Você está na página 1de 348

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
Διδάσκων: Δημήτρης Πατέλης, Αναπληρωτής Καθηγητής

XANIA 2015

1
Θεματικές ενότητες.
Το πλαίσιο και τα βασικά ζητήματα της προβληματικής του
μαθήματος……………………………………………………………………....

Α. Ζητήματα Ιστορίας της Φιλοσοφίας………………………………………


Βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας (Φ. Βώρου), Υλισμός, Συνοπτική αναδρομή στην
Ιστορία της φιλοσοφίας (Φ. Βώρου), Λόγος, Διαλεκτική (Ε. Μπιτσάκη),
Ανθρωπολογισμός, Ανθρωπομορφισμός, Ανθρωποκεντρισμός, Διαφωτισμός,
Διαφωτισμός νεολληνικός (Φ. Βώρου), Χέγκελ, Μαρξ, Γκομπινό, Λογικός θετικισμός, η
«σύγχρονη» μορφή του θετικισμού, Χυδαίος υλισμός, Φουκογιάμα.

Β. Βασικές φιλοσοφικές κατηγορίες και νόμοι της διαλεκτικής ………….


1Ζητήματα «αντικειμενικής λογικής»……………………………………….
Ποιότητα και ποσότητα, Μέτρο, πεπερασμένο, Πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών
σε ποιοτικές, Άλμα, μέρος και όλο, πράγμα, κίνηση, αυτοκίνηση, εξέλιξη,
ανάπτυξη, αυτοπροσδιορισμός. Αυτοανάπτυξη, ουσία και φαινόμενο, περιεχόμενο
και μορφή, φαινομενικότητα, αιτιότητα, αιτιοκρατία, στατιστικοί και δυναμικοί
νόμοι, αντίφαση διαλεκτική, άρση, πραγματικότητα.
2. Ζητήματα θεωρίας της γνώσης και λογικής («Υποκειμενικής λογικής»)
Υποκείμενο, Αντικείμενο, Αντικειμενισμός, Αντικειμενική πραγματικότητα,
Αντανάκλαση, Ενατένιση, Γνωστική διαδικασία, Γνώση, Εξωτερικό και εσωτερικό,
Πρακτική, Αγνωστικισμός, Ιστορικό και λογικό, Εμπειρικό και θεωρητικό,
Αναγωγισμός, Σύγκριση, Πλάνη, Αντινομία, Δογματισμός και αναθεωρητισμός,
Διαλεκτική λογική.
Γ. Ζητήματα κοινωνικής Φιλοσοφίας…
Κοινωνική Φιλοσοφία, Άνθρωπος, Ανάγκες, Κοινωνία, Εργασία, Σκοπός, Σκοπιμότητα, Αντίθεση
χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, Δραστηριότητα, Δημιουργικότητα, Ικανότητες ,
Ιδιοκτησία, Συμφέρον κοινωνικό, Τάξεις κατεστημένες, Τάξεις κοινωνικές, - πάλη των τάξεων, Περί
πολέμου, Βάση και εποικοδόμημα, εξουσία, ιεραρχία, Χειραγώγηση, Αυθεντία, Γραφειοκρατία,
Δημοκρατία, Αυθόρμητο, Φετιχισμός, Υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία, Επανάσταση
κοινωνική, Επαναστατική κατάσταση, Αντεπανάσταση,
-Για τη διαλεκτική – υλιστική αντίληψη της Ιστορίας.
-Το φαινόμενο της Αλλοτρίωσης…
-Τα παράδοξα της αξιοπρέπειας ... (Β. Α. Βαζιούλιν)...
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΩΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Εισαγωγή.Η θέση και ο ρόλος της εκπαίδευσης στην κοινωνική ολότητα. Παιδεία
και κοινωνική συνείδηση. Παιδεία και προσωπικότητα. Για την ιστορική διάσταση
της εκπαίδευσης. Κεφαλαιοκρατία και εκπαίδευση. Περί αξιών. Κοινωνία και
εκπαίδευση στο χορό των αξιολογήσεων. «Αξιοκρατία» και «Ίσες ευκαιρίες».
Γραφειοκρατική ιεραρχία, αξιολόγηση και παραμορφώσεις γνωστικών υποκειμένων
και αντικειμένων. Εκπαίδευση και προσφορά – ζήτηση εργασιακής δύναμης επί
κεφαλαιοκρατίας.Καθολικός χαρακτήρας της ερευνητικής δραστηριότητας:
αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας και χεραφετητικές δυνατότητες της παιδείας. Η
αγωγή των ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων ως επαναστατικός
στρατηγικός στόχος.
Πρότυπα και προσωπεία. Επιστήμονας και αγοραία ήθη…..
-Το κοινωνικό συνειδέναι και οι μορφές του. Η θρησκεία ως μορφή
κοινωνικής συνείδησης.
Ψυχισμός, εργασιακή διαμεσολάβηση, σύμβολα & συνείδηση. Το ειδέναι (γνώση)
και οι νοητικές μορφές του: διάνοια και λόγος-210. Το συνειδέναι και οι μορφές
του. Η ιδιοτυπία της φιλοσοφίας. Η επιστημονική φιλοσοφία.

2
Πηγές της θρησκευτικής ανάγκης & του θρησκευτικού βιώματος. Από τη μαγεία
και τη μυθολογία στη θρησκεία & τη φιλοσοφική – επιστημονική θεώρηση.
Αλλοτρίωση, ιδιώτευση & αναζήτηση «σωτηρίας».
Παράρτημα.
Κοινωνικές σχέσεις, τάξεις πολιτισμικές ταυτότητες και εθνικό ζήτημα…
Δικαιοσύνη και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας………………..
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΑΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ...
Δημοκρατία και διαλεκτική υποκειμενικού παράγοντα-αντικειμενικών όρων στη Λογική της
Ιστορίας.
Η λογική της ιστορίας και τα καθήκοντα της εποχής.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


Το πλαίσιο και τα βασικά ζητήματα της προβληματικής του μαθήματος.

Εισαγωγή. Αρχικοί ορισμοί. Αναγκαιότητα, ιδιοτυπία και λειτουργίες του


φιλοσοφείν. Φιλοσοφία και νεότητα. Πότε, που σε ποιόν και γιατί χρειάζεται η
φιλοσοφία.
Βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας.
Ιστορικότητα, αντικειμενικότητα. Σύγκρουση τάσεων.

Α. Αναδρομή στην ιστορία της φιλοσοφίας.

1. Προϋποθέσεις της φιλοσοφίας. Μυθολογία και μαγεία. Η μετάβαση στην


ταξική κοινωνία. Καταμερισμός εργασίας. Θρησκεία και φιλοσοφική - επιστημονική
στάση.
2. Πρωταρχική εμφάνιση της φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία της κλασικής
αρχαιότητας. Η αυθόρμητη-αφελής διαλεκτική. Φυσική φιλοσοφία και «λόγος».
Ελληνιστική - Ρωμαϊκή Φιλοσοφία. Μεσαιωνική υποβάθμιση της φιλοσοφίας σε ρόλο
θεραπαινίδας της θρησκείας από το θρησκευτικό δογματισμό. Αναγέννηση.
Διαφωτισμός.
3. Η διαμόρφωση της φιλοσοφίας. Η μεταφυσική και το μηχανιστικό
κοσμοείδωλο. Ο Διαφωτισμός και κλασική αστική σκέψη. Η διαλεκτική της
Γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας. Η ιδεοκρατική διαλεκτική του Χέγκελ ως
κορύφωση της διαμόρφωσης του φιλοσοφείν.
4. Η αρχή της ανάπτυξης της φιλοσοφίας. Κ. Μαρξ. Η έναρξη της
συνειδητής διαλεκτικής σύνθεσης.
5. Η περίοδος των επιγόνων. Επαναληπτικές αγκυλώσεις και αποδομητικές
τάσεις. Υπαρξισμός, Φιλοσοφία της ζωής, Θετικισμός, Πραγματισμός,
Νεοεγελιανισμός, Λογικός θετικισμός, Η “γλωσσική στροφή”, η “Μεταμοντέρνα
κατάσταση”. Ανορθολογισμός εναντίον ορθολογισμού, αντιεπιστημονισμός
εναντίον επιστημονισμού.
6. Σύγχρονες τάσεις και ρεύματα. Η αναγκαιότητα και οι δρόμοι της περαιτέρω
ανάπτυξης.

Β. Οι βασικές φιλοσοφικές κατηγορίες και οι νόμοι της διαλεκτικής.


1. Ζητήματα θεωρίας της γνώσης
Διαλεκτική υποκειμένου – αντικειμένου. Αλληλεπίδραση, αντανάκλαση,
αισθαντικότητα, ψυχισμός. Σημεία, σύμβολα, κώδικες, Γλώσσα και σκέψη.
Προεπιστημονική και επιστημονική γνώση, εμπειρικό και θεωρητικό, διάνοια και
λόγος. Το πρόβλημα της μεθόδου. Η αντιφατικότητα της γνωστικής διαδικασίας.
Δημιουργική φαντασία και διαίσθηση. Η διαλεκτική απόλυτης και σχετικής
αλήθειας. Δογματισμός και σκεπτικισμός. Θεωρία και πρακτική.
2. Η «αντικειμενική λογική» ως «Οντολογία»..

3
-Το είναι, (ποιόν, ποσόν, μέτρον). Η ουσία (φαινομενικότητα, ταυτότητα,
διάκριση, διαφορά, αντίθεση, αντίφαση, μορφή και περιεχόμενο, όρος). Φαινόμενο
και πραγματικότητα.
-Κατηγορίες και νόμοι της διαλεκτικής.
3.Διαλεκτική λογική ως επιστήμη για την θεωρητική νόηση. Τυπική και
διαλεκτική λογική.

Γ. Κοινωνική Φιλοσοφία. Η κοινωνία ως οργανικό όλο.


Η δομή της κοινωνίας.

1. Η απλούστατη σχέση της κοινωνίας ως διαδικασία. Η διάρθρωση της


απλούστατης σχέσης.
2. Η μετάβαση απ’ την απλούστατη σχέση στην ουσία της κοινωνίας.
3. Η ουσία της κοινωνίας.
α) Εργασία και παραγωγή ως διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και
φύσης.
β) Σχέσεις παραγωγής (εργασιακές σχέσεις).
4.Το φαινόμενο και η πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Η κοινωνική συνείδηση και οι μορφές της. Το εποικοδόμημα.
Οι άνθρωποι ως προσωπικότητες.

Δ. Η επιστημονική φιλοσοφία ως αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία της


εκάστοτε εποχής.
Το φιλοσοφείν ως αναστοχαστική διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ είναι και
συνειδέναι για τον προσδιορισμό της θέσης, του ρόλου και των προοπτικών του
ανθρώπου.

Α. Ζητήματα ιστορίας της φιλοσοφίας.

Bασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.


Η διατύπωση ενός τέτοιου προβλήματος με τόση σαφήνεια και διάκριση
(ευκρίνεια) οφείλεται στον Ένγκελς (Fr. Engels). Η ύπαρξη του όμως και η επίδραση
του στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών συστημάτων επισημαίνεται από πολύ νωρίς
στον αρχαίο ελληνικό φιλοσοφικά στοχασμό. Συγκεκριμένα, το πρόβλημα
διατυπώνεται έτσι: προηγείται η συνείδηση του ανθρώπου ή η υλική
υπόσταση (η ψυχή ή το σώμα), η "συνείδηση" ή το "Είναι"; Η απάντηση στο
ερώτημα αυτό αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση κάθε φιλοσοφικού
συστήματος. «Οι φιλόσοφοι», έγραψε ο Ένγκελς (Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Άπαντα, τ.
21, σελ. 383), "χωρίστηκαν σε δυο μεγάλα στρατόπεδα, ανάλογα με την απάντηση
που έδιναν σ αυτό το πρόβλημα. Εκείνοι που βεβαίωναν ότι το πνεύμα υπήρχε πριν
από τη φύση ... αποτέλεσαν το ιδεαλιστικό στρατόπεδο. Εκείνοι που θεωρούσαν
βασική αρχή τη φύση προσχώρησαν στις διάφορες μορφές του υλισμού».
Είναι αυτονόητο ότι από την απάντηση που δίνει ένας στοχαστής σ' αυτό το
ερώτημα (το βασικό) απορρέουν οι θέσεις του σε πολλά άλλα συναφή και ουσιώδη.
Λογουχάρη, για έναν συνεπή υλιστή (που δέχεται ότι η ύλη υπάρχει πριν,
ανεξάρτητα και έξω από τη συνείδηση του ανθρώπου) ανάλογη είναι και η
αντίληψη του για τη γνώση, ως αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας στη
συνείδηση. Οι υλιστές όλων των αιώνων ως προς το φαινόμενο της γνώσης (πηγή,
αφετηρία) πρεσβεύουν διάφορες παραλλαγές αισθησιαρχίας (οι αισθήσεις του
ανθρώπου δέχονται ερεθίσματα και τα μεταφέρουν στον νου)· δεν υπάρχει γνώση
που δεν πέρασε απ' αυτόν το δρόμο (ύλη - αίσθηση -συνείδηση). Αυτή την άποψη

4
βρίσκουμε στον Δημόκριτο, στον Επίκουρο, στον Τζων Λοκ (John Locke) ("nihil in
inteitectu quod non prius fuerit in sensu"). Και οι ιδεαλιστές όλων των εποχών (που
προϋποθέτουν αθανασία της ψυχής, προΰπαρξη συνείδησης, που εγκαθίσταται στο
θνητό σώμα) ερμηνεύουν το φαινόμενο της γνώσης με κάποια παραλλαγή
προΰπαρξης μορφών γνώσης στην ψυχή'- συνείδηση, προτού αυτή "φυλακιστεί" στο
φθαρτό σώμα για μια πρόσκαιρη "φιλοξενία". Ο Πλάτων δημιούργησε τη θεωρία
της "ανάμνησης" (η αιώνια ψυχή, όταν εγκαθίσταται στο φθαρτό σώμα, παίρνει
αφορμή από τις αισθήσεις για να θυμηθεί εικόνες που είχε αντικρίσει κατά την
προηγούμενη, ασώματη, ύπαρξη της). Ο Ντεκάρτ (Descartes) εισηγήθηκε τη
θεωρία περί "έμφυτων ιδεών", που προϋπάρχουν στη συνείδηση πριν αυτή
εγκατασταθεί στο θνητό σωμό ("ideae innatae", π.χ. χώρος, χρόνος και άλλες).
Από τη θέση που παίρνουν οι φιλόσοφοι στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας
εξαρτώνται και οι αντιλήψεις τους για τη μεταφυσική, ακόμη και σε εποχές που
δεν είχε καθιερωθεί η αντιδιαστολή ιδεαλισμού - υλισμού. Ο Δημόκριτος, λ.χ-, που
είχε βασική θέση ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο από άτομα και κενό ("ετεή δε άτομα
και κενόν"), ειρωνευόταν ως μυθοπλασίες και ψεύδη όσα ισχυρίζονταν άλλοι περί
ζωής μετά θάνατον: «ένιοι θνητής φύσεως διάλυσιν ουκ ειδότες... τον της βιοτής
χρόνον εν ταραχαίς και φόβοις ταλαιπωρεουσι, ψεύδεα περί του μετά την τελευτήν
μυθοπλα-στέοντες χρόνου» (Στ. 297). Η μεταφυσική του είναι συνειδητή απόρροια
της βασικής παραδοχής. Και ο Επίκουρος, συνεπής υλιστής, διακηρύσσει με
έμφαση: "ο θάνατος ουδέν προς ημάς", γιατί όσο υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει με
μας ο θάνατος, και όταν έλθει εκείνος δεν υπάρχουμε εμείς για να τον
αισθανθούμε.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά καιρούς οι φιλόσοφοι διατύπωσαν διαφορετικά ή
πρόβαλαν διαφορετικά το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας. Λογουχάρη, για τη
σχολαστική φιλοσοφία του Μεσαίωνα βασικό πρόβλημα ήταν η αντιδικία ανάμεσα
στον "Νομιναλισμό" (ή Ονοματοκρατία), που δεχόταν ότι οι καθολικές έννοιες
δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα αλλά μόνο στη νόηση, και τον "Ρεαλισμό",
που υποστήριζε ότι οι γενικές κατηγορίες - έννοιες έχουν υπόσταση αντικειμενική.
Αλλά και αυτή η αντιδικία ουσιαστικά στην ίδια βάση καταλήγει: παραδοχή
υλιστική (το όνομα είναι παράγωγο του νου) ή ιδεαλιστική (το όνομα έχει
υπόσταση αντικειμενική, όπως η πλατωνική ιδέα). Η ίδια αντιδικία είχε περάσει
στον βυζαντινό φιλοσοφικό στοχασμό (βλ. λ.χ. το λ. Βλεμμύδης Νικηφόρος). Τη
θέση του διαλεκτικού υλισμού απέναντι στο βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας από
την πλευρά του νεοελληνικού στοχασμού έχει εύστοχα, νομίζω, διατυπώσει ο
Δημήτρης Γληνός στην "Εισαγωγή" του στον Σοφιστή (σελ. 52): «ο διαλεκτικός
υλισμός ("δυναμικός ρεαλισμός" έγραφε τότε -το 1940-- για να αποφύγει τη
λογοκρισία) αναγνωρίζει την ύπαρξη και την πρωταρχικότητα στο
εξωϋποκειμενικό "Είναι", για να το κατακτήσει με τον νου, καθοδηγημένον από την
πράξη». Στον τομέα του ιστορικού υλισμού,την ίδια αυτή θέση ο Μαρξ διατύπωσε
λακωνικά: «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους,
αλλά αντίθετα, το κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδηση τους».
Βίβλιογρ..; The Fundamentals of Marxist - Lewnisf Philosophy (Progress
Publishers, Moscow, σελ. 17-24).-Fr. Engels, Ο Λουδοβίκος Φουερμπαχ MI то τέλος
της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας.
Φ.Κ.Βώρος
Υλισμός (λατ. materialismus).
To αντίθετο προς τον ιδεαλισμό (ιδεοκρατία, πνευματοκρατία) βασικό ρεύμα της
φιλοσοφίας, το οποίο θεωρεί ως πρωτεύον το Είναι έναντι της συνείδησης, την ύλη
έναντι του πνεύματος. Σε αντιδιαστολή με τον ιδεαλισμό ανάγει τελικά όλα τα
όντα, τα φαινόμενα και τις διαδικασίες στην ύλη, η σχέση της οποίας προς τη
συνείδηση θεωρείται πρωταρχική, θεμελιώδης και καθοριστική. Κατ' αυτό τον

5
τρόπο ο υλισμός απαντά στο «βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας». Παρά την
τρέχουσα σημασία του όρου και την υιοθέτηση από ορισμένους υλιστές απόψεων
του ηδονισμού, του εγωισμού και της χρησιμοθηρίας, ο υλισμός δεν πρέπει να
ανάγεται στις παραπάνω θεωρήσεις και στάσεις.
Ο υλισμός γεννήθηκε μαζί με τον φιλοσοφικό στοχασμό ως τάση εξήγησης του
κόσμου με φυσικό τρόπο, σε αντιδιαστολή με τις θρησκευτικές-μυθολογικές και
μυστικιστικές δοξασίες και τις ερμηνείες του κόσμου ως αποτελέσματος
επίδρασης υπερφυσικών δυνάμεων. Γι' αυτό συνδέεται στενά με την πίστη στην
ανθρώπινη γνώση, με την "επιστημονική εικόνα του κόσμου" και με την προσπάθεια
κατανόησης της φύσης και της κοινωνίας έτσι όπως αυτές υφίστανται αφ' εαυτές.
Σε αντιδιαστολή με τον εγγενή συντηρητισμό του φιλοσοφικού και θρησκευτικού
ιδεαλισμού, ο υλισμός (όπως δείχνει η ιστορία της φιλοσοφίας), συνιστά κατά
κανόνα πνευματική έκφραση των επιδιώξεων ανερχόμενων κοινωνικών τάξεων,
στρωμάτων και κινημάτων (χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι κάθε υλισμός είναι
προοδευτικός).
Ο υλισμός και ο αντίπαλος του, ο ιδεαλισμός, απορρέουν σε τελευταία ανάλυση
από τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, από την "αντίθεση χειρωνακτικής
και πνευματικής εργασίας". Η τελευταία δεν ανέκυψε αμέσως με την εμφάνιση της
ανθρωπότητας. Οδηγείται στην κλασική, στην πλέον ανεπτυγμένη μορφή της επί
κεφαλαιοκρατιας, οπότε δημιουργούνται και οι δυνατότητες επιστημονικής
συνειδητοποίησης της μέσω της επιστημονικής θεώρησης της ιστορίας στα
πλαίσια της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός
ότι η πρώτη σαφής και ευκρινής διατύπωση του βασικού προβλήματος της
φιλοσοφίας, βάσει του οποίου οριοθετούνται ρητά οι δυο κύριες φιλοσοφικές
παραδόσεις (υλισμός και ιδεαλισμός), πραγματοποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα
(βλ. Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας),
δεδομένου ότι τότε ακριβώς (επί ώριμης κεφαλαιοκρατίας) το εν λόγω πρόβλημα
συνιστά κατ' εξοχήν πρόβλημα - αντίφαση και θα συνιστά πρόβλημα όσο η
παραπάνω αντίθεση (μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας) δεν αίρεται
(βλ. άρση).
Ο συγκρητισμός που χαρακτηρίζει τις πρώτες βαθμίδες της ανάπτυξης της
κοινωνίας και των μορφών κοινωνικής συνείδησης αντανακλάται και στις
ιδιοτυπίες των πρώτων υλιστικών αντιλήψεων και της ασαφούς (συχνά
δυσδιάκριτης) οριοθέτησης τους έναντι του ιδεαλισμού. Οι πρώτες σχετικά
συστηματικές υλιστικές αντιλήψεις γεννήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα (6ος αϊ. π.Χ.),
μέσα από προσπάθειες αναγωγής του συνόλου των όντων και των φαινομένων σε
μια αφετηριακή και αρχέγονη ύλη, με τη βοήθεια της οποίας επιχειρούσαν να
εξηγήσουν τον κόσμο μέσα από τον ίδιο τον εαυτό του. Έχουμε λοιπόν το ύδωρ
(Θαλής), το άπειρον (Αναξίμανδρος), τον αέρα (Αναξιμένης), το "πυρ αείζωον"
(Ηράκλειτος) κ.λπ,, τα οποία δεν μπορούν να εκλαμβάνονται ως καθαρά υλιστικού
χαρακτήρα φιλοσοφικές αρχές, δεδομένου ότι χαρακτηρίζονται έντονα από
στοιχεία ανιμιστικά και ανθρωπομορφικά (βλ. ανιμισμός, ανθρωπομορφισμός).
Έχουμε εδώ μια πρώτη αφελή μορφή υλιστικού μονισμού, νατουραλιστικού
χαρακτήρα και αυθόρμητης διαλεκτικής, που εξετάζει τον κόσμο ως διαρκώς
κινούμενο και μεταβαλλόμενο ενιαίο όλο. Η διαπάλη μεταξύ υλισμού και
ιδεαλισμού εκφράστηκε και μέσω της σύγκρουσης της κατεύθυνσης του
Δημοκρίτου με την κατεύθυνση του Πλάτωνα.
Κατά τον Μεσαίωνα, ενώ κυριαρχούσε η θρησκεία, η διαπάλη αυτή εκφράζεται
συγκαλυμμένα στο πεδίο της θεολογίας, μέσω της σύγκρουσης μεταξύ
νομιναλισμού και ρεαλισμού. Ο πρώτος θεωρούσε υπαρκτά μόνο τα συγκεκριμένα
πράγματα, τα οποία απλώς κατονομάζουν οι γενικές έννοιες. Η περαιτέρω
ανάπτυξη του υλισμού συνδέεται με τις ανερχόμενες κεφαλαιοκρατικές σχέσεις ως

6
πνευματική έκφραση των προοδευτικών επιδιώξεων της προοδευτικής και
επαναστατικής τότε "αστικής τάξης" στον αγώνα της εναντίον της φεουδαρχίας
και της ιδεολογίας της, του θρησκευτικού μυστικισμού και της μεταφυσικής (βλ.
αστική επανάσταση). Ο υλισμός αυτός απηχούσε και την ορμητική ανάπτυξη των
φυσικών επιστημών μέσω της εμπειρικής γνώσης (βλ. ιταλική 'φυσική φιλοσοφία",
Α. ντα Βίντσι, Μπρούνο κ.ά.). Όμως, στον βαθμό που μεταξύ των επιστημών
υπερτερεί η μηχανική (ως αποτέλεσμα της κυρίαρχης τότε τεχνικής και της κατ'
εξοχήν μηχανικής επενέργειας στο αντικείμενο της παραγωγής μέσω μηχανικών
εργαλείων-μηχανών), αλλά και λόγω της ιδιοτυπίας της κοινωνικής συνείδησης, η
οποία είναι δέσμια των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων (βλ. φετιχισμός,
αλλοτρίωση), ο υλισμός της εποχής είναι κατ' εξοχήν μηχανιστικός και
μεταφυσικός. Εδώ η φύση εξετάζεται ως ομοιογενής και πλήρως υπαγόμενη στους
νόμους της μηχανικής, απορρίπτονται οι ποιοτικές διαφορές οι οποίες ανάγονται
σε ποσοτικές, η κίνηση εξετάζεται ως μηχανική μετατόπιση, ο χώρος και ο χρόνος
αποσπώνται από την ύλη και υποστασιοποιούνται κ,λπ. (βλ. J. Ο. Lamettrie, Ρ. Η. D.
Hofbach, L. A. Helvotius, D. Didevot κ.ά.). Η συνεπής αντιθρηοκευτική-
αντιφεουδαρχική κατεύθυνση ωθεί στην ελευθεροφροσύνη, στον αθεϊσμό, είτε σε
πανθεϊστική μορφή υλιστικές αντιλήψεις (π.χ. Σπινόζα). Η ανώτερη μορφή
προμαρξισπκού υλισμού απαντάται στον υλιστικό ανθρωπολογισμό του Φόυερμπαχ
και του Τσερνισέφσκι, καθώς και στη φιλοσοφία των ρώσων επαναστατών
δημοκρατών. Ο κατ' εξοχήν μηχανιστικός χαρακτήρας αυτού του υλισμού τον
οδηγεί σε ιδεαλιστικές θέσεις αναφορικά με την κοινωνία, ενώ ο ενατενιστικός
προσανατολισμός του τον καθιστά ανίκανο να αναπτύξει την ενεργητική πλευρά
(την οποία αναπτύσσει αφηρημένα ιδεοκρατικά ο ιδεαλισμός).
Ο "διαλεκτικός" και "ιστορικός υλισμός" των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς (βλ.
μαρξισμός) αίρει τις ανεπάρκειες τις προμαρξιστικής φιλοσοφίας (υλιστικής και
ιδεαλιστικής), αναδεικνύοντας τις ταξικές και γνωσιολογικές πηγές της, και
αναβαθμίζει τις βασικότερες θεωρητικές κατακτήσεις τους,
επαναστατικοποιώντας τη φιλοσοφία (και την κοινωνική θεωρία) και
θεμελιώνοντας φιλοσοφικά την επαναστατική πρακτική. Η μετέπειτα αστική
υλιστική φιλοσοφία υποβαθμίζεται με τον "χυδαίο υλισμό στις διάφορες μορφές
οικονομικού, γεωγραφικού και "επιστημονικού υλισμού", στις οποίες στην
καλύτερη περίπτωση επαναδιατυπώνονται προμαρξιστικές θέσεις. Η περαιτέρω
ανάπτυξη επίλυση της γενεσιουργού βάσης της αντιπαλότητας υλισμού και
ιδεαλισμού (της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας), θα άρει και
τη σημασία του οριοθετικού χαρακτήρα βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας, το
οποίο, από την οπτική της ώριμης αταξικής κοινωνίας, θα πάψει να συνιστά
πρόβλημα. Η προοπτική αυτή της άρσης της αντιπαλότητας υλισμού-ιδεαλισμού,
μέσω της άρσης του ιστορικού υλισμού, ξεκινά με το εγχείρημα της "Λογικής της
ιστορίας". Βλ. επίσης: αισΒηοιαρχία, εμπειρισμός, διαλεκτική, διαφωτισμός,
μαρξισμός, κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
Βιβλιογρ.: Ε- Zeiler - W. Nestte, ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας.
Αθήνα, 1992.- A. S. Bogonwtof, ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής'Φιλοσοφίας, εκδ.
Εφμός, Αθήνα, 1995.· Φ. Σατελέ (επιμ.), Ιστορώ της φιλοσοφίας. εκδ. Γνώση. - Π.
Κονδύλης, Ο νεοελληνικός διαφωτισμ6ς. θεμέλιο, Αθήνα, 1987.- Χ. Θεοδωρίδης,
Εισαγωγή στη φιλοσοφία, Αθήνα, 1955.

Συνοπτική αναδρομή στην


Ιστορία της φιλοσοφίας.

Ιστορία της φιλοσοφίας είναι η καταγραφή, ανάλυση και ερμηνεία (για τους
λόγους γένεσης) των φιλοσοφικών ιδεών. Ξεκινώντας από τη θέση ότι η φιλοσοφία

7
αρχικά περιλάμβανε όλους τους στοχασμούς για τον άνθρωπο, τη φύση, την
κοινωνία και αργότερα περιορίστηκε σε ό,τι ονομάζουμε Γνωσιολογία, Ηθική,
Μεταφυσική και Αισθητική (βλέπε αυτά τα τέσσερα λήμματα), μπορούμε και εκ των
υστέρων να καταγράψουμε την εμφάνιση και εξέλιξη όλων των ιδεών που
εντάσσονται σε αυτά
τα πλαίσια. Μπορούμε όμως ταυτόχρονα να θέτουμε το ερώτημα: "πώς" και "γιατί"
γεννήθηκαν εκείνες οι φιλοσοφικές ιδέες σε κείνη την εποχή / κοινωνία (εξήγηση
ιστορική), τι ακριβώς σήμαιναν τότε για κείνους που τις διατύπωσαν (ανάλυση και
ερμηνεία), πόσο έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση του φιλοσοφικού στοχασμού
(αξιολόγηση ιστορική). Γιατί οι "ιδέες" δεν είναι τυχαία παράγωγα της ψυχικής -
διανοητικής δραστηριότητας του ανθρώπου' γεννιούνται στη σκέψη ως απάντηση
σε ερεθίσματα, ανάγκες, προβλήματα της ζωής, ως αντανάκλαση των
συνθηκών ζωής και κοινωνικής πραγματικότητας, όπως θα δούμε παρακάτω·
χωρίς βέβαια να αποκλείονται οι περιπτώσεις καθαρά διανοητικής προσπάθειας
ορισμένων ισχυρών διανοιών, που πρόσφεραν ιδέες περισσότερες ή υψηλότερες και
ευγενέστερες από εκείνες που απαιτούσε ή ενέπνεε η πραγματικότητα· γιατί είναι
κι αυτό ένα γνώρισμα των ιδεών: οικοδομούνται πάνω απ’ την πραγματικότητα,
πέρα από τις δυνατότητες του ιστορικού ανθρώπου, ως μακρινοί φάροι
πλοήγησης, ως ιδεώδη ή ιδανικά.
Πάντως, "Ιστορίες Φιλοσοφίας", κυρίως με το νόημα καταγραφής και ανάλυσης
των ιδεών, άρχισαν να διαφαίνονται πρώτα ευκαιριακά, στα πλαίσια παρουσίασης
προσωπικών ιδεών, αργότερα συστηματικά, ως αποκλειστική επιδίωξη: ιστορία
φιλοσοφικών ιδεών. Στην πρώτη κατηγορία μπορεί κανείς να μνημονεύσει
κυριότατα τον Αριστοτέλη, που συνήθιζε να αναφέρεται με ακρίβεια και
πληρότητα στην ιστορία των φιλοσοφικών προβλημάτων με τα οποία
καταπιανόταν και διέσωσε έτσι πολλά αποσπάσματα από τον στοχασμό των
Προσωκρατικών και των Σοφιστών. Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε συγγραφείς
που άφησαν σπουδαία συγράμματα ιστορίας των φιλοσόφων και των ιδεών τους: 1)
Διογένης Λαέρτιος, Sf oi
και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκι-μησάντων (βιβλία δέκα), έργο των αρχών του
3ου αϊ. μ.Χ. 2) Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις (βιβλία 2), Προς
Μαθηματικούς ή Λογικούς (βιβλία 2), Προς Φυσικούς (βιβλία 2), Προς Ηθικούς
(βιβλίο 1), Προς Γραμματικούς (βιβλία 3), εργάτου β' μισού του 2ου αιώνα μ.Χ.
Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι με τα ιστορικά αυτά έργα κλείνει η ρωμαλέα
φάση φιλοσοφικής δημιουργίας της ελληνικής αρχαιότητας.
Γενικότερα όμως στην Ιστορία της Φιλοσοφίας μπορούμε να καταγράψουμε τις
εξής περιόδους, από την αρχαία Ανατολή ως τη σημερινή, παγκόσμια πια, κίνηση
φιλοσοφικών ιδεών:
Ανατολική Φιλοσοφία (κυρίως κινεζική και ινδική), Ελληνορωμαϊκή περίοδο της
Δυτικής Φιλοσοφίας, Μεσαιωνική περίοδο (και φιλοσοφία των Αράβων), Περίοδο
της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, Φιλοσοφία Σύγχρονη (19ος και 20ός
αιώνες).
Μέσα από την Ιστορία της Φιλοσοφίας έχουν προκύψει και κάποια συμπεράσματα
αυτοανάλυσης:
α. Οι φιλοσοφικές ιδέες γεννιούνται από τις κοινωνικές συνθήκες που βιώνουν
και εκφράζουν οι μεγάλοι και γνήσιοι στοχαστές· αυτό θα το διαπιστώσουμε
παρακάτω αναλύοντας λ.χ. το πώς διαμορφώθηκε στην Αρχαία Ελλάδα η φάση που
είναι γνωστή ως μετάβαση "από τον Μύθο στον Λόγο"· πώς αργότερα ο
Ιουστινιανός έφτασε στην απόφαση να κλείσει τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας·
πώς διαμορφώθηκε στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα ο "Διαφωτισμός" κ.λπ., κ.λπ.
β. Παράλληλα ταξινομήθηκαν τα κύρια προβλήματα της Φιλοσοφίας και
καθιερώθηκαν οι κύριοι κλάδοι της: "Λογική", ως εισαγωγικό γύμνασμα για την
ακρίβεια των εννοιών, την ορθότητα των κρίσεων, την ευστάθεια των

8
συλλογισμών "Γνωσιολογία", "Ηθική", "Αισθητική", "Μεταφυσική", ως κλάδοι που
ασχολούνται, αντίστοιχα, με το φαινόμενο της γνώσης, το γεγονός της πράξης, τη
συγκινησιακή στάση απέναντι στο ωραίο, την απορία μπροστά σε ό,τι είναι
απρόσιτο, πέρα από τα φυσικά όρια του ανθρώπου.
γ. Όσα αντικείμενα της ψυχοδιανοητικής προσπάθειας του ανθρώπου δεν
εμπίπτουν στους παραπάνω γενικούς κλάδους, αλλά αποτελούν ειδικούς τομείς
έρευνας, αυτονομήθηκαν ως ειδικές "επιστήμες" (σύνολα γνώσεων ομοειδών
μεθοδικά ταξινομημένων), π.χ. ιστορία, φυσική, ιατρική κ.λπ.
δ. Σε πολλές όμως από τις ειδικές επιστήμες αναγνωρίζεται ότι η
αυστηρή εννοιολογική -συλλογιστική μεθοδολογία, που διαμόρφωσε η φιλοσοφία,
αποτελεί εργαλείο μοναδικό και για την επιστημονική έρευνα,
όταν αυτή επιχειρεί αυτοανατομία, ανάλυση του τρόπου με τον οποίο
εργάζεται. Σε αυτό το επίπεδο αυτοσυνειδησίας ο επιστημονικός λόγος
αφήνει το αντικείμενο του (π.χ. τα ιστορικά γεγονότα ή τα φυσικά
φαινόμενα) και στρέφεται προς τον εαυτό του, όχι πια για ν' ανακαλύψει
τους "νόμους" των φαινομένων ή να διατυπώσει "γενικεύσεις" για την
ιστορική εξέλιξη, αλλά για να στοχαστεί πώς ο ίδιος ο λόγος (ο νους) λει-
τουργεί για να διατυπώνει νόμους και γενικεύσεις που αναφέρονται στη
φύση, στην κοινωνία, στον άνθρωπο, στη συνείδηση του. Έτσι
διαμορφώνονται κλάδοι φιλοσοφίας αντίστοιχοι: λ.χ. "Φιλοσοφία της
Φυσικής Επιστήμης", "Φιλοσοφία της Ιστορίας", "Φιλοσοφία των Μα-
θηματικών", "Φιλοσοφία της Γλώσσας" (βλέπε τα αντίστοιχα λήμματα)
κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές η ονομαστική (φιλοσοφία) σημαίνει "φι-
λοσοφική μεθοδολογία" και η γενική (της ιστορίας ή της φυσικής
επιστήμης ή της γλώσσας ή άλλη) δηλώνει το ειδικό πεδίο έρευνας όπου
προτείνεται ή εκφράζεται η πρόθεση να εφαρμοστεί ο φιλοσοφικός
τρόπος σκέψης (εννοιολογικό οικοδόμημα, συλλογιστική δομή, γενική
θεώρηση) για τον έλεγχο των μεθόδων, των συμπερασμάτων, των
γενικεύσεων, των εκτιμήσεων / αξιολογήσεων. Μόνο η "Φιλοσοφία της Ζωής" και
η "Φιλοσοφία του Ανθρώπου" μπορούν να θεωρηθούν φιλοσοφικές θεωρήσεις που
αναφέρονται γενικά στην ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη υπόσταση,
αντίστοιχα, με στοιχεία από τους βασικούς κλάδους: γνωσιολογίας, ηθικής,
μεταφυσικής, αισθητικής.

Ιστορικές περίοδοι της Φιλοσοφίας:

Α. ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
α. Κινέζικη φιλοσοφία. Από τον 8ο αϊ. π.Χ. εμφανίστηκε ο
πρώτος φιλοσοφικός στοχασμός με κύριο αίτημα την καταγραφή και ανάλυση των
πέντε πηγών
(ή στοιχείων) των όντων και φαινομένων: νερού, φωτιάς, ξύλου, μετάλλου και γης.
Αυτά τα
πέντε στοιχεία δημιουργούν όλη την ποικιλία των όντων και φαινομένων.
Παράλληλα οι Κινέζοι
στοχαστές αναζητούσαν τις πηγές (δυνάμεις) που προκαλούν την κίνηση και τη
μεταβολή (/
Τσινγκ' λεγόταν το βιβλίο των Μεταβολών). Μέσα από αυτούς τους
προβληματισμούς και
διαλογισμούς διαμορφώθηκαν δυο αντίπαλες φιλοσοφικές σχολές: ο
"Κονφουκιανισμός" και ο
"Ταοισμός". Ο Ταοισμός υμνούσε τη "φυσικότητα" του ανθρώπου, την αυθορμησία
ή
πηγαιότητα της συμπεριφοράς του, την αταραξία του ανθρώπου ο οποίος

9
αφιερώνεται στην
αναζήτηση της "μακράς ζωής και του αιώνιου οράματος" (στο όνομα του Lao Tzu).
O
Κονφουκιανισμός θεωρούσε υπέρτατο αγαθό τον αληθινό "ανθρωπισμό" του
ανθρώπου, την
πνευματική καλλιέργεια· επιδίωκε την ηθικοποίηση του ανθρώπου, την εναρμόνιση
της ζωής του
προς την ομορφιά και τάξη του σύμπαντος. Αργότερα, κατά τον Μεσαίωνα, ισχυρό
φιλοσοφικό
ρεύμα υπήρξε ο Βουδισμός. Σε νεότερους χρόνους ο "Νεοκονφουκιανασμός"
προσεγγίζει ή
αναπτύσσει τρόπους σκέψης παράλληλους προς τη δυτική φιλοσοφία και επιστήμη.
(Βιβλιο-
γραφία: Δ. Βελισσαρόπουλόυ, Ιστορία της Κινεζικής Φιλοσοφίας, 2 τόμοι, εκδ.
"Δωδώνη",
1981).
β. Ινδική φιλοσοφία. Οι απαρχές της ινδικής φιλοσοφίας είναι χρονικά οι
αρχαιότερες που
γνωρίζουμε· ανάγονται στο β' μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. Από τότε ως σήμερα οι
ειδικοί με-
λετητές διακρίνουν τέσσερεις μεγάλες περιόδους της ινδικής φιλοσοφίας: (1) τη
βεδική περίοδο,
που θα μας απασχολήσει παρακάτω, (2) την κλασική ή βραχμανική περίοδο (από
τον 6ο αϊ. π.Χ.
ως τον 10ο αϊ. μ.Χ.), (3) τη μετακλασική περίοδο (ως τον 18ο αϊ. μ.Χ.) και (4) τη
νεότερη και
σύγχρονη ινδική φιλοσοφία. Τα πρώτα δείγματα φιλοσοφικής σκέψης, ανά μικτά με
θρησκευτικές δοξασίες, περιλαμβάνονται στις Βέδες. Φιλοσοφικά και θρησκευτικά
σχόλια στις Βέδες αποτελούν οι Ουπανισά-δες. Μέσα από τα κείμενα αυτά
αναδύονται η ιδέα της ενότητας του παγκόσμιου πνεύματος με την ατομική ψυχή
και η ιδέα της αθανασίας της ψυχής διαμέσου μετενσαρκώσεων σύμφωνα με τον
νόμο του Κάρμα (ανταπόδοσης). Όλη η ινδική φιλοσοφία στρέφεται γύρω από τις
Βέδες, που άλλοι αναγνωρίζουν την αυθεντικότητα τους (οι ορθόδοξοι) και άλλοι
την απορρίπτουν (οι μη ορθόδοξοι). Οι φιλοσοφικές θέσεις τους ποικίλλουν από
ακραίες ιδεαλιστικές ως ακραίες υλιστικές,
Β. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Οι ιστορικές περιστάσεις που γνώρισαν οι Έλληνες –
πρώτα στις αποικίες των μικρασιατικών και νοτιοίταλικών παραλίων- τους
βοήθησαν για να επιζητήσουν μια "λογική" κατανόηση του κόσμου παραμερίζοντας
προηγούμενες "μυθολογικές" απόψεις. Έτσι έκαναν ένα σημαντικό βήμα προς τη
θεμελίωση του επιστημονικού λόγου και του φιλοσοφικού στοχασμού. Αυτή τη
φάση χαρακτήρισε επιγραμματικά ο W. Nestle με τον τίτλο του έργου του:
VonMythos zum Logos(Munchen, 1942). Κύριο ή πρώτο πρόβλημα που διατύπωσαν
εκείνοι οι στοχαστές ήταν: ποια η "αρχή των όντων" και φαινομένων (το νερό; ο
αγέρας; η φωτιά; το άπειρο; Θαλής. Αναξίμανδρος. Ηράκλειτος. Αναξιμένης
αντίστοιχα). Πάντως εκείνη η εποχή των "φυσιολόγων", όπως έχουν επονομαστεί,
έληξε με τη διατύπωση δυο σημαντικών επιστημονικών αρχών: (1) "Ουδέν χρήμα
μάτην γίγνεται αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπό ανάγκης", όλα έχουν μια "αιτία"
(Λεύκιππος) και (2) Η ύλη είναι η μόνη πραγματικότητα και
τελευταία υποδιαίρεση της άτμητη είναι το άτομο (εισηγητής και κύριος
εκφραστής του αρχαίου και πηγαίου "υλισμού" ο Δημόκριτος από τα Άβδηρα).
Από το β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. οι Σοφιστές στρέφονται σε αλλά προβλήματα,
της κοινωνίας και του ανθρώπου· εισάγουν την "ανθρωπολογική" περίοδο της
Ελληνικής Φιλοσοφίας. Κάποια δείγματα των ασχολιών τους: (1) "Ο νόμος συνθήκη

10
και -καθάπερ έφη Λυκόφρων ο σοφιστής- εγγυητής αλλήλοις των δικαίων". (2)
"Ελευθέρους αφήκε παντός θεός, ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκεν" (Αλκιδάμας. ο
πρώτος θεωρητικός κατά της δουλείας). (3) "Περί θεών ουκ
έχω ειδέναι, ούτε ότι εισίν ούτε ότι ουκ εισίν πολλά γαρ τα κωλύοντα, τα τε άλλα
και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου" (Πρωταγόρας, ο νηφάλιος σκεπτικιστής -
αθεϊστής).
Όλη η παραπάνω φιλοσοφική διαδρομή (που περιλαμβάνει και τους πρώτους
Πυθαγόρειους, τον Παρμενίδη, τον Ζήνωνα, τον Εμπεδοκλή, τον Αναξαγόρα)
ονομάζεται "προ-Σωκρατική", επειδή οι ιστορικοί της φιλοσοφίας θαμπώθηκαν από
την αποκαλυπτική και αινιγματική μορφή του Σωκράτη (470 π.Χ. - 399 π.Χ.).
Ουσιαστικά ο Σωκράτης συνέχιζε την "ανθρωπολογική" τάση του φιλοσοφικού
στοχασμού και πρόβαλε, όπως και οι σοφιστές, τη
λατρεία του "λόγου" ("ουδενί άλλω πείθομαι η τω λόγω ος αν μοι λογιζομένω
βέλτιστος φαίνηται"), αλλά η μεγάλη συμβολή του στη φιλοσοφία εντοπίζεται στα
ακόλουθα:
α. Έκανε τη φιλοσοφία (σπουδή για τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του)
αντικείμενο σπουδής του καθημερινού ανθρώπου,
β. Επινόησε και εφάρμοσε μέθοδο διδασκαλίας της φιλοσοφίας ή μάλλον μέθοδο
αφύπνισης της φιλοσοφικής διάθεσης του ανθρώπου· έκανε πράξη καθημερινής
επικοινωνίας τον "μαιευτικό διάλογο", και
γ. Δίδαξε, με προσωπικό παράδειγμα, το "φιλοσοφικό ήθος" (συνέπεια και
ανδρεία),
δ. Στα πλαίσια της τυπικής φιλοσοφίας ο Σωκράτης θεωρείται πρώτος εισηγητής
της συνειδητής ανάλυσης και του "ορισμού των εννοιών".
Η πολύπλευρη προσωπικότητα του Σωκράτη επηρέασε πολλούς που
δημιούργησαν σωκρατικές σχολές με ποικίλες κατευθύνσεις και απολήξεις προς
τον Κυνισμό, τον Ηδονασμό, τη στωικότητα ή τον Σκεπτικισμό. Ο πιο φημισμένος
όμως μαθητής του, ο Πλάτων, επισκίασε όλους· αξιοποίησε τον Σωκράτη ως
συνομιλητή σε φιλοσοφικούς διάλογους και θεμελίωσε τον "αντικειμενικό
ιδεαλισμό" διαμέσου της θεωρίας των "Ιδεών", ιδρύοντας και φιλοσοφική σχολή
(Ακαδημία. 386 π.Χ.). Ο μαθητής του Αριστοτέλης έδωσε την πιο ουσιαστική μορφή
στον επιστημονικό και φιλοσοφικό στοχασμό, ενώ ταυτόχρονα κωδικογράφησε τον
τρόπο έκφρασης του ανθρώπινου στοχασμού με τα λεγόμενα "Λογικά"
συγγράμματα του (για τις έννοιες, τις κρίσεις, τους συλλογισμούς). Έγινε
ταυτόχρονα ο θεμελιωτής ειδικών κλάδων της φιλοσοφίας, π.χ. Πολιτικής
Φιλοσοφίας (τα Πολιτικά'του), Ηθικής Φιλοσοφίας (τα Ηθικά Νικομάχεια'),
Φιλοσοφίας της Τέχνης (Ποιητική"), Φιλοσοφίας της Παιδείας - Εκπαίδευσης (τα
δύο τελευταία βιβλία των Πολιτικών).
Τα τελευταία βήματα της ελληνικής φιλοσοφίας έγιναν προς την κατεύθυνση
αναζήτησης της ψυχικής "γαλήνης" (Στωικισμός, με πρώτο εισηγητή τον Ζήνωνα
από το Κίτιο της Κύπρου), της απόλαυσης και "αταραξίας" (Επικουρισμός, με
πρώτο εισηγητή τον Επίκουρο από τη Σάμο), της απεμπλοκής από το φορτίο της
γνώσης (Πυρρώνειος Σκεπτικισμός), με πρώτο εισηγητή τον Πύρρωνα από την
Ηλεία.
Στους Ρωμαϊκούς χρόνους (2ο αιώνα π.Χ. - 2ο αιώνα μ.Χ.) συνεχίζουν την πορεία
τους τα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα, με ιδιαίτερη έξαρση του Επικουρισμού (στη
ρωμαϊκή παραλλαγή του) καθώς και του Στωικισμού. Αρχίζουν να εμφανίζονται και
συμπτώματα κόπωσης του φιλοσοφικού λόγου με τάσεις αναζήτησης γαλήνης στην
"πίστη", στη θρησκεία. Ο Πρόκλος σ' έναν από τους ύμνους του ζητεί από τους
θεούς: "Κι έτσι αφήστε με τον κουρασμένο, ν' αράξω στης ευλάβειας το λιμάνι"
(Zeller-Nestle, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, μετάφρ. Χαρ. Θεοδωρίδη, εκδ.
"Κάλβος", σελ. 425). Ο Β. Ράσελ, στο έργο του Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας,
έχει γράψει για τον Πλωτίνο και τη φιλοσοφία του: ο Πλωτίνος είναι ταυτόχρονα

11
τέλος μιας εποχής (του λόγου) και αρχή μιας άλλης εποχής (της πίστης).
Βιβλιογρ.: Ε, Zeller - W. Nestle, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, (μετ.
Χαρ. Θεοδωρίδη).- Κων. Γε-ωργούλη, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, 2
τόμοι (εκδ. "Παπαδήμας").- Γ. Κορδάτομ. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής
Φιλοσοφίας,- A. S. Bogomolof, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας (εκδ.
Ειρμός, 1995), μετάφρ. Κ. Βώρου,- Φ. Κ. Βώρου, Σύντομη Ιστορία της αρχαίας
Ελληνικής Φιλοσοφίας, (1982, εκδ. "Γρηγόρη").
Γ. ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ.
Με πολλή συντομία μπορεί κανείς να αναφερθεί σε τρεις
χωριστούς γεωγραφικούς και θρησκευτικούς χώρους, που διαπλέκονται γύρω από
τη Μεσόγειο: Βυζάντιο, Δυτική Ευρώπη, Αραβικό κόσμο από Εγγύς Ανατολή ως
Ιβηρική Χερσόνησο. Γενική παρατήρηση είναι ότι κατά τον Μεσαίωνα, ή "Αιώνα
της Πίστης", η θρησκεία (και η Πίστη) έχει προβάδισμα σε σύγκριση ή και
αντιδιαστολή προς τον φιλοσοφικό λόγο. Έχει χαρακτηριστικά ειπωθεί ότι η
φιλοσοφία ήταν " Ancilla Theologiae" ("θεραπαινίδα της θεολογίας").
α. Προκειμένου για το Βυζάντιο σημειώνουμε ότι είναι κληρονόμος / συνεχιστής
της ελληνικής γλώσσας και γραμματείας, αλλά είναι τόσο έντονη η θρησκευτική
όψη της ζωής εκεί, ώστε ο Ιουστινιανός νομοθέτησε με "Νεαρά" (νέο νόμο) του 529
το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών στην Αθήνα ("Μηδείς εν Αθήναις διδασκέτω
φιλοσοφίαν"). Όμως υπήρξε σημαντική η συμβολή του Βυζαντίου στη φιλοσοφία: με
τη διατήρηση του αρχαίου φιλοσοφικού λόγου
(περιπτώσεις Φωτίου, Ψελλού, Βλεμμύδη, Πληθωνα και άλλων), με την παραγωγή
θρησκευτικής / χριστιανικής φιλοσοφίας (π.χ. Θεόδωρος Στουδίτης, Ησυχαστές και
άλλοι), αργότερα με την προσφορά λογίων φιλοσοφούντων στην Ιταλία τον καιρό
της Αναγέννησης (Βασ. Τατάκη, Βυζαντινή Φιλοσοφία).
β. Φιλοσοφία των Αράβων. Ο αραβικός κόσμος, που απλώθηκε κατά τον 7ο
αιώνα μ.Χ. από τον Περσικό Κόλπο ως τη Μικρασία και κατά μήκος της Β. Αφρικής
και αναχαιτίστηκε η εξάπλωση του στην Κωνσταντινούπολη (717) και στο Poitiers
της Ιβηρικής χερσονήσου (732), δέχτηκε επιδράσεις από την Ανατολή (τάσεις
μυστικής φιλοσοφίας) και από την ελληνική φιλοσοφία (νεοπλατωνισμό και
αριστοτελική φιλοσοφία, κυρίως Λογική και Μεθοδολογία),
αλλά και δημιούργησε πρωτότυπο φιλοσοφικό στοχασμό.
Οι πρώτοι μεγάλοι Άραβες στοχαστές που επηρεάστηκαν από τον Αριστοτέλη
ήταν οι ΑΙ Kindi και ΑΙ Farabi που έζησαν τον 8ο και 10ο αιώνα, αντίστοιχα. Ο
Avicena (11ος αϊ.) αποδέχτηκε ακόμη περισσότερο την αριστοτελική θεωρία, ενώ ο
Αβερρόης προσπάθησε να αποσαφηνίσει έννοιες της αριστοτελικής φιλοσοφίας
γράφοντας πολλά σχόλια σε έργα του
Έλληνα φιλοσόφου. Μεταφράσεις αυτών των συγγραμμάτων στη λατινική γλώσσα
έκαναν γνωστό το φιλοσοφικό έργο του Αριστοτέλη στη Δυτική Ευρώπη, όπου
βέβαια είχαν αρχίσει να εμφανίζονται και άλλες μεταφράσεις απευθείας στη
λατινική. Έτσι οι Άραβες δημιούργησαν την πρώτη γέφυρα μεταφοράς της
ελληνικής φιλοσοφίας, κυρίως του αριστοτελισμού, στη Δυτική Ευρώπη διαμέσου
της Ιβηρικής χερσονήσου. Η γέφυρα αυτή διευρύνθηκε ή επεκτάθηκε προς την
ελληνική Ανατολή τους επόμενους αιώνες, όταν στην Ιταλία υπό-φωσκε η
Αναγέννηση και από το Βυζάντιο πύκνωναν οι φυγάδες προς τη Δύση. Βέβαια οι
Άραβες συγγραφείς μετέδωσαν και τον δικό τους φιλοσοφικό και επιστημονικό
λόγο (π.χ. Άλγεβρα, Αστρονομία κ.λπ.).
Βιβλιογρ.: Β. Russell, History of western Philosophy, ch. 10 (Mohammedan Culture
and Philosophy).- Φ. Κ. Βώρου, Δρόμοι Ελληνικής Παιδείας: προς την Ευρώπη,
Αθήνα, 1991.- Φιλοσοφία (επιμ. Fr. Chatelet, μετ. Κ. Παπαγιώργης, εκδόσεις
"Γνώση"), τόμος Α', κεφ. XIII,σελ. 293-320.
γ. Ευρωπαϊκή (δυτική) μεσαιωνική φιλοσοφία. Όπως έχει ήδη σημειωθεί η
μεσαιωνική φιλοσοφία εργάστηκε, με περισσή έμφαση για ζητήματα μεταφυσικά,

12
στην υπηρεσία της θεολογίας (ancilla theologiae)· συχνά αποδίδεται με τον όρο
"σχολαστική φιλοσοφία" ή "σχολαστικισμός" (στη δεύτερη περίπτωση με νόημα
υποτιμητικό, όπου σχολαστικός σημαίνει ασημαντολόγος και σχολαστικισμός
ασημαντολογία). Η ουσία είναι λίγο διαφορετική. 'Οτι κύριο πρόβλημα φιλοσοφικού
στοχασμού έγινε η "πίστη" για μία χιλιετία είναι φαινόμενο ιστορικό, που
αποδίδεται στην ιστορία με τον όρο "Αιώνας της Πίστης" (λ.χ. αυτός είναι ο
τίτλος του 4ου τόμου
της Ιστορίας του Πολιτισμού, από τον W. I. Durant). Όμως σε αυτή την κατάληξη
οδήγησε η κόπωση του λόγου (βλέπε Φιλοσοφία Ελληνική, στην αρχή αυτού του
λήμματος) ύστερα από χίλια χρόνια προσπάθειας και θριάμβου. Στο ίδιο
αποτέλεσμα οδήγησαν δυσμενείς συνθήκες ζωής (ρωμαϊκή κατάρρευση,
αβεβαιότητα ζωής, ανάγκη ελπίδας)· σε μια φάση κινδύνων από
επιδρομείς διαμορφώθηκε στη λατινογενή δυτική Ευρώπη ως συμπλήρωμα
προσευχής:... et libera nos a furore Normandorum!
Πάντως ο σχολαστικισμός' ονομάστηκε έτσι από την επωνυμία που
χρησιμοποιούσαν οι εκφραστές του doctores scolastici. Και χρησιμοποιείται ο όρος
περισσότερο για τους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα (από τον 9ο αιώνα και
ύστερα). Για τη χριστιανική φιλοσοφία των προηγούμενων αιώνων αρμόζει
περισσότερο ο όρος "Πατερική φιλοσοφία", με κορυφαίο εκφραστή της τον Άγιο
Αυγουστίνο. Το ώριμο πνεύμα του σχολαστικισμού διατύπωσε ο άγιος
Ανσελμος του Canterbury, ή Αόστης, προβάλλοντας ως σύνθημα του στοχασμού
του μια πρόταση δανεισμένη από τον Αυγουστίνο: "credo ut inteliigam" (πιστεύω
για να κατανοήσω). Χρυσό αιώνα της (ευρωπαϊκής) μεσαιωνικής φιλοσοφίας
χαρακτηρίζουν τον 13ο, γιατί τότε: έγιναν γνωστά όλα τα έργα του Αριστοτέλη
(ως τότε ήταν γνωστά μόνο τα "Λογικά" του) από
μεταφράσεις αραβικές και άλλες, που παραγγέλθηκαν τότε απευθείας (από την
ελληνική στη λατινική)· τότε διαμορφώθηκαν τα πρώτα πανεπιστήμια (αρχικά για
την προστασία συντεχνιακών συμφερόντων)· τότε αναδύθηκαν και αναδείχτηκαν
μεγάλοι στοχαστές με ποικίλες τάσεις (π.χ. ο Θωμάς Ακινάτης, ο Αβερρόης, ο
άγγλος R. Bacon, ο Μποναβεντούρα, ο Αλβέρτος ο Μέγας, ο εβραίος Μαϊ-μονίδης,
ο Ραϋμόνδος Λούλλος, ο γερμανός Meister Eckhart, ο Γουλιέλμος του Occam και
άλλοι)· και τότε διαμορφώθηκαν αντίπαλα ρεύματα που έμειναν γνωστά ως
Αριστοτελισμός και Αυγουστινισμός. Για την Καθολική Εκκλησία κορυφαίος
εκφραστής της υπήρξε ο άγιος Θωμάς Ακινάτης, συγγραφέας έργων με τα οποία
πρώτη φορά επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί η θεολογία σε συστηματική επιστήμη
(από εννοιολογική - επιστημολογική άποψη πρόκειται για μια λογική αντίφαοη: η
επιστήμη δεν είναι πίστη, η πίστη δεν είναι επιστήμη· είναι όψεις διαφορετικές του
ανθρώπινου ψυχισμού).
Ένα από τα κύρια θέματα που συζήτησαν οι σχολαστικοί ήταν τούτο: αν οι
"γενικές έννοιες" (universalia) έχουν αντικειμενική υπόσταση- ναι, απαντούσαν οι
"ρεαλιστές" (άποψη πλατωνική, αντικειμενική υπόσταση των ιδεών), όχι
υποστήριζαν οι "νομιναλιστές", οι γενικές έννοιες υπάρχουν μόνο στη σκέψη, είναι
απλά ονόματα.
Βιβλιογρ.: Φιλοσοφία, τόμος Α', επιμ. Francois Chatelet, μετ. Κ. Παπαγιώργης.
κεφάλαια 5, 6, 7, 9. (Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Πατερική Φιλοσοφία, άγιος
Αυγουστίνος, άγιος Θωμάς ο Ακινάτης).- Β. Russell, History of Western Philosophy,
book two: "Catholic Philosophy", pp. 403-476.

Δ. ΝΕΟΤΕΡΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ.


α. Οι διαρκείς προσπάθειες των ανθρώπων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της
ζωής τους οδηγούν διαρκώς σε νέες ανακαλύψεις, εφευρέσεις, επινοήσεις· αυτές
με τη σειρά τους επηρεάζουν τον τρόπο ζωής και σκέψης και δράσης των
ανθρώπων (ατομικά και συλλογικά). Η σκέψη για την επίλυση των παρόντων κάθε

13
φορά προβλημάτων εκφράζεται με ιδέες, που ενσωματώνονται στην πνευματική
(και φιλοσοφική) κληρονομιά τους, πλουτίζουν την παιδεία κάθε εποχής και
οδηγούν σε νέους στοχασμούς για τη ζωή και την κοινωνία (βλ. λ. εποχή ιστορική).
Κατά τους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα, λόγοι αντικειμενικοί, ανάγκες
επιτακτικές έσπρωχναν προς διερεύνηση του γεωγραφικού ορίζοντα, έρευνα του
φυσικού κόσμου, απελευθέρωση των συνειδήσεων από την κηδεμονία της
Εκκλησίας.
Οι αναζητήσεις αυτές οδήγησαν σε "ανακάλυψη" της ελληνορωμαϊκής
πολιτισμικής κληρονομιάς, ειδικά της ελληνικής φιλοσοφίας, που ενσάρκωνε την
"ελευθερία της σκέψης" και είχε κέντρο της τον Άνθρωπο. Η σπουδή αυτής της
γραμματείας ονομάστηκε "Ανθρωπισμός".
Η συνολική πολιτισμική δραστηριότητα που ακολούθησε ονομάστηκε
"Αναγέννηση". Η φιλοσοφία της Αναγέννησης συνδυάζει σεβασμό για την ελευθερία
της σκέψης (κυρίως ή πρώτα οε θέματα επιστημονικά), τάσεις για απαλλαγή από
το εκκλησιαστικό δόγμα, αναγνωρίζει προτεραιότητα στη λογική και τον
επιστημονικό λόγο για την έρευνα της αλήθειας. Δεν συγκρούεται κατ' ανάγκη
προς τη θρησκεία και την οργανωμένη εκκλησία, δεν έλειψαν όμως οι αψιμαχίες
και οι οδυνηρές συγκρούσεις (Giordano Bruno, Νικ. Κοπέρνικος, Galileo Galilei).
β. Αυτό το τελευταίο περιστατικό αποκάλυψε ότι η σύγκρουση επιστημονικού
λόγου, ελεύθερης σκέψης και πίστης προκαλούσε κρίση συνειδήσεων. Ο
ιεροεξεταστής καρδινάλιος Bellarmin, ένας από τους κριτές του Galileo, σημείωσε
στο ημερολόγιο του τις αμφιβολίες του για την ορθότητα της δίωξης. Την ίδια
περίπου εποχή ο Descartes θεμελιώνει τον νεότερο ορθολογισμό και εισάγει
την έννοια της "αμφιβολίας" στην επιστήμη, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μη
συγκρουστεί προς την εκκλησία. Τον επόμενο 18ο αιώνα οι στοχαστές που
δημιούργησαν το κίνημα του Διαφωτισμού έστρεψαν την κριτική τους ενάντια σ'
όλους τους θεσμούς της κατεστημένης φεουδαρχικής τάξης και
της εκκλησίας και πήραν θέση και για τα κοινωνικά - πολιτικά προβλήματα της
εποχής τους.
Μέσα από τις ιστορικές συνθήκες του 19ου αιώνα αναδύονται τρία μεγάλα
φιλοσοφικά κινήματα:
• η Κριτική Φιλοσοφία (με κύριο εκπρόσωπο και θεμελιωτή τον Kant),
• ο Απόλυτος Ιδεαλισμός (του Hegel),
• ο Διαλεκτικός Υλισμός, που θεμελίωσε ο Marx.
Κατά τον 20ό αιώνα οι αντίπαλοι του Διαλεκτικού Υλισμού κινήθηκαν προς την
κατεύθυνση της Επιστημολογίας (Β. Russell, Karl Popper κ.ά.), της Αναλυτικής
Φιλοσοφίας, της Φαινομενολογίας, του Υπαρξισμού. Αλλά δεν
μπόρεσαν να δώσουν φιλοσοφία ζωής, να συγκινήσουν. Σήμερα μπορεί κανείς να
υποστηρίξει ότι ο κόσμος περνάει μια περίοδο γενικής σύγχυσης ιδεών και
βιοθεωρίας / κοσμοθεωρίας.
Βιβλιογρ.; Β. Russell, History oi the Western World.- Fr. Chatelet (επιμέλεια),
Φιλοσοφία, τόμοι Β'. Γ', Δ'.
Φ.Κ.Βώρος

Λόγος.
Όρος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ο οποίος σημαίνει ταυτόχρονα
«λόγια» (ή «φράση», «πρόταση», «ομιλία»») και «νόημα» (ή «έννοια», «κρίση»,
«αίτια»). Γι' αυτό οι «λόγοι» αναφέρονται στο αισθητηριακό - ηχητικό και
εννοιολογικό επίπεδο, ενώ το «νόημα» ото αντικείμενο που υπάρχει διαπιστώνεται
και εκφράζεται με λόγια. Από τη σφαίρα της καθημερινής ζωής στην έννοια του
«λόγου» πέρασε, ακόμα, η σημασία της εξακριβωμένης αριθμητικής σχέσης του
«υπολογισμού», και γι' αυτό και της «λογοδοσίας» («λόγον δόναι»). Λόγος είναι

14
ταυτόχρονα και то αντικειμενικά δοσμένο περιεχόμενο, στο οποίο ο νους πρέπει
«λόγου διδόναι», και αυτή η ιδία η «λογοδοσιακή» δραστηριότητα του νου και,
τέλος, η φυσική εννοιολογική τάξη του Είναι και της συνείδησης. Ακόμη, λόγος
είναι η αντίθεση σε κάθε τι το ασυναίσθητο και βουβό, το ανενεργό και ανεύθυνο,
το παράλογο και άμορφο στον κόσμο και στον άνθρωπο.
Ο όρος «λόγος» καθιερώθηκε στη φιλοσοφική γλώσσα από τον Ηράκλειτο, ο
οποίος τόνιζε την καθημερινή αναφορά των λόγων και των πράξεων των
ανθρώπων στον «λόγον» των πραγμάτων, για να δείξει στο πνεύμα ενός ειρωνικού
παράδοξου, ότι οι άνθρωποι, ενώ διαρκώς έχουν σχέση με τον «λόγον» ή και
συμφωνούν με αυτόν, εντούτοις παρουσιάζονται να έχουν απόσταση από αυτόν ή
και να βρίσκονται σε αντίθεση μαζί του. Έτσι, ενώ ο λόγος του Σύμπαντος, με τον
опою οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να «ομολογούν»», είναι κοινός για όλους
τους ανθρώπους και έχει γενικό και παντοτεινό κύρος, συχνά οι άνθρωποι δεν τον
καταλαβαίνουν «και πριν τον ακούσουν κι αφού τον ακούσουν».
Στο φως του λόγου ο κόσμος αποτελεί ολότητα και επομένως έχει αρμονία,
ωστόσο, η καθημερινή εμπειρία συνήθως θέτει αυθαίρετα τη γνώση του μερικού
ψηλότερα από τη γνώση του γενικού και με διάφορους τρόπους ταύτιζε» τη γνώση
του μέρους με τη γνώση του όλου. Μέσα σ' αυτό το «εν και παν» «τα πάντα ρει».
τα πράγματα, καθώς και οι ουσίες (substances) «μεταπίπτουν» από το ένα στο
άλλο, όμως ίδιος με τον εαυτό του παραμένει ο λόγος -ο ρυθμός της αμοιβαίας
μετάπτωσης τους και η νομοτελής σκοπιμότητα της αμοιβαίας σχέσης τους. Έτσι,
χάρη στην έννοια του λόγου η ηρακλειτική εικόνα του κόσμου διατηρεί την
ευστάθεια και την αρμονία μέσα από τη γένεση και τη φθορά. Συνολικά, η
διδασκαλία του Ηράκλειτου για το λόγο, από ιστορική - φιλοσοφική άποψη, είναι
αντίστοιχη με τη διδασκαλία του Λάο - τσε για το τάο.
Στους μεταγενέστερους αρχαίους έλληνες φυσικούς φιλόσοφους, στους
σοφιστές, στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ο όρος «λόγος» χάνει το αρχικό
οντολογικό περιεχόμενο του. Μόνον ο στωικισμός καταφεύγει στην ηρακλειτική
έννοια του ουσιακου- (substantial) παγκόσμιου λόγου, περιγράφοντας τον ως υλική
(αιθέρια - πύρινη) ψυχή του κόσμου και ως σύνολο μορφοποιών δυνάμεων (του
λεγόμενου «σπερματικού λόγου»), από τις οποίες με την αδρανή κατώτερη ύλη
διαμορφώνονται τα πράγματα. Ο νεοπλατωνισμός κληρονομεί τη θεωρία αυτή,
όμως της αφαιρεί τις φυσιοκρατικές και υλιστικές πλευρές της: με το λόγο τα
πράγματα εξηγούνται τώρα όχι σαν εκροές εκλεπτυσμένης ύλης, αλλά σαν
απορροές του νοητού κόσμου, που ρυθμίζει και διαμορφώνει τον αισθητό κόσμο.
Με αυτό ολοκληρώνεται η ιστορία της κλασικής ερμηνείας του λόγου ως
ενέργειας ή αίτιας, η οποία η οντότητα, όχι όμως και ως πρόσωπο, αποκαλύπτει
στον εαυτό της τη μορφή. Ωστόσο, στην εποχή αυτή η έννοια «λόγος» έχει περάσει
ήδη στη σφαίρα των ιουδαϊκών και χριστιανικών διδασκαλιών, όπου
νοηματοδοτήθηκε σαν λόγια του προσώπου του «ζωντανού» θεού, που
αποκαλύπτει (λέγοντας) με τους λόγους αυτούς τα πράγματα και που τα ανακαλεί
από το μη - Είναι. ' Ετσι, για το Φίλωνα τον Αλεξανδρέα, λόγος είναι «εικόνα του
θεού» και «δεύτερος θεός», που μεσολαβεί μεταξύ του θεού του επέκεινα και του
ενθαδικου κόσμου.
Για το χριστιανισμό, η σημασία του όρου «λόγος» έχε» οριστεί ήδη από τα
αρχικά λόγια του «κατά Ιωάννην» Ευαγγελίου:
«Εν αρχή ή ο Λόγος, και ο Λόγος ην, και θεός ην ο Λόγος». Όλη η ιστορία προς
το θεό της επίγειας ζωής του Ιησού Χριστού ερμηνεύεται ως ενσάρκωση και
«ενανθρώπιση» του λόγου, ο οποίος έφερε στους ανθρώπους την αποκάλυψη και ο
ίδιος ήταν αποκάλυψη σ' αυτούς (με τους «λόγους της ζωής»), αυτοαποκάλυψη του
«θεού του αόρατου». Το χριστιανικό δόγμα βεβαιώνει την υποστασιακή
(substantial) ταύτιση του λόγου με το θεό - Πατέρα, -του οποίου το «λόγο» ο λόγος
εκπροσωπεί- και τον θεωρεί ως δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος.

15
Διαλεκτική.
Τέχνη του διαλόγου. Μέθοδος. Λογική. Γνωσιοθεωρία, θεωρία του Είναι. Το
περιεχόμενο της έννοιας "διαλεκτική" μεταβλήθηκε στην πορεία της Ιστορίας.
Αρχικά σήμαινε την τέχνη του διαλέγεσθαι. Ως μέθοδος διαλόγου και αναζήτησης
της αλήθειας αναπτύχθηκε από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Με τη φιλοσοφία
του Ηράκλειτου η διαλεκτική (ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε από τον σοφό της
Εφέσου) απέκτησε τη γνωσιολογική και την οντολογική της διάσταση. Από τον
Καντ η διαλεκτική χρησιμοποιήθηκε για να αναδειχθούν τα όρια της ανθρώπινης
νόησης. Με τον Χέγκελ, εκτός από μέθοδος, η διαλεκτική ήταν ταυτόχρονα θεωρία
της γνώσης και θεωρία του Είναι. Στον μαρξισμό η διαλεκτική συνδέθηκε οργανικά
με τον υλισμό -έγινε υλιστική διαλεκτική.
Η "ΑΥΘΟΡΜΗΤΗ" ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ. Πρώτη, "προφιλοσοφική" κοσμοθεώρηση είναι η
μυθική αντίληψη του Σύμπαντος. Με εξαίρεση την ιουδαϊκή κοσμολογία
(δημιουργία του κόσμου από ένα εξωκοσμικό, αυλό ον), οι προφιλοσοφικές
κοσμοαντιλήψεις είναι φυσιοκρατικές: Η Φύση (από το φύομαι) θεωρείται ως
αυτοαναπτυσσόμενη ολότητα, αιτία του εαυτού της, η οποία προκύπτει από κάποια
πρωταρχική πραγματικότητα.
Κατά του Ορφικούς, π.χ., η φύση είναι το παν:
"Πάντα συ έσσι, τα πάντα συ γαρ μούνη τάδε τεύχεις". Η φύση είναι απάτωρ και
παντοκράτωρ, άρα αυθύπαρκτη και χωρίς τέλος. Ο χρόνος συνδέεται με τα φυσικά
φαινόμενα και είναι "γαίης τε βλάστημα και ουρανού αστερόεντος". Μαζί με τον
χρόνο εμφανίζεται και η Ανάγκη ή Αδράστεια, δηλαδή ή φυσική νομοτέλεια. Ο
χρόνος γεννήθηκε από την ένωση των αντιθέτων -της ύλης και του υγρού. Από τον
Χρόνο και την Ανάγκη γεννήθηκαν ο Αιθέρας, το Χάος και το Έρεβος. Από την
τριάδα αυτή ο Χρόνος δημιούργησε ένα τεράστιο Αυγό, απ' όπου γεννήθηκε ο
Φάνης ("αυτού φανέντος. το παν εξ αυτού έλαμψεν"). Ο Φάνης είναι δημιουργική
αρχή, η οποία ταυτίζεται με τον Έρωτα. Είναι η πρώτη αρχή που γέννησε τους
θεούς και τους ανθρώπους. Στους Όρνιθες του Αριστοφάνη βρίσκουμε μια
παρόμοια "θεογονία", η οποία φαίνεται να έχει ορφική προέλευση. Και εδώ η φύση
είναι προϊόν ενός φυσικού "γίγνεσθαι".
Στη θεογονία του Ησίοδου (τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.) βρίσκουμε μια ανάλογη
φυσιοκρατική - μυθική κοσμοαντίληψη: Πρώτα το Χάος, έπειτα η Γη. Από το Χάος
και το Έρεβος γεννήθηκε η μελανόπτερη Νύκτα, απ' αυτήν ο Αιθέρας και η Ημέρα.
Από τη Γη γεννήθηκε ο έναστρος Ουρανός, καθώς και το σύνολο των γήινων
όντων.
Στις πρωτόγονες μυθικές κοσμογονίες δεν υπάρχει η έννοια του Δημιουργού.
Στην ορφική κοσμογονία το νερό παίζει βασικό ρόλο ("Ωκεανόν καλέω πάτερ'
άφθιτον, αιέν εόντα, αθανάτων τε θεών γένεσιν θνητών τ' ανθρώπων"). Το νερό θα
θεωρηθεί "αρχή" στην πρώτη ορθολογική κοσμολογία, του Θαλή του Μιλήσιου
(624-546 π.Χ.). Πράγματι, ο Θαλής θεώρησε το ύδωρ ως αρχή των πάντων.
Αντίστοιχα ο Αναξίμανδρος θεώρησε ως αρχή το άπειρο, απ' όπου όλα γεννιούνται
και στο οποίο όλα επιστρέφουν, ο Αναξιμένης τον αέρα και, τέλος, ο Ηράκλειτος
τη φωτιά. Με την Ιωνική Σχολή έχουμε μια πρώτη απόπειρα ερμηνείας των
φαινομένων με φυσικά αίτια και, κατά συνέπεια, μια πρώτη μορφή φυσιοκρατίας ή
απλοϊκού υλισμού. Όπως γράφει ο Αριστοτέλης, οι περισσότεροι από τους πρώτους
φιλόσοφους θεώρησαν τις αρχές των όντων αποκλειστικά υλικές (Μετά τα
Φυσικά). Η υλική φύση των όντων συναρτάται με μια αρχή "αφθαρσίας"· τίποτε δεν
χάνεται. Η αρχική οντότητα διατηρείται απεριόριστα. Οι Ιωνες δέχθηκαν
διαφορετικές "αρχές". Κατά τον Αριστοτέλη, "οι μεν πυρ, οι δε γην, οι δε αέρα
φασίν, οι δε ύδωρ, οι δ' ένια τούτων, οι δε πάντα ταύτα φύσιν είναι των όντων". Με
τους Ίωνες συνεπώς έχουμε μια πρώτη μορφή υλισμού (καλύτερα, φυσιοκρατίας)

16
και μια πρώτη "διαλεκτική αντίληψη":
η φύση νοείται ως ολότητα σε γένεση και φθορά, και συχνά η εξέλιξη θεωρείται
αποτέλεσμα της πάλης αντιθέτων δυνάμεων. Η "αυθόρμητη" αυτή διαλεκτική
υψώθηκε στο επίπεδο της φιλοσοφίας με τον Ηράκλειτο (540-480 π.Χ.), στη
φιλοσοφία του οποίου συνδυάζεται οργανικά ο υλιστικός μονισμός και η
διαλεκτική. Κατά τον Ηράκλειτο, τον κόσμο ν αυτόν δεν τον δημιούργησε ούτε
κάποιος θεός ούτε άνθρωπος: "Εν το Παν". "Τα πάντα ρει". "Πόλεμος πάντων
πατήρ". Από τα αντίθετα προκύπτει η αρμονία: "παλίντροπος αρμονίη όκωσπερ
τόξου και λύρης". Κύριο χαρακτηριστικό της ηρακλείτειας διαλεκτικής είναι η
ενότητα και η πάλη των αντιθέτων.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ.


ΥΛΙΣΤΙΚΗ και ιδεαλιστικη διαλεκτικη
Ο πρωτόγονος "ανιμισμός" (η αντίληψη ότι κάθε πράγμα έχει κάποια ψυχή)
επρόκειτο να μετατραπεί σε ιδεαλισμό. Ήδη στον Ορφισμό, ο οποίος ήταν είδος
σωτηριακής θρησκείας, συναντάμε μια πρώτη μορφή "δυϊσμού" ανάμεσα στο
"σώμα" και την "ψυχή". Ο πρωτόγονος δυϊσμός (Αιγύπτιοι, Ορφικοί κ.ά.) θα
μετασχηματιζόταν με τους Πυθαγόρειους και τον Πλάτωνα σε φιλοσοφικό δυϊσμό.
Η ψυχή θεωρείται τώρα αθάνατη και το φθαρτό σώμα σκήνωμα, τάφος της ψυχής.
Η πλατωνική διαλεκτική θα θεμελιωνόταν στον "φιλοσοφικό ιδεαλισμό". Ο
πραγματικός κόσμος, κατά τον Πλάτωνα, είναι ο κόσμος των Ιδεών, οι οποίες είναι
τα "αρχέτυπα" των όντων. Τα τελευταία συνιστούν τον αισθητό κόσμο της
αλλαγής και της φθοράς. Αντίστοιχα, η φυσιοκρατία των Ιώνων θα εξελισσόταν
στον υλισμό του Λεύκιππου, του Δημόκριτου, του Επίκουρου, του Λουκρήτιου κ.ά. Η
φιλοσοφία των ατομικών είχε έναν μεταφυσικό πυρήνα (αιωνιότητα των ατόμων),
και ταυτόχρονα ήταν υλιστική (αδημιούργητο των ατόμων). Παρά ταύτα,
συγκροτούσε μια εξελικτική αντίληψη του Σύμπαντος (γέννηση και φθορά των
όντων, απειρότητα των ατόμων και του Σύμπαντος κ.λπ.). Με ασυνέπεια συνέχισε
την υλιστική και διαλεκτική αντίληψη ο Αριστοτέλης. Κατά τον Αριστοτέλη, η
φύση είναι "αρχή κινήσεως και αλλαγής", σε αέναη εξέλιξη χάρη στη διαλεκτική
του "δυνάμει" και του "ενεργεία": από το "δυνάμει" ον προκύπτει το "ενεργεία" ον,
και αυτό που είναι ενεργεία είναι το μέτρο του δυνάμει. Εν τούτοις, η διαλεκτική
κίνηση του Αριστοτέλη τείνει σε κάποιο τέλος (σκοπό). Το τελικό αίτιο είναι
σκοπός και τέλος της κίνησης, όπως και το πρώτο κινούν είναι η αρχή της, αυτό
συνιστά κάποια στιγμή ακινησίας. Επίσης, αν και απέρριπτε την πλατωνική
Ιδεοκρατία και ειδικά τον χωρισμό της ύλης από τη μορφή, ο Αριστοτέλης δεχόταν
ότι η φύση είναι διπλή, ύλη από τη μια και μορφή από την άλλη ("Επεί φύσις διττή,
η μεν ως ύλη, η δ' ως μορφή").
Παρά τις ασυνέπειες της η αριστοτελική φιλοσοφία είναι δυναμική και
διαλεκτική. Ο χρόνος συνδέεται με την κίνηση, το άπειρο νοείται ως δυνάμει και
όχι ενεργεία, η κίνηση πραγματώνει όλο και ανώτερες μορφές και καταλήγει στο
χωρίς ύλη είδος (μορφή) κ.λπ. Και η φιλοσοφία των στωικών είναι βασικά υλιστική
και διαλεκτική. Ο κόσμος νοείται ως έμψυχο, σφαιρικό σώμα, ως αρμονική
ολότητα. Ο κόσμος πραγματοποιεί μια κυκλική αυτοανάπτυξη και κάθε κύκλος
ολοκληρώνεται με την "εκ-πύρωση": με τη μετατροπή των πάντων σε φωτιά. Κατά
τη μονιστική αντίληψη των στωικών, ο κόσμος είναι ενιαίος, αυτοαναπτυσσόμενος
οργανισμός. Υπάρχει αλληλεξάρτηση ("συμπάθεια") και αμοιβαία διείσδυση των
πραγμάτων. Η κίνηση είναι αιτιοκρατημένη και οι στωικοί χρησιμοποίησαν σχετικά
τις έννοιες "λόγος", "πρόνοια", "ειμαρμένη", "ανάγκη". Οι στωικοί, και ιδιαίτερα ο
Χρύσιππος, επεξεργάστηκαν ζητήματα λογικής. Κατά τους στωικούς, ο νόμος του
αποκλεισμού του τρίτου είναι βασικός νομός της λογικής, και αυτή η άποψη
εναρμονίζεται με την αιτιοκρατική τους αντίληψη για το Σύμπαν.
Με τους Σοφιστές η φιλοσοφία στρέφεται κυρίως στα κοινωνικά προβλήματα και

17
στις αντιφάσεις της κοινωνικής ζωής. Αντίστοιχα, ο Σωκράτης αναζητούσε, μέσω
της διαλεκτικής, την αλήθεια και, μέσω αυτής, τις συνθήκες που θα έκαναν τους
πολίτες "καλούς κ' αγαθούς". Εγκαινιάζοντας την ανθρωπολογική στροφή στη
φιλοσοφία, ο Σωκράτης αναζητούσε το νόημα των ηθικών κατηγοριών με στόχο να
θεμελιώσει μια αιώνια, εξωιστορική ηθική. Οι αμετάβλητες ηθικές έννοιες του
Σωκράτη υποστασιοποιήθηκαν, απέκτησαν οντολογικό αντίκρισμα με τη φιλοσοφία
του Πλάτωνα. Ο Πλάτων εχώρισε τον κόσμο σε δύο. Στον κόσμο των αισθητών
πραγμάτων, τα οποία μεταβάλλονται ("μηδέποτε κατά τ' αυτά έχοντα"). Η φύση, η
"ύλη" είναι ο κόσμος της ανάγκης, του γίγνεσθαι, της ροής και της φθοράς. Σ'
αυτόν τον κόσμο ισχύουν οι κατηγορίες της διαλεκτικής (κίνηση, ηρεμία, διαφορά,
ταυτότητα κ.λπ,). Όμως το πραγματικό Είναι, το Όντως Ον, είναι, κατά τον
Πλάτωνα, οι Ιδέες, αιώνιες, έξω από τον χρόνο, αναλλοίωτες, ("αεί κατά τ' αυτά
έχοντα"). Οι Ιδέες είναι τ' αρχέτυπα των πραγμάτων. Υπάρχουν σε τόπο επουράνιο
και κορυφώνονται στην ανώτερη Ιδέα, την ιδέα του Αγαθού (τον θεό). Κατά την
πλατωνική γνωσιολογία, η πραγματική γνώση, σε αντίθεση με την κοινή "δόξα",
είναι ανάμνηση της ψυχής, επιστροφή του Όντος στον εαυτό του. Η πλατωνική
ιδεαλιστική οντολογία συνιστούσε την άρνηση της ιωνικής διαλεκτικής, την οποία,
με άλλη οντολογική αφετηρία, είχαν επιχειρήσει να αναιρέσουν οι Ελεάτες. Κατά
τον Παρμενίδη, π.χ., το Ον (το "εόν") έχει απόλυτη ύπαρξη, είναι "αγέννητον και
ανώλεθρον", αδιαίρετο και άφθαρτο, αιώνιο, ίδιο με τον εαυτό του. Αλλά και στη
φιλοσοφία του Παρμενίδη υπάρχουν καταβολές από την ιωνική φιλοσοφία. Τα
πράγματα αποτελούνται από φωτιά και γη, ο Ουρανός είναι τάξη και ωραιότητα, ο
Ήλιος είναι πύρινος και η Σελήνη δέχεται το φως του κ.λπ. Ο Ζήνων, μαθητής του
Παρμενίδη, ανέπτυξε κυρίως μεθόδους της τυπικής λογικής, την επαγωγή, την εις
άτοπον απαγωγή κ.λπ., και με τη βοήθεια των περίφημων "παραδόξων" του
επιχείρησε να αναιρέσει τη δυνατότητα της κίνησης. Η διαλεκτική στον Ζήνωνα
συρρικνώνεται στους κανόνες του διαλέγεσθαι και στην ανάδειξη λογικών
αντιφάσεων
Οι νεοπλατωνικοί δέχονταν μια ιεραρχία των όντων με κορυφή το απόλυτο Εν,
από το οποίο προκύπτουν οι υποστάσεις του Νου και της Ψυχής. Με τους
νεοπλατωνικούς η διαλεκτική χρησιμεύει στο να αναδειχτούν οι βαθμίδες του
Είναι, με βάση την πλατωνική ιδεοκρατία. Το γίγνεσθαι αντιστοιχεί στην ιεραρχία
των ιδεατών μορφών. Αντίστοιχα, η διαλεκτική είναι κυρίως άσκηση στη χρήση
λογικών κατηγοριών. Στην πορεία οι πλατωνικές ιδέες συγχωνεύονται με
ανατολικές μυστικιστικές δοξασίες και ειδικά με τον χριστιανισμό. Με τη σύζευξη
αυτή θα επιχειρηθεί η συγκρότηση μιας φιλοσοφικής βάσης για τη χριστιανική
θρησκεία.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ.


Κατά τον Μεσαίωνα η φιλοσοφία υποβιβάστηκε σε "θεραπαινίδα της θεολογίας".
Βασικό έργο της ήταν να δικαιώσει το δόγμα της δημιουργίας και, συνολικότερα,
τη χριστιανική κοσμοαντίληψη. Αλλά το χριστιανικό δόγμα αποτελούσε το
ιδεολογικό θεμέλιο της ιεραρχικής και "αμετάβλητης" φεουδαρχικής κοινωνίας.
Κατά συνέπεια, η διαλεκτική, θεωρία της κίνησης και της αλλαγής, ήταν ασύμβατη
με το φεουδαρχικό οικοδόμημα.
Εν τούτοις, ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα, αρχίζουν να εμφανίζονται επιμέρους
διαλεκτικές αντιλήψεις, πάντοτε βέβαια υπό την ηγεμονία του δόγματος. Ο
θεωρητικός της Δυτικής Εκκλησίας, ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274), ενσωμάτωσε
ото έργο του τις αριστοτελικές κατηγορίες του "δυνάμει" και του "ενεργεία", άρα
του γίγνεσθαι, εισάγοντας, έστω και υπό τη σκέπη της θεολογίας, στοιχεία μιας
διαλεκτικής της φύσης. Διακόσια χρόνια αργότερα, ο Νικόλαος Κουζάνος (1401-
1464) θα δίδασκε ότι το Σύμπαν είναι άπειρο, ότι δεν έχει σταθερό κέντρο, ότι δεν
υπάρχει απόλυτο "πάνω" και "κάτω", ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος.

18
Ωστόσο, και κατά τον Κουζάνο, ο κόσμος έχει δημιουργηθεί από τον θεό, ο οποίος
αποτελεί την απόλυτη ουσία του Σύμπαντος. Ο θεός, κατά τον Κουζάνο, είναι
"coincidentia oppositorum" (σύμπτωση αντιθέτων) και το Σύμπαν, δημιούργημα του
θεού, βρίσκεται σε αέναη κίνηση, ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα.
Κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε μια μακρά διαμάχη μεταξύ των "ρεαλιστών" και των
"νομιναλιστών". Οι ρεαλιστές, ακολουθώντας την πλατωνική αντίληψη, δίδασκαν
ότι οι γενικές ιδέες (τα universalia) είχαν πραγματική υπόσταση και υπήρχαν πριν
από τα πράγματα (ante rem). Οι νομιναλιστές, αντίθετα, ακολουθώντας τον
Αριστοτέλη, υποστήριζαν ότι οι γενικές έννοιες είναι απλά ονόματα (nomina) και
υπάρχουν μετά τα πράγματα (post rem), και φυσικά μόνο στη νόηση. Αλλά, η
διαμάχη μεταξύ ρεαλιστών και νομιναλιστών δεν περιορίστηκε σ' αυτό το
θεμελιώδες (για την εποχή) ερώτημα. Πιστεύοντας στην ύπαρξη μόνο των
ατομικών (ενικών) οντοτήτων, οι νομιναλιστές έστρεψαν την προσοχή τους στη
μελέτη της φύσης: των συγκεκριμένων πραγμάτων, Ο Ρότζερ Μπέικον (1214-
1294), π.χ., από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Μεσαίωνα, υποστήριζε ότι την
αλήθεια δεν θα την ανακαλύψουμε στις Γραφές και στα κείμενα των αρχαίων, αλλά
με τη μελέτη της φύσης: την παρατήρηση, το πείραμα και τον μαθηματικό
υπολογισμό. Αντίστοιχα, ο Ουίλιαμ Οκκαμ (1285-1349), ο επιφανέστερος των
νομιναλιστών. υποστήριζε ότι αντικείμενο της γνώσης είναι μόνο οι επιμέρους
ατομικές οντότητες. Υποστήριζε, όπως και ο σύγχρονος του Ντουνς Σκοτ (1270-
1308), την ανάγκη να διαχωριστεί η θεολογία από τη φιλοσοφία. Ο νομιναλισμός,
στρέφοντας το βλέμμα των ερευνητών στην υπαρκτή, γήινη πραγματικότητα,
προετοίμασε τον δρόμο του "εμπειρισμού" και, κατά συνέπεια, της νεότερης
επιστήμης. Αντίστοιχα προετοίμασε τον δρόμο για τον νεότερο υλισμό. Όπως θα
έγραφε ο Μαρξ, ο νομιναλισμός ήταν η πρώτη έκφραση του υλισμού, ο οποίος
μπορεί να θεωρηθεί "αληθινό τέκνο της Μεγάλης Βρετανίας". Ήδη, κατά τον Μαρξ,
ο μεγάλος της σχολαστικός Ντουνς Σκοτ έθετε το ερώτημα, "μήπως η ύλη θα
μπορούσε να σκεφτεί".
Φυσικά, και ο νομιναλισμός αναπτύχθηκε στα πλαίσια του κυρίαρχου θεολογικού
δόγματος. Εντούτοις, τόσο ο Σκοτ όσο και ο Όκκαμ και άλλοι διανοητές της
εποχής εκείνης, έθεσαν το πρόβλημα του διαχωρισμού της θεολογίας από την
επιστήμη και τη φιλοσοφία. Κατά τη θεωρία της "διπλής αλήθειας" (βλ. διττή
αλήθεια), υπάρχουν δύο είδη αλήθειας, μη συγκρίσιμα: η εξ αποκαλύψεως αλήθεια
των Γραφών και η εγκόσμια, της επιστήμης και της φιλοσοφίας. Τυχόν αντίθεση
της επιστήμης με τις Γραφές δεν σημαίνει αμφισβήτηση της εξ αποκαλύψεως
αλήθειας, εφόσον και τα δύο είδη δεν είναι μεταξύ τους συγκρίσιμα. Η θεωρία της
διπλής αλήθειας, επιχειρώντας να οριοθετήσει την περιοχή της εγκόσμιας γνώσης
και να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία της από τη θεολογία, συνέβαλε στην
ανάπτυξη των επιστημών και της νέας κοσμοαντίληψης, που συνδέθηκε με τη
νεότερη επιστήμη.
Η νεότερη επιστήμη συνδέθηκε οργανικά με την ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού
τρόπου παραγωγής και αποτέλεσε μία από τις κινητήριες δυνάμεις του. Σε
αντίθεση με τη σχολαστική και τη θεωρησιακή φιλοσοφία, στηρίχθηκε στην
παρατήρηση, στο πείραμα και στον μαθηματικό λογισμό. Η "επαγωγική" μέθοδος
ήταν η κατ' εξοχήν μέθοδος των φυσικών επιστημών (Φράνσις Μπέικον, Γαλιλαίος,
Νεύ-των κ.λπ.).Χωρίς να απολυτοποιούμε τη διαφορά, μπορούμε να διακρίνουμε
δύο κύριες τάσεις στην επιστήμη και τη φιλοσοφία των νεοτέρων χρόνων. Η μια,
που συνδέθηκε κυρίως με τη φυσική και τις υπόλοιπες φυσικές επιστήμες, ήταν η
"μηχανιστική". Πράγματι, με τον Μπουριντάν (περίπου 1300), τον Γκασσεντί (1592-
1655), τον Μπόυλ (1627-1691) και τον Νεύτωνα (1643-1727) επανήλθε στο
προσκήνιο η ατομική υπόθεση του Δημόκριτου και αποτέλεσε τη βάση της φυσικής
και των άλλων υπό διαμόρφωση επιστημών. Αλλά η αντίληψη για τα άτομα ως
συμπαγή, αδιαίρετα και στερούμενα ιδιοτήτων και, γενικότερα, η δεσποτεία της

19
μηχανικής δεν διευκόλυναν την ανάπτυξη της διαλεκτικής στον χώρο των φυσικών
επιστημών του 16ου, του 17ου και του 18ου αιώνα. Βέβαια, αυτό δεν είναι
απόλυτο. Ακόμα και ο δημιουργός της "Ουράνιας Μηχανικής", ο Νεύτων, πέρα από
την αδράνεια, υποψιαζόταν την ύπαρξη ενεργητικών αρχών, όπως αυτές που
προκαλούν τις ζυμώσεις ή τη συνοχή των σωμάτων ή τη βαρυτική έλξη.
Η διαλεκτική αντίληψη για τη φύση αναπτύχθηκε κυρίως από την πλευρά των
φιλοσόφων, ορισμένοι από τους οποίους ήταν και φυσικοί επιστήμονες. Ήδη ο
Τζιορντάνο Μπρούνο (1548-1600), ερχόμενος σε ριζική σύγκρουση με την
εκκλησιαστική εξουσία, υποστήριζε ότι υπάρχουν άπειροι κόσμοι. Υποστήριζε την
πολλαπλότητα των πραγμάτων και την ενότητα και τη σύμπτωση των αντιθέτων.
Στα πλαίσια του "πανθεϊστικού" του συστήματος υποστήριζε την ύπαρξη μιας
παγκόσμιας ψυχής, κινητήριας δύναμης του Σύμπαντος, και ταύτιζε τη γνώση με
τη γνώση της φύσης, η οποία είναι ο θεός μέσα στα πράγματα. Ο Μπρούνο κάηκε
στην πυρά για τις δοξασίες του. Λίγα χρονιά αργότερα, ο Καρτέσιος (1596-1650),
στα πλαίσια πάντα του θεολογικού δόγματος, θα δίδασκε ότι τα ζώα, όπως και ο
άνθρωπος, είναι μηχανές, αλλά ότι ο άνθρωπος είναι φορέας μιας αθάνατης
ψυχής, δωρεάς του δημιουργού (καρτεσιανός και, ευρύτερα, χριστιανικός
δυϊσμός). Αλλά, αν και μηχανιστής, ο Καρτέσιος θεωρούσε την κίνηση ιδιότητα του
κινητού και όχι ουσία, και δίδασκε ότι δεν υπάρχει κανένα μέρος, κανενός
πράγματος στον κόσμο που να είναι σταθερό και ακίνητο, εκτός αν το
ακινητοποιούμε μέσα στη σκέψη μας. Αλλά και κατά τον Καρτέσιο, η κίνηση
εθεωρείτο δωρεά του δημιουργού, ο οποίος προίκισε τη φύση με τόση κίνηση όση
χρειαζόταν για τον σκοπό για τον οποίο τη δημιούργησε. Η κίνηση αυτή, κατά τον
Καρτέσιο, διατηρείται έκτοτε ποσοτικά .σταθερή. Έτσι, ο Γάλλος σοφός
διατύπωσε, κατά κάποιον τρόπο, την αρχή της αφθαρσίας της κίνησης (ενέργειας),
μιας από τις βασικές αρχές της Φυσικής, στα πλαίσια του δόγματος της
δημιουργίας.
Κατά τον Καρτέσιο, μοναδικό κατηγόρημα της ύλης είναι η έκταση -η ύλη
ταυτίζεται με την έκταση. Αργότερα, ο Λάιμπνιτς (1646-1716) θα υποστήριζε ότι
το Σύμπαν αποτελείται από ασώματες απλές ουσίες, τις "μονάδες", αδιαίρετες,
αυλές, δομικά στοιχεία του Σύμπαντος. Ο Λάιμπνιτς υποστήριζε ότι στο Σύμπαν
υπάρχει προκαθορισμένη αρμονία δημιουργημένη από τον θεό, ο οποίος
δημιούργησε τον "καλύτερο των δυνατών κόσμων". Οι μονάδες είναι αυτάρκεις,
ανεξάρτητες μεταξύ τους. Ωστόσο αντανακλούν η μια την άλλη, και συνεπώς οι
ενέργειες τους είναι αλληλένδετες και προκαθορισμένες. Έτσι, παρά την
ιδεαλιστική μεταφυσική και την τελεολογία που χαρακτηρίζουν το έργο του, ο
Λάιμπνιτς υποστήριζε τον αμοιβαίο καθορισμό των όντων (κάθε πράγμα
επηρεάζεται απ' ό,τι συμβαίνει στο Σύμπαν) και τη δυνατότητα αυθόρμητης
κίνησης και αλλαγής. Ο Λάιμπνιτς, από τους δημιουργούς της νεότερης λογικής,
του απειροστικού λογισμού και άλλων επιστημονικών κλάδων, υποστήριζε την
ύπαρξη έμφυτων ιδεών σε αντίθεση με τους εμπειριστές (Λοκ κ.λπ.). Ωστόσο, κατά
τον Λάιμπνιτς, οι έμφυτες ιδέες υπάρχουν ως προδιάθεση, ως κλίση, ως
δυνατότητα της νόησης. Σύγχρονος του Λάιμπνιτς, ο Βενέδικτος Σπινόζα (1632-
1677), θα συνέχιζε την πανθεϊστική παράδοση, δίνοντας της μια δυναμική και
οριακά υλιστική και αθεϊστική κατεύθυνση. Σε αντίθεση με τον Καρτέσιο, ο
Σπινόζα θεωρούσε την έκταση και τη νόηση κατηγορήματα μιας και της αυτής
ουσίας. Ο Σπινόζα ταύτιζε το\' θεό με τη φύση. Κατά τον Σπινόζα, ο θεός είναι
απόλυτα άπειρος, ουσία που αποτελείται από απειρία κατηγορημάτων, που το
καθένα τους εκφράζει μια αιώνια και άπειρη ουσιαστικότητα. Η φύση, η ουσία
ταυτίζεται με τον θεό. Έτσι, καταργείται το δίλημμα του δυϊσμού, και στερείται
νοήματος η πράξη της δημιουργίας.
Ο Σπινόζα διατύπωσε τη φιλοσοφία του με αυστηρή γεωμετρική μέθοδο
(αξιώματα, θεωρήματα, αποδείξεις, σχόλια κ.λπ.). Αλλά στα πλαίσια του αυστηρού

20
του συστήματος λειτουργεί μια δυναμική, διαλεκτική αντίληψη για τη φύση και τη
νόηση. Ο κόσμος είναι ενιαία ουσία. Συνιστά ολότητα, τα μέρη της οποίας
βρίσκονται σε αλληλεπίδραση. Η νόηση δεν είναι ιδιότητα κάποιου αυλού
πνεύματος: ο Σπινόζα απόρριπτε τον καρτεσιανό δυϊσμό, τον χωρισμό σώματος και
νόησης, και υποστήριζε ότι η νόηση έχει υλικό υπόβαθρο τον εγκέφαλο, το
"σκεπτόμενο σώμα". Η νόηση είναι τρόπος ύπαρξης του σώματος και με τον
άνθρωπο η φύση συνειδητοποιεί τον εαυτό της και επενεργεί πάνω στον εαυτό της.
Ο Σπινόζα δεχόταν τη φυσική αιτιοκρατία. Ως προς την ανθρώπινη ελευθερία,
διατύπωσε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ αναγκαιότητας και ελευθερίας.
Ο Σπινόζα προχώρησε προς μια υλιστική και διαλεκτική αντίληψη της φύσης και
του ανθρώπου. Έναν αιώνα μετά απ' αυτόν, ο Καντ (1724-1804) θα επέστρεφε στις
έμφυτες ιδέες, στον δυϊσμό ψυχής και σώματος και σε μια νέα μεταφυσική, στο
όνομα της υπέρβασης της Μεταφυσικής. Ο Καντ έκανε μια συστηματική κριτική
των αξιώσεων του Λόγου να απαντήσει στα ερωτήματα της Μεταφυσικής (ύπαρξη
θεού, αθανασία της ψυχής, ελεύθερη βούληση, απειρότητα του Σύμπαντος κ.λη.). Ο
Καντ επεχείρησε να καθορίσει τα όρια της ανθρώπινης διάνοιας και να αποφύγει
τόσο τη μεταφυσική όσο και την απλοϊκότητα του εμπειρισμού. Σύμφωνα με τη
γνωσιοθεωρία του, η νόηση χωρίς την αίσθηση είναι κενή. Αλλά ταυτόχρονα,
υποστήριζε, η αίσθηση χωρίς τη νόηση είναι τυφλή. Πράγματι, κατά τον Καντ, η
ανθρώπινη συνείδηση επιβάλλει τους νόμους της στην πραγματικότητα: Έτσι ο
χώρος και ο χρόνος δεν είναι μορφές ύπαρξης των πραγμάτων, αλλά προεμπειρικοί
τύποι της αίσθησης. Αντίστοιχα, τα φαινόμενα συσχετίζονται με βάση τις
προεμπειρικές κατηγορίες της νόησης (αιτιότητα κ.λπ.). Αυτό, λοιπόν, που
μπορούμε να γνωρίσουμε δεν είναι τα ίδια τα πράγματα, τα "πράγματα καθεαυτό",
αλλά τα φαινόμενα. Η ενότητα του κόσμου δεν εκφράζει άλλο από την ενότητα της
συνείδησης. Έτσι ο Καντ, ενώ υποστηρίζει την αναγκαιότητα των φυσικών νόμων,
θέτει ταυτόχρονα ένα όριο στις δυνατότητες της νόησης: Η νόηση γνωρίζει τα
φαινόμενα. Όχι τα πράγματα καθεαυτό: τα "νοούμενα". Συνεπώς ο Λόγος, ανώτερη
μορφή της διάνοιας, μπορεί να σκέπτεται τα νοούμενα (θεό, απειρότητα, αθανασία
της ψυχής κ.λπ.), μπορεί να τα φωτίζει με το φως του, αλλά δεν μπορεί να τα
γνωρίζει. Όταν λοιπόν η νόηση επιχειρεί να γνωρίσει τα νοούμενα, δηλαδή να
κατακτήσει την απόλυτη γνώση, πέφτει σε αντινομίες (τις περίφημες αντινομίες
του καθαρού λόγου). Κατά συνέπεια, μια μεταφυσική, με την παραδοσιακή έννοια,
είναι αδύνατη.
Η κριτική του Καντ και η διαλεκτική του είχαν συνεπώς αρνητικό χαρακτήρα.
Υποτίθεται ότι ανέδειξαν τα όρια της νόησης, ότι ανέλυσαν τις αντινομίες του
Λόγου, αλλά δεν θεμελίωσαν μια γνωσιοθεωρία σύμφωνη με τις τότε και τις
μετέπειτα επιστήμες. Εξάλλου, η αντιμεταφυσική στάση του Καντ ήταν
υποθηκευμένη στον ιδεαλισμό του και τελικά δεν τον προφύλαξε από τη
μεταφυσική: αντί να θεμελιώσει την ηθική στην ύπαρξη του θεού, ο Καντ
θεμελίωσε την ύπαρξη του θεού στην υποτιθέμενη ύπαρξη προεμπειρικών ηθικών
κανόνων με απόλυτη εξωιστορική ισχύ.
Ο Καντ, ο Φίχτε (1762-1814), ο Hegel (1770-1831), ο Σέλλινγκ (1775-1854)
επεξεργάστηκαν όψεις της διαλεκτικής, αλλά πάντα στα πλαίσια ιδεαλιστικών
συστημάτων. Έτσι, παρά τη συνεισφορά τους δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τη
διαλεκτική της ίδιας της πραγματικότητας, "χωρίς εξωτερικές προσθήκες".
Εντούτοις ο Χέγκελ, έστω και στα πλαίσια του απόλυτου ιδεαλισμού του,
επεξεργάστηκε ένα μεγαλειώδες σύστημα όπου η φύση, η ιστορία και ο κόσμος του
πνεύματος αντιμετωπίζονται στην κίνηση τους, προϊόντα των εσωτερικών
αντιθέσεων που είναι η πηγή της κίνησης.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΣΤΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ.


Ο Χέγκελ ταύτισε το Ον με την απόλυτη Ιδέα, το Πνεύμα. Η φύση είναι παράγωγο

21
το οποίο υπάρχει μόνο χάρη στη συγκατάθεση της Ιδέας. Είναι προϊόν της
αλλοτρίωσης του Πνεύματος, της μετατροπής του στο έτερον του κατά την
πορεία της αυτοανάπτυξης του. Είναι το τελευταίο γίγνεσθαι του Πνεύματος, Η
καθαρή, απόλυτη ουσία βρίσκεται μόνο στην καθαρή νόηση, ή μάλλον είναι η ίδια η
νόηση. Ένα πράγμα είναι αληθινό στον βαθμό που είναι Ιδέα.
Ο Χέγκελ, στα πλαίσια του αντικειμενικού, απόλυτου ιδεαλισμού, υπερβαίνει την
καντιανή διχοτομία μεταξύ φαινομένου και πράγματος καθεαυτού. Η οντολογία
του είναι ιδεαλιστική, μανιάτικη. Η φύση δεν προέκυψε από κάποιο εξωφυσικό Ον
(τον θεό) με την πράξη της δημιουργίας. Το απόλυτο πνεύμα βρίσκεται σε αέναη
εξέλιξη. Στην πορεία αλλοτριώνεται σε φύση. Στιγμή του γίγνεσθαι της φύσης
είναι η εμφάνιση του ανθρώπου. Μέσω της ανθρώπινης ιστορίας πραγματοποιείται
η άρνηση της άρνησης: το πνεύμα μέσα από μια σειρά αναβαθμών επιστρέφει στην
κατάσταση της αυτοσυνείδησης. Ο πολιτισμός, κατά τον Χέγκελ, είναι εκδήλωση
της δημιουργικής δύναμης του παγκόσμιου Λόγου. Η γνώση προχωρεί από την
απλή αίσθηση προς την απόλυτη γνώση, δηλαδή τη γνώση των εσωτερικών νόμων
που καθορίζουν την πορεία του πνεύματος μέσω της θρησκείας, της Επιστήμης,
της Τέχνης και της Φιλοσοφίας. Το απόλυτο πνεύμα αποκαλύπτεται με το
περιεχόμενο των κατηγοριών του. Η διαλεκτική περιλαμβάνει μέσα στο καθολικό
όλο τον πλούτο του ειδικού. Η ελευθερία είναι η πορεία του πνεύματος προς τη
συνείδηση της ελευθερίας. Η Λογική κατά τον Χέγκελ δεν είναι απλά Λογική: είναι
η επιστήμη της εξέλιξης του Απόλυτου Πνεύματος και παίρνει τη θέση της
Οντολογίας. Δεν είναι το γενικό αφηρημένο, αλλά το γενικό που περιέχει όλο τον
πλούτο του ειδικού.
Το απόλυτο Πνεύμα ή η Ιδέα είναι από μια άποψη μια διαφορετική διατύπωση της
έννοιας του θεού. Εντούτοις η εγελιανή διαλεκτική δεν διαφέρει από τη θρησκεία
μόνο στο ότι αρνείται την πράξη της δημιουργίας. Το επαναστατικό στοιχείο της
εγελιανής διαλεκτικής βρίσκεται στο ότι θεωρεί την πραγματικότητα όχι ως
κατάσταση, αλλά ως γίγνεσθαι και αναδεικνύει την "αντίθεση" ως την κινητήρια
δύναμη της ιστορίας, της φύσης και της κοινωνίας. Κάθε θέση εμπεριέχει την
άρνηση της. Με την άρνηση της άρνησης, έχουμε την υπέρβαση, την άρση της
αντίθεσης και το πέρασμα σε μια ανώτερη θέση. η οποία περικλείνει τα βιώσιμα
στοιχεία της προηγούμενης σε μια ανώτερη πάντα αντιθετική ολότητα. Η κίνηση
είναι συνεπώς ενδογενής ιδιότητα της φύσης και της κοινωνίας. Εντούτοις, η
διαλεκτική κίνηση υπονομεύεται στα πλαίσια του ιδεαλιστικού συστήματος: Το
πνεύμα αλλοτριώνεται σε ασυνείδητη φύση, αλλά αυτό ίσως παραπέμπει σε μια
προγενέστερη κατάσταση ακινησίας. Επίσης με την κατάκτηση της
αυτοσυνειδησίας το πνεύμα φαίνεται να έχει κλείσει την ιστορική του διαδρομή,
άρα να οδεύει προς κάποιο "τέλος", που θα ήταν το τέλος της κίνησης.
Η μεγάλη συνεισφορά του Χέγκελ είναι ότι ανέδειξε την αντίθεση, την κίνηση,
την ποιότητα και τον ποιοτικό μετασχηματισμό, την άρνηση κάθε υπάρχουσας
κατάστασης σε κύρια χαρακτηριστικά της πραγματικότητας. Έτσι μπόρεσε να
συνθέσει ένα μεγαλειώδες πανόραμα του γίγνεσθαι της φύσης, της κοινωνίας και
του πολιτισμού. Εντούτοις, οι αξιώσεις του συστήματος οδήγησαν σε στρεβλώσεις
και αφελείς συσχετίσεις των δεδομένων τόσο των φυσικών όσο και των
κοινωνικών φαινομένων, προκειμένου να ενταχθούν στα πλαίσια της ιδεολογικής
κατασκευής. Κατά τον Μαρξ, ο Χέγκελ ήταν ο πρώτος που εξέθεσε τις γενικές
μορφές της κίνησης με τρόπο καθολικό και συνειδητό. Εντούτοις, ο Μαρξ
συνειδητοποίησε όσο κανείς άλλος τα όρια της εγελιανής φιλοσοφίας. Αρχίζοντας
με την Κριτική της φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ (1843) προχώρησε, συχνά
σε συνεργασία με τον Ενγκελς, στην κριτική εξάρθρωση και στην υλιστική
ανασυγκρότηση της εγελιανής διαλεκτικής.
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς, εγελιανοί και οι δύο στα πρώτα τους βήματα,
πραγματοποίησαν μια "ρήξη" με τη φιλοσοφία του Χέγκελ και μια "υπέρβαση" του

22
συστήματος από υλιστική και διαλεκτική σκοπιά. Οι Μαρξ και Ενγκελς αναζήτησαν
και ανέδειξαν "τον ορθολογικό πυρήνα μέσα ατό ιδεαλιστικό περίβλημα της
εγελιανής φιλοσοφίας". Σύμφωνα με μια άλλη μεταφορική έκφραση των
θεμελιωτών του μαρξισμού, η διαλεκτική στο έργο του Χέγκελ βρισκόταν με το
κεφάλι κάτω και έπρεπε να την στήσουν στα πόδια της. Φυσικά, οι μεταφορές
αυτές κάθε άλλο παρά προσδιορίζουν συγκεκριμένα το έργο της υπέρβασης της
χεγκελια-νής φιλοσοφίας από τους Μαρξ και Ενγκελς. Πριν απ' όλα, υπήρξε μια
ριζική αλλαγή "ταξικής θεώρησης". Ο Χέγκελ ήταν ριζοσπάστης, οπαδός της
γαλλικής επανάστασης. Εντούτοις, η ιδεαλιστική διαλεκτική του μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιήθηκε με τη μυστικιστική της μορφή "για να
δοξάσει την υπάρχουσα πραγματικότητα". Οι Μαρξ και Ενγκελς πραγματοποίησαν
μια ριζική αλλαγή:
είδαν την πραγματικότητα από την άποψη της εργατικής τάξης, δηλαδή είδαν
τη διαλεκτική ως όργανο του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνικής
πραγματικότητας. Κατά τον Μαρξ, "όπως η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο
τα υλικά της όπλα, έτσι και το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά
του όπλα(...) Η κεφαλή αυτής της χειραφέτησης είναι η φιλοσοφία, η καρδιά της το
προλεταριάτο" (Κριτική της φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ). Ταυτόχρονα, οι
θεμελιωτές της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας πραγματοποίησαν μια
"μετατόπιση" του πεδίου της φιλοσοφίας: την κατέβασαν από τον ουρανό των
ιδεών στην κοινωνική πραγματικότητα, στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων και
της ταξικής πάλης. Με μια πράξη ρήξης με τη θεωρησιακη φιλοσοφία, όρισαν ως
"κοινωνική λειτουργία" της φιλοσοφίας όχι απλώς την ερμηνεία, αλλά τον
επαναστατικό μετασχηματισμό του κόσμου (Καρλ Μαρξ, θέσεις για τον
Φόιερμπαχ). Τέλος, σε οργανική σχέση με τα προηγούμενα, πραγματοποίησαν μια
"υλιστική" αναστροφή του εγελιανού συστήματος, επανασυνδεόμενοι, μέσω του
Φόιερμπαχ, με τη μακρά υλιστική παράδοση. Ο Μαρξ, μάλιστα, αντιδιαστέλλει
ακόμα και τη μέθοδο του από τη μέθοδο του Χέγκελ:"Η μέθοδος μου δεν είναι η
μέθοδος του Χέγκελ, επειδή εγώ είμαι υλιστής και ο Χέγκελ ιδεαλιστής" (Γράμμα
στον Cugelmann).
Η σχέση των κλασικών του μαρξισμού με την εγελιανή διαλεκτική δεν είναι
σχέση γυμνής άρνησης ή απόρριψης, αλλά δημιουργικής υπέρβασης. Το έργο τους
δεν περιορίστηκε στο να "στήσουν τη διαλεκτική στα πόδια της" ή να
"ανακαλύψουν τον ορθολογικό πυρήνα της κάτω από το μυστικιστικό περίβλημα".
Χρειάστηκε η αλλαγή ταξικής θεώρησης, η θεμελιακή μετατόπιση και η υλιστική
αναστροφή, που σημαίνουν ότι το "σύστημα" του Χέγκελ έπρεπε να εξαρθρωθεί
κριτικά, να αναδειχθεί ο επαναστατικός πυρήνας του, η διαλεκτική, να
αναδειχθούν υπαρκτά προβλήματα και να ανακτηθούν τα βιώσιμα στοιχεία που
περιέχει το ιδεαλιστικό οικοδόμημα. Έργο τεράστιο, το οποίο πραγματοποίησαν εν
μέρει οι κλασικοί του μαρξισμού και το οποίο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.
Ανάμεσα στον Χέγκελ και στους κλασικούς του μαρξισμού υπάρχει μια σύνθετη
σχέση ρήξης και συνέχειας. Οι κλασικοί αναγνώρισαν σε κάθε περίπτωση την αξία
της εγε-λιανής φιλοσοφίας και το χρέος τους στον δημιουργό της. Κατά τον Μαρξ,
"η μυστικοποίηση που υφίσταται η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ δεν εμπόδισε
διόλου το να είναι ο πρώτος που εξέθεσε τις γενικές μορφές της κίνησης με
σφαιρικό και συνειδητό τρόπο" (Το Κεφάλαιο). Κατά τον Λένιν, εξάλλου, "στο πιο
ιδεαλιστικό έργο του Χέγκελ υπάρχει λιγότερος ιδεαλισμός και περισσότερος
υλισμός. Ο ευφυής ιδεαλισμός είναι πιο κοντά στον ευφυή υλισμό απ' ό,τι ο ηλίθιος
υλισμός" (Φιλοσοφικά Τετράδια).

Η υλιστικη διαλεκτικη.
Αναφερόμενος στη σχέση με τον Χέγκελ, ο Μαρξ τόνιζε: "Η διαλεκτική μου
μέθοδος όχι μόνο διαφέρει βασικά από την εγελιανή, αλλά είναι το ακριβές

23
αντίθετο: για τον Χέγκελ, η κίνηση της νόησης, την οποία προσωποποιεί στο όνομα
της Ιδέας, είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας, η οποία δεν είναι παρά η
φαινομενική μορφή της Ιδέας. Για μένα, αντίθετα, η κίνηση της νόησης δεν είναι
παρά η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης, μεταφερμένη και μεταθεμένη στον
ανθρώπινο εγκέφαλο" (Το Κεφάλαιο). Η προηγούμενη θέση του Μαρξ αναδεικνύει
όχι μόνο τη μεθοδολογική, αλλά και τη γνωσιοθεωρητική και την οντολογική
διάσταση της διαλεκτικής. Αντίστοιχα, ο Ένγκελς θα μιλούσε για αντικειμενική και
για υποκειμενική διαλεκτική. Τέλος, ο Λένιν έγραφε για "διαλεκτική των ίδιων των
πραγμάτων, της ίδιας της φύσης, της ίδιας της πορείας των γεγονότων" και όριζε
τη διαλεκτική ως τη "μελέτη της αντίθεσης μέσα στην ίδια την ουσία των
πραγμάτων" (Φιλοσοφικά Τετράδια).
Αλλά -τονίστηκε ήδη- η υλιστική αναστροφή δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει τη
μαρξιστική διαλεκτική η οποία συνδέεται συνειδητά με την "πράξη". Κατά τον
Μαρξ, "το κύριο μειονέκτημα όλου του προηγούμενου υλισμού, μαζί και του
υλισμού του Φόιερμπαχ, είναι ότι το αντικείμενο, η πραγματικότητα, ο αισθητός
κόσμος δεν συλλαμβάνεται παρά με τη μορφή του αντικειμένου ή της εποπτείας,
όχι σαν συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα, σαν πρακτική, με τρόπο
υποκειμενικό" (θέσεις για τον Φόιερμπαχ). Γενικότερα, σύμφωνα με μια άλλη θέση
του Μαρξ, οι φιλόσοφοι "δεν έκαναν άλλο από το να ερμηνεύουν τον κόσμο με
διάφορους τρόπους, αλλά αυτό που προέχει είναι να τον αλλάξουμε".
Βέβαια η φιλοσοφία ασκούσε πάντα μια κοινωνική λειτουργία, συντηρητική είτε
ανατρεπτική. Τώρα όμως η φιλοσοφία συνδέεται συνειδητά με την "πράξη", την
κοινωνική πράξη, από την πλευρά της εργατικής τάξης. Πρόκειται για τη νέα
"ταξική θεώρηση" της φιλοσοφίας, τη συνειδητή της ένταξη στον αγώνα για τον
μετασχηματισμό του κόσμου. Η ταξική επιλογή της νέας φιλοσοφίας καθόρισε και
το "νέο ερευνητικό πεδίο" της, που είναι κυριαρχικά το πεδίο της Ιστορίας. Οι
Μαρξ και Ένγκελς, αντίθετα με τη θεωρησιακή παράδοση, έστρεψαν το ερευνητικό
τους βλέμμα στην κοινωνική πραγματικότητα, στις αντιθέσεις, στην κίνηση και
στις ιστορικές της δυνατότητες.
Η νέα διαλεκτική έπρεπε συνεπώς να είναι, πριν απ' όλα, "κριτική". Πράγματι,
ένα μεγάλο μέρος από το έργο των κλασικών είναι κριτική της κεφαλαιοκρατικής
κοινωνίας με αποκορύφωμα το Κεφάλαιο: Κριτική της αστικής Πολιτικής
Οικονομίας και διαμόρφωση της νέας επιστημονικής ηπείρου, της μαρξιστικής
Πολιτικής Οικονομίας. Κριτική της αστικής θεωρίας για το κράτος, ανάδειξη της
ταξικής φύσης του και πρόβλεψη της εξαφάνισης του μαζί με την εξαφάνιση των
τάξεων. Κριτική της αστικής ιδεολογίας. Ανάδειξη των μηχανισμών δημιουργίας
της πλαστής συνείδησης και προσδιορισμός των συνθηκών για μια διαυγή
αντίληψη της κοινωνικής και της φυσικής πραγματικότητας. Κριτική της Τέχνης,
της θρησκείας κ.λπ. και ανάλυση του ιστορικού χαρακτήρα και της κοινωνικής
λειτουργίας τους. Αλλά, προφανώς, η κριτική διάσταση της διαλεκτικής, και του
μαρξισμού γενικότερα, είναι αλληλένδετη με τη δημιουργική. Οι κλασικοί
επεξεργάστηκαν νέες κατηγορίες ή άλλαξαν ριζικά το περιεχόμενο παλαιών.
Έννοιες και κατηγορίες όπως: παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγικές σχέσεις,
τρόπος παραγωγής, ταξική πάλη, κράτος, ιδεολογία, πλαστή συνείδηση,
αποξένωση, πραγμοποίηση, υπέρβαση κ.λπ., είναι χαρακτηριστικές της νέας,
μαρξιστικής αντίληψης της πραγματικότητας.
Ο Μαρξ είχε χαρακτηρίσει τη νέα, υλιστική διαλεκτική, "από τη φύση της κριτική
και επαναστατική". Ποιο είναι όμως το "status" (ο καταστατικός ορισμός) της
μαρξιστικής διαλεκτικής: Είναι απλή μέθοδος ή αξιώνει το status θεωρίας της
γνώσης και οντολογίας; Ήδη η διαλεκτική στον Χέγκελ είναι και μέθοδος και
θεωρία της γνώσης και θεωρία του Είναι (ο Χέγκελ δέχεται την ταυτότητα του
Είναι και της Νόησης). Εντούτοις, είναι γνωστή η δυσπιστία η και η απορριπτική
στάση πολλών φιλοσόφων και φιλοσοφικών σχολών απέναντι στη φιλοσοφία

24
(Μπέικον, Καρτέσιος, Κιέρκεγκωρ, θετικιστές, Βιτγκενστάιν κ.λπ.). Ειδικά η
δυσπιστία απέναντι στην Οντολογία είναι σήμερα γενικευμένη. Πολλοί μιλούν για
τέλος της Φιλοσοφίας, για θάνατο της Φιλοσοφίας, για συγχώνευση της
Φιλοσοφίας με την πράξη. Άλλοι περιορίζουν τον μαρξισμό στη μεθοδολογία της
ιστορικής πρωτοβουλίας, απορρίπτουν τη διαλεκτική της φύσης ως ιδεολογική
κατασκευή των Ένγκελς και Λένιν κ.λπ. Τέλος, τα κείμενα των κλασικών δεν
δίνουν πάντα μια σαφή απάντηση στο πρόβλημα.
Η υλιστική βάση και η ταξική οπτική της διαλεκτικής τονίστηκαν ήδη. Επίσης οι
κλασικοί, και ειδικά ο Ένγκελς, ανέλυσαν τον ιστορικά ξεπερασμένο χαρακτήρα
της θεωρησιακής φιλοσοφίας. "Αυτός που κατασκευάζει συστήματα", έγραφε ο
Ένγκελς. "οφείλει να συμπληρώσει τα αναρίθμητα κενά με τα δικά του ευρήματα,
δηλαδή να αφεθεί στην ανορθόλογη φαντασία, να κάνει ιδεολογία" (Αντι-
Ντύρινγκ). Πάντα κατά τον Ένγκελς, τώρα πια κάθε επιμέρους επιστήμη της
γενικής αλληλοσύνδεσης γίνεται περιττή. Από την παλαιά φιλοσοφία μένει η
θεωρία της νόησης και των νόμων της, η τυπική και η διαλεκτική λογική. Όλα τα
άλλα συγχωνεύονται στη θετική γνώση της Φύσης και της Ιστορίας. Και παραπέρα:
"Είναι εντούτοις δυνατόν ότι η πρόοδος της θεωρητικής επιστήμης της φύσης θα
αχρηστεύσει το έργο μου στο μεγαλύτερο του μέρος ή ολοκληρωτικά". Κατά τον
Ένγκελς, "ο σύγχρονος υλισμός δεν είναι φιλοσοφία αλλά απλή κοσμοαντίληψη".
Αν πάρουμε κατά γράμμα τα προηγούμενα, τότε η διαλεκτική είναι το πολύ
γνωσιοθεωρία ή απλά διαλεκτική λογική. Αλλά ο ίδιος ο Ένγκελς έγραψε τη
Διαλεκτική της Φύσης και υποστήριξε την ύπαρξη μιας αντικειμενική διαλεκτικής
και μιας υποκειμενικής, αντανάκλασης της πρώτης. Ακόμα: Τι σημαίνει ότι
σύγχρονος υλισμός δεν είναι φιλοσοφία αλλά απλή κοσμοαντίληψη; Ο Λένιν, με τη
σειρά του. μιλούσε για διαλεκτική των πραγμάτων της Φύσης, για αντικειμενική
διαλεκτική, γι μελέτη των αντιθέσεων μέσα στα ίδια τα πράγματα. Αλλά και η
θέση του Λένιν δεν είναι σαφής. Έτσι, στα Φιλοσοφικά Τετράδια γράφει: "Στο
Κεφάλαιο εφαρμόζονται σε μία επιστήμη η λογική, η διαλεκτική και η θεωρία τη
γνώσης του υλισμού. Εδώ έχουμε ανάγκη από τρεις λέξεις: πρόκειται για το ίδιο
πράγμα". Kαι σε άλλο σημείο: "Η σύμπτωση, για να εκφραστούμε έτσι, της λογικής
και της γνωσιολογίας". Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν;
Η παραδοσιακή Οντολογία είχε χάσει το κύρος της τον περασμένο αιώνα. Επίσης
οι κλασικοί είχαν πραγματοποιήσει μια πράξη ρήξης με τι θεωρησιακή φιλοσοφία.
Εντούτοις, η φιλοσοφική βάση του μαρξισμού έχει την οντολογική της διάσταση
(μιλάει για το Είναι μέσα από τη γνώση των ειδικών μορφών και νομοτέλειά του).
Ταυτόχρονα είναι θεωρία της γνώση( (θεωρία της αλήθειας, θεωρία των
ιδεολογιών κ.λπ.). Τέλος, έχει τη μεθοδολογική της διάσταση (διαλεκτική). Ο Λένιν
ισχυρίζεται ότι η λογική, η διαλεκτική και η θεωρία της γνώσης του υλισμού είναι
το "ίδιο πράγμα". Το σωστέ θα ήταν ίσως να μιλάμε για ενότητα της μεθόδου, της
γνωσιολογίας και της οντολογίας του μαρξισμού, άρα για μεθοδολογική,
γνωσιοθεωρητική και οντολογική διάσταση της διαλεκτικής. Αλλά η έννοια
"διαλεκτική" παραπέμπει κατ' αρχήν στη μέθοδο και στη λογική (διαλεκτική
λογική).
Η οντολογική διάσταση της διαλεκτικής είναι προφανής σε πολλά κείμενα των
κλασικών. Κατά τον Λένιν, π.χ., "οι έννοιες είναι υποκειμενικές στην αφαίρεση,
στον διαχωρισμό τους, αλλά αντικειμενικές στην ολότητα, στην κίνηση, στο
άθροισμα, στην πηγή τους" (Φιλοσοφικά Τετράδια). Η ιστορική διάσταση του
μαρξισμού και ειδικά της διαλεκτικής υπογραμμίσθηκε από τους κλασικούς του.
Κατά τον Ένγκελς: "Η θεωρητική σκέψη κάθε εποχής, άρα και της φύσης, είναι
ιστορικό προϊόν που παίρνει διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές εποχές. Άρα η
επιστήμη της νόησης, όπως και κάθε επιστήμη, είναι ιστορική. Είναι η επιστήμη
της ανάπτυξης της ανθρώπινης νόησης".
Η διαλεκτική δεν αξιώνει το παραδοσιακό status της φιλοσοφίας: δεν είναι

25
επιστήμη των επιστημών. Δεν πλανάται πάνω από τις επιστήμες. Δεν είναι
θεωρησιακή οντολογία. Ειδικά δεν αξιώνει κάποιον κανονιστικό ρόλο απέναντι
στις επιστήμες. Συγκροτείται ιστορικά (και αναθεωρείται) ως η φιλοσοφική
καταξίωση και υπέρβαση των δεδομένων των επιστημών της φύσης και της
κοινωνίας. Οι κατηγορίες της δεν είναι ανεξάρτητες από τις επιστημονικές
έννοιες: αποτελούν τη γενίκευση και την καθολίκευσή τους. Η διαλεκτική
μοιράζεται με τις επιστήμες μια σειρά όρους (ύλη, κίνηση, αλληλεπίδραση,
αιτιότητα, αντίθεση κ.λπ.), οι οποίοι στο επίπεδο της λειτουργούν ως φιλοσοφικές
κατηγορίες, ενώ στο επίπεδο των επιστημών λειτουργούν ως οιονεί φιλοσοφικές
έννοιες. Έτσι η διαλεκτική εμπλουτίζεται και ανανεώνεται αντλώντας από τα
δεδομένα των επιστημών, ενώ ταυτόχρονα ασκεί την επιστημολογική λειτουργία
της στον χώρο της επιστήμης (μεθοδολογία, στρατηγική της έρευνας), χωρίς να
μετατρέπεται σε επιστήμη των επιστημών.
Κατά τον Ενγκελς, η διαλεκτική είναι η επιστήμη των γενικών νόμων της
κίνησης της φύσης, της κοινωνίας και της ανθρώπινης νόησης. Κατά τον Λένιν
είναι η "θεωρία της γνώσης του μαρξισμού, η οποία χαρακτηρίζεται ως θεωρία
της ενότητας της υποκειμενικής διαλεκτικής των φυσικών και των ιστορικών
διαδικασιών". Η διαλεκτική, ως θεωρία του Είναι, θέτει την πρωταρχικότητα της
ύλης έναντι της νόησης. Ως γνωσιοθεωρία και θεωρία των ιδεολογιών υποστηρίζει
ότι το (κοινωνικό) Είναι καθορίζει τη συνείδηση, ενώ ταυτόχρονα συλλαμβάνει τον
ενεργό ρόλο της συνείδησης στο ιστορικό γίγνεσθαι. Οι φυσικές επιστήμες
εναρμονίζονται με τις θέσεις για την αντικειμενικότητα του κόσμου και για την
προτεραιότητα της ύλης έναντι του πνεύματος, το οποίο εμφανίζεται σε μια
ορισμένη φάση του κοσμικού γίγνεσθαι (κοσμογένεση, ανθρωπογένεση, νοογένεση)
ως "προϊόν" ειδικά οργανωμένης ύλης (του εγκεφάλου) σε καθορισμένες
κοινωνικές συνθήκες (η νόηση, αναδραστικά, αποτελεί ενεργό στοιχείο του
κοινωνικού γίγνεσθαι). Οι επιστήμες εξερευνούν ειδικές περιοχές της
πραγματικότητας. Η επιστημολογία και η φιλοσοφία αναδεικνύουν τις τοπικές
διαλεκτικές (τις συγκεκριμένες διαλεκτικές σχέσεις) οι οποίες λειτουργούν στις
ειδικές περιοχές της πραγματικότητας. Η διαλεκτική είναι η υπέρβάση και
γενίκευση των τοπικών διαλεκτικών, από όπου και η ιστορικότητα της. Η
διαλεκτική είναι ανοικτή στην πρόοδο των επιστημών και στην κοινωνική πράξη.
Η διαλεκτική θα μπορούσε να ορισθεί ως η μελέτη των αντιθέσεων (Λένιν).
Κατά τον Ενγκελς υπάρχουν οι ακόλουθοι "νόμοι της διαλεκτικής" (Διαλεκτική
της Φύσης):
• Νόμος του περάσματος από την ποσότητα στην ποιότητα και αντίστροφα.
• Νόμος της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων.
• Νόμος της άρνησης της άρνησης.
Ποιο είναι όμως το status αυτών των "νόμων";
Προφανώς δεν πρόκειται για επιστημονικούς νόμους με την ειδική έννοια του
όρου. Αν δεχτούμε τη νομιμότητα τους ως γενικών "νόμων" της διαλεκτικής, τότε
αυτοί οφείλουν να αποδείξουν την ισχύ τους στις πιο διαφορετικές περιοχές της
πραγματικότητας. Αλλά και σ' αυτή την περίπτωση: πρώτο, ο κατάλογος των
νόμων της διαλεκτικής δεν πρέπει να θεωρηθεί κλειστός· δεύτερο, με βάση αυτή
την προσωρινή συγκομιδή, υπάρχει ο κίνδυνος για τυποποίηση και δογματοποίηση
μιας φιλοσοφίας ανοικτής στην κοινωνική πράξη. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του
"θεσμοποιημένου μαρξισμού" στις άλλοτε σοσιαλιστικές χώρες. Το αμφιλεγόμενο
status της διαλεκτικής οδήγησε σε δυο αντίθετες παραμορφώσεις. Είτε στη
δογματοποίηση και οντολογικοποίηση και τη χρήση της διαλεκτικής ως
απολογητικής είτε στον ακρωτηριασμό της και στη μετατροπή της σε απλή
μεθοδολογία. Η δογματοποίηση της διαλεκτικής γέννησε την άρνηση της:
την άρνηση της γνωσιοθεωρητικής και της οντολογικής συνιστώσας της. Αν ο
ορισμός του Λένιν για την ενότητα της διαλεκτικής, της λογικής και της

26
γνωσιοθεωρίας είναι επιστημολογικά ασαφής, αν η δογματοποίηση
πραγματοποιήθηκε σε συγκεκριμένες συνθήκες, αυτά δεν είναι λόγος για να
υποβαθμίσουμε τη διαλεκτική, να την περιορίσουμε στη μεθοδολογία, στην
ιστορική πρωτοβουλία ή έστω στην "υλιστική διαλεκτική της ιστορίας και της
παρούσας στιγμής της, του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής".
Στην έννοια "διαλεκτική" έχουν αποδοθεί πολλοί ορισμοί. Γύρω από τον
καταστατικό ορισμό της υπάρχει πολλή ασάφεια, ρητορικές μη ακριβολογημένες
διατυπώσεις, αλληλοσυγκρουόμενοι ορισμοί. Πάντως η διαλεκτική, όποιον ορισμό
και αν δεχθούμε, δεν μπορεί να απομονωθεί από το συνολικό σώμα της
μαρξιστικής θεωρίας. Και -τονίστηκε ήδη- η μαρξιστική θεωρία δεν είναι απλά
κριτική. Ο μαρξισμός δημιούργησε νέες επιστήμες και νέους επιστημονικούς
κλάδους. Η Πολιτική Οικονομία, π.χ., δεν θα μπορούσε, κατά τον Μαρξ, να
μετατραπεί σε επιστήμη, χωρίς "να απαλλαγεί από το ταξικό δέρμα της". Ο Μαρξ
δημιούργησε μια νέα "επιστημονική ήπειρο": την Πολιτική Οικονομία. Ο μαρξισμός
περιλαμβάνει επίσης μια νέα επιστήμη: την επιστήμη της Ιστορίας (τον ιστορικό
υλισμό). Περιλαμβάνει μια νέα θεωρία για το Κράτος, μια θεωρία των ιδεολογιών,
μια νέα αντίληψη για την Τέχνη, την Επιστήμη κ.λπ. Πρόβλεψε την ιστορική πορεία
του καπιταλισμού, τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών και των αντιαποικιακών
επαναστάσεων, κ.λπ., κ.λπ. Η διαλεκτική ως μέθοδος, ως λογική, ως θεωρία της
γνώσης και ως θεωρία του Είναι, ενυπάρχει, λειτουργεί και χαρακτηρίζει ολόκληρο
το σώμα της μαρξιστικής θεωρίας. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να ταυτίζουμε τις
τέσσερις διαστάσεις της διαλεκτικής.
Η διαλεκτική λογική είναι η λογική της κίνησης, των ποιοτικών
μετασχηματισμών. Στη λογική της ταυτότητας: "είναι ή δεν είναι", αντιπαραθέτει
τη λογική του γίγνεσθαι: "είναι και δεν είναι". Αναλύει το πλέγμα των αντιθέσεων,
τις ποιοτικές μετατροπές ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης ποσοτικών αλλαγών.
Αντιμετωπίζει την κάθε θέση σε σχέση με την αντίθεση της. Η άρνηση της
άρνησης οδηγεί στην άρση της αντίθεσης, σε μια νέα θέση, κ.ο.κ.
Αλλά η διαλεκτική λογική δεν είναι το κενό κέλυφος το οποίο, όπως η τυπική
λογική, ενδιαφέρεται μόνο για την τυπική ορθότητα των συλλογισμών. Ακριβώς γι'
αυτό δεν είναι δυνατόν να απομονωθεί από τη διαλεκτική - υλιστική θεωρία της
γνώσης του μαρξισμού, η οποία, με τη σειρά της, περιέχει τη διαλεκτική λογική. Ο
Μαρξ ανέλυσε τη διπλή κίνηση της νόησης:
από το ατομικό και το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, και επιστροφή στο
συγκεκριμένο, το οποίο η νόηση ιδιοποιείται ως νοημένο συγκεκριμένο (Κριτική
της Πολιτικής Οικονομίας). Η μαρξιστική γνωσιοθεωρία περιέχει μια θεωρία της
αλήθειας: η αλήθεια θεωρείται ως "αντιστοιχία" ανάμεσα στην πραγματικότητα
και τη νόηση, όχι όμως με την έννοια του στατικού αστικού ορθολογισμού, αλλά
ως γίγνεσθαι, ως διαλεκτική σχέση, καθορισμένη ιστορικά ανάμεσα στη σχετική
και στην απόλυτη αλήθεια. Ταυτόχρονα περιλαμβάνει μια θεωρία της πλαστής
συνείδησης και γενικότερα της ιδεολογίας. Αναζητεί τις ρίζες της πλαστής
συνείδησης στην "αδιαφάνεια" του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, η οποία
προκύπτει από τον φετιχισμό του εμπορεύματος (Κατά την αστική Πολιτική
Οικονομία, μια σχέση μεταξύ ανθρώπων νοείται ως σχέση ανάμεσα σε πράγματα).
Ο φετιχισμός του εμπορεύματος, η πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, η όλη
αδιαφάνεια της αστικής κοινωνίας εκφράζονται με απατηλές, ιδεολογικές μορφές,
όπως η ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η πρόοδος, το κράτος δικαίου κ.λπ.,
μορφές που χαρακτηρίζουν την αστική κοσμοαντίληψη. Η μαρξιστική
γνωσιοθεωρία περιλαμβάνει ως συστατικό στοιχείο της μια θεωρία των
επιστημών, όπου συλλαμβάνονται διαλεκτικά η αλληλεπίδραση των ενδογενών
παραγόντων και των εξωτερικών, κοινωνικών καθορισμών του γίγνεσθαι των
επιστημών. Η κατηγορία της "εμβάθυνσης" είναι βασική κατηγορία της
μαρξιστικής επιστημολογίας.

27
Τέλος, η διαλεκτική θεωρία του Είναι, θεμελιώνεται σε μια σειρά θέσεων, οι
οποίες δεν τίθενται αυθαίρετα, αλλά εξάγονται ως γενίκευση και υπέρβαση του
επιστημονικού κεκτημένου. Η μαρξιστική θεωρία του Είναι (η οντολογία) δέχεται
τη θέση για την αντικειμενικότητα της φύσης (επιστημονικός ρεαλισμός) και
ταυτόχρονα για την αυθυπαρξία της (υλισμός). Επεκτείνει την έννοια του Είναι
από το φυσικό στο κοινωνικό Είναι. Αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της
αλληλεπίδρασης και του αμοιβαίου καθορισμού των πραγμάτων και των
κοινωνικών μορφών. Εξηγεί την κίνηση ως προϊόν της αλληλεπίδρασης και της
αντίθεσης και γενικεύει αυτή την κατηγορία ταυτίζοντας την με την έννοια του
γίγνεσθαι. Με βάση την κατηγορία της κίνησης δέχεται την απειρότητα του
Σύμπαντος στον χώρο και στον χρόνο, τη συγκρότηση των υλικών μορφών σε
ιεραρχία επιπέδων, την ανοδική κίνηση (πραγμάτωση ανώτερων μορφών) αλλά και
την αποσύνθεση, την καταστροφή μορφών. Σ' αυτό το πλαίσιο διερευνά υλιστικά
τη διαλεκτική δυνατότητας και πραγματικότητας στο γίγνεσθαι των μορφών,
διαλεκτική η προϊστορία της οποίας ανάγεται κυρίως στον Χέγκελ και τον
Αριστοτέλη. Ως συνεπής υλιστική θεωρία του Είναι η υλιστική διαλεκτική
ερμηνεύει το θρησκευτικό φαινόμενο, και τον ιδεαλισμό γενικότερα, με βάση τις
κοινωνικές συνθήκες, αλλά και τα δεδομένα των φυσικών επιστημών και της
ψυχολογίας.
Κατά τον Γκράμσι, «αυτό που οι ιδεαλιστές αποκαλούν "πνεύμα" δεν είναι το
σημείο αφετηρίας αλλά κατάληξης. Είναι το σύνολο των υπερδομών που τείνουν
στη συγκεκριμένη και αντικειμενική καθολική ενοποίηση».
Η διαλεκτική, με τη μαρξιστική έννοια, δεν είναι εύκολο να οριοθετηθεί
αυστηρά. Αλλά αντί να ισοπεδώνουμε τις διαστάσεις της ταυτίζοντας τες μεταξύ
τους, πρέπει να τις αναδείξουμε, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ενδογενή τους
συσχέτιση: το πώς η μέθοδος, η λογική, η θεωρία της γνώσης και η θεωρία του
Είναι συνιστούν ένα οργανικό όλον, το οποίο διαχωρίζουμε στην προσπάθεια της
λεξικογραφικής ταξινόμησης.

Βιβλιογρ. στα ελληνικά: Μ. Cornforth. Μαρξισμός και Γλωσσική φιλοσοφία. Ι.


Ζαχαρόπουλος.- F. Engels, Διαλεκτική της φύσης, Σύγχρονη Εποχή - Ε. Ιλγιένκοφ,
Διαλεκτική Λογική, Gutenberg.- Β. Ι. Λένιν. Φιλοσοφικά Τετράδια.- Κ. Μαρξ, Το
Κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή.- Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία.
Gutenberg.- Ε. Μπιτσάκη. θεωρία και πράξη. Gutenberg.Ε. Μπιτσάκη, Η φύση στη
διαλεκτική φιλοσοφία, Σύγχρονη Εποχή,- A. Schaff. Γλώσσα και Γνώση, Ι.
Ζαχαρόπουλος.- Ε. Thomson. Οι πρώτοι φιλόσοφοι, Ράππας.- Μ. Παπαθανασίου,
Κοσμολογικοί και κοσμογονικοί αντιλήψεις εις την Ελλάδα κατά την Β' Χιλιετηρίδα
π.Χ., Αθήναι.- Κ. Χασάπη, Ορφικά,- Q. Παπαδόπουλου, Δημόκριτος. Gutenberg.
Ευτ. Μπιτσάκης

Ανθρωπολογισμός.
Φιλοσοφική τάση κατά την οποία θεμελιώδης και αφετηριακή κατηγορία του
φιλοσοφικού στοχασμού είναι ο άνθρωπος, είτε ως ατομική οντότητα είτε ως
εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους.
Συνδέεται κυρίως με την αδυναμία θεωρητικής εξέτασης της
ανθρωποκοινωνιογένεσης αλλά και της διαλεκτικής του όλου πλέγματος
κοινωνικών σχέσεων της ανεπτυγμένης ανθρωπότητας. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο
άνθρωπος ως φυσική -βιολογική οντότητα, δηλαδή οι προϋποθέσεις του
κοινωνικού ανθρώπου εκλαμβάνονται ως ουσία του ανθρώπου. Η θέση αυτή
αποδίδει στη φύση του εξωιστορικά θεωρούμενου ατόμου και διάφορες
συγκεκριμένου ιστορικού χαρακτήρα κοινωνικές ιδιότητες (π.χ. την ροβινσονάδα
της κλασικής αστικής οικονομικής σκέψης, τα «φυσικά δικαιώματα», αναπόσπαστο

28
μέρος των οποίων θεωρούσαν την ιδιωτική ιδιοκτησία κ.λπ.).
Από τον 17ο μέχρι τις αρχές του 19ου αϊ. ο ανθρωπολογισμός τεκμηρίωνε τα
επαναστατικά κινήματα της ανερχόμενης αστικής τάξης αντιτάσσοντας στο
φεουδαρχικό καθεστώς την αυθεντική φύση του ανθρώπου, το φυσικό δίκαιο κ.λπ.
Σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της κατ' εξοχήν υλιστικής τάσης ήταν οι:
Ελβετίας, Φόυερμπαχ και Τσερνισέφσκι. Από τα μέσα του 19ου αϊ. εμφανίζονται
υποκειμενικές ιδεαλιστικές τάσεις ανθρωπολογισμού, οι οποίες σε διάφορες
παραλλαγές τους χαρακτηρίζουν και πολλά σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (Φ.
Νίτσε, 8. Ντίλταϊ, Γκ. Ζίμμελ, Μ. Σέλερ', Α. Γκέλεν και υπαρξισμός, πραγματισμός,
φιλοσοφία της ζωής. φιλοσοφική ανθρωπολογία, ανθρωποκοινωνιολογία,
κοινωνικός δαρβινισμός, κοινωνιοβιολογίσ, φροϋδισμός κ.λπ.).
Βιβλιογρ.: Τσερνισέφσκι Ν. Γκ., Η ανθρωπολογική αρχή στη φιλοσοφία, στο
"Σοβρεμένικ", 1960, βλ. "Έργο", ρωσ. έκδ., Μόσχα, 1987, τόμ. 2, σελ. 146-229,
(ελλ. εκδ. 7α φιλοσοφικά, Ηριδανός, Αθ., χ.χ.).-Μπιτσάκη Ε., Φιλοσοφία του
ανθρώπου, Αθ. 19913.

Ανθρωπομορφισμός.
Παράσταση με ανθρώπινη μορφή, απονομή ανθρώπινων (σωματικών, ψυχικών
κ.λπ.) ιδιοτήτων σε φυσικά φαινόμενα συνδεόμενα με τη φανταστική, μυθολογική
κ.λπ. υποστασιοποίησή αυτών των ιδιοτήτων (θεότητες, δαίμονες, πνεύματα κ.λπ.)
ως προσωποποίηση θρησκευτικών και μυθολογικών απεικασμάτων. Στις πρώιμες
δοξασίες συνδέεται με τον τοτεμισμό, τη μαγεία, τον ζωομορφισμό, τον
φυτομορφισμό, τον ανιμισμό και τη μετεμψύχωση. Κλασική περίπτωση ρεαλιστικού
ανθρωπομορφισμού αποτελούν οι ολύμπιοι θεοί της ελληνικής αρχαιότητας. Παρά
την επίσημη αντιανθρωπομορφική θέση τους, μερικές παγκόσμιες θρησκείες
υιοθετούν ανθρωπόμορφες γλυπτές ή εικονογραφικές παραστάσεις (όπως π.χ. ο
Βουδισμός και ο Χριστιανισμός).
Στοιχεία ανθρωπομορφισμού υπάρχουν στον λαϊκό παραδοσιακό πολιτισμό, σε
καλλιτεχνικά εκφραστικά μέσα, σε γλωσσικούς ιδιωματισμούς που απηχούν
αρχέγονες ανθρωπομορφικές αντιλήψεις (π.χ. «βρέχει», «χαράζει»), αλλά και στην
ορολογία που αφορά στη σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική δραστηριότητα
(π.χ. μηχανοργάνωση, μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή κ.λπ.).
Η φιλοσοφική κριτική κατά της αναπαράστασης θεοτήτων κατ" εικόνα και
ομοίωση του ανθρώπου εκφράζεται στην αρχαιότητα μαχητικά από τον ιδρυτή της
Ελεατικής σχολής Ξενοφάνη και κατά τον 19ο αϊ. από τους Λ. Φόυερμπαχ, Κ. Μαρξ
κ.ά.

Ανθρωποκεντρισμός.
Φιλοσοφική και θεολογική αντίληψη, η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως κέντρο και
ανώτερο σκοπό του σύμπαντος και της δημιουργίας στα πλαίσια της αρχής της
τελεολογίας. Εκφράστηκε στη διδασκαλία του Σωκράτη, των σοφιστών, των
Πατέρων της Εκκλησίας, των σχολαστικών, αλλά και σε τάσεις των Νέων και
Νεότερων Χρόνων (Βολφ, υπαρξισμός, Τεγιάρ ντε Σαρντέν, φιλοσοφική
ανθρωπολογία). Ο Κ. Β. Hundeshagen αντιπαρέθετε τον χριστιανικό θεοκεντρισμό
στον αν-θρωποκεντρισμό του Ρουσώ, ενώ ο νεοκαντιανός Βίντελμπαντ θεωρούσε
τη χριστιανική θρησκεία ανθρωποκεντρική. Η εξέλιξη της επιστήμης, με την
υπέρβαση του γεωκεντρικού κοσμοειδώλου, τη θεώρηση του ανθρώπου ως
προϊόντος της εξέλιξης κ.λπ. υπονόμευσε σοβαρά τον ανθρωποκεντρισμό.

Διαφωτισμός.
Ο Kant", επηρεασμένος από τον πολιτισμικό ενθουσιασμό της εποχής του,
διατύπωσε το ερώτημα "τι είναι Διαφωτισμός" και απάντησε: "ενηλικίωση του
ανθρώπου με αξιοποίηση της λογικής του χωρίς τη βοήθεια των άλλων". Αυτή

29
είναι η υποκειμενική μόνο ερμηνεία του φαινομένου. Αντικειμενικά ο Διαφωτισμός
είναι η διανοητική προσπάθεια που έκαναν κορυφαίοι στοχαστές για να αναδείξουν
το 'λογικό", τη λογική ικανότητα του ανθρώπου, σε οδηγό της ανθρώπινης ζωής
και να διαχύσουν το φως της γνώσης, της επιστήμης σε όλες τις συνειδήσεις.
Η εξέλιξη αυτή είχε ξεκινήσει από τον καιρό της Αναγέννησης (με την
απελευθέρωση του επιστημονικού λόγου από δογματικές προκαταλήψεις και
εκκλησιαστικούς περιορισμούς). Η προσπάθεια αυτή δεν περιορίζεται σε μια εθνική
κοινωνία ούτε σε ορισμένο χρόνο. Ο ορός Διαφωτισμός αναφέρεται σε όλη τη
διανοητική προσπάθεια που απλώνεται από τα τέλη του 17ου αιώνα ως τις αρχές
του 19ου σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και άλλες. Ξεκίνησε από
την Αγγλία με τους Fr. Bacon, John Locke και άλλους.
Πιο ριζοσπαστικός εμφανίστηκε ο γαλλικός Διαφωτισμός που οι εκφραστές του
έκριναν με σαρκασμό πολλούς θεσμούς του παρελθόντος, πολιτικούς και
θρησκευτικούς, ως υπεύθυνους διαφθοράς και μισαλλοδοξίας. Οι διαφωτιστές
δημιούργησαν ένα κοινό βήμα έκφρασης για τη διάδοση των ιδεών τους· στη
φημισμένη "Εγκυκλοπαίδεια" (28 τόμοι, 1751 -1772) συνεργάστηκαν: Diderot. D'
Alembert, Helvetius, Holbach, Voltaire και άλλοι. Αλλά, ενώ αυτοί παρέμειναν στο
επίπεδο της κριτικής. των ιδεών, μια γενιά νεότερη απ' αυτούς αισθάνθηκε πιο
ώριμη για συγκεκριμένο πολιτικό έργο και ώθησε την κριτική κατά του
καθεστώτος σε επανάσταση, πρώτα στην άλλη πλευρά του ωκεανού, σε μια
κοινωνία μεταναστών που αισθάνονταν πολύ λιγότερο δεσμευμένοι από
παραδόσεις πολιτικές, θρησκευτικές και άλλες. Οι "πατέρες του Συντάγματος"
(«fathers of the constitution») των ΗΠΑ υπήρξαν τέκνα του ευρωπαϊκού
Διαφωτισμού' πιο διαπρεπείς ανάμεσα τους υπήρξαν οι: Β. Franklin, Th. Jefferson, J.
Adams, Th. Pain.
Στη Γερμανία πρόδρομος του Διαφωτισμού υπήρξε ο Leibniz, που τα
συγγράμματα του αποκαλύπτουν ένα άλλο κίνητρο για τη λατρεία του "καθαρού
λόγου"· εκφράζουν τη βαθιά απογοήτευση από την εκκλησιαστική Μεταρρύθμιση
και από τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών, οι οποίοι επικρίνονται ότι
νόθευσαν και εκμεταλλεύτηκαν τη μεταφυσική απορία του κοινού ανθρώπου και
την ευπιστία του έναντι της θρησκείας της Αποκάλυψης. Από δω ερμηνεύεται και ο
ιδιαίτερος ρόλος που έπαιξαν οι φιλόσοφοι του "φυσικού νομού", ο Grotius ή ο
Thomasius. To θέμα τους προώθησαν οι Chr. Wolff, G. Ε. Lessing. G. Herder προς
μια "φυσική θρησκεία". Ενώ η λυρική ποίηση και η δραματουργία του Fr. Scn.'iler
χρησίμευσαν για την προβολή των ιδεών της "ελευθερίας", της "δικαιοσύνης", του
"ανθρωπισμού".
Μέσα στο ίδιο κλίμα του Διαφωτισμού μερικοί παιδαγωγοί επινόησαν νέες
μεθόδους και προγράμματα για την προαγωγή της δημόσιας εκπαίδευσης
(Pestalozzi, Cooper, Α. Η. Francke κ.α.)
О γερμανικός Διαφωτισμός έφτασε στην κορυφαία στιγμή του με την Κριτική
της Καθαρής Λογικής του Kant και διαφέρει από την "αισθησιαρχία" του αγγλικού
Διαφωτισμού και τον "σκεπτικισμό" και αντικληρικαλισμό του γαλλικού. Πάντως
όλα τα ρεύματα του Διαφωτισμού συναντιούνται σε μερικά βασικά αξιώματα:
την εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο λόγο, την προσδοκία πραγματοποίησης του
ιδανικού ανθρώπου μέσα σε ιδανική κοινωνία με Ελευθερία, Ισότητα, Δικαιοσύνη.
Από την άποψη αυτή ο Διαφωτισμός αποτελεί συνέχεια της Αναγέννησης, του
Ανθρωπισμού, και ιδεολογικό πρόδρομο της αστικής επανάστασης του 1789.
Μετά την προσπάθεια για εννοιολογική προσέγγιση του Διαφωτισμού μπορούμε
να επιχειρήσουμε την ένταξη του φαινομένου στα ιστορικά πλαίσια, καθώς και την
ερμηνεία και αξιολόγηση του. Οι Γάλλοι τον ονομάζουν Αιώνα των Φώτων (Siecle
des Lumieres), οι Άγγλοι Enlightenment (φωτισμό), οι Γερμανοί Aufklarung (που
κατά λέξη σημαίνει διευκρίνηση, διασάφηση εννοιών, καθαρότητα της
συνείδησης). Χρονική αφετηρία του Διαφωτισμού θεωρούν του 1688, άλλοι γιατί

30
τότε έγινε η λεγόμενη Ένδοξη Επανάσταση στην Αγγλία (περιορισμός των
αρμοδιοτήτων του βασιλιά), άλλοι γιατί τότε κυκλοφόρησε το βασικό έργο του
Ισαάκ Newton, θεμέλιο της κλασικής Φυσικής (Principia Mathematica Philosophiae
Naturalis), όπου εκθέτει τις αρχές συλλογιστικής του επιστημονικού λόγου. Έναν
αιώνα αργότερα η γαλλική κοινωνία ήταν σε επαναστατικό πυρετό (1789) για
λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς, που είχαν βρει την έκφραση τους
μέσα από τα κείμενα και διδάγματα των διαφωτιστών.
Μερικές κοινές θέσεις των διαφωτιστών: Δεν είχαν όλοι οι εκπρόσωποι του
Διαφωτισμού τις ίδιες αντιλήψεις για την κοινωνία, την κρατική οργάνωση, την
οικονομική ζωή, τη θρησκευτική πίστη- υπάρχουν όμως κάποια κοινά σημεία στον
στοχασμό τους, που συγκλίνουν στα εξής:
α. Οι αισθήσεις, χωρίς να είναι η μοναδική πηγή γνώσης, είναι πάντως
απαραίτητη προϋπόθεση και αφετηρία της.
β. Η φύση είναι ενιαία, τουλάχιστο μέσο στα όρια που μπορεί να φτάσει η γνώση
μας γι' αυτή.
γ. Και ο άνθρωπος υπάγεται στους ίδιους φυσικούς νόμους που διέπουν την
ανόργανη φύση και τα ζώα.
δ. Το ανώτατο σημείο, στο οποίο μπορεί να φτάσει γνωστικά ο άνθρωπος, είναι η
γνώση της νομοτέλειας που επικρατεί στη φύση (ότι δηλαδή "κάθε φαινόμενο έχει
αιτία και ότι υπάρχει σταθερή σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα") και
η πρακτική αξιοποίηση της προς το συμφέρον του ανθρώπου. Στην ουσία των
πραγμάτων δεν μπορεί να φτάσει
ούτε το πιο δυνατό πνεύμα· σταματάει λοιπόν στην ανακάλυψη σχέσεων που
συνδέουν τα πράγματα και τα φαινόμενα, δηλαδή στη διατύπωση νόμων.
ε. Και η γνώση του ανθρώπου για τον άνθρωπο ("ανθρωπογνωσία") είναι μέρος
της γνώσης του ανθρώπου για τα πράγματα ("πραγματογνωσία"), για τη φύση, άρα
και η ανθρωπογνωσία υπάγεται στην πραγματογνωσία.
Ιδιαίτερες συμβολές των διαφωτιστών που προετοίμασαν ιδεολογικά την
Επανάσταση του 1789 με το τρίπτυχο αίτημα: Liberte, Ega-lite, Fraternite:
α. 0 John Locke (Essays; on Government, 1689, on Education, 1693, on Human
Understanding, 1690) είχε προωθήσει την ιδέα του "Κοινωνικού Συμβολαίου", ως
είδος συμφωνίας αρχόντων και αρχομένων και θεμέλιο πολιτικής ευρυθμίας και
δικαιοσύνης. Ο Montesquieu (Charles Luis de Secondat baron de Μ.) με το Πνεύμα
των Νόμων (Esprit des Lois) υποστηρίζει την ιστορικότητα των νόμων και
καταλήγει στην πρόταση για διάκριση των εξουσιών σε:
"νομοθετική", "εκτελεστική", "δικαστική" ("το βουλευόμενον, το περί αρχάς και
το δικάζον", κατά τον Αριστοτέλη, Πολιτικά 1298α). Τα δύο αυτά συγγραφικά
επιτεύγματα ξεθεμελίωναν ιδεολογικά την κληρονομική βασιλεία και τη
φεουδαρχία. Φράσεις των δύο συγγραφέων βρίσκουμε στις διακηρύξεις της
Αμερικανικής Ανεξαρτησίας (1776) και της Γαλλικής Επανάστασης (1789).
β. Διαπρύσιος κήρυκας της ιδέας της ανεξιθρησκείας αναδείχτηκε ο Voltaire
(Francois Marie Arouet, ψευδώνυμο Voltaire). Έκρινε με πολλή καυστικότητα τη
μισαλλοδοξία και τον φανατισμό, υποστήριζε με ζήλο την ανοχή της γνώμης του
άλλου (ανεξιγνωμία, tolerance), με το βασικό επιχείρημα ότι όλα είναι σχετικά και
εγκυρότερη αναδεικνύεται η γνώμη που βασίζεται σε ισχυρότερα, πιο πειστικά,
επιχειρήματα. Έτσι υπονόμευε τη θεωρία και πρακτική της καθολικής Εκκλησίας,
που ως τότε είχε χρησιμοποιήσει ως όργανο επιβολής τη μισαλλοδοξία και την
απειλή διαμέσου της Ιερής Εξέτασης.
γ. Την ανάγκη απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα κοινωνικά δεσμά προώθησε
ο J.J. Rousseau με το έργο του Κοινωνικό Συμβόλαιο ("οι άνθρωποι γεννιούνται
ελεύθεροι και είναι παντού αλυσοδεμένοι", είναι η πρώτη πρόταση του). Δεν
έφτασε τη συλλογιστική του ως την εξέγερση κατά της άδικης εξουσίας, αλλά
προβάλλοντας την ιδέα της volonto generate ώθησε προς το δικαίωμα της

31
πλειοψηφίας να αποφασίζει, άρα να κυβερνά.
Η συσσωρευμένη δυσφορία κατά της αυθαίρετης μοναρχίας και της
εκκλησιαστικής ιεραρχίας, κατά της φεουδαρχικής τάξης με τα κοινωνικά
προνόμια, και η πρόσθετη οικονομική δυσπραγία των χρόνων
1785 - 89 βρήκαν έτοιμα ιδεολογικά όπλα: τα διδάγματα των
διαφωτιστών για δικαιοσύνη, φυσικά δικαιώματα, ισότητα,
ανεξιθρησκεία, ανθρωπισμό που είχαν κατακτήσει τις
συνειδήσεις. Ο Διαφωτισμός βοήθησε την Επανάσταση στην
προετοιμασία και στους προσανατολισμούς της.
Φ. Κ. Βώρος

Διαφωτισμός νεοελληνικός.
Ο όρος "διαφωτισμός" η "αιώνας των φώτων" ή "αιώνας της λογικής"
χρησιμοποιήθηκε στους νεότερους χρόνους (στους δύο τελευταίους αιώνες), για
να χαρακτηρίσει ορισμένο πνευματικό κίνημα (πρώτα οικονομικό, κοινωνικό,
πολιτικό, ιδεολογικό), που εκδηλώθηκε και ωρίμασε στη δυτική Ευρώπη και
βοήθησε ιδεολογικά την αστική τάξη στη διεκδίκηση της εξουσίας. Γενικότερα, ως
φαινόμενο κοινωνικής διαμαρτυρίας και ανανέωσης ο διαφωτισμός εμφανίζεται
κάθε φορά που η κατεστημένη κοινωνική τάξη αμφισβητείται, ως άδικη και
κοινωνικά βλαπτική, από μια νέα κοινωνική ομάδα ή τάξη, που αισθάνεται ικανή να
διεκδικήσει την πολιτική εξουσία και υπόσχεται ότι αυτή θα εξασφαλίσει κοινωνική
δικαιοσύνη. Στις περιπτώσεις αυτές η νέα κοινωνική τάξη επικαλείται τον
ανθρώπινο λόγο -κτήμα κοινό όλων των ανθρώπων, εξ ορισμού- τα φυσικά
δικαιώματα, που ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους, την κοινωνική ισότητα και
δικαιοσύνη και επιχειρεί να ανατρέψει όλα τα προνόμια που έχει περιβληθεί η
κατεστημένη κοινωνική τάξη. Από την άποψη αυτή κάθε διαφωτισμός αρνείται
παραδοσιακές αξίες και επικρίνει θεσμούς που ενσαρκώνουν και κατοχυρώνουν
προνόμια. Και συνήθως οι διαφωτισμοί επικρίνουν το εκκλησιαστικό κατεστημένο
που συμμαχεί ιδεολογικά με την κατεστημένη κοινωνική τάξη για τη νομή της
εξουσίας και τη διανομή της λείας. Ο διαφωτισμός προϋποθέτει ή αποδέχεται την
αισιόδοξη άποψη ότι όλοι οι άνθρωποι είναι βελτιώσιμοι με την εκπαίδευση και όλα
τα ανθρώπινα προβλήματα μπορούν να λυθούν με τη λογική. Με το νόημα αυτό οι
ειδικοί μελετητές ονόμασαν "Νεοελληνικό Διαφωτισμό" το πνευματικό (πρώτα
οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό, εκπαιδευτικό) κίνημα, που από τα μέσα του
18ου αιώνα πρόβαλε το αίτημα για παιδεία επιστημονική (κοσμική και λαϊκή) σε
αντιδιαστολή προς την παραδοσιακή εκκλησιαστική, για γλώσσα δημώδη, λαϊκή
(σε αντιδιαστολή προς την αρχαία ή αρχαΐζουσα), για ανεξιθρησκεία, νια
απελευθέρωση εθνική (από τον ξένο κατακτητή), για απελευθέρωση κοινωνική και
πολιτική (από το κοινωνικό και εκκλησιαστικό κατεστημένο της εθνικής
κοινωνίας). Κυρίαρχο σύνθημα ήταν το: "η παιδεία θα φέρει ελευθερία". αλλά
υπήρχαν πολλές παραλλαγές ως προς το περιεχόμενο του όρου παιδεία και τους
στόχους του όρου ελευθερία.
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, όπως κάθε διαφωτισμός, είναι έκφραση μιας
κοινωνίας σε ορισμένη στιγμή της ιστορίας της, μέσα σε ορισμένες οικονομικές
συνθήκες και γενικότερες περιστάσεις ευνοϊκές. Ποιοι τον ενστερνίστηκαν ή τον
πολέμησαν, τι πέτυχε;
α. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι κατά τον 18ο αιώνα ο Ελληνισμός παρουσίασε
οικονομική ακμή και πνευματική - ιδεολογική δραστηριότητα τόσο στον
μητροπολιτικό χώρο όσο και στις παροικίες. Ευνοϊκές συγκυρίες ήταν: 1) η
παρακμή του οθωμανικού κράτους, 2) το τέλος των ενετοτουρκικών πολέμων και η
ειρήνευση στον ελληνικό χώρο, 3) οι περισπασμοί του οθωμανικού κράτους από τις

32
παρεμβάσεις της τσαρικής Ρωσίας, 4) οι ευνοϊκές για την ελληνική εμποροναυτική
δραστηριότητα ρήτρες των ρωσοτουρκικών συνθηκών (Κιουτσούκ Καιναρτζή,
1774, και μεταγενεστέρων), 5) η Γαλλική Επανάσταση και οι ναπολεόντειοι
πόλεμοι, που ανέκοψαν για δεκαετίες (1790-1815) το αγγλογαλλικό εμπόριο στη
Μεσόγειο.
β. Παράλληλα, ο γαλλικός Διαφωτισμός από πολλούς δρόμους επηρέαζε τα
πνεύματα των Ελλήνων που ζούσαν στις παροικίες ή σπούδαζαν στη Δύση η είχαν
εμποροναυτικές επαφές. Και, όπως οι γάλλοι διαφωτιστές πρέσβευαν ότι με την
παιδεία θα αναπλάσουν την κοινωνία, έτσι και οι Έλληνες διαμόρφωσαν το αξίωμα
- προσδοκία ότι η παιδεία θα φέρει ελευθερία. «Και εξ εκείνης της ώρας», γράφει ο
Κοραής, «οι Έλληνες αποθεμένοι την ματαιοφροσύνην προέλαβον σχήμα και στάσιν
λαού παρασκευαζομένου όπως καταστεί έθνος».
γ. Είχαν τώρα (β' μισό του 18ου αιώνα) λόγους οι Έλληνες να ευελπιστούν ότι
μπορούν να κατακτήσουν και την παιδεία και την ελευθερία, γιατί: είχαν αρκετά
ανθηρή οικονομία σε σύγκριση προς τους Οθωμανούς· είχαν και διοικητικές
αρμοδιότητες μέσα στο οθωμανικό κράτος· ήταν κληρονόμοι μιας μεγάλης
πολιτισμικής κληρονομιάς, που τους γέμιζε περηφάνια και φιλοδοξία· ένιωθαν ότι
μπορούσαν και να δανειστούν παιδεία από τη «φωτισμένη Ευρώπη», που κι αυτή
άλλοτε είχε δανειστεί από την πλούσια ελληνική κληρονομιά.
Και επιδόθηκαν με ζήλο στις σπουδές και στην ίδρυση σχολείων για να
μεταδώσουν τα «φώτα» σε πλατιά στρώματα λαού. Και οι κοινολαϊτες που δε
γνώριζαν γράμματα ένιωθαν κι αυτοί ότι ανασυνδέονται με την ελληνική
πολιτισμική κληρονομιά, ονοματίζοντας τα παιδιά τους (οι καραβοκύρηδες τα
πλοία τους) με ονόματα αρχαία· οι αγιογράφοι έμπασαν τους αρχαίους συγγραφείς
στους ναούς, τους ζωγράφισαν ως αγίους.
δ. Μερικά προβλήματα δίχασαν τους Έλληνες του Διαφωτισμού και τους
χώρισαν σε νεωτεριστές και παραδοσιακούς η και αντιδραστικούς. Τέτοια
προβλήματα ήταν: 1) Η γλώσσα της διδασκαλίας (αρχαία ή νέα, δημώδης, κοινή;).
2) Οι φυσικές - πειραματικές επιστήμες (οι συντηρητικοί και εκκλησιαστικοί κύκλοι
ένιωθαν ότι με τέτοιες μαθήσεις κλονίζεται ο δογματισμός και η αυθεντία τους,
δηλαδή η πνευματική και κοινωνική επιβολή τους, και γι' αυτό αντέδρασαν σε
τέτοιους νεωτερισμούς). 3) Το περιεχόμενο των φιλολογικών - κοινωνικών
σπουδών οι παραδοσιακοί και, κυρίως, οι εκκλησιαστικοί αρκούνταν στη
θρησκευτική παιδεία και στη γραμματική ανάλυση των αρχαίων κειμένων και ίσως
στον φιλολογικό σχολιασμό τους, οι νεωτερικοί αυτά τα θεωρούσαν
πνευματοκτόνα. Ο Αθαν. Ψαλίδας (Καλοκινή-ματα, 25) ειρωνεύεται πολλά
«διδασκαλάκια, όσα ευγενίζουν» (μιμούνται τη μεγαλορρημοσύνη του Ευγένιου
Βούλγαρη), γιατί «κομπάζουν θέλοντες να ονομάζονται φιλόσοφοι οι ανόητοι, δια
τα λεξείδια οι λεξιθήραι».
ε. Φορείς του Νεοελληνικού Διαφωτισμού έγιναν όσοι επιδίωκαν απελευθέρωση
της πατρίδας και βελτίωση της κοινωνίας: εμποροναυτικό κύκλοι, σπουδαστές
ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, βιοτέχνες, κατώτεροι κληρικοί, καπεταναίοι της
κλεφτουριάς, κοινολαϊτες· απ' αυτούς τους κύκλους προέρχονται ο Οικονόμου, ο
Μπαλης (που πρωτοστάτησαν στην επανάσταση της Ύδρας και της Άνδρου,
αντίστοιχα), ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο
«Ανώνυμος» συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, οι πιο πολλοί Φιλικοί.
Το κοινωνικό κατεστημένο, αντίθετα, αντέδρασε στην κίνηση του Διαφωτισμού
με πολλούς τρόπους και σε πολλές φάσεις. Οι κοτζαμπάσηδες, ο ανώτερος κλήρος
και το Πατριαρχείο ειδικότερα, οι Φαναριώτες αποτέλεσαν ιερή συμμαχία
αντίδρασης σε όλα τα επίπεδα. Πιο συγκεκριμένα:
1) Η επίσημη Εκκλησία, αφότου διαπίστωσε (ύστερα από το 1789, έτος έναρξης
της Γαλλικής Επανάστασης) ότι η προσφερόμενη από τους διαφωτιστές νέα
παιδεία ξέφευγε από τα δικά της ιδεολογικά πλαίσια, εγκατέλειψε τον

33
προγενέστερο θρησκευτικό ανθρωπισμό της και στράφηκε ενάντια στους
νεωτεριστές' το οπλοστάσιο της περιλάμβανε: κατατρεγμό των δασκάλων,
αφορισμό λογίων, κάψιμο ή απαγόρευση βιβλίων, προσπάθεια επιβολής ενός
συστήματος γενικευμένης λογοκρισίας και πνευματικής κηδεμονίας, βίαιες
επεμβάσεις σε σχολεία που παρέκκλιναν οπό τα δικά της συντηρητικά σχήματα. Με
εγκύκλιο του πατριάρχη Νεόφυτου (1793) καταδικάζονται οι δοξασίες του
Χριστόφορου Παμπλέκη· διώκεται τον ίδιο καιρό για τη διδασκαλία του ο Βενιαμίν
ο Λεσβίος, όπως παλαιότερα ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (G. Ρ. Henderson, Η αναβίωση
του Ελληνικού Στοχασμού, σελ. 59-61). Η αντιδιαφωτιστική δραστηριότητα του
Πατριαρχείου εντείνεται τις μέρες του Γρηγορίου του Ε'. Το 1798 ζητεί με
εγκύκλιο του να παρεμποδιστεί η διάδοση της Νέας Πολιτικής Διοίκησης του Ρήγα,
γιατί το έργο αυτό «πλήρες υπάρχει σαθρότητος». Το 1819 με άλλη εγκύκλιο του
στρέφεται ενάντια στις νεωτερικές επιστήμες (φυσική και μαθηματικά) και στην
κοινή και δημώδη γλώσσα, που τη χαρακτηρίζει «υβρίστριαν και αχάλινον». Και
τελειώνει την ποιμαντορική αυτή γραφή με λόγια αξιομνημόνευτα: «Υπαγορεύομεν
πατρικώς και ε-ντελλόμεθα και αποφαινόμεθα... να μισητέ και να αποστρέφεσθε
αυτούς... (τους νεωτερικούς)... Η δε του θεού χάρις... είη μετά πάντων υμών».
Το 1797 κυκλοφόρησε στην Πόλη, πιθανότητα από κύκλους του πατριαρχείου (Κ.
θ. Δημαρά, Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σελ. 364-65), η Πατρική Διδασκαλία,
έργο που δίδασκε την εθελοδουλεία, ειδικότερα την υποταγή στον Σουλτάνο. Το
έργο αυτό προκάλεσε την οργισμένη απάντηση του Κοραή με την Αδελφική
Διδασκαλία του (1798). Και η περίπτωση του Γρηγορίου Ε' δεν φαίνεται ότι ήταν η
εξαίρεση υπερσυντηρητικού ιεράρχη, πολέμιου του φωτισμού. Το ανώτερο ιερατείο
επέδειξε πολλή διάθεση ή ευκολία συνεργασίας με τον κατακτητή. "Ο πασσάς και ο
δεσπότης είχαν κοινά συμφέροντα και ο μεν εβοήθει τον δε... και τανάπαλιν",
σημειώνει ο Π. Πιπινέλλης, (Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως,
Αθήνα, 1927, σελ. 43).
2) Άλλη ομάδα του κοινωνικού κατεστημένου, οι κοτζαμπάσηδες, επικουρούμενοι
και από τους Φαναριώτες, επιδίωξαν να αναχαιτίσουν την ορμή του Διαφωτισμού,
κυρίως να εμποδίσουν έργα συγκεκριμένα· και, όταν πια άρχισε ο Αγώνας της
Ανεξαρτησίας χωρίς τη θέληση τους, επιχείρησαν και πέτυχαν να ρυμουλκήσουν
τον αγωνιζόμενο για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση λαό προς λύσεις που
εξυπηρετούσαν τα δικά τους ταξικά συμφέροντα. Είναι γνωστή η σκληρή
μεταχείριση που αντιμετώπισε ο Παπαφλέσσας στη συνέλευση της Βοστίτσας τον
Ιανουάριο του 1821, όταν εμφανίστηκε εκεί ως απόστολος της Φιλικής.
Κοτζαμπάσηδες και ιερατείο τον αντιμετώπισαν με έκδηλη εχθρότητα, γιατί
διέβλεπαν τον κίνδυνο να χάσουν τη δοτή από τον τύραννο εξουσία. «Αν ο ραγιάς
πάρει τα όπλα, δε θα μας ακούει και δε θα σέβεται πια εμάς τους άρχοντες»,
παρατήρησε ο προεστός Χαραλάμπης (Η Επανάσταση του Εικοσιένα, πρακτικά
συμποσίου, έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής», Αθήνα, 1981, σελ. 86-88).
στ'. Όλες οι συντηρητικές δυνάμεις εργάστηκαν ενάντια στον Νεοελληνικό
Διαφωτισμό κι ενάντια στην Ανάσταση του Γένους. Κι αφού δεν μπόρεσαν να
εμποδίσουν τον Αγώνα του '21. ρίχτηκαν με όλα τα μέσα και με σατανική
εφευρετικότητα: να ιδιοποιηθούν για λογαριασμό τους τη διαχείριση της
επαναστατικής εξουσίας· να εμποδίσουν την ανάδειξη λαϊκών ηγετών να
διαχειριστούν τα δάνεια για σκοπούς ανενδοίαστα ιδιοτελείς' να οδηγήσουν τον
λαό ακόμη και σε εμφύλιο σπαραγμό, προκειμένου να επιπλεύσουν αυτοί· να
οδηγήσουν τη χώρα κάτω από ξένη «προστασία», για να έχουν το προνόμιο της
εκπροσώπησης· να σβήσουν τα «φώτα» του Διαφωτισμού, όσα θαμπόφεγγαν ακόμη
ύστερα από τις θυσίες του Αγώνα (γιατί είναι αλήθεια ότι στους ωραίους αγώνες
δαπανώνται συνήθως οι ωραίες ψυχές). Τελευταία τους πράξη ενάντια στον
Διαφωτισμό ήταν η δίωξη του Θεόφιλου Καίρη και ο κατατρεγμός του ως τη
φυλάκιση και τη φυσική εξόντωση του. Και πάλι συνέργησαν, με αγαστή σύμπνοια,

34
σαν σε «ιερή συμμαχία», το συντηρητικό κράτος και η αντιδιαφωτιστική εκκλησία
(1839-1853).
Σημαντικότεροι εκπρόσωποι του νεοελληνικού Διαφωτισμού είναι οι: Θεόφ.
Κορυδαλλεύς, Μεθ. Ανθρακίτης, Ευγ. Βούλγαρης. Ιώσ. Μοισιόδαξ. Αθ. Ψαλίδας,
Βενιαμίν Λεσβίος, Ρήγας Φεραίος, Αδ. Κοραής, Θεόφ. Καίρης, Νεοφ. Δούκας' στα
πλαίσια αυτού του διαφωτισμού θα πρέπει να εντάξουμε και την Ελληνική
Νομαρχία του Ανωνύμου του Έλληνος.

Βιβλιογραφία. Κ. θ. Δημαρά. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός.-του ίδιου Ο


Νεοελληνικός Ρομαντισμός.- G. P. Henderson Η Αναβίωση του Ελληνικού
Στοχασμού.- Φ. Κ. Βωρος . Δοκίμιο Εισαγωγής στη Νεότερη και Σύγχρονη ιστορία.
σελ. 130-167 (Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός),- του ίδιου Ο Θεόφιλος Καίρης: η
εκπαιδευτική του δράση και η δίωξη του (περιοδικό "Διαβάζω", τεύχος 106. σελ.
27-30),- Γ. Διζικιρικη. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και το Ευρωπαϊκό Πνεύμα
1750-1821. Αθήνα, 1984.- Παν. Κονδύλη. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Αθήνα.
1988.

Φ. Κ. Βώρος

Όψεις της «υπόστασης» ως λογικής και μεθοδολογικής κατηγορίας.

Από τον Σπινόζα στον Χέγκελ.

(Δημοσιεύθηκε στην ΟΥΤΟΠΙΑ, Σεπτ. – Οκτ. 2004, Νο 61, σελ. 23 – 42).

«Μέρος αναπόσπαστο της δικής μου ευτυχίας είναι… να κατευθύνω όλες τις
επιστήμες…

να φτάσουν στην ανώτατη ανθρώπινη τελειότητα»

Σπινόζα.

1. Αφετηριακές αποσαφηνίσεις.

Ο όρος «υπόσταση» χρησιμοποιείται με ποικίλες ερμηνείες στην καθομιλούμενη


και στην επιστημονική βιβλιογραφία. Στη φιλοσοφία, και ιδιαίτερα στα πλαίσια της
διαλεκτικής παράδοσης, η υπόσταση ως λογική κατηγορία, έχει πλούσια ιστορία.

Σε αντιδιαστολή με την τρέχουσα αντίληψη, οι λογικές κατηγορίες, οι καθολικές


μορφές νοητικής προσοικείωσης, διάρθρωσης και ανάπτυξης της εννοιολογικής –
κατηγοριακής σκέψης, δεν ταυτίζονται νοηματικά με την καθημερινή χρήση των
αντίστοιχων όρων. Είναι λοιπόν απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι εδώ δεν γίνεται
λόγος απλώς περί κάποιων όρων που χαρακτηρίζονται από πολυσημία, αλλά περί
του περιεχομένου μιας λογικής κατηγορίας, η οποία μέσω μίας αντιφατικής
ιστορικής διαδικασίας εννοιλογήσεων και νοηματοδοτήσεων είναι συνυφασμένη με
τον αντίστοιχο όρο. Εξυπακούεται ότι στα πλαίσια του έρποντος εμπειρισμού και
του «κοινού νου», η όλη προβληματική που αφορά την υπόσταση στερείται
νοήματος, είναι «ανυπόστατη», δεδομένου ότι συνιστά «αφηρημένη μεταφυσική
κατασκευή» στα πλαίσια μιας «ουσιολογικής» φιλοσοφικής παράδοσης.

35
Υπό τον όρο «υπόσταση» (λατ. substantia), εννοείται η αντικειμενική
πραγματικότητα θεωρούμενη υπό το πρίσμα της εσωτερικής της ενότητας,
ασχέτως προς όλες εκείνες τις άπειρες μορφές και εκφάνσεις, στις οποίες και
μέσω των οποίων αυτή υφίσταται στην πραγματικότητα (βλ. Ιλιένκοφ Ε.). Είναι
αυτό που υπάρχει αφ’ εαυτού, αυτοτελώς, σε αντιδιαστολή με το συμβεβηκός, είτε
με ιδιότητες που έχουν θέση εντός κάτι τινός άλλου. Είναι κάτι το σταθερό και
διαρκές, σε αντιδιαστολή με το ευμετάβλητο και το παροδικό και ως εκ τούτου
συνδέεται με τη θεμελιώδη αλήθεια.

Η κατηγορία της υπόστασης γνώρισε στην ιστορία της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας


πληθώρα συχνά αντιδιαστελώμενων νοηματοδοτήσεων και ερμηνειών: ως το
συγκεκριμένο άτομο, αλλά και ως η ενιαία βάση του συνόλου των όντων, ως
οντολογική πραγματικότητα, αλλά και ως λογικό υποκείμενο, ως πνευματική
οντολογική αρχή, αλλά και ως υλικό υπόστρωμα, ως αμετάβλητη ταυτιζόμενη
προς εαυτήν ουσία, αλλά και ως νόμος της μεταβολής, ως η δομική αρχή σειράς
συμβάντων, αλλά και ως η σχέση της από κοινού ένταξης μοναδιαίων περιστάσεων
σ’ ένα ενιαίο όλο.

Σε κάθε περίπτωση, παρά την πληθώρα των ερμηνειών και μέσω αυτής, η
κατηγορία της υπόστασης είναι συνυφασμένη με τον πυρήνα κομβικών
φιλοσοφικών και μεθοδολογικών ζητημάτων, που αναφέρονται στην οντολογική
προβληματική (στη σχέση ποιοτικών και ποσοτικών προσδιορισμών, πεπερασμένου
και άπειρου, εσωτερικού και εξωτερικού, μέρους και όλου, μοναδιαίου, ειδικού και
γενικού – καθολικού, ουσιώδους και επουσιώδους, ενότητας και αντιφατικότητας,
αιτίου και αιτιατού, αναγκαίου και τυχαίου, αυτοπροσδιορισμού και
ετεροπροσδιορισμού, κ.ο.κ.), στη γνωσιολογική προβληματική (γνωσιμότητα του
κόσμου, το πρόβλημα της αλήθειας, κ.ο.κ.) και στη θεμελίωση της λογικής
συγκρότησης της νόησης.

2. Ιστορικές καταβολές.

Στην αρχαιότητα η νατουραλιστικά εννοούμενη υπόσταση (ύλη, φύσις) ήταν


συνυφασμένη με την πηγαία άμεση θέαση, με την ενατένιση του κόσμου στη
χαώδη περί του όλου αντίληψη της φυσικής φιλοσοφίας. Η φύση ως ζωντανό και
αυτοεξελισσόμενο σύνολο γεννά και διαλύει τα μέρη που την απαρτίζουν. Κατά τον
Βοήθιο οι ελληνικές λέξεις «υπόστασις» και «υφίστασται» αντιστοιχούν στις
λατινικές «substantia» και «substare» (Η παρηγορία της φιλοσοφίας – Consolatio
philosophiae, βλ. Γκαιντένκο Π.Π. 2001). Υπό τον όρο substantia εννοείται εδώ «το
ύψιστο γένος, εφ’ όσον προϋπάρχει όλων ενώ το ίδιο δεν υπάγεται πουθενά». Στη
σκέψη του μεσαίωνα και ιδιαίτερα μεταξύ των αλχημιστών, υπάρχει πληθώρα
ποικίλων αμετάβλητων, μη αναγώγιμων και διακεκριμένων αρχών – υποστάσεων,
υποστασιακών ιδιοτήτων και μορφών. Στα πλαίσια του αριστοτελισμού των
σχολαστικών αποδίδεται ενεργητικός ρόλος στην «μορφή», ενώ σταδιακά η
υπόσταση γίνεται ένας από τους τίτλους της «μορφής των μορφών», του θεού. Εξ’
ου και η ιδέα του δισυπόστατου, της συνύπαρξης δύο διαφορετικών υποστάσεων
-πνευματικής και σωματικής, ψυχής και σώματος- ως ιστορικά συγκεκριμένος
τύπος φιλοσοφικής γενίκευσης και συνειδητοποίησης της αντίφασης μεταξύ
πνευματικής και σωματικής-χειρωνακτικής εργασίας. Ακολουθεί πληθώρα
εγχειρημάτων άρσης του δυϊσμού και των συνακόλουθων ορθολογικά ανεπίλυτων
αντιφάσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα. Ο Θωμάς ο Ακυινάτης θεωρεί την
«σωματική υπόσταση» μη αυτοτελή αρχή, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω το εάν η
τελευταία συνιστά υπόσταση. Στον Duns Scotus παρατηρείται μια τάση ερμηνείας
της ύλης ως καθολικής υπόστασης των πάντων και διατυπώνεται η υπόθεση περί

36
της ικανότητας του σκέπτεσθαι αυτής της υπόστασης.

Στην ιστορία της φιλοσοφίας το πρόβλημα της υπόστασης και της ερμηνείας της
συνδέθηκε με τη διαπάλη νομιναλιστών – ρεαλιστών. Οι μεν πρώτοι θεωρούσαν το
γενικό (universalis) ως υποκειμενική απλή ονομασία - ανύπαρκτη στην
πραγματικότητα, ασύνδετη με τα πράγματα, οι δε δεύτεροι απέδιδαν στο γενικό
πραγματική ύπαρξη, ξεχωριστή από αυτή του ενικού, του μοναδιαίου. Κατά τους
νομιναλιστές, universalia sunt nomina, δηλαδή: τα καθολικά (οι γενικές έννοιες)
είναι ονόματα, οι γενικές έννοιες δεν είναι σώματα, δεν υπάρχουν, είναι flatus
vocis, απλές λέξεις, με τις οποίες σχηματίζουμε τις ταξινομήσεις εκείνες που μας
χρειάζονται. Οι γνωσιολογικές βάσεις αυτής της διαπάλης αφορούν τον τρόπο
αναπαράστασης του γενικού, του μερικού (ειδικού) και του ενικού (καθ’ εκάστου,
μοναδιαίου) στα πλαίσια του νοείν της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της
διάνοιας. Η διάνοια ως αναλυτική αφαιρετική σκέψη διαμελίζει το αισθητηριακό
συγκεκριμένο. Αναπαριστά τα αντικείμενα κατά μόνας, διαχωρίζει νοητά τα
αντικείμενα, τις πλευρές, τα μέρη των αντικειμένων, διατηρώντας (όσο κινείται
απ’ το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο) την παράσταση της
«ενότητας» των διαμελισμένων μερών στο επίπεδο της ζωντανής εποπτείας. Αυτή
η ανάλυση, διαίρεση, απόσπαση κ.ο.κ. αντικειμένων, πλευρών κ.ο.κ. οδηγεί στην
πρόσληψή τους υπό την ιδιότητα των μεμονωμένων. Αυτές οι νοητικές πράξεις
γίνονται για τη σκέψη και τη γενίκευση, η οποία προβάλλει εδώ κατ’ εξοχήν
αρνητικά, ως άρνηση των αισθητηριακών δεδομένων. Τα μεμονωμένα και
αποσπώμενα απ’ το πλαίσιό τους αντικείμενα προβάλλουν ως μονήρη. Εδώ γίνεται
έκδηλη η αντιφατικότητα της διάνοιας. Γενικό σ’ αυτή την περίπτωση είναι εκείνο
που μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής των ξεχωριστών, των μεμονωμένων και
ενικών πραγμάτων διακρίνεται ως πανομοιότυπο, ταυτόσημο είτε τουλάχιστον
κοινό και όμοιο. Εδώ, μέσω της διάκρισης της ομοιοτυπίας έχουμε μεν διάκριση
του γενικού (κοινού), πλην όμως ενός γενικού των απομονωμένων αντικειμένων.
Συνεπώς η γενικότητα αυτή (γενίκευση) προβάλλει για τη συνείδηση του
σκεπτόμενου στα πλαίσια της διάνοιας ως υφιστάμενη στα ίδια τα υπαρκτά
αντικείμενα, σε άμεση ταυτότητα με εν έκαστο μεμονωμένο. Έτσι το γενικό αφ’
ενός μεν απεικονίζεται εδώ ως άμεσα ταυτιζόμενο με το ενικό και αναπόσπαστο
από αυτό, αφ’ ετέρου δε ως απλή άρνηση του ενικού, του μεμονωμένου. Το γενικό
προβάλλει ως απομονωμένο, στον αντίποδα του ενικού. Και εδώ τα άκρα
συγκλίνουν, δεδομένου ότι το γενικό, ως υπάρχον απομονωμένο από το μερικό, από
το ενικό, αποβαίνει υφιστάμενο ως άμεσα δεδομένο μερικό ή ενικό. Η μεταφυσική
υποστασιοποίηση των δυο όψεων αυτής της αντιφατικότητας δεν είναι a priori
αναπόφευκτη, αλλά εμπεριέχεται ως αφηρημένη δυνατότητα στη γνωσιακή
συγκυρία που συγκροτείται στην εν λόγω βαθμίδα του νοείν. Η κατάσταση των
αμοιβαία προσδιοριζόμενων εννοιών στην εν λόγω συγκυρία μορφοποιείται
(συγκροτείται σε μόρφωμα του κοινωνικού συνειδέναι) ως μεταφυσική
(αντιδιαλεκτική) υποστασιοποίηση αλληλοαποκλειόμενων πόλων, όταν η
αντιφατικότητα αυτή «βραχυκυκλώνει» τη νόηση, εφ’ όσον σ’ αυτήν παρεισφρέουν
οι κατάλληλοι (αναγκαίοι και ικανοί) κοινωνικοί - πολιτισμικοί όροι της ιστορικής
συγκυρίας (φεουδαρχική κοινωνική ιεραρχία, υπαγωγή της φιλοσοφίας και των
επιστημών στη θεολογία και την θρησκεία κ.ο.κ.). Ακριβώς αυτοί οι όροι κράτησαν
την αντιπαράθεση νομιναλισμού – ρεαλισμού κυρίως στο επίπεδο του
μυστικιστικού θεωρησιακού οντολογισμού. Οι κοινωνικές ρίζες του νομιναλισμού
συνδέονται με την εμφάνιση ατομιστικών διαθέσεων στο μεσαιωνικό περιβάλλον
των χειροτεχνών και των εμπόρων των πόλεων. Στις γνωσιολογικές του ρίζες
εντάσσεται η πρώτη αμυδρή διάθεση διάγνωσης μοναδιαίων συγκεκριμένων
πραγμάτων και η αντίδραση στις ακραίες δογματικές υποστασιοποιήσεις
θρησκευτικών-θεολογικών εννοιών (βλ. και Νούτσος Π.).

37
Είναι γεγονός ότι, όπως επεσήμανε και ο Μαρξ, ο νομιναλισμός εξέφραζε σε
λανθάνουσα μορφή και μια υλιστική τάση στην ιστορική συγκυρία του μεσαίωνα. Η
εξέλιξη αυτής της τάσης στους νέους χρόνους τροφοδότησε ποικίλα ρεύματα του
άκαμπτου μεταφυσικού μηχανικισμού (T. Hobbes), που ανήγαγε τον κόσμο σε
σύνολο σωμάτων, και της ιδεοκρατικής υποκειμενικής αισθησιοκρατίας, που
παραδεχόταν μόνο τα συγκεκριμένα εμπειρικά δεδομένα (G. Berkeley, D. Hume). Οι
νομιναλιστές, ακριβώς λόγω της εμπλοκής τους στο παραπάνω «βραχυκύκλωμα»
της προδιαλεκτικής διάνοιας, αδυνατούσαν να συλλάβουν τη φύση και τον
χαρακτήρα των γενικών εννοιών και των κατηγοριών. Αγνοούσαν το γεγονός ότι
οι τελευταίες αντανακλούν πραγματικές ιδιότητες, συνάφειες, σχέσεις και
διαδικασίες της αντικειμενικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζουν και διέπουν
τα καθ’ έκαστα και τα μοναδιαία πράγματα. Ως εκ τούτου, οι απόπειρες αναγωγής
του υλισμού στον νομιναλισμό είναι εντελώς ανεδαφικές (Αλτουσέρ, 1994, σ.116).

Η εμφάνιση, διάδοση και εδραίωση της μαθηματικής φυσικής κατήγαγε το


ισχυρότερο πλήγμα στην μεταφυσική της μεσαιωνικής θεολογίας. Ωστόσο, οι
απόπειρες επίλυσης των αντιφάσεων του δυϊσμού της μεσαιωνικής σκέψης
απέβησαν άκαρπες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να κληροδοτηθεί στο
στοχασμό των νέων χρόνων ως κεντρικό φιλοσοφικό πρόβλημα η αντιπαράθεση
των δύο υποστασιακών αρχών (ύλης και πνεύματος). Εξυπακούεται ότι το εν λόγω
πρόβλημα δεν ανάγεται σε καθαρά κληροδοτήματα ιδεών. Η ανερχόμενη
κεφαλαιοκρατική τάξη πραγμάτων ανατροφοδοτεί την εν λόγω προβληματική και
στο επίπεδο της οντικής αμεσότητας, της καθημερινής πρακτικής των ανθρώπων,
επιτείνοντας την αντιφατικότητα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Με
την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας η αντίθεση μεταξύ χειρωνακτικής και
πνευματικής εργασίας (η ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική βάση του φιλοσοφικού
δίπολου: ύλη – πνεύμα) παίρνει σταδιακά την μορφή της αντίθεσης μεταξύ
μεταβλητού και σταθερού κεφαλαίου, μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας.

3. Από τον καρτεσιανό ορθολογισμό στον υπερορθολογισμό του


Σπινόζα.

Ο Ντεκάρτ ορίζει την υπόσταση ξεκινώντας από την μεσαιωνική παράδοση, ως


την έννοια εκείνου του όντος που «δεν εξαρτάται από τίποτε άλλο παρά μόνο από
την ύπαρξή του» και το οποίο, ως αυταίτιο, «μπορεί να υπάρξει ανεξαρτήτως
οποιουδήποτε άλλου δημιουργημένου πράγματος» (Ντεκάρτ, Επιστολή στους
«Υπερασπιστές», Αύγουστος 1641). Κατ’ αυτό τον τρόπο η καρτεσιανή σκέψη, παρ’
όλη την τεράστια ώθηση που έδωσε στην επιστήμη και τη φιλοσοφία, εγκλωβίζεται
στο επίκεντρο της αντιπαλότητας μεταξύ των κληροδοτημένων θεολογικών αρχών
και των αξιώσεων των αναπτυσσόμενων μαθηματικών και φυσικών ερευνών. Εξ’ ου
και η παραδοχή της ύπαρξης τριών υποστάσεων: της σκεπτόμενης υπόστασης (res

38
cogitans), της άπειρης υπόστασης του θεού – δημιουργού και της ύλης ή εκτατής
υπόστασης (res extensa). Η υπαρξιακά αδιαμφισβήτητη παραδοχή της πρώτης
(cogito ergo sum) ως ατομικής, πεπερασμένης, μερικής, ατελούς κ.ο.κ., οδηγεί
στην αναγκαιότητα της δεύτερης, ως ύψιστου, άπειρου, αδιαμφισβήτητου, σαφούς
και πασιφανούς κριτηρίου καθολικότητας και τελειότητας, με το οποίο
αντιπαραβάλλεται διαρκώς η πρώτη. Αφετηρία είναι η ατομική νόηση του
υποκειμένου. Κατ’ αυτό τον τρόπο η «άπειρη υπόσταση του θεού» αρχίζει να
εξυπηρετεί γνωσιολογικές και λογικές – μεθοδολογικές ανάγκες, για τη θεμελίωση
της κίνησης από την ατομική και αμφισβητήσιμη, προς την καθολική και
αδιαμφισβήτητη νόηση. Λειτουργεί ως υποστασιοποίηση της προεκβαλλόμενης από
το υποκείμενο στο σύνολο του επιστητού τυπικής – μαθηματικής μεθόδου,
επομένως deus sive metodus (ο θεός είναι μέθοδος), ενώ στην πραγματικότητα
ισχύει το αντίθετο: είναι ακριβώς αυτή η ιστορικά συγκεκριμένη αντίληψη περί
μεθόδου που θεοποιείται (metodus sive dues) στις απαρχές των Νέων Χρόνων.
Αυτή η θεοποίηση (ή και δαιμονοποίηση) της «θετικής» μεθόδου, σε ποικίλες
παραλλαγές της, αποτελεί μέχρι σήμερα μια κύρια κατεύθυνση της αστικής
φιλοσοφίας και επιστημολογίας. Εξ’ ου και ο κενός, ο μη περιεκτικός χαρακτήρας
της καρτεσιανής θείας υπόστασης. Η αδρή δυαρχία ύλης και πνεύματος της
καρτεσιανής οντολογίας αφορά και την ανθρωπολογία της, με τη χαρακτηριστική
διχοτομία σώματος (άψυχου μηχανισμού) και βουλητικής – σκεπτόμενης ψυχής. Ο
Ντεκάρτ αναζητά ένα σημείο τομής στην αλληλεπίδραση αυτών των δύο αρχών
εντός του ανθρώπου, το οποίο εντοπίζει με τους φυσιολογικούς στοχασμούς του
στο κωνάριον ή κωνοειδή αδένα.

Ο Σπινόζα ζει και αναπτύσσεται στην πλέον προοδευτική χώρα της τότε
Ευρώπης, που έχει γίνει εκ των πραγμάτων πεδίο δοκιμών των πρώιμων αστικών
πολιτειακών μορφωμάτων. Ορμώμενος από τον καρτεσιανό ορισμό της υπόστασης
ξεπερνά εν πολλοίς την ακαμψία της δυαρχίας του και κόβει τον γόρδιο δεσμό του
«ψυχοφυσιολογικού δυϊσμού», αντιστρέφοντας και ανατρέποντας εν πολλοίς τόσο
την καρτεσιανή προσέγγιση, όσο και την παράδοση του θωμισμού. Μεταθέτει την
προβληματική στο εσωτερικό της λογικής της γνωστικής διαδικασίας
μετασχηματίζοντας την ίδια την ιδέα του θεού. Δεν εκκινεί πλέον από το ατομικό,
αλλά, τουναντίον από το καθολικό. Από καθολικούς λογικούς ορισμούς συνάγει τον
καθολικό ορισμό της θείας υπόστασης, βαθαίνοντας συνάμα την ανατροπή και την
ρήξη με την θεολογική μεταφυσική. Κατά τον Θωμά τον Ακυινάτη, τυχόν παραδοχή
του αυταίτιου του θεού, συνιστά παραλογισμό που υπονομεύει την απόδειξη της
υπάρξεως του θεού. Ακριβώς αυτόν τον «παραλογισμό» υιοθετεί ο Σπινόζα.

Το βασικό του έργο δομείται ως απόπειρα παραγωγής όλης της τάξης των
όντων από μία πρώτη και παντελώς ανεξάρτητη αιτία, από ένα ον δηλαδή, το
οποίο υπάρχει ως αυταίτιο (causa sui). «Αυταίτιο εννοώ εκείνο που η ουσία του
εμπεριέχει την ύπαρξη, δηλαδή εκείνο η φύση του οποίου δεν μπορεί να νοηθεί
παρά μόνον ως υπάρχουσα» (Ethica 1, def. 1). Υπόσταση είναι «εκείνο το οποίο
υπάρχει αφ’ εαυτού και νοείται δι’ εαυτού, εκείνο δηλαδή η έννοια του οποίου δεν
έχει ανάγκη από την έννοια άλλου όντος, απ’ όπου πρέπει να σχηματισθεί» (ό. π.,
def. 3). Είναι λοιπόν η υπόσταση το αφ’ εαυτού υπάρχον (αυθύπαρκτο) και δι’
εαυτού νοούμενο, δηλαδή το αυτοτελές, ανεξάρτητο και απεριόριστο. Ωστόσο ο
Σπινόζα, κατά κάποιο τρόπο προκαταλαμβάνει τον Χέγκελ και διαφορίζει την
υπόσταση από το απολύτως άπειρο. Το απολύτως άπειρο ον (ens absolute
infinitum) είναι κατ’ ανάγκη εντελώς απεριόριστο και απροσδιόριστο (ens absolute
indeterminatum), είναι δηλαδή ανεπίδεκτο ορισμού, διότι ο ορισμός διακρίνει
κάποιο ον από κάποιο άλλο και συνιστά περιορισμό και άρνηση (determinatio
negatio est).

39
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η κλιμάκωση των αφετηριακών ορισμών που
παραθέτει ο Σπινόζα σύμφωνα με την (ψευδο-)γεωμετρική του μέθοδο στο κύριο
έργο του, στην «Ηθική». Εδώ ως αφετηριακή οντολογική παραδοχή εισάγεται το
αυταίτιο. Έπονται οι ορισμοί του πεπερασμένου, της υπόστασης, του
κατηγορήματος και των τρόπων και μόνο στον 6ο ορισμό εισάγεται η έννοια του
θεού. Η αλληλουχία των ορισμών του Σπινόζα δεν είναι τυχαία. Νόηση και έκταση
δεν είναι πλέον δύο αυθύπαρκτες και αυτοτελείς υποστάσεις που δεν έχουν τίποτε
το κοινό μεταξύ τους, αλλά ορίζονται ως κατηγορήματα μίας και της αυτής
υπόστασης. Με αυτή την «ανατροπή» στην οντολογία συνδέεται και το θεολογικό
περίβλημα, της φιλοσοφίας του Σπινόζα. Ο θεός μετατρέπεται σε απλό σημαίνον
της άπειρης στο χώρο και στο χρόνο υπόστασης. Μιας υπόστασης η οποία δεν
ενδημεί πλέον στο επέκεινα της θρησκείας, πέρα κι έξω από τα πραγματικά
σώματα του εντεύθεν κόσμου, αλλά μόνον εντός τους και μέσω αυτών. Μιας
υπόστασης η οποία υπάρχει επίσης και εν είδει (ως τρόπος, modus) του
σκεπτόμενου σώματος του ανθρώπου και των ομοίων με αυτόν όντων. Μιας
υπόστασης ενεργητικής, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το αυταίτιο (η ίδια
συνιστά την αιτία του εαυτού της, causa sui) σε όλα τα «καθ’ έκαστα» γεννήματα
και στις εκφάνσεις της.

Εξυπακούεται ότι αυτή η αντίληψη της υπόστασης καταρρίπτει τα ουσιώδη


συμπαρομαρτούντα της θρησκευτικής αντίληψης περί θεού: την διάκριση του
πιστού από το αντικείμενο της λατρείας του, την ανθρωπομορφικά
υποστασιοποιημένη – προσωποποιημένη υπερβατική οντότητα, την παραδοχή της
ύπαρξης άυλης και ασώματης ψυχής, την αναιτιοκρατία και τον ανορθολογισμό
του θαύματος, κ.ο.κ. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Σπινόζα θέτει την επιστημονική σκέψη
εκτός των ασφυκτικών δογματικών πλαισίων της θρησκευτικής κοσμοθεώρησης. Η
οντολογία του -προϊόν γενίκευσης και αναστοχασμού της ραγδαίας ανάπτυξης των
μαθηματικών και της φυσικής- προπορεύεται κατά πολύ αυτής της ανάπτυξης,
δεδομένου ότι ξεπερνά κατά μερικούς αιώνες τους μηχανιστικούς περιορισμούς
του κυρίαρχου κοσμοειδώλου της εποχής του, χαρακτηριστικό του οποίου (τόσο
για τους εμπειριστές όσο και για τους ορθολογιστές) ήταν η αντίληψη του χώρου
ως «κενού και άυλου υποδοχέα» σωμάτων (ως συστήματος συντεταγμένων).
Ταυτοχρόνως διανοίγει κατ’ αρχήν νέες δυνατότητες επιστημονικής διερεύνησης
των ζητημάτων που άπτονται της υφής του «πνεύματος», του ψυχισμού, της
συνείδησης και της νόησης, εκτοπίζοντας την θρησκευτική αυθεντία και από αυτό
το -κατά παράδοση προνομιακό γι’ αυτήν- πεδίο της έρευνας.

Ο Σπινόζα ορίζει την νόηση ως ικανότητα του σώματος να χαράσσει την τροχιά
της κίνησής του εντός του απαρτιζόμενου από τα άλλα σώματα συνεχούς,
σύμφωνα με τη λογική και τη θέση αυτών των σωμάτων στον εκτός του εν λόγω
(σκεπτόμενου) σώματος χώρο. Η ικανότητα αυτή εκτίθεται εποπτικά στο
παράδειγμα του κύκλου, η ιδέα του οποίου (η «ψυχή» του) ταυτίζεται κατά τον
φιλόσοφο πλήρως με την ύπαρξή του, με τη γενεσιουργό (κατασκευαστική) δράση
του σκεπτόμενου σώματος, με την πράξη της χάραξής του. Αυτού του τύπου ο
ορισμός – προσδιορισμός, που καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο ανακύπτει το
εν λόγω πράγμα και εμπεριέχει την αντίληψη της εγγύτατης αιτίας του, παρέχει τη
δυνατότητα κατανόησης όλων των λοιπών ιδιοτήτων του, και τον τρόπο της
νοητικής ανασύστασής του (Ιλιένκοφ Ε., 1984, δοκίμιο 2ο). Έτσι η νοητική
ανασύσταση του γνωστικού αντικειμένου, δεν συνιστά αυθαίρετο αποκύημα της


Για τον ρόλο του σπινοζικού μονισμού στη συγκρότηση της Πολιτισμικής –
Ιστορικής θεωρίας του Λ. Βιγκότσκι, βλ. την εξαιρετική μελέτη του Μ. Δαφέρμου.

40
κατασκευαστικής φαντασίας του υποκειμένου, είτε δι-υποκειμενικών συμβάσεων,
όπως διατείνεται μία από τις κυρίαρχες τάσεις του συρμού. Είναι προϊόν μιας
ιδιότυπης «παραγωγής» (και όχι απλής επαγωγής). Είναι απλώς η μορφή της
νοητικής ανασύστασης της πραγματικής διαδικασίας από την οποία ανακύπτει το
αντικείμενο από τη φύση, από την «υπόσταση». Είναι, εάν την μεταφράσουμε σε
πιο σύγχρονους όρους, η διερεύνηση και ανασύσταση στη σκέψη όλης της
διαδρομής της εμφάνισης όλων των καθ’ έκαστα, όλων των ειδικών και επιμέρους
ιδιοτήτων του αντικειμένου, όχι βάσει της όποιας απλής αφαίρεσης, που εκφράζει
ομοιότητες ή διαφορές πολλών μοναδιαίων πραγμάτων (notiones generales,
universales), αλλά βάσει μίας και της αυτής καθολικής πραγματικής αιτίας, που
εκφράζεται στη νόηση με τη βοήθεια notiones communes. Θεμέλιο της
εγκυρότητας αυτής της νοητικής ανασύστασης, δεν είναι η σχολαστική
εργαλειακή διαχείριση των νοημάτων αφηρημένων ψευδοεννοιών (universalis),
μέσω της τήρησης κάποιων κανόνων της συλλογιστικής, αλλά η υποστασιακή
ενότητα της αλήθειας, ο κανόνας της συμφωνίας, της ενότητας των
κατηγορημάτων, της ενότητας νόησης και έκτασης, νου και εξωτερικού κόσμου.

Τα παραπάνω δηλώνουν σαφώς μια νομιναλιστική τάση. Η νομιναλιστική τάση


στο έργο του Σπινόζα είναι στοιχείο της πολεμικής του εναντίον του
βερμπαλιστικού σχολαστικισμού και της φετιχοποίησης των λέξεων ως όρου για
την διάγνωση των υπαρκτών πραγμάτων. Ωστόσο, ο Σπινόζα επ’ ουδενί λόγω δεν
συμμερίζεται την νομιναλιστική απόρριψη της οντικής ύπαρξης του γενικού. Το
αντίθετο θα υπονόμευε εξ υπαρχής τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει η
υπόσταση στο σύστημά του. Συνεπώς, παρά τις περί του αντιθέτου
«συμπτωματικές» παρεκβάσεις (βλ. Λ. Αλτουσέρ, 1983, σ. 58), ο Σπινόζα ούτε
«σωστός νομιναλιστής» δεν ήταν, ούτε και απέφευγε τον «πειρασμό της
Αλήθειας». Η αρχή της υποστασιακής ενότητας συνιστά, όπως είδαμε, εν πολλοίς
υπέρβαση, όχι μόνο του σχολαστικισμού (τόσο της νομιναλιστικής όσο και της
ρεαλιστικής εκδοχής του) αλλά και του καρτεσιανού δυϊσμού με την αποδέσμευση
από την παραδοσιακή αντίληψη περί αφηρημένου και συγκεκριμένου. Τα universalia
για τον Σπινόζα είναι μεν υπαρκτές οντότητες, αλλά δεν είναι πλέον οι
στερούμενες αισθητηριακού απεικάσματος αφηρημένες και ομογενείς πλατωνικές
ιδέες. Κορυφαία καθολική οντότητα είναι η πλέον ετερογενής και πλήρης
πολλαπλών προσδιορισμών υπόσταση (βλ. και Κουζνετσόφ, 1972, σ. 134). Όσο για
το πρόβλημα της αλήθειας, αυτό δεν αποτελεί απευκταίο ιδεολογικό «πειρασμό»,
αλλά κομβικό ζήτημα όχι μόνο της σπινοζικής, αλλά και κάθε φιλοσοφίας που
αναστοχάζεται την υφή, τους τρόπους και τα μέσα της συσχέτισης είναι, νοείν,
ποιείν και πράττειν. Από αυτή την άποψη, είναι πράγματι μεγαλοφυής η διερεύνηση
των νοητικών εργαλείων κατ’ αναλογία με τα υλικά εργαλεία που εισηγείται ο
Σπινόζα (Σπινόζα, 2002, σ. 36-37, 41). Μια έννοια, μια αληθής ιδέα είναι μεν
«διαφορετική από το αντικείμενό της» (ό. π., σ. 38), αλλά πρέπει να συμφωνεί με
το αντικείμενο του οποίου την ιδέα συνιστά (Ηθική, αξίωμα 6ο). Αυτή η
ενοποιητική λειτουργία της σπινοζικής υπόστασης δρομολογεί τη δυναμική της
υπέρβασης της καρτεσιανής δυαρχίας και κάθε είδους κοσμοθεωρητικής και
μεθοδολογικής πολυαρχίας (πλουραλισμού), χαράσσοντας τον δρόμο της
μετέπειτα ανάπτυξης της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας.

Από τα παραπάνω έπεται ότι η νομιναλιστική τάση του Σπινόζα επ’ ουδενί λόγω
δεν τον καθιστά «σωστό νομιναλιστή». Το έργο του σηματοδοτεί μια πορεία του
φιλοσοφικού και μεθοδολογικού στοχασμού που κατατείνει ακριβώς στην
απεμπλοκή από το στείρο μεταφυσικό μεσαιωνικό δίπολο νομιναλισμού –
ρεαλισμού, και στην υπέρβαση-«άρση» της ακαμψίας των αποκλειστικών
διαζεύξεων και των δομικών σχηματοποιήσεων που χαρακτηρίζουν την

41
προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, την διάνοια. Ακριβώς στο επίπεδο της
διαλεκτικής νόησης, του λόγου επιλύεται διαλεκτικά το πρόβλημα του τρόπου
νοητής αναπαράστασης του γενικού, του μερικού (ειδικού) και του ενικού (καθ’
εκάστου). Από αυτή την άποψη είναι τουλάχιστον ανεδαφικός αναχρονισμός η θέση
κατά την οποία «ο νομιναλισμός…είναι… ο μόνος νοητός στον κόσμο υλισμός»
(Αλτουσέρ, 1994, σ. 115-116). Παρόμοιες θέσεις είναι δηλωτικές της παντελούς
αδυναμίας σύλληψης όχι μόνο του κεκτημένου της διαλεκτικής λογικής και
μεθοδολογίας, αλλά και της νομοτελούς ιστορικής πορείας του φιλοσοφικού
στοχασμού, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα και ποικίλες αυθαίρετες
παρεκβάσεις-παλινωδίες.

Θα έλεγε κανείς ότι η όποια αναφορά στην έννοια της υπόστασης δεν θα
μπορούσε να συνδέεται άμεσα με την λογική και μεθοδολογική προβληματική.
Ωστόσο ο Σπινόζα θεωρούσε τη λογική εφαρμοσμένη επιστήμη, παρόμοια με την
ιατρική, αντικείμενο της οποίας δεν είναι η επινόηση και ταξινόμηση τεχνητών
κανόνων, αλλά η εναρμόνιση της ανθρώπινης διανοητικής δραστηριότητας με
τους νόμους της νόησης. Η νόηση εννοείται εδώ ως κατηγόρημα της υπόστασης -
φύσης, ως τρόπος έκφρασης της καθολικής νομοτελούς τάξης και της συνάφειας
των πραγμάτων. Ο μεγάλος στοχαστής συνειδητοποιεί τον λογικό και
μεθοδολογικό χαρακτήρα αυτής της εναρμόνισης: «μέθοδος είναι η οδός δια της
οποίας θα πρέπει να αναζητείται κατά την οφειλόμενη τάξη αυτή ταύτη η αλήθεια,
ήτοι οι αντικειμενικές ουσίες των πραγμάτων, ήτοι πάλι οι ιδέες» (Σπινόζα, 2002,
σ. 40). Η σωστή μέθοδος ως «αναστοχαστική γνώση, ή ιδέα της ιδέας» (ό. π., 41)
καταδεικνύει με ποιόν τρόπο γίνεται η εν λόγω εναρμόνιση: «καθώς μέσα στη
φύση…τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τους ορισμένους νόμους της, ούτως ώστε να
παράγουν ορισμένα αποτελέσματα σύμφωνα με ορισμένους νόμους και σε μια
αδιάσπαστη αλληλουχία, από τούτο έπεται ότι η ψυχή, όποτε συλλάβει αληθινά το
πράγμα, θα συνεχίσει να σχηματίζει αντικειμενικά τα ίδια αποτελέσματα» (ό. π., σ.
54). Σκοπός μας σε αυτή τη μέθοδο, είναι να συνδέσουμε και να θέσουμε σε τάξη
τις «καθαρές και διακριτές ιδέες», με τρόπο «ώστε στο μέτρο που μπορεί να το
κάνει, το πνεύμα μας να αναπαραγάγει αντικειμενικά τη μορφική ουσία της Φύσης,
και ως ολότητα, και ως προς τα μέρη της» (ό. π., σ. 72-73), δεδομένου ότι «η τάξη
και η αλληλουχία των ιδεών είναι οι ίδιες με την τάξη και την αλληλουχία των
πραγμάτων» (Ηθική, μέρος 2ο, θεώρημα 8ο). Έτσι, «καθώς η μέθοδος είναι η ίδια η
αναστοχαστική γνώση, αυτό το θεμέλιο, που πρέπει να κατευθύνει τις σκέψεις μας,
δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η γνώση του τι συνιστά τη μορφή της
αλήθειας, καθώς και η γνώση του νου, των ιδιοτήτων του και της εγγενούς ισχύος
του» (ό. π., σελ. 79). Ορισμένοι «πόνταραν» στον Σπινόζα για να ξορκίσουν από το
μαρξισμό «το ζεύγος Υποκείμενο/Σκοπός» (αυτή τη «μυστικοποίηση» της
εγελιανής διαλεκτικής!… Μήπως θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ ανθρώπινη
δραστηριότητα και κοινωνία χωρίς τη «μυστικοποίηση» της μετασχηματιστικής
σκόπιμης δραστηριότητας του κοινωνικού ανθρώπου – υποκειμένου;),
αναζητώντας κατά το δοκούν στο παρελθόν των ιδεών προπομπούς των
στρουκτουραλιστικών κατασκευών «ιστορίας χωρίς υποκείμενο» (βλ. π.χ.
Αλτουσέρ, 1983, σ.57, 59). Ωστόσο, η σκέψη και η στάση του Σπινόζα τους
διαψεύδει. Όλα τα παραπάνω, δεν συνιστούν ασκήσεις ορέξεως του «ειδέναι
εαυτού χάριν». Ο ρωμαλέος αγώνας κατά του ανθρωπομορφισμού και της
θεολογικής τελεολογίας, ο εξοβελισμός των σκοπών και της δημιουργίας από τη
φύση-υπόσταση, δεν οδηγεί στην απόρριψη του ανθρώπου ως υποκειμένου, και της
σκοποθεσίας εν γένει (Μοτροσίλοβα, σ. 106). Ο ίδιος ο φιλόσοφος τα θεωρεί
μεθοδολογικές προεκτάσεις της ανθρωπιστικής «νέας στάσης ζωής», στην οποία
έχει αφοσιωθεί ως συνειδητό υποκείμενο (Σπινόζα, 2002, σ. 25): «μέρος
αναπόσπαστο της δικής μου ευτυχίας είναι να συμβάλλω ώστε άλλοι πολλοί να

42
κατανοήσουν τα ίδια με όσα κατανοώ κι εγώ…να κατευθύνω όλες τις επιστήμες
προς ένα και μοναδικό τέλος και σκοπό…να φτάσουν στην ανώτατη ανθρώπινη
τελειότητα [ad summam humanam perfectionem – Δ.Π.]…με δύο λόγια, όλες οι
ενέργειές μας, καθώς και όλες οι σκέψεις μας, πρέπει να κατατείνουν προς το εν
λόγω τέλος» (ό. π., σ. 28-30). Κατ’ αυτό τον τρόπο το γνωσιολογικό και
μεθοδολογικό πάθος του Σπινόζα είναι οργανικά συνδεδεμένο με τα ηθικά και
πολιτικά ζητήματα της ελευθερίας (Άσμους, σελ. 34, Μπαλιμπάρ). Δεν είναι τυχαία
η ονομασία του 5ου και τελευταίου μέρους της Ηθικής του: «Περί της ισχύος της
νοήσεως ή περί της ελευθερίας του ανθρώπου». Τα παραπάνω ακυρώνουν εκ των
πραγμάτων τις απόπειρες αναζήτησης στο έργο του Σπινόζα ερεισμάτων για την
έωλη άποψη περί δήθεν «θεωρητικού αντιανθρωπισμού» του Μαρξ.

Η σπινοζική κατάργηση της αντιδιαστολής Εκείθεν και Εντεύθεν κόσμου, θεού


και φύσης, πνεύματος και σώματος, συνιστά την συνεπέστερη κριτική της
μεταφυσικής, δεδομένου ότι δεν περιορίζεται σ’ έναν αρνητικό – αποφατικό
αυτοπροσδιορισμό έναντί της, αλλά ανοίγει τον δρόμο της θετικής διευθέτησης
των κεντρικών ζητημάτων που ανέδειξε αυτή η κριτική (Κονδύλης Π., σ. 256).
Ωστόσο, η πορεία της κατηγοριακής σκέψης δεν είναι μεταφυσικά γραμμική -
συνεχής, και δεν συντελείται μέσω αλληλουχίας απολύτως αυτοτελών
μορφωμάτων, με κύριο γνώρισμα την απόλυτη ασυνέχεια και την «τομή». Το όλο
εγχείρημα συντελείται εν πολλοίς με την ορολογία, τα εννοιολογικά μέσα και τις
κατηγορίες της θεολογικής μεταφυσικής, τα οποία επανανοηματοδοτούνται
μεθερμηνευόμενα στο πνεύμα της νεόκοπης φυσικομαθηματικής επιστήμης.
Κομβικές έννοιες της μεταφυσικής (της υπόστασης συμπεριλαμβανομένης)
διατηρούνται μεν ως λεκτικές μορφές (όροι), αλλά αποκτούν σταδιακά εντελώς
διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο, ενώ σηματοδοτούν άλλο προσανατολισμό της
σκέψης, στα πλαίσια ενός εντελώς διαφορετικού φιλοσοφικού συστήματος και
μεθόδου. «Είναι ο μοναδικός μεταξύ των νέων φιλοσόφων, που έθεσε τις πρώτες
βάσεις για την κριτική και τη διάγνωση της θρησκείας και της θεολογίας. Είναι ο
πρώτος που στράφηκε σαφώς κατά της θεολογίας. Είναι ο πρώτος που διατύπωσε
με κλασικό τρόπο τη σκέψη, ότι δεν μπορεί ο κόσμος να εξετάζεται ως έργο των
χεριών ενός όντος προσωπικού, που ενεργεί σύμφωνα με τις προθέσεις και τους
σκοπούς του. Είναι ο πρώτος που εκτίμησε τη φύση με την καθολική θρησκευτικο-
φιλοσοφική σημασία της…» (Φόιερμπαχ Λ., σ. 500-501 ).

Η απείρως διασταλτική και μη ανθρωπομορφική (αντι-ανθρωπομορφοποιός)


νοηματοδότηση της έννοιας της υπόστασης στο έργο του Σπινόζα, την
ριζοσπαστικοποιεί σε βαθμό που την καταλύει, καθιστώντας την ταυτόσημη με
αυτήν του οιονεί επιστητού και επιδεκτικού μετασχηματισμών «σύμπαντος», ενός
συνεχούς (continuum), τα συστατικά στοιχεία του οποίου συλλαμβάνονται και
περιγράφονται κατά τη λειτουργική τους θέση εντός ενός αυστηρά νομοτελούς
κόσμου χωρίς σκοπούς. Αυτό το συνεχές, δεν συνιστά απλή μηχανιστική γενίκευση
της προόδου της φυσικής επιστήμης της εποχής, ως κατασκευασμένη «καθαρά»
νοητική αφαίρεση της διάνοιας, ως οριακά γενικευμένη συμπύκνωση
ιδεατοποιημένων αφηρημένων νοητικών εργαλείων στη θέση της νατουραλιστικής
ενατενιστικότητας, αν και έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η υπόσταση του Σπινόζα
δεν έρχεται να αποκαταστήσει έναν εξωτερικό τυπικό δεσμό μεταξύ των κατ’
εξοχήν διαμελιζόμενων από την διάνοια πλευρών του επιστητού ώστε να
εφαρμοσθεί στις τελευταίες άμεση αναγωγή στην πρωταρχικά δεδομένη
(υιοθετηθείσα) αφετηριακή αφαίρεση, αν και επιτελεί και τέτοιες λειτουργίες.
Εκφράζει την ερευνητική αγωνία για τους κινδύνους που εγκυμονεί ήδη η
μονομερής γενικευμένη χρήση αναλυτικών – εμπειρικών εργαλείων, που
χαρακτηρίζει την κίνηση της γνώσης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το

43
νοητά αφηρημένο και η συνακόλουθη κατακερματισμένη πρόσληψη της
πραγματικότητας, εν είδει συνονθυλεύματος ασύνδετων «γεγονότων». Αυτή η –
αναγκαία στις αρχικές βαθμίδες της γνωστικής διαδικασίας- μονομέρεια της
έρευνας, οδηγεί στην (χαρακτηριστική για την προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης,
τη διάνοια) αφαίρεση από την συνάφεια, την κίνηση, την ανάπτυξη πραγμάτων και
διαδικασιών. Με την απολυτοποίηση αυτού του τρόπου σκέψης (της διάνοιας), και
την μεταφορά του από τη φυσιογνωσία στην φιλοσοφία που δρομολόγησαν οι Fr.
Bacon και J. Locke, προκύπτει η γέννηση του μεταφυσικού (αντιδιαλεκτικού)
τρόπου σκέψης των Νέων Χρόνων. Αυτός ο τρόπος σκέψης, με τις απόψεις του
θετικισμού και των κλάδων της αποσύνθεσής του, για γνωσιολογικούς και
κοινωνικούς λόγους, επιδεικνύει σημαντική βιωσιμότητα μέχρι σήμερα.

Η πορεία του φιλοσοφικού αναστοχασμού δεν είναι γραμμική. Το έργο του


Σπινόζα, στο πεδίο της επιστήμης για τα μέσα και τους τρόπους λειτουργίας της
νόησης στη γνωστική διαδικασία, εκφράζει την συνειδητοποίηση της ανάγκης
συγκρότησης των όρων μίας πρώιμης συνθετικής απόπειρας συστηματοποίησης
της γνωστικής διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της, βάσει μιας, εν πολλοίς
διαισθητικής, ατελώς προσδιορισμένης, πλην όμως ιδιοφυούς εικασίας περί της
υπόστασης ως ενοποιητικής αρχής. Ο ορθολογισμός του Σπινόζα υπερέβη τα
καρτεσιανά εσκαμμένα. Εδώ τα μαθηματικά δεν είναι πλέον απλώς μέθοδος, αλλά
το κατ’ εξοχήν οντολογικό σχήμα αιτιώδους και νομοτελούς συγκρότησης της
φύσης-υπόστασης, το πεδίο των αναγκαίων σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων και
έτσι γίνονται το θεμέλιο του οντολογκού και μεθοδολογικού μονισμού του
(Κουζνετσόφ, 1974, σ. 232-233). Παρά το γεγονός ότι ο Σπινόζα έλκεται
(περισσότερο από ότι ο Ντεκάρτ και ο Λάιμπνιτς) από το απαγωγικό μοντέλο, δεν
οδηγείται στον άκρατο απριορισμό (Cottingham J., σ.98). Το εγχείρημά του
λειτούργησε ως πρόδρομος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας και της αγγλικής
πολιτικής οικονομίας. Εδώ το εμμενές, οι εσωτερικοί, ουσιώδεις και νομοτελείς
δεσμοί του επιστητού και της μεθόδου προσοικείωσής του προσδιορίζονται
αξιωματικά και εν πολλοίς ως εικασία, διαισθητικά, αρνητικά, αποφατικά (το
σύμπαν ως άπειρο, ανεξάρτητο, αυτοτελές, αιώνιο, αυτάρκες, αυταίτιο, κ.ο.κ.).
Ωστόσο δεν επιτυγχάνεται ακόμα ένας θετικός προσδιορισμός του σε τι ακριβώς
συνίσταται αυτό το εμμενές, το εσωτερικό.

Το εγχείρημα αυτό δεν ανακύπτει καθαρά γνωσιοθεωρητικά. Εκφράζει εν


πολλοίς και το νοητικό αντίστοιχο εκείνου του «σύμπαντος», του συνεχούς που
μορφοποιείται με τη διεύρυνση και εμβάθυνση του πεδίου της κυριαρχίας των
εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων, της γενικευμένης ανταλλαξιμότητας
και της εμπορευματοποίησης των πάντων, γενεσιουργός δύναμη (υπόσταση) των
οποίων είναι η εργασιακή – κατασκευαστική δραστηριότητα του ανθρώπου. Μια
δραστηριότητα που δεν έχει ακόμα κατακερματισθεί από τη βιομηχανία. Ο ίδιος ο
φιλόσοφος είναι κατόπιν συνειδητής επιλογής του χειροτέχνης: οπτικός, λειαντής
φακών. Οι μεγαλοφυείς εικασίες του περί αναλογίας μεταξύ υλικών και νοητικών
εργαλείων, δεν είναι άσχετες με την πραγματικότητα που βιώνει.

Πραγματοποιείται μια ιδιότυπα εργαλειακή «προεκβολή» του θεού στο χώρο


του απείρου υποκειμένου και αντικειμένου της γνώσης. Επομένως, στο βαθμό που
το αποτέλεσμα αυτής της προεκβολής είναι ένα αιώνιο και άπειρο υποκείμενο –
αντικείμενο της γνωστικής διαδικασίας, εξακολουθεί να διατηρεί a priori θεία
χαρακτηριστικά (βλ. Μπίμπλερ). Ωστόσο, αυτός ο «θεός» - υπόσταση, δεν έχει
πλέον ως βάση την δογματική της θεολογίας, αλλά συνάγεται ως παράγωγο της
ορθολογικά εννοούμενης ιδιαιτερότητας της ανθρώπινης νόησης, της
ενεργητικότητας του ατόμου ως γνωστικού υποκειμένου.

44
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο πανθεϊσμός του Σπινόζα είναι εκείνο το «μεταφυσικό
επίχρισμα» (Κονδύλης Π., σ. 257), εκείνο το περίβλημα της σκέψης του μεγάλου
στοχαστή, που επιδιώκει να εκφράσει τη νέα κοσμοθεώρηση και μεθοδολογία. Το
πλήρες ανάπτυγμα του συστήματος, το τελικό οικοδόμημα της σκέψης,
θεωρούμενο υπό το πρίσμα της ιστορικής δυναμικής της γνωσιακής συγκυρίας
εντός της οποίας ανέκυψε, καταδεικνύει την προσωρινή και εν πολλοίς εργαλειακή
θέση των κληροδοτημένων από το παρελθόν και την κυρίαρχη αντίληψη
επικουρικών «υποβασταζουσών δοκών» και δομικών στοιχείων του.

Η «προεκβολή» (ταύτιση) του θεού στην (με την) φύση – υπόσταση, υποδηλώνει
την πεποίθηση του Σπινόζα ότι η περαιτέρω επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη
μπορεί κάλλιστα να αντεπεξέλθει χωρίς τα παραδεδεγμένα μεταφυσικά
κληροδοτήματα – συμπαρομαρτούντα του θεολογικού δογματισμού, των
μυστικιστικών και καβαλιστικών διδασκαλιών. Αν οι τελευταίες «επιβοήθησαν σε
γενικές γραμμές τον μονιστικό προσανατολισμό του, όμως δεν καθόρισαν το
περιεχόμενο της σκέψης του, το οποίο ελάχιστη και ολότελα επιφανειακή συνάφεια
έχει με τις διάφορες θεωρίες της απορροής (emanatio) των πάντων από το Έν»
(Κονδύλης Π., σ. 257).

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι η φιλοσοφία του Σπινόζα (και ιδιαίτερα η
κατηγορία της υπόστασης), δέχθηκε και εξακολουθεί να δέχεται διασταυρούμενα
πυρά τόσο εκ μέρους της θεολογίας, όσο και εκ μέρους του φιλοσοφικού
εμπειρισμού. Λάβρος πολέμιος της σπινοζικής φιλοσοφίας της υπόστασης υπήρξε ο
Μπέρκλεϊ, ο οποίος συνδύαζε την ιδιότητα του κληρικού με τον αισθησιοκρατικό
υποκειμενικό ιδεαλισμό. Γι’ αυτόν υπάρχει μόνον η έννοια της υποκειμενικής
υπόστασης στην πνευματική θεολογική εκδοχή της, ενώ η έννοια της ενσώματης
υπόστασης συνιστά τον «ακρογωνιαίο λίθο της αθεΐας». Είναι μια έννοια η οποία
-όπως έχει δείξει ο Λοκκ- είναι κατ’ αρχήν ανεπίδεκτη εμπειρικής-επαγωγικής
θεμελίωσης, δεδομένου ότι η ύπαρξή της δεν μπορεί ούτε να επιβεβαιωθεί ούτε και
να διαψευσθεί μέσω της «γενίκευσης της εμπειρίας», δηλαδή, μέσω της
κατάδειξης εκείνου του «κοινού» στοιχείου που ενυπάρχει στα αισθητηριακά
αντιληπτά αντικείμενα και φαινόμενα. Η έννοια αυτή είναι μια πρόκληση για τον
εμπειρισμό, είναι μια ανεπίλυτη αντίφαση εν τοις όροις που αντιστρατεύεται τον
περίφημο «κοινό νου». Εξυπακούεται ότι για τον Χιουμ, ο οποίος αντιμετωπίζει με
σκεπτικισμό το πρόβλημα της αντικειμενικής πραγματικότητας εν γένει, δεν
υφίσταται υπόσταση ούτε καν με την θεολογική έννοια.

Οι δυσκολίες πρόσληψης και αποδοχής της υπόστασης δεν συνδέονται μόνο με


την επίσημη ιδεολογία της εποχής, αλλά και με το μηχανιστικό πνεύμα της
φυσιογνωσίας της εποχής. Η τελευταία κατά τους 16ο-17ο αιώνες σημειώνει
αλματώδη πρόοδο, στην κατεύθυνση της κατ’ εξοχήν εμπειρικής, αναλυτικής, και
επαγωγικής διάγνωσης και της μαθηματικής περιγραφής πραγμάτων, πτυχών και
φαινομένων της φύσης. Η εμφατική ενασχόληση με την περιγραφή άμεσων
φαινομένων μέσω της παρατήρησης, η αδυναμία της έρευνας να παρεισφρήσει
στην αναζήτηση του γίγνεσθαί τους, της αυτοανάπτυξής τους, δεν άφηνε
περιθώρια για να τεθεί συνειδητά και σε ευρεία κλίμακα ως αναστοχαστικό


Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην αλληλογραφία του δεν απαντάται τόσο
συχνά η μεταφυσική ορολογία, π. χ. στη θέση του όρου «θεός» χρησιμοποιούνται
συνήθως οι όροι «υπόσταση» και «φύση». Διόλου τυχαία δεν είναι η σπουδή
ορισμένων θεολόγων και μυστικιστών να προτάξουν την εν λόγω ορολογία ως
συμπύκνωση του ουσιώδους πυρήνα της φιλοσοφίας του Σπινόζα, απροσπέλαστου
δήθεν από τους μη μυημένους.

45
φιλοσοφικό πρόβλημα η κατανόηση της φύσης «αφ’ εαυτής». Η επικέντρωση της
έρευνας μόνο σε «θετικές», δηλαδή σε ποσοτικές-μετρικές προσεγγίσεις, στους
χωρο-χρονικούς προσδιορισμούς και στις αφηρημένες γενικεύσεις (ιδεατές
γεωμετρικές-μαθηματικές μορφές), οδήγησε βαθμηδόν στην μηχανιστική
μονομέρεια. Έτσι, μοναδικές παραδεδεγμένες, αντικειμενικές και άξιες λόγου για
την επιστήμη και τη φιλοσοφία ιδιότητες και σχέσεις του συνόλου των πραγμάτων,
των φαινομένων και των διαδικασιών του επιστητού, γίνονται αποκλειστικά
εκείνες που εγγράφονται στο πλαίσιο των παραπάνω προσεγγίσεων. Εξ’ ου και οι
δυσκολίες πρόσληψης της μεγαλοφυούς συμβολής του Σπινόζα.

Η κατηγορία της υπόστασης, παρά την δεσπόζουσα θέση που κατέχει στο έργο
του, είναι εν πολλοίς υποθετικού χαρακτήρα, είναι προϊόν φιλοσοφικού και λογικού
στοχασμού. Είναι μια προτρέχουσα της κυρίαρχης επιστημονικής πρακτικής της
εποχής και των κεκτημένων της διορατική εικασία, η οποία δεν ανέκυψε ως απλή
γενίκευση των τελευταίων, αλλά και ως αναγκαιότητα, υπαγορευόμενη «από το
σύνολο της λογικής του αγώνα της επιστημονικής νόησης εναντίον του
πειθαναγκασμού του θρησκευτικού μυστικισμού, εναντίον της δυναστευτικής
επιβολής του θρησκευτικού δόγματος στους νόες των επιστημόνων, δηλ. από την
εσωτερική λογική του συνόλου της επιστήμης» (Ιλιένκοφ Ε., 1970). Η αυθεντική
φιλοσοφία δεν είναι η θεραπαινίς, το παρακολούθημα, το απλό προσάρτημα των
εκάστοτε προβεβλημένων επιστημονικών προτύπων, δεν έρπει γενικεύοντας τα
εκάστοτε αποτελέσματα των επιμέρους επιστημών, αλλά κινούμενη στο
κατηγοριακό επίπεδο της νόησης, προηγείται των τελευταίων, ανοίγοντας
ευρετικά δρόμους εκεί όπου εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση ο ιστορικά
προσδιορισμένος περιορισμός της γνώσης (βλ. και Κουζνετσόφ, 1974, σ. 241).

Κατά τον Φόιερμπαχ «εάν στον Σπινόζα ανήκει η τιμή της μετατροπής της
θεολογίας σε θεραπαινίδα της φιλοσοφίας, …στον Λάιμπνιτς, τουναντίον, ανήκει η
τιμή και η ατίμωση για το γεγονός ότι η φιλοσοφία έγινε πάλι υποχείριο της
θεολογίας» (Φόιερμπαχ, σελ. 501). Σύμφωνα με την γλαφυρή μεταφορά του ίδιου
στοχαστή, αν ο Ντεκάρτ κοιτάζει το τηλεσκόπιο, ο Σπινόζα κοιτάζει τον κόσμο
μέσα από το τηλεσκόπιο, ενώ ο Λάιμπνιτς – μέσα από το μικροσκόπιο. Όντως, η
αλληλουχία των αντιλήψεων των τριών μεγάλων ορθολογιστών, συνδέεται με την
μετατόπιση της εστίασης των φιλοσοφικών ερευνών τους. (Κουζνετσόφ, 1974, σ.
229-230). Ο Ντεκάρτ επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην οδό, στον τρόπο με τον
οποίο ο νους του ανθρώπου γνωρίζει τον κόσμο, στη γνωσιολογική σημασία της
μεθόδου. Για τον Σπινόζα η διερεύνηση της μεθόδου δεν είναι ο κύριος σκοπός σε
σύγκριση με τη διερεύνηση του συστήματος της μονιστικά θεωρούμενης φύσης ως
ολότητας, σε σύγκριση με την ηθική σημασία της ίδιας της γνώσης. Ως προς τον
χαρακτήρα και την κλίμακα της θεώρησης, σε αντιδιαστολή με το ασυνεχές των
απειράριθμων και απείρως μικρών υποστάσεων-μονάδων του Λάιμπνιτς, ο Σπινόζα
προτάσσει την εν ενεργεία απειρία του νομοτελούς και αυταίτιου συνεχούς της
καθολικής υπόστασης. Η απόρριψη της σπινοζικής αντίληψης περί υπόστασης από
τον επόμενο μεγάλο ορθολογιστή, τον Λάιμπνιτς, δεν οφείλεται μόνο στην
αντίθεσή της με την επίσημη ιδεολογία, αλλά και στην προαναφερθείσα μη
συμβατότητά της με τις αντιλήψεις της φυσιογνωσίας της εποχής. Κατά τον
Λάιμπνιτς, η ύλη δεν μπορεί να συνιστά υπόσταση, εφ’ όσον είναι εκτατή και
διαιρετή. Στη θέση του αδρανούς ομογενούς εκτατού υλικού, προτείνει ένα άπειρο
σύμπαν ενεργών μονάδων – υποστάσεων, αυθόρμητων και αυτενεργών
(«μεταφυσικών σημείων»), που αν και δεν αλληλεπιδρούν φυσικά, μορφοποιούν
έναν ενιαίο, κινούμενο και αναπτυσσόμενο κόσμο, ρυθμιζόμενο από την αρχή της
«προκαθορισμένης αρμονίας».

46
4. Από τον νατουραλιστικό πανθεϊσμό στην υποστασιοποίηση του
πανλογισμού.

Η ευρετική και μεθοδολογική αναγκαιότητα της κατηγορίας της υπόστασης


συνειδητοποιείται μέσω ασυνεπειών και αντιφάσεων από την γερμανική κλασική
φιλοσοφία. Ο θεμελιωτής της τελευταίας, Ι. Καντ, με τη χαρακτηριστική «κριτική»
στροφή του στη γνωσιολογική προβληματική, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην
υπόσταση ως λογική κατηγορία της διάνοιας. Εδώ η υπόσταση ερμηνεύεται σαφώς
υποκειμενικά. Συνιστά a priori νοητική μορφή, μέσω της οποίας σχηματίζονται,
συντίθενται, «κατασκευάζονται» τα δεδομένα της εποπτείας. Είναι εκείνο το
σταθερό στοιχείο μέσω του οποίου μπορούν να προσδιοριστούν όλες οι προσωρινές
σχέσεις των φαινομένων (Καντ, 1964, τ. 3. σ. 253) και ως εκ τούτου, εισάγεται από
τον Καντ ως «…όρος της δυνατότητας κάθε συνθετικής ενότητας των
προσλήψεων, δηλ. της εμπειρίας, και εντός αυτού του σταθερού η κάθε ύπαρξη και
η κάθε εναλλαγή στο χρόνο μπορούν να εξετάζονται μόνον ως τρόπος (modus)
ύπαρξης εκείνου το οποίο υφίσταται ως βιώσιμο και διατηρείται σταθερά.
Επομένως, το σταθερό που υπάρχει σε όλα τα φαινόμενα είναι το ίδιο το πράγμα,
δηλ. η υπόσταση (phaenomenon), ενώ όλα όσα αντικαθίστανται είτε μπορούν να
αντικατασταθούν, σχετίζονται μόνο με τον τρόπο ύπαρξης αυτής της υπόστασης
είτε των υποστάσεων, και επομένως, μόνο με τον ορισμό τους» (ό.π., σ. 254). Ο
Καντ αντιλαμβάνεται τη σημασία του προσδιορισμού της υπόστασης, χωρίς τον
οποίο είναι ανέφικτη η επιστήμη ως σύστημα γνώσεων περί ενός αντικειμένου.
Ειδάλλως, η γνώση κατακερματίζεται σ’ ένα χαώδες συνονθύλευμα ασύνδετων
καθαρά εμπειρικών κρίσεων περί διαφόρων ανομοιογενών και μεταβαλλόμενων
πραγμάτων.

Στη φιλοσοφία του Φίχτε, το καντιανό υπερβασιακό υποκείμενο μετατρέπεται


σε απόλυτη αρχή παντός επιστητού. Είναι το απόλυτο Εγώ η αρχή από τη
δραστηριότητα της οποίας εξάγεται το σύνολο της πραγματικότητας,
λαμβάνοντας τη θέση της θείας υπόστασης του σπινοζικού ορθολογισμού.
Η επόμενη σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της λογικής κατηγορίας
«υπόσταση» οφείλεται στον Χέγκελ. Ο ορίζοντας της φιλοσοφίας του Χέγκελ
καθορίζεται από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες της εποχής του και από το
επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών και της φιλοσοφίας. Η κεφαλαιοκρατία
ολοκλήρωνε τότε τη διαμόρφωση της χωρίς να εκδηλώνει ακόμα πλήρως
ανεπτυγμένες τις αντιφάσεις της και η εργατική τάξη της Γερμανίας δεν
προέβαλλε ακόμα ως αυτοτελής πολιτική δύναμη. Δεν είχαν ωριμάσει λοιπόν οι
συνθήκες που θα επέτρεπαν την αυστηρά επιστημονική θεώρηση των κοινωνικών
δυνάμεων, των ανταγωνισμών της κεφαλαιοκρατίας, των δρόμων και των μέσων
υπέρβασης αυτών των ανταγωνισμών. Επομένως, όπως είναι αναμενόμενο σε
παρόμοιες συγκυρίες, η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων είτε προέβαλλε αναπόφευκτα
ως αιώνια και αμετάβλητη, είτε οι απόψεις περί των σκοπών, των μέσων και των
δρόμων αλλαγής της κοινωνίας δεν μπορούσαν παρά να είναι ουτοπικές
(Βαζιούλιν, 1971). Δεδομένου ότι ο Χέγκελ αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως
αμετάβλητη, θεωρούσε τις αλλότριες και κυρίαρχες επί των ανθρώπων κοινωνικές
δυνάμεις ως απόλυτα αυτοτελείς έναντι των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση η
όποια ανάπτυξη των εν λόγω δυνάμεων, της «γενολογικής ουσίας» του ανθρώπου,
εκλαμβάνεται ως ανάπτυξη μιας εξ υπαρχής δεδομένης αυτοτελούς
καθολικότητας, μιας ουσίας κυρίαρχης επί του ενικού, του αισθητηριακού και του
εμπειρικού. Εδώ έγκειται η εγελιανή επανανοηματοδότηση της υπόστασης του
Σπινόζα. Ο Χέγκελ εντάσσει στο συνθετικό σύστημά του τον νατουραλιστικό
πανθεϊσμό του Σπινόζα (την υπόσταση) και τον μυστικιστικό πανθεϊσμό του Φίχτε,
μετασχηματίζοντάς τους, αποβάλλοντας τα υπερβατικά στοιχεία του τελευταίου.

47
Ο Χέγκελ υπερβαίνει κριτικά το «υποκειμενικό υποκείμενο-αντικείμενο» του Φίχτε
και θέτει στη θέση του απόλυτου υπερβασιακού «Εγώ» την αυτοαναπτυσσόμενη
ιδέα, την καθαρά λογική έννοια ως ενότητα υποκειμενικότητας και
αντικειμενικότητας. Στην υποστασιοποίηση αυτής της αντίληψης εδράζεται η
χαρακτηριστική για τον Χέγκελ απόσπαση της νόησης από την υλική (κοινωνική -
πολιτισμική) βάση που τη γέννησε και η αναγόρευση της σε αυτοτελή -
αυθύπαρκτη οντότητα και γενεσιουργό πηγή όλου του κόσμου (ο οποίος
υποβαθμίζεται σε ετερότητα της νόησης). Αυτή η προϋπάρχουσα, αρχέγονη και
πρωτεύουσα νόηση ως απόλυτη πνευματική δραστηριότητα αποτελεί την
γενεσιουργό αφετηρία και το τελικό αποτέλεσμα, το επιστέγασμα του
μεγαλειώδους φιλοσοφικού του συστήματος.
Ο κύριος σκοπός του Χέγκελ είναι η δημιουργία μιας λογικής ως συστήματος
κατηγοριών και, κατ’ αυτό τον τρόπο, η προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη
μορφή της επιστήμης. Παρόμοια σκοποθεσία δεν θα μπορούσε να ανακύψει εάν οι
επιστήμες της εποχής δεν αναπτύσσονταν ραγδαία, εάν οι επιμέρους επιστήμες δε
άρχιζαν τη μετάβασή τους από το εμπειρικό στο θεωρητικό επίπεδο, στη
διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας αντικειμένων και διαδικασιών. Στο
εγχείρημα του αυτό ο Χέγκελ βασίζεται στη διαπίστωση των προκατόχων του
αναφορικά με το ανέφικτο της εξαγωγής των λογικών κατηγοριών από την
ατομική εμπειρία (Λοκ, Χιουμ και, αναφορικά με όλες τις κατηγορίες, Καντ). Ο
Χέγκελ επιχειρεί την υπέρβαση της καντιανής απόσπασης της μορφής από το
περιεχόμενο της νόησης, των κενών λογικών κατηγοριών από τα δεδομένα της
εμπειρίας και των τελευταίων από το «πράγμα καθ’ εαυτό», παραμένοντας στο
πεδίο της εκ των πραγμάτων απόσπασης της νόησης από το είναι, από την ύλη. Γι’
αυτό και η υπέρβαση του αποδεικνύεται επίπλαστη: το πραγματικό περιεχόμενο
ανάγεται στη μορφή της νόησης και το «πράγμα καθ’ εαυτό» στις λογικές
κατηγορίες. Στις σημαντικότερες φιλοσοφικές καταβολές της χεγκελιανής
φιλοσοφίας συμπεριλαμβάνεται η περί υπόστασης διδασκαλία του Σπινόζα (η οποία
-όπως είδαμε εν συντομία- συμπυκνώνει σε ορισμένο βαθμό το κοσμοείδωλο που
αντιστοιχεί στις απαρχές του θεωρητικού σταδίου ανάπτυξης των επιστημών) και
η αυτοσυνείδηση του Φίχτε.
Η νόηση παρουσιάζεται πλέον ως εξ υπαρχής δεδομένη, υπερατομική,
αντικειμενική, αυτοκινούμενη και αυτοδιακρινόμενη υπόσταση, συνειδητοποιούσα
τον εαυτό της. Ο Χέγκελ ορίζει την υπόσταση ως «ολότητα των συμβεβηκότων,
εντός των οποίων αυτή αποκαλύπτεται ως η απόλυτη αρνητικότητά τους, δηλ. ως
απόλυτη ισχύς και συνάμα ως ο πλούτος κάθε περιεχομένου» (1929, σ. 252). Την
θεωρεί «…ουσιώδη αναβαθμό στη διαδικασία της ανάπτυξης των ιδεών» και «…
βάση της κάθε περαιτέρω αυθεντικής ανάπτυξης…» (ό.π., σ. 253) της
επιστημονικής νόησης που επιχειρεί την συστηματική ανάπτυξη των
προσδιορισμών του γνωστικού της αντικειμένου (σε αντιδιαστολή με τα αυθαίρετα
άλματα και τον εκλεκτικισμό). Οφείλει ωστόσο να καταδειχθεί από την
επιστημονική νόηση ο τρόπος με τον οποίο αυτός ο απρόσωπος-καθολικός
προσδιορισμός «εξατομικεύεται», δηλαδή εκτυλίσσει την ποικιλομορφία της
αυτοανάπτυξής του. Επομένως, το αληθές, η αληθής διάγνωση του αντικειμένου, η
κατανόηση και η έκφρασή του, δεν μπορεί να αρκεστεί μόνο στην υπόσταση. Είναι
απαραίτητη και η ανάδειξή του ως υποκειμένου, δηλαδή χρειάζεται να αναδειχθεί
η εγγενής αναγκαιότητα της αυτοανάπτυξης του αντικειμένου, η δύναμη της
αυτοδιαφοροποίησής του, η εσωτερική κινητήριος αντιφατικότητα της υπόστασης.
Ο Χέγκελ θεωρεί την υπόσταση ως «υποστασιακή ενότητα» και την αντιδιαστέλλει
στην τυπική και καθαρά εξωτερική-επιφανειακή ενότητα της απλής συνύπαρξης
γεγονότων-συμβεβηκότων στο χώρο και στο χρόνο. Αυτή η «υποστασιακή
ενότητα» αποκαλύπτεται ως «αιτιώδης σχέση», ως «εγγενής αιτιότητα» και
συνδέεται τελικά με την κινητήριο κλιμάκωση της αντίφασης.

48
Από τις επιμέρους επιστήμες η κλασική αστική πολιτική οικονομία άσκησε την
μέγιστη επίδραση στη λογική του Χέγκελ (Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.) και στις
αντιλήψεις του για την υπόσταση (Βαζιούλιν, 1971, Lukacs G., 1987, Πατέλης,
1991, σ. 159-167). Ο Χέγκελ δεν υιοθετεί από αυτήν απλώς την κατηγορία της
εργασίας ως αφετηριακή για την ερμηνεία των οικονομικών φαινομένων, αλλά της
προσδίδει βαθύτερο και ευρύτερο φιλοσοφικό νόημα, κοσμοϊστορική σημασία: η
εργασία είναι η διαδικασία δημιουργίας από τον άνθρωπο του ίδιου του εαυτού
του, είναι μια διαδικασία αυτογένεσης του ανθρώπου, μια διαδικασία δημιουργίας
της «γενολογικής ουσίας» του ανθρώπου. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τους
κλασικούς της οικονομίας, ο Χέγκελ ανάγει την εργασία σε πνευματική -
αφηρημένη δραστηριότητα, σε αυθύπαρκτη υπόσταση των πάντων. Παρόμοια με
τους οικονομολόγους, ο Χέγκελ διακρίνει μόνο τη θετική πλευρά της εργασίας,
ταυτίζοντας νομοτελώς την ιστορικά παροδική ανταγωνιστική μορφή (και
βαθμίδα) της εργασίας της εποχής του με την εργασία εν γένει, δηλαδή
ταυτίζοντας την αλλοτρίωση, την αποξένωση με την εξαντικειμένωση, με την
πραγμοποίηση. Βεβαίως σε σύγκριση με τους κλασικούς της αστικής
οικονομολογίας ο Χέγκελ προχωρεί κατά ένα βήμα:θέτει το ζήτημα της άρσης της
αλλοτρίωσης. Ωστόσο, το βήμα αυτό, λόγω του άκρως μυστικιστικού χαρακτήρα
του συστήματός του, λειτουργεί και οπισθοδρομικά: η υπέρβαση της αλλοτρίωσης
υπό το πρίσμα αυτής της εξωιστορικά και μεταφυσικά εννοούμενης εργασίας –
υπόστασης (απολύτως νοητικής δραστηριότητας), μπορεί να υπάρξει μόνον ως
υπέρβαση (κατάργηση) του εμπράγματου, του αντικειμένου, ως απελευθέρωση του
πνεύματος από την ξένη προς αυτό πραγματικότητα και «επιστροφή» στο απόλυτο.
Η αντιφατικότητα της μεγαλειώδους σύλληψης του Χέγκελ συνδέεται με τις
παραπάνω επισημάνσεις.
Η διαλεκτική μέθοδος προβάλλει στη φιλοσοφία του Χέγκελ ως σύστημα της
διαλεκτικής λογικής. Η «υποστασιακή ενότητα» αυτού του συστήματος δομείται
βάσει της ιδεοκρατικής αρχής της ταυτότητας νόησης και είναι, της οποίας έχει
προηγηθεί η απόσπαση της νόησης από το είναι. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ
αντιλαμβάνεται την καθολική ενότητα, το οργανικό όλο (ολότητα) ως ενυπάρχον
στη νόηση αποκλειστικά πνευματικό προϊόν και όχι ως ανεξαρτήτως της νόησης
υφιστάμενο στην ενεργό πραγματικότητα. Ο εμπράγματος κόσμος προβάλλει εδώ
ως στερούμενος δικής του ουσίας: ουσία του αποβαίνει στο εγελιανό σύστημα η
υποστασιοποιημένη νόηση, η οποία αναγνωρίζει στον εμπράγματο κόσμο τον εαυτό
της ως ετερότητα της. Η περί του όλου αντίληψη εννοείται ως αρχέγονη,
αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα, ως πνευματική οντότητα. Εδώ οι
μορφές και οι νόμοι της ανθρώπινης νόησης κατακτούν και ανακτούν την
«απόλυτη», τη «θεία» φύση τους, ως μορφές και νόμοι μιας δραστηριότητας που
δημιουργεί και αναπαράγει τον εξωτερικό κόσμο (γι’ αυτό και αποτυπώνονται σ’
αυτόν ως μορφές πραγμάτων, ως μορφές του «απολιθωμένου» στα πράγματα
παγκόσμιου πνεύματος, του θεού). Εδώ η πραγματική ανθρώπινη νόηση, η
κοινωνική συνείδηση, υποστασιοποιείται και θεοποιείται ως κάποια υπεράνω των
ανθρώπων παγκόσμια δύναμη, απλώς εκδηλούμενη τελικά μέσω των ανθρώπων και
όχι ως δραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπινου όντος. Η ταύτιση νόησης και
είναι, στην οποία εδράζεται αυτή η ιδεοκρατική σύλληψη, καταργεί εκ προοιμίου
το ζήτημα της αυτοτέλειας και της ιδιοτυπίας της γνωστικής διαδικασίας και τη
διαλεκτική αυτής της διαδικασίας, η οποία προϋποθέτει απαραίτητα τη σχέση του
υποκειμένου προς το ανεξάρτητα από το υποκείμενο υπάρχον αντικείμενο. Στην
καλύτερη περίπτωση εδώ απεικονίζεται η διαλεκτική της νόησης. Ωστόσο, η
ταύτιση αυτή, έστω και υποστασιοποιημένη - θεοποιημένη, αντανακλά εν πολλοίς
υπαρκτές στιγμές της σύμπτωσης της δρώσας ανθρώπινης νόησης με το είναι, με
την υλική πραγματικότητα, και χαρακτηρίζει την ιδιοτυπία της διαλεκτικής
λογικής έναντι της θεωρίας της γνώσης. Χαρακτηρίζει δηλαδή τις στιγμές κατά

49
τις οποίες η αλήθεια της εκάστοτε κεκτημένης από τη γνωστική διαδικασία
γνώσης θεωρείται δεδομένη. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ορθολογικός πυρήνας της
μεγαλοφυούς συμβολής του Χέγκελ στην επιστήμη περί των τρόπων και των μέσων
της νόησης, στη διαλεκτική λογική. Σε αυτό τον ορθολογικό πυρήνα οφείλεται και
η ορθή σε γενικές γραμμές σύλληψη από τον Χέγκελ του «μηχανισμού» της
ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, στην ανάπτυξη του οποίου
προβαίνει ο Χέγκελ «προδίδοντας» τον απόλυτο ιδεαλισμό του: εάν έμενε συνεπής
στην παραδοχή που θέτει ως θεμελιώδη αφετηρία του, στην απολυτοποιημένη και
υποστασιοποιημένη νόηση, στο απόλυτο, το οποίο -αποκομμένο από το σχετικό-
συνιστά το πλήρως απροσδιόριστο και απροσπέλαστο μη-ον, το όλο εγχείρημα θα
ακυρωνόταν. Έτσι αναπτύσσεται το σύστημα των λογικών κατηγοριών στην
εσωτερική τους συνάφεια (από την άποψη δηλαδή της ουσίας της νόησης) ως
διατεταγμένο όλο μέσω της κλιμακούμενης άρσης της απροσδιοριστίας των πλέον
αφηρημένων κατηγοριών από τις πιο συγκεκριμένες, από το πεδίο του «είναι» στην
«ουσία», από την ουσία στο «φαινόμενο» και από αυτό στην ενότητα ουσίας και
φαινόμενου, στην «πραγματικότητα». Η όλη κίνηση της νόησης προβάλλει ως
αλληλοδιαπλοκή νόμων (πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, ενότητα
και πάλη των αντιθέτων και άρνηση της άρνησης), βάσει των οποίων δομείται η
«αντικειμενική λογική» του Χέγκελ.
Ωστόσο η ιδεοκρατική αρχή προσδίδει στη διαλεκτική του ιδιότυπα
χαρακτηριστικά και την οδηγεί σε ασυνέπειες, σε συμβιβαστικές υπαναχωρήσεις,
οι οποίες ευνουχίζουν εν πολλοίς τον δυναμισμό της. Αυτό εκδηλώνεται φυσικά
στην υποβάθμιση της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο
αφηρημένο, και τελικά στην αναγωγή αυτής της κίνησης της σκέψης στην
ανώτερη βαθμίδα της νόησης: στην ανάβαση από το αφηρημένο στο νοητά
συγκεκριμένο, στην υπαγωγή της διάνοιας στον λόγο (βλ. διάνοια και λόγος, στο
Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό λεξικό) και στην υπαγωγή του ιστορικού στο
λογικό (βλ. ιστορικό και λογικό, στο ίδιο). Έτσι ο Χέγκελ υποτάσσει τη διαλεκτική
στην ιδεοκρατία. Ενώ στο επίπεδο της αμεσότητας, του Είναι, διακρίνει την
παθητική και την ενεργητική πλευρά του κατηγοριακού δίπολου των αντιθέτων
(ποιότητα και ποσότητα), στο πεδίο της ουσίας η διάκριση αυτή εξαφανίζεται, οι
πλευρές της θεμελιώδους για τη διαλεκτική αντίφασης συμβιβάζονται στο
«θεμέλιο» ώστε να επιτευχθεί η διαιώνιση της (υπάρχουσας) ουσίας. Κατ’ αυτό τον
τρόπο η λογική του Χέγκελ είναι η λογική ενός κλειστού συστήματος, το οποίο
ουσιαστικά στερείται παρελθόντος και μέλλοντος, δεδομένου ότι η μορφή του
προσδιορισμού της απόλυτης ιδέας είναι η «απολύτως δι’ εαυτήν άνευ
υποκειμενικότητας υφιστάμενη εξωτερική εμφάνεια του χώρου και του χρόνου»
(Hegel, 1973, τ. 3, σ. 310).
Οι παραπάνω περιορισμοί εκδηλώνονται εντονότερα στην αναπαράσταση του
γίγνεσθαι της νόησης, στην «υποκειμενική λογική» του, όπου το ανεπτυγμένο
σύστημα των κατηγοριών ως απόλυτη αρχή επιβάλλεται επί του γίγνεσθαι κατά
τελεολογικό τρόπο. Η αισθητηριακή γνώση, η διάνοια κλπ., υπάρχουν μόνον ως
αναγκαίες βαθμίδες της ανάδειξης του λόγου, της ανεπτυγμένης νόησης. Παρ’
όλες τις έντονες επικρίσεις του κατά της διάνοιας (την οποία αφ’ υψηλού ταύτιζε
με τη μεταφυσική), ο Χέγκελ -λόγω του ιδεαλισμού του- παρέμεινε δέσμιος της
προδιαλεκτικής απόσπασης των διαμελισμένων μερών του όλου (νόησης και είναι,
διάνοιας και λόγου, λογικού και ιστορικού κλπ.), η εξωτερική συνάφεια των οποίων
(ως αναγωγή είτε ως υπαγωγή) επίσης υποστασιοποιείται και γίνεται η βάση
ιδεαλιστικών μυστικοποιήσεων. Το αποτέλεσμα της γνωστικής διαδικασίας, η
άρνηση της άρνησης της κατ’ αίσθηση γνώσης (λόγος), ως εξ’ υπαρχής
αποκομμένο από τη γενεσιουργό διαδικασία του, οροθετεί, έλκει και απορροφά
πλήρως την τελευταία.
Στη Φιλοσοφία της φύσης (2ο μέρος της Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών

50
επιστημών, 1817) η κριτική ανάλυση της κατάστασης των σύγχρονων του φυσικών
επιστημών και του εννοιολογικού εξοπλισμού τους είναι συνυφασμένη με την
άκριτη αναπαραγωγή, και τη φιλοσοφική «δικαίωση», δογμάτων και
προκαταλήψεων της εποχής του. Εδώ εξετάζει την φύση, ως ετερότητα της
υποστασιοποιημένης ιδέας («αποστασία» της ιδέας αφ’ εαυτής) και ως αφετηρία
της επανόδου του πνεύματος στον εαυτό του. Η φύση («πνεύμα απολιθωμένο»,
δεδομένου ότι κατά τον Χέγκελ ικανή να μεταμορφώνεται είναι μόνο η έννοια
καθαυτή) μετατρέπεται σε πνεύμα. Λόγω του άκαμπτου δογματισμού της, της
επιλεκτικότητας και των αυθαιρεσιών της, η «φυσική φιλοσοφία» του Χέγκελ δεν
συνιστά βήμα προς τα εμπρός και υπολείπεται των αντίστοιχων προσεγγίσεων του
προκριτικού Καντ. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει την έστω και στατικά - τελεολογικά
διατυπωμένη διορατικότατη εικασία του περί των επιπέδων - μορφών κίνησης και
αλληλεπίδρασης της ύλης («μηχανικής», «χημικής», «οργανικής») και άλλων
ιδεών, που προοιωνίζονται μετέπειτα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών (π.χ. το
μη αναγώγιμο των μορφών κίνησης, τη συσχετικότητα χώρου και χρόνου, την
«εγγενή σκοπιμότητα» των εμβίων όντων κλπ.).
Στη Φιλοσοφία του πνεύματος (3ο μέρος της Εγκυκλοπαίδειας, 1817), η
επανερχόμενη από την αλλοτρίωση στον εαυτό της ιδέα-υπόσταση γίνεται
συγκεκριμένη και έλλογη. Εδώ εξετάζεται η ανθρώπινη συνείδηση και διάφορα είδη
ανθρώπινης δραστηριότητας. Ως «υποκειμενικό πνεύμα», υπό το πρίσμα της
ανθρωπολογίας, της φαινομενολογίας και της ψυχολογίας, εξετάζεται η
πνευματική ανάπτυξη του ατόμου σε συνδυασμό με την πνευματική ανάπτυξη του
ανθρώπινου γένους. Ως «αντικειμενικό πνεύμα» ο Χέγκελ εκθέτει τις κοινωνικές -
πολιτειολογικές του απόψεις, τις οποίες αναπτύσσει περαιτέρω στη Φιλοσοφία του
δικαίου (1821). Οι ιδέες αυτές του Χέγκελ αποτελούν την κορύφωση της
προμαρξικής κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου του
διαφωτισμού. Εδώ ο Χέγκελ, παρά την κριτική που ασκεί στον ατομικισμό και στον
αφηρημένο χαρακτήρα της θεωρίας του «φυσικού δικαίου», επιχειρεί την
αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας της κοινωνίας ξεκινώντας από την
υποστασιοποιημένη αφαίρεση της απόσπασης του ενσαρκωμένου στο κράτος και
στο δίκαιο καθολικού, το οποίο εκλαμβάνει ως ουσία της κοινωνίας. Κατ’ αυτό τον
τρόπο η χαρακτηριστική για την κλασική αστική σκέψη πολιτική - δικαιική
θεώρηση της κοινωνίας οδηγείται μέχρι το λογικό της πέρας. Όπως αναφέρει στη
Φιλοσοφία της ιστορίας: «όλη η αξία του ανθρώπου, όλη η πνευματική
πραγματικότητα του υπάρχει αποκλειστικά χάριν του κράτους». Εδώ η υπό
διαμόρφωση επιστημονική θεώρηση της κοινωνίας συνδέεται με τη συστηματική
θεώρηση του αντικειμένου βάσει μιας συγκεκριμένης μορφής της υπόστασης του
(αφηρημένη πνευματική δραστηριότητα) και μιας συγκεκριμένης μορφής
εκδήλωσης της ουσίας (το δίκαιο και το κράτος ως ενσάρκωση του λόγου, της
«γενολογικής ουσίας του ανθρώπου»). Εννοείται ότι στα πλαίσια αυτής της
θεώρησης της χεγκελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, ο άνθρωπος προβάλλει ως
πλήρως εξαρτημένη και ετεροπροσδιοριζόμενη οντότητα, υπαγόμενη στους
αναβαθμούς του «αφηρημένου δικαίου», της «κατ’ επίγνωση ηθικότητας» ή
«ατομικής ηθικής» (Moralitat) και της ομόλογης προς την έννοια της καθολικής
βούλησης «καθ’ έξιν ηθικότητας» ή «κοινωνικής ηθικής» (Sittlichkeit). Η τελευταία
περιλαμβάνει την οικογένεια, την κοινωνία των ιδιωτών και την πολιτεία (κράτος).
Η πολιτεία είναι κατά τον Χέγκελ το καθαυτό έλλογο και ηθικό όλο, η πραγμάτωση
της ελευθερίας και της καθολικής βούλησης, η πραγμάτωση της θείας ιδέας, ο
επίγειος θεός. Άριστο πολίτευμα θεωρεί τη συνταγματική μοναρχία, κατά το
πρωσικό πρότυπο της εποχής του, το οποίο θεωρούσε «δομημένο επί των έλλογων
αρχών» (διάλεξη από 28/10/1816). Η ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας
συνιστά πορεία απαρέγκλιτη προς την παραπάνω ιδέα της πολιτείας και τη
συνείδηση της ελευθερίας, μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας των εκάστοτε

51
δεσποζόντων λαών - φορέων του καθολικού πνεύματος. Οι τέσσερις
«κοσμοϊστορικές» περίοδοι (ανατολική, ελληνική, ρωμαϊκή και γερμανική)
αντιστοιχούν στην παιδική, στη νεανική, στην ανδρική και στη γεροντική ηλικία
της ανθρωπότητας.
Η ιδέα της αντικειμενικής ιστορικής νομοτέλειας προβάλλει εδώ με σχηματική
μονομέρεια και υπερβολές και ερμηνεύεται μυστικιστικά ως «πανουργία» του
παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο χειρίζεται τα άτομα ως εργαλεία του. «Απόλυτο
πνεύμα» θεωρεί ο Χέγκελ τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Στις τρεις
διαδοχικές μορφές του (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία), μέσω των οποίων το
πνεύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του διαδοχικά ως εποπτεία και εικόνα, ως
συναίσθημα και παράσταση και ως νόηση και έννοια, κατά μεγαλοφυή μεν, πλην
όμως ιδεοκρατικά μυστικιστικό τρόπο, εν μέρει συλλαμβάνεται η κατεύθυνση της
διαμεσολαβημένα κλιμακούμενης συνάφειας των μορφών και των εκφάνσεων της
συνείδησης.
Η αντιφατικότητα συντηρητισμού (καθαγιασμού του υπαρκτού) και
ανατρεπτικού ριζοσπαστικού ορθολογισμού (κριτικής-ορθολογικής προσέγγισης
του αναπτυσσόμενου όντος) συμπυκνώνεται στην κλασική διατύπωση του: «κάθε τι
έλλογο είναι και πραγματικό, και κάθε τι το πραγματικό είναι και έλλογο».
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ με το μεγαλειώδες εγχείρημα του να εντάξει στον
φιλοσοφικό στοχασμό то σύνολο του επιστητού, επιδιώκει να «άρει» πλήρως και
τελειωτικά, να συλλάβει και να εγκλείσει κάθε δυνητική προοπτική της νόησης,
έχοντας την πεποίθηση ότι αυτή η ένταξη στους κλειστούς κύκλους της
φιλοσοφίας της υποστασιοποιημένης απόλυτης ιδέας αποτελεί το επιστέγασμα και
το άκρον άωτον της κίνησης της γνώσης. Η απόλυτη ιδέα του, η απολυτοποιημένη
και ενδελεχώς εκλεπτυσμένη απόλυτη υπόσταση-υποκείμενο, αυτή η πανλογική
αναβίωση της πανθεϊστικής αρχής του Σπινόζα, προβάλλει ως ο εγγενής Λόγος
του κόσμου. Ωστόσο, για να πραγματοποιήσει τα παραπάνω χρειάσθηκε να
αναπαραστήσει εν γένει και εν συνόλω την ποικιλομορφία του περιεχόμενου της
νόησης, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το ίδιο του το πανλογικό - δογματικό
σύστημα, αλλά και κάθε πιθανή κοσμοθεώρηση που θεωρεί δεδομένο κάποιο
υποστασιοποιημένο απόλυτο, διότι η προσέγγιση του τελευταίου μέσω της νόησης,
του λόγου, το καθιστά κατ’ αρχήν ορθολογικά προσπελάσιμο και συνεπώς
συσχετικό.
Το όλο εγχείρημα του Χέγκελ, από την άποψη της σχέσης του έναντι του
κεκτημένου του Σπινόζα, είναι τελικά αντιφατικό. Αφ’ ενός μεν, εμπλουτίζει την
προβληματική της υπόστασης ως λογικής κατηγορίας και συγκεκριμενοποιεί τη
θέση και τον ρόλο της στην προώθηση του μεθοδολογικού μονισμού, εντάσσοντάς
την στο διατεταγμένο και ιεραρχημένο σύστημα των λογικών κατηγοριών του. Αφ’
εταίρου δε, κάνει σαφώς και ένα βήμα πίσω, προς την καρτεσιανή λύση, δεδομένου
ότι η ιδεοκρατική απόσπαση της νόησης από το είναι που τον χαρακτηρίζει, τον
οδηγεί στην θέση περί «καθαρής», δηλ. «ασωμάτου και μη εκτατής» σκέψης, ως
ενεργού αιτίας του συνόλου των αλλαγών που λαμβάνουν χώρα εντός και εκτός
του ανθρώπου, στη φύση και στην κοινωνία.
Η κριτική προσέγγιση των κληροδοτημάτων του λογικού και μεθοδολογικού
στοχασμού του Σπινόζα και του Χέγκελ προϋποθέτει την συνειδητοποίηση των
ιστορικών περιορισμών και της αντιφατικότητας του έργου τους και τη διαλεκτική
«άρση» του κεκτημένου τους. Δεν συνιστά δημιουργική συνεισφορά φερ’ ειπείν η
απόρριψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του μαρξισμού ως αντίδραση
στον ανθρωπολογισμό και στην εγελιανή ιδεοκρατική «ουσιοκρατία» (π.χ.
Αλτουσέρ, Γκαλβάνο Ντέλα Βόλπε, κ.ά.). Δεν είναι βήμα προς τα εμπρός η
εκλεκτική επίκληση πτυχών της υπόστασης του Σπινόζα μαζί με στοιχεία της
νομιναλιστικής μεταφυσικής για την συγκρότηση άκαμπτων αντιδιαλεκτικών
σχημάτων στο πνεύμα ενός «στρουκτουραλιστικού» σχολαστικισμού, εκπληκτικά

52
διανθισμένου με ετερόκλητες αναφορές (από Βίτγκενσταϊν και Νίτσε μέχρι και
Ντελέζ, βλ. Φουρτούνης, 2002).
Η περαιτέρω ανάπτυξη της «υπόστασης» ως μεθοδολογικής και λογικής
κατηγορίας συνδέεται κατ’ εξοχήν με τη μεθοδολογία διερεύνησης του οργανικού
όλου, με τη συμβολή του Κ. Μαρξ και της «Λογικής της Ιστορίας» (Βαζιούλιν Β.Α.,
2004). Η συνέχεια της εξέτασης αυτής της ανάπτυξης απαιτεί ξεχωριστή
πραγμάτευση σε άλλο κείμενο.
Βιβλιογραφία.
Cottingham J. Φιλοσοφία της επιστήμης. Α΄, Οι ορθολογιστές. Μετάφραση: Μ.
Τσούρη. Επιμέλεια: Α. Χρύσης. Εκδόσεις Στάχυ. Αθήνα, 2000.
Lukacs G. Der junge Hegel. Berlin,1954 (Ρώσικη έκδοση, Μόσχα, 1987).
Scruton R. Σπινόζα. Μετάφραση: Λ. Θεοδωρίδου. Εκδόσεις Ενάλιος. Αθήνα, 2002.
Αλτουσέρ Λ. Στοιχεία αυτοκριτικής. Μετάφραση: Τ. Καφετζή. Εκδόσεις
Πολύτυπο. Αθήνα, 1983.
Αλτουσέρ Λ. Φιλοσοφικά. Ο Πολίτης. Αθήνα, 1994.
Άσμους Β. Φ. Η διαλεκτική αναγκαιότητας και ελευθερίας στην ηθική του
Σπινόζα. Στο: Άσμους Β. Φ. Εκλεκτά φιλοσοφικά έργα. Τομ. 1ος , Έκδοση
Πανεπιστημίου Μόσχας, 1971.
Βαζιούλιν Β. Α. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας.
Μετάφραση Δ. Πατέλη. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004.
Δαφέρμος Μ. Η Πολιτισμική – Ιστορική θεωρία του Βιγκότσκι. Φιλοσοφικές –
ψυχολογικές – παιδαγωγικές διαστάσεις. Ατραπός, Αθήνα, 2002.
Διζικιρίκης Γ. Αλτουσέρ και Σπινόζα. Εκδόσεις Φιλιππότη. Αθήνα, 1994.
Κονδύλης Π. Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη. Εκδόσεις Γνώση.
Αθήνα, 1983.
Μπαλιμπάρ Ε. Ο Σπινόζα και η πολιτική. Μετάφραση Α. Ι. Στυλιανού. 2η έκδοση,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2002.
Νούτσος Π. Ο νομιναλισμός. Οι κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις της
υστερομεσαιωνικής φιλοσοφίας. Κέδρος. Αθήνα, 1980.
Σπινόζα. Ηθική. Μετάφραση Μ. Ζωγράφου. Αναγνωστίδη. Αθήνα, χ.χ.
Σπινόζα. Πολιτική πραγματεία. Μετάφραση Α. Ι. Στυλιανού. Πατάκη. Αθήνα, 5η
ανατύπωση 2000.
Σπινόζα. Πραγματεία για τη διόρθωση του νου. Μετάφραση: B. Jaquemart, Β.
Γρηγοροπούλου. 2η έκδοση. Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, 2002.
Φουρτούνης Γ. Εμμένεια και δομή. Στο: Σπινόζα: προς την ελευθερία. Δέκα
σύγχρονες ελληνικές μελέτες. Αξιολογικά, ειδικό τεύχος 2. Αθήνα, Νοέμβριος
2002, σ. 191-227.
А.Н. СССР. Институт Философии. История диалектики XIV-XVIII вв.
Издательство Мысль. Москва, 1974. [Α. Ε. ΕΣΣΔ. Ινστιτούτο Φιλοσοφίας. Ιστορία
της Διαλεκτικής 14ος-18ος αι.]
Беркли Дж. Трактат о началах человеческого знания. СПБ, 1905, с. 66.
[Μπέρκλει Τ. Δοκίμιο περί των αρχών της ανθρώπινης γνώσης].
Библер В.С. Бог Декарта и Спинозы (доклад на семинаре «Архэ» 18.03.97)
http://www.bibler.ru/index.php?sec=1b9 [Μπίμπλερ Β. Σ. Ο θεός του Ντεκάρτ και
του Σπινόζα].
Вазюлин В.А. Марксов анализ "механизма" социальной обусловленности
логики Гегеля, στο: Философские науки. 1971. N 2. С. 122-129. (Научн.
доклады высш. школы). [Βαζιούλιν Β. Α. Η μαρξική ανάλυση του «μηχανιαμού»
κοινωνικής οροθέτησης της λογικής του Χέγκελ].
Гайденко П. История новоевропейской философии в её связи с наукой.
Москва.2000.
Гайденко П. П. Субстанция. Новая философская энциклопедия. Том. 3, Москва,
2001, с. 651-656. [Γκαιντένκο Π.Π. Υπόσταση. Στη Νέα Φιλοσοφική

53
Εγκυκλοπαίδεια].
Гегель Г.В.Ф. Наука логики. Т. 1-3. Москва, 1970-1973. [Χέγκελ Γκ. Β. Φ. Η
επιστήμη της λογικής].
Декарт Р. Избранные произведения. Москва, 1950.[ Ντεκάρτ Ρ. Επιλογή έργων].
Ильенков Э.В. Диалектическая логика. Очерки истории и теории. Μ.1984.
[Ιλιένκοφ Ε. Διαλεκτική Λογική. Δοκίμια ιστορίας και θεωρίας].
Ильенков Э.В. Субстанция. [Ιλιένκοφ Ε. Β. Υπόσταση]. Философская
энциклопедия, т. 5, Мосва, 1970, с.151-154.
Кант И. Сочинения, т. 3. Москва, 1964. [Καντ Ι. Έργα, τ. 3].
Кузнецов Б.Г. История философии для физиков и математиков. Наука. Москва,
1973. [Κουζνετσόφ Μ. Γ. Η ιστορία της φιλοσοφίας για φυσικούς και
μαθηματικούς].
Кузнецов Б.Г. Разум и бытие. Наука. Москва, 1972. [Κουζνετσόφ Μ. Γ. Λόγος και
είναι].
Лейбниц Г.В. Избранные философские сочинения. Москва, 1890. [Λάιμπνιτς Γ.
Β. Επιλογή φιλοσοφικών έργων].
Мотрошилова Н.В. Познание и общество. Из истории философии XVII-XVIII
веков. Мысль. Москва, 1969. [Μοτροσίλοβα Ν.Β. Γνωστική διαδικασία και
κοινωνία. Από την ιστορία της φιλοσοφίας των 17ου-18ου αιώνων].
Пателис Д. Философско-методологический анализ становления
экономической науки. Москва, 1991 [Πατέλης Δ. Φιλοσοφική και μεθοδολογική
ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης].
Соколов В.В. Спиноза. Мысль. Москва, 1973. [Σοκολόφ Β.Β. Ο Σπινόζα].
Спиноза Б. Избранные произведения. Тома 1-2. Москва, 1957. [Σπινόζα Β.
Επιλογή έργων. Τόμοι 1-2].
Фейербах Л. Избранные философские произведения. Том. 1-2. Москва, 1955.
[Φόιερμπαχ Λ. Εκλεκτά φιλοσοφικά έργα].
Философия ранных буржуазных революций. Под ред. Т.И.Ойзермана. Наука.
Москва, 1983. [Η φιλοσοφία των πρώιμων αστικών επαναστάσεων. Επιμ.
Τ.Ι.Όιζερμαν].

Χέγκελ (Hegel) Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ


(Στουτγάρδη, 1770 - Βερολίνο, 1831).

Ο Χέγκελ είναι αναμφίβολα ο κορυφαίος εκπρόσωπος της γερμανικής


κλασικής φιλοσοφίας. Είναι ο στοχαστής στον οποίο ανήκει το πρώτο στην ιστορία
εγχείρημα συστηματικής διερεύνησης της διαλεκτικής, της καθολικής και

54
αναγκαίας εσωτερικής συνάφειας των φιλοσοφικών κατηγοριών, των κατηγοριών
της "διαλεκτικής λογικής", βάσει του "αντικειμενικού ιδεαλισμού". Σπούδασε
θεολογία και φιλοσοφία στο Τύμπινγκεν μαζί με τους Σέλλινγκ και Χέλντερλιν
(1788-1793). Επηρεάσθηκε βαθιά οπό τη μεγάλη γαλλική αστική επανάσταση και
υιοθέτησε αντιπολιτευτικές θέσεις (κατά της φεουδαρχικής απολυταρχίας, υπέρ
συνταγματικής μεταρρύθμισης κ.λπ.). Εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος
(Φρανκφούρτη 1797-1800). Την ίδια περίοδο ασχολείται με την πολιτική οικονομία.
Από το 1801 εργάζεται ως καθηγητής του πανεπιστημίου της Ιένας και εκδίδει
μαζί με τον Σέλλινγκ το περιοδικό "Kritisches Journal der Philosophie". Διετέλεσε
γυμνασιάρχης στη Νυρεμβέργη (1808-16) και κατόπιν καθηγητής φιλοσοφίας στα
πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης (1816-18) και του Βερολίνου (1818), οπότε γίνεται
αισθητή και η μεταστροφή των πολιτικών του πεποιθήσεων, που συντέλεσε στην
βαθμιαία ανάδειξη του σε επίσημο φιλόσοφο της πρωσικής κυβέρνησης.
Ο ορίζοντας της φιλοσοφίας του Χέγκελ καθορίζεται από τις συγκεκριμένες
ιστορικές συνθήκες της εποχής του και από το επίπεδο ανάπτυξης των επιστημών
και της φιλοσοφίας. Η κεφαλαιοκρατία ολοκλήρωνε τότε τη διαμόρφωση της
χωρίς να εκδηλώνει ακόμα πλήρως ανεπτυγμένες τις αντιφάσεις της και η
"εργατική τάξη" της Γερμανίας δεν προβάλλει ακόμα ως αυτοτελής πολιτική
δύναμη. Δεν είχαν ωριμάσει λοιπόν οι συνθήκες που θα επέτρεπαν την αυστηρά
επιστημονική θεώρηση των κοινωνικών δυνάμεων, των ανταγωνισμών της
κεφαλαιοκρατίας, των δρόμων και των μέσων υπέρβασης αυτών των
ανταγωνισμών. Επομένως, όπως είναι αναμενόμενο σε παρόμοιες συγκυρίες, η
υφιστάμενη τάξη πραγμάτων πρόβαλε αναπόφευκτα είτε ως αιώνια και
αμετάβλητη, είτε οι απόψεις περί των σκοπών, των μέσων και των δρόμων
αλλαγής της κοινωνίας δεν μπορούσαν παρά να είναι ουτοπικές. Δεδομένου ότι ο
Χέγκελ αντιλαμβανόταν την κοινωνία ως αμετάβλητη, θεωρούσε τις αλλότριες και
κυρίαρχες επί των ανθρώπων κοινωνικές δυνάμεις ως απόλυτα αυτοτελείς έναντι
των ανθρώπων. Σε αυτή την περίπτωση η όποια ανάπτυξη των εν λόγω δυνάμεων,
της "γενολογικής ουσίας" του ανθρώπου, εκλαμβάνεται ως ανάπτυξη μιας εξ
υπαρχής δεδομένης αυτοτελούς καθολικότητας, μιας ουσίας κυρίαρχης επί του
ενικού, του αισθητηριακού και του εμπειρικού. Στην υποστασιοποίηση αυτής της
αντίληψης εδράζεται η χαρακτηριστική για τον Χέγκελ απόσπαση της νόησης από
την υλική (κοινωνική - πολιτισμική) βάση που τη γέννησε και η αναγόρευση της σε
αυτοτελή - αυθύπαρκτη οντότητα και γενεσιουργό πηγή όλου του κόσμου (ο οποίος
υποβαθμίζεται σε ετερότητα της νόησης). Αυτή η προϋπάρχουσα, αρχέγονη και
πρωτεύουσα νόηση ως απόλυτη πνευματική δραστηριότητα αποτελεί την αφετηρία
και το τελικό αποτέλεσμα, το επιστέγασμα του μεγαλειώδους φιλοσοφικού του
συστήματος.
Ο κύριος σκοπός του Χέγκελ είναι η δημιουργία μιας λογικής ως συστήματος
κατηγοριών και κατ' αυτό τον τρόπο η προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη μορφή
της επιστήμης: "Η αληθής μορφή με την οποία υφίσταται η αλήθεια μπορεί να είναι
μόνο το επιστημονικό σύστημα της. Είχα την πρόθεση να συμβάλω στην
προσέγγιση της φιλοσοφίας προς τη μορφή της επιστήμης -προς τον σκοπό εκείνο,
που επιτυγχάνοντας τον θα μπορούσε να παραιτηθεί από το όνομα της, της
"αγάπης της γνώσης", και να γίνει "πραγματική γνώση (Φαινομενολογία του
πνεύματος). Παρόμοια σκοποθεσία δεν θα μπορούσε να ανακύψει αν οι επιστήμες
της εποχής δεν αναπτύσσονταν ραγδαία, αν οι επιμέρους επιστήμες δε περνούσαν
από то εμπειρικό στο θεωρητικό τους επίπεδο (βλ. εμπειρικό και θεωρητικό), στη
διερεύνηση της εσωτερικής συνάφειας αντικειμένων και διαδικασιών. Στο
εγχείρημα του αυτό ο Χέγκελ βασίζεται στη διαπίστωση των προκατόχων του
αναφορικά με το ανέφικτο της εξαγωγής των λογικών κατηγοριών από την
ατομική εμπειρία (Λοκ, Χιουμ και, αναφορικά με όλες τις κατηγορίες, Καντ). Ο
Χέγκελ επιχειρεί την υπέρβαση της καντιανής απόσπασης της μορφής από το

55
περιεχόμενο της νόησης, των κενών λογικών κατηγοριών από τα δεδομένα της
εμπειρίας και των τελευταίων από το "πράγμα καθ' εαυτό", παραμένοντας στο
πεδίο της εκ των πραγμάτων απόσπασης της νόησης από το είναι, από την ύλη. Γι'
αυτό και η υπέρβαση του αποδεικνύεται επίπλαστη: το πραγματικό περιεχόμενο
ανάγεται στη μορφή της νόησης και το "πράγμα καθ' εαυτό" στις λογικές
κατηγορίες. Στις σημαντικότερες φιλοσοφικές καταβολές της χεγκελιανής
φιλοσοφίας συμπεριλαμβάνεται η περί υπόστασης διδασκαλία του Σπινόζα (η οποία
συμπυκνώνει σε ορισμένο βαθμό το κοσμοείδωλο που αντιστοιχεί στις απαρχές του
θεωρητικού σταδίου ανάπτυξης των επιστημών) και η αυτοσυνείδηση του Φίχτε. Η
νόηση παρουσιάζεται πλέον ως εξ υπαρχής δεδομένη, υπερατομική,
αντικειμενική, αυτοκινούμενη και αυτοδιακρινόμενη υπόσταση,
συνειδητοποιούσα τον εαυτό της. Από τις επιμέρους επιστήμες η κλασική
αστική πολιτική οικονομία άσκησε την μέγιστη επίδραση στη λογική του
Χέγκελ (Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.). Ο Χέγκελ δεν υιοθετεί από αυτήν απλώς την
κατηγορία της εργασίας ως αφετηριακή για την ερμηνεία των οικονομικών
φαινομένων, αλλά της προσδίδει βαθύτερο και ευρύτερο φιλοσοφικό νόημα,
κοσμοϊστορική σημασία: η εργασία είναι η διαδικασία δημιουργίας από τον
άνθρωπο του ίδιου του εαυτού του, είναι μια διαδικασία αυτογένεσης του
ανθρώπου, μια διαδικασία δημιουργίας της "γενολογικής ουσίας" του
ανθρώπου. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τους κλασικούς της οικονομίας, ο Χέγκελ
ανάγει την εργασία σε πνευματική - αφηρημένη δραστηριότητα. Παρρόμοια
με τους οικονομολόγους, ο Χέγκελ διακρίνει μόνο τη θετική πλευρά της εργασίας
ταυτίζοντας νομοτελώς την ιστορικά παροδική ανταγωνιστική μορφή (και
βαθμίδα) της εργασίας της εποχής του με την εργασία εν γένει, δηλαδή
ταυτίζοντας την αλλοτρίωση, την αποξένωση με την εξαντικειμένωση, με
την πραγμοποίηση. Βεβαίως σε σύγκριση με τους κλασικούς της αστικής
οικονομολογίας ο Χέγκελ προχωρεί κατά ένα βήμα (θέτει το ζήτημα της άρσης
της αλλοτρίωσης), το οποίο όμως, λόγω του άκρως μυστικιστικού χαρακτήρα
του, αποβαίνει βήμα προς τα πίσω: η υπέρβαση της αλλοτρίωσης υπό το πρίσμα
της εξωιστορικά και μεταφυσικά εννοούμενης εργασίας μπορεί να υπάρξει μόνον
ως υπέρβαση (κατάργηση) του εμπράγματου, του αντικειμένου, ως
απελευθέρωση του πνεύματος από την ξένη προς αυτό πραγματικότητα
και "επιστροφή' στο απόλυτο. Η αντιφατικότητα της μεγαλειώδους σύλληψης
του Χέγκελ συνδέεται με τις παραπάνω επισημάνσεις.
Από τα πρώιμα έργα ("φιλοσοφία της θρησκείας" κ.ά.) του Χέγκελ
διαφαίνεται η τάση εξέτασης της ιστορίας του πνευματικού πολιτισμού ως
αλληλουχίας νομοτελώς εναλλασσόμενων σταδίων της ανάπτυξης του
πνεύματος. Η Φαινομενολογία του πνεύματος (1807), όπου ο Χέγκελ
απελευθερώνεται από την επίδραση του Σέλλινγκ, αποτελεί ιδιότυπη εισαγωγή -
προγραμματική διακήρυξη της φιλοσοφίας του, στην οποία ενυπάρχουν συνθετικά
(και σε εμβρυώδη - μυστικιστική μορφή) τα στοιχεία που θα αναπτύξει αργότερα
συστηματικά. Είναι η θεωρία των φαινομένων, των μορφών ή βαθμίδων της
δημιουργικής δύναμης του "παγκόσμιου λόγου", από τις οποίες οφείλει να περάσει
η συνείδηση του ατόμου (αναπαράγοντας τα στάδια αυτογνωσίας του "παγκόσμιου
λόγου") ώστε να γίνει φιλοσοφική. Η συνείδηση ξεκινά οπό την κατ' αίσθηση
εγκυρότητα και φθάνει στην έννοια της επιστήμης, στην απόλυτη γνώση. Σε αυτή
την παράλληλη "εμβρυολογία και παλαιοντολογία του πνεύματος" (Ένγκελς)
διαπλέκονται στοιχεία θεωρίας της γνώσης και της συνείδησης (εμπειρία, "διάνοια
και λόγος", συνείδηση και αυτοσυνείδηση κ.λπ.) με στοιχεία αναδρομής στην
ιστορία του πνευματικού πολιτισμού και στην ιστορία της φιλοσοφίας, στην
ψυχολογία, στην ηθική, πολιτική, δκαιική και θρησκευτική φιλοσοφία και στην
αισθητική. Εδώ τα άτομα μετατρέπονται σε "συνείδηση" και ο κόσμος σε
"αντικείμενο", κατά τρόπο ώστε όλη η ποικιλομορφία της ζωής και της κοινωνίας

56
να ανάγεται σε διαφορετικές σχέσεις της "συνείδησης" προς το "αντικείμενο".
Κεντρική θέση κατέχουν στη φαινομενολογία οι κατηγορίες της εργασίας και της
αλλοτρίωσης κατά τον τρόπο που προαναφέραμε. Εξαιρετική σημασία αποκτά η
διαλεκτική δούλου και αυθέντου και η θέση του Χέγκελ περί ανάπτυξης της
συνείδησης μέσω του πρώτου.
Εάν η φαινομενολογία αποτελεί την "πηγή και το μυστικό" της χεγκελιανής
φιλοσοφίας (Μαρξ), η Επιστήμη της λογικής (1812) είναι то έργο στο οποίο
εμπεριέχεται κυρίως η ουσία της φιλοσοφίας του Χέγκελ. Η διαλεκτική μέθοδος
προβάλλει στη φιλοσοφία του Χέγκελ ως σύστημα της διαλεκτικής λογικής, το
οποίο δομείται βάσει της ιδεοκρατικής αρχής της ταυτότητας νόησης και είναι,
βάσει της προγενέστερης απόσπασης της νόησης από το είναι. Κατ' αυτό τον
τρόπο ο Χέγκελ αντιλαμβάνεται την καθολική ενότητα, το οργανικό όλο (ολότητα,
βλ. μέρος και όλο) ως ενυπάρχον στη νόηση αποκλειστικά πνευματικό προϊόν και
όχι ως ανεξάρτητα από τη νόηση υφιστάμενο στην ενεργό πραγματικότητα. Ο
εμπράγματος κόσμος προβάλλει εδώ ως στερούμενος δικής του ουσίας, ουσία του
αποβαίνει στο σύστημα του η νόηση, η οποία αναγνωρίζει στον εμπράγματο κόσμο
τον εαυτό της ως ετερότητα της. Η περί του όλου αντίληψη εννοείται ως
αρχέγονη, αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα, ως πνευματική οντότητα.
Εδώ οι μορφές και οι νόμοι της ανθρώπινης νόησης κατακτούν και ανακτούν την
"απόλυτη", τη "θεία" φύση τους, ως μορφές και νόμοι μιας δραστηριότητας που
δημιουργεί και αναπαράγει τον εξωτερικό κόσμο (γι' αυτό και αποτυπώνονται σ'
αυτόν ως μορφές πραγμάτων, ως μορφές του "απολιθωμένου" στα πράγματα
παγκόσμιου πνεύματος, του θεού). Εδώ η πραγματική ανθρώπινη νόηση, η "
κοινωνική συνείδηση ", υποστασιοποιείται και θεοποιείται ως κάποια υπεράνω των
ανθρώπων παγκόσμια δύναμη, εκδηλούμενη μέσω των ανθρώπων και όχι ως
δραστηριότητα του ίδιου του ανθρώπινου όντος. Η ταύτιση νόησης και είναι, στην
οποία εδράζεται αυτή η ιδεοκρατική σύλληψη, καταργεί εκ προοιμίου το ζήτημα
της αυτοτέλειας και της ιδιοτυπίας της "γνωστικής διαδικασίας" και τη
διαλεκτική αυτής της διαδικασίας, η οποία προϋποθέτει απαραίτητα τη σχέση του
υποκειμένου προς то ανεξάρτητα από το υποκείμενο υπάρχον αντικείμενο. Στην
καλύτερη περίπτωση εδώ απεικονίζεται η διαλεκτική της νόησης. Ωστόσο, η
ταύτιση αυτή, έστω και υποστασιοποιημένη - θεοποιημένη, αντανακλά τις
υπαρκτές στιγμές της σύμπτωσης της δρώσας ανθρώπινης νόησης με το είναι, με
την υλική πραγματικότητα, και χαρακτηρίζει την ιδιοτυπία της διαλεκτικής
λογικής έναντι της θεωρίας της γνώσης. Χαρακτηρίζει δηλαδή τις στιγμές κατά
τις οποίες η αλήθεια της εκάστοτε κεκτημένης από τη γνωστική διαδικασία
γνώσης θεωρείται δεδομένη. Εδώ ακριβώς έγκειται ο ορθολογικός πυρήνας της
μεγαλοφυούς συμβολής του Χέγκελ στην επιστήμη των τρόπων και των μέσων της
νόησης, στη διαλεκτική λογική. Σε αυτό τον ορθολογικό πυρήνα οφείλεται και η
ορθή σε γενικές γραμμές σύλληψη από τον Χέγκελ του "μηχανισμού" της
"ανάβασης από то αφηρημένο στο συγκεκριμένο", στην ανάπτυξη του οποίου
προβαίνει ο Χέγκελ ''προδίδοντας" τον απόλυτο ιδεαλισμό του (δεδομένου ότι
θέτει ως αφετηρία του την απολυτοποιημένη νόηση, το απόλυτο, το οποίο
-αποκομμένο από το σχετικό - συνιστά το πλήρως απροσδιόριστο και
απροσπέλαστο μη-ον). Έτσι αναπτύσσεται το σύστημα των λογικών κατηγοριών
στην εσωτερική τους συνάφεια (από την άποψη δηλαδή της ουσίας της νόησης) ως
διατεταγμένο όλο κλιμακούμενης άρσης της απροσδιοριστίας των πλέον
αφηρημένων κατηγοριών από τις πιο συγκεκριμένες, από το πεδίο του "είναι" στην
"ουσία" και από αυτήν στην ενότητα "ουσίας και φαινόμενου", στην
"πραγματικότητα". Η όλη κίνηση της νόησης προβάλλει ως αλληλοδιαπλοκή
νόμων: "πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές", ενότητα και πάλη των
αντιθέτων (βλ. αντίφαση), και "άρνηση της άρνησης", βάσει των οποίων δομείται η
"αντικειμενική λογική" του Χέγκελ. Ωστόσο η ιδεοκρατική αρχή προσδίδει στη

57
διαλεκτική του ιδιότυπα χαρακτηριστικά και την οδηγεί σε ασυνέπειες, σε
συμβιβαστικές υπαναχωρήσεις, οι οποίες ευνουχίζουν εν πολλοίς τον δυναμισμό
της. Αυτό εκδηλώνεται φυσικά στην αναγωγή της ανάβασης από το αισθητηριακά
συγκεκριμένο στο αφηρημένο στην ανώτερη βαθμίδα της νόησης: στην ανάβαση
από то αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, στην υπαγωγή της διάνοιας στον λόγο
(βλ. διάνοια και λόγος) και στην υποταγή του ιστορικού στο λογικό (βλ. ιστορικό
και λογικό). Έτσι ο Χέγκελ υποτάσσει τη διαλεκτική στην ιδεοκρατία. Ενώ στο
επίπεδο της αμεσότητας διακρίνει την παθητική και την ενεργητική πλευρά του
κατηγοριακού δίπολου των αντιθέτων ("ποιότητα και ποσότητα"), στο πεδίο της
ουσίας η διάκριση αυτή εξαφανίζεται, οι πλευρές της θεμελιώδους για τη
διαλεκτική αντίφασης συμβιβάζονται στο "θεμέλιο" ώστε να επιτευχθεί η
διαιώνιση της ουσίας. Κατ' αυτό τον τρόπο η λογική του Χέγκελ είναι η λογική
ενός κλειστού συστήματος, το οποίο ουσιαστικά στερείται παρελθόντος και
μέλλοντος, δεδομένου ότι η μορφή του προσδιορισμού της απόλυτης ιδέας είναι η
"απολύτως δι' εαυτήν άνευ υποκειμενικότητας υφιστάμενη εξωτερική εμφάνεια
του χώρου και του χρόνου". Οι παραπάνω περιορισμοί εκδηλώνονται εντονότερα
στην αναπαράσταση του γίγνεσθαι της νόησης, στην "υποκειμενική λογική", όπου
το ανεπτυγμένο σύστημα των κατηγοριών ως απόλυτη αρχή επιβάλλεται επί του
γίγνεσθαι κατά τελεολογικό τρόπο. Η αισθητηριακή γνώση, η διάνοια κ.λπ.
υπάρχουν μόνον ως αναγκαίες βαθμίδες της ανάδειξης του λόγου, της
ανεπτυγμένης νόησης. Παρ' όλες τις έντονες επικρίσεις του κατά της διάνοιας
(την οποία ταύτιζε με τη μεταφυσική), ο Χέγκελ λόγω του ιδεαλισμού του
παραμένει δέσμιος της προδιαλεκτικής απόσπασης των διαμελισμένων μερών του
όλου (νόησης και είναι, διάνοιας και λόγου, λογικού και ιστορικού) κ.λπ.), η
εξωτερική συνάφεια των οποίων (ως αναγωγή είτε ως υπαγωγή) επίσης
υποστασιοποιείται και γίνεται βάση ιδεαλιστικών μυστικοποιήσεων. Το αποτέλεσμα
της γνωστικής διαδικασίας, η άρνηση της άρνησης της κατ' αίσθηση γνώσης
(λόγος), ως εξ υπαρχής αποκομμένο από τη γενεσιουργό διαδικασία του, οροθετεί
και απορροφά πλήρως την τελευταία.
Βάσει της διαλεκτικής του μεθόδου ο Χέγκελ εξετάζει κριτικά όλους τους
τομείς του πολιτισμού. Στη "Φιλοσοφία της φύσης" (2ο μέρος της
Εγκυκλοπαίδειας των φιλοσοφικών επιστημών, 1817) η κριτική ανάλυση της
κατάστασης των σύγχρονων του φυσικών επιστημών και του εννοιολογικού
εξοπλισμού τους είναι συνυφασμένη με την άκριτη αναπαραγωγή, και τη
φιλοσοφική "δικαίωση", δογμάτων και προκαταλήψεων της εποχής του. Εδώ
εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η φύση, όντας ετερότητα της ιδέας ("αποστασία"
της ιδέας αφ' εαυτής), μετατρέπεται σε πνεύμα, θεωρώντας μεταφυσικά τη φύση
ως αμετάβλητη ("πνεύμα απολιθωμένο") και απορρίπτοντας κάθε εξελικτική
προσέγγιση (μεταμορφώνεται κατά τον Χέγκελ μόνο η έννοια καθαυτή). Λόγω του
άκαμπτου δογματισμού της, της επιλεκτικότητας και των αυθαιρεσιών της, η
"φυσική φιλοσοφία" του Χέγκελ δεν συνιστά βήμα προς τα εμπρός και υπολείπεται
των αντίστοιχων προσεγγίσεων του προκριτικού Καντ. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει
την έστω και στατικά - τελεολογικά διατυπωμένη διορατικότατη εικασία του περί
επιπέδων - μορφών κίνησης και αλληλεπίδρασης της ύλης ("μηχανικής", "φυσικής",
"οργανικής") και άλλων ιδεών που προοιωνίζονται μετέπειτα επιτεύγματα των
φυσικών επιστημών (π.χ. συσχετικότητα χώρου και χρόνου, "εγγενής σκοπιμότητα"
των εμβίων όντων κ.λπ.).
Στη φιλοσοφία του πνεύματος (3ο μέρος της ."Εγκυκλοπαίδειας", 1817), η
επανερχόμενη από την αλλοτρίωση στον εαυτό της ιδέα γίνεται συγκεκριμένη και
έλλογη. Εδώ εξετάζεται η ανθρώπινη συνείδηση και διάφορα είδη ανθρώπινης
δραστηριότητας. Ως "υποκειμενικό πνεύμα", υπό το πρίσμα της ανθρωπολογίας,
της φαινομενολογίας και της ψυχολογίας, εξετάζεται η πνευματική ανάπτυξη του
ατόμου σε συνδυασμό με την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπινου γένους. Ως

58
"αντικειμενικό πνεύμα" ο Χέγκελ εκθέτει τις κοινωνικές - πολιτειολογικές του
απόψεις, τις οποίες αναπτύσσει περαιτέρω στη Φιλοσοφία του δικαίου (1821).
Οι ιδέες αυτές του Χέγκελ αποτελούν την κορύφωση της προμαρξικής
κοινωνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου του διαφωτισμού.
Εδώ ο Χέγκελ, παρά την κριτική που ασκεί στον ατομικισμό και στον αφηρημένο
χαρακτήρα της θεωρίας του "φυσικού δικαίου", επιχειρεί την αποκάλυψη της
εσωτερικής συνάφειας της κοινωνίας ξεκινώντας από την υποστασιοποιημένη
αφαίρεση της απόσπασης του ενσαρκωμένου στο κράτος και στο δίκαιο καθολικού,
το οποίο εκλαμβάνει ως ουσία της κοινωνίας. Κατ αυτό τον τρόπο η
χαρακτηριστική για την κλασική αστική σκέψη πολιτική - δικαιική
θεώρηση της κοινωνίας οδηγείται μέχρι το λογικό της πέρας. Όπως
αναφέρει στη Φιλοσοφία της ιστορίας: "όλη η αξία του ανθρώπου, όλη η
πνευματική πραγματικότητα του υπάρχει αποκλειστικά χάριν του κράτους". Εδώ η
διαμορφούμενη επιστημονική θεώρηση της κοινωνίας συνδέεται με τη
συστηματική θεώρηση του αντικειμένου βάσει μιας συγκεκριμένης μορφής της
υπόστασης του (αφηρημένη πνευματική δραστηριότητα) και μιας συγκεκριμένης
μορφής εκδήλωσης της ουσίας (το δίκαιο και το κράτος ως ενσάρκωση του λόγου,
της "γενολογικής ουσίας του ανθρώπου"). Εννοείται ότι στα πλαίσια αυτής της
θεώρησης της χεγκελιανής κοινωνικής φιλοσοφίας, ο άνθρωπος προβάλλει ως
πλήρως εξαρτημένη και ετεροπροσδιοριζόμενη οντότητα, υπαγόμενη στους
αναβαθμούς του "αφηρημένου δικαίου", της "κατ’ επίγνωση ηθικότητας" ή
"ατομικής ηθικής" (Moralitat) και της ομόλογης προς την έννοια της καθολικής
βούλησης "καθ' έξιν ηθικότητας" ή "κοινωνικής ηθικής" (Sittlichkeit). Η τελευταία
περιλαμβάνει την οικογένεια, την κοινωνία των ιδιωτών και την πολιτεία (κράτος).
Η πολιτεία είναι κατά τον Χέγκελ καθ' εαυτό έλλογο και ηθικό όλο, η πραγμάτωση
της ελευθερίας και της καθολικής βούλησης, η πραγμάτωση της θειας ιδέας, ο
επίγειος θεός. Άριστο πολίτευμα θεωρεί τη συνταγματική μοναρχία, κατά το
πρωσικό πρότυπο της εποχής του, το οποίο θεωρούσε "δομημένο επί των έλλογων
αρχών" (διάλεξη από 28/10/1816). Η ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας
συνιστά πορεία απαρέγκλιτη προς την παραπάνω ιδέα της πολιτείας και τη
συνείδηση της ελευθερίας μέσω μιας ιδιότυπης σκυταλοδρομίας των εκάστοτε
δεσποζόντων λαών - φορέων του καθολικού πνεύματος. Οι τέσσερις
"κοσμοϊστορικές" περίοδοι (ανατολική, ελληνική, ρωμαϊκή και γερμανική)
αντιστοιχούν στην παιδική, στη νεανική, στην ανδρική και στη γεροντική ηλικία
της ανθρωπότητας.
Η ιδέα της αντικειμενικής ιστορικής νομοτέλειας προβάλλει εδώ με
σχηματική μονομέρεια και υπερβολές και ερμηνεύεται μυστικιστικά ως
"πανουργία" του παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο χειρίζεται τα άτομα ως εργαλεία
του. Οι περί "υψηλού προορισμού του πολέμου" απόψεις του Χέγκελ συνδέονται με
τη διττή αντίληψη του για τις αποικίες (αναγκαία ως διέξοδος της πόλωσης
ένδειας και πλούτου των μητροπόλεων, αλλά εξ ίσου αναγκαίος και ο
απελευθερωτικός αγώνας των αποικιών), καθώς και με τη συνειδητοποίηση της
αναγκαιότητας εξωτερικού αντίπαλου δέους για την εύρυθμη λειτουργία
της γραφειοκρατίας. Διέκρινε στην ιστορία τις "κοσμοϊστορικές"
προσωπικότητες (που μετατρέπουν την ιστορική αναγκαιότητα σε προσωπικό τους
σκοπό) από τις "αναπαραγωγικές" (που κατευθύνονται από ιδιωτικά συμφέροντα).
Στις ιστορικές του απόψεις ο Χέγκελ εκδηλώνει συχνά εθνικιστικές
προκαταλήψεις. "Απόλυτο πνεύμα" θεωρεί ο Χέγκελ τις μορφές της κοινωνικής
συνείδησης. Στις τρεις διαδοχικές μορφές του (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία),
μέσω των οποίων το πνεύμα αναγνωρίζει τον εαυτό του διαδοχικά ως εποπτεία και
εικόνα, ως συναίσθημα και παράσταση και ως νόηση και έννοια, κατά μεγαλοφυή
μεν, πλην όμως ιδεοκρατικά μυστικιστικό τρόπο, εν μέρει συλλαμβάνεται η
κατεύθυνση της διαμεσολαβημένα κλιμακούμενης συνάφειας των μορφών και των

59
εκφάνσεων της συνείδησης. Στην αισθητική του ο Χέγκελ ορίζει το ωραίο ως
καθόλου "αισθητή εμφάνεια της ιδέας", ως άμεση ενότητα της έννοιας και της
πραγματικότητας της, του πνευματικού περιεχόμενου και της εξωτερικής μορφής.
Διακρίνει τρεις ιστορικούς τύπους τέχνης:
1.συμβολικός (ανατολικός), όπου η εξωτερική μορφή δεσπόζει του
περιεχόμενου,
2.κλασικός (αρχαιότητα), άπου υπάρχει αρμονική ενότητα μορφής και
περιεχόμενου, και
3.ρομαντικός (χριστιανική Ευρώπη), όπου η αρμονία παρουσιάζεται με την
υπεροχή του περιεχόμενου και την έκπτωση της μορφής.
Μεταξύ έννοιας και εποπτείας τοποθετεί τη θρησκεία, διαβαθμίσεις της οποίας
είναι:
• οι φυσικές θρησκείες (θεός ως φυσική δύναμη),
• οι θρησκείες της πνευματικής προσωπικότητας (то πνεύμα ως
διακριτό από τη φύση) και
• η θρησκεία της αποκάλυψης, ο χριστιανισμός (απόλυτη θρησκεία της
αλήθειας και της ελευθερίας, του προτεσταντισμού).
Επιχειρεί να υπαγάγει στη διαλεκτική τριαδικότητα τα θρησκευτικά δόγματα
(π.χ. της Αγίας Τριάδος), θεωρεί ότι θρησκεία και φιλοσοφία έχουν το αυτό
περιεχόμενο (то απόλυτο, το θείο), το οποίο η μεν πρώτη προσεγγίζει εμπειρικά,
μέσω της παράστασης, η δε δεύτερη νοητά, μέσω της έννοιας. Τα θρησκευτικά
δόγματα χάνουν κατ' αυτό τον τρόπο την ιερότητα τους και μετατρέπονται σε
αλληγορίες φιλοσοφικών εννοιών (γεγονός που οδήγησε πολλούς ορθόδοξους
θεολόγους να μέμφονται τον Χέγκελ για πανθεϊστική και αθεϊστική τάση). Η
θρησκεία αίρεται από τη φιλοσοφία, την ύψιστη μορφή αυτογνωσίας του
πνεύματος, την τέλεια ταυτότητα "νοείν" και "είναι", την απόλυτη γνώση, δηλαδή
την "επιστήμη των επιστημών", στην οποία οδηγεί η εσωτερική αναγκαιότητα της
ιστορικής ανάπτυξης των φιλοσοφικών ιδεών.
Η ιστορική αλληλουχία των φιλοσοφικών συστημάτων αντιστοιχεί στις
κατηγορίες της διαλεκτικής και συνάμα απεικονίζει το ουσιώδες περιεχόμενο του
πολιτισμού της εποχής του κάθε αναγκαίου (παροδικής ισχύος) συστήματος, ως
αλληλουχία των βαθμίδων προς την απόλυτη φιλοσοφία του Χέγκελ, που αποτελεί
κατά τον ίδιο επακολούθημα, συμπέρασμα και απόλυτη άρση των προγενέστερων
φιλοσοφημάτων.
Η αντιφατικότητα συντηρητισμού (καθαγιασμού του υπαρκτού) και
ανατρεπτικού ριζοσπαστικού ορθολογισμού (κριτικής-ορθολογικής προσέγγισης
του όντος) συμπυκνώνεται στην κλασική διατύπωση του: "κάθε τι έλλογο είναι και
πραγματικό, και κάθε τι το πραγματικό είναι και έλλογο".
Κατ' αυτό τον τρόπο ο Χέγκελ με το μεγαλειώδες εγχείρημα του να εντάξει
στον φιλοσοφικό στοχασμό то σύνολο του επιστητού, επιδιώκει να "άρει" πλήρως
και τελειωτικά, να συλλάβει και να εγκλείσει κάθε δυνητική προοπτική της νόησης,
έχοντας την πεποίθηση ότι αυτή η ένταξη στους κλειστούς κύκλους της
φιλοσοφίας της απόλυτης ιδέας αποτελεί το επιστέγασμα και το άκρον άωτον της
κίνησης της γνώσης. Ωστόσο, για να πραγματοποιήσει τα παραπάνω χρειάσθηκε να
αναπαραστήσει εν γένει και συνολικά την ποικιλομορφία του περιεχόμενου της
νόησης, υπονομεύοντας ταυτόχρονα το ίδιο του το πανλογικό - δογματικό
σύστημα, αλλά και κάθε πιθανή κοσμοθεώρηση που θεωρεί δεδομένο το απόλυτο,
διότι η προσέγγιση του τελευταίου μέσω της νόησης, του λόγου, то καθιστά κατ'
αρχήν ορθολογικά προσπελάσιμο και συνεπώς συσχετικό.
Η συνειδητοποίηση αυτής της αντιφατικότητας της μεθόδου και του
συστήματος (η διάκριση μεθόδου και συστήματος εδώ είναι μάλλον σχετική) του
Χέγκελ, σε συνδυασμό με τη συστηματική διερεύνηση ενός πραγματικού (και όχι

60
ιδεατού) οργανικού όλου, από τη σκοπιά του ριζικού μετασχηματισμού του,
επέτρεψε στον Μαρξ όχι μόνο να θεμελιώσει επιστημονικά την επαναστατική
πράξη, αλλά και να επαναστατικοποιήσει τη διαλεκτική, αίροντας τους
περιορισμούς και μετασχηματίζοντας τα επιτεύγματα του Χέγκελ.
Η χεγκελιανή φιλοσοφία με όλη την αντιφατικότητα και τον πλούτο της
αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού που άσκησε και ασκεί
βαθιά επίδραση. Αποτελεί μιαν από τις θεωρητικές πηγές του μαρξισμού. Η κριτική
διερεύνηση της αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ όρο της δημιουργικής κατανόησης
και ανάπτυξης του σύγχρονου φιλοσοφικού στοχασμού. Βλ. επίσης: ανάβαση από
το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, ιστορικό και λογικό,
Φόυερμπαχ, Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, Κεφάλαιο, διαλεκτική, διαλεκτική λογική,
λογική της ιστορίας.
Έργα:
• "Werke", Bd 1-19, Berlin, 1832-1887.-"SaiTrtitche Werke", Kritische AusQabe,
hrsg. v. G. Lasson und J. Hoffrneister, Bd 1-30, Leipzig -Hamburg, 1923-60.
• "Samtlische Werke", iirsfl. v. H. Glockner, Bd 1-26, Stuttgard, 1927-40.
• Theologische Jugendschnften, Tubingen, 1907.
• H λογική, μετ. Π. Γρατσιάτου, Αθήνα, 1916.
• Η επιστήμη της λογικής, μετ. Γ. Τζαβάρα, Αθήνα-Γιάννινα, Δωδώνη, 1991.
• Φιλοσοφία της ιστορίας, μετ, Αι. Μανούση, τόμ. Α-Β, Νεφέλη, Αθήνα, 1980.
• Φιλοσοφία του πνεύματος, τόμ. 1-2, Αθήνα, Δωδώνη.
• Φαινομενολογία του πνεύματος, μετ. Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη, τόμ. 1-2, Αθήνα
και σειρά έργων σε αμφίβολης ποιότητας και πληρότητας μεταφράσεις από
τις εκδ. Αναγνωστίδη.
Βιβλιογραφία
• Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.
• του ίδιου, Η μαρξική ανάλυση του 'μηχανισμού" του κοινωνικού
προσδιορισμού της λογικής του Χέγκελ, Filosofskie nauhi. No 2, 1971.
• του ίδιου, Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο
Κεφάλαιο του Μαρξ, ''Επιστημονική Σκέψη", No 36, 1987.
• G. Lukucs, Oerjwge Hegel. Berlin, 1954.
• Ε. Β, Ιλιένκοφ, Διαλεκτική λογική, Gutenberg, Αθήνα, 1983.
• Η φιλοσοφία του Χέγκελ: προβλήματα διαλεκτικής, Μόσχα, 1987.
• Garaudy R., La pense de Hegel, Paris, 1966.
• Δ. Γληνός, Η φιλοσοφία του Χέγκελ. Αθήνα, 1970'.
• Λογοθέτης, Η μετά Kaντιov ιδεοκρατική φιλοσοφία, Αθήνα, 1958
• ΚΜΕ, Ο Χέγκελ και ο μαρξισμός, Σ.Ε. Αθήνα, 1982.
• Δ. Πατέλης, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της
οικονομικής επιστήμης, Μόσχα, 1991.
• Iνστιτούτο Φιλοσοφίας Α.Ε. ΕΣΣΔ, Συστηματικός κατάλογος βιβλιογραφίας
στή ρωσική για τον Χέγκελ (από τον 19ο αι. μέχρι το 1974), Μόσχα, 1974.
• http://atheism.about.com/library/glossary/general/bldef_hegel.htm
• http://www.hegel.org/index.html
• http://marxists.anu.edu.au/reference/archive/smith-
cyril/works/millenni/smith4.htm
• http://www.island-of-freedom.com/HEGEL.HTM
• http://www.marxists.org/reference/archive/hegel/
• http://www.knuten.liu.se/~bjoch509/philosophers/heg.html
• http://www.friesian.com/hegel.htm

61
• http://www.connect.net/ron/hegel.html
• http://www.cpm.ehime-u.ac.jp/AkamacHomePage/Akamac_E-
text_Links/Hegel.html
• http://www.trincoll.edu/depts/phil/philo/phils/hegel.html
• http://www.hegel.net/phenomenology/
• http://marxists.anu.edu.au/archive/ilyenkov/works/abstract/index.htm

Μαρξ (Marx) Καρλ Χένριχ


(5.5.1818, Τριρ -14.3.1883, Λονδίνο).

Μεγαλοφυής θεωρητικός επαναστάτης, ιδρυτής του μαρξισμού και των


πρώτων διεθνών προλεταριακών οργανώσεων. Γιος δικηγόρου, φοίτησε αρχικά στη
Νομική σχολή του Πανεπιστήμιου της Βόννης (1835-1836) και στη συνέχεια στο
Βερολίνο (1836-41), όπου επιδόθηκε ιδιαίτερα στις φιλοσοφικές και ιστορικές
σπουδές. Από τα γυμνασιακά του χρόνια είχε έναν βαθύ ανθρωπιστικό και
αλτρουιστικό προσανατολισμό. Το 1837 προσχώρησε στην αριστερή πτέρυγα των
νέων χεγκελιανών (οι οποίοι επιχειρούσαν τη θεμελίωση αθεϊστικών και
δημοκρατικών θέσεων μέσω της φιλοσοφίας του Χέγκελ) μέσα από τις έρευνες του
στη φιλοσοφία του δικαίου.
Στη διδακτορική διατριβή του (Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας
Φυσικής Φιλοσοφίας, εκδ. Γνώση), εξετάζει την ιστορία της φιλοσοφίας (αρχαίας
και Νέων Χρόνων) από την άποψη των εγχειρημάτων κριτικής της
πραγματικότητας και πρακτικών συστημάτων (Αριστοτέλης, Χέγκελ κ.ά.).
Ο εκ των πραγμάτων αποκλεισμός του νεαρού επαναστάτη από την
πανεπιστημιακή σταδιοδρομία τον αναγκάζει να στραφεί στη μαχόμενη
δημοσιογραφία από τις σελίδες της αστικοδημοκρατικής "Rheinische Zeitung", την
αρχισυνταξία της οποίας αναλαμβάνει από τον Οκτώβριο του 1842. Η ενασχόληση
του με τα ζητήματα της λογοκρισίας, της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, της
κατάστασης των εργαζομένων, της γραφειοκρατίας κ.ά. τον οδηγεί σε περαιτέρω
κριτική επανεπεξεργασία της φιλοσοφίας του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ μέσω της
εμβάθυνσης, από την κριτική της θρησκείας, στην κριτική της πολιτικής και της
"κοινωνίας των ιδιωτών", ενώ του κινούν το ενδιαφέρον οι κομμουνιστικές ιδέες.
Μετά την παραίτηση του από τη θέση του αρχισυντάκτη (που τελικά δεν απέτρεψε

62
την απαγόρευση της εφημερίδας, 19.1.1843), επιδίδεται στη θεωρητική μελέτη
των ζητημάτων που ανέδειξε η εμπειρική δημοσιογραφική του έρευνα.
Επεκτείνοντας και εμβαθύνοντας την έρευνα του στα ζητήματα της
γραφειοκρατίας, της κρατικής ιεραρχίας, της εξουσίας και της διοίκησης,
χρησιμοποιώντας και ξεπερνώντας ουσιαστικά την κριτική του Φόυερμπαχ,
καταλήγει στο συμπέρασμα ότι (σε αντιδιαστολή με τις χεγκελιανές απόψεις) το
κράτος καθορίζεται από την οικογένεια και την "κοινωνία των ιδιωτών" {Κριτική
της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, 1843, ελλην. εκδ.
Παπαζήση, Αθήνα, 1978).
Μελετά την ιστορία υπό το πρίσμα της συσχέτισης κράτους - "κοινωνίας των
ιδιωτών" [Κρόιτσναχ, καλοκαίρι 1843, όπου και παντρεύεται την αγαπημένη του,
συνοδοιπόρο και βοηθό του Ζέννυ Φον Βεστφάλεν (1814-81)].
Μετοικεί στο Παρίσι (Οκτώβριος 1843). Εκεί μελετά τη σοσιαλιστική και
κομμουνιστική βιβλιογραφία και την πολιτική οικονομία. Εκδίδει μαζί με τον Α.
Ρούγκε το μοναδικό τεύχος της "Γερμανογαλλικής Επετηρίδας" ("Deutsch -
Franzosische Jahrbucher", Φεβρ. 1844), στα δημοσιεύματα του οποίου
οριστικοποιείται σχετικά η αντιφατική και δημιουργική μετάβαση του Μαρξ από
τον (αντικειμενικό) ιδεαλισμό στον υλισμό και από τον επαναστατικό (αστικο-
δημοκρατικό) ριζοσπαστισμό στον κομμουνισμό. Εδώ αναδεικνύει την αλλοτρίωση
ως κοινωνική πηγή της θρησκείας και συνδέει την ανθρώπινη χειραφέτηση με την
επαναστατική ιστορική αποστολή του προλεταριάτου, στο οποίο η φιλοσοφία
βρίσκει "τα υλικά της όπλα", ενώ το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία "τα
πνευματικά του όπλα".
Στα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα (καλοκαίρι 1844, ελλ. εκδ.
Γλάρος, Αθήνα, 1975) ο Μαρξ μέσω της κριτικής της πολιτικής οικονομίας εκθέτει
σφαιρικά τις τότε απόψεις του για τη φιλοσοφία και τον κομμουνισμό,
αναδεικνύοντας το φαινόμενο της αλλοτρίωσης-αποξένωσης, της αλλοτριωμένης
εργασίας ως πηγής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου. Οι απόψεις αυτές
αντανακλούν την αντιφατικότητα του γίγνεσθαι της μαρξικής θεωρίας, όπου η
περί αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου αντίληψη (με τις ανθρωπολογικές
επιδράσεις του Φόυερμπαχ) συνυπάρχει με την πολιτικοοικονομική εξέταση της
σχέσης μεταξύ των τάξεων.
Με τη συνάντηση του Μαρξ με τον Ενγκελς σто Παρίσι (Αύγουστος 1844)
όπου διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων (στις οποίες ο καθένας τους κατέληξε
ανεξάρτητα και με διαφορετικό τρόπο), άρχισε η στενή φιλία και συνεργασία τους,
πρώτος καρπός της οποίας ήταν η από κοινού συγγραφή της Αγίας Οικογένειας
(1844, ελλ. εκδ. Αναννωστίδη, χ,χ.). Εδώ ασκείται κριτική στους νέους
χεγκελιανούς, αναδεικνύονται οι πηγές του υποκειμενικού ιδεαλισμού τους και
προωθούνται οι απόψεις που θα οδηγήσουν στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας.
Η πρωσική κυβέρνηση απαιτεί από τη Γαλλία την απέλαση του Μαρξ (λόγω
της συμμετοχής του στη γερμανόφωνη εφημερίδα "Vorwarts"), ο οποίος μετοικεί
στις Βρυξέλλες (Φεβρ.1845).
Στις θέσεις για τον Φόυερμπαχ (Απρ, 1845) διατυπώνεται συμπυκνωμένα και
αφοριστικά το περίγραμμα της τότε φιλοσοφίας του Μαρξ και η σχέση του με την
προγενέστερη φιλοσοφία. Εδώ προσεγγίζεται η ουσία του ανθρώπου ως το
διατεταγμένο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και αναδεικνύει» ο καθοριστικός
ρόλος της πρακτικής.
Μαζί με τον Ένγκελς γράφει τη Γερμανική ιδεολογία (1845 -1846, δεν
δημοσιεύθηκε όσο ζούσε, ελλην. εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1979), όπου διατυπώνεται
με τη μορφή επιστημονικής υπόθεσης η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ η
υλιστική αντίληψη της ιστορίας (ιστορικός υλισμός), η αντίληψη για τη δομή της
κοινωνίας και την ιστορία της (βλ. κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός). Εδώ

63
μεταξύ άλλων αναδεικνύει ως «απόλυτα αναγκαία πραγματική προϋπόθεση» της
άρσης της αλλοτρίωσης τον υψηλό βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων,
χωρίς τον οποίο το κομμουνιστικό εγχείρημα είναι ανέφικτο, δεδομένου ότι θα
κατέληγε σε γενίκευση της φτώχειας και της στέρησης "και θα αναπαράγονταν
αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές".
Στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1847, ελλ. εκδ. Αναγνωστίδη, χ.χ.)
επικρίνονται οι μικροαστικές απόψεις του Προυντόν και η μεθοδολογία του,
ιδιαίτερα στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας.
Παράλληλα με τη "ριζική κριτική του συνόλου της υπάρχουσας τάξης
πραγμάτων και τη διαμόρφωση της επιστημονικής του μεθόδου και του
θεωρητικού του συστήματος, ο Μαρξ ανέπτυσσε έντονη και πολύπλευρη πολιτική-
οργανωτική δραστηριότητα στο διεθνές επαναστατικό εργατικό κίνημα. Η "Ένωση
των Κομμουνιστών", που είχε υιοθετήσει το μαρξικό σύνθημα "Προλετάριοι όλων
των χωρών, ενωθείτε!", ανέθεσε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγγραφή του
Κομμουνιστικού Μανιφέστου, του πρώτου προγραμματικού κειμένου του διεθνούς
κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Μαρξ έλαβε ενεργά μέρος сто επαναστατικά γεγονότα του 1848-49 και
μέσω της εφημερίδας Neu Rheinische Zeitung", μετά то κλείσιμο της οποίας φεύγει
αρχικά στο Παρίσι και τελικά στο Λονδίνο. Στα έργα που αφιέρώσε στη γενίκευση
της εμπειρίας της επανάστασης (Ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1850.- Η 18η
Μπρυμαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, 1852 κ.ά.) ο Μαρξ συγκροτεί μια θεωρία
της νικηφόρας επανάστασης, εκτιμά τους συσχετισμούς των ταξικών δυνάμεων
και τις αυταπάτες των τάξεων, καταλήγει στην έννοια της "δικτατορίας του
προλεταριάτου" και της διαρκούς επανάστασης. Ωστόσο υπερεκτιμά τον βαθμό
ωριμότητας της εργατικής τάξης και των σχέσεων παραγωγής.
Κεντρική θέση στην κοινωνική θεωρία του Μαρξ κατέχει το ζήτημα των
τάξεων και της ταξικής πάλης. Ο ίδιος επισημαίνει πως απέδειξε τα εξής: "1) ότι
η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται μόνο με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης
της παραγωγής, 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του
προλεταριάτου, 3) ότι η δικτατορία αυτή αποτελεί η ίδια μόνο τη ματάβαση προς
την εξάλειψη όλων των τάξεων και την αταξική κοινωνία" (επιστολή προς Ι.
Βαϊντεμάγιερ, από 5.3.1853).

Από τη δεκαετία του 1850 ο Μαρξ στρέφεται στη συστηματική οικονομική


έρευνα (πάντοτε σε συνδυασμό με τις φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές και
πολιτειολογικές αναζητήσεις του):
Grunarisse... (πρώτη εκδοχή του Κεφαλαίου) 1857-1858 (ελλ. εκδ.
Στοχαστής, τ. Α-Γ, Αθήνα, 1989}.- Συμβολή στην κριτική της πολιτικής
οικονομίας, 1858-59 (ελλ. εκδ. θεμέλιο, Αθήνα, 1978), δεύτερη εκδοχή του
Κεφαλαίου (1861-63), τρίτη εκδοχή του Κεφαλαίου (1863-1865).
Επιστέγασμα των τεράστιας έκτασης αδημοσίευτων (εκτός της Συμβολής...)

64
μελετών του ήταν ο πρώτος τόμος του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου, την
τελική μορφή του οποίου επεξεργάσθηκε στα 1866-67 (εκδ. Αμβούργο, 1967· ελλ.
εκδ. Σ.Ε.). Εδώ εκτίθεται συστηματικά "η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη του Μαρξ: η
θεωρία της υπεραξίας". Πρόκειται παράλληλα για ένα έργο στο οποίο η υλιστική
αντίληψη της ιστορίας μετατρέπεται από υπόθεση σε επιστημονικά θεμελιωμένη
θεωρία. Το Κεφάλαιο συνιστά την κορύφωση της μαρξικής θεωρίας (κοινωνικής
φιλοσοφίας, πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας, διαλεκτικής λογικής και
μεθοδολογίας καθώς και επιστημονικής πρόγνωσης για την αταξική κοινωνία του
μέλλοντος). Τα αποτελέσματα της έρευνας του Μαρξ εκτίθενται εδώ με τη
μέθοδο της "ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο" και ως
ενότητα "ιστορικού και λογικού".
Ιδιαίτερα στο οικονομικό έργο του Μαρξ αναπτύσσεται η επιστημονική
αντίληψη για την φυσικοϊστορικού χαρακτήρα νομοτέλεια που διέπει την
ανάπτυξη της κοινωνίας. Εδώ δεν πρόκειται βέβαια για κάποιους φυσικούς νόμους,
αλλά για νόμους της δραστηριότητας των ανθρώπων, νόμους ιδιότυπους
κοινωνικούς, οι οποίοι δρουν σε μιαν ενότητα με τους φυσικούς. Πρόκειται για
νόμους-τάσεις, οι οποίοι εκδηλώνονται ως επιλογή και υλοποίηση, μέσω
της δραστηριότητας των ανθρώπων, μιας από τις κατευθύνσεις που
εμπεριέχει το φάσμα δυνατοτήτων της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας. Η
επιστημονική γνώση της νομοτέλειας αποτελεί αναγκαίο όρο της αποτελεσματικής
πρακτικής παρέμβασης των ανθρώπων στην ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας.
Στο έργο του Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (1871, ελλ. εκδ. Στοχαστής,
Αθήνα, 1976), ο Μαρξ αναλύει τον ρόλο της πρώτης απόπειρας εγκαθίδρυσης της
δικτατορίας του προλεταριάτου (της Παρισινής Κομμούνας). Ιδιαίτερη σημασία
από την άποψη της θεωρίας για την αταξική κοινωνία έχει η Κριτική του
προγράμματος της Γκότα.

Στον βαθμό που ολοκλήρωνε την έρευνα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων


παραγωγής, ο Μαρξ προχωρούσε στη διερεύνηση της ιστορίας της κοινωνίας
(όπως μαρτυρούν οι χρονολογικές σημειώσεις του), διότι μόνο κατ' αυτό τον
τρόπο -αντίστροφα με την "αναγωγή" στην οικονομική ζωή- μπορούν να συναχθούν
οι άλλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής ως ολότητας από την οικονομική ζωή. Σ΄
αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η μελέτη του έργου του Α. Μόργκαν Η αρχαία
κοινωνία, που εμπλούτιζε με εμπειρικό υλικό την κοινωνική θεωρία του Μαρξ. Στον
ευρύ κύκλο των ιεραρχημένων ερευνητικών προγραμμάτων του Μαρξ

65
περιλαμβάνεται και η φιλοσοφική θεμελίωση του διαφορικού λογισμού.
Η υπερβολικά εντατική εργασία, οι μόνιμες διώξεις και στερήσεις (παρά τη
βοήθεια του Ένγκελς) και ο θάνατος της γυναικός του κατέβαλαν την υγεία του
Μαρξ, ο οποίος -κατά τον Λαφάργκ- «θυσίασε όλο τον οργανισμό του για το μυαλό
του».
Στο Βιβλίο των εκμυστηρεύσεων της κόρης του Τζένης βλέπουμε το
περίγραμμα της προσωπικότητας αυτού του μοναδικού επαναστάτη της θεωρίας
και της πρακτικής, που σημάδεψε με την παρουσία του τη Νεότερη ιστορία. Ο
βαθύς ανθρωπισμός, η επαναστατική συνέπεια και αγωνιστικότητα, η
αυτοθυσία και η αυταπάρνηση του συνδέονται οργανικά με την
επαναστατική διαλεκτική λογική και τη μεθοδολογία της ερευνάς του. Το
έργο του, ως μοναδικό εγχείρημα επαναστατικοποίησης της επιστήμης και
της πρακτικής, αποτέλεσε αντικείμενο αδυσώπητων επιθέσεων, στρεβλώσεων
και κατασυκοφάντησης από πληθώρα ταξικών εχθρών και "μαρξιστών" επιγόνων
(βλ. δογματισμός και αναθεωρητισμός). Αποτελεί όμως ορόσημο στην ιστορία της
φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών, ένα ορόσημο που, όπως ομολογούν και
μη μαρξιστές, εν πολλοίς καθιστά το "αντιμαρξιστικά" εγχειρήματα και τις
απόπειρες "υπέρβασης" του μαρξισμού φαινομενικές αναβιώσεις προμαρξικών
ιδεών είτε επαναδιατυπώσεις μαρξικών ιδεών (Ζ. Π. Σαρτρ, Το πρόβλημα της
μεθόδου, Αθήνα, 1975, σε. 56). Η διακρίβωση της εμβέλειας και του πεδίου
εφαρμοσιμότητας των μαρξικών θεωρητικών κατακτήσεων και η ανάπτυξη της
βασικής κατεύθυνσης των ερευνών του σύμφωνα με τις βαθύτερες ανάγκες της
κοινωνίας και τη νομοτέλεια που διέπει τη θεωρία είναι ο αυθεντικά μαρξιστικός
τρόπος προσέγγισης του Μαρξ (βλ. επίσης: Ένγκελς, Λένιν, Μαρξισμός,
Διεθνισμός).

Έργα του:
Marx - Engels, "Gesamtausgabe" (MEGA - 1), 50 τόμοι - 54 βιβλία· πλήρεις
εκδόσεις στη ρωσική και στην αγγλική. Συνεχίζεται επίσης η πολύτομη έκδοση των
Απάντων των Μαρξ -Ένγκελς στις γλώσσες του πρωτότυπου (περίπου 180 τόμοι).
Βιβλιογρ.: Ντ. Ριαζανοφ, Μαρξ και Ενγκελς, Μόσχα 1928" (ελλ. εκδ. "γράμματα",
Αθήνα, χ.χ.).- Μπ. Νικολάεβσκι, От. Μαινχεν-Χέλφεν, Καρλ Μαρξ, εκδ. Ράππα,
Αθήνα, 1979.- Α. Κουτσούκαλη, Οι θεμελιωτές του μαρξισμού, Επικαιρότητα,
Αθήνα, 1981.κ.α.

Γκομπινό (Gobineau) Ζοζέφ Αρθουρ


(14-7-1816, Βιλ ντ' Αβρέ - 13-10-1882, Τορίνο).
Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος, συγγραφέας και διπλωμάτης, ένας από τους
πρώτους «προφήτες» του αναπόφευκτου θανάτου του δυτικού πολιτισμού. Κύριο
παράγοντα του πολιτισμού θεωρεί την «καθαρότητα της φυλής». Οι «εθνικές

66
αναμίξεις» υπονομεύουν την ενότητα και την κοινωνική δομή. Υιοθετεί μιαν
αμετάβλητη ιεραρχία των φυλών: οι νέγροι είναι καθ' ολοκληρίαν
συναισθηματικοί και ανίκανοι για ορθολογικό αυτοέλεγχο' η κίτρινη φυλή
διακατέχεται από ωφελιμισμό, γεγονός που την αποτρέπει από ηρωικές εξάρσεις
και υψηλά επιτεύγματα. Μοναδική «ιστορική φυλή» και πρωταρχική κάτοχος του
«μονοπωλίου κάλλους, νου και ρώμης» είναι η λευκή φυλή. Αυτή υποδιαιρείται σε
τρεις παραλλαγές, η τρίτη από τις οποίες συγκροτεί τους Άριους, με τους
οποίους συνδέει ό,τι καλύτερο υπάρχει στη Γη. Αυτός ο «ιππότης της
βαρβαρότητας» (Μαρξ) προβαίνει ανενδοίαστα σε ανορθολογικές και αυθαίρετες
παραποιήσεις της ιστορίας για να ενισχύσει τις ρατσιστικές του ιδέες. Στα
τελευταία χρόνια της ζωής του προσέγγισε τον Ρ. Βάγκνερ. Δριμύτατη κριτική
στον Γκομπινό
άσκησε ο επιφανής πολιτικός και στοχαστής Τοκεβίλ (Tocqueville) και άλλοι
επιστήμονες. Θεωρείται πρόδρομος του Νίτσε. Οι ιδέες του συνέβαλαν στη
διαμόρφωση και διάδοση των ιδεολογημάτων του ναζισμού. Ωστόσο ο ρατσισμός
του συνδεόταν με μια σχετικοκρατική κριτική του ευρωκεντρισμού.

Έργα του: Trois ans en Asie, Paris, 1859.- Histoire des Perses, t.
1-2, Paris, 1869.- Nouvelles asiatiques, nouv. ed., Paris, 1913.- Les religions et les
philosophies dans /' Asie centrale, Paris, 19576.- La Renaissance, Paris, 1877.- Essai
sur I' inegalite des races humaines, Paris, 1884.
Λογικός θετικισμός (αγγλ. logical positivism), η «σύγχρονη» μορφή του
θετικισμού.
1. Με την ευρεία έννοια συνώνυμο του νεοθετικισμού.
2. Κατεύθυνση του νεοθετικισμού που συγκροτήθηκε ως δέσμη ερευνητικών
προγραμμάτων με τον "Κύκλο της Βιέννης" (Ρ. Κάρναπ", Ο Νόυρατ. Φ. Φρανκ,
Γ.Φέιγκλ, Χ. Ράιχενμπαχ κ.ά.). Διαδίδεται σε ευρεία κλίμακα στα τέλη της
δεκαετίας του 1920 - αρχές της δεκαετίας του 1930, ενώ από τα τέλη της
δεκαετίας του 1930 το κέντρο του μετατίθεται στις ΗΠΑ, όπου με ορισμένες
τροποποιήσεις διαδίδεται ως λογικός εμπειρισμός. Ο λογικός θετικισμός έχει ως
θεωρητικές πηγές την παράδοση του θετικιστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού
(Μπέρκλεϋ, Χιουμ, μαχισμός, εμπειριοκριτικισμός), με τη χαρακτηριστική άρνηση
του κοσμοθεωρητικού και κομματικού χαρακτήρα της φιλοσοφίας, με την αναγωγή
της επιστήμης στη μελέτη του "άμεσα δεδομένου στην εμπειρία του υποκειμένου
κ.λπ. και τη μέθοδο της λεγόμενης "λογικής ανάλυσης". Κατά τον λογικό θετικισμό
η αυθεντικά επιστημονική φιλοσοφία είναι εφικτή μόνον (ως λογική ανάλυση της
γλώσσας της επιστήμης, που επιδιώκει την "κάθαρση" της επιστήμης από κάθε
"μεταφυσική" (από το σύνολο του παραδοσιακού φιλοσοφικού προβληματισμού) και
τη μελέτη της (τυπικό-) λογικής δομής της επιστημονικής γνώσης. Η τελευταία
αποσκοπεί στην αποκάλυψη του "άμεσα δεδομένου" είτε εμπειρικά επιβεβαιώσιμου
και ελεγχόμενου περιεχομένου των επιστημονικών εννοιών και προτάσεων. Η
φιλοσοφία ανάγεται σε "λογική της επιστήμης", σε "λογική σύνταξη της γλώσσας
της επιστήμης" (Κάρναπ) και υπό αυτή την έννοια καλείται να διαδραματίζει τον
ρόλο ενός ιδιότυπου λογοκριτή, ενός "διανοητικού αστυνομικού" (A. Ayer), που
ελέγχει την επιστημονική δραστηριότητα για να αποτρέψει τυχόν παραβιάσεις των
ορίων και ένταξη στο πεδίο της "μεταφυσικής". Οι προτάσεις της τελευταίας,
κατά τους εκπροσώπους του λογικού θετικισμού, δεν έχουν γνωστική σημασία και
δεδομένου ότι δεν αποτελούν ταυτολογίες (όπως οι προτάσεις της τυπικής
λογικής, της μόνης λογικής που αναγνωρίζουν, και των μαθηματικών) και δεν
συνιστούν εμπειρικές πραγματολογικές προτάσεις, θεωρούνται απλώς ανόητες
(άνευ νοήματος, ψευδοπροβλήματα κ.λπ.). Κατ' αυτό τον τρόπο, ο λογικός

67
θετικισμός, δέσμιος της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας (βλ.
διάνοια кαι λόγος), προσδίδει στον επιστημονισμό του μονόπλευρο και
περιορισμένο χαρακτήρα, κινούμενος στα πλαίσια ενός έρποντα εμπειρισμού -
φαινομεναλισμού αφ' ενός, και μιας (κληροδοτημένης από τον λογικό ατομισμό)
άκριτης υποστασιοποίησης, οντολογικοποίησης και άνευ όρων προεκβολής της
τυπικής και της μαθηματικής λογικής σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης.
Ταυτόχρονα αποτρέπει τον φιλοσοφικό στοχασμό από τη διερεύνηση της
ανακάλυψης νέας γνώσης, περιορίζοντας τον στην τυπικο-λογική ανάλυση της
έτοιμης επιστημονικής γνώσης. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο λογικός
θετικισμός επιχειρεί σχετική άμβλυνση ορισμένων από τα αρχικά του δόγματα, την
οποία προβάλλει αργότερα ως ανάπτυξη και φιλελευθεροποίηση. Αντικαθιστά
λόγου χάρη την αρχή της αναγωγιμότητας της επιστημονικής γνώσης στα
εμπειρικά δεδομένα με την αρχή της δυνατότητας εμπειρικής ερμηνείας του
συστήματος, την αξίωση της πλήρους επαληθευσιμότητας με τον όρο της
δυνατότητας μερικής έμμεσης επιβεβαιωσιμότητας. Παρ' όλα αυτά, στον ύστερο
λογικό θετικισμό γίνεται πιο έκδηλη η αντιφατικότητα και ο εκλεκτικισμός του
όλου εγχειρήματος. Οι ερευνητικοί στόχοι του αποδείχθηκαν μάλλον ανέφικτοι,
δεδομένου ότι οι "μεταφυσικές προτάσεις" και η σχετική με αυτές
προβληματική αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ στοιχεία όχι μόνο της
παραδοσιακής φιλοσοφίας αλλά και κάθε βασικής θεωρητικής έρευνας.
Ανέφικτη αποδείχθηκε και η πλήρης τυποποίηση της γλώσσας της
επιστήμης. Η ίδια η ιδέα της πλήρως τυποποιημένης θεωρίας συνιστά ακραίου
τύπου εξιδανίκευση, μη ανταποκρινόμενη στη λειτουργία και ανάπτυξη ούτε καν
των μαθηματικών επιστημών (βλ. Κουάιν'). Η συνδεόμενη με τα παραπάνω κρίση
του λογικού θετικισμού και η συνακόλουθη κάθετη πτώση της απήχησης του
(δεκαετίες 1950-1960) οδήγησαν στη μετατροπή του σε μια (μη αυτοτελή πλέον)
τάση στα πλαίσια της "αναλυτικής φιλοσοφίας" και του νεοθετικισμού.
Μετεξελίσσεται αρχικά σε "σημαντικό θετικισμό" (εντάσσοντας στην
προβληματική του στοιχεία λογικής σημαντικής, πραγματολογίας κ.λπ.) και
αργότερα σε γλωσσολογική ανάλυση (φιλοσοφία της καθομιλουμένης γλώσσας).
Άσχετα με τις αρχικές, καθολικού χαρακτήρα, αξιώσεις τους, ορισμένοι
εκπρόσωποι του λογικού θετικισμού συνέβαλαν ιδιαίτερα στον τομέα των ερευνών
της τυπικής και μαθηματικής λογικής (βλ. επίσης τα λ. Βιτγκενστάιν, Λβοφ-
Βαρσοβιας οχολή, Πόππερ. λογικισμός, ανάβαση από то αφηρημένο στο
συγκεκριμένο).
Βιβλιογρ.: Β. Κραφτ, Ο κύκλος της Βιέννης και η γένεση του νεοβετικισμου,
Γνώση, Αβήνα- Σ. Πάνου, Mεταφυσική και λογικός θετικισμός, Νέα Σύνορα, Αβήνα,
1980.- Κ. Carnap, Φιλοσοφία και λογική σύνταξη, Εγνατία, Θεσ/κη {X.X.}.- Logical
positivism, ed. by A. J. Ayer, Glencoe, 1960-
Χυδαίος υλισμός.
Φιλοσοφικό ρεύμα που ανέκυψε στα μέσα του 19ου αϊ. με κύριο χαρακτηριστικό
την υπεραπλούστευση και τη χονδροειδή ερμηνεία των αρχών του υλισμού υπό την
επίδραση της θυελλώδους ανάπτυξης των φυσικών επιστημών (νόμος διατήρησης
της ύλης, νόμος της μετατροπής της ενέργειας, δαρβινισμός, φυσιολογία κ.λπ.).
Αποτελούσε έκφραση μιας θετικιστικής αντίδρασης του μεταφυσικού και εν
πολλοίς μηχανιστικού "επιστημονικού υλισμού" της εποχής στην ιδεαλιστική
(προπαντός στη γερμανική κλασική) διαλεκτική, παρά το γεγονός ότι οι Μαρξ και
Ένγκελς ήδη θεμελίωναν την υλιστική διαλεκτική και την "υλιστική αντίληψη της
ιστορίας". Οι εκπρόσωποι του εν λόγω ρεύματος (Κ. Φογκτ, Λ. Μπύχνερ και Γ.
Μολεσότ) επιδίδονταν στην ενεργό εκλαΐκευση των φυσικών επιστημών, με
ιδιαίτερη έμφαση στις αθεϊστικές προεκτάσεις τους, θεωρώντας εφικτή την

68
επίλυση και των φιλοσοφικών προβλημάτων μέσω των συγκεκριμένων φυσικών
ερευνών, τις οποίες αντιπαρέθετον στον "φιλοσοφικό τσαρλατανισμό". Απέρριπταν
την αυτοτέλεια της φιλοσοφίας και τη σημασία των κοινωνικών - ανθρωπιστικών
επιστημών, θεωρούσαν τη συνείδηση, τον ψυχισμό και άλλα κοινωνικά φαινόμενα
ως άμεσα αποτελέσματα είτε ως επιφαινόμενα φυσικο-χημικών διαδικασιών. Στα
πλαίσια αυτού του αναγωγισμού οι χυδαίοι υλιστές ταύτιζαν το ψυχικό με το
σωματικό, ορίζοντας τη σκέψη ως έκκριμα του εγκεφάλου. Πίστευαν ότι το
περιεχόμενο της συνείδησης καθορίζεται κυρίως από τη χημική σύσταση της
τροφής, από το κλίμα κ.λπ. Σε αυτούς του παράγοντες καθώς και στη "φύση" της
κληρονομικότητας απέδιδε ο Μπύχνερ την αποικιοκρατία και την ύπαρξη "τάξεων
κοινωνικών" (κοινωνικός δαρβινισμός). Χυδαίες υλιστικές τάσεις εκδηλώθηκαν και
εκδηλώνονται μέχρι σήμερα με ποικίλες μορφές, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με
φιλοσοφικών αξιώσεων ερμηνείες γεγονότων των φυσικών επιστημών, και
ιδιαίτερα της φυσιολογίας, της γενετικής, της κυβερνητικής και της
πληροφορικής. Διαδεδομένο προπαγανδιστικό τέχνασμα είναι η δήθεν ταύτιση του
χυδαίου υλισμού με τον μαρξισμό. Βλ. επίσης: θετικισμός, βιολογισμός,
φυσικαλισμός.
Φουκουγιάμα (Fukuyama) Φράνσις.
Φιλοσοφίζων πολιτικός αξιωματούχος (υποδιευθυντής του Γραφείου Σχεδιασμού
Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ), που έγινε γνωστός το 1989,
λόγω της τεράστιας προβολής του από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, για τις ιδέες
του περί του τέλους της ιστορίας. Ερμηνεύει τη συγκυρία που διαμορφώθηκε από
την κλιμακούμενη κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και σε χώρες του
"υπαρκτού σοσιαλισμού", από το "τέλος του ψυχρού πολέμου" κ.λπ. κατά έναν
άκρως ιδεολογικό τρόπο ως "то τέλος της ίδιας της ιστορίας, δηλαδή το τελικό
σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης του ανθρώπινου γένους και την
οικουμενικοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως της τελικής μορφής
ανθρώπινης διακυβέρνησης". Το εγχείρημα του αποτελεί "υπόδειγμα" εκλεκτισμού
και εργαλειακής χρήσης ετερόκλητων φιλοσοφικών θέσεων (Χέγκελ. Πλάτωνα,
Μπένθαμ. Νίτσε κ.ά.) για την ιδεολογική επένδυση μιας άκρως κυνικής πολιτικής
σκοπιμότητας, η οποία προβάλλει την τρέχουσα διεθνή συγκυρία ως απαλοιφή
οποιασδήποτε εναλλακτικής λύσης και την κεφαλαιοκρατία ως το άκρον άωτο της
κοιωνικο-οικονομικής και πολιτικής ζωής της ανθρωπότητας.
Συνιστά το προκάλυμμα της πολιτικής στρατηγικής των κυρίαρχων μεγάλων
δυνάμεων, οι οποίες επιδιώκουν τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους έναντι των
ασθενέστερα ανεπτυγμένων πληθυσμών του πλανήτη, μέσω μιας "νέας τάξης
πραγμάτων" που βασίζεται στη βίαιη επιτήρηση, στον αποκλεισμό και τη διαρκή
αστυνόμευση του κόσμου. Πρόκειται για ένα αντιδραστικό ουτοπικό ιδεολόγημα
νε-οαποικιακού - ρατσιστικού χαρακτήρα, που αποσκοπεί στον εξορκισμό
οποιασδήποτε "επανάστασης κοινωνικής'" και του "σοσιαλισμού". Έργο του: The
End of History and the Last Man, New York, 1992 (Ελλην. Έκδοση: Αθήνα 1993,
"Νέα Σύνορα", Α. Α. Λιβάνης).

Β. Βασικές φιλοσοφικές κατηγορίες και νόμοι της διαλεκτικής

1.Ζητήματα «αντικειμενικής λογικής»


Ποιότητα ( ή ποιόν) και ποσότητα (ή ποσόν).
Κατηγορίες της φιλοσοφίας οι οποίες επισημαίνουν σημαντικές πλευρές της
αντικειμενικής πραγματικότητας. Ο κόσμος δεν συνιστά μια παγιωμένη κατάσταση
έτοιμων, δεδομένων πραγμάτων, αλλά συγκροτεί ένα σύνολο διαδικασιών στις
οποίες τα πράγματα (αντικείμενα) διαρκώς εμφανίζονται, μεταβάλλονται και

69
καταστρέφονται. Αυτό όμως επ' ουδενί λόγω σημαίνει ότι τα πράγματα στερούνται
ορισμένης μορφής ύπαρξης, ότι είναι απόλυτα ασταθή και μη διακριτά μεταξύ
τους (όπως ισχυρίζεται η σχετικοκρατία). Παρά τις όποιες μεταβολές του μέχρις
ορισμένου σημείου, το κάθε πράγμα παραμένει το αυτό, και όχι άλλο, ποιοτικά
προσδιορισμένο αντικείμενο.
Ποιοτικός προσδιορισμός των αντικειμένων και των φαινομένων είναι εκείνο που
τα καθιστά σταθερά, που τα οριοθετεί και δημιουργεί την απέραντη ποικιλομορφία
του κόσμου. Ποιόν είναι ο ουσιώδης προσδιορισμός ορισμένου αντικειμένου
(πράγματος) χάριν του οποίου αυτό είναι το δεδομένο, και όχι άλλο, αντικείμενο,
και διαφέρει από άλλα αντικείμενα. Το ποιόν του αντικειμένου κατά κανόνα δεν
ανάγεται σε ξεχωριστές ιδιότητες του (οι οποίες συνιστούν αντανάκλαση της
ποιότητας του πράγματος στην ποιότητα άλλου ή άλλων πραγμάτων). Το ποιόν
συνδέεται με το αντικείμενο ως όλο (ολότητα), το περικλείει πλήρως και είναι
αναπόσπαστο από αυτό, γεγονός που συνδέει την κατηγορία "ποιότητα" με το
Είναι, με την ύπαρξη του αντικειμένου, αλλά και με την άμεσα αισθητηριακή -
εμπειρική βαθμίδα της γνώσης περί του αντικειμένου. Ένα αντικείμενο δεν μπορεί
να παραμένει ένα και το αυτό έχοντας απολέσει το ποιόν του. Δεδομένου ότι οι
διάφορες ιδιότητες (είτε ομάδες ιδιοτήτων) ενός αντικειμένου εκδηλώνονται στις
σχέσεις του με άλλα αντικείμενα, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει πληθώρα
ποιοτήτων σε κάθε αντικείμενο ή φαινόμενο.
Όλα τα αντικείμενα διαθέτουν (εκτός από τον ποιοτικό) και ποσοτικό
προσδιορισμό: ορισμένο μέγεθος, αριθμό, έκταση, όγκο, ρυθμό εκτύλιξης των
διαδικασιών, βαθμό ανάπτυξης των ιδιοτήτων τους, χωροχρονικές πτυχές κ.λπ.
Ποσότητα είναι ο προσδιορισμός εκείνος του πράγματος χάριν του οποίου αυτό
μπορεί να διαιρεθεί (πραγματικά ή νοητά) σε ομοιογενή μέρη, που μπορούν με τη
σειρά τους να ενοποιηθούν. Η ομοιογένεια (ομοιότητα, ομοιομορφία, ποιοτική
ταυτότητα κ.λπ.) πραγμάτων είτε μερών είναι το απαραίτητο διακριτικό γνώρισμα
της ποσότητας και αναγκαίος όρος της συγκρισιμότητας, της αντιπαραβολής που
χαρακτηρίζει την ποσοτική προσέγγιση. Οι διαφορές μεταξύ ανομοιογενών
(ανόμοιων κ.λπ.) πραγμάτων είναι ποιοτικού χαρακτήρα (ως προς το ποιόν), ενώ οι
διαφορές μεταξύ ομοιογενών πραγμάτων είναι ποσοτικού (ως προς το ποσόν).
Σε αντιδιαστολή με την ποιότητα, η ποσότητα δεν συνδέεται και τόσο στενά με
το είναι του πράγματος. Οι ποσοτικές αλλαγές δεν οδηγούν αμέσως σε
καταστροφή είτε σε ουσιώδη αλλαγή του αντικειμένου. Οι ποσοτικές αλλαγές
προκαλούν ποιοτικές μόνον εφ' όσον φτάσουν ένα ορισμένο για κάθε αντικείμενο
όριο. Με αυτή την έννοια ο ποσοτικός προσδιορισμός (σε αντιδιαστολή με τον
ποιοτικό) χαρακτηρίζεται από μιαν εξωτερική σχέση προς την υφή, προς τη φύση
των αντικειμένων. Γι' αυτό και μπορεί κατά τη "γνωστική διαδικασία" να
αποσπασθεί μέσω αφαίρεσης από το περιεχόμενο (από το ποιόν κ.λπ.) σαν να
πρόκειται για αδιάφορη (γι' αυτή τη διαδικασία) υπόθεση (π.χ. στα μαθηματικά). Η
εξαιρετικά ευρείας κλίμακας χρήση των μαθηματικών θεωριών σε διαφορετικούς
ως προς το συγκεκριμένο περιεχόμενο τους τομείς της φυσιογνωσίας και της
τεχνικής εξηγείται από το γεγονός ότι τα μαθηματικά εξετάζουν κατ' εξοχήν
ποσοτικές σχέσεις και συσχετίσεις. Η επιστημονική διάγνωση των τελευταίων
είναι απαραίτητος όρος της γνώσης και του σκόπιμου πρακτικού μετασχηματισμού
της πραγματικότητας.
Ωστόσο η γνώση δεν εξαντλείται με την ποσοτική προσέγγιση της
πραγματικότητας. Ο μονόπλευρος προσανατολισμός της γνώσης στην εξέταση της
ποσότητας συνδέεται με την προσκόλληση της νόησης στην προδιαλεκτική
βαθμίδα της (Βλ. διάνοια και λόγος), με μια μηχανιστική -φορμαλιστική
κοσμοαντίληψη (π.χ. μηχανιστικός υλισμός, υποκειμενικός ιδεαλισμός", θετικισμός
κ.λπ.). Η ποιότητα επ' ουδενί λόγω μπορεί να αναχθεί στην ποσότητα, παρά τις
όποιες απόπειρες των μεταφυσικών. Οι απόπειρες μάλιστα βαθμολογικής

70
αξιολόγησης (βλ. αξία) ποικιλόμορφων στην ιδιοτυπία τους προσωπικοτήτων, μόνο
ως μέσα συμβατικού (και εν πολλοίς χειραγωγικού - πειθαναγκαστικού) χαρακτήρα
και ως λειτουργίες αναπαραγωγής αλλοτριωτικών κοινωνικών σχέσεων έχουν
νόημα. Κανένα αντικείμενο (είτε υποκείμενο) δεν διαθέτει μόνο ποιοτικό είτε μόνο
ποσοτικό προσδιορισμό. Κάθε αντικείμενο συνιστά ενότητα ορισμένης ποιότητας
και ποσότητας (βλ. μετρό), αποτελεί ποιοτικό μέγεθος (ποσόν) και ποσοτικά
προσδιορισμένο ποιόν. Η παραβίαση (υπέρβαση) του μέτρου οδηγεί σε αλλαγή του
δεδομένου αντικειμένου είτε φαινομένου, στη μετατροπή του σε άλλο αντικείμενο
είτε φαινόμενο (πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές). Βλ. επίσης:
ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ουσία και φαινόμενο, ανάπτυξη.

Βιβλιογρ.: Β. Α. Βαζιούλιν, Ποσότητα και ποιότητα, στο:


Filosofski slovar, Μόσχα, 1986, κ.α.

Μέτρο.
Φιλοσοφική κατηγορία που εκφράζει την οργανκή - διαλεκτική ενότητα
ποιοτικών και ποσοτικών προσδιορισμών ορισμένου αντικειμένου (φαινομένου).
Στην ποιοτική ιδιοτυπία κάθε αντικειμένου προσιδιάζει ορισμένη ποσότητα. Το
μέτρο εκφράζει το ανώτατο {ή κατώτατο) όριο (άκρο, τέρμα) μεταβολής των
ποσοτικών προσδιορισμών-εκτατικών και εντατικών- στα πλαίσιο της εν λόγω
ποιοτικής ιδιοτυπίας, οριοθετεί δηλαδή το σημείο μετάπτωσης των ποσοτικών
αλλαγών σε ποιοτικές, Πρωταρχική προσέγγιση του μέτρου χαράκτηρίζει την
εμπειρική βαθμίδα ανάπτυξης της"γνωστικής διαδικασίας" (μετρική, «ακριβείς
επιστήμες») ως στοιχείο ποσοτικού - μετρικού προσδιορισμού των συγκριτικά
αντιπαραβολλόμενων δεδομένων της ανάλυσης, ως κανόνας (γνώμονας), κριτήριο
και τρόπος διάγνωσης, κατάταξης, ταξινόμησης και τυπολογίας. Οι απαρχές της
ανθρωποκεντρικής ερμηνείας. του μέτρου συνδέονται με τον Πρωταγόρα ("πάντων
χρημάτων μέτρον άνθρωπον είναι"). Η πρώτη κατηγοριακή επεξεργασία του
μέτρου απαντάται στο έργο του Χέγκελ. Η συστηματική επεξεργασία του μέτρου
του ορίου ποιοτικών και ουσιωδών προσδιορισμών του οργανικού όλου, που
διαφορίζουν το παρόν από το παρελθόν και то μέλλον της αναπτυξιακής
διαδικασίας, χαρακτηρίζει τη μεθοδολογία του Μαρξ. (Βλ. επίσης: ποιότητα,
εξέλιξη, ανάπτυξη).

Πεπερασμένο (μετοχή παθ. παρακειμένου του περαίνω).


Φιλοσοφική κατηγορία η οποία επισημαίνει την ύπαρξη ορίου φραγμού πέρατος
(συνεπώς και αρχής) σε κάθε προσδιορισμένο, μεταβλητό και παροδικό αντικείμενο
(πράγμα, διαδικασία, φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.). Θεμελιώδες γνώρισμα του
ποιοτικού και ποσοτικού προσδιορισμού των μη αυθυπόστατων όντων, της
ασυνέχειας της πραγματικότητας (βλ. "ασυνέχεια και συνέχεια"), της συσχέτισης
μεταξύ αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού κάθε ανταπτυξιακής
διαδικασίας. Συνιστά το αντίθετο του άπειρου, του ανεξάντλητου, του

71
απεριόριστου, της απεραντοσύνης και του διηνεκούς.
Το άπειρο αποτελεί τον αρνητικό προσδιορισμό του πεπερασμένου. Το ποιόν
συνιστά κάτι το πεπερασμένο μέσα στην άπειρη πολλαπλότητα της
πραγματικότητας. Οι ποσοτικοί προσδιορισμοί ορισμένης ποιότητας συνιστούν
απειρία μέσα στο πεπερασμένο αυτής της ποιότητας. Δεδομένου όμως ότι η
τελευταία εκφράζεται μέσω πληθώρας ιδιοτήτων (σχέσεων με άλλα αντικείμενα),
το ποιόν προβάλλει ως άπειρο μέσα στο ποσοτικά πεπερασμένο. Συνεπώς το
πεπερασμένο συνδέεται με την κατηγορία "μέτρο" και ορίζεται ως η εκάστοτε
αλλοιώσιμη και εξαφανιζόμενη στιγμή, ως υπό αναίρεση (βλ. άρση) παροδική
κατάσταση του αντικειμένου. Η μεταβολή (κίνηση, ανάπτυξη) του τελευταίου
συνιστά μια διαρκή υπέρβαση ορίων, διαφορών κ.λπ. και συνεπώς άρση της
ασυνέχειας στη συνεχή ανάπτυξη του αντικειμένου και στη μετατροπή του σε κάτι
άλλο (ποιοτικά και ουσιωδώς πεπερασμένο) μέσω της εσωτερικής
αντιφατικότητας του, της αλληλεπίδρασης του με το εξωτερικό του και της
"άρνησης της άρνησης". Η προσκόλληση της νόησης στην εξωτερική πλευρά της
συσχέτισης πεπερασμένου και άπειρου οδηγεί στη μεταφυσική αντίληψη της
"κακής απειρίας", η οποία εννοείται ως απεριόριστη και αδιάκοπη επανάληψη
ορισμένων χαρακτηριστικών στον χώρο και στον χρόνο.
Η διατύπωση των ορίων της προδιαλεκτικής αντιπαράθεσης πεπερασμένου και
άπειρου συνδέεται με την 1η κοσμολογική αντινομία του Καντ. Ο Χέγκελ εισάγει τη
διαλεκτική αντίληψη της συνάρτησης πεπερασμένου και άπειρου, συνδέοντας
ωστόσο το τελευταίο με την "απόλυτη ιδέα" και ανάγοντας το πρώτο σε ανταύγεια
αυτής της ιδέας. Ο Έγκελς επισημαίνει την αντιφατικότητα του άπειρου ως
"συνένωσης πολλών πεπερασμένων πραγμάτων". Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο δεν
περιορίζεται στους ποιοτικούς και ποσοτικούς προσδιορισμούς της συσχέτισης
πεπερασμένου και άπειρου, αλλά θέτει την προβληματική του πεπερασμένου της
ουσίας του αντικειμένου, των ορίων της ύπαρξης του και της άρνησης του από τον
ίδιο τον εαυτό του, των ορίων εντατικής και εκτατικής ανάπτυξης του, καθώς και
της συσχέτισης εξωτερικού και εσωτερικού πεπερασμένου, Η εν λόγω
προβληματική αναπτύσσεταί περαιτέρω στη "Λογική της ιστορίας'". Ο διαρκής
επαναπροσδιορισμός του πεπερασμένου (των ορίων εφαρμοσιμότητας) των
εκάστοτε θεωρητικών κεκτημένων των επιστημών πραγματοποιείται μέσω
αλλεπάλληλων τάσεων προεκβολής στο άπειρο πεπερασμένης εμβέλειας γνώσεων
και άρσης αυτής της προεκβολής από πλέον συγκεκριμένες θεωρίες, οι οποίες
εισάγουν νέες πεπερασμένες παραμέτρους. Βλ. επίσης: "ποιότητα και ποσότητα",
μέτρο, "πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές", "διαλεκτική λογική".
Πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές.
Μια από τις βασικές μορφές καθολικής συνάφειας και αλληλεπίδρασης, ένας από
τους κύριους τρόπους (τύπους, "μηχανισμούς") ανάπτυξης και αυτοανάπτυξης των
αντικειμένων εκείνων της πραγματικότητας που συνιστούν οργανικό όλο.
Δεδομένου δε ότι η καθολική συνάφεια του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου
συνιστά το αντικείμενο της διαλεκτικής (ως επιστημονικής φιλοσοφίας), το
πέρασμα των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές είναι ένας από τους τρεις βασικούς
νόμους της διαλεκτικής (μαζί με την ενότητα και πάλη των αντιθέτων -βλ.
αντίφαση- και τον "άρνησης της άρνησης νόμο"). Ο νόμος αυτός (όχι ως δογματικά
και σχηματικά εννοούμενη a priori νοητική κατασκευή, "καλούπι", αλλά ως ενότητα
καθολικών και ειδικών στιγμών, δηλαδή ως νόμος σχετικά τροποποιούμενος από
την ιδιοτυπία της εκάστοτε υπό εξέταση αναπτυξιακής διαδικασίας, από τη
συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα) διέπει τα αντικείμενα της πραγματικότητας
που δυνάμει ή ενεργεία συνιστούν το κοινωνικό είναι, υπό το πρίσμα της

72
αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικού είναι και κοινωνικής συνείδησης. Δεν συνιστά
δηλαδή νόμο που διέπει "τον κόσμο στο σύνολο του", είτε "γενικό νόμο της φύσης,
της κοινωνίας και της συνείδησης" (όπως θα διακήρυσσε μια μεταφυσική περί του
"καθ' όλου" φυσική φιλοσοφία προμαρξικού τύπου, μια "επιστήμη των επιστημών",
είτε μια φιλοσοφική θεώρηση η οποία δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει την
διαφορά της από τις υπόλοιπες μορφές κοινωνικής συνείδησης), δεδομένου ότι η
αντανάκλαση του μη κοινωνικού είναι καθίσταται εφικτή μόνον υπό το πρίσμα του
κοινωνικού είναι. Συνεπώς, ο νόμος αυτός εκφράζει τη νοητική σύλληψη των
πτυχών της ανάπτυξης του οργανικού όλου κυρίως μέσω της συνάφειας των
φιλοσοφικών κατηγοριών (δηλαδή των ιστορικά συγκεκριμένων καθολικών μορφών
πρακτικής και νοητικής δραστηριότητας): ποσότητας, ποιότητας και μέτρου.
Λαμβάνοντος υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να επισημάνουμε τη σχετική (και επ'
ουδενί λόγω απόλυτη) διάκριση μεταξύ "οντολογικής", "γνωσιοθεωρητικής" και
"λογικής" εμβέλειας του εν λόγω νόμου της διαλεκτικής, δεδομένου ότι ο νόμος
αυτός διέπει αντικειμενικές αναπτυξιακές διαδικασίες (ανεξάρτητα από το
γνωστικό ή πρακτικό υποκείμενο), την ανάπτυξη της "γνωστικής διαδικασίας" και
τη νοητική ανασύσταση του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου (βλ. διαλεκτική
λογική).
Ο νόμος αυτός υπερτερεί κατά τον ιστορικό τρόπο προσέγγισης, ενώ κατά τον
λογικό τρόπο προσέγγισης προβάλλει ως υποταγμένη στιγμή της εξέτασης της
ουσίας του αντικειμένου, ιδιαίτερα κατά την κίνηση της γνώσης оло την επιφάνεια
στην ουσία (βλ. ιστορικό και λογικό). Ο νόμος της μετάβασης (μετάπτωσης,
αναβάθμισης, υποβάθμισης κ.λπ.} των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές
επισημαίνει ότι οι ποσοτικές αλλαγές ποιοτικά καθορισμένων αντικειμένων,
φαινομένων και διαδικασιών οδηγούν σ' ένα ορισμένο σημείο στην αλματώδη
μετάπτωση της παλαιάς σε μια νέα ποιότητα, σε καταστροφή είτε σε ουσιώδη
αλλαγή του αντικειμένου (βλ. άλμα).
Η πρώτη συστηματική φιλοσοφική ανάπτυξη αυτού του νόμου απαντάται στην
Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ ως μορφή αυτοανάπτυξης της νόησης στην
πορεία προς την απόλυτη ιδέα. Ο Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο εξετάζει αυτόν τον νόμο
ως νόμο της αυτοανάπτυξης ιστορικά συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής, χωρίς
μάλιστα να περιορίζει την ισχύ του στο επίπεδο της επιφάνειας, του είναι (όπως
κάνει ο Χέγκελ). Εδώ αποδεικνύεται ότι η ποιότητα της σφαίρας του είναι αίρεται
(βλ. άρση) στην ταυτότητα της σφαίρας της ουσίας, η ποσότητα στη διάκριση
(διαφορά. αντίθεση) και το μέτρο στην αντίφαση. Δεδομένου μάλιστα ότι η
καθαυτή αντίφαση συνιστά την ώριμη μορφή άρνησης της ουσίας του αντικειμένου
από τον ίδιο τον εαυτό του, ο εν λόγω νόμος προβάλλει κατά. τον Μαρξ στη
σφαίρα της ουσίας ως αυτοάρνηση της ουσίας, συγκεκριμενοποιώντας την
ιστορική συσχέτιση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος του
αντικειμένου. (Βλ. επίσης: ανάπτυξη, Κεφάλαιο, ιστορικό και λογικό, λογική της
ιστορίας και τη βιβλιογραφία σε αυτά).

Άλμα.
Η διαδικασία διαλεκτικής μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές,
αλλά και η μετάβαση από μιαν ορισμένη ποιότητα σε μιαν άλλη, όταν το
αναπτυσσόμενο αντικείμενο φτάνει στα όρια του "μέτρου".
Κατά τον Χέγκελ το βαθμιαίο, το συνεχές της αλλαγής αφορά μόνο στην
εξωτερική ποσοτική πλευρά της. Από ποιοτικής όμως πλευράς εκδηλώνεται η

73
απόλυτη ασυνέχεια, η διακοπή της καθαρά ποσοτικής κίνησης προς τα εμπρός. Και
εφόσον ή εμφανιζόμενη νέα ποιότητα ως προς την καθαρά ποσοτική συσχέτιση της
συνιστά, σε σύγκριση με την εκλείπουσα, ένα απροσδιόριστο έτερο, μιαν αδιάφορη
ποιότητα, ή μετάβαση συνιστά άλμα (Sprung)' και οι δύο ποιότητες είναι
τεθειμένες ως εντελώς εξωτερικές μεταξύ τους (Επιστήμη της λογικής, μέρος 3ο,
κεφ. 2ο, υποκεφάλαιο Β'). Κάθε γέννηση και κάθε θάνατος - διευκρινίζει ο Χέγκελ -
δεν συνιστά κάτι το συνεχιζόμενο βαθμιαία, αλλά "διακοπή του βαθμιαίου και άλμα
από την ποσοτική αλλαγή στην ποιοτική" (στο ίδιο). Κατά τον φιλόσοφο, η διάνοια
(βλ. διάνοια και λόγος) αδυνατεί να συλλάβει το άλμα που έγκειται στην ποιοτική
μετάβαση ενός αντικειμένου, ενός πράγματος στην ετερότητα του, στο αντίθετο
του, γι' αυτό και βαυκαλίζεται με την παράσταση περί ταυτότητας και περί
αλλαγής ως αδιάφορης εξωτερικής, ποσοτικής, δηλαδή εξελικτικής αλλαγής (βλ.
εξελικτισμός). Το άλμα είναι στιγμή της αυτοανάπτυξής του όλου και όχι προϊόν
εξωτερικής παρέμβασης.
Ο Μαρξ", σε αντιδιαστολή με τον Χέγκελ, εφόσον εξετάζει ιστορικά
συγκεκριμένα αντικείμενα (π.χ. τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας), δεν
βλέπει στο άλμα στιγμή, αναβαθμό της νόησης στην πορεία προς την απόλυτη
ιδέα, αλλά στιγμή της αυτοανάπτυξης του αντικειμενικά υπαρκτού όλου (βλ.
επίσης: μετάβαση των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, ανάπτυξη, διαλεκτική και
τη βιβλιογραφία σε αυτά).

Μέρος και όλο.


Φιλοσοφικές κατηγορίες οι οποίες δηλώνουν τη σχέση μεταξύ ενός συνόλου
αντικειμένων (είτε στοιχείων ορισμένου αντικειμένου) και της συνάφειας που
ενώνει αυτά τα αντικείμενο. Η συνάφεια αυτή προσδίδει στα εν λόγω αντικείμενα
(μέρη) ιδιότητας και νομοτέλειες μη προσιδιάζουσες ατά εκτός αυτής της
συνάφειας μεμονωμένα αντικείμενα, και συγκροτεί ένα όλο απαρτιζόμενο από
επιμέρους αντικείμενα - συστατικά στοιχεία (μέρη). Ο τρόπος και то επίπεδο
διάγνωσης και αναπαράστασης της συσχέτισης μέρους και όλου εξαρτώνται: 1)
από την υφή, τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού
αντικειμένου, και 2) από το επίπεδο ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας του εν
λόγω αντικειμένου. Τα μέρη και το όλο που συνιστούν γνωστικά αντικείμενα
ποικίλλουν, ανάλογα με τη μορφή κίνησης - συγκρότησης της ύλης και το είδος
της αλληλεπίδρασης;
από τυχαίες, μηχανικές, εξωτερικές αλληλεπιδράσεις μέχρι περίπλοκα
ιεραρχημένα και διατεταγμένα αυτοαναπτυσσόμενα συστήματα με κύριο γνώρισμα
την εσωτερική αμοιβαία συνάφεια των μερών τους (οργανικό όλο). Σε κάβε
βαθμίδα της ανάπτυξης του οργανικού όλου προσιδιάζει ορισμένος τύπος μερών,
όλου και μεταξύ τους συνάφειας.
Η αφετηρία της γνωστικής διαδικασίας (κατ' αίσθηση αντίληψη, ζωντανή
εποπτεία) χαρακτηρίζεται από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη που αποτελεί και
την αφετηρία της ανάβασης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητό
αφηρημένο, της βασικής κατεύθυνσης της διάνοιας (βλ. διάνοια και λόγος). Στο
επίπεδο της διάνοιας η γνωρίζουσα νόηση κινείται κατ' εξοχήν μέσω της
ανάλυσης, επαγωγικά, διαμελίζοντας το αντικείμενο, αποσπώμενη βαθμιαία από τη
συνάφεια των μερών, γεγονός που έχει ως επακόλουθο την απόσπαση από την
ανάπτυξη, την εξέταση του αντικειμένου (μέρους και όλου) ως δεδομένου,
έτοιμου, στατικού και αμετάβλητου. Η περί του όλου αντίληψη και η αντίληψη περί
της σχέσης μέρους και όλου εξαρτώνται από το είδος της σύνθεσης που
επιτελείται σε κάθε βαθμίδα της γνωστικής διαδικασίας. Κατ' αυτό τον τρόπο η
(καθοριζόμενη από την ανάλυση) σύνθεση της διάνοιας προσλαμβάνει ως όλο την
εξωτερική συνάφεια (ομοιότητα) ουσιωδώς διαμελισμένων μερών και είτε
προβαίνει σε άμεση ταύτιση (αναγωγή) μέρους και όλου (βλέποντας τη συνάφεια

74
ως άμεσα ενυπάρχουσα στα ίδια τα μεμονωμένα μέρη, π.χ. θεωρώντας την αξία
του εμπορεύματος αποτέλεσμα των φυσικών του ιδιοτήτων) είτε εξετάζοντας τις
ικανότητες της προσωπικότητας ως αποκλειστικό αποτέλεσμα της βιολογίας του
ατόμου). Στη βαθμίδα του λόγου μέσω της εσωτερικής ενότητας των πολλαπλών
προσδιορισμών απεικονίζεται και η εσωτερική ενότητα της πολυμορφίας που
χαρακτηρίζει τη σχέση μέρους και όλου, ως στιγμών της ενιαίας αναπτυξιακής
διαδικασίας, αμοιβαία διαμεσολαβουμενων και αλληλοπροσδιοριζόμενων (π.χ. η
συσχέτιση ατομικών κεφαλαίων και κοινωνικού κεφαλαίου επί κεφαλαιοκρατίας).
Στην ιστορία της φιλοσοφίας αντανακλώνται όλες οι βαθμίδες
συνειδητοποίησης της εν λόγω σχέσης. Στην αρχαιότητα η ενότητα των μερών
του κόσμου ως ολότητα του κόσμου θεωρείται δεδομένη και αδιαμφισβήτητη. Ο
Πλατών προτάσσει το όλο έναντι των μερών, ενώ ο Αριστοτέλης συνδέει την
υπαγωγή των μερών στο όλο με την έννοια της εντελέχειας. Το συνδεόμενο με την
εμπειρική φυσιογνωσία και την πειραματική έρευνα αναλυτικό στάδιο της
φιλοσοφίας προσκρούει στα προαναφερθέντα προβλήματα της διάνοιας,
προτάσσοντας μηχανιστικά τα μέρη και (είτε) μυστικοποιώντας το όλο (βλ.
εμπειρισμός, μηχανικισμός, αναγωγισμός). Η θέση: "το όλο είναι κάτι περισσότερο
από άθροισμα μερών" είναι επίσης δέσμια της ποσοτικής, μηχανιστικής και
αθροιστικής περί του όλου αντίληψης. Οι πρώτες απόπειρες διαλεκτικής
διευθέτησης του προβλήματος συνδέονται με τη γερμανική κλασική φιλοσοφία
(Σέλινγκ, Χέγκελ), οι ιδεοκρατικοί περιορισμοί της οποίας χαρακτηρίζουν και
πολλές μετέπειτα προσεγγίσεις (νεοβιταλισμός, ολισμός, ενορατισμός. γκέσταλτ
ψυχολογία κ.ά.). Η μαρξική έρευνα του κεφαλαιοκρατικού "κοινωνικοοικονομικού
σχηματισμού" διευθετεί το πρόβλημα σε υλιστική -διαλεκτική βάση. Η "λογική της
ιστορίας" διερευνά τη σχέση μέρους και όλου στην ανθρωπότητα ως ολότητα. (Βλ.
επίσης: διαλεκτική λογική, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια
και λόγος, ιστορικό και λογικό και τη σχετική βιβλιογραφία).

Πράγμα.
1. Το πεπραγμένο, ό,τι έγινε ή υπάρχει ή νοείται ως υπάρχον, σε αντιδιαστολή
προς τον λόγο (π.χ. διάσταση λόγων και έργων) είτε προς το όνομα.
2. Υλικό σώμα, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα, το αντικείμενο, σε
αντιδιαστολή προς το υποκείμενο (ιδιαίτερα στην προμαρξική φιλοσοφία, βλ. π.χ.
πράγμα καθαυτό).
3. Σχετικά αυτοτελές αντικείμενο της πραγματικότητας με σταθερή ύπαρξη,
δομικά, λειτουργικά, ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες.
Συστηματική λογική - φιλοσοφική πραγμάτευση της κατηγορίας "πράγμα"
βρίσκουμε στην περί ουσίας διδασκαλία της Επιστήμης της λογικής του Χέγκελ.
Εδώ το Είναι εξετάζεται ως "μη διακεκριμένη ενότητα της ουσίας με την
αμεσότητα της" και κατ' αρχήν προβάλλει ως "καθ' εαυτό"· ύστερα δεικνύεται ως
"ανάκλαση - εντός - άλλου" και αποκτά ιδιότητες (μέσω της σχέσης του "έχειν"), οι
οποίες κατ' αίσθησιν προσλαμβάνονται ως ανήκουσες στο πράγμα ως φορέα. Οι
ιδιότητες λαμβάνονται ως "ύλες" - στοιχεία, και το πράγμα όχι απλώς ως φορέας,
αλλά ως σύμπλεγμα ιδιοτήτων ("ανακλασμένων ποιοτήτων"). Οι αμοιβαίοι
προσδιορισμοί των "υλών" και οι εξωτερικές σχέσεις αποτελούν τη μορφή. Το
πράγμα διασπάται σε ύλη (θετικό και απροσδιόριστο) και μορφή (αρνητικό και
προσδιοριστικό στοιχείο), και τελικά αυτή "η ουσιώδης ύπαρξη ως εντός εαυτής
αυτοαναιρούμενη" είναι το "φαινόμενο". Συγκεκριμένη επιστημονική ανάπτυξη της
εν λόγω κατηγορίας βρίσκουμε στην ανάλυση του φετιχισμού του εμπορεύματος
του Κ. Μαρξ (στο Κεφάλαιο), όπου η αμεσότητα του πράγματος προβάλλει ως
"αισθητή υπεραισθητή" ουσιώδης αμεσότητα. Εδώ η ουσία του πράγματος (αξία
του εμπορεύματος) προβάλλει ως άμεσα υπάρχουσα (απορρέουσα από τις φυσικές
ιδιότητες του πράγματος) και όχι ως υπάρχουσα μέσω της ενότητας των

75
πραγμάτων που απαρτίζουν το αντικείμενο, (κεφάλαιο). Οι κατηγορίες "πράγμα"
και "πραγματοποίηση" εξετάζονται και κατά την ανάλυση των διαδικασιών της
"εξαντικειμένωσης και απαντικειμένωσης" και της αλλοτρίωσης.

Κίνηση.
Επιστημονική έννοια και φιλοσοφική κατηγορία, η οποία επισημαίνει ορισμένη
καθολική και ενδογενή ιδιότητα της ύλης, ένα γενικό χαρακτηριστικό της
πραγματικότητας, του “σύμπαντος”· κάθε μεταβολή, αλλαγή, αλληλεπίδραση και
διαδικασία που συντελείται. Αρχικά ταυτιζόταν με τη μεταβολή της θέσης
αντικειμένων στον χώρο, με την απλή μηχανική μετατόπιση και αλληλεπίδραση
(ιδιαίτερα στη φυσική φιλοσοφία των νέων χρόνων).
Η αυθόρμητη διαλεκτική της αρχαιότητας (π.χ. Αναξαγόρας, Αναξιμένης,
Εμπεδοκλής, Ηράκλειτος κ.ά.) θεωρούσε το Είναι ως γίγνεσθαι, ως διαρκή κίνηση
και αλλαγή. Οι Ελεάτες (Ξενοφάνης, Παρμενίδης. Ζήνων) προτάσσουν τη
σταθερότητα και την ακινησία, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την καθολικότητα και
τη γνωσιμότητα της κίνησης. Κατά τον Αριστοτέλη, κίνηση δεν είναι μόνο η
εξαφάνιση και η εμφάνιση αλλά και οι ποσοτικές αυξομειώσεις, οι ποιοτικές
αλλαγές και οι μετατοπίσεις σωμάτων στον χώρο.
Κατά τους νέους χρόνους παρατηρείται μια τάση απολυτοποίησης της
μηχανικής μορφής κίνησης, μια αναγωγή της κίνησης στη μεταβολή της θέσης
αντικειμένων στον χώρο, στην απλή μετατόπιση και αλληλεπίδραση (βλ. π.χ.
Νεύτων, Καρτέσιος, Ελβετίας, Λαπλάς). Σημαντικές επισημάνσεις για την
καθολικότητα, τον διαλεκτικό χαρακτήρα και την αντιφατικότητα ως πηγή της
κίνησης απαντώνται στον Χέγκελ, ο οποίος ωστόσο μυστικοποιεί ιδεοκρατικά την
κίνηση ανάγοντας την σε αυτοκίνηση και αλλοτριωμένες εκφάνσεις της απόλυτης
ιδέας. Ο Ένγκελς γενικεύοντας τη δυναμική των επιστημών της εποχής
αναπτύσσει τη φιλοσοφική κατηγορία της κίνησης στα πλαίσια της υλιστικής
διαλεκτικής και επεξεργάζεται ορισμένη ιεραρχία των μορφών κίνησης, δίνοντας
έμφαση στο άφθαρτο, στο ακατάλυτο και στο αδημιούργητο (βλ, αυτοκίνηση ύλης
και κίνησης). Ο Μαρξ συνέδεε τη μελέτη της κίνησης με τη διερεύνηση των
νομοτελειών και της αντιφατικότητας που διέπουν συγκεκριμένες αναπτυξιακές
διαδικασίες (βλ. π.χ. Κεφάλαιο). Ο Λένιν αναπτύσσει πολεμική κατά των
εγχειρημάτων αναγωγής της ύλης σε ενέργεια (βλ. ενεργητισμός).
Η κίνηση είναι συσχετική με την ακινησία κατηγορία και συνδέεται στενά με τις
κατηγορίες: χώρος - χρόνος, ποιότητα - ποσότητα, αντίφαση, συνέχεια -
ασυνέχεια, εξέλιξη, ανάπτυξη κ.λπ. Η σύγχρονη επιστήμη και η φιλοσοφία
αποκαλύπτουν την ιεραρχικά διατεταγμένη πολυμορφία κινήσεων και τους
περιορισμούς διαφόρων εγχειρημάτων αναγωγισμού ανώτερων και
περιπλοκότερων μορφών κίνησης σ& κατώτερες. Η κάθε γνωστική διαδικασία
ξεκινά από τη χαώδη κατ' αίσθηση αντίληψη περί κίνησης, προχωρά στην κατ’
εξοχήν στατική διερεύνηση (ανάλυση, επαγωγή κλπ.) αποσπασμένων από τις
αλληλεπιδράσεις τους μερών και, στον βαθμό που ολοκληρώνει αυτή τη
διαδικασία, προβαίνει στη θεωρητική - συνθετική ανασύσταση του αντικειμένου,
στη συναγωγή της εσωτερικής συνάφειας και των νόμων που διέπουν την κίνηση
του. Στην πορεία αυτή η γνώση κινείται από τις απλούστερες και στοιχειώδεις
μορφές κίνησης και αλληλεπίδρασης προς όλο και πιοσύνθετες και περίπλοκες
(χημική, μηχανική, βιολογική, κοινωνική).
Βιβλιογρ.: F. Engels, Η διαλεκτική της φύσης, Αθήνα. Σύγχρονη εποχή, 1984.- J.
Ο. Bernal, Η επιστήμη στην ιστορία, τομ. 1-4, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος.- Ε. Μπιτσάκη.
Το είναι και το γίγνεσθαι, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 19833.-tou ίδιου. Διαλεκτική και
νεότερη φυσική, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1981s'.- Α. Σεπτούλιν, Κατηγορίες και
νόμοι της διαλεκτικής. Αθήνα. Αναγνωστίδης (χ.χ.).
Αυτοκίνηση και αυτοκινησία.

76
Φιλοσοφική έννοια η οποία επισημαίνει την αφ' εαυτού κίνηση του αντικειμένου,
δηλαδή αλλαγές, μεταβολές ορισμένου συστήματος προερχόμενες από το ίδιο το
εν λόγω σύστημα και καθοριζόμενες από την εσωτερική αναγκαιότητα, νομοτέλεια
και αντιφατικότητα του (βλ. αντίφαση), οι οποίες και διαμεσολαβούν κατά την
επενέργεια σε αυτό εξωτερικών παραγόντων, συνθηκών κ.λπ. Η αυτοκίνηση
προϋποθέτει την ύπαρξη συστήματος ορισμένου βαθμού συγκρότησης, δομής,
λειτουργίας και αυτοοργάνωσης, ανώτερου από τα πράγματα τα οποία απλώς
αλληλεπιδρούν μηχανικά και εξωτερικά με το περιβάλλον τους. Ανώτερη μορφή
αυτοκίνησης είναι η ανάπτυξη.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας η αυτοκίνηση ερμηνεύεται είτε ως αποτέλεσμα
υλικών φυσικών δυνάμεων και ιδιοτήτων (υλισμός) είτε ως αποτέλεσμα ιδεατών
αρχών και υποστάσεων, οι οποίες κινούν τη θεωρούμενη ως κατ' εξοχήν παθητική
ύλη (ιδεαλισμός).
Κατά το νευτώνειο μηχανιστικά αιτιοκρατούμενο (βλ. αιτιοκρατία)
κοσμοείδωλο, η κίνηση, θεωρούμενη ως μετατόπιση σωμάτων στον χώρο και
ποσοτική μεταβολή, είναι μόνο εξωτερικού χαρακτήρα (βλ. μεταφυσική,
αναγωγισμός). Η έννοια της αυτοκίνησης εμπλουτιζόταν βαθμιαία στην ιστορία
του φιλοσοφικού και επιστημολογικού στοχασμού μέσα από διάφορους σταθμούς:
από τον «Λόγο» της αρχαιότητας ως την ιδέα της αιτίας αφ' εαυτής (causa sui)
του Σπινόζα, την εξελικτική θεωρία του σύμπαντος (Καντ), την αυτοκίνηση -
αυτοανάπτυξη της απόλυτης ιδέας (Χέγκελ), τη διαλεκτική - υλιστική αντίληψη
της αυτοκίνησης της φύσης και της κοινωνίας (Μαρξ, Ένγκελς) και πιο πέρα ως
τις σύγχρονες διεπιστημονικές προσεγγίσεις της (βλ. κυβερνητική,
επιστημονικοτεχνική επανάσταση).
Βιβλιογρ.: Α. Einstein –L. Infelt, Η εξέλιξη των ιδεών στη φυσική, εκδ. Δωδώνη,
Αθήνα, 1978.- Ε. Μπιτσάκη, Διαλεκτική και νεότερη φυσική, Ι. Ζαχαρόπουλος,
Αθήνα, 1981.- J. D. Bernal, Η επιστήμη στην ιστορία, τόμοι 4, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος.

Αυτοπροσδιορισμός.
Ο αυτοκαθορισμός ως χαρακτηριστικό της αυτοαναπτυσσόμενης δια-δικασίας
σε αντιδιαστολή με τον ετεροπροσδιορισμό. Συνδέεται με το είδος και τον
χαρακτήρα της αιτιότητας, της νομοτέλειας που διέπει την εν λόγω διαδικασία,
αλλά και με το επίπεδο της ανάπτυξης της. Στις κατώτερες βαθμίδες της
ανάπτυξης του, κάθε αναπτυσσόμενο όλο είναι μάλλον ετεροπροσδιοριζόμενο παρά
αυτοπροσδιοριζόμενο. Μορφή ετεροπροσδιορισμού και εκδήλωση ανωριμότητας
συνιστά και ο κατ΄ εξοχήν αρνητικός ως προς κάτι (ως προς την ετερότητα του εν
λόγω όλου κ.λπ), ο κατ' εξοχήν αποφατικός προσδιορισμός. Ο αυτοπροσδιορισμός
χαρακτηρίζει τον κατ' εξοχήν θετικό και ενεργητικό χαρακτήρα, την ωριμότητα
της εν λόγω διαδικασίας (κοινωνίας, ατόμου, υποκειμένου κ.λπ.). (Βλ. και λ.
αυτογνωσία).

Αυτοοργάνωση.
Διαδικασία η οποία χαρακτηρίζει τα συστήματα με υψηλό επίπεδο
πολυπλοκότητας και συνίσταται στην ικανότητα των εν λόγω συστημάτων, υπό
μεταβαλλόμενες εξωτερικές και εσωτερικές συνθήκες, να δημιουργούν, να
αναπαράγουν, να διατηρούν και (είτε) να τελειοποιούν την οργάνωση τους.
Διάφοροι τύποι της εν λόγω διαδικασίας παρατηρούνται σε αντικείμενα και
φαινόμενα της πλέον διαφορετικής υφής, π.χ. στο κύτταρο, στους σύνθετους
πληθυσμούς, στις βιογεωκοινότητες, στα οικοσυστήματα, στην ανθρώπινη
κοινωνία κ.ά. Η δημιουργία δεσμών, ο μετασχηματισμός και η αναδιάρθρωση
δεσμών μεταξύ των μερών (στοιχείων) του συστήματος, ο προσανατολισμός και η
σχετική ανεξαρτησία, αυτονομία από το περιβάλλον, είναι γνωρίσματα των
διαδικασιών αυτοοργάνωσης, οι οποίες αποτελούν πλευρά της αυτοανάπτυξης (βλ.

77
ανάπτυξη).
Ορισμένος τύπος αυτοοργάνωσης είναι τα ομοιοστατικά συστήματα που
χαρακτηρίζονται από καταστάσεις δυναμικής κινητικής ισορροπίας -
ανισορροπίας, η οποία διατηρείται μέσω περίπλοκων προσαρμοστικών
αντιφάσεων, μέσω της ανανέωσης βασικών δομών, λειτουργιών και ιδιοτήτων και
μέσω της διαρκούς λειτουργικής αυτορύθμισης όλων των μερών.
Στη βιολογία η αυτοοργάνωση εννοείται ως γνώρισμα των
αυτοαναπτυσσόμενων και αυτορρυθμιζόμενων όλων, τα οποία υφίστανται και
διοικούνται ως σχετικά σταθερό ενιαίο όλο με την αλληλεπίδραση, διανομή και
αναδιανομή των διαθέσιμων (εξωτερικής και εσωτερικής προέλευσης) υλών,
ενέργειας και πληροφορίας, ώστε να διασφαλίζουν την επικράτηση των
εσωτερικών συναφειών έναντι των εξωτερικών.
Στην ανθρώπινη κοινωνία παρατηρούνται διάφορες βαθμίδες ιστορικών τύπων
αυτοοργάνωσης, από τη φυσική (οργανική, αγελαία κ.λπ.) αυτοοργάνωση σε
διάφορες μορφές σταδιακού μετασχηματισμού της φυσικής αυτοοργάνωσης σε
κοινωνική - πολιτισμική. Η αυτοοργάνωση αποτελεί αντικείμενο διεπιστημονικής
προσέγγισης που παρέχει πληθώρα υλικού για τον επιστημολογικό και φιλοσοφικό
στοχασμό. (Βλ. επίσης: σύστημα, δομή, κυβερνητική).
Βιβλιογρ.: Guillamaud J.., Κυβερνητική και διαλεκτικός υλισμός, θεμέλιο, Αθήνα,
1978.- , Oparin Α., Η προέλευση της ζωής, Μάθηση, Αθήνα, 1956.- Βαζιούλιν Β. Α.,
Η δια-λεκτική του ιστορικού προτσές..., Σ. Ε. Αθήνα, 1988.κ. α.

Eξέλιξη (αγγλ. evolution).


Με την ευρεία έννοια, είναι η νομοτελής ποιοτική αλλαγή ιδεατών και υλικών
αντικειμένων που χαρακτηρίζεται ως αναντιστρεπτή (μη ανάστροφη) και
κατευθυνόμενη, είναι δηλαδή συνώνυμη της ανάπτυξης. Με τη στενή έννοια, ο
όρος επισημαίνει (μαζί με τον όρο επανάσταση) ορισμένες πλευρές της
διαδικασίας της ανάπτυξης, ορισμένου τύπου και μορφής ανάπτυξης που
χαρακτηρίζεται κατ' εξοχήν από συνεχείς αλλαγές (βλ. ασυνέχεια και συνέχεια),
από βαθμιαίες μεταβολές ως προς τους ποσοτικούς προσδιορισμούς και τη μορφή
της εν λόγω διαδικασίας, στα πλαίσια ορισμένων ποιοτικών και ουσιωδών
χαρακτηριστικών της. Με αυτή την έννοια, ο όρος επισημαίνει μεν αλλαγές του
αντικειμένου χωρίς ωστόσο να αναδεικνύει την ασυνέχεια, την αντιφατικότητα
(βλ. αντίφαση διαλεκτική), τα άλματα (βλ. άλμα) και τους νόμους της διαλεκτικής
(μετάβαση από ποσοτικές αλλαγές σε ποιοτικές, ενότητα και πάλη των αντιθέτων,
άρνησης της άρνησης νόμος), που διέπουν τα περίπλοκα αναπτυσσόμενα
συστήματα (οργανικό όλο).
Κατ' αυτό τον τρόπο ο όρος εξέλιξη χαρακτηρίζει:
1. Αλλαγές αντικειμένων ο χαρακτήρας, οι ρυθμοί και το επίπεδο συγκρότησης
και ανάπτυξης των οποίων δεν επιτρέπει στο γνωστικό υποκείμενο (ατομικό ή
συλλογικό) να συναγάγει πορίσματα αναφορικά με άλλου τύπου και μορφής
ανάπτυξη (ασυνέχεια, άλματα, ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές,
αντιφατικότητα κ.λπ.)·
2. Τις πλευρές, τις πτυχές και τα χαρακτηριστικά εκείνα της ανάπτυξης που
είναι σε θέση να επισημάνει η προδιαλεκτική νόηση, η διάνοια (βλ. διάνοια και
λόγος), ακόμα και σε αναπτυσσόμενα συστήματα που συνιστούν οργανικό όλο. Ο
συνδυασμός των δύο παραπάνω περιπτώσεων, που μετατρέπεται σε μακροχρόνια
παράδοση, σε κοσμοαντίληψη, ενισχυόμενη από συγκεκριμένες ιστορικά
ιδεολογικές μορφές της κοινωνικής συνείδησης, εκφράζεται φιλοσοφικά στο ρεύμα
του εξελικτισμού. Κατά τον τελευταίο (από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι τον
σύγχρονο θετικισμό), η περί εξέλιξης αντίληψη ως γραμμική πρόοδος (μεγέθυνση,
αύξηση), ως βραδεία διαδοχική μεταβολή ποσοτήτων, μορφών και καταστάσεων,
απολυτοποιείται και ανάγεται σε μεταφυσική φιλοσοφική αρχή. Η αρχή αυτή

78
διαδραμάτισε θετικό ρόλο κατά τη σύγκρουση με τη φεουδαρχική ιδεολογία, ως
αντίθεση στα περί θείας δημιουργίας και περί "εκ του μη όντος γένεση" δόγματα
και έδωσε ώθηση στην επιστημονική έρευνα (βιολογία, παλαιοντολογία, γεωλογία,
κοινωνική ανθρωπολογία, εθνογραφία κ.λπ.). Μάλιστα πολλές από τις έννοιες της
εξελικτικής βιολογίας ("πάλη για επιβίωση", "ανταγωνισμός", "προσαρμογή" κ.λπ.)
αναπτύχθηκαν στη βάση κοινωνικών προτύπων (π.χ. από την . αντίληψη της
κεφαλαιοκρατίας του ελεύθερου ανταγωνισμού, του "laissez faire").
Ωστόσο η μεταφυσική προσκόλληση σ' αυτή την αρχή αναφορικά με την
κοινωνία οδηγεί σε διάφορες μορφές αναγωγισμού (κοινωνικός δαρβινισμός.
φυλετισμός, ρατσισμός), σε απολογητικές και αντιιστορικές θεωρήσεις του
παρόντος της κοινωνίας, οι οποίες θεωρούν την πορεία της κοινωνίας ως
αυτόματη, αγνοώντας τη διαλεκτική αλληλεπίδραση ποικίλων διαδικασιών. μεταξύ
των οποίων αποφασιστική σημασία έχει η σκόπιμη δραστηριότητα των ανθρώπων
ως υποκειμένων βασιζόμενων στη γνώση των αντικειμενικών νόμων της ιστορίας
(βλ. επίσης: επανάσταση, επανάσταση κοινωνική. διαλεκτική, ιστορικός υλισμός,
Δαρβίνος, Σπενσερ. Κοντ. Μαρξ, δογματισμός και αναθεωρητισμός).
Βιβλίογρ.: Spenser H.. Principles of sociology. London, '893,- Hallpike С. Р.. τhe
principles of social evolution, Oxford. 1986.- A. Oparin. Η προέλευση της ζωής.
Μάθηση. Αθήνα. 1956.- J. D. Bernai, Η επιστήμη στην Ιστορία. 4 τ., εκδ. Ι,
Ζαχαρόπουλου. Αθήνα χ.χ.

Ανάπτυξη.
Η νομοτελής ποιοτική και ουσιώδης αλλαγή υλικών και ιδεατών αντικειμένων η
οποία χαρακτηρίζεται από το αναντίστρεπτο (μη αντιστρέψιμο) και την ορισμένη
κατεύθυνση της. Η διαφορά της ανάπτυξης από τις υπόλοιπες αλλαγές, από την
κίνηση και την εξέλιξη, συνίσταται στην ταυτόχρονη παρουσία των παραπάνω
ιδιοτήτων. Στις διαδικασίες της λειτουργίας προσιδιάζει το αντιστρεπτό των
αλλαγών οι οποίες ανάγονται στην κυκλική αναπαραγωγή ενός σταθερού
συστήματος δεσμών και σχέσεων. Η απουσία ορισμένης κατεύθυνσης αποτρέπει
την συσσώρευση αλλαγών, γεγονός που καθιστά ανέφικτη τη χαρακτηριστική για
την ανάπτυξιακή διαδικασία εσωτερική γραμμή. Οι τυχαίες αλλαγές
καταστροφικού τύπου διακρίνονται για την απουσία νομοτελειών. Ο φιλοσοφικός
στοχασμός της ανάπτυξης αναπαράγει τα καθολικά γνωρίσματα του συνόλου των
πολλαπλών και ποικιλόμορφων δεσμών, σχέσεων και διαδικασιών της
πραγματικότητας. Η ανάπτυξη έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας ποιοτικά
νέας κατάστασης του αντικειμένου.
Ουσιώδες χαρακτηριστικό της ανάπτυξης είναι ο χρόνος δεδομένου άτι η κάθε
αναπτυξιακή διαδικασία έχε: την δική της χρονικότητα η οποία αποκαλύπτε: και
την κατεύθυνση της. Η αναπτυξιακή διαδικασία παρατηρείται σε καθαρή μορφή σε
αντικείμενα που αποτελούν οργανικό όλο. Η ανάπτυξη του τελευταίου διέπεται από
τους τρεις βασικούς νόμους της διαλεκτικής οι οποίοι είναι οι εξής:
•Νόμος τον περάσματος από την ποσότητα στην ποιότητα και αντίστροφα.
•Νόμος της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων.
•Νόμος της άρνησης της άρνησης.
Για την νόηση της αρχαιότητας η οποία βασιζόταν στην ιδέα της κυκλικής ροής
του χρόνου και του απόλυτα άρτιου και τετελεσμένου ήταν ασύλληπτο το ζήτημα
των αναντίστρεπτων και κατευθυνόμενων αλλαγών που οδηγούν σε κάτι το
θεμελιωθώς νέο. Η εσχατολογική τελεολογία του χριστιανισμού αναγνωρίσει την
κατεύθυνση του χρόνου ανάγοντας την ταυτόχρονα σε πνευματική. Με την
εμπειρική επιστήμη της Αναγέννησης η ιδέα της γραμμικής κατεύθυνσης οδηγεί
στις περί Φυσικής ιστορίας αντιλήψεις, οι οποίες θα εκφρασθούν αργότερα σε
κοσμογονικές υποθέσεις και στις
εξελικτικές γεωλογικές και βιολογικές θεωρίες. Η γερμανική κλασική Φιλοσοφία

79
και ιδιαίτερα ο Χέγκελ, ανέπτυξε το φιλοσοφικό στοχασμό με τη διαλεκτική ως
θεωρία της καθολικής ανάπτυξης του πνεύματος.
Η μετάβαση από την ιδεαλιστική στην υλιστική διαλεκτική της ανάπτυξης
πραγματοποιείται στη μαρξιστική φιλοσοφία, όπου η ανάπτυξη αποτελεί καθολική
ερμηνευτική αρχή της ιστορίας της κοινωνίας και της γνώσης, η οποία
αποκαλύπτει τον εσωτερικό μηχανισμό, τις κινητήριες δυνάμεις, τη γενική
κατεύθυνση και τις βάσεις της ανάπτυξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μαρξιστική
διαλεκτική της ανάπτυξης συνιστά την φιλοσοφική και μεθοδολογική τεκμηρίωση
του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, αποκαλύπτοντας την
οργανική ενότητα και τη διαφορά μεταξύ εξελικτικού και επαναστατικού τύπου
ανάπτυξης.
Παρά τις απλουστευτικές θετικιστικές αντιλήψεις, οι οποίες ανάγουν την
ανάπτυξη σε μια γραμμική ποσοτική πρόοδο (μεγέθυνση κλπ.) η κοινωνική
ανάπτυξη δεν επιτυγχάνεται αυτόματα. Η γενική προοδευτική ανάπτυξη της
κοινωνίας είναι το αποτέλεσμα της διαλεκτικής αλληλεπίδρασης ποικίλων
οργανικά διαπλεκόμενων τάσεων και διαδικασιών με αποφασιστική την συμβολή
της σκόπιμης δραστηριότητας των ανθρώπων που βασίζεται στη διάγνωση των
αντικειμενικών νόμων της ιστορίας.
Η πορεία των σύγχρονων φυσικών και κοινωνικών επιστημών διευρύνει και
εμβαθύνει τις αντιλήψεις μας για την ανάπτυξη. Η βιολογία αλλά και η ιστορία
των πολιτισμών αποκαλύπτουν την ανομοιογένεια και τη μή γραμμικότητα της
αναπτυξιακής διαδικασίας. Η εξέταση των μείζονος κλίμακας αναπτυξιακών
τάσεων (π.χ. της οργανικής εξέλιξης) καθιστά σαφές ότι σε αυτές ενυπάρχει μια
διαλεκτική διαπλοκή τάσεων διαφορετικών κατευθύνσεων κλπ. Η γενική δυναμική
της προοδευτικής ανάπτυξης συνδυάζεται με μεταβολές που την μορφοποιούν,
παλινδρομήσεις και αδιέξοδα, είτε ακόμα και οπισθοδρομικές κατευθύνσεις. Η
σύγχρονη επιστήμη ερευνά και περίπλοκα διαρθρωμένα
αυτοαναπτυσσόμενα αντικείμενα - συστήματα με τη βοήθεια ειδικευμένων
αναπτυξιακών θεωριών, οι οποίες, σε αντιδιαστολή με την κλασική φυσιογνωσία
(που εξέταζε κατ εξοχήν αντιστρεπτές διαδικασίες), περιγράφουν π.χ. μη
γραμμικές, αλματοειδείς μεταβολές. Ο φιλοσοφικός στοχασμός, η διαλεκτική της
ανάπτυξης, χωρίς να υποκαθιστά την ειδική επιστημονική έρευνα, μπορεί να
συμβάλλει ευρετικά στην διεύρυνση και εμβάθυνση της θεωρίας της ανάπτυξης.

Ουσία και φαινόμενο


Θεμελιώδεις αμοιβαία προσδιοριζόμενες φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες
υποδηλώνουν δύο διαφορετικά στην ενότητα τους επίπεδα συγκρότησης και
ανάπτυξης του αντικειμένου που συνιστά οργανικό όλο, αλλά και τα αντίστοιχα
επιπεδα-βαθμίδες νοητής ανασύστασης του εν λόγω αντικειμένου μέσα στην
αντιφατική γνωστική διαδικασία. Η συστηματική εξέταση των εν λόγω
κατηγοριών είναι εφικτή κατ' εξοχήν κατά τη συστηματική λογική νοητή
αναπαράσταση του ανεπτυγμένου (ώριμου) οργανικού όλου. Εδώ, μετά την
εξέταση της αμεσότητας του Είναι του αντικειμένου (μέσω των κατηγοριών:
"ποιότητα και ποσότητα", "μέτρο"), η νόηση εμβαθύνει τη γνώση της μέσω των
κατηγοριών του επιπέδου της ουσίας. Η ουσία επισημαίνει την ιδιαιτερότητα του
αντικειμένου προσδιορίζοντος την βαθύτερα απ' ό,τι η κατηγορία της ποιότητας.
Ως "ουσία" το αντικείμενο δεν είναι πλέον κάτι το άμεσα δεδομένο, αλλά το ίδιο
σχετίζεται με τον εαυτό του κατά τρόπο που οι πλευρές αυτής της σχέσης είναι
μόνο συσχετικές και συγκροτούν την εσωτερική αμοιβαία αιτιώδη και αναγκαία
συνάφεια των μερών, την ενδότερη νομοτελής (βλ. νομοτέλεια) αυτοανάπτυξή του
μέσω της κλιμάκωσης της βασικής αντιφατικότητας του (ταυτότητα, διάκριση,
αντίθεση, αντίφαση). Το ώριμο αντικείμενο είναι ταυτόχρονα ποιότητα (δεδομένου

80
ότι υφίσταται δίπλα σε άλλα αντικείμενα) και ουσία (εφ' όσον είναι αυτό που είναι
μόνο σχετιζόμενο με τον εαυτό του ως διάφορο από τον εαυτό του).
Μετά την εξέταση της ουσίας αφ' εαυτής η γνωρίζουσα νόηση "επανέρχεται"
κατά κάποιο τρόπο στην επιφάνεια και με αυτή την κίνηση της μας παρέχει τη
γνώση του "φαινομένου" και της "πραγματικότητας" του αντικειμένου. Η
"διαυγασμένη" από τους προσδιορισμούς της ουσίας επιφάνεια δεν είναι πλέον η
αφετηριακή αμεσότητα του Είναι, αλλά συνιστά μια διαμεσολαβημένη (βλ.
διαμεσολάβηση) αμεσότητα ή το "φαινόμενο", η διάγνωση του οποίου χωρίς τη
γνώση της ουσίας είναι ανέφικτη.
Η ενότητα φαινομένου και (βαθύτερα πλέον εγνωσμένης) ουσίας συνιστά την
πραγματικότητα του αντικειμένου. Στην ουσία το αντικείμενο προβάλλει ως ενιαία
(στην αντιφατικότητα της) τυπική μονάδα του αντικειμένου. Στο φαινόμενο η
ουσία εκδηλώνεται μέσω διαφόρων παράλληλα συνυπαρχουσών μορφών
εκδήλωσης (εκφάνσεων). Στην πραγματικότητα "αποκαθίσταται" η ενότητα του
αντικειμένου στη συγκεκριμένη καθολικότητα της. Η παραπάνω κίνηση νοητικής
ανασύστασης της συσχέτισης ουσίας και φαινόμενου πραγματοποιείται μέσω της
"ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο", μέσω της επιστημονικής -
θεωρητικής γνώσης (βλ. εμπειρικό και Θεωρητικό). Η αντιφατικότητα της εν λόγω
κίνησης της γνώσης εκδηλώνεται στο πρόβλημα της αντικειμενικής
φαινομενικότητας και του συνακόλουθου φετιχισμού του πράγματος.
Η συσχέτιση των εν λόγω κατηγοριών απασχόλησε πληθώρα φιλοσόφων. Κατά
τον Αναξαγόρα, "όψις αδήλων τα φαινόμενα", ενώ ο 1 Ηράκλειτος δηλώνει ότι
"φύσις κρύπτεσθαι φιλεί". Ο Δημόκριτος πιστεύει ότι: "Ετεή δε ουδέν ίδμεν εν
βυθώ γαρ η αλήθεια". Κατά τον Πλάτωνα, η ουσία (ιδέα) είναι υπεραισθητή, ( αυλή,
αιώνια και άπειρη. Ο Αριστοτέλης στρέφεται κατά της απόσπασης της ουσίας από
τα πράγματα και συνδέει το πρόβλημα με την έννοια της "εντελέχειας". Η
μεσαιωνική φιλοσοφία ανάγει το ζεύγος ουσία-φαινόμενο στο διπόλο "θειο" -
"γήινο", "απατηλό". Στους Νέους Χρόνους το πρόβλημα ανάγεται στη συοχέτιση
κυρίων και δευτερευουσών ιδιοτήτων ή ποιοτήτων. Ο Καντ διακηρύσσει το
γνωσιολογικά απροσπέλαστο της ουσίας (πράγμα καθ΄εαυτό). Στον Χέγκελ
(Φαινομενολογία του πνεύματος και Επιστήμη της λογικής') οφείλεται η , πρώτη
κατηγοριακού επιπέδου διαπραγμάτευση του ζητήματος σε ιδεοκρατική βάση. Ο
Μαρξ, ο οποίος πρώτος εξέτασε το ζήτημα στο πεδίο μιας συγκεκριμένης
επιστήμης (βλ. Κεφάλαιο), δηλώνει ότι "κάθε επιστήμη θα ήταν περιττή, αν η
μορφή εμφάνισης και η ουσία των πραγμάτων συνέπιπταν άμεσα". Ο θετικισμός
και ο νεοθετικισμός θεωρούν то ζήτημα ψευδοπρόβλημα, δεδομένου ότι
υπέρβαίνει τα δεδομένα των αισθήσεων. Η λογική της ιστορίας συγκεκριμενοποιεί
то πρόβλημα στη δομή της κοινωνίας.
Περιεχόμενο και μορφή ("ύλη" και "είδος", τύπος).
1. Φιλοσοφικές κατηγορίες, η αντιφατική ενότητα των οποίων χαρακτηρίζει
ουσιώδεις προσδιορισμούς της "πραγματικότητας αντικειμενικής" και της νόησης.
Περιεχόμενο ενός αντικειμένου (φαινομένου, πράγματος, διαδικασίας) είναι η
ενότητα των συστατικών στοιχείων, των μερών, των εσωτερικών διεργασιών, των
σχέσεων των ιδιοτήτων και των αντιφάσεων του στην αλληλεπίδραση τους.
Μορφή είναι ο τρόπος ύπαρξης και έκφρασης του περιεχομένου, η εσωτερική
οργάνωση (ιεραρχία, διάταξη, διάρθρωση, σύζευξη) των στοιχείων του, μέσω της
οποίας το αντικείμενο αποκτά σχετική σταθερότητα. Συχνά η μορφή εννοείται ως
η εξωτερική όψη, η ορατή επιφάνεια, ως το επουσιώδες (τυπικό στα κοινωνικά
φαινόμενα), το δευτερεύον σε αντιδιαστολή με το ουσιώδες (δηλαδή η εξωτερική
μορφή). Η μορφή συνδέεται με την έννοια της "δομής" χωρίς ωστόσο να ανάγεται
σε αυτήν. Η αντιφατική ενότητα περιεχομένου και μορφής χαρακτηρίζει κάθε
αναπτυξιακή διαδικασία και τα εκάστοτε αποτελέσματα της. Το περιεχόμενο
αποτελεί τη δυναμική, ευκίνητη και καθοριστική πλευρά του όλου, ενώ η μορφή

81
είναι το σύστημα των σχετικά σταθερών δεσμών του, σε μια διαδικασία
αναντιστοιχίας -αντιστοιχίας, κατά την οποία παρωχημένες μορφές
αντικαθίστανται από νέες, εφ' όσον εξαντλήσουν τα όρια συμβατότητας τους με
τη δυναμική του περιεχομένου, αλλά και τις δυνατότητες αντεπίδρασης σε αυτό.
Οι 'Ιωνες θεωρούν την "Ύλη" εμπράγματη πρώτη αρχή του κόσμου (Θαλής,
Αναξίμανδρος), ενώ οι Εμπεδοκλής", και Αναξαγόρας αντιπαραθέτουν "ύλη" και
"είδος". Ο Πλάτων απέδιδε καθοριστικό ρόλο στις αυθυπόστατες ιδέες, στα
πρότυπα είδη. Ο Αριστοτέλης διέκρινε σε όλα τα όντα "ύλη" και "είδος" (τρόπο
εμφάνισης της ύλης), π.χ. σε κάποιο άγαλμα ύλη είναι το μάρμαρο και είδος η
μορφή που του προσδίδει ο γλύπτης. Ανάγει έτσι τη μορφή, το "είδος" σε αυτόνομη
ιδεατή οντότητα, σε δημιουργική αρχή ("η ουσία και το τι ην είναι") επί της
άμορφης και αδρανούς ύλης. Ο Θωμάς ο Ακινάτης διακρίνει τα αυθυπόστατα,
ανεξάρτητα από κάθε ύλη είδη (intelligentiae) από τα είδη που
αυτοπραγματώντονται μέσω της σύνθεσης τους με την ύλη. Ο Καντ θεωρούσε ότι
η γνωστική δραστηριότητα καθορίζεται από τις "καθαρές" προεμπειρικές $a
priori) μορφές της εποπτείας (χώρος και χρόνος) και της διάνοιας (κατηγορίες),
επιχειρώντας κατ" αυτό τον τρόπο να αρθεί υπεράνω του εμπειρισμού (Χιουμ,
Λοκ). Κατά τον Χέγκελ μορφή και περιεχόμενο αποτελούν σημαντικές κατηγορίες
της περί της ουσίας διδασκαλίας της "Επιστήμης της Λογικής", η αμοιβαία
μεταστροφή των οποίων συνιστά όρο της "απόλυτης σχέσης" ως σχέσης
υποστασιακότητας, αιτιότητας και αλληλεπίδρασης. Η διαλεκτική μορφής και
περιεχομένου αναπτύσσεται και συγκεκριμενοποιείται ως πλευρά της αντιφατικής
κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης στη φιλοσοφία και στην οικονομική θεωρία του
Μαρξ (βλ. μαρξισμός). Η μεταφυσική αντιπαράθεση μορφής και περιεχομένου
χαρακτηρίζει με διάφορους τρόπους πολλά ρεύματα της νεότερης και σύγχρονης
φιλοσοφίας (πραγματισμός, νεοθωμισμός. νεοθετικισμός, λογικός θετικισμός κ.ά.).
2. θεμελιώδεις έννοιες των λογικών επιστημών (τυπικής λογικής, "διαλεκτικής
λογικής") και της θεωρίας της γνώσης, οι οποίες αφορούν πτυχές της νοητικής
δραστηριότητας σε διαφορετικά επίπεδα της ανάπτυξης της (βλ. διάνοια και
λόγος). Κατά την προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης (διάνοια), πραγματοποιείται
μέσω της ανάλυσης, της αφαίρεσης κ.λπ. βαθμιαία απόσπαση των αφαιρετικών
νοητικών μορφών από το αισθητηριακό περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της διάνοιας
υφίσταται θετικά μόνο με τη μορφή του εκάστοτε εναπομένοντος αισθητηριακού
δεδομένου. Η καθαυτό αφηρημένη νόηση, σε αντιδιαστολή με τα αισθήματα,
αποβαίνει μόνο μορφή, αποκλειστικά τυπική νόηση, απόμακρη από τα
αισθητηριακά δεδομένα χωρίς ωστόσο να αποσπάται πλήρως από αυτά. Εδώ η
συνάφεια εμπειρικής πραγματικότητας και νόησης εντοπίζεται αρνητικά: ο βαθμός
αφαίρεσης της σκέψης είναι αντιστρόφως ανάλογος της εγγύτητας της προς τα
εμπειρικά δεδομένα (και από το αντλούμενο από αυτά περιεχόμενο). Αυτό
εκδηλώνεται ρητά στον νόμο της τυπικής λογικής περί αντιστρόφως ανάλογης
σχέσης μεταξύ του "βάθους" (του συνόλου των γνωρισμάτων) και του "πλάτους"
(του συνόλου των περιλαμβανόμενων -βάσει των γνωρισμάτων που αναφέρονται
στο βάθος- αντικειμένων) της έννοιας. Η έννοια της διάνοιας προβάλλει εδώ ως
κενό περιεχομένου σχήμα, μορφή, τύπος, με ορισμένη χωρητικότητα, η οποία
πληρώνεται από το αντίστοιχο μέρος των αισθητηριακών δεδομένων ("ύλης") το
οποίο διατηρείται μετά την αφαίρεση. Ο θετικός προσδιορισμός της συνάφειας
εμπειρικής πραγματικότητας και νόησης μέσω της διαλεκτικής ενότητας της
μορφής και του περιεχόμενου της τελευταίας προβάλλει στη βαθμίδα του λόγου. Η
μορφή του λόγου δεν είναι κάτι το σχηματιζόμενο ως αφαίρεση από το
περιεχόμενο, αλλά είναι το ίδιο το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο της νόησης,
γεγονός που καθιστά τον αναπτυγμένο λόγο περιεκτική μορφή και μορφοποιημένο
περιεχόμενο. Εδώ η νόηση (επανα-)προσεγγίζει την αισθητηριακή πραγματικότητα,
αλλά διαμεσολαβημένα πλέον και χωρίς την αισθητηριακή ενάργεια της ζωντανής

82
εποπτείας. Αντικείμενο της τυπικής λογικής είναι η διάνοια σε καθαρή μορφή,
καθώς και η άμεση σχέση της διάνοιας με τον λόγο, γεγονός που επιτυγχάνεται
μεταξύ άλλων και μέσω της αναγωγής της μορφής της νόησης στη συντακτική
δομή της κρίσης (πρότασης. συνόλου προτάσεων, θεωρίας) και του περιεχομένου
της στις πιοκίλες συγκεκριμένες ερμηνείες των παραπάνω. Αντικείμενο της
"διαλεκτικής λογικής" είναι οι περί του αναπτυσσόμενου οργανικού όλου
περιεκτικές μορφές, η κατηγοριακή νοητική ανασύσταση του γνωστικού
αντικειμένου, ο λόγος στην ενότητα του με τη διάνοια (βλ. ανάβαση από το
αφηρημένο ατό συγκεκριμένο, ιστορικό και λογικό}.
3. Αλληλένδετες και αμοιβαία προσδιοριζόμενες πλευρές της αισθητικής
μορφής της συνείδησης και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Η σύγχρονη
ιδεοκρατική αισθητική, αρνούμενη Τη σύνδεση της τέχνης με την πραγματικότητα,
πρότασσε! συχνά τη μορφή ως στερούμενη περιεχομένου {πραγματικής βάσης,
αναπαραστατικότητας κ.λπ,), ανάγοντας κατ' αυτό τον τρόπο την τέχνη σε
παίγνιο "καθαρών μορφών" (βλ. φορμαλισμός). Άλλοτε πάλι ανάγει το περιεχόμενο
στο υποκειμενικό βίωμα του καλλιτέχνη (υποκειμενισμός), είτε ταυτίζει τη μορφή
με το περιεχόμενο (νατουραλισμός). Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκονται οι
αισθητικές αντιλήψεις που ανάγουν την οργανική ενότητα καλλιτεχνικής μορφής
και περιεχομένου σε ένα από τα πλέον σημαντικά κριτήρια της αυθεντικής
αισθητικής δημιουργίας.
Φαινομενικότητα, επίφαση (γερμ. Schein).
Φιλοσοφική κατηγορία η οποία υποδηλώνει τον διττό χαρακτήρα εκδήλωσης-
συγκάλυψης (αλλοίωσης, αντιστροφής κ.λπ.) των αντικειμενικών-ουσιωδών
γνωρισμάτων του γνωστικού αντικειμένου (διαδικασίας, οργανικού όλου) στο
επίπεδο του φαινομένου. Η φαινομενικότητα της ουσίας έχει θέση μόνο σε
ορισμένο στάδιο ανάπτυξης του αντικειμένου κατά το οποίο το αντικείμενο
συνιστά ένα σύνολο σχετικά αυτοτελών πραγμάτων. Η αντικειμενική
φαινομενικότητα δεν είναι υποκειμενικού χαρακτήρα αυταπάτη, αλλά η αποκάλυψη
της ουσίας του πράγματος στην επιφάνεια με τη μορφή του αντίποδα της: της
αισθητηριακής αμεσότητας. Σε αυτή την περίπτωση, όταν η γνωρίζουσα
συνείδηση περιορίζεται στους (συγκεκριμένους ιστορικά) όρους ύπαρξης της
αντικειμενικής φαινομενικότητας, τους οποίους δεν εξετάζει ιστορικά και δεν
εμβαθύνει στην ουσία του αντικειμένου, νομοτελώς ανακύπτει η αυταπάτη που
αντιστρέφει την πραγματική κατάσταση: η τυχαία εξωτερική κίνηση, η εξωτερική
όψη του πράγματος, απολυτοποιείται και από αυτή την άποψη εξηγείται η
εσωτερική κίνηση, η ουσία.
Η φαινομενικότητα "είναι n ίδια η διαμεσολάβηση, αλλά οι στερούμενες
ερείσματος στιγμές της έχουν στο φαινόμενο την όψη της άμεσης αυτοτέλειας"
(Χέγκελ, Επιστήμη της λογικής). Και αυτή η μορφή εκδήλωσης της ουσίας δεν
εξαλείφεται μετά την επιστημονική διάγνωση της. Η κατηγοριακή ανάλυση της
φαινομενικότητας της κοινωνίας, στην οποία κυριαρχούν οι εμπορευματικές και
χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία) συνιστά ένα από τα σημαντικότερα
θεωρητικά επιτεύγματα του Κ. Μαρξ και οδήγησε στην αποκάλυψη του
"μηχανισμού" παραγωγής και αναπαραγωγής πληθώρας πρακτικά λειτουργικών
αυταπατών (βλ. σχετικά την ανάλυση του φετιχισμού στο Κεφαλαίο).
Η επιστήμη στην αντιφατική κίνηση της από τις εξωτερικές φαινομενικές
συναρτήσεις προς την εσωτερική συνάφεια οδηγείται νομοτελώς σε πλάνες
(σχηματοποιήσεις, μονομέρειες κ.λπ.), τις οποίες αίρει με την περαιτέρω ανάπτυξη
της. Τουναντίον η χυδαία "επιστήμη" (φιλοσοφία, κοινωνική θεωρία κ.λπ.), παρά
την ύπαρξη των όρων περαιτέρω εμβάθυνσης της "γνωστικής διαδικασίας",
παγιώνει τις παρωχημένες πλάνες, προσκολλάται στο επίπεδο των κατ' επίφαση
γνώσεων, των εξωτερικών φαινομενικών σχέσεων, ερμηνεύοντας το αντικείμενο
σύμφωνα με τα ιδιοτελή συμφέροντα που εξυπηρετεί. Βλ. επίσης: Ουσία και

83
φαινόμενο, ανάβαση από то αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ιστορικό και λογικό.
Αιτιότητα.
Φιλοσοφική κατηγορία που επισημαίνει την αναγκαία γενετική και εσωτερική
συνάφεια μεταξύ φαινομένων, από τα οποία το μεν οροθετεί το δε, το ένα τίθεται
ως όρος του άλλου (βλ. αίτιο και αποτέλεσμα / αιτιατό). Η οντική αιτιότητα που
διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα συνιστά τη βάση της αιτιότητας ως
φιλοσοφικής, γνωσιολογικής και επιστημολογικής αρχής (γνωσιμότητας,
πρόγνωσης κ.λπ.), αλλά και του συνόλου της υλικής και πνευματικής
δραστηριότητας του ανθρώπου. Είναι μορφή της αμοιβαίας συνάφειας, σχέσης και
αλληλεξάρτησης των φαινομένων, η οποία, συναρτώντας το (προ)ηγούμενο με το
επόμενο, το "είναι" με το "γίγνεσθαι", το "ενεργεία" με το "δυνάμει" κ.λπ., διαφέρει
από τις υπόλοιπες διατακτικού χαρακτήρα συσχετίσεις πραγμάτων, σχέσεων και
διαδικασιών. Η αμοιβαία εσωτερική συνάφεια αλλεπαλλήλων φαινομένων
ονομάζεται αιτιακή ακολουθία (ή αλυσίδα) και χαρακτηρίζεται από μεταφορά
(μετασχηματισμό) ύλης, ενέργειας, κίνησης, δομής και πληροφορίας. Στην αιτιώδη
σχέση το ίδιο το αποτέλεσμα αντεπιδρά στο αίτιο του, γεγονός που χαρακτηρίζει
τα αναδραστικά και αυτορρυθμιζόμενα συστήματα.
Ο μη γραμμικός χαρακτήρας της χρονικής αλληλουχίας της αιτιότητας
εκδηλώνεται στα αναπτυσσόμενο συστήματα με τη δυνητική ύπαρξη του αιτιατού
στο αίτιο (πριν αυτό καταστεί κυριολεκτικά αίτιο του εν λόγω αιτιατού) με τη
δυναμική συνύπαρξη-μετασχηματισμό αιτίου-αιτιατού κατά το γίγνεσθαι του
δεύτερου και με την εμφάνιση στο ώριμο αιτιατό των προϋποθέσεων του νέου
αιτιατού (που θα καταστήσει αίτιο το νέο αιτιατό). Ο χαρακτήρας του κάθε
γνωστικού αντικειμένου εκδηλώνεται εν πολλοίς στην ιδιοτυπία της αιτιότητας
που το διέπει. Η επιστημονική έρευνα, σε διάφορες βαθμίδες της, αποκαλύπτει
διαφορετικά επίπεδα εγνωσμένης αιτιότητας που διέπει το αντικείμενο, η
ανεπάρκεια και τα όρια εφαρμοσιμότητας των οποίων διακριβώνονται μόνο με την
επίτευξη της πλήρους και επαρκούς γνώσης του αντικειμένου με την ωρίμανση της
επιστήμης. Η ιδιοτυπία της αιτιότητας και της νομοτέλειας που διέπει το κάθε
αντικείμενο καθορίζουν, σε τελική ανάλυση, τη μέθοδο επιστημονικής ερευνάς του
(τρόπο συγκρότησης, τεκμηρίωσης, απόδειξης της επιστήμης κ.λπ.) και τον τρόπο
πρακτικής επενέργειας, μετασχηματισμού του εν λόγω αντικειμένου από τον
άνθρωπο. Υπάρχει λοιπόν η φυσική αιτιότητα, η χημική αιτιότητα, η βιολογική
αιτιότητα, η κοινωνική αιτιότητα κ.λπ., τα είδη και τα επίπεδα των οποίων
αποκαλύπτονται ευρύτερα και βαθύτερα με την ανάπτυξη των επιστημών.
Η Φυσική, λόγου χάριν, από την κλασική μηχανιστική αντίληψη περί αιτιότητας
(γραμμική αιτιότητα, τυπικές, ποσοτικές και μονοσήμαντα καθορισμένες
συνάφειες και μεταβολές κατά τη λαπλασιανή αιτιοκρατία), πέρασε στην
ενσωμάτωση στατιστικών θεωριών, απροσδιοριστίας και μη μονοσήμαντων
σχέσεων, πιθανοκρατικών αντιλήψεων κ.λπ. (βλ. πιθανότητα).
Η πλέον περίπλοκη μορφή αιτιότητας διέπει την κοινωνική πραγματικότητα, η
μη διαλεκτική προσέγγιση της οποίας (μέσω γραμμικά και μηχανιστικά
εννοούμενων αιτιακών ακολουθιών είτε μέσω πληθώρας παραγόντων -βλ.
παραγόντων θεωρία- που οδηγούν σε σχήμα-τα «κακής απειρίας») ανάγει την πηγή
της ανάπτυξης της κοινωνίας στην πλήρη απροσδιοριστία: όλες οι πλευρές της
κοινωνίας θεωρούνται ισότιμοι παράγοντες της λειτουργίας και ανάπτυξης της,
γεγονός που εκδηλώνει τον εγκλωβισμό της γνώσης στη χαώδη αντίληψη.
Κατά τον Πλάτωνα "παν γαρ το γιγνόμενον υπ' αιτίου ανάγκη γίγνεσθαι· παντί
γαρ αδύνατον χωρίς αίτιου γένεσιν σχειν" (Πλάτ. Τ/μ. 28Α). Ο Αριστοτέλης
διέκρινε ποιητικά και τελικά αίτια ("αίτιον λέγεται όθεν η αρχή της μεταβολής η
πρώτη ή της ηρεμήσεως, έτι το τέλος", Μετά τα φυσικά 1013α 24 κ.ε., 983α 26.
1027α 29). Κατά τον Καρτέσιο τίποτε δεν γίνεται εκ του μηδενός. Ο υποκειμενικός

84
ιδεαλισμός είτε απορρίπτει την αιτιότητα ανάγοντας την σε συνήθη για τον
άνθρωπο αλληλουχία αισθημάτων (Χιούμ) είτε τη θεωρεί προεμπειρική (a priori)
κατηγορία μέσω της οποίας το υποκείμενο τακτοποιεί τον χαώδη κόσμο των
φαινομένων (Καντ). Ο αντικειμενικός ιδεαλισμός παραδέχεται την ύπαρξη
ανεξάρτητης από το υποκείμενο αιτιότητας ως εκδήλωσης του πνεύματος, της
"απόλυτης ιδέας" (Χέγκελ) κ.λπ.
Κατά τον διαλεκτικό υλισμό η νόηση, μέσα από τη διαλεκτική της ανάπτυξη,
αποκαλύπτει διαρκώς την αιτιότητα που διέπει την αντικειμενική πραγματικότητα
και την κοινωνική μετασχηματιστική δραστηριότητα του ανθρώπου (πρακτική). Η
κοινωνική αιτιότητα ανάγεται συχνά σε μηχανικές μορφές (Durkheim), είτε
απορρίπτεται παντελώς ως ταυτόσημη με τη μεταφυσική (μοιρολατρία,
τελεολογισμό) από θετικιστικές απόψεις.
Βιβλιογρ.: θ. Βεικου. θεωρία και μεθοδολογία της Ιστορίας, θεμέλιο.. Αθ., 1987.-
Ενγκελς Φ., Η διαλεκτική της φύσης, Σ.Ε.. Αθ. 1984.- Ε. Μπιτσάκη, Το είναι και το
γίγνεσθαι, Δωδώνη. Αθ.. 1975'.- του ίδιου. Διαλεκτική και νεότερη Φυσική,
Ζαχαρόπουλος. Αθ.. 1982.- του ίδιου. Η δυναμική του ελαχίστου Α-Β
Ζαχαρόπουλος, Αθ., 1982-1987.- Λένιν Β.Ι..Υλισμος και εμπειριοκριτικισμος,
Άπαντα. Σ.Ε., τομ. 18.- του ιδίου. Φιλοσοφικά τετράδια, Άπαντα, Σ.Ε., τ. 29.-
Μ.Ε.Omelianovski, Dialektics in Modern Physics, Progress Publ. Moscow, 1979.

Αιτιοκρατία (ντετερμινισμός ).
Φιλοσοφική θεωρία η οποία παραδέχεται την ύπαρξη της αιτιότητας, την
καθολική αιτιώδη και νομοτελής συνάφεια όλων των φαινομένων. Το ευθέως
αντίθετο της αιτιοκρατίας πρεσβεύει ο ιντετερμινισμός (αναιτιοκρατία).
Οι απαρχές της αιτιοκρατίας απαντώνται στην αρχαία ατομιστική. Κατά τον
Αριστοτέλη "Δημόκριτος δε το ου ένεκα αφείς λέγειν πάντα ανάγει εις την
ανάγκην οις χρηται η φύσις" (Περί ζώων γενέσεως, 789β 2). θέσεις οι οποίες
αναπτύχθηκαν από τους επικούρειους" και τον Λουκρήτιο". Η περαιτέρω εξέλιξη
της αιτιοκρατίας συνδέεται με τη φυσιογνωσία και τη φιλοσοφία των νέων χρόνων
(Φ. Μπέικον, Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Νεύτων, Λομονόσοφ, Λαπλάς, Σπινόζα, γάλλοι
υλιστές του 18ου αϊ.). Ο μηχανιστικός και αφηρημένος χαρακτήρας των εν λόγω
περί αιτιοκρατίας αντιλήψεων εκφράζεται με την απολυτοποίηση της μορφής της
αιτιοκρατίας (η οποία περιγράφεται από τους αυστηρά δυναμικούς νόμους της
μηχανικής) και συνεπώς με την ταύτιση της αιτιοκρατίας με την αναγκαιότητα"
και την απόρριψη του αντικειμενικού χαρακτήρα της τυχαιότητας
(ενδεχομενικότητας κ.λπ.). Κατά τον ντετερμινισμό του Λαπλάς έχει καθολική ισχύ
η αναγωγή των σύνθετων φαινομένων σε απλά, των ποιοτικών διαφορών σε
ποσοτικές, όλων των κινήσεων της ύλης στην απλή μηχανική μετατόπιση
σωματίων, ενώ η γνώση των συντεταγμένων και της κινητικής κατάστασης όλων
των σωματίων του σύμπαντος τη δεδομένη στιγμή καθορίζει μονοσήμαντα την
κατάσταση του σε κάθε στιγμή του παρελθόντος ή του μέλλοντος (βλ.
μηχανικισμός, αναγωγισμός). Αυτού του είδους η απόλυτη μηχανιστική
αιτιοκρατία οδηγεί σε μυστικιστικού χαρακτήρα φαταλιστικές απόψεις. Παρά το
γεγονός ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της φυσικής αλλά και του συνόλου των
επιστημών έχει ανατρέψει προ πολλού το λαπλασιανό κοσμοείδώλο, συχνά μέχρι
σήμερα ως αιτιοκρατία εννοείται ο ντετερμινισμός του Λαπλάς.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η αιτιοκρατία σχετικά με την κοινωνική
πραγματικότητα, η οποία διέπεται από την πλέον περίπλοκη αιτιότητα, η
παραδοχή και η θεωρητική διάγνωση της οποίας συνδέεται αμέσως με το
πρόβλημα της ελευθερίας και του ρολού του υποκειμένου. Η διαλεκτικά
εννοούμενη αιτιοκρατία εξετάζει ως οργανικό όλο την κάθε στιγμή στην κοινωνία,
ως ιστορικά αναπτυσσόμενο φάσμα δυνατοτήτων. στο οποίο σημαντικό ρόλο
διαδραματίζει το τυχαίο, η ενδεχομενικότητα, οι παλινωδίες κ.λπ., απορρίπτοντας

85
τη μοιρολατρία και την τελεολογία·.
Ωστόσο η μηχανιστική αιτιοκρατία εμφανίζεται στην κοινωνική θεωρία ως
οικονομικός ντετερμινισμός (οικονομιστική ερμηνεία του μαρξισμού), ως
βιολογισμός (Σπένσερ κ.ά.), ως τεχνολογικός ντετερμινισμός (Τ.Veblen, Ογκμπορν
κ.α.), αλλά και ως πολιτισμικός ντετερμινισμός σε διάφορες παραλλαγές (Μ.
Βέμπερ, Α. Καρντινερ, Μ. Μιντ, Πάρσονς κ.α.). Σε περιόδους κρίσης (της επιστήμης
και της κοινωνίας), η προσήλωση σε ιστορικά παρωχημένες μορφές αιτιοκρατίας
κλονίζεται και σταδιακά παραχωρεί τη θέση της στον ιντετερμινισμό, στη
βουλησιαρχία, στον ανορθολογισμό κ.λπ. Η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής
πρακτικής και της επιστημονικής νόησης εμβαθύνει και συγκεκριμενοποιεί τον
φιλοσοφικό στοχασμό και ως αιτιοκρατία. (Βλέπε και: αιτιότητα, αίτιο και
αποτέλεσμα, στατιστικοί και δυναμικοί νόμοι και τη βιβλιογραφία τους).

Στατιστικοί και δυναμικοί νόμοι (ακριβέστερα:


στατιστικοί νόμοι και νόμοι αυστηρής αιτιοκρατίας).

Μορφές εκδήλωσης της νομοτέλειας, της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ


διαδοχικών καταστάσεων συστημάτων, ο χαρακτήρας των οποίων καθορίζει
τελικά και τον τύπο της γνώσης και πρόγνωσης τους. Ο δυναμικός νόμος είναι η
μορφή εκείνη της αιτιώδους συνάφειας κατά την οποία η δεδομένη κατάσταση του
συστήματος καθορίζει μονοσήμαντα όλες τις επόμενες, γεγονός που παρέχει τη
δυνατότητα επακριβούς πρόβλεψης της περαιτέρω πορείας του συστήματος βάσει
της γνώσης των αρχικών συνθηκών. Οι δυναμικοί νόμοι ισχύουν σε σχετικά
αυτόνομα και ελάχιστα εξαρτώμενα από εξωτερικές επιδράσεις συστήματα, με
σχετικά περιορισμένο αριθμό στοιχείων, όπως π.χ. αυτά που εξετάζει η κλασική
μηχανική. Η αναγωγή της τελευταίας σε πρότυπο επιστημονικότητας και η
συνακόλουθη απολυτοποίηση των δυναμικών νόμων και της αυστηρής (άκαμπτης
και απαρέγκλιτης) αιτιοκρατίας εκφράσθηκε φιλοσοφικά με τον κλασικό
λαπλασιανό μηχανικισμό (βλ. Λαπλάς), προβάλλοντας επεκτατικές αξιώσεις σε όλα
τα γνωστικά πεδία, και εδραιώθηκε εν πολλοίς στην κοσμοαντίληψη του κοινού
νου.
Στατιστικός νόμος είναι η μορφή εκείνη αιτιώδους συνάφειας κατά την οποία η
δεδομένη κατάσταση του συστήματος καθορίζει τις επόμενες όχι μονοσήμαντα
αλλά μόνο με ορισμένες πιθανότητες, οι οποίες συνιστούν το αντικειμενικό μέτρο
των δυνατοτήτων πραγματοποίησης που εμπεριέχει η προγενέστερη τάση
μεταβολής. Οι στατιστικοί νόμοι ισχύουν σε όλα τα μη αυτόνομα περίπλοκα
συστήματα με μεγάλο αριθμό στοιχείων, τα οποία εξαρτώνται από πληθώρα
εσωτερικών και εξωτερικών μεταβαλλόμενων συνθηκών.
Η διαφορά μεταξύ στατιστικών και δυναμικών νόμων είναι σχετική, δεδομένου
ότι κάθε δυναμικός νόμος μπορεί να θεωρηθεί ως στατιστικός με πιθανότητες
πραγματοποίησης που προσεγγίζουν τη μονάδα, είτε ταυτίζονται με αυτήν (σε
οριακές περιπτώσεις απόλυτα αναπόφευκτης έκβασης). Ωστόσο οι στατιστικοί
νόμοι δεν μπορούν να αναχθούν σε δυναμικούς, και κάθε παρόμοιο εγχείρημα
οδηγεί σε θέσεις μηχανικισμού και αναγωγισμού. Η σύγχρονη φυσική (κβαντική
μηχανική, σχετικιστικές θεωρίες), το πλέγμα των βιολογικών επιστημών (γενετική
μηχανική κ.λπ.), η κυβερνητική (αυτορυθμιζόμενα συστήματα, πληροφορική κ.λπ.)
και τα μαθηματικά (θεωρίες του χάους, των καταστροφών, των πιθανοτήτων
κ.λπ.) διευρύνουν και εμβαθύνουν την ανθρώπινη γνώση, θεμελιώνοντας τη
στατιστικού χαρακτήρα νομοτέλεια ευρύτατου φάσματος φαινομένων και
διαδικασιών.
Ιδιότυπη ισχύ των στατιστικών νόμων διαπιστώνουν οι κοινωνικές επιστήμες

86
(πολιτική οικονομία, κοινωνιολογία, δημογραφία, κοινωνική ψυχολογία κ.λπ.)
αναδεικνύοντας και διακριβώνοντας τον πιθανοκρατικό χαρακτήρα των
κοινωνικών νόμων - τάσεων, η έκβαση των οποίων καθορίζεται από την
πραγματοποίηση των πλέον πιθανών εκδοχών του εκάστοτε φάσματος
δυνατοτήτων. Παρ' όλα αυτά, ο προσκολλημένος στη μηχανιστική κοσμοαντίληψη
κοινός νους εκλαμβάνει την πιθανοκρατική αιτιοκρατία ως παντελή απουσία
νομοτέλειας και αιτιότητας, αμφισβητώντας την εγκυρότητα, την πληρότητα και
την επάρκεια των στατιστικών νόμων, δεδομένου ότι η διάνοια, ως κατώτερη
βαθμίδα της νόησης (βλ. διάνοια και λόγος), αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα
αρνητικά, ως άρνηση της τυχαιότητας και της ενδεχομενικότητας. Βλ. επίσης:
μορφές φυσικής αιτιοκρατίας στο λ. αιτιοκρατία, καθώς και τα λ. αναγκαιότητα,
τυχαίο, ιντετερμινισμός.
Αντίφαση διαλεκτική.
Κατηγορία που εκφράζει την εσωτερική πηγή κάθε ανάπτυξης και κάθε κίνησης.
Η αναγνώριση της εσωτερικής αντίφασης, της ουσιώδους αντίφασης, της
ενότητας εσωτερικής και εξωτερικής αντίθεσης διαφοροποιεί τη διαλεκτική από
τη μεταφυσική. Η πρώτη, σε αντιδιαστολή με τη δεύτερη, παραδέχεται την ύπαρξη
ουσιωδών εσωτερικών και αναγκαίων αντιφάσεων. Οι αντιφάσεις που εξετάζει η
διαλεκτική πρέπει να διακρίνονται από τις «λογικές» αντιφάσεις, οι οποίες
εκφράζουν σύγχυση και ασυνέπεια της σκέψης. Η αντίφαση που εξετάζει η
διαλεκτική είναι ο πυρήνας της νομοτέλειας και η πηγή της ανάπτυξης του
οργανικού όλου, καθώς αναπτύσσεται και η ίδια, διανύοντας τις βαθμίδες της
ταυτότητας, της διάκρισης, της αντίθεσης και της αντίφασης (είτε της καθαυτής
αντίφασης).
• Η ταύτιση συνιστά εμβρυώδη αντίφαση δεδομένου ότι το παλαιό,
ουσιωδώς ταυτόσημο του εαυτού του, εμπεριέχει προϋποθέσεις του νέου, δηλ.
στιγμές που το διαφοροποιούν από τον ίδιο τον εαυτό του, ως υποταγμένες όμως
στην ταυτότητα.
• Η διάκριση επίσης είναι μια μη αναπτυγμένη πλήρως αντίφαση, διότι,
παρά το γεγονός ότι συνιστά σε πρώτο πλάνο τη συνύπαρξη του νέου και του
παλαιού, το νέο σχηματίσθηκε και εξακολουθεί να αναπτύσσεται από το παλαιό, σε
συνδυασμό με το παλαιό.
• Παραπέρα ανάπτυξη της αντίφασης συνιστά η αντίθεση, κατά την
οποία, αν και προβάλλει στο προσκήνιο η άρνηση του παλαιού από το νέο, το νέο
επίσης σχηματίζεται εδώ από το παλαιό, συνδέεται εσωτερικά με αυτό: το νέο
πραγματοποιείται ως άρνηση του παλαιού.
• Στην ανώτατη βαθμίδα της αντίφασης (καθαυτή αντίφαση) το νέο
ολοκληρώνει την άρνηση, τον μετασχηματισμό του παλαιού, συμπεριλαμβάνοντας
το παλαιό σε "ανηρημένη", μετασχηματισμένη μορφή ως στιγμή του εαυτού του,
οπότε και διαμορφώνεται η συνάφεια, η εσωτερική ενότητα των διαφόρων
πλευρών, πραγμάτων κ.λπ. Στην καθαυτή αντίφαση το κύριο δεν είναι η αμοιβαία
άρνηση των πλευρών, αλλά το γεγονός ότι στην εν λόγω διαδικασία αυτές γεννούν
η μία την άλλη ως διακεκριμένες μεταξύ τους, πραγματοποιώντας μιαν αμοιβαία
μετάβαση και ταυτιζόμενες.
Όταν ένα αντικείμενο φτάνει στην ανώτατη βαθμίδα της ανάπτυξης της
αντίφασης του, ωριμάζουν οι προϋποθέσεις εξαφάνισης του, διότι η καθαυτή
αντίφαση σημαίνει ότι το ίδιο το αντικείμενο με την εσωτερική του κίνηση
αρνείται τον εαυτό του "εν εαυτώ". Εδώ ακριβώς έγκειται ο κριτικός και
επαναστατικός χαρακτήρας της διαλεκτικής (Κ. Μαρξ).
Η αντίφαση που εξετάζει η διαλεκτική παρατηρείται στη φύση, στην κοινωνία,
στη νόηση και στη συνείδηση. Στην κοινωνία που βασίζεται στην ιδιοτική
ιδιοκτησία και στην εκμετάλλευση, οι αντιφάσεις αποκτούν ανταγωνιστικό

87
χαρακτήρα και εκφράζονται με την πάλη των τάξεων, με τη διαπάλη αντιθέτων
κοινωνικών ομάδων και με το ανέφικτο της διευθέτησης των εν λόγω αντιφάσεων
στα πλαίσια του δεδομένου κοινωνικού συστήματος. Χαρακτηριστικές, είναι οι
αντιφάσεις π.χ. μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, μεταξύ ιμπεριαλιστικών
δυνάμεων, μεταξύ πολυεθνικών εταιρειών και εθνικών - κρατικών πολιτικών
μορφών, μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών κ.λπ.

Άρση (γερμανικά Αufheben).


Φιλοσοφική κατηγορία την οποία εισήγαγε ο Χέγκελ και υποδηλώνει τον
μετασχηματισμό κατά τον οποίο η μορφή και οι αρχές ενός συστήματος-ολότητας
παραμερίζονται, απορρίπτονται, αναιρούνται, αλλάζοντας το περιεχόμενο τους,
αλλά διατηρώντας και εδραιώνοντας ταυτόχρονα τον ρόλο τους ως βιώσιμων
στοιχείων, υποταγμένων στιγμών της νέας ολότητας-ανώτερης βαθμίδας της
ανάπτυξης. Σημαίνει ταυτόχρονα καταστροφή, αναίρεση, διακοπή, αλλά και
διατήρηση, συγκράτηση. Η κάθε ανώτερη κατηγορία (σύνθεση) αίρεται υπεράνω
της θέσης και της αντίθεσης καταργώντας και δια-τηρώντας τες σε
μετασχηματισμένη μορφή, πραγματοποιώντας έτσι την "άρνηση της άρνησης".
Κατά τον Χέγκελ η άρση χαρακτηρίζει κατ" εξοχήν την κίνηση της
αυτοαναπτυσσόμενης απόλυτης ιδέας. Ο Μαρξ μέσα από τη θεωρητική ανάλυση
ενός οικονομικού σχηματισμού (της κεφαλαιοκρατίας) αναδεικνύει τον
αντικειμενικό και υλικό χαρακτήρα της ανάπτυξης-άρσης του από τη νομοτελώς
ανώτερη του βαθμίδα ως αυτοάρνηση της ολότητας του. Η νομοτέλεια αυτή διέπει
ιδιότυπα και τη διαδοχή των θεωρητικών συστημάτων στην ιστορία της επιστήμης
(βλ. και λ. διαλεκτική, αντίφαση, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο,
άρνησης της άρνησης νόμος).
Βιβλιογρ.: Χέγκελ Γκ. Β. Φ., Η φαινομενολογία του πνεύματος, Δωδώνη, Αθήνα-
Γιάννινα, 1993.- του ίδιου: Η επιστήμη της λογικής, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα,
1991.- Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ. 1-3, Σ.Ε., Αθήνα, 1978.
Πραγματικότητα.
1. (γερμ. Realitat).Η αντικειμενική πραγματικότητα νοούμενη ως πραγματικό
Είναι. Κατά τον Καντ, είναι η καταφατική κατηγορία στην τριάδα των κατηγοριών
της ποιότητας: πραγματικότητα - άρνηση (αποφατική κατηγορία) - περιορισμός
(απειροδύναμη κατηγορία ως σύνθεση). Ο Χέγκελ τη θεωρεί "έννοια εν εαυτή",
κατάφαση στο πραγμοειδές (Sachheit) ενός πράγματος. Είναι η ποιότητα "ως ων
προσδιορισμός σε αντιδιαστολή προς την άρνηση". Σε αυτή τη βάση ο Χέγκελ
γενικεύει μέσω του δίπολου: πραγματικότητα - ιδεατότητα (idealitat),
(προσδιορισμένο είναι- "δι' εαυτό - Είναι" ως αυτοσυσχέτιση, ως "αλήθεια της
πραγματικότητας) την αντίθεση ύλης -πνεύματος, "ρεαλισμού" - "ιδεαλισμού" κ.λπ.
(βλ. αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, που συνιστά τη βάση
αυτού του κατηγοριοκού δίπολου).
2. (γερμ. Wirkiichkeit). Η ταυτότητα του (ειλημμένου σε όλη την πληρότητα ιού)
φαινόμενου με την (ειλημμένη σε όλη την πληρότητα της) ουσία, είτε η ταυτότητα
εκδήλωσης (έκφανσης) της ουσίας και εκδηλούμενης (εκφαινομενης) ουσίας στη
διαλεκτική φιλοσοφία. Συνιστά το επιστέγασμα, τη σύνθεση της περί της ουσίας
διδασκαλίας του Χέγκελ ως ενότητα εσωτερικού και εξωτερικού, ουσίας και
ύπαρξης, στην πορεία του πνεύματος προς την απόλυτη ιδέα (βλ. Επιστήμη της
λογικής). Ο Μαρξ αναπτύσσει οργανικά την εν λόγω προβληματική ως "διαλεκτική
λογική" και μεθοδολογία της πολιτικής οικονομίας: α) στη σχετικά αυτοτελή
εξέταση του εμπορεύματος και του χρήματος (ως είναι του Κεφαλαίου1'), την
πραγματικότητα του οποίου συνιστά η διαδικασία της ανταλλαγής συνολικά, η
ολότητα της κυκλοφορίας (το χρήμα ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων)· β) κατά
την εξέταση των μορφών που απορρέουν οπό την ενότητα παραγωγής και
κυκλοφορίας του κεφαλαίου ως όλου (3ος τόμος). Ο Βαζιούλιν συγκεκριμενοποιεί

88
την κατηγορία της πραγματικότητας ως εποικοδόμημα της δομής της κοινωνίας
και μέσω της εξέτασης των ανθρώπων ωό προσωπικοτήτων. Βλ. επίσης:
άνθρωπος, κοινωνία, βάση και εποικοδόμημα, ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο, ουσίa και φαινόμενο. Λογική της ιστορίας και τη βιβλιογραφία σε
αυτά.

2. Ζητήματα θεωρίας της γνώσης και λογικής («Υποκειμενικής


λογικής»).

Υποκείμενο (λατ. suobjectum)


Ο άνθρωπος (άτομο, ομάδα, κοινωνία) ως φορέας και ενεργητική πηγή της
γνώσης και του μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Είναι ο φορέας της
δραστηριότητας, της εργασίας, της πρακτικής, της "γνωστικής διαδικασίας" και
της συμπεριφοράς, που κατευθύνει την ενεργητικότητα του προς το αντικείμενο.
Υποκείμενο και αντικείμενο είναι σύστοιχες, συσχετικές και
αλληλοπροσδιοριζόμενες, στην αντιφατική ενότητα τους, φιλοσοφικές κατηγορίες,
οι οποίες συνδέονται στενά με το "βασικά πρόβλημα της φιλοσοφίας".
Το υποκείμενο είναι δυνατόν να κατανοηθεί επιστημονικά μόνο μέσα από τη
διερεύνηση της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας (βλ. Λόγχη της
Ιστορίας'), μέσω της ανάδειξης της νομοτέλειας που διέπει τη διαδικασία
εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας. Καθοριστικό ρόλο στην
ανάδειξη του υποκειμένου διαδραματίζει η εργασία, η παραγωγή, οι "σχέσεις
παραγωγής" και ο "τρόπος παραγωγής". Στα αρχικά στάδια εμφάνισης και
διαμόρφωσης της κοινωνίας, ο άνθρωπος ως παραγωγός προβάλλει σε σημαντικό
βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ως
αντικείμενο. Η σταδιακή διάκριση των παραγωγών από τα μέσο παραγωγής και η
αντίστοιχη διαμόρφωση του υποκειμένου πραγματοποιείται στον βαθμό της
ανάπτυξης και διάδοσης παρηγμένων, τεχνητών μέσων παραγωγής, στον βαθμό
της διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Στην πορεία αυτή το
διαμορφούμενο υποκείμενο διχάζεται, λόγω της "αντίθεσης χειρωνακτικής και
πνευματικής εργασίας" και της "ταξικής πάλης", που συνδέεται με ομαδοποιήσεις
μεμονωμένων ατόμων, έναντι των οποίων οι υπόλοιποι άνθρωποι προβάλλουν μόνο
ως μέσα υποστήριξης της ύπαρξης των πρώτων (τάξεις κοινωνικές).
Από αυτά τα (υπό διαμόρφωση) "υποκείμενα", η ανθρωπότητα οδεύει προς τους
αυθεντικά κοινωνικούς δεσμούς των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων -συνειδητών
υποκειμένων της μεταβολής της κοινωνίας ως όλου (και της αντίστοιχης
μεταβολής του εαυτού τους). Η αρνητική σχέση του ανθρώπου προς την
ανελευθερία (τον καταναγκασμό, τη χειραγώγηση κ,λπ.) είναι ευθέως ανάλογη του
γίγνεσθαι των ανθρώπων ως ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων,
δηλαδή ως υποκειμένων των κοινωνικών σχέσεων με συνείδηση και
αυτοσυνείδηση. Το ζήτημα του υποκειμένου και της σχέσης του με το αντικείμενο
αποτελεί κεντρικό θέμα της διαπάλης μεταξύ (υποκειμενικού και αντικειμενικού)
ιδεαλισμού και υλισμού στην ιστορία της φιλοσοφίας. Βλ. επίσης: άνθρωπος,
κοινωνία, Εργασία, πρακτική, δραστηριότητα, συνείδηση, υποκειμενισμός και τη
βιβλιογραφία σε αυτά.

Αντικείμενο.
Φιλοσοφική έννοια η οποία, μαζί με τη συσχετική της έννοια «υποκείμενο",
υποδηλώνει τις δύο αντίθετες πλευρές κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Είναι το
μέρος της «αντικειμενικής πραγματικότητας" με το οποίο αλληλεπιδρά το
υποκείμενο στρέφοντας προς αυτό την ενεργό δραστηριότητα του ως πρακτική ή
ως γνώση. "Δυνάμει αντικείμενο" του ανθρώπου ως κοινωνικού υποκειμένου είναι

89
το σύνολο της υλικής και ιδεατής πραγματικότητας, όλα τα φυσικά, κοινωνικά και
συνειδησιακά φαινόμενα, δηλαδή καθετί το επιστητό. "Ενεργεία αντικείμενο" είναι
το μέρος εκείνο του επιστητού που εντάσσεται στην τροχιά της εμπράγματης
μετασχηματίζουσας δραστηριότητας, αλλά και της πνευματικής οικειοποίησης του
ανθρώπου, το βάθος και η εμβέλεια των οποίων είναι συνάρτηση του ιστορικού
επιπέδου ανάπτυξης του υλικού και πνευματικού πολιτισμού.
"Αντικείμενο της εργασίας" είναι το υλικό στο οποίο επενεργεί το υποκείμενο
της εργασίας με τη βοήθεια μέσων για την παραγωγή ορισμένου προϊόντος.
Αρχικά ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε ως αντικείμενο υλικό δεδομένο οπό τη φύση.
Στη συνέχεια επεξεργάζεται το υλικό προσδίδοντας του ορισμένες ιδιότητες
(εκτός από τις φυσικές ιδιότητες που διατηρεί), για να φθάσει τελικά στη χρήση
τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες. Δηλαδή ο άνθρωπος δεν
προσαρμόζεται απλώς στο αντικείμενο ως φυσικό υλικό, αλλά το μετασχηματίζει
σύμφωνα με τις ανάγκες του και σύμφωνα με τις ανάγκες της παραγωγής.
Το αντικείμενο της γνώσης (μελέτης, έρευνας) ή γνωστικό αντικείμενο, αρχικά
υποπίπτει στις αισθήσεις από τις οποίες ξεκινά η «γνωστική διαδικασία», η οποία
παρέχει στο υποκείμενο εμπειρική και θεωρητική γνώση των ιδιοτήτων, των
πλευρών και των νομοτελειών που το διέπουν. Στον βαθμό που η γνωστική
διαδικασία ανεξαρτητοποιείται, αυτονομείται σχετικά και αποκτά
διαμεσολαβημένη σχέση με την πρακτική, ανεξαρτητοποιείται σχετικά και το
αντικείμενο της γνώσης. Ένα και το αυτό γνωστικό αντικείμενο μπορεί να
εμφανίζεται ως αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημονικών κλάδων. Κατά τον
Μεσαίωνα το αντικείμενο γνωσιολογοποιείται και αποκαλείται subjectum, δηλ.
υποκείμενο, αντικείμενο δε θεωρείται η εντύπωση, η παράσταση που προκαλεί
αυτό στον άνθρωπο.
Κατά τη μηχανιστική υλιστική παράδοση, το υποκείμενο ως κατ' εξοχήν
παθητικό υφίσταται την επίδραση του αντικειμένου. Κατά την ιδεαλιστική
παράδοση, αντίθετα, το αντικείμενο είναι προϊόν είτε κάποιου υπερατομικού
υποκειμένου (του θεού, της «απόλυτης ιδέας» κ.λπ., βλ. αντικειμενικός ιδεαλισμός)
είτε της ψυχικής δραστηριότητας, (των αισθητηρίων οργάνων, των καταστάσεων
κ.λπ.) του ατόμου (βλ. υποκειμενικός ιδεαλισμός). Ο Χέγκελ αναδεικνύει πλευρές
του ιστορικού και κοινωνικού χαρακτήρα του αντικειμένου και της σχέσης του με
το υποκείμενο, την οποία ανάγει τελικά στην πνευματική δραστηριότητα. Ο Μαρξ
τεκμηριώνει τον ιστορικό και κοινωνικό χαρακτήρα του αντικειμένου μέσω της
ανάπτυξης της κοινωνικής πρακτικής δραστηριότητας. Η νεοκαντιανή φιλοσοφία
(βλ. νεοκαντιανισμός) τροποποίησε τον καντιανό απριορισμό δίνοντας έμφαση
αρχικά στον ψυχοφυσιολογικό μηχανισμό πρόσληψης του αντικειμένου και,
αργότερα, ανάγοντας το επιστητό εν γένει σε «διαπλοκή λογικών σχέσεων»
(Η.Cohen). Ο αυστριακός φιλόσοφος Ρ. Αμεζέντερ εισάγει την αντιπαράθεση του
αντικειμένου της μελέτης (Gegenstand) στο αντικείμενο (objekt) το 1904, ενώ ο
Αλέξιους φον Μάινονγκ, συνδέοντας αυτή τη διάκριση με τη θεωρία της
αποβλεπτικότητας (intentionalitat) του Φραντς Μπρεντάνο, διατύπωσε μια θεωρία
των αντικείμενων (Gegenstandstheorie), που ερμήνευε το αντικείμενο της μελέτης
ως πράξη κατά την οποία βιώνεται το αντικείμενο ως δεδομένο. Η φαινομενολογία
του Χούσσερλ επικέντρωσε την προσοχή όχι στο αντικείμενο αλλά στην προ-
θετικότητα, αποβλεπτικότητα της συνείδησης.
Βιβλιογρ.: ,Ιμβριώτης Γ., Δοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας. Σ. Εποχή, 1978.-
Μουρελος Γ., θεμελιώδεις έννοιες της σύγχρονης φιλοσοφίας και επιστημολογίας.
Εγνατία. 1976.- Παβλοφ Τ.. θεωρία της αντανάκλασης, Δωδώνη. 1974.- L.
Geymonat, Επιστήμη και ρεαλισμός. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα. 1987.- Ε. Μπιτσάκη,
θεωρία και πράξη, 19832.

Αντικειμενισμός.

90
Κοσμοθεωρητική στάση, η οποία διακηρύσσει την ανάγκη τήρησης
ουδετερότητας απέναντι στα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα, θεωρεί τη
φιλοσοφία ανίκανη να προωθήσει την ερευνά μέχρι τη συναγωγή κριτικών
εκτιμήσεων και αξιολογικών κρίσεων (βλ. αξία} και συνεπώς την προτρέπει να
αποφεύγει παρόμοιες τάσεις, να περιορίζεται στα πλαίσια του καθαρού στοχασμού,
αφήνοντας τα κύρια κοινωνικά και κοσμοθεωρητικά προβλήματα στη δικαιοδοσία
της υποκειμενιστικής ιδεολογίας. Ανακηρύσσει την επιστήμη" αξιολογικά
«ουδέτερο» μέσο εργαλειακού χαρακτήρα (βλ. επιστημονισμός}, θεωρεί ανεδαφική
τη θεώρηση της ιστορίας ως νομοτελούς διαδικασίας, η οποία εκτυλίσσεται μέσω
της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατά τον μαρξισμό η αντικειμενικότητα της
κοινωνικής επιστήμης εδράζεται στην υιοθέτηση της οπτικής των αντικειμενικά
προοδευτικών κοινωνικών τάξεων (βλ. επίσης θετικισμός, τεχνοκρατί).
Aντικειμενική πραγματικότητα.
Το σύνολο του υλικού κόσμου με όλη την πολλαπλότητα των μορφών και
εκφάνσεων του. Η αντικειμενική πραγματικότητα ως ανεξάρτητη από τη
συνείδηση του υποκείμενου ταυτίζεται συχνά με τις έννοιες "ύλη", "υλικός
κόσμος", "Είναι". Κρίνεται όμως σκόπιμο να διακρίνονται οι έννοιες «αντικειμενική
πραγματικότητα» και «ύλη», ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για τα φαινόμενα της
κοινωνικής συνείδησης και του εποικοδομήματος. Τα εν λόγω φαινόμενα, γενετικά
(ως προς την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη τους), προβάλλουν από την
άποψη του υλικού καθορισμού τους. Ωστόσο, εφ' όσον έχουν πλέον ανακύψει,
προβάλλουν στην κάθε νέα γενεά ατόμων ως κάτι το δεδομένο, ως αντικειμενική
πραγματικότητα, χωρίς όμως να μπορούν να αναχθούν στην κατηγορία των
υλικών φαινομένων (των υλικών κοινωνικών σχέσεων κλπ.). Την ύπαρξη της
αντικειμενικής πραγματικότητας παραδέχονται οι φιλοσοφίες του υλισμού, του
αντικειμενικού ιδεαλισμού και του ρεαλισμού.

Αντανάκλαση.
Καθολική ιδιότητα της αντικειμενικής πραγματικότητας, πλευρά της
αλληλεπίδρασης που συνίσταται στη διαφορών βαθμίδων αναπαραγωγή
γνωρισμάτων, δομικών χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και σχέσεων του
αντανακλώμενου αντικειμένου ή διαδικασίας. Σε διαφορετικές βαθμίδες
συγκρότησης, διάρθρωσης κ.λπ. της πραγματικότητας προσιδιάζουν διαφορετικά
ως προς τα ποιοτικά και ουσιώδη χαρακτηριστικά τους είδη αντανάκλασης: στα
σώματα της μη ζώσας φύσης (π.χ. ίχνη μηχανικής αλληλεπίδρασης)· στα φυτά και
στους απλούστερους οργανισμούς (π.χ. "ερεθιστικότητα", ως μεταβολή της
φυσιολογικής κατάστασης υπό την επίδραση εξωτερικών και εσωτερικών
ερεθισμάτων)· σε ανώτερα είδη έμβιων όντων (π.χ. "αισθαντικότητα" ως
ικανότητα σχηματισμού πρωταρχικών απεικασμάτων κ.λπ., που παρέχουν τη
δυνατότητα χωροχρονικού προσανατολισμού, προσαρμογής, αλλά και
προτρέχουσας επενέργειας στο περιβάλλον βάσει της οικολογικής ιδιοτυπίας του
και των αναγκών του οργανισμού) κ.λπ.
Στη βαθμίδα του ανθρώπου παρατηρείται η ανώτερη και η πλέον περίπλοκη
μορφή αντανάκλασης: ή "συνείδηση" και η "αυτοσυνείδηση". Πρόκειται για
ιδιότητες, η εμφάνιση, η διαμόρφωση και η ανάπτυξη των οποίων συν-δέεται με
την ιστορία του πολιτισμού, και ιδιαίτερα με την εργασιακή δραστηριότητα και
την επικοινωνία. Η ανάγκη μετασχηματισμού της φύσης με την από κοινού
δραστηριότητα, μέσω των εργαλείων (μέσων) εργασίας, καθορίζει τον
"επιλεκτικό" και "σκόπιμο" χαρακτήρα της αντανάκλασης στον άνθρωπο, ο
ψυχισμός του οποίου συνδυάζει την "αισθητηριακή νόηση" με τη "λογική σκέψη"
(έννοιες, υποθέσεις, θεωρίες κ.λπ.) και με τη "δημιουργική φαντασία" και
αντικειμενοποιείτε σε υλικά και ιδεατά αντικείμενα που έχουν παραχθεί από τον
άνθρωπο (συμπεριλαμβανόμενων και των συστημάτων σημάτων όπως η γλώσσα).

91
Η ύπαρξη ορισμένης διαμεσολαβημένης και ενεργά μετασχηματιζόμενης
αντιστοιχίας μεταξύ της αντανάκλασης και των αντικειμενικών χαρακτηριστικών
της πηγής της, μεταξύ της επεξεργασίας των νευρικών ερεθισμάτων στον
εγκέφαλο και των ψυχικών μορφωμάτων του διασφαλίζει ορισμένη
αποτελεσματικότητα στη δραστηριότητα του υποκείμενου.
Η επιστημονική έρευνα αποσκοπεί στη βέλτιστη δυνατή αντανάκλαση του
αντικειμένου, στην αληθή αναπαράσταση των νόμων που το διέπουν με εγγύτερο ή
απώτερο στόχο τον δημιουργικό μετασχηματισμό του. Η αισθητική α-ντανάκλαση
μέσω αισθητηριακών απεικασμάτων - αισθητηριακών ισοδυνάμων της ουσίας (της
αρτιότητας, της νομοτέλειας κ.λπ.) των αντικείμενων, συγκροτεί ένα πεδίο που
απαρτίζεται από την αισθητική μορφή της συνείδησης (συνδεόμενη στενά και με
τη γνωστική λειτουργία της νόησης), από την αισθητική σχέση προς την
πραγματικότητα, από τα αισθητικά. βιώματα και την αισθητική δημιουργία
(παρού-σα σε κάθε δημιουργική δραστηριότητα).
Η ανάπτυξη της πληροφορικής και της κυβερνητικής παρέχει τη δυνατότητα
μοντελοποίησης - τυποποίησης και εμπειρικής - μετρικής προσέγγισης των
διαφορών μορφών και επιπέδων της αντανάκλασης από τη σκοπιά της παραγωγής,
επεξεργασίας και μετάδοσης πληροφοριών.
Η παράδοση του εμπειρισμού εξετάζει την αντανάκλαση κατ' εξοχήν ως
παθητική διαδικασία εμπλουτισμού της ψυχής μέσω της εμπειρίας και των
παραστάσεων. Οι Στωικοί και αργότερα οι αισθήσιοκράτες αποκαλούσαν την ψυχή
του νεογνού tabula rasa (άγραφο πίνακα). Η γραμμική, μηχανιστική και μονόπλευρη
θεώρηση της αντανάκλασης ανήγαγε το πρόβλημα στον απλό αντικατοπτρισμό. Η
γερμανική κλασική φιλοσοφία έθεσε το ζήτημα του ανακλαστικού χαρακτήρα της
συσχετικότητας των προσδιορισμών του αντικειμένου στο επίπεδο της ουσίας,
ανάγοντας το τελικά στον αναστοχασμό και στην ανασκοπική λειτουργία της
υποστασιοποιημένης νόησης (reflexion στον Χέγκελ).
Ο διαλεκτικός υλισμός ανέδειξε τη διαβάθμιση των τύπων της αντανάκλασης,
στα πλαίσια της καθολικής αλληλεπίδρασης, ως πυρήνα της γνωσιολογίας (Β. Ι.
Λένιν). Διάφορες νεομαρξιστικές προσεγγίσεις προσάπτουν στη λενινιστική
θεώρηση μηχανιστικά χαρακτηριστικά αντιπαραθέτοντας σ' αυτή την
υποκειμενικά νοούμενη πράξη (βλ. σχολή της Πράξης). Η υπερεκτίμηση της
εξάρτησης του περιεχόμενου της αντανάκλασης από τις νευροφυσιολογικές
ιδιαιτερότητες των αισθητηρίων οργάνων χαρακτηρίζει τον φυσιολογικό
ιδεαλισμό (Μuller J.). Για τη θεωρία των ιερόγλυφων τα απεικάσματα της
αντανάκλασης είναι σύμβολα, σημεία των πραγμάτων συμβατικού χαρακτήρα (Ο.
Helmholtz).
Η αντανάκλαση αποτελεί το αντικείμενο διεπιστημονικών προσεγγίσεων (βλ.
και: ψυχισμός, συνείδηση, αυτοσυνείδηση, θεωρία της γνώσης).
Βιβλιογρ.: .Παβλοφ Τ.. θεωρία της αντανάκλασης. Δωδώνη..- θ. Βακαλιος, Είναι
και συνείδηση, γνώση και αλήθεια, Αθ.. 1986.- Ε. Ξενόπουλος, Η διαλεκτική της
συνείδησης, Ιωλκος, Αθ., 1979.
Ενατένιση.
Κατ' αρχήν, η προσήλωση του βλέμματος σε κάτι, η ατενής παρατήρηση. Στη
φιλοσοφία, όρος που αντανακλά την αισθητηριακή βαθμίδα της "γνωστικής
διαδικασίας" και κατά την ιδεαλιστική παράδοση συνδέεται με την έννοια της
ενόρασης. Κατά τον Πλάτωνα, είναι η μέσω του νου ανάμνηση των απρόσιτων στις
αισθήσεις ιδεών, η θέαση των τελευταίων ως προϋπαρχουσών αυθυπόστατων,
αυλών και αμεταβλήτων ουσιών. Κατά τον Καντ. η ενατένιση διαφέρει από την
αίσθηση και τη νόηση και συνιστά παράσταση περί του ενικού αντικειμένου,
υποκείμενη σε περαιτέρω κατηγοριακή διεργασία. Ο Σοπενάουερ αποδίδει στην
ενατένιση μη συνειδητοποιούμενο διανοητικό περιεχόμενο πρωτεύουσας, έναντι
της έννοιας, σημασίας. Ιδιότυπο ενατενιστικό χαρακτήρα έχει και η

92
φαινομενολογική κατεύθυνση (βλ. Χουσσερλ') ως φιλοσοφία του συνειδέναι υπό το
πρίσμα της αποβλεπτικότητας (intentionalitat). Η ενατενιστικότητα, γενικά,
χαρακτηρίζει τις φιλοσοφίες που περιορίζονται στην απλή θέαση, στην
παρατήρηση, στην αδρανή τοποθέτηση του υποκειμένου, στάση που εν πολλοίς
προσιδιάζει στα προμαρξικά υλιστικά ρεύματα και τους επιγόνους τους (βλ. π.χ.
πολλές οικολογικές, ρομαντικές απόψεις). Με αυτή την έννοια χαρακτηρίζει τη μία
από τις δύο κλασικές και τυπικές μέχρι σήμερα φιλοσοφικές τοποθετήσεις της
αστικής σκέψης απέναντι στο πρόβλημα της συσχέτισης (γνωστικού και
πρακτικού) υποκειμένου - αντικειμένου (βλ. αντικειμενισμός). Στον αντίποδα της
βρίσκεται η ενεργός. χρησιμοθηρική, χειραγωγική (ληστρική, εκμεταλλευτική
κ.λπ.) τοποθέτηση, που απολυτοποιεί τον ρόλο του υποκειμένου αντιμετωπίζοντας
το αντικείμενο ως αποκλειστικά παθητικό, «υλικό», αδρανές κ.λπ. Στη μαρξιστική
παράδοση το εκάστοτε ιστορικό υποκείμενο δεν περιορίζεται στην παθητική
ενατένιση, αλλά ούτε και στο χειραγωγικό ακτιβισμό. Η άρση αυτής της
αντίφασης επιτυγχάνεται μέσω της διαλεκτικά αναπτυσσόμενης γνώσης στην
οργανική συνάφεια της με την πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα (βλ.
επίσης: θεωρία της γνώσης, εμπειρικό και θεωρητικό, διαλεκτική).
Γνωστική διαδικασία (το "γιγνώσκειν").
Η διαδικασία προσπορισμού γνώσεων για την αντικειμενική πραγματικότητα. Η
πολύπλοκη, πολύμορφη και ιστορικά αναπτυσσόμενη δημιουργική διαδικασία
παραγωγής γνώσεων από τον άνθρωπο, ανώτερη και πλέον συστηματοποιημένη
έκφραση της οποίας είναι η επιστήμη. Αφετηρία, πηγή, έσχατο και αποφασιστικό
κριτήριο της ορθότητας της γνωστικής διαδικασίας και των αποτελεσμάτων της
(των γνώσεων) είναι η πρακτική. Αλλά και η γνωστική διαδικασία είναι παράγωγο,
συστατικό στοιχείο και αναγκαίος όρος της σκόπιμης δραστηριότητας
μετασχηματισμού του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, αλλά και των σχέσεων
μεταξύ των ανθρώπων.
Η εργασιακή διαδικασία (βλ. λ. εργασία) πραγματοποιείται βάσει της ορθής
γνώσης περί των μέσων (εργαλείων, μέσων παραγωγής), των αντικειμένων της
εργασίας και των ιδιοτήτων τους καθώς και περί του τρόπου εργασίας. Επομένως
η γνωστική διαδικασία δεν αποσκοπεί απλώς στην παθητική αντανάκλαση του
άμεσα υπάρχοντος στα αντικείμενα, στις διαδικασίες κ.λπ. που μελετά αλλά στη
διερεύνηση τους από την άποψη των δυνατοτήτων μετασχηματισμού τους, από
την άποψη αυτού που μέλλει γενέσθαι. Αποτελεί δηλαδή και μια διαδικασία
προτρέχουσας, προσυλλαμβάνουσας αντανάκλασης, προπορευόμενης του
αποτελέσματος, του προϊόντος της εργασίας, της "στοχοθεσίας".
Γνωστέο και επιστητό είναι ό,τι "δυνάμει" ή "ενεργεία" εμπίπτει στο πεδίο των
αντικειμένων της κοινωνικής πρακτικής, ό,τι εντάσσεται στην τροχιά της ολοένα
εμβαθύνουσας και διευρυνόμενης ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η γνωστική διαδικασία αναπτύσσεται μέσα από την αντιφατική ενότητα
αληθούς, ορθής γνώσης και πλάνης, απόλυτης και σχετικής αλήθειας. Στην
περίπτωση που οι νομοτελώς ανακύπτουσες, ως παραπροϊόντα της γνωστικής
διαδικασίας, πλάνες (λόγω της αντικειμενικής φαινομενικότητας των γνωστικών
αντικειμένων ή λόγω του επιπέδου ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας),
ενισχύονται, παγιώνονται, διογκώνονται και αναπαράγονται από αίτια εξωτερικά
ως προς την ίδια την γνωστική διαδικασία (εξωεπιστημονικές σκοπιμότητες,
ιδιοτελή συμφέροντα, ιδεολογικές παραμορφώσεις κ.λπ.), μπορούν να
αποπροσανατολίσουν αλλά και να φθείρουν τη γνωστική διαδικασία.
Η βαθμιαία αυτονόμηση της γνωστικής διαδικασίας από την άμεση πρακτική
οδηγεί στις διαβαθμίσεις που παρουσιάζει στην ιστορία η αντίθεση πνευματικής
και χειρωνακτικής εργασίας, στη συνδεόμενη με την οικονομική και πολιτική ισχύ
ιεραρχία της γνώσης (βλ. γραφειοκρατία), με κορύφωση την αλλοτριωτική
πραγματική υπαγωγή της ζωντανής εργασίας στο κεφάλαιο (στους τεχνικούς και

93
κοινωνικούς όρους που προβάλλουν ως ενσάρκωση αποτελεσμάτων της
επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας). Η περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνικής
πρακτικής με τη γενίκευση της αυτοματοποίησης θα άρει τον υποδουλωτικό
καταμερισμό της εργασίας σε μια ενιαία μέσα στην πολυμορφία της καθολική
δημιουργική δραστηριότητα γνωστικού, ηθικού και αισθητικού ταυτόχρονα
περιεχομένου.
Η γνωστική διαδικασία συνιστά μια πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και αντιφατική
κίνηση από την άμεση αισθητηριακή - πρακτική σχέση (αίσθηση, κατ' αίσθησιν
αντίληψη, παράσταση) προς την έμμεση νοητική γνώση (μέσω εννοιών, κρίσεων,
πορισμάτων, επαγωγής, απαγωγής, ανάλυσης, σύνθεσης, συγκρότησης υποθέσεων,
θεωριών κ.λπ.).
Η γνωστική διαδικασία, κινούμενη από την επιφάνεια προς την ουσία, από τη
συγκέντρωση δεδομένων, τη σύγκριση, την ταξινόμηση, την περιγραφή προς την
ανακάλυψη των εσωτερικών, γενικών και αναγκαίων συναφειών του αντικειμένου,
προς την εξήγηση, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο και από
αυτό στο νοητά συγκεκριμένο κ.λπ., προσκρούει διαρκώς σε ιστορικά καθορισμένα
όρια. Τα όρια αυτά καθορίζονται από τον χαρακτήρα και το επίπεδο ανάπτυξης
του γνωστικού αντικειμένου, από το επίπεδο ανάπτυξης της αντιφατικής σχέσης
παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής και συνολικά του ανθρώπινου
πολιτισμού, από το επίπεδο ανάπτυξης της συγκεκριμένης γνωστικής διαδικασίας
(των μεθόδων, των κεκτημένων γνώσεων κ.λπ.).
Η βαθμιαία εξάντληση των ορίων εφαρμοσιμότητας της κεκτημένης γνώσης σε
ορισμένο επίπεδο της γνωστικής διαδικασίας προωθεί την εν λόγω διαδικασία σε
ανώτερο επίπεδο πληρότητας, αρτιότητας και επάρκειας της γνώσης ή σε νέες
γνωστικές διαδικασίες, μέσω αντιφάσεων - παράγωγων της ενυπάρχουσας
νομοτελούς ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας. Οι εν λόγω αντιφάσεις
αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας, της
διαρκούς διεύρυνσης και εμβάθυνσης των ανθρώπινων γνώσεων, (βλ. και λ. γνώση,
θεωρία της γνώσης, αντανάκλαση, διάνοια και λόγος, ανάβαση από το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο, επιστήμη, πρακτική και τη σχετική βιβλιογραφία τους).

Γνώση.
Η πνευματική δραστηριότητα της αφομοίωσης της πραγματικότητας, η
γνωστική διαδικασία θεωρούμενη από την άποψη του αποτελέσματος της. Το
σύνολο των πληροφοριών, μηνυμάτων κλπ. που αποκομίζει ο άνθρωπος κατά την
ενεργό αλληλεπίδραση του με το περιβάλλον και οι τρόποι μέσω των οποίων
μπορεί να γνωρίζει την πραγματικότητα. Πρόκειται για ένα γενετικά και
λειτουργικά κοινωνικό φαινόμενο που συνοδεύει οποιαδήποτε ανθρώπινη
δραστηριότητα και επικοινωνία, όχι μόνο ως απλή αναπαράσταση της
πραγματικότητας αλλά ως ενεργός αντανάκλαση, ως προσανατολισμός και
σκοποθεσία, ως πρόγνωση. Τα παραπάνω καθιστούν σαφές ότι η γνώση είναι
παράγωγο, συστατικό στοιχείο και όρος της πρακτικής η οποία συνιστά σε
τελευταία ανάλυση και το κριτήριο της πληρότητας, της επάρκειας, της
αξιοπιστίας, της εγκυρότητας και της αλήθειας της γνώσης. Κάθε γνώση
αντανακλά ορισμένο εύρος και βάθος αφομοίωσης του επιστητού από τον
άνθρωπο, στη διαλεκτική σχέση μεταξύ σχετικής και απόλυτης αλήθειας. Η γνώση
είναι προτρέχουσα συνειδητή, ιδεατή σύλληψη της πραγματικότητας και κυρίως
του αποτελέσματος του μετασχηματισμού του αντικειμένου της εργασίας στην
εργασιακή διαδικασία, είναι δηλ. η πλευρά της συνείδησης που αναπτύσσεται κατ'
εξοχήν στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση, η οποία σε
εσωτερική ενότητα με την καθ' εαυτή συνείδηση (ως ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη
των κοινωνικών σχέσεων και ως αυτοσυνείδηση) συγκροτεί το πεδίο της
κοινωνικής συνείδησης. Η γνώση αφορά κατ' εξοχήν κάτι το υφιστάμενο ως

94
ανεξάρτητο από το υποκείμενο, ως αντικείμενο, συνιστά δηλ. κατά κύριο λόγο μια
σχέση υποκειμένου προς αντικείμενο, σε αντιδιαστολή με την καθ' εαυτή
συνείδηση, στην οποία ενυπάρχει μεν η γνώση ως υποταγμένη στιγμή, ενώ
υπερτερεί η αμοιβαία σχέση υποκειμένων.
Η πολυεπίπεδη, περίπλοκη και διαμεσολαβημένη σχέση της γνώσης με την
πραγματικότητα αναπτύσσεται κατά την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού αλλά
και κατά την πορεία της ανάπτυξης της κάθε ατομικής προσωπικότητας. Η γνώση
αποκρυσταλλώνεται στα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας (βλ.
εξαντικειμένωση) και με τη μορφή σημείων της φυσικής και της τεχνητής
γλώσσας ως αντικειμενοποιημένη κοινωνική δύναμη του ανθρώπου. Το γεγονός
αυτό, το οποίο διασφαλίζει τη διαδοχικότητα, τη συνέχεια (μέσα στην ασυνέχεια)
του πολιτισμού ως θεμελιώδης όρος της κοινωνικοποίησης των εκάστοτε νέων
γενεών, εξωιστορικά θεωρούμενο και απολυτοποιούμενο, συνιστά τη βάση
αντικειμενικών ιδεαλιστικών αντιλήψεων περί του πρωτεύοντος και αυθύπαρκτου
χαρακτήρα των ιδεατών μορφωμάτων και του πνεύματος.
Ο προμαρξικός υλισμός αντέτασσε στην ιδεαλιστική μυστικοποίηση της γνώσης,
μιαν αντίληψη της γνώσης ως αποτελέσματος της ατομικής εμπειρίας. Η
παράδοση του αγνωστικισμού (Χιουμ και εν μέρει Καντ) αμφισβητεί, περιορίζει είτε
αρνείται τελείως την γνωσιμότητα του κόσμου, με ακραία την σολιψιστική,
υποκειμενική ιδεαλιστική στάση (Μπέρκλεϋ, Στίρνερ). Η μυστικοποίηση της
γνώσης προβάλλει συχνά ως άμεση, ενορατική κλπ. γνώση (π.χ. Μπερξόν,
φαινομενολογία, θρησκευτικές δοξασίες).
Στοιχειώδεις για την πραγμάτωση των ενστικτωδών παρορμήσεων γνώσεις
υπάρχουν και στα ζώα, ωστόσο η γνώση στην κυριολεκτική της σημασία
αναφέρεται μόνο στον κοινωνικό άνθρωπο. Η γνώση του ανθρώπου ως προς τα
επίπεδα αντανάκλασης της πραγματικότητας, ως προς τα μέσα προσπορισμού της,
ως προς τα επίπεδα συστηματικής οργάνωσής της και ως προς το αντικείμενο και
τις μεθόδους της έρευνας, διακρίνεται σε: άμεση βιωματική (αίσθηση, κατ’
αίσθησιν αντίληψη, παράσταση), έμμεση νοητική, εμπειρική (παρατήρηση,
περιγραφή) και θεωρητική (γενίκευση, ανάλυση, σύνθεση, επαγωγή, απαγωγή,
δόμηση υποθέσεων, θεωριών κλπ),φυσιογνωστική και ανθρωπιστική, περιεκτική και
τυπική, θεωρητική και εφαρμοσμένη - τεχνική κλπ.
Η προεπιστημονική γνώση βασιζόμενη στον «ορθό λόγο» και στον «κοινό νου»,
προσανατολίζει τον άνθρωπο στην καθημερινή συμπεριφορά του και παρά το
γεγονός ότι εμπλουτίζεται με επιστημονικά στοιχεία, αποτελεί προνομιακό πεδίο
ανάπτυξης, αναπαραγωγής και παγίωσης προκαταλήψεων και πρακτικών
αυταπατών, οι οποίες ανακύπτουν από την αντικειμενική φαινομενικότητα των
περίπλοκων διαδικασιών.
Η επιστημονική γνώση ως ανώτερη μορφή γνώσης αποκαλύπτει τις αναγκαίες,
νομοτελείς και ουσιώδεις συνάφειες των αντικειμένων, βάσει των οποίων επιτελεί
τις βασικές λειτουργίες της: περιγραφή, ερμηνεία (εξήγηση) και πρόγνωση.

Εξωτερικό και εσωτερικό.


1. Πλευρές των αντικειμένων, φαινομένων και διαδικασιών, οι οποίες
διαφοροποιούνται ως προς τη θέση και τον ρόλο τους στη διάρθρωση του όλου,
αλλά και επίπεδα της γνώσης, της γνωστικής· διαδικασίας και της πρακτικής
δραστηριότητας του υποκειμένου. Το εξωτερικό αντανακλά την επιφανειακή, την
άμεσα προσπελάσιμη από την αισθητηριακή εποπτεία ποιοτική πλευρά του
αντικειμένου και τη σχέση του με το περιβάλλον του. Το εσωτερικό αντανακλά την
ουσιώδη πλευρά (επίπεδο) του αντικειμένου, τη διάρθρωση, την εσωτερική
νομοτελής συνάφεια και συσχέτιση των συστατικών του μερών. Το πρώτο

95
προσεγγίζεται με την εμπειρία και τα όργανα των αισθήσεων, ενώ το δεύτερο
προσεγγίζεται διαμεσολαβημένα, νοητικά, θεωρητικά (βλ. εμπειρικό και
θεωρητικό).
Η γνωστική διαδικασία ξεκινά από το εξωτερικό ως άμεσα δεδομένο (είναι),
προχωρεί στο εσωτερικό (ουσία) και στις μορφές εκδήλωσης της (κατά κάποιο
τρόπο επανέρχεται στο εξωτερικό ως φαινόμενο της ουσίας) και ολοκληρώνει με
την ενότητα ουσίας και φαινόμενου, εσωτερικού και εξωτερικού
(πραγματικότητα). Η άρτια (εξωτερική και εσωτερική) γνώση παρέχει στο
υποκείμενο τη δυνατότητα αποτελεσματικής πρακτικής επενέργειας στο
αντικείμενο (βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, θεωρία
της γνώσης).
2. Πλευρές της πραγματικότητας και του ανθρώπινου ψυχισμού. Με αυτή την
έννοια, ως εξωτερικός κόσμος εννοείται ό,τι αντιτίθεται στο υποκείμενο, στην
ψυχική δραστηριότητα, ό,τι συνιστά το αντικείμενο στο οποίο κατευθύνεται η
τελευταία (π.χ. φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον), ενώ εσωτερικός κόσμος
θεωρείται ό,τι έχει αφομοιωθεί από τον ψυχισμό, ό,τι συνιστά το περιεχόμενο, τη
δομή, τις λειτουργίες και τις καταστάσεις του (π.χ. συναισθήματα, νόηση, κίνητρα
κ.λπ.). Κατά τη σύγχρονη ψυχολογία δεν υφίστανται απόλυτα όρια μεταξύ
εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου (βλ. ψυχισμός, δραστηριότητα,
εξαντικειμένωση και απαντικειμέ-νωση, εσωτερίκευση). Η διευκρίνιση της
πραγματικής συνάφειας και συσχέτισης εξωτερικού και εσωτερικού,
αντικειμενικού και υποκειμενικού, πραγματικού και ιδεατού κ.λπ. πραγματοποιείται
στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας μέσα στη διαπάλη του υλισμού με
τον ιδεαλισμό και τον αγνωστικισμό, της διαλεκτικής με τη μεταφυσική.
Πρακτική.
Η ιδιότυπα ανθρώπινη, συνειδητή, σκοποθετούσα, σκόπιμη και υλική
(αισθητηριακά εμπράγματη) δραστηριότητα κατά την οποία то υποκείμενο
(ατομικό ή συλλογικό) αφομοιώνει και αλλάζει (αναδιαρθρώνει, μετασχηματίζει)
την αντικειμενική πραγματικότητα (φυσική και κοινωνική). Υπό την ευρεία έννοια
συμπεριλαμβάνει όλα το είδη της ανθρώπινης δραστηριότητας. Υπό τη στενή της
έννοια είναι η υλική εμπράγματη δραστηριότητα (με ενδότερο πυρήνα την
εργασία) η οποία συνιστά την καθολική βάση της ανάπτυξης της ανθρώπινης
κοινωνίας, του ψυχισμού και της γνώσης. Περιλαμβάνει και τον μετασχηματισμό
της κοινωνίας από τους ανθρώπους (βλ, μεταρρύθμιση, επανάσταση κοινωνική,
ταξική πάλη).
Αποτελεί την αφετηρία, τη βάση, την κινητήρια δύναμη, τον τελικό προορισμό
(άμεσα ή έμμεσα) και το κριτήριο της αλήθειας της γνώσης. Τροφοδοτεί την
επιστήμη με πραγματολογικό - εμπειρικό υλικό, καθορίζει τη διάρθρωση, το
αντικειμενικό περιεχόμενο και την κατεύθυνση της ανθρώπινης νόησης. Ο
υλισμός .μέχρι τους νέους χρόνους ανήγαγε την πρακτική στο αποτέλεσμα της
επενέργειας του εξωτερικού κόσμου στα αισθητήρια όργανα. Οι διαλεκτικοί
ιδεαλιστές (Φίχτε, Χέγκελ) ανέπτυξαν ιδιοφυείς εικασίες αναφορικά με τον
καθοριστικό ρόλο της πρακτικής ανάγοντας την, σε τελευταία ανάλυση, στην
πνευματική δραστηριότητα. Ο μαρξισμός αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο της
πρακτικής, τη σχετική ανεξαρτησία του αντικειμένου της πρακτικής από τη
συνείδηση του υποκειμένου, τη διαλεκτική ενότητα "εξαντικειμένωσης και
απαντικειμένωσης" και θεωρίας και πρακτικής και εισάγει την πρακτική στη
θεωρία της γνώσης ως κριτήριο της αλήθειας (βλ. Μαρξ, Λένιν). Ο V. Pareto
χωρίζει τις πράξεις σε λογικές και μη-λογικές. Ο Μ. Βέμπερ διακρίνει "έλλογα
σκόπιμες" και "συγκινησιακές" πράξεις των ανθρώπων. Ιδιότυπες βουλησιαρχικές

96
και ανορθολογικές τάσεις ερμηνείας της πρακτικής διατυπώνονται από τις αρχές
του 20ού αϊ. (Σοπενχάουερ, Νίτσε, πραγματισμός, υπαρξισμός).

Αγνωστικισμός ή αγνωσιαρχία.
Φιλοσοφική αντίληψη η οποία αρνείται, ολοκληρωτικά ή εν μέρει, τη
γνωσιμότητα του κόσμου και τη δυνατότητα συγκρότησης επιστημονικής
φιλοσοφίας. Αρνείται τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης του συνόλου του
επιστητού το οποίο δεν αντανακλάται στην εμπειρία, και συνεπώς των αιτίων της
αντικειμενικής πραγματικότητας, του θεού, της ουσίας των όντων και του
συνόλου των "μεταφυσικών" ουσιών. Ο αγνωστικισμός πρωτοεμφανίστηκε ως
σκεπτικισμός" κατά την αρχαιότητα. Ο Πυρρών ο Ηλείος", θεωρεί αδύνατη τη
βέβαιη γνώση και προτρέπει τον εχέφρονα άνθρωπο να αποφεύγει τις κρίσεις και
να επιδιώκει την αταραξία της ισορροπίας. Ο Χιούμ' θεωρούσε ανέφικτη τη
διέξοδο της γνώσης από τα πλαίσια των γεγονότων της υποκειμενικής εμπειρίας,
άρα και τη δυνατότητα του ανθρώπου να κρίνει για τη σχέση εμπειρίας και
πραγματικότητας. Ο Καντ, αν και παραδεχόταν την αντικειμενική ύπαρξη των
πραγμάτων, με τη διχοτομία "πράγματος καθ' εαυτό" και "φαινομένου" που
εισήγαγε θεωρούσε την ουσία των πραγμάτων απροσπέλαστη για τη γνώση.
Όλα τα μετέπειτα ρεύματα του αγνωστικισμού, υιοθετώντας ουσιαστικά τη
βασική επιχειρηματολογία των Χιούμ και Καντ, παραιτούνται από την επίλυση
όλων των παραδοσιακών κοσμοθεωρητικών ζητημάτων μετατρέποντας αυτή την
παραίτηση τους σε κοσμοθεωρητική τοποθέτηση. Ο αγνωστικισμός απολυτοποιεί
την έλλειψη πληρότητας και επάρκειας, τον περιορισμένο χαρακτήρα και τις
δυσκολίες της γνωστικής διαδικασίας σε διάφορες βαθμίδες της γνώσης, τη
διάσταση μεταξύ φαινομένου (φαινομενικότητας) και ουσίας.
Ο άγγλος φυσιοδίφης Τζοϋλιαν Χάξλευ εισάγει τον όρο "αγνωστικισμός" (1869)
για να ορίσει την κοσμοθεωρητική »του στάση στις θρησκευτικές συζητήσεις της
εποχής του. Πριν από αυτόν ο Σερ Γουίλιαμ Χάμιλτον, στο άρθρο του Η φιλοσοφία
του απροσδιόριστου (1829), θεωρεί ανέφικτη τη γνώση του απόλυτου και
αδικαιολόγητο το γεγονός ότι η επιστήμη αποκαλύπτει μια πραγματικότητα η
ουσία της οποίας παραμένει άγνωστη. Ο θεμελιωτής του θετικισμού" Α. Κοντ
θεωρεί την αποκάλυψη της ουσίας των πραγμάτων μάταιη προσδοκία και ένδειξη
της αδυναμίας του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Χ. Σπένσερ, διακρίνοντας τα όρια
του νου από τα όρια του πραγματικού σχετικά με την έσχατη φύση και την αρχή
των πραγμάτων, δηλώνει: "Δεν γνωρίζω τίποτε, γι' αυτό και πρέπει να είμαι
ευχαριστημένος. Δεν αρνούμαι τίποτε και δεν ισχυρίζομαι τίποτε". Ο θετικισμός"
και ο νεοθετικισμός' οδηγούν τον αγνωστικισμό στα έσχατα όρια του,
αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και την εσωτερική αντιφατικότητα του (βλ.
μαχισμός, εμπειριοκριτικισμός, λογικός θετικισμός, αναλυτική φιλοσοφία). Κοινό
γνώρισμα όλων αυτών των τάσεων είναι η άρνηση της ουσίας, της νομοτέλειας
των πραγμάτων (και ιδιαίτερα της κοινωνικής νομοτέλειας) και συνεπώς η άρνηση
της διαλεκτικής, της διάκρισης διάνοιας και λόγου, της ανάβασης από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο κ.λπ. Ο βρετανός θετικιστής Άϊερ διατείνεται ότι ο
θετικιστικός αγνωστικισμός "στερείται κάθε λογικού ερείσματος", δεδομένου ότι
κάθε πρόταση περί της γνωσιμότητας ή μη των πραγμάτων στερείται κάθε
νοήματος (α-νόητη), συμπεριλαμβανομένης και της πρότασης: "υπάρχει μία
καθαυτό πραγματικότητα που δεν γνωρίζουμε". Τον αγνωστικισμό υιοθετεί και ο
υπαρξισμός στον βαθμό που, βάσει της αντίθεσης ύπαρξης-ουσίας, προτάσσει τη
βιωματική εμπειρία του ατόμου κ.λπ. και προτρέπει σε παραίτηση από τις
αφαιρέσεις, τις γενικεύσεις και γενικά από την αναζήτηση ουσιωδών ιδιοτήτων.
Στοιχεία αγνωστικισμού υπάρχουν σε πολλά^ ρεύματα επιστήμονιστικού και
αντιεπιστημονιστικού προσανατολισμού του 20ού αϊ.
Ο αγνωστικισμός θέτει στον ένα ή στον άλλο βαθμό φραγμούς στη γνώση και

97
υπονομεύει την εμβέλεια και το βάθος των κοινωνικών στοχοθεσιών και
δραστηριοτήτων. Γνωρίζει άνθηση ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και συντείνει ο
ίδιος στη διάδοση του ανορθολογισμού, του μυστικισμού", ακόμα και
σκοταδιστικών ιδεών (βλ. και λ. αγνωσία, σχετικισμός. Σκεπτικοί, Θεωρία της
γνώσης).
Βιβλιογρ.: Χιούμ Ντ.. Ο άνθρωπος και η εμπειρία,, εκδ. Αναγνωστίδη (χ.χ.).-
Καντ, Κριτική του καθαρού λογού, εκδ. Παπαζήση.- του ίδιου. Προλεγόμενα σε κάθε
μελλοντική μεταφυσική, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα. 1982Μαρξ Κ., Οι θέσεις για τον
Φόυερμπαχ, στο Κ Μαρξ και Φ. Ενγκελς: "Γερμανική Ιδεολογία", τ. 1.
Ιστορικό και λογικό.
Φιλοσοφικές και μεθοδολογικές κατηγορίες οι οποίες αντανακλούν τη συσχέτιση
μεταξύ της πραγματικής διαδικασίας ανάπτυξης του "οργανικού όλου" και της
νοητικής απεικόνισης αυτής της διαδικασίας μέσω της μεθόδου της "ανάβασης
από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο". Η συσχέτιση μεταξύ ιστορικού και λογικού
συνιστά τη διερεύνηση και συγκεκριμενοποίηση της αρχής του ιστορισμού από την
άποψη της "διαλεκτικής λογικής" και μεθοδολογίας.
Ο λογικός τρόπος προσέγγισης ως θεωρητική αντανάκλαση του αντικειμένου
μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο είναι εφικτός και
αναγκαίος στον βαθμό που έχει ωριμάσει η διαδικασία της ανάπτυξης του εν λόγω
αντικειμένου και συνιστά οργανικό όλο. Συνεπώς το όλο πρόβλημα ανάγεται στην
εξέταση των σταδίων ανάπτυξης του πραγματικού οργανικού όλου και των κατ'
αναγκαιότητα καθοριζόμενων από αυτά σταδίων ανάπτυξης της γνωστικής
διαδικασίας.
• Κατ' αρχήν ανακύπτουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις εμφάνισης του εν
λόγω αντικειμένου, η "αφετηρία" της οργανικής ολότητας, χωρίς ακόμα να έχει
εμφανισθεί το ίδιο το αντικείμενο (π.χ. οι προκεφαλαιοκρατικές εμπορευματικές
και χρηματικές σχέσεις).
• Κατά το δεύτερο στάδιο (βαθμίδα) σχηματίζεται για πρώτη φορά το
ίδιο το αντικείμενο, είναι η "πρωταρχική εμφάνιση του εν λόγω οργανικού όλου"
(π.χ. η πρωταρχική εμφάνιση του εμπορεύματος "εργασιακή δύναμη" για την
κεφαλαιοκρατία).
• Στη συνέχεια αρχίζει ο μετασχηματισμός από αυτό το νέο οργανικό
όλο του κληροδοτημένου συστήματος από το οποίο και βάσει του οποίου αυτό
ανέκυψε. Πρόκειται για τη "διαδικασία διαμόρφωσης" του νέου οργανικού όλου.
• Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από
το σχηματιζόμενο νέο οργανικό όλο συνιστά την "ωριμότητα" του ως βαθμίδα
κατά την οποία αποκαλύπτονται σαφώς οι αντιφάσεις του, που οδηγούν στον
μετασχηματισμό του σ' ένα νέο αντικείμενο (π.χ. ώριμη κεφαλαιοκρατία).
Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια το νέο οργανικό όλο έχει
διαφορετικό βαθμό και τρόπο συγκρότησης, συσχέτισης τυχαίου και
αναγκαιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής αναγκαιότητας, αυτοπροσδιορισμού
και ετερο-προσδιορισμού, διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης της ουσίας του, της
εσωτερικής αντιφατικότητας του σε συνδυασμό με την εξωτερική αντιφατικότητα
του, και συνεπώς συνιστά διαφορετικό βαθμό και τρόπο άρνησης (ως προς το
ποιόν και την ουσία) του παλαιού, διαφορετικό βαθμό αρνητικού και θετικού
προσδιορισμού κ.λπ. Τα στάδια ανάπτυξης του οργανικού όλου από την
πρωταρχική του εμφάνιση μέχρι προ της ωριμότητας του αποτελούν το
"γίγνεσθαι" του.
Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια προοδευτικής ανάπτυξης του
αντικειμένου αντιστοιχούν ορισμένα στάδια ανάπτυξης της γνωστικής
διαδικασίας. Στα στάδια του γίγνεσθαι του οργανικού όλου η νοητική απεικόνιση
του πραγματοποιείται κατ' εξοχήν στα πλαίσια της κίνησης από τη χαώδη περί του

98
όλου αντίληψη, από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, ενώ η
ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο διαδραματίζει υποδεέστερο ρόλο.
Η ευθέως αντίστροφη τάση υπερτερεί κατά την απεικόνιση του ώριμου
οργανικού όλου (υπό τον όρο ότι και το γνωστικό υποκείμενο -συλλογικό και
ατομικό- έχει επιτύχει την αντίστοιχη νοητική - θεωρητική ωριμότητα): εδώ
δεσπόζει πλέον η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενώ η κίνηση από
τη χαώδη αντίληψη κ.λπ. προς το αφηρημένο μετατρέπεται σε υποδεέστερη, σε
ανηρημένη (βλ. άρση) στιγμή. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο
οφείλει να αντανακλά "το παρόν" του ώριμου σταδίου ανάπτυξης του
αντικειμένου, έτσι ώστε να αντανακλάται και το ανηρημένο "παρελθόν" αλλά και η
ενυπάρχουσα στο παρόν δυναμική του "μέλλοντος" (όπως αυτά υπάρχουν σχετικά
αυτοτελώς στο παρόν).
Το ώριμο στάδιο ανασυγκροτείται νοητά μέσω της κίνησης της νόησης οπό την
επιφάνεια (είναι) προς την ουσία, αλλά κατά κύριο λόγο μέσω της κίνησης από την
ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα. Η δεύτερη κίνηση συνιστά
ταυτόχρονα αναπαραγωγή σε "ανηρημένη μορφή" και "της ιστορίας του γίγνεσθαι
του", του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το νέο οργανικό όλο.
Η πρώτη κίνηση, μαζί με την αμεσότητα του αντικειμένου, αναπαράγει σε
ανηρημένη μορφή τη διαδικασία διαμόρφωσης των αναγκαίων ιστορικών
προϋποθέσεων και πρωταρχικής εμφάνισης του δεδομένου οργανικού όλου (π.χ.
στο Κεφάλαιο του Μαρξ η έκθεση κινείται από το εμπόρευμα στο χρήμα και στη
μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο).
Το παρελθόν δεν υπόκειται απλώς σε μετασχηματισμό, αλλά διατηρείται σε
ανηρημένη μορφή στο παρόν. Το παρόν δεν συσχετίζεται με το παρελθόν κατά
τρόπο που στερεί κάθε αυτοτέλεια από το παρελθόν. Ή μονομερής αυτή
προσέγγιση χαρακτηρίζει την αντίληψη του Χέγκελ για τη συσχέτιση παρελθόντος
και παρόντος, ιστορικού και λογικού. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση το παρόν
αποβαίνει τελεολογικά εννοούμενος σκοπός της ιστορίας. Κατά τη μαρξιστική
αντίληψη το παρελθόν ποτέ δεν εξαφανίζεται, δεν ενσωματώνεται πλήρως και
απόλυτα στο παρόν, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο και το μέλλον δεν ανάγεται
πλήρως στο παρόν. Συνεπώς υπάρχει πάντοτε ορισμένη σχετική σύμπτωση,
ταύτιση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος ιστορικού και λογικού, αλλά και
ορισμένη διάσταση, διαφορά, που υπαγορεύει το μη αναγώγιμο των μεν στα δε (και
αντίστροφα).
Ανακύπτουν ορισμένες ιδιότυπες πτυχές συσχετίσεων μεταξύ ιστορικού και
λογικού, η απουσία διάκρισης των οποίων οδηγεί σε λογικές και μεθοδολογικές
συγχύσεις:
1) Η συσχέτιση του (ώριμου) παρόντος του αντικειμένου με το παρελθόν
του·
2) η συσχέτιση της νοητικής απεικόνισης του αντικειμένου με το ίδιο το
αντικείμενο·
3) η συσχέτιση της ώριμης νοητικής απεικόνισης της διάρθρωσης του
ώριμου αντικειμένου με την ώριμη νοητική απεικόνιση της ιστορίας του
αντικειμένου·
4) η συσχέτιση της ιστορίας της (ανώριμης) περί του αντικειμένου θεωρίας
με την ώριμη θεωρία-
5) η συσχέτιση της "φυλογένεσης" της θεωρίας (της ιστορίας της εν λόγω
επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας) με την "οντογένεσή" της (την ατομική
θεωρητική ανάπτυξη του καινοτόμου ερευνητή)·
6) η συσχέτιση μεταξύ ερευνητικής διαδικασίας και συστηματικής,
συγκροτημένης έκθεσης των αποτελεσμάτων της (άρτιας) έρευνας.
Η ορθή διευθέτηση των εν λόγω ζητημάτων είναι αναγκαία για τον συνειδητό,
ριζικό πρακτικό μετασχηματισμό του γνωστικού αντικειμένου, για τη "διοίκηση"

99
της ανάπτυξης του οργανικού όλου (βλ. επίσης: ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος, διαλεκτική λογική, Κεφάλαιο).

Βιβλιογρ.: Γκ. Β. Χέγκελ, Η επιστήμη της Λογικής, Δωδώνη, Αθήνα - Γιάννινα,


1.991.- Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1-3, εκδ. Σ.Ε,- του ίδιου, Grundvisse, τόμ. Α, Β,
Γ, Αθήνα, 1989.- Ιλγιένκοφ Ε. Β., Η διαλεκτική του αφηρημένου και του
συγκεκριμένου στο Κεφάλαιο του Μαρξ, Μόσχα, 1960.- Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική
του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.- του ίδιου, Η διαλεκτική του ιστορικού
προτσές και η μεβοδολογια της έρευνας του, Αθήνα, Σ.Ε.. 1988.- Πατέλής Δ. Σ.,
Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσβαι της οικονομικής επιστήμης,
Μόσχα.1991.
Εμπειρικό και θεωρητικό.
Έννοιες της θεωρίας της γνώσης που εκφράζουν την ποιοτική και ουσιώδη
ιδιομορφία δύο βαθμίδων ή επιπέδων της ενιαίας μέσα στην αντιφατικότητα της
γνωστικής διαδικασίας και της γνώσης. Το εμπειρικό χαρακτηρίζει την έρευνα που
εδράζεται κυρίως στην εμπειρία, στην κατ' αίσθηση αντίληψη, στην άμεση
ζωντανή εποπτεία και στα / δεδομένα της παρατήρησης και του πειράματος. Οι
γνώσεις που αποκομίζει η εμπειρική έρευνα προβάλλουν ως κατ' εξοχήν περιγραφή,
ως συνόψιση της άμεσα αποκομιζόμενης πείρας, ως αισθητηριακή εγκυρότητα και
ως συγχωνευμένη ενότητα παραστάσεων, στις οποίες προσλαμβάνεται κατά κύριο
λόγο η ποιοτική πλευρά της ποικιλομορφίας του αισθητηριακά αντιληπτού όλου,
του αισθητηριακά συγκεκριμένου. Το εμπειρικό αποτελεί την αφετηρία της
γνωστικής διαδικασίας στην κίνηση της από τη χαώδη περί του αντικειμένου της
αντίληψη προς την ανάλυση, τις συγκρίσεις, τις ταξινομήσεις, προς όλο και
απλούστερους προσδιορισμούς. Το θεωρητικό εκφράζει τη βαθμίδα της γνωστικής
διαδικασίας κατά την οποία η έρευνα περνά σε διαφόρων τύπων συστηματικές
προσεγγίσεις του γνωστικού αντικειμένου, με σκοπό τη συγκρότηση τελικά
συστηματικής θεωρίας, στην οποία νοητά πλέον αναπαρίστανται η ουσία, οι νόμοι,
οι νομοτέλειες, η εσωτερική ενότητα των εμπειρικών δεδομένων.
Η βαθμιαία μετάβαση από το εμπειρικό προς διαφόρων επιπέδων θεωρητικές -
εννοιολογικές συλλήψεις πραγματοποιείται μέσω της "ανάβασης από το
αφηρημένο στο συγκεκριμένο", μέσω της κίνησης της νόησης από τη διάνοια στον
λόγο (βλ. διάνοια και λόγος). Η θεωρητική εμβάθυνση της έρευνας συνδέεται με
τη νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων, με την παραγωγή όλο και πιο
νοητά - εννοιολογικά διαμεσολαβημένων, λιγότερο εποπτικών, παραστατικών και
οφθαλμοφανών γνώσεων. Η διάνοια ως πρώτη άρνηση, συνιστά το γίγνεσθαι (την
εμφάνιση και διαμόρφωση) του θεωρητικού, την αρχική διαδικασία νοητικού
μετασχηματισμού των εμπειρικών προϋποθέσεων της θεωρητικής γνώσης. Στα
πλαίσια της διάνοιας ως πρώτης άρνησης της αισθητηριακής αμεσότητας του
εμπειρικού από τη νόηση, συγκροτούνται θεωρητικές συλλήψεις, έννοιες,
κατηγοριοποιήσεις κ.λπ. στις οποίες νοητικές κατασκευές και αισθητηριακή
αμεσότητα, θεωρητικό και εμπειρικό, προβάλλουν ως αλληλοαποκλειόμενοι πόλοι
αντίθεσης. Ο λόγος συνιστά την ώριμη βαθμίδα ανάπτυξης της καθαυτής
θεωρητικής γνώσης. Εδώ η νόηση αναπτύσσεται στη δική της βάση σε συνδυασμό
με τις εμπειρικές προϋποθέσεις της και το γίγνεσθαι της, μέσω της
αναστοχαστικής νοητικής (θεωρητικής) επεξεργασίας όχι μόνο του εμπειρικού
αντικειμένου αλλά και της ίδιας της νόησης. Συνιστά συνεπώς τη δεύτερη άρνηση,
την άρνηση της απλής άρνησης του εμπειρικού από τις θεωρητικές συλλήψεις της
διάνοιας, επανερχόμενη -κατά κάποιο τρόπο- στο αφετηριακό εμπειρικό, μέσω του
νοητά εγνωσμένου συγκεκριμένου, το οποίο παρέχει πλέον στο υποκείμενο
θεωρητικά τεκμηριωμένη διέξοδο στην πρακτική δραστηριότητα.
Το θεωρητικό ως διάγνωση της ουσίας, του εσωτερικού κ.λπ. εκφράζει επίπεδο
και στάση του υποκειμένου προς το αντικείμενο από την άποψη του πρακτικού

100
μετασχηματισμού του, σε αντιδιαστολή με το εμπειρικό, το οποίο συνδέεται με
αντιμετώπιση της πραγματικότητας κατ' εξοχήν ως δεδομένης και αμετάβλητης,
ως "είναι ως έχει". Το θεωρητικό ως ανεπτυγμένη νοητική διαδικασία, ως
διαμορφωμένη νόηση του κοινωνικού ανθρώπου είναι: αφ' ενός μεν απεικόνιση
(νοητική, διαμεσολαβημένη ανασύσταση) του εσωτερικού, του ουσιώδους των
διαδικασιών, των αντικειμένων και των φαινομένων προς τα οποία κατευθύνεται
το γνωστικό υποκείμενο, αφ' ετέρου δε νόηση περί της νόησης, θεωρία περί των
μέσων και των τρόπων νοητικής (θεωρητικής) γνώσης.
Η βαθμιαία απόσπαση της γνωστικής διαδικασίας από την άμεση πρακτική
συνοδεύεται και από μια κλιμακούμενη διαφοροποίηση εμπειρικού και θεωρητικού
στα πλαίσια των διαβαθμίσεων που παρουσιάζει η αντίθεση χειρωνακτικής και
πνευματικής εργασίας στην ιστορία, μια διαφοροποίηση η οποία σε συνθήκες
υποδουλωτικού καταμερισμού εργασίας προβάλλει ως αντίθεση ανυπέρβλητη και
μεταφυσική. Η εξάλειψη των κοινωνικών αιτίων του παραπάνω φαινομένου θα
οδηγήσει στην κατ' εξοχήν συνθετική και εσωτερικά ενιαία επιστήμη της ώριμης
κοινωνίας, στα πλαίσια της οποίας εμπειρικό και θεωρητικό θα συνυπάρχουν ως
αλληλένδετες διαφορετικές στιγμές.
Η αντιδιαλεκτική απολυτοποίηση του εμπειρικού σε αντιδιαστολή με το
θεωρητικό συνδέεται με τα φιλοσοφικά ρεύματα του εμπειρισμού και της
αισθησιαρχίας. Η εξ ίσου αντιδιαλεκτική απολυτοποίηση του θεωρητικού σε
αντιδιαστολή με το εμπειρικό διαπερνά τις κατευθύνσεις του ιδεαλιστικού
ορθολογισμού.

Bιβλιογραφία: Μαρξ Κ., Grundrisse, "Εισαγωγή", τόμ. Α', Στοχαστής. Αθήνα.


1989.- Φ. Ενγκελς, Διαλεκτική της φύσης Σ.Ε.. Αθήνα. 1984.- Λένιν Β. Ι.,
Φιλοσοφικά τετράδια. Άπαντα, τομ. 29. Σ.Ε.. Αθήνα.- Σβιριόφ Β. Σ.. Εμπειρίκο και
θεωρητικό στην επιστημονική γνωστική διαδικασία. Μόσχα, 1978.- Ε. Β. Ιλιένκοφ.
Διαλεκτική λογική. Gutenberg, Αθήνα, 1983.- Β. Α. Βαζιούλιν. Η διαλεκτική του
ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνας του, Σ,Ε.. Αθήνα. 1988.- Δ.
Πατέλής, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της οικονομικής
επιστήμης. Μόσχα, 1991,- Ε. Μπιτσάκη. θεωρία και πράξη. Gutenberg, Αθήνα.
1983.

Αναγωγισμός (reductionism, από το λατιν. reductio = επαναγωγή,


αποκατάσταση, αναγωγή, υπαγωγή).
Μεθοδολογική αρχή η οποία απολυτοποιεί τον γόνιμο μέχρι ενός ορίου ρόλο της
αναγωγής, θεωρώντας εφικτή και αναγκαία την πλήρη αναγωγή ανώτερων
(συνθετότερων, περιπλοκότερων κ.λπ.) φαινομένων σε κατώτερα (απλούστερα,
θεμελιώδη κ.λπ.). Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ανώτερες μορφές συγκρότησης
και ανάπτυξης της αντικειμενικής πραγματικότητας ανακύπτουν από κατώτερες
και τις διατηρούν σε "ανηρημένη" (υποταγμένη, μετασχηματισμένη κ.λπ.) μορφή
(βλ. άρση), είναι μη αναγώγιμες σε αυτές. Ο αναγωγισμός βασίζεται σε μια
μηχανιστικού χαρακτήρα (βλ. μηχανικισμός) γραμμική ιεράρχηση των επιπέδων
της πραγματικότητας, στην οποία οι ποιοτικές και ουσιώδεις διαφορές (βλ.
ποιότητα, ουσία) υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται παντελώς και ανάγονται σε
ποσοτικές και μορφικές (δομικές κ.λπ.).
Ο αναγωγισμός εκδηλώνεται π.χ. στην εξέταση του ψυχισμού ως αποκλειστικού
αποτελέσματος της φυσιολογίας, πληροφοριακών διαδικασιών κ.λπ., στη
βιολογικοποίηση της κοινωνικής ζωής, στον οικονομισμό, στην τεχνική
αιτιοκρατία κ.λπ. Διαδεδομένη μορφή αναγωγισμού είναι η θετικιστική τάση
"απαλλαγής της φιλοσοφίας από τη μεταφυσική" μέσω της αναγωγής της γνώσης
σε προτάσεις - κρίσεις περί των αισθημάτων, των πειραματικών δεδομένων, των
μετρήσεων (φαινομεναλισμός, φυσικαλισμός) είτε σε λογική-γλωσσολογική

101
ανάλυση της επιστημονικής γνώσης (νεοθετικισμός). Στη φαινομενολογία του
Χούσσερλ ο υπερβατολογικός αναγωγισμός αποσκοπεί στην κάθαρση της σκέψης
από τα ανθρωπολογικά, ψυχολογικά, εμπειρικά και χωροχρονικά γνωρίσματα της
γνώσης για την αποκάλυψη της καθαρής αποβλεπτικότητας (intentionalty) της
ενόρασης των ουσιών.
Προϊόν γόνιμης και δημιουργικής αναγωγής είναι οι τυποποιήσεις, οι
εξιδανικεύσεις, οι τεχνητές τυποποιημένες γλώσσες, η κυβερνητική, η γενική
θεωρία των συστημάτων (Bertalanfly), οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, η συνεργετική
κ.λπ. παρά τις συχνά υπέρμετρες αξιώσεις των θεμελιωτών και οπαδών τους
αναφορικά με την εμβέλεια και το πεδίο εφαρμοσιμότητάς τους.
Σύγκριση.
Η μέσω της αντιπαραβολής (παραλληλισμού, αντιπαράθεσης) ανεύρεση
ομοιοτήτων (ταυτότητας, ισότητας) και διακρίσεων (διαφορών, αντιθέσεων,
αντιφάσεων) μεταξύ αντικειμένων και διαδικασιών, τα πορίσματα της οποίας
εκφέρονται μέσω συγκριτικών κρίσεων. Είναι μια από τις αφετηριακές γνωσιακές
πράξεις, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το εμπειρικό επίπεδο (βλ. εμπειρικό και
θεωρητικό) της "γνωστικής διαδικασίας" και την προδιαλεκτική βαθμίδα της
νόησης, τη διάνοια (βλ. διάνοια και λόγος). Δεδομένου ότι η σύγκριση συνιστά
πάντοτε συσχέτιση διακεκριμένων ως άμεσα δεδομένων, στη βαθμίδα της διάνοιας
το κοινό, η ενότητα προσλαμβάνεται ως ομοιότητα (ή διαφορά) ξεχωριστών,
μοναδικών και μεμονωμένων αντικειμένων, ως υφιστάμενη και ενυπάρχουσα στα
ίδια τα πράγματα ιδιότητα, ως άμεσα ταυτόσημη με το μεμονωμένο. Μόνο με την
ολοκλήρωση της γνωστικής διαδικασίας μέσω της "ανάβασης από το αφηρημένο
στο συγκεκριμένο" η νόηση συλλαμβάνει το αντικείμενο ως ενότητα πολλαπλών
προσδιορισμών και διακριβώνει τα όρια και τα κριτήρια του πεδίου
συγκρισιμότητας και τον ουσιώδη ή επουσιώδη χαρακτήρα των γνωρισμάτων (βλ.
ουσία και φαινόμενο). Η σύγκριση συνιστά προϋπόθεση της συνείδησης.
Η αναγωγή της συγκριτικής αντιπαραβολής (αξιολόγησης) και της
ποσοτικοποίησης ποιοτικών και ουσιωδών γνωρισμάτων σε κυρίαρχο γνώρισμα του
ενσυνείδητου βίου χαρακτηρίζει την κοινωνία στην οποία κυριαρχούν οι
εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις (κεφαλαιοκρατία), η ανταλλαγή των
προϊόντων της εργασίας, η σύγκριση πραγμάτων και, προπαντός, η συγκριτική
εξίσωση του ουσιωδέστερου εμπορεύματος: της εργασιακής δύναμης διαφόρων
ανθρώπων. Απότοκο αυτής της καθολικής συγκρισιμότητας "αξιών" είναι η ιδέα
της ισότητας, της ομοιότητας απομονωμένων ατόμων, η συνάφεια μεταξύ των
οποίων πραγματοποιείται είτε ως τάση καθολικής εξομοίωσης (μιμητισμού,
κονφορμισμού κ.λπ.) είτε ως τάση διάκρισης, επιφανειακής διαφοροποίησης του
φαίνεσθαι εσωτερικό πανομοιότυπων στην αλλοτρίωση τους ατόμων. Κατ' αυτό
τον τρόπο η σύγκριση από γνωσιακή πράξη μετατρέπεται σε μορφή αφομοίωσης
και εσωτερίκευσης της ιεραρχικής και ανταγωνιστικής κυρίαρχης τάξης
πραγμάτων και της κυρίαρχης ιδεολογίας. η οποία βιώνεται ως δήθεν
"αξιοκρατία". Βλ. επίσης: ανάλυση, σύνθεση, ποιότητα και ποσότητα.
Πλάνη.
Απατηλή μορφή συνειδητοποίησης της πραγματικότητας, αναντιστοιχία της
γνώσης με την ουσία του αντικειμένου, συνδεόμενη με το ζήτημα της
αντικειμενικής φαινομενικότητας της ουσίας των περίπλοκων αντικειμένων (και
ιδιαίτερα όσων συνιστούν οργανικό όλο). Πλάνη συνιστά η πρόσληψη της ουσίας
του αντικειμένου ως άμεσα αισθητηριακά αντιληπτής, ως αυτοτελώς υφιστάμενης
ιδιότητας, που χαρακτηρίζει τα ξεχωριστά πράγματα στην αμεσότητα τους. Ο
φετιχισμός των πραγμάτων συνιστά την κοινή γνωσιολογική ρίζα του πρωτόγονου
φετιχισμού, της θρησκείας, του ιδεαλισμού και της επιστημονικής πλάνης. Η
τελευταία, σε αντιδιαστολή με τις παραπάνω ιστορικά παροδικές μορφές πλάνης,
συνιστά νομοτελώς αναγκαίο στοιχείο της αναπτυσσόμενης επιστημονικής

102
γνώσης, διαλεκτικά συνδεόμενο με την αλήθεια, στην αντιφατική πορεία
διεύρυνσης, εμβάθυνσης και θεωρητικής θεμελίωσης της γνώσης. Η πλάνη
διαφέρει από το λάθος (σφάλμα) και то ψεύδος (απάτη).
Αντινομία.
Η εμφάνιση στην πορεία της σκέψης δύο ευθέως αντιθέτων βεβαιώσεων εξ ίσου
τεκμηριωμένων. Η έννοια της αντινομίας εμφανίσθηκε στη φιλοσοφία των
Ελεατών", των Σοφιστών και των Σκεπτικών". Κατά τον Ζήνωνα τον Ελεάτη, «τα
αυτά όμοια τε και ανόμοια, και εν και πολλά, μένοντα τε αυ και φερόμενα». Ο
Πρωταγόρας επεσήμανε τη συνύπαρξη δύο αντικείμενων προς αλλήλους λόγων σε
κάθε πράγμα, ενώ η επισήμανση της ισοσθένειας των λόγων τεκμηρίωνε τον
αγνωστικισμό των Σκεπτικών. Μέσω του σχολαστικισμού και της φιλοσοφίας της
Αναγέννησης η έννοια κληροδοτείται στην κλασική γερμανική φιλοσοφία. Κατά τον
Ι. Καντ, η νόηση κατά τη μετάβαση από τη διάνοια στον λόγο (βλ.| διάνοια και
λόγος) από τη φύση της προσκρούει σε τέσσερις κοσμολογικές αντινομίες:
1) ο κόσμος έχει αρχή στον χρόνο και τον χώρο - ο κόσμος είναι απέραντος ως
προς τον χρόνο] και τον χώρο·
2) καθετί στον κόσμο συνίσταται από το απλό - δεν υπάρχει τίποτα απλό, όλα
είναι σύνθετα·
3) υπάρχουν στον κόσμο αιτίες που ενεργούν ελευθέρα (εκτός των φυσικών
νόμων) - δεν υπάρχει ελευθερία, τα πάντα υπάγονται στη φυσική αναγκαιότητα·
4) μεταξύ των αιτίων του κόσμου υπάρχει κάποιο απολύτως αναγκαίο ον - δεν
υπάρχει τίποτε το απολύτως αναγκαίο μεταξύ των αιτίων του κόσμου.
Οι αντινομίες οφείλονται, κατά τον Καντ, στη σύγχυση φαινομένων και
νοουμένων, φαινομενολογικού και υπερβατικού κόσμου. Ο Χέγκελ έδωσε περαιτέρω
ώθηση στον εν λόγω φιλοσοφικό στοχασμό επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της
αντιφατικότητας για την ανάπτυξη, την οποία όμως ανάγει αποκλειστικά στην
κίνηση της νόησης.
Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο" αίρει την απόσπαση της νοητικής αντιφατικότητας από
αυτήν του ερευνώμενου αντικειμένου με τη λογική κατηγοριακή αναπαράσταση
της κλιμάκωσης της αντιφατικότητας ενός συγκεκριμένου υπαρκτού αντικειμένου
ως οργανικού όλου (βλ. ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Στην
πορεία της γνώσης η νόηση προσκρούει και σε κάποιες ιδιότυπες αντινομίες -
αντιφάσεις, που αφορούν σε βαθμίδες της αναπτυσσόμενης γνώσης,
απολυτοποιήσεις, αντιπαραβολές ανεπαρκώς επεξεργασμένων αφαιρέσεων μεταξύ
τους και με την εμπειρική πραγματικότητα, προεκβολές περιορισμένης εμβέλειας
γνώσεων κ.λπ.
Βιβλιογρ.: Καντ Ι.. Κριτική του Καθαρού Λόγου, εκδ. Παπαζήση.- Καντ Ι.,
Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα. 1982.-
Χέγκελ Γκ.. Η επιστήμη της λογικής, Δωδώνη, Αθηνα-Γιάννινα, 1991.- Γ. Ιμβριώτη,
Η φιλοσοφία του Καντ. Διογένης, Αθήνα.1974.

Δογματισμός και αναθεωρητισμός ή ρεβιζιονισμός (γερμ. dogmatismus,


revisionismus).
Πρόκειται για δύο εκ πρώτης όψεως διαμετρικά αντίθετες τάσεις - πόλους, σε
διαφορετικές συγκυρίες της ιστορίας των μορφών της κοινωνικής συνείδησης
(θεωριών, επιστημών, ηθικής, πολιτικής, δικαίου, αισθητικής, θρησκείας,
φιλοσοφίας). Δογματισμός είναι η προσήλωση και η άκριτη εμμονή στις
(θεμελιώδεις) αρχές και στην αυστηρότητα ορισμένου συστήματος, η οποία
προτάσσει την αξίωση να αναγνωρίζονται είτε να γίνονται αποδεκτές άνευ όρων
ορισμένες σχηματοποιημένες και μηχανιστικά κωδικοποιημένες θέσεις, ως
αξιώματα μη ερει-ζόμενα σε αιτιολογία ή αποδείξεις (βλ. δόγμα). Ο
αναθεωρητισμός αντίθετα προσδιορίζεται είτε αυτοπροσδιορίζεται ως αμφιβολία,
αμφισβήτηση και άρνηση των αρχών και της αυστηρότητας ορισμένου

103
συστήματος, ως αντίποδας του δογματισμού.
Στη θρησκεία και στη θεολογία οι εν λόγω τάσεις εκδηλώνονται η μεν πρώτη με
τη συγκρότηση, συστηματοποίηση και κωδικοποίηση των δογμάτων του κάθε
θρησκευτικού συστήματος, στον βαθμό που αυτό εδραιωνόταν και αποκτούσε
επίσημα θεσμική ισχύ (δογματική), και η δεύτερη με πληθώρα "αιρετικών"
αναθεωρήσεων.
Στην τέχνη προβάλλουν με τη μορφή της αντιπαλότητας μεταξύ ακαδημαϊσμού,
κλασικισμού κ.λπ. και μοντερνισμού.
Στην επιστήμη οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται ιδιαίτερα έντονα στις κρισιακές
γνωσιακές συγκυρίες, κατά τις οποίες τίθεται σε δοκιμασία η περιγραφική,
ερμηνευτική και ευρετική ικανότητα της κεκτημένης γνώσης και των
μεθοδολογικών θεμελίων της, μέσω ποικίλων προσπαθειών εξήγησης του
άγνωστου (π.χ. νέων γεγονότων) με τη βοήθεια του ήδη γνωστού. Η δημιουργική
ανάπτυξη της επιστήμης επιτυγχάνεται σε αυτές τις συγκυρίες στον βαθμό που
μέσα από δραματικές συγκρούσεις αίρεται η άγονη αντίθεση μεταξύ δογματικής
εμμονής σε παρωχημένες επιστημονικές θέσεις και μηδενιστικών, σκεπτικιστικών,
αγνωσπκιστικών κ.λπ. (δηλαδή αναθεωρητικών)τάσεων.
Ο αναθεωρητισμός ως τάση επανεξέτασης, αμφισβήτησης και διασκευής
συνοδεύει τη μετεξέλιξη κάθε ιδεολογικού, κοσμοθεωρητικού και θεωρητικού
συστήματος από μέρος των επιγόνων των θεμελιωτών του και συνήθως έπεται της
δογματικής προάσπισης του από άλλους (ή και τους ίδιους) επιγόνους.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού χαρακτήριζαν
δογματισμό κάθε φιλοσοφία στον βαθμό που προέβαλλε θέσεις ως πεποιθήσεις και
βεβαιότητες, συμβάλλοντας με την κριτική τους στην προαγωγή της διαλεκτικής
αλλά και στη διάκριση δογματισμού - σκεπτικισμού ως ακραίων πόλων της
μεταφυσικής νόησης. Κατά τον Μεσαίωνα ο δογματισμός (ως θρησκευτική
"δογματική" και ως θεολογικός - φιλοσοφικός σχολαστικισμός) γίνεται κυρίαρχη,
επίσημη μορφή κοσμοθεώρησης. Η φιλοσοφία των νέων χρόνων, από την
Αναγέννηση μέχρι τον Διαφωτισμό, στρέφεται κατά του δογματισμού, της
θεολογίας και του σχολαστικισμού αντιτάσσοντας τους τον ορθό λόγο και την
εμπειρία. Ο Ι, Καντ στρέφεται μαχητικά κατά του "σκωληκόβρωτου δογματισμού"
της παλαιάς μεταφυσικής και του Χ. Βολφ, "που δεν μας υπόσχεται τίποτε
απολύτως" (Προλεγόμενα § 4). Ο Χέγκελ ασκεί έντονη πολεμική κατά της
"μεταφυσικής της διάνοιας" (βλ. διάνοια και λόγος) για τον αντιδιαλεκτικό και
μονόπλευρο χαρακτήρα της, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν και τον καντιανό
αγνωστικισμό του "πράγματος καθ' εαυτό". Ο Μαρξ αναδεικνύει τις
γνωσιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικοοικονομικές και ιδεολογικές πηγές των εν
λόγω τάσεων. Οι διάφορες εκδοχές του θετικισμού και της σχετικοκρατίας
διακηρύσσουν την εχθρότητα τους προς κάθε "μεταφυσική" και φιλοσοφία, τις
οποίες χαρακτηρίζουν ως δογματισμό, υιοθετώντας κατ' αυτό τον τρόπο έναν
"αρνητικό δογματισμό", έναν δογματισμό του υποκειμενικού ιδεαλισμού.
Στην ιστορία του μαρξισμού οι όροι χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται: 1)
ως ιδεολογικού χαρακτήρα μομφές κατά την πολεμική μεταξύ ("ορθοδόξων" και
μη) τάσεων μαρξιστικής αναφοράς, και 2) ως χαρακτηρισμός δύο ακραίων
πολιτικών, θεωρητικών και μεθοδολογικών τάσεων ερμηνείας και χρήσης του
μαρξισμού. Ο δογματισμός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό αποκλειστικά ως
ολοκληρωμένο, άρτιο, πλήρες, μη αντιφατικό, κλειστό και αυτάρκες σύστημα,
έτοιμο ως έχει για κάθε "χρήση", ως εξωιστορικό και μη επιδεχόμενο ανάπτυξη
πάγιο μόρφωμα. Ενώ ο δογματισμός επιδιώκει την άνευ όρων συντήρηση και
παρωχημένων στοιχείων του μαρξισμού, ο αναθεωρητισμός, επικαλούμενος τα νέα
γεγονότα, απορρίπτει τον ουσιώδη πυρήνα του που διατηρεί τη σημασία του και
στις μεταβεβλημένες συνθήκες, αναδεικνύοντας και απολυτοποιώντας στοιχεία
που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο, περιορισμένο και παρωχημένο

104
χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεων του, ανάγοντας έτσι τον μαρξισμό (με
μιαν οπτική ιστορικού σχετικισμού) σε ένα κατ' εξοχήν ιστορικά περιορισμένο
φαινόμενο, ήσσονος εμβέλειας, ευμετάβλητο, αναθεωρήσιμο και γι' αυτό
αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε αντιδιαστολή με τον δογματισμό που
απολυτοποιεί τη διαφορά, την ασυνέχεια του μαρξισμού με προγενέστερες και
σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, ο αναθεωρητισμός απολυτοποιεί τη συνέχεια,
αγνοώντας την ποιοτική και ουσιώδη διαφορά του μαρξισμού, απορρίπτοντας τον
βαθμιαία και αντικαθιστώντας τον με μιαν εκλεκτική (βλ. εκλεκτισμός) συρραφή
αστικών και μικροαστικών θέσεων που τις προβάλλει ως "ανανέωση". Και οι δύο
τάσεις αντιμετωπίζουν μονόπλευρα την ενιαία στην αντιφατικότητα της γνωστική
διαδικασία, απολυτοποιώντας είτε τη στιγμή του απόλυτου της αλήθειας των
γνώσεων (δογματισμός) είτε τη στιγμή του σχετικού, της σχετικότητας κάθε
γνώσης, απορρίπτοντας τελικά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας
(αναθεωρητισμός).
Από μεθοδολογικής σκοπιάς και οι δύο τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική
ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται τις
αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιας εγκυρότητας, πληρότητας και
επικαιρότητας στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό με τη βοήθεια της λογικής της μη
αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής, ο δε αναθεωρητισμός αντικαθιστά τη
μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό και την εκλεκτική
συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι δύο αυτές τάσεις
παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης,
στη διάνοια, υποκαθιστώντας με διάφορους τρόπους τη θεωρία με τον έρποντα
εμπειρισμό.
Στο ζήτημα της συσχέτισης στρατηγικής και τακτικής ο μεν δογματισμός
απολυτοποιεί μονόπλευρα την πρώτη (κατά την ιησουίτικη αρχή: "ο σκοπός αγιάζει
τα μέσα") ο δε αναθεωρητισμός τη δεύτερη ("ο σκοπός είναι ένα τίποτε, το παν
είναι το κίνημα", κατά τον Ε. Μπερνστάιν), γεγονός που οδηγεί αμφότερους σε δύο
κατευθύνσεις του πολιτικού καιροσκοπισμού - τακτικισμού: στον αριστερό
οππορτουνισμό (αριστερι-σμό, σεχταρισμό) και στον δεξιό οππορτουνισμό -
ρεφορμισμό. Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω τάσεων -η οποία απορρέει σε
τελευταία ανάλυση από τον μικροαστισμό που χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα
του εργατικού κινήματος (προνομιούχα τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική
"αριστοκρατία" - γραφειοκρατία), αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα ηγετικά
κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί εναλλακτικού ως προς την
κεφαλαιο-κρατία τύπου ανάπτυξη- διευκολύνει τη μαζική μετάβαση από τον
δογματισμό στον αναθεωρη-τισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, ήττας και
υποχώρησης του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Χαρακτηριστική από αυτή
την άποψη είναι η δογματική αναγωγή του μαρξισμού σε οικονομικό ντετερμινισμό
και σε θεωρία των παραγόντων, που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στον
νεοκαντιανού τύπου "ηθικό σοσιαλισμό", είτε η σταλινική δογματική κωδικοποίηση
του, που οδήγησε τελικά στον ιδεολογικό εκφυλισμό της "περεστρόικα" και σε
υιοθέτηση αντιδραστικών ιδεολογημάτων.
Σήμερα απαιτείται μια δημιουργική ανάπτυξη -"άρση" του θεωρητικού και
φιλοσοφικού κεκτημένου του μαρξισμού, ικανή να υπερβεί την άγονη αντιπαλότητα
δογματισμού - αναθεωρητι-σμού, ως τεκμηρίωση - πρόγνωση των προοπτικών του
ανασυγκροτούμενου επαναστατικού κινήματος και ως θετική επιστημονική
ερμηνεία των υπαρκτών νέων κοινωνικών και επιστημονικών προβλημάτων, τα
οποία ο μεν δογματισμός τα αγνοεί, ο δε αναθεωρητισμός συχνά τα εντοπίζει,
αλλά αδυνατεί να τα ερμηνεύσει ορθά. Βλ. επίσης το λ. ρεφορμισμός.
Βιβλιογρ.: Σ. Β. Βλαντιμιροφ - Β. Α. Βολκόφ, Ο λόγος κατά του δόγματος,
Μόσχα, 1982.- Π. Κονδύλης, Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Αθήνα,
1984.Καντ Ι., Προλεγόμενα, Αθήνα - Γιάννινα, 1982.- του ίδιου, Κριτική του

105
καβαρού λόγου, μετ. Α. Γιανναρά, Αθήνα, Παπαζήσή.- Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς, Για
τονρεφορ-μισμό. Αθήνα, Σ.Ε.- Β. Ι. Λένιν, Μαρξισμός και αναβεω-ρητισμός, Άπαντα,
Αθήνα, τ. 17.- του ίδιου, Οι διαφωνίες στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, Άπαντα, τ.
20.- του ίδιου, Η ιστορική τύχη της διδασκαλίας του Κ. Μαρξ, Άπαντα, τ. 23.- του
ίδιου, Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 41.- Μ.
Γκορμπατσόφ, Περεστρόικα. Νέα Σκέψη για τη χώρα μας και τον κόσμο, Λιβάνης -
Ν. Σύνορα, Αθήνα, 1988.- Π. Νούτσος, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, από το
1875 ως το 1974, τομ. Α-Δ, Γνώση, Αθήνα.

Διαλεκτική λογική.
Επιστήμη φιλοσοφικού και μεθοδολογικού χαρακτήρα, αντικείμενο της οποίας
είναι η περί του αναπτυσσόμενου αντικειμένου νόηση, η νοητική ανασύσταση του
αναπτυσσόμενου οργανικού όλου. Ερευνά προ παντός την κατηγοριακή πλευρά της
γνωστικής διαδικασίας, το σύστημα των διατεταγμένων και ιεραρχημένων
κατηγοριών ως αποτελεσμάτων της γνωστικής διαδικασίας, την κίνηση από
κατηγορία σε κατηγορία. Είναι η λογική της αναπτυσσόμενης, δηλαδή της εν
ενεργεία νοητικής γνωστικής διαδικασίας, που εξετάζει την κίνηση από λιγότερο
ανεπτυγμένες. αφηρημένες κατηγορίες προς περισσότερο ανεπτυγμένες,
συγκεκριμένες κατηγορίες.
Οι κατηγορίες εξετάζονται ως ιστορικά προσδιορισμένες και παροδικές
πλευρές, στιγμές, επίπεδα κ.λπ. ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας,
θεμελιώδης παραδοχή, υπόθεση εργασίας, που επιτρέπει τη διάκριση της
διαλεκτικής λογικής από τη διαλεκτική της γνωστικής διαδικασίας, είναι η
διερεύνηση της τελευταίας και των αποτελεσμάτων της, στον βαθμό που αυτά
συνιστούν (με τη σχετική πληρότητα και αρτιότητα τους) άρση της γνωστικής
διαδικασίας και μπορούν προσωρινά να θεωρηθούν ως ταυτιζόμενα με το γνωστικό
αντικείμενο. Η εν λόγω προσωρινή ταύτιση, ως αναγκαία γνωστική εξιδανίκευση
ορισμένης στιγμής (της στιγμής της απόλυτης αλήθειας), ως ένας από τους
αντίθετους χειρισμούς της νόησης, και υπό τον όρο ότι στο επόμενο στάδιο της
έρευνας θα προβάλλει με τη σειρά του ως ανηρημένη στιγμή (της μη σύμπτωσης,
της κατά προσέγγιση, της σχετικής σύμπτωσης της νόησης. των κατηγοριών με το
απεικονιζόμενο αντικείμενο), επιτρέπει την εξιδανικευμένη διάκριση της νόησης σε
καθαρή μορφή, ώστε να αποκαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο η νόηση αναπαριστά
την ουσία, τις εσωτερικές συνάφειες κ.λπ. του αντικειμένου,
Η διαλεκτική λογική διακρίνεται σε:
1. "αντικειμενική λογική" (εξετάζει το αντικείμενο της απεικόνισης, τη νόηση
από την άποψη του "τι" αντανακλά) με κύριες κατηγορίες: το είναι, την ουσία, το
φαινόμενο, την πραγματικότητα κ.λπ.. και
2. "υποκειμενική λογική" (εξετάζει τη νόηση από την άποψη του "τρόπου", του
"με τι", "μέσω τίνος" και "πώς" αντανακλάται σ' αυτήν το αντικείμενο) με κύριες
κατηγορίες:
έννοιες, κρίσεις, συλλογισμούς κ.λπ. Η διάκριση αυτή ανακαλύφθηκε αρχικά από
τον Χέγκελ.
Στη συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα η αντικειμενική λογική προβάλλει στο
προσκήνιο όταν ο ερευνητής μελετά το αντικείμενο της έρευνας, ενώ η
υποκειμενική όταν ερευνά τον χαρακτήρα, το επίπεδο, την εγκυρότητα κ.λπ. του
διαθέσιμου νοητικού "υλικού", των γνώσεων που έχουν κληροδοτηθεί από τους
προγενέστερους ερευνητές, είτε την ανάπτυξη των δικών του γνώσεων (π.χ. οι
τρεις πρώτοι θεωρητικοί τόμοι του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ αφορούν κατ' εξοχήν
στην αντικειμενική λογική, ενώ οι "θεωρίες για την υπεραξία" στην υποκειμενική).
Αρχικά και οι δύο προαναφερθείσες πλευρές της νόησης προβάλλουν ως άμεση
ενότητα χωρίς αμοιβαία διάκριση, στη συνέχεια διακρίνονται και τοποθετούνται η
μια δίπλα στην άλλη (πρόκειται για τη γνωστή διάκριση μεταξύ οντολογίας και

106
γνωσιολογίας) και τελικά αποκαθίσταται η οργανική ενότητα μεταξύ τους, μέσα
στη διαφορά τους. Η μεταξύ τους αντίφαση λύνεται μέσω της αμοιβαίας
συγχώνευσης τους στην περαιτέρω προώθηση της γνωστικής διαδικασίας. Αλλά η
μελέτη της διαλεκτικής λογικής σε "καθαρή" μορφή προϋποθέτει την ταύτιση
υποκειμενικής και αντικειμενικής λογικής.
Η διαλεκτική λογική αποκαλύπτει την κίνηση της σκέψης από την αμεσότητα
(είναι) προς την ουσία καθαυτή, και από αυτήν στα φαινόμενα και την
πραγματικότητα· αποκαλύπτει δηλαδή τον "μηχανισμό" της ελικοειδούς
"ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο" η οποία συγκροτεί το σύστημα
των λογικών κατηγοριών. Στα διάφορα "τμήματα" κάθε σπείρας της εν λόγω
έλικας προβάλλουν διαφορετικοί νόμοι της διαλεκτικής. Ενώ οι κατηγορίες
αποτελούν στιγμές, στοιχεία του συστήματος των κατηγοριών, οι νόμοι της
διαλεκτικής λογικής συνιστούν τη συνάφεια, την ενότητα, τη μορφή της κίνησης
των κατηγοριών.
Η αποδεικτική ισχύς της διαλεκτικής λογικής, η οποία συνιστά ανώτερο επίπεδο
απόδειξης σε σύγκριση με την άμεση εμπειρική κατάδειξη και τους συμπερασμούς
της τυπικής λογικής, έγκειται στη δια της ανάβασης από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο αποκάλυψη της θέσης που κατέχει το κάθε στοιχείο του οργανικού
όλου, της εσωτερικής συνάφειας του με τα υπόλοιπα στοιχεία, της ενότητας των
πολλαπλών προσδιορισμών του (βλ. απόδειξη). Η διαλεκτική λογική συνιστά
αναστοχαστική, επιλογιστική διερεύνηση της φύσης της νόησης (των εννοιών, των
κατηγοριών κ.λπ.). Διέπει την ανώτερη βαθμίδα της νόησης, τον λόγο (βλ. διάνοια
και λόγος), και μορφοποιείται ως συνειδητή δραστηριότητα του "λόγου" όταν ο
τελευταίος ωριμάζει.
Η ώριμη νόηση (λόγος) στρέφεται ταυτόχρονα:
1. προς τα γνωστικά αντικείμενα και την πρακτική, και
2. προς τον ίδιο τον εαυτό της (ως διαλεκτική λογική, ως αναστοχαστικός
λόγος περί του λόγου).
Ο συνειδητός συνδυασμός των παραπάνω διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα
της διεξόδου του υποκειμένου στην καθολικότητα της πρακτικής, στη βάση της
γνώσης της αναγκαιότητας.
Ως λειτουργία του λόγου η διαλεκτική λογική ερευνά τις νοητικές μορφές του,
οι οποίες, σε αντιδιαστολή με τις κενές εμπειρικού περιεχομένου ανεπτυγμένες
αφαιρέσεις της διάνοιας, συνιστούν το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο
περιεχόμενο και ο βαθμός ανάπτυξης τους είναι συνάρτηση του διαρκώς
εμπλουτιζόμενου (νοητά) συγκεκριμένου περιεχόμενου τους. Είναι συνεπώς
περιεκτική (μη τυπική) λογική, χωρίς να υποκαθιστά τον ρόλο της τυπικής λογικής
ως ικανότητας του λόγου να διερευνά επιστημονικά ορισμένες (τυπικές) πλευρές
της διάνοιας.
Η διαλεκτική λογική προσκρούει σε ποικίλες ενστάσεις, από τη σκοπιά του
κοινού νου και του έρποντα εμπειρισμού (που την μέμφονται ως μη εποπτική, μη
παραστατική κ.λπ.) και από τη σκοπιά της διάνοιας (που την μέμφεται επειδή είναι
περίπλοκη, δύσκολη, ακατανόητη κ.λπ.) Ακραία άρνηση της διαλεκτικής λογικής
και μεθοδολογίας είναι οι διάφορες εκδοχές της μεταφυσικής (όχι με την
αριστοτέλεια έννοια, αλλά ως απολυτοποίηση της διάνοιας, και ως -άσχετη με τον
επιστημονικό χαρακτήρα τηης ίδιας της τυπικής λογικής- αναγόρευση της
τελευταίας σε μοναδική ισχύουσα λογική). Για τον άσχετο με το επίπεδο της
διαλεκτικής νόησης άνθρωπο η όλη προβληματική της διαλεκτικής λογικής
προβάλλει ως περιττή "ουσιο-λογία", ως ενασχόληση με σκοτεινές και
ακατάληπτες σχολαστικές αφαιρέσεις (βλ. π.χ. την κριτική του Bochenski, του
Popper, των νεοθετικιστών κ.ά.). Η αδυναμία συνειδητοποίησης της
αναγκαιότητας της διαλεκτικής λογικής οδηγεί έμεσα ή άμεσα στον
ανορθολογισμό.

107
Η επίτευξη του επιπέδου της διαλεκτικής λογικής προϋποθέτει συγκεκριμένο
επίπεδο ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης, του φιλοσοφικού στοχασμού και της
επιστημονικής μεθοδολογίας.
Σημαντικότατη στην διαμόρφωση της διαλεκτικής λογικής ήταν η συμβολή της
γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας.
Ο Καντ πρώτος διέκρινε την τυπική λογική ως ξεχωριστή λογική και προχώρησε
σε μιαν εξωτερική συστηματοποίηση των λογικών κατηγοριών ως a priori
δεδομένων νοητικών μορφών στη βάση του κατά κύριο λόγο αρνητικού
προσδιορισμού του λόγου, την αναγκαιότητα του οποίου απλώς επισημαίνει μέσω
των αντινομιών. Έπεται μια απόπειρα συστηματοποίησης των κατηγοριών μέσω
της άμεσης αναγωγής τους στη δραστηριότητα της αυτοσυνείδησης (Φιχτε).
Ο Χέγκελ προβαίνει στην πρώτη στην ιστορία της επιστήμης ιδιοφυή απόπειρα
συστηματικής απεικόνισης των λογικών κατηγοριών στην εσωτερική τους
συνάφεια, απολυτοποιώντας ιδεαλιστικά και υποστασιοποιώντας την ταύτιση
νόησης - αντικειμένου, συνείδησης - είναι, γεγονός που εισάγει έντονα στοιχεία
μυστικισμού ото όλο εγχείρημα, συνδεόμενα με προ-διαλεκτικές αντιλήψεις για τη
νόηση (βλ. "Επιστήμη της λογικής").
Η καθ' εαυτήν ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής επιτυγχάνεται με την
αποκάλυψη της εσωτερικής συνάφειας μιας συγκεκριμένης επιστήμης στη θεωρία
του Μαρξ για τις σχέσεις παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (βλ. Κεφάλαιο). Το έργο
αυτό του Μαρξ συνιστά μοναδικό υπόδειγμα μεθοδολογικής, ευρετικής
χρησιμοποίησης της διαλεκτικής λογικής και σταθμό στην ανάπτυξη της, που,
ξεπερνώντας κατά πολύ τη φιλοσοφία και τη μεθοδολογία της εποχής του,
παραμένει, μέχρι σήμερα ακατανόητο και από πολλούς φερόμενους ως θιασώτες
του.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της διαλεκτικής λογικής συνδέεται με την αποκάλυψη
της λογικής του θεωρητικού μέρους του Κεφαλαίου σε καθαρή μορφή, μέσω της
αντιπαραβολής της με τη λογική του Χέγκελ (βλ. Β. Ι. Λένιν και τους σοβιετικούς
φιλοσόφους; Λ. Α Μανκόφσκι, Ζ. Μ. Ορούτζιεφ, Ε. Β. Ιλιένκοφ και ιδιαίτερα Β. Α.
Βαζιούλιν).
Το επόμενο μεγάλο βήμα χρησιμοποίησης, τροποποίησης και ανάπτυξης της
διατακτικής λογικής συνδέεται με την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας ως
ολότητας, με τη "λογική της ιστορίας" (Β. Α. Βαζιούλιν) στην οποία
πραγματοποιείται και η πρώτη στην ιστορία της διαλεκτικής λογικής απόπειρα
θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας του γνωστικού αντικειμένου.
Οι περισσότερες σύγχρονες και διαδεδομένες προσεγγίσεις της εν λόγω
προβληματικής (νεοκαντιανισμός, νεοεγελιανισμός, νεομαρξισμός, θετικισμός,
φαινομενολογία, υπαρξισμός κ.λπ.) παραπέμπουν σε προκαντιανές λύσεις.
Η προβληματική της διαλεκτικής λογικής συγκροτεί ένα υπόδειγμα προσέγγισης
της επιστημονικής γνώσης, μεθοδολογικού και ευρετικού χαρακτήρα, που
επιτρέπει τη συνειδητή παρέμβαση στην ανάπτυξη των επιστημών μέσω της
χάραξης στρατηγικής και τακτικής των ερευνών. (Βλ. επίσης: γνώση, γνωστική
διαδικασία, ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, διάνοια και λόγος,
ιστορικό και λογικό, εμπειρικό και θεωρητικό, "Επιστήμη της λογικής", Κεφάλαιο).
Βιβλιογρ.: Μ. Μ. Ρόζενταλ. Αρχές διαλεκτικής λογικής. Μόσχα, 1960 (ελλην. έκδ.
Αθήνα, 1962).- του ιδίου, Ζητήματα διαλεκτικής στο "Κεφαλαίο" του Μαρξ, Μόσχα.
1950 (ελλην. έκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ.).- Ε. Β. Ιλιένκοφ, Διαλεκτική λογική,
Μόσχα, 1974 (ελλην. έκδ, Gutenberg, Αθήνα, 1983).- Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του
"Κεφαλαίου" του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968.-του ίδιου, Η λογική της ιστορίας, Μόσχα,
1988.- Δ. Σ. Πατέλη, Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση του γίγνεσθαι της
οικονομικής επιστήμης, Μόσχα,1991.

108
Γ. Ζητήματα κοινωνικής φιλοσοφίας.

Κοινωνική Φιλοσοφία .
1. Με την ευρεία έννοια η φιλοσοφία συνολικά, στον βαθμό που συνιστά μορφή
κοινωνικής συνείδησης και συμπεριλαμβάνει την εξέταση της ποιοτικής και
ουσιώδους ιδιοτυπίας της κοινωνίας (στη διαφορά της από τη φύση), τους
σκοπούς της (κοινωνικά ιδεώδη), την εμφάνιση, τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη
της (φιλοσοφία της ιστορίας) και τις προοπτικές της.
2. Με τη στενή έννοια, το μέρος εκείνο της κοινωνιολογίας, το οποίο εμπεριέχει
τη διερεύνηση των προαναφερθέντων ζητημάτων, με τη βοήθεια των κατηγοριών
της θεωρητικής κοινωνιολογίας και των διεπίστημονικών προσεγγίσεων
(πολιτικής οικονομίας, ανθρωπολογίας, ψυχολογίας, πολίτισμολογίας κ.λπ.). Παρά
τις απόπειρες του νεομαρξισμού, της ανθρωπολογικής κοινωνιολογίας, του
δομισμού κ.ά., επικρατεί σύγχιση κατά τον προσδιορισμό των γνωστικών
αντικειμένων, του ερευνητικού πεδίου και των ορίων της φιλοσοφίας και της
κοινωνικής θεωρίας, της γενικής κοινωνιολογίας και των επί μέρους
εφαρμοσμένων και εμπειρικών ερευνών, της μακρο-κοινωνιολογίας και τις μικρο-
κοινωνιολογίας. Σύγχιση που συνδέεται με την αντίθεση (και την αδυναμία
διευθέτησης της αντίθεσης) "εμπειρικού και θεωρητικού", "μέρους και όλου",
"διάνοιας και λόγου", και επιτείνεται, αφ' ενός μεν με τη θετικιστικού χαρακτήρα
απόρριψη του φιλοσοφικού στοχασμού από τους εμπειριστές κοινωνιολόγους, αφ'
ετέρου δε με την εμμονή σε μεταφυσικού χαρακτήρα οντολογικές κατασκευές
διαφόρων φιλοσόφων (βλ. π.χ. "φυσική φιλοσοφία'"). Η σύγχιση αυτή έχει σε
τελευταίο ανάλυση ως βάση της την "αντίθεση μεταξύ χειρωνακτικής και
πνευματικής εργασίας" και την συνακόλουθη αντίθεση μεταξύ ιδεαλισμού και
υλισμού. Η προοπτική της άρσης της αντίθεσης, μεταξύ κοινωνιολογίας
(κοινωνικής θεωρίας εν γένει) και φιλοσοφίας διαφαίνεται μέσω της άρσης της
"υλιστικής αντίληψης της ιστορίας" από τη "Λογική της ιστορίας" ως συνθετική
επιστημονική και φιλοσοφική συνείδηση της κοινωνίας ως ολότητας. Βλ. επίσης;
κοινωνία, κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, νομοτέλεια.

Άνθρωπος.
1) Το ανθρώπινο άτομο από τη σκοπιά των φυσικών (και βιολογικών) και των
κοινωνικών του ιδιοτήτων το άτομο ως κοινωνικό φαινόμενο, ως προϊόν και
υποκείμενο της κοινωνικής δραστηριότητας. 2) συνώνυμο της λέξης
ανθρωπότητα.
Στα ανατομικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά του έμφρονος ανθρώπου
(HOMO SAPIENS) συγκαταλέγονται η όρθια στάση, η δίποδη βάδιση, ή δομή και η
λειτουργία των άνω άκρων κ.ά. γνωρίσματα τα οποία διαμορφώθηκαν κατά την
ανθρωποκοινωνιογένεση. Στην πορεία της τελευταίας αυξήθηκε ο όγκος του
εγκεφάλου, πραγματοποιήθηκε μια ιδιότυπη νευρολογική εξέλιξη των
ανθρωποειδών σε σύγκριση με τα άλλα πρωτεύοντα, αναπτύχθηκε η ικανότητα
χρησιμοποίησης συμβόλων, χειρισμού και παραγωγής εργαλείων, ή γλώσσα και ή
συμβολική - πολιτισμική συμπεριφορά. Η "φυλετική" ενδογενετική εξέλιξη του
ανθρώπου (οι αλλαγές γονιδιακού αποθέματος που οδηγούν στη διαφοροποίηση
νέων ειδών ή ταξινομικών βαθμίδων) σταμάτησε ουσιαστικά τα τελευταία
250.000 χρόνια (από τα τέλη της Μέσης Πλειστόκαινης).
Ως εκπρόσωπος της ώριμης, της ανεπτυγμένης κοινωνίας, ο άνθρωπος συνιστά
ένα πολυεπίπεδο ιεραρχημένο και διατεταγμένο σύστημα, μιαν ολότητα στοιχείων,
σχέσεων, ιδιοτήτων και διαδικασιών οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους. Η
αλληλεπίδραση των ανθρώπων με το περιβάλλον για τη διατήρηση της ζωής τους,

109
αλλά και μεταξύ τους για τη διαιώνιση του βιολογικού τους είδους συνιστά την
απλούστερη σχέση της κοινωνίας. Η εργασιακή (παραγωγική) επενέργεια των
ανθρώπων στο (φυσικό και τεχνητό) περιβάλλον τους και οι συνδεόμενες με αυτήν
μεταξύ τους σχέσεις συνιστούν την ουσία της κοινωνίας, από την οποία (σε
συνδυασμό με την απλούστερη σχέση) απορρέει όλο το φάσμα των μορφών
κοινωνικής συνείδησης του ανθρώπου (γνώση, επιστήμη, ηθική, πολιτική,
αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία κ.λπ.). Ο άνθρωπος ως εσωτερική ενότητα
κοινωνικού και ατομικού (βιολογικού, ψυχοφυσιολογικού κ.λπ.), από τη σκοπιά της
αφομοίωσης των ιστορικά διαμορφούμενων συγκεκριμένων ειδών δραστηριότητας
και κοινωνικών σχέσεων συνιστά την "προσωπικότητα".
Η βαθμιαία εμφάνιση και ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας
μετασχημάτισε ριζικά τις αναγκαίες και ικανές για την εμφάνιση του κοινωνικού
ανθρώπου φυσικές προϋποθέσεις (περιβαλλοντικές συνθήκες, έμβια όντα, homo
sapiens, αγελαίος τρόπος ζωής κ.λπ.). Όλη η ιστορία της εμφάνισης και
διαμόρφωσης του ανθρώπου είναι μια αντιφατική διαδικασία βαθμιαίου
μετασχηματισμού του κατ' εξοχήν φυσικού σε καθαυτό κοινωνικό, κατά την οποία
το πρώτο αίρεται (βλ. άρση) από το δεύτερο ως υποταγμένη στιγμή του. Η
κορύφωση της δια-μόρφωσης της ανθρώπινης ιστορίας οδηγεί στην κυριαρχία του
κοινωνικού, με μιαν άκρως εξωτερική και πραγματοποιημένη μορφή ληστρικής
εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος και χειραγώγησης του ανθρώπου, η
οποία εμπεριέχει την αρνητική πλευρά των δημιουργικών δυνάμεων του ανθρώπου
ως καταστροφική και αυτοκαταστροφική δυνατότητα (οικολογική κρίση, πόλεμος
μαζικής εξόντωσης). Η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, η ώριμη αταξική κοινωνία
θα χαρακτηρίζεται, κατά τον Μαρξ, από την ολόπλευρη ανάπτυξη των
δημιουργικών ικανοτήτων του κάθε ανθρώπου ως αυτοσκοπού.
Το κάθε ανθρώπινο άτομο, από τη γέννηση του μέσω της κοινωνικοποίησης του,
αφομοιώνει σταδιακά το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο και τα είδη της
ανθρώπινης δραστηριότητας και επικοινωνίας, επαναλαμβάνοντας σε ανηρημένη
μορφή την ανθρωποκοινωνιογένεση (η οντογένεση «επαναλαμβάνει» τη
φυλογένεση). Οι περιπτώσεις παιδιών που «διαπαιδαγωγήθηκαν» σε ζωώδες
περιβάλλον αποδεικνύουν ότι είναι ανέφικτη η διαμόρφωση του ανθρώπου έξω από
την κοινωνία. Ακόμα και η δίποδη βάδιση είναι επίκτητη ικανότητα, ακόμα και
καθαρά φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού μετασχηματίζονται
κοινωνικά υπό την επίδραση του υλικού και πνευματικού πολιτισμού (π.χ. η
επιλεκτική λειτουργία των αισθήσεων).
Ο άνθρωπος εξετάζεται από διάφορες επιστήμες: από την κοινωνιολογία, την
ανθρωπολογία, την εθνογραφία, την παιδαγωγική, την ανατομία, τη φυσιολογία,
την ψυχολογία κ.ά. Η φιλοσοφία, ως η βαθύτερη μορφή κοινωνικής συνείδησης και
ορθολογικής κοσμοαντίληψης, στον βαθμό που επιδιώκει να είναι επιστημονική,
εξετάζει τον άνθρωπο, το κοινωνικό είναι, λαμβάνοντας υπόψη και τα σχετικά
πορίσματα των επιστήμων, αλλά και των διεπιστημονικών προσεγγίσεων του
ανθρώπινου φαινομένου. Η ιστορία του φιλοσοφικού στοχασμού περιστρέφεται
κατά πολύ γύρω από τα βασικά προβλήματα της προέλευσης, της φύσης, της
ουσίας και του προορισμού του ανθρώπου. Η αρχαία κινεζική, ινδική και ελληνική
φιλοσοφία θεωρούσε τον άνθρωπο μέρος της υπερχρονικής τάξης του σύμπαντος,
ως μικρόκοσμο (Δημόκριτος) που απεικόνιζε και συμβόλιζε τον ανθρωπομορφικά
εννοούμενο μακρόκοσμο. Κατά τη μετενσωμάτωση της ινδικής φιλοσοφίας,
ρευστοποιούνται τα όρια μεταξύ έμβιων όντων, αλλά μόνο ο άνθρωπος επιδιώκει
τη λύτρωση από την εμπειρική ύπαρξη και τον νόμο του κάρμα - σαμσάρα.
Σε αντιδιαστολή με την πλατωνική αντίληψη του ανθρώπου ως φορέα
πνεύματος (η αρχή του οποίου εννοείται ως υπερατομική και απρόσωπη), ο
Πρωταγόρας προβάλλει ως μέτρο, κριτήριο και κανόνα των πάντων τον άνθρωπο.
Η αρχαία αντίληψη περί ανθρώπου συμπυκνώνεται στο έργο του Αριστοτέλη, κατά

110
τον οποίο ο άνθρωπος είναι φύσει «πολιτικόν ζώον», ένα ον προικισμένο με ψυχή
και λογικό και ικανό για κοινωνική ζωή. Στον χριστιανισμό τονίζεται ή εσωτερική
διττότητα της φύσης του ανθρώπου (που αποτελείται από ψυχή και σώμα), η οποία
είναι μεν «εικόνα και ομοίωση του θεού», ωστόσο ωθείται από το σώμα το
«σαρκίον») σε αμαρτωλά παραπτώματα. Η μορφή του θεανθρώπου παρέχει τη
δυνατότητα εσωτερικής επικοινωνίας κάθε ανθρώπου με τη «θεία χάρη», η οποία
μέσω εσωτερικών ρυθμιστικών αρχών (βιωμάτων, συνείδησης) και υπό το πρίσμα
μιας ιεραρχίας αρετών διασφαλίζει τη «σωτηρία». Η φιλοσοφία της Αναγέννησης
αναδεικνύει την αυτονομία της ατομικότητας και το απεριόριστο των
δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Η ανθρωποκεντρική κοσμοθεώρηση
της εποχής εδράζεται στην παραδοχή της τελειότητας της φύσης του ανθρώπου,
στην αρμονία ψυχής και σώματος, στον κόσμο των αισθημάτων και των
συναισθημάτων του ανθρώπου (Πίκο ντέλλα Μιραντόλα. Νικόλαος Κουζάνος κ.ά.).
Ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός των νέων χρόνων, ξεκινώντας από τον Ντεκαρτ,
θεωρεί τη νόηση όχι μόνο ειδοποιό και ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρώπου,
αλλά και τη μοναδική αξιόπιστη μαρτυρία της ύπαρξης του (cogito ergo sym). Η
καρτεσιανή παράδοση ενισχύει τον δυϊσμό ψυχής και σώματος, ταυτίζοντας την
ψυχή με τη συνείδηση και ανάγοντας το σώμα σε φυσικά και μηχανικά φαινόμενα
(βλ. ψυχοφυσικό πρόβλημα, αναγωγισμός). Η παράδοση αυτή ωθείται στα άκρα
της από τον Λαμετρί (Ο άνθρωπος μηχανή). Ο διαφωτισμός τονίζει τη δυνατότητα
και την αναγκαιότητα αυτοδιαμόρφωσης του ανθρώπου μέσω του πολιτισμού και
της γλώσσας. Ο Β. Φραγκλίνος ορίζει τον άνθρωπο ως «ζώο που κατασκευάζει
εργαλεία».
Ο γερμανικός ιδεαλισμός (τέλη 18ου - αρχές 19ου αϊ.) επικεντρώνει την
προσοχή του στην ενεργό αυτοσυνείδηση του ανθρώπου. Ο Ι. Καντ θεωρεί βασικό
πρόβλημα της φιλοσοφίας τον άνθρωπο, διακρίνοντας σε αυτόν τον κόσμο της
φυσικής αναγκαιότητας και τον κόσμο της ηθικής ελευθερίας. Η φυσική φιλοσοφία
του ρομαντισμού (Χέρντερ, Γκαίτε κ.ά.) επιστρέφει κατά κάποιον τρόπο στον
αναγεννησιακό ανθρωποκεντρισμό προβάλλοντας τον άνθρωπο ως ζωντανή
ολότητα, η σωματική «ανεπάρκεια» του οποίου έναντι άλλων ζώων αντιστρέφεται
σε υπεροχή με την αυτοδιαμόρφωσή του και τον πολιτισμό. Η νομικο-πολιτική
αυτοτέλεια του ατόμου που χαρακτηρίζει την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας οδηγεί
σε κοινωνικο-φιλοσοφικές θεωρήσεις ατομικιστικού χαρακτήρα, οι οποίες έβλεπαν
την κοινωνία ως συνονθύλευμα εξωϊστορικά θεωρούμενων ατόμων, στη φύση των
οποίων απέδιδαν και ιδιότητες του εξιδανικευμένου αστού (βλ. τη «ροβινσονάδα»
της κλασικής αστικής οικονομολογίας, τον homo economicus, τα «φυσικά
δικαιώματα», με αναπόσπαστο στοιχείο τους την ιδιωτική ιδιοκτησία κ.λπ.).
Βαθμιαία αναπτύσσεται η ιδέα του ιστορισμού του ανθρώπου. Ο Νοβάλις θεωρεί
την ιστορία «εφαρμοσμένη ανθρωπολογία». Ο Χέγκελ βλέπει τον άνθρωπο ως
υποκείμενο της πνευματικής δραστηριότητας, δημιουργό του πολιτισμού και
φορέα της απόλυτης ιδέας, της καθολικής ιδεατής αρχής, του αυτοανελισσόμενου
"απόλυτου πνεύματος". Ο Φόυερμπαχ αναπροσανατολίζει τη φιλοσοφία
ανθρωπολογικά, θέτοντας στο κέντρο της την αισθησιακή - σωματική οντότητα
του ανθρώπου. Ο Κ. Μαρξ ορίζει την ουσία του ανθρώπου ως δια-τεταγμένο
σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων και την κοινωνία ως διαδικασία και
παράγωγο της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων. Εξετάζει την ιστορία του
ανθρώπου ως φυσικοϊστορική νομοτελής διαδικασία και θεωρεί όλη την προταξική
και ταξική ανάπτυξη της κοινωνίας «προϊστορία» του ανθρώπου, από την οποία
νομοτελώς θα ανακύψει η «αυθεντικά ανθρώπινη» ιστορία, η αταξική κοινωνία. Ο
στενός συνεργάτης του Ένγκελς επιχειρεί να γενικεύσει θεωρητικά τα δεδομένα
των ιστορικών επιστημών του 19ου αϊ. και αποκαλύπτει τον ρόλο της εργασίας
στην ανθρωπογένεση. Ο Τσερνισέφσκι αναπτύσσει την ανθρωπολογική αρχή της
φιλοσοφίας ως θεμελίωση του επαναστατικού δημοκρατικού κινήματος. Ο Νίτσε

111
παρουσιάζει τον άνθρωπο ως παίγνιο ζωτικών, συναισθηματικών και βουλητικών
δυνάμεων και ανορθολογικών έλξεων. Ο Κίρκεγκορ προτάσσει τη βουλητική πράξη
και την εκλογή του ανθρώπου ως αυτοκαθοριζόμενη πνευματική ουσία. Οι
φιλοσοφικές απόψεις από τα τέλη του 19ου αϊ. επικεντρώνουν την προσοχή τους
σε κάποιες ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου φαινομένου: στη "διαίσθηση"
(Μπερξόν), στην εργαλειακή δραστηριότητα (Ντιούι), στα βιώματα του φόβου και
του πεπερασμένου της ύπαρξης (Χάιντεγκερ), στους μηχανισμούς του ασυνείδητου
και της γενετήσιας ορμής (φρουδισμός), στην προσωπικότητα και στην ύπαρξη
(υπαρξισμός, περσοναλισμός), στις δομές των φαινομένων της «καθαρής» ·
συνείδησης (Χούσσερλ, φαινομενολογία) κ.λπ.
Σε ριζικά νέα φιλοσοφική και μεθοδολογική βάση τίθεται η θεωρητική
διερεύνιση του ανθρώπου στα πλαίσια της διαλεκτικής «άρσης» της υλιστικής
αντίληψης της ιστορίας που δρομολογεί η Λογική της Ιστορίας του Β. Βαζιούλιν
(βλ. και λ. προσωπικότητα, κοινωνία, φιλοσοφική ανθρωπολογία,
ανθρωπολογισμός και τη βιβλιογραφία τους).
Βιβλιογρ.: Β. , Σ. Δημήτριου. Η εξέλιξη του ανθρώπου, 2-3, εκδ. Καστανιώτη.-
Μη. Γκ. Ανανιεφ, Περί των προβλημάτων της σύγχρονης ανθρωπογνωσίας, Μόσχα,
1977.- Κ. Μαρξ -Φ. Ενγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμ. 1-2, , Αθήνα. 1979.- θ.
Βέικου. Αρχαίος Ελληνικός Διαφωτισμός. Αθήνα, 1983.- Γ. Αλατζόγλου - θέμελη.
Πάντων χρημάτων μετρον άνθρωπος. Η πλατωνική και η αριστο-τελική μαρτυρία,
Αθήνα, 1976.-Α. Σαφ, Φιλοσοφία του ανθρώπου, θεμέλιο, Αθήνα, 1983.- Ε.
Μπιτσάκη, Φιλοσοφία του ανθρώπου. Gutenberg, Αθήνα. 1991.- Α. Μπαγιώνα, Η
ιστορικότητα της συνείδησης στη φιλοσοφία του γαλλικού διαφωτισμού. Ολκός,
Αθήνα. 1974.

Ανάγκες ή ανάγκη.
Δυναμική πλευρά της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου (οργανισμού,
προσωπικότητας, κοινωνικής ομάδας, συνολικά της κοινωνίας) με τους
αντικειμενικούς (φυσικούς και τεχνητούς, όρους ύπαρξης και ανάπτυξης του, ή
οποία εκφράζει την εξάρτηση του ανθρώπου από το αντικειμενικό περιεχόμενο
αυτών των όρων και τον απαραίτητο (αναγκαίο) χαρακτήρα τους.
Η ανάγκη βιώνεται ψυχολογικά ως δοκιμασία λόγω της έλλειψης (στέρησης) του
αντικειμένου της, γεγονός που ωθεί το υποκείμενο σε ενεργό στάση και σε
πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα.
Η άμεση κατανάλωση ως ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών του ανθρώπου
συνιστά την απλούστερη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας. Στην πορεία της
ανθρωποκοινωνιογένεσης αναπτύχθηκε η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το
περιβάλλον του (αναπτύχθηκε η σχέση του ανθρώπου με τη φύση, τα μέσα
επενέργειας στη φύση, τα υλικά, τα αντικείμενα, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος), με
αποτέλεσμα να αναπτύσσονται και οι ανάγκες.
Η ανάπτυξη των αναγκών του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται εξελικτικά-
γραμμικά, αλλά μέσω μιας "διαδικασίας διαμεσολάβησης ποιοτικής, ποσοτικής και
ουσιώδους αναβάθμισης τους": από τις βιολογικές (διατροφή, ένδυση, υπόδηση,
γενετήσια-αναπαραγωγική κ.λπ.) μέχρι την ανάγκη για εργασία (που σταδιακά
υπερτερεί της ανάγκης για αποφυγή της εργασίας), για δημιουργία (επιστημονική,
αισθητική κ.λπ.), αλλά και για ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του κάθε
ατόμου και της ανθρωπότητας στο σύνολο της. Μέσα από την ανάπτυξη του
πολιτισμού οι ανθρώπινες ανάγκες βαθμιαία υπερβαίνουν τη ζωώδη (ενστικτώδη,
αμέσως εξαρτημένη από το δεδομένο φυσικό περιβάλλον και τον μεταβολισμό
κ.λπ.) μορφή τους και συγκροτούν ένα ιεραρχημένο όλο, το οποίο σε τελική
ανάλυση εδράζεται στον "τρόπο παραγωγής". Οι βιολογικές ανάγκες διατηρούνται
στον άνθρωπο σε ανηρημένη, μετασχηματισμένη μορφή (βλ. λ. άρση),

112
διαμεσολαβημένες από την κοινωνική ανάπτυξη.
Η ανάπτυξη των αναγκών του ανθρώπου ξεκινά ιστορικά από ανάγκες που ή
ικανοποίηση τους εξαρτάται αμέσως από την αυτενέργεια της φύσης (του
περιβάλλοντος και του ανθρώπινου οργανισμού) και περνά βαθμιαία σε ανάγκες, η
ικανοποίηση των οποίων πραγματοποιείται μέσω της εργαλειακής (αρπακτικής,
ληστρικής κ.λπ.) εκμετάλλευσης της φύσης αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της
κοινωνίας. Στην περίπτωση που θα αποφευχθεί η αυτοκαταστροφή (με πόλεμο,
οικολογική καταστροφή ή με χρόνιο εκφυλισμό), η ικανοποίηση των νέων αναγκών
θα πραγματοποιείται από τη συνειδητά ενοποιημένη ανθρωπότητα μέσω της
"αυτενέργειας", της εγνωσμένης, σχεδιοποιημένης και αρμονικά αναπτυσσόμενης
αλληλεπίδρασης ανθρώπου-φύσης.
Οι συνειδητοποιημένες ανάγκες προβάλλουν ως συμφέροντα, τα οποία, όσο η
κοινωνική ανάπτυξη πραγματοποιείται μέσω της διάκρισης, της αντίθεσης, της
αντίφασης μεταξύ ατόμων, ομάδων, τάξεων κ.λπ. και κοινωνικού όλου, οδηγούν σε
στάσεις ζωής, σκοποθεσίες και συμπεριφορές αλληλοσυγκρουόμενες,
αλληλοσποκλειόμενες είτε και ανταγωνιστικές. Οι ανάγκες αποτελούν προϋπόθεση
και προϊόν όχι μόνο της εργασίας για την παραγωγή υλικών αγαθών, υπηρεσιών
κ.λπ., αλλά και της εργασίας γιο την παραγωγή (συστηματοποίηση, διάδοση κ.λπ.)
γνώσεων. Η ικανοποίηση κάποιας ανάγκης του ανθρώπου συνιστά μια διαδικασία
αφομοίωσης ορισμένης μορφής δραστηριότητας, αλλά και συμβολή στην
παραπέρα ανάπτυξη αυτής της δραστηριότητας.
Η εξέταση των αναγκών ως αποκλειστικά ατομικών ιδιοτήτων φυσικής υφής
χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος της κλασικής αστικής σκέψης και του διαφωτισμού
(ροβινσωνάδα, ατομισμός κ.λπ.).
Η αντιδιαστολή της σφαίρας των αναγκών, των ιδιωτικών συμφερόντων, με τα
γενικά εκφράζεται στην αντίθεση "κοινωνίας των ιδιωτών" και "πολιτείας"
(Χέγκελ κ.ά.).
Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ο ρόλος της εργασίας και του συστήματος:
παραγωγή – διανομή –ανταλλαγή - κατανάλωση στην ιστορική πορεία των
αναγκών (Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς κ.ά.).
Η ψυχανάλυση επιχειρεί την αποκάλυψη του ασυνείδητου μηχανισμού των
αναγκών, των κινήτρων και της συμπεριφοράς ανάγοντας τον στη γενετήσια ορμή
(Φρόυντ, νεοφρουδισμός).
Η περιγραφή της ανάγκης ως λειτουργικού χαρακτηριστικού της δράσης των
φυσιολογικών μηχανισμών, ως διαμεσολαβητικού μηχανισμού της σχέσης
οργανισμού - κινήτρου, ως μηχανισμού "ετοιμότητας" κ.λπ. απασχολεί τον
συμπεριφορισμό.
Ο νεοσυμπεριφορισμός επιχειρεί μια περιγραφή της συμπεριφοράς και των
αναγκών με όρους αγοραπωλησίας (J.K. Homans, P.M. Blau).
Η πολιτισμική - ιστορική σχολή της ψυχολογίας εξετάζει τη συσχέτιση αναγκών
– κινήτρων - δραστηριότητας στη διαδικασία κοινωνικοποίησης της
προσωπικότητας (Λ. Βιγκότσκι, Α. Λεόντιεφ, κ.ά.).
Η κριτική σχολή επέκρινε τον καταναλωτισμό και τις επίπλαστες ανάγκες
(Μαρκούζε).
Ο Λακάν συσχέτισε τις ανάγκες με τις έννοιες του αιτήματος και της
επιθυμίας.
Οι ανάγκες εξετάζονται από τη βιολογία, την ηθολογία, την οικονομολογία, την
κοινωνιολογία, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία (βλ. και λ. κίνητρα, συμφέροντα
κοινωνικά, συνείδηση και νόηση).
Βιβλιογρ.: Πιαζέ Ζαν, Προβλήματα γενετικής ψυχολογίας, Υποδομή, Αθ., 1979-
Κ. Μαρξ-Φ. Ενγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τόμ. 1-2. Αθ. 1977.- Β. Α. Βαζιούλιν. Η
διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνας του, Σ. Ε.,

113
Αθήνα 1988.- Α. Ηeller·, Η θεωρία των αναγκών στον Μαρξ, Εξάντας, Αθ., 1977.

Kοινωνία.
Το αναπτυσσόμενο οργανικό όλο που συγκροτείται από τη διαδικασία της
αλληλεπίδρασης των ανθρώπων -σε συνδυασμό ρε την αλληλεπίδραση τους με τη
φύση- και από τα εκάστοτε αποτελέσματα της εν λόγω διαδικασίας.
Η ώριμη, η ανεπτυγμένη ανθρώπινη κοινωνία συνιστά ένα πολυεπίπεδο,
ιεραρχημένο και διατεταγμένο σύστημα, μιαν ολότητα στοιχείων, σχέσεων και
διαδικασιών οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους. Η απλούστερη σχέση της
κοινωνίας, το "κύτταρο" του οργανικού όλου που αυτή συνιστά, είναι η
αλληλεπίδραση των ανθρώπων ως ζώντων οργανισμών με то περιβάλλον τους για
τη διατήρηση της ζωής τους, αλλά και μεταξύ τους για τη διαιώνιση του
βιολογικού τους είδους. Η "ανταλλαγή" ύλης μεταξύ ανθρώπων και φύσης μέσω
της εργασιακής (παραγωγικής) επενέργειας των πρώτων στη δεύτερη (βλ.
παραγωγικές δυνάμεις) και το συνδεόμενο με αυτή την "ανταλλαγή" πλέγμα
(κοινωνικών) σχέσεων παραγωγής αποτελούν την ουσία της κοινωνίας. Φαινόμενο
αυτής της ουσίας, μορφές εκδήλωσης της που απορρέουν από αυτήν (σε
συνδυασμό με την απλούστερη, σχέση), είναι οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης
(συν-ειδέναι): γνώση, επιστήμη, ηθική, αισθητική και φιλοσοφία (στις
ανταγωνιστικές βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας ανακύπτουν επιπλέον δυο
παράγωγες της ηθικής μορφής εκφάνσεις -η πολιτική και το δίκαιο- και μία της
αισθητικής - η θρησκεία). Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως
κοινωνικών υποκειμένων περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς
και υλικά μέσα, που συγκροτούν το εποικοδόμημα το οποίο κατά βάση καθορίζεται
από την οικονομική βάση χωρίς να ανάγεται επ' ουδενί λόγω στην τελευταία (βλ.
βάση και εποικοδόμημα). Τα άτομα από τη σκοπιά των κοινωνικών τους ιδιοτήτων,
ως εσωτερική ενότητα κοινωνικού και ατομικού, ως συνειδητά υποκείμενα,
συνιστούν την προσωπικότητα.
Αναγκαίες και ικανές ιστορικά προϋποθέσεις εμφάνισης της κοινωνίας ήταν η
ύπαρξη εμβίων όντων με τα ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά (του έμφρονος
ανθρώπου, homo sapiens), ορισμένες εξωτερικές φυσικές συνθήκες και ο αγελαίος
τρόπος ζωής. Η βαθμιαία εμφάνιση και ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας
οδήγησε σταδιακά στον ριζικό μετασχηματισμό των εν λόγω προϋποθέσεων. Το
γίγνεσθαι της κοινωνίας, η όλη ιστορία εμφάνισης και διαμόρφωσης της είναι μια
αντιφατική διαδικασία βαθμιαίου μετασχηματισμού των κατ' εξοχήν φυσικών
(βιολογικών κ,λπ.) προσδιορισμών σε καθαυτό κοινωνικούς, κατά την: οποία οι
πρώτοι αίρονται (βλ. άρση) από τους δεύτερους και ανάγονται σε υποταγμένες
στιγμές τους. Η πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας συνδέεται με την έναρξη της
αναγκαίας και σταθερής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση στα πλαίσια της
πρωτόγονης κοινότητας. Η διαμόρφωση της κοινωνίας προωθεί περαιτέρω αυτόν
τον μετασχηματισμό των φυσικών όρων μετατρέποντας τους σε κοινωνικούς
προσδιορισμούς, τις κοινωνικές πηγές της ανάπτυξης από άγοντα σε κυρίαρχο
παράγοντα της αναπτυξιακής διαδικασίας, και περικλείει τρεις περιόδους
(κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς): δουλοκτητικό, φεουδαρχικό και
κεφαλαιοκρατικό. Κατά την τελευταία περίοδο της διαμόρφωσης της κοινωνίας ή
κυριαρχία του κοινωνικού λαμβάνει μιαν άκρως εξωτερική και πραγμοποιημένη
μορφή ληστρικής εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της πλειονότητας των

114
ανθρώπων και του φυσικού περιβάλλοντος, στην οποία εμπεριέχεται
συσσωρευτικά η αρνητική πλευρά των εν πολλοίς ανεξέλεγκτων δημιουργικών
δυνάμεων της ανθρωπότητας ως καταστροφική και αυτοκαταστροφική
δυνατότητα (οικολογική κρίση, μαζική εξόντωση μέσω πολέμων). Η ωριμότητα
της ανθρώπινης κοινωνίας, η αυθεντικά ανθρώπινη ιστόρια θα είναι, κατά τον
Μαρξ, ή αταξική κοινωνία, αυτοσκοπός της οποίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη
των δημιουργικών ικανοτήτων της κάθε προσωπικότητας.
Η κοινωνία εξετάζεται υπό το πρίσμα διαφόρων επιστημών: της κοινωνιολογίας,
της κοινωνικής θεωρίας, της κοινωνικής φιλοσοφίας, της ανθρωπολογίας, της
ιστορίας, της εθνογραφίας, της κοινωνικής ψυχολογίας, της πολιτικής οικονομίας
κ.ά. Η κοινωνία αποτέλεσε κομβικό σημείο αναφοράς στην ιστορία της
φιλοσοφικής και κοινωνιολογικής σκέψης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι
από την αρχαιότητα, και σε ορισμένο βαθμό μέχρι τους νέους και νεότερους
χρόνους, δεν συνειδητοποιείται η διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Κατά
τον Πλάτωνα η κοινωνία (πολιτεία) ανακύπτει από την αμοιβαία εξάρτηση των
ανθρώπων για την ικανοποίηση των αναγκών τους. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την
πολιτεία δημιούργημα της φύσης, δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι φύσει
"πολιτικόν ζώον". Κατά τον Μεσαίωνα κυριαρχούν θεοκρατικές - μυστικιστικές
ερμηνείες της κοινωνίας. Χαρακτηριστική για τον αστικό ορθολογισμό του
Διαφωτισμού' είναι η αναγωγή της κοινωνικής συνάφειας σε βουλητικές πράξεις
πολιτικού και δικαιικού χαρακτήρα (βλ. θεωρίες του φυσικού δικαίου και του
κοινωνικού συμβολαίου). Η απολυτοποίηση της αυτοτέλειας και του αυθυπόστατου
του εξιδανικευμένου ατόμου - φορέα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας οδηγεί σε ποικίλες
απόψεις περί κοινωνίας, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι ο έξωθεν και άνωθεν
επιβεβλημένος (είτε συμβατικά θεσπισμένος) χαρακτήρας της κοινωνίας. Ο Α.
Σμιθ π.χ. βλέπει τη '.βάση της ανθρώπινης συμβίωσης στον καταμερισμό της
εργασίας και ото "αόρατο χέρι" της αγοράς υπό την εποπτεία του κράτους. Ο
Χέγκελ προτάσσει то κράτος και το δίκαιο έναντι των ατόμων, επισημαίνοντας
ωστόσο την ολόπλευρη διαπλοκή και αλληλεξάρτηση που χαρακτηρίζει την
"κοινωνία των ιδιωτών". Ο Κοντ θεωρεί την κοινωνία και το κράτος παράγωγα
της δράσης ενός καθολικού νόμου που οδηγεί στη διαμόρφωση πιο περίπλοκων και
ορμονικών συστημάτων. Ο Μαρξ, μέσω της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας,
εμβαθύνει την έρευνα και προβαίνει στην αποκάλυψη των εσωτερικών συναφειών
και των νομοτελειών πού διέπουν την κοινωνία. Ο Γκ. Ζίμελ επαναφέρει την
πλατωνική προβληματική υποστηρίζοντας ότι οι παρορμήσεις και τα συμφέροντα
οδηγούν στη διαντίδραση των ατόμων στα πλαίσια κοινωνικών ομάδων, γεγονός
που μετατρέπει то σύνολο μεμονωμένων ατόμων σε Κοινωνία. Ο Φ. Ταίνις
διατυπώνει τον ιδεότυπο της "κοινωνίας" ως κοινωνικού δεσμού της σύγχρονης
κοινωνίας (που εδράζεται στη συνύπαρξη βάσει της λογικής βούλησης και της
υπολογιστικότητας) και τον αντιδαστέλλει στον ιδεότυπο της "κοινότητας" (που
εδράζεται ото ένστικτο και το συναίσθημα). Ο Μ. Βέμπερ ανάγει τη διερεύνηση
της κοινωνίας σε σπουδή των "ιδεοτύπων" και παραδειγμάτων χαρακτηριστικών
μορφών κοινωνικής δράσης. Ο Ε. Ντυρκαιμ ανάγει την έρευνα στη μελέτη
κοινωνικών "γεγονότων", τα οποία ορίζει ως στοιχεία εξωτερικά προς το άτομο
και εξαναγκαστικά για τη συμπεριφορά του (βλ. κοινωνιολογισμός). Ο
δομολειτουργισμός (Τ. Παρσονς' κ.ά.) εξετάζει την κοινωνία κατ εξοχήν στατικά,
από τη σκοπιά της ισορροπίας και της διατήρησης της, ως σύστημα κατ' εξοχήν
ελέγχου και προσανατολισμού της δράσης. Διάφορες κατευθύνσεις της σύγχρονης
αστικής κοινωνικής θεωρίας διακρίνουν, προτάσσουν και απολυτοποιούν διάφορες
πτυχές των κοινωνικών σχέσεων (τη συνειδητή δράση, τη διαντίδραση, τη
βούληση, τη συνείδηση κ.λπ.) προτείνοντας μονομερείς και κατακερματισμένες
προσεγγίσεις (βλ. επίσης: άνθρωπος, ιστορία, εργασία, δραστηριότητα, κοινωνικο-
οικονομικός σχηματισμός).

115
Βιβλιογρ.: 8. Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988.- G. Lukacs,
Prolegomena zur Ontologie des gesellschaftlichen Sein, Luchterhand, 1986.- Chinoy
E., Society, New York, 1961.- του ίδιου. Theories of Society, New York, 1965.- Т. В.
Bottomore, Κοινωνιολογία, Αθήνα, 1983.κ.α.

Eργασία.
Ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση, η
διαδικασία ανταλλαγής ύλης μεταξύ ανθρώπου και φύσης, από την άποψη της
συμμετοχής σε αυτήν του ανθρώπου, της χρησιμοποίησης των οργάνων του
σώματος του. Η εργασιακή διαδικασία προϋποθέτει προπαντός την ύπαρξη
ανάγκης για ορισμένο αντικείμενο της κατανάλωσης.
Η εργασία εν γένει περιλαμβάνει τα εξής συστατικά στοιχεία:
τον άνθρωπο ως υποκείμενο της εργασίας,
 το αντικείμενο της εργασίας,
 τα μέσα της εργασίας και
 το αποτέλεσμα (προϊόν) της εργασίας.
Η αλληλεπίδραση αυτών των στοιχείων κατά ορισμένο τρόπο συνιστά την
εργασία. Η ανάγκη μετατρεπόμενη σε σκοπό, σε σκοποθεσία, γίνεται εσωτερική
στιγμή της εργασίας και ο κύκλος, με αφετηρία τις βιοτικά απαραίτητες ανάγκες
του ανθρώπου, διαμεσολαβείται από την εργασία και ολοκληρώνεται με την
κατανάλωση των προϊόντων.
Στην εργασιακή διαδικασία διακρίνονται: ο "προσωπικός παράγοντας" (ο
άνθρωπος με τις εργασιακές ιδιότητες του) και ο "εμπράγματος" (τα μέσα και τα
αντικείμενα της εργασίας).
Η εργασία στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά υπό μια έννοια και κάθε
σχετικά αυτοτελής επιμέρους εργασιακή διαδικασία, διανύει στην ανάπτυξη της
ορισμένα στάδια (προϋποθέσεις της εργασίας, πρωταρχική εμφάνιση, διαμόρφωση
και ωριμότητα), κατά τα οποία αναπτύσσονται αντίστοιχα όλα τα συστατικά
στοιχεία της αλλά και ο εκάστοτε τρόπος αλληλεπίδρασης τους, ο χαρακτήρας
της εργασίας.
Ο άνθρωπος ξεκίνησε από την άμεση χρησιμοποίηση έτοιμων αντικειμένων της
αυτενέργειας της φύσης (συλλεκτική οικονομία), για να περάσει στη
διαμεσολάβηση των τεχνητά δημιουργημένων μέσων εργασίας (παραγωγής), τα
οποία απαιτούν άμεση ενεργοποίηση φυσικών ανθρώπινων δυνάμεων για τη
χρησιμοποίηση τους (δεσπόζουν στη μεγάλη βιομηχανία), και να καταλήξει σε
αυτόματα (αυτοματοποιημένα, αυτενεργά) μέσα και στην αυτοαναπαραγωγή
αυτενεργών μέσων (παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα).

116
Αντίστοιχη ανάπτυξη παρατηρείται στο υλικό, στο αντικείμενο της εργασίας:
από τη χρήση δεδομένων υλικών της φύσης, στο προκαταβολικά επεξεργασμένο
(από την εργασία) υλικό (το οποίο κατά βάση διατηρεί τις φυσικές ιδιότητες του)
και τελικά (στο τέλος της σπείρας της ελικοειδούς ανάπτυξης) στη δημιουργία
τεχνητών υλικών με προκαθορισμένες ιδιότητες.
Η μέχρι τώρα ιστορία της εργασίας συνδέεται με τη χρησιμοποίηση κατ' εξοχήν
της μηχανικής μορφής κίνησης (παρά π.χ. την προαιώνια χρήση της φωτιάς), που
φέρει τη σφραγίδα της ζωικής προέλευσης του ανθρώπου (το χέρι είναι όργανο
μηχανικής μετατόπισης) και συνδέεται ουσιαστικά με τη χειρωνακτικού
χαρακτήρα εργασία.
Οι περαιτέρω τάσεις προοιωνίζονται τη διεύρυνση και εμβάθυνση του ρόλου του
μετασχηματισμού διαδικασιών (έναντι του μετασχηματισμού πραγμάτων) και της
χρήσης ανώτερων μορφών κίνησης, με τελική προοπτική την κατ' εξοχήν βιο-
λογικοποίηση της παραγωγής (βιοτεχνολογίες).
Αντίστοιχες αλλαγές παρατηρούνται και στην ίδια την εργασία: από τη
συλλογικού χαρακτήρα εργασία, που ανέκυψε με φυσικό τρόπο (συλλογή, γεωργία,
κτηνοτροφία), προς την ατομική χειρωνακτική εργασία (από την οποία και
ανέκυψε πρωταρχικά η κεφαλαιοκρατία) και από αυτήν προς την εργασία με
μηχανές (μέσω αντιφατικών διαδικασιών ενοποίησης και καταμερισμού της
εργασίας') με τον - και τεχνολογικά πλέον αναγκαίο - κοινωνικό χαρακτήρα της,
κατατείνοντας προς την ενοποιημένη ανθρωπότητα ως υποκείμενο της
παραγωγικής αλληλεπίδρασης με τη φύση. Διανύει δηλαδή η εργασία μια πορεία
από τη δραστηριότητα για τη χρησιμοποίηση (με ορισμένη χρήση οργάνων του
σώματος) κατ' εξοχήν δεδομένων από τη φύση μέσων παραγωγής προς την
επικράτηση της εργασίας για τη χρησιμοποίηση τεχνητών μέσων παραγωγής, και
από αυτή στην επικράτηση της εργασίας για τη δημιουργία και χρησιμοποίηση
αυτενεργών μέσων παραγωγής (με αντίστοιχη συρρίκνωση του ρόλου της φυσικής
εργασίας και ενίσχυση της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης).
Ελικοειδώς αναπτύσσεται και ο άνθρωπος στην εργασία και μέσω της
εργασίας. Από τον άνθρωπο - συλλέκτη (πρωτόγονη κοινότητα) στον άνθρωπο -
παραγωγό με βασικά μέσα παραγωγής φυσικής προέλευσης (γη και ζώα), με τον
ίδιο τον άνθρωπο σχεδόν ολοκληρωτικά (δουλοκτησία) είτε εν μέρει (φεουδαρχία)
μη αποσπασμένο από τα εν λόγω μέσα. Έπεται η επικράτηση του ανθρώπου της
φυσικής εργασίας για τη χρησιμοποίηση των μηχανών με αντίποδα της τον
άνθρωπο της επιστημονικής εργασίας. Η μετέπειτα ανάπτυξη της εργασίας (στην
ώριμη αταξική κοινωνία) με τη βαθμιαία απαλλαγή του ανθρώπου από την άμεση
(χειρωνακτική) εργασία (μείωση του εργασίμου χρόνου κ.λπ.) και την άρση του
ανταγωνιστικού χαρακτήρα καταμερισμού της εργασίας και των συνδεόμενων μ'
αυτόν σχέσεων παραγωγής, θα οδηγήσει στον άνθρωπο - ολόπλευρα
αναπτυσσόμενο υποκείμενο της δημιουργικής (φυσικής και πνευματικής)
δραστηριότητας.
Στην ιστορία της κοινωνικής φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών η
εργασία γίνεται θεωρητικό αντικείμενο κατά τους νέους χρόνους με τις διάφορες
εκδοχές της εργασιακής θεωρίας της αξίας (βλ. ιδιαίτερα: φυσιοκράτες, Α. Σμιθ,
Ντ. Ρικάρντο). Έμμεση, ιδεοκρατικα αντεστραμμένη, πλην όμως εμβριθής
διαπραγμάτευση του ρόλου της (κατ' εξοχήν πνευματικής) εργασίας υπάρχει στο
έργο του Γκ. Χέγκελ.
Η θεμελιωδέστερη και πλέον εμπεριστατωμένη θεωρητική εξέταση της
εργασίας ως διττού χαρακτήρα υπόστασης του όλου πλέγματος των σχέσεων
παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας ανήκει στον Κ. Μαρξ. Ο Φ. Ενγκελς. κατέδειξε
τον ρόλο της εργασίας στην ανθρωποκοινωνιογένεση. Οι επεξεργασίες του Κ.

117
Μαρξ για τον αλλοτριωμένο και αλλοτριωτικό χαρακτήρα της εργασίας επί
κεφαλαιοκρατίας τροφοδότησαν πληθώρα μετέπειτα κριτικών φιλοσοφικών
ρευμάτων (π.χ. Φρανκφούρτης σχολή, Λούκατς Ντ., ριζοσπαστικός υπαρξισμός
κ.λπ.). Ειδικά πεδία ερευνών συγκροτούν η κοινωνιολογία και η ψυχολογία της
εργασίας, η πολιτική οικονομολογία και εργονομία.
Η διαλεκτική της ανάπτυξης της εργασίας στη δομή και στην ιστορία της
κοινωνίας ως ολότητας αποτελεί τον πυρήνα της Λογικής της Ιστορίας του Β. Α.
Βαζιούλιν (βλ. επίσης: εξαντικειμένωση και απαντικειμένωση, δραστηριότητα,
δημιουργικότητα, αντίθέση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας,
αλλοτρίωση, παραγωγή, Κεφάλαιο, εργατική τάξη).
Βιβλιογρ.: D. Ricardo, Αρχαί πολιτικής οικονομίας και φορολογίας, Αθήνα, 1938.-
Κ. Μαρξ, Το Κεφαλαίο, Αθήνα, Σ.Ε.,τόμ. З.-του ίδιου, θεωρίες για την υπεραξία.
Αθήνα, Σ.Ε., τόμ. 3.- του ίδιου, Για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία,
Εξάντας, Αθήνα, 1990.- Φ, Ενγκελς, Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του
πιθήκου, στο "Διαλεκτική της φύσης", Αθήνα, Σ.Ε., 1984.- G. Friedmann. Πού τραβά
η ανθρώπινη εργασία, Αθήνα, 1984.- Β. Α. Βαζιούλιν, Ιστορία και κομμουνιστικό
ιδανικό, "Διαλεκτική", τ.2,1990.

Σκοπός.
Επιδίωξη, πρόθεση, στόχος. Ένα από τα βασικά στοιχεία της συμπεριφοράς
και της δραστηριότητας του ανθρώπου, το οποίο προβάλλει συνήθως ως νοητή
προθεώρηση, ως ιδεατή προαπεικόνιση του επιδιωκόμενου αποτελέσματος της
δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τα μέσα, το αντικείμενο και τον τρόπο (τους
δρόμους) πραγματοποίησης του. Από την άποψη του υποκειμένου της
δραστηριότητας συνιστά την περίπλοκη διαδικασία της σκοποθεσιας, της
σταδιακής συνειδητοποίησης του τέλους στην επίτευξη του οποίου κατατείνει
μέσω της πράξης ο άνθρωπος, του τρόπου ενοποίησης διαφόρων πράξεων,
ενεργειών και εγχειρημάτων σε μιαν αλληλουχία, σ' ένα σύστημα, και της
επιλογής της εκάστοτε βέλτιστης μεταξύ των πιθανών εναλλακτικών οδών
σχεδιοποίησης της δραστηριότητας. Λειτουργεί ως κίνητρο, ως κατευθυντήριος
προσανατολισμός και ως κριτήριο ρύθμισης, διευθέτησης, διοίκησης και ελέγχου
της πορείας και των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας.
Η εργασία αποτελεί το ιστορικά και λογικά πρωτεύον πεδίο σκοποθεσιών. Η
προϋπάρχουσα της εργασίας ανάγκη, συνειδητοποιούμενη ως επισήμανση της
διάστασης μεταξύ απαιτούμενου αποτελέσματος και όρων επίτευξης του, συνιστά
την πρωταρχική εμφάνιση του σκοπού, μετατρέπεται σε εσωτερική στιγμή της
εργασίας. Στη συνέχεια ο σκοπός, εκτός από το αποτέλεσμα, εντάσσει στην
προτρέχουσα σύλληψη του και τα (κατά κύριο λόγο δεδομένα, διαθέσιμα έτοιμα)
μέσα επενέργειας. Τελική διαμόρφωση του σκοπού επιτυγχάνεται όταν και τα μέσα
και το αντικείμενο και ο τρόπος εργασίας αλλά και το ίδιο το υποκείμενο
μετασχηματίζονται βάσει της εγνωσμένης αναγκαιότητας και της νομοτέλειας
που διέπει τα ίδια και την αλληλεπίδραση τους. Πραγματικός σκοπός (ιδεώδες,
στόχος) είναι εκείνο то ιδεατό το οποίο υπάρχει μόνο μέσω της ετερότητας του,
μέσω του αντίποδα του του πραγματικού, μέσω της διαδικασίας πραγμάτωσης
του, η ολοκλήρωση της οποίας προβάλλει ως προϋπόθεση περαιτέρω (ανώτερων)
σκοποθεσιών και δραστηριοτήτων.
Η απόσπαση της σκοποθεσίας από την εκτελεστική λειτουργία συνιστά τον
πυρήνα της "αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας". Ο χαρακτήρας
και η ιεράρχηση των σκοπών, των μέσων και των τρόπων επίτευξης τους
δηλώνουν το επίπεδο ανάπτυξης της προσωπικότητας, της ομάδας (τάξης κ.λπ.)
και της κοινωνίας. Βλ. επίσης: πρακτική, γνώση, πρόγνωση, ηθική, σκοπιμότητα,
συμφέρον .
Βιβλιογρ.: Ε. Ιλιένκοφ, Η διαλεκτική του ιδεατού, στο: 'Φιλοσοφία και

118
πολιτισμός", Μόσχα, 1991, κ.α.

Σκοπιμότητα.
Η αποσκοπούσα σε κάτι, η εκ προθέσεως ενέργεια. Η αντιστοιχία - τάση ενός
φαινομένου είτε μιας διαδικασίας προς ορισμένη κατάσταση, το προαπείκασμα της
οποίας προβάλλει ως σκοπός. Ιδιότυπο χαρακτηριστικό της αιτιώδους συνάφειας,
της αιτιοκρατίας" και της νομοτέλειας των κοινωνικών - πολιτισμικών
φαινομένων και διαδικασιών και συνολικά του πεδίου το οποίο άμεσα ή έμμεσα,
δυνάμει ή ενεργεία, εμπίπτει στην ανθρώπινη (συνειδητή, σκόπιμη και
σκοποθετούσα) μετασχηματιστική δραστηριότητα και συμπεριφορά, στην
αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Η
βιολογία και η ζωοψυχολογία, με μια διασταλτική ερμηνεία του όρου, εξετάζουν
ως έκφραση σκοπιμότητας τάσεις της φυλογένεσης και της οντογένεσης εμβίων
όντων (π.χ. εξέλιξη), φαινόμενα "σκόπιμα, πλην όμως χωρίς σκοπό" (Καντ). Κατά
αντίστοιχο τρόπο εξετάζει η κυβερνητική τα αυτορυθμιζόμενα συστήματα μέσω
της αρχής της ανατροφοδότησης, κατά την οποία η πληροφορία περί της
διαφοράς μεταξύ απαιτούμενης και υφισταμένης καταστάσεων μετατρέπεται σε
αίτιο της αύξουσας προσέγγισης του συστήματος στην απαιτούμενη κατάσταση.

Ο σκοπός και η σκοπιμότητα εμφανίζονται, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται


σε συνάρτηση με τους εκάστοτε συγκεκριμένους ιστορικούς όρους της ζωής και
της δραστηριότητας των ανθρώπων. Έχουν συνεπώς πάντοτε σχετική και ποτέ
απόλυτη, a priori, ισχύ. Το ανέφικτο της απόλυτης αναγωγής της εργασίας απλώς
σε πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενης διαδικασίας - όπου αυτό είναι εφικτό η
χειραγωγική σκοπιμότητα προϋπάρχει της εργασίας και ως νόμος καθορίζει τον
τρόπο και τον χαρακτήρα της - καθιστά σαφές το πόσο μάλλον ανέφικτο της
απόλυτα ακριβούς υπαγωγής της ανάπτυξης της κοινωνίας σε ορισμένη
σκοπιμότητα. Κάθε περί του αντιθέτου ισχυρισμός ισοδυναμεί με παραδοχή της
ύπαρξης απόλυτου υποκειμένου. Στην πραγματικότητα η ιστορική ανάπτυξη
συγκροτείται ως συνισταμένη πληθώρας διαφορετικών, αντιθέτων και
αλληλοαποκλειόμενων σκοπιμοτήτων και δραστηριοτήτων (Ένγκελς), παρά τις
περί του αντιθέτου απόψεις (βλ. βουλησιαρχία, τελεολογία, μοιρολατρία). Η
βελτιστοποίηση της αποτελεσματικότητας της σκοπιμότητας που χαρακτηρίζει τη
δραστηριότητα του υποκειμένου συνδέεται με τη γνώση της νομοτέλειας και της
αιτιότητας. Η αντιπαράθεση αιτιότητας - σκοπιμότητας οδηγεί στον
ιντετερμινισμό και στον ανορθολογισμό.

Αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.


Πρόκειται για τον χαρακτήρα που προσλαμβάνει σε ορισμένες βαθμίδες
ανάπτυξης της κοινωνίας η σχέση μεταξύ δύο αρχικά ενιαίων πλευρών της
ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο άνθρωπος, σε αντιδιαστολή με τις ενστικτώδεις
ενέργειες των ζώων, δομεί την πρακτική δραστηριότητα του συνειδητά, σύμφωνα
με ορισμένο προκαταβολικά επεξεργασμένο σκοπό, στόχο, πρόγραμμα. Στις
υποτυπώδεις μορφές εργασιακής δραστηριότητας της πρωτόγονης κοινωνίας
όλες οι πλευρές της ανθρωπινής δραστηριότητας συγκροτούσαν μιαν άμεση,
συγκρητική ενότητα.
Η βαθμιαία εμβάθυνση του καταμερισμού της εργασίας και η περιπλοκή της
πρακτικής δραστηριότητας οδήγησε σταδιακά στην αυτονόμηση της σκοποθεσίας
(της παραγωγής γνώσεων αναφορικά με τα μέσα, το αντικείμενο και το
αποτέλεσμα της εργασίας), αλλά και της προπαρασκευής (εκπαίδευσης,
κατάρτισης κ.λπ.) του υποκειμένου της εργασίας. Η απόσπαση, η διάκριση της

119
πνευματικής, της διανοητικής εργασίας (σκοποθεσίας, διεύθυνσης,
προπαρασκευής του υποκειμένου κ.λπ.) από τη χειρωνακτική, φυσική εργασία
συνιστά τη βαθύτερη έκφραση του καταμερισμού της εργασίας. Η διάκριση αυτή
συνδέεται οργανικά με την εμφάνιση και εδραίωση της ατομικής ιδιοκτησίας, των
κοινωνικών τάξεων και του κράτους και γίνεται αντίθεση συμφερόντων μεταξύ
των κοινωνικών ομάδων (τάξεων, στρωμάτων) που ασχολούνται με τη σωματική
εργασία και εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική εργασία. Η τελευταία
μετατρέπεται σε προνόμιο των κυρίαρχων τάξεων, ενώ η επαχθής, μονότονη,
εξουθενωτική κ.λπ. φυσική εργασία διεκπεραιώνεται από τις κυριαρχούμενες
μάζες που υφίστανται την εκμετάλλευση. Παρά τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα που
προσέλαβε ή αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας στις
εκμεταλλευτικές βαθμίδες (σχηματισμούς) ανάπτυξης της κοινωνίας, η
πνευματική εργασία συνιστά προνομιακό, πλην όμως όχι αποκλειστικό,
μονοπωλιακό πεδίο δραστηριότητας της εκάστοτε άρχουσας τάξης. Η πνευματική
δραστηριότητα (η παραγωγή, επεξεργασία και διάδοση γνώσεων, ιδεών,
πληροφορίας κ.λπ.) συγκροτεί ένα αντιφατικό πεδίο, μέρος του οποίου (κυρίαρχη
ιδεολογία, ιδεολογικοί μηχανισμοί κ.λπ.) χρησιμοποιείται ως μέσο χειραγώγησης
των μαζών, ως μέσο επιβολής, εδραίωσης και αναπαραγωγής των κυρίαρχων
οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων.
Φορέας της πνευματικής δραστηριότητας γίνεται ένα διαταξιακό κοινωνικό
στρώμα: η διανόηση.
Η εν λόγω αντίθεση αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο στις διάφορες ιστορικές
βαθμίδες. Στη δουλοκτητική κοινωνία, όπου κάθε εργασία θεωρούνταν
υποτιμητική αρμοδιότητα των δούλων, ανέθεταν στους τελευταίους ακόμα και
μέρος των λειτουργιών της πνευματικής εργασίας (διοικητικές, κατασταλτικές,
νοσηλευτικές, εκπαιδευτικές, καλλιτεχνικές κ.λπ.). Ο κατ' εξοχήν φορέας της
χειρωνακτικής εργασίας, ο δούλος, αντιμετωπίζεται κατά την κλασική
αρχαιότητα ως μέσο παραγωγής, ως "ομιλούν εργαλείο" (Αριστοτέλης), δηλ. κατ'
εξοχήν ως φυσικό σώμα. Επί φεουδαρχίας ο φορέας της χειρωνακτικής εργασίας, ο
δουλοπάροικος, εξακολουθεί σε σημαντικό βαθμό να συνιστά "φυσικό σώμα",
έχοντας κατακτήσει μερική μόνο απόσπαση από τα μέσα παραγωγής, ενώ η
πνευματική δραστηριότητα απασχολεί κατ' εξοχήν μερίδα των ευγενών και του
κλήρου.
Με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας και στη βάση της ανάπτυξης της
χειρωνακτικής εργασίας επιτείνεται το χάσμα μεταξύ φυσικής και διανοητικής
εργασίας, καθώς επίσης και μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής γνώσης, ενώ
πρωτεύοντα ρόλο (λόγω της παραγωγικής της σημασίας) αποκτά η εμπειρική
γνώση. Με την ευρείας κλίμακας εκμηχανισμένη παραγωγή, η τελειοποίηση και η
δημιουργία μηχανών απαιτούν και θεωρητική γνώση ( η εμπειρία μετατρέπεται σε
θεωρητικά κατευθυνόμενο πείραμα), οπότε η πνευματική εργασία αποκτά άμεσα
παραγωγική σημασία ως κοινωνικό φαινόμενο και ο ρόλος των φορέων της (των
δια-νοουμένων) αναβαθμίζεται και περιπλέκεται. Επί ανεπτυγμένης
κεφαλαιοκρατικής (εκβιομηχανισμένης) κοινωνίας η αντίθεση, το χάσμα μεταξύ
χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας οξύνεται στο έπακρο, εφόσον συνδέεται
οργανικά με την αντίθεση μεταξύ "ζωντανής" και "νεκρής" εργασίας (μεταξύ
ενεργού εργασίας και όρων παραγωγής, μηχανών κ.λπ. που αποτελούν
αποκρυστάλλωμα εργασίας του παρελθόντος και "ενσάρκωση" της διανοητικής,
της επιστημονικής, τεχνολογικής κ.λπ. δραστηριότητας), αλλά και με τη
βιομηχανική τυποποίηση της χειραγωγικού χαρακτήρα "πνευματικής"
δραστηριότητας (γραφειοκρατία, ιδεολογικοί μηχανισμοί, Μέσα μαζικής
επικοινωνίας, βιομηχανία θεάματος-ακροάματος κ.λπ.). Ταυτόχρονα όμως η
μηχανική παραγωγή προετοιμάζει το έδαφος για την κατάργηση του χάσματος
μεταξύ φυσικής και διανοητικής εργασίας, μεταξύ εμπειρικής και θεωρητικής

120
γνώσης. Ωστόσο αναγκαίος και ικανός όρος της κατάργησης της εν λόγω
αντίθεσης είναι η εισαγωγή σε ευρεία κλίμακα της αναπτυγμένης
αυτοματοποίησης, οπότε η εργασία για την ανάπτυξη της αυτοματοποιημένης
παραγωγής και η γενική διεύθυνση αυτής της παραγωγής αρχίζουν να υπερτερούν
έναντι της απλής (μηχανικής, χειρωνακτικής κ.λπ.) χρησιμοποίησης μηχανών.
Τότε αλλάζει βαθμιαία και ο χαρακτήρας της διατηρούμενης εργασίας, η οποία
αποκτά όλο και πιο διαμεσολαβημένη σχέση με το τελικό προϊόν,
διανοητικοποιείται, βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας, ενώ μειώνεται σταδιακά
ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος.
Οι παραπάνω διαδικασίες εκτυλίσσονται αντιφατικά. Εδώ δεν πρόκειται για
γραμμικές, εξελικτικές διαδικασίες «καθαρά» τεχνολογικού χαρακτήρα. Πρόκειται
για διαδικασίες που συνδέονται με όλο το πλέγμα των ανθρώπινων
δραστηριοτήτων και σχέσεων και προϋποθέτουν την ενεργό, τη συνειδητή
παρέμβαση του κοινωνικού υποκειμένου. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες
μάλλον δεν ερμηνεύονται με πληρότητα και επάρκεια από τις διάφορες
τεχνοκρατικές θεωρήσεις, αλλά και από τις μεθοδολογικά παρεμφερείς
αντιτεχνοκρατικές τάσεις.
Η σύγχρονη διερεύνηση της εν λόγω αντίφασης και η πρόγνωση της έκβασης
της θα πρέπει να ανατρέξει στη γόνιμη και κριτική θεώρηση του θεωρητικού
έργου του Κ. Μαρξ, ο οποίος πρώτος επεσήμανε ρητά την ύπαρξη αυτής της
αντίφασης και έθεσε το φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό και οικονομικό πλαίσιο για
την εξέταση της. Κατά τον Μαρξ, η αντίφαση μεταξύ χειρωνακτικής και
πνευματικής εργασίας αίρεται (βλ. άρση) στην ώριμη αταξική (κομμουνιστική)
κοινωνία, όπου η χειρωνακτική και η διανοητική εργασία θα «ανακτήσουν» την
ενότητα τους, όχι όμως με την αρχέγονη, πρωτόγονη μορφή τους, αλλά ως ενιαία,
μέσα στην πολλαπλότητα της, «καθολική», δημιουργική δραστηριότητα των
ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων του μέλλοντος (βλ. επίσης τα
λήμματα: εργασία, διανόηση, γραφειοκρατία. αλλοτρίωση, επιστήμη, εμπειρικό και
θεωρητικό, τεχνοκρατία και τη βιβλιογραφία σ' αυτά).
Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Κριτική του προγράμματος της Γκοτα. Σύγχρονη Εποχή.- του
ίδιου: Το Κεφαλαίο, τόμ. 1-3, Σύγχρονη Εποχή.- του ιδίου: Grundrisse.... τομ. Α. Β,
Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989-90.- Β.Α. Βαζιουλιν, Η διαλεκτική του ιστορικού
προτσές και η μεθοδολογία της έρευνας του, Σ.Ε., Αθήνα, 1988.

Δραστηριότητα (αγγλ. activity).


Φιλοσοφική κατηγορία που επισημαίνει την ιδιότυπα ανθρώπινη συμπεριφορά,
την ενεργητική σχέση του ανθρώπου, ως υποκειμένου, με το φυσικό και κοινωνικό
περιβάλλον του. Συνιστά τρόπο ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνικής
πραγματικότητας, εκδήλωση της κοινωνικής ενεργητικότητας, σκόπιμη
αντανάκλαση και μετασχηματισμό του περιβάλλοντος βάσει της αφομοίωσης και
ανάπτυξης των υφιστάμενων μορφών του πολιτισμού.
Σε αντιδιαστολή με τα ζώα η ενεργητικότητα των οποίων απορρέει από
βιολογικά προκαθορισμένο πρόγραμμα (ένστικτο), η ανθρώπινη δραστηριότητα
συνιστά άρση των φυσικών και βιολογικών στοιχείων μέσω των ιστορικά
αναπτυσσόμενων στη βάση αυτών των στοιχείων κοινωνικών και πολιτισμικών
όρων. Εκτυλίσσεται ως ενιαία διαδικασία αλλεπάλληλων εξαντικειμενώσεων και
αποαντικειμενώσεων, μεταβάσεων από μορφές εμπράγματης ενσάρκωσης,
"αποκρυσταλλωμάτων" της προς αποκωδικοποιήσεις τους, και αντίστροφα.
Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της εμπράγματης, εργασιακής
δραστηριότητος μετασχηματίζει ριζικά τις αναγκαίες και ικανές για τον
κοινωνικό άνθρωπο φυσικές (περιβαλλοντικές, βιολογικές κ.λπ.) προϋποθέσεις
μετατρέποντας τες σε όρους της δραστηριότητας. Από αυτή την άποψη η
δραστηριότητα συγκροτεί κατά το γίγνεσθαι της ανθρώπινης κοινωνίας το πεδίο

121
της αντιφατικής διαδικασίας βαθμιαίου μετασχηματισμού του κατ' εξοχήν φυσικού
σε καθαυτό κοινωνικό. Κατά τις υποτυπώδεις μορφές εργασιακής δραστηριότητας
της πρωτόγονης κοινωνίας, όλες οι πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας
συνιστούσαν μιαν άμεση συγκρητική ενότητα, που στη συνέχεια διαρρηγνύεται
βαθμιαία, με την εμβάθυνση και διεύρυνση του καταμερισμού της εργασίας,
βαθύτερη έκφραση του οποίου είναι η απόσπαση, η διάκριση της πνευματικής,
διανοητικής, οργανωτικής κ.λπ. δραστηριότητας από την άμεση εμπλοκή στην
υλική παραγωγή, από τη χειρωνακτική, φυσική εργασία (βλ. αντίθεση
χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας).
Ακραία μορφή αντιφατικότητας αποκτά η ανθρώπινη δραστηριότητα επί
κεφαλαιοκρατίας, οπότε οξύνεται στο έπακρο η αντίθεση μεταξύ "ζωντανής" και
"νεκρής" εργασίας, μεταξύ εργατικής τάξης και αστικής τάξης, αποσπώνται,
αυτονομούνται στο έπακρο όλες οι πλευρές, όλοι οι τομείς της δραστηριότητας
της κοινωνίας ως ολότητας και προβάλλουν από την άποψη της διαφοράς, της
αντίθεσης τους (βλ. βάση και εποικοδόμημα, επιστήμη, ηθική, πολιτική, δίκαιο,
αισθητική, θρησκεία, διοίκηση κ.λπ.).
Η άρση αυτών των αντιθέσεων και η ευρείας κλίμακας αυτοματοποίηση της
παραγωγής θα αλλάξει και τον χαρακτήρα της διατηρούμενης εργασίας, η οποία
θα αποκτά όλο και πιο διαμεσολαβημένη σχέση με το τελικό προϊόν, θα
διανοητικοποιείται και στο στάδιο της ώριμης αυτοματοποίησης δεν θα υπερτερεί
πλέον ο αναγκαίος (εργάσιμος) χρόνος αλλά ο ελεύθερος. Οι διαδικασίες αυτές
οδηγούν πλέον σε μιαν "ανασύνθεση" των ποικίλων κατακερματισμένων ατομικών,
ομαδικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, όχι πλέον στο υποτυπώδες συγκρητικό
επίπεδο της πρωτόγονης δραστηριότητας, αλλά ως ενιαία μέσα στην
πολλαπλότητα της δημιουργική δραστηριότητα (βλ. δημιουργικότητα) ως
σφαιρική αυτενέργεια ολόπλευρα ανεπτυγμένων προσωπικοτήτων, ως φυσική και
πνευματική αγωγή, καλλιέργεια. Αυτά θα συνιστά τον πολιτισμό ως ολόπλευρη
δραστηριότητα και η ενεργητικότητα των προσωπικοτήτων θα εκφράζεται ως
ολόπλευρη πολιτισμική δραστηριότητα (βλ. κομμουνισμός).
Σε όλες τις βαθμίδες ανάπτυξης της ανθρωπότητας η δραστηριότητα δεν
ανάγεται αποκλειστικά στην εργασία, στην παραγωγική αλληλεπίδραση του
ανθρώπου με τη φύση. Ωστόσο η τελευταία, στην ενότητα της με τις σχέσεις
παραγωγής, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο και σε ολόκληρο το φάσμα των μη
εργασιακών δραστηριοτήτων. Η εσωτερική διαφοροποίηση της εργασιακής
διαδικασίας παρέχει και τη δυνατότητα θεωρητικής εξέτασης των συστατικών
στοιχείων κάθε δραστηριότητας στην ενότητα τους: μέσων, αντικείμενου, σκοπού,
τρόπου και υποκειμένου. Και οι νόμοι της ιστορίας (βλ. νομοτέλεια) υπάρχουν και
εκδηλώνονται μόνο μέσω της δραστηριότητας και στη δραστηριότητα των
ανθρώπων, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες βαθμίδες της ανάπτυξης αυτής της
δραστηριότητας (λόγω του ανταγωνιστικού καταμερισμού της εργασίας, των
ταξικών αντιθέσεων και της αλλοτρίωσης), η ιστορική νομοτέλεια προβάλλει ως
έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένη κυριαρχία ξένων, αλλότριων και εχθρικών προς
τους ανθρώπους δυνάμεων.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας η έννοια της δραστηριότητας αναδεικνύεται στο
προσκήνιο κατά τους νέους χρόνους και ιδιαίτερα από τη γερμανική κλασική
φιλοσοφία μαζί με το ιδεώδες του ατόμου ως ορθολογικά σκεπτόμενης
προσωπικότητας με πολύπλευρη δραστηριότητα. Ο Φίχτε θεωρεί τη
δραστηριότητα, την αυτόβουλη ενεργητικότητα του υποκειμένου ("Εγώ") ως
δημιουργό του κόσμου (του "μη Εγώ"). Ο Χέγκελ κορυφώνει την προμαρξική
φιλοσοφική αντίληψη περί δραστηριότητας συνειδητοποιώντας τον ρόλο της
εργασιακής δραστηριότητας ως ουσίας, θεμέλιου και πηγής του γίγνεσθαι και της
ανάπτυξης του ανθρώπου, εκλαμβάνοντας την αλλοτριωμένη εργασία της εποχής
του ως εργασία εν γένει, δηλαδή ταυτίζοντας την αλλοτρίωση με την

122
εξαντικειμένωση. Στην απόπειρα του για άρση της αλλοτρίωσης οδηγείται
νομοτελώς στην απόρριψη του εμπραγμάτου εν γένει, στην αναγωγή της
δραστηριότητας σε αποκλειστικά θεωρητική δραστηριότητα, σε αυτοανάπτυξη
του πνεύματος. Ο Κ. Μαρξ αντιτάσσει στην ιδεαλιστική αυτενέργεια του
πνεύματος και στον ενατενιστικό υλισμό (Φόιερμπαχ) την "αισθητή ανθρώπινη
δραστηριότητα ως πρακτική", τονίζοντας τη σημασία της "επαναστατικής" και
"πρακτικά κριτικής" δραστηριότητας για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας
μέσω της χειραφέτησης της εργατικής τάξης. Η βουλησιαρχική και ανορθολογική
παράδοση (Σοπενχάουερ, Νίτσε, Χάρτμαν κ.ά.) προτάσσει στη θέση της
ορθολογικής δραστηριότητας το πάθος, την παρόρμηση και το βίωμα. Σημαντικές
πλευρές προμαρξικών αντιλήψεων περί δραστηριότητας απαντώνται σε διάφορες
εκδοχές της θεωρίας της κοινωνικής δράσης (Μ. Βέμπερ, Parsons, Touraine,
Znaniecki κ.ά). θεμελιώδη μεθοδολογικό και ευρετικό ρόλο διαδραματίζει η έννοια
της δραστηριότητας στην πολιτισμική - ιστορική κατεύθυνση της σοβιετικής
ψυχολογίας (βλ. Σ. Βιγκότσκι, Σ. Λ. Ρουμπινστάιν, Α. Ν. Λεόντιεφ κ.ά.), (βλ. επίσης:
εργασία, πρακτική, άνθρωπος, κοινωνία).
Βιβλιογρ.: Χέγκελ Γκ. Β. Φ., Η φαινομενολογία του πνεύματος, Δωδώνη, Αθήνα -
Γιάννινα. 1993.- Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς. Η γερμανική ιδεολογία, τόμ, 1-2, Αθήνα,
Gutenberg.- Β. Α. Βαζιούλιν, Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και ή
μεθοδολογία της έρευνας του, I.E., Αθήνα, 1988,- Α. Λεόντιεφ, Δραστηριότητα,
συνείδηση, προσωπικότητα, Αναγνωστίδης, Αθήνα [χ.χ.].

Δημιουργικότητα
Η πλευρά της σκόπιμης ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία έχει αποτέλεσμα
την ανακάλυψη (δημιουργία, επινόηση) κάποιου νέου που δεν υπήρχε κατά το
παρελθόν, γεγονός που προσδίδει στην εν λόγω δραστηριότητα χαρακτήρα
ανεπανάληπτο, κοινωνικό-ιστορική πρωτοτυπία και μοναδικότητα.
Υπό την ευρεία έννοια η δημιουργικότητα χαρακτηρίζει και την ενεργό, γόνιμη
και απορρέουσα από τις ανάγκες της εποχής αφομοίωση ήδη υπάρχοντος
πολιτισμικού πλούτου, αλλά και κάθε δραστηριότητα (εργασιακή, ερευνητική,
καλλιτεχνική) στον βαθμό που αυτή τελειοποιούμενη αποκτά πληρότητα,
αρτιότητα, αρμονία κ.λπ. Αφετηρία και βάση της δημιουργικότητας είναι
(γενετικά και λειτουργικά) η εργασιακή διαδικασία. Η τελειοποίηση μιας
εργασιακής διαδικασίας και η μετάβαση σε άλλη, νέα υψηλότερου βαθμού
ανάπτυξης από την άποψη του ρόλου του ανθρώπου είναι δημιουργία, δημιουργική
εργασία εκτελούμενη και σύμφωνα με τους νόμους του ωραίου.
Ο βαθμιαίος καταμερισμός εργασίας οδήγησε στη σχετική αυτονόμηση της
δημιουργικής δραστηριότητας, οδηγώντας στην ταύτιση της τελευταίας με τον
έναν από τους δύο πόλους της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής
εργασίας. Στα πλαίσια αυτής της αντίθεσης η δημιουργικότητα χαρακτηρίζει κατ'
εξοχήν τους πλέον προωθημένους τομείς της "επιστήμης" και της "τέχνης" και
αντιπαρατίθεται στη μείζονος κλίμακας μονότονη, μηχανική, επαναλαμβανόμενη,
ανιαρή κ.λπ. εργασία. Επιπλέον, με το φετιχισμό της τέχνης και της επιστήμης η
δημιουργικότητα ως αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική (βλ. αλλοτρίωση) δύναμη
προσλαμβάνεται εξωϊστορικά, ανορθολογικά, μυστικιστικά κ.λπ (βλ. τη
δαιμονολογική και μεταφυσική αντιπαλότητα επιστημονισμού -
αντιεπιστημονισμού, επιστήμης - τέχνης, τη μεταφυσική ερμηνεία του ταλέντου
κ.λπ).
Η περαιτέρω πορεία της ανθρώπινης δραστηριότητας (εφ' όσον φυσικά
αποσοβηθεί ο κίνδυνος αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας) με τη βαθμιαία
μεταβίβαση ανιαρών, επαναλαμβανόμενων κ.λπ. λειτουργιών στην αυτενέργεια
αυτοματοποιημένου συστημάτων, αίροντας την αντίφαση χειρωνακτικής και
πνευματικής εργασίας, θα διευρύνει και θα εμβαθύνει τον δημιουργικό χαράκτηρα

123
της ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία δε θα είναι πλέον καθ' εαυτό εργασία,
αλλά καθολική πολιτισμική δραστηριότητα (παιδεία), διαρκής τελειοποίηση των
ατομικών και συλλογικών δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου μέσω της
φυσικής και πνευματικής αγωγής.
Δημιουργικότητα είναι η εκάστοτε βέλτιστη δυνατή συμβολή στη νομοτελής
αναπτυξιακή διαδικασία στην οποία το υποκείμενο (άτομο, ομάδα, κοινωνία)
εντάσσει οργανικά τη δραστηριότητα του. Ο αυθεντικά δημιουργικός νεωτερισμός
διαφέρει ριζικά από τη μηδενιστική προς το παρελθόν, επιφανειακή, φορμαλιστική,
αυθαίρετη, εκκεντρική και τελικά φθοροποιό αναζήτηση της πάση θυσία
"ριζοσπαστικής" τομής, από τον υπερτονισμό της ασυνέχειας με την εν λόγω
διαδικασία που γίνεται αυτοσκοπός. Διαφέρει ριζικά και από τη μονότονη
κομφορμιστική επανάπαυση στα κεκτημένα, από τη μετριότητα, τον μινιμαλισμό
και τον συντηρητισμό που επικαλούνται τη βεβαιότητα της συνέχειας, την
προσήλωση στην παράδοση κ.λπ. Δημιουργικότητα σημαίνει υπέρβαση των ορίων
της εν λόγω διαδικασίας στη βάση των κεκτημένων της και στην κατεύθυνση των
νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη της, σημαίνει προώθηση της σε ποιοτικά
και ουσιαστικά ανώτερο επίπεδο, μέσω της γόνιμης κριτικής αφομοίωσης -
διαλεκτικής άρσης των κεκτημένων της.
Στον αρχαίο φιλοσοφικό στοχασμό η δημιουργικότητα, όπως και κάθε
δραστηριότητα, δε μπορεί να υπερβεί το πεπερασμένο και το εφήμερο. Κατά τον
Πλάτωνα, ο άνθρωπος μέσω του Έρωτα επιδιώκει την ανώτερη "έλλογη" θεώρηση
του κόσμου. Ο Αριστοτέλης αποδίδει τη δημιουργικότητα στο κινούν, στο
"ενεργεία ον", στο είδος, το οποίο ωθεί το κινούμενο (το "δυνάμει ον", την "ύλη")
προς την "εντελέχεια", προς την πρόσληψη ορισμένης μορφής ("είδους"). Η
μεσαιωνική φιλοσοφία εξέταζε τη δημιουργικότητα ως κατ' εξοχήν θεία βουλητική
πράξη. Η αναγεννησιακή φιλοσοφία αναδεικνύει με πάθος τις απεριόριστες
δημιουργικές δυνατότητες του ανθρώπου, κυρίως ως καλλιτεχνική δημιουργία. Ο
Λέσσινγκ διέκρινε την αυθεντική δημιουργικότητα από τη μετριότητα της άγονης
άρνησης, από την επιθυμία να κάνεις κάτι" που δεν μοιάζει μ' αυτό που κάνουν οι
άλλοι". Ο Καντ εξετάζει τη δημιουργική δραστηριότητα στα πλαίσια της
παραγωγικής ικανότητας της φαντασίας. Κατά τον Σέλλινγκ και τους ρομαντικούς
η δημιουργικότητα ως επικοινωνία του ανθρώπου με το απόλυτο χαρακτηρίζει τη
δραστηριότητα του καλλιτέχνη και του φιλοσόφου. Ο Χέγκελ ανάγει τη
δημιουργικότητα στους αναβαθμούς αυτοανάπτυξης της απόλυτης ιδέας και στον
φιλοσοφικό στοχασμό που τους συλλαμβάνει κατατείνοντας στο ιδεώδες της
ενότητας -άρσης ηθικότητας, θρησκείας και τέχνης στη φιλοσοφία. Ο Μαρξ
ανέδειξε το στοιχείο της δημιουργικότητας μέσα από την έρευνα του χαρακτήρα
και των τάσεων ανάπτυξης της εργασίας κυρίως στα πλαίσια της
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, προβλέποντας την προοπτική της γενικευμένης
δημιουργικής δραστηριότητας του ολόπλευρα αναπτυγμένου ανθρώπου της
αταξικής κοινωνίας.
Στα τέλη του 19ου - αρχές 20ού αϊ. διαδίδονταν ανορθολογικές ερμηνείες της
δημιουργικότητας, η οποία αντιπαραβάλλεται στον ταυτιζόμενο με τη μηχανική
τεχνική δραστηριότητα ορθολογισμό. Η φιλοσοφία της ζωής ανάγει τη
δημιουργικότητα στη μυστικιστική -συγκινησιακή διαίσθηση (Μπερξόν). Η
ψυχανάλυση εξετάζει τη δημιουργικότητα ως εκδήλωση της ασυνείδητης
ενστικτώδους γενετήσιας ορμής του ατόμου (Φρόιντ). Ο υπαρξισμός βλέπει τη
δημιουργικότητα ως εκστατική ανορθολογική έξοδο της προσωπικότητας από τα
όρια του φυσικού και του κοινωνικού. Η σχολή της Φρανκφούρτης έβλεπε ως
διέξοδο για τη δημιουργικότητα την "αρνητική διαλεκτική" της απόλυτης άρνησης
(Αντόρνο) στα πλαίσια της αντιπαραβολής του "Έρωτα" (ως ψυχαναλυτικά
ερμηνευόμενης ενστικτώδους παρόρμησης) στον "Λόγο" ως βεμπεριανά
εννοούμενη τεχνολογική και γραφειοκρατική ορθολογικότητα (Μαρκούζε).

124
Βιβλιογρ.: Guilford J.P., Creativity. Its measurement and development, στο "A
source book (or creative thinking", N.Y., 1962.- Scientific creativity, N.Y. - L., 1963.-
Barron Fr., Creativity and psychological health, Princeton, 1963.- Douglas J. H., The
genius ofeveryman: Discovering creativity.- Marcuse H., Eros and Civilization.
Boston. 1955.- Horkheimer M,- Adorno Т., Negative DialektiK, Frankfurt/Main,
1966.- Διεπιστημονική προσέγγιση της επιστημονικής δημιουργίας; Μόσχα,1990.

Iκανότητες.
Υπό την ευρεία έννοια είναι οι ψυχικές ιδιότητες του ατόμου οι οποίες ρυθμίζουν
τη συμπεριφορά του και συνιστούν υποκειμενικούς όρους της ζωής και της
δραστηριότητας του. Οι ικανότητες ενυπάρχουν δυνητικά στις μορφολογικές
δομές που έχουν προσαρμοσθεί για την εκτέλεση ορισμένης δραστηριότητας.
Με τη στενότερη έννοια, ως ικανότητες θεωρούνται οι ψυχικές ιδιότητες του
ανθρώπου που συγκροτούν ορισμένο σύμπλεγμα, το οποίο τον καθιστά κατάλληλο
για ορισμένο ιστορικά διαμορφωμένο είδος εργασιακής δραστηριότητας. Η
διαμόρφωση των ικανοτήτων προϋποθέτει την αφομοίωση από το άτομο των
τρόπων δραστηριότητας που έχει επεξεργασθεί η ανθρωπότητα στη διαδικασία
της ιστορικής της ανάπτυξης.
Οι έμφυτες ανατομικές και φυσιολογικές ιδιαιτερότητες του ατόμου συνιστούν
προϋποθέσεις ενδεχόμενης ανάπτυξης ορισμένων ικανοτήτων. Οι τελευταίες
διαμορφώνονται μέσω της ανάπτυξης ποικίλων δραστηριοτήτων στο σύνολο των
αλληλεπιδράσεων του ατόμου με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του. Η
ώριμη προσωπικότητα με τις ικανότητες της συνιστά "διάθλαση" του κοινωνικού
περιεχομένου μέσω της βιολογικής, της ψυχοφυσιολογίας ιδιαιτερότητας του
συγκεκριμένου ατόμου (ιδιοτυπία νευρικού συστήματος, ηλικία, φύλο κ.λπ.).
Η φιλοσοφική και ψυχολογική παράδοση που παραμένει δέσμια του ατομισμού
ερμηνεύει τις ικανότητες ως βιολογικά προκαθορισμένες, εξ ολοκλήρου
κληρονομικά μεταδιδόμενες και έμφυτες δυνάμεις. Στον αντίποδα της βρίσκονται
οι εξίσου μηχανιστικού χαρακτήρα απόψεις που προτάσσουν το (γεωγραφικό,
κοινωνικό κ.λπ.) περιβάλλον. Εξ ίσου άγονες είναι και οι απόπειρες
εκλεκτικίστικης συρραφής κληρονομικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Ο μονόπλευρος ως προς τις ικανότητες του άνθρωπος συνδέεται με τις
ανταγωνιστικές ιστορικές μορφές του υποδουλωτικού καταμερισμού της
εργασίας. Η ολόπλευρη ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου
συνδέεται με την ώριμη αναπτυγμένη αταξική κοινωνία (Μαρξ) (βλ. επίσης:
δημιουργικότητα, άνθρωπος, προσωπικότητα).

Ιδιοκτησία.
Είναι ο ιστορικά καθορισμένος τρόπος διάθεσης μεριδίων των αντικειμένων,
των μέσων της παραγωγής και της (ίδιας είτε ξένης) εργασίας. Η ιδιοκτησία
συνιστά το αποτέλεσμα της ιδιοποίησης. Είναι δηλαδή οι σχέσεις που
διαμορφώνονται στη διαδικασία, στην πορεία της οποίας εντοπίζεται η
πραγματική δυνατότητα (ικανότητα) του ανθρώπου να διαθέτει όπως αυτός κρίνει
μέρος των προϊόντων, των μέσων παραγωγής και να εκπληρώνει τη μία είτε την
άλλη εργασία.
Η ιδιοκτησία (η διανομή, η ιδιοποίηση) ως "σχέσεις παραγωγής" είναι ένα
πλέγμα σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, είναι αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων
αναφορικά με τα αντικείμενα, τα μέσα της παραγωγής, την ίδια την εργασία και
τα προϊόντα της εργασίας. Η ιδιοκτησία επί των τελικών προϊόντων της
παραγωγής (επί των αντικειμένων που μπορούν να ικανοποιήσουν τις βιολογικές
κ.λπ. ανάγκες), η διανομή και ιδιοποίηση τους είναι σε τελευταία ανάλυση
απότοκες της ιδιοκτησίας επί του παραγωγού, επί των μέσων παραγωγής και επί

125
της ίδιας της εργασίας, της διανομής και ιδιοποίησης τους. Συνεπώς, η διαδικασία
της παραγωγής συνιστά την κυρίαρχη στιγμή των ιδιοκτησιακών σχέσεων, η
διανομή των συστατικών στοιχείων της παραγωγής συνιστά τον βαθύτερο πυρήνα
των εν λόγω σχέσεων.
Ο τρόπος, ο χαρακτήρας της εργασίας, της παραγωγής, συγκροτούν το
εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων για την πραγματοποίηση ιστορικά συγκεκριμένων
σχέσεων ιδιοκτησίας. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας καθορίζονται προπαντός από τον
χαρακτήρα της εργασίας εκείνης η οποία διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη
συνολική εργασία ορισμένης κοινωνίας, και ιδιαίτερα από τον χαρακτήρα των
μέσων παραγωγής αυτής της εργασίας, επομένως και του υποκειμένου που αυτά
απαιτούν (ατομικού, μερικού, κοινωνικού).
Στην ιστορία ανάπτυξης της ανθρωπότητας παρατηρούνται τρεις κυρίως τύποι
ιδιοκτησίας: πρωτόγονη κοινοτική, ιδιωτική και καθαυτή κοινωνική. Η πρωτόγονη
κοινοτική ιδιοκτησία δεν συνιστά κυριολεκτικά ιδιοκτησία, δεδομένου ότι κατά
την πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας οι σχέσεις παραγωγής δεν είναι ακόμα
διακριτές από τις φυσικού (βιολογικού κ.λπ.) χαρακτήρα σχέσεις. Η διαμόρφωση
της ανθρώπινης κοινωνίας συνδέεται με τον ταξικό ανταγωνισμό και την ιδιωτική
ιδιοκτησία. Στην αρχική περίοδο διαμόρφωσης της κοινωνίας (δουλοκτητικός
σχηματισμός), η ιδιωτική ιδιοκτησία έχει μεν εμφανισθεί, αλλά υφίσταται και
αναπτύσσεται κυρίως στη βάση φυσικής προέλευσης μέσων παραγωγής (στα οποία
συγκαταλέγεται και μέρος των ανθρώπων), παραμένει υποταγμένη στην κοινοτική
ιδιοκτησία επί της γης. Η δεύτερη περίοδος διαμόρφωσης της κοινωνίας
(φεουδαρχικός σχηματισμός) συνδέεται με την ανάπτυξη της μεγάλης ιδιωτικής
ιδιοκτησίας σε βάση η οποία δεν της αντιστοιχεί, στη βάση της γης ως φυσικής
προέλευσης μέσου παραγωγής και ως εν μέρει ιδιοκτησία επί του ανθρώπου
(δουλοπαροικία). Κατά την τρίτη περίοδο διαμόρφωσης της κοινωνίας
(κεφαλαιοκρατία). η ιδιωτική ιδιοκτησία αποκτά τη βάση που της αντιστοιχεί: τα
παρηγμένα μέσα παραγωγής. Εδώ είναι που μορφοποιείται και συστηματοποιείται
η ιδεατή - συνειδησιακή, δηλαδή η νομική πλευρά της ιδιοκτησίας (αν και
ανακύπτει από την κλασική αρχαιότητα) ως διακριτή από την υλική - οικονομική.
Η καθ' αυτό ανάπτυξη της κοινωνίας, η ώριμη, η αταξική κοινωνία, συνδέεται
με την άρση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ωστόσο ο βαθμός ανάπτυξης του
κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας που συνιστά ικανό όρο για την κατάργηση
της ιδιωτικής ιδιοκτησίας δεν ταυτίζεται με τον αναγκαίο για την εγκαθίδρυση
της καθ' αυτό κοινωνικής ιδιοκτησίας βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού
χαρακτήρα της εργασίας. Κατά το γίγνεσθαι της αταξικής κοινωνίας, η διεύρυνση
και εμβάθυνση της κοινωνικής ιδιοκτησίας πραγματοποιείται επί εκείνων των
μέσων παραγωγής κατά τη χρήση των οποίων ο κοινωνικός χαρακτήρας της
εργασίας συνιστά τεχνική αναγκαιότητα. Οι παρεκκλίσεις από αυτό το κριτήριο
(μέτρο) οδηγούν σε διάσταση μεταξύ τυπικής (νομικής, πολιτικής κ.λπ.) και
ουσιαστικής κοινωνικοποίησης και σε παλινορθωτικές παλινωδίες (βλ. επίσης:
εργασία, αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, παραγωγικές
δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής, τρόπος παραγωγής, ιστορικός υλισμός, βάση και
εποικοδόμημα, δίκαιο).
Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Grundrisse, τόμ. Α', Αθήνα, 1989.του ίδιου, Το Κεφάλαιο,
τομ. 1-3, Σ. Ε,- Φ. Ενγκελς. Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής
ιδιοκτησίας και του κράτους, Αθήνα, Σ.Ε,- Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική της Ιστορίας,
Μόσχα, 1988.

Συμφέρον κοινωνικό ή υλικό.


Το καθοριζόμενο από την υλική κατάσταση, από τη θέση και τον ρόλο των

126
ανθρώπων στην παραγωγική σχέση προς τη φύση (εργασία, παραγωγή) και στις
"σχέσεις παραγωγής" (στο υλικό κοινωνικό περιβάλλον) αίτιο, το ενδότερο
κίνητρο των ανθρώπινων ενεργειών, της κοινωνικής δραστηριότητας και
συμπεριφοράς. Δεδομένου ότι τα μέρη της κοινωνίας και η κοινωνία συνολικά
συνιστούν ολότητες αμοιβαία μη αναγώγιμες και μη αναγώγιμες στα μεμονωμένα
άτομα (ούτε και στο άθροισμα τους), το αποκλειστικά ατομικό, το ομαδικό
(ταξικό, εθνικό κ.λπ.) και το πανανθρώπινο κοινωνικό συμφέρον είναι επίσης
αμοιβαία μη αναγώγιμα. Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ανάπτυξης της
κοινωνίας οι ανθρώπινες ενέργειες καθορίζονται από την ταυτότητα, τη διαφορά,
την αντίθεση, την αντίφαση και τον συσχετισμό των συμφερόντων ατόμων,
ομάδων και κοινωνίας συνολικά. Τα υλικά συμφέροντα καθορίζουν σε τελευταία
ανάλυση ως αναγκαιότητα τα εκάστοτε όρια της δράσης ατόμων, ομάδων και της
κοινωνίας συνολικά. Καθορίζουν δηλαδή το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων
δράσης, η μεν είτε η δε υλοποίηση των οποίων συνιστά ταυτόχρονα και αλλαγή
αυτής της αναγκαιότητας από τον άνθρωπο ως υποκείμενο με συνείδηση και
αυτοσυνείδηση. Τα συμφέροντα εμπεριέχουν σε ανηρημένη μορφή τις οργανικές
ανάγκες, τις ανάγκες και τους στόχους της παραγωγής και των σχέσεων
παραγωγής.
Δεδομένου ότι συνιστούν ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο φαινόμενο, τα
αντικειμενικά συμφέροντα -ιδιαίτερα στις ανταγωνιστικές κοινωνίες- δεν
συνειδητοποιούνται άμεσα από τους ανθρώπους. Η συνειδητοποίηση τους
προσκρούει στην αντικειμενική φαινομενικότητα, στον φετιχισμό και σε πληθώρα
αυταπατών, μυθευμάτων και ιδεολογημάτων, η υπέρβαση των οποίων προϋποθέτει
επαναστατική - μετασχηματιστική στάση έναντι της υφιστάμενης τάξης
πραγμάτων, αλλά. και επιστημονική - θεωρητική γνώση της κοινωνικής
αναγκαιότητας και νομοτέλειας. Βλ. επίσης: τάξεις κοινωνικές, ταξική πάλη,
συνείδηση κοινωνική.

Τάξεις κατεστημένες ή νομοκατεστημένες ή καταστάσεις (αγγλ. estate,


γερμ. Stand, γαλ. etat, ρωσ. soslovie).
Κατηγοριοποιήσεις του πληθυσμού των προκεφαλαιοκρατικών ταξικών
"κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών", στις οποίες υπερτερούν οι φυσικής
προέλευσης σχέσεις (δεσμοί αίματος, σχέσεις προς τη μετασχηματιζόμενη από την
ιδιωτική ιδιοκτησία κοινότητα). Με την εμφάνιση των ανταγωνιστικών τάξεων
αρχίζει ο μετασχηματισμός των φυσικής προέλευσης δεσμών (φυλών, γενών κ.λπ.).
'Όσο οι τελευταίοι δεν έχουν μετασχηματισθεί πλήρως, δεν συνυπάρχουν απλώς
μηχανικά, παράλληλα με τις δομούμενες βάσει της εκάστοτε κυρίαρχης μορφής
ιδιωτικής ιδιοκτησίας κοινωνικές τάξεις, αλλά είναι συνυφασμένοι με αυτές και
(στον βαθμό που διαφοροποιούνται από αυτές) αλληλεπιδρούν οργανικά. Οι
κατεστημένες και κληρονομικά διαβιβαζόμενες ιεραρχικές σχέσεις συγκροτούνται
βάσει των διατηρούμενων στην ταξική κοινωνία σε ανηρημένη (βλ. άρση),
μετασχηματισμένη (από τις σχέσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας) μορφή φυσικής
προέλευσης σχέσεων. Δεν είναι πολιτικού και δικαιικού χαρακτήρα μόρφωμα, παρά
το γεγονός ότι η ύπαρξη τους έχει και ορισμένη πολιτική - νομική έκφραση
(θεσμοθετημένα δικαιώματα, υποχρεώσεις, προνόμια, διακρίσεις, αποκλεισμοί,
οργάνωση, ιεραρχία, πολιτική εκπροσώπηση). Τα παραπάνω καθιστούν μάλλον
ανακριβή τον όρο "νομοκατεστημένη", αλλά και τις απόψεις π.χ. περί δεσπόζουσας
θέσης της πολιτικής και του δικαίου έναντι της οικονομίας επί δουλοκτησίας κ.λπ.
Οι κληρονομικά διαβιβαζόμενες κατεστημένες τάξεις δεν συνιστούν καθαρά
πολιτικού - νομικού χαρακτήρα μόρφωμα και για έναν επιπλέον λόγο: σε αυτές δεν
έχουν καταστεί πλήρως διακριτές μεταξύ τους η πολιτική - δικαιική πλευρά από
τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή συνιστούν εν πολλοίς συγκεχυμένο συγκρητικού

127
χαρακτήρα μόρφωμα. Μόνον επί κεφαλαιοκρατίας καθίστανται πλήρως διακριτές
όλες οι πλευρές της κοινωνικής ζωής (οικονομία, πολιτική, δίκαιο, μορφές
κοινωνικής συνείδησης), οπότε και κυριαρχεί πλέον η διαίρεση σε κοινωνικές
τάξεις, ενώ ο απόηχος των κατεστημένων ιεραρχικών δομών λειτουργεί (όπου
υπάρχει) ως "αταβισμός" συμβολικού μάλλον χαρακτήρα (αριστοκρατία, τίτλοι
ευγενείας, δυναστείες, μοναρχίες κ.λπ.). Βλ. επίσης: τάξεις κοινωνικές,
δουλοκτησία, φεουδαρχία.

Τάξεις κοινωνικές - πάλη των τάξεων.


Θεμελιώδης έννοια της κοινωνικής φιλοσοφίας (θεωρίας), η οποία επισημαίνει
τον τύπο διαφοροποίησης, ομαδοποίησης, ιεραρχίας, οργάνωσης και ένταξης
ατόμων και ομάδων στην κοινωνία, κατά τα στάδια εκείνα της ιστορίας της
ανθρωπότητας στα οποία δεσπόζει η διαφορά, η αντίθεση και η αντίφαση
"συμφερόντων κοινωνικών". Στα στάδια αυτά η κοινωνία διασπάται σε φορείς
διαφορετικών, αντιθέτων και αντιφατικών συμφερόντων και η ανάπτυξη της ως
ολότητας προωθείται σε τελευταία ανάλυση μέσω της διαπάλης των εν λόγω
φορέων, μέσω της διάσπασης και της σύγκρουσης, μέσω της αντιφατικότητας και
της πάλης των τάξεων.
Οι τάξεις διαφορίζονται και συγκροτούνται προπαντός στον πυρήνα της
κοινωνίας, στο εσωτερικό του κοινωνικού "τρόπου παραγωγής". Οι "σχέσεις
παραγωγής» καθορίζουν άμεσα το ποσόν και το ποιόν των καταναλωτικών
αγαθών που ιδιοποιείται ο κάθε άνθρωπος, τη θέση, τον ρόλο και τη σημασία των
ανθρώπων στη συνολική εργασία. H ύπαρξη των τάξεων συνδέεται με τον τύπο
εκείνο "καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας" που χαρακτηρίζεται από την
"αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας". Σημαντικό ρόλο
διαδραματίζει εδώ ο καθοριζόμενος από τα εμπράγματα συστατικά στοιχεία της
εργασίας (μέσα παραγωγής, αντικείμενο της εργασίας, τεχνική) χαρακτήρας της
εργασίας, ο οποίος μπορεί να επενεργεί ευεργετικά στην ανάπτυξη του ανθρώπου
είτε να είναι επιβλαβής (επαχθής, μονότονος, εξουθενωτικός κ,λπ.). Στη δεύτερη
περίπτωση υπερτερεί στην κοινωνία η τάση αποφυγής της εργασίας, η οποία τάση
μπορεί να ικανοποιείται για ελάχιστο μέρος μελών της κοινωνίας εις βάρος
κάποιων άλλων, γεγονός που προκαλεί εχθρικές σχέσεις αντιπαλότητας. Η
κυριαρχία του επιβλαβούς κ.λπ. χαρακτήρα της εργασίας συνδέεται με τις
ιστορικές βαθμίδες κατά τις οποίες υπερτερούν εργασιακές διαδικασίες με "μέσα
παραγωγής" που απαιτούν ως υποκείμενο της εργασίας μεμονωμένο άτομο ή μέρη
της κοινωνίας (και όχι το σύνολο της κοινωνίας). Τουναντίον, όπου και όταν
δρομολογείται η κυριαρχία της ευεργετικής επίδρασης της εργασίας στην
ανάπτυξη του ανθρώπου και η εργασία από καταναγκαστική ενασχόληση
μετατρέπεται σε ανάγκη, οι άνθρωποι δεν επιδιώκουν την αποφυγή της εργασίας.
Σε αυτή την περίπτωση πιθανότητες αντιφάσεων στο εργασιακό πεδίο συνδέονται
με την ύπαρξη επιδιώξεων των ανθρώπων για ορισμένου (ποσοτικά και ποιοτικά)
τύπου εργασία, οι οποίες υπερβαίνουν τις αντικειμενικές δυνατότητες της
κοινωνίας.
Από την άποψη των καταναλωτικών αγαθών, ιδιαίτερη σημασία για την ύπαρξη
των τάξεων έχει η δυνατότητα (ποσοτικά και ποιοτικά) ικανοποίησης των
(βιολογικών πρωτίστως) αναγκών των ανθρώπων. 'Όσο τα καταναλωτικά αγαθά
που παράγονται στην κοινωνία υπερβαίνουν το ελάχιστο όριο των αναγκών του
ανθρώπου, αλλά υπολείπονται κατά πολύ του βέλτιστου ορίου (βλ. μέτρο),
επικρατεί στην κοινωνία διαπάλη και εχθρικότητα, ενώ όταν ικανοποιούν το
βέλτιστο όριο εξαλείφονται και οι όροι αυτής της διαπάλης. Γενικά όπου και όταν
δεν επαρκούν για όλους τους αμοιβαία συσχετιζόμενους ανθρώπους οι
δυνατότητες πλήρους ικανοποίησης των αναγκών τους (βιολογικών αναγκών,
αναγκών του γένους, ανάγκης για εργασία), το σταθερό αποτέλεσμα της (ταξικής)

128
διαπάλης δεν είναι η εξίσωση της ιδιοποίησης και της διανομής, αλλά η
ικανοποίηση των αναγκών των μεν εις βάρος της ικανοποίησης των αναγκών των
δε.
Τότε η ικανοποίηση των αναγκών των δευτέρων είναι κατά κανόνα κατώτερη
από το επίπεδο ικανοποίησης που θα διασφάλιζε τυχόν εξίσωση, η ανάπτυξη των
μεν (μειονότητες της κοινωνίας) πραγματοποιείται εις βάρος της ανάπτυξης των
δε και επικρατούν σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η διαίρεση της
κοινωνίας σε τάξεις και η πάλη των τάξεων αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα της
διαδικασίας διαμόρφωσης της κοινωνίας και των σχέσεων παραγωγής που
συνδέονται με την ιδιωτική ιδιοκτησία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι τάξεις και η
πάλη των τάξεων είναι αποκλειστικά οικονομικού χαρακτήρα φαινόμενο, απλώς
και μόνο τύπος σχέσεων παραγωγής. Οι τελευταίες αλληλεπιδρούν ιδιότυπα σε
κάθε στάδιο της ανάπτυξης τους με την παραγωγική σχέση προς τη φύση και με
τις προϋποθέσεις της κοινωνίας με τον άνθρωπο ως βιολογική οντότητα.
Μετατρέπουν π.χ. την οικογένεια σε οικονομικό (και όχι απλώς βιολογικό) πυρήνα
της κοινωνίας, ο τύπος της οποίας συναρτάται με τον εκάστοτε ιστορικά
κυρίαρχο τύπο του υποκειμένου της εργασίας.
Από τη στενά κοινωνική σκοπιά οι τάξεις προβάλλουν κατ" εξοχήν από την
άποψη του γεγονότος ότι η θέση, ο ρόλος και η σχετική ενότητα της κατάστασης
των μελών τους στον κοινωνικό τρόπο παραγωγής εκδηλώνονται μέσω της
ομαλότητας του τρόπου ζωής των ατόμων που τις απαρτίζουν (μέσω της
ομοιότητας των συνθηκών εργασίας, παραγωγής και του τρόπου επίδρασης των
τελευταίων στα άτομα, στο "βιοτικό τους επίπεδο" κ.λπ.). Από αυτή τη σκοπιά η
ενότητα της τάξης προβάλλει μέσω της ομοιότητας των ζωτικών συμφερόντων
των ατόμων που την απαρτίζουν.
Όσο η παραγωγική σχέση προς τη φύση και οι σχέσεις παραγωγής εξετάζονται
ως αμετάβλητες στα πλαίσια ορισμένου "τρόπου παραγωγής", οι τάξεις
προβάλλουν στατικά και τα άτομα που τις απαρτίζουν ως απλοί φορείς των
σχέσεων παραγωγής (που διαφέρουν ως προς τη θέση, τον ρόλο κ.λπ.).. Στον
βαθμό που αποκαλύπτεται ότι η μεταβολή των σχέσεων παραγωγής, του τρόπου
παραγωγής, αλλά και της κοινωνίας συνολικά εξαρτάται από τους ανθρώπους, οι
οποίοι δεν είναι απλώς φορείς της εργασίας και των σχέσεων παραγωγής,
προβάλλει στο προσκήνιο το γεγονός ότι οι τάξεις απαρτίζονται από άτομα με
συνείδηση και αυτοσυνείδηση (προσωπικότητες), τα οποία ως υποκείμενα
(συλλογικά και ατομικά) αναπτύσσουν πολύπλευρη και πολυεπίπεδη
δραστηριότητα. Το κατ' εξοχήν πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού
είναι η πολιτική και η ιδεολογία (ιδιαίτερα επί κεφαλαιοκρατίας). Στην ταξική
κοινωνία όλες οι μορφές "συνείδησης κοινωνικής", οι κοινωνικές επιστήμες και η
φιλοσοφία χαρακτηρίζονται (ρητά είτε συγκαλυμμένα) από έντονη τοξικότητα,
παρά το γεγονός ότι συχνά προβάλλονται με το προσωπείο του "αντικειμενισμού",
της "ιδεολογικής και αξιολογικής ουδετερότητας", του "υπερταξικού", του
"εθνικού" κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και για το σύνολο του εποικοδομήματος (βλ. βάση
και εποικοδόμημα). Κυρίαρχη ιδεολογία της ταξικής κοινωνίας είναι (όπως
απέδειξε ο Μαρξ) η ιδεολογία της εκάστοτε άρχουσας τάξης, η οποία παράγεται
και αναπαράγεται άμεσα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων από τις κυρίαρχες
κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, ενώ συγκροτείται, συστηματοποιείται και
διαδίδεται από τους ιδεολόγους, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τη συνολική
θεσμικότητα αυτής της τάξης, σε διαρκή αντιπαλότητα με την ιδεολογία των
καταπιεζόμενων τάξεων.
Η θεωρητική εξέταση της ιστορίας αποδεικνύει ότι οι τάξεις αποτελούν
ιστορικά συγκεκριμένο φαινόμενο παροδικού χαρακτήρα. Οι ταξικές
εκμεταλλευτικές κοινωνίες ανακύπτουν από την προταξική πρωτόγονη κοινότητα
μαζί με την εμφάνιση της δυνατότητας σταθερής, διαρκούς παραγωγής ενός

129
πλεονάσματος, το οποίο υπερβαίνει τα άκρως απαραίτητα για τη διατήρηση της
βιολογικής ύπαρξης των μελών της κοινωνίας. Η ύπαρξη των τάξεων βρίσκει (και
θα βρίσκει) ιστορική "δικαίωση" όσο δεν γίνεται εφικτή η βέλτιστη ικανοποίηση
των βιολογικών αναγκών, αν όχι όλων, τουλάχιστον της πλειονότητας των μελών
της κοινωνίας.
Δεδομένου ότι οι ταξικοί "κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί" χαρακτηρίζουν τη
διαμόρφωση της κοινωνίας ως βαθμιαίο μετασχηματισμό των φυσικής προέλευσης
δεσμών σε κατ" εξοχήν κοινωνικούς, συνιστούν διαβαθμίσεις αλληλεπίδρασης
μετασχηματισμού της κοινότητας από την ιδιωτική ιδιοκτησία μέχρι την
ουσιαστική "άρση" της πρώτης, όταν η δεύτερη αποκτά αντίστοιχη του εαυτού
της βάση (κεφαλαιοκρατία), οπότε και οι τάξεις εμφανίζονται στην πλέον
ανεπτυγμένη, καθαρή μορφή τους.
Στη δουλοκτησία ο δούλος συνιστά ουσιαστικά αντικείμενο ("ομιλούν
εργαλείον"), ενώ οι φυσικής προέλευσης σχέσεις κυριαρχούν άμεσα και υπερτερούν
ποσοτικά: Η άμεσα κυρίαρχη βάση διαφοροποίησης των μελών της δουλοκτητικής
κοινωνίας είναι ο βαθμός και ο χαρακτήρας της σχέσης τους προς την φυσικής
προέλευσης συλλογικότητα προς την κοινότητα. Η διαίρεση π.χ. των πολιτών των
αρχαίων Αθηνών είτε της Ρώμης ως προς τον βαθμό των ελευθεριών
(δικαιωμάτων αντιπροσώπευσης, αρμοδιοτήτων κ.λπ.) πραγματοποιείται
ουσιαστικά με κριτήριο τον βαθμό της σχέσης προς την κοινότητα (φατρίες,
δήμοι, φυλές, πολίτες, μέτοικοι κ.λπ.). Επί δουλοκτησίας δεν υπάρχει σύμπτωση
μεταξύ "τάξεων κατεστημένων" (κληρονομικού χαρακτήρα δεσμοί αίματος προς
την κοινότητα) και κοινωνικών τάξεων: οι δούλοι εξαιρούνται από τις πρώτες, ενώ
οι δουλοκτήτες δεν συνιστούν ιδιαίτερη κληρονομική τάξη.
Επί φεουδαρχίας όσοι υφίστανται την εκμετάλλευση, για πρώτη φορά στην
ιστορία, εντάσσονται στη ζωή της κοινωνίας όχι μόνο ως μέσα παραγωγής, αλλά
και ως μέλη των σχέσεων παραγωγής. Εδώ γαιοκτήμονας και δουλοπάροικος
προβάλλουν ως ιδιότυπα παρακολουθήματα της γης και παρατηρείται γενικά
σύμπτωση μεταξύ κατεστημένων και κοινωνικών τάξεων, (ευγενείς - αγρότες).
Επί κεφαλαιοκρατίας δεν υπάρχουν πλέον φυσικοί δεσμοί μεταξύ ιδιοκτητών και
μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και δεν υφίσταται σωματική κατοχή (ο μη
ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής, ο εργάτης, δεν συνιστά πλέον κτήμα του ιδιοκτήτη,
αλλά διαθέτει για ορισμένο χρόνο την ικανότητα του προς εργασία, την εργασιακή
του δύναμη στον κεφαλαιοκράτη - αστό), γεγονός που εκφράζεται και ως νομική
ελευθερία (βλ. δίκαιο).
Στους δυο πρώτους ταξικούς σχηματισμούς η πάλη των κυρίως καταπιεζόμενων
τάξεων (παρά τον απεγνωσμένο συχνά χαρακτήρα των εξεγέρσεων δούλων και
δουλοπάροικων) δεν οδηγεί στον ανώτερο σχηματισμό. Η μετάβαση αυτή
πραγματοποιείται είτε με την καταλυτική επίδραση εξωτερικών επιδρομών (από
τη δουλοκτησία στη φεουδαρχία) είτε με ταξικούς αγώνες επικεφαλής των οποίων
είναι η εξωτερική ως προς την ουσία της φεουδαρχίας ανερχόμενη "αστική τάξη",
η οποία με την "αστική επανάσταση" οδηγεί στην κεφαλαιοκρατία- Τα δεδομένα
αυτά αποδεικνύουν ότι η πάλη των τάξεων, ως εκδήλωση της αντιφατικότητας
που διέπει την ιστορική νομοτέλεια, αποτελεί την "κινητήρια δύναμη της ιστορίας"
(Μαρξ), διεξάγεται σ' όλα τα επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό) και με
διάφορα επίπεδα συνειδητότητας (βλ. συνειδητό και αυθόρμητο). Κατά τον Μαρξ η
"εργατική τάξη" είναι νομοτελώς επιφορτισμένη με το ιστορικό καθήκον της
διεξαγωγής της "σοσιαλιστικής επανάστασης" μέσω της οποίας δρομολογείται η
μετάβαση στην αταξική κοινωνία. Η πάλη των τάξεων επί κεφαλαιοκρατίας
"παγκοσμιοποιείται" και, λόγω της ανισομερούς ανάπτυξης, παίρνει τη μορφή της
εκμετάλλευσης ασθενώς ανεπτυγμένων χωρών από τις ανεπτυγμένες. Με τις
πρώτες νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις μετατρέπεται και σε ανταγωνισμό
κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων.

130
Συχνά, κατά έναν άκρως αντιεπιστημονικό τρόπο, τίθεται υπό αμφισβήτηση η
θεωρητική και πρακτική σημασία της έννοιας των τάξεων, με την επίκληση του
περίπλοκου και της πολυμορφίας της διαστρωμάτωσης των σύγχρονων κοινωνιών.
Η ύπαρξη των τάξεων και της ταξικής διαπάλης διαπιστώθηκε από τους αστούς
ιστορικούς (A. Thiers, A. Thierry, Ρ. Ρ. G- Gu-izof) και οικονομολόγους (ιδιαίτερα A.
Smith και D. Ricardo).
Συστηματική θεωρητική εξέταση του θέματος παρατηρείται στον Κ. Μαρξ, ο
οποίος ανακάλυψε όπως επισημαίνει ο ίδιος:
1) ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται μόνο με ορισμένες ιστορικές φάσεις
ανάπτυξης της παραγωγής, 2) ότι η ταξική πόλη οδηγεί αναγκαστικά στη
δικτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η δικτατορία αυτή αποτελεί η ίδια μόνο τη
μετάβαση προς την εξάλειψη όλων των τάξεων και την αταξική κοινωνία". Στον Β.
!. Λένιν ανήκει ο συνοπτικός - χρηστικός ορισμός των τόξεων ως μεγάλων ομάδων
ανθρώπων διακρινόμενων μεταξύ τους "ως προς τη θέση τους σ' ένα ιστορικά
καθορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής, ως προς τη σχέση τους (που κατά
το μεγαλύτερο μέρος κατοχυρώνεται και μορφοποιείται σε νόμους) με τα μέσα
παραγωγής, ως προς τον ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και,
συνεπώς, και ως προς τους τρόπους κατανομής και το μέγεθος του μεριδίου του
κοινωνικού πλούτου το οποίο διαθέτουν. Οι τάξεις είναι ομάδες ανθρώπων, από τις
οποίες η μία μπορεί να ιδιοποιείται την εργασία της άλλης, εξαιτίας της
διαφορετικής τους δέσης στο συγκεκριμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής".
Στην κοινωνική θεωρία υπάρχει πληθώρα εγχειρημάτων συγκάλυψης, αποσιώπησης
και υποβάθμισης της πάλης των τάξεων. Ο λειτουργισμός λ.χ. αν αναφέρεται στην
ύπαρξη τάξεων, επικεντρώνει την προσοχή του στον εργαλειακό τους ρόλο, από
την άποψη της πρόσληψης και εκτέλεσης των προκαθορισμένων ρόλων που
διασφαλίζουν την ενσωμάτωση. Άλλοτε ανάγεται το πρόβλημα σε ταξινομικό με
κριτήριο το ύφος των εισοδημάτων, το γόητρο, τις προσδοκίες κ.λπ. (W. L. Warner,
Μ. Hatbwachs, L. Reissman κ.ά.) και υποβαθμίζεται σε αυθαίρετο νομιναλιστικό
παίγνιο κριτηρίων. Άλλοτε πάλι προτάσσεται κυνικά και απροκάλυπτα το συμφέρον
των κυρίαρχων τάξεων και η "χρησιμότητα" της εκμετάλλευσης (ρατσισμός, "ελίτ
θεωρίες", Η. Gans κ.ά.). Βλ. επίσης: αγρότες·, συνείδηση ταξική, επανάστα-ση
κοινωνική, εξέγερση, εξουσία, αντεπανά-αταση, κοινωνικο-οικονομικός
σχηματισμός, τάξεις κατεστημένες, τάξη "κάβ'εαυτήν" και "τάξη δι' εαυτήν".
αστική επανάσταση, σοσιαλιστική επανάσταοη, διεθνισμός.
Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς, Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος.- Κ.
Μαρξ, To Κεφάλαιο, τ. 1-3, Σ.Ε.- Β. Ι. Λένιν, Η μεγάλη πρωτοβουλία, "Άπαντα", Σ.Ε.,
τ. 39.- Fisenstadt S. Ν., Social differentiation and stratificaton, Illinois, 1971.- Π.
Παπαδόπουλος, Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Αθήνα,
1981.- EKKE, Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα, τόμ. Α-Β. Αθήνα, 1990.- Β. Α-
Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας, Μόσχα, 1988.

Περί πολέμου
Ο πόλεμος είναι εκείνο το κοινωνικο-πολιτικό φαινόμενο κατά το οποίο ασκείται
οργανωμένη ένοπλη βία (σύρραξη) μεταξύ κρατών, ανταγωνιστικών τάξεων και
εθνών (λαών) για την επιβολή πολιτικών στόχων και οικονομικών συμφερόντων,
Συνιστά συνέχιση της πολιτικής με αλλά μέσα (Κ. Κλαούζεβιτς, Β. 1. Λένιν). Κύριο
μέσο διεξαγωγής του πολέμου είναι οι ένοπλες δυνάμεις, ενώ χρησιμοποιούνται
επίσης οικονομικά, διπλωματικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά κ.ά. μέσα αγώνα.

131
Κατά κανόνα οι απολογητές του πολέμου επιχειρούν να τον παρουσιάσουν ως
εκδήλωση αιώνιων μύχιων ορμέμφυτων του ανθρώπου. Ωστόσο ο πόλεμος δεν
συνιστά προϊόν κάποιας ανορθολογικής και ενστικτώδους βιαίας τάσης της
ανθρώπινης φύσης. Είναι ιστορικό φαινόμενο που συνδέεται οργανικά με την
ιδιωτική ιδιοκτησία και τους ταξικούς ανταγωνισμούς, με τη χρήση ένοπλης βίας
για τη διασφάλιση και εδραίωση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας των
εκμεταλλευτών.
Οι συρράξεις μεταξύ προταξικών κοινοτήτων (φυλών και γενών) οφείλονταν
στην αδυναμία ικανοποίησης του ελάχιστου των αναγκών, που ωθούσε στην
αρπαγή τροφής, βοσκοτόπων και τόπων για κυνήγι και αλιεία. Σε αυτές τις
συρράξεις έπαιζε ρόλο και η εσωστρεφής απομόνωση των πρωτόγονων
κοινοτήτων και η συνδεόμενη με τους δεσμούς αίματος εκδικητική βία.
Ως παράγωγο και μορφή εκδήλωσης των κοινωνικών ανταγωνισμών, ο πόλεμος
πρωτοεμφανίστηκε ιστορικά στις πρώιμες ταξικές κοινωνίες με κύριο στόχο τη
ληστρική ιδιοποίηση δηλ. ως ασταθής μορφή εκμετάλλευσης. Από τότε ο πόλεμος
συνοδεύει με ποικίλες μορφές τις ταξικές – ανταγωνιστικές βαθμίδες της
ιστορίας.
Η κοινωνική ουσία και το ταξικό περιεχόμενο του πολέμου καθορίζονται από τον
χαρακτήρα της πολιτικής εκείνης συνέχιση της οποίας αυτός συνιστά. Η αστική
γεωπολιτική σεναριολογία, συγκαλύπτει εκ των πραγμάτων το ταξικό περιεχόμενο
του πολέμου. Εδώ τα μόνα υποκείμενα που προβάλλουν είναι τα όποια κρατικά
μορφώματα, συνασπισμοί κρατών και έθνη.
Επί κεφαλαιοκρατίας, και ιδιαίτερα στο ιμπεριαλιστικό της στάδιο, οι πόλεμοι
λειτουργούν ως μέσο εδραίωσης και αναδιαμόρφωσης συσχετισμών δυνάμεων σε
διεθνές επίπεδο ως μέσο διανομής και αναδιανομής παγκόσμιου πλούτου και
ισχύος (αρχικά αποικιών, αγορών, πρώτων υλών, σφαιρών επιρροής) και
αναπαραγωγής του παρασιτισμού των πολυεθνικών μονοπωλίων και των
ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών εις βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων.
Έτσι διαρκώς ανακύπτουν τοπικοί, περιφερειακοί και παγκόσμιοι πόλεμοι και
εγείρονται αξιώσεις επιβολής «νέας παγκόσμιας τάξης», όποτε τίθεται ζήτημα
επαναπροσδιορισμού και οριοθέτησης θέσεων και ρόλων στον παγκόσμιο
συσχετισμό δυνάμεων.
Κατά τον 20ο αι., η βαθμιαία απόσπαση χωρών από το παγκόσμιο
κεφαλαιοκρατικό σύστημα (μέσω νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων,
εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιοκρατικών κινημάτων) και η συνακόλουθη
συρρίκνωση των ορίων εκτατικής ύπαρξης της κεφαλαιοκρατίας,
επαναπροσδιορίζει διαρκώς τους διεθνείς συσχετισμούς, εισάγοντας και το
στοιχείο του στρατιωτικού ανταγωνισμού κοινωνικοοικονομικών συστημάτων.
Έτσι ανέκυψε ο «ψυχρός πόλεμος».
Η ήττα του σοσιαλισμού στα τέλη του 20ου αι. και η επικράτηση καθεστώτων
κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης σε αυτές τις χώρες, δημιούργησε εκ των
πραγμάτων νέους όρους εκτατικής και εντατικής αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου
κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αναδεικνύοντας περισσότερο τις εσωτερικές
αντιφάσεις του και τις εμπόλεμες προεκτάσεις τους.
Η πορεία της ανθρωποκοινωνιογένεσης δρομολογείται από το ζωικό βασίλειο.
Εάν θεωρήσουμε την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας ως πορεία εμφάνισης,
διαμόρφωσης και ανάπτυξης του κοινωνικού τρόπου παραγωγής
(διαμεσολαβημένης επενέργειας των ανθρώπων στη φύση για την ικανοποίηση των
αναγκών τους), ως διαφόρων επιπέδων κοινωνικά διαμεσολαβημένη ανταλλαγή
ύλης με τη φύση (μεταβολισμό) και αντίστοιχων με αυτά τα επίπεδα σχέσεων
μεταξύ των ανθρώπων, οι ταξικοί ανταγωνισμοί, - ακραία εκδήλωση των οποίων
είναι και ο πόλεμος, -προβάλλουν ως σαφής ένδειξη του γεγονότος ότι η
ανθρωπότητα δεν έχει περάσει στην «αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία» (Κ. Μαρξ).

132
Οι άνθρωποι είναι ακόμα έρμαια του αγώνα για επιβίωση, και ως «κοινωνικά
ζώα» ανταγωνίζονται αλλήλους (σε ατομικό, ομαδικό, ταξικό, εθνικό, συμμαχικό
κ.ο.κ. επίπεδο) στα πλαίσια μίας ριζικά τροποποιημένης μεν, αλλά ακόμα
ανυπέρβλητης φυσικής επιλογής. «Ο Δαρβίνος δεν ήξερε τι σκληρή σάτιρα έγραφε
για την ανθρωπότητα … όταν αποδείκνυε ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός, ο
αγώνας για την ύπαρξη, που οι οικονομολόγοι τον εξυμνούν σαν την ανώτερη
κατάκτηση της ιστορίας, είναι η κανονική κατάσταση του ζωικού βασιλείου»
(Ένγκελς, 1984:17-18). Αλλά εξ’ αιτίας ακριβώς αυτού του ανταγωνισμού, οι
περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής και η τεράστια καταστροφική ισχύς
των εν πολλοίς ανεξέλεγκτων και αυτόνομων οπλικών συστημάτων που βρίσκονται
στη διάθεση αδίστακτων και απρόσωπων μηχανισμών, είναι σε θέση να
προσθέσουν και τον homo sapiens στον μακρύ κατάλογο των ειδών που
εξαφανίσθηκαν. Και τότε θα εξαφανισθεί και κάθε μορφή ζωής από το φλοιό του
πλανήτη (Μπιτσάκης, κ.ά.).
Η πολεμική δυνατότητα μαζικής αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας συνιστά
αντεστραμμένη (αρνητική) μορφή των υφιστάμενων και μελλοντικών
δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας. «Μόνο η συνειδητή οργάνωση της
ανθρώπινης παραγωγής, όπου η παραγωγή και η κατανομή θα πραγματοποιούνται
σχεδιασμένα, μπορεί να υψώσει την ανθρωπότητα πάνω από το ζωικό κόσμο από
τη σκοπιά της κοινωνικής ζωής με τον ίδιο τρόπο που η παραγωγή ανύψωσε την
ανθρωπότητα από την αυστηρά βιολογική άποψη. Η ιστορική εξέλιξη κάνει από
μέρα σε μέρα πιο απαραίτητη μια τέτοια οργάνωση, αλλά και πιο
πραγματοποιήσιμη. Απ’ αυτήν θ’ αρχίσει μια νέα εποχή της ιστορίας, όπου το ίδιο
το ανθρώπινο γένος και μαζί του όλοι οι κλάδοι της δραστηριότητάς του, και
ιδιαίτερα οι φυσικές επιστήμες, θα γνωρίσουν μια πρόοδο που θα επισκιάσει
οτιδήποτε προηγούμενο» (Ένγκελς, 1984: 18).
Η μετάβαση της ανθρωπότητας σε άλλου τύπου ανάπτυξη, στην ενοποιημένη
αταξική κοινωνία, δεν είναι μία από τις πιθανές επιλογές του μέλλοντος, αλλά η
μοναδική εναλλακτική λύση για την ίδια την ύπαρξη και ανάπτυξή της. Η
μετάβαση αυτή θα άρει διαλεκτικά τη συσσωρευμένη χειραγωγική και
καταστροφική δύναμη και θα την μεταστρέψει σε δημιουργική δύναμη ολόπλευρης
χειραφετητικής πολιτισμικής δραστηριότητας.

Βάση και εποικοδόμημα


Θεμελιώδεις κατηγορίες της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας (βλ.
ιστορικός υλισμός), στις οποίες αντανακλάται η δομή ενός οικονομικού κοινωνικού
σχηματισμού και η νομοτελής διαλεκτική συνάρτηση και αλληλεπίδραση μεταξύ
των παραγωγικών, οικονομικών σχέσεων και του συνόλου των υπόλοιπων σχέσεων.
Ο εισηγητής του εν λόγω ζεύγους κατηγοριών Κ. Μαρξ όρισε ως εξής τη μεταξύ
τους σχέση: «Στην κοινωνική παραγωγή της ύπαρξης τους, οι άνθρωποι συνάπτουν
καθορισμένες, αναγκαίες και ανεξάρτητες από τη θέληση τους σχέσεις· οι σχέσεις
αυτές παραγωγής αντιστοιχούν σε ένα δεδομένο βαθμό ανάπτυξης των υλικών
παραγωγικών δυνάμεων. Το σύνολο των σχέσεων αυτών σχηματίζει την οικονομική
δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία αντιστοιχούν
ορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης» (από τον Πρόλογο στην Κριτική της
πολιτικής οικονομίας, 1859). Κατά τον Β. Ι. Λένιν, οι εν λόγω κατηγορίες
αντανακλούν τη διάκριση μεταξύ «υλικών» και «ιδεολογικών» κοινωνικών
σχέσεων, οι πρώτες από τις οποίες διαμορφώνονται ανεξάρτητα από τη θέληση
και τη συνείδηση του ανθρώπου.
Το περιεχόμενο αυτών των κατηγοριών εκφραζόταν κατ' εξοχήν ιδεαλιστικά με
τις έννοιες της κλασικής αστικής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας: «κοινωνία
των ιδιωτών», «κράτος».
Οι άνθρωποι ως υποκείμενα αποτελούν τα ενεργά «συστατικά στοιχεία» των

133
υλικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν επιδίδονται απλώς στην υλοποίηση των
δυνατοτήτων αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες υπάρχουν
ανεξάρτητα από αυτούς, αλλά η ίδια η δραστηριότητα τους, η ίδια η
αυτοπραγμάτωση τους αποτελεί ταυτόχρονα μια διαδικασία αλλαγής των υλικών
κοινωνικών σχέσεων. Αποτελεί δηλαδή η δραστηριότητα τους μια χρησιμοποίηση
των διαθέσιμων αντικειμενικών δυνατοτήτων αλλαγής, η οποία δημιουργεί συνάμα
δυνατότητες αλλαγής των υλικών κοινωνικών σχέσεων. Κατ' αυτό τον τρόπο,
εποικοδόμημα είναι η δραστηριότητα των ανθρώπων η οποία κατευθύνεται από
την κοινωνική συνείδηση και συμπεριλαμβάνει (εκτός της κοινωνικής συνείδησης
και) τη συνένωση, την οργάνωση των ανθρώπων ως υποκειμένων, καθώς και τα
υλικά μέσα πραγματοποίησης αυτής της δραστηριότητας (πολιτική - νομική
θεσμικότητα, μέσα παρεμβατισμού, καταστολής κ.λπ.). Το εποικοδόμημα αυτό
υψώνεται πάνω από τις κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, που ως οικονομική βάση
κυρίως καθορίζουν, προσδιορίζουν το εποικοδόμημα, το οποίο, ωστόσο, με κανέναν
τρόπο δεν μπορεί να αναχθεί στην οικονομική βάση. Το εποικοδόμημα ως προς τις
πράξεις και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι είναι υλικό. Όμως, σε
αντιδιαστολή με τις υλικές παραγωγικές σχέσεις, οι σχέσεις του εποικοδομήματος,
ως όλου, διαμορφώνονται διαμέσου της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται
από αυτήν κατά τη λειτουργία τους.
Η εξέταση του εποικοδομήματος συνολικά μας επιτρέπει να εξετάσουμε την
ενότητα κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι μέσα στη διαφορά τους. Το
εποικοδόμημα από την άποψη της ιδιαιτερότητας του σε σύγκριση με την
κοινωνική συνείδηση χρησιμεύει για την αντίστροφη υλική επενέργεια της
κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό Είναι.
Η διάκριση μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος εκδηλώνεται σε καθαρή μορφή
επί κεφαλαιοκρατίας, όπου όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου προβάλλουν από
την άποψη της διαφοράς, της αντίθεσης τους. Το εν λόγω γεγονός αντανακλάται
έντονα και στον χαρακτήρα των σχετικών μαρξικών ορισμών, οι οποίοι φέρουν την
ανεξίτηλη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατικής βαθμίδας της ανάπτυξης της
κοινωνίας. Με αυτό συνδέονται και οι δυσκολίες που προκύπτουν από τη μηχανική
αναζήτηση του περιεχόμενου των εν λόγω κατηγοριών σε όλες τις
προκεφαλαιοκρατικές βαθμίδες της κοινωνικής ανάπτυξης. Στις μετέπειτα
επεξεργασίες - ερμηνείες της μαρξικής θεωρίας παρατηρήθηκαν τάσεις
μηχανιστικής αναγωγής του εποικοδομήματος στη βάση (βλ. αναγωγισμός,
μηχανιστική αντίληψη, οικονομικός υλισμός, τεχνοκρατία), αλλά και
βουλησιαρχικής, υποκειμενιστικής (βλ. βουλησιαρχία, υποκειμενισμός)
υπερεκτίμησης του ρόλου του εποικοδομήματος. Ιδιοτυπία παρουσιάζει η ερμηνεία
του Λ. Αλτουσέρ με τις επιρροές που έχει δεχθεί από τον δομισμό.
Βιβλιογρ.: Κ. Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του
Δικαίου, Παπαζησης, Αθήνα, 1978.του ιδίου: Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας,
θεμέλιο, Αθήνα, 1978.- Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς, Η Γερμανική ιδεολογία, τόμ. 1-2,
Gutenberg, Αθήνα. 1979,- Μ. Harneker, Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού.
Παπαζησης, Αθήνα,1976.

134
Εξουσία (από το "έξεστι" = επιτρέπεται, είναι δυνατόν).
Όρος της κοινωνικής θεωρίας που δηλώνει την ικανότητα (ισχύ) και τη
δυνατότητα ορισμένων ατόμων, ομάδων είτε συνολικά της κοινωνίας να
διαμορφώνουν, να προωθούν και να επιβάλλουν τα συμφέροντα τους (προπαντός
υλικά, οικονομικά) ως συγκεκριμένη βούληση, να επιδρούν σε ορισμένα πεδία της
κοινωνικής ζωής, έτσι ώστε να προσανατολίζουν και να υποτάσσουν
δραστηριότητες, αντιλήψεις, συμπεριφορές κ.λπ. σύμφωνα με αυτά τα
συμφέροντα.
Η εξουσία είναι ένα σύνθετο πεδίο δραστηριότητας (πράξεων), κοινωνικής
συνείδησης (και αυτοσυνείδησης), κοινωνικών σχέσεων, οργανώσεων ανθρώπων
αλλά και υλικών μέσων του εποικοδομήματος (βλ. βάση και εποικοδόμημα), για τη
διασφάλιση (βίαια ή μη, κατασταλτικά ή συναινετικά) της υπαγωγής των
ανθρώπων στους κανόνες και στις φερόμενες ως γενικές κοινωνικές
στοχοθετήσεις του εκάστοτε (ιστορικά συγκεκριμένου) τύπου διοίκησης. Το
εξουσιαστικό φαινόμενο εδράζεται στην ύπαρξη ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης
και αντίφασης υλικών συμφερόντων μεταξύ ατόμων, μεταξύ ατόμων και
κοινωνίας, μεταξύ ατόμων και μέρους της κοινωνίας, μεταξύ μερών της κοινωνίας
(ομάδων, τάξεων"), μεταξύ μέρους της κοινωνίας και του συνόλου της κοινωνίας.
Η εξουσία ασκείται από τους εκάστοτε νικητές της παραπάνω διαπάλης και του
συσχετισμού δυνάμεων, τα υλικά συμφέροντα των οποίων επιβάλλονται και στους
ηττημένους ως κοινά κοινωνικά συμφέροντα. Στις ανταγωνιστικές ταξικές
κοινωνίες κύριο γνώρισμα της εξουσίας είναι οι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής.
Η καθαυτό πολιτική εξουσία διακρίνεται από τις υπόλοιπες μορφές της εξουσίας
(οικονομική, οικογενειακή, θρησκευτική κ.λπ.) και συγκροτεί σχετικά αυτοτελές
πεδίο επί κεφαλαιοκρατίας, οπότε παρατηρείται και η διάκριση των εξουσιών
(νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική), ενώ βαθμιαία εκλεπτύνονται και
εμπλουτίζονται τα μέσα και οι τρόποι άσκησης της (π.χ. ΜΜΕ). Ο φιλοσοφικός
στοχασμός εξέταζε την εξουσία από την αρχαιότητα (Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά.)
μέχρι τους νέους χρόνους (Μακιαβέλλι, Χομπς, Λοκ, γερμανική κλασική φιλοσοφία).
Ο Μαρξ ανέδειξε την ταξική ουσία του φαινομένου και προέβλεψε την εξαφάνιση
του με την εξάλειψη των τάξεων και τον μαρασμό του κράτους (βλ. επίσης:
Πολιτική, κράτος, διοίκηση, γραφειοκρατία, δημοκρατία, δικτατορία, τάξεις
κοινωνικές, δικτατορία του προλεταριάτου, Μ. Βέμπερ, Παρέτο, Πάρσονς, Λένιν).

Iεραρχία.
Τύπος δόμησης, διάρθρωσης των πολυεπίπεδων σύνθετων συστημάτων, που
διακρίνεται λόγω ορισμένης διάταξης και οργάνωσης των αλληλεπιδράσεων
μεταξύ ξεχωριστών επιπέδων (μερών, στοιχείων) ως προς την κατακόρυφη
διάσταση τους. Ιεραρχικές σχέσεις παρατηρούνται σε συστήματα χαρακτηριστικό
των οποίων είναι η λειτουργική και δομική διαφοροποίηση. Η διευρυμένη χρήση
της έννοιας συνδέεται με τη διάδοση της κυβερνητικής και της θεωρίας των

135
συστημάτων.
Η κοινωνική ιεραρχία συγκροτείται στις ταξικές κοινωνίες μέσω του
καταμερισμού εργασίας, μέσω της συνακόλουθης οικονομικής, κοινωνικής,
πολιτικής και πολιτισμικής διαφοροποίησης. Αφορά στη θέση, στις σχέσεις, στους
ρόλους και στους τρόπους ένταξης στην κοινωνία ατόμων και ομάδων. Η ιεραρχία,
ως μονόπλευρη κατά την κατιούσα κλίμακα διαβάθμιση ενεργητικότητας,
πρωτοβουλίας, ελευθερίας, πληροφορίας, γνώσεων, εξουσίας κ.λπ., χαρακτηρίζει
τη γραφειοκρατικοποιημένη διοίκηση. Παρά το γεγονός ότι παρατηρείται ως τάση,
σε διάφορους θεσμούς και ιστορικές συγκυρίες, η απόλυτη ιεραρχική δόμηση της
κοινωνίας είναι ανέφικτη, δεδομένου ότι είναι αδύνατο να αναχθεί ο άνθρωπος σε
παθητικό αντικείμενο (βλ. επίσης: σύστημα, δομή, τάξεις, πολιτική, ενσωμάτωση).

Χειραγώγηση (αγγλ. manipulation).


Σύστημα χειρισμών ιδεολογικής και κοινωνικοψυχολογικής επίδρασης, που
αποσκοπεί στην αλλαγή της σκέψης και της συμπεριφοράς των ανθρώπων εις
βάρος των συμφερόντων τους. Σε αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι συχνά δεν
γνωρίζουν ότι η κοσμοθεώρηση, οι ανάγκες, τα συμφέροντα και συνολικά ο τρόπος
ζωής τους εξαρτώνται από τους χειραγωγούς τους. Η προσωπικότητα
μετατρέπεται σε ενεργούμενο. Στις ανταγωνιστικές κοινωνίες ή χειραγώγηση
είναι αναπόφευκτο επακόλουθο των κυριαρχικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων
και συνδέεται με την αλλοτρίωση και τον φετιχισμό του εμπορεύματος. Συχνά
χρησιμοποιούνται επιτεύγματα της κοινωνικής ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας
στη μαζική προπαγάνδα, στη βιομηχανία θεάματος - ακροάματος και διαφήμισης,
με στόχο την επιβολή και υποβολή των αστικών αξιών και ιδεωδών, της
ψυχολογίας του καταναλωτισμού και των αντίστοιχων στερεοτύπων
συμπεριφοράς. Η πλέον "έντεχνη" χειραγώγηση δημιουργεί στον χειραγωγούμενο
την ψευδαίσθηση ότι "ο ίδιος νποφα1· σίζει και επιλέγει". Βλ. επίσης, υποκείμενο,
συνείδηση κοινωνική, τάξεις κοινωνικές.

Αυθεντία.
(γερμ. Autoritat, από το λατ. autoritas
= εξουσία, επιρροή).
Το αναμφισβήτητο κύρος, η σημασία και η επιρροή ενός προσώπου, ενός
συστήματος απόψεων, μιας κοινωνικής ομάδας, οργάνωσης, θεσμού κ.λπ. που
απορρέουν:
1) από το αξίωμα, τη θέση, το status κ.λπ. ή
2) από την παραδοχή του αποφασιστικού ρόλου του εν λόγω προσώπου,
συστήματος κ.λπ. στα πλαίσια συλλογικής συγκρότησης και δραστηριότητας.

136
Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μορφή άσκησης θεσπισμένης (τυπικής,
επίσημης) εξουσίας, η οποία διασφαλίζει τον έλεγχο των πράξεων και τον
συγκερασμό των συμφερόντων (συναίνεση) χωρίς την άμεση επίκληση
επιβράβευσης ή καταστολής. Στη δεύτερη περίπτωση πρόκειται για κατ' εξοχήν
άτυπη καταξίωση του ηγετικού ρόλου ενός υποκειμένου, το οποίο προβάλλει ως
ηθικό πρότυπο, διαθέτοντας υψηλό βαθμό αναφορικότητας (λειτουργώντας ως
σημείο αναφοράς για σύγκριση και καθοδήγηση συμπεριφοράς). Σε συνάρτηση με
το πεδίο αναφοράς διακρίνονται αυθεντίες πολιτικές, ηθικές, νομικές,
επιστημονικές κ.λπ.
Η αυθεντία είναι προϊόν της διεύρυνσης και εμβάθυνσης της οργανωτικής -
διοικητικής (βλ. διοίκηση, διεύθυνση) λειτουργίας. Σε διάφορες ιστορικές βαθμίδες
ανάπτυξης της κοινωνίας αποκτά διαφορετικό χαρακτήρα σε συνάρτηση με τον
καταμερισμό της εργασίας, τις ιδεολογικές αντιλήψεις, τις πηγές και τα κριτήρια
νομιμότητας της εξουσίας.
Κατά τον Χομπς, η «κυριαρχική αυθεντία» είναι ο μόνος τρόπος απαλλαγής από
την αναρχία, από τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Η αναρχική παράδοση (βλ. λ.
Μπακούνιν) απορρίπτει μηδενιστικά την ύπαρξη κάθε αυθεντίας, ταυτίζοντας την
τελευταία με το κράτος και την εξουσία, θεωρώντας την βουλησιαρχικά
γενεσιουργό αίτιο κάθε εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Οι Κ. Μαρξ και Φ. Ενγκελς
αναφέρθηκαν στον ιστορικό χαρακτήρα και την αναγκαιότητα της αυθεντίας σε
συνδυασμό με το πρόβλημα του καταμερισμού της εργασίας, της εξουσίας και της
διεύθυνσης, απορρίπτοντας τόσο τις απόλυτα αντιεξουσιαστικές τάσεις όσο και τη
λατρευτικού χαρακτήρα προσήλωση στην αυθεντία ως αντικοινωνικές. Ο Νίτσε
εισήγαγε μια κυνικά αντιφιλελεύθερη προάσπιση της αυθεντίας ως αναγκαίου
εργαλείου της ανορθολογικής «θέλησης για εξουσία», που αποτέλεσε μια από τις
θεωρητικές πηγές της ιδεολογίας του φασισμού. Ο Μ. Βέμπερ διέκρινε την
αυθεντία που βασίζεται στην παράδοση, συμπεριλαμβανομένων και άλλων
κριτηρίων (γνώσεις, ηλικία, θέση, βούληση κ.λπ.), στην ορθολογικά τεκμηριωμένη
νομιμότητα ή στο χάρισμα του πολιτικού ηγέτη με εξαιρετική επιρροή. Κατ' αυτό
τον τρόπο ταξινομεί τους τρόπους νομιμοποίησης της αυθεντίας σε:
παραδοσιακούς, ορθολογικούς και χαρισματικούς. Η αντίληψη περί ταξικής
ηγεμονίας και πολιτικής αυθεντίας αναλύεται από τους Β. Ι. Λένιν και Α. Γκράμσι.
Ο τελευταίος εντάσσει την εν λόγω προβληματική στην αντίληψη περί οργανικής
διανόησης.
Η αυθεντία εξετάζεται από την πολιτική φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την
κοινωνική ψυχολογία, την κοινωνιομετρία, την πολιτειολογία κ.λπ.
Βιβλιογρ.: Tessen - Wesierski F., Der Autoritatsbegriff in den Hauptphasen seiner
historischen Entwicklung, Paderborn, 1907.- Weber M.. Gesammalte aufsatze zur
Social und Wirtschaftgeschichte, Tubingen, 1924.- Lenk Kurt, Πολιτική
κοινωνιολογία, Παρατηρητής, Θεσ/κη, 1990 (βιβλιογραφία: σελ. 221-242).

Γραφειοκρατία.
Φαινόμενο της κοινωνικής ζωής το οποίο εννοείται ως:
1) το σύνολο της κοινωνικής (δημόσιας) oργάνωσης (διοίκησης) που

137
απορρέει από την ύπαρξη διαφορών, αντιθέσεων, αντιφάσεων και ανταγωνισμών
και συγκροτείται ως υλική θεσμικότητα (οργανωτική-διοικητική και πολιτική)
αλλοτριωμένου και αλλοτριωτικού χαρακτήρα.
2) το διοικητικό σύστημα το οποίο λειτουργεί με την βοήθεια
εξουσιαστικού μηχανισμού αποσπασμένου από την κοινωνία και επιβεβλημένου σε
αυτήν, που διαθέτει ειδικές λειτουργίες και προνόμια.
3) το κοινωνικό στρώμα των αμέσως εμπλεκόμενων στο προαναφερθέν
σύστημα ανθρώπων.
Οι θετικά είτε αρνητικά φορτισμένες αξιολογικές κρίσεις αναφορικά με
το εν λόγω φαινόμενο συχνά επισκιάζουν την θεωρητική προσέγγισή του. Όσο
υπάρχουν στην κοινωνία ουσιώδεις διαφορές, και αντιφάσεις (υλικών προπαντός)
συμφερόντων, συγκροτείται ένα πεδίο συσχετισμών, δυνάμεων και διαπάλης
δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην ανάδειξη, στην προώθηση και διασφάλιση
των συμφερόντων των εκάστοτε κυρίαρχων (ατόμων , ομάδων, τάξεων), οι οποίοι
επιβάλλουν τα ιδιοτελή συμφέροντα τους ως γενικά, καθολικά συμφέροντα του
συνόλου της κοινωνίας μέσω ενός οργανωτικού-διοικητικού, κανονιστικού και
πολιτικού μηχανισμού. Το πεδίο αυτό και ο μηχανισμός που το διέπει διακρίνεται
σε καθαρή μορφή στο κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα , οπότε η
πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο συνοδεύεται από την
γενικευμένη υπαγωγή του πολίτη στην γραφειοκρατική ιεραρχία της εξουσίας του
κεφαλαίου.
Βασικό χαρακτηριστικό της γραφειοκρατίας είναι η ιεραρχική δομή και ο
συγκεντρωτισμός, μέσω των οποίων παράγονται και αναπαράγονται
συγκεκριμένες σκοποθεσίες, στάσεις ζωής και συμπεριφορές. Γενική τάση αυτής
της δομής είναι η διχοτομία μεταξύ υποκειμένου (διοικούντων) και αντικειμένου
(διοικούμενων) της διοίκησης κατά την οποία το πρώτο θεωρείται ως
αποκλειστικός φορέας ενεργητικότητας, γνώσης, συνείδησης κλπ. Η ιεραρχία
εντός και υπό το πρίσμα του γραφειοκρατικού μηχανισμού, προβάλλει (και
εκλαμβάνεται από τους φορείς και από τους άκριτα εμπλεκόμενους σε αυτήν) και
ως ιεραρχία της (αναγόμενης σε φορμαλιστικά εννοούμενη πληροφορία) γνώσης
(βλ. Π.χ. το υπηρεσιακό απόρρητο, τη διαβάθμιση πληροφοριών κ.ο.κ.). Η
τελευταία δομείται με αλλεπάλληλους μετασχηματισμούς που υφίσταται η
πληροφορία ενώ διαβιβάζεται από τα κατώτερα κλιμάκια στα ανώτερα μέσω των
γραφειοκρατικών κανόνων, οδηγιών και στερεοτύπων πρόσληψης της, ώστε να
καταστεί συμβατή με την επίσημη «πραγματικότητα». Ο ιεραρχικά ανώτερος εξ’
ορισμού (θέσει) «γνωρίζει περισσότερα» και έτσι αντιμετωπίζεται σε αυτόν τον
μηχανισμό αλλεπάλληλων αναθέσεων (και αναλήψεων) αρμοδιοτήτων,
εξουσιοδοτήσεων και εκπροσωπήσεων κατωτέρων από τους ανώτερους (βλ.
Πατερναλισμός, κατάχρηση εξουσίας κλπ.). Η ιεραρχία εξουσίας και γνώσης
αμβλύνει την κριτική διάθεση, μυστικοποιείται και οδηγεί προοπτικά σε
λατρευτική νοοτροπία (βλέπε π.χ. «προσωπολατρία», μοναρχικές διαθέσεις κλπ.).
Ταυτόχρονα έχει την τάση να απορρίπτει από τον μηχανισμό ανθρώπους πιο
προικισμένους από τον προϊστάμενο, να μετατρέπει τον άνθρωπο σε εξάρτημα
(γρανάζι, ιμάντα μετάδοσης κίνησης) του μηχανισμού και τελικά να συνθλίβει την
προσωπικότητα (μια τάση υπαρκτή, πλην όμως ανέφικτη σε απόλυτο βαθμό, λόγω
της κλιμακούμενης αντίστασης και των ανατρεπτικών διαθέσεων που προκαλεί
στον βαθμό της γενίκευσης της).
Στο πλέγμα πρακτικών αυταπατών της γραφειοκρατίας η μορφή ( ο τύπος )
υποκαθιστά το περιεχόμενο, τα μέσα - το σκοπό. Το πλασματικό γενικό και
καθολικό (το δημόσιο, το κρατικό) συμφέρον, αποκομμένο αυτονομημένο και
επιβεβλημένο στο ειδικό, στο ατομικό κλπ. βιώνεται από τον γραφειοκράτη ως
ιδιωτική του υπόθεση και ανάγεται τελικά στον στενό ιδιοτελή ορίζοντα της

138
σταδιοδρομίας του ( βλέπε καριερισμός, προνόμια, νεποτισμός, διαφθορά κλπ.). Ο
κομφορμισμός, ο φορμαλισμός, η τυπολατρία, η στρεψοδικία και η αυθαιρεσία
γίνονται μόνιμα γνωρίσματα του γραφειοκράτη. Τα φαινόμενα αυτά επιτείνονται
με την τελειοποίηση των μηχανισμών χειραγώγησης ( καταστολής, συναίνεσης,
μέσων μαζικής ενημέρωσης κλπ.) και οξύνονται στο έπακρο στις ιστορικές
περιόδους κρίσης, παρακμής και σήψης κοινωνικό-οικονομικών συστημάτων, σε
βαθμό που να προσλαμβάνονται αντεστραμμένα ως γενεσιουργός αιτία αυτής της
σήψης ( θέση άκρως μονόπλευρη και αντιιστορική).
Όσο έντονες και αν γίνονται οι τάσεις αυτονόμησης και αυτοαναπαραγωγής της
γραφειοκρατίας, ο σκοπός, το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας της διοίκησης
ορίζονται πάντοτε έξω από τη σφαίρα της καθ’ εαυτώ διοίκησης ( προπαντός στην
σφαίρα της διαπλοκής παραγωγικών δυνάμεων- σχέσεων παραγωγής), η οποία από
τη σκοπιά του κοινωνικού όλου αποτελεί κατ’ εξοχήν μέσο για τους εκάστοτε
σκοπούς του. Γι’ αυτό άλλωστε οποιαδήποτε ουσιαστική αλλαγή ( πόσο μάλλον
ριζικός μετασχηματισμός και απονέκρωση) της διοίκησης είναι ανέφικτη
ιεραρχικά, στα πλαίσια (μεμονωμένων δομών, κλάδων, είτε συνολικά) του
υφιστάμενου γραφειοκρατικού μηχανισμού.
Στην ιστορία της κοινωνικής σκέψης παρατηρούνται δύο εσωτερικά
αλληλένδετες πλην όμως φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενες προσεγγίσεις της
γραφειοκρατίας: η τεχνοκρατική-εργαλειακή και η μυστικιστική ( δαιμονολογία
κλπ.). Κατά τον Χέγκελ η γραφειοκρατία συνιστά ενσάρκωση της απόλυτης ιδέας
και το κράτος «σκοπό εν εαυτώ». Ο Σεν Σιμόν είναι ο πρώτος που επεσήμανε τον
ρόλο της οργάνωσης στην ανάπτυξη της κοινωνίας, θεωρώντας ότι στις
οργανώσεις του μέλλοντος η εξουσία δεν θα κληροδοτείται και θα ασκείται από
ανθρώπους με ειδικές γνώσεις.
Ο Κ. Μαρξ, ιδιαίτερα στα νεανικά του έργα, ανέδειξε θεωρητικά τις νομοτέλειες
- τάσεις που διέπουν την ιεραρχία, εξουσίας - γνώσης της γραφειοκρατίας και τον
σε τελική ανάλυση καθορισμό της τελευταίας από την σφαίρα της παραγωγής.
Συστηματική πραγμάτευση της προβληματικής της γραφειοκρατίας βρίσκουμε
στον Μ. Βέμπερ ο οποίος διακρίνει ως θεμελιώδες γνώρισμα της την (τυπικό-
λογική) ορθολογικότητά της, την οποία θεωρεί ενσάρκωση της ορθολογικότητας
της κεφαλαιοκρατίας. Θεωρεί την γραφειοκρατική οργάνωση καθ’ όλα
προοδευτικό φαινόμενο, χαρακτηριστικό της «νόμιμης εξουσίας» (σε αντιδιαστολή
με την «χαρισματική» και την «παραδοσιακή») που επικρατεί λόγω της «καθαρά
τεχνικής υπεροχής της απέναντι σε κάθε άλλη μορφή οργάνωσης». Κατά τον
Βέμπερ η γραφειοκρατική οργάνωση είναι: α) αποδοτική, λόγω του αυστηρού
καταμερισμού αρμοδιοτήτων που παρέχει την δυνατότητα χρησιμοποίησης υψηλά
ειδικευμένων λειτουργών σε ηγετικές θέσεις, β) αυστηρά ιεραρχημένη εξουσία
(απαράκαμπτη τυπική ιεραρχική κλίμακα έλεγχο), γ) σύστημα γενικών και μόνιμων
κανόνων, γενικευμένης εφαρμοσιμότητας, δ) απρόσωπη και συναισθηματικά
ουδέτερη διοικητική δραστηριότητα, οι λειτουργοί της οποίας (αξιωματούχοι) δεν
προβάλλουν ως άτομα (ιδιώτες, ιδιοκτήτες κλπ.) αλλά ως φορείς κοινωνικής
εξουσίας (ο αποχωρισμός του φορέα της εξουσίας από τα μέσα άσκησης της
εξουσίας είναι κατά τον Βέμπερ ουσιώδες γνώρισμα του σύγχρονου δυτικού
κόσμου, παράλληλο με τον αποχωρισμό του φορέα της παραγωγής από τα μέσα
παραγωγής). Στις μετέπειτα προσεγγίσεις παρατηρείται μια τάση υιοθέτησης πιο
ρεαλιστικών μοντέλων της γραφειοκρατίας ως «φυσικού συστήματος» το οποίο
εμπεριέχει στοιχεία ορθολογικά και ανορθολογικά, τυπικά και άτυπα,
συναισθηματικά ουδέτερα και προσωπικά κλπ. Εκπρόσωποι αυτής της προσέγγισης
είναι οι Ρ. Μάικελεον, Σέλζνικ, Πάρσονς και ο Ρ. Μέρτον ο οποίος εισάγει στην
ανάλυση της γραφειοκρατίας την έννοια της δυσλειτουργίας. Ο Α. Γκόουλντνερ
διακρίνει δύο τύπους γραφειοκρατίας: την αντιπροσωπευτική και την αυταρχική. Ο
Β. Παρέτο θεωρεί βιολογικού χαρακτήρα την διαίρεση της κοινωνίας σε μία ελίτ

139
ικανή για διοίκηση και στον υπόλοιπο πληθυσμό. Ο Α. Γκράμσι εισάγει την έννοια
του οργανικού διανοούμενου ως κρίκου στην ηγεμονία της τάξης. Ο Τζ. Μπάρναμ
θεωρεί τα διευθυντικά στελέχη νέα κρατούσα τάξη, θέση την οποία
επαναλαμβάνουν οι Μ. Τζίλας, Τ. Κλιφ κ.ά. αναφορικά με την γραφειοκρατία των
σοσιαλιστικών χωρών. Ο Γκ. Λούκατς επισημαίνει τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα
της γραφειοκρατίας. Ο Γκαλμπραίηθ υπογραμμίζει ότι πραγματικός φορέας
εξουσίας της σύγχρονης κοινωνίας είναι η τεχνοδομή (τεχνοκρατικό σώμα της
γραφειοκρατίας). Ιδιαίτερα έντονη ήταν η προβληματική περί γραφειοκρατίας με
την σύγκρουση νεοφιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας αλλά και με την διάλυση-
κατάρρευση καθεστώτων που επεχείρησαν την οικοδόμηση εναλλακτικών της
κεφαλαιοκρατίας κοινωνιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
P. Blau, Bureaucrcy in Modern Society. New york,1956.S.N. Eisenstadt,
«Bureaucracy» στο Current Sociology,VII (2), 1958.M.Albrow, Bureaucracy .London,
1970. Nikos Mouzelis,Organization and Bureaucracy. London, 1967. Marx K. Kριτική
της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση,
1978. Φ. Ενγκελς. Η καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του
κράτους. Σ. Ε. Β.Ι. Λένιν. Κράτος και επανάστασης. Άπαντα ,τ.33. K. Lenk. Πολιτική
κοινωνιολογία. Θεσ\κη, Παρατηρητής, 1990. Hegel G.W.F.Grundlinien der
Philoslphie des Rechts oder Naturrecht und Staatswissenschaft im Grundrisse.
BERLIN, 1981. M. Weber. Βαικές έννοιες κοινωνιολογίας, Κένταυρος, Αθήνα, 1983.
Γ. Ρούση. Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία. Σ. Ε. Αθήνα, 1985. Μ. Djilas. Η Νέα Τάξις,
Αθήναι, εκδ. Καμαρινόπουλου, 1970. Γκαλμπραίηθ, Τ.Κ., Το νέο βιομηχανικό
κράτος, Αθήνα. Παπαζήσης. Μerton R.,(d.o.) (eds) , Reader in Bureaucracy,
Glencoe, 1952.

Δημοκρατία.
Μορφή πολιτεύματος της κοινωνίας, η οποία εδράζεται στην αναγνώριση της
κυριαρχίας του λαού. Η διακυβέρνηση του λαού αφ εαυτού του, βάσει των αρχών
της λαϊκής κυριαρχίας της ελευθερίας και της ισότητας των πολιτών. Η
δημοκρατία προϋποθέτει την παραδοχή της αρχής της υποταγής της μειοψηφίας
στην πλειοψηφία, την αιρετότητα των βασικών οργάνων της κρατικής εξουσίας,
την κατοχύρωση των δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών των πολιτών

140
καθώς και των όρων υλοποίησης των παραπάνω. Διακρίνονται οι θεσμοί της
αντιπροσωπευτικής (έμμεσης) δημοκρατίας (αιρετά όργανα και εκλεγόμενοι από
τον λαό αντιπρόσωποι, κοινοβούλια κλπ.), και της άμεσης δημοκρατίας, όπου ο
λαός ασκεί την υπέρτατη εξουσία απ’ ευθείας (δημοψηφίσματα, δημόσιες
συζητήσεις κρατικών υποθέσεων, δραστηριότητα κοινωνικών οργανώσεων,
αυτοδιοίκηση, αυτοδιαχείριση κλπ.).
Υπό την ευρεία έννοια η δημοκρατία αφορά τον τρόπο άσκησης διοικητικών
λειτουργιών σε οποιαδήποτε συγκροτημένη κοινωνική ομάδα, οργάνωση, θεσμό
κλπ. Πρόκειται για φαινόμενο ιστορικά παροδικού χαρακτήρα το οποίο
εμφανίσθηκε πρωταρχικά μαζί με την εμφάνιση σχετικά αυτονομημένων
διοικητικών μηχανισμών (βλ. κράτος, πολιτική εξουσία) στην πορεία της
βαθμιαίας διάλυσης των φυλών και των γενών, της πρωτόγονης κοινότητας.
Την άμεση πρωτόγονη κοινοτική αυτοδιοίκηση διαδέχεται η πολεμική
δημοκρατία της φυλής των προορατικών μορφωμάτων της ανθρωπότητας. Στην
αρχαία Ελλάδα η δημοκρατία των ελεύθερων πολιτών της πόλης κράτους
εναλλασσόταν στην εξουσία με την τυραννία και την δεσποτεία. Στην αρχαία Ρώμη
η δημοκρατία προϋπήρχε των μετέπειτα αυτοκρατορικών μοναρχικών
συστημάτων. Κατά τον μεσαίωνα διατηρήθηκαν δομές αυτοδιοίκησης, συντεχνίες
κλπ. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνωρίζει η δημοκρατία κατά τους νέους και νεώτερους
χρόνους στις αναπτυγμένες χώρες.
Η βαθμιαία ανάπτυξη της δημοκρατίας (και οι εναλλαγές της με άλλα
συστήματα διακυβέρνησης) συνδέεται με τα συγκεκριμένα ιστορικά επίπεδα
ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά, με το βαθμό
μετασχηματισμού των φυσικών δεσμών από τους κοινωνικούς και με τον βαθμό
διάκρισης των επιπέδων, των σφαιρών της κοινωνικής ζωής. Η μέγιστη διάκριση
και αυτονόμηση των σφαιρών της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής
επιτυγχάνεται στην τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσης της κοινωνίας, στον
κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, όπου η απουσία φυσικού
δεσμού μεταξύ ιδιοκτητών και μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής, η κατάργηση της
άμεσης ιδιοκτησιακής σωματικής εξάρτησης των μη ιδιοκτητών μέσων
παραγωγής από τους ιδιοκτήτες οδηγεί στην νομική ελευθερία (ισονομία) και στα
αστικά πολιτικά δικαιώματα. Η εύρυθμη λειτουργία αυτού του καθεστώτος σε
ειρηνική περίοδο, ως πεδίο επιβολής των όρων αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης
της κυρίαρχης αστικής τάξης, ως δήθεν καθολική ενοποιητική αρχή των
ανταγωνιστικών συμφερόντων μέσου του εκάστοτε συνδυασμού διακεκριμένων,
διαμεσολαβημένων (σε ποικίλους βαθμούς) και αλληλένδετων εξουσιών,
καταστολής και συναίνεσης, αποκλεισμού και συμμετοχής, αντιπροσώπευσης και
ανάθεσης (μετάθεσης) αρμοδιοτήτων, δικαιοδοσιών και εξουσιών, επιτρέπει την
ύπαρξη διαφόρων μορφών αστικής δημοκρατίας.
Η αστική δημοκρατία παραμένει πάντοτε τυπική, διακηρυσσόμενη και
ουσιαστικά μη εκπληρούμενη επαγγελία των ούτως η άλλως τυπικά αφηρημένων
αρχών της (ως άκρον άωτον), κατ’ αρχήν λόγω της θεμελιώδους ανταγωνιστικής
αντίφασης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, οικονομικά ισχυρών και ανίσχυρων. Το
όλο σύστημα διακυβέρνησης, ως διαπλοκή πολιτικών σχέσεων, ως μηχανισμός
άσκησης εξουσίας κλπ. (Βλ. γραφειοκρατία) παρά την τυπική θέσπιση της
συμμετοχής των πολιτών, αποκτά στην κεφαλαιοκρατία την μέγιστη αυτονόμηση
του, λειτουργώντας ως δύναμη αλλότρια και αλλοτριωτική για το μέγιστο μέρος
του πληθυσμού. Αυτό εκφράζεται και με την βαθμιαία ενίσχυση του ρόλου των
εκτελεστικών (σε μεγάλο βαθμό μη αιρετών) μηχανισμών έναντι των υπόλοιπων.
Τα φαινόμενα αυτά επιτείνονται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας.
Οι δυνατότητες παθητικοποίησης, χειραγώγησης και φθοράς συνειδήσεων
αυξάνονται με την λειτουργία των σύγχρονων μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνίας μέσω της άρσης των ανταγωνισμών, της

141
αντίθεσης πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, με την ενοποίηση των
σφαιρών της κοινωνικής ζωής και της ανθρωπότητας συνολικά θα ξεπεράσει μαζί
με την δημοκρατία και όλα τα πολιτεύματα, και την πολιτική συνολικά, ως μορφή
κοινωνικής συνείδησης και ως συγκρουσιακό πεδίο της ανθρώπινης
δραστηριότητας, συνδεδεμένο με μιαν ορισμένου τύπου ιστορικά παροδική μορφή
συγκρότησης της κοινωνίας. Ταυτόχρονα θα ξεπεράσει και τις εξωιστορικές και
αντιιστορικές αυταπάτες, που αναγορεύουν την δημοκρατία σε αξία αφ εαυτής,
παραδεχόμενες εμμέσως πλην σαφώς τις εκμεταλλευτικές σχέσεις που γενούν τα
πολιτεύματα (συμπεριλαμβανομένης και της δημοκρατίας) ως αιώνιες.
Μέχρι τότε όμως, μέχρι να εξαλειφθούν οι αντιφάσεις μεταξύ κυρίαρχων και
κυριαρχούμενων και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο αγώνας για
εκδημοκρατισμό, για εμβάθυνση και διεύρυνση τις ουσιαστικής εκπλήρωσης της
δημοκρατίας θα παραμείνει οργανικό στοιχείο της πάλης για χειραφέτηση και
κοινωνική πρόοδο.
Οι λέξεις δημοκρατία και δημοκρατείσθαι απαντώνται στον Ηρόδοτο (6,43),και
αναπτύσσονται νοηματικά από τους σοφιστές. Ο Πλάτωνας, όπως και
Αριστοτέλης, κρατούν μια γενικά κριτική και αρνητική στάση προς την
δημοκρατία. Ο Πλάτωνας θεωρεί ηθικότερο σύστημα το μεταξύ της
«αριστοκρατίας» και «ολιγαρχίας» (Πολιτεία ΥΙΙ 545,κ.εξ.).Ο Αριστοτέλης ταυτίζει
την δημοκρατία με την οχλοκρατία συγκαταλέγοντας την μαζί με την τυραννία
και την ολιγαρχία στα σαθρά πολιτικά καθεστώτα. O J.BODIN εισάγει την έννοια
του δημοκρατισμού («Έξη βιβλία περί δημοκρατίας»1576). Ο Μαρσίλιο ο
Παουδανός υποστηρίζει την διάκριση πολιτείας και εκκλησίας, νομοθετικής και
εκτελεστικής εξουσίας. Κατά τους νέους χρόνους η έννοια της δημοκρατίας
συνδέεται με τις κοινωνικο-φιλοσοφικές απόψεις περί φυσικού δικαίου, κοινωνικού
συμβολαίου, λαϊκής κυριαρχίας και τον διαφωτισμό. Κεντρικό θέμα του πολιτικού
στοχασμού του Τοκεβίλ(Tocgueyill)είναι η ιστορική γένεση, η ουσία και οι
προοπτικές της δημοκρατίας, την οποία εννοούσε ως αρχή κοινωνικής
συγκρότησης αντίθετη με την φεουδαρχική. Προφητικό χαρακτήρα είχε η κριτική
που άσκησε στον αστικό διοικητικό μηχανισμό στα μέσα του 19ου αιώνα, τον οποίο
αποκαλούσε «τυραννία» και «δημοκρατικό δεσποτισμό».
Οι Καρλ Μαρξ και Φ.Ενγκελς ανέδειξαν τον ιστορικό χαρακτήρα και τις
κοινωνικο-οικονομικές βάσεις της δημοκρατίας και επεξεργάσθηκαν την θεωρία
της δικτατορίας του προλεταριάτου (επαναστατικής δημοκρατίας ανώτερης από
κάθε αστικό πολίτευμα) ως αναγκαίου μέσου για την μετάβαση στην αταξική
κοινωνία. Ο Κάουτσκι και η δεξιά πτέρυγα της Β΄ Διεθνούς υιοθέτησαν ουσιαστικά
την υπερταξική και εξωιστορική αντίληψη περί «καθαρής δημοκρατίας». Ο Λένιν
κατέδειξε τον τυπικό υποκριτικό και φενακιστικό χαρακτήρα της αστικής
δημοκρατίας, τονίζοντας ότι με τον μαρασμό (απονέκρωση) του κράτους
μαραίνεται και η δημοκρατία καθώς και το ανεπίκαιρο και ανόητο της όλης
προβληματικής αναφορικά με την ταξική κοινωνία.
Το ζήτημα της δημοκρατίας εξετάζεται από την κοινωνική και πολιτική
φιλοσοφία, από την κοινωνιολογία, την κοινωνική ψυχολογία, την πολιτική
επιστήμη κλπ. Βλ. επίσης πολιτική, κράτος, διοίκηση, δίκαιο.

Αυθόρμητο (λατ. spontaneum, το αυθαίρετο,


το αυτόβουλο, το αυτόματο).

Χαρακτηρισμός διαδικασιών οι οποίες δεν ανακύπτουν από εξωτερικές


επιδράσεις, αλλά από εσωτερικά αίτια, ως αυτενέργεια. Στη φιλοσοφική σκέψη
συνδεόταν συχνά με την αυτοκίνηση της φύσης (Επίκουρος, Σπινόζα). Κατά τον
Λάιμπνιτς, το απόλυτα αυθόρμητο της κάθε μονάδας σχηματίζει ως σύνολο
μονάδων τον κόσμο της προκαθορισμένης αρμονίας. Η διαλεκτική φιλοσοφία το

142
ερμηνεύει ως αυτοκίνηση του πνεύματος (Χέγκελ) είτε ως αυτοανάπτυξη
εσωτερικά αντιφατικών αντικειμενικών φαινομένων (Μαρξ, Λένιν). Βλ. επίσης
συνειδητό και αυθόρμητο.
Υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία.
Η ενεργητικότητα του υποκειμένου (ατόμων, ομάδων, της κοινωνίας συνολικά)
που εκδηλώνεται σε διαφορά επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό,
οργανωτικό) και μορφές (ειρηνικές, βίαιες, μεταρρύθμιση, επανάσταση κ.λπ.) και
αποσκοπεί στην εδραίωση (παγίωση, διατήρηση, συντήρηση) ή στην αλλαγή
(ανάπτυξη ή οπισθοδρόμηση) των αντικειμενικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας. Η
διάκριση του υποκειμενικού παράγοντα έχει νόημα (θεωρητικό και πρακτικό) μόνο
σε συνδυασμό με τους εκάστοτε αντικειμενικούς όρους της ιστορίας της
ανθρωπότητας ως ολότητας, με τη νομοτέλεια που διέπει τη διαδικασία
εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας. Σε αντίθετη περίπτωση,
όταν δηλαδή ο εν λόγω παράγοντας εξετάζεται ως ξεχωριστός παράγοντας,
μηχανιστικό αλληλεπιδρών με πληθώρα άλλων παραγόντων, οδηγούμαστε στη
θετικιστική πλουραλιστική αντίληψη της "θεωρίας των παραγόντων" (Μ. Βέμπερ,
Γκ. Μόσκα κ.ά.), στην απόρριψη της αντικειμενικής νομοτέλειας που διέπει τα
κοινωνικά φαινόμενα και την ιστορία συνολικά και τελικά στην υιοθέτηση του
"υποκειμενικού ιδεαλισμού". Ο υποκειμενικός παράγοντας δεν δρα ως
αυθυπόοτατη, αυτοπροσδιοριζόμενη και άνευ όρων βουλησιαρχική σκοποθεσία (βλ.
σκοπός, σκοπιμότητα), αλλά συνιστά ιστορικά αναπτυσσόμενο φαινόμενο, το οποίο
εκδηλώνεται ιδιαίτερα έντονα όποτε εγείρεται στην ιστορία το ζήτημα της
αντικατάστασης ορισμένων "σχέσεων παραγωγής" από κάποιες άλλες. Η
διευθέτηση αυτού του ζητήματος ως υλοποίηση διαφόρων δυνατοτήτων τις οποίες
εμπεριέχουν οι παραγωγικές δυνάμεις δεν εξαρτάται μόνο από αντικειμενικές
προϋποθέσεις (οι τελευταίες είναι αναγκαίες πλην όμως ανεπαρκείς), αλλά και από
τις σκέψεις, τα αισθήματα και τις ενέργειες των ανθρώπων, οι οποίες
κατευθύνονται: 1) στη διατήρηση των υπαρχουσών σχέσεων παραγωγής, 2) στην
παλινόρθωση παλαιών, παρωχημένων, είτε 3) στην αντικατάσταση των
υπαρχουσών με νέες σχέσεις παραγωγής (και συνεπώς με ένα νέο
κοινωνικοοικονομικό σύστημα). Από αυτή την άποψη η εκάστοτε ιστορική συγκυρία
προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων (δυνητικών προοπτικών) του υποκειμενικού
παράγοντα. Ένα φάσμα διαρκώς διευρυνόμενο και περισσότερο διαμεσολαβημένα
εξαρτώμενο από τον καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση ρόλο των παραγωγικών
δυνάμεων. Βλ, επίσης: υποκείμενο, "λογική της ιστορίας'.

Επαναστατική κατάσταση.
Είναι ένας απαραίτητος (μαζί με ορισμένου επιπέδου ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής κ.λπ.) αντικειμενικός όρος
που προσδιορίζει τις δυνατότητες της κοινωνικής επανάστασης μέσω ενός
πλέγματος κρισιακών φαινομένων οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού
χαρακτήρα.
Κύρια γνωρίσματα της είναι, κατά τον Β. Ι. Λένιν, τα εξής:
1) αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν αμετάβλητη τη μορφή
κυριαρχίας τους με έκδηλη αντίθεση των κυριαρχούμενων σε ενδεχόμενη
παράταση της ισχύος αυτής της μορφής κυριαρχίας·
2) εξαιρετική επιδείνωση της ανέχειας και της δυστυχίας των καταπιεσμένων
τάξεων (απόλυτη είτε σχετική εξαθλίωση)·
3) σημαντική άνοδος της πολιτικής ενεργητικότητας των μαζών, οι οποίες
ωθούνται από την κρισιακή συγκυρία και από τη στάση των κυρίαρχων τάξεων σε
αυτοτελή ιστορική παρέμβαση.
Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές μεταβολές, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη

143
θέληση όχι μόνο ομάδων και κομμάτων αλλά και ολόκληρων τάξεων, είναι, κατά
τον Λένιν, ανέφικτη η εκδήλωση επανάστασης. Η βαθμιαία κλιμάκωση της
επαναστατικής κατάστασης, ως αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε εθνικό και
διεθνές επίπεδο, δεν οδηγεί αυτόματα σε νίκη μιας κοινωνικής επανάστασης αν
δεν συνοδεύεται από αντίστοιχους υποκειμενικούς όρους (μαχητική οργάνωση του
επαναστατικού υποκειμένου, θεωρητική θεμελίωση της στρατηγικής και τακτικής
του κ.λπ.) Η ανισομερής ανάπτυξη του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος
έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση επαναστατικών καταστάσεων αρχικά σε χώρες
με ασθενές ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης (στις οποίες συμπυκνώνονται με την
οξύτερη μορφή οι αντιθέσεις του), όπου οι δυνατότητες εδραίωσης και ανάπτυξης
των επαναστατικών αλλαγών είναι αντιστρόφως ανάλογες του επιπέδου
ανάπτυξης τους.

Επανάσταση κοινωνική
Κοινωνικό φαινόμενο το οποίο συνίσταται στη ριζική ποιοτική ανατροπή του
συνόλου της κοινωνικής και οικονομικής δομής, στη βίαιη και αλματώδη (βλ.
άλμα) κατάλυση της εξελικτικής συνέχειας ενός παρωχημένου και στην προώθηση
και εγκαθίδρυση ενός νέου, ανώτερου και προοδευτικού, κοινωνικού και
οικονομικού καθεστώτος είτε ενός νέου τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας. Η
κοινωνική επανάσταση είναι αναγκαίο και νομοτελές αποτέλεσμα της ταξικής
πάλης των δύο τελευταίων ανταγωνιστικών σχηματισμών και αποτελεί την
ανώτατη μορφή ταξικής πάλης. Ωστόσο η μετάβαση από τον δουλοκτητικό
σχηματισμό στον φεουδαρχικό και από τον τελευταίο στην κεφαλαιοκρατία δεν
πραγματοποιείται μέσωω της ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης της
βασικής τάξης, εκείνων που υφίστανται την εκμετάλλευση, παρά το γεγονός ότι
κατά την παρακμή των εν λόγω σχηματισμών οι εξεγέρσεις των δούλων και των
αγροτών αντίστοιχα συγκλόνιζαν τα υφιστάμενα καθεστώτα. Η εναλλαγή των
σχηματισμών, και στα δύο πρώτα στάδια διαμόρφωσης της κοινωνίας
(δουλοκτησία και φεουδαρχία), πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μέσω δυνάμεων
εξωτερικών, αν και η εσωτερική τους ανάπτυξη είναι που αποτελεί την
αναγκαιότητα και οι εξωτερικές δυνάμεις επενεργούν καταλυτικά σ' αυτή την
αναγκαία εσωτερική ανάπτυξη διαμέσου της τελευταίας. Στη μεν δουλοκτησία τον
ρόλο αυτής της εξωτερικής δύναμης διαδραματίζουν εξωτερικές προς αυτήν

144
δυνάμεις κοινωνιών που βρίσκονται στο στάδιο της διάλυσης της πρωτόγονης
κοινότητας, στη δε φεουδαρχία και πάλι εξωτερική ως προς την ουσία της
τελευταίας δύναμη (αστική τάξη κ.λπ.), η οποία όμως γεννάται από την εσωτερική
ανάπτυξη της φεουδαρχίας και πραγματοποιεί τις πρώτες κοινωνικές
επαναστάσεις (βλ. αστική επανάσταση). Κατ' εξοχήν κοινωνική επανάσταση και
ανώτατος τύπος κοινωνικής επανάστασης είναι η επανάσταση της εργατικής
τάξης, η σοσιαλιστική επανάσταση, ή επανάσταση δηλαδή της μιας από τις δύο
βασικές τάξεις της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Η κεφαλαιοκρατία εξαλείφεται
από μιαν εσωτερική για την ουσία της δύναμη που γεννάται από την εσωτερική
της ανάπτυξη. Κεντρικό ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης είναι το ζήτημα της
πολιτικής εξουσίας, η κατάκτηση της οποίας οριοθετεί και την κοινωνική
επανάσταση με τη στενή έννοια. Με την ευρεία έννοια κοινωνική επανάσταση είναι
η όλη διαδικασία μετάβασης από τον φεουδαρχικό κοινωνικό και οικονομικό
σχηματισμό στην κεφαλαιοκρατία, είτε από την κεφαλαιοκρατία προς την ώριμη
(αταξικού τύπου) ανάπτυξη της κοινωνίας, η οποία περιλαμβάνει ολόκληρες
ιστορικές εποχές και, ιδιαίτερα στη δεύτερη περίπτωση, παγκοσμιοποιείται. Κάθε
επαναστατική διαδικασία, ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια της, συνοδεύεται
νομοτελώς από την αντεπανάσταση ως ετερότητα της. Ο χαρακτήρας, οι μορφές,
η διάρκεια, το βάθος και το εύρος της κοινωνικής επανάστασης, εξαρτώνται
κυρίως από τους κοινωνικούς στόχους που θέτει, από τις κοινωνικές δυνάμεις που
συμμετέχουν σε αυτήν, αλλά και από την εκάστοτε περίπλοκη δυναμική του
συσχετισμού της με την αντεπανάσταση. Οι δυνατότητες εμφάνισης και
ανάπτυξης της κοινωνικής επανάστασης εξαρτώνται από μια σειρά αντικειμενικών
όρων (συμπεριλαμβανομένης και της επαναστατικής κατάστασης) και από τον
βαθμό ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα σε εθνική και διεθνή κλίμακα.
Στην ιστορία των προσεγγίσεων της επανάστασης παρατηρούνται δύο κύριες
τάσεις (εκτός από τις απροκάλυπτα αντεπαναστατικές): 1) εκείνων που θεωρούν
την επανάσταση ως αυτόματο αποτέλεσμα της εξέλιξης αντικειμενικών όρων και
βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων χωρίς την αποφασιστική παρέμβαση του
επαναστατικού υποκειμένου (βλ. π.χ. οικονομισμός, δογματισμός και
αναθεωρητισμός) και 2) εκείνων που θεωρούν την επανάσταση ως βουλησιαρχικού
χαρακτήρα διάβημα του υποκειμένου, άσχετα με τους υφιστάμενους
αντικειμενικούς όρους (βλ. π.χ. βουλησιαρχία, αναρχισμός, αριστερισμός). Οι Κ.
Μαρξ, Φ. Ένγκελς και Β. Ι. Λένιν επεξεργάσθηκαν τις βάσεις της διαλεκτικής και
υλιστικής προσέγγισης της επανάστασης αναδεικνύοντας τους αντικειμενικούς
της όρους, τις κινητήριες δυνάμεις και τον ιστορικό τους ρόλο. Επίγονοι των
ιδρυτών του μαρξισμού υιοθέτησαν μηχανιστικές, εξελικτικές και
μεταρρυθμιστικές θέσεις για την ανάπτυξη της κοινωνίας απαρνούμενοι σταδιακά
τον ρόλο της κοινωνικής επανάστασης (βλ. αυστρομαρξισμός, οικονομικός
υλισμός, Μπερνστάιν, Κάουτσκι κ.ά.). Στις αρχές του 20ού αι. η αστική σκέψη
εξετάζει την κοινωνική επανάσταση στα πλαίσια των κοινωνιολογικών
προσεγγίσεων της κοινωνικής αστάθειας και της κοινωνικής σύγκρουσης (Β.
Adams, Le Bon κ.ά.). Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 διαμορφώνεται
ολόκληρος κλάδος "κοινωνιολογίας της επανάστασης" (P. A. Sorokin, Λ.
Έντουαρντς, Τζ. Πίττι, F. Gross κ.ά.). Αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος της
κοινωνικής θεωρίας για την επανάσταση παρατηρείται στη δεκαετία του 1960. Οι
κυριότερες κατευθύνσεις εδράζονται στις θεωρίες των ελίτ, στις απόψεις περί
εκσυγχρονισμού και περί μαζικής κοινωνίας. Κατά τον Παρέτο η κοινωνική
επανάσταση είναι τρόπος "κυκλοφορίας των ελίτ". Ο αμερικανός πολιτειολόγος Σ.
Χάντικτον θεωρεί ότι η κοινωνική επανάσταση ευδοκιμεί στις κοινωνίες στις
οποίες υπάρχει χάσμα μεταξύ αυξανόμενου πολιτικού επιπέδου του πληθυσμού και
ανεπαρκούς επιπέδου εκσυγχρονισμού των πολιτικών θεσμών. Γενικά
παρατηρούνται τρεις βασικές προσεγγίσεις στην αστική κοινωνική θεωρία

145
αναφορικά με την κοινωνική επανάσταση: 1) στη βάση της πολιτικής και του
δικαίου (Arendt Η., Σ. Χάντικτον κ.ά.), 2) ψυχολογική, κοινωνικο-ψυχολογική (Le
Bon, P. Sorokin κ.ά.) και 3) κοινωνική- δομική (π.χ. περί "ισορροπίας" θεωρίες των
Β. Moore, C. I. Jonassen κ.ά.). Κοινό γνώρισμα των περισσότερων αστικών απόψεων
περί κοινωνικής επανάστασης είναι η άγνοια των ιστορικών νομοτελειών και η
απολυτοποίηση είτε η μονομερής ερμηνεία ξεχωριστών πλευρών της περίπλοκης
διαδικασίας της ανάπτυξης της κοινωνίας. Η επαναστατική διαδικασία εξετάζεται
απομονωμένη από την όλη κίνηση της κοινωνίας, ενώ αποσιωπούνται είτε
εξετάζονται μονόπλευρα οι κοινωνικο-οικονομικοί μετασχηματισμοί που αποτελούν
το κύριο περιεχόμενο της (βλ. επίσης: κράτος, εξουσία, δικτατορία του
προλεταριάτου).
Βιβλιογρ.: Β. Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, Απαντα, Σ.Ε., τ. 33.- Sorokin P.,
The sociology of revolution, New York, 1925.- Johnson Ch., Revolutionary change,
London, 1968.- Taylor S., Social science and revolutions, London -New York, 1984.

Αντεπανασταση.
Ο αντίποδας της επανάστασης, η αντίδραση που αποσκοπεί στην κατάπνιξη
ανερχόμενων επαναστατικών κινημάτων ή στην ανατροπή εδραιωμένων από την
επανάσταση κοινωνικών και οικονομικών καθεστώτων και, γενικά, στη διατήρηση
ή στην παλινόρθωση ιστορικά παρωχημένων καθεστώτων. Κάθε επαναστατική
διαδικασία, ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια της, συνοδεύεται νομοτελώς από την
αντεπανάσταση ως ετερότητα της. Σε καθαρή μορφή εμφανίζεται από την εποχή
που οι κοινωνικές επαναστάσεις αρχίζουν να διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο
στην ιστορία της κοινωνίας, δηλαδή από την εποχή των πρώιμων αστικών
επαναστάσεων (π.χ. μετά τη Μεταρρύθμιση και τον πόλεμο των Χωρικών στη
Γερμανία τον 16ο αϊ., στις Κάτω χώρες τον 16ο αϊ., στην Αγγλία τον 17ο αϊ. κ.λπ.).
Στον βαθμό που διεθνοποιείται η κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή
παρακολουθώντας την εμβέλεια των επαναστατικών διαδικασιών διεθνοποιείται
και η αντεπανάσταση (βλ. π.χ. την Ιερά Συμμαχία του 1815).
Ιδιαίτερη ένταση και έκταση χαρακτηρίζει την αντεπανάσταση που συνιστά τον
αντίποδα της σοσιαλιστικής επανάστασης, σε βαθμό που η επικράτηση της και η
δρομολόγηση κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης να συμπαρασύρει το σύνολο
σχεδόν των χωρών στις οποίες είχαν επικρατήσει σοσιαλιστικές επαναστάσεις.
Μετά την εδραίωση του νέου κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος, η
αντεπανάσταση ενισχύεται αξιοποιώντας ερείσματα, σε διεθνές και εθνικό
επίπεδο, από τις ηττημένες δυνάμεις, από τη δυσαρέσκεια που προκαλούν οι
δυσκολίες της αντιφατικής πορείας του νέου καθεστώτος, από τη διάσταση
μεταξύ κοινωνικών προσδοκιών και νέας πραγματικότητας, από κρισιακά
φαινόμενα - επακόλουθα της προτρέχουσας δυναμικής της επανάστασης και της
γραφειοκρατικοποίησης του νέου καθεστώτος, καθώς και από τις οικονομικές,
στρατιωτικές, ιδεολογικές, πολιτικές και ψυχολογικές πιέσεις που ασκεί ο διεθνής
περίγυρος (ιδιαίτερα σε συνθήκες κατά τις οποίες η αντίθεση επανάστασης-
αντεπανάστασης μορφοποιείται σε αντίπαλα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα) σε
παγκόσμια κλίμακα.
Οι μορφές της αντεπανάστασης ποικίλλουν:
από την ένοπλη αντίσταση, τον εμφύλιο πόλεμο, τα πραξικοπήματα, τις
συνωμοσίες, τη δολιοφθορά, την τρομοκρατία και την εξωτερική επέμβαση
(εξαγωγή αντεπανάστασης) μέχρι τις πιο εκλεπτυσμένες μορφές ιδεολογικής και
ψυχολογικής χειραγώγησης (ιδιαίτερα με τα σύγχρονα μέσα μαζικής
επικοινωνίας). Ιδιότυ-πες αντεπαναστάσεις είναι ο βοναπαρτισμός και ο φασισμός.
Στον βαθμό που αποκτά κοινωνικά ερείσματα, η αντεπανάσταση
αυτοπροβάλλεται και θεωρείται προσωρινά ως φορέας του νέου, ως επανάσταση.

146
Η περίπλοκη δυναμική του συσχετισμού επανάστασης-αντεπανάστασης στην
ιστορία εκ-δηλώνει τον μη γραμμικό χαρακτήρα της κοινωνικής ανάπτυξης, η
οποία χαρακτηρίζεται και από παλινωδίες, οπισθοδρομήσεις και τυχαιότητες. Μια
περιορισμένη θεώρηση της εν λόγω δυναμικής ανάγει το πρόβλημα στην ύπαρξη
κάποιου μοιραίου "θερμιδοριανού νόμου", κατά τον οποίο η αντεπαναστατική
μετεξέλιξη και η παλινόρθωση της παλαιάς τάξης πραγμάτων είναι αναπόφευκτη
για κάθε επανάσταση (Λ. Έντβαρντς, Ντ. Πίττι, Κ. Μπρίντον - ΗΠΑ). Η επικράτηση
της αντεπανάστασης φτάνει να αυτοανακηρύσσεται ως τέλος της Ιστορίας
(Φουκογιάμα-ΗΠΑ). Αλλά μόνο η προοπτική θεώρηση της ιστορίας μας επιτρέπει
να εντάξουμε τις ήττες του πρώτου ρεύματος των επαναστάσεων - οι οποίες
μάλιστα, εφ' όσον εκδηλώνονται αρχικά στην καθυστερημένη περιφέρεια, στους
"ασθενείς κρίκους" του κυρίαρχου παγκοσμίου συστήματος, κληρονομούν,
προκαλούν και αναπαράγουν ανεπίλυτα προβλήματα - στη νομοτέλεια που διέπει
την ανάπτυξη της ανθρωπότητας ως ολότητας.
Οι δυνατότητες παλινόρθωσης του ιστορικά παρωχημένου καθεστώτος είναι
αντιστρόφως ανάλογες του εύρους και του βάθους των αλλαγών που έχει επιφέρει
η επανάσταση. Αλλά καμία αντεπανάσταση δεν μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς
τις επαναστατικές κατακτήσεις που αντιμάχεται.

Φετιχισμός (γαλ. fetichisme από το fetiche = είδωλο, φυλακτό).


1. Η πίστη ότι ορισμένα αντικείμενα, τα φετίχ, διαθέτουν μαγική-υπερφυσική
ισχύ. Εισηγητής του όρου ήταν ο ολλανδός Β. Μπόσμαν στις αρχές του 18ου αϊ. Ο
γάλλος Σ. ντε Μπρος στο έργο του Η λατρεία των θεών-φετίχ (1760) ερευνά τον
φετιχισμό των αρχαίων θρησκειών. Κατά τον Ε. Μπ. Τάυλορ, φετιχισμός είναι η
πίστη σε πνεύματα ταυτιζόμενα προς ορισμένα υλικά αντικείμενα ή συνδεδεμένα
με αυτά ή επιδρώντα μέσω αυτών. Ο διαφωτισμός συνέδεε άμεσα τον φετιχισμό με
την αμάθεια (π.χ. Χολμπάχ). Έντονα στοιχεία φετιχισμού διατηρούνται και στις
παγκόσμιες θρησκείες (εικονίσματα, "άγια λείψανα", "άγιοι τόποι" κ.λπ.).
2. Τύπος σεξουαλικής διαστροφής (άντληση ερωτικής ικανοποίησης από την
επαφή ή την επίκληση αντικειμένων συνδεδεμένων με το πρόσωπο-ερωτικό
αντικείμενο).
3. "Φετιχισμός του εμπορεύματος" (αγγλ. Commodity Fetishism). Έννοια του
μαρξισμού, που υιοθετήθηκε και από άλλα ρεύματα της φιλοσοφίας και της
κοινωνικής θεωρίας. Υποδηλώνει το γεγονός της κυριαρχίας των πραγμάτων-
προϊόντων της εργασίας πάνω στους ανθρώπους και την απόδοση σε αυτά
υπερφυσικών - μυστηριωδών ιδιοτήτων, λόγω της πραγμοποίησης των ανθρώπων
και των κοινωνικών σχέσεων και της προσωποποίησης των πραγμάτων, σε
συνθήκες κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων
(κεφαλαιοκρατία). Σε αυτές τις συνθήκες, η αμεσότητα του κάθε πράγματος
(εμπορεύματος) προβάλλει, κατά τον Μαρξ, ως "αισθητή υπεραισθητή", ως
ουσιώδης αμεσότητα, η ουσία εκλαμβάνεται ως άμεσα υφιστάμενη και όχι ως
υπάρχουσα μέσω της εσωτερικής ενότητας αυτών ίων πραγμάτων, μέσω της
κοινής γενεσιουργού υπόστασης τους (της εργασίας).
Έτσι η ουσία του πράγματος εκλαμβάνεται ως κάτι το εντελώς αυτοτελές και
ανάγεται στις φυσικές ιδιότητες του, δηλαδή κοινωνικού-πολιτισμικού χαρακτήρα
λειτουργίες εκλαμβάνονται ως φυσικές ιδιότητες του πράγματος (π.χ. η ταύτιση
της αξίας του χρυσού με τις φυσικές του ιδιότητες, είτε η αναγωγή της ουσίας και
της προσωπικότητας του ανθρώπου στη διάπλαση και στην κληρονομικότητα του
κ.λπ.).
Ο φετιχισμός αποτελεί γνωσιολογική πηγή για τη θρησκεία (μυθολογία, μαγεία
κ.λπ.). Ο φετιχισμός αποτελεί γνωσιολογική πηγή για τη θρησκεία (μυθολογία,
μαγεία κ.λπ.), τον ιδεαλισμό και τις επιστημονικές πλάνες. Βλ. επίσης:
φαινομενικότητα, ουσία και φαινόμενο.

147
Βιβλιογρ.: C. des Brosses, Du culte dieux fetiches, Paris, 1760.- В. Tylor, Primitive
Culture, London, 1903.-I. Kon, Eififuhrung in die Sexuologie, Berlin, 1985.- Κ. Μαρξ,
Те Κεφάλαιο, τομ. 1, Σ.Ε. - Β. Α. Βαζιούλιν, Η λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ,
Μόσχα, 1968.

148
149
Πατέλη Δημήτρη
Για τη διαλεκτική – υλιστική αντίληψη της Ιστορίας.
Γραπτή εκδοχή της εισήγησης που έγινε με θέμα «ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ:
ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ» (Αθήνα, Ε.Μ.Π. 19.12.2014) στα πλαίσια των 7
μαθημάτων μαρξισμού, που συνδιοργανώνουν ο ΟΜΙΛΟΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ
ΕΡΕΥΝΩΝ, ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ “Γ.ΚΟΡΔΑΤΟΣ” & οι
ΟΜΙΛΟΙ ΜΕΛΕΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ.

«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό


κίνημα»
Β.Ι. Λένιν

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή.
Τι είναι ο μαρξισμός; Τι, πως και γιατί ερευνά;
Ιστορική προσέγγιση του γίγνεσθαι της διαλεκτικής-υλιστικής αντίληψης
της ιστορίας.
-Εισαγωγικές επισημάνσεις.
-Κριτήρια επιστημονικής περιοδολόγησης του μαρξισμού και γνωσιακή
συγκυρία.
-Προϋποθέσεις εμφάνισης του μαρξισμού (υλικές, οργανωτικές, ιδεολογικές
και θεωρητικές).
-Εμφάνιση του μαρξισμού. Τα πρώτα έργα των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς.
(Αρχές δεκαετίας του 1840-1850). Η έναρξη της θεωρητικής και πρακτικής
δραστηριότητας του Κ. Μαρξ και του Φ. Ένγκελς. Η μετάβαση από τον
ιδεαλισμό στον υλισμό και από επαναστατικές δημοκρατικές θέσεις στον
κομμουνισμό (1842 – 1844).
-Η διαμόρφωση του μαρξισμού (1845 – 1848).
-Η ανάπτυξη του μαρξισμού στη βάση της γενίκευσης της εμπειρίας των
αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων 1848- 1849.
-Η ωριμότητα του μαρξισμού: οικονομικές έρευνες και “Κεφάλαιο”.
-Για τη συμβολή του Β. Ι. Λένιν.
Συνοπτική αναφορά στο κεκτημένο των θεωρητικών θέσεων του ιστορικού
υλισμού.
Ο μετά τον Μαρξ μαρξισμός και οι περιπέτειες των επιγόνων…
Αναφορά στο θεωρητικό κεκτημένο του κλασικού μαρξισμού.
α) Η μαρξική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας
β) Το θεωρητικό κεκτημένο και οι ιστορικοί περιορισμοί της υλιστικής
αντίληψης της ιστορίας
γ) Η πρόγνωση της αταξικής κοινωνίας
Αντί επιλόγου: η αναγκαιότητα διαλεκτικής ανάπτυξης-άρσης του
μαρξισμού, μέσω της ανάπτυξης-άρσης του ιστορικού υλισμού. Η Λογική της
Ιστορίας.
Βιβλιογραφία

Εισαγωγή.
Γιατί να ασχοληθεί κάποιος νέος άνθρωπος με το μαρξισμό, μια θεωρία που
διατυπώθηκε τον 19ο αι., στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αι.;
Το έντονο ενδιαφέρον για το μαρξισμό στις μέρες μας δεν είναι τυχαίο.
Ιδιαίτερα το ενδιαφέρον της επαναστατικών διαθέσεων νεολαίας. Ζούμε σε μια
μεταβατική και κρίσιμη εποχή που κυοφορεί δραματικές προοπτικές, τόσο
δημιουργικές, επαναστατικές, όσο και καταστροφικές, αντεπαναστατικές.
150
Αυτό αφορά ιδιαίτερα χώρες σαν την Ελλάδα, η βίαιη αποικιοποίηση των
οποίων μέσω του μηχανισμού εξωτερικού δημόσιου χρέους – επιτροπείας εκ
μέρους του Ευρωατλαντικού άξονα και οι καταστροφικές της συνέπειες για
την εργατική τάξη και το λαό, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη αναζήτησης
διεξόδου από τα αδιέξοδα της κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Η αναζήτηση αυτή αφορά κομβικά προβλήματα και ερωτήματα: Σε ποια
κοινωνία ζούμε και τι κρίση είναι αυτή που τη μαστίζει; Από που προέκυψε
ιστορικά η κοινωνία της κεφαλαιοκρατίας; Υπάρχει άραγε αιτιότητα,
αναγκαιότητα και νομοτέλεια στην ιστορία, ή μήπως αυτή είναι μια στοιχειακή
συσσώρευση τυχαίων συμβάντων, άπειρων, αστάθμητων και ανεξέλεγκτων
“παραγόντων”, έρμαιο της βούλησης κάποιων “εκλεκτών” και ισχυρών;
Υπάρχει άραγε κάποια λογική της ιστορίας, προσπελάσιμη απ' τον ανθρώπινο
νου κατά τρόπο ώστε ο άνθρωπος να ορίζει συλλογικά και ορθολογικά τις
τύχες και τις προοπτικές του, ή μήπως η ιστορία είναι ένα πεδίο ποικίλων
ανορθολογικών, ακατάληπτων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων, ασύλληπτο απ' το
νου και ανεπίδεκτο συλλογικού και ορθολογικού μετασχηματισμού; Ποιος είναι
ο μηχανισμός και οι μορφές της εκμετάλλευσης; Ποια είναι η δομή της
κοινωνίας και πως αυτή αναπτύσσεται; Από ποιες κοινωνικές ομάδες, τάξεις
και στρώματα απαρτίζεται η κοινωνία και πως συνδέονται οι ανάγκες και τα
συμφέροντά τους με τις βαθύτερες ανάγκες και τις προοπτικές της
ανθρωπότητας; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου σταδίου της
κεφαλαιοκρατίας και της εποχής; Ποια είναι τα συστατικά στοιχεία και τα
χαρακτηριστικά της αστικής τάξης της εποχής και της πολυσχιδούς και
πολύμορφης σύγχρονης τάξης της μισθωτής εργασίας; Αναπτύσσεται άραγε
ισομερώς το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα ή σπαράσσεται από
ανισότητες και αντιφάσεις; Πως συνδέονται τα “εθνικά”, τοπικά, περιφερειακά
και τα διεθνή-παγκόσμια προβλήματα; Τι ρόλο παίζουν οι τοπικές ιστορικές
ιδιαιτερότητες σε αυτά; Πως αρθρώνεται ο μηχανισμός της κεφαλαιοκρατικής
ανισομέρειας και εκμετάλλευσης σε “εθνικό”, τοπικό, περιφερειακό και
παγκόσμιο επίπεδο, και πως περιπλέκεται το ταξικό με το εθνικό-πολιτισμικό
κ.ο.κ. στοιχείο λόγω αυτού του μηχανισμού; Πως συνδέονται τα ατομικά, τα
ομαδικά (συλλογικά) και τα πανανθρώπινα συμφέροντα και προβλήματα; Πως
διαμορφώνεται και πως αναπτύσσεται η γνώση και η συνείδηση των
ανθρώπων; Πως συνδέεται στη δυναμική της κοινωνίας το αυθόρμητο-
ασυνείδητο με το σχεδιοποιημένο, σκόπιμο και συνειδητό στοιχείο; Μπορεί
άραγε να είναι η γνώση και η συνείδηση αντίστοιχη της πραγματικότητας, και
αν ναι, με ποιους όρους; Είναι οι άνθρωποι απλώς και μόνο θύματα των
περιστάσεων ή μήπως έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν αυτές τις
περιστάσεις, τους υλικούς και ιδεατούς όρους της ύπαρξής τους; Είναι άραγε
μονόδρομος και ανυπέρβλητη πραγματικότητα η σημερινή κυριαρχία του
κεφαλαίου; Μπορεί άραγε να συνιστά βιώσιμη και μοναδική προοπτική η
διόρθωση κάποιων “δυσλειτουργιών” του συστήματος με μερικές
μεταρρυθμίσεις και βελτίωση της διαχείρισής του; Είναι άραγε αναγκαία και
εφικτή μια ριζικά διαφορετική προοπτική υπέρβασης της κεφαλαιοκρατίας και
μαζί με αυτήν – κάθε μορφής εκμετάλλευσης, χειραγώγησης, αλλοτρίωσης και
καταπίεσης; Μπορεί η ανθρωπότητα να άρει τους ανταγωνισμούς και να
ενοποιηθεί σε μια παγκόσμια κοινότητα (σε αυτό που οι Μαρξ και Ένγκελς
αποκαλούσαν “κομμουνισμό”); Είναι αυτός ο επαναστατικός μετασχηματισμός
αναγκαίος και εφικτός στην εποχή μας, ή μήπως παραμένει ουτοπικά
ανέφικτος αν όχι και επικίνδυνος; Που οφείλεται η άνοδος και η πτώση των
περισσότερων σοσιαλιστικών επαναστατικών εγχειρημάτων του 20ου αι.;
Μήπως η ήττα αυτών των εγχειρημάτων αποδεικνύει τον εξ υπαρχής
ανεδαφικό και ουτοπικό χαρακτήρα της ίδιας της επανάστασης και του
151
κομμουνισμού; Μήπως πρέπει πια να παραιτηθούμε από την έστω και κατά
διάνοια αναζήτηση εναλλακτικής προοπτικής έναντι της καταστροφικής
βαρβαρότητας της σήψης της κεφαλαιοκρατίας; Εάν έχει προοπτική η
επανάσταση, ποιο είναι το σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενό της;
Ποιοι είναι οι όροι της επαναστατικής κατάστασης και πως αυτή μπορεί να
μετεξελιχθεί σε νικηφόρο επανάσταση; Πως αρθρώνεται σήμερα η διαπάλη
επανάστασης και αντεπανάστασης σε τοπική, περιφερειακή και παγκόσμια
κλίμακα; Ποια είναι τα σύγχρονα μέσα (υλικά, ιδεατά, επιστημονικά, πολιτικά,
πολιτισμικά, οργανωτικά κ.ο.κ.) και οι τρόποι διεξαγωγής του αγώνα σε
εθνικό, τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο; Πως συνδέονται τα
επίπεδα και τα είδη συγκρότησης του κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου
του αγώνα (οικονομικού, κοινωνικού, μετωπικού, κομματικού, κ.ο.κ.); Ποιες
είναι οι διαφορές μεταξύ αυτόκλητης και αυθεντικής πρωτοπορίας της τάξης
και του κινήματος; Πως επέρχεται ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός κρατικών
θεσμών, οργανώσεων, κομμάτων κ.ο.κ. και τι επιπτώσεις έχει αυτός για το
επαναστατικό κίνημα; Πως συνδέονται η επαναστατική θεωρία με την
επαναστατική πράξη, η στρατηγική με την τακτική του επαναστατικού
κινήματος; κ.ά.
Η ίδια η διατύπωση κομβικών ερωτημάτων όπως τα παραπάνω, η
διερεύνηση και η αναζήτηση επιστημονικών και πειστικών απαντήσεων σε
αυτά, είναι ανέφικτη χωρίς κριτική και δημιουργική αφομοίωση του μαρξισμού.
Κατά τον γνωστό αφορισμό του Γάλλου υπαρξιστή φιλόσοφου Ζαν Πολ Σαρτρ,
όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις δεν είναι παρά επάνοδος σε προμαρξικές ιδέες,
είτε επαναδιατύπωση μαρξιστικών θέσεων. Αυτός ο αφορισμός διατηρεί
δυστυχώς την επικαιρότητά του και σήμερα σχεδόν στο ακέραιο, σε συνθήκες
γενικευμένης κρίσης και καταστροφής της επιστημονικής έρευνας, ιδιαίτερα
στα πεδία της φιλοσοφίας και της κοινωνικής θεωρίας.
Η κυρίαρχη αστική προπαγάνδα, σε επίπεδο αγοραίας συνείδησης,
επικαλούμενη τη «χρεοκοπία του μαρξισμού και του κομμουνισμού» κατά τον
20ό αιώνα (λόγω της επικράτησης της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις
περισσότερες χώρες του «πρώιμου σοσιαλισμού») μας προτρέπει να προβούμε
σε συλλήβδην απόρριψη της μαρξιστικής θεωρίας. Μας αποτρέπει συστηματικά
από την ίδια την ιδέα αναζήτησης επαναστατικής διεξόδου από τα
καταστροφικά αδιέξοδα της κυριαρχίας του κεφαλαίου στην κοινωνία, πασχίζει
να ξεριζώσει την επαναστατική προοπτική του κομμουνισμού από την καρδιά
και το νου των ανθρώπων, παρουσιάζοντας ως μονόδρομο την καταστροφική
βαρβαρότητα του κεφαλαίου. Ωστόσο, όσο βαθαίνει η κρίση του συστήματος, η
ισχύς αυτής της «επιχειρηματολογίας» είναι σαθρότερη ακόμα και από τους
ισχυρισμούς που προέβαλλαν κάποιοι πριν από μερικούς αιώνες, περί του
ανέφικτου και ουτοπικού της κεφαλαιοκρατίας, επικαλούμενοι την εμπειρία
των φεουδαρχικών παλινορθώσεων μετά τις πρώτες πρώιμες αστικές
επαναστάσεις.
Παραφράζοντας τα λεγόμενα του Κ. Μαρξ, αναφορικά με την
αντιμετώπιση του Σπινόζα και του Χέγκελ από τους φορείς αυτής της
συνείδησης, μπορούμε να πούμε ότι οι κυρίαρχοι κύκλοι, αυτοί που δίνουν τον
τόνο στους κύκλους της σύγχρονης διανόησης έχουν αναγάγει σε εξεζητημένο
μιμητισμό τη χλευαστική συλλήβδην απόρριψη του Μαρξ και του μαρξισμού.
Ωστόσο, ο μαρξισμός, παρά την επίθεση και τη φθορά που δέχεται από
“οπαδούς” του (δογματικούς και αναθεωρητές) και τις σφοδρότατες
στρεβλώσεις και επιθέσεις από τους πολέμιούς του, ήταν και παραμένει ως
προς την ουσία του σημείο αναφοράς και αποφασιστική καμπή τόσο στην
ανάπτυξη της θεωρίας και της πράξης του επαναστατικού κινήματος, όσο και
της μεθοδολογίας της επιστήμης. Η όποια αναζήτηση λύσεων στα κομβικά
152
προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας χωρίς το θεωρητικό και μεθοδολογικό
κεκτημένο του μαρξισμού, είναι τουλάχιστον εξίσου ανεδαφική με την
αναζήτηση λύσεων στα ερευνητικά προβλήματα της σύγχρονης φυσικής, χωρίς
το κεκτημένο της νευτώνειας φυσικής, της θεωρίας της σχετικότητας και της
κβαντομηχανικής.

Τι είναι ο μαρξισμός; Τι, πως και γιατί ερευνά;


Ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό και αναπτυσσόμενο επιστημονικό
σύστημα φιλοσοφικών, πολιτικό-οικονομικών και κοινωνικό-πολιτικών
αντιλήψεων, που έχουν ως βασικό περιεχόμενο τη θεωρητική θεμελίωση της
μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό.
«Βρίσκεται στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης της μεθόδου των
επιστημών, στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης των επιστημών περί της
κοινωνίας. Ήταν και –παρά το φαινομενικό παράδοξο αυτής της βεβαίωσης–
παραμένει ως προς την ουσία του η κορύφωση των επιστημών περί της
μεθόδου, η κορύφωση των επιστημών περί της κοινωνίας» (Βαζιούλιν 2008).
Με το μαρξισμό, ο ίδιος ο σκοπός του εργατικού κινήματος, ο επαναστατικός
μετασχηματισμός της κοινωνίας στην πορεία προς το σοσιαλισμό και τον
κομμουνισμό, τίθεται για πρώτη φορά σε επιστημονική βάση. Σε αυτή τη βάση
ο Ένγκελς επισημαίνει ότι ο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί
να τον χειρίζονται ως επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν. Εμφανίσθηκε στο
στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας, κατά το οποίο κατ’ αρχήν
ωρίμασαν ταυτοχρόνως και οι ιστορικοί όροι της κατάργησής της, που
αποτελούν και τις ιστορικές προϋποθέσεις μετάβασης στην πλέον ανεπτυγμένη
κοινωνία.
Ο μαρξισμός συγκροτείται ιστορικά ως επιστήμη, δηλαδή, ως ένα
πολυεπίπεδο μόρφωμα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η συστηματική
παραγωγή αληθούς, τεκμηριωμένης, αποδεικτικής, αντικειμενικής, σχετικά
πλήρους και επαρκούς για την εκάστοτε ιστορική συγκυρία γνώσης περί
ορισμένων πραγμάτων, σχέσεων, φαινομένων και διαδικασιών. Η επιστήμη
είναι ένα ιδιαζόντως περίπλοκο και πολυεπίπεδο μόρφωμα, μια λειτουργία του
κοινωνικού συνειδέναι, και, ως εκ τούτου, κινείται σε ένα πλέγμα
αλληλεπιδράσεων.
Η γενετικά και λειτουργικά προγενέστερη και υποδεέστερη της επιστήμης
προεπιστημονική γνώση, βασιζόμενη στον «ορθό λόγο» και στον «κοινό
νου», προσανατολίζει τον άνθρωπο στην καθημερινή συμπεριφορά του και
παρά το γεγονός ότι εμπλουτίζεται με επιστημονικά στοιχεία, αποτελεί
προνομιακό πεδίο ανάπτυξης, αναπαραγωγής και παγίωσης προκαταλήψεων
και πρακτικών αυταπατών, οι οποίες ανακύπτουν από την αντικειμενική
φαινομενικότητα-επίφαση των περίπλοκων συστημάτων και διαδικασιών.
Η επιστημονική γνώση κλιμακώνεται σε διάφορα επίπεδα, κινούμενη
από το εμπειρικό προς το θεωρητικό, από την αμεσότητα των δεδομένων των
αισθήσεων, τους ποιοτικούς και ποσοτικούς προσδιορισμούς πραγμάτων και
διαδικασιών, προς την ουσία και το φαινόμενο και από εκεί προς την
πραγματικότητα. Ως ανώτερη μορφή γνώσης, αποκαλύπτει τις αναγκαίες,
νομοτελείς και ουσιώδεις συνάφειες των αντικειμένων, βάσει των οποίων
επιτελεί τις βασικές λειτουργίες της:
1. αντικειμενική περιγραφή αυτού που υπήρξε και υπάρχει,
2. επιστημονική ερμηνεία (εξήγηση) και
3. (βάσει των δύο παραπάνω λειτουργιών) επιστημονική πρόβλεψη-
πρόγνωση του τι μέλλει γενέσθαι.
Ως εκ τούτου, η επιστήμη, άρα και ο μαρξισμός ως επιστήμη, προβάλλει
ως συστηματικά αναπτυσσόμενη παραγωγή αντικειμενικής, αποδεικτικής,
153
τεκμηριωμένης και αληθούς γνώσης περί του μέρους εκείνου του επιστητού
που αποτελεί το γνωστικό της αντικείμενο, ώστε να καθιστά τον άνθρωπο
μετά λόγου γνώσεως υποκείμενο, ικανό να μετασχηματίζει συνειδητά την
πραγματικότητα, τους όρους της ύπαρξής του.
Από την εμφάνισή του ο μαρξισμός κινήθηκε ως δυναμικό πλαίσιο ενός
ολόκληρου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Η προσοχή των θεμελιωτών
του επικεντρώθηκε κατ’ εξοχήν στην έρευνα τριών εσωτερικά
αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών
αντικειμενικών:
1) της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της,
2) των σχέσεων παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού
σχηματισμού και
3) των προϋποθέσεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας και της
πρόβλεψης των χαρακτηριστικών της και της διαδικασίας μετάβασης σε αυτήν
βάσει αυτών των προϋποθέσεων.
Βάσει των προαναφερθέντων γνωστικών αντικειμένων – ερευνητικών
πεδίων, που αποτέλεσαν τον πυρήνα του έργου τους, συγκροτούνται τρία
αλληλένδετα ερευνητικά πεδία-επιστήμες, ως συστατικά στοιχεία του
μαρξισμού:
1) Ο ιστορικός υλισμός (διαλεκτική υλιστική αντίληψη της ιστορίας),
2) η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας και
3) ο επιστημονικός σοσιαλισμός (κομμουνισμός).
Φυσικά οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν περιορίστηκαν αποκλειστικά στα
παραπάνω αντικείμενα (βλ. τα εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέροντά τους, τη
φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση της ιστορίας, των φυσικών επιστημών και
των μαθηματικών, τη θρησκειολογία, την ιστορία των τεχνικών μέσων κ.ά.).
Ωστόσο, ποτέ δεν θεωρούσαν ότι το έργο τους προβάλλει αξιώσεις
μεταφυσικής προμαρξικού τύπου «οντολογίας», περί της «καθ’ όλου» φυσικής
φιλοσοφίας εν είδει μεταφυσικών αρχών ικανών για την ερμηνεία παντός
επιστητού. Ποτέ δεν προσέδιδαν στη θεωρία τους χαρακτηριστικά
περιγραφικού και εξηγητικού σχήματος “συμπαντικών” αξιώσεων. Άλλωστε,
και ο ίδιος ο όρος “σύμπαν” προέρχεται από την θεολογία και υπονοεί την
ύπαρξη ενός απολύτου όντος, δημιουργού ή/και επόπτη των πάντων, ορατών
και αοράτων, πανταχού παρόντος εντός ή/και υπεράνω αυτού του
“σύμπαντος”. Η πραγματική επιστήμη, και ο μαρξισμός ως επιστήμη, δεν έχει
την παραμικρή σχέση με αυτή τη μεταφυσική. Ακόμα και στις ισχυρότερες
γενικεύσεις, αφαιρέσεις και προεκβολές της προς ότι παραμένει άγνωστο (στο
εισέτι μη εγνωσμένο), αναφέρεται πάντα στο εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένο
πεδίο της πρακτικής και γνωστικής δραστηριότητας του ανθρώπου.
Το καθένα από το παραπάνω τρία βασικά γνωστικά αντικείμενα συνιστά
ένα σχετικά αυτοτελές οργανικό όλο (που χαρακτηρίζεται από την εσωτερική
αμοιβαία συνάφεια και αλληλεπίδραση των πλευρών του), το οποίο βρίσκεται
στα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένο στάδιο ανάπτυξής του, που παρέχει
αντίστοιχες δυνατότητες επιστημονικής έρευνας, ιστορικής και λογικής
διερεύνησής του και ορίζει τελικά το επίπεδο της εφικτής θεωρητικής
αντίληψής του.

Ιστορική προσέγγιση του γίγνεσθαι της διαλεκτικής-υλιστικής


αντίληψης της ιστορίας.
-Εισαγωγικές επισημάνσεις.
Για να εξετάσουμε το ζήτημα της θέσης και του ρόλου του ιστορικού
υλισμού στο γίγνεσθαι της μαρξιστικής επαναστατικής θεωρίας με
επιστημονικό τρόπο, πρέπει να ρίξουμε -έστω και αδρομερώς- μια σύντομη
154
ιστορική ματιά στο πώς αυτός εμφανίστηκε, διαμορφώθηκε και αναπτύχθηκε
ως οργανικό συστατικό στοιχείο του μαρξισμού. «Το πιο σίγουρο στο ζήτημα
της κοινωνικής επιστήμης και το απαραίτητο για να αποκτήσεις πραγματικά
τη συνήθεια να εξετάζεις σωστά το ζήτημα αυτό και να μη χάνεσαι στο πλήθος
των λεπτομερειών ή στην τεράστια ποικιλία των αντιμαχόμενων γνωμών - το
πιο σπουδαίο για να εξετάσεις το ζήτημα αυτό επιστημονικά είναι να μην
ξεχνάς την ιστορική βασική σύνδεση, να βλέπεις κάθε ζήτημα από την άποψη
του πως εμφανίστηκε ένα ορισμένο φαινόμενο στην ιστορία, ποια βασικά
στάδια πέρασε το φαινόμενο αυτό στην εξέλιξή του, και από την άποψη αυτής
της εξέλιξής του να βλέπεις πως έχει το πράγμα αυτό τώρα» (Λένιν Β.Ι. Για το
κράτος. Διάλεξη του Β. Ι. Λένιν στο πανεπιστήμιο Σβερντλόφ, 11/7/1919.
Πρωτοδημοσιεύτηκε 18/1/1929 στην εφημερίδα «Πράβντα», αρ. φυλ. 15, Β. Ι.
Λένιν, «Άπαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 39, σελ. 64-84). Η επιστημονική
ιστορική προσέγγιση του μαρξισμού, απαιτεί τη διερεύνηση, τόσο των
συγκεκριμένων ιστορικών όρων και αναγκών που οδήγησαν στην εμφάνιση και
ανάπτυξή του, όσο και των επιστημολογικών, θεωρητικών και μεθοδολογικών
όρων, της “εσωτερικής λογικής” αυτής της διαδικασίας.
Η μελέτη αυτή της ιστορίας του μαρξισμού, απαιτεί τη διάκριση των
ιστορικών προϋποθέσεων του μαρξισμού, της πρωταρχικής του εμφάνισης, της
διαμόρφωσης, της ανάπτυξης, της όποιας χρησιμοποίησης και διάδοσης της
επαναστατικής θεωρίας.
Η ουσία της επαναστατικοποίησης της κοινωνικής θεωρίας από τους
θεμελιωτές του μαρξισμού έγκειται στις εξής θεμελιώδεις συνεισφορές τους:
-κριτική εξέταση της κοινωνικής πραγματικότητας της κεφαλαιοκρατίας
από τη σκοπιά του μετασχηματισμού της και υπό το πρίσμα της χειραφέτησης
αυτών που υφίστανται την εκμετάλλευση και την καταπίεση, της εργατικής
τάξης και συνολικά του εργαζόμενου λαού,
-κριτική εξέταση των αστικών θεσμών, των μορφών κοινωνικής συνείδησης,
της κυρίαρχης ιδεολογίας και των κεκτημένων της φιλοσοφίας και της
επιστήμης της εποχής τους, απ' τη σκοπιά της άρσης των αδιεξόδων της, που
εκδηλώνονται με την αδυναμία επιτέλεσης των θεμελιωδών λειτουργιών της
επιστήμης που προαναφέραμε (περιγραφής, εξήγησης και πρόβλεψης),
-επιλογή των πλέον κομβικών (απ' τη σκοπιά των θεμελιωδέστερων
κοινωνικών αναγκών και των προοπτικών της ανθρωπότητας) γνωστικών
αντικειμένων και ερευνητικών περιοχών,
-επαναστατικοποίηση της επιστήμης, με τη συστηματική διαλεκτική
ανάπτυξη-άρση των κεκτημένων της θεωρίας και μεθοδολογίας, με τη
θεμελίωση και τη δρομολόγηση νέου τύπου συνθετικής διαλεκτικής
επιστημονικής έρευνας,
-οργανική σύνδεση των αλληλένδετων και αμοιβαία ανατροφοδοτούμενων
στη σχετική αυτοτέλειά τους των πλευρών της επαναστατικής
δραστηριότητας: επιστημονικής έρευνας και κοινωνικοπολιτικής δράσης.
Η επαναστατικοποίηση της θεωρίας μέσω θεμελιωδών ανακαλύψεων
νομοτελειών, γίνεται αναγκαίος όρος για το πραγματικό κίνημα
επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τα κεκτημένα της
επαναστατικής θεωρίας κωδικοποιούνται σε σκοποθεσία του επαναστατικού
κινήματος, σε προγραμματικό λόγο (στρατηγική και τακτική,
βραχυπρόθεσμους – μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους σκοπούς), με
αντίστοιχη επιτελική οργάνωση και μεθόδευση της επαναστατικής
δραστηριότητας προς επίτευξη του σκοπού του επαναστατικού
μετασχηματισμού της κοινωνίας σε κομμουνιστική κατεύθυνση.
Κατ' αυτό τον τρόπο με τη συμβολή των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς συντελείται
μια ριζική αλλαγή του χαρακτήρα, του περιεχομένου και μια επανατοποθέτηση
155
του κοινωνικού ρόλου και των στόχων της επαναστατικής θεωρίας. Η
τελευταία, ως διάγνωση των πραγματικών αναγκών και δυνατοτήτων και ως
προτρέχουσα σύλληψη των προοπτικών της ανθρωπότητας, γίνεται εκ των ων
ουκ άνευ όρος της χάραξης προγραμματικών προοπτικών, στρατηγικής και
τακτικών του επαναστατικού κινήματος. Ωστόσο, αυτή η ριζική αλλαγή δεν
επέρχεται ούτε ακαριαία, αλλά ούτε και γραμμικά. Προκύπτει ως αποτέλεσμα
μιας περίπλοκης και αντιφατικής ιστορικής γνωστικής διαδικασίας,
αλληλένδετης με την πρακτική.
Η οργανική ενότητα επαναστατικής θεωρίας και πρακτικής επ' ουδενί λόγω
δεν εκφράζεται με την αναγωγή της πρώτης στη δεύτερη, είτε με απλή
γενίκευση από την πρώτη της εμπειρίας της δεύτερης (βλ. και εμπειρικό και
θεωρητικό). Παρόμοια πρακτική είναι δηλωτική των αδιεξόδων του
πρακτικισμού και του έρποντος εμπειρισμού. Η αυθεντική επιστημονική
έρευνα, δεν μπορεί να ανάγεται σε εργαλειακά εννοούμενες
ιδεολογικοπολιτικές - προπαγανδιστικές χρήσεις και εφαρμογές.

-Κριτήρια επιστημονικής περιοδολόγησης του μαρξισμού και


γνωσιακή συγκυρία.
Τα κριτήρια επιστημονικής περιοδολόγησης του μαρξισμού οφείλουν
να τίθενται σε συνδυασμό με 1) την πραγματική ιστορία της κοινωνίας και του
επαναστατικού κινήματος και 2) με την εσωτερική λογική της ανάπτυξης της
έρευνας, με την εκάστοτε ιστορική βαθμίδα ανάπτυξης της θεωρίας και της
μεθοδολογίας του συγκεκριμένου γνωστικού αντικειμένου. Εδώ έχει εξαιρετική
σημασία η διακρίβωση της εκάστοτε συγκεκριμένης ιστορικής γνωσιακής
συγκυρίας.
Η γνωσιακή συγκυρία προσδιορίζεται βάσει κριτηρίων εξέτασης της
ανάπτυξης ορισμένης γνωστικής διαδικασίας, τα οποία συνδέονται με:
1. την υφή, τον χαρακτήρα, την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του
μέρους εκείνου του επιστητού, το οποίο συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της
εν λόγω επιστήμης. Εδώ εγείρονται ποικίλα ερωτήματα: Τι είδους αντικείμενο
είναι αυτό; από τι είδους αλληλεπιδράσεις χαρακτηρίζεται; Τι τύπου ανάπτυξη
το χαρακτηρίζει (εάν αυτό αναπτύσσεται); Συνιστά άραγε αυτό το αντικείμενο
οργανικό όλο (ένα σύστημα, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η εσωτερική
αμοιβαία συνάφεια-συνοχή των μερών του); Σε ποιο επίπεδο ανάπτυξής του
βρίσκεται το αντικείμενο που συνιστά οργανικό όλο;
Ο λογικός τρόπος προσέγγισης (όπως αναπτύσσεται με κλασικό τρόπο στο
θεωρητικό μέρος του “Κεφαλαίου” του Μαρξ), ως θεωρητική αντανάκλαση του
αντικειμένου μέσω της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, είναι
εφικτός και αναγκαίος στον βαθμό που έχει ωριμάσει η διαδικασία της
ανάπτυξης του εν λόγω αντικειμένου. Συνεπώς, βάσει της μεθοδολογίας του
“Κεφαλαίου” του Μαρξ, το όλο πρόβλημα της ανάπτυξης του
πραγματικού οργανικού όλου συνδέεται με την εξέταση των σταδίων
ανάπτυξής του και των (κατ’ αναγκαιότητα καθοριζόμενων από αυτά)
σταδίων ανάπτυξης της γνωστικής διαδικασίας.
• Κατ’ αρχήν, ανακύπτουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις εμφάνισης του
εν λόγω αντικειμένου εντός της προγενέστερης διαδικασίας, η
«αφετηρία» της οργανικής ολότητας, χωρίς ακόμα να έχει εμφανισθεί το
ίδιο το αντικείμενο (π.χ. αν παρακολουθήσουμε την οικονομική έρευνα
του Μαρξ, το σύστημα που ερευνούμε είναι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις
παραγωγής, ενώ αναγκαία προϋπόθεσή του είναι οι
προκεφαλαιοκρατικές εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις).
• Κατά το δεύτερο στάδιο (βαθμίδα) σχηματίζεται για πρώτη φορά το ίδιο
το αντικείμενο, είναι η «πρωταρχική εμφάνιση του εν λόγω
156
οργανικού όλου» (π.χ. η πρωταρχική εμφάνιση του εμπορεύματος
«εργασιακή δύναμη» και η πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου).
• Στη συνέχεια, αρχίζει ο μετασχηματισμός από αυτό το νέο οργανικό
όλο του κληροδοτημένου συστήματος από το οποίο και βάσει του
οποίου αυτό ανέκυψε. Πρόκειται για τη «διαδικασία διαμόρφωσης»
του νέου οργανικού όλου (π.χ. η διαδικασία μετάβασης από την απλή
συνεργασία στη μανιφατούρα και από αυτήν στην παραγωγή με μηχανές
στην κεφαλαιοκρατία).
• Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το
σχηματιζόμενο νέο οργανικό όλο συνιστά την «ωριμότητα» του ως
βαθμίδα κατά την οποία αυτό αναπτύσσεται σε βάση αντίστοιχη
του εαυτού του και αποκαλύπτονται σαφώς οι αντιφάσεις του, που
οδηγούν στον μετασχηματισμό του σ’ ένα νέο αντικείμενο (π.χ. ώριμη
κεφαλαιοκρατία, αναπτυσσόμενη σε αντίστοιχη εαυτής βάση, στη βάση
της παραγωγής μηχανών με τη βοήθεια μηχανών).
Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια το νέο οργανικό όλο έχει
διαφορετικό βαθμό και τρόπο συγκρότησης, συσχέτισης τυχαίου και
αναγκαιότητας, εσωτερικής και εξωτερικής αναγκαιότητας,
αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού, διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης
της ουσίας του, της εσωτερικής αντιφατικότητάς του σε συνδυασμό με την
εξωτερική αντιφατικότητά του, και συνεπώς συνιστά διαφορετικό βαθμό και
τρόπο άρνησης (ως προς το ποιόν και την ουσία) του παλαιού, διαφορετικό
βαθμό αρνητικού και θετικού προσδιορισμού κ.λπ. Τα στάδια ανάπτυξης του
οργανικού όλου, από την πρωταρχική του εμφάνιση μέχρι προ της ωριμότητάς
του, αποτελούν το «γίγνεσθαί» του.
Στο καθένα από τα προαναφερθέντα στάδια προοδευτικής ανάπτυξης του
αντικειμένου αντιστοιχούν ορισμένα στάδια ανάπτυξης της γνωστικής
διαδικασίας. Στα στάδια του γίγνεσθαι του οργανικού όλου η νοητική
απεικόνισή του πραγματοποιείται κατ' εξοχήν αναλυτικά, στο πλαίσιο της
κίνησης από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη, από το αισθητηριακό
συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, ενώ η ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο διαδραματίζει υποδεέστερο ρόλο.
Η ευθέως αντίστροφη τάση υπερτερεί κατά την απεικόνιση του ώριμου
οργανικού όλου (υπό τον όρο ότι και το γνωστικό υποκείμενο -συλλογικό και
ατομικό- έχει επιτύχει την αντίστοιχη νοητική-θεωρητική ωριμότητα): εδώ
δεσπόζει πλέον η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, ενώ η κίνηση
από τη χαώδη αντίληψη κ.λπ. προς το αφηρημένο μετατρέπεται σε
υποδεέστερη, σε ανηρημένη στιγμή. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο οφείλει να αντανακλά το παρόν του ώριμου σταδίου ανάπτυξης
του αντικειμένου, έτσι ώστε να αντανακλάται και το ανηρημένο παρελθόν,
αλλά και η ενυπάρχουσα στο παρόν δυναμική του μέλλοντος, όπως αυτά
υπάρχουν σχετικά αυτοτελώς στο παρόν (βλ. και Ιστορικό και λογικό).
Επομένως, πρωταρχικό κριτήριο για την διάγνωση της γνωσιακής
συγκυρίας, είναι ένας οντολογικός προσδιορισμός: το είδος και το στάδιο
ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου (προϋποθέσεις, πρωταρχική εμφάνιση,
διαμόρφωση και ωριμότητα).
Υπό αυτό το πρίσμα, κατά την ιστορική εξέταση του μαρξισμού, της θέσης
και του ρόλου του ιστορικού υλισμού σε αυτήν, όπως θα δούμε παρακάτω,
οφείλουμε να έχουμε σαφή αντίληψη ιδιαίτερα του επιπέδου ανάπτυξης της
κοινωνίας ως ολότητας.
2. το επίπεδο ανάπτυξης της κεκτημένης γνώσης της εν λόγω
έρευνας, της εν λόγω επιστήμης (από θεωρητικής και μεθοδολογικής
σκοπιάς). Αυτό αφορά την «φυλογένεση» της έρευνας, το επίπεδο της μέχρι
157
τούδε ανάπτυξης αυτής της επιστήμης, το μεθοδολογικό επίπεδο που έχει
κατακτήσει. Το τελευταίο προσδιορίζεται λαμβάνοντας ως κριτήριο
μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας την χρήση της μεθόδου της
ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, εφ’ όσον έχει
ολοκληρωθεί η ερευνητική λειτουργία της ανάβασης από το κατ’ αίσθηση
συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με την διάκριση της απλούστατης σχέσης του
αντικειμένου.
Η νοητική ανασύσταση του ώριμου σταδίου επιτυγχάνεται με πληρότητα και
επάρκεια μέσω της κίνησης της νόησης οπό την επιφάνεια (είναι) προς την
ουσία, αλλά κατά κύριο λόγο μέσω της κίνησης από την ουσία προς το
φαινόμενο και την πραγματικότητα. Η δεύτερη κίνηση συνιστά ταυτόχρονα
αναπαραγωγή σε ανηρημένη μορφή και της ιστορίας του γίγνεσθαι του, του
μετασχηματισμού της κληροδοτημένης βάσης από το νέο οργανικό όλο. Η
πρώτη κίνηση, μαζί με την αμεσότητα του αντικειμένου, αναπαράγει σε
ανηρημένη μορφή τη διαδικασία διαμόρφωσης των αναγκαίων ιστορικών
προϋποθέσεων και πρωταρχικής εμφάνισης του δεδομένου οργανικού όλου
(π.χ. στο Κεφάλαιο του Μαρξ, η έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας
κινείται από το κεφαλαιοκρατικό εμπόρευμα στο χρήμα και στη μετατροπή του
χρήματος σε κεφάλαιο).
Ανώτερη λοιπόν μεθοδολογική προσέγγιση, που είναι αντίστοιχη του ώριμου
οργανικού όλου και χαρακτηριστική για το νοείν κατά Λόγο (Vernunft), είναι η
διαλεκτική μέθοδος της ανάβασης από το αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο
(βλ. και διάνοια και λόγος, άκου και Διάνοια και λόγος ως βαθμίδες του νοείν
στη γνωστική διαδικασία).
Λαμβάνοντας λοιπόν ως γνώμονα μεθοδολογικής ωριμότητας της έρευνας
την κλιμάκωση της σκέψης προς την μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο
στο νοητά συγκεκριμένο, μπορούμε να αποτιμήσουμε το επίπεδο ανάπτυξης
διαφόρων ερευνητικών διαδικασιών. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι τα
κληροδοτήματα των κοινωνικών επιστημών, της κοινωνικής φιλοσοφίας και
της φιλοσοφίας της ιστορίας, στην εποχή του Μαρξ, κινούνταν κατ’ εξοχήν στο
επίπεδο της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας (Verstand), δηλ. από την
κατ’ αίσθηση χαώδη περί του όλου αντίληψη, προς διαφόρων βαθμών
αφαιρέσεις και γενικεύσεις (ποσοτικού, μετρικού και τυπικού χαρακτήρα) του
εμπειρικού υλικού, των δεδομένων των αισθήσεων.
3. το επίπεδο γνωστικής και μεθοδολογικής ανάπτυξης της
«οντογένεσης» του συγκεκριμένου υποκειμένου της έρευνας
(ατομικού ή και συλλογικού), το επίπεδο θεωρητικής και λογικής-
μεθοδολογικής του συγκρότησης, δηλ. η ικανότητά του να διαγνώσει τόσο
την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου, όσο και
το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά προσδιορισμένης επάρκειας ή
ανεπάρκειας) των περί του αντικειμένου κεκτημένων γνώσεων. Οι ιδιότητες
αυτές του υποκειμένου συνδέονται με τον τύπο προσωπικότητάς του και με
την στάση ζωής του, με την ικανότητά του να εξετάζει κριτικά τόσο το
αντικείμενο, όσο και την κεκτημένη γνώση και μεθοδολογία, με την ικανότητά
του να αντιλαμβάνεται τις ερευνητικές ανάγκες, την εσωτερική λογική
της ανάπτυξης της έρευνας και να διαθλά υπό το πρίσμα της τελευταίας τις
πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. Η ικανότητα αυτή, στις κοινωνικές
επιστήμες και στη φιλοσοφία, συνδέεται με την υιοθέτηση της κοινωνικής
στάσης και των συμφερόντων των εκάστοτε καταπιεσμένων, που από
το ίδιο το περιεχόμενό τους, κατατείνουν στην προοδευτική ανάπτυξη
της κοινωνίας και έτσι, ενδιαφέρονται για την αντικειμενική κριτική
θεώρηση της πραγματικότητας, ως όρο για τον επαναστατικό μετασχηματισμό
της. Επί κεφαλαιοκρατίας, η ικανότητα αυτή συνδέεται με τη συνειδητή
158
υιοθέτηση των συμφερόντων και των προοπτικών της μισθωτής
εργασίας, της εργατικής τάξης. Ωστόσο, αυτή η ιστορικά ορθή υιοθέτηση
ταξικής στάσης, είναι μεν αναγκαίος, αλλά όχι και ικανός από μόνος του όρος
για τη βέλτιστη συνεισφορά του ερευνητή στην έρευνα. Επ' ουδενί λόγω η σε
γενικές γραμμές ορθή ταξική και κοινωνικοπολιτική τοποθέτηση και η
αντίστοιχη πολιτική ένταξη δεν μπορεί να διασφαλίσει γραμμικά ή και να
υποκαταστήσει την αυθεντική επιστημονική έρευνα. Η επιστήμη δεν ανάγεται
στην πολιτική και στις τρέχουσες προπαγανδιστικές ανάγκες. Ο πολιτικός
αναγωγισμός, ανεξάρτητα απ' τις προθέσεις, υπονομεύει την αυθεντική
αντικειμενική έρευνα, μιας και ευνουχίζει την επιστήμη και τη φιλοσοφία μέσω
της υποταγής τους στην άμεση πολιτική σκοπιμότητα και στις συνακόλουθες
σχέσεις εξουσίας. Το πρόβλημα αυτό συνδέεται με το πρόβλημα του
συνδυασμού αντικειμενικότητας, ταξικότητας και κομματικότητας της
έρευνας.
4. την περιρρέουσα ιστορική – πολιτισμική ατμόσφαιρα, η οποία
επιδρά εμμέσως ή εμμέσως στην έρευνα (ως προς το τι, πώς, γιατί και σε ποια
κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να
διερευνηθεί). Δεδομένου ότι η επιστήμη ως κατ’ εξοχήν ειδέναι έλκει την
καταγωγή της από την πρακτική μετασχηματιστική δραστηριότητα του
ανθρώπου, η πρακτική προβάλλει ως το αφετηριακό σημείο, το κριτήριο της
αλήθειας και ο τελικός προορισμός της. Δεδομένου επίσης και του γεγονότος
ότι η επιστήμη συνιστά καθολική δημιουργική (και ενίοτε καταστροφική)
δύναμη της ανθρωπότητας, θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν τον τρόπο με τον
οποίο οι εκάστοτε κοινωνικές ανάγκες ενσωματώνονται στο corpus της
επιστημονικής έρευνας, μέσω μιας ιδιότυπης «διήθησης» και αναψηλάφησης
του εάν, τι, με τι τρόπο και κατά πόσο εμπίπτει στο πεδίο του γνωστικού
αντικειμένου. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι στις ανταγωνιστικές
κοινωνίες οι (συνδεόμενες με τα κυρίαρχα συμφέροντα) εκάστοτε
δεσπόζουσες μορφές κοινωνικής ζήτησης (π.χ. οι ανάγκες
μεγιστοποίησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, οι ανάγκες εδραίωσης και
διαιώνισης της κυριαρχίας της αστικής τάξης) ως κριτήριο επιλογής
προοπτικής μέσα από το φάσμα δυνατοτήτων της γνωσιακής συγκυρίας, δεν
ταυτίζονται με τις βαθύτερες πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας και με
τις ανάγκες της εσωτερικής λογικής της ανάπτυξης της έρευνας. Κατά
κανόνα υπονομεύουν την τελευταία.
Ο προσδιορισμός της γνωσιακής συγκυρίας ως συγκεκριμένης ιστορικής
στιγμής στο φάσμα δυνατοτήτων της νομοτελούς πορείας της επιστήμης, είναι
απαραίτητος όρος, τόσο για την συγκεκριμένη ιστορική αποτίμηση της
κατάστασης της επιστημονικής έρευνας και της συμβολής του συγκεκριμένου
ερευνητή, αλλά και για την συνειδητή εμπλοκή του υποκειμένου στην
ερευνητική διαδικασία, για την χάραξη στρατηγικών και τακτικών της
έρευνας.
Τουναντίον, εάν στην ιστορία μιας επιστήμης, π.χ. του μαρξισμού, γίνεται
απλή εμπειρική καταγραφή θέσεων και ιδεών, χωρίς προσδιορισμό της
εκάστοτε γνωσιακής συγκυρίας εντός της οποίας ανακύπτει το εκάστοτε
επίπεδο διάγνωσης του γνωστικού αντικειμένου, είναι πρακτικά αδύνατο να
κατανοηθεί τόσο η πραγματική γνωσιακή σημασία των εκάστοτε κεκτημένων,
όσο και η ίδια η νομοτελής αντιφατική κίνηση της σκέψης στο γίγνεσθαι της
έρευνας. Η ασύνδετη με τη διακρίβωση της γνωσιακής συγκυρίας
ιστοριογραφική καταγραφή αποσπασματικών ιδεών, χωρίων και ρητών, όση
πληρότητα και αν διεκδικεί, είναι αδύνατο να επιτελέσει συνεκτικά τις τρεις
θεμελιώδεις λειτουργίες της επιστημονικής έρευνας: περιγραφή, εξήγηση-
ερμηνεία και πρόβλεψη. Είναι αδύνατο επίσης να συλλάβει το εκάστοτε
159
ιστορικά συγκεκριμένο (άρα και περιορισμένο) επίπεδο ανάπτυξης της κάθε
ερευνητικής διαδικασίας στην ιστορία του μαρξισμού και τις αντίστοιχες
αναγκαίες πλάνες και νομοτελείς αντιφάσεις της νόησης στο γίγνεσθαι της
έρευνας.

-Προϋποθέσεις εμφάνισης του μαρξισμού (υλικές, οργανωτικές,


ιδεολογικές και θεωρητικές).
Στις προϋποθέσεις εμφάνισης του μαρξισμού περιλαμβάνονται οι
συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη
των αρχών - μέσων του 19ου αι. Η πλέον ανεπτυγμένη με τη βιομηχανική
επανάσταση χώρα είναι η Αγγλία. Έπονται η Γαλλία και η Γερμανία. Η
τελευταία δοκιμάζεται κατά τη μετάβαση στην κεφαλαιοκρατία από έντονα
φεουδαρχικά κατάλοιπα, με χαρακτηριστικό τον κατακερματισμό της σε 36
αυτοτελή φεουδαρχικά και ημιφεουδαρχικά κρατικά μορφώματα – γαίες. Στις
πλέον ανεπτυγμένες βιομηχανικά, συγκαταλέγεται και η γενέτειρα του Μαρξ
(Τριρ της Ρηνανίας) και του Ένγκελς (Μπάρμεν Βόρειας Ρηνανίας).
Στο στάδιο ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας του ελεύθερου ανταγωνισμού,
η κοινωνία έφτασε σε ένα τέτοιο επίπεδο, όπου οι βασικές νομοτέλειες και οι
αντιφάσεις της ανάπτυξης της άρχισαν να γίνονται πιο άμεσα αισθητές. Όπως
επισημαίνει ο Φ. Ένγκελς, «... ενώ σε όλες τις προηγούμενες περιόδους, η
έρευνα των κινητήριων αιτίων της ιστορίας ήταν αδύνατη-αν
συνυπολογίσουμε και τις πολύπλοκες, κρυφές αλληλεξαρτήσεις τους με τα ίδια
τ' αποτελέσματά τους- η εποχή μας έχει απλοποιήσει τόσο πολύ αυτές τις
αλληλεξαρτήσεις, ώστε το αίνιγμα μπόρεσε να λυθεί» (1886, Ο Λ. Φόυερμπαχ
και το τέλος..., σελ. 222-223). Ο καπιταλισμός, δημιουργώντας τις
προϋποθέσεις για γρήγορη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γέννησε την
ανάγκη και τις συνθήκες για την πρόοδο της τεχνικής, των φυσικών και των
κοινωνικών επιστημών, ειδικότερα της φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας,
της ιστορίας, ενώ η ανάπτυξη της ταξικής πάλης του προλεταριάτου εναντίον
του καπιταλισμού έθεσε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της εξήγησης των
αιτιών της πάλης αυτής και των προοπτικών της.
Η ιστορία του μαρξισμού εγγράφεται στην κεντρική αρτηρία της ιστορίας
των δρόμων της κοινωνικής θεωρίας. Ιστορικά ανέκυψε μέσα από μια
περίπλοκη και αντιφατική δημιουργική διαδικασία κριτικής-επιστημονικής
εμβάθυνσης της διερεύνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι (της φιλοσοφίας, της
θρησκείας, της πολιτικής της «κοινωνίας των ιδιωτών», των σχέσεων
παραγωγής κλπ.), παράλληλα με την κριτική αφομοίωση και τη διαλεκτική
άρση των ανώτερων κατακτήσεων του προμαρξικού στοχασμού, που
αποτέλεσαν και τις τρεις πηγές του μαρξισμού (Λένιν): της γερμανικής
κλασικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής διαλεκτικής (Καντ, Φίχτε,
Σέλιγκ, Χέγκελ και Φόυρμπαχ), της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας
(φυσιοκράτες, Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά., βλ. και Η διαλεκτική του γίγνεσθαι
της πολιτικής οικονομίας) και των ουτοπικών σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών
ιδεών (C. N. Saint-Simon, F. M. Ch. Fourier, R. Owen, E. Cabet, Th. Dezamy κ.ά.).
Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη του μαρξισμού συνδέεται οργανικά με
τη συνειδητή υιοθέτηση της ταξικής σκοπιάς του προλεταριάτου, χωρίς
ωστόσο, να ανάγεται σε αυτήν.
Έχουν κάνει την εμφάνισή τους οι πρώτες πρώιμες οργανώσεις και η
δράση της εργατικής τάξης. Στα επαναστατικά κινήματα της εποχής η
εργατική τάξη δεν έχει αυτοτελή ρόλο, δεν διαθέτει ακόμα δικούς της σκοπούς
και πρόγραμμα. Ωστόσο, μέσα από τους αυθόρμητους αγώνες και τις
εξεγέρσεις της, ωριμάζει η αναγκαιότητα θεωρητικής θεμελίωσης της
επαναστατικής πράξης, του κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
160

-Εμφάνιση του μαρξισμού. Τα πρώτα έργα των Κ. Μαρξ και Φ.


Ένγκελς. (Αρχές δεκαετίας του 1840-1850). Η έναρξη της θεωρητικής
και πρακτικής δραστηριότητας του Κ. Μάρξ και του Φ. Ένγκελς. Η
μετάβαση από τον ιδεαλισμό στον υλισμό και από επαναστατικές
δημοκρατικές θέσεις στον κομμουνισμό (1842 – 1844).
Χαρακτηριστικό του προσανατολισμού του Μαρξ απ' τα νεανικά του
χρόνια, είναι το ανθρωπιστικό περιεχόμενο και η ηθική προβληματική των 2
γυμνασιακών εκθέσεών του.
Κατά τις πανεπιστημιακές σπουδές του (Βόνη – Βερολίνο 1836 – 1841),
κινείται στα πλαίσια της ιδεαλιστικής διαλεκτικής, και προσχωρεί στην
αριστερά πτέρυγα των «νεαρών χεγκελιανών». Η απόπειρά του να συγκροτήσει
μια Φιλοσοφία του δικαίου, τον οδηγεί στη συνειδητή προσχώρηση στην
εγελιανή φιλοσοφία. Σταθερή είναι στην έρευνά του η χρήση της φιλοσοφίας
για την κριτική του κατεστημένου.
Σημαντικός σταθμός στο γίγνεσθαι της φιλοσοφίας του είναι η
διδακτορική του διατριβή: «Διαφορά δημοκρίτειας και επικούρειας
φυσικής φιλοσοφίας» (1839), όπου είναι σαφής η τάση προσέγγισης της
φιλοσοφίας στη ζωή, η υιοθέτηση του αθεϊσμού και των επαναστατικών
δημοκρατικών θέσεων. Αντίστοιχη ανεξάρτητη οδός ακολουθεί και ο νεαρός
Ένγκελς, όπως φαίνεται και από τη δριμεία κριτική που ασκεί στο
συντηρητισμό και στο μυστικιστικό ρομαντισμό του Σέλλινγκ.
Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της περιόδου, είναι η μετάβαση από
τον ιδεαλισμό στον υλισμό και από επαναστατικές δημοκρατικές
θέσεις στον κομμουνισμό. Η ειλικρικνής αφοσίωση του νεαρού Μαρξ στον
αγώνα για εμβάθυνση και διεύρυνση της δημοκρατίας, παίζει καταλυτικό ρόλο
στο γίγνεσθαι της νέας κοσμοθεώρησης (βλ. και Δημοκρατία και διαλεκτική
υποκειμενικού παράγοντα-αντικειμενικών όρων στη Λογική της Ιστορίας και
Χρύση, 2014)
Ο Μαρξ, μετά την απόλυση του Μπρούνο Μπάουερ ως ιερόσυλου (το 1842
με εντολή του βασιλιά της Πρωσίας), αντιλαμβάνεται ότι με τις ιδέες που
πρεσβεύει είναι αδύνατο να έχει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία. Αναπτύσσει
μάχιμη δημοσιογραφική-δημοσιολογική δραστηριότητα στην «εφημερίδα του
Ρήνου» (ως αρθρογράφος και απ' τον Οκτώβριο του 1842 ως διευθυντής), στη
βάση του ριζοσπαστικού στοιχείου της εγελιανής “αντιστοίχισης του
πράγματος στην ιδέα του”, του ανθρωπισμού και της συνεπούς επαναστατικής
δημοκρατικής τοποθέτησης. Υπό αυτό το πρίσμα κρίνει τους κοινωνικούς και
πολιτικούς θεσμούς, απ' τη σκοπιά των πλέον αποκλεισμένων και
καταπιεσμένων. Ασκεί κριτική στους θεσμούς μέσω της κριτικής της
λογοκρισίας (άρθρα περί ελευθερίας του τύπου). Η δημοσιογραφική-
δημοσιολογική του δραστηριότητα είναι ένας ασίγαστος αγώνας με συνέπεια
για τα δημοκρατικά και κυριαρχικά δικαιώματα του λαού. Προβαίνει σε κριτική
ανάλυση της εκπροσώπησης των επί μέρους συμφερόντων κοινωνικών τάξεων
και στρωμάτων στην τοπική δίαιτα. Υπερασπίζεται τους φτωχούς αγρότες από
τις διώξεις βάσει του νόμου περί αυτοδίκαιης υλοτομίας στα ιδιωτικά δάση. Η
υπεράσπιση των αμπελουργών του Μοζέλα τον οδηγεί στην ανάλυση της δομής
και των λειτουργιών του ιεραρχικού – συγκεντρωτικού μηχανισμού της
γραφειοκρατίας του κράτους και της δημόσιας διοίκησης. Είναι πραγματικά
κλασική η ανάλυση του γραφειοκρατικού μηχανισμού και της ιδεολογίας που
αυτός αναπαράγει, μέσω της παραμόρφωσης της διακίνησης πληροφορίας από
κάτω προς τα επάνω, της αποκοπής των ανώτατων κλιμακίων της εξουσίας
από την κοινωνική βάση και της δομικής σύγχυσης εξουσιαστικής ιεραρχίας
προϊσταμένων – υφισταμένων με την “ιεραρχία της γνώσης”. Η ανάλυση αυτή,
161
παραμένει κλασική και αναφορικά με κάθε γραφειοκρατικοποιούμενη δομή
(θεσμό, κόμμα κ.ο.κ.). [βλ σχετικά και: Δ. Πατέλης. Για το πρόβλημα της
γραφειοκρατίας. 1987]. Από την αρθρογραφία του αναδεικνύεται η
σοβαρότητα του κοινωνικού ζητήματος, των “ιδιωτικών συμφερόντων” (της
“κοινωνίας των ιδιωτών” κατά Χέγκελ) και της αναγκαιότητας συστηματικής
μελέτης του κομμουνισμού ως κινήματος των “από κάτω”. Παραιτείται από
την αρχισυνταξία, χωρίς να μπορέσει να αποτρέψει την απαγόρευση της
εφημερίδας από τη μοναρχία.
Μεταβαίνει στο Κρόυτσναχ το 1843, όπου -βάσει και της πολύτιμης
εμπειρικής του έρευνας στην εφημερίδα- επιδίδεται στην έρευνα και τη
συγγραφή του έργου «Η κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου».
Εδώ είναι πλέον σαφής η μετάβαση από την κριτική της θρησκείας στην
κριτική της πολιτικής, του κράτους και του δικαίου, και από αυτή στην
ανάδειξη της σημασίας της «κοινωνίας των ιδιωτών», δηλ. της σφαίρας των
ιδιωτικών συμφερόντων, της οικονομίας, του πεδίου βιοπορισμού των
ανθρώπων. Η κλιμάκωση της έρευνας σε συνάρτηση με την κοινωνική
ριζοσπαστικοποίησή του, οδηγεί στη ριζική αλλαγή των απόψεων του Μαρξ για
τη σχέση μεταξύ «κοινωνίας των ιδιωτών» και του κράτους: είναι το
τελευταίο αυτό που καθορίζεται από την πρώτη και όχι το αντίστροφο, που
πρέσβευε η εγελιανή φιλοσοφία και η κυρίαρχη ιδεολογία. Μέσω της
δημοσιολογικής έρευνάς του και της συστηματικής κριτικής της
πολιτειολογίας του Χέγκελ, ο Μαρξ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι βάση του
κράτους δεν είναι η ιδέα, αλλά οι οικονομικές σχέσεις. Το κράτος είναι όργανο
των εύπορων στρωμάτων και αυτών τα συμφέροντα προασπίζει.
Ταυτόχρονα, ο Μαρξ προβαίνει σε κριτική του λογοκρατικού
πανθεϊστικού μυστικισμού της διαλεκτικής του Χέγκελ και εμβαθύνει στο
ζήτημα της υφής των διαλεκτικών αντιφάσεων. Καταλυτικός είναι ο ρόλος της
ανατροπής του Φόυερμπαχ στη φιλοσοφία με την ανθρωπολογική-υλιστική
γείωση της θρησκείας.
Ο Μαρξ αναδεικνύει την οργανική σχέση μεταξύ εγελιανής ιδεοκρατίας
και γραφειοκρατικών αυταπατών. Παράλληλα, προχωρά σε μελέτη της
ιστορίας, με έμφαση στην ανάλυση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών
διαδικασιών. Νομοτελής είναι η εξής κίνηση στο γίγνεσθαι του μαρξισμού: η
εκάστοτε αντίληψη περί της δομής της κοινωνίας, τίθεται ως βάση για τη
διερεύνηση της ιστορίας.
19.6.1843 μεταβαίνει στο Παρίσι και προετοιμάζει την έκδοση των
«Γερμανο – γαλλικών χρονικών» από κοινού με τον Α. Ρούγκε. Στο πρώτο και
μοναδικό τεύχος των χρονικών (εκδόθηκε στο Παρίσι το 1844 και κατασχέθηκε
σχεδόν όλο το τιράζ) δημοσιεύονται τα έργα του: «Για το εβραϊκό ζήτημα»
και «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου. Εισαγωγή».
Κομβική θέση κατέχει εδώ η σχέση: αλλοτρίωση – θρησκεία – χειραφέτηση, το
ζήτημα της πολιτικής και της ανθρώπινης χειραφέτησης, οι όροι και οι δρόμοι
της χειραφέτησης. Αναδεικνύεται για πρώτη φορά η ιστορική αποστολή του
προλεταριάτου στην υπόθεση της χειραφέτησης της ανθρωπότητας και ο
ρόλος της θεωρίας στον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η
θεωρητική έρευνα οδηγεί το Μαρξ στη διάγνωση της ανάγκης της
επανάστασης και στην αναζήτηση εκείνου του υποκειμένου, που -λόγω της
θέσης του στην κοινωνία- θα φέρει σε πέρας αυτή την ιστορική αποστολή. «Η
φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το
προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα» (Μαρξ -
«Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας». Παπαζήσης - 1978. σελ. 30). Ωστόσο, «Το
όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων»
(ό.π.). Στη φάση αυτή πραγματοποιείται η τελική υιοθέτηση του υλισμού και
162
του κομμουνισμού.
Τα «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα» (1843-44) είναι το
πρώτο κείμενο, όπου εκτίθενται ως ενιαίο όλο υπό διαμόρφωση τα τρία
μελλοντικά συστατικά μέρη του μαρξισμού. Είναι κομβική η σημασία των
οικονομικών ερευνών του Μαρξ στη διαμόρφωση της αντίληψής του. Εδώ
εξετάζει το ρόλο της εργασίας στην ανάπτυξη της κοινωνίας και το ρόλο της
πρακτικής στην ανάπτυξη της γνωστικής σχέσης του ανθρώπου προς τον
κόσμο. Από την ανάλυση της κλασικής πολιτικής οικονομίας οδηγείται στην
ανάδειξη της συνάρτησης μεταξύ συσσώρευσης ξένης εργασίας, ιδιωτικής
ιδιοκτησίας και αποξένωσης – αλλοτρίωσης. Μελετά τη σχέση μεταξύ
αλλοτρίωσης και ουσιωδών δυνάμεων του ανθρώπου. Ο Μαρξ αναδεικνύει τη
συνεισφορά του Χέγκελ στη συνειδητοποίηση της διαδικασίας δημιουργίας του
ανθρώπου μέσω της ανθρώπινης εργασίας και της εγελιανής μυστικοποίησης
αυτής της διαδικασίας. Αναδεικνύει επίσης τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της
προόδου στις εκμεταλλευτικές κοινωνίες, ενώ επιχειρεί μια θεμελίωση του
κομμουνισμού και του ανθρωπισμού (με αρκετά ασαφείς εννοιολογήσεις).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση του Μαρξ προς τον ανθρωπολογικό υλισμό
του Λ. Φόυερμπαχ. Η οπτική του εδράζεται στο κεκτημένο του Φόυερμπαχ,
αλλά δεν περιορίζεται στην ανθρωπολογική αντίληψη του τελευταίου.
Άλλωστε, ο τότε Φόυερμπαχ δεν είχε καν ασχοληθεί με την πολιτική οικονομία.
Επιχειρεί συγκεκριμενοποίηση της διαδικασίας της αλλοτρίωσης στην
εργασιακή δραστηριότητα του εργάτη εντός της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής. Εδώ ο Μαρξ περιπίπτει σε αντιφάσεις, μιας και ακόμα θεωρεί ότι
εντός της παραγωγής πωλείται και αλλοτριώνεται η ίδια η εργασία του
εργάτη. Η αντίληψη περί πώλησης της εργασίας από τον εργάτη, αντιστοιχεί
στην αντικειμενική φαινομενικόητητα της κεφαλαιοκρατίας, κατά την οποία το
κέρδος (και η υπεραξιά) σχηματίζονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Η
οικονομική του έρευνα δεν έχει οδηγήσει ακόμα στην οικονομική κατηγορία
της εργασιακής δύναμης, ως ειδικού εμπορεύματος. Ωστόσο, εξαιρετική
ώθηση στην έρευνα παρέχει η διασύνδεση της αλλοτριωμένης εργασίας με την
ιδιωτική ιδιοκτησία, η προβληματική για την ανθρώπινη εργασία και την
διαδικασία αποξένωσης-αλλοτρίωσης, για τη δυναμική των κοινωνικών
ιδιοτήτων και των αναγκών του ανθρώπου, για την υλιστική αντίληψη της
φύσης του ανθρώπου (σε συνδυασμό αλλά και σε αντιδιαστολή με τον
αφηρημένο ανθρωπολογισμό του Φόυερμπαχ). Ο Μαρξ εδώ ερευνά μεν την
αλλοτρίωση του ανθρώπου, αλλά αναφέρεται στον άνθρωπο-εργάτη,
εκπρόσωπο συγκεκριμένης τάξης με αντίστοιχη θέση και ρόλο στον κοινωνικό
καταμερισμό της εργασίας. Εξαιρετικά γόνιμη είναι η κριτική που ασκείται
στην ιδεαλιστική διαλεκτική του Χέγκελ με παράλληλη ανάδειξη της
διασύνδεσης της απόσπασης-απολυτοποίησης της Ιδέας με την αφηρημένη και
αποξενωμένη παραγωγή (βλ. και για “Επιστήμη της Λογικής” του Χέγκελ). Ο
Μαρξ προβαίνει εδώ και σε μιαν ατυχή απόπειρα συστηματικής θεώρησης της
πολιτικής οικονομίας υπό το πρίσμα των κατηγοριών: ιδιωτική ιδιοκτησία και
αλλοτρίωση.
Πολύτιμη είναι η κριτική που ασκείται στον εξισωτικό κομμουνισμό.
Υπάρχουν ποικίλες ανιστορικές και αντιδιαλεκτικές ερμηνείες της θέσης
και του ρόλου των παρισινών χειρογράφων του 1844 στην επαναστατική
θεωρία. Χαρακτηριστικός είναι ο μύθος περί των «δύο Μαρξ» (του νεαρού
ανθρωπιστή – επαναστάτη και του ώριμου επιστήμονα) και περί δήθεν «τομής»
στο έργο του Μαρξ (βλ. π.χ. Αλτουσέρ).
Ο Ένγκελς ακολουθεί παράλληλη ανεξάρτητη πορεία με τα έργα του:
«Σχεδίασμα κριτικής της πολιτικής οικονομίας» και «Η κατάσταση της
εργατικής τάξης στην Αγγλία» (1845) όπου αναλύεται εμπειρικά η
163
κατάσταση του προλεταριάτου.
Το πρώτο κοινό έργο Μαρξ – Ένγκελς «Η Αγία οικογένεια, ή κριτική
της κριτικής κριτικής» (9-11/ 1844, εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 1845),
είναι αφιερωμένο στην κριτική και στο φιλοσοφικό αναστοχασμό των ιδεών
των νεαρών χεγκελιανών, του εγελιανού ιδεαλισμού και της ιδεοκρατίας εν
γένει. Οι δυο επαναστάτες διανοητές αποκαλύπτουν πίσω απ' τις σκιαμαχίες
ιδεών τις κοινωνικές υλικές ανάγκες, μελετούν το ρόλο που διαδραματίζουν οι
Λαϊκές μάζες και προσωπικότητα στην ιστορία, ανατρέποντας τις αντιλήψεις
των νεαρών χεγκελιανών περί “ήρωα” και “όχλου”. Εδώ, η φιλοσοφία του
Φόιερμπαχ εκλαμβάνεται ως θεωρητική βάση του κομμουνισμού.
Προχωρώντας στη θεμελίωση της ιδέας της εξάρτησης του κράτους, του
κοινωνικού και πολιτικού συστήματος απ' τις οικονομικές σχέσεις, ο Μαρξ και
ο Ένγκελς έγραφαν στην «Αγία οικογένεια», ότι η βασική αιτία της ιστορικής
ανάπτυξης δεν πρέπει να αναζητηθεί στις αφηρημένες ιδέες, αποσπασμένες απ'
την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά στην «... υλική παραγωγή επί της
γης».

-Η διαμόρφωση του μαρξισμού (1845 – 1848).


Οι θέσεις του Μαρξ για τον Φόυερμπαχ (Απρίλιος του 1845) είναι το
«μεγαλοφυές έμβρυο της νέας κοσμοθεώρησης» (Φ. Ένγκελς). Εδώ, σε
συμπυκνωμένη μορφή, μέσω της κριτικής τουαφηρημένου ανθρωπολογισμού,
παρουσιάζεται το περίγραμμα της μαρξικής φιλοσοφικής κατεύθυνσης ως
αρχές ερερυνητικών προγραμμάτων. Κομβικές έννοιες και κατηγορίες αυτού
του σχεδιάσματος του ιστορικού υλισμού είναι: ο άνθρωπος και η πρακτική, η
πρακτική και η συνείδηση, η κοινωνική ουσία του ανθρώπου.
Επαναπροσδιορίζεται η θέση και ο ρόλος της φιλοσοφίας στον επαναστατικό
μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Το «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την προηγούμενη φιλοσοφική
συνείδηση» λαμβάνει χώρα στο κοινό έργο των Μαρξ και Ένγκελς: Η
γερμανική ιδεολογία. Εδώ, περνούν στην πρώτη διατύπωση της υλιστικής
αντίληψης της ιστορίας μέσω της κριτικής της μικροαστικής ιδεολογίας και
της γερμανικής φιλοσοφίας εν γένει. Αναπτύσσεται η ιδέα περί του
καθοριστικού ρόλου της παραγωγής υλικών αγαθών, περί διαλεκτικής σχέσης
παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής (σχέσεων «επικοινωνίας» με
την τότε ορολογία, η οποία αντανακλά το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα
διακριθεί σε καθαρή μορφή οι σχέσεις παραγωγής). Εξετάζεται ο ρόλος του
καταμερισμού της εργασίας στην κοινωνία, η σχέση μεταξύ κοινωνικού είναι
και κοινωνικής συνείδησης, το πρόβλημα της ιδεολογίας, η σχέση γλώσσας,
επικοινωνίας και συνείδησης, αποξένωσης, ελευθερίας και αναγκαιότητας.
Επιχειρείται μια περιοδολόγηση της ιστορίας βάσει των μορφών ιδιοκτησίας.
Είναι χαρακτηριστική εδώ η αντιφατικότητα της πρώτης διατύπωσης
της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας ως επιστημονικής υπόθεσης. Υπάρχει
σύγχυση των επιπέδων: προϋποθέσεων (ζωής) και ουσίας (παραγωγής) της
κοινωνίας. Η κατηγοριακή ασάφεια τής εν το γενάσθαι θεωρίας αντανακλάται
και στην ορολογία. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν γίνεται χρήση
ακόμα του όρου «σχέσεις παραγωγής», αλλά «σχέσεις επικοινωνίας».
Με την παγκοσμιοποίηση της ιστορίας επί κεφαλαιοκρατίας
συναρτάται και η παγκόσμια αναγκαιότητα της επανάστασης. Δεδομένης
σήμερα της ήττας των περισσότερων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων
του 20ου αι., είναι εντυπωσιακή η διορατικότητα του Μαρξ, όταν αναφέρεται
στο θνησιγενές των «τοπικών κομμουνισμών». Εξετάζονται οι πηγές της
ιδεαλιστικής ιδεολογίας, η εξουσία και το κράτος ως μηχανισμός βίας και
απάτης και η σχέση μεταξύ κράτους και επανάστασης, ενώ επιχειρείται και μια
164
περιοδολόγηση της ιστορίας βάσει της σχέσης παραγωγικών δυνάμεων –
«μορφών επικοινωνίας».
Γίνεται εκτενής και επικαιρότατη κριτική στο μικροαστικό σοσιαλισμό,
στην αστική κοινωνική θεωρία και στον αναρχισμό του Στίρνερ.
Ο Μαρξ, στη βάσει των ερευνών του, αναδεικνύει εμφατικά ότι κάθε
ιστορική εποχή χαρακτηρίζεται απ' τους φυσικούς και ιστορικούς όρους της
ανάπτυξης της, δηλαδή απ' την ύπαρξη ορισμένου αριθμού ατόμων σε
συγκεκριμένο περιβάλλον και ορισμένων παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων
παραγωγής. «Οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι να επιλέξουν τις παραγωγικές
τους δυνάμεις, οι οποίες σχηματίζουν τη βάση όλης της ιστορίας τους, διότι η
εκάστοτε παραγωγική δύναμη, είναι αποκτηθείσα παραγωγική δύναμη, είναι
προϊόν προγενέστερης δραστηριότητας. Κατ' αυτό τον τρόπο, οι παραγωγικές
δυνάμεις είναι το αποτέλεσμα της πρακτικής ενέργειας των ανθρώπων, αλλά η
ίδια αυτή η ενέργεια έχει καθοριστεί από τους όρους εκείνους, εντός των
οποίων βρίσκονται οι άνθρωποι, από τις παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες
έχουν ήδη αποκτηθεί προγενέστερα, από την κοινωνική μορφή, η οποία
προϋπάρχει των ίδιων, την οποία δεν έχουν δημιουργήσει αυτοί οι άνθρωποι,
αλλά η η προηγούμενη γενεά. Χάρη σε αυτό το απλό γεγονός, ότι η εκάστοτε
επόμενη γενεά βρίσκει τις παραγωγικές δυνάμεις που έχουν αποκτηθεί από την
προγενέστερη, οι εν λόγω παραγωγικές δυνάμεις λειτουργούν γι' αυτήν ως
πρώτη ύλη για τη νέα παραγωγή – χάρη σ' αυτό το γεγονός μορφοποιείαι ο
δεσμός στην ανθρώπινη ιστορία, μορφοποιείται η ιστορία της ανθρωπότητας,
η οποία, η οποία καθίσταται περισσότερο ιστορία της ανθρωπότητας, όσο πιο
πολύ έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις των ανθρώπων, άρα, και οι
κοινωνικές τους σχέσεις» (Μαρξ Κ., Επιστολή προς τον Π.Β. Άνενκοφ, από
28/12/1846, βλ. Μαρξ Κ., και Ένγκελς Φ. Άπαντα, ρώσ. Έκδ. τ. 27, σελ. 402).
Κατ' αυτό τον τρόπο, στον ιστορικό υλισμό, η παραδοχή του νομοτελούς
χαρακτήρα της ιστορικής διαδικασίας, της ιστορικής αναγκαιότητας, δεν
ακυρώνει τον ενεργό ρόλο της δραστηριότητας των ανθρώπων. Οι άνθρωποι,
δεν είναι μόνο προϊόν των περιστάσεων, αλλά επιπλέον οι ίδιοι ενεργητικά
μεταβάλλουν αυτές τις περιστάσεις. Έτσι το πρόβλημα της ιστορικής
αναγκαιότητας και της ελευθερίας, βρίσκει στον ιστορικό υλισμό επιστημονική
ερμηνεία, που αντιτίθεται τόσο στη βουλησιαρχία όσο και στο φαταλισμό,
δεδομένου ότι η ανάπτυξη των αντικειμενικών συνθηκών ύπαρξης του
ανθρώπου εξετάζεται ως προϋπόθεση της ίδιας της ανάπτυξης του, καθώς και
της ανάπτυξης της γνωστικής και πρακτικής του δραστηριότητας, η οποία
δημιουργικά μετασχηματίζει τις συνθήκες αυτές, δηλαδή ως προϋπόθεση της
ελευθερίας του.
Εξαιρετικά επίκαιρη είναι και η κριτική της γαλλικής εκδοχής
μικροαστικού ουτοπισμού στο έργο του Μαρξ: «Η αθλιότητα της
φιλοσοφίας» (1847). Εδώ ασκείται κριτική στην πολιτική οικονομία του
Προυντόν και στη μέθοδό του, στην προυντονική ανάγνωση – εφαρμογή της
εγελιανής διαλεκτικής. Η τελευταία συνδέεται με τη διττή θέση του
μικροαστού στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Καταδεικνύονται οι επιπτώσεις
της αυθαίρετη και υποκειμενικής χρήσης των κατηγοριών, όταν αυτές δεν
εξετάζονται ως καθολικές μορφές νοητικής ανασύστασης σχέσεων και
διαδικασιών στα πλαίσια του συστήματος της κατηγοριακής σκέψης.
Στον Προυντόν υπάρχει μια ουτοπική – εξισωτική ερμηνεία του
ρικαρντιανού ορισμού της αξίας μέσω της αναπαραγωγής του σφάλματος του
Σμιθ: της σύγχυσης ποσότητας εργασίας με αξία εργασίας. Η αναγωγή της
κοινωνίας στο άτομο – παραγωγό είναι χαρακτηριστική της προυντονικής
αντίληψης, καθώς και η αυταπάτη που εκλαμβάνει την ανισότητα ιδιοκτησιών
και τη συνακόλουθη «άνιση ανταλλαγή» ως βάση για την ανισότητα.
165
Με τα παραπάνω συνδέεται και η ουτοπική αυταπάτη περί δήθεν
εφικτού διατήρησης της «καλής» πλευράς της κεφαλαιοκρατίας (του
πλούτου) και κατάργησης της «κακής» (της αθλιότητας) βάσει της
θέσπισης της αρχής της ισότητας από την «κοινωνική μεγαλοφυΐα»... Έτσι και
σήμερα κάποιοι τρέφουν και διαδίδουν επικίνδυνες ουτοπικές αυταπάτες π.χ.
περί του δήθεν εφικτού διατήρησης της «καλής» πλευράς της ιμπεριαλιστικής
ολοκλήρωσης της Ε.Ε. (του “ευρωπαϊκού κεκτημένου”, του εξιδανικευμένου
“ευρωπαϊσμού” - αστικού κοσμοπολιτισμού) και κατάργησης της «κακής» (του
ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας) βάσει “διαπραγμάτευσης” από
την σημερινή αυτόκλητη «κοινωνική μεγαλοφυΐα»...
Ο Μαρξ δεν βλέπει την εργατική τάξη στατικά και ανιστορικά, αλλά
εξετάζει τη διαδικασία διαμόρφωσης, συγκρότησης της εργατικής τάξης και
τα επίπεδα πάλης για τα συμφέροντά της υπό το πρίσμα της διάκρισης «Τάξης
εν εαυτή» (χωρίς συνείδηση της θέσης και της ιστορικής της
αποστολής) και «τάξης δι’ εαυτήν» (με αντίστοιχη θεωρία, σκοποθεσία
και οργανωτική συγκρότηση). Θεωρεί ότι μέχρι την εξάλειψη των τάξεων
οι ταξικοί αγώνες ζωής η θανάτου είναι βασική νομοτέλεια κίνησης της
ιστορίας.
Οι Μαρξ και Ένγκελς έχουν στενή επικοινωνία και συνεργασία με τους
Γερμανούς χειροτέχνες πολιτικούς πρόσφυγες στην Αγγλία, μεταξύ των οποίων
υπάρχουν λαμπρές μορφές. Οι κύκλοι αυτών των προσφύγων βρίθουν
αντιφάσεων και συγκρούσεων. Ξεχωριστή μελέτη απαιτούν οι τότε υπέρμετρες
προσδοκίες των κλασσικών από την εργατική τάξη (στα πλαίσια της εμπειρίας
τους από ορισμένους από τους παραπάνω χειροτέχνες, της επαναστατικής
αισιοδοξίας τους και της όλης αντίληψής τους περί πάλης των τάξεων στον
ιστορικό υλισμό).
Οι αναπτυσσόμενοι εργατικοί αγώνες φέρνουν στο προσκήνιο τον
προβληματισμό για τις μορφές οργάνωσης και πάλης. Ο Ένγκελς συγγράφει το
«ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΠΙΣΤΗΣ» σε μορφή “κατήχησης”
(ερωταποκρίσεων). Η «ένωση των δικαίων» μετεξελίσσεται το 1847 σε
“Κομμουνιστική Ένωση” (Ιούνιος 1847) – στο πρώτο αυτοτελές γερμανικό
προλεταριακό κόμμα.
Ο Μαρξ παράλληλα με την κοινωνική και οικονομική έρευνά του,
ασχολείται συστηματικά και με την εκλαΐκευση – διάδοση των αποτελεσμάτων
της. Παραδίδει διαλέξεις στον «Γερμανικό εργατικό σύλλογο» (Σεπτ. 1847):
«Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο».
Με ανάθεση από το 2ο συνέδριο της “Κομμουνιστική Ένωση” οι Μαρξ
και Ένγκελς συγγράφουν το «Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος»
(Λονδίνο, Ιανουάριος 1848) όπου συνοψίζεται και αναπτύσσεται
περαιτέρω το μέχρι τότε κεκτημένο της φιλοσοφικής και πολιτικο-
οικονομικής επαναστατικής θεωρίας ως θεμελίωση πλέον του επαναστατικού
προγράμματος κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, εν όψει του εν
εξελίξει κύματος των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων του 1848-1849. Οι
κλασικοί του μαρξισμού δεν είχαν ακαδημαϊκή σχέση με την έρευνα. Ακριβώς
οι επιτακτικές ανάγκες του επαναστατικού κινήματος, τους υποχρεώνουν σε
διατύπωση προγραμματικής διακήρυξης, χωρίς να έχει διαμορφωθεί και
ωριμάσει η επαναστατική θεωρία, ιδιαίτερα ως προς το οικονομικό της
σκέλος.
Στο Μανιφέστο έχουμε περαιτέρω θεμελίωση της διαλεκτικής της
ιστορικής διαδικασίας. Αναδεικνύεται ο προοδευτικός ρόλος αλλά και ο
παροδικός χαρακτήρας του αστικού καθεστώτος, σε συνδυασμό με την
παγκόσμια ιστορική αποστολή του προλεταριάτου. Κομβική είναι η αντίληψη
των κλασικών για τις κοινωνικές τάξεις και την πάλη των τάξεων ως
166
κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Τίθεται το περίγραμμα του κομμουνιστικού
κόμματος και οι αρχές του.
Βάσει των παραπάνω, διευκρινίζεται ότι για τους επαναστάτες, το κόμμα
δεν είναι αυτοσκοπός: «οι κομμουνιστές δεν αποτελούν κανένα ιδιαίτερο κόμμα
απέναντι στ' άλλα εργατικά κόμματα. Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν
από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του. Δεν διακηρύσσουν
κάποιες ιδιαίτερες αρχές, που σύμφωνα μ' αυτές θα ήθελαν να πλάσουν το
προλεταριακό κίνημα.
Οι κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα μονάχα
κατά τούτο: ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των
προλετάριων τονίζουν και προβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ' όλο
το προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη, ότι στις
διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την
αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο
του.
Στην πράξη, λοιπόν, οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα
των εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς
τα μπρος. Θεωρητικά, πλεονεκτούν από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου
με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά
αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος. Ο άμεσος σκοπός των
κομμουνιστών είναι ο ίδιος με το σκοπό όλων των άλλων προλεταριακών
κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της κυριαρχίας
της αστικής τάξης, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το
προλεταριάτο...».
Αναλύεται το πρόβλημα του ανθρώπου και του υποκειμενικού παράγοντα
στην ιστορία. Και εδώ είναι έκδηλες οι υπέρμετρες προσδοκίες από την
εργατική τάξη της εποχής.
Επιχειρείται η ανάδειξη βασικών γνωρισμάτων του κομμουνισμού με μια
προσέγγιση του θέματος σε γενικές γραμμές. Βέβαια είναι έκδηλη η αδυναμία
ανάδειξης των αντιφάσεων, των δυσκολιών, του χαρακτήρα και της διάρκειας
της επαναστατικής εξουσίας.
Ωστόσο, τίθενται ζητήματα της στρατηγικής και της τακτικής του
κόμματος στον αγώνα για τον κομμουνισμό, ενώ αποσαφηνίζεται η
αποστασιοποίηση από τον μη επιστημονικό σοσιαλισμό.

-Η ανάπτυξη του μαρξισμού στη βάση της γενίκευσης της


εμπειρίας των αστικών δημοκρατικών επαναστάσεων 1848- 1849.
Η περαιτέρω ανάπτυξη του μαρξισμού συνολικά και του ιστορικού
υλισμού, επιτυγχάνεται μέσω της πρώτης δοκιμασίας της θεωρίας στην
ανάλυση των επαναστατικών γεγονότων στην Ευρώπη του 1848-1849.
Από 1.6.1848, στη θύελλα των επαναστατικών γεγονότων, οι δυο φίλοι
και σύντροφοι ρίχνονται με όλες τις δυνάμεις τους στον αγώνα. Εκδίδεται η
“Νέα εφημερίδα του Ρήνου” με εκδότη τον Ένγκελς και αρχισυντάκτη τον
Μαρξ ως “Όργανο της Δημοκρατίας”, για να στηρίξει και να προωθήσει την
επανάσταση, με δραστική παρέμβαση των κομμουνιστών στο δημοκρατικό
μέτωπο της επανάστασης.
Συγγράφουν μια σειρά έργων, μεταξύ των οποίων και:
Μαρξ “Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850” (1850)
και “Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη” (1851).
Ένγκελς «Ο Πόλεμος των Χωρικών» (1850) και
«Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία» (1851-1852)
Εδώ αναπτύσσεται η θεωρία για την επανάσταση, το κράτος, το δίκαιο
167
και την σχέση επανάστασης και αντεπανάστασης, για το ρόλο των ιδεών (με
έμφαση στην χειραγώγηση αλλά και στην απαλλαγή των μαζών από τις
αυταπάτες τους στην επαναστατική κατάσταση), στη συσχέτιση
αντικειμενικών όρων με το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, της
προσωπικότητας και των λαϊκών μαζών στην ιστορία.
Εξαιρετικά πολύτιμη είναι η ανάδειξη των ιστορικών διαφορών μεταξύ
πρώιμων και μεταγενέστερων, ύστερων αστικών επαναστάσεων, καθώς και η
προβληματική περί των δύο σταδίων της συνεχούς επανάστασης. Η
αστική δημοκρατική επανάσταση στην Ευρώπη εξετάζεται από τη σκοπιά των
δυνατοτήτων κλιμάκωσης και αναβάθμισής της. Δυνατοτήτων που συνδέονται
με την όλο και πιο ενεργό συμμετοχή του προλεταριάτου στην επαναστατική
διαδικασία, ως ηγετικής δύναμης του γενικού δημοκρατικού αγώνα των
εργαζομένων για κυριαρχικά δικαιώματα. Κομβική ιδέα της συνεχούς
επανάστασης, είναι κατά τους κλασικούς η αναγκαιότητας εμπλοκής
της εργατικής τάξης στην επαναστατική κατάσταση, ώστε, στη βάση
του αγώνα για δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία να κλιμακωθεί η πάλη
στην κατεύθυνση των σοσιαλιστικών επαναστατικών
μετασχηματισμών.
Εδώ είναι που συλλαμβάνεται και η ιδέα της ανισομερούς εκτύλιξης
της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Πρόκειται για μια βασική
νομοτέλεια της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας (με ισχύ
αύξουσα σήμερα λόγω της επίτασης της ανισομέρειας), χωρίς τη διάγνωση
της οποίας διαδίδονται επικίνδυνες αυταπάτες, που τροφοδοτούν
απογοητεύσεις, ματαιώσεις προσδοκιών και ιδιώτευση των μαζών. Ο Μαρξ
θεωρεί ήδη από το 1850 ότι η επανάσταση θα ξεκινήσει από την περιφέρεια
του τότε αστικού κόσμου, αλλά θα εκδηλωθεί σε πλήρη κλίμακα όταν
ενταχθούν στην επαναστατική διαδικασία και οι πλέον ανεπτυγμένες
κεφαλαιοκρατικές χώρες, με επικεφαλής τότε την Αγγλία: «είναι φυσικό οι
βίαιες εκρήξεις να εκδηλώνονται νωρίτερα στα άκρα του αστικού σώματος
παρά στην καρδιά του, γιατί εδώ είναι περισσότερες οι δυνατότητες
εξομάλυνσης είναι μεγαλύτερες θα πρέπει φυσικά να ξεσπάσουν, απ’ ότι» (Οι
ταξικοί αγώνες στη Γαλλία... σελ. 158).
Οι κλασικοί, στη βάση των επαναστατικών γεγονότων του 1848-1849,
αναδεικνύουν την εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην αστική επανάσταση σε
συνάρτηση με την τροπή του αγώνα και την εμπλοκή των τάξεων και των
πολιτικών δυνάμεων που τις εκπροσωπούν. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδουν στην
επιρροή που ασκεί η ιδεολογία και ειδικότερα η δύναμη της παράδοσης των
αυταπατών και των στερεοτυπικών σχημάτων του παρελθόντος. Κομβική θέση
κατέχει εδώ η αντίληψη για το χαρακτήρα των αστικών δημοκρατικών
θεσμών. Γενικό συμπέρασμα των ερευνών τους είναι η αναγκαιότητα
συντριβής του αστικού κρατικού μηχανισμού και εγκαθίδρυσης της
δικτατορίας του προλεταριάτου.
Εξαιρετικά επίκαιρη είναι η κριτική που άσκησαν τότε οι
κλασικοί σε εκείνους τους “καθαρούς επαναστάτες”, οι οποίοι
θεωρητικοποιούσαν την ουσιαστική παραίτηση-αποστασιοποίησή
τους από την εμπλοκή στην κρισιακή συγκυρία και την επαναστατική
κατάσταση ως δήθεν “κριτήριο επαναστατικής συνέπειας και
καθαρότητας”. Ο Μαρξ, όπως και ο Λένιν αργότερα, στηλίτευαν αυτή τη
στάση, ως βασικό σύμπτωμα ηθικοπολιτικής αυτοκτονίας και
αποστασίας των επαναστατών, όχι σε αποσπασματικά χωρία, αλλά σε όλο
το θεωρητικό και πρακτικό τους έργο. Έτσι αντιμετώπισαν οι Μαρξ και
Ένγκελς τους ηγέτες των “υπεραριστερών” σεχταριστών της “Ένωσης
κομμουνιστών” Βίλλιχ και Σάππερ και τα φραστικά “παιχνίδια” με την
168
επανάσταση: «Ενώ εμείς λέμε στους εργάτες: έχετε να περάσετε από 15, 20,
50 χρόνια εμφύλιου πόλεμου, ώστε να αλλάξετε την κατάσταση και να
διαπαιδαγωγηθείτε για την άσκηση της εξουσίας, [εκείνοι] τους λένε: πρέπει
να πάρουμε την εξουσία αμέσως, αλλιώς μπορούμε κάλλιστα να πάμε στο
κρεβάτι μας» (Από τα Πρακτικά της συνάντησης για την κεντρική διεύθυνση
[της Κομμουνιστικής Λίγκας] στις 15 Σεπτεμβρίου 1850, στο Marx-Engels,
Collected Works, vol.10, pp.626).

-Η ωριμότητα του μαρξισμού: οικονομικές έρευνες και


“Κεφάλαιο”.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας
γίνεται σε συνάρτηση με την κλιμάκωση των οικονομικών ερευνών του
Μαρξ και την ανακάλυψη της θεωρίας της υπεραξίας. Σημαντικοί σταθμοί είναι
οι “Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής οικονομίας” (γνωστές και ως
“Grundrisse”, 1857) και η “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” (1859).
Συμπυκνωμένη και ολοκληρωμένη διατύπωση των βασικών αρχών του
ιστορικού υλισμού αυτής της βαθμίδας ωριμότητας του μαρξισμού, παραθέτει
ο Μαρξ στον Πρόλογο στην «Κριτική της πολιτικής οικονομίας»: «Οι άνθρωποι
στην κοινωνική παραγωγή της ζωή τους έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες,
αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που
αντιστοιχούνε σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των
υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο των παραγωγικών αυτών
σχέσεων αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, τη βάση την υλική
που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σ' αυτήν
αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της
παραγωγής της υλικής ζωής, καθορίζει γενικά την εξέλιξη της
κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Το τι είναι οι άνθρωποι
δεν καθορίζεται από τη συνείδησή τους, αλλά, αντίστροφα, το
κοινωνικό τους Είναι καθορίζει τη συνείδησή τους. Όταν φτάσει σ' ένα
ορισμένο βαθμό η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας αυτές
οι δυνάμεις έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν ή
για να χρησιμοποιήσουμε τη νομική γλώσσα, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας
που μέσα σ' αυτές είχανε ως τα τότε κινηθεί. Αυτές οι σχέσεις από μορφές
ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων γίνονται τώρα φραγμοί τους. Τότε
αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με τη μεταβολή της οικονομικής
βάσης, ανατρέπεται περισσότερο ή λιγότερο γοργά ή αργά ολόκληρο το
τεράστιο εποικοδόμημα.
Όταν αντικρίζουμε τέτοιες ανατροπές, πρέπει πάντα να ξεχωρίζουμε
την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής –που
πρέπει να την εξακριβώνουμε πιστά με τη βοήθεια των φυσικών
επιστημών– από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή
φιλοσοφικές μορφές, με μια λέξη, από τις ιδεολογικές μορφές, με τις
οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και την
αποτελειώνουν (ausfechten). Όπως ένα άτομο δεν το κρίνουμε από την
ιδέα που έχει για τον εαυτό του, έτσι και μια εποχή ανατροπής δεν
μπορούμε να την κρίνομαι από τη συνείδηση που έχει για τον εαυτό
της ίσα-ίσα αυτή τη συνείδηση πρέπει να την εξηγήσουμε με τις
αντιφάσεις της υλικής ζωής, με τη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα
στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις.
Ένα κοινωνικό συγκρότημα ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες
οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και ποτέ δεν παίρνουνε τη
θέση του καινούργιες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις προτού οι υλικοί όροι
γι’ αυτές τις σχέσεις να ωριμάσουνε μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς
169
κοινωνίας, Γι’ αυτό, η ανθρωπότητα ποτέ δεν βάζει μπροστά της παρά μόνο τα
προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει γιατί, αν παρατηρήσουμε καλύτερα, θα
βρούμε πως κι αυτό ακόμη το ίδιο το πρόβλημα ξεπηδά μονάχα όταν υπάρχουν,
ή τουλάχιστο βρίσκονται στο γίνωμά τους οι υλικοί όροι για τη λύση του.
Σε χοντρές γραμμές, ο ασιατικός, ο αρχαίος, ο φεουδαρχικός και ο νεότερος
αστικός τρόπος της παραγωγής μπορούμε να πούμε πως είναι οι προοδευτικές
εποχές της οικονομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας. Οι αστικές παραγωγικές
σχέσεις είναι η τελευταία ανταγωνιστική μορφή της κοινωνικής παραγωγής,
ανταγωνιστική όχι με την έννοια ενός ανταγωνισμού ατομικού, παρά
ανταγωνισμού που γεννιέται από τους κοινωνικούς όρους της ζωής των
ατόμων· οι παραγωγικές όμως δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα στην αστική
κοινωνία δημιουργούνε ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους για τη λύση αυτού
του ανταγωνισμού. Μ’ αυτή λοιπόν την κοινωνική διαμόρφωση κλείνει κι η
προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας…» (Κ. Μαρξ: «Πρόλογος» στην «Κριτική
της Πολιτικής Οικονομίας», σελ 7, εκδόσεις «Οικονομικής και Φιλοσοφικής
Βιβλιοθήκης»).
Κορυφαίο έργο όχι μόνο από την άποψη της πολιτικής οικονομίας, αλλά
και από την άποψη της διαλεκτικής υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, είναι το
“Κεφάλαιο” (1η έκδοση του 1ου τόμου του θεωρητικού του μέρους έγινε το
1867).
Εδώ τίθεται σε συστηματική μορφή το πρόβλημα της ανάπτυξης της
κοινωνίας ως φυσικο-ιστορικής νομοτελούς διαδικασίας, και με τη
συστηματική νοητική ανασύσταση του πλέγματος των σχέσεων παραγωγής
του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, ο ιστορικός
υλισμός -κατά τον Λένιν- μετατρέπεται από επιστημονική υπόθεση σε
αποδεδειγμένη θεωρία. Οι σχέσεις που χαρακτηρίζουν την κοινωνία,
εξετάζονται στη βάση των αναγκών και της διττής σχέσης του ανθρώπου
μέσω της εργασίας 1) προς τη φύση και 2) προς τους άλλους ανθρώπους, την
κοινωνία. Τίθεται σε άλλη βάση το θέμα της συσχέτισης γενικών και ειδικών
νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης και το γίγνεσθαι της κεφαλαιοκρατίας ως
οργανικού όλου. Το θέμα της δομής της κοινωνίας και της ταξικής της
διάρθρωσης, τίθεται στη βάση της ολότητας των πολλαπλών προσδιορισμών
των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας.
Κομβική θέση κατέχει εδώ η ανάδειξη της βάσης και των κινητηρίων
δυνάμεων ανάπτυξης της κοινωνίας. Η παραγωγή τίθεται ως κεντρική
κατηγορία του ιστορικού υλισμού ενώ προωθείται η διάκριση του ιστορικού
στοιχείου από το φυσικό, με την διακρίβωση της ιδιοτυπίας της αιτιότητας,
της αιτιοκρατίας, των κοινωνικών νόμων και της ιστορικής νομοτέλειας (βλ.
και Δ. Πατέλης. Κοινωνική νομοτέλεια: θεωρητικό κεκτημένο και
«Λογική της Ιστορίας». Εννοιολογικές και μεθοδολογικές
επισημάνσεις. 2007). Τίθενται σε συστηματική βάση οι κατηγορίες του
τρόπου παραγωγής, η δομή των παραγωγικών δυνάμεων, η διαλεκτική
συσχέτιση μεταξύ αντικειμενικών (εμπράγματων) και προσωπικών συστατικών
στοιχείων των παραγωγικών δυνάμεων, εξετάζεται η τεχνική και η επιστήμη
ως παραγωγική δύναμη, ο χαρακτήρας και ο καταμερισμός της εργασίας, η
υλικότητα, ο αντικειμενικός χαρακτήρας και ο τύπος των σχέσεων παραγωγής,
το συγκεκριμένο επίπεδο αντίληψης της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων –
σχέσεων παραγωγής, ως διαλεκτική – υλιστική θεμελίωση της θεωρίας της
πάλης των κοινωνικών τάξεων και της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Συγκεκριμενοποιείται βάσει της διερεύνησης της εργασίας η
δραστηριότητα ως αντικειμενοποίηση και αποαντικειμενοποίηση και οι
παραγωγικές δυνάμεις ως δυνάμεις του ανθρώπου. Αναλύεται ο χαρακτήρας
170
της εργασίας ως αναγκαίας εκτελεστικότητας και η από κοινού εργασία σε
αντιδιαστολή με την καθολική δημιουργική εργασία. Ο καταμερισμός της
εργασίας και ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του, εξετάζονται ως
καταμερισμός αντικειμένων, μέσων και της ίδιας της δραστηριότητας των
ανθρώπων και ως θεμέλιο των ανταγωνιστικών σχέσεων. Βαθαίνει και
εμπλουτίζεται η αντίληψη για την αλλοτρίωση με τη διερεύνηση του
φετιχισμού του εμπορεύματος και του χρήματος επί κυριαρχίας των
εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Έτσι τίθεται και η βάση για την
εξέταση και άλλων εκδηλώσεων φετιχισμού (π.χ. της τέχνης, της επιστήμης,
της τεχνολογίας, της οικονομίας κ.ο.κ.), όπως της πραγμοποίησης των
ανθρώπινων σχέσεων και της προσωποποίησης των σχέσεων με πράγματα και
μεταξύ πραγμάτων.
Αναπτύσσεται περαιτέρω η προβληματική της σχέσης μεταξύ βάσης και
εποικοδομήματος ως θεμελιωδών κατηγοριών της αντίληψης περί
κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Εμβαθύνει η προβληματική της
κατεύθυνσης και του νοήματος της ιστορίας, της φύσης του ανθρώπου και
(στο βαθμό που συγκεκριμενοποιούνται οι προϋποθέσεις της μελλοντικής
κοινωνίας από την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας) αναβαθμίζεται η πρόβλεψη
της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Στη βάση της συστηματικής μελέτης της δομής των σχέσεων παραγωγής
της κεφαλαιοκρατίας, παρέχονται νέες δυνατότητες περιοδολόγησης της
ιστορίας, με έμφαση στην ιστορία των προ-κεφαλαιοκρατικών σχηματισμών,
όχι τόσο ως αυτοτελών ιστορικών μορφωμάτων, αλλά κυρίως, ως αναγκαίων
για την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατίας.
Επόμενος σημαντικός σταθμός στην ιστορία του μαρξισμού, είναι η
Παρισινή Κομμούνα (1871) και η περαιτέρω ανάπτυξη της φιλοσοφίας και
της κοινωνικής θεωρίας.
Η Παρισινή Κομμούνα (28 Μαρτίου - Μάιος του 1871) έθεσε εκ νέου σε
δοκιμασία τη μαρξιστική θεωρία και έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξή της.
Παρά το γεγονός ότι οι κλασικοί γνώριζαν το συσχετισμό δυνάμεων και τον
περιορισμένο ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισμό των ρευμάτων εντός των
κομμουνάρων (νεο-ιακωβίνοι και προυντονιστές), μόλις ξέσπασε η ένοπλη
εξέγερση, έκαναν στο ακέραι και με αφοσίωση το καθήκον τους ως
επαναστάτες: τάχθηκαν με το μέρος της επανάστασης και τη στήριξαν με όλες
τους τις δυνάμεις. Η ανάλυση της βραχύβιας επαναστατικής διαδικασίας,
εμπλούτισε σημαντικά το μαρξιστικό οπλοστάσιο. Εκ των πραγμάτων, η πρώτη
πρώιμη προλεταριακή επανάσταση εγείρει στο προσκήνιο τα προβλήματα της
διαλεκτικής της μετάβασης από την κεφαλαιοκρατία στον κομμουνισμό, αλλά
και τις νομοτέλειες ανάπτυξης της ιδεολογίας. Εδώ θεμελιώνεται περαιτέρω η
ανάγκη επαναστατικής συντριβής του κρατικού μηχανισμού από την
επανάσταση και η ανάγκη εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου
ως ανώτερης μορφής δημοκρατίας.
Έργα σταθμοί αυτής της περιόδου είναι:
Μαρξ “Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία” (1871),
Μαρξ “Κριτική του προγράμματος της Γκότα” (γράφτηκε το 1875,
εκδόθηκε το 1891),
Το έργο του Ένγκελς “Αντι-Ντίρινγκ” (1875, γνωστό και ως
“εγκυκλοπαίδεια του μαρξισμού”), το 10ο κεφάλαιο του Β' μέρους του οποίου
(περί γαιοπροσόδου) συνέγραψε ο Μαρξ, είναι το μόνο ώριμο έργο των
κλασικών του μαρξισμού, στο οποίο εκτίθενται και τα τρία συστατικά του μέρη
(φιλοσοφία, οικονομία, κομμουνισμός). Εδώ ο Ένγκελς εξετάζει τον ιστορικό
υλισμό ως θεωρία και μέθοδο διάγνωσης των νόμων της ιστορικής ανάπτυξης.
Μελετά τον ρόλο της βίας στην ιστορία, το δίκαιο, τη σχέση ελευθερίας και
171
αναγκαιότητας και τη μετάβαση από την πρωτόγονη κοινότητα στην ταξική
κοινωνία.
Στον κύκλο των εγκυκλοπαιδικών ερευνών του Ένγκελς (που
αντανακλάται κυρίως στο “Αντι-Ντίρινγκ” και στη “Διαλεκτική της φύσης”)
στις επιστήμες της εποχής του, εξαιρετική θέση κατέχει η απόδειξη του
γεγονότος ότι:
1. η περαιτέρω ανάπτυξη της διαλεκτικής είναι ανέφικτη αν
δεν συνδέεται οργανικά με τη διερεύνηση της λογικής και
μεθοδολογίας των συγκεκριμένων επιστημών και της ιστορίας του
φιλοσοφικού στοχασμού και
2. η ανάπτυξη της επιστημονικής νόησης (ιστορικά και
λογικά) διέπεται από συγκεκριμένες νομοτέλειες και διανύει κατ'
αναγκαιότητα ορισμένα στάδια-βαθμίδες. Ιστορικές μορφές αυτής της
νομοτελούς ανάπτυξης της νόησης είναι συνολικά οι εξής (βλ. τον Παλιό
Πρόλογο στο «Αντι-Ντύρινγκ»):
α) ημιανθρώπινη - ημιαγελαία πρωτόγονη νόηση,
β) μια νόηση άμεσα περιπεπλεγμένη με την υλική - πρακτική
δραστηριότητα και
γ) η ανεπτυγμένη νόηση (όχι άμεσα αλλά έμμεσα - διαμεσολαβημένα
συνδεόμενη με την πρακτική. Η τελευταία ως προς τη μέθοδο της διακρίνεται
σε: «αφελή-αυθόρμητη» διαλεκτική, «μεταφυσική» και «συνειδητή διαλεκτική».
Η μετάβαση της ανθρωπότητας στη συνειδητή διαλεκτική νόηση
σηματοδοτείται με τη συμβολή των Χέγκελ, Μαρξ και Ένγκελς. Η μετάβαση
αυτή προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση του νομοτελούς χαρακτήρα της
ανάπτυξης της νόησης από την προδιαλεκτική (διάνοια) στη διαλεκτική
(λόγος) βαθμίδα της. Η αδυναμία σύλληψης της διάκρισης μεταξύ
διάνοιας και λόγου (Verstand και Vernunft) καθιστά απροσπέλαστες
τις βαθύτερες λογικές και μεθοδολογικές κατακτήσεις του μαρξισμού
(τις νομοτέλειες, τους νόμους της διαλεκτικής, τη θεωρητική και
αποδεικτική ισχύ της διαλεκτικής νοητικής ανασύστασης των
αναπτυσσόμενων αντικειμένων κλπ.) ανάγει το μαρξισμό σε
συνοθύλευμα «θέσεων» αυθαίρετα αξιοποιήσιμων κατά το δοκούν. Η
αδυναμία αυτή συνδέεται σήμερα με διάφορα κυρίαρχα αστικά φιλοσοφικά
ρεύματα, και ιδιαίτερα με τον θετικιστικό φετιχισμό του εμπειρισμού και
ορισμένης βαθμίδας ανάπτυξης των μεθόδων των φυσικών επιστημών
και των μαθηματικών. Η αδυναμία αυτή ανάγει τελικά τον μαρξισμό σε
πλαδαρή και φλύαρη έκθεση ιδεών. Οδηγεί κατ' αυτό τον τρόπο στον
«ανώτατο βαθμό φαντασιοπληξίας, ευπιστίας και δεισιδαιμονίας» δεδομένου
ότι «εκθειάζοντας την απλή εμπειρία μεταχειρίζεται τη σκέψη με ύψιστη
περιφρόνηση και στην πραγματικότητα χώνεται όλο και πιο βαθιά μέσα στην
πνευματική κενότητα» (Διαλεκτική της Φύσης, Σ.Ε., 1984, σελ. 32). Μόνο στα
πλαίσια της συνειδητής διαλεκτικής (του λόγου) είναι εφικτή η ανάπτυξη-άρση
του θεωρητικού κεκτημένου του μαρξισμού. Η άγνοια αυτής της
προβληματικής και η (συχνά κραυγαλέα και επιδεικτική) απόρριψη της
συνδέεται a priori με την ουσιαστική απόρριψη του ίδιου του μαρξισμού.
Εξαιρετική σημασία έχουν οι έρευνες του Ένγκελς για τα φιλοσοφικά
προβλήματα της ανάπτυξης των φυσικών και μαθηματικών επιστημών και η
ανάδειξη της εργασιακής θεωρίας της ανθρωποκοινωνιογένεσης, ιδιαίτερα
στο κείμενο: “Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου”
(γράφτηκε το 1876, δημοσιεύθηκε το 1896). Εδώ αναπτύσσεται περαιτέρω η
διερεύνηση της θέσης και του ρόλου της εργασίας στη δομή της κοινωνίας και
του ανθρώπου στο ιστορικό γίγνεσθαι, -είτε αυτό αφορά την ανάπτυξη του
ανθρώπινου γένους (φυλογένεση), είτε του ατόμου (οντογένεση). 2. Η θέση και
172
ο ρόλος των εργαλείων, των μέσων εργασίας-παραγωγής, η εμπράγματη και
κοινωνική διαμεσολάβηση στην αλληλεπίδραση ανθρώπου-φύσης και ο
συνακόλουθος σχεσιακός χαρακτήρας των αλληλεπιδράσεων. 3. Ο ρόλος αυτής
της διαμεσολάβησης για τη μετάβαση στον έναρθρο λόγο, στη δημιουργία
σημείων, συμβόλων, κωδίκων, γλώσσας. 4. Η συνείδηση ως αντανάκλαση του
κοινωνικού είναι. 5. Η γενετική και λειτουργική σχέση φυσικού (του βιολογικού
συμπεριλαμβανομένου) και κοινωνικού, καθώς και το μη αναγώγιμο του
δεύτερου στο πρώτο, βάσει της προβληματικής της ιεραρχίας των μορφών
κίνησης της ύλης που εισάγει ο Ένγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης
Στο έργο του Ένγκελς “Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής
ιδιοκτησίας και του κράτους” (1884), αναπτύσσεται περαιτέρω η θεωρία του
ιστορικού υλισμού, αξιοποιώντας και την έρευνα της πρωτόγονης κοινωνίας
στο έργο του L.Η. Morgan. «Ancient Sosiety» (London, 1877) και άλλων
ιστορικών και ανθρωπολόγων (όπως: Μακ Λέναν: «Primitive Marriage. An
Inquiry into the Origin of the Form of Capture in Marriage Ceremonies».
Edinburgh, 1865· «Studies in Ancient History comprising a Reprint of "Primitive
Marriage. An Inquiry into the Origin of the Form of Capture in Marriage
Ceremonies"», London, 1876). Ο Ένγκελς, στη βάση πλούσιου ιστορικού
εμπειρικού υλικού, διερευνά πλέον την ανάπτυξη της πρωτόγονης κοινωνίας
και τη μετάβαση από αυτήν στην πρώιμη ταξική ανταγωνιστική κοινωνία.
Επιχειρεί να εξετάσει τη συσχέτιση μεταξύ γάμου-οικογένειας και κοινωνικών-
ταξικών σχέσεων, το γίγνεσθαι των σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, της
ηθικής, του δικαίου και του κράτους.
Τεράστιας μεθοδολογικής σημασίας για την υλιστική αντίληψη της
ιστορίας είναι οι έρευνες που πραγματοποίησε ο Ένγκελς (παράλληλα και σε
στενή συνεργασία με τον Μαρξ) σε ζητήματα κοινωνικής θεωρίας (βλ. π.χ.
εκτός απ' το «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου»,
«Μάρκα», «Για την ιστορία των Αρχαίων Γερμανών», «Η περίοδος των
Φράγκων», «Η καταγωγή της οικογένειας...» κ.α.). Εδώ πρέπει να τονίσουμε
ότι -σε αντιδιαστολή με τα ήθη που επικρατούν σήμερα στον τομέα της
επιστημονικής δεοντολογίας (όπου βλέπουμε και αυτοαποκαλούμενους
«μαρξιστές» να «διευθετούν» με καταπληκτική «άνεση» εξ απαλών ονύχων τα
πλέον περίπλοκα ζητήματα της θεωρίας)- οι μελέτες αυτές (και ιδιαίτερα
όσες δημοσιεύθηκαν εν ζωή των κλασικών) εδράζονταν σε διεξοδικότατη
κριτική αφομοίωση όλων των κεκτημένων της ιστορικής επιστήμης
της εποχής τους (Η.Η. Bancroff, F. Berier, G.L. Mauber, M.M. Κοβαλέφσκι, H.J.
Maine, J. Lubbock, J. Phear, J.Bachofen, J.F. McLennan, L.H. Morgan κ.ά.). Η
ανακάλυψη του γένους (L.H. Morgan, 1877) ως καθολικής ιδιότυπης μορφής
της πρωτόγονης κοινωνίας «έχει για την πρωτόγονη ιστορία την ίδια σημασία
που έχει η θεωρία της ανάπτυξης του Δαρβίνου για τη βιολογία και η θεωρία
της υπεραξίας του Μαρξ για την πολιτική οικονομία» (Ένγκελς «Για την
ιστορία της πρωτόγονης οικογένειας (Bachofen, McLennan, Morgan)»). Όλες
αυτές οι κατακτήσεις της τότε ιστορικής επιστήμης εντάσσονται οργανικά
(μετά από κριτική επεξεργασία) στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας,
ιδιαίτερα στο έργο του Ένγκελς «Η καταγωγή της οικογένειας...». Η ανάπτυξη
της ιστορικής επιστήμης υπαγορεύει μιαν επανεξέταση της αντίληψης του
Morgan για την πρωτόγονη κοινωνία και ιδιαίτερα όσον αφορά τις πέντε
βαθμίδες ανάπτυξης της οικογένειας: αιματοσυγγενική, πουναλουανή,
ζευγαρωτή, πατριαρχική και μονογαμική. Η πρώτη από αυτές αποδείχθηκε
καρπός μη έγκυρης πληροφορίας ενώ η δεύτερη απλώς ειδική περίπτωση,
χωρίς ωστόσο να συνιστά αυτοτελές στάδιο (βλ. Ιστορία της πρωτόγονης
κοινωνίας. Μόσχα, 1983, σελ. 125-126). Συνεπώς παρωχημένες μπορούν να
θεωρηθούν και οι αντίστοιχες θέσεις στο έργο του Ένγκελς. Ωστόσο το
173
βασικό περιεχόμενο αυτού του έργου (ό,τι αφορά τη μονογαμία, την
προέλευση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και του Κράτους, την καθοριστική
στιγμή της ιστορίας) όχι μόνο δεν έπαψε να ισχύει αλλά αποκτά
ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας. Και αυτό όχι μόνο από την άποψη της
ιστορικής σημασίας ιδιοφυούς σύλληψης του, αλλά από την άποψη των
δυνατοτήτων που παρέχουν για τον ριζικό μετασχηματισμό της
κοινωνικής θεωρίας, που οδηγεί στην «άρση» του επιστημονικού
κεκτημένου του μαρξισμού. Οι δυνατότητες αυτές επικεντρώνονται εν
πολλοίς στην επαναδιατύπωση (αρχική διατύπωση έχουμε όπως είδαμε στην
«Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου», 1843, και κατόπιν στη
«Γερμανική Ιδεολογία», 1845-46) της θέσης για τον καθοριστικό ρόλο που
διαδραματίζει σε τελευταία ανάλυση στην ιστορία η «παραγωγή και
αναπαραγωγή της άμεσης ζωής». Η τελευταία είναι, κατά τον Ένγκελς, δύο
ειδών: «Αφ' ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζην: τροφίμων, ρουχισμού,
κατοικίας και των απαραίτητων γι' αυτό εργαλείων αφ' ετέρου δε παραγωγή
του ίδιου του ανθρώπου, συνέχιση του γένους» (βλ. τον πρόλογο της πρώτης
έκδοσης). Η ένταξη αυτή της «παραγωγής του ίδιου του ανθρώπου» στην
παραγωγή και αναπαραγωγή της άμεσης ζωής ερμηνεύθηκε από πολλούς
«μαρξιστές» και μη (π.χ. Στάλιν) ως «παρέκκλιση» από την «ορθοδοξία» του
κοινωνιολογισμού-οικονομισμού τους. Στην πραγματικόττητα πρόκειται για
την πλέον κατάλληλη και επιστημονικά έντιμη διατύπωση ενός θεμελιώδους
ζητήματος της κοινωνικής θεωρίας, αντίστοιχη του επιπέδου ανάπτυξης της
ιστορικής επιστήμης της εποχής, η οποία ερμήνευε την ανάπτυξη των μορφών
της οικογένειας (μέχρι και της ζευγαρωτής) ως προϊόν της φυσικής επιλογής
(του «βιολογικού παράγοντα») και το γένος ως συνέπεια της μορφής εκείνης
της οικογένειας που ανέκυψε από τη δράση του βιολογικού παράγοντα. Για το
εν λόγω επίπεδο, οι οικογενειακοί δεσμοί (μέχρι τη μονογαμία), οι
δεσμοί του γένους αφ' ενός, και αφ' ετέρου οι δεσμοί που ανακύπτουν
από την παραγωγική επενέργεια των ανθρώπων στη φύση, καθώς και
οι σχέσεις που συνάπτουν βάσει αυτής της επενέργειας, προβάλλουν
ως παράλληλα συνυπάρχοντες, ως ασύνδετοι μεταξύ τους: οι μεν ως
βιολογικοί ουσιαστικά, οι δε ως οικονομικοί και οικονομικής
προέλευσης. Η ιδιοφυής διαίσθηση του Ένγκελς, ο οποίος αισθάνθηκε ότι εδώ
υπάρχει περίπλοκο πρόβλημα, τον οδηγεί στη διάκριση «δύο παραγωγών»
κάνοντας αφαίρεση από την ειδική εξέταση της εσωτερικής συνάφειας τους.
Ταυτόχρονα όμως δεν ανάγει την παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου σε
αποκλειστικά βιολογικούς δεσμούς (βλ. π.χ. τη διερεύνιση της μονογαμίας, την
εμφάνιση και ανάπτυξη της οποίας ερμηνεύει μέσω της ανάπτυξης του τρόπου
παραγωγής μέσων προς το ζην), ενώ ερμηνεύει τις σχέσεις του γένους όχι
μόνο ως βιολογικές αλλά και ως κοινωνικές. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στη
συσχέτιση μεταξύ φυσικού (και βιολογικού) και κοινωνικού, στη
μετάβαση από τις προϋποθέσεις της κοινωνίας στην καθ' αυτή
κοινωνία, από το «είναι» στην «ουσία» του κοινωνικού όλου.
[Αντίστοιχη μεθοδολογική - γνωσιεοθεωρητική συγκυρία παρατηρείται
στην ιστορία της πολιτικής οικονομίας όταν ο Α. Σμιθ προσέκρουσε στο
πρόβλημα της μετάβασης από την απλή εμπορευματική παραγωγή
(προϋπόθεση της κεφαλαιοκρατίας) στην κεφαλαιοκρατία. Μόνο που ο Σμιθ, σε
αντιδιαστολή με τον διαλεκτικά σκεπτόμενο Ένγκελς, προσκρούοντας στο
πρόβλημα οδηγείται στην αντίθεση μεταξύ «εσωτερικής» και «εξωτερικής»
προσέγγισης, μεταξύ θεωρητικής εξήγησης (μέσω του νόμου της αξίας) και
εμπειρικής περιγραφής του φετιχισμού της αντικειμενικής φαινομενικότητας.
Δυστυχώς, για κοινωνικούς-ιστορικούς λόγους (που εδώ δεν μπορούμε να
εξετάσουμε διεξοδικά) και λόγω της μεθοδολογικής ανικανότητας να αρθούν
174
στο επίπεδο της διαλεκτικής σύνθεσης, του λόγου, οι προσκολλημένοι στην
προδιαλεκτική διάνοια «μαρξιστές» συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν
στα τυφλά (και με χειρότερο τρόπο) τις θεωρητικές περιπέτειες τύπου Α.
Σμιθ στην κοινωνική θεωρία. Δεν συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα
οργανικής ένταξης των μετασχηματισμένων προϋποθέσεων του κοινωνικού
(συμπεριλαμβανομένων και των βιολογικών σχέσεων) στην κοινωνική θεωρία
ως αμεσότητα, ως «είναι» της κοινωνίας, αλλά σπεύδουν να «εμπλουτίσουν»
την (όντως μονόπλευρη) κοινωνιολογιστική - οικονομιστική ερμηνεία του
«μαρξισμού» τους με τον «ξεχασμένο άνθρωπο», με την «ανθρώπινη φύση»
κλπ. Οι απόψεις αυτές —που προβάλλουν ιδιαίτερα τελευταία και λόγω της
ψυχολογίας της ήττας που επέφερε η αντεπανάσταση σε πολλούς μαρξιστές—
συνδέονται συχνά με μιαν άκριτη αποδοχή, όχι των μεγάλων
ανακαλύψεων της ψυχανάλυσης (ύπαρξη του ασυνείδητου, διάρθρωση-
ιεραρχία του ψυχισμού) αλλά και των κατ' εξοχήν παραπροϊόντων της,
που προβάλλουν με αξιώσεις καθολικής εμβέλειας κοινωνικής
φιλοσοφίας (ψυχολογισμός-βιολογισμός, ενστικτισμός, ατομισμός,
ανορθολογισμός κλπ.), μιας φιλοσοφίας κάθε άλλο παρά συμβατής με το
μαρξισμό (ο Φρόιντ ποτέ δεν απέκρυψε τη σχέση των απόψεων του με την
έμφυτη, ανορθόλογη «κοσμική θέληση» του Σοπενχάουερ). Και βέβαια επ'
ουδενί λόγο δεν μπορεί να συνιστά ανάπτυξη του μαρξισμού οποιοδήποτε
εγχείρημα εκλεκτικιστικής συρραφής ετερόκλητων (συχνά
αλληλοαποκλειόμενων) θέσεων από τη σκοππιά ενός μεθοδολογικού
«πλουραλισμού»].
Ο Ένγκελς με το έργο του “Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της
κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας” (1886) επιχειρεί μια σύνοψη της σχέσης του
μαρξισμού με τις φιλοσοφικές παραδόσεις της εποχής. Εδώ τίθεται με κλασικό
τρόπο για πρώτη φορά το βασικό ζήτημα-ερώτημα της φιλοσοφίας, που αφορά
τη σχέση μεταξύ κοινωνικού είναι και κοινωνικής συνείδησης. Εγείρει σειρά
ζητημάτων που αφορούν τη μεθοδολογία της ιστορίας της φιλοσοφίας και
ασκεί κριτική στην ιδεαλισμό και στην ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας.
Πολύτιμη από την άποψη της ανάπτυξης της θεωρίας του ιστορικού
υλισμού είναι και η αλληλογραφία των κλασικών με ερευνητές και στελέχη του
παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος. Ιδιαίτερη είναι η σημασία της
αλληλογραφίας του Ένγκελς την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. αναφορικά
με την ανασκευή ορισμένων μεταφυσικών σχηματοποιήσεων και ουτοπικών
αντιλήψεων (π.χ. επιστολή στον Otto Von Bönigk 21.8.1890), μονομερών
αναγνώσεων της μαρξικής αντίληψης και γραμμικών-μηχανιστικών ερμηνειών
του ιστορικού υλισμού (π.χ. επιστολή στον J. Bloch, 21.9.1890 και στον
Starkenburg, 25.1.1894, ελλ. Μετάφραση αυτών των επιστολών:
http://www.scribd.com/doc/231830299/Marx-Engels#scribd).

-Για τη συμβολή του Β. Ι. Λένιν.


Εξαιρετικά γόνιμη, δημιουργική, θεμελιώδους θεωρητικής και πρακτικής
σημασίας –παρά τους ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς της– είναι
η επαναστατική-κριτική προσέγγιση του μαρξισμού από τον Β. Ι. Λένιν, ο
οποίος αντιλαμβάνεται ότι η ανάπτυξη του μαρξισμού στις νέες ιστορικές
συνθήκες είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης αυτού του συστήματος (βλ.
διερεύνηση του ιμπεριαλισμού, της διαλεκτικής κλπ.). Η συνεισφορά του Λένιν
απαιτεί ξεχωριστή κριτική (ούτε αγιογραφική, αλλά ούτε και δαιμονολογική)
θεωρητική και μεθοδολογική αποτίμηση.
Ο Λένιν ανέπτυξε την διαλεκτική υλιστική αντίληψη της ιστορίας με τη
διερεύνηση των ιδιαιτεροτήτων της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας στην
τσαρική Ρωσία και στις αποικίες της, με τη διερεύνηση του ιμπεριαλισμού, ως
175
νομοτελούς νέου σταδίου του μονοπωλιακού καπιταλισμού, με τη διακρίβωση
της νέας εποχής των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των σοσιαλιστικών
επαναστάσεων, με τη διάγνωση, στη βάση της ανισομέρειας του συστήματος,
του “ασθενούς κρίκου” της παγκόσμιας αλυσίδας του ιμπεριαλισμού, με τη
διακρίβωση του χαρακτήρα των πολέμων, με την ανάδειξη της ανάγκης για
βέλτιστη αξιοποίηση της επαναστατικής κατάστασης. Σε συνδυασμό με τις
επιτακτικές ανάγκες του επαναστατικού κινήματος, ανέπτυξε κομβικές
πλευρές της σχέσης κοινωνικού είναι και συνείδησης, υλικών και ιδεολογικών
σχέσεων, αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου, αυθόρμητου και
συνειδητού. Τονίζοντας την καθοριστική σημασία των υλικών όρων ζωής των
ανθρώπων, των αντικειμενικών συνθηκών, ο Λένιν υπογράμμιζε τον
καταλυτικό και τεράστιο ρόλο της ορθής επαναστατικής θεωρίας στο
επαναστατικό κίνημα, τη σημασία της για τη συγκρότηση του πολιτικού
υποκειμένου της εργατικής τάξης, για την επαναστατική δράση των
ευρύτερων λαϊκών μαζών. Ανέπτυξε περαιτέρω την μαρξιστική αντίληψη για
τη μετεξέλιξη της αστικής δημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική.
Κατέδειξε ότι την ηγεμονία του αγώνα για αστικά-δημοκρατικά αιτήματα στο
στάδιο του ιμπεριαλισμού, δεν μπορεί να έχει πλέον η αστική τάξη, αλλά το
προλεταριάτο, με βασικό του σύμμαχο την αγροτιά, με σκοπό την εγκαθίδρυση
της εργατο-αγροτικής δικτατορίας. Η τελευταία οφείλει να κλιμακώνεται, να
μετεξελίσσεται σε σοσιαλιστική επανάσταση. Ο Λένιν θεμελίωσε την ιδέα της
ανάγκης σύνδεσης του αγώνα της εργατικής τάξης κατά της αστικής τάξης
των ιμπεριαλιστικών κρατών με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των
αποικιοκρατούμενων λαών, με τον αγώνα για την συντριβή της εθνικής
καταπίεσης. Ιδιαίτερη είναι η συμβολή του στη διερεύνηση του κράτους και
της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργατικής εξουσίας.
Συνοπτική αναφορά στο κεκτημένο των θεωρητικών θέσεων του
ιστορικού υλισμού.
Βασική γνωσιολογική αρχή του ιστορικού υλισμού είναι η αναγνώριση του
γεγονότος ότι πρωτεύον είναι το κοινωνικό Είναι και δευτερεύον η κοινωνική
συνείδηση. Το κοινωνικό Είναι αποτελεί το σύνολο των υλικών κοινωνικών
διαδικασιών, οι οποίες συντελούνται ανεξάρτητα απ' τη βούληση και τη
συνείδηση του ατόμου ή της κοινωνίας στο σύνολο της, ενώ η κοινωνική
συνείδηση είναι η αντανάκλαση του κοινωνικού Είναι. Επιπλέον, απ' το
πολύπλοκο σύνολο των κοινωνικών φαινομένων ο ιστορικός υλισμός ξεχωρίζει
τις υλικές σχέσεις, οι οποίες προσδιορίζουν τις ιδεολογικές κοινωνικές
σχέσεις. Στη βάση αυτής της διάκρισης βρίσκεται το απλό και φυσικό γεγονός
ότι οι άνθρωποι, πριν ασχοληθούν με την επιστήμη, την πολιτική, τη φιλοσοφία,
τη θρησκεία κ.λπ., πρέπει να φάνε, να πιουν, να ντυθούν, να έχουν κατοικία
κ.λπ. και ότι στη διαδικασία της παραγωγής αυτών των υλικών αγαθών
έρχονται σε καθορισμένες, ανεξάρτητες απ' τη βούληση τους σχέσεις, τις
σχέσεις παραγωγής, οι οποίες αποτελούν το υλικό θεμέλιο, την πραγματική
βάση της κοινωνίας, πάνω στην οποία υψώνεται το ιδεολογικό και πολιτικό
εποικοδόμημα της κοινωνίας (βλ. Βάση και εποικοδόμημα).
Στο βαθμό που έχει επιχειρηθεί μια συστηματική έκθεση του θεωρητικού
κεκτημένου του ιστορικού υλισμού (με βάση τη σύνοψη των θέσεων από τα
έργα των κλασικών), ο τελευταίος προβάλλει ως σχετικά συνεκτικό σύστημα,
που περιλαμβάνει μια σειρά θεματικών ενοτήτων, εννοιών, κατηγοριών και
νόμων.
Το σύστημα αυτό σε διάφορες εκδοχές αρθρώνεται με ποικίλους τρόπους.
Παραθέτω ενδεικτικά μια εκδοχή, λαμβάνοντας ως βάση τη δομή μιας σύνοψης
χωρίων των κλασικών περί ιστορικού υλισμού (Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Β.Ι.Λένιν.
176
Περί διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού. Πολιτιζντάτ. Μόσχα 1984).
1. Το αντικείμενο του ιστορικού υλισμού. Η έννοια του ιστορικού
υλισμού. Η σχέση του ιστορικού υλισμού προς τις προγενέστερες
κοινωνιολογικές απόψεις και την κοινωνική φιλοσοφία – φιλοσοφία της
ιστορίας. Η ιστορία της κοινωνίας ως φυσικοϊστορική διαδικασία. Η συσχέτιση
μεταξύ ιστορικής αναγκαιότητας και ιστορικής ελευθερίας. Η ιστορική
νομοτέλεια. Η σχέση του ιστορικού υλισμού με την πρακτική.
2. Το κοινωνικό είναι και η κοινωνική συνείδηση. Ο καθοριστικός
ρόλος του κοινωνικού είναι έναντι της κοινωνικής συνείδησης. Η αντίστροφη
επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό είναι. Η σχέση μεταξύ
συνειδητού και αυθόρμητου.
3. Φύση και κοινωνία. Η θέση και ο ρόλος της εργασίας στην
αλληλεπίδραση κοινωνίας και φύσης. Η επίδραση της κοινωνίας στη φύση και
της φύσης στην κοινωνία. Η αύξηση του πληθυσμού και η ανάπτυξη της
κοινωνίας.
4. Ο τρόπος παραγωγής. Η εργασιακή διαδικασία και οι στιγμές – τα
συστατικά στοιχεία της. Η εργασία ως βασικός όρος της ανθρώπινης ζωής. Ο
καταμερισμός της εργασίας και ο ανταγωνιστικός τύπος αυτού του
καταμερισμού. Ο καθοριστικός ρόλος του τρόπου παραγωγής. Οι παραγωγικές
δυνάμεις. Ο άνθρωπος ως βασική παραγωγική δύναμη. Οι σχέσεις παραγωγής.
Η εξάρτηση των σχέσεων παραγωγής από το χαρακτήρα και το επίπεδο
ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Ο ρόλος της τεχνικής. Η επίδραση
των σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η
αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Ο τρόπος
παραγωγής και ο τρόπος ζωής.
5. Ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός. Η μαρξιστική έννοια του
κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και ο ρόλος της στη συγκρότηση της
μαρξιστικής κοινωνικής θεωρίας. Οι ιστορικοί τύποι κοινωνικοοικονομικών
σχηματισμών:
α) οι ιδιαιτερότητες του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος.
β) ο δουλοκτητικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
γ) ο φεουδαρχικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
δ) ο κεφαλαιοκρατικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
ε) ο κομμουνιστικός κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός.
1. Οι τάξεις και η πάλη των τάξεων. Η έννοια των τάξεων. Τάξεις
κατεστημένες και τάξεις κοινωνικές. Η προέλευση και η ανάπτυξη των τάξεων.
Η πάλη των τάξεων ως κινητήρια δύναμη (της ανταγωνιστικής κοινωνίας). Οι
αντικειμενικοί όροι απονέκρωσης των τάξεων.
2. Βάση και εποικοδόμημα. Ο καθορισμός του εποικοδομήματος από
τη βάση. Η σχετική ανεξαρτησία του εποικοδομήματος και η ενεργός επίδραση
που ασκείται μέσω αυτού στη βάση. Η επαναστατική εποχή και η
αντικατάσταση του παλαιού εποικοδομήματος από το νέο.
3. Το πολιτικό και δικαιικό εποικοδόμημα. α) Το κράτος και η
εξουσία. Η προέλευση-καταγωγή του κράτους και η ουσία του. Τύποι και
μορφές του κράτους. Περί των όρων απονέκρωσης του κράτους. β) Η πολιτική.
Η έννοια της πολιτικής. Η πολιτική ως μορφή κοινωνικής συνείδησης και
πρακτικής. Το αλληλένδετο πολιτικής και οικονομίας. Η σχετική αυτοτέλεια
της πολιτικής. Η πολιτική και ο κρατικός μηχανισμός. Οι ιδιαιτερότητες της
επαναστατικής πολιτικής. γ) Το δίκαιο. Η ουσία του δικαίου. Ο καθορισμός του
δικαίου από τις οικονομικές σχέσεις. Ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του
δικαίου και των δικαιικών θεσμών της ταξικής κοινωνίας (βλ. και Δικαιοσύνη
και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας). Η ουσία και τα
καθήκοντα του σοσιαλιστικού δικαίου και των δικαιικών θεσμών (βλ. και
177
Νομιμότητα, αυταρχισμός και αγώνες σε καιρούς κοινωνικού
πολέμου ).
4. Οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης. α) Η ηθική. Αιτιοκρατία
και ηθική. Η σχέση μεταξύ ηθικότητας και οικονομικών όρων διαβίωσης των
ανθρώπων. Οι σχέσεις πολιτικής και ηθικής (βλ. και Βαζιούλιν, Η λογική της
ιστορίας της αλληλεπίδρασης ηθικής και πολιτικής). Η ουσία της αστικής
ηθικής. Η κομμουνιστική ηθική. Ο αγώνας με τα κατάλοιπα του παρελθόντος
στο πεδίο της ηθικής. β) Η τέχνη. Οι ιδιαιτερότητες της τέχνης. Ο ταξικός
χαρακτήρας και η κομματικότητα της τέχνης. Περί εθνικού και διεθνιστικού
στοιχείου στην τέχνη. γ) Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Η ουσία
και τα αίτια ύπαρξης της θρησκείας. Οι γνωσιολογικές, οικονομικές,
κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές και ψυχολογικές ρίζες της θρησκείας. Ο
οπισθοδρομικός-αντιδραστικός χαρακτήρας της θρησκείας. Μορφές
καταπολέμησης της θρησκείας. Περί των όρων εξαφάνισης της θρησκείας. δ)
Η επιστήμη. Οι ιδιαιτερότητες της επιστήμης. Επιστήμη και παραγωγή. Η
επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη. Περί της κομματικότητας της
επιστήμης. Η επιστήμη στην κεφαλαιοκρατική και στη σοσιαλιστική κοινωνία.
5. Η κοινωνική επανάσταση. Η κοινωνική επανάσταση και τα
χαρακτηριστικά της. Το θεμελιώδες ερώτημα της επανάστασης: η κατάκτηση
της κυριαρχίας μέσω της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την
επαναστατική τάξη. Η επαναστατική εποχή. Αντικειμενικοί και υποκειμενικοί
όροι της επανάστασης. Η επαναστατική κατάσταση ως αντικειμενικός όρος
και τα χαρακτηριστικά της. Οι υποκειμενικοί όροι προετοιμασίας και
συγκρότησης του υποκειμένου για την νικηφόρο έκβαση της επαναστατικής
κατάστασης. Εξέγερση, ένοπλη εξέγερση και επανάσταση. Η συσχέτιση
μεταρρύθμισης και επανάστασης. Επανάσταση και αντεπανάσταση.
6. Ο ρόλος των λαϊκών μαζών και της προσωπικότητας στην
ιστορία. Προσωπικότητα και κοινωνία. Η ιστορική αναγκαιότητα και η
δραστηριότητα των ανθρώπων. Ο ρόλος των λαϊκών μαζών στην ιστορία. Η
αναβάθμιση της ενεργητικότητας των μαζών στη διαδικασία της ιστορικής
ανάπτυξης. Η ενίσχυση της δημιουργικής ενεργητικότητας των μαζών κατά
την περίοδο της επανάστασης. Ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορική
ανάπτυξη. Περί των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ μαζών, τάξεων, κομμάτων και
ηγετών. Περί κύρους, γοήτρου και αυθεντίας.
7. Οι ιστορικές μορφές ανθρωπίνων κοινοτήτων. α) Το γένος. β) Η
φυλή. γ) Το έθνος. Η προέλευση και τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των
εθνών. Περί των όρων εξάλειψης των εθνών και των εθνικών διαφορών.
8. Ο γάμος και η οικογένεια. Η ουσία της οικογένειας ως κοινωνικού
φαινομένου. Οι ιστορικές μορφές της οικογένειας και του γάμου. Η εξάρτηση
της οικογένειας από το κοινωνικό σύστημα. Αγάπη και οικογένεια. Περί της
θέσης της γυναίκας στην οικογένεια. Η οικογένεια επί κομμουνισμού.
9. Η προοδευτική ανάπτυξη της κοινωνίας. Η ουσία της κοινωνικής
προόδου. Τα κριτήρια και το βασικό κριτήριο της κοινωνικής προόδου. Οι
ιδιαιτερότητες της προόδου στην εκμεταλλευτική κοινωνία. Οι ιδιαιτερότητες
της προόδου στο σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό.

Ο μετά τον Μαρξ μαρξισμός και οι περιπέτειες των επιγόνων…


Η μετά τους ιδρυτές του μαρξισμού πορεία αυτής της παράδοσης, εκτός
μερικών λαμπρών εξαιρέσεων, συνδέεται εν πολλοίς με ποικίλες ερμηνείες
διαφόρων επιγόνων, δογματικού και αναθεωρητικού χαρακτήρα, αλλά και με
επιδράσεις διαφόρων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας (βλ. τεχνολογικός
ντετερμινισμός και οικονομικός ντετερμινισμός, ηθικός σοσιαλισμός,
αυστρομαρξισμός, Κάουτσκι κλπ.).
178
Η επίσημη σοβιετική ιδεολογία, αλλά και σημαντικό μέρος της αριστεράς
μέχρι σήμερα, υπό τον όρο «μαρξισμός-λενινισμός» εννοούσε ένα άμορφο,
εσωτερικά μη διαφοροποιημένο και ιστορικά απροσδιόριστο συνονθύλευμα
εργαλειακά χρησιμοποιούμενων θέσεων των κλασικών, δίκην αποσπασματικών
«παραθεμάτων» κατά το δοκούν, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν το επίπεδο
θεωρητικής ανάπτυξης, το μεθοδολογικό βάθος, την ιδιοτυπία και τις
διαφορές προσέγγισης διαφορετικών θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων
που διευθετούσε ο καθένας τους σε διάφορα στάδια ιστορικής ανάπτυξης του
μαρξισμού, αλλά και το όλο πλαίσιο (διαλόγου, πολεμικής, συγκειμένων,
περιρρέουσας προβληματικής κ.ο.κ.) εντός του οποίου έχουν διατυπωθεί οι
εκάστοτε θέσεις. Αυτή η εργαλειακή-απολογητική χρήση του μαρξισμού
συνοδευόταν από μια δογματική ανιστορική, αντιιστορική και αφηρημένη (εν
πολλοίς θεοκρατικού τύπου) αντίληψη για τους «κλασικούς», οι οποίοι
προέβαλλαν ως «τριάς ομοούσιος και αχώριστος» (αργότερα ως «τετράς»,
«πεντάς» με εναλλασσόμενες εκδοχές αναφορικά με το πρόσωπο-«ενσάρκωση»
της 4ης κλπ. υπόστασης…) χωρίς καν να εξετάζονται οι διαφορές τους.
Αργότερα, στο συνονθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιούμενων θέσεων και
αποσπασματικών «παραθεμάτων» κατά το δοκούν, προστέθηκαν και τα
εκάστοτε θεωρούμενα ως ορθά επίσημα κείμενα εργατικών και
κομμουνιστικών κομμάτων.
Μετά τους κλασικούς του μαρξισμού, υπήρξαν πολλά εγχειρήματα
συστηματοποίησης κατ' αρχάς των θέσεων (ρήσεων, χωρίων κ.ο.κ.) από τα
κείμενα των κλασικών, στη βάση των οποίων θα μπορούσε να
συστηματοποιηθεί μια παρουσίαση του ιστορικού υλισμού. Στη συνέχεια
υπήρξαν πολλά εγχειρήματα συγκροτημένης και συνεκτικής διατύπωσης των
κομβικών εννοιών, κατηγοριών και αρχών του ιστορικού υλισμού, τόσο σε
επίπεδο έρευνας, όσο και σε επίπεδο εκλαΐκευσης, με τη μορφή εύληπτων
εγχειριδίων. Στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού
του 20ου αι., η τελευταία μορφή συνδέθηκε με την ανάγκη προπαγάνδισης του
μαρξισμού-λενινισμού ως επίσημης ιδεολογίας. Η διερεύνηση της ιστορίας
όλων των παραπάνω εγχειρημάτων, σε συνάρτηση με την εκάστοτε αντίληψη
που είχαν οι άνθρωποι για τα συγκεκριμένα ιστορικά καθήκοντα και τις
ανάγκες του επαναστατικού κινήματος και την όποια σοσιαλιστική
οικοδόμηση, απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση, που υπερβαίνει κατά πολύ τις
δυνατότητες και το χαρακτήρα αυτού του μαθήματος.
Στην καθιερωμένη επίσημη σοβιετική εκδοχή του μαρξισμού, ο ιστορικός
υλισμός θεωρείται συστατικό στοιχείο της μαρξιστικής - λενινιστικής
φιλοσοφίας και ταυτόχρονα γενική κοινωνιολογική θεωρία, επιστήμη για τους
γενικούς και ειδικούς νόμους λειτουργίας και ανάπτυξης του
κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Ως φιλοσοφική αντίληψη της ιστορικής διαδικασίας, ο ιστορικός υλισμός
προβάλλει -κατά την δογματοποιημένη εκδοχή του μαρξισμού- ως «η επέκταση
των αρχών του διαλεκτικού υλισμού στον τομέα των κοινωνικών φαινομένων».
Στην πραγματική ιστορία του μαρξισμού και της επιστήμης εν γένει,
ουδέποτε υπήρξε τέτοια κατάσταση, κατά την οποία έλαβε χώρα
κάποια επέκταση των αρχών κάποιου προϋπάρχοντος «διαλεκτικού
υλισμού στον τομέα των κοινωνικών φαινομένων», ως τρόπον τινά
ολοκλήρωση της δομής του υλισμού με την ένταξη στο εξηγητικό του
πεδίου της κοινωνίας και την εμφάνιση της επιστημονικής
κοινωνιολογίας. Η θέση αυτή ανατρέχει για την τεκμηρίωσή της σε κάποιες
σχετικές αναφορές του Λένιν, όπως αυτές που υπάρχουν π.χ. στο λήμμα “Κ.
Μαρξ” (1914-1915) για το εγκυκλοπαιδικό λεξικό “Γκρανάτ”: «Η συναίσθηση
179
της ανακολουθίας, της ατέλειας και της μονομέρειας του παλιού υλισμού
έπεισε το Μαρξ ότι είναι ανάγκη «να εναρμονιστεί η επιστήμη για την κοινωνία
με την υλιστική βάση και να αναδιοργανωθεί σε αντιστοιχία με τη βάση αυτή»
(Λένιν Β. Ι., Άπαντα, τ. 26, σελ. 55). Στο κείμενο αυτό, ο Λένιν, παραπέμπει στο
σχετικό χωρίο περί «εναρμόνισης της επιστήμης για την κοινωνία με την
υλιστική βάση» από το έργο του Ένγκελς “Ο Λ. Φόιερμπαχ και το τέλος της
γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας”. Η θέση αυτή, έχει εδραιωθεί αρκούντως,
χάρη στην σχηματική της απλότητα.
Από την άλλη πλευρά, οι συνδεόμενες με τα ρεύματα του λεγόμενου
«δυτικού μαρξισμού» (βλέπε τις διάφορες εκδοχές του νεομαρξισμού)
επιφανειακές απόπειρες αντιπαράθεσης των κλασικών του μαρξισμού (στους
οποίους οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται και ο Λένιν) ανάγουν ουσιαστικά τον
λενινισμό σε μια από τις πολλές (ιστορικά και γεωγραφικά περιορισμένες)
ερμηνείες του μαρξισμού, γεγονός που οδηγεί ουσιαστικά σε απολογητική και
σε περαιτέρω απόσπαση της θεωρίας από την επαναστατική πολιτική
πρακτική, στον εκφυλισμό του μαρξισμού σε ακαδημαϊκή, «καθηγητική»
(Μαρξ), «νόμιμη» και ανώδυνη για τις εκμεταλλεύτριες τάξεις ενασχόληση.
Η θεωρητική και μεθοδολογική αποτίμηση του έργου του Λένιν απαιτεί
ξεχωριστές μελέτες. Με τον Λένιν κλείνει ουσιαστικά ο κύκλος των
επαναστατών ηγετών της πολιτικής πράξης που βρίσκονταν ταυτοχρόνως,
στις επάλξεις της επαναστατικής κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας.
Στα πλαίσια των εντυπωσιακής ποικιλομορφίας τάσεων και αποχρώσεων
του μαρξισμού, μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκ πρώτης όψεως αντίθετες
κατευθύνσεις: του δογματισμού και του αναθεωρητισμού-σκεπτικισμού [βλ.
και: Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε].
Ο αναθεωρητισμός, ως τάση επανεξέτασης, αμφισβήτησης και διασκευής
συνοδεύει τη μετεξέλιξη κάθε ιδεολογικού, κοσμοθεωρητικού και θεωρητικού
συστήματος από μέρος των επιγόνων των θεμελιωτών του και συνήθως,
έπεται της δογματικής προάσπισής του από άλλους (ή και τους ίδιους
μεταλλαγμένους) επιγόνους.
Στην ιστορία της φιλοσοφίας οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού
χαρακτήριζαν δογματισμό κάθε φιλοσοφία, στο βαθμό που προέβαλλε θέσεις
ως πεποιθήσεις και βεβαιότητες, συμβάλλοντας με την κριτική τους στην
προαγωγή της διαλεκτικής αλλά και στη διάκριση δογματισμού – σκεπτικισμού,
ως ακραίων πόλων της μεταφυσικής νόησης.
Ο δογματισμός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό αποκλειστικά ως
ολοκληρωμένο, άρτιο, πλήρες, μη αντιφατικό, κλειστό και αύταρκες σύστημα,
έτοιμο ως έχει για κάθε «χρήση», ως ανιστορικό ανεπίδεκτο ανάπτυξης πάγιο
μόρφωμα. Ενώ ο δογματισμός επιδιώκει την άνευ όρων συντήρηση και
παρωχημένων στοιχείων του μαρξισμού, ο αναθεωρητισμός, επικαλούμενος τα
«νέα γεγονότα», απορρίπτει τον ουσιώδη πυρήνα του, που διατηρεί τη σημασία
του και στις μεταβεβλημένες συνθήκες, αναδεικνύοντας και απολυτοποιώντας
στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο, περιορισμένο και
παρωχημένο χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεών του, ανάγοντας έτσι
τον μαρξισμό (με μιαν οπτική ιστορικού σχετικισμού) σε ένα κατ’ εξοχήν
ιστορικά περιορισμένο φαινόμενο, ήσσονος εμβέλειας, ευμετάβλητο,
αναθεωρήσιμο και γι’ αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε
αντιδιαστολή με τον δογματισμό, που απολυτοποιεί τη διαφορά, την ασυνέχεια
του μαρξισμού με προγενέστερες και σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, ο
αναθεωρητισμός απολυτοποιεί τη συνέχεια, αγνοώντας την ποιοτική και
ουσιώδη διαφορά του μαρξισμού, απορρίπτοντάς τον βαθμιαία και
αντικαθιστώντας τον με μιαν εκλεκτική συρραφή αστικών και μικροαστικών
θέσεων, που τις προβάλλει ως «ανανέωση». Και οι δύο τάσεις αντιμετωπίζουν
180
μονόπλευρα την ενιαία στην αντιφατικότητά της γνωστική διαδικασία,
απολυτοποιώντας είτε τη στιγμή του απόλυτου της αλήθειας των κεκτημένων
γνώσεων (δογματισμός) είτε τη στιγμή του σχετικού, της σχετικότητας κάθε
γνώσης, απορρίπτοντας τελικά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας
(αναθεωρητισμός).
Από μεθοδολογικής σκοπιάς και οι δύο τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική
ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται
τις αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιας εγκυρότητας, πληρότητας
και επικαιρότητας στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό (με τη βοήθεια της λογικής
της μη αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής), ο δε αναθεωρητισμός
αντικαθιστά τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό και
την εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι
δύο αυτές τάσεις παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προ-
διαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στη διάνοια, υποκαθιστώντας με διάφορους
τρόπους τη θεωρία με τον έρποντα εμπειρισμό.
Στο ζήτημα της συσχέτισης στρατηγικής και τακτικής, ο μεν
δογματισμός απολυτοποιεί μονόπλευρα την πρώτη (κατά την ιησουίτικη αρχή:
«ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»), ο δε αναθεωρητισμός τη δεύτερη («ο σκοπός
είναι ένα τίποτε, το παν είναι το κίνημα», κατά τον Ε. Μπερνστάιν), γεγονός
που οδηγεί αμφότερους σε δύο κατευθύνσεις του πολιτικού καιροσκοπισμού-
τακτικισμού: στον αριστερό οπορτουνισμό (αριστερισμό, σεχταρισμό) και στον
δεξιό οπορτουνισμό-ρεφορμισμό. Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω
τάσεων, σε τελευταία ανάλυση, απορρέει από τον μικροαστισμό που
χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του εργατικού κινήματος (προνομιούχα
τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική «αριστοκρατία» και γραφειοκρατία
συνδικαλιστικών, κομματικών κ.ο.κ. μηχανισμών), αλλά σε σημαντικό βαθμό
και τα ηγετικά κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί
εναλλακτικού ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπου ανάπτυξη.
Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η δογματική αναγωγή του
μαρξισμού σε οικονομικό ντετερμινισμό και σε θεωρία των παραγόντων, που
μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στον νεοκαντιανού τύπου «ηθικό σοσιαλισμό»,
είτε η δογματική κωδικοποίησή του, που οδηγήθηκε τελικά στον ιδεολογικό
εκφυλισμό της «περεστρόικα» και σε υιοθέτηση αντιδραστικών
ιδεολογημάτων.
Σήμερα απαιτείται μια δημιουργική ανάπτυξη-«άρση» του θεωρητικού και
φιλοσοφικού κεκτημένου του μαρξισμού, ικανή να υπερβεί την άγονη
αντιπαλότητα δογματισμού-αναθεωρητισμού, ως τεκμηρίωση-πρόγνωση των
προοπτικών του επικείμενου επαναστατικού κινήματος και ως θετική
επιστημονική ερμηνεία των υπαρκτών νέων κοινωνικών και επιστημονικών
προβλημάτων, τα οποία ο μεν δογματισμός τα αγνοεί, ο δε αναθεωρητισμός
συχνά τα εντοπίζει, αλλά αδυνατεί να τα ερμηνεύσει ορθά.
Εδώ, είναι σκόπιμο να γίνει μία –έστω και συνοπτική– αναφορά στις
δυνατότητες και στους περιορισμούς των μαρξιστών, ή μαρξιστικής
αναφοράς, ερευνητών. Στην κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον 20ό
αιώνα μετά τη νίκη και την εδραίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης, η
μαρξιστική, είτε μαρξιστικής αναφοράς, διανόηση, τόσο στις ανεπτυγμένες
κεφαλαιοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όσο και στην ΕΣΣΔ και στις
άλλες χώρες του «πρώιμου σοσιαλισμού», χωρίστηκε σε δυο
αλληλοτροφοδοτούμενες, αλλά διακριτές, κατηγορίες: σε εκείνους που βρήκαν
καταφύγιο στην ακαδημαϊκή δραστηριότητα του πανεπιστημίου και στους
άμεσα εμπλεκόμενους στην εξυπηρέτηση των τρεχουσών κομματικών
ιδεολογικών αναγκών.
Στην ανεπτυγμένη κεφαλαιοκρατική Δύση, η διανόηση αυτή έφερε το
181
στίγμα της ήττας των επαναστατικών κινημάτων μετά τον A’ Παγκόσμιο
Πόλεμο και της μακροχρόνιας ειρηνικής περιόδου του συστήματος με τη
συνακόλουθη ενσωμάτωση σε αυτό. Ένα στίγμα που δρομολόγησε τη βαθμιαία
περαιτέρω απόσπαση της θεωρίας από την πρακτική των πολιτικών φορέων
της εργατικής τάξης. Η απόσπαση αυτή μεγάλωνε όσο απομακρυνόταν η
ρεαλιστική προοπτική του σοσιαλισμού σε αυτές τις χώρες, όσο απουσίαζε ένα
ρωμαλέο επαναστατικό κίνημα.
Έτσι, οι άμεσα στρατευμένοι κομματικοί ιδεολόγοι, ως κατεξοχήν
ασχολούμενοι με τη «θεωρητική» επένδυση των εκάστοτε ειλημμένων
αποφάσεων πολιτικών ηγεσιών, ήταν αδύνατο να αναπτύξουν τη θεωρία.
Άλλωστε, ο τακτικισμός που συνόδευε τη σταδιακή ενσωμάτωση και τη
γραφειοκρατικοποίηση αυτών των κομμάτων, που έλκουν την καταγωγή τους
αρχικά από την Β’ και στη συνέχεια από την Γ’ Διεθνή, δεν είχε ανάγκη από
θεμελιώδη ανάπτυξη της θεωρίας (που μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε στη
διαχείριση της ενσωμάτωσης από τις ηγεσίες). Τη θέση της θεωρίας παίρνουν
φραστικά-συνθηματολογικά υποκατάστατα. Η εγγύτητα που έχουν οι
γραφειοκρατικοποιημένοι και ενσωματωμένοι κομματικοί μηχανισμοί των
καταλοίπων των πάλαι ποτέ επαναστατικών πολιτικών φορέων προς την
επαναστατική κοινωνική θεωρία και φιλοσοφία είναι αντιστρόφως ανάλογη της
απόσπασης της τακτικής από τη στρατηγική.
Οι απομονωμένοι στα πανεπιστήμια θεωρητικοί μαρξιστικής αναφοράς (οι
όλο και λιγότεροι εναπομείναντες), εντασσόμενοι ούτως ή άλλως στις ομάδες
αναφοράς και στις διαδικασίες αλλεπάλληλων αξιολογήσεων αυτού του
θεσμού, οδηγούνται σε ποικίλες μονομέρειες και επαναπροσανατολισμούς.
Μέρος τους επιδίδεται σε έναν αφηρημένο μεθοδολογισμό. Άλλοι,
ακολουθώντας πορεία ευθέως αντίστροφη αυτής του γίγνεσθαι του κλασικού
μαρξισμού, συρρικνώνουν το πεδίο ενασχόλησής τους, ολοένα
απομακρυνόμενοι από την οικονομία και την πολιτική προς την ακαδημαϊκή
φιλοσοφία, την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης. Για τον “ακαδημαϊκό
μαρξισμό” και την “καθηγητική επιστήμη”, ο μαρξισμός δεν είναι παρά ένα από
τα ρεύματα της σκέψης στην ιστορία των ιδεών. Η όποια αναφορά σε αυτόν, αν
και όποτε βρίσκει κάπου θέση, κατά κανόνα γίνεται στα πλαίσια της
πληρότητας και της πολυφωνίας της πραγμάτευσης κάποιων θεματικών, στα
πλαίσια της πληρότητας της έκθεσης/παράθεσης ιδεών. Η ακαδημαϊκή
ενασχόληση με τα κείμενα των κλασικών –αποσπασμένη από τη διερεύνηση
πραγματικών γνωστικών αντικειμένων– οδηγεί σε (κάθε άλλο παρά πάντοτε
ακριβή) αναδρομική-αναγωγική αναζήτηση των πνευματικών καταβολών του
μαρξισμού, καθώς και σε ποικίλες ωσμώσεις με ποικίλα αστικά ρεύματα του
συρμού (νεοκαντιανισμό, φαινομενολογία, νεοχεγκελιανισμό, φαινομενολογία,
νεοσπινοζισμό, νεοθετικισμό, επιστημονισμό, υπαρξισμό, στρουκτουραλισμό,
φροϋδισμό, μεταμοντέρνο κ.ο.κ.). Υπάρχουν τάσεις π.χ. που βλέπουν τον
μαρξισμό ως μια προέκταση του αστικού διαφωτισμού. Οι θιασώτες της
στρουκτουραλιστικής ερμηνείας του μαρξισμού, πασχίζουν να εξοβελίσουν από
τον μαρξισμό «το ζεύγος Υποκείμενο/Σκοπός» (ως δήθεν «μυστικοποίηση» της
εγελιανής διαλεκτικής!), αναζητώντας στο παρελθόν των ιδεών προπομπούς
του «θεωρητικού αντιανθρωπισμού» τους και των στρουκτουραλιστικών
κατασκευών «ιστορίας χωρίς υποκείμενο» (βλ. π.χ. Αλτουσέρ). Άλλοι πάλι,
«εμπλουτίζοντας» τον μαρξισμό τους με ιδέες της φιλοσοφίας της ζωής και
του φροϋδισμού, υποβάλλουν σε κριτική τη σύγχρονη κοινωνική
πραγματικότητα, όχι ως κεφαλαιοκρατική, αλλά ως «παντοκρατορία του
εργαλειοποιημένου λόγου», για να καταλήξουν τελικά σε ρομαντικές ουτοπικές
αποδράσεις, στο επίπεδο του προμαρξικού υποκειμενικού ιδεαλισμού
(Μαρκούζε), είτε και στην παραίτηση από τη θεωρία υπέρ της
182
«πρωτοποριακής» τέχνης (Αντόρνο).
Σε μια πορεία αντίστροφη αυτής που διέγραψε ο κλασικός μαρξισμός, την
οποία έχει περιγράψει ο Ένγκελς ως μετατροπή του σοσιαλισμού από ουτοπία
σε επιστήμη, σήμερα παρατηρείται μια οπισθοδρόμηση από την επιστημονική
θεωρία ξανά σε ουτοπικές εκδοχές παραμυθίας. Η τάση αυτή εμφιλοχωρεί σε
κύκλους της διανόησης που η αδυναμία τους να εξηγήσουν επιστημονικά τα
αίτια της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις
πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι., σε συνδυασμό με την
αγωνία τους να μην αναλάβουν την ευθύνη της όποιας ταύτισής τους με τους
ηττημένους και λοιδορούμενους από την αστική προπαγάνδα, καταφεύγουν εκ
νέου σε νεκρανάσταση της προμαρξικής ουτοπίας, με διάφορες
επανανοηματοδοτήσεις... Έχουν διατυπωθεί και ανοικτές προτροπές για
μετάβαση από τον Μαρξ στον Φουριέ (βλ. Marcuse H. «An Essay on Liberation»,
Boston 1969, σ. 21-22). Επιπλέον, οι παραπάνω τάσεις οδηγούν σε όλο και πιο
απροσπέλαστα και αυτοαναφορικά ιδιόλεκτα, που αναιρούν την αξίωση
καθολικότητας την οποία κληροδότησε στην κοινωνική θεωρία ο μαρξισμός
και ακυρώνουν τη διεθνιστική απεύθυνσή της.
Στην εποχή που η ανάγκη για ολοκληρωμένα εξηγητικά εγχειρήματα και
ελπιδοφόρες προοπτικές γίνεται όλο και πιο έντονη, στα όρια της
φιλοσοφίζουσας δημοσιολογίας περί της σύγχρονης κοινωνίας κινούνται
ορισμένες προβεβλημένες απόψεις, που συντάσσονται εσπευσμένα,
αποσπασματικά και εκ του προχείρου, μέσω εκλεκτικών συρραφών
συγκεχυμένων εμπειρικών-φαινομενολογικών περιγραφών πτυχών και
εκφάνσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Άνθρωποι, κοινό γνώρισμα των οποίων
είναι η κακή γνώση είτε η παντελής άγνοια της κοινωνικής θεωρίας του
ιστορικού υλισμού και γενικότερα του μαρξισμού, παρεμβαίνουν δίκην
προφητών επί βασικών προβλημάτων της ιστορίας και της εποχής μας. Εκ των
πραγμάτων ακυρώνονται τα εγχειρήματα συγκάλυψης και παράκαμψης
θεωρητικών και μεθοδολογικών δυσκολιών με προκατασκευασμένα σχήματα
που έλκουν την καταγωγή τους από ιστορικές αναλογίες, είτε (και) διά της
ονοματοθεσίας… Επ’ ουδενί λόγω δεν συνιστά θεωρία η σπουδή που
επιδεικνύουν κάποιοι σε φραστικά υποκατάστατα της πραγματικής
διερεύνησης της ολότητας των πλευρών της πραγματικότητας που
«αντιστέκονται» στη διαύγαση, απλώς «προσάπτοντας κατηγορούμενο στο
υποκείμενο» (Χέγκελ). Ορισμένοι, φέρ’ ειπείν, έσπευσαν να αποκαλέσουν τη νυν
παγκόσμια συγκυρία «αυτοκρατορία» (M. Hardt & Α. Negri) και να
υποκαταστήσουν την συγκεκριμένη ιστορική κατηγορία «εργατική τάξη» με το
απροσδιόριστο «πλήθος», τροφοδοτώντας ειδυλλιακές αυταπάτες και
απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα και τα
καταστροφικά αδιέξοδα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης»
πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού
εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με
καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορία,
γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ. Δεν θεμελιώνεται προοπτική με πλαστή αισιοδοξία
και κατασκευές υποκειμένων με τα «υλικά» του μεταμοντέρνου χυλού.
Έχει διαμορφωθεί μια ολόκληρη παράδοση, που αρκείται στην καταγραφή,
είτε στην απλή κριτική και στην άρνηση του εντεύθεν πρακτικά ανυπέρβλητου
παρόντος, υπό το πρίσμα ενός επέκεινα ουτοπικού σχεδιάσματος, δηλαδή,
υπό το πρίσμα μίας επιπλέον υποστασιοποιημένης εξιδανίκευσης, αντιστροφής
και μετάθεσης αυτού του ανυπέρβλητου παρόντος. Η βιωματική εσωτερίκευση
της ήττας, του αδιέξοδου και της απουσίας προοπτικής, όσο κι αν
υποστασιοποιείται στη θετικά αντεστραμμένη συμβολική νοηματοδότησή της,
183
δεν μεταφράζεται σε νικηφόρο σάλπισμα διεξόδου και προοπτικής ενός νέου
ιστορικού υποκειμένου. Αλίμονο σ’ αυτούς που έχουν ως μοναδική τους ελπίδα
την αντεστραμμένη εξιδανίκευση – ουτοπική υποστασιοποίηση της απελπισίας
τους. Καμία μεσαιωνικής θεολογικής εμπνεύσεως τελεολογία του «εισέτι μη
όντος» δεν υποκαθιστά την ανάγκη της εντός της ιστορίας θεωρητικής
διάγνωσης, πρόγνωσης και μεθοδολογικής θεμελίωσης των μέσων και των
δρόμων αυτής της προοπτικής. Η ιστορία δεν εκτυλίσσεται τελεολογικά-
εσχατολογικά, σαν να έλκεται, σαν να σύρεται από την ουτοπική και
μυστικιστικά παρούσα μελλοντική συγκρότησή της. Η προοπτική δεν έρχεται
με «συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος».

Αναφορά στο θεωρητικό κεκτημένο του κλασικού μαρξισμού.

α) Η μαρξική πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας


Κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860 η κεφαλαιοκρατία βρίσκεται ήδη
στο στάδιο της ωριμότητάς της (Αγγλία), ενώ η αστική κλασική πολιτική
οικονομία είχε ήδη εν πολλοίς ολοκληρώσει την ανάβαση από το αισθητηριακό
συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με βασικό επίτευγμα την εργασιακή υπόθεση
περί της αξίας. Τα παραπάνω επέτρεψαν στον Μαρξ, βάσει της θεωρίας της
υπεραξίας (της δεύτερης επιστημονικής ανακάλυψής του), να συγκροτήσει, με
τη διαλεκτική μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, τη
νοητή αναπαράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου εκμετάλλευσης ανθρώπου
από άνθρωπο, αίροντας την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο
στάδιο της ωριμότητάς της, γεγονός που καθιστά την πολιτική οικονομία την
πλέον ανεπτυγμένη από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας
επιστήμη του μαρξισμού (άκου και: .
Αυτό φυσικά επ’ ουδενί λόγω δεν σημαίνει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο
εξαντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας
της κεφαλαιοκρατίας. Ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε ούτε το 1/6 του αρχικού
οικονομικού ερευνητικού του προγράμματος, το οποίο βέβαια τροποποίησε
μετά τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου». Η ανάπτυξη αυτή είναι εφικτή και
αναγκαία. Προϋποθέτει την αφομοίωση, την ανάπτυξη και τη χρήση των μεν
είτε των δε πλευρών, των θέσεων της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Κατ’
αυτόν τον τρόπο μπορεί να αναπτυχθεί φέρ’ ειπείν η οικονομική ιστορία και ο
θεωρητικός αναστοχασμός της σύγχρονης βαθμίδας της ανάπτυξης του
παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αυτό επιτρέπει την άρση των
περιορισμών της εξέτασης της οικονομίας υπό το πρίσμα ενός και μόνου
εθνικού κράτους, όπως ήδη κατέδειξε ο Λένιν, με τη συνεισφορά του στη
μελέτη του ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ού αι., ως οικονομικού πρωτίστως
φαινομένου του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
Με τη διαλεκτική μέθοδο που αναπτύσσει στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ
εγκαινιάζει την εποχή της αυστηρά επιστημονικής (απελευθερωμένης από τον
μυστικισμό) νοητικής ανασύστασης της ουσίας, της εσωτερικής συνάφειας
των αναπτυξιακών διαδικασιών, την εποχή της αυστηρά επιστημονικής
αντίληψης περί της ίδιας της νόησης, την εποχή κατά την οποία αρχίζει να
δεσπόζει η συνθετική (ως άρση της αναλυτικής) έρευνα. Υπό αυτή την έννοια,
από φιλοσοφικής και μεθοδολογικής πλευράς, το «Κεφάλαιο» προηγήθηκε των
λοιπών επιστημών κατά πολλές δεκαετίες (άκου και: Εισαγωγή στη μέθοδο του
ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ του Κ.Μαρξ).
Ωστόσο, εκείνο που προβάλλει άμεσα στο «Κεφάλαιο» είναι η αυστηρά
πολιτικοοικονομική, η συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα, ενώ η λογική, η
μέθοδος αυτού του πολιτικοοικονομικού έργου είναι παρούσα σε λανθάνουσα
μορφή.
184
Η ανάδειξη της λογικής του «Κεφαλαίου» του Μαρξ (εν γένει και εν
συνόλω της διαλεκτικής της επιστημονικής νόησης περί του οργανικού όλου,
της λογικής του αναπτυσσόμενου όλου) είναι μια θεμελιώδης επιστημονική
ανακάλυψη, ένα τεράστιας σημασίας επίτευγμα των φιλοσοφικών και
μεθοδολογικών ερευνών με μοναδική ευρετική σημασία. Ένα επίτευγμα που
συνιστά, μεταξύ άλλων, και μεθοδολογική προϋπόθεση της άρσης της
αντίθεσης μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού, στον βαθμό που αίρει κατ’ αρχήν
τις κυρίαρχες μέχρι σήμερα αντιδιαλεκτικές ακρότητες στη γνωσιολογία και
τη μεθοδολογία: την αναγωγή της κίνησης και των ιδιοτήτων του
απεικονιζόμενου αντικειμένου στην κίνηση και στις ιδιότητες της
απεικονίζουσας νόησης (που είναι ουσιαστικά ιδεαλισμός) και της αναγωγής
της κίνησης και των ιδιοτήτων της απεικονίζουσας νόησης στην κίνηση και
στις ιδιότητες του απεικονιζόμενου αντικειμένου (που ουσιαστικά είναι
υλισμός).

β) Το θεωρητικό κεκτημένο και οι ιστορικοί περιορισμοί


της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας
Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές συνοπτικές επισημάνσεις κριτική
αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας.
Κατ’ αρχήν, όπως επισημάναμε, ο βαθμός θεωρητικής και μεθοδολογικής
πληρότητας και επάρκειας της διερεύνησης του οργανικού όλου είναι σε
τελευταία ανάλυση ευθέως ανάλογος του επιπέδου ανάπτυξης του
πραγματικού αντικειμένου. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το επίπεδο
θεωρητικής διάγνωσης της ιστορίας αυτού του αντικειμένου.
Όσον αφορά την ανθρώπινη κοινωνία γνωστικό αντικείμενο, η
κεφαλαιοκρατία συνιστά, κατά τον Μαρξ, τον τελευταίο εκμεταλλευτικό
κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, την τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσής
της, της «προϊστορίας» της, άρα, κατά τη διάρκεια της ζωής του Μαρξ, δεν
έχουν καν δρομολογηθεί, έστω και κάποια πρώτα εγχειρήματα μετάβασης στην
ωριμότητά της.
Η κλασική αστική κοινωνική φιλοσοφία έχει ήδη επιχειρήσει, τη
συστηματική εξέταση της κοινωνίας βάσει της ιδεοκρατικά
υποστασιοποιημένης αφηρημένης πνευματικής δραστηριότητας και του
Κράτους ως ενσάρκωσης της «γενολογικής ουσίας του ανθρώπου» (Χέγκελ).
Από μεθοδολογικής πλευράς, η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε
κατώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσής της, από αυτήν της σύγχρονής της
αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή η γνωσιακή συγκυρία, με τους ιστορικούς
περιορισμούς της, επέτρεψε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγκρότηση της
υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της θεωρίας περί κοινωνικοοικονομικών
σχηματισμών (πρόκειται για την πρώτη επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ με
τη γόνιμη συμβολή του Ένγκελς), αρχικά ως υπόθεσης («Γερμανική Ιδεολογία»)
και στη συνέχεια ως αποδεδειγμένης θεωρίας («Κεφάλαιο»). Βασικά στοιχεία
αυτής της θεωρίας είναι η υλιστική διαμεσολαβημένη «αναγωγή» όλων των
σφαιρών της κοινωνικής ζωής στην οικονομία (βλ. κοινωνικό είναι-κοινωνική
συνείδηση, βάση και εποικοδόμημα κλπ.) και η αντίστοιχη αντίληψη για τη
δομή της κοινωνίας: ανάγκες – παραγωγικές δυνάμεις – σχέσεις παραγωγής –
διανομής – ανταλλαγής – κατανάλωσης – μορφές κοινωνικής συνείδησης
(ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία) – εποικοδόμημα. Η
«υλιστική αντίληψη της ιστορίας του Κ. Μαρξ, αποτελούσε κατ’ εξοχήν
γενίκευση των αποτελεσμάτων που προέρχονταν από την πορεία κατά την
οποία η περί της κοινωνίας γνώση κινούταν από την επιφάνεια προς την ουσία,
ενώ η πορεία της περί της κοινωνίας γνωστικής διαδικασίας από την ουσία
προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα δεν κατέστη δεσπόζουσα στην
185
αντίληψη της διάρθρωσης της κοινωνίας που υπάρχει στα έργα των
θεμελιωτών του μαρξισμού» [Βαζιούλιν Β. Για τη σημασία της Λογικής του
«Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ.26, Ιούν.-Ιούλ. 2008, σ. 25.]. Επομένως,
στον κλασικό μαρξισμό και ιδιαίτερα στον ιστορικό υλισμό, εκ των πραγμάτων
δεσπόζει η αναγωγή (επ’ ουδενί λόγω ο αναγωγισμός που χαρακτηρίζει
πολλούς επιγόνους), π.χ. των μορφών της συνείδησης και του
εποικοδομήματος στην οικονομική βάση, ενώ η επιστημονική έρευνα δεν έχει
προβεί στην επόμενη βαθμίδα της σύνθεσης, άρα δεν έχει φτάσει στο επίπεδο
της συστηματικής ανάδειξης της αντίστροφης πορείας, της κλιμακωτά
διαμεσολαβημένης «εξαγωγής» των εν λόγω μορφών από την απλούστατη
σχέση και την ουσία της κοινωνίας.
Κατά την κριτική αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου του ιστορικού
υλισμού, χρειάζεται να εξετασθεί ο τρόπος και ο βαθμός διάγνωσης και
ανάδειξης των νομοτελειών που διέπουν τη δομή και την ανάπτυξη της
κοινωνίας, σε συνάρτηση με τους τρεις βασικούς νόμους της διαλεκτικής.
Συστηματική ανάλυση αυτής της προβληματικής είναι ανέφικτη στα πλαίσια
αυτού του μαθήματος. Ενδεικτικά θα αναφερθώ στον ιστορικό υλισμό, σε
συνάρτηση με δύο από τους νόμους της διαλεκτικής.
Το στίγμα της άρνησης της κεφαλαιοκρατίας χαρακτηρίζει και την
αντίληψη περί του νόμου που χαρακτηρίζει την ουσία του συστήματος, του
νόμου της ενότητας και πάλης των αντιθέτων. Έτσι, κατά την εξέταση
της λειτουργίας αυτού του νόμου, δίνεται έμφαση στην ανάδειξη των πλευρών
και επιπέδων της σχέσης και αλληλεπίδρασης του βασικού ουσιώδους δίπολου
και των παραγώγων αυτού, που χαρακτηρίζονται κατεξοχήν από εμφάσεις στα
στοιχεία της διάκρισης, της διαφοράς και ιδιαίτερα της αντίθεσης (όπου ο
ένας πόλος προϋποθέτει τον άλλο, ο ένας πόλος αποκλείει τον άλλο, σε μια
σχέση αμοιβαίου αρνητικού ετεροπροσδιορισμού), με αντίστοιχη υποβάθμιση
και παραγνώριση των στοιχείων της αφετηριακής ταύτισης, της ενότητας,
της αμοιβαίας αναπαραγωγής των πόλων, αλλά και της βαθμίδας της
καθαυτό αντίφασης, όπου επέρχεται αλληλοδιείσδυση των πόλων και
αμοιβαία μετατροπή των πόλων στο θεμέλιο της περαιτέρω ανάπτυξης. Με
αυτό το στίγμα της έμφασης στην άρνηση της κεφαλαιοκρατίας και της
αντίστοιχης μεθοδολογικής μονομέρειας, συνδέεται και ορισμένη ανιστορική
αντίληψη περί των τάξεων, περί της πάλης των τάξεων στην ιστορία, με τη
συνακόλουθη απολυτοποίηση της ταξικής πάλης, το στείρο εργατισμό, κ.ο.κ.
Χαρακτηριστική είναι εδώ (στον πρώιμο Λούκατς και όχι μόνο) η μεταφυσική
απολυτοποίηση και υποστασιοποίηση της εργατικής τάξης. Εδώ δεν
απολυτοποιείται-υποστασιοποιείται η συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση της
εργασίας σε τοπική και σε παγκόσμια κλίμακα (ο χαρακτήρας της εργασίας
των συνιστωσών της τάξης, των εργασιακών σχέσεων, οι εκάστοτε
ενοποιητικές ή/και διχαστικές τάσεις εντός της, οι επαναστατικές
δυνατότητες αλλά και οι αντιφάσεις και οι ιστορικοί περιορισμοί της εκάστοτε
εργατικής τάξης ως οργανικού στοιχείου του όλου συστήματος, στον
συσχετισμό και τους αμοιβαίους προσδιορισμούς της με τις λοιπές σύμμαχες
και αντίπαλες τάξεις και στρώματα), αλλά μια αφαιρετική-νοητική και συχνά
φαντασιακή εξιδανίκευσή της1.
1
Αυτού του τύπου η μεταφυσική εξιδανίκευση, είναι ιδιαίτερα βολική για τον λόγο που
αρθρώνουν όσοι αρέσκονται να ομιλούν ως αυτόκλητες πρωτοπορίες και «καθοδηγητές» της
εργατικής τάξης. Όσο αναντίστοιχες της σημερινής πραγματικής θέσης και του ρόλου της
εργατικής τάξης γίνονται κάποιες πάλαι ποτέ ή/και αυτόκλητες «πρωτοπορίες της εργατικής
τάξης», τόσο πιο πολύ εμπλέκονται σε αυτή τη μεταφυσική υποστασιοποίηση της εργατικής
τάξης, σε βαθμό που υποκαθιστούν πλήρως την πραγματικότητα με την απογειωμένη
αντεστραμμένη φενάκη τους: στη δική τους αντίληψη, δεν είναι η πραγματική σημερινή
κατάσταση της εργατικής τάξης και οι ανάγκες της βάση και αφετηρία αναφοράς για την
186
Το στίγμα της νομοτελούς για την παραπάνω εποχή και συγκυρία έμφασης
στην ανάγκη άρνησης της κεφαλαιοκρατίας, είναι ιδιαίτερα έκδηλο στην
αντίληψη περί του νόμου της άρνησης της άρνησης. Στη μεθοδολογία του
οργανικού όλου, στη Λογική της Ιστορίας, ο νόμος αυτός χαρακτηρίζει την όλη
κίνηση, την ανάπτυξη του συστήματος που συνιστά οργανικό όλο, την άρνηση
από το αντικείμενο του ίδιου του εαυτού του, ενώ αφορά την όλη νομοτελή
κίνηση της ιστορίας, τις πολλαπλές και πολυεπίπεδες εκφάνσεις της
ανάπτυξης. Το ως άνω στίγμα εκφράζεται με τη μονομερή-μηχανιστική
αντίληψη αυτού του θεμελιώδους νόμου της διαλεκτικής ή/και με την πλήρη
άρνηση και απόρριψή του. Ο νόμος αυτός –σε βαθμό πιο έντονο ακόμα και από
αυτόν της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων– προσκρούει στα στερεότυπα των
προσλαμβανουσών παραστάσεων του κοινού νου και της αγοραίας
καθημερινής συνείδησης του φορέα των κυρίαρχων επί κεφαλαιοκρατίας
εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι
αυτός ο νόμος είναι ο πιο δύσκολος στην κατανόηση νόμος της διαλεκτικής,
ακόμα και από ανθρώπους με σχετική φιλοσοφική παιδεία. Προβάλλει ως απλός
παραλογισμός για τον «ορθολογισμό» του υπολογιστικού «νου» της
καθημερινής αγοραίας πραγματικότητας. Απείρως πιο εύληπτη για τον κοινό
νου είναι η σαφής οριοθέτηση κάθε κατάφασης και άρνησης, του θετικού και
του αρνητικού, του καλού και του κακού κ.ο.κ.2
Βάσει της αντίληψης των κλασικών περί της δομής της κοινωνίας
συγκροτείται η θεωρία των «κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» και η
αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστορίας κατά σχηματισμούς (πρωτόγονος
κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός,
κομμουνιστικός). Η κατηγορία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού βάσει
ορισμένου τρόπου παραγωγής (ενός ιστορικά προσδιορισμένου πλέγματος
σχέσεων παραγωγής στην ενότητά του με ορισμένου χαρακτήρα παραγωγικές
δυνάμεις) παρέχει τη δυνατότητα σχετικά σφαιρικής διάκρισης των
χαρακτηριστικών των κύριων βαθμίδων ιστορικής ανάπτυξης της
ανθρωπότητας, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες κατηγορίες του ιστορικού
υλισμού, από την άποψη της δομής αυτών των βαθμίδων. Το περιεχόμενο
αυτής της κατηγορίας συγκεκριμενοποιείται και αποκτά περαιτέρω
επιστημονική τεκμηρίωση κατά τις δεκαετίες 1850 και 1860, όταν ο Μαρξ
όποια συγκρότηση της ίδιας και της πρωτοπορίας της ως υποκείμενου, αλλά τουναντίον, όλοι
οφείλουν να αναγνωρίζουν το δικό τους «μοναδικό συνεπές» μόρφωμα, κόμμα κ.ο.κ., ως a priori
«πρωτοπορία», βάση και αφετηρία αναφοράς...
2
Χαρακτηριστική αυτού του στίγματος είναι και η διαδεδομένη στον λόγο που αρθρώνουν
φορείς και συνιστώσες του κινήματος της Αριστεράς «αντικαπιταλιστική» διάθεση, ως
βασικό στοιχείο ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Η σκέτη άρνηση γίνεται πρακτικά
στείρα άρνηση, και τότε, η συνακόλουθη σπουδή για αυτοπροσδιορισμό γίνεται πρακτικά
πλήρης ετεροπροσδιορισμός. Τα μεταφυσικά άκρα τελικά συγκλίνουν αν δεν ταυτίζονται. Το
υποκείμενο που προτάσσει το πρόθεμα «αντι-» για να αυτοπροσδιοριστεί, είτε το
συνειδητοποιεί είτε όχι (και καλά θα κάνει να το συνειδητοποιήσει κάποτε) θέτει ως βασικό
σύστημα αναφοράς αυτό που αρνείται (το μόνο σταθερό σύστημα αναφοράς π.χ. στον
«αντικαπιταλισμό» είναι ο καπιταλισμός, στην αταξική κοινωνία η ταξική κ.ο.κ.). Αν π.χ.
είναι δεδομένη η αρνητική σχέση προς την κεφαλαιοκρατία, η όποια εναλλακτική πορεία της
κεφαλαιοκρατίας ή θα πρέπει να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, απολύτως διαφορετική από
ό,τι ενδέχεται να παραπέμπει έστω και σε στοιχεία της τελευταίας, ή θεωρείται ότι συνιστά
απλή εκδοχή της τελευταίας... Έτσι, ο αφηρημένος “αντικαπιταλισμός” μπορεί να
λειτουργεί ταυτόχρονα ως σύμπτωμα και ως παράγοντας θεωρητικής και πρακτικής
στρατηγικής ανεπάρκειας, τακτικισμού που εκλαμβάνεται ως “στρατηγική καθαρότητα”,
ενώ στην πράξη ευνουχίζει την προοπτική του επαναστατικού κινήματος, απωθώντας το
θετικό προσδιορισμό του επαναστατικού σκοπού. Εξ ου και η εμμονή σε αυστηρά
οριοθετημένα ταξινομικά σχήματα με τη μορφή αποκλειστικών διαζεύξεων. Βάσει των
παραπάνω, δεν είναι τυχαία η διάδοση των απόψεων περί «άρνησης» και περί «αρνητικής
διαλεκτικής» του Th. W. Adorno, εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης και άλλων
εκδοχών του «νεομαρξισμού».
187
διερευνά την ουσία, την εσωτερική διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής της
κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του πλέον ανεπτυγμένου κοινωνικοοικονομικού
σχηματισμού της εποχής του.
Η έρευνα αυτή: 1) διάνοιξε δυνατότητες για λεπτομερέστερη
αντιπαραβολή των προκεφαλαιοκρατικών σχηματισμών με την κεφαλαιοκρατία
και την εξέταση της εσωτερικής διάρθρωσης των σχηματισμών· 2) επέτρεψε
τη διάκριση σε καθαρότερη μορφή της κατηγορίας «σχέσεις παραγωγής» και
τη σαφέστερη αποκάλυψη της λεπτής δομής της διαλεκτικής παραγωγικών
δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής και κοινωνίας συνολικά· 3) αποκάλυψε σε
θεωρητικό επίπεδο την αναγκαιότητα άρσης της κεφαλαιοκρατίας,
αναδεικνύοντας τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα της ως σχηματισμού και
παρέχοντας δυνατότητες περαιτέρω διερεύνησης των νομοτελειών μετάβασης
από τον έναν σχηματισμό στον άλλο και 4) επέτρεψε ορισμένου επιπέδου
θεωρητική θεμελίωση της περιοδολόγησης της ιστορίας (δεδομένου ότι -όπως
ήδη αναφέραμε- κάθε περιοδολόγηση της ιστορίας εδράζεται σε ορισμένη
αντίληψη περί της δομής της κοινωνίας).
Ωστόσο, η περί σχηματισμών θεωρία του Μαρξ αντανακλά ορισμένο
επίπεδο ανάπτυξης της θεωρίας περί της ανθρώπινης κοινωνίας ως ολότητας,
που συνδέεται:
1) με τη βαθμίδα ανάπτυξης της τότε κοινωνίας και τη συνακόλουθη
γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν και η
παντελής απουσία θετικής ή αρνητικής εμπειρίας υπαρκτών ιστορικών
εγχειρημάτων εναλλακτικού –έναντι της κεφαλαιοκρατίας, σοσιαλιστικού–
τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας, και
1. με σκοποθεσίες που έχουν ως αφετηρία το βασικό ζητούμενο της
εποχής (από την άποψη των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας και του
κομμουνιστικού κινήματος): την επαναστατική ανατροπή του
κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Υπό το πρίσμα αυτού του ζητούμενου η
κεφαλαιοκρατία εξετάζεται ορθά ως κατεξοχήν ιστορικά παροδικό μόρφωμα
και όλα τα υπόλοιπα στάδια της ιστορίας προβάλλουν ως σχηματισμοί. Η
ιστορική μεταβολή της δομής της κοινωνίας εκλαμβάνεται εδώ ως μεταβολή
του ειδικού, ενώ διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι μεταβάλλεται-
αναπτύσσεται και το ίδιο το γενικό, το γεγονός ότι ο κάθε σχηματισμός δεν
αποτελεί απλώς αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά στάδιο, στιγμή της ανάπτυξης,
του γίγνεσθαι της κοινωνίας, του μετασχηματισμού του φυσικού στοιχείου από
το κοινωνικό. Ως δομικά στοιχεία των σχηματισμών στα πλαίσια της κατά
σχηματισμούς προσέγγισης διακρίνονται εκείνα τα κοινά (γενικά) στοιχεία, τα
εν πολλοίς επαναλαμβανόμενα σταθερά χαρακτηριστικά που συνάγονται (ή
μάλλον θεωρείται ότι συνάγονται) μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής των
διαφόρων σταδίων. Τα χαρακτηριστικά αυτά εκλαμβάνονται ως αμετάβλητη
ομοιότητα, ως κάτι το πάγιο και διαχρονικά αμετάβλητο (παραγωγή, διανομή,
ανταλλαγή, κυκλοφορία, κατανάλωση, παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις
παραγωγής, τρόπος παραγωγής κλπ.). Μάλιστα αυτά τα σταθερά γενικά
χαρακτηριστικά φέρουν ανεξίτηλα τη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή
του σχηματισμού εκείνου κατά τον οποίο όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου
προβάλλουν ως σαφώς διακριτές, διαφορετικές και αντίθετες. Φερ' ειπείν, δεν
πρόκειται η ιστορική έρευνα να καταδείξει με σαφήνεια τις παραγωγικές
δυνάμεις ως διακριτές από τις σχέσεις παραγωγής και από τη φύση και σε
αντιδιαστολή με τις σχέσεις παραγωγής στις προκεφαλαιοκρατικές βαθμίδες
της ιστορίας. Π.χ. Ο δούλος, είναι ταυτόχρονα μέσο παραγωγής “ομιλούν
εργαλείον” κατά τον Αριστοτέλη, κληροδότημα της φύσης, αλλά και
υποκείμενο των σχέσεων παραγωγής. Το ίδιο ισχύει και συνολικά για τις
βαθμίδες εκείνες, όπου βασικά μέσα βιοπορισμού, άγρας ή/και παραγωγής
188
παραμένουν κληροδοτήματα της φύσης (άνθρωπος, γη, ζώα) και όχι
δημιουργημένα από τον άνθρωπο μέσα.
Στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού, λόγω ακριβώς της μη οργανικής
διαλεκτικής ένταξης στην προβληματική των φυσικών & κοινοτικών δεσμών,
είναι μάλλον ανέφικτη η δυνατότητα διάκρισης των κοινωνικών τάξεων από
τις κατεστημένες τάξεις (και τα προκεφαλαιοκρατικά κληροδοτήματά τους).
Η προβληματική των κοινωνικών τάξεων και της όλης διαστρωμάτωσης
της κοινωνίας, δεν μπορεί να καταστεί σαφής και λειτουργική, αποσπασμένη
από το όλο της κοινωνίας στη δομή και στην ιστορία της, από τους
πολλαπλούς και πολυεπίπεδους προσδιορισμούς τους, από τα εκάστοτε δίπολα
εντός των οποίων αλληλοπροσδιορίζονται αντιφατικά και από την
συγκεκριμένη ιστορική αντιμετώπισή τους, εκτός διαλεκτικής μεθοδολογίας. Η
γραμμική, στατική και ενίοτε δογματική αναγωγή όλων των προβλημάτων
στην ταξική προβληματική, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω όροι,
μάλλον συσκοτίζει παρά φωτίζει την εν λόγω προβληματική. Η μονομερής
αναγωγή των πάντων στην πάλη των τάξεων, μπορεί σε ορισμένους κύκλους
να φαντάζει ως κοινωνικοπολιτική και μεθοδολογική συνέπεια. Ωστόσο, η
απολυτοποίηση της ταξικής προσέγγισης είναι εγγενώς ανιστορική, μιας
και εκ των πραγμάτων παραγνωρίζει την αντίληψη των ιστορικών όρων
εμφάνισης –άρα και εξαφάνισης– των τάξεων και τη σύμφυσή τους με φυσικής
και κοινοτικής προέλευσης δεσμούς επί δουλοκτησίας και φεουδαρχίας. Έτσι,
εμποδίζει και τη διακρίβωση των φυσικής προέλευσης δεσμών που ενυπάρχουν
σε διάφορες μετασχηματισμένες μορφές στις προκεφαλαιοκρατικές τάξεις, της
ιστορικής θέσης και του ρόλου των όρων και των ορίων εμφάνισης και
εξάλειψης των εκάστοτε τάξεων αλλά και των τάξεων εν γένει, της εκάστοτε
συσχέτισης-διαπλοκής των ταξικών σχέσεων με άλλες μορφές και δομές
ιστορικών κοινοτήτων (εθνοφυλετικών, λαοτήτων, εθνών κ.ο.κ.), του
γεγονότος ότι οι ίδιες οι ταξικές αντιθέσεις και οι τάξεις δεν είναι αιώνιες και
διαχρονικά απαράλλακτες και επίσης, της νομοτελούς αναγκαιότητας άρσης
αυτών των αντιθέσεων.
Η προτεινόμενη στη Λογική της Ιστορίας άρση των μονομερειών της
ταξικής προσέγγισης, επ’ ουδενί λόγω δεν συνιστά υποβάθμιση ή άρνηση της
ταξικής πάλης, συναινετική συγκάλυψη των ταξικών αντιθέσεων και κέλευσμα
για παραίτηση από τις ταξικά συνεπείς θέσεις των επαναστατών. Τουναντίον,
συνιστά αναγκαία διακρίβωση των όρων και των ορίων της ταξικής
προσέγγισης, συνιστά συγκεκριμενοποίηση και αναβάθμιση της τελευταίας,
ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερος ο αγώνας της εργατικής τάξης
και των συμμάχων της. Ένας αγώνας, όχι απλώς για την «κατάργηση» της
αστικής τάξης, αλλά για τον επαναστατικό μετασχηματισμό, για τη διαλεκτική
άρση όχι μόνο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, αλλά και όλων των
προκεφαλαιοκρατικών (φυσικών και κοινωνικών) κληροδοτημάτων του
γίγνεσθαι της ιστορίας. Με τη συμβολή της Λογικής της Ιστορίας, ο
επαναστατικός αγώνας για τη χειραφέτηση της εργασίας, προσανατολίζεται
με συνέπεια όχι στη μονομερή άρνηση του αστισμού, αλλά στο θετικό
προσδιορισμό της στρατηγικής της κομμουνιστικής ενοποίησης της
ανθρωπότητας. Όχι στη διαιώνιση μιας εξιδανικευμένης εικόνας για την
εργασία και την «καλή» εργατική τάξη, με απλή απάλειψη του «κακού»
αντίποδά της (της αστικής τάξης, της αλλοτρίωσης κ.ο.κ.) στο διηνεκές, αλλά
στην άρση του ίδιου του ανταγωνιστικού τύπου καταμερισμού της εργασίας
που γεννά τις τάξεις, στη διαλεκτική άρση της εργασίας, όπως τη γνωρίσαμε
μέχρι σήμερα, με τη μετατροπή της σε καθολική πολιτισμική δραστηριότητα-
παιδεία ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων.
Το κεφαλαιοκρατικό «στίγμα», που χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις
189
εννοιολογήσεις και τις κατηγορίες του ιστορικού υλισμού, είναι ιδιαίτερα
εμφανές λοιπόν στον τρόπο προσέγγισης της διαλεκτικής παραγωγικών
δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δηλαδή στην προσέγγιση του τρόπου
παραγωγής, ο οποίος συνιστά την ουσία του κοινωνικού όλου. Η μετέπειτα
έρευνα (ιδιαίτερα στα πλαίσια της Λογικής της Ιστορίας) κατέδειξε ότι η εν
λόγω διαλεκτική αντίφαση, καθώς και οι πόλοι που την απαρτίζουν, διανύει
κατά την ανάπτυξή της ορισμένα νομοτελή στάδια: υπό ορισμένες
προϋποθέσεις ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει. Η ανάπτυξη αυτή
συνδέεται οργανικά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της
παραγωγικής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση. Η τελευταία παραπέμπει
άμεσα στο πρόβλημα του χαρακτήρα της εργασίας, στο πρόβλημα της
συσχέτισης απλής και σύνθετης, επαναλαμβανόμενης και μεταβαλλόμενης
εργασίας.
Επί κεφαλαιοκρατίας, που συνιστά την τελευταία βαθμίδα διαμόρφωσης
της κοινωνίας, φυσικά υπάρχει ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μία
ανάπτυξη ασύγκριτα ανώτερη σε σύγκριση με αυτή που χαρακτηρίζει τους
προγενέστερους σχηματισμούς. Ο Μαρξ αναδεικνύει στο «Κεφάλαιο» με
κλασικό τρόπο αυτή την ανάπτυξη στα πλαίσια της κλιμάκωσης της
παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο, επί κεφαλαιοκρατίας η
μεταβαλλόμενη εργασία δεν συνιστά κυρίαρχο παράγοντα, δεδομένου ότι
υποτάσσεται στη διαδικασία συσσώρευσης προϊόντων της εργασίας και
προπαντός στη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου. Συνεπώς, η
αλληλουχία των βαθμίδων παραγωγής σχετικής υπεραξίας κλιμακώνεται μεν
μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ωστόσο, οι τελευταίες
λειτουργούν εδώ ως απαραίτητο μέσο, ως κάτι το εξωτερικό έναντι της
κύριας σχέσης παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (της παραγωγής υπεραξίας).
Αυτή η εξωτερική σχέση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής είναι
χαρακτηριστική του σταδίου εκείνου της διαλεκτικής αντίφασης που
χαρακτηρίζεται ως αντίθεση (οι πλευρές αλληλοπροϋποτίθενται μέσω του
αμοιβαίου αποκλεισμού τους). Είναι χαρακτηριστική δηλαδή για τη διαδικασία
διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και ιδιαίτερα για την
κεφαλαιοκρατική φάση της ανάπτυξής του.
Με τις παραπάνω επισημάνσεις συνδέεται το γεγονός ότι, στα πλαίσια
της επικρατούσας σήμερα παράδοσης του ιστορικού υλισμού, η συσχέτιση
παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής στην καλύτερη περίπτωση
εκλαμβάνεται ως συσχέτιση-αντιστοιχία περιεχομένου και μορφής. Ωστόσο,
η αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής ωριμάζει, περνά στο
στάδιο της καθαυτό αντίφασης, όταν συγκροτεί τον καθαυτό κοινωνικό
χαρακτήρα της παραγωγής, την πραγματική (και όχι απλώς τυπική)
κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Εδώ, στην ώριμη κοινωνία, η καθεμία από
τις πλευρές της αντίφασης μετατρέπεται στον αντίποδά της: οι παραγωγικές
δυνάμεις συνιστούν σχέσεις παραγωγής και οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν
παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως, η καθαυτό αντίφαση της ουσίας του
κοινωνικού όλου (και η διαδικασία επίλυσης-άρσης αυτής της αντίφασης)
χαρακτηρίζει την ώριμη κοινωνία, την αταξική κομμουνιστική κοινωνία.
Προς το συμπέρασμα αυτό κατέτεινε σε ορισμένο βαθμό ο Μαρξ στα
πλαίσια των οικονομικών ερευνών του. Ωστόσο, η γνωσιακή συγκυρία που
προαναφέραμε και η επικέντρωση της προσοχής στη διερεύνηση της
κεφαλαιοκρατίας έθεταν ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς στην
προσέγγισή του. Τα παραπάνω καθιστούν σχετικά περιορισμένο τον χαρακτήρα
της περιοδολόγησης της ιστορίας βάσει των σχηματισμών, δεδομένου ότι στα
πλαίσιά της δεν διακριβώνεται ο «μηχανισμός» εσωτερικής αυτοανάπτυξης
της κοινωνίας, αλλά απλώς επισημαίνεται η μία ιστορική μορφή δίπλα στην
190
άλλη, ως παρακείμενες αλλήλων «προοδευτικές εποχές του οικονομικού-
κοινωνικού σχηματισμού» (βλ. π.χ. Μαρξ, «Εισαγωγή στην κριτική της
πολιτικής οικονομίας»).
Η εναλλαγή των τρόπων παραγωγής επέρχεται βάσει της σταθερά
εμφανιζόμενης αντίθεσης ανάμεσα στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων,
οι οποίες αποτελούν το εσωτερικό περιεχόμενο της αναπτυξιακής διαδικασίας,
και στις εκάστοτε καθορισμένες σχέσεις παραγωγής, οι οποίες προβάλλουν ως
(μάλλον εξωτερική) μορφή αυτής της διαδικασίας.
Ο σχετικά τυπικός-ταξινομικός χαρακτήρας της κατά σχηματισμούς
προσέγγισης της ιστορίας προβάλλει ανάγλυφα (και χωρίς την αυθεντική,
δημιουργική πνοή του μαρξικού έργου) στη μετέπειτα μαρξιστικής αναφοράς
βιβλιογραφία (π.χ. τεχνολογικός ντετερμινισμός, οικονομικός ντετερμινισμός,
στρουκτουραλιστική ερμηνεία, βουλησιαρχική αντίληψη για τον τρόπο
παραγωγής και την κοινωνικοποίηση κλπ.). Η κατά σχηματισμούς
περιοδολόγηση της ιστορίας μετατρέπεται σε σχήμα-καλούπι, στο οποίο
προσπαθούν να εντάξουν την ιστορία, ανάγοντας την έρευνα σε απλή
λειτουργία-εφαρμογή του για όλα τα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας.
Αυτό εκφράζεται π.χ. με την αναζήτηση «καθαρής» βάσης και
εποικοδομήματος σ’ όλες τις κοινωνίες, είτε (έχοντας υπόψη την αστική και τη
σοσιαλιστική επανάσταση) με τη θεώρηση της κλιμάκωσης της ταξικής πάλης
και της επανάστασης ως «εκ των ων ουκ άνευ όρο» της μετάβασης από
σχηματισμό σε σχηματισμό, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται ούτε θεωρητικά,
ούτε πραγματολογικά στην ιστορία πριν από την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας.
Στα πλαίσια του μαρξισμού η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση
συνυπάρχει με την τριαδική (προταξική - ταξικές - αταξική κοινωνία). Εδώ
θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει η ταξική βαθμίδα έναντι της οποίας
προσδιορίζονται κατ’ εξοχήν αρνητικά οι υπόλοιπες βαθμίδες. Ως κύριο
κριτήριο αναδεικνύεται εδώ η αλληλοδιαδοχή κοινοτικής, ιδιωτικής και
κοινωνικής ιδιοκτησίας (με την ιδιωτική ιδιοκτησία να διαδραματίζει τον
κομβικό ρόλο του ορόσημου αναφοράς), γεγονός που συνιστά ουσιώδη πλευρά
της ιστορικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο, να ξεπερνά τις μονομέρειες (όσο
περιορίζεται η προσέγγιση στην ιδιοκτησιακή πλευρά και βάση αναφοράς είναι
η ιδιωτική ιδιοκτησία). Συχνά η περιοδολόγηση αυτή γίνεται προσφιλής σε
κύκλους που τείνουν να υπερεκτιμούν τις ομοιότητες μεταξύ προταξικής και
αταξικής κοινωνίας. Η τάση αυτή ενισχύεται και από την ψυχολογικά εύλογη
αναζήτηση ενός «συμμετρικού αντικατοπτρισμού», μιας υπαρκτής στο
παρελθόν αναλογίας έστω και «πρωτόγονου» κομμουνισμού (ιδιαίτερα σε
κύκλους οι οποίοι επιλέγουν ως μέσο αυτοπροσδιορισμού της επαναστατικής-
ιδεολογικής καθαρότητάς τους την αποκήρυξη και απόρριψη της όποιας
υπαρκτής εμπειρίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης). Με αυτή τη τάση συνδέεται
και η αναπαλαίωση στις μέρες μας της προβληματικής της Β’ Διεθνούς του
μεσοπολέμου περί «ασιατικού τρόπου παραγωγής».
Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας είναι μια ιδιοφυής
επιστημονική ανακάλυψη των κλασικών του μαρξισμού. «Ο ιστορικός
υλισμός του Μαρξ αποτελεί μέγιστη κατάκτηση της επιστημονικής σκέψης. Το
χάος και η αυθαιρεσία που βασίλευαν ως τότε στις αντιλήψεις για την ιστορία
και την πολιτική, αντικαταστάθηκαν από μια καταπληκτικά ολοκληρωμένη και
αρμονική επιστημονική θεωρία, που δείχνει πώς μέσα από μια μορφή της
κοινωνικής ζωής αναπτύσσεται, σαν συνέπεια της ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων, μια άλλη, ανώτερη μορφή, από τη δουλοπαροικία π.χ.
γεννιέται ο καπιταλισμός...» (Λένιν, Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά του
Μαρξισμού). Συνιστά τη μέγιστη δυνατή θεωρητική αφομοίωση της κοινωνίας,
όσο αυτή βρίσκεται στην τελευταία φάση της διαμόρφωσής της ενώ η
191
κοινωνική θεωρία (φιλοσοφία), ως υλιστική αντίληψη της ιστορίας, κινείται
επίσης στο στάδιο της διαμόρφωσής της. Ταυτοχρόνως, δημιουργεί τις
προϋποθέσεις για την ώριμη κοινωνική θεωρία (για τη συγκρότησή της με τη
μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Αυτό βεβαίως δεν
σημαίνει ότι εξαντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης επί μέρους
ζητημάτων του ιστορικού υλισμού στα πλαίσια που έθεσαν οι ιδρυτές του.
Ο ιστορικός υλισμός ανέκυψε και αναπτύχθηκε ως θεωρία στα
πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας και τα επιστημονικά κεκτημένα του
ισχύουν και θα ισχύουν, όσο βασικό ζητούμενο της εποχής μας
παραμένει η άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, η μετάβαση από την
κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό, η οποία αρχικά προβάλλει ως
εναλλαγή σχηματισμών, ως άρνηση της κεφαλαιοκρατίας από τον
σοσιαλισμό.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, κατά τις
τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., συνδέεται: πρώτον, με την απόπειρα
θεωρητικής γενίκευσης των νέων δεδομένων των ιστορικών επιστημών της
εποχής, η οποία οδηγεί μεν στην επισήμανση των προϋποθέσεων της
κοινωνίας και της αφετηριακής σχέσης της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο,
η τελευταία να διακρίνεται ρητά από την ουσία της κοινωνίας.
Χαρακτηριστική είναι απ’ αυτή την άποψη -όπως είδαμε- η επισήμανση από τον
Ένγκελς δύο ειδών παραγωγής και αναπαραγωγής της άμεσης ζωής:
«Αφ’ ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζην: τροφίμων, ρουχισμού, κατοικίας
και των απαραίτητων γι’ αυτό εργαλείο, αφ’ ετέρου δε παραγωγή του ίδιου του
ανθρώπου, συνέχιση του γένους» (βλ. τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της
«Καταγωγής της οικογένειας»). Δεύτερον, με την εμβάθυνση των σχετικών με
το «Κεφάλαιο» ερευνών του Μαρξ, οι οποίες τον οδήγησαν στη
συνειδητοποίηση: α) του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι το προϊόν της
ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας, η «άρση» προταξικής και ταξικής
κοινωνίας (η «καθαυτό ανθρώπινη κοινωνία» που ξεπερνά την «προϊστορία»
της ανθρωπότητας) και β) της αναγκαιότητας μιας –αντίστροφης προς αυτήν
της «αναγωγής»– «εξαγωγής» (συναγωγής) από την οικονομική ζωή της
κοινωνίας των υπολοίπων σφαιρών και επιπέδων της κοινωνίας.
Ωστόσο, ο Μαρξ δεν πρόλαβε να αναπτύξει περαιτέρω τις νέες
κατευθύνσεις που ανιχνεύει στο τέλος της ζωής του. Έτσι, η υλιστική
αντίληψη της ιστορίας φέρει το στίγμα μιας θεώρησης που συνάγεται κατ’
εξοχήν από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής
(προεκβολής) αυτής της θεώρησης προς την προγενέστερη αλλά και
μελλοντική ιστορία.

γ) Η πρόγνωση της αταξικής κοινωνίας


Στην εποχή των θεμελιωτών του μαρξισμού, η πλέον δυσμενής γνωσιακή
συγκυρία χαρακτηρίζει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, δεδομένης της απουσίας
έστω και πρώιμων εγχειρημάτων, ιστορικών εκδοχών εμπειρικά υπαρκτής
σοσιαλιστικής οικοδόμησης και λόγω του εικοτολογικού-ουτοπικού χαρακτήρα
των σχετικών προμαρξικών και σύγχρονων του Μαρξ αντιλήψεων. Οι σχετικές
θεωρητικές θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς συνιστούν πρωτοφανή και ιδιοφυή
επιστημονική πρόβλεψη τεράστιας θεωρητικής και πρακτικής (επαναστατικής)
σημασίας, μέσω της διερεύνησης των σχετικών τάσεων, των νομοτελειών, των
αντιφάσεων και των εμβρύων της νέας (ώριμης, αταξικής) κοινωνίας στα
πλαίσια της παλαιάς, δηλαδή αποκλειστικά βάσει των ιστορικών
προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το μέρος εκείνο
του επιστημονικού σοσιαλισμού που αφορά τη θεωρητική θεμελίωση των
νικηφόρων επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης, την επαναστατική
192
θεωρία με τη στενή έννοια του όρου.

Αντί επιλόγου: η αναγκαιότητα διαλεκτικής ανάπτυξης-άρσης του


μαρξισμού, μέσω της ανάπτυξης-άρσης του ιστορικού υλισμού. Η
Λογική της Ιστορίας.
Από την εποχή των κλασικών, η κοινωνία έχει αλλάξει ριζικά. Ο Ένγκελς
έλεγε ότι η διαλεκτική αλλάζει με κάθε μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη. Το
ίδιο ισχύει και για την διαλεκτική-υλιστική αντίληψη της κοινωνίας. Πόσες
επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνολογικές καινοτομίες έχουν μεσολαβήσει
από τότε; Πόσες αλλαγές έχουν επέλθει στην κοινωνία, στην ίδια την
κεφαλαιοκρατία; Πόσο σημαντική είναι η ιστορική εμπειρία του επαναστατικού
κινήματος από τον 19ο μέχρι τον 21ο αι., των πρώιμων σοσιαλιστικών
επαναστάσεων συμπεριλαμβανομένων; (βλ. σχετικά και Διδάγματα της
ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού
και οι προοπτικές της ανθρωπότητας).
Οι αλλαγές αυτές, οι θεμελιώδεις ανάγκες μετασχηματισμού της κοινωνίας,
σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που διάνοιξε η ανάδειξη της Λογικής του
“Κεφαλαίου” του Μαρξ σε καθαρή μορφή, επέτρεψαν τη δημιουργική ανάπτυξη
της επαναστατικής θεωρίας, τη μετάβαση στη σύγχρονη μορφή του
μαρξισμού, μέσω μιας πρωτότυπης επιστημονικής ανακάλυψης: της
εννοιολογικής σύλληψης της δομής της κοινωνίας και της ανάπτυξής της.
Στη γνωσιακή συγκυρία που προέκυψε στην ΕΣΣΔ περίπου δύο δεκαετίες πριν
τη διάλυσή της έγινε αντιληπτό ότι «το επόμενο αντικείμενο, κατά τη
διερεύνηση του οποίου θα ήταν εφικτή η εμβάθυνση και η συνολική ανάπτυξη
του μαρξισμού (συμπεριλαμβανομένης και της υλιστικής αντίληψης της
ιστορίας και της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου) ήταν η μελέτη της ιστορίας
της ανθρωπότητας, η οποία από τον καιρό των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς (ακόμα
και του Β. Ι. Λένιν) έχει αλλάξει ουσιωδώς» [Βαζιούλιν, 2008: 25].
Αυτή η δημιουργική ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού, δεν είναι ακαδημαϊκού
τύπου ενασχόληση με τη θεωρία, αλλά απαραίτητη επαναστατικοποίηση
της θεωρίας ως θεωρητικός εξοπλισμός της επανάστασης.
Η ανακάλυψη αυτή εκτίθεται στο έργο του Β. Α. Βαζιούλιν “Η Λογική της
Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας” (2η έκδοση ΚΨΜ, Αθήνα,
2013). Είναι η μοναδική μετά το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ διαλεκτική σύνθεση στο
πεδίο της κοινωνικής θεωρίας και της κοινωνικής φιλοσοφίας. Μια σύνθεση
που δρομολογεί την διαλεκτική υπέρβαση-άρση του κεκτημένου της
κοινωνικής θεωρίας, και ιδιαίτερα του κλασικού μαρξισμού. Προέκυψε
μέσω της δημιουργικής χρησιμοποίησης και ανάπτυξης της λογικής του
Κεφαλαίου, που επέτρεψε στον συγγραφέα να αναδείξει συστηματικά την
ενδότερη αμοιβαία συνάφεια των νόμων και των κατηγοριών της θεωρίας της
κοινωνικής ανάπτυξης. Εδώ αποκαλύπτεται η εσωτερική συστηματική
αλληλοσύνδεση των νόμων και των κατηγοριών της κοινωνικής θεωρίας, που
απεικονίζει τη δομή της αναπτυγμένης κοινωνίας, και με την ανάδειξη της
θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας της ανθρωπότητας (των
νομοτελειών της αρχής, της πρωταρχικής εμφάνισης, της διαμόρφωσης και
της ωριμότητάς της, του κομμουνισμού) υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης
φυσικών και κοινωνικών παραγόντων, αίρεται-αναβαθμίζεται διαλεκτικά το
επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού, μέσω της άρσης των νομοτελών
μονομερειών της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της ταξικής
προσέγγισης.
Η δομή της κοινωνίας δεν συνιστά παγιωμένη κατάσταση, αλλά ένα
δυναμικό, πολυεπίπεδο, διατεταγμένο και αναπτυσσόμενο οργανικό όλο, ένα
πεδίο που συγκροτείται από τη διαδικασία, τους όρους και τα αποτελέσματα
193
των αλληλεπιδράσεων των ανθρώπων με τη φύση και των αλληλεπιδράσεων
μεταξύ των ανθρώπων. Οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης, και το
«εποικοδόμημα» (τα μέσα και οι θεσμικοί κ.ο.κ. τρόποι επενέργειας του
ανθρώπου ως υποκειμένου στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του) δεν
ανάγονται απλώς στην «οικονομική βάση», αλλά εξάγονται, συνάγονται από
την αμεσότητα των ανθρώπων ως έμβιων όντων, την διαμεσολαβημένη
εργασιακή επενέργεια των ανθρώπων στη φύση και τις αντίστοιχες
εργασιακές – παραγωγικές σχέσεις τους, ως εκφάνσεις, μέσα και τρόποι
συγκρότησης και δραστηριοποίησης του ανθρώπου-υποκειμένου.
Το ιστορικό γίγνεσθαι είναι η περίπλοκη και αντιφατική πορεία της
ανθρωπο-κοινωνιογένεσης, της ανάδειξης των προϋποθέσεων, της
πρωταρχικής εμφάνισης, της διαμόρφωσης και ανάπτυξης του ενιαίου στην
πολυμορφία του πολιτισμού. Μια πορεία, εντός της οποίας πραγματοποιείται η
μετάβαση από την αγέλη στην πρωτόγονη κοινότητα και στην κοινωνία, και
από το άτομο με ζωώδη ψυχισμό στο άτομο με κοινωνική συνείδηση και στην
προσωπικότητα. Μια πορεία, κατά την οποία μετασχηματίζονται και
αναπτύσσονται όλες οι διαμεσολαβήσεις, τα υλικά και ιδεατά μέσα και οι
τρόποι, αλλά και οι τύποι των σχέσεων-αλληλεπιδράσεων των ανθρώπων με τη
φύση και των ανθρώπων προς αλλήλους. Ο κομμουνισμός προβάλλει ως
εντελώς διαφορετικός τύπος ανάπτυξης, ως ο αυθεντικός πολιτισμός
της δημιουργικότητας της ενοποιημένης ανθρωπότητας. Δεν είναι μια
απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, ένας δέσμιος της ετερονομίας του
“αντικαπιταλισμός”, αλλά η θετική διαλεκτική άρση και μετασχηματισμός
όλης της προγενέστερης πορείας της ανθρωπότητας, του συνόλου των
προταξικών και ταξικών εκμεταλλευτικών μορφών του ιστορικού γίγνεσθαι.
Η ιστορία δεν είναι αποκλειστικό πεδίο δράσης του τυχαίου και της
βουλητικής αυθαιρεσίας. Το παρελθόν, το παρόν και οι προοπτικές ανάπτυξης
της ανθρωπότητας συγκροτούν μιαν ενιαία νομοτελή (αλλά όχι
τελεολογική) διαδικασία. Οι νόμοι που διέπουν την κοινωνική ανάπτυξη δεν
είναι στατικοί και αμετάβλητοι. Η νομοτέλεια της ιστορίας ανακύπτει,
διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στο γίγνεσθαι της κοινωνικής ολότητας και
εκδηλώνεται ιδιότυπα στις εκάστοτε εποχές, ως τάση εντός ορισμένου
φάσματος δυνατοτήτων, που εκτυλίσσεται μέσω της δράσης των ανθρώπων,
σε μια διαδικασία αναβάθμισης του ρόλου του υποκειμένου, αίροντας
βαθμηδόν την απροσδιοριστία της. Οι άνθρωποι, με τη συνείδηση και τη
δράση τους, μπορούν να επιταχύνουν είτε να επιβραδύνουν αυτή την νομοτελή
ιστορική ανάπτυξη, να επιτείνουν τις οδύνες από τις παλινδρομήσεις, κ.ο.κ.,
αλλά δεν μπορούν να την καταργήσουν ή να την αγνοήσουν.
Η δυνατότητα διαλεκτικής άρσης της αντίθεσης ιδεαλισμού και
υλισμού, που ανέκυψε ως υπόθεση στο μεθοδολογικό επίπεδο στη λογική του
Κεφαλαίου του Μαρξ, γίνεται με τη Λογική της Ιστορίας «θεωρητική
πραγματικότητα», αποδεδειγμένη θεωρία, δεδομένου ότι εδώ πλέον η
προτρέχουσα σύλληψη του μέλλοντος της κοινωνίας, συγκεκριμενοποιεί τον
νομοτελή «μηχανισμό» της υπέρβασης, διαλεκτικής άρσης της ιστορικής
γενεσιουργού αντίθεσης αυτού του διαζευκτικού κοσμοθεωρητικού
δίπολου: της αντίθεσης μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας. Ο
υλισμός εν γένει και ο ιστορικός υλισμός, επιτελούν προοδευτικό επιστημονικό
ρόλο, στο βαθμό που αντιπαρατίθενται στην αντιεπιστημονική ιδεαλιστική
απόσπαση της νόησης, της ιδέας, της συνείδησης από την υλική
πραγματικότητα και στην απολυτοποίησή τους, στη συνακόλουθη μεταφυσική
της ιστορίας. Η νομοτελής διαδικασία κοινωνικοποίησης της εργασίας, η άρση
του ανταγωνιστικού τύπου καταμερισμού της εργασίας, αίρει και την
αντικειμενική βάση αναπαραγωγής του διπόλου ιδεαλισμός-υλισμός.
194
Η ιστορική διαδικασία αναλύεται εδώ υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης
μεταξύ φυσικού και κοινωνικού. Η ώριμη αταξική κοινωνία, η χειραφετημένη
από την εκμετάλλευση και ενοποιημένη σε παγκόσμια κλίμακα ανθρωπότητα,
εξετάζεται ως η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία έναντι της προϊστορίας της
ανθρωπότητας, στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης (όχι εμπειρικής-περιγραφικής,
ούτε και σχηματικής) θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας.
Μέσω αυτής της διαλεκτικής ανάπτυξης-άρσης, αναδεικνύεται με θετικό
τρόπο η νομοτελής αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του
κομμουνισμού: «Αποδεικνύεται ότι υψηλός σκοπός της κοινωνίας αυτής καθ’
εαυτής είναι ο σκοπός της κομμουνιστικής κοινωνίας. Και αυτό δεν είναι
τυχαίο, διότι η κομμουνιστική κοινωνία είναι η αυθεντική ιστορία της
ανθρωπότητας, είναι η ώριμη ανθρώπινη κοινωνία».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Harnecker Marta, Βασικές έννοιες του Ιστορικού Υλισμού. Αθήνα :
Παπαζήσης, 1976.
Vazjulin, V.A. Die Logik der Geschichte. Frage der Theorie und Methode.
Auflage, 2011.
Vazjulin, V.A. Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx. Auflage, 2005.
Άντερσον Π., Ο δυτικός μαρξισμός. Ράππα, Αθήνα 1978.
Βαζιούλιν Β. Α. Εκ νέου περί της διαλεκτικής άρσης του μαρξισμού.
Βαζιούλιν Β. Α. Μήπως είναι νωρίς να παραδοθεί ο Μαρξ στο μουσείο
αρχαιοτήτων; Νέα προοπτική 72, 1993.
Βαζιούλιν Β. Α. Μόνο επιστημονικά αναδεικνύεται η αναγκαιότητα του
κομμουνισμού.
Βαζιούλιν Β.Α. Η διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας και η μέθοδος
έρευνάς της. Μετάφραση Μ. Κυριακάτου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988.
Βαζιούλιν Β.Α. Ιστορία και κομμουνιστικό ιδανικό. Διαλεκτική, τ. 2, 1990, σ.
63-64.
Βαζιούλιν Β.Α. Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής
στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Επιστημονική σκέψη, Νο 36, 1987, σ. 75-82.
Βαζιούλιν, Β. Α. Για τη σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ.
ΔΙΑΠΛΟΥΣ, Νο 26, Ιούνιος-Ιούλιος 2008, σελ. 21-25.
Βαζιούλιν, Β. Α. Η λογική της ιστορίας της αλληλεπίδρασης ηθικής και
πολιτικής. ΔΙΑΠΛΟΥΣ Νο 14, Ιούνιος-Ιούλιος 2006, σελ. 18-22.
Βαζιούλιν, Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και
μεθοδολογίας. Έκδ. Β'. ΚΨΜ. Αθήνα 2013.
Βιγκότσκι Β. Η οικονομική θεμελίωση της θεωρίας του σοσιαλισμού.
Σ.Ε.,1982.
Βρανίτσκι Π. Ιστορία του Μαρξισμού, τ. 1, Οδυσσέας 1976.
Βρανίτσκι Π. Ιστορία του Μαρξισμού, τ. 2, Οδυσσέας 1976.
Γκαροντύ Ρ. Κ. Μαρξ. Εγνατία Κεφ. 2. Μαρξισμός. Μια επανάσταση στη
Φιλοσοφία.
Γκράμσι Α., Ιστορικός υλισμός – τετράδια της φυλακής. Οδυσσέας.
Δαφέρμου Μ., Παυλίδη Π., Πατέλη Δ., Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε.
Ουτοπία, Νο 13, 1994, σ. 55-67.
195
Δεληγιώργη Α., Ο κριτικός Μαρξ 1843-44, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985.
Ένγκελς Φ. Η διαλεκτική της φύσης, μετάφραση Ε. Μπιτσάκη, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα, 1984.
Ένγκελς Φ. Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Εκδ. Μπάιρον.
Αθήνα.
Ένγκελς Φ., Αντι Ντύρινγκ. Σ.Ε.
Ένγκελς Φ., Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός.
Ένγκελς Φ., Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και
του κράτους.Σ.Ε.
Ένγκελς Φ., Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία. Σ.Ε.
Η Λογική της Ιστορίας (Δ.Σ.Λ.Ι.). Κείμενα του Βαζιούλιν Β. Α. και της
διεθνούς ερευνητικής ομάδας στην ελληνική γλώσσα, βλ. στην ιστοσελίδα:
ilhs.tuc.gr/gr
Ιλιένκοφ Ε. Β., Διαλεκτική λογική. Gutenberg, Αθήνα, 1983.
Ιλιένκοφ Ε.Β., Η Διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του
Θετικισμού. Σ. Εποχή, 1988.
Ιμβριώτη Γ. Δοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας. Σ. Εποχή.
Ιμβριώτη Γ. Η φιλοσοφία του Ι. Καντ. Διαγόρας, 1974
Κακαρίνου Γ. Κομμουνιστική στρατηγική και «Λογική της Ιστορίας».
Ριζοσπάστης, Τετάρτη 11 Φλεβάρη 2009.
ΚΜΕ., O Xέγκελ και ο μαρξισμός. Σ.Ε., 1982.
Κονδύλη Π., Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1984.
Κουτσούκαλη Α. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού. Εκδ. Επικαιρότητα. Αθήνα,
1981. σελ. 11 – 50.
Λένιν Β. Ι. «Άπαντα», Σ.Ε.
Λένιν Β. Ι. Καρλ Μαρξ. Άπαντα, τ. 23.
Λένιν Β. Ι. Οι ιστορικές τύχες της διδασκαλίας του Κ. Μαρξ. Άπαντα
,τομ.23.
Λένιν Β. Ι. Τρεις πηγές και τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού. Άπαντα, τ.
23.
Λένιν Β. Ι., Για την επανάσταση μας. Άπαντα, τ. 45
Λένιν Β. Ι., Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική
επανάσταση. Άπαντα, τ. 11
Λένιν Β. Ι., Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του
προλεταριάτου. Άπαντα, τ. 39.
Λένιν Β. Ι., Η παιδική αρρώστια του «αριστερισμού» στον κομμουνισμό.
Άπαντα, τ. 41.
Λένιν Β. Ι., Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι.
Άπαντα, τ. 36
Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Άπαντα,
τ. 27
Λένιν Β. Ι., Τι είναι οι «φίλοι του λαού» και πώς πολεμούν κατά των
σοσιαλδημοκρατών;, Άπαντα, τ. 1
Λένιν Β. Ι., Τι να κάνουμε;. Άπαντα, τ. 6
Λένιν Β. Ι., Τρεις πηγές και τρία συστατικά του μαρξισμού. Άπαντα, τ. 23
Λένιν Β.Ι., Άπαντα. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή.
Λογοθέτη Κ. Ι., Η μετά Κάντιον ιδεοκρατική φιλοσοφία. Αθήνα, 1958.
Μαξίμοφ Μ.Β. Η κρίση του κομμουνιστικού κινήματος και η ανάγκη
ανάπτυξης της κοινωνικής θεωρίας. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 11-12, 1997, σ.
101-110.
Μαξίμοφ Μ.Β. Ο ρόλος του επαναστάτη σε συνθήκες αντεπανάστασης. Με
196
περικοπές στο: Ουτοπία. Νο 46, 2001, σελ. 85-100. Πλήρες:
[http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Rolosepanastati.htm].
Μαρξ Κ. – Ζασούλιτς Β., Αλληλογραφία (Ουτοπία, τ.94)
Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.
(Grundrisse...). μετ. Δ. Διβάρη. Τομ. Α,Β,Γ. Εκδόσεις Στοχαστής. Αθήνα, 1989-
1992.
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ (Αποσπάσματα – Μετάφραση:
Θανάσης Γκιούρας)
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Θέσεις για τον Φόυερμπαχ. Ο Λούντβιχ
Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις
Ερατώ, 2004.
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Για τον αναρχισμό.
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Η Αγία οικογένεια ή κριτική της κριτικής κριτικής,
ενάντια στον Μπρούνο Μπάουερ και Σια. Εκδ. Φιλοσοφία.
Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης.
Μαρξ Κ., Η αθλιότητα της φιλοσοφίας. Εκδ. Νέοι Στόχοι.
Μαρξ Κ., Η δεκάτη όγδοη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.
Μαρξ Κ., Η διαφορά δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας.
Διδακτορική διατριβή. Εισαγωγή - μετάφραση – υπομνήματα - πρόλογος Π.
Κονδύλη. Εκδ. Γνώση, Αθήνα 1983.
Μαρξ Κ., Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Μετάφραση - Επιλογή-
Επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας. Κ.Ψ.Μ., 2014.
Μαρξ Κ., Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου.
Μετάφρ. Μπ. Λυκούδης. Εκδ. Παπαζήσης. Αθήνα, 1978.
Μαρξ Κ., Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Σ.Ε.
Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Σ.Ε.
Μαρξ Κ., Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο. Σ.Ε.
Μαρξ Κ., Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. Σ.Ε. 2000.
Μαρξ Κ., Οι θέσεις για τον Φοϋερμπαχ.
Μαρξ Κ., Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850. Σ.Ε.
Μαρξ Κ., Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα. Μετ. Μπ. Γραμμένος. Εκδ.
Γλάρος. Αθήνα, 1975.
Μαρξ Κ., Το εβραϊκό ζήτημα. Μετ. Γ. Κρητικός, εισαγωγή Μ. Ρόσι. Εκδ.
Οδυσσέας. Αθήνα, 1978.
Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, τόμοι 1-3. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., Χειρόγραφα 1844: Πολιτική Οικονομία και Φιλοσοφία, μετάφραση
Ν. Μπαλής, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 21978.
Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία. Μετάφραση Κ. Φιλίνη. Τόμος Α.
Gutenberg. Αθήνα, χ.χ.
Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία. Μετάφραση Κ. Φιλίνη. Τόμος Β.
Gutenberg. Αθήνα, χ.χ.
Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ., «Διαλεχτά Έργα». Τόμοι Α-Β.
Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ., Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα, 1982.
Μεσάρος Ίστβαν. Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση. Μετ. Ε.
Κωνσταντέλου. Εκδ. Ράππα. Αθήνα, 1981.
Μπαγιόνας Α., Διαλεκτική και Πολιτική στον πρώιμο Μαρξ.
Νικολάεφσκι Μπ. – Μαίνχεν-Χέλφεν Ο. Καρλ Μαρξ. Εκδ. Ράππα. Αθήνα, 1983.
Νούτσου Π. Προβλήματα ερμηνείας της σκέψης του Μαρξ. Δωδώνη, τομ.15.
Επιστ. Επετηρίδα Τμήματος ΦΠΨ. Φιλοσ. Σχ. Πανεπ. Ιωαννίνων, 1986.
ΟΜΙΛΟΣ για τη μελέτη της ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ο Κ. Μαρξ και η φιλοσοφία. Gutenberg. 1987.
Πατέλη Δ., Αντικομμουνισμός, περί “ολοκληρωτισμού” ιδεολογήματα και
197
αριστερά... ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ. 31, Δεκ. -Ιαν. 2009, σ. 31-36.
Πατέλη Δ., Δημοκρατία και διαλεκτική υποκειμενικού παράγοντα-
αντικειμενικών όρων στη Λογική της Ιστορίας. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ. 25, Απρίλιος-
Μάιος 2008, σ. 37-40.
Πατέλη Δ., Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι
αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της ανθρωπότητας.
Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 151, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2007, σελ. 66-78.
Πατέλη Δ., Δικαιοσύνη και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας. Στο:
«Αξίες και δικαιοσύνη στην εποχή της οικουμενικότητας», επιμ. Κ. Βουδούρη,
Ε. Μαραγγιανού, ΙΩΝΙΑ, Αθήνα, 2007, σ. 180-194.
Πατέλη Δ., Επίμετρο στη δεύτερη ελληνική έκδοση της Λογικής της
Ιστορίας. (Βαζιούλιν, Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και
μεθοδολογίας. Έκδ. Β'. ΚΨΜ. Αθήνα 2013.)
Πατέλη Δ., Ζητήματα μεθοδολογίας της ανάπτυξης του μαρξισμού. Η
συμβολή του Ένγκελς. Στο : Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση τ. 1., 1995,
σ. 85-94.
Πατέλη Δ., Η διαλεκτική του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας.
Επιθεώρηση Οικονομικών Επιστημών, τεύχος 6, 2004, σελ. 103 – 128.
Πατέλη Δ., Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Ουτοπία, Νο 34,
1999, σελ. 99-123.
Πατέλη Δ., Κοινωνικές Επιστήμες και μεθοδολογία του οργανικού όλου:
Πέραν του διπόλου ποιοτικών και ποσοτικών μονομερειών. Μ.Πουρκός &
Μ.Δαφέρμος, (επιμ), Ποιοτική έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες. Αθήνα: Τόπος,
2010, σ. 207-297.
Πατέλη Δ., Κοινωνική νομοτέλεια: θεωρητικό κεκτημένο και «Λογική της
Ιστορίας». Εννοιολογικές και μεθοδολογικές επισημάνσεις. Στο: Ζητήματα
Θεωρίας και Μεθόδου των Κοινωνικών Επιστημών. Επιμ. Σ. Παπαϊωάννου. Εκδ.
Κριτική. Αθήνα, 2007, σελ. 266-285.
Πατέλη Δ., Οι δρόμοι της κοινωνικής θεωρίας και μεθοδολογίας Από τον
κλασικό μαρξισμό στη Λογική της Ιστορίας. [Αντί προλόγου στο: Βαζιούλιν Β.
Α. Η λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά
Γράμματα, 2004. Σελ. 9-64].
Πατέλη Δ., Σειρά λημμάτων στο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ,
τόμοι 1-5. Εκδόσεις ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ. Αθήνα, 1994-1995.
Παυλίδη Π. Η ιδεολογία του λενινισμού. Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, τεύχος
257, 14/10/2004.
Ριαζάνοφ Ντ. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς (όχι μόνο για αρχάριους), Εκδόσεις
Γράμματα.
Ρικάρντο Ντ. Αρχαί πολιτικής οικονομίας και φορολογίας. Γκοβόστη, Αθ.
1938.
Σλάιφσταϊν Γιόζεφ. Εισαγωγή στη μελέτη του Μαρξ, του Ένγκελς και του
Λένιν. Εκδ. Επίκουρος. Αθήνα, 1976. σελ. 7 – 58.
Σμιθ Άνταμ., Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών.
Μετ. Χ. Βαλλιάνου. Το Βήμα, Αθήνα 2010.
Φοϋερμπαχ Λ. Για την κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας. Εκδ.
Αναγνωστίδης.
Χέγκελ Γκ. Β., Η λογική. Μετ. Π . Γρατσάτσου, Αθήνα, 1916.
198
Χέγκελ Γκ. Β., Η Επιστήμη της Λογικής. Δωδώνη 1991.
Χέγκελ Γκ. Β., Φαινομενολογία του πνεύματος. Μετ. Δ. Τζορτζόπουλου.
Δωδώνη, τ. 1-2.
Χρύση Α., Ο Μαρξ της δημοκρατίας. ΚΨΜ 2014.

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ

Κεντρική θέση στην προβληματική που αφορά τον τύπο και τον
χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων κατέχει εν πολλοίς το ζήτημα
της αποξένωσης, της αλλοτρίωσης. Αλλοτρίωση είναι η κατάσταση της
κοινωνίας κατά την οποία οι δυνάμεις του ανθρώπου (ότι δημιουργεί ο
άνθρωπος: δραστηριότητες, διαδικασίες, σχέσεις, θεσμοί, πράγματα κ.λ.π),
αυτονομούνται από την πρακτική και γνωστική ενεργητικότητα του ανθρώπου
και ως «απολελυμένες» και αλλότριες αντιπαρατίθενται σε αυτόν και
επενεργούν σε αυτόν ως δυνάμεις υποταγής, βλάβης και καταστροφής. Οι
δυνάμεις αυτές είναι οπωσδήποτε άγνωστες και κατ’ αρχήν ακατάληπτες ή
τουλάχιστον ανεπαρκώς εγνωσμένες, δεδομένου ότι η γνώση του ανθρώπου
είναι αναγκαία και επαρκής στο βαθμό που παρέχει στο υποκείμενο της γνώσης
τη δυνατότητα τελεσφόρου μετασχηματισμού του εγνωσμένου στην
κατεύθυνση που του χρειάζεται (το γνωστό είναι δυνάμει πρακτέο). Ιστορικά
εμφανίζεται μαζί με την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την ταξική
κοινωνία, αλλά ως γενικευμένη διαδικασία η αλλοτρίωση χαρακτηρίζει την
κεφαλαιοκρατική ανταγωνιστική κοινωνία.
Κλασική προσέγγιση του φαινομένου της αλλοτρίωσης βρίσκουμε στο
έργο των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, οι οποίοι από την ανάλυση της αποξένωσης
στη σφαίρα της πνευματικής ζωής πέρασαν στην μελέτη της αποξένωσης της
πολιτικής και της οικονομικής ζωής. Στην ανάλυσή τους αναδεικνύονται ως
πηγές της αλλοτρίωσης ο κεφαλαιοκρατικός (εξανδραποδιστικός)
καταμερισμός της εργασίας, ο αυθόρμητος, πρωτόγονος και συχνά
ανεξέλεγκτος χαρακτήρας του συνόλου της κοινωνικής δραστηριότητας, η
κυριαρχία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των εμπορευματικών-χρηματικών
σχέσεων και μέσα στην ίδια την άμεση διαδικασία της παραγωγής με την
μετατροπή της εργασιακής δύναμης σε εμπόρευμα και της εργασίας σε μέσο
ύπαρξης. Στα ώριμα οικονομικά έργα του Μαρξ η ανάλυση της αποξένωσης -
αλλοτρίωσης τεκμηριώνεται με την θεωρητική ανάλυση του φετιχισμού του
εμπορεύματος που διέπει το όλο πλέγμα των κοινωνικών και οικονομικών
σχέσεων της κεφαλαιοκρατίας. 3
Ως στιγμές αυτής της διαδικασίας οι Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς διέκριναν τις
εξής στιγμές της αποξένωσης:
1. αποξένωσης του ανθρώπου από την ίδια τη δραστηριότητά του
και ιδιαίτερα από την εργασία του η οποία διεξάγεται κατά τρόπο που τον
φτωχαίνει και τον ερημώνει ψυχικά:
2. αποξένωση από τις συνθήκες εργασίας, οι οποίες ορθώνονται
απέναντί του ως αλλοτριωτικοί παράγοντες (υλικοί και πνευματικοί). Αυτό
αφορά ιδιαίτερα την αποξένωση του εργάτη από την διεύθυνση της
παραγωγής και την επιστήμη.
3. αποξένωση του μισθωτού εργάτη από το αντικείμενο και τα
αποτελέσματα της εργασίας του που αποκτούν αυξανόμενη αυτοτέλεια.
4. αντίστροφη των σχέσεων μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου,
3
Βλέπε σχετικά: K. Marx. Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1975, Κ. Μαρξ,
Φ. Ένγκελς. Η γερμανική ιδεολογία, Αθήνα Gutenberg, τ. 1-2, 1979. Κ. Μαρξ. Το κεφάλαιο, τ. 1-3, Σ.Ε. Κ. Μαρξ.
Θεωρίες για την υπεραξία, μέρη 1-3. Σ. Ε. Κ. Μαρξ Grundisse, τ. Α,Β,Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1989.
199
μετατροπή του ανθρώπου από υποκείμενο της ιστορίας σε απλή
προσωποποίηση κοινωνικών δυνάμεων.
5. αποξένωση των εργαζομένων από τους κοινωνικούς θεσμούς και
κανόνες, οι οποίοι αυτονομούνται σε γραφειοκρατικά και ιεραρχικά δομημένα
συστήματα.
6. αποξένωση των πνευματικών δυνάμεων (εν είδει ιδεολογίας της
κυρίαρχης τάξης) από τους εργαζομένους. Χάσμα μεταξύ ιδεολογίας και ζωής,
με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στα μέλη της κοινωνίας απαιτήσεις και
προσδοκίες που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές δυνατότητες της
κοινωνίας (γεγονός που αποτελεί ένα από τα αίτια της «αποκλίνουσας
συμπεριφοράς» η «παραβατικότητας» )
Ο ισχυρισμός ότι η μακροχρόνια παραμονή του εργαζόμενου στην
ανεργία «οδηγεί στην αποξένωση ... από το αντικείμενο της εργασίας
του»(όπως αναφέρεται στο:ΚΜΕ Ανεργία και απασχόληση στην Ελλάδα,
Σύγχρονη Εποχή,Αθήνα,1991,σελ.241)- ακόμα και αν είναι απλώς αφελής-
λειτουργεί απολογητικά έναντι των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, εφ’ όσον
υπονοεί ότι εκείνος που εργάζεται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν
εμπλέκεται στην διαδικασία της αλλοτρίωσης.
Η παραπάνω προσέγγιση πρέπει να συνδυασθεί στην περίπτωσή μας με
την εξέταση της υποκειμενικής πλευράς, του τρόπου με τον οποίο αυτές οι
κοινωνικές διαδικασίες προσλαμβάνονται και βιώνονται από το άτομο.
Αμερικανός κοινωνιολόγος διακρίνει τις εξής κοινωνικο - ψυχολογικές εκδοχές
της αλλοτρίωσης:
1. αδυναμία - αίσθημα ανικανότητας και αδυναμίας του ανθρώπου να
θέσει τα γεγονότα υπό τον έλεγχό του.
2. απουσία νοήματος - αίσθημα του ακατάληπτου, του ακατανόητου των
κοινωνικών και προσωπικών του υποθέσεων.
3. κανονιστικός αποπροσανατολισμός - αναγκαιότητα προσφυγής σε
κοινωνικά αδόκιμα μέσα για την επίτευξη των σκοπών του ανθρώπου.
4. πολιτισμική απώθηση - απόρριψη καθιερωμένη στην κοινωνία είτε σε
ορισμένη κοινωνική ομάδα αξιών:
5. αυτοαπώθηση - συμμετοχή σε ενέργειες, οι οποίες δεν προκαλούν
ικανοποίηση και προσλαμβάνονται ως εξωτερική αναγκαιότητα:
6. κοινωνική απομόνωση - αίσθηση καταφρόνησης, μη αποδοχής από τον
περίγυρο.
Το βίωμα της αλλοτρίωσης σε συνθήκες κατά τις οποίες ο άνθρωπος δεν
βρίσκει (αντικειμενικά) δυνατότητες πρακτικής-πραγματικής διεξόδου, οδηγεί
σε φαντασιακά (συνειδητά ή ασυνείδητα) υποκατάστατα διεξόδου και
ερείσματα, όπως είναι η θρησκεία. Η θρησκεία αφ’ ενός μεν συνιστά τρόπο
προσαρμογής στην αλλοτριωμένη ζωή μέσω της αλλαγής της συνείδησης, αφ’
ετέρου δε παγιώνει και ενισχύει αυτή την αλλοτρίωση. Είναι λοιπόν η
θρησκευτική συνείδηση συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με
τους όρους της αλλοτρίωσης ως ανυπέρβλητης κατάστασης. ,Είναι λοιπόν
μορφή συλλογικής αυτοσυνείδησης σε συνθήκες μετασχηματισμού και
διάλυσης της κοινότητας στις οποίες δεν υπάρχει ακόμα η αυθεντική
συλλογικότητα που απαρτίζεται από ολόπλευρα αναπτυσσόμενες
προσωπικότητες, παρέχοντας στον άνθρωπο φαντασιακά ερείσματα -
υποκατάστατα συλλογικότητας και προσωπικότητας.
Η προβληματική αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας με την
ακραία καθολικότητα της αλλοτρίωσης, αλλά και με την απουσία αυθεντικών
συλλογικοτήτων. Η ιδιοτυπία λ.χ. της σύγχρονης προβληματικής της
θρησκευτικής ανάγκης συνδέεται με το βίωμα της ολοκληρωτικής και ριζικής
απόρριψης του μεμονωμένου ανθρώπου στην καθαρή μερικότητα της
200
ιδιώτευσής του. Η μοναχική συρρικνωμένη ατομικότητα βιώνει την ύπαρξή της
σε ακραία αντιδιαστολή με το αφηρημένο, το πραγμοποιημένο και
απροσπέλαστο (λόγω απουσίας νοητικών, υλικών, οργανωτικών κλπ.
διαμεσολαβήσεων) των κοινωνικο - οικονομικά ολοκληρωμένων αφαιρέσεων
(π.χ. με τις πανταχού παρούσες απρόσωπες και αδήριτες «δυνάμεις της
αγοράς», με τους ανεξέλεγκτους μηχανισμούς παρακολούθησης και
καταστολής, με τις καταστροφικές πολιτικές επιλογές που ταγοί των εθνών
και Μ.Μ.Ε. προβάλλουν ως «μονόδρομο» κ.λ.π.). Είναι η κατάσταση του
μοναχικού πλήθους4, όπου όλη η ζωή του μεμονωμένου ανθρώπου, ο εργάσιμος
και ο «ελεύθερος» χρόνος του εκτυλίσσεται υπό το κράτος εντελώς
αφηρημένων δυνάμεων, αλλά ποτέ δεν μπορεί να αρθεί υπεράνω της
μερικότητάς του.
Η ολοκληρωτική και γενικευμένη αλλοτρίωση της εποχής της
«παγκοσμιοποίησης» που προβάλλει ως χαώδης κυκεώνας πραγμοποιήσεων,
οδηγεί στην ενίσχυση της τελεολογίας του μοναχικού «Εγώ» (της
εγωκεντρικής τελεολογίας), οδηγεί σε χαώδη σκεπτικισμό έναντι κάθε
«ιδεολογίας» ή (όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι ιεροκήρυκες της εποχής),
έναντι των «μεγάλων αφηγήσεων». Το κοσμοθεωρητικό κενό, η παντελής
απουσία συνειδησιακού συστήματος αναφοράς και ταυτότητας που
χαρακτηρίζει αυτόν τον τύπο «αποδομημένου» ατόμου, μετατρέπεται σε πεδίο
ποικίλων χειραγωγήσεων, σε πρόσφορο έδαφος «ευπιστίας» και διαρκούς
ετοιμότητας για προκατάληψη. Στον παραμικρό κλονισμό το άτομο αυτό
σπεύδει σπασμωδικά να αρπαχθεί από οποιαδήποτε «σανίδα σωτηρίας» βρεθεί
διαθέσιμη από το οπλοστάσιο της ιστορικής παράδοσης (βλ. πχ τα
«ελληνορθόδοξα» δόγματα) από την εκάστοτε μόδα του συρμού (είτε από
συνδυασμό εκλεκτικό και των δύο).Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η σύγχρονη
εκσυγχρονιστική θεολογία σπεύδει να επιστρατεύσει τα επιχειρήματα της
μετανεωτερικής αποδόμησης για να προτάξει υπεράνω του
κατακερματισμένου βιώματος την «θεία αλήθεια»(βλ. π.χ. P.Kowlowski: Die
postmoderne Kultur. Munchen,1988,ρωσ.έκδ.Μόσχα,1997,σσ.217-218).
Η έννοια της αλλοτρίωσης επισημαίνει τις πλευρές εκείνες και τα
γνωρίσματα που αποκτά η κοινωνία στις ιστορικές βαθμίδες διαμόρφωσης της
(ταξικές, ανταγωνιστικές), στις οποίες απουσιάζουν μεν πλην όμως
διαμορφώνονται και οι όροι για την κοινωνία της αυθεντικής συλλογικότητας
ολόπλευρα αναπτυσσόμενων δημιουργικών προσωπικοτήτων. Υπό αυτή την
έννοια η αλλοτρίωση επισημαίνει το έλλειμμα και τους φραγμούς που τίθενται
ενώπιον του ανθρώπου στην ιστορική πορεία προς την κατάκτηση της
αυθεντικής προσωπικότητας, συλλογικότητας και δημιουργικότητας.
Η συνεπής επιστημονική διερεύνιση της αλλοτρίωσης οδηγεί στην
προβληματική της άρσης, της υπέρβασης της αλλοτρίωσης και της
χειραφέτησης της ανθρωπότητας. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο οι απολογητές
της καθεστηκυίας ταξης πραγμάτων είτε αποφεύγουν συστηματικά την
εξέτασή της, είτε αναφέρονται σε αυτήν εξωιστορικά, σαν να πρόκειται για
αιώνια και ανυπέρβλητη κατάσταση της ανθρωπότητας.

Β. Α. ΒΑΖΙΟΥΛΙΝ
ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ
(ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ)
Η κυρίαρχη στις μέρες μας αντίληψη περί αξιοπρέπειας του ανθρώπου,
όπως εκφράζεται στην «οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων», καθιστά πρόδηλη την χαμηλή μεθοδολογική παιδεία: η έννοια

4
Riesman D. The lonely crowd: a study of the changing American character. New York, 1950.
201
«ανθρώπινη αξιοπρέπεια» εκλαμβάνεται μεν ως αφετηριακή έννοια, χωρίς
ωστόσο να αποσαφηνίζεται και να αναπτύσσεται με κανένα τρόπο. Γι’ αυτό και
η περαιτέρω διατύπωση χαρακτηρίζεται από έναν περιορισμένο εμπειρισμό.
Η μεθοδολογική ανεπάρκεια εκδηλώνεται κραυγαλέα και στα έγγραφα
του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπως λόγου χάρη το βιβλίο «Ιατρική και
ανθρώπινα δικαιώματα» (Μόσχα 1992), όπου διατυπώνονται τα αποτελέσματα
μακροχρόνιων ερευνών επί του θέματος που πραγματοποιήθηκαν υπό την
αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το βασικό περιεχόμενο του βιβλίου
ανάγεται εν πολλοίς στην απλή διατύπωση συμβάντων, ενώ ουσιαστικά
διακηρύσσεται ως θέση αρχής η απόρριψη των γενικεύσεων.
Στην τρέχουσα καθημερινή σημασία (βλ. Λεξικό της ρωσικής γλώσσας.
Μόσχα 1957, τ.1) η ανθρώπινη αξιοπρέπεια κατανοείται ως αυτοσεβασμός,
συνείδηση των δικαιωμάτων και της αξίας του ανθρώπου. Συνεπώς στην
καθημερινή συνείδηση η αξιοπρέπεια του ανθρώπου συνιστά συνείδηση,
πρώτον, των δικαιωμάτων του και δεύτερον, της αξίας της προσωπικότητάς
του.
Το ζήτημα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η ηθική απασχόλησαν τον
Μαρξ στο ερευνητικό του έργο.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα συνιστούν προσδιορισμούς- θεσπίσματα που
αφορούν το πεδίο του δικαίου και της πολιτικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα
ερμηνεύει ο Μαρξ, ο οποίος τα εξετάζει ως δικαιώματα που ανέκυψαν με την
εμφάνιση της αστικής κοινωνίας και αποτελούν τα δικαιώματα του ανθρώπου
εντός της αστικής κοινωνίας.
Ο Μαρξ καταδεικνύει ότι με την εμφάνιση και την περαιτέρω ανάπτυξη
της αστικής κοινωνίας, με την άρση των φεουδαρχικών προνομίων, λαμβάνει
χώρα ένας διαχωρισμός, ή ακριβέστερα η αλλοτρίωση του πολιτικού πεδίου,
όπου όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, από την κοινωνία των ιδιωτών, όπου
ομοιότητα είναι η ομοιότητα των ιδιωτών- ιδιοκτητών, μια ομοιότητα, η οποία
συνιστά μέσο για την πραγμάτωση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Αλλά και το ίδιο
το πεδίο της πολιτικής εξυπηρετεί ως μέσο την πραγμάτωση της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας.
Λαμβάνοντας ως υπόδειγμα το πλέον ριζοσπαστικό και συνεπές, το
ακραιφνέστερο αστικό σύνταγμα- το σύνταγμα της Μεγάλης Γαλλικής Αστικής
Επανάστασης- ο Μαρξ αποδεικνύει ότι τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου- η
ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία (δηλαδή η ιδιωτική ιδιοκτησία)- συνιστούν
δικαιώματα απομονωμένων μεταξύ τους εγωιστικών ατόμων, δικαιώματα της
ιδιοτέλειας, ότι τα δικαιώματα αυτά αντικατοπτρίζουν την κατάσταση
απομονωμένων ατόμων, τα οποία αντιμετωπίζουν τα άλλα άτομα, την κοινωνία
και κάθε κοινότητα ως μέσο για την ικανοποίηση των σκοπών και των αναγκών
τους, δηλαδή ως αποξενωμένα από τον εαυτό τους.
Πράγματι η ελευθερία ορίζεται στην Διακήρυξη των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων του 1791 ως δικαίωμα να πράττει ο καθένας οτιδήποτε και να
ασχολείται με οτιδήποτε αρκεί να μην βλάπτει τον άλλον, δηλαδή προσδιορίζει
τα όρια κίνησης του καθενός χωρίς βλάβη για τους άλλους. Συνεπώς, «... το
δικαίωμα του ανθρώπου για ελευθερία δεν εδράζεται στην συνένωση του
ανθρώπου με τον άνθρωπο, αλλά τουναντίον στον διαχωρισμό του ανθρώπου
από τον άνθρωπο» (Μαρξ). Το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας είναι «η
πρακτική χρήση του δικαιώματος του ανθρώπου για ελευθερία» (Μαρξ), είναι
το δικαίωμα του καθενός κατά το δοκούν, άσχετα με τους άλλους και
ανεξάρτητα από την κοινωνία να χρησιμοποιεί και να διαχειρίζεται την
περιουσία του, δηλαδή είναι το «δικαίωμα της ιδιοτέλειας» (Μαρξ).
Ισότητα είναι η ισότητα της ελευθερίας που περιγράψαμε παραπάνω: «η
ισότητα συνίσταται στο γεγονός ότι ο νόμος είναι ίσος για όλους,- είτε
202
προασπίζεται κάποιον είτε τον διώκει» (σύνταγμα του 1795). «Συνεπώς κανένα
από τα ούτως αποκαλούμενα δικαιώματα του ανθρώπου δεν υπερβαίνει τα όρια
του εγωιστικού ανθρώπου, του ανθρώπου ως μέλους της κοινωνίας των
ιδιωτών, δηλαδή ως ατόμου έγκλειστου στον εαυτό του, στο ιδιωτικό του
συμφέρον, στην ιδιωτική αυθαιρεσία και διαχωρισμένου από το κοινωνικό όλο.
Ο άνθρωπος σε αυτά τα δικαιώματα εξετάζεται κάθε άλλο παρά ως γενολογικό
ον: τουναντίον, η ίδια η ζωή του γένους, η κοινωνία εξετάζονται ως εξωτερικό
πλαίσιο για τα άτομα, ως περιορισμός της πρωταρχικής αυτοτέλειας τους»
(Μαρξ). Η μοναδική συνάφεια που ενώνει αυτά τα άτομα είναι η φυσική
αναγκαιότητα, το ιδιωτικό συμφέρον, η διατήρηση της ιδιοκτησίας τους και
της εγωιστικής προσωπικότητάς τους.
Πως έχουν όμως τα πράγματα με την ηθική και την αξιοπρέπεια του
ανθρώπου;
1. Η ηθική αποδεικνύεται ότι είναι εδώ υποταγμένη στο πεδίο του δικαίου
και της πολιτικής, γεγονός που εντοπίζεται και στην καθιερωμένη τρέχουσα
σημασία των λέξεων «αξιοπρέπεια του ανθρώπου» (ως συνειδητοποίηση των
δικαιωμάτων του ανθρώπου). Ο Χέγκελ συνέλαβε διορατικά την θέση της
«κατ’ επίγνωση ηθικότητας» ή «ατομικής ηθικής» (Moralitat) και της «καθ’
έξιν ηθικότητας» ή «κοινωνικής ηθικής» (Sittlichkeit) στην αστική κοινωνία
εντάσσοντας την ανάλυσή τους στην φιλοσοφία του δικαίου.
2. Όσο πιο πολύ η κοινωνία συνιστά μια κοινωνία ιδιωτών ιδιοκτητών,
μεμονωμένων ατόμων σε τόσο μεγαλύτερο βαθμό οι σχέσεις μεταξύ αυτών
των ατόμων διευθετούνται από το δίκαιο και την πολιτική και όχι από την
ηθική, δηλαδή όλο και υποβαθμίζεται η σημασία της ηθικής στην κοινωνία.
3. Η ελευθερία και η ισότητα είναι προπαντός και κατά κύριο λόγο
ελευθερία και ισότητα των ιδιωτών- ιδιοκτητών. Συνεπώς η βάση της
ελευθερίας και της ισότητας στην αστική κοινωνία είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αξιοπρέπεια του ανθρώπου εκ των πραγμάτων, στην
πραγματικότητα καθορίζεται από την ιδιωτική ιδιοκτησία (και κατ’ επέκταση
από τις περιουσιακές διαφορές), επ’ ουδενί λόγο όμως από την σημασία του
ανθρώπου, αν και τυπικά όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και επομένως, όλοι
έχοντας τυπικά ίσα δικαιώματα, διαθέτουν και τυπικά ίση αξιοπρέπεια.
Ας εξετάσουμε τώρα την αξία της προσωπικότητας. Ο χαρακτηρισμός
της προσωπικότητας ακριβώς από την άποψη της αξίας της συνιστά μερική
περίπτωση της εξέτασης από την εν λόγω άποψη της φύσης, του ανθρώπου και
του κόσμου που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος. Η έννοια «αξία» αποκτά
ιδιαίτερη σημασία με την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας των εμπορευματικών
και χρηματικών σχέσεων. Σε καθεστώς κυριαρχίας των εμπορευματικών και
χρηματικών σχέσεων τα πάντα- συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου- του
ατόμου εντάσσονται στην τροχιά αυτών των σχέσεων και αποκτούν την τιμή
τους. Τα πάντα μπορούν να πωληθούν και να αγορασθούν, τα πάντα μπορούν
να αξιολογηθούν (εκτιμηθούν) και όντως αξιολογούνται (εκτιμούνται). Ο
άνθρωπος, το όποιο ποιόν και οι ιδιότητές του μετατρέπονται σε εμπόρευμα,
γεγονός που σημαίνει επίσης ότι γίνονται πράγμα. Ο διάσημος ψυχοθεραπευτής
Φριτς Περλς δίκαια θεωρεί ότι «ο άνθρωπος (της εποχής μας - Β.Β) είναι
νεκρός, είναι μια μαριονέτα, και η συμπεριφορά του μοιάζει πράγματι πολύ με
τη συμπεριφορά ενός πτώματος, που επιτρέπει στο περίγυρό του να του κάνει
τα πάντα, ότι θέλει, αν και ο ίδιος και μόνο με την παρουσία του επενεργεί στο
περίγυρο κατά ορισμένο τρόπο». Όμως πολύ πριν από τον Φ. Περλς ο Καρλ
Μαρξ με τη μοναδική διεισδυτικότητά του κατανόησε και εξήγησε βαθύτερα
από οποιονδήποτε άλλον επιστήμονα και στοχαστή στον κόσμο, ότι ο
άνθρωπος στην αστική κοινωνία, στον κόσμο της κυριαρχίας της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας, της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων,
203
στην κοινωνία της αγοράς ευτελίζεται και υποβαθμίζεται μέχρι την κατάσταση
του εμπορεύματος, γεγονός που σημαίνει ότι πραγμοποιείται.
Συνεπώς στο βαθμό που άνθρωπος υποβαθμίζεται στην κατάσταση του
πράγματος καταφρονείται και η ανθρώπινη αξιοπρέπειά του.
Από τη σκοπιά του Μαρξ και του πραγματικού μαρξισμού (σε
αντιδιαστολή με ποικίλες ψευδομαρξιστικές προσεγγίσεις), ο άνθρωπος
συνιστά την ύψιστη αξία για τον άνθρωπο και ο κύριος στρατηγικός στόχος
είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας, στην οποία οι άνθρωποι θα συνενώνονται
ελεύθερα συγκροτώντας κοινωνία, όπου ο καθένας στις σχέσεις του δεν θα
αντιμετωπίζει τον άλλον ως μέσο, αλλά ως σκοπό.
Η κοινωνία αυτή συνιστά σε ορισμένες σχέσεις τον αντίποδα της
αστικής, αγοραίας κοινωνίας τον απομονωμένων και εγωιστικών ατόμων, από
τα οποία το καθένα διάκειται προς τον εαυτό του ως σκοπό, ενώ προς τους
άλλους ως μέσο.
Ο Μάρξ κατέβαλε τιτάνιες προσπάθειες για τη συνειδητοποίηση των
πραγματικών δρόμων των τρόπων, των μέσων κλπ για την επίτευξη της καθ’
εαυτώ ανθρώπινης κοινωνίας, των αυθεντικά ανθρώπινων σχέσεων.
Απέδειξε λοιπόν ο Μαρξ ότι η κυριαρχία των εμπορευματικών και
χρηματικών σχέσεων, η κυριαρχία της αγοράς συνιστά εκείνη τη βάση επί της
οποίας εδράζονται τα δικαιώματα του ανθρώπου, η αξία της προσωπικότητας
και οι αντίστοιχες αντιλήψεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξίας της
προσωπικότητας.
Κατά την ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας των μεμονωμένων
παραγωγών ο καθένας ανταλλάσσει, εκποιεί, αποξενώνει κάποιο προϊόν
εργασίας, το οποίο ικανοποιεί την ανάγκη κάποιου άλλου, ούτως ώστε να
αποκτήσει αντ’ αυτού ισοδύναμο προϊόν κάποιου άλλου (είτε κάποιων άλλων),
μέσω του οποίου μπορεί να ικανοποιηθεί κάποια ανάγκη του.
Κατά την ανταλλαγή ισοδυνάμων υπάρχει η ελευθερία (ο καθένας
προβαίνει σε αγοροπωλησία για την ικανοποίηση των αναγκών του και μάλιστα
κατά τέτοιον ακριβώς τρόπο, ώστε να ικανοποιεί και την ανάγκη άλλων), η
ισότητα (η ανταλλαγή στην νομοτέλειά της συνιστά ανταλλαγή ισοδυνάμων),
η ιδιωτική ιδιοκτησία (ανταλλάσσουν μεταξύ τους μεμονωμένοι ιδιοκτήτες-
ιδιώτες).
Ωστόσο η «ελευθερία» και η «ισότητα» βασιλεύουν στη διαδικασία της
ανταλλαγής, της κυκλοφορίας εμπορευμάτων και χρήματος, δηλαδή στη
σφαίρα της επιφάνειας. Ο Μαρξ δεν περιορίζεται στη διερεύνηση της
ανταλλαγής, στην έρευνα της αγοράς, όπως κάνουν οι χυδαίοι οικονομολόγοι
και όπως αντιμετωπίζει την σύγχρονη αστική κοινωνία η συντριπτική
πλειοψηφία των επιστημόνων οικονομολόγων.
Ο Μαρξ δεν εντοπίζει απλώς την κίνηση εμπορευμάτων και χρήματος,
αλλά αποκαλύπτει τις αντιφάσεις της, οι οποίες οδηγούν στο βάθος της
αγοραίας κοινωνίας, στη σφαίρα της παραγωγής των εμπορευμάτων και
ανακαλύπτει ότι στη βάση του φαινομενικού παραδείσου των φυσικών
δικαιωμάτων του ανθρώπου (της ισότητας, της ελευθερίας και της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας) βρίσκεται η συγκαλυμμένη κόλαση της κεφαλαιοκρατικής
παραγωγής, όπου βασιλεύει η ανισότητα και η ανελευθερία και η ιδιωτική
ιδιοκτησία αποκαλύπτει τον πραγματικό της εαυτό ως δημιούργημα κατά κύριο
λόγο όχι των ίδιων των ιδιοκτητών, αλλά των ανθρώπων εκείνων που
στερούνται ιδιοκτησίας. Η συγκάλυψη αυτής της αποτρόπαιας γύμνιας της
«κοινωνίας της αγοράς» με την διανομή φύλλων συκής - μετοχών στους
μισθωτούς εργαζόμενους ίσως να φενακίζει μόνον, αλλά δεν καταργεί την
θέση τους ως μισθωτών.
Η λάμψη της πυράς της κολάσεως δεν είναι ορατή μόνο στα έγκατα της
204
αστικής παραγωγής, αλλά και στον ορατό παράδεισο της κυκλοφορίας
εμπορευμάτων και χρημάτων, στον ορατό παράδεισο της αγοράς. Μόνο που
χρειάζεται γι’ αυτό μια αμερόληπτη, ανιδιοτελής και κατά το δυνατό βαθύτερη
εξέταση. Εγωισμός, υποβάθμιση του ανθρώπου μέχρι την κατάσταση του
πράγματος, μέχρι την κατάσταση των «ζώντων πτωμάτων», των πνευματικά
νεκρών ανθρώπων- ενεργούμενων, χειραγωγών και χειραγωγούμενων, στην
ουσία η απόρριψη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- όλ’ αυτά είναι ανταύγειες της
πυράς του άδη στον παράδεισο της «κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς». Μιας
πυράς η κατάσβεση της οποίας είναι ανέφικτη εάν δεν ξεπεράσουμε το
«παραδείσιο» σύστημα του «ελεύθερου επιχειρείν». Στο έργο αυτό ακριβώς
αφιέρωσε τη ζωή του ο ιδιοφυής στοχαστής και μεγάλος επιστήμονας Καρλ
Μαρξ.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΘΕΩΡΗΣΗΣ


ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΩΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Εκπαίδευση και αξιολόγηση.
(Δημοσιεύθηκε στο: Η αξιολόγηση στην εκπαίδευση. Ποιος, ποιόν και γιατί.
Επιμέλεια: Χ. Κάτσικας, Γ. Καββαδίας. Εκδ. Σαββάλας. Αθήνα, 2002. Σελ.53 –
97).
Εισαγωγή.
Όλο και περισσότερο αναδεικνύεται στις μέρες μας η σημασία της παιδείας.
Η παιδεία γίνεται ένα πεδίο έντονων συγκρούσεων προσδοκιών,
αντιπαραθέσεων, μεταρρυθμίσεων και αντιμεταρρυθμίσεων. Διαρκώς
πυκνώνουν οι αναφορές στην «κρίση της παιδείας». Για λόγους που θα
εξηγήσουμε παρακάτω, οποιαδήποτε γενικευμένη κρίση ορισμένου συστήματος
κοινωνικής παραγωγής, εκφράζεται κατ’ ανάγκην και στο χώρο της παιδείας
ως οξεία δυσαρμονία – αναντιστοιχία μεταξύ εκπαιδευτικού συστήματος και
ζωής.
Παρά την ποικιλομορφία των αναφορών επαϊόντων και μη, σταθερό στοιχείο
εξακολουθεί να παραμένει η συνδεόμενη με τον ιστορικό ιδεαλισμό –
διαφωτισμό θεωρητική και μεθοδολογική ανεπάρκεια που εκδηλώνεται
συνήθως μέσω ποικίλων εκδοχών «παιδαγωγικής ροβινσονάδας»( Морозова И.
С.), στα πλαίσια του αναστοχασμού που αναπτύσσεται περί παιδείας
παρατηρείται μια διαιώνιση του κυρίαρχου αστικού φιλοσοφικού -
κοσμοθεωρητικού δίπολου, δύο αλληλοαναπαραγόμενων και
αλληλοαποκλειόμενων τάσεων: του μεταφυσικού υλισμού και του ιδεαλισμού. Ο
πρώτος επιμένει να θεωρεί τον άνθρωπο ως παθητικό αποδέκτη της
μορφοποιητικής επίδρασης εξωτερικών συνθηκών. Κατά τον δεύτερο
αποδίδεται καθοριστική (για τη διαμόρφωση και ανάπτυξη της κοινωνίας εν
συνόλω και της κάθε προσωπικότητας) σημασία στο ρόλο των ιδεών και του
πνεύματος, που θεωρείται το προνομιακό (αν όχι αποκλειστικό) πεδίο της
205
παιδείας. Παιδεία και εκπαιδευτικός φέρονται συχνά ως πανάκεια όλων των
δεινών, είτε (η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος) ως πηγή όλων των δεινών της
κοινωνίας.
Η σύγχυση επιτείνεται από τον φιλολογικό βερμπαλισμό, την νοοτροπία
έκθεσης ιδεών και το ρητορικό δεοντολογισμό που εν πολλοίς χαρακτηρίζει
πολλές σχετικές με το θέμα μας αναφορές (ιδιαίτερα στα πλαίσια της
λεγόμενης «φιλοσοφίας της εκπαίδευσης»)*.
Ωστόσο όπως δείχνει η βαθύτερη μελέτη των σχετικών ζητημάτων η κρίση
της παιδείας αποτελεί εκδήλωση, σύμπτωμα αλλά και οργανικό συστατικό
στοιχείο της κρίσης της κοινωνίας συνολικά (Silberman Ch., σελ. 5, 51 κ.α.). Γι’
αυτό και η σχετική προβληματική απαιτεί την συνολική επιστημονική
διερεύνηση της ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας για τη διακρίβωση της
θέσης, του ρόλου και των προοπτικών της εκπαίδευσης σε αυτήν. Η «Λογική
της Ιστορίας» (Βαζιούλιν Β. Α.,1988) παρέχει θεωρητικές και μεθοδολογικές
δυνατότητες για αυτή την προσέγκιση.
Εάν επιχειρήσουμε να παραθέσουμε έναν ευσύνοπτο ορισμό εργασίας,
κοινωνία είναι το αναπτυσσόμενο οργανικό όλο που συγκροτείται από τη
διαδικασία της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων -σε συνδυασμό ρε την
αλληλεπίδραση τους με τη φύση- και από τα εκάστοτε αποτελέσματα της εν
λόγω διαδικασίας.
Με την ευρύτερη έννοια του όρου και στα πλαίσια ενός αφετηριακού ορισμού
εργασίας, μπορούμε να πούμε ότι παιδεία είναι η σχεδιοποιημένη ή αυθόρμητη
πρακτική, γνωστική, ηθική, αισθητική, διανοητική κ.ο.κ. επίδραση που ασκείται
στα μέλη της κοινωνίας, ιδιαίτερα από την εκάστοτε ώριμη γενιά στη νεότερη.
Είναι το συνειδητά ή αυθόρμητα συγκροτούμενο σύστημα κοινωνικών
παραγόντων που επιδρούν καθοριστικά στην ανάπτυξη των ατόμων, η ενότητα
όλων των μέσων, των τρόπων και των μορφών (διαγενεακής και μη)
αλληλεπίδρασης των ανθρώπων που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και
ανάπτυξη της ζωής και του συνόλου του υλικού και πνευματικού πολιτισμού.
Με τη στενή έννοια του όρου, παιδεία (αγωγή, διαπαιδαγώγηση) είναι η
διαμόρφωση και ανάπτυξη των φυσικών, ηθικών, αισθητικών, και (δια - )
νοητικών δυνάμεων του ατόμου, ενώ εκπαίδευση (μόρφωση) είναι η διαδικασία
εξοπλισμού του ατόμου με πρακτικές δεξιότητες, εμπειρικές και θεωρητικές
(επιστημονικές) γνώσεις.
Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΛΟΤΗΤΑ
Η ώριμη, η ανεπτυγμένη ανθρώπινη κοινωνία συνιστά ένα πολυεπίπεδο,
ιεραρχημένο και διατεταγμένο σύστημα, μιαν ολότητα στοιχείων, σχέσεων και
διαδικασιών οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους.
Η απλούστατη σχέση της κοινωνίας, το "κύτταρο" του οργανικού όλου που
αυτή συνιστά, είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων ως ζώντων οργανισμών
με то περιβάλλον τους για τη διατήρηση της ζωής τους, αλλά και μεταξύ τους
για τη διαιώνιση του βιολογικού τους είδους.
Οι βιολογικές - οργανικές προϋποθέσεις της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης
θα πρέπει να αναζητηθούν στην αναγκαιότητα διασφάλισης της διαγενεακής
αλληλουχίας μέσω της προετοιμασίας των νέων από τους γονείς και τους
ενήλικες εν γένει για αυτοτελή επιβίωση και ανάπτυξη. Η τελευταία, όσον
αφορά τον άνθρωπο - σε αντιδιαστολή με τον ζωικό κόσμο - δεν επιτυγχάνεται
*
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν τίθεται ως στόχος η συστηματική – κριτική θεώρηση της σχετικής
βιβλιογραφίας (αν και στοιχεία αυτής της θεώρησης είναι παρόντα σε ρητή ή λανθάνουσα μορφή). Ανώτερη μορφή
κριτικής είναι η θετική και συστηματική θεωρητική ανάδειξη των επίμαχων και διαφιλονικούμενων ζητημάτων.
206
απλώς μέσω της προσαρμογής στο περιβάλλον, αλλά μέσω της εργασιακής
δραστηριότητας, η οποία αποτελεί τον ειδοποιό τρόπο ανταλλαγής ύλης του
ανθρώπου με τη φύση.
Η "ανταλλαγή" ύλης μεταξύ ανθρώπων και φύσης μέσω της εργασιακής
(παραγωγικής) επενέργειας των πρώτων στη δεύτερη ( παραγωγικές δυνάμεις)
και το συνδεόμενο με αυτή την "ανταλλαγή" πλέγμα (κοινωνικών) σχέσεων
παραγωγής αποτελούν την ουσία της κοινωνίας. Η εργασιακή δραστηριότητα
συνιστά (σε διάφορους βαθμούς) συλλογικό και διαμεσολαβημένο (μέσω
λειτουργικά και μορφολογικά μετασχηματισθέντων από τον άνθρωπο μέσων -
εργαλείων) μετασχηματισμό κατά ορισμένο τρόπο του εξωτερικού
αντικειμένου για την ικανοποίηση των (μετατρεπόμενων σε σκοπό) αναγκών
του ανθρώπου με τα προϊόντα της εργασίας. Ο μετασχηματισμός αυτός είναι
ανέφικτος χωρίς τη διάκριση των ουσιωδών πλευρών, των χαρακτηριστικών
του αντικειμένου, αλλά και των υπολοίπων συστατικών στοιχείων της
εργασίας. Απ’ εδώ απορρέει και η δυνατότητα του ανθρώπου μέσω της
συνείδησης και της αυτοσυνείδησης να προβαίνει σε αυτορύθμιση και
αυτοέλεγχο για την σύμπραξη στα πλαίσια του συλλογικού υποκειμένου της
παραγωγής. Συνεπώς σε κάθε κοινωνία με ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του
κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, μαζί με τους βασικούς κλάδους της
παραγωγής (παραγωγή αγαθών προς κατανάλωση και παραγωγή μέσων και
αντικειμένων παραγωγής) διακρίνεται και η παραγωγή - κατάρτιση του
ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας, μέσω της παραγωγής, αναπαραγωγής
και διάδοσης γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων. (Βαζιούλιν Β. Α., 1968,
σελ. 89,Muhlbauer K.R.,σελ.393-400).
Αυτή η παραγωγική συνιστώσα της εκπαίδευσης, δηλαδή η παραγωγή και
αναπαραγωγή της βασικής παραγωγικής δύναμης - του ανθρώπου της
εργασίας, φορέα συγκεκριμένων ιδιοτήτων - είναι η ουσιωδέστερη και
στρατηγικής εμβέλειας διάσταση της εκπαίδευσης, παράγωγα της οποίας είναι
όλες οι υπόλοιπες λειτουργίες της τελευταίας, με προεξάρχουσα τη λειτουργία
της παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου των σχέσεων παραγωγής
και του όλου πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων, του υλικού και πνευματικού
πολιτισμού. Απ’ αυτή την παραγωγική συνιστώσα απορρέει και σ’ αυτήν
κατατείνει και προσανατολίζεται με ποικίλους τρόπους η οργανωμένη
εκπαίδευση, η οποία συνιστά «επεξεργασία» ανθρώπων και επεξεργασία
γνώσεων, δεξιοτήτων, ικανοτήτων (βλ. σχετικά και Μ. W. Apple, 1993, σελ. 42-
43, Βακαλιός Θ.,1994,σελ.11-75).
Η «επεξεργασία» γνώσης (ειδέναι) πραγματοποιείται στην εκπαίδευση σε
διάφορα επίπεδα και με ποικίλους τρόπους. Αφορά την επιστημονική έρευνα
(π.χ. σε Α.Ε.Ι. και άλλα επιστημονικά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα), η
μετατροπή της οποίας σε άμεση παραγωγική δύναμη συνδέει τα σχετικά
εκπαιδευτικά ιδρύματα με τις παραγωγικές δυνάμεις (εφ’ όσον και στο βαθμό
που αυτά συμμετέχουν και στην παραγωγή μέσων και αντικειμένων
παραγωγής) μέσω ορισμένου τύπου υποκειμένου της εργασίας. Αφορά τον
τρόπο επιλογής, συνάρθρωσης, συστηματοποίησης, κωδικοποίησης, αλλά και
προσαγωγής - προσπέλασης της κεκτημένης γνώσης, ώστε η τελευταία (ή
μάλλον το εκάστοτε επιλεγόμενο μέρος και είδος αυτής) να απευθύνεται σε
εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους.
Μέσω της παραπάνω «επεξεργασίας» της γνώσης πραγματοποιείται και η
«επεξεργασία» των ανθρώπων ως φορέων γνώσεων, ικανοτήτων και
δεξιοτήτων. Είναι λοιπόν σημαντική, στρατηγικής σημασίας θα λέγαμε, η
συνεισφορά της οργανωμένης εκπαίδευσης στη διαμόρφωση του ανθρώπου ως
207
υποκειμένου, δηλαδή ως όντος με γνώση και αυτογνωσία, με συνείδηση και
αυτοσυνειδησία. Και η συνεισφορά αυτή δεν είναι αυτόνομη, αυθύπαρκτη και
αυθαίρετη, αλλά προσδιορίζεται ιστορικά από το όλο πλέγμα των κοινωνικών
σχέσεων, πρωτίστως από την ποιοτική και ποσοτική συσχέτιση μεταξύ των
τριών προαναφερθέντων κλάδων παραγωγής:
 παραγωγής αγαθών προς κατανάλωση,
 παραγωγής μέσων και αντικειμένων παραγωγής και
 παραγωγής του ανθρώπου ως υποκειμένου της εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο τελευταίος κλάδος της παραγωγής, σε αντιδιαστολή
με τους δύο πρώτους, είναι ανέφικτος χωρίς τη συνένωση τουλάχιστον δύο
ανθρώπων: εκπαιδευτικού και εκπαιδευόμενου (Βαζιούλιν Β. Α. σελ. 106-107).
Συνιστά λοιπόν η παιδεία – εκπαίδευση ιδιότυπη αλληλεπίδραση μεταξύ
ανθρώπων (υποκειμένων), η οποία εμπεριέχει μεν και μια σχέση υποκειμένου
προς αντικείμενα (επενέργεια που ασκείται μέσω γνωστικών αντικειμένων και
άλλων μέσων επενέργειας επί άλλων ανθρώπων, οι οποίοι προβάλλουν κατ’
αρχάς ως κατ’ εξοχήν δέκτες της εν λόγω επενέργειας), αλλά - ιδιαίτερα σε
ανεπτυγμένη μορφή – δεν ανάγεται σε αυτήν, δεδομένου ότι ο άνθρωπος δεν
μπορεί να υποβιβασθεί πλήρως στο ρόλο του παθητικού αντικειμένου.
Εάν στην κοινωνία κυριαρχεί η επαναλαμβανόμενη (κοπιώδης,
μονότονη, φθοροποιός κ.ο.κ.) εργασία, η εργασία χάριν ικανοποίησης
πρωτίστως των σωματικών αναγκών και επομένως η ποσοτικού
προσανατολισμού μαζική παραγωγή, στον τομέα της εκπαίδευσης κυριαρχεί η
καλλιέργεια ενός ελαχίστου επιπέδου γνωστικών και εργασιακών ιδιοτήτων,
ενός «ελάχιστου κοινού μορφωτικού πλαφόν» (βλ. Χ. Κάτσικας - Γ. Κ.
Καββαδίας, 1998, σελ. 26). Εδώ τόσο αυτό το «ελάχιστο επίπεδο κοινού
μορφωτικού πλαφόν» όσο και οι δυνάμει και ενεργεία φορείς του εντός της
εκπαιδευτικής διαδικασίας, τείνουν να προβάλλουν κατ’ εξοχήν ως φορείς,
δηλαδή ως μέσα (έως και αντικείμενα).
Εάν τουναντίον κυριαρχεί στην κοινωνία η αναπτυσσόμενη εργασία, η
εργασία χάριν της εργασίας (η εργασία ως αυτοσκοπός, ως πεδίο
χρησιμοποίησης των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου και επομένως
η εργασία που αποσκοπεί στην ποιοτική αναβάθμιση όχι τόσο του προϊόντος,
αλλά κυρίως της εργασίας), τότε στον τομέα της εκπαίδευσης δεσπόζει η τάση
παροχής του μέγιστου των εργασιακών ιδιοτήτων. (Βαζιούλιν Β. Α. σελ. 107 -
109). Εδώ η παιδεία – εκπαίδευση τείνει να συνιστά κατ’ εξοχήν πεδίο
αμοιβαίου εμπλουτισμού δημιουργικών ικανοτήτων των εμπλεκόμενων σε αυτή
τη δραστηριότητα υποκειμένων.
Η τάση αυτή έχει ως επακόλουθο την τάση παράτασης της διάρκειας των
σπουδών, καθώς επίσης και την τάση αύξησης του λόγου διδασκόντων
/διδασκομένων Η συνοπτική αναφορά μας σε αυτό το ζήτημα, στα πλαίσια της
λογικής εξέτασης της θέσης και του ρόλου της παιδείας – εκπαίδευσης στη
δομή της κοινωνίας, καταδεικνύει μόνο τις κύριες (ανηρημένες στην
αναπτυγμένη μορφή) τάσεις. Περαιτέρω εξέταση του τρόπου και των όρων υπό
τους οποίους υπερτερεί στην παιδεία – εκπαίδευση η σχέση υποκειμένου προς
αντικείμενα είτε η σχέση μεταξύ υποκειμένων θα ακολουθήσει κατά την
ιστορική αναφορά μας.. Όπως θα διαπιστώσουμε, η εναρμόνιση της
εκπαίδευσης με τους δύο άλλους κλάδους της παραγωγής δεν
πραγματοποιείται στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά και στη σύγχρονη
πραγματικότητα απρόσκοπτα, γραμμικά και συνειδητά. Συχνά περνά μέσα από
τις Συμπληγάδες αυθόρμητων συγκρούσεων και αντιφάσεων που συνθλίβουν
208
τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η παιδεία ως καταμερισθείσα εργασία συνιστά παραγωγική δύναμη. Στα
πλαίσια της παιδαγωγικής επενέργειας είναι παρούσα η φύση (των ανθρώπων,
των μέσων κλπ.), αλλά και πολιτισμικά κεκτημένα (υλικά και πνευματικά), η
ιδιοτυπία των οποίων δεν μπορεί να αγνοείται ή να υποτιμάται. Επομένως η
εκπαίδευση ως διαδικασία έχει αντικειμενικό χαρακτήρα.
Η παιδεία είναι και σχέση παραγωγής από την άποψη των αποτελεσμάτων
της, ιδιαίτερα λόγω της κατανεμητικής αποτελεσματικότητάς της, η οποία
δεν καθορίζεται μόνον από την κοινωνική ανάγκη του εκάστοτε τρόπου
παραγωγής για ορισμένου τύπου προσωπικότητες και γνώσεις, αλλά και από
την ίδια την εσωτερική δομή της. Συνεπώς ως σχέση παραγωγής είναι
κατανομή.
Είναι όμως και οικειοποίηση – αφομοίωση, εφ’ όσον προσδιορίζει διαδικασίες
στην πορεία των οποίων εδραιώνεται ορισμένη εκ των πραγμάτων δυνατότητα
(ικανότητα) των ανθρώπων να κατανέμουν όπως κρίνουν σκόπιμο μερίδιο
προϊόντος, μέσων παραγωγής, αλλά και (κυρίως) να πραγματοποιούν την μεν
είτε τη δε εργασία (η να μη πραγματοποιούν καμία εργασία).
Συντελεί επίσης στην εκ των πραγμάτων διάθεση αντικειμένων, μέσων
παραγωγής, εργασίας (ίδιας ή άλλων), δηλαδή στις σχέσεις ιδιοκτησίας.
Υποκείμενο της οικειοποίησης – κατανομής των αποτελεσμάτων της
εκπαίδευσης μπορεί να είναι μεμονωμένα άτομα, ομάδες – τάξεις, είτε η
κοινωνία συνολικά (στις δυο πρώτες περιπτώσεις εδράζονται τα ιδεολογήματα
περί δήθεν εγγενούς πολιτισμικής υπεροχής των εκάστοτε κυρίαρχων, αλλά
και το περί «μορφωτικού κεφαλαίου» ιδεολόγημα επί κεφαλαιοκρατίας).
Η εκπαίδευση ως σχέση παραγωγής έχει και μιαν εξωτερική σχετικά
αυτοτελή μορφή ύπαρξης: την κατανομή των «προϊόντων» της
(«επεξεργασμένων» ανθρώπων, γνώσεων δεξιοτήτων κλπ.), η οποία διαφέρει
από τη μορφή ύπαρξης της εκπαίδευσης ως άμεσα παραγωγικής διαδικασίας
(εργασίας). Πλην όμως η τελευταία δημιουργεί ορισμένο φάσμα δυνατοτήτων
για την υλοποίηση της μεν είτε της δε κατανομής.
Όσο η παιδεία ως σχέση παραγωγής είναι υπό διαμόρφωση, εξαρτάται άμεσα
από τις φυσικές ιδιότητες του «αντικειμένου» της, και πρωτίστως από τις
βιολογικές ιδιοτυπίες του ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντός του. Στη
διαμορφωμένη παιδεία ως σχέση παραγωγής αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει
η κατανομή των ανθρώπων της παιδαγωγικής επενέργειας, των μέσων και
τρόπων αυτής της επενέργειας.
Ο καταμερισμός της εργασίας συνιστά σχέση παραγωγής ακριβώς ως
κοινωνικός καταμερισμός εργασίας. Η ιδιαίτερη θέση και ο ρόλος της παιδείας
ως σχέσης παραγωγής και εντός του όλου πλαισίου των σχέσεων της
παραγωγής οφείλεται στη σημασία και στον αντίκτυπό της στο όλο, στη
συνολική εργασία: τα υποκείμενα της εργασίας καθώς και οι γνώσεις, οι
δεξιότητες, οι ικανότητες παίζουν σημαντικότερο ρόλο στη συνολική εργασία
(έναντι των μέσων της εργασίας και των αντικειμένων της εργασίας).
Ιδιαίτερη είναι η θέση της παιδείας και από την άποψη του καταμερισμού
μεταξύ πνευματικής και φυσικής εργασίας. Η παιδεία, χωρίς να τοποθετείται
υπεράνω της φυσικής – χειρωνακτικής εργασίας (κάθε παιδαγωγική
αλληλεπίδραση εμπεριέχει και τέτοιες στιγμές), αφορά κατ’ εξοχήν την
πνευματική εργασία (ακόμα και όταν συνιστά χειρωνακτική κατάρτιση) και ως
τέτοια διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στις διαφορές στο εσωτερικό των
209
σχέσεων παραγωγής, στις διαφορές στην κατανομή, στη διαμόρφωση
κοινωνικών ομάδων, τάξεων κλπ. Η παιδεία εμπεριέχει σε σημαντικό βαθμό
δυνητικά το σκοπό (υποκείμενο, γνώσεις κλπ), ο οποίος λειτουργεί ενοποιητικά
ως προς τα μέρη της εργασίας και η σκοποθεσία εν πολλοίς συγκροτεί το όλο,
υπάγοντας τα μέρη σε αυτό. Η ιδιότητα αυτή της παιδείας ενισχύει τη
στρατηγική σημασία της.
Δεδομένου ότι οι εκάστοτε σχέσεις παραγωγής καθορίζονται πρωτίστως από
τον χαρακτήρα των συστατικών στοιχείων της εργασίας εκείνης, η οποία
διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συνολική εργασία και η παιδεία ως σχέση
παραγωγής υπάγεται σ’ αυτόν τον καθορισμό. Συνεπώς ο χαρακτήρας των
εμπράγματων συστατικών στοιχείων της εκάστοτε κύριας ως προς το ρόλο
της εργασίας και ο συνακόλουθος τρόπος ενεργοποίησης αυτών των
συστατικών στοιχείων, υπαγορεύει εμμέσως στην παιδεία τα κατάλληλα είδη
υποκειμένων της εργασίας, τα είδη των εργασιακών προσπαθειών που
απαιτούνται από τον άνθρωπο: γνώσεις, δεξιότητες (ποικίλου εύρους και
βάθους), με αντίστοιχες ποσοτικές πλευρές αυτών των προσπαθειών (ένταση,
διάρκεια κλπ).
Η επίδραση των συστατικών στοιχείων της εργασίας στις σχέσεις
παραγωγής – και στην εκπαίδευση ως σχέση παραγωγής πραγματοποιείται
πρωτίστως άμεσα στη δυναμική που εμπεριέχει ο χαρακτήρας της ίδιας της
εργασιακής διαδικασίας.
Εν όσο δεσπόζει η δυσμενής (ανιαρή, ανθυγιεινή, φθοροποιός, επιβλαβής
κλπ) επίδραση της εργασιακής διαδικασίας, δεσπόζει και η τάση προς αποφυγή
αυτής της επίδρασης. Εν όσο μάλιστα απουσιάζει η δυνατότητα μεταβολής
αυτής της εργασιακής διαδικασίας ώστε να αποφευχθεί η δυσμενής επίδραση,
το περιεχόμενο της παιδείας ως σχέσης παραγωγής χαρακτηρίζεται από τη
διαπάλη μεταξύ των ανθρώπων προς αποφυγή από τους μεν αυτού του τύπου
της εργασιακής διαδικασίας, γεγονός που αντικειμενικά έχει ως επακόλουθο
την μετάθεση και ενίσχυση αυτής της δυσμενούς επενέργειας στους δε. Αυτό
σημαίνει ότι εφ’ όσον δεσπόζει η δυσμενής επίδραση της εργασιακής
διαδικασίας στη συνολική εργασία της κοινωνίας, ενώ οι σχετικά ευμενείς
εργασιακές διαδικασίες αφορούν μια μειοψηφία ανθρώπων, η διαπάλη, η έχθρα
και ο ανταγωνισμός είναι ο κύριος τύπος σχέσεων που παρατηρείται στην
κοινωνία συνολικά αλλά και στο εσωτερικό της εκπαίδευσης, στην όλη δομή
και λειτουργία της. Σε αυτή την περίπτωση τα περί «ευγενούς άμιλλας»
ιδεολογήματα λειτουργούν απολογητικά ως προς τον αδυσώπητο ρόλο της
εκπαίδευσης ως κυρίαρχης σχέσης παραγωγής. Ιδιαίτερη σημασία έχει το
γεγονός ότι σε τέτοιες συνθήκες εμποτίζεται αρνητικά το σύνολο της
εκπαιδευτικής διαδικασίας, η μορφή και ο τρόπος παροχής ακόμα και του
πλέον δημιουργικού περιεχομένου της παιδείας (βλ. χειραγωγικός
πειθαναγκασμός, ανιαρά μαθήματα, μηχανιστική αποστήθιση, φορμαλιστική
πειθαρχία κλπ.). Καθοριστικός είναι σε αυτή την κατεύθυνση και ο ρόλος της
αξιολόγησης στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω.
Όταν είναι γεγονός στην κοινωνία η ύπαρξη (ως δεσπόζουσα τάση)
εργασιακών διαδικασιών τα εμπράγματα συστατικά στοιχεία των οποίων έχουν
ευμενή επίδραση στον άνθρωπο (εργασία δημιουργική, αναπτυσσόμενη,
εργασία ως ανάγκη για αυτοτελειοποίηση των δημιουργικών δυνατοτήτων του
ανθρώπου) ανακύπτουν και οι δυνατότητες υπέρβασης της έχθρας και της
αλλοτρίωσης, οι δυνατότητες για σχέσεις φιλικές, αυθεντικής αλληλεγγύης
και συλλογικότητας, γεγονός που τροποποιεί αντίστοιχα και τον χαρακτήρα
της εκπαίδευσης ως σχέσης παραγωγής. Μόνο τότε ανακύπτει η πραγματική
210
δυνατότητα άρσης του διαγκωνισμού (της βαθμοθηρίας, της έχθρας κλπ.)
στην εκπαίδευση και μετατροπής της αυθεντικής συλλογικότητας (ως πεδίου
ολόπλευρης ανάπτυξης της κάθε προσωπικότητας) σε δεσπόζουσα τάση στην
κοινωνία συνολικά και στην εκπαίδευση.
Τα συστατικά στοιχεία της εργασίας επιδρούν στις σχέσεις παραγωγής (άρα
και στην εκπαίδευση ως σχέση παραγωγής) και μέσω της κατανάλωσης των
προϊόντων της εργασίας, μέσω της ποιοτικής και ποσοτικής επάρκειας ή
ανεπάρκειας των παραγόμενων αγαθών. Και εδώ υπάρχουν δυο πιθανότητες:
•παραγωγή αγαθών υπεράνω του ελαχίστου ορίου επιβίωσης των μελών τη
κοινωνίας, αλλά κάτω του βέλτιστου (του καλύτερου συνδυασμού ποιότητας
και ποσότητας για την ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών). Σε αυτή την
περίπτωση και η κατανεμητική λειτουργία της εκπαίδευσης ως σχέσης
παραγωγής δεν μπορεί παρά να χαρακτηρίζεται από έχθρα και διαπάλη.
•παραγωγή ικανή να διασφαλίζει σταθερά το βέλτιστο για την ικανοποίηση
των βιολογικών αναγκών, οπότε και εξαλείφεται η καταναλωτική βάση της
παραπάνω έχθρας και διαπάλης.
Η αναγκαιότητα αλλαγής της εκπαίδευσης ως σχέσης παραγωγής
(όπως και συνολικά των σχέσεων παραγωγής) υπαγορεύεται από τις αλλαγές
του χαρακτήρα και του επιπέδου ανάπτυξης της παραγωγικής σχέσης προς τη
φύση, από τις αλλαγές του χαρακτήρα των μέσων παραγωγής. Από αυτή την
άποψη ο χαρακτήρας των μέσων παραγωγής, ανάλογα με το είδος του
υποκειμένου που απαιτούν, διακρίνεται σε:
- ατομικό (όταν απαιτείται για την ενεργοποίησή τους άτομο),
-μερικό (όταν απαιτείται για την ενεργοποίησή τους ομάδα, κοινωνική τάξη)
και
-κοινωνικό (όταν απαιτείται για την ενεργοποίησή τους το σύνολο της
κοινωνίας).
Καθοριστικό ρόλο για την εκπαίδευση ως σχέση παραγωγής διαδραματίζει ο
χαρακτήρας εκείνων των μέσων παραγωγής, τα οποία παίζουν αποφασιστικό
ρόλο έναντι των υπολοίπων διαθέσιμων μέσων παραγωγής της κοινωνίας.
Όπως και οι λοιπές σχέσεις παραγωγής και η εκπαίδευση ως σχέση
παραγωγής επενεργεί στην παραγωγική σχέση προς τη φύση (με τα είδη
υποκειμένων της εργασίας που παράγει) και στην απλούστερη σχέση της
κοινωνίας (στην αλληλεπίδραση των ανθρώπων ως ζώντων οργανισμών με το
περιβάλλον τους για τη διατήρηση της ζωής τους, αλλά και μεταξύ τους για
τη διαιώνιση του βιολογικού τους είδους). Έτσι η οικογένεια ως οικονομικός
πυρήνας της κοινωνίας εμπεριέχει και μιαν εκπαιδευτική – παιδαγωγική
συνιστώσα.
Η εκπαίδευση διαδραματίζει βαρύνοντα ρόλο στη σχέση μεταξύ σχέσεων
παραγωγής και παραγωγικής σχέσης προς τη φύση, δεδομένου ότι
επικεντρώνεται ακριβώς στο συνδετικό κρίκο αυτής της σχέσης: στον
άνθρωπο.
Ο άνθρωπος ως αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ως
συστατικό στοιχείο της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση είναι φορέας
ορισμένων ιδιοτήτων:
• Γνώσεων και συνείδησης (συν-ειδέναι)
•Δεξιοτήτων και πρακτικών ικανοτήτων
211
• Κίνήτρων, ελατηρίων προς εργασία.
Τα κίνητρα και τα ελατήρια προς την εργασία συνδέονται με διαφορετικά
επίπεδα αναγκών και ανάπτυξης της προσωπικότητας και έχουν ιδιαίτερη
σημασία από την άποψη της παιδείας.
Διακρίνονται τα εξής επίπεδα κινήτρων (και αντικινήτρων) προς εργασία,
αναγκών και προσωπικότητας:
• της απλούστερης σχέσης:
-χάριν της ικανοποίησης των ατομικών αναγκών.
-χάριν της συνέχισης της ζωής του γένους (π.χ. γονεϊκή σχέση).
• Της παραγωγικής σχέσης προς τη φύση:
-χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία (για πραγματοποίηση και
τελειοποίηση της ίδιας της διαδικασίας της εργασίας).
• Των σχέσεων παραγωγής:
-χάριν της διαπάλης με άλλους ανθρώπους για την οικειοποίηση των
συστατικών στοιχείων εργασιακών διαδικασιών και των προϊόντων των
τελευταίων.
-Χάριν των άλλων ανθρώπων, για την παροχή βοήθειας στους
συνανθρώπους.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι συγκρουσιακές σχέσεις επικρατούν όπου
δεν επαρκούν για όλους οι δυνατότητες για την πλήρη ικανοποίηση των
αναγκών τους (βιολογικών - του ατόμου ή για τη συνέχιση του γένους-
μορφωτικών, της ανάγκης για εργασία) οπότε η ικανοποίηση των αναγκών των
μεν επιτυγχάνεται εις βάρος των αναγκών των δε. Όπου και όταν δεν υπάρχει
η παραπάνω ανεπάρκεια μεταξύ των ανθρώπων αναπτύσσονται σχέσεις
εργασίας χάριν των άλλων.
ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.
Φαινόμενο της ουσίας της κοινωνίας, μορφές εκδήλωσής της που απορρέουν
από αυτήν (σε συνδυασμό με την απλούστερη, σχέση), είναι το πεδίο του
τρόπου ζωής και των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων ως υποκειμένων (εδώ
φερ’ ειπείν εντάσσεται ο ρόλος της εκάστοτε κοινωνικής μορφής της
οικογένειας στην παιδεία, οι κοινωνικές – δημογραφικές κ.ο.κ. πτυχές της
παιδείας), αλλά και οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Εφ’ όσον η παιδεία -
εκπαίδευση συνιστά προνομιακό πεδίο της διαμόρφωσης - μέσω της φυσικής
και πνευματικής αγωγής, - καλλιέργειας - του εκάστοτε κοινωνικά
(στατιστικά) αναγκαίου υποκείμενου της εργασιακής δραστηριότητας, αλλά
και του υποκειμένου του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, η διαμόρφωση
αυτή αφορά κατ’ εξοχήν το κοινωνικό συνειδέναι. Το τελευταίο είναι αφ’ ενός
μεν συν-ειδέναι, δηλαδή γνωστική σχέση του υποκειμένου προς το αντικείμενο
(επιστητό), αφ’ ετέρου δε συν-ειδέναι, δηλαδή συνειδητοποίηση και
προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων
σχέσεων και της επικοινωνίας τους (των ανθρώπων ως υποκειμένων).
Το επίπεδο, ο χαρακτήρας, η θέση και ο ρόλος του ειδέναι στη διαμόρφωση
του υποκειμένου προσδιορίζονται αφετηριακά από τις ανάγκες και τον
χαρακτήρα της εργασιακής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση και από τον
χαρακτήρα της εμπράγματης (τεχνολογικής) διαμεσολάβησης αυτής της
επενέργειας. Η γνωστική διαδικασία είναι μια δυναμική, πολυεπίπεδη και
αντιφατική διαδικασία. Δεν συνιστά απλό, στατικό, αντικατοπτρισμό
212
πραγμάτων και καταστάσεων, αλλά πρόσληψη - προσοικείωση της
πραγματικότητας, υπό το πρίσμα του δυνητικού μετασχηματισμού της. Είναι
μια διαδικασία στην οποία αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει, αφ’ ενός μεν η
διάγνωση της ουσίας, της αντιφατικότητας, της νομοτέλειας του
αντικειμένου, αφ’ ετέρου δε η αναστοχαστική νοητική προσέγγιση της νόησης,
η οργανικά ενταγμένη στη γνωστική διαδικασία περί νοήσεως νόηση, δηλ. η
νόηση που αφορά τα μέσα και τους τρόπους του νοείν.
Η νόηση μέσα στη διαδικασία της γνώσης έχει δύο πλευρές - βαθμίδες
ανάπτυξης: τη διάνοια και το λόγο (γερμ. Verstand - Vernunft), η επίγνωση της
ιδιαιτερότητας και της δυναμικής των οποίων έχει τεράστια παιδαγωγική
σημασία. Στα πλαίσια της διάνοιας, οι έννοιες προβάλλουν ως έτοιμες, πάγιες
και αμετάβλητες, ενώ στα πλαίσια του λόγου ως αναπτυσσόμενες. Η διάνοια
δεσπόζει αμέσως όσο η γνώση οδεύει από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη,
από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, από τη ζωντανή
εποπτεία προς την αφηρημένη νόηση, ενώ ο λόγος κυριαρχεί κατά την πορεία
της γνώσης από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο, από την αφηρημένη
νόηση προς την πρακτική. Ωστόσο κάθε βαθμίδα της ενιαίας νοητικής
διαδικασίας χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιότυπη αντιφατική ενότητα διάνοιας
και λόγου. Όσο η νόηση κινείται από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το
αφηρημένο, ανα-τέμνει, αποσπά, αναλύει τα δεδομένα των αισθήσεων,
αναδεικνύει κυρίως τις διαφορές μεταξύ αντικειμένων, πλευρών κλπ., δηλαδή
μετασχηματίζει την αισθητηριακή γνώση κατ' εξοχήν αρνητικά,
σχηματίζοντας ως αποτέλεσμα αυτής της κίνησης αφαιρέσεις - νοητικές
μορφές οι οποίες συνιστούν οριακά την άρνηση της αισθητηριακής
αμεσότητας που παραμένει το περιεχόμενο τους. Συνεπώς στη διάνοια, ως
πρώτη άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας από την νόηση, οι έννοιες
(κατηγορίες) προσεγγίζονται ως κατ' εξοχήν αποφατικά διορισμένες προς τον
αντίποδα τους και αναγωγικά ταυτιζόμενες με αυτόν, στη βάση της μη
μετασχηματισμένης ολοκληρωτικά από τη νόηση αισθητηριακότητας. Το
εσωτερικό προβάλλει εδώ ως αμέσως ταυτόσημο με το εξωτερικό (είτε ως
άμεση άρνηση του), το ουσιώδες με το επουσιώδες, η αναγκαιότητα με την
τυχαιότητα κλπ., ενώ το γενικό εντοπίζεται από τη διάνοια είτε ως άμεση
ταύτιση είτε ως ομοιότητα ουσιαστικά αποκομμένων αντικειμένων. πλευρών
κλπ. Συνθετικά στοιχεία (εικασίες, υποθέσεις) ενυπάρχουν μεν και στη διάνοια,
πλην όμως αναλυτικά διορισμένα με δύο ενιαίες στην αντιφατικότητα τους
μορφές: ως εξωτερική συνάφεια ουσιαστικά διάφορων πλευρών, αντικειμένων
κλπ. και ως άμεση ταυτότητα στη βάση της παρούσας αισθητηριακής
ενότητας (αισθητηριακή σύνθεση και αναγωγισμός).
Ο λόγος, που κυριαρχεί κατά την "ανάβαση από το αφηρημένο στο
συγκεκριμένο", σε αντιδιαστολή με τη διάνοια, προϋποθέτει τη διερεύνηση της
υφής των ίδιων των εννοιών, δηλαδή την ανακλαστική, αναστοχαστική
νοητική προσέγγιση της νόησης και κατατείνει στην απεικόνιση της
εσωτερικής ενότητας της πολλαπλότητας και της πολυμορφίας του
αντικειμένου μέσω της νοητικής σύλληψης της ενότητας των πολλαπλών
προσδιορισμών του, μέσω της νοητικής (και όχι αισθητηριακής) σύνθεσης των
διακεκριμένων από τη διάνοια πλευρών (αφαιρέσεων, σχέσεων κλπ.). Συνιστά
κατ' αυτό τον τρόπο τη δεύτερη άρνηση, την άρνηση της απλής άρνησης των
αισθητηριακών δεδομένων από τη νόηση ως διάνοια, δηλαδή την άρνηση της
άρνησης της αισθητηριακής αμεσότητας στα πλαίσια της νοητικής
διαδικασίας. Στον λόγο η νόηση κατά κάποιο τρόπο επανέρχεται στα
αισθητηριακά δεδομένα (απομακρυνόμενη από αυτά), όχι μέσω μιας εποπτικής
αμεσότητας και παραστατικότητας, αλλά διαμεσολαβημένα, εμβαθύνοντας
213
διαρκώς στη διάγνωση της ουσίας, του νόμου της εσωτερικής ενότητας των
αισθητηριακών δεδομένων, δηλαδή μέσω του νοητά εγνωσμένου
συγκεκριμένου, σε μια πορεία κατά την οποία η αντανάκλαση του αντικειμένου
γίνεται όλο και πιο διαμεσολαβημένη, όλο και λιγότερο εποπτική, παραστατική
και οφθαλμοφανής.
Η μορφή της νόησης στο επίπεδο του λόγου δεν είναι κάτι που σχηματίζεται
ως αφαίρεση από το περιεχόμενο, αλλά το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το
αναπτυσσόμενο (λόγω της εσωτερικής αντιφατικότητας του) περιεχόμενο,
δηλαδή η νοητική απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας των διαφόρων
πλευρών του. Σε αντιδιαστολή με τη βαθμίδα της διάνοιας, όπου ο βαθμός
ανάπτυξης των (αφηρημένων) νοητικών μορφών είναι αντιστρόφως ανάλογος
του (αισθητηριακού) συγκεκριμένου περιεχομένου, ο βαθμός ανάπτυξης των
νοητικών μορφών του λόγου είναι ευθέως ανάλογος του περιεκτικού πλούτου
των (νοητά πλέον) συγκεκριμένων προσδιορισμών. Κατ' αυτό τον τρόπο η
νόηση ως λόγος, αίροντας διαλεκτικά τη διάνοια, στοχεύει με την ανάπτυξη
της στην "πρακτική", στη συνειδητοποίηση της καθολικότητας της
μετασχηματιστικής δραστηριότητας. Η διάνοια είναι η πλευρά της νόησης η
οποία υπερτερεί στη βαθμίδα του γίγνεσθαι (της γέννησης και διαμόρφωσης)
της θεωρητικής γνώσης ορισμένου αντικειμένου, δηλαδή κατά τη διαδικασία
νοητικού μετασχηματισμού των αισθητηριακών προϋποθέσεων της, ενώ ο
λόγος στην ώριμη βαθμίδα της καθ' εαυτήν ανάπτυξης της θεωρητικής
γνώσης, όπου η νόηση αναπτύσσεται πλέον πάνω στη δική της βάση (πάντοτε
όμως σε διαμεσολαβημένο συνδυασμό με τις αισθητηριακές προϋποθέσεις και
το γίγνεσθαι της).Η νόηση ως κατ' εξοχήν διάνοια συνιστά το γνωστικό
αντικείμενο της "τυπικής λογικής", ενώ ως λόγος της "διαλεκτικής λογικής".
Η αυτογνωσία του νοείν αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της
αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου ως ώριμου υποκειμένου, της προσωπικότητας.
Προϋποθέτει μια φιλοσοφική και μεθοδολογική διάκριση της ιδιοτυπίας των
εννοιολογήσεων και νοηματοδοτήσεων των διαφόρων βαθμίδων της
γνωστικής διαδικασίας, η οποία επιτρέπει και τη διάκριση του φάσματος
δυνατοτήτων μορφοποίησης του κοινωνικού συνειδέναι που εμπεριέχονται στο
ειδέναι. Όποια φιλοσοφική θεώρηση της παιδείας αγνοεί αυτή τη συνιστώσα
της καταλήγει , κατ’ ανάγκη σε ποικίλες μορφές υποκειμενικού ψυχολογισμού,
είτε διυποκειμενικού κοινωνιολογισμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αποκομμένη από
το ειδέναι, από τις νομοτέλειες της γνωστικής διαδικασίας, η συνείδηση
προβάλλει ως ασπόνδυλο και απεριόριστα εύπλαστο «υλικό» που προσφέρεται
για πληθώρα αυθαίρετων μυστικοποιήσεων και «κατασκευών», βάσει
ανορθολογικών ασυνείδητων μηχανισμών είτε (και) ιδεολογικών, πολιτικών
κ.ο.κ. χειραγωγήσεων.
Χαρακτηριστικό του κοινωνικού συν-ειδέναι είναι η αντανάκλαση του
υποκειμένου ως υποκειμένου και η επενέργεια στους ανθρώπους ως υποκείμενα
μέσω πράξεων, αισθημάτων (και συναισθημάτων) και νόησης (σκέψης). Σε
συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες μορφές
αντανάκλασης και επενέργειας η κοινωνική συνείδηση υποδιαιρείται σε τρεις
βασικές μορφές.
•Στην ηθική μορφή υπερτερεί η επίδραση των πράξεων (στάσεων,
συμπεριφορών, διαβημάτων, εγχειρημάτων) από την άποψη του καλού και του
κακού έναντι ατόμων, ομάδων και της κοινωνίας συνολικά. Στις
ανταγωνιστικές κοινωνίες, στα πλαίσια αυτής της μορφής ανακύπτουν και δύο
παράγωγες μορφές - η πολιτική και το δίκαιο - ως εκφάνσεις και τρόποι
ύπαρξης και λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής.
214
•Στην αισθητική μορφή το περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης, η
πληρότητα, η αρτιότητα, το ουσιώδες κλπ. αντανακλώνται στα αισθητηριακά
τους ισοδύναμα, μέσω καθολικών μορφών - παραστάσεων. Ιστορικά παροδικού
χαρακτήρα επιπλέον αναγκαία (σ' ορισμένες βαθμίδες) έκφανση της εν λόγω
μορφής είναι η θρησκευτική συνείδηση, ως ιδιότυπη συνείδηση εκείνων των
φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες αυτονομούνται από την πρακτική
και γνωστική ενεργητικότητα του ανθρώπου και ως «απολελυμένες» και
αλλότριες αντιπαρατίθενται σε αυτόν και επενεργούν σε αυτόν ως δυνάμεις
υποταγής, βλάβης και καταστροφής.
•Στη φιλοσοφία, που είναι η βαθύτερη, πλην όμως η πλέον διαμεσολαβημένα
συνδεόμενη με το κοινωνικό είναι μορφή της κοινωνικής συνείδησης,
αντανακλάται μέσω του στοχασμού, μέσω του νοείν σε καθολικές μορφές η
σχέση μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού Είναι, καθώς και η
σφαιρική συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου της συνείδησης στην
ανάπτυξη της κοινωνίας*.
Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων
περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και υλικά μέσα, που
συγκροτούν το εποικοδόμημα το οποίο κατά βάση καθορίζεται από την
οικονομική βάση χωρίς να ανάγεται επ' ουδενί λόγω στην τελευταία.
Η εκπαιδευτική αλληλεπίδραση διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στη
διαμόρφωση του υποκειμένου, μέσω όλων των βασικών μορφών της κοινωνικής
συνείδησης, όχι μόνο (και όχι τόσο) με τη διδασκαλία τους εν είδει γνωστικών
αντικειμένων, αλλά κατ’ εξοχήν μέσω του τρόπου παροχής της γνώσης και με
τη διάχυτη και περιρρέουσα στη θεσμικότητα της διαμόρφωση ορισμένου
πλαισίου, ενός πεδίου αναφοράς και κατευθύνσεων πρακτικής, αισθητικής και
νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο η
εκπαίδευση λειτουργεί και ως «εποικοδόμημα». Δηλαδή ως ανθρώπινη
δραστηριότητα κατευθυνόμενη εν πολλοίς από την κοινωνική συνείδηση, η
οποία εκτός της τελευταίας συμπεριλαμβάνει και τη συνένωση, την οργάνωση
ανθρώπων ως υποκειμένων, καθώς και υλικά μέσα και όρους πραγματοποίησης
αυτής της δραστηριότητας.
Αν η συλλήβδην αναγωγή της εκπαίδευσης στο εποικοδόμημα (όπως π.χ.
στην αλτουσεριανή αντίληψη περί «ιδεολογικών μηχανισμών του
κράτους»)υποβαθμίζει άλλες και μάλιστα θεμελιωδέστερες πτυχές της
εκπαίδευσης και κυρίως την άμεσα εργασιακή - παραγωγική συνιστώσα της,
τυχόν υποβάθμιση της εκπαίδευσης ως εποικοδομήματος οδηγεί σε παράβλεψη
σημαντικών δυνατοτήτων υλικής επενέργειας της κοινωνικής συνείδησης στο
κοινωνικό είναι και μέσω της εκπαίδευσης.

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ.

Τα άτομα από τη σκοπιά των κοινωνικών τους ιδιοτήτων, ως εσωτερική


ενότητα κοινωνικού και ατομικού, ως συνειδητά υποκείμενα, συνιστούν την
προσωπικότητα. «Προσωπικότητα είναι ο άνθρωπος ως εσωτερική ενότητα
κοινωνικού και ατομικού, είναι η «διάθλαση» του κοινωνικού μέσω των
ζωντανών ατόμων…Η νομοτελής ανάπτυξη του ανθρώπου ως
προσωπικότητας, συνεπώς, εξαρτάται: 1) από το κοινωνικό περιεχόμενο που
*
Ορισμένου τύπου υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας, λειτουργικές ανάγκες της κατανομής των γνωστικών
αντικειμένων της διδακτέας ύλης στα πλαίσια αυτού του καταμερισμού καθώς και ανάγκες «θεωρητικής» δικαίωσης
αντίστοιχων θέσεων εργασίας κ.ο.κ. , οδηγούν σε ποικίλους επιμερισμούς φιλοσοφικών γνωστικών αντικειμένων
(π.χ. Φιλοσοφία της εκπαίδευσης, της επιστήμης, της τεχνολογίας, της φυσικής αγωγής κ.ο.κ. …).
215
αφομοιώνει το άτομο και 2) από τις βιολογικές ροπές του ατόμου.
Προσωπικότητα … είναι η εσωτερική ενότητα, η οργανική συνένωση του μεν
και των δε» (Βαζιούλιν Β. Α., 1988, σελ. 195). Το παρεχόμενο από την παιδεία
κοινωνικό περιεχόμενο, δεν μπορεί να αγνοεί τις βιολογικές και
ψυχοφυσιολογικές ιδιαιτερότητες του ατόμου (ιδιοτυπία νευρικού συστήματος,
κληρονομικές προδιαθέσεις νοσημάτων κ.ο.κ., βλ. σχετικά: Παυλίδης Π., 2002).

Παιδεία , αγωγή, πολιτισμική καλλιέργεια με την ευρύτερη και βαθύτερη


έννοια του όρου είναι η διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης της
προσωπικότητας του ανθρώπου, των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων *. Εδώ η
διάρθρωση της κοινωνίας προβάλλει ως κοινωνικό πρόγραμμα ανάπτυξης της
προσωπικότητας.

Από αυτή την άποψη της παιδείας έχει ιδιαίτερη σημασία η κοινωνική
τυπολογία της διάρθρωσης των προσωπικοτήτων με γνώμονα το βιοτικό
πρόγραμμα που εκ των πραγμάτων προτάσσουν οι τελευταίες (ό. π.):

Τύπος Ι: «Προσωπικότητα» σε επίπεδο προϋποθέσεων, το βιοτικό πρόγραμμα


της οποίας επικεντρώνεται - εάν δεν ανάγεται - στη διατήρηση της δικής της
φυσικής ύπαρξης μέσω της κατανάλωσης υλικών αγαθών, είτε (σε μιαν
ανώτερη εκδοχή αυτού του τύπου) και στη διασφάλιση του ίδιου τρόπου
ύπαρξης και για τα μέλη της οικογένειάς της. Ο εν λόγω τύπος επικρατεί σε
συνθήκες κατά τις οποίες η εργασία δεν είναι παρά μέσο για αυτή την
κατανάλωση και όπου εργάζεται εκείνος που δεν μπορεί να αποφύγει την
εργασία, (εξ’ ού και η εγγενής τάση αυτού του τύπου για παρασιτισμό, που
υπονομεύει την προσωπικότητα).

Τύπος II: Προσωπικότητα ουσιώδους τύπου πρώτου γένους, το βιοτικό


πρόγραμμα της οποίας προτάσσει την εργασία όχι ως μέσο για την υποστήριξη
της φυσικής ύπαρξης, αλλά χάριν της ικανοποίησης της ανάγκης για εργασία,
επιφυλάσσοντας υποδεέστερο ρόλο στη διατήρηση της φυσικής ύπαρξης. Ο
τύπος αυτός έχει δύο κύριες παραλλαγές: 1) προσωπικότητες για τις οποίες η
ανάγκη για εργασία χάριν της εργασίας είναι ακόμα ασταθής, ενώ προτάσσουν
τη σταδιοδρομία, την ανάδειξη, την εργασία χάριν της επιτυχίας στην
εργασία, χάριν της κομφορμιστικά εννοούμενης αναγνώρισης, χάριν της
απολαβής του αποτελέσματος της εργασίας, κ.ο.κ.. 2) προσωπικότητες που δεν
αγνοούν μεν το αποτέλεσμα, αλλά προτάσσουν την εργασία χάριν της
απόλαυσης από την διαδικασία της εργασίας, έχοντας ως σταθερή, εσωτερική
ανάγκη την εργασία χάριν της εργασίας.

Τύπος III: Προσωπικότητα ουσιώδους τύπου δεύτερου γένους, το βιοτικό


πρόγραμμα της οποίας ανάγεται στη συνειδητή (κομφορμιστική) υποταγή
στους εκλαμβανόμενους ως αμετάβλητους υφιστάμενους κοινωνικούς όρους.

*
Όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω και σε αντιδιαστολή με διάφορες εξω-ιστορικές αυταπάτες (βλ. π.χ. Βώρος Φ.),
η ολόπλευρη καλλιέργεια της προσωπικότητας δεν μπορεί να συνιστά σκοπό της εκπαίδευσης στις ταξικές βαθμίδες
ανάπτυξης της ανθρωπότητας.
216
Τύπος IV: Προσωπικότητα ουσιώδους τύπου τρίτου γένους.«Το βιοτικό
πρόγραμμα των προσωπικοτήτων αυτού του τύπου καθορίζεται κυρίως από τη
συνειδητοποίηση της θέσης τους στην κοινωνία, από τη συνειδητοποίηση των
κοινωνικών δεσμών, των σχέσεων και της ενότητας τους με την κοινωνία.
Ένας τέτοιος τύπος προσωπικότητας είναι εφικτός μόνο στο βαθμό και εφ'
όσον υπάρχει ενότητα υλικών συμφερόντων μεταξύ ατόμου και κοινωνίας και
μπορεί να δεσπόζει μόνο στην περίπτωση που δεσπόζει στην κοινωνία η
ενότητα ατομικών και κοινωνικών υλικών συμφερόντων. Το κύριο στις
προσωπικότητες αυτού του τύπου γίνεται η ζωτική δραστηριότητα χάριν των
κοινωνικών συμφερόντων, χάριν της ανθρωπότητας, δηλαδή η ζωτική
δραστηριότητα υπό την ιδιότητα του συνειδητά κοινωνικού όντος» (Βαζιούλιν
Β. Α., 1988, σελ. ). Εδώ πρόκειται για την καθ’ εαυτώ ολόπλευρα
αναπτυσσόμενη προσωπικότητα, η ύπαρξη και αναπαραγωγή της οποίας – σε
αντιδιαστολή με τις αντιιστορικές αυταπάτες του αφηρημένου ανθρωπισμού -
είναι εφικτή στην κοινωνία «όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθ' ενός είναι η
προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων» (Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς:
Μανιφέστο…σελ 48), είτε (εν μέρει) στον αγώνα για τον επαναστατικό
μετασχηματισμό της κοινωνίας σε αυτή την κατεύθυνση.

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η εκπαίδευση είναι ένα φαινόμενο περίπλοκο και


πολυεπίπεδο, με σημαντική θέση και ρόλο στην διάρθρωση της κοινωνικής
ολότητας. Αυτή η λογική θεώρηση μας επιτρέπει να διερευνήσουμε αυτό το
φαινόμενο και ιστορικά, έχοντας επίγνωση της γενετικής σύνδεσης, αλλά και
των ουσιωδών διαφορών μεταξύ αντικειμενικής ιστορικής διαδικασίας και των
εκάστοτε ποικίλων περί αυτής αντιλήψεων και ιδεών.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ


Η θέση και ρόλος της εκπαίδευσης παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές στην
πορεία της πρωταρχικής εμφάνισης, της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης της
κοινωνίας. Το γίγνεσθαι της κοινωνίας, η όλη ιστορία εμφάνισης και
διαμόρφωσης της είναι μια αντιφατική διαδικασία βαθμιαίου μετασχηματισμού
των κατ' εξοχήν φυσικών (βιολογικών κ,λπ.) προσδιορισμών σε καθαυτό
κοινωνικούς, κατά την: οποία οι πρώτοι αίρονται από τους δεύτερους και
ανάγονται σε υποταγμένες στιγμές τους. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτές τις
αλλαγές διαδραματίζει η πορεία των συστατικών στοιχείων και του
χαρακτήρα της εργασιακής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση.
Αναγκαίες και ικανές ιστορικά προϋποθέσεις εμφάνισης της κοινωνίας ήταν
η ύπαρξη εμβίων όντων με τα ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά (του έμφρονος
ανθρώπου, homo sapiens), ορισμένες εξωτερικές φυσικές συνθήκες και ο
αγελαίος τρόπος ζωής. Η βαθμιαία εμφάνιση και ανάπτυξη της εργασιακής
δραστηριότητας οδήγησε σταδιακά στον ριζικό μετασχηματισμό των εν λόγω
προϋποθέσεων. Η πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας συνδέεται με την
έναρξη της αναγκαίας και σταθερής επενέργειας των ανθρώπων στη φύση στα
πλαίσια της πρωτόγονης κοινότητας. Οι αναγκαίες για την πρωτόγονη
κοινότητα ιδιότητες του άμεσα συλλογικού υποκειμένου, με τον στοιχειώδη
καταμερισμό εργασίας (κατ’ εξοχήν κατά το φύλο και την ηλικία),
μεταβιβάζονται μέσα στις ίδιες τις λειτουργίες της κοινότητας,
κωδικοποιημένες εν πολλοίς συμβολικά στη μυθολογία και τελετουργικά
παγιωμένες.
Η κατάσταση αλλάζει ριζικά με την εμφάνιση των ταξικών κοινωνιών, του
217
καταμερισμού της εργασίας και της αντίφασης μεταξύ χειρωνακτικής και
πνευματικής εργασίας. Η διαμόρφωση της κοινωνίας προωθεί περαιτέρω αυτόν
τον μετασχηματισμό των φυσικών όρων μετατρέποντας τους σε κοινωνικούς
προσδιορισμούς, τις κοινωνικές πηγές της ανάπτυξης από άγοντα σε κυρίαρχο
παράγοντα της αναπτυξιακής διαδικασίας, και περικλείει τρεις περιόδους
(κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς): δουλοκτητικό, φεουδαρχικό και
κεφαλαιοκρατικό. Η πλήρης (δουλεία) ή μερική (δουλοπαροικία) ταύτιση του
ανθρώπου της χειρωνακτικής εργασίας με τα μέσα και τους όρους της
εργασίας καθιστά ανέφικτη την ρητή ανάδειξη του εργαζόμενου ως
υποκειμένου και την εκπαίδευσή του υποτυπώδη. Η εκπαίδευση και η
καλλιέργεια γίνεται προνόμιο της εν πολλοίς ταυτιζόμενης με την πνευματική
(επιτελική, διοικητική κ.λ.π.) εργασία άρχουσας τάξης.
Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του καταμερισμού της εργασίας, η
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και οι συνακόλουθες ιεραρχικές σχέσεις
κυριαρχίας και υποταγής, οδηγούν στην αντίληψη περί ανωτερότητας,
αυθεντικότητας, τελειότητας των εκπροσώπων της εκάστοτε άρχουσας τάξης
έναντι των υπολοίπων ανθρώπων (Βλ. σχετικά και Βακαλιός Θ. 1999, σελ. 246 -
247). Η αξιολογική κλιμάκωση των μελών της ανταγωνιστικής κοινωνίας, με
«αυταπόδεικτη» την επιβεβαιούμενη και μέσω επιδόσεων υπεροχή των
«αρίστων», χαρακτηρίζει με διάφορους τρόπους τις ταξικές βαθμίδες της
ιστορίας του πολιτισμού και την αντίστοιχη παιδαγωγική πρακτική. Το
αυταπόδεικτο της κοινωνικής ιεραρχίας εδραιώνεται, ενισχύεται και
αναπαράγεται με την αύξουσα διάκριση και διαφοροποίηση των μέσων, των
τρόπων, των μορφών και των επιπέδων της διαπαιδαγώγησης, με αντίστοιχο
καταμερισμό της εργασίας και στο εσωτερικό της υπό διαμόρφωση θεσμικής
οργάνωσης της παιδείας. Το αριστοκρατικό παιδευτικό ιδεώδες, η άμιλλα, ο
ανταγωνισμός και η τάση για υπεροχή, χαρακτηρίζουν ήδη τις πρώιμες
ταξικές κοινωνίες (βλ. π.χ. Ιλιάδα: «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι
άλλων»), στα πλαίσια της διάστασης κατεστημένων - κοινωνικών τάξεων. Σ’
αυτά τα πλαίσια προβάλλει στην κλασική δουλοκτητική κοινωνία και το
ιδεώδες της καλοκαγαθίας, ως κατ’ εξοχήν προνόμιο μερίδας των ελεύθερων
μελών της κοινότητας που απαρτίζει την πόλη - κράτος.
Η διάκριση και διαφοροποίηση των μέσων, των τρόπων, των μορφών και
των επιπέδων της διαπαιδαγώγησης γίνεται εντονότερη επί φεουδαρχίας, σε
αντιστοιχία με το χωρισμό της κοινωνίας σε κατεστημένες τάξεις (που εδώ
συμπίπτουν με τις κοινωνικές)*. Εδώ η παιδεία και συνολικά η ζωή του
ανθρώπου είναι εν πολλοίς κληρονομικά προκαθορισμένη και εδράζεται στην
άκριτη αφομοίωση δογματικά κωδικοποιημένης γνώσης (βλ. π.χ. κατήχηση)
και παραδοσιακών – τελετουργικών μορφών συμπεριφοράς ως αναγκαίο
στοιχείο επικύρωσης της αρχής της προσωποποιημένης ιεραρχικής αμοιβαίας
εξάρτησης. Η αγωγή των δουλοπάροικων αγροτών, εκτός από τις εργασιακές
τους ιδιότητες συμπεριλαμβάνει και την από γεννήσεως του παιδιού ένταξή
του στο τελετουργικό της πατριαρχικής οικογενειακής ζωής, στον περιοδικό
κύκλο των αγροτικών ασχολιών. Η ένταξη αυτή ενισχύεται και με τις μορφές
και τα συμβολικά - θρησκευτικά εμπράγματα μέσα συνειδητοποίησης της
κοινωνικής ιεραρχίας, και μέσω αυτής – όλου του κόσμου. Αντίστοιχη – αν και
όχι τόσο άκαμπτη από πλευράς χαρακτήρα της εργασίας – είναι και η αγωγή
της ένταξης και προώθησης στην ιεραρχία της χειροτεχνικής φεουδαρχικής
συντεχνίας. Η αγωγή των φεουδαρχών περιλαμβάνει απαραίτητα την
αφομοίωση των παραδόσεων, του τελετουργικού και της υπογράμμισης της
*
Βλ. τα λήμματα: φεουδαρχία, τάξεις κατεστημένες, τάξεις κοινωνικές κλπ. στο «Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό
λεξικό», τομ. 5, Καπόπουλος. Αθήνα 1995.
218
συμβολικής κληρονομικής υπεροχής, των τεχνικών και των τελετουργιών της
ιπποσύνης, της πίστης , της τιμής και της βαναυσότητας έναντι των
αλλόπιστων (όσων θίγουν τα θεμέλια της τιμής τους, δηλ. της ιδιοκτησίας
τους επί της γης και εν μέρει επί των ανθρώπων – προσαρτημάτων αυτής της
γης). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παιδεία του κλήρου, δεδομένου του
ρόλου θρησκείας επί φεουδαρχίας. Εδώ η αγωγή ανάγεται στη μύηση στα
μυστήρια της λειτουργικής (τελετουργικές τεχνικές) και της δογματικής. Η
διάκριση αυτή εμπεριέχει ως λανθάνουσα τη διάκριση εκπαίδευσης και
παιδείας. Η «γνώση» ως έτοιμο κωδικοποιημένο προϊόν μεταδίδεται στους μη
κατόχους της με την κατήχηση. Η τελευταία δομείται ως σύνολο
προκαθορισμένων απαντήσεων σε ένα προκαθορισμένο σύνολο ερωτήσεων, οι
οποίες δεν έχουν ανακύψει από την πορεία κάποιας ένταξης των παιδιών σε
γνωστικές διαδικασίες (έρευνα), ενώ η μάθηση ανάγεται μάλλον σε
απομνημόνευση παρά σε αυτοτελή νοητική δημιουργία. (Εδώ βρίσκονται οι
απαρχές πληθώρας μετέπειτα αντίστοιχων παιδαγωγικών προτύπων και
μεθόδων διδασκαλίας, οι εκσυγχρονισμένες παραλλαγές, η τυποποίηση,
ψηφιοποίηση, διαδικτύωση κλπ. των οποίων δεν αίρει την δογματική και
χεραγωγική τους ουσία). Έναντι των πειθαναγκαζόμενων στα παραπάνω
μαθητών προβάλλονται αξιώσεις ενισχυόμενες από ένα σύστημα ποινών για
τυχόν ανυπακοή, απροσεξία, κακή μνήμη κ.ο.κ. (Михайлов Ф. Т. ). Θεμελιώδες
στοιχείο αυτής της παιδείας είναι η άμεση υπαγωγή της στην πίστη και τη
θεολογία, κατάλοιπα της οποίας ταλανίζουν ακόμα σχιζοφρενικά τους
εκπαιδευτικούς θεσμούς χωρών όπως η Ελλάδα.
Η κατάσταση αλλάζει άρδην κατά την τελευταία περίοδο της διαμόρφωσης
της κοινωνίας, επί κεφαλαιοκρατίας, με την απόσπαση του άμεσου παραγωγού,
του υποκειμένου της εργασίας, από τα μέσα και τους όρους της παραγωγής.
Εδώ ή κυριαρχία του κοινωνικού λαμβάνει μιαν άκρως εξωτερική και
πραγμοποιημένη μορφή ληστρικής εκμετάλλευσης και χειραγώγησης της
πλειονότητας των ανθρώπων και του φυσικού περιβάλλοντος, στην οποία
εμπεριέχεται συσσωρευτικά η αρνητική πλευρά των εν πολλοίς ανεξέλεγκτων
δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπότητας ως καταστροφική και
αυτοκαταστροφική δυνατότητα (οικολογική κρίση, μαζική εξόντωση μέσω
πολέμων).Το υποκείμενο της εργασίας προβάλλει εδώ ως σύνολο χρήσιμων για
την παραγωγή φυσικών και διανοητικών ικανοτήτων, ως ικανότητα προς
εργασία, ως εργασιακή δύναμη. Ο φορέας της τελευταίας πρέπει να είναι
νομικά και πολιτικά ελεύθερο άτομο, ιδιοκτήτης της ικανότητας του προς
εργασία, υποχρεωμένος να προβαίνει σε εκποίηση της εργασιακής του δύναμης
για προσωρινή χρήση στον ιδιοκτήτη των μέσων και των όρων της
παραγωγής. Οι ιδιότητες του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη» θα μας
απασχολήσουν και παρακάτω. Εδώ αρκεί να επισημάνουμε ότι η εμφάνιση
αυτού του εμπορεύματος με την καθολική κυριαρχία των εμπορευματικών και
χρηματικών σχέσεων επί κεφαλαιοκρατίας, με τη ραγδαία (σε σύγκριση με το
παρελθόν) ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και με τη μετατροπή της
επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη, οδήγησαν σε αλλαγές στη θέση και
στο ρόλο της εκπαίδευσης.
Κεφαλαιοκρατία και εκπαίδευση.
Επί κεφαλαιοκρατίας μπορεί μεν να επιτείνεται στο έπακρο το χάσμα μεταξύ
φυσικής και διανοητικής εργασίας, εφ’ όσον συνδέεται οργανικά με την
αντίθεση μεταξύ «ζωντανής» και «νεκρής» εργασίας (μεταξύ ενεργού
εργασίας και εμπράγματων όρων της παραγωγής που αποτελούν
αποκρυστάλλωμα εργασίας του παρελθόντος και «ενσάρκωση» της
διανοητικής, επιστημονικής, τεχνολογικής κλπ δραστηριότητας), αλλά
219
εγείρεται στο προσκήνιο η ανάγκη εξασφάλισης ακόμα και στον χειρώνακτα
εργάτη ενός ελαχίστου πλαφόν γνώσεων και αγωγής. «Για να μεταβληθεί η
γενική ανθρώπινη φύση έτσι που να αποκτήσει δεξιότητα κι επιτηδειότητα σ’
έναν καθορισμένο κλάδο εργασίας και να γίνει αναπτυγμένη και ειδική
εργασιακή δύναμη, χρειάζεται μια καθορισμένη μόρφωση και εκπαίδευση» (Κ.
Μαρξ 1978, τομ.1, σελ. 184), οι δαπάνες της οποίας προστίθενται στο σύνολο
των δαπανώμενων για την παραγωγή του εμπορεύματος «εργασιακή δύναμη»
αξιών. Κατ’ αυτό τον τρόπο η παραγωγή του υποκειμένου της εργασίας
συγκροτείται ως σχετικά αυτοτελής κλάδος της παραγωγής επί
κεφαλαιοκρατίας. Εδώ ακριβώς παρατηρείται μια πιο άμεση σύνδεση της
εκπαίδευσης με την παραγωγή, μέσω της θεσμικής διάκρισης της πρώτης από
τη δεύτερη. Η σύνδεση αυτή είναι ιδιαίτερα αντιφατική.
Επί κεφαλαιοκρατίας παρατηρείται λοιπόν μια αναβάθμιση του ρόλου της
εκπαίδευσης που αφορά κατ’ εξοχήν τη στενότερη σύνδεσή της με τις ανάγκες
της παραγωγής (στο ερευνητικό πεδίο, αλλά και από την άποψη της παιδείας -
εκπαίδευσης του υποκειμένου της εργασίας, ικανού τουλάχιστον για χειρισμό
μηχανών), αλλά και μια οργανικότερη σύνδεση με το μηχανισμό παραγωγής και
αναπαραγωγής του όλου πλέγματος των σχέσεων παραγωγής, που εδράζονται
στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας μέσω της άντλησης υπεραξίας.
Η ειδική οικονομική μορφή με την οποία αντλείται η υπερεργασία από τους
άμεσους παραγωγούς, καθορίζει και τις εξουσιαστικές σχέσεις με την ειδική
πολιτική μορφή τους, τις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής - όπως αυτές
αναφύονται από την ίδια την παραγωγή-, σχέσεις οι οποίες με τη σειρά τους
αντεπιδρούν καθοριστικά στην τελευταία (Κ. Μαρξ, 1978, τ. 3 σελ. 972).
Επομένως «στην άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με τους
άμεσους παραγωγούς... βρίσκουμε το ενδότατο μυστικό, την κρυμμένη βάση
όλης της κοινωνικής συγκρότησης, επομένως και της πολιτικής μορφής της
σχέσης κυριαρχίας και εξάρτησης...της κάθε φορά ειδικής μορφής» (Κ. Μαρξ,
στο ίδιο). Είναι σκόπιμο να σταθούμε αναλυτικότερα στο εξουσιαστικό
φαινόμενο και στις παιδαγωγικές του διαστάσεις.
Η εξουσία είναι ένα σύνθετο πεδίο δραστηριότητας (πράξεων), κοινωνικής
συνείδησης (και αυτοσυνείδησης), κοινωνικών σχέσεων, συσσωματώσεων,
οργανώσεων ανθρώπων (παρατάξεων, κομμάτων κλπ), θεσμών, αλλά και
υλικών μέσων του εποικοδομήματος για τη διασφάλιση (βίαια ή μη,
κατασταλτικά ή συναινετικά) της υπαγωγής των ανθρώπων στους κανόνες και
τις φερόμενες ως γενικές κοινωνικές σκοποθεσίες του εκάστοτε ιστορικά
συγκεκριμένου τύπου διοίκησης. Το εξουσιαστικό φαινόμενο εδράζεται στην
ύπαρξη ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης υλικών συμφερόντων
μεταξύ ατόμων και κοινωνίας, μεταξύ ατόμων και μέρους της κοινωνίας ή και
του κοινωνικού συνόλου. Η εξουσία ασκείται από τους εκάστοτε νικητές της
παραπάνω διαπάλης και του αντίστοιχου συσχετισμού δυνάμεων, τα υλικά
συμφέροντα των οποίων επιβάλλονται επί νικητών και ηττημένων ως
κοινωνικά συμφέροντα (δίκαιο, κανόνες, θεσμοί κλπ.). Είναι λοιπόν προϊόν,
αλλά και όρος αυτής της διαπάλης, και υπό αυτή την ιδιότητα διαποτίζει και
τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, επηρεάζοντας τον χαρακτήρα της παιδαγωγικής
αλληλεπίδρασης.
Η καθ’ εαυτή πολιτική εξουσία διακρίνεται από τις υπόλοιπες μορφές
κυριαρχίας και υποταγής (φυσική, κοινοτική, οικογενειακή, θρησκευτική κλπ)
και συγκροτεί σχετικά αυτοτελές συγκρουσιακό πεδίο επί κεφαλαιοκρατίας,
οπότε παρατηρείται και η διάκριση των εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική,
δικαστική), ενώ βαθμιαία εκλεπτύνονται και εμπλουτίζονται τα μέσα και οι
220
τρόποι άσκησής της και οι χειραγωγικές λειτουργίες της. Η διάκριση αυτή
συνδέεται με την προαναφερθείσα διάκριση του άμεσου παραγωγού από τους
εμπράγματους όρους της παραγωγής, ιδιαίτερα μέσω της εκμηχάνισης της
παραγωγής και της μετάβασης από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της
εργασίας στο κεφάλαιο (που έχει ως επακόλουθο και τη μετάβαση από την
άμεση επιστασία και τον έλεγχο του κεφαλαιοκράτη στον καταμερισμό της
εργασίας ως τεχνολογική - απρόσωπη αναγκαιότητα). Η θεσμική – οργανωτική
έκφραση των εξουσιαστικών σχέσεων συνδέεται με το πρόβλημα της
γραφειοκρατίας, εκφάνσεις του οποίου εντός της οργανωμένης εκπαίδευσης
θα μας απασχολήσουν παρακάτω.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι επί κεφαλαιοκρατίας η παιδεία -
εκπαίδευση, ως θεσμός παραγωγής και αναπαραγωγής του υποκειμένου της
εργασίας, αλλά και του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων δια του συνειδέναι,
προσανατολίζεται στην παραγωγή και αναπαραγωγή του κοινωνικά αναγκαίου
φάσματος παραλλαγών και διαβαθμίσεων του εμπορεύματος «εργασιακή
δύναμη». Ενός εμπορεύματος με αξία χρήσης (ικανότητα δημιουργίας
πρόσθετης εργασίας, υπεπροϊόντος, εν είδει υπεραξίας στην παραγωγή) και
αξία (αξία των ζωτικών πόρων που είναι αναγκαίοι για την ύπαρξη του
εργαζόμενου, για την εκπλήρωση της «κανονικής» εργασιακής του
δραστηριότητας και για τη συντήρηση της οικογένειάς του). Ο ρόλος της
οργανωμένης εκπαίδευσης επί κεφαλαιοκρατίας είναι αποφασιστικός και από
την άποψη της καλλιέργειας μίας ομοιογενοποιημένης εθνικής
(ψευδο-)κοινότητας, απαραίτητης για τον ενιαίο οικονομικό χώρο της
κεφαλαιοκρατικής αγοράς (κατ’ αρχήν σε επίπεδο εθνικού κράτους), με
αντίστοιχη αυτοσυνείδηση (βάσει της λόγιας – επίσημης γλώσσας και
παιδείας), που συντελεί στην άμβλυνση (ή και υπέρβαση) του κληρονομημένου
από τη φεουδαρχία και τα κοινοτικά κατάλοιπα κατακερματισμού (με τις
διαλέκτους, ντοπιολαλιές, τοπικισμούς κ.ο.κ.).*
Από αυτή την άποψη το κοινωνικό συνειδέναι (γνώσεις, δεξιότητες,
ικανότητες, στάσεις, μορφές κοινωνικής συνείδησης κλπ), το σύνολο του
πολιτισμού προβάλλει ως διαθέσιμο κεκτημένο απόθεμα αξιών και η παιδεία ως
θεσμός «θεραπείας», παραγωγής, κωδικοποίησης, επιλογής παραγωγής,
κατανομής, ελέγχου, πιστοποίησης και αξιολόγησης αξιών... Εξ’ ου και η τάση
εξέτασης των προβλημάτων της παιδείας ως κατ’ εξοχήν αξιολογικών.
Περί αξιών.
Κοινωνία και εκπαίδευση στο χορό των αξιολογήσεων…
Η αξιολόγηση δεν είναι αυστηρά εσωτερική υπόθεση της εκπαιδευτικής
θεσμικότητας. Οι διαδικασίες της εκπαιδευτικής αξιολόγησης και οι σύμφυτες
με αυτές εξουσιαστικές σχέσεις, αποτελούν σημαντική μεν πλην όμως ειδική
περίπτωση, ιδιότυπο προϊόν και παράγοντα ταυτόχρονα της αξιολογικής
διάστασης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και των μορφών του
κοινωνικού συνειδέναι σε ορισμένες βαθμίδες ανάπτυξης της κοινωνίας.
Η ανάδειξη αυτής της προβληματικής απαιτεί μια συστηματική μελέτη της
διαπλοκής και αλληλεπίδρασης εκπαίδευσης - αξιολόγησης - εξουσίας στη
διάρθρωση της κοινωνικής ολότητας και στην ιστορία της κοινωνίας. Εδώ θα
περιοριστούμε σε μια συνοπτική εξέταση αυτής της προβληματικής.

*
Η εν λόγω λειτουργία είναι άκρως αντιφατική, όπως μαρτυρεί και η ελληνική εμπειρία, όπου το όλο πρόβλημα
εξέλαβε και τη διάσταση του (συνδεόμενου με το κοινωνικό πρόβλημα) γλωσσικού ζητήματος. Οι εκατέρωθεν
ακραίες τάσεις που – εκ των πραγμάτων - υιοθετήθηκαν στην πορεία αυτών των συγκρούσεων έπληξαν μεταξύ
άλλων και την ανάπτυξη της αυθεντικής και λειτουργικής λόγιας – επιστημονικής γλώσσας.
221
Όλο και πιο έντονα ακούγονται στις μέρες μας βαθυστόχαστα αλλά και
ρηχότατα λόγια περί αξιών. Αναφέρονται ιδιαίτερα στη λεγόμενη «κρίση
αξιών», στην «απουσία αξιών», στην κυριαρχία «κακών» είτε «αρνητικών»
αξιών, και στην ανάγκη προβολής «νέων» είτε «θετικών» αξιών. Οι περί αξιών
προβληματισμοί χαρακτηρίζουν νομοτελώς την ιδεολογική ατμόσφαιρα των
περιόδων κοινωνικής κρίσης σε όλες τις εκφάνσεις της (πολιτική, ιδεολογία,
τέχνες κ.λπ.).Ακόμα και οι πρόσφατες συγκρούσεις περί την παιδεία πήραν τη
μορφή σύγκρουσης αξιών.
Τι είναι όμως οι αξίες; Πρόκειται για έννοια της καθημερινής συνείδησης,
της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών με τη βοήθεια της οποίας
υποδηλώνεται η κοινωνική και ιστορική σημασία, το νόημα διαφόρων
πραγμάτων (αντικειμένων) του ανθρώπινου πολιτισμού, σχέσεων και
δραστηριοτήτων. Αρκετά διαδεδομένη είναι η άποψη ότι οι αξίες και οι
αξιολογικές κρίσεις αφορούν κυρίως το πεδίο του πνευματικού πολιτισμού, της
πνευματικής «παραγωγής», της συνείδησης και ιδιαίτερα την ηθική, την
πολιτική, την αισθητική, την τέχνη, τη θρησκεία και προφανώς την παιδεία.
Σε όλες τις γλώσσες, η ίδια η σχετική ορολογία («αξία», «αξιολόγηση»,
«τιμή», «εκτίμηση», «αποτίμηση» κλπ.) ανέκυψε από τον κόσμο των αξιακών
σχέσεων και της τιμής, ως μορφής έκφρασης της αξίας, από ένα κόσμο στον
οποίο άμεσα προβάλλει στο προσκήνιο η ποσοτική πλευρά των ανταλλακτικών
αξιών των εμπορευμάτων. Φυσικά κάθε συνείδηση και αυτοσυνείδηση
προϋποθέτει ορισμένη σύγκριση μεταξύ των ανθρώπων. Ο κάθε άνθρωπος
συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους ανθρώπους, αντιπαραβάλλει τους
ανθρώπους, τις ιδιότητες, τις ικανότητες και τη διαγωγή τους. Μ’ άλλα λόγια
προβαίνει σε μίαν εξίσωση μεταξύ των ανθρώπων, επιχειρώντας τη διάκριση
«σταθερών» και «μεταβλητών» στοιχείων τους.
Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι αυτή η συγκριτική-εξισωτική συσχέτιση
των ανθρώπων έγινε κυρίαρχη στην κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η
ανταλλαγή προϊόντων της εργασίας, της παραγωγής. Χαρακτηριστικό της
κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας είναι η εξίσωση διαφορετικών πραγμάτων, ως
οργανικό στοιχείο της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών
σχέσεων, της αγοράς. Εδώ όμως το πιο σημαντικό και ουσιώδες εμπόρευμα
(πράγμα που έχει αξία και τιμή) είναι η ικανότητα του εργάτη για εργασία,
είναι η εργασιακή δύναμη. Κυρίαρχο λοιπόν στοιχείο των κεφαλαιοκρατικών
σχέσεων, και της συνείδησης που τους αντιστοιχεί είναι η εξίσωση των
εργασιακών δυνάμεων διαφόρων ανθρώπων που πραγματοποιείται στη
λεγόμενη «αγορά εργασίας», είναι η εξισωτική τυποποίηση της ποικιλομορφίας
των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που πραγματοποιείται μέσω της
πραγματικής υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο, όταν επιτυγχάνεται το
επίπεδο της παραγωγής με μηχανές. Κοινός παρανομαστής αυτής της
εξίσωσης είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία ως ποσοτικό μέγεθος
(εργατώρες, ημέρες εργασίας κ.λπ.) άσχετα με το συγκεκριμένο περιεχόμενό
της (άσχετα με τις αξίες χρήσης που παράγει). Γι’ αυτό και προβάλλει εδώ σε
πρώτο πλάνο και στην κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων η ιδέα της
ισότητας, δηλαδή η ιδέα της ομοιότητας των απομονωμένων, των
αποξενωμένων ατόμων της κεφαλαιοκρατικής «κοινωνίας των ιδιωτών» και
όχι η ιδέα της διαφοράς ενωμένων ανθρώπων (βλ. σχετικά: Βαζιούλιν Β. Α.,
1988, σελ.171-173). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το αίτημα της ισότητας
γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρο ως σύνθημα της ανερχόμενης αστικής τάξης.
Δεν είναι μόνο η αξία των πραγμάτων-εμπορευμάτων που κυριαρχεί με το
φετιχισμό του εμπορεύματος και ιδιαίτερα με το φετιχισμό του καθολικού
222
ισοδύναμου της αξίας των εμπορευμάτων - του χρήματος. Κυρίαρχη γίνεται
(μέσω αυτού του φετιχισμού, όπως κλασικά απέδειξε ο Κ. Μαρξ) μια καθολική
αντιστροφή - φενάκη στη συνείδηση αλλά και στην πρρακτική των ανθρώπων:
τα πράγματα ανθρωποποιούνται και οι άνθρωποι, οι ανθρώπινες σχέσεις
πραγμοποιούνται (Κ.Μαρξ, 1978, τομ.1, σελ.84-97). Κορυφαία εκδήλωση αυτής
της γενικευμένης αλλοτρίωσης των ανθρώπινων σχέσεων στην
κεφαλαιοκρατία είναι το γεγονός ότι το σύνολο των ανθρώπινων δυνάμεων,
των δημιουργικών δυνατοτήτων και των κοινωνικών σχέσεων προβάλλει ως
αξιακή κλίμακα, ενώ όλοι οι κώδικες λειτουργούν μέσω του δίπολου: αξία-
απαξία. Και μάλιστα, παρά τις χαρακτηριστικές για τον μοραλισμό αυταπάτες
περί μονοσήμαντα ενοποιητικού ρόλου των αξιών, η λογική των αξιών είναι
πολεμογενής: η υιοθέτηση κάποιας αξίας συνιστά αυτομάτως οριοθέτηση και
αντιδιαστολή έναντι άλλων αξιών και των φορέων τους (Μαρκής Δ., 2000,
σελ.98). Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα η επίκληση αξιών συνιστά εκ των
ων ουκ άνευ προοίμιο κάθε πολέμου, σφαγής και θηριωδίας.
Αντίθετα, σε μια κοινωνία όπου θα δεσπόζει η ενότητα υλικών συμφερόντων,
στην αταξική κοινωνία, το κύριο δεν θα είναι πλέον η ομοιότητα διαφόρων
απομονωμένων και αλλοτριωμένων ατόμων της κατακερματισμένης κοινωνίας
των ιδιωτών, αλλά η ενότητα, η συνάφεια, η αλληλεγγύη των ανθρώπων μέσω
της αμοιβαίας διάκρισής τους. Εδώ οι άνθρωποι ως προσωπικότητες δεν θα
συνδέονται μεταξύ τους κατά κύριο λόγο επειδή παρουσιάζουν ομοιότητα με
τους άλλους ως προς κάποιο γνώρισμα (π.χ. ως προς το αν είναι ή όχι κάτοχοι
μέσων παραγωγής, πλούτου κ.λπ.), αλλά διότι ο καθ’ ένας τους θα παρουσιάζει
ενδιαφέρον για τους άλλους λόγω της ιδιομορφίας και της μοναδικότητας της
προσωπικότητάς του, συνεισφέροντας στον αμοιβαίο εμπλουτισμό των
προσωπικοτήτων. (Βαζιούλιν Β.Α. στο ίδιο).
Συνεπώς η επιλογή π.χ. μιας πράξης, η υιοθέτηση μιας στάσης, δεν
πραγματοποιείται εδώ κατά κύριο λόγο με τη σύγκριση διαφόρων αξιών,
σύμφωνα με ορισμένη «κλίμακα αξιών» (δηλαδή σύμφωνα με κάτι το ξένο, το
αλλότριο, έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένο στο άτομο - βλ. κυρίαρχες σχέσεις,
κυρίαρχη ιδεολλογία), αλλά ως κάτι που συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη
της προσωπικότητας του συγκεκριμένου ατόμου και το οποίο θα έχει ως
συνέπεια την ανάπτυξη των άλλων ανθρώπων, ως διαφορετικών από το εν
λόγω άτομο ως ιδιότυπων προσωπικοτήτων. Εδώ η επιλογή της ηθικής πράξης
πραγματοποιείται ως εσωτερική αναγκαιότητα κοινωφελούς δραστηριότητας
για τους άλλους ανθρώπους, διότι μόνο μέσω τέτοιου είδους δραστηριότητας
επιτυγχάνεται η κύρια και θεμελιώδης ανάπτυξη του δρώντος υποκειμένου.
Είναι εκ πρώτης όψεως παράλογο αυτό που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των
ανθρώπων σε μια κοινωνία κατακερματισμένη, ανταγωνιστική και
αλλοτριωμένη: αυτό που συνδέει τους αμοιβαία αποκομμένους λόγω των
υλικών συμφερόντων τους ανθρώπους, η όποια συνάφεια και συνοχή μεταξύ
τους, πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο μέσω κάποιας ομοιότητας των
αποσπασμένων στην «ιδιωτική» ατομικότητά τους ανθρώπων. Αυτό έχει ως
επακόλουθο να υπερτερεί στην κοινωνική συνείδηση αυτών των ανθρώπων η
επιδίωξη είτε να είναι ολόιδιοι, (επιφανειακά) πανομοιότυποι με τους
«άλλους», είτε να διακρίνονται μέσω της εξωτερικής (επιφανειακής)
ανομοιότητάς τους, όντας εσωτερικά πανομοιότυποι (στην καταθλιπτικά
«ομογενοποιημένη» κενότητά τους...). Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι
είναι ενεργούμενα, που οι ουσιώδεις σχέσεις, η συνάφεια και η συνοχή τους
λειτουργούν ως αλλότριο προς αυτά σύστημα αναφοράς, με την πλέον
διαδεδομένη κλίμακα αξιών, τύπων, ρόλων, κλισέ, στερεοτύπων κ.λπ. Στα
πλαίσια αυτά, οι τύποι του «κομφορμιστή» (του «σπασίκλα» κατά την μαθητική
223
ορολογία) και του αντίποδά του, που κάνει την επιφανειακή και εκκεντρική
διαφοροποίησή του αυτοσκοπό (του «αντικομφορμιστή»), ορίζουν τα επιτρεπτά
γι’ αυτό το σύστημα πλαίσια διαφοροποίησης, σε όλα τα πεδία: από το άμεσο
επίπεδο του ενισχυόμενου από τη διαφήμιση καταναλωτισμού (όπου τα
εμπορεύματα προβάλλονται είτε επειδή είναι «για όλους» είτε επειδή είναι «γι’
αυτούς που ξεχωρίζουν»), μέχρι την κατανάλωση καλλιτεχνικών προϊόντων
(μαζική τέχνη - τέχνη για τους λίγους).
Σε μια κοινωνία όμως που δεν θα είναι ανταγωνιστική και στην οποία θα
υπερτερεί η ενότητα υλικών συμφερόντων των ανθρώπων σε μίαν ολότητα, η
συνάφεια και η συνοχή τους θα πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν μέσω της
διάκρισης τους τόσο από την ολότητα όσο και μεταξύ τους. Εδώ οι άνθρωποι
δεν θα χρειάζεται να παίζουν ρόλους, να υποδύονται, να ποζάρουν. Δεν θα
υπάρχει η αντίθεση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, μεταξύ «είναι» και
«φαίνεσθαι», μεταξύ «είναι» και «δέοντος». Γι’ αυτό και στην κοινωνική
συνείδηση θα υπερτερεί η επιδίωξη των ανθρώπων να είναι ο ίδιος ο εαυτός
τους επειδή ακριβώς θα έχουν ταυτότητα ως ολόπλευρα ανεπτυγμένες
προσωπικότητες. Η διαφορά τους από τους άλλους και η ιδιοτυπία τους δεν θα
οφείλεται σε κάτι το εξωτερικό αλλά θα είναι οργανικό στοιχείο της βαθιάς
ανάπτυξης των ίδιων και των άλλων ανθρώπων.
Όπως είπαμε η συνείδηση αλλά και η γνώση των ανθρώπων προϋποθέτει τη
σύγκριση, την εξίσωση (εξομοίωση, αντιπαραβολή κλπ.). Αν όμως η συνείδηση
και η γνώση μας για τους ανθρώπους ανάγονται αποκλειστικά σε αυτή τη
σύγκριση, στην εξίσωση, οι άνθρωποι προβάλλουν ως αποκλειστικά
αποκομμένοι, αποσπασματικοί και απομονωμένοι.
Εσωτερική ενότητα είναι η ενότητα του διαφορετικού, η ενότητα μέσω της
διαφοράς. Άρα και η συνείδηση, που είναι αναπτυγμένη ως αντανάκλαση
αυτής της εσωτερικής ενότητας των ανθρώπων, είναι η συνείδηση των
ανθρώπων ως ενιαίων στη διαφορά τους. Σε αυτή την περίπτωση, η κοινωνική
σημασία και το νόημα των ανθρώπινων πράξεων (αισθημάτων, ιδεών, σκέψεων
κλπ.) δεν εξετάζονται από την άποψη του πώς τα εκτιμούν, πώς τα αξιολογούν
οι άλλοι άνθρωποι είτε η κοινωνία (για το αν είναι προς το καλύτερο είτε προς
το χειρότερο, για το αν και κατά πόσο «αξίζουν» κλπ.), δεν εξετάζονται
δηλαδή με κάποια εξωτερικά μέτρα και σταθμά, με κάποια εξωτερικά κριτήρια
(πρότυπα, γνώμονες, μοντέλα κλπ.), αλλά από την άποψη του κατά πόσον
εντάσσονται στον ίδιο τον πυρήνα της προσωπικότητας, δεδομένου ότι η
ηθικότητα της προσωπικότητας συμπίπτει με την ανάπτυξη του ατόμου ως
προσωπικότητας.
Όσο οι διάφορες εκδηλώσεις του πολιτισμού (ιδεώδη, αρχές, επιδιώξεις κλπ.)
παραμένουν κατ’ εξοχήν αξίες, βιώνονται και συνειδητοποιούνται ως αξίες,-
δηλαδή ως κάτι το εξωτερικό για το άτομο και παρακείμενο σε αυτό, ως κάτι
το οποίο υπάρχει πέρα από το άτομο και με το οποίο το άτομο συγκρίνει
(εξισώνει, αντιπαραβάλλει, αξιολογεί) τον εαυτό του και τους άλλους, - η
ηθικότητα της προσωπικότητας κατά βάση δεν συμπίπτει με κάτι άλλο που
είναι ουσιώδες για την ανάπτυξη του ατόμου ως προσωπικότητας. Κατ’ αυτό
τον τρόπο η ανάπτυξη της προσωπικότητας στο ηθικό πεδίο αποβαίνει
ταυτόχρονα καταστροφική για κάποιες άλλες πλευρές του ατόμου ως
προσωπικότητας. Αυτό σημαίνει ότι η ίδια η ύπαρξη των αξιών είναι εκδήλωση
της φθοροποιού και συχνά καταστροφικής αντιφατικότητας της κοινωνικής
συνείδησης και της προσωπικότητας στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής
«προϊστορίας» της ανθρωπότητας. Η εν λόγω αντιφατικότητα συνιστά
βιωματική «εσωτερίκευση» της διάστασης δημόσιου και ιδιωτικού βίου στο
224
πεδίο της ηθικής.
Οι αξίες, ως υπερατομικής και υπερυποκειμενικής ισχύος κανονιστικές
ιδεατές σχέσεις που διασφαλίζουν τη διυποκειμενική συναίνεση κατά την
επιλογή στάσεων ζωής, σκοποθεσιών και συμπεριφορών, υποδηλώνουν ακριβώς
την αντίφαση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων, παρωθήσεων,
επιδιώξεων, κριτηρίων, προτύπων κλπ. της προσωπικότητας η οποία συνιστά
κατά κάποιο τρόπο την «εσωτερίκευση» και «εξατομίκευση» της
αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη βαθμίδα ιστορικής
ανάπτυξης της κοινωνίας.
Ως αξίες προβάλλουν λοιπόν σημαντικές πτυχές της κοινωνικής συνείδησης
και του εποικοδομήματος, διάφορα ιδεώδη, «οράματα», θεσμοί, σύμβολα,
συνδηλωτικά στοιχεία γοήτρου κλπ. στις κοινωνίες με διαφορετικά
συμφέροντα, είτε όταν αυτά (τα ιδεώδη κλπ.) υπερυψώνονται στο υπέρ-φυσικό,
υπέρ-κοινωνικό και άρα υπέρ-ιστορικό (βλέπε αντί-ιστορικό) πεδίο της
«καθαρής» δεοντολογίας, είτε όταν σύρονται στο αγοραίο πεδίο της
αγοραπωλησίας ως εμπορεύσιμα και διατιμώμενα αγαθά (όσο κι αν «η τιμή
τιμή δεν έχει», όλο και κάποιο τίμημα βρίσκεται…).
Ο κοινός νους και η καθημερινή συνείδηση από μόνοι τους δεν είναι ικανοί
να εξηγήσουν θεωρητικά τη θέση, το ρόλο και τον ιστορικά παροδικό
χαρακτήρα των αξιών στην κοινωνία, δεν μπορούν να απαλλαγούν από τον
υπερατομικό, υπερυποκειμενικό κλπ. τρόπο αντιμετώπισης του κόσμου των
αξιών. Γι’ αυτό και κάνουν λόγο περί «αιώνιων», «άφθαρτων» κλπ. αξιών. Γι’
αυτό και χρησιμοποιούν τους όρους «αξίες», «ιδανικά», «ιδεώδη», «οράματα»
κλπ. ως συνώνυμα. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τις
διαφωτιστικές αυταπάτες των εκπαιδευτικών.
Μια ολόκληρη ποικιλόμορφη παράδοση της φιλοσοφίας και της
κοινωνιολογίας, η «αξιολογία», αναλώνεται σε διαφόρων ειδών ερμηνείες και
θεωρητικοποιήσεις αυτής της τρέχουσας και κυρίαρχης στην κεφαλαιοκρατία
αντίληψης περί αξιών, με κύριο χαρακτηριστικό στοιχείο της την αντιιστορική
- και άρα απολογητική για το καθεστώς - θεώρηση των προβλημάτων που
αναφέραμε συνοπτικά παραπάνω. (βλ. σχετικά τις εύστοχες επισημάνσεις του
Μαρκή Δ., και για την αξιολογική άποψη: Παπανούτσος Ε., Βορέας Θ. κ.α.).
Παρατηρούμε μάλιστα ότι η αξιολογική προβληματική συνιστά κατά κάποιο
τρόπο αδιαμφισβήτητο σημείο επαφής του δίπολου θετικιστικού
επιστημονισμού - ανθρωπιστικού αντιεπιστημονισμού.(βλ. σχετικά: Δαφέρμος
Μ., Σάαντ Ρ. ). Υπήρξαν και απόπειρες μαρξιστικής (ή μαρξίζουσας) αναφοράς
διανοουμένων και ρευμάτων να συγκροτήσουν συστήματα «μαρξιστικής
αξιολογίας» και «ανθρωπολογίας». ( π.χ. Ψυχοπαίδης Κ., Σκαμνάκης Θ., Μαϊλης
Μ., Μαμάτσης Τ., Μπέλλου Ε. κ.α.). Οι τάσεις αυτές επανέρχονται σήμερα στο
προσκήνιο αντανακλώντας νοοτροπίες και διαθέσεις της κοινωνικής
ψυχολογίας της εποχής μας. Η έπαρση που χαρακτηρίζει τις απόψεις περί του
δήθεν τέλους της ιστορίας και νίκης των «αιώνιων» και «πανανθρώπινων»
αξιών της κεφαλαιοκρατικής βαρβαρότητας, έχει ως αντίποδα την προβολή
εναλλακτικών αξιών και απόπειρες «θεμελίωσης σοσιαλιστικών αξιών» εν
πολλοίς ουτοπικού, μεσσιανικού και μυστικιστικού χαρακτήρα.
Συχνά η προσήλωση σε ανθρωπιστικές αρχές και παραδόσεις (ιδιαίτερα όταν
είναι κατεξοχήν αμυντικού χαρακτήρα) αυτοπροβάλλεται (και εν πολλοίς είναι)
ως προσήλωση σε άλλες αξίες «που αντέχουν στο χρόνο», στις αξίες π.χ. της
συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της εργασίας κλπ.
Είναι άραγε όλα αυτά αξίες; Τι είδους συλλογικότητα θα ήταν π.χ. μια
συλλογικότητα ως αξία (ως έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένη); Πώς
225
εναρμονίζεται αυτή η θεώρηση με την ολόπλευρη ανάπτυξη (βλ.
αυτοανάπτυξη) της προσωπικότητας και με την προοπτική ενοποίησης της
ανθρωπότητας; Τι είδους αξία μπορεί να είναι η εργασία; Ποια εργασία, η
εργασία τίνος, σε ποιο επίπεδο ανάπτυξης του καταμερισμού εργασίας, των
παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής; Ακόμα και αν
αγνοήσουμε τη σύγχυση και θεωρήσουμε την αξία ως ιδεώδες: μπορεί π.χ. να
συνιστά «ανθρωπιστικό ιδεώδες» η μονότονη, επίπονη, εξαντλητική κλπ.
εργασία, η εργασία που μόνο ως «κατάρα» (Μαρξ) και κατάντια βιώνεται από
τον μισθωτό εργάτη;
Ένα από τα χαρακτηριστικά της «αξιολογικής» συνείδησης είναι ότι ανάγει
τη γνώση σε αξία και σε σχέση προς ήδη υπάρχουσες αξίες (στάσεις, θεωρίες,
ιδέες κλπ.), γεγονός που αποδεικνύει το δογματικό τελικά χαρακτήρα της και
την εγγενή αδυναμία της να προωθήσει την έρευνα και τη θεωρία. Ορισμένη
βαθμίδα του θεωρητικού κεκτημένου προβάλλει εδώ (και βιώνεται) ως
διατηρητέα αξία αφ’ εαυτής, ενώ κάθε απόπειρα κριτικής θεώρησης και
ανάπτυξης αυτού του κεκτημένου αντιμετωπίζεται ως ιερόσυλη και
υπονομευτική.
Η μεταμοντέρνα απόπειρα διάλυσης κάθε συγκροτημένης ανάπτυξης της
γνώσης και του νοείν εν γένει στη διακειμενικότητα συνιστά αντεστραμμένη
μορφή αυτού του δογματισμού. Η κοινωνική θεωρία οφείλει να εξηγεί τις αξίες
ως συγκεκριμένα ιστορικά φαινόμενα, και να θεμελιώνει την πρακτική
παρέμβαση σε αυτά. Η παρέμβαση όμως αυτή δεν μπορεί να ανάγεται σε απλή
καταγραφή «θετικών» και «αρνητικών» αξιών τονίζοντας απλώς τις
«θετικές».
«Αξιοκρατία» και «ίσες ευκαιρίες»…
Το ιδεολόγημα της «αξιοκρατίας» (που γίνεται πάλι της «μόδας» στις μέρες
μας, μαζί με τους περί εκσυγχρονισμού πομφόλυγες) εκφράζει παραστατικά το
μηχανισμό ιδεολογικής αφομοίωσης των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών
σχέσεων και της κυρίαρχης ιδεολογίας της αστικής τάξης: ο καθ’ ένας πρέπει
να συμμορφώνεται με τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία γιατί κατέχει
αυτό που αξίζει( Young M., Bell D. κ.α.). Τα περί «γνήσιας», «άδολης», «μη
πελατειακής» κλπ. αξιοκρατίας δεν θίγουν την ουσία του προβλήματος. Απλώς
μεταθέτουν παρελκυστικά το όλο πρόβλημα στην πιο «αντικειμενική»
αποτίμηση, στην «καλύτερη» αξιολόγηση, στον «σωστό» καθορισμό της
«τιμής» που πρεσβεύει το κάθε άτομο, η κάθε κοινωνική ομάδα και τάξη στο
παζάρι των αξιών, στην αγορά «αξίων» και «αναξίων»...Επιτείνουν επιπλέον
τη σύγχυση μιας και «οι αξίες είναι μάλλον κινητοί «τόποι» αξιολόγησης, που
μόνο οπορτουνιστικά μπορούν να λειτουργήσουν»(Μαρκής Δ. 2000, σελ. 99).
Στα ιδεολογήματα περί αξιοκρατίας έχουμε τον εκφυλισμό των αιτημάτων
της ανερχόμενης αστικής τάξης περί ισότητας και ελευθερίας. Η αναθεώρηση
των αξιακών καταβολών της αστικής τάξης που κυριαρχεί στις μέρες μας,
εκδηλώνεται με εκείνο τον ακραίο μινιμαλισμό, που παραιτείται από κάθε
θετικό προσδιορισμό της καταπολέμησης της ανισότητας και της
ανελευθερίας, και περιορίζεται αρνητικά στους όρους εδραίωσης της
αδιαμφισβήτητης πλέον ανισότητας και ανελευθερίας. Εδώ τα αιτήματα αυτά
επαναπροσδιορίζονται υποβαθμιζόμενα στην τυπική αρχή των «ίσων ευκαιριών
ή δυνατοτήτων» (Bell D. 1979, σελ. 29). Μέσω αυτής της αρχής
πραγματοποιείται μια εδραίωση του ανταγωνισμού ως βασικής αρχής του
κυρίαρχου τρόπου ζωής. Ο ανταγωνισμός αυτός έχει νόημα στο βαθμό που
αναδεικνύει, δομεί, εγκαθιδρύει και επικυρώνει ιεραρχικά συστήματα
κοινωνικών ελίτ. Επειδή τα κριτήρια είναι ασαφή και διάχυτα και οι δοκιμασίες
226
αλλεπάλληλες, το άτομο ενστερνίζεται το κόστος και τη μόνιμη απειλή της
αποτυχίας ως προσωπική ενοχή και βρίσκεται σε μόνιμη ανασφάλεια. Η
κατάσταση αυτή το καθιστά πρόσφορο για εξουσιαστική χειραγώγηση και
αποδομεί την προσωπικότητά του, μέσω υποκατάστατων καταξίωσης δια του
έχειν, σ’ ένα φαύλο κύκλο «καταναλωτικής ιδιωτείας που επιτείνει την
ανασφάλεια και τα αδιέξοδα» (From E. 1970, σελ. 91-93). Εδώ έχουμε
υποκατάσταση της όποιας επιδίωξης ηθικής ελευθερίας από το κυνήγι της
«επιτυχίας», από την «οικονομική ελευθερία», που ανάγεται σε δυνατότητα
απόκτησης κατά το δυνατόν περισσότερων αντικειμένων κύρους
(καταναλωτισμός) (Lauer Q. , σελ. 163.).Σ’ αυτή τη διαδικασία, η περί
ελευθερίας αντίληψη (ούτως ή άλλως τυπικά και αρνητικά προσδιοριζόμενη
στην αστική παράδοση) γίνεται πλήρως διαδικαστική: ανάγεται στη
δυνατότητα επιλογής σκοπών. Η επιλογή αυτή - κατά τα αξιοκρατικά
ιδεολογήματα - εναπόκειται αποκλειστικά στην διακριττική ευχέρεια του
ατόμου, θεωρείται ζήτημα της «ελεύθερης βούλησής» του. Η «ισότητα
ευκαιριών» ταυτίζεται συνήθως με την «ισότητα αφετηριακών συνθηκών». Το
ιδεολόγημα των «ίσων ευκαιριών» ως από μηχανής θεός της «αξιοκρατίας»
έρχεται να καθαγιάσει τον ανθρωποφάγο ανταγωνισμό ως υποκατάστατο κάθε
αιτήματος κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι φορείς αυτών των ιδεολογημάτων αντιπαρέρχονται ταχυδακτυλουργικά -
παρελκυστικά τον αντιεπιστημονικό χαρακτήρα και το παράλογο αυτών των
ιδεών αναγορεύοντάς τις σε αξιολογική αρχή δεοντολογικού χαρακτήρα: Ο
καθ’ ένας μπορεί (ή δεν μπορεί) να πράξει (η να μη πράξει) ότι επιτρέπεται (ή
απαγορεύεται) από έναν καθολικής ισχύος κανόνα. Το όλο πρόβλημα ανάγεται
στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου (Μάλτσεφ Γ.Β.,σελ.54). Κατ’ αυτόν
τον τρόπο ίσες δεν είναι οι πραγματικές δυνατότητες των μελών της
κοινωνίας, αλλά αυτό που επιτρέπεται ή απαγορεύεται, το πλαίσιο (ο τύπος)
και οι απαγορεύσεις της θεσμικότητας. Οι άνθρωποι ως «φύσει» κοινωνικά
ζώα, δηλαδή «ως…ιδιοτελείς, φιλόδοξοι και ρέκτες…θα μπορεί να αφήνονται
να προοδεύουν ανάλογα με τις δεξιότητες και τις ικανότητες τους, αρκεί να
εμφανίζονται ίσοις όροις στην «αφετηρία». Εφεξής ο καθ’ ένας θα
απολαμβάνει τους άνισους καρπούς των άνισα αποτελεσματικών ατομικών του
κόπων. Το «αντικείμενο» της κοινωνικής δικαιοσύνης επικεντρώνεται στους
όρους διεξαγωγής του κοινωνικού ανταγωνισμού και όχι στα αποτελέσματά
του»(Τσουκαλάς Κ., 2000). Ο κυνισμός αυτής της αξιολογικής αντίληψης
δικαιολογεί τη συμβίωση των αξιοκρατικών ιδεολογημάτων με τον κοινωνικό
δαρβινισμό, την ευγονική και ποικίλες εκδοχές βιολογικής ερμηνείας της
φύσης του ανθρώπου (π.χ. με τον φυλετισμό).
Η εμμονή στην αναζήτηση «άδολων» τεχνικών και «αντικειμενικών
κριτηρίων» αξιολόγησης συνιστά τον πυρήνα αυτής της φενάκης. Συχνά πίσω
από αυτή την εμμονή κρύβεται η σκοπιμότητα να εξυψωθεί τεχνηέντως η
κοινωνική αξία της ελίτ των «αρίστων» και «προικισμένων» ει δυνατόν
υπεράνω του πεδίου διαμόρφωσης της στατιστικά ισχύουσας αφηρημένης
εργασίας, φορείς της οποίας είναι όσοι εξαναγκάζονται στη μισθωτή
αβεβαιότητα του απασχολήσιμου. Είναι πρόδηλο ότι το εξετασιοκεντρικό
εκπαιδευτικό σύστημα προσφέρεται ως προνομιακό πεδίο δοκιμιών αυτών των
ιδεολογημάτων, ιδιαίτερα μέσω της κατανεμητικής λειτουργίας του. Είναι
ένας δοκιμασμένος τρόπος διατήρησης της ταξικής δομής της κοινωνίας
μέσω του στατιστικά εξασφαλισμένου αποκλεισμού των παιδιών με κατώτερη
κοινωνικό-οικονομική προέλευση ( Brunner J., σελ.71). Κατ’ αυτό τον τρόπο, η
αξιολόγηση ως εφαρμοσμένη εκδοχή του ιδεολογήματος των «ίσων
ευκαιριών», αντί να διασφαλίζει την ισότητα «εκλογικεύει την ανισότητα και
227
αντί να κατατείνει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποτελεσμάτων της
αγοραίας λογικής, δικαιώνει την όξυνσή τους» (Τσουκαλάς Κ., 2000).
Ο κατανεμητικός και εξουσιαστικός ρόλος της οργανωμένης εκπαίδευσης
επί κεφαλαιοκρατίας πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν μέσω της άμεσης ή
έμμεσης ποικιλόμορφης και πανταχού παρούσας αξιολόγησης. Η τελευταία
επιτελεί το έργο της μέσω της αποπροσωποποίησης - γραφειοκρατικοποίησης
της ιεραρχικής εκπαιδευτικής θεσμικότητας και της ακραίας εξατομίκευσης
(μέσω του αμείλικτου ανταγωνισμού, μέσω της κατάτμησης και της άρνησης
του συλλογικού) εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων.
Γραφειοκρατική ιεραρχία, αξιολόγηση και παραμορφώσεις γνωστικών
υποκειμένων και αντικειμένων.
Η γραφειοκρατικοποίηση της εκπαίδευσης, μ’ ένα ιεραρχικό καταμερισμό
αρμοδιοτήτων και αξιωμάτων, με μιαν οργάνωση που διέπεται από τυπικούς
και απρόσωπους κανόνες καθολικής ισχύος, ενισχύει την επίφαση της
αμερόληπτης, «υπερταξικής» και εμφορούμενης από το «γενικό συμφέρον»
λειτουργίας (γενικότερα περί γραφειοκρατίας βλ. Παυλίδης Π. 2001). Η
αμοιβαία επικύρωση γνώσης και εξουσίας που προαναφέραμε αποκτά μια
μορφή πυραμιδωτής ιεραρχίας - μονόδρομου στα πλαίσια της οποίας η
εγκυρότητα γνώσης και αρμοδιοτήτων είναι φθίνουσα από επάνω προς τα
κάτω. Η γνώση εκτός από την χρηστική αξία του ειδέναι, αποκτά και μια
συμβολική συνιστώσα. Οι κατακερματισμένες γνώσεις καθαγιάζονται θεσμικά
μέσω της επίσημης παιδείας, η οποία τις ταξινομεί και τις «παρέχει» δεόντως.
Αλλά και η εξουσία καθαγιάζεται και νομιμοποιείται και ως φορέας της
παρεχόμενης γνώσης, δεδομένου ότι η γραφειοκρατική ιεραρχία προβάλλει και
ως ιεραρχία της γνώσης. Αυτή η αντικειμενική φαινομενικότητα, είναι η
αντικειμενική βάση ποικίλων μορφών κοινωνιολογισμού, οι οποίες ανάγουν
συλλήβδην τη γνώση και την επιστήμη σε εξουσιαστικό – χειραγωγικό
εργαλείο.
Στα πλαίσια αυτής της ιεραρχίας και της γραφειοκρατικής τυποποίησης του
περιεχόμενου των μαθημάτων, των πακέτων βοηθημάτων (σχολικών και
φροντιστηριακών), των «αντικειμενικών στόχων», των δοκιμασιών-
διαγωνισμάτων, των εποπτικών υλικών, των κριτηρίων αξιολόγησης κλπ.
πραγματοποιείται στο εσωτερικό της εκπαίδευσης μια απόσπαση της
εκπόνησης της γνώσης και της σκοποθεσίας από την εκτελεστική παιδαγωγική
καθημερινότητα (Apple M., σελ., 214-226).
Οι επιπτώσεις αυτής της απόσπασης είναι ιδιαίτερα ολέθριες στην
πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όπου μέσω αυτής της απόσπασης της έρευνας από
την παιδαγωγική πρακτική, γίνεται αμεσότερη η υπαγωγή της επιστήμης στο
κεφάλαιο και υπονομεύεται εκ θεμελίων η καλλιέργεια προσωπικοτήτων με
εφευρετικές ερευνητικές ικανότητες.
Η επεξεργασία γνώσεων και ανθρώπων γίνεται στο έπακρο
κατακερματισμένη, διαβαθμισμένη και πολυεπίπεδη, ώστε να ανταποκρίνεται
πρωτίστως στις ποικίλες ανάγκες του αντίστοιχου καταμερισμού της εργασίας
(ποικίλων βαθμών ειδίκευσης, συνθετότητας και περιπλοκότητας), αλλά και
στην κοινωνική διαστρωμάτωση, ως έκφανση αυτού του καταμερισμού.
Ο διττός χαρακτήρας της εργασίας ( αφηρημένη – συγκεκριμένη ) επί
κεφαλαιοκρατίας, ως αποτέλεσμα του ιστορικά συγκεκριμένου καταμερισμού
της εργασίας, επηρεάζει το σύνολο της αστικής κοινωνικής συνείδησης, την
επικρατούσα νόηση (τρόπο σκέψης). Δεδομένου ότι εδώ υπερτερεί η τάση της
διαίρεσης, του κατακερματισμού (και μάλιστα άκρως ανταγωνιστικού) έναντι
228
της τάσης προς ενοποίηση της εργασίας, χαρακτηριστικό της αστικής
συνείδησης είναι η κυριαρχία της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της
διάνοιας, η οποία απολυτοποιείται και ενισχύεται από ένα ολόκληρο πλέγμα
κοινωνικών - πολιτισμικών όρων (π.χ. υποδουλωτικός καταμερισμός της
εργασίας και στο εσωτερικό της επιστήμης, φετιχιστικές αυταπάτες, επίπεδο
ανάπτυξης της επιστήμης συνολικά αλλά και του στοχαστή κλπ.). Όπως
αναφέραμε παραπάνω, η εμπλοκή της νόησης, αλλά και της «φιλοσοφίας» που
διέπει την οργανωμένη εκπαίδευση στο επίπεδο της διάνοιας, επιτείνει την
εμπλοκή της οργανωμένης από το αστικό κράτος (συλλογικό κεφαλαιοκράτη)
παιδείας σε άγονες παλινωδίες μεταξύ παραδοσιακής τιθάσευσης δια της
«κλασικής ανθρωπιστικής παιδείας» (αναγόμενης σήμερα σε ενατενιστικού
χαρακτήρα ρηχή ευρυμάθεια και φορμαλισμό) και θετικιστικά (έως και
πραγματιστικά) εννοούμενης «χρησιμοθηρικής εκπαίδευσης» (με όλα τα
συμπαρομαρτούντα της στενόμυαλης ειδίκευσης και του «επαγγελματικού
κρετινισμού»), μεταξύ εσωτερικής τάξης – πειθάρχησης και εξωτερικής
χρησιμότητας (Ρίχτα Ρ. σελ. 150 - 151). Στα πλαίσια της άγουσας σήμερα
χρησιμοθηρικής τάση του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος, με την επίκληση
της ανάγκης «σύνδεσης της εκπαίδευσης με την παραγωγή» και στο πνεύμα
των αστικών τεχνοκρατικών ιδεολογημάτων περί δήθεν κοινωνικά ουδέτερης
και αναπόδραστης τεχνολογικής προόδου δίκην φυσικού φαινομένου, εκείνο
που προωθείται στην πράξη είναι η πλέον άμεση και απροκάλυπτη υπαγωγή της
εκπαίδευσης στις τρέχουσες και απώτερες ανάγκες της κερδοφορίας του
ισχυρότερου μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Αυτός ο υποδουλωτικός καταμερισμός της εργασίας υπονομεύει και το
περιεχόμενο της μαθησιακής διαδικασίας. Η περί του αντικειμένου γνώση
υποκαθίσταται από ένα σύστημα φραστικών αναφορών στο αντικείμενο
(αποκομμένων από την πρακτική και γνωστική σχέση προς αυτό), το οποίο
τείνει να «εμφυτεύεται» ως κάτι που είναι αδιάφορο προς το αντικείμενο. Η
«γνώση» προβάλλει εδώ ως ένα σύστημα λέξεων, όρων, συμβόλων, τύπων,
παραστάσεων, κ.ο.κ. αρθρωμένων σε σταθερούς, επιβεβλημένους και
νομιμοποιημένους από τη χρήση συνδυασμούς προτάσεων και συστημάτων
προτάσεων (από τη γλώσσα της επιστήμης , το λεξιλογικό της απόθεμα με την
αντίστοιχη συντακτική οργάνωση – δομή). Έτσι το αντικείμενο υποκαθίσταται
από το λεκτικοποιημένο αντικείμενο, και το όλο πρόβλημα ανάγεται στην
«ορθή» λεκτικοποίηση του εισέτι μη λεκτικοποιημένου υλικού, ενώ το
αντικείμενο ανάγεται στο χάος του αισθητηριακού υλικού δηλ. αυτού που δεν
γνωρίζουμε περί του αντικειμένου. Εξυπακούεται ότι η εν λόγω λεκτικοποίηση
απέχει πόρρω από τον αναπτυσσόμενο εννοιολογικό – κατηγοριακό εξοπλισμό
της ζωντανής αναπτυσσόμενης γνωστικής διαδικασίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο
διαμορφώνεται ορισμένος τύπος ψυχισμού, για τον οποίο η γλώσσα (οι λέξεις)
δεν είναι μέσο προσοικείωσης του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά τουναντίον, ο
εξωτερικός κόσμος (εν είδει σχημάτων, θραυσμάτων και παραδειγμάτων)
αποκτά τη σημασία του εξωτερικού μέσου αφομοίωσης και ενίσχυσης των
λεκτικών τύπων, οι οποίοι προβάλλουν μάλιστα ως το αυθεντικό γνωστικό
αντικείμενο (αυτή η αντιστροφή απολυτοποιούμενη λειτουργεί εν πολλοίς ως
γνωσιολογική βάση της διάδοσης ιδεολογημάτων νεοθετικιστικού τύπου).
Φυσικά αυτός ο τύπος ψυχισμού αδυνατεί να υπερβεί τα όρια της εμπλοκής
στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, της δογματικής τυποποίησης –
λεκτικοποίησης του αντικειμένου του και αδυνατεί να το συσχετίσει με την
εμπειρική – πρακτική πραγματικότητα. Τότε (και συνήθως παράλληλα με τους
θιασώτες της γείωσης της εκπαίδευσης στην πρακτική των εφήμερων
αγοραίων αναγκών) παρεμβαίνει άλλος ένας κρίκος του υποδουλωτικού
καταμερισμού της εργασίας στην εκπαίδευση – οι «μέθοδοι διδασκαλίας» -
229
εισηγούμενος πλείστα όσα «εποπτικά μέσα διδασκαλίας». Μόνο που τα
τελευταία κατά κανόνα δεν είναι παρά μόνο οπτικοποιήσεις του ως άνω
λεκτικοποιημένου σχήματος…έτσι παγιώνεται και αναπαράγεται το
βραχυκύκλωμα – εμπλοκή της εκπαίδευσης σε υποκατάστατα γνώσης, με
αντίστοιχο ευνουχισμό της νοητικής ικανότητας ( Илиенков, 1991).
Η εισαγωγή των «νέων τεχνολογιών» της πληροφορικής, της ψηφιοποίησης
των εποπτικών μέσων, της εικονικής πραγματικότητας και του Internet, που
προβάλλεται δημαγωγικά ως πανάκεια για αναβάθμιση της εκπαίδευσης, με
αμετάβλητο το όλο πλαίσιο, τις κατευθύνσεις, τη δομή και τις λειτουργίες της
εκπαίδευσης, μπορεί να οδηγήσει αυτή την εμπλοκή σε ολέθρια αποτελέσματα.
Μπορεί να επιτείνει την υποβάθμιση της γνωστικής διαδικασίας σε
παραστατική αναπαραγωγή τυποποιημένης πληροφορίας, είτε ακόμα και να
οδηγήσει σε εγκλωβισμό εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων στο χαώδες
συμφυρματικό πληροφοριακό zapping της «εικονικής πραγματικότητας», με
ανεπανόρθωτη υπονόμευση κάθε λογικής συνέπειας, κριτικής στάσης και
νοητικής πειθαρχίας… Εάν λ.χ. ο εικονογράφος του παραδοσιακού σχολικού
βιβλίου δεσμευόταν από ορισμένες στοιχειώδεις αξιώσεις αναπαραστατικού
ρεαλισμού, οι δυνατότητες της σύγχρονης ψηφιακής επεξεργασίας
παραστάσεων της εικονικής πραγματικότητας δεν παρέχουν μόνο απείρως
μεγαλύτερη ευχέρεια δημιουργικών οπτικοποιήσεων, αλλά και τη δυνατότητα
οπτικοποίησης κάθε λεκτικοποιημένης ή μη ανορθολογικής αυθαιρεσίας,
προσπελάσιμης μάλιστα από ηλικιακές ομάδες και υπό όρους, οι οποίοι κάθε
άλλο παρά εξασφαλίζουν την κριτική επεξεργασία των προσφερόμενων
παραστάσεων. Ανακύπτει κατ’ αυτό τον τρόπο ο κίνδυνος αναβίωσης της
πρωτόγονης ανορθολογικής «καθολικής αιτιοκρατίας» (όπου κάθε τι μπορεί να
προκύψει από τα πάντα – βλ. σχετικά: Πατέλης, 1999, σελ. 114) σε μια τεχνική
βάση που παρέχει θεμελιώδεις δυνατότητες καταστροφής του λόγου.
Η εκ των προτέρων ιεραρχημένη και αξιολογημένη γνώση ως επιλεκτικός
συμφυρματικός, μονολογικός, αυταπόδεικτος και ιεροποιημένος λόγος της
διδακτέας ύλης (με τις εύγλωττες σιωπές, παραλήψεις και αντιφάσεις της),
αλληλεπιδρά με αποστολείς και παραλήπτες (Φραγκουδάκη Α., 1987, σελ. 235).
Η κατακερματισμένη γνώση, υποβαθμιζόμενη σε πληροφορία προς
αναπαραγωγή, εγκεκριμένη και ταξινομημένη κατά μαθήματα, υπονομεύει τις
δυνατότητες δημιουργικής κοσμοθεωρητικής σύνθεσης. Οι παρεχόμενες
γνώσεις υπάγονται πλέον σαφέστερα σε εξωεπιστημονικά κριτήρια κερδώας
αποδοτικότητας, κατακερματίζονται σε βραχύβιες ενότητες
προσανατολισμένες εργαλειακά στα κελεύσματα της αγοράς. Στο προσκήνιο
προβάλλει ο χρησιμοθηρικά εννοούμενος «επαγγελματισμός», ο εμπειρισμός
και η αποσπασματικότητα, ενώ η παιδαγωγική αλληλεπίδραση σε μαζική
κλίμακα υπάγεται σε προπονητικές αρχές, στη δάμαση, τιθάσευση και
καταστολή εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, που οδηγεί σε διανοητικό
ευνουχισμό, σε ηθική κενότητα και σε πολιτισμική σχιζοφρένεια. (Sharp R.,
σελ.5, Silberman Ch. Σελ.VII). Το πρόβλημα επιτείνεται με την προβολή
σκοταδιστικών και αντιεπιστημονικών δογμάτων ως ισάξιας ισχύος και
εγκυρότητας με επιστημονικές θέσεις (βλ. τις σχιζοφρενικές επιπτώσεις της
επιβολής των θρησκευτικών).
Η συμμόρφωση, η υποταγή και η πειθάρχηση στην κυρίαρχη κλίμακα αξιών
επιτυγχάνεται και μέσω ενός «κρυφού αναλυτικού προγράμματος» (Apple M.
W., 1993, σελ.45-49 και 147-157). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι
αυτού του τύπου η διαπαιδαγώγηση επιτυγχάνεται και μέσω διαδεδομένων
μορφών σχολικής αντίδρασης και αντίστασης (π. χ. «χάζεμα», «λούφα»,
«μαγκιά», βανδαλισμοί ή «χαβαλές»), οι οποίες εκ των πραγμάτων οδηγούν σε
230
αφομοίωση των ορίων ανοχής, αλλά και σε ένταξη στην ιεραρχία μέσω της
περιθωριοποίησης – αυτοϋποβάθμισης και παραίτησης από βλέψεις ανέλιξης.
Οι εκπαιδευτικοί, ως διαχειριστές - διανεμητές του επίσημου πολιτισμού και
των διαπιστευτηρίων του, εσωτερικεύουν και αναπαράγουν την ιδεολογία του
«χαρίσματος» ως οργανικό στοιχείο της αξιολόγησης (Ανθογαλίδου Θ. σελ. 61,
Τσιριγώτης Θ., κ.α..). Ο κομφορμιστικός και υποτακτικός οίστρος στα πλαίσια
αυτού του ρόλου επιτείνεται με τις αλλεπάλληλες αξιολογήσεις και με τις
ιεραρχικά επιβαλλόμενες αξιολογήσεις εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών
μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κλπ. που κατά κανόνα οδηγούν σε
εσωτερίκευση του βιώματος του επισφαλούς σε μια πλήρη συμπλεγμάτων
ψυχολογία θύτη και θύματος. Η εμφατική επικέντρωση του εκπαιδευτικού
έργου με την αξιολόγηση στο δίπολο «επιβράβευση – ποινή» ανάγει την αγωγή
σε διαμόρφωση έξωθεν και άνωθεν επιβεβλημένων εξαρτημένων
αντανακλαστικών κομφορμιστικής προσαρμογής του ανθρώπου στις κυρίαρχες
απαιτήσεις. Βαθμοί και τίτλοι σπουδών, γίνονται εισιτήρια προς την
κοινωνική διαστρωμάτωση μέσω των επαγγελμάτων με όχημα την εκπαίδευση.
Εκείνο που αξιολογείται τελικά από την άτυπη και θεσμοθετημένη αξιολόγηση,
είναι ο βαθμός εσωτερίκευσης του κυρίαρχου πρότυπου, του αναγκαίου για την
κυρίαρχη τάξη φάσματος τύπων σχέσης προς την εργασία και την κοινωνία.
Η υποβάθμιση του εκπαιδευτικού σε εκτελεστικό όργανο, η υπαγωγή της
παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης σε προκαθορισμένα μοντέλα συμπεριφοράς
μέσω συχνών τεστ κλπ., (με προκαθορισμένο πλαίσιο απαντήσεων σε
προκαθορισμένες ερωτήσεις), η εξατομίκευση του μαθήματος (όχι με την
έννοια της έμφασης στις ατομικές ιδιαιτερότητες πρόσληψης κλπ. αλλά με την
υποβάθμιση της συλλογικότητας σε εξωτερικό πλαίσιο του ανταγωνιστικού
διαγκωνισμού), δημιουργούν μιαν αλλοτριωτική ρουτίνα που οδηγεί στην
αντιμετώπιση της προόδου των μαθητών ως μετρήσιμου «φυσικού μεγέθους»
(βλ. ταχύτητα απομνημόνευσης – μηχανικής αναπαραγωγής). Ο ρόλος του
εκπαιδευτικού υποβαθμίζεται σε λειτουργίες διεκπεραίωσης τεχνικού ελέγχου
και εποπτείας, η βασική σπουδή του οποίου επικεντρώνεται στα «αντικειμενικά
κριτήρια» και στην «ακρίβεια» των μετρήσεων αυτού του ψευδοφυσικού
μεγέθους. Η ποσοτική ιεράρχηση ανθρώπων στην εκπαίδευση (ως εκδήλωση
της ποσοτικοποίησης του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων όπου κυριαρχούν
οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις ) εθίζει στο δήθεν ορθολογικό και
θεσμικά αδέκαστο της απόδοσης δικαιοσύνης, αλλά και της διατίμησης της
εργασιακής δύναμης του καθ’ ενός στην αγορά. Το ποσοτικά συγκρίσιμο και
μετρήσιμο σημασιοδοτείται ως «αντικειμενικό» και κοινωνικά ουδέτερο
(Μηλιός Γ., σελ., 88-89). Αυτή η τεχνοκρατική - γραφειοκρατική αντιμετώπιση
τείνει να υποβαθμίσει όλους τους ανθρώπους της παιδαγωγικής
αλληλεπίδρασης σε ενεργούμενα – αντικείμενα. Η λειτουργία αυτή της
εκπαιδευτικής ιεραρχικής δομής εξασφαλίζεται καλύτερα στο βαθμό που όλοι
οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν «λειτουργοί» ενστερνίζονται και αναπαράγουν την
αντίληψη του ατομισμού και της αξιοκρατίας με τα αντίστοιχα ιδεολογήματα
του «ανθρώπινου», «πολιτισμικού» ή «μορφωτικού κεφαλαίου» (Banks O., σελ.
119-170, Πατερέκα Χ., σελ.9-57). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κατά την
τρέχουσα αντίληψη και την κυρίαρχη πρακτική της εκπαιδευτικής
γραφειοκρατίας, οι εξετάσεις και οι αξιολογήσεις είναι η πεμπτουσία της
εκπαιδευτικής διαδικασίας, η κορύφωση της λειτουργικότητας του θεσμού…Τα
παραπάνω καθιστούν σαφές ότι οι απόψεις που αποδίδουν τα προβλήματα της
παιδείας στην ευθύνη των εκπαιδευτικών ( ενός εκάστου, των «αναξίων –
ανευθύνων», είτε εν συνόλω ) είναι από αφελείς έως επικίνδυνα απολογητικές
αυτής της γραφειοκρατικοποιημένης δομής.
231
Ο εκπαιδευόμενος υποβάλλεται σ’ ένα σισύφειο έργο. Δεν αφομοιώνει
συνειδέναι για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και των
δημιουργικών ικανοτήτων του, αλλά για να αξιολογηθεί, δηλαδή χάριν του
βαθμού. Η γνώση, η συνείδηση γίνονται αναλώσιμη «διδακτέα ύλη», δηλαδή
απλώς το μέσο (αν όχι το πρόσχημα, η αφορμή) για την αποφασιστικής
σημασίας αξιολόγηση, για το βαθμό, για την επίδοση. Η γνωστική διαδικασία
και η μάθηση ατροφεί και εκπίπτει από το πεδίο της άγουσας νοηματοδότησης
και παρακίνησης της εκπαιδευτικής αλληλεπίδρασης, εφ’ όσον εκείνο που
μετρά δεν είναι οι κεκτημένες γνώσεις, δεξιότητες κλπ. ως δημιουργικές
ικανότητες της αναπτυσσόμενης προσωπικότητας, του συνειδητού
υποκειμένου, αλλά οι πτυχές εκείνες που εμπίπτουν στα κριτήρια της
αξιολόγησης ως δυνητικά προσόντα διαθεσιμότητας στην αγορά εργασίας. Η
κατοχή ιδιοτήτων και προσόντων γίνεται μια οντολογική ιδέα υπαρξιακού
νοήματος (Hardt M. – Negri A., σελ. 82). Ο βαθμός λειτουργεί κατ’ αυτόν τον
τρόπο ως καθολικό ισοδύναμο της «αξίας» της δυνάμει εργασιακής δύναμης
του εκπαιδευόμενου, όπου συνεκτιμάται επίσης και η συμμόρφωση προς την
κυριαρχία του κεφαλαίου, η πειθάρχηση και η διαθεσιμότητα για συνεισφορά
στην κερδοφορία του.
Από αυτή την άποψη η αξιολόγηση αποτελεί το εκπαιδευτικό ανάλογο των
εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων που κυριαρχούν στην κοινωνία,
επομένως και η υπέρβασή της δεν είναι υπόθεση υποκειμενικών βουλητικών
επιλογών υπεράνω του χαρακτήρα της παραγωγής και των σχέσεων
παραγωγής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο βαθμό που εκπαιδευτικός και εκπαιδευόμενος δεν
επιδίδονται στη γνωστική διαδικασία βάσει της εσωτερικής λογικής της, αλλά
κυρίως μέσω εξωτερικών κινήτρων, δηλαδή χάριν απολαβών ή προς αποφυγή
ποινών, δημιουργείται (στατιστικά) ένα υποκείμενο προσανατολισμένο προς
έξωθεν και άνωθεν επιβαλλόμενη δραστηριότητα. Η τάση αυτή ευνουχίζει εξ’
υπαρχής τη δημιουργικότητα, την κριτική στάση, τον προσανατολισμό στην
εργασιακή δραστηριότητα εαυτής χάριν ή (και) χάριν των πραγματικών
συνειδητοποιούμενων κοινωνικών αναγκών, λόγω του μονόπλευρου
προσανατολισμού στην ιδιότυπη ανταποδοτικότητα της επίδοσης. Ο κυρίαρχος
ρόλος των εξωτερικών κινήτρων στην παιδαγωγική αλληλεπίδραση είναι το
εκπαιδευτικό αντίστοιχο της εξωτερικής σχέσης των ανθρώπων προς την
εργασία (η εργασία ως μέσο). Αυτός ο εξωτερικός επικαθορισμός, οδηγεί στην
εσωτερική κενότητα, στην απουσία αντιστάσεων και επιλεκτικότητας έναντι
εξωτερικών επιδράσεων, είτε ακόμα και σε πλήρη προσαρμογή σε αυτές με την
ψευδαίσθηση της «προσωπικής επιλογής» (Ρουμπινστέιν Σ. Λ. , σελ. 382). Η
επιδίωξη της επιτυχίας μέσω της βαθμοθηρίας είναι το εκπαιδευτικό ανάλογο
και η προπαρασκευή της «επιτυχούς» σταδιοδρομίας.
Η επιδίωξη μιας «επιτυχίας» προσανατολισμένης μονομερώς στον
καταναλωτισμό, οδηγεί σε άμβλυνση αν όχι εξαφάνιση της όποιας κριτικής
σχέσης προς την κοινωνία. Εδραιώνει την αγοραία «λειτουργική» ή
«επιχειρησιακή» δομή της συμπεριφοράς και τη συνακόλουθη νόηση. Η νοητική
ικανότητα υποβαθμίζεται σε λειτουργική προσαρμογή στο κυρίαρχο σύστημα
σχέσεων και αξιών. Νοήμων και ευφυής θεωρείται ο επιτήδειος, ο «καπάτσος»,
ο πονηρός της «πιάτσας». Κατόπιν σπεύδει η αγοραία ψυχολογική «επιστήμη»
να θεωρητικοποιήσει αυτό τον εξανδραποδισμό, ορίζοντας τη νοημοσύνη ως
«ικανότητα του ατόμου να αφομοιώνει νέες πληροφορίες, να επωφελείται από
τις εμπειρίες του και να προσαρμόζεται σε νέες καταστάσεις»
(Παρασκευόπουλος Ι. Ν., σελ. 27), στη μέτρηση της οποίας μάλιστα επιδίδεται
με περισσή σπουδή και εγκυρότητα. Η αναζωπύρωση των ιδεολογημάτων που
232
συνδέονται με ποικίλες εκδοχές μετρήσεων του «δείκτη νοημοσύνης» ούτε
τυχαία είναι αλλά ούτε και άσχετη με την θέσπιση παιδείας πολλών
ταχυτήτων.
Πρόκειται για την πανηγυρική «επιστημονική» επικύρωση της αθλιότητας
των κυρίαρχων προτύπων συμπεριφοράς της «οικονομίας της αγοράς».
Απομένει βέβαια στους εν λόγω «θεωρητικούς» να μας δείξουν ποια τροπή θα
είχε πάρει το είδος homo sapiens εάν υιοθετούσε κατά τη νοητική του
ανάπτυξη τον παραπάνω ορισμό και δεν υπέπιπτε στο σφάλμα της
προσαρμογής του περιβάλλοντος στις ανάγκες του…
Εκπαίδευση και προσφορά – ζήτηση εργασιακής δύναμης επί
κεφαλαιοκρατίας.
Χρειάζεται επιπλέον ιδιαίτερη αναφορά στην επίδραση που ασκεί στις
κυρίαρχες εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής η ποιοτική επάρκεια ή
ανεπάρκεια των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης ως εργασίας, ως κλάδου της
παραγωγής. Με δεδομένο τον ανταγωνιστικό καταμερισμό της εργασίας, το
χαρακτήρα, τη διάρκεια, και την ένταση των παραγωγικών διαδικασιών,
αντίστοιχες θα είναι και οι παραγωγικές ανάγκες για συγκεκριμένων τύπων
υποκείμενα της εργασίας. Τυχόν υπερπροσφορά, είτε τουναντίον ανεπάρκεια –
σπανιότητα ορισμένων τύπων υποκειμένων της εργασίας (διαφόρων
μορφωτικών επιπέδων, επιπέδων κατάρτισης, ειδικοτήτων κλπ.) οδηγεί μεν σε
ορισμένη μεταβολή των σχέσεων παραγωγής, όχι όμως από την άποψη της
άμβλυνσης ή της υπέρβασης της εκμεταλλευτικής ουσίας τους, αλλά
(τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων) από την άποψη της
εντατικοποίησης και διάχυσης του ανταγωνιστικού τους χαρακτήρα, με όρους
που δημιουργούν ευνοϊκότερες συνθήκες για αναδιάρθρωση των εργασιακών
σχέσεων προς όφελος των κατόχων των μέσων παραγωγής (με εντατικοποίηση
της εκμετάλλευσης και της χειραγώγησης), με αντίστοιχη υπονόμευση της
συγκρότησης αποτελεσματικών συλλογικοτήτων (αμυντικού είτε
επαναστατικού – χειραφετητικού χαρακτήρα) του πόλου της εργασίας. Κατ’
αυτό τον τρόπο, τέτοιου τύπου αναντιστοιχίες μεταξύ παραγωγής
υποκειμένων της εργασίας και συγκεκριμένων αναγκών της συνολικής
παραγωγής της κοινωνίας, λειτουργούν κατά κανόνα παρελκυστικά ως προς
την επίλυση της βασικής αντίφασης της κεφαλαιοκρατίας, διαχέοντας τις
εντάσεις που αυτή προκαλεί, στο εσωτερικό του μετώπου της εργασίας,
επιτείνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των απασχολήσιμων. Δεδομένου ότι
βιώσιμες συλλογικότητες με προοπτικές συγκροτούνται βάσει κάποιας κοινής
άγουσας δραστηριότητας, σκοποθεσιών και τρόπου ζωής των μελών τους,
είναι μάλλον αφελείς οι προσδοκίες που επενδύονται σε δυνατότητες
οργανωμένων αγώνων μακροχρόνια ανέργων, είτε εργαζομένων με τεράστιες
διαφοροποιήσεις ως προς τη θέση και το ρόλο τους στη διαδικασία της
παραγωγής, το χαρακτήρα της εργασίας τους, τη σχέση τους προς τα μέσα
παραγωγής, το ύψος και τον τρόπο προσπορισμού των αποδοχών τους.
Χαρακτηριστικό είναι από αυτή την άποψη το παράδειγμα της δημαγωγικά
προβαλλόμενης (και αφελώς υιοθετούμενης από ορισμένους προοδευτικούς
εκπαιδευτικούς διαφωτιστικών διαθέσεων ) θέσης περί ελεύθερης πρόσβασης
στην ανώτατη εκπαίδευση, σε συνθήκες αύξουσας ανεργίας αποφοίτων
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Θέση άκρως βολική ως άλλοθι για αγοραίες
«ανωτατοποιήσεις» - υποβαθμίσεις, για επιβολή πολλών ταχυτήτων στην
εκπαίδευση, για περαιτέρω «ελαστικοποίηση» και απορύθμιση των εργασιακών
σχέσεων (μέσω του αλληλοσπαραγμού απασχολήσιμων επιστημόνων) υπέρ του
κεφαλαίου, πλην όμως καταστροφική για τις τύχες χιλιάδων ανθρώπων της
εργασίας.
233
Είναι λοιπόν μάλλον αφελές το σύνθημα για κατάργηση της αξιολόγησης
εδώ και τώρα, χωρίς να έχει επιτευχθεί η υπέρβαση όχι μόνο της
κεφαλαιοκρατίας, αλλά και κάθε είδους εμπορευματικών και χρηματικών
σχέσεων. Το σύνθημα αυτό (εάν δεν εκπορεύεται από δημαγωγικές –
χειραγωγικές σκοπιμότητες, και εάν δεν εκφράζει αφελείς διαφωτιστικές
αυταπάτες περί επαναστατικοποίησης του λαού με την πρόσβαση στην αστική
οργανωμένη εκπαίδευση ) δηλώνει άγνοια του αντικειμενικού και νομοτελούς
χαρακτήρα των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων και της σύνδεσης
των τελευταίων με την αξιολόγηση στην εκπαίδευση ως συνιστώσα των
κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής. Το σύνθημα αυτό δεν είναι μόνο ανεδαφικό
από θεωρητικής και μεθοδολογικής σκοπιάς, αλλά είναι και επικίνδυνο. Όχι
βέβαια για την άρχουσα τάξη, αλλά κυρίως από την άποψη των
μεταρρυθμιστικών (ρεφορμιστικών) αυταπατών που καλλιεργεί στο (όποιο)
κίνημα, βαυκαλίζοντάς το με το δήθεν εφικτό της ελεύθερης, καθολικής
πρόσβασης όλων σε όλες τις βαθμίδες και τα είδη της (δημόσιας και
δωρεάν…) εκπαίδευσης εδώ και τώρα, χωρίς να έχει πραγματοποιηθεί ριζικός
επαναστατικός μετασχηματισμός του συνόλου της κοινωνίας και με την
κρατική εξουσία στα χέρια της αστικής τάξης…Από αυτή την άποψη αποκτά
ιδιαίτερη επικαιρότητα η κριτική που άσκησε ο Κ. Μαρξ στο αίτημα για
καθολική, ίση για όλους, υποχρεωτική και δωρεάν δημόσια μόρφωση (που
περιλαμβανόταν στο πρόγραμμα της Γκότα) της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας.
Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται στη σύγχρονη παγκόσμια συγκυρία
χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αύξουσα ανισομέρεια μέσω της κλιμάκωσης
της ροής υπεραξίας από τομείς «εντάσεως εργασίας» σε τομείς «εντάσεως
κεφαλαίου». Η ανισομέρεια των παραγωγικών διαδικασιών (των τεχνολογιών,
των υποδομών) γίνεται μέσο για την υπερεκμετάλλευση του συνόλου της
εργασιακής δύναμης σε πλανητικό επίπεδο, γεγονός που δεν μπορεί παρά να
υπαγορεύει στο κεφάλαιο αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης για την επίτευξη
των στόχων του και μέσω αυτής (Κάτσικας Χ., Καββαδίας Γ., σελ.19-53).
Υποβαθμίζεται ο ρόλος του κράτους στην εκπαίδευση έναντι της
δραστηριοποίησης των άμεσα ενδιαφερόμενων για συγκεκριμένου τύπου
εργαζόμενους κεφαλαίων. Η εκπαίδευση, από υπόθεση του «συνολικού
κεφαλαιοκράτη» τείνει να γίνει αυστηρά ιδιωτική επένδυση του ατόμου, του
ίδιου του εργαζόμενου σε «μορφωτικό κεφάλαιο» είτε (και) των όποιων άμεσα
ενδιαφερόμενων «χορηγών»... Τα εξατομικευμένα προγράμματα σπουδών και οι
προωθούμενοι μηχανισμοί «δια βίου κατάρτισης» ανταποκρίνονται στην
ανάγκη της παγκοσμιοποιούμενης κεφαλαιοκρατικής διαχείρισης και ελέγχου
της λεπτής και εύκαμπτης ισορροπίας μεταξύ απασχόλησης και ανεργίας,
μέσω του κατακερματισμού και της χειραγώγησης της εργατικής τάξης.
Βασικός σκοπός τους: η δημιουργία δια βίου καταρτιζόμενων και παντίοις
τρόποις διαθέσιμων απασχολήσιμων, οι οποίοι δεν θα επωμίζονται όλο και πιο
πολύ μόνο το κόστος (υλικό και ηθικό) των σπουδών τους, αλλά και το κόστος
της ανεργίας, της μερικής απασχόλησης κ.ο.κ..
Οι τάσεις αυτές θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κινήσεις άμεσης
υπαγωγής της εκπαίδευσης στα πλέον επιθετικά και ανταγωνιστικά τμήματα
του κεφαλαίου και ως τροποποίηση του κρατικού παρεμβατισμού (φορέα των
συμφερόντων του συλλογικού κεφαλαίου) σε αυτή την κατεύθυνση. Οι εθνικοί
και υπερεθνικοί κρατικοί θεσμοί (ΥΠ.Ε.Π.Θ., Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκό
Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης κλπ.) δεν λειτουργούν πλέον μόνον ως
μηχανισμοί εκπόνησης και επιβολής των στρατηγικών επιλογών των
δυναμικότερων μερίδων του κεφαλαίου, αλλά και ως απ’ ευθείας εργολάβοι,
επιτηρητές και αξιολογητές των προγραμμάτων άμεσης υπαγωγής της
234
εκπαίδευσης και της επιστήμης στο κεφάλαιο*.
Καθολικός χαρακτήρας της ερευνητικής δραστηριότητας *:
αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας και χεραφετητικές δυνατότητες της
παιδείας.
Η εργασία δεν μπορεί να συνιστά οργανική ανάγκη, δεν μπορεί να παρέχει
αληθινή απόλαυση όσο είναι μηχανικού, μονότονου χαρακτήρα, όσο ειδικεύεται
στην εφ’ όρου ζωής εκτέλεση μιας επιμέρους τεχνικής λειτουργίας, όσο
γίνεται υπό την πίεση εξωτερικής αναγκαιότητας (π.χ. για την επιβίωση, χάριν
απολαβών, γοήτρου, επιβολής, κατίσχυσης, βαθμών, ανέλιξης στην ιεραρχία
κ.ο.κ.). Αυτό ισχύει και για την εκπαιδευτική εργασία. Στο βαθμό που αίρονται
τα παραπάνω αρνητικά χαρακτηριστικά, η εργασία μετατρέπεται σε καθολική
*
Τα παραπάνω εκδηλώνονται ανάγλυφα με δέσμη μέτρων αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης
(«προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων στις ανάγκες της αγοράς», αξιολόγηση
εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών μονάδων, ΑΕΙ, «επιχειρηματικό πανεπιστήμιο», νέο νομοσχέδιο για
τις μεταπτυχιακές σπουδές και την έρευνα, ποικίλα «Επιχειρησιακά Προγράμματα Αρχικής
Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης» [ΕΠΕΑΕΚ] κ.ο.κ.). Με αυτά επιχειρείται η
σταδιακή θεσμική υπονόμευση - υποκατάσταση του Δημόσιου χαρακτήρα της Εκπαίδευσης. Τα
μέτρα αυτά συνδέονται πάντα με ποικίλες και πολλαπλές αξιολογήσεις ώστε να αποκτούν μιαν
επίφαση καθαρά τεχνικού - ποσοτικοποιημένου και άρα «ουδέτερου» χαρακτήρα (βλ. Λιοδάκης
Γ., Αλεξάκης Γ., Παπαγγελής Θ. κ.α.).
Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή αυτών των μέτρων σε ουσιώδεις πλευρές του θεσμικού και

κοινωνικο-οικονομικού πλαισίου της εκπαίδευσης (ιδιαίτερα της ανώτατης), είναι σοβαρότατες:

• εισάγονται κριτήρια ιδιωτικοοικονομικής ανταγωνιστικότητας (έλεγχος ολικής


ποιότητας, αυτοχρηματοδότηση, επιχειρηματικά ήθη κ.ο.κ.),
• ευνουχίζεται η επιστημονική έρευνα, η αποτελεσματικότητα της οποίας αξιολογείται
φορμαλιστικά, μέσω «έγκυρων και έγκριτων πιστοποιήσεων», ποσοτικοποιήσεων και
ομοιομορφισμών, που την καθιστούν μετατρέψιμη στην αριθμητική – στατιστική γλώσσα της
γραφειοκρατίας, δηλ. «αξιολογικά μετρήσιμη» με τα γνωστά συμπαρομαρτούντα της
υπερπαραγωγής papers …(βλ. Παπαγγελής Θ. κ.α.),
• επιβάλλεται η ηγεμονία της χρηματοδοτούμενης δραστηριότητας («αναπτυξιακής»,
εφαρμοστικής, χρησιμοθηρικής και κυρίως αγοραίας) και η αμεσότερη υπαγωγή της επιστήμης
στο κεφάλαιο, σε βάρος της απρόσκοπτης εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας (που
οφείλει να ανταποκρίνεται στις βαθύτερες ανάγκες της ανθρωπότητας και στην εσωτερική
λογική της έρευνας) (βλ. γενικότερα και «Η αγορά απομυζά το αμερικανικό πανεπιστήμιο», Le
Monde Diplomatique, κ.ά.) ,
• τα κριτήρια είναι σαφώς προσανατολισμένα στη στρατηγική μιας ανασυγκρότησης
της εκπαίδευσης σε κατευθύνσεις πρόδηλα αντιδραστικές (π. χ. «Συμβατότητα της Πράξης με τις
Εθνικές και Κοινοτικές Πολιτικές», «Συνέπεια και συνεκτικότητα με την Εθνική και Ευρωπαϊκή
στρατηγική για την απασχόληση» - βλ. Λευκή βίβλος για την απασχόληση, ανώτατη εκπαίδευση
πολλών ταχυτήτων, δια βίου εκπαίδευση, τα όποια αλήστου μνήμης Π.Σ.Ε. και τα νεότευκτα Π.Δ.Ε.
κ.ο.κ.),
• εισάγονται πλάγιες πηγές εσόδων για μέλη Δ.Ε.Π., γεγονός που παγιώνει ατομικές
ιδιοτέλειες και διαφθορά σε βάρος των συλλογικών διεκδικήσεων του κλάδου,
• υπονόμευση της όποιας αυτοτέλειας των συλλογικών οργάνων, επιβολή
εξωπανεπιστημιακού ελέγχου και αξιολόγησης και εθισμός σε τέτοιες πρακτικές, το πλαίσιο, οι
δεσμεύσεις, οι επιλέξιμες δαπάνες και οι κατευθύνσεις γενούν διαπλοκή, νέες εξουσιαστικές
δομές, μετασχηματίζουν ομάδες μελών Δ.Ε.Π. σε διαχειριστές – εργολάβους (managers), που
πραγματοποιούν προσλήψεις κλπ., επιτείνοντας τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ (τουλάχιστον)
δύο κατηγοριών μελών Δ.Ε.Π. κ.ο.κ. (βλ. τη σχετική ανακοίνωση του Τομέα Κοινωνικών
Επιστημών του Γενικού Τμήματος του Πολυτεχνείου Κρήτης, Χανιά 17.4.2002).
235
δραστηριότητα. Δύο είναι τα πεδία της κατ’ εξοχήν καθολικής
δραστηριότητας: καλλιτεχνική δημιουργία και επιστημονική έρευνα. Εδώ θα
περιοριστούμε στην εξέταση πτυχών της δεύτερης, δεδομένου ότι η εμπλοκή
της στην παιδαγωγική αλληλεπίδραση (σε διάφορα επίπεδα, ιδιαίτερα όμως
στην ανώτατη εκπαίδευση) είναι αποφασιστική, έχοντας ωστόσο επίγνωση του
γεγονότος ότι οι παρακάτω επισημάνσεις δεν αποτελούν τα κύρια και
αποκλειστικά γνωρίσματα της σημερινής επιστήμης συνολικά.
Η επιστημονική εργασία ως προς τον χαρακτήρα της συνιστά τον αντίποδα
κάθε μηχανικής, μονότονης και τυποποιημένης δραστηριότητας. Κατά τον
Μαρξ, η εργασία μπορεί να είναι ελκυστική, αυτοπραγμάτωση του ατόμου μόνο
1) όταν έχει καθιερωθεί ο κοινωνικός της χαρακτήρας, 2) όταν έχει
επιστημονικό χαρακτήρα, αποτελεί δηλαδή ταυτόχρονα καθολική εργασία, δεν
συνιστά ένταση του ανθρώπου (ως κατά ορισμένο τρόπο τιθασευμένη δύναμη
της φύσης). Εδώ ο άνθρωπος καθίσταται τέτοιο υποκείμενο, το οποίο δεν
προβάλλει στη διαδικασία της παραγωγής με καθαρά φυσική, φυσικά
διαμορφωμένη μορφή, αλλά εν είδει δραστηριότητας που διευθύνει όλες τις
δυνάμεις της φύσης (Grundrisse, τ. Β, σ. 466). Η επιστήμη λοιπόν, αυτό το
«προϊόν της καθολικής ιστορικής διαδικασίας της ανάπτυξης, το οποίο
εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία της» (Κ. Μάρξ, Θεωρίες για την υπεραξία,
μ. 1, σ. 438), είναι μια ιδιότυπη εργασία. «Καθολική εργασία [Allgemeine
Arbeit] είναι κάθε επιστημονική εργασία, κάθε ανακάλυψη, κάθε εφεύρεση.
Καθορίζεται εν μέρει από τη συνεργασία των συγχρόνων, εν μέρει από τη
χρησιμοποίηση της εργασίας των προγενεστέρων» (Κ. Μάρξ, Το κεφάλαιο, τ. 3,
σ. 135).
Ο καθολικός χαρακτήρας της ερευνητικής (άρα και της αυθεντικά
εκπαιδευτικής) δραστηριότητας συνδέεται με το γεγονός, ότι η πνευματική
παραγωγή είναι εγγενώς κοινωνική, εφ’ όσον αποτελεί πόρισμα όλης της
προγενέστερης δραστηριότητας της κοινωνίας, δημιουργική συσσώρευση,
επεξεργασία, γενίκευση και επανανοηματοδότηση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Από αυτή την άποψη, οι όποιες εφευρέσεις και ευρεσιτεχνίες κατ’ ελάχιστον
ανήκουν σε μεμονωμένα άτομα. Στην επιστημονική εργασία συνεισφέρει «ο
καθ’ ένας κατά τις ικανότητές του». Εδώ η ανάπτυξη πολύπλευρων
δημιουργικών ικανοτήτων είναι ο κανόνας, είναι μια αντικειμενική
αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από την ίδια τη διαδικασία παραγωγής και
διάδοσης νέας γνώσης. Η εν λόγω διαδικασία δεν συνιστά απλώς πεδίο
πραγμάτωσης, αλλά και διαμόρφωσης, διαρκούς συσσώρευσης και
τελειοποίησης των ικανοτήτων του καθ’ ενός. (Βολκόφ, σ. 222-224)
Η γενίκευση και καθολικοποίηση των ικανοτήτων του ατόμου Β
επιτυγχάνεται μέσω της αφομοίωσης των δημιουργικών ικανοτήτων του
ατόμου Α, οι οποίες προέκυψαν ως ατομική επεξεργασία,
επανανοηματοδότηση, και προώθηση των κεκτημένων του πολιτισμού στο εν

*
Αυτή η προβληματική που εισάγει ο Μαρξ με την έννοια της «καθολικής εργασίας», αποκτά στις μέρες μας
ιδιαίτερη σημασία, θα έλεγε κανείς αντιστρόφως ανάλογη του επιπέδου και της σοβαρότητας με την οποία
αντιμετωπίζεται από ορισμένα σύγχρονα «προοδευτικά» ρεύματα, τα οποία επιβάλλονται κατά καιρούς δίκην μόδας.
Έτσι αποσπασματικές περιγραφές της «άυλης εργασίας» συνδέονται χύδην με την παρανόηση της έννοιας
«ζωντανή εργασία» και παρορμητικούς διονυσιασμούς…,ενώ η ανικανότητα άρσης της σκέψης σε κατηγοριακό
επίπεδο και η απουσία στοιχειώδους νοητικής πειθαρχίας αυτοπροβάλλονται με έπαρση ως στοιχεία (ενός καθ’ όλα
κόσμιου και ακίνδυνου για το κυρίαρχο σύστημα) ριζοσπαστισμού. Η επίδραση του χυλού της «μεταμοντέρνας
αποδόμησης» σε συνδυασμό με την άγνοια των θεωρητικών και μεθοδολογικών κεκτημένων της επαναστατικής
επιστήμης, και την αδυναμία διάκρισης της διερεύνησης της λογικής του ίδιου του αντικειμένου από τις περί αυτού
απόψεις, μπορούν να οδηγήσουν σε πλήρη σύγχυση, σε κοινοτυπίες και σε υπονόμευση της τεράστιας θεωρητικής
και πρακτικής σημασίας αυτής της προβληματικής (βλ. σχετικά: Hardt M. – Negri A. Η εργασία του Διόνυσου).
236
λόγω πεδίο. Ακριβώς αυτή η σχέση συνιστά τον πυρήνα της αυθεντικής
παιδείας ως καλλιέργειας του πολιτισμού. Η ατομική συνεισφορά σε αυτή τη
σχέση δεν συνιστά αυθαιρεσία, αλλά αυθεντική δημιουργική δραστηριότητα.
Δημιουργικότητα είναι η εκάστοτε βέλτιστη δυνατή συμβολή στη νομοτελής
αναπτυξιακή διαδικασία στην οποία το υποκείμενο (άτομο, ομάδα, κοινωνία)
εντάσσει οργανικά τη δραστηριότητα του. Ο αυθεντικά δημιουργικός
νεωτερισμός διαφέρει ριζικά από τη μηδενιστική σχέση προς το παρελθόν,
προς την παραγωγή του άλλου, από την επιφανειακή, φορμαλιστική,
αυθαίρετη, εκκεντρική και τελικά φθοροποιό αναζήτηση της πάση θυσία
«ριζοσπαστικής» τομής, από τον υπερτονισμό της ασυνέχειας με την εν λόγω
διαδικασία που γίνεται αυτοσκοπός. Διαφέρει ριζικά και από τη μονότονη
κομφορμιστική επανάπαυση στα κεκτημένα, από τη μετριότητα, τον
μινιμαλισμό και τον συντηρητισμό που επικαλούνται τη βεβαιότητα της
συνέχειας, την προσήλωση στην παράδοση, στην αυθεντία κλπ.
Δημιουργικότητα σημαίνει υπέρβαση των ορίων της εν λόγω διαδικασίας στη
βάση των κεκτημένων της και στην κατεύθυνση των νομοτελειών που διέπουν
την ανάπτυξη της, σημαίνει προώθηση της σε ποιοτικά και ουσιαστικά
ανώτερο επίπεδο, μέσω της γόνιμης κριτικής αφομοίωσης - διαλεκτικής άρσης
των κεκτημένων της. Έτσι η καθολική εργασία γίνεται πεδίο αμοιβαίου
εμπλουτισμού και ανταλλαγής ικανοτήτων, ατομικό έργο που συνιστά υπόθεση
της κοινωνίας.
Η «παραγωγική κατανάλωση» των κεκτημένων της επιστήμης ως
θεμελιώδες στοιχείο τόσο της έρευνας, όσο και της εκπαίδευσης, προϋποθέτει
την αφομοίωση της παραγωγικής ικανότητας του άλλου και τη δυνατότητα
μετάδοσης αυτής της ικανότητας. Η ανάπτυξη, η καταξίωση του ατόμου
επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης, της καταξίωσης του άλλου. Η μετάδοση
της γνώσης – ικανότητας συμβάλλει στην επίρρωση της αντικειμενικότητας
και της θεμελίωσής της. Δεν συνιστά απλώς κοινοποίηση διεκπεραιωτικού
τύπου, μιας και προϋποθέτει ορισμένη περαιτέρω επεξεργασία της, ώστε αυτή
να καταστεί διυποκειμενικά προσπελάσιμη, σε μια διαδικασία κατά την οποία ο
«δέκτης» (σε πλήρη αντίθεση με τον αντιπραγματισμό και τις σχέσεις
αγοραίας ανταλλαγής) δεν ενισχύεται μονομερώς ως προς τα κεκτημένα του
εις βάρος του «πομπού», αλλά αμφότεροι αναβαθμίζονται μέσω της συμβολής
τους στην ανάπτυξη των δημιουργικών ικανοτήτων εκάτερου.
Ο επιστήμονας όταν απευθύνεται στο στοχασμό κάποιου άλλου
(προγενέστερου ή συγχρόνου του ) τον καθιστά πλήρη μέτοχο της διανοητικής
του εργασίας: δάσκαλο, μαθητή, ομοϊδεάτη, πολέμιο, σε κάθε περίπτωση όμως
- συστοχαζόμενο, ενταγμένο στο πεδίο αναφοράς της έρευνάς του. Σε
αντίστοιχη θέση εκ-θέτει, δημοσιοποιεί και το δικό του έργο, ώστε να
αποτελέσει αντικείμενο κριτικής δοκιμασίας και εκτίμησης εκ μέρους της
κοινωνίας (τουλάχιστον της επιστημονικής κοινότητας). Εδώ η χρήση της
ικανότητας του άλλου προϋποθέτει την αφομοίωση αυτής της ικανότητας σε
μια σχέση υπέρβασης ορίων στο χώρο και στο χρόνο, χαρακτηριστικό της
οποίας είναι η ενεργός στάση παραγωγού και καταναλωτή, η συμβατότητα, η
επικοινωνιακή συνεύρεση των δημιουργικών ικανοτήτων προγενέστερων και
συγχρόνων (Ρεζαμπέκ κ.α.).
Η καθολική εργασία αναδεικνύεται μεν σαφώς στο προσκήνιο με την έναρξη
της μετατροπής της επιστήμης σε παραγωγική δύναμη, και ιδιαίτερα με την
αυτοματοποίηση πλευρών της παραγωγής, πλην όμως είναι αδύνατο να γίνει
δεσπόζουσα τάση επί κεφαλαιοκρατίας. Αλλά και το υποκείμενό της
αναπτύσσεται μονομερώς όσο η ανάπτυξή του εδράζεται στην υπανάπτυξη των
άλλων.
237
Πρέπει να επισημάνουμε για άλλη μια φορά ότι εδώ δεν πρόκειται για
καθαρά επιστημονικού – τεχνολογικού χαρακτήρα διαδικασίες που
εκτυλίσσονται σε εργαστηριακές συνθήκες. Πρόκειται για διαδικασίες οι
οποίες συνοδεύονται από αλλαγές στον χαρακτήρα και στον καταμερισμό της
εργασίας με απώτερες κοινωνικές επιπτώσεις. Πρόκειται για διαδικασίες που
εκτυλίσσονται εντός ιστορικά συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής, οι οποίες
με τη σειρά τους επενεργούν αφ’ ενός μεν στη δυναμική της τεχνολογικής
συνιστώσας της παραγωγικής επενέργειας στη φύση, αφ’ εταίρου δε στη
διαμόρφωση των ιδιοτήτων του ανθρώπου ως υποκειμένου αυτής της
επενέργειας. Υπό τις εκάστοτε κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής (και όσο αυτές
παρέχουν περιθώρια για την ανάπτυξη της παραγωγικής επενέργειας) από το
εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων ανάπτυξης της τεχνολογίας (και ευρύτερα της
επιστήμης αλλά και της εκπαίδευσης ως συνιστώσας της παραγωγής)
επιλέγονται οι κατευθύνσεις εκείνες, οι οποίες εναρμονίζονται πληρέστερα με
την κυριαρχία των εν λόγω σχέσεων, σε μια πορεία εμβάθυνσης της
αντιφατικότητας αυτών των πόλων μέσω της μετάθεσης της ριζικής επίλυσης
της αντίφασης. Επί κεφαλαιοκρατίας αφ’ ενός μεν δημιουργούνται ορισμένες
δυνατότητες παιδείας, δημιουργικής ανάπτυξης στο πλαίσια της «καθολικής
εργασίας» για ορισμένους ανθρώπους (της επιστήμης, της τέχνης), αφ’ ετέρου
και η δημιουργική εργασία φέρει την «αξιακή» σφραγίδα, εμπορευματοποιείται,
υπάγεται στη χρησιμοθηρία και στο στενό πρακτικισμό. Και οι άνθρωποι της
επιστήμης και της τέχνης σύρονται στο πεδίο του ανταγωνισμού και της
αξιολόγησης σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου (βλ. Πατέλης, 2000).
Προνομιακή θέση καταλαμβάνει π.χ. εκείνη η επιστήμη, τα αποτελέσματα της
οποίας μπορούν να οδηγήσουν σε κερδοφόρες τεχνολογικές εφαρμογές, με
σαφή τον κίνδυνο υπονόμευσης της βασικής, της θεμελιώδους έρευνας και
αντίστοιχη υποβάθμιση εκείνων των κατευθύνσεων της φιλοσοφίας και των
κοινωνικών επιστημών που δεν υιοθετούν απολογητικούς ρόλους. Σε
αντιστοιχία με τα παραπάνω διαμορφώνεται και η εκάστοτε προσφορά και
ζήτηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του γοήτρου των εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων. Κατ’ αυτό τον τρόπο και δεδομένης της στρατηγικής εμβέλειας
της εκπαίδευσης, οι όποιες αλλαγές προωθούνται σε αυτό το πεδίο, δεν είναι
κοινωνικά ουδέτερες κινήσεις που υπαγορεύονται από τη λογική μιας δήθεν
κοινωνικά και αξιολογικά ουδέτερης λογικής της επιστήμης και της
τεχνολογίας. Η επιστήμη (όπως και η συνδεόμενη με αυτήν οργανωμένη
εκπαίδευση) υπάγεται στην εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Η επιλογή
κατεύθυνσης της περαιτέρω ανάπτυξης της έρευνας από το εκάστοτε φάσμα
δυνατοτήτων, δεν γίνεται πάντοτε βάσει της εσωτερικής λογικής της εν λόγω
έρευνας, είτε βάσει της συνειδητοποίησης των βαθύτερων και απώτερων
αναγκών της ανθρωπότητας. Η αλματώδης επιστημονική πρόοδος επί
κεφαλαιοκρατίας γίνεται εν πολλοίς στρεβλά, κατά έναν εργαλειακό τρόπο,
υποταγμένη στη λογική της μεγιστοποίησης της κερδοφορίας (βλ. Πατέλης,
1998). Ωστόσο η υποταγή αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη.
Ο καθολικός χαρακτήρας της επιστημονικής εργασίας συρρικνώνεται μέσω
της ιδιωτικής χρήσης και εκμετάλλευσης. Το όλο σύστημα των πνευματικών
δικαιωμάτων, αδειών και ευρεσιτεχνιών μαζί με τον μονοπωλιακό έλεγχο που
ασκείται σε ευρύτατο φάσμα ερευνών λειτουργεί ως ωμός φραγμός στην
έρευνα (για να αποφευχθεί η απαξίωση εν ενεργεία κεφαλαιουχικών
εξοπλισμών και να μην απωλεσθούν μονοπωλιακές θέσεις και κέρδη). Η
μονόπλευρη αξίωση για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας σε σύγκριση με το
μέσο ποσοστό κέρδους, οδηγεί σε ανηλεή αγώνα για την πρωτοπορία που
χαρακτηρίζεται από κατασπατάληση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού, σε
αλληλοεπικαλύψεις ερευνών (το περιεχόμενο των οποίων είναι απροσπέλαστο
238
λόγω ανταγωνισμού) κλπ. Σε κάθε περίπτωση το ιδιωτικό οικονομικό συμφέρον
δεν μπορεί να αρθεί στο ύψος της καθολικής αντικειμενικής θεώρησης και της
συνειδητοποίησης των βαθύτερων ανθρώπινων αναγκών. Εξ’ ου και ο
κατακερματισμός της γνώσης με αγοραία χρησιμοθηρικά, κοντόφθαλμα,
μονομερή και εφήμερα κριτήρια, η αντίστοιχη θεσμική – γραφειοκρατική
δημιουργία γνωστικών αντικειμένων (κλάδων, νέων τμημάτων σε Α.Ε.Ι. κ.ο.κ.)
και ο συνακόλουθος ερευνητικός μινιμαλισμός.
Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών και η συνακόλουθη σταδιακή
απομάκρυνση της εργασίας από την άμεση διαδικασία της παραγωγής
δημιουργούν βαθμιαία την δυνατότητα μετατροπής του ελεύθερου χρόνου σε
μέτρο και κριτήριο του κοινωνικού πλούτου, ενός πλούτου που στην
απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση κοινωνία, θα υποσκελίσει αυτόν που
εκπροσωπεί σήμερα η συσσώρευση ανταλλάξιμων αγαθών (εμπορευμάτων) και
του καθολικού ισοδύναμού τους (χρήματος). Ωστόσο το μέτρο του πλούτου
εκείνης της κοινωνίας δεν είναι οποιοσδήποτε ελεύθερος χρόνος, αλλά εκείνος
ο οποίος ανακύπτει από την εξάλειψη των αυστηρά οριοθετημένων πλαισίων
εργασίας και ελεύθερου χρόνου, από την βαθμιαία υπέρβαση της εργασίας ως
μέσου και την αντικατάστασή της από την εργασία ως αυτοσκοπό, ως τρόπο
ανάπτυξης του συνόλου των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπου μέσω
της καθολικής δημιουργικότητας. Συνεπώς πρόκειται για τον χρόνο που
συνιστά το πεδίο της διαμόρφωσης ολόπλευρα ανεπτυγμένων
προσωπικοτήτων.
Όμως η δυνατότητα αυτή είναι αδύνατο να καταστεί ενεργός
πραγματικότητα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού και
κοινωνικού σχηματισμού. Αποτελεί τάση προς την οποία κινείται ασυμπτωτικά
το κεφάλαιο ως οικονομική και κοινωνική σχέση, με την αλλαγή της οργανικής
του σύνθεσης και τις αντιφατικές επιπτώσεις της (πτωτική τάση του ποσοστού
κέρδους κ.λ.π.).
Η αγωγή των ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων ως
επαναστατικός στρατηγικός στόχος.
Όπως διαπιστώσαμε παραπάνω, η εκπαίδευση είναι ένα φαινόμενο περίπλοκο
και πολυεπίπεδο, με σημαντική θέση και ρόλο στην κοινωνική ολότητα και στη
δυναμική της ιστορικής ανάπτυξής της. Η ιστορική πορεία της εκπαίδευσης
δεν είναι γραμμική και προδεδικασμένη. Στην ταξική κοινωνία η παιδεία δεν
συνιστά αυθύπαρκτη και αυτόνομη σφαίρα, όπου θεραπεύεται η πνευματική
ανάπλαση… αλλά είναι ένα συγκρουσιακό πεδίο, το οποίο ως ιδιότυπη
οργανωμένη δραστηριότητα και επικοινωνία αναπαράγει και τις διαφορές που
καθορίζονται από την εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένη μορφή του κοινωνικού
καταμερισμού της εργασίας (Илиенков, 1991, σελ.380). Η εκπαιδευτική
διαδικασία επί κεφαλαιοκρατίας υπάγεται μεν στις σχέσεις του
ανταγωνιστικού καταμερισμού της εργασίας και στις εξουσιαστικές σχέσεις,
τις αναπαράγει ιδιότυπα στο εσωτερικό της σε μια διαδικασία αμοιβαίας
επικύρωσης με την κυρίαρχη ιεραρχική δομή, αλλά δεν μπορεί να καταστεί
πλήρως μηχανισμός αναπαραγωγής τους κατά το δοκούν. Οι μορφές του
άμεσου, τεχνικού και γραφειοκρατικού ελέγχου που πλαισιώνουν την
λειτουργία της δεν μπορούν να καταργήσουν πλήρως τη σχετική αυτονομία
της σχολικής ζωής, της παιδαγωγικής αλληλεπίδρασης. Ας μη λησμονούμε ότι
οι (συχνά ασφυκτικές και αδυσώπητες) αντικειμενικές συνθήκες δημιουργούν
τους ανθρώπους στο βαθμό που οι άνθρωποι δημιουργούν αυτές τις συνθήκες,
άρα «ο παιδαγωγός οφείλει επίσης να διαπαιδαγωγείται» (Μαρξ). Η κριτική της
ταξικής ουσίας της αστικής παιδείας οφείλει να αντιπαραθέτει σε αυτήν το
θετικό ιδεώδες της ολόπλευρης καλλιέργειας του ανθρώπου του μέλλοντος
(στοιχεία του οποίου ανιχνεύονται ήδη στην αντιφατικότητα του παρόντος),
239
συνδέοντας έτσι τις διεκδικήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης με τη συνολική
πορεία του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η εκπαίδευση ως
κλάδος παραγωγής συγκροτείται από μια δραστηριότητα εν πολλοίς εγγενώς
συλλογική - ομαδική, οργανικό στοιχείο της οποίας είναι - όπως είδαμε
παραπάνω - αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε «καθολική εργασία». Χαρακτηριστικό
της τελευταίας είναι η ανακάλυψη, η καινοτομία, και ο αμοιβαίος
εμπλουτισμός προσωπικοτήτων μέσω της «ανταλλαγής» καθολικών
δεξιοτήτων και δημιουργικών ικανοτήτων. ( βλ. Παυλίδης Π., 1998 κ.ά. ).
Αξίζει λοιπόν να αναδειχθεί εντός της εκπαίδευσης, αλλά και στο κίνημα που
αναπτύσσεται εντός και πέριξ της, η δημιουργική διαδικασία που οδηγεί στην
ανάπτυξη και ανάδειξη μιας προσωπικότητας, ενταγμένης οργανικά στην
αυθεντική συλλογικότητα, που συγκροτείται από την ενεργό λειτουργία της ως
υποκειμένου της ιστορίας. Η ιδιοτυπία αυτή της εκπαίδευσης παρέχει
δυνατότητες δημιουργικών και χειραφετητικών παρεμβάσεων ευρύτερης
κοινωνικής σημασίας.
Οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να είναι ουσιαστικές μόνον εφ’ όσον θα
είναι θεωρητικά θεμελιωμένες και οργανικά ενταγμένες στην προοπτική της
ώριμης ενοποιημένης ανθρωπότητας, της αταξικής κοινωνίας. Η ωριμότητα
της ανθρώπινης κοινωνίας, η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία είναι, κατά τον
Μαρξ, ή αταξική κοινωνία, αυτοσκοπός της οποίας είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη
των δημιουργικών ικανοτήτων της κάθε προσωπικότητας. Υλικοτεχνική βάση
αυτής της κοινωνίας θα είναι η ύπαρξη ενός ενιαίου συμπλέγματος ευέλικτης
αυτοματοποιημένης παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, με αντίστοιχη
απώθηση του ανθρώπου ως φυσικής παρουσίας από την άμεση διαδικασία της
παραγωγής. Τότε μόνο (πράγμα ανέφικτο επί κεφαλαιοκρατίας) υπερτερεί η
δημιουργική εργασία έναντι της μηχανικής, αναπαραγωγικής, κ.ο.κ., και
εξαλείφονται πλήρως οι διαφορές μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας,
ενώ καθίστανται δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αναγκαίας και μη εργασίας, εφ’
όσον η εργασία γίνεται εσωτερική ανάγκη.
Στην κοινωνία εκείνη όπου – σε συνθήκες άρσης του υποδουλωτικού
καταμερισμού της εργασίας - το σύνολο του πολιτισμού θα έχει τα
χαρακτηριστικά της δημιουργικής παιδείας: θα είναι το πεδίο της ολόπλευρης
ανάπτυξης της κάθε προσωπικότητας, η παιδεία θα χάσει τον χαρακτήρα της
απλής ατομικής προσοικείωσης τρόπων και μέσων δραστηριότητας και
επικοινωνίας (ως απρόσωπα καθολικών, αποσπασματικών και αλλότριων
σχημάτων πολιτισμικά μορφωμένης συμπεριφοράς) και θα διαχέεται
(επανερχόμενη τρόπον τινά, αλλά σε εντελώς διαφορετικό επίπεδο) στην
ολότητα όχι επιμέρους ομάδων και επιπέδων, αλλά της ενοποιημένης
ανθρώπινης δραστηριότητας και επικοινωνίας. Γίνεται πτυχή της ολόπλευρης
πολιτισμικής καλλιέργειας , φυσική και πνευματική αγωγή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αλεξάκης Γ. Ε. Το πανεπιστήμιο του μέλλοντός μας στο μονόδρομο του
διαπιστωτικού ρεαλισμού. 22/3/2002,
http://www.upatras.gr/posdep/sined/sined.htm
2. Ανθογαλίδου Θ. Κοινωνική κριτική και ιδεολογία στην εκπαίδευση.
Οδυσσέας. Αθήνα, 1990.
3. Apple M. Η ιδεολογία και αναλυτικά προγράμματα. Παρατηρητής.
Θεσσαλονίκη, 1986.
4. Apple M. Eκπαίδευση και εξουσία. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1993.
5. Вазюлин В.А. Рассудочное и разумное мышление в развитии
познания. Στο: Диалектика Процесса Познания. Изд. Московского
240
Университета. 1985. σελ. 173 – 197.
6. Βαζιούλιν Β.Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και
μεθοδολογίας. Μόσχα, 1998. (Υπάρχει και σε ελληνική μετάφραση υπό
έκδοση) .
7. Βαζιούλιν Β.Α. Η προσωπικότητα ως πραγματικότητα της
αναπτυσσόμενης κοινωνικής ολότητας.//Νέα προοπτική 13.
(http://www.geocities.com/ilhsgr).
8. Βακαλιός Θ. Θέματα κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης. Τ. 1-2.
Παρατηρητής. Θεσ/κη, 1994.
9. Βακαλιός Θ. Η ιδανική και η πραγματική εικόνα του ανθρώπου. Ελληνικά
Γράμματα. Αθήνα, 1999.
10. Banks Olive. Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης. Παρατηρητής. Θεσ/κη,
1987.
11. Bell D. On Meritocracy and Equality. The New Equalitarianism. Questions
and Challenges. Port Washington, New York, London, 1979.
12. Βορέας Θ. Ηθική, Ακαδημειακά, τ. 4, ΟΕΔΒ, 1957.
13. Βώρος Φ. Φιλοσοφία της εκπαίδευσης. Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό
λεξικό. Καπόπουλος. Αθήνα 1995. τομ. 5ος, σελ.203 –204.
14. Brunner J. The Relevance of Education. London, 1972.
15. Δαφέρμος Μ., Σάαντ Ρ. Επιστήμη και ανθρωπισμός. Αριστερή ανασύνταξη,
Τεύχ.6, 1995, σελ.75-86.
16. From E. Konsumidiotismus. - Neues Forum, 1970, 194/1, σελ. 91-93.
17. Hardt M. – Negri A. Η εργασία του Διόνυσου. Ελευθεριακή κουλτούρα.
Αθήνα, 2001.
18. «Η αγορά απομυζά το αμερικανικό πανεπιστήμιο», Le Monde
Diplomatique, Κυριακάτικη, 6/5/2001.
19. Илиенков Э. В. Философия и култура. Политиздат. Москва, 1991.
20. Ιλιένκοφ Ε., Τεχνοκρατία και ανθρωπιστικά ιδεώδη…, Οδυσσέας, Αθήνα,
1976.
21. Κάτσικας Χ. - Καββαδίας Γ. Κρίση του σχολείου και εκπαιδευτική
πολιτική. Gutenberg. Αθήνα, 1998.
22. Λιοδάκης Γ. Αξιολογώντας την αξιολόγηση των πανεπιστημίων.
ΟΥΤΟΠΙΑ, Μάρτιος – Απρίλιος, Νο 44, σελ 16 – 19.
23. Lauer Q. Integral humanism. – Thought, June 1982.
24. Μάλτσεφ Γ.Β. Ο αστικός εξισωτισμός. Μόσχα, 1984.
25. Μαϊλης Μ., Μαμάτσης Τ., Μπέλλου Ε., Κομμουνιστικές αξίες και
σοσιαλισμός. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1994.
26. Μαρκής Δ. Περί αξίας. Η μεγάλη καριέρα μιας μοντέρνας έννοιας. Στο:
Αξιολογικά, Τεύχ. 8, Ιούνιος 1995, σελ. 7-47.
27. Μαρκής Δ. Το πρόβλημα των αξιών στην εποχή μας. Στο: Ουτοπία, τευχ.
39, Μάρτιος – Απρίλιος 2000.
28. Μαρξ Κ., Grundrisse.... τομ. Α. Β, Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989-90.
29. Μαρξ Κ., Για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Εξάντας,
Αθήνα, 1990.
30. Μαρξ Κ., θεωρίες για την υπεραξία. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, τόμ.1- 3.
31. Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκοτα. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
32. Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.
33. Μαρξ Κ.- Ένγκελς Φ.: Μανιφέστο το Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη
Εποχή, Αθήνα.
34. Μηλιός Γ. Εκπαίδευση και εξουσία. Θεωρία. Αθήνα, 1986.
35. Михайлов Ф. Т. Воспитание. Новая Философская Энциклопедия,
Москва, Мисль, 2000, том. 1.σελ. 440 – 442.
36. Морозова И. С. Идеи Маркса по вопросам воспитания и образования.
241
Στο: «КАПИТАЛ» Маркса, философия и современность. «Наука». Москва,
1968, σελ. 425 – 440.
37. Muhlbauer K.R. Κοινωνικοποίηση. Εκδ. Κυριακίδη. Θεσ/κη, 1995.
38. Παπαγγελής Θ..Δ. Ακαθάριστο πανεπιστημιακό προϊόν; ΤΟ ΒΗΜΑ,
20/5/2001.
39. Παπανούτσος Ε. Π. Ηθική. Πέμπτη έκδοση, τ. 1-2, Δωδώνη, Αθήνα -
Γιάννιννα,1995.
40. Παρασκευόπουλος Ι. Ν. Ψυχολογία ατομικών διαφορών. Αθήνα, 1982.
41. Πατέλης Δ., Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις
ανάπτυξης ή έκπτωσης; Στο: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τομέας Φιλοσοφίας.
Φιλοσοφία, επιστήμες και πολιτική. Συγκομιδή προς τιμήν του ομότ. Καθηγητή
Ε. Μπιτσάκη. Επιμ. Π. Νούτσος. Τυποθήτω-Δαρδανός. Αθήνα, 1998.
42. Πατέλης Δ., Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Ουτοπία.
Μάρτιος – Απρίλιος 1999. Τ. 34, σελ 99 -124.
43. Πατέλης Δ., Για μια κοινωνικοφιλοσοφική θεώρηση της παιδείας.
Εκπαίδευση, αξιολόγηση και εξουσιαστικές σχέσεις. Σύγχρονη Εκπαίδευση,
2000, τεύχος 113, σ. 47-56, τεύχος 114-115, σ. 41-52.
44. Πατέλης Δ., Όψεις της ανεργίας: κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις.
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Μέρος της μελέτης βλ. Αριστερή ανσύνταξη, τ. 13, 1997, σ.25-38 και
τ.14, 1998, σ.27-44.
45. Πατερέκα Χ. Βασικές έννοιες των P. Bourdieu και Jean - Claude Passeron.
Κυριακίδη. Θεσ/κη, 1986.
46. Παυλίδης Π. Η συμβολή της παιδείας στην κοινωνική πρόοδο. Ουτοπία.
Σεπτέμβριος - Οκτώβριος. 1998. Τ. 31.
47. Παυλίδης Π. Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην Ε.Σ.Σ.Δ. Προσκήνιο.
Αθήνα, 2001.
48. Παυλίδης Π. ανθρώπινη φύση, κοινωνική εργασία, παιδαγωγία:οι
βιολογικοί και κοινωνικοί συντελεστές της προσωπικότητας. Μέρος 1ο.
Σύγχρονη Εκπαίδευση, 2002, τεύχος 123, σ. 65 – 80.
49. Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π Α Π Ο Φ Α Σ Η του 5ου Συνεδρίου για τον Προγραμματισμό
Δράσης της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Διδακτικού & Ερευνητικού
Προσωπικού των Α.Ε.Ι. Πάτρα, 1-3 Δεκεμβρίου 2000,
http://www.upatras.gr/posdep/sined/sined.htm
50. Ρεζαμπέκ Ε.Γ. Η καθολική εργασία στη σφαίρα της επιστήμης, στο:Η
κοινωνική φύση της γνώσης. Nauka, Μόσχα, 1979, σ. 55-71.
51. Rifkin Geremy. Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της. Νέα Σύνορα –
Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1996.
52. Ρίχτα Ράντοβαν. Ο πολιτισμός στο σταυροδρόμι. Εκδ. Ράππα. Αθήνα,
1978.
53. Рубинстейн С. Л. Проблемы общей психологии. Москва, 1973.
54. Σκαμνάκης Θ. Πολιτισμός και εργατική τάξη. Στο: εργατική τάξη και
Πολιτισμός. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1987.
55. Sharp R. Knowledge, Ideology and the Politicw of Schooling. London, 1980.
56. Silberman Ch. Crisis in the Classroom. The Remaking of American
Edukation. N. Y. , 1971.
57. Τσιριγώτης Θ., Καββαδίας Γ., Κάτσικας Χ. Η αξιολόγηση στην
εκπαίδευση. Ποιος, ποιόν και γιατί. Εκπαιδευτικός όμιλος Αντιτετράδια. Αθήνα,
1993.
58. Τσουκαλάς Κ. Κοινωνικό κράτος και ισότητα. Το Βήμα, Κυριακή 25 Ιουνίου
2000.
59. Young M. The Rise of the Meritocracy. 1870-2033. An Essay on Education
and Equality. Penguin Books (Harmondsworth), 1967. (πρώτη έκδοση 1958).
60. Ψυχοπαίδης Κ. Υπάρχει θεμελίωση σοσιαλιστικών αξιών; Ουτοπία, Νο 13,
242
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1994.

Πρότυπα και προσωπεία.


Επιστήμονας και αγοραία ήθη…
Όταν ο ρόλος του ανθρώπου υποβαθμίζεται σε λειτουργίες
διεκπεραίωσης, τεχνικού ελέγχου και εποπτείας, οι ιεραρχικά
επιβαλλόμενες αλλεπάλληλες αξιολογήσεις (εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών
μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κλπ.) κατά κανόνα οδηγούν σε
εσωτερίκευση του βιώματος του επισφαλούς σε μια πλήρη συμπλεγμάτων
ψυχολογία θύτη και θύματος και επιβάλλουν αντίστοιχα πρότυπα
συμπεριφοράς. Αξίζει να αναφερθούμε επιγραμματικά σε μερικά πρότυπα που
παρέχει με το παράδειγμά του ορισμένος τύπος πανεπιστημιακού
«επιστήμονα». Χωρίς να προσάπτουμε την ευθύνη για τον εκχυδαϊσμό της
επιστήμης και της παιδείας αποκλειστικά στα άτομα, ας επιχειρήσουμε να
σκιαγραφήσουμε μερικά πρότυπα, εκλαμβάνοντας τα ως χαρακτηριστικούς
τύπους ιδιότυπων κοινωνικών ρόλων. Τα πρότυπα αυτά συνδέονται με τον
κομφορμισμό στην επιστήμη, με τον «ακαδημαϊσμό», με τη μορφή εκείνη
εκχυδαϊσμού της επιστήμης που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθηγητική».
Η γραφειοκρατική οργανωτική δομή και ιεραρχία των φορέων της
επίσημης θεσμικότητας της επιστήμης (εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,
ερευνητικών κέντρων κ.λ.π.) η κύρια σκοπιμότητα ύπαρξης των οποίων
(«παραγωγικότητα» της κερδοφορίας, είτε παραγωγή, αναπαραγωγή και
κατίσχυση του κυρίαρχου καταμερισμού της εργασίας μέσω της θεσμικής και
ιδεολογικής νομιμοποίησής του) οδηγεί σε εργαλειακή σχέση προς την
πραγματική έρευνα και σε πραγματισμό. Το περίπλοκο σύστημα ένταξης-
αποκλεισμού και ανέλιξης στη γραφειοκρατική ιεραρχική κλίμακα των
μηχανισμών αυτής της θεσμικότητας, βιωματικά εσωτερικευόμενο (και
νομιμοποιούμενο με το περί «αξιοκρατίας» ιδεολόγημα) αναδεικνύει τη
«σταδιοδρομία» σε αυτοσκοπό και το διαγκωνισμό για επικράτηση - κυριαρχία
σε μέθοδο «επιτυχίας» (καριερισμός). Η μορφή (ο τύπος) υποκαθιστά το
περιεχόμενο, τα μέσα - το σκοπό, η ιδιότητα του ερευνητή - στοχαστή
υποκαθίσταται από αυτήν του τιτλούχου - αξιωματούχου, η συστηματική
ερευνητική εργασία - από την τελετουργική εμμονή σε τυπικά πλαίσια,
πρωτόκολλο κ.α. συνδηλωτικά στοιχεία της κατ’ επίφασιν επιστήμης, η
συλλογικότητα στην έρευνα - από σχέσεις κυριαρχίας - υποταγής, από
κολακεία «δημόσιες σχέσεις» κ.ο.κ.. Η κομφορμιστική υπαγωγή - ενσωμάτωση
σ’ αυτή τη θεσμικότητα υποβάλλει και επιβάλλει βαθμιαία την κυρίαρχη
ιδεολογία μ’ έναν αποτελεσματικό τρόπο λογοκρισίας-αυτολογοκρισίας.
Μεταξύ επιστημόνων έχει διαδοθεί και τείνει να εδραιωθεί μια ιδιαίτερα
αμοραλιστική στάση, κατά την οποία δεν έχει ιδιαίτερη σημασία η πηγή της
χρηματοδότησης (ιδιωτικό κεφάλαιο, κρατικός προϋπολογισμός, αμυντικά
κονδύλια κ.ο.κ.). Το όλο πρόβλημα ανάγεται σε τεχνικό–διαχειριστικό (αφορά
π.χ. τη σύνταξη κατάλληλων για έγκριση από τα αρμόδια όργανα τεχνικών
δελτίων για τα ΕΠΕΑΕΚ…), δεδομένης μάλιστα και της εξασφάλισης μίας
σχετικής εισοδηματικής σταθερότητας μέσω της πρόσδεσης σε ποικίλα
προγράμματα, σε ένα ασταθές οικονομικό περιβάλλον. Αρκεί να «τρέχουν» τα
ερευνητικά προγράμματα, να συντελούν στην εξέλιξη – σταδιοδρομία των
επιστημόνων (με δημοσιεύσεις, εμπλουτισμό των βιογραφικών σημειωμάτων με
«προσόντα» και προϋπηρεσίες, κ.ο.κ.) και να προσφέρουν επιπλέον έσοδα. Η
άντληση τέτοιου τύπου πόρων, τείνει να θεωρείται πλέον κριτήριο
αναγνώρισης, είτε και ένδειξη διάκρισης του επιστήμονα βάσει της
243
ερευνητικής του συνεισφοράς… Η πρόσβαση σε παρόμοια προγράμματα είναι
ευθέως ανάλογη της υποταγής-υπακοής στους εκάστοτε διαχειριστές και
μεσάζοντές τους. Διαπλοκή με τον αγοραίο επιχειρηματικό κόσμο,
νομότυπες-παράτυπες εξουσιαστικές δομές, μετατροπή ομάδων μελών
Δ.Ε.Π. σε διαχειριστές – εργολάβους (managers), που πραγματοποιούν
προσλήψεις, νέμονται κονδύλια κλπ., προνομιακή θέση εκείνων που «τα
φέρνουν», επιτείνουν τη διαστρωμάτωση των πανεπιστημιακών...
Παράλληλα με την επικράτηση της «ακαδημαϊκής» ανωτερότητας αυτού του
τύπου επιστημόνων … ατροφούν και οι ηθικοί ενδοιασμοί αναφορικά με τους
σκοπούς, τα πεδία εφαρμογών και τις πιθανές χρήσεις του έργου τους.
Άλλωστε, κατά τα κυρίαρχα θετικιστικά πρότυπα του αντικειμενισμού, ο
επιστήμονας οφείλει να είναι κοινωνικά, ιδεολογικά, αξιολογικά κ.ο.κ.
ουδέτερος και αμερόληπτος…Εάν μάλιστα προσθέσουμε και το μεταμοντέρνο
πάθος για «αποδόμηση», η ίδια η αρχή της ανιδιοτελούς αναζήτησης της
αλήθειας δεν έχει πλέον θέση στο πανεπιστήμιο. Ο γαλουχημένος σε αυτό το
πνεύμα «επιστήμονας» ελίσσεται με περισσή ευελιξία σε διοικητικά κλπ όργανα
και διαδρόμους της εξουσίας. Τέτοιου τύπου επιστήμονας δεν θα διστάσει να
συμμετάσχει και στα πλέον απίθανα προγράμματα.
Ας εξετάσουμε λοιπόν κάποιο μηχανισμό θεσμικής παρα-μόρφωσης της
προσωπικότητας.
Όταν θέσεις και ρόλοι επιβάλλονται στον άνθρωπο έξωθεν και άνωθεν, δίκην
μονόδρομου για την επιβίωση, την ύπαρξη και την κοινωνική ανέλιξή του, είναι
συχνό το φαινόμενο ενός συμβιβασμού, μιας (προσωρινής όπως πιστεύει συχνά
ο άνθρωπος) υιοθέτησης ενός βολικού για την συγκυρία προτύπου
συμπεριφοράς, ενός «προσωπείου» (Κον Ι.). Ο άνθρωπος στην αρχή μπορεί μεν
να έχει τα ιδανικά του, να κατανοεί το παράλογο και εχθρικό των συνθηκών
και του περίγυρου, αλλά υιοθετεί το αλλότριο «προσωπείο» για να ελιχθεί
προσωρινά, είτε ακόμα και για να μπορέσει να ανελιχθεί «ώστε από καλύτερες
θέσεις να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα»... Λέει λοιπόν στον εαυτό του και
στην ομάδα αναφοράς των μέχρι πρότινος ομοϊδεατών του ως άλλοθι: «κι εγώ
λειτουργώ –αν και διαφωνώ– όπως με πάει το σύστημα» (Πανούσης Γ.), «ας
πάρω μια θεσούλα...». Αργότερα: «ας μονιμοποιηθώ πρώτα...ας πάρω
προαγωγή... ας εξελιχθώ...και βλέπουμε». Στη συνέχεια, σε όλες τις
συγκρούσεις του «προσωπείου» με το κεκαλυμμένο πλέον πρόσωπο, με το
«αυθεντικό του εγώ», το «προσωπείο» είναι αυτό που βγαίνει νικητής. Στη
ρήξη των αφετηριακών αξιακών προσανατολισμών και αρχών του με τις
επιταγές της κυρίαρχης, διάχυτης και πιεστικής συγκυρίας, εξαναγκάζεται σε
προσαρμογή. Το «προσωπείο» γίνεται εκείνο το βολικό εργαλείο της
προσαρμογής και τελικά της υποταγής. Το «προσωπείο» είναι αυτό που
εμπεριέχει τις επιβεβλημένες κοινωνικές επιταγές, τα πρότυπα της
αναμενόμενης από τους φορείς της κυρίαρχης ομάδας αναφοράς «ευπρεπούς»
συμπεριφοράς, π.χ. του «ακαδημαϊκού ήθους», του «επαγγελματισμού». Είναι
αυτό που διευκολύνει την προσαρμογή στη συγκυρία, αν και η αυτοσυνείδηση
δεν το αναγνωρίζει αρχικά ως στοιχείο του «αυθεντικού της εγώ». Στο βαθμό
όμως που το πρότυπο συμπεριφοράς που πρεσβεύει το «προσωπείο» υπερτερεί,
εμπεδώνεται και παγιώνεται με την επανάληψη, η ρήξη είναι αναπόφευκτη.
Τότε είναι που τα όρια μεταξύ «προσωπείου» και προσώπου γίνονται
δυσδιάκριτα και τελικά το «προσωπείο» από «δεύτερη φύση» γίνεται «πρώτη».
Όπως σε κάθε αποφασιστική καμπή της ζωής, η αναπόφευκτη σύγκρουση
παίρνει τον χαρακτήρα της αποκλειστικής διάζευξης: ο άνθρωπος είναι
υποχρεωμένος είτε να υιοθετήσει στη διαγωγή του αυτό που επιτάσσει το
«αυθεντικό του εγώ», απορρίπτοντας το προσωπείο, είτε να κάνει το
244
«προσωπείο» αυθεντικό του πρόσωπο. Στη δεύτερη περίπτωση ο άνθρωπος
καταφεύγει και σε επενδύσεις της επιλογής του, ψυχολογικούς «αμυντικούς
μηχανισμούς» (μεταστροφές, απωθήσεις, προβολές, εκλογικεύσεις,
εξιδανικεύσεις κ.ο.κ.), αναγορεύοντας τις προηγούμενες επιλογές και
ιεραρχήσεις του σε ανυπόστατες, φαύλες κ.ο.κ., υποσκελίζοντας την ομάδα
αναφοράς των παλαιότερων ομοϊδεατών του. Ομάδα αναφοράς δεν είναι
(πλέον) η αυθεντική συλλογικότητα που χαρακτηρίζεται από συνειδητά
επιλεγμένες σχέσεις αλληλεγγύης βάσει κοινής άγουσας δραστηριότητας,
κοινών υποθέσεων κ.λ.π., αλλά η αυθαίρετα, θεσμικά κ.ο.κ. επιβεβλημένη
ιεραρχία. Στη σύγκρουση αυτή αναδεικνύεται ανάγλυφα τι είναι «αυθεντικό»,
κύριο, άγων και τι «ψευδές», δευτερεύον, επιφανειακό.
Έτσι «οι πετυχημένοι του δημόσιου χώρου και της εκπαίδευσης δεν έχουν
πρότυπα (ούτε χρόνο, ούτε ψυχή) για να μεταβιβάσουν. Οι μη-πετυχημένοι
κρατάνε κάποιες σπίθες προτύπων αλλά βαραίνει τόσο πολύ πάνω τους η
αποτυχία ώστε έχουν ηθικό δίλημμα αν πρέπει να «καταστρέψουν» κι άλλους.
Κι αυτό σημαίνει δια-αγωγή ζωής, δηλ. Παιδεία» (Πανούσης Γ.).
Έχει περιγραφεί γλαφυρά στη βιβλιογραφία το προωθούμενο με τις
«εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις» πρότυπο του «ευέλικτου απασχολήσιμου».
Είναι ο ετεροκατευθυνόμενος (other-directed) άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει
σταθερούς σκοπούς και ιδεώδη στη ζωή του. Επιδιώκει πάσει θυσία την
«αρμονία», να τα’ χει καλά με τον περίγυρό του, να μοιάζει με τους άλλους. Ο
κομφορμιστής είναι σε τέτοιο βαθμό έρμαιο εξωτερικών επιδράσεων, που ούτε
ο ίδιος, ούτε και ο περίγυρός του δεν γνωρίζει ποιο είναι τελικά το «αυθεντικό
του εγώ». Εκείνο που προτάσσεται είναι η συνειδητή και πρόθυμη
προσαρμοστικότητα στα κυρίαρχα γούστα και απόψεις, ο μονοσήμαντος
προσανατολισμός στη συμβατότητα με τα καθιερωμένα είτε απαιτούμενα
προδιαγεγραμμένα πρότυπα. Κατά κανόνα παρατηρείται μια κλιμάκωση της
στάσης, από την εξωτερική προσποίηση της ένταξης έως την «εσωτερική
κομφορμιστική προσαρμοστικότητα» (Κον Ι.). Εδώ ο άνθρωπος υπό την πίεση
της ομάδας αλλάζει την πρωταρχική του άποψη, τα πρότυπά του,
ενστερνιζόμενος την άποψη της πλειονότητας, όχι λόγω των πειστικών
επιχειρημάτων της (άλλωστε αυτά μπορεί να είναι έωλα, ανορθόλογα είτε και
να απουσιάζουν παντελώς), αλλά απλώς «συντάσσεται με τους ισχυρούς», κατ’
αρχάς από το φόβο της απόρριψης, του αποκλεισμού: μη τυχόν βρεθεί σε
απομόνωση. Έτσι κλιμακώνεται και η έκπτωση: αμβλύνεται η κριτική
ικανότητα, ως αξίες υιοθετούνται τετριμμένες κοινοτοπίες, καλλιεργείται η
αδιαλλαξία σε ότι φαίνεται ως «απόκλιση από τον κανόνα», ο δογματισμός και
η «σκέψη» βάσει στερεοτύπων, επικρατεί η τάση μιμητισμού και υποβολής, η
ανάγκη για άνωθεν επιδοκιμασία, η επιδίωξη ηρεμίας μέσω της αποφυγής
τοποθέτησης και τελικά, καταρρακώνεται ο αυτοσεβασμός και η αξιοπρέπεια.
Είναι μάταιο να περιμένει κανείς επαναστατικοποίηση της επιστήμης μέσω
θεμελιωδών ανακαλύψεων από αυτόν τον τύπο επιστήμονα. Κάτι τέτοιο
προϋποθέτει άλλου τύπου προσωπικότητα και την κριτική στάση έναντι της
κοινωνίας, που επιτρέπει την ανάδειξη των βαθύτερων αναγκών της (όπως
αυτές εσωτερικεύονται και διαθλώνται διαμεσολαβημένα στο πεδίο της
έρευνάς του), κριτική στάση έναντι του αντικειμένου, κριτική - δημιουργική
αφομοίωση των κεκτημένων της επιστήμης, μετατροπή των ερευνητικών
καθηκόντων σε ζωτικής σημασίας νόημα της προσωπικότητας, σε εσωτερικό
σκοπό, απαλλαγή από εξωεπιστημονικές ιδιοτελείς επιδιώξεις κ.λπ.
Τουναντίον, η «επιστημονική» δραστηριότητα που τείνει να είναι μόνο μέσο
για την ικανοποίηση άμεσων βιοτικών αναγκών του ανθρώπου, για την
καταξίωση και αναγνώρισή του στην κοινωνία, για την εξασφάλιση κύρους και
245
κοινωνικού γοήτρου, για την καριέρα κ.λ.π., αμβλύνει την κριτική ικανότητα,
υπονομεύει τη δυνατότητα συστηματικής αντικειμενικής έρευνας, οδηγεί σε
όλο και πιο αγοραίου προσανατολισμού αναδιάταξη της ιεράρχησης των
στόχων. Ακραία και νοσηρή κατάληξη αυτής της τάσης μπορεί να αποβεί η
αναγωγή της επιστήμης σε αφορμή προβολής της ναρκισσευόμενης φιλαυτίας
του, ως εσωτερίκευση του αλλοτριωμένου και αλλοτριωτικού ρόλου της
επιστήμης και του φετιχισμού της πνευματικής παραγωγής στην
ανταγωνιστική κοινωνία. Τα φαινόμενα αυτά επιτείνονται με την καθαρά
ποσοτική αποτίμηση της «παραγωγικότητας» στο χώρο της κατ’ αυτό
τον τρόπο εννοούμενης «επιστήμης».
Η απέχθεια προς τη συστηματική έρευνα, οδηγεί αυτή την τάση του
εκχυδαϊσμού στον εκλεκτισμό, στην απόρριψη κάθε νοητικής συγκρότησης. Οι
κοινοτοπίες, οι φενάκες, η χυδαιότητα, η νόθευση και η σύγχυση, προβάλλουν
με το προσωπείο της επιστημονικοφανούς εκζήτησης της εκφοράς, της
επιτήδευσης και του μανιερισμού. Η θεωρητική εξέταση ενός ζητήματος
συγχέεται με την χαώδη παράθεση ποικίλων ιδεών και απόψεων περί
αυτού. Πρόσφορο καταφύγιο της ακαδημαϊκής «επιστήμης» γίνεται και ο
ερευνητικός μινιμαλισμός (βλ. Πατέλης Δ. Επιστήμες...1998).
Υπάρχουν βεβαίως διαβαθμίσεις ενσωμάτωσης σε αυτό το μηχανισμό, με
αντίστοιχους ρόλους: από τον συμβιβασμό της απαθούς στάσης αποδοχής
(ακόμα και εάν η απάθεια ερμηνεύεται κατ’ ιδίαν ως ιδιότυπη «απόρριψη του
συστήματος»), της αδρανειακής μάζας που απαρτίζει την «σιωπηρά
πλειοψηφία» (που κατά περίσταση μετατρέπεται και σε δύναμη κρούσης), του
κομπάρσου και χειροκροτητή, του διαπλεκόμενου ερείσματος, μέχρι και του
ηγετικών αξιώσεων «ιδεολογικού εκφραστή» ή του πρωταγωνιστή της
συλλήβδην διαφθοράς.
Νόμιμο λοιπόν το ερώτημα: «η σιωπή και η υποταγή στα κελεύσματα της
κάθε συγχωριακής εξουσίας, το ξεπούλημα των ιδανικών και το κάρφωμα των
διαφωνούντων πόσο συμβατά είναι με το πρότυπο της ηθικής αντίστασης του
πεπαιδευμένου ανθρώπου;» (Πανούσης Γ.).

To κοινωνικό συνειδέναι και οι μορφές του.


Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης.
Στις μέρες μας όλο και πιο έντονα προβάλλει στο προσκήνιο η θρησκεία.
Γίνεται λόγος για «θρησκευτική αναγέννηση» για θρησκευτική μόδα, για
επάνοδο της πίστης, για «δίψα για Θεό» κλπ. Τα ΜΜΕ προβάλλουν τη
θρησκευτικότητα ως θέαμα, εντεταλμένοι ιδεολόγοι «προβλέπουν» πολέμους
πολιτισμών, τους οποίους ανάγουν σε θρησκευτικούς πολέμους, ενώ οι
θρησκευτικοί ταγοί μας προτρέπουν επικά σε κινήσεις «πίσω
ολοταχώς» ...Eίναι όντως η θρησκεία εκείνη η αιώνια διαχρονική αξία από την
5

οποία πρέπει να αγκιστρωθούμε για να αποκτήσουμε ταυτότητα και υπαρξιακό


νόημα; Ποια είναι η θέση και ο ρόλος της θρησκείας στο κοινωνικό γίγνεσθαι;
Mπορεί άραγε η θρησκεία να θεωρηθεί θεμελιώδες κεκτημένο του σύγχρονου
πολιτισμού, καθοριστικής σημασίας για τη δυναμική της ανάπτυξής του; Τα
ερωτήματα αυτά χρειάζονται επιστημονική προσέγγιση και εδώ η συμβολή των
κεκτημένων της επιστήμης είναι αποφασιστική.

5
Τελευταία στην πλημμυρίδα θρησκευτικότητας των ΜΜΕ έρχονται να προστεθούν και ειδικές πολυτελείς
περιοδικές εκδόσεις. Βλ. π.χ. το ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ του οργανισμού Τεγόπουλου.
246
Η επιστημονική - φιλοσοφική θεώρηση της θρησκείας προϋποθέτει την
εξέτασή της ως πολυεπίπεδο και περίπλοκο φαινόμενο που συνιστά ιστορικά
προσδιορισμένη ουσιώδη έκφανση του γίγνεσθαι της κοινωνικής ολότητας. Η
εξέταση αυτή οφείλει να αναδείξει τη θέση και το ρόλο της θρησκείας ως
μορφής κοινωνικής συνείδησης στο ιεραρχημένο και διατεταγμένο πλέγμα της
δομής της ωριμάζουσας κοινωνίας, τις σχέσεις της με τις άλλες μορφές της
κοινωνικής συνείδησης, αλλά και (σε γενικές κατευθυντήριες γραμμές) την
πορεία της στη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της
κοινωνίας6.
Η θρησκεία συνιστά ιδιότυπη μορφή της κοινωνικής συνείδησης. Τι είναι
όμως κοινωνική συνείδηση;
Η συνείδηση είναι με τη σειρά της ιδιότυπο μόρφωμα του ψυχισμού. Είναι
χαρακτηριστική για τον άνθρωπο ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής και
υποκειμενικής πραγματικότητας, μέσω πολύμορφου συνόλου των ειδικά
ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών7.
ΨΥΧΙΣΜΟΣ, ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΙΣΗ, ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Πότε εμφανίζεται ο ψυχισμός; Ο ψυχισμός εμφανίζεται εάν και εφ’ όσον
το έμβιο ον αποκτά σώμα, δηλαδή διακριτή και όχι διάχυτη ή συγχωνευμένη με
το περιβάλλον ύπαρξη. Η απόσπαση του σώματος του οργανισμού από το
θρεπτικό του περιβάλλον τον ωθεί σε αναζήτηση ενός προσανατολιστικού
μηχανισμού διευθέτησης στο χώρο και το χρόνο. Κατ’ αυτόν το τρόπο
ανακύπτει ως διαμεσολαβημένη σχέση του σώματος με το περιβάλλον μια
προτρέχουσα αντανάκλαση που επιτρέπει την αναγκαία (προς αποφυγή
κινδύνου, δυσμενούς, καταστρεπτικού ή επιβλαβούς και προς ανεύρεση
ευμενούς, ευεργετικού ή επωφελούς περιβάλλοντος) μετατόπιση. Συνδέεται
λοιπόν ο ψυχισμός με την κίνηση που χαρακτηρίζει τον ζωικό κόσμο. Στο ζωικό
κόσμο ο ψυχισμός είναι ένα ασυνείδητο πλέγμα λειτουργιών - ανταποκρίσεων
σε ερεθίσματα, οι οποίες εξασφαλίζουν την ικανοποίηση των ενστικτωδώς
κωδικοποιημένων αναγκών του οργανισμού, για την υποστήριξη της
βιολογικής του ύπαρξης στα πλαίσια του «πρώτου συστήματος σήμανσης»8. Το
ασυνείδητο του ζωώδους ψυχισμού έγκειται κυρίως στην αδυναμία του ζώου
να διακρίνει τον εαυτό του απ’ τον περίγυρό του: εδώ περιβάλλον, ερέθισμα
και ενέργεια - ανταπόκριση στο ερέθισμα, προσλαμβάνονται ως ενιαίο όλο.
Η συνείδηση ανακύπτει γενετικά και λειτουργικά μαζί με την εργασιακή
δραστηριότητα (μέσα σε αυτήν και μέσω αυτής) 9. Η εργασιακή
δραστηριότητα, ως ειδοποιός τρόπος ανταλλαγής ύλης του ανθρώπου με τη
φύση, έχει δύο πλευρές:
1.συνιστά μετασχηματισμό κατά ορισμένο τρόπο και με τη βοήθεια
κατάλληλων μέσων (εργαλείων κ.λ.π.) του εξωτερικού αντικειμένου για την
ικανοποίηση των (μετασχηματιζόμενων σε σκοπό) αναγκών του ανθρώπου με
τα προϊόντα της εργασίας.
2.συνιστά μετασχηματισμό υλοποιούμενο από ένα σύνολο ανθρώπων
(δεδομένου ότι ο απομονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να επιβιώσει).
Αναγκαίος και ικανός όρος για να τελεσφορεί αυτός ο μετασχηματισμός
είναι η διάκριση των ουσιωδών πλευρών, των χαρακτηριστικών όχι μόνο του

6
Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στα κεκτημένα της μαρξιστικής έρευνας και ιδιαίτερα στη μεθοδολογία της «Λογικής
της Ιστορίας» που θεμελίωσε ο Β.Α. Βαζιούλιν.
7
Αποφασιστική στη διερεύνιση της ανάδειξης της συνείδησης στην ανθρωποκοινωνιογένεση είναι η συμβολή της
Πολιτισμικής Ιστορικής Ψυχολογίας που αναπτύχθηκε στην ΕΣΣΔ. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ερευνητές όπως οι:
Βιγκότσκι Λ.Σ., Ρουμπινστάιν Σ.Λ, Λεόντιεφ Α.Ν., Λούρια Α.Ρ. κ.α.
8
Βλ. σχετικά: Pavlov I.P. Εγκέφαλος και ψυχισμός. Εκδ. Ακαδ. Παιδαγωγικών και Κοινωνικών Επιστημών. Μόσχα -
Βορόνεζ, 1996.
9
βλ. Ένγκελς Φ. Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου, στο: Ένγκελς Φ. Διαλεκτική της φύσης, μετ.
Ε. Μπιτσάκη, εκδ. Σ. Ε. Αθήνα, 1984μ σελ. 149-162.
247
αντικειμένου, αλλά και των υπόλοιπων συστατικών στοιχείων της εργασίας.
Ουσιώδεις - από την οπτική κατ’ εξοχήν της εργασίας - πλευρές είναι οι
αναγκαίες και ικανές για το μετασχηματισμό του αντικειμένου. Μεταξύ
ανθρώπου (υποκειμένου) και αντικειμένου ανακύπτει ένας εμπράγματος -
αντικειμενοποιημένος διαμεσολαβητικός κρίκος μέσω του οποίου
επιτυγχάνεται ο μετασχηματισμός του αντικειμένου σε προϊόν. Το λειτουργικά
και μορφολογικά μετασχηματισθέν από τον άνθρωπο μέσο εργασίας - σε
αντιδιαστολή με τις περιστασιακές, ad hoc χρήσεις φυσικών αντικειμένων
επενέργειας στη φύση από ορισμένα ζώα - αναβαθμίζει ριζικά τον ψυχισμό του.
Η σταθερή, αντικειμενοποιημένη και αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενη ή
τροποποιούμενη σε όμοιες (ή ανόμοιες) συνθήκες διαμεσολάβηση του μέσου
-εργαλείου, επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει την πηγή του ερεθίσματος
από το ερέθισμα δηλαδή το αντικείμενο αφ’ εαυτού, γεγονός που του παρέχει
τη δυνατότητα (λόγω ακριβώς της διαμεσολαβημένης αποστασιοποίησης,
αλλά και της συνακόλουθης ασύγκριτα αποτελεσματικότερης επενέργειας) να
διακρίνει τον εαυτό του από τον περίγυρο.
Αλλά η ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας είναι ανέφικτη χωρίς
την κοινοποίηση των ουσιωδών γνωρισμάτων του αντικειμένου, χωρίς την
συλλογική χρήση - βελτίωση του μέσου κατά τον αντίστοιχο με τον
(λειτουργικά και μορφολογικά) αποκρυσταλλωμένο σε αυτό προορισμό - τρόπο
επενέργειας. Το μέσο δεν είναι νεκρή διαμεσολάβηση, αλλά εμπράγματος,
γενετικά και λειτουργικά πρωτεύον φορέας νοήματος, συμπύκνωμα
κωδικοποιημένο μορφών και τρόπων συλλογικής δραστηριότητας. Αυτή η
διαμεσολάβηση ως οργανικό στοιχείο της αμφίδρομης διαλεκτικής σχέσης
υποκειμένου - αντικειμένου και υποκειμένων προς άλληλα στα πλαίσια
αλλεπάλληλων εξαντικειμενώσεων - απαντικειμενώσεων, κωδικοποιήσεων -
αποκωδικοποιήσεων, κατά την ανάπτυξη της εργασιακής δραστηριότητας,
συνδέεται με την εμφάνιση και ανάπτυξη του «δεύτερου συστήματος
σήμανσης», ως ιδιότυπης για τον άνθρωπο ανώτερης νευρικής λειτουργίας
μέσω σημείων, συμβόλων10. Αλληλένδετη με τα παραπάνω είναι και η
δυνατότητα του ανθρώπινου ψυχισμού να διακρίνει τον εαυτό του ως
αντικείμενο, ούτως ώστε μέσω της συνείδησης και της αυτοσυνείδησης να
προβαίνει σε αυτορύθμιση και αυτοέλεγχο, λειτουργίες απαραίτητες για κάθε
συλλογική συν - εργασία, σε κάθε από κοινού δραστηριότητα.
Έτσι, από τη νοηματοδοτούμενη διαμεσολάβηση της εργασιακής
δραστηριότητας ο ανθρώπινος ψυχισμός αντλεί τη δυνατότητα λειτουργίας
μέσω σημαινόντων σημείων - συμβόλων. Η διαδικασία αυτή είναι αρκετά
περίπλοκη τόσο στη φυλογένεση, όσο και στην οντογένεση. Οι πρώτες ιδεατές
διαμεσολαβήσεις, οι «προέννοιες», δεν συνιστούν αυστηρά διαζευκτικά
μορφώματα, αλλά εναργείς εντυπώσεις, παραστατικά απεικάσματα πραγμάτων
και συμβάντων, αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τις αλλαγές που αυτά
υφίστανται υπό την επίδραση των μεν είτε των δε επενεργειών 11. Η αρχικά
χαώδης περί του όλου αντίληψη, με την άμεση βιωματική εμπλοκή στην
πρακτική συγκυρία και την εκφραζόμενη με αντίστοιχης συναισθηματικής
φόρτισης άμεση σήμανση των συνδεόμενων με την αποτίμηση της επιτυχίας ή
αποτυχίας των πράξεων εσωτερικών καταστάσεων («γλώσσα του σώματος»,
μιμητικές εκφράσεις, νεύματα και χειρονομίες, άναρθρες κραυγές κλπ)
βαθμιαία, με την διάκριση και διαμόρφωση του προφορικού λόγου,
αντικαθίσταται από διαμεσολαβημένη συμβολική ονοματοθεσία. Στη θέση της
άμεσης σήμανσης εσωτερικών καταστάσεων (αντιλήψεων, παραστάσεων,
10
Λεόντιεφ Α.Ν. Ντεϊτελνοστ - σοζνάνιε - λιτσνοστ. Μόσχα. 1977 του ίδιου: Προμπλέμι ραζβίτιγια ψυχικι. Μόσχα,
1981.
11
Klix Fr. Ernwachendes Denken, Berlin 1982, Ρωσ. Εκδ. Μόσχα 1983.
248
εννοιών, βιωμάτων, αξιολογήσεων, είτε σχημάτων δράσης), αναπτύσσονται
συμβολικά συστήματα σημείων (γλώσσα) ως έναρθρος λόγος (φθογγότυποι,
συλλαβές, λέξεις κλπ), καθιστώντας την ανθρώπινη συνείδηση κατ’ εξοχήν
συμβολική, και παρέχοντας τεράστιες δυνατότητες γενίκευσης, αφαίρεσης
συνδυασμών και ευελιξίας στη διαμεσολαβημένη ιδεατή και πραγματική
αφομοίωση της πραγματικότητας. Το φάσμα λειτουργικών και δημιουργικών
δυνατοτήτων του ανθρώπινου ψυχισμού διευρύνεται πολλαπλασιαστικά,
εμπεριέχοντας δυνατότητες ανάπτυξης, αυτοανάπτυξης, αλλά και εμπλοκής,
αντιστροφής, στρέβλωσης, ακόμα και καταστροφής. Οι ασυνείδητες
λειτουργίες του ανθρώπινου ψυχισμού - στο βαθμό που ο τελευταίος είναι
ανθρώπινος, δηλαδή στο βαθμό που διαθέτει συνείδηση και αυτοσυνείδηση -
μετασχηματίζονται ουσιαστικά σε υποταγμένη πτυχή του ψυχισμού της
προσωπικότητας (εφ’ όσον ο άνθρωπος είναι κοινωνικό και όχι απλώς
βιολογικό ον)12.
Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι
προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά αφομοιώνει το
κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η
δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της κοινωνίας
ως ολότητας.
Η κοινωνική συνείδηση ή συνειδέναι συναπαρτίζεται από δύο πλευρές:
αφ’ ενός μεν συνιστά γνωστική διαδικασία και γνώση (ιδεατή αντανάκλαση
της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των
αποτελεσμάτων της ανθρώπινης δραστηριότητας), αφ’ ετέρου δε συνιστά
συνειδητοποίηση και προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των
ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων και της επικοινωνίας τους.

ΤΟ ΕΙΔΕΝΑΙ (Η ΓΝΩΣΗ) ΚΑΙ ΟΙ ΝΟΗΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ:


ΔΙΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ
Η μεν πρώτη πλευρά της συνείδησης, το ειδέναι (η γνώση) γενετικά και
λειτουργικά ανακύπτει κατ’ εξοχήν από την εργασιακή επενέργεια του
ανθρώπου στη φύση και όπως είδαμε συνδέεται οργανικά με τη σκοποθεσία, με
τη διευθέτηση της κίνησης προς ορισμένο αποτέλεσμα της δραστηριότητας, η
δε δεύτερη, το συν - ειδέναι - απ’ την αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων
εντός και πέριξ της εργασιακής δραστηριότητας, της συν - εργασίας. Όπως
λίγο πολύ ο ανεπτυγμένος κοινωνικός τρόπος παραγωγής συναρθρώνεται από
την εσωτερική ενότητα (εμπεριέχουσα τη διαφορά) παραγωγικών δυνάμεων -
σχέσεων παραγωγής που αποτελεί και την ουσία της κοινωνίας ως ολότητας,
τρόπος του κοινωνικού συνειδέναι συναρθρώνεται ως ουσιώδης έκφανση
αυτής της ολότητας, μέσω της πολυεπίπεδης αλλεπάλληλα διαμεσολαβημένης
και περίπλοκης ενότητας των πλευρών και των μορφών της κοινωνικής
συνείδησης, η οποία ανακύπτει απ’ αυτή την ουσία, αλλά δεν ανάγεται σε
αυτήν.
Η γνώση (ειδέναι) δεν αποτελεί απλό αντικατοπτρισμό του «είναι ως
έχει», αλλά προσοικείωση πραγμάτων, καταστάσεων και διαδικασιών από την
άποψη των δυνατοτήτων αλλαγής, μετασχηματισμού τους. Και η καθ’ εαυτώ
συν - είδηση δεν συνιστά απλή στατική αποτύπωση της υλικής ζωής, των
σχέσεων παραγωγής και των λοιπών κοινωνικών σχέσεων, αλλά
συνειδητοποίηση της δυναμικής που εμπεριέχουν, ως διαδικασία ανάπτυξης
επιδεκτική συνειδητών παρεμβάσεων και μετασχηματισμών εκ μέρους των
ανθρώπων που διαθέτουν συνείδηση και αυτοσυνείδηση και με αυτή τους την
ιδιότητα προβάλλουν (ατομικά και συλλογικά) ως υποκείμενα αυτής της
12
Το γεγονός αυτό αγνοείται ή υποβαθμίζεται από την παράδοση της ψυχανάλυσης, η οποία ανάγει εν πολλοίς το
ανθρώπινο ασυνείδητο σε ενστικτώδη παρόρμηση.
249
δυναμικής.
Εάν επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο ειδέναι, θα διαπιστώσουμε ότι
η γνωστική διαδικασία είναι πολυεπίπεδη και αντιφατική. Ξεκινά από τη
ζωντανή εποπτεία, από την κατ’ αίσθησιν αντίληψη, από την χαώδη
παράσταση του όλου ως άμεσα, εξωτερικά δεδομένου και προχωρά στην
αποκάλυψη του εσωτερικού, του ουσιώδους, αυτού που κατά τον Ηράκλειτο
«κρύπτεσθαι φιλεί», με τη βοήθεια νοητικών μέσων και τρόπων. Πρόκειται για
μια διαδικασία ανάβασης από το αισθητηριακό συγκεκριμένο προς το νοητά
αφηρημένο και από εκεί - προς το νοητά συγκεκριμένο. Σ’ αυτή τη διαδικασία,
η οποία διεξάγεται κατ’ εξοχήν μέσω της σκέψης, υπάρχουν δυο βασικές
πλευρές, αλλά και βαθμίδες της ανάπτυξης της ενιαίας και αντιφατικής
νόησης: η διάνοια (γερμ. Verstand) και ο λόγος (γερμ. Vernuft)13. Η διάκριση
αυτών των βαθμίδων του νοείν εντός του ειδέναι και σε αντιδιαστολή με τις
άλλες πτυχές του ασυνείδητου και συνειδητού βίου (αισθάνεσθαι, βούλεσθαι
κλπ.) είναι εφικτή σε καθαρή μορφή μόνο μέσω της φιλοσοφικής -
αναστοχαστικής μεθοδολογικής ανάλυσης της δρώσας επιστημονικής νόησης.
Η διάκριση της ιδιοτυπίας των εννοιολογήσεων και νοηματοδοτήσεων των
διαφόρων διαμεσολαβητικών βαθμίδων της τελευταίας, μας επιτρέπει να
διακρίνουμε σε καθαρή μορφή το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων μορφοποίησης
της κοινωνικής συνείδησης που εμπεριέχεται στο ειδέναι.
Στα πλαίσια της διάνοιας, οι έννοιες προβάλλουν ως έτοιμες, πάγιες και
αμετάβλητες, ενώ στα πλαίσια του λόγου - ως αναπτυσσόμενες. Η διάνοια
δεσπόζει αμέσως όσο η γνώση οδεύει από τη χαώδη περί του όλου αντίληψη,
από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το αφηρημένο, από τη ζωντανή
εποπτεία προς την αφηρημένη νόηση, ενώ ο λόγος κυριαρχεί κατά την πορεία
της γνώσης από το αφηρημένο προς το νοητά συγκεκριμένο, απ’ την
αφηρημένη νόηση προς την πρακτική. Ωστόσο κάθε βαθμίδα της ενιαίας
νοητικής διαδικασίας χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιότυπη αντιφατική ενότητα
διάνοιας και λόγου.
Όσο η νόηση κινείται από το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το
αφηρημένο, ανατέμνει, αποσπά, αναλύει τα δεδομένα των αισθήσεων,
αναδεικνύει κυρίως τις διαφορές μεταξύ αντικειμένων, πλευρών κλπ., δηλαδή
μετασχηματίζει την αισθητηριακή γνώση κατ’ εξοχήν αρνητικά,
σχηματίζοντας ως αποτέλεσμα αυτής της κίνησης νοητικές μορφές
(αφαιρέσεις, ταξινομήσεις, γενικεύσεις κλπ.), οι οποίες συνιστούν οριακά την
άρνηση της αισθητηριακής αμεσότητας που παραμένει το περιεχόμενό τους.
Συνεπώς στη διάνοια, ως πρώτη άρνηση του αισθάνεσθαι από το νοείν, οι
έννοιες (αφαιρέσεις, κατηγορίες) προσεγγίζονται ως κατ’ εξοχήν αποφατικά
προς τον αντίποδά τους (τα δεδομένα των αισθήσεων)διοριζόμενες η (και) ως
αναγωγικά ταυτιζόμενες με αυτόν, στη βάση της εισέτι μη μετασχηματισμένης
ολοκληρωτικά (θετικά) από τη νόηση αισθητηριακότητας. Η ιδιοτυπία των
διαφόρων επιπέδων νοητικών μορφών στο επίπεδο της διάνοιας, οδηγεί (χωρίς
την άμεση παρέμβαση εξωτερικών ως προς τη γνωστική διαδικασία
παραγόντων) σε διάφορες μονομέρειες και αγκυλώσεις. Φερ’ ειπείν όσο το
νοείν δεν υπερβαίνει τα όρια της διάνοιας, το εσωτερικό προβάλλει ως
αμέσως ταυτόσημο με πτυχές του εξωτερικού (είτε ως άμεση κάθετη άρνησή
του), το ουσιώδες ως επουσιώδες (π.χ. ως κάποια απ’ τις εξωτερικές εκφάνσεις
της ουσίας). Η μονομέρεια της αποφατικότητας της διάνοιας προβάλλει
ανάγλυφα στο πρόβλημα της συσχέτισης αναγκαιότητας και τυχαίου. Το νοείν
της διάνοιας διακρίνει μεν την αναγκαιότητα από το τυχαίο, πλην όμως
13
Βλ. σχετικά: Βαζιούλιν Β.Α.: Η νόηση ως διάνοια και λόγος στην ανάπτυξη της γνωστικής διαδικασίας, στο:
Ντιαλέκτικα προτσέσα ποζνάνιγια, Μόσχα, 1985, σελ. 173 - 197. Πατέλη Δ. Φιλοσοφική και μεθοδολογική ανάλυση
του γίγνεσθαι της οικονομικής επιστήμης. Μόσχα, 1991.
250
αρνητικά, εκλαμβάνοντας δηλαδή την αναγκαιότητα (το νόμο, τη νομοτέλεια
κ.λ.π.) ως άρνηση του τυχαίου, χωρίς να είναι σε θέση να συλλάβει το εν λόγω
δίπολο ως θετική ενότητα. Αυτό από μόνο του δεν συνιστά φιλοσοφικά και
γενικότερα κοσμοθεωρητικά τελεολογία, μοιρολοτρία και υπαγωγή των
πάντων σε υπερβασιακή σκοπιμότητα, αλλά παρέχει τη γνωσιολογική βάση των
παραπάνω τάσεων.
Ειδική αναφορά χρειάζεται να γίνει στον τρόπο αναπαράστασης του
γενικού, του μερικού (ειδικού) και του ενικού (καθ’ εκάστου) στα πλαίσια του
νοείν της διάνοιας. Η διάνοια ως αναλυτική αφαιρετική σκέψη διαμελίζει το
αισθητηριακό συγκεκριμένο. Αναπαριστά τα αντικείμενα κατά μόνας,
διαχωρίζει νοητά τα αντικείμενα, τις πλευρές, τα μέρη των αντικειμένων,
διατηρώντας (όσο κινείται απ’ το αισθητηριακά συγκεκριμένο προς το
αφηρημένο) την παράσταση της «ενότητας» των διαμελισμένων μερών στο
επίπεδο της ζωντανής εποπτείας. Αυτή η ανάλυση, διαίρεση, απόσπαση κλπ.
αντικειμένων, πλευρών κλπ οδηγεί στην πρόληψή τους υπό την ιδιότητα των
μεμονωμένων. Αυτές οι νοητικές πράξεις γίνονται για τη σκέψη και τη
γενίκευση, η οποία προβάλλει εδώ κατ’ εξοχήν αρνητικά. Τα μεμονωμένα και
αποσπώμενα απ’ το πλαίσιό τους αντικείμενα προβάλλουν ως μονήρη. Εδώ
γίνεται έκδηλη η αντιφατικότητα της διάνοιας. Γενικό σ’ αυτή την περίπτωση
είναι εκείνο που μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής των ξεχωριστών, των
μεμονωμένων και ενικών πραγμάτων διακρίνεται ως πανομοιότυπο, ταυτόσημο
είτε τουλάχιστον κοινό και όμοιο. Εδώ, μέσω της διάκρισης της ομοιοτυπίας
έχουμε διάκριση του γενικού (κοινού), πλην όμως ενός γενικού των
απομονωμένων αντικειμένων. Συνεπώς η γενικότητα αυτή (γενίκευση)
προβάλλει για τη συνείδηση του σκεπτόμενου στα πλαίσια της διάνοιας ως
υφιστάμενη στα ίδια τα υπαρκτά αντικείμενα, σε άμεση ταυτότητα με εν
έκαστο μεμονωμένο. Έτσι το γενικό αφ’ ενός μεν απεικονίζεται εδώ ως άμεσα
ταυτιζόμενο με το ενικό και αναπόσπαστο από αυτό, αφ’ ετέρου δε ως απλή
άρνηση του ενικού, του μεμονωμένου, άρα - το γενικό προβάλλει ως
απομονωμένο, στον αντίποδα του ενικού. Και εδώ τα άκρα συγκλίνουν,
δεδομένου ότι το γενικό ως υπάρχον απομονωμένο από το μερικό, από το
ενικό, αποβαίνει υφιστάμενο ως άμεσα δεδομένο μερικό ή ενικό. Η μεταφυσική
υποστασιοποίηση των δυο όψεων αυτής της αντιφατικότητας δεν είναι a priori
αναπόφευκτη, αλλά εμπεριέχεται ως αφηρημένη δυνατότητα στη γνωσιακή
συγκυρία που συγκροτείται στην εν λόγω βαθμίδα του νοείν. Η μεταφυσική
υποστασιοποίηση της κατάστασης των αμοιβαία προσδιοριζόμενων εννοιών
στην εν λόγω συγκυρία μορφοποιείται (ως μόρφωμα του κοινωνικού
συνειδέναι) όταν η αντιφατικότητα αυτή «βραχυκυκλώνει»» τη νόηση εφ’ όσον
σ’ αυτήν παρεισφρέουν οι κατάλληλοι (αναγκαίοι και ικανοί) κοινωνικοί -
πολιτιστικοί όροι της ιστορικής συγκυρίας. Αυτό συνέβη φερ’ ειπείν στην
ιστορία της φιλοσοφίας με τη διαπάλη νομιναλιστών - ρεαλιστών, όταν οι μεν
πρώτοι θεωρούσαν το γενικό ως απλή ονομασία - ανύπαρκτη στην
πραγματικότητα, οι δε δεύτεροι απέδιδαν στο γενικό πραγματική ύπαρξη,
ξεχωριστή από αυτή του ενικού.
Η εμπλοκή της νόησης στην άκαμπτη θεώρηση των εννοιών αυτού του
τύπου οδηγεί σε ψευδοσυλλογισμούς, οι οποίοι ανακύπτουν αυθόρμητα σε
ορισμένου τύπου καθημερινή συνείδηση που αποτελεί τη βάση ιδεοκρατικών
θεωρησιακών κατασκευών και μυστικοποίησεων, τις οποίες ο Μαρξ
αποκαλούσε speculation14 («λαθρεμπορική ταχυδακτυλουργία σκέψεων»). Ο
μηχανισμός της ιδεαλιστικής μυστικιστικής απόσπασης της αφηρημένης
14
Η αμφισημία του όρου Speculation ερμηνεύεται από τον Μαρξ ως «Λαθρεμπορική ταχυδακτυλουργία σκέψεων»,
δηλ. ως θεωρησιακή (φιλοσοφική) κατασκευή, αλλά και ως (εμπορική) κερδοσκοπία. Βλ. σχετικά: Μαρξ Κ.,
Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία, μετ. Φιλίνη Κ. Gutenberg, τ. Α. σελ. 375 382.
251
γενίκευσης από τα αισθητηριακά δεδομένα και αντιστροφής της μεταξύ τους
γενετικής και αιτιώδους σχέσης, γίνεται κατά κανόνα ως εξής: το γενικό, π.χ.
η έννοια «καρπός» αποτέλεσμα γενίκευσης - αφαίρεσης γενικών ιδιοτήτων από
την ποικιλομορφία των ξεχωριστών καρπών (μήλων, αμυγδάλων, αχλαδιών
κλπ.) αποσπάται από το ειδικό και το ενικό και προβάλλει ως εξ’ αρχής
δεδομένο, ενώ οι συγκεκριμένοι καρποί (μήλα κ.λ.π.) προβάλλουν ως απλές
ενσαρκώσεις και υλοποιήσεις της έννοιας (της ιδέας) «καρπός εν γένει»...
Έχουμε δηλαδή υποστασιοποίηση της υπαλληλίας των εννοιών γένους -
είδους15.
Η αφηρημένη αναλυτική νόηση στη βαθμίδα της διάνοιας εντοπίζει
αντικείμενα (πλευρές κ.λ.π.) ως δεδομένα, έτοιμα και αμετάβλητα, καθώς ο
διαμελισμός των πραγμάτων συνιστά αφαίρεση - απόσπαση από το δεσμό, από
τη συνάφεια των διαμελιζόμενων πλευρών, άρα και από τη δυναμική της
κίνησης, της μεταβολής, της ανάπτυξής τους. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά εδώ η
στατική και άκαμπτη θεώρηση των κατηγοριών «χώρος» και «χρόνος», αλλά
και του συνόλου των νοητικών μορφωμάτων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι στην εν λόγω βαθμίδα έχουμε μονοκρατορία της
ανάλυσης. Συνθετικά στοιχεία (ως εικασίες, υποθέσεις) υπάρχουν μεν και στη
διάνοια, είναι όμως αναλυτικά διορισμένα με δυο ενιαίες στην αντιφατικότητά
τους μορφές: ως εξωτερική συνάφεια ουσιαστικά διάφορων πλευρών,
αντικειμένων κ.λ.π. και ως άμεση ταυτότητα στη βάση της παρούσας
αισθητηριακής ενότητας δηλ. ως αισθητηριακή «σύνθεση» - υπαγωγή είτε ως
αναγωγισμός).
Ο λόγος που κυριαρχεί κατά την ανάβαση απ’ το αφηρημένο στο νοητά
συγκεκριμένο16, σε αντιδιαστολή με τη διάνοια, προϋποθέτει την διερεύνηση
της υφής των ίδιων εννοιών, των τρόπων και των μέσων προσπορισμού της
γνώσης, προϋποθέτει δηλαδή ότι η νόηση ως ανεπτυγμένη ανθρώπινη
ικανότητα του νοείν κατευθύνεται: 1. Στην απεικόνιση της εσωτερικής
ενότητας, της ουσίας, της πολλαπλότητας και της πολυμορφίας του
αντικειμένου μέσω της νοητικής σύλληψης της ενότητας των πολλαπλών
προσδιορισμών του, μέσω της νοητικής (και όχι αισθητηριακής) σύνθεσης των
διακεκριμένων από τη διάνοια πλευρών, (αφαιρέσεων, σχέσεων κ.λ.π.), και
2.στην αναστοχαστική νοητική προσέγγιση της νόησης, δηλαδή στην περί
νοήσεως νόηση εντός της γνωστικής διαδικασίας, τη νόηση περί των μέσων
και των τρόπων του νοείν. Αυτή η αυτογνωσία του νοείν συνιστά και ουσιώδες
στοιχείο της αυτοσυνείδησης του ανθρώπου, ο οποίος είναι ώριμη
προσωπικότητα.
Ο λόγος συνιστά κατ’ αυτόν το τρόπο τη δεύτερη άρνηση, την άρνηση
της απλής άρνησης των αισθητηριακών δεδομένων από τη νόηση ως διάνοια,
δηλαδή την άρνηση της άρνησης της αισθητηριακής αμεσότητας στα πλαίσια
της γνωστικής διαδικασίας. Εδώ η νόηση επανέρχεται κατά κάποιο τρόπο στα
αισθητηριακά δεδομένα (απομακρυνόμενη από αυτά), όχι μέσω μιας εποπτικής
αμεσότητας και παραστατικότητας, αλλά διαμεσολαβημένα, εμβαθύνοντας
διαρκώς στη διάγνωση της ουσίας, του νόμου, της εσωτερικής ενότητας των
αισθητηριακών δεδομένων, δηλαδή μέσω του νοητά εγνωσμένου
συγκεκριμένου, σε μια πορεία κατά την οποία η αντανάκλαση του αντικειμένου
γίνεται όλο και πιο διαμεσολαβημένη, όλο και λιγότερο εποπτική, παραστατική
και οφθαλμοφανής.
Η μορφή της νόησης στο επίπεδο του λόγου δεν είναι κάτι που
15
Mαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η αγία Οικογένεια, κεφ. 5ο , υποκεφ. 2ο: «Το μυστικό της θεωρησιακής κατασκευής». Ρωσ.
Εκδ. Έργα: τ. 2 σελ 62-67.
16
Bλ. σχ. Βαζιούλιν Β.Α. Η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Νέα Προοπτική, Δεκ. 1992, Νο 67.
Πατέλη Δ. ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο. Φιλοσοφικό Κοινωνιολογικό Λεξικό, εκδ. Καπόπουλος, τ.
1, Αθήνα 1994.
252
σχηματίζεται ως αφαίρεση απ’ το περιεχόμενο. Είναι το ίδιο το
μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο (λόγω της εσωτερικής αντιφατικότητάς
του) περιεχόμενο, δηλαδή η νοητική απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας των
διαφόρων πλευρών του. Σε αντιδιαστολή με τη βαθμίδα της διάνοιας, όπου ο
βαθμός ανάπτυξης των αφηρημένων νοητικών μορφών (το βάθος της έννοιας
ως σύνολο γνωρισμάτων, - κατηγορημάτων) είναι αντιστρόφως ανάλογος του
αισθητηριακά συγκεκριμένου περιεχομένου (του πλάτους της έννοιας, του
πλήθους των περιεχομένων στη τάξη της αντικειμένων), ο βαθμός ανάπτυξης
των νοητικών μορφών του λόγου είναι ευθέως ανάλογος του περιεκτικού
πλούτου των (νοητά πλέον) συγκεκριμένων προσδιορισμών. Κατ’ αυτό το
τρόπο το νοείν ως λόγος αίρει διαλεκτικά τη διάνοια, αποσκοπώντας με την
ανάπτυξή του στην πρακτική, στη συνειδητοποίηση της καθολικότητας της
μετασχηματιστικής δραστηριότητας του ανθρώπου.
Η διάνοια είναι η πλευρά εκείνη της νόησης, η οποία υπερτερεί στο
γίγνεσθαι (κατά τη γένεση και διαμόρφωση) της θεωρητικής γνώσης
ορισμένου αντικειμένου που συνιστά οργανικό όλο (χαρακτηρίζεται από την
εσωτερική συνάφεια των μερών του), στη διαδικασία μετασχηματισμού από το
νοείν των αισθητηριακών προϋποθέσεων της θεωρίας, ενώ ο λόγος υπερτερεί
στην ώριμη βαθμίδα της καθ’ εαυτώ ανάπτυξης της θεωρητικής γνώσης, όπου
η νόηση αναπτύσσεται πλέον πάνω στη δική της βάση (πάντοτε όμως σε
διαμεσολαβημένο συνδυασμό με τις αισθητηριακές προϋποθέσεις και το
γίγνεσθαί της).
Η νόηση ως κατ’ αρχήν διάνοια συνιστά το γνωστικό αντικείμενο της
τυπικής λογικής, ενώ ως λόγος - της διαλεκτικής λογικής.
Η σχετικά εκτενής αναφορά στο ειδέναι ως γνωστική διαδικασία σε
κείμενο που αφορά τη θρησκεία, αποσκοπεί στην εμφατική ανάδειξη των
γνωσιολογικών πηγών των μεταφυσικών υποστασιοποιήσεων, δεδομένου ότι η
θρησκεία (όπως άλλωστε και ιδεαλισμός), - παρά τις περί του αντιθέτου
απόψεις ενός μονόπλευρου κοινωνιολογισμού (βλ. π.χ. E. Durkheim) - έχει
γνωσιολογικές ρίζες που συνδέονται με το φάσμα δυνατοτήτων που παρέχει η
αντιφατική και πολύπλευρη γνωστική διαδικασία, κάθε καμπή, απόσπασμα,
θραύσμα και κυρίως κάθε πλάνη της οποίας μπορεί (με την κατάλληλη
κοινωνική - πολιτισμική ενίσχυση και διόγκωση) να οδηγήσει σε μεταφυσικές
υποστασιοποιήσεις, μονομέρειες και απολυτοποιήσεις17. Ούτε η διάνοια, ούτε
και η τυπική λογική δεν αποτελούν από μόνες τους μεταφυσική (ως
αντιδιαλεκτική φιλοσοφία που θεωρεί τα αντικείμενα και τα φαινόμενα ως
στατικά, αμετάβλητα και ασύνδετα μεταξύ τους και αρνείται την εσωτερική
αντίφαση ως πηγή της ανάπτυξης) 18. Μεταφυσική είναι η άρνηση της
δυνατότητας ύπαρξης άλλης νόησης εκτός της διάνοιας και άλλης λογικής
εκτός της τυπικής, μιά άρνηση που ανάγεται σε φιλοσοφική και μεθοδολογική
αρχή. Μεταφυσική σφραγίδα φέρει και η «αφ’ υψηλού» απόρριψη του αναγκαίου
και νομοτελούς χαρακτήρα της διάνοιας και της τυπικής λογικής.
ΤΟ ΣΥΝ-ΕΙΔΕΝΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ
Δεδομένου ότι χαρακτηριστικό της κοινωνικής συνείδησης είναι η
αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επενέργεια στους
ανθρώπους ως υποκείμενα μέσω πράξεων, αισθημάτων και νόησης, σε
συνάρτηση με την υπεροχή μιας από τις προαναφερθείσες στιγμές, η
συνείδηση υποδιαιρείται σε τρεις βασικές μορφές.
Η ηθική μορφή19 της συνείδησης είναι εκείνη στη λειτουργία της οποίας
17
Ο κοινωνιολογισμός αυτός είναι ιδιαίτερα έντονος σε πολλές αναφορές κοινωνιολόγων περί θρησκείας. Βλ. πχ
Τσαούση Δ.Γ. Η κοινωνία του ανθρώπου. Gutenberg, Αθήνα 1987, σελ. 504-551.
18
Η σχέση αυτή εντοπίζεται εύστοχα στα «Φιλοσοφικά Τετράδια» του Λένιν Β.Ι. βλ. Άπαντα, ρωσ. Εκδ. τ. 29, σελ.
322.
19
Η αναγωγή της ηθικής, αλλά και του συνόλου του πνευματικού πολιτισμού στην αξιολογική προβληματική, θέτει
253
υπερτερεί η επίδραση των πράξεων (στάσεων, συμπεριφορών, διαβημάτων,
εγχειρημάτων) των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων, με συνείδηση και
αυτοσυνείδηση, πράξεων οι οποίες εξετάζονται εδώ από την άποψη της
ωφέλειας είτε της βλάβης που μπορούν να επιφέρουν σε άτομα, ομάδες και
στην κοινωνία συνολικά, δηλαδή από την άποψη του καλού και του κακού. Η
ώριμη ηθική συνείδηση αντανακλά τις σχέσεις των ανθρώπων ως
προσωπικοτήτων, δηλ. ως υποκειμένων τα οποία αφομοιώνοντας τον υλικό και
πνευματικό πολιτισμό που συσσωρεύει η ανθρωπότητα μετασχηματίζουν
δημιουργικά την πραγματικότητα. Για την ωρίμανση της ηθικής συνείδησης
είναι αναγκαία η ενότητα των υλικών συμφερόντων, όποτε καθίσταται εφικτή
η ρύθμιση της συμπεριφοράς των προσωπικοτήτων κατ’ εξοχήν κατά
συνείδηση.
Ύψιστο καλό (αγαθό, αρετή) είναι οι ενέργειες που κατά το βέλτιστο
τρόπο συμβάλλουν στην επίτευξη, διατήρηση και ανάπτυξη της ώριμης
κοινωνίας, της ανθρωπότητας ως ολότητας. Στην ώριμη ενοποιημένη βαθμίδα
της η ανθρωπότητα θα δρα ως ενιαία, βάσει της εγνωσμένης αναγκαιότητας,
οπότε και ο άλλος, η κάθε προσωπικότητα, δεν προβάλλει ως μέσο, αλλά ως
σκοπός της δράσης. Μέτρο ωριμότητας της ηθικής συνείδησης, αλλά και της
κοινωνίας, του πολιτισμού συνολικά, είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας.
Στις βαθμίδες εκείνες στις οποίες, δεσπόζουν διαφορετικά, αντίθετα και
αντιφατικά συμφέροντα - γεγονός που δηλώνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις, οι
σχέσεις των ανθρώπων ως προσωπικοτήτων δεν έχουν διακριθεί από τις
φυσικές (των βιολογικών συμπεριλαμβανομένων) και οι άνθρωποι εν πολλοίς
δρουν ως «κοινωνικά ζώα» - η ηθική παραμένει απλώς ανώριμη πλευρά, πτυχή
του συνειδέναι των ανθρώπων που αποκτά δυο επιπλέον αναγκαίες και
αλληλένδετες εκφάνσεις: την πολιτική και το δίκαιο.
Η ηθική δεν ανάγεται μόνο σε πράξεις. Οι πράξεις ορμώνται είτε από
αισθήματα, συναισθήματα, βιώματα, είτε από σκέψεις, (κατανόηση της
ωφέλειας ή της βλάβης τους), είτε και από συνδυασμό των μεν με τις δε. Στις
ανταγωνιστικές κοινωνίες τα συναισθηματικά - βιωματικά κίνητρα όσων
αδυνατούν να υπερβούν το πλαίσιο των κυρίαρχων σχέσεων, οδηγούν
ταυτόχρονα σε τάσεις φυγής και υποταγής (συγκρότηση απόλυτης ηθικής
δεοντολογίας που αντλεί θεμέλια από κάποια επέκεινα, με το ηθικό συναίσθημα
να λειτουργεί ως δίαυλος συνδετικός μεταξύ ηθικής και θρησκείας), δηλωτικές
της ανωριμότητας της προσωπικότητας προς ηθικώς πράττειν κατά
συνείδηση, χωρίς το δέος και την εποπτεία υπερφυσικών δυνάμεων. Κατ’
αντίστοιχο τρόπο οι ηθικές σκέψεις της ίδιας κατηγορίας ανθρώπων
ανάγονται σε απαγωγικές κρίσεις βάσει άκαμπτων κανονιστικών πλαισίων είτε
(και) υπολογιστικών χρησιμοθηρικών σκοπιμοτήτων.
Οι προαναφερθείσες παράγωγες της ηθικής μορφής εκφάνσεις της
κοινωνικής συνείδησης είναι εν πολλοίς αντεστραμμένες μορφές και
υποκατάστατα της ανάγκης για αυθεντική (ώριμη) ηθική συνείδηση, οι οποίες
σε διάφορες συγκυρίες βρίσκονται με τη τελευταία σε σχέσεις επαλλάσσουσες
ή υπάλληλες. Η πολιτική είναι ένα περίπλοκο συγκρουσιακό πεδίο
αισθημάτων, συναισθημάτων, βιωμάτων, σκέψεων, σχέσεων, αλλά κατά κύριο
λόγο πράξεων, ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς,
αντίθεσής και αντίφασης του δρώντος έναντι του αποδέκτη της δράσης, για
την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λ.π.) υλικών συμφερόντων (γι΄αυτό και
ο πόλεμος αποτελεί ακραίο τρόπο άσκησης πολιτικής μέσω του οποίου
προωθείται μεν στο έπακρο η σκοπιμότητα ορισμένων υλικών συμφερόντων,
αλλά και αναδεικνύεται εν πολλοίς αποκάλυπτα η αντιφατικότητα αυτών των

ουσιαστικούς φραγμούς στην επιστημονική - ιστορική έρευνα. Βλ. σχετικά: Πατέλη Δ. Αξίες και «Κομμουνιστική
προοπτική». Αριστερή Ανασύνταξη, Νο, 10, 1996, σ69 - 75.
254
συμφερόντων με τον επαναπροσδιορισμό τους). Οι εκάστοτε νικητές αυτού του
συσχετισμού και της διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων,
επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα δικά τους υλικά
συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά, δημόσια, εθνικά κ.λ.π.) συμφέροντα
νικητών και νικημένων κυρίως μέσω του δικαίου (εθνικού και διεθνούς) με την
κατάλληλη για κάθε ιστορική συγκυρία συνδυαστική χρήση καταστολής και
συναίνεσης.
Η πολιτική και το δίκαιο ως εκφάνσεις και τρόποι ύπαρξης και
λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, μέσω αντίστοιχων τύπων
κανονιστικών - ρυθμιστικών πλαισίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι
δυνάμεις κατ’ εξοχήν αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές. Με αυτή την ιδιότητά
τους προσφέρονται για ανορθολογικές μυστικοποιήσεις, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι είναι καθ’ ολοκληρία ένα πεδίο λογικό και μυστικιστικό. Το
ανορθολογικό και μυστικιστικό στοιχείο προβάλλει στο προσκήνιο εφ’ όσον
πολιτική και δίκαιο δεν εξετάζονται ως ιστορικά παροδικά μορφώματα, αλλά
ως υπεριστορικές οντότητες αναγκαίες στο διηνεκές (βλ. π.χ. τα περί
«αιώνιων δημοκρατικών αξιών» ιδεολογήματα)...
Αυτή η πρακτική αυταπάτη (που αποτελεί και τη βάση της γενικευμένης
ταύτισης της συνείδησης με τη συλλογική συνείδηση και τη συνοχή της
κοινωνίας στον κοινωνιολογισμό τύπου Ντυρκάιμ) έχει συγκεκριμένες
ιστορικές πηγές. Όλη η ιστορική διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης και
διαμόρφωσης της κοινωνίας, είναι μια διαδικασία βαθμιαίας διάκρισης των
κοινωνικών σχέσεων από τις φυσικές, μετατροπής των «κοινωνικών ζώων» που
προαναφέραμε σε προσωπικότητες. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα στάδια
ανάπτυξης της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι προσπορίζονται τα προς το ζειν
με παραγωγικές δυνάμεις άμεσα δεδομένες απ’ τη φύση (βλ. πχ άγρα, γεωργία,
κτηνοτροφία) και συνεπώς σε αρκετές ουσιώδεις σχέσεις τους δεν διέκριναν
τον εαυτό τους απ’ τη φύση (δουλοκτησία, φεουδαρχία). Καθ’ όλο αυτό το
διάστημα οι άνθρωποι δεν είναι προσωπικότητες και δεν συνειδητοποιούν
εαυτούς ως προσωπικότητες, ενώ η ηθική συνείδηση παραμένει πλευρά της
υπό διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, δυσδιάκριτη από τις υπόλοιπες
πλευρές της. Η ελευθερία και η ισότητα των ανθρώπων (προϋποθέσεις
αναγκαίες για την διάκριση της ώριμης ηθικής συνείδησης) διακηρύσσονται με
την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, οπότε και καθίσταται εφικτή για πρώτη φορά
η πρωταρχική διάκριση της ηθικής, ως καθολικής σχέσης. Επί
κεφαλαιοκρατίας όμως οι διακηρυσσόμενες ισότητα και ελευθερία σε επίπεδο
κοινωνικής συνείδησης αφ’ ενός μεν προβάλλουν ως μετεξέλιξη - τροποποίηση
της μεταφυσικής - μυστικιστικής αντίληψης περί ισότητας και ελευθερία των
ανθρώπων ενώπιον του θεού (βλ. εκκοσμίκευση), αφ’ ετέρου δε - λόγω της
μεγιστοποίησης της αντιφατικότητας των υλικών συμφερόντων - είναι τυπικές
διακηρύξεις, υποκατάστατα αυθεντικών σχέσεων προσωπικοτήτων υπό το
κράτος της πολιτικής και του δικαίου, στα πλαίσια των οποίων έχουν κατ’
εξοχήν αρνητικό - αποφατικό χαρακτήρα (βλ. δικαιώματα, υποχρεώσεις κ.λ.π.).
Εξ’ ου και η δογματική προσκόλληση των ατόμων και ομάδων που αδυνατούν
να υπερβούν τον ορίζοντα των αστικών σχέσεων στη στενά πολιτική και
δικαιϊκή θεώρηση της ελευθερίας και της ισότητας. Η απολογητική λειτουργία
αυτής της αυταπάτης - φενάκης της δέσμιας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων
συνείδησης συνδέεται με τη γενικευμένη επίφαση «ισότητας» και
«ελευθερίας» του συνόλου των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, οι οποίες - στα εν
λόγω πλαίσια - προβάλλουν ως βουλητικές πράξεις - επιλογές στις συναλλαγές
- δικαιοπραξίες των ατόμων - «λελογισμένων» εγωιστών...
Η αισθητική μορφή συγκροτείται από τη διάθλαση του περιεχόμενου
της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω του πρίσματος των αισθημάτων
255
(αισθήσεων, συναισθημάτων), ως αντανάκλαση σε αισθητηριακά ισοδύναμα
της ουσίας (απεικάσματα, παραστάσεις κ.λ.π.) των νομοτελειών των
κοινωνικών σχέσεων (κάλλος, ωραίο κ.λ.π.). Εδώ η αντικειμενικότητα, η
πληρότητα, η αρτιότητα του κόσμου, το καθολικό, το ουσιώδες και το
αναγκαίο εκφράζεται σε καθολικές μορφές, παραστάσεις μέσω των οποίων η
προσωπικότητα προσοικειώνεται και βιωματικά τον κόσμο, μετατρέποντάς τον
από αντικείμενο της συνείδησης σε αντικείμενο της αυτοσυνείδησης. Ιστορικά
παροδικού χαρακτήρα επιπλέον αναγκαία (σ' ορισμένες βαθμίδες) έκφανση της
εν λόγω μορφής είναι η θρησκευτική συνείδηση, ως "άμεση, δηλαδή
συναισθηματική μορφή σχέσης των ανθρώπων προς τις κυριαρχούσες επί
αυτών αλλότριες δυνάμεις, φυσικές και κοινωνικές" (Ενγκελς).
Πριν επεκταθούμε στην εξέταση της θρησκείας ως αλλοτριωμένης
έκφανσης της κοινωνικής συνείδησης υπό το πρίσμα της σχετικής κοινωνικο -
φιλοσοφικής προβληματικής είναι σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στη
φιλοσοφική μορφή του συνειδέναι.
Η φιλοσοφία, η πλέον διαμεσολαβημένα συνδεόμενη με το κοινωνικό
Είναι και ταυτόχρονα η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης, συνιστά
αντανάκλαση κατά κύριο λόγο μέσω της σκέψης, του στοχασμού και σε
καθολικές μορφές, της σχέσης μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού
Είναι, καθώς και τη συνειδητοποίηση της συνείδησης συνολικά, του ρόλου της
στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Η αυθεντική φιλοσοφία, η επιστημονική
φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιστήμες ως "Φυσική Φιλοσοφία" και "Επιστήμη
των επιστημών", ούτε λειτουργεί ως ουραγός των επιστημών με πεδίο
αναφοράς τον διαρκώς συρρικνούμενο από την πρόοδο των επί μέρους
επιστημών χώρο των "πλέον γενικών νόμων...", σε μια φθίνουσα "κακή
απειρία"5. Είναι η μορφή εκείνη της κοινωνικής συνείδησης που αποτελεί
συνάμα και επιστημονική γνώση, δηλαδή αντανάκλαση μέσω του στοχασμού
της ουσίας και των νομοτελειών που διέπουν τη σχέση μεταξύ κοινωνικής
συνείδησης και κοινωνικού Είναι (και μόνο υπό το πρίσμα αυτής της σχέσης
εξετάζει την φύση, την κοινωνία ως ολότητα και την ανθρώπινη συνείδηση)20.

Η ΙΔΙΟΤΥΠΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ.


Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Κατά τον Β.Α. Βαζιούλιν «Η τρίτη μορφή της κοινωνικής συνείδησης
σχηματίζεται μέσω της διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής
συνείδησης κατ’ εξοχήν μέσω του πρίσματος των σκέψεων των
συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων. Εδώ γίνεται λόγος περί
της φιλοσοφίας.
Η νόηση [το νοείν] αφ’ εαυτής, είναι νόηση περί του καθολικού, περί της
ουσίας, περί του νομοτελούς κ.ο.κ. στην καθαρή, αφηρημένη, αφιστάμενη [διά
της αφαίρεσης] μορφή τους. Συνεπώς η «οπτική γωνία» της νόησης πρεσβεύει
ως προς τη μορφή της την καθολικότητα, την ουσία, το νομοτελές [στοιχείο]
κ.ο.κ. αφιστάμενο του μεμονωμένου, του ειδικού, του επιφανειακού, του
τυχαίου.
Εντός της επιστήμης – στο θεωρητικό της επίπεδο – υπερτερεί η νόηση. Εν
τούτοις η επιστήμη εν γένει, της επιστήμης περί των σχέσεων παραγωγής
συμπεριλαμβανομένης, δεν ταυτίζεται πλήρως με την υπό εξέταση μορφή της
κοινωνικής συνείδησης.
Η επιστήμη περί των σχέσεων παραγωγής οφείλει να αποκαλύψει στις
σχέσεις παραγωγής την υλικότητά τους, την ανεξαρτησία τους από τη

20
Bλ. σχ. Επιστήμες, πολιτική και επιστημονική φιλοσοφία: σχέσεις ανάπτυξης ή έκπτωσης; στο Φιλοσοφία,
Επιστήμες και πολιτική, εκδ. Τυποθήτω, Αθήνα, 1998μ σελ. 327-350.
256
βούληση και τη συνείδηση των ανθρώπων και τους νόμους που διέπουν τις
σχέσεις παραγωγής, εξεταζόμενους από αυτή την άποψη.
Η ίδια η δυνατότητα ανθρώπινης επίδρασης στις σχέσεις παραγωγής
αποκαλύπτεται υπό την ιδιότητα της οροθετούμενης από την υλικότητα των
σχέσεων παραγωγής. Η κοινωνική συνείδηση των σχέσεων παραγωγής συνιστά
αντανάκλαση της εν λόγω δυνατότητας από την οπτική γωνία κατά κύριο λόγο
της επίδρασης της συνείδησης των ανθρώπων (ως προϊόντος της κοινωνίας εν
συνόλω), από την άποψη του βαθμού και του τρόπου χρήσης αυτής της
δυνατότητας από τους ανθρώπους οι οποίοι διαθέτουν συνείδηση της
κοινωνίας ως όλου. Γι’ αυτό εδώ η υπόθεση δεν έγκειται στην αντανάκλαση
των σχέσεων παραγωγής αφ’ εαυτών, αλλά στην αντανάκλαση της σχέσης,
μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού είναι, στην αντανάκλαση της
σχέσης μεταξύ κοινωνικής συνείδησης και σχέσεων παραγωγής στην ενότητά
τους με τις παραγωγικές δυνάμεις. Συνεπώς οι σχέσεις παραγωγής [μας]
ενδιαφέρουν σε αυτή την περίπτωση από την άποψη της θέσης, του ρόλου και
της σημασίας τους για της ύπαρξη και ανάπτυξη της κοινωνίας, η οποία
συλλαμβάνεται [εδώ] εν συνόλω.
Τα προαναφερθέντα ισχύουν για όλες τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης,
αλλά εκφράζονται σε καθολική μορφή μόνο στη φιλοσοφία.
Κατ΄ αυτό τον τρόπο η φιλοσοφία είναι κατά κύριο λόγο αντανάκλαση μέσω
σκέψεων, σε καθολική μορφή της σχέσης μεταξύ της συνείδησης των
ανθρώπων υπό την ιδιότητα των συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς)
όντων και των κοινωνικών υλικών όρων της ύπαρξής τους (ουσία δε των
υλικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων είναι οι σχέσεις παραγωγής, στην
ενότητα [που συναπαρτίζουν] με την παραγωγική σχέση προς τη φύση). Φυσικά
η φιλοσοφία αντανακλά μεν και τα συστατικά στοιχεία [αυτής] της σχέσης,
εκείνο το οποίο σχετίζεται, αλλά από την οπτική γωνία [αυτής] της σχέσης.
Μάλιστα η ίδια η εν λόγω σχέση αντανακλάται, σε τελευταία ανάλυση, ούτως
ώστε να διευκρινισθούν σε καθολική μορφή οι δυνατότητες που έχουν οι
άνθρωποι να αλλάξουν τους κοινωνικούς υλικούς όρους ύπαρξής τους.
Οι νομοτέλειες της φύσης και της κοινωνίας δεν εντοπίζονται στα πλαίσια
αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης απλώς αφ’ εαυτές, κατά τον ίδιο
ακριβώς τρόπο, με τον οποίο και η νόηση δεν πρέπει να εξετάζεται αφ’ εαυτής.
Κατ’ αντιστοιχία με την ουσία αυτής της μορφής της κοινωνικής συνείδησης η
φύση, η κοινωνία και η νόηση συνειδητοποιούνται εντός της νόησης σε
καθολική μορφή μέσω της συνειδητοποίησης της αμοιβαίας σχέσης, της
αλληλεπίδρασης [μεταξύ] της συνείδησης των ανθρώπων ως
συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) και εκείνου, το οποίο
συνειδητοποιείται [καθίσταται αντικείμενο της συνείδησης]. Εν συντομία
[μπορούμε να πούμε ότι] (αν και όπως θα δείξουμε παρακάτω εκτραχύνοντας
εν μέρει [την προσέγγιση μας]), η φιλοσοφία ως προς αυτή την πτυχή της
συνιστά μια κοσμοαντίληψη. Ωστόσο οι άνθρωποι δεν είναι μόνο σκεπτόμενα
όντα. Είναι επιπλέον και όντα αισθανόμενα και δρώντα. Οι άνθρωποι
[συν-]αισθάνονται, βιώνουν την αλληλεπίδραση συνείδησης και εκείνου, το
οποίο συνειδητοποιείται. Ως προς αυτή την πτυχή της, εκτραχύνοντας εν μέρει
[την προσέγγισή μας], μπορούμε να πούμε ότι η φιλοσοφία προβάλλει ως
κόσμο-αίσθηση, κοσμο-ενατένιση. Εάν εκλάβουμε τη φιλοσοφία θεωρώντας
αμφότερες τις προαναφερθείσες πτυχές της και πάλι εν μέρει εκτραχύνοντας
[σχηματοποιώντας] την προσέγγισή μας, μπορούμε να την αποκαλέσουμε
κόσμο-συνείδηση, κοσμο-αντίληψη. Οι άνθρωποι μπορούν [επίσης] να
προβαίνουν σε πράξεις, οι οποίες προκαλούνται από την φιλοσοφική συνείδηση
και κατευθύνονται από αυτήν. Θα τις αποκαλέσουμε συμβατικά φιλοσοφικές
πράξεις (φιλοσοφική δραστηριότητα). Δεν υπάρχει κάποια ειδική, κάποια
257
ξεχωριστή λέξη – όρος για την κατονομασία της φιλοσοφίας ως καθοδήγησης
για δράση.
Οι όροι «κοσμοαντίληψη», «κοσμο-αίσθηση», «κοσμο-ενατένιση»,
«κοσμοθεώρηση» και «κοσμο-συνείδηση» δεν εντοπίζουν την ουσία της
υπόθεσης σε αρκετό βάθος. Η ιδιοτυπία της φιλοσοφίας δεν έγκειται απλώς
στην εξέταση του κόσμου, «του κόσμου εν συνόλω», ακόμα και εάν εδώ
συμπεριλαμβάνεται και η συνείδηση, η νόηση. Δεν έγκειται ούτε και στην
εξέταση των γενικών [των κοινών] νομοτελειών φύσης, κοινωνίας και νόησης,
αλλά στην εξέταση της σχέσης (της αμοιβαίας σχέσης, της αλληλεπίδρασης)
μεταξύ συνείδησης και υλικού κόσμου και μέσω της εξέτασης αυτής της
σχέσης – στη συνειδητοποίηση φύσης, κοινωνίας, συνείδησης και νόησης.
Επιπλέον η σχέση συνείδησης και υλικού κόσμου – είναι μια σχέση [μεταξύ της]
συνείδησης και του μετασχηματιζόμενου μέσω του κοινωνικού τρόπου
παραγωγής υλικού κόσμου. Η γνώση, η συνειδητοποίηση κάτι τινός περί του
κόσμου με ανθρώπινο τρόπο είναι εφικτή μόνον εντός της διαδικασίας
μετασχηματισμού του, είτε σε συνδυασμό με αυτή τη διαδικασία.
Κατά τη γνώμη μας, η επισήμανση της φιλοσοφίας μέσω των όρων που
απαριθμήσαμε, αντανακλά αρκούντως εκείνη την κατάσταση πραγμάτων, κατά
την οποία η φιλοσοφία δεν είχε ακόμα σχηματισθεί δια της απόσπασής της από
τις άλλες μορφές της κοινωνικής συνείδησης.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός, ότι κατά τη λογική ανάλυση των
άλλων μορφών της κοινωνικής συνείδησης, δεν εγείρετο ειδικά το ζήτημα που
αφορά τη σχέση [μεταξύ] κοινωνικής συνείδησης και κοινωνικού είναι, υλικού
κόσμου εν γένει. Παρά το γεγονός ότι η κοινωνική συνείδηση προέβαλε ως
αντανάκλαση του κοινωνικού είναι, νομοτελώς εγείρετο στο προσκήνιο το
ζήτημα της εξάρτησης, της προσδιορισμότητας του περιεχομένου της
κοινωνικής συνείδησης από το κοινωνικό είναι και της ιδιοτυπίας των μορφών
της κοινωνικής συνείδησης. Γι’ αυτό και είχε τεθεί στο προσκήνιο η εξέταση
της κοινωνικής συνείδησης και των μορφών της, χωρίς να εξετάζεται ειδικά η
σχέση μεταξύ αυτών των μορφών, μεταξύ της μορφοποιημένης κοινωνικής
συνείδησης και του κοινωνικού είναι. Τουναντίον, κατά την ανάλυση της
φιλοσοφίας ως μορφής της κοινωνικής συνείδησης, αποκαλύπτεται, ότι η ίδια
αυτή η μορφή συνίσταται στη συνείδηση της σχέσης της συνείδησης προς το
είναι. Η ίδια η εξέταση της ιδιοτυπίας της [εν λόγω] μορφής, καθίσταται
τελικά εξέταση της σχέσης, της διασύνδεσης κοινωνικής συνείδησης και
υλικής ζωής της κοινωνίας.
Η μελέτη της φιλοσοφικής συνείδησης, δηλ. της φιλοσοφίας ως μορφής της
κοινωνικής συνείδησης οδηγεί κατ’ αυτό τον τρόπο: πρώτον, στο ζήτημα της
αμοιβαίας διασύνδεσης των μορφών της κοινωνικής συνείδησης και, δεύτερο –
[στο ζήτημα που αφορά] την διασύνδεση μεταξύ των μορφών της κοινωνικής
συνείδησης (ως αλληλένδετων) και της υλικής ζωής της κοινωνίας, δηλ. θέτει
ειδικά το ζήτημα που αφορά την επιρροή [που αυτές ασκούν] στην υλική ζωή
της κοινωνίας.».
Κατ' αυτό τον τρόπο η αντάξια του προορισμού της Φιλοσοφία, ως
"διάθλαση" του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ' εξοχήν μέσω
της νόησης, ήταν εξ αρχής, ουσιωδώς συγγενής με την επιστήμη και η
συγγένεια αυτή αποκαλύπτεται σαφέστερα στο βαθμό που οι μορφές της
κοινωνικής συνείδησης διακρίνονται και διαχωρίζονται αμοιβαία. Η πρώτη και
η δεύτερη μορφές (ομάδες) κοινωνικής συνείδησης αφ' εαυτές δεν μπορούν να
καταστούν επιστημονική συνείδηση και παραμένουν κατ' εξοχήν μη-
επιστημονικές (η θρησκεία μάλιστα-αντιεπιστημονική). Οι επιστήμες που
ανακύπτουν, διαμορφώνονται και αναπτύσσονται σε ορισμένη βαθμίδα της
ανάπτυξης των εν λόγω μορφών (ηθική, πολιτική επιστήμη, περί δικαίου
258
επιστήμη, αισθητική, θρησκειολογία κ.λ.π.), είναι κατ' εξοχήν διακριτές από τις
μορφές εκείνες της κοινωνικής συνείδησης, τις οποίες εξετάζουν ως
αντικείμενο, χωρίς να ανάγονται (στο βαθμό που συνιστούν επιστήμη, θεωρία)
σε αυτές. Η φιλοσοφία είναι η κατ' εξοχήν επιστημονική, στοχαστική,
θεωρητική μορφή της κοινωνικής συνείδησης, (εφ' όσον διερευνά την ουσία,
τις νομοτέλειες που διέπουν τη σχέση της κοινωνικής συνείδησης προς το
κοινωνικό είναι, και μέσω αυτής τις δυνατότητες μετασχηματισμού των
υλικών όρων ύπαρξης και ανάπτυξης της κοινωνίας ως ολότητας), χωρίς
ωστόσο να ανάγεται στην επιστήμη (δεδομένου ότι συνιστά επίσης
"ιδεολογία", δηλ. σύνολο ιδεών, αναγκαίων για την επίδραση πρωτίστως στις
σκέψεις, αλλά και στα αισθήματα και στις πράξεις των ανθρώπων).
Διαπιστώνουμε λοιπόν μία διαμεσολαβημένη και ανατροφοδοτούμενη σχέση
μεταξύ επιστήμης (ανώτερης βαθμίδας του ειδέναι), μορφών κοινωνικής
συνείδησης και φιλοσοφίας. Η σχέση αυτή προσδιορίζεται σημαντικά από την
αναστοχαστική, λογική-μεθοδολογική και ευρετική λειτουργία της κατ' εξοχήν
θεωρητικής μορφής του συν-ειδέναι, οργανικά συνδεόμενη με τη
γνωσιοθεωρητική διερεύνηση της δομής και της ιστορίας των επιστημών και
της κοινωνικής συνείδησης.
Η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία7 ως επιστημονική διερεύνηση
των νομοτελειών που διέπουν την κατηγοριακή πλευρά της γνωστικής
διαδικασίας, την ιστορικά προσδιοριζόμενη δομή της νόησης, αποτελεί
οργανικό συστατικό στοιχείο της επιστημονικής Φιλοσοφίας και ταυτόχρονα
πεδίο δημιουργικής, αμοιβαία ανατροφοδοτούμενης, διαμεσολαβημένης
αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και επιστημών (φυσικών και κοινωνικών).
Η σχέση αυτή αποκαλύπτεται ιδιαίτερα μέσω της μαρξικής συμβολής στην
ανάπτυξη της περί των σχέσεων παραγωγής της Κεφαλαιοκρατίας επιστήμης
("Κεφάλαιο")8. Εκτός από την εγγύτητα της κατηγοριακής νόησης
επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης, η εν λόγω οργανική σχέση εδράζεται
και στην ιδιοτυπία του αντικειμένου, ιδιαίτερα των κοινωνικών επιστημών και
πρωτίστως της πολιτικής οικονομίας ως θεμελιώδους κοινωνικής επιστήμης. Η
ορισμένη αλληλοεπικάλυψη των αντικειμένων της έρευνας, δεν σημαίνει
αναγωγή της φιλοσοφίας λ.χ. στην επιστήμη που ερευνά τις σχέσεις
παραγωγής, είτε σε οποιαδήποτε άλλη επί μέρους επιστήμη.
Οι προοπτικές της ανάπτυξης του φιλοσοφικού συνειδέναι και των
κοινωνικών επιστημών διαφαίνονται στο εγχείρημα της "Λογικής της
Ιστορίας". Η τελευταία συνιστά θεωρητική και μεθοδολογική σύνθεση,
εννοιολογική απεικόνιση της διάρθρωσης και της ανάπτυξης της κοινωνίας ως
οργανικού όλου, κατά την οποία οι νόμοι και οι κατηγορίες της θεωρίας περί
κοινωνικής ανάπτυξης αποκαλύπτονται στην εσωτερική, συστηματική
αμοιβαία συνάφειά τους. Το εν λόγω εγχείρημα έχει ως αποτέλεσμα τη
διαλεκτική "άρση" της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και μέσω αυτής, την
αφετηρία μίας "άρσης" του μαρξισμού, αλλά και του υποδουλωτικού
"καταμερισμού της εργασίας" μεταξύ κοινωνικών επιστημών και "κοινωνικής
φιλοσοφίας".
Από τα παραπάνω -έστω και σχηματικά- καθίσταται σαφές ότι η φιλοσοφία
δεν ανάγεται σε αυθαίρετες κατασκευές υπαρξιακής αυτοεπιβεβαίωσης
φιλοσοφούντων εν τη παρόδω (πόσο μάλλον δε σε έκθεση ιδεών παρορμητικού
χαρακτήρα κ.λ.π.). Η φιλοσοφία ως η βαθύτερη μορφή του συν-ειδέναι, συνιστά
ιδιότυπη θεωρητική δραστηριότητα, η οποία στην ανάπτυξή της (οντογενετική
και φυλογενετική) διέπεται από ορισμένες νομοτέλειες 9, αντίστοιχες με αυτές
που διέπουν την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της επιστήμης.
Η οργανική σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης δεν ανάγεται σε μία (αναγκαία,
πλην όμως πάντοτε ανεπαρκή εκ των πραγμάτων) διεπιστημονική ευρυμάθεια
259
εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα ("Πολυμαθίη νόον ου διδάσκει"-Ηράκλειτος) 10. Η
επιστημονική φιλοσοφία αναπτύσσεται (κατά τη φυλογένεση και την
οντογένεσή της) σε συνδυασμό με μία τουλάχιστον από τις επιμέρους
επιστήμες. Τέτοιο ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν στην ιστορία
διάφορες επιστήμες (φυσική, μαθηματικά, λογική κ.λ.π.). Η πολιτική οικονομία
αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως προς την οργανική αλληλεπίδρασή της με την
επιστημονική φιλοσοφία από την εποχή της κλασικής αστικής φιλοσοφίας και
του Μαρξ. Προνομιακό πεδίο γόνιμης αλληλεπίδρασης φιλοσοφίας και
επιστήμης διανοίγεται στην εποχή μας και με τις προοπτικές ανάπτυξης του
πλέγματος των βιολογικών επιστημών11.
Η θεωρητική εξέταση των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξη του
επιστημονικού φιλοσοφικού στοχασμού απαιτεί ξεχωριστή συστηματική
έρευνα12.

ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ


ΒΙΩΜΑΤΟΣ
Στη θρησκευτική έκφανση του συνειδέναι καθοριστική και κυρίαρχη είναι η
παρουσία κατ’ εξοχήν του βιώματος, της εμπειρίας, των συναισθημάτων
έναντι της σκέψης και της δράσης. Αλλά η θρησκευτική συνείδηση ως ιδιότυπη
συνείδηση αποτελεί συνείδηση εκείνων των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων,
οι οποίες αυτονομούνται από την πρακτική και γνωστική ενεργητικότητα του
ανθρώπου και ως «απολελυμένες» και αλλότριες αντιπαρατίθενται σε αυτόν
και επενεργούν σε αυτόν ως δυνάμεις υποταγής, βλάβης και καταστροφής. Οι
δυνάμεις αυτές είναι οπωσδήποτε άγνωστες και κατ’ αρχήν ακατάληπτες ή
τουλάχιστον ανεπαρκώς εγνωσμένες, δεδομένου ότι η γνώση του ανθρώπου
είναι αναγκαία και επαρκής στο βαθμό που παρέχει στο υποκείμενο της γνώσης
τη δυνατότητα τελεσφόρου μετασχηματισμού του εγνωσμένου στην
κατεύθυνση που του χρειάζεται (το γνωστό είναι δυνάμει πρακτέο).

Κατά παρόμοιο τρόπο με την πολιτική και το δίκαιο που ως εκφάνσεις,


παραπληρωματικά υποκάταστατα της ελλείπουσας αυθεντικά ανθρώπινης
ηθικής, των αυθεντικά ανθρώπινων σχέσεων, διαφέρουν απ’ την ηθική
συνείδηση κατά κύριο λόγο ως προς το περιεχόμενο και όχι ως προς τη μορφή
(αν και η επικέντρωσή τους στο περιεχόμενο των εξουσιαστικών σχέσεων
κυριαρχίας - υποταγής τις καθιστά διαφορετικές και ως προς τη μορφή,
ανάγοντας την τελευταία εν πολλοίς σε τυπικό - θεσμικό πλαίσιο) και η
θρησκευτική συνείδηση, διαφέρει από την αισθητική συνείδηση κατά κύριο
λόγο ως προς το περιεχόμενο (αν και εδώ οι διαφορές αυτές όπως θα
διαπιστώσουμε διαφορίζουν και τη μορφή).
Η θρησκεία αποτελεί λοιπόν φενακισμένη φαντασιακή και αντεστραμμένη
αντανάκλαση εξωτερικών, αλλότριων, κυρίαρχων, καταστροφικών και
ακατάληπτων φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων της καθημερινής ζωής των
ανθρώπων. Είναι μάλιστα μια άμεση συναισθηματική μορφή σχέσης των
ανθρώπων προς αυτές τις δυνάμεις και από αυτή την άποψη αποτελεί
260
εκδήλωση της ανελευθερίας, της ανεπάρκειας, της αδυναμίας και της
υποταγής των ανθρώπων σε αντικειμενικούς όρους της ζωής τους, οι οποίοι
δεν είναι αποτέλεσμα της συνειδητής τους δραστηριότητας, αλλά τους
επιβάλλονται αυθόρμητα21. Συνεπώς η επιστημονική προσέγγιση της θρησκείας
προϋποθέτει τη διερεύνηση και εξήγηση εκείνου του είδους των σχέσεων και
πλευρών της κοινωνικής ζωής, οι οποίες γενούν την αντικειμενική ανάγκη για
ένα σύστημα φενακισμένων δοξασιών, ικανών να «διευθετούν» με φαντασιακό
και αντεστραμμένο τρόπο τα πραγματικά προβλήματα της ανθρώπινης ζωής22.
Η ανάγκη αυτή στην πρωταρχική της μορφή προβάλλει ως ατομική αναζήτηση
(από το επιμέρους άτομο - ιδιώτη) «απαλλαγής, σωτηρίας τις οποίες η
δεδομένη και ως τέτοια ανυπέρβλητη πραγματικότητα αδυνατεί να του
παράσχει στις δεδομένες συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές
συνθήκες...»23. Η ψυχολογική ένταση αυτής της ανάγκης του ατόμου - πιστού
και ο μαζικός χαρακτήρας, της προβάλλουν ως αυταπόδεικτη αλήθεια της
«εγγενούς» θρησκευτικότητας που δήθεν ενυπάρχει στη «φύση του
ανθρώπου», στις ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου ψυχισμού ή και του
οργανισμού... Η θρησκευτική συνείδηση είναι όντως φαινόμενο που εκφράζεται
και υπάρχει μέσω του ψυχισμού των ξεχωριστών ατόμων, σφραγίζοντας την
ιδιοτυπία του τελευταίου, αλλά επ’ ουδενί λόγω δεν ανάγεται στην ατομική
ψυχολογία (πόσο μάλλον στη βιολογία). Από αυτή την άποψη είναι άκρως
αντιεπιστημονικές οι προσεγγίσεις που ορίζουν τη θρησκεία ως «σχέση του
ανθρώπου με το θείο»24, παραπέμποντας απ’ ευθείας στο μεσαιωνικό
μυστικισμό των οντολογικών αποδείξεων της ύπαρξης του θεού με την
επίκληση της περί αυτού ιδέας. Η επιστημονική αξία παρόμοιων προσεγγίσεων
είναι χειρότερη από αυτήν λ.χ. της ερμηνείας της ψύχωσης μέσω της σχέσης
του ατόμου με παραστάσεις του παραληρήματός του...
Άλλη αδιέξοδη προσέγγιση της θρησκείας στον αντίποδα του
ψυχολογισμού είναι ο κοινωνιολογισμός, ο οποίος επικεντρώνεται στη
φαινομενολογική περιγραφή, στον μονομερή και εν πολλοίς στατικό εντοπισμό
μορφών, πτυχών και λειτουργιών του θρησκευτικού φαινομένου (όπως γίνεται
π.χ. στο δομο - λειτουργισμό)25
Η θρησκευτική συνείδηση αποτελεί πρόσληψη εν είδει αισθητηριακών
ισοδυνάμων - παραστάσεων της άγνωστης και μάλιστα της μη γνώσιμης, της
εκ προοιμίου ακατάληπτης ουσίας, η οποία κυριαρχεί επί ατόμων που
διαθέτουν συνείδηση και αυτοσυνείδηση και η οποία είναι κατά βάση εχθρική
προς αυτά. Η αγνωσία είναι βασικό γνώρισμα της θρησκείας που την καθιστά
από γνωσιολογικής κοσμοθεωρητικής πλευράς αγνωστικιστική συνείδηση, η
οποία αρνείται (ολοκληρωτικά ή εν μέρει) τη γνωσιμότητα του κόσμου. Κατ’
αυτόν το τρόπο θέτει φραγμούς στη γνώση και υπονομεύει την εμβέλεια και το
βάθος των σκοποθεσιών και της δραστηριότητας του ανθρώπου, γεγονός που
την καθιστά θεμελιωδώς αντιεπιστημονική.
Η θρησκευτική συνείδηση χαρακτηρίζεται από μιαν εγγενή
αντιφατικότητα. «Αφ’ ενός μεν, ως συνείδηση η θρησκευτική συνείδηση είναι
και διάγνωση της ουσίας... και πράξη σε αντιστοιχία με αυτή τη διάγνωση,
αυτό σημαίνει ότι είναι και μετασχηματισμός σε αντιστοιχία με τις ανάγκες
της. Αφ’ ετέρου δε, ως θρησκευτική συνείδηση συνιστά διάγνωση εκείνου, το
οποίο σύμφωνα με την ουσία της θρησκείας είναι κατ’ αρχήν μη γνώσιμο,
μετασχηματισμό σε αντιστοιχία με τις ανάγκες του ανθρώπου εκείνου, το
21
Ουγκρινόβιτς Ντ. Μ. Θρησκεία, στο Ομπσέστβενοε σοζνάνιε ι εβό φόρμι. Μόσχα, 1986. Σελ. 245.
22
Στο ίδιο σελ. 246.
23
Lucacs G. Die eigenart des Asthetischen, ρωσ. Εκδ. τ. 4. Σελ. 439.
24
Mπέζγος Μ. Θρησκεία, στο Φιλοσοφ. - κοινων. Λεξικό, εκδ. Καπόπουλος, τ. 2., Αθήνα 1995. Σελ. 277 του ίδιου:
Ψυχολογία της θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 1996.
25
Βλ. σχ. Την υποσημείωση 13.
261
οποίο κατ’ αρχήν από την άποψη της θρησκείας δεν μπορεί να υποταχθεί απ’
τους ανθρώπους, αλλά κυριαρχεί επ’ αυτών και δρα εχθρικά σε σχέση προς
αυτούς... χωρίς την παραδοχή μη γνώσιμων, κυρίαρχων επί των ανθρώπων και
εχθρικών προς τους ανθρώπους δυνάμεων δεν υπάρχει θρησκευτική
συνείδηση»26. Έχουμε λοιπόν στη θρησκευτική συνείδηση γνώση που αφορά το
εξ’ υπαρχής (σύμφωνα με την υφή και τις αρχές της θρησκευτικής συνείδησης)
ακατάληπτο και απρόσιτο και δράση που αποσκοπεί αν όχι στην υποταγή,
τουλάχιστον στον κατευνασμό, στον εξιλασμό, στον εξευμενισμό κ.λ.π.
δυνάμεων, οι οποίες δεν υφίστανται παρά μόνον ως υπερφυείς, υπερκόσμιες,
ασύλληπτες, κυρίαρχες και εχθρικώς προς αυτούς διακείμενες. Η κυριαρχία και
η εχθρικότητα αυτών των δυνάμεων εκδηλώνεται βιωματικά ως φόβος και
δέος που χαρακτηρίζουν κατ’ ανάγκη τα θρησκευτικά αισθήματα. Υπαρκτές
φυσικές και κοινωνικές δυνάμεις εκλαμβάνονται ως εκ προοιμίου ασύλληπτες,
ανέκαθεν και δια παντός κυρίαρχες και εχθρικές προς τους ανθρώπους.
Αντικείμενο της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράγματα, σχέσεις και
διαδικασίες που υπάρχουν σε απόσπαση και σε αντιδιαστολή με τους
ανθρώπους, που επενεργούν σε αυτούς καταστροφικά, πλην όμως δεν είναι
ακόμα εγνωσμένες και δεν έχουν ακόμα μετασχηματισθεί πρακτικά βάσει της
συνειδητοποίησης των αναγκών των ανθρώπων. Είναι ακριβώς αυτό το εισέτι
μη εγνωσμένο, το εισέτι μη μετασχηματισθέν πραγμάτων, σχέσεων,
διαδικασιών και δυνάμεων που εκλαμβάνεται αντεστραμμένα από τη
θρησκευτική συνείδηση ως θεμελιώδης μη γνωσιμότητα δυνάμεων ανέκαθεν
και ανυπέρβλητα κυρίαρχων και εχθρικών προς τους ανθρώπους. Και μάλιστα
το πρόβλημα της γνωσιμότητας δεν είναι για τη θρησκευτική συνείδηση
ορθολογικά διευθετούμενη ιστορική διαδικασία, σε συνάρτηση με το εύρος και
το βάθος της ανθρώπινης πρακτικής, αλλά εγγενής αδυναμία του a priori
πεπερασμένου του ανθρώπου του φυσικού, του εντεύθεν έναντι της απειρίας
του υπερανθρώπου, του υπερφυσικού, του επέκεινα.
Με τη θρησκεία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τις ίδιες του τις
δημιουργικές (και καταστροφικές) ικανότητες, δυνάμεις, σχέσεις και
δραστηριότητες ως εκτός και εναντίον του υφιστάμενα μορφώματα,
αντικείμενα, παραστάσεις. Πρόκειται για ανορθολογική μορφή
συνειδητοποίησης καθ’ όλα υπαρκτών (τουλάχιστον ως προς την αφετηρία
τους) αντικειμένων. Στη θρησκεία «οι άνθρωποι κάνουν τον εμπειρικό τους
κόσμο μια ουσία που τη συλλαμβάνουν, τη φαντάζονται, που τους
αντιμετωπίζει μονάχα σαν κάτι ξένο»27. Και μάλιστα, παρά τον αφελή
μηδενισμό ορισμένου τύπου αθεϊστικών τάσεων, η θρησκεία αποτελεί ιστορικά
συγκεκριμένο φαινόμενο, αναγκαίο, παροδικού χαρακτήρα μόρφωμά του
ανθρώπινου πολιτισμού, αναβαθμό της διαμόρφωσής του αυθεντικού
συνειδέναι, καθώς «ο άνθρωπος οφείλει αρχικά εντός της θρησκευτικής του
συνείδησης να αντιπαραθέσει στον εαυτό του τις ίδιες τους τις πνευματικές
δυνάμει ως ανεξάρτητες δυνάμεις»28 (Μαρξ). Η υπαρκτή αφετηρία αυτής της
αντιστροφής πρέπει να αναζητηθεί όχι στον κόσμο των ιδεών και της
φαντασίας, αλλά στην ιδιοτυπία ορισμένου επιπέδου διαμόρφωσης των υλικών
όρων ύπαρξης της κοινωνίας, χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο
κατακερματισμός της ανθρωπότητας (λόγω του υποδουλωτικού χαρακτήρα
του κατακερματισμού της εργασίας, της αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης
ανθρώπου από άνθρωπο). Το κοινωνικό όλο προβάλλει τότε ως σύνολο σχετικά
αυτοτελών μερών, πραγμάτων, σχέσεων κλπ., η ουσία του οποίου εκδηλώνεται
στην επιφάνεια με τη μορφή του αντίποδά της: της αισθητηριακής
26
Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μόσχα, 1988, σελ. 179 - 180.
27
Ιλιένκοφ Ε. Β. Η αρχαία διαλεκτική ως μορφή σκέψης, στο Φιλοσόφσκαγια κουλτούρα, Μόσχα, 1991, σ. 63.
28
Αρχείο Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, ινστ. Μ.Λ., Μόσχα 1933, τ. 2\ 7, σ. 35.
262
αμεσότητας. Όταν η συνείδηση του ανθρώπου εξετάζει τους όρους ύπαρξης
αυτής της αντικειμενικής φαινομενικότητας ως ιστορικά αμετάβλητους και
ανυπέρβλητους, αδυνατεί να εμβαθύνει στην ουσία, οπότε νομοτελώς
ανακύπτει η αυταπάτη που αντιστρέφει την πραγματική κατάσταση: η τυχαία
εξωτερική κίνηση, η εξωτερική όψη των πραγμάτων απολυτοποιείται και υπό
το πρίσμα αυτής της απολυτοποίησης «εξηγεί» την εσωτερική κίνηση, την
ουσία29.
Εδώ δεν πρόκειται για απεικάσματα είτε για έννοιες που απορρέουν από
μια καθαρά γνωστική σχέση του ατόμου - υποκειμένου προς το αντικείμενο, μια
σχέση που γεννά γραμμικά αντανακλάσεις - αντικατοπτρισμούς, ως άμεσα
προσαρτήματα στη συνείδηση. Εφ’ όσον η σχέση των ανθρώπων προς το
περιβάλλον τους είναι μια σχέση πρακτικά λειτουργική (και σε επίπεδο άκριτης
εμπλοκής στην καθημερινότητα της γενικευμένης αλλοτρίωσης η σχέση είναι
κατ’ εξοχήν τέτοιου τύπου) προς τους αντικειμενικούς (εμπράγματους ή
προσωπικούς) όρους ύπαρξής τους, οι οποίοι ορίζουν τους ανθρώπους πέρα κι
έξω απ’ τη θέλησή τους (ή αδιάφορα προς αυτήν), τα συνδεόμενα με την
εμπλοκή του ανθρώπου σε τέτοιες σχέσεις βιώματα χαρακτηρίζονται από
αντιφατικές νοηματοδοτήσεις «αισθητές - υπεραισθητές» (Μαρξ), αλλά και
λογικοφανείς - ανορθόλογες. Εφ’ όσον ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τις σχέσεις
και τις αλληλεπιδράσεις που αρθρώνουν το βιοτικό του πρόγραμμα ως
δεδομένες και αμετάβλητες, είναι ανέφικτη, η όποια συνεπής αναζήτηση
αιτιώδους συνάφειας και ριζικού επαναπροσδιορισμού της στάσης ζωής και
της όλης συμπεριφοράς και επικοινωνίας του. Αλλά στο βαθμό που εμπλοκή
του σε αυτές η εξυπηρέτηση τους, η ίδια η ύπαρξή του, προϋποθέτει ορισμένο
ελάχιστο επίπεδο προσανατολισμού (ρύθμισης, αυτορύθμισης κλπ.), άρα και
ορισμένου τύπου συνείδηση και αυτοσυνείδηση, το περιεχόμενο των οποίων
εστιάζεται σε ιδιότυπες, δομικές και λειτουργικές πτυχές του συστήματος ως
έχει, που μορφοποιούνται σε αισθητηριακά ισοδύναμα. Τέτοιες είναι και οι
θρησκευτικές παραστάσεις, η παρουσία και η επίκληση των οποίων είναι
δηλωτική του αλλοτριωμένου χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά και
εχέγγυο βιωσιμότητας του ατόμου σε αυτές. Η γενικευμένη αίσθηση της
αλλοτρίωσης, της εξάρτησης και της υποταγής που αποκομίζει ο άνθρωπος
βιώνοντας αλλεπάλληλες κυρώσεις και ανταμοιβές, μορφοποιείται σε
απολυτοποιημένη υποστασιοποίηση του φόβου, της καθολικής κυριαρχίας, της
υπέρτατης δύναμης. Με τη βιωματική εσωτερίκευση αυτού του φόβου-ως
αρνητικού ρυθμιστικού παράγοντα της κομφορμιστικής συμπεριφοράς
-νοηματοδοτείται θετικά (συνειδητά και ασυνείδητα) το υποστασιοποιημένο
αισθητηριακό ισοδύναμό του. Η παρουσία και η ενέργεια του τελευταίου (θείο,
ιερό, άγιο) προσδίδει στη δέσμευσή του πειθαναγκασμού και της χειραγώγησης
την αίσθηση αυτοδέσμευσης, την αίσθηση του δέους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εν είδει θρησκείας μορφοποιούνται,
κωδικοποιούνται και αναπαράγονται διαγενεακά αυθόρμητα διαμορφωμένοι
κανόνες, πρότυπα και παραδόσεις. Από αυτή την άποψη η ισχύς της θρησκείας
είναι η ισχύς της άκριτα προσλαμβανόμενης και ακατανόητης ως προς τις
πραγματικές ιστορικές πηγές της παράδοσης30.Συνεπώς οποιαδήποτε αναγωγή
του πολιτισμού και της πολιτισμικής ταυτότητας στη θρησκεία, είναι
θεμελιωδώς συντηρητική, αν όχι άκρως αντιδραστική.
Αναφέραμε ήδη ότι η αισθητική συνείδηση συνιστά πρόσληψη της
πραγματικής ουσίας, της νομοτέλειας κλπ. μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων.

29
Bλ. Βαζιούλιν Β.Α. Η Λογική του Κεφαλαίου του Κ. Μαρξ, Μόσχα, 1968, σσ. 118 - 129, Μαμαρντασβίλι Μ. Κ. Για
την αντεστραμμένη μορφή. Επιστημονική Σκέψη, Νο 34, 1988, σσ. 34-38. Πατέλη Δ. Φαινομενικότητα, Φετιχισμός,
στο παραπάνω Φιλοσοφικό λεξικό, τ. 5.
30
Ιλιένκοφ Ε.Β. ο.π., σελ. 63.
263
Για να γίνει αυτό επιστρατεύεται η δημιουργική δύναμη της φαντασίας (τόσο
κατά την αισθητική δημιουργία όσο και κατά την πρόσληψή της), η οποία
διαρρηγνύοντας τους φραγμούς της φαινομενικότητας, αναδεικνύει αισθητικά
τη δυναμική ουσία της πραγματικότητας, έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι
τα όποια απεικάσματα - αισθητηριακά ισοδύναμα συνιστούν αντανάκλαση
αυτής της πραγματικότητας. Η θρησκευτική συνείδηση, ως συνειδέναι που
υφίσταται επίσης μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων, παρουσιάζει «συγγένεια»
πρωτίστως με την αισθητική συνείδηση. Ωστόσο, ως θρησκευτική συνείδηση,
συνιστά συνειδέναι μέσω αισθητηριακών ισοδυνάμων ουσιών εξωπραγματικών
και ανύπαρκτων (οι οποίες μόνο έμμεσα και αντεστραμμένα δηλώνουν πτυχές
της πραγματικότητας), το οποίο προσγράφει επιπλέον στο σύστημα των
παραστάσεών του πραγματική ύπαρξη και εξαναγκάζει να γίνει αυτό
πιστευτό31. Τα απεικάσματα, οι μορφές της, δεν αποκαλύπτουν την ουσία της
κοινωνικής δυναμικής κινητοποιώντας το υποκείμενο σε δημιουργική -
επαναστατική στάση ζωής, αλλά τουναντίον, εγκλωβίζουν τη συνείδηση σε
στερεοτυπικές - δογματικές μορφές, συνυφασμένες με την ψευδαίσθηση της
πληρότητας, της αρμονίας και της ασφάλειας και επιδεκτικές κατ’ εξοχήν σε
τελετουργική ανάκληση - αναπαραγωγή.
Ο ρόλος της θρησκείας είναι διττός και αντιφατικός. Όπως ήδη δείξαμε, στα
πλαίσια της θρησκευτικής συνείδησης έχουμε συνειδητοποίηση υπαρκτών
δυνάμεων (κοινωνικών και φυσικών), αλλά και της κατάστασης εκείνης των
ανθρώπων, χαρακτηριστικό της οποίας είναι το γεγονός ότι οι εν λόγω
δυνάμεις παραμένουν άγνωστες, κυρίαρχες και εχθρικές προς τους
ανθρώπους. Είναι λοιπόν η θρησκευτική συνείδηση συνειδητοποίηση της
θρησκευτικής ανάγκης. Όσο όμως οι συνθήκες αυτές δεν επιτρέπουν στον
άνθρωπο είτε στην ανθρωπότητα τον μετασχηματισμό αυτής της δυσμενούς
υλικής ζωής «ένας από τους τρόπους προσαρμογής σ’ αυτή τη ζωή είναι η
αλλαγή του περί αυτής συνειδέναι. Αυτό επιτρέπει σε ορισμένο βαθμό να
αμβλυνθούν οι οδύνες της δυσμενούς επίδρασης της κοινωνικής ζωής»32. Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι η θρησκεία είναι η πλέον δοκιμασμένη ανά τους
αιώνες μορφή φαντασιακής φυγής, διεξόδου από τα αδιέξοδα της
αλλοτριωμένης πραγματικότητας που είναι ταυτόχρονα και μορφή
ψυχοθεραπείας για την επιβίωση σ’ αυτή την αφόρητη πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τη γλαφυρή και κλασική διατύπωση του νεαρού Μαρξ: «ο
άνθρωπος είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το Κράτος, η κοινωνία. Το Κράτος
αυτό, η κοινωνία αυτή, παράγουν τη θρησκεία, μιαν αντεστραμμένη συνείδηση
του κόσμου, γιατί αυτά τα ίδια είναι ένας κόσμος αντεστραμμένος. Η
θρησκεία είναι η γενική θεωρία του κόσμου τούτου, η εγκυκλοπαιδική του
συνόψιση, η εκλαϊκευμένη λογική του, το πνευματικό του point d’ honneur
(ζήτημα τιμής - Δ.Π.) ο ενθουσιασμός του, η ηθική του κύρωση, το
μεγαλοπρεπές του συμπλήρωμα, το καθολικό θεμέλιο της παραμυθίας του και
της δικαίωσής του. Μετατρέπει σε φαντασιακή πραγματικότητα την
ανθρώπινη ουσία, διότι η ανθρώπινη ουσία δεν διαθέτει αληθινή
πραγματικότητα...
Η θρησκευτική ένδεια είναι ταυτοχρόνως έκφραση της πραγματικής
ένδειας και διαμαρτυρία εναντίον αυτής της πραγματικής ένδειας. Η θρησκεία
είναι ο στεναγμός του καταπιεσμένου, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως
είναι και το πνεύμα μιας άψυχης τάξης πραγμάτων. Η θρησκεία είναι το όπιο
του λαού.
Η υπέρβαση της θρησκείας ως απατηλής ευτυχίας του λαού συνιστά την
απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση της απόρριψης των
31
Lucacs G. Ο.π., τ. 2, σελ. 31.
32
Bαζιούλιν Β.Α. Η Λογική ... σελ. 181.
264
αυταπατών περί της θέσεώς του συνιστά απαίτηση της απόρριψης μιας
τέτοιας κατάστασης, η οποία έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της
θρησκείας είναι συνεπώς εν σπέρματι η κριτική εκείνης της κοιλάδας των
δακρύων, το φωτοστέφανο της οποίας αποτελεί η θρησκεία»33.
Η θρησκευτική ανάγκη βιώνεται πρωταρχικά ως ατομική, αλλά η
εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξή της είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων
ιστορικών γνωρισμάτων της κοινωνίας. Η ανακύπτουσα στη βάση αυτής της
ανάγκης θρησκεία είναι ένα πολυεπίπεδο περίπλοκο φαινόμενο, το οποίο έχει
γνωσιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικο - οικονομικές πτυχές. Οι πτυχές
αυτές (η απομόνωση των οποίων είναι ανέφικτη σε καθαρή μορφή)
αναπτύσσονται ως ιδιότυπο πλέγμα αναγκαίων και ικανών για την ύπαρξη της
θρησκείας και διαφορετικών σε κάθε ιστορική συγκυρία όρων. Η ιστορική
εξέταση των όρων και των ιδιομορφιών της θρησκευτικής συνείδησης απαιτεί
ξεχωριστή μελέτη. Εδώ θα περιοριστούμε σε μιαν επιγραμματική αναδρομή
στην πορεία της πρωταρχικής εμφάνισης της διαμόρφωσης και της
«ωρίμανσης» της θρησκευτικής συνείδησης.

ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ


ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ & ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ.
Στην πρωτόγονη κοινότητα του γένους δεν υπήρχε η θρησκεία. Η
πρωταρχική εμφάνιση της κοινωνίας με την κοινότητα γενών και φυλών
συνιστά και πρωταρχική εμφάνιση του κοινωνικού συνειδέναι μέσω της
συνειδητής διευθέτησης της γενετήσιας συμπεριφοράς και της κατασκευής -
χρήσης εργαλείων άγρας. Πρωταρχική μορφή συνειδητοποίησης της
ανθρώπινης δραστηριότητας (συγκεχυμένη με τα υπό μετασχηματισμό μεν
πλην όμως κυρίαρχα εν πολλοίς στοιχεία αγελαίας συμπεριφοράς και
αντίστοιχου ψυχισμού) είναι η μαγική - μυθολογική συνείδηση 34. Στην
τελευταία έχουμε φαντασιακή αντανάκλαση της πραγματικότητας μαζί με
ιδιότυπη πρακτική - πνευματική αφομοίωση της πραγματικότητας
χαρακτηριστικό της οποίας είναι η πρόσληψη της φύσης και της πρωτόγονης
κοινωνίας ως πλέγματος έμψυχων και ανθρωπόμορφων όμαιμων φανταστικών
όντων το καθένα από τα οποία επιτελεί ορισμένες κοσμικές, κοινωνικές και
παραγωγικές λειτουργίες. Η πρωταρχική αυτή συνείδηση είναι
συνειδητοποίηση της πηγαίας και εν πολλοίς ασυνείδητης πρωτόγονης
συλλογικότητας35, αλλά και φαντασιακή παράσταση - μετάθεση - αντιστροφή
της πρακτικής και γνωστικής αδυναμίας του πρωτόγονου ανθρώπου. Με
έντονο το στίγμα της άμεσης εμπλοκής στη συγκυρία και της συνακόλουθης
άμεσης ταύτισης γενικής ιδέας - αισθητηριακού της απεικάσματος προκύπτει ο
33
Mαρξ Κ. - Ενγκελς Φ. Έργα, ρωσ. Εκδ. τ. 1, σσ. 66. 414-415. Στην ελληνική βλ. Μαρξ Κ. Κριτική της εγελιανής
Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, μετ. Μπ. Λυκούδη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978, σσ. 17-18.
34
Bλ. σχετικά: Ζίπκοβιτς Β.Φ. Η εποχή πριν εμφανισθεί η θρησκεία. Πάβελκιν Π.Α. Τι είναι η θρησκεία, στο : Α. Ε.
της ΕΣΣΔ. Επιστήμη και θρησκεία. Εκδ. Γιαννίκος, Αθήνα 1962. Ξενόπουλος Επ. Η διαλεκτική της συνείδησης,
Ιωλκός, Αθήνα 1979. Jerome - Antoine Rony. Η μαγεία. Εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1965.
35
Σιλβέστροφ Β.Β. βασικά στάδια της μυθολογικής παραδοσιακής αυτοσυνείδησης της δραστηριότητας, στο:
κουλτούρα, ντέιτελνοστ, ομπσένιγιε, Μόσχα, 1998, σσ. 254-269.
265
συγκρητισμός (σύγκραση) των μυθολογικών παραστάσεων με την καθολική
«αιτιοκρατία» του: κάθε τι μπορεί να προκύψει από τα πάντα, όλα ενυπάρχουν
σε όλα. Οι παραστάσεις αυτές δεν είναι αλληγορικές - μεταφορικές (όπως στην
τέχνη), αλλά υποκατάστατα ερμηνείας - εξήγησης εμπράγματα απεικάσματα. Η
μαγεία λειτουργεί ως πραγματοποίηση του μύθου, ως ενεργοποίηση της
ταύτισης ιδεατού - πραγματικού. Η τελετουργίες της συνιστούν
δραματοποίηση του μύθου και μέθεξη του ανθρώπου στο μυστήριό του, κατά
τρόπο ώστε να αισθάνεται φορέας όλων των ζωτικών δυνατοτήτων της
κοινότητας. Η «τεχνική» της μαγείας είναι το αναγκαίο παραπληρωματικό
στοιχείο - παράπλευρο συνοδευτικό «προϊόν» της τεχνικής ανεπάρκειας της
παραγωγικής παρέμβασης στη φύση. Η επιδίωξη του επιθυμητού εκφράζεται
μέσω της επίκλησης της φαντασιακής, ανορθόλογης και ανθρωπομορφικής,
καθολικής «αιτιοκρατίας». Ασθητηριακό - εμπράγματο και λεκτική του
έκφραση εκλαμβάνονται εδώ ως ομοιογενές συνεχές, στη βάση του οποίου
εκτυλίσσεται η μαγεία: ο λόγος εκλαμβάνεται ως άμεσα δρώσα δύναμη, ενώ η
όποια δράση είναι αφ’ εαυτής εκφραστική 36. Η πρωτόγονη συνείδηση
παρουσιάζει μια δυναμική που συναρτάται από τις πρακτικές - γνωστικές,
ψυχολογικές και κοινωνικο - οικονομικές συνθήκες της ζωής της κοινότητας.
Στον πυρήνα της βρίσκεται το αδιαφοροποίητο της πρωτόγονης κοινότητας,
το αδιαφοροποίητο ατόμου - συλλογικής εργασίας - υλικών και πνευματικών
προϊόντων αυτής της εργασίας. Είναι προθρησκευτική δεδομένου ότι τα
παραπάνω καθιστούν ανέφικτη τη διάκριση πιστού - δόγματος, αλλά και
πίστης - γνώσης. Η δυναμική των μυθολογικών παραστάσεων παρακολουθεί τις
δυνατότητες του αναπτυσσόμενου ψυχισμού μέσα στην εμφάνιση και
κλιμάκωση του κατακερματισμού της εργασίας. ο χαρακτηριστικός για τη
θρησκεία δυϊσμός σώματος - ψυχής, ύλης - πνεύματος απουσιάζει παντελώς
από την πρωταρχική μυθολογική συνείδηση. Η ίδια η ιδέα περί ψυχής,
συνδεδεμένη με τα έθιμα του θανάτου, περνά από τρεις τουλάχιστον
διαβαθμίσεις παραστάσεων: Ζωτική ψυχή (ψυχή του ζωντανού), Νεκροψυχή
(ψυχή του νεκρού) και Αθάνατη Πνευματική Ψυχή. Η τελευταία ανακύπτει μέσω
της υποστασιοποίησης του θανάτου μετά από την υποστασιοποίηση της ζωής
και «αναβαθμίζεται» σε επίπεδο δαίμονος ή θεού με τη μεταφορά των τελετών
της Βασιλικής Στέψης στις νεκρικές τελετές και την νεκρολατρεία -
προγονολατρεία. Ως βιωματική αίσθηση συνδέεται με την εμφάνιση της
πατριαρχικής δομής ως αποτέλεσμα της μετάβασης στην παράγουσα
οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία, υπερπροϊόν κλπ) και συνεπώς στην
αλλοτρίωση ως επακόλουθο του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας 37.
Η αντιδιαστολή των λειτουργιών της σκοποθεσίας, της διοίκησης, της
εποπτείας κλπ. στις άμεσα εκτελεστικές λειτουργίες της εργασίας, η αντίθεση
πνευματικής και φυσικής - χειρωνακτικής εργασίας βρίσκεται στη βάση της
μεταφυσικής - μυστικιστικής αντιδιαστολής ύλης και πνεύματος.
Στα πλαίσια της πρώτης ταξικής κοινωνίας επιταχύνεται και
εντατικοποιείται ο μετασχηματισμός της πρωτόγονης μυθολογικής συνείδησης
σε κατευθύνσεις που οδηγούν στη μετέπειτα διάκριση όλων των μορφών του
συνειδέναι38. Από τη φετιχοποίηση (ταύτιση έμψυχου - άψυχου) και τον ανιμισμό
(διάκριση της περί του πράγματος ιδέας από το ίδιο πράγμα) οι παραστάσεις
εκλαμβάνουν μορφές έλλογων βουλητικών θεών και ηρώων ιεραρχικά
36
Σιλβέστροφ, ο.π.257.
37
Eliade M. Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών. Εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα, 1981. Smith H. Οι θρησκείες
του κόσμου εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα, 1995, Joseph Cambell. Ο ήρωας με τα χίλια πρόσωπα εκδ. Ιαμβλίχος. Αθήνα,
1990, Λεκατσά Π. Η ψυχή, εκδ. Ινστ. Αθηνών, Αθήνα 1957, του ίδιου, Το θείο δράμα. Αθήνα, 1976.
38
H. And H. A. Frankfort, John A. Wilson, Thorkild Jacobsen. Before Philosophy. The Intellectual Alnenture of
Ancient Man. Baltimore - Maryland, 1967. Λουκιάνοφ Α. Ε. το γίγνεσθαι της φιλοσοφίας στην Ανατολή. Αρχαία
Κίνα και Ινδία. Μόσχα, 1986 κ,α.
266
διατεταγμένων (κατ’ εικόνα και ομοίωση της κοινωνικο - οικονομικής
ιεραρχίας). Η ιεράρχηση του πάνθεου (που απαρτίζεται από
αισθητηριοποιήσεις, ενσαρκώσεις και προσωποποιήσεις γενικευμένων
κοινωνικών και φυσικών δυνάμεων) αποτελεί ενδιάμεσο κρίκο για την
μετάβαση στις μονοθεϊστικές θρησκείες. Με τη μορφή των τελευταίων το
θρησκευτικό συνειδέναι αποκτά την απαραίτητη για την ικανοποίηση της
θρησκευτικής ανάγκης καθολικότητα. Ο τοπικός (κοινοτικός, φυλετικός,
«εθνικός») χαρακτήρας των προγενέστερων δοξασιών ξεπερνιέται, γεγονός
που προσδίδει ιδιαίτερη ισχύ στις μεγάλες (παγκόσμιες) θρησκείες. Το πεδίο
αναφορικότητας των τελευταίων διευρύνεται οριακά ως ανταπόκριση στο
βίωμα της καθολικότητας που χαρακτηρίζει την θρησκευτική ανάγκη.
Κατ’ αυτό τον τρόπο «το σύνολο των φυσικών και κοινωνικών
κατηγορημάτων πληθώρας θεών μετατίθεται σε ένα παντοδύναμο θεό, ο
οποίος είναι με τη σειρά του μόνο αντανάκλαση του αφηρημένου ανθρώπου.
Έτσι ανέκυψε η μονοθεΐα, η οποία ήταν ιστορικά το τελευταίο προϊόν της
ελληνικής χυδαίας φιλοσοφίας της ύστερης εποχής και βρήκε την ήδη έτοιμη
ενσάρκωσή της στον ιουδαϊκό, αποκλειστικά εθνικό θεό Γεχοβά. Με αυτή τη
βολική προς χρήση και προς όλα προσαρμοζόμενη μορφή η θρησκεία μπορεί να
συνεχίσει την ύπαρξή της ως άμεση, δηλ. συναισθηματική μορφή σχέσης των
ανθρώπων προς τις κυριαρχούσες επ’ αυτών αλλότριες δυνάμεις, φυσικές και
κοινωνικές, μέχρις ότου οι άνθρωποι βρίσκονται εκ των πραγμάτων υπό την
εξουσία αυτών των δυνάμεων»39.
Απαραίτητος όρος της μορφοποίησης του θρησκευτικού συνειδέναι είναι
η ανάδειξη του ατόμου, του «εγώ» μέσω της διάλυσης - μετασχηματισμού της
πρωταρχικής κοινότητας με την κλιμάκωση του αλλοτριωτικού
κατακερματισμού της εργασίας. Η διαδικασία αυτή όπως έδειξαν οι σχετικές
έρευνες (βλ. Frazer G.G. κ.α.)40 βρίσκεται στη βάση του μετασχηματισμού της
μαγείας σε θρησκεία, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αρχή: «ότι δεν
μετασχηματίζεται διώκεται και καταστρέφεται και τανάπαλιν»...
Η μυθολογία αποτελεί την πρωταρχική μήτρα από τον
μετασχηματισμό και την υπέρβαση της οποίας προήλθαν όλες οι
μετέπειτα μορφές του συνειδέναι. Η θρησκεία αφομοιώνει και αναβαθμίζει
λειτουργικά και μορφολογικά στη δική της βάση ουσιώδη γνωρίσματα της
μαγικής μυθολογικής συνείδησης (μυστήρια, ιερουργίες, τελετουργίες κλπ)
αναγορεύοντας τις ανεπίδεκτες μετασχηματισμού προγενέστερες επιβιώσεις
σε αντίπαλο δέος («εθνικό», μαύρη μαγεία κλπ). Οι συνυφασμένες με την
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τον εξανδραποδιστικό χαρακτήρα
του καταμερισμού της εργασίας σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής
διαπλέκονται με τη μεταφυσική υποστασιοποίησή τους, γεγονός που καθιστά
τη διαπλοκή ιερατείου εξουσίας και τον καθαγιασμό αυτών των σχέσεων,
οργανικό στοιχείο της λειτουργίας των πρώτων ανταγωνιστικών
σχηματισμών. Η σύμφυση κοινωνικο - οικονομικής ζωής, πολιτικής εξουσίας,
δικαίου και θρησκευτικής συνείδησης εκφράζεται στο έπακρο επί φεουδαρχίας
με την θεσμική ταύτιση κράτους - εκκλησίας.
Στον αντίποδα της μυθολογικής - θρησκευτικής κατεύθυνσης του
συνειδέναι και σε συνδυασμό με αυτήν, αναπτύσσεται η ενιαία και
αδιαφοροποίητη αρχικά επιστημονική - φιλοσοφική θεώρηση του
κόσμου. Η φιλοσοφία «διαμορφώνεται αρχικά στα πλαίσια της θρησκευτικής
μορφής της συνείδησης κατ’ αυτόν τον τρόπο αφ’ ενός μεν εκμηδενίζει τη
θρησκεία ως τέτοια, αφ’ ετέρου δε ως προς το θετικό της περιεχόμενο και η
ίδια κινείται πλέον θετικά μόνο σ’ αυτή την εξιδανικευμένη, νοερώς αναγμένη
39
Ένγκελς Φ. Αντι Ντύριγκ. Στο Μαρξ Κ. - Ένγκελς Φ. έργα, ρωσ. Εκδ. τ. 20, σελ. 330.
40
Frazer. J.J. the l golden Bough. London, 1923.
267
θρησκευτική σφαίρα» . Κατ’ αντίστοιχο τρόπο αναπτύσσεται και η αισθητική
41

συνείδηση ως αυτονομούμενη πλευρά του εν λόγω καταμερισμού της εργασίας


(τέχνη).

ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, ΙΔΙΩΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ «ΣΩΤΗΡΙΑΣ»…


Σε κάθε περίπτωση ο επιστημονικός στοχασμός, ο φιλοσοφικός
αναστοχασμός, η αισθητική δημιουργία και η ηθική στάση, παρ’ όλες τις
αντιφάσεις και τους ιστορικούς περιορισμούς τους, ως αυθεντικές πτυχές του
κοινωνικού συνειδέναι, λειτουργούν στην κατεύθυνση της άρσης της
μερικότητας, του ατομικού και του ενικού, της υπέρβασης του χαώδους
κατακερματισμού της αλλοτρίωσης. Με αυτή την έννοια αντιπαρατίθενται στη
θρησκεία. Στην τελευταία «το υπερβατικό δεν συνιστά προσωρινό παροδικό
ανεκπλήρωτο της γνώσης, δεν είναι ο αισθητηριακά εξαλειφόμενος ορίζοντας
της ανθρώπινης πρόσληψης, αλλά κάτι το οποίο αντιπαρατίθεται στη γήινη
ύπαρξη του ανθρώπου ως ανώτερη, αξιοπρεπέστερη και αυθεντική ύπαρξη» 42.
Αντίστοιχη της ποιοτικής ιδιομορφίας αυτού του υπερβατικού απεικάσματος
που διαφέρει ποιοτικά απ’ όλες τις εφικτές και προσπελάσιμες μορφές της
πραγματικότητας είναι η δογματική πίστη. Η πίστη, η οποία σ’ όλες τις
εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου προβάλλει ως υπο αίρεση προκαταρκτική
βαθμίδα της μεθοδολογικής προσέγγισης οποιουδήποτε αντικειμένου, εδώ
μεταμορφώνεται σε μοναδική προσήκουσα και εφικτή διαμεσολάβηση των
σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και υπερβατικού. Το νόημα αυτής της πίστης δεν
συνδέεται άμεσα με γνωστική ή πρακτική σχέση προς την πραγματικότητα,
αλλά επικεντρώνεται στο βίωμα της υπαρξιακής περιπέτειας του
αλλοτριωμένου ατόμου, που εκφράζεται ως πρόβλημα της «σωτηρίας της
ψυχής». Στο βίωμα αυτό συμπυκνώνεται η αδιάρρηκτη συνάφεια μεταξύ της
συγκεκριμένης - δεδομένης ύπαρξης του κάθε πιστού (της κατακερματισμένης
μερικότητάς του) και της προσωπικής του μοίρας (ειμαρμένης) στον επέκεινα
κόσμο. Η επιδίωξη της σωτηρίας «κατευθύνεται κατά αναγκαίο τρόπο στην
επίτευξη της σωτηρίας ακριβώς για τον ίδιο του τον εαυτό, για την ιδιωτική
του προσωπικότητα»43. Έχουμε λοιπόν στο βίωμα αυτό ιδιότυπο αισθητηριακό
ισοδύναμο (συμπύκνωση, μετάθεση και αντιστροφή) της γενικευμένης
ιδιοτέλειας του αλλοτριωμένου ατόμου, ως προσανατολιστική αρχή της
συμπεριφοράς του. ε Εγκλωβισμένο σ’ αυτό το βίωμα το άτομο αδυνατεί να
διανοηθεί π.χ. άλλη ηθική στάση από αυτή που προαναφέραμε. Βεβαίως
υπάρχουν στα πλαίσια της θρησκείας και περιπτώσεις αυτοθυσίας (αγίων,
οσιομαρτύρων, ασκητών κλπ), οι οποίες ωστόσο εγγράφονται πλήρως (ως προς
τα κίνητρά τους) στην κατεύθυνση της σωτηρίας της ψυχής. «Η ισχύς της
θρησκείας, της εκκλησίας... της επιρροής κλπ. εξαρτάται πρωταρχικά ... από

41
Mαρξ Κ. Θεωρίες για την υπεραξία, στο Έργα, ρωσ. Εκδ. τ. 26, μέρος Ι.σ. 23 {ελλ. Εκδ. Σ.Ε. μέρος Ι. σελ. 24 - 25].
42
Lucacs G.o.π. τ. 4, σελ. 417.
43
Στο ίδιο.
268
το κατά πόσο βαθιά και σταθερά είναι οι άνθρωποι (οι μεμονωμένοι ιδιώτες
άνθρωποι στη μάζα) πεπεισμένοι για τη μοναδική και απαρέγκλιτη εγγύηση που
τους παρέχεται ατομικά, ιδιωτικά, για την υπεσχημένη σωτηρία τους στον
άλλο κόσμο (ει δυνατόν και σ’ αυτόν, πάντοτε όμως με προβολή στο
υπερβατικό) με τη βοήθεια του δεδομένου δρόμου, των δεδομένων μέσων, από
τα δόγματα μέχρι τις τελετουργίες»44.
Εδώ είναι που η θρησκευτική τελεολογία συναντά τον πραγματισμό και τη
χρησιμοθηρία. Η συσχέτιση των πάντων με την ευημερία του προσώπου -
ιδιώτη, υπαγορεύει στάσεις ζωής (σε αντιδιαστολή λ.χ. με την αυθεντική
δημιουργικότητα στην επιστήμη και στην τέχνη). Τουναντίον, οι
ουσιωδέστερες πλευρές αυτών των όρων φωτίζονται υπό το πρίσμα του
θρησκευτικού συνειδέναι κατά ιδιαίτερο τρόπο, αποκτούν μιαν αίσθηση
εξαΰλωσης που οδηγεί (αν όχι στην ενίσχυση και στην επιδείνωση των
επιπτώσεών τους) τουλάχιστον στη συντήρηση της ουσίας τους. Παραπάνω
αναφερθήκαμε στη γνωσιολογική βάση των τάσεων για τελεολογία,
μοιρολατρία και υπαγωγή των πάντων σε υπερβασιακή σκοπιμότητα, όπως
αναδεικνύονται στην προδιαλεκτική σκέψη της διάνοιας. Στα πλαίσια της
θρησκευτικής συνείδησης οι τάσεις αυτές ενισχύονται με τη γενικευμένη
απολυτοποίηση της βουλητικής πλευράς της ανθρώπινης δράσης, με την
αίσθηση της ατομικότητας ως σημείου τομής τελεολογικών διαδικασιών και
σκόπιμων υπερβατικών νοηματοδοτήσεων. Το θρησκευτικό βίωμα της
καθολικότητας εκλαμβάνει την αναγκαιότητα ως σκοπιμότητα και βουλητική
πράξη του υπερβατικού και υπό αυτό το πρίσμα θεωρεί και το τυχαίο (για το
οποίο δοκιμάζει αποστροφή). Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη η θέση
του Ν. Μπερντιάεφ κατά τον οποίο «ούτε μια τρίχα δεν πέφτει από την κεφαλή
του ανθρώπου χωρίς τη θέληση του Θεού»45... Η όποια έκβαση διαφόρων
καταστάσεων της ζωής, το κάθε συμβεβηκός της ζωής του ατόμου προβάλλει
εδώ ως «σημάδι θεού», ως δοκιμασία, ως ένδειξη επιλογής του θεού που
επιβεβαιώνει την ένταξη της ατομικής μοίρας στην προκαθορισμένη συνάφεια
του σύμπαντος και στο καθολικό σχέδιο της σωτηρίας. Σε αυτά τα πλαίσια η
ζωή του ατόμου - όπως επισημαίνει ο Μ. Βέμπερ - γίνεται πεδίο θεοδικίας με
επιτυχίες, ανταμοιβές, αλλά και κυρώσεις, πάθη 46...Η λογική του
θρησκευτικού βιώματος δεν πρέπει να κατανοείται γραμμικά και μονοσήμαντα.
Μπορεί λχ ο ασκητισμός να εκφράζει ένα πλήρη αρνητισμό της
πραγματικότητας μιαν απάρνηση μαζί με το «σαρκίον» κάθε γήινου σκοπού
της ανθρωπότητας. Η μονομερής άρνηση ορισμένης πραγματικότητας χωρίς
θετική διέξοδο - άρση αυτής της πραγματικότητας αποκτά στοιχεία
θρησκευτικού τύπου μεταφυσικής. Μπορεί ακόμα το παραπάνω βίωμα ως
ανάγκη και ιδεώδες να ορμάται από την αυθεντική τάση του ανθρώπου προς
αυτοτελείωση, είτε ακόμα και να εκφράζει κοινωνική διαμαρτυρία, η οποία δεν
βρίσκει υπαρκτή - πρακτική διέξοδο47.
Αν το άτομο στη δεδομένη επίγειο ύπαρξή του δεν μπορεί να επιτύχει
εκπλήρωση των ζωτικών του επιθυμιών, των δημιουργικών δυνατοτήτων και
επιδιώξεών του, ανακύπτει η διάθεση για «σωτηρία», η οποία επικεντρώνει τη

44
Στο ίδιο , σελ. 418.
45
Μπερντιάεφ Ν. Α. Η υπαρξιακή διαλεκτική θείου και ανθρωπίνου. Παρίσι, 1952, σ. 22 (παρατίθεται από το
παραπάνω έργο του Λούκατς).
46
Weber M. Die Wirtscaftsethik der Weltreligione: Einleitung, ρωσ. Εκδ. στο: Ράμποτ, Μ. Βέμπερα... τ. 1.
Μόσχα, 1991. Η προβληματική αυτή, αναφορικά με το αντίστοιχο ήθος αναπτύσσεται στο : Αλεξίου Θ.
Ορθοδοξία, άτομο και κοινότητα. Το βήμα των κοινωνικών επιστημών, τ. Ε, τεύχ. 17, Δεκ. 1995.
47
Bλ. το σχετικό κείμενο του Παυλίδη Π. στο παρόν τεύχος της Ουτοπίας, καθώς και: Βακαλιός, Η ιδανική και η
πραγματική εικόνα του ανθρώπου. Ελλ. Γράμματα, Αθήνα 1999. Η μονομερής άρνηση ορισμένης πραγματικότητας
χωρίς θετική διέξοδο - άρση αυτής της πραγματικότητας, χαρακτηρίζεται νομοτελώς από στοιχεία θρησκευτικού
τύπου μεταφυσικής.
269
συνείδηση στο βίωμα του ανεκπλήρωτου ως θεμελιωδώς μη εκπληρώσιμου και
ανικανοποίητου. Τότε το επέκεινα βιώνεται ως προσανατολιστικό «άκρον
άωτον». Η πραγμάτωση της προσωπικότητας είναι εφικτή μόνο μέσα από
πρακτική και συνείδηση που αίρει διαλεκτικά τη μερικότητα της
κατακερματισμένης αλλοτριωτικής καθημερινότητας. Η αναζήτηση λύσης στη
μορφή - παράσταση του επέκεινα καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο αυτής της
καθημερινότητας, παρέχοντάς του ψευδαίσθηση υπέρβασής της, τη στιγμή που
καταστρέφει εκείνες τις μορφές ανάπτυξης του ανθρώπου που μπορούν να τον
άρουν υπεράνω του επιμέρους.
Η επισήμανση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην εποχή μας με την ακραία
καθολικότητα της αλλοτρίωσης, αλλά και με την απουσία αυθεντικών
συλλογικοτήτων. Η ιδιοτυπία της σύγχρονης προβληματικής της θρησκευτικής
ανάγκης συνδέεται με το βίωμα της ολοκληρωτικής και ριζικής απόρριψης του
μεμονωμένου ανθρώπου στην καθαρή μερικότητα της ιδιώτευσής του. Η
μοναχική συρρικνωμένη ατομικότητα βιώνει την ύπαρξή της σε ακραία
αντιδιαστολή με το αφηρημένο, το πραγμοποιημένο και απροσπέλαστο (λόγω
απουσίας νοητικών, υλικών, οργανωτικών κλπ. διαμεσολαβήσεων) των
κοινωνικο - οικονομικά ολοκληρωμένων αφαιρέσεων (π.χ. με τις πανταχού
παρούσες αδήριτες και απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς, με την απεριόριστη
δράση μηχανισμών καταστολής και ελέγχου, με επώδυνες πολιτικές επιλογές
που οι ταγοί των εθνών προβάλλουν ως απαρέγκλιτους μονόδρομους κ.λ.π.).
Είναι η κατάσταση του μοναχικού πλήθους48, όπου όλη η ζωή του μεμονωμένου
ανθρώπου, ο εργάσιμος και ο «ελεύθερος» χρόνος του εκτυλίσσεται υπό το
κράτος εντελώς αφηρημένων δυνάμεων, αλλά ποτέ δεν μπορεί να αρθεί
υπεράνω της μερικότητάς του.
Η ολοκληρωτική και γενικευμένη αλλοτρίωση της εποχής της
«παγκοσμιοποίησης» που προβάλλει ως χαώδης κυκεώνας πραγμοποιήσεων,
οδηγεί στην ενίσχυση της τελεολογίας του μοναχικού «Εγώ» (της
εγωκεντρικής τελεολογίας), οδηγεί σε χαώδη σκεπτικισμό έναντι κάθε
«ιδεολογίας» ή (όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι ιεροκήρυκες της εποχής),
έναντι των «μεγάλων αφηγήσεων». Το κοσμοθεωρητικό κενό, η παντελής
απουσία συνειδησιακού συστήματος αναφοράς και ταυτότητας που
χαρακτηρίζει αυτόν τον τύπο «αποδομημένου» ατόμου, μετατρέπεται σε πεδίο
ποικίλων χειραγωγήσεων, σε πρόσφορο έδαφος «ευπιστίας» και διαρκούς
ετοιμότητας για προκατάληψη. Στον παραμικρό κλονισμό το άτομο αυτό
σπεύδει σπασμωδικά να αρπαχθεί από οποιαδήποτε «σανίδα σωτηρίας» βρεθεί
διαθέσιμη από το οπλοστάσιο της ιστορικής παράδοσης (βλ. πχ τα
«ελληνορθόδοξα» δόγματα) από την εκάστοτε μόδα του συρμού (είτε από
συνδυασμό εκλεκτικό και των δύο).Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η σύγχρονη
εκσυγχρονιστική θεολογία σπεύδει να επιστρατεύσει τα επιχειρήματα της
μετανεωτερικής αποδόμησης για να προτάξει υπεράνω του
κατακερματισμένου βιώματος την «θεία αλήθεια»(βλ. π.χ. P.Kowlowski:Die
postmoderne Kultur.Munchen,1988,ρωσ.έκδ.Μόσχα,1997,σσ.217-218).
Οι αλλαγές αυτές τροποποιούν αισθητά τόσο τη θρησκευτική ανάγκη, όσο
και τους τρόπους ικανοποίησής της. Η θρησκευτική ανάγκη της εποχής
μας είναι προϊόν κατ’ εξοχήν του βιώματος μιας ύπαρξης άνευ
νοήματος. Το ανόητο του εντεύθεν κόσμου οδηγεί στη νοηματοδότηση
ενός επέκεινα κόσμου, μέσω της οποίας ο άνθρωπος προσπαθεί να
θεωρήσει τον εντεύθεν κόσμο ώστε να τον καταστήσει βιώσιμο. Συχνά
όμως το επέκεινα γίνεται μηδέν και το μόνο περιεχόμενο του βιώματος γίνεται
η απόγνωση... Εδώ η σύγχρονη θρησκευτική ανάγκη και ορισμένες
κατευθύνσεις της τέχνης συναντώνται, με κοινά σημεία αναφοράς την απουσία
48
Riesman D. The lonely crowd: a study of the changing American character. New York, 1950.
270
συνάφειας του περιεχομένου, την αυθαιρεσία του υποκειμενισμού και το
άμορφο των αισθητηριακών ισοδυνάμων τους. «Το άμορφο, η χωρίς
περίγραμμα ουσία της σύγχρονης θρησκευτικής ανάγκης υποστηρίζει όλες τις
τάσεις προς καταστροφή των αισθητικών μορφών στην τέχνη»49.
Είδαμε ότι η θρησκεία αφ’ ενός μεν συνιστά τρόπο προσαρμογής στην
αλλοτριωμένη ζωή μέσω της αλλαγής συνείδησης, αφ’ ετέρου δε παγιώνει και
ενισχύει αυτή την αλλοτρίωση. Είναι λοιπόν η θρησκευτική συνείδηση
συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με τους όρους της
αλλοτρίωσης ως ανυπέρβλητης κατάστασης. Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες
και στο βαθμό που ήταν εφικτή η άμβλυνση της καταστροφικής επενέργειας
αλλότριων και εχθρικών δυνάμεων μέσω της θρησκευτικής συνείδησης, η
τελευταία διαδραμάτιζε ορισμένο θετικό ρόλο. Εφ’ όσον όμως διαμορφώνονται
συνθήκες για τη διάγνωση και το μετασχηματισμό των εν λόγω δυνάμεων, η
θρησκευτική συνείδηση διαδραματίζει ιστορικά αρνητικό ρόλο, προβάλλει ως
δύναμη συντήρησης και αντίδρασης. Ο ρόλος της θρησκείας συνδέεται με τις
κοινωνικές λειτουργίες της: κοσμοθεωρητική, ρυθμιστική, επικοινωνιακή και
της ενσωμάτωσης (συνοχής). Οι λειτουργίες αυτές υλοποιούνται μέσω
αντίστοιχης οργάνωσης με υλική θεσμικότητα (εκκλησία).
Διαπιστώσαμε ήδη ότι η θρησκευτική συνείδηση απαρτίζεται από
θρησκευτικά αισθήματα, συναισθήματα και κατ’ εξοχήν από θρησκευτικά
βιώματα. Περιλαμβάνει και θρησκευτικές πράξεις, δηλαδή πράξεις που
προκαλούνται και κατευθύνονται απ’ τη θρησκευτική συνείδηση. Οι τελευταίες,
με τη στενή έννοια, μορφοποιούνται στη θρησκευτική λατρεία ως μορφή
πρακτικής - πνευματικής αφομοίωσης του κόσμου. Αντικείμενο της
λατρευτικής πρακτικής είναι οι φαντασιακές θρησκευτικές παραστάσεις που
εξετάσαμε παραπάνω. Η πρακτική αυτή είναι έντονα συμβολική και
νοηματοδοτείται από αντίστοιχες θρησκευτικές δοξασίες, δόγματα, ιδέες και
μύθους. Οι απαρχές της βρίσκονται όπως αναφέραμε στις «τεχνικές» της
μαγείας. Υποκείμενο αυτής της πρακτικής μπορεί να είναι ο πιστός ως
μεμονωμένο άτομο, αλλά και η θρησκευτική ομάδα.
Με την ευρεία έννοια θρησκευτικές πράξεις είναι αυτές που κατευθύνονται
από τη θρησκευτική συνείδηση, αλλά αφορούν όλους τους τομείς της
ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η θρησκευτική συνείδηση περιλαμβάνει επίσης και θρησκευτικές σκέψεις, οι
οποίες αρθρώνουν τη θρησκευτική νόηση. Η τελευταία πραγματοποιείται μέσω
θρησκευτικών αισθητηριακών ισοδυνάμων, μέσω θρησκευτικών απεικασμάτων,
παραστάσεων, γεγονός που την καθιστά άκρως αντιφατική. Η θρησκευτική
παράσταση ως παράσταση αντανακλά κάτι το υπαρκτό και συνάμα, ως
θρησκευτική παράσταση απεικονίζει το ανύπαρκτο. Οι παραστάσεις αυτές
είναι φαντασιακά απεικάσματα μη γνώσιμων, κυριαρχουσών επί των ανθρώπων
και εχθρικών προς αυτούς δυνάμεων. Μια τέτοια νόηση συνιστά μορφοποίηση
και χειρισμό θρησκευτικών παραστάσεων. Μέσω αυτών των παραστάσεων
εκφράζονται οι προαναφερθείσες δυνάμεις σε μορφές, οι οποίες αναπαριστούν
τυπικά το μη γνώσιμο, την κυριαρχία και την εχθρικότητα αυτών των
δυνάμεων. Όπως η θρησκευτική παράσταση συνιστά παράσταση, αλλά και
άρνηση της παράστασης, έτσι και η θρησκευτική νόηση συνιστά νόηση, αλλά
και η άρνηση της νόησης, κατ’ ευφημισμό νόηση. Οι ποικίλες απόπειρες
ορθολογικής θεμελίωσης της θρησκείας, στις καλύτερες περιπτώσεις (όπως πχ
με τον πανλογισμό του Χέγκελ) οδήγησαν σε υπονόμευση της θρησκευτικής
συνείδησης, ενώ στις χειρότερες (π.χ. θεολογία) ανάγουν τη νόηση σε
θεραπαινίδα της θρησκείας. Η αντιφατικότητα των εν λόγω εγχειρημάτων
συνδέεται σε τελευταία ανάλυση με την εγγενή αντίθεση και το ασυμβίβαστο
49
Lucacs, o.π. σελ. 460.
271
ορθολογικού φιλοσοφικού στοχασμού και ανορθόλογων - μυστικιστικών
δογμάτων και δοξασιών. Από αυτή την άποψη η θεσμική παρουσία και
αυτοπροβολή της θεολογίας - που στην καλύτερη περίπτωση συνιστά
επιστημονικοφανή κωδικοποίηση και συστηματοποίηση των θρησκευτικών
δογμάτων - ως επιστήμης και η ένταξη των θρησκευτικών στην οργανωμένη
εκπαίδευση εν είδει γνωστικού αντικειμένου, συνιστούν ιδιότυπες ιδεολογικές -
χειραγωγικές ενέργειες με αντιεπιστημονικό, αντιπαιδαγωγικό και
αντιδραστικό περιεχόμενο, δεδομένου ότι «η θρησκευτική συνείδηση στο
σύνολό της αποτελεί μια συνείδηση που υπάρχει και πραγματοποιείται μέσω
της άρνησης της συνείδησης»50.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου αναδείξαμε την οργανική σχέση μεταξύ
αλλοτρίωσης και θρησκευτικής συνείδησης. Η έννοια της αλλοτρίωσης
επισημαίνει τις πλευρές εκείνες και τα γνωρίσματα που αποκτά η κοινωνία
στις ιστορικές βαθμίδες διαμόρφωσης της (ταξικές, ανταγωνιστικές), στις
οποίες απουσιάζουν μεν πλην όμως διαμορφώνονται και οι όροι για την
κοινωνία της αυθεντικής συλλογικότητας ολόπλευρα αναπτυσσόμενων
δημιουργικών προσωπικοτήτων. Υπό αυτή την έννοια η αλλοτρίωση
επισημαίνει το έλλειμμα και τους φραγμούς που τίθενται ενώπιον του
ανθρώπου στην ιστορική πορεία προς την κατάκτηση της αυθεντικής
προσωπικότητας, συλλογικότητας και δημιουργικότητας. Η θρησκεία ως
συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης στα πλαίσια και με τους όρους της
αλλοτρίωσης συνιστά φαντασιακή «υπέρβαση» αυτής της αλλοτρίωσης. Είναι
λοιπόν μορφή συλλογικής αυτοσυνείδησης σε συνθήκες μετασχηματισμού και
διάλυσης της κοινότητας στις οποίες δεν υπάρχει ακόμα η αυθεντική
συλλογικότητα που απαρτίζεται από ολόπλευρα αναπτυσσόμενες
προσωπικότητες, παρέχοντας στον άνθρωπο φαντασιακά ερείσματα -
υποκατάστατα συλλογικότητας και προσωπικότητας. Παραφράζοντας την
εύστοχη μεταφορά του Λένιν από τα «φιλοσοφικά τετράδια»,θα μπορούσαμε να
πούμε ότι η θρησκεία είναι αδιαμφισβήτητα ένα άγονο λουλούδι στο δένδρο
του υπό διαμόρφωση πολιτισμού. Άγονο λουλούδι - στο βαθμό που αποτελούσε
τη μοναδική και απαρέγκλιτη διέξοδο για την ανθρώπινη δημιουργικότητα και
συλλογικότητα. Άγονο λουλούδι - εφ’όσον αποτελεί ψευδαίσθηση διεξόδου και
τελικά υπονόμευση της αυθεντικής δημιουργικότητας και συλλογικότητας.
Τα παραπάνω πρέπει να συνεκτιμώνται σοβαρά κατά την εξέταση της θέσης
και του ρόλου της θρησκείας στην ιστορία του πολιτισμού. Η αναγόρευση της
θρησκείας σε θεμελιώδη και καθοριστικό παράγοντα της ταυτότητας ενός
λαού, είτε και του πολιτισμού συνολικά, είναι βάσει των προαναφερθέντων
μάλλον ανεδαφική επιστημονικά. Ακόμα χειρότερα γίνονται τα πράγματα όταν
η διαχείριση της λεγόμενης «νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων» εκ μέρους
των πλέον επιθετικών κύκλων του ιμπεριαλισμού επιχειρεί να επενδύσει
ιδεολογικά τις επιδιώξεις της με ιδεολογήματα περί «συγκρούσεως
πολιτισμών», η οποία ανάγεται σε σύγκρουση θρησκειών...
Σ’ αυτές τις συνθήκες η όποια αυθόρμητη προσφυγή των ανθρώπων που
αναζητούν ερείσματα για να αντισταθούν στις διαθέσεις των παραπάνω
κύκλων και στη θρησκεία, ως άμεσα αντιληπτή, αρχέγονη και παραδοσιακά
διαθέσιμη πηγή ταυτότητας, θα πρέπει να εκληφθεί ως σύμπτωμα ελλείμματος
και ανεπάρκειας αυθεντικά επαναστατικού και επιστημονικά θεμελιωμένου
συνειδέναι, αλλά και αντίστοιχης συλλογικότητας, οργάνωσης και πρακτικής.
Όσο αυτό το έλλειμμα και η ανεπάρκεια διαιωνίζονται, ελλοχεύουν κίνδυνοι εκ
προοιμίου ευνουχισμού του επαναστατικού διεθνιστικού κινήματος, μέσω του
εγκλωβισμού και της χειραγώγησης των διαθέσεων αντίστασης και πάλης, σε
λογικές «συλλογικών εγωισμών», με ψευδοσυλλογικότητες - φενάκες (όπως
50
Βαζιούλιν Β. Α. Η Λογικής της ιστορίας... σελ. 182.
272
π.χ. η αναζήτηση «ομόδοξων», «αδελφών» και «ανάδελφων») που
συγκαλύπτουν και εξυπηρετούν τη διατήρηση των ουσιωδών αντιφάσεων της
κοινωνίας.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ, ΤΑΞΕΙΣ , ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ


ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Εθνικισμός, κοσμοπολιτισμός και διεθνισμός.
Η επικαιρότητα αναδεικνύει διαρκώς στο προσκήνιο το εθνικό ζήτημα. Και
δεν το αναδεικνύει σε εργαστηριακές συνθήκες, αλλά στην εποχή της
κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης, των αντεπαναστατικών –
παλινορθωτικών διαδικασιών στις περισσότερες χώρες όπου κατά τον 20 αι ο

επικράτησαν νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις και της «νέας τάξης» των


«πολέμων κατά της τρομοκρατίας».
Εγείρεται λοιπόν σειρά ερωτημάτων: Ποια είναι η θέση και ο ρόλος του
έθνους και του εθνικού ζητήματος σήμερα; Πως βιώνεται και προσλαμβάνεται
το εθνικό ζήτημα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης της εκμετάλλευσης της
αγοράς εργασίας και μαζικής οικονομικής μετανάστευσης; Πως επενδύεται σε
επίπεδο αγοραίας κοινωνικής ψυχολογίας και ιδεολογημάτων η ραγδαία
αλλαγή του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων; Ποιος είναι ο ρόλος της
γεωπολιτικής στη σημερινή δυναμική; Ποια είναι η θέση και ο ρόλος του
εθνικού ζητήματος στη στρατηγική και τακτική της αριστεράς; Συνιστά άραγε
το αίτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών απόλυτη εξωιστορική αρχή; Είναι κάθε
εθνικό κίνημα άξιο διεθνιστικής αλληλεγγύης;
Τα ερωτήματα αυτά, ο βαθμός και ο τρόπος συνειδητοποίησής τους και η
ανησυχία που μου προκαλούν ορισμένες ρητές ή λανθάνουσες απαντήσεις που
προτείνονται, με ώθησαν στη συγγραφή αυτού του κειμένου. Αποφάσισα λοιπόν
να μοιραστώ μερικούς προβληματισμούς με τον αναγνώστη, έχοντας επίγνωση
της δυσκολίας των επίμαχων ζητημάτων και της αναγκαιότητας εγρήγορσης
και διαλόγου.
Κάθε απόπειρα ενασχόλησης με το εθνικό ζήτημα, η οποία αγνοεί τα
κεκτημένα της μαρξιστικής θεωρίας για το εθνικό ζήτημα επί ιμπεριαλισμού,
είναι καταδικασμένη να καταλήξει σε στρεβλώσεις και εσφαλμένες απόψεις.
Το πρόβλημα του εθνικισμού, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού
αναδεικνύεται στην εποχή μας πολύμορφα σε όλα τα επίπεδα και με ιδιαίτερη
οξύτητα. Οι κοινωνικές επιστήμες, αλλά και η ανθρωπιστική κριτική του
φαινομένου εστιάζουν την προσοχή τους κατ’ εξοχήν στην ανάδειξη και
στηλίτευση των ιδεολογικών, κοινωνικο - ψυχολογικών, πολιτικών και
πολιτισμικών του πτυχών.
Η εμφατική ενασχόληση με τις προαναφερθείσες πτυχές (οι οποίες έχουν
ιδιαίτερη σημασία) εκ των πραγμάτων ωθεί προς μιαν ηθική - δεοντολογική
προσέγγιση που εν πολλοίς χαρακτηρίζει την ιδεολογική και αξιολογική
τοποθέτηση του κοσμοπολιτισμού, αλλά και του διεθνισμού. Η ανάδειξη της
κοινωνικής - αντικειμενικής διάστασης του προβλήματος συνδέεται με
ιστοριογραφικές, εθνογραφικές, ανθρωπολογικές, αλλά και με εμπειρικές
κοινωνιολογικές και οικονομικές έρευνες (ανισομέρεια της ανάπτυξης,
οικονομική μετανάστευση, μειονότητες κ.λ.π.).
Οι παραπάνω προσεγγίσεις και έρευνες, παρά τη σημασία και την
χρησιμότητά τους αδυνατούν να καλύψουν το θεωρητικό και μεθοδολογικό
έλλειμμα που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, όσον αφορά το
εθνικό ζήτημα. Η κατάσταση επιτείνεται από το «μεταμοντέρνο», την
διαδεδομένη αποδόμηση της θεωρίας, αλλά και τα ιδεολογικά στερεότυπα, τον
273
υποκειμενισμό και την πληθώρα νοθεύσεων και παιγνίων με την ιστορία κατά
το δοκούν.
Η ανάδειξη της λογικής της ιστορίας μέσω της προσέγγισης του
κοινωνικού γίγνεσθαι ως διαμορφούμενης ολότητας - μιας ολότητας
συγκροτούμενης από τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων σε
συνδυασμό με την αλληλεπίδρασή τους με την φύση και από τα εκάστοτε
αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας - επιτρέπει την θεώρηση της ιστορικής
διαδικασίας ως αντιφατικής πορείας ενός βαθμιαίου μετασχηματισμού των
κατ’ εξοχήν φυσικών (γεωγραφικών, οικολογικών, κλιματολογικών, βιολογικών
κ.λ.π.) προσδιορισμών σε καθ’ εαυτώ κοινωνικούς, κατά την οποία οι πρώτοι
«αίρονται» από τους δεύτερους και ανάγονται σε υποταγμένες στιγμές τους.
Στην πορεία αυτή συγκροτούνται, ανασυγκροτούνται,
μετασχηματίζονται, αλληλεπιδρούν, είτε ακόμα και εξαλείφονται ποικίλα
μορφώματα και κατηγοριοποιήσεις του πληθυσμού (ιδιαίτερα στους
προκεφαλαιοκρατικούς σχηματισμούς) όπου υπερτερούν αρχικά οι φυσικής
προέλευσης σχέσεις: δεσμοί αίματος, σχέσεις προς τη μετασχηματιζόμενη από
την κλιμακούμενη άνοδο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας κοινότητα (φυλών - γενών,
εδαφική και γεωργική).Η ανάδειξη της γενικής κατεύθυνσης της εθνογένεσης
μέσα από την εξέταση της πορείας των παραπάνω μορφωμάτων είναι άκρως
απαραίτητη.
Με την εμφάνιση των ανταγωνιστικών τάξεων αρχίζει ο
μετασχηματισμός των φυσικής προέλευσης δεσμών (φυλών, γενών κ.λ.π.). Όσο
οι τελευταίοι δεν έχουν μετασχηματισθεί πλήρως, δεν συνυπάρχουν απλώς
μηχανικά, παράλληλα με τις δομούμενες βάσει της εκάστοτε κυρίαρχης
μορφής ιδιωτικής ιδιοκτησίας κοινωνικές τάξεις, αλλά είναι συνυφασμένοι με
αυτές και (στο βαθμό που διαφοροποιούνται από αυτές) αλληλεπιδρούν
οργανικά. Οι κατεστημένες και κληρονομικά διαβιβαζόμενες ιεραρχικές
σχέσεις συγκροτούνται βάσει των διατηρούμενων στην ταξική κοινωνία σε
ανηρημένη - μετασχηματισμένη (από την ιδιωτική ιδιοκτησία )μορφή φυσικής
προέλευσης σχέσεων.
Οι ταξικοί σχηματισμοί συνιστούν διαβαθμίσεις αλληλεπίδρασης -
μετασχηματισμού της κοινότητας από την ιδιωτική ιδιοκτησία, μέχρι την
ουσιαστική «άρση» της πρώτης, όταν η δεύτερη αποκτά αντίστοιχη του
εαυτού της βάση (κεφαλαιοκρατία), οπότε και οι τάξεις αποκτούν την πλέον
ανεπτυγμένη μορφή τους. Σε αυτούς τους σχηματισμούς μορφοποιητικό
διαρθρωτικό ρόλο διαδραματίζουν εναλλασσόμενες στον ιστορικό χώρο και
χρόνο πληθυσμιακές ομάδες - ιστορικές κοινότητες: αγέλες - γένη - φυλές -
λαοί - εθνοτικές (ethnic) ομάδες - έθνη (η πολυσημία της σχετικής ορολογίας
είναι ενδεικτική της μη επίτευξης εννοιολογικού κατηγοριακού επιπέδου της
σκέψης στο εν λόγω πεδίο της έρευνας).
Οι φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές και γενικότερα πολιτισμικές
διαφοροποιήσεις και αντιπαλότητες δεν συνδέονται γραμμικά με τις ταξικές. Η
πορεία τους δρομολογείται από τις προταξικές βαθμίδες της ιστορίας και από
τα κοινοτικά εκείνα κατάλοιπα, τα οποία η πραγματοποιούμενη σε συνθήκες
κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων «παγκοσμιοποίηση» όχι μόνο δεν
εξάλειψε, αλλά τα αναπαράγει μετασχηματισμένα ως οργανικά - οριοθετικά
στοιχεία της σύμφυτης με την κεφαλαιοκρατία αύξουσας ανισομέρειας.
Έτσι, οι εν λόγω διαφοροποιήσεις και αντιπαλότητες προβάλλουν σήμερα
ως ιδιότυπες εκφάνσεις του παγκοσμιοποιούμενου και εν πολλοίς πλανητικού
πλέον πεδίου των ταξικών συγκρούσεων. Ενός πεδίου αλληλένδετων και
αλληλοαποκλειόμενων ομαδοποιήσεων, παγκόσμιων οργανισμών, πολυεθνικών
ομίλων, συνασπισμών κρατών, μεμονωμένων κρατών, μειονοτήτων,
πολιτισμικών - θρησκευτικών παραδόσεων κλπ.
274
Το πρόβλημα επιτείνεται σήμερα με την επικράτηση της αστικής
αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις χώρες του
«υπαρκτού σοσιαλισμού» και τις παγκόσμιες επιπτώσεις της, με το έλλειμμα
συλλογικοτήτων στην βάση μιας άμεσα ορατής και συνεγείρουσας προοπτικής
στην κατεύθυνση της επαναστατικής απελευθέρωσης - χειραφέτησης της
ανθρωπότητας. Τα παραπάνω ωθούν στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης
σε προσφυγή σε αρχέγονα, παραδοσιακά και κατά το δυνατόν άμεσα αντιληπτά
και δεδομένα ερείσματα και κριτήρια ομαδοποιήσεων, αντιπαλοτήτων,
εντάξεων και αποκλεισμών. Αυτή η εν πολλοίς ασυνείδητη προσφυγή του
φαντασιακού στο (συχνά απρόβλεπτο και λόγω του υπερβάλλοντος ζήλου των
κονδυλοφόρων) παρελθόν, - ή μάλλον στα εκάστοτε επιλεγόμενα και
προσφερόμενα για λαθροχειρικές μυθοπλασίες στοιχεία του παρελθόντος, -
συνιστά υπαρξιακή ανάγκη επιβίωσης μέσω «συλλογικών εγωισμών»
(βλ. ψευδοσυλλογικότητες) σε συνθήκες εκ πρώτης όψεως ανυπέρβλητης
κυριαρχίας του αδυσώπητου ανταγωνισμού, σε μια κατακερματισμένη και
σπαρασσόμενη από αντιφάσεις ανθρωπότητα.
Το δίπολο: εθνικισμός (φονταμεταλισμός κλπ.) - κοσμοπολιτισμός,
προβάλλει σήμερα ως νόμισμα με δύο όψεις. Η προτεινόμενη από κάποιους
αντικατάσταση του παραδοσιακού εθνοκεντρισμού με μια διασταλτική και
«εκσυγχρονιστική» εκδοχή ευρωπαϊκού επαρχιωτισμού - ευρωκεντρισμού,
καθιστά σαφή τα αδιέξοδα και τις επιπτώσεις αυτού του δίπολου. Φανερώνει
ότι στη θέση του «παραδοσιακού» εθνικισμού - σοβινισμού, αλλά
συχνά παράλληλα και από κοινού με αυτόν, προβάλλει η
«κοσμοπολίτικη» αξίωση «παγκοσμιοποίησης», η οποία ανάγεται στη
θεσμοποίηση και νομιμοποίηση των όρων ληστρικής νομής ή
αναδιανομής του πλούτου του πλανήτη από τα μεν ή τα δε κέντρα (και
παράκεντρα) του ιμπεριαλισμού. Γίνονται σαφή πλέον τα όρια της
«πολυπολιτισμικής» ανεξιγνωμίας και ανεκτικότητας σε συνθήκες μαζικής
γενοκτονίας δια της ένδειας των 2\3 του πληθυσμού του πλανήτη...Εδώ η
«πολυπολιτισμικότητα» μετατρέπεται σε αντικείμενο και μέσο ταυτόχρονα
χειραγωγικής και παρελκυστικής διαχείρισης των όρων αυτής της νομής.
Στο βαθμό που εξαντλούνται τα όρια εκτατικής ανάπτυξης της
παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας με τη νομή της «πίτας» του τέως υπαρκτού
σοσιαλισμού και των «τριτοκοσμικών» επιρροών του, στη θέση των
κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων της υπερεθνικής παντοκρατορίας της μιας και
μοναδικής Αγοράς και της αδιαμφισβήτητης δικαιοσύνης που απονέμει το
«αόρατο χέρι» της (αρχικά μάλιστα παράλληλα με αυτά) αναδεικνύονται με
ιδιαίτερη ένταση ιδεολογήματα περί εθνικών δικαίων και ζωτικών
συμφερόντων, περί εθνικής και διεθνούς Ύβρεως και Νεμέσεως, περί
«συγκρούσεως πολιτισμών», περί «ανθρωπιστικών πολέμων»... (βλ. τα
τερατουργήματα τύπου Σ. Χάντικτον).
Σε αυτά τα πλαίσια ιδιαίτερη σημασία αποκτά η ανάδειξη τυπικών
γνωρισμάτων της ιδεολογίας, των διαθέσεων και της συμπεριφοράς
πληθυσμών με μακροχρόνια παράδοση «αγροτικών κοινοτήτων», ιδιαίτερα σε
συνθήκες αντεπανάστασης και κρίσης του επαναστατικού κινήματος. Αυτό
αφορά άμεσα τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα με την ιδιότυπη
αναβίωση αντιδραστικών και σκοταδιστικών ιδεολογημάτων που παραπέμπουν
στων «ελλήνων τις κοινότητες» και στις ελληνορθόδοξες «μεγάλες ιδέες»,
διάκονοι των οποίων αναγορεύονται συχνά ανανήψαντες εκ του μαρξιστικού
παρελθόντος τους «διανοούμενοι»...
Κατά την αστική γεωπολιτική, το ταξικό περιεχόμενο διεθνικών κλπ.
συρράξεων εκ των πραγμάτων διαφεύγει της προσοχής και τα μόνα
υποκείμενα που προβάλλουν είναι τα όποια κρατικά μορφώματα, συνασπισμοί
275
κρατών και έθνη. Έτσι η ταξική ουσία, η αντιφατικότητα και η νομοτέλεια του
συστήματος, προβάλλει στην επιφάνεια με αντεστραμμένη μορφή, που δεν
συγκαλύπτει απλώς την ουσία, αλλά θέτει τα εκάστοτε τετελεσμένα και
προαποφασισμένα της στρατηγικής του ιμπεριαλισμού ως μονόδρομο.
Οι διεθνιστές δεν πέφτουν εύκολα θύματα των αστικών ιδεολογημάτων
περί «εθνικής ενότητας» και συλλογικών εθνικών ευθυνών. Οι διεθνιστές
αποφεύγουν γενικεύσεις που αποδίδουν συλλογική ευθύνη σε λαούς, ακόμα και
σε περιπτώσεις που η μαζική συμμετοχή λαών σε θηριωδίες είναι ιστορικό
γεγονός, διότι εξ’ ίσου ιστορικό νομοτελές γεγονός είναι και η συνδεόμενη με
την πάλη των τάξεων αντιφατικότητα του κάθε έθνους, του κάθε εθνικού
πολιτισμού (σε κάθε «εθνικό» πολιτισμό υπάρχουν δύο πολιτισμοί - Β.Ι. Λένιν).
Οι Η.Π.Α. είναι η ιμπεριαλιστική υπερδύναμη που παρασιτεί κάνοντας αφαίμαξη
σε ολόκληρους λαούς, πού έχει στο ενεργητικό της δουλεμπόριο, στρατιωτικές
επεμβάσεις, γενοκτονίες κλπ. Υπάρχουν όμως εντός της και οι παραδόσεις της
Νέας Υόρκης ως έδρας της Διεθνούς (1872), των μεγαλειωδών εργατικών
αγώνων του Σικάγου (1886), του αντιπολεμικού κινήματος κατά τον πόλεμο
στο Βιετνάμ, της εξέγερσης του Λος Άντζελες, των απαρχών του κινήματος
κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης (Σιάτλ) κ.ο.κ. Κατά παρόμοιο
τρόπο δεν χαρακτηρίζουμε βάρβαρο τον γερμανικό λαό, γέννημα – θρέμμα του
οποίου ήταν τόσο ο Μαρξ όσο και ο Χίτλερ, τον γαλλικό με την κομμούνα αλλά
και τις αποικιοκρατικές σφαγές κ.ο.κ.
Αυτονομιστικά κινήματα, «διεθνιστική αλληλεγγύη» και
γεωπολιτικές παγίδες.
Ποια είναι η θέση και ο ρόλος διαφόρων αυτονομιστικών, τοπικιστικών και
εθνικιστικών κινημάτων στον παγκόσμιο συσχετισμό ταξικών δυνάμεων από
την άποψη της επαναστατικής προοπτικής;
Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση είναι ένα σύνθημα το οποίο –
όπως άλλωστε και όλα τα συνθήματα – επιδέχεται συγκεκριμένη ιστορική
ερμηνεία. Δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως ισχύον παντού και πάντοτε άνευ
όρων. Εξυπακούεται ότι οι πραγματικοί επαναστάτες – διεθνιστές
αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη ευαισθησία το εθνικό ζήτημα, τις όποιες
διακρίσεις βάσει εθνικών διαφορών και ιδιαίτερα την καταπίεση και την
αποικιοκρατική ή νεοαποικιοκρατική καταπίεση και εκμετάλλευση ολόκληρων
λαών και εθνών. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί οποιοδήποτε αίτημα εθνικής
αυτοδιάθεσης να προτάσσεται έναντι των ζητημάτων της ταξικής πάλης, της
παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας και της προοπτικής ενοποίησης της
ανθρωπότητας στην αταξική κοινωνία. Επομένως οι όποιες εθνικές
διεκδικήσεις οφείλουν να εξετάζονται υπό το πρίσμα αυτής της ιεράρχησης
στόχων, εντεταγμένες στους θεμελιωδέστερους στρατηγικούς στόχους
χειραφέτησης της ανθρωπότητας από κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση, εάν
και εφ’ όσον υπάγονται σε αυτούς, εάν και εφ’ όσον συνιστούν μέρος αυτών
των επαναστατικών στόχων. Εδώ έγκειται η ταξική επαναστατική προσέγγιση
του εθνικού ζητήματος σε αντιδιαστολή με την αστικο – δημοκρατική είτε
γεωπολιτική τοποθέτησή του. Εάν κάποιοι προτάσσουν άνευ όρων την αξίωση
για αυτοδιάθεση κάποιου έθνους, λαού ή εθνότητας, εκόντες άκοντες,
αντικειμενικά συντάσσονται με τις άρχουσες τάξεις, με τα μέρη εκείνα του
παγκόσμιου κεφαλαίου που έχουν συμφέροντα στην επίμαχη περιοχή.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Β. Ι. Λένιν προέβαλε το σύνθημα της
αυτοδιάθεσης των εθνών και εισήγαγε τον όρο «εθνική αδικία», σε συνδυασμό
με τα καθήκοντα που έθετε η Οκτωβριανή Επανάσταση και η σοσιαλιστική
οικοδόμηση στην τέως ιμπεριαλιστική – αποικιοκρατική τσαρική Ρωσία και
στις τέως αποικίες της. Τότε κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του σοβινισμού
276
(του εθνικισμού των εθνών που επιβάλλουν δια της βίας τη θέλησή
τους, καταπιέζουν και καθυποτάσσουν άλλα έθνη επικαλούμενα τη
δήθεν κατωτερότητα των τελευταίων). Για να εξαλειφθεί η καχυποψία προς
τους εκπροσώπους του τέως κυρίαρχου – αποικιοκρατικού έθνους, ο Λένιν
επεσήμανε την αναγκαιότητα της μέγιστης δυνατής ευαισθησίας προς τα
εθνικά αισθήματα των μικρών και καταπιεσμένων εθνών, την αναγκαιότητα
υλικής, πρακτικής και ηθικής αναπλήρωσης εκ μέρους των μεγάλων εθνών της
ανισότητας και της ανισομέρειας.Επομένως το αίτημα της αυτοδιάθεσης των
εθνών δεν συνιστούσε και δεν μπορεί να συνιστά σήμερα αυτοσκοπό.
Είναι κάθε αυτονομιστικό κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό και «θέμα
διεθνιστικής αλληλεγγύης»; Τι συνιστά αυθεντικό εθνικοαπελευθερωτικό
κίνημα; Μπορεί άραγε οποιοδήποτε εγχείρημα εθνικής αυτοδιάθεσης να
συνιστά αυταξία; Είναι άραγε το δικαίωμα (οποιωνδήποτε λαών, εθνών,
ομάδων και μειονοτήτων) για αυτοδιάθεση απόλυτη εξωιστορική αρχή,
υπεράνω στρατηγικής; Τι επιπτώσεις θα είχε η έγερση παρόμοιων αιτημάτων
στις απανταχού πραγματικές και φανταστικές μειονότητες;
Ας θυμηθούμε φερ’ ειπείν τι συνέβη στη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας κατά
τη δεκαετία του 1930. Δίκτυο χιτλερικών συγκροτεί το «Σουδητογερμανικό
πατριωτικό μέτωπο» (μετέπειτα «Σουδητογερμανικό κόμμα») υπό τον ναζί
Κόνραντ Χενλάιν, με αίτημα – από το 1936 - την απόσπαση της Σουδητίας από
την Τσεχοσλοβακία και την προσάρτησή της στη ναζιστική Γερμανία. Τον
Απρίλιο του 1938 ο Χενλάιν αξιώνει ολοκληρωτική αυτονομία και απόλυτη
ελευθερία για τη φασιστική προπαγάνδα. Από 29/9/1938 με τη συμφωνία του
Μονάχου, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία συναινούν για την προσάρτηση
της Σουδητίας στη Γερμανία. Θα μπορούσε κάποιος εχέφρων κομμουνιστής να
υποστηρίξει τότε το αυτονομιστικό κίνημα της Σουδητίας εν ονόματι της
αρχής της αυτοδιάθεσης;
Άλλο παράδειγμα: θα μπορούσαμε εν ονόματι της ίδιας αρχής να ταχθούμε
αλληλέγγυοι με κινήματα όπως αυτά των αμερικανοκίνητων (και όχι μόνο) του
U.C.K. στο Κόσοβο και την Π.Γ.Δ.Μ., είτε με αυτό των ρεβανσιστών
συνεργατών των ναζί της Κροατίας;
Μήπως είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρόμοια αυτονομιστικά κινήματα
ξεφυτρώνουν με εκπληκτική συχνότητα και ένταση π.χ. ακριβώς κατά μήκος
των βασικών αρτηριών πρόσβασης σε πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, εκεί
ακριβώς που επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της ιμπεριαλιστικής αναδιανομής;
Μπορεί φερ’ ειπείν να επιτάσσει την διεθνιστική αλληλεγγύη μας ένα
αντιδραστικό σκοταδιστικό κίνημα που τροφοδοτείται συστηματικά με
υπερσύγχρονα όπλα (π.χ. αντιαεροπορικούς πυραύλους Στίνγκερ), αλλοδαπούς
μισθοφόρους και πόρους (από διάφορες πηγές: Η.Π.Α., Τουρκία, Σαουδική
Αραβία, Εμιράτα, αντιπολιτευόμενα ρωσικά κεφάλαια, με δικτυακό τόπο που
εδρεύει στην Ουάσιγκτον, κλπ.) και - όλως τυχαίως - διεκδικεί μια «Μεγάλη
Ισλαμική Ιτσκερία», που θα εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο έως την
πετρελαιοπαραγωγό Κασπία, ως μέρος του οράματος ενός «Μεγάλου Ισλαμικού
Χαλιφάτου» που θα περιλαμβάνει όλη την Υπερκαυκασία, το Ταταρστάν, το
Νταγκεστάν κ.λ.π. της Ρωσίας και τις αραβικές χώρες; Μήπως αυτές οι θέσεις
αποβαίνουν άκρως ευνοϊκές για τα ιδεολογήματα των μεταμοντέρνων
«ανθρωπιστικών επεμβάσεων»;
Οποιαδήποτε αναφορά σε εθνικά αισθήματα, «σαν να πρόκειται περί
αυτοτελούς παράγοντα, σημαίνει μόνο συγκάλυψη της ουσίας της υπόθεσης».
Τέτοιες τοποθετήσεις μας φέρνουν πίσω, στις εθνικιστικού περιεχομένου
θέσεις του αυστρομαρξισμού περί «πολιτισμικής – εθνικής αυτονομίας», που
εξετάζουν το έθνος απλώς ως πολιτισμικού ιδεολογικού χαρακτήρα μόρφωμα.
Το επαναστατικό κίνημα έχει πληρώσει πολύ ακριβά πολιτικές που προτάσσουν
277
το εθνικό στοιχείο έναντι του ταξικού, που αδυνατούν να εντάξουν το εθνικό
ζήτημα στη δυναμική του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και της παγκόσμιας
αναμέτρησης των δυνάμεων της επανάστασης και της αντεπανάστασης.
Η διεθνιστική προσέγγιση οφείλει να εξετάζει με προσοχή τα ενδεχόμενα
αποσχιστικών – διαλυτικών τάσεων σε πολυεθνικά μορφώματα (ιδιαίτερα σε
αυτά που προέκυψαν από σοσιαλιστικές επαναστάσεις ή μορφοποιήθηκαν από
αυτές), εάν συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα υπέρβασης του ταξικού, εθνικού
κ.ά. κατακερματισμών στην προοπτική της ενοποιημένης αταξικής
ανθρωπότητας.
Ιδιαίτερη μελέτη απαιτεί από την άποψη του εθνικού ζητήματος η
αντιφατική ιστορική εμπειρία των νικηφόρων σοσιαλιστικών επαναστάσεων
του 20ου αι. αλλά και της ήττας τους: η δρομολόγηση της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης σε πολυεθνικά κρατικά μορφώματα, η ενιαία σχεδιοποιημένη
οικονομία ως ριζική επανατοποθέτηση του εθνικού ζητήματος, η δρομολόγηση
δημογραφικής και χωροταξικής διάχυσης – ολοκλήρωσης πληθώρας εθνών,
λαών και εθνοτήτων στα πλαίσια αυτών των πολυεθνικών μορφωμάτων, το
δικαίωμα αυτοδιάθεσης και η θεσμοθέτηση αντίστοιχων διοικητικών –
κρατικών μορφωμάτων, η πολιτισμική επανάσταση και δημιουργία γραπτών
γλωσσών, η διεθνιστική παιδεία, οι διεθνικές – διακρατικές συνεργασίες, οι
ολοκληρώσεις και οι συγκρούσεις εντός «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», οι
σχέσεις με τις ιμπεριαλιστικές και τις ασθενώς ανεπτυγμένες χώρες, τα
αντιαποικιοκρατικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, οι εθνικισμοί και η
κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση, κ.λ.π.
Εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, επανάσταση και αντεπανάσταση:
το δράμα της ιστορίας
Οφείλουμε να επισημάνουμε και πάλι ότι αυθεντικό εθνικοαπελευθερωτικό
κίνημα μπορεί να είναι μόνο ο αγώνας λαών για εθνική ανεξαρτησία,
οικονομική αυτοτέλεια, πνευματική απελευθέρωση και κοινωνική πρόοδο που
αποτελεί συνιστώσα της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Το κίνημα
αυτό είναι εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα στις εκάστοτε ιστορικές
συγκυρίες. Προέκυψε αρχικά κατά την περίοδο διαμόρφωσης της
κεφαλαιοκρατίας, με επικεφαλής τις εκκολαπτόμενες αστικές τάξεις και σε
εθνικιστική βάση για τη συγκρότηση αστικών εθνικών κρατών (όπως π.χ. το
εθνικοαπελευθερωτικό επαναστατικό κίνημα των Ελλήνων το 1821). Με τη
μετάβαση της κεφαλαιοκρατίας στο ιμπεριαλιστικό της στάδιο η αρένα του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα μετατοπίζεται στις αποικίες, στις ημιαποικίες
και στα εξαρτημένα εδάφη. Με τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής
Επανάστασης (της μεγαλύτερης επανάστασης της ιστορίας), διανοίχτηκαν
εντελώς διαφορετικές δυνατότητες για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα,
τόσο με την προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης, της πολιτισμικής
άνθησης και της προσέγγισης μεταξύ εθνών, λαών και εθνοτήτων σε
πολυεθνικά κρατικά μορφώματα, όσο και με την ηθική και υλική αρωγή που
παρείχαν οι νικηφόρες επαναστάσεις στον αγώνα τέτοιων κινημάτων.
Η βαθμιαία υποχώρηση της επανάστασης και η επικράτηση της αστικής
αντεπανάστασης που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, περιπλέκει σήμερα με
πρωτόγνωρο τρόπο το εθνικό ζήτημα με το κοινωνικό – ταξικό. Η αλλαγή
καθεστώτος είχε και έχει πολύ συχνά και τη μορφή «εθνικοαπελευθερωτικών»
κινημάτων, με αντίστοιχες αιματηρές διεθνικές συγκρούσεις, αποσχίσεις,
αλλαγή – επαναχάραξη συνόρων, εθνοκαθάρσεις και εμφυλίους πολέμους (βλ.
Δημοκρατίες της Βαλτικής, Ναγκόρνο – Καραμπάχ, Υπερδνειστερία, Τσετσενία,
Τατζικιστάν, Γεωργία – Οσετία και Αμπχαζία, επανένωση Γερμανιών, διάλυση
Τσεχοσλοβακίας, παρατεταμένη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, κ.α.).
Σε αυτές τις χώρες η κεφαλαιοκρατική αντεπανάσταση (η μεγαλύτερη
278
αντεπανάσταση της ιστορίας), αξιοποίησε τις όποιες εθνικές διαφορές και
προκαταλήψεις ως όχημα αναρρίχησης στην εξουσία, οξύνοντάς τες στο
έπακρο, διότι αυτό ήταν μονόδρομος στην κατεύθυνση της διάλυσης,
πρωτίστως, του ενιαίου κοινωνικό – οικονομικού ιστού, που αποτελούσε τη
βάση της σχεδιοποιημένης οικονομίας αυτών των χωρών. Στην πλειονότητά
τους αυτά τα «εθνικά κινήματα» είχαν εγγενές αστικό ταξικό περιεχόμενο,
ήταν κινήματα δημιουργίας των όρων για την παλινόρθωση της
κεφαλαιοκρατίας, μέσω της υποδούλωσης στο παγκόσμιο κεφάλαιο δια των
«εθνικών» τους αγορών.
Η εμπλοκή του κοινού ποινικού εγκλήματος (ληστείες, απαγωγές για λύτρα,
αναβίωση της δουλικής εργασίας των ομήρων, σωματεμπορία, λαθρεμπορία
όπλων και ναρκωτικών, στενή συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες κλπ.), δεν
συνιστούν επουσιώδη στοιχεία ήσσονος ή αμελητέας σημασίας των κατά τα
λοιπά «αγνών αγωνιστών της ελευθερίας», αλλά, λόγω ακριβώς της
προαναφερθείσας συγκυρίας, – όπως έδειξε η εμπειρία Γιουγκοσλαβίας και
τέως ΕΣΣΔ - αποτελούν αναπόδραστα τα εγγενή και ουσιώδη γνωρίσματα
όλων των ψευδο-εθνικοαπελευθερωτικών «κινημάτων» που αποτελούν μορφή
της αστικής αντεπανάστασης και της νέας πρωταρχικής συσσώρευσης του
κεφαλαίου, υπό την ηγεσία συγχωνευμένων δομών εγκληματικής
παραοικονομίας και διεφθαρμένης διοίκησης. Τυχόν μαζικός χαρακτήρας
τέτοιων «κινημάτων», δεν αναιρεί τον αντεπαναστατικό – αντιδραστικό
χαρακτήρα τους.
Είναι αποδεδειγμένο ότι «όταν προτάσσεται η γεωπολιτική κατά την εξήγηση
της ιστορίας της ανθρωπότητας, στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για μιαν
αφελή, επιφανειακή αντίληψη, ενώ στη χειρότερη έχουμε να κάνουμε με
συνειδητή απόρριψη της βαθύτερης, της μαρξιστικής αντίληψης της ιστορίας,
με συνειδητή διαστρέβλωση της ιστορίας της ανθρωπότητας». Η γεωπολιτική,
σε όλες τις εκδοχές της, είναι αστική αντίληψη για τις διεθνείς εξελίξεις, η
οποία έρχεται πάντοτε να δικαιώσει την επιθετική πολιτική των μεν είτε των
δε ιμπεριαλιστικών κρατών. Εδράζεται σε ρατσιστικές αντιλήψεις, σε εκδοχές
του κοινωνικού δαρβινισμού (περί ανώτερων, πολιτισμένων λαών και
βαρβάρων...) και του μαλθουσιανισμού (που θεωρεί φυσιολογική και θεμιτή την
εξόντωση δεκάδων χιλιάδων εκ των πλεοναζόντων «βαρβάρων λαών»...).
Μέσω των εννοιών του «ζωτικού χώρου», των «φυσικών συνόρων», της
«ενδοχώρας» κ.λ.π., η γεωπολιτική αντίληψη βλέπει το ιστορικό γίγνεσθαι ως
πεδίο δράσης κρατών και εθνών, τα οποία υποστασιοποιεί ως γεωγραφικούς
και βιολογικούς οργανισμούς (βλ. R. Koellen, K. Haushofer κ.ά.).
Το κύριο, «το καθοριστικό στοιχείο στην ανάπτυξη τόσο του κόσμου
συνολικά, όσο και ξεχωριστών χώρων δεν είναι η γεωπολιτική, δεν είναι τα
γεωπολιτικά συμφέροντα, αλλά το επίπεδο και ο χαρακτήρας της ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων, ο τύπος των σχέσεων παραγωγής. Αιώνια, φυσικά
γεωπολιτικά όρια δεν υπήρξαν ποτέ και δεν υπάρχουν. Τα γεωπολιτικά σύνορα
και τα γεωπολιτικά συμφέροντα αλλάζουν μαζί με την αλλαγή των
παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής. Και εάν κάποιος
άνθρωπος θέλει να ...αντιλαμβάνεται την ουσία των διαδικασιών που
εκτυλίσσονται, δεν μπορεί και δεν πρέπει να προτάσσει την γεωπολιτική,
θέτοντάς την στο προσκήνιο».
Οποιαδήποτε αναζήτηση λύσεων σ’ αυτόν τον κόμβο αντιφάσεων, πέρα και
έξω από την προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας σε περιφερειακή και σε
παγκόσμια κλίμακα, πέρα και έξω από την προοπτική της πανανθρώπινης
χειραφέτησης είναι αντιδραστική ουτοπία. Οι υπεραπλουστευτικές και
μονοσήμαντες – γραμμικές λύσεις σε αυτά τα προβλήματα είναι τουλάχιστον
αφελείς και σίγουρα επικίνδυνες.
279
Η αντεπανάσταση είναι συνυφασμένη με τον πόλεμο. Ο πόλεμος δεν συνιστά
προϊόν κάποιας ανορθολογικής και ενστικτώδους βίαιης τάσης της
ανθρώπινης φύσης, ή κάποιων βάρβαρων και αιμοσταγών λαών. Ιδιαίτερα στο
ιμπεριαλιστικό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας, οι πόλεμοι λειτουργούν ως μέσο
εδραίωσης και αναδιαμόρφωσης συσχετισμών δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές
επίπεδο, ως μέσο διανομής και αναδιανομής του κόσμου (αγορών, πρώτων
υλών, σφαιρών επιρροής) και αναπαραγωγής του παρασιτισμού των
πολυεθνικών μονοπωλίων και των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών εις
βάρος των λιγότερο ανεπτυγμένων. Είναι λοιπόν ακραία μορφή
επαναπροσδιορισμού των όρων των ενδότερων ταξικών αντιφάσεων του
συστήματος, και γι’ αυτό φέρνουν συχνά στο προσκήνιο της ιστορίας με
ανάγλυφο τρόπο τη διαπάλη επανάστασης και αντεπανάστασης. Δεν είναι
τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι μεγάλες επαναστάσεις αλλά και οι
αντεπαναστάσεις της νεότερης ιστορίας συνδέονται με πολέμους.
Η όποια εμμονή στα ιδεολογήματα που προαναφέραμε λειτουργεί
απολογητικά και παρελκυστικά, παρέχοντας εκ των πραγμάτων άλλοθι στα
εγκλήματα του ιμπεριαλισμού. Το ζητούμενο εδώ δεν είναι να ταχθεί ο καθ’
ένας άμεσα και άκριτα υπέρ ή κατά κάποιων από τους εμπλεκόμενους σε
διεθνικές είτε σε γενικευμένες συρράξεις που γεννά η αντεπανάσταση και ο
ιμπεριαλισμός, συρόμενος στην ουρά της αντίδρασης. Για ποιο λόγο
καλούμαστε να τοποθετηθούμε μονοσήμαντα υπέρ της μίας ή της άλλης
εκδοχής της αντίδρασης και της αντεπανάστασης;
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ.
Η έννοια της δικαιοσύνης έχει διπλή σημασία: 1. Επισημαίνει την ενάσκηση
και απονομή του δικαίου, την πρακτική επιβολή του τελευταίου ως κρατικού
θεσμού και δραστηριότητας. 2. Είναι μια έννοια της ηθικής φιλοσοφίας και της
ηθικής συνείδησης, η οποία συνδέεται επίσης με την πολιτική και την δικαιική
συνείδηση. Αφορά το «δέον» και συνδέεται με τις ιστορικά μεταβαλλόμενες
αντιλήψεις περί ουσίας του ανθρώπου και περί των αναφαίρετων δικαιωμάτων
του. Υπονοεί την αξίωση να ανταποκρίνεται η κοινωνική θέση ορισμένου
ατόμου είτε ομάδας (τάξης) στον πρακτικό ρόλο που διαδραματίζουν στη ζωή
της κοινωνίας, να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ συνειδητοποιούμενων αναγκών
(συμφερόντων) και δυνατοτήτων ικανοποίησής τους, μεταξύ δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων, μεταξύ εργασίας και ανταμοιβής, μεταξύ εγκλήματος και
τιμωρίας, μεταξύ συνεισφοράς των ανθρώπων και κοινωνικής αναγνώρισης
της. Η αναντιστοιχία μεταξύ των παραπάνω θεωρείται στα πλαίσια της ηθικής
συνείδησης ως αδικία. Στην παρούσα ανακοίνωση θα αναφερθούμε εμφατικά
στην δεύτερη σημασία του όρου (βλ. και Πατέλη 1994-95: Δίκαιο, δικαιοσύνη,
δικαίωμα, κ.ά.).
Η διακρίβωση της έννοιας της δικαιοσύνης και της σημασίας της από την
άποψη των προοπτικών της ανθρωπότητας, προϋποθέτει την εξέταση της
δομής και της ιστορίας της κοινωνίας ως ολότητας (Βαζιούλιν 2004,σσ.73-97).
Προϋποθέτει επίσης την διαλεκτική εξέταση της σχέσης της κοινωνικής
συνείδησης με το κοινωνικό είναι, δηλ. της σχέσης του ανθρώπου ως
συνειδητού όντος με τους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του, αλλά και
της αλληλεπίδρασης ηθικής, πολιτικής και δικαίου (αυτόθι, σσ.229-293).
1. Περί των δομικών όρων ενότητας και πάλης μεταξύ των
ανθρώπων.
Ουσιώδες δομικό στοιχείο της ανθρωπότητας είναι η θεμελιωδώς
διαφορετική έναντι των ζώων στρατηγική επιβίωσης του ανθρωπίνου γένους.
Ο άνθρωπος, ως επιστέγασμα και διαλεκτική άρση της προγενέστερης
βιολογικής ανάπτυξης, αντί να προσαρμόζεται στις αλλαγές του
περιβάλλοντος, μεταστρέφει αυτή την στρατηγική επιβίωσης στο αντίθετό
280
της: αλλάζει, μετασχηματίζει δια της εργασιακής του επενέργειας το
περιβάλλον του, την φύση, ώστε να επιβιώσει ικανοποιώντας τις ανάγκες του.
Δημιουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ανθρωπογενές, ένα τεχνητό περιβάλλον,
αναπτύσσοντας ένα σύστημα τεχνολογικά και ευρύτερα κοινωνικά
διαμεσολαβημένου μηχανισμού ικανοποίησης των βιοτικών του αναγκών μέσω
της άγρας (συλλογής, θήρας, αλίευσης, εξόρυξης, άντλησης πόρων) και της
παραγωγής. Το γεγονός αυτό διαφορίζει ουσιωδώς τον μηχανισμό ανταλλαγής
ύλης του ανθρώπου με την φύση από τον αντίστοιχο των ζώων: ενώ τα ζώα
μεταβολίζουν ενστικτωδώς (κατ’ άτομα είτε κατά αγέλες), ο άνθρωπος
μεταβολίζει κοινωνικά διαμεσολαβημένα, με την βοήθεια μέσων άγρας και
παραγωγής, μέσω του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ως ον με
συνείδηση και αυτοσυνειδησία (αυτόθι, σσ.99-201).
Από το είδος και τον χαρακτήρα της εκάστοτε εργασιακής επενέργειας του
ανθρώπου στην φύση εξαρτάται και το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται
μεταξύ των ανθρώπων. Εάν σχηματοποιήσουμε τις βασικές πτυχές των όρων
αυτής της επενέργειας, διαπιστώνουμε ότι συνοψίζονται σε πτυχές που
αφορούν: 1. το ποιόν και τον ποσόν των αποτελεσμάτων αυτής της
επενέργειας, 2. το είδος των προσπαθειών που οφείλει να καταβάλλει το
υποκείμενο αυτής της επενέργειας, και 3. το είδος του υποκειμένου που
απαιτείται για να έλθει σε πέρας αυτή η επενέργεια (αυτόθι, σσ. 221-228).
Από την άποψη των αποτελεσμάτων της εργασιακής επενέργειας του
ανθρώπου στην φύση για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του, από την
άποψη των προϊόντων της άγρας και της παραγωγής, η εν λόγω επενέργεια
μπορεί να παρέχει στον άνθρωπο αγαθά κατά τι υπεράνω του ελαχίστου ορίου
για την επιβίωση των μελών της κοινωνίας, τα οποία όμως υπολείπονται του
βέλτιστου (του συνδυασμού ποσότητας και ποιότητας που διασφαλίζει τη
βέλτιστη ανάπτυξη του οργανισμού τους). Σε αυτή την περίπτωση, καθ’ όσον
οι ανάγκες των μεν μελών της κοινωνίας ικανοποιούνται εις βάρος των
αναγκών των δε, μεταξύ των ανθρώπων αναπτύσσονται σχέσεις
αντιπαλότητας, έχθρας και ανταγωνισμού. Η συσσώρευση πλούτου στον ένα
πόλο, συνιστά ταυτοχρόνως και συσσώρευση αθλιότητας, βασάνου εργασίας,
σκλαβιάς, αμάθειας, αποκτήνωσης και ηθικής κατάπτωσης στον αντίθετο πόλο
(Μαρξ 1978, τ.1, σσ.668-669). Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας αυτών των
σχέσεων εκπηγάζει από τον αγώνα για την αρπαγή, την διαφύλαξη και τον
έλεγχο αυτού του υπερπροϊόντος, για την νομή και την αναδιανομή του (βλ.
και Ένγκελς, σσ.195-221).
Η εν λόγω επενέργεια ενδέχεται να αναπτυχθεί ώστε να καταστεί ικανή να
παρέχει στον άνθρωπο αγαθά σε επίπεδο επαρκές για την βέλτιστη
ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του συνόλου των μελών της κοινωνίας,
οπότε, από την άποψη αυτή, εκπίπτουν οι λόγοι ανάπτυξης σχέσεων
αντιπαλότητας, έχθρας και ανταγωνισμού για βιοποριστικούς λόγους, οπότε,
δημιουργούνται όροι, ώστε μεταξύ των ανθρώπων να αναπτύσσονται σχέσεις
συνεργασίας, φιλίας, αλληλεγγύης και φιλαλληλίας.
Από την άποψη του χαρακτήρα της εργασίας, του είδους των προσπαθειών
που οφείλει να καταβάλλει το υποκείμενο αυτής της επενέργειας, εφ’ όσον και
καθ’ όσον η επενέργεια αυτή είναι κατ’ εξοχήν επαναλαμβανόμενη, κοπιώδης,
ανθυγιεινή, ανιαρή, κ.ο.κ., εκδηλώνεται εκ μέρους ατόμων και ομάδων η τάση
αποφυγής αυτού του είδους της εργασίας, η τάση επιβολής και ανάθεσης
αυτού του είδους της εργασίας σε κάποιους ανθρώπους, ώστε να απαλλαγούν
από αυτήν και να την αποφύγουν ορισμένοι άλλοι. Όπου και όποτε κυριαρχούν
οι ιστορικές μορφές της εργασίας ως εργασίας δούλων, δουλοπαροίκων είτε
μισθωτών η εργασία προβάλλει κατά κανόνα ως αποκρουστική, ως «εξωτερική
καταναγκαστική εργασία» έναντι της μη-εργασίας ως «ελευθερίας και
281
ευτυχίας» (Μαρξ 1990, τ.Β΄, σ.466). Αναπτύσσεται τότε μια τάση αγώνα
μεταξύ των ανθρώπων, ώστε ορισμένοι (ολίγοι) να παρασιτούν εις βάρος
κάποιων άλλων (των πολλών). Στην περίπτωση αυτή, στον βαθμό που το
επίπεδο ανάπτυξης της εργασιακής επενέργειας του ανθρώπου στην φύση δεν
επιτρέπει στην κοινωνία να διασφαλίσει σε όλα τα μέλη της πρόσβαση σε
δημιουργικές-αναπτυξιακές ασχολίες (π.χ. σε ερευνητική ή καλλιτεχνική
δραστηριότητα), επιτείνεται και ο αγώνας μεταξύ των ανθρώπων, ο
ανταγωνισμός για την πρόσβαση σε τέτοιου είδους ασχολίες που επιτρέπουν
την ανάπτυξη του ανθρώπου. Ως εκ τούτου, σε αυτή την κοινωνία, εφ’ όσον και
καθ’ όσον επιτυγχάνεται ορισμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάποιων
ανθρώπων, αυτή επιτυγχάνεται εν πολλοίς σε συνθήκες ελλιπούς ανάπτυξης,
υπό τον όρο της ελλειμματικής ανάπτυξης, της υπανάπτυξης κάποιων άλλων
ανθρώπων, οπότε, ούτως ή άλλως, φέρει και το στίγμα αυτής της
μονομέρειας, της πολιτισμικής ανισομέρειας.
Από την άποψη του χαρακτήρα της εργασίας, του είδους των προσπαθειών
που οφείλει να καταβάλλει το υποκείμενο αυτής της επενέργειας, εφ’ όσον και
καθ’ όσον η επενέργεια αυτή καθίσταται κατ’ εξοχήν αναπτυσσόμενη,
ενδιαφέρουσα και δημιουργική, «ελκυστική αυτοπραγμάτωση του ατόμου»
(αυτόθι) και εάν τέτοιου είδους εργασία καθίσταται προσπελάσιμη από όλα τα
μέλη της κοινωνίας, εκλείπουν τόσο οι τάσεις παρασιτισμού, όσο και οι όροι
αντιπαλότητας, ανταγωνισμού, κ.ο.κ. λόγω της άνισης πρόσβασης σε
δημιουργικές εργασίες. Η κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει σε όλα τα μέλη της
την ικανοποίηση της ανάγκης για δημιουργική εργασία, εφ’ όσον και καθ’ όσον
αλλάξει ριζικά ο χαρακτήρας της εργασίας, όταν καταστεί δεσπόζουσα η
αναπτυσσόμενη εργασία έναντι της επαναλαμβανόμενης, όταν, λόγω της
ευρείας αυτοματοποίησης, απωθηθεί από την άμεση παραγωγική διαδικασία ο
άνθρωπος ως φυσική παρουσία, έχοντας καταστεί δημιουργός, ρυθμιστής και
ελεγκτής αυτοματοποιημένων διαδικασιών. Σε αυτή την περίπτωση, η
ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας δια της δημιουργικής εργασίας-
δραστηριότητας, δεν επιτυγχάνεται ως διαδικασία που εκτυλίσσεται αδιάφορα
προς την ανάπτυξη της προσωπικότητας των άλλων είτε εις βάρος αυτής.
Τουναντίον, δημιουργούνται οι όροι για την ολόπλευρη ανάπτυξη της
προσωπικότητας εντός δημιουργικών συλλογικοτήτων.
Το είδος του (ατομικού ή συλλογικού) υποκειμένου που απαιτείται για την
παραγωγική επενέργεια του ανθρώπου στην φύση, δηλαδή, το εάν απαιτείται
άτομο, ομάδα, είτε η κοινωνία συνολικά, εξαρτάται πρωτίστως από τον βαθμό
κοινωνικοποίησης του χαρακτήρα των μέσων και των τρόπων της εργασιακής
επενέργειας του ανθρώπου στην φύση. Από αυτήν την άποψη, υπάρχουν μέσα
επενέργειας, τα οποία μπορούν να τεθούν σε λειτουργία από μεμονωμένο
άτομο, μέσα, τα οποία ενεργοποιούνται από μικρές ή μεγάλες ομάδες
ανθρώπων (βιοτεχνία, βιομηχανία)51, αλλά και μέσα, η εποπτεία και ο έλεγχος
της ισχύος, της λειτουργίας, της εμβέλειας και των επιπτώσεών των οποίων
στο περιβάλλον και στην κοινωνία (ενδεχομένως καταστροφικών, εάν τεθούν
εκτός ελέγχου), απαιτεί οιονεί την ενοποίηση και τον συντονισμό του συνόλου
της ανθρωπότητας. Τα τελευταία μέσα, τα οποία απαιτούν την συντονισμένη
παρέμβαση της ανθρωπότητας σε πλανητική κατ’ αρχάς κλίμακα, δεν
αποτελούν εικασίες επιστημονικής φαντασίας, ούτε και αφορούν πιθανές
απώτερες προοπτικές. Η παρουσία τους είναι ήδη εν πολλοίς ραγδαία
εξελισσόμενη ενεργός πραγματικότητα, στο βαθμό που εδραιώνονται και
αναπτύσσονται συστήματα παραγωγικών διαδικασιών με παγκόσμιας
εμβέλειας δικτυωμένες παραγωγικές δυνάμεις. Ας αναλογιστούμε φερ’ ειπείν
51
Περί του είδους του υποκειμένου σε συνάρτηση με τις ιστορικές μορφές του καταμερισμού της εργασίας κατά το
γίγνεσθαι της κεφαλαιοκρατίας, βλ. Μαρξ 1978, σσ. 327-523.
282
από σήμερα την πλανητικής κλίμακας διαδικτύωση παραγωγικών διαδικασιών,
την λειτουργία του ανά την Υδρόγειο συστήματος προσδιορισμού
συντεταγμένων και πλοήγησης μέσω δικτύων δορυφόρων, τα συστήματα
δορυφορικών τηλεπικοινωνιών και παραγωγικής τηλεπισκόπησης
(μετεωρολογικών, γεωτεκτονικών, κ.ο.κ. διεργασιών), την προοπτική
βιολογικοποίησης της παραγωγής, κ.ο.κ.
Ενόσω στις εργασιακές διαδικασίες υπερτερούν μέσα επενέργειας, η
λειτουργία των οποίων απαιτεί μεμονωμένα άτομα είτε αποκομμένες ομάδες
ατόμων, οι δυνατότητες ενοποίησης της κοινωνίας είναι περιορισμένες, ενώ
είναι πιθανή και (υπό ορισμένους όρους) αναγκαία, η αδιάφορη προς αλλήλους,
η διαφορετική, η ανισομερής, η αντίθετη είτε και ανταγωνιστική λειτουργία
ατόμων και κοινωνικών ομάδων (τάξεων) βάσει των εργασιακών διαδικασιών
που διεκπεραιώνουν και των αποτελεσμάτων τους. Στον βαθμό που οι
τεχνολογικοί όροι αυτών των διαδικασιών απαιτούν την συνένωση σε όλο και
μεγαλύτερη κλίμακα, ένταση και περιπλοκότητα συλλογικών υποκειμένων,
έχουμε κλιμάκωση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής που καθίσταται
τεχνολογική αναγκαιότητα. Με την αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου
παραγωγικών διαδικασιών, η ασφαλής εκτύλιξη και ανάπτυξη των οποίων
απαιτεί την ενοποίηση των προσπαθειών και τον συνειδητό συντονισμό οιονεί
του συνόλου της ανθρωπότητας (κατ’ αρχάς σε πλανητική κλίμακα), η
ενοποίηση της ανθρωπότητας καθίσταται όχι μόνον εφικτή, αλλά και αναγκαία
για την επιβίωση και ανάπτυξή της. Τότε, η αλληλεγγύη και η συνεργασία των
μελών της ανθρωπότητας καθίσταται και τεχνολογική αναγκαιότητα.
Βάσει των παραπάνω προσδιορισμών του χαρακτήρα της εργασιακής
επενέργειας του ανθρώπου στην φύση και του συνακόλουθου καταμερισμού
εργασίας στα πλαίσια αυτής της επενέργειας (του καταμερισμού εργασίας με
την στενή έννοια του όρου), συνάπτονται και οι εκάστοτε εργασιακές σχέσεις,
οι σχέσεις παραγωγής και το όλο πλέγμα των σχέσεων μεταξύ ατόμων,
κοινωνικών ομάδων (ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, θέσεων και ρόλων
με την ευρεία έννοια του όρου) και της κοινωνίας συνολικά. Οι σχέσεις αυτές
αφορούν την δια-νομή των μέσων, των όρων και των αποτελεσμάτων της
εργασιακής επενέργειας του ανθρώπου στην φύση μεταξύ ατόμων (ιδιωτών),
ομάδων και του συνόλου της κοινωνίας, με αντίστοιχη κατανομή επιβαρύνσεων
και ελαφρύνσεων, βλάβης και οφέλους, δυσμενών και ευμενών επιδράσεων,
κ.ο.κ. Ο εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένος τύπος αυτών των σχέσεων
(κοινοτική, ιδιωτική και κοινωνική ιδιοκτησία) λειτουργεί ως μηχανισμός
διασφάλισης, εδραίωσης και αναπαραγωγής του κοινωνικού καταμερισμού
εργασίας, θέσεων και ρόλων με την ευρεία έννοια του όρου, υπέρ ή κατά
ορισμένων ατόμων, ομάδων είτε της κοινωνίας συνολικά. Ο εκάστοτε ιστορικά
κυρίαρχος τύπος σχέσεων παραγωγής είναι ενδεικτικός του εάν και κατά
πόσον οι άνθρωποι στις δραστηριότητες που αναπτύσσουν και στις σχέσεις που
συνάπτουν ενεργούν υπέρ ή κατά ατόμων, ομάδων ή της κοινωνίας συνολικά.
2. Περί των ιστορικών διαβαθμίσεων των όρων ενότητας και πάλης
μεταξύ των ανθρώπων.
Η κοινωνία ως αναπτυσσόμενο όλο, διανύει κατά την ιστορία της σειρά
σταδίων. Το ίδιο ισχύει και σε ότι αφορά το είδος, τον χαρακτήρα, την θέση,
τον ρόλο και την αλληλεπίδραση ηθικής, πολιτικής και δικαίου. Και μάλιστα,
δεν μεταβάλλονται μόνον οι μεν είτε οι δε εκφάνσεις της ηθικής, του δικαίου,
της πολιτικής, ή της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, αλλά και η κάθε μία από τις
ως άνω σφαίρες του κοινωνικού γίγνεσθαι και οι περί αυτών αντιλήψεις.
Η ανάγκη για την ικανοποίηση των απαραίτητων για την επιβίωση αναγκών
(της τροφής, της προστασίας από δυσμενείς είτε επικίνδυνους όρους, της
αυτοσυντήρησης, κ.ο.κ.) απετέλεσε και αποτελεί εν πολλοίς θεμελιώδη και
283
καθοριστικό όρο της ιστορίας της ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι, στον βαθμό
που δρομολόγησαν την ειδοποιό διαφορετική έναντι των υπολοίπων εμβίων
όντων και της εξελικτικής πορείας τους στρατηγική επιβίωσης, άρχισαν να
χρησιμοποιούν ως μέσα για την άγρα, προς ικανοποίηση των βιολογικά
απαραίτητων αναγκών τους αντικείμενα δεδομένα από την φύση σε έτοιμη
μορφή, για να περάσουν σταδιακά στην χρήση όχι μόνον λειτουργικά, αλλά και
μορφολογικά επεξεργασμένων τεχνητών μέσων, μέσων της καθαυτό
παραγωγής. Ωστόσο, ο ρόλος των μέσων της άγρας συνέχισε και εν πολλοίς
εξακολουθεί να είναι σημαντικός μέχρι σήμερα.
Η χρήση και η ανάπτυξη των μέσων άγρας και των μέσων παραγωγής,
αναβάθμισε μεν άρδην τις δυνατότητες ικανοποίησης των θεμελιωδών
βιολογικών αναγκών των ανθρώπων, χωρίς ωστόσο να έχει καταστεί ακόμα
εφικτή η βέλτιστη ικανοποίηση των βιολογικά απαραίτητων αναγκών του
συνόλου της ανθρωπότητας, είτε τουλάχιστον της πλειοψηφίας των μελών
της. Η ως άνω ανεπάρκεια έχει ως επακόλουθο την διαπάλη μεταξύ των
ανθρώπων, έναν αγώνα για την επιβίωση και την κατίσχυση ορισμένων έναντι
κάποιων άλλων, γεγονός δηλωτικό της μη ολοκληρωμένης κοινωνικοποίησης
του ανθρώπου, της εισέτι ανολοκλήρωτης υπέρβασης-διαλεκτικής «άρσης»
του ζωικού βασιλείου.
Ο αγώνας για την ικανοποίηση των βιολογικά απαραίτητων αναγκών
προϋποθέτει, προκαλεί και αναπαράγει ποικίλες συσπειρώσεις και ρήξεις
ατόμων και ομάδων, εντάξεις και αποκλεισμούς, κ.ο.κ., για την επιβολή, την
εδραίωση και την επέκταση των όρων ικανοποίησης των βιολογικά
απαραίτητων αναγκών ορισμένων ανθρώπων εις βάρος άλλων ανθρώπων.
Εφ’ όσον η κοινωνία ανακύπτει και δρομολογείται η διαμόρφωση και
ανάπτυξή της, οι δυνατότητες ικανοποίησης των θεμελιωδών αναγκών
καθορίζονται, σε αύξοντα βαθμό και κατά κύριο λόγο, από τα εκάστοτε
διαθέσιμα μέσα άγρας και παραγωγής. Ως εκ τούτου, καθοριστικό στοιχείο για
τις δυνατότητες ικανοποίησης των βιολογικά απαραίτητων αναγκών,
καθίσταται η διάθεση, η δια-νομή των μέσων άγρας και παραγωγής, γεγονός
που αναδεικνύει την τελευταία στο κατ’ εξοχήν αντικείμενο διεκδίκησης και
αγώνα μεταξύ ατόμων, ομάδων, ενώσεων ανθρώπων, για την ικανοποίηση των
βιολογικά απαραίτητων αναγκών τους.
Κατά την ιστορική περίοδο που σηματοδοτείται από την στιγμή της χρήσης
μέσων άγρας και μέσων παραγωγής, τα οποία αρχίζουν να επιτρέπουν την
λήψη αγαθών προς κατανάλωση υπεράνω του εντελώς απαραιτήτου για τα
προς το ζην ελαχίστου, μέχρι την στιγμή, κατά την οποία τα μέσα αυτά
επιτρέπουν την λήψη αγαθών προς κατανάλωση επαρκών για την βέλτιστη
ικανοποίηση των βιολογικά απαραίτητων αναγκών κάθε μέλους της κοινωνίας,
οι βιολογικά απαραίτητες ανάγκες ικανοποιούνται μεν τρόπον τινά, αλλά δεν
ικανοποιούνται κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο. Η περίοδος αυτή,
χαρακτηρίζεται από ποικίλες μορφές διαπάλης, εντάξεων και αποκλεισμών
ατόμων, ομάδων και ενώσεων ανθρώπων για την δια-νομή και διασφάλιση των
απαραίτητων αγαθών προς κατανάλωση. «Κατά την εν λόγω περίοδο, είναι
αναγκαία η ύπαρξη ξεχωριστών ανθρώπων, ομάδων και ενώσεων, που
συγκεντρώνουν στα χέρια τους την διάθεση των μέσων της άγρας και της
παραγωγής, στερώντας την από άλλους ανθρώπους, άλλες ομάδες και
ενώσεις, και κατ’ αυτό τον τρόπο ζουν εις βάρος αυτών των άλλων ανθρώπων,
των άλλων ομάδων και ενώσεων» (Βαζιούλιν 2006, σ. 20).
Βάσει των όρων ενότητας και πάλης των ανθρώπων, η ιστορία της
ανθρωπότητας χωρίζεται σε δύο εποχές: στην προϊστορία της αυθεντικής
284
ιστορίας της ανθρωπότητας (κατά την οποία οι εξωτερικοί δεσμοί μεταξύ των
ανθρώπων υπερτερούν έναντι των εσωτερικών) και στην αυθεντική ιστορία
της ανθρωπότητας (όπου δεσπόζουν οι εσωτερικοί δεσμοί μεταξύ των
ανθρώπων). Κατά την πρώτη εποχή, η όποια ενοποίηση και διαπάλη μεταξύ των
ανθρώπων αφορά κατ’ εξοχήν την βιολογική επιβίωση, ενώ οι μεταξύ των
ανθρώπων ως επί το πλείστον εξωτερικοί δεσμοί, ανάγονται είτε σε κατά βάση
ζωώδεις (κατά το μάλλον ή ήττον εκπολιτισμένους) δεσμούς (όπως είναι π.χ.
οι γενετήσιοι), είτε σε δεσμούς μεταξύ ιδιοτελών ατόμων, τα οποία δια της
όποιας ενώσεως αποσκοπούν στην επίτευξη των ιδιοτελών τους συμφερόντων.
Στον βαθμό που η ανάπτυξη της άγρας, και κατά κύριο λόγο της παραγωγής,
συγκροτεί με την πάροδο του χρόνου τις δυνατότητες βέλτιστης ικανοποίησης
των ζωτικών και λοιπών αναγκών του συνόλου (και όχι μέρους) της κοινωνίας,
η μετάβαση στην αυθεντική ιστορία της ανθρωπότητας, με κυρίαρχη την τάση
της ύπαρξης και ανάπτυξης εσωτερικών δεσμών, εσωτερικών σχέσεων μεταξύ
των ανθρώπων ως ενιαίου όλου, καθίσταται νομοτελής αναγκαιότητα.
3. Ηθική, πολιτική και δίκαιο ως πτυχές του κοινωνικού συνειδέναι.
Η σχέση των ανθρώπων, ως κοινωνικών όντων προς τους αντικειμενικούς
όρους της ύπαρξής τους (πρωτίστως προς τους όρους της εργασιακής
επενέργειας στην φύση και των εντός, περί και εξ’ αφορμής αυτής και των
εκάστοτε αποτελεσμάτων της σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων) εκφαίνεται στο
κοινωνικό συνειδέναι. Το τελευταίο είναι αφ’ ενός μεν συν-ειδέναι, δηλαδή
γνωστική σχέση του υποκειμένου προς το αντικείμενο (επιστητό), αφ’ ετέρου
δε συν-ειδέναι, δηλαδή συνειδητοποίηση και προτρέχουσα σύλληψη της
αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων και της επικοινωνίας
τους (των ανθρώπων ως υποκειμένων). Χαρακτηριστικό του κοινωνικού συν-
ειδέναι είναι η αντανάκλαση του υποκειμένου ως υποκειμένου και η επενέργεια
στους ανθρώπους ως υποκείμενα μέσω πράξεων, αισθημάτων (και
συναισθημάτων) και νόησης (σκέψης). Σε συνάρτηση με την υπεροχή μιας από
τις προαναφερθείσες μορφές αντανάκλασης και επενέργειας η κοινωνική
συνείδηση υποδιαιρείται σε τρεις βασικές μορφές: ηθική, αισθητική και
φιλοσοφία (διεξοδικότερα βλ. Βαζιούλιν 2004, σσ.233-279 και Πατέλη 1999).
Η ηθική μορφή της συνείδησης αφορά το πεδίο συνειδητοποίησης και
πραγματοποίησης πράξεων (στάσεων, συμπεριφορών, διαβημάτων,
εγχειρημάτων κ.λπ.) οι οποίες εξετάζονται από την άποψη της ωφέλειας είτε
της βλάβης που μπορούν να επιφέρουν σε άτομα, ομάδες και στην κοινωνία
συνολικά, δηλ. από την άποψη του καλού και του κακού. Ύψιστο καλό (αγαθό,
αρετή) είναι οι ενέργειες που κατά τον βέλτιστο τρόπο συμβάλλουν στη
διατήρηση και ανάπτυξη της κοινωνίας, της ανθρωπότητας ως ολότητας. Ως
εκ τούτο, στα πλαίσια της ηθικής συνείδησης συνειδητοποιείται κατ’ αρχήν και
με ποικίλους τρόπους η δυνατότητα και η αναγκαιότητα ενοποίησης της
ανθρωπότητας, μιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Στις βαθμίδες εκείνες της
ανάπτυξης της κοινωνίας στις οποίες δεσπόζουν αντίθετα και αντιφατικά
συμφέροντα, η εν λόγω μορφή κοινωνικής συνείδησης αποκτά δύο επιπλέον
αναγκαίες και αλληλένδετες εκφάνσεις: την πολιτική και το δίκαιο.
Η πολιτική συνείδηση είναι ένα περίπλοκο πεδίο αισθημάτων,
συναισθημάτων, βιωμάτων, σκέψεων αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων,
ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και
αντίφασης του δρώντος έναντι εκείνου προς τον οποίο κατευθύνεται η πράξη,
για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λ.π.) ορισμένων υλικών
συμφερόντων. Η πολιτική εξουσία ασκείται για τη διασφάλιση (βίαια ή μη,
κατασταλτικά ή συναινετικά) της υπαγωγής των ανθρώπων στους κανόνες και
285
στις φερόμενες ως γενικές κοινωνικές σκοποθεσίες του εκάστοτε (ιστορικά
συγκεκριμένου) τύπου διοίκησης. Βασικό διακύβευμα της πολιτικής είναι ο
αγώνας για κυριαρχία κι υποταγή, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται το
ποιος και πώς θα έχει στη διάθεσή του τα μέσα της άγρας και της παραγωγής
εν όσο θα είναι αναγκαία η άνιση σχέση προς τα μέσα άγρας και παραγωγής
των διαφόρων ανθρώπων, ομάδων και ενώσεων. Ο αγώνας αυτός είναι
συνυφασμένος με την ύπαρξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων άγρας
και παραγωγής, και θα διεξάγεται όσο θα υπάρχει άνιση πρόσβαση των μελών
της κοινωνίας στην διάθεση των μέσων άγρας και παραγωγής, άρα και των
μέσων κατανάλωσης. Το κύριο γνώρισμα της εξουσίας είναι οι σχέσεις
κυριαρχίας και υποταγής.
Οι βιολογικά απαραίτητες ανάγκες είναι κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα,
είναι εν πολλοίς ζωώδεις ανάγκες. Ως εκ τούτου η πολιτική, ως συμπυκνωμένη
έκφραση του αγώνα των ανθρώπων για τα πραγματικά μέσα και τους τρόπους
ικανοποίησης αυτών των ζωωδών αναγκών, είναι εκδήλωση του εισέτι μη
εξανθρωπισμένου χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων. Άρα και οι περί την
πολιτική αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις δεν χαρακτηρίζονται
κατ’ εξοχήν από το καθαυτό ανθρώπινο, από το καθαυτό κοινωνικό στοιχείο.
Στο βαθμό που η πολιτική σύγκρουση επιτείνεται οι αντίμαχοι και
ανταγωνιστές μετέρχονται κάθε μέσου, επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών
τους με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, παντίοις τρόποις. Αυτό ισχύει σε βαθμό
ευθέως αντίστοιχο της ιδιοτέλειας των σκοπών που πρεσβεύει ο κάθε
αντιμαχόμενος, αλλά και της οξύτητας, του αδυσώπητου χαρακτήρα του
αγώνα για επιβίωση. Στο βαθμό που ισχύει αυτό, η ιδιοτελής πολιτική
σκοπιμότητα υποτάσσει την ηθική προβληματική.
Ο αγώνας αυτός για την επικράτηση, για την εξουσία και την κυριαρχία
μέρους της κοινωνίας επί άλλου μέρους της κοινωνίας, ως συμπυκνωμένη
έκφανση του αγώνα για επιβίωση, περνά ιστορικά από διάφορες φάσεις: από
έντονες αδυσώπητες συρράξεις (εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμους), μέχρι
περιόδους σχετικά ειρηνικής συνύπαρξης των αντιμαχομένων, μέχρι την
επόμενη αλλαγή των συσχετισμών των δυνάμεων και των αντιμαχομένων
στρατοπέδων (Βαζιούλιν 2004 σσ. 260-263).
Από την παραπάνω διαπάλη, προκύπτει και το δίκαιο, ως σύνολο κανόνων και
κανονισμών που διέπουν τις πράξεις των ανθρώπων, οι οποίοι (κανόνες και
κανονισμοί) θεσπίζονται είτε επικυρώνονται από το κράτος, από την πολιτική
εξουσία. Το δίκαιο είναι κατά κύριο λόγο το κωδικοποιημένο πλαίσιο ενεργειών
των φορέων των νικητών, των εκάστοτε κυρίαρχων υλικών συμφερόντων, που
κατευθύνονται στην επιβολή επί των ηττημένων των όρων εκείνων και των
κανόνων, οι οποίοι διασφαλίζουν, εδραιώνουν και αναπαράγουν τα κυρίαρχα
υλικά συμφέροντα.
Οι συγκεκριμένες ιστορικά μορφές του δικαίου εξαρτώνται κατ’ αρχήν από
τον εκάστοτε συσχετισμό των ταξικών και πολιτικών δυνάμεων και από τον
χαρακτήρα της νίκης που κατήγαγε η εκάστοτε κυρίαρχη τάξη.
Το δίκαιο ιστορικά ανέκυψε ως βαθμιαία επικύρωση εθίμων και ηθών
(«εθιμικό δίκαιο») κατά τη μετάβαση από το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα
στην ταξική κοινωνία (βλ. και Vecchio). Τα πρώτα συστήματα δικαίου
εμφανίσθηκαν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα (π.χ. αττικό δίκαιο,
ρωμαϊκό δίκαιο, κώδικας του Ιουστινιανού, «Νεαραί») και συνδέονται με τη
σχετική ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Ωστόσο, επί
δουλοκτησίας και φεουδαρχίας, το δίκαιο δεν αποκτά διακριτή αυτοτέλεια από
τις υπόλοιπες πλευρές της κοινωνικής (οικονομικής, πολιτικής, θρησκευτικής
κ.λπ.) ζωής. Ως κατά τον μέγιστο δυνατό βαθμό αυτοτελές πεδίο της
286
κοινωνικής ζωής, της συνείδησης και του εποικοδομήματος προβάλλει το
δίκαιο επί κεφαλαιοκρατίας, στην άνοδο και εδραίωση της οποίας
διαδραματίζει σημαντικό ρόλο (βλ. και Πασουκάνις, Tigar & Levi). Τα
συστήματα του δικαίου αναπτύσσονται και εκλεπτύνονται στη βάση της
απαραίτητης για την κεφαλαιοκρατία τυπικής-νομικής ισότητας των ατόμων-
πολιτών (ισονομία).
4. Η δικαιοσύνη ως κριτήριο διατήρησης ή αλλαγής των
αντικειμενικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων.
Όπως διαπιστώσαμε, η δικαιοσύνη είναι μια έννοια που άπτεται πτυχών της
ηθικής, της πολιτικής και του δικαίου. Οι έννοιες του καλού και του κακού
τοποθετούνται σε ένα υψηλότερο επίπεδο γενίκευσης και αφαίρεσης,
επιτρέποντας την διατύπωση ηθικών κρίσεων περί ορισμένων ηθικών
φαινομένων εν συνόλω. Σε αντιδιαστολή με τις έννοιες του καλού και του
κακού, οι οποίες χαρακτηρίζουν ηθικά ορισμένα φαινόμενα (στάσεις,
συμπεριφορές, πράξεις, ενέργειες, διαβήματα, παραλείψεις, αδράνεια, κ.ο.κ.), η
δικαιοσύνη χαρακτηρίζει πιο συγκεκριμένα τη συσχέτιση μερικών φαινομένων,
είτε και τη συνολική εκτίμηση της εκάστοτε κατάστασης της κοινωνίας, από
την άποψη της συσχέτισης και της κατανομής του καλού και του κακού στις
σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Υπό αυτό το πρίσμα, μέσω των εννοιών
δικαιοσύνη και αδικία, οι άνθρωποι εκτιμούν το σύνολο των κοινωνικών όρων
της ύπαρξής τους και διαμορφώνουν την αντίληψή τους αναφορικά με την
ανάγκη και την σκοπιμότητα διατήρησης ή αλλαγής αυτών των όρων.
Υπό το πρίσμα της δικαιοσύνης εξετάζονται οι τρόποι κατανομής μεταξύ των
ανθρώπων αγαθών εν ανεπαρκεία (π.χ. της βέλτιστης από ποσοτικής και
ποιοτικής απόψεως πρόσβασης σε υλικά αγαθά και υπηρεσίες για την
ικανοποίηση κατ’ αρχάς των βιολογικών αναγκών, της βέλτιστης πρόσβασης
σε δημιουργικές ασχολίες που αναπτύσσουν τον άνθρωπο και σε κεκτημένα του
πολιτισμού). Αφορά λοιπόν τον τρόπο συσχέτισης των ανθρώπων προς
αλλήλους, διαμεσολαβημένο από την πρόσβαση ή μη σε επιθυμητά και
διεκδικούμενα αγαθά.
Από αυτή την άποψη, όσο η πρόσβαση αυτή είναι άνιση, όσο δηλαδή η ύπαρξη
της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο είναι ιστορικά αναγκαία,
υπερτερεί η αδικία και η προοπτική της εξάλειψης αυτής της εκμετάλλευσης
προβάλλει ως προοπτική της δικαιοσύνης. Ωστόσο, οι αντικειμενικοί όροι
αυτής της προοπτικής, που εμφανίζονται, διαμορφώνονται και ωριμάζουν
ιστορικά, συνειδητοποιούνται σε αντίστοιχες περί δικαιοσύνης αντιλήψεις. Οι
τελευταίες διίστανται, διαφέρουν και αντιτίθενται, στον βαθμό που διίστανται,
διαφέρουν και αντιτίθενται τα υλικά συμφέροντα ατόμων, ομάδων (τάξεων)
και της κοινωνίας συνολικά, ενώ η εκάστοτε κυρίαρχη περί δικαιοσύνης
αντίληψη, εμπεδώνεται και εσωτερικεύεται σε επίπεδο καθημερινής πρακτικής
εντός των κυρίαρχων σχέσεων, αλλά σε γενικές γραμμές, επιβάλλεται και από
τους φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων ως ψευδογενική δικαιοσύνη,
που δήθεν εκφράζει το σύνολο της κοινωνίας (μέσω του δικαίου, των θεσμών,
κ.λπ.). Μάλιστα, οι αντιλήψεις αυτές, μεταβάλλονται ιστορικά και κατά
τόπους. Φερ’ ειπείν, κατά την αρχαιότητα, η δουλεία αντιμετωπιζόταν ως
φυσική κατάσταση των κατ’ Αριστοτέλη «ομιλούντων εργαλείων», ενώ η
φεουδαρχία και η δουλοπαροικία εθεωρείτο από την ανερχόμενη αστική τάξη
άδικος και αναξιοπρεπής αναχρονισμός, που άξιζε να ανατραπεί.
Υπό ορισμένη οπτική γωνία, η δικαιοσύνη μπορεί να προβάλλει και να
λειτουργεί ως ηθική διάσταση των ορίων της συναίνεσης των μη
προνομιούχων, των υφιστάμενων την εκμετάλλευση, την καταπίεση, είτε (στην
περίπτωση της υπέρβασης αυτών των ανεκτών ορίων, που συνειδητοποιείται
ως κοινωνική αδικία, διαφθορά, κ.ο.κ.) της διεκδίκησης της αλλαγής των όρων
287
ύπαρξής τους. Στην τελευταία περίπτωση, έχουμε σαφή συμπτώματα
εκδήλωσης σε μαζική κλίμακα και σε επίπεδο καθημερινής συνείδησης, της
ηθικής φθοράς ιστορικά παρωχημένων οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων
και θεσμών.
Ωστόσο, ο φιλοσοφικός στοχασμός, εάν δεν επιθυμεί να αναλίσκεται σε
αφηρημένες ηθικολογίες και σε αυθαίρετες δεοντολογικές κατασκευές εκ του
ασφαλούς, δεν περιορίζεται σε φιλοσοφίζουσες επαναδιατυπώσεις των
βιωμάτων που προκαλούν στους φορείς της καθημερινής συνείδησης τα ως
άνω συμπτώματα, ούτε και σε εκτός ιστορικού τόπου και χρόνου σχήματα,
δίκην διαχρονικά αμετάβλητων αρχών. Οι αφηρημένες ιδέες περί δικαιοσύνης,
εννοούμενης ως ανιστορικής αυταξίας, και τα περί δικαίου αισθήματα δεν
μπορούν να υποκαθιστούν την θεωρητική (φιλοσοφική και διεπιστημονική)
διερεύνηση των πραγματικών δυνατοτήτων και της νομοτελούς
αναγκαιότητας διεξόδου από τα κοινωνικά αδιέξοδα που βιώνονται από τους
ανθρώπους ως καταστάσεις αδικίας.
Στην ιστορία της κοινωνικής και ηθικής φιλοσοφίας οι περί δικαιοσύνης
απόψεις προτάσσουν ποικίλες θεωρίες, απόψεις και αρχές: του ηδονισμού, του
ενστίκτου, της κατηγορικής προσταγής, του ωφελιμισμού, της ενόρασης, της
επιταγής, κ.ά. (βλ. Πελεγρίνη). Η πληροφοριακή διαφοροποίηση των περί
δικαιοσύνης θεωριών «αντιστοιχεί στο ερώτημα της πολλαπλότητας των
μεταβλητών εστίασης» (Σεν, σ. 129). Ο Ηράκλειτος θεωρεί τη δικαιοσύνη και
την αδικία ανθρώπινες ιδιότητες: «τῷ μὲν θεῷ καλὰ πάντα καὶ ἀγαθὰ καὶ
δίκαια, ἄνθρωποι δὲ ἃ μὲν ἄδικα ὑπειλήφασιν ἃ δὲ δίκαια» 91 (102). Κατά τον
Σωκράτη και τον Πλάτωνα η δικαιοσύνη είναι θεμελιώδης αρετή μαζί με τη
σοφία, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και την ευσέβεια, ενώ το «αδικείν» είναι
αισχρότερο του «αδικείσθαι». Ο Αριστοτέλης θεωρεί την δικαιοσύνη βασική
αρετή, χαρακτηρίζοντάς την ως «αλλότριον αγαθόν μόνη των αρετών, ότι
προς έτερόν εστιν» (Ηθ. Νικ. Ε1,1130α 3) και εισάγει τη διάκριση μεταξύ
εξισωτικής και κατανεμητικής δικαιοσύνης. Συνολικά στην αρχαία ελληνική
φιλοσοφία η δικαιοσύνη θεωρείται αρετή για τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Στη χριστιανική ηθική της φεουδαρχίας, η δικαιοσύνη συνδέεται με την
ενώπιον Θεού ισότητα, ως επέκεινα φαντασιακή αναπλήρωση των δια της
«ευγενικής» προελεύσεως οριζομένων ανισοτήτων του εντεύθεν κόσμου.
Η αστική αντίληψη περί δικαιοσύνης συνδέεται με την τυπική ισότητα
(ισονομία) και τις περί φυσικού δικαίου θεωρίες. Στα αστικά «νεοφιλελεύθερα»
ιδεολογήματα περί «αξιοκρατίας», έχουμε τον εκφυλισμό των αιτημάτων της
ανερχόμενης αστικής τάξης περί ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας (βλ.
και Young). Η νεοφιλελεύθερη αναθεώρηση των αξιακών καταβολών της
αστικής τάξης που κυριαρχεί στις μέρες μας, εκδηλώνεται με εκείνο τον
ακραίο κοινωνικό μινιμαλισμό, που παραιτείται από κάθε θετικό προσδιορισμό
της καταπολέμησης της αδικίας, της ανισότητας και της ανελευθερίας, και
περιορίζεται αρνητικά στους όρους εδραίωσης της αδιαμφισβήτητης πλέον
ανισότητας και ανελευθερίας, είτε σε όρους διαχείρισής τους προς διασφάλιση
συναίνεσης.
5. Ορισμένα συμπεράσματα.
Συχνά η άκρατη ιδιοτέλεια παρουσιάζεται ως δήθεν βιολογικός νόμος.
Ωστόσο, στα ανώτερα ζώα παρατηρούνται «αλτρουιστικές» συμπεριφορές,
κατά τις οποίες εκείνο που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στην συμπεριφορά
του ατόμου, δεν είναι η επιβίωση του ίδιου ως μεμονωμένου ατόμου, αλλά
αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής του είδους (του γένους) ως όλου. Τέτοιου
τύπου συμπεριφορές συνιστούν προϋπόθεση του πράττειν χάριν της ενότητας
και της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους.
288
Όταν καθίσταται εφικτή η ικανοποίηση των αναγκών των μελών της
κοινωνίας υπεράνω του άκρως απαραιτήτου ελαχίστου των προς το ζην
πόρων, οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων υποδιαιρούνται σε εξωτερικές και
εσωτερικές. Συνάμα, διακρίνονται ως σχετικά αυτοτελείς σφαίρες του
κοινωνικού γίγνεσθαι η πολιτική και το δίκαιο –ως ιδιότυπη έκφανση των κατ’
εξοχήν εξωτερικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων (ως έκφανση της κατ’
εξοχήν εξωτερικής ομοιότητας των ανθρώπων και ως κατ’ εξοχήν εξωτερική
ενότητα των ανθρώπων)– και η ηθική, ως ιδιότυπη σφαίρα έκφρασης των κατ’
εξοχήν εσωτερικών δεσμών των ανθρώπων (Βαζιούλιν 2006, σ.21). Στο βαθμό
που εσωτερικοί και εξωτερικοί δεσμοί αντιδιαστέλλονται, τα πεδία αφ’ ενός
μεν της ηθικής, αφ’ ετέρου δε της πολιτικής και του δικαίου
αντιδιαστέλλονται επίσης και εν πολλοίς αλληλοαναπαράγονται,
αλληλοπροσδιορίζονται αλληλοαποκλειόμενα. Η σχέση αυτή εκφράζεται αφ’
ενός μεν, με την υπαγωγή της ηθικής στην ιδιοτελή πολιτική (πάντα
ηθικολογικά επενδεδυμένη) ή στον δικαιικό φορμαλισμό (με πολλαπλά μέτρα
και σταθμά), με την φαρισαϊκή υποκρισία, με την επιβολή της κυρίαρχης
εκδοχής ηθικής, κ.ο.κ., αφ’ ετέρου δε με την αναγωγή της ηθικής σε υπεράνω
του κοινωνικού γίγνεσθαι απόλυτες και αφηρημένες ανιστορικές αρχές ενός
ακαδημαϊκού δεοντολογισμού. Η κατάσταση επιτείνεται λόγω του ότι σε αυτή
την περίπτωση, οι εξωτερικοί δεσμοί προβάλλουν ως εσωτερικοί και
τανάπαλιν. Τότε, στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου,
ενδέχεται να ανακύπτουν ποικίλες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αδικίας,
ωστόσο, μόνον η επιστημονική έρευνα, η κοινωνική θεωρία και η αυθεντική
φιλοσοφία μπορούν να αναδείξουν την αναπτυσσόμενη και μη ορατή στην
επιφάνεια τάση ενοποίησης της ανθρωπότητας.
Στην ανταγωνιστική κοινωνία ποικίλες ενώσεις ανθρώπων σε ιδιοτελή βάση,
συνιστούν ορισμένη ενότητα μέσω του διαχωρισμού, μιαν ενότητα
αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική. Κατά την διαμόρφωση της ανθρωπότητας, οι
εσωτερικοί δεσμοί προβάλλουν κατ’ αρχάς ως αναγκαιότητα επιβίωσης της
ανθρωπότητας, δια της αποτροπής των καταστροφικών επιπτώσεων μέσων και
τρόπων επενέργειας στην φύση και στην κοινωνία, που δεν ορίζονται από το
σύνολο της ανθρωπότητας. Εδώ πρόκειται μάλλον περί της αρνητικής-
αποφατικής έκφανσης του εσωτερικού δεσμού της ανθρωπότητας ως όρου
ύπαρξής της.
Η θετική έκφανση του εσωτερικού δεσμού της ανθρωπότητας, συνίσταται
στην ωρίμανση εκείνων των αναγκαίων και ικανών αντικειμενικών όρων
(υπέρβαση του αγώνα για επιβίωση και κατίσχυση, ικανοποίηση κατά τον
βέλτιστο τρόπο των αναγκών, καθολική πρόσβαση σε δημιουργικές
δραστηριότητες, πραγματική κοινωνικοποίηση του χαρακτήρα της εργασίας,
κ.ο.κ.) που οδηγούν στην ενοποίηση της ανθρωπότητας, στην αυθεντικά
ανθρώπινη ιστορία της.
Όταν αυτό θα καταστεί εφικτό, θα σημάνει και την πραγμάτωση της ηθικής
και την επίτευξη της αυθεντικής, της πανανθρώπινης δικαιοσύνης, με
αντίστοιχο μαρασμό της πολιτικής και του δικαίου. Οπότε και η ηθική θα
εκλείψει ως διακεκριμένη και ετεροπροσδιοριζόμενη σφαίρα, και θα καταστεί
πτυχή αδιαχώριστη της συνθετικής συνείδησης των ολόπλευρα
αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων.
Ωστόσο, η ριζική ανασυγκρότηση της ανθρωπότητας ως εσωτερικά ενιαίου
όλου, η μετάβαση στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, δεν συνιστά απλή ηθική
αξίωση αποκατάστασης της δικαιοσύνης, αλλά μιαν αδήριτη αναγκαιότητα, η
μη επίτευξη της οποίας θα οδηγήσει νομοτελώς στην αυτοκαταστροφή.
289
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια, βιβλία Ι –X, http://www.mikrosapoplous.gr/texts1.htm#nicom1-10.
Βαζιούλιν Β. Α. «Η λογική της ιστορίας της αλληλεπίδρασης ηθικής και πολιτικής». Διάπλους 14, (2006): 18-22.
Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μετάφραση, επιμέλεια,
υπομνηματισμός και πρόλογος Δ. Πατέλη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2004.
Βαζιούλιν Β. Α. «Τα παράδοξα της αξιοπρέπειας υπό το πρίσμα του Μαρξ». Ουτοπία 30 (1998): 143-146.
Βορέα Θ. Ηθική, Ακαδημειακά, τ. 4. Αθήνα: ΟΕΔΒ, 1957.
Ένγκελς Φ., Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Αθήνα: Σ.Ε., 1997.
Hegel G. W. Fr. Φιλοσοφία της ιστορίας. Τόμοι Α-Β. Αθήνα: Νεφέλη, 1980-1981.
Κέην Μ. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για το δίκαιο, Θεσ/κη: Παρατηρητής, χ.χ.
Μάλτσεφ Γ.Β. Ο αστικός εξισωτισμός. Μόσχα, 1984.
Μαρξ Κ. Το κεφάλαιο. Τ. 1-3. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1978.
Μαρξ Κ. Grundrisse.... τομ. Α. Β, Γ, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1989-90.
Μαρξ Κ. θεωρίες για την υπεραξία. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, τόμ.1- 3.
Μαρξ Κ. Κριτική του προγράμματος της Γκοτα. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, (χ.χ.)
Παπανούτσου Ε. Π. Ηθική. Πέμπτη έκδοση, τ. 1-2. Αθήνα – Γιάννιννα: Δωδώνη, 1995.
Παπανούτσου Ε. Π. Πολιτεία και δικαιοσύνη. Αθήνα: Φιλιππότης, 1989
Πασουκάνις Ε. Μαρξισμός και δίκαιο, Αθήνα: Οδυσσέας, 19852.
Πατέλη Δ. «Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης». Ουτοπία 34 (1999): 99-124.
Πατέλη Δ. Τα λήμματα: «Δίκαιο, δικαιοσύνη, δικαίωμα, ιδιοκτησία, καταπίεση, εργασία, κοινωνία,
κοινωνικοοικονομική δομή, κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, πολιτικό σύστημα της κοινωνίας, εξουσία,
υποκειμενικός παράγοντας, υποκείμενο, συμφέρον, συναίνεση, συνείδηση κοινωνική, συνείδηση ταξική, συνειδητό και
αυθόρμητο», στο πεντάτομο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ τ.1-5. Αθήνα: Καπόπουλος, 1994-1995.
Παυλίδη Π. «Κοινωνικό ιδεώδες: μεταξύ θρησκείας και επιστήμης». Ουτοπία 55 (2003):119-137.
Πελεγρίνη Θ. Ηθική και φιλοσοφία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997.
Rawls John. Η Δικαιοσύνη ως Ακριβοδικία. Αθήνα: Πόλις, 2003
Rawls John. Θεωρία της Δικαιοσύνης. Αθήνα: Πόλις, 2001.
Σεν Αμάρτυα. Επανεξετάζοντας την ανισότητα. Αθήνα: Καστανιώτης, 2004.
Tigar Μ. Ε. Levi Μ. R. Το δίκαιο και η άνοδος του καπιταλισμού. Αθήνα: 1981.
Vecchio G. Ιστορία της φιλοσοφίας του δικαίου. Αθήνα:χ.χ.
Young M. The Rise of the Meritocracy. 1870-2033. An Essay on Education and Equality. Harmondsworth: Penguin
Books, 1967.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΑΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ.


1. Εισαγωγικές μεθοδολογικές επισημάνσεις.
Στην εποχή της αγοραίας χρησιμοθηρικής «μετανεωτερικότητας» ανακύπτει
εύλογα το ερώτημα: «έχει άραγε σήμερα νόημα η αναζήτηση θεματικών και
ενδιαφερόντων στην ηρακλείτεια διαλεκτική;». Το ερώτημα δεν είναι
ρητορικό, ιδιαίτερα στις μέρες μας, όπου σε ορισμένους κύκλους, στα πλαίσια
αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «καθηγητική» ή «ακαδημαϊκή»
επιστήμη, κυριαρχεί μια από τις εκδοχές του μεταμοντέρνου χυλού, κατά την
οποία, η ιστορία της φιλοσοφίας πολύ συχνά, ανάγεται σε ένα πολύ καλό
καταφύγιο για τη νωθρότητα του νου. Η πραγματικά θεωρητική μελέτη της
ιστορίας της φιλοσοφίας δεν προσφέρεται για όσους μη έχοντας δική τους
φιλοσοφία «έχουν ως Φιλοσοφία τους την Ιστορία της Φιλοσοφίας» (Καντ
σ.21), ως βολική ξενάγηση στην ιστορία του κόσμου των ιδεών, των απόψεων,
των δοξών των άλλων. Υπό αυτή την έννοια, δεν νομίζω να έχει σοβαρό νόημα
η ενασχόληση με τον Ηράκλειτο, με την ηρακλείτεια φιλοσοφία.
Είναι σκόπιμο, έστω και ακροθιγώς, να διακρίνουμε μερικές άγονες τάσεις-
προσεγγίσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας. Υπάρχει μια τάση αναγωγής του
πραγματικού παρόντος της φιλοσοφίας στο παρελθόν, ακριβέστερα – σε μιαν
εξιδανικευμένη και δογματοποιημένη εκδοχή φιλοσοφικών ιδεών του
παρελθόντος, στα πλαίσια της οποίας κάποιοι θεωρούν πως ό,τι είχε να
ειπωθεί στη φιλοσοφία, έχει ήδη ειπωθεί προ πολλού, άρα το μόνο που απομένει
σε εμάς, είναι να έχουμε κάποιες αναμνήσεις αυτών που έχουν ειπωθεί
θαυμάσια, να υπενθυμίζουμε διαρκώς πόσο ωραία τα είπαν οι αρχαίοι ημών
πρόγονοι και να αναλισκόμεθα σε μια φιλολογική (γραμματολογική,
συντακτική, κ.ο.κ.) εξέταση των κλασικών κειμένων της αρχαιότητας. Όντως,
για ορισμένους λόγιους, «δεν μπορεί να ειπωθεί τίποτα, που δεν έχει ήδη
ειπωθεί», δεδομένου ότι «τίποτα δεν είναι πιο εύκολο από το να βρεθεί για
κάθε καινοτομία κάτι παλιό, που από κάποια άποψη να της μοιάζει» (Καντ σ.21-
22).
290
Μια άλλη άγονη και αδιέξοδη τάση, είναι η αντίληψη εκείνη κατά την οποία
απολυτοποιείται η σημασία κάποιας από τις εκδοχές της σύγχρονης
φιλοσοφίας, και αυτή δογματοποιούμενη, λειτουργεί ως ένας ιδιότυπος
παραμορφωτικός φακός, ως οδηγός (αν όχι και και προκρούστεια κλίνη), για
την εξέταση της φιλοσοφίας. Πρόκειται για την τελεολογική αντιμετώπιση του
παρελθόντος της επιστήμης υπό την (υπέρ-)οπτική της δογματοποίησης μιας
σύγχρονης βαθμίδας της ανάπτυξής της. Δηλαδή, όλες οι μορφές των
αντιλήψεων του παρελθόντος περί του φιλοσοφείν, θεωρούνται απλώς ως
εκδοχές σφαλμάτων, ελλειμμάτων, παρερμηνειών, αδυναμιών, μονομερειών,
προς ανάδειξη της υπεροχής της μίας και μοναδικής εκδοχής αυτής της
απολυτοποιημένης-δογματοποιημένης φιλοσοφίας. Τότε η ιστορία της
φιλοσοφίας προβάλλει απλώς ως προϊστορία για την ανάδειξη (σε μια σχέση
απόλυτης ασυνέχειας, απολυτοποίησης της όποιας τομής), της αρτιότητας,
της πληρότητας και της επάρκειας της εκλαμβανόμενης ως ανεπτυγμένης
βαθμίδας της φιλοσοφίας. Σε μια πιο εξορθολογισμένη εκδοχή αυτής της
προσέγγισης, στοιχεία της οποίας διακρίνουμε σαφώς στον Έγελο, απλώς
λειτουργούν ως σκαλοπάτια-αναβαθμοί μιας γραμμικά εννοούμενης πορείας
προς την τελικώς απολύτως ορθή σύνοψη της φιλοσοφίας, σε αυτή την
«απόλυτη φιλοσοφία».
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη τάση-μόδα, πολύ συνηθισμένη στα ρεύματα της
μετανεωτερικότητας: η σχετικοποίηση των πάντων σε ένα νεφέλωμα, σε μια
χαώδη αντίληψη, στα πλαίσια της οποίας ο ακαδημαϊκός μπορεί κατά το
δοκούν να ανασύρει ρεύματα, ιδέες και θραύσματα εκτός τόπου και χρόνου,
υπεράνω των όρων και των ορίων των ιστορικών πλαισίων αναφοράς του κάθε
συστήματος, του κάθε στοχαστή. Εδώ έχουμε μια σχετικοκρατική θεώρηση του
παρελθόντος της φιλοσοφίας βάσει μιας σκεπτικιστικής θεώρησης της
παρούσας βαθμίδας της ανάπτυξής της. Η ιστορία της φιλοσοφίας
(συμπεριλαμβανομένου του παρόντος και του μέλλοντός της) προβάλλει ως
χαώδες συνονθύλευμα γνωμών, απόψεων και ιδεών, «ως αφήγηση περί πολλών
και ποικιλόμορφων απόψεων και μετατρέπεται κατ’ αυτό τον τρόπο σε
αντικείμενο της αργόσχολης περιέργειας, είτε, εάν έτσι βολεύει, σε
αντικείμενο του ενδιαφέροντος πολυμαθών επιστημόνων» (Χέγκελ σ.18). Συχνά
οι δογματικές σχηματοποιήσεις της πρώτης και της δεύτερης προσέγγισης
ευνοούν την ενδυνάμωση του σκεπτικισμού και της σχετικοκρατίας της τρίτης.
Τότε, ανακαλούνται αυθαίρετα και επιλεκτικά ιδέες και απόψεις,
θεματοποιούνται και επαναδιατυπώνονται κατά το δοκούν για την παραγωγή
δημοσιεύσεων (papers) που δικαιολογούν την αρτιότητα και την ανέλιξη
επαγγελματιών αυτού του τύπου...
Οι ως άνω μονομέρειες οφείλονται στην απουσία εννοιολογικής-
κατηγοριακής αντίληψης περί της φιλοσοφίας, περί του τι σημαίνει φιλοσοφείν
και πως αυτό είναι συνδεδεμένο με την εκάστοτε κοινωνική μερικότητα ή
ολότητα που αυτό εκφράζει. Η παρουσία αυτής της αντίληψης συνδέεται με
την συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το φιλοσοφείν είναι η ύψιστη, η
ανώτερη μορφή επιστημονικής συγκρότησης, ορθολογικής κοσμοθεώρησης του
συνειδέναι στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι ένα εννοιολογικό
συμπύκνωμα καθολικών εννοιολογήσεων της ανθρωπότητας, μέσω των
οριακών γενικεύσεων της καθολικότητας της πρακτικής και θεωρητικής
πρόσκτησης, προσοικείωσης της πραγματικότητας από τον άνθρωπο. Είναι
λοιπόν συμπύκνωμα της εκάστοτε εποχής στις έννοιες, στις κατηγορίες, στα
συστήματα. Αυτό απαιτεί όμως να αντιληφθούμε την πορεία αυτή ως νομοτελή
πορεία, δηλαδή ως υπαγόμενη σε νόμους-τάσεις. Όχι ως προδιαγεγραμένη, όχι
ως μηχανιστική-γραμμική, αλλά διαλεκτικώς εννοούμενη νομοτελή πορεία.
291
Αυτές οι μονομέρειες οφείλονται μεταξύ άλλων και στην αδυναμία
αντιμετώπισης της φιλοσοφίας ως της πλέον συστηματικής επιστημονικής
μορφής εκδήλωσης του κοινωνικού συνειδέναι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζει το γίγνεσθαι του νοείν περί των πραγμάτων, αλλά και του νοείν
περί των τρόπων και των μέσων του νοείν (περί νοήσεως νόηση), που
προϋποθέτει τη μελέτη του γίγνεσθαι του φιλοσοφικού στοχασμού, της
εμφάνισης, της διαμόρφωσης και ανάπτυξης των φιλοσοφικών εννοιών και
κατηγοριών, όπως αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί στα διάφορα στάδια-
σταθμούς της μακραίωνης ιστορίας της φιλοσοφίας.
Κατ' αυτό τον τρόπο εννοούμενη η ιστορία της φιλοσοφίας, ως κριτική
αναστοχαστική διερεύνηση του γίγνεσθαι και της ανάπτυξης των
εννοιολογήσεων, των νοηματοδοτήσεων και των μεταξύ τους συσχετίσεων, ως
συμπύκνωση και γενικευμένο πόρισμα των εκάστοτε καθολικών ιστορικών
μορφών νοητικής και πρακτικής προσοικείωσης του κόσμου από τον άνθρωπο
(και όχι ως απλή εμπειρική περιγραφή “απόψεων”), κατέχει πρωτεύουσα θέση
στη σύγχρονη παιδεία και στην επιστημονική-φιλοσοφική κοσμοθεώρηση της
εποχής μας. Το ποιοτικό στοιχείο, η ειδοποιός διαφορά του φιλοσοφείν,
αναδεικνύεται πάντοτε μέσω της σχέσης είναι και συνειδέναι, δηλαδή, μέσω
της σχέσης του συνειδητού όντος προς τους εκάστοτε φυσικούς και
κοινωνικούς αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του. Αυτή η σχέση δεν είναι
στατική, είναι αναπτυσσόμενη. Περνά από διάφορους αναβαθμούς στην ιστορία
του πολιτισμού. Η πορεία αυτή της ιστορίας της φιλοσοφίας μπορεί να
διακριβωθεί στο βαθμό που την αναδεικνύουμε ως σχετικά αυτοτελή. Η
σχετική αυτοτέλεια της ιστορίας της φιλοσοφίας δεν νοείται ως απομόνωση
από αυτό το κύριο το οποίο αναφέραμε. Σχετικά αυτοτελής σημαίνει
στενότατα συνυφασμένη, συνδεδεμένη και ανατροφοδοτούμενη, αλλά σε υψηλό
βαθμό αφαίρεσης και διαμεσολαβημένη στις σχέσεις της με όλες τις μορφές
της πρακτικής και νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας από τον
άνθρωπο. Με όλες τις μορφές, με τις οποίες ο άνθρωπος μετασχηματίζει
πρακτικά και προσκτά νοητικά την πραγματικότητα. Απαιτείται λοιπόν μια
αντιμετώπιση της φιλοσοφίας από τη σκοπιά της νομοτελούς πορείας της
δημιουργικότητας.
Επιτρέψτε μου ακροθιγώς να αναφερθώ σε αυτό, διότι χωρίς σαφή αντίληψη
περί της δημιουργίας, οι μονομέρειες που προανέφερα προβάλλουν ως η μόνη
και νομοτελής διέξοδος για τα αδιέξοδα της ακαδημαϊκής ενασχόλησης με τη
φιλοσοφία. Εκκινώ από την αντίληψη, ότι η δημιουργικότητα είναι η ειδοποιός
διαφορά του ανθρώπου ως υποκειμένου στην ιστορία. Η δημιουργικότητα έχει
να κάνει πάντοτε με ένα αντικείμενο, το οποίο μετασχηματίζουμε και μερικά
κληροδοτήματα του πολιτισμού, μέσα και τρόπους μετασχηματισμού αυτού του
αντικειμένου νοητικά και πρακτικά, τα οποία κληρονομούμε. Εν προκειμένω,
στη φιλοσοφία, έχουμε κάποια κληροδοτήματα από την ιστορία της
φιλοσοφίας, κάποιες παραδόσεις, κεκτημένα. Δημιουργικότητα δεν σημαίνει
άκριτη δογματοποιημένη προσκόλληση στις παραδόσεις. Δημιουργικότητα δεν
σημαίνει επίσης συλλήβδην απόρριψη κάθε κεκτημένου και κάθε παράδοσης
στην ιστορία του πολιτισμού. Η δημιουργικότητα, τουναντίον, προϋποθέτει τη
διαρκή ανατροφοδότηση των κεκτημένων με την επικαιρότητα. Μέσω της
επικαιρότητας, στον πυρήνα της επικαιρότητας, εκκινώντας από τα ζωτικά
προβλήματα, από τα διακυβεύματα που τίθενται σε κάθε ιστορική εποχή, σε
κάθε ιστορική συγκυρία και τα οποία καλείται να διευθετήσει ο άνθρωπος ως
συνειδητό και φιλοσοφούν υποκείμενο. Στην περίπτωση που η σχέση αυτή προς
την παράδοση είναι ανατροφοδοτούμενη από τον κριτικό αναστοχασμό της
επικαιρότητας, η παράδοση δεν προβάλλει ως συνονθύλευμα μουσειακών
292
εκθεμάτων, ως ενδιαφέρων κυκεώνας ιδεών, παραδοσιακών εννοιών και
αντιλήψεων. Τουναντίον, προβάλλει με τη ζωτική της μορφή, ως δυνατότητα
κριτικής αναστοχαστικής επικαιροποίησης αυτών των παραδόσεων, των
κεκτημένων, μέσω του μετασχηματισμού αυτών των κεκτημένων, κατά τρόπον
ώστε αυτά να καταστούν ζωτικώς ενδιαφέροντα για την περαιτέρω προώθηση,
για την προαγωγή του πολιτισμικού πεδίου, στο οποίο εντάσσουμε τη
δραστηριότητά μας (εν προκειμένω το φιλοσοφείν).
Υπό αυτή την έννοια η ενασχόληση με την παράδοση και με τέτοιους
σταθμούς - αναβαθμούς στην ιστορία της φιλοσοφικής παράδοσης, είναι
ζωτικής σημασίας ζητούμενο της επικαιρότητας. Δεν είναι υπόκλιση στο
παρελθόν, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις... Είναι κάτι πολύ
επίκαιρο. Πολύ ζωτικό, πολύ ζωντανό, πολύ αναγκαίο για την περαιτέρω
ανάπτυξη. Υπό το πρίσμα αυτό, οι αναφορές σε μεγάλους διανοητές και
συστήματα της ιστορίας, προβάλλουν ως νομοτελείς σταθμοί, ως αναβαθμοί
μιας συνειδητοποίησης, της διάγνωσης του καθόλου, εκείνων των καθολικών
μορφών προσοικείωσης που αναφέραμε παραπάνω, ως οργανικών δομικών
στοιχείων του γίγνεσθαι της φιλοσοφίας, ως συμπυκνωμάτων του πολιτισμού
κάθε εποχής.
Έκφανση των άγονων τάσεων είναι και οι απόπειρες άμεσης αναγωγής των
πηγών της φιλοσοφίας του Ηρακλείτου στους οικονομικούς και κοινωνικούς
όρους της εποχής του, καθώς και η αναζήτηση στο έργο του απ’ ευθείας
αναφορών σε σύγχρονες φιλοσοφικές αντιλήψεις (της εγελιανής διαλεκτικής,
του διαλεκτικού υλισμού, της φιλοσοφίας της ζωής, κ.ο.κ.).

2. Σύντομη αναφορά στα βασικά στοιχεία της ηρακλείτειας διαλεκτικής.


Δεν είναι εφικτή μια συστηματική αναφορά στους συγκεκριμένους ιστορικούς
πολιτισμικούς όρους πρωταρχικής εμφάνισης του φιλοσοφείν στο έργο του
Ηρακλείτου στο παρόν κείμενο. Επισημαίνω ακροθιγώς τη θέση και το ρόλο
της μετασχηματιζόμενης κοινότητας στα πλαίσια της αποικίας, δουλοκτητικής
πόλης-κράτους της Εφέσου στη Μικρά Ασία κατά τον 6ο π.Χ. αι., τη σχετικά
άμεση σχέση με τη φύση, τη δοκιμασία των παραδοσιακών μυθολογικών-
θρησκευτικών δοξασιών, την ευνοούμενη και από τη γεωγραφική θέση
ανάπτυξη των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων (και των σχέσεων με
πληθώρα λαών και παραδόσεων), τη σύγκρουση συμφερόντων και τη
δημοκρατική συγκρότηση της πολιτείας (και την ανάγκη άρθρωσης δημόσιου
λόγου, με ανταλλαγή επιχειρημάτων – αντεπιχειρημάτων) και την εμφάνιση
ψηγμάτων ορθολογικών-επιστημονικών γνώσεων.
Οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση της φιλοσοφίας ανακύπτουν από την παρα-
τήρηση και την περιγραφή φυσικών αντικειμένων και διαδικασιών στην πρω-
τόγονη κοινότητα, οι οποίες, ως γνώσεις και δεξιότητες, συνιστούν κατ’ αρχήν
πλευρές της άμεσης κοινωνικής πρακτικής, και ιδιαίτερα της εργασίας για την
εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζην, ενώ στοιχεία αντικειμενικής γνώσης
είναι συνυφασμένα με φαντασιακές δοξασίες της μυθολογίας και της μαγείας.
Η φιλοσοφία του Ηρακλείτου σηματοδοτεί την πρωταρχική εμφάνιση του
φιλοσοφείν. Η πρωταρχική εμφάνιση της φιλοσοφίας και της επιστημονικής
σχέσης προς την πραγματικότητα, συνδέεται με την εμφάνιση και εδραίωση
του ανταγωνιστικού καταμερισμού της εργασίας και της αντίθεσης
χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας (στην κτηνοτροφία, στη γεωργία και στη
χειροτεχνία) με τη σταθερή παραγωγή υπερπροϊόντος και με την εμφάνιση
μιας ομάδας ανθρώπων, απαλλαγμένων από τη άμεση εμπλοκή στη χειρωναξία,
με την ευχέρεια ενασχόλησης με πνευματική δημιουργία και διοίκηση. Η θέση
των τελευταίων παγιώνει και μιαν αποστροφή-περιφρόνηση προς τη
293
χειρωνακτική εργασία που διαπερνά εν πολλοίς το σύνολο της αρχαίας
ελληνικής φιλοσοφίας. Ο άνθρωπος μόλις αρχίζει να απελευθερώνεται από την
τυφλή αναγκαιότητα της φύσης και να ατενίζει τον κόσμο στα πλαίσια της
αισθητηριακής αμεσότητας, του αισθητηριακού συγκεκριμένου.
Η σκέψη του Ηρακλείτου «πάλλεται στο ρυθμό της φύσης κι εκφράζεται από
έναν άνθρωπο που δεν έχει ακόμα αρκετά ξεμακρύνει απ' τη φύση κι απ' όλους
τους παλμούς της, ώστε να νιώθει στερημένος. Οι πρωτόγονοι φοβούνται τη
φύση, οι ρομαντικοί θρηνούν στο στήθος της, οι σύγχρονοι αισθάνονται πως
έχουν ξεμακρύνει απ' αυτήν και θέλουν να την κατακτήσουν. Αντίθετα, ο
Ηράκλειτος είναι ένα παιδί του κόσμου που δέχεται με αληθινή τραγική χαρά
το συμπαντικό παιχνίδι της συμφωνίας και της ασυμφωνίας που υπάρχει
ανάμεσα σ' όλα τα πράγματα» (Αξελός σ.3003).
Συνυφασμένη με την αμεσότητα της ζωντανής εποπτείας και στοιχεία της
μυθολογικής-θρησκευτικής κοσμοαντίληψης (ή εναντίον της τελευταίας) η
πρωταρχικά εμφανιζόμενη φιλοσοφική σκέψη ενορατικά-διαισθητικά,
παραστατικά (με μεταφορές, παρομοιώσεις και αναλογίες) αλλά και με
στοιχεία προ-εννοιών, εννοιών και κατηγοριών, επιχειρεί να συλλάβει την
αλλαγή, τη μεταβολή, την κίνηση, την ενότητα και την αντίθεση, την καθολική
αλληλεπίδραση και το νόμο που συνέχει και διέπει τον κόσμο. Στον αντίποδα
της μυθολογικής - θρησκευτικής κατεύθυνσης του συνειδέναι και σε
συνδυασμό με αυτήν, αναπτύσσεται η ενιαία και αδιαφοροποίητη αρχικά
επιστημονική-φιλοσοφική ορθολογική θεώρηση του κόσμου. Η φιλοσοφία
διαμορφώνεται αρχικά στα πλαίσια της θρησκευτικής μορφής της συνείδησης
κατ’ αυτόν τον τρόπο αφ’ ενός μεν εκμηδενίζει τη θρησκεία ως τέτοια, αφ’
ετέρου δε ως προς το θετικό της περιεχόμενο και η ίδια κινείται πλέον θετικά
μόνο σε αυτή την εξιδανικευμένη θρησκευτική σφαίρα την οποία ανάγει στη
νόηση (Mαρξ σ.24-25).
Ο Ηράκλειτος είναι ο πατέρας της διαλεκτικής, όχι μόνο με την έννοια της
τέχνης του διαλέγεσθαι και με την έννοια της ανάδειξης των αντιφάσεων στα
λεγόμενα του συνομιλητή, αλλά, κυρίως, με την έννοια της ανάδειξης της
καθολικής θέσης και του ρόλου των αντιφάσεων στην ίδια την
πραγματικότητα, στον φυσικό και κοινωνικό κόσμο (βλ. Και Βώρος, σ.19). Εδώ
θα αναφερθώ σε μερικά δομικά και αλληλένδετα στοιχεία της διαλεκτικής του
Ηρακλείτου: στη ροή, στο πυρ, στο λόγο και στον πόλεμο.
Το πρώτο στοιχείο είναι το στοιχείο της ροής ή αλλιώς το καλούμενο «δόγμα
της ροής» των όντων (Βουδούρης σ.74), γνωστό ως «πάντα ῥεῖ» στην
ηρακλείτεια αντίληψη: «ῥεῖν τὰ ὅλα ποταμοῦ δίκην» (Διογένης Λαέρτιος cfr. B
91) και «ποταμοῦ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα λέγει ὡς δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν
οὐκ ἂν ἐμβαίης» (Πλάτων, Κρατύλος 402a [cfr. B 91]). Το γίγνεσθαι, η ροή, η
μεταβλητότητα, αφορά κάθε ον, κάθε ουσία: «Ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι
δὶς τῷ αὐτῷ καθ' Ἡράκλειτον οὐδὲ θνητῆς οὐσίας δὶς ἅψασθαι κατὰ ἕξιν (τῆς
αὐτῆς)· ἀλλ' ὀξύτητι καὶ τάχει μεταβολῆς σκίδνησι καὶ πάλιν συνάγει (μᾶλλον
δὲ οὐδὲ πάλιν οὐδ' ὕστερον, ἀλλ' ἅμα συνίσταται καὶ ἀπολείπει) καὶ πρόσεισι
καὶ ἄπεισι» [40. (91)].
Το δεύτερο στοιχείο είναι το πυρ, με όλη την πολυσημία του όρου. Το
ηρακλείτειο πυρ, δεν είναι και τόσο υλικό υπόστρωμα, όσο υπόσταση
(γενεσιουργού αιτίας) του Κόσμου, αν και οι ίδιες οι έννοιες “υπόστρωμα” και
“υπόσταση” θα εισαχθούν στο πεδίο της φιλοσοφίας αργότερα από τον
Αριστοτέλη. Τα ίδια τα πράγματα είναι καταστάσεις του πυρός,
Η ρωμαλέα έφοδος στο πεδίο του πολιτισμού του ηρακλείτειου στοχασμού,
είναι σαν να σηματοδοτεί το γεγονός ότι «τὰ πάντα οἰακίζει Κεραυνός» (64),
294
ως δύναμη δημιουργίας και καταστροφής ταυτοχρόνως: «κόσμον τόνδε, τὸν
αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν
καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα» [52 (30)].
Δεν υπάρχει ωραιότερη και πιο ρωμαλέα κατάδειξη της έναρξης, της
δρομολόγησης, της αποανθρωπομορφοποιητικής σχέσης του ανθρώπου προς
την πραγματικότητα, για να απομυστικοποιήσει ο νους την τελευταία και να
την αντιληφθεί ορθολογικά. Επιχειρεί μάλιστα να ανιχνεύσει τη
μεταβλητότητα των πραγμάτων, του κόσμου αναζητώντας το μέτρο της. Η
μεταφορά που παραπέμπει στην επίκαιρη πρακτική των εμπορευματικών και
χρηματικών σχέσεων των ελληνικών αποικιών για την κατάδειξη της
καταλυτικής λειτουργίας του πυρός (κατ’ αντιστοιχία με την δυνάμει καθολική
ανταλλαξιμότητα αξιών χρήσης, διαμεσολαβητικό μέτρο της οποίας γίνεται το
νόμισμα), είναι ιδιοφυής: «πυρός τε ἀνταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων
ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός» [49. (90)].
Αυτή η σχέση απομυστικοποίησης-αποανθρωπομορφοποίησης του είναι και
του γίγνεσθαι, δεν θεμελιώνει μόνο το φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά και το
επίστασθαι γενικώς, την επιστημονική αντίληψη του κόσμου, δια της
συνειδητοποίησης του γεγονότος ότι αν θέλουμε να είμαστε ορθολογικώς
σκεπτόμενοι και επιστήμονες, τον κόσμο αυτό θα πρέπει να τον μελετήσουμε,
χωρίς την ανάμειξη καμίας θείας ή δαιμόνιας δύναμης, καμίας υποκειμενικής
αντίληψης ή υποκειμενισμού, αλλά ως έχει αφ’ εαυτού. Και μάλιστα, ο κόσμος
αυτός, κατά τον Ηράκλειτο, είναι ένας κόσμος, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται
άμεσα, ευθέως στην αντίληψη του ανθρώπου, διότι, όπως λέει ο Ηράκλειτος,
«φύσις ... κρύπτεσθαι φιλεῖ» [69(123)] και «ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς
κρείττων» [26. (54)]. Εδώ είναι ήδη παρούσα η διαισθητική εικασία περί της
ουσίας των φαινομένων και διαδικασιών, σε αντιδιαστολή με την επιφανειακή
όψη, με τα προφανή, τα πρόδηλα, τα πασιφανή και αυταπόδεικτα. Αυτή η
εικασία σηματοδοτεί την έναρξη της επιστημονικής ορθολογικής σχέσης του
νου προς το επιστητό. Στην αντίληψη των απαρχών του φιλοσοφικού
στοχασμού η φύση προβάλλει ως καθολική διαίσθηση περί ενός αυτοκινούμενου
όλου το οποίο γεννά τα επιμέρους όντα. Η αντίληψη, ο λόγος και οι ενέργειες
βάσει της αληθούς γνώσης της φύσης και των νόμων που διέπουν τα πάντα,
είναι σωφροσύνη, αρετή και σοφία: «σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ σοφίη
ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας» [79. (112)] και «εἶναι γὰρ ἓν
τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώμην, ὁτέη ἐκυβέρνησε πάντα διὰ πάντων» [77. (41)].
Ακόμα και η κατ’ αίσθησιν γνώση προϋποθέτει καλλιέργεια, δεδομένου ότι
«κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων»
[109. (107)]. Η πολυμάθεια είναι μεν αναγκαίος όρος για τη γνωστική δύναμη
του φιλοσόφου: «χρὴ εὖ μάλα πολλῶν ἵστορας φιλοσόφους ἄνδρας εἶναι» [80.
(35)], αλλά όχι και επαρκής για τη νοητική ικανότητα, καθ’ όσον «πολυμαθίη
νόον <ἔχειν> οὐ διδάσκει· Ἡδίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε
Ξενοφάνεά τε καὶ Ἑκαταῖον» [81. (40)].
Ως εκ τούτου, η γνώση απαιτεί έρευνα, αναζήτηση, σ’ αυτή την αναζήτηση ο
Ηράκλειτος είναι πολύ προσεκτικός. Αφενός μεν, μας καλεί να επιδιώκουμε την
ακριβέστερη δυνατή κριτική προσέγγιση μέσω των δεδομένων των αισθήσεών
μας, ιεραρχώντας τα τελευταία: «ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι
μάρτυρες» [108. (101a)].
Αφετέρου δε, προειδοποιεί περί της ελλιπούς, ανεπαρκούς λειτουργίας των
δεδομένων των αισθήσεών μας και πολύ συχνά παραπέμπει στην πλάνη με την
οποία είναι συνυφασμένα αυτά τα δεδομένα. Άρα, κατά τον Ηράκλειτο, δεν
αρκεί η κατ’ αίσθησιν πρόσληψη της πραγματικότητας, χρειάζεται μια
295
εμβαθύνουσα προσέγγιση, η οποία επίσης δεν μπορεί να αρκεστεί στη
διακριτική ενόραση, αλλά πρέπει να λειτουργήσει στο επίπεδο της θεωρίας για
να μπορέσει ο άνθρωπος να συλλάβει το λόγο-νόμο, την αρμονία που διέπει την
πραγματικότητα.
Το τρίτο στοιχείο της ηρακλείτειας διαλεκτικής είναι ο λόγος ή αλλιώς
νόμος, θεός, ενότητα των αντιθέτων και καθολικότητα. Είναι χαρακτηριστική
και γονιμότατη για το δρόμο που χαράσσει ο Ηράκλειτος η πολυσημία του
όρου. Λόγος σημαίνει ταυτοχρόνως «λόγια» («φράση», «πρόταση», «ομιλία»,
«ρήση») και «νόημα» (ή «έννοια», «κρίση», «αίτια»). Από τη μετρική-
υπολογιστική πράξη της καθημερινής ζωής πέρασε στην έννοια του «λόγου»
και η σημασία της αναλογίας (του κλάσματος), της εξακριβωμένης
αριθμητικής σχέσης του «υπολογισμού», αλλά και της «λογοδοσίας» («λόγον
διδόναι» και και «λόγον αιτείσθαι»). Λόγος είναι ταυτοχρόνως και то
αντικειμενικά δεδομένο περιεχόμενο, στο οποίο ο νους οφείλει «λόγον
διδόναι», αυτή η ιδία η δραστηριότητα της λογοδοσίας του νου -ίδιον
σωφροσύνης, σοφίας και αρετής- έναντι της κοινωνίας (περί των όρων και των
ορίων της γνώσης και της πράξης), αλλά και η φυσική εννοιολογική τάξη του
Είναι και του αρθρούμενου σε λόγο συνειδέναι «σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγίστη, καὶ
σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐαντας» [79. (112)]. Επιπλέον, ο
λόγος αντιδιαστέλλεται σε κάθε τι το ασυναίσθητο και βουβό, στο ανενεργό
και ανεύθυνο, στο παράλογο και άμορφο, όπου αυτό απαντάται στον κόσμο
(στη φύση και στην κοινωνία).
Υπό το πρίσμα του λόγου, ο κόσμος φωτίζεται ως ενότητα αντιθέτων,
αποτελεί ολότητα και επομένως έχει αρμονία. Ωστόσο, η καθημερινή εμπειρία
του κοινού νου συνήθως θέτει αυθαίρετα τη γνώση του μερικού υπεράνω της
γνώσης του γενικού-καθολικού, είτε ανάγει με διάφορους τρόπους τη γνώση
του όλου στη γνώση του μέρους. Εντός αυτού του όλου της καθολικής ροής,
τα πράγματα, τα όντα, καθώς και οι ουσίες «μεταπίπτουν» από το ένα στο
άλλο, με σταθερό το λόγο-νόμο που τα διέπει και τα συνέχει ως ο ρυθμός της
αμοιβαίας μετάπτωσής τους και η νομοτελής σκοπιμότητα της αμοιβαίας
σχέσης τους, διατηρώντας την ευστάθεια και την αρμονία του κόσμου μέσα
από τη γένεση και τη φθορά. Έτσι, χάρη στην έννοια του λόγου, η ηρακλείτεια
διαλεκτική είναι η πρώτη συγκροτημένη φιλοσοφική αντίληψη περί του κόσμου,
η οποία, παρά την πολυσημία της, χαρακτηρίζεται από εσωτερική συνοχή ως
προς τις κύριες δοξασίες της (Βουδούρης σ.77).
Ο λόγος, με όλη την πολυσημία του όρου, είναι ακριβώς εκείνο το πρόπλασμα
της αντικειμενικής νομοτέλειας που διέπει την πραγματικότητα, χωρίς τη
διάγνωση της οποίας ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υποκείμενο,
δηλαδή δεν μπορεί να διαγνώσει και να μεταπλάσει τους αντικειμενικούς
όρους της ύπαρξής του. Εδώ ανακύπτει ένα παράδοξο ως προς το
προσπελάσιμο και το απροσπέλαστο του λόγου. Ο λόγος αυτός είναι κατ’ αρχήν
προσπελάσιμος απ’ όλους τους ανθρώπους, διότι «ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ
φρονέειν» [13. (113)] και «ἀνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ
σωφρονεῖν» [14. (116)]. Ωστόσο, κατά κανόνα, ο κοινός νους δυσκολεύεται να
τον συλλάβει αν δεν διαθέτει εγρήγορση και σύνεση: «τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽
ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες
τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι,
πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν
διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει
ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται» [6. (1)],
ενώ «ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι· φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ
παρεόντας ἀπεῖναι» [9. (34)]. Έτσι, καίτοι ο λόγος είναι κοινό στοιχείο
296
καθολικής ισχύος, αντί να τον ακολουθούν οι πολλοί, ζουν σα να έχουν δική
τους φρόνηση: «διὸ δεῖ ἕπεσθαι τῷ (ξυνῷ, τουτέστι) τῷ κοινῷ· ξυνὸς γὰρ ὁ
κοινός· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες
φρόνησιν» [15. (2)].
Με τα παραπάνω συνδέεται και μια άλλη παρεξηγημένη πλευρά της
πρόσληψης του Ηρακλείτου. Πολλοί του προσάπτουν μιαν υπεροψία, ακόμα και
μισανθρωπία, μια περιφρόνηση απέναντι στους ανθρώπους. Ωστόσο, η στάση
του Ηρακλείτου έχει ένα πολύ σαφή ορθολογικό πυρήνα. Δεν είναι προϊόν
ναρκισσευόμενης φιλαυτίας, όπως θα αρέσκονταν μερικοί (εξ ιδίων κρίνοντες;)
να προσάψουν στον Ηράκλειτο, για τον οποίο, δεν ανακαλύπτει ο άνθρωπος δια
της ελεύθερης αναζήτησης την αλήθεια, αλλά η ίδια η αλήθεια διακατέχει τον
άνθρωπο, εάν αυτός διαθέτει αντίστοιχη ψυχή, ικανή να αφουγκραστεί το
Λόγο. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί να αντιληφθούν το λόγο: «βλὰξ
ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγωι ἐπτοῆσθαι φιλεῖ» [102. (87)]. Χρειάζεται
καλλιέργεια για να διακρίνει ο νους το λόγο μέσα από την αρμονία των
αντιφάσεων, και εφ' όσον τον κατακτά, δεν ομιλεί εξ ονόματος του ιδίου, αλλά
εξ ονόματος αυτού του αντικειμενικού λόγου, κοινωνός του οποίου γίνεται ο
φιλόσοφος: «Μὲν οὖν φησιν εἶναι τὸ πᾶν διαιρετὸν ἀδιαίρετον, γενητὸν
ἀγένητον, θνητὸν ἀθάνατον, λόγον αἰῶνα, πατέρα υἱὸν, θεὸν δίκαιον· “οὐκ
ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφὸν ἐστίν ἕν πάντα εἶναι” ὁ
Ἡράκλειτος φήσι» [18. (50)].
Επομένως, αυτό που μας λέει εδώ ωραία ο Ηράκλειτος, δεν είναι έπαρση της
αυτοπροβολής (άλλωστε, ο ασκητικός αναχωρητισμός, η απόρριψη της
εξουσίας και η ανιδιοτέλεια του βίου του φιλοσόφου δεν συνάδουν με τέτοια
στάση). Είναι το γεγονός, ότι από τα πρώτα σκιρτήματα της ορθολογικής
φιλοσοφικής επιστημονικής σκέψης, καθίσταται σαφές, πως ο κοινός νους είναι
ανεπαρκής για τη διάγνωση της πραγματικότητας σε βάθος. Και δεν είναι θέμα
δημοκρατικότητας η αλήθεια, είναι αγώνας για την κατάκτηση αυτής της
συγκεκαλυμμένης πραγματικότητας, της αρμονίας των αντιθέτων, του λόγου.
Και δεν είναι δεδομένη η αλήθεια στην αμεσότητά της. Χρειάζεται προσπάθεια.
Δεν στοιχειοθετούν ελιτίστικη φιλαυτία του Ηρακλείτου τα παραπάνω. Είναι
μια προειδοποίηση περί των δυσκολιών του νου στην πορεία πρόσκτησης της
πραγματικότητας. Ακριβώς αυτή η δυσκολία καθιστά πολύτιμο τον άνθρωπο
που αντιλαμβάνεται το λόγο κατά τρόπον ώστε αυτός να διέπει τη ζωή του:
«εἶς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ἦι» [90. (49)].
Είναι ο πρώτος στοχαστής που επιχείρησε να αναδείξει μιαν από τις πλέον
περίπλοκες φιλοσοφικές έννοιες: την έννοια του “γίγνεσθαι”. Ως εκ τούτου όλη
η φιλοσοφία του εκφράζει ακριβώς αυτή την κίνηση, από την ανυπαρξία στην
ύπαρξη, τις διαρκείς μεταπτώσεις από τη μία κατάσταση σε άλλη, κ.ο.κ., γι'
αυτό και όλη η φιλοσοφία του αναδεικνύει το γίγνεσθαι, τη ροηκότητα, μέσω
αντιφάσεων, μέσω αντιθετικών διπόλων, οι πόλοι των οποίων ταυτοχρόνως
υπάρχουν και κινούν την πραγματικότητα. Άρνηση και κατάφαση,
μεταβλητότητα και σταθερότητα, ταύτιση των αντιθέτων, βρίσκονται στον
πυρήνα της ηρακλείτειας διαλεκτικής και κάθε διαλεκτικής. Ωστόσο, ο κοινός
νους αδυνατεί να συλλάβει αυτή την αντιφατικότητα του πλέον δυναμικού στη
σκέψη διαλεκτικού λόγου, και τείνει να τον ταυτίζει με κάτι το μυστηριώδες,
ανορθολογικό και ακατάληπτο. Γι' αυτό και ο Ηράκλειτος χαρακτηρίζεται
“σκοτεινός”...
Το τέταρτο στοιχείο είναι ο πόλεμος σε συνάρτηση πάντα με την περί των
εναντίων θεώρηση του Ηρακλείτου. Θα αναφερθώ σε κάποια επιπλέον χωρία,
ουσιαστικά για τη σκιαγράφηση αυτού του στοιχείου της ηρακλείτειας
297
διαλεκτικής. Κατά τον Ηράκλειτο: «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων
δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους
ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους» [22(53)] και μάλιστα «εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον
ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾽ ἔριν καὶ χρεών» [23.
(80)].
Μήπως ο Ηράκλειτος εκφράζει μια πολεμοχαρή διάθεση; Εδώ, πρέπει να
αναφέρουμε επιγραμματικά, ότι το εννοιολογικό κατηγοριακό πλαίσιο, δηλαδή
οι έννοιες της εποχής, τις οποίες χειρίζεται ο Ηράκλειτος, είναι αντικειμενικά
αποκρυσταλλώματα των καθόλου της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν είναι
αυθαιρεσίες υποκειμενικές προϋπάρχουσες σε ένα σύμπαν της αντικειμενικής
πραγματικότητας. Ο Ηράκλειτος λοιπόν προσπαθεί μέσω του ελλειπτικού
αλληγορικού λόγου, με παρομοιώσεις, προσωποποιήσεις και μεταφορές να
καταδείξει την ενότητα αυτή της διαλεκτικής κοσμολογίας, την ενότητα μέσω
της πάλης των αντιθέτων, μέσω της σύγκρουσης (βλ. και Ιωαννίδη). Και αυτή
η ενότητα είναι οντολογική. Μάλιστα δεν αφορά μόνο τη φυσική οντολογία,
αφορά και την κοινωνική οντολογία και εδώ είναι σαφέστατος ο Ηράκλειτος:
αναφέρεται σε κοινωνικά φαινόμενα που είναι πρόσφατα στην πόλη-κράτος της
εποχής, την οποία έζησε και την οποία απαρνήθηκε τρόπον τινά, αρνούμενος
τα αξιώματα που προέβλεπε το γένος του. Είναι νωπές στην κοινωνία του
Ηρακλείτου οι μνήμες της κατάλυσης της πρωτόγονης κοινότητας και του
χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις με αντικρουόμενα συμφέροντα, με το ίδιον
να απειλεί το κοινόν. Είναι συχνοί οι πόλεμοι μεταξύ ελληνικών πόλεων και με
τους Πέρσες. Ωστόσο, δεν διστάζει να γενικεύσει και εκτός κοινωνικού πεδίου
την έννοια του πολέμου ως οντολογική αρχή.
Πυρ και πόλεμος, είναι οι βασικοί μηχανισμοί μετασχηματισμού και
αναδιάταξης των αντιθέτων σε μια νέα αρμονία του λόγου, οι βασικοί
μηχανισμοί επαναρρύθμισης των αντιθετικών όρων του συμπαντικού
γίγνεσθαι, άρσης παρωχημένων μορφών μέσω καταστροφής και δημιουργίας.
3. Αναφορά στις μείζονες εποχές της φιλοσοφίας.
Στο έργο του Ηρακλείτου καθίσταται σαφές ότι η αυθεντική φιλοσοφία είναι
γέννημα της αναστοχαστικής νοηματοδότησης της κοινωνίας, ως ιδεατή
«πεμπτουσία» των καθόλου του εκάστοτε υλικού και πνευματικού πολιτισμού.
Ο τελευταίος, ως αναπτυσσόμενο όλο, διανύει κατά την παρελθούσα και κατά
την τρέχουσα κατάστασή του σειρά σταδίων. Αντιστοίχως και κατά την
διάγνωση, κατά την αναστοχαστική φιλοσοφική νοηματοδότηση της ιστορίας
του πολιτισμού, μπορούμε να διακρίνουμε μια σειρά σταδίων.
Τρεις είναι συνολικά οι μείζονες εποχές κατά την διάγνωση, κατά την
αναστοχαστική νοηματοδότηση της ιστορίας του πολιτισμού (Βαζιούλιν 2006).
Πρώτη είναι η εποχή της συγκρητικής προσοικείωσης του Κόσμου, της
κοινωνίας και της φύσης ως γίγνεσθαι. Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα
αυτής της εποχής, το εξέφρασε ο μέγιστος των στοχαστών της αρχαιότητας,
ο Ηράκλειτος με το στοιχείο της ροής. Εδώ επικρατεί μεν το χάος στη
διαδικασία διάγνωσης της καθολικής κίνησης, της καθολικής μεταβολής, αλλά
σε αυτό το χάος υπήρχαν «νησίδες» αντιλήψεων, ακόμα και εννοιών και
μεγαλοφυείς ενορατικές διαισθήσεις συνθετικού χαρακτήρα.
Η δεύτερη μείζων εποχή όσον αφορά την προσοικείωση της
πραγματικότητας, ήταν η εποχή του διαμελισμού μεμονωμένων πραγμάτων και
αντικειμένων, της αποσπασματικής-αναλυτικής μελέτης τους. Επήλθε λοιπόν η
επικράτηση της ανάλυσης στη γνωστική διαδικασία. Η μετάβαση από την
επικράτηση της συγκρητικής και χαώδους γνωστικής διαδικασίας στην

Από τον όρο «σύγκρασις».
298
επικράτηση της αναλυτικής γνωστικής διαδικασίας, απετέλεσε μεν μεγάλη
πρόοδο στην ανάπτυξη της γνωστικής διαδικασίας εν γένει και της
φιλοσοφίας, συμπεριλαμβανομένης και της νόησης, αλλά (για λόγους
γνωσιακούς και κοινωνικούς-πολιτισμικούς) οδήγησε στην απολυτοποίηση της
ανάλυσης, στην ανιστορική απολυτοποίηση του παρόντος .
Η τάση αυτή, με τα επιτεύγματα και τους ιστορικούς περιορισμούς της,
χαρακτηρίζει εν πολλοίς και τη σημερινή εποχή, αν και έχουν ήδη εμφανισθεί
και αναπτύσσονται οι προϋποθέσεις για την μετάβαση στην τρίτη εποχή της
ανάπτυξης της γνώσης, της νόησης και της φιλοσοφίας. Η τρίτη αυτή μείζων
εποχή της ανάπτυξης της γνώσης και της νόησης, συμπεριλαμβανομένης και
της διάγνωσης, της αναστοχαστικής φιλοσοφικής νοηματοδότησης της
κοινωνίας, συνιστά μεν τρόπον τινά επάνοδο στην πρώτη εποχή που θεμελίωσε
ο Ηράκλειτος, αλλά η επάνοδος αυτή πραγματοποιείται, λαμβάνοντας υπ’ όψιν
και αίροντας διαλεκτικά τα επιτεύγματα και τους περιορισμούς τόσο της
πρώτης, όσο και της δεύτερης, της κατ’ εξοχήν αναλυτικής εποχής.

4. Η ηρακλείτεια φιλοσοφία και οι προοπτικές της διαλεκτικής.


Στο παράδειγμα του Ηρακλείτου καθίσταται σαφές, ότι η αυθεντική
φιλοσοφία δεν προκύπτει από την απαθή ενατενιστική περιέργεια αργόσχολων
σε ώρες αναψυχής, αλλά είναι γέννημα της ανάγκης ορθολογικής αντίληψης,
κατανόησης και αναστοχασμού οξύτατων προβλημάτων που εγείρονται
ενώπιον της κοινωνίας, η οποία ανακύπτει με ιδιαίτερη ένταση σε διάφορες
καμπές της ιστορίας, όταν και όποτε οι κεκτημένες μορφές σκέψης και
κοσμοθεώρησης αδυνατούν να συλλάβουν, να εξηγήσουν το παρόν και να
προβλέψουν το μέλλον. Γι' αυτό και από τη γέννησή της, δεν προβάλλει με τη
μορφή του στοχαστικού μονολόγου ενός απόμακρου σοφού, που ατενίζει τον
κόσμο από το ύψος της υπερήφανης μοναξιάς του, αλλά τουναντίον, είναι
συνυφασμένη με τη γεμάτη πάθος και ένταση πολεμική, μ' ένα σκληρό διάλογο-
αντιπαράθεση με το όλο σύστημα των θρησκευτικών-μυθολογικών αντιλήψεων
περί του κόσμου και της ζωής (Ιλιένκοφ, σ.60).
Έτσι, ο φιλοσοφικός λόγος του Ηρακλείτου εκφράζεται ταυτοχρόνως με εν
τω γενάσθαι εννοιολογήσεις και με διορατικές παραστάσεις (συχνά
ανάμικτες), γίνεται αφοριστικός και ελλειπτικός, αποφθεγματικός και
αινιγματικός, αρθρώνεται ταυτοχρόνως ορθολογικά και καλλιτεχνικά, είναι
αφυπνιστικά αυστηρός και ποιητικός, αφαιρετικός και πλήρης εναργών
παραστάσεων, ως μεγαλόπνοη κοσμοθεωρητική εικασία, ως προτρέχουσα
συνθετική σύλληψη μιας «ψυχής που σπινθηρίζει αστρική ουσία» («scintillam
stellaris essentiae» Macrobius, Scip. 14,19), βυθιζόμενη στο φωτεινό πυρήνα
του λόγου για να διαυγάσει το όλον σαν αστραπή τρομακτικής εμβέλειας. Ο
μεγαλοφυής στοχαστής αδράχνει τον πυρήνα, τη γενεσιουργό αιτία, την
υπόσταση του όλου ως μείζονα θεωρητική νοητική σύλληψη, συνυφασμένη με
κάποιες εμπειρικές μορφές της, με την παραστατικότητα της ζωντανής
εποπτείας (λόγος-πυρ-πόλεμος). Η σκέψη του είναι συνεκτική και ιδιότυπα
συνθετική, συνολική και ανοικτή, μιας και απέχει μακράν των μονομερειών και
των αντιθέσεων που γεννά ο καταμερισμός της εργασίας, η πολυειδίκευση και
ο κατακερματισμός αντικειμένων και προσεγγίσεων στην επιστήμη και στη
φιλοσοφία. Αυτή η αρτιότητα, η πληρότητα, δημιουργεί την αίσθηση ότι ο
στοχασμός του εμπεριέχει δυνάμει, αδιαχώριστο και ενωμένο όλο το φάσμα
της μετέπειτα ουσιώδους πορείας της επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης.
Είναι ένας λόγος που προκαλεί, ώστε να ωθήσει σε υπέρβαση της
παρωχημένης και μυστικιστικής μυθολογίας και ποίησης της εποχής του, ώστε
να απομακρυνθούν οι άνθρωποι από το κοινότοπο του κοινού νου και να
299
συνειδητοποιήσουν το συμπαντικό νόμο (Geldard σ.167). Και ο κόσμος δεν είναι
πλέον για τη σκέψη εξωτερικός, αλλά γίνεται ένα νέο «συνειδητά φλεγόμενο
τοπίο» (αυτόθι σ.169). Υπό το πρίσμα αυτό, η ηρακλείτεια φιλοσοφία προβάλλει
ως μια συνθετική τομή, ως ένα ορόσημο στην πορεία της διανοητικής
ενόρασης και της διανοητικής φιλοσοφικής σκέψης, ως μια ιδιοφυής,
διαισθητική και αναστοχαστική σύλληψη του σύμπαντος κόσμου, υπό το πρίσμα
της θέσης και του ρόλου του ανθρώπου σε αυτόν, το δημιουργικό δυναμικό της
οποίας υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της συγκεκριμένης εποχής του
Ηρακλείτου και συνιστά εν πολλοίς επίκαιρο κεκτημένο του πολιτισμού, που
εξακολουθεί να εμπνέει και να ανατροφοδοτεί τα θεμέλια του φιλοσοφείν.
Γι' αυτούς τους λόγους, η ανάδειξη των βασικών πτυχών της ηρακλείτειας
φιλοσοφίας προβάλλει ως αναπόδραστη αναγκαιότητα για πληθώρα διανοητών
της ιστορίας αλλά και της εποχής μας (Αξελός σ.277-305). Ως εκ τούτου, δεν
είναι τυχαία η αναδρομή στην ηρακλείτεια διαλεκτική που επιχειρούν
ερευνητές της εποχής μας, στο βαθμό που αντιλαμβάνονται τους βασικούς
σταθμούς της διαλεκτικής σκέψης (Βουδούρης, σ.72-98, Geldard, Bogomolov,
Brun, Αξελός, Γεωργίου, κ.ά.), τη σχέση με την ινδική προ-φιλοσοφική σκέψη
(Ωρομπίντο), τη σχέση συνέχειας-ασυνέχειας του ηρεακλείτειου λόγου της
ολότητας με τον Έγελο (Δεληβογιατζής, σ.101-115), είτε επιχειρούν βάσει των
σύγχρονων επιστημονικών ερευνών να υπερβούν το θετικισμό και τον
αναγωγισμό, να ανασυνθέσουν κοσμοθεωρητικά τα επίπεδα της φύσης και των
νόμων που την διέπουν (Ταμπάκης).
Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι σταθμοί στην ανάπτυξη και στις προοπτικές της
διαλεκτικής.

5. Σταθμοί στην ανάπτυξη και ορόσημα για τις προοπτικές της διαλεκτικής.
Σταθμός σημαντικός στην ανάδειξη, επικαιροποίηση και
επανανοηματοδότηση της ηρακλείτειας διαλεκτικής, προπομπός της
μετάβασης στην τρίτη μείζονα εποχή της φιλοσοφίας, είναι το έργο του
Εγέλου, ο οποίος εκλαμβάνει και προβάλλει τον Ηράκλειτο ως απ' ευθείας
προπομπό του συστήματός του (βλ. και Πατέλη). Ενός συστήματος, το οποίο
ανακύπτει ως ιδιότυπη γενίκευση του εννοιολογικού και κατηγοριακού
εξοπλισμού της ιστορίας της φιλοσοφίας και των επιστημών της εποχής του.
Αυτό συνιστά ένα βήμα εμπρός και ταυτοχρόνως, ένα βήμα πίσω εν σχέσει
προς το κεκτημένο του Ηρακλείτου. Βήμα εμπρός είναι η μεγαλειώδης σύνθεση
του μεγάλου ιδεοκράτη στοχαστή. Βήμα πίσω είναι η ιδεοκρατική μονομέρεια
της ερμηνείας της διαλεκτικής, της ηρακλείτειας συμπεριλαμβανομένης, με
την απολυτοποίηση του νοείν κατά Λόγον (Vernunft, κατά Χέγκελ) και τη
συνακόλουθη υποβάθμιση όλης της πορείας της γνώσης που έχει προηγηθεί:
της ζωντανής εποπτείας και του νοείν κατά Διάνοια (Verstand, κατά Έγελο).
Ιδιαίτερα σημαντικός σταθμός, που σηματοδοτεί τη μετάβαση στην τρίτη
μείζονα εποχή της φιλοσοφίας, της συνειδητής διαλεκτικής, όχι πλέον ως
γενικό αφηρημένο σχήμα, αλλά ως λογική και μεθοδολογία συνθετικής
συγκρότησης μιας επιστήμης (της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας),
είναι το έργο του Μαρξ, ιδιαίτερα “το Κεφάλαιο” (βλ. Σχετικά: Vazjulin). Το
μεγαλοφυές μαρξικό εγχείρημα αναπτύσσει και συγκεκριμενοποιεί τη
διαλεκτική του οργανικού όλου, αλλά φέρει και το στίγμα της εποχής του,
ετεροπροσδιοριζόμενο εν πολλοίς από την άρνηση της κεφαλαιοκρατίας.
Αντίστροφες των εγελιανών μονομέρειες συναντάμε σε έργα επιγόνων του
μαρξισμού, που σπεύδουν να κατατάξουν τον Ηράκλειτο στο στρατόπεδο του
υλισμού, ενώ ο ίδιος «δεν ξεχωρίζει καθόλου τη σκέψη από την ύλη κι έτσι δεν
300
είναι ούτε ιδεαλιστής ούτε υλιστής» (Αξελός σ.296).
Επόμενος σταθμός, που δρομολογεί σαφώς την πορεία της διαλεκτικής προς
την συνθετική επιστήμη του μέλλοντος, είναι το εγχείρημα της Λογικής της
Ιστορίας, ως διαλεκτική διεπιστημονικής σύνθεσης, που αναδεικνύει τη λογική
της δομής της κοινωνίας ως ολότητας, αλλά και του ιστορικού γίγνεσθαι του
κοινωνικού μέσα από τη διαπάλη-αλληλεπίδρασή του με το φυσικό, στην
πορεία για την ώριμη κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα (Βαζιούλιν 2004). Εδώ
αποδεικνύεται η προοπτική της διαλεκτικής άρσης της αντίθεσης
χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας (και του απότοκού της δίπολου
ιδεαλισμού-υλισμού) και συγκεκριμενοποιούνται σε θεωρητικό και
μεθοδολογικό επίπεδο τα στοιχεία-κληροδοτήματα της ηρακλείτειας
διαλεκτικής στη δυναμική του Λόγου της Ιστορίας, που χαράσσει προοπτική
για την ενοποίηση της ανθρωπότητας.
Συνεπώς, η ηρακλείτεια διαλεκτική τοποθετείται στο επίκεντρο του πυρήνα
του διαλεκτικού στοχασμού. Η επικαιρότητα της σκέψης του Ηρακλείτου για
την ανάπτυξη της διαλεκτικής γνωσιοθεωρίας και μεθοδολογίας του παρόντος
και του μέλλοντος προβάλλει ανάγλυφα, διότι χωρίς αυτή τη διαλεκτική
λογική και μεθοδολογία, η σκέψη παραπαίει σε αντιφάσεις και μονομέρειες της
προδιαλεκτικής σκέψης, του νοείν κατά Διάνοια, στα πλαίσια της οποίας οι
έννοιες είναι παγιωμένες, δεδομένες και άκαμπτες στην αντιδιαστολή τους με
τη ζωντανή εποπτεία, μορφές χωρίς περιεχόμενο, ποσότητες αδιάφορες της
ποιότητας, κ.ο.κ. Στα πλαίσια της εμπλοκής στο νοείν κατά διάνοια, η ίδια η
ορθολογικότητα προβάλλει όλο και πιο πολύ ως ψυχρός υπολογισμός του
συμφέροντος για χειραγωγικές τεχνοκρατικές παρεμβάσεις.
Η εποχή μας συνιστά μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας. Σήμερα κλονίζονται
και καταρρέουν βεβαιότητες που μέχρι πρότινος φάνταζαν ακλόνητες, ενώ
κεκτημένες μορφές σκέψης και κοσμοθεώρησης αδυνατούν να συλλάβουν, να
εξηγήσουν το παρόν και να προβλέψουν το μέλλον.
Η επικαιρότητα της προβληματικής της ανάπτυξης της διαλεκτικής, γίνεται
πιο έντονη με τα αδιέξοδα της αγοραίας, της τρέχουσας επιστημολογίας της
εποχής μας και του “μεταμοντέρνου”. Προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη
μετάβασης στο ανώτερο στάδιο της λογικής και μεθοδολογίας, στο στάδιο του
Λόγου, στο νοείν κατά λόγον, όχι πλέον μόνο με την αρχαία, την ηρακλείτεια
έννοια, που φέρει το στίγμα μιας μεγάλης άρνησης και μιας μεγάλης
κατάφασης της εποχής του (της άρνησης των θρησκευτικών-μυθολογικών
δοξασιών και της κατάφασης του επιστημονικού-φιλοσοφικού ορθολογισμού),
αλλά κυρίως με την έννοια της διαλεκτικής άρσης όλου του δρόμου που έχει
διανύσει η ανθρώπινη σκέψη από την προ του Ηρακλείτου εποχή μέχρι σήμερα,
σε μια θετική συνθετική ενότητα ειδέναι, και συνειδέναι, ποιείν, πράττειν,
αισθάνεσθαι και νοείν. Στη συνθετική επιστήμη και συνείδηση της ώριμης
ενοποιημένης ανθρωπότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αξελού Κ., Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία. Αθήνα: Εξάντας, 1976.
Βαζιούλιν Β., Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Μετάφραση, υπομνηματισμός, σχόλια: Δ.
Πατέλη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2004.
Βαζιούλιν Β., Η λογική της ιστορίας της αλληλεπίδρασης ηθικής και πολιτικής. Εισήγηση στο 1ο Παγκόσμιο
Συνέδριο Φιλοσοφίας, Ηράκλειο, 24-28.5.2006. ΔΙΑΠΛΟΥΣ Νο 14, Ιούνιος-Ιούλιος 2006, σελ. 18-22, και
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ithiki_politiki.htm
Bogomolov A.S., History of Ancient Philosophy. Moscow: Progress Publishers, 1985.
Brun J., Ηράκλειτος. Αθήνα: Πλέθρον, 1987.Βέικου Θ., Φύση και κοινωνία. Από το Θαλή ως το Σωκράτη. Αθήνα:
Σμίλη, 1991.
Βουδούρη Κ., Προσωκρατική φιλοσοφία. Αθήνα: Ιωνία, 1991.
301
Βώρου Φ., Σύντομη ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Αθήνα: Γρηγόρη, 1984.
Geldard R., Ηράκλειτος, ο “σκοτεινός” φιλόσοφος. Αθήνα: Αρχέτυπο, 2004.
Γεωργίου Α., Ηράκλειτος, ο ηττημένος νικητής. Αθήνα: Γκοβόστη, χ.χ.
Δεληβογιατζή Σ., Ζητήματα διαλεκτικής. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2000.
Diels H., Kranz W., Οι προσωκρατικοί, οι μαρτυρίες και τα αποσπάσματα. Τόμος Α'. Αθήνα: Παπαδήμα,
2005.Ηράκλειτος. http://www.mikrosapoplous.gr/heracletus/heracletus0.html
Ilienkov E., Ηαρχαία διαλεκτική ως μορφή σκέψης. http://www.caute.net.ru/ilyenkov/texts/phc/antdia.html
Ιωαννίδη Κ., Ηράκλειτος. http://www.omilos.tuc.gr/forum/viewtopic/33)
Καντ Ι., Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική. Μετάφραση Γ. Τζαβάρα. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη, 1982.
Long H.S. ed., Diogenis Laertii, vitae philosophorum. Oxford: Clarendon Press, 1964.
Mαρξ Κ. Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος Ι. Αθήνα: Σ.Ε., χ.χ.
Πατέλη Δ., τα λήμματα: Ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, Αντίφαση διαλεκτική, Άρση,
Δημιουργικότητα, Διαλεκτική Λογική, Διάνοια και Λόγος, Ιστορικό και Λογικό, Μαρξ, Σύνθεση, Υλισμός, Χέγκελ. Στο:
Φιλοσοφικό και κοινωνιολογικό λεξικό. Τόμοι 1-5. Αθήνα: Καπόπουλος, 1994-1995, και
http://www.ilhs.tuc.gr/gr/limata.htm
Πλάτωνος, Κρατύλος. http://www.4shared.com/account/file/30134543/2745ede1/__online.html
Ρούσσου Ευ., Ηράκλειτος (Περί φύσεως). Αθήνα: Παπαδήμα, 1987.
Ταμπάκη Ν., Ηράκλειτος και σύγχρονος κόσμος. Αθήνα: Γκοβόστη, 2006.
Φάλκος-Αρβανιτάκης Τ., Ηράκλειτος. Άπαντα. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 1999.
Χέγκελ Γ., Παραδόσεις ιστορίας της φιλοσοφίας, βιβλίο 1ο, στο: Χέγκελ Έργα, τομ.ΙΧ. Μόσχα, 1932.
Vazjulin V.A., Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx. (russ.1968, 2002), deutsche: Auflage, 2005.
Ωρομπίντο Σ., Ηράκλειτος. Αθήνα: Πύρινος κόσμος, 2003.

Δημοκρατία και διαλεκτική υποκειμενικού παράγοντα-


αντικειμενικών όρων στη Λογική της Ιστορίας.
Γράφει ο Δημήτρης Πατέλης

Σε κάθε φάση κατά την οποία γίνεται έκδηλη και αισθητή η γενικευμένη
κρίση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, η κρίση αυτή εκλαμβάνεται σε
ευρεία κλίμακα ως κρίση των θεσμών και της δημοκρατίας. Εν πολλοίς η
συστημική κρίση εκφράζεται με σχετική αυτοτέλεια και ένταση και ως κρίση
αξιοπιστίας των θεσμών, ως κρίση πολιτικής και πολιτειακής εκπροσώπησης,
ως αδυναμία διαμόρφωσης και διαχείρισης συναινετικών στάσεων δια των
θεσμών, κ.ο.κ. Η εκδηλούμενη στις μέρες μας κρίση του δικομματισμού στην
Ελλάδα, φέρνει στο προσκήνιο αυτή την προβληματική.
Δημοκρατία και εξουσία στην ιστορία.
Τι είναι όμως η δημοκρατία; Είναι μια μορφή πολιτεύματος της κοινωνίας,
μορφή άσκησης της εξουσίας. Η τελευταία, αφορά την ικανότητα (ισχύ) και τη
δυνατότητα ορισμένων ατόμων, ομάδων, τάξεων, είτε συνολικά της κοινωνίας
να διαμορφώνουν, να προωθούν και να επιβάλλουν τα συμφέροντα τους
(προπαντός υλικά, οικονομικά) ως συγκεκριμένη βούληση, να επιδρούν σε
ορισμένα πεδία της κοινωνικής ζωής, έτσι ώστε να προσανατολίζουν και να
υποτάσσουν δραστηριότητες, αντιλήψεις, συμπεριφορές, κ.λπ. σύμφωνα με
αυτά τα συμφέροντα.
Η ύπαρξη αντιφατικών συμφερόντων συνδέεται πρωτίστως με την αδυναμία
πρόσβασης στα αποτελέσματα της παραγωγής για τη βέλτιστη (ποσοτικά και
ποιοτικά) ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του συνόλου της ανθρωπότητας,
με την αδυναμία πρόσβασης του συνόλου των ανθρώπων σε δημιουργικές
εργασιακές δραστηριότητες και με την ύπαρξη κατακερματισμένων-μερικών
μονάδων παραγωγών (Βλ. Βαζιούλιν 2004, Πατέλης 2007). Κύριο γνώρισμα
κάθε εξουσίας είναι οι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής.
Διακρίνονται οι θεσμοί της αντιπροσωπευτικής (έμμεσης) δημοκρατίας
(αιρετά όργανα και εκλεγόμενοι από τον λαό αντιπρόσωποι, κοινοβούλια κ.λπ.),
302
και της άμεσης δημοκρατίας, όπου ο λαός ασκεί την υπέρτατη εξουσία απ’
ευθείας (με δημοψηφίσματα, δημόσιες συζητήσεις κρατικών υποθέσεων,
συλλογικές διεκδικήσεις και αγώνες, δραστηριότητα κοινωνικών οργανώσεων,
αυτοδιοίκηση, αυτοδιαχείριση, επαναστατικά συμβούλια τύπου Κομμούνας,
Σοβιέτ, κ.λπ.). Είναι ένα σύστημα λήψης, εκτέλεσης και ελέγχου αποφάσεων,
εντός του οποίου έκαστος των ανηκόντων στον πολιτικό οργανισμό αυτού του
συστήματος γίνεται δυνάμει ή ενεργεία συμμέτοχος (Harrison). Δεν συνιστά
υπεράνω ιστορίας ιδεατή αρχή, ούτε και φαντασιακή θέσμιση (κατά
Καστοριάδη), αλλά είναι φαινόμενο ιστορικά συγκεκριμένο, το οποίο
εμφανίσθηκε πρωταρχικά μαζί με την εμφάνιση σχετικά αυτονομημένων
διοικητικών μηχανισμών, του κράτος και της πολιτικής εξουσίας στην πορεία
του βαθμιαίου μετασχηματισμού της πρωτόγονης κοινότητας των φυλών και
των γενών.
Η βαθμιαία ανάπτυξη της δημοκρατίας (και οι εναλλαγές της με άλλα
συστήματα διακυβέρνησης) συνδέεται με τα συγκεκριμένα ιστορικά επίπεδα
ανάπτυξης του τρόπου παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά, με το βαθμό
μετασχηματισμού των φυσικών δεσμών από τους κοινωνικούς και με τον βαθμό
διάκρισης των επιπέδων, των σφαιρών της κοινωνικής ζωής. Κατά τον Μαρξ
(1978, τ. 3, σ. 972) «στην άμεση σχέση των ιδιοκτητών των όρων παραγωγής με
τους άμεσους παραγωγούς - μια σχέση, που κάθε φορά μια συγκεκριμένη της
μορφή ανταποκρίνεται πάντα με φυσικότητα σε μια καθορισμένη βαθμίδα
ανάπτυξης του τρόπου δουλειάς, και συνεπώς, και στην κοινωνική παραγωγική
της δύναμη - βρίσκουμε το ενδότατο μυστικό, την κρυμμένη βάση όλης της
κοινωνικής συγκρότησης». Η μέγιστη διάκριση και αυτονόμηση των σφαιρών
της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής επιτυγχάνεται στην τελευταία βαθμίδα
της διαμόρφωσης της κοινωνίας, στον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό
σχηματισμό, όπου η απουσία φυσικού δεσμού μεταξύ ιδιοκτητών και μη
ιδιοκτητών μέσων παραγωγής, η κατάργηση της άμεσης ιδιοκτησιακής
σωματικής εξάρτησης των μη ιδιοκτητών μέσων παραγωγής από τους
ιδιοκτήτες οδηγεί στη νομική ελευθερία (ισονομία) και στα αστικά πολιτικά
δικαιώματα. Η εύρυθμη λειτουργία αυτού του καθεστώτος σε ειρηνική
περίοδο, ως πεδίο επιβολής των όρων αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης της
κυρίαρχης αστικής τάξης, ως δήθεν καθολική ενοποιητική αρχή των
ανταγωνιστικών συμφερόντων (μέσω του εκάστοτε συνδυασμού
διακεκριμένων, διαμεσολαβημένων σε ποικίλους βαθμούς και αλληλένδετων
εξουσιών, καταστολής και συναίνεσης, αποκλεισμού και συμμετοχής,
αντιπροσώπευσης και ανάθεσης-μετάθεσης αρμοδιοτήτων, δικαιοδοσιών και
εξουσιών, καλπονοθευτικών συστημάτων, κ.ο.κ.), επιτρέπει την ύπαρξη
διαφόρων μορφών αστικής δημοκρατίας, είτε την απροσχημάτιστη κατάργηση
των δημοκρατικών αρχών και την επιβολή στυγνής δικτατορίας, όποτε οι
συγκρούσεις επιτάσσουν την επιβολή κατασταλτικών μέσων για τη διασφάλιση
της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης και των συμμάχων της. Η αστική
δημοκρατία παραμένει πάντοτε τυπική, διακηρυσσόμενη και ουσιαστικά μη
εκπληρούμενη επαγγελία των ούτως η άλλως τυπικά αφηρημένων αρχών της
(ως άκρον άωτον), κατ’ αρχήν λόγω της θεμελιώδους ανταγωνιστικής
αντίφασης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, οικονομικά ισχυρών και ανίσχυρων.
Η γραφειοκρατικοποίηση, που ανακύπτει νομοτελώς υπό συγκεκριμένες
ιστορικές συνθήκες, (βλ. σχετικά: Μαρξ 1978 α, Παυλίδη, Πατέλη 1987, Ρούση),
υπονομεύει και ακυρώνει περαιτέρω τη δημοκρατία σε εθνικό και διεθνές
επίπεδο. Αυτό εκφράζεται και με την βαθμιαία ενίσχυση του ρόλου των
εκτελεστικών (σε μεγάλο βαθμό μη αιρετών) μηχανισμών έναντι των
νομοθετικών και των υπόλοιπων, των υπερεθνικών έναντι των εθνικών. Τα
φαινόμενα αυτά επιτείνονται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο της κεφαλαιοκρατίας
303
και κατά την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση. Η πολυθρύλητη
«παγκοσμιοποίηση» της εποχής μας, είναι μια διαδικασία κατευθυνόμενη από
τους όρους που θέτουν σε παγκόσμια κλίμακα οι ισχυρότερες πολυεθνικές.
Βάσει αυτής της λογικής συγκροτούνται διεθνείς και παγκόσμιοι οικονομικοί,
πολιτικοί και πολεμικοί οργανισμοί για την επιβολή, την εδραίωση και
διαιώνιση αυτής της τάξης πραγμάτων (βλ. και Λούκατς σ.49). Οργανική
εκδήλωση αυτής της αντιφατικότητας, είναι και ο εν εξελίξει Τρίτος
Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος.
Οι περί δημοκρατίας αντιλήψεις, ως βασικό ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς
των επαναστατικών κινημάτων της ανερχόμενης αστικής τάξης,
αναπτύχθηκαν σε συνάρτηση με τις αντιλήψεις περί ελευθερίας, ισότητας,
ισονομίας, ισοπολιτείας, κ.ο.κ. Μετά την εδραίωση της εξουσίας της αστικής
τάξης, ο προπαγανδιστικός λόγος των ιδεολόγων της περί δημοκρατίας
αποστειρώνει το επαναστατικό κοινωνικό φορτίο της έννοιας, ανάγοντας την
προβληματική σε παίγνιο αρχών και τεχνικών όρων, σε τυπική θεσμολαγνεία,
σε αφηρημένη δεοντολογία, σε τυπική αντιδιαστολή των αρχών της ισότητας
και της ελευθερίας, σε εμμονή στην ανάδειξη-κατασκευή δικαιωμάτων
μειονοτήτων βάσει επουσιωδών κριτηρίων, προς απόκρυψη των ταξικών
αντιθέσεων, κ.ο.κ. (βλ. Held σ.33-75, Minogue σ.98-106, Miller σ.41-60). Στα
πλαίσια της αστικής προπαγάνδας, η «πλουραλιστική» δημοκρατία
αντιπαρατίθεται σε κάθε επαναστατικό εγχείρημα, γεγονός που οδηγεί επί
ψυχρού πολέμου στο ιδεολόγημα του «ολοκληρωτισμού» (για την εκπόνηση και
διάδοση του οποίου η C.I.A. πλήρωνε αδρά και εκπροσώπους της «αριστερής»
διανόησης, όπως π.χ. την Χάνα Άρεντ, βλ σχετικά Petras), ώστε να
εμπεδώνεται η δήθεν εσωτερική συνάφεια φασισμού και κομμουνισμού (βλ.
Λούκατς, σ.38). Ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας 1980-1990 συγκαλυπτόταν
επισταμένως η σχέση αστικής δημοκρατίας και ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μετά
την ήττα των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20 ου αι. και την
παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας, η σύνδεση δημοκρατίας και «ελεύθερης
αγοράς» τίθεται κυνικά στο προσκήνιο (βλ σχετικά τις εύστοχες επισημάνσεις
του Catone) ως εσχατολογική αρχή των ιδεολογημάτων περί τέλους της
ιστορίας και ως προκάλυμμα των πολέμων της νέας τάξης (βλ. Γρηγοπόπουλο).
Ο χαρακτήρας, η θέση και ο ρόλος του υποκειμένου.
Τα προβλήματα της δημοκρατίας (της δημοκρατικής εξουσίας) συνδέονται
με τα ερωτήματα: ποιος, ποιόν, γιατί, με τι σκοπό και πως διοικεί. Πέρα από
τις όποιες φενάκες, αυταπάτες, ανιστορικές φετιχοποιήσεις και τα
ιδεολογήματα, το ζήτημα της δημοκρατίας εγείρει στο προσκήνιο ένα άλλο
μείζον ζήτημα της θεωρίας και της πρακτικής, που υπερβαίνει κατά πολύ τα
πλαίσια της πολιτικής και της ιδεολογίας: το ζήτημα της θέσης και του ρόλου
του υποκειμένου στη δομή και στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Αυτό το ζήτημα
πραγματεύονταν και πραγματεύονται οι άνθρωποι σε διάφορους βαθμούς
επίπεδα και τρόπους με όρους δημοκρατίας. Μόνον υπό το πρίσμα αυτού του
ζητήματος, μέσω της αντικειμενικής διερεύνησης της διαλεκτικής
υποκειμένου-αντικειμένου, υποκειμενικού παράγοντα και αντικειμενικών όρων
στο κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι εφικτή η ανίχνευση των πραγματικών και όχι
φαντασιακών δυνατοτήτων διαμόρφωσης και ανάπτυξης (ατομικά και
συλλογικά) του καθολικής εμβέλειας υποκειμένου στην ανθρωπότητα ως
ολότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, το ζήτημα της δημοκρατίας (ο ορθολογικός
πυρήνας του) προβάλλει ως διαλεκτική της μετάβασης από την δυνάμει στην
ενεργεία συμμετοχή του υποκειμένου στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Έτσι, υπό το
πρίσμα της Λογικής της Ιστορίας, το ζήτημα της δημοκρατίας ανάγεται στο
ζήτημα της διαλεκτικής τυπικής (δυνάμει) και πραγματικής (ενεργεία)
304
κοινωνικοποίησης της εργασίας και της ανθρωπότητας.
Τι είναι όμως το υποκείμενο; Είναι ο άνθρωπος (άτομο, ομάδα, κοινωνική
τάξη, κοινωνία) ως φορέας και ενεργητική πηγή της γνώσης και του
μετασχηματισμού της πραγματικότητας. Είναι ο φορέας της δραστηριότητας,
της εργασίας, της πρακτικής, της γνωστικής διαδικασίας και της
συμπεριφοράς, που κατευθύνει την ενεργητικότητα του προς το αντικείμενο
για να το μετασχηματίσει βάσει των αναγκών του. Υποκείμενο και αντικείμενο
είναι σύστοιχες, συσχετικές και αλληλοπροσδιοριζόμενες, στην αντιφατική
ενότητα τους, φιλοσοφικές κατηγορίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το
βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας.
Το υποκείμενο είναι δυνατόν να κατανοηθεί επιστημονικά μόνο μέσα από τη
διερεύνηση της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας στη Λογική της
Ιστορίας, μέσω της ανάδειξης της νομοτέλειας που διέπει τη διαδικασία
εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας. Καθοριστικό ρόλο στην
ανάδειξη του υποκειμένου διαδραματίζει ο χαρακτήρας της εργασίας, η
παραγωγή, οι σχέσεις παραγωγής και ο τρόπος παραγωγής. Επομένως,
υποκείμενο συγκροτεί το άτομο (προσωπικότητα) είτε η ομάδα
(συλλογικότητα) στο βαθμό που δεν προσαρμόζεται στην εκάστοτε
κρατούσα κατάσταση, στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξης, στο
είναι ως έχει (όπως κάνει το ζώο), αλλά τους διαγιγνώσκει, τους
συνειδητοποιεί και τους μετασχηματίζει. Το εύρος και το βάθος, η
καθολικότητα αυτής της διάγνωσης, της συνειδητοποίησης και του
μετασχηματισμού, είναι το «μέτρο» της ανάπτυξης του υποκειμένου. Ως εκ
τούτου, στάσεις ζωής, θεσμοί, κ.ο.κ. που προτάσσουν ως στρατηγική
επιβίωσης την προσαρμογή στους εκάστοτε αντικειμενικούς όρους της
ύπαρξης (έστω με την κατ’ επίφαση συμμετοχή και διαχείρισή τους, με την
παθητικοποίηση των μαζών, στην οποία κατά κανόνα ανάγεται η τυπική αστική
δημοκρατία) ακυρώνουν την ανάπτυξη του ανθρώπου ως υποκειμένου, τον
μετατρέπουν σε ενεργούμενο, σε υποχείριο αναδεικνύοντας κατ’ εξοχήν την
ζωώδη ικανοποίηση αναγκών (βλ. καταναλωτισμός και ιδιώτευση).
Στα αρχικά στάδια εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, ο άνθρωπος
ως παραγωγός προβάλλει σε σημαντικό βαθμό ως φυσικό σώμα, ως δεδομένο
από τη φύση μέσο παραγωγής, δηλαδή ως αντικείμενο. Η σταδιακή διάκριση
των παραγωγών από τα μέσα παραγωγής και η αντίστοιχη διαμόρφωση του
υποκειμένου πραγματοποιείται στον βαθμό της ανάπτυξης και διάδοσης
παρηγμένων, τεχνητών μέσων παραγωγής, στον βαθμό της διαμόρφωσης του
κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας. Στην πορεία αυτή το διαμορφούμενο
υποκείμενο διχάζεται, λόγω της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής
εργασίας και της ταξικής πάλης, που συνδέεται με ομαδοποιήσεις
μεμονωμένων ατόμων, έναντι των οποίων οι υπόλοιποι άνθρωποι προβάλλουν
μόνο ως μέσα υποστήριξης της ύπαρξης των πρώτων, δηλ. ως αντικείμενα
προς εκμετάλλευση και καταπίεση.
Η εκάστοτε θέση και ο ρόλος, η ενεργητικότητα του υποκειμένου (ατόμων,
ομάδων, τάξεων, της κοινωνίας συνολικά) που εκδηλώνεται σε διαφορά
επίπεδα (οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό, οργανωτικό) και μορφές (ειρηνικές,
βίαιες, μεταρρύθμιση, επανάσταση κ.λπ.) και αποσκοπεί στην εδραίωση
(παγίωση, διατήρηση, συντήρηση) ή στην αλλαγή (οπισθοδρόμηση ή ανάπτυξη)
των αντικειμενικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας, εννοείται ως
υποκειμενικός παράγοντας στην ιστορία. Η διάκριση του υποκειμενικού
παράγοντα έχει νόημα (θεωρητικό και πρακτικό) μόνο σε συνδυασμό με τους
εκάστοτε αντικειμενικούς όρους της ιστορίας της ανθρωπότητας ως
ολότητας, με τη νομοτέλεια που διέπει τη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης
305
και ανάπτυξης της κοινωνίας.
Κάποιοι αρέσκονται ακόμα να μηρυκάζουν δίκην θεωρίας τα αλτουσεριανά
δόγματα των στρουκτουραλιστικών κατασκευών περί ιστορίας ως
«διαδικασίας χωρίς υποκείμενο», πασχίζουν να ξορκίσουν από το μαρξισμό «το
ζεύγος Υποκείμενο-Σκοπός», θεωρώντας το «μυστικοποίηση» της εγελιανής
διαλεκτικής!… Θα μπορούσε άραγε να υπάρξει ποτέ ανθρώπινη δραστηριότητα
και κοινωνία χωρίς αυτή τη «μυστικοποίηση» της μετασχηματιστικής σκόπιμης
δραστηριότητας του κοινωνικού ανθρώπου που καθιστά τον άνθρωπο
υποκείμενο;
Η αρνητική σχέση του ανθρώπου προς την ανελευθερία (τον καταναγκασμό,
τη χειραγώγηση κ.λπ.) είναι ευθέως ανάλογη του γίγνεσθαι των ανθρώπων ως
ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων, δηλαδή ως υποκειμένων των
κοινωνικών σχέσεων με συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Ωστόσο, η αρνητική
σχέση προς την ανελευθερία (απαραίτητη αφετηρία σε αυτό το γίγνεσθαι),
ενέχει τον κίνδυνο εγκλωβισμού του υποκειμένου σε ετεροπροσδιορισμό έναντι
αυτών των αντικειμενικών όρων που τους εκλαμβάνει ως στέρηση ή περιστολή
της ελευθερίας του. Εδώ είναι που η ελευθερία (η ισότητα, τα δικαιώματα, η
δημοκρατία) προσδιορίζεται αρνητικά, αποφατικά, ως «ελευθερία από» (την
ανισότητα των προνομίων των κατεστημένων τάξεων, την απουσία
δικαιωμάτων, τα φεουδαρχικά δεσμά, το κεφάλαιο, κ.ο.κ.). Στο βαθμό που το
υποκείμενο ωριμάζει στην διαμόρφωσή του, συγκροτείται με τη διάγνωση, τη
συνειδητοποίηση και τη σκοποθεσία της νομοτελούς αναγκαιότητας θετικού
αυτοπροσδιορισμού της ελευθερίας («ελευθερία για τι, προς τι»), στο
επαναστατικό κίνημα για την χειραφέτηση της ανθρωπότητας μέσω του
επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό.
Υποκείμενο και προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας.
Υπό το πρίσμα και αυτών των επισημάνσεων, θα ήταν σκόπιμο να
επανεξετάσουμε και την συγκρότηση των υποκειμένων στην ιστορία του
επαναστατικού κινήματος. Η διαλεκτική θετικού και αρνητικού
αυτοπροσδιορισμού του υποκειμένου, το τι θέλει και ιδιαίτερα, το τι μπορεί
πραγματικά να κάνει το κάθε υποκείμενο, προσδιορίζεται από το εκάστοτε
φάσμα δυνατοτήτων των ιστορικά προσδιορισμένων αντικειμενικών όρων της
εργασίας του και ευρύτερα της ύπαρξής του. Ελάχιστοι στοχαστές
προσεγγίζουν αυτή την προβληματική όταν αναφέρονται π.χ. στα προβλήματα
της σοσιαλιστικής δημοκρατίας (βλ. Βαζιούλιν, Παυλίδης, Catone). Από αυτή
την άποψη η εκάστοτε ιστορική συγκυρία προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων
(δυνητικών προοπτικών) του υποκειμενικού παράγοντα, ένα φάσμα διαρκώς
διευρυνόμενο και περισσότερο διαμεσολαβημένα εξαρτώμενο από τον
καθοριστικό σε τελευταία ανάλυση ρόλο του εκάστοτε τρόπου παραγωγής.
Τα υποκείμενα δεν «κατασκευάζονται», δεν συγκροτούνται αυθαίρετα κατά
το δοκούν. Δεν επιλέγουμε υποκείμενα κατά τα γούστα μας στην ιστορία. Στις
μέρες μας κάποιοι αρέσκονται να φαντασιώνονται στις αρχές του 20 ου αι. υπερ-
υποκείμενα τεχνοτρονικών δυνατοτήτων, τα οποία στη συνέχεια λοιδορούν
αβρόχοις ποσί, επειδή επιδόθηκαν σε αντιδημοκρατικές πρακτικές ή τις
ανέχθηκαν, επειδή τελικά (με την ήττα του πρώιμου σοσιαλισμού) σπίλωσαν επί
γης την επουράνια «καθαρή» ιδέα του σοσιαλισμού τους…Ωστόσο, όπως έχω
αναφέρει σε άλλα κείμενα (Διάπλους τ.18, 2007), υποκείμενο των πρώιμων
σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι το παραδοσιακό προλεταριάτο, η
βιομηχανική εργατική τάξη, η οποία εμπλέκεται κατ’ εξοχήν σε
επαναλαμβανόμενες, χειρωνακτικές, εκτελεστικές, κοπιώδεις, μονομερείς και
συχνά ανθυγιεινές εργασιακές διαδικασίες, που προβάλλουν ως μέσο για την
(πρωτίστως ποσοτική) ικανοποίηση πάγιων αναγκών. Το υποκείμενο αυτό
στατιστικά, νομοτελώς φέρει το στίγμα της προσδιοριζόμενης από άκαμπτους
306
τεχνικούς όρους επαναλαμβανόμενης, κοπιώδους, εκτελεστικής εργασίας, με
αντίστοιχες προσλαμβάνουσες παραστάσεις να ορίζουν την ιδιοτυπία της
συνείδησής του (στερεοτυπική σκέψη, εκτελεστικότητα, περιορισμένο φάσμα
δημιουργικότητας, ετεροπροσδιορισμός, κ.ο.κ.). Με την ιστορική
αναγκαιότητα μετατροπής αυτής της παραδοσιακής εργατικής τάξης από
τάξη «εν εαυτή» σε «τάξη δι εαυτήν» συνδέεται εν πολλοίς και η ανάπτυξη του
θεωρητικού κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού, η ιδεολογική πρόσληψη και
χρήση αυτού του κεκτημένου και τα αντίστοιχα πολιτικά-οργανωτικά
μορφώματα (π.χ. το λενινιστικό κόμμα «νέου τύπου»). Ως αποτέλεσμα της
δράσης αυτού ακριβώς του υποκειμένου και των συμμάχων του, εμφανίζονται
οι πρώιμες νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, προκύπτει ο «πρώιμος
σοσιαλισμός».
Υποκείμενο των επικείμενων ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι
ένας άλλος τύπος εργαζόμενου, ο οποίος διαμορφώνεται και αναπτύσσεται σε
εργασιακές διαδικασίες, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ανανέωση, η
ανάπτυξη, η δημιουργικότητα, η ανάπτυξη δημιουργικών ικανοτήτων, η
σφαιρική-καθολική απεύθυνση και η ανάγκη για εργασία (όχι η εργασία ως
μέσο και προϊόν πειθαναγκασμού της πείνας ή της καταστολής). Είναι το
υποκείμενο των συνδεόμενων με την αυτοματοποίηση δραστηριοτήτων, οι
οποίες παύουν να συνιστούν εργασία με την παραδοσιακή έννοια του όρου,
προαπείκασμα της ανεπτυγμένης μορφής των οποίων μας παρέχουν οι
δημιουργικότερες στιγμές της ερευνητικής επιστημονικής και καλλιτεχνικής
δραστηριότητας, αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθολική εργασία». Το
υποκείμενο αυτής της εργασίας δεν υπάγεται άμεσα στην ακαμψία δεδομένων
και παγιωμένων εμπράγματων όρων. Χειρίζεται, βελτιστοποιεί και δημιουργεί
καθολικής εμβέλειας αναπτυξιακά και αναπτυσσόμενα υλικά και ιδεατά μέσα
και τρόπους επενέργειας του ανθρώπου στο περιβάλλον του, που συνιστούν
ταυτοχρόνως μέσα και τρόπους συσχέτισης, αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας
των ανθρώπων.
Ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να διακρίνουν το υποκείμενο που
θα φέρει συνειδητά σε πέρας την βασική αντίφαση του σοσιαλισμού, που θα
συνιστά ταυτοχρόνως και την άρση της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων και
σχέσεων παραγωγής (όπου οι παραγωγικές δυνάμεις θα μετατραπούν σε
σχέσεις παραγωγής και τανάπαλιν). Τέτοιου τύπου υποκείμενο θα
δρομολογήσει τη διαδικασία όπου (για να θυμηθούμε τον Ένγκελς σ.109) στη
θέση της διακυβέρνησης ανθρώπων θα τεθεί η διαχείριση πραγμάτων και η
διεύθυνση παραγωγικών διαδικασιών, οπότε και παρέμβαση της κρατικής βίας
και της πολιτικής εξουσίας (άρα και η ίδια η δημοκρατία ως μορφή ενάσκησης
της εξουσίας) καθίσταται περιττή και ατονεί από μόνη της, εκπίπτει από το
προσκήνιο έχοντας επιτελέσει τον ιστορικό της ρόλο.
Η περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνίας μέσω της άρσης των ανταγωνισμών,
της αντίθεσης πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, με την ενοποίηση των
σφαιρών της κοινωνικής ζωής και της ανθρωπότητας συνολικά, θα ξεπεράσει
μαζί με την δημοκρατία και όλα τα πολιτεύματα, και την πολιτική συνολικά,
ως μορφή κοινωνικής συνείδησης και ως συγκρουσιακό πεδίο της ανθρώπινης
δραστηριότητας, συνδεδεμένο με ορισμένου τύπου ιστορικά παροδικές μορφές
συγκρότησης της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, θα ξεπεράσει και τις ανιστορικές
αυταπάτες, που ονειρεύονται την «καθαρή δημοκρατία» και την αναγορεύουν
σε αξία αφ εαυτής, παραδεχόμενες εμμέσως πλην σαφώς το δήθεν
ανυπέρβλητο των εκμεταλλευτικών σχέσεων που γενούν την πολιτική και τα
πολιτεύματα (συμπεριλαμβανομένης και της δημοκρατίας).
Μέχρι τότε όμως, μέχρι να εξαλειφθούν οι αντιφάσεις μεταξύ κυρίαρχων και
κυριαρχούμενων και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ο αγώνας για
307
εκδημοκρατισμό, για εμβάθυνση και διεύρυνση τις ουσιαστικής εκπλήρωσης
της δημοκρατίας, θα παραμείνει οργανικό στοιχείο της πάλης για τη
χειραφέτηση, στο βαθμό που θα συνδέεται με την προοπτική του
κομμουνισμού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Catone A., 2007, Το ζήτημα της δημοκρατίας στις κοινωνίες της μετάβασης. Η σοβιετική περίπτωση. OYTOΠIA,
τ.77, σ. 89-106.
Hall St., Held D., McGrew A., Η νεωτερικότητα σήμερα. Σαββάλας, Αθήνα, 2003
Harrison R., Democracy, in: Routledge Encyclopedia of Philosophy, by Ed. Craig (Editor). New York 2005.
Miller D., Πολιτική φιλοσοφία. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006.
Minogue K., Πολιτική. Ελληνικά. Γράμματα, Αθήνα, 2006.
Petras J., The CIA and the Cultural Cold War Revisited. MONTHLY REVIEW, November 1999,
http://www.monthlyreview.org/1199petr.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 18.4.2008.
Βαζιούλιν Β. Α., Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004.
Γρηγοπόπουλου Δ., Βιβλιοκρισία στο: Fukuyama F., Οικοδόμηση κρατών. OYTOΠIA, τ.77, σ.213-216.
Ενγκελς Φ., Η καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους. Σ. Ε.
Ενγκελς Φ., Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός. Θεμέλιο, Αθήνα, 1980.
Καστοριάδη Κ., Η φαντασιακή θέσμιση της Κοινωνίας (Εκδ. Ράππα, 1978
Λένιν Β.Ι., Κράτος και επανάστασης. Άπαντα ,τ.33.
Λούκατς Γ., Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 1987.
Μαρξ Κ., Kριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, εκδ. Παπαζήση Αθήνα, , 1978α .
Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 3, Αθήνα, 1978β.
Πατέλη Δ., Για την αναγκαιότητα της διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. ΔΙΑΠΛΟΥΣ,
τεύχος 18, Φεβρ.-Μαρτ.2007, σ.20-24.
Πατέλη Δ., Για το πρόβλημα της γραφειοκρατίας. Μόσχα 1987, http://www.ilhs.tuc.gr/gr/patelis_grafiokratia.htm,
ημερομηνία ανάκτησης: 18.4.2008.
Πατέλη Δ., Δικαιοσύνη και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας, στο: Αξίες και δικαιοσύνη στην εποχή της
οικουμενικότητας, επιμ. Κ. Βουδούρη, Ε. Μαραγγιανού, ΙΩΝΙΑ, Αθήνα, 2007, σ. 180-194.
Παυλίδη Π. Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ. Αθήνα, 2001.
Ρούση Γ., Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία. Σ. Ε. Αθήνα, 1985.

Η λογική της ιστορίας και τα καθήκοντα της εποχής


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Έχει νόημα η μελέτη της Λογικής της Ιστορίας στην εποχή μας;
Η λογική πίσω από την ωρίμανση των όρων της επανάστασης στην ιστορία
Η ανάγκη διάκρισης Πρώιμων και Ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων
Για το υποκείμενο των Πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων
Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η ανεπίλυτη βασική αντίφαση του σοσιαλισμού
Για τις ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις και το Υποκείμενο τους
Για το Νέο Στάδιο της κεφαλαιοκρατίας
Για τη σημερινή δομική κρίση της κεφαλαιοκρατίας
Για τα στάδια της επιστημονικής-τεχνολογικής επανάστασης και την
κεφαλαιοκρατική τους χρήση
Ο ενδιάμεσος χαρακτήρας της σημερινής εποχής και οι προοπτικές
Για τη θρησκευτικού τύπου μεταφυσική διάσταση του ουτοπικού αρνητισμού
Επαναστατική συνείδηση και συγκρότηση κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου
Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για
την αντιστοιχία-αναντιστοιχία υποκειμένου, υλικών και οργανωτικών μέσων
μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία

Έχει νόημα η μελέτη της Λογικής της Ιστορίας στην εποχή μας;
Μέσα στην περιδίνηση της παγκόσμιας συστημικής κρίσης, αυτό που βιώνουν άμεσα
οι άνθρωποι, είναι το αδιέξοδο, η απουσία νοήματος και προοπτικής. Σαν να έχει χάσει
το νόημά της οποιαδήποτε αναφορά σε ορθολογισμό και λογική, όταν η κυρίαρχη
«λογική» και «τέλος της ιστορίας» φαίνεται πως είναι ο φαύλος κύκλος της επιβολής
του παραλογισμού μιας ληστρικής καταστροφής των λαών δίχως τέλος, που παίρνει
τη μορφή γενοκτονίας.
Και όμως, ακριβώς τώρα είναι που προβάλλει επιτακτικότερα από ποτέ η ανάγκη να
αποκαλυφθεί πως ο παραλογισμός της καταστροφής του ανθρώπου και της φύσης για
τη σωτηρία του συστήματος της κυριαρχίας των αγορών, και η θυσία σε αυτόν τον
Μολώχ μερικών από τις επόμενες γενεές, δεν είναι μονόδρομος, πως έχει τους νόμους
308
της η ιστορία, πως ο άνθρωπος μπορεί να διαγνώσει αυτούς τους νόμους, τη Λογική
της Ιστορίας, μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι η ενοποίηση της ανθρωπότητας δεν
είναι ανεδαφική ουτοπία για ονειροπόλους, αλλά η μοναδική προοπτική για την
επιβίωση και την ολόπλευρη ανάπτυξή του, για την άρση της προϊστορίας και το άλμα
στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία. Μόνο με αυτή τη λογική μπορούν οι λαοί, οι
εργαζόμενοι να θέσουν ένα τέλος στην καταστροφή δίχως τέλος που υπόσχεται το
κυρίαρχο σύστημα του κεφαλαίου στα στερνά του.
Έτσι, θα γίνει αντιληπτό ότι η ώριμη, η πραγματικά κοινωνικοποιημένη και
ενοποιημένη ανθρωπότητα, είναι εκείνος ο στρατηγικός σκοπός που μπορεί να
νοηματοδοτήσει με προοπτική τη ζωή των ανθρώπων· ένας σκοπός ταξικός και
πανανθρώπινος.
Αυτός ο σκοπός, δεν είναι πάγιος, μεταφυσικά και αμετάβλητα εννοούμενος από τον
καιρό που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Μαρξ. Αλλάζει, επαναπροσδιορίζεται,
αναβαθμίζεται και συγκεκριμενοποιείται όλο και πιο θετικά και επιστημονικά, καθώς
ωριμάζουν οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι επίτευξής του. Για αυτό, η
επιστημονική επεξεργασία του, είναι οργανικά συνδεδεμένη με την αυθεντική-
δημιουργική ανάπτυξη και διάδοσή του, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη των
αναγκαίων και ικανών όρων, των μέσων και των τρόπων επίτευξής του.
Η πραγματική ιστορία που βιώνουμε, από τη σκοπιά της λογικής της ιστορίας
προβάλλει ως μια μη γραμμική ελικοειδής αναπτυξιακή διαδικασία, σε κάθε εποχή της
οποίας, σε συνάρτηση με την εκάστοτε συγκυρία, αναβαθμίζεται νομοτελώς η θέση
και ο ρόλος του υποκειμένου, του συνειδητού παράγοντα. Η θεωρητική περιοδολόγηση
της λογικής της ιστορίας, επιτρέπει σφαιρικότερη, βαθύτερη και πιο συγκεκριμένη
διακρίβωση της σημερινής εποχής.
Οι ιστορικές εποχές, ξεχωρίζουν στο ρου της ιστορικής διαδικασίας, ως ιδιότυπες
περίοδοι ανάπτυξης, με ορισμένο περιεχόμενο, ουσιώδεις, κύριες και παράγωγες
αντιφάσεις, με αντίστοιχο χαρακτήρα και κινητήριες δυνάμεις-υποκείμενα. Από τη
σκοπιά των τελευταίων, σε κάθε εποχή προβάλλει η ιδιαιτερότητα της δυναμικής της
κοινωνικής ανάπτυξης και η αντιφατικότητά της ως φάσμα δυνατοτήτων. Προβάλλει
επίσης η κατεύθυνσή της και τα συνακόλουθα διακυβεύματα-καθήκοντα των δυνάμει
και ενεργεία εμπλεκόμενων στην εκτύλιξή της υποκειμένων.
Από την άποψη των αντικειμενικά προσδιοριζόμενων στοιχείων της εκάστοτε
γνωσιακής συγκυρίας (όπως είδαμε στα παραπάνω κριτήρια προσδιορισμού της
τελευταίας), προνομιακές για την κοινωνική θεωρία και φιλοσοφία, είναι ακριβώς οι
μεταβατικές εποχές, οι μεταιχμιακές ρηγματώσεις ασυνέχειας στη συνέχεια του ρου
της ιστορίας, ιδιαίτερα αυτές που προσφέρονται καταρχάς για εμπειρική και
βιωματική διάγνωση, με ρυθμούς άμεσα αισθητούς-αντιληπτούς στη διάρκεια της
ζωής μιας γενεάς ανθρώπων. Ο προσδιορισμός της νυν μεταβατικής εποχής, απαιτεί
τη διερεύνηση της διαπάλης εντός της του παλαιού-παρωχημένου με το νέο, αυτού
που φεύγει με εκείνο που έρχεται, της αντεπανάστασης με την επανάσταση, του
τελευταίου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, της ιστορικά πτωτικής πορείας της, όπως
αυτή διαπλέκεται με το στάδιο της αντιφατικής και τεθλασμένης πορείας του
γίγνεσθαι του σοσιαλισμού ως ανώριμης ενοποιημένης ανθρωπότητας, της ανόδου και
της πτώσης του πρώτου ρεύματος των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του
20ού αι., αλλά και της διαμόρφωσης και ωρίμανσης των προϋποθέσεων των ύστερων.
Το πρόβλημα της ιστορικής ιδιοτυπίας του σημερινού σταδίου της κεφαλαιοκρατίας
αποκτά εξαιρετική σημασία στο πλαίσιο της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης
κεφαλαιοκρατίας, ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της πρωτοφανούς εύρους, βάθους και
έντασης παγκόσμιας, συστημικής, δομικής οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής και
οικολογικής κρίσης του εν λόγω συστήματος, της τρίτης μετά από αυτές του 1873-
1896 και του 1929-1933 δομικής κρίσης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού
συστήματος. Το σύστημα βγήκε από την πρώτη κρίση, μετά από το σφαγείο του Α΄
Παγκόσμιου Πολέμου, με κόστος μια σειρά ηττημένων και μια νικηφόρο πρώιμη
σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία το 1917. Από τη δεύτερη παρόμοια κρίση βγήκε
μετά το σφαγείο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τη μεταπολεμική επανεκκίνησή του
με την ανοικοδόμηση, με κόστος τη δημιουργία του πρώιμου σοσιαλιστικού
στρατοπέδου, του αντιαποικιοκρατικού κινήματος κ.ο.κ. Το παραπάνω πρόβλημα δεν
είναι ακαδημαϊκό. Αποτελεί μέρος του μεγαλύτερου προβλήματος της εποχής: της
309
προοπτικής της επαναστατικής μετάβασης της κοινωνίας στην ενοποιημένη
ανθρωπότητα.
Είμαι πεπεισμένος ότι επιστημονικές απαντήσεις στο παραπάνω πρόβλημα μπορούν
να δοθούν ως αποτέλεσμα της θεωρητικής και μεθοδολογικής διερεύνησής του, από
την άποψη της διαλεκτικής κοινωνικής φιλοσοφίας, με την κριτική αφομοίωση,
επικαιροποίηση, διακρίβωση και ανάπτυξη της θεωρίας και της μεθοδολογίας της
Λογικής της Ιστορίας. Έτσι, η θεωρητική περιοδολόγηση των σταδίων της
κεφαλαιοκρατίας (με βάση τη γόνιμη και δημιουργική ανάπτυξη-άρση της φιλοσοφικής
και μεθοδολογικής προσέγγισης της λογικής του Κεφαλαίου του Μαρξ και της
ανάλυσης του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό που άνοιξε η Λογική της Ιστορίας), 52 παρέχει
τη δυνατότητα ανάδειξης των κύριων χαρακτηριστικών της σύγχρονης παγκόσμιας
κεφαλαιοκρατίας και της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας μεταξύ κεφαλαιοκρατίας και
κοινωνικοποίησης της εργασίας, μέσω της χρήσης της επιστημονικής και
τεχνολογικής προόδου.
Η κλασική διερεύνηση του πλέγματος των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής
στο Κεφάλαιο του Μαρξ, διατηρεί στο ακέραιο τη σημασία της. Ωστόσο, η διερεύνηση
αυτή αφορά κατεξοχήν το κλασικό στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού της
κεφαλαιοκρατίας, βάσει του υποδείγματος της πλέον αναπτυγμένης οικονομίας ενός
έθνους-κράτους στα μέσα του 19ου αι., αυτού της Μ. Βρετανίας. Επιπλέον, το έργο
αυτό, παρά την τιτάνια προσπάθεια του μεγαλοφυή επαναστάτη ερευνητή, έμεινε
ανολοκλήρωτο, όπως δείχνει και η έκδοση μόνο του πρώτου τόμου του θεωρητικού
του μέρους όσο ο ίδιος Μαρξ ήταν εν ζωή.
Εκεί, δια της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο εκτίθεται
συστηματικά η νοητική ανασύσταση του αντικειμένου, με την κίνηση της σκέψης από
την αμεσότητα (εμπόρευμα-χρήμα) στην ουσία (παραγωγή του κεφαλαίου), ως
επιστέγασμα της εν πολλοίς ολοκλήρωσης της προγενέστερης κίνησης της έρευνας
(στη φυλογένεση και στην οντογένεση) από το αισθητηριακά δεδομένο, από το
εμπειρικά συγκεκριμένο προς το νοητά αφηρημένο, και η αντίστοιχη κατεξοχήν
αναγωγή των επιφανειακότερων μορφών του αντικειμένου στην ουσία τους.
Η επόμενη κίνηση της νοητικής ανασύστασης –από την ουσία προς το φαινόμενο και
τις μορφές έκφανσης της ουσίας (κυκλοφορία) και στην ενεργό πραγματικότητα του
όλου συστήματος (ενότητα είναι, ουσίας και φαινομένου)– προϋποθέτει εν πολλοίς την
ολοκλήρωση της έρευνας διά της (αντίθετης από την αναγωγή των επιφανειακών
μορφών στην ουσία) εξαγωγής των μορφών έκφανσης από την ουσία, ώστε να
διασαφηνιστεί ο συγκεκριμένος «μηχανισμός» διαλεκτικής διασύνδεσής τους στην
ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών και στη σχετική αυτοτέλειά τους. Ο Μαρξ είχε
αντιληφθεί ότι η κίνηση αυτή απαιτεί την εμπλοκή στην έρευνα ευρύτερης και
βαθύτερης προβληματικής, η οποία συνδεόταν με τη θεωρητική έρευνα της
παγκόσμιας οικονομίας και της παγκόσμιας ιστορίας (όπως μαρτυρά και η μετέπειτα
στροφή του στη μελέτη της γενικής ιστορίας), του κράτους και των μορφωμάτων του
52
Η απόρριψη από κάποιους αυτού του τύπου της κατά στάδια περιοδολόγησης της ιστορίας, εδράζεται ρητά ή υπόρρητα σε μια
γραμμική-αντιδιαλεκτική αντίληψη για τη δομή και την ιστορία της κοινωνίας. Εδράζεται στην άρνηση της ιστορικής νομοτέλειας,
άρα και της ίδιας της δυνατότητας του ανθρώπου να διαγνώσει ορθολογικά αυτή τη νομοτέλεια, ώστε να παρέμβει στο ιστορικό
γίγνεσθαι μετά λόγου γνώσεως ως ιστορικό υποκείμενο. Η απόρριψη αυτή δεν έχει την παραμικρή σχέση με την επιστημονική
μαρξιστική αντίληψη της σταδιακής ανάπτυξης της κοινωνίας ως οργανικού όλου, βάσει των νόμων της διαλεκτικής. Επιπλέον, η
απόρριψη αυτή συνδέεται οργανικά με μια ανιστορική και αντιιστορική, αντιδιαλεκτική, μεταφυσική και ιδεοκρατική έως
βουλησιαρχική αντίληψη: 1. περί της δομής της κοινωνίας ως αδιαμεσολάβητα επίπεδης, ποιοτικώς και ουσιωδώς αδιαφοροποίητης,
άρα ως απόλυτα παθητικής και επιδεκτικής στην ακαριαία «επαναστατική» επενέργεια ορισμένου τύπου «απολύτως ενεργητικού
υποκειμένου», 2. περί ευθείας-γραμμικής, ποιοτικώς και ουσιωδώς αδιαφοροποίητης ιστορικής διαδικασίας (με αδιαφοροποίητη
χωρικότητα και χρονικότητα), με παντελώς απούσα τη διαλεκτική σχέση συνέχειας-ασυνέχειας των όποιων μετασχηματισμών, 3.
περί ενός «απολύτου υποκειμένου», η γνώση και η δράση του οποίου είναι ακαριαία και αδιαμεσολάβητη, εκτός όρων και ορίων, 4.
περί ενός τελεολογικά εννοούμενου οράματος-πέρατος (χωρίς αντικειμενικά, συγκεκριμένα ιστορικά προσδιορίσιμους όρους και
όρια, χωρίς κλιμάκωση της ανάπτυξης του υποκειμένου, των μέσων, των τρόπων, των ενδιάμεσων ενεργειών και αποτελεσμάτων,
των δράσεων και αντιδράσεων κ.ο.κ.), η έλευση του οποίου αναμένεται αδιαμεσολάβητα και ακαριαία στο απροσδιόριστο μέλλον
(στο εκάστοτε «εδώ και τώρα» ή «ποτέ και πουθενά», άρα 5. περί αναγωγής του παραπάνω μεταφυσικού οράματος-πέρατος σε
«μοναδικά ορθή» στρατηγική, με συνακόλουθη απόρριψη κάθε ενδιάμεσου τακτικού στόχου (αναγωγή της τακτικής σε στρατηγική
και τανάπαλιν) και 6. περί ιστορικά και ορθολογικά απροσδιόριστων όρων και ορίων έλευσης της (απολύτως αναγόμενης σε αμιγώς
αντικειμενικούς ή αμιγώς υποκειμενικούς όρους κατά περίπτωση) επαναστατικής κατάστασης. Η αντίληψη αυτή εκφράζει συνειδητά
ή ασυνείδητα την πρακτική της παραίτησης από την εμπλοκή στη συγκεκριμένη ιστορική διαδικασία, την απόρριψη κάθε
συγκεκριμένου μέλλοντος και προοπτικής, διά της εξίσου τελεολογικής μετάθεσής του στο απώτερο απροσδιόριστο μέλλον, διά της
αφηρημένης μεταφυσικής προσδοκίας επαναστατικής κατάστασης και επανάστασης... Παρακάτω θα αναφερθούμε διεξοδικότερα
στις επιπτώσεις αυτού του τύπου αντιλήψεων.
310
εποικοδομήματος. Ωστόσο, άφησε ανολοκλήρωτο το μεγαλεπήβολο έργο του. Οι
επισημάνσεις αυτές γίνονται ιδιαίτερα έκδηλες κατά τη διερεύνηση της δομής και της
ανάπτυξης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, όπου εμπλέκονται κρατικά
και άλλα μορφώματα (φορείς σε ποικίλους βαθμούς μετασχηματισμένων από το
κεφάλαιο ιστορικών κληροδοτημάτων), ανισομερώς αναπτυγμένα, εντασσόμενα σε
άνισες σχέσεις κ.ο.κ.
Ο Λένιν, βάσει των επιτακτικών αναγκών της εποχής και της συγκυρίας του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου, προβαίνει στην εσπευσμένη διερεύνηση του νέου σταδίου του
ιμπεριαλισμού, αναδεικνύοντας ορθά τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου
και της εποχής, με έμφαση στα πορίσματα, που αφορούν τη ζωτικής σημασίας για το
επαναστατικό κίνημα της εποχής σύνδεση του νόμου της ανισομερούς ανάπτυξης επί
ιμπεριαλισμού με την προβληματική του «ασθενούς κρίκου» και με την προοπτική
επαναστατικών καταστάσεων και επαναστάσεων, αρχικά σε ομάδα χωρών ή και σε
μια χώρα (όπως τελικά έγινε στην ιμπεριαλιστική τσαρική Ρωσία και στις αποικίες
της). Αυτό συνιστά ουσιώδη δημιουργική συμβολή στην ανάπτυξη του μαρξισμού,
πέρα από τις δογματικές «ορθοδοξίες» και τις αγκυλώσεις, που ήταν άλλοθι για την
αποστασία από την επαναστατική διαδικασία του Κάουτσκι και της χρεοκοπημένης Β΄
Διεθνούς. Ωστόσο, η θεωρία και μεθοδολογία της έρευνας που δρομολόγησε ο Μαρξ,
παραμένει ανολοκλήρωτη και πιο επιτακτική στην εποχή μας.
Το μεγαλεπήβολο εγχείρημα του Μαρξ, αλλά και το υπό την πίεση της επερχόμενης
επαναστατικής κατάστασης εγχείρημα του Λένιν, είναι εξαιρετικά πολύτιμες
παρακαταθήκες για τον θεωρητικό και πρακτικό εξοπλισμό του κινήματος. Ωστόσο,
αμφότερα είναι ανολοκλήρωτα και φέρουν (το καθένα σε διαφορετικό βαθμό και
επίπεδο) το στίγμα της εποχής τους και της συγκυρίας (ευρύτερα ιστορικής και
γνωσιακής). Χαρακτηριστικό αυτού του στίγματος είναι και το επίπεδο κατανόησης
και ανάπτυξης της διαλεκτικής μεθόδου και των βασικών νόμων της. Το στίγμα αυτό,
στο έργο των κλασικών της επαναστατικής θεωρίας και πράξης απαιτεί ειδική έρευνα
για να αναδειχτεί, στο πλαίσιο της εξαιρετικά πλούσιας και πολύπλευρης
δημιουργικής συμβολής τους, αλλά και λόγω της ύπαρξης στο έργο τους τάσεων
υπέρβασης, διαλεκτικής άρσης των όποιων μονομερειών συνδέονταν με αυτό το
στίγμα. Ωστόσο, το ίδιο στίγμα και οι συνακόλουθες μονομέρειες, απολυτοποιούνται
μεταφυσικά, προσλαμβάνοντας τραγελαφικές διαστάσεις στα λόγια και τα έργα των
επιγόνων.
Το στίγμα της αναγκαίας και νομοτελούς για την παραπάνω εποχή και συγκυρία
έμφασης στην ανάγκη άρνησης της κεφαλαιοκρατίας, είναι έκδηλο σε αυτά τα
εγχειρήματα πολλαπλά. Η γνωσιακή συγκυρία, τα κεκτημένα της θεωρίας και
μεθοδολογίας και η έμφαση στην άρνηση της κυρίαρχης κεφαλαιοκρατίας,
αναδεικνύουν στο προσκήνιο ορισμένη αντίληψη για το νόμο της μεταπήδησης
ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές και αντίστροφα (τα ποιοτικά άλματα).
Χαρακτηριστικό αυτής της αντίληψης είναι η έμφαση στην άμεσα αντιληπτή εμπειρική
πρόσληψη ποιοτικών ομοιοτήτων και διαφορών, η δυσκολία πρόσληψης βαθύτερων
ποιοτικών διαφοροποιήσεων, με συνακόλουθη αναγωγή τους σε ποσοτικές
αυξομειώσεις ομοειδών ποιοτήτων.
Για τους ίδιους λόγους, το στίγμα αυτό χαρακτηρίζει και την αντίληψη περί του
νόμου που χαρακτηρίζει την ουσία του συστήματος, του νόμου της ενότητας και
πάλης των αντιθέτων53. Έτσι, κατά την εξέταση της λειτουργίας αυτού του νόμου,
δίνεται έμφαση στην ανάδειξη των πλευρών και επιπέδων της σχέσης και
αλληλεπίδρασης του βασικού ουσιώδους δίπολου και των παραγώγων αυτού, που
χαρακτηρίζονται κατεξοχήν από εμφάσεις στα στοιχεία της διάκρισης, της διαφοράς
και ιδιαίτερα της αντίθεσης (όπου ο ένας πόλος προϋποθέτει τον άλλο, ο ένας πόλος
αποκλείει τον άλλο, σε μια σχέση αμοιβαίου αρνητικού ετεροπροσδιορισμού), με
αντίστοιχη υποβάθμιση και παραγνώριση των στοιχείων της αφετηριακής ταύτισης,
της ενότητας, της αμοιβαίας αναπαραγωγής των πόλων, αλλά και της βαθμίδας της
καθαυτό αντίφασης, όπου επέρχεται αλληλοδιείσδυση των πόλων και αμοιβαία
μετατροπή των πόλων στο θεμέλιο της περαιτέρω ανάπτυξης. Με αυτό το στίγμα της
έμφασης στην άρνηση της κεφαλαιοκρατίας και της αντίστοιχης μεθοδολογικής
53
Για τη νομοτελή κλιμάκωση της αντίφασης ως τρόπο εκδίπλωσης αυτού του νόμου της διαλεκτικής, βλ. το “Αντί
προλόγου” και το κεφάλαιο 2 του δεύτερου μέρους του βιβλίου “Η Λογική της Ιστορίας” του Βαζιούλιν.
311
μονομέρειας, συνδέεται και ορισμένη ανιστορική αντίληψη περί των τάξεων, περί της
πάλης των τάξεων στην ιστορία, με τη συνακόλουθη απολυτοποίηση της ταξικής
πάλης, το στείρο εργατισμό, κ.ο.κ. Χαρακτηριστική είναι εδώ (στον πρώιμο Λούκατς
και όχι μόνο) η μεταφυσική απολυτοποίηση και υποστασιοποίηση της εργατικής τάξης.
Εδώ δεν απολυτοποιείται-υποστασιοποιείται η συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση της
εργασίας σε τοπική και σε παγκόσμια κλίμακα (ο χαρακτήρας της εργασίας των
συνιστωσών της τάξης, των εργασιακών σχέσεων, οι εκάστοτε ενοποιητικές ή/και
διχαστικές τάσεις εντός της, οι επαναστατικές δυνατότητες αλλά και οι αντιφάσεις
και οι ιστορικοί περιορισμοί της εκάστοτε εργατικής τάξης ως οργανικού στοιχείου
του όλου συστήματος, στον συσχετισμό και τους αμοιβαίους προσδιορισμούς της με
τις λοιπές σύμμαχες και αντίπαλες τάξεις και στρώματα), αλλά μια αφαιρετική-
νοητική και συχνά φαντασιακή εξιδανίκευσή της. Αυτού του τύπου η μεταφυσική
εξιδανίκευση, είναι ιδιαίτερα βολική για τον λόγο που αρθρώνουν όσοι αρέσκονται να
ομιλούν ως αυτόκλητες πρωτοπορίες και «καθοδηγητές» της εργατικής τάξης. 54 Όσο
αναντίστοιχες της σημερινής πραγματικής θέσης και του ρόλου της εργατικής τάξης
γίνονται κάποιες πάλαι ποτέ ή/και αυτόκλητες «πρωτοπορίες της εργατικής τάξης»,
τόσο πιο πολύ εμπλέκονται σε αυτή τη μεταφυσική υποστασιοποίηση της εργατικής
τάξης, σε βαθμό που υποκαθιστούν πλήρως την πραγματικότητα με την απογειωμένη
αντεστραμμένη φενάκη τους: στη δική τους αντίληψη, δεν είναι η πραγματική
σημερινή κατάσταση της εργατικής τάξης και οι ανάγκες της βάση και αφετηρία
αναφοράς για την όποια συγκρότηση της ίδιας και της πρωτοπορίας της ως
υποκείμενου, αλλά τουναντίον, όλοι οφείλουν να αναγνωρίζουν το δικό τους
«μοναδικό συνεπές» μόρφωμα, κόμμα κ.ο.κ., ως a priori «πρωτοπορία», βάση και
αφετηρία αναφοράς...
Το στίγμα της νομοτελούς για την παραπάνω εποχή και συγκυρία έμφασης στην
ανάγκη άρνησης της κεφαλαιοκρατίας, είναι ιδιαίτερα έκδηλο στην αντίληψη περί του
νόμου της άρνησης της άρνησης. Στη μεθοδολογία του οργανικού όλου, στη Λογική
της Ιστορίας, ο νόμος αυτός χαρακτηρίζει την όλη κίνηση, την ανάπτυξη του
συστήματος που συνιστά οργανικό όλο, την άρνηση από το αντικείμενο του ίδιου του
εαυτού του, ενώ αφορά την όλη νομοτελή κίνηση της ιστορίας, τις πολλαπλές και
πολυεπίπεδες εκφάνσεις της ανάπτυξης. Το ως άνω στίγμα εκφράζεται με τη
54
Η προβληματική των κοινωνικών τάξεων και της όλης διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, δεν μπορεί να καταστεί
σαφής και λειτουργική, αποσπασμένη από το όλο της κοινωνίας στη δομή και στην ιστορία της, από τους
πολλαπλούς και πολυεπίπεδους προσδιορισμούς τους, από τα εκάστοτε δίπολα εντός των οποίων
αλληλοπροσδιορίζονται αντιφατικά και από την συγκεκριμένη ιστορική αντιμετώπισή τους, εκτός διαλεκτικής
μεθοδολογίας. Η γραμμική, στατική και ενίοτε δογματική αναγωγή όλων των προβλημάτων στην ταξική
προβληματική, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω όροι, μάλλον συσκοτίζει παρά φωτίζει την εν λόγω
προβληματική. Η μονομερής αναγωγή των πάντων στην πάλη των τάξεων, μπορεί σε ορισμένους κύκλους να
φαντάζει ως κοινωνικοπολιτική και μεθοδολογική συνέπεια. Ωστόσο, η απολυτοποίηση της ταξικής προσέγγισης
είναι εγγενώς ανιστορική, μιας και εκ των πραγμάτων παραγνωρίζει την αντίληψη των ιστορικών όρων εμφάνισης –
άρα και εξαφάνισης– των τάξεων και τη σύμφυσή τους με φυσικής και κοινοτικής προέλευσης δεσμούς επί
δουλοκτησίας και φεουδαρχίας. Έτσι, εμποδίζει και τη διακρίβωση των φυσικής προέλευσης δεσμών που
ενυπάρχουν σε διάφορες μετασχηματισμένες μορφές στις προκεφαλαιοκρατικές τάξεις, της ιστορικής θέσης και του
ρόλου των όρων και των ορίων εμφάνισης και εξάλειψης των εκάστοτε τάξεων αλλά και των τάξεων εν γένει, της
εκάστοτε συσχέτισης-διαπλοκής των ταξικών σχέσεων με άλλες μορφές και δομές ιστορικών κοινοτήτων
(εθνοφυλετικών, λαοτήτων, εθνών κ.ο.κ.), του γεγονότος ότι οι ίδιες οι ταξικές αντιθέσεις και οι τάξεις δεν είναι
αιώνιες και διαχρονικά απαράλλακτες και επίσης, της νομοτελούς αναγκαιότητας άρσης αυτών των αντιθέσεων.
Η προτεινόμενη στη Λογική της Ιστορίας άρση των μονομερειών της ταξικής προσέγγισης, επ’ ουδενί λόγω δεν
συνιστά υποβάθμιση ή άρνηση της ταξικής πάλης, συναινετική συγκάλυψη των ταξικών αντιθέσεων και κέλευσμα για
παραίτηση από τις ταξικά συνεπείς θέσεις των επαναστατών. Τουναντίον, συνιστά αναγκαία διακρίβωση των όρων και
των ορίων της ταξικής προσέγγισης, συνιστά συγκεκριμενοποίηση και αναβάθμιση της τελευταίας, ώστε να καταστεί
αποτελεσματικότερος ο αγώνας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ένας αγώνας, όχι απλώς για την
«κατάργηση» της αστικής τάξης, αλλά για τον επαναστατικό μετασχηματισμό, για τη διαλεκτική άρση όχι μόνο των
κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, αλλά και όλων των προκεφαλαιοκρατικών (φυσικών και κοινωνικών) κληροδοτημάτων του
γίγνεσθαι της ιστορίας. Με τη συμβολή της Λογικής της Ιστορίας, ο επαναστατικός αγώνας για τη χειραφέτηση της
εργασίας, προσανατολίζεται με συνέπεια όχι στη μονομερή άρνηση του αστισμού, αλλά στο θετικό προσδιορισμό της
στρατηγικής της ενοποίησης της ανθρωπότητας. Όχι στη διαιώνιση μιας εξιδανικευμένης εικόνας για την εργασία και
την «καλή» εργατική τάξη, με απλή απάλειψη του «κακού» αντίποδά της (της αστικής τάξης) στο διηνεκές, αλλά στην
άρση του ίδιου του ανταγωνιστικού τύπου καταμερισμού της εργασίας που γεννά τις τάξεις, στη διαλεκτική άρση της
εργασίας, όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, με τη μετατροπή της σε καθολική πολιτισμική δραστηριότητα-παιδεία
ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων.
312
μονομερή-μηχανιστική αντίληψη αυτού του θεμελιώδους νόμου της διαλεκτικής ή/και
με την πλήρη άρνηση και απόρριψή του. Ο νόμος αυτός –σε βαθμό πιο έντονο ακόμα
και από αυτόν της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων– προσκρούει στα στερεότυπα
των προσλαμβανουσών παραστάσεων του κοινού νου και της αγοραίας καθημερινής
συνείδησης του φορέα των κυρίαρχων επί κεφαλαιοκρατίας εμπορευματικών και
χρηματικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτός ο νόμος είναι ο πιο
δύσκολος στην κατανόηση νόμος της διαλεκτικής, ακόμα και από ανθρώπους με
σχετική φιλοσοφική παιδεία. Προβάλλει ως απλός παραλογισμός για τον
«ορθολογισμό» του υπολογιστικού «νου» της καθημερινής αγοραίας
πραγματικότητας. Απείρως πιο εύληπτη για τον κοινό νου είναι η σαφής οριοθέτηση
κάθε κατάφασης και άρνησης, του θετικού και του αρνητικού, του καλού και του
κακού κ.ο.κ.55
Η ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας 56 βάσει του φάσματος
ερευνητικών προγραμμάτων που δρομολόγησε ο Β. Α. Βαζιούλιν με τις ανακαλύψεις
του, και ιδιαίτερα η Λογική της Ιστορίας, παρέχουν σήμερα νέες δυνατότητες για το
θεωρητικό αναστοχασμό τεράστιου εμπειρικού υλικού, που θα επιτρέψει τη
συγκρότηση μιας θεωρίας του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος της εποχής
μας, με αντίστοιχη θεμελίωση της προοπτικής του νομοτελούς επαναστατικού
μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Η θεωρητική περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας και η διακρίβωση του νέου
σταδίου της, όπως θα επιχειρήσω να δείξω παρακάτω αδρομερώς (χωρίς να
προβάλλω αξιώσεις πληρότητας και επάρκειας), συνδέεται με πρωτοφανείς
κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει από την εποχή των Μαρξ, Ένγκελς
και Λένιν, συνδέεται βαθιά με τη θεωρητική περιοδολόγηση της διαδικασίας του
παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, των συγκεκριμένων ιστορικών μορφών των
σοσιαλιστικών επαναστάσεων στη διαπάλη τους με αντεπαναστατικές διαδικασίες. Σε
αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να εξετάσουμε και τη δομική κρίση του κεφαλαιοκρατικού
συστήματος.

Η λογική πίσω από την ωρίμανση των όρων της επανάστασης στην ιστορία
Κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης της κοινωνίας, η κλιμάκωση του εκάστοτε
τρόπου παραγωγής που επικρατεί κατά τα στάδια της ανάπτυξης των σχέσεων της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας (δουλεία, φεουδαρχία και κεφαλαιοκρατία), συνιστά επίσης μια
κλιμάκωση του μετασχηματισμού των κληροδοτημάτων των φυσικών και κοινοτικών
στοιχείων, που προκαλείται από το γίγνεσθαι του κοινωνικού παράγοντα. Από μόνη
της η ιδιωτική ιδιοκτησία, η κορύφωση της οποίας είναι η κεφαλαιοκρατική ιδιωτική
ιδιοκτησία, δεν είναι παρά η πρώτη άρνηση της φύσης και της κοινότητας. Ως πρώτη
άρνηση της αφετηριακής φυσικής και κοινοτικής ενότητας, η ιδιωτική ιδιοκτησία
55
Χαρακτηριστική αυτού του στίγματος είναι και η διαδεδομένη «αντικαπιταλιστική» διάθεση, ως βασικό στοιχείο ταυτότητας και
αυτοπροσδιορισμού. Η σκέτη άρνηση γίνεται πρακτικά στείρα άρνηση, και τότε, η συνακόλουθη σπουδή για αυτοπροσδιορισμό
γίνεται πρακτικά πλήρης ετεροπροσδιορισμός. Τα μεταφυσικά άκρα τελικά συγκλίνουν αν δεν ταυτίζονται. Το υποκείμενο που
προτάσσει το πρόθεμα «αντι-» για να αυτοπροσδιοριστεί, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι (και καλά θα κάνει να το
συνειδητοποιήσει κάποτε) θέτει ως βασικό σύστημα αναφοράς αυτό που αρνείται (το μόνο σταθερό σύστημα αναφοράς π.χ. στον
«αντικαπιταλισμό» είναι ο καπιταλισμός, στην αταξική κοινωνία η ταξική κ.ο.κ.). Αν π.χ. είναι δεδομένη η αρνητική σχέση προς
την κεφαλαιοκρατία, η όποια εναλλακτική πορεία της κεφαλαιοκρατίας ή θα πρέπει να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, απολύτως
διαφορετική από ό,τι ενδέχεται να παραπέμπει έστω και σε στοιχεία της τελευταίας, ή θεωρείται ότι συνιστά απλή εκδοχή της
τελευταίας... Εξ ου και η εμμονή σε αυστηρά οριοθετημένα ταξινομικά σχήματα με τη μορφή αποκλειστικών διαζεύξεων. Βάσει
των παραπάνω, δεν είναι τυχαία η διάδοση των απόψεων περί «άρνησης» και περί «αρνητικής διαλεκτικής» του Th. W. Adorno,
εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης και άλλων εκδοχών του «νεομαρξισμού».
56
Η έμφαση στη λογική, στη μέθοδο και στη μεθοδολογία που χαρακτηρίζει τη Λογική της Ιστορίας, δεν συνιστά εκδοχή
ακαδημαϊκού μεθοδολογισμού, δεν είναι σχολαστική αναφορά στη μέθοδο, φορμαλιστικού προσανατολισμού, δεν είναι
δευτερεύουσας σημασίας τεχνικό ζήτημα. Η αξίωση αναβάθμισης της μεθόδου μέχρι το επίπεδο του τρόπου και των μέσων
διαλεκτικής νοητικής ανασύστασης του αντικειμένου, δεν είναι μόνον όρος αντικειμενικότητας της γνώσης, αλλά και εκ των ων
ουκ άνευ όρος καθολικότητας-αποτελεσματικότητας της μετά λόγου γνώσεως εμπλοκής του υποκειμένου στον πρακτικό ριζικό
μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Η μέθοδος δεν συνιστά μόνο το πλέον δυναμικό στοιχείο της έρευνας, αυτό που αφορά τη
συνειδητή επιλογή, επεξεργασία-διαμόρφωση και εφαρμογή-ανάπτυξη των μέσων και των τρόπων προσπορισμού της γνώσης
στην έρευνα. Συνιστά επίσης και το πλέον δυναμικό στοιχείο της έκθεσης, διάδοσης και εφαρμογής αυτής της γνώσης στην
πράξη. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες στη θεωρητική και την πρακτική δράση, συνδέονται άμεσα με το επίπεδο μεθοδολογικής
ανάπτυξης και συγκρότησης του υποκειμένου, με εκείνο το κεκτημένο διαλεκτικού αναστοχασμού που προσδίδει στο υποκείμενο
σταθερή προσήλωση στο στόχο και ευελιξία, συνέπεια και αντιδογματισμό, που διατρέχει όλα τα επίπεδα συγκρότησης και
ανάπτυξης του υποκειμένου: από το πλέον προωθημένο ερευνητικό, μέχρι αυτό της στάσης ζωής που εκδηλώνεται στην άμεση
καθημερινότητα.
313
σηματοδοτείται επίσης από το χαρακτηριστικό για τις ταξικές κοινωνίες
ανταγωνιστικό στοιχείο της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Το στοιχείο αυτό
είναι μια έκφραση του ζωώδους αγώνα για επιβίωση. Είναι δηλωτικό στοιχείο του
ατελούς, του ανολοκλήρωτου μετασχηματισμού των φυσικών-ζωωδών
κληροδοτημάτων από το γίγνεσθαι του κοινωνικού. Σε αυτή την αντιφατική πορεία, ο
καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, της παραγωγής, δηλαδή το θεμέλιο
της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης και της κοινωνίας, ανακύπτει, διαμορφώνεται και
ωριμάζει. Η ιδιωτική ιδιοκτησία, στην αντιφατική πορεία της εμφάνισης,
διαμόρφωσης και ανάπτυξής της (που κορυφώνεται στην κεφαλαιοκρατία), ακριβώς
ως η πρώτη άρνηση της αφετηριακής ενότητας φυσικού-κοινοτικού, διαδραματίζει
έναν διττό και αντιφατικό ρόλο: αφενός μεν προωθεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της
εργασίας, αφετέρου δε, ταυτόχρονα με αυτή την προώθηση, θέτει διάφορα εμπόδια
στην περαιτέρω ανάπτυξη του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας.
Στον βαθμό που η ιδιωτική ιδιοκτησία γενικά και συνολικά εξαντλεί το όποιο
προοδευτικό δυναμικό πρέσβευε, μετατρέπεται σε δύναμη συντήρησης,
οπισθοδρόμησης και καταστροφής της κοινωνίας. Εδώ είναι που ανακύπτει η ανάγκη
για επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας προς τη δεύτερη άρνηση, προς την
άρνηση της άρνησης. Η επαναστατική αυτή άρνηση της άρνησης, δεν είναι ένας
επιφανειακός αρνητισμός, δεν ανάγεται σε ρηχό «αντικαπιταλισμό». Στο βαθμό που
ωριμάζει, δεν ετεροπροσδιορίζεται αρνητικά έναντι της τελευταίας
(κεφαλαιοκρατικής) μορφής της ιδιωτικής ιδιοκτησίας την οποία εκλαμβάνει ως
γραμμική-αντιδιαμετρική ετερότητά της. Τουναντίον: στοχεύει θετικά57 σε μια
διαλεκτική άρση όχι μόνο της κεφαλαιοκρατίας, αλλά και όλων των
προκεφαλαιοκρατικών (ζωωδών, κοινοτικών, διχαστικών, εκμεταλλευτικών,
καταπιεστικών, ανταγωνιστικών, κ.λπ.) κληροδοτημάτων της ιστορίας, διατηρώντας
παράλληλα όλες τις ζωτικής σημασίας πολιτισμικές κατακτήσεις της κοινωνίας σε
θετικά μετασχηματισμένη μορφή. Στοχεύει λοιπόν στη μετάβαση προς την
ενοποιημένη ανθρωπότητα (σε αρμονία με τη φύση), όχι πλέον με τη μορφή μικρών
μεμονωμένων κοινοτήτων σε χωριστά διαμερίσματα (σε αντιστοιχία με τις προ-
ταξικές πρωτόγονες κοινότητες), αλλά καταρχάς σε πλανητική και στη συνέχεια σε
διαστημική κλίμακα.
Οι αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας και οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή της
σοσιαλιστικής επανάστασης (ως καταρχάς μόνον άρνηση της κεφαλαιοκρατίας),
ωριμάζουν σε βαθμό αντίστοιχο με αυτόν στον οποίο ο κοινωνικός χαρακτήρας της
παραγωγής γίνεται τεχνική αναγκαιότητα, αρχής γενομένης από τη μετάβαση στη
μηχανοποιημένη παραγωγή (μέσω της μετάβασης από την τυπική στην πραγματική
υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο). Ωστόσο, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης
στο ιστορικό μέρος της Λογικής της Ιστορίας του Βαζιούλιν, κατά την έναρξη της
μετάβασης προς τη μηχανοποιημένη παραγωγή (βιομηχανία), ο κοινωνικός (ή για να
είμαστε ακριβέστεροι, ο καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής) μόλις
εμφανίζεται.
Επί κεφαλαιοκρατίας, η κλιμάκωση της ανάπτυξης του καθαυτό κοινωνικού
χαρακτήρα της παραγωγής (μέσω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, με τη βαθμιαία
μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη), δεν είναι και δεν μπορεί να
συνιστά αυτοσκοπό του συστήματος, αλλά λειτουργεί μόνον ως μέσο
αυτοπροσαύξησης της αξίας, υπάγεται στη λογική της αύξησης της υπεραξίας. Με
άλλα λόγια, η όποια αναβάθμιση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής επί
κεφαλαιοκρατίας (άρα και η ανάπτυξη της ερευνητικής, σχεδιοποιού δημιουργικής
δραστηριότητας) δεν είναι παρά όχημα για την κεφαλαιακή συσσώρευση, μέσω
άντλησης σχετικής (και όχι απόλυτης) υπεραξίας. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της

57
Συχνά, εγείρεται από ανθρώπους του κινήματος το ερώτημα: «μα καπιταλισμό έχουμε, μπορούμε να μην είμαστε
αντικαπιταλιστές;». Η κριτική στον αντιδιαλεκτικό αρνητισμό και στον αρνητικό ετεροπροσδιορισμό που ασκείται από τη σκοπιά
της Λογικής της Ιστορίας, δεν έχει την παραμικρή σχέση με ένα εγελιανά εννοούμενο θετικισμό του παρόντος, με θετική-
συναινετική στάση έναντι του κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος, με υποστολή της σημαίας του αγώνα κατά της κεφαλαιοκρατίας
κ.ο.κ. Τουναντίον, είναι συνυφασμένη με τη ριζική μεταστροφή και αναβάθμιση της επαναστατικής θεωρίας, μεθοδολογίας και
στάσης ζωής: από τις μονομέρειες της απλής-γραμμικής άρνησης, του στείρου και αφηρημένου αντικαπιταλισμού, στη θετική,
συνθετική διαλεκτική σκοπιά της άρνησης της άρνησης, του ριζικού επαναστατικού μετασχηματισμού του συνόλου της
προϊστορίας και της ιστορίας της ανθρωπότητας, στη θετική –άρα ασύγκριτα πιο επιθετική– σκοπιά της νομοτελούς ανάγκης
ενοποίησης της ανθρωπότητας.
314
παραγωγής φτάνει στο στάδιο της ωριμότητάς του, μέσα από τη μετάβαση σε εκείνη
την αυτοματοποιημένη παραγωγή, που αποτελεί ένα ολοκληρωμένο
αυτοματοποιημένο συγκρότημα (αυτοματοποιημένο όχι μόνον όσον αφορά επιμέρους
μηχανισμούς, συστήματα, λειτουργίες της εν σειρά και εν αλληλουχία παραγωγής,
τμήματα εργοστασίων, κ.λπ., αλλά επίσης και όσον αφορά ολόκληρους επιμέρους
τομείς και κλάδους, καθώς και το σύνολο των τομέων και κλάδων, κατά συνέπεια,
όσον αφορά το σύνολο, το όλο σύστημα του δικτύου της παραγωγικής επενέργειας
της ανθρωπότητας στη φύση).
Επομένως, η επανάσταση, η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία, δεν είναι υπόθεση
αποκλειστικά υποκειμενικών διαθέσεων, επιθυμιών, επιλογών και βουλητικών
πράξεων. Εκφράζει ακριβώς αυτή τη βαθύτατη, τη θεμελιώδη νομοτελή
αναγκαιότητα επιβίωσης και ανάπτυξης των ανθρώπων, την αναγκαιότητα
πραγματικής κοινωνικοποίησης-ενοποίησης της ανθρωπότητας, ιστορικός φορέας της
οποίας είναι το κατεξοχήν υποκείμενο της εργασίας, η εργατική τάξη. Ωστόσο, το
παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, δεν εκδηλώνεται παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο
και με την ίδια ένταση. Αυτό και πάλι δεν οφείλεται σε βουλησιαρχικά εννοούμενους
υποκειμενικούς παράγοντες.
Το κέντρο της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, ακριβώς λόγω της εγγενούς
ανισομέρειας της ανάπτυξης στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας (μιας ανισομέρειας
που στο σύγχρονο στάδιο της κεφαλαιοκρατίας οξύνεται στο έπακρο και λόγω της
κρίσης), ορίζεται στο χώρο και στο χρόνο από τη διαπλοκή και διύφανση ποικίλων
συμφερόντων, εσωτερικών και εξωτερικών αντιφάσεων, συσχετισμών δυνάμεων, σε
εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο, από ιστορικά κληροδοτήματα κ.λπ., του
διεθνούς κεφαλαιοκρατικού συστήματος σε διάφορες χώρες, ομάδες χωρών και
περιφέρειες. Το διεθνές κεφαλαιοκρατικό «οργανικό σύστημα» ούτε επεκτείνεται ούτε
εδραιώνεται εξίσου σε όλο τον πλανήτη σε ένα δήθεν «επίπεδο κόσμο», σε ένα
ειδυλλιακό «πλανητικό χωριό» ομογενούς διάχυσης της ευημερίας... Τουναντίον, είναι
στη φύση του να εμπλέκει την ανθρωπότητα σε ένα διεθνές πλέγμα, σε ένα δίκτυο-
κεντρικό πλαίσιο (σε ένα χωροδικτύωμα, σε μιαν «αλυσίδα», κατά το Λένιν) ποικίλων
και πολυεπίπεδων σχέσεων και μορφωμάτων με ιστορικά κληροδοτήματα (παραγωγής,
αλληλεξαρτήσεων, ποικίλων βαθμών εκμετάλλευσης, αποικιοκρατίας,
νεοαποικιοκρατίας, κυριαρχίας και υποταγής, κ.λπ), των οποίων η αντοχή σε διάφορα
μέρη του πλανήτη κυμαίνεται ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική κατάσταση-
συγκυρία, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με το επίπεδο της ανισόρροπης-ανισομερούς
ανάπτυξης της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά. Η αντιφατικότητα του
συστήματος, τα κρισιακά του φαινόμενα και οι κρισιακές έως και επαναστατικές
καταστάσεις, ως αντικειμενικοί όροι της σοσιαλιστικής κοινωνικής (και όχι μόνο
πολιτικής) επανάστασης, εκφράζονται με αύξουσα ένταση και συχνότητα στους
εκάστοτε «ασθενείς κρίκους» αυτού του δίκτυο-κεντρικού πλαισίου-
χωροδικτυώματος. Στους «ασθενείς κρίκους» αναδεικνύεται η ανισομερής ανάπτυξη
του χωροδικτυώματος του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος και των πλέον
ευάλωτων σε ανεξέλεγκτες-δυσλειτουργικές για το σύστημα τροπές χωρών και
ομάδων χωρών, όπου διαπλέκονται και συμπυκνώνονται εκρηκτικά οι παγκόσμιες,
περιφερειακές και τοπικές-εθνικές αντιφάσεις του.
Το φαινόμενο αυτό (το οποίο μάλλον αγνοείται εάν δεν χλευάζεται σε κύκλους της
καθηγητικής και «κομματικής» διανόησης ως δήθεν «παρωχημένο ιδεολόγημα») είναι
ένα βασικό χαρακτηριστικό της κλιμάκωσης-αποκλιμάκωσης της νομοτελούς
παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας (με αύξουσα ένταση σήμερα λόγω της
επίτασης της ανισορροπίας και της ανισομέρειας της ανάπτυξης). Ωστόσο, η
αναντίστοιχη της πραγματικότητας, η μη σφαιρική και έγκαιρη διάγνωσή του, μπορεί
να συμβάλλει στην εξάπλωση αυταπατών, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε
αναντίστοιχες στρατηγικές και τακτικές, σε απογοήτευση και αδρανοποίηση των
μαζών με καταστροφικά επακόλουθα.58
Παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, οι νικηφόροι επαναστατικοί σοσιαλιστικοί

58
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η εν πολλοίς λησμονημένη προβληματική περί «ασθενούς κρίκου», επανέρχεται στο
προσκήνιο τα τελευταία χρόνια στο λόγο που αρθρώνουν οι ίδιοι οι αστοί και ο αστικός τύπος, ιδιαίτερα με τις πρωτοφανείς
πρακτικές αποικιοποίησης χωρών της περιφέρειας της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης με το σχήμα των «αποικιών
χρέους», αρχής γενομένης από την Ελλάδα.
315
μετασχηματισμοί δεν μπορούν να ξεκινήσουν άμεσα στην καρδιά, στις πλέον
αναπτυγμένες χώρες της κεφαλαιοκρατίας. Το χωροχρονικό σημείο της επικείμενης
επανέναρξής τους εξαρτάται από το εκάστοτε νομοτελώς προσδιοριζόμενο στην
περιδίνηση πολλών και διαφόρων τάσεων και συσχετισμών της δυναμικής του ως άνω
χωροδικτυώματος κέντρο (κέντρα) της διεθνούς επαναστατικής διαδικασίας.

Η ανάγκη διάκρισης Πρώιμων και Ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων


Για τον ιστορικά και διαλεκτικά πεπαιδευμένο νου, είναι σαφές ότι κάθε περίπλοκη
μεταβατική ιστορική διαδικασία χρειάζεται να περάσει από πρώιμες, ασθενείς,
εύθραυστες έως θνησιγενείς εκδοχές και φάσεις, μέχρι να εδραιωθεί και να ωριμάσει
στις ύστερες μορφές της. Για παράδειγμα: το επαναστατικό κίνημα της ανερχόμενης
αστικής τάξης που γεννήθηκε στα σπλάχνα της φεουδαρχίας και οι αντίστοιχες
αστικές επαναστάσεις, εκδηλώθηκαν κατά αλλεπάλληλα κύματα σε δύο περιόδους. Οι
επαναστάσεις της πρώτης περιόδου, γνωστές στην ιστοριογραφία και ως «πρώιμες
αστικές επαναστάσεις», υπέστησαν επανειλημμένες ήττες, ανατρέπονταν από σειρά
αντεπαναστάσεων και παλινορθώσεων εκδοχών των φεουδαρχικών σχέσεων και της
απόλυτης μοναρχίας, μέχρι να εδραιωθεί τελικά η κεφαλαιοκρατία. Σε αυτή τη
διαδικασία της μετάβασης από τον προτελευταίο εκμεταλλευτικό
κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό στον τελευταίο (που κράτησε τουλάχιστον πέντε
αιώνες στις πιο προοδευμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες της Ευρώπης), έχουν
διαπιστωθεί δύο διακριτές περίοδοι: η περίοδος των πρώιμων και η περίοδος των
ύστερων αστικών επαναστάσεων.
Η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία που γεννήθηκε στα σπλάχνα της
κεφαλαιοκρατίας και η αντίστοιχη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν θα μπορούσαν να
είναι εξαιρέσεις από αυτή την ιστορική νομοτέλεια. Η νομοτέλεια αυτή εκδηλώνεται
εδώ θεμελιωδέστερα, μιας και η σοσιαλιστική επανάσταση δεν συνιστά απλή
εναλλαγή μορφών της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, αλλά δρομολογεί τη μετάβαση της
ανθρωπότητας σε άλλο τύπο ανάπτυξης, που συνιστά διαλεκτική άρση όχι μόνο της
κεφαλαιοκρατίας, αλλά και όλης της προγενέστερης ιστορίας, από την πρωταρχική
εμφάνιση και τις προϋποθέσεις της ανθρωπότητας.
Ο Β. Α. Βαζιούλιν εισηγείται την έννοια (ιστορική κατηγορία) του «πρώιμου
σοσιαλισμού» στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του
1990, προκειμένου να αναπτύξει τη θεωρία της «Λογικής της Ιστορίας»
συγκεκριμενοποιώντας τη διαλεκτική της αντιφατικής πορείας προς την ενοποιημένη
ανθρωπότητα, σε αντίθεση με τις επικρατούσες γραμμικές θεωρήσεις της ιστορίας. Η
εν λόγω ιστορική κατηγορία επιτρέπει την ανάδειξη της θέσης και του ρόλου που
διαδραματίζουν οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις εντός της δυναμικής της
μεταβαλλόμενης διάρθρωσης της μεταβατικής εποχής που τις γεννά, στην κίνησή της
από φάση σε φάση, εντός της διαλεκτικής παγκόσμιου, περιφερειακού και τοπικού
κατά τη μετάβαση της ανθρωπότητας στην ενοποίησή της, μέσω της αποκάλυψης σε
αυτή τη βάση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ καθολικού-γενικού, ειδικού-επιμέρους
και μοναδιαίου στην νομοτελή εκδήλωση, κλιμάκωση και αποκλιμάκωσή τους, στη
σύγκρουση επαναστατικών και αντεπαναστατικών τάσεων. Ως εκ τούτου, είναι
αναγκαία η διάκριση δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας και της
οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα ως απαραίτητος όρος για τη
θεωρητική επαναθεμελίωση της κοινωνικής ενοποιητικής προοπτικής.
Η υιοθέτηση αυτής της θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης από όλο και πιο
πολλούς διανοητές (κυρίως νέους), προερχόμενους από ποικίλες παραδόσεις, είναι
πλέον γεγονός. Ωστόσο, υπάρχει και μια δυσκολία πρόσληψης αυτών των εννοιών, η
οποία δεν οφείλεται μόνο σε ορισμένα στερεότυπα και προσλαμβάνουσες
παραστάσεις, αλλά και στην παγίωση ψευδοερμηνευτικών σχημάτων.
Το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας, αποτελείται από κύματα των «πρώιμων
σοσιαλιστικών επαναστάσεων» σε χώρες με ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένο επίπεδο
ανάπτυξης της παραγωγής. Οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ανακύπτουν
νομοτελώς εκεί όπου εμφανίζονται οι αντικειμενικοί τους όροι, μεταξύ των οποίων και
η επαναστατική κατάσταση.
316
Για το υποκείμενο των Πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων 59
Υποκείμενο των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι το παραδοσιακό
προλεταριάτο, η βιομηχανική εργατική τάξη, η οποία εμπλέκεται κατεξοχήν σε
επαναλαμβανόμενες, χειρωνακτικές, εκτελεστικές, κοπιώδεις, μονομερείς και συχνά
ανθυγιεινές εργασιακές διαδικασίες, που προβάλλουν ως μέσο για την (πρωτίστως
ποσοτική) ικανοποίηση πάγιων βιοτικών αναγκών. Η εργασιακή δραστηριότητα του
ανθρώπου υπό αυτούς τους όρους, γίνεται ένα προσάρτημα στις επικρατούσες
τεχνικές και κοινωνικές συνθήκες, συμπιέζεται σε αυτές και υποβαθμίζεται σε μη
δημιουργικές λειτουργίες. Εδώ, η αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας
συναρτάται με την αντίθεση ζωντανής και νεκρής εργασίας, προσωπικών και
εμπράγματων όρων της παραγωγής, εργασίας και κεφαλαίου. Η εκτελεστική-
χειρωναξία χαρακτηρίζεται εδώ από την εκάστοτε αναγκαία ελάχιστη
διανοητικότητα-παιδεία, άρα από ελάχιστες έως ανύπαρκτες δυνατότητες
θεωρητικής και επιστημονικής δραστηριότητας. Ο χαρακτήρας της εργασίας αυτής
της εργατικής τάξης, συνδέεται με τη μετάβαση από την τυπική στην πραγματική
υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, που απορρέει από την εκμηχάνιση της
παραγωγής, αποτέλεσμα της οποίας είναι η μετατροπή του καταμερισμού της
εργασίας σε τεχνική αναγκαιότητα, υπαγορευόμενη από τους εμπράγματους όρους
της παραγωγής. Με την ιστορική αναγκαιότητα μετατροπής αυτής της παραδοσιακής
εργατικής τάξης (με βασικό χαρακτηριστικό της την εκτελεστικότητα) από τάξη «εν
εαυτή» σε τάξη «δι’ εαυτήν», συνδέεται εν πολλοίς και η ανάπτυξη του θεωρητικού
κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού, η ιδεολογική πρόσληψη, διάδοση και χρήση
αυτού του κεκτημένου και τα αντίστοιχα πολιτικά-οργανωτικά μορφώματα
(συμπεριλαμβανομένου και του λενινιστικού κόμματος «νέου τύπου» των αρχών του
20ού αι., ως φορέα εισαγωγής της επαναστατικής θεωρίας σε αυτή την τάξη, όπου η
αντίστοιχη κομματική ιεραρχία είναι ή θα όφειλε να είναι και γνωσιακή).
Ως αποτέλεσμα της δράσης αυτού του υποκειμένου και των συμμάχων του,
εμφανίζονται οι πρώιμες νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, προκύπτει ο
«πρώιμος σοσιαλισμός», τα βασικά γνωρίσματα και τις νομοτέλειες του οποίου
ανέδειξε πρωτίστως η ιστορική εμπειρία της ΕΣΣΔ. Δύο είναι τα βασικά
χαρακτηριστικά του πρώιμου σοσιαλισμού που προκύπτει από τις νικηφόρες πρώιμες
σοσιαλιστικές επαναστάσεις: α) ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας
(κληροδοτημένης από την εκδοχή εκείνη της κεφαλαιοκρατίας που ανατρέπει)
υλικοτεχνικής και πολιτισμικής βάσης, η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του
σοσιαλισμού (πολλώ δε μάλλον της άμεσης προοπτικής μετάβασης στον ώριμη
ενοποιημένη ανθρωπότητα), σε συνθήκες ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένου χαρακτήρα
της εργασίας, και β) ανακύπτει στα πλαίσια συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του
κεφαλαιοκρατικού κόσμου.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η ανεπίλυτη βασική αντίφαση του


σοσιαλισμού
Τα κληροδοτήματα του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων (με
έντονη την παρουσία της προκεφαλαιοκρατικών καταβολών χειρωνακτικής-
εκτελεστικής εργασίας), προσδίδουν εκ των πραγμάτων στις επιβαλλόμενες σχέσεις
παραγωγής τον χαρακτήρα της τυπικής κοινωνικοποίησης. Αυτό δεν είναι θέμα
βουλητικών επιλογών υποκειμένων, «λάθος γραμμής», κ.ο.κ. Συμβαίνει λόγω του ότι
οι νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ξεσπούν αρχικά σε μία και
αργότερα σε μερικές χώρες, τελούν υπό κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από
υπέρτερης ισχύος εχθρούς, υφίστανται ξένες επεμβάσεις, και πολέμους –Β΄
Παγκόσμιος, Ψυχρός Πόλεμος, πληθώρα τοπικών θερμών– για την αντιμετώπιση των
οποίων ωθούνται σε βεβιασμένη επίσπευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (βλ.
εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση στην ΕΣΣΔ) με «στρατιωτικοποίηση» της
κοινωνίας, σε γεωπολιτικές τακτικές για βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του
μέγιστου «ζωτικού χώρου» για το σοσιαλισμό, κ.ο.κ. Η ανισομερής ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί και σε χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των
χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού, σε εντάσεις με στοιχεία γεωπολιτικών του
59
Ο Βαζιούλιν εισήγαγε την προβληματική περί της διάκρισης του υποκειμένου των πρώιμων και των ύστερων επαναστάσεων στην
εισήγησή του κατά την τηλεδιάσκεψη που διοργάνωσαν οι Όμιλοι Επαναστατικής Θεωρίας 22.8.2007.
317
παρελθόντος, ενίοτε μάλιστα και σε εμπόλεμες μεταξύ τους συρράξεις (βλ. για
παράδειγμα τη σύγκρουση Γιουγκοσλαβίας-ΕΣΣΔ, τη σινο-σοβιετική σύρραξη, τη σινο-
βιετναμική, κ.ο.κ.).
Ο βαθμός ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής που είναι αναγκαίος και
επαρκής για να διαρραγεί ο αδύναμος κρίκος, για την ανατροπή, για την άρνηση του
καπιταλισμού, δεν είναι επαρκής για τη θετική πλέον οικοδόμηση, για τη διαμόρφωση και
την ανάπτυξη της ώριμης ενοποιημένης ανθρωπότητας. Στη δεύτερη περίπτωση τα
κριτήρια εκτίμησης του βαθμού ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής
(αλλά και των υπόλοιπων πλευρών του κοινωνικού όλου) δεν είναι πλέον τα κριτήρια της
κεφαλαιοκρατίας, αλλά τα κριτήρια του κοινωνικής ενοποίησης ως διαδικασίας. Υπάρχει
συνεπώς μια αναπτυσσόμενη διαδικασία αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας του κοινωνικού
χαρακτήρα της παραγωγής με τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Ως εκ τούτου, η βασική αντίφαση του πρώιμου σοσιαλισμού (αλλά και της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης εν γένει, ως διαδικασίας διαμόρφωσης του κοινωνισμού) είναι
η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας (αρχικά τυπικής κοινωνικοποίησης,
κρατικοποίησης) των μέσων παραγωγής και ανεπαρκούς ανάπτυξης, «ανωριμότητας» του
κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, ή με άλλα λόγια, η αντίφαση μεταξύ τυπικής, και
πραγματικής κοινωνικοποίησης. Βάσει της εμπειρίας της ΕΣΣΔ, της Λαϊκής Κίνας, και των
υπολοίπων χωρών που προέκυψαν από τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αι.
(Ανατολική Ευρώπη, Κορέα, Βιετνάμ, Κούβα, κ.λπ.) μπορούμε να συμπεράνουμε ότι
αυτή η αντίφαση, σε συνάρτηση με την οποία κινούνται και οι λοιπές αντιφάσεις του σοσιαλισμού
(χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εκτελεστικών και διοικητικών λειτουργιών, άστεως και
υπαίθρου, κ.ο.κ.) είναι νομοτελής.
Η ιστορική εμπειρία κατέδειξε ότι ο πρώιμος σοσιαλισμός (και κάθε σοσιαλισμός) είτε θα επιλύει,
θα προάγει αυτήν την αντίφαση κινούμενος προς τον κοινωνισμό, είτε θα παλινδρομεί κατά την
επίλυσή της, θα υπαναχωρεί, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα την υπονόμευση των κεκτημένων
της επανάστασης, τη βαθμιαία ενίσχυση αντεπαναστατικών και παλινορθωτικών τάσεων και την
τελική επικράτησή τους.
Κατά το στάδιο της ανωριμότητας, δηλαδή, της διαδικασίας διαμόρφωσης,
ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, μπορούν να υπάρχουν τόσο
σοσιαλιστικές όσο και κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Το στάδιο αυτό συνιστά την
υλικοτεχνική βάση της αναγκαιότητας των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, της
συνύπαρξης των δύο κοινωνικών συστημάτων, αλλά και των παλινορθωτικών-
αντεπαναστατικών εγχειρημάτων που νομοτελώς συνοδεύουν τις πρώιμες σοσιαλιστικές
επαναστάσεις.

Για τις ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις και το Υποκείμενο τους


Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου, οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των
«ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», με τις οποίες και θα εκλείψει η
κεφαλαιοκρατία, οριστικά και αμετάκλητα από την αρένα της ιστορίας. Μόνον η
ανάπτυξη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος και του σοσιαλισμού σε κλίμακα και
κατά τρόπο που θα απαλείψει τις δυνατότητες παρασιτισμού των αναπτυγμένων
κεφαλαιοκρατικών χωρών (και τις δυνατότητες κλιμακωτής εξαγοράς, και χειραγώγησης
όλων των συνιστωσών της εργατικής τους τάξης, παραδοσιακής και νέας, δια της
«ιδιώτευσης», δια της υποδαύλισης των συγκρούσεων –συντεχνιακών, συνδικαλιστικών,
ιδεολογικοπολιτικών κ.ο.κ.– στο εσωτερικό της), θα οδηγήσει στην επαναστατικοποίηση του
υποκειμένου των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και στην εκδήλωση σοσιαλιστικών
επαναστάσεων στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, θα μετατοπίσει το κέντρο
βάρους του αγώνα στην καρδιά του καπιταλισμού.
Αντίστοιχα, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη της
εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού επί
υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού στην
κατεύθυνση προς τον κοινωνισμό, και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να
υπερέχουν έναντι των δυνάμεων του κόσμου του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
Υποκείμενο των επικείμενων ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι ένας
άλλος τύπος εργαζομένου, ο οποίος διαμορφώνεται και αναπτύσσεται σε εργασιακές
διαδικασίες, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ανανέωση, η δημιουργικότητα, η
ανάπτυξη δημιουργικών ικανοτήτων, η σφαιρική-καθολική απεύθυνση και η ανάγκη
318
για δημιουργική εργασία (όχι η εργασία ως μέσο και προϊόν πειθαναγκασμού της
πείνας ή της καταστολής). Είναι το υποκείμενο των συνδεόμενων με την
αυτοματοποίηση δραστηριοτήτων, οι οποίες παύουν να συνιστούν εργασία με την
παραδοσιακή έννοια του όρου, προαπείκασμα της αναπτυγμένης μορφής των οποίων
μας παρέχουν οι δημιουργικότερες στιγμές της ερευνητικής επιστημονικής και
καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθολική εργασία».
Όσο η αυτοματοποιημένη παραγωγή λειτουργεί σε παγκόσμια κλίμακα ως
εποικοδόμημα που εδράζεται σε μια ευρεία βάση εισέτι μη αυτοματοποιημένων,
εκμηχανισμένων παραγωγικών διαδικασιών, το υποκείμενο αυτό αρχίζει μεν να
διαδραματίζει άγοντα ρόλο, χωρίς ωστόσο να επικρατεί στατιστικά, χωρίς να
κυριαρχεί ως τύπος υποκειμένου. Το υποκείμενο αυτό παράγεται και αναπαράγεται
σήμερα από το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα ανισομερώς ως τάξη «εν εαυτή».
Το υποκείμενο αυτής της εργασίας δεν υπάγεται άμεσα στην ακαμψία δεδομένων και
παγιωμένων εμπράγματων όρων. Γίνεται χειριστής και δημιουργός καθολικής
εμβέλειας αναπτυξιακών και αναπτυσσόμενων υλικών και ιδεατών μέσων και τρόπων
επενέργειας του ανθρώπου στο περιβάλλον του, που συνιστούν ταυτοχρόνως μέσα και
τρόπους συσχέτισης, αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων.
Ο χαρακτήρας της εργασίας αυτής της εργατικής τάξης, συνδέεται με τη ραγδαία
κοινωνικοποίηση του χαρακτήρα της εργασίας μέσω της ευρείας κλίμακας
αυτοματοποίησης, μέσω της αναβαθμιζόμενης σχεδιοτέλειας των όρων της, δηλ. με
τη μετάβαση εκ νέου από την πραγματική στην τυπική υπαγωγή της εργασίας στο
κεφάλαιο, η κυριαρχία του οποίου καθίσταται όλο και πιο έκδηλα φραγμός και
καταστροφή της περαιτέρω ανάπτυξης των παραγωγικών και δημιουργικών δυνάμεων
της ανθρωπότητας. Με την ιστορική αναγκαιότητα μετατροπής αυτής της νέας
εργατικής τάξης (με βασικό χαρακτηριστικό της τη δημιουργικότητα, την
επιτελικότητα, κ.ο.κ.) από τάξη «εν εαυτή» σε τάξη «δι’ εαυτήν», συνδέεται εν
πολλοίς και η περαιτέρω ανάπτυξη-διαλεκτική άρση του θεωρητικού κεκτημένου του
κλασικού μαρξισμού, η ευρείας κλίμακας προώθηση της συνθετικής επιστήμης. Οι
δημιουργοί της νέας αυτής ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας δεν είναι και δεν
θα είναι πλέον κατά κύριο λόγο «προδότες» της άρχουσας τάξης που συστρατεύονται
με την εργατική τάξη και την επανάσταση, όπως συνέβαινε κατά τον 19ο και εν
πολλοίς κατά τον 20ό αι., αλλά –όπως είναι ήδη φανερό– προσωπικότητες και
συλλογικότητες των νέων αυτών στρατιών της μισθωτής εργασίας. Προφανώς, ο
χαρακτήρας της εργασίας αυτών των στρατιών της μισθωτής εργασίας, η σχέση τους
με την ερευνητική-σχεδιοποιό δραστηριότητα, θα επιφέρει αλλαγές και στην
ιδεολογική πρόσληψη, διάδοση και χρήση του κεκτημένου της νέας επαναστατικής
θεωρίας και στα αντίστοιχα πολιτικά-οργανωτικά μορφώματα που θα προκύψουν μέσα
από την ωρίμανση αυτού του υποκειμένου. Οι λεπτομέρειες των τοπικών,
περιφερειακών και διεθνών οργανωτικών δομών και αρχών, των μέσων και των
τρόπων επαναστατικής δράσης αυτών των μορφωμάτων, θα συγκεκριμενοποιηθούν
από το ίδιο το νέο υποκείμενο (στον βαθμό που θα ωριμάζει και θα καθίσταται
αντίστοιχο των κοινωνικών αναγκών της εποχής), ως διαλεκτική άρση των
αντίστοιχων κεκτημένων της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος. Κάθε απόπειρα
βεβιασμένης επίσπευσης της συγκρότησης σε κόμμα της πρωτοπορίας αυτών των
νέων στρατιών της μισθωτής εργασίας χωρίς να έχουν αυτές διαμορφωθεί και
ωριμάσει, θα οδηγήσει μάλλον σε αρνητικά αποτελέσματα ή/και σε επανάληψη
πεπατημένων μορφών και σχημάτων.
Έτσι, με την άνοδο στο ιστορικό προσκήνιο αυτού του τύπου εργατικής τάξης, η
οποία, λόγω ακριβώς του επιτελικού, σχεδιοποιού, κ.ο.κ. χαρακτήρα της εργασιακής
της δραστηριότητας, προσδίδει από την άποψη της ποιότητας και της ουσίας άλλα
χαρακτηριστικά στον επαναστατικό και ηγεμονικό κοινωνικό ρόλο της εργατικής
τάξης, ως του κατεξοχήν φορέα πλέον καθολικής δραστηριότητας και της θετικής
προοπτικής της ανθρωπότητας, σηματοδοτείται ο τελειωτικά παρασιτικός
χαρακτήρας της κεφαλαιοκρατίας, μιας και ουσιαστικά, δεν απομένουν πλέον ούτε
προσχηματικά επιτελικές-οργανωτικές λειτουργίες που θα δικαίωναν ιστορικά την
ύπαρξη της τάξης των αστών και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Ακριβώς αυτά τα
χαρακτηριστικά μπορούν να διακρίνουν το υποκείμενο εκείνο, το οποίο
μετατρεπόμενο σε τάξη «δι’ εαυτήν», ως άγουσα δύναμη παραδοσιακών και νέων
319
τμημάτων της μισθωτής εργασίας, θα φέρει συνειδητά σε πέρας την επίλυση της
βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού, που θα συνιστά ταυτοχρόνως και την άρση της
αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής (όπου οι παραγωγικές
δυνάμεις θα μετατραπούν σε σχέσεις παραγωγής και τανάπαλιν).
Οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να ελέγχουν τους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής
τους παρά μόνον, όταν αρχίσουν να είναι σε θέση να τους δημιουργούν και να τους
αλλάζουν σκοπίμως, συνειδητά. Στον βαθμό που επιτυγχάνουν το τελευταίο,
δρομολογείται και η έναρξη της υπεροχής της ζωντανής εργασίας έναντι της νεκρής.
Αυτό ακριβώς θα είναι αναγκαίο και εφικτό σε ευρεία κλίμακα για τους ανθρώπους
που θα απαρτίζουν το υποκείμενο των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων.
Ωστόσο, θα πρέπει καταρχάς να υπάρχει αυτό το υποκείμενο ως φορέας των
αντίστοιχων γνωσιακών και συνειδησιακών ιδιοτήτων, οι οποίες δεν μπορούν να
οφείλονται σε κάποια επιφοίτηση αγίου ή δαιμονίου πνεύματος, αλλά πρωτίστως στον
χαρακτήρα της άγουσας εργασιακής του δραστηριότητας και στην συνδεόμενη με
αυτόν ευρύτερη πολιτισμική παιδεία-καλλιέργειά του.
Όταν στην ΕΣΣΔ προέκυψε στο προσκήνιο η ανάγκη μετάβασης από τον εκτατικό
στον εντατικό τύπο ανάπτυξης (τέλη δεκαετίας του 1950-1960, αρχές της δεκαετίας
του 1960-1970), το νέο υποκείμενο, που θα μπορούσε να προωθήσει αυτή τη
μετάβαση, οδηγώντας τη βασική αντίφαση του σοσιαλισμού σε ανώτερο επίπεδο, ήταν
στατιστικά, κοινωνικά και πολιτικά αμελητέο (ψήγματά του είχαν κάνει την παρουσία
τους σε κλάδους της επιστήμης, της αεροδιαστημικής και της πολεμικής
βιομηχανίας).

Για το Νέο Στάδιο της κεφαλαιοκρατίας


Είναι ανέφικτη η σύγχρονη περιοδολόγηση και ο προσδιορισμός του νέου σταδίου
της κεφαλαιοκρατίας, χωρίς να εντάσσεται σε αυτήν η θέση και ο ρόλος, η όλη
αλληλεπίδρασή της με την άνοδο και την πτώση του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ού
αι. και με την εμφάνιση των προϋποθέσεων του ύστερου σοσιαλισμού.
Αν επιχειρούσαμε να δώσουμε έναν οριακά συνοπτικό ορισμό του σημερινού σταδίου
ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού, θα
λέγαμε ότι είναι το διακρατικό-μονοπωλιακό στάδιο της κεφαλαιοκρατικής υπαγωγής
της ανθρωπότητας στους διεθνικούς-πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους. Εδώ
έχουμε πρωτοφανή ενοποίηση της ανθρωπότητας. Ενοποίηση που δεν προωθείται με
γνώμονα το συμφέρον της ανθρωπότητας, αλλά τα ιδιοτελή και ανταγωνιστικά
συμφέροντα της κυρίαρχης μορφής ιδιωτικής ιδιοκτησίας της εποχής, αυτών των
διεθνικών-πολυεθνικών ομίλων. Χαρακτηριστικά αυτού του σταδίου είναι:
1. Συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και κοινωνικοποίηση της
παραγωγής, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί
το σημερινό εσωτερικό όριο εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου που διαδραματίζει
αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή σε πλανητική κλίμακα: τους διεθνικούς-
πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους.
2. Παγκόσμια κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και συγχώνευσή του με
το βιομηχανικό, υπαγωγή του δεύτερου στο πρώτο και δημιουργία μιας παγκόσμιας
χρηματιστικής ολιγαρχίας επί της βάσης αυτού του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Εξαιρετικά σπουδαία σημασία αποκτούν οι όλο και πιο διαμεσολαβημένα συνδεδεμένες
με την παραγωγή ακαριαίες χρηματοπιστωτικές ροές με αντίστοιχες επιπτώσεις στη
δομή και στις λειτουργίες της παραγωγής, με μεταφορά συνιστωσών της
παραγωγικής διαδικασίας ανά την υφήλιο, έναντι των παραδοσιακών εξαγωγών
κεφαλαίου και εμπορευμάτων.
3. Βάσει του δεύτερου σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης,
δρομολόγηση της δημιουργίας τεχνολογικής βάσης της παγκοσμίως κατανεμημένης
και διαδικτυωμένης παραγωγής (δίκτυα ροών ενέργειας και πληροφορίας) από τους
διεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους σε επίπεδο κυρίως παραγωγής (και όχι απλώς
εξαγωγής-κυκλοφορίας κεφαλαίου και εμπορευμάτων, όπως στον ιμπεριαλισμό μέχρι
τα μέσα της 2ης πεντηκονταετίας του 20ού αι.), γεγονός που οδηγεί, αφενός μεν, σε
μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της παγκόσμιας εργασίας στο
320
παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο (ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας καθίσταται
τεχνολογική αναγκαιότητα), αφετέρου δε, σηματοδοτεί την έναρξη της δημιουργίας
συστήματος πλανητικών υποδομών και παραγωγικών δυνάμεων, άρα και της
τεχνολογικής βάσης ενοποίησης της ανθρωπότητας.
4. Δεδομένης της αλλαγής του εξωτερικού ορίου εκτατικής ανάπτυξης του
κεφαλαίου (λόγω της επέκτασής του σε πεδία εκτός κεφαλαιοκρατικής παραγωγής,
αλλά κυρίως, λόγω της παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας στις περισσότερες χώρες
του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ού αι.) και των αλλαγών στην εντατική ανάπτυξή του
(βάσει του δευτέρου σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και της
αναδιάρθρωσης της παραγωγής): α) Κλιμακώνεται η ανακατανομή του κόσμου μεταξύ
των διεθνικών μονοπωλιακών ομίλων και η υπαγωγή όλων των σφαιρών της ζωής της
κοινωνίας στους τελευταίους. β) επιτείνεται η ανισομέρεια της ανάπτυξης και οι
ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, ανακύπτουν ανακατατάξεις στους περιφερειακούς
και παγκόσμιους συσχετισμούς δυνάμεων, ενώ αποδομούνται-ανασυγκροτούνται
παλαιοί και συγκροτούνται νέοι πόλοι για την αναδιανομή της γης (εδαφών,
υπεδάφους, θαλασσών, αέρος, διαστήματος), των φυσικών και κοινωνικών πόρων και
της ισχύος μεταξύ των ισχυρότερων ως προς το κεφάλαιο Δυνάμεων.
5. Σε αυτή τη βάση ανασυγκροτούνται και συγκροτούνται νέα περιφερειακά
συστήματα ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, θεσμικά και εξωθεσμικά όργανα επιβολής
εκδοχών διακρατικομονοπολιακής ρύθμισης, με μέτρα όλο και πιο άμεσης και
βάναυσης υπαγωγής της κυριαρχίας και των δημοσιονομικών κρατών και ομάδων
κρατών στην παγκόσμια χρηματιστική ολιγαρχία, με αξιώσεις επιβολής παγκόσμιας
χρηματοπιστωτικής δικτατορίας, με αυταρχικοποίηση και ενίσχυση λειτουργιών
κρατικής-διακρατικής καταστολής πολλών επιπέδων και με έντονη
στρατιωτικοποίηση καθεστώτων (έναντι εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού),
γεγονός που οδηγεί σε κύματα περιφερειακών ιμπεριαλιστικών πολέμων –συστατικών
ενός εν εξελίξει θερμού παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου– που κατατείνουν σε
κίνδυνο γενικευμένης παγκόσμιας σύρραξης.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά παρουσιάζουν ομοιότητες και διαφορές, στοιχεία
συνέχειας και ασυνέχειας έναντι αυτών του σταδίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και
του ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ού αι. Οι αλλαγές που επήλθαν έκτοτε, δεν είναι
απλώς ποσοτικές, δεν είναι απλώς αλλαγές τάξης μεγέθους ή κλίμακας στα πλαίσια
του ίδιου σταδίου. Αφορούν ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές σε όλα τα επίπεδα της
παραγωγικής επενέργειας στη φύση, των σχέσεων παραγωγής, της όλης δομής και
των λειτουργιών του ιεραρχημένου και διατεταγμένου σε τοπική, περιφερειακή και
παγκόσμια κλίμακα κεφαλαιοκρατικού συστήματος, σε συνάρτηση με την άνοδο και
την πτώση των πρώιμων εγχειρημάτων άρσης της κεφαλαιοκρατίας. Π.χ., οι
συνδεόμενες με το δεύτερο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης αλλαγές
στην κλίμακα και στον χαρακτήρα της εργασίας και οι συνακόλουθες αλλαγές του
υποκειμένου της εργασίας, η φύση των διεθνικών-πολυεθνικών ομίλων με τον
κυρίαρχο ρόλο του χρηματοπιστωτικού επιπέδου των σχέσεων παραγωγής στην
κεφαλαιακή συσσώρευση, η διεύρυνση και εμβάθυνση των ιμπεριαλιστικών σχέσεων
παραγωγής από τη σφαίρα της παγκόσμιας κυκλοφορίας (εμπορευμάτων και
κεφαλαίων) στη σφαίρα της ίδιας της παραγωγικής (τεχνολογικής, ενεργειακής,
πληροφοριακής κ.ο.κ.) βάσης, η ανταγωνιστική αλληλεπίδραση της κεφαλαιοκρατίας
με τον πρώιμο σοσιαλισμό, στοιχειοθετούν εν πολλοίς αυτές τις παντελώς απούσες
στις αρχές του 20ού αι. ποιοτικές και ουσιώδεις μεταβολές που σηματοδοτούν το νέο
στάδιο.

Για τη σημερινή δομική κρίση της κεφαλαιοκρατίας


Ήταν αρκετό να ξεσπάσει η οικονομική κρίση του 2007-2008 –η πρώτη πραγματικά
παγκόσμια συστημική κρίση της κεφαλαιοκρατίας– για να φανεί η καταστροφικά
ανεξέλεγκτη φύση της τερατώδους ανισομέρειας και του καταστροφικού
παρασιτισμού αυτού του σάπιου συστήματος, που για την αδηφάγο χλιδή μιας
παγκόσμιας ελίτ και των υποτακτικών-υπηρετών της, καταδικάζει απροκάλυπτα σε
εξαθλίωση και γενοκτονία δισεκατομμύρια ανθρώπων και οδηγεί σε περαιτέρω
κλιμάκωση τον παγκόσμιο πόλεμο. Αυτός ο ακραίος κερδοσκοπικός χαρακτήρας του
321
πολυεθνικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου δεν είναι αποτέλεσμα νοσηρής
ψυχολογίας (της ακόρεστης βουλιμίας κάποιων ανήθικων κερδοσκόπων) είτε κάποιων
λανθασμένων πολιτικών επιλογών οπαδών του νεοσυντηρητισμού-
νεοφιλελευθερισμού, αλλά νομοτελώς εγγενές στοιχείο του σύγχρονου σταδίου της
κεφαλαιοκρατίας, του επιπέδου και του τρόπου ανάπτυξης της βασικής αντίφασης του
συστήματος πρωτίστως στη σφαίρα της παραγωγής, στο πεδίο παραγωγής και
απόσπασης υπεραξίας. Επί περίπου 3 δεκαετίες απετέλεσε τον αποτελεσματικότερο
μηχανισμό που μπορούσε να ενεργοποιήσει το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα
για την ταχεία μονοπωλιακή αξιοποίηση των κεκτημένων της δεύτερης
επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και για τη δικτύωση της παραγωγής σε
παγκόσμια κλίμακα.
Η κρίση αυτή δεν είναι «μια από τα ίδια». Δεν αρκεί η δογματική επίκληση της
γενικής και αφηρημένης τάσης για κρίσεις του καπιταλισμού για να διαγνώσουμε την
ιστορικά συγκεκριμένη ιδιαιτερότητά της, τις επιπτώσεις της στη σχέση κεφαλαίου-
εργασίας, στην αναδιάταξη των δυνάμεων και στις προοπτικές του κινήματος. Η
κρίση αυτή, μεταξύ άλλων αναδεικνύει τη θεωρητική και μεθοδολογική ανεπάρκεια –
εξαιρουμένης της συνεισφοράς μερικών λαμπρών ερευνητών– της σύγχρονης
πολιτικής οικονομίας, την ανεπάρκεια διερεύνησης του σύγχρονου σταδίου του
παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού. Η ανεπάρκεια αυτή είναι έκδηλη τόσο στα
ιδεολογικά (και όχι επιστημονικά) επιτελεία μορφωμάτων, όσο και στην εν πολλοίς
λοβοτομημένη από την επί δεκαετίες κυριαρχία του «νεοκλασικού» εκχυδαϊσμού
καθηγητική «επιστήμη».
Μόνο η συγκεκριμένη επιστημονική ανάλυση της συγκεκριμένης συγκυρίας, της
βασικής αντίφασης του συστήματος και των παραγώγων της, του επιπέδου ανάπτυξης
των παραγωγικών δυνάμεων (του επιπέδου ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης της
παραγωγής), των σχέσεων παραγωγής και της μεταξύ τους διαπλοκής, του
χαρακτήρα της εποχής, της δυναμικής όλου του πλέγματος των αντιφάσεων σε
παγκόσμιο, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, της ιστορικής ιδιοτυπίας, των
συσπειρώσεων, των πολώσεων και των προοπτικών τάσεων, μπορεί να παράσχει
αντικειμενική διάγνωση της κατάστασης με δυνατότητες πρόβλεψης.
Η κρίση που ξέσπασε το 2008, είναι μια κρίση βαθιά, διαρθρωτική, κρίση που
προμηνύεται μακρά, η διάρκεια, το βάθος και οι επιμέρους επιπτώσεις της οποίας,
παραμένουν εν πολλοίς ανεξιχνίαστα ζητήματα, δεν είναι απλό αποτέλεσμα επιμέρους
βουλητικών χειρισμών παραγόντων του συστήματος, αλλά δομικό στοιχείο του, οι
απαρχές του οποίου εκδηλώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1970-1980 με την απότομη
πτώση του ποσοστού κέρδους, με υφέσεις και εξάρσεις (ύφεση της δεκαετίας 1990-
2000 σε ΗΠΑ, «χρηματιστηριακό κραχ» 1987, χρεοκοπία ασιατικών τίγρεων,
Αργεντινής και Ρωσίας 1997-1998, σκάσιμο της φούσκας των νέων τεχνολογιών 2000,
κ.ο.κ.).
Το σύστημα είχε τη δυνατότητα να ξεπερνά, να μεταθέτει στο χρόνο και στο χώρο
την κρίση και τις επιπτώσεις της, μέχρι να φτάσει στη σημερινή γενικευμένη μορφή
της. Σημαντικές δυνατότητες περιορισμού και μετάθεσης κρισιακών φαινομένων
προσέφερε η επικράτηση της ανοικτής αστικής αντεπανάστασης και των διαδικασιών
παλινόρθωσης της κεφαλαιοκρατίας στις περισσότερες χώρες του πρώιμου
σοσιαλισμού του 20ού αι., γεγονός που προσέφερε δυνατότητες ραγδαίου
επαναπροσδιορισμού των ορίων εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας
κεφαλαιοκρατίας, προσδίδοντάς της αχαλίνωτη ορμητικότητα. Ωστόσο, το ξέσπασμα
αυτής της κρίσης στη γενικευμένη μορφή της ήταν θέμα χρόνου, δεδομένης μάλιστα
της ανεξέλεγκτης ανισομέρειας και της συνακόλουθης ανάδειξης νέων κέντρων και
πόλων του παγκόσμιου συστήματος.
Καμία άλλη κρίση της κεφαλαιοκρατίας δεν έχει αποκτήσει τέτοια έκταση και
βάθος, τέτοιο ακαριαίο παγκόσμιο αντίκτυπο, ως αποτέλεσμα μιας ιδιότυπης
διάρθρωσης πληθώρας παραγωγικών διαδικασιών σε παγκόσμια κλίμακα.
Η βασική αντίφαση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, η αντίφαση κεφαλαίου-
εργασίας, πολλαπλά διαμεσολαβημένη από τις σύγχρονες μορφές του κεφαλαίου σε
όλα τα επίπεδα (παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κατανάλωση), είναι σε τελευταία
ανάλυση η πηγή αυτής της πραγματικά πλανητικής συστημικής κρίσης.
Ως αποτέλεσμα της όξυνσης της διαπάλης σε συνθήκες κρίσης (που διεξάγεται
322
μεταξύ των πόλων της εργασίας και του κεφαλαίου σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο,
αλλά και της πάλης μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων, μεταξύ παλαιών και νέων
ιμπεριαλιστικών πόλων, μεταξύ μονοπωλιακών και μη μονοπωλιακών κεφαλαίων,
κ.ο.κ.) και των συνακόλουθων αλλαγών της παγκόσμιας συγκυρίας, το κεφάλαιο, έχει
την τάση να προσφεύγει στις εξής «λύσεις», η σε συνδυασμό αυτών: Πρώτον,
μεταφορά της παραγωγής (spatial fix) της επιχείρησης, σε χώρες και περιοχές με το
βέλτιστο συνδυασμό εκμετάλλευσης εργασίας, ενέργειας, φυσικών πόρων,
μεταφορών, ελαστικότητας αντιρρυπαντικής νομοθεσίας, κ.ο.κ. Δεύτερον,
τεχνολογική αναδιάρθρωση της παραγωγής, (technological fix). Τρίτον, μεταπήδηση
σε πιο κερδοφόρους, λιγότερο κορεσμένους, κ.ο.κ. κλάδους παραγωγής (product fix).
Τέταρτον, φυγή στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (financial fix), διά της εκποίησης
μονάδων παραγωγής, και της στροφής σε χρηματιστηριακές ή άλλες βραχύβιες
επενδύσεις [βλ. αναλυτικότερα Silver, B. (2003), Forces of Labor. Workers’ Movements
and Globalization since 1870, Cambridge: Cambridge University Press].
Κατά κανόνα, οι εκάστοτε επιλέξιμες από το κεφάλαιο «λύσεις» προκύπτουν μέσω
αλλεπάληλων δοκιμών-σφαλμάτων, μέχρι την επιλογή σαφέστερου προσανατολισμού,
πάντα σε συνάρτηση με την ταξική πάλη, τη συγκυρία και τις επιλογές των
ανταγωνιστών. Από τις παραπάνω εκδοχές, μόνον η 2η συνδέεται άμεσα με τη
μετάβαση από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη της παραγωγής. Η 4η εκδοχή
κατά τα φαινόμενα ήταν η πλέον επιλέξιμη-κυρίαρχη για την κεφαλαιακή συσσώρευση
των τελευταίων τριών-τεσσάρων δεκαετιών, ενώ υπό την κυριαρχία ακριβώς αυτής
της φυγής στη χρηματοπιστωτική σφαίρα το κεφάλαιο προσανατολίζεται στις άλλες
τρεις εκδοχές.
Η σύγχρονη κυρίαρχη μορφή του χρηματιστικού κεφαλαίου αποσπάται από την
άμεση παραγωγική διαδικασία και αντεπιδρά σε αυτήν επιτείνοντας
πολλαπλασιαστικά τη διαρθρωτική ανισομέρεια. Ήδη το βιομηχανικό μονοπώλιο
υπονόμευε την αρχή «ίση κερδοφορία για ίσο κεφάλαιο», χωρίς ωστόσο να την
ξεπερνά. Το σύγχρονο χρηματιστικό κεφάλαιο στο χρηματοπιστωτικό πεδίο της
κεφαλαιαγοράς δεν υπερβαίνει απλώς αυτή την αρχή, αλλά καθιερώνει την αντίθετή
της: «άνιση κερδοφορία για ίσο κεφάλαιο», δεδομένου ότι η χρηματιστηριακή
ολιγαρχία χειραγωγεί κατά κύριο λόγο ξένα κεφάλαια, μέσω της διαχείρισης πακέτων
ελέγχου μετοχών, χαρτοφυλακίων, χρεογράφων, παραγώγων, κ.ο.κ. Τα ίδια κεφάλαια
της χρηματιστικής ολιγαρχίας, παρουσιάζουν κατ’ αυτό τον τρόπο πολλαπλάσια
ποσοστά κερδοφορίας (για επικερδέστερη διέξοδο των υπερσυσσωρευμένων
κεφαλαίων της) έναντι του μέσου ποσοστού κέρδους και γίνονται μέσο άγριας
χειραγώγησης της όλης μάζας των άλλων κεφαλαίων.
Η ζωντανή εργασία που εμπλέκεται σε πραγματικές παραγωγικές διαδικασίες
παραμένει η μόνη μορφή που παράγει υπεραξία, η πρωταρχική αναδιανομή της οποίας
λαμβάνει χώρα στο πεδίο του ανταγωνισμού των κεφαλαίων. Στο πεδίο δράσης του
σύγχρονου χρηματιστικού κεφαλαίου που έχει κατισχύσει ολοσχερώς και
διαδραματίζει τον άγοντα ρόλο στην οικονομία, λαμβάνουν χώρα αλλεπάλληλες
εντελώς ανεξέλεγκτες και παρασιτικές (άνευ όρων, ορίων και κανόνων) αναδιανομές
υπεραξίας, βάσει ακαριαίων χειραγωγικών επενδυτικών ροών χρηματικού κεφαλαίου
σε παγκόσμια κλίμακα (μέσω δικτύωσης και ψηφιοποίησης των συναλλαγών), με
δραματικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ανισομέρεια της παραγωγής και με
αναπροσανατολισμό της πίστης σε καταναλωτικές δραστηριότητες.
Στην κυρίαρχη οικονομική ορολογία είθισται να αποκαλούνται τα επίπεδα των
κυρίαρχων σήμερα σχέσεων παραγωγής «εικονική», «χρηματιστηριακή» και
«πραγματική» οικονομία. Οι σχέσεις μεταξύ εικονικής (παραγώγων),
χρηματιστηριακής (τίτλων) και πραγματικής οικονομίας (παραγωγής αγαθών και
υπηρεσιών) είναι πολλαπλά διαμεσολαβημένες, περιπεπλεγμένες και απόμακρες. Η
αποδέσμευση της δραστηριότητας της εικονικής οικονομίας από κάθε τύπου
θεσμικούς ελέγχους και εποπτεία, ήταν το πρόταγμα του νεοσυντηρητισμού-
νεοφιλελευθερισμού έναντι της «γραφειοκρατίας» της κρατικομονοπωλιακής
ρύθμισης και του πρώιμου σοσιαλισμού. Η δυσανάλογη υπερδιόγκωση της εικονικής
οικονομίας εις βάρος των δύο άλλων έχει υπαγάγει ολοσχερώς τις τελευταίες στην
τροχιά της πρώτης. Η σύνδεση της διογκούμενης εικονικής οικονομίας ως
323
πολιορκητικού κριού των παγκοσμιοποιούμενων κεφαλαιοκρατικών σχέσεων
παραγωγής με την ταχεία διεθνή αξιοποίηση τεχνολογικής καινοτομίας, έδωσε το
συγκριτικό πλεονέκτημα ταχύτερης μετάβασης στην ευρεία χρήση των άμεσα
αγοραία αξιοποιήσιμων κεκτημένων της δεύτερης επιστημονικοτεχνικής
επανάστασης, εν συγκρίσει προς την κεϋνσιανού τύπου κρατική-μονοπωλιακή ρύθμιση
και την αντίστοιχη διαδικασία (της κατεξοχήν προσανατολισμένης στην εκτατική
ανάπτυξη σχεδιοποίησης), που επικρατούσε στον πρώιμο σοσιαλισμό, και οδήγησε
τελικά στην ήττα του. Επήλθε ως αποτελεσματικό σύστημα σήμανσης και επιβολής
αγοραίων παραγωγικών αναγκών, με σχετικά αυτόνομες κολοσσιαίες χειραγωγικές
και κερδοσκοπικές δυνατότητες. Ωστόσο, η αχαλίνωτη υπερδιόγκωση των σχέσεων
παραγωγής της εικονικής οικονομίας ενέχει εξ υπαρχής τον κίνδυνο μετατροπής τους
από σύστημα σήμανσης σε αυτόνομο σύστημα διαστρέβλωσης, εμπλοκής, και
καταστροφής της ανατροφοδοτούμενης σχέσης μεταξύ των αναγκών της κοινωνίας
και της παραγωγής και της κυρίαρχης οικονομικής δραστηριότητας που υπάγεται
στις παραπάνω μορφές άντλησης υπερκερδών και υπερσυσσώρευσης. 60
Αυτά τα «εργαλεία» μπορούν να προσφέρουν ταχεία ανάπτυξη επιχειρηματικών
δραστηριοτήτων, με αντίστοιχες αναδιαρθρώσεις παραγωγικών διαδικασιών για την
πλέον ευέλικτη, μέγιστη και ταχύτατη αξιοποίηση (πραγματικών ή/και πλασματικών)
συγκριτικών τεχνολογικών πλεονεκτημάτων που επιτρέπουν την άντληση
μονοπωλιακού υπερκέρδους, ικανού να λειτουργεί για ορισμένα κεφάλαια και για
ορισμένο διάστημα (συγκυριακά) αντισταθμιστικά στο νόμο-τάση της πτώσης του
μέσου ποσοστού κέρδους (με υψηλά επιτόκια μερισματικής απόδοσης, ταχεία
προσέλκυση και ευέλικτη χειραγώγηση περισσότερων ξένων κεφαλαίων). Αυτό έγινε
εμφανές με τη «φούσκα» των υψηλών τεχνολογιών που έσκασε το 2000 στις ΗΠΑ
(κρίση dotcom στις μετοχές πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών). Ωστόσο, ενέχουν
αύξουσα επισφάλεια και διακινδύνευση, δεδομένου ότι σε περιβάλλον υψηλής
μεταβλητότητας της πίστης είτε της αγοράς και στην περίπτωση διακυμάνσεων των
κερδών, η μόχλευση αυτή γίνεται δίκοπο μαχαίρι, που μπορεί να οδηγήσει ταχύτατα
σε ρευστοποιήσεις, πτωχεύσεις, κ.ο.κ.
Αυτό συμβαίνει διότι οι ταχύτατες ροές ασύλληπτων κεφαλαίων με αντίστοιχες
επιπτώσεις στην παραγωγή, δεν λαμβάνουν χώρα πρωτίστως βάσει του ορθολογικού
εντοπισμού και της προώθησης των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας
(παραγωγικών και καταναλωτικών), αλλά βάσει της ακαριαίας ανταπόκρισης στις
συγκυριακά αγοραίες δυνατότητες μεγιστοποίησης της κερδοφορίας των
επενδεδυμένων στην εικονική οικονομία κεφαλαίων. Το κατά τα λοιπά μέσο σήμανσης,
αυτονομούμενο πολλαπλά από την πραγματική οικονομία και υπερδιογκούμενο,
μετατρέπεται σε αυτοσκοπό, και οδηγεί στην κρίση (εμπλοκή ρευστότητας και
αυτοαναίρεσή του), προκαλώντας εμφράγματα και νεοπλασίες στο σώμα της
χρηματιστηριακής και κυρίως της πραγματικής οικονομίας.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η κρίση που ξέσπασε το 2007-2008, δεν είναι μια συνηθισμένη
κρίση, δεν είναι απλώς μια περιοδική κρίση της κεφαλαιοκρατίας, δεν είναι απλώς μια
βαθιά κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Είναι η μεγαλύτερη δομική, συστημική
κρίση στην ιστορία της κεφαλαιοκρατίας, αποτέλεσμα των νέων δομικών
χαρακτηριστικών των παγκόσμιων παραγωγικών διαδικασιών και σχέσεων παραγωγής
του νέου σταδίου της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης που προαναφέραμε και
ιδιαίτερα της παγκόσμιας κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και
συγχώνευσής του με το βιομηχανικό, της υπαγωγής του δεύτερου στο πρώτο και του
κυρίαρχου ρόλου της παγκόσμιας χρηματιστικής ολιγαρχίας, στη βάση της
κολοσσιαίας υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Ενός κεφαλαίου που είναι πλέον κατ'
εξοχήν χρηματιστικό και πολλαπλά διαμεσολαβημένα (μέσω παραγώγων, κ.ο.κ.)

60
Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν εδώ τα αμοιβαία κεφάλαια αναχαίτισης κινδύνων (κεφάλαια κάλυψης ή περιχαρακωμένα
κεφάλαια, hedge funds), η ποικιλία νέων τεχνικών μετάθεσης-κεφαλαιοποίησης των πιστωτικών κινδύνων, τα δομημένα επενδυτικά
οχήματα (SIV), οι Off Balance Sheet Activities, τα “Alt-A”, οι εγγυημένες υποχρεώσεις χρέους (CDO διαφόρων εκθετικών τάξεων
τιτλοποίησης), συνθετικά χρεόγραφα τύπου Credit Default Swap (CDS) και ποικιλία συνθετικών επενδυτικών παραγώγων και
μηχανισμών μόχλευσης [leverage] (πρόκλησης ποσοστιαίας μεταβολής κερδών, πωλήσεων, κόστους, μερισμάτων, κ.ο.κ.),
προσαυξανόμενων με ρυθμούς χιονοστιβάδας. Εντυπωσιακή είναι η δυνατότητα μόχλευσης των συνθετικών επενδυτικών παραγώγων
των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) με υποκείμενα προϊόντα: χρηματιστηριακούς δείκτες, τιμές εμπορευμάτων
(commodities), συναλλαγματικές ισοτιμίες, επιτόκια (συνήθεις τιμές, κρατικά ομόλογα, έμμεση μόχλευση των options (elasticity),
κ.ο.κ.
324
συνδεδεμένο με την παραγωγή, ενώ κινείται με ακαριαίες χρηματοπιστωτικές ροές
(ως δανείσιμο, επενδυτικό, κ.ο.κ.) με καταστροφικά ανταγωνιστική επιθετικότητα.
Η ίδια η κρίση και οι επιπτώσεις της επιδεινώνουν μεν το επενδυτικό κλίμα, γεγονός
που μπορεί να επιβραδύνει τη διάδοση των επικείμενων καινοτομιών. Ωστόσο, λόγω
της ιδιοτυπίας της κεφαλαιοκρατίας, η χρηματοπιστωτική χρεοκοπία και οι
συνακόλουθες καταστροφικές επιπτώσεις της στην πραγματική οικονομία και κυρίως
στον κόσμο της εργασίας (κοινωνικός πόλεμος), είναι σχεδόν ο μόνος «ειρηνικός»
τρόπος επαναπροσανατολισμού των επενδύσεων σε καινοτομίες που συνδέονται με το
νέο τεχνολογικό παράδειγμα, με μόνιμο τον κίνδυνο προσφυγής και σε ευρείας
κλίμακας εμπόλεμη σύρραξη.
Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη αυτών των δραστηριοτήτων παίρνει τη μορφή πυραμίδας
ή φούσκας, η εμπλοκή της ρευστότητας της οποίας, αρχικά σε αμερικανικούς
χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς, δρομολόγησε και την τελευταία κρίση. Η
κατάρρευση του συστήματος των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων χαμηλής
εξασφάλισης των ΗΠΑ δεν ήταν η αιτία, αλλά η θρυαλλίδα που έπληξε το
χρηματοπιστωτικό σύστημα στο νευραλγικό του σημείο: στην εύθραυστη διαπλοκή
της αμοιβαίας πίστης-εμπιστοσύνης.
Η χρηματοπιστωτική φούσκα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου δεν περιορίζεται
σε χρεοκοπίες και δυσλειτουργίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος (χρεοστάσια,
εμπλοκές στη διατραπεζική πίστη, κ.ο.κ.), αλλά διαχέεται σε όλα τα επίπεδα της
πραγματικής οικονομίας (της μοναδικής που συνδέεται άμεσα με την παραγωγή αξίας
και υπεραξίας), και της ζωής των εργαζομένων. Θίγει πλέον ολόκληρους κλάδους
παραγωγής και πυλώνες της οικονομικής δραστηριότητας (αυτοκινητοβιομηχανία,
ναυπηγική, κατασκευές, ναυτιλία, τουρισμό, κ.ο.κ.). Θίγει άμεσα τα δημοσιονομικά
όλων των χωρών, με ομολογούμενους πλέον κινδύνους στάσης πληρωμών και
διεθνούς επιτήρησης από τους ίδιους οργανισμούς οι οποίοι επί δεκαετίες
λειτουργούσαν ως εγγυητές αξιοπιστίας της χρηματοπιστωτικής αισχροκέρδειας. Η
κρίση συνδέεται οργανικά με τη δεσπόζουσα θέση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου
στο πλέγμα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, η οποία οδηγεί μεν σε αδιανόητα
επίπεδα και μορφές απομύζησης υπεραξίας από την παγκόσμια εργασία, αλλά σε
βαθμό πάντα ανεπαρκή για την αξιοποίηση της πληθώρας του υπερσυσσωρευμένου
«εικονικού» κεφαλαίου που κυκλοφορεί στις αγορές.
Οι κυβερνήσεις, τα διακρατικά όργανα του κεφαλαίου και οι κεντρικές τράπεζες
«αντιμετωπίζουν την κρίση σαν να επρόκειτο για πρόβλημα ρευστότητας που θα
μπορούσε να αντιμετωπιστεί τροφοδοτώντας με ρευστό το κύκλωμα για να
αναχαιτιστεί η πτώση των αξιών, να αναθερμανθεί η εμπιστοσύνη και στη συνέχεια να
πουληθούν ξανά οι τίτλοι σε μια σταθεροποιημένη πλέον αγορά. Το πρόβλημα όμως
εδώ είναι όλο και περισσότερο πρόβλημα αφερεγγυότητας αυτού του «σκιώδους
τραπεζικού συστήματος» που είναι φτιαγμένο από παράγωγα χρηματοπιστωτικά
προϊόντα, παιδί της ελεύθερης αγοράς και των κερδοσκοπικών υπερτιμήσεων τις
τελευταίες δεκαετίες» (Ερμηνεία για την κρίση από την Ιταλία,
http://crisisreloaded.blogspot.com/2008/10/blog-post_4215.html. Ημερομηνία
ανάκτησης: 2.1.2013). Λειτουργούν χωρίς να αντιλαμβάνονται το βάθος της κρίσης
«ενός ολόκληρου μοντέλου ντοπαρισμένης ανάπτυξης με χρέη σαν να ήταν δυνατόν
να ξαναρχίσουν, μετά τη θύελλα, την ίδια πορεία ήρεμα κι ωραία» (ό.π.).
Αυτό το παρασιτικό σύστημα επιχειρεί και πάλι να λύσει την ίδια του την κρίση με
κοινωνικό πόλεμο: επιχειρεί να τη φορτώσει στο μόνο παραγωγό του πλούτου της
ανθρωπότητας, στον κόσμο της εργασίας, με περαιτέρω ανεργία, ελαστικοποίηση των
εργασιακών σχέσεων, μείωση μισθών, κατάργηση ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αύξηση
της φορολογίας, ιδιωτικοποίηση των υπερκερδών και «κοινωνικοποίηση» (φόρτωμα
στις πλάτες των φορολογουμένων) των ζημιών του. Υπό αυτή την έννοια, η κρίση
αυτή δεν σημαίνει ακόμα και το τέλος του νεοφιλελευθερισμού, πολλώ μάλλον δε, της
ίδιας της κεφαλαιοκρατίας. Η τελευταία διαθέτει πλέον πολύ ισχυρότερα μέσα και
τρόπους διορθωτικών-ρυθμιστικών παρεμβάσεων σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο,
έναντι αυτών που υπήρχαν το 1929.
Η κρίση αυτή είναι διαρθρωτική, δεδομένου ότι πλήττει τον πυρήνα του παγκόσμιου
συστήματος και συμπαρασύρει, με απρόβλεπτες συνέπειες την ίδια τη δομή του
325
παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, του κύκλου αναπαραγωγής της αξίας και
άντλησης υπεραξίας, όπως αυτός διαμορφώθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Ως εκ
τούτου, θα λειτουργήσει και ως ένα ποιοτικό άλμα για τη ριζική αναδιαμόρφωση της
μέχρι τούδε ισορροπίας δυνάμεων, σηματοδοτώντας σαφέστερα το τέλος της εποχής
της μονοκρατορίας των ΗΠΑ μετά την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας στις
περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού και την έναρξη μιας νέας εποχής.
Μείζον ερώτημα είναι το κατά πόσον και με ποιο τρόπο θα ανακτήσει δυνάμεις η
κεφαλαιοκρατία σε παγκόσμια κλίμακα, σε μία νέα ισορροπία της διαμεσολάβησης
χρηματοπιστωτικού συστήματος-παραγωγής.
Η κλιμακούμενη οικονομική κρίση περιπλέκεται όλο και πιο στενά με τον εν εξελίξει
θερμό παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Για τα στάδια της επιστημονικής-τεχνολογικής επανάστασης και την


κεφαλαιοκρατική τους χρήση
Η εναλλαγή «παραδειγμάτων» τεχνολογίας παραγωγής επί κεφαλαιοκρατίας γίνεται
ανισομερώς, σε μια σχέση συνέχειας ασυνέχειας. Οι καινοτομίες βάσει του νέου
παραδείγματος, αφενός μεν λειτουργούν έχοντας ως ευρεία βάση τους τεχνολογικά
κεκτημένα του προγενέστερου παραδείγματος, αφετέρου δε, διεισδύουν, διαχέονται
παντού, διανοίγουν δυνατότητες αναβάθμισης της αποδοτικότητας της παραγωγής
και της ποιότητας του προϊόντος του συνόλου των κλάδων της παραγωγής.
Από την άποψη της τεχνολογικής συνιστώσας των παραγωγικών δυνάμεων που
λειτουργεί ως βάση της εκάστοτε άγουσας εντατικής ανάπτυξης της
κεφαλαιοκρατίας, παρατηρείται ορισμένη νομοτελής αντιφατική κλιμάκωση.
Στις αρχές του 20ού αι., ως βάση της εντατικής ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού
λειτουργούσαν οι απαρχές, το πρώτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής
επανάστασης (αρχές αυτοματοποίησης σε επίπεδο γραμμών παραγωγής, τμημάτων,
εργαστηρίων, ενιαία ενεργειακά-παραγωγικά συγκροτήματα βάσει εξηλεκτρισμού, εν
σειρά και εν αλληλουχία παραγωγή-συναρμολόγηση, φορντισμός, τεϋλορισμός, κ.ο.κ.).
Σε αυτό το τεχνολογικό επίπεδο πρωταρχικό ρόλο διαδραματίζει η εξαγωγή κεφαλαίων
έναντι της εξαγωγής εμπορευμάτων, γεγονός που αρχίζει να διαμορφώνει –βάσει του
χρηματιστικού κεφαλαίου– το παγκόσμιο σύστημα των σχέσεων παραγωγής, με προνομιακό
πεδίο το πεδίο της κυκλοφορίας. Οι κρίσεις και οι πόλεμοι εδραίωσαν την πολιτική της
κρατικής μονοπωλιακής ρύθμισης σε διάφορες παραλλαγές της. Η εμπειρία της
προηγούμενης μεγάλης δομικής κρίσης της κεφαλαιοκρατίας (1929-1933), μας δείχνει ότι
προ της εκδήλωσης της κρίσης, παρατηρείται σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών
εκβιομηχάνισης. Από τη δεκαετία του 1930-1940, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυξάνονται οι δαπάνες για τη
βασική και την πειραματική επιστημονική έρευνα και η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνεται
ξανά. Η ανάκαμψη αυτή συνδέεται εν πολλοίς με τις κεϋνσιανές πολιτικές κρατικού
παρεμβατισμού, δημοσίων δαπανών, κρατικο-μονοπωλιακής ρύθμισης, οι απαρχές των
οποίων συνδέονται με τη δομική κρίση, την ταξική πάλη, τον πόλεμο και τις στρατιωτικές
δαπάνες («δημοκρατικές» και φασιστικές μιλιταριστικές). Η ανάκαμψη αυτή συνδέεται
ιδιαίτερα με τους εργατικούς αγώνες και με την πίεση που εκ των πραγμάτων ασκεί το
σύστημα των χωρών του «πρώιμου σοσιαλισμού» που προέκυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο.
Το δεύτερο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης (που συμπίπτει με τη
ραγδαία άνοδο των πολυεθνικών) άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία
του 1980, οπότε παρατηρείται η μετάβαση σε άλλο επίπεδο της κατεξοχήν εντατικής
ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, στην εντατική διαμόρφωση ενός πληροφοριακού
τεχνολογικού συγκροτήματος (διαφόρων επιπέδων χρήση Η/Υ, εκμηχάνιση-
αυτοματοποίηση επεξεργασίας, συσσώρευσης και ροών πληροφορίας στη διοίκηση της
παραγωγής, εφαρμογές ρομποτικής, ενιαία αυτοματοποιημένα συμπλέγματα, έναρξη
παραγωγής αυτομάτων μέσω αυτομάτων, έναρξη αυτοματοποίησης κλάδων,
παραγωγική χρήση της διαστημικής, έναρξη τηλεματικής και διαδικτύωσης σε
παγκόσμιο ιστό). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αναδιαρθρώσεις σε επίπεδο εργασιακών
σχέσεων και σχέσεων παραγωγής, που προωθούνται με την κινούμενη στον αντίποδα
της «γραφειοκρατικής ακαμψίας» της παραδοσιακής κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης
326
στρατηγική του νεοσυντηρητισμού-νεοφιλελευθερισμού.
Στις μέρες μας σημειώνεται νέα καμπή στις παραγωγικές δυνάμεις, μια καμπή που
προετοιμάζει το έδαφος για το επικείμενο τρίτο στάδιο της επιστημονικοτεχνικής
επανάστασης. Το φάσμα δυνατοτήτων αυτού του σταδίου διανοίγεται από νέες
κατακτήσεις της βασικής επιστημονικής έρευνας. Επίκειται λοιπόν εντατικότερη
προώθηση-αναβάθμιση της αυτοματοποίησης και του πληροφοριακού-τεχνολογικού
συγκροτήματος, αναβάθμιση της διαδικτύωσης, των τηλεπικοινωνιών, των
βιοτεχνολογιών, των νανοτεχνολογιών, ανάδειξη νέων ισχυρότερων πηγών ενέργειας
με υψηλό συντελεστή απόδοσης, αλλά και νέων ευέλικτων τρόπων αξιοποίησης ήπιων
και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (με αντίστοιχη αποκέντρωση παραγωγικών
διαδικασιών), νέων δυνατοτήτων επίδρασης στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο
ψυχισμό, ενεργειακή αξιοποίηση του υδρογόνου, κ.ο.κ. Οι πολυεθνικές εταιρείες και οι
χώρες που ελέγχουν και διαχειρίζονται αυτές τις κατακτήσεις της
επιστημονικοτεχνικής προόδου, κατέχουν ηγεμονική και κυρίαρχη θέση στον κόσμο.
Οι συνδεόμενες με τα παραπάνω διαδικασίες, στο πλαίσιο της κεφαλαιοκρατίας, δεν
μπορούν παρά να εκτυλίσσονται ανισομερώς. Χώρες, περιοχές και οικονομικοί όμιλοι
που θα επιτύχουν ταχύτερα τη μετάβαση σε αναπαραγωγικό σύστημα βάσει του νέου
σταδίου της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, θα έχουν το συγκριτικό
πλεονέκτημα στην επόμενη φάση του παγκόσμιου ανταγωνισμού, αντλώντας από τον
υπόλοιπο κόσμο μονοπωλιακά υπερκέρδη ως ιδιότυπη «τεχνολογική πρόσοδο»,, όσο θα
διαθέτουν την αποκλειστική χρήση αυτών των επιτευγμάτων, ασχέτως με το πού θα
παράγεται το τελικό προϊόν των διαδικασιών που θα έχουν υπό τον έλεγχό τους.
Με την αναβάθμιση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας στη διαδικασία της
αντιφατικής ανάπτυξης που σκιαγραφήσαμε παραπάνω, οι γραμμές του στρατοπέδου
της εργασίας εμπλουτίζονται με νέες στρατιές μισθωτών, οι οποίοι δεν συνδέονται
τόσο με επαναλαμβανόμενες, μονότονες χειρωνακτικές, εκτελεστικές εργασίες, αλλά,
τουναντίον, με ανανεούμενες-αναπτυσσόμενες, διανοητικές, όλο και πιο επιτελικές
εργασίες (για τη δημιουργία, εγκατάσταση, ρύθμιση, εποπτεία, έλεγχο,
βελτιστοποίηση, ανάπτυξη, κ.ο.κ. αυτοματοποιημένων τεχνολογικών διαδικασιών
ποικίλων τύπων και επιπέδων). Ο τύπος προσωπικότητας και συλλογικότητας που
αναπτύσσουν αυτές οι νέες στρατιές της εργασίας, τους παρέχει όλο και περισσότερο
τη δυνατότητα καθολικής-επιστημονικής θεώρησης του συνόλου των εκάστοτε
επιστημονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας, γεγονός που τους
καθιστά ικανούς να υπερβαίνουν τους περιορισμούς του ετεροπροσδιορισμού (άρα και
αρνητισμού-αμυντισμού) του πόλου της εργασίας από τον πόλο του κεφαλαίου και να
αναδεικνύουν θετικά πλέον τις πραγματικές βέλτιστες δυνατότητες για τις ανάγκες
όχι μόνο της εργατικής τάξης, σε αντιδιαστολή με την αστική, αλλά της κοινωνίας
συνολικά και τη νομοτελή αναγκαιότητα ενοποίησης της ανθρωπότητας.
Αναγκαιότητα που αντικειμενικά ωριμάζει σε κάθε επόμενη καμπή της ανάπτυξης των
παραγωγικών δυνάμεων, με βασικότερη συνιστώσα τους τον ίδιο τον άνθρωπο ως
υποκείμενο της εργασίας. Αναγκαίος όρος αυτής της ενοποίησης της ανθρωπότητας
σε έναν άλλο τύπο ανάπτυξης-πολιτισμού, είναι και η εναρμόνιση της σχέσης προς τη
φύση, όχι ως πρόσχημα για τις ιδιοτελείς σκοπιμότητες κάποιων, ούτε ως επιμέρους,
αποσπασματικές ή δήθεν «λύσεις», αλλά ως σφαιρική προστασία, αποκατάσταση και
συνειδητή δημιουργική ανάπτυξη των αντικειμενικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων.
Ο ενδιάμεσος χαρακτήρας της σημερινής εποχής και οι προοπτικές
Η γενική κρίση της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή, η κρίση της κεφαλαιοκρατίας ως
συστήματος, που δρομολόγησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μεγάλη Οκτωβριανή
Σοσιαλιστική Επανάσταση, παρά τις πρόσκαιρες νίκες του κεφαλαιοκρατικού
συστήματος και τις αντεπαναστατικές-παλινορθωτικές διαδικασίες στις χώρες του
πρώιμου σοσιαλισμού του 20ού αι., κλιμακώνεται.
Η εποχή που ανοίγεται, είναι μια εποχή μακροχρόνιων δομικών κρίσεων και
ιμπεριαλιστικών πολέμων, κλιμάκωσης της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας με
ολοκλήρωση του κύκλου των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, και
προετοιμασία των προϋποθέσεων για τις ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Είναι
πολύ πιθανόν, ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, είτε επαναστάσεις με ενδιάμεσα
χαρακτηριστικά (πρώιμων και ύστερων) να προκύψουν σε χώρες με μέσο επίπεδο
ανάπτυξης, σε νέους «ασθενείς κρίκους». Το ενδεχόμενο αυτό εκ των πραγμάτων θα
327
λειτουργήσει καταλυτικά για την επίσπευση των ύστερων επαναστάσεων.
Ωστόσο, δεδομένου ότι η επαναστατική διαδικασία προωθείται μέσω ακριβώς των
«ασθενών κρίκων» και της ανισομερούς ανάπτυξης-αντιφατικότητας του
κεφαλαιοκρατικού συστήματος, είναι ουτοπική η προσδοκία ακαριαίας, ταυτόχρονης ή
έστω και γραμμικής εκδίπλωσης της επαναστατικής διαδικασίας σε παγκόσμιο
επίπεδο, ή και σε επίπεδο ανισομερών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων (π.χ. στην ΕΕ
ως έχει). Μόνον η βίαιη επαναστατική απόσπαση των εφεδρειών παρασιτισμού σε
διεθνή και περιφερειακή κλίμακα των ισχυρότερων κεφαλαιοκρατικών χωρών θα
οδηγήσει σε νικηφόρες επαναστατικές καταστάσεις και σε αυτές. Άρα, η επιμέρους
και κατά τόπους επαναστατικές διαδικασίες σε χώρες ή ομάδες χωρών-«ασθενών
κρίκων» (πάντα σε συνειδητό διεθνιστικό συντονισμό), θα είναι η κατεξοχήν μορφή
κίνησης της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας που θα δρα καταλυτικά για την
επίσπευση της έλευσης και επικράτησης των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων.
Σε συνθήκες της παγκόσμιας, συστημικής και δομικής κρίσης, οι πλέον επιθετικές
δυνάμεις του κεφαλαίου, αναζητούν απεγνωσμένα τρόπους διεξόδου από την κρίση,
τρόπους μαζικής απαξίωσης-καταστροφής κεφαλαίων, παραγωγικών δυνάμεων, ώστε
να επανεκκινήσουν το σύστημα. Προς το παρόν το επιτυγχάνουν μέσω καταστροφής
κεφαλαίων στον παροξυσμό του ανταγωνισμού (χρεοκοπιών, εξαγορών,
συγχωνεύσεων, κ.ο.κ.), μέσω πολεμικών συρράξεων και κυρίως, καταστρέφοντας την
κύρια παραγωγική δύναμη (την εργατική τάξη) μέσω του κοινωνικού πολέμου που
εξαπολύουν εναντίον της εργασίας, με τη χρήση του δημόσιου εξωτερικού χρέους και
άλλων μέσων για την αποικιοποίηση όχι μόνο των παραδοσιακών εξαρτημένων πρώην
αποικιακών περιφερειακών χωρών, όχι μόνο χωρών του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου»,
αλλά και «περιφερειακών» χωρών ενός από τα τρία κέντρα του λεγόμενου «Πρώτου
Κόσμου», της ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» (όπως η
Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία).
Στόχοι των πλέον επιθετικών δυνάμεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου
σε αυτό τον πόλεμο γίνονται πλέον και οι λαοί νέων «αδύναμων κρίκων» του
συστήματος, ιδιαίτερα της περιφέρειας της Ευρωζώνης, εναντίον των οποίων
χρησιμοποιούν βίαιες μορφές αποικιοποίησης, μετατρέποντας μια σειρά χωρών αυτού
του τύπου σε αποικίες χρέους. 61 Η έκβαση αυτού του πολέμου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο
βαθμό από το εάν, κατά πόσο, που και πότε θα κλιμακωθεί και ο εν εξελίξει Γ΄ θερμός
Παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος, που έχει δρομολογηθεί από τα τέλη του
περασμένου αιώνα και συνεχίζεται (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία, Σομαλία, Αφγανιστάν, εκ
νέου Ιράκ, Υπερκαυκασία, Λιβύη, Συρία κ.ο.κ.). Η κρίση και ο πόλεμος (οικονομικός,
κοινωνικός και θερμός), παροξύνουν τις αντιθέσεις, κλιμακώνοντας τις συγκρούσεις
προς επαναστατικές καταστάσεις στους «αδύναμους κρίκους». Επομένως, η έκβαση
αυτών των διαδικασιών, θα εξαρτηθεί επίσης από την περιφερειακή και παγκόσμια
επαναστατική διαδικασία, από το εάν (και κατά πόσο) οι δυνάμεις της εργασίας θα
επιτύχουν να αναπτύξουν δική τους στρατηγική και τακτική διεξόδου από την κρίση,
να συγκροτήσουν δικό τους νικηφόρο κίνημα, καθώς και από το εάν θα διαρραγεί εκ
νέου το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα από μια σειρά νέων σοσιαλιστικών
επαναστάσεων (πρώιμων, ενδιάμεσων και ύστερων) και την απόσπαση ορισμένων από
τους «ασθενείς κρίκους» του.
Αν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη σημερινή εποχή σε σχέση με τη διεθνή

61
Τίθεται συχνά το ερώτημα αναφορικά με το χαρακτήρα τέτοιου τύπου χωρών (ενίοτε υπό το πρίσμα της εμπλοκής σε ένα
αντιδιαλεκτικά εννοούμενο σχήμα αποκλειστικής διάζευξης: είτε ιμπεριαλισμός είτε εξάρτηση), και συνακόλουθα, με το εάν και
κατά πόσο είναι εφικτή η συμμαχία με τυχόν στοιχεία «εθνικής» αστικής τάξης. Η απάντηση απαιτεί διεξοδική έρευνα.
Ωστόσο, από τα διαθέσιμα στοιχειά είναι σαφές, ότι χώρες-συνιστώσες περιφερειακών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων με μέσο
επίπεδο ανάπτυξης (με όλα τα συμπαρομαρτούντα κοινοτικών καταλοίπων και μικρομεσαίου κεφαλαίου), και κυριαρχία στην
οικονομία του κεφαλαίου των πολυεθνικών μονοπωλιακών ομίλων, είναι ιμπεριαλιστικές μεν αλλά κατέχουν ενδιάμεση
εξαρτημένη θέση στο σύστημα του ιμπεριαλισμού. Μια θέση που επιτρέπει και επιβάλλει πολιτικές αποικιοποίησής τους με
επικεφαλής -προς το παρόν- την επιτηρούμενη διακρατικομονοπωλιακά πρόθυμη αστική τους τάξη. Ο χαρακτήρας της συμμαχίας
που διασφαλίζει την ηγεμονία και την κυριαρχία της άρχουσας τάξης εδώ είναι σαφής: στρατηγική υπαγωγή στην ΕΕ και στο
ευρώ, στη διακρατικομονοπωλιακή δικτατορία με κάθε τίμημα. Ακόμα και οι συνδεόμενες με παραγωγικές λειτουργίες μερίδες
του κεφαλαίου (που πλήττονται από τη μονομέρεια αυτής της στρατηγικής επιλογής, του ευρώ κ.ο.κ.) σύρονται τακτικά από την
κυρίαρχη μερίδα της χρηματιστικής ολιγαρχίας με επικεφαλής το πιο επιθετικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, με το δέλεαρ της
νομής της λείας από τον κοινωνικό πόλεμο κατά της μισθωτής εργασίας στην κρίση. Σε χώρες σαν την Ελλάδα, η σημερινή
αστική τάξη (και οι εκάστοτε πρόθυμοι υπηρέτες της) σε εθνική και σε παγκόσμια κλίμακα, μπορεί να είναι πιο παρασιτική και
διεφθαρμένη από ποτέ, αλλά είναι αποδεδειγμένα η πιο αδίστακτη αστική τάξη στην ιστορία.
328
επαναστατική διαδικασία, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια περίοδο, κατά την
οποία ο γύρος των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, έχει εν πολλοίς ανατραπεί
από αστικές αντεπαναστάσεις χωρίς να έχει ολοκληρωθεί. Κατά τα φαινόμενα,
επίκειται νέος γύρος πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Είναι επίσης μια
περίοδος προετοιμασίας των προϋποθέσεων για τις ύστερες σοσιαλιστικές
επαναστάσεις. Στρατηγικής σημασίας ζητούμενο της εποχής μας είναι η θεωρητική
προετοιμασία για τη νέα φάση της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας, για τις ύστερες
σοσιαλιστικές επαναστάσεις, για τον ύστερο σοσιαλισμό.
Το επαναστατικό κίνημα οφείλει να αντιμετωπίσει με σεβασμό, αλλά χωρίς
δογματισμό και να αποτιμήσει κριτικά-επαναστατικά την εξαιρετικά πολύτιμη
εμπειρία όλων των συνιστωσών του νικηφόρου και ηττημένου κινήματος και ιδιαίτερα
την εμπειρία που συνδέεται με τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού
αιώνα, χωρίς να παγιδεύεται σε αγιοποιήσεις, μνημόσυνα, δοξολογίες και
περιφρονητικά-μηδενιστικά αναθέματα.
Η σημερινή δομική κρίση της κεφαλαιοκρατίας (η οποία συνδέεται οργανικά με τις
επιπτώσεις της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις
περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ού αιώνα), παρέχει τη
δυνατότητα να διερευνήσουμε τις αντιφάσεις, τις κινητήριες δυνάμεις και τις
προοπτικές του εν λόγω συστήματος. Αλλά η επαναστατική θεωρία δεν είναι μια
«καθαρή» επιστήμη για να αποσκοπεί στη «γνώση για τη γνώση», δεν είναι ένα
ακαδημαϊκό ζήτημα. Οι επαναστάτες δεν έχουν το δικαίωμα να παρακολουθούν ως
απαθείς θεατές, τον κοινωνικό πόλεμο και τη δημογραφική καταστροφή των λαών,
χωρίς να συμβάλλουν θεωρητικά και πρακτικά στον αγώνα τους.
Όπως διαπιστώσαμε, η δράση των σύγχρονων μορφών του χρηματιστικού κεφαλαίου
είναι άκρως αντιφατική. Αφενός μεν συνιστούν (εύθραυστες, επισφαλείς, κ.ο.κ.)
μορφές παγκόσμιας εμβέλειας σχέσεων παραγωγής, που λειτουργούν ως
πολλαπλασιαστές ισχύος, μοχλοί, και ινία ακαριαίας ευελιξίας παρεμβάσεων σε
αναδιατάξεις-αναδιαρθρώσεις πραγματικών παραγωγικών δυνάμεων και διαδικασιών.
Υπό αυτή την έννοια, λειτουργούν και ως μέσα διεύρυνσης και εμβάθυνσης της
κοινωνικοποίησης της παραγωγής σε παγκόσμια κλίμακα, ως εργαλεία
σχεδιοποιημένων παρεμβάσεων στην παραγωγή. Αφετέρου δε, οι τελευταίες, μέσω
των σύγχρονων μορφών του κεφαλαίου, δεν ασκούνται βάσει των πραγματικών
αναγκών της κοινωνίας και της ορθολογικής συνειδητοποίησης της αλληλεπίδρασης
του ανθρώπου με τη φύση, αλλά με γνώμονα τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία εδώ και
τώρα.
Οι πολλαπλές και πολυεπίπεδες, εμφανείς και αφανείς διαμεσολαβήσεις μεταξύ
παραγωγικών διαδικασιών και πραγματικών αναγκών της κοινωνίας ως οργανικού
όλου, ως οργανισμού, λόγω της κυριαρχίας αυτού του τύπου των παγκόσμιων
σχέσεων παραγωγής, δεν λειτουργούν τόσο ως μηχανισμός άμεσης ανταπόκρισης σε
αυτές τις πραγματικές ανάγκες, αλλά ως πολλαπλασιαστές και επιταχυντές
ανισορροπιών και ανισομέρειας, που προκαλούν κρισιακούς σπασμούς, καρκινώματα
και εμφράγματα.
Η παγκόσμια παραγωγική διαδικασία, ο κοινωνικά και τεχνολογικά
διαμεσολαβημένος μεταβολισμός της ανθρωπότητας, όλο και πιο πολύ συγκροτείται
σε πλανητική κλίμακα ως οργανικό όλο, με πρωτοφανείς διασυνδέσεις ιστών,
οργάνων, συστημάτων, υποσυστημάτων και λειτουργιών, που διατρέχουν σχεδόν όλα
τα μήκη και πλάτη σε ξηρά, έδαφος, υπέδαφος, ύδατα, αέρα, εγγύς διάστημα. Κομβικό
ρόλο σε αυτή τη διαδικασία ενοποίησης διαδραματίζει ένα από τα πλέον δυναμικά
στοιχεία του υλικού και πνευματικού πολιτισμού, η κατεξοχήν καθολική-ενοποιητική
δημιουργική δύναμη της ανθρωπότητας, στον βαθμό που (επιβιώνοντας της
καταστροφικής-παραμορφωτικής υπαγωγής της στο κεφάλαιο) είναι το βασικό μέσο
επαναστατικοποίησης της παραγωγής, κοινωνικοποίησης της εργασίας: η ερευνητική,
σχεδιοποιός και τεχνολογική-κατασκευαστική δραστηριότητα, η επιστήμη ως όλο και
πιο άμεση παραγωγική δύναμη. Η επιστήμη και η τεχνολογία λειτουργούν εν πολλοίς
ως προνομιακό πεδίο-φορείς δημιουργίας, ανάπτυξης, συστηματοποίησης και
διαγενεακής-πανανθρώπινης μετάδοσης «προγραμμάτων» και «κωδίκων», της
κατεξοχήν σχεδιοποιού διάστασης, των προοπτικών της ανθρωπότητας 62.
62
Θα μπορούσαμε να πούμε μεταφορικά, ότι επιστήμη και τεχνολογία ως καθολική δημιουργική δύναμη, είναι το
329
Διαθέτει λοιπόν αυτό το (ανολοκλήρωτο στη διαμόρφωσή του) οργανικό όλο εν
πολλοίς μορφοποιημένα δίκτυα ενεργειακών υποδομών-ροών πλανητικής εμβέλειας
και υποδομές τηλεπικοινωνιακών δικτύων, με ευρείας χρήσης εφαρμογές διαστημικής-
τηλεματικής, δηλαδή, αρχίζει να διαθέτει οιονεί ενοποιημένες σε πλανητική κλίμακα
παραγωγικές διαδικασίες.
Λειτουργεί λοιπόν σαν να διαθέτει ως οργανισμός ενοποιούμενες μεταβολικές δομές
και λειτουργίες, περιφερειακό νευρικό σύστημα, όλο και πιο διακριτά στοιχεία
κεντρικού νευρικού συστήματος (διαδίκτυο, τηλεματική), χωρίς ωστόσο να διαθέτει
ακόμα καθαυτό κεντρικό νευρικό σύστημα και εγκέφαλο, δηλ. χωρίς συνειδητή και
ενιαία-κεντρική πρόβλεψη, σχεδιοποίηση, οργάνωση και έλεγχο. Το ευρισκόμενο στο
τελικό στάδιο της διαμόρφωσής του οργανικό όλο της ανθρωπότητας στο σύγχρονο
στάδιο του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλισμού, εξακολουθεί να μεταβολίζει σε
επιμέρους χώρες, περιοχές, κοινωνικές ομάδες, κ.ο.κ. βάσει της συνισταμένης πολλών
και αντικρουόμενων συσχετισμών δυνάμεων και σημάτων από και προς πολλαπλά
συνεργαζόμενα και ανταγωνιστικά κέντρα και περιφέρειες, που οδηγούν τελικά σε
σπασμούς με καταστροφικές επιπτώσεις.
Η ευρύτατη χρήση της ψηφιοποιημένης εκδοχής του χρήματος και η ευρεία χρήση
εφαρμογών τηλεματικής για τις ακαριαίες ροές κεφαλαίων σε πραγματικό χρόνο,
αφενός μεν, καταδεικνύουν όλο και πιο ανάγλυφα το αναγκαίο και εφικτό μιας
σχεδιοποίησης εντελώς διαφορετικού επιπέδου, εύρους, βάθους και
αποτελεσματικότητας από αυτή που επικράτησε (για λόγους που έχουμε εξετάσει σε
άλλα κείμενα) στις κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού. Υπό αυτή την έννοια,
λειτουργεί ως τρόπον τινά «άρση του κεφαλαίου στα πλαίσια του κεφαλαίου» (κατά
τη γνωστή ρήση του Μαρξ αναφορικά με τις μετοχικές εταιρείες του 19ου αι.).
Αφετέρου δε, ως αποφασιστική συνιστώσα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής (της
κυρίαρχης μορφής διεθνικού-διακρατικού χρηματιστηριακού κεφαλαίου), λειτουργεί
και ως μηχανισμός επίτασης των ανισορροπιών, της ανισομέρειας και της
ανορθολογικής λειτουργίας των κυρίαρχων εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων
της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας. Έτσι, στα πλαίσια των παγκόσμιων σύγχρονων
χρηματοπιστωτικών σχέσεων, λόγω αυτού του μηχανισμού και της συνακόλουθης
πολλαπλής απόσπασης (σε όλο και πιο διαμεσολαβημένη και συμβατική σχέση) από την
ποικιλία και τις διακυμάνσεις του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, το χρήμα
λειτουργεί ταυτοχρόνως και ως συνιστώσα των παραγωγικών δυνάμεων (ροών
πληροφορίας με όλο και πιο άμεσο τεχνικό αντίκτυπο στη διάρθρωση-αναδιάρθρωση,
κ.ο.κ., της παραγωγής) και ως συνιστώσα των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής.
Οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, εκδηλώνονται με τον
πλέον οξύ και επιτακτικό τρόπο στους «ασθενείς κρίκους». Εδώ, αναδεικνύεται και
ξεσπά η ανισομέρεια του συστήματος, με ραγδαία επιδείνωση της ζωής του λαού, με
καταστροφικές δημογραφικές κ.ά. επιπτώσεις, λόγω της ιδιάζουσας διαπλοκής-
διαμεσολάβησης της βασικής αντίφασης του συστήματος με παράγωγες εξωτερικές
και εσωτερικές αντιφάσεις, με ιστορικές ιδιοτυπίες στις οποίες εδράζεται και τις
οποίες αναπαράγει η επίταση της ανισομέρειας, κ.ο.κ. Εδώ είναι που επιβάλλονται
ανηλεώς και αντίστοιχες πρωτοφανείς μορφές υπερεκμετάλλευσης (π.χ. με μετατροπή
χωρών της περιφέρειας παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η
Ελλάδα,63 σε αποικίες ή ημιαποικίες, με την επιβολή νέου τύπου
διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας και επιτήρησης). Σε αυτούς τους «ασθενείς
κρίκους», για να αποσοβηθεί γενικευμένη καταστροφή, η κατάσταση, η συγκυρία
απαιτεί επιτακτικά τη διευθέτηση άμεσων ζωτικής σημασίας προβλημάτων επιβίωσης
των εργαζομένων, του λαού.
Σε αντιδιαστολή με αντιλήψεις που τείνουν να αποκόπτουν αντιδιαλεκτικά την
ιστορική συγκυρία από την ιστορική εποχή, αποδεικνύεται ότι ακριβώς η κρισιακή

DNA της νομοτελούς ανάπτυξης της ανθρωπότητας της εποχής.


63
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας 1990-2000, ο Βαζιούλιν έστρεφε εμφατικά την προσοχή της διεθνούς
σχολής «Η Λογική της Ιστορίας» στη συνδεόμενη με την ιστορική ιδιοτυπία της ειδική θέση και στον αντίστοιχο ρόλο της
Ελλάδας ως «ασθενούς κρίκου». Με αυτή την προβληματική συναρτούσε και τη δυσανάλογη του μεγέθους της χώρας διεθνή
σημασία του νεολαιίστικου και ευρύτερου επαναστατικού κινήματος και των παραδόσεών του, στη διεθνιστική διάσταση αυτού
του κινήματος. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τυχαία η διατήρηση επαναστατικών παραδόσεων σε αυτήν ακριβώς τη χώρα παρά
σε οποιαδήποτε άλλη της ιμπεριαλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν είναι τυχαίο και το ενδιαφέρον της ελληνικής
επαναστατικών διαθέσεων νεολαίας για τη μελέτη, τη διάδοση, την ανάπτυξη και την εφαρμογή της νέας επαναστατικής θεωρίας.
330
συγκυρία είναι που συμπυκνώνει και επιταχύνει τη ροή της ιστορίας. 64 Η κρισιακή
συγκυρία συνιστά χωροχρονικό συμπύκνωμα της στιγμής της ιστορικής εποχής.
Περικλείει δυνατότητες μετεξέλιξης σε προεξεγερσιακή, προεπαναστατική και –γιατί
όχι– σε επαναστατική κατάσταση. Μόνο μέσα από την επαναστατική εμπλοκή στην
κρισιακή συγκυρία του «ασθενούς κρίκου» είναι εφικτή η αλματώδης ρήξη και
ανατροπή της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Εδώ απαιτείται ειδική ανάπτυξη της
θεωρίας, για τη σύνδεση μοναδιαίου, ειδικού και γενικού-καθολικού, άμεσων, βραχυ-
μεσοπρόθεσμων και απώτερων, τακτικών και στρατηγικών στόχων του
επαναστατικού κινήματος κ.ο.κ., για τη θεμελίωση αντίστοιχης πρακτικής.
Η εντατική αναζήτηση του εκάστοτε επόμενου «ασθενούς κρίκου», η επικέντρωση
στην επαναστατική απόσπαση του οποίου από το ιμπεριαλιστικό χωροδικτύωμα στη
συγκεκριμένη συγκυρία, μπορεί να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη, διεύρυνση και
εμβάθυνση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας εν συνόλω, είναι θεμελιώδους
σημασίας θεωρητικό και πρακτικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος της εποχής.
Όπως θα δούμε και παρακάτω, η επαναστατική κατάσταση δεν είναι αμιγώς
αντικειμενικό φαινόμενο, μιας και προϋποθέτει την εμπλοκή λαϊκών μαζών με τη μία ή
την άλλη συνειδητοποίηση των όρων και των σκοπών εμπλοκής τους σε
συγκρουσιακές καταστάσεις. Η κρισιακή συγκυρία προσφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο
για καταλυτικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης της
ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών μαζών, μέσω της άρσης του πλέγματος απατών-
αυταπατών που τις καθιστά προβλέψιμες και χειραγωγήσιμες. Η όλη διαδικασία της
κρισιακής συγκυρίας προβάλλει ως διαδικασία που θέτει επιτακτικά το ζήτημα της
αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας του υποκειμένου στη νομοτελή εμπλοκή του στην
κοινωνικοπολιτική πρακτική ριζικού-επαναστατικού μετασχηματισμού των
αντικειμενικών όρων ύπαρξής του, αλλά και της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας των
θεωρητικών, πρακτικών (υλικών, οργανωτικών, θεσμικών, εξωθεσμικών, κ.ά.) μέσων,
τρόπων και επιπέδων αυτής της εμπλοκής, της πραγματικής, συγκεκριμένης
ιστορικής (και όχι αυτόκλητης ή πάλαι ποτέ) πρωτοπορίας που συνεισφέρει με το
βέλτιστο τρόπο στην άρση της όποιας εκάστοτε αναντιστοιχίας.
Η διαδικασία αυτή περιπλέκεται στο έπακρο λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα της
εποχής. Οι πλέον επιθετικοί κύκλοι της διεθνούς και «εγχώριας» χρηματιστικής
ολιγαρχίας εξαπολύουν καταιγιστικό κοινωνικό πόλεμο, ώστε να καταστρέψουν
εργασιακή δύναμη απαξιώνοντάς την, με συνδυασμούς άντλησης προκαταβεβλημένης
απόλυτης υπεραξίας τωρινών και επόμενων γενεών εργαζομένων με την εγγύηση του
δημοσίου (αποικία χρέους), ώστε να φορτώσουν την κρίση σε νυν και επόμενες γενιές
εργαζομένων και να επανεκκινήσουν τη συσσώρευση με τους ευνοϊκότερους για το
κεφάλαιο όρους. Το όλο εγχείρημα συνιστά εκ μέρους τους και ρεβανσιστική συνέχεια
του αστικού αντεπαναστατικού ρεύματος που ανέτρεψε τις περισσότερες χώρες του
πρώιμου σοσιαλισμού, εγκαθίδρυσε παλινορθωτικές διαδικασίες και τώρα έρχεται να
ανατρέψει και κατακτήσεις δεκαετιών –αν όχι αιώνων– του εργατικού επαναστατικού
(και μεταρρυθμιστικού-ρεφορμιστικού) κινήματος, κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί
και με τις αλλαγές που επήλθαν στους συσχετισμούς δυνάμεων και στις διαθέσεις των
μαζών, λόγω της νίκης των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αι. Ως εκ
τούτου, ο κοινωνικός πόλεμος που εξαπολύουν οι αστοί εναντίον της εργασίας στην
κρίση, συνιστά κλιμάκωση αυτής της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής
παλινόρθωσης. Οι περισσότερες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις έχουν ηττηθεί,
γεγονός που εκλαμβάνεται εν πολλοίς και προβάλλεται από την αστική προπαγάνδα
ως δήθεν «απόδειξη» του ανέφικτου του σοσιαλισμού-κοινωνισμού, του μάταιου του
αγώνα και της εν γένει απουσίας κάθε εναλλακτικής της κεφαλαιοκρατίας
προοπτικής.
Όπως διαπιστώσαμε λοιπόν, ο κύκλος των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων
δεν ολοκληρώθηκε, ενώ αρχίζουν να δηλώνουν την παρουσία τους –καταρχάς ως
64
Μια σύγχρονη εκδοχή μεταφυσικής αντίληψης, αρέσκεται να αντιδιαστέλλει την ιστορική εποχή στη συγκυρία. Έτσι δείχνει να
προτάσσει με σπουδή την ενασχόληση με τα «μείζονος κλίμακας», με τα «μεγάλα» και «στρατηγικά ζητήματα» (ως ένδειξη
σοβαρότητας, συνέπειας, βάθους κ.ο.κ.), σε αντιδιαστολή με την (πεζή, επιπόλαιο, ρηχή κ.ο.κ.) ενασχόληση με τα «ήσσονος»
κλίμακας, τα «μικρά» και «τακτικά»... Πρόκειται για μια βολική εκδοχή «θεωρητικής» επένδυσης της ουσιαστικής παραίτησης
από τη θεωρητική και πρακτική εμπλοκή στην εποχή μέσω της συγκυρίας, όπου η κριτική-επαναστατική στάση παραχωρεί τη
θέση της στη θεωρησιακή ή/και ενατενιστική... Οι φορείς αυτής της αντίληψης, ενίοτε είναι έτοιμοι να στηλιτεύσουν ως
«αποστασία» κάθε ενασχόληση με την κρισιακή συγκυρία...
331
συνιστώσα μιας τάξης «εν εαυτή»–, οι στρατιές των όλο και πιο πολύ συνδεδεμένων
με δημιουργικές δραστηριότητες μισθωτών, το υποκείμενο των ύστερων
επαναστάσεων. Το τελευταίο, προς το παρόν αρκετά ανώριμο, ασταθές και
χειραγωγούμενο από το κεφάλαιο, δυσκολεύεται να καταστεί τάξη «δι’ εαυτήν», με
αντίληψη της θέσης και του ρόλου του, της ιστορικής του αποστολής, μιας και
υφίσταται και αναπτύσσεται ανισομερώς σε διάφορες χώρες και ομάδες χωρών και
εμπλέκεται σε ποικίλες εργασιακές σχέσεις, χωρίς να διαθέτει ακόμα αυτογνωσία και
αυτοσυνειδησία της κοινωνικής του αποστολής, ούτε και σημαντικές
διαμεσολαβήσεις, υλικά και οργανωτικά μέσα και τρόπους, σε συνδικαλιστικό,
κοινωνικό και ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.
Δεν βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση και τα διαθέσιμα οργανωτικά συνδικαλιστικά
και πολιτικά μορφώματα, κατάλοιπα εν πολλοίς του προηγούμενου σταδίου της
κεφαλαιοκρατίας, συντρίμμια και σπαράγματα αναγκών νικηφόρων και ηττημένων
αγώνων του παρελθόντος. Τα περισσότερα από αυτά αγνοούν την όλη προβληματική
του νέου σταδίου, των αλλαγών του χαρακτήρα της εργασίας και του υποκειμένου,
άρα, δυσχεραίνουν περαιτέρω τη συνειδητοποίηση και τη συγκρότηση του νέου
υποκειμένου ως άγουσας συνιστώσας που οφείλει ιστορικά να συσπειρώσει το σύνολο
των στρατιών της (παραδοσιακής και νέας) μισθωτής εργασίας.
Έχουμε λοιπόν μια εποχή, στην οποία γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη της
ενοποίησης της ανθρωπότητας, αλλά η κεφαλαιοκρατία φαίνεται αδιαμφισβήτητα
κυρίαρχη και ρεβανσιστικά επιθετική. Ωστόσο, αδυνατεί να προτάξει κάποιο λίγο-πολύ
ελκυστικό πρόγραμμα, μια στοιχειωδώς πειστική προοπτική για τις επόμενες γενεές.
Τουναντίον, διά των πολιτικών της υπαλλήλων, χάνει κάθε αξιοπιστία ως προς τις
λύσεις που επιβάλλει, χάνει κάθε κατ’ επίφαση επάξιο ρόλο και προσωπείο
εκπροσώπησης των «κοινών», «εθνικών» και «λαϊκών» υποθέσεων, ενώ φέρνει
σταθερά επιδείνωση και καταστροφές. Βασική αιτία για τη διατήρηση στην ηγεμονία
και στην εξουσία της αστικής τάξης, είναι η κοινωνική αδράνεια και η παθητικότητα
των ανθρώπων, που συνδέεται με τη σύγχυση στις διαθέσεις και στις συνειδήσεις των
μαζών, με την απουσία πειστικής εναλλακτικής προοπτικής, με τη δυσφήμιση και
απαξίωση του σοσιαλισμού-κοινωνισμού λόγω της ήττας των πρώιμων επαναστάσεων
του 20ού αι.

Για τη θρησκευτικού τύπου μεταφυσική διάσταση του ουτοπικού


αρνητισμού
Η παραπάνω κατάσταση και τα αδιέξοδα, γεννούν νομοτελώς διαθέσεις άρνησης,
ρήξης και ανατροπής της κεφαλαιοκρατίας. Είναι άραγε οι παραπάνω διαθέσεις στο
σύνολό τους γόνιμες για την επαναστατική διαδικασία;
Η μονομερής άρνηση ορισμένης αλλοτριωμένης και αλλοτριωτικής
πραγματικότητας, χωρίς πρακτική θετική διέξοδο, χωρίς τη διαλεκτική άρση αυτής
της πραγματικότητας, αποκτά στοιχεία θρησκευτικού τύπου μεταφυσικής. Το
πρόβλημα δεν έγκειται στις υποκειμενικές προθέσεις του ανθρώπου υπέρ ή κατά της
κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και σε ενδεχόμενη δυνατότητα αντιστροφής της
κυρίαρχης κλίμακας αξιών. Η τελευταία συνιστά απλώς ένδειξη θεωρητικού και
στρατηγικού ελλείμματος, αδυναμίας θετικής διεξόδου από τα αδιέξοδα της
συγκυρίας, και ως εκ τούτου, συνιστά και ένδειξη αξιακού ετεροπροσδιορισμού (έστω
και αποφατικού τύπου) από την κυρίαρχη κλίμακα αξιών.
Όπου και όποτε η ανάγκη υπέρβασης του παρόντος, της κυρίαρχης τάξης
πραγμάτων και των αδιεξόδων της, δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένη σκοποθεσία
μετά λόγου γνώσεως, από ωρίμανση και προετοιμασία των εκάστοτε αναγκαίων και
ικανών όρων κλιμάκωσης της δραστηριότητας για την επίτευξη των εκάστοτε
αναγκαίων τακτικών και στρατηγικών σκοπών (διαλεκτικά συνδεδεμένων), από
κλιμάκωση της συγκεκριμένης δραστηριότητας μετασχηματισμού της συγκεκριμένης
κοινωνίας, από υπαρκτές κοινωνικές δυνάμεις που συνιστούν συγκεκριμένο και
συγκροτημένο υποκείμενο, με αντίστοιχα (οργανωτικά, υλικά) μέσα και τρόπους, η
υπέρβαση αυτή μετατίθεται στο φαντασιακό, στη συνείδηση, σε ουτοπικά
σχεδιάσματα του μέλλοντος με «καθαρά» οραματικά χαρακτηριστικά. Στον αντίποδα
332
της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και της κυρίαρχης κλίμακας αξιών και ως άρνησή
τους, χτίζεται τότε μια υπερβατική αντίθετη κλίμακα αξιών. Στο παράδειγμα της
θρησκείας είναι καταφανές το αλληλένδετο και τελικά, η ταύτιση της απόλυτης
άρνησης και της απόλυτης κατάφασης του εντεύθεν κόσμου, πρακτικό ισοδύναμο της
οποίας είναι τελικά η απολογητική στάση και η αποδοχή της κυρίαρχης τάξης
πραγμάτων ως έχει [βλ. σχετικά και: Παυλίδης, 2001, 2003].
Ωστόσο, η αναζήτηση διεξόδου από τα αδιέξοδα της καθημερινότητας
εγκλωβίζεται στην αφηρημένη δεοντολογία κάποιων υποστασιοποιημένων αξιών,
καθιστά τον άνθρωπο δέσμιο αυτής της καθημερινότητας, παρέχοντάς του μια
ψευδαίσθηση υπέρβασής της, τη στιγμή που υπονομεύονται ακριβώς εκείνες οι μορφές
ανάπτυξης του ανθρώπου που μπορούν να τον άρουν υπεράνω του επιμέρους. Έτσι,
συγκροτείται η αξιολογική διάσταση της ουτοπικής συνείδησης, στα πλαίσια της
οποίας ενυπάρχει σε διάφορους βαθμούς και με ποικίλες λανθάνουσες μορφές το
θρησκευτικό-δογματικό στοιχείο. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις περιπτώσεις
φετιχοποίησης, απολυτοποίησης και θεοποίησης πολιτικών φορέων και ιδεολογιών,
ηγεσιών κομμάτων και οργανώσεων, «αλάνθαστων και πάντα δικαιωμένων» πολιτικών
γραμμών, κ.ο.κ. Το ανόητο του εντεύθεν κόσμου οδηγεί στη νοηματοδότηση ενός
επέκεινα κόσμου καθαρών και άσπιλων αφηρημένων αξιών, προτύπων και ιδεωδών,
αδιαμεσολάβητων (άρα απόλυτων και πρακτικά ανέφικτων) στρατηγικών κ.ο.κ., μέσω
του οποίου, ο άνθρωπος προσπαθεί να αντιληφθεί τον εντεύθεν κόσμο, ώστε να τον
καταστήσει βιώσιμο. Συχνά όμως, αυτό το επέκεινα, μέσω αλλεπάλληλων
ματαιώσεων, γίνεται μηδέν και το μόνο περιεχόμενο του βιώματος γίνεται η
απόγνωση...
Κάθε τέτοιου τύπου ουτοπικό σχεδίασμα, αποκτά κατ’ αυτό τον τρόπο θρησκευτικά-
δογματικά χαρακτηριστικά: λειτουργεί ως συνειδητοποίηση της αλλοτρίωσης του
κυρίαρχου συστήματος στα πλαίσια και με τους όρους αυτής της αλλοτρίωσης,
συνιστά φαντασιακή «υπέρβαση» αυτής της αλλοτρίωσης, παρέχοντας στον άνθρωπο
φαντασιακά ερείσματα-καταφύγιο, και πρότυπα-υποκατάστατα αυθεντικής
ανθρωπιάς, συλλογικότητας και προσωπικότητας.
Στις σημερινές συνθήκες, η όποια αυθόρμητη προσφυγή των ανθρώπων που
αναζητούν ερείσματα στη θρησκεία, ή σε θρησκευτικού τύπου ουτοπικά σχεδιάσματα
ως άμεσα αντιληπτή και παραδοσιακά διαθέσιμη πηγή ταυτότητας, θα πρέπει να
εκληφθεί ως σύμπτωμα ελλείμματος και ανεπάρκειας αυθεντικά επαναστατικού και
επιστημονικά θεμελιωμένου συνειδέναι, αλλά και αντίστοιχης συλλογικότητας,
οργάνωσης και πρακτικής, ως σύμπτωμα τραγικής απουσίας ή αναντιστοιχίας
κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου και ιδεώδους με προοπτική. Όσο αυτό το έλλειμμα, η
ανεπάρκεια και η αναντιστοιχία διαιωνίζονται, ελλοχεύουν κίνδυνοι εκ προοιμίου
εγκλωβισμού, χειραγώγησης και κανιβαλικής αλληλοεξουδετέρωσης των όποιων
διαθέσεων αντίστασης και πάλης, σε λογικές «συλλογικών εγωισμών» και «ιερών
πολέμων» μεταξύ αυτοαναφορικών σχημάτων «ορθοδοξιών», που τελικά
συγκαλύπτουν και εξυπηρετούν τη διατήρηση των ουσιωδών αντιφάσεων και
αδιεξόδων της κοινωνίας, μιας και αποτελούν γονιμότατο έδαφος για το «διαίρει και
βασίλευε»...
Ο εκάστοτε ουτοπικός-δογματικός λόγος με θρησκευτικά χαρακτηριστικά, δεν
ακυρώνεται με λογικά επιχειρήματα. «Αίρεται» διαλεκτικά, όταν και εφόσον καταστεί
πρακτικά σαφές το αδιέξοδο που πρεσβεύουν τα μορφώματα που τον υιοθετούν και
τον αναπαράγουν, όταν και εφόσον ορθώσει το ανάστημά του σε ένα αντίστοιχο της
εποχής και της συγκυρίας νικηφόρο επαναστατικό κίνημα ως υποκείμενο με
πραγματική προοπτική.

Επαναστατική συνείδηση και συγκρότηση κοινωνικοπολιτικού


υποκειμένου
Αυτό το οποίο κατά τον εγγύτερο τρόπο οδηγεί άτομα και συλλογικότητες στο να
συνειδητοποιούν σε ποικίλους βαθμούς την ανάγκη ενεργού συμμετοχής τους στο
κοινωνικό όλο, δεν είναι η στασιμότητα, το απαράλλακτο, αλλά ακριβώς η ανάγκη
μεταβολής των σχέσεων παραγωγής. Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον
άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά
333
διαθλά το κοινωνικό μέσω της ατομικότητάς του, αφομοιώνει το κοινωνικό και το
μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να
κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου του εντός της
κοινωνίας ως ολότητας.
Επομένως, η κοινωνική συνείδηση χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, όπου και όποτε αυτός
δεν λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο, αλλά γίνεται ενεργητικό
κοινωνικό υποκείμενο, δηλαδή, ένα ον που μετασχηματίζει σκόπιμα τις κυρίαρχες
σχέσεις, τις σχέσεις παραγωγής, το κυρίαρχο καθεστώς και ευρύτερα, τους
αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του. Τουναντίον, όπου και όποτε ο άνθρωπος
λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο που αποδέχεται άκριτα τις
κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής και ευρύτερα τους καθιερωμένους αντικειμενικούς
όρους της ύπαρξής του, στον ψυχικό του βίο δεσπόζει το ασυνείδητο στοιχείο, ακόμα
και εντός των αναγκαίων για την ύπαρξή του στην κοινωνία συνειδητών λειτουργιών.
Από αυτή την άποψη, στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία, η αναγκαιότητα της
γνώσης και της συνείδησης είναι ευθέως ανάλογη της ωρίμανσης της αναγκαιότητας
μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής, του τρόπου παραγωγής και συνολικά, των
αντικειμενικών όρων και ορίων ύπαρξης του ανθρώπου. Όπου και όποτε δεν τίθεται
θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων, εκπίπτει και το ζήτημα του
κοινωνικού υποκειμένου αυτού του μετασχηματισμού, εκπίπτει και το ζήτημα της
συνείδησης, της προσωπικότητας, ενώ το άτομο ανάγεται στην ασυνείδητη σωματική
αμεσότητά του και στη ζωώδη πλευρά των αναγκών του. Και αντιστρόφως, όπου και
όποτε τίθεται επιτακτικά θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων,
εγείρεται επιτακτικά και το ζήτημα του κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου αυτού
του μετασχηματισμού, το ζήτημα της γνωσιακής και συνειδησιακής συγκρότησης,
της προσωπικότητας και της συλλογικότητας, ενώ το άτομο και η ομάδα
αναβαθμίζονται μιας και αίρονται στο ύψος της συνειδητής και μετά λόγου γνώσεως
συνεισφοράς στην καθολική ανάπτυξη της κοινωνίας ως ολότητας.
Επισημαίνω, ότι αν και το ασυνείδητο είναι παρόν στο συνειδητό βίο, ως σύμφυτο σε
ανηρημένη μορφή με τις εκφάνσεις του τελευταίου, η παρουσία του –τηρουμένων
αμετάβλητων των λοιπών όρων– είναι αντιστρόφως ανάλογη του επιπέδου ανάπτυξης
της προσωπικότητας, της δραστηριότητας και της κοινωνίας την οποία αυτή διαθλά.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι στις δευτερεύουσες, ιστορικά περιορισμένες και
περιοριστικές μορφές της κοινωνικής συνείδησης που συνδέονται με την ύπαρξη
κοινωνικών ανταγωνισμών και ελλείμματος αυθεντικής προσωπικότητας και
συλλογικότητας (πολιτική, δίκαιο και θρησκεία), είναι χαρακτηριστική η εξ υπαρχής
λίγο πολύ άμεση σύμφυση αυτών των μορφών με ασυνείδητες βιωματικές, αγελαίες,
κομφορμιστικές κ.ο.κ. μορφές (αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στη θρησκεία). Έτσι, π.χ.
για την εν πολλοίς ασυνείδητη πολιτική στράτευση, η βιωματική, αγελαία,
κομφορμιστική κ.ο.κ. αίσθηση του «ανήκειν» («είναι δικός μας») κατισχύει έναντι των
συνειδητών-ορθολογικών στρατηγικών και τακτικών σκοπών, εάν δεν τους
υποκαθιστά πλήρως. Γενικότερα, το ασυνείδητο στοιχείο υπερτερεί έναντι του
συνειδητού σε εκείνες τις ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές τάσεις, αρχές και
κατευθύνσεις, όπου ως πρόταγμα και στάση ζωής, με τη μία ή την άλλη μορφή,
τίθεται η εκ των πραγμάτων διατήρηση, η συντήρηση των αντικειμενικών όρων και
των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου, άρα υποβαθμίζεται ή και ακυρώνεται η θέση και ο
ρόλος του ως υποκειμένου, μιας και στρατηγική επιβίωσης του ανθρώπου γίνεται η
προσαρμογή στο «είναι ως έχει» και όχι η προϋποθέτουσα συνειδητή εμπλοκή του
υποκειμένου αλλαγή των όρων και των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου. 65
Μπορούν άραγε όλοι οι άνθρωποι να αρθούν ανά πάσα στιγμή σε αυτό το ύψος; Στις
ανταγωνιστικές βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας, οι ανθρώπινες ενέργειες
καθορίζονται από την ταυτότητα, τη διαφορά, την αντίθεση, την αντίφαση και το
συσχετισμό των συμφερόντων ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά. Τα υλικά
συμφέροντα ως μορφή εκδήλωσης-συνειδητοποίησης των αναγκών των ανθρώπων,
καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση ως αναγκαιότητα τα εκάστοτε όρια της δράσης
65
Όπως θα δούμε παρακάτω, αισθητή και επικίνδυνη στην κρισιακή συγκυρία υποπερίπτωση αυτής της ασυνείδητης
τάσης είναι και εκείνη που εκδηλώνεται με την αντιδιαλεκτική-μεταφυσική αντίληψη για τη σχέση μέσων και
σκοπού, όπου π.χ. ορισμένο οργανωτικό-πρακτικό μέσο (κόμμα, οργάνωση, αντίληψη, υπακοή-προσήλωση σε
ορισμένη «γραμμή») εκλαμβάνεται ως αυτοσκοπός.
334
ατόμων, ομάδων και της κοινωνίας συνολικά. Καθορίζουν δηλαδή το εκάστοτε φάσμα
δυνατοτήτων δράσης, η μεν είτε η δε πραγμάτωση των οποίων συνιστά ταυτόχρονα
και αλλαγή αυτής της αναγκαιότητας από τον άνθρωπο ως υποκείμενο με συνείδηση
και αυτοσυνείδηση. Τα συμφέροντα εμπεριέχουν σε ανηρημένη μορφή τις οργανικές
ανάγκες, τις ανάγκες και τους σκοπούς της παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής.
Δεδομένου ότι συνιστούν ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο φαινόμενο, τα
αντικειμενικά συμφέροντα -ιδιαίτερα στις ανταγωνιστικές κοινωνίες- δεν
συνειδητοποιούνται άμεσα από τους ανθρώπους, είτε δεν συνειδητοποιούνται άμεσα
σε αντιστοιχία με τους (επιστημονικά διαγνώσιμους) αντικειμενικούς προσδιορισμούς
τους. Η διάγνωση και η συνειδητοποίησή τους προσκρούει στην αντικειμενική
φαινομενικότητα, σε φαινόμενα φετιχισμού (του εμπορεύματος, του χρήματος, του
κύρους, των θεσμών κ.λπ.) και σε πληθώρα συνακόλουθων αυταπατών, μυθευμάτων
και ιδεολογημάτων, η υπέρβαση των οποίων προϋποθέτει επαναστατική-
μετασχηματιστική στάση έναντι της εκάστοτε υφιστάμενης καθεστηκυίας τάξης
πραγμάτων, αλλά και επιστημονική-θεωρητική γνώση της κοινωνικής αναγκαιότητας
και νομοτέλειας.
Η άρση του συγκρουσιακού χαρακτήρα των συμφερόντων συναρτάται με τη
νομοτέλεια της ενοποίησης της ανθρωπότητας, με την επίτευξη της οποίας, η
ενότητα μεταξύ ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά θα προσλάβει και τα
χαρακτηριστικά της θεμελιώδους ενότητας υλικών συμφερόντων.
Η πολιτική είναι ένα περίπλοκο συγκρουσιακό πεδίο αισθημάτων, συναισθημάτων,
βιωμάτων, σκέψεων, σχέσεων, αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων, ορμώμενων από τη
συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης του δρώντος
έναντι του αποδέκτη της δράσης, για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λπ.)
υλικών συμφερόντων (για αυτό και ο πόλεμος αποτελεί ακραίο τρόπο άσκησης
πολιτικής μέσω του οποίου προωθείται μεν στο έπακρο η σκοπιμότητα ορισμένων
υλικών συμφερόντων, αλλά και αναδεικνύεται εν πολλοίς απροκάλυπτα η
αντιφατικότητα αυτών των συμφερόντων, μέσω της επιτακτικής ανάγκης
επαναπροσδιορισμού τους). Οι εκάστοτε νικητές αυτού του συσχετισμού και της
διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων, επιβάλλουν στην ηττημένη,
στην υποταγμένη πλευρά τα δικά τους υλικά συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά,
δημόσια, εθνικά κ.λπ.) συμφέροντα νικητών και νικημένων, κυρίως μέσω του δικαίου
(εθνικού και διεθνούς) με την κατάλληλη για κάθε ιστορική συγκυρία συνδυαστική
χρήση καταστολής και συναίνεσης και με τη δέουσα ιδεολογική-ρητορική και
«επιστημονική» κάλυψη.
Η πολιτική εξουσία ασκείται για τη διασφάλιση (βίαια ή μη, κατασταλτικά ή
συναινετικά) της υπαγωγής των ανθρώπων στους κανόνες και στις φερόμενες ως
γενικές κοινωνικές σκοποθεσίες του εκάστοτε (ιστορικά συγκεκριμένου) τύπου
διοίκησης. Βασικό διακύβευμα της πολιτικής είναι ο αγώνας για κυριαρχία και
υποταγή, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται τελικά το ποιος και πώς θα έχει στη
διάθεσή του τα μέσα της άγρας και της παραγωγής ενόσω θα είναι αναγκαία η άνιση
σχέση προς τα μέσα άγρας και παραγωγής των διαφόρων ανθρώπων, ομάδων και
ενώσεων. Ο αγώνας αυτός είναι συνυφασμένος με την ύπαρξη της ιδιωτικής
ιδιοκτησίας επί των μέσων άγρας και παραγωγής, και θα διεξάγεται όσο θα υπάρχει
άνιση πρόσβαση των μελών της κοινωνίας στη διάθεση των μέσων άγρας και
παραγωγής, άρα και των μέσων κατανάλωσης, όσο παραμένει ανέφικτη η διασφάλιση
πρόσβασης όλων των μελών της κοινωνίας σε δημιουργική εργασία, όσο η
τεχνολογικοί και χωροταξικοί όροι της παραγωγής επιβάλλουν ή επιτρέπουν τον
κατακερματισμό της παραγωγής, την ανισότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των
παραγωγών.
Οι βιολογικά απαραίτητες ανάγκες είναι κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα, είναι εν
πολλοίς ζωώδεις ανάγκες. Ως εκ τούτου η πολιτική, ως συμπυκνωμένη έκφραση του
αγώνα των ανθρώπων για τα πραγματικά μέσα και τους τρόπους ικανοποίησης αυτών
των ζωωδών αναγκών, είναι εκδήλωση του εισέτι μη εξανθρωπισμένου χαρακτήρα
των ανθρώπινων σχέσεων και ως τέτοια περικλείει το ζωώδες στοιχείο. Άρα και οι
περί την πολιτική αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις δεν
χαρακτηρίζονται κατεξοχήν από το καθαυτό ανθρώπινο, από το καθαυτό κοινωνικό
στοιχείο. Στον βαθμό που η πολιτική σύγκρουση επιτείνεται, οι αντίμαχοι και
335
ανταγωνιστές υποχρεούνται εκ των πραγμάτων να μετέρχονται κάθε μέσου, να
επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών τους με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, παντοίοις
τρόποις. Αυτό ισχύει σε βαθμό ευθέως αντίστοιχο της ιδιοτέλειας των σκοπών που
πρεσβεύει ο κάθε αντιμαχόμενος, αλλά και της οξύτητας, του αδυσώπητου χαρακτήρα
του αγώνα για επιβίωση. Στον βαθμό που ισχύει αυτό, η ιδιοτελής πολιτική
σκοπιμότητα υποτάσσει την ηθική προβληματική, γεγονός ιδιαίτερα έκδηλο σε
συνθήκες κρίσης. Αυτό ακριβώς οδηγεί στην κοινή πεποίθηση περί της πολιτικής (και
περί των κατ’ επάγγελμα πολιτικών) ως υπόθεσης συνυφασμένης με δόλο και απάτη,
ως «βρώμικης δουλειάς».
Ο αγώνας αυτός για την επικράτηση, για την εξουσία και την κυριαρχία μέρους της
κοινωνίας επί άλλου μέρους της κοινωνίας, ως συμπυκνωμένη έκφανση του αγώνα για
επιβίωση, περνά ιστορικά από διάφορες φάσεις: από έντονες αδυσώπητες συρράξεις
(εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμους), μέχρι περιόδους σχετικά ειρηνικής συνύπαρξης
των αντιμαχομένων, μέχρι την επόμενη αλλαγή των συσχετισμών των δυνάμεων και
των αντιμαχομένων στρατοπέδων.
Βάσει των προαναφερθέντων, υπάρχει περίπλοκο και πολυεπίπεδο πλέγμα
διασύνδεσης επιστήμης, επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής. Η πολιτική δεν μπορεί
να αγνοεί την επιστήμη, την επαναστατική θεωρία, ούτε και η επιστήμη την πολιτική.
Σημαντική θέση αναφορικά με την αποτελεσματικότητα κάθε πολιτικής, έχει και η
περί πολιτικής επιστήμη (κοινωνική θεωρία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, οικονομία,
φιλοσοφία) ως συμβολή στη διάγνωση, χάραξη και θεμελίωση των προοπτικών, της
στρατηγικής και τακτικής της εκάστοτε ασκούμενης πολιτικής. Στον βαθμό που στην
πολιτική εμπλέκονται συμφέροντα και ασυνείδητες εκφάνσεις των τελευταίων
ποικίλων τύπων και επιπέδων, στον βαθμό που η πολιτική παρουσιάζει ομοιότητες και
με την παιδαγωγία, η πολιτική δεν συνιστά και δεν μπορεί να συνιστά αποκλειστικά
επιστημονικό-ορθολογικό πεδίο. Είναι και θα είναι όσο υπάρχει ένα πεδίο, το οποίο
επιτάσσει εμπλοκή του συνειδητού υποκειμένου με συνδυασμό επιστήμης και τέχνης
(διαίσθησης, διορατικότητας, κ.ο.κ.), όπως άλλωστε και ο πόλεμος.
Η περί πολιτικής και δικαίου επιστημονική έρευνα, συνδέεται οργανικά με αυτές τις
μορφές κοινωνικής συνείδησης και παραμένει εγκλωβισμένη στις πλέον στατικές-
φετιχιστικές αυταπάτες και ιδεολογήματα, όσο δεν συνδέεται με τη διαλεκτική περί
του όλου της κοινωνίας αντίληψη και με τη διακρίβωση των ιστορικών όρων και
ορίων παρουσίας αυτών των μορφών. Η πολιτική και το δίκαιο ως εκφάνσεις και
τρόποι ύπαρξης και λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, μέσω
αντίστοιχων τύπων κανονιστικών-ρυθμιστικών πλαισίων της ανθρώπινης
συμπεριφοράς, είναι δυνάμεις κατεξοχήν αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές. Με αυτή
την ιδιότητά τους προσφέρονται για ανορθολογικές μυστικοποιήσεις, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι είναι καθ’ ολοκληρία ένα πεδίο ανορθολογικό και μυστικιστικό. Το
ανορθολογικό και μυστικιστικό στοιχείο προβάλλει στο προσκήνιο εφόσον η πολιτική,
οι πολιτικές παρατάξεις, τα κόμματα, οι θεσμοί κ.ο.κ. δεν εξετάζονται επιστημονικά,
ως ιστορικά συγκεκριμένα και παροδικά μορφώματα, αλλά ως ανιστορικές, «υπεράνω
ιστορίας» κείμενες οντότητες, αναγκαίες στο διηνεκές (βλ. π.χ. τα περί «αιώνιων
δημοκρατικών αξιών» ιδεολογήματα αλλά και αυτά περί του εσαεί «νέου τύπου»
κόμματος, την εσαεί «σωστή γραμμή»).
Αυτή η πρακτική αυταπάτη (που αποτελεί και τη βάση της γενικευμένης ταύτισης
της συνείδησης με τη συλλογική συνείδηση και τη συνοχή της κοινωνίας στον
κοινωνιολογισμό τύπου Ντυρκέμ) έχει συγκεκριμένες ιστορικές πηγές. Όλη η ιστορική
διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, είναι μια
διαδικασία βαθμιαίας διάκρισης των κοινωνικών σχέσεων από τις φυσικές,
μετατροπής των «κοινωνικών ζώων» που προαναφέραμε σε προσωπικότητες. Αυτό
αφορά ιδιαίτερα τα στάδια ανάπτυξης της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι
προσπορίζονται τα προς το ζην με παραγωγικές δυνάμεις άμεσα δεδομένες από τη
φύση (βλ. π.χ. άγρα, γεωργία, κτηνοτροφία) και συνεπώς σε αρκετές ουσιώδεις
σχέσεις τους δεν διέκριναν τον εαυτό τους από τη φύση (ιδιαίτερα επί δουλοκτησίας
και φεουδαρχίας, αλλά εν μέρει και επί κεφαλαιοκρατίας). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα
οι άνθρωποι δεν είναι προσωπικότητες και δεν συνειδητοποιούν εαυτούς ως
336
προσωπικότητες, ενώ η ηθική συνείδηση παραμένει πλευρά της υπό διαμόρφωση
κοινωνικής συνείδησης, δυσδιάκριτη από τις υπόλοιπες πλευρές της.
Η ελευθερία και η ισότητα των ανθρώπων (προϋποθέσεις αναγκαίες για τη διάκριση
της ώριμης ηθικής συνείδησης) διακηρύσσονται με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας,
οπότε και καθίσταται εφικτή για πρώτη φορά η πρωταρχική διάκριση της ηθικής, ως
καθολικής σχέσης. Επί κεφαλαιοκρατίας όμως οι διακηρυσσόμενες ισότητα, ελευθερία
και αδελφότητα, σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης, αφενός μεν προβάλλουν ως
μετεξέλιξη-τροποποίηση της μεταφυσικής-μυστικιστικής αντίληψης περί ισότητας
κ.ο.κ. των ανθρώπων ενώπιον του θεού (βλ. εκκοσμίκευση), αφετέρου δε -λόγω της
μεγιστοποίησης της αντιφατικότητας των υλικών συμφερόντων- με την καθεστωτική
εδραίωση της κεφαλαιοκρατίας, καθίστανται τυπικές διακηρύξεις, υποκατάστατα
αυθεντικών σχέσεων προσωπικοτήτων, υπό το κράτος της πολιτικής και του δικαίου,
στα πλαίσια των οποίων έχουν κατεξοχήν αρνητικό-αποφατικό χαρακτήρα (βλ. την
αναγωγή τους στην προβληματική των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, δηλ. στο
τι επιτρέπεται, τι απαγορεύεται και τι επιβάλλεται κ.λπ.). Εξ ου και η δογματική
προσκόλληση των ατόμων και ομάδων που αδυνατούν να υπερβούν τον ορίζοντα των
αστικών σχέσεων στη στενά πολιτική και δικαιική θεώρηση της ελευθερίας και της
ισότητας.66 Στη θέση της ισότητας αναδεικνύεται η αύξουσα ανισότητα πόρων και
πλούτου, στη θέση της ελευθερίας η αποκλειστική ελευθερία του κεφαλαίου και ο
πειθαναγκασμός στην κυριαρχία των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών, στη θέση της
αδελφότητας ο άκρατος ανταγωνισμός.
Συχνά, η άκρατη ιδιοτέλεια παρουσιάζεται ως δήθεν βιολογικός νόμος. Ωστόσο, στα
ανώτερα ζώα παρατηρούνται «αλτρουιστικές» συμπεριφορές, κατά τις οποίες εκείνο
που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συμπεριφορά του ατόμου, δεν είναι η επιβίωση
του ίδιου ως μεμονωμένου ατόμου, αλλά η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής του
είδους (του γένους) ως όλου. Τέτοιου τύπου συμπεριφορές συνιστούν τρόπον τινά
βιολογική προϋπόθεση του αυθεντικού ηθικώς πράττειν, του πράττειν χάριν της
ενότητας και της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους.
Όταν καθίσταται εφικτή η ικανοποίηση των αναγκών των μελών της κοινωνίας
υπεράνω του άκρως απαραιτήτου ελαχίστου των προς το ζην πόρων, οι
αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων υποδιαιρούνται σε εξωτερικές και εσωτερικές.
Συνάμα, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης στο έργο του Βαζιούλιν “Η Λογική της
Ιστορίας”, διακρίνονται ως σχετικά αυτοτελείς σφαίρες του κοινωνικού γίγνεσθαι η
πολιτική και το δίκαιο –ως ιδιότυπη έκφανση των κατεξοχήν εξωτερικών δεσμών
μεταξύ των ανθρώπων (ως έκφανση της κατεξοχήν εξωτερικής ομοιότητας των
ανθρώπων και ως κατεξοχήν εξωτερική ενότητα των ανθρώπων)– και η ηθική, ως
ιδιότυπη σφαίρα έκφρασης των κατεξοχήν εσωτερικών δεσμών των ανθρώπων. Στον
βαθμό που εσωτερικοί και εξωτερικοί δεσμοί αντιδιαστέλλονται, τα πεδία αφενός της
ηθικής, αφετέρου της πολιτικής και του δικαίου αντιδιαστέλλονται επίσης και εν
πολλοίς αλληλοαναπαράγονται, αλληλοπροσδιορίζονται αλληλοαποκλειόμενα. Η
σχέση αυτή εκφράζεται αφενός, με την υπαγωγή της ηθικής στην ιδιοτελή πολιτική
(πάντα ηθικολογικά επενδεδυμένη, με ρητορική περί του «κοινού καλού», περί
«εθνικού συμφέροντος» και περί ανάγκης «συνοχής» και «συναίνεσης») ή στο δικαιικό
φορμαλισμό (με πολλαπλά μέτρα και σταθμά), με την φαρισαϊκή υποκρισία, με την
επιβολή της κυρίαρχης εκδοχής ηθικής, κ.ο.κ., και αφετέρου, με την αναγωγή της
ηθικής σε υπεράνω του κοινωνικού γίγνεσθαι απόλυτες και αφηρημένες ανιστορικές
αρχές ενός θρησκευτικού, ακαδημαϊκού κ.λπ. δεοντολογισμού. Εδώ έγκειται η βάση
της χαρακτηριστικής για την ιδιοτελή (ή/και βλακώδη) πολιτική διάστασης λόγων και
έργων, του κυνικού αμοραλισμού κ.ο.κ. Η κατάσταση επιτείνεται λόγω του ότι σε αυτή
την περίπτωση, οι εξωτερικοί δεσμοί προβάλλουν ως εσωτερικοί και τανάπαλιν. Τότε,
66
Η απολογητική λειτουργία αυτής της αυταπάτης-φενάκης της δέσμιας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων συνείδησης συνδέεται με τη
γενικευμένη επίφαση «ισότητας» και «ελευθερίας» του συνόλου των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, οι οποίες -στο εν λόγω πλαίσιο-
προβάλλουν ως βουλητικές πράξεις-επιλογές στις συναλλαγές-δικαιοπραξίες των ατόμων-«λελογισμένων» εγωιστών. Στον αντίποδα
αυτής της θεώρησης και ως αφετηριακός ετεροπροσδιοριστικός πόλος της, βρίσκεται η άλλη φενάκη, βάσει της οποίας το σύνολο
των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων προβάλλει ως άκαμπτο και ανυπέρβλητο πλέγμα αυθύπαρκτων απρόσωπων δομών χωρίς
υποκείμενο, με τους ανθρώπους σε ρόλο απλών φορέων-ενεργούμενων αυτών των δομών. Με αυτό τον τρόπο αλληλοαναπαράγονται
δέσμιες της κυριαρχίας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στάσεις και αυταπάτες, φιλοσοφικές-μεθοδολογικές εκφράσεις των οποίων
είναι εκδοχές της ιδεοκρατικής βουλησιαρχίας, του υποκειμενισμού καθώς και του θετικισμού, του δομισμού, κ.λπ.
337
στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου, ενδέχεται να
ανακύπτουν ποικίλες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αδικίας, ωστόσο, μόνο η
επιστημονική έρευνα, η κοινωνική θεωρία και η αυθεντική φιλοσοφία μπορούν να
αναδείξουν τόσο την αντικειμενική βάση πράξεων, στάσεων και συμπεριφορών, όσο
και την αναπτυσσόμενη και μη ορατή στην επιφάνεια τάση ενοποίησης της
ανθρωπότητας.
Ωστόσο, η ριζική ανασυγκρότηση της ανθρωπότητας ως εσωτερικά ενιαίου όλου, η
μετάβαση στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, δεν συνιστά απλή ηθική αξίωση
αποκατάστασης της δικαιοσύνης, αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα, η μη επίτευξη της
οποίας θα οδηγήσει νομοτελώς στην αυτοκαταστροφή.

Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης


κοινωνίας. Για την αντιστοιχία-αναντιστοιχία υποκειμένου, υλικών και
οργανωτικών μέσων μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία
Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων,
περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και υλικά μέσα για την
επενέργεια στην οικονομική βάση, που συγκροτούν το εποικοδόμημα. Το τελευταίο
καθορίζεται μεν από την οικονομική βάση χωρίς να ανάγεται επ’ ουδενί λόγω σε
αυτήν. Η ως άνω «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος διαφέρει από τις σχέσεις
παραγωγής κατά το ότι οι σχέσεις του εποικοδομήματος αφενός μεν προϋποθέτουν
γνώση (θεωρία, μεθοδολογία) και συνείδηση, αφετέρου δε, κατά τη διαμόρφωσή τους,
περνούν ως όλο μέσω της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται από αυτήν.
Επιπλέον, το εποικοδόμημα υφίσταται ως σχετικά αυτοτελές επίπεδο της δομής της
κοινωνίας αντιτιθέμενο στη βάση, κυρίως επί κεφαλαιοκρατίας. Γενικότερα, το
εποικοδόμημα διαλαμβάνει το κράτος, αλλά δεν ανάγεται πλήρως σε αυτό.
Ως εκ τούτου, το εποικοδόμημα δεν συνιστά δραστηριότητα κάποιας «καθαρής»
συνείδησης. Αυτή η «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος, προσδίδει υλικές
ιδιότητες και στην εντός και μέσω αυτού ασκούμενη δραστηριότητα. Η τελευταία δεν
ανάγεται σε κατασκευή προειλημμένων σχημάτων κατά το δοκούν (όπως θα συνέβαινε
κατά τη σταθερή επανάληψη της πραγμάτωσης μιας και της αυτής κοινωνικής
δραστηριότητας με πανομοιότυπα υλικά-οργανωτικά μέσα και πράξεις).
Η δραστηριότητα που αναπτύσσεται εδώ είναι μεν εκ νέου υλική-αντικειμενική
δραστηριότητα, ωστόσο, είναι μια δραστηριότητα άλλου τύπου και επιπέδου εν
συγκρίσει προς την παραγωγή (άρα και με άλλου τύπου εμπλοκή των υποκειμένων ως
προσωπικοτήτων): διαυγάζεται από ορισμένη συνείδηση της κοινωνίας ως όλου.
Στο εποικοδόμημα, ως πεδίο συγκροτούμενο εξ υπαρχής μέσω της συνειδητής σε
ποικίλους βαθμούς ένταξης σε αυτό των ανθρώπων, με οργανωτική συγκρότηση
ποικίλων μορφών και επιπέδων και υλικά μέσα, περικλείεται σε ποικίλους βαθμούς η
επιστήμη, αξιοποιούνται επιστημονικές γνώσεις και τεχνολογίες. Η όποια τελεσφόρα
εκπόνηση στρατηγικών και τακτικών στο επίπεδο του εποικοδομήματος, η θεσμική και
οργανωτική δομή του και η ενεργοποίηση υλικών μέσων, επιτάσσουν σε διάφορους
βαθμούς και επίπεδα τη χρήση της επιστήμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπλοκής
σε ευρεία κλίμακα της επιστήμης και της τεχνολογίας, είναι εκείνο το μέρος του
εποικοδομήματος επί κεφαλαιοκρατίας, που αφορά τις δυνάμεις χειραγώγησης,
ελέγχου και καταστολής για τη διασφάλιση, εδραίωση, εμβάθυνση και επέκταση της
κυριαρχίας, τις ένοπλες δυνάμεις, τα οργανωτικά και τεχνικά μέσα διεξαγωγής του
ψυχολογικού και υλικού πολέμου. Είναι κολοσσιαία η ισχύς και η κλίμακα αυτών των
μέσων και η επιτακτική ανάγκη επιστράτευσης και ενσωμάτωσης εντός τους
προηγμένης επιστήμης και τεχνολογίας, οργανικά συνδεδεμένων με την παραγωγή.
Το ίδιο το εποικοδόμημα, δεν υφίσταται ως μονοσήμαντα δεδομένο στην κυριαρχία
των εκάστοτε νικητών κατά τη σύγκρουση συμφερόντων, του εκάστοτε κυρίαρχου
καθεστώτος και της ιδεολογίας του. Το ίδιο συνιστά πεδίο (εθελούσιας ή/και
καταναγκαστικής) διαμεσολαβημένης έκφρασης, ενοποίησης, διαχείρισης,
συνεργασίας αλλά και διαπάλης ομάδων ανθρώπων (τάξεων, στρωμάτων, κοινωνικών
συμμαχιών, ποικίλων θεσμών, πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων κ.ο.κ.) που
συγκρούονται ή συνενώνονται προς επίτευξη σκοπών τους (ή/και προς ακύρωση-
καταπολέμηση αντίπαλων σκοπών) εντός του εποικοδομήματος και κυρίως μέσω
338
αυτού, στο σύνολο της κοινωνίας.
Στην ταξική κοινωνία, ο εκάστοτε βαθμός ενσωμάτωσης των ανθρώπων στις
κυρίαρχες δομές και λειτουργίες του εποικοδομήματος, με αντίστοιχη υιοθέτηση της
κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ιστορικό διακύβευμα. Αυτός ο βαθμός ενσωμάτωσης, είναι
αντιστρόφως ανάλογος της κρίσης και αμφισβήτησης, της εξάντλησης των όρων και
των ορίων αντοχής και ανοχής των ανθρώπων, αναφορικά με τις κυρίαρχες υλικές
σχέσεις και την έκφρασή τους στο εκάστοτε εποικοδόμημα (οργανωτική, υλική και
ιδεολογική). Μάλιστα, οι όποιες αντιπολιτευόμενες τις κυρίαρχες δυνάμεις
επαναστατικές ομάδες, μόνον εφόσον και καθόσον επιτύχουν αλλαγή των
υφιστάμενων ή δημιουργία και ενεργοποίηση άλλων, εναλλακτικών δομών, φορέων,
θεσμών, ιδεολογίας κ.ο.κ. –δηλ. αλλάζοντας τις ιδεατές-συνειδητές τους σχέσεις
στον ένα ή στον άλλο βαθμό– με αντίστοιχους σκοπούς, οργάνωση και υλικά μέσα,
μπορούν να αντεπιδράσουν αποτελεσματικά στις σχέσεις παραγωγής και στο σύνολο
των υλικών σχέσεων της κοινωνίας, να το μετασχηματίσουν επαναστατικά. Και
αντίστροφα, οι κυρίαρχες δυνάμεις επιδιώκουν με κάθε τρόπο διατήρηση των
υφιστάμενων δομών του εποικοδομήματος υπό τον έλεγχό τους, ώστε να
διασφαλίζουν τον έλεγχο ολόκληρης της κοινωνίας και την αποτροπή, υπονόμευση,
χειραγώγηση, ενσωμάτωση κ.ο.κ. κάθε άλλης, εναλλακτικής δομής, φορέων, θεσμών,
ιδεολογικών αναζητήσεων κ.ο.κ., κάθε εναλλακτικής σκοποθεσίας που θα μπορούσε να
αμφισβητήσει, να υπονομεύσει και να ανατρέψει την κυριαρχία τους.
Επομένως, η επίδραση της κοινωνικής συνείδησης επί των υλικών κοινωνικών
σχέσεων με υλικά-οργανωτικά μέσα είναι αναγκαία, ενώ η αναγκαιότητα χρήσης
υλικών μέσων, οργάνωσης και διαμόρφωσης συσχετισμών δυνάμεων, μαρτυρά την
ύπαρξη διαφορετικών, αντιτιθέμενων είτε αντιφατικών υλικών συμφερόντων και
αντίστοιχων σκοποθεσιών. Η αντεπίδραση αυτή και οι αντιδράσεις που συναντά,
συγκροτούν πεδίο πολιτικού αγώνα ή/και πολέμου.
Η μακροχρόνια λίγο πολύ ειρηνική-συναινετική συνύπαρξη κυρίαρχων και
κυριαρχούμενων (συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων) συνιστωσών στη δομή
και λειτουργία του εποικοδομήματος (εντός, εκτός και στις παρυφές των πολιτικών,
διοικητικών, ιδεολογικών, μορφωτικών κ.ο.κ. θεσμών του), συγκροτεί ένα πεδίο
αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών, που φθείρει και διαφθείρει με διαφορετικούς τρόπους
και σε διαφορετικούς βαθμούς κυρίαρχους και κυριαρχούμενους (ασυνείδητα, αλλά εν
πολλοίς και συνειδητά), αμβλύνει και ενσωματώνει την πάλαι ποτέ μαχητική
αποτελεσματικότητα και το ριζοσπαστισμό των παγιωμένων πλέον στερεοτυπικά
οργανωτικών δομών (πολιτικών οργανώσεων, κομμάτων, συνδικαλιστικών φορέων,
διοικητικών θεσμών κ.ο.κ.), των μορφών και των μέσων δράσης των κυριαρχούμενων,
σε μια διαδικασία ολικής μετατόπισης του φάσματος διαμεσολάβησης, έκφρασης και
εκπροσώπησης των κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, προς όλο και πιο
συντηρητικές-καθεστωτικές στάσεις και ιδεολογικές αρχές.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πάλαι ποτέ ριζοσπαστικές μορφές και δομές
εκπροσώπησης λαϊκών συμφερόντων των κάτω, της εργασίας στο εποικοδόμημα
(ακόμα και αυτές που προέκυψαν από επαναστατικές διαδικασίες), μετατρέπονται
βαθμηδόν εκ των πραγμάτων (δια της μακροχρόνιας λίγο πολύ συναινετικής θητείας)
σε μορφές διαχείρισης (και εκτόνωσης) της δυσαρέσκειας και της διαμαρτυρίας εντός
του κυρίαρχου συστήματος. Η ενσωμάτωση αυτή εκφράζεται νομοτελώς και μέσω της
γραφειοκρατικοποίησης των δομών των μορφωμάτων του εποικοδομήματος, με
οικονομική εξάρτηση από κρατικούς και ιδιωτικούς πόρους, με πρόσβαση στα Μ.Μ.Ε.
και προβολή, με αντίστοιχη αυτονόμηση και αποξένωση των επιπέδων διοικητικής
ιεραρχίας τους, με απόσπαση της ηγεσίας από τη βάση και αντίστοιχη μετάθεση
προταγμάτων στην κατεύθυνση της διασφάλισης αυτής της ιεραρχίας και των όποιων
συμβολικών ή υλικών προνομίων της, με υποκατάσταση του περιεχομένου από τη
μορφή, με υποκατάσταση της επιστήμης με ιδεολογικές χειραγωγήσεις της ηγεσίας
κ.ο.κ.
Πάλαι ποτέ ριζοσπαστικά και επαναστατικά μορφώματα, σε επόμενες μακροχρόνια
ειρηνικές συγκυρίες της ιστορίας, μεταλλάσσονται βαθμηδόν σε δυνάμεις όλο και πιο
καθεστωτικές, όλο και πιο ενσωματωμένες στο κυρίαρχο σύστημα και στην ιδεολογία
του, σε δυνάμεις συστημικές. Μάλιστα, στην ανταγωνιστική κοινωνία, η μετατόπιση
αυτή ευνοείται και από τον ανταγωνισμό για προνομιακή αν όχι αποκλειστική
339
έκφραση-εκπροσώπηση των «από κάτω» στο εποικοδόμημα. Επιπλέον, επιτείνεται και
από την ασυνείδητη ενσωμάτωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και του ανταγωνισμού
μεταξύ των μορφωμάτων και των συνιστωσών έκφρασης-εκπροσώπησης των «από
κάτω», σε μια σχέση αμοιβαίων ανταγωνιστικών ετεροπροσδιορισμών, η ένταση των
οποίων μπορεί να οδηγεί και σε όρους αλληλοεξόντωσης αυτών των μορφωμάτων και
των συνιστωσών, γεγονός που μπορεί πρακτικά να ακυρώσει και την ίδια την έννοια
της έκφρασης-εκπροσώπησης των πραγματικών κοινωνικών συμφερόντων των «από
κάτω», προκαλώντας καταστροφική σύγχυση, υπονομεύοντας τη δυνατότητα σαφούς
ιεράρχησης σκοπών, με αντίστοιχη ορθολογική διάκριση φίλων και εχθρών στη
σύγκρουση, αφήνοντας εν πολλοίς στο απυρόβλητο τις κυρίαρχες δυνάμεις του
καθεστώτος. Ο αγώνας για αντίστοιχη των περιστάσεων θεωρία και πρακτική,
υποκαθίσταται από την εκφυλιστική υπαρξιακή αγωνία του «εμείς, εμείς οι μόνοι
συνεπείς!».67
Η μετατόπιση αυτή γίνεται ιδιαίτερα έκδηλη, όταν αίφνης ξεσπούν κρισιακές
(προεξεγερσιακές, προεπαναστατικές κ.ο.κ.) συγκυρίες, όπου η οικονομική και
κοινωνική κρίση προσλαμβάνει και χαρακτηριστικά γενικευμένης πολιτικής κρίσης,
κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης των ραγδαία ριζοσπαστικοποιούμενων λαϊκών
διαθέσεων από το κληροδοτημένο από τη μακροχρόνια ειρηνική-συναινετική περίοδο
υφιστάμενο φάσμα καθιερωμένης (κομματικής, συνδικαλιστικής, επιστημονικής,
ιδεολογικής κ.ο.κ.) εκπροσώπησης.
Όλα αυτά επέρχονται με τη βαθμιαία απόσπαση των γραφειοκρατικοποιημένων
μηχανισμών μορφωμάτων πολιτικής οργάνωσης-εκπροσώπησης των συμφερόντων από
τους «κάτω». Έτσι, οι «κάτω», η τάξη, ο λαός, παύουν να υφίστανται ως βασική
ομάδα αναφοράς αυτών των μηχανισμών, γεγονός που οδηγεί νομοτελώς σε τάσεις:
πρώτον, μετατροπής της γραφειοκρατικής ιεραρχίας σε κύρια ομάδα αναφοράς και
της αυτοαναπαραγωγής της θέσης και του ρόλου της σε βασικό περιεχόμενο της
πολιτικής τους, ή/και δεύτερον, συστημικής ενσωμάτωσής τους σε καθεστωτικούς
κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς με βαθμιαία μετατροπή των τελευταίων σε
καθοριστική ομάδα αναφοράς (με αντίστοιχη σπουδή για το «θεσμικό» τους ρόλο,
εμμονή στον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό» κ.ο.κ.). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω
επέρχεται περαιτέρω διάσταση λόγων και έργων, διακηρύξεων και πρακτικής
αποτελεσματικότητας με όρους ηθικοπολιτικής ηγεμονίας και συσχετισμών δυνάμεων
και η επίταση των αγκυλώσεων με άγονους αλληλοαναπαραγόμενους
ετεροπροσδιορισμούς. Έτσι καθίσταται σαφές ότι εδώ δεν αρκούν οι όποιες καλές και
ειλικρινείς προθέσεις. Η γνωστή στη φιλοσοφία από τον Αριστοτέλη «ετερογονία των
σκοπών», ενισχύεται και αναπαράγεται μέσω γραφειοκρατικών ιεραρχιών,
οργανωτικών κ.λπ. μέσων και τρόπων.
Αντίστοιχη μετατόπιση και παραφθορά επέρχεται και σε θεμελιώδεις έννοιες της
επαναστατικής συνείδησης. Είναι γνωστή στη μαρξιστική παράδοση η κλιμάκωση της
επαναστατικής συνείδησης, στράτευσης και προσήλωσης στον επαναστατικό σκοπό,
όπως αυτή εκφράζεται με τις αλληλένδετες έννοιες: λαϊκότητα, ταξικότητα και
67
Απαιτεί ξεχωριστή διερεύνηση η υπονόμευση της επιστημονικής ορθολογικότητας στο πεδίο της υποκατάστασης της επιστήμης από
ιδεολογικές-χειραγωγικές τοποθετήσεις φορέων πραγματικών και φαντασιακών αντιπαλοτήτων στην ανταγωνιστική δομή του
εποικοδομήματος, στο πνεύμα πολλαπλών ετεροπροσδιορισμών. Σε αυτό το πνεύμα, οι βασικές λειτουργίες της επιστήμης
(αντικειμενική περιγραφή, εξήγηση και πρόβλεψη) υποκαθίστανται από την κατίσχυση σε συσχετισμούς δυνάμεων βάσει της αγοραίας
δημοφιλίας, από τη σπουδή για ιδεολογική περιχαράκωση «ημετέρων» έναντι «αντιπάλων», από τον καθορισμό του εκάστοτε «κύριου
ρεύματος» (μόδας ιδεών του συρμού) και τη σύμπλευση με αυτό, από αγελαίες ιδεολογικές συστρατεύσεις κ.ο.κ. Εδώ, η σπουδή για
επικράτηση των ιδεών παραγκωνίζει τη γνωσιακή σχέση και προσομοιάζει μάλλον με την εμπορική-επιχειρηματική κατίσχυση στις
αγοραίες σχέσεις, με αντίστοιχη υποβάθμιση και εκτόπιση τόσο της γνωστικής διαδικασίας και του αντικειμένου, όσο και του
υποκειμένου της γνώσης. Η δημοσκοπική ή/και εκλογική κατίσχυση προσλαμβάνει όλο και πιο πολύ χαρακτηριστικά αγοραίου
ανταγωνισμού, όπου οι αλλοτριωμένοι γραφειοκράτες «ηγέτες» (επαγγελματίες ή ερασιτέχνες-χομπίστες πολιτικοί) φέρονται ως
μαγαζάτορες με αξιώσεις αποκλειστικότητας και χειρίζονται τους υπόλοιπους ως ανταγωνιστικά «μαγαζιά» ή/και ως πελάτες. Εδώ,
δεν έχει πλέον ιδιαίτερη σημασία η αντιστοίχηση των ιδεών με την πραγματικότητα, με το γνωστικό αντικείμενο, με την αλήθεια και η
αποτελεσματικότητα της πράξης, αλλά ο αντίκτυπος, η απήχηση, η ιδεολογική-χειραγωγική χρήση των ιδεών. Αντίστοιχα και το
υποκείμενο απαλείφεται, ή υποβαθμίζεται στους ρόλους του δίπολου χειραγωγός-χειραγωγούμενος.
Η απόσπαση αυτής της ειδικής πτυχής της ανταγωνιστικής λειτουργίας των ιδεών στο εποικοδόμημα και η αντίστοιχη
απολυτοποίηση-υποστασιοποίησή της, αποτελεί τη βάση αρχικά της δομολειτουργικής αντίληψης περί ιδεολογίας και «ιδεολογικών
μηχανισμών του κράτους», των μεταδομικών αντιλήψεων αποκλειστικής σύζευξης της γνώσης με την εξουσία, τη χειραγώγηση, τον
«ολοκληρωτισμό» και στη συνέχεια των μετανεωτερικών ιδεολογημάτων αναγωγής της γνώσης συλλήβδην σε «κοινωνικές και
συμβολικές κατασκευές».
Το αδιέξοδο αυτών των ιδεολογημάτων συνδέεται με την απάλειψη από την προβληματική τους της καθολικής σχεδιοποιού
και χειραφετικής-απελευθερωτικής λειτουργίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας.
340
κομματικότητα. Η τελευταία, νοείται ως ανώτερη μορφή κοινωνικής ταξικής
συνείδησης, που χαρακτηρίζει την αντίληψη για την επαναστατική αποστολή της
εργατικής τάξης, για την ενοποίηση της ανθρωπότητας. Ωστόσο, ο γραφειοκρατικός
εκφυλισμός και η ενσωμάτωση που προαναφέραμε, οδηγούν σε πλήρη παραφθορά
αυτής της έννοιας, σε γραφειοκρατική ιδεαλιστική αντιστροφή της, σε βαθμό που
αυτή εννοείται ως κριτήριο του βαθμού άκριτης ενσωμάτωσης-ταύτισης με το
εκάστοτε κόμμα ως γραφειοκρατική δομή και τελικά, με το βαθμό άκριτης
εκτελεστικότητας, υπακοής και υποταγής στις επιλογές της εκάστοτε ηγεσίας του.
Έτσι, σε ανθρώπους γαλουχημένους σε αυτό το πνεύμα, η κομματικότητα εννοείται
πλέον ως εξ ορισμού γραφειοκρατικά-ιεραρχικά κλιμακούμενη και μυσταγωγικά
κατανεμόμενη ως «χρίσμα» ιδιότητα του ατόμου, ως μονοσήμαντα αύξουσα κλίμακα,
που τελικά χάνει κάθε σχέση με την πραγματική κατάσταση και τις ανάγκες της
τάξης και της κοινωνίας: από τον οπαδό-ψηφοφόρο-πιστό, στο μέλος, στα διαφόρων
επιπέδων στελέχη κ.ο.κ., με κορύφωση στην ανώτατη ηγεσία!
Στην κρίση εκδηλώνονται τα αποτελέσματα της μακροχρόνιας ενσωμάτωσης και
μετάλλαξης πάλαι ποτέ επαναστατικών μορφωμάτων πολιτικής διαμεσολάβησης και
εκπροσώπησης της εργατικής τάξης και ευρύτερα των καταπιεσμένων και
αντίστοιχης παραμόρφωσης προσωπικοτήτων και συλλογικοτήτων. Εδώ, εκδηλώνεται
η διαμόρφωση και αναπαραγωγή ορισμένου τύπου οργανωτικού στελέχους, με βάση
την άκριτη πίστη, υπακοή και εκτελεστικότητα στην εκάστοτε ηγεσία και στην
«πάντοτε σωστή γραμμή της τελευταίας» (γνωστού στην πολιτική ως
«κομματόσκυλου»). Κάποτε, τα στελέχη αυτού του τύπου, με τις δεξιότητες από
αυτού του είδους τη θητεία, διαπιστώνουν ότι η ύπαρξη και λειτουργία τους, η
παροχή των υπηρεσιών τους σε άλλη δομή και ηγεσία, μπορεί να είναι πιο
προσοδοφόρος. Στην κρίση, γενικεύεται μάλιστα το φαινόμενο των «κομματόσκυλων»
παντός καιρού, σημαίας ευκαιρίας, τα οποία με τις μετεγγραφικές τους επιδόσεις
λειτουργούν ως διακομματικοί ιμάντες καθεστωτικού εκφυλισμού της πολιτικής
ζωής.
Εδώ, η κριτική χρήση, η επικαιροποίηση και η ανάπτυξη των κεκτημένων της
επιστήμης για την έγκαιρη αντικειμενική διάγνωση των διακυβευμάτων της
συγκυρίας, για την επιστημονική περιγραφή, εξήγηση και πρόγνωση των φαινομένων
(για τους λόγους που προαναφέραμε), δεν προέρχεται και δεν μπορεί να προέλθει από
τα κυρίαρχα ρεύματα των θεσμικών δομών κυρίαρχων και κυριαρχούμενων
συνιστωσών του εποικοδομήματος.
Στην κρίση, τα καθιερωμένα μορφώματα εκπροσώπησης των κοινωνικών
συμφερόντων στο εποικοδόμημα, ιδιαίτερα ό,τι έχει απομείνει από πάλαι ποτέ
ριζοσπαστικές εκφράσεις κοινωνικών συμφερόντων στο εποικοδόμημα, δυσκολεύονται
ή και αδυνατούν να συλλάβουν και να εκφράσουν καταλυτικά την ανερχόμενη
πολιτικοποίηση-ριζοσπαστικοποίηση και την ανάγκη συγκρότησης νέων δυναμικών,
νέων υποκειμένων. Έτσι, λειτουργούν ανασχετικά (αν όχι διαλυτικά) στην κλιμάκωση
αυτής της ριζοσπαστικοποίησης από τα κάτω, με παρελκυστικά προσχήματα, με
εμμονές σε άκαιρους και άσχετους με τη μοναδικότητα της συγκυρίας δογματισμούς,
στερεοτυπικά σχήματα, αυτοαναφορικές ιδιολέκτους και ιδεολογήματα, με
αναντίστοιχες της συγκυρίας κινήσεις και ρητορικές υπεκφυγές (π.χ. συγκαλύπτοντας
με φραστικό ριζοσπαστισμό, με επίκληση ιστορικών συμβόλων, με πρακτικές
περιχαράκωσης κ.ο.κ. την αναντίστοιχη στάση τους ή και την καθεστωτική
μετάλλαξή τους).68 Η δυσκολία αυτή, αν δεν ξεπεραστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά,
μπορεί να μετατραπεί σε καταστροφική δύναμη ανάσχεσης της ευρείας κλίμακας
ριζοσπαστικοποίησης των ανθρώπων, της προοδευτικής κίνησης της κοινωνίας. Η μη
έγκαιρη θεωρητική και πρακτική-οργανωτική ανταπόκριση στις επιτακτικές ανάγκες
αυτών των συγκυριών, μπορεί να ακυρώσει την επιτακτική ανάγκη ριζικής αλλαγής
των συσχετισμών δυνάμεων σε προοδευτική κατεύθυνση, με προοπτική την ενοποίηση
της ανθρωπότητας, μπορεί να ματαιώσει τη συγκρότηση και ανάδειξη στο προσκήνιο
του νέου συνειδητού κοινωνικού υποκειμένου, μπορεί τελικά να οδηγήσει σε τραγική

68
Οι επισημάνσεις αυτές δεν συνιστούν υβριστική στάση προς τον κόσμο διαφόρων οργανώσεων, προς τους αγώνες και τις αγωνίες
τους. Εδώ δεν γίνεται λόγος για έναν εκφυλισμό που οφείλεται κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά σε προθέσεις ιθυνόντων (χωρίς
να σπανίζουν και οι τελευταίες), αλλά για μια νομοτελή αντικειμενική τάση στην ιστορία. Έτσι επήλθε π.χ. ο εκφυλισμός και η
χρεοκοπία των κομμάτων της Β΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπως απέδειξε ο Λένιν.
341
ήττα και καταστροφή του λαϊκού κινήματος, σε επικράτηση ακραίων αντιδραστικών
δομών και σε αντίστοιχη μακροχρόνια επιδείνωση των εργασιακών και του συνόλου
των υλικών κοινωνικών σχέσεων.
Η ιδεολογία και η συνείδηση, παρά τις αυταπάτες των δομολειτουργικών απόψεων,
δεν συνιστά καθ’ ολοκληρία «ψευδή συνείδηση». Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα είχαμε την
παραμικρή κοινωνική ανάπτυξη, πρόοδο, θα βλέπαμε την ανθρωπότητα εγκλωβισμένη
σε απλή και αδιέξοδη αναπαραγωγή-ανακύκλωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και των
κυρίαρχων σχέσεων.
Βάσει των παραπάνω, και δεδομένου ότι στο ιστορικό γίγνεσθαι αναβαθμίζεται
νομοτελώς η θέση και ο ρόλος του υποκειμένου, καθίσταται σαφές ότι εκ των ων ουκ
άνευ όρος για τη βέλτιστη συγκρότηση και εμπλοκή του υποκειμένου στον αγώνα για
το μετασχηματισμό της κοινωνίας, μέσω των οργανωτικών και υλικών μέσων του
εποικοδομήματος, είναι η εκάστοτε βέλτιστη δημιουργική αφομοίωση, ανάπτυξη,
διάδοση, και εφαρμογή της επαναστατικής θεωρίας στην πράξη εκ μέρους του
υποκειμένου.
Τι είναι όμως η δημιουργικότητα και πώς αυτή εγείρεται ως επιτακτική ανάγκη στη
μεταβατική εποχή και στην κρισιακή συγκυρία;
Δημιουργικότητα είναι η εκάστοτε βέλτιστη δυνατή συμβολή του υποκειμένου στη
νομοτελή αναπτυξιακή διαδικασία στην οποία το υποκείμενο (άτομο, ομάδα, κίνημα,
κοινωνία) εντάσσει οργανικά τη δραστηριότητα του. Ο αυθεντικά δημιουργικός
νεωτερισμός, η πραγματική καινοτομία, δεν αποτιμάται με αγοραίους όρους. Διαφέρει
ριζικά από τη μηδενιστική σχέση προς το παρελθόν, προς τη συμβολή του άλλου, από
το άγονο πνεύμα αντιλογίας, από την επιφανειακή, φορμαλιστική, αυθαίρετη,
εκκεντρική και τελικά φθοροποιό αναζήτηση της πάση θυσία «ριζοσπαστικής» τομής,
από τον υπερτονισμό της ασυνέχειας με την εν λόγω διαδικασία που γίνεται
αυτοσκοπός και αυταξία. Διαφέρει ριζικά και από τη μονότονη κομφορμιστική
επανάπαυση στα κεκτημένα, από τη μετριότητα, τον μινιμαλισμό και τον
συντηρητισμό, που επικαλούνται τη βεβαιότητα της συνέπειας και συνέχειας, την
προσήλωση στην παράδοση, στην αυθεντία της ηγεσίας ή/και ορισμένων μεταφυσικά
υποστασιοποιημένων κομματικών κ.ο.κ. δομών, στη μόδα, είτε στις «αιώνιες αξίες»,
κ.λπ.
Δημιουργικότητα, με τη ριζοσπαστική και επαναστατική έννοια, σημαίνει υπέρβαση,
διαλεκτική άρση των όρων και των ορίων της εν λόγω διαδικασίας βάσει των
κεκτημένων της, στην κατεύθυνση των νομοτελειών που διέπουν την ανάπτυξή της
και των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας, σημαίνει προώθησή της σε ανώτερο
επίπεδο από άποψη ποιότητας και ουσίας, και τελικά, τη ριζική επίλυση των
αντιφάσεών της και τη διαλεκτική άρση της (βάσει του νόμου της άρνησης της
άρνησης) μέσω της γόνιμης κριτικής αφομοίωσης, μέσω της άρσης των κεκτημένων
της. Αν μάλιστα η διαδικασία αυτή είναι η ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας ως όλου,
απαιτείται η μέγιστη δημιουργικότητα όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά των
σημαντικότερων δυνάμεων, αν όχι της πλειονότητας του λαού.
Στον βαθμό που κλιμακώνεται η επιτακτική ανάγκη ενεργού παρέμβασης του
υποκειμένου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, ανακύπτουν αντιφάσεις με τη μορφή
προβληματικών συγκυριών, προβληματικών καταστάσεων. Οι αντιφάσεις αυτές
συνδέονται με τη διαρκή αναμόρφωση και μετάθεση των εμπράγματων και
προσωπικών όρων και των ορίων της κλιμακούμενης ενεργού εμπλοκής του
υποκειμένου στα πλαίσια ορισμένης συγκυρίας. Η εκάστοτε εμπλοκή των ανθρώπων
στην ιστορική διαδικασία με όρους κινήματος, δεν εκτυλίσσεται γραμμικά και
σταθερά διαχρονικά, αυθαίρετα, εντελώς τυχαία και υποκειμενικά, ανεξαρτήτως
εποχής, κατάστασης και συγκεκριμένης συγκυρίας, αλλά διέπεται από ορισμένες
νομοτέλειες. Οι νομοτέλειες αυτές μπορούν να γίνουν αντικείμενο διερεύνησης, βάσει
του προσδιορισμού της εκάστοτε ιστορικής εποχής και συγκυρίας. Η τελευταία, οι
ρυθμοί εκτύλιξης της οποίας και η επιτακτικότητα διάγνωσης και εμπλοκής του
ιστορικού υποκειμένου είναι ευθέως ανάλογα των κρισιακών γνωρισμάτων της,
προσδιορίζεται βάσει ορισμένων αντικειμενικών και υποκειμενικών κριτηρίων, τα
οποία συνδέονται:
(1) Με το συγκεκριμένο στάδιο ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας, με την ιστορική
εποχή και με την ιδιότυπη χωροχρονική συμπύκνωση και εκδήλωση της
342
αντιφατικότητας και των προοπτικών στον ένα ή στον άλλο βαθμό ριζικών ή και
επαναστατικών μετασχηματισμών της κοινωνίας στη συγκεκριμένη περιοχή, χώρα και
στιγμή (συγκυρία), ιδιαίτερα αν τα παραπάνω αφορούν «ασθενή κρίκο» του
παγκόσμιου και περιφερειακού συστήματος.
(2) Με το επίπεδο ιστορικής ανάπτυξης και συγκρότησης (θεωρητικής,
ιδεολογικοπολιτικής, οργανωτικής κ.ο.κ.) των εμπλεκόμενων σε αυτήν κοινωνικών
δυνάμεων (τάξεων, κοινωνικών ομάδων, κοινωνικών στρωμάτων κ.ο.κ. με τα
συγκλίνοντα ή αποκλίνοντα συμφέροντά τους), με το σύνολο των διαθέσιμων,
κληροδοτημένων από το παρελθόν μορφωμάτων, μέσων και τρόπων διαμεσολάβησης
αυτών των δυνάμεων, από την άποψη των πραγματικών (και όχι διακηρυκτικών,
φαντασιακών κ.ο.κ.) δυνατοτήτων ανάταξης-αναδιάταξης του συνολικού συσχετισμού
δυνάμεων, από την άποψη του εάν και κατά πόσο αυτά μπορούν να λειτουργούν ως
υποκείμενα και όχι ως ενεργούμενα αντικείμενα, σε συνάρτηση με την αντιστοιχία ή
αναντιστοιχία τους με τα ζωτικής σημασίας διακυβεύματα της εν λόγω εποχής και
συγκυρίας. Μάλιστα, η κλιμάκωση, η εκάστοτε αναβάθμιση αυτών των μορφωμάτων,
μέσων και τρόπων, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά υπάγεται σε συγκεκριμένες
νομοτέλειες. Το επίπεδο αυτό, λόγου χάριν, των επαναστατικών δυνάμεων, δεν μπορεί
να εξετάζεται εκτός του συνολικού επιπέδου και συσχετισμού των δυνάμεων
(επαναστατικών και αντεπαναστατικών, καθεστωτικών και αντικαθεστωτικών κ.ο.κ.),
με το σύνολο των υλικών και οργανωτικών μέσων και τρόπων επενέργειας στο όλον
της κοινωνίας που έχουν στη διάθεσή τους.
(3) Με τις ανάγκες και τα συμφέροντα (τη συνειδητοποίηση και ιεράρχηση των
αναγκών), με την ύπαρξη ή την απουσία αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων
ενότητας και πάλης των συνιστωσών του υποκειμένου –ορισμένης τάξης ή τάξεων,
κοινωνικών στρωμάτων, κοινωνικοπολιτικών συμμαχιών κ.ο.κ.– με τις ιδιότητες, τις
ικανότητες, τις δεξιότητες, τη γνώση, την παιδεία, τη συνείδηση και το όλο επίπεδο
συγκρότησης και ανάπτυξης του υποκειμένου, ιδιότητες που εδράζονται μεν
καθοριστικά στη θέση και στον ρόλο των ανθρώπων στην εργασιακή επενέργεια στη
φύση και στις εργασιακές σχέσεις, αλλά δεν ανάγονται σε αυτές. Συνδέεται επίσης με
το επίπεδο γνωσιακής, μεθοδολογικής και συνειδησιακής ανάπτυξης της
«οντογένεσης» ενός εκάστου συγκεκριμένου υποκειμένου του κινήματος (ατομικού ή
και συλλογικού), με το όλο επίπεδο πολιτισμικής του συγκρότησης, δηλαδή με την
ικανότητά του να διαγνώσει κριτικά τόσο την ιδιοτυπία και το επίπεδο ανάπτυξης της
συγκεκριμένης κοινωνίας (εποχής και συγκυρίας) και των αντίστοιχων
διακυβευμάτων, όσο και το επίπεδο ανάπτυξης (το επίπεδο της ιστορικά
προσδιορισμένης επάρκειας ή ανεπάρκειας) των διαθέσιμων κληροδοτημάτων
(θεωρητικών και πρακτικών-οργανωτικών). Αυτά τα χαρακτηριστικά κινούνται
ιστορικά και λογικά σε ένα ευρύτατο φάσμα: από επιμέρους στοιχειώδεις
χειρωνακτικές και εκτελεστικές ικανότητες-δεξιότητες επιμέρους ατόμων (σε
ατομικές και μαζικές εκδοχές, π.χ. ψηφοφορία, αφισοκόλληση, παρουσία σε
συναθροίσεις, εκτέλεση εντολών, κ.ο.κ.), προς όλο και πιο σύνθετες, περίπλοκες,
επιτελικές και αναπτυγμένες, μέχρι τις σφαιρικές και συνθετικές δημιουργικές
(ψυχοσωματικές) ικανότητες ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων και
συλλογικοτήτων. Μάλιστα, η κλιμάκωση, η εκάστοτε αναβάθμιση αυτών των μέσων
και των τρόπων, δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά υπάγεται επίσης σε
συγκεκριμένες νομοτέλειες.
(4) Με την εκάστοτε συνυφασμένη με τα παραπάνω κριτήρια ικανότητα του
υποκειμένου για σκοποθεσία αναφορικά με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, η οποία
κυμαίνεται επίσης σε ευρύ φάσμα: από επιμέρους άμεσες-βραχυπρόθεσμες,
εργαλειακές, σε όλο και πιο σύνθετες, διαμεσολαβημένες, μεσοπρόθεσμες και
απώτερες-μακροπρόθεσμες, στρατηγικές προοπτικές, από στοιχειώδεις αγελαίες-
κοινοτικές βιοσυντηρητικές, προς εξατομικευμένες και από αυτές προς κοινωνικές και
πανανθρώπινες, που αφορούν την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου και της
κοινωνίας. Με την ικανότητα διαλεκτικής διασύνδεσης επιμέρους, γενικών και
καθολικών, βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, τακτικών και
στρατηγικών σκοπών του ανθρώπου, της ανθρωπότητας.
(5) Με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, με το τι κυοφορείται και προβάλλει
ως προοπτική. Η ατμόσφαιρα αυτή επιδρά άμεσα ή έμμεσα στη στάση ζωής, στην
343
ετοιμότητα για εμπλοκή και στις κατευθύνσεις του κινήματος, στη συνειδητοποίηση,
στη διατύπωση και στην προώθηση των διακυβευμάτων (ως προς το τι, πώς, γιατί και
σε ποια κατεύθυνση, με ποια σκοπιμότητα, προτεραιότητα και ιεράρχηση πρέπει να
μετασχηματιστεί).
Επομένως, ό,τι συνδέεται με τη συγκρότηση του εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένου
υποκειμένου του επαναστατικού κινήματος, ιδιαίτερα σε κρίσιμες μεταβατικές εποχές
και συγκυρίες, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ανιστορικά, ανορθολογικά και στατικά.
Δεν είναι θέμα γούστου, υποκειμενικών προτιμήσεων, κελευσμάτων της μόδας και του
συρμού ή άκριτου φόρου τιμής σε πάλαι ποτέ δοκιμασμένες μορφές. Η αντιστοιχία-
αναντιστοιχία του υποκειμένου, των μέσων και του σκοπού του κινήματος με την
ιδιοτυπία του αντικειμένου (του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στη
συγκεκριμένη εποχή και συγκυρία), είναι ζωτικής σημασίας πρόβλημα, που απαιτεί τη
μέγιστη επιστημονική διακρίβωση των εκάστοτε όρων εμπλοκής σε συνδυασμό με τη
μέγιστη διαισθητική εγρήγορση και δημιουργική φαντασία.
Σε συνάρτηση με την προαναφερθείσα αντιστοιχία-αναντιστοιχία των πέντε
παραπάνω κριτηρίων, όπου αυτή εκδηλώνεται αντιφατικά, ανακύπτει προβληματική,
είτε ακόμα και κρισιακή συγκυρία, η διαλεκτική άρση της οποίας οδηγεί σε
αναβάθμιση του συνόλου των αντικειμενικών και υποκειμενικών, εμπράγματων και
προσωπικών όρων και ορίων της δημιουργικής-επαναστατικής διαδικασίας. Η άρση
αυτή, απαιτεί αναβάθμιση της ενεργητικότητας του υποκειμένου, απαιτεί κλιμάκωση
της δημιουργικότητάς του, βάσει της διάγνωσης και συνειδητοποίησης των εκάστοτε
διαθέσιμων και απαιτούμενων-σκοπούμενων όρων και ορίων αυτής της
δραστηριότητας. Η κρισιακή συγκυρία προβάλλει ως φάσμα δυνατοτήτων
δημιουργικής-επαναστατικής επίλυσης των αντιφάσεων από ένα αντίστοιχο των
περιστάσεων υποκείμενο-κίνημα, σωτηρίας του λαού και ανάπτυξης της κοινωνίας,
είτε αδράνειας και αναντίστοιχων παρεμβάσεων με αμφίβολα έως καταστροφικά
αποτελέσματα, μιας και η πρωτοβουλία των κινήσεων και η κυριαρχία στους
συσχετισμούς των δυνάμεων εκ των πραγμάτων παραδίδεται στις καθεστωτικές και
αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η εμπλοκή του υποκειμένου και η όλη εκτύλιξη της
δραστηριότητας, δεν συνιστά μια γραμμική και απρόσκοπτη εξελικτική διαδικασία.
Η όποια a priori έμφαση μόνο στην αντιστοιχία και επάρκεια ορισμένου υποκειμένου
προς τις ανάγκες της εποχής και της συγκυρίας, υπονομεύει τη δυνατότητα
διερεύνησης των νομοτελειών που διέπουν την επαναστατική διαδικασία και οδηγεί σε
εκδοχές απολογητικής απολυτοποίησης της ιδέας που έχουν κάποιοι για τον εαυτό
τους, υποκατάστασης από αυτήν της πραγματικότητας. Έτσι, η ζωτική για την
κοινωνία ανάγκη συγκεκριμένης ιστορικής βελτιστοποίησης της συγκρότησης και
εμπλοκής του επαναστατικού υποκειμένου, υποκαθίσταται από την ανιστορική ανάγκη
περιχαράκωσης, αυτοεπιβεβαίωσης και αναπαραγωγής μορφωμάτων φορέων της
«σωστής γραμμής»...
Με αυτές τις νομοτέλειες συνδέονται και ορισμένα παράδοξα. Εδώ, η «ετερογονία
των σκοπών» μπορεί να οδηγήσει σε δραματικά αποτελέσματα. Σκοπός της
επαναστατικής διαδικασίας, του επαναστατικού κινήματος, είναι ο επαναστατικός
μετασχηματισμός της κοινωνίας. Ο τελευταίος προϋποθέτει την άρση της
αναντιστοιχίας του επαναστατικού κινήματος με τις βαθύτερες κοινωνικές ανάγκες
επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, συγκρότηση και ανάπτυξη
αντίστοιχου της εποχής και της συγκυρίας υποκειμένου. Βεβαίως, η όποια συγκρότηση
και δραστηριοποίηση του υποκειμένου και τα αποτελέσματα αυτών, συνιστούν ένα
ιδιότυπο μόρφωμα έναντι της κοινωνίας που οφείλει να μετασχηματιστεί
επαναστατικά. Σκοπός του πραγματικού επαναστατικού κινήματος, του αντίστοιχου
υποκειμένου, είναι η άρση της παραπάνω αναντιστοιχίας, η εκπλήρωση-άρση των
όποιων μορφωμάτων του στο αποτέλεσμα της δράσης του, στο νικηφόρο
επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η όποια ιδιοτυπία και αυτοτέλεια
ορισμένης ιστορικής, παραδεδεγμένης, κ.ο.κ. συγκρότησης του υποκειμένου δεν είναι
και δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, αλλά το μέσο προς επίτευξη των τακτικών και
του στρατηγικού σκοπού του κινήματος. Η επίτευξη του σκοπού οδηγεί στην απάλειψη
του μέσου, χωρίς το οποίο ο σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί. Αλλά με κάθε απάλειψη,
το μέσο εκ νέου επανεμφανίζεται με νέες μορφές, μέσα και τρόπους συγκρότησης και
344
δράσης και σε νέα βάση. Η όποια εξέταση του μέσου ως αυτοσκοπού, δεν υπονομεύει
μόνο το σκοπό, αλλά εκ των πραγμάτων εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς, τους
σκοπούς των καθεστωτικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων.
Απαιτείται, λοιπόν, η ανάδειξη των αντικειμενικών όρων-κριτηρίων διακρίβωσης
της εκάστοτε ιστορικής εποχής και συγκυρίας, βάσει των οποίων είναι εφικτή η
συγκεκριμενοποίηση του εκάστοτε επιπέδου συγκρότησης του υποκειμένου και των
επόμενων στόχων (άρα και μέσων-τρόπων διεξαγωγής του αγώνα) του κινήματος. Η
όλη διαδικασία προβάλλει νομοτελώς ως αλλεπάλληλες ατυχείς προσπάθειες
προεκβολών κεκτημένων θεωρητικών και πρακτικών-οργανωτικών μέσων και τρόπων
σε νέα γεγονότα, άλλης εποχής και συγκυρίας, του εγνωσμένου-δοκιμασμένου στο
άγνωστο και πρωτοφανές, η αποτυχία των οποίων οδηγεί πλέον μονοσήμαντα σε
ουσιαστική άρση της αναντιστοιχίας αυτών των κεκτημένων, σε ουσιώδη αναβάθμιση
του υποκειμένου, των σκοπών και των μέσων του κινήματος. Έτσι, στην ιστορική
διαδικασία προκύπτουν νομοτελώς ιδιότυπες αντιφάσεις, μεταξύ αναντίστοιχων
μορφωμάτων και πραγματικότητας και μεταξύ μορφωμάτων ποικίλων βαθμών
αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας, μόνο μέσα από την επίλυση-διαλεκτική άρση των οποίων
μπορεί να προάγεται-αναβαθμίζεται το επαναστατικό κίνημα. Οι αντιφάσεις αυτές,
δεν είναι δηλωτικές απλώς και μόνο της ανεπάρκειας, της «ξεροκεφαλιάς»
μεμονωμένων υποκειμένων, ηγεσιών, κομμάτων κ.ο.κ., αλλά κυρίως της νομοτελούς
αντιφατικής ανάπτυξης, όχι μόνο της εκάστοτε βάσης της κοινωνίας, αλλά και των
μορφών και επιπέδων γνώσης και συνείδησης, και της πολλαπλά διαμεσολαβημένης
και σχετικά αυτονομημένης έκφρασης αυτής της αντιφατικής ανάπτυξης στα ποικίλα
μορφώματα του εποικοδομήματος. Είναι επίσης νομοτελές φαινόμενο, η αναντιστοιχία
αυτών των μορφωμάτων να εκδηλώνεται ακριβώς στις στιγμές που απαιτείται
επιτακτικά άρδην επαναπροσδιορισμός της αντίστροφης επενέργειας στη βάση και
στο όλον της κοινωνίας. Η αναντιστοιχία αυτή και οι προαναφερθείσες ιδιότυπες
νομοτελείς αντιφάσεις του εποικοδομήματος, εάν δεν γίνουν έγκαιρα αντικείμενο
συνειδητού αναστοχασμού με βάση τη γνώση της ιστορικής νομοτέλειας, της λογικής
της ιστορίας, κινδυνεύουν να διογκωθούν κακοφορμίζοντας, με καταστροφικές για το
κίνημα και την ανθρωπότητα επιπτώσεις. Εκ των ων ουκ άνευ όρος για την
αναβάθμιση της θέσης και του ρόλου του υποκειμένου στην ιστορία, είναι η έγκαιρη
και συνειδητή (μετά λόγου γνώσεως) άρση αυτών των νομοτελών αντιφάσεων, χωρίς
να εναποτίθεται η επίλυσή τους στη βασανιστική κυριαρχία της μεθόδου δοκιμής και
λάθους.
Στις προβληματικές κρισιακές συγκυρίες εγείρεται με ένταση το ζήτημα της
επάρκειας ή/και ανεπάρκειας του υποκειμένου, αλλά και των όρων και ορίων για την
ενεργητική εμπλοκή του υποκειμένου. Εδώ παρατηρείται μια κλιμάκωση των βαθμών
και των επιπέδων περιπλοκότητας των κρισιακών συγκυριών.
Επιπλέον, τα περισσότερα αριστερά οργανωτικά κ.ο.κ. μορφώματα, φαίνονται όλο
και πιο αναντίστοιχα της συγκυρίας και της εποχής: τα μεν διά του καθεστωτικού
εκφυλισμού τους σε «υπεύθυνες» διαχειριστικές δυνάμεις του συστήματος εδώ και
τώρα, απεμπολώντας τον κοινωνισμό και κάθε εναλλακτική προοπτική, τα δε, διά της
φραστικής φυγής από την εποχή και τη συγκυρία, με την επίκληση «αυστηρής
ιδεολογικής καθαρότητας» και «στρατηγικής συνέπειας», προσδοκώντας
επαναστατικές καταστάσεις στο απώτερο και απροσδιόριστο μέλλον.
Ωστόσο, οι κρισιακές συγκυρίες δεν είναι ούτε συχνά, ούτε μακροχρόνια ιστορικά
φαινόμενα. Ξεσπούν στους «ασθενείς κρίκους» του συστήματος μετά από πολλές
δεκαετίες «ειρηνικής» κυριαρχίας των κρατούντων. Στην ιστορία δεν υπάρχουν κενά.
Η μη έγκαιρη αξιοποίηση της κρισιακής συγκυρίας με κλιμάκωσή της σε
επαναστατική-ριζοσπαστική κατεύθυνση, μπορεί να αποβεί καταστροφική, μπορεί να
οδηγήσει σε γενικευμένο εκφασισμό, με όρους διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας.
Η κλιμάκωσης της κρισιακής συγκυρίας μπορεί να οδηγήσει σε επαναστατική
κατάσταση, που εκδηλώνεται μέσω ενός πλέγματος κρισιακών φαινομένων
οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. Κύρια γνωρίσματά της είναι, κατά
τον Β. Ι. Λένιν, τα εξής: πρώτον, αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν
αμετάβλητη τη μορφή κυριαρχίας τους με έκδηλη την αντίθεση των κυριαρχούμενων
σε ενδεχόμενη παράταση της ισχύος αυτής της μορφής κυριαρχίας· δεύτερον,
345
εξαιρετική επιδείνωση της ανέχειας και της δυστυχίας των καταπιεσμένων τάξεων
(απόλυτη είτε σχετική εξαθλίωση)· τρίτον, σημαντική άνοδος της πολιτικής
ενεργητικότητας των μαζών, οι οποίες ωθούνται από την κρισιακή συγκυρία και από
τη στάση των κυρίαρχων τάξεων σε αυτοτελή ιστορική παρέμβαση.
Η επαναστατική κατάσταση δεν μπορεί να θεωρείται στατικά, ως εκδήλωση-
σύμπτωση κάποιων αποσπασματικών γνωρισμάτων. Είναι το αποτέλεσμα της
κλιμάκωσης μιας βαθιάς και πολυεπίπεδης δυναμικής συγκρουσιακής διαδικασίας,
μιας διαδικασίας συνδυαστικής όξυνσης κρισιακών φαινομένων, που εκτυλίσσεται στη
δομή και στην ιστορία της κοινωνίας, στην οποία εμπλέκονται αντικειμενικοί και
υποκειμενικοί όροι, συνειδητοποιούμενοι σε ποικίλους βαθμούς και τρόπους από τα
εμπλεκόμενα υποκείμενα. Στα πλαίσια μάλιστα αυτής της διαδικασίας, λειτουργεί ως
σταθμός και αφετηρία περαιτέρω κλιμάκωσης κοινωνικών αλλαγών.
Ας επιχειρήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τα παραπάνω γνωρίσματα με όρους
Λογικής της Ιστορίας. Τα γνωρίσματα αυτά εκδηλώνονται αλληλένδετα και ως
αλληλεπιδρώντα σε διάφορα επίπεδα της δομής της κοινωνίας:
(1) Ραγδαία επιδείνωση των όρων εμπλοκής του υποκειμένου της εργασίας σε
επίπεδο ουσίας της κοινωνίας, στην εργασιακή διαδικασία, ραγδαία επιδείνωση των
εργασιακών σχέσεων (απαξίωση της εργασίας και ως προς το σκέλος του άμεσου
μισθού και της αγοραστικής του δύναμης και ως προς το σκέλος των κοινωνικών,
ασφαλιστικών κ.ο.κ. κονδυλίων και παροχών, ανεργία, υποαπασχόληση, αλλαγές στον
τρόπο κεφαλαιακής συσσώρευσης, στροφή στην απόσπαση απόλυτης υπεραξίας κ.ο.κ.,
εντατικοποίηση της εργασίας και αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης).
(2) Άμεσες επιπτώσεις σε επίπεδο φαινομένου: απότομη επιδείνωση του βιοτικού
επιπέδου και του τρόπου ζωής οικογενειών-νοικοκυριών που απαρτίζουν κοινωνικές
τάξεις και στρώματα (ραγδαίες αλλαγές στα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά
της κατανάλωσης-αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, στη δομή της
κατανάλωσης, στη διατροφή, στη στέγαση, στη θέρμανση, στην ένδυση, στην
πρόσβαση σε υπηρεσίες και σε δημόσια αγαθά κ.λπ.) με όλο και πιο έκδηλες
δημογραφικές επιπτώσεις.
(3) Όλο και πιο διαμεσολαβημένες εκδηλώσεις σε επίπεδο φαινομένου: ποικίλοι
βαθμοί πρακτικών επιπτώσεων των παραπάνω αλλαγών και άμεσης εμπειρικής-
βιωματικής πρόσληψης έως και θεωρητικής διάγνωσής τους,συνειδητοποίησή τους
μέσω διαφόρων μορφών και επιπέδων κοινωνικής συνείδησης (ηθικής, πολιτικής,
δικαίου, αισθητικής-καλλιτεχνικής, θρησκευτικής, φιλοσοφίας). Διαπάλη μεταξύ
διαφόρων ειδών και επιπέδων πρόσληψης και συνειδητοποίησης των αλλαγών.
(4) Αλλαγές σε επίπεδο πραγματικότητας (στο εποικοδόμημα), στα υλικά και
οργανωτικά μέσα αντίστροφης επενέργειας των ανθρώπων στους αντικειμενικούς
όρους της ύπαρξής τους, αλλά και στους ανθρώπους ως συγκροτημένες
προσωπικότητες και συλλογικότητες σε ποικίλους βαθμούς. Υποβαθμίσεις και
αναβαθμίσεις ως προς την κατανομή των κοινωνικών τύπων προσωπικότητας, ως
προς το είδος και το επίπεδο των σκοποθεσιών που νοηματοδοτούν τη ζωή τους, σε
αντιστοιχία με την κατίσχυση αντεπαναστατικών ή επαναστατικών τάσεων.
Οι αλλαγές αυτές αφορούν: πρώτον, την προνομιακή διαμεσολάβηση των
συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης και των συμμάχων της στην υλική θεσμικότητα
και στα οργανωτικά μορφώματα των μηχανισμών, της κρατικής εξουσίας και των
πολιτικών, διοικητικών κ.ο.κ. θεσμικών και εξωθεσμικών οργάνων, τις όποιες
συγκλίσεις και διαφορές, αντιθέσεις κ.ο.κ. σε αυτά, και δεύτερον, την υστερούσα
διαμεσολάβηση-εκπροσώπηση συμφερόντων της κυριαρχούμενης τάξης και των
συμμάχων της στην υλική θεσμικότητα του κράτους και των συνδικαλιστικών,
πολιτικών, διοικητικών κ.ο.κ. θεσμικών και εξωθεσμικών οργάνων, τις όποιες
συγκλίσεις και διαφορές, αντιθέσεις κ.ο.κ. σε αυτά τα σχήματα διαμεσολαβημένης
έκφρασης, οργάνωσης και δράσης. Την αναβάθμιση των όρων εμπλοκής των κάτω
στον επαναστατικό μετασχηματισμό του όλου της κοινωνίας, καταρχάς με όρους
πρακτικής ικανότητας και ετοιμότητας της πρωτοπόρου τάξης και των συμμάχων της
για ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και των συμμάχων της. Η αναβάθμιση αυτή των
όρων εμπλοκής των κάτω, έρχεται σε σύγκρουση τόσο με την αντίδραση των
επάνω,όσο και με την αδράνεια-αντίσταση-αναντιστοιχία διαθέσιμων μορφωμάτων,
νοοτροπιών, κληροδοτημάτων του παρελθόντος.
346
Εδώ εκδηλώνεται νομοτελώς μια κλιμάκωση στα παραπάνω επίπεδα των βαθμών
διαμεσολάβησης των αλλαγών και των επιπτώσεων, του αντίκτυπού τους στο όλον, σε
επίπεδο διαθέσεων, ηθικοπολιτικής ηγεμονίας, και τελικά σε επίπεδο συσχετισμών
δυνάμεων, με έκφραση σε σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Η αναβάθμιση της
πολιτικής ενεργητικότητας των μαζών και η αυτοτελής ιστορική παρέμβασή τους δεν
επέρχονται ισομερώς, γραμμικά και ακαριαία. Τα θύματα της απότομης επιδείνωσης
της ανέχειας και της δυστυχίας, άμεσα στρέφονται σε αναζήτηση λύσεων
προϋποθετικού τύπου για το άτομό τους και για τις οικογένειές τους. Αυτό οδηγεί
αρχικά σε εσωστρέφεια και σε κλίμα «πολέμου όλων εναντίον όλων» με γνώμονα το
«ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Δοκιμάζουν εκδοχές άμεσα διαθέσιμων και δοκιμασμένων
μέσων και τρόπων λύσεων και διεξόδων (άμεση προσφυγή σε ανάθεση διαχείρισης σε
άλλους, αλλά στα πλαίσια του συστήματος και της λογικής της ανάθεσης) και μόνον
εφόσον πειστούν για την αναντιστοιχία-ανεπάρκεια αυτού του τύπου υποκειμένων,
μορφών και λειτουργιών, αναζητούν άλλη λογική, ριζοσπαστικές κατευθύνσεις
μετασχηματισμού και συνειδητοποιούνται-συγκροτούνται σε υποκείμενο άλλου τύπου
και επιπέδου έναντι των διαθέσιμων.
Εδώ χρησιμοποιώ την έννοια του ασθενούς κρίκου, κυρίως με τη δεύτερη
(συνδεδεμένη με την πρώτη και απορρέουσα από αυτήν) έννοιά της, που είναι
επιτακτικότατη σε συνθήκες γενικευμένης κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής
κρίσης: αυτή που αφορά στην έγκαιρη διάγνωση, ανάδειξη και επικέντρωση των
δυνάμεων και της προσοχής σε εκείνο το πρόβλημα, σε εκείνες τις επιτακτικές
ζωτικές ανάγκες του λαού (αιτήματα, διεκδικήσεις) που θα επιτρέψουν να ξετυλίξει
το κουβάρι του πλέγματος των εσωτερικών και εξωτερικών συστημικών αντιφάσεων,
αλλάζοντας άρδην το συσχετισμό υπέρ της διεξόδου από την κρίση με επαναστατική
προοπτική προς όφελος του λαού. Ο κρίκος αυτός επιτρέπει στις δυνάμεις που θα τον
αδράξουν, να κατακτήσουν ακλόνητα την χειραφετική για το λαό πρωτοβουλία των
κινήσεων, να κλιμακώνουν και να κατευθύνουν δημιουργικά και συσπειρωτικά την
αγανάκτηση και την ανυπακοή, να προσδώσουν όλο και πιο συνειδητό, συντεταγμένο,
αποτελεσματικό και τελικά νικηφόρο προσανατολισμό στη λαϊκή αυτενέργεια.
Έχει ιδιαίτερη σημασία η κλιμάκωση των διεκδικήσεων, των σκοπών, των
προταγμάτων, των μέσων και των τρόπων του αγώνα, με όρους της «ζώνης της
εγγύτερης ανάπτυξης» (κατ’ αναλογία με την εξαιρετικά γόνιμη ψυχοπαιδαγωγική
προσέγγιση της πολιτισμικής-ιστορικής θεωρίας του Λ. Βιγκότσκι). Η κλιμακωτή
αναβάθμιση της συγκρότησης και συνειδητοποίησης του συλλογικού υποκειμένου σε
όλο και πιο ριζοσπαστική και επαναστατική κατεύθυνση, επιτυγχάνεται με τη
συστράτευση μιας κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, στον πυρήνα της οποίας θα
βρίσκεται η ενοποίηση παραδοσιακών και νέων στρατιών της μισθωτής εργασίας, με
ενότητα δράσης για τη διεκδίκηση εκείνων των προταγμάτων που συνιστούν τον
ασθενή κρίκο της συγκυρίας: πετυχαίνουν ταυτόχρονα τη μέγιστη συσπείρωση των
κάτω γύρω από ζωτικής σημασίας διεκδικήσεις και το μέγιστο ρήγμα στην κυριαρχία
των επάνω. Η συμμαχία αυτή γίνεται επιτακτική ως έκφραση της νομοτελούς ανάγκης
σύμπηξης συλλογικού επαναστατικού υποκειμένου με όρους ραγδαίας εισόδου και
αναβάθμισης της δημιουργικότητας των λαϊκών μαζών στο ιστορικό προσκήνιο. Η
επαναστατική προοπτική στην κρισιακή συγκυρία και γενικότερα, είναι διακύβευμα
της πλειοψηφικής εμπλοκής των μαζών στην υπόθεση της διεκδίκησης της εξουσίας
και της εναλλακτικής πορείας ανάπτυξης, και όχι μικρών αυτοαναφορικών
«πρωτοποριών». Σε αυτή τη διαδικασία θα ενεργοποιούνται και θα
συνειδητοποιούνται με όλο και πιο ενεργό, αυτόνομο και ηγετικό ρόλο οι νέες
στρατιές της μισθωτής εργασίας. Άρα, αυτή η μετωπική συγκρότηση του αγώνα
μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο και στη συγκρότηση του νέου
υποκειμένου (χωρίς πρωθύστερα σχήματα επανέκδοσης «μιας από τα ίδια» ή
βεβιασμένης επίσπευσης μιας νομοτελούς διαδικασίας).

Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές και υποκειμενικές μεταβολές, είναι ανέφικτη η


εκδήλωση επανάστασης. Η βαθμιαία κλιμάκωση της επαναστατικής κατάστασης, ως
αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, δεν οδηγεί
αυτόματα σε νίκη μιας κοινωνικής επανάστασης, αν δεν συνοδεύεται από
αντίστοιχους υποκειμενικούς όρους (θεωρητική θεμελίωση της στρατηγικής και
347
τακτικής του επαναστατικού υποκειμένου, διαπαιδαγώγησή του σε ευρύτατο φάσμα
μέσων και τρόπων διεξαγωγής του αγώνα, μαχητική οργάνωση της επαναστατικής
του πάλης σε όλα τα επίπεδα, κ.λπ.). Η επαναστατική κατάσταση είναι εκείνη η
αντικειμενική συγκυρία, στην οποία εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση η
αναγκαιότητα συλλογικής συγκρότησης και παρέμβασης του υποκειμένου της
επανάστασης, ο χαρακτήρας του οποίου καθορίζεται μεν πρωτίστως από τον
εκάστοτε συγκεκριμένο χαρακτήρα της εργασίας που επικρατεί στατιστικά, αλλά
εξαρτάται κατά πολύ και από την όλη προπαρασκευή του, από την διαπαιδαγώγηση,
από την πολιτική του συγκρότηση, από την οργάνωση και την αγωνιστική του δράση.
Η κυριολεκτικά ζωτική σημασία του μετώπου, της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας με
όρους ενότητας δράσης σε συγκεκριμένους στόχους, απαιτεί σήμερα τιτάνιες και
πρωτόγνωρες προσπάθειες, απαιτεί τη μέγιστη δυνατή ικανότητα να
αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες του λαού, το βηματισμό του και τις καμπές στις
διαθέσεις και στη συνείδησή του, τη μέγιστη δυνατή ευπροσηγορία, πέρα κι έξω από
ελιτίστικες νοοτροπίες διδακτικού αφ’ υψηλού τόνου και επιτιμητικής χλεύης των
ταλαντεύσεων και της απουσίας «ωριμότητας» και «ιδεολογικής καθαρότητας» των
μαζών.
Ο Λένιν στηλίτευσε αμείλικτα τις «φαιδρές σχολαστικές» σχηματοποιήσεις
κάποιων που φαντασιώνονται το κίνημα και την επαναστατική διαδικασία κατά τον
εξής τρόπο: « ... θα παραταχθεί σε ένα μέρος ένα στράτευμα και θα πει: “εμείς
είμαστε υπέρ του σοσιαλισμού”, ενώ σε ένα άλλο μέρος [θα παραταχθεί] ένα άλλο, και
θα πει: “εμείς είμαστε υπέρ του ιμπεριαλισμού” και αυτή θα είναι η κοινωνική
επανάσταση!... Όποιος αναμένει την “καθαρή” κοινωνική επανάσταση, ποτέ
δεν θα ζήσει να τη δει. Αυτός είναι ένας επαναστάτης στα λόγια, που δεν
κατανοεί την πραγματική επανάσταση». Και διευκρίνιζε: «Η σοσιαλιστική
επανάσταση στην Ευρώπη δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, εκτός από έκρηξη της
μαζικής πάλης όλων και όλων των ειδών των καταπιεσμένων και ανικανοποίητων.
Μέρος της μικρής αστικής τάξης και των καθυστερημένων εργατών αναπόφευκτα θα
συμμετάσχει σε αυτήν -χωρίς αυτή τη συμμετοχή δεν είναι εφικτός ο μαζικός αγώνας,
δεν είναι εφικτή καμία επανάσταση...» (3, τ. 30, σ. 54).
Δεν είναι η πάλαι ποτέ ιστορική ή/και αυτόκλητη πρωτοπορία της τάξης και του
όποιου κόμματος, που θα αποφανθεί δίκην ασκήσεων επί χάρτου περί του «πολιτικώς
και ιδεολογικώς ορθού» αγώνα, αλλά, τουναντίον, αυτός που θα αναδείξει την
πρωτοπορία της εργατικής τάξης και την προοπτική είναι ο μετωπικός αγώνας στην
κλιμάκωσή του: «το προλεταριάτο συνιστά μια πραγματικά επαναστατική, μια
πραγματικά σοσιαλιστικά δρώσα τάξη, μόνο υπό τον όρο ότι διεκδικεί και δρα ως
πρωτοπορία όλων των εργαζομένων και όσων υφίστανται την εκμετάλλευση, ως
ηγέτης τους στον αγώνα για την ανατροπή των εκμεταλλευτών...» (3, τ. 41, σσ. 169-
170).
Η επαναστατική κατάσταση σηματοδοτεί ουσιαστικά μια ριζική καμπή στην ιστορία
της κοινωνίας, όπου γίνεται άμεσα και έντονα έκδηλη η ανεπάρκεια και η ιστορική
χρεοκοπία της άρχουσας τάξης και του καθεστώτος της, η αναντιστοιχία της με τις
ανάγκες και τις επιταγές της εποχής, η αδυναμία της να επιτελέσει λειτουργίες
ηγεμονίας και κυρίαρχου υποκειμένου διά των ιδεολογικών και πολιτικών εκπροσώπων
του καθεστώτος της. Τότε είναι που προκύπτει επιτακτικά η δυνατότητα και η
αναγκαιότητα ριζικής επαναστατικής μεταστροφής του ρου της ιστορίας, ανάληψης
πρωτοβουλίας κινήσεων από τους κάτω, αναβάθμισής τους από τη θέση των
υποτακτικών ενεργούμενων σε συγκροτημένο υποκείμενο, με όρους αρχικά
ηθικοπολιτικής ηγεμονίας και στη συνέχεια με την αξίωση κατίσχυσης και κυριαρχίας
με όρους συσχετισμών δυνάμεων. Για να γίνει αυτή η δυνατότητα πραγματικότητα,
απαιτείται συγκρότηση και ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου με όρους
μετώπου, κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας, μαζικής ενότητας δράσης.
Άλλωστε, στην κρισιακή συγκυρία, όπως αυτή εκδηλώνεται στον «ασθενή κρίκο»,
το κάθε πρόταγμα από τη μετωπική δέσμη βραχυ-μεσοπρόθεσμων διεκδικήσεων του
κινήματος, εξακοντίζεται στον πυρήνα των διακυβευμάτων της εποχής, αναμετράται
με τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης, συναρτάται με τη
δυναμική του ριζικού επαναστατικού μετασχηματισμού, με το έναυσμα της
επανεκκίνησης της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας. Είναι λοιπόν σκόπιμο,
348
αυτή η συνάρτηση να γίνεται μετά λόγου γνώσεως, συνειδητά, με όρους διαλεκτικής
υπαγωγής των τακτικών κινήσεων στη στρατηγική, με όρους εμπλοκής του
επαναστατικού κινήματος στη «ζώνη εγγύτερης ανάπτυξης» της συγκυρίας.
Η βέλτιστη επίτευξη αυτών των όρων, απαιτεί επιτακτικότερα από ποτέ το θετικό
προσδιορισμό της κοινωνιστικής προοπτικής, όχι ως προαπαιτούμενο της σύμπηξης
της ως άνω κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας (που θα συνιστούσε καταστροφικό
σεκταρισμό), αλλά ως σαφή διακηρυγμένο σκοπό και προσανατολιστική αρχή των
κοινωνιστών σε αυτή την εμπλοκή.
Απαιτείται λοιπόν θεμελιώδης ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας-φιλοσοφίας και
της κλιμάκωσης της συγκρότησης του υποκειμένου των επικείμενων κοινωνικών
κινημάτων, αρχής γενομένης από ένα μετωπικό αγώνα, που θα εδράζεται σε κοινή
δράση, με διεκδικήσεις που θα αφορούν τις επιτακτικές θεμελιώδεις ανάγκες ζωτικής
σημασίας για την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Έναν αγώνα αντιιμπεριαλιστικό,
για λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική απελευθέρωση, για τον εκδημοκρατισμό της
κοινωνικής και πολιτικής ζωής, εναντίον των πλέον επιθετικών δυνάμεων του
παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, εναντίον των νέων μορφών αποικιοκρατίας.
Μέσα από αυτό το θεωρητικό και πρακτικό αγώνα θα λάβει χώρα μια πολύ σημαντική
ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, σε μια διαδικασία ωρίμανσης του υποκειμένου για
την ενοποίηση της ανθρωπότητας.

Você também pode gostar