Você está na página 1de 11

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

ΔΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΩΝ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Δίκη Συμφώνων
τοῦ Σίγμα πρὸς τὸ Ταῦ ὑπὸ τοῖς ἑπτὰ φωνήεσιν
᾿Επὶ ἄρχοντος ᾿Αριστάρχου Φαληρέως, Πυανεψιῶνος ἑβδόμῃ
ἱσταμένου, γραφὴν ἔθετο τὸ Σῖγμα πρὸς τὸ Ταῦ ἐπὶ τῶν ἑπτὰ
Φωνηέντων βίας καὶ ὑπαρχόντων ἁρπαγῆς, ἀφῃρῆσθαι λέγον πάντων
τῶν ἐν διπλῷ ταῦ ἐκφερομένων. Μέχρι μέν, ὦ Φωνήεντα δικασταί,
ὀλίγα ἠδικούμην ὑπὸ τουτουὶ τοῦ Ταῦ καταχρωμένου τοῖς ἐμοῖς καὶ
καταίροντος ἔνθα μὴ δεῖ, οὐ βαρέως ἔφερον τὴν βλάβην καὶ παρήκουον
ἔνια τῶν λεγομένων ὑπὸ τῆς μετριότητος, ἣν ἴστε με φυλάσσοντα πρός
τε ὑμᾶς καὶ τὰς ἄλλας συλλαβάς· ἐπεὶ δὲ ἐς τοσοῦτον ἥκει πλεονεξίας
τε καὶ ἀνομίας, ὥστε ἐφ᾿ οἷς ἡσύχασα πολλάκις οὐκ ἀγαπῶν, ἄλλ᾿ ἤδη
καὶ πλείω προσβιάζεται, ἀναγκαίως αὐτὸ εὐθύνω νῦν παρὰ τοῖς
ἀμφότερα εἰδόσιν ὑμῖν. δέος δὲ οὐ μικρόν μοι ἐπὶ τούτοις τῆς
ἀποθλίψεως ἐπέρχεται τῆς ἐμαυτοῦ· τοῖς γὰρ προπεπραγμένοις ἀεί τι
μεῖζον προστιθὲν ἄρδην με τῆς οἰκείας ἀποθλίψει χώρας, ὡς ὀλίγου
δεῖν ἡσυχίαν ἀγαγόντα μηδὲ ἐν γράμμασιν ἀριθμεῖσθαι, ἐν ἴσῳ δὲ
κεῖσθαι τοῦ ψόφου. Δίκαιον οὖν οὐχ ὑμᾶς, οἳ δικάζετε νῦν, ἀλλὰ καὶ τὰ
λοιπὰ γράμματα τῆς πείρας ἔχειν τινὰ φυλακήν· εἰ γὰρ ἐξέσται τοῖς
βουλομένοις ἀπὸ τῆς καθ᾿ αὑτὰ τάξεως ἐς ἀλλοτρίαν βιάζεσθαι καὶ
τοῦτο ἐπιτρέψετε ὑμεῖς, ὧν χωρὶς οὐδὲν καθόλου τι γράφεται, οὐχ ὁρῶ
τίνα τρόπον αἱ συντάξεις τὰ νόμιμα, ἐφ᾿ οἷς ἐτάχθη τὰ κατ᾿ ἀρχάς,
ἕξουσιν. ἀλλ᾿ οὔτε ὑμᾶς οἶμαί ποτε ἐς τοσοῦτον ἀμελείας τε καὶ
παροράσεως ἥξειν, ὥστε ἐπιτρέψαι τινὰ μὴ δίκαια, οὔτε, εἰ καθυφήσετε
τὸν ἀγῶνα ὑμεῖς, ἐμοὶ παραλειπτέον ἐστὶν ἀδικουμένῳ. ὡς εἴθε καὶ τῶν
ἄλλων ἀνεκόπησαν τότε αἱ τόλμαι εὐθὺς ἀρξαμένων παρανομεῖν, καὶ
οὐκ ἂν ἐπολέμει μέχρι νῦν τὸ Λάμβδα τῷ ῾Ρῶ διαμφισβητοῦν περὶ τῆς
κισήρεως καὶ κεφαλαργίας, οὔτε τὸ Γάμμα τῷ Κάππα διηγωνίζετο καὶ
ἐς χεῖρας μικροῦ δεῖν ἤρχετο πολλάκις ἐν τῷ γναφείῳ ὑπὲρ
γναφάλλων, ἐπέπαυτο δ᾿ ἂν καὶ πρὸς τὸ Λάμβδα μαχόμενον, τὸ μόγις
ἀφαιρούμενον αὐτοῦ καὶ μάλιστα παρακλέπτον, καὶ τὰ λοιπὰ δ᾿ ἂν
ἠρέμει συγχύσεως ἄρχεσθαι παρανόμου· καλὸν γὰρ ἕκαστον μένειν
ἐφ᾿ ἧς τετύχηκε τάξεως· τὸ δὲ ὑπερβαίνειν ἐς ἃ μὴ χρὴ λύοντός ἐστι τὸ
δίκαιον.
Όταν ήταν άρχοντας ο Αρίσταρχος ο Φαληρέας, στις επτά του μήνα Πυανεψιώνα,
το Σίγμα έκανε μήνυση στο Ταυ ενώπιον των επτά φωνηέντων για βία και
αρπαγή, λέγοντας ότι του έχει πάρει όλες τις λέξεις που γράφονται με διπλό ταυ.
Όσο καιρό, Φωνήεντα δικαστές, αδικιόμουν λίγο από αυτό εδώ το Ταυ, που
έκανε κατάχρηση στα δικαιώματά μου και πήγαινε και καθόταν εκεί που δεν
έπρεπε, δεν έφερα βαρέως την αδικία και παρέβλεψα κάποια απ’ όσα λέγονταν,
εξαιτίας της μετριοπάθειας, την οποία ξέρετε ότι διατηρώ απέναντι σας και
απέναντι στα άλλα γράμματα. Εφόσον όμως έφτασε σε τέτοιο σημείο πλεονεξίας
και παρανομίας, χωρίς να αρκείται με ότι επανειλημμένως άφησα να περάσει
δίχως να μιλήσω, αλλά προσπαθεί ν’ αποκτήσει με τη βία περισσότερα, είμαι
αναγκασμένος να το καλέσω τώρα σε απολογία μπροστά σε σας, που γνωρίζετε
και τα δύο μας. Ο φόβος για την εξαφάνιση, που με πλησιάζει, δεν είναι μικρός
διότι προσθέτοντας όλο και περισσότερα σε αυτά που έχει ήδη κάνει, θα με
εξαφανίσει ολότελα από την περιοχή, που μου ανήκει, έτσι ώστε, αν συνεχίζω να
σωπαίνω, δεν θα αργήσω να σταματήσω να συγκαταλέγομαι στο αλφάβητο και
δεν θα είμαι τίποτα παραπάνω από σφύριγμα.
Είναι λοιπόν δίκαιο, όχι μόνο εσείς, που τώρα δικάζετε, αλλά και τα άλλα
γράμματα να πάρουν προφυλάξεις απέναντι στις προσπάθειες του’ διότι αν
επιτραπεί σε όσους το θελήσουν να πηγαίνουν με τη βία από τη θέση που τους
ανήκει σε άλλη, ξένη, κι αν το επιτρέψετε εσείς, χωρίς τα οποία τίποτα δεν
μπορεί να γραφεί και να έχει καποια σημασία, δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα είναι
ομαλές οι σχέσεις μας, σύμφωνα με τις οποίες έγινε η αρχική κατάταξη. Νομίζω
όμως ότι ούτε εσείς θα φτάσετε σε τέτοιο σημείο αδιαφορίας και παραμέλησης,
ώστε να επιτρέψετε πράγματα που δεν είναι δίκαια, ούτε εγώ θα σταματήσω τον
αγώνα για την αδικία εις βάρος μου, ακόμα κι αν εσείς αδιαφορήσετε. Μακάρι
να είχε αναχαιτιστεί τότε και των άλλων γραμμάτων το θράσος, αμέσως μόλις
άρχισαν τις παρανομίες. Έτσι δεν θα πολεμούσε μέχρι σήμερα το Λάμδα με το
Ρω, φιλονικώντας για την «κίσηρι» και την «κεφαλαργία» (κεφαλαλγία), ούτε το
Γάμμα θ’ ανταγωνιζόταν το Κάππα και δεν θα κόντευαν επανειλημμένως να
έρθουν στα χέρια μέσα στο γναφείο για τα «γνάφαλλα», και θα είχε αποφύγει να
παλέψει με το Λάμδα, αφαιρώντας του το «μόγις» (μόλις) και κλέβοντάς του
κρυφά το «μάλιστα» και θα έμεναν ήσυχα και τα υπόλοιπα, που αρχίζουν το
παράνομο ανακάτεμα. Το σωστό είναι να μένει το καθένα στη θέση που του
έτυχε το να πηγαίνει εκεί που δεν πρέπει είναι κάτι που καταλύει το δίκαιο.
καὶ ὅ γε πρῶτος ἡμῖν τοὺς νόμους τούτους διατυπώσας, εἴτε Κάδμος ὁ
νησιώτης εἴτε Παλαμήδης ὁ Ναυπλίου, καὶ Σιμωνίδῃ δὲ ἔνιοι
προσάπτουσι τὴν προμήθειαν ταύτηνοὐ τῇ τάξει μόνον, καθ᾿ ἣν αἱ
προεδρίαι βεβαιοῦνται, διώρισαν, τί πρῶτον ἔσται ἢ δεύτερον, ἀλλὰ καὶ
ποιότητας, ἃς ἕκαστον ἡμῶν ἔχει, καὶ δυνάμεις συνεῖδον. καὶ ὑμῖν μέν,
ὦ δικασταί, τὴν μείζω δεδώκασι τιμήν, ὅτι καθ᾿ αὑτὰ δύνασθε
φθέγγεσθαι, ἡμιφώνοις δὲ τὴν ἐφεξῆς, ὅτι προσθήκης εἰς τὸ
ἀκουσθῆναι δεῖται· πασῶν δὲ ἐσχάτην ἐνόμισαν ἔχειν μοῖραν ἐννέα
τῶν πάντων, οἷς οὐδὲ φωνὴ πρόσεστι καθ᾿ αὑτά. τὰ μὲν οὖν φωνήεντα
φυλάσσειν ἔοικε τοὺς νόμους τούτους. Τὸ δέ γε Ταῦ τοῦτο, οὐ γὰρ ἔχω
χείρονι αὐτὸ ὀνομάσαι ῥήματι ἢ ᾧ καλεῖται, ὃ μὰ τοὺς θεούς, εἰ μὴ ἐξ
ὑμῶν δύο συνῆλθον ἀγαθοὶ καὶ καθήκοντες ὁραθῆναι, τό τε ῎Αλφα καὶ
τὸ ῏Υ, οὐκ ἂν ἠκούσθη μόνον, τοῦτο τοίνυν ἐτόλμησεν ἀδικεῖν με πλείω
τῶν πώποτε βιασαμένων, ὀνομάτων μὲν καὶ ῥημάτων ἀπελάσαν
πατρῴων, ἐκδιῶξαν δὲ ὁμοῦ συνδέσμων ἅμα καὶ προθέσεων, ὡς μηκέτι
φέρειν τὴν ἔκτοπον πλεονεξίαν. ὅθεν δὲ καὶ ἀπὸ τίνων ἀρξάμενον, ὥρα
λέγειν. ᾿Επεδήμουν ποτὲ Κυβέλῳ, τὸ δέ ἐστι πολίχνιον οὐκ ἀηδές,
ἄποικον, ὡς ἔχει λόγος, ᾿Αθηναίων ἐπηγόμην δὲ καὶ τὸ κράτιστον ῾Ρῶ,
γειτόνων τὸ βέλτιστον· κατηγόμην δὲ παρὰ κωμῳδιῶν τινι ποιητῇ·
Λυσίμαχος ἐκαλεῖτο, Βοιώτιος μέν, ὡς ἐφαίνετο, τὸ γένος ἀνέκαθεν,
ἀπὸ μέσης δὲ ἀξιῶν λέγεσθαι τῆς ᾿Αττικῆς· παρὰ τούτῳ δὴ τῷ ξένῳ τὴν
τοῦ Ταῦ τούτου πλεονεξίαν ἐφώρασα· μέχρι μὲν γὰρ ὀλίγοις ἐπεχείρει,
τέτταρα κατατολμῶν καὶ τετταράκοντα λέγειν, ἔτι δὲ τήμερον καὶ τὰ
ὅμοια ἐπισπώμενον ἴδια ταυτὶ λέγειν, ἀποστεροῦν με τῶν
συγγεγενημένων καὶ συντεθραμμένων γραμμάτων, συνήθειαν ᾤμην
καὶ οἰστὸν ἦν μοι τὸ ἄκουσμα καὶ οὐ πάνυ τι ἐδακνόμην ἐπ᾿ αὐτοῖς.
ὁπότε δὲ ἐκ τούτων ἀρξάμενον ἐτόλμησε καττίτερον εἰπεῖν καὶ
κάττυμα καὶ πίτταν, εἶτα ἀπερυθριᾶσαν καὶ βασίλισσαν βασίλιτταν
ὀνομάζειν, οὐ μετρίως ἐπὶ τούτοις ἀγανακτῶ καὶ πίμπραμαι δεδιὸς μὴ
τῷ χρόνῳ καὶ τὰ σῦκα τῦκά τις ὀνομάσῃ.
Άλλωστε και αυτός που πρώτος διατύπωσε για μας αυτούς τους νόμους, είτε
ήταν ο νησιώτης Κάδμος είτε ο Παλαμήδης, γιος του Ναυπλίου —κάποιοι
αποδίδουν αυτή την παροχή στον Σιμωνίδη— δεν καθόρισαν μόνο τη σειρά μας,
σύμφωνα με την οποία έχουμε καθορισμένες θέσεις, ποιο δηλαδή θα είναι
πρώτο και ποιο δεύτερο, αλλά αποφάσισαν ακόμα και τα χαρακτηριστικά και τις
δυνατότητες, που έχει καθένα από μας. Σε σας λοιπόν, δικαστές, έχουν δώσει τη
μεγαλύτερη τιμή, διότι μπορείτε να εκφέρεστε μόνα σας στα ημίφωνα έδωσαν
την αμέσως επόμενη τιμή, διότι χρειάζονται κάτι να προστεθεί μαζί τους για ν’
ακουστούν. Την τελευταία θέση όρισαν να έχουν απ’ όλα τα εννέα γράμματα,
που δεν έχουν κανένα ήχο από μόνα τους. Τα φωνήεντα λοιπόν θα έπρεπε να
διαφυλάσσουν αυτούς τους νόμους.
Αυτό εδώ το Ταυ —δεν μπορώ να το αποκαλέσω με χειρότερο όνομα από το δικό
του— το οποίο, μα τους θεούς, δεν θα μπορούσε ν’ ακουστεί μόνο του, παρά
μόνο αν δύο από σας, καλά και υποχρεωτικά φωνήεντα, το Αλφα και το Ύψιλον,
έρχονταν να το βοηθήσουν, αυτό λοιπόν τόλμησε ν’ αδικήσει εμένα περισσότερο
απ’ όλα όσα έχουν αδικηθεί ως τώρα, εξορίζοντάς με από ονόματα και ρήματα
που έχω κληρονομήσει, διώχνοντάς με ταυτόχρονα από συνδέσμους και
προθέσεις, έτσι που δεν μπορώ πια ν’ ανεχτώ την άνευ ορίων πλεονεξία του.
Είναι όμως καιρός να πω από πού και πώς άρχισε.
Είχα πάει κάποτε στον Κύβελο —αυτό είναι χωριουδάκι, όχι άσχημο, αποικία των
Αθηναίων, όπως λέει η ιστορία. Πήρα μαζί μου και το ισχυρότατο Ρω, τον
καλύτερο γείτονά μου. Σταμάτησα λοιπόν στο σπίτι κάποιου κωμικού ποιητή.
Λεγόταν Λυσίμαχος, Βοιωτός προφανώς από καταγωγής, αν και απαιτούσε να
λένε ότι γεννήθηκε στην καρδιά της Αττικής. Σε αυτό τον ξένο λοιπόν
παρατήρησα την πλεονεξία αυτού του Ταυ. Όσο καιρό ήταν λίγα αυτά που
επιχειρούσε, τολμώντας να λέει «τέττερα» (τέσσερα) και «τετταράκοντα»
(τεσσαράκοντα), βάζοντας χέρι ακό­μα και στο «τήμερα» (σήμερα) και τα
παρόμοια και λέγοντας ότι αυτά είναι δικά του, στερώντας μου τους γνωστούς
και συγγενείς μου, νόμιζα ότι ήταν απλώς συνήθειά του και ανεχόμουν να τα
ακούω, χωρίς να μ’ ενοχλούν και πολύ. Από τη στιγμή όμως που προχώρησε και
τόλμησε να πει «καττίτερο» (κασσίτερον) και κάττυμα και «πίττα» (πίσσα) και
έπειτα, χωρίς να κοκκινίσει, ονόμασε τη «βασίλισσα» «βασίλιττα», η αγανάκτησή
μου γι’ αυτά μεγάλωσε και έχω πάρει φωτιά από τον φόβο μήπως με τον καιρό
ονομάσει κάποιος και τα «σύκα» «τύκα».
καί μοι πρὸς Διὸς ἀθυμοῦντι καὶ μεμονωμένῳ τῶν βοηθησόντων
σύγγνωτε τῆς δικαίας ὀργῆς· οὐ γὰρ περὶ μικρὰ καὶ τὰ τυχόντα ἐστὶν ὁ
κίνδυνος, ἀφαιρουμένῳ τῶν συνήθων καὶ συνεσχολακότων μοι
γραμμάτων. κίσσαν μου, λάλον ὄρνεον, ἐκ μέσων ὡς ἔπος εἰπεῖν τῶν
κόλπων ἁρπάσαν κίτταν ὠνόμασεν· ἀφείλετο δέ μου φάσσαν ἅμα
νήσσαις τε καὶ κοσσύφοις ἀπαγορεύοντος ᾿Αριστάρχου· περιέσπασε δὲ
καὶ μελισσῶν οὐκ ὀλίγας· ἐπ᾿ ᾿Αττικὴν δὲ ἦλθε καὶ ἐκ μέσης αὐτῆς
ἀνήρπασεν ἀνόμως ῾Υμησσὸν ὁρώντων ὑμῶν καὶ τῶν ἄλλων
συλλαβῶν. ἀλλὰ τί λέγω ταῦτα; Θεσσαλίας με ἐξέβαλεν ὅλης
Θετταλίαν ἀξιοῦν λέγειν, καὶ πᾶσαν ἀποκέκλεικέ μοι τὴν θάλασσαν
οὐδὲ τῶν ἐν κήποις φεισάμενον σευτλίων, ὡς τὸ δὴ λεγόμενον μηδὲ
πάσσαλόν μοι καταλιπεῖν. ῞Οτι δὲ ἀνεξίκακόν εἰμι γράμμα, μαρτυρεῖτέ
μοι καὶ αὐτοὶ μηδέποτε ἐγκαλέσαντι τῷ Ζῆτα σμάραγδον ἀποσπάσαντι
καὶ πᾶσαν ἀφελομένῳ Σμύρναν, μηδὲ τῷ Ξῖ πᾶσαν παραβάντι
συνθήκην καὶ τὸν συγγραφέα τῶν τοιούτων ἔχοντι Θουκυδίδην
σύμμαχον· τῷ μὲν γὰρ γείτονί μου ῾Ρῶ νοσήσαντι συγγνώμη, καὶ παρ᾿
αὐτῷ φυτεύσαντί μου τὰς μυρρίνας καὶ παίσαντί μέ ποτε ὑπὸ
μελαγχολίας ἐπὶ κόρρης. κἀγὼ μὲν τοιοῦτον. τὸ δὲ Ταῦ τοῦτο σκοπῶμεν
ὡς φύσει βίαιον καὶ πρὸς τὰ λοιπά. ὅτι δὲ οὐδὲ τῶν ἄλλων ἀπέσχετο
γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ τὸ Δέλτα καὶ τὸ Θῆτα καὶ τὸ Ζῆτα, μικροῦ δεῖν
πάντα ἠδίκησε τὰ στοιχεῖα, αὐτά μοι κάλει τὰ ἀδικηθέντα γράμματα.
ἀκούετε, Φωνήεντα δικασταί, τοῦ μὲν Δέλτα λέγοντος· ἀφείλετό μου
τὴν ἐνδελέχειαν, ἐντελέχειαν ἀξιοῦν λέγεσθαι παρὰ πάντας τοὺς
νόμους· τοῦ Θῆτα δακρύοντος καὶ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας τίλλοντος
ἐπὶ τῷ καὶ τῆς κολοκύνθης ἐστερῆσθαι· τοῦ Ζῆτα, τὸ συρίζειν καὶ
σαλπίζειν, ὡς μηκέτ᾿ αὐτῷ ἐξεῖναι μηδὲ γρύζειν. τίς ἂν τούτων
ἀνάσχοιτο; ἢ τίς ἐξαρκέσειε δίκη πρὸς τὸ πονηρότατον τουτὶ Ταῦ;
Συγχωρήστε με, για το όνομα του Δία, για τη δίκαιη οργή μου, έτσι απελπισμένος
καθώς είμαι και έρημος από βοηθούς. Διότι ο κίνδυνος δεν είναι για ασήμαντα
και τυχαία πράγματα, γιατί μου κλέβει τους φίλους και τους συντρόφους μου.
Ονόμασε την «κίσσα» μου, το φλύαρο πουλί, «κίττα», αρπάζοντας το μέσα από
την αγκαλιά μου, που λέει ο λόγος. Μου πήρε τη «φάσσα» (αγριοπερίστερο) μαζί
με τις νήσσες (πάπιες) και τους κόσσυφες (κότσυφες), αν και του το απαγόρευσε
ο Αρίσταρχος. Μου απέσπασε ακόμα και όχι λίγες «μέλισσες». Ήρθε στην Αττική
και μου άρπαξε παράνομα από την καρδιά της μέσα τον «Υμησσό» (Υμηττό)
κάτω από τα μάτια τα δικά σας και των άλλων γραμμάτων. Αλλά γιατί τα λέω
αυτά; Με έδιωξε από ολόκληρη τη «Θεσσαλία», απαιτώντας να ονομάζεται
«Θετταλία», με απέκλεισε από ολόκληρη τη «θάλασσα», χωρίς να λυπηθεί και
να’ μου παραχωρήσει ούτε τα «σεύτλα» στους κήπους, και καθώς λένε δεν μου
άφησε ούτε τον «πάσσαλο».
Ότι είμαι γράμμα που δεν κρατάει κακία, μπορείτε να το καταθέσετε κι εσείς οι
ίδιοι, αφού ποτέ δεν κατάγγειλα το Ζήτα, που μου πήρε το «σμαράγδι»
(ζμάραγδος) και μου αφαίρεσε τελείως τη σμύρνα, ούτε το Ξι, που παραβίασε
κάθε «συνθήκη» (ξυνθήκη), έχοντας «σύμμαχο» (ξύμμαχος) τον συγγραφέα
τέτοιων πραγμάτων, τον Θουκυδίδη. Και όταν ο γείτονάς μου, το Ρω, αρρώστησε,
τον συγχώρεσα που μεταφύτευσε στον κήπο του τις «μυρρίνες» (μυρσίνη) μου
και με χτύπησε κάποτε στον «κρόταφο» [κόρση— κόρρη) από παραφροσύνη.
Τέτοιο είμαι εγώ.
Αλλά δείτε πόσο βίαιο είναι από τη φύση του αυτό το Ταυ απέναντι και στα
υπόλοιπα. Το ότι δεν άφησε ήσυχα ούτε τα υπόλοιπα γράμματα, αλλά διέπραξε
αδικίες και εις βάρος του Δέλτα και του Θήτα και του Ζήτα και εις βάρος σχεδόν
όλων των στοιχείων του αλφαβήτου, καλέστε να σας το πουν για χάρη μου τα
ίδια τα αδικημένα γράμματα. Ακούστε, Φωνήεντα δικαστές, το Δέλτα, που λέει:
«Μου έκλεψε την ενδελέχεια, απαιτώντας να λέγεται εντελέχεια, παραβιάζοντας
όλους τους νόμους», το Θήτα, που χύνει δάκρυα και ξεριζώνει τις τρίχες του
κεφαλιού του, γιατί έχει στερηθεί ακόμα και την κολοκύθα (κολοκύνθη—
κολοκύντη), το Ζήτα, που έχει χάσει το να σφυρίζει και να σαλπίζει, ώστε δεν
μπορεί πια να πει ούτε γρυ. Ποιος θα μπορούσε ν’ ανεχτεί όλα αυτά; Ποια
τιμωρία θα ήταν αρκετή γι’ αυτό το πέρα για πέρα κακούργο Ταυ;
Τὸ δὲ ἄρα οὐ τὸ ὁμόφυλον τῶν στοιχείων μόνον ἀδικεῖ γένος, ἀλλ᾿ ἤδη
καὶ πρὸς τὸ ἀνθρώπειον μεταβέβηκε τουτονὶ τὸν τρόπον· οὐ γὰρ
ἐπιτρέπει γε αὐτοὺς κατ᾿ εὐθὺ φέρεσθαι ταῖς γλώσσαις· μᾶλλον δέ, ὦ
δικασταί, μεταξὺ γάρ με πάλιν τὰ τῶν ἀνθρώπων πράγματα ἀνέμνησε
περὶ τῆς γλώσσης, καὶ ταύτης με τὸ μέρος ἀπήλασε καὶ γλῶτταν ποιεῖ
τὴν γλῶσσαν. ὦ γλώσσης ἀληθῶς νόσημα Ταῦ. ἀλλὰ μεταβήσομαι
πάλιν ἐπ᾿ ἐκεῖνο καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναγορεύσω ὑπὲρ ὧν εἰς αὐτοὺς
πλημμελεῖ· δεσμοῖς γάρ τισι στρεβλοῦν καὶ σπαράττειν αὐτῶν τὴν
φωνὴν ἐπιχειρεῖ. καὶ ὁ μέν τι καλὸν ἰδὼν καλὸν εἰπεῖν αὐτὸ βούλεται,
τὸ δὲ παρεισπεσὸν ταλὸν εἰπεῖν αὐτοὺς ἀναγκάζει ἐν ἅπασι προεδρίαν
ἔχειν ἀξιοῦν· πάλιν ἕτερος περὶ κλήματος διαλέγεται, τὸ δὲ τλῆμον γάρ
ἐστιν ἀληθῶστλῆμα πεποίηκε τὸ κλῆμα. καὶ οὐ μόνον γε τοὺς τυχόντας
ἀδικεῖ, ἀλλ᾿ ἤδη καὶ τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ, ᾧ καὶ γῆν καὶ θάλασσαν εἶξαί
φασι καὶ τῆς αὑτῶν φύσεως ἐκστῆναι, τὸ δὲ καὶ τούτῳ ἐπιβουλεύει καὶ
Κῦρον αὐτὸν ὄντα Τῦρόν τινα ἀπέφηνεν. Οὕτω μὲν οὖν ὅσον ἐς φωνὴν
ἀνθρώπους ἀδικεῖ· ἔργῳ δὲ πῶς; κλάουσιν ἄνθρωποι καὶ τὴν αὑτῶν
τύχην ὀδύρονται καὶ Κάδμῳ καταρῶνται πολλάκις, ὅτι τὸ Ταῦ ἐς τὸ τῶν
στοιχείων γένος παρήγαγε· τῷ γὰρ τούτου σώματί φασι τοὺς τυράννους
ἀκολουθήσαντας καὶ μιμησαμένους αὐτοῦ τὸ πλάσμα ἔπειτα σχήματι
τοιούτῳ ξύλα τεκτήναντας ἀνθρώπους ἀνασκολοπίζειν ἐπ᾿ αὐτά· ἀπὸ
δὲ τούτου καὶ τῷ τεχνήματι τῷ πονηρῷ τὴν πονηρὰν ἐπωνυμίαν
συνελθεῖν. τούτων οὖν ἁπάντων ἕνεκα πόσων θανάτων τὸ Ταῦ ἄξιον
εἶναι νομίζετε; ἐγὼ μὲν γὰρ οἶμαι δικαίως τοῦτο μόνον ἐς τὴν τοῦ Ταῦ
τιμωρίαν ὑπολείπεσθαι, τὸ τῷ σχήματι τῷ αὑτοῦ τὴν δίκην ὑποσχεῖν.
Και δεν διαπράττει αδικίες μόνο εις βάρος του ομόφυλού του γένους των
γραμμάτων, αλλά έχει ήδη επιτεθεί και στο ανθρώπινο γένος με τούτο τον τρόπο
δεν αφήνει τους ανθρώπους να μιλήσουν με τη γλώσσα τεντωμένη. Πράγ­ματι,
δικαστές, ενώ μιλούσα για τους ανθρώπους, μου ήρθε στον νου η γλώσσα την
έδιωξε και αυτή από το μέρος μου και κάνει τη «γλώσσα» «γλώττα». Αχ Ταυ,
πραγματική αρρώστια της γλώσσας. Θα επανέλθω όμως σε κείνο το θέμα και θα
μιλήσω για χάρη τους, υπερασπίζοντάς τους απέναντι σε όσα κακά τους
προκαλεί. Προσπαθεί δηλαδή με γλωσσοδέτες να διαστρεβλώνει και να χαλάει
την ομι­λία τους. Αλλος βλέπει κάτι «καλό» και θέλει να το πει έτσι, επεμβαίνει
όμως το Ταυ και τους αναγκάζει να το πουν «ταλό», θέλοντας να έχει σε όλα τον
πρώτο λόγο. Αλλος πάλι συζητά για το «κλήμα», αλλά το Ταυ —που είναι
πραγματικά «τλήμον» (άθλιο)— κάνει το κλήμα «τλήμα». Και δεν βλάπτει μόνο
τους κοινούς ανθρώπους, αλλά ακόμα και τον μεγάλο βασιλιά, στον οποίο, λένε,
υποχωρούν και η ξηρά και η θάλασσα και αποχωρίζονται από την ίδια τους τη
φύση, ακόμα και αυτόν επιβουλεύεται το Ταυ και, ενώ είναι Κύρος, τον κάνει
κάτι σαν Τύρο.
Με τον τρόπο αυτό βλάπτει λοιπόν τους ανθρώπους όσον αφορά την ομιλία
τους, αλλά κοιτάτε και πώς βλά­πτει αυτούς με πράξεις. Κλαίνε οι άνθρωποι και
θρηνούν την τύχη τους και καταριούνται συνέχεια τον Κάδμο, που έφερε το Ταυ
στο γένος των στοιχείων του αλφαβήτου– διότι λένε ότι οι τύραννοι,
ακολουθώντας τη μορφή αυτού και μιμούμενοι την κατασκευή του, έφτιαξαν
έπειτα ξύλα με τέτοιο σχήμα και εκεί σταυρώνουν τους ανθρώπους. Από αυτό
λοιπόν πήρε το απαίσιο δημιούργημα τη φρικτή του ονομασία. Για όλα αυτά
λοιπόν πόσες φορές νομίζετε ότι αξίζει να θανατωθεί το Ταυ; Εγώ πιστεύω πως
με ολο μας το δίκιο πρέπει να τιμωρήσουμε το Ταυ φτιάχνοντας με αυτό σταυρό.

Você também pode gostar