επιβολή ή προδοσία. Προσωπικά θεωρώ ως
μόνο κέρδος ότι δεν θα αποκαλείται το κράτος τους απλά – μόνο «Μακεδονία» όπως μέχρι σήμερα (έχει αναγνωριστεί διεθνώς
από 130 και πλέον χώρες ως Μακεδονία) αλλά θα του προσθέσουμε και έναν επιθετικό προσδιορισμό π.χ. «Νέα Μακεδονία».
Κερδίζουμε δηλαδή τον επιθετικό προσδιορισμό που εμείς απορρίπταμε.

Στο ζήτημα τώρα της ονοματοδοσίας τρία είναι τα ονόματα που συζητούνται: «Δημοκρατία Άνω Μακεδονίας», «Δημοκρατία
Βόρειας Μακεδονίας» και «Δημοκρατία Νέας Μακεδονίας». Αν πρέπει υποχρεωτικά να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ κάποιου
αυτό θα είναι το τρίτο. Τα δύο πρώτα δεν καλύπτουν φυλετικά και γεωγραφικά το σύνολο του κράτους των Σκοπίων και αυτό
διότι εκτός από το σλαβικό στοιχείο υπάρχει και το αλβανικό, το οποίο αποτελεί την μία από τις δύο βασικές συνιστώσες του.
Το αλβανικό στοιχείο αντιπροσωπεύει το 40% του συνόλου των κατοίκων και το 90% στις επαρχίες του Τετόβου και Δίβρας
στα δυτικά συνορεύοντας με το Κοσσυφοπέδιο. Εδώ οι αλβανοί αποκαλούν την χώρα Ιλλυρία και όχι «Μακεδονία». Άρα
έχουμε Σλαβομακεδόνες από την μία και Αλβανοϊλλυριούς από την άλλη. Φυσικά υπάρχουν και άλλες σημαντικές μειονότητες
όπως Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι (Ελληνόβλαχοι για μας), Ρομά και Έλληνες. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι: πως θα
εκπροσωπηθούν ονοματολογικά στην νέα ονομασία οι Αλβανοϊλλύριοι και οι Σλαβομακεδόνες ώστε να υπάρχει σταθερότητα
στο κράτος και να ενταχθεί τελικά στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Η ονομασία που φαίνεται να προκρίνεται είναι «Νέα Μακεδονία». Αν τελικά καταλήξουν σε αυτήν τότε θα πρέπει οι Πολιτικοί
και Διπλωμάτες μας να καταγράψουν οπωσδήποτε το «Ιστορικό Πλαίσιο» βάσει του οποίου θα συμφωνήσουμε στην σύνθετη
ονομασία, διότι από την ημέρα αναγνώρισης του κράτους των Σκοπίων θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο ιστορικά ότι οι Σκοπιανοί
έχουν μόνο ένα τμήμα της γεωγραφικής Μακεδονίας, ενώ εμείς την «Αρχαία – Ελληνική Μακεδονία». Έτσι, θα αποφύγουμε
μελλοντικά νέα προβλήματα. Αν δεν είναι απόλυτα κατανοητό το «Ιστορικό Πλαίσιο» βάσει του οποίου θα συμφωνήσουμε
στην σύνθετη ονομασία, κανείς δεν μας εξασφαλίζει ότι σε μικρό χρονικό διάστημα δεν θα έλθει ένας νέος Γκρούεβσκι, ο
οποίος θα θελήσει να αναθεωρήσει τη συμφωνία που θα έχει υπογραφεί, βασιζόμενος στην αποδοχή από όλους πλέον του όρου
«Μακεδονία» και δεν θα επανέλθει στο παλιό όραμα της «Ενωμένης Μακεδονίας». Κανείς επίσης δεν μας εγγυάται ότι δεν θα
υπάρξει μελλοντικά απόπειρα – και μάλιστα θα είναι και δικαιολογημένη από την πλευρά των Σκοπίων – να διεκδικήσουν ένα
μέρος από την πολιτιστική κληρονομιά και την ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Μακεδονίας.

Από την πλευρά μας η θεωρητική τεκμηρίωση, το υπόβαθρό στο οποίο πρέπει να στηριχθεί κάθε σύνθετη ονομασία θα πρέπει
να βασίζεται ιστορικά στην περίοδο των Οθωμανών. Την περίοδο αυτή τα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και
τμήμα του βιλαετίου του Κοσσυφοπεδίου όπου εντασσόταν το σαντζάκιο των Σκοπίων αποτελούσαν τη γεωγραφική Μακεδονία
όπως αυτή είχε καθιερωθεί να λέγεται κατά την μακραίωνη περίοδο των Οθωμανών. Άρα, διατυπώνουμε λόγο εξαρχής για
Γεωγραφικό Προσδιορισμό που εκκινεί ιστορικά από την περίοδο των Οθωμανών. Η γεωγραφική λοιπόν έννοια πού είχε
προσδοθεί στην περιοχή με τον όρο «Μακεδονία» δεν είχε καμία εθνολογική διάσταση. Η ύπαρξη της εθνολογικής διάστασης,
της ξεχωριστής δηλαδή «μακεδονικής εθνότητας» των Σκοπίων ανακαλύφθηκε στο πλαίσιο της συγκροτήσεως από τον Τίτο της
νέας Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Άλλωστε όλες οι πλευρές γνωρίζουν ότι μετά την
απελευθέρωση από τους Οθωμανούς ο Μακεδονικός χώρος, των τριών οθωμανικών βιλαετιών έχει αποδοθεί: α) στην Ελλάδα, η
Αρχαία Ελληνική Μακεδονία ελαττωμένη κατά το 1/10 αυτής ποσοστό 51,57% β) στη Βουλγαρία ένα τμήμα του
βορειοανατολικού Μακεδονικού χώρου ποσοστό 10,11% και γ) στο Βασίλειο Σέρβων - Κροατών και Σλοβένων το
βορειοδυτικό τμήμα του Μακεδονικού χώρου - Μακεδονία του Βαρδάρη - η περιοχή των Σκοπίων, ποσοστό 38,32% (Συνθήκη
του Νεϊγύ 1919).

Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω γίνεται ξεκάθαρο ότι οι Σκοπιανοί δεν έχουν καμία φυλετική και ιστορική σχέση με τους
Έλληνες Μακεδόνες και την Αρχαία Ελληνική Μακεδονία του Μ. Αλεξάνδρου. Απλά οι προγονοί τους, Σλάβοι στην καταγωγή,
έμεναν σε περιοχή όπου γεωγραφικά οι Οθωμανοί την αποκαλούσαν Μακεδονία, χωρίς όμως αυτή να έχει καμία σχέση με το
Αρχαίο Ελληνικό Μακεδονικό Βασίλειο. Αν το ανωτέρω αναλυθεί διεξοδικά και γραφεί στην συμφωνία ως το «Ιστορικό
Πλαίσιο» τότε μπορούμε να μιλάμε για λύση του ζητήματος. Όμως για να επιτευχθεί αυτό πρέπει πρώτα οι κυβερνώντες του
κράτους των Σκοπίων να αλλάξουν τις διατάξεις των άρθρων του Συντάγματος περί μεταβολής συνόρων, οι οποίες βρίσκονται
στο προοίμιο των άρθρων 3 - 68 και 74, αλλά και περί της προστασίας μειονοτήτων σε γειτονικές χώρες στο άρθρο 49
παράγραφος 1 το οποίο λέγει: «Η Δημοκρατία, μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα του Μακεδονικού λαού στις
γειτονικές χώρες». Εδώ αναφέρεται ξεκάθαρα σε πολίτες της Αλβανίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας. Επίσης αναμένουμε και την
αλλαγή στο Σύνταγμα των Σκοπίων στο σημείο που ομιλεί για «Μακεδονικό έθνος», καθώς και την εξάλειψη κάθε
αλυτρωτισμού. Ως πρώτο βήμα καλής θέλησης θα πρέπει άμεσα, τώρα, να προχωρήσει η μετονομασία του αεροδρομίου «Μ.
Αλέξανδρος» των Σκοπίων σε «Κίρο Γκλιγκόροφ», κάτι που άλλωστε έχει αναφέρει και ο πρωθυπουργός Ζάεφ. Στο σημείο
αυτό να υπενθυμίσουμε ότι ο Γκλιγκόροφ, ο οποίος διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος της FYROM, το 1991 ερωτηθείς για το όνομα
Μακεδονία είπε: «Εμείς δεν έχουμε σχέση με τον Αλέξανδρο. Εμείς είμαστε Σλάβοι». Να θυμηθούμε ότι στην συνέχεια
ακολούθησε η δολοφονική απόπειρα εναντίον του.

Θεωρώ ότι το «παιχνίδι» χάθηκε για μας από την αρχή, το 1991, λόγω ολιγωρίας. Τότε έπρεπε να διακόπταμε τις σχέσεις μας με
κάθε χώρα που θα αναγνώριζε τα Σκόπια ως «Μακεδονία». Ο φόβος όμως της απομόνωσης έδειξε μία ανασφάλεια από την
πλευρά μας με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες χώρες να αναγνωρίσουν τα Σκόπια και σήμερα που έχουμε υποκύψει στα
Μνημόνια είναι όλα τελείως διαφορετικά.

Ολοκληρώνοντας θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ένα επίσης σημαντικό πρόβλημα, που ακολουθεί το θέμα της
ονομασίας και είναι το ζήτημα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της περιοχής. Δυστυχώς βιάστηκαν κάποιοι πολιτικοί και
δημοσιογράφοι να χαρακτηρίσουν την παρέμβαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος (10-1-18) ως
«εισπήδηση» στα πολιτικά θέματα. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για «εισπήδηση» ορισμένων πολιτικών στα εκκλησιαστικά
θέματα, διότι στο ζήτημα της ονομασίας τους κράτους των Σκοπίων εμπλέκουν και το θέμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της
περιοχής. Ως γνωστόν η κανονική και αναγνωρισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία της FYROM ονομάζεται «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος
και Μητρόπολη Σκοπίων». Η σχισματική Εκκλησία ονομάζεται «Μακεδονική» και δεν είναι αναγνωρισμένη από καμία
Ορθόδοξη Εκκλησία. Με την «εισπήδηση» λοιπόν ορισμένων πολιτικών στα εκκλησιαστικά θέματα εγκυμονεί ο κίνδυνος μιας
πολιτικής αναγνώρισης της σχισματικής εκκλησίας, χωρίς να έχει ρωτηθεί η επίσημη Εκκλησία για την κανονικότητά της.
Συνεπώς πολύ σωστά η Διαρκής Ιερά Σύνοδος αναφέρει ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί όνομα με τον όρο «Μακεδονία» ή
παράγωγό του, εξηγώντας τις επιπτώσεις σχετικά με την ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης εκκλησίας της
«Μακεδονίας».
Κλείνοντας να τονίσουμε ότι στο εύθραυστο μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό πεδίο των Βαλκανίων οι πολιτικές ελληνικές δυνάμεις
οφείλουν να είναι ενωμένες, ώστε να μπορέσουν να διαφυλάξουν και να ενισχύσουν από κοινού τη θέση της χώρας μας. Μετά
την υπογραφή της όποιας συμφωνίας και των Όρων αυτής, θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα είμαστε σε θέση να μιλάμε για έναν
έντιμο συμβιβασμό με το κράτος των Σκοπίων και όχι για ένα ακόμη ιστορικό λάθος! Η όποια λοιπόν σύνθετη ονομασία θα
πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη ανάλυση του «Ιστορικού Πλαισίου», καθώς και από την απάλειψη των άρθρων, που
αναφέραμε ανωτέρω, και του όρου «Μακεδονικό έθνος» από το Σύνταγμα των Σκοπίων.

Υποχρεωτικές οι αλλαγές στο Σύνταγμα των Σκοπίων

Γράφει ο Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Ph.D.

(«ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ», Αρ.Φύλλου: 547, Πάτρα 20-01-2018)

Σε συνέχεια του άρθρου: «Η Ονομασία του Κράτους των Σκοπίων», το οποίο δημοσιεύτηκε στον «Εκκλησιολόγο», αρ.
φύλλου 546, την 13η Ιανουαρίου 2018, κρίνουμε σκόπιμο να επανέλθουμε ώστε να καταγράψουμε τα σημαντικότερα άρθρα του
Συντάγματος των Σκοπίων, τα οποία πρέπει να αναθεωρηθούν προκειμένου να προχωρήσει μία πιθανή συμφωνία για το ζήτημα
της ονομασίας. Με βάση τη συμφωνία του Βουκουρεστίου, 3 Απριλίου 2008, έχουμε δεχθεί τη σύνθετη ονομασία: «Ναι
στη σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, για όλες τις χρήσεις». Η σύνθετη ονομασία μπορεί να περιλαμβάνει και
τον όρο Μακεδονία αλλά η γειτονική χώρα δεν θα έχει διαφορετική ονομασία για το εσωτερικό της και διαφορετική για τις
σχέσεις της με την Ελλάδα και τις διεθνείς σχέσεις της, θα ισχύει erga omnes – έναντι όλων.

Παρότι είμαστε κάθετα αντίθετοι στο να δοθεί ο όρος Μακεδονία ή Παραγώγου ως συστατικού του ονόματος των Σκοπίων,
διότι είναι αρχαίος Ελληνικός μαρτυρούμενος επί χιλιετηρίδες προτού να υπάρξει οιοσδήποτε σλάβος στη Βαλκανική
Χερσόνησο, εντούτοις οι τελευταίες εξελίξεις και το Βουκουρέστι μας αναγκάζουν να δούμε τις πραγματικές διαθέσεις των
Σκοπίων, οι οποίες πηγάζουν από το Σύνταγμά τους.

Στο προηγούμενο άρθρο μιλήσαμε για το «Ιστορικό Πλαίσιο», το οποίο οι Πολιτικοί και Διπλωμάτες μας οφείλουν να λάβουν
υπόψη τους σε οποιαδήποτε συμφωνία με σύνθετη ονομασία, διότι από την ημέρα αναγνώρισης του κράτους των Σκοπίων θα
πρέπει να είναι ξεκάθαρο ιστορικά ότι οι Σκοπιανοί έχουν μόνο ένα τμήμα της γεωγραφικής Μακεδονίας, όπως αυτή
αποκαλούταν την περίοδο των Οθωμανών, ενώ εμείς την «Αρχαία – Ελληνική Μακεδονία».

Η αναθεώρηση του Συντάγματος των Σκοπίων είναι ζήτημα κομβικό. Δεν μπορεί να μιλάμε για συμφωνία στο ζήτημα της
ονομασίας και να επιτρέπουμε να υπάρχουν αλυτρωτικές αναφορές στο Σύνταγμα των Σκοπίων. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί
να υπάρξει συμφωνία, η οποία θα είναι erga omnes και από την άλλη να επιτρέπουμε στους Σκοπιανούς να ομιλούν για
«Μακεδονικό Έθνος», για «Μακεδονική γλώσσα», για «εκπατρισμένους Μακεδόνες», για «Μακεδόνες σε γειτονικές χώρες»
και για «Μακεδονική Εκκλησία». Γι’ αυτό πολύ σωστά η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφέρει (10-01-
18) ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί όνομα με τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγό του, εξηγώντας τις επιπτώσεις σχετικά με την
ονομασία της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης εκκλησίας της «Μακεδονίας». Εμείς στην συνέχεια θα επιχειρήσουμε να
επισημάνουμε τις αλυτρωτικές αναφορές του Συντάγματος των Σκοπίων.

Αλυτρωτικές αναφορές στο Σύνταγμα

Η πλειοψηφία των άρθρων του Συντάγματος των Σκοπίων ομιλούν για «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αυτό σημαίνει ότι θα
πρέπει να υπάρξει μία γενική τροπολογία, η οποία θα αντικαταστήσει την παλαιά ονομασία του Κράτους σύμφωνα με την νέα.

Ειδικότερα:

Άρθρο 3 – «Το έδαφος της Μακεδονίας είναι αδιαίρετο και αναπαλλοτρίωτο».

«Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας μπορούν να μεταβληθούνμόνο συμφώνως προς το Σύνταγμα».

Τροπολογία (1) επί του άρθρου 3. «Η Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις έναντι των γειτονικών
Κρατών».

Σχόλιο: Τι σημαίνει αδιαίρετο; Οι ίδιοι αποκαλούν την ελληνική Μακεδονία «ως του Αιγαίου» και την βουλγαρική «ως του
Πιρίν». Μήπως θεωρούν διηρημένη την χώρα τους και εποφθαλμιούν ελληνικά και βουλγαρικά εδάφη; Ακόμη και με την
Τροπολογία (1) τα σύνορα και πάλι μπορούν να μεταβληθούν σύμφωνα με το Σύνταγμα και συμπληρώνουν «και σύμφωνα με
τους γενικώς αποδεκτούς διεθνείς κανόνες». Η αναφορά αυτή αποτελεί κορυφαίο δείγμα αλυτρωτισμού.

Άρθρο 4 – «Οι πολίτες της Δημοκρατίας της Μακεδονίας έχουν τηνιθαγένεια της Δημοκρατίας της Μακεδονίας…».

Άρθρο 7 – «Η Μακεδονική γλώσσα με το Κυριλλικό αλφάβητο είναι η επίσημη γλώσσα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας…».

Σχόλιο: Τα άρθρα 4 και 7 του συντάγματος καθορίζουν την ιθαγένεια και την γλώσσα ως «Μακεδονική». Αυτά θα πρέπει να
αφαιρεθούν από το Σύνταγμα.

Άρθρο 19 – «Η Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία, οι άλλες θρησκευτικές κοινότητες και οι δογματικές ομάδες….».

Σχόλιο: Συνταγματικά αναγνωρίζουν την Σχισματική Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι την «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος και Μητρόπολη
Σκοπίων», υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, η οποία είναι και η κανονικά αναγνωρισμένη Εκκλησία απ’ όλες τις Ορθόδοξες ανά
την Οικουμένη Εκκλησίες.

Άρθρο 36 – «Η Δημοκρατία διασφαλίζει ιδιαίτερα κοινωνικά ασφαλιστικά δικαιώματα στους παλαίμαχους του Αντιφασιστικού
πολέμου και όλων των πολέμων εθνικής απελευθέρωσης της Μακεδονίας…»

Σχόλιο: Αυτοί που πολέμησαν και έχυσαν το αίμα τους για την Μακεδονία ήταν Έλληνες. Σε ποιους αναφέρονται που
επιθυμούν να διασφαλίσουν ιδιαίτερα κοινωνικά και ασφαλιστικά δικαιώματα;

Άρθρο 49 – «Η Δημοκρατία μεριμνά για την κατάσταση και τα δικαιώματα του Μακεδονικού Λαού σε γειτονικές χώρες, καθώς
και για τους μετανάστες Μακεδόνες…».

Τροπολογία (2) επί του άρθρου 49 – «Στην άσκηση του ανωτέρω η Δημοκρατία δεν θα παρεμβαίνει στα κυριαρχικά δικαιώματα
άλλων κρατών ή στις εσωτερικές υποθέσεις τους».

Σχόλιο: Το άρθρο 49 προωθεί τον αλυτρωτισμό διότι ομιλεί για «Μακεδονικές» μειονότητες σε γειτονικές χώρες καθώς και
για τα δικαιώματα των μεταναστών από την «Μακεδονία».

Κατόπιν ελληνικών παρεμβάσεων προστέθηκε η «Τροπολογία (2) επί του άρθρου 49», η οποία όμως δεν ανατρέπει τον
αλυτρωτισμό και την διεκδίκηση αναγνώρισης κάποιας υποτιθέμενης «Μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα (στην ελληνική
Μακεδονία).

Άρθρο 50 – «Κάθε πολίτης μπορεί να αξιώσει προστασία των ελευθεριών και δικαιωμάτων που ορίζει το Σύνταγμα από τα
τακτικά δικαστήρια όπως και από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Μακεδονίας…»
Σχόλιο: Στην περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αχρίδος και Μητροπολίτη Σκοπίων κ. Ιωάννη που ήταν η προστασία των
ελευθεριών και δικαιωμάτων; Να θυμίσω εν συντομία ότι επειδή ο Ιωάννης, από το 2002, αρνήθηκε να συνεχίσει στο
αντικανονικό πλαίσιο της σχισματικής αυτοαποκαλούμενης «Μακεδονικής» Εκκλησίας, άρχισαν να τον διώκουν. Αποτέλεσμα
να του προσάψουν διάφορες κατηγορίες και να βρεθεί για πολλά έτη φυλακισμένος. Οι κατηγορίες και οι καταδίκες του
Αρχιεπισκόπου Ιωάννη είχαν πολιτική σκοπιμότητα, διότι ο ίδιος διακηρύττει ότι η «Μακεδονική» Εκκλησία της FYROM είναι
σχισματική και περιφρονεί τις βασικές αρχές της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας προτάσσοντας εθνοφυλετικές σκοπιμότητες.

Άρθρο 68 – «Η Βουλή της Δημοκρατίας της Μακεδονίας αποφασίζει για την μεταβολή των συνόρων της Δημοκρατίας…».

Άρθρο 74 – «Η Βουλή αποφασίζει για την μεταβολή των συνόρων της Δημοκρατίας με πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των
αντιπροσώπων».

Σχόλιο: Και τα δύο ανωτέρω άρθρα (68 & 74) ομιλούν για μεταβολή συνόρων. Δείγμα αλυτρωτισμού.

Άρθρο 119 – «Οι διεθνείς Συνθήκες συνάπτονται στο όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας
της Μακεδονίας…».

Σχόλιο: Άμεση αλλαγή του συγκεκριμένου άρθρου πριν την οποιαδήποτε Συμφωνία, διότι η υπογραφή του Προέδρου
συνάπτεται στο όνομα της Δημοκρατίας της «Μακεδονίας». Άρα έμμεσα όποιος αναγνωρίζει την υπογραφή του Προέδρου,
αναγνωρίζει και το Κράτος. Επίσης, θα υπογράψει διεθνή Συμφωνία π.χ. για την αλλαγή του ονόματος του Κράτους, εις το
όνομα της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας»;

Άρθρο 131 – «Η απόφαση για εισαγωγή μεταβολής (κίνηση της διαδικασίας αναθεωρήσεως) του Συντάγματος λαμβάνεται από τη
Βουλή με πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των αντιπροσώπων».

Σχόλιο: Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο νέος πρωθυπουργός Ζάεφ θέλει να τα αλλάξει όλα, το ερώτημα είναι πως θα το
κατορθώσει αυτό με 61 μόλις αντιπροσώπους, που διαθέτει, επί συνόλου 120. Άρα είναι ολοφάνερο ότι δεν θα μπορέσει να
περάσει καμία τροπολογία από την Βουλή γιατί χρειάζεται τουλάχιστον 80 ψήφους. Τα πράγματα είναι ιδιαίτερα εύθραυστα
στην γειτονική χώρα.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν μπορεί να υπάρξει καμία λύση του ονοματολογικού αν πρώτα δεν υπάρξουν οι αλλαγές στα
συγκεκριμένα άρθρα του Συντάγματος των Σκοπίων, το οποίο είναι σε ισχύ από την 6 η Ιανουαρίου 1992.

Βυζάντιο και Σλάβοι. Το κράτος των Ρώς (Ρώσων) και ο εκχριστιανισμός των Ανατολικών
Σλάβων (9ος -10ος αιώνας) 25/10/2017 Antibaro.gr

Γεώργιος Νεκτάριος Λόης, Δρ.


Ιστορικός – Σλαβολόγος
Καθ. (ΣΕΠ) Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «ΘΕΟΛΟΓΙΑ»


Περίληψη

Η παρούσα εργασία ασχολείται με την ίδρυση του πρώτου κράτους των Ρως (Ρώσων) και τον εκχριστιανισμό των ανατολικών
Σλάβων. Διαπιστώνουμε ότι οι πηγές συχνά αναφέρουν τους Σκανδιναβούς με τις ονομασίες «Ρώς» και «Βάραγγες». Οι Ρως
Βάραγγες ήταν μισθοφόροι στρατιώτες στην περιοχή της σημερινής Ρωσίας και στρατολογούνταν από τους ηγεμόνες των
ανατολικών Σλάβων.

Σχετικά με τη δημιουργία του πρώτου Ρωσικού κράτους δύο είναι οι επικρατέστερες θεωρίες, η «νορμανική» και η
«αντινορμανική». Η πρώτη πιστεύει ότι οι Σκανδιναβοί διεδραμάτισαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του πρώτου
Ρωσικού κράτους του Κιέβου, ενώ η δεύτερη θεωρεί ότι το Ρωσικό κράτος του Κιέβου είναι αποτέλεσμα της σταδιακής
εξέλιξης των ίδιων των ανατολικών Σλάβων. Στην συνέχεια της μελέτης καταγράφεται η σταδιακή εξέλιξη του κράτους των
Ρως και η μετακίνηση της πρωτεύουσας από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο, σύμφωνα με την αρχαιότερη Ρωσική πηγή το «Ρωσικό
Χρονικό του Νέστορα» (1116).

Ο Χριστιανισμός ήταν γνωστός τους ανατολικούς Σλάβους από τις αρχές του 9ου αιώνα. Όταν όμως στο θρόνο του Κιέβου
βρέθηκε η αγία Όλγα (945-961) έγινε και η πρώτη προσπάθεια να καθιερωθεί ο Χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία του
κράτους, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Ο εγγονός της ο άγιος Βλαδίμηρος, ήταν αυτός που επέτυχε τον εκχριστιανισμό των
Ρώσων και την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους, το έτος 988.

Η εμφάνιση των Ρώς

Οι Σκανδιναβοί, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την περιοχή της σημερινής Σουηδίας διακρίνονταν ως πολεμιστές
Βίκινγκς[1] και έμποροι. Από τον 8ο αιώνα άρχισαν να επεκτείνουν, έτι περαιτέρω, τις εμπορικές δραστηριότητές τους στα
ανατολικά παράλια της Βαλτικής θάλασσας, στον Φιννικό κόλπο και τις ακτές του. Έτσι, μέσω των ποταμών που εκβάλλονταν
στην Βαλτική θάλασσα, οι Σκανδιναβοί εισήλθαν στο εσωτερικό της ρωσικής πεδιάδας. Χρησιμοποίησαν την υδάτινη οδό των
ποταμών που συναντούσαν στο διάβα τους, ώστε να φθάσουν έως το Βυζάντιο. Η υδάτινη αυτή οδός κατεγράφη στην ιστορία
με την χαρακτηριστική φράση των Ρώσων χρονογράφων «από τους Βαράγγους στους Έλληνες», δηλαδή από την Σκανδιναβία
στο Βυζάντιο.[2] Για την σπουδαιότητα της υδάτινης αυτής οδού, κάνει λόγο και το έργο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄
Πορφυρογέννητου (913-959), «Προς τον ιδιον υιόν Ρωμανόν» – De administrando Imperio.[3] Αρχικά, χρησιμοποίησαν τον
Βόλγα ποταμό και στην συνέχεια, μετά τον 9ο αιώνα, τον Δνείπερο.

Οι Ανατολικοί Σλάβοι εξαπλώνονται στην ρωσική πεδιάδα από τον 6 ο έως τον 8ο αιώνα, πραγματοποιώντας την διείσδυσή τους
με κατεύθυνση από τον Νότο προς τον Βορρά.[4] Η αρχική κοιτίδα τους είναι κοινή με τους υπόλοιπους Σλάβους και
εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ των ποταμών Όντερ και Βιστούλα δυτικά και στον άνω ρού του Δνείπερου
ανατολικά, δηλαδή πλησίον στην σημερινή ανατολική Πολωνία, δυτική Ουκρανία και νοτιοδυτική Λευκορωσία. Για τους δε
Σκανδιναβούς η διείσδυση στα σλαβικά εδάφη έγινε με αντίστροφη κατεύθυνση από τον Βορρά προς τον Νότο.

Ο δρόμος από την Σκανδιναβία προς το Βυζάντιο διήρχετο από την ρωσική πεδιάδα. Τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι
Σκανδιναβοί ήταν διάφορα δέρματα, γούνες, κερί και μέλι, αλλά ασκούσαν και το δουλεμπόριο. Τα εμπορεύματα αυτά
συνοδεύονταν πάντα και από ένοπλους άνδρες. Καθ’ οδόν, όπου έκριναν ότι ήταν απαραίτητο για την ανάπαυσή τους αλλά και
στρατηγικής σημασίας για την απρόσκοπτη συνέχιση του εμπορίου, κατασκεύαζαν διάφορα οχυρά, τα οποία στην πορεία θα
μετεξελιχθούν σε οχυρωμένες πόλεις. Οι Ανατολικοί Σλάβοι αποκαλούσαν τους Σκανδιναβούς που συναντούσαν με το όνομα
«Rus», στις βυζαντινές πηγές «Ρώς». Η ονομασία αυτή είναι σλαβική και προέρχεται από το όνομα Ruotsi,[5] το οποίο με την
σειρά του ανάγεται στον παλαιοσουηδικό αυτοχαρακτηρισμό των Σουηδών ως Rops-men, δηλαδή «ομάδα κωπηλατών»,
«πλήρωμα» και συνδέεται με την παράκτια περιοχή Ros-lagen της ανατολικής Σουηδίας, στα παράλια της Uppland. Έτσι, το
αρχικό Ruotsi έλαβε στην σλαβική γλώσσα, λόγω των φωνητικών ιδιαιτεροτήτων, την μορφή «Rus». Αργότερα όταν θα
διαμορφωθεί το πρώτο ρωσικό κράτος, επικεφαλής του οποίου ήταν μια δυναστεία σκανδιναβικής προέλευσης, το όνομα
«Rus» ή «Ρώς» θα σημαίνει τόσο το κρατικό αυτό μόρφωμα όσο και τους σλαβικής καταγωγής υπηκόους του.[6] Η ανωτέρω
ετυμολογική προέλευση της ονομασίας «Ρώς» είναι η επικρατέστερη.[7]

Στις πηγές συχνά αναφέρεται για τους Σκανδιναβούς, παράλληλα με το όνομα «Ρώς», και η ονομασία «Βάραγγοι». Η
ετυμολογία της λέξεως προέρχεται από την αρχαία νορβηγική «Vaeringjar», «Var», η οποία σημαίνει «λόγος τιμής», ή «όρκος»,
και πιθανόν αφορά τον αμοιβαίο όρκο πίστης, τον οποίο έδιναν μεταξύ τους οι Βάραγγοι όταν πολεμούσαν σε ξένους τόπους. Οι
Ρώς Βάραγγοι ήταν μισθοφόροι στρατιώτες στην Ρωσία και στρατολογούνταν από τους ηγεμόνες των Ανατολικών Σλάβων.
Σύμφωνα με την παράδοση οι Βάραγγοι προσκλήθηκαν στην Ρωσία από τον Σλάβο ηγεμόνα του Νόβγκοροντ, με σκοπό να τον
βοηθήσουν κατά των επιδρομών των Φίννων. Στην συνέχεια, οι Βάραγγοι, όταν αντιλήφθησαν ότι οι Σλάβοι δεν ήταν σε θέση
να τους απωθήσουν, κατέλαβαν την εξουσία του Νόβγκοροντ, το έτος 862, και λίγο αργότερα, το 864, άλλοι Βάγγαροι (ο
Άσκολ και ο Ντίρ) θα καταλάβουν την εξουσία και του Κιέβου. Όλα τα ανωτέρω αναφέρονται στην αρχαιότερη Ρωσική πηγή,
το «Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα» (1116).[8] Έτσι, σύμφωνα με την παράδοση ο σκανδιναβός ηγεμόνας Ριούρικ είναι αυτός
που εκλήθη από τους Ανατολικούς Σλάβους για βοήθεια και αυτός είναι ο ιδρυτής της πρώτης δυναστείας, η οποία κυβέρνησε
την Ρωσία από το έτος 862 έως το 1613.
Όμως οι έως τώρα ερευνητές τής ανωτέρω πηγής, του «Χρονικού του Νέστορα», συγκρούονται σε δύο διαμετρικά αντίθετα
συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο των Σκανδιναβών στην δημιουργία του πρώτου Ρωσικού κράτους. Αυτοί είναι οι οπαδοί
της «νορμανικής» θεωρίας και οι οπαδοί της «αντινορμανικής». Οι πρώτοι πιστεύουν ότι οι Σκανδιναβοί διεδραμάτισαν
ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας με την ίδρυση του πρώτου Ρωσικού
κράτους του Κιέβου,[9] ενώ οι οπαδοί της δεύτερης θεωρίας υποστηρίζουν ότι το Ρωσικό κράτος του Κιέβου είναι αποτέλεσμα
της σταδιακής εξέλιξης των ίδιων των Ανατολικών Σλάβων.[10] Προσωπικά πιστεύω ότι στην εξέλιξη και διαμόρφωση του
πρώτου Ρωσικού κράτους συνέβαλαν στην πράξη και οι δύο ανωτέρω διεργασίες. Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν την ίδια
πηγή, το «Χρονικό του Νέστορα», και λόγω της χρήσης αυτής καμία πλευρά δεν δύναται να αποκλείσει την άλλη και να
διεκδικήσει για λογαριασμό της την ίδρυση του κράτους του Κιέβου. Θεωρώ ότι η ενοποίηση έγινε λόγω των Σκανδιναβών, τον
9οαιώνα, αλλά με βάση τις ήδη ιδρυμένες και ανεπτυγμένες σλαβικές πόλεις του Νόβγκοροντ και του Κιέβου.

Οι Βάραγγοι Ρώς ήταν ιδιαίτερα πιστοί στον εκάστοτε ηγεμόνα τους. Μάλιστα γνωρίζουμε ότι τέλη του 10ου αιώνα, ο Ρώσος
ηγεμόνας Βλαδίμηρος παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους,[11] τους οποίους
μετά την νίκη κατά των αδελφών του, δεν τους εχρειάζετο. Οι Βάραγγοι θα αποτελέσουν, στην συνέχεια, τον βασικό πυρήνα
της φρουράς του βυζαντινού αυτοκράτορα.[12] Όταν μετά τα μέσα του 10ου αιώνα, οι Σκανδιναβοί Ρώς θα εκσλαβιστούν εξ
ολοκλήρου η λέξη «Βάραγγος», στα ρωσικά «Varjag», θα σημαίνει, εκτός από τον μισθοφόρο, και τον Σκανδιναβό.[13] Οι
σύγχρονες σκανδιναβικές πηγές αποκαλούν την Ρωσία ως «Γαρδαρίκι», δηλαδή «Καστροπολιτείες», μία χώρα με οικισμούς
οχυρωμένους.

Σχετικά με τον Χριστιανισμό, η διδασκαλία – λατρεία του ήσαν ήδη γνωστές στους Ανατολικούς Σλάβους από το πρώτο ήμισυ
του 9ου αιώνα, δια μέσου του Δούναβη, της Κριμαίας και του Καυκάσου. Ιδιαίτερα στην Κριμαία από τους πρώτους αιώνες
υπήρχαν ακμαίες τοπικές Εκκλησίες. Το δε πολιτιστικό έργο του ελληνισμού του Εύξεινου Πόντου ήταν ήδη γνωστό και το
συνέχιζαν οι χριστιανικές επισκοπές. Σε όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας των Χαζάρων η Κωνσταντινούπολη είχε
ιδρύσει επισκοπές, οι οποίες προετοίμαζαν τους γειτονικούς λαούς να δεχθούν τον Χριστιανισμό. Παρόλα αυτά, από την πλευρά
του Βυζαντίου δεν είχε υπάρξει μια συγκεκριμένη συστηματική προσπάθεια, έως τον 9 ο αιώνα, για την διάδοση της
χριστιανικής πίστης ανάμεσα στους Σλάβους.

Η παρουσία των Σκανδιναβών βοήθησε στην ενοποίηση των Ανατολικών Σλάβων. Οι πρώτες συναντήσεις Σκανδιναβών και
Ανατολικών Σλάβων τοποθετούνται χρονολογικά μεταξύ του 750-830 μ.Χ. Όμως η παρουσία των Σκανδιναβών ήταν
αριθμητικά ιδιαιτέρως περιορισμένη σε σχέση με τον πολυπληθή συμπαγή σλαβικό πληθυσμό, γεγονός που οδήγησε σε αρκετά
σύντομο χρονικό διάστημα στον εκσλαβισμό τους, περί τα τέλη του 10 ου αρχές του 11ου αιώνα. Η ενοποίηση των Ανατολικών
Σλάβων άρχεται τον ένατο αιώνα και ολοκληρώνεται στις αρχές του δεκάτου. Έτσι, από τους Σκανδιναβούς Ρώς διατηρήθηκε
μόνο το όνομα «Ρώσοι», για να χαρακτηρίζει στην συνέχεια την εθνική ταυτότητα των Ανατολικών Σλάβων.

Η εξέλιξη του κράτους των Ρώς

Όταν απεβίωσε ο Ριούρικ, τον διεδέχθη ο επίσης σκανδιναβός Όλεγκ (879-912),[14] ο οποίος σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό
του Νέστορα» μετακίνησε την πρωτεύουσα του κράτους του από το Νόβγκοροντ στο Κίεβο, αφού πρώτα το κατέλαβε, το έτος
882. Κατά την διάρκεια των συγκρούσεων για την κατάληψη του Κιέβου, ο Όλεγκ εφόνευσε τους νεοφωτιζόμενους στον
χριστιανισμό ηγεμόνες του Κιέβου Άσκολντ και Ντίρ. Τον Χριστιανισμό, άλλωστε, τον θεωρούσε ως διασπαστικό στοιχείο του
λαού του. Με την κατάληψη του Κιέβου ο Όλεγκ ένωσε, αφενός, την εμπορική οδό από την Βαλτική θάλασσα έως τον Εύξεινο
Πόντο και, αφετέρου, ενοποίησε για πρώτη φορά τους Ανατολικούς Σλάβους σε ένα ενιαίο κράτος. Το Κίεβο ήταν ιδιαίτερης
σημασίας για τους Ρώς – Ρώσους, διότι ευρίσκετο πλησίον στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν πόλος έλξης και το
σημαντικότερο τότε κέντρο εμπορίου. Προσωπικά θεωρώ ότι τον Όλεγκ δεν τον ενδιέφερε τόσο το Κίεβο, όσο το ότι ευρίσκετο
πλησιέστερα στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ήταν και ο επόμενος στόχος του. Σε όλη την διαδρομή έως το Κίεβο οι Ρώσοι
δημιούργησαν διάφορες οχυρωμένες βάσεις, οι οποίες αποτελούσαν αναχώματα των όποιων επιθέσεων από ξένες δυνάμεις. Οι
βάσεις αυτές απετέλεσαν, στην συνέχεια, τις διάφορες πρώτες πόλεις. Με τον τρόπο αυτόν υπήρξε και η σταδιακή υποταγή των
σλαβικών εκείνων φύλων που συναντούσαν στην διαδρομή προς το Κίεβο. Οι εμπορικές σχέσεις των Ρώσων με το Βυζάντιο
ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Ρώσους, από τον ένατο έως και τον ενδέκατο αιώνα, να
επιχειρήσουν πέντε (5) φορές να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, χωρίς όμως να το κατορθώσουν.[15]

Τον Όλεγκ διεδέχθη στην ηγεσία των Ρώσων του Κιέβου ο Ίγκορ (913-945).[16] Την περίοδο αυτή η χριστιανική πίστη στο
Κίεβο επανέκτησε την ελευθερία της.[17] Πλησίον στον Ίγκορ τοποθετούνται, για πρώτη φορά, και δύο Σλάβοι, οι οποίοι
εμφανίζονται και ως συγγενείς του.[18] Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι ο εκσλαβισμός του πολυεθνικού κράτους βρισκόταν
ήδη σε εξέλιξη. Ο βίος όμως του Ίγκορ θα σταματήσει απρόσμενα, διότι, το έτος 945, θα δολοφονηθεί από την σλαβική φυλή
των Δερεβλιάνων, λόγω των πολύ υψηλών φόρων που είχαν επιβάλει οι Βάραγγοι στα σλαβικά φύλα. Στον θρόνο του Κιέβου
τον διεδέχθη η σύζυγός του Όλγα (945-961), ως προσωρινή ηγεμόνας λόγω του ότι ο διάδοχος του θρόνου και υιός του,
Σβιατοσλάβος, ήταν ανήλικος.

Η Όλγα ανεδείχθη εξαίρετη πολιτικός. Εγκατέλειψε τις εξωτερικές επιδρομές και επιδόθηκε στην εσωτερική αναδιοργάνωση
της χώρας. Ενίσχυσε το κράτος, περιόρισε τις όποιες αυθαιρεσίες διαφόρων ηγετικών προσώπων της κεντρικής εξουσίας και
σταθεροποίησε το φορολογικό σύστημα της χώρας. Η Όλγα ήταν ιδιαίτερα διορατική και στα πολιτικά σχέδιά της
περιελαμβάνετο, μετά την βάπτισή της σε χριστιανή, η ανακήρυξη του Χριστιανισμού ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Έτσι,
αποφάσισε να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη, το έτος 947, για να συναντήσει και να συζητήσει με τον Βυζαντινό
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, αφενός, ορισμένες εμπορικές συμφωνίες και, αφετέρου, τον εκχριστιανισμό
των Ρώσων του Κιέβου.
Σχετικά με την βάπτιση της Όλγας, υπάρχουν δύο διαφορετικές και διχαστικές απόψεις.[19] Η πρώτη και επικρατέστερη τονίζει
ότι εβαπτίσθη στην Κωνσταντινούπολη, από τον πατριάρχη Πολύευκτο, το έτος 957, και έλαβε συμβολικά το όνομα της τότε
αυτοκράτειρας Ελένης, συζύγου του Κωνσταντίνου Ζ.[20] Η άλλη αναφέρει ότι εβαπτίσθη στο Κίεβο δύο έτη ενωρίτερον, το
955, και, στην συνέχεια, επεσκέφθη την Κωνσταντινούπολη.[21] Όποια εκδοχή και αν ισχύει, δυστυχώς η Όλγα δεν πρόφτασε
να καθιερώσει τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους, διότι, το έτος 961, στον θρόνο ανέβηκε ο υιός της
Σβιατοσλάβος (961-971), ο οποίος ήταν υπέρ της παραδοσιακής παγανιστικής πίστης των Σλάβων.

Απέναντι στον Χριστιανισμό ο Σβιατοσλάβος τήρησε στάση ανοχής, προφανώς από σεβασμό προς την μητέρα του. Έτσι, ο
εκχριστιανισμός της Ρωσίας, τον οποίο οραματίζετο η Όλγα θα πραγματοποιηθεί είκοσι επτά (27) έτη αργότερον, το 988.
Παρόλα αυτά, η διάδοση του Χριστιανισμού είχε αρχίσει να εισέρχεται και μεταξύ της άρχουσας τάξης των Βαράγγων. Την
Όλγα κατά την επιστροφή στην Ρωσία την συνόδευαν κληρικοί από την Κωνσταντινούπολη και μαζί της έφερε διάφορα
λειτουργικά βιβλία, εικόνες και εκκλησιαστικά σκεύη. Η Όλγα με τον εκχριστιανισμό της κατέστησε το Κίεβο πολιτιστικό και
πνευματικό κέντρο των Ανατολικών Σλάβων με πρότυπο την Κωνσταντινούπολη. Το «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρει ότι η Όλγα
ανήγειρε τον ναό της Αγίας Τριάδος στο Πσκόφ, τον ναό του Αγίου Νικολάου στο σημείο όπου βρισκόταν ο τάφος του ηγεμόνα
Άσκολντ και της Αγίας Σοφίας, εκεί όπου ήταν ο τάφος του Ντίρ στο Κίεβο. Στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Welikaja, ανήγειρε
τον ναό του προφήτη Ηλία.

Καθ’ όλη την περίοδο που ήταν στην εξουσία ο Σβιατοσλάβος επιδόθηκε σε συνεχιζόμενες εκστρατείες.[22] Αποτέλεσμα αυτού
ήταν η μητέρα του, η Όλγα, να συνεχίσει να ελέγχει την εσωτερική δομή και οργάνωση του κράτους του Κιέβου. Η Όλγα
απεβίωσε, στις 11 Ιουλίου του 969 και η Ρωσική Εκκλησία την κατέταξε στον κατάλογο των αγίων ως ισαπόστολο, το έτος
1587. Ο Σβιατοσλάβος ως πρώτο στόχο είχε, το έτος 964, να καταλάβει το Ιτίλ, το οποίο ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό κέντρο
και πρωτεύουσα του ισχυρού Χαγανάτου των Χαζάρων, στην περιοχή κάτω από τον Βόλγα ποταμό. Στην συνέχεια, εστράφη
και κατά διαφόρων άλλων σλαβικών φυλών. Όμως, η κατάρρευση του κράτους των Χαζάρων είχε αντίθετα αποτελέσματα για
το Κίεβο. Πλέον δεν υπήρχε ένα ισχυρό κράτος ως ανάχωμα στις όποιες επιθέσεις των διαφόρων νομαδικών λαών από την
Ασία. Έτσι, το έτος 968 φθάνουν στα πρόθυρα του Κιέβου οι Πετσενέγκοι, φύλο τουρανικό, το οποίο αναγκάζει τον
Σβιατοσλάβο να διακόψει την εκστρατεία του στην Χερσόνησο του Αίμου για να επιστρέψει στο Κίεβο. Οι Πετσενέγκοι, όμως,
κατόρθωσαν να δολοφονήσουν τον Σβιατοσλάβο (971) πλησίον στον Δνείπερο ποταμό κατά την επιστροφή του.[23] Τα
επόμενα έτη οι διάφοροι νομαδικοί λαοί της Ασίας θα αποτελούν μία μόνιμη απειλή για το Ρωσικό κράτος.

Όλη αυτήν την περίοδο που εξετάζουμε, εξελίσσεται με ιδιαίτερα ταχείς ρυθμούς ο εκσλαβισμός της άρχουσας τάξης. Ο υιός
του Ίγκορ και της Όλγας, Σβιατοσλάβος, έχει σλαβικό όνομα, όπως και τα δύο (2) από τα τρία (3) εγγόνια της Όλγας και υιοί
του Σβιατοσλάβου. Και αυτό μαρτυρεί ότι η Όλγα ήταν σλαβικής καταγωγής και όχι σκανδιναβικής.[24]

Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων

Ο Σβιατοσλάβος είχε φροντίσει, πριν αποβιώσει, να διανείμει την διοίκηση του κράτους του στους τρείς (3) υιούς του. Στον
πρεσβύτερο, Γιαροπόλκο, παραχώρησε το Κίεβο. Στον δευτερότοκο, Όλεγκ, μία φυλή των Δερεβλιάνων (Λευκορώσων) και
στον νεότερο, Βλαδίμηρο, την ηγεμονία της πόλης Νόβγκοροντ, η οποία ευρίσκετο στο βόρειο άκρο την εμπορικής
οδού.[25] Όμως, μεταξύ των δύο πρεσβύτερων αδελφών, το έτος 975, εξερράγη εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος τερματίστηκε δύο
έτη αργότερα με την δολοφονία του Όλεγκ. Το γεγονός αυτό τρόμαξε τον Βλαδίμηρο, με αποτέλεσμα να διαφύγει στην
Σουηδία. Επέστρεψε τέσσερα (4) έτη αργότερα, το 979-980, από κοινού με ένα ισχυρό στρατό μισθοφόρων Βαράγγων και
καταλαμβάνει σχετικά εύκολα το Νόβγκοροντ, αλλά και το Κίεβο. Απομάκρυνε τον Γιαροπόλκο και από το έτος 980 έως το
1015 ήλεγχε απόλυτα την εξουσία σε ολόκληρη την Ρωσία. Ο ίδιος έγινε ο Μεγάλος ηγεμόνας του Κιέβου (Velikii Knjaz). Η
επικοινωνία στο οδικό δίκτυο της χώρας εγίνετο πλέον απρόσκοπτα και με οχυρωματικά έργα εμπόδισε την πρόσβαση των
Πετσενέγκων στο Κίεβο. Ο Βλαδίμηρος ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που κατήργησε την θανατική ποινή, πράξη μοναδική για την
εποχή της. Η σπουδαιότερη όμως κίνηση του Βλαδίμηρου και γενικότερα της ιστορίας του κράτους του Κιέβου είναι η απόφασή
του να προσχωρήσει επίσημα στον Χριστιανισμό.

Ο Χριστιανισμός ήταν ήδη γνωστός στο Κίεβο από την γιαγιά του Βλαδίμηρου, την Όλγα. Ο Βλαδίμηρος όμως τα πρώτα έτη
της ηγεμονίας του ήταν ακραιφνής ειδωλολάτρης και με την ανοχή του επετράπη σε εξαγριωμένους ειδωλολάτρες να
καταστρέψουν τις οικίες όσων ομολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί προκαλώντας μάλιστα και τον μαρτυρικό θάνατο δύο
χριστιανών του Θεόδωρου και του Ιωάννη, οι οποίοι τιμώνται ως μάρτυρες από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, στις 12
Ιουλίου κάθε έτους.[26] Το γεγονός όμως αυτό ήταν που συνετέλεσε ώστε να συνειδητοποιήσει ο Βλαδίμηρος την αγριότητα
των ειδωλολατρικών εθίμων, να ανακαλέσει στη μνήμη όσα τού έλεγε η γιαγιά του η Όλγα και με πλήρη εσωτερική ωρίμανση
και ελεύθερη βούληση να μετανοήσει και να μεταστραφεί πλέον στον Χριστιανισμό. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει ότι ο
Βλαδίμηρος αιφνιδίως τυφλώθηκε και ότι μετά την βάπτισή του επανήλθε το φώς.

Η πρώτη προσπάθεια εκχριστιανισμού των Ανατολικών Σλάβων άρχεται από τον σπουδαίο Οικουμενικό Πατριάρχη Φώτιο
(858-867 και 877-886) αμέσως μετά την ήττα των Ρώσων ηγεμόνων Άσκολ και Ντίρ και την συντριβή του στόλου τους στην
προσπάθεια να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, το έτος 860.[27] Τότε οι δύο ηγεμόνες, Άσκολ και Ντίρ, επείσθησαν, από
κοινού με ένα μέρος των Ρώσων, να ασπαστούν τον Χριστιανισμό και συμφώνησαν να δεχθούν επίσημα μία αντιπροσωπία από
ένα επίσκοπο και έναν κληρικό από το Βυζάντιο.[28]Ως αντάλλαγμα έλαβαν διάφορα εμπορικά προνόμια για τις αγορές της
Κωνσταντινούπολης και της Χερσώνας. Με την επιστροφή τους στο Κίεβο ο Άσκολ και Ντίρ ανήγειραν και τον πρώτο
χριστιανικό ναό στην πόλη προς τιμήν του προφήτη Ηλία.[29]
Την περίοδο αυτή έχουμε μία συστηματική προσπάθεια του Βυζαντίου να εκχριστιανίσει τους Σλάβους. Η προσπάθεια αυτή
άρχεται από τον πατριάρχη Φώτιο και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, το έτος 863, με την αποστολή των ιεραποστόλων
αδελφών Κύριλλου και Μεθόδιου στην Μεγάλη Μοραβία.[30] Την ίδια περίοδο, το έτος 864, εβαπτίσθησαν Χριστιανοί και οι
Βούλγαροι. Έτσι, παρατηρούμε μία πολύπλευρη κινητικότητα του Βυζαντίου σχετικά με το ζήτημα του εκχριστιανισμού των
Σλάβων αλλά και άλλων λαών όπως των Χαζάρων στην Κριμαία από τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο, το έτος 860. Η πρώτη αυτή
προσπάθεια του πατριάρχη Φωτίου συνέβαλε στην εν μέρει διάδοση του Χριστιανισμού στην Ρωσία. Και πράγματι, λίγα έτη
αργότερα, το 867, ο πατριάρχης Φώτιος σε συνοδική επιστολή την οποία απέστειλε προς τους πατριάρχες της Ανατολής
καυχάται για την επιτυχία της ιεραποστολικής αυτής προσπάθειας και της διαδόσεως του Χριστιανισμού στους
Ρώσους.[31] Αυτή είναι η πρώτη ιστορική μαρτυρία για την έναρξη του εκχριστιανισμού των Ρώσων.

Ο Βλαδίμηρος διέγνωσε σύντομα ότι για την αποφυγή μιας ενδεχόμενης απομόνωσης από τους γειτνιάζοντες λαούς, λόγω της
παγανιστικής πίστης του λαού του, θα έπρεπε να αποδεχθεί κάποια από τις μεγάλες θρησκείες, παρότι ο ίδιος παρέμενε πιστός
ειδωλολάτρης. Οι ανατολικοί γείτονές του είχαν αποδεχθεί το Ισλάμ, οι Χαζάροι από το έτος 865 ανήκαν στον Ιουδαϊσμού, ενώ
στην Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη οι λαοί προχωρούσαν ταχύτατα στον εκχριστιανισμό τους: η Πολωνία το 966, η Δανία το
974, η Νορβηγία το 976 και η Ουγγαρία το 985.[32] Την ίδια περίοδο ο στρατός του Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β΄
(976-1025) είχε ανάγκη από την υποστήριξη ανθρώπινου δυναμικού, λόγω των απωλειών από τον πόλεμο με τον Σαμουήλ της
Βουλγαρίας. Έτσι, ο Βασίλειος Β΄ απέστειλε αντιπροσώπους στο Κίεβο για να αιτηθεί από τον Βλαδίμηρο στρατιωτική
υποστήριξη. Οι διαπραγματεύσεις έγιναν τον Σεπτέμβριο του 987 και συμφωνήθηκε να βοηθηθεί ο Βασίλειος Β΄ με Ρώσους
στρατιώτες καθώς και να υπάρξει προσωπική υποστήριξη από τον Βλαδίμηρο στις επιχειρήσεις κατά της Κριμαίας. Στην
Κριμαία οι αποστάτες στρατηγοί Βάρδας Φωκάς και Βάρδας Σκληρός διέθεταν συμμάχους. Ο Βλαδίμηρος θα ελάμβανε ως
αντάλλαγμα για σύζυγο την αδελφή του Βυζαντινού αυτοκράτορα, πορφυρογέννητη Άννα, με την προϋπόθεση ότι θα ησπάζετο
τον Χριστιανισμό τόσο ο ίδιος, όσο και ο λαός του. Και πράγματι ο Ρώσος ηγεμόνας Βλαδίμηρος, όπως αναφέραμε και
ανωτέρω, παραχώρησε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ έξι χιλιάδες (6000) Βαράγγους.[33]Έτσι, με την συνεισφορά
των Βαράγγων ο Βασίλειος Β΄ νίκησε τον Φωκά και τον Σκληρό και κατέλαβε την Κριμαία.

Σύμφωνα με το «Ρωσικό Χρονικό», ο Βλαδίμηρος πιθανότατα στις 6 Ιανουαρίου του 988, εβαπτίσθη στην Χερσώνα Χριστιανός
και την άνοιξη του ίδιου έτους έγινε και η βάπτιση των Ρώσων του Κιέβου στον ποταμό Δνείπερο. Έτσι, το θέρος του 988 ο
Βλαδίμηρος νυμφεύθηκε την βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερης σημασίας για τον Βλαδίμηρο και
τον Ρωσικό λαό. Αφενός, η Ρωσία αποκτούσε μία συμμαχία με την ισχυρότερη τότε χώρα το Βυζάντιο και, αφετέρου, ο
Βλαδίμηρος αναβαθμίστηκε, διότι ήταν ο πρώτος ξένος ηγεμόνας που νυμφεύθηκε πορφυρογέννητη πριγκίπισσα, δηλαδή κόρη
αυτοκράτορα, η οποία είχε γεννηθεί κατά την διάρκεια που ο πατέρας της ήταν στον θρόνο του Βυζαντίου, στην πορφύρα.
Στο «Ρωσικό Χρονικό» αναφέρεται ότι κατά την περίοδο των διαπραγματεύσεων στην Κωνσταντινούπολη οι απεσταλμένοι του
Βλαδίμηρου οδηγήθηκαν στην Αγία Σοφία, όπου παρηκολούθησαν την Θεία Λειτουργία. Εκεί λέγουν ότι δεν γνώριζαν «αν
ήταν στον ουρανό ή στην γη, διότι στην γη δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα και ομορφιά, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζουν πώς να
περιγράψουν το γεγονός. Αυτό που κατάλαβαν ήταν ότι ο Θεός κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους».[34] Για το Βυζάντιο ήταν
εξίσου σημαντικό το γεγονός του εκχριστιανισμού των Ρώσων και κορυφαία πολιτική και διπλωματική επιτυχία, διότι
μετέτρεπε τους επικίνδυνους γείτονες σε πιστούς συμμάχους, τους ενσωμάτωνε στην ίδια την αυτοκρατορία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι ο Βυζαντινός αυτοκράτορας δώρισε στον Βλαδίμηρο τα ιερά λείψανα του αγίου
Κλήμη Ρώμης, με σκοπό να τα μεταφέρει στην νεοφώτιστη Εκκλησία του.[35] Επίσης, οι Ρώσοι έλαβαν εικόνες, εκκλησιαστικά
σκεύη και διάφορα λειτουργικά και άλλα εκκλησιαστικά βιβλία μεταφρασμένα στα σλαβικά. Ο νεοφώτιστος ηγεμόνας της
Ρωσίας θα ανοικοδομήσει άμεσα και το πρώτο παρεκκλήσι στο Κίεβο, το οποίο αφιέρωσε στον άγιο Βασίλειο, προς τιμήν του
Βυζαντινού αυτοκράτορα Βασίλειου Β΄. Λίγα έτη αργότερα ο Βλαδίμηρος θα ανεγείρει τον ναό της Θεοτόκου (989-
996),[36] για τον οποίο θα έλθουν στο Κίεβο τεχνίτες και μάστορες από την Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε
προσωπικά για την διάδοση της διδασκαλίας του Χριστιανισμού σε ολόκληρη την Ρωσία.[37] Σε αυτό τον βοήθησε ο άγιος
Μιχαήλ, ο πρώτος μητροπολίτης Κιέβου και πασών των Ρωσιών (988-991).[38] Ο άγιος Βλαδίμηρος απεβίωσε, στις 15 Ιουλίου
του 1015 και η Ρωσική Εκκλησία την κατέταξε στον κατάλογο των αγίων ως ισαπόστολο.

Η νέα Ρωσική Εκκλησία ανήκε στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αρχικά εδιοικείτο από έλληνες αρχιερείς
οι οποίοι απεστέλλοντο εκεί από το Βυζάντιο. Ο ιστορικός, λογοτέχνης και σλαβολόγος D. Lihačev υποστηρίζει ότι με τον
εκχριστιανισμό δεν υπήρξε απλώς επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού στη Ρωσία, αλλά μεταφύτευση του βυζαντινού
πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων.[39] Και ο σπουδαίος Ρώσος θεολόγος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ συμπληρώνει λέγοντας ότι
ο βυζαντινός πολιτισμός στην Ρωσία αποτελεί τον «ρωσικό βυζαντινισμό».[40] Έτσι, με την είσοδο στην δεύτερη χιλιετία ο
Χριστιανισμός θα αποτελέσει την ισχυρή ενοποιητική δύναμη του κράτους των Ρώσων.

Byzantium and Slavs.


The State of the Russians and the Christianization of the Eastern Slavs (9th-10th century)

Dr. Georgios Nektarios Lois

Summary

The current work deals with the foundation of the first state of the Rus (Russians) and the Christianization of the Eastern Slavs.
We find out that the sources are often referring to Scandinavians as “Rus” or “Varangians”. The Rus Varangians were mercenary
soldiers in the region of today’s Russia and were recruited by the rulers of the Eastern Slavs.
Regarding the creation of the first Russian state, two are the most prevalent theories, the “Normanist” and “anti-Normanist”
ones. The former believes that Scandinavians played a particularly significant role in the formation of the first Russian state of
Kiev, while the latter considers that the Russian state of Kiev is the result of the gradual development of the eastern Slavs
themselves. In the rest of the research, the gradual development of the state of Rus is shown as well as the movement of the
capital from Novgorod to Kiev, according to the most ancient Russian source, the “Nestor’s Primary Chronicle” (1116).

Christianity has been known to the Eastern Slavs since the beginning of the 9th century. But when st. Olga took the throne (945
– 961)the first failed attempt to establish Christianity as the official religion of the state was made. Her grandson, st. Vladimir,
was the one who accomplished the Christistianization of the Russians in the year 988.

Византија и Словени.
Држава Рус (Руса) и покрштавање источних Словена

(9ог – 10ог века)

Др. Георгиос Нектариос Лоис

Проф. (SEP) Грчког Отвореног Универзитета

Факултета Хуманистичких Наука, Патра

Сажетак

Приказани рад се бави стварањем прве државе Рус (Руса) и покрштавањем источних Словена. Напомињемо да извори
често наводе за Скандинавце имена “Рус” и “Варјаге”. Руси Варјаге били су војници плаћеници у области данашње
Русије и ангажовани од стране владара источних Словена.

Што се тиче стварања прве руске државе постоје две теорије, “норманска” и “антинорманска”
(норманской и антинорманской теории). Прва сматра да су Скандинавци играли посебно важну улогу у формирању
прве руске државе Кијева, док друга сматра да је руска држава Кијева резултат постепеног развијања источних Словена.
У наставку студија наводи се развој државе Рус и премештање престојнице из Новгорода у Кијево, у сагласности са
најстаријим руским изворима “Povest Vremennikh Let” (Повѣсть времѧньныхъ лѣтъ – 1116).

Хришћанство је било познато источним Словенима од раног 9ог века. Дошавши на престо Кијева света Олга (945-961)
покушала је први пут да успостави хришћанство као званичну религију у држави, али није успела. Њен унук, свети
Владимир, је то успео и покрстио је Русе 988 године и увео је Хришћанство као званичну религију.

[1] Τέλη του 8ου αιώνα, οι Βίκινγκς, οι οποίοι ήταν πειρατές, δρούσαν κατά μήκος των ακτών του Ατλαντικού και της
Μεσογείου. Οι περιοχές της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας κ.α. υπέφεραν ιδιαίτερα από τις
ληστρικές επιδρομές, των Βίκινγκς, μεταξύ 9 ου και 11ου αιώνα. Την ίδια περίοδο επεκτείνονται ιδιαίτερα και προς την Βαλτική
θάλασσα.

[2] Χ. Λασκαρίδης, Ιστορία της Ρωσίας. Η ηγεμονία της Μόσχας, Ιωάννινα 2003, σ. 11.

[3] Constantinus Porphyrogenitus, De administrando Imperio (DAI), Washington 1967, κεφ. 1-12, p. 48-65.

[4] Τα σλαβική φύλα που διείσδυσαν στην ρωσική πεδιάδα είναι περίπου δέκα τέσσερα (14). Τα σημαντικότερα ήταν: Οι
Σλοβένοι, οι Κριβίτσοι, οι Δερεβλιάνοι, οι Πολιάνοι, οι Σεβεριάνοι, οι Βιάτιτσοι και οι Ραδιμίτσοι.

[5] Την ονομασία αυτή χρησιμοποιούσαν τα φιννικά φύλα για τους Σουηδούς. Ακόμη και σήμερα την ονομασία Ruotsi
χρησιμοποιούν οι Φιλανδοί και οι Εσθονοί για τους Σουηδούς και όχι για τους Ρώσους.
[6] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, Αθήνα 2013, σ. 24.

[7] Υπάρχουν βέβαια και άλλες ερμηνείες: α) ότι προέρχεται από τον μικρό παραπόταμο Ros του Δνείπερου στη νότια Ρωσία,
β) από τη σλαβική λέξη Rusij που σημαίνει ξανθός (ομάδα ξανθών ατόμων), γ) από την ιρανική φυλή των Ρωξολάνων και δ)
από τον ποταμό Rusa στη βόρεια Ρωσία. Σχετικά, βλ. Γ. Μαλιγκούδη, Ιστορία της Ρωσία. Η Ρωσία του Κιέβου 9 ος αι. – 1240,
Α΄ τόμος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 31, σημ. 43.

[8] Το Ρωσικό Χρονικό του Νέστορα – «Povest Vremennikh Let» (D. Lihačev – B. Romanov, Moscow – Lenigrad 1950),
αφορά σε ένα έργο, το οποίο αποτελείται από ιστορικά και λογοτεχνικά κείμενα και ασχολείται με την ιστορία της Ρωσίας από
της εμφανίσεως έως την περίοδο του Βλαδίμηρου. Η συγγραφή του έργου έγινε κατά την δεύτερη δεκαετία του 12 ουαιώνα.

[9] Το Ρωσικό κράτος του Κιέβου περιλάμβανε την σημερινή Λευκορωσία, το βόρειο ήμισυ της Ουκρανίας και το κεντρικό και
βορειοδυτικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Οι κάτοικοι των τριών αυτών κρατών αποτελούν τους Ανατολικούς Σλάβους. Το
κράτος του Κιέβου (Kievskaja Rus) κατέρρευσε στα 1237-1240 από τις επιδρομές των Μογγόλων.

[10] Lev Klejn, Spor o varjagach. Istorija protivostojanija i argumenty storon, St. Peterburg 2009.

[11] Georg. Ostrogorski, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, Αθήνα 2012, σ. 186.

[12] Ιωάν. Κωτούλας, «Βάραγγοι. Η αινιγματική αυτοκρατορική φρουρά του Βυζαντίου», περιοδικό: Στρατιωτική
Ιστορία, τεύχος 69, Μάιος 2002.

[13] Sigfús Blöndal, The Varangians of Byzantium, Cambridge 1981.

[14] Όλεγκ, στα σκανδιναβικά Helgi.

[15] Οι Ρώς επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για πρώτη φορά τον Ιούνιο του έτους 860, αλλά ηττήθηκαν.
Επανεμφανίσθηκαν το έτος 907 και, στην συνέχεια, τον Ιούνιο του 941. Ακολούθησε η επίθεση του φθινοπώρου του 944 και η
τελευταία ήταν το έτος 1043. Σχετικά, βλ. Ιωάν. Κωτούλας, «Βάραγγοι», ο.αν. τεύχος 69, Μάιος 2002.

[16] Ίγκορ, στα σκανδιναβικά Ingvar. Σχετικά με τον Ίγκορ, βλ. А. Јелачић, Историја Русије, Бања Лука 2008, стр, 9.

[17] Г. М. Владимирович Толстој, Историја Руске Православне Цркве, Шибеник 2005, стр. 5.

[18] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σ. 34.

[19] Σχετικά, βλ. D. Obolensky, «Η αυτοκατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», Ιστορία της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ, Μέρος Α΄, Αθήνα 1979, σ. 375, σημ. 115 & Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία της
Ρωσίας. Από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα, Αθήνα 2005, σσ. 20-26.

[20] D. Obolensky, «Η αυτοκατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», ο.αν., 375.

[21] Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, Sremska Mitrovica 2008, str. 37.

[22] Σχετικά με τις εκστρατείες του Σβιατοσλάβου, οι επιστημονικές απόψεις διίστανται. Ορισμένοι θεωρούν ότι επρόκειτο για
τις χαρακτηριστικές εκστρατείες των Βίκινγκς, με βασικό σκοπό την λαφυραγώγηση. Ορισμένοι άλλοι υποστηρίζουν ότι
επρόκειτο για ένα ευρύτερο σχέδιο της εξωτερικής πολιτικής του, το οποίο είχε ως στόχο την διεύρυνση του κράτους του και
την ισχυροποίησή του. Όμως γεγονός είναι ότι ο Σβιατοσλάβος δεν μερίμνησε για την διασφάλιση των εδαφών που αποκτούσε
με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του. Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σ. 37.

[23] А. Јелачић, Историја Русије, ο.αν., стр. 11.

[24] Σχετικά, βλ. Βλ. Φειδά, «Η ηγεμονίς του Κιέβου Όλγα – Ελένη (945-964) μεταξύ Ανατολής και Δύσεως», Επετηρίς
Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 39/40, Αθήνα 1972/1973, σ. 630.

[25] Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, ο.αν., str. 38.

[26] Χ. Μπουλάκη – Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 181-183.
[27] Σχετικά, βλ. Βλ. Φειδά, Ο ιερός Φώτιος και η Εκκλησία της Ρωσίας, Αθήνα 1988.

[28] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σ. 40 & Χ. Μπουλάκη – Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των
Ρώσων, ο.αν., σ. 134.

[29] Χ. Μπουλάκη – Ζήση, Ο εκχριστιανισμός των Ρώσων, ο.αν., 141.

[30] Γεώρ. Νεκ. Λόης, «Ο εκχριστιανισμός των Κροατών. Απόψεις για τη ζωή και το έργο των διαφωτιστών των Σλάβων
Κυρίλλου και Μεθοδίου», Προβληματισμοί Εθνικοί και Θρησκευτικοί επίκαιροι, τ. γ΄, Χριστιανική Μακεδονία. Η ενδοχώρα της
στον κόσμο της Ορθοδοξίας της Χερσονήσου του Αίμου, ΙΕΘΠ, Θεσσαλονίκη 2014, σσ. 404-427.

[31] D. Obolensky, «Η αυτοκατορία και οι Βόρειοι γείτονές της (565-1018)», ο.αν., σ. 366.

[32] Γ. Κατσόβσκα – Μαλιγκούδη, Η Μεσαιωνική Ρωσία, ο.αν., σσ. 40-41.

[33] Georg. Ostrogorski, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, τ. Β΄, ο.αν., σ. 186.

[34] Povest Vremennikh Let, D. Lihačev – B. Romanov, Moscow – Lenigrad 1950, str. 75.

[35] Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, ο.αν., str. 43.

[36] Ο ναός της Θεοτόκου ονομάζετο και «Desjatinnaja», δηλαδή «της Δεκάτης». Και αυτό, διότι ο Βλαδίμηρος της δώρισε το
ένα δέκατο των εσόδων του. Ο ναός αυτός ήταν ο πρώτος που ανηγέρθη από πέτρα στην Ρωσία, με τρίκλιτο σταυροειδές σχήμα.
Καταστράφηκε από τους Μογγόλους το έτος 1240. Ž. Fajfrić, Ruski Carevi, ο.αν., str. 44.

[37] Σχετικά, βλ. Βλ. Φειδά, Η πρώτη εν Ρωσία Εκκλησιαστική Ιεραρχία και αι ρωσικαί πηγαί, Αθήνα 1966.

[38] Г. М. Владимирович Толстој, Историја Руске Православне Цркве, ο.αν., стр. 10-11.

[39] D. S. Lihačev, «Drevneslavjanskie Literatury kak sistema», VI Meždunarodnyi sezd slavistov, Doklady sovetskoj
delegacii, Moscow 1968, str. 5-48.

[40] Κων. Παπουλίδης, Διαχρονικές σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 9.

Γράφει ο Γιώργος Μπαμπινιώτης

Η γλωσσική πλευρά τού Σκοπιανού

Είναι αληθινά άξιο περιεργείας (και μελέτης) πώς μια τόσο μικρή χώρα, τα Σκόπια, μπορεί να έχει τόσο μεγάλες φιλοδοξίες (και
απαιτήσεις) αλλά και τόσο μικρή επαφή με την πραγματικότητα. Επειδή μάλιστα τις τελευταίες εβδομάδες στην (έξωθεν
υπαγορευόμενη) πολιτική των Σκοπίων «παίζει» και το θέμα τής γλώσσας, τής (ψευδώνυμης) «μακεδονικής» γλώσσας των
Σκοπίων και τής (επινοηθείσης) «μειονότητας» που μιλάει δήθεν επίσης τη «Μακεδονική» των Σκοπίων, αξίζει να πούμε τα
πράγματα με το «επιστημονικό» όνομά τους, όπως το έχουμε κάνει ήδη από το 1992 με τον συλλογικό τόμο που εκδώσαμε με
τίτλο «Η γλώσσα τής Μακεδονίας: Η αρχαία Μακεδονική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκοπίων»1 (Ας σημειωθεί ότι η
Ελληνική Πολιτεία δεν έστερξε ποτέ –μολονότι ζητήθηκε– να προβεί σε μια έκδοση τού βιβλίου στην αγγλική γλώσσα, ώστε να
γίνουν ευρύτερα γνωστές οι ελληνικές επιστημονικές θέσεις επί τού θέματος).

Όσο ενδιαφέρει το θέμα μας και για να καταλάβει ο αναγνώστης τι πράγματι συμβαίνει, εξηγούμε ότι έχουμε τρεις γλώσσες που
είτε διαφέρουν τελείως μεταξύ τους (η Ελληνική τής Μακεδονίας από τη σερβοβουλγαρική γλώσσα των Σκοπίων καθώς και
από τη βουλγαρικής προελεύσεως διάλεκτο που είναι γνωστή ως Σλαβομακεδόνικα) είτε διαφέρουν μερικώς (η
Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων από το βουλγαρικό ιδίωμα που μιλήθηκε –σε περιορισμένη έκταση– σε συνοριακές περιοχές
τής Ελλάδος από Έλληνες ομιλητές, οι οποίοι μαζί με την Ελληνική γνώριζαν –οι μεγαλύτερες ηλικίες– και τα λεγόμενα
Σλαβομακεδόνικα).

Η Ελληνική τής Μακεδονίας


Είναι η κατεξοχήν Μακεδονική, δηλ. η Ελληνική που μιλούσαν οι Έλληνες τής Μακεδονίας από την αρχαιότητα και –στην
εξέλιξή της– μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τη γλώσσα τού Φιλίππου, τού Μεγάλου Αλεξάνδρου και των άλλων Ελλήνων της
αρχαίας Μακεδονίας, για μια αρχαία δηλ. ελληνική διάλεκτο δωρικού περισσότερο χαρακτήρα2, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως
στον προφορικό λόγο, αφού στον γραπτό λόγο και στον επίσημο προφορικό λόγο υιοθετήθηκε νωρίς, για πολιτικούς λόγους, η
αττική διάλεκτος στην οποία σώζονται χιλιάδες επιγραφών από τη Μακεδονία.

Η Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων

Είναι η πρόσφατη –μέσα τού 20ού αιώνα– γλώσσα τού κράτους των Σκοπίων (το οποίο ιδρύθηκε, ως γνωστόν, επί Τίτο το
1944). Πρόκειται για μια βουλγαρική γλώσσα (ο αρχικός πληθυσμός της περιοχής ήταν βουλγαρικός και πάντοτε οι Βούλγαροι
διεκδικούσαν αυτή την περιοχή που θεωρούσαν δική τους –άλλωστε οι κάτοικοι της περιοχής ονομάζονταν Bugari3
«Βούλγαροι»!). Η γλώσσα αυτή, με τεχνητό καθαρώς τρόπο, από ομάδα γλωσσολόγων που συγκροτήθηκε επί τούτω
«εκσερβίστηκε» (!), εισήχθησαν δηλ. σ’ αυτήν λεξιλόγιο και γραμματικά στοιχεία από τις γύρω περιοχές που μιλούσαν
Σερβικά, ώστε να μειωθεί ο βουλγαρικός γλωσσικός χαρακτήρας της και να αποκτήσει σερβική γλωσσική μορφή, που ήταν
απαίτηση τής Ενωμένης Σερβίας τού Τίτο, τής Γιουγκοσλαβικής δηλαδή Δημοκρατίας. Άρα, η γλώσσα των Σκοπίων είναι μια
σερβοβουλγαρική γλώσσα4, μια τεχνητά εκσερβισμένη Βουλγαρική, που επιβλήθηκε ως επίσημη γλώσσα για προφανείς λόγους
και που οι Βούλγαροι την ονόμασαν «κολισεφσκική» γλώσσα (ως επινόηση και εκτέλεση τού Σκοπιανού πολιτικού Κολισέφσκι
!). Από μόνοι τους οι Σκοπιανοί έδωσαν σ’ αυτή τη γλώσσα, τη Σερβοβουλγαρική, την παραπλανητική και ψευδώνυμη
ονομασία «Μακεδονική» (!), ώστε να αποφύγουν τις βουλγαρικές διεκδικήσεις και να αποκρύψουν μαζί τη βουλγαρική
προέλευση τής γλώσσας τους. Περαιτέρω, για να ιδιοποιηθούν με τον τρόπο αυτόν μιαν ονομασία (Μακεδονική) που τους
προσέδιδε κύρος και ιστορικό βάθος (μέσω τής πλαστής ταύτισής τους με το ένδοξο και παγκοσμίως γνωστό όνομα τής
Μακεδονίας τού Μ. Αλεξάνδρου) και, τέλος, –επειδή το θράσος τους δεν έχει όρια…(ας θυμηθούμε το αεροδρόμιο “Μ.
Αλέξανδρος” των Σκοπίων (!) και τους Σκοπιανούς στρατιώτες με αρχαιοελληνική ενδυμασία και σάριζα (!) που υποδέχτηκαν
στα Σκόπια τον αρχηγό της φυλής των Χούνζα στο Πακιστάν ως απογόνους τού Μ. Αλεξάνδρου (!)– για να προβούν σε πιθανές
διεκδικήσεις οψέποτε θα δινόταν ευκαιρία αλλαγής των συνόρων στα Βαλκάνια. Με την ανοχή και την αβελτηρία τής επίσημης
Ελληνικής Πολιτείας (μη ξεχνάμε ότι στις δεκαετίες ’70 και ’80 εθεωρείτο «εθνικιστικό» να μιλάς για τις παραχαράξεις των
Σκοπιανών, στην εποχή δε τού Τίτο, για άλλους λόγους η αναφορά σε τέτοια θέματα εθεωρείτο ταμπού!) η ονομασία
«Μακεδονία» για τα Σκόπια και «μακεδονική γλώσσα» για τη Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων διαδόθηκαν ευρύτερα και σχεδόν
καθιερώθηκαν διεθνώς, δίνοντας έτσι το μοναδικό επιχείρημα που, με κάποια δόση αληθείας, υπερχρησιμοποιούν οι Σκοπιανοί.

Τα Σλαβομακεδόνικα

Είναι μια διάλεκτος ελάχιστων ελληνοβουλγαρικών συνοριακών περιοχών, όπου ένας μικρός αριθμός Ελλήνων παράλληλα με
την Ελληνική γνώριζαν (οι παλαιότεροι) και μια βουλγαρικής προελεύσεως διάλεκτο, όπως συμβαίνει ανέκαθεν και παγκοσμίως
με μερικές συνοριακές ομάδες τού πληθυσμού πλείστων χωρών. Ας σημειωθεί ότι λόγω τού δίγλωσσου χαρακτήρα των
ομιλητών και λόγω τής διαφορετικής βουλγαρικής διαλεκτικής προέλευσής της και, βεβαίως, λόγω τού ότι αυτή η
(αποκλειστικά προφορική) διάλεκτος δεν εκσερβίστηκε, όπως η Βουλγαρική των Σκοπίων, τα Σλαβομακεδόνικα δεν
ταυτίζονται με τη Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων. Τα Σκόπια, βεβαίως, με (αμερικανικής εμπνεύσεως;) Γκρουεφσκική
επινόηση άρχισαν πρόσφατα να προκαλούν, ισχυριζόμενα ότι τα Σλαβομακεδόνικα είναι η ίδια δήθεν γλώσσα με την
ψευδώνυμη «Μακεδονική» των Σκοπίων και άρα στην Ελλάδα υπάρχει λόγω της γλώσσας σκοπιανή μειονότητα, που πρέπει να
αναγνωρίσει η Ελλάδα!… Πρόκειται για παρανοϊκή σύλληψη, που προσφέρεται για ευφάνταστη θεατρική παράσταση με πιθανό
τίτλο «Από τον Κολισέφσκι στον Γκρουέφσκι»!

Οι τρεις γλωσσικές παραχαράξεις

Από τη σύντομη αυτή προσέγγιση ενός πολύ μεγάλου στη σημασία του θέματος με ποικίλες προεκτάσεις (εθνικές, πολιτικές,
ιστορικές, πολιτισμικές κ.ά.) φαίνονται, νομίζω, οι γλωσσικές παραχαράξεις που έχουν διαπραχθεί από πολιτικά, κυρίως,
πρόσωπα μιας μικρής χώρας που δεν τη χωρίζει, στην πραγματικότητα, τίποτε από την Ελλάδα. Πρώτη γλωσσική παραχάραξη
είναι εκείνη τού ονόματος των Σκοπίων, που ανεχτήκαμε –είναι αλήθεια και είναι δική μας ασυγχώρητη ιστορική ευθύνη– να
ονομασθεί Μακεδονία ό,τι προηγουμένως αποκαλείτο «περιοχή τού Βαρδάρη» (Vardarska Banovina). Δεύτερη γλωσσική
παραχάραξη της Βουλγαρικής ή Σερβοβουλγαρικής γλώσσας των Σκοπίων ως Μακεδονικής (με προφανείς συνειρμικές
συνδέσεις και σκόπιμες συγχύσεις με την Ελληνική της Μακεδονίας). Τρίτη γλωσσική παραχάραξη –εξίσου απύθμενης
θρασύτητας– είναι η προσπάθεια δημιουργίας σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα με βάση τη δήθεν ταυτότητα τής
γλώσσας μικρής ομάδας Ελλήνων με την ψευδώνυμη Μακεδονική των Σκοπίων και το ψευδεπίγραφο Μακεδονικό κράτος των
Σκοπίων.

Η όλη υπόθεση θα ήταν για γέλια, αν είχαμε μόνο δείξει εγκαίρως στη διεθνή Κοινότητα πόσο γελοία είναι. Τώρα έχει γίνει και
προκλητική και ίσως έξωθεν πολλαπλώς εκμεταλλεύσιμη καθ’ εαυτήν και στις προεκτάσεις της.

1. Γ. Μπαμπινιώτη (επιστημ. εκδ.): Η γλώσσα τής Μακεδoνίας. Η αρχαία Μακεδoνική και η ψευδώνυμη γλώσσα των Σκoπίων.
(Αθήνα, 1992: Ολκός), 276 σελ. [Περιλαμβάνει μελέτες των: Γ. Μπαμπινιώτη, Γ. Χατζιδάκι, Ν. Π. Ανδριώτη, Μ. Σακελλαρίου,
Ι. Καλλέρη, Α. Ι. Θαβώρη, Γ. Ντελόπουλου, Α. Παναγιώτου.]
2. Γ. Μπαμπινιώτη: Η θέση τής Μακεδoνικής στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτoυς. Περιοδικό Γλωσσoλoγία 7-8 (1989), σ. 53-69.
3. Ο μεγάλος Ιταλός ινδοευρωπαϊστής γλωσσολόγος Vittore Pisani (Il Macedonico, περιοδικό Paideia 12, 1957, σ.250) γράφει
“πράγματι ο όρος μακεδονική γλώσσα [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] είναι προϊόν πολιτικής ουσιαστικά προέλευσης.” Ο δε
ειδικός σλαβιστής γλωσσολόγος, ο Γάλλος André Vaillant (Le problème du Slave Macédonien, περιοδικό Bulletin de la Société
de Linguistique de Paris 39, 1938, σ. 205), είναι αυτός που τονίζει ότι “το όνομα Bugari είναι στην πραγματικότητα η εθνική
ονομασία των Σλάβων τής Μακεδονίας, πράγμα που δείχνει πως (οι Σλάβοι της περιοχής αυτής) υιοθέτησαν το όνομα
Βούλγαροι που τους έδωσαν οι Σέρβοι”.
4. Ο Γερμανός γλωσσολόγος Heinz Wendt, (Sprachen 1961, σ. 285, λ. Slawische Sprachen), μιλώντας για τις σλαβικές
γλώσσες, λέει: “Αν κατατάξει κανείς τις σλαβικές γλώσσες με βάση τη σημερινή τους δομή, πρέπει να θεωρήσει τη Βουλγαρική
και τη Μακεδονική, [εννοεί τη γλώσσα των Σκοπίων] λόγω των εξεχουσών δομικών ιδιαιτεροτήτων τους, ως αυτοτελή ομάδα
και να την αντιπαραθέσει προς όλες τις άλλες σλαβικές γλώσσες”.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα το Βήμα (3.8.2008).

Você também pode gostar