Você está na página 1de 158

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΤΟΝ
ΚΟΡΝΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ
Ο Κορνηλίος Καστοριάδης ύπψξε άπό τούς χορυψαίους στοχαστές τοϋ είχοστοϋ
αΐώνα. Τό εργο του περιλαμβάνει πολλούς τομεϊς τού έπιστητού, εχει άσυνήθιστο
εδρος -φιλοσοφία, πολιτιχη, φυχανάλυση, χοινωνιολογία χ.λπ. - χαί χαραχτηρίζεται
άπό συνθετιχότητα στψ σχέφη, δύ-ναμη στήν έπιχειρηματολογία, τόλμ-η χαί
πρωτοτυπία. στήν σύλληφ-η, εύχρίνεια. χαί σαφήνεία στήν έν-νοιολογία χού στψ
άνάλυση. Ένώ διεϋνώς άποχτά πολλούς μελετητές, στψ βαλχανιχη χαί τριτοχο-σμιχη
πολιτιστιχδκ Έλλάδα οι έργασίες γιά τό εργο του εϊναι σχεδόν άνύπαρχτες. Πρέπει
νά γίνει με-λέτη, άνάλυση χαί χριτιχη αύτού τού σημαντιχοϋ ίργου χαί ή άνάδειξη
τής σημασίας του γιά τά χαθ' ήμάς χαί τψ σημερινη χατάσταση.
Ήιαίτερη σημασία ίχει ή πολιτιχη διάσταση τού εργου του, ή δποία άντιπαρατίθεται
σέ δλες τίς ΰπάρχουσες άντιληφεις, εϊτε πρόχειται γιά τόν φιλελευθερισμό χαί τψ
σοσιαλδημοχρατία εϊτε γιά τόν χομμουνισμό χαί τψ παγχοσμιοποίηση. Αύτό έξ
αλλου εΐνοα ϊνα χαραχτηριστιχό τοΰ εργου του συνο-λιχώς: ή συνεχης άντιπαράθεση
μέ τίς έχάστοτε χυρίαρχες σχολές σκέφεως, τίς πολιτιστιχές μόδες χαί τίς
δρθοδοξίες. "Οταν στψ δεχαετία τοΰ '50 δλη σχεδόν ή γαλλ ίχή ΙντελλιΎχέντσια εΐχε
τοποθε-τηθεϊ ύπέρ τού Κομμουνιστιχού Κόμματος χαί τής Σοβιετιχης Ένώσεως,
αύτός δχι μόνο τά άπέρρι-πτε χαί άσχοϋσε δημοσίως χριτιχη στό περιοδιχό
Socialisme ou Barbarie, άπό τό 1949-1965, άλλά έπί πλέον άπέρριπτε τόν λενινισμό
χαί τόν ϊδιο τόν μαρξισμό. "Οχι μόνο δέν προσεχώρησε σέ χαμμιά πνευματιχη μόδα
άλλά άσχούσε χριτιχη σέ άπόφεις χαί πρόσωπα: στρουχτουραλισμό χαί μεταστρου-
χτουραλισμό, λαχανισμό χαί μεταμοντερνισμό, Σάρτρ, Άλτουσέρ, Χάιντεγχερ χ.α.
"Οταν πολλοί δια-νοούμενοι διεχηρυσσαν τόν «θάνατο τοϋ άνθρώπου», αύτός
προσπάθησε νά ξανασχεφθεϊ τψ άνθρώπωη ΰποχειμενιχότ-ητα, τψ φαντασία χαί τίς
δυνατότητες τής αύτονομίας. "Οταν οί περισσότεροι προσεχώ-ρησαν στίς
ποιχιλώνυμες έξουσίες χαί παραιτηθηχαν άπό τψ ριζοσπαστιχη πολιτιχη, αύτός
προσπά-θησε νά άναδείξει τό πραγματιχό νόημα τής πολιτιχης χαί τής δημοχρατίας.
Τό εργο του χαραχτηρίζεται άπό μιά γιγαντιούα προσπάθεια νά ξανασχεφθεϊ τό
σύνολο σχεδόν της Έλλψο-δυτιχης παράδοσης, τψ δποία χατηγορεϊ γιά
«δρθολογισμό» χαί «χαθοριστιχότητα». Έπί-μονος στόν μοναχιχό του δρόμο, μέσα
άπό τίς ρηξεις χαί τίς άπορρίφεις δημωυργεϊ τψ διχη του δντο-λογία χαί σημαντιχη:
άνάδειξη της φαντασίας χαί τοΰ χοινωνιχοΰ φαντασιαχοΰ, της φαντασιαχης θέ-
σμισης τής χοινοινίας χαί τών XOIVOJVIXOJV φαντασιαχών σημασιών, τής ίστορίας
ώς δημιουργίας έχ τού μηδενός, ώς ποήσεως χαί γενέσεως δντολογιχης χ.λπ.
Ίδιαιτέρως σήμερα στίς σύγχρονες χοινωνίες, οι δποϊες χαραχτηρίζονται άπό
γενιχευμένη άπάθεια χαί άδιαφορία γιά τά χοινά χαί τψ πολιτιχη, άπό ανοδο τής
άσημαντότητας χαί γενιχευμένο χομφορμισμό, άπό ελλειφη ούσιαστιχης πολιτιχης
συζητήσεως χαί πραχτιχης, χρειάζεται ή μελέτη τοϋ Καστοριάδη γιά τψ έχ νέου
δημιουργία τής πολιτιχης μέ στόχο τψ έπίτευξη τής αύτονομίας χαί τής δημοχρατίας.
Τά έρωτήματα τά δποϊα εθεσε δ Καστοριάδης χαί αύτά στά δποϊα προσπάθησε νά
άπαντησει η ά-χόμη αύτά τά δποϊα άναδύονται άπό τό εργο του εχουν ϊδιοάτερη
σημασία χαί εΐνοα έξαψετιχώς έπίχαι-ρα. 'Ορισμένα άπό αύτά συζητούνται στά
χείμενα τού άψιερόψατος. Άπομένουν νά γίνουν πολλά.
Συντονισμ-ός άφιερώμ,ατος, έργοβιογραφία καί βιβλιογραφία: Γώργος Ν.
Οίκονόμ,ου
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σ. 11

Σύντο{χο βιογραφικό τοΰ Κορνήλιου Καστοριάδη

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στήν Κωνσταντ^νούπολη τό 1922 άπό Έλλη-


νες γονεΐς πού έγκαταστάθηκαν στήν Ά-θήνα, δπου σπούδασε νομ,ικά, οίκονομ,ικά
καί φι-λοσοφία. Στό τέλος τοϋ 1942 προσεχώρησε στήν τροτσκιστική όμ-άδα τοϋ Σ.
Στίνα, άφοϋ πρίν εΐ-χε έναντιωθεΐ μ,αζί μέ αλλους στόν σωβινιστικό
προσανατολισμ.ό τοϋ Κ.Κ.Ε. Τά πρώτα του κεί-μ.ενα γιά τίς κοινωνικές έπιστημ.ες
καί τόν Max Weber δημ-οσίευσε τό 1944 στό περιοδικό Άρ-χεΓο Κοινωνιολογίας
χαί Ήθικης. Στό τέλος τοϋ 1945 εφυγε γιά τήν Γαλλία μ.αζί μέ αλλους ύ-ποτρόφους
τοϋ Εαλλικοϋ Ίνστιτούτου. Στό Πα-ρίσι προσεχώρησε στό Διεθνιστικό
Κομμουνιστι-κό Κόμ,μ,α (Τροτσκιστικό), έντός τοϋ όποίου συγ-κρότησε μ,αζί μέ
τόν Claude Lefort μιά τάση καί διέκοψαν μέ τόν τροτσκισμ.ό συστήνοντας αύτό-
νομ.η όμ.άδα τό 1948. Τό 1949 αρχισαν τήν εκ-δοση τοϋ πολιτικοϋ περιοδικοϋ
Socialisme ou Barbane, πού διήρκεσε μέχρι τό 1965. Τά κεί-μ.ενα αύτης της
περιόδου αρχισαν νά έκδίδονται σέ βιβλία τό 1973 μέ τίτλους: FT γραφειοχρα-τιχη
χοινωνία (1973), Ή πείρα τοΰ έργατιχοΰ χινήματος (1974), Τό περιεχόμενο τού
σοσιαλι-σμοϋ, Σύγχρονος χαπιταλισμός χαί έπανάσταση, Ή γαλλιχη χοινωνία
(1979).
Τό 1968 έκδίδεται Τό ρηγμα, πού περιλαμ.-βάνει κείμ-ενα γιά τόν Μάη τοϋ '68 τοϋ
Καστο-ριάδη, τοϋ Claude Lefort καί τοϋ Edgar Morin. "Εκτοτε γίνετα^ εύρύτερα
γνωστός μ,ετά καί τήν δήλωση τοϋ Daniel Cohn-Bendit δτι εΐχε έπηρ-ρεασθεΐ άπό
τά κείμ-ενα τοϋ Καστοριάδη. Τό 1968 έπίσης δημ.οσιεύει τό πρώτο του κείμ-ενο γιά
τήν ψυχανάλυση. Τό 1970 παραιτεΐται άπό τόν Ο.Ο.Σ.Α., δπου έργαζόταν άπό τό
1948, καί
τό 1973 άρχίζει νά έργάζεται ώς ψυχαναλυτής. Τό 1975 δημ.οσιεύει τό
σημ.αντικότατο εργο του FT ^αντασίακ^ θέσμιση τής χοινωνίας, πού τόν καθιερώνει
ώς εναν μ-εγάλο στοχαστή. Τό πρώ-το μ-έρος τοϋ βιβλίου εΐχε ήδη δημ,οσιευθεΐ στά
τελευταΐα τεύχη τοϋ Socialisme ou Barharie τό 1964-1965.
Δημ-οσιεύει κείμ-ενα σέ περιοδικά καί έφημ.ε-ρίδες, δίνει συνεντεύξεις,
μεταφράζεται σέ πολλές γλώσσες καί, άπό τό 1980, δ^δάσκα στήν Ecole des Hautes
Etudes en Sciences Sociales. To 1978 δημ-οσιεύει Τά σταυροδρόμια τοΰ λαβυρίν-
θου, συλλογή άπό ήδη δημ.οσιευμ.ένα κείμ-ενά του. Τόν γενικό αύτό τίτλο κράτησε
καί στά έπόμ.ενα τέσσερα βιβλία του μέ τούς έξης «ύποτίτλους»: Χώροί τοϋ
άνθρώπου (1986), Ό θρυμματισμέ-νος χόσμος (1990), ί/ ανο&ς ττ^ς άσημαντότη-
τας (1996), Faii ei a Faire (1997).
To 1981 δημ-οσιεύει τό βιβλίο Μττροστά στόν ττόλε^ο καί, μ,αζί μέ τόν Daniel
Cohn-Bendit, τό βιβλίο ΆΤΓ<5 ττ^ν οίχολογία στψ αύτονομία. Τά τελευταΐα χρόνια
εΐχε προαναγγείλει τά εργα πά-νω στά όποΐα έργαζόταν: ΪΤ άνθρώτΓίν^ ^ίουρ-γία,
Γό φαντασιαχό στοιχεϊο, Χρόνος χαί Δη-μιουργία... Μετά τόν θάνατό του στίς
26.12.1997 δημ.οσιεύθηκαν τά βιβλία του Figures t/u pensahle καί Sur ie Politique
de Pla-ton καί τά τομ-ίδ^α Post-scriptum sur l'lnsignifi-ance καί Dialogue.
(Όλα τά β^βλία τοϋ Καστορ^άδη έκδίδοντα^ στά Έλληνικά άπό τίς έκδόσε^ς
«ΊΤψιλον», έκτός ά-πό δύο, πού ύπάρχουν στίς έκδόσεις «Ράππα», - Ή φαντασιαχη
θέσμιση τής χοινοινίας καί Άπό τψ οίχολογία στψ αύτονομία).
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σ. 12

Βιβλιογραφία Κορνήλιου Καστοριάδη στά έλληνικά


1944: «Κατευθύνσεις τοϋ περιοδικοϋ ΆρχεΓο
Κοινωνιολογίας χαί Ήθιχης», «Είσαγωγή
στή θεωρία τών κοινωνικών έπιστημ.ών»,
«Είσαγωγή στόν Max Weber», Μετάφραση
της Είσαγωγης τοϋ Max Weber στήν Οϊχο-
νομία χαί Koivojvia, Άρχεϊο Κοινο^ιολογίας
χαί Ήθιχης, No 2. [Έπαναδημοσίευση στήν
Έποπτεία, τ. 11-12, Μάιος-Ίούνιος 1977.]
(Τώρα στό Πρώτες δοχιμές). 1972: Τό επαναστατιχό χίνημα στόν σύγχρονο
χαπιταλισμό. (Μτφ. Α. Στίνα), Πράξη. (Τώ-
ρα στό Σύγχρονος Καπιταλισμός χαί Έπα-
νάσταση). 1973: Τό περιεχόμενο τού Σοσιαλισμού. (Μτφ.
Μ. Αλεξίου), Πράξη. (Τώρα στό Περιεχόμε-
νο τού Σοσιαλισμού). 1974: Σοσιαλισμός η βαρβαρότητα. (Μτφ. Μ.
Άλεξίου-Α. Στίνας), Δ^εθνής Β^βλιοθήκη
(μαζί μέ κείμ,ενο τοϋ C. Lefort). (Τώρα στό
Ή γραφειοχρατιχη χοινωνία, 1). 1975: 01 παραγωγιχές σχέσεις στή Ρωσσία.
(Μτφ. Α. Κωνστανταρόπουλου), Νέα Πορεία
(μαζί μέ κείμ,ενο τοϋ P. Sweezy). (Τώρα στό
Ή γραψειοχρατιχη xoivojvia ϊ). 1976α: Προδημ-οσίευση άπό Τό επαναστατιχό
πρόβλημα σήμερα, Άντί, τ. 56, 16 Όκτω-
βρίου. 1976β: Τό επαναστατιχό πρόβλημα σήμερα,
Βέργος. 1977α: Ή πείρα τοΰ έργατιχοΰ χινήματος 1
(πώς ν' άγωνιστοϋμε). (Μτφ. Σ. Χαλικιας-
Β. ψΐμούλη), Βέργος. 1977β: Ή γραφειοχρατιχ-ή χοινωνία 1. (01 πα-
ραγοιγιχές σχέσεις στη Pojaia). (Μτφ. Ε.
Παπαδοπούλου-Α. Χόπογλου), Βέργος. 1977γ: «Οί ύποκειμ-ενικές ρίζες τοϋ
έπαναστα-
τικοϋ προτάγμ,ατος». (Τώρα στό Ή φαντα-
σιαχη θέσμιση της χοινωνίας). 19775: «Ούδέποτε νοεΐ ανευ φαντάσμ-ατος ή ψυ-
χή», Τομές, τ. 8, Ίανουάριος. (Τώρα στό
Χώροι τοΰ άνθρώπου,). 1977ε: Συνέντευξη (Μετάφραση άπό τήν έφημ,ε-
ρίδα Le Monde), To Βημα 18 Δεκεμ,βρίου καί
20 Δεκεμ-βρίου. 1978α: Ή πείρα τού έργατιχού χινήματος 2
(Προλεταριάτο χαί όργάνωση). (Μτφ. Ζ. Χρι-
στοφορίδου / Καστορ^άδη-Β. ψΐμούλη), Αμ.-
φορέας. 1978β: «Χρόνος καί δημ-ιουργία», Έποπτεία, τ.
18. (Τώρα στό Ή φαντασιαχη θέσμιση τής
χοινωνίας). 1978γ: «Αύλαία στή μ.εταφυσική τών δικών»,
Έποπτεία, τ. 27, Όκτώβριος. (Τώρα στό Ή
γραφεωχρατιχη χοινωνία 2) 1979α: Ή γραψειοχρατιχη xoivojvia 2 (Ή επα-
νάσταση χατά της γραφεωχρατίας). (Μτφ.
Γ. Παπακυρ^άκης), Άμφορέας. 1979β: Ούγγριχη έπανάσταση 1956. (Μτφ. Μ.
Λαμ,πρίδης), ΊΤψιλον. (Τώρα στό Τό περιεχό-
μενο τού σοσιαλισμου). 1979γ: «Τό κοινωνικό καθεστώς της Ρωσίας»,
Έποπτεία, τ. 30, Ίανουάριος. (Τώρα στό
Χώροι του άνθρώποώ. 1980α: «Κοινωνική δημ.ιουργία καί πολιτική»,
Έποπτεία, τ. 43, Φεβρουάριος. (Τώρα μέ
τίτλο «Μία έρώτηση δίχως τέλος», στό Χώ-
ρ0£ τοϋ άνθρώποώ. 1980β: «Κοινωνικός μ.ετασχημ.ατισμ.ός καί πο-
λιτισμική δημ-ΐουργία», Έποπτεία, τ. 46, Ί-
ούν^ος. (Τώρα στό Τό περιεχόμενο τού σοσια-
λισμοΰ). 1980γ: Συνέντευξη στό Φοααδέρων, τ. 3. 1980S: Συνέντευξη στόν Π.
Μακρη, Έλευθερο-
τυπία 16 Σεπτεμ-βρίου. 1981α: Ή ψαντασιαχη θέσμιση τής χοινοινίας.
(Μτφ. Κ. Σπαντ^δάκης - Γ. Σπαν^δάκη -
Σ. Χαλικιάς), Ράππας 1981β: Άπό τψ οίχολογία στψ αύτονομία (μα-
ζί μέ τόν Daniel Cohn Bendit). (Μτφ. A.
Σταύρου), Ράππας. 1981γ: «Οί κοινωνικές φαντασιακές σημ-ασίες»,
Έποπτεία, τ. 57, Μάιος. (Τώρα στό Ή φαν-
τασιαχη θέσμιση τής χηνωνίας). 1982α: «Ή Έξουσία εΐνα^ τά τάνκς». (Μετά-
φραση άπό τόν Observateur), To Βημα 6 Ί-
ανουαρίου. 1982β: «Θέσμ.ιση της κοινωνίας καί θρησκεία»,
Έποπτεία, τ. 70, Ίούλιος-Αδγουστος. (Τώ-
ρα στό Χώροι τοΰ άνθρώποώ. 1982γ: Μπροστά στόν πόλεμο. (Μτφ. Ζ. Χρι-
στοφορίδου / Καστορ^άδη), Imago. 1983α: «Έρωτήματα στά μ.έλη τοϋ Γ.Κ.Κ.»,
JVea Χοίνωνίολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 13-15

Λούχές έξεγέρσεις στψ Άνατολιχ-ή Εύρώπη


(Κείμ,ενα άπό τό Socialisme ou Barbane, μέ
αλλους συγγραφεΐς). (Μτφ. Μ. Λυκούδης),
"Γψιλον. 1983β: «01 στρατοκράτες στήν έξουσία». (Με-
τάφραση άπό τήν Rivista A), Ά^να, τ. 1,
Όκτώβριος. 1984: Ύπάρχει σοσιαλιστιχό μοντέλο άνάπτυ-
ξης; Σχέψεις ττάνω σττ?ν «άνάτττυ^» καί ττ?ν
«όρθολογιχότητα» (μαζί μέ αλλους συγγρα-
φεΐς). (Μτφ. Μ. Λυκούδης), Ύψ^λον. (Τώρα
στό Χώροι τοΰ Άνθρώπου). 1985: Συζήτηση μέ τούς Η. Εύθυμ.ιόπουλο καί
Λ. Λουλούδη στήν Νέα Οίχολογία, τ. 13,
Νοέμ-βριος. 1986α: Ή άρχαία έλλψιχή δημοχρατία χαί ή
σημασία της γιά μάς σήμερα, ΊΤψιλον. 1986β: Ή γαλλιχη κοινωνία. (Μτφ. Μ.
Λυκού-
δης), "Γψιλον. 1986γ: Τό περιεχόμενο τοϋ σοσιαλισμοΰ. (Μτφ.
Γ. Ίωαννίδης-Μ. Λαμ.πρίδης-Μ. Παπαντω-
νίου / Φραγκούλη), ΊΤψιλον 1987α: Σύγχρονος χαπιταλισμός χαί επανάστα-
ση. (Μτφ. Κ. Κουρεμ.ένος-Α. Στίνας), "Γψι-
λον. 1987β: ίΓαφός (τό α μ.έρος άπό τό Χδψοι τοΰ
άνθρώπου). (Μτφ. Κ. Κουρεμ,ένος), ΊΤψιλον 1987γ: Συνέντευξη στήν Τέτα
Παπαδοπούλου,
Άντί, τ. 355, 11 Σεπτεμ-βρίου καί τ. 356,
25 Σεπτεμ-βρίου. 1988: ϋρώτες ίοκ^, ΊΤψιλον. 1989α: Συνέντευξη,
Έλευθεροτυπία, 16 Φε-
βρουαρίου. 1989β: Γιά τόν Στίνα, Άντί, τ. 395, 24 Φε-
βρουαρίου. (Έπαναδημ,οσίευση στά ^νθτ? τού
χαχοΰ, τ. 4, Φθινόπωρο). (Τώρα στό V
Θρυμματισμένος χόσμος). 1989γ: Συνέντευξη στήν Ναυσικα Παπανικολά-
ου, TaiWa, 10 Ίουλίου, 11 Ίουλίου, 12 Ί-
ουλίου. 19895: «Τό έπαναστατικό πρόβλημ-α σήμ-ερα»,
Γό Βημα τών XOIVOJVIXOJV έπιστημών, τ. 1,
Νοέμ-βριος. 1990α: Οί <5/«λ&? σττ?ν Έλλά&, ΊΤψιλον. 1990β: «"Ατομ.ο,
κοινωνία όρθολογικότητα, l·
στορία», yU&afcv, τ. 7. (Τώρα στό Ό 0W-
ματισμένος χόσμος). 1990γ: «Ή κατάρρευση τοϋ Μαρξισμ.οϋ-Λενινι-
σμ,οϋ», Όριοθετήσεις, τ. 1. (Τώρα στό Ήί-
1990S: Συνέντευξη στό Έκτός Νόμου, Αυγου-στος.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. 0ΙΚ0Ν0Μ0Υ
1991α: «Αίσχύλεια άνθρωπογονία καί σοφόκλεια αύτοδημ-ΐουργία τοϋ άνθρώπου»,
Άρ^ωμα στόν Κων. Αεσποτόπουλο, Παπαζήσης. (Τώ-ρα στό Άνθρωπολογία,
πολιτιχη ψιλοσοψία)
1991β: Τά σταυροδρόμια τοΰ λαβυρίνθου. (Μτφ. Ζ. Σαρίκας), ΊΤψιλον
1991γ: «Ό πόλεμ-ος τοϋ κόλπου χωρίς φτιασί-δια». (Μετάφραση άπό τήν
έφημ,ερίδα Liberation), Κα&ημερινή 10 Φεβρουαρίου. (Έπα-ναδημ,οσίευση
ϋράσίν^ έναλλακτίχ^ ^ίνηση).
19915: «Δέν χρε^άζετα^ καμμιά θεωρία». (Με-τάφραση άπό τψ Umta),
Κυριαχάτιχη Έ-λευθεροτυπία 13 Όκτωβρίου.
1991ε: «Ή άνανέωση της δημ,οκρατίας». (Με-τάφραση άπό τήν έφημ-ερίδα Le
monde 10 Decembre), To Βημα 15 Δεκεμ,βρίου. (Έπα-ναδημ,οσίευση Τά Νέα 10
Αύγούστου 1993).
1992α: Συνέντευξη στόν Τ. Χατζόπουλο (Παρα-σκψιο ΕΤ 1, 15.11.91),
Έντευχτήρω, τόμ. 5, τ. 18, Μάρτιος
1992β: V θρυμματισμένος χόσμος. (Μτφ. Ζ. Σαρίκας-Κ. Σπαντ^δάκης), ΊΤψιλον.
1992γ: «Ή κατάρρευση της Δύσης», Λεβιάθαν, τ. 12. (Τώρα στό Ή ανοδος τής
άσημαντό-τητας).
19925: «Ή κρίση τοϋ μ.αρξισμ.οϋ καί της πολι-τ^κης», Τό Βήμα, 2 Αύγούστου 1992
(Έ-παναδημ-οσίευση Κοινωνία χαί ψύση, τ. 2).
1992ε: «Οί διανοούμ-ενοι καί ή ίστορία», Γό Βτ^-/*«, 6 Δεκεμ,βρίου. (Τώρα στό V
θρυμματι-σμένος χόσμος).
1992στ: «'Ίλ^γγος τοϋ ρατσ^σμ-οϋ», ^ίαχάτί-χτ^ Έλευθεροτυπία, 6 Δεκεμ,βρίου.
(Τώρα στό Ό θρυμματισμένος χόσμος).
1992ζ: «Ή ψυχανάλυση καί τό πρόταγμ.α της αύτονομ-ίας», Ίχνη, Άφιέρωμα: 50
χρόν^α ά-πό τόν θάνατο τοϋ Φρόϋντ, ΕΣΤΙΑ. (Τώρα στό 01 δμιλίες στψ Έλλάδα).
1993α: Συνέντευξη στό περιοδικό Ένδοχώρα, τ. 30, Φεβρουάριος - Μάρτιος.
1993β: ΆνφωτΓθλοτία, ττολίτίκ^ φιλοσοφία (Πέν-τε δΐαλέξεΐς στήν Βόραο Έλλάδα),
"Γψιλον.
1993γ: ΪΤ έλλψιχή «πόλις» χαί ή δημιουργία της δημοχρατίας. ΓΓΝΓ. (Τώρα στό
Χώροι τού άνθρώπου).
19935: «Ή έπιστροφή της ήθικης», Έλευθερο-τυπία, 8 Αύγούστου. (Τώρα στό Ή
ανοδος της άσημαντότητας).
1993ε: «Παγκόσμ.ια άνισορροπία καί οίκολογία», Έλευθεροτυπία, 14 Δεκεμ,βρίου.
(Έπαναδη-μ-οσίευση στό ^οίνωνώ χαί Φύση, τ. 5, Σε-πτέμ.βρ1ος-Δεκέμ.βρ1ος).
ΒΙΒΑΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΡΝΗΑΙΟΐ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΣΤΑ ΕΑΑΗΝΙΚΑ

15
1993στ: «Δεσμ-ώτες της τηλεθέασης», Κυρια-
χάτιχη Έλευθεροτυπία, 7 Όκτωβρίου. (Τώ-
ρα στό Άνθρωπολογία πολιτιχη φιλοσοφία.) 1994α: «Πόσο Άθηναϊοι εί'μ-αστε»,
Κυριαχάτι-
χη ΈλευθεροτυπΙα, 23 Ίανουαρίου. (Τώρα
στό Ή ανοδος τής άσημαντότητας.) 1994β: «Μία κοινωνία πού παραπαίει», Λεβιά-
θαν, τ. 14. 1994γ: Συνέντευξη στήν Τέτα Παπαδοπούλου.
Κυριαχάτιχη ΈλευθεροτυπΙα, 20 Μαρτίου
καί 27 Μαρτίου. 19945: «Οί μϋθοι της παράδοσής μ.ας», Κυρια-
χάτιχη ΈλευθεροτυπΙα, 21 Αύγούστου. 1995α: «Ίσότητα καί Έλευθερία»,
Κυριαχάτι-
χη Έλευθεροτυπία, 12 Νοεμ,βρίου. (Τώρα στό
Χώροι τοΰ Άνθρώπου). 1995β: Χώροι τού Άνθρώπου. (Μτφ. Ζ. Σαρί-
κας), ΊΤψιλον. 1995γ: «Ή δημ-οκρατία ώς διαδικασία καί ώς
πολίτευμ-α», ΈλευθεροτυπΙα 20 Ίουνίου καί
21 Ίουνίου. (Έπαναδημοσίευση στό Δημο-
χρατία χαί ψύσ-η, τ. 1, Μάρτ^ος 1996). (Τώ-
ρα στό Ή ανοδος της άσημαντότητας). 1996: Συνέντευξη στό Quantum, τ. 3, τεϋχ.
1,
Ίανουάριος-Φεβρουάριος. 1997α: «Γιά τήν αύτονομ.ία καί τήν άπελευθέ-
ρωση τοϋ έγώ». (Μετάφραση άπό τήν Unita),
ΈλευθεροτυπΙα, 12 Σεπτεμ-βρίου. 1997β: «Παγκόσμ.ια δημ-οκρατική άναγέννηση»,
ΈλευθεροτυπΙα, 30 Δεκεμ-βρίου. 1998α: «Τί άπέγινε τό πάθος γιά τήν έλευθερί-
α». (Μετάφραση άπό τήν Unita), Έλευθερο-
τυπία, 4 Ίανουαρίου. 1998β: Μνημόσυνο γιά τόν Κορνήλιο Καστοριάδη
(Σαπφώ). (Μτφ. Ζ. Λορεντζάτος), Τό Ροδακ^ό. 1998γ: «Τό ίδιωτικοποιημ-ένο
ατομο». (Μετά-
φραση άπό τόν Monde Diplomatique), Κυρια-
χάτιχη ΈλευθεροτυπΙα, 15 Φεβρουαρίου. 19985: «01 λαοί θά βροϋν τήν λύση»
(Συνέντευ-
ξη), Δκζβάζω, τ. 385, Μάιος. (Έπαναδημο-
σίευση άπό τό ίΓόσ,οιος, Σίδνεϋ Αύστραλίας 23
Αύγούστου 1991). 1998ε: Συνέντευξη (Μετάφραση άπό τά Ταλλι-
κά), Έλευθεροτυπία, 20 Ίουλίου. 1998στ: «Ή παγκόσμ.ια οίκονομ-ία», Έλευθερο-
τυπία, 13 Δεκεμ,βρίου. (Τώρα στό Ή «όρθο-
λογιχότητα» τού χαπιταλισμού). 1998ζ: Ή «όρθολογιχότητα» τοΰ χαπιταλι-
σμοϋ. (Μτφ. Κ. Σπαντιδάκη, Ζ. Χριστοψο-
ρίδου-Καστορ^άδη). ΊΤψιλον. 1998η: «Αύτονομ.ία ή ήθική», Έχ τών ύστέ-
ρων, τ. 2, Νοέμ-βριος. Άπό τό Fait et a faire 1999α: «01 ρίζες τοϋ μ,ίσους»
(Μετάφραση άπό
τήν έφημ,ερίδα Le Monde). To Βημα, 24 Ί-
ανουαρίου. 1999β: «Ή πολιτική διάσταση της ψυχανάλυ-
σης» (Άπό τό Figures du pensable), Έλευ-
θεροτυπία, 10 Δεκεμ-βρίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Στή δεκεατία τοΰ '80 υπήρξε καί μία πολυγραφημένη εκδοση άποτελουμενη άπό 7
τομίδια, έκ τών όποίων τά τέσσερα ήταν τά ^ταψοφό^ία τοϋ ΛαΖυρίνθου καί τά υ-
πόλοιπα τρία περιεΐχαν διάφορες μελέτες τοϋ Καστοριάδη. Μετάφραση-Έκδοση: Β.
Τομανάς, Θεσσαλονίκη.
Ή προσπά#εκχ αύτή καταγραφής τοϋ εργου τοϋ Κα-στοριάδη στά Έλληνικά εΐναι
άνοικτή. Όποιοσδήποτε «έλει νά συμπληρώσει ή νά διορΰώσει κά-u ας έπικοινω-
νήσει μέ τόν Πώργο Ν. Οίκονόμου. Strat. Ioannou 4, 11636 Mets, Athens, Greece.
Tel. 0030-1-7562685. E-mail: yorgosoikonomou@yahoo.com

Έργασίες γιά τόν Κ. Καστοριάδη


1. Λ. Πετρίδη, «Ό πύραυλος Καστοριάδης», Πολι-τιχά θέματα, τ. 82, 7-13
Φεβρουαρίου 1976.
2. Ζ. Λορεντζάτος, «Ή φαντασιακή θέσμιση τής Κοινωνίας», Τομές τ. 8,
Ίανουάριος 1977.
3. Α. Στίνας, «Ό Καστοριάδης γέννημα καί θρέμμα τής έπανάστασης», Τομές, τ. 8,
Ίανουάριος 1977.
4. Γ. Κασιμάτης, «Κορνήλιος Καστοριάδης», Τομές, τ. 8, 1977.
5. Κ. Δεστΐοτότΐουλος, «Ή φαντασιακή θέσμιση τής κοινωνίας». Τομές, τ. 8, 1977.
6. X. Γιανναρας, «Άπάντηση σέ μιά ερευνα», Τομές, τ. 8, Ίανουάριος 1977.
7. Κ. Σταματίου, «Τό έπαναστατικό τφόβλημα σήμε-ρα» (Β^βλιοκριτική), Τά Νέα,
15 Ίανουαρίου 1977.
8. Γ. Βέλτσος, «θεσμοί καί κρατικοί iSto'Koyixoi μη-χανισμοί», Αύγή, 30
Ίανουαρίου καί 2 Φεβρουαρί-ου 1977.
9. Κ. Παπαγιώργης «Κορνήλιος Καστοριάδης, ένας σοφιστής», Τομές, τ. 64-65,
Σεπτέμβριος-Όκτώ-βριος 1980.
10. Β. Παγκουρέλλης, «Ό σημερινός πολιτισμός άπο-συντίθετοα», Τό Βημα, 5
Νοεμβρίου 1980
11. Γ.Σ. Μεταξας, «Τά τφογονικά φαντάσματα τοΰ Κ. Καστοριάδη», Γράμματα χαί
Τέχνες, Φεβρουάριος 1983.
12. Σ. Ράμφος, Μαρτυρία χαί γράμμα, Κέδρος 1985.
13. Α. Δεληγιώργη, «Ή φαντασιακή θέσμιση τής κοι-νωνίας τοΰ Κ. Καστοριάδη καί
ή χεφαφέτηση τής μαρξιστικής διαλεκτικης», Λεβιάθαη, 4, 1989.
14. Π. Μπασάκος, «Γιά τόν Καστοριάδη», Σχολια-στής, τ. 75, Άπρίλιος 1989.
15. Γ. Βέλτσος, ΤΤρός τόν Κορνήλιο Καστοριάδη, Πλέ-θρον, 1989.
16. Α. Δεληγιώργη, Ό διαμελισμός τοΰ λόγου χαί ή νεωτεριχή σχέφη (Από τόν Kant
στόν Καστοριά-$η), σελ. 247-289, Βάνιας, θεσ/κη, 1991.
17. Γ. Γεράσης, «Ή φαντασιακή θέσμιση τής κοινω-νίας καί ή νέα Βιασπορά», Ή
άρθρωση της έποχης, Ροές 1991.
18. θ. Τζούλης, «Ή φαντασιακή θέσμιση τής κοινω-νίας», Μελετήματα γιά τψ
Ψυχχνάλυση, Μπαρ-μπουνάκης 1992.
19. Κ. Καβουλάκος, «Χάμπερμας καί Καστοριάδης», Κοινωνία χαί Φύση, τ. 6,
1995.
20. θ. Τζούλης, «Κ. Καστοριάδης», Νέα Έστία, τ. 1633, 15 Ίου'Κίου 1995.
21. θ. Παπαδότΐουλος, «Φιλοσοφία, πολιτική αυτονο-μία» [βιβλιοκριτική],
Αημοχρατία χαί Φύση, τ. 1, Μάρτιος 1996.
22. Δ. Μητρότΐουλος, «Κ. Καστοριάδης», Τό Βημα, 16 Ίουνίου 1996.
23. Τ. Φωτότΐουλος, «Ό Καστοριάδης καί ή δημοκρατι-κή παράδοση»,
Έλευθεροτυπία, 3 Ίανουαρίου 1998.
24. Γ. Καρύτσας, «Γιά τόν Καστοριάδη καί τό περιο-δικό «Σοσιαλισμός ή
Βαρβαρότητα», Stephen Hastings-Kings / Γ. Καρύτσας, Γιά τόν Καστο-ριάδη χαί τό
περίθάχό «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρό-τητα» της περιόδου 1952-1956, "Αρδην 1998.
25. Γ.Ν. Οικονόμου, «Ό Καστορώδης καί ή Αυτονο-μία», Καθημερινή, 26 Μαΐου
1998.
26. Β. Καράλης, «Κ. Καστορώδης, ένας άπολογ^μός, μιά έρμηνεία», Διαβάζω, τ.
385, Μάιος 1998.
27. Σ. Ροζάνης, «Τό ρομαντ^κό ύποκείμενο μία τφοϋ-πόθεση τοΰ φαντασιακοΰ στό
εργο τοΰ Καστορώ-δη», Propaganda, τ. 2, 1998.
28. Γ. Καρύτσας, «Έπανάσταση καί όλοκληρωτ^σμός στή σκέψη τοΰ Καστορώδη»,
Propaganda, τ. 2, 1998.
29. Α. Δεληγώργη, «Κ. Καστοριάδη Fait et a Faire» [β^οκρ^κή], Αευχαλίων, τ. 16 /
1, Ίούνιος 1998.
30. Γ. Διζικφίκης, «Ή φαντασ^ακή θέσμ^ση τής χοι-νωνίας καί ή φαντασία στό
Περί Ψυχης τοΰ 'Apt-στοτέλη», Ούτοπία, τ. 30, Μάιος-Ίούνιος 1998.
31. θ. Μαρ^όλης, «Σχετ^κά μέ τήν κρ^κή τοΰ Κ. Καστορώδη στόν μαρξ^κό νόμο
τής πτωτ^κής τά-σης τοΰ γεν^κοΰ ποσοστοΰ κέρδους», Ούτοπία, τ. 30, Μάιος-
Ίούνιος 1998.
32. Κ. Κέη, «Ό Καστορώδης καί ή ψυχανάλυση», Ούτοπία, τ. 30, Μάιος-Ίούνιος
1998.
33. Μ. Μητροσύλη, «Μερ^κές σκέψε^ς γιά τήν ήθ^κή στό εργο τοΰ Καστορώδη»,
Έχ τών ύστέρων, τ. 2, Νοέμβρ^ος 1998.
34. Γ. Στεφανάτος, «Άναφορά στόν Κ. Καστορώδη: ψυχή, κοινωνία, αυτονομία»,
Έχ τών ύστέρων, τ. 2, Νοέμβρ^ος 1998.
35. Γ. Στεφανάτος, «Άπό τήν ψυχ^κή μονάδα στήν αυ-τονομία», Έλευθεροτυπία,
11 Δεκεμβρίου 1998.
36. Λ. Προγκίδης, «Ό ΒιαΚογος thai ή μόνη πηγή τοΰ λόγου», Έλευθεροτυπία, 11
Δεκεμβρίου 1998.
37. Κ. Καβουλάκος, «Κ. Καστορ^άδης (1922-1997)», Έπιστήμη χαί χοινωνία, τ.
1, 1998.
38. Κ. Σπαντιδάκης, «Τέτλαθ^ δή κραδίη», Νέα Έ-στία, τ. 1708, Ίανουάριος 1999.
39. Γ. Χαβουτσας, «Δέδυκε μέν ά σελλάνα», Νέα Έ-στία, τ. 1708, Ίανουάριος
1999.
40. Γ.Ν. Οικονόμου, «Ή εννο^α τής τΐθλ^τ^κής στόν Καστορώδη»,
Έλευθεροτυπία, 7 Αυγούστου 1999.
41. Β. Δηροβίνης, «Ν. Πουλαντζας καί Κ. Καστοριά-δης. Ένας ΒιαΚογος πού δέν
έγ^νε», Άντί, τ. 697, 15 Όκτωβρίου 1994.
42. Φ. Τερζάκης, «Τά σταυροδρόμ^α τοΰ λαβυρίνθου» (BiShoxpnixii)
Έλευθεροτυπία, 10 Δεκεμβρίου 1999.
43. Β. Ν^κολαΐδου-Κυρ^κίδου, «Sur le Politique de Platon» (βιβλιοκριτική), Τό
Βημα, 19 Δεκεμβρίου 1999.
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σ. 16

Άνθρωπολογία, φιλοσοφία, πολιτική*


Κορνήλιος Καστοριάδης
Μετάφραση: Κωνσταντίνα Καραχάλου
Ό γενικός τίτλος αύτης της σειρας διαλέξε-ων εΐναι «Πρός μιά γενική έπιστήμ,η τοϋ
άνθρώ-που». Άντιλαμβάνομαι δτι ό τίτλος αύτός άπο-βλέπει σέ μιά έπιστήμ,η δχι μέ
τήν σύγχρονη καί κάπως ύποβαθμ.ισμ.ένη εννοια τοϋ δρου -ώς άλ-γοριθμ.ικό
ύπολογισμ.ό καί πειραματική χειραγώ-γηση -, ουτε πάλι μέ τήν εννοια μιας
«θετικης» έπιστήμ-ης, άπ' τήν όποία θά εΐχε προσεκτικά ά-παλειφθεΐ κάθε ΐχνος
στοχασμ.οϋ, άλλά μέ τήν παλιά του εννοια, πού άναφέρεται στήν γνώση γύρω άπό
τόν ανθρωπο καί περικλείει δλα τά αί-νίγμ-ατα τά όποΐα ή άπλη αύτή λέξη, ή γνώση,
κάνει νά άναδύονται μόλις άρχίσουμ-ε νά της θέ-τουμ.ε έρωτήμ.ατα. Αίνίγμ.ατα πού
πληθαίνουν μόλις άναλογιστοϋμ.ε δτι αύτή ή γνώση τοϋ άν-θρώπου (γεν^κή
άντικειμενική, ή γνώση περί τοϋ άνθρώπου) ehai έπίσης μιά γνώση τοϋ άνθρώπου
(γεν^κή ύποκειμενική καί κτητ^κή), δτι, συ-νεπώς, ό ανθρωπος εΐναι ταυτόχρονα
άντικείμ,ε-νο καί ύποκείμ-ενο αύτής της γνώσης.
Τά παραπάνω μ.ας όδηγοϋν άμ-έσως σ' εναν πρώτο, γνωστό καί κλασσικό
προσΒιορισμό τοϋ άνθρώπου, άφοϋ άπ' δλα τά γνωστά δντα αύτός εΐναι ό μ-όνος
πού στοχεύει σέ μιά γνώση έν γέ-νει καί σέ μιά γνώση τοϋ έαυτοϋ του ίδιαιτέρως.
Μποροϋμ.ε μ.άλιστα νά ποϋμ.ε δτι έδώ τό είδικό προηγεΐται τοϋ γενικοϋ. Διότι τό
έρώτημ.α «πώς εχουν τά πράγμ-ατα μέ τήν γνώση» έν γένει δέν μ-πορεΐ νά νοηθεΐ
χωρίς νά εχει προϋπάρξει τό έ-ρώτημ-α «πώς εχουν τά πράγμ-ατα μέ τήν γνώ-ση τοϋ
άνθρώπου;» (έδώ γεν^κή, συγχρόνως, άν-τικειμενική καί ύποκειμενική), άφοϋ ό
ανθρωπος εΐναι έκεΐνος πού γνωρίζει ή δέν γνωρίζει, καί τό προϋπάρχον αύτό
έρώτημ.α άποτελεΐ μέ τή σειρά του μ.έρος τοϋ έρωτήμ.ατος «τί γνωρίζουμ-ε γιά τόν
ανθρωπο;» καί «αύτό πού γνωρίζουμ-ε μ.ας έ-
πιτρέπει αραγε νά ύποστηρίξουμ.ε δτι ό ανθρωπος μ-πορεΐ νά γνωρίζει κάτι έν γένει,
καί κάτι άπό τόν έαυτό του είδικότερα;». Εΐναι προφανής ή ά-ναδίπλωση τοϋ
έρωτήμ.ατος πάνω στόν έαυτό του, πράγμ-α πού θά μ.ποροϋσε νά φανεΐ σέ κά-
ποιους σάν φαϋλος κύκλος, ή πάντως μιά κατά-σταση άπελπισίας. Στήν πραγμ-
ατικότητα, ό κύ-κλος δέν εΐναι φαϋλος- εΐναι ό κύκλος τοϋ άνα-κλαστικοϋ
στοχασμ.οϋ πού άναδιπλώνεται πάνω στόν έαυτό του, σ' αύτόν στηρίζεται γιά νά
τόν θέσει ύπό έρώτηση -πρόκειται, δηλαδή, γιά τόν κύκλο τοϋ άληθινοϋ
φιλοσοφιχοϋ στοχασμ.οϋ.
Ένα άκόμ-α σύντομ.0 σχόλ^ο γιά τόν δρο 7ε-νιχ-ή έπιστήμ-η τοϋ άνθρώπου. Είμαι
βέβαιος πώς μέ αύτόν οί είσηγητές αύτης της σειρας διαλέ-ξεων δέν άποσκοποϋσαν
σέ μιάν άπλη συνεύρεση δλων τών διάσπαρτων κλάδων πού εχουν γιά άν-τικείμ-ενό
τους τόν ανθρωπο -άπό τήν φυσική άνθρωπολογία ώς τήν κοινωνιολογία, περνώντας
άπό τήν ψυχολογία, τήν γλωσσολογία καί τήν l· στορία-, δέν στόχευαν σέ μιά
έγκυκλοπαίδεια τών έπιστημ.ών τοϋ άνθρώπου, άλλά σέ μιά γνώ-ση πού άφορα
στήν άνθρώπινη διαγενικότητα -άποφεύγω σκοπίμ-ως τόν δρο καθολικότητα - σέ
δ,τι δηλαδή άνήκει στό genus homo ώς τέτοιο. Έδώ δμ.ως συνανταμ-ε μιάν αλλη
άποφασιστικης σημ-ασίας ίδιαιτερότητα, γνωστή άλλ' δχι έπαρ-κώς διερευνημ-ένη:
στό άνθρώπινο πεδίο δέν εχου-μ.ε άνάμ-εσα στό μ-οναδικό, στό συγκεκριμ-ένο
δεΐγμ-α, καί στό καθολικό ή άφηρημ-ένο, τήν ϊδια σχέση, τήν ϊδια δομ.ή σχέσης, πού
εχουμ-ε ή πού συστήνουμ-ε στούς αλλους τομεϊς. Κάθε ύλικό ή καί βιολογικό
άντικείμ,ενο εΐναι άπλώς ενα δεΐγ-μα, μιά έπιμέρους περίπτωση τών καθολικών
προσδιορισμ.ών της κλάσσης στήν όποία άνήκει· οι μ.οναδικότητές του εΐναι
συγχρόνως τυχαΐες καί στατιστικές. Άντιθέτως, στό άνθρώπινο πε-
* Διάλεξη στό Πανεπιστήμιο τής Λωζάννης, 11.5.1989. [Προδημοσίευση στά
έλληνικά, άπό τό βιβλίο 'if Ανοδος της
άσημαντότητας, που θά κυκλοφορήσει προσεχώς. Τό περιοδικό έκφράζει τίς
ευχαριστίες του στήν οΐκογένεια τοϋ έκλιπόν-τος καί στίς έκδόσεις Ύφίλον γιά τήν
ευγενή παραχώρηση αυτοΰ τοΰ κειμένου.]
I
JVea Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 17-26
18

ΚΟΡΝΗΑΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
δίο, ύπάρχει άσφαλώς τό τυχαΐο καί τό στατι-στιχό σέ ύπερθετικό βαθμ.0, άλλά ή
μ,οναδικότη-τα δέν εΐναι ξένη πρός τήν ούσία, ουτε έπιπρό-σθετη σ' αύτήν. Ή
μ.οναδικότητα εΐναι ούσιώ-δης, άποτελεΐ κάθε φορά μιάν αλλη δψη τοϋ Εΐ-ναι τοϋ
άνθρώπου, καί άναδύεται, αύτοδημ.ιουρ-γεΐται μέσ' άπό τό συγκεκριμ-ένο ατομ,ο ή
τή συγ-κεκριμ-ένη κοινωνία.
Πώς ν' άντιμ.ετωπίσουμ.ε αύτή τήν πρωτό-τυπη σχέση, μ-οναδική στό άνθρώπινο
πεδίο καί ή όποία εχει ώς άποτέλεσμ.α δτι ό τάδε ανθρω-πος, ή δεΐνα κοινωνία,
έξαιτίας της μ.οναδικότη-τάς τους καί δχι σέ πεΐσμ-α της, τροποποιοϋν τήν ούσία
τοϋ άνθρώπου ή της κοινωνίας, χωρίς έν-τούτοις νά παύουν ν' άνήκουν σ' αύτήν -
δια-φορετικά, δέν θά μ.πορούσαμ.ε καν νά τούς κατο-νομάσουμε ανθρωπο ή
κοινωνία; Ή λύση αύτης της φαινομ-ενικης άντινομ-ίας θά δοθεΐ, έλπίζω, ά-πό τά
δσα άχολουΰοϋν. Προηγουμ-ένως δμως πρέπει νά παραμ.ερίσουμ.ε μιάν άπάντηση
πού ερ-χεται άμ-έσως κατά νοϋν καί ή όποία μ.ας ίκανο-ποιεΐ μ.όνο κατά τό ήμισυ,
ένώ της διαφεύγουν οί πιό σημ.αντικές πλευρές τοϋ ζητήμ.ατος.
θά μ.ποροϋσε, πράγματι, νά πεΐ κάποιος δτι ό τάδε ανθρωπος, ή δεΐνα κοινωνία, στή
μ-οναδι-κότητά τους -διότι έβραϊκός λαός, ρωμ-αϊκή κοινωνία ύπηρξε μ.όνο ενας,
δχι δύο, καί δέν θά ύπάρξει ποτέ πιά άλλοϋ· αύτό πού εΐναι ή πού ύπηρξαν, δέν θά
μ.πορούσαμ.ε νά τό κατασκευά-σουμ.ε μέ στοιχεΐα που εχουν ληφθεΐ δεξιά καί ά-
ριστερά, άπό τούς Ναμ,πικβάρα, τούς Νεοϋορκέ-ζους ή τούς προκολομ-βιανούς
Ίνδιάνους -, μ.ας μ-αθαίνουν άπλώς χάποιες δυνατότητες τοϋ Εΐναι - ανθρωπος, πού,
χωρίς αύτούς, θά εμ-εναν αγνω-στες ή δέν θά εΐχαν πραγμ,ατοποιηθεΐ. Καί ύπό μία
εννο^α ετσι είναι. "Αν ό Σωκράτης ύπηρξε, αύτό δείχνει δτι ή δυνατότητα τοϋ «νά
εΐναι Σω-κράτης» άνήκει στό άνθρώπινο δν. Καί τό δτι ύπηρξε ό Χάιντριχ, τό ϊδιο.
Ό Χάιντριχ εΐναι μιά άνθρώπινη δυνατότητα. Τό δτι οί Άζτέκοι τε-λοϋσαν συστημ-
ατικά άνθρωποθυσίες μ.ας λέει κά-τι γιά τό Εΐναι τών άνθρωπίνων κοινωνιών καί τό
δτι ύπάρχουν κοινωνίες πού άνακηρύσσουν τήν ίσότητα καί τήν έλευθερία ώς
άνθρώπινα δικαι-ώμ-ατα, έπίσης. Ή ίδέα αύτή εΐναι σημ-αντική καί δέν πρέπει νά
τήν άπορρίψουμ.ε ετσι άπλά:
ΑΝΘΡΩΠΟΑΟΓΙΑ, ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ, ΠΟΑΙΤΙΚΗ
πρώτον, διότι κλονίζει τήν τάση μ.ας νά περιορι-ζόμ-αστε σέ δ,τι μ.ας εχει δοθεΐ ώς
μ.έσος καί συ-νήθης τύπος τοϋ άνθρώπου καί της κοινωνίας, καί ίδίως στήν δική
μ.ας κοινωνία καί στά ατο-μα πού συνανταμ,ε μ-έσα σ' αύτήν. Ένα άπό τά παράδοξα
της σύγχρονης έποχης, έποχης της τηλεόρασης καί τοϋ παγκόσμ,ιου τουρισμ,οϋ,
εΐναι δτι σ' αύτήν άκριβώς τήν έποχή μ,ποροϋν οί αν-θρωποι νά άποροϋν στόν
υψιστο βαθμ.0: «πώς μ,πορεΐ νά εΐνα^ κανείς Πέρσης;» 1, δηλαδή Ίρα-νός, νομ-
ίζοντας πώς πρόκειται γιά τρόπους τοϋ πράττειν καί τοϋ Εΐναι έντελώς παράλογους,
ένώ, οσο έγκλημ-ατικοί καί αν εΐναι ένδεχομ-ένως σέ όρισμ-ένες τους έκδηλώσεις, ή
άνθρώπινη ιστο-ρία άποτελεΐται ώς έπί τό πλεΐστον άπό τέτοιους τρόπους τοϋ εΐναι
καί τοϋ πράττειν: άπό κοινω-νίες που κυριαρχοϋνται άπό τήν θρησκεία καί τόν
θρησκευτικό φανατισμ.ό. Θεωροϋμ.ε, δηλαδή, δτι εΐναι αύτονόητο νά ζεΐ κανείς σέ
μιά κοινωνία 8-που μ.ποροϋμ.ε νά θέσουμ-ε τά πάντα ύπό άμφι-σβήτηση, ένώ
πρόκειται γιά τό λιγότερο αύτονό-ητο πράγμ-α στόν κόσμ.ο. Ή δυνατότητα αύτή,
έπομ-ένως, κλονίζει τίς κοινότοπες καί λανθασμ-έ-νες προδηλότητές μας.
-Δεύτερον, ή ίδέα εΐναι σημ.αντική, διότι έκφράζει αύτό πού ελεγα γιά τήν
όντολογική καί συγχρόνως γνωσιολογική Ε-διομ-ορφία τοϋ ζητήμ-ατος περί τοϋ
άνθρώπου. Διότι άποκλείεται νά γεννηθεΐ μιά μ.έρα ενα αλο-γο πού θά μ.ας
άναγκάσει νά άναθεωρήσουμ-ε τήν αποψή μ.ας γιά τήν ούσία τοϋ άλόγου· ένώ, γιά
παράδειγμ-α, ή έμ.φάνιση αύτοϋ πού όνομ-άσθηκε όλοκληρωτισμ.ός ύποχρέωσε
τούς Δυτικούς, μ.ε-σοϋντος τοϋ είκοστοϋ αίώνα καί ένώ ύμ.νοϋσαν τή νίκη τών
ίδεών της προόδου, της έλευθερίας κ.λπ., νά άναθεωρήσουν μέ τρόπο έξαιρετικά έ-
πώδυνο δσα νόμ-ΐζαν πώς ήξεραν γιά τίς άνθρώ-πινες κοινωνίες, γιά τόν ροϋ της
ίστορίας καί τήν δική τους κοινωνία.
Ώστόσο, αύτή ή ίδέα εΐναι προβλημ,ατική, καί σαφώς άνεπαρκής. Μποροϋμ,ε στ'
άλήθεια νά ποϋμ.ε πώς αύτό τό φάσμ.α μ-οναδικοτήτων, τών κοινωνιών καί τών
άτόμ.ων, πού διαδέχονται καί συμ.παρατίθενται ή μιά δίπλα στήν αλλη, άπλώς
πραγμ-ατώνει «δυνατότητες τοϋ άνθρωπίνου δν-τος», οί όποΐες θά ήσαν, ύποτίθεται,
προκαθορι-σμ-ένες; θά τολμ.ούσαμ.ε στ' άλήθεια νά ποϋμ.ε πώς ό Σωκράτης, μιά
καί τόν άνέφερα, ή ό Τρι-στάνος χού Ίζόλδη, ή τό "Αουσβ^τς, ή Ή χριτι-χή τοϋ
πραχτιχοΰ Νοϋ, ή τό Γκουλάγκ, «πραγ-μ.ατοποιοϋν δυνατότητες τοϋ άνθρωπίνου
δντος», μέ τήν ϊδια εννοια πού κάθε τρίγωνο πού όρίζω συγκεκριμ-ένα πραγμ-
ατοποιεΐ τίς δυνατότητες, οί

όποΐες περιέχονται στήν ούσία τοϋ τριγώνου; Μποροϋμ.ε εστω καί γιά μιά στιγμ.ή
νά σκεφτοϋ-μ.ε πώς ύπάρχει ενας άπεριόριστος κατάλογος, μιά άτελείωτη συλλογή
πού κρατα σέ έφεδρεία δλους αύτούς τούς τύπους άτόμ.ων καί κοινωνιών - ή ΐσως
ενας γενικός νόμ.ος πού καθορίζει έκ τών προτέρων τίς δυνατότητες τοϋ
άνθρωπίνου δντος, δυνατότητες πού σέ τέτοια περίπτωση θά ξεδιπλώνονταν μ.έσα
στήν ίστορία εΐτε τυχαΐα εΐ-τε συστημ-ατ^κά; Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, δύο
σημ-αντικές τάσεις της μ-οντέρνας εύρω-παϊκης σκέψης τό ύποστήριξαν: οί
στρουκτουρα-λιστές καί οί έγελιανοί. Ό παραλογισμ.ός αύτης της ίδέας ευκολα,
νομ-ίζω, άποδεικνύεται. "Αν οί στρουκτουραλιστές εΐχαν δίκαιο, αν, δπως εΐπε ό
Claude Levi-Strauss, γιά παράδειγμ,α, στό Φυ-λη χαί Ίστορία, οί διάφορες
άνθρώπινες κοινωνί-ες εΐναι άπλώς Βιαψορετιχοί συνδυασμ,οί ένός μι-κροϋ άριθμ-
οϋ άμ,ετάβλητων στοιχείων, τότε θά επρεπε οί στρουκτουραλιστές νά μ.ποροϋν νά
πα-ραγάγουν έπί τόπου, έδώ καί τώρα, δλους τούς δυνατούς τύπους άνθρώπινης
κοινωνίας, δπως ε-νας γεωμ-έτρης παράγει τά πέντε κανονικά πο-λύεδρα καί
άποδεικνύει δτι δέν μ.ποροϋν νά ύπάρ-ξουν αλλα. Αύτό δέν εγινε ποτέ, ουτε μ-πορεΐ
νά γίνει. Καί αν εΐχαν δίκαιο οί έγελιανοί, θά επρε-πε νά μ.ποροϋν χ^ νά
παρουσιάσουν τήν αύστη-ρή συστημ-ατικότητα της ίστορικης διαδοχης τών
διαφόρων τύπων κοινωνίας, χαίνά. προεκτεί-νουν αύτήν τήν συστημ-ατική διαδοχή,
ώστε νά καλύψει δλο τό νοητό μ-έλλον. Εΐναι γνωστό δτι τό πρώτο καθηκον ό
Έγελος τό έπ^τελεΐ κατ' άνάγκην πάνω σέ μιά φριχτή προκρούστεια κλί-νη, δπου
τμ.ήμ.ατα όλόκληρα της ίστορίας της άνθρωπότητας κόβονται, αλλα τραβιοϋνται
καί συμ.πιέζονται, δπου τό Ίσλάμ τοποθετεΐται «πρίν» άπό τόν χριστιανισμ.ό, ένώ
αύτός άρχίζει «στ' άλήθεια» μ-όνο μέ τόν έκγερμ.ανισμ.0 του -τόν προτεσταντισμ-
ό-, κ.λπ. Έκτός άπ' αύτό, δμ.ως, εΐναι τελείως άδύνατο νά άποκτήσει τό παραμ-ΐκρό
νόημ.α τό δεύτερο καθηκον, ή λογική παραγωγή τοϋ μ.έλλοντος, ή όποία όδηγεΐ
στήν άναγκαστική καί παράλογη άπόφανση περί τοϋ «τέλους της ιστορίας», πού
εχει ήδη συντελε-στεΐ. Αύτό τό «τέλος της ίστορίας» δέν άποτε-λεΐ ουτε ζήτημ-α
ψυχικης διάθεσης ουτε προσω-πική γνώμ.η τοϋ Έγέλου, άλλά προϋπόθεση καί
συνάμ-α συμ.πέρασμ.α δλου τοϋ συστήμ.ατός του. Ή χαρ^στική βολή σ' αύτήν τήν
ίδέα καταφέρε-ται άπό μιά φράση τοϋ ΐδ^ου τοϋ Έγέλου (στά Μα^ματα φιλοσοφίας
της ίστορίας): προφανώς, λέει, μ-ετά τό τέλος της ιστορίας μ.ένει άκόμ.α νά

γίνει έμπειρική δουλειά. Συνεπώς, ή ίστορία τοϋ 20οϋ αίώνα, γιά παράδειγμ-α, δέν
άποτελεΐ πιά παρά άντικείμ-ενο μιας «έμπειρικής δουλειας», πού οποιοσΒ-Γΐποτε
μ.αθητάκος τοϋ Έγέλου θά μ.ποροϋσε νά τήν φέρει είς πέρας, χωρίς καθόλου
δυσχέρειες άρχης.
Στήν πραγμ-ατικότητα, ό δρος ^νατότ^τα ώς τέτοιος δέν μ-πορεΐ παρά νά εχει έδώ
ενα νόημ.α καθαρά άρνητικό: πράγματι, τίποτα στό σύμ-παν, στή δομ.ή τών νόμ.ων
τοϋ σύμ.παντος, δέν εκανε ά-δύνατη ή δέν άπαγόρευε τήν κατασκευή τοϋ κα-
θεδρικοϋ ναοϋ της Ρένς ή τό θεσμ.ό τοϋ Γκουλάγκ. Οί μ-ορφές δμ.ως της κοινωνίας,
τά εργα, οί τύποι άτόμ.ων πού έμ.φανίζονται στήν ίστορία δέν άνή-κουν σ' εναν
κατάλογο, εστω καί άπειρο, τεθειμέ-νων καί θετικών δυνατοτήτων. Εΐναι 8-
ημιουργή-ματα, πού λειτουργοϋν ώς άφετηρία γιά τήν έμ.-φάνιση νέων
δυνατοτήτων, οί όποΐες δέν ύπηρχαν ώς τότε, διότι δέν εΐχαν νόημ,α. Ή εκφραση
«δυ-νατότητα» εχει νόημ,α μ-όνο μ-έσα σ' ενα σύστημ,α μέ έπαρκώς διακριβωμ-
ένους προσΒιορισμούς. Ή ϋε^τττ^ Συμφωνία είναι δυνατή τήν στιγμ-ή της Μεγάλης
Έκρηξης; Εί'τε τό έρώτημ,α δέν εχε^ νό-ημ.α εΐτε, έάν έχει, ή μ-οναδική άπάντηση
εΐναι πώς είναι άδύνατη. Διότι, ή δυνατότητα της Πέμπτης Συμψωνίας τίθεται άπό
τήν στιγμ-ή πού οί ανθρω-ποι δημ.ιουργοϋν τήν μ-ουσική.
Έχει είπωθεΐ κατ' έπανάληψ^ν, έδώ καί σα-ράντα χρόνια, δτι δέν ύπάρχει άνθρώπινη
φύση ουτε ούσία τοϋ άνθρώπου. Ή άρνητική αύτή δια-πίστωση εΐναι έντελώς
άνεπαρκής. Ή φύση ή ή ούσία τοϋ άνθρώπου εΐναι άκριβώς αύτήν ή «l· κανότητα»,
αύτήν ή «δυνατότητα» μέ τήν ένερ-γητική, θετική, μ.ή προκαθορισμ-ένη εννοια, νά
κάνει νά εΐναι αλλες μ,ορφές κοινωνικης καί άτο-μ,ικης υπαρξης, δπως τό βλέπουμ,ε
έν άφθονία, θεωρώντας τήν έτερότητα τών θεσμ-ών της κοί-νωνίας, τών γλωσσών ή
τών εργων. Αύτό τί αλ-λο σημ-αίνει άπό τό δτι βεβαίως καί ύπάρχει φύ-ση ή ούσία
τοϋ άνθρώπου, όρίζεται δέ άπό αύτήν τήν κεντρική ίδιομ-ορφία-ίδιοτυπία -τήν δημ-
ΐουρ-γία, όρίζεται κατά τόν τρόπο μέ τόν όποΐο ό αν-θρωπος δημ.ιουργεΐ καί
αύτοδημιουργεΐται. Καί ή δημ-ΐουργία αύτή δέν εχει τελειώσει, άπό καμ-ΐάν αποψη -
διαπίστωση τετριμ.μ.ένη, άλλά κρισι-μ.ότατη, μέ συνέπειες πού άκόμ.α
άναμ.ετροϋμ.ε.
II
Άπό τά παραπάνω προκύπτουν κάποιες φι-λοσοφικές, καί είδικότερα όντολογικές
συνέπειες μ-είζονος σημ-ασίας. θά άσχοληθώ συνοπτικά μέ δύο άπό αύτές.
ΚΟΡΝΗΑΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
Δημιουργία δέν σημ-αίνει άπροσδιοριστία ή ά-καθοριστία. Ή δημ,ιουργία
ττροϋττοθετεί, βέβαια, μιάν όρισμ-ένη άπροσδιοριστία τοϋ δντος, μέ τήν εννοια δτι
τό ύπάρχον δέν εΐναι ποτέ τέτοιο πού νά άποκλείει τήν άνάδυση νέων μ.ορφών,
νέων κα-θορισμ-ών. Μέ αλλα λόγια, τό ύπάρχον δέν εΐναι κλείστό, δσον άφορα τήν
πιό ούσιώδη του πλευ-ρά· τό ύπάρχον εΐναι άνοιχτό, τό δν εΐναι πάντο-τε
παράλληλα καί έσό,αενον.
Άλλά καί μέ μιάν αλλη εννοια ή δημ-ΐουργία δέν σημ-αίνει άκαθοριστία. Τί θά
εΐχαμ.ε καταλά-βει άπό τήν μ,ουσική ή άπό τήν Γαλλική Έπα-νάσταση, αν
άρκούμ.ασταν νά ποϋμ-ε πώς ή ιστο-ρία εΐναι τό πεδίο τοϋ άκαθόριστου; Ή
δημ,ιουρ-γία της μ-ουσικης ώς τέτοιας, ή ένός συγκεκρι-μ.ένου μ.ουσικοϋ εργου, ή
της Γαλλικης Έπανά-στασης, εΐναι θεσείς νεων καθορίσ^ών, εΐναι δη-μ,ιουργίες
μορψών. Μορφή, εΓ&ς, δπως θά ελεγε ό Πλάτων, σημ-αίνει σύνολο καθορισμ.ών,
σύνολο δυνατοτήτων καί άδυνατοτήτων, πού όρίζονται άπό τήν στιγμ-ή πού τίθεται
ή μ.ορφή· θέση νέ-ων, καί μ.άλιστα αλλων καθορισμ.ών, πού δέν μ.ποροϋν νά
άναχθοϋν σέ αύτό πού προϋπηρχε ου-τε νά προκύψουν μέ λογική άπαγωγή ή
παραγω-γή άπό αύτό. Ό Σωκράτης δέν εΐναι Σωκράτης έπειδή εΐναι άκαθόριστος,
άλλά διότι καθορίζει μέ αύτά πού λέει, μέ αύτά πού κάνει, μέ αύτό πού είναι, μέ
αύτό πού κάνει τόν έαυτό του νά εΐναι καί μέ τόν τρόπο πού δέχεται νά πεθάνει,
Ιναν τύπο άνθρώπου τόν όποΐον ένσαρκώνει καί πού δέν ύπηρχε ώς τότε. Ή
όντολογική βαρύτητα αύτης της διαπίστωσης εΐναι τεράστια: ύπάρχει ενας
τουλάχιστον τύπος δντος πού δημ.ιουργεΐ τό ετερον, πού εΐναι πηγή έτερότητας, καί
πού γι' αύτόν άκριβώς τόν λόγο έτεροιώνεται ό ϊδιος.
Έπομένως, μιά γενική έπιστήμ.η τοϋ άνθρώ-που, μιά ερευνα γιά τό genus homo
εΐναι άκριβώς τοϋτο: μιά ερευνα περί τοϋ δρου καί τών μ-ορφών της άνθρώπωης
δημιουργίας. "Ερευνα ή όποία δέν μ-πορεΐ παρά νά είναι, γιά τούς λόγους πού άνέ-
φερα, ενα συνεχές πήγαινε-ελα άνάμ.εσα στά έπι-μ-έρους δημ.ιουργήμ.ατα καί στό
δ,τι μ.ποροϋμ.ε νά ύποθέσουμ.ε γιά τόν ανθρωπον καθεαυτόν. Χωρίς αύτά τά έπιμ-
έρους δημ.ιουργήμ.ατα, χωρίς τήν κα-τανόησή τους, δέν ξέρουμ-ε τίποτε γιά τόν
ανθρω-πο· διεισδύουμ-ε σ' ενα αλλο δημ.ιούργημ.α δέν ση-μ-αίνει δτι προσθέτουμ-ε
ενα χιλιοστό αλογο στά 999 πού εχουν ήδη μ-ελετήσει οί ζωολόγοι, άλλά δτι
άποκαλύπτουμ.ε μιάν άκόμ.α μ.ορφή δημ-ΐουρ-γημ-ένη άπό τό άνθρώπινο δν. Ποιός
έξωγήινος έ-θνολόγος, πού θά έπισκεπτόταν τήν Γη γύρω στό 5.000 π.Χ., θά μ-
ποροϋσε νά προβλέψει ή νά ύ-
ΑΝΘΡΩΠΟΑΟΓΙΑ, ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ, ΠΟΑΙΤΙΚΗ
ποπτευθεΐ δτι αύτά τά άγροΐκα δντα θά μποροΰ-σαν μιά μ.έρα νά δημ-ΐουργήσουν
τήν δημ-οκρατία καί τήν φιλοσοφία; Καί αν τό εΐχε σκεφτεΐ ή ύ-ποπτευθεΐ, αν εΐχε
εστω άναρωτηθεΐ κάτι τέτοιο, θά τό εΐχε κάνει μ-όνο έπειδή αύτές οί μ-ορφές ή
κάποιες πολύ άνάλογες θά εΐχαν ήδη δημ,ιουργη-θεΐ στόν μ-υστηριώδη δικό του
πλανήτη.
Δημ,ιουργία: ίκανότητα νά κάνεις νά ξεπρο-βάλει κάτι πού δέν εΐναι δοσμ-ένο ουτε
παραγώ-γιμο, συνδυαστικά ή άλλιώς, μέσ' άπό τό δεδο-μ-ένο. Άμέσως
σκεφτόμ,αστε πώς αύτή άκρ^βώς ή ίκανότητα εΐναι έκείνη πού άντιστοιχεΐ στή βα-
θιά εννοια τών δρων ^αντασώ καί φαντασιαχό, μόλις πάψουμ-ε νά τούς
χρησιμ.οποιοϋμ.ε έπιφα-νειακά. Ή φαντασία δέν εΐναι άπλώς ή ίκανότη-τα νά
συνδυάζουμ-ε στοιχεΐα πού εΐναι ήδη δεδο-μ.ένα γιά νά παραγάγουμ.ε μιάν αλλη
παραλλαγή μιας ήδη δεδομ-ένης μ.ορφης· ή φαντασία εΐναι ή ίκανότητα τοϋ θέτειν
νέες μ,ορφές. Βέβαια, ή νέα αύτή μ.ορφή μεταχειρίζεται στοιχεΐα πού ήδη ύ-
πάρχουν άλλά ή μ,ορφή ώς τέτοια εΐναι καινού-ρια. Άκόμα ριζικότερα, δπως διεΐδαν
ορισμένοι φύ,όσοφοι (ό Άριστοτέλης, ό Κάντ, ό Φίχτε), γιά νά καλύψουν πάλι άμ-
έσως αύτό πού εΐδαν, ή φαν-τασία εΐναι αύτό πού μ.ας έπιτρέπει νά δημ,ιουρ-γοϋμ.ε
γιά λογαριασμ.ό μ.ας εναν χόσμο, δηλαδή νά παρουσιάζουμ-ε στούς έαυτούς μ.ας
κάτι γιά τό όποΐο, χωρίς τήν φαντασία, δέν θά ξέραμ-ε τίπο-τα, δέν θά μ.πορούσαμ.ε
νά ποϋμε τίποτα. Ή φαν-τασία άρχίζει μέ τήν αίσθητικότητα, εΐναι εκδη-λη στά
πλέον στοιχειώδη δεδομ-ένα της αίσθητι-κότητας. Μποροϋμ.ε νά έντοπίσουμ.ε μιά
φυσικο-φυσιολογική άντιστοιχία άνάμ-εσα σέ όρισμ-ένα μ.ήκη κύμ,ατος καί στό
έρυθρό ή στό κυανό χρώ-μ.α· δέν μποροϋμε δμως σέ καμμιά περίπτωση νά
«έξηγήσουμ.ε» ουτε μέ δρους φυσικης ουτε μέ δ-ρους φυσιολογίας τήν αΐσθηση τοϋ
έρυθροϋ ή τοϋ κυανοϋ στήν ττοίότ^τά του. θά μ.πορούσαμ.ε νά δοϋμ.ε τό έρυθρό
κυανό, ή τό κυανό έρυθρό, ή αλ-λα, άνήκουστα χρώμ.ατα· γιά τό quale καί τό tale
τοϋ χρώμ.ατος, δμως, δέν ύπάρχει καμιά «έ-ξήγηση». Ή ένσωμ.ατωμ.ένη στήν
αίσθητικότη-τά μας φαντασία εκανε νά ύπάρξει αύτή ή μορ-φή τοϋ δντος, πού δέν
ύπάρχε^ στήν φύση (στήν φύση δέν ύπάρχουν χρώμ-ατα, ύπάρχουν μ.όνο ά-
κ^νοβολίες): τό έρυθρό, τό κυανό, τό χρώμ,α έν γένει, πού τό «άντιλαμ.βανόμ.αστε»
-δρος ά-σφαλώς καταχρηστικός - καί πού αλλα ζώα, έ-πειδή ή αίσθητηριακή τους
φαντασία εΐναι δια-φορετική, τό «άντιλαμ-βάνονται» άλλιώς. Φαντα-σία,
imagination στά γαλλικά, Embildung στά γερμ-ανικά, σημ-αίνει εΐχονοθεσία, κάτι
πού φυσι-

κά εΐναι ώς ενα βαθμ.0 κοινό σέ δλους μας, έφό-σον άνήκουμ-ε στό genus homo,
άλλά καί πάντο-τε άπολύτως μ,οναδικό. Τό ϊδιο ίσχύει καί γι' αύ-τό πού όνομ.άζω
κοινωνικό φαντασιακό, θεσμ-ίζον φαντασιακό, καί στό δποϊο θά έπανέλθω άμ.έσως.
"Αν δμ-ως εΐνα^ ετσι τά πράγμ,ατα, τότε, άν-τίθετα μέ τψ παλιά κοινοτοπία, έκεΐνο
πού κά-νει τόν ανθρωπο ανθρωπο δέν εΐναι τό δτι εΐναι ελλογος ή όρθολογικός -
κάτι πού προφανέστα-τα άποτελεΐ παραλογισμ.ό. Δέν ύπάρχει δν πιό τρελό άπό τόν
ανθρωπο, εΐτε τόν έξετάσουμ.ε στά τρίσβαθα τοϋ ψυχισμ,οϋ του εΐτε στίς καθημ,ερι-
νές του άσχολίες. Τά μ.υρμ.ήγκια ή τά αγρια ζώα διαθέτουν μιά λειτουργική
«όρθολογικότητα» κατά πολύ άνώτερη άπό τοϋ άνθρώπου: δέν σκον-τάφτουν, ουτε
τρώνε δηλητηριώδη μ.ανιτάρια. Οί ανθρωποι πρέπει νά μ-άθουν τί εΐναι τροφή καί
τί δχι. "Αρα δέν μ.ποροϋμ.ε νά χαρακτηρίσουμ,ε τόν ανθρωπο μέ βάση τήν
«όρθολογικότητα», τή «λογική» - άφοϋ αύτές χαρακτηρίζουν δλα έν γένει τά έμ,βια
δντα - ώς τελεστική λογική. Ή ίκανότητα της δημ-ΐουργίας μ.ας έπιτρέπει νά δοϋ-μ.ε
γιατί ή ούσία άκριβώς τοϋ άνθρώπου δέν θά μποροϋσε νά εΐναι ή λογική καί ή
όρθολογικότη-τα. Μέ τήν λογική καί τήν όρθολογικότητα μπο-ροϋμε νά φτάσουμ,ε
ώς τό δυνάμ,ε^ απεφον (μ,ετά τά δύο δισεκατομ.μ.ύρια, ύπάρχουν αλλα δύο δισε-
κατομ.μ.ύρια στήν δισεκατομ.μ.υριοστή δύναμ-η), μποροϋμε νά συναγάγουμ,ε έπ'
άπειρον τίς συνέ-πειες τών ηδη τεθέντων άξιωμάτων ουτε ή λο-γική, δμ.ως, ουτε ή
όρθολογικότητα θά μ.ας έπι-τρέψουν ποτέ νά φανταστοϋμ.ε ενα νέο άξίωμ.α. Τά
μ.αθημ.ατικά, ή ύψηλότερη μ.ορφή της λογικης μας, δέν μ.ποροϋν νά άποκτήσουν
νέα δυναμ-ΐκή παρά μ.όνο μ.έσω της φαντασίας καί της έπινόη-σης, καί αύτό οί
μ.αθημ.ατικοί τό ξέρουν πολύ κα-λά, εστω καί αν δέν μ.ποροϋν πάντα νά τό δια-
σαφήσουν. Γνωρίζουν τόν κεντρικό ρόλο της φαν-τασίας, δχι μ-όνο στήν έπίλυση
προβλημ-άτων πού εχουν ήδη τεθεΐ, άλλά καί στήν θέση νέων μ.α-θημ-ατικών
κόσμ-ων, θέση πού δέν μ-πορεΐ νά ά-ναχθεΐ σέ άπλές λογικές πράξεις, διότι, άλλιώς,
θά μποροϋσε νά άλγοριθμ-ΐσθεΐ καί θά μπορούσα-με νά τήν περάσουμ-ε στήν μ-
ηχανή.
Μέ βάση, λοιπόν, αύτές τίς διαπιστώσεις μ.ποροϋμ.ε νά θέσουμ-ε ώς ούσιώδη
χαρακτήρα τοϋ άνθρώπου τήν φαντασία καί τό κοινωνικό φαντα-σιακό. Ό ανθρωπος
εΐναι ^u^, ψυχή βαθιά, ά-συνείδητη· καί ό ανθρωπος εΐναι κοινωνία, δέν ύ-πάρχει
παρά έντός καί διά της κοινωνίας, της θέ-σμ-ΐσής της καί τών κοινωνικών
φαντασιακών ση-μ-ασιών πού καθιστοϋν ίκανή τήν ψυχή γιά ζωή.

Ή κοινωνία εΐναι έπίσης πάντοτε ίστορία: δέν ύ-πάρχει ποτέ, άκόμ,α καί σέ μιά
πρωτόγονη, έπα-ναληπτική κοινωνία, άσάλευτο παρόν άκριβέστε-ρα, άκόμ-α καί
στήν άρχαϊκότερη κοινωνία τό πα-ρόν συγκροτεΐται πάντοτε, έκτός τών αλλων, ά-πό
ενα παρελθόν πού κατοικεΐ μ.έσα του καί άπό ενα μ-έλλον πού τό προϊδεάζεται.
Εΐναι έπομ-ένως πάντοτε ενα ίστορικό παρόν. Πέρα άπό τήν βιο-λογία, πού στόν
ανθρωπο, χωρίς νά παύει νά ύ-πάρχει, εΐναι ώστόσο άθεράπευτα άποδιοργανω-μ-
ένη, ό ανθρωπος εΐνα^ ενα ψυχ^κό δν κι ένα κοι-νωνικοϊστορικό δν. Καί στά δύο
αύτά έπίπεδα βρί-σκουμ-ε τήν ίκανότητα δημ-ΐουργίας πού όνόμ.ασα φαντασία καί
φαντασιακό. Ύπάρχει ριζική φαν-τασία της ψυχης, δηλαδή διαρκές άνάβρυσμ,α μιας
ροης παραστάσεων, αίσθημ.άτων καί έπιθυμ.ιών ά-ξεχώριστων μ.εταξύ τους, καί αν
δέν τό κατανο-οϋμ.ε αύτό δέν κατανοοϋμ.ε τίποτε άπό τόν ανθρω-πο. Ή ψυχή, δμως,
δπως τήν έννοώ έδώ, δέν μ-πορεΐ νά δημ-ΐουργήσει θεσμ.ούς· τόν νόμο, ή ά-κόμ.α
καί τήν ίδέα τοϋ νόμ-ου, δέν τόν δημ.ιουργεΐ τό άσυνείδητο παρά τόν δέχεται, καί
τόν δέχεται ώς ξένο, ώς έχθρό, ώς καταπιεστή. Δέν μ-πορεΐ ή ψυχή νά δημ-ΐουργήσα
τήν γλώσσα· τήν δέχεται, όφείλει νά τήν δεχθεΐ, καί μ.αζί μέ τήν γλώσσα δέχεται τό
σύνολο τών κοινωνικών φαντασιακών σημ-ασιών, τίς όποΐες φέρει καί καθιστα
δυνατές ή γλώσσα. Γλώσσα, νόμοι: τί νά ποϋμ,ε γι' αύ-τούς; Νά φανταστοϋμ.ε εναν
πρωτόγονο νομ-οθέ-τη, πού άκόμ,α δέν διαθέτει γλώσσα, άλλά εΐναι άρκετά
«εξυπνος» ώστε νά τήν έπινοήσει χωρίς νά τήν έχει, καί νά πείσει τούς αλλους
άνθρώ-πους, πού δέν τήν εχουν άκόμ,α, δτι ή όμιλία εΐ-ναι χρήσιμ-ο πραγμ-α;
Βλακώδης ίδέα. Ή γλώσ-σα μ.ας δείχνει τό κοινωνικό φαντασιακό έπί τό εργον, ώς
θεσμ-ίζον φαντασιακό, πού θέτει ταυτό-χρονα μιά διάσταση αύστηρά λογική, πού
θά τήν όνομ,άσω συνολοταυτιστική (κάθε γλώσσα πρέπε^ νά μ,πορεΐ νά πεΐ ενα κι
ένα κάνουν δύο), καί μιά διάσταση καθαυτό φαντασιακή, άφοϋ μ.έσα στήν γλώσσα
καί χάρις σ' αύτήν δίνονται οί κοινωνι-κές φαντασιακές σημ-ασίες πού συνέχουν μιά
κοι-νωνία: ταμ.πού, τοτέμ., θεός, ττόλίς, εθνος, πλοϋ-τος, κόμμα, ίθαγένεια, άρετή, ή
αίώνια ζωή. Ή αίώνια ζωή, άκόμ,α καί αν «ύπάρχει», εΐναι προ-φανέστατα μιά
κοινωνική φαντασιακή σημ-ασία, άφοϋ κανείς δέν εδειξε ή δέν άπέδειξε μ.αθημ.ατι-
κά τήν υπαρξη μιας αίώνιας ζωης. Νά μιά κοι-νωνική φαντασιακή σημ-ασία πού
ρύθμ-ΐσε γιά δε-καεφτά αίώνες ζωης τήν ζωή τών κοινωνιών, οί όποΐες θεωροϋσαν
τούς έαυτούς τους ώς τίς πιό πολιτισμ-ένες της Εύρώπης καί τοϋ κόσμ.ου.
ΚΟΡΝΗΑΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
Τό κοινωνικό αύτό φαντασιακό, πού δημ-ΐουρ-γεΐ τή γλώσσα, πού δημ.ιουργεΐ τούς
θεσμ.ούς, πού δημ.ιουργεΐ τήν ϊδια τήν μ.ορφή τοϋ θεσμ.οϋ -ό όποΐος δέν εχει
νόημ.α ίδωμ-ένος ύπό τό πρί-σμ.α της μ.εμ.ονωμ.ένης ψυχης -, δέν μ.ποροϋμ.ε νά τό
σκεφθοϋμ.ε παρά μ.όνο ώς τή δημ-ΐουργική ίκανότητα τοϋ άνώνυμ-ου συλλογικοϋ,
τό όποΐο πραγμ-ατώνεται κάθε φορά πού ανθρωποι συνα-θροίζονται καί τό όποΐο
δίνει κάθε φορά στόν έ-αυτό του μιά μ-οναδική, θεσμ.ισμ.ένη μ-ορφή, ώστε νά
ύπάρξει.
Ή γνώση καί ή δράση, έπομ-ένως, τοϋ άν-θρώπου εΐναι άξεχώριστα ψυχικές καί
κοινωνικοϊ-στορικές, δύο πόλοι πού δέν μ.ποροϋν νά ύπάρξουν ό ενας χωρίς τόν
αλλον, ουτε ό ενας νά άναχθεΐ στόν αλλον. "Ο,τι τό κο^νων^κό βρίσκουμ,ε σ' ε-να
ατομ.ο, άλλά καί ή ϊδια ή ίδέα τοϋ άτόμ.ου, κα-τασκευάζεται ή δημ.ιουργεΐται
κοινωνικά, σέ άν-τιστοιχία μέ τούς θεσμ.ούς της κοινωνίας. Γιά νά βροϋμ-ε μ-έσα
στό ατομο κάτι πού νά μήν εΐναι στ' άλήθεια κοινωνικό, αν αύτό εΐναι δυνατόν -καί
δέν είναι, άφοϋ δπως καί νά 'ναι πρέπει νά περά-σει μ-έσ' άπό τήν γλώσσα-, θά
'πρεπε νά μπο-ροϋμ-ε νά φτάσουμ-ε στόν έσώτατο πυρήνα της ψυχης, έκεΐ δπου
λειτουργοϋν οί πιό πρωτογενεΐς έπιθυμ-ίες, οί πιό χαοτικοί τρόποι παράστασης, τά
πιό άκατέργαστα καί αγρια αίσθήμ.ατα. Αύτόν δέ τόν πυρήνα άπλώς καί μ.όνο νά
τόν άνασυγκρο-τήσουμ-ε μποροϋμε. Εΐτε πρόκειται γιά έμ.ας τούς
«φυσιολογικούς», εΐτε γιά τό δνειρο πού άφηγεΐ-ται ενας άσθενής τήν ώρα της
άνάλυσης, εΐτε γιά τό παραλήρημ-α πού ξεδιπλώνει ενας ψυχωτικός, βρισκόμ-αστε
πάντα μ,προστά σέ κοινωνικό ύλικό: δέν ύπάρχει δνεφο ώς άναλύσιμ.ο άντικείμ.ενο,
αν δέν τό άφηγηθεΐ αύτός πού τό εΐδε (εστω κι άπό μ,ένα τόν ϊδιο στόν έαυτό μου)·
κάθε δνεφο κα-τοικεΐται άπό κοινωνικά άντικείμ.ενα. Σκηνοθετεΐ κάτι άπό τήν
πρωτογενη έπιθυμ-ία της ψυχης, τό όποΐο πρέπει νά σκηνοθετηθεΐ καί μ.άλιστα ύπ'
αύτήν τήν μ-ορφή, διότι συναντα τήν άντίσταση τών κοινωνικών θεσμ-ών, οί όποΐοι
έκπροσωποϋν-ται στήν περίπτωση δλων τών άτόμ.ων άπό αύ-τό πού ό Φρόυντ
όνόμ.αζε ύπερεγώ καί λογοκρι-σία· δχι: «δέν θά κάνεις αύτό τό πράγμ-α», «δέν θά
κοιμ-ηθεΐς μί τήν μ-ητέρα σου», άλλά κάτι πο-λύ περισσότερο. Ή λογοκρίνουσα καί
άπωθοϋσα άρχή εΐναι τό ϊδιο παράλογη, καί τό ϊδιο λογική, δσο καί οί μ-εγάλες
μ.ονοθεϊστικές θρησκεΐες· δχι: «δέν θά χοιμφϊς μέ τήν μ-ητέρα σου», άλλά: «δέν θά
έπιθυμ-ήσεις νά κοιμφϊς μί τήν μ.ητέ-ρα σου». Τό άσυνείδητο, μόλις περάσει τήν
πρώ-τη, μ-ονήρη φάση του, στρέφει τήν έπιθυμ-ία του
ΑΝΘΡΩΠΟΑΟΓΙΑ, ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ, ΠΟΑΙΤΙΚΗ
πρός χάποιον πού τυχαίνει νά βρίσκεται έκεΐ, ό δποϊος συνήθως εΐναι ή μ,ητέρα καί
ό δποϊος εΐ-ναι άπαγορευμ-ένος, καί ή σύγκρουση αύτή, πού έσωτερικεύεται άπό τό
ατομ.ο, συγκροτεΐ τόν λό-γο τοϋ εΐναι τοϋ όνείρου ώς τέτοιου καί συνάμ,α τόν λόγο
ύπάρξεως τοϋ περιεχομ-ένου του καί τοϋ τύπου έπεξεργασίας του. Παρ' δλα αύτά,
μέσ' ά-πό τά διαδοχικά στρώμ,ατα τοϋ έκκοινωνισμ.οϋ πού ύφίσταται ή ψυχή τοϋ
συγκεκριμ-ένου άνθρώ-πινου δντος, κάτι άπό αύτήν κατορθώνει πάντο-τε νά
Βιφϊται κατά τό μ,αλλον ή ήττον μέχρι τήν έπιφάνεια. Τό καθαυτό ψυχικό στοιγ^εϊο
δέν μ-πορεΐ νά άναχθεΐ στό κοινωνικοϊστορικό, καί τό κοινωνικοϊστορικό, παρά τίς
άπόπεφες τοϋ Φρόυντ καί αλλων, δέν μ-πορεΐ νά άναχθεΐ στό ψυ-χικό. Μποροϋμ.ε
νά έρμ.ηνεύσουμ.ε τήν «ψυχανα-λυτική» συνιστώσα τοϋ τάδε ή τοϋ δεΐνα έπιμέ-
ρους θεσμ.οϋ, δείχνοντας δτι άντιστοιχεΐ καί σέ ά-συνείδητα σχήμ-ατα καί δτι
ίκανοποιεΐ άσυνείδη-τες τάσεις ή άναγκαιότητες - καί αύτό άλη-θεύει πάντα. Ό
θεσμ-ός όφείλει πάντοτε νά άν-ταποκρίνεται, έκτός τών αλλων, στήν άναζήτη-ση
νοήμ-ατος πού χαρακτηρίζει τήν ψυχή. Τό γε-γονός δμ-ως τοϋ θεσμ,οϋ καθαυτό
εΐναι έντελώς ξένο πρός τήν ψυχή. Γι' αύτό εΐναι τόσο μ,ακρό-χρονη καί έπώδυνη
διαδικασία ό έκκοινωνισμ.ός τοϋ άτόμ-ου- καί γι' αύτό έπίσης, τό δίχως αλ-λο,
κλαΐνε χωρίς λόγο τά μωρά, άκόμ.η κι δταν εΐναι χορτάτα.
III
Τό έρώτημ.α έπομ-ένως: «Πώς εχουν τά
πράγμ-ατα μέ τόν ανθρωπο», έρώτημ.α της φιλο-σοφικης άνθρωπολογίας, γίνεται:
«πώς εχουν τά πράγμ-ατα μέ τήν άνθρώπινη ψυχή, καί πώς ε-χουν τά πράγμ-ατα μέ
τήν κοινωνία καί τήν ιστο-ρία;». Βλέπουμ-ε άμ-έσως πώς αύτά τά έρωτήμ.α-τα εΐναι
φιλοσοφικά, καί προηγοϋνται κάθε αλ-λου έρωτήμ-ατος. Είδικότερα, πρέπει νά
συναγά-γουμ.ε δλες τίς συνέπειες τοϋ γνωστοϋ καί άπλοϋ γεγονότος, συνέπειες πού
έδώ δέν εχουν άκόμ.η συναχθεΐ, δτι, έπί παραδείγμ-ατι, ή ψιλοσοψία γενναται έντός
καί διά της κοινωνίας καί της l· στορίας. Άρκεΐ νά έξετάσει κανείς τίς γνωστές μ.ας
κοινωνίες καί τίς ίστορικές περιόδους, γιά νά δεΐ δτι δλες σχεδόν οί κοινωνίες σέ
δλες σχεδόν τίς έποχές θεσμ-ίστηκαν δχι θέτοντας έρωτήμ-α-τα, άλλά
περιφράσσοντας τό νόημ.α καί τήν ση-μ-ασία. Γι' αύτές ήταν πάντοτε άληθινό,
ίσχύον καί νόμιμο δ,τι εχει ήδη θεσμ.ιστεΐ καί γίνει άπο-δεκτό, δ,τι εχει
κληρονομ.ηθεΐ ώς θεσμ.ισμ.ένο. Ό ανθρωπος εΐναι ενα δν πού άναζητεΐ τό νόημ,α
καί

πού γι' αύτόν τόν λόγο τό δημ,ιουργεΐ· σέ πρώτη δμ.ως φάση, καί γιά πάρα πολύν
καιρό, δημ-ΐουρ-γεΐ τό νόημ,α μ,έσα στήν κλε^στότητα 2 καί δη-μ-ΐουργεΐ καί τήν
κλειστότητα τοϋ νοήμ-ατος, στήν όποία τείνει πάντοτε, άκόμ.α καί σήμ-ερα, νά
έπιστρέψει. Ή ρήξη αύτης της κλειστότητας έγ-καινιάζεται άκριβώς καί συστοιχεΐ
μέ τήν γέννη-ση καί τήν άναγέννηση, δυό φορές, στήν [άρχαί-α] Έλλάδα καί τήν
δυτ^κή Εύρώπη, της φιλο-σοφίας καί της πολιτικης. Διότι ή πολιτική καί ή
ψύ,οσοψί* ehai ριζικές άμφισβητήσεις τόσο τών κατεστημ-ένων φαντασιακών σημ-
ασιών δσο καί τών θεσμ-ών πού τίς ένσαρκώνουν.
Πράγματι, ή φιλοσοφία ξεκινα μέ τό έρώτη-μ.α: τί πρέπει νά σκέπτομ-αι; Τό νά
όρίζουμ.ε τή ψύ,οσοψία μέ βάση τό «έρώτημ,α περί τοϋ Εΐναι» εΐναι άντιμ-ετώπιση
άποσπασμ,ατική, δευτερεύου-σα, συνεπώς λανθασμ.ένη. Προτοϋ ύπάρξει έρώ-τημ-α
περί τοϋ Είναι, πρέπει τό άνθρώπινο δν νά μ-πορεΐ νά θέσει τό έρώτημ.α: «τί πρέπει
νά σκέ-πτομαι;». Αύτό συνήθως δέν τό κάνει στήν ιστο-ρία. Σκέπτεται αύτό πού τοϋ
λένε νά σκέπτεται ή Βίβλος, τό Κοράνι, ό γενικός γραμ-μ-ατέας, τό κόμμα, ό μ-άγος
της φυλης, οί πρόγονοι κ.λπ. Φυσικά, τό έρώτημ.α: «τί πρέπει νά σκέπτομ-αι;»
άναλύεται άμ-έσως σ' ενα πληθος αλλα: «τί πρέ-πει νά σκέπτομ-αι γιά τό δν;», άλλά
καί: «τί πρέ-πει νά σκέπτομαι γιά τόν έαυτό μ.ου;>>, «τί πρέ-πει νά σκέπτομ-αι γιά
τήν ϊδια τήν σκέψη;» κι ε-τσι συντελεΐται ή αύτοστοχαστικότητα της σκέ-ψης.
Λέγοντας δμ.ως: «τί πρέπει νά σκέπτο-μαι;», βάζουμ,ε έξ αύτοϋ τούτου τοϋ
γεγονότος έρωτημ-ατικό στίς θεσμ.ισμ.ένες καί παραδεδομ-έ-νες παραστάσεις της
συλλογικότητας, της φυλης, καί τίς άμ.φισβητοϋμ.ε, άνοίγοντας τόν δρόμ.ο πρός
μιάν άτέρμ-ονη διερώτηση. Οί παρα-στάσεις αύτές δπως καί γενικά οί θεσμ-οί δχι
μό-νο άποτελοϋν μ-έρος τοϋ συγκεκριμ-ένου Είναι, τοϋ ίδιαίτερου Εΐναι της
έξεταζόμ,ενης κοινωνίας, άλ-λά καί τό καθορίζουν. Μιά κοινωνία εΐναι αύτό πού
είναι, εΐνα^ αύτό τό κάτι (τό τθ πού τήν ξε-χωρίζει άπό τίς αλλες, διότι δημ.ιούργησε
τόν κό-σμ.ο πού δημ,ιούργησε. Ή έβραϊκή κοινωνία, δ-πως τήν εχουμ,ε στό μ,υαλό
μ.ας μέ βάση τήν Πα-λαιά Δ^αθήκη, εΐναι ή έβραϊκή κοινωνία καί δχι χάποια αλλη,
διότι δημ.ιούργησε εναν χόσμο, τόν κόσμ.ο πού περιγράφεται στήν Παλαιά
Διαθήκη. "Οντας «μ,υθ^κή» κο^νωνία, άφηγεΐτα^ τόν έαυτό της στόν έαυτό της
λέγοντας ιστορίες, άφηγεΐ-ται στόν έαυτό της τήν ίστορία τοϋ θεοϋ, τοϋ κόσμ-ου καί
τών Έβραίων - ή Ίστορία δμ,ως αύ-τή ξετυλίγει ταυτόχρονα μιάν όλόκληρη δομ.ή
τοϋ

χόσμου: τόν Θεό ώς κτίστη, τόν ανθρωπο ώς κύ-ριο καί νομ,έα της φύσεως (ή
Γένεσις δέν περίμ,ε-νε τόν Καρτέσ^ο) χού συνάμ,α ώς ύφιστάμενο τήν ένοχή
προτοϋ καν γεννηθεΐ, τόν Νόμ.ο κ.λπ. Οί Έβραίοι εΐναι Έβραίοι μ-ονάχα έφόσον τά
πιστεύ-ουν δλα αύτά - δπως καί οί σημ-ερινοί Γάλλοι, Άμερικανοί ή Έλβετοί εΐναι
αύτοί πού εΐναι έ-φόσον ένσαρκώνουν τίς φαντασιακές σημ-ασίες τών άντίστοιχων
κοινωνιών τους, έφόσον, μέ μιά εννοια, σχεδόν «εΐναι» αύτές οί φαντασιακές ση-μ-
ασίες πού περπατοϋν, δουλεύουν, πίνουν κ.λπ.
Συνεπώς, τό νά θέτει κανείς ύπό άμ,φισβή-τηση αύτές τίς παραστάσεις, αύτές τίς
σημ-ασί-ες καί αύτούς τούς θεσμ.ούς ίσοδυναμ.εΐ μέ τό νά θέτει ύπό άμ,φισβήτηση
τούς ΐδιους τούς προσ-διορισμ-ούς, τούς νόμ,ους τοϋ ϊδιου του τοϋ Είναι, καί μ-
άλιστα άναστοχαστικά καί διαβεβουλευμ-έ-να. Αύτό άκριβώς συμ-βαίνει μέ τήν
φιλοσοφία καί τήν πολιτική. Καί ίδού τώρα ενα δεύτερο μ.εγά-λο όντολογικό
συμ.πέρασμ.α πού προκύπτει άπό τήν φιλοσοφική άνθρωπολογία: τό Είναι, τό Εΐ-
ναι έν γένει, εΐναι τέτοιο πού εΐναι διότι προϋπο-θέτει καί συνεπάγεται δτι ύπάρχουν
δντα πού αύ-τοαλλοιώνονται καί δημ.ιουργοϋν, χωρίς νά τό ξέ-ρουν, τούς
καθορισμ,ούς τοϋ ίδιαίτερου Εΐναι τους. Αύτό ίσχύει γιά δλες τίς κοινωνίες. Αλλά
καί κάτι αλλο: τό Εΐναι εΐναι τέτοιο πού εΐναι διότι προϋποθέτει καί συνεπάγεται δτι
ύπάρχουν δντα πού μ.ποροϋν νά δημ-ΐουργήσουν τόν άνακλαστικό στοχασμ.0 καί
τήν δ^αβούλευση (στοχαστ^κό 8ιά-loyo), έντός καί διά τών όποίων άλλο^ώνουν μέ
τρόπο αύτοστοχαστικό καί διαβεβουλευμ-ένο τούς νόμ-ους, τούς προσδιορισμ,ούς
τοϋ Εΐναι τους. Κά-τι πού, άπ' δσο ξέρουμ,ε, δέν ύπάρχει σέ καμ.μ.ιάν αλλη περιοχή
τοϋ δντος. Άλλά μποροϋμε νά έ-ξειδικεύσουμ.ε άκόμ.α περισσότερο.
Κάθε κοινωνία ύπάρχει δημ.ιουργώντας κοι-νωνικές φαντασιακές σημ-ασίες
-δηλαδή, άόρα-το έμμενές. Παράδειγμ,α ό έβραϊκός, ό χριστια-νικός θεός· ή τό
έμ.πόρευμ.α. Δέν ύπάρχει ανθρω-πος πού νά εχει δεΐ ποτέ του ενα έμ.πόρευμ.α: βλέ-
πει ένα άμάξι, ένα κιλό μ-πανάνες, ενα μ.έτρο υ-φασμ.α. Έκεΐνο πού κάνει τά
άντικείμ.ενα αύτά νά λειτουργοϋν δπως λειτουργοϋν σέ μιά έμ.πο-ρευμ-ατική
κοινωνία εΐναι ή κοινωνική φαντασια-κή σημ-ασία «έμ.πόρευμ.α». Άόρατο έμμενές,
ά-φοϋ, γιά Ιναν φιλόσοφο, ό θεός εΐναι φυσικά έμ.-μ-ενής ώς πρός τήν κοινωνία, ή
όποία πιστεύει στόν θεό, εστω καί αν αύτή τόν θέτει ώς ύπερ-βατικό- εΐναι παρών
σέ αύτήν περισσότερο άπό κάθε ύλική όντότητα, δντας συνάμ-α μ.ή άντιλη-πτός,
τουλάχιστον ύπό κανονικές συνθηκες. Αύ-
ΚΟΡΝΗΑΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
τό πού εΐναι «άντιληπτό», σχετικά μέ τόν θεό, εΐναι οί διάφορες ακρως παράγωγες
συνέπειές του: ενας Ναός στήν Ίερουσαλήμ. ή άλλοϋ, οί ί-ερεΐς, οί λυχνίες κ.τ.λ.
Αύτό τό άόρατο έμ.μ.ενές, πού δημ.ιουργεΐται άπό τήν κοινωνία, δέν ύπάρχει σέ
αλλες περιο-χές τοϋ δντος· καί μ.αζί μέ αύτό τό άόρατο έμ.-μ,ενές έμ.φανίζεται ή
Ιδεατότητα. Ίδεατότητα σημ-αίνει δτι ή σημ,ασία δέν εΐναι αύστηρά συνδε-δεμ-ένη
μ' ενα στήριγμ,α καί δτι ύπερβαίνει δλα τά έπιμ-έρους στηρίγμ.ατά της - χωρίς
βέβαια νά μ-πορεΐ ποτέ ν' άπαλλαγεΐ γενικά άπό τήν ά-νάγκη κάποιου στηρίγμ.ατος
έν γένει. Ό καθέ-νας μ-πορεΐ νά μιλήσει μέ διάφορους τρόπους ή έκφράσεις,
παραπέμ-ποντας σέ σημ-εΐα ή σέ σύμ.-βολα, γιά τόν θεό, τήν αίώνια ζωή, τήν
άρχαία πόλιν, τό κόμμα, τό έμ.πόρευμ.α, τό κεφάλαιο καί τόν τόκο: δλα αύτά εΐναι
ίδεατότητες. Δέν εΐναι φετίχ. "Ενας καλός όρισμ.ός ένός πρωταρχικοϋ φετιχισμ.οϋ
θά μ.ποροϋσε νά ξεκινα μέ τήν παρα-κάτω παρατήρηση: φετίχ εΐναι ενα
άντικείμ,ενο πού φέρει άναγκαστικά μιά σημ-ασία, ή όποία δέν μ-πορεΐ ν'
άποσυνδεθεΐ άπό αύτό. Αύτό ίσχύει τό-σο γιά όρισμ-ένες πρωτόγονες δοξασίες δσο
καί, άπό όρ^σμ,ένες άπόψε^ς, γιά έμ,ας τούς ΐδ^ους (ά-φήνω κατά μ.έρος τόν
ψετιγ^ισμό ώς σεξουαλική διαστροφή, ή όποία έξάλλου άνταποκρίνεται πλή-ρως σ'
αύτόν τόν όρισμό: ή έρωτική σημ,ασία εΐ-ναι δεμ-ένη ακαμ.πτα μί ενα άντικείμ.ενο,
μέ ένα εΐδος άντικειμένου, τό άντικείμενο-φετίχ).
Οί σημ-ασίες αύτές κατέχουν κάθε φορά μιά θετική, de facto Ισχύ μ-έσα στήν
κοινωνία. Εΐναι θεμ,ιτές, νόμ.ιμ.ες καί άναμ,φισβήτητες στά πλαί-σια της έκάστοτε
κοινωνίας. Τό ζήτημ-α της νο-μ.ιμ.ότητός τους δέν τίθεται κάν, καί ό ΐδιος αύ-τός ό
δρος ιστοριχά προτρέχει, δταν τόν έφαρμ.ό-ζουμ.ε στίς περισσότερες άπό τίς
παραδοσιακές κοινωνίες.
Από τήν στιγμ-ή δμ.ως πού άναδύονται ή δι-ερώτηση καί ή δραστηριότητα της
φιλοσοφίας καί της πολιτικης, δημ.ιουργεΐται μιά αλλη διά-σταση: ή διάσταση πού
όρίζεται άπό τήν ίδέα, τό αΐτημ.α, άκόμ.α καί τήν ένεργό πραγμ-ατικότητα μιας
ίσχύος πού δέν θά εΐναι πιά μ-όνο de facto, θετική, άλλά de iure· de lure δχι μί τή
νομική, άλλά τήν φιλοσοφική εννοια. Ίσχύς λοιπόν de iure καί δχι άπλώς de facto.
Δέν άποδεχόμ,αστε μιά παράσταση, ή μιά ίδέα, γιά τόν άπλούστατο λόγο δτι τήν
παραλάβαμ,ε καί δέν εχουμ,ε ύπο-χρέωση νά τήν άποδεχθοϋμ.ε. Άπαιτοϋμε νά
μποροϋμε νά δίνουμ-ε λόγο καί λογαριασμ.ό, λόγον διδόναι (ή συμ,φυία αύτης της
ίδέας μέ τόν δη-
ΑΝΘΡΩΠΟΑΟΓΙΑ, ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ, ΠΟΑΙΤΙΚΗ
μόσιο πολιτιχό ελεγχο στήν άγορά καί τήν έχ-χλησία τοϋ δημου ehai πρόδηλη). Καί
τό ϊδιο ϊ-σχύει γιά τούς θεσμ-ούς μας.
Αύτό λοιπόν τό αΐτημ,α της de lure Ισχύος άναδύεται μ.έσα στήν κοινωνικοϊστορική
διάστα-ση καί δημ,ιουργεΐται χάρις σ' αύτήν. Δημιουργία πού καί πάλι εΐναι
όντολογικης ύφης, δημ,ιουργία μιας άνείδωτης ώς τότε μ-ορφης: τέτοιες εΐναι ή
άπόδειξη τών μ.αθημ.ατικών, ή οίονεί άπόδειξη της φυσικης, ό φιλοσοφικός
συλλογισμ.ός, ή καί ή ϊδια ή πολιτική θέσμ,ιση, άπό τήν στιγμ-ή πού τίθεται ώς κάτι
πού όφείλει πάντα νά κυρώνεται κατά τρόπο άναστοχαστικό καί έσκεμ.μ.ένο άπό
τήν συλλογικότητα τήν όποία θεσμίζει.
Άμέσως, δμως, προκύπτει ενα έρώτημ.α πού διατρέχει δλη τήν ιστορία της
φιλοσοφίας καί πού ή ϊδια ή φιλοσοφία τό εχει άντιμ-ετωπίσει καί πραγ-μ-ατευθεΐ
ασχημ,α καί άνεπαρκώς. "Αν ή de lure Ισχύς, acv ή άπόφανση δτι μιά ίδέα άληθεύα,
καί δτι άληθεύει σήμ-ερα δσο καί χθές, πρίν άπό δύο έκατομ.μ.ύρια χρόνια δσο καί
μ.ετά άπό τέσσερα έ-κατομ.μ.ύρια χρόνια - αν αύτή ή Ισχύς άναδύεται έντός καί διά
τοϋ κοινωνικοϊστορικοϋ, μέ τήν συ-νέργεια, τήν συνεργασία τοϋ ψυχισμ.οϋ, τότε
πώς αύτό πού παρουσιάζεται μέ τέτοιες άξιώσεις de lure ίσχύος εΐναι δυνατόν νά
μήν ύπόκειται στούς ψυχικούς καί κοινωνικοϊστορικούς καθορισμ.ούς, μέσω τών
όποίων κάνει κάθε φορά τήν έμ,φάνισή του; Πώς μ-πορεΐ νά μήν ύπόκειται στήν
κλειστό-τητα τοϋ κόσμ-ου, μ.έσα στόν δποϊο δημ-ΐουργήθη-κε; Μέ αλλα λόγια, καί
αύτό εΐναι τό έρώτημ,α πού μ,ας ένδιαφέρει κυρίως ( γι' αύτό ή φ^λοσοφία όφείλα
πάντοτε νά εΐνα^ καί άνθρωπολογ^κή), πώς τό ίσχύον μ,πορεΐ νά εΐναι καί ένεργώς
πραγμ,ατι-κό, καί τό πραγμ,ατικό νά εΐναι καί ίσχύον;
Γιά νά ύπογραμ.μ.ίσουμ.ε τήν σημ-ασία αύτοϋ τοϋ τρόπου έρωτημ-ατοθεσίας, ας
θυμ.ηθοϋμ.ε πα-ραδείγμ-ατος χάριν δτι, σέ μιά φιλοσοφία τόσο μ.ε-γάλη, τόσο
σπουδαία καί πού σημ-άδεψε τόσο πο-λύ τήν συνέχεια της ίστορίας της φιλοσοφίας,
δ-σο ή καντιανή φιλοσοφία, πραγμ-ατικότης καί ϊ-σχύς χωρίζονται άπό μιάν
αβυσσο, δέν είναι νοη-τές μαζί, δέν μ.ποροϋν νά άποτελέσουν άντικείμ.ε-νο
ταυτόχρονης σύλληψης. Ό Κάντ διερωταται: πώς μποροϋμε νά εχουμ,ε, de iure,
άναγκαΐες καί άληθεΐς γνώσεις; καί καταλήγει στήν κατασκευή ή τήν ύπόθεση ένός
ύπερβασιακοϋ ύποκειμένου (θά μ.ποροϋσε έπίσης νά τό όνομ-άσει κανείς ίδεατό ύ-
ποκείμ,ενο), τό όποΐο διαθέτει πράγματι, άπό κα-τασκευης, όρισμ-ένες a priori
γνώσεις - άληθεΐς, μ.ή τετριμ.μ.ένες καί άναγκαΐες. Τί μ.ας προσφέρει δμ.ως έμ.ας
αύτό, τό γεγονός δηλαδή δτι ένα ύπερ-

βασιακό ύποκείμ,ενο ή μιά ύπερβασιακή συνείδηση θά μ.ποροϋσαν νά εχουν αύτήν


τήν άσφαλή γνώ-ση, γιά τήν όποία κάνει λόγο ό Κάντ; Έγώ δέν είμαι ένα
ύπερβασιακό ύποκείμ,ενο, είμαι ένα πραγ-μ.ατικό άνθρώπινο δν. Τό νά μοϋ λένε δτι
τό ύπερ-βασιακό ύποκείμ-ενο εΐναι κατασκευασμ-ένο έτσι, καί δτι έξ αύτοϋ μ-πορεΐ
νά φτάσει σέ συνθετικές a priori κρίσας, δέν μ' ένδιαφέρει. θά μ' ένδιέφε-ρε μ-όνο
αν ήμ,ουν κι έγώ ενα ύπερβασιακό ύποκεί-μ-ενο. Έξ ο5 καί ή διαρκής
άμ,φιταλάντευση τοϋ Κάντ: άπό τήν μιά όμιλεΐ γιά τό τί εΐναι τό ύπο-κείμ-ενο άπό
ύπερβασιακή σχοπιά, καί άπό τήν αλ-λη άναφέρεται στήν «έμπεφία μας», στό
«πνεϋ-μα» μ-ας (Gemiit), σ' «έμ,ας τούς άνθρώπους» (wir Menschen). Πρόκειται
λοιπόν δραγε γιά τό «πνεϋ-μ.α μ.ας» - ή γιά τό «πνεϋμ-α» ίδωμ-ένο άπό ύ-
περβασιακή σκοπιά; Ή άμ.φΐταλάντευση αύτή αϊ-ρεται, άλλά μέ τρόπο τραγικό, στήν
πρακτική φι-λοσοφία τοϋ Κάντ, σύμ.φωνα μέ τήν όποία, έν τέ-λει, δέν μ-πορώ ποτέ
νά είμαι στ' άλήθεια ήθικός, διότι κινοϋμ-αι κατ' άνάγκην πάντοτε άπό «έμπει-
ρικούς», δηλαδή πραγμ-ατικούς προσΒιορισμούς. Σ' αύτόν τόν πάσσαλο εμ,εινε
δεμ-ένη ή ψιλοσοψία άπό τόν καιρό ήδη τοϋ Πλάτωνος, άκριβώς διότι δέν κατάφερε
νά κοιτάξει κατάμ.ατα αύτό τό έρώ-τημ-α, πού είναι τό μ-όνο άληθινό σέ σχέση μέ
τό ζήτημ-ά μ.ας: πώς μ-πορεΐ ή Ισχύς νά γίνα πραγ-μ-ατικότης, καί ή
πραγμ,ατικότης ίσχύς; Δέν είναι δυνατόν νά δώσω έδώ τήν άπάντηση· θά έπιση-
μ.άνω μ-ονάχα όρισμ.ένα σημ-εΐα πού διευκολύνουν τήν κατανόησή του.
"Αν θέλουμ-ε νά μιλ-ψουμε γιά τήν άλήθε^α, δΐακρίνοντάς την άπό τήν άπλη
όρθότητα (άλή-θεια-όρθότης, Wahrheit-Richtigkeit), καί αν λέμ-ε άπό τή μιά δτι ή
πρόταση 2+2=4 εΐναι όρ-θή, άλλά δτι ή φιλοσοφία τοϋ Άριστοτέλους ή τοϋ Κάντ
εΐναι άληθής ή δτι εχει νά κάνει μί τψ άλήθεια, τότε θά πρέπει νά ξαναεξετάσου-μ.ε
καί νά τροποποιήσουμ-ε τήν σημ-ασία αύτοϋ τοϋ δρου. Πρέπει νά άποκαλέσουμ.ε
άλήθεια δ-χι μιά ίδιότητα τών προτάσεων ή ενα όποιοδή-ποτε άποτέλεσμ.α, άλλά
τήν ϊδια τήν κίνηση πού διαρρηγνύει τήν έκάστοτε κατεστημ-ένη κλει-στότητα καί
άναζητεΐ, μ.έσα στήν προσπάθεια γιά λογική συνοχή καί γιά λό7ον Αί<5ναί, νά συ-
ναντηθεΐ μέ αύτό πού ύπάρχει. "Αν δώσουμ,ε αύ-τή τήν εννοια στήν άλήθεια, τότε
θά πρέπει νά ποϋμ-ε δτι τόπος της άλήθειας εΐναι τό κοινωνι-κοϊστορικό, ή
άνθρωπολογία μέ τψ άληθινή εν-νοια. Διότι δχι μ.όνο ή γλώσσα, ή σημ-ασία, ή I-
δεατότητα, τό αΐτημ,α της de iure ίσχύος δη-μ.ιουργοϋνται μ.έσα στό
κοινωνικοϊστορικό καί

χάρις σ' αύτό, άλλά καί μ-όνο μ-έσα στό κοινω-νικοϊστορικό καί χάρις σ' αύτό
μ.ποροϋμ.ε, στό μ-έτρο τοϋ δυνατοϋ, νά άνταποκριθοϋμ.ε σ' αύτό τό αΐτημ.α, καί
κυρίως: μ.όνο μ.έσα στό κοινωνι-κοϊστορικό καί χάρις σ' αύτό μ,ποροϋν νά ύπάρ-
ξουν ή ρήξη της κλειστότητας καί τό κίνημ-α πού έκδηλώνει αύτήν τή ρήξη. - Δίχως
αύτήν τήν ίδέα περί άλήθειας, άπλώς θά διαμ.ελιζόμ.α-σταν άνάμ-εσα στίς «όπτικές
γωνίες», «άλη-θεΐς» στό εσωτεριχό τοϋ κάθε «ύποκειμένου» κλειστότητος καί γιά
κάθε τέτοιο «ύποκείμ.ε-νο», συνεπώς άνάμ,εσα σ' εναν άπόλυτο σχετι-κισμό, καί
στήν ίδέα ένός όριστικά όλοκληρω-μ-ένου συστήμ-ατος πού θά ήταν ή κλειστότητα
δλων τών κλειστοτήτων.
Έπίσης, καί μέ βάση τήν δεύτερη δημ,ιουρ-γία γιά τήν όποία μ.ιλοϋσα προηγουμ-
ένως, έντός καί διά τοϋ κοινωνικοϊστορικοϋ έμ.φανίζονται ή ά-ναστοχαστική
ύποκειμενικότητα καί τό πολιτικό ύποκείμ-ενο, πού άντιπαρατίθενται στήν κάθε εί'-
δους «προγενέστερη» άνθρωπότητα, δηλαδή σέ ατομ-α συμ.μ.ορφωμ.ένα,
κοινωνικώς κατασκευα-σμ-ένα - δσο αξια σεβασμ,οϋ, έκτίμ,ησης καί ά-γάπης κι αν
εΐναι συχνά αύτά.
Έπίσης, μ.όνο έντός καί διά τοϋ κοινωνικοϊ-στορικοϋ δημ.ιουργοϋνται ενας δημ-
όσιος χώρος καί χρόνος άνακλαστικοϋ στοχασμ.οϋ - μιά συγ-χρονική καί διαχρονική
άγορά πού έμ-ποδίζει τήν κάθε ύποκειμ-ενικότητα νά φυλακισθεΐ μ.έσα στήν δική
της κλειστότητα. Τέλος, άκριβώς έπειδή τό κοινωνικοϊστορικό εΐναι δημ,ιουργία
συνεχής καί πυκνή, τά έκάστοτε κεκτημ-ένα τοϋ άνακλαστι-κοϋ στοχασμ.οϋ
μ.ποροϋν ν' άμ.φισβητηθοϋν καί πράγμ-ατι άμφισβητοϋνται. Δίχως μιά τέτοια δη-μ-
ΐουργία, ή φιλοσοφία, απαξ καί δημ-ΐουργήθηκε, θά κινδύνευε νά παγιωθεΐ ή νά
γίνει μιά άπλή λο-γική διευθέτηση τοϋ δεδομ-ένου κοινωνικοϋ κό-σμ.ου, κεκτημ-
ένη απαξ διά παντός, δπως ύπηρ-ξε πράγμ-ατι ή μ.οίρα της φιλοσοφίας στήν Ίνδία,
στήν Κίνα, στό Βυζάντιο ή στό Ίσλάμ, ή, τέ-λος, νά μ.είνει άπλώς μιά
άπαρασάλευτη άπορη-τική μ-ετεώριση τών θεσμ.οθετημ.ένων βεβαιοτή-των πρός
δφελος ένός μ.υστικισμ.οϋ, δπως στά περισσότερα βουδιστικά ρεύμ,ατα.
ΚΟΡΝΗΑΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
Άλλά, βέβαια, έπίσης ό στοχασμ-ός βρίσκει στήν ριζική φαντασία της άτομ.ικης
ψυχης τή θε-τική του συνθήκη. Αύτή ή φαντασία εΐναι έκεί-νη πού έπιτρέπει τή δημ-
ΐουργία τοϋ νέου, δηλα-δή τήν άνάδυση πρωτότυπων μ.ορφών, είκόνων, σχημ-άτων,
της νόησης καί τοϋ vcr^ou. Καί έ-πίσης, άκριβώς διότι ύπάρχει ριζική φαντασία καί
δχι μ-όνο άναπαραγωγή ή άνασυνδυασμ.ός τοϋ ξα-ναϊδωμ-ένου, φαντασία πού δέν
παγιώνεται, δέν καθηλώνεται, δέν περιορίζεται στίς ήδη ύπαρκτές καί γνωστές μ-
ορφές, άκριβώς γι' αύτόν τόν λό-γο τό άνθρώπινο δν εΐναι ίκανό νά προσδέχεται, νά
ύποδέχεται καί νά δέχεται τήν πρωτότυπη φαντασία τών αλλων, πού άλλιώς θά
παρέμ-ενε προσωπικό παραλήρημ-α ή άτομ.ική διασκέδαση. Τοϋτο ίσχύει τόσο γιά
τήν ψιλοσοψία δσο καί γιά τήν τέχνη ή τίς έπιστημ.ες.
Καί στίς δύο περιπτώσεις, της φαντασίας πού δημ.ιουργεΐ τό πρωτότυπο καί της
φαντασί-ας πού εΐναι ίκανή νά τό άποδεχθεΐ, ένέχεται ε-νας τύπος άτόμ,ου: ή
άναστοχαστική καί βουλευ-τική ύποκειμ-ενικότητα, πού εΐναι άνοιχτή στό
καινούργιο κατά τρόπο κριτικό καί διαυγασμ-ένο, πού δέν άπωθεΐ τά εργα της
φαντασίας -της δικης της ή έκείνης τών αλλων-, άλλά εΐναι l· κανή νά τά
προσδέχεται κριτικά, νά τά δέχεται ή νά τά άρνεΐται.
IV
Ένα τέτο^ο ατομ,ο εΐνα^ τό ϊδιο μία κο^νων^-κοϊστορική δημ,ιουργία. Εΐναι
ταυτόχρονα, τό ά-ποτέλεσμ-α καί ή συνθήκη της άμ.φισβήτησης τών έγκαθιδρυμ-
ένων θεσμ-ών. Εΐναι αύτό τό 6-ποΐο μ.ας όδηγεΐ, έν κατακλείδι, στό έρώτημ.α της
πολιτικής. [...].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. (Σ.τ.Μ.) Άναφορά τοϋ συγγραφέα στίς Lettres Persanes τοϋ Montesquieu.
2. (Σ.τ.Μ.) Ό συγγραφέας δανείζεται τόν δρο άπό τά μαθηματικά: «Ένα άλγεβρικό
σώμα καλεΐται κλειστό, δ-ταν δλες ol έξισώσεις που γράφονται μέ τά στοιχεΐα του ε-
χουν λυσεις έντός του».

Δημ,οκρατία, φιλοσοφία καί τραγωδία κατά τόν Κ. Καστοριάδη


Γιώργος Ν. Οίκονόμου
Ô
Εϊς μνημψ Σπύρου Στίνα
ά κείμ,ενα τοϋ Καστοριάδη εΐναι διάσπαρ-τα μέ παραπομ-πές καί άναλύσεις τών άρ-
χαίων συγγραφέων: "Ομ,ηρος, Προσωκρα-τικοί, Τραγικοί, Θουκυδίδης, Πλάτων,
Άριστο-τέλης... "Οροι, εννοιες, πρόσωπα καί γεγονότα της άρχαίας Έλλάδος
άποτελοϋν έρέθισμ-α καί άφορμ.ή γιά τήν Καστοριαδική σκέψη, δχι ώς μ-ουσειακά,
ιστοριχά άνενεργά άντικείμ.ενα, άλλά ώς γόνιμ-ες μ-ητρες γιά τό σήμ-ερα. Αύτό πού
ε-χει ίδιαίτερη σημ,ασία εΐναι ή άνάδειξη της άρ-χαίας αμ-εσης δημ-οκρατίας άπό
τόν Καστοριάδη καί ή σύνδεσή της μέ βασικές καί θεμ,ελιώδεις εννοιες της σκέψης
του, δπως εΐναι ή «ύτονο^α, ή έλευθερία, τό φαντασιαχό, ή φαντασιαχη θέ-σμιση
της κοινωνίας, ή δημιουργία χ.α. Ή ένα-σχόλησή του μέ τήν αμ.εση δημ-οκρατία
χρονολο-γεΐται άπό παλιά, άλλά σέ κείμ-ενό του έμ.φανί-ζετα^ στό τέλος της
δεκαετίας τοϋ '701. "Εκτο-τε ή αμ.εση δημ-οκρατία παρέμ-εινε στό κέντρο της
σκέψης του καί άποτελεΐ άναπόσπαστο στοιγ^εϊο τοϋ προτάχ^ατος τ^ς αύτονομίας
καί της αύτό-νο^ς χοινοινίας. Ή δημιουργία, άπό τούς Έλ-ληνες, της πολιτικης καί
της φιλοσοφίας εΐναι γιά τόν Καστοριάδη ή πρώτη ίστορική άνάδυση τοϋ προτάγμ-
ατος της άτομ.ικης καί της συλλο-γ^κης αύτονομ,ίας2.
Οί έργασίες τοϋ Καστοριάδη γιά τήν άρχαία δημ-οκρατία άνανεώνουν τό
ένδιαφέρον μ.ας γι' αύτήν, άναδεικνύουν τήν σημ-ασία της γιά μ.ας σήμ-ερα καί τόν
ίδιαίτερο χαρακτήρα τοϋ άρχαί-ου έλληνικοϋ πολιτισμ.οϋ. Ή ίδιαιτερότητα αύ-τή
συνίσταται κυρίως στήν δημ-ΐουργία της πο-λιτικης καί της δημοχρατίας άλλά καί
στήν δη-μ-ΐουργία της φιλοσοφίας καί της τραγοΛίας. 01
γραμ.μ.ές πού άκολουθοϋν έξετάζουν τίς σχέσεις καί συναρθρώσεις μ.εταξύ της
δημ-οκρατίας, της φιλοσοφίας καί της τραγωδίας στό εργο τοϋ Κα-
στοριάδη.
Ή δημιουργία τής πολιτικής καί τής δημοκρατίας
"Ολοι οί γνωστοί πολιτισμοί (αίγυπτ^ακός, βαβυλωνιακός, ίνδικός, κινεζικός,
ρωμ,αϊκός, ά-ραβικός...) εδωσαν σπουδαΐα έπιτεύγματα σέ διά-φορους τομ,εΐς, δπως
εΐναι ή γλυπτική, ή άρχι-τεκτονική, τά τεχνικά εργα, ή άστρονομ.ία κ.α. "Ομ-ως ό
Έλληνικός πολιτισμός κομ-ίζε^ κάτι τό έντελώς διαφορετικό καί μ-οναδικό στήν
άνθρώ-πινη ίστορία, τήν δημ-ΐουργία της πολιτιχης. Ή πολιτική έδώ δέν έννοεΐται
μέ τήν εννοια της δια-χείρισης ή της ασκησης της έξουσίας - αύτό ύπηρχε άνέκαθεν
καί θά ύπάρχει ΐσως ές άεί. Πο-λιτική, γιά τόν Καστοριάδη, εΐναι ή συνολική ρι-ζική
θέσμ.ιση της κοινωνίας πού άφορα δλη τήν κο^νωνία καί εΐνα^ εργο δλου τοϋ
πληθυσμ,οϋ. "0-λη ή κοινότης άσχολεΐται μέ τίς κοινές ύποθέ-σεις καί αύτοθεσμ-
ίζεται ρητώς καί συλλογικώς. Αύτό σημ-αίνει δτι μ-πορεΐ νά άλλάξει τούς θε-σμούς
καί τούς νόμ-ους της έξίσου ρητώς καί συλ-λογικώς. «Ή έλληνική πολιτική, δπως
καί ή πολιτική κατά τόν όρθόν λόγον, μ.ποροϋν νά όρι-σθοϋν ώς ή ρητή συλλογική
δραστηριότητα πού θέλει τόν έαυτό της διαυγασμ-ένο, δηλαδή άνα-κλαστικό,
στοχαστικό καί βουλευτικό, καί πού εχει ώς άντικείμ,ενο τήν θέσμ,ιση της κοινωνίας
ώς τέτοΐας»3. Μέ αύτήν τήν ε^οια, ή πολιτιχη άναδύεται γιά πρώτη ψορά στίς πόλεις
της άρ-

V Γιώργος Ν. Οίκονόμου εϊναι χαθηγητής στό 1ο Πεφαματιχό Λύκειο Άθψών.


Εϊναι χάτοχος D.E.A. φιλοσοφίας τού Πανεπιστημίου τής Σορβόννης. "Εχει
δημοσιεύσει χείμενα, φιλοσοφιχά χαί
πολιτιχά, σέ διάφορα περιοδιχά χαί έφημερίδες.
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 27-36

χαίας Έλλάδος. Στούς αλλους λαούς εχουμ,ε βα-σιλεΐς χαί ύποτελεΐς, τυράννους καί
ύπηκόους, αύλικές ραδιουργίες καί Βολοπλοχίες, ΐντριγκες καί συνωμ-οσίες γιά τήν
διεκδίκηση καί διατήρη-ση της έξουσίας. Ένώ στήν Έλλάδα εχουμ-ε τήν δημ-
ΐουργία της πολιτικης ώς ύπόθεση δλης της κοινωνίας, τήν άμφισβ-ήτηση της
παράδοσης καί της ύπάρχουσας θεσμ.ισμ.ένης κοινωνίας, πού 6-δηγεΐ σέ μιά νέα
άντίληψη κοινωνικης συνύπαρ-ξης, τήν δημ.οκρατία: οί άποφάσεις γιά τίς ύπο-
θέσεις της πόλεως εΐναι άνώτερη άσχολία καί πρέπει νά λαμ-βάνονται άπό δλους, ή
έξουσία πρέ-πει νά άσκεΐται άπό δλους, δηλαδή πρέπει δλοι νά εΐναι ΤΓθλίτες.
Έξαιροϋνται, ώς γνωστόν, οί γυναΐκες καί οί 8ο>Λοι\ Ή καΐνούργΐα αύτή θέ-σμ.ιση
καί άντίληψη προϋποθέτει τήν άποϊεροποί-ηση τών δημ-οσίων ύποθέσεων καί τήν
άντίληψη δτι ή έξουσία δέν προέρχεται άπό τούς θεούς ή τόν θεό, άπό τούς
προγόνους ή τήν Φύσιν. Δέν άναγνωρίζεται χάποια ίερή τάξη δοσμ-ένη έκ τών
προτέρων, ουτε χάποιο ίερό δόγμ.α, κάποιος μ.η-χανισμ-ός, κάποιο ίερατεΐο πού νά
έπιβάλλει καί νά δικαιολογεΐ κάποιον τύπο διακυβερνήσεως, κάποια ήγεσία. Δέν
άναγνωρίζεται κάποια προ-σφυγή στά θεΐα γιά νά νομ.ιμ.οποιήσει κάποιες πο-
λιτικές άποφάσεις ή έξουσίες. Αύτά τά πράγμ-α-τα είσάγον™ μέ τούς Ίουδαίους
(Παλα^ά Δια-θήκη) καί έπιβάλλονται στήν άνθρωπότητα μέ τόν χρ ΐστιανισμό (Καινή
Δ^αθήκη), ό όποΐος γί-νεται ή ίδεολογική νομ,ιμ-οποίηση, καθ' δλη τήν διάρκεια τοϋ
Μεσαίωνα, κάθε εΐδους αύθαιρεσί-ας, άπολυταρχίας καί τυραννίας, σέ Άνατολή καί
Δύση, σέ Καθολικούς καί Όρθοδόξους.
Ή άντίθεση φύσις-νόμος, ή όποία άπασχολεΐ καί διχάζει τούς φιλοσόφους, λαμ-
βάνει άπάντηση στό πεδίο της δημ-οκρατικης πολιτικης: οί θεσμ-οί εΐναι νφιω καί
δχι ^ύσεί, εΐναι άνθρώπινες δη-μ-ΐουργίες καί δχι δώρα της Φύσεως ή τοϋ θεοϋ.
Έτσι καί ή δημ,οκρατία δέν εΐνα^ άποτέλεσμ,α φυ-σικών ή αύθόρμ.ητων τάσεων της
κοινωνίας, ου-τε κάποιων ίστορικών ή κοινωνικών νόμ,ων. Εΐναι δημ,ιουργία
άνθρώπινη, εΐναι άποτέλεσμ,α τοϋ ττοί-εΓν-ττράττείν τών άνθρώπων. Τήν ϊδια
άπάντηση δίνε^ καί ή τραγωδία διά τοϋ Σοφοκλέους (βλ. πιό κάτω). «"Αν οί
Έλληνες μ,πόρεσαν νά δημ,^ουρ-γήσουν τήν πολιτική, τήν δημ-οκρατία, τήν φιλο-
σοφία, εΐναι έπίσης έπειδή δέν εΐχαν ίερά βιβλία, δέν εΐχαν άλήθεια έξ άποκαλύψεως
καί δέν εΐχαν προφήτες. Εΐχαν ποιητές, εΐχαν φιλοσόφους, εΐ-χαν νομ,οθέτες καί
εΐχαν πολίτες»5.
Ή έξουσία γιά τούς Έλληνες προέρχετα^ ά-πό τούς ΐδιους τούς άνθρώπους καί,
συνεπώς, θά
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. 0ΙΚ0Ν0Μ0Υ
πρέπει νά άσκεΐται άπό δλους τούς πολίτες καί δχι άπό τόν εναν ή τούς όλίγους.
Φθάνουν ετσι στήν έγκαθίδρυση μιας αλλης, καινούργιας κοι-νωνίας, της δ-
ημοχρατίας, της όποίας τά κύρια χαρακτηριστικά είναι, έν συντομ-ία, τά έξης:
α-,αεσ^ συμ.μ.ετοχή δλων τών πολιτών στήν διαμ.όρ-φωση καί τήν ψήφιση τών
άποφάσεων γιά δλα τά σημ,αντ^κά ζητήμ,ατα (πόλεμ,ο, είρήνη, συμ.-μαχίες...),
άμεση συμ.μ.ετοχή στήν ψήφιση τών νόμ,ων (Έχχλησία, Βουλη τών πενταχοσίων),
α-μεση συμ.μ.ετοχή δλης της κοινότητας στήν α-σκηση της έξουσίας σέ δλες τίς μ-
ορφές της, χω-ρίς άντιπροσώπευστ! μ.εσαζόντων καί έπαγγελμ.α-τιών. Αύτό
έπιτυγχάνεται διά της χλ^ρώσεως στήν δικαστική, νομ-οθετική καί έκτελεστική έ-
ξουσία. Ή κλήρωσις συνιστα τήν ^ίοττο^ διαφο-ρά της δημ,οκρατίας6. Όρΐσμένα
άξ^ώμ,ατα, γιά τά όποΐα χρειάζονται είδικές γνώσεις, ίκανότη-τες καί πεΐρα, εΐνα^
αίρετά (στρατηγοί, ταμίαι...). "Ολα τά άξ^ώμ-ατα εΐνα^ μ-^κρης διάρκειας καί ά-
νακλητά καί ύφίστανται ελεγχο ούσιαστικό (εύθϋναί, λό 7ον άίόναθ. Ό Καστορ^άδης
συζητα έκτενέστερα στό κείμ-ενο «Ή έλληνική πόλις καί ή δημ-ΐουργία της δημ-
οκρατίας» τρία θέμ-ατα: Ή κοινότητα σέ άντίθεση μέ τό κράτος, Ό δημ.ος σέ
άντίθεση πρός τούς είδήμ-ονες, Ό δημ.ος σέ άντίθεση πρός τούς «άντιπροσώπους».
Ή καινούργια αύτή θέσμ-ΐση δημ.ιουργεΐ νέες σημ-ασίες: έλευθερία, ίσότης,
δίχαιον, Ισονομία,... Αύτό πού κυριαρχεΐ εΐναι ή έλεύθερη δημ-όσια συ-ζήτηση
(ίσηγορία, παρρησία) χαί ένημ,έρωση γΐά δλα τά θέμ,ατα (τ^οΛ&^ναί λό7ωΛ ή
έπιχει-ρημ-ατολογία καί ή διαμ-άχη τών ίοίών, μέ τελι-κή κατάληξη τήν άπόφαση
διά της ψηφοφορίας (εδοξε τγι 6ουλγ) χαί τω δ-ήμφ). Ή φαντασιακή σημ-ασία πού
διατρέχει δλα τά έπίπεδα της δημ.ο-κρατικης πόλεοκ εΐναι ό λόχος: στήν Άγορά μέ
τίς πολιτικές καί φιλοσοφικές συζητήσεις, στήν ΪΤλίαία μέ τούς δικανικούς λόγους,
στήν Έκ-κλϊ^σία μέ τίς δημ,ηγορίες καί τούς συμ,βουλευτι-κούς λόγους τών
ρητόρων (τ£ς άχορεύείν ίούλε-ται;) καί στό Θεατρο μέ τήν τραγωδία καί τήν κωμ-
ωδία. Παντοϋ ύπάρχει ή γοητεία καί ή ήδο-νή τοϋ λόγου. Κυλινδεϊται μέν πανταχοΰ
πας λό-γος, δπως θά ελεγε ό Πλάτων. Ή δημ-οκρατία εΐναι ό πολιτισμός της πόλεως
χαί τοϋ λόγου. Ή άνώτατη άρετη έντός αύτης της κοινωνίας εΐναι ή πολιτική άρετή,
ή πολιτική τέχνη. Δέν ύπάρ-χει ετσι άντίθεση μ.εταξύ ίδιωτικης καί δημ-όσιας
σφαίρας -παρ' δτι εΐναι σαφώς χωριστές καί διακριτές- ουτε μ.εταξύ ήθικης καί
πολιτικης. Ή γενική συμ.μ.ετοχή στήν πολιτική συνεπάγε-
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Φ1Α0Σ0Φ1Α KA1 ΤΡΑΓΩΔΙΑ KATA TONE. ΚΑΣΤ0Ρ1ΑΔΗ

29
ται τήν δημ-ΐουργία, γιά πρώτη φορά στήν ίστο-ρία, ένός 8-ημοσίου χώρου, ή
άνάδυση τοϋ όποίου σημ-αίνει δτι εχει δημ.ιουργηθεΐ ενα δημ-όσιο πεδίο «πού
άνήκε^ σέ δλους» (τά χοινά). Τό «δημ,όσ^ο» παύει νά εΐναι «ίδιωτική» ύπόθεση τοϋ
βασιλέως, τών ίερέων, της γραφειοκρατίας, τών όλίγων πο-λ^κών, τών δηθεν ε'^κών
κ.λπ.7 Αύτό συνκττα καί εναν αλλον όρισμό της δημ-οκρατίας, έξ ί'σου ίσοδύναμ.ο
μέ τόν προηγούμ.ενο: τό πολίτευμ-α στό δποϊο ό δημ-όσιος χώρος γίνεται πραγμ-
ατικά δη-μόσιος, δηλαδή άνήκει σέ δλους, εΐνα^ πραγματι-κά άνο^χτός στή
συμ,μ,ετοχή δλων8.
Ό δημ-όσιος αύτός χώρος, ή πολιτική καί ή δημ-οκρατία, καθώς καί ή αύτόνομ.η
πόλις, παύ-ουν νά ύπάρχουν μ,ετά τήν στρατιωτική ήττα τών Άθηναίων καί τήν
πλήρη κυριαρχία της μ-ακεδο-νικης μ-οναρχίας καί τήν ύποδούλωση άπό αύτήν
δλων τών έλληνικών ττόλεων. Αύτό πού κυριαρ-χεΐ εκτοτε εΐναι ή θέληση καί ή
άπόλυτη έξουσία τοϋ μ-ονάρχη. Ή πολιτική καί ή εννοια της δη-μ-οκρατίας
άρχίζουν νά άναδύονται ξανά στίς ϊτα-λικές πόλεις κατά τόν 14ο ai. μ.Χ., μετά άπβ
17 ο'ιώνες. Μετά τήν Άναγέννηση καί τίς άστι-κές έπαναστάσεις τοϋ 18ου αίώνα
στήν Δυτική Εύρώπη, εχουμ,ε τήν έπανεμ,φάνιση της άμ,φισβή-τησης της
θεσμ.ισμ.ένης κοινωνίας καί τήν δη-μ-ΐουργία ένός δημ.οκρατικοϋ κινήμ-ατος. Ή
άλλα-γή αύτή πραγμ-ατοποιεΐται μέ τήν πάλη κατά της φεουδαρχίας, της μ-οναρχίας
καί της Έκκλησίας. Δέν είναι, βέβαια, τυχαΐο πού δλο αύτό τό κίνη-μα εΐχε ώς
σημ,αία του τήν άρχαιοελληνική πα-ράδοση. Ή άρχαιολατρία καί δή ή
έλληνολατρία άποτέλεσε δπλο κατά τοϋ παραδοσιακοϋ χριστια-νισμοϋ, ό δποϊος
κυριάρχησε ίδεολογικώς καί πο-λιτικώς καθ' δλον τόν Μεσαίωνα. "Ολο αύτό τό
κίνημ-α όδήγησε στήν δημ-ΐουργία μιας καινούργιας πολιτειακης μ-ορφης, τοϋ
κοινοβουλευτισμ,οϋ, πού έμ-πνέεται άπό τήν άρχαία δημ-οκρατία, ύπολείπε-ται
δμ.ως σέ πολλά. Ό Καστοριάδης άσκεΐ δρι-μ.ύτατη κριτική καί στίς σύγχρονες
«φιλελεύθε-ρες όλιγαρχίες», δπως άποκαλεΐ τά δυτικά άντι-προσωπευτικά
πολιτεύμ.ατα, τά όποΐα αύτάρεσκα καί μέ αύτοϊκανοποίηση αύτοαποκαλοϋνται «δη-
μ-οκρατίες», άλλά καί τήν σύγχρονη πολιτική σκέψη, μ-αρξιστική καί φιλελεύθερη,
ώς άνίκανες νά καταλάβουν τό πραγμ,ατικό νόημ,α της δημ.0-κρατίας καί της
αύτονομ,ίας9.
Ή δημιουργία τής φιλοσοφίας
Γιά τήν Καστοριάδη ή ψ'Κοσοψα εΐναι μιά διάσταση της πολιτικης δημ-ΐουργίας
τών άρχαί-
ων Έλλήνων, εΐναι σύγχρονη μέ τήν γέννηση της
δημ-οκρατίας καί ταυτίζεται μέ τήν ρητή καί ά-περιόριστη έρώτηση καί έπερώτηση.
«Αυτό τό οποϊο γίνεται θέμ.α έρωτήσεως καί έπερωτήσεως στό χοινωνιχό πεδίο
είναι: Εΐναι οί νόμοι μ.ας κα-λοί καί σωστοί; Εΐναι δίκαιοι; Ποιούς νόμ,ους θά
επρεπε νά κάνουμ-ε; Καί στό άτο^ίχό πεάΌ: AUTO τό δποϊο σχέψτομαι εΐναι
άληθινό; Μπορώ νά ξέρω αν αύτό πού σκέφτομ,αι εΐναι άληθινό; Καί πώς μ.πορώ
νά τό ξέρω; Αυτές οί δυό έρωτήσεις χαρακτηρίζουν τήν ταυτόχρονη γέννηση της δη-
μ,οκρατίας καί της ψιλοσοψίας»10. ‘ 0 Καστο-ριάδης άσκεΐ κριτική στόν Χάιντεγκερ
καί τονί-ζει δτι ό πυρήνας της φιλοσοφίας δέν εΐναι ή έ-ρώτηση «τί εΐναι τό Εΐναι» ή
«τί εΐναι τό νόη-μα τοϋ Εΐναι» ή «Γ^ατί εΐναι κάτι καί δχι τίπο-τα». "Ολα αύτά εΐνα^
δευτερεύοντα, δλα αύτά έ-ξαρτώνται άπό τήν άνάδυση μιας πιό ριζικης έ-ρώτησης,
«Τί πρέπει νά σκέπτομαι;». Αυτή εΐ-ναι ή άρχική έρώτηση της φιλοσοφίας. Τί πρέ-
πει νά σχέπτομαι γιά τό Είναι, γιά τήν φύση, γιά τήν πόλιν καί τήν δικαιοσύνη, γιά
τήν ϊδια μου τψ σκέψη κ.λπ.11
Ή γέννηση της φιλοσοφίας όφείλεται στήν άμ.φισβήτηση της κληρονομ.ημ.ένης
σκέψης καί παράδοσης, στήν άμ,φισβήτηση της θεσμ.ισμ.ένης παράστασης της
κοινωνίας. Αυτό προϋποθέτει τήν κριτική καί τόν λόγο, τψ άπαίτηση τοϋ λό-γον
διδόναι, νά δοθεΐ λόγος γιά τά πάντα, γιά τόν κόσμ-ο, γιά τήν κοινωνία, γιά τίς ίδέες,
γιά τίς πράξεις μας. Προϋποθέτει τήν άντίληψη δτι δέν ύπάρχει κάποιος
έξωανθρώπινος καί έξωκοινωνι-κός παράγων (θεός, φόσις,...) ό δποϊος νά δη-
μ,ιουργεΐ τήν ιστορία καί τήν κοινωνία. Άμφισβη-τεΐ, συνεπώς, τήν παραδοσιακή
θρησκεία καί τήν μ-υθολογική άντίληψη, δπως φαίνεται ήδη στούς πρώτους
προσωκρατικούς στοχαστές, οί όποΐοι δημ.ιουργοϋν καινούργιες εννοιες, νέους
δρους πού άντιπαρατίθενται στήν παράδοση: Τό ΰδωρ τοϋ θαλοϋ, τό άττεφον τοϋ
Άναξιμάνδρου, δ λόγος τοϋ Ήρακλείτου, ή κριτική τοϋ Ξενοφάνους στήν
άνθρωπόμ-ορφη παράσταση τών θεών, οί πολιτι-κές έλεγεΐες τοϋ Σόλωνος κ.λπ.
Κατά τόν Bur-net, ή ίωνική φυσική σώζει τήν Ευρώπη άπό τήν θρησκευτική
άντίληψη της Άνατολής, εΐναι ό Μαραθών τοϋ πνευμ,ατικοϋ βίου. Γιά πρώτη φο-ρά
στήν άνθρώπινη σκέψη γίνεται προσπάθεια νά κατανοηθεΐ ό κόσμ-ος διά τοϋ λό7ου.
Στήν ίουδαιοχριστιανική παράδοση εΐναι ά-δύνατη ή δημ-ΐουργία της φιλοσοφίας
(καί της δημ,οκρατίας), διότι άκρ^βώς λείπε^ ή άμφ ΐσβή-τηση καί ή έρώτηση, λείπει
ή άπαίτηση τοϋ λό-
Γαλλική εκδοση τοΰ SiSXiou Ή φαντασιακή θέσμιση της χοωωνίας (1975).
γον διδόναι. Ή ίουδαϊκή καί ή χριστιανική κοι-νωνία εΐναι έτερόνομ,ες κοινωνίες,
διότι πιστεύ-ουν δτι οι νόμοι έδόθησαν στούς άνθρώπους άπό τόν Γιαχβέ-Θεό, ώς έκ
τούτου εΐναι ίεροί καί ά-παραβίαστοι καί άπαγορεύεται οίαδήποτε προ-σθήκη καί
άλλαγή12. Τό μ,όνο πού έτΗτρέπετοκ εΐναι ή έρμ-ηνεία. Άπαγορεύεται κάθε σκέψη
καί πολιτική δραστηριότητα. Παγιώνεται ετσι μιά κατάσταση απαξ διά παντός,
κυριαρχεΐ ή παρά-δοση, ή στατικότης καί ή συνεχής έπανάληψη 13. Ό ίουδαιο-
χριστιανισμ.ός εχει ραβίνους, θεολό-γους, μ-οναχούς, άσκητές, προφητες, πιστούς...,
δέν εχει φιλοσόφους καί ποιητές, δέν εχει πολί-τες οί όποΐοι νά συζητοϋν καί νά
άποφασίζουν έ-λευθέρως στόν δημ.όσιο καί άνοιχτό χώρο της πόλεως. Αύτό πού
λείπει εΐναι ή έλευθερία, ή 6-ποία άποτελεΐ προϋπόθεση γιά τήν φιλοσοφία, ή όποία
μέ τήν σειρά της άποτελεΐ μία έκδήλωση της έλευθερίας. Γιά τόν Καστοριάδη,
φίλοσοφώ σημ-αίνει δοκιμάζω νά είμαι έλεύθερος στό πεδίο της σκέψης14.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. 0ΙΚ0Ν0Μ0Υ
Ή φιλοσοφία, λοιπόν, δημ-ΐουργήθηκε άπό τήν άμ-φισβήτηση της συλλογικης
θεσμ.ισμ.ένης παράστασης της κοινωνίας, τήν άμ.φισβήτηση τοΰ μ,ύθου καί της
παραδοσ^κής λατρείας15. Φ^ λοσοφία σημ-αίνει τήν εξοδο άπό τόν κλειστό κό-σμ.ο
τοϋ ίεροϋ καί της θρησκείας καί ανοιγμα στόν πραγμ-ατικό κόσμ.0 της πόλεως καί
της ζωης. Ή φύ,οσοφία εΐναι δημ,ιουργία της πόλε-ως καί τοϋ δημ,οκρατικοϋ
κινήμ,ατος. Εΐναι άδια-νόητη όπουδήποτε άλλοϋ, διότι συνδέεται καί μέ τό
έρώτημ.α περί τοϋ νφιου. Τί σημούνει νόμος; Ποιός θέτει τόν νόμο; Τιατί αύτός δ
νόμ.ος καί δχι χάποιος αλλος; Δέν πρόκειται μ.όνο γιά τό ζή-τημ-α έάν αύτός b
νόμ,ος εΐναι καλός ή κακός, άλ-λά τί σημ-αίνει γιά Ιναν νόμ,ο νά εΐναι καλός ή κα-
κός. Μέ αλλα λόγια, τί εΐναι άκαίον, τί εΐναι δι-κα^οσύνη16.
Αύτό σημ-αίνει δτι πρίν νά ύπάρξει ή τυπική φιλοσοφία, δηλαδή ή φιλοσοφία δπως
εΐναι γνω-στή μέ τόν θαλη καί τούς αλλους Μιλησίους τούς αλλους
προσωκρατικούς καί συνεχίζεται στόν 4ο αίώνα μέ τόν Πλάτωνα καί τόν Άριστο-
τέλη, ύπάρχει ήδη έντός της πόλεως μιά «αλ-λη» φιλοσοφία, μιά ύπόρρητη καί
ύποφώσκουσα «φιλοσοφία»: ύπάρχουν τά προηγούμ.ενα έρωτή-μ.ατα γιά τόν νόμο,
καθώς καί αλλες ίδέες πού συζητοϋνται καί άντιπαρατίθενται μ.έσα στόν δη-μόσιο
χώρο της πόλεως. Ύπάρχει ή θεσμ-ΐστική δραστηριότητα τών άνθρώπων, ή όποία
βεβαίως δέν εΐναι τυφλή καί αύτόμ,ατη, άλλά λελογισμ-έ-νη καί συνειδητή. Δηλαδή,
ή κοινότητα πού δρα, ή θεσμίζουσα xoivojvia, δταν θέτει τά προηγού-μ.ενα
έρωτήμ.ατα καί προσπαθεΐ νά τά λύσει μέ τήν δραστηριότητά της, μέ τό ποιεΐν-
πράττειν, θέτοντας νόμ-ους καί μ.ετά αλλους νόμ-ους κ.ο.κ, κατά κάποιον τρόπο,
εΐναι «εργω» φιλόσοφος. Στίς αλλες κοινωνίες αύτά τά έρω'τήματα δέν ύ-πάρχουν:
οί νόμοι ή εΐναι κληρονομ,ιά τών προγό-νων, τοϋ θεοϋ, τών θεών, ή δέν ύπάρχουν
κα-θόλου καί στή θέση τους ύπάρχει ό μ-ονάρχης, ό φύλαρχος, τό ιερατεϊο κ.λπ.
Γιά πρώτη φορά έπίσης τίθενται τά έρωτή-μ-ατα: Τί εΐναι καλό καί τί χαχό; Βάσει
ποιών άρχών μ.ποροϋμ.ε νά άποφασίσουμε δτι χάτι εΐναι καλό ή κακό; Δηλαδή τί
σημ-αίνει έκλε7ω, τί ση-μ.αίνει κρί'νω; Καί αύτά τά έρωτήμ.ατα καί οί εν-νοιες δημ-
^ουργήθηκαν μ-όνο άπό τούς Έλληνες, εΐναι άδύνατα καί άδιανόητα γιά τούς
Ίνδούς, τούς Έβραίους, τούς χριστιανούς καί τούς μ.ου-σουλμ-άνους. Ένας Έβραΐος
δέν εχε^ τίποτε νά έπιλέξει, διότι εχει δεχθεΐ μιά γιά πάντα τήν Ά-λήθεια καί τόν
Νόμ.ο άπό τόν θεό καί αν αρχιζε
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Φ1Α0Σ0Φ1Α KA1 ΤΡΑΓΩΔΙΑ KATA TONE. ΚΑΣΤ0Ρ1ΑΔΗ

31
νά έπιλέγει καί νά κρίνει σχετικά μέ αύτά, δέν θά ήταν Έβραίος. Οΰτε έπίσης ενας
γνήσιος χρι-στιανός εχει νά κρίνει ή νά έπιλέξει, διότι εΐναι γραμ.μ.ένο: μή κ^'νετε,
Γνα μή κ^τε (Ματθαΐ-ος 7,1)17· 01 άπαντήσε^ς πού έδόθησαν άπό τούς Έλληνες
εΐχαν νά κάνουν μέ τήν πραγματική ζωή καί δχι μέ ετοιμ-α, κληρονομ.ημ.ένα σχήμ-
ατα ουτε μέ θεΐες καί ύπερκόσμ.ιες δυνάμ-εις. Ουτε έ-πίσης οί άπαντήσεις ήταν
τελεσίδικες καί τελι-κές. Τά έρωτήμ.ατα παρέμ-εναν άνοιχτά μέχρι τέ-λους, δπως
καί οί άντιθέσεις πού διχάζουν άπό τήν άρχή τους φιλοσόφους; ^ύσίς-νφιος, άλ^-
θεια-δόξα, εΐνοα-φαΐνεσθοα, χάος-κόσμος. 01 άν-τιθέσεις αύτές είναι, γιά τόν
Καστοριάδη, πολι-τιχές άντιθέσεις. Εΐναι ή όντολογική εκφραση της πολιτικης διαμ-
άχης πού σπαράσσει τήν TTO-λίν18·
Έξ αλλου, ή άντίθεση χάος-κόσμος χαρα-κτηρίζει μί εναν ίδιαίτερο τρόπο τήν
άρχαιοελ-ληνική σκέψη καί φιλοσοφία - τό χάος έννοεΐ-ται έδώ καί μέ τήν
πρωταρχική καί κυριολεκτι-κή εννοια: κενό, μ-ηδέν, άπό τό ρημ.α χαίνοχ Ά-πό τό
πιό πληρες κενό, άπό τό χάος, άναδύεται ό κόσμ-ος στόν Ήσίο8ο. Αλλά τό χάος εχει
έπί-σης τήν εννοια της άταξίας, κάτι πού δέν εΐναι τέλεια τακτοποιημ-ένο, κάτι πού
δέν ύπόκειται σέ νόμ,ους μ,εστούς νοήμ,ατος19. Αύτή ή θέα ρυθμ,ί-ζει, κατά τόν
Καστοριάδη, τήν δημ-ΐουργία της φιλοσοφίας. Γράφει: «Ή φιλοσοφία, ετσι δπως
τήν δημιούργησαν καί τήν έφάρμ,οσαν οί Έλλη-νες, εΐναι δυνατή έπειδή τό σύμ,παν
δέν εΐναι έν-τελώς τακτοποιημένο. "Αν ήταν τέτο^ο, δέν θά ύπηρχε καθόλου
φιλοσοφία, άλλά μ.όνον ενα μ.ο-ναδικό καί όριστικό σύστημ.α είδέναι. Καί αν ό
κόσμος ήταν καθαρά καί ξάστερα χάος, δέν θά ύπηρχε καμμιά δυνατότητα γιά
σκέπτεσθα^»20. Ή έλληνική σύλληψη τοϋ κόσμ-ου, δηλαδή, συ-νίσταται στό έξης:
δέν ύπάρχει μιά όλική καί «όρθολογική» τάξη τοϋ κόσμ-ου καί, κατά συνέ-πεια, δέν
ύπάρχει μιά τάξη τών άνθρωπίνων ύ-ποθέσεων συνδεδεμ-ένη μέ αύτήν τήν τάξη τοϋ
κόσμ.ου. Δέν ύπάρχει ούδεμ-ία έγγύηση γιά δσα συμ-βαίνουν έντός της κοινωνίας,
είμή μ-όνον οί ϊ-διοι οι άνθρωποι. Δέν ύπάρχει ούδεμ-ία προσφυγή καί έλπίδα σέ
κάποια μ-εταφυσική άρχή. Δέν ύ-πάρχει καμ.μ.ία έσχατολογία καί μεσσιανισμός. Ό
έλληνικός κόσμ-ος κτίζεται έπάνω στήν έπίγνω-ση δτι δέν ύπάρχει φυγή άπό τόν
κόσμ.ο καί τόν θάνατο, δτι δ ανθρωπος εΐναι θνητός καί δέν ύ-πάρχει αλλη ζωή.
Ή άντίληψη αύτή ύφίσταται ρωγμ.ή μέ τήν πλατων^κή (θεολογ^κή) φ^λοσοφία τόν
4ο αίώνα
π.Χ. Οί άπόψεις τοϋ Πλάτωνος κατά της δημ.ο-κρατίας, γιά τόν άπόλυτο
άναλλοίωτο χόσμο τών ίδεών, γιά τήν άθανασία της ψυχης καί τήν ά-ναγωγή τοϋ
θεοϋ ώς μ-έτρου δλων τών πραγμ-ά-των, όδήγησαν στήν ένιαία όντολογία, δπως τήν
άποκαλεΐ ό Καστοριάδης. Ή όντολογία αύτή ε-χει ώς άποτέλεσμ.α δχι μ.όνο νά
άποκρύπτει τήν έλληνική σύλληψη τοϋ κόσμ-ου καί νά τήν άλλοι-ώνει άλλά καί γιά
πολλούς αίώνες νά άποτελέσει τήν κυρίαρχη, αν δχι τήν μ-οναδική, είκόνα γιά τήν
άρχαία Έλλάδα. "Εχε^ έπίσης ώς άποτέλε-σμ.α νά συγκαλύπτει τό θεμ-ελιώδες
γεγονός δτι ή ιστορία εΐναι ττο^σί?, 8-ημιουργία καί δτι ή κοι-νωνία
21
αύτοθεσμ.ίζεταΐ . «Ή ένΐαία όντολογία, δ-ποιο καί αν εΐναι τό προσωπεΐο της, εΐναι
ούσια-στικά συνδεδεμ-ένη μέ τήν έτερονομ.ία. Καί στήν Έλλάδα, ή άνάδυση της
αύτονομ.ίας καθορίσθη-κε άπό μιά μή ένιαία θέα τοϋ κόσμ-ου, έκφρασμ-έ-νη ήδη
άπό τήν άρχή στούς έλληνικούς μ.ύ-θους»22.
Μέ τόν Πλάτωνα έπίσης άρχίζει καί ή άπό-συρση τών φιλοσόφων άπό τήν πραγμ-
ατική ζω-ή της πόλεως, ένώ πρίν άπό τόν Πλάτωνα οί άν-τιθέσεις καί τά προβλήμ-
ατα άντιμ-ετωπίζονταν έντός της πόλεως διά της συζητήσεως καί τοϋ διαλόγου,
στήν άγορά καί στή Βουλή, στά δικα-στήρια καί στήν έκκλησία. Δέν ύπηρχε,
δηλαδή, διαχωρισμ.ός τοϋ πολίτη καί τοϋ φιλοσόφου (ό Σωκράτης εΐναι ό
τελευταΐος φιλόσοφος πολί-της), δέν ύπηρχε διαχωρισμ.ός μ.εταξύ πολλών καί
«είδικών», μ.εταξύ δήμ.ου καί φιλοσόφων, πράξεως καί θεωρίας 23. Μέ τόν
Πλάτωνα, λ01-πόν, άρχίζουν αύτοί οί διαχωρισμ-οί καί οί άναζη-τήσεις θεωρητικών
κατασκευών ώς λύση τοϋ πραγμ-ατικοϋ πολιτικοϋ προβλήμ,ατος. Έτσι ή αρνηση
τοϋ δήμ.ου καί της δημ-οκρατίας όδηγεΐ στόν «πολιτικό πεσσιμισμό» τοϋ Πλάτωνος
καί στήν άναζήτηση λύσεως χατά της δημ.οκρατίας: στήν «πολιτεία» τών βασιλέων-
φιλοσόφων, δη-λαδή τών όλίγων έπαϊόντων καί κατόχων της «πολιτικης
έπιστήμ.ης». Αύτό φανερώνει τήν υ-παρξη μιάς elite ή όποία έπιθυμ,εΐ τήν κατάργη-
ση της έξουσίας τοϋ δήμ-ου, πράγμ-α πού εγινε λί-γα χρόνια άργότερα άπό τόν
έξωτερικό έχθρό, τούς Μακεδόνες Φίλιππο καί Άλέξανδρο.
Μετά τήν ήττα τών Άθηναίων καί τήν κα-τάλυση της δημ-οκρατίας άπό τούς
Μακεδόνες καί τήν έγκαθίδρυση παντοϋ Όλιγαρχιών καί Μοναρχιών, έξαφανίζεται
καί ή πολιτική καί τό ένδιαφέρον γιά τήν πολιτική καί, κατά συνέπεια, ό πολιτικός
στοχασμ.ός. Αύτό πού κυριαρχεΐ πιά στούς φιλοσόφους εΐναι ή άναδίπλωση στό
ατο-

μο, στήν ά-πολιτική ήθική, στήν Λογική, στήν Μεταφυσική... Οί σχολές τών
Κυνικών, Έπι-κουρείων, Στωικών... κηρύσσουν τήν φυγή άπό τήν πόλιν, τήν
αρνηση της πολιτικης καί τήν περιπλάνηση σέ παραμ-υθητικές παρακαμ-πτηρί-ους,
άνώδυνες γιά τούς ίσχυρούς μ-ονάρχες καί, πολλές φορές, κολακευτικές. Εΐναι
χαρακτηρι-στικό έπίσης δτι ό φιλοσοφικός στοχασμ.ός στήν όλιγαρχική Ρώμ.η
άρχίζει, ύπό τήν έπίδραση της έλληνικης παιδείας καί φιλοσοφίας, μέ έναν πο-
λιτικό, τόν Κ^κέρωνα. Ή λατινική γλώσσα δί-νει άκόμ.α δύο φιλοσόφους, τόν
Λουκρήτιο καί τόν Σενέκα. Καί τών τριών οί άπόψεις στηρί-ζονται σέ θέσεις τών
Πλατωνικών, τών Έπι-κουρείων, τών Στωικών... Ό τέταρτος καί τε-λευταΐος
φιλόσοφος της Ρώμ-ης, ό αύτοκράτωρ Μάρκος Αύρήλιος, γράφει στά έλληνικά, τόν
2ο αίώνα μ.Χ. Εΐναι χαρακτηριστικό έπίσης δτι τό αύτοκρατορικό καί θεοκρατικό
Βυζάντιο άπορρί-πτει καί καταδιώκει τήν φιλοσοφία καί τους φι-λοσόφους,
φθάνοντας στό εσχατο σημ,εΐο βαρβα-ρότητας νά κλείσει τίς φιλοσοφικές σχολές
τών Άθηνών καί νά έκδιώξει τοϋς φιλοσόφους, τό 529 μ.Χ., μέ διάταγμ-α τοϋ
Ίουστινιανοϋ. Ή άνθρωπότητα εχει είσέλθει στόν Μεσαίωνα. Ό χριστιανισμ.ός δχι
μ.όνο δέν εχει άνάγκη τήν φι-λοσοφία, άλλά τήν θεωρεΐ έχθρική. "Εχει βρεΐ τήν έξ
άποκαλύψεως μ-οναδική καί αίώνια άλή-θεια του καί χρειάζεται μ.όνο ύποστηρικτές
καί προπαγανδιστές τοϋ δόγμ.ατος, χρειάζεται μ.όνο πιστούς καί θεολόγους.
Ό πολιτικός στοχασμ.ός καί η φιλοσοφία θά έπανεμ-φανισθοϋν στήν Δυτική
Εύρώπη τών Νέ-ων Χρόνων άπό τόν 16ο αίώνα καί μ.ετά καί συμ.-βαδίζουν πάλι μί
τήν άνάδυση τοϋ αίτήμ,ατος γιά μιάν αλλη κοινωνία, γιά μιάν αλλη πολιτική, συμ-
βαδίζουν μέ τήν άνάδυση τοϋ προτάγμ.ατος της αύτονομ.ίας. Ένώ σήμ-ερα, δπως
παρατηρεΐ ό Καστοριάδης, οί φιλόσοφοι εχουν άπωλέσει τήν κριτική τους δύναμ-η
καί έπιδίδονται σέ άτέρμ.0-νους σχολιασμ-ούς, έρμ.ηνεΐες καί έπανερμ-ηνεΐες. Έπί
πλέον δέ, διακηρύσσουν τό τέλος της φιλο-σοφίας, δπως ό Χάιντεγκερ, στόν οποϊο
άσκεΐ κριτική ό Καστοριάδης καί δηλώνει άκριβώς τό άντίθετο, δηλαδή δτι δέν
ύπάρχει κανένα τέλος της φιλοσοφίας. Άντιθέτως, πιστεύει στήν κρι-τική της δύναμ-
η καί στόν δημ.ιουργικό της ρόλο πού πρέπει νά επιτελέσει σήμ-ερα, διαυγάζοντας
τό πρόταγμ.α της αύτονομ.ίας, άτομ.ικης καί κοι-νωνικης, καί δείχνοντας πόσο
έπιτακτικό καί κρίσιμ.ο εΐναι τό πρόταγμ.α αύτό σήμ-ερα. Συ-νεπώς, ό ρόλος της
φιλοσοφίας δέν εΐναι αύτός
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
πού της έπιφυλάσσει ό Heidegger, δηλαδή νά βρεΐ τό νόημ-α τοϋ Είναι. Αύτό δέν
εχει νόημ,α γιά τόν Καστοριάδη πού τόν κατηγορεΐ δτι ουτε μιά φορά δέν θέτει τήν
έρώτηση αν τό Εΐναι εχει ή μ,πορεΐ νά εχε^ ενα νόημ,α24.
Ή δημιουργία τής τραγωδίας
Ό Καστοριάδης έπισημ-αίνει δτι κακώς γί-νεται λόγος γιά έλληνική τραγωδία. Ό
σωστός δρος εΐναι Άθηναϊκή Τραγωδία, διότι μ.όνο στήν Άθήνα δημιουργεΐται,
έξελίσσεται καί βρίσκει τήν κορύφωσή της μέ τούς τρεΐς μ-εγάλους τρα-γ^κούς25. Ή
τραγωδία, δηλαδή, δέν θά μ,ποροΰ-σε νά δημ.ιουργηθεΐ παρά μ.όνο στήν πόλιν δπου
ή δημ-οκρατία, ή ρητή, συνεχής καί άνοιχτή αύ-τοθέσμ.ιση εφθασε στό άπόγειό της.
Πράγμ.ατι, ή συνεχής καί διαρκής άμ,φισβήτηση τών θεσμ-ών καί τοϋ νόμ-ου, ή
άπεριόριστη έλευθερία τοϋ δή-μ.ου νά θεσμ-οθετεΐ καί νά άποφασίζει γιά δλα τά
σημ-αντικά ζητήματα της κοινωνίας θέτει τό πρόβλημ-α τών δρίων. Άπό τήν στιγμή,
δηλαδή, πού ό δημ.ος μ-πορεΐ νά κάνει ό,τιδήποτε καί εχει συνείδηση αύτοϋ τοϋ
πράγμ-ατος, άπό τήν στιγ-μ.ή αύτή όφείλει νά σκεφθεΐ μέχρι ποϋ μ-πορεΐ νά φθάσει,
νά σκεφθεΐ ποιά εΐναι τά δριά του. Δη-λαδή νά άποδεχθεΐ δτι δέν μ-πορεΐ νά κάνει
ό,τι-δήποτε καί, συνεπώς, νά αύτοπερωρισθεϊ.
Ή δημ-οκρατία πρέπει νά εχει θεσμ.ούς αύ-τοπεριορισμοϋ καί πράγμ,ατ^ εχε^
(γραψή παρα-νόμο^, άπάτη τού δημου). Ό Καστορ^άδης θε-ωρεΐ καί τήν τραγωδία
ώς εναν τέτοιο θεσμ.ό αύ-τοπεριορισμ.οϋ. Ή τραγωδία ύπενθυμ-ίζει διαρκώς στούς
Άθηναίους πολΐτες δτι ύπάρχουν δρια αγνωστα έκ τών προτέρων στό δρών
ύποχείμε-νο, τό οποϊο ένεργεΐ ύπεύθυνα άναλαμ-βάνοντας τούς κινδύνους τών
πράξεων του. Κανείς δέν μ-πορεΐ νά τοϋ τά ύποδείξει έκ τών προτέρων. Μόνος του
πρέπει νά τά καταλάβει ή νά τά διαι-σθανθεΐ26. Αύτή ή αγνο^α καί ή άδυναμ,ία άνα-
γνωρίσεως τών όρίων τών πράξεών μ.ας συνιστα καί τήν εννοια τοϋ τραγιχοϋ. Ή
ύπέρβαση τών όρίων συνιστα τήν ύ'φίν, ή όποία όδηγεΐ στήν κα-ταστροφή (άτη). Ή
ΰβρις προϋποθέτε^ άφ' ένός μέν τήν έλευθερία σκέψεων καί πράξεων, άφ' έ-τέρου
δέ τήν άπουσία προ-καθορισμ.ένων «νορ-μών», πολύ δέ περισσότερο τήν άπουσία
κάποιας «νόρμ-ας τών νορμ-ών», τήν άπουσία έσχάτων νό-IJ.OJV γιά τίς
άνθρώπινες πράξεις.
Στίς κοινωνίες στίς όποΐες ό νόμ,ος εΐναι «δο-σμ,ένος» άπό κάπο^α έξω-κο^νων^κή
άρχή (θεό, Φύσιν, Νόμ,ους της ίστορίας ή της κο^νωνίας...)
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Φ1Α0Σ0Φ1Α KA1 ΤΡΑΓΩΔΙΑ KATA TONE. ΚΑΣΤ0Ρ1ΑΔΗ

33
αύτή άκριβώς ή άρχή συνιστα καί τήν «νόρμ,α τών νορμ-ών», τόν εσχατο νόμο,
βάσει τοϋ δποίου κρίνεται αν ενας νόμ,ος εΐναι δίκαιος ή αδικος, κα-λός ή κακός.
Αύτό συνιστα τήν έτερονομία της κο^νωνίας (έτερόνομ,η κο^νωνία). Ή ΰβρις
δ^αφέ-ρει ριζικά άφ' ένός μέν άπό τήν νομ,ική εννοια τοϋ άδικήμ-ατος, άφ' έτέρου
δέ άπό τήν θρησκευτική εννοια της άμ,αρτίας. Άδίκημα εΐναι ή παράβα-ση ένός
καθορισμ-ένου έκ τών προτέρων νόμ-ου καί άμ-αρτία εΐναι ή παράβαση μιας
καθορισμ-ένης εχ τών προτέρων θρησκευτικης έντολης, καθορι-σμ-ένης άπό τήν
Έκκλησία, τό ίερατεΐο ή τά ί-ερά βιβλία-Βίβλο, Κοράνι.
Ή άντίθεση δβρις-Μχη πού χαρακτηρίζει τήν τραγωδία εΐναι μ,ετάθεση στό
άνθρώπινο πε-δίο της άντιθέσεως χάος-χόσ,αος. Συνδέει ετσι δ Καστοριάδης τήν
πολιτική διάσταση της τραγω-δίας μέ τήν όντολογική της βάση: αύτό πού ή
τραγωδία δείχνει σέ δλους, δχι διά τοϋ φιλοσοφι-κοϋ λόγου άλλά μέ τόν δικό της
τρόπο (δρώντων, μέ τήν δράση της θεατρ^κης παράστασης), εΐνα^ δτι τό Εΐναι εΐναι
Χάος. Χάος μέ τήν εννοια της άπουσίας τάξεως, της ελλειψης θετικης άντι-στοιχίας
άνάμ-εσα στίς άνθρώπινες προθέσεις καί ένέργειες καί στά άποτελέσματά τους. Τό
Χάος, μέ αύτήν τήν εννοια, παροντοποιεΐται έντός τοϋ άνθρώπου ώς ύ'φίς του.27
Τήν πολιτική διάσταση της τραγωδίας άνα-δεικνύει ό Καστοριάδης, έξετάζοντας
όρισμ.ένα σημ-εΐα της Άντιγόνης τοϋ ϋοφοχλέους, τήν 6-ποία θεωρεΐ ώς τήν πιό
βαθιά τραγωδία ύπ' αύ-τήν τήν εννοια. Οί έπικρατοϋσες έρμ,ηνεΐες βλέ-πουν σέ
αύτήν εί'τε τήν διαμ-άχη άνθρωπίνου καί θείου νόμ-ου -ή, πιό συγκεκριμ-ένα, τήν
συνηγο-ρία ύπέρ τοϋ θείου νόμ.ου καί τήν καταγγελία τοϋ άνθρωπίνου - εΐτε τήν
διαμ-άχη τοϋ άνίσχυρου ά-τόμου καί τοϋ ίσχυροϋ τυράννου κ.λπ. Ό Κα-στοριάδης
πιστεύει δτι αύτές οί έρμ-ηνεΐες παρα-βλέπουν τό σπουδαιότερο. Γράφει: «Αύτό πού
έ-ξυμ,νοϋν οί τελευταΐο^ στίχο^ τοϋ χοροϋ (1348-1355) δέν ehai δ θεΐος νόμ,ος,
άλλά τό ^ονεΓν»28. Τό περιεχόμ-ενο τοϋ ^ον«ν συνάγεται άπό δλη τήν προηγούμ.ενη
έξέλιξη της τραγωδίας. Ή κα-ταστροφή έπέρχεται διότι ό Κρέων, δπως καί ή
Άντιγόνη, έπιμ-ένουν πεισμ-ατικά ό καθένας στούς λόγους του, δίχως νά
προσπαθοϋν νά κα-ταλάβουν τούς λόγους τοϋ αλλου. Ό μέν Κρέ-ων,
ύπερασπίζοντας τούς νόμ-ους της πόλεως, ά-παγορεύει τήν ταφή του νεκροϋ
Πολυνείκη, ή δέ Άντιγόνη, ύπερασπίζοντας τόν άδελφό της, πραγμ-ατοποιεΐ τήν
ταφή του.
Ό καθένας άπό τήν πλευρά του δέν εΐναι έ-
κτός δ^καίου, τό λέει έξ αλλου καί ό χορός (εδ γάρ εϊρηται διπλγ,, στ. 725).
Πράγματι, καμ,μ,ία πόλις δέν μ-πορεΐ νά ύπάρξει χωρίς νόμ-ους καί χωρίς τήν
τήρηση καί τήν έφαρμ.ογή τους. Καμ.-μία πόλις δέν θά έδέχετο νά τήν προδώσει κά-
ποιος πολίτης της καί νά έπιτεθεΐ έναντίον της συμ.μ.αχώντας μέ τούς έχθρούς της,
δπως εκανε ό Πολυνείκης. Ό ΐδιος ό γιός τοϋ Κρέοντος δέν τοϋ βρίσκε^ αδ^κο (στ.
685-686). Αύτό πού τοϋ προσάπτει εΐναι τό Wov«v ,αόνος δοχέϊ, τό νά νο-μίζει δτι
μ.όνο αύτός εχε^ δίκ^ο (στ. 705-709). Ή καταστροφή έπέρχεται γι' αύτόν άκριβώς
τόν λόγο. Ή ΰβρις συνίσταται στό δτι δέν εγινε δυ-νατή ή σύζευξη, ή συνύφανση
τών δύο μ.ερών: τών νόμ.ων της πόλεως καί της δίκης τών θεών. (νόμους παρείρων
χθονός xal θεών τ' ivopxov 8ί-χαν). Αύτό πού καταγγέλλει, λοιπόν, ό Σοφο-κλης
εΐναι τό ,αόνος Wov«v δοχεΐ καί ή καταγ-γελία αύτή άποτελεΐ τό θεμ-ελιώδες άξίωμ-
α της δημ,οκρατ^κης πολιτιχ?^9. Αύτό πού λέει δ Σο-φοκλης στούς σύγχρονούς του
Άθηναίους, κατά τόν Καστοριάδη, εΐναι δτι ό χώρος τών πολιτικών ύποθέσεων εΐναι
γεμ-άτος άβεβαιότητα καί κάθε πολιτική άπόφαση όφείλει νά λαμ-βάνει ύπ' δψιν της
δλους τούς παράγοντες, άκόμ.η καί αύτούς πού δέν εΐναι αύστηρώς πολιτιχοί. Ή
άπόφαση τοϋ Κρέοντος εΐναι πολιτική άπόφαση, στηριγ-μ.ένη στούς νόμ-ους καί
στό δίκαιον της πόλεως. "Ομ-ως καί γιά τίς πιό όρθές άποφάσε^ς δέν ύπάρ-χει
έγγύηση αν εΐναι μ-όνο πολιτικές. Δέν ύπάρ-χει έγγύηση έκ τών προτέρων, άκόμ/η
καί αν οί άποφάσεις φαίνονται οί πιό συμ-φέρουσες, οί πιό λογικές καί οί πιό όρθές.
Ή λύση, βεβαίως, δέν εΐναι οί δηθεν είδήμ,ονες καί οί δηθεν είδικοί, άλ-λά ή
^όν^σίς, δηλαδή ή πρακτική σοφία, ή l· κανότης τοϋ κρίνειν καί τοϋ έκλέγειν έκεΐ
δπου δέν ύπάρχουν μ-ηχανικοί κανόνες, άντικειμ-ενικοί, γνωστοί έκ τών προτέρων
οί όποΐοι νά έπιτρέπουν τήν όρθή κρίση καί τήν άποφυγή σφαλμ,άτων 30. Γι' αύτό θά
πρέπει νά ύπάρχει συνεχής έπαγρύ-πνηση καί δχι έφησυχασμ-ός. Ή δημ,οκρατία εί-
ναι ενα τραγικό καθεστώς, ενα καθεστώς τοϋ l· στοριχοϋ ρίσκου - αλλος τρόπος γιά
νά ποϋμ.ε δτι ehai τδ καθεστώς της έλευθερίας31.
Γιά τόν Καστοριάδη, ή άθηναϊκή τραγωδία συμ.πυκνώνει καί έκφράζει έρωτήμ.ατα
καί προ-βλήμ-ατα πού έγείρονται δχι μ-όνο στδ πεδίο της πολιτικης άλλά καί στόν
χώρο της φιλοσοφίας. Πράγματι, τδ έρώτημ,α π.χ. «Τί εΐναι ό ανθρω-πος» εΐναι
πάντοτε εμ.μ.εσα ή αμ.μ.εσα παρόν, δ-πως στήν Άντίχόν^ καί στόν Προμηθέα
δεσμώ-τη τοϋ Αίσχύλου. Οί δύο αύτές τραγωδίες δίνουν
άπάντηση στό έρώτημ,α αύτό, άπάντηση δμως έντελώς διαφορετική. Μέσα στά
εϊχοσι ετη πού χωρίζουν τήν μιά τραγωδία άπό τήν αλλη -460 π.Χ. δ Προμηθεύς,
442 π.Χ. ή Άντιγόνη- ύ-πάρχει μιά τεράστια διαφορά καί άλλαγή πού ε-γινε στό
πολιτικό καί κοινωνικό περιβάλλον της Άθήνας, μιά τεράστια άνάπτυξη πνευμ-
ατικης δημ,ιουργίας μέ τήν συνεχη ύπέρβαση τών παρα-δοσιακών παραστάσεων,
πού εχει ώς άποτέλε-σμ.α τήν έμ-βάθυνση της άνθρώπινης αύτογνωσί-ας. Τήν έμ-
βάθυνση αύτή, καθώς καί τήν δ^αφο-ρά τών δυό άντιλήψεων, δπως έκφράζονται
στίς δύο αύτές τραγωδίες, άναδεικνύει ό Καστοριάδης στό έξαίρετο κείμ-ενό του
«Αίσχύλεια άνθρωπο-γονία καί Σοφόκλεια αύτοδημ-ΐουργία τοϋ άνθρώ-που» 32. Μέ
τήν άντιπαραβολή τών δύο πο^ητών άναδεικνύει τήν τεράστια όντολογική
άνατροπή πού συνετελέσθη μέσα σέ εϊχοσι χρόνια.
Ό μέν Αίσχύλος άπαντα στό έρώτημ,α τό σχετικό μέ τόν ανθρωπο μέ μιά μ-υθική
άνθρω-πογονία. Άναφέρει δτι τό πέρασμ-α άπό τήν προ-ανθρώπινη στήν άνθρώπινη
κατάσταση πραγμ-α-τοποιεϊτα.ι άπό ενα ύπεράνθρωπο δν, τόν τιτάνα Προμ-ηθέα, ό
δποϊος προσψέρει στούς άνθρώπους δλα δσα χαρακτηρίζουν τόν ανθρωπο ώς κοινω-
νικό, πολιτιχό καί iXkoyo δν: ττΰρ, αστρων άνα-τολάς χαί δύσεις, ξυλουργία,
έποχάς, άρώμόν, γραμμάτων συνθέσεις, φάρμαχα νόσων κ.λπ. Έν όλίγοις, δλες οί
τέχνες έδόθησαν στούς θνητούς άπό τόν Προμ,ηθέα (πασαι τέχναι ζροτοϊσιν έχ
Προμηθέως).
Ό δέ Ί1οφοκλ-?ις έκθέτει μιάν άνθρωπολογία χωρίς μ,υθικές άναφορές, δπου ό
ανθρωπος εΐναι ό ϊδιος δημ.ιουργός τοϋ έαυτοϋ του καί δλων τών τε-χνών - δηλαδή
τροποποιώντας τόν στίχο τοϋ Αίσχύλου, θά λέγαμ-ε δτι, χατά τόν Σοφοκλη, ττα-σαι
τέχναι ζροτοϊσιν έξ άνθρώπου. Αύτό φαίνεται στό περίφημ-ο στάσιμ.0 της
Άντιγόνης: πολλά τά δεινά χούδέν άνθρώπου δεινότερον πέλει. Τό 8ει-νόν τοϋ
άνθρώπου συνίσταται στό δτι δλα δσα ύ-πάρχουν στήν κοινωνία εΐναι δημ,ιουργίες
τοϋ άν-θρώπου: γλώσσα, θεσμ-οί, τέχνες, κ.λπ., πράγμ-α τό όποΐο συνιστα καί τήν
ούσώ τοϋ άνθρώπου, ή όποία δέν καθορίζεται ούτε έκ φύσεως ούτε άπό χάποιον
θεό, άλλά εΐναι αύτοδημ,ιουργία.
Ό Σοψοχλ^ς «θέτει άπλά, καθαρά καί μέ εμ-φαση τήν άνθρωπότητα ώς αύτοδημ-
ΐουργία. Οί ανθρωποι δέν πηραν τίποτε άπ' τούς θεούς, καί κανένας θεός δέν τούς
εδωσε τίποτε. Αύτό εΐναι τό πνεϋμ-α τοϋ 5ου αίώνος, κι αύτή εΐναι ή τρα-γωδία πού
έβράβευσαν οί Άθηναΐο^»33.
Τό πνεϋμ-α τοϋ 5ου αίώνος εΐναι συνεπώς, ή
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
ρητή αυτοδημ-ΐουργία του άνθρώπου, ή ρητή αύ-τοθέσμ-ΐση της κοινωνίας, ή
αύτονομ.ία, ή δημ.ο-κρατία. Ή αύτονομ.ία, γιά τόν Καστοριάδη, δέν εΐναι
αύτοσκοπός καί φορμ.αλισμ.ός. Εΐναι καί μέ-σον γιά νά γίνουν αλλα πράγμ.ατα. Τό
έρώτημ.α εΐναι ποιά εΐναι αύτά τά αλλα πράγμ,ατα, μέ αλ-λα λόγια ποιά εΐναι τά
περιεχόμενα καί οί ούσία-στίχες άξίες της αύτόνομ.ης κοινωνίας; Ποιό εΐ-ναι τό
άντίχφενο της δημ-οκρατικης θέσμ-ΐσης; Ή άπάντηση διατυπώνεται στόν Έπιτάφιο
τοϋ Περικλέους μέ άπαράμ-ΐλλο τρόπο: Φιλοχαλοΰμεν γάρ μετ' εύτελείας χαϊ
φάοσοφοϋμεν ανευ μαλα-χίας (...) Περϊ τοιαύτης οδν πόλεως οϊδε τε γεν-vaiojQ
διχαιούντες μη άφαφεθηναι αύτψ μαχό-μενοι έτελεύτησαν, xal τών λειπομένων
πάντα τινά εϊχος έθέλειν ύπέρ αύτης χάμνειν 3\ Δηλα-δή τό άντικείμ-ενο της θέσμ-
ΐσης, στήν δημ-οκρα-τική πόλιν, εΐναι ή δημ,ιουργία ένός άνθρωπίνου δντος, τοϋ
Άθηναίου πολίτη, ό οποϊος ύπάρχει καί ζεΐ έντός καί διά της ένότητος τριών άξιών:
της άγάπης καί της «πρακτικης» της όμ.ορφιας, της άγάπης καί της «πρακτικης» της
σοφίας, της μ.έριμ.νας καί της εύθύνης άπέναντι στό δη-μόσιο καλό, στήν πόλιν.
«Καί δέν θά ήταν δυνα-τόν», καταλήγει ό Καστοριάδης, «νά γίνει χω-ρισμ-ός αύτών
τών τριών στοιχείων: ή όμορφιά καί ή σοφία ετσι δπως τίς άγαποϋσαν καί τίς ζοϋ-
σαν οί Άθηναΐοι δέν μ.ποροϋσαν νά ύπάρχουν πα-ρά μ.όνον στήν Αθήνα. Ό
Άθηναΐος πολίτης δέν εΐνα^ “ϊΒιωτιχός φύ,όσοφος” ουτε “ίδ^ωτ^κός καλλιτέχνης”:
Εΐνα^ ενας πολίτης γιά τόν όποΐο ή τεχντ^ καί ή φιλοσοφία εχουν γίνει τρόποι ζωης.
Αυτή εΐναι ή άληθινή άπάντηση, ή συγκεκριμέ-νη άπάντηση της άρχαίας δημ-
οκρατίας στό έρώ-τημ-α σχε^κά μέ τό “άντ^κείμ-ενο” της πολιτικής θέσμ,^σης».35
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ό Vidal-Naquet άναφέρει δτι, σέ κυκλο συζητή-σεων τό 1963-64 στό Παρίσι περί
τής Άθηναϊκής Δημο-κρατίας, ό Καστοριάδης υποστήριζε δτι αυτή δχι μόνο δέν
ήταν «τυπική» άλλά δτι άποτελοϋσε άπτό παράδειγμα τής αυτόνομης κοινωνίας.
(Πρόλογος στό βιβλίο τοϋ Κ. Κα-στοριάδη Sur le Politque de Platon, Pans, Seuil,
1999, σελ. 9). Όπως άναφέρει ό ϊδιος ό Καστοριάδης, τίς κυρι-ες ΐδέες περί
δημοκρατίας τίς άνέπτυξε τόν Όκτώβριο 1979 στό σεμινάριο τοϋ J. Habermas στό
Max-Plank Institut τοϋ Starnerg. Βλ. «Ή έλληνική πόλις καί ή δη-μιουργία τής
δημοκρατίας» στό Χώ,ίθί τοϋ άνθρώπου, σ. 159, Έκδόσεις Ύψιλον, Άθήνα 1995.
Δηλαδή, άπό τό 1978 ή αμεση δημοκρατία είχε εΐσβάλει στήν σκέψη του, δπως τό
δμολογεΐ καί δ ϊδιος στό Fait et a faire, σελ. 73, Pans, 1997. To παρόν κείμενο
στηρίζεται κυρίως στό ερ-
γο τοϋ Καστοριάδη «Ή Έλληνική πόλις...» καί, λόγω τής συνεχοϋς παραπομπής σέ
αύτό, θά άναφέρεται χάριν συντομίας ώς Χ.Α. Ύπάρχει έπίσης τό κείμενό του ΪΓ
άρ-χαία έλλψική δημοχρατία χαί ή σημασία της γιά μας σή-μερα, Έκδόσεις Ύψιλον,
Άθήνα 1986.
2. Βλ. Γ.Ν. Οϊκονόμου, «Ό Καστοριάδης καί ή Αυ-τονομία», Καθημερινή, 26-5-
1998.
3. Καστοριάδης, Όμιλίες στήν Έλλάδα, σελ. 62.
4. Γιά τό πρόβλημα τής δουλείας βλ. Καστοριάδη, «La Democratie athenienne:
vraies et fausses questions», La Montee de l' insignifiance, σελ. 188-189.
5. Καστοριάδης, Όμιλίες στψ Έλλάδα, σελ. 60. Ένδεικτικά άναφέρονται ή
θεοκρατική κοινωνία τών Ίου-δαίων καί τών Αϊγυπτίων, στήν ΐδια περίοδο μέ τήν
Άθη-ναϊκή Δημοκρατία, ή θεοκρατική χριστιανική μοναρχία τοϋ Βυζαντινοϋ
Κράτους άπό τόν 4ο εως τόν 15ο αΐώνα μ.Χ., ol έλέω θεοϋ δυτικές μοναρχίες καί
άπολυταρχίες, καθώς καί ή άπολυταρχία τής παπικής Έκκλησίας άπό τόν 4ο εως τόν
18ο αΐώνα μ.Χ. Ό δρος, έξ αλλου, θεοχρατία συ-νανταται γιά πρώτη φορά(;) στόν
Ίουδαΐο ίστορικό Φλάβιο Ίώσηπο τοΰ 1ου αί. μ.Χ. στόν λόγο του Χατ' '-Αττίωνος
(Β,16.165), δπου γράφει δτι, ένώ σέ αλλες χώρες ή έξου-σία άνήκει στήν μοναρχία ή
στήν όλιγαρχία ή στά πλή-θη(!), στους Ίουδαίους τό πολίτευμα είναι θεοκρατία: ως
δ' άν τις εϊποι έιασάμενος τον λόγον θεοχρατίαν άπέδειξε το πολίτευμα, θεω τψ
άρχψ χαϊ το χράτος άναθείς. "Ά'Κ-λου έπίσης γράφεί δτι ό νόμος έδόθη στους
Ίουδαίους χατά θεοϋ 6ούλησιν (δπ.π., Β, 21.184) καί οί ίερεΐς έτάχθησαν νά είναι
δικαστές καί έπόπτες κάθε διαφορας, έπιβάλλον-τας τίς τιμωρίες (χοά γάρ επόπται
πάντων χοά διχασταί τών άμφισέητουμένο^ν χαϊ χολασταϊ τών χατεγνο^σμένο^ν ol
Ιερεϊς έτάχθησαν. δπ.π., Β, 21.187). Αρκεΐ έπίσης νά σκεφθεΐ κανείς τήν τεράστια
διαφορά άνάμεσα στήν ρήτρα μέ τήν όποία άρχίζουν τόσα έδαφια τής Παλαιας
Διαθή-χης «καί είπεν ό Θεός», καί στήν ρήτρα μέ τήν όποία άρ-χίζουν ol άθηναϊκοί
νόμοι «εδοξε τη βουλη καί τώ δήμω» (Οί ΌμΛίες στψ Έλλάδα, σ. 62). Στήν Κιανή
'Αιαθήχη έπίσης υπάρχει ή ρήση τοϋ Παυλου: ού yap εστιν έξουσία εί μή ύπό θεοϋ
(Πρός Ροψαίους, 13,1).
6. Βλ. Γ.Ν. Οΐκονόμου, «Ή άρχαία Δημοκρατία», Ό Πολίτης, τ. 121, Ίανουάριος-
Μάρτιος 1993 σελ. 41.
7. Καστοριάδης, X. Α. σελ. 196.
8. Καστοριάδης, La montee de l' insignifiance, Seuil, Pans 1997, σελ. 229. Έξ
αλλου, γιά τόν Καστοριάδη, τά σημερινά πολιτευματα τής Δυσεως είναι ψευδο-
δημο-κρατίες ή φιλελευθερες δλιγαρχίες, άκριβώς διότι εχουν ί-διωτικοποιήσει κατά
μεγάλο μέρος τόν δημόσιο χώρο: ol πραγματικά σημαντικές άποφάσεις λαμβάνονται
μυστικά καί στά παρασκήνια τών κυβερνήσεων, τών κοινοβουλίων ή τών
κομματικών μηχανισμών.
9. Γιά τίς διαφορές μεταξυ τής άρχαίας δημοκρατίας καί τών σημερινών
άντιπροσωπευτικών δυτικών πολιτευ-μάτων βλ. «Imaginaire politique Grec et
modern», La Montee de l' insignifiance, σελ. 159-182. (Έλληνική με-τάφραση στό
συλλογικό Οί "Ελληνες, οί Ρωμαϊοι χαί έ-μεϊς, έπιμ. Roger-Pol Droit, Άλεξάνδρεια,
σελ. 280-311). Βλ. έπίσης Μ. Finley, Άρχαία χαί σύγχρονη δημοχρατία, Ευρυαλος
1989.
10. Καστοριάδης, Όμιλίες στψ Έλλάδα, σελ. 64.
11. Όπ. π. σελ. 22.
12. Είναι ή γνωστή παροχή τών νόμων άπό τόν Θεό αυτοπροσώπως στόν Μωϋσή,
στό δρος Σινα. Βλ. έπίσης

Δευτερονόμιον 4.2,13.11: «ου προσθήσετε πρός τό ρήμα δ έγώ έντέλλομαι υμΐν, καί
ουκ άφελεΐτε άπ' αυτοϋ». Στόν έλληνικό κόσμο, έξ αλλου, δέν άναγνωρίζεται
θεοδιχία χοά θεϊον δίχαιον. Άκόμη καί ol μονάρχες τών έλληνιστικών κρατών καί ol
Ρωμαΐοι αυτοκράτορες, ol δποΐοι έπέβαλλαν στους υπηκόους τους νά τους
λατρευουν ώς θεους, δέν πα-ρουσίασαν ποτέ κάποιο διάταγμά τους ώς θέληση τοϋ
Θε-οϋ. Αυτά είναι δημιουργήματα τοϋ Ίουδαιοχριστιανισμοϋ. Βλ. Μ. Finley, L'
Invention de la politique, Flamman-on, 1985, p. 190.
13. Όσον άφορα τήν σκέψη που υπήρξε στήν Αϊγυ-πτο, στήν Ίνδία καί στήν Κίνα, ή
κυρια διαφορά τους ά-πό τήν Έλλάδα είναι δτι, ένώ σέ αυτές ή σκέψη ήταν κλει-στή
υπόθεση τοϋ ίερατείου, τών αυλικών καί τών μανδα-ρίνων, ή άρχαιοελληνική
φιλοσοφία ήταν άνοιχτή στήν κοι-νωνία, ήταν φιλοσοφία πολιτών που συζητοϋν
στήν Αγο-ρά μέ αλλους πολίτες. (Καστοριάδης, Ή άρχαία έλλψίχή δημοχρατία χαί ή
σημασία της γιά μας σήμερα. σ. 26). Όσον άφορα τό περιεχόμενο, στήν Ίνδία,
ουσιαστικά πρό-κειται γιά έμπεφική γνώση τής ζωής καί καθοδήγηση γιά μιά
καλυτερη ζωή: άπό τά παλαιότερα κείμενα, τίς Βείες ή τίς ΟύπαΨ,σάδες (που
εΐσάγουν τό βράχμαν καί τήν θε-ωρία τής μετενσάρκωσης) ώς τά νεώτερα
συστήματα τοϋ ΐνδουϊσμοϋ (Βεδάντα, Γιόγκα κ.λπ.) καί τοϋ βουδισμοϋ (που
διδάσκει τό νιρβάνα, τό σβήσιμο, τήν άταραξία) (Θε-οφίλου καί Χριστίνας Βεΐκου,
Ίστορία τοϋ φιλοσοφιχοϋ στογασμοϋ, σελ. 20-24). Ή ΐνδική σκέψη συμπορευεται σέ
μεγάλη εκταση μέ τήν θρησκεία. Βλ. Μυρτώ Δραγώ-να - Μονάχου, «Έκκοσμίκευση
καί υπέρβαση», Φίλοσο-φία χαίΠαιδεία, τ. 7, σελ. 7, Ίανουάριος 1997 καί Δημ.
Βελισσαροπουλου, Ίστορία της Ίνδιχης φίλοσοφίας, Δω-δώνη 1981, σελ. 34. Στήν
Κίνα, δ Κομφουκιος αποσχο-ποϋσε στήν διατήρηση τής κοινωνικής συνοχής βάσει
συμ-βατικών άρχών καί κανόνων, που ήταν ίεροί καί άπαραβί-αστοι. Έτσι πρόβαλλε
τήν ΐδέα μιας ίερής παράδοσης καί τόν τυπο μιας κοινωνίας που λειτουργεϊ
πατριαρχικά σάν οΐκογένεια. Βάση ήταν ή ευσέβεια, ή υποταγή τοϋ νεότε-ρου στόν
άρχαιότερο (άδελφό, πατέρα, ήγεμόνα) καί ή πι-στή τήρηση τών έθίμων γυρω άπό
τους νεκρους. 'Έτσι κα-θιερώθηκε ενας ακαμπτος ήθικός κώδικας που κανόνιζε τίς
άνθρώπινες σχέσεις (δπ. π. σ. 28)
Ή σκέψη τοϋ Λάο-Τσέ εχει ώς πυρήνα τήν ΐδέα τοϋ yu^xot; v^ou (Γάο), που διέπει
άπό μέσα δλα τά πράγ-ματα.. «Πρέπει νά άφήνεται κανείς στό Τάο, νά κατευθυ-
νεται δηλαδή άπό τόν φυσικό ρυθμό άλλαγής καί νά μήν έπεμβαίνει στήν φυσική
Τάξη (...) Ή σκέψη αυτή έξυπη-ρετοϋσε τήν λειτουργία μιας κοινωνίας τοϋ νόμου
καί τής τάξης καί άποσχοποϋσζ νά διαμορφώσει κανονικές καί ό-μαλοποιημένες
σχέσεις». Καί στό βιβλίο του Γάο-τε ifir-χ βασική Εδέα είναι έκείνη που εϊσάγει
στόν κόσμο μιάν άρ-χή τάξης, εϊρήνης, άρμονίας καί λόγου (δπ.π., σελ. 30).
Στήν Αϊγυπτο ή κυρίαρχη άντίληψη είναι ή μετεμψυ-χωση, ή πίστη σέ μιά μετά
θάνατον «ζωή» καί ή προετοι-μασία γι' αυτήν καθ' δλη τήν διάρκεια τής έπίγειας
ζωής, μέ τελικό στάδιο τήν ταρίχευση τών νεκρών. Έκεΐνο λοι-πόν, που κυριαρχεΐ
σέ αυτές τίς σκέψεις είναι δ σεβασμός τής παράδοσης καί τών θεών, τοϋ ίεροϋ καί
τών κατεστη-μένων άξιών. Ουδεμία άμφισβήτηση τής θεσμισμένης πα-ράστασης
τής κοινωνίας. Ή σκέψη είναι έγκλωβισμένη στά θεσμισμένα παραδοσιακά
σχήματα, στά συστήματα έγκλει-σμοϋ, δπως τά άποκαλεΐ δ Καστοριάδης. Ή πρώτη
ρήξη τοϋ έγκλεισμοϋ γίνεται στήν Αρχαία Έλλάδα.

14. Καστοριάδης, Ό θρυμματισμένος χόσμος, σελ. 78.


15. Βλ. καί Jean Pierre Vernant, «Άπό τόν μύθο στόνλόγο», Μύθος χαίΣχέψη στψ
Αρχαία Έλλάδα, Νε-φέλη, σελ. 353 κ.έξ., καί Οί άπαρχές της Έλλψιχης Σκέφης,
Καρδαμίτσα, 1992 καί Wilhelm NESTLE, Α-πό τόν μύθο στόν λόγο, Γνώση 1999.
16. Καστοριάδης, Ή άρχ. έλλ. 8ημ., σελ. 27, Χ.Α., σελ. 184.
17. Καστοριάδης, Χ.Α., σελ. 182-183.
18. Καστοριάδης, Τά σταυροδρόμΜ τοϋ λαβυρίνθου, σελ. 329.
19. Τήν ΐδια έρμηνεία δίνει καί στό Άπεφον τοϋ Άνα-ξιμάνδρου, τό οποϊο είναι άρχή
καί στοιχεΐον τών δντων. "Απειρον 'όχι ποσοτικό, άλλά μέ τήν εννοια τοϋ άκαθορί-
στου, τοϋ άπροσδιορίστου. Μέ τήν εννοια αυτή, τό αττεί-ρον είναι ενας αλλος
τρόπος νά σκεφθεΐ κανείς τό χάος, Χ4. σελ. 185.
20. Χ.Α. σελ. 186.
21. Γιά τόν Καστοριάδη ή κοινωνική έξέλιξη δέν είναι καθορισμένη
(προκαθορισμένη) άπό τόν Θεό ή άπό κά-ποιους νόμους ίστορικους, οΐκονομικους
κ.λπ., άλλά όφεί-λεται στήν ΐδια τήν κοινωνία, στήν θεσμίζουσα κοινωνία, τήν όποία
άποκαλεϊ καί xoivomxo φαντασιαχό.
22. Χ.Α. σελ. 187.
23. Έδώ, βεβαίως, υπάρχει ενα πρόβλημα τό όποΐο δέν συζητεΐ ό Καστοριάδης: ή
διάσταση φιλοσόφων καί δή-μου, ή όποία έκδηλώνεται στίς <?ίκες άσε&ίας κατά
τοΰ Άναξαγόρα τό 433 π.Χ., τοΰ Πρωταγόρα τό 416 π.Χ., τοϋ Διαγόρα άπό τήν
Μήλο τό 414 π.Χ., καί, τέλος, τήν καταδίκη σέ θάνατο τοΰ Σωκράτη τό 399 π.Χ.
24. Καστοριάδης, «Τό τέλος τής φιλοσοφίας», Οί ό-μίλίες στψ Έλλάδα, Ύψιλον,
σελ. 39, 27.
ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. 0ΙΚ0Ν0Μ0Υ
25. Χ.Α. σελ. 202.
26. Χ.Α. σελ. 205.
27. Χ.Α. σελ. 202.
28. Χ.Α. σελ. 204.
29. Χ.Α. σελ. 206.
30. Τήν εννοια αυτή τής φρονήσεως κληρονομεΐ καί ά-ναλυει πολυ ώραΐα ό
Άριστοτέλης, διαχωρίζοντάς την καί άπό τήν σοφία καί άπό τήν έπιστήμη,
διαχωρίζοντας ταυ-τοχρόνως καί τήν θέση του άπό τόν Πλάτωνα.
31. Χ.Α. σελ. 199. Βεβαίως, μέ τήν έξαφάνιση τής δημοκρατίας καί, συνεπώς, τής
τραγωδίας, έξαφανίζεται καί αυτή ή άντίληψη, δηλαδή ή τραγική διάσταση τής ζωής
καί τής πολιτικής, ή όποία άναδεικνυεται γιά πρώ-τη φορά στήν δημοκρατική
Άθήνα. Έκτοτε παρασιωπα-ται ή συγκαλυπτεται καί υποκαθίσταται άπό
βεβαιότητες, άπό άπόλυτες άρχές καί άπό νόρμες παραμυθητικές. Ή άρχή γίνεται μέ
τόν Πλάτωνα καί συνεχίζεται γιά πολλούς αΐώνες... Φιλοσοφίες, ήθικά συστήματα,
ΐδεολογίες, θρη-σκεΐες (Κάντ, χριστιανισμός, μαρξισμός κ.λπ.,) θέτουν ά-πόλυτες
άλήθειες, παρουσιάζουν τήν ζωή ώς άπόλυτη, πε-λαγοδρομώντας σέ ψευδαισθήσεις,
φενακισμους καί φαντα-σιώσεις.
Ή τραγική αϊσθηση τής ζωής καί τής πολιτικής θά έπανεμφανισθεΐ στους Νέους
Χρόνους μέ τό νέο θέατρο καί κυρίως μέ τόν Σαίξπηρ, συμπίπτει μέ τήν
έπανεμφάνιση τής πολιτικής καί τής φιλοσοφίας, δηλαδή τήν έπανεμφά-νιση τοϋ
προτάγματος τής αυτονομίας.
32. Καστοριάδη, Άνθρωπολογία, πολιτιχή, φίλοσοφία, Άθήνα, "Υψιλον 1993.
33. Όπ.π., σελ. 23.
34. Θουκυδίδου Ίστορία, Β. 40, 41.
35. Χ.Α., σελ. 209.

Ή κριτική τοΰ Καστοριάδη


στήν μ,αρξιστική φιλοσοφία τής ιστορίας
Ç
ύποΒογί] τοϋ καστοριαδικοϋ εργου άπό μ-έρους της έπίσημης κομ.μ.ουνιστικής ά-
ριστερας, τόσο στψ χώρα μ.ας δσο καί άλλοϋ, χαρακτηρίστηκε κατά κανόνα
τουλάχι-στον άπό καχυποψία (γιά νά χρησψοποιήσουμε τήν πιό ήπια εκφραση). Ό
λόγος ήταν, βέβα^α, τό γεγονός δτι ό Καστοριάδης κινήθηκε άπό νω-ρίς μ-ακριά
άπό κάθε όρθοδοξία, άρχικά στρατευ-όμ,ενος στίς γραμ,μ,ές τοϋ τροτσκισμοϋ (τοϋ
μαύ-ρου προβάτου της σταλινικής άρ^στερας) καί, στή συνέχεια, προσπαθώντας νά
χαράξει τόν δικό του δρόμ.ο στήν έπαναστατική σκέψη καί δράση. Αύ-τή ή
άνικανότητα τοϋ Καστοριάδη νά ύποταχθεΐ σέ κομ.μ.ατικές γραμ.μ.ές καί
διανοητικές αύθεντί-ες πηρε πολύ γρήγορα (στά τέλη της δεκαετίας τοϋ '50, άλλά
κυρίως στήν δεκαετία τοϋ '60) τήν μ.ορφή μιας ριζικης κριτικης στίς «ίδεαλιστι-κές,
ρασιοναλιστικές καί έπιστημ-ονιστικές τά-σεις» πού ένυπηρχαν ήδη στά ίερά κείμ-
ενα της άριστερας, στό εργο τοϋ ϊδιου τοϋ Μάρξ. Αύτό σίγουρα εκανε τόν
Καστοριάδη νά φαίνεται στά μάτια πολλών σάν ίερόσυλος, σάν θρασύς πατρο-
κτόνος, σάν «πράκτορας» τών καπιταλιστών (ή της CIA) κ.λπ. Είκόνα πού
παρέμ,ε^νε γι' αύτούς πειστική τουλάχιστον μέχρι τήν κατάρρευση τών άνατολικών
καθεστώτων καί τό συνακόλουθο τέ-λος τοϋ ψυχροϋ πολέμ,ου (καί πού σίγουρα
έξα-κολουθεΐ άκόμ,α νά εΐναι πειστική γιά πολλούς ά-πό τούς έναπομ-είναντες
«άμ.ετανοήτους», πλήν δμως άπογοητευμ-ένους ή καί άπελπισμ-ένους,
κομμουνιστές). Τό άποτέλεσμ,α ήταν δτι πολλοί εσπευσαν νά καταδικάσουν τήν
πρώιμη κριτική τοϋ Καστοριάδη στόν μ.αρξισμ.0 χωρίς καν νά τήν εχουν
πραγματικά ύπ' δψ.ν τους1.
Κωνσταντϊνος Καβουλάχος
Άλλά, άπό τή σκοπιά τοϋ τέλους της δεκα-ετίας τοϋ '90, τά πράγμ,ατα έμ,φανίζονται
κάπως διαφορετικά. Ή κριτική τοϋ Καστοριάδη στήν μ-αρξιστική άντίληψη γιά τήν
ίστορία άπλώς προ-αναγγέλλει μιά γνώση πού σήμ-ερα εχει γίνει στίς γενικές της
γραμ.μ.ές κοινός τόπος. Αύτό δέν ση-μ-αίνει δμ.ως δτι δέν άξίζει πλέον νά
σκύψουμ.ε πά-νω άπό τήν καστοριαδική κριτική πρός τόν Μάρξ, ίδιαίτερα μ.άλιστα
έφόσον κοπτόμ.αστε γιά τήν καλλιέργεια της κριτικης θεωρίας. Γιατί, ή
καστοριαδική κριτική εχει τό πλεονέκτημ-α δτι, ένώ άμ-φισβητεΐ ριζικά τόν
μ,αρξιστικό ίστορικο-φιλοσοφικό άντικειμ.ενισμ.ό, σέ συμ-φωνία μέ πο-λύ
διαφορετικά μ.εταξύ τους ρεύμ.ατα της σύγ-χρονης κο^νων^κης φ^λοσοφίας (π.χ.
έρμ,ηνευ^κή ψιλοσοψία, μ.εταμ.οντερνισμ.0, έπικοινωνιακή κρι-τική θεωρία κ.λπ.),
δέν ένδίδε^ ουτε στ^γμ,ή στίς μ-ηδενιστικές καί σχετικιστικές μ.όδες τοϋ καιροϋ
μας, άλλά ουτε καί στόν πειρασμό μιας πιό με-τρημ-ένης καί ήπιας κοινωνικης
κριτικης καί μ.ε-ταρρυθμ-ΐστικης πρακτικης. Άντιθέτως, ό Κα-στοριάδης διατηρεΐ
τόν ριζοσπαστισμ.ό της μ.αρ-ξικης σκέψης, τόσο σέ δ,τι άφορα τό πρόγραμ.μ.α μιας
ύπέρβασης της παραδεδομ-ένης φιλοσοφίας (καί, αρα, καί τοϋ ΐδ^ου τοϋ
μαρξισμοϋ,), δσο καί σέ δ,τι άφορα τό πρόταγμ.α μιας ριζικης κοινω-νικης άλλαγης
μ.έσω μιας έπαναστατικης πρά-ξης2. Αύτό τό γεγονός δίνε^ στόν Καστορ^άδη μιά
έξέχουσα θέση στή συζήτηση-άπολογισμ.ό τών ά-ριστερών κινημ-άτων τών
τελευταίων διακοσίων χρόνων, συζήτηση πού θά πρέπει νά ξαναγίνει τώρα πού
άπαλλαχθήκαμ.ε πλέον άπό τίς παρω-πίδες καί τά ψυχροπολεμ.ικά αλλοθι τοϋ
παρελ-θόντος. Μιά τέτοια άνοιχτή συζήτηση γίνεται

Ό Χωνοταντίνος Καβουλάκος σποΰδασε χοινωνιολογία χού χοινωνιχη φιλοσοφία


στψ Άθήνα. Δι-δάσχει xoivamx-η χαί πολιτιχη φιλοσοφία στό Πανεπιστήμιο
Κρήτης. Ehoci συγγραφέας τοΰ βιβλίου τού Γιοϋργκεν Χάμ.περμ.ας: Τά θεμ-έλια
τοϋ Λόγου καί της κριτικης κοινωνικης θεωρίας (Πόλις, Ά-θψα 1996).
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 37-43

μ.άλιστα τόσο πιό άναγκαία δσο έπιτείνονται καί συσσωρεύονται τά προβλήμ,ατα


πού προκαλεΐ ή τρομ-ακτική ίδεολογική καί κοινωνική όπισθοχώ-ρηση της
άριστερας κατά τά τελευταΐα εΐκοσι χρόνια καί ή κυριαρχία τών νεοφιλελεύθερων
καί σοσιαλφιλελεύθερων μ.υθολογιών περί της ούσια-στικης άνυπαρξίας
έναλλακτικης λύσης άπέναν-τι στό καπιταλιστικό οϊχοΊομιχό σύστημ.α καί στή μ-
αζική κοινοβουλευτική δημ,οκρατία πού τό συμπληρών*3. Μόνο ή άνάπτυξη ένός
νέου άρι-στεροϋ λόγου θά μ-πορέσει νά άντισταθμ-ίσει τίς πλατιά διαδεδομ-ένες
χοινοτοπίες τών δημ-οσιο-γράφων, τών «όργανικών διανοουμ-ένων» τοϋ ση-μ-
ερινοϋ status quo καί τών μ.εταμ.οντέρνων συνο-δοιπόρων τους, πού άρχίζουν καί
τελειώνουν τή συζήτηση έπικαλούμ.ενοι τό «γυμ.νό γεγονός» της «κατάρρευσης τοϋ
ύπαρκτοϋ σοσιαλισμ.οϋ» ώς της de facto έπιβεβαίωσης τών δυτικών κοι-νωνών
(έκτός άπό δσους συμ,πληρώνουν τήν «ά-νάλυση» μέ τήν καραμ-έλα τοϋ «τέλους
τών μ.ε-γάλων άφηγήσεων»). Φυσικά, τοϋτο τό αρθρο στοχεύει, πρός τό παρόν,
άπλώς στήν, κατά τό δυνατόν, πιστή άνακατασκευή της καστορια-δικης κριτικης
στήν μ-αρξική φιλοσοφία της ιστο-ρίας, καθώς καί στήν νηφάλια έκτίμηση τών
προθέσεων καί τών προοπτικών της.
Ή πραχτική-πολιτική άφετηρία τής καστοριαδικής σκέψης
Όταν στρεφόμ-αστε στό εργο τοϋ Κ. Καστο-ριάδη, δέν θά πρέπει ουτε στιγμ-ή νά
ξεχνοϋμ.ε 8-τι τά κίνητρά του εΐναι πρωτίστως πρακτικά-πο-λιτικά. Ό Καστοριάδης
δέν ήταν ενας άκαδη-μ-αϊκός στοχαστής, ενας φιλόσοφος καριέρας, αλ-λωστε ποτέ
δέν εγραψε διδακτορική διατριβή, ένώ στό πανεπιστήμ-io δίδαξε σέ μ-εγάλη πλέον
ή-λικία. Ήδη άπό τά χρόν^α της νεότητάς του, ή βασική έμπεφία πού καθόρισε τή
σκέψη του ή-ταν «ή συμ.μ.ετοχή σέ μιά κοινότητα έπανα-στατών πού έπιχειρεϊ νά
ξεπεράσει τίς άντικει-μ.ενοποιημ.ένες καί ξενωμ-ένες σχέσεις της κοινω-νίας δπου
ζοϋμ.ε»4. Δέν είναι, λοιπόν, περίεργο πού δλα ξεκινοϋν άπό τήν άναμ-έτρηση μέ τόν
μ.αρξισμ.0, τόν όποΐο συναντάει «αμ.εσα καί άνα-πόφευκτα» «δποιος
προβλημ,ατίζεται μέ τό ζή-τημ,α της κο^νωνίας» 5. Πράγματι, τό πρώτο μέ-ρος της
Φαντασίακ^ς θέσμισης τής κοινωνίας ά-ποτελεΐ ενα ξεκαθάρισμ-α λογαριασμ.ών μέ
τόν μ.αρξισμ.0, εναν άπαραίτητο «προσωρινό άπολογι-σμ.ό», πού έπιβάλλεται άπό
τό γεγονός δτι «ε-χοντας ξεκινήσει άπό τόν έπαναστατικό μ.αρξι-
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΟΥΑΑΚΟΣ
σμό, φτάσαμ.ε στή σημ-εΐο δπου επρεπε νά διαλέ-ξουμ.ε άνάμ.εσα στό νά μ.είνουμ.ε
μ-αρξιστές ή στό νά μ.είνουμ.ε έπαναστάτες· άνάμ-εσα στήν πίστη σ' ένα δόγμ-α
πού δέν έμ-ψυχώνει έδώ καί πολύ καιρό ουτε τό στοχασμ.ό ουτε τή δράση καί στήν
πίστη σ' ενα πρόταγμ,α μιας ριζικης άλλαγης της κοινωνίας, πού άπαιτεΐ πρώτα άπ'
δλα νά κατα-λάβουμ-ε αύτό πού θέλουμ,ε ν' άλλάξουμ,ε, καί νά έντοπίσουμ.ε μ.έσα
στήν κοινωνία αύτό πού τήν άμ-φισβητεΐ πραγμ,ατικά καί τήν άντιμ-άχεται στή
σημ,ερ^νή μ,ορφή της»6. Ό Καστορ^άδης ξεκ^νά-ει άπό τήν «κρίση τοϋ
μ.αρξισμ.οϋ», άλλά δέν έγ-καταλείπει τό πρόταγμ.α της έπαναστατικης άλ-λαγης
της κοινωνίας, γεγονός πού θέτει αύτομ.ά-τως τό χρέος της θεωρητικης έπεξήγησης
τών δρων καί τοϋ νοήμ.ατός της στίς σύγχρονες ιστο-ρικές περιστάσεις.
Τό πρώτο έρώτημ-α πού άνακύπτει εΐναι τί σημ-αίνει ή «κρίση τοϋ μ.αρξισμ.οϋ». Ό
Καστο-ριάδης άπαντάει χωρίς περιστροφές: «ό μ-αρξι-σμ-ός εγ^νε μιά “ίδεολογία”,
καί μ-άλ^στα μέ τό νόημ.α πού ό Μάρξ εδινε στόν δρο: ενα σύνολο I-δεών πού
άναφέρεται σέ μιά πραγμ-ατικότητα δ-χι γιά νά τήν φωτίσει καί νά τήν άλλάξει,
άλλά γιά νά τήν συγκαλύψει καί νά τήν δικαιώσει μέ-σα στό φαντασιακό, καί τό
όποΐο έπιτρέπει στούς άνθρώπους νά λένε κάτι καί νά κάνουν κάτι αλ-λο, νά
έμ,φανίζον™ αλλο^ άπό αύτό πού εΐνα^» 7. Αύτή ή κατάσταση ξένωσης παίρνει δύο
μ-ορφές: Άπό τή μία, ό μ.αρξισμ.ός εχει γίνει ή ένεργός Ε-δεολογία τών
όλοκληρωτικών «σοσιαλιστικών» καθεστώτων, άπό τήν αλλη, στή Δύση, εγινε έ-
πίσης ή ίδεολογία πολυάριθμ-ων σεκτών, οί όποΐ-ες άνάγουν κάποια πλευρά τοϋ
μ.αρξισμ.οϋ σέ ά-πόλυτη άλήθεια καί άποκόβονται άπό τόν κόσμ,ο, προκειμ-ένου νά
διαφυλάξουν τήν «καθαρότητά» τους. Ή «ίδεολογικοποίηση» τοϋ μ.αρξισμ.οϋ εΐ-ναι
άκριβώς ή αίτία τοϋ γιατί εχει πάψει πλέον νά άποτελεΐ ζωντανή θεωρία πού
άνανεώνεται καί μ-εταλλάσσεται.
Εΐναι προφανές δτι γιά χάποιον πού ξεκινάει άπό τόν μ-αρξικό τρόπο σκέψης, οί
έξελίξεις αύ-τές στό έπίπεδο της θεωρίας δέν μ.ποροϋν παρά νά άποτελοϋν συνέπεια
κοινωνικών διεργασιών στό έπίπεδο της πραγμ-ατικης ίστορίας, συνδέον-ται δηλαδή
μέ τήν μέχρι τώρα πορεία τοϋ έργα-τικοϋ κινήματος καί μέ τίς σημ-ερινές προοπτι-
κές γιά τήν άνάληψη έπαναστατικης δράσης 8. Μέ δεδομ-ένο δτι δταν μιλοϋμε γιά
τόν μ.αρξισμ.0 μ.ιλοϋμ.ε γιά τήν πραγμ-ατική πείρα ένός αίώνα έ-παναστατικών
κινημ-άτων καί γιά τίς προοπτικές τοϋ παρόντος, δέν προσπαθοϋμ.ε νά άναγάγουμ.ε
H KPITIKH TOY ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΣΤΗΝ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ
ΤΗΣΙΣΤΟΡΙΑΣ

39

τήν μ-οίρα τών έργατικών κινημ-άτων καί τήν μ.ε-τατροπή τοϋ μ.αρξισμ.οϋ σέ
ίδεολογία άποκλειστι-κά στά «λάθη» της θεωρίας σκοπεύοντας στήν άντικατάστασή
της άπό μιά «όρθή», αύτήν τήν φορά, άντίληψη. Ό μ.ετασχημ.ατισμ.Ος τοϋ κό-σμ-
ου εΐναι πάντα ενα πρωτίστως τψακτίκό ζή-τημ.α, στηρίζεται δμ.ως σέ μιά πράξη
πού εχει ά-νάγκη τήν διαύγεια, «πράγμ-α πού δέν άποκλεί-ει, άλλ' άντιθέτως άπαιτεΐ
τήν διαύγεια της διαύ-γειας σέ δ,τι τήν άφορα, δηλαδή τήν άναγνώρι-ση άπό τήν
Siauysio; τών ϊδιων της τών όρίων»9. Αύτή ή φράση, πού ήδη περιέχει τήν κριτική
στήν τάση τοϋ μ.αρξισμ.οϋ νά μ.ετατραπεΐ σέ χλει-στό, ντετερμ-ΐνιστικό σύστημ.α
αί'ώνιων άληθειών (ύπερβαίνοντας ετσ^ τά δρ^α πού τίθενται στή θε-ωρητική
διαύγαση της Ιστορίας), διατυπώνει τό αΐτημ.α της έξέτασης, μ.εταξύ τών αλλων,
τών καθεαυτό θεωρ-ητικών παραγόντων πού καθόρι-σαν τήν ίδεολογική άπολίθωση
τοϋ μ.αρξισμ.οϋ.
Τά δύο άνταγωνιστικά στοιχεΐα τοΰ μαρξισμοΰ
Έμπνεόμενος άπό τήν πραξεολογική έπανα-στατική παράδοση, ό Καστοριάδης
διακρίνει δύο στοιχεΐα πού συνυπάρχουν στόν μ.αρξισμ.0. Άπό τή μία εΐναι τό
έπαναστατικό στοιχεΐο τών νεα-νικών κειμ-ένων τοϋ Μάρξ, πού έπανέρχεται καί σέ
σημ-εΐα τών κειμ-ένων της ώριμότητας, κάπο-τε καί στό εργο τών μ-εγάλων
μ.αρξιστών, άλλά κυρίως στόν Georg Lukacs τοϋ Τστορώ καί τα-ξιχη συνείδηση™.
Εΐνα^ ή παράδοση πού θέτε^ ώς πρώτο τόν «μ.ετασχημ.ατισμ.0» καί δχι τήν «έρ-
μηνεία τοϋ κόσμου», αύτήν πού διερευνα τούς
συγκεκριμ-ένους δρους, ύπό τούς όποίους οί αν-θρωποι «φτιάχνουν» τήν ίστορία
τους, χωρίς νά στοχεύει σέ μιά όλική θεωρία της ιστορίας μέ βά-ση μιά κλειστή καί
όλοκληρωμ-ένη διαλεκτική, αύτήν πού κατανοεΐ τόν κομ.μ.ουνισμ.0 ώς πρόταγ-μ.α
καί εργο τών ΐδιων τών έργαζομ-ένων καί δχι ώς μ-οίρα καί άναγκαΐο προϊόν τών
νόμ-ων της l· στορ^κης κίνησης11.
Ώστόσο, αύτό τό έπαναστατικό στοιγ^εϊο ή-ταν έξ άρχης -ήδη στά νεανικά κείμ-ενα
τοϋ Μάρξ- άναμ.εμ.ειγμ.ένο μέ στοιχεΐα άντίθετης εμ-πνευσης πού συσκότιζαν τή
σχέση θεωρίας καί πράξης, φιλοσοφίας καί έπιστημ-ονικης γνώσης, έπιστήμ/ης καί
«πρακτικης» κ.λπ., ζητήμ-ατα πού βρίσκονταν στήν καρδιά της μ,αρξικης έπα-
ναστατ^κης άντίληψης. Ήδη ή ταύ^ση της φι-λοσοφίας μέ τήν κατ' ίδέαν λύση τών
άνθρώπι-νων προβλημ-άτων, ή έξ όρισμ,οϋ ταύτισή της μέ ίδεολογία, 12 κλείνε^ τό
δρόμ,ο σέ μιά (αύτοΒιχαί-ως φ^λοσοφ^κή) πραγμ,άτευση τέτοιων ζητημ,ά-των καί
κάνει τή ζυγαριά νά κλίνει πρός μιά θε-τικιστική-έπιστημ-ονιστική άντίληψη περί
θεωρί-ας καί γνώσης, ή όποία τείνει δλο καί πιό πολύ νά εύθυγραμ.μ.ιστεΐ μέ τό
πρότυπο τών φυσικών έπιστημ.ών, ή άξιοπιστία τοϋ όποίου ήταν άκόμ,α αθ^κτη
στήν έποχή τοΰ Μάρξ13. Ό Καστορ^ά-δης έξετάζει τίς βασικές άρχές της «ύλιστικης
άντίληψης της ίστορίας», δπως αύτές διατυπώ-θηκαν άπό τόν ϊδιο τόν Μάρξ, π.χ.
στόν πρόλο-γο της Κριτιχης τής Πολιτιχης ΟΙχονομίας" καί καθορίζουν τόν
συνολικό τρόπο σκέψης στά κεί-μ.ενα της ώριμ.ότητάς του. Ή κριτική του έπι-
κεντρώνεται σέ τρία κύρια σημ.εΐα:
α) Ή ίδέα δτι οί «παραγωγ^κές σχέσε^ς» καί

τό foa'koyo «νομ-ΐκό καί πολιτικό έποικοδόμ.ημ.α» «άντιστοιχοϋν σέ μιά όρισμ-ένη


βαθμ-ίδα άνάπτυ-ξης τών ύλικών παραγωγικών δυνάμ-εων» άνάγει τήν άνάπτυξη
της τεχνικης σέ «αύτόνομ.ο» πα-ράγοντα πού καθορίζει (εστω καί «σέ εσχατο
βαθμ,ό») τήν κο^νων^κή έξέλ^ξη. Άλλά ή έξέλ^ξη της τεχνικης δέν εΐναι
άνεξάρτητη άπό τήν κοι-νωνική έξέλιξη, ώστε νά μ-πορεΐ νά άπομ.ονωθεΐ ώς
«άνεξάρτητη μ,εταβλητή» της ίστορίας, γε-γονός πού καταδεικνύεται άπό τήν
τεράστια ποι-κιλία άρχαϊκών άλλά καί ίστορικών κοινωνιών πού στηρίχθηκαν στήν
ϊδια βάση «παραγωγικών δυνάμ-εων». Ή τεχνική εΐναι πάντοτε δεμ-ένη μέ τό
σύνολο της κοινωνικης ζωης, δηλαδή τόσο μέ τήν μ-αρξική «βάση» δσο καί μέ τήν
«ύπερδο-μ.ή», ή όποία δέν εΐναι αλλο άπό «εναν ιστό κοι-νωνικών σχέσεων, πού δέν
εΐναι ουτε περισσότε-ρο ουτε λ^γότερο "πραγματικές”, ουτε περ^σσό-τερο ουτε
λ^γότερο “άδρανεΐς” άπό τίς αλλες -έξ ί'σου "προσδιορισμένες” άπό τήν ύποδομ-ή
δσο καί έκείνη άπό αύτές, αν τό ρημ,α "προσδιορίζω” μ-πορεΐ νά χρησιμοποιηθεϊ
γιά νά δηλώσει τόν τρόπο συνύπαρξης τών διαφόρων στιγμ.ών ή πλευρών τών
κο^νων^κών δραστηρ^οτήτων»15. Τελικά ό «ιστοριχός ύλισμός» έπιστρέφει στόν ϊ-
Βεαλισμό, στόν βαθμ.0 πού έπιχειρεί νά έντοπίσει εναν άφηρ-ημένο παράγοντα πού
κινεΐ τήν ιστο-ρία, έναν παράγοντα μ-άλιστα πού εΐναι της τά-ξεως της ίδέας
(έφόσον στήν βάση της έφαρμ,ο-σμ-ένης τεχνικης μέ τήν ύλική εννοια βρίσκεται
πάντα ή τεχν^κή γνώση, οί «τεχν^κές ίδέες»).
β) Κατά δεύτερον, ό ιστορικός ύλισμός έφαρ-μόζει αύθαίρετα διακρίσεις καί
κατηγορίες, πού προέρχονται άπό τήν άνάλυση της καπιταλιστικης κοινωνίας, σέ
ενα ίστορικό ύλικό πού άνθίσταται σέ αύτές. Ή σαφής διάκριση μ.εταξύ σφαιρών,
λ.χ. οίκονομ-ία, πολιτική, θρησκεία, τέχνη κ.λπ., χαρακτηριστική γιά τήν σύγχρονη
κοινωνία, δέν εχα νόημ,α γιά κο^νωνίες τοϋ παρελθόντος (άλλά καί γιά άρκετές τοϋ
παρόντος), δπου τέτο^ες δια-κρίσεις ήταν συνήθως άνύπαρκτες ή μ.ή ούσιαστι-κές.
Στόν μ.αρξισμ.0 αύτή ή διανοητική άνάγκη (της προβολης τών «δ^κών μ,ας»
κατηγορ^ών στό παρελθόν) έντάσσεται άτυχώς σέ μιά «κλειστή διαλεκτική» της
ίστορίας, σέ μιά ίστορική αίτιο-κρατία πού δικαιώνει τό παρόν ώς άναγκαΐο καί
(εστω καί προσωρ^νά) άνώτερο έπίπεδο μΐας προ-καθορ^σμ,ένης άνάπτυξης16.
γ) Τέλος, ό ίστοριχός ύλισμός στηρίζετα^ τε-λικά σέ μιά άντίληψη περί μιας
ούσιαστικά άναλ-λοίωτης άνθρώπινης φύσης μέ κυρίαρχο κίνητρο τό οίκονομ.ικό.
"Αν ύπάρχει ενας καθοριστικός
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΟΥΑΑΚΟΣ
παράγοντας της ίστορίας καί αν αύτός δέν μ.πο-ρεΐ νά δράσει παρά μ.όνο μ.έσω τοϋ
πράττειν τών άνθρώπων, συμ.περαίνουμ.ε δτι αύτό τό πράττειν θά πρέπει πάντα νά
εχει τά ϊδια κίνητρα: Συγ-κεκριμ-ένα θά πρέπει νά ύποθέσουμ-ε δτι «άνέκα-θεν οί
άνθρώπ^νες κο^νωνίες σκόπευαν (συνε^δη-τά ή άσυνείδητα, λίγο ένδιαφέρει),
πρωταρχ^κά καί πάνω άπ' δλα, τήν αυξηση της παραγωγης καί της κατανάλωσής
τους»17. Αύτή δμ,ως ή I-δέα εΐναι λανθασμ-ένη, γιατί οί άνθρώπινες «άνάγ-κες» καί
τά «κίνητρα» εΐναι πάντοτε κοινωνικά έπεξεργασμ-ένα, άποτελοϋν προϊόντα καί
προϋπο-θέσεις της κοινωνίας καί ύπόκεινται στήν ϊδια μέ αύτήν διαρκή άλλοίωση
μ.έσα στήν ίστορία.
Γιά τόν Καστοριάδη, ή άνεπτυγμ.ένη «ύλι-στική άντίληψη της ιστορίας» δέν εΐναι
παρά ε-νας οϊκοΊομικός ντετερμινισμός, στόν όποΐο κυ-ριαρχεΐ τό όρθολογιστικό-
ίδεαλιστικό καί έπιστη-μ.ονιστικό στοιχεΐο, πού εκανε ήδη τόν Μάρξ (πρίν άπό τίς
έπεξεργασίες της «διαλεκτικής της φύσης» έκ μ-έρους τοϋ "Ενγκελς) νά συγκρίνει
τήν κοινωνική έξέλιξη μί μιά φυσική διαδικασί-α18. Ή έπιστημ-ονιστική
αύτοσυνείδηση τοϋ ί-στορικοϋ ύλισμ.οϋ έκφράζεται άπερίφραστα στήν ίδέα δτι «ή
ίστορία εΐναι όρθολογικό σύστημ,α ύ-παγόμ.ενο σέ δεδομ-ένους νόμ-ους, τών
όποίων μ.ποροϋμ.ε άπό τώρα νά όρίσουμ-ε τούς κυριότε-ρους. Ή γνώση σχημ-ατίζει
σύστημ.α, πού ήδη κατέχουμ,ε, κατ' άρχήν [...]. Άντίστ01χα, τό θε-ωρητικό διατηρεΐ
τήν προεξάρχουσα θέση του, τόν πρωταρχικό του χαρακτήρα, δποιες χι αν εΐ-ναι οί
επικλ-ψεις στό “πράσινο δέντρο της ζωης”, οί παραπομ,πές στήν πρακ^κή σάν τελ^-
κή έπαλήθευση»19. Έτσι, ό Ιστορ^κός ύλισμός ά-ναπαράγει τίς βαθύτερες τάσεις της
καπιταλι-στικης κουλτούρας, τών κυρίαρχων κοινωνικών σημ-ασιών καί τοϋ
θετικισμ.οϋ τοϋ 19ου αίώνα, πού ή άρχική, ριζοσπαστική του σύλληψη ήθελε νά
ύπερβεΐ.
Άπό συγκεκριμ-ένη κριτική περιγραφή της καπιταλιστικης οίκονομ-ίας, ή μ-
αρξιστική θεωρία εγινε γρήγορα προσπάθεια νά έξηγηθεΐ τό σύνο-λο της ιστορίας
μέ βάση τή λειτουργία τών «νό-μ.ων της διαλεκτικης». Ή δομ.ή καί ή λειτουρ-γία
κάθε κοινωνίας συναρταται μέ ενα όρισμ-ένο έπίπεδο άνάπτυξης της τεχνικης καί ή
μ,ετάβα-ση άπό τό ένα στάδιο κοινωνικης έξέλιξης στό αλλο συνδέεται μέ τήν
παραπέρα άνάπτυξη αύτης της τεχνικης. Ό θεωρητικός πού άνακαλύπτει αύτόν τόν
μ.ηχανισμ.0 της ίστορικης έξέλιξης κα-τέχει πλέον μιά όλοκληρωμ.ένη γνώση δλης
της παρελθούσας ιστορίας, καθώς καί της Ιστορικης
H KPITIKH TOY ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ ΣΤΗΝ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ
ΤΗΣΙΣΤΟΡΙΑΣ

41
άναγκαιότητας πού έγγυαται τήν ελευση τοϋ χομμουνισμοϋ, ό δποϊος θά κλείσει τήν
«προϊστο-ρία» τοϋ άνθρώπινου εΐδους. Γι' αύτόν τόν «άν-τικειμ.ενιστικό
ρασιοναλισμ.ό», ή ίστορία χαρα-κτηρίζεται άπό μιά άπόλυτη λογική συνοχή, έ-
φόσον κάθε γεγονός βρίσκει τή θέση του στό τε-λικό όρθολογικό σχέδιό της. Ή
ιστορία χαρακτη-ρίζεται άπό μιά έμ.μ.ενή όρθολογικότητα δχι μό-νο μέ τήν εννοια
δτι κάθε στιγμ-ή τοϋ παρελθόν-τος δικαιώνεται ώς στιγμ-ή της διαλεκτικης άνέ-
λιξης, άλλά καί έπειδή προετοιμάζει στά τυφλά τήν ελευση ένός όρθολογικοϋ
μ.έλλοντος, ένός μ.έλλοντος πού έπιτέλους θά *#£«, γιατί θά ση-μάνει τήν πραγμ-
άτωση της ούσίας τοϋ άνθρώ-που, τήν αρση της άλλοτρίωσης, τήν έμ.φάνιση καί
έκδίπλωση της πραγματικής άνθρωπ^ς20.
Κριτική στόν μαρξιστικό ίστορικο-φιλοσοφικό άντικειμενισμό
Συνοψίζοντας τήν πτώση τοϋ μ.αρξισμ.οϋ στόν όρθολογιστικό άντικειμ.ενισμ.0 καί
στήν αί-τιοκρατία, ό ϊδιος ό Καστοριάδης σημειώνει: «Οί ανθρωποι δέν πραγμ-
ατοποιοϋν λοιπόν τήν ιστορία τους περισσότερο άπ' δ,τι οί πλανητες "πραγμ,α-
τοποιοϋν” τίς περ^στροφές τους, “πραγμ,ατο-ποιοϋνται” άπ' αύτήν ή μ,αλλον καί τά
δυό πραγ-μ.ατοποιοϋνται άπό κάτι αλλο - μιά Διαλεκτι-κή της ιστορίας πού παράγει
τίς μ-ορφές της κοι-νωνίας καί τό άναγκαστικό τους ξεπέρασμ-α, πού έγγυαται τήν
άνοδική προοδευτική τους κίνηση καί τό τελικό πέρασμ-α της άνθρωπότητας στόν
χομμουνισμό, μ.έσα άπό μιά μ-ακρά ξένωση. Αύ-τός ό κομμουνισμός δέν εΐνα^ πιά
“τό πραγματι-κό κίνημ-α πού καταργεΐ τήν ύπάρχουσα κατά-σταση πραγμ-άτων”,
δ^αχωρίζετα^ στήν ίδέα μιας μ.ελλοντικης κοινωνίας πού θά διαδεχθεΐ αύτήν έδώ
καί σ' ενα πραγμ,ατικό κίνημ,α πού εΐναι ά-πλό μ.έσο ή έργαλεΐο καί πού δέν εχει
περισσότε-ρη έσωτερική συγγένεια, στή δομ.ή καί στήν πραγμ-ατική του ζωή, μ'
αύτό τοϋ όποίου τήν πραγμ-ατοποίηση θά έξυπηρετήσει, άπ' δσο εχουν τό σφυρί ή
τό άμόνι μέ τό προϊόν στήν κατασκευ-ή τοϋ όποίου συντελοϋν. Δέν πρόκειται πλέον
νά μ.ετασχημ.ατίσουμ.ε τόν χόσμο, άντί νά τόν έρμ.η-νεύσουμ.ε. Πρόκειται νά
προωθήσουμ-ε τή μ.όνη ά-ληθινή έρμ-ηνεία τοϋ κόσμ,ου πού διαβεβαιώνει 8-τι
αύτός πρέπει νά μ.ετασχημ.ατισθεΐ καί θά μ.ε-τασχημ-ατισθεΐ πρός τήν κατεύθυνση
τήν όποία ή θεωρία συμπεραίνει. Δέν πρόκειται πλέον γιά πρά^, άλλ' άπλώς καί μ-
όνο γιά πρακτική μέ τήν τρέχουσα εννοια τοϋ δρου, τή βιομ,ηχανική ή τή
χυδαία πολιτική εννοια. Ή ίδέα της έπαλήθευ-σης μέ τόν “πεφαματισμό ή τή
βιομ,ηχανική πρακτ^κή” παίρνε^ τή θέση αύτοϋ πού ή ίδέα της πράξης προϋποθέτει,
δηλαδή δτι ή ίστορική πραγμ-ατικότητα, σάν πραγμ-ατικότητα της δρά-σης τών
άνθρώπων, εΐναι ό μ-όνος τόπος, δπου οί ίδέες καί τά προτάγμ,ατα μ,ποροϋν ν'
άποκτήσουν τήν πραγμ-ατική τους σημ.ασία. Τό παλαιό τέρας μιας
ρασιοναλιστικης-ύλιστικης φιλοσοφίας ξα-ναεμ-φανίζεται καί έπιβάλλεται,
διακηρύσσοντας πώς δ,τι ύπάρχε^ εΐνα^ “υλη” καί δτι αύτή ή υ-λη εΐνα^ τελείως
“όρθολογ^κή”, διότι δ^έπετα^ ά-πό τούς "νόμ,ους” της δ^αλεκ^κης πού αλλωστε
ήδη κατέχουμ,ε»21.
Αύτή ή όρθολογιστική-ύλιστική άντίληψη της ιστορίας ύπηρξε άπολύτως πρόσφορη
γιά τήν μ-ετατροπή της σέ ίδεολογία της γραφειοκρατίας πού κυριάρχησε στίς χώρες
τοϋ ύπαρκτοϋ σοσια-λισμοϋ22. Ή άπόλυτη γνώση τών νόμ,ων της l· στορίας, πού
έγγυώνται τήν ελευση της χομμου-νιστικης κοινωνίας, κάνουν περιττή ή καί έπι-
βλαβή τήν αύτόνομ-η δράση τών άνθρώπων. Ή ϊδια ή πολιτική μετατρέπεται
άπευθείας σέ τε-χνιχό πράττειν, δηλαδή στήν κατά τό δυνατόν ά-ποτελεσμ-
ατικότερη έφαρμ.ογή τών νόμ.ων της κοινωνικης έξέλιξης πάνω στό ύλικό της
κοινω-νίας άπό μ-έρους έκείνων πού κατέχουν τή γνώ-ση τους. "Εστω καί αν ή
γραφε^οκρατ^κοποίηση δέν «όφείλεται» στά λάθη τοϋ Μάρξ, μέ τήν εν-νοια μιας
αμ-εσης αίτιακης σύνδεσης, τόσο ή πρώτη δσο καί τά δεύτερα άποτελοϋν έκδήλωση
της έπιβίωσης της καπιταλιστικης κουλτούρας στήν καρδ^ά τοΰ έργατ^κοΰ
κ^νήμ,ατος23.
Τώρα δμ.ως μποροϋμε πλέον νά κατανοήσου-μ.ε σέ τί συνίστανται τά «λάθη τοϋ
Μάρξ», πού άποτελοϋν τό θεωρητικό σύστοιγ^ο της πραγμ-α-τικης διαδικασίας
γραφειοκρατικοποίησης καί έκφυλισμ.οϋ τοϋ έργατικοϋ κινήμ,ατος, ποιό είναι, στή
θεωρία, τό στοιγ^εϊο «της καπιταλιστικης κουλτούρας» πού έπιβίωσε μ.έσα στίς
δυνάμ-εις πού τήν άρνοϋνταν μέ τόν πιό λυσσαλέο τρόπο. "Οπως σημ^ώνε^ ό
Καστορ^άδης: «Ή θεωρητ^-κή προέλευση της εκπτωσης τοϋ μ.αρξισμ.οϋ, τό
ίδεολογικό ίσοδύναμ.ο τοϋ γραφειοκρατικοϋ έκφυ-λισμοϋ τοϋ έργατικοϋ κινήμ-
ατος, πρέπει νά άνα-ζητηθεΐστόν ταχύ μ.ετασχημ.ατισμ.0 της νέας άν-τίληψης σέ
όλοκληρωμ.ένο καί πληρες ώς πρός τήν πρόθεσή του θεωρητικό σύστημ.α, στήν
έπι-στροφή τοϋ θεωρησΐακοϋ (contemplatif) καί τοϋ κατοπτριστικοϋ (speculatif) ώς
κυρίαρχου τρό-που έπίλυσης τών προβλημ-άτων πού εχουν τεθεΐ στήν
άνθρωπότητα»24. Ή εκπτωση τοϋ μαρξι-

σμοϋ συνδέεται λοιπόν μέ τήν έπιστροφή στόν τρόπο σκέψης της ίδεαλιστικης
φιλοσοφίας, πού βρέθηκε στό στόχαστρο της κριτικης τοϋ νεαροϋ Μάρξ, δηλαδή,
στήν αρση τών άντιθέσεων, στήν έπίλυση τών προβλημ-άτων μ-όνο στή σκέψη, στή
μ-ετατροπή της θεωρητικης δραστηριότητας σέ κλειστό θεωρητικό σύστημ.α πού
άντικατοπτρίζει παθητικά μιά έξωτερική πρός αύτό πραγμ-ατικό-τητα, χωρίς νά
στοχεύει πλέον στήν ένεργό πα-ρέμ-βαση σέ αύτήν.
Προσωρινό συμπέρασμα
Τό έλάττωμ.α τοϋ μ.αρξιστικοϋ συστήμ.ατος είναι, λοιπόν, ή άξίωσή του νά
άποτελέσει ά-κριβώς κλειστό καί όλοκληρωμ.ένο σύστημα, πλήρη γνώση της
ίστορίας καί της κοινωνίας. Ή άξίωση αύτή συνεπάγεται άμ-έσως τήν ξένωση της
θεωρίας στό θεωρησιακό στοιχεΐο, τήν όπι-σθοχώρησή της σέ έναν νέο ίδεαλισμ.ό.
Ή ίστο-ρική πολλαπλότητα θά πρέπει νά άναχθεΐ σέ στα-θερές σχέσεις μ.εταξύ
σταθερών όντοτήτων, νά ά-ναχθεΐ δηλαδή στό αχρονο, στό ταυτό, στήν ίδε-ατή
ταυτότητα τών νόμ.ων της ίστορίας. «Ή ά-ναγκαστικά διπλή αύταπάτη της κλειστης
θεω-ρίας εΐναι δτι δ κόσμ,ος εχει γίνει ήδη άπό πάν-τα, καί δτι ή σκέψη μ,πορεΐ νά
τόν συλλάβει. Ή κεντρική δμ,ως ίδέα της έπανάστασης εΐναι δτι ή άνθρωπότητα εχει
μ-προστά της ενα πραγμ,ατικό μ-έλλον, καί δτι αύτό τό μ-έλλον δέν πρέπει μ.όνο νά
τό σκεφθοϋμ,ε, άλλά καί νά τό φτιάξουμε»25. Ή σκέψη εχει νά έπιτελέσει εναν
σπουδαΐο ρόλο σέ αύτήν τήν ύπόθεση, θά πρέπει δμ.ως πρώτα νά άπαλλαχθεΐ
όριστικά άπό τό βάρος της παρά-δοσης τοϋ άντικειμ.ενισμ.οϋ καί τών διλημ.μ.άτων
πού αύτός συνεπάγεται. Ή «διαύγεια χρειάζεται νά διαυγασθεΐ».
Ή καστοριαδική σκέψη θέλει νά συμ-βάλει σέ αύτήν τήν διαύγαση προχωρώντας
ενα άκόμ.α βημ-α στήν σύγχρονη κριτική της μ,εταφυσικης, άμ-φισβητώντας ριζικά
-γιά αλλη μιά φορά-τήν ίδέα τοϋ κλειστοϋ συστήμ.ατος. Κατά τήν γνώμ-η μου -καί
αύτή εΐναι ή προοπτική, ύπό τήν όποία πιστεύω δτι θά πρέπει νά διαβάζεται τό εργο
τοϋ Καστοριάδη - ή διαύγαση αύτή δέν άποτελεΐάπλή αρνηση της μ-αρξικης
σκέψης, άλ-λά διαλεχτιχη άρση της, δηλαδή κριτική μέ δια-τήρηση τοϋ άληθοϋς
πυρήνα της. Άπό αύτήν τήν αποψη, ό Καστοριάδης άποτελεΐ εναν άπό τούς πιό
ένδιαφέροντες καί ρηξικέλευθους συνε-χιστές της παράδοσης της διαλεκτικης
φιλοσο-φίας, στίς συνθηκες της σύγχρονης μ.ετα-μ.ετα-
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΟΥΑΑΚΟΣ
φυσικης σκέψης. Τό έγχείρημ.ά του μ-πορεΐ νά θε-ωρηθεΐ άκριβώς ώς
ριζοσπαστικοποίηση τοϋ έ-παναστατικοϋ στοιχείου τοϋ μ.αρξισμ.οϋ, μέ ταυ-
τόχρονο έμ.πλουτισμ.0 του μέ τίς γνώσεις της ψυ-χανάλυσης, της φαινομ-ενολογίας
καί έρμ-ηνευ-τικης, της κοινωνικης άνθρωπολογίας κ.λπ. τοϋ 20οϋ αίώνα,
προκειμένου γιά τήν συγκρότηση μιας νέας διαλεκτικης θεωρητικης προσέγγισης
της κοινωνίας καί της ίστορίας, ή όποία θά εΐναι σέ θέση νά δώσει
προσανατολισμ.ούς σέ μιά νέα άπελευθερωτική πολιτική πρακτική 26. Ώς τέ-τοιο θά
πρέπει νά καταγραφεΐ άπό τήν ιστορία καί νά κριθεΐ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ή ΐδια στάση ουσιαστικής άδιαφορίας εχει σήμερα μιά πολυ διαφορετική ρίζα:
Ή ευκολη καταδίκη τοϋ «ό-λοκληρωτισμοϋ», που άντλεϊ άπό τό όπλοστάσιο ένός
ήθι-κολογικοΰ φιλελευθερισμοΰ, καί ή έπίκληση τοΰ νεοδαρβι-νικοϋ έπιχειρήματος
τής έπικράτησης τής «οΐκονομίας τής άγορας» μετά τήν άποβίωση τής
«σχεδιασμένης οϊχονομί-ας» άποτελοϋν πλέον βασικό ένδυματολογικό έξάρτημα
τών δημοσιολογουντων διανοουμένων - ΐδιαίτερα πολλών «μετανοημένων»
κομμουνιστών καί σοσιαλφιλελευθέρων Ί-δεολόγων. Ύπό αυτές τίς συνθήκες, γιατί
νά σκοτίζεται κανείς γιά κοινωνικές καί ίστορικές άναλυσεις ή γιά τόν ουσιαστικό
άπολογισμό τών ΐδεών;
2. Τελειώνοντας μιά άπό τίς όμιλίες του στήν Έλλά-δα, ό Καστοριάδης έπισήμανε
αυτό που κατά τή γνώμη του είναι «ό άνοικτός χώρος σήμερα τής δουλειας τής φι-
λοσοφικής καί τής πολιτικής»: «Φιλοσοφικά εχουμε νά ξα-ναερμηνευσουμε καί νά
ξαναερευνήσουμε κριτικά όλόκλη-ρη τήν φιλοσοφική παράδοση, βλέποντας στήν
ίστορία τής φιλοσοφίας μιά ουσιώδη διάσταση τοϋ προτάγματος τής αυτονομίας
[...]. Πρέπει νά άναζωογονήσουμε τήν φιλοσο-φική άλλά καί τήν έπιστημονική
σκέψη, έρευνώντας τά τεράστια καί βαρυτατα προβλήματα που δημιουργοΰν γιά τήν
φιλοσοφία ή σημερινή χαώδης κατάσταση τών έπι-στημών καί ol έπιπτώσεις της.
Πρέπει ΐδιαιτέρως νά υπο-βάλουμε σέ πραγματική φιλοσοφική ερευνα τους
καινουρ-γιους χώρους που μας άνοίγει τόσο ή ψυχανάλυση δσο καί ή άναγνώριση
τής όντολογικής ΐδιοτυπίας τοϋ κοινωνικοϋ-ίστορικοΰ [...]. Πρέπει, τέλος, νά
δείξουμε δτι ή άληθινή φιλοσοφία δέν δεσμευει, άλλά έλευθερώνει τήν πολιτική
σκέψη, άκριβώς έπειδή είναι άγώνας έναντίον τοΰ έγκλει-σμοϋ. Καί πολιτικά πρέπει
άσφαλώς νά διαυγάσουμε τό πρόταγμα τής αυτονομίας, άτομικής καί κοινωνικής,
άλ-λά καί νά δείξουμε πόσο έπιτακτικό καί κρίσιμο χαρακτή-ρα παίρνει τό
πρόταγμα αυτό στήν σημερινή έποχή καί μέ τήν σημερινή κατάσταση τής
άνθρωπότητας. Όπως βλέ-πετε, δταν κοιταμε τά ΐδια τά πράγματα, ξημερώνει καί
δέν βραδιάζει. Βραδιάζει μόνο γιά κείνους που εχουνε οί !'-διοι βραδιάσει. Άλλά γιά
δσους είναι ζωντανοί, ήλιος νέος έφ' ήμέρη έστίν (Diels, 22, Β6)>>, Κ.
Καστοριάδης, «Τό τέλος τής φιλοσοφίας;», στό τ. ΐδίου, Οί όμιλίες στψ Έλ-λάδα,
έκδ. Ύψιλον, Άθήνα 1990.
3. Ή συμβολή σέ αυτήν τήν συζήτηση άνήκε πάντα
στίς προθέσεις τοϋ Καστοριάδη, μάλιστα θά μποροϋσε κα-νείς νά διαβάσει δλο του
τό εργο υπό αυτήν τήν προοπτι-κή. Μεταξυ πολλών, βλ. τά κείμενα: «Ή
έπανάσταση μπροστά στους θεολόγους», «Ή Εδέα τής έπαναστάσεως», «Ή έποχή
τοϋ γενικευμένου κονφορμισμοΰ», στό: Κ. Κα-στοριάδης, V θρυμματισμένος
χόσμος, μτφ. Ζ. Σαρίκα, Κ. Σπαντιδάκη, έκδ. Ύψιλον, Άθήνα 1992, βλ. έπίσης τό
πρόσφατα δημοσιευμένο Ή «όρθολογιχότητα» τοϋ χα-πιταλισμοϋ, μτφ. Κ.
Σπαντιδάκη, Ζ. Χριστοφορίδου-Κα-στοριάδη, έκδ. Ύψιλον, Άθήνα 1998.
4. Βλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Ή" φαντασιαχή θέ-σμιση της κοινωνίας, Ράππα,
Άθήνα 1985 (στό έξής: ΦΘΕ), σελ. 139. Στίς σελίδες 136-141, μιλώντας γιά τίς
«υποκειμενικές ρίζες τοϋ έπαναστατικοϋ προτάγματος», ό Καστοριάδης διαυγάζει
τό «τί μπορεΐ νά είναι ή έπιθυμία καί τά κίνητρα ένός έπαναστάτη» (σελ. 137),
άναφερόμε-νος ουσιαστικά στό δικό του βίωμα.
5. Μέ αυτά τά λόγια άρχίζει ή Φαντασιαχή θέσμιση (ΦΘΚ, σελ. 19). Είναι γνωστή
ή διαδρομή τοΰ Καστοριά-δη άπό τήν κομμουνιστική στράτευση τών νεανικών του
χρόνων στόν τροτσκισμό καί στήν όμάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα». Στό τέλος
αυτής τής διαδρομής καί στήν άρχή μιας νέας πορείας στή σκέψη του βρίσκεται τό
κεί-μενο που άποτέλεσε τό πρώτο μέρος τής Φαντασίαχ^ς 0έ-σ^σ^ς, ενα μέρος τοϋ
όποίου δημοσιευτηκε στά τελευταΐα τευχη τοΰ περιοδικοΰ Σοσιαλισμός ή
Βαρβαρότητα, πρίν αυτό σταματήσει νά έκδίδεται τό 1965.
6. ΦΘΧ, σελ. 27.
7. ΦΘΚ, σελ. 22. Τό αν σέ αυτήν τήν κριτική ό Κα-στοριάδης προηγήθηκε τοΰ
άλλου μεγάλου Έλληνα θεωρη-τικοϋ, τοϋ Κώστα Παπαϊωάννου, ή έπηρεάστηκε άπό
αυ-τόν είναι ενα θέμα που θά άπασχολήσει πιθανώς τους σχο-λιαστές τών δυο
στοχαστών. Σέ κάθε περίπτωση, θά πρέ-πει έδώ νά έπισημάνουμε δτι ol άπόψεις
τους υπήρξαν σέ πολλά σημεΐα παράλληλες, παρ' δλο που τό εργο τοΰ Κ.
Παπαϊωάννου μόλις σήμερα εχει άρχίσει νά συζητεΐται -ευτυχώς τά κείμενά του
σώθηκαν καί έκδίδονται σιγά-σιγά στά έλληνικά, χάρις στήν πρωτοβουλία καί
μοναχική προ-σπάθεια τών Έναλλακτικών Έκδόσεων νά άναδειχθεΐ τό μέγεθος τοΰ
Έλληνα διανοητή. Βλ. Κ. Παπαϊωάννου, Ό μαρξισμός σάν Ιδεολογία, Έναλλακτικές
Έκδόσεις, Άθήνα 1988, καί έπίσης: τ. ϊδίου, Χράτος χαί ?Λοσο?ία, Έναλ-λακτικές
Έκδόσεις, Άθήνα 1990, τ. ϊδίου, Ή γένεση τοϋ όλοχληρο^τισμοϋ, Έναλλακτικές
Έκδόσεις, Άθήνα 1991.
8. Ή διερευνηση τής ίστορικής πορείας, καθώς καί τών προοπτικών τοΰ έργατικοΰ
κινήματος ήταν τό κυριο άντικείμενο πολλών πρώιμων κειμένων που ό
Καστοριάδης δημοσίευσε στό Socialisme ou Barbarie καί τά όποΐα άνα-
δημοσιευτηκαν στους δυο τόμους μέ τίτλο Ή πεϊρα τοϋ έργατιχοϋ χινήματος, μτφ.
Σ. Χαλκια, Β. Ψιμουλη, Ζ. Χριστοφίδου, Ύψιλον, Άθήνα 1984.
9. ΦΘΚ, σελ. 96.
10. G. Lukacs, Geschichte und Klassenbewusstsem, Darmstadt 1970. Ευτυχώς ή
έλληνική «μετάφραση» αυ-τοΰ τοΰ θρυλικοΰ βιβλίου τοΰ δυτικοΰ μαρξισμοΰ
(Ίστορία χαίτα&χή συνείδηση, Όδυσσέας, Άθήνα 1975) εχει έξαν-τληθεΐ καί ετσι,
τουλάχιστον, δέν πρόκειται νά ταλαιπωρή-σει τή νεώτερη γενιά τών κριτικά
σκεπτόμενων Έλλήνων.
11. Βλ. ΦΘΚ, σελ. 84-85.
12. Ίδέα που βεβαίως κυριαρχεΐ στήν γερμανική ϊδε-ολογίατοΰ 1845-1846. (Κ.
Μάρξ, Ή γερμανίχή Ιδεολο-γία, 2 τόμ., μτφ. Κ. Φιλίνη, Gutenberg, Άθήνα 1989).

13. Ήδη στά Οίχονομιχά χοά φίλοσοφιχά χεφόγραψα τοΰ 1844. «Ή ίστορία ή ΐδια
είναι ενα πραγματιχό μέρος τής φυσικής ίστορίας καί τής φυσης που γίνεται
ανθρωπος. Ή φυσική έπιστήμη θ' άντικαταστήσει μέ τόν καιρό τήν έπιστήμη τοϋ
άνθρώπου, δπως ή έπιστήμη τοϋ άνθρώπου θ' άντικαταστήσει τή φυσική έπιστήμη:
θά υπάρξει μιά μό-νο έπιστήμη». Κ. Marx, Οίχονομιχά χαί φιλοσοφικά χεφό-γραψα,
μτφ. Μπ. Γραμμένου, Γλάρος, Άθήνα 1975, σελ. 136. Βέβαια, δπως αλλωστε
σημειώνει καί ό Καστοριά-δης, στά νεανικά εργα τοΰ Μάρξ ή άντίληψη αυτή συνδέ-
εται μέ μιά «υποκειμενιστική» διαλεκτική, μέ βάση τήν ό-ποία ή δρθολογικότητα
τοϋ κόσμου στηρίζεται στό γεγονός δτι αυτός είναι προϊόν τής δραστηριότητας τοΰ
υποκειμέ-νου. Άντίθετα, στά εργα τής ώριμότητας καί ϊδιαίτερα στόν Ένγκελς, ή
διαλεκτική παίρνει μιά «άντικειμενιστική» χροιά, όρίζοντας τους «νόμους κίνησης»
τής ίστορίας (ή/καί τής φυσης - Ένγκελς). Βλ. ΦΘΚ, σελ. 82.
14. Βλ. Κ. Marx, Κριτιχή της πολιτιχης οϊχονομίας, μτφ. Φ. Φωτίου, Άθήνα 1978,
σελ. 23-24.
15. ΦΘΚ, σελ. 35.
16. Βλ. ΦΘΚ, σελ. 40.
17. ΦΘΚ, σελ. 41.
18. Γνωστός καί πολυσυζητημένος είναι ό χαρακτη-ρισμός άπό τόν Μάρξ ώς
«έπιτυχημένης» τής περιγραφής τής «πραγματικής του μεθόδου» άπό τόν κυριο
άρθρογρά-φο τοϋ περιοδικοϋ Άγγελιοφόρος της Εύρώπης τής Πε-τρουπολης (Μάης
1872), δπου μεταξυ αλλων σημειωνό-ταν: «Γιά τόν Μάρξ ενα πράγμα μόνο εχει
σημασία: νά βρεΐ τό νόμο τών φαινομένων που άσχολεΐται μέ τήν ερευ-νά τους. Καί
μάλιστα γι' αυτόν δέν εχει σημασία μόνο ό νόμος που τά διέπει, δσο εχουν μιά
όρισμένη μορφή καί δ-σο βρίσκονται σέ μιά άλληλοσχέση που παρατηρεΐται σέ μιά
δοσμένη περίοδο. Γι' αυτόν, πάνω άπ' δλα, εχει άκό-μα μεγαλυτερη σημασία ό νόμος
τής άλλαγής τους, τής έξέλιξής τους, δηλ. τό πέρασμα άπό τή μιά μορφή στήν αλλη,
άπό μιά κατηγορία άλληλοσχέσης σέ μιά αλλη. [...] Ό Μάρξ έξετάζει τήν κίνηση τής
κοινωνίας σάν φυσικοϊ-στορικό προτσές που τό διέπουν νόμοι, που δχι μόνο είναι
άνεξάρτητοι άπό τή θέληση, τή συνείδηση καί τίς έπιδιώ-ξεις τοΰ άνθρώπου, μά
που, άντίθετα, οί ΐδιοι καθορίζουν τή θέληση, τή συνείδηση καί τίς έπιδιώξεις
του...». Κ. Marx, Τ6 Κεφάλαιο, τόμ. I, μτφ. Π. Μαυρομμάτη, Ά-θήνα 1978,
άπόσπασμα άπό τόν «'Έπίλογο στή δευτερη εκδοση» (1873), σελ. 23-24.
19. ΦΘΚ, σελ. 86.
20. Βλ. ΦΘΚ, σελ. 64 κ.έ.
21. ΦΘΚ, σελ. 99.
22. Τά κοινωνικά αϊτια τής «γραφειοκρατικής κυριαρ-χίας» άποτέλεσαν ενα άπό τά
βασικά πεδία ερευνας τοΰ Καστοριάδη. Τά κείμενά του άπό τό Socialisme ou
Barbarie άναδημοσιευτηκαν σέ δυο τόμους μέ τόν τίτλο 7ί γρ«φειοχρ«τιχή
xoivojvia, μτφ. Ε. Παπαδοπουλου, Α. Χό-πογλου, Γ. Παπακυριάκη, Ύψιλον, Άθήνα
1985.
23. Βλ. ΦΘΚ, 100-101.
24. ΦΘΚ, σελ. 101.
25. ΦΘΚ, σελ. 104.
26. Οί γνωσιοθεωρητικές συνέπειες τής κριτικής στόν μαρξιστικό άντικειμενισμό,
καθώς καί ol βασικές γραμμές μιας συνεπαγόμενης θεωρίας του «κοινωνικοϋ-
ίστορικοϋ» άποτελοϋν τό θέμα ένός υπό δημοσίευση αρθρου μου: «Ά-λήθεια,
ίστορία, κοινωνία στή σκέψη τοϋ Κορνήλιου Κα-στοριάδη», προσεχώς στό Μα
Έστία.

Φιλοσοφία καί μετουσίωση'


Ç
διερεύνηση της σχέσης μ.εταξύ ψιλοσοψί-ας καί μ-ετουσίωσης [sublimation] μ.ας
παραπέμ.πει συγκεκριμ-ένα στό εργο τοϋ Κορνήλιου Καστοριάδη καί ογι μ.όνο
στήν ψυχα-ναλυτική πλευρά του άλλά στήν ϊδια τήν λογική τοϋ εργου στό σύνολό
της. Κι αύτό γιατί ό Κα-στοριάδης εχει στηρίξει ενα μ-εγάλο μ.έρος της κοσμ-
οθεωρίας του ώς πρός τήν γένεση καί φαν-τασιακή διαμ-όρφωση της κοινωνίας
πάνω στήν συλλογική λειτουργία της μ.ετουσίωσης. θά λέ-γαμ.ε, μ.άλιστα, δτι μ.όνο
στόν Καστοριάδη συ-ναντα κανείς μιά όλοκληρωμ.ένη θεωρία της μ.ε-τουσίωσης, ή
όποία καί τοϋ έξασφαλίζει αύτομ.ά-τως μιά ξεχωριστή θέση στήν ιστορία της ψυχα-
νάλυσης. Γιά τόν Καστοριάδη, δμως, ή μετου-σίωση δέν εΐναι άπλώς μιά
συγκεκριμένη ψυχα-ναλυτική λειτουργία, άλλά εννοια καί πρακτική ή όποία
ύπερβαίνε^ τά στενά δρ^α τοΰ λόγου [discourse] της ψυχανάλυσης, άνήκοντας μ-
αλλον στό εύρύτερο σημ.ασιολογικό πλαίσιο της πολι-τ^κης.2
Έξ ο5 καί ή κατά μία εννοια έπιστημ,ολογι-κά άσύμ.μ.ετρη σύζευξη στόν τίτλο (άντί
της πώ άναγνωρίσιμ-ης σύζευξης «φιλοσοφία καί ψυχανά-λυση»). Ή έξήγηση γι'
αύτήν τήν έπιλογή εΐνα^ διττή: Πρώτον, τό γεγονός δτι ή θεωρία της μ.ε-τουσίωσης
στόν Καστοριάδη εΐναι πράγμ,ατι έπα-ναστατική μ.έσα στά πλαίσια της φροϋδικης
θε-ωρίας άπαιτεΐ τήν διερεύνηση της μ-ετουσίωσης, ώς ψυχαναλυτικης σημ-ασίας,
πέρα άπό τά πλαί-σια μιας στενά φροϋδικης έξήγησης. Δεύτερον, πιό συγκεκριμ-
ένα, ή μ,ετουσίωση είναι, αύτή καθ' έαυτήν, βασική προϋπόθεση στό μ,εγάλο
φιλοσο-φικό πρόταγμ.α τοϋ Καστοριάδη: τήν διαύγαση καί έπίτευξη της
αύτονομ.ίας. Προτρέχοντας ΐ-σως, θά λέγαμ-ε δτι ή μ-ετουσίωση γεφυρώνει τήν
φιλοσοφία μέ τήν ψυχανάλυση ώς πολιτιχά προ-τάγμ-ατα. Ή μετουσίωση εΐναι
αύτή πού ούσια-
^τάθ^ς Γουργουρής
στιχά δημ.ιουργεΐ τό εδαφος άτέρμ.ονης άνάκρι-σης, τό όποΐο τόσο ή φιλοσοφία δσο
καί ή ψυχα-νάλυση πρέπει νά ένστερνιστοϋν γιά νά ύπάρξουν.
Σέ αύτό τό σημ-εΐο ας άναλογιστοϋμ.ε τήν κα-τά Καστοριάδη ρητή διαφοροποίηση
μ.εταξύ φι-λοσοφίας καί ψυχανάλυσης. "Αν καί άδιαμφισβή-τητα φ^λοσοφ^κή στήν
«φύση» της (μέ τήν εν-νοια δτι λειτουργεΐ κάτω άπό έπιτακτικές συν-θηκες νοήμ-
ατος - ζητώντας τό νόημ-α, άπαι-τώντας τήν διαύγαση της σημ,ασίας), ή ψυχανά-
λυση δέν εΐναι φιλοσοφία γιατί δέν γίνεται νά δια-ζευχθεΐ άπό μιά άπόλυτα
συγκεκριμ.ένη πρακτι-κο-ποιητική δραστηριότητα, τό άντικείμ-ενο της όποίας δέν
μ-πορεΐ έξ δρισμοϋ νά έκκαθολικευθεΐ. Ή ψυχανάλυση όδηγεΐ σέ μιά «άπορητική
δια-λεκτ^κή διαύγαση» [Epilegomena to a theory of the soul which has been
presented as a Science in Crossroads in the Labyrinth, CL, 34]. Άλ-λά, ή
ψυχανάλυση είσάγει συνάμ,α μιά βαθύτατη φιλοσοφική καινοτομ.ία κατά τό δτι
άναστοχάζε-ται τήν κλασσική άντινομ-ία / σύγκλιση μ,εταξύ τοϋ έμπειρικοϋ καί τοϋ
ύπερβατικοϋ στοιχείου σέ βάση άναπόφευκτα κο^νων^κή (δεδομ,ένου δτι καί ό
Φρόυντ ό ΐδιος έπισήμ-ανε δτι ή πραγμ-ατικότη-τα εyναί ή κο^νωνία)3, γεγονός τό
όποΐο έμ,φαίνε-ται άκριβώς στό δτι αύτή ή άντινομ-ία συγκαθο-ρίζετα^ μέ τό
ψυχ^κό στο^χεΐο (γι' αύτό καί δέν μ-πορεΐ ποτέ ουτε νά τό ύπερβεΐ ουτε νά συνοψι-
στεΐ σέ αύτό).
Άκριβώς έπειδή προτάσσει τήν κοινωνία ώς δομ,^κό δρ^ο τοϋ ψυχωτ^κοϋ έαυτοϋ
(τό όποΐο, σέ αλλη γλώσσα, θά σήμ-αινε τόν όριακό χώρο μέ-σω τοϋ όποίου ό
«ύπερβατικός» έαυτός άντικρύ-ζει τήν έμπεφική πραγμ,ατ^κότητα), ή ψυχανά-λυση
συμ.μ.ετέχει στό έγχείρημ.α της φιλοσοφίας. Έπίσης, δμ,ως, άκριβώς ώς πρακτικο-
ποιητικό έγχείρημ-α πού σχοπεύει στψ δημ,ιουργία συν-θηκών μΐας εσωθεν
μ,εταμ,όρφωσης (μΐας αύτο-

Ό Γτά^ Γουργουρήζ διδάσχει συγχριτιχή λογοτεχνία στό Πανεπιστήμιο τοΰ


Πρίνστον. Ehoci συγ-γραφέας τοΰ βιβλίου Dream Nation: Enlightenment,
Colonization and the Institution of Modern Greece (1996).
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 44-54
ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ

45
ετέρωσης) μ,έσω τοϋ άναστοχασμ,οϋ, τό πεδίο της ψυχανάλυσης -ξεχωριστό καί
αύτόνομ.ο- συμ.-πίπτει πλήρως μέ τό πεδίο της φιλοσοφίας. Σκε-πτόμενοι, βεβαίως,
τούς ιστορικούς δρους αύτης της σύμ.-πτωσης, βλέπουμ,ε πώς ή ψυχανάλυση άνήκει
έπίσης στό έγχείρημ-α της πολιτικής4. Μιά στοιχειώδης κατανόηση τοϋ εργου τοϋ
Κα-στοριάδη άπαιτεΐ τήν θεώρηση της μ-ετουσίωσης ώς στοιχεΐο-κλειδί πού
καθιστα δυνατή αύτήν τήν περιπλοκή φιλοσοφίας, ψυχανάλυσης καί πο-λιτικης.
Έννοεϊται δτι τό δλο έπιστημ-ολογικό πεδίο εΐναι τεράστιο. Έδώ δέν μ.ποροϋμ.ε
παρά νά πε-ριοριστοϋμε σέ μερικές γενικές παρατηρήσεις, οί όποΐες χρειάζονται
περαιτέρω έπεξεργασία. Τό θέμ-α εΐναι δτι ή θεωρία τοϋ Καστοριάδη γιά τήν μ-
ετουσίωση άξίζει νά άναδειχθεΐ σέ δλη της τήν έμ-βέλεια. Δεδομ-ένου τοϋ
γεγονότος δτι ή φιλο-σοφία καθίσταται πλέον έπιτακτικό έγχείρημ-α στούς πλήρους
συγχύσεως καιρούς μας, ή στοι-χειώδης κατανόηση της σχέσης τοϋ φιλοσοφικοϋ
στοχασμ.οϋ μέ τίς ψυχικές δυνάμ-εις της άνθρω-πότητας -μέ τόν χώρο τοϋ ριζικοϋ
φαντασια-κοϋ, δπως τόν όνομ-άζει ό Καστοριάδης - γίνε-ται άπαραίτητη. Ή θεωρία
της μ-ετουσίωσης δέν εΐναι μ-όνο ζήτημ,α έμ.πλουτισμ.οϋ τοϋ ψυχαναλυ-τικοϋ
προτάγμ.ατος, εΐναι ζωτική προϋπόθεση κάθε θεωρίας κοινωνικής μ.εταμ.όρφωσης.
Παρ' δλη τήν άντικειμ,ενικά έξέχουσα σημ,α-σία της, ή έπεξεργασία της εννοιας της
μ.ετου-σίωσης άπό τόν Φρόυντ εΐναι μ-άλλον λειψή και περιστασιακή. Οί Jean
Laplanche καί J.-B. Ροη-talis, στό περίφημ.0 Αεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης,
άναφέρουν δτι «ή ελλειψη μιας συνεποϋς θεωρί-ας της μ-ετουσίωσης παραμ-ένει
ενα άπό τά με-γάλα κενά τοϋ ψυχαναλυτικοϋ στοχασμ.οϋ» [433]. Γνωστό εΐνα^
έπίσης τό έν παρόδω ύπό-μ.νημ.α τοϋ Φρόυντ δτι κάτι περαιτέρω πρέπει νά είπωθεΐ
γιά τήν μ-ετουσίωση ώς παράξενη μ.οΐρα τών ψυχ^κών ένορμ,ήσεων (Triebe) τήν
όποία έ-π^βάλλε^ ό πολΐτΐσμ.ός [«Civilization and its Discontents», 97]. Ένα άπό τά
ύπόρρητα έρωτή-μ.ατα πού έγείρει αύτή ή άνολοκλήρωτη παρατή-ρηση άφορα τό
αν ή μ,ετουσίωση εΐναι διαδικασία εσωθεν ή εξωθεν τοϋ ψυχικοϋ κόσμ,ου, αν εΐναι
έγγενής στήν άνθρώπινη ψυχή ή συγκεκριμ-ένη διάσταση τών άνθρωπίνων
κοινωνικο-ίστορικών παραμ-έτρων. Καί οί δύο πλευρές τοϋ έρωτήμ.α-τος,
άκολουθούμ-ενες μέ άποκλειστικότητα, φαί-νεται νά εχουν όδηγήσει, συνειδητά ή
μή, σέ έ-ρευνητικές στενωπούς. Σέ έκείνους πού ύποστή-ριξαν δτι ή μ-ετουσίωση
εΐναι έγγενώς καί άπο-
κλειστικώς ψυχική διαδικασία συγκαταλέγονται δσοι συνέβαλαν στήν άναξιοπιστία
της εννοιας τά τελευταΐα χρόνια, συνδέοντάς την μέ μιά δηθεν ξεπερασμ-ένη ή
άπλώς χυδαία λιβιδική θεωρία -δηλαδή άπονέμ-οντας στήν μ-ετουσίωση τήν ένερ-
γειακή άνύψωση της ψυχης άπό τά κατώτερα άνθρώπινα ενστικτά της. Έννοεΐται δτι
ό ΐδιος ό φόβος της χυδαιότητας όδήγησε σέ χυδαιότατα συμ.περάσμ.ατα. Ή
μετουσίωση κατάντησε σχε-δόν κακή λέξη, σημ,εΐο μιας θετικά έπιβαρυμ-ένης
διαδικασίας σεξουαλικης άπώθησης, τίς περισσό-τερες φορές μέ «άρσεν^κά»
χαρακτηρ^στ^κά (έδώ συνέβαλαν καί τά ύποδείγμ-ατα τοϋ ϊδιου τοϋ Φρόυντ -
Μωυσης, Λεονάρντο κ.λπ.) Παρα-πλεύρως, μέ σαφώς πιό εγκυρο τρόπο άλλά έξί-
σου μ.ονοδιάστατο, θά τοποθετούσαμ.ε τήν κάπο-τε θρυλική εννοια τοϋ Χέρμ-περτ
Μαρκοϋζε «κα-ταπ^εστ^κή άπομ,ετουσίωση» [repressive desub-limation]. "Av καί
δ^καίως καταγγέλλοντας τήν άπάτη τοϋ σύγχρονου καπιταλισμ.οϋ ώς πρός τήν
λεγόμ.ενη σεξουαλική άπελευθέρωση, ό Μαρκοϋ-ζε περ^ορίζε^ τήν διαδικασία της
(άπο)μ.ετουσίω-σης άποκλειστικά στά καπρίτσια της κοινωνίας, λές καί κατάφερε
έπιτέλους ή κοινωνία, μέ κά-ποιον μ.αγικό τρόπο, νά έξαλείψει τίς δυνάμ-εις της
ψυχης άπό τούς κόλπους της [One-Dimen-siolal Man, 56-83].
Άλλά ή μ-ετουσίωση δέν βρίσκεται ουτε στή
τήν ϊδια τήν έξίσωση, πού έπιτρέπει τήν συνύ-παρξη καί συνενοχή τών δύο
πλευρών, γιατί ή μιά χωρίς τήν αλλη θά ήταν καί οί δύο ά-νόη-τες. Ό Καστοριάδης
τό λέει εύθέως: «Μετου-σίωση δέν σημ-αίνει τίποτε λιγότερο άπό τήν ψυ-
χογενετική ή ίδιογενετική δψη τοϋ έκκοινωνι-σμ.οϋ ή, μέ αλλα λόγια, τόν
έκκοινωνισμ.ό της ψυχης δεδομ-ένη ώς ψυχική διαδικασία» (The Imaginary
Institution of Society, 331). Δηλαδή, ένώ τό ριζικό φαντασιακό της ψυχης στήν
ούσία «ύπάρχει» πέρα άπό τό πεδίο της κοινωνίας, ώς παντελώς αύτοέγκλειστη,
αύτιστιχη όντότητα, ή ψυχή δέν μ-πορεΐ ποτέ νά ύπάρξει μέ κάποιο νό-ημ.α τοϋ
έαυτοϋ της αν δέν έξωτερικευθεΐ καί δέν έπενδυθεΐ σέ άντικείμ.ενα τά όποΐα
καθορίζονται ώς άντικείμ-ενα άπό τήν έκάστοτε θεσμ.ισμ.ένη κοινωνικο-ίστορική
όλότητα. Άποτυχία μιας τέ-τοιας καθε^εως σημαίνει, πολύ άπλά, έπένδυση,
ψύχωση. Άπό τήν αλλη μεριά, τό ριζικό φαντα-σιακό της ψυχης εΐναι άκριβώς ή
πρωταρχική πηγή δλων έκείνων τών φαντασιακών σημ.ασιών πού καθιστοϋν δυνατή
τήν δημ-ΐουργία ριζικά νέ-
ων κοινωνικών μ.ορφών. Ή μετουσίωση, λοιπόν, εΐναι ή λειτουργία μέ τήν όποία
έγγράφεται ή θέ-σμ,ιση της κοινωνίας: ό τρόπος μέ τόν όποΐο ή θεσμίζουσα δύναμ-η
κατορθώνει νά ύλοποιηθεΐ -νά θεσμιστεϊ- μ.έσα στόν κόσμ.ο. Άναφέρω γιά
παράδειγμ-α ενα αλλο έκτενέστερο χωρίο:
Άπό τήν σχοπιά της ψυχης, ή διαδικασία μ,έσω της όποίας ή ψυχή έγκαταλείπε^ (άν
καί ποτέ έντελώς) τούς πρωταρχ^κούς της τρό-πους καί άντικείμ,ενα καί έπενδύει σέ
τρόπους συμ-περιφορας, κίνητρα καί άντικείμ,ενα μέ κοινωνικό νόημ-α λέγεται
μετουσίωση. Άπό τήν σκοπιά της κοινωνίας, ή ϊδια διαδικασία άφορα τήν
κο^νων^κή κατασκευή (άνατροφή) τοϋ άτόμ-ου. Έτσι, δημιουργείται ενα νέο εΐ-δος
(διαφορετικό σέ κάθε κο^νωνία): τό κο^νω-νικό ατομ,ο (έσεΐς, έγώ καί οί άλλοι)
[«The Social Historical: Mode of Being, Problems of Knowledge», in Philosophy,
42].
Ή μ.ετουσίωση, δηλαδή, δέν εΐναι μέσο έκ-κοινωνισμ.οϋ, μιά ψυχική κατάσταση
πού παρα-πέμ-πει σέ διαδικασία όμ.αλοποίησης - ή, άκό-μ.η χεφότερα, δπως εχει
θεωρηθεΐ κατά καιρούς, μιά περίπτωση έκτροχιασμ.οϋ της έρωτικής έπι-θυμ-ίας τήν
όποία έπιβάλλει ή κοινωνία πρός δ-φελος χάποιου κοινωνικοϋ ή αίσθητικοϋ κατορ-
θώμ-ατος. Ή μετουσίωση εΓναί έκκοινωνισμ-ός ή, άκριβέστερα, εΐναι τό δδψο της
κοινωνίας στήν ψυχή, προκειμ-ένου νά άπομ.ακρυνθεΐ ή ψυχή άπό τήν φυσική της
έμ.μ.ονή στήν παντοδυναμ-ία. Εΐ-ναι δώρο σέ κάποιον πού τό άποζητα άπεγνω-σμ-
ένα, γιατί, δπως συνεχώς έπαναλαμ-βάνει ό Καστοριάδης, ή ψυχή δέν μ-πορεΐ νά
συνεχίσει νά ύπάρχει μέσα στόν όλοκληρωτικό σολψισμό της - εχε^ άνάγκη
νοήμ,ατος. (Τό γεγονός δτι ή ά-νάγκη γιά τήν άνεύρεση νοήμ-ατος διαρκώς σαμ.-
ποτάρεται άπό μιά αΐσθηση άδυναμ-ίας ίκανοποί-ησης τοϋ πρωταρχικοϋ αύτιστικοϋ
«νοήμ-ατος» θά μ,ας άπασχολήσε^ παρακάτω).
Εΐναι μ-αλλον εύτελές νά ποϋμ,ε δτι ή ψύχω-ση άποτελεΐ κατάσταση πού άποκτα
νόημ.α μ.ό-νο μ.έσα σέ κάποιο κοινωνικό πλαίσιο. Κανείς δέν μ-πορεΐ νά
άποκαλέσει ψυχωτική κατάσταση τόν αύτισμ.ό τοϋ μ-οναδιαίου πυρήνα της ψυχης
δπως συνανταται στό νεογέννητο. Ή ψυχική μ-ονάδα, δπως τήν άντιλαμ-βάνεται ό
Καστοριάδης, ύπάρ-χει σέ κατάσταση τέλειας καί άκατανίκητης πληρότητας, μιας
φαντασμ-ατικης παντοδυναμ-ί-ας ή όποία βιώνει τόν έαυτό της -καί εΓναί-πηγή τοϋ
παντός, ό πλήρης κυρίαρχος τών ση-
ΣΤΑΘΗΣ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ
μασιών. Αύτό τό πλάσμ-α δέν μ-πορεΐ νά ύπάρξει στόν κοινωνικό κόσμ.0, αν μ.ή τι
αλλο γιατί προ-φανέστατα δέν κατέχε^ καν τήν εννο^α τοϋ "Αλ-λου. Δέν κατανοεΐ
κυριολεκτικά κανένα αλλον, ά-φοϋ τά πάντα στόν χόσμο του προέρχονται καί
κατευθύνονται άπό τόν έαυτό του. Άλλά άκόμ.η καί αν ύποθέσουμ-ε τήν παράλογη
καί άπίθανη περίπτωση ένός γενναιόδωρου κόσμ-ου πού θά δε-χόταν στίς άγκάλες
του ενα πλάσμ-α πού δέν ά-ναγνωρίζει κανένα αλλον, θά συνειδητοποιούσαμ.ε άμ-
έσως δτι τέτοιο πλάσμ-α δέν θά μποροϋσε καν νά έπιβιώσει, ώς ένεργό κοινωνικό μ-
έλος, γιατί θά άνακάλυπτε άμ-έσως τήν άνικανότητά του νά άσκήσει τήν
παντοδυναμ-ία του. Ή λογική άντί-φαση θά ήταν έντελώς πραγμ,ατική. Τό πεδίο της
πληρότητάς του θά παραβιαζόταν άνεπανόρθω-τα, ή κυριαρχία του έπί τών σημ-
ασιών θά τύχαι-νε πλήρους άμ,φισβητήσεως, ή έπιθυμ-ία του θά πήγαινε χαμ-ένη, τό
ϊδιο τό πλαίσιο της ζωης του θά γινόταν αύτομ-άτως χίλια κομ.μ.άτια. Άλλά ό ΐδιος ό
παραλογισμ.ός αύτοϋ τοϋ σεναρίου άποδει-κνύει τό γεγονός δτι ή ψυχική μ,ονάδα
δέν εΐναι κοινωνικό πλάσμ-α, δτι άφημ-ένο στίς δικές του διαστάσεις δχι μ.όνο δέν
θά κατόρθωνε νά άνα-πτυχθεΐ στό πρόσωπο X άλλά μέ κάθε βεβαιό-τητα θά
άφανιζόταν - θά πέθαινε κυριολεκτικά της πείνας.
Ό Καστοριάδης εχει ύποστηρίξει έπανειλημ.-μ.ένως δτι οί συνεχεΐς προσπάθειες τοϋ
Φρόυντ νά έξηγήσει τήν γένεση της κοινωνίας -τήν θέσμι-ση της κοινωνίας - βάσει
τών ψυχικών δυνάμ,ε-ων (τών ένορμ,ήσεων) ήταν κατα&κασμ,ένες σέ ά-ποτυχία, αν
μ.ή τι αλλο γιατί πρέπει νά ύπάρχει κοινωνία γιά νά ύπάρχουν άνθρώπινα δντα.
Προ-φανώς, ή εννοια «ανθρωπος» έδώ δέν εχει σχέ-ση μέ τήν βιολογία. Μάλιστα,
αύτό άκριβώς εΐ-ναι καί τό ζήτημ,α: ή Ζιολογχοϋ ύποβάθρου ψυ-χική μ-ονάδα («ενα
μΐκρό τέρας πού ούρλιάζει», λέει κάπου ό Καστοριάδης) χί'νεταί ανθρωπος. Στήν
θεωρία τοϋ Φρόυντ γιά τό Άσυνείδητο βλέ-πουμ.ε ήδη δτι ή άνθρώπινη ψυχή
κυριαρχεΐται ά-πό μιά διαρκή ροή ένορμ-ήσεων καί, δσον άφορα τήν άνθρώπινη
σεξουαλικότητα, οίαδήποτε εννοια έγγενοϋς άντιστοιχίας μ.εταξύ σεξουαλικών πα-
ραστάσεων (καί άπολαύσεων) καί β^ολογ^κών ά-ναγκών βρίσκεται εξω άπό κάθε
λογική. Ό Κα-στοριάδης έπιμένει δτι ή άνθρώπινη ψυχή χαρα-κτηρίζεται άπό «μιά
τεράστια καί τερατώδη νε-οπλασία, ενα καρκίνωμ-α της άνθρώπινης ψυχης πού
εΐναι ή ριζική φαντασία. Τό όνομ-άζω καρκί-νωμ-α διότι ή άνάπτυξή του εΐναι
άνεξέλεγκτη καί διότι δέν άντιστοιχεΐ σέ καμιά βιολογική λειτουρ-
ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ

47
γία καί, άντιθέτως, αν θεωρηθεΐ άπό μ.όνο του βιολογικό εΐναι μ,αλλον
καταστροφικό, δσα καί αν εΐναι τά θετικά άποτελέσμ,ατά του άπό αλλες ά-πόψε^ς»
[«Ή Συμ,βολή της Ψυχανάλυσης στήν κατανόηση της γένεσης της Κοινωνίας», στό
Άνθρωπολογία, πολιτιχη, ψιλοσοψία, Άθήνα Ύ-ψ^λον, 45].
Αύτός ό άτέρμ-ων καί άδηφάγος ψυχικός πυ-ρήνας πού λέγεται ριζική φαντασία
άπαιτεΐ άπό τήν κοινωνία νά τοϋ δώσει νόημ-α καί εΐναι ά-κρ^βώς αύτή ή χορήγηση
νοήμ,ατος -νοήμ,ατος πού εΐναι πάντοτε κοινωνικό-ίστορικό, άδιαίρετα διαφορετικό
άπό πλαίσιο σέ πλαίσιο-, ή όποία θεσμ-ίζει τόν ανθρωπο ώς ατομο καί δή ατομο μί
κοινωνικο-ίστορική βούληση. Μέ αύτήν τήν εν-νοια, έκκοινωνισμ-ός σημ-αίνει
ταυτοχρόνως έξαν-θρωπισμ.ός. Διότι, αν καί κανένα άνθρώπινο πλά-σμ.α δέν
δύναται νά ύπάρξει χωρίς αύτόν τόν τε-ρατώδη ριζικό φαντασιακό πυρήνα, κανένα
άν-θρώπινο πλάσμ-α έπίσης δέν γίνεται ανθρωπος, αν αύτό τό ριζικό φαντασιακό
παραμ-είνει γιά πάντα κλε^δωμ,ένο στόν έαυτό του.5
Τούτη ή διαδικασία τοϋ έκκοινωνισμ,οϋ / έ-ξανθρωπισμ.οϋ κρίνεται άπαραίτητη καί
μ.άλιστα δέν έπιτυγχάνεται χωρίς εναν σημ,αντικό βαθμ.0 ψυχικης βίας. Στήν ούσία
σημ,αίνει μιά διαδικα-σία άναγκαίας έτέρωσης ή, πιό σωστά, ενα εΐδος κοινωνικώς
ένορχηστρωμ-ένης αύτο-ετέρωσης, μέ κύριο παράγοντα τήν οίκογένεια καί βασική
προϋπόθεση τήν παροχή άντικειμένων μέ κοινω-νική σημ-ασία πρός έπένδυση,
μ.έσα σέ μιά διαδι-κασία έπένδυσης τήν όποία, ουτε λίγο ουτε πο-λύ, έπιβάλλει.
"Ετσ^ κατανοεΐ ό Καστορ^άδης τό άληθινό νόημ.α της οίδιπόδειας έμπειρίας, γεγο-
νός τό δποϊο άναγνωρίζει ώς βασική άντίληψη τοϋ Φρόυντ, δομ.ημ.ένη εϊς βάθος,
παρ' δλη τήν μετέπειτα φλυαρία πολλών φροϋδικών γύρω άπό τό θέμ,α [βλ. The
Imaginary Institution of Society, 300-311].
Ή μετουσίωση, δηλαδή, εχει μιά όντολογι-κή σημ-ασία, γιατί αύτό άκριβώς
συνεπάγεται μιά ίδιογενετική διαδικασία: τήν δημ-ΐουργία ένός έ-αυτοϋ ό δποϊος
εΐναι πάντοτε ενα εϊδος, μιά μορ-φή μί ΐδιον ΒΓναί - στή προκειμ-ένη περίπτω-
εηαναοτατικο κινημσ συγχρονσ καπιταΑιομο
προΑογος μετπφρποπ
α. οτινα

Οί ττρώτες έκίόσείς Ιργων τοϋ Καστοριάδη (1972) στά έλλψιχά.

ση, τό λεγόμ,ενο πρόσωπο [person], τό xoivum-κό ατομ-ο. Βέβαια, ή όντολογία


αύτή διακρίνεται στόν χώρο τοϋ κοινωνικο-ιστορικοϋ, δπως αλλω-στε κάθε
όντολογία, σέ τελευταία άνάλυση. Τό κάθε Ehoci άποκτα άπώτερο νόημ-α μ.όνο
στήν πορεία της κοινωνικής φαντασιακής θέσμισης, έ-κτός έάν μ.ιλοϋμ.ε γιά
έξωγήινους.
Τό ζήτημ-α, δμως, πού μ.ας άφορα κατά κύ-ριο λόγο δέν εΐναι τόσο ή δεδομ-ένη
όντολογική διάσταση της μ,ετουσίωσης άλλά τό πώς άκριβώς λειτουργεΐ αύτή ή
όντογενετική διαδικασία. Ό Καστοριάδης έπισημ-αίνει τέσσερα θεμ-ελιακά χα-
ρακτηριστικά στήν άνθρώπινη ψυχή - θεμ-ελια-κά ώς πρός τό τί κάνει τήν ψυχή
άνθρώπινη: τήν άποδέσμ-ευση τών ψυχικών διαδικασιών άπό τήν βιολογική
λειτουργία, τήν κυριαρχία της παρα-στασ^ακης (άπεικονιστικής) ήδονης έναντι της
ή-δονης τών όργάνων, τήν αύτονόμ.ηση της φαντα-σίας, τήν αύτονόμ,ηση τοΰ
συνα^σθήμ,ατος6. Ή ούσία εΐναι δτι τά άνθρώπινα δντα φαίνεται νά ελ-κονται άπό
τήν ήδονή τών φαντασιακών τους πα-ραστάσεων, οί όποΐες, βεβαίως, εΐναι
άπεριόρι-στες καί άτέρμ-ονες καί χωρίς τίς όποΐες ή σε-ξουαλικότητα τοϋ άνθρώπου
δέν θά ήταν άνθρώ-πινη. Εΐναι προφανές δτι ή πολύμ,ορφη φύση της άνθρώπινης
σεξουαλικότητας, μ-οναδικό φαινόμ.ε-νο στόν φυσικό κόσμο, δέν συνδέεται
καθόλου μέ τήν βιολογική σύσταση της άνθρωπότητας. Βα-σίζεται καί άπευθύνεται
έξ όλοκλήρου στήν πα-ραστασιακή ροή πού διαμ-ορφώνει τό Άσυνείδη-το, πολλές
φορές, μ-άλιστα, έναντίον τοϋ Ζιολο-JIKOU όργανισμοϋ (άκρ^βώς δπως μιά
νεοπλασία, ενα καρκίνωμ,α).
Ή άποδεσμ.ευμ.ένη καί αύτονομ.ημ.ένη άπό τήν βιολογική λειτουργία έπιθυμ.ία
συνίσταται στήν αύτονόμ.ηση της φαντασίας καί τοϋ συναι-σθήμ-ατος. Άλλά ή
ήδονή τών παραστάσεων (δ,τι ό Φρόυντ ^έκρινε σέ άτομικό έπίπεδο ώς ά-πόλαυση
τοϋ φαντάσμ,ατος) άκολουθεΐ μ,οναδ^κό δρόμ.ο στήν πορεία της μ.ετουσίωσης. Οί
έπενδε-δυμ-ένες παραστάσεις στήν μ,ετουσίωση δέν εΐναι πλέον «ΙΒιωτικά
άντικείμ.ενα» άλλά άντικείμ.ενα τών όποίων τό νόημ,α καί ή άξία εΐναι πλήρως
«καθορ^σμ,ένα» άπό τήν κο^νωνία. (Έπιλέγω τήν χρήση είσαγωγικών, γιατί ή άξία
καί τό νόημ.α αύτών τών άντικειμ-ένων δέν εχουν ποτέ όρατά στοιχεΐα).
Μετουσίωση, σίγουρα, δέν σημ-αίνει συνειδητή έπένδυση, δέν πρόκειται ποτέ γιά
συ-νειδητή έπιλογή. Έάν μ.ιλήσουμ.ε μέ άπόλυτη κυριολεξία, στήν μ-ετουσίωση δέν
ύπάρχει ή πα-ραμ,ικρή έπιλογή, παρ' δλο πού, μ-έσψ της μ.ε-τουσίωσης,
δημ.ιουργεΐται τό κοινωνικό ατομ.0,
^ΤΑΘ/ί^ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ
ξεχωριστό καί μ-οναδικό μ.έσα στήν άτέρμ.ονη πολλαπλότητα τών θέσεων του. Ή
μετουσίωση εΐναι άναγκαΐο καί βίαιο γεγονός, τό πλαίσιο τοϋ όποίου εχει ήδη
διαμ.ορφωθεΐ μέ δρους της ψυχης. Τοϋτο ούδόλως σημ,αίνει χάποιο προβλέψιμ,ο
άπο-τέλεσμ-α ντετερμ-ΐνιστικοϋ τύπου. Σημ,αίνει ά-πλούστατα δτι τό «περιεχόμ-
ενο» της μ-ετουσίω-σης διαφέρει σέ κάθε περίπτωση άνάλογα μέ τό κοινωνικό
φαντασιακό πού τήν καθιστα δυνατή καί τήν έπιβάλλει. Γι' αύτό δ Μπερνίνι
έπενδύει τήν καλλιτεχνική του φαντασία (άδιαμφισβήτη-τα έρωτ^κή) στήν είκόνα
[%ure] της Άγίας Τε-ρέζας νά τρυπιέται άπό τά βέλη τοϋ θεοϋ καί δ-χι σέ ενα
αγαλμ.α γυναίκας πού συσπαται άπό όργασμ,ό, δπως κάνε^ ό Λακάν (Semmaire
XX).
Έδώ θά επρεπε νά ύπογραμ.μ.ίσουμ.ε κάτι θε-μ-ελιώδες, τό όποΐο εΐναι τόσο
προφανές ώστε νά ξεγλιστρα ευκολα άπό τόν όπτικό μ.ας όρίζοντα. Ή μετουσίωση
άνακύπτει τήν στιγμ-ή πού ή ά-πλή άπόλαυση τών όργάνων παρακάμ-πτεται γιά μιά
αλλη άπόλαυση, τήν άπόλαυση τών παρα-στάσεων, ή όποία άνήκει πάντοτε σέ ενα
κοινω-νικό πεδίο. Αύτή ή στιγμ-ή συμ.περιλαμ.βάνει τήν πιό χαρακτηριστική πράξη
τοϋ άνθρώπινου εΐ-δους: τήν γλώσσα. «Ή όμιλία εΐναι ήδη μ,ετου-σίωση», λέει ό
Καστορ^άδης. «Τό “ύποκείμ.ενο” της γλώσσας δέν εΐνα^ “ύποκείμ.ενο” ένορμ-ήσε-
ων [su/ei pulswnnel]» [«The state of the Subject Today», in World in Fragments,
161]. Μέ τήν εννοια αύτή, ή μ-ετουσίωση έμ.πλέκεται σέ δ-λες τίς κοινωνικές
πρακτικές της άνθρωπότη-τας, συμ.περιλαμ.βανομ.ένης της έργασίας καί τοϋ
παιχνιδιοϋ, της τέχνης καί της έπιστήμ-ης, της δημ-ΐουργίας καί της καταστροφης.
Δέν πρέπει νά ξεχνοϋμ-ε δτι άποτέλεσμ,α μ,ετουσίωσης ήταν έξ ΐσου ή άνέγερση
τοϋ Παρθενώνα καί ή σφαγή τών Μηλίων, ή ^ίακ^Μ^ τών διχαιοψάτο^ τού άν-
θρώπου χού τοΰ πολίτη καί ή Τρομ-οκρατία τοϋ Ροβεσπιέρρου, τό Καλώς
συγχερασμένο χλειδο-χύμβαλο καί τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. «Ή
μ,ετουσίωση έπενδύει σέ κοινωνικώς δη-μ.ιουργημ.ένα καί καταξιωμ-ένα
άντικείμ.ενα, άκό-μ.η καί αν αύτά ehai έγκλημ,ατ^κά» [«Psychoanalysis and
Politics», World in Fragments, 189]. Μετουσίωση ούσιαστιχά σημ,αίνε^ έκκο^νω-
ν^μ,ός κατ' άνάγκην (έπί πο^νη ψυχώσεως), ά-κόμ.η καί δταν σέ όρισμ-ένες
περιπτώσεις τά έκ-κοινωνημ-ένα ατομ,α μ,πορεΐ νά προβοϋν συλλογι-κά σέ
τερατώδε^ς πράξε^ς7.
Έν όλίγοις, «έκκοινωνισμ-ός της ψυχης εΐ-ναι ή έσωτερίκευση τών κοινωνικών
φαντα-σιακών σημ-ασιακών σημ-ασιών» [«The Con-
ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ
struction of the World in Psychosis», World in Fragments, 205] - δηλαδή, ίστοριχ^
ύπόθεση μέ τήν πιό ούσιώδη σημ-ασία τοϋ δρου. Αύτό πού μ.ας ένδιαφέρει, δμ,ως,
δέν εΐναι τόσο ή κατ' ά-νάγκην διαφοροποίηση, ή όποία παράγεται σέ κά-θε
περίσταση τοϋ κοινωνικο-ίστορικοϋ, δσο ή πιό άποφασιστικης σημ-ασίας διαφορά
μ.εταξύ της μ.ε-τουσίωσης σέ μιά έτερόνομ.η κοινωνική θέσμιση καί της μ-
ετουσίωσης σέ έκείνην τήν θέσμιση πού έπιτρέπει τήν δυνατότητα τοϋ
άναστοχασμ.οϋ, τήν θέσμιση πού έπιτρέπει νά εχει κανείς «τήν δύναμ,η νά θέσε^ τά
θεσμκσμένα [δηλ. μ,ετουσ^ω-μένα] άντικείμ-ενα ύπό άμ,φισβήτηση» [«The state of
the Subject Today», World in Fragments, 165]
Ή δεύτερη περίπτωση άφορα μιά συγκεκρι-μ.ένη μ-ετουσίωση ή όποία
ένστερνίζεται ενα συγ-κεκριμ-ένο κοινωνικό φαντασιακό: τό κοινωνικό φαντασιακό
πού θεσμ-ίζει καί θεσμ-ίζεται άπό τό πρόταγμ.α της αύτονομ.ίας. Γιά τόν
Καστοριάδη, αύτό τό φαντασιακό πρόταγμ,α εχει μιά άκριβή ίστορική άρχή: τήν
άρχαία πόλη. Δέν εΐναι έδώ ή κατάλληλη περίσταση γιά νά έπεκταθοϋμ.ε πά-νω σέ
αύτό τό θέμα. Φτάνει μ.όνο νά συνειδητο-ποιήσουμ-ε δτι ή κοινωνική φαντασιακή
θέσμιση της άρχαίας ττόλεως εχει έπιβιώσει της άφάνισης της πόλης ώς κοινωνικης
όντότητας καί παρα-μένει ώς άντίπαλο ρεϋμ.α στούς σύγχρονους θε-σμούς, παρ' δλο
τό νεφέλωμ,α τοϋ μ,ονοθεϊστικοϋ φαντασιακοϋ πού κυριαρχεΐ στόν όρίζοντα τοϋ λε-
γόμ.ενου Δυτικοϋ πολιτισμ.οϋ έδώ καί δυό χιλιε-τίες καί πού όλοφάνερα παίζει
άκόμ.α σημ.αντικό ρόλο στήν φαντασιακή σύσταση τοϋ σύγχρονου κράτους.
Άποδείξεις (αλλοτε ρητές, αλλοτε ύ-πόρρητες) της ίστορίας αύτοϋ τοϋ
άνταγωνισμοϋ δέν βρίσκονται μ-όνο στά διάφορα γεγονότα της l· στορίας πού
σημ.ατοδοτοϋν τήν ριζική άνάχριση [interrogation] τών θεσμισμένων μ-ορφών
(δηλα-δή τίς διάφορες έπαναστατικές στιγμ-ές πού κα-λύπτουν τήν άπόσταση άπό
τήν Άναγέννηση μέ-χρι σήμ-ερα), άλλά στήν ϊδια τήν ένέργεια της πράξης, ή όποία
καθιστα τήν άνθρώπινη υπαρξη, τήν ζωή αύτήν καθ' έαυτήν, σκοπό μιας τέτοιας
άνάχρισης. Ή πρακτική της φιλοσοφίας, καθώς καί τά πρωταρχικά άλλά καί έπίγονα
στοιχεΐα της, συμ,-πίπτουν (ό Καστορ^άδης θά ελεγε εΐνα^ ομοούσια) μέ τό
κοινωνικό φαντασιακό της αύ-τονομ.ίας.
Ό Καστοριάδης προσφέρει πληθώρα στοχα-σμ.ών πάνω στό θέμ.α της φιλοσοφίας,
οί οποϊοι έπίσης δέν εΐναι δυνατόν νά έκτιμ-ηθοϋν στά πλαί-σια αύτοϋ κειμ-ένου.
Παραθέτω μ.όνο τρεΐς προ-
τάσεις, οί όποΐες πρέπει νά γίνουν άντιληπτές πλήρως συνυφασμ-ένες:
1) «Τό φ^λοσοφεΐν σημ,αίνε^ πάνω άπό δλα νά διερωτασαι συνεχώς: Τί σημ-αίνει
τό φιλοσοφεΐν καί τί εΐδους φιλοσοφία θέλει κανείς νά άσκήσει;» [«Psychoanalysis
and philosophy», in The Cas-toriadis Reader, 349],
2) «Ή ψιλοσοψία πρώτα άπό δλα θέτε^ ύπό έρώτησιν τήν θεσμ.ισμ.ένη άπεικόνηση
τοϋ κό-σμ.ου, τά εΐδωλα της φυλης, μέσα στόν όρίζοντα μΐας άπερΐόρΐστης
άνάκρ^σης» [«The Nature and Value of Equality», Philosophy, Politics, Autonomy,
124-5],
3) «To φ^λοσοφεΐν ή τό στοχάζεσθαι, μέ τήν πιό ίσχυρή εννοια της λέξης, άποτελεΐ
ενα ύπέρ-τατα παράδοξο έγχείρημ.α, τό όποΐο συνίσταται στήν δημ-ΐουργία
μ.ορφών σκέψης, ώστε νά γίνει άντικείμ-ενο στοχασμ,οϋ δ,τι βρίσκεται πέρα άπό
τήν σκέψη, δ,τι άπλώς εϊναι. Σκέπτεσαι σημ,αί-νει σκοπεύεις στό αλλο της σκέψης,
γνωρίζοντας πολύ καλά δτι αύτό τό αλλο δέν μ-πορεΐ νά γίνει καν άντιληπτό παρά
μ.όνο έν μέσω καί διά μ-έσου της σκέψης, γνωρίζοντας δέ έπίσης δτι τό έρώ-τημ-α
“Τί, μ.έσα σέ αύτό πού εΐνα^ σκέψη, προ-έρχεται άπό έκεΐνον πού σκέπτεται καί τί
προέρ-χετα^ άπό έκεΐνο πού εΐνα^ ήδη σκέψη” θά πα-ραμ-είνει γιά πάντα
άναπάντ^το ώς εσχατο έρώ-τημ,α» [δ.π. 126-127]8.
Προφανέστατα, αύτές οί προτάσεις εχουν κοινές δύο εννοιες: Πρώτον, πασα
φιλοσοφική ε-ρευνα καί άνάκριση εΐναι έξ όρισμ,οϋ ανευ όρίων καί τέλους.
Δεύτερον, δπως εντονα άναπτύσσε-ται ίδιαίτερα στήν τρίτη πρόταση, μιά τέτοια ε-
ρευνα καί άνάκριση πρέπει νά όδηγεΐ στή διερώ-τηση της ΐδιας της άρχης, της
πράξης καί τοϋ άντικειμένου της άνάκρ^σης. "Οπερ σημ,αίνε^ δτι ή άρχή, ή πράξη
καί άντικείμ.ενο πρέπει νά διε-ρευνηθοϋν πέρα άπό κάθε μ-ορφή πού τά καθορί-ζει,
πέρα άπό τήν ϊδια τους τήν θέσμ-ΐση: στήν ούσία, ό κάθε στοχασμός πρέπει νά τεθεϊ
ύπό ά-νάχριση άπό τψ θέση του άστοχάστου. Πιό συγ-κεκριμ-ένα, ό Καστοριάδης
βλέπει τήν φιλοσοφία ώς έγχείρημ-α αύτο-ετέρωσης, ώς διαδικασία διαρκοϋς καί
άνεμ.πόδιστης αύτο-προερχόμ.ενης έτέρωσης: «.ντο-προερχόμενης, γιατί κανείς αλ-
λος δέν διατάσσει τήν άνάχρίσ^- καί έτέρωσης, παρά ταϋτα, γιατί ή άνάκριση σέ έμ-
πλέκει στήν άφ' έαυτης ριζική δημ,ιουργία αλλων μ,ορφών.
Μέ άπλούστερα λόγια, ή διττή αύτή διαδι-κασία περιγράφει μιά συγκεκριμ-ένη
κοινωνικο-ι-στορική εκφραση μ-ετουσίωσης, ή όποία δμως εμ-περιέχει ενα
στοιγ^εϊο πού τψ ξεχωρίζει άπό αλ-

λες τέτοιες κοινωνικο-ιστορικές έκφράσεις. Έμ-περιέχει τήν ρητή δυνατότητα νά


θέσει τήν δική της κοινωνικο-ιστορική στιγμή (χωρίς τήν δποία, έννοεΐται, δέν θά
ύπηρχε καν) ύπό έρώτησ^ν καί συνεπώς νά ένοραματιστεί τήν έξασφάλ^ση (πάν-
τοτε παράδοξη καί έν τέλε^ άπίθανη) της άνεξαρ-τησίας της. Ύπάρχει, δηλαδή, μιά
ψυχική έπέν-δυση στδ δραμ.α ριζικά νέων μ-ορφών, δραμ.α πού έξ όρισμ.οϋ
παραπέμ-πει άμ-έσως στήν θεσμ-ίζουσα στιγμ-ή του, ή όποία, ώς βατήρας
κατάδυσης στδ αγνωστο, καταγράφει τήν άναπόφευκτη ιστορι-κότητα τοϋ καθενός.
Γι' αύτό ή αύτονομ-ία καί ή αύτο-ετέρωση βρίσκονται σέ πλήρη σύμ.-πτω-ση,
γεγονός πού άπό μ.όνο του πρέπει νά θέσει σέ τέρμ-α κάθε σύγχυση γύρω άπό τήν
πιθανή σύγ-κλιση μ.εταξύ Καστοριάδη καί Κάντ.
Αλλά ή μ-ετουσίωση στά πλαίσια τοϋ φιλο-σοφικοϋ άναχριτιχοΰ στοχασμ.οϋ
λειτουργεΐ έπί-σης πέρα άπό τήν συγκεκριμένη της κοινωνικο-ιστορική στιγμή.
Έχουμε ήδη δεΐ πώς ή τερα-τώδης ψυχική μ-ονάδα πρέπει νά όδηγηθεΐ μ-ακριά άπό
τήν αύτιστική της άπόλαυση καί νά στρα-φεΐ πρός τήν άπόλαυση της καθέξεως σέ
άντι-κείμ-ενα / παραστάσεις πού ύπάρχουν μ.όνο έν μ.έσω καί διά μ-έσου τοϋ
έκάστοτε κυρίαρχου κοι-νωνικοϋ φαντασιακοϋ. Αύτή ή στροφή γίνεται σχεδόν
«όργανικά», μέ τήν εννοια δτι κανένα άν-θρώπινο δν άπό τήν έποχή τών σπηλαίων
δέν ε-χει έπιζήσει χωρίς νά άποδεχθεΐ τούς φαντασια-κούς δρους της κοινωνίας καί
δχι άπλώς νά τούς άποδεχθεΐ, άλλά καί νά τούς άνακαλύψει ώς δι-κούς του, ώς δική
του πηγή άπόλαυσης. Τοϋτο, δμ-ως, σίγουρα δέν σημ,αίνει δτι ή στροφή εΐναι 6-
λοκληρωτική καί δτι δ χδσμος της ψυχικης μ.ο-νάδας καταργείται. Κάτι τέτοιο θά
ήταν άδύνα-το, γιατί θά σήμ-αινε τόν θάνατο της ϊδιας της άνθρωπότητας. Ή ϊδια, μ-
άλιστα, μ-οναδική δύ-ναμ.η της μετουσίωσης τροφοδοτεΐ τήν έξ ΐσου μ-οναδική
άντίσταση της άδάμ.αστης ψυχης πού άρνεΐται νά άποποιηθεΐ τήν πρωταρχική της
έπι-θυμ-ία γιά παντοδυναμ-ία. Άκριβώς έδώ, σέ αύ-τόν τόν άδάμ-αστο πυρήνα, ό
Καστοριάδης έντο-πίζει τήν δύναμ-η τοϋ άνθρώπου νά φαντάζεται ρι-ζικά, νά
φαντάζεται τό άφάνταστο, μιά ψυχική δύναμ-η ριζωμ.ένη στό βάθος όλοκλήρωσης
της σωματιχ^ς τους όντότητας9.
Αύτή ή φαντασία εΐναι άχαλίνωτη. Ουτε ύ-πακούει ουτε άκολουθεΐ κανόνες
λειτουργίας. Ύ-περέχει οίωνδήποτε άντιληπτών καί ύπολογιζό-μ.ενων όρίων,
δηλαδή δχι μ.όνο τών έξωτερικών όρίων της άποτίμ.ησης καί έπίτευξης της γνώ-σης
(περί έαυτης καί δλων τών αλλων), άλλά τών
^ΤΑΘ/ί^ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ
ΐδιων τών όρίων της όντότητάς της. Πρόκειται
γιά κάτι άνυπέρβλητα παράδοξο. Τό νά λέμ,ε δτι ή ριζική φαντασία εΐναι
άπεριόριστη καί άνυπο-λόγιστη σημ-αίνει kTioBojr^ της δυνατότητάς της νά
άλλάξει καθετί πού ταυτίζεται μ.αζί της -στήν ούσία τό γεγονός δτι ή ριζική
φαντασία έ-νέχει στόν βαθύτερο πυρήνα τοϋ Έαυτοϋ της τήν πλήρη δυναμ-ΐκή της
έτέρωσης. Έν τούτοις, μέ-σα σέ αύτό τό παράδοξο σχημ-α, στήν δύναμ-η τοϋ
Άσυνειδήτου γιά αύτο-ετέρωση, εγκειται καί ή δυνατότητα της αύτονομ.ίας.
Ό Φρόυντ εΐχε κατανοήσει έξ άρχης δτι τδ καθηκον της ψυχανάλυσης εΐναι νά
πραγμ,ατευ-θεΐ τό Άσυνείδητο. Αύτό εΐναι καί τό προφανές νόημ.α της περίφημ-ης
ρήσης του: Wo Es war, soil Ich werden («Έκεΐ πού ήταν Αύτό, πρέπε^ νά γίνω
Έγώ»). Δηλαδή, στόν χώρο δπου δια-δραμ-ατίζονταν οί λειτουργίες τοϋ
Άσυνειδήτου -στόν χώρο δπου ό Άλλος (έντός μου) μιλοϋ-σε καί ένεργοϋσε- θά
ύπάρξω έγώ: θά διαμ-ορ-φώσω τόν εαυτό μου (καί ώς έκ τούτου θά κυ-ρΐαρχήσω).
Όλοφάνερα, πρόκειται γιά προτροπή πρός συνείδηση έαυτοϋ, μιά προτροπή πού θά
μοϋ έπιτρέψει νά γίνω κυρίαρχος τών πράξεών μου ά-ποκτώντας συνείδηση της
φύσης τών άσυνείδη-των παρορμ-ήσεων πού ύπερκαθορίζουν κάθε μ.ου πράξη. Ήδη
σέ τούτη τήν δ^ατύπωση ύπονοεΐ-ται ή σκέψη δτι τδ Άσυνείδητό μ.ου μιλάει, δ-πως
ό Λακάν άπέδειξε άργότερα, τόν «λόγο τοϋ "Αλλου». Συνεπώς, προτροπή τοϋ
Φρόυντ σημ,αί-νει προτροττή πολέμου κατά της άποξένωσης έ-αυτοϋ άφ' έαυτω
(self-alwnatwn) - ή όποία, ας θυμ.ηθοϋμ.ε, πέραν τοϋ δτι πρόκειται έξ άρχης γιά τήν
προτροπή της ΐδιας της φιλοσοφίας, ή-ταν έπίσης τό ρητό καθηκον της
ψυχανάλυσης άπδ τήν στ^γμ,ή της θέσμ^σής της (ίστοριχά, oi ψυχαναλυτές
συνεχίζουν τό εργο τών είδικών φρενολόγων πού τήν έποχή έκείνη όνομ.αζόταν
alienits).
Ό Καστοριάδης άναγνωρίζει στή ρήση τοϋ Φρόυντ τά πρώτα βήμ-ατα πρός μιά
πρακτική σύλληψη της αύτονομ.ίας: τήν χειραγώγηση τοϋ νόμ-ου τοϋ Άλλου έντός
τοϋ έαυτοϋ. Ώστόσο, συνειδητοποίησε άμ-έσως δχι μ.όνο τήν τελική της
άδυνατότητα άλλά έπίσης, στήν άπόλυτη μ.ορφή της, τόν έξολοθρευτικό της
χαρακτήρα. Τιατί δέν ύπάρχει τρόπος νά έξαλειφθεΐ τό Ασυνείδητό μ.ας -νά
άποστραγγιστεΐ δπως ή λίμ,νη Zuyder Zee γιά νά έπεκταθεΐ ό χώρος (γιά νά
χρησΐμοποιή-σουμ,ε τό παράδε^γμ,α τοϋ ΐδ^ου του Φρόυντ)- ά-φοϋ αύτό θά
ύποδήλωνε εναν έντελώς διαφανή έ-αυτό (καί κο^νωνία, κατ' έπέκτασ^ν).
Έννοεΐται
ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ
δτι, άκόμ.η καί αν ύποθέσουμ.ε δτι τέτοια διαφά-νεια θά ήταν άνθρώπινη, θά
σήμ,αινε τό τέλος κά-θε άνθρώπινης δυνατότητας, εναν αύτοεγκλεισμ.ό καί
τερμ.ατισμ.0 στερημ-ένο άπό κάθε φαντασία πού θά θύμ-ΐζε κάτι άπό έκεΐνες τίς
έφιαλτικές ούτοπίες τοϋ Άπόλυτου Λόγου.
Γι' αύτό ό Καστοριάδης προτείνει νά συμ-πληρωθεΐ ή ρήση τοϋ Φρόυντ μέ τό
άντίστροφο: Wo Ich bin, soll Es auftauchen («Έκεΐ πού εΐ-μαΐ Έγώ, πρέπε^ Αύτό νά
άναδυθεΐ»)10. Δηλα-δή, άντί ή αύτονομ.ία νά σημαίνει οϊχειοποίτρτι τοϋ «λόγου τοϋ
"Αλλου» -πού ούσιαστικά, θά σήμ-α^νε δτι ό "Αλλος δέν θά γ^νόταν γνωστός ώς
"Αλλος καί, συνεπώς, ή έτερόνομ,η κατάσταση θά παρέμ-ενε άσύλληπτη -
αύτονομ.ία φτάνει νά ση-μ-αίνει μιά άλλοίωση της σχέσης μ.ου μέ τόν «λό-γο τοϋ
Άλλου». Σημαίνε^ μιάν άλλο^ωμ-ένη σχέ-ση (μΐά «λλτ? σχέση) μέ τό Άσυνείδητό
μ,ου, ή όποία θά έξασφάλιζε τήν άνάδυση τών άπεριόρι-στων δυνάμ-εων της ψυχης,
της ριζικης φαντα-σίας, μέσα άπό τό εδαφος τοϋ Έγώ, ένός Έγώ πού γνωρίζει δτι ή
δύναμ-η νά άλλάξει τόν έαυτό του (καί, συνεπώς, τόν χόσμο του) άναβλύζει πράγμ-
ατι άπό τήν άστείρευτη αύτή πηγή. Αύτή εΐναι ή διεργασία τοϋ αύτο-στοχασμ-οϋ,
μιά δια-δικασία πού θέτει τόν ϊδιο τόν έαυτό ύπό έρώτη-σιν καί πού είναι, συνεπώς,
ό άκρογωνιαΐος λίθος τοϋ προτάγμ-ατος της αύτονομ.ίας. Αύτονομ.ία δέν σημ-αίνε^
άπάλε^ψη τοϋ Άλλου. Σημαίνε^ άλλα-γή της σχέσης μ.ου μέ τόν Άλλον, ετσι ώστε ό
νόμ,ος τοϋ Άλλου (ό «νόμ,ος» τών άσυνείδητων ένστίκτων, ό νόμ.ος τοϋ θεοϋ ή τοϋ
Κράτους, οί «νόμοι της ιστορίας», οί «νόμοι της φύσης», οί «νόμοι της έλεύθερης
άγορας» κ.λπ.) παύε^ νά βασιλεύει ώς ίερός καί θριαμ-βευτής.
Αύτή ή άλλαγή δχι μ.όνο δέν σημ-αίνει άπά-λε^ψη τοϋ Άλλου, άλλά κιν^οποιεϊ στόν
μέγι-στο βαθμ.0 τήν Ϊδια τήν Έτερότητα έν Έαυτψ. Ό Καστοριάδης άναγνωρίζει δτι
ό αύτο-στοχα-σμ-ός βασίζεται σέ ένα έσωτερικό σχίσμ,α, μιά αύ-το-γεννώμ.ενη
έτερότητα μ.έσα στό πλέγμ-α τοϋ έαυτοϋ. Παραθέτω έκτενώς (ή ύπογράμ,μ^η τοϋ
Καστορ^άδη):
Στήν άναστοχαστικότητα βρίσκουμ.ε... ττ^ν ίύνα,α^ νά γίνετοα «άντιχείμενο» ή
δποια δρα-στηρώτ-ητα προσιδιάζει στό «ΰποχείμενο», χαθότι δ εαυτός προτείνεται
ρητά ώς μή άν-τιχειμενιχό άντιχείμενο η ώς άντιχείμενο πού εϊναι άντιχείμενο
άπλώς έπειδη εχει τεθεϊ ώς τέτοιο χι δχι έχ ψύσεως. Καί άκριβώς στό βαθμ.0 πού
μ,πορεΐ νά εΐναι άντικείμ,ενο γιά τόν
έαυτό του έπειδή τίθεται ώς άντικείμ.ενο κι δ-χι έκ φύσεως, καθίσταται ό αλλος
δυνατός μέ τήν άληθινή εννοια της λέξης... Ό άναστοχα-σμ.ός ύπονοεϊ τήν
δυνατότητα τοϋ σχίσματος καί της έσωτερίχ^ς άντίπαράθεσ^ς - ό Πλά-των ήδη
μ.ιλοϋσε γιά τόν διάλογο της ψυχης μέ τόν έαυτό της: ό διάλογος προϋποθέτει δύο
τουλάχιστον όπτικές γωνίες, συνεπώς τήν δυ-νατότητα νά θέσει χανείς τόν έαυτό
του ύπό έρώτησιν («The state of the Subject Today», World in Fragments, 158).
Αύτή άκριβώς ή έσωτερική διαλεκτική συνι-στα τόν πυρήνα τοϋ ψυχαναλυτικοϋ
προτάγμ.α-τος, τό τέλος του καί μέ τίς δύο εννοιες της λέ-ξης. Ή ψυχανάλυση
άποσκοπεΐ καί τελειώνει μέ τήν δυνατότητα τοϋ άναλυομ-ένου γιά αύτο-ανά-λυση.
Αύτό-ανάλυση δέν σημ-αίνει τίποτε αλλο ά-πό μιά διαυγέστερη ίκανότητα νά
άφήσει κανείς τό Ασυνείδητό του νά άναδυθεΐ μέ πιό δημ-ΐουρ-γικούς τρόπους.
Σημ,αίνει καλλιέργεια μιας πρα-κτικοποιητικης ίκανότητας, άφοϋ δ,τι εΐναι δη-
μ.10υργΐκό (άλλά καί δ,τι εΐνα^ καταστροφ^κό) βα-ρύνει αμ.εσα τήν πραγμ-ατική ζωή
κάθε άνθρώ-που. Εΐναι προφανές δτι αύτή ή αμ,εσα ίσχύουσα εκφραση ένός
προσωπικοϋ ποιεΪΊ-πράττεΐΊ προϋ-ποθέτει μ-ετουσίωση μέ τήν πρωταρχική εννοια.
Άλλά πρέπει νά ύπογραμ.μ.ίσουμ.ε δτι προϋποθέ-τει έπίσης ενα συγκεκριμ-ένο
εΐδος μ,ετουσίωσης: τήν έπένδυση (κάθε^) τοϋ φαντασιακοϋ τοϋ κα-θενός σέ
άντικείμ,ενα / θεσμ,ούς τά όποΐα έπεκτεί-νουν τόν χώρο τοϋ αύτο-στοχασμ,οϋ (της
αύτο-ανάλυσης) τόσο στψ άτομιχ^ δσο χαί (πού ση-μ,αίνε^ ούσιαστιχά τό ϊδιο
πράγμ,α) στήν κο^νων^-κή σφαίρα.
Άπό τήν αποψη αύτή, τό πρόταγμ.α της ψυ-χανάλυσης μέ τήν τυπική του εννοια,
καθώς τό ϊδιο άποτελεΐ ενα συγκεκριμένο εΐδος μ,ετουσίω-σης -δχι άπλώς ώς
πρωταρχική θέσμ.ιση της δημ-ΐουργικης φαντασίας τοϋ ίδίου τοϋ Φρόυντ, άλλά ώς
πρακτικο-ποιητική δραστηριότητα πού άνοίγει τήν ζωή ένός άνθρώπου σέ εύρύτερο
καί διαυγέστερο αύτο-στοχασμ.ό - εΐναι όμ.οούσιο μέ τό πρόταγμ.α της φιλοσοφίας
μέ τήν άρχαία του εννο^α (καί δχι μέ τήν τρέχουσα, τοϋ έπαγγελ-μ,ατία «είδικοϋ»).
Καί τά δύο προτάγμ,ατα συνε-πάγονται τήν πρακτική της αύτο-ανάκρισης μέ-σα στά
πλαίσια της πραγμ-ατικης μ.ας ζωης, γε-γονός πού δέν σημ-αίνει τίποτε αλλο παρά
νά θέ-τει κανείς ύπό άνάκρίσίν τήν σχέση μ.εταξύ τοϋ Εΐνα^ (πάντοτε κοινωνικο-
ιστορικοϋ στον πυρήνα του) καί τοϋ κόσμ,ου11.
Τό περωδικό πού έξέδιδε στό Παρίσι (1949-1965) δ Κ. Καστοριάδης μαζί μέ
αλλους.
Αύτή ή σύμ.-πτωση ψυχανάλυσης καί φιλο-σοφίας ένώπιον της πραγμ-ατικης μ.ας
ζωης μ.ας προκαλεΐ νά άντιμ.ετωπίσουμ.ε τήν σημ-ασία τοϋ Άσυνειδήτου στήν
φιλοσοφία καί εώιχά μέ τούς δρους πού άπαιτεΐ ό Καστοριάδης: τήν ρητή μ.ε-ταμ-
όρφωση της σχέσης μ.ας μέ τό Άσυνείδητο. Σέ τελευταία άνάλυση, αύτή ή σημ-ασία
θά άνα-δυθεΐ μέσα άπό τό τόλμ.ημ.α νά άντιμ.ετωπίσουμ.ε τό άστόχαστο στήν ϊδια
τήν διαδικασία τοϋ αύ-τοστοχασμ-οϋ. Έννοείται δτι ή φιλοσοφία εΐναι έξ όρισμ.οϋ
έγκόσμ.ια δραστηριότητα. Άποτείνεται στό Εΐναι καί στήν Έτερότητα τοϋ Είναι, κα-
θώς αύτά άφοροϋν τήν ζωή - μιά διαδικασία πού δέν εχει καμ.μ.ία σχέση μέ τήν
θεολογία ή μέ έρωτήμ-ατα μιας έτερόνομ.ης μ.εταφυσικής, ουτε καν μέ τήν
ύπερβατική φαντασία τοϋ Κάντ, ή 6-ποία δέν μ-πορεΐ νά παρακάμ-ψει τήν
διπλοτυπία της Μορφης. Άντιθέτως, συγκλίνει μί τήν τρί-τη διατύπωση τοϋ
Καστοριάδη γιά τήν φιλοσο-φία (δπως τήν παρέθεσα άνωτέρω): δηλαδή, τό
ΣΤΑΘΗΣ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ
παράδοξο της προσπάθειας νά σκεφθοϋμ.ε πέραν της σκέψεως, νά στοχαστοϋμ.ε τό
αλλο τοϋ στο-χασμ.οϋ γνωρίζοντας παντελώς τόν μ.ή άποφασί-σιμο χαρακτήρα της
σύστασής του. Τό νά βρε-θοϋμ-ε άντιμ-έτωποι μέ τό άστόχαστο άπαιτεΐ τήν πλήρη
κινητοποίηση της δημ-ΐουργικης μ.ας φαν-τασίας: στήν ούσία, τήν τόλμ.η νά
δημιουργησου-με τόν στοχασμό καί μ.άλιστα νά δημ-ΐουργήσου-μ.ε τόν στοχασμ.ό
πού ένεργοποιεΐ περαιτέρω τήν ϊδια μ-ας τήν Έτερότητα - πράγμ-α πού σημ.αί-νει
δτι διευρύνει τήν ίκανότητα δλων μ.ας νά ά-ναστοχαστοϋμ.ε τούς έαυτούς μ.ας μέ
μ.εγαλύτε-ρη έλευθερία12.
Τούτη ή τόλμ.η, μέ λίγα λόγια, σημ-αίνει νά στοχάζεται κανείς άπό τήν σκοπιά τοϋ
πεπερα-σμ-ένου. Ό Καστοριάδης εχει ύποδείξει έπανει-λημ.μ.ένως δτι έκεΐνο πού
καθιστα μιά συγκεκρι-μ,ένη άνάλυση άτελείωτη (έκεΐνο πού άναβάλλε^ τήν αύτο-
ανάλυση έπ' άόρ^στον) εΐνα^ ή άν^κανό-τητα τόσο τοϋ άναλυτη δσο καί τοϋ
άναλυομ.έ-νου νά άντιμ-ετωπίσουν τόν άναγκαΐο θάνατο πού συνεπάγεται ή
μ.εταμ.Ορφωση της σχέσης μ.ας μέ τό Άσυνείδητό μ.ας -άλλά έν τέλει χάθε άλη-
θινή μεταμόρφωση— πίσω άπό τήν όποία άνα-πόφευκτα κυριαρχεΐ ό μ-εγάλος
τρόμ.ος ένώπιον τοϋ έν γένει φαντάσμ.ατος τοϋ θανάτου. Πρέπει κανείς νά
άναλάβει πλήρως τήν αΐσθηση δτι τά πράγμ-ατα τελειώνουν, τερμ.ατίζονται -μέσα
στόν ϊδιο τόν σωμ.ατικό πυρήνα της ψυχικης του υπαρξης- προκειμένου νά
έπιτευχθεΐ ή πρόσβα-ση στό άτέρμ-ονο πρόταγμ.α τοϋ αύτο-στοχασμ.οϋ, της δημ-
ΐουργικης φαντασίας: «Ή άνάλυση, ή ή ώριμ-ότητα, δέν έπιτυγχάνεται παρά μ.όνο
καί ά-φότου τό ατομ.ο εχει κατορθώσει νά ζεΐ στό χεΐ-λος της άβύσσου, μ-έσα στήν
εσχατη διπλή δέ-σμ-ευση: νά ζεΐς ώς θνητός καί νά ζεΐς σάν νά εΐ-σαι άθάνατος
(«Psychoanalysis and Politics», 136).
Ή ψυχική μ,ονάδα ποτέ δέν άντιλαμ-βάνεται τό ένδεχόμ-ενο τοϋ ΐδιου της τοϋ
θανάτου - παν-τοδυναμ-ία σημ-αίνει άθανασία. Μέ τήν εννοια αύ-τή, μ-ετουσίωση
σημ,αίνει ήδη τήν πρόσβαση σέ εναν χόσμο δπου τά πράγμ-ατα πεθαίνουν, σέ ε-να
ανοιγμ.α της ψυχης πρός τό άτταρά&κτο (ά-πό τήν σκοπ^ά της ψυχης) έρώτημα τής
θνητό-τητας. Έννοεϊται δτι μιλοϋμε ταυτοχρόνως γιά τό ανοιγμ-α της ψυχης πρός
τήν ίστορία. Άλλά τό σύνηθες στήν ιστορία εΐναι δτι ατομ,α καί κοι-νωνίες
μ.ετουσιώνονται σέ άντικείμ,ενα καί άπει-κονήσεις τά όποΐα τούς έξαπατοϋν,
κάνοντάς τους νά πιστεύουν δτι ή θνητότητα εΐναι έν τέ-λει προσπελάσιμ-η μέ τόν
εναν ή τόν αλλο τρόπο
ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙΜΕΤΟΥΣΙΩΣΗ
(παράΒεισος, μ,ετενσάρκωση, δόξα, UFO, κ.λπ.) Αύτή ή αύτο-απόκρυψη (self-
occultation) ehai δ μ.εγαλύτερος έχθρός της αύτονομ.ίας. Τό νά διδά-σκεις τόν έαυτό
σου νά άντιμ-ετωπίζει τό άστό-χαστο, νά ζεΐς τήν ζωή ποιητικά (δηλαδή νά έμ.-
πλέκεσαι μ.έσα στόν κόσμο μέ ενα αΐσθημ.α θαυ-μασμοϋ χαί άπορίας), σημ,αίνε^ νά
έντρυφεΐς στήν άπόλαυση τοϋ περατοϋ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τό παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στά άγγλικά μέ τόν τίτλο «Philosophy and
Sublimation» σέ εΐδικό ά-φιέρωμα τοΰ περιοδικοΰ Thesis Eleven στό εργο τοΰ Κορ-
νήλιου Καστοριάδη (τ. 49, Μάιος 1997, σελ. 31-43). Ή άπόδοση στά έλληνικά, μαζί
μέ κάποιες τροποποιήσεις, ε-γινε άπό τόν ϊδιο τόν συγγραφέα. Σημειώνω έδώ δτι ό
δ-ρος sublimation στά γαλλικά καί στά άγγλικά (στά γερ-μανικά: Sublisierung)
έμπεριέχει τήν εννοια τής άνυψω-σης, μιά εννοια τήν όποία δέν πρέπει νά ξεχνοΰμε,
δχι τό-σο γιά τήν κλινική της σημασία δσο γιά τήν τεράστια πα-ράδοση τοϋ
Ρομαντικοϋ λόγου που άκολουθεΐ τά χνάρια τοϋ Λογγίνου καί τοϋ Περϊ ΰψους στήν
τέχνη καί που, ώς έκ τούτου, έπηρεάζει τήν έπιλογή τοϋ δρου άπό τόν Φρόυντ.
«Μετουσίωση» είναι ή δοκιμη μετάφραση στήν έλληνική ψυχαναλυτική δρολογία.
Έδώ, δμως, πρέπει νά ξεχάσου-με τήν αλλη, θεολογική, χρήση τοϋ δρου, ή δποία
στά γαλ-λικά καί άγγλικά διατυπώνεται κυριολεκτικά ώς trans-substantiation.
2. Ή άνάδειξη τής συμβολής τοΰ Καστοριάδη στήν ψυχαναλυτική θεωρία εΐδικά
μαλλον πάσχει σέ σχέση μέ ά-ναφορές καί έπεξηγήσεις αλλων πτυχών τοΰ εργου
του. Φα-εινή έξαίρεση άποτελεΐ δ Άμερικανός φιλόσοφος καί ψυχα-ναλυτής Joel
Whitebook, τοΰ δποίου τό βιβλίο Perversion and Utopia (1995) προσφέρει μιά
συγκλίνουσα δπτική μέ αυτήν τοϋ παρόντος κειμένου, ΐδιαίτερα καθότι προσπαθεΐ
νά άποκριθεΐ στήν συζευξη Φρόυντ καί έπαναστατικής θε-ωρίας, δπως αυτή
πρωτοτολμήθηκε, πρίν άπό τόν Καστο-ριάδη, άπό τήν λεγόμενη Σχολή τής
Φραγκφούρτης.
3. Άναφέρομαι στήν παράγραφο που κλείνει τό δευτε-ρο κεφάλαιο τοϋ Γοτφ χού
ταμπού: «Ή μή κοινωνική φυ-ση τών νευρώσεων εχει τήν γενετική της καταγωγή
στόν πιό θεμελιώδη σκοπό τους, δ όποϊος είναι ή διαφυγή άπό μιά πραγματικότητα
που σέ άφήνει άνικανοποίητο πρός ε-ναν πιό άπολαυστικό κόσμο φαντασιώσεων. Ό
πραγματι-κός κόσμος, τόν δποϊο άποφευγουν οί νεωρωτικοί, κυριαρ-χεϊται άπό τήν
άνθρώπινη κοινωνία καί τους συλλογικά διαμορφωμένους άπό αυτήν θεσμους. Τό
νά στραφεΐς μα-κριά άπό τήν πραγματικότητα σημαίνει ταυτοχρόνως νά
άπομακρυνθεΐς άπό τήν άνθρώπινη κοινότητα» (Totem and Taboo, 131).
4. "Οπως τόν εχω χρησιμοποιήσει στό βιβλίο μου Dream Nation (1996), δ δρος
«συμ-πτωση» προσπαθεΐ νά συλλάβει τό παράδοξο σχήμα τής ταυτόχρονης
πρωταρχι-κότητας κάποιων έννοιών ή γεγονότων μέσα σέ κάποιο συγκεκριμένο
ίστορικό πλαίσιο άναφορας. Ή συμ-πτωση προϋποθέτει τήν κατάργηση τής
γραμμικής εννοιας τοϋ χρόνου έν δνόματι μιας χρονολογικής άντίληψης που άπαι-
τεϊ ώς άρχ^ ενα μάγμα σημασιών.

5. Βλ. μιά άπό τίς τελευταΐες σημειώσεις τοϋ Φρόυντ: «Τό ατομο καταλυεται άπό
τίς έσωτερικές του συγκρουσεις, τό [άνθρώπινο] είδος στόν άγώνα του έναντίον
ένός έξωτε-ρικοϋ κόσμου στόν δποΐο δέν μπορεΐ νά προσαρμοστεΐ. -Αυτό άξίζει νά
συμπεριληφθεΐ στόν Μωυση» [«Findings, Ideas, Problems», 299]. Δέν χρειάζεται,
νομίζω, νά προ-σθέσω δτι ή σπουδαία μελέτη τοΰ Φρόυντ Ό Μωυσης χαί δ
μονοθεϊσμός είναι μελέτη τής μετουσίωσης σέ μεγάλη πο-λιτισμική κλίμακα.
Έκεϊνο που χρειάζεται έπεξεργασία εί-ναι τό τί σημαίνει γιά μιά κοινωνία νά εχει
θεσμίσει τήν μο-νοθεϊστική της έπιθυμία ώς νόμο τής μετουσίωσής της.
6. Τά δυο τελευταΐα στοιχεΐα δέν είναι άκριβώς ίσότι-μης τάξεως μέ τά δυο πρώτα,
άλλά αυτή ή λεπτομέρεια δέν είναι έπί τοΰ παρόντος. Ό Καστοριάδης εχει άναφερ-
θεΐ έπανειλημμένως στίς κατηγορίες αυτονόμησης τοϋ ψυ-χικοΰ άπό τό βιολογικό
στοιχεΐο, άλλά ή πιό έμπεριστα-τωμένη άνάλυση βρίσκετοα στό κείμενό του «L'
Etat du subject aujourd' hui» (1986).
7. Έκ τών υστέρων, θά μπορουσαμε νά ποΰμε δτι τό Όλοκαύτωμα ήταν
άποτέλεσμα μιας άναπόφευκτης με-τουσίωσης τής ναζιστικής κοσμοεικόνας.
8. Σημειώνω, έν παρενθέσει, δτι ή μή άποφαστικότη-τα [undecidability] κινεΐ (καί
συνάμα «λυνεται» άπό) τήν ταυτόχρονη διττή δημιουργία, ή δποία ένέχεται στή χρή-
ση τής μέσης φωνής άπό τόν ΣοψοχΚϊ] στό ρήμα άίάσκο-μαι: «καϊ φθέγμα καϊ
άνεμόεν φρόνημα καϊ άστυνόμους δρ-γάς έδιδάξατο» ( Άντιγόνη, 354). Όπως
έπεξηγεΐ δ Κα-στοριάδης: «Όταν διοασκομαι (μέση φωνή) δίνω στόν έ-αυτό μου
κάτι που δ έαυτός μου δέν εχει (άλλιώς, γιατί νά τοΰ τό δωσω;) καί που εχει (άλλιώς
ποιός τό δίνει;). Ό φαινομενικός παραλογισμός αϊρεται αμα καταλάβουμε δτι ή
αυτοενέργεια τοϋ αυτοδιδασκόμενου άνθρώπου δημιουρ-γεΐ (φέρνει σέ υπαρξη) καί
τό "περιεχόμενο” καί τό “ύπο-κείμενό” της, που άλληλοπροσδιορίζονται καί
άλληλο-υ-πάρχουν», Άνθρωπολο^α, ττολίΤίχ^, φίλοσοφία, σελ. 28.
9. Ό Καστοριάδης μιλα γιά «σωματική φαντασία», θεωρεΐ τό σώμα ήδη
φαντασιακή πηγή, μέσω «ένός εϊδους οΐκουμενικότητας τοϋ άνθρωπίνου δντος, τό
δποϊο υπάρχει πάντα ψυχη τε καί σώματι, δπου τό σώμα είναι πάντοτε, κατά μία
εννοια, ψυχικό είδος καί ή ψυχή, άπό δρισμένες άπόψεις, σωματικό είδος» [«From
the Monad to Autonomy», World in Fragments, 180]. Παρά ταΰτα, δ άδαμα-στος
πυρήνας τοϋ δντος δέν συνεπάγεται κάποια οΐκουμε-νική άρχή τής
υποκειμενικότητας. Τό ριζικό φαντασιακό που καθιστα δυνατή τήν θέσμιση τής
κοινωνίας είναι ά-νό-ητο εξω άπό τό γεγονός δτι καί αυτό ταυτοχρόνως θεσμί-ζεται
άπό τήν κοινωνία - δ,τι δ Καστοριάδης δνομάζει κάπου «πρωταρχικό κυκλο τής
δημιουργίας».
10. Ό Καστοριάδης έπιμένει στήν έπανάληψη αυτής τής σκέψης σέ διάφορα
κείμενα άπό τότε που τήν πρωτο-διατυπωσε στά τελευταΐα τευχη τοΰ περιοδικοΰ
Socialisme ou Barbarie (1964-65). Έδώ χρησιμοποιώ αυτήν τήν πρώτη διατυπωση
ώς σημεΐο άναφορας (βλ. The Imaginary Institution of Society, 101-107).
11. Βλ. τό «Psychoanalysis and Philosophy», στό The Castoriadis Reader.
12. Αυτό ουσιαστικά άπαιτεΐ τήν έπαναφορά τής ποί-ησης μέσα στό πρόταγμα τής
φιλοσοφίας, άπαίτηση που ή παραδοσιακή φιλοσοφία διαρκώς άπωθεΐ. Άναπτύσσω
δι-εξοδικότερα αυτή τήν θέση σέ δυο μέχρι στιγμής άνέκδο-τα κείμενα: «Ή άνάγκη
τής φιλοσοφίας γιά τήν Άντιγό-νη» καί «Ή Ποίηση ένώπιον τοϋ Νόμου».

Βιβλιογραφία
Castonadis, Cornelius (1964-5 [1987]) «Marxism and Revolutionary Theory», in
Kathleen Blarney (trans.) The Imaginary Institution of Society, Part One.
Cambridge, MA: MIT Press and Oxford, UK: Polity.
Castonadis, Cornelius (1968 [1984]) «Epilegomena to a Theory of the Soul Which
Has Been Presented as a Science», in Martin H. Ryle and Kate Soper (trans.)
Crossroards in the Labyrinth. Cambridge, MA: MIT Press and Brighton, UK:
Harvester.
Castonadis, Cornelius (1975 [1987]) «The Imaginary and the Instution», in Kathleen
Blarney (trans.) The Imaginary Institution of Society, Part Two. Cambridge, MA:
MIT Press and Oxford, UK: Polity.
Castonadis, Cornelius (1982 [1991a]) «The Nature and Value of Equality», in David
Ames Curtis (trans., ed.) Philosophy, Politics, Autonomy. New York and Oxford,
UK: Oxford University Press.
Castonadis, Cornelius (1986 [1997a]) «The State of the Subject Today», in David
Ames Curtis (trans., ed.) World In Fragments. Stanford, CA: Stanford, University
Press.
Castonadis, Cornelius (1987 [1991a]) «The Social-Historical: Mode of Being,
Problems of Knowledge», Philosophy, Politics, Autonomy. New York and Oxford,
UK: Oxford University Press.
Castonadis, Cornelius (1989 [1997a]) «Psychoanalysis and Politics», in World in
Fragments, Stanford, CA: Stanford University Press.
Castonadis, Cornelius (1991β [1997α]) «From the Monad to Autonomy» in World in
Fragments. Stanford University Press.
Καστοριάδης Κορνήλιος (1993α) «Ή συμβολή τής ψυχα-
ΣΤΑΘΗΣ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ
νάλυσης στήν κατανόηση τής γένεσης τής κοινωνί-ας», στό Άνθρωπολογία,
πολιτική, φιλοσοφία, Άθή-να, Ύψιλον.
Castonadis, Cornelius (1993β [1997α]) «The Construction of the World in
Psychosis», in World in Fragments. Stanford, CA: Stanford Unmersity Press.
Καστοριάδης Κορνήλιος (1993γ) «Αΐσχυλεια άνθρωπογο-νία και Σοφόκλεια
αυτοδημιουργία τοϋ άνθρώπου», στό Άνθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, Άθήνα,
Ύ-ψιλον.
Castonadis, Cornelius (1996 [1997β] «Psychoanalysis and Philosophy», in David
Ames Curtis (trans., ed.) The Castoriadis Reader. Oxford, UK and Cambridge, MA:
Blackwell.
Freud, Sigmund (1913 [1985]) Totem and Taboo, trans. lames Strachey. The Pelican
Freud Library, Vol. 13. Harmosdsworth: Penguin.
Freud, Sigmund (1930 [1964]) «Civilization and its Discontents», in lames Strachey
(trans.) Standard Edition, Vol. 21. London: The Hogarth Press.
Freud, Sigmund (1938 [1995]) «Findings, Ideas, Problems», in lames Strachey
(trans.) Standard Edition, Vol. 23, London: The Hogarth Press.
Howard, Dick (1977 [1988]) The Marxian Legacy. Minneapolis: University of
Minnesota Press.
Laplanche, lean and Pontalis, I.-B. (1967 [1973]) The Language of Psychoanalysis,
trans. Donald Nichol-son-Smith. New York: Norton.
Marcuse, Herbert (1964) One-Dimensional Man. Boston, MA: Beacon Press.
Whitebook, loel (1989) «Intersubjectivity and the Monadic Core of the Psyche»,
Revue Europeenne des Sciences Sociales 86: 225-44.
Whitebook, loel (1995) Perversion and Utopia. Cambridge, MA: MIT Press.

Ό Καστοριάδης καί ή δημοκρατική παράδοση


Τάχης Φωτόπουλος

θάνατος τοϋ Καστοριάδη εδωσε άφορμ.ή νά έκφραστοϋν ποικίλα σχόλια γιά ενα
σημ,αντικό δσο καί άμ.φιλεγΟμ.ενο εργο. "Ετσι, άπό τήν μ,ιά μ,εριά, τό πνευμ,ατικό
κατε-στημ-ένο, Εδιαίτερα στήν Γαλλία, έξέφρασε άβα-σάνιστα τόν θαυμ.ασμ.0 του
γιά τό εργο του, χω-ρίς καμ-μ-ία βαθύτερη κατανόηση τοϋ άντι-καθε-στωτικοϋ του
νοήμ,ατος, συνήθως μέ βάση τά άν-τι-μ-αρξιστικά 1 καί άντι-σοβιετικά στοιχεΐα τοϋ
εργου του. Άπό τήν αλλη μεριά, τμ.ημ.α της μ.αρ-ξιστικης Άριστερας, ίδιαίτερα της
τροτσκι-στικης, εί'τε άπέρριψε τό εργο του όλοκληρωτι-κά, μέ βάση τίς
συντηρητικές πολιτικές καί ίδε-ολοΎιχές θέσεις πού βρίσκουν σέ αύτό εί'τε άντι-
παρέβαλε τόν υστερο «άνθρωπιστικό» χαρακτή-ρα τοϋ εργου του μέ τήν παλαιότερη
έπαναστα-τική σκέψη του2.
Παρόμ.οιες τάσεις παρουσιάστηκαν καί στή γενέτεφά του. Έτσι, άπό τή μιά μεριά,
πρώην άριστεροί διανοούμενοι, οί δποϊοι σήμ-ερα εχουν κατασκευάσει ενα εΐδος
ίδεολογικής «σούπας» πού άναμ.ιγνύει χριστιανισμ.0 καί ήθική μέ τόν έ-θνικισμό,
δέν εκρυβαν τήν όργή τους έναντίον έ-νός στοχαστη ό όποΐος εδειξε μέ
άποτελεσματι-κό τρόπο (σέ άντίθεση μέ μ-ερ^κούς σύγχρονους άναρχ^κούς τοϋ
άγγλοσαξον^κοϋ κόσμ,ου) τήν θε-μ-ελιακή άσυμ-βατότητα μ,εταξύ σπφιτουαλισμοϋ
γενικώς, θρησκείας καί έθνικισμ.οϋ, άπό τήν μιά πλευρά, καί αύτονομ-ίας, πραγμ-
ατικης δημ-οκρα-τίας καί άπελευθερωτικοϋ προτάγμ.ατος άπό τήν αλλη. Έξ αλλου,
στά πάμ.πολλα άφιερώμ.ατα γιά τόν συγγραφέα, κατά κανόνα, άποσιωπαται ό άν-
τικαθεστωτικός χαρακτήρας της πολιτικης σκέ-ψης του. Παραδείγμ.ατος χάριν, σέ
άφιέρωμ-α γιά
τό εργο του άπό γνωστή δημ.οσιογράφο, πού ύ-ποτίθεται δτι βρίσκεται ίδεολογικά
κοντά στόν έ-κλιπόντα,3 ελαμ-πε διά της άπουσίας της ή άπο-τίμ-ηση της πολιτικης
διάστασης τοϋ εργου του καί της σημ-ερινης έπικαιρότητάς της. Τό γεγο-νός δέν
εΐναι έκπληκτικό, δταν κύριος σύμ-βουλος της δημ.οσιογράφου πού τό έπιμ-ελήθηκε
εΐναι γνωστός ... σοσιαλδημ-οκράτης, τήν στιγμ-ή πού ό ΐδιος ό Καστοριάδης τίποτα
δέν άπεχθανόταν περ^σσότερο άπό τήν σοσ^αλδημ-οκρατία! Έτσι, έκλήθησαν νά
άποτιμ-ήσουν τό εργο του ανθρω-ποι πού δέν εχουν καμ.μ.ία σχέση μέ τήν πολιτι-κή
σκέψη τοϋ Καστοριάδη, γενικά, καί μέ τό πρόταγμ,α της αύτονομ,ίας είδικότερα (οί
περ^σ-σότεροι άπό τούς κληθέντες εΐναι έχθρικοί πρός αύτό), άπλώς καί μ,όνο διότι
ύπηρξαν φίλο^ του! Παράδειγμ-α ό θλιβερός τέως έξεγερμ-ένος καί νϋν
πολιτικάντης Κόν-Μπεντίτ, παρά τό γεγονός δ-τι εχει όριστικά ένταχθεΐ στό
εύρωπαϊκό πολιτι-κό κατεστημ,ένο (πού έπίσης άπεχθανόταν ό Κα-στορ^άδης) καί,
τελευταΐα, ήταν ένθουσ^ώδης ό-παδός τών ΝΑΤΟϊκών βομβαρδισμών. Ή, άντί-
στο^χα, ό "Ανταμ. Μίχν^κ, τοϋ όποίου οί σοσιαλ-δημ-οκρατικές πολιτικές θέσεις
δέν εχουν τίποτα νά κάνουν μέ τήν ριζοσπαστική πολιτική σκέψη τοϋ έκλ^πόντος.
Ή, τέλος, ό δ^ευθυντής περ^ο-δ^κοϋ (ύποτίθετα^ σάν... άντίλογος στόν Καστο-
ριάδη), ό δποϊος προσπάθησε νά ύποστηρίξε^ τή θέση δτι ή καστοριαδική αύτονομ-
ία δέν εΐναι πο-λιτικό πρόγραμ.μ.α, δταν ό ΐδιος ό Καστοριάδης δαπάνησε όλόκληρη
τή ζωή του στό πρόταγμ.α της αύτονομ,ίας (τοϋ δποίου τδ πρόγραμ,μ,α, κα-τά τόν
ϊδιο, δέν εΐναι παρά μιά άποσπασμ,ατική καί προσωρ^νή μ,ορφή τοΰ
προτάγμ,ατος).4

Ό Γάκ^ς Φωτόπουλος διευθόνει τό περιοδικό Democracy and Nature - The


International Journal of Inclusive Democracy (τό δποϊο χυχλοφοροΰσε xoci έλλψιχά
άρχιχά μέ τίτλο Κο^νωνία καί Φύση χαί μετά ώς Δημ,οκρατία καί Φύσηλ Άπό τό
1969 εοις τό 1989 ^ταν χαθηγητης oixovo-μίχών στό Πανεπιστήμιο Β. Αονδίνου.
Ehoci συγγραφέας βιβλίων χαί άρθρων στά Άγγλιχά, Γαλ-λιχά, Έλλψικά, Τερμανιχά,
'Ολλανδιχά, Νορζηγιχά. Τελευτοΰο SifAio του Towards an Inclusine Democracy
(Cassell 1997), τό δποϊο χυχλοψορεϊ χαί στά Έλλψιχά μέ τίτλο Περ^εκτ^κή
Δημ,οκρα-τία, άπό τίς έχδόσεις Καστ^ώτη. Ehoci ταχτιχός συνεργάτης της
«Έλευθεροτυπίας».
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 55-60

Όπως συμ-βαίνε^ συνήθως μέ τούς μ,εγάλους στοχαστές, νομ-ίζω δτι τό πρώιμο


εργο τοϋ Κα-στοριάδη πρέπει νά διαχωριστεΐ άπό τό δστερο εργο του. Τό πρώιμο
εργο του στόχευε στήν έμ.-βάθυνση τοϋ σοσιαλισμοϋ (έργατική αύτοδιεύθυν-ση
κ.λπ.) καί στήν παράλληλη κριτική αύτοϋ πού ό ϊδιος θεωροϋσε «παραδοσιακό» ή
μ.ή έπαναστα-τικό στοιγ^εϊο στή μ-αρξιστική σκέψη (ίστορικοί «νόμ 01» της
κο^νων^κης άνάπτυξης κ.λπ.)5. Άν-τίθετα, στό υστερο εργο του, ύπερβαίνοντας δχι
άπλώς τόν μ.αρξισμ.0 άλλά μέ μιά εννοια τό Ϊδιο τό σοσ^σ^κό πρόταγμ,α 6, στόχευε
σέ μιά έρ-μ-ηνεία της φιλοσοφίας καί της δημ-οκρατίας μέ βάση τήν κεντρική εννοια
της άτομ,ικης καί συλ-λογικης αύτονομ.ίας. Κοινωνική αύτονομ.ία, γιά τόν
Καστοριάδη, σημ-αίνει δτι ή κοινωνία δχι μ.ό-νο θέτει τούς δικούς της νόμ-ους,
άλλά καί άνα-γνωρίζει αύτήν ώς πηγή τών νόμ.ων της. Παρό-μοια, άτομ-ΐκή
αύτονομ.ία σημαίνει δτι τό ατομ.0 θέτει τούς δικούς του νόμ-ους, έν πλήρει συνειδή-
σει καί εχοντας έπίγνωση τών έπιθυμ.ιών καί ά-ληθινών άναγκών του. Μέ αύτήν τήν
εννοια, αύ-τονομ-ία σημ,αίνει τήν άπεριόριστη άμ,φισβήτηση τοϋ νόμ.ου καί τών
θεμ-ελίων του, καθώς καί τήν ίκανότητα τοϋ πράττειν, τοϋ ποιεΐν καί τοϋ θε-σμ-
ίζειν. Αύτή ή άντίληψη της αύτονομ.ίας άντι-παρατίθεται πρός τήν καντιανή
άντίληψη της αύτονομ.ίας ώς «μιας πλασμ,ατικά αύτάρκους προσαρμ-ογης τοϋ
ύποκειμένου στόν “Νόμ,ο τοϋ Λόγου”» - μιά άντίληψη πού, δπως σημ-ειώνει ό
Καστοριάδης, συνεπάγεται «πλήρη παραγνώ-ριση τών κοινωνικο-ιστορικών
προϋποθέσεων καί της κοινωνικο-ιστορικης διάστασης τοϋ προτάγ-μ,ατος της
αύτονομ,ίας»7.
Ή πρώτη συνεπαγωγή πού μ-πορεΐ κανείς νά κάνει άπό τόν καστοριαδικό όρισμό
της αύτονο-μ-ίας εΐναι δτι ή άτομ,ική αύτονομ-ία εΐναι άδύνα-τη χωρίς τήν
κοινωνική αύτονομ.ία καί άντίστρο-φα. Έπί πλέον, ή άτομ,ική αύτονομ-ία εΐναι
δυνα-τή μ.όνο έάν τά κοινωνικά ατομ-α συμ.μ.ετέχουν α-μ.εσα στή διαμ-όρφωση
καί έφαρμ.ογή τών κοινω-νικών νόμ.ων οί οποϊοι καθορίζουν τή δραστηριό-τητα
τους:
ΪΤ άτο^ίχ^ αύτονομία εχει ώς περιεχόμενο
τψ ϊση συμμετοχή δλων στψ έξουσία, χωρίς τψ δποία δέν ΰπάρχει προφανώς
έλευθερία, δ-πως έπίσης δέν ΰπάρχει ίσότητα χωρίς έλευ-θερία8.
Αύτό προϋποθέτει δτι ή κοινωνική όργάνωση βασίζεται στήν αμ,εση δημ,οκρατία
καί δχι στήν
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤ0Π0ΥΑ0Σ
σημ-ερινή μ.ορφή άντιπροσωπευτικης «δημ-οκρα-τίας» (τήν όποία ό Καστορ^άδης
άποκαλεΐ «φι-λελεύθερη όλιγαρχία») ή όποία παριστάνει τήν δημ.οκρατία. Ή
δεύτερη συνεπαγωγή άναφέρεται στό γεγονός δτι τό πρόταγμ.α της αύτονομ.ίας, ί-
στορικά, άναδύεται στήν κλασσική Έλλάδα, διό-τι έκεΐ οί ανθρωποι, γιά πρώτη
φορά στήν ιστο-ρία, δημ.ιούργησαν τούς θεσμ.ούς, κυρίως τήν α-μ.εση δημ-οκρατία
καί τήν φιλοσοφία, πού εκαναν δυνατή τήν άμ,φισβήτηση της θεσμ.ισμ.ένης πα-
ράδοσης. Καί αύτό, διότι θεμ,ελιώδης προϋπόθε-ση της αύτονομ-ίας εΐναι ή
δυνατότητα άμ,φισβή-τησης της θεσμ.ισμ.ένης παράδοσης, κάτι πού ά-ποκλείει έξ
όρισμ.οϋ δλες τίς κοινωνίες οί όποΐες εΐνα^ θεμ.ελ ΐωμ.ένες σέ «Εερές άλήθε^ες» (π.χ.
ή βυζαντινή καί ή φεουδαρχική θεοκρατία στήν Ά-νατολική καί Δυτική Εύρώπη,
άντίστοιχα, τά σημ.ερινά φονταμ-ενταλιστικά καθεστώτα κ.λπ.) ή, άκόμ-α, καί
οποιοΒ^ποτε εΐδος κλειστοϋ θεω-ρη^κοϋ συστήμ,ατος (π.χ. σταλ^ν^κά καθεστώ-
τα). Μόνο στό τέλος τοϋ Μεσαίωνα, μ,ετά άπό μιά εκλειψη πού διήρκεσε πολλούς
αίώνες, έπα-νεμ-φανίζεται τό πρόταγμ.α της αύτονομ.ίας στήν Δυτική Εύρώπη, δταν
οί άναδυόμ-ενες νέες πό-λεις παίρνουν τήν μ.ορφή πολιτικών κοινοτήτων,
φιλοδοξώντας τήν αύτοδιεύθυνση - κάτι πολύ κοντά στήν έλληνική πόλίν.
Εΐναι έπομ-ένως έμ,φανές δτι τό καστοριαδι-κό κριτήριο διάκρισης μ.εταξύ
αύτόνομ.ων καί έ-τερόνομ-ων κοινωνιών δέν βασίζεται στό έάν οί ϊ-διες οι
κοινωνίες δημ.ιουργοϋν τούς θεσμ.ούς τους. Κάθε κοινωνία εΐναι
αύτοθεσμ.ιζόμ.ενη, δηλαδή ή δημ,^ουργ^κή Ικανότητα της κο^νωνίας (αύτό πού ό
Καστορ^άδης όνομ,άζε^ κοινωνικό φαντασιακό), δημ.ιουργεΐ τίς κοινωνικές
φαντασιακές σημ-ασίες οί όποΐες καθορίζουν τίς κοινωνικές άξίες καί, συ-
νακόλουθα, τούς θεσμ.ούς πού τίς ένσωμ-ατώνουν: ίδεολογία, θρησκεία, έργαλεΐα,
σχέσεις καί δομές έξουσίας, γλώσσα. Άντιθέτως, τό κριτήριο διά-κρισης βασίζεται
στό έάν ή κοινωνία πιστεύει ή δχι δτι οι θεσμ,οί της εΐναι άνθρώπινα δημ,ιουργή-
μ.ατα, δηλαδή δημ.ιουργήμ.ατα τά όποΐα δέν ελ-κουν τήν καταγωγή τους άπό τήν
θεία θέληση ή, έναλλακτικά, άπό τήν πραγμ-ατοποίηση τών έκδιπλούμ-ενων
άνθρώπινων δυνατοτήτων, δπως τίς όρίζουν συγκεκριμ-ένες έρμ.ηνεΐες της φυσικης
ή κο^νων^κης Ιστορίας (ψυσικοί ή κο^νων^κοί «νό-μοι»). 01 ίστορ^κές κο^νωνίες,
έκτός άπό μ-ερ^κές έξαιρέσεις, κατέφευγαν πάντοτε σέ τέτοιες «δο-σμ-ένες»
άλήθειες, γιά νά προφυλάξουν τούς θε-σμ-ούς τους καί νά τούς κάνουν σεβαστούς.
"Ε-τσι, αλλωστε, προέκυψε καί ή άνάγκη γιά μιά
0 ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

57
«άντικειμ-ενική» ήθική. Είναι, έπομ-ένως, φανερό δτι ύπάρχει μιά θεμ,ελιώδης
άσυμ-βατότητα μ.ε-ταξύ, άπό τήν μιά μεριά, της δημ-οκρατικης πα-ράδοσης, ή
όποία βασίζεται στήν διαρκή άμφι-σβήτηση κάθε δοσμ-ένης άλήθειας καί, άπό τήν
αλλη, τών θρησκευτικών καί σπιριτουαλιστικών παραδόσεων, οί όποΐες θεωροϋν ώς
δεδομ-ένες 6-ρισμ-ένες «άλήθειες» ή κλειστά συστήμ-ατα Ε-δεών. Γιά τόν
Καστοριάδη, μιά κοινωνία εΐναι αύτόνομ.η δταν εχει πλήρη συνείδηση τοϋ γεγο-
νότος δτι δέν ύπάρχει καμ.μ.ία έξωγενής ή ύπερ-βατική πηγή τών θεσμ-ών καί τών
νόμ-ων της καί, φυσικά, καμ.μ.ία μ,εταθανάτια έπιβίωση.
Στήν προβλημ-ατική τοϋ Καστοριάδη, ή l· στορία εΐναι μιά φαντασιακή
δημ,ιουργία, ή περιο-χή στήν όποία έκδιπλώνεται ή άνθρώπινη δη-μ-ΐουργία, ένώ ή
ϊδια ή δημ-οκρατία, καί φυσικά ή φύ,οσοφία, δέν εΐναι προϊόντα χάποιας ίστορικης
έξελικτικης διαδικασίας, άλλά, άντίθετα, εΐναι δημ-ΐουργίες, οί όποΐες
άντιπροσωπεύουν μιά ρή-ξη μέ τήν θεσμισμένη παράδοση. "Ομ,ως, ή κα-
στοριαδική άπόρριψη κάθε «δοσμ-ένης» άλήθειας καί «κλειστοϋ» ίδεολογικοϋ
συστήμ.ατος δέν ά-πορρέε^ άπό τήν μ,εταμ,οντέρνα προβληματική (δ-πως
ύποθέτουν μερικοί), ή όποία σήμ,ερα εΐνα^ κυ-ρίαρχη στούς δυτικούς άκαδημ-
αϊκούς κύκλους. Σέ άντίθεση μέ τόν τέως συνεργάτη του στό πε-ριοδικό Socialisme
ou Barbarie, τόν J-F. Lyotard, ό Καστοριάδης δχι μ.όνο δέν άκολούθη-σε τό
κυρίαρχο ρεϋμ-α, άλλά καί εδειξε τήν άλη-θινή κο^νων^κή σημ,ασία του. Έτσι,
μολονότι ά-ναγνώρισε τήν υπαρξη μ,ερικών βάσιμων στοιχεί-ων στόν
μεταμοντερνισμό (π.χ. τήν άπόρρ^ψη της άντίληψης της ιστορίας ώς μιας
γραμ.μ.ικής ή διαλεκτικής προοδευτ^κης διαδικασίας), καταδί-κασε τόν πλήρη
σχετικισμ.ό τών μ.εταμ.οντέρνων, ό οποϊος άπέδιδε σέ όποιονδήποτε τρόπο σκέψης,
σέ κάθε παράδοση δχι μ.όνο ί'σα δικαιώμ-ατα άλ-λά καί ΐση άξία 9 (πράγμ,α πού δέν
δέχετα^ ουτε ό ύποστηρικτής τοϋ σχετικισμ.οϋ, ό P. Feyer-abend10). Έπιπρόσθετα, ό
Καστορ^άδης θεώρη-σε τόν μ.εταμ.οντερνισμ.0 στήν πραγμ.ατική του l· στορική
προοπτική, ώς άναπόσπαστο τμ.ημ.α της όπισθοδρομ.ικης μ.εταπολεμ.ικης
περιόδου, ή 6-ποία, ίδιαίτερα μ.ετά τόν Μάη τοϋ 1968, χαρα-κτηρίζεται άπό τήν
όλική εκλειψη τοϋ προτάγ-μ.ατος της αύτονομ.ίας στή Δύση. Κατά τήν πε-ρίοδο
αύτή, φαινόμ,ενα δπως εΐναι ή άποπολιτικο-ποίηση καί ή ίδιώτευση τοϋ άτόμ.ου,
καθώς καί ή «άτομ.ικοποίηση» της κοινωνίας γενικότερα, ε-χουν γίνει κυρίαρχα. Στό
πλαίσιο αύτό, ύπάρχει μιά γενική παρακμ-ή της διανοητικης δημ-ΐουργι-
κότητας καί ό μ.εταμ.οντερνισμ.ός άποτελεΐ τό τυ-πικό σύμ.πτωμ.α αύτης της
παρακμ-ης - φαινό-μ.ενο πού ό Καστοριάδης άποκαλεΐ «ύποχώρηση στόν
γεν^κευμ,ένο κομ.φορμ.^σμ.0»11. "Οπως εΰστο-χα παρατηρεΐ,
77 άθλίότ^τα τοϋ (μεταμοντερνισμού) εϊναι δτι τίποτα αλλο δέν χάνει άπό τό νά
παρέχει §να άπλό έξορθολογισμό, πίσω άπό μιά άπολογη-τιχη πού θέλει νά εϊναι της
τελευτούας λέξε-ως χού ή δποία δέν εϊναι τίποτα αλλο άπό τψ εχψραση τοϋ
χομφορμισμοΌ χαί της χοινοτυ-πίας.
Δέν εΐναι λοιπόν περίεργο, συνεχίζει ό Κα-στοριάδης, δτι οί μ.εταμ.οντέρνοι
«διανοούμ.ενοι» (Sv ό δρος εχε^ έφαρμ,ογή σέ αύτούς) «έγκατα-λείπουν τήν
κριτική τους λειτουργία καί προσχω-ροϋν ένθουσιωδώς σ' αύτό πού ύπάρχει, άπλώς
γ^ατί ύπάρχε^»12.
Μολονότι, δμ.ως, ό Καστοριάδης δέν άμφι-σβητεΐ τό γεγονός δτι οί φαντασιακές
σημ,ασίες δέν δημιουργοϋνται έκ τοϋ μ,ηδενός («ή θεσμ,ίζου-σα κοινωνία,
άνεξάρτητα άπό τό πόσο ριζοσπα-στική μ,πορεΐ νά εΐναι ή δημ,ιουργία της, πάντο-τε
λειτουργεΐ μέ άφετηρία τό ήδη θεσμ.ισμ.ένον καί στήν βάση τοΰ ήδη
ύπάρχοντος»13), έπ^κρί-νει τόν Μάρξ, διότι ό τελευταΐος εβλεπε τόν ρό-λο τοϋ
φαντασιακοϋ περιορισμ-ένο, στήν διάρκεια όλόκληρης της περιόδου της σπάνεως
άπό τήν προϊστορία μέχρι τόν κομ.μ.ουνισμ.0, συγκεκριμέ-να, σάν λειτουργικό, σάν
εναν «μ.ή οϊχονομιχό» κρίκο της «οίκονομ^κης» άλυσίδας.14.
"Ομ-ως, έάν ό Μάρξ περ^ζε τήν σημ,ασία τοϋ φαντασιακοϋ, θά μ.ποροϋσε κανείς,
άντίστοι-χα, νά έρμ.ηνεύσει μ-ερικές, έπιφανειακά άνεξήγη-τες καί κάθε αλλο παρά
ριζοσπαστικές, θεωρη-τικές ή πολιτιχές θέσεις τοϋ Καστοριάδη μέ βά-ση τήν άπό μ-
έρους του ύπερτίμ-ηση τοϋ φαντα-σιακοϋ στοιχείου στήν ίστορία καί τήν συνακό-
λουθη ύποτίμ-ηση τών «συστημ.ικών» στοιχείων. Παραδείγμ-ατος χάριν, πρόσφατα
ύποστήριξε τήν θέση δτι ό καπιταλισμ.ός σήμ-ερα στρέφεται έναν-τίον της ΐδιας του
της «λογικης», δταν, άπελευ-θερώνοντας καί άπορρυθμ-ίζοντας τίς άγορές, μ.ε-
τατρέπει τήν παγκόσμ.ια οίκονομ-ία σέ ενα «πλα-νητ^κό καζίνο». Έτσι, ξεκ^νώντας
άπό τήν ύπό-θεση δτι σήμ-ερα κανένας δέν έλέγχει τήν οϊχο-νομ,ία, έξάγε^ τό
συμ,πέρασμ,α (πού θεωρώ έσφαλ-μένο) δτι «κανένας δέν μ,πορεΐ νά πεΐ σήμ,ερα δ-
τι ή λειτουργία της οίκονομ-ίας έκφράζει σαφώς καθορισμ-ένα συμ-φέροντα, αν δχι
συγκεκριμ-ένων

καπιταλιστών, της καπιταλιστικης τάξης, γενι-κά, έφόσον αύτό πού συμ-βαίνει τήν
στιγμ-ή αύ-τή, μέ τό χάος πού έπικρατεΐ στήν παγκόσμ,ια οίκονομ-ία..., δέν εΐναι
πρός τό συμ,φέρον της κα-πιταλιστικης τάξης άλλά άπλώς έκφράζει τήν ά-
νικανότητά της στό νά διευθύνει τό ϊδιο της τό σύστημ,α» 15. "Ομ,ως, θά μποροϋσε
κανένας νά άν-τιτάξει τήν θέση δτι τό σημερινό «χάος» της παγκόσμ,ιας οίκονομ-ίας
εΐναι στήν πραγμ,ατικό-τητα άναπόφευκτο άποτέλεσμ.α της άπελευθέρω-σης τών
άγορών καί ίδιαίτερα τών άγορών κεφα-λαίου, ή όποία δχι μ-όνο δέν εΐναι
άνεπιθύμ,ητη, άλλά ίκανοποιεΐ πλήρως τίς άνάγκες της σημ.ε-ρ^νης
δ^εθνοπο^ημ,ένης οϊχονομίας της άγορας16. Γεγονός πού έπιβεβαιώνουν πλήρως οί
σημ,ερινές τάσεις στήν καπιταλιστική κερδοφορία, ή όποία αύξάνεται ταχύτατα, σέ
άναλογία μέ τήν έξά-πλωση της άπελευθέρωσης τών άγορών. Εΐναι φανερό, λοιπόν,
δτι στήν περίπτωση αύτή ό Κα-στοριάδης, δχι γιά πρώτη φορά, ύπερεκτιμ-α τό
φαντασιακό στοιχεΐο εϊς βάρος τοϋ «συστημ,ικοϋ» γεγονότος δτι ή άγοραιοποίηση
της οίκονομ-ίας (δηλαδή ή έλαχ^στοποίηση τών κο^νων^κών έλέγ-χων -έκτός άπό
τούς καθαρά ρυθμ,ιστικούς -πάνω στίς άγορές) οχι μ,όνο δέν εΐνα^ άσύμ,βατη μέ
τήν καπιταλιστική «λογική», άλλά καί άπο-
TAZffi; ΦΩΤ0Π0ΥΑ0Σ
τελοϋσε πάντοτε προϋπόθεση της καπιταλι-στικης άποτελεσμ-ατικότητας καί, έπομ-
ένως, βασικό στόχο τών άρχουσών οίκονομ,ικών έλίτ.
Παρόμ-οια, γιά τόν Καστοριάδη, τό βασικό έμπόΒιο στψ έξάπλωση της οίκονομ-
ΐκης άνά-πτυξης στόν Νότο (καί, κατά συνέπε^α, στήν μ.ή «άνάπτυξη» του), τό
όποΐο όδήγησε στήν σημ,ε-ρινή διεύρυνση τοϋ άνοίγμ.ατος μ.εταξύ Βορρα καί
Νότου, ήταν τό γεγονός δτι:
77 έξάπλωση ή χαταπληχτιχη της Δύσης συ-νάντησε μπροστά της κοινωνίες οι
δποϊες εΐ-χαν τελείως αλλου είδους φαντασιαχές θεσμί-σεις χαί εϊχαν δημιουργήσει,
χατά συνέπεια, τελείως αλλου είδους άνθρωπολογίχούς τύπους χαί χαθόλου τόν τύπο
τοϋ Αυτιχοΰ πολίτη, δ-ποκ τόν περιγράφει ή Αιαχηρυξ-η τών Sixaioj-μάτων τοϋ
άνθρώπου χαί τοΰ πολίτου, η τοΰ βιομηχανιχοϋ έργάτη η τού βιομηχανικοϋ έπι-
χεφηματία".
Είναι, δμ-ως, φανερό δτι μιά τέτοια προσέγ-γιση άγνοεΐ τίς καταστροφικές
επιπτώσεις της έξάπλωσης της οίκονομ-ίας της άγορας καί, συ-νακόλουθα, της
οίκονομ-ίας άνάπτυξης στίς αύ-τοδύναμ.ες κοινότητες τοϋ Νότου καί εχει ώς ά-
ποτέλεσμ-α δτι άπαλλάσσει άπό τήν σχετική εύ-θύνη τό ϊδιο τό σύστημ.α της
οίκονομ-ίας της ά-γορας, μ.εταθέτοντας τήν εύθύνη στίς «φαντα-σιακές σημ-ασίες»
πού άναπτύχθηκαν στόν Νό-τοΐ Δέν είναι, λοιπόν, περίεργο δτι, σέ αύτήν τήν
προβλημ-ατική, ή 8ιέζο8ος άπό τήν σημ-ερινή παγκόσμ.ια κρίση μ-πορεΐ νά
άναδυθεΐ μ.όνο στήν Δύση18:
Νομίζω δτι μόνο μιά νέα άνάπτυξη τοΰ άπε-λευθερωτικοϋ κινήματος στψ Δύση θά
μπο-ροΰσε ν' άλλάξεί τά δεδομένα τοΰ προΖλήμα-τος, δηλαδη νά διευχολύνει χατά
χάποιο τρό-πο τψ διάβρωση, τουλάχιστον ώς τό σημεϊο πού χρειάζετοα, τών
παραδοσιαχδ» θεσμίσεων χαί τών παραδοσιαχών Qp-ησχευτιχών φαντα-acaxcov
σημασια» πού έπιχρατοΰν στίς περισ-σότερες άπό τίς χώρες τοϋ Τρίτου Κόσμου.
Άνάλογα, θά μποροϋσε κανείς νά έπικρίνει τήν θέση τοϋ Καστοριάδη γιά τήν
ύποτιθέμ.ενη αύτονομ,ία της σημ,ερ^νης τεχνο-επ^στήμ,ης19.
Έξ ΐσου άμ.φιλεγόμ.ενες εΐναι οί πολιτιχές θέ-σεις τοϋ Καστοριάδη σέ σχέση μέ τά
Δεκεμ-βρια-νά, πού σημ-ατοδότησαν τήν άρχή τοϋ έμ.φυλίου πολέμου καί τά όποΐα
εΐχε χαρακτηρίσει ώς ά-
0 ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

59
πόπειρα πραξικοπήμ-ατος άπό τό ΚΚΕ, ή, άντί-στο^χα, σέ σχέση μέ τήν Σοβιετική
Ένωση, τήν όποία εΐχε χαρακτηρίσει ώς τήν μ-όνη Ύπερ-δύ-ναμ.η, πού «διεξάγει,
καί εχει τήν δυνατότητα νά διεξάγει αύτήν τήν στιγμ-ή μιά έπιθετική πολιτι-κή»20.
Μ«* Ύπερ-δύναμ,η, ή όποία ύποτίθετοκ δ-τι μ.εταπολεμ.ικά άνέτρεψε τήν
«ίσορροπία» τοϋ συσχετισμ.οϋ δυνάμ-εων καί δημ.ιούργησε μιά μα-ζική
άνισορροπία ύπέρ αύτης σέ μιά κατάσταση «πού εΐναι πρακτικά άδύνατο νά
έπανορθωθεΐ γιά τούς Άμερικανούς»21. Εΐνα^ φανερό δτι ή θέση αύτή, που
διατυπωνόταν στίς άρχές της δεκαε-τίας τοϋ 1980, δέν εΐχε σχεδόν καμ.μ.ία σχέση
μέ τή πραγματικότητα (μολονότι, βέβα^α, έ>ε άν-τικείμ.ενο έκμ.ετάλλευσης άπό τά
δυτικά κατε-στημ-ένα -γιά προφανεΐς λόγους - στήν ψυχρο-πολεμική ρητορ^κή
τους). Ίδιαίτερα, μάλιστα, έ-άν πάρει κανείς ύπ' δψιν δτι τήν ϊδια άκριβώς στιγμ-ή ή
άμ-ερικανική αρχουσα έλίτ στραγγάλι-ζε κυριολεκτικά τήν άντίστοιχη σοβιετική
έλίτ μέσω τοϋ άνταγωνισμ.οϋ τών έξοπλισμ.ών - έ-νός άνταγωνισμ.οϋ πού συνέβαλε
άποφασιστικά στήν κατάρρευση τοϋ «ύπαρκτοϋ» σοσιαλισμ.οϋ. Έπίσης, μ.ολονότι
ή κριτική της όλοκληρω-τικής γραφειοκρατίας στίς χώρες τοϋ «ύπαρ-κτοϋ»
σοσιαλισμ-οϋ εΐναι βασικά όρθή, θά μ.πο-ροϋσε κανείς νά διαφωνήσει μέ τήν στάση
τοϋ Καστοριάδη, πού άγνοοϋσε έντελώς τό γεγονός δτι οί χώρες αύτές εΐχαν έπιτύχει
(εστω σέ πο-λύ χαμ,ηλό έπίπεδο) τήν κάλυψη τών βασ^κών ά-ναγκών τών πολ^τών
τους (άπασχόληση, ύγεία, έκπαίδευση, στέγαση, επισιτισμός). Πράγμ,α πού εκανε
τραγικά φανερό ή σημερινή καταστροφική όπισθοδρόμ.ηση στήν κάλυψη τών
άναγκών αύτών, ώς άποτέλεσμ.α της ένσωμ-άτωσης της Άνατολικής Εύρώπης στήν
διεθνοποιημ-ένη οί-χονομία της άγορας22. Δέν εΐνα^ αλλωστε τυχαΐο δτι ό
Καστοριάδης, στήν έρώτηση έάν οί δυτικές «φιλελεύθερες όλιγαρχίες» ήταν
προτιμητέες σέ σχέση μέ τίς όλοκληρωτικές γραφειοκρατίες στήν Άνατολή ώς
βάσεις στόν δρόμ,ο γιά μιά αύ-τόνομ.η κοινωνία, πάντα έξέφραζε τήν άνεπιφύ-
λακτη προτίμ-ηση του γιά τίς πρώτες. Τήν προ-τίμ,ηση αύτή τήν στήρ^ζε στό (όρθό)
έταχείρημ,α δτι τά δυτικά καθεστώτα έμ.περιεΐχαν «σπέρμ-α-τα αύτονομ-ίας», τά
όποΐα εΐχαν δημ,ιουργηθεΐ μέ-σα άπό τούς μ.ακρόχρονους κοινωνικούς άγώνες πού
άναπτύχθηκαν στήν μ.ετά-μ.εσαιωνική περί-ο8ο. "Ομ-ως, τό έρώτημ,α πού
άνακύπτε^ έδώ εΐ-ναι κατά πόσον τό συμ,πέρασμ-α αύτό εΐναι άκό-μ.η βάσιμ-ο
σήμ,ερα, δταν ή νεοφιλελεύθερη συναί-νεση στήν Δύση, στήν ούσία, άποδιαρθρώνει
τό
κράτος πρόνοιας, τό δποϊο λειτουργοϋσε ώς ύλι-κή βάση γιά τήν άνάπτυξη τοϋ
προτάγμ,ατος της αύτονομ.ίας, ένώ συγχρόνως ύποΊομεύει μέ έπι-τυχία τά ίστορ^κά
σπέρμ,ατα αύτονομ,ίας (έργα-τικά δικαιώμ-ατα, συνθηκες έργασίας, άτομιχές
έλευθερίες κ.λπ.).
Τέλος, τουλάχιστον άμ.φιλεγόμ.ενη είναι, ή καστοριαδική θέση σέ σχέση μέ τόν
πόλεμ.ο στόν Περσ^κό Κόλπο23, δταν, σέ άντίθεση μέ αλλους ριζοσπάστες
στοχαστές δπως εΐναι ό Νόαμ. Τσόμσκι, συμ.παταράχθηκε μέ τούς δυτικούς σο-
σιαλδημ-οκράτες καί υίοθέτησε τήν άμ-ερικανική προπαγάνδα γιά μιά ύποτιθέμ-ενη
έκστρατεία έ-ναντίον ένός όλοκληρωτικοϋ καθεστώτος, άγνο-ώντας τίς πραγμ-
ατικές αϊτίες της κατευθυνόμ.ε-νης άπό τίς ΗΠΑ καταστροφης τοϋ Ίράκ, γιά τήν
όποία ό ίρακινός λαός άκόμ.η πληρώνει πα-νάκριβο τίμ-ημ-α.
Συμ.περασμ.ατικά, παρά τίς όποιεσδήποτε άμ.φιλεγόμ.ενες θέσεις, τό καστοριαδικό
εργο συ-νιστα -δπως ήδη εδειξε, παραδείγμ-ατος χάριν, τό περιοδικό ΔημοχρατΙα
χαί Φύση (τ. ^οίνωνία καί' Φύστ?) μέ τήν άνάπτυξη τοϋ προτάγμ.ατος της
Περιεκτικης Δημοκρατίας - βασικό στοι-χεΐο γιά τήν άνάπτυξη ένός νέου
άπελευθερωτι-κοϋ προτάγμ-ατος. Σίγουρα, δμως, τό εργο αύτό δέν προσφέρεται γιά
τήν διατύπωση ένός νέου δόγμ-ατος, πράγμ-α πού έξ όρισμ.οϋ άποκλείει ή
καστοριαδική άντίληψη της αύτονομ.ίας καί ή συ-νακόλουθη άντίληψη της
δημ.οκρατίας. Ή συμ.-βολή του στήν αύτόνομ.η-δημ.οκρατική παράδοση ύπηρξε
άποφασιστική καί ή κριτική πού ασκησε στήν χαμ.περμ.ασιανή άντίληψη της δημ-
οκρατίας Οδιαίτερα τοϋ συρμ,οϋ σήμ,ερα στήν «Άριστερά») ώς συνόλου
διαδικασιών καί δχι ώς πολιτεύμ.α-τος24 ήταν σαρωτική.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ή έφημερίδα Le Monde άνήγγειλε στήν πρώτη σε-λίδα της τόν θάνατο τοϋ
«έπαναστάτη άντι-μαρξιστή», ένώ ή ΐταλική Repubblica άνήγγειλε τόν θάνατό του
μέ τόν τίτλο «Ό φιλόσοφος που άψήφησε τό Κρεμλίνο». Άν-τίστοιχα, στήν Έλλάδα,
δπου ό Καστοριάδης έθεωρεΐτο κάτι σάν «έθνικό κεφάλαιο», πολιτικοί καί
διανοουμενοι, άπό τήν συντηρητική Δεξιά μέχρι τήν σοσιαλφιλελευθερη Άριστερά»,
ένώθηκαν σέ όμαδικό έγκώμιο τοϋ εργου του.
2. Βλ. π.χ. τήν νεκρολογία τοΰ Douglas Johnson στήν Guardian, υπό τόν τίτλο «ό
Τροτσκιστής που έγκολπώ-θηκε τό ατομο», Tie Guardian, 31/12/97.
3. Βλ. Τέτα Παπαδοπουλου, 'ΒλευθεροτυτΓία, 11/12/98.
4. Περιττό νά σημειωθεΐ δτι στό άφιέρωμα αυτό δέν κλήθηκε τό μοναδικό διεθνές
περιοδικό που βρίσκεται πλη-

σιέστερα στίς άπόψεις τοΰ Καστοριάδη (χρησιμοποιώντας, βέβαια, τόν


προβληματισμό του ώς σπέρμα καί δχι ώς άν-τίγραφο, δπως 6 ϊδιος πάντα τόνιζε)
άπό όποιοδήποτε αλ-λο περιοδικό: τό περιοδικό Democracy & Nature, The
International Journal of Inclusive Democracy (στήν Έλ-λάδα είχε κυκλοφορήσει στό
παρελθόν ώς Δημοκρατία κοά Φύση, τ. Χοίνωνία χαί Φύστ?), που σήμερα
κυκλοφορεΐ παγκοσμίως άπό τόν έκδοτικό οΐκο Carfax / Routledge. Είναι δέ
πράγματι έκπληκτικό δτι τό περιοδικό (στό οποϊο είχε έπανειλημμένα φιλοξενηθεΐ ό
Καστοριάδης) άγνοήθη-κε, τήν στιγμή που είναι τό μόνο που εχει προσπαθήσει ά-πό
χρόνια νά δώσει θεωρητική άπάντηση στό έρώτημα τό όποΐο θέτει ό Joel Whitebook
στό άφιέρωμα, δηλ. «πώς εί-ναι δυνατόν νά συνεχίζουμε νά πιστευουμε καί νά
προσπα-θοϋμε νά πραγματοποιήσουμε τό πρόταγμα τής αυτονομί-ας, δταν ό μϋθος
τής έπανάστασης εχει πεθάνει». Γιά μιά άνταλλαγή σχετικά μέ τό πρόταγμα τής
αυτονομίας σέ σχέση μέ τό πρόταγμα τής περιεκτικής δημοκρατίας βλ. David Ames
Curtis Versus Takis Fotopoulos, Democracy & Nature, τόμ. 5, άρ. 1 (Μάρτιος 1999).
5. Βλ. C. Castonadis, Political and Social Writings, τόμ 1-3, University of
Minessota Press.
6. Μολονότι ό Καστοριάδης σέ ενα δοκίμιό του τό 1979 εδινε τήν έντυπωση δτι ή
άπό μέρους του έγκατά-λειψη τοϋ δρου «σοσιαλιστική κοινωνία» καί ή υίοθέτηση
τοϋ δρου «αυτόνομη κοινωνία» άποτελοϋσε άπλώς άλλα-γή όρολογίας (βλ. τόμ. 3
τών Political and Social Writings, σελ. 317), νομίζω δτι τό υστερο εργο του (δπου
έν-σωμάτωσε τήν κλασσική έλληνική φιλοσοφία καί τή φρο-Οδική ψυχανάλυση στό
πρόταγμα τής αυτονομίας) εκανε σαφές δτι έπρόκειτο γιά κάτι πολυ περισσότερο
άπό άλλα-γή όρολογίας.
7. C.Castonadis, Philosophy, Politics, Autonomy, Oxford University Press, 1991,
σελ. 75.
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤ0Π0ΥΛ0Σ
8. Ibid., σελ. 137.
9. Κ.Καστοριάδης, V θρυμματισμένος χόσμος, Ύψι-λον, 1992, σελ. 23.
10. Βλ. Τ.Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, Κα-στανιώτης, 1999, κεφ. 8.
11. Κ.Καστοριάδης, V θρυμματισμένος κόσμος, σελ. 20.
12. Ibid., σελ. 24.
13. C.Castonadis, Philosophy, Politics, Autonomy, σελ. 150.
14. Κ.Καστοριάδης, Ή φαντασιακή θέσμιση της κοι-νωνίας, Ράππας, 1981, σελ.
197.
15. Συνέντευξη Καστοριάδη στήν ΕΡΤ3 (1993).
16. Τ.Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1.
17. Κ.Καστοριάδης, «Ή Δυση καί ό Τρίτος Κό-σμος», V θρυμματισμένος κόσμος,
σελ. 91.
18. Ibid. σελ. 96.
19. Βλ. C.Castonadis, Philosophy, Politics, Autonomy, κεφ. 10' καί γιά κριτική τής
θέσης αυτής Τ. Φωτό-πουλος, «Γιά μιά δημοκρατική άντίληψη τής έπιστήμης καί
τής τεχνολογίας», Δημοκρατία καί Φύση, άρ. 3, Ί-ουνιος 1997.
20. Κ.Καστοριάδης, Μπροστά στόν πόλεμο, Ύψιλον, 1986, σελ. 19.
21. Ibid, σελ. 37.
22. Βλ. Τ.Fotopoulos, «The catastrophe of marketi-zation», Democracy & Nature,
τόμ. 5 άρ. 2 (Ίούλιος 1999).
23. Τ.Φωτόπουλος, Ό πόλεμος στόν κόλπο: ή πρώ-τη μάχη στή σύγκρουση Βορρα-
Νότου (Άθήνα, Έξάντας, 1991), σελ. 6.
24. Κ.Καστοριάδης, «Ή δημοκρατία ώς διαδικασία καί ώς πολίτευμα», Δημοκρατία
καί Φύση, άρ. 1, Μάρ-τιος 1996.

Πέραν τοΰ άναγωγιστικοΰ σκέπτεσθαι-ποιεΐν


Φώτης Θεοδωρίδης

διάλογος γιά τό μ-οντέρνο καί τό μ.ετα-μ-οντέρνο άφορα στίς παραστάσεις τοϋ δυ-
τ^κοϋ πολιτισμοϋ γιά τόν κόσμ,ο. "Οπως κάθε πολιτισμ-ός, ετσι καί ό δυτικός
έπένδυσε τίς παραστάσεις του μέ ενα όλόκληρο σύμ-παν συναι-σθημ-άτων καί
προθέσεων, πού δίνουν νόημ,α, έμ.-πνέουν καί προσανατολίζουν τά ατομ.α πού κοι-
νωνικοποιοϋνται σέ αύτόν. Ένας όλόκληρος κό-σμος, άντικειμ.ενικός-κοινωνικός
καί ύποκειμενι-κός, εχει δημ.ιουργηθεΐ γύρω άπό αύτές τίς πα-ραστάσεις. Καί ενας
όλόκληρος κόσμ-ος κινδυνεύ-ει νά καταρρεύσει, κάθε φορά πού αύτές άμφι-
σβητοϋνται στά σοβαρά. Δέν εΐναι περίεργο τό δ-τι ό Βιάλο^ος προκαλεΐ
συναισθήμ.ατα.
Κάθε περιοδοποίηση εΐναι προβλημ,ατική, άλλά, πάρα ταϋτα, ας όρίσουμ.ε τό μ-
οντέρνο ώς τήν έποχή πού άρχίζει μέ τήν έγκαθίδρυση τών παραστάσεων τοϋ κόσμ-
ου πού ήταν κυρίαρχες στή Δύση τούς τελευταίους αίώνες καί διαρκεΐ τόσο δσο
αύτές εΐναι άποδεκτές ή άποτελοϋν θε-τικές πηγές νοήμ-ατος γιά εναν έπαρκώς μ-
εγάλο άριθμό άτόμ-ων καί όμ.άδων. Τό μ.εταμ.οντέρνο θά μποροϋσε τότε νά όριστεΐ
ώς ή άρχή της άπο-σύνθεσης αύτών τών παραστάσεων, ώς ή έποχή δπου αύτές
προβλημ,ατοποιοϋνται καί άμ,φισβη-τοϋνται άπό δλο καί περισσότερα ατομ.α καί 6-
μ.άδες ή άπλώς, παύουν νά εχουν νόημ-α, νά έμ.-πνέουν καί νά προσανατολίζουν
στήν καθημ-ερινή ζωή. Έτσι, τό μ.εταμ.οντέρνο δέν χρειάζεται ά-ναγκαΐα νά εΐναι
φορέας νέων, θετικών παραστά-σεων, τουλάχιστον δχι ρητά, άλλά έμ.φανίζεται ώς
πραγμ-ατική, μ.έσα στήν κοινωνική ζωή, κα-τάπτωση τοϋ μ-οντέρνου, άπό τήν μιά
πλευρά, καί ώς διαλογική προβλημ,ατοποίηση καί άμφι-σβήτησή του, άπό τήν αλλη.
Ή προσπάθεια όρισμ-ένων Γάλλων διανοου-μ,ένων νά άποσυγκροτήσουν
(άποδομ,ήσουν) δια-λογ^κά τίς βετιχές (συγκροτητικές) παραστάσε^ς
της μ.οντερνικότητας μ-πορεΐ νά έρμ.ηνευθεΐ ώς μιά ίδιαίτερη εκφραση αύτης της
προβλημ,ατο-ποίησης καί άμφισβήτησης. "Οταν δμ,ως ή άπο-συγκρότηση
(άποδόμ,ηση) γίνετα^ άπόρρ^ψη κάθε συγκροτητ^κοϋ (έπο^κοδομ.ητ^κοϋ), κάθε
θετ^κης παράστασης ώς τέτοιας, δταν ή άπόρριψη της θετικότητας γίνεται
«θετικότητα», αύτή καθ' έ-αυτήν, τότε καταλήγουμ.ε στόν νιχιλισμό, μέ δ-λες τίς
τρομ-ακτικές, ήθικές καί πολιτικές του συνεπαγωγές. Ή τελευταία αύτή τάση εΐναι
έ-κείνη πού εχει συνδεθεΐ μέ τόν δρο «μ.εταμ.οντερ-νισμ-ός» καί τοϋ προσέδωσε,
δχι χωρίς λόγο, μιά άρνητική χροιά.
Παρά ταϋτα, καί τό μ-οντέρνο καί τό μ.ετα-μ-οντέρνο περιστρέφονται γύρω άπό
εναν καί τόν αύτό λογικό-όντολογικό πυρήνα: τίς ύποθέσεις της καθορίστίχότ^τας
καί της ένότητας-ταυτό-τητας τοϋ κόσμ.ου. Ή ύπόθεση της καθοριστι-κότητας
χπαιτεϊ καθετί πού ύπάρχε^ (κάθε τύπο τοϋ Εΐναι -τή φύση, τό έμβιο, τήν ψυχή, τήν
κοινωνία- καί κάθε πράγμ-α ή στοιγ^εϊο πού ά-νήκε^ σέ αύτούς τούς τύπους) νά
μ,πορεΐ νά προσ-Βιοριστεϊ, ώς πρός τίς ίδιότητες καί σχέσεις του, μέ διακριτούς καί
όριστικούς δρους καί, ώς πρός τήν προέλευσή του, μέ δρους διακριτών καί όρι-
στικών αίτιακών σχέσεων. Ή καθοριστικότητα προϋποθέτει καί ταυτόχρονα
συνεπάγεται, λογι-κά καί όντολογικά, τήν ύπόθεση της ένότητας ή της ταυτότητας
τοϋ κόσμ.ου: δηλαδή τήν υπαρ-ξη μΐας καθολ^κης ούσίας (ένός πρώτου στο^χεί-ου
πού εΐναι έπίσης φορέας μιας πρώτης κινητή-ρΐας δύναμ,ης) έκ της όποίας
μ.ποροϋμ.ε νά παρα-γάγουμ-ε αίτιακά ή νά άπαγάγουμ.ε λογικά όλό-κληρη τήν
πολλαπλότητα τών τύπων τοϋ Εΐναι καί τών στοιχείων τους πού άποτελοϋν τόν κό-
σμ.ο. Ή καθολική αύτή ούσία θά άποτελοϋσε τό-τε τήν ένότ^τα της πολλαπλότητας
τοϋ κόσμ-ου ή, κάτι πού εΐναι τό ϊδιο, τήν ταυτότ^τα τών δια-

Ό Φώτ^ς θεο8ωρί8ης ζεϊ στψ Σουηδία άπό τό 1976 χού σήμερα διδάσχει στίς
άνώτερες σχολές τοϋ Gwvle xoci τοΰ Sfidertfin (Νότια Στοχχόλμη). Τελείωσε τψ
διδαχτοριχη του διατράη στό Ua-νεπιστ-ημιο τής Uppsala, δπου χαί δίδαξε χατά τό
διάστημα 1988-1994.
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 61-69

φοροπο^ήσεών του. Έτσι, ή πολλαπλότητα τοϋ κόσμ-ου θά ήταν άποτέλεσμ,α της


καθορισμ-ένης διαφοροποίησης της ταυτότητας-ένότητας τοϋ κόσμ-ου - τοϋ
καθορισμ-ένου, μέσα. στόν χώρο καί στόν χρόνο, ξεδιπλώμ.ατος της ούσίας του.
Οί ύποθέσεις της καθοριστικότητας καί της ένότητας-ταυτότητας τοϋ κόσμ-ου μ-
ορφώνουν μ.αζί τό δόγμ.α τοϋ άναγωγίσμοΰ. Ή άναγωγή εΐ-ναι ή διαδικασία
έξήγησης ένός φαινομ-ένου άπό ενα αλλο πιό γεν^κό (προγενέστερο, πρωταρχ^κό)
φαινόμ-ενο, διά μ-έσου της έξαγωγης του άπό αύ-τό, μέσα άπό άναγκαΐες λογικές
σχέσεις, ή της παραγωγης του άπό αύτό, μ.έσα άπό άναγκαΐες αίτιακές σχέσεις (π.χ.
ή περ^στροφή της Γης γύ-ρω άπό τόν Ήλιο έξηγεΐται άπό -άνάγεται σέ- τόν νόμ,ο
της βαρύτητας). "Αν μ,ετά προ-σπαθήσουμ-ε νά έξηγήσουμ.ε αύτό τό πιό γενικό
φα^νόμ,ενο (π.χ. τόν νόμ,ο της βαρύτητας) καί ε-πειτα τό άκόμ.α πώ γενικό πού τό
έξηγεΐ, όδη-γούμ-αστε άναγκαστικά στό πρόβλημ,α της εΐς α-πεφον άναγωγης (άν ή
βαρύτητα έξηγείται άπό - άνάγεται σέ - τήν κύρτωση τοϋ χωροχρόνου πού έπιφέρει
κάθε σώμ.α ή άπό τήν άνταλλαγή βαρυτονίων μ,εταξύ τών σωμ-άτων, τί έξηγεΐ αύ-
τή τήν κύρτωση καί τί εΐναι τό βαρυτόνιο; Καί τί έξηγεΐ αύτό πού έξηγεΐ τήν
κύρτωση ή τό βα-ρυτόν^ο;). Ή είς άπεφον άναγωγή μ,πορεΐ νά δια-κοπεΐ μ-όνον
αύθαίρετα, μέ τήν ύπόθεση μιας κα-θολικής ούσίας, ή όποία τίθεται ώς άρχή τοϋ
παντός, ώς πηγή καθοριστικότητας καί ένότη-τας-ταυτότητας τοϋ κόσμ.ου. Ό
άναγωγισμός, άπό τήν αλλη πλευρά, εΐναι τό δόγμ,α πού δια-τείνεται δτι καθετί πού
ύπάρχε^ (ή μ,πορεΐ νά ύ-πάρξεθ μ,πορεΐ νά έξηγηθεΐ διά της άναγωγης -δόγμ.α πού
μ.ας όδηγεΐ μί λογική άναγκαιότητα ή στήν εϊς απειρον άναγωγή ή στήν (πάντοτε
αύ-θαίρετη) ίδέα της καθολ^κης ούσίας καί στίς ύ-ποθέσεις της καθοριστικότητας
καί ένότητας-ταυτότητας τοϋ κόσμ.ου. Καί δ,τι μ-πορεΐ νά έ-ξηγηθεΐ μέσω της
άναγωγης μ-πορεΐ έπίσης νά παραχθεΐ, μέ τήν τεχνολογική μ-ετατροπή τών σχέσεων
αίτίου-άποτελέσμ-ατος, σέ σχέσεις μέ-σων- σκοπών. Έτσι, ό άναγωγισμός καί οί
ύπο-θέσεις της καθοριστικότητας καί της ένότητας-ταυτότητας, πού τόν ύποτείνουν,
μ-ορφώνουν μ.α-ζί εναν τρόπο σκέπτεσθαι-ποιεΐν της κοινωνίας, τόν άναγωγιστικό
τρόπο, ό όποΐος άποτελεΐ τήν κυρίαρχη τάση της έλληνοδυτικης φιλοσοφικης καί
πολιτικης παράδοσης άπό τόν Πλάτωνα μέ-χρι τίς ήμ-έρες μας.
Τό άναγωγιστικό σκέπτεσθαι-ποιεΐν βρίσκε-ται στήν βάση τών κυρίαρχων
παραστάσεων τοϋ
ΦβΓίίΐ: ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
δυτικοϋ πολιτισμ.οϋ, παραστάσεων πού χαρακτη-ρίζουν τήν έποχή τήν όποία
άποκαλοϋμ.ε «μ.ον-τερν^κότητα». Έτσι, βρίσκετα^ στήν βάση τών παραστάσεων
γιά τόν κόσμο ώς έξέλιξη, ώς συ-νεχής (γραμ.μ.^κή ή διαλεκτική) άνάπτυξη άπό ά-
πλές σέ πιό σύνθετες μ-ορφές, γιά τήν γνώση ώς συσσωρευτ^κή διαδικασία
(άσύμ,πτωτης) προσέγ-γισης της άλήθειας, καί γιά τό κοινωνικοϊστορι-κό ώς
πρόοδος. Βρίσκεται έπίσης στήν βάση της ίδεοτυπικης κατασκευης τών έπιστημ-
ονικών λό-γων: τών λόγων τών φυσικών έπιστημ.ών, δπου ύψηλότεροι τύποι τοϋ
Εΐναι θά μ,ποροϋσαν ίδεο-τυτακά νά άναχθοϋν σέ χαμ,ηλότερους τύπους (ά-πό τήν
κοινωνία, διά μ-έσου της ψυχης καί τοϋ έμ,βίου μέχρι τό φυσικό)· καί τών
κο^νων^κών λό-γων πού διεκδικοϋν τόν τίτλο της έπιστημ-ονικό-τητας, δπου δλα τά
κοινωνικοϊστορικά φαινόμ.ε-να θά μ.ποροϋσαν ίδεοτυπικά νά άναχθοϋν σέ ύ-
ποθέσεις γιά τήν φύση τοϋ άνθρώπου ή / καί της κοινωνίας. Τέλος, βρίσκεται στήν
βάση τών δύο κεντρικών ίδεολογικών-πολιτικών προταγμ-άτων της
μ.οντερνικότητας, τοϋ φιλελευθερισμ.οϋ καί τοϋ σοσιαλισμ.οϋ, άφοϋ καί τά δύο
άνάγουν τό μ.ελλοντικό τους δραμ.α σέ μιά ύποτιθέμ.ενη φύση τοϋ άνθρώπου ή της
κοινωνίας, διαμ.ορφώνοντάς το σέ άντιστοιχία μέ αύτήν. Ή «μ.εταμ.οντερνι-
κότητα», άπό τήν αλλη πλευρά, χαρακτηρίζει τήν έποχή κατά τήν όποία οί
παραπάνω παρα-στάσεις καί οί ύποθέσεις πάνω στίς όποΐες αύτές στηρίζονται
επαυσαν έν μέρει νά έμ-πνέουν τό σκέπτεσθαι-ποιεΐν της κοινωνίας, ένώ ταυτόχρο-
να άμ-φισβητήθηκαν ρητά καί «άποσυγκροτήθη-καν» άπό όρισμ-ένους λόγους της.
Ό άναγωγισμβς, καθώς καί οί ύποθέσεις της καθοριστικότητας καί της ταυτότητας-
ένότητας στίς όποΐες στηρίζεται ήταν άντικείμ,ενα ττροίλ^-ματοποί-ησης καί
άμ,φ^βήτησης άπό παλ^ά (βα-σικά, δπως θά δοϋμ-ε, ήδη άπό τήν άρχή, άπό τήν
έποχή της ρητης τους διατύπωσης στήν άρ-χαία Έλλάδα). Γι' αύτό άκριβώς ή
εκφραση «μ-εταμ-οντέρνο» εΐναι προβλημ,ατική ώς περιοδο-ποίηση. Σήμερα, δμως,
b άναγωγισμ.ός δχι μό-νον άμ-φισβητεΐται άλλά εΐναι κυριολεκτικά θρυμ.-
ματισμένος- καί αύτό δχι κυρίως έξ αίτίας της άποσυγκρότησης τών
μ.εταμ.οντερνιστών, άλλά άπό τήν έξέλιξη μέσα στά ϊδια του τά πεδία.
Άπό τήν μιά πλευρά, άπό τήν άνάπτυξη τών φυσικών έπιστημ.ών. Κάθε προσπάθεια
νά κτι-σθεΐ ενα τυπικό μ.αθημ.ατικό σύστημ.α, τοϋ όποί-ου οί άληθεΐς προτάσεις θά
ήταν δυνατόν νά ά-ναχθοϋν σέ ενα πληρες καί χωρίς άντιφάσεις σύ-νολο άΐιωμάτων,
εχε^ άποτύχε^ έντελώς (παρα-
ΠΕΡΑΝ TOY ΑΝΑΓΩΓΙΣΤΙΚΟΥ ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ-ΠΟΙΕΙΝ
δείγμ-ατος χάριν, τό παράδοξο τοϋ Russell καί οί μ.ή πλήρε^ς προτάσε^ς τοϋ
Godel). Μόνον αύτό, ή άδυναμ-ία δηλαδή τοϋ άναγωγισμ.οϋ στό λογικό έπίπεδο, θά
επρεπε βασικά νά άρκοϋσε ώς θανα-τηφόρο χτύπημ.α τοϋ άναγωγισμ.οϋ στό
όντολο-γικό έπίπεδο. Άλλά ό άναγωγισμ.ός δέν μ-πορεΐ έπίσης νά σταθεΐ μέσα στήν
«σκληρότερη» άπό δλες τίς έπιστημ-ες, στήν φυσική: τό έπίπεδο της κλασσικης
φυσικης, παραδείγμ-ατος χάριν, δέν μ-πορεΐ νά άναχθεΐ στό έπίπεδο της
κβαντομ,ηχα-νικης, κάτι πού σημ-αίνει δτι ό μ.ακρόκοσμ.ος δέν μ-πορεΐ νά έξηγηθεΐ
μέ τόν μ.ικρόκοσμ.ο· καί ή θερ-μ.οδυναμ.ική δέν μ-πορεΐ νά άναχθεΐ στήν μ-ηχανι-
κή τών μ,ορίων (ή νά έξηγηθεΐ άπό αύτήν). Δέν μ-πορεΐ έπίσης νά σταθεΐ μ-έσα
στήν βιολογία: ή βιολογική πραγμ,ατικότητα δέν μ,πορεΐ νά άναχθεΐ στήν φυσική
πραγμ-ατικότητα καί ή άνάδυση νέ-ων μ.ορφών ζωης δέν μ-πορεΐ νά άναχθεΐ σέ
καθο-ρισμ-ένες σχέσεις αίτίου-άποτελέσμ-ατος, άλλά γί-νεται άντιληπτή ώς
άποτέλεσμ.α «μ.ετάλλαξης» (δηλαδή ώς κάτι γιά τό όποΐο δέν ξέρουμ,ε άπο-λύτως
τίποτα). Καί, μ-έσα στά πλαίσ^α τοϋ άνα-γωγιστικοϋ σκέπτεσθαι, τί μ.ποροϋμ.ε στά
άλή-θεια νά ποϋμ.ε γιά τήν άνάδυση της ψυχης καί γιά τόν φαντασιακό κόσμ.0 της
άνθρώπινης ψυχης;
Άπό τήν αλλη πλευρά, ό άναγωγισμ.ός άμ.-φισβητεΐται άπό τήν άνάπτυξη της
φιλοσοφικης παράδοσης καί της θεωρίας της έπιστήμ-ης, οί 6-ποΐες έρεύνησαν τήν
λογική δομ.ή τών έπιστημ.ών της φύσης μέ σκοπό νά διαμ.ορφώσουν μιά ένιαία
μ.εθοδολογία. Τί εγινε πράγμ-ατι μέ τήν άναλυτι-κή φ^λοσοφία καί τόν loyixa
βετιχισμό; "Επαυ-σαν νά ύπάρχουν ώς ζωντανές παραδόσεις, άφοϋ άπέτυχαν στόν
άρχικό τους σκοπό, άλλά άφοϋ πρώτα μ.ας προσέφεραν μιά σειρά άπό άνεκτίμ-η-τες
έπιγνώσεις: δέν ύπάρχει μιά λογικά μ-ονοσή-μ,αντη (δηλαδή καθορ^σμ,ένη και
ένοποιημένη) θε-ωρητική γλώσσα· δέν μ.ποροϋμ.ε νά κάνουμ-ε διά-κριση μέ
μ.ονοσήμ.αντο τρόπο μ.εταξύ μιας θεω-ρητ^κης (άναλυτ^κης) καί μΐας έμπεφικής
(συν-θετ^κης) γλώσσας- δέν ύπάρχουν λογ^κά μ,ονοσή-μ-αντα κριτήρια βάσει τών
όποίων μ.ποροϋμ.ε νά έπαληθεύσουμ.ε ή νά διαψεύσουμ.ε τίς θεωρητικές
(άναλυτ^κές) προτάσε^ς μέ βάση τίς έμπεφικές (συνθετ^κές)· καί, κυρίως, δέν
μ.ποροϋμ.ε νά συγ-κρίνουμ-ε μί λογικά μ.ονοσήμ.αντο τρόπο ενα θε-ωρητ^κό
σύστημ,α (π.χ. τήν μ,ηχαν^κή φυσ^κή) μί ενα αλλο (τή θεωρία της σχετικότητας ή
τήν κβαντομ,ηχαν^κή), κάτι πού σημ,αίνε^ δτι δέν μ,πο-ροϋμ.ε νά έξαγάγουμ.ε
λογικά τό ένα σύστημ.α ά-πό τό αλλο ή νά άναγάγουμ.ε τό ενα στό αλλο.

Άκόμα λιγότερο, δέν μποροϋμε νά άναγάγουμ.ε βιολογικές εννοιες καί κατηγορίες


στίς φυσικές (γιά νά μ.ή μιλήσουμε γιά τίς ψυχολογ^κές καί τίς κοινωνικοϊστορικές
εννο^ες καί κατηγορίες).
Ή θεωρία τών «έπιστημ-ονικών παραδειγμ-ά-των» τοϋ Kuhn, ή όποία τονίζει τίς μ-
εταφυσικές καί κοινωνικοψυχολογικές πλευρές της επιστψ μ-ονικης άνάπτυξης, καί
ό «μ.εθοδολογικός πλου-ραλισμ-ός» τοϋ Feyerabend, δπου ίσχύει ό άναρ-χ^κός
(«μεταμοντερνιστικός») κανόνας τοϋ «anything goes», άποτελοϋν τά δύο άντίθετα
ά-ποκορυφώμ.ατα αύτης της άνάπτυξης. Καί στό φόντο τους ερχεται ό «κριτικός
όρθολογισμ.ός» τοϋ Popper, ό οποϊος προτείνει στίς έμπειρικές έ-ταστημ,ες νά
συνεχίσουν (διά μ-έσου «είκασ^ών καί άπορρίψεων») τήν συσσωρευτική τους
πρόοδο, παρά τά έλλιπη λογικά έργαλεΐα τους καί παρά τά διαρκή έπικρεμ.άμ.ενα
μ.εταφυσικά έρωτήμ.α-τα.
Τέλος, μ.έσα στόν κοινωνικοϊστορικό χώρο, ό άναγωγισμ.ός δέν εχει πλέον καμ.μ.ία
θέση: δέν μ.ποροϋμ.ε νά έξηγήσουμ.ε τήν τεράστια πολλα-πλότητα τών πολιτισμ.ών
ώς έκδηλώσεις μιας προοδευτικης έξέλιξης, καθορισμ-ένης άπό μιά κοινή φύση.
Γίνεται δλο καί περισσότερο φανερό δτι κάθε πολιτισμός συγκροτεΐ τόν έαυτό του
στήν βάση τών θεσμ.ισμ.ένων παραστάσεών του γιά τόν κόσμ.0, καθώς αύτές
άρθρώνονται-έργα-λειοποιοϋνται σέ διάφορους κοινωνικούς λόγους, άντικειμ-
ενικοποιοϋνται-συγκροτοϋνται σέ διάφο-ρα πεδία γνώσης καί πρακτικης καί
κωδικο-ποιοϋνται-άποκρυσταλλώνονται σέ διάφορες κοι-νωνικά κυρωμ-ένες νόρμ-
ες συμ-περιφορας - καί καθώς αύτοί οί λόγοι, αύτά τά πεδία καί αύτές οί νόρμ-ες
συνυφαίνονται μέ σχέσεις καί στρατη-γικές έξουσίας. Οί παραστάσεις αύτές εΐναι
μ.ο-ναδικές γιά κάθε πολιτισμ.ό, δηλαδή μ.ή άναγώ-γιμ-ες σέ κάποια καθολική
ούσία, κάτι πού έπί-σης σημ-αίνει δτι θά πρέπει πάντα νά ξεκιναμ-ε ά-πό αύτές γιά
νά καταλάβουμ,ε τήν κοινωνία πού έξετάζουμ.ε. Οί κοινωνικοί λόγοι της Δύσης πού
άκόμ,α δ^εκδ^κοϋν έπιστημονικότητα (π.χ. ή νε-οκλασική οϊχονομιχή θεωρία)
έκκινοϋν στήν πραγμ-ατικότητα, ώς πρός τά άξιώμ.ατά τους ή τούς μ-είζονες δρους
τών συλλογισμ.ών τους, άπό τίς θεσμισμένες παραστάσε^ς της Δύσης (οίκονο-μικός
ανθρωπος, έλεύθερη άγορά) καί συμ,μ,ετέ-χουν πραγμ-ατικά στίς διαλογικές καί
πρακτικές διαδικασίες (καί στίς σχέσε^ς καί στρατηγ^κές έ-ξουσίας) διά μ-έσου τών
όποίων άντικειμενικοποι-εΐται-συγκροτεΐται καί κωδικοποιεΐται-άποκρυ-
σταλλώνεται ή κοινωνική πραγμ-ατικότητα (οί-

χονομιχά πεδία, νόρμ,ες λε^τουργίες τους), τήν ό-ποία επειτα πιστεύουν δτι
άντανακλοϋν «έπιστη-μονικά».
Βρισκβμαστε οντιμέτωποι μί δύο άντιφατι-κά δεδομ-ένα: άπό τήν μιά πλευρά, ό
άναγωγι-σμός, καθώς καί οί ύποθέσεις της καθοριστικό-τητας καί της ταυτότητας-
ένότητας στίς όποϊ-ες στηρίζεται, δέν βρίσκουν θέση πουθενά, ουτε στίς σχέσεις
μ,εταξύ τών διαφόρων τύπων τοϋ Εΐ-ναι (φύση, τό έμβιο, ή ψυχή, ή κο^νωνία), ουτε
μ.έσα στόν καθέναν άπό αύτούς τούς τύπους· ά-πό τήν αλλη, οί προγενέστεροι τύποι
συγκροτοϋν τούς (άναγκαίους άλλά δχι έπαρκεΐς) δρους δυ-νατότητας τών μ-
εταγενεστέρων, ένώ ταυτόχρο-να ύπάρχει στόν καθέναν άπό αύτούς τούς τύ-πους
ενας άπειρος άριθμ-ός στιβάδων οί όποΐες εΐ-ναι, ή καθεμ-ΐά, τουλάχιστον έν μέρει,
καθορισμ-έ-νη καί, συνεπώς, άναγώγιμ.η σέ μιά ταυτότητα-ένότητα. Άπό τήν μιά,
λοιπόν, ενας κόσμ-ος ά-καθοριστίας καί έτερότητας· άπό τήν αλλη, συ-ναντοϋμ.ε
«πυκνά» παντοϋ στόν χόσμο αύτόν τήν καθοριστικότητα καί τήν ταυτότητα-
ένότητα. Τά δύο αύτά δεδομ-ένα τά συναντοϋμ.ε καί στά ά-ποτελέσμ.ατα της
έπιστήμ.ης: άπό τή μιά, ή ά-πίστευτη συσσώρευση καί πραγμ,ατική έμ-βάθυν-ση
της γνώσης γύρω άπό άναρίθμ,ητες στιβάδες μ-έσα σέ δλους τούς τύπους τοϋ Είναι·
άπό τήν αλλη, ή όλοφάνερη άδυνατότητα νά όλοκληρωθεΐ αύτή ή γνώση σέ μιά
ένότητα, ουτε κάν μ.έσα στά πλαίσια τοϋ ένός καί τοϋ αύτοϋ τύπου τοϋ Είναι.
Βρ^σκόμ-αστε μ,προστά σέ ενα κεντρικό λο-γικό-όντολογικό έρώτημ.α: πώς εΐναι ό
χόσμος φτιαγμ-ένος, έάν εΐναι μιά πολλαπλότητα άπό έν μέρει καθορισμ-ένες
στιβάδες, οί όποΐες δμ,ως δέν μ-πορεΐ νά άναχθοϋν σέ μιά κοινή ταυτότητα;

ΦβΓίίΐ: ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
Αύτό τό έρώτημ-α δέν τίθεται ουτε άπό τούς μ-οντερνιστές ουτε άπό τούς
μ.εταμ.οντερνιστές, διότι μ-ας φέρει σέ άντιπαράθεση μέ ένα πραγμ-α-τικό
παράδοξο τό όποΐο δέν μποροϋμε νά χειρι-στοϋμ.ε μέσα στά πλαίσια τοϋ
άναγωγιστικοϋ σκέπτεσθαι: ό άναγωγισμ-ός εΐναι μιά λογική συ-νέπεια τών
ύποθέσεων της καθοριστικότητας καί της ταυτότητας-ένότητας· καθοριστικότητα
καί ταυτότητα-ένότητα παρουσιάζονται «πυκνά» παντοϋ σέ απεφες στιβάδες μ-έσα
σέ δλους τούς τύπους τοϋ Είναι· άλλά αύτές οί στιβάδες καί αύ-τοί οι τύποι δέν εΐναι
άναγώγιμ,οι ό ενας στόν αλ-λο, δέν άποτελοϋν μ.αζί μιά καθορισμ-ένη ένότη-τα, δέν
συγκροτοϋν ενα σύστημ.α ή σύστημ.α συ-στημ.άτων. Ή άναγωγή εΐναι δυνατή
παντοϋ, άλλά δέν στηρίζει τόν άναγωγισμό, δηλαδή τό δόγμ-α δτι δλα εΐναι δυνατόν
νά άναχθοϋν σέ μιά καθολ^κή ούσία (νά παραχθοϋν αίτ^ακά ή νά έξα-χθοϋν λογ^κά
άπό αύτήν). Αύτό άκρ^βώς εΐνα^ τό πραγμ-ατικό παράδοξο πού άποτελεΐ τόν
πυρήνα γύρω άπό τόν όποΐο περιστρέφονται καί οί μ.ον-τερνιστές καί οί
μ.εταμ.οντερνιστές, αν καί σέ άν-τίθετες τροχιές.
Σέ λογ^κό-όντολογ^κό (έπιστημονικό) έπίπε-δο, ό μ.εταμ.οντερνιστής έξισώνει τήν
άναγωγή (καί τίς ύποθέσε^ς της καθοριστικότητας καί της ταυτότητας-ένότητας) μέ
τόν άναγωγ^σμ.0 καί ά-πορρίπτει τήν άναγωγή μ.αζί μέ τόν άναγωγισμ.ό ή
άν^λαμ,βάνε™ τήν άναγωγή (τήν καθορ^στ^-κότητα καί τήν ταυτότητα-ένότητα)
ώς άπο-χλειστιχά διαλογικές κατασκευές. Έτσι, εΐναι τυφλός μ-προστά στίς άμ-
έτρητες στιβάδες τοϋ Είναι, οί όποΐες εΐναι καθορισμ-ένες καθ' έαυτές καί
καθορίσιμ-ες άπό έμας, καί μ-προστά στήν ά-πίστευτη συσσώρευση της γνώσης γιά
αύτές τίς στιβάδες. Έπομένως, ή άρχή τοϋ μ.εταμ.οντερνι-στη είναι: άφοϋ δέν
ύπάρχει ενα καθολικό θεμ-έ-λιο γιά νά άναγάγουμ.ε τήν όλική πολλαπλότητα τοϋ
κόσμ-ου, δέν ύπάρχει τίποτα. Ό μ,οντερνι-στής, άπό τήν αλλη πλευρά, έξισώνει
έπίσης τήν άναγωγή μέ τόν άναγωγισμ.ό, άλλά έπιδέχεται τόν άναγωγισμ.ό μ-
προστά στήν παρουσία της δυ-νατότητας της άναγωγης. Εΐναι δμ,ως ύποχρεω-μ-
ένος νά άναβάλει τήν άνακάλυψη τοϋ καθολι-κοϋ θεμ-ελίου τοϋ κοσμ.ικοϋ δλου γιά
ενα άκαθό-ριστο μ-έλλον ή νά άντιληφθεΐ αύτό τό θεμ.έλιο ώς άλήθεια τήν όποία ή
συσσωρευτική άνάπτυξη της γνώσης προσεγγίζει σταδιακά, χωρίς ποτέ νά μ-πορεΐ
νά τήν ψτάσει. Έτσι, εΐνα^ τυφλός μ,προ-στά στίς άβύσσους καί στά χάσμ,ατα μί τά
6-ποΐα συγκρούεται ή έπιστήμ-η, κάθε φορά πού προσπαθεΐ νά όλοκληρώσει τήν
συσσωρευμ-ένη
ΠΕΡΑΝ TOY ΑΝΑΓΩΓΙΣΤΙΚΟΥ ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ-ΠΟΙΕΙΝ
γνώση σέ ενα δλον. Ή άρχή τοϋ μ,οντερνιστη εΐ-ναι: αν κάπου ύπάρχει
καθοριστικότητα καί ταυ-τότητα-ένότητα, πρέπει έπίσης νά ύπάρχει ενα καθολικό
θεμ-έλιο στό όποΐο μποροϋμε νά άναγά-γουμ.ε τήν όλική πολλαπλότητα τοϋ
κόσμ.ου.
Σέ πρακτικό-πολιτικό (κοινωνικοϊστορικό) έ-πίπεδο, ό μ.εταμ.οντερνιστής
στιγματίζει, καί δι-καίως, τό γεγονός δτι δλες οί όλοκληρωτικές ϊ-δεολογίες καί δλα
τά όλοκληρωτικά καθεστώτα κτίστηκαν πάνω στόν άναγωγισμ.ό καί άσκήθη-καν ώς
φορεΐς της άπόλυτης άλήθειας. Μπορεΐ περήφανα νά διακηρύξει δτι ό θάνατος τοϋ
άνα-γωγισμ.οϋ σήμ-ανε τόν θάνατο της ίεραρχίας καί της αύθεντίας. Άλλά
δυσκολεύεται νά έξηγήσει γιατί εΐναι ύπέρ της έλευθερίας καί της δημ,οκρα-τίας καί
έναντίον τοϋ "Αουσβ^τς καί, π.χ., της κλειτοριδοεκτομ.ης ή της άποχοπϊις τών
ακρων τών έγκληματιών (καί γιατί, άλήθε^α, εΐνα^ έναν-τίον της Ιεραρχίας καί της
αύθεντίας;). Άφοϋ δέν ύπάρχει ενα άρχιμ-ήδειο σημ-εΐο γιά νά κρατηθοϋ-με, δλες οί
πολιτιστικές νόρμ,ες εΐναι έξ ί'σου ά-ποδεκτές, διότι τίποτα δέν εΐναι καλύτερο άπό
κάτι αλλο: «anything goes». Ό μ-οντερνιστής, άπό τήν αλλη πλευρά, καί ό
φιλελεύθερος καί ό σοσιαλιστής, κατατρύχονται άπό μιά έσωτερική καί άθεράπευτη
άνησυχία: αν δέν ύπάρχει ενα άρ-χιμ-ήδειο σημ-εΐο γιά νά κρατηθεΐς τότε πώς θά
μποροϋσε κανείς νά άλλάξει τόν χόσμο; Έάν ή φ^λελεύθερη δημ,οκρατία δέν εΐναι
σέ συμ,φωνία μέ τήν φύση τοϋ άνθρώπου, γιατί θά επρεπε κανείς νά τήν
ύπερασπιστεΐ; Καί έάν ό σοσιαλισμός δέν εΐναι άναπόφευκτο καί άναγκαΐο
άποτέλεσμ,α τών κοινωνικοϊστορικών νόμ-ων, τότε γιατί νά άγωνι-στεΐ κανείς γιά
αύτόν; Ό μ-οντερνιστής πρέπει νά άνυψώσε^ τίς &κές του (τίς δυτ^κές) πολιτιστι-
κές νόρμ-ες σέ καθολικές άλήθειες γιά τήν φύση τοϋ άνθρώπου καί της κοινωνίας
καί, ώς άνώτε-ρος φορέας αύτών τών άληθειών, πιστεύει δτι μ-πορεΐ νά
έπικοινωνήσει μέ δλους τούς αλλους πολιτισμούς (ή νά τούς ύποτάξε^ στό δνομ,α
της προόδου).
Μέσα στβ σύμπαν τοϋ άναγωγιστικοϋ σκέ-πτεσθαι δέν μ.ποροϋμ.ε νά παμ.ε
παραπέρα άπό έδώ. Κάθε προσπάθεια νά άπαντήσουμ.ε στό πα-ραπάνω έρώτημ.α
γιά τήν συγκρότηση τοϋ κό-σμ,ου άποδεχόμ,ενο^ τούς δύο δρους του (δτι ό κό-σμος
άποτελεΐται άπό έν μέρει καθορισμ-ένες στι-βάδες, χωρίς ποτέ νά μ,πορεΐ νά
άναχθεΐ σέ μιά καθολ^κή ούσία) μάς όδηγεΐ άναγκαΐα πέραν τοϋ άναγωγιστικοϋ
σκέπτεσθαι, σέ μιά αλλη λογική-όντολογία, σέ αλλες παραστάσεις γιά τόν χόσμο.
Άπό δ,τι ξέρω, μ-όνον ό πρόσφατα άποθανών
Έλληνογάλλος φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριά-δης άφοσιώθηκε ρητά στήν
προσπάθεια νά άνα-πτύξει μιά αλλη λογική-όντολογία καί νά διαυ-γάσει τίς
φιλοσοφικές, τίς έπιστημ-ονικές-θεωρη-τικές καί τίς πολιτικές συνεπαγωγές της. Έν
συντομ-ία, μ.πορώ έδώ νά άναπτύξω μ.όνον δύο ά-πό τίς κεντρικές του ίδέες.
Ή πρώτη ίδέα άφορα αύτό-πού-εΐναι καί στόν τρόπο τοϋ Ehai του, δηλαδή στήν
φύση τοϋ κόσμ.ου. Ή πολλαπλότητα τοϋ ΒΓναί δέν εΐναι μ.όνον άποτέλεσμ.α της
καθορισμ-ένης διαφοροποί-ησης της ταυτότητας, άλλά έπίσης άποτέλεσμ.α της
άνάδυσης της έτερότητας, της δημιουργίας νέων, μ.ή άναγώγιμ.ων μορφών, καί της
άλλαγης καί άλλοίωσης αύτών τών μ.ορφών. Αύτή ή κεν-τρική ίδέα τοϋ
Καστοριάδη γιά τό ΒΓναί (άλλά καί γιά τήν Ιστορία ή τόν χρόνο) ώς δημιουργΐα καί
άλλοίωση μ-ορφών, ώς άνάδυση της έτερότη-τας, εχει δύο βασικές συνεπαγωγές.
Άπό τή μιά πλευρά, ή δημ-ΐουργία συνεπά-γεται τή ^ χαθοριστιχότητα τών μ-ορφών,
διό-τι ή ϊδια ή άνάδυση μΐας μ-ορφης (δηλαδή ένός συνόλου κεντρικών ίδιοτήτων-
σχέσεων καί τρό-πων όργάνωσης) εΐναι άκαθόριστη. Κάθε νέα μ,ορφή (τό εμ&ιο, ή
ψυχή, ή κο^νωνία) βρίσκε^ ά-σφαλώς ενα «ερεισμ-α», τούς δρους δυνατότητάς της,
σέ προηγούμ.ενες μ-ορφές, άλλά δέν μ-πορεΐ νά άναχθεΐ σέ αύτές: οί μ-ορφές δέν
εΐναι προϊόν-τα αίτιακών σχέσεων, άλλά άναδύονται έκ τοϋ μ,ηδενός (ex nihilo) -
δχι δμ,ως μ,έσα στό μ,ηδέν (in nihilo) καί μέ τό μ,ηδέν (cum nihilo> άλλά μέ-σα σέ
κάτι καί μέ κάτι. Δέν μ.ποροϋμ.ε, παρα-δείγμ-ατος χάριν, νά παραγάγουμ.ε αϊτιαχά ή
νά άπαγάγουμ-ε λογικά τό εμ-βιο άπό τό μ.ή έμβιο, παρά τό δτι ή άνάδυση τοϋ έμ-
βίου θά ήταν άδύ-νατη χωρίς τήν άνόργανη καί όργανική υλη. Μιά

νέα μ,ορφή δέν εΐναι προϊόν της διαφοροποίησης. Έτσι, ώς πρός τήν πολλαπλότητα
τών μ,ορφών τοϋ Eivat, δ Καστοριάδης άντιπαραθέτει ή, πιό σωστά, ύπερθέτει τήν
άνάδυση της έτερότητας στήν διαφοροποίηση της ταυτότητας-ένότητας καί τή δημ-
ΐουργία στήν καθοριστικότητα.
Άπό τήν αλλη πλευρά, ή δημ-ΐουργία συνε-πάγεται τήν άνάδυση μιας νέας
καθοριστικότη-τας, διότι ή άνάδυση μιας νέας μ-ορφης σημ-αίνει τήν δημ-ΐουργία
νέων ίδιοτήτων-σχέσεων καί νέ-ων τρόπων όργάνωσης· έπομ-ένως, μιας νέας πηγης
καθορισμ.οϋ, μιας νέας «ένότητας-ταυτό-τητας» πού μ-πορεΐ νά διαφοροποιηθεΐ ή,
αν θέ-λετε, μιας νέας «ούσίας» πού μ-πορεΐ νά άναπτυ-χθεΐ καί νά πολλαπλασιαστεΐ.
Μέ αλλα λόγια, ή άνάδυση μιας μ-ορφης συνεπάγεται τήν άνάδυση μιας νέας
στιβάδας τοϋ ΒΓναί, ή όποία δημ,ιουρ-γεΐ™ (συγκροτείται, κατασκευάζεται,
όργανώ-νεται) άπό αύτήν τήν μ,ορφή (άπό τίς Ε&ότητες-σχέσεις καί τούς τρόπους
όργάνωσης πού της προσιδιάζουν) ώς έν μέρει ή άόριστα καθορ^σμ,έ-νη. Ή
καθοριστικότητα μιας στιβάδας εΐναι άό-ριστη, διότι ή μ-ορφή πού τήν όργανώνει
είναι, ά-πό τήν μιά, μ-ή άναγώγιμη καί πρέπει, έπομέ-νως, πάντοτε νά έκλαμ-
βάνεται ώς δοσμ-ένη καί, άπό τήν αλλη, άνεξάντλητη, διότι δίνει τό εναυ-σμ.α στήν
δημ-ΐουργία ένός άόριστου άριθμ.οϋ νέ-ων, έξ ί'σου μ.ή άναγώγιμ.ων ύπομ.ορφών
καί έπο-μ-ένως νέων, έξ' ί'σου άόριστα καθορισμ-ένων ύπο-στ^βάδων (π.χ. τοϋ
έμ,βίου, της πολλαπλότητας τών μ.ή άναγώγιμ.ων μ.ορφών ζωης πού αύτό δη-
μ.ιουργεΐ, καθώς καί της πολλαπλότητας τών ύ-πομ.ορφών άπό τίς όποΐες
άποτελεΐται κάθε εμ-βιο - μ-εταβολισμ-ός, άναπαραγωγή, διαίρεση φύλου, κ.λπ.).
Ώς συνέπε^α της δημ^ουργίας (καί ταυτό-χρονα ώς προϋπόθεσή της), τό Εΐναι δέν
εΐνα^ όργανωμ.ένο ώς ενα συνολιστικό-ταυτιστικό σύ-στ^μα ή σύστημ.α συστημ-
άτων, άλλά ώς ενα μάγμα: μιά κατακερμ.ατισμ.ένη καί στρωμ.ατο-ποιημένη
ένότητα άόρ^στα (δηλαδή μ.ή άναγώγ^-μα καί άνεξάντλητα) καθορ^σμ,ένων
στ^βάδων -στιβάδων πού περιέχουν μιά συνολιστική-ταυτι-στική διάσταση, δηλαδή,
μιά διάσταση καθορι-στικότητας αρα καί άναγωγικότητας άλλά πού εΐναι μ.ή
άναγώγιμ,ες καί άνεξάντλητες ώς πρός τίς μ-ορφές πού τίς όργανώνουν καί ώς πρός
τίς ύπομ-ορφές καί ύποστιβάδες πού εΐναι δυνατόν νά άναδυθοϋν μέσα σέ αύτές.
Στήν συνολιστική-ταυτιστική λογική-όντολογία, ή όποία κτίζεται πάνω στίς
ύποθέσεις της καθοριστικότητας καί της ταυτότητας-ένότητας καί διαμ-ορφώνει τόν
ΦΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
άναγωγιστικό τρόπο σκέπτεσθαι-ποιεΐν της κοι-νωνίας, ό Καστοριάδης
άντιπαραθέτει τήν μ.αγ-μ.ατική λογική-όντολογία, ή όποία κτίζεται πά-νω στίς
ύποθέσεις της δημ-ΐουργίας καί της έτε-ρότητας καί διαμ-ορφώνει τόν διαυγαστικό
τρόπο σκέπτεσθα^-πο^εΐν της κο^νωνίας. Ή, πώ σω-στά, ύπερθέτει τήν μ.αγμ.ατική
λογική-όντολο-γία στήν συνολιστική-ταυτιστική, άφοϋ κάθε στιβάδα τοϋ Εΐναι
έμ,περιέχει μιά συνολιστική-ταυτιστική-διάσταση - χωρίς δμ.ως νά εΐναι δυνατόν νά
καθοριστεΐ πλήρως ή νά έξαντληθεΐ άπό αύτήν.
Ή δεύτερη ίδέα άφορα στό κοινωνικοϊστορι-κό. Έάν τό ΒΓναί, γενικά, εΐναι
δημ,ιουργία καί άλλοίωση μ,ορφών, τό κοινωνικοϊστορικό ΒΓναί εΐ-ναι δημ-ΐουργία
καί άλλοίωση κοινωνικών μ.ορφών: δηλαδή, XOIVOJVIXOJV ψαντασιαχών σημασιών
καί θεσ^ών πού φέρουν καί ένσωμ.ατώνουν αύτές τίς σημ-ασίες. Συναντοϋμ.ε έδώ
τήν ίδέα τοϋ Καστο-ριάδη γιά τό ^αντασίαχό ώς συγκροτητικό καί της ψυχικης καί
της κοινωνικοϊστορικης πραγ-μ.ατικότητας. Κάθε κοινωνία ή πολιτισμός συγ-κροτεΐ
τόν έαυτό του δημ.ιουργώντας, θέτοντας καί θεσμ-ίζοντας ενα μ.άγμ.α άπό
κεντρικές κοι-νων^κές φαντασιακές σημ,ασίες (θεός, κράτος δι-καίου, έλευθερία,
ίσότητα, δικαιοσύνη, όρθολογι-κότητα, πρόοδος). 01 σημ,ασίες εΐνα^ φαντασια-κές,
διότι δέν εχουν πραγμ,ατ^κή (ή όρθολογ^κή) άναφορά- εΐναι κοινωνικές, διότι εΐναι
θεσμ.ισμ.έ-νες· εΐναι κεντρικές, διότι διαποτίζουν μέ τό νό-ημά τους δλες τίς αλλες
σημ-ασίες της γλώσσας· καί, τέλος, άποτελοϋν ενα μάγμα, διότι τό νόη-μα μιας
σημ,ασίας εΐνα^ άόρ^στα (δηλαδή μ.ή άνα-γώγιμα καί άνεξάντλητα) καθορίσιμο,
χωρίς δ-μ.ως νά εΐναι καθορισμ-ένο: μ.ποροϋμ.ε πάντοτε νά προσδιορίσουμ-ε τό
νόημ-α της σημ-ασίας, π.χ., «θεός» ή «έλευθερία», χωρίς δμως νά μποροϋμε ποτέ νά
τό άναγάγουμ.ε σέ κάποιο καθολικό θε-μέλιο ή νά τό έξαντλήσουμ.ε. Κάθε κοινωνία
κα-θορίζει έν μέρει τό νόημ.α τών φαντασιακών ση-μ-ασιών της μέσω μιας
διαδικασίας έγκλεισμ.οϋ, καθώς τίς άρθρώνει-έργαλειοποιεΐ σέ διαλογικές περιοχές,
τίς άντικειμ-ενικοποιεΐ-συγκροτεΐ σέ πεδία γνώσης καί πρακτικης, καί τίς
κωδικοποι-εΐ-άποκρυσταλλώνει σέ κοινωνικά κυρωμ-ένες νόρμ-ες συμ-περιφορας -
σέ περιοχές, πεδία καί νόρμ-ες πού συγκροτοϋν μ.αζί τους «δευτέρας τά-ξεως»
θεσμ.ούς της κοινωνίας. Οί διαδικασίες αύ-τές εΐναι διαδικασίες σημ,ασιολογικοϋ
καί θεσμ,ι-κοϋ έγκλεισμοϋ (αρα καί διαλογικοϋ, γνωστ^κοϋ-πρακτ^κοϋ καί
κανονιστικοϋ έγκλεισμοϋ), καθώς καί διαδικασίες όργανωτικοϋ έγκλεισμ.οϋ,
άφοϋ
ΠΕΡΑΝ TOY ΑΝΑΓΩΓΙΣΤΙΚΟΥ ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ-ΠΟΙΕΙΝ
συνυφαίνονται πάντοτε μέ σχέσεις καί στρατηγι-κές έξουσίας.
Έτσι, κάθε κο^νωνία ύπάρχε^ μ-έσα καί διά μ.έσου ένός σημ.ασιολογικοϋ,
θεσμ.ικοϋ καί όργα-νωτικοϋ έχχλείσ,αοϋ ό όποΐος άντιστοιχεΐ, στό έ-πίπεδο τοϋ
ύποκειμ-ένου, σέ έναν παραστασιακό, συναισθηματικό καί προθεσ^ακό έγκλε^σμ.0
(κάτι πού συγκροτεΐ τήν συνειδητή καί άσυνείδητη διά-σταση της άτομικής ψυχης).
Άλλά ή κο^νωνία ύπάρχει έπίσης μ.έσα καί διά μ-έσου μιας κατά-στασης
έτερονοιχίας, στόν βαθμ.0 πού άντιλαμβά-νεται τίς σημ-ασίες της καί τούς θεσμ-ούς
της δ-χι ώς δικά της δημ.ιουργήμ.ατα, άλλά ώς κατα-γόμ-ενα άπό κάπου άλλοϋ, άπό
μιά έξω-ιστορική καί έξω-κοινωνική πηγή σημ-ασιών καί θέσμ-ΐσης (τοτέμ, θεός,
β^ολογ^κοί ή κοινωνικοϊστορικοί νό-μοι, φύση τοϋ άνθρώπου καί της κο^νωνίας).
Κάθε πολιτισμός είναι, έπομ-ένως, μ,οναδικός. Ύπάρχουν, άσφαλώς, πλευρές πού
εΐναι καθολι-κές, π.χ., ό έγκλεισμ.ός καί ή έτερονομ.ία. Κάθε κοινωνία πρέπει
έπίσης νά δημ-ΐουργήσει μιά συ-νολιστική-ταυτιστική διάσταση λειτουργικών-
έργαλειακών σχέσεων μέ τό φυσικό της περιβάλ-λον, γιά νά έξασφαλίσει τήν
βιολογική άναπαρα-γωγή τών μ.ελών της. Σέ αύτήν τήν διάσταση εΐναι δυνατή
κάποιου εΐδους έπικοινωνία μ,εταξύ διαφορετικών πολιτισμών. (Καί μ-όνον έδώ
μπο-ροϋμ-ε νά μ.ιλοϋμ.ε γιά κάποιου εΐδους σύγκριση μ.εταξύ τών πολιτισμ.ών, μέ
τούς δρους της «ά-νάπτυξης» ή «έξέλ^ξης»). Άλλά ό ανθρωπος καί ή κοινωνία δέν
ύπάρχουν μ.όνον ή κυρίως μέσα καί διά μ-έσου μιας λειτουργικης-έργαλειακης
δ^άστασης (ή όποία εΐνα^ ή κύρ^α δ^άσταση τοϋ κόσμ,ου τών ζώων), άλλά καί διά
μ-έσου μΐας φαν-τασιακης διάστασης, ή όποία, ώς πρός τό μάγ-μα τών σημ,ασιών
καί τών θεσμ-ών πού τήν συγ-κροτοϋν, εΐναι μ,οναδική γιά κάθε πολιτισμό. Σέ
αύτήν τήν διάσταση δέν μ.ποροϋμ.ε νά μ.ιλοϋμ.ε γιά σύγκριση (παρά προβάλλοντας
-καί έπιβάλλον-τας - τίς σημ-ασίες καί τούς θεσμ.ούς ένός πολι-τισμοϋ σέ εναν
αλλο). Έπί πλέον, ώς συνέπεΐα τοϋ έγκλεισμ.οϋ καί της έτερονομ-ίας, κάθε έπι-
κοινωνία μ.εταξύ τών πολιτισμ.ών σέ αύτήν τήν διάσταση εΐναι δχι άδύνατη, άλλά
έξαιρετικά πε-ριορισμ-ένη καί προβλημ,ατική. Γι' αύτό, ό «αλ-λος» γίνεται πάντα
άντιληπτός ώς άπειλή, ώς έχθρός (άνώτερος, κατώτερος ή Ισάξιος) πού πρέπε^ νά
κρατηθεΐ μακριά, νά μ,εταστραφεΐ (προ-σηλυτισθεΐ, άψομοιωΜ) ή νά έξοντωθεΐ. Ό
ρα-τσισμός έμ.φανίζεται μ.έσα άπό αύτό τό άκραΐο αϊ-σθημ.α άπειλης της άτομ.ικης
καί συλλογικης ταυτότητας, ώστε νά μήν άρκεΐ νά μεταστρέψεις
τόν αλλον, ή νά τόν κρατήσεις μακριά, άλλά νά χρειάζεται νά τόν έξοντώσεις.
Έκείνο πού εΐναι μοναδ^κβ μέ τόν δυτ^κό πο-
λιτισμό εΐναι δτι αύτός άναδύθηκε μ-έσα άπό καί διά μ-έσου ένός ρήγμ-ατος μέ τόν
έγκλεισμ.ό καί τήν έτερονομ.ία: στό συλλογικό (σημ.ασιολογικό καί θεσμ,^κό)
έπίπεδο, μέ τήν δημ^ουργία της δη-μ,οκρατίας- στό άτομιχό (παραστασιακό, συνα^-
σθημ,ατ^κό καί προθεσ^ακό) έπίπεδο, μέ τή δη-μ-ΐουργία τοϋ έλεύθερου άτόμ.ου
καί τοϋ πολίτη. Αύτό τό ρηγμ-α εΐναι μιά μή άναγώγιμη ίστορική δημ-ΐουργία, πού
έμ.φανίζεται γιά πρώτη φορά στήν άρχαία Έλλάδα, ώς συνέπεια της άμ,φισβή-τησης
τών παραδοσιακών θεσμ-ών καί σημ-ασιών της κοινωνίας. Μέσα καί διά μ-έσου
αύτης της άμ.φΐσβήτησης άναδύετα^ ή φύ,οσοφία (ώς πρό-ταγμ-α άέναης
έπερώτησης τοϋ κόσμ-ου) καί ή πολ^κή (ώς πρόταγμ,α ρητης θέσμ,^σης καί ά-
ναθέσμ,^σης της κο^νωνίας), καθώς καί τό λεγό-μ.ενο πρώτο ψιλοσοψιχό έρώτημ.α
πού συνδέει τή ψιλοσοψία μέ τήν πολιτική: ό ανθρωπος καί ή κο^νωνία εΐνα^ ψύσει
(καθορ^σμ,ένο^ άπό μιά ούσί-α) ή νό^ω (καθορ^σμ,ένο^ άπό θεσπ^σμ,ένους νό-
μ,ους); "Αν ό ανθρωπος καί ή κο^νωνία εΐνα^ φύ-σει, τό πρόταγμ,α της φιλοσοφίας
εΐναι τότε νά άνακαλύψει αύτήν τήν φύση· καί τό πρόταγμ.α της πολιτικης νά θεσμ-
ίσει τήν κοινωνία σέ συμ.-φωνία μέ αύτήν, κάτι πού θά σήμ-αινε τόν θάνα-το της
φιλοσοφίας καί της πολιτικης, καθώς καί τό «τέλος της ιστορίας». Μποροϋμ.ε έδώ
νά δια-κρίνουμ-ε τίς βάσεις τοϋ όλοκληρωτισμ.οϋ. Ποιό δμ-ως εΐναι τό πρόταγμ,α
της φιλοσοφίας καί της πολιτικης έάν ό ανθρωπος καί ή κοινωνία εΐναι
Ή δημ-οκρατία άναδύθηκε στήν άρχαία Έλ-λάδα κυρίως στήν βάση της
παράστασης δτι δ ανθρωπος καί ή κοινωνία εΐναι νό,αω: άφοϋ δέν ύ-πάρχει μιά
«φύση» γιά νά στηριχθοϋμ.ε, ή μ-όνη νόμιμη πηγή της κοινωνικης θέσμ,ισης εΐναι ή
έ-λεύθερη, άτομ.ική καί συλλογική θέληση τών πο-λιτών, ίτσι δπως αύτή κάθε φορά
διαμ.ορφώνεται καί άλλάζει μ.έσα άπό τόν άνακλαστικό τους στο-χασμ.0 καί τήν
διαβουλευτική τους δραστηριότη-τα. Ή δημ-οκρατία άναδύθηκε, έπομ-ένως, ώς ε-
να πρόταγμ.α άτομ.ικης καί συλλογικης αύτονο-μία?: τό θεμ,έλ^ο τών θεσμ,ών
(νόμων) δέν εΐνα^ ή έπιστημ-η τών φ^λοσόφων-βασ^λέων (δπως τό ή-θελε ό
Πλάτων) άλλά ή 86ξα τών πολιτών (ή γνώμ.η τους, ή αποψή τους, αύτό πού τούς
φαί-νετα^ νά εΐνα^ καλό). Ή δημ,οκρατία σήμ,ανε τή δημ-ΐουργία ένός δημόσιου
χώρου δπου ol πολίτες ύποτάσσονται στό αΐτημ.α τοϋ λόγον διδόναι, δη-

λαδή νά δίνουν λόγο καί λογαριασμ.ό γιά τή δόξα τους, νά τήν αίτιολογοϋν μέ
όρθολογικούς, δηλα-δή, λογικά συνεπεΐς καί συνεκτικούς δρους. Σή-μ.ανε έπίσης
τήν δημ-ΐουργία ένός δημόσιου χρό-νου, κατά τόν δποϊο οί πολίτες άντιλαμ-
βάνονται ρητά τό παρόν τους ώς έν μέρει διαμ.ορφωμ.ένο ά-πό τίς άτομ.ικές καί
συλλογικές τους έπιλογές τοϋ παρελθόντος· καί τό μ-έλλον τους, ώς έν μέ-ρει
διαμ.ορφώσιμ.ο άπό τίς τωρινές τους έπιλογές.
Ή «μοντέρνα» Δύση ξαναδημ-ΐουργεΐ τό πρό-ταγμ,α της δημ,οκρατίας (μαζί μέ τήν
άμφισΖψ τηση, τήν φιλοσοφία καί τήν πολιτική), άλλά προσπαθεΐ ταυτόχρονα νά τό
θεμ,ελιώσει πάνω στήν παράσταση δτι ό ανθρωπος καί ή κοινωνία εΐναι 9?ύσε£,
κάτι πού άποτελεΐ μιά φανερή άντί-φαση. Μέσα σέ αύτήν τήν άντιφατική έπαναδη-
μ,ιουργία βρίσκουμ,ε τίς ίστορικές ρίζες καί συνε-παγωγές τοϋ «μοντέρνου»
άναγωγισμ.οϋ: ή όρ-θολογικότητα, πού βρίσκεται στήν βάση τοϋ λό- 7ον Αί<5ναί, μ-
ετατρέπεται στό δόγμ.α τοϋ όρθο-λογισμ.οϋ· ή £#α τών πολιτών άντικαθίσταται ά-
πό τήν έπιστήμη τών είδικών ό δημ-όσιος χώρος μ,ετατρέπεται σέ κοινή άναζήτηση
της «άλη-θινής» φύσης τοϋ άνθρώπου ή της κοινωνίας· καί ό δημ-όσιος χρόνος σέ
συνειδητή προσαρμ-ογή πρός αύτήν τήν φύση.
Όλόκληρη ή μ.εταμ.εσαιωνική ίστορία της Δύσης -ή έποχή της «μ.οντερνικότητας»-
μ-πορεΐ νά φωτισθεΐ μέ βάση αύτήν τήν άντίφα-ση, πού βρίσκεται στήν βάση
έκείνου πού ό Κα-στοριάδης προσδιορίζει ώς τίς δύο κεντρικές κοι-νων^κές
φαντασιακές σημ,ασίες (ή, αν έτσι προ-τιματε, κ^νητήρ^ες κο^νων^κές δυνάμ,ε^ς)
τοϋ δυ-τικοϋ κόσμ.ου: άπό τήν μία πλευρά, ή σημ-ασία της αύτονο^ας ώς άτομ.ικό
καί κοινωνικό πρό-ταγμ.α· άπό τήν αλλη, ή σημ-ασία της άπερώρι-στης έπέχτασης
της «όρθολογικης» χυριαρχίας πάνω στόν κόσμ,ο (τήν φύση, τόν ανθρωπο, τήν
κο^νωνία). Τό πρόταγμ,α της αύτονομ,ίας άναδύε-ται, σύμ.φωνα μέ τόν
Καστοριάδη, ήδη κατά τόν 11ο καί 12ο αίώνα, σέ όρισμ-ένες εύρωπαϊκές πό-λε^ς μέ
τήν έπ^δίωξη τών άστών (δηλαδή κατοί-κων τών πόλεων) γιά αύτοδ^οίκηση,
δΐαμ.ορφώ-νεται σταδιακά σέ άγώνα γιά τήν έλευθερία καί τήν δημ-οκρατία διά μ-
έσου της Άναγέννησης, τών θρησκευτικών μ.εταρρυθμ.ίσεων καί τοϋ Δια-
φωτισμ.οϋ, διά μ-έσου τών φιλελεύθερων έπανα-στάσεων τοϋ 18ου καί 19ου αίώνα
καί, τέλος, διά μ-έσου τοϋ έργατικοϋ κινήμ-ατος καί τών πρό-σφατων χειραφετικών
κινημ-άτων τών μ-ειονοτή-των, τών γυναικών καί της νεολαίας. Κατά τήν διάρκεια
της ΐδιας περιόδου, συναντοϋμ.ε τήν ά-
ΦΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
νάπτυξη τοϋ κράτους, της γραφειοκρατίας καί, άργότερα, τοϋ χαπιταλισμοϋ, τήν
βιομ-ηχανική καί έπιστημ-ονική έπανάσταση, καθώς καί τήν πλανητική τους
έξάπλωση - άνάπτυξη καί έ-ξάπλωση πού καθοδηγοϋνται άπό τήν σημ-ασία της
άπεριόριστης έπέκτασης της όρθολογικης κυριαρχίας, ή όποία φέρεται άπό τίς σημ-
ασίες της άπεριόριστης οίκονομ-ΐκης άνάπτυξης καί της έξ ΐσου άπεριόριστης
έπιστημ-ονικης καί τεχνολο-γικης άνάπτυξης. Καί, τέλος, ή συνάντηση μ.ε-ταξύ τών
δύο αύτών κεντρικών φαντασιακών ση-μ.ασιών: δταν ή άπεριόριστη έπιστημ-ονική-
τεχνο-λογική καί οίκονομ-ΐκή άνάπτυξη τίθεται ώς προ-ϋπόθεση (σοσιαλιστές) ή ώς
συνέπε^α (φ^λελεύθε-ροθ της έλευθερίας καί της δημ,οκρατίας - συ-νάντηση διά μ-
έσου της όποίας ή άπεριόριστη έ-πέκταση έπενδύεται μέ θετικές άξίες καί γίνεται
άντιληπτή ώς «πρόοδος».
"Αν κάτι χαρακτηρίζε^ τήν έποχή μας, αύ-τό εΐναι ή αύξανόμ,ενη έπικράτηση της
μιας ά-πό τίς δύο κεντρικές κοινωνικές φαντασιακές σημ-ασίες της Δύσης, αύτή της
άπεριόριστης έ-πέκτασης της ψευδο-ορθολογικης κυριαρχίας, ή όποία, έπί πλέον,
τείνει νά γίνει μιά κεντρική πλανητιχη φαντασιακή σημ-ασία, καί ή άντίστοι-χη
ύποχώρηση -«άλλοίωση»- της αλλης ση-μ-ασίας της, αύτή της άτομ.ικης καί
συλλογικης αύτονομ.ίας. Συναντοϋμ.ε έδώ τίς συνέπειες της θεσμ.ισμ.ένης
άντίφασης της «μ-οντερνικότητας» πού μ.ας κατατρόχει. Οί κοινωνικές σημ-ασίες
ά-ποσυντίθενται καί άλλοιώνονται: τί σημ-αίνει «ά-νάπτυξη» καί «πρόοδος» γιά
μ.ας σήμ-ερα, καί τί σημ-αίνει έλευθερία, ίσότητα, δικαιοσύνη; Άλλά καί οί άτομ-
ΐκές ταυτότητες έπίσης άποσυντίθεν-ται καί άλλοιώνονται: ό έπιχειρηματίας άντικα-
θίσταται άπό τόν κερδοσκόπο· ό πολίτης άπό τόν μ.ικροκομ.πιναδόρο· ό πιστός στό
καθηκον του δημ-όσιος λειτουργός άπό τόν ρουσφετολόγο. Τί σημ-αίνει τώρα πλέον
τό νά εΐναι κανείς δάσκα-λος, νοσοκόμ-α, έρευνητής; Τί σημ,αίνει νά εΐναι νέος, νά
πηγαίνει στό σχολεΐο; Τί εΐδους παρα-στάσεις, συναισθήμ-ατα καί προθέσεις εχει
κα-νείς τότε; Ποιά εΐναι τά δνεφά του; Ό πολίτης κλείνεται σέ μιά ίδιωτική σφαίρα.
Ταυτόχρονα, ό δημ-όσιος χώρος άφήνεται στούς γραφειοκρά-τες (έπαγγελμ-ατίες
πολιτικούς, τεχνοκράτες, δ^ευθυντές), οί όποΐο^ τόν καταλαμ,βάνουν μέ έ-να λό 7ον
διδόναι πού στερεΐται φαντασίας καί εΐ-ναι τετριμμένος έδώ καί δεκαετίες. Ή εχε^
μ.ε-τατραπεΐ σέ ενα show business, δπου κάθε εΐ-δους «γνωμ-οδότες» τών
δεκαπέντε δευτερολέ-
ΠΕΡΑΝ TOY ΑΝΑΓΩΓΙΣΤΙΚΟΥ ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ-ΠΟΙΕΙΝ
πτων μ.ας γεμ-ίζουν μέ πλήξη, αν δέν μ.ας έξορ-γίζουν μέ τήν άνοησία τους. Καί,
τέλος, ό δη-μόσιος χρόνος γίνεται δλο καί περισσότερο άντι-ληπτός σάν νά ήταν
καθορισμ-ένος άπό τήν μοί-ρα, ώς μιά άναγκαία καί άναπόφευκτη άνάπτυ-ξη
καθορισμ-ένη άπό τίς «φυσικές» άνάγκες της «άγορας», παρά άπό τήν 86ξα τών
πολιτών. Γιατί χρειαζόμ-αστε τήν δημ,οκρατία, στ' άλή-θεια; Πώς θά μ.πορέσουμ.ε
νά κοινωνικοποιήσου-μ.ε τίς νέες γενεές στά ίδανικά της έλευθερίας καί της
δημ,οκρατίας;
Τό άνεκπλήρωτο πολιτιχό πρόταγμ.α της Δύ-σης (της «μ,οντερν^κότητας») εΐνα^ τό
πρόταγμ,α της αύτονομ.ίας. Έάν τό πρόταγμ.α αύτό θά έ-ξακολουθήσει νά
έπιβιώνει, χρειαζόμ.αστε εναν αλλο τρόπο άτομ.ικοϋ καί συλλογικοϋ σκέπτε-σθαι-
ποιεΐν, πέραν τοϋ άναγωγιστικοϋ. θά επρε-πε ί'σως νά μιλοϋμε γιά τήν μετα-
αναγωγιστιχ-ή έποχή, δχι ώς τήν έποχή μ.έσα στήν όποία ζοϋ-μ.ε, έδώ καί τώρα,
άλλά ώς αύτήν πού θά επρε-πε νά έπιδιώξουμ.ε, ώς αύτήν πού πρέπει νά δη-
μ.ιουργήσουμ.ε. Πάρα ταϋτα, καί οί «μ-οντερνι-στές» καί οί «μ.εταμ.οντερνιστές»
εΐναι κλεισμ-έ-

νοι μ.έσα στόν άναγωγιστικό τρόπο τοϋ σκέπτε-σθαι-ποιεΐν - ό ένας


έπιβεβαιώνοντάς τον, ό αλ-λος άπορρίπτοντάς τον. Γιά τόν μ.εταμ.οντερνι-στή, ό
θάνατος τοϋ θεοϋ (τοϋ άναγωγισμοϋ) σή-μ.ανε τόν θάνατο της έλπίδας. Ό μ-
οντερνιστής, άπό τήν αλλη, καί ό φιλελεύθερος καί ό σοσιαλι-στής, κρατοϋν μέ
πεΐσμ-α τήν πίστη τους στόν θεό, γιά νά έξακολουθήσουν νά έλπίζουν. Πρέπει νά
ποϋμε στόν μ.εταμ.οντερνιστή: θέλουμ-ε τήν έ-λευθερία (τήν ίσότητα) καί τήν
δημ,οκρατία, 8ιό-τι ζοϋμ.ε σέ έναν πολιτισμ.ό πού τίς δημ.ιούργησε (ex nihilo) καί
τίς προσφέρε^ ώς δυνατότητα έ-πιλογης καί διότι τίς έπιλέγουμ.ε. Στόν μ-οντερ-
νιστή πρέπει νά ποϋμε: έπιλέγουμ.ε τήν έλευθε-ρία (τήν ίσότητα) καί τήν
δημ,οκρατία δγι έπει-δή εΐναι δυνατόν νά θεμ,ελιωθοϋν σέ κάποια φύ-ση, άλλά
έπειδή άπλώς τίς θέλουμε - άκόμ.α καί ένάντια σέ κάθε πιθανή φύση πού θά μ.πο-
ροϋσε νά τίς άντιπαλέψει. Καί έλπίζουμ.ε δτι δ-ταν οί ανθρωποι αλλων πολιτισμ.ών
θά εχουν τήν δυνατότητα νά έπιλέξουν, θά έπιλέξουν καί αύτοί τήν έλευθερία (τήν
ίσότητα) καί τήν δημ,οκρατία, γιατί θά τίς θέλουν.
Δικαιοσύνη καί εύνομ,ία*

άθε «νεωτερικότητα», κάθε κριτική άνα-μ-έτρηση μέ μιά έγκαθιδρυμ-ένη παράδοση


πρέπει νά άναμ.ετρηθεΐ μέ τήν κυρίαρχη, τήν «κλασσική» κληρονομ,ιά της. Καί
κάθε δυ-τική νεωτερικότητα, εί'τε τοποθετεΐται γεωγρα-φικά στήν «δύση» εί'τε δχι,
πρέπει νά ελθει σέ συνδιαλλαγή μέ τούς δυτικούς κλασσικούς, δη-λαδή μέ τούς
Έλληνες καί τούς Ρωμ,αίους. Αύ-τή ή άναμ-έτρηση πάντα θά περιλαμ-βάνει καί ά-
ποΒοχές καί άπορρίψεις τοϋ κλασσικοϋ, καθώς καί τά δύο αύτά συνιστοϋν πλευρές
της νέας νε-ωτερικότητας.
Ή μ-οίρα της «έλληνικης κληρονομ-ΐας» τά τελευταΐα 20 χρόνια ήταν τό ϊδιο
παράδοξη, δε-8ομένου δτι ένέπνευσε άντιθετικές άντιδράσεις. Άπό τή μία πλευρά
πολιτιστικές σπουδές (δπως, παραδείγμ-ατος χάριν, εΐναι ή άποδόμ,ηση, ή λο-
γοτεχνική κριτική, ό φεμ.ινισμ.ός, ό άφρικανοκεν-τρ^σμ,ός καί ή μετα-
αποικιοκρατία) τήν άρνήθη-καν όλοκληρωτικά, γιά τίς εύρωκεντρικές, loyo-
κεντρικές καί φαλλοκεντρικές προκαταλήψεις της. Άπό τήν αλλη, πολιτιχοί
θεωρητικοί δια-φόρων είδικοτήτων (ήθικής, ίστορίας, πολιτικών έπιστημ.ών,
συγκριτικής λογοτεχνίας καί κλα-σικών σπουδών) τήν έπανανακάλυψαν, γιά τά
πειράματά της πάνω στήν ριζοσπαστική δημ.ο-κρατία. Έκεΐ δπου ή πρώτη τάση
έκθέτει μιά I-στορία καταπίεσης, ή αλλη έγκωμ.ιάζει τίς δυνα-τότητες αύτο-
κυβέρνησης.
Ό Κορνήλιος Καστοριάδης ήταν, άπό τήν δεκαετία τοϋ '70, ενας άπό τούς έξέχοντες
έκ-προσώπους της δεύτερης τάσης. Σέ μιά μ.ακρά καί ά&άσπαστη σεφά δ^αλέξεων
καί αρθρων (καί μέ κατηγορίες πού εφεραν έλληνικά όνόμ.ατα, δ-πως πόλις,
κοινωνία, καφός, φυχη καί λόγος),
Βασίλης Λαμπρόπουλος
Μετάφραση: Μπάμπης Κολώνιας
οίκοδόμ.ησε τήν θεωρία του της αύτονομ-ίας, μ.ε-λετώντας τήν «φαντασιακή θέσμ-
ΐση της κοινω-νίας» στήν άρχαία Έλλάδα, καί είδικά στήν δη-μ-οκρατική Άθήνα,
καί τίς φιλοσοφίες της. Ό Καστοριάδης άποκάλεσε τήν δημ-οκρατία «τρα-γικό
πολίτευμ-α», διότι, δπως έξήγησε, δέν εχει έξωτερ^κούς κανόνες (καί, έπομ,ένως,
πρέπε^ νά θέσε^ 8ικούς της), διότι δέν εχε^ σαφη δρ^α (καί, έπομ-ένως, πρέπει νά
δηλώσει τόν αυτο-περιορι-σμ,ό της) καί διότι ύπόκε^τα^ σέ υβρ^ν (καί, έπο-μ,ένως,
εΐνα^ άνο^χτή σέ Ιστορ^κό κίνδυνο):
Ή αύτονομ-ία εΐναι δυνατή μ-όνο έάν ή κοι-νωνία αύτοαναγνωρίζεται ώς ή πηγή
τών κα-νόνων της. Έτσι, ή κο^νωνία δέν μ,πορεΐ νά ά-ποφύγει τό έρώτημ.α: γιατί
αύτός ό κανόνας καί δχι ό αλλος; Μ' αλλα λόγια, δέν μ,πορεΐ νά άποφύγει τό
έρώτημ-α της δικαιοσύνης, ά-παντώντας, παραδείγμ-ατος χάριν, δτι δικαιο-σύνη
εΐναι ή βούληση τοϋ θεοϋ ή ή βούληση τοϋ Τσάρου ή ή άντανάκλαση τών σχέσεων
παραγωγης. Ουτε μ-πορεΐ νά άποφύγει τό έ-ρώτημ-α τών φίων τών πράξεών της. Σέ
μιά δημ-οκρατία, οί ανθρωποι ^ττοροϋν νά κάνουν ό,τιδήποτε, καί πρέπει νά ξέρουν
πώς δέν θα-ττρεττε νά κάνουν άπλώς καί μ.όνο ό,τιδήποτε. Ή δημ-οκρατία εΐναι τό
πολίτευμ,α τοϋ αυτο-περιορισμ.οϋ· έπομ-ένως, εΐναι έπίσης καί τό πολίτευμ-α τοϋ
ίστορικοϋ κινδύνου -ενας αλ-λος τρόπος γιά νά ποϋμ,ε δτι εΐναι τό πολίτευ-μ.α της
έλευθερίας - καί ενα τραγικό πολίτευ-μ.α... Τό έρώτημ.α τών όρίων της αύτοθεσμ.ι-
ζόμ-ενης δραστηριότητας μιας κοινωνίας ξεδι-πλώνεται σέ δύο στιγμ.ές. Ύπάρχει
έγγενές κριτήριο τοϋ νόμ.ου καί γιά τόν νόμ.ο; Μπορεΐ

* Τό αρθρο αυτό δημοσιευθηκε γιά πρώτη φορά στό περιοδικό Thesis Eleven, No
49, Μάιος 1997.
V Βασίλης Λαμπρόπουλος εϊναι καθηγητής χλασ^χών σπουδών χαί συγχρ^χης
λογοτεχνίας στό πανεπιστήμιο τοΰ Michigan, δπου χατέχει τψ εδρα νεοελλ ψίχών
σπουδών. Ehoci συγγραφέας τών βιβλΐων: Literature as National Institution (1988)
καί The Rise of Eurocentrism (1993). Έπίσης εΐ-ναι συνεκδότης τών The Text and its
Margins (1985) καί Twentieth-Century Literary Theory (1987).
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 70-92
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
νά ύπάρξει άποτελεσμ-ατική έγγύηση δτι αύτό τό κριτήριο, δπως καί νά εχει όριστεΐ,
δέν θά παραβιαστεΐ; Προχωρώντας πρός τά θεμ,ελιώ-δη, ή άπάντηση καί στά δυό
έρωτήμ,ατα εΐναι ενα άπόλυτο “δχι”. Δέν ύπάρχε^ κανόνας τών κανόνων πού νά μήν
εΐναι κι αύτός ιστορικό δη^ούργημ,α. (Καστορ^άδης, 1983β [1991]: 114-5).
Έτσι, εΐνα^ ό έσώτερος χαρακτήρας τοϋ πολ^-τεύμ-ατος, ή άπόλυση εμπιστοσύ^
τους στήν έγ-γενή δικαίωση καί νομ.ιμ.οποίηση, πού τό κάνουν, άπό αύτήν τήν
αποψη, «τραγικό». Τό τραγικό πολίτευμ-α εΐναι τό αύτόνομ.0 πολίτευμ,α στό ό-ποϊο
ή κοινωνία άπορρίπτει τήν ίδέα μιας έξωτε-ρ^κης ή a priori θεμ,ελίωσης (ένός
κανόνα τών κανόνων προερχόμ-ενου άπό μιά ίερή ή αλλη ά-διαμφισβήτηση
παράδοση) καί άποδέχεται τόν έ-αυτό της ώς τήν ίστορική πηγή τών κανόνων της.
Έπομένως, τό τραγικό, τό δημ.οκρατικό καί τό αύτόνομ.ο πολίτευμ-α, δλα
άναφέρονται σέ μία καί τήν αύτή δημ-ΐουργία: στήν θέσμ-ΐση της κοι-νωνίας σύμ-
φωνα μέ τίς άρχές τοϋ ρητοϋ αύτο-στοχασμ,οϋ καί της αύτο-διακυβέρνησης.
Άφοϋ αύτή ή δυναμ-ΐκή σύλληψη δίνει εμ.φα-ση στήν ίστορικότητα, τήν
δημ.ιουργικότητα, τήν κοινωνική διαδικασία καί τήν κριτική σκέψη, δέν δικαιώνει
τήν «τραγική διάσταση της άνθρώπι-νης υπαρξης καί της άνθρώπινης δράσης» (Κα-
στορ^άδης, 1993 [1997β]: 114) ή τήν φύση της αύτονομ.ίας ώς ενα ύπό έξέλιξη
πρόταγμ.α γιά πε-ριορισμ.ό τών συνθηκών τοϋ «τραγικοϋ πολιτεύ-ματος» στψ
δημ.οκρατία. Ή πηγή μιας τέτοιας περιοριστικης όπτικης εΐναι μιά κατά περίπτωση
συγχώνευση της δημ-οκρατίας μέ τήν πολιτική. Ό Καστοριάδης κάνει σαφή
διάκριση άνάμ.εσα στά συνήθη πολιτικά συμ-βάντα καί τίς μ,οναδι-κές έκδηλώσεις
της πολιτικης:
Ή πολιτική δέν ύπάρχει παντοϋ καί πάντα· ή άληθινή πολιτική εΐναι άποτέλεσμ,α
μιας σπά-νιας καί ευθραυστης κοινωνικο-ιστορικης δη-μ.ιουργίας. Αύτό πού
άναγκαστικά ύπάρχει σέ κάθε κοινωνία εΐναι ή πολίτίχ^ ^«£>α μέ μιά γενιχη χαί
ούδέτερη έννοια, "δ,τι ίχει σχέση μέ τψ πολιτιχη", ή ρητή, ύπονοούμ.ενη, καμιά
φορά, σχεδόν άσύλληπτη διάσταση πού εχει νά κάνει μέ τήν έξουσία, δηλαδή ή
θεσμ.ισμ.ένη διά-σταση (ή διαστάσεις) πού εΐνα^ σέ θέση νά έκ-δίδε^ (ή νά
έκδίδουν) διατάγματα έταφέροντα κυ-ρώσεις καί πού πρέπει πάντα, καί ρητώς, νά
περιλαμ-βάνουν τουλάχιστον αύτό πού άποκα-
λοϋμ-ε δικαστική έξουσία καί κυβερνητική έξου-σία. (Καστορ^άδης, 1995 [1997γ]:
1).
Ένώ πολπιχό εΐναι δ,τι άφορα τίς ίδιαίτερες ρυθμ-ίσεις καί λειτουργίες μιας ρητης
έξουσίας (κάθε εΐδους), ή πολιτική εΐνα^ «ή δραστηρ^ότη-τα πού άποβλέπει στόν
μ.ετασχημ.ατισμ.0 τών Θε-σμ.ών της κοινωνίας, ετσι ώστε αύτοί νά γίνουν σύμ-
φωνοι μέ τόν κανόνα της αύτονομ.ίας της κοι-νότητας (δηλαδή, ετσι ωστε νά
έπιτρέπουν τήν ρητή, στοχαστική καί έμ.πρόθετη αύτο-θέσμ.ιση καί αύτο-
κυβέρνηση αύτης της κοινότητας)» (Καστορ^άδης, 1988β [1991]: 76). "Αν, δμ,ως, ή
δραστηριότητα της πολιτικης καί ό μ-ετασχη-μ.ατισμ.ός τών θεσμ-ών περιορισθοϋν
στήν στιγμ-ή της έκπλήρωσής τους, στήν έπίτευξη της δημ.ο-κρατίας, τό πρόταγμ.α
γιά αύτονομ.ία άναπόφευ-κτα άδρανοποιεΐται, ή κίνησή του περιορίζεται σέ ενα
είδικό μ-έρος, σέ Ιναν είδικό χρόνο καί σέ έ-να είδ^κό πλαίσ^ο ρυθμ-ίσεων. "Αν
δημ,οκρατία καί πολιτική εΐναι ενα καί τό αύτό, τότε ή αύτο-θέ-σμ,ιση δέν εΐναι μιά
ίστορική διαδικασία άλλά ε-να μ-οναδικό θαϋμ.α - αύτό πού ξέρουμ-ε άπό τόν
ούμ.ανισμ.0 τοϋ 19ου αίώνα, ό όποΐος περιόρισε τόν Έλληνισμό στήν Άθήνα καί τήν
δυτική ιστορία στόν 5ο αίώνα π.Χ.
Ό ΐδιος ό Καστοριάδης προειδοποίησε δτι ή «αύτο-θέσμ,ιση εΐναι μιά κίνηση πού
δέν σταμ,ατα, πού δέν άποβλέπε^ σέ μιά “τέλεια κο^νωνία” (εκ-φραση πού δέν εχε^
άπολύτως κανένα νόημα), άλ-λά, μ-αλλον, σέ μιά κοινωνία πού είναι δσο γίνε-ται
έλεύθερη καί δίκαιη. Αυτή ή κίνηση εΐναι πού όνομ.άζω πρόταχ,αα ττ^ς αύτόνο^ς
κοίνωνία? καί πού, αν εΐναι νά πετόχει, πρέπει νά έγκαθιδρόσει μιά δημ,οκρατ^κή
κο^νωνία» (Καστορ^άδης, 1995 [1997γ]: 4-5). Έπομένως, χρειαζόμαστε μιά θε-
ώρηση της πολιτικης πού δέν τήν περιορίζει στήν τελειότητά της, ταυτίζοντάς την
μ.όνο μέ τήν δη-μ-οκρατική θέσμ,ιση, άλλά τήν άντιλαμ-βάνεται ώς μιά μ-ακρά,
περιπετειώδη, έπίπονη, έρευνητική έ-ξέλιξη - άκριβώς τό πρόταγμ,α της αύτονομ-
ίας-μιά θεώρηση της πολιτικης πού μ-πορεΐ νά συμ.-βιβάζει τήν αποψη, τήν
πολλαπλότητα, τόν πει-ραμ.ατισμ.ό, τήν σύγκρουση, άκόμ.α καί τήν άπο-τυχία· μιά
θεώρηση πού μ-πορεΐ νά έξηγήσει τούς πολιτιχούς πειραματισμούς καί τίς πολιτικές
δο-κιμασίες (κυρίως τήν τρομ,ερή ποιχιλία θεσμ,ών) τών αλλων πόλεων στόν
έλληνικό χόσμο. Βρί-σκουμ-ε μιά τέτοια εύρύτερη θεώρηση σέ μιά αλ-λη σύγκριση
της πολιτικης μέ τήν φιλοσοφία, πού δέν τήν ταυτίζε^ (εΐτε χρονολογ^κά εΐτε
θεσμ,^κά) μέ τψ δημ-οκρατία.

Τό κρίνειν καί τό έπιλέγειν, μέ μιά ριζοσπαστι-κή εννοια, δημ-ΐουργήθηκαν στήν


Έλλάδα, καί αύτό εΐναι μία άπό τίς εννοιες της έλληνικης δημ-ΐουργίας της
πολιτικης καί της φιλοσοφί-ας. Μέ τή λέξη πολιτική... έννοώ... μιά συλ-λογική
δραστηριότητα, πού άντικείμ,ενό της εΐ-ναι ή θέσμ-ΐση της κοινωνίας ώς τέτοιας.
Στήν Έλλάδα εχουμ-ε τό πρώτο παράδειγμ-α μιας κοινότητας πού στοχάζεται ρητά
γιά τούς νό-μ.ους της καί άλλάζει αύτούς τούς νόμους... Όπως στήν έλλην^κή
πολιτική δραστηρ^ότη-τα ή ύπάρχουσα θέσμιση της κοινωνίας τίθε-ται σέ
άμ.φισβήτηση καί άλλάζει γιά πρώτη φορά, δμ-οια ή Έλλάδα εΐναι ή πρώτη κοινω-
νία δπου βρίσκουμ,ε τήν ρητή άμ,φισβήτηση της θεσμ.ισμ.ένης συλλογικης
παράστασης τοϋ κό-σμ-ου - δπου, δηλαδή, βρίσκουμ,ε τήν φιλοσο-φία.
(Καστορ^άδης, 1983β [1991]: 101-2)
"Αν ή πολιτική δέν περιορίζεται σέ ενα είδι-κό πολίτευμ,α, αύτό της δημ,οκρατίας
(πού ό Κα-στοριάδης πάντα τήν άποκαλεΐ «καθεστώς»), άλλά περιλαμ-βάνει τό δλο
πρόταγμ,α της πολι-τικης αύτονομ-ίας, μέ δλες τίς δόξες του καί τίς άθλιότητές του,
επεται δτι ή πολιτική θαπρεπε νά άποΒοΜ στήν δλη ίστορία τοϋ πολιτεύμ.ατος της
πόλης, άπό τό ξεκίνημ-ά του τόν 9ο αίώνα π.Χ. (Raaflaub, 1993: 77) μέχρι τόν
θάνατό του στήν πρωτοχριστιανική περίοδο (Hansen, 1993: 77) - μιά συνεχή
ιστορία συλλογικης αύτο-ε-ξέτασης καί αύτο-θέσμ.ισης γιά περισσότερους ά-πό 12
αίώνες.
Άνάλογη καί έξ ί'σου σημ-αντική παρατήρη-ση πρέπει νά γίνει καί γιά τήν
γενεαλογία της αύτόνομ.ης σκέψης. Ό Καστοριάδης ύποστήριξε δτι ή στιγμ-ή της
γέννησης της πολιτικης
δέν εΐναι ή βασιλεία τοϋ νόμ,ου ή τοϋ δικαίου, ουτε ή βασιλεία τών «δικαιωμ-άτων
τοϋ άν-θρώπου», ουτε καν ή ίσότητα τών πολιτών ώς τέτοιων, άλλά μ-αλλον ή
έμ.φάνιση της άμφι-σβήτισης τοϋ νόμ-ου στήν -καί μ.έσα άπό τήν- ένεργή
δραστηριότητα της κοινότητας. Ποιούς νόμ-ους πρέπει νά κάνουμ-ε; Έκείνη τή
στιγμ-ή γεννιέται ή πολιτική· δηλαδή, γεννιέ-ται ή έλευθερία ώς έλευθερία
κοινωνικο-ιστο-ρικά πραγματιχη. Καί αύτή ή γέννηση εΐναι άδιαχώριστη άπό τήν
γέννηση της ψιλοσοψί-ας» (Καστορ^άδης, 1998α [1991]: 164).
Δέν μ.ποροϋμ.ε νά χωρίσουμ-ε τήν γέννηση της
πολιτικης άπό τήν γέννηση της φιλοσοφίας, έ-
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
πειδή ό συλλογικός διαλογισμ.ός γιά τήν θέσμ-ΐση της κοινωνίας καί ή ρητή
άμ.φισφήτηση της θε-σμ.ισμ.ένης άναπαράστασης τοϋ κόσμ-ου ύποστη-ρίζονται
άμ,οιβαΐα. Έπομένως, ή έμ,φάνιση της φιλοσοφίας δέν πρέπει νά χρονολογεΐται,
δπως γί-νεται συχνά, άπό τήν δημ-ΐουργία της δημ-οκρα-τίας, άλλά πολύ νωρίτερα,
άπό τίς πρώτες ρη-τές σκέψεις γιά κρίση καί έπιλογή της σωστης θέσμ-ΐσης της
κοινωνίας.
Άκόμη παραπέρα, καί πάντα μέ τό ϊδιο πνεϋμ-α, ή ίδέα τοϋ τραγικοϋ πολιτεύμ.ατος
καί αύτή δέν θαπρεπε νά ταυτίζεται στενά μέ τήν ρη-τή αρθρωσή της καί τήν
συνειδητή θέσμ-ΐσή της στό θέατρο, άλλά μέ τό δλο πολιτικό πρόταγμ.α της
αύτόνομ,ης κο^νωνίας. Έτσι, αν καί εΐνα^ ά-κριβές κατά τά γεγονότα νά συνδέουμ,ε
στενά καί άποκλειστικά τό τραγικό εΐδος μέ τήν άθηναϊκή δημ-οκρατία, ή ίδέα τοϋ
τραγικοϋ θαπρεπε νά δι-ευρυνθεΐ πέρα άπό τό δημ.οκρατικό πολίτευμ-α, γιά νά
καλύψει τό σύστημ.α της πόλεως αύτης καθ' έαυτης.
Ή πόλις εΐναι πολύ σημ,αντικότερη άπό τή δημ-οκρατία καί κάπου τέσσερεις αίώνες
παλαιό-τερη. Βέβαια, ή πόλις πέρασε άπό διάφορα πολύ διαφορετικά πολιτεύματα,
δπως εΐναι ή άριστο-κρατία, ή όλιγαρχία καί ή τυραννία. Ή αύτονο-μία δέν
έπιτεύχθηκε, δέν διατηρήθηκε ή δέν ύπηρξε πάντοτε άντικείμ-ενο ύπεράσπισης. Ή
δημ-οκρατία δέν κυριάρχησε παντοϋ ουτε έπέτυ-χε πάντα άνόθευτες μ-ορφές.
Άκολουθώντας τόν Pierre Vidal-Naquet, ό Καστοριάδης σωστά δι-έκρινε δύο
ιστορικά σημ-εΐα καμ-πης, «δύο δη-μ-ΐουργίες. Ύπάρχει ή δημ-ΐουργία της πόλεως
ώς πόλεως, πού, στή συνέχεια, μ.ποροϋσε νά άποδει-χθεΐ όλιγαρχική ή τυραννική,
καί, άργότερα, κυ-ρίως στήν Άθήνα (γιά νά μ.ή μ.ποϋμ.ε στήν συ-ζήτηση γΐά τήν
Χίο), ύπάρχε^ ή δημ^ουργία της δημ-οκρατίας κατά κυριολεξία» (Καστοριάδης,
1992 [1996]: 121). Έτσι, ύπηρχαν δύο έπανα-στάσεις, πρώτα ή έμ.φάνιση της
πολιτικης καί άργότερα ή δημ-ΐουργία της δημ.οκρατίας. Τό πρό-ταγμ-α της
αύτονομ.ίας (ή άναζήτηση αύτο-θέ-σμ,ισης, ή άμ,φισβήτηση της παράδοσης, ή
άπόρ-ριψη τοϋ εξωθεν, ή άπαίτηση γιά δημ-όσιο άπο-λογισμ.ό, ή ήθική έξέταση της
διακυβέρνησης) δέν παγιώθηκε μέ κανένα ίδιαίτερο πολίτευμ-α, ουτε καν μέ τήν
δημ-οκρατία, άλλά έξακολούθη-σε νά άναπτύσσεται, θέτοντας τό πρόβλημ,α τοϋ
αύτο-περιορισμοϋ (μ-έτρον) καί άναζητώντας νο-μ.ιμ.ότητα χωρίς έξωτερικές
έγγυήσεις. Αύτό ά-κριβώς εΐναι πού εκανε τήν πόλιν αύτήν καθ' έ-αυτήν τραγικό
καθεστώς.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
Οί έπανειλημ.μ.ένες άναφορές τοϋ Καστοριά-δη σέ ένα «τραγικό πολίτευμ-α»,
καθώς καί ή αύ-στηρότητα μέ τήν όποία άπορρίπτει τή «μελο-δραμ-ατική πλευρά
[της άνθρώπινης δπαρξης], τήν ψεύτικη τραγωδία - έκείνη στήν όποία ή
καταστροφή ερχετα^ χωρίς άναγκαιότητα» (Κα-στορ^άδης, 1964-5 [1987]: 94), μας
έτΗτρέπουν νά προστατεύσουμ.ε τήν ίδέα τοϋ τραγικοϋ άπό τίς ύπαρξιακές
18ιοποϊψεις της, μέ τόν ίσχυρό θρησκευτικό προσανατολισμ.ό τους, σέ έργασίες
δπως εΐναι «Ή μεταφυσική της τραγωδίας» (The Metaphysics of Tragedy) τοϋ
Lukaacs (1911), «Ή τραγική εννοια της ζωης» (The Tragic Sense of Life) τοϋ
Unamuno (1912), «Περί τοϋ φαινομ-ένου τοϋ τραγικοϋ» (On the Phenomenon of the
Tragic) τοϋ Scheler (1915), «Ή σύγχρονη ψυχοσύνθεση» (The Modern Temper) τοϋ
Krutch (1929), «Είσαγωγή στή μεταφυσική» (Indroduction to Metaphysics) τοϋ
Heidegger (1935), «To θέατρο καί τό εΐδωλό του» (The Theater and its Double) τοϋ
Artaud (1938), «Περί τοϋ τραγ^κοϋ» (On the Tragic) τοϋ Jaspers (1947), «Ό
κρυμ,μ,ένος θεός» (The Hidden God) τοϋ Goldmann (1955), «Δοκίμιο περί τοϋ
τραγ^κοϋ» (Essay on the Tragic) τοϋ Szondi (1961) καί «Ή βία καί τό ίερό»
(Violence and the Sacred) τοϋ Girard (1972). Ή τραγ^κή σκέψη εΐνα^ ίστοριχτ^
φύσης (μολονότι τό ύλικό της τραγωδίας δέν εΐναι ή ίστορία, άλ-λά ό μ-ϋθος) καί,
συνεπώς, συμ.πτωμ.ατική καί σκεπτικιστική, δχι άπόλυτη ή θεωρητική. Τίπο-τα δέν
εΐναι τραγικό άπό μ-όνο του. Μόνο μιά πο-λιτική κατάσταση καί ή ήθική συμ-
περιφορά πού αύτή προκαλεΐ μ,πορεΐ νά εΐναι τραγικές. Ή τρα-γική κατάσταση δέν
εΐναι μιά ήθική σύγκρουση πού προκύπτε^ άπό διττή ύποχρέωση (καλό εναν-τι
καλοϋ, σωστό εναντι σωστοϋ). Συνίσταται στήν άγωνιστική άντιπαράθεση άνάμ-
εσα στόν νό-μο καί στήν διακυβέρνηση- καί στίς άπορρέουσες άνταγωνιστικές
νομ.ιμ.οφροσύνες καί τίς εύθϋνες άπέναντι στό ύπέρτατο κριτήριο της δικαιοσύνης.
Ύέτοιες νομ.ιμ.οφροσύνες καί εύθύνες άναπτύσσον-ται αμ-εσα άπό τήν σύμ.φυτη
ενταση άνάμ-εσα στόν πόλεμο καί στήν πόλη, στψ εριδα καί στήν δίχη, στόν άχώνα
καί στ
Ψ άγορά, στό νεϊχος καί στήν φιλία, στψ δύναμη καί στό μέτρο, στψ 86-ξα καί
στήν χρίση, στψ έλευθερία καί στήν τά-ξη, στψ ίσότητα καί στήν άναλογία.
Τό εΐδος της τραγωδίας έξερευνα τήν άντι-παράθεση μ,εταξύ νόμ,ου καί
διακυβέρνησης στό εσωτεριχό τοϋ ίδιαίτερου καθεστώτος της δημ.ο-κρατίας, τό
πολίτευμ-α τό δποϊο άνοιχτά άναγνω-

ρίζει καί δίνει θεσμ-ΐκή εκφραση στήν τραγική φύ-ση της πολιτικης. Άλλά τό
καθαυτό τραγικό δέν περιορίζεται στό εργο τών δραμ,ατουργών: εΐναι ενα
άναπόφευκτο χαρακτηριστικό κάθε πολι-τικης κοινωνίας· είδικά, ό τρόπος μέ τόν
όποΐον ύπάρχει ή έλευθερία σέ αύτήν τήν κοινωνία. AUTO πού εΐναι τραγικό δέν
εΐναι ή σύγκρουση δύο άξιών ΐσης, αν καί διαφορετικης, τάξης, άλλά ό άγώνας
διττών, άντιθετικών, λόγων γιά τήν εν-νοια της δικαιοσύνης καί, έπομ-ένως, γιά τό
εΐ-δος δικαίου πού θά επρεπε νά κυριαρχεΐ στήν κοι-νωνία τών πολιτών. Τό τραγικό
εΐναι άδιανόητο χωρίς άα^ορά καί άγώνα - χωρίς τόν διαφορι-κό χαρακτήρα τοϋ
κοινοϋ καλοϋ. Αύτό πού κά-νει Ιναν άγώνα τραγικό εΐναι δτι πρέπει νά μεί-νει
αλυτος, ό πολεμ.ικός χαρακτήρας του άνυπέρ-βλητος, ή έριστική του διάσταση
άσυμ,φιλίωτη. Αύτό πού λέει ό Καστοριάδης γιά τήν δημ-οκρα-τία ίσχύει γιά κάθε
πολιτική:
Ή δημ-οκρατία, δταν εΐναι άληθινή δημ,οκρα-τία, εΐναι τό καθεστώς πού ρητά
άποκηρύσσει κάθε εσχατη “έγγύηση” καί δέν γνωρίζε^ πε-ριορισμούς αλλους άπό
τόν αύτο-περιορισμό του. Άσφαλώς μ-πορεΐ νά παραβεΐ εναν τέτοιο αύτο-
περιορισμ.ό, δπως εγινε σέ τόσες περι-πτώσεις στψ ίστορία.- μπορεϊ ετσι νά περάσει
στήν λήθη ή νά μ.ετατραπεΐ στό άντίθετό της. Αύτό σημ-αίνει δτι ή δημ,οκρατία
εΐναι τό μ.ό-νο τραγικό πολιτιχό σύστημ.α - εΐναι τό μο-ναδικό σύστημ.α πού
AaxiviuveiJ«, πού άντι-μ-ετωπίζει άνοιχτά τήν δυνατότητα της αύτο-καταστροφης
του... Ή δημ-οκρατία ζεΐ πάντα μέσα στό πρόβλημ-α τοϋ αύτο-περιορισμοϊ) της, καί
τίποτα δέν μ,πορεΐ νά “έπ^λύσε^” αύ-τό τό πρόβλημ,α έκ τών προτέρων (Καστορ^ά-
δης, 1983α [1997α]: 316).
Νά προσπαθήσουμ-ε νά ύπερνικήσουμε τήν σύγκρουση αύτή, νά φιλοδοξήσουμ.ε
νά τήν δια-λύσουμε σημ-αίνει νά διαπράξουμ-ε τό εσχατο λά-θος, τήν αύθάδεια της
ένότητας καί συμ-φωνίας τοϋ ένός, όμ.ογενοϋς, πολιτογραφημ-ένου, κυρίαρ-χου
λόγου, πού άγκαλιάζει τά πάντα - τήν υ-βριν της λογικης.
Τό τραγικό εΐναι ή άναζήτηση άνθρώπινου μ-έτρου, πού μένει πιστή στήν
συγκρουσιακή φύ-ση της άλήθειας, γιατί δέν μ-πορεΐ νά προσφύγει σέ χάποια
έξωτερική άνώτερη αύθεντία - ή ά-ναζήτηση πού άποδέχεται πώς δέν ύπάρχει αλ-λο
μ-έτρο άπό τό άνθρώπινο μ-έτρο. Γι' αύτό εΐ-ναι διαποτισμ-ένη μέ άπορία,
έρωτήμ.ατα, ριζική

άμ-φιβολία, κίνηση, δράση, πάλη καί έκρήξεις ά-πελευθέρωσης. Τό τραγικό εΐναι


χοσμιχό, εΐναι ε-ρις καί ερως αύτοϋ τοϋ κόσμου, αύτής της κο-σμ,ικης τάξης. Εΐναι
ή άντιπαράθεση της δικαι-οσύνης τοϋ νόμ,ου (#καίον) καί της νομιμότητας της
δ^ακυβέρνησης Ο'σχύς) στήν πόλι δταν ή πο-λιτική εΐναι άποδεκτή ώς ή
εύγενέστερη άνθρώ-πινη πραγμ-ατικότητα. Ή τραγική σκέψη εΐναι ή έξονυχιστική
δ^ερεύνηση τοϋ τί εΐνα^ δίκα^ο (Sc-κη), άφοϋ εχε^ γίνε^ πρώτα άποδεκτό δτι αύτή
ή δ^ερεύνηση μ,πορεΐ νά εΐνα^ μ-όνο πολιτικό έρώτη-μα - δτι οί λόγοι
άντιπαρατίθενται άκριβώς έ-πειδή εΐναι διττοί καί εΐναι διττοί γιατί εΐναι φτιαγμ-ένοι
άπό γνώμ.ες. Άρχίζει μί τήν συνει-δητή, ήθική, ύπεύθυνη άναγνώριση τοϋ πολιτι-
κοϋ (δ,τι εχε^ σχέση μέ μιά θεσμισμένη ρητή έ-ξουσία) καί φτάνε^ σέ κάπο^α
άνώτερη 8ιχαιοσύ-νη, πού έξηγεΐ γιατί ή διαμ-άχη καί τό 8'ιχαιο εΐ-ναι άμ-οιβαΐα
συστατικά τό ενα τοϋ αλλου.
Γιά νά διευρύνουμ-ε ενα σχόλιο τοϋ Χέγκελ, ή ήθική δράση μ-πορεΐ νά όριστεΐ καί
νά πραγμ-α-τωθεΐ μ.όνο μέσω της τραγικης σύγκρουσης. Μιά θεμ-ελιώδης
προϋπόθεση της τραγικης χατάστα-σης εΐναι ή έλευθερία κρίσης καί έπιλογης, δη-
λαδή ή ήθική δυνατότητα νά άνταποκριθεΐ κα-νείς στήν έπίκληση τοϋ καθήκοντος
ένός πολίτη έκφράζοντας μιά γνώμ.η / δόξα καί παίρνοντας θέση στά δημ-όσια
πράγμ.ατα. Ή έλευθερία σέ μιά πολιτική κοινωνία εΐναι έξ όρισμ,οϋ τραγική γιά δύο
λόγους: πρώτον, διότι συνεπάγεται δράση δ-χι κατ' έντολή ή ύποχρέωση άλλά άπό
ύπευθυ-νότητα / αΐδώ καί, δεύτερον, διότι προϋποθέτει τελειότητα μ-άλλον παρά
πόνο. Έπί πλέον, σέ ό-ξεία άντίθεση μέ τίς ύποσχέσεις γιά λύτρωση ή σωτηρία, τίς
όποΐες έγγυαται ή θεοδικία, ή έλευ-θερία δέν εΐναι παρά-δοξη άλλά 8olo-loyixrh εΐ-
ναι, δηλαδή, ή ϊδια ή μ.όνη της έγγύηση καί ά-ναγνώρ^ση. Έτσι, τήν έπίκληση τοϋ
Καστορ^ά-δη γιά αύτονομ-ία μ.ποροϋμ.ε νά τήν διαβάσουμ,ε μέ δλη τήν
έπιτακτικότητά της:
Πρέπει νά κατανικήσουμ-ε τήν ήθική της έτε-ρονομ-ίας. Καί γιά νά τό κάνουμ-ε
αύτό, πρέ-
πει πρώτα νά κατανικήσουμε τήν πολιτική της έτερονομ.ίας. Χρειαζόμ.αστε μιά
ήθική της αύτονομ.ίας, ή όποία μ-πορεΐ νά συναρθρωθεΐ μ.όνο μέ μιά πολιτική της
αύτονομ.ίας... Εΐτε άσκεΐται στό άτομ.ικό εΐτε στό συλλογικό έπί-πεδο, μιά τέτοια
αύτονομία προφανώς δέν προ-σφέρει αύτόμ.ατη άπάντηση σέ δλα τά έρωτή-μ.ατα
πού θέτει ή άνθρώπινη υπαρξη. θά πρέ-πει νά συνεχίσουμ-ε πάντα νά ζοϋμ.ε τήν
ζωή
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
μας ύπό τίς τραγικές συνθηκες οί όποΐες χα-ρακτηρίζουν αύτήν τήν ζωή, γιατί δέν
ξέρου-μ.ε πάντα ποϋ εγκειται τό καλό καί τό κακό, εΐτε στό άτομιχό έπίπεδο εΐτε στό
συλλογικό έπίπεδο. (Καστορ^άδης, 1993, [19976]: 121-2).
Αύτή εΐναι ή τραγική πολιτική τήν όποία ό Καστοριάδης καί τήν άναγνωρίζει καί
τήν ύπε-ρασπίζεται. Εΐναι έπίσης τό πνευμ,ατικό περιβάλ-λον τό όποΐο γέννησε τήν
φιλοσοφία ώς συστη-μ.ατικό στοχασμ.ό της πόλης πάνω στόν τραγικό χαρακτήρα
της αύτόνομ-ης φύσης της καί της πολιτικης γενικά. Ό φιλοσοφιχός στοχασμ.ός δέν
αρχισε μέ τψ δημ-οκρατία στίς άρχές τοϋ 5ου αϊ-ώνα, άλλά κατά τόν Ίο αίώνα, δταν
οί άρχαΐοι νομ-οθέτες εθεσαν γιά πρώτη φορά ρητά τό ζή-τημ,α δ χΐ τοϋ νόμ,ου (πού
ήταν άκόμ,η παλα^ότε-ρο) ουτε της δικαιοσόνης, άλλά της θέσμ,^σης. Ή πρώιμη
(γνωστή συνήθως ώς «Προσωκρατ^κή») ψιλοσοψία εΐναι καί αύτή τραγική, δπως
καί τό σύστημ.α της πολιτικης κοινωνίας ή όποία τήν παρήγαγε καί τή γαλούχησε.
Πολύ πρίν άπό τήν έμ.φάνιση τοϋ δράμ-ατος ώς θεσμ-ΐκης καί δημ.ο-κρατικης
εκφρασης της τραγικης σκέψης, τό τραγικό βρηκε τήν πρώιμη διατύπωση καί άπο-
σαφήνισή του στήν πρώτη φιλοσοφία, τήν φιλο-σοφία τοϋ νά εΐναι κανείς πολίτης.
Μποροϋμ,ε νά καταλάβουμ-ε καλύτερα τόν χαρακτήρα της καί τό ένδιαφέρον της
γιά τήν αύτονομ.ία, αν χοιτά-Ιουμε ενα άπό τά πιό πρώιμ-α δείγμ-ατά της, συγ-
κεκριμ-ένα, τήν σκέψη τοϋ Σόλωνα, δπως αύτή περιέχεται στήν διάσημ-η έλεγεία
του στήν εύνο-μία.
Στούς νεώτερους χρόνους δέν ήταν άρεστό ή εύχολο νά συζητεΐ κανείς γιά τόν
Σόλωνα (περί-που 640-περίπου 559 π.Χ.), αν καί στήν άρχα^-ότητα τόν θαύμ,αζε
δλος ό κόσμ,ος. Δέν ήταν ά-ρεστό, γιατί οί περισσότεροι ιστοριχοί χαί πολι-τιχοί
συγγραφεΐς, άπό τόν Machmvelli ώς τόν Malby καί άπό τόν John Adams ώς τόν
Mifford (Roberts, 1994), βρηκαν δτι οι μεταρρυθμίσεις του ήταν άξιοθρήνητα
άνεπαρκεΐς. Σπάνιες εΐναι οί θετικές άξιολογήσεις, δπως τοϋ Schiller στό «Ή νομ-
οθεσία τοϋ Λυκούργου καί τοϋ Σόλωνα» (The Legislation of Lycurgus and Solon
-1790), τοϋ Hegel στήν «Φιλοσοφία της Ίστο-ρίας» (Philosophy of History) καί τοϋ
Jaspers στό Βοχίμιό του «Solon» (1948). Δέν ήταν ευ-χολο, γιατί φαίνεται άδύνατο
νά τόν τοποθετήσει κανείς σέ Ιναν καί μόνο, οϊχεϊο ρόλο. Άνθολογή-θηκε ώς
ποιητής, συζητήθηκε ώς νομ-οθέτης καί
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ

75
1
r Ί L k
ί

άγνοήθηκε ώς ψιλόσοψος (μολονότι στόν Bfo του άποκαλεΐται φιλόσοφος). Οί


συνθέσεις του, μέ
τήν μ.εγάλη εμ-φαση πού δίνουν στόν πολιτικό στοχασμό, δέν ταιριάζουν μέ τό
κυρίαρχο μ.οντέ-λο άρχαϊκης λυρικης ποίησης. Ό Η. Diels δέν τόν περιέλαβε στά
Άποσπάσματα τών Προσω-χρατιχών του, εργο πού αφησε έποχή, ουτε, ά-πό δσο
μ.πορώ νά ξέρω, κανένας άπό τούς μ.ετα-γενέστερους εώικούς αύτης της
φιλοσοφικης πε-ριόδου προσπάθησε νά τόν προσθέσει στό corpus. Περιγράφεται ώς
πολιτιχός, άλλά τότε τό πολι-τικό του πρόγραμ.μ.α, δπως συνοψίζεται στά δικά του
λόγια, κρίνεται άσαφές. Στίς Ήνωμένες Πο-λιτεΐες, δπου πόλεις εχουν πάρει τό
δνομ.ά του καί οί γερουσιαστές άποκαλοϋνται συχνά «Σόλω-νες», εγινε άντικείμ,ενο
μιας ακριτης γοητείας στήν λαϊκή πολιτική φαντασία ώς ό άρχετυπικός νομ-οθέτης.
Ποϋ άνήκει; Άφοϋ αύτό εΐναι άκόμ,η δύσκολο νά προσΒιοριστεϊ, παραμ-ένει μιά
άκαθό-ριστη, ύβριδική φιγούρα. Οί κατηγορίες μ.ας δέν εΐναι κατάλληλες γι' αύτήν
τήν δουλειά. Σύγχρο-νος τοϋ θαλη, εζησε σέ μιά περίοδο κατά τήν 6-ποία ή
λειτουργία τοϋ διανοουμ-ένου δέν εΐχε δια-ψοροποιφϊ άκόμ.η σέ άποχλειστιχά εργα
καί εί-δικές θέσεις. Πολιτικός, ρήτορας, ποιητής, ήθο-ποιός, νομ-οθέτης, κοινωνικός
μ.εταρρυθμ.ιστής, στρατιωτικός ήγέτης, ταξιδιώτης τοϋ κόσμ-ου, φιλόσοφος - ό
Σόλων φαίνεται δτι ήταν δλα αύ-
τά. Ώς άποτέλεσμ.α δλων αύτών τών δυσκολιών, παραλείπεται άπό τίς περισσότερες
ίστορίες. Ή ιστορία της ποίησης ένδιαφέρεται περισσότερο γιά τίς προσωπικές
φωνές της πρώιμης άτομι-κότητας ή γιά τό κύρος μ-εταγενέστερων μ-ορφών, δπως
εΐνα^ ό θέογν^ς (πού ήταν μιά γεν^ά νεώ-τερος άπό τόν Σόλωνα) καί ό Πίνδαρος. Ή
ιστο-ρία της πολιτικης ξοδεύει τόν σεβασμ.0 της στόν Κλεισθένη γιά τίς
μ.εταρρυθμ.ίσεις του τό 508, αν καί δέν εχουμ,ε ουτε μιά λέξη δική του. "Οσο γιά τή
ψιλοσοψία, τουλάχιστον μ.ετά τόν νεαρό Νίτσε (καί μέσω τοϋ Χά^ντεγκερ, της
"Αρεντ, τοϋ Ντερ^ντά καί τοϋ ΐδ^ου τοϋ Καστορ^άδη), αύ-τή ακουγε πάντα τό
πρώτο αγγελμ.α της ελευ-σής της στό σκοτεινό άπόσπασμ.α τοϋ Άναξίμαν-δρου,
πού ήταν κάπου 30 χρόνια νεώτερος άπό τόν Σόλωνα (καί τοϋ όποίου ή σύντομ,η
δήλωση άπηχεΐ λέξε^ς καί ίδέες τοϋ Σόλωνα). Έτσι, τά 40 καί πλέον άποσπάσμ.ατα
τοϋ Σόλωνα, μ-ερικά άπό αύτά έκτενη, εργο μισοϋ αίώνα, έξακολου-θοϋν νά παραμ-
ελοϋνται αδικα, αν καί μ.ας βοη-θοϋν νά άνασυστήσουμ.ε τήν καλύτερα τεκμ-ηρι-
ωμ.ένη έλληνική μ.ορφή διανοουμ-ένου πρίν άπό τόν Σωκράτη. «Ό Σόλων -άκόμη
καί μέ τέτοιους προγόνους, δπως εΐναι ό Ήσίο8ος καί ό Άρχίλο-χος - εΐνα^ ό πρώτος
Έλληνας πού εΐνα^ πραγ-μ-ατικά κατανοητός σέ μ.ας καί ώς πρός τήν ί-στορική του
θέση καί ώς πρός τήν άτομ.ικότητά

του» (Ehrenberg, 1946: 82). Αύτό πού τόν κά-


νει έντελώς άπρόσιτο εΐναι ή άδυναμ-ία μ.ας νά το-ποθετήσουμ-ε τήν παρουσία του
στό κατάλληλο πολιτικό (μ,αλλον, παρά Ιστορ^κό) πλαίσ^ο. Μιά άνάλυση της
έλεγείας του στήν εύνομ-ία μέ δρους της πολιτικης θεωρίας μ,πορεΐ νά μ.ας
βοηθήσει νά καταλάβουμ-ε τόν άδιαφοροποίητο, άπαραβία-στο, συμ-παγή ρόλο του
ώς διανοούμ.ενου πολιτι-κοϋ στήν αύγή της δυτικης φιλοσοφίας.
Ή μ,ακρά παράδοση της έλεγείας, τοϋ ποι-ητικοϋ εΐδους πού χρησιμ,οποίησε ό
Σόλων, εΐναι πάρα πολύ ένδιαφέρουσα. Έξέλιξη τοϋ έπικοϋ έ-ξαμ-έτρου, πού
έμ.φανίστηκε στήν Ίωνία τόν 8ο αίώνα π.Χ., άπέκτησε καινούργια σημ-ασία δταν
χρησιμ-οποιήθηκε στούς πολέμ-ους τοϋ 7ου αίώνα π.Χ. γιά νά έμ-πνέει τούς
πολεμ.ιστές δχι μ.όνο μέ τήν έλπίδα της νίκης άλλά καί μέ τήν άγάπη της πόλεώς
τους. Έτσι, τό εΐδος αύτό έξέφραζε τόν συνδυασμ,ένο πολεμικό καί πολιτικό
(Λαμ,πρόπου-λος, 1995: 3-5) χαρακτήρα της άρχαίας πόλης. «Ό Καλλίνος καί ό
Τυρταΐος σημ.αδεύουν τήν δημ-ΐουργία αύτης της πολιτικης έλεγείας, πού ε-μ-ελλε
νά άκούγεται γιά δσο ή έλληνική πόλις εΐ-χε δική της ζωή καί δσο τόν ποιητή δέν
τόν εΐ-χε άντικαταστήσει ό ρήτορας» (Lesky, 1966: 120). Ή έπόμ,ενη φάση της
έλεγείας ήλθε στό τέλος της άρχαϊκης έποχης, δταν δύο ποιητές ε-δωσαν μ-εγάλη
προτεραιότητα στήν πολιτική ά-ρετή, στό σθένος τοϋ πολίτη. Έδώ, «άντί γιά έ-ναν
πολεμ-οχαρή ζηλο, κοντά άκόμ.η στό έπικό μ-οντέλο, εχουμ-ε στόν Σόλωνα καί
στόν θέογνι τήν μ-αρτυρία δύο άνδρών που συμ.μ.ετεΐχαν στίς πολιτικές
συγκρούσεις του καιροϋ τους καί στο-χάστηκαν πάνω σ' αύτές» (de Romilly, 1985:
30). Ένώ προηγουμ-ένως ή έλεγεία εδινε μιά μ-άλλον πολεμ-οχαρή εκφραση στήν
πολεμ.ικοπο-λιτική ταυτότητα της πολιτείας τών πολιτών, τώρα παίρνουν
προτεραιότητα rfiixo-πολιτιχά έν-διαφέροντα. Ή διαφορά εΐναι προφανής στά ερ-γα
τοϋ ΐδιου τοϋ Σόλωνα. Ένώ μιά πρώιμ-η έλε-γεία (άποσπάσματα 1-3) προέτρεπε
τούς Άθη-ναίους νά πολεμ-ήσουν μέ τά Μέγαρα γιά τήν κα-τοχή της νήσου Σαλαμ-
ίνας, ή έλεγεία της εύνο-μ.ίας έξερευνα τά έγγενη χαρακτηριστικά της καλώς
όργανωμ-ένης πολιτείας. Αυτό τό ποιητι-κό εΐδος ήταν πολύ κατάλληλο γιά τήν
διαπαι-δαγώγηση τών πολιτών, δεδομ-ένου τοϋ σαφώς δημ-όσιου χαρακτήρα του. Ή
άρχαία έλεγεία ή-ταν άπό τήν φύση της διδακτική, συμ-βουλευτι-κή, παιδαγωγική.
Άπευθόνεται πάντα εΐτε σέ μιά κοινότητα -σέ εναν κύκλο φίλων, συμ-πολε-μιστών,
πολιτικών συντρόφων ή σέ κοινωνικές
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
συναθροίσεις, ή σέ δλη τήν πόλη - εΐτε σέ ατο-μ.α-μ.έλη ένός τέτοιου κύκλου, πρός
τά όποΐα στρέφεται ό όμ.ιλητής λόγω τοϋ έσώτερου δεσμ.οϋ του μέ αύτήν τήν
κοινότητα, άκόμ.η καί έκεΐ πού δρα πλήρως ώς ατομο (Jaeger, 1966: 81). Ό Σόλων
άπευθύνεται μόνιμα σέ ενα κοινό στήν ά-γορά καί στούς δρόμ-ους - σέ όλους τούς
κύ-κλους καί τίς συναθροίσεις δπου διαμ.ορφώνεται γνώμ-η καί παίρνονται
άποφάσεις. Άπήγγελλε τήν ποίησή του δημ-οσίως, θέτοντας θέμ-ατα στο-χαστικοϋ ή
διαβουλευτικοϋ ένδιαφέροντος, πού ε-πρεπε νά άντιμ-ετωπιστοϋν συλλογικώς καί
έγ-γενώς.
Ίδού τό πληρες σωζόμ-ενο κείμ-ενο της έλε-γείας:
Ή πόλις μ.ας ποτέ δέν θά καταστραφεΐ άπό τήν θέληση (ochocv) τοϋ Δία / ή άπό τίς
έπι-θυμ-ίες τών μ,ακάρων άθανάτων θεών / διότι ή μ,εγαλόκαρδη {μεγάθυμος)
φύλαξ (έττίσκοττος), κόρη δυνατοϋ πατέρα, / ή Παλλάς Άθηνα, τήν προστατεόει. /
Άλλά οί πολίτες (άστοί) θέλουν νά καταστρέψουν τήν μ,εγάλη (πόλιν) / μέ τήν
άφροσύνη τους (ά^α^σίν), παρασυ-ρόμ,ενο^ άπό τά χρήμ,ατα (χρήμασι) I καί οί ή-
γέτες τοϋ δήμ,ου εχουν αδικες σκέψεις / καί σίγουρα πολλά δεινά θά ένσκύψουν έξ
αίτίας της μ,εγάλης άλαζονείας (δβριος) I διότι δέν ξέ-ρουν (έττίστανταθ νά
συγκρατοϋν τήν άπλη-στία (κόρον)/, ουτε νά εχουν μ,έτρο καί εύπρέ-πεια (κοσμεϊν)
στίς παροϋσες άπολαύσεις / τών συμ,ποσίων (&ίτός)./
καί άποκτοϋν πλοΰτο άκολουθώντας αδικες πράξε^ς (φ7ίΛ«σΟ.
ουτε ύπολογίζουν αν τά κτήμ,ατα εΐναι ίερά ή δημ-όσια καί κλέβουν / άρπάζοντας ό
ενας ά-πό δώ κι ό αλλος άπό κεΐ, / ουτε σέβονται τά σεμ,νά θεμ.έλ ΐα (θε^εθλα) της
δ^κα^οσύνης (Ζΐί-κτ^ς), / ή όποία αν καί σ^ωπηλή, γνωρίζε^ κα-λά τά γ^γνόμ,ενα
καί τά παρελθόντα (έόντα) / καί ερχετα^ πάντα (ττάντως) στήν πορεία τοϋ χρόνου
γιά νά τιμωρήσει (άττοτΏσο/^ντ?). / Αυ-τά φέρνουν σέ δλη τήν πόλιν άναπόφευκτη
συμ-φορά (ελκος) / καί πολύ γρήγορα κακή δουλεία (ίο^οσΰντ?), / ή όποία προκαλεΐ
έμ.-φύλ^α δΐαμ.άχη (στάσίν) και ξυπνα τόν κοιμώ-μ-ενο πόλεμ-ο / ό δποϊος
καταστρέφει τήν δμ,ορ-φη νεότητα πολλών. / Έξ αίτίας τών έχθρο-τήτων τών
πολιτικών συντεχνιών πού εΐναι ά-γαπητές (φίλαις) / στούς άδ^κοϋντες (άδιχοΰ-
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
ad, πολύ γρήγορα φθείρεται ή πολυαγαπημ,έ-νη (πόλις). / Αύτά τά χαχά συμ,βαίνουν
στόν δημ.ο, πολλοί δέ φτωχοί φεύγουν σέ ξένες χώ-ρες / πουλημ-ένοι ώς δοϋλοι καί
δεμ-ένοι μέ ά-
νάρμ-οστα δεσμ-ά./
Έτσι ερχετα^ τό δημ-όσ^ο κακό στό σπίτ^ τοϋ καθενός, οί δέ θύρες της αύλης / δέν
μ,ποροϋν νά τό συγκρατήσουν καί πηδα πάνω άπό τόν ύψηλό τοϊγ^ο χαί βρίσκει /
άκόμ,η κι έκεΐνον πού εχει καταφύγει στήν πιό κρυφή γωνία τοϋ σπι-τιοϋ. / Αύτά μέ
διατάσσει ή καρδιά μ,ου (0ϋ-^ος) νά δ^δάξω (διδάξαι) στούς Αθηναίους, / δ-τι
δηλαδή ή Δυσνομ-ία προκαλεΐ πλεΐστα κακά στήν πόλιν, / ένώ ή Εύνομ-ία βάζει τά
πάντα σέ τάξη (εύ'κοσ^) καί άρμ,ονία (άρτια) I χαί θέτει συχνά δεσμ-ά στούς
άδίκους. / Πραόνε^ τήν τραχύτητα, παύει τήν άπληστία, έξαλεί-φει τήν άλαζονεία
(δβριν), I ξηραίνε^ τά άναφυ-όμ,ενα ανθη της συμ,φορας (άτης), / δ^ορθώνε^
(εύθύνει) τίς άδ^κίες (δίχας σχολιάς), πραόνε^ τούς / ύπερόπτες (ύπερηφανα), παύει
τά εργα της διχόνοιας (Λχοστασίζ?) / καί τήν όργή (χό-λον) της όδυνηρης δΐαμ.άχης
(εριδος), δλα δέ τά πράγμ-ατα / τών άνθρώπων μέ αύτήν εΐναι άρ-μ,ον^κά 03ρτ<«)
καί συνετά (πινυτά)./
Ή άρχή κιόλας τοϋ ποιήμ-ατος προϋποθέτει καί έπαναβεβαιώνει μιά ήθικο-πολιτική
αύτο-κα-τανόηση της κοινωνίας: «Ή πολιτεία μ.ας τών πολιτών / 7Γ<5λί?...». «Αύτό
πού, στήν άρχαιότη-τα, έπικρέμ-αται πάνω άπ' δλα εΐναι ή ίδέα δτι ό νόμ.ος εΐμ.αστε
έμεϊς, δτι ή πόλίς εΐμ.αστε έμ.εΐς» (Καστορ^άδης, 1990 [19976]: 94-5). Αύτό εΐ-ναι
καί τό θέμ.α καί τά συμ.φραζόμ.ενα καί τό κεν-τρικό σημ-εΐο καί τό άκροατήριο της
έλεγείας: ή πολιτεία τών πολιτών, ή πολιτεία ώς δικαίωμ-α τών πολιτών, ή
δυνατότητα καί τό μ-έλλον μιας πολιτείας, πού συνίσταται δχι στό πάτριον εδα-φος,
στήν έθνότητα τοϋ αί'μ.ατος, σέ βασιλική διαταγή, σέ θεία έντολή, σέ προγονική
παράδο-ση ή σέ όποιαδήποτε αλλη προηγούμ.ενη δικαίω-ση, άλλά στό δτι σέ αύτήν
άνήκουν δλοι μ.αζί οί πολίτες της. Όλόκληρο τό ποίημ-α εΐναι ενας στοχασμ.ός
πάνω στήν τάξη, τήν έλευθερία καί στήν εύθύνη αύτοϋ τοϋ «άνήκειν».
Τό πρώτο καί μ,εγαλύτερο μ,έρος (στίχοι 1-30) ehai διαγνωστικό. Ή πολιτεία εΐνα^
σέ σο-βαρό κίνδυνο καί άντιμετωπίζει καταστροφή. Οί αίτίες εΐνα^ καί πάλι δχι
έξωτερ^κές (ή όργή τών θεών) άλλά έσωτερ^κές (οί άποτυχίες τών κατοί-κων). Ή
«μ,εγάλη» καί «δμ,ορφη» πολιτεία δέν

θά άφανιστεΐ άπό τήν βούληση τοϋ Δία, άλλά ά-πό τά άστιχά έλαττώμ-ατα τών
πολιτών της / (άστοί). Τά δσα επονται ehai ή «παλα^ότερη πο-λιτική αίτιολογία»
(Jaeger, 1966:94). Δύο όμ,ά-δες εύθύνονται γιά τήν τρέχουσα κρίση: οί κοινοί
ανθρωποι καί οί ήγέτες τους. Άλλά ή εύθύνη δέν μοιράζεται έξ ΐσου. Μόνο 2 στίχοι
άφιερώνονται στίς άποτυχίες τών πολιτών, άλλά 23 στίχοι στίς άποτυχίες τών
ήγετών τους. Τό σφάλμ-α τών κο^νών άνθρώπων (ί^ος) εΐνα^ δτι τό κυνή-γι τοϋ
πλούτου μ-πορεΐ νά τούς όδηγήσει στήν τρέλλα. Παρατηροϋμ.ε έδώ τήν διευρυμ-
ένη σημ.α-σία τοϋ δήμ,ου, πού ήλθε μέ τήν καινούργια πο-λιτική έπίγνωση. Καθώς
οί πολίτες εγιναν ενα δλο καί πιό συνειδητό καί ένεργό στοιγ^εϊο στψ πολιτική
διαδικασία, τό παλαιότερο, άδιαφορο-ποί-^ο νόημ,α τοϋ ί^^ (= πόλις) κατέληξε νά
εχει μπολιάσει τό παλαιότερο νόημ.α μέ ένα είδι-κότερο κοινωνικο-πολιτικό νόημ.α.
Γιά τόν Σό-λωνα 8ημος «δέν σήμ-αινε ουτε τήν δλη κοινότη-τα (πόλιν) ούτε “τούς
κο^νούς άνθρώπους” ή “τίς μ-άζες”, σημ,ασία μέ τήν όποία χρησιμοποιήθηκε
άργότερα αύτός ό δρος, άλλά άποκλειστικά καί μ-όνο τούς πολίτες της μ,ειοψηφίας
ή όποία ήταν σέ θέση ίσχύος καί έλέγχου» (Donlan, 1970:391).
Οί άποτυχίες της κυβερνώσας τάξης, τών εύγενών, εΐναι πολύ περισσότερες καί
πολύ σοβα-ρότερες. Φτάνουν σέ μιά άπόλυτη άδιαφορία γιά τήν δικαιοσύνη. «Ό
κατάλογος τών σφαλμ-άτων της άριστοκρατίας εΐναι έντυπωσιακός: άπλη-στία,
άδικία, βία, ύπερβολή, ερωτας γιά χλιδή, φατριασμ.ός, ύπεροψία. Οί συμ-φορές πού
παράγει αύτή δηλώνονται σέ συνάρτηση μέ τή ζημιά πού κάνουν σέ όλόκληρη τήν
κοινότητα. Ό Σόλων στά ποιήμ.ατά του άντανακλα πιστά τά κυριότε-ρα στοιχεΐα της
όπτικης τοϋ κοινοϋ άνθρώπου γιά τήν άρ ΐστοκρατία» (Donlan, 1980:72). 01 πρά-ξεις
τών ήγετών εχουν όλέθριες συνέπειες γιά 6-λόκληρο τόν πληθυσμ.ό. Στήν πατρίδα,
ή πολι-τεία γνωρίζει πολιτική διχόνοια, πόλεμο, θάνατο της νεολαίας της. Στό
έξωτερικό, πολλοί φτω-χοί πωλοϋνται σέ ξένα χέρια καί ύφίστανται τίς ταπεινώσεις
της δουλείας. Δέν ύπάρχει τρόπος νά ξεφύγει κανείς άπό αύτές τίς συμ-φορές, για-τί
οι συνέπειές τους άγγίζουν δλους, άκόμ.η καί δταν κρύβονται σπίτι τους.
Άν καί μ-έμ-φετα^ καί τίς δύο όμ-άδες, ό Σό-λων παίρνει καθαρά τό μ.έρος τοϋ
δήμ.ου καί πα-ρουσιάζει τήν παροϋσα κατάσταση ώς μιά κρίση της διακυβέρνησης.
Ή κυβερνώσα τάξη δια-πράττε^ υβρ^ν, γεννα δ^χασμ.0 (στάσις) χαί εγ^ει

ώς έκ τούτου τήν πρωταρχική εύθύνη. Τά τωρι-νά βάσανα (στά δποϊα


περιλαμβάνεται καί ή ά-πε^λή έμφύλιου πολέμ,ου, τυραννίας καί δουλείας) εχουν
πολιτική προέλευση. Στήν κριτική του γιά τήν όλιγαρχική διοίκηση, ό Σόλων
προσφέρει τήν πρώτη παθολογία τοϋ πολιτικοϋ σώμ.ατος. Ή νομ.ιμ.ότητα καί ή
διαχείριση της διοίκησης δια-κυβεύονται. Τό έρώτημ,α, έπομ-ένως, εΐναι πώς θά
επρεπε νά κυβερναται «ή πολιτεία μ.ας τών πο-λιτών». Ή άπάντηση, δπως θά
δοϋμ,ε, εΐναι «Μέ τρόπο πού νά άντανακλα καλύτερα τό δ™ (ή πο-λιτεία) εΐνα^
“δική μας”».
"Ας δοϋμ-ε άπό πιό κοντά τά προβλήμ,ατα της άριστοκρατικης διοίκησης. Τί κακό
εχει ό δικός της τρόπος διακυβέρνησης; Γιατί εφερε τήν πο-λιτεία στό χεϊλος της
καταστροφης; Ή αϊτιολο-γία εΐναι ξεκάθαρη: οί εύγενεΐς εχουν φαϋλο μυ-αλό,
ύποκύπτουν στόν κορεσμ.0 (κόρον), επώιώ-κουν φαϋλες πράξεις, διαπράττουν υβριν
καί όδη-γοϋν τήν κυβέρνηση σέ σύγχυση (άτψ). «Κό-ρος-δβρις-άτη: κορεσμ-ός καί
ύπερβολή έν άφθο-νία έκτρέφουν παρανομ-ία πού έπιφέρει κατάρρευ-ση. Τό δτι
αύτή εΐναι ή φυσική πορεία τών γε-γονότων εγινε άργότερα στήν έλληνική λο^οτε-
χνία κοινός τόπος, άλλά ό Σόλων ήταν έκεΐνος πού πρώτος έξήγησε γιατί αύτή ή
άλληλουχία εΐνα^ άναλλοίωτη» (Versenyi, 1974: 94). 01 εύ-γενεΐς δέν
καταλαβαίνουν δτι ή αίσχρή συμ,περι-φορά τους πέφτει αμ.εσα έπάνω σέ όλόκληρη
τήν πολιτεία, δτι τό δημ-όσιο κακό, άναπόφευκτα, πληγώνει δλους. Προκαλοϋν
πολιτική διχόνοια διότι, άντί νά δροϋν ώς φίλοι της πολιτείας, συμ.-περιφέρονται ώς
φίλοι ό ενας τοϋ αλλου καί έ-χθροί της πολιτείας. Καί αύτό όφείλεται στό δ-τι δέν
σέβονται τά θεμ,έλ^α της δ^αιοσύνης (#-κτ^), δέν άναγνωρίζουν τήν άμ,οιβαιότητα
πού ρυθμ-ίζει τίς σχέσεις μ.εταξύ τών πολιτών, δέν ά-ποδέχονται δτι οί πολίτες εΐναι
ύπεύθυνοι γιά τήν εύημ-ερία της πολιτικης κοινότητας καί δχι μ.όνο γιά τήν
εύημ,ερία τών συμ,μ,άχων τους (^ίλοθ. "Ε-τσι, ένώ έπιδίδονται στήν άπείθαρχη,
αδικη, ά-πολιτική συμ-περιφορά τους, δέν δίνουν σημ-ασία στόν υψιστο κανόνα,
τόν κανόνα της Βιχαιοσύ-νης, ή όποία μ-πορεΐ έπί τοϋ παρόντος νά σιωπα, άλλά
ξέρει καλά τί γίνεται καί τί εγινε πρίν καί πάντα ερχεται τήν κατάλληλη στιγμ-ή γιά
νά δι-εκδικήσει δ,τι της όφείλεται: τήν πληρωμ-ή γιά τήν άδικία καί τήν τιμ-ωρία γιά
τήν δβρι, πού συμ-μ-ετέχουν ήδη στήν άρχική άμ,οιβαιότητα της πολιτικης ενωσης,
τοϋ αύτόνομ.ου κανόνα, της συνειδητης καί άντανακλαστικης θέσμ.ισης της
κοινωνίας.
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
Ή άρχή της κυβερνώσας άμ,οιβαιότητας τοϋ Σόλωνα προϋποθέτει τήν θεά Δίκη /
Δίκαιον τοϋ Ήσιόδου. Στήν θεογονία (901), οί κόρες τοϋ Διός καί της θέμ.δος
("Εθψο-Νόμ,ος) εΐνα^ οί Ώ-ρες/Έποχές (οί δυνάμ,ε^ς της τάξης στήν φύση), ή
Εύνομ-ία / Καλή Δ^ακυβέρνηση, ή Δίκη / Δί-κα^ον, ή Είρήνη (ή δύναμ,η της τάξης
στήν κοι-νωνία) καί οί τρεΐς Μοΐρες / Μοΐραι. Άποτελών-τας έξέλιξη τών έννοιών
«άτραπός», «δριο», «ε-θιμο», «έκδίκηση» ή «τιμωρία», καί «κρίση», ή δίχη
προσωποποιεΐται έδώ γιά πρώτη φορά ώς θεά τοϋ δικαίου πρίν νά γίνει ή άφηρημ-
ένη ίδέα της δ^οσύνης στόν Σόλωνα (Thomson, 1977: 232). Ή δ^οσύνη δέν εΐνα^
πιά μ.όνο μιά δια-δικασία καί ή έτυμ.ηγορία της, μιά έκδίκαση καί ή κατάληξή της
πού ερχεται άπό τήν καθημ-ερι-νή πραγμ-ατικότητα. Ό Ήσίο8ος έπινοεΐ μιά εϊ-δική
γυναικεία θεότητα, τή Δίκη, μέ δική της έ-ξουσία, ή όποία «άντικατέστησε τήν τιμ-ή
ώς κεντρική άρετή γιά τήν κοινότητα καί τούς ήγέ-τες της...» (Murray, 1993: 61).
Έπειδή άφο-ροϋσε τό κο^νό καλό (ώς άντιτιθέμενο στίς άτο-μικές άπαιτήσεις), ή
δ^κα^οσύνη μεταχόμισε άπό τό δικαστήριο στήν άγορά καί μ.πηκε στόν πολι-τιχό
λόγο. Έξελίχθηκε σέ θεά τοϋ Δικαίου, πού ό ρόλος της μ-πορεΐ νά γίνει άντικείμ.ενο
ύπερά-σπισης καί άμ.φισβήτησης. Οί χοινοί ανθρωποι γνωρίζουν τήν
καλοπροαίρετη παρουσία της, οί διοικοϋντες τήν έκδίκησή της, πού προκαλεΐ δέ-ος.
«Οί θεοί τοϋ Όμήρου λησμ.ονοϋν καμιά φο-ρά τό καλό καί τό κακό, αν καί
έπιβραβεύουν ή τιμ.ωροϋν κατά περίπτωση θνητούς γιά λόγους ή-θικης· άλλά οί
θεοί τοϋ Ήσιόδου εΐναι πρωταρ-χικά προστάτες της δικαιοσύνης ένάντια στήν
κατάχρησή της άπό διοικοϋντες πού καλλιεργοϋν τήν δβριν (μιά αύθάδη
περ^φρόνηση αύτοϋ πού εΐ-ναι δίκαιο) κοιτάζοντας μ.όνο δ,τι τούς εύνοεΐ» (Gagarin
καί Woodruff, 1995: XXVI). 01 θεοί τοϋ Ήσιόδου κατέβηκαν άπό τόν ούρανό γιά νά
κατοικήσουν στήν πολιτεία. καί νά προστατεύ-σουν τούς θεσμ.ούς της. Ή
Δικαιοσύνη του άνή-κει στήν πολιτεία, ή όποία ώφελεΐται δταν τήν σέβεται καί
βλάπτεται δταν τήν προδίδει.
Γιά νά δώσει έπιτακτικότητα σέ αύτό τό μ.ή-νυμ.α, ό Ήσίο8ος συγκροτεΐ μιά
καινούργια άντί-θεση, πού δέν βρίσκετ^ στόν "Ομ,ηρο, άνάμ,εσα στήν δίχη καί στήν
υβριν. Ή ρίζα δειχ- τοϋ συμ.-παράγωγου ρήμ-ατος δείχνυμι δέν σημ-αίνει μ.όνο
«δείχνω, δηλώνω» άλλά καί «κατευθύνω». Μέ αύτήν τήν εννοια, ή δίχη εΐναι καί ή
κατεύθυνση πρός τήν πολιτεία. Εΐναι ή πορεία / δδός πού ά-κολουθοϋν οί πολίτες
γιά νά φτάσουν στήν πολι-
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
τεία τους, νά τήν ίδρύσουν καί νά τήν διαφυλά-ξουν. Λαθεμ-ένη κρίση / δίχη όδηγεΐ
κατευθείαν σέ άπορρύθμ,ιση / άτη. Ή αύθάδεια / δβρις σπεύ-δει νά προλάβει τήν
δικαιοσύνη στόν δρόμ,ο πρός τήν πολιτεία, άλλά πάντοτε χάνει· καί έκεΐνοι οί κακοί
ανθρωποι πού προσπάθησαν νά βγάλουν τήν δικαιοσύνη εξω άπό αύτόν τόν άγώνα
δρόμ-ου τιμωροϋνται. Υίοθετώντας ενα παράλληλο σχη-μα, ό Ήσίοδος
άντιπαραθέτει, στό αλλο επος του ('Έ^α χαίήμέραι, 225-27), δύο έντελώς δ^αφο-
ρετικές πολιτεΐες. Στήν πρώτη, σωστές κρίσεις άποδίδονται σέ δλους, έξ ί'σου
ξένους καί πολίτες, καί ή κοινωνία άπολαμ-βάνει εφήνη, εύημ,ερία καί δλα τά καλά
της γης. Στήν δεύτερη πολιτεία, βασιλεύει ή αύθάδεια καί ό Δίας έπιβάλλει τιμω-ρία
στούς κατοίκους της γιά τίς κακές πράξεις τους, μέ λιμό, λοιμό, θάνατο, στεφότητα
καί ήτ-τα στόν πόλεμ.ο.
Ή Δίκη διαφοροποιεΐται έπίσης εντονα άπό τήν Θέμιδα, εθιμ.ο-νόμ.0 της πρώιμης
άρχαϊκης περιόδου.
Στόν έπικό κόσμ.ο της άριστοκρατίας, ή θέ-μις εΐναι πού διοικεί, ή Θέμις ό νόμ,ος
πού θεϊ-κά όρίσθηκε νά ρυθμ-ίζει τήν συμ-περιφορά τών άνθρώπων, βρίσκοντας
έκπλήρωση στίς άπο-φάσεις τοϋ δίκαιου βασιλιά. Ή Δίκη, πού έκ-θειάζει ό
ΊϊσίοΒος, ερχεται άπό διαφορετικό κοινωνικό περιβάλλον. Σ' αύτήν, τά καταπιε-σμ-
ένα θύμ,ατα της υβρεως κραύγαζαν γιά δι-καιοσύνη μέ μιά φωνή πού δέν θά επαυε
ποτέ πιά νά άκούγεται στόν έλλην^κό κόσμο (Lesky, 1966: 124).
Αύτοί πού ενιωθαν δτι εΐχαν ύποστεΐ άδικία μ.ποροϋσαν τώρα νά έπικαλεσθοϋν μιά
άνώτερη τάξη, τήν πραγμ-ατική τάξη πραγμ-άτων, καί νά άπαιτήσουν νά τηρηθεΐ
καί νά γίνει σεβαστή αύ-τή ή τάξη. Άντί νά ζητοϋν προσωπική έκδίκη-ση ή τιμωρία,
μ.ποροϋσαν νά ζητήσουν τό όφει-λόμ-ενο μ-ερίδιό τους στά δικαιώμ-ατα τοϋ
πολίτη.
Δίκη σημ-αίνει τό όφειλόμ.ενο μ-ερίδιο πού ό κα-θένας εχει δικαίωμ-α νά
διεκδικήσει καί, επει-τα, τήν άρχή πού έγγυαται αύτήν τήν διεκδί-κηση, τήν άρχή
στήν όποία μ,πορεΐ νά βασίζε-ται κάποιος δταν προσβάλλεται άπό τήν δ^ν - ή όποία
άρχικά σήμ-αινε ανομ.η πράξη. Τό νόημ.α της θέμιδος περιορίζεται μ-άλλον στήν
διχαιοδοσία ΊΎ\Ϊ δικαιοσύνης, στήν έγκαθιδρυ-μ.ένη θέση της καί στήν έγκυρότητά
της, ένώ δίχη σημ-αίνει τή νόμιμη δυνατότητα έπιβολης

δικαιοσύνης. Εΐναι προφανές πώς, κατά τούς άγώνες μιας τάξης πού ήταν πάντα
ύποχρε-ωμ.ένη νά δέχεται τήν δικαιοσύνη ώς θέμ-ΐδα -δηλαδή ώς μιά άναπόφευκτη
έξουσία πού της έπιβαλλόταν ανωθεν- ή λέξη δίχη εγινε ίαχή πολέμου. Στό πέρασμ-
α δλων αύτών τών αίώνων άκοϋμ.ε τήν κραυγή γιά δίκη νά γίνε-ται δλο καί
εύρύτερα διαδεδομ-ένη, πιό φλογε-ρή, καί πιό έπιτακτική (Jaeger, 1945: 103).
Εΐναι στήν φύση της δικαιοσύνης νά μήν ά-ποΒ'ώεται άπλώς (ώς άπόφαση) άλλά νά
άποδει-χνύεται (ώς standard). «Ίδανικά, τότε, στόν Ή-σίο8ο δπως καί στόν "Ομ,ηρο,
μιά δίκη εΐνα^ δν-τως άπόδειξη τοϋ "πώς γίνοντα^ τά πράγμ,ατα”, ή όποία άπορρέει
άπό εντιμ-η, εξυπνη έφαρμ.ογή, πάνω στά δεδομ-ένα της ύπόθεσης, μιας θε^&ς, ή
όποία άληθινά διακρίθηκε καί σωστά έπιλέχθη-κε (άνά^εσα σε άλλες θέμιδες)»
(Myers, 1927: 181). Έπιπρόσθετα, τό δίκα^ο πού δ^εκδ^κεΐ ό ά-δύναμ-ος καί ό
καταπιεσμ-ένος γίνεται ζήτημ-α συλλογικοϋ ένδιαφέροντος, προκειμ-ένου νά
άποφύ-γει ή πολιτεία τούς κινδύνους της βίας καί της αύθάδειας. Μέ τόν Ήσίο8ο, ή
πολιτεία τών πο-λιτών άναγνωρίζει δτι διοικεΐται μέ τήν άρχή της δικαιοσύνης: «Σέ
άντιδιαστολή μέ τήν δύναμ-η (^αν) καί τήν κακοβουλία (ύ'φίν), εΐνα^ ή εκφρα-ση
τοϋ πνεύμ.ατος της πόλεως, μιας κοινότητας πού ή έσωτερική συνοχή της γινόταν
συνεχώς δ-λο καί πιό ίσχυρή» (Ehrenberg, 1946: 71).
Γιά νά ίσχυροποιήσει ή πολιτεία τψ συνοχή της, τό Δίκαιον πρέπει νά συνδεθεΐ
στενά μέ «μιά ίδεολογία βασική γιά τήν πόλι, συγκεκριμ-ένα, τήν εννοια της
κοινότητας μέσω της συμ.μ.ετοχης κο^νων^κά δμ,ο^ων (Γσων)» (Nagy, 1990: 269).
Ή Δίκη εκανε δυνατή αύτήν τήν σύνδεση καί της εδωσε νόημ-α, δταν άναδύθηκε ώς
κανόνας δικαιοσύνης άλλά καί ώς δημ-όσιο standard.
Ή λέξη δίχη περιεΐχε καί ενα αλλο νόημ-α, πού εμ-ελλε νά τήν κάνει άκόμ.η πιό
χρήσιμ-η σέ έ-κείνους τούς άγώνες - τό νόημ-α της ίσότη-τας. Αύτό τό νόημ,α
πρέπει νά ήταν εμ,φυτο στήν λέξη... Σέ δλη τήν έλληνική σκέψη, ά-πό ακρη σ' ακρη,
ή λέξη διατήρησε αύτήν τήν άρχική σημ-ασία. Άκόμη καί οί πολιτικοί φι-λόσοφοι
τών υστερων αίώνων βασίζονται σέ αύτό, καί ψάχνουν μ.όνο νά
έπαναπροσδιορίσουν τήν εννοια της ίσότητας... Ή πρώιμη Έλλά-δα πάσχιζε, πάνω
άπό ό,τιδήποτε αλλο, γιά Ε-σότιμτι δικαιοσύνη... Έκεΐνο πού χρειαζόταν ήταν ενας
σωστός κανόνας πού νά μ,ετράει τά
νόμιμα δικαιώμ,ατα· καί αύτός ό κανόνας βρέ-θηκε στήν εννοια της ίσότητας πού
ήταν ένε-χόμ,ενη στήν ίδέα της δίκης (Jaeger, 1945: 103-4).
Ό κανόνας δέν έκπορευόταν άπό τό θέλημ-α τοϋ θεοϋ, άλλά ήταν ενα καινούργιο
άστικό ίδα-νικό, βασιζόμ-ενο στήν άρχή δτι δλοι οί πολίτες, άνεξάρτητα αν εΐναι
άνώτερης ή κατώτερης κα-ταγωγης, εΐνα^ ϊσοι. «Έτσι, ό Ήσίο8ος ε^οιο-λογεΐ τήν
πόλι ώς μία κοινότητα δικαιοσύνης καί έντιμ-ότητας, στήν όποία τό κοινό καλό εΐναι
μιά εύθύνη πού τήν μοιράζονται δλοι, άνώτεροι καί κατώτερο^» (Raaflaub, 1993:
63). Τό δ^καίωμ,α τοϋ πολίτη (τό νά εΓσαί ττολίτ^?) γίνεται ή αρ-θρωση πού
περιλαμ-βάνει τά πάντα καί ή βασική ασκηση τοϋ Δικαίου.
Ό Σόλων υίοθετεΐ τήν πολικότητα άκ^-ύ'-6ρις τοϋ Ήσιόδου, άλλά κάνει τήν δίχη του
λι-γότερο θεολογική καί περισσότερο πολιτική, λι-γότερο μ-υθολογική καί
περισσότερο φυσιοκρατι-κή. «Καί ένώ ό ΊϊσίοΒος επρεπε νά στηρίζεται στήν πίστη
του στήν δ^αιοσύνη τοϋ Δία ("Εργα χού ήμέραι, 273), ό Σόλων ά&ώνει βεβα^ότητα
(τταντός), γ^ατί οί νόμοι της πολιτικής εΐνα^ τό-σο προβλέψιμ.οι δσο καί έκεΐνοι της
φύσης» (Raaflaub, 1993: 72). Ή &κτ? πάντα έρχεται στήν πορεία τοϋ χρόνου νά
άξιώσει πληρωμ-ή. Ό-λα γίνονται “στήν κρίση / στό δικαστήριο τοϋ χρόνου” (έν
tfxtf χρόνου), δπως Εσχυρίζεται στό άπόσπασμ.α 36, μιά άρχή πού τήν προσάρμ-
οσε ό Άναξίμανδρος στό δικό του άπόσπασμ,α ώς "κα-τά τήν τοϋ χρόνου τάξιν”.
Όταν ελθε^ ό χρόνος, ή άμ.οιβαιότητα (ή άμ.ερόληπτη ϊσορροπία ί'σων δυνάμ,εων)
άποκαθίσταται. Ή άμοιβαιότητα κυ-βερνα καί έπικρατεΐ άδυσώπητα, μέ τόν χρόνο
ώς σύμ-μ-αχό της. Αύτή εΐναι ή έγγενής λογική της πολιτικης κοινωνίας.
Συλλαμ-βάνει τήν δικαιοσύνη ώς ενα εΐδος φυ-σικης καί άντικειμ-ενικης τάξης πού
ένυπάρχει στίς ύποθέσεις τών άνθρώπων... Ό Σόλων δέν άντιπαραθέτει αύτήν τήν
φυσική τάξη πραγ-μ-άτων σέ κάποια ύπερφυσική τάξη, άφοϋ γι' αύτόν, δπως ήδη
καί γιά τόν ΊϊσίοΒο, κάθε τάξη εΐναι ένιαία, φυσική καί θεϊκή ταυτόχρο-να. Ώστόσο,
προσέχει πολύ νά έξαλείψει κά-θε θεϊκή αύθαιρεσία άπό τήν έφαρμ-ογή της... Ή
όμ.ηρική άτη, ούρανόσταλτη τύφλωση καί κατάρρευση, άντικαθίσταται έδώ άπό
άπλη άνθρώπινη αγνοια πού άκολουθεΐται άπό κα-τάρρευση (Versenyi, 1974:92).
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡ0Π0ΥΑ0Σ
Μέ τόν ϊδιο τρόπο, ή άδικία δέν εΐναι πιά φυ-σική (δπως στόν ΉσίοΒο) ή
θρησκευτ^κή μ,όλυν-ση (δπως στόν Δράκοντα), άλλά μιά άρρώστΐα τοϋ όργανισμ.οϋ
της πολιτείας.
"Αν καί ό Σόλων δέν χρησιμοποιεΐ άκόμ,η ρη-
τά τψ ίσχυρή μ.εταφορά ένός «πολιτιχοϋ σώ-μ-ατος», αύτή ή άντίληψη βρίσκεται
πίσω ά-πό τόν τρόπο πού βλέπει τήν πολιτεία ώς ε-ναν κοινωνικό όργανισμ.ό καί
τήν άδικία ώς ε-να εΐδος μ-όλυνσης καί άρρώστιας όλόκληρης της κο^νωνίας. Ό
"Ομ,ηρος καί ό ΉσίοΒος ή-ξεραν μ.όνο γιά φυσική μ.όλυνση, ό Σόλων έ-πεκτείνει
τήν ίδέα στήν ήθικο-πολιτική έπι-κράτε^α. (93).
Δίνει μιά παθολογία της πολιτείας βασισμ-έ-νη στήν διάγνωση της ήθικο-πολιτικης
έπιδημ-ί-ας της άδικίας. Αύτό δείχνει πώς «τό ζήτημ-α της δικαιοσύνης γίνεται
ζήτημ-α της πολιτικης μόλις ή θέσμ,ιση της κοινωνίας επαψε νά εΐναι l· ερή ή νά
βασίζετα^ στήν παράδοση» (Καστορ^ά-δης, 1995 [1997γ]: 11). "Αν δέν ύπάρχε^
άπό-λυτος κανόνας πού νά προέρχεται άπό θεϊκό νό-μ.ο, έθνοτική παράδοση, φύση
ή μ,αγεία, ποιό εί-ναι τό κριτήριο τοϋ δίκαιου θεσμ.οϋ, ένός αύτο-ι-δρυόμ-ενου
θεσμ.οϋ πού ένθαρρύνει καί ταυτόχρο-να συγκρατεΐ τόν άγωνιστικό δυναμ.ισμ.0;
«Ή λύ-ση άπαιτεΐ άπό μ.ας νά κοιτάξουμ-ε, πέρα άπό τό δίλημ-μ-α, πρός μιά τρίτη
έπ^λογή. "Οχι πρός τίς παραδόσεις ένός ίεραρχικοϋ κόσμ-ου ουτε πρός τήν δυναμ-
ΐκή μιας αύτονομ-οθετούσας (αύτόνομ.ης) κοινωνίας, άλλά πρός έκεΐνο πού
βρίσκεται άνά-μ.εσά τους: τήν κρούση της ίσορροπίας τών άν-τ^θέτων» (Murphy,
1993: 57).
Γιά νά άποφεύγεται ή άνομ.ία καί νά έπιδει-κνύεται σεβασμ-ός πρός τήν πολιτική
τάξη της κυβερνώσας άμ,οιβαιότητας, πρέπει νά τηρεΐται άνά πασα στιγμ-ή μιά μ-
εσολαβητική άρχή, ή άρ-χή τοϋ όρθοϋ μ,έτρου {μέτρον). "Έτσι «ή δίκη εΐ-ναι ό
φύλακας της καινούργιας τάξης, δπως οί Έρινύες ήταν φύλακες της παλα^ας. Όπως
οί Έρινύες τιμωροϋσαν τήν παραβίαση της Μοίρας, ετσι καί ή Δίκη τιμ,ωρεΐ τήν
παραβίαση τοϋ Μέ-τρου» (Thomson, 1977: 232). Ή Μοίρα ήταν τό πεπρωμ-ένο
στήν ζωή, ενας κληρος πού δέν ή-ταν δυνατόν νά μπεϊ σέ διαπραγμ-άτευση. «Τό
Μέτρον εΐναι ή Μοίρα σέ καινούργια μ,ορφή, μέ τήν εμ-φαση νά γέρνει πρός τήν
άρνητική πλευ-ρά της: “μ,ηδέν αγαν”, δπως ελεγε τό ρητό... Έτσι, ένώ ή Μοίρα
δήλωνε τό ϊσο «μερ'ώιο» πού συνιστοϋσε τό έκ γενετης δικαίωμ-α κάθε άνθρώ-
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
που, τό Μέτρον σημ-αίνει δτι ό ανθρωπος δικαι-οϋται ενα περιορισμ-ένο “μ.έτρο”,
τό όποΐο δέν πρέπει νά ύπερβεΐ. Αύτή ήταν ή άριστοκρατική άντίληψη. Ό Σόλων τό
έπανερμ-ήνευσε, ετσι ώ-στε νά άποκαταστήσει κάτι άπό τήν θετική πλευρά του...
Γενικά, πίστευε δτι μέ τήν έφαρ-μ.ογή αύτής της άρχής ή σύγκρουση τών άντι-
θέτων θά μ.ποροϋσε δχι πραγμ-ατικά νά έξαλει-φθεΐ, άλλά νά κρατηθεΐ ύπό ελεγχο»
(233). Τό πρόβλημ-α της σύγκρουσης άντίθετων άλλά ί'σων δυνάμ-εων γίνεται, μέ
τόν Σόλωνα, προσιτό σέ δη-μόσια διαπραγμάτευση καί διαιτησία. "Αν ή ά-
συγκράτηση σύγκρουση καταλήγει σέ καταστρο-φή, ή λύση δέν εΐναι νά τήν
έλέγξεις κάτω άπό σταθερές κατηγορίες δικαιωμ-άτων, άλλά νά τήν συγκρατήσεις
έφαρμ-όζοντας τήν κοινή άρχή τοϋ μ-έτρου, ή όποία, διατηρώντας τήν δημ-ΐουργική
εντασή τους, άποδίδει δικαιοσύνη σέ δλες τίς συμ-βαλλόμ-ενες δυνάμ,εις. «Ή ίδέα
στήν ρίζα jus, τοϋ justus καί τοϋ justitia, εΐναι μιά ένωση ή ε-να συνταίριασμ-α -ενα
jungere- τών άντιπά-λων, τών άντι-συμ-βαλλομ-ένων πού συγκρούον-ται, πολεμ-
οϋν, καυγαδίζουν» (Murphy, 1995: 44). Ύπερασπιζόμενος τήν νομ,οθεσία του, στό
άπόσπασμα 36, ό Σόλων λέει δτι ταίρ.αξε (άρ-^όσας) στόν καθένα τήν δ^αιοσύνη
του (inojv), δηλαδή άπέδωσε στόν καθένα τό μ-ερίδιο πού έ-δικαιοϋτο. Ή
Δικαιοσύνη έκδικάζει τήν σύγ-κρουση συνταιριάζοντας άντιπάλους στήν άμοι-
βαιότητα της άμ,ερόληπτης άναλογίας. «Ή άνα-φορά της δίχης εΐναι σέ μιά
διαδικασία διακανο-νισμοϋ, διαπραγμ-άτευσης. Αύτό εΐναι άπαραίτη-το γιατί ol
μ,ετρήσεις πού γίνονται εΐναι άναλογι-κές, εΐναι σχετικές μέ τήν έπικρατοϋσα κατά-
σταση καί τίς περιστάσεις, πρέπει νά “ταιριά-ζουν” άτομικά. Τό ζήτημ,α έδώ εΐνα^
ζήτημ,α ϊ-σοδυναμ-ίας, δχι ίσότητας» (Habelock, 1978: 253-4).
Μποροϋμ-ε νά δοϋμ,ε τώρα δλο τό εδρος της αίτιολογίας τοϋ Σόλωνα γιά τήν
πολιτειακή κρί-ση, μ.αζί μέ τίς άρχές της πολιτικης θεωρίας του, πού κάνει ρητό τόν
τραγικό χαρακτήρα της πό-λεως. Ή πολιτεία τών πολιτών κυβερναται άπό τήν άμ-
οιβαιότητα της σύγκρουσης τών άντιθέ-των. «Αύτό συνεπαγόταν νά βλέπουν τήν
κοινω-νία δχι μέ δρους ίεραρχίας, άλλά μέ δρους μιας κο^νων^κης άνταλλαγης»
(Murphy, 1993: 54). "Οταν άποδίδετα^ στούς άντιτιθεμένους τό όφει-λόμ.ενο μ-
ερίδιό τους, πού τούς έπιτρέπει νά άν-ταγωνίζονται χωρίς νά προκαλοϋν ζημιά, τό
μέ-τρον τηρεΐται, ή σύγκρουση βρίσκεται ύπό ελεγ-χο καί δλοι εύημ.εροϋν. "Οταν,
δμ,ως, τό κυνήγ^

τοϋ κορεσμ-οϋ παραβιάζει τό μ-έτρον, δταν οί άν-τιμ-έτωποι μ-παίνουν ό ενας στά


χωράφια τοϋ αλ-λου καί μιά μ.όνη δύναμ-η τείνει νά κυριαρχήσει, τότε ύψώνεται
διχόνοια, διαπράττεται υβρις καί ερχεται ή τιμ-ωρία μέ τήν μ-ορφή άπορρύθμ.ισης
καί κατάρρευσης, μ-έχρις δτου άποκατασταθεΐ ή ϊσορροπία τών άνταγωνιζόμ.ενων
δυνάμ-εων. Αύ-τή εΐναι ή τάξη της κυβερνώσας άμ,οιβαιότητας πού κάνει τήν
πολιτεία αύτό πού ό Καστοριάδης εύφυώς άποκάλεσε «τραγικό σύστημ.α» καί τό 6-
ποϊο, εναν αίώνα άργότερα, βρηκε τήν πληρέστε-ρη αρθρωσή του στόν
δημ.οκρατικό θεσμ.ό τοϋ θε-άτρου. «"Οταν βλέπουμ,ε τήν ΊΤβρι, τήν Δίκη καί τήν
Άτη ώς πο^ητ^κά αϊτια, δταν βλέπουμ,ε μιά έμ-πιστοσύνη στήν ήθική κυβέρνηση
τοϋ κόσμ,ου άντάμ.α μέ θλίψη γιά τήν κατάσταση τοϋ άνθρώ-που ώς άπόκληρου,
νιώθουμ-ε ήδη δτι εΐμ.αστε στό διανοητικό κλίμ.α της πρώιμης τραγωδίας· καί στόν
Σόλωνα, ό οποϊος εΐναι άπό πολλές άπόψεις κληρονόμ-ος τοϋ Ήσιόδου, βλέπουμ,ε
τόν πνευμ,α-τικό πρόγονο τοϋ Αίσχύλου (Lesky, 1966: 125). Έπειδή ή πόλις δέν μ-
πορεΐ νά έπικαλεσθεΐ έξω-τερικούς κανόνες καί έπομ-ένως, δέν εχει χαραγ-μ.ένα
ήθικά δρια, πρέπει νά άποδεχθεΐ τήν φυσι-κή καί άντικειμ-ενική τάξη της
δικαιοσύνης, ή 6-ποία εΐναι σύμ.φυτη μέ τά πολιτικά πράγμ.ατα. "Οταν οί νόμοι της
καί ή κυβέρνησή της σέβον-ται τά θεμ-έλια καί τηροϋν τά πρότυπα της δια-
καιοσύνης, ή πολιτεία εΐναι ύγιής, εύημ,ερεΐ καί λειτουργεΐ άρμ,ον^κά. "Οταν οί
νόμοι περ^φρονοϋν τό σωστό μ-έτρο καί ή κυβέρνηση παραβιάζει τόν κανόνα τοϋ
νόμ-ου, δταν εΐτε ό νόμ.ος εΐτε ή δι-καιοσύνη διεκδικοϋν άποκλειστική δικαιοδοσία
στόν τομ.έα της δικαιοσύνης, ή πολιτεία παρα-βαίνει τά δρια, διαπράττει υβριν καί
ύφίσταται τι-μ.ωρία. Ό πολιτικός άγώνας τών άντιτιθέμ.ενων λόγων τοϋ νόμ,ου καί
της διακυβέρνησης πάνω στό νόημ,α της κυβερνώσας άμοιβαιότητας (τό ύ-πέρτατο
κριτήριο της δ^οσύνης) πρέπε^ νά δι-εξάγεται μέ δλον τόν προσήκοντα σεβασμ.0
γιά τό μ-έτρον - γιά τήν νομ.ιμ.ότητα καί τά δρια. Οί παραβιάσεις της κυβερνώσας
άμ,οιβαιότητας, προφανώς, βλάπτουν όλόκληρη τήν πολιτεία. «Αύτό δέν εΐναι
προφητικό δραμ,α, εΐναι ή διά-γνωση ένός πολιτιχοϋ άνδρός γιά τά γεγονότα. Εΐναι
ή πρώτη άντικειμ,ενική δήλωση της οϊχου-μ-ενικης άλήθειας δτι ή παραβίαση της
δικαιοσύ-νης σημ-αίνει τήν άποδιοργάνωση της ζωης της κο^νότητας» (Jaeger,
1945: 141). Άφοϋ αύτό εΐναι εύθύνη τών άνθρώπων, δχι τών θεών, ό δ-λεθρος
προέρχεται γιά πρώτη φορά μ.έσα άπό τήν πολιτεία. Άντίστροφα, αν ή άδικία ζημ-
ΐώνει δ-

λους, ή διατήρηση της δικαιοσύνης γίνεται εργο δλων. Όπως λέει στόν «μ-ύθο» του
ό Πρωταγό-ρας (ό σοφ^στής πού ήταν καί νομ,οθέτης), στόν πλατωνικό διάλογο
πού φέρει τό δνομ.ά του, ή υ-παρξη μιας κοινωνίας έξαρταται άπό τήν δίκη καί άπό
τήν ήθική εύθύνη (αίίώς). 01 πολίτες όφεί-λουν νά άναγνωρίζουν τήν
άλληλεξάρτησή τους, νά άποδέχονται κοινοτικές εύθύνες, νά έγκαθι-δρύουν κοινά
δρια καί νά έφαρμ-όζουν όρθό μ.έτρο. Ό Σόλων μιλάει ήρεμ.α καί εμπιστευτιχά γιά
τά δημ-όσια πράγμ,ατα, μέ μιά φωνή πού έπικα-λεΐται τήν άστική λογική. «Δέν εΐναι
ενας προ-φήτης, εμ-πλεως ίσχύος άπό μιά άπλή πίστη, πού διακηρύσσει δτι εΐναι
εμ,πνευση θεοϋ" εΐναι ενας συνετός πολιτικός δάσκαλος, πού διδάσκει νηφά-λια τόν
λαό του νά καταλάβει τούς οίκουμ,ενικούς νόμ-ους πού κυβερνοϋν τήν ζώσα σχέση
τών άν-θρώπων στήν πόλη τους, κάνοντάς τους νά άνα-γνωρίσουν τήν βασική
σύνδεση άνάμ-εσα στήν κοινωνική συμ-περιφορά τών πολιτών καί τήν εύ-ημ,ερία
της πόλης...» (Jaeger, 1966: 90). Με-τά τόν Σόλωνα, δέν ύπάρχει τίποτα μ.αγικό ή
μυ-στηριώδες γύρω άπό τήν δικαιοσύνη: ή ένυπάρ-χουσα, εύρεία, αύτο-
ρυθμ.ιζόμ.ενη τάξη της άν-θρώπινης πολιτείας, ή όρθολογική καί δυναμ-ΐκή άρχή
της κυβερνώσας άμ,οιβαιότητας εΐναι έκεί-νη ή όποία επ£λέπει καί συγκρατεΐ τή
σύγκρου-ση τών πολιτικών δυνάμ-εων. Ώς τέτοια, εΐναι προσιτή σέ κάθε
ένδιαφερόμ.ενο, ύπεύθυνο καί τί-μιο πολίτη.
Οί εύγενεΐς διεκδικοϋσαν τήν άπονομ.ή δικαιο-σύνης ώς άποκλειστικό τους
προνόμιο. Όσο ή δικαιοσύνη παρέμ-ενε τυλιγμ.ένη μέ μ,υστήριο καί μ-αγεία, ή
διεκδίκησή τους ήταν άδιαμφι-σβήτητη· γιατί αύτοί οί ϊδιοι ήταν οί έξουσιο-δοτημ-
ένοι άντιπρόσωποι τών χρησμ.ών. Αύτοί “εΐχαν γνώση τών θεϊκών πραγμ-άτων...
καί ήταν έρμ,ηνευτές [έξηγηταί] τών Ιερών καί ό-σίων πραγμ-άτων” [Πλούταρχος,
Θησεύς 25.2]... [Ό Σόλων] έλευθέρωσε μιά εύρεία περ^οχή στήν όποία δ^κα^οσύνη
ήταν "ή ένυ-πάρχουσα χρηστότητα τών γεγονότων” [Jaeger], καί ώς τέτοια ήταν
ζήτημ,α «κοινης» ή «δημ-όσιας» άλήθειας. Αύτό δέν θά μ.ποροϋσε ποτέ νά
διεκδικηθεΐ ώς έπτασφρά-γστο μυστιχό μΐας κλε^στης συντεχνίας. Ή-ταν άνοικτό σέ
δλους δσοι καταλάβαιναν καί μ.ποροϋσαν νά axolovQrpow τήν άλληλουχία τών
γεγονότων καί νά τή “δ^δάξουν” σέ αλ-λους. Έτσι ή γεν^κοποίηση της δ^κα^οσύνης
σήμ-ανε τήν κοινωνικοποίησή της: εγινε κοινό
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
κτημ.α της πόλεως, γιατί καθόριζε τήν κοινή εφήνη καί τήν κοινή έλευθερία δλων
(Βλα-στός, 1946: 83).
Ό Σόλων χρησιμ-οποιεΐ μιά πολύ ένδιαφέρου-σα μ.εταφορά γιά νά περιγράψει τήν
δικαιοσύνη ώς κοινό κτημ.α δλων τών πολιτών. Μεμ.φόμ.ενος τούς ήγέτες γιά τόν
κορεσμ.0 τους, λέει δτι δέν ξέρουν «πώς νά ρυθμ,ίζουν (χοσμεϊν) (= νά δ^αχε^-
ρίζοντα^ άξ^οπρεπώς / νά κυβερνοϋν) τίς παροϋ-σες άπολαύσεις / έορταστικές
έκδηλώσεις τοϋ γλεντ^οϋ τους (&ίτός) ήρεμ,α (ήσυχίη). Σέ αύτήν τήν παράγραφο, ή
πολιτική άταξία σημ-ειώνεται μέ τήν άπουσία κόσ,αου σέ ενα γλέντι. Τό ούσια-
στικό κόσμος, πού παράγεται άπό τό ρημ.α κο-σμεϊν, σημ,αίνει «τάξη
διακυβέρνησης». «Ή πό-λη σχημ-άτιζε ενα όργανωμ.ένο δλον, εναν κόσμ.0, ό
δποϊος ήταν άρμ,ονικός έάν τό καθένα άπό τά συστατικά του ήταν στήν θέση του
καί εΐχε τό μ.ερίδιο έξουσίας πού τοϋ όφειλόταν, λόγω της &κης του πο^ότητας»
(Vernant, 1982: 92). Ή άπουσία χόσμου, ή άπουσία δίκαιης κυβερνώσας τάξης καί
μ.ετρημ.ένης διανομ-ης έξουσίας παρά-γει χάος, δχι κενό άλλά ενα «χάσμ.α» σέ
αύτό τό δλον καί, έπομ-ένως, πολιτική άταξία. Αύτήν τήν πολικότητα χάος-κόσμ.ος,
ό Καστοριάδης (1983β [1991]: 104) εΐχε τήν όξυδέρκεΐα νά τήν συγκρίνε^ μέ τήν
πολ^κότητα υζρις-δίχη. "Οταν ή αύθάδεια καί ή άταξία άντιπαρατίθενται στήν άμ-
οιβαιότητα καί στήν τάξη, καταλαβαίνουμ,ε δ-τι ό κόσμ-ος καί ή δίκη συνδέονται
στενά καί δ-τι ύπέρτατη άρχή της τάξης εΐναι ή δικαιοσύνη.
Ήδη στό επος, ή άμοιβαιότητα της δ^κα^ο-σύνης παρουσιάζεται ώς άναλογική
κατανομ-ή κρέατος σέ ενα γλέντι, ενα γεϋμ.α πού τό μοιρά-ζονται δεόντως
ανθρωποι πού εΐναι κοντά καί ά-γαπητοί ό ενας στόν αλλον (^ίλοί). Ή όνομ,ασία τοϋ
γεύμ-ατος, &£?, πού σημ-αίνει καί «γλέντι» καί «μ-ερίδα», προέρχεται άπό τό ρημ.α
δαίομαι = «χωρίζω», «κατανέμ-ω», «διαμοιράζω». Δαίς εΐ-ναι τό γλέντ^ δπου
συμ.μ.ετέχουν δλοι. «Έτσι, ή μ-αρτυρία πού προσφέρει ή έλεγειακή ποίηση, δ-πως
συμ.πληρώνεται άπό τήν μ-αρτυρία πού προ-σφέρει ή έπική ποίηση, ύπονοεΐ μιά
συνεκτική εί-κόνα της δίχ-ης (δικαιοσύνης) στήν βάση μιας πειθαρχημ-ένης
κατανομ.ης τοϋ κρέατος σέ ενα γλέντι, πού έπικεντρώνεται σέ μιά σωστά έκτε-
λεσμ-ένη θυσία" άντίστροφα, ή δβρις (προσβολή) παριστάνεται ώς διάλυση καί
άνατροπή αύτης της διαδικασίας» (Nagy, 1990: 272). 01 εύγε-νεΐς δέν ξέρουν πώς
νά κατανείμ-ουν κρέας σέ έ-να γλέντι, δηλαδή, πώς νά κυβερνοϋν άπονέμ,ον-
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
τας δικαιοσύνη. "Οταν τά μερί8ια δέν διαμοιρά-ζονται σωστά, τό γεϋμ.α γίνεται
ατακτο· δταν ή δικαιοσύνη νοθεύεται, χάος περιμ-ένει τήν κοινό-τητα τοϋ γλεντιοϋ.
Τα δύο θεμ-ελιώδη γνωρίσμ-α-τα της άμοιβαιότητας (&κ^), ή δ^αιοσύνη καί ή
άναλογικότητα, ίσχύουν τό ϊδιο καί στό γλέν-τι (δοΰτα). Αύτοί πού συμ,μ,ετέχουν σέ
ενα γλέν-τι, τό κάνουν ύπό δρους ίσοδυναμ.ίας. Ό Σόλων, καί γενικά τό έλεγειακό
εΐδος, χρησιμ,οποιοϋν τίς είκόνες τοϋ άριστοκρατικοϋ γλεντιοϋ, δηλαδή τοϋ συμ-
ποσίου, γιά νά έπεξηγήσουν τίς άρχές της πολιτικης τάξης στήν πολιτεία τών
πολιτών. «Ή λειτουργία τοϋ συμ,ποσιάζεσθαι εΐναι έκεΐνο πού διακρίνει τόν
άριστοκρατικό οΐκο. Αύτοί πού γλεντοϋν μ.αζί τό κάνουν έπί ϊσοις δροις... Άλλά
αύτή ή ίσότητα καί άμ,οιβαιότητα τοϋ συμποσιά-ζεσθαι χρησιμεύει μ.όνο γιά νά
δημ.ιουργεΐ μιά άν-ταγωνιστική κοινωνία, δπου κάθε εύγενής πασχί-ζει, μέσω
“συμ,ποσίων άξ^οσύνης” νά άποκτήσε^ άκόμ,η περ^σσότερη τί^ καί έπφροή»
(Murray, 1983: 197).
Ή ίκανότητα νά επώειχνύεις άξιοσύνη καί νά κερδίζεις τιμή προϋποθέτει, μέ τήν
σειρά της, τήν «άμ.ερόληπτη διανομ-ή της δημ-όσιας περιου-σίας μ,εταξύ ί'σων»
(Nagy, 1990: 270). Άπό ό-ρισμ-ένες πηγές συνάγεται δτι «τό άρχαιοελληνι-κό εθιμ-ο
τοϋ άνταγωνισμ-οϋ γιά βραβεΐα σέ άγώ-νες προϋποθέτει δτι εχει γίνει δημ-όσιο
κτημ.α ή περιουσία πού πρόκειται νά χωριστεΐ σέ μ-ερίδια καί νά διανεμ-ηθεΐ μέ
τρόπο πού ίδεολογικά άπο-δέχεται τήν ϊσοτιμία δλων - άλλά χωρίς νά ά-ποχλείει τήν
έπιλογή της άναγνώρισης όρισμέ-νων προνομ,ίων» (269). Μπορεΐ ό άγώνας μ,ετα-
ξύ άναλογικότητας καί συναγωνισμ.οϋ, μ.εταξύ ό-φειλόμ-ενου μ-εριδίου καί άξίας,
μ.εταξύ ίσότητας καί ύπεροχής, νά άναχαιτισθεΐ χωρίς νά άκυρώ-σει τήν εντασή
τους; Μπορεΐ ή σύγκρουση μ.ε-ταξύ τάξης (άρχή της δ^ακυβέρνησης) καί δικαι-
οσύνης (άρχή τοϋ νόμ,ου) νά άναχαιτισθεί ύπό δ-ρους άμοιβαιότητας; Έτσι, στήν
έλεγεία της εύ-νομ-ίας, τό συμ-πόσιο, ή άρχαϊκή σχημ-ατοποίηση τοϋ συντρώγειν
καί συμ-πίνειν, χρησιμ,εύει ώς μ.ε-ταφορά τόσο της άριστοκρατικης διοίκησης δσο
καί της πόλεως ώς δλου. Παρέχει μιά μιχροσχο-πική (έν μιχρογραφΐα) κατάσταση,
δπου θέμ,ατα της πολιτικης κοινότητας εΐναι δυνατόν νά έξε-ταστοϋν σέ
στοιχειώδεις μ-ορφές. Παράλληλα, αύτή ή μ.εταφορά έπιτρέπει στήν έλεγεία γενικά,
καί σέ μ-εγάλο μ.έρος της άρχαϊκης ποίησης, νά στοχαστεΐ πάνω στήν δική της άξία
σέ μιά πο-λιτική κο^νωνία, άφοϋ άπό πολλές άπόψε^ς (μ,ορ-φή ώς γένος,
θεμ.ατολογία, έπιδιωκόμ.ενο άκροα-
τήριο, έκτέλεση, κυκλοφορία κ.λπ.) ή ποίηση μ-πορεΐ νά συνδεθεΐ αμ.εσα μέ τίς
πρακτικές καί τίς τελετουργίες τοϋ συμ.ποσιακοϋ γεγονότος.
"Οπως περ^γράφετα^ σέ αύτήν τήν έλεγεία, τό συμπόσιο δέν διέπεται πιά άπό τά
ίδανικά της ίσοδυναμ-ίας ή της ύπεροχης, άλλά τοϋ χορεσμοϋ καί της αύθάδειας.
Κατά τά τέλη τοϋ 7ου αίώ-να π.Χ., «ή άριστοκρατία άποσύρεται καί γίνε-ται μιά
άργόσχολη άριστοκρατία. Τό ϊδιο συμ-βαί-νει καί μέ τό συμπόσιο: δ άριστοχρατιχός
τρόπος ζωης κλείστηκε στόν έαυτό του, δέν εΐχε πιά σχέση μέ εύρύτερες κοινωνικές
λειτουργίες- τό συμ-πόσιο εγινε πιά μιά φυγή άπό τόν πραγμ,ατι-κό χόσμο, μιά
καταφυγή στήν διασκέδαση καί στήν χλιδή ώς αύτοσκοπό» (Murray, 1983: 198).
Αυτή ή αύτο-απορροφημ,ένη διασκέδαση, συχνά, έκτρέφει ύπερβολή καί παράγει μ-
έθη καί άπείθαρχη δημ-όσια συμ,περιφορά, τήν όποία οί άρχαΐοι συγγραφεΐς
καταδίκασαν συχνά ώς «υ-βριν». Ό Σόλων, μέ τό συμπόσιο ώς μοντέλο της
άριστοκρατικης πολιτικης όργάνωσης, έπικρίνει τήν άποτυχία αύτης της όργάνωσης
νά έπιτύχει τήν κοινωνική άρμ.ονία. Παράλληλα, έπικρίνει εμ.μ.εσα τήν άποτυχία
της ποίησης τών συμ-πο-σίων νά παίξε^ εναν σωστό δημ-ό^ο ρόλο. "Οταν
ίσχυρίζεται, στό μ-έσον τοϋ ποιήμ.ατός του, δτι αύτή ή έλεγεία εΐναι έκεΐνο πού τοϋ
λέει τό πνεϋ-μ.α του νά «διδάξει τούς Άθηναίους», άναγγέλ-λει συγχρόνως δτι ή
πολιτεία χρειάζεται μιά δη-μοσίως έκτελούμ.ενη τέχνη τοϋ λόγου, πού νά μ-πορεΐ
νά παίζει διδακτικό ρόλο καί νά φτάνει α-μ.εσα σέ δλους τούς πολίτες, δχι μ.όνο
στούς προ-νομιούγ^ους συνδαιτημ-όνες ένός εύγενοϋς.
Ό Σόλων άναγνωρίζει δτι τό μοντέλο άποτυγ-χάνει νά έξηγήσει τό γεγονός δτι, στήν
πόλι, θά εΐναι παρόντα άναγκαστικώς μ-έλη κάθε έ-πιπέδου, δχι μ-όνο οί
άριστοχράτες. Γι' αύτό, ή κριτική πού κάνει στούς ήγεμ-όνες τοϋ δή-μου, «στούς
ήγέτες τοϋ λαοϋ», γιά τήν άνι-κανότητά τους νά έλέγξουν τόν κόρο τους ή νά ρυθμ-
ίσουν σωστά τόν τρόπο πού γλεντοϋν, εΐναι τόσο κριτική της άποτυχίας της άριστο-
κρατικης πολιτικης όργάνωσης νά έπιτύχει κοινωνική άρμ-ονία στήν πόλι δσο καί
κριτική της άποκλειστικότητας της ποίησης έπαίνου-μ,ομ,φης τών συμ,ποσίων
(Anhalt, 1993: 93).
Μιά άποκλειστική άντίληψη της κοινωνίας παράγει μιά έλιτίστικη τέχνη, ή όποία
δέν μπο-ρεϊ νά χρησιμ-εύσει στήν ένοποίηση της κοινωνί-
ας όρίζοντας μιά κοινή άστική ταυτότητα προ-

σιτή σέ δλους. «Ή παραδοσιακή ποίηση εγινε, σέ γενικές γραμ.μ.ές, γιά νά


έξυπηρετεΐ τίς άνάγ-κες μ^κρών, συνεκτ^κών (καί προσ^τών σέ λίγους) όμ.άδων
^λων ό Σόλων προσπαθεΐ νά δημ-ΐουρ-γήσει ποίηση πού θά έξυπηρετεΐ τίς άνάγκες
της πόλεοκ ώς δλου» (7). Ή πολιτική καί ή ποίη-ση άπευθύνονται έδώ σέ όλόκληρη
τήν κοινότη-τα τών πολιτών. Ώς ποιητής, όδηγός καί παι-δαγωγός της κοινότητας, ό
Σόλων
στράφηκε πρός τά εξω, πρός τήν κοινωνική καί πολιτική δράση... μ-ίλησε γιά τό
δημ-όσιο συμ-φέρον καί άπέβλεπε στό δημ-όσιο συμ.φέ-ρον... ύψώθηκε πάνω άπό
τήν ίδιαίτερη περί-πτωση καί εΐδε τά γεγονότα σέ μιά μ-ακροπρό-θεσμ.η όπτική...
Άκόμη καί ώς λυρικός ποι-ητής, δέν υΐοθέτησε άπλώς τίς φόρμ,ες πού εΐ-χαν
άναπτύξει οί πρόγονοί του, τίς προσάρμ.0-σε στούς δικούς του σκοπούς,
μ.εταμ.ορφώνον-τας τό λυρικό τραγούδι τοϋ άνίσχυρου θρήνου, της άπολαυστικης-
άξιολύπητης αύτο-έκθεσης καί της προσωπικης προσβολης σέ ένα άπο-τελεσμ-ατικό
παιδαγωγικό έργαλεΐο γιά τήν κοινωνική καί πολιτική μ.εταρρύθμ.ιση (Ver-senyi,
1974: 89).
Ό Σόλων γράφει στήν άριστοκρατική Άτ-τική τοϋ 7ου αίώνα π.Χ., τόν καιρό
διάλυσης της κοινωνικης όμ.οιογένειας καί της πολιτικης άρ-μ-ονίας καί της
συνακόλουθης κρίσης, τήν όποία βλέπει ώς κρίση διακυβέρνησης πού βάζει σέ σο-
βαρό κίνδυνο όλόκληρη τήν κοινωνία. Ή κυβερ-νώσα (χοίνωνίχ^) ™ξη εχε^ αδιχο
μ,υαλό, ενα μ.υ-αλό πού άγνοεΐ τήν κυβερνώσα τά δημ-όσια πράγ-μ-ατα άμ-
οιβαιότητα, εΐναι άνίκανη νά διαχειριστεί τό χοινοτιχό γλέντ^ (διατηρώντας τό
σωστό μέ-τρο της φύσης του) καί κυνηγάει, άντίθετα, τίς δικές της απληστες ήδονές.
Ή κατάσταση έπι-τρέπει τήν σύγκρουση νά έξελιχθεΐ σέ έμ.φύλιο καί έξωτερικό
πόλεμ.ο. Ό μ.όνος τρόπος μέ τόν οποϊο εΐναι δυνατόν νά άναχαιτιστεΐ αύτή ή
σύγκρουση εΐναι «μ-έσω της σφυρηλάτησης μιας γνήσια πο-λιτικης άλληλεγγύης. Ό
Σόλων, ό μ,εσολαβητής πού εΐναι έξουσιοδοτημ-ένος άπό τούς Άθηναίους νά θέσει
τέλος στήν κρίση, εδωσε σχημ.α στήν I-δέα της πόλεως άπορροφώντας τήν
παραδοσιακή άριστοκρατία σέ έναν όρισμό της ίδιότητας τοϋ πολίτη πού μ-
εταβίβαζε πολιτική λειτουργία σέ κάθε έλεύθερο κάτοικο της Άττικής. Οί Άθη-ναΐο^
δέν ήταν σκλάβο^ άλλά πολίτες» (Farrar, 1988: 21) - ή, γιά νά τό θέσουμ-ε πιό
δραμ.α-τικά, ήταν δλοι εύγενεΐς. Μιά καινούργια, τακτο-
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
ποιημ-ένη, καί καλο-ρυθμ.ισμ.ένη μ-ορφή έορτα-στ^κης έκδήλωσης (εύψροσύνη)
θαπρεπε νά άνοί-ξει τό άριστοκρατικό συμ-πόσιο σέ κάθε πολίτη καί, έπίσης, νά
διευκολύνει ενα καινούργιο ποιη-τικό μ-έσον νά έκφράσει τό πνεϋμ-α του. Τά γλέν-
τια της πόλης χρειάζονται άστικό-φρονα ποίηση, πού θά διδάσκει τούς πολίτες πώς
θά εΐναι ό ε-νας σύμ,μ,αχος (^ίλος) τοϋ αλλου. Αυτή εΐνα^ ή προτεινόμ-ενη
καινούργια ταυτότητά τους, μιά ταυτότητα πού δίνει εμ-φαση στήν συλλογική ά-μ-
οιβαιότητα μ-άλλον παρά στίς ύποχρεώσεις πρός τήν πολιτεία. Ό Σόλων παίρνει τήν
άριστοκρα-τική κο^νων^κή σχέση της άλληλεγγύης (φιλία) καί τήν μ,ετατρέπει σέ
άστική σχέση - στήν σχέση της άλληλεγγύης άνάμ.εσα στούς πολίτες, σέ μιά
πολιτεία τών πολιτών, ή όποία τώρα νο-εΐται ώς ενα κοινοτικό γεϋμ,α, μιά
έορταστική έκ-δήλωση άνοιχτή σέ δλους. Ή άριστοκρατική κα-τηγορία δέν
έξαφανίστηκε, άλλά διευρύνθηκε ρι-ζικά. Ή πολιτεία συνίσταται δχι άπό τούς θε-
σμούς της ή άπό τόν λαό της, άλλά άπό τίς αύ-τοθεσμ.ιζόμ.ενες σχέσεις μ.εταξύ τών
πολιτών της, δταν ό λαός δρα ώς άλληλοεξαρτώμ.ενοι σύμ.μ.α-χοι, δταν
άναπτύσσουν μιά πολιτική άλληλεγγύ-η άνάμ-εσά τους, γιά νά δουλέψουν μαζί,
κυνη-γώντας τά συλλογικά τους συμ.φέροντα. Άφοϋ οί πολίτες εχουν πλήρη εύθύνη
γιά τήν κατάσταση της κοινότητάς τους, ύπάρχει αμ.εση σύνδεση ά-νάμ-εσα στήν
συμ-περιφορά τους καί στήν εύημ-ε-ρία τους.
Έκεΐνο πού μιά πόλις τοϋ 7ου αίώνα σάν τήν Άθήνα περίμ-ενε, δταν, πάνω σέ μιά
κρίση, έξου-σιοΒοτοϋσε εναν νομ-οθέτη νά μ.εταρρυθμ.ίσει τήν πολιτική της
συγκρότηση, ήταν
δτι αύτός θά συγκέντρωνε πρώτα δλες τίς πληροφορίες γιά τά δεδομ-ένα της
περίπτωσης, τίς διαδικασίες πού άκολουθοϋνταν τώρα καί πού όδηγοϋσαν στά
τρέχοντα προβλήμ,ατα, δ-πως περιμ-ένει κανείς άπό εναν γιατρό νά άρ-χίσει μέ τήν
διάγνωση της άρρώστιας βάσει τών συμ.πτωμ.άτων της καί, επειτα, βασιζό-μ.ενος
σέ αύτήν τήν γνώση καί στήν αλλη έμ.-πειρία του άπό τέτοια ζητήμ-ατα, νά
διατυπώ-σει καινούργιους νόμους ή νά άναθεωρήσει καί νά άναδιατυπώσει
παλαιούς, μέ τέτοιον τρόπο ώστε νά τούς κάνει νά συμ.φωνοϋν μέ τήν και-νούργια
έκτίμ/ησή του γιά τό τί πραγμ,ατικά συμβαίνει· καί δλα αύτά εΐναι δυνατόν νά γί-
νουν καί θά γίνουν, έν δψει αύτης της φάσης της έλληνικης σκέψης, μέ τήν
όρθολογική έ-ξέταση τών δεδομ-ένων καί τήν όρθολογική έρ-
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
μηνεία τους στήν σχέση πού τώρα εχει τό ε-να μέ τό αλλο (Myers, 1927: 276-7).
Πρίν άκόμ,η διοριστεΐ άρχιδικαστής (φχων) τό 594 π.Χ. γιά νά έκδώσει καινούργιο
νομ-ΐκό κώδικα, ό Σόλων, στήν έλεγεία του της εύνομ.ί-ας, έξήγησε τήν παθολογία
της πολιτείας, περι-έγραψε τόν τραγικό χαρακτήρα της πολιτικής καί δρισε τήν
μ.ορφή δικαιοσύνης πού της ταίρια-ζε. Εΐναι λάθος, δμ,ως, νά ύποθέσουμ,ε δτι «ό
Σό-λων ένδιαφερόταν ούσιαστιχά γιά μιά είδική κρί-ση σέ μία καί μ.όνο πόλίν» καί
δτι, ώς έκ τού-του, στοχασμ.ός γιά τήν πόλί «μ.έ κατεύθυνση πέρα άπό τίς ίδιαίτερες
πολιτικές διαμ-άχες, πρω-τοεμ-φανίζεται ώς διακριτός τρόπος διανοητικης
δραστηριότητας, τήν περίοδο άνάμ.εσα στούς περσικούς καί στούς
πελοποννησιακούς πολέ-μ,ους» (Fmley, 1981: 37). Αύτή ή όπτ^κή κά-νει τούς
σοφιστές καί τόν Σωκράτη «τούς πρώ-τους γνήσ^ους θεωρητ^κούς της πόλεως»
(38). Ή πολιτική θεωρία, ώστόσο, ήταν προσιτή στούς πολίτες πολύ πρίν γίνει
είδικότητα τών θε-ωρητικών, άφοϋ «ή πολιτική δραστηριότητα στήν Έλλάδα όδηγεΐ
στό έρώτημ.α δχι μ.όνο αν αύτός ό ίδιαίτερος νόμ,ος εΐναι σωστός ή έσφαλ-μ-ένος,
δίκαιος ή αδικος, άλλά τοϋ τί εΐναι γενι-κά δ^οσύνη...» (Καστορ^άδης, 1983β
[1991]: 102). 01 φύ,οσοφιχοί στοχασμ,οί τοϋ Σόλωνα δί-νουν τό καλύτερο
παράδειγμ.α. Τό νά «ύψώνεται πάνω άπό τήν περίπτωση καί νά εχει μιά μ-ακρο-
σκοπική όπτική τών άνθρώπινων συμ-βάντων συμ-βαδίζει μέ τήν δήλωσή του γιά
τόν κανόνα τοϋ νόμ.ου καί μέ τήν πίστη του στήν δύναμ-η της άνθρώπινης
διάνοιας» (Versenyi, 1974: 90). Ύ-πέρτατο ένδιαφέρον του δέν ήταν ή άθηναϊκή
κρί-ση άλλά ή ήθική ίκανότητα τών πολιτών νά θε-σμ.οθετοϋν καί νά περιφρουροϋν
τήν καλή διακυ-βέρνηση. Γι' αύτό «ήταν σαφώς πρόθεση τοϋ Σόλωνα,
έπικοινωνώντας μ.έσω της ποίησης, νά έντάσσει τά προβλήμ,ατα της ''Αθήνας στά
αΐώ-νια έρωτήμ-ατα της δικαιοσύνης καί τοϋ καλοϋ της κοινότητας· είδικά πολιτικά
θέμ-ατα καί πα-ράπονα έκφράζονται μέ δρους τών ήθικών θεμ.ά-των πού θέτουν»
(Murray, 1993: 183). Άν-τλώντας άπό τήν κοινή κοινωνικο-πολιτική έμ.-πειρία,
συγκεκριμ-ένα άπό τίς καταστροφές πού συνοδεύουν τήν πτώση καί τήν παρακμ-ή
τοϋ ά-ριστοχρατιχοϊ) συστήμ-ατος, εκανε μιά άποψασι-στική προσπάθεια νά
παρουσιάσει τόν άνθρώπινο κόσμ-ο ώς κάτι πού εχει νόημ,α αύτό καθ' έαυτό,
έγκαινιάζοντας μιά συστημ-ατική διάγνωση της άρρώστιας καί επειτα
διατυπώνοντας τούς νό-

μ.ους της άστικης ύγείας καί εύημ.ερίας. Αύτοί οί νόμοι εΐναι κατανοητοί δχι στό
πλαίσιο μιας θε-ολογίας ή όντολογίας, άλλά στό πλαίσιο ένός λό-γου γιά τήν
πολιτεία (politology). Άποτελοϋν τήν πανταχοϋ παροϋσα τάξη τών άνθρώπινων
πραγμ-άτων, τοϋ ήθικο-πολιτικοϋ σύμ.παντος πού μοιράζονται οί πολίτες. Τούς
καταλαβαίνουμ.ε κοιτάζοντας τά εργα της πολιτείας τών πολιτών, πού εΐναι ό
άληθινός άνθρώπινος χόσμος, ό κό-σμ.ος τών έλεύθερων, ΐσων, ύπεύθυνων
άνθρώπων πού συνενώνονται έκούσια καί σκόπιμ.α. Ό ύπέρ-τατος νόμ-ος αύτοϋ τοϋ
κόσμ-ου της πολιτείας (ττ^ς πολιτείας-χόσμοώ ehai ή κυβερνώσα τίς σχέσεις
μ,εταξύ τών πολιτών άμ-οιβαιότητα. Αύ-τή ή άμ-οιβαιότητα άνήκει σέ δλους τους
καί συ-νιστα τό μ-ερίδιό τους στήν πολιτεία χαί τψ εύ-θύνη τους άπέναντ^ σέ αύτήν.
"Οταν τήν καλλ^-εργοϋν, κάνουν καλούς νόμ-ους καί ζοϋν κάτω ά-πό μιά δίκα^η
κυβέρνηση. Όταν τήν ayvoow, oi νόμοι παραβιάζονται, ή τάξη παραβιάζεται καί δ-
λοι ύποφέρουν. Γι' αύτό ό Καστοριάδης ύποστή-ριξε δτι, σέ έναν κόσμ.ο δπου ή
τήρηση της άμοι-βαιότητας έθεωρεΐτο υψιστη άρετή, «δέν ύπηρ-χε καμμιά άντίθεση
άρχης άνάμ.εσα στήν Εδιωτι-κή καί τήν δημ.όσ ΐα σφαίρα (παρόλο πού δ^ακρί-
νονταν σαφώς), ουτε ύπηρχε καμιά άντίθεση ά-νάμ-εσα στήν ήθική καί τήν
πολιτική... Οί δψι-στες άρετές τοϋ άνθρώπου ήταν οί άστικές ή πο-λ ΐτΐκές άρετές»
(Καστορ^άδης, 1993 [1997β]: 117).
Στό δεύτερο μ.έρος της έλεγείας, εχοντας 6-λοκληρώσει τή διάγνωσή του, ό Σόλων
προτεί-νει τή θεραπεία του, τή λύση του στά προβλή-μ.ατα της πολιτείας,
μ.εταφράζοντας τήν ήθικο-πολιτική άρχή της δίκαιης άμ,οιβαιότητας σέ δ-ρους της
συγκροτημ-ένης πολιτείας. Έκφράσεις δπως πολιτείαν χατέστησεν (= έγκαθίδρυσε
πο-λιτεία), πού χρησψοποιοϋνται στόν ΑΌ του (Έλ-λην^κή έλεγεία, 1982: 104),
δείχνουν δτι κύρ^ο ένδιαφέρον του ήταν ή ττολίτεώ, ή θεσμ,ική δομ-ή της
διακυβέρνησης. Ζητήμ,ατα πολιτεύμ,ατος, Ε-διαίτερου εΐδους της πολιτείας, είδικης
όργάνω-σης πού νά ταιριάζει καλύτερα στήν πόλη, δέν τίθενται έδώ. Ό Σόλων
κινεΐται άκόμ.η στήν εύ-ρύτερη έπικράτεια της πολιτικης αύτης καθ' έ-αυτήν,
στοχαζόμ.ενος πάνω στούς δρους της αύ-το-διακυβέρνησης καί θέτοντας τό
θεμ,ελιακό θέ-μα της φιλοσοφίας αύτης καθ' έαυτήν, τοϋ ερ-γου τοϋ σκέπτεσθαι σέ
μιά αύτόνομ.η κοινωνία, πού ό Καστοριάδης προσδιόρισε τόσο έμ.φαντικά στήν
κριτική του γιά τόν Χάιντεγκερ:

Ή φιλοσοφία δέν άφορα τό έρώτημ,α: τί εΐναι τό Εΐναι ή ποιό εΐναι τό νόημ,α τοϋ
Εΐναι ή γ^ατί ύπάρχε^ κάτι παρά τίποτα, κ.λπ. "Ολα αύτά τά έρωτήμ-ατα εΐναι
δευτερεύοντα, μέ τήν εννοια δτι δλα καθορίζονται άπό τήν άνά-δυση ένός πώ ρ&κοϋ
έρωτήμ,ατος (ρ&κά ά-δύνατου σέ μιά έτερόνομ,η κο^νωνία): Τί θά ε-πρεπε νά
σχέπτομαι (γιά τό Είναι, γιά τή φύ-ση, γιά τήν πόλι, γιά τή δικαιοσύνη, κ.λπ. -καί γιά
τό γεγονός δτι σκέπτομαι); (Καστο-ρ^άδης, 1988γ, [1991]: 21).
Έπανειλημμένα, ό Καστοριάδης εχει έπι-μ-είνει δτι τά πρωταρχικά έρωτήμ.ατα της
φιλο-σοφίας δέν εΐναι κάποια έπιμ-έρους θέμ,ατα, άλλά ή κατεύθυνση στήν όποία
σχέπτεται / φτιάχνει / κάνει μ-όνη της «τά έρωτήμ,ατα: Τί πρέπει νά σκεφθοϋμ,ε; Τί
πρέπε^ νά κάνουμ,ε;» (25). Γιά νά γίνουν αύτά τά έρωτήμ-ατα προσιτά καί νά πα-
ραμ-είνουν άνοιχτά γιά νά μ.ή χαθοϋν σέ έπιμέ-ρους θέμ,ατα πιό περιορισμένου
ένδ^αφέροντος (δ-πως εΐνα^ τό ΕΓν«< ή ή ρΰσ<?), χπαιτεϊται ή τρα-γική πολιτική
της αύτονομ-ίας, μιας αύτο-εξετα-ζόμ-ενης καί αύτο-περιοριζόμ.ενης πολιτικης κοι-
νωνίας.
Σάν ενας σπόρος, ή αύτονομία άναδύεται δταν έκρήγνυται έπί σκηνης ρητώς μιά
άπεριόριστη έρωτημ-ατοθεσία... Μιλάω σκόπιμ-α γιά σπό-(50, γιατί ή αύτοΊομία,
τόσο ή κοινωνική δσο χαί ή άτομική, εΐναι ενα πρόταγμα. Ή εγερ-ση άπεριόριστης
έρωτημ-ατοθεσίας δημ.ιουργεΐ ενα καινούργιο χοινωνιχο-ιστοριχό εΐδος, στο-
χαστικότητα μέ τήν πλήρη εννοια, ή αύτοστο-χαστικότητα, καθώς καί τό ατομ.0 καί
τούς θεσμ.ούς πού τήν ένσαρκώνουν. Τά έρωτήμ.α-τα πού έγείρονται είναι, στό
κοινωνικό έπίπε-δο: Εΐναι καλοί οί νόμοι μ.ας; Εΐναι δίκαιοι; Τί νόμ-ους θά επρεπε
νά κάνουμ-ε; Καί, στό άτο-μιχό έπίπεδο: Αύτό πού σκέπτομ,αι εΐναι άλή-θεια;
Μπορώ νά ξέρω αν εΐναι άλήθεια - καί, αν μ-πορώ, πώς; Ή στιγμ-ή της γέννησης
της φιλοσοφίας δέν εΐναι ή έμ,φάνιση τοϋ έρωτήμ,α-τος τοϋ Εΐναι άλλά μ,αλλον ή
άνάδυση τοϋ έ-ρωτήμ-ατος: Γί εΓναί αύτό πού θά επρεπε νά σχέπτομαι;... [Ή
αύτονομ,ία] εΐνα^ τό άπερ^ό-ριστο αύτο-ερωτασθαι σχετικά μέ τόν νόμ.ο καί τήν
θεμ-ελίωσή του, καθώς καί ή ίκανότητα, στό φώς αύτης της έρωτημ-ατοθεσίας, νά
δη-μιουργοϋμε, νά χάνουμε καί νά θεσμίζουμε (έ-πομ,ένως καί νά λέμε)
(Καστορ^άδης, 1988α [1991]: 163-4).
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
Ό Σόλων διακηρύσσει καί άσκεΐ τό άνοιχτό αύτο-ερωτασθαι της αύτόνομ.ης
πολιτείας σχετι-κά μέ τίς θεμ,ελιώσεις της έπί της κυβερνώσας τήν πολιτική άμ-
οιβαιότητα. Αύτή εΐναι ή στιγ-μ.ή της γέννησης της φιλοσοφίας. Άπεριόριστη
έρωτημ-ατοθεσία έκρήγνυται στήν σκηνή της πο-λιτείας τών πολιτών. Ή ρητή
αύτοστοχαστικό-τητα γύρω άπό τό πράττειν καί τό θεσμ.οθετεΐν γίνεται δημ-οσίως
προσιτή. Ό Σόλων έρωτα τούς συμ-πολίτες του: Τί θά επρεπε νά σκεπτόμ.αστε; Ή
άπάντησή του είναι: εύνομία. Έχοντας μιλή-σει έκτεταμ.ένα γιά τά κακά της
8υσνομ&χς, συ-νεχίζει δίνοντας σέ όκτώ πυκνούς στίχους μιά ύ-περάσπιση τοϋ
άντιθέτου της. Όρισμένοι σχο-λιαστές εχουν άναζητήσει σέ αύτήν τήν παρά-γραφο
ενα πολιτιχό πρόγραμ.μ.α, καί είδικότερα, πληροφορίες γιά τίς νομ,οθετικές
προθέσεις τοϋ Σόλωνα, άλλά άπογοητεύθηκαν, γιατί δέν περι-έχει σχεδόν τίποτα
τέτοιο. Αύτή ή έλεγεία δέν εΐναι σχέδιο δράσης ένός νομ,οθέτη - εΐναι φιλο-σοφία
ένός πολιτικοϋ άνδρός. "Ας παρατηρήσου-μ.ε, παραδείγμ-ατος χάριν, δτι, ένώ ή
περιγραφή της δυσνομ-ίας δίνεται βάσει τών πράξεων τοϋ λα-οϋ καί τών συνεπειών
τους γιά τήν πολιτεία, στό έγκώμ.ιο της εύνομ-ίας οί άνθρώπινοι φορεΐς άπου-
σιάζουν έντελώς. Ή μ.όνη ήρωίδα σέ αύτό τό ση-μεϊο εΐναι ή ϊδια ή εύνομ-ία. Έπί
πλέον, δέν προσ-διορίζεται βάσει τών χαρακτηριστικών της, άλ-λά βάσει τών
πράξεών της. Δέν μ.αθαίνουμ.ε γιά τά γνωρίσμ.ατά της, άλλά γιά τή δύναμ-ή της, τίς
δραστηριότητές της καί τά άποτελέσματά τους. Ό Σόλων έπισημ-αίνει τί κάνει, δχι
ποιά είναι. Έπομένως, αύτό εΐναι μιά βαθύτατα φιλοσοφική άπάντηση στό έρώτημ.α
γιά τήν σωστή πορεία της τραγικης σκέψης.
Ποιά εΐναι ή δουλειά της εύνομ-ίας; Μέ άρ-νητικούς δρους, άναχαιτίζει τήν έγγενη
σύγκρου-ση τών δυνάμ-εων, ώστε νά μήν άναπτύσσεται ό όλέθριος κύκλος κόρου,
υβρεως καί ατης. Δεύ-τερον, έπισκευάζει τίς ζημ.ιές καί άποκαθιστα τή λογική: ή
σκληρότητα καί ή ύπεροψία άπαλύνον-ται· στραβές κρίσεις εύθυγραμμίζονται· ή
διχό-νοια καί ό άνταγωνισμ.ός σταμ.ατοϋν. Τρίτον, τι-μ.ωρεΐ τήν άδικία διά νόμ.ου.
Μέ θετικούς δρους, διακηρύσσει (άποφαίνει) δλες τίς ύποθέσε^ς τών άνθρώπων
τακτοποιημ-ένες, ταιριαστές καί στέ-ρεες.
Ή εύνομ-ία τοϋ Σόλωνα είναι, έπομ-ένως, άπο-τέλεσμ-α δύο άντιθετικών τάσεων. Ή
μ.ία άπό αύτές... εΐνα^ ή “άρνητ^κή άρχή της οϊχουμε-ν^κης μετριοπάθειας”, της
όποίας άξίωμ,α εΐ-
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
ναι τό "νά μήν μ-παίνε^ ό ενας στά χωράφ^α τοϋ αλλου” καί της όποίας σκοπός
εΐνα^ δχι ή μ.εταρρύθμ.ιση άλλά ή συγκράτηση. Άπό αύ-τή τήν αποψη, ή σολώνεια
πόλις μοιάζει σάν μιά φοβερή παράταξη ίσορροπημ-ένων άρνήσε-ων,
έπανειλημ.μ.ένων έλέγχων, δπου ό καθένας εΐναι σέ έτοιμότητα μή μ.πεΐ κάποιος
αλλος στά χωράφια του. Άλλά ύπάρχει ενα βασικό έλατήριο, πού κάνει αύτό τό
σύστημ.α νά λει-τουργεΐ, καί αύτό εΐναι ή πρωτοβουλία κάθε μ-έλους της πόλεως
γιά τό συμ-φέρον της κοινης εύημ,ερίας. Έδώ βρίσκεται μιά θετική δημ,ιουργική
άρχή, άκόμ,η κι δταν συλλαμ-βά-νεται ύπό τό πρΐσμ,α της ^συχία?· γιατί εΐναι ό
νόμ-ος, δχι της μ.ηχανικής σταθερότητας, άλλά της όργανικης ύγείας- δέν εΐναι
χαλινός της άνάπτυξης καί της έξέλιξης, άλλά τό άν-τίστροφο. (Βλαστός, 1946: 82).
Ή εύνομ,ία λε^τουργεΐ τόσο ώς δριο (άρνητι-κά) δσο χαί ώς μ,έσον (θετικά): «Ή ^έα
τοϋ μέ-σου καί τών όρίων -μιά ίδέα θεμ-ελιώδους ση-
μ-ασίας στήν έλληνική ήθική- ύποδεικνύει τό πρόβλημ-α πού ήταν κεντρικοϋ
ένδιαφέροντος γιά τόν Σόλωνα καί τούς συγκαιρινούς του: πώς νά κερδηθεΐ ενας
καινούργιος κανόνας ζωης μέ τή δύναμ-η της έσώτερης κατανόησης» (Jaeger, 1945:
148).
Άκολουθώντας τόν Ήσίο8ο στό παράδειγμ-α της άντίθεσης άνάμ.εσα στίς αδικες
καί στίς δί-καιες πόλεις, ό Σόλων συνδυάζει σέ αύτό τό ποί-ημ.α μιά προειδοποίηση
γιά έπικείμ-ενα κακά μέ εναν υμ.νο στά δώρα της δικαιοσύνης. Άλλά, ένώ ό
Ήσίοδος περιγράφει τήν θεία τιμ-ωρία τοϋ άδί-κου ώς λιμό, λοιμό καί πόλεμο, b
Σόλων άντι-λαμ-βάνεται τίς συνέπειες της άδικίας ώς κοινω-νικές άρρώστιες
σύμ.φυτες μέ τήν διαφθορά της πολιτείας.
Ή ϊδια σημ-αντική διαφορά έμ.φανίζεται πάλι στήν ήσιόδεια είκόνα της “Δίκα^ης
πόλης” καί στήν παράλληλη περιγραφή άπό τόν Σόλωνα τών δώρων πού χαρίζει ή
εύνομία. Στόν πρώ-το, οι συγκεκριμ-ένες ούράνιες άνταμ,οιβές εΐναι εύλογημ-ένες
σοδειές καί παιδιά, γιορτές εφή-νης καί δόξας, πλούσια κοπάδια καί μ.ελίσσια· στόν
δεύτερο, ή έπαγγελλόμ.ενη άνταπόδοση περιλαμβάνει δημ-όσια άρμ-ονία, εύημ-ερία
γιά τούς πολίτες, άπελευθέρωση τών άτόμ.ων άπό τήν ύπεροψία, τήν άπληστία, τόν
έγωισμ.ό καί τήν ύπερβολή, μέ λίγα λόγια τήν ύγεία τοϋ κοι-νων^κοϋ όργανισμοϋ
(Jaeger, 1966: 92).

Ή εύνομ.ία δέν φέρνει έξωτερικές εύλογίες άλλά κο^νων^κή άρμ,ονία καί εφήνη.
"Ολο τό λε-ξιλόγιο της πολιτικης θεωρίας περιέχεται σέ αύ-τό τό σύντομ.ο
καταληκτήριο μ.έρος της έλεγεί-ας, πού εχει ώς πρότυπο τό προοίμ-to τοϋ Ήσιό-δου
στό "Bpya καί ^ραί - τό έγκώμ-ro πρός τόν Δία, προστάτη της Δίχης (96-7): πολιτεία
καί άνθρώπινες ύποθέσεις· κόρος, αύθάδεια, καί μ.ωρία· κρίση καί πράξη· διχόνοια
καί άνταγωνι-σμ.ός· εγκλημ-α καί τιμ.ωρία· δικαιοσύνη καί άδι-κία· νόμ-ος καί
άνομ-ία. "Ολα αύτά τοποθετοϋντα^ περιεκτικά στήν έπικράτεια της άνθρώπινης εύ-
θύνης καί τών άνθρώπινων ύποχρεώσεων, στήν έπικράτεια της ένεργοϋ ζωης, τοϋ
χοινοϋ καλοϋ, της άμ-οιβαιότητας πού διέπει τίς πολιτικές κοι-νότητες, χωρίς
καμ.μ.ία άναφορά σέ παραδοσια-κές ή εξωθεν έξουσίες, χωρίς έπικλήσεις έξωτε-
ρικών άπειλών, χωρίς νοσταλγία λαμ.προϋ παρελ-θόντος, χωρίς έπαγγελία
λύτρωσης. Δέν ύπάρχει αλλη νομ.ιμ.ότητα άπό τήν έσωτερική συνοχή, δέν ύπάρχει
αλλη δικαίωση άπό τήν κοινή εύημ.ερία. Μιά αύτο-εκπληρούμ.ενη έσωτερικότητα
καί έπί-γνωση διαχέεται άπ' ακρου είς ακρον αύτοϋ τοϋ χωρίου. Ή κατάσταση της
εύνομ.ίας φέρνει στό φώς, κάνει όρατές καί κοινές, τήν τάξη καί τήν άρμ-ονία, μέ τό
συνταίριασμα τών πραγμ-άτων, μέ τήν διαρρύθμ.ιση τοϋ άστικοϋ κόσμ-ου κατά τρό-
πον είρηνικό καί πλήρη νοήμ,ατος. Εύνομ-ία εΐναι ή δημ-όσια τάξη τοϋ ήθους σέ
μιά πολιτεία τών πολιτών, δχι άκόμ.η ό λόγος της δίκης ώς κο-σμ-ΐκης δικαιοσύνης,
σύμ.φωνα μέ τόν Ήράκλει-το, εναν αίώνα άργότερα.
Σέ έκείνη τήν άντίληψη της πολιτικης ά-ρετης, τό ήθος ήταν άκόμ,η κατά πολύ
σημ,αν-τικότερο άπό τόν λόγο... Ή πράημ.η πόλη-κράτος ήταν, στά μάτια τών
πολιτών της, ή έγγύηση δλων τών ίδανικών, πού εκαναν τήν ζωή αξια νά τήν ζεΐ
κανείς. Πολιτεύεσθαι ση-μ,αίνει “νά παίρνεις μ-έρος στήν κοινοτική ζωή”· άλλά,
έκτός άπό αύτό, σημ,αίνε^ άπλώς "νά ζεΐς” - γιατί οί δύο σημ,ασίες ήταν μία καί ή
αύτή. Καμ^ά αλλη στιγμ-ή δέν ήταν τό κράτος στενότερα ταυτισμ.ένο μέ δλες τίς
άν-θρώπ^νες άξίες» (Jaeger, 1945: 113).
Μέχρι τό τέλος τοϋ 6ου αίώνα, ή εύνομ-ία ε-χει λίγη ή καί καμ.ία σχέση μέ τήν
πολιτική καί νομ-ΐκή εννοια τοϋ νόμ-ου: θεσμ.οθετημ.ένη νομ.ο-θεσία. Περιγράφει
μέ εύρύτερη εννοια μιά πολι-τική συνθήκη στήν όποία νφιος σημ-αίνει «εννο-μ.η
τάξη».

Πρίν από τό 464/3 π.Χ., τό κοινό θέμ-α τών λέξεων εύνομία, δυσνομία, άνομία καί
τών συ-ναφών μέ αύτές, δέν άντανακλα τήν πολιτική ή νομ,^κή εννο ΐα τοΰ νόμου,
[άλλά] άντανακλα τόν νόμ,ο ώς (α) τόν κανόνα της σωστης συμ.-περ^φορας καί (β)
τήν συνθήκη τοϋ νόμ,ου καί της τάξης, συμ.παραδηλώσεις πού εχουν μαλ-λον
ήθικές παρά πολιτιχές άποχρώσεις. Τό άν-τίθετο της εύνο^ας μέ τήν πρώτη εννο^α
(α) εΐναι ή άνομ,ία, πού άπαντα κατά τήν πρώιμη περίοδο μ-όνο στήν μ,ορφή τοϋ
έπιθέτου ανο,οιος, πού σημ-αίνει συμ-περιφορά ή όποία δέν λογα-ριάζει τόν νόμ.ο
καί τήν τάξη, ένώ τό άντίθε-τό της μέ τήν δεύτερη εννο^α (β) εΐνα^ ή δυσ-νομώζ,
πού περιγράφει μιά κατάσταση στήν πολιτεία, ίσοδύναμ,η σχεδόν μέ άναρχία (Ost-
wald, 1969: 94).
Ό νόμος πού περιέχεται σέ αύτές τίς λέξεις ήταν μιά γενική εκφραση της καλης ή
κακης τά-ξης τών πολιτειακών πραγμ-άτων. Ή λέξη άνο-μία (πού δέν έμ,φανίζετ^
στόν Σόλωνα) εΐνα^ τό άντίθετο της εύνομ-ίας ώς μιας ποιότητας της ά-ξιοπρεποϋς
άνθρώπινης συμπεριφορας, ένώ ή δυσνομία εΐναι τό άντίθετο της, ώς μιας συνθή-
κης, πειθαρχημ-ένης καί δίκαιης διακυβέρνησης (70).
Πρίν άπό τόν Σόλωνα, ή λέξη εύνομ-ία εΐχε χρησιμοποιηθεί άπό τόν "Ομ,ηρο, ό
δποϊος τήν άν-τιπαρέθετε στήν δβριν, στψ 'Οδύσσεια 17.486, καί άπό τόν Ήσίοδο, ό
οποϊος τήν άντιπαρέθετε στή δυσνομ-ία, «ατιόγ^ο της Έριδος καί της Νυκτός,
δηλαδή,... μ.έρος της παλαιας τάξης, ή όποία εχε^ έκλείψε^ μέ τήν τάξη τοϋ Δία»
(67). Στόν τελευταΐο [ή εύνομ,ία] εΐνα^ μ,έρος της νέας τάξης της δικαιοσύνης καί
τοϋ φωτός.
Μέ τόν ΊϊσίοΒο άρχίζει νά παίρνει κοινωνική σημ-ασία, πού δέν τήν έγκαταλείπει
έντελώς σέ δλη τήν ύπόλοιπη ίστορία της. Ό Ήσίο-δος ήταν έπίσης ό πρώτος πού
εκανε τήν £ύ-νομία μιά προσωπική κοσμ-ΐκή δύναμ-η καί της εδωσε μιά θέση στήν
θεϊκή γενεαλογία. Εΐναι κόρη τοϋ Δία, πού τήν συνέλαβε μέ τήν θέ-μιδα, τήν
άρχέγονη θεά της τάξης, δταν εΐχε έδραιώσει τήν έξουσία του πάνω στήν οϊκου-
μένη, καί άδελφές της εΐνα^ οί Ώρες [(Έπο-χές)], οι δυνάμ,ε^ς της τάξης στήν φύση,
ή Δί-κη καί ή Εφήνη, οί δυνάμ-εις της τάξης στήν άνθρώπινη κοινωνία, καί οί τρεΐς
Μοΐρες, οί δυνάμ-εις πού άντιπροσωπεύουν τόν ρυθμό της ζωης του άτόμ,ου (Θεογ.
901-6). Ό Andrewes
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡ0Π0ΥΑ0Σ
σωστά άποκαλεΐ έδώ τήν Εύνομ-ία “μία άπό τίς φρουρούς της κοινωνικης τάξης,
πού προ-φυλάσσει τήν πόλη άπό τή βία καί τήν άνο-μία”· άλλά δέν δ^ατηρεΐ τήν
τάξη μ-όνο στήν πόλη. Ή καταγωγή της τήν έντάσσει σέ μιά εύρύτερη τάξη πού
ύπερβαίνει τήν πόλη, μιά οίκουμ-ενική τάξη έγκαθιδρυμ-ένη άπό τόν Δία (Ostwald,
1969: 63).
Φαίνεται, έπίσης, δτι ΕύνομΙα ήταν ό τίτλος ένός ποιήμ-ατος τοϋ Τυρταίου, πού
άναφερόταν στήν πολ^κή συγκρότηση της Σπάρτης (Άπο-σπάσμ,ατα 1-4).
Ό Σόλων άκολουθεΐ τόν "Ομ,ηρο στήν άντι-παράθεση της εύνομ-ίας πρός τήν δβρι,
καί τόν ΊϊσίοΒο στψ παρουσίασή της ώς κοσμ-ΐκης δύ-ναμ-ης. Άλλά ή έξουσία της
δέν εΐναι πιά φυσι-κή ή μυθική. Ουτε εΐναι μιά μ-εταφυσική εννοια προερχόμ-ενη
άπό μιά θεωρία της ζωης έν γένει.
Ή Εύνομ,ία τοϋ Σόλωνα δέν νοεΐται ώς ενα ύ-περβατικό καί άπόλυτο ίδανικό
οίκουμ,ενικης Ε-σχύος πρός τό όποΐο ήλπιζε νά έναρμ-ονίσει τούς συμ.πατριώτες
του. Καί μ.όνο ή άρνητι-κή άπόχρωση τοϋ όρισμ.οϋ της άρκεΐ γιά νά ά-πορρίψουμ-ε
μιά ίδεαλιστική έρμ.ηνεία. Ή Εύ-νομία γιά τόν Σόλωνα εΐναι άπλώς αύτή ή συν-
θήκη τοϋ νόμ.ου καί της τάξης μέ τήν όποία ή παρούσα δυσνομ-ία θά έξαλειφθεΐ ή
τουλάχι-στον θά κατασταλεΐ, ετσι ωστε νά έπανεγκα-θιδρυθεΐ ή ένότητα καί ή άρμ-
ονία της πόλης... (68-9).
Εΐναι μιά άρχή πολιτικης ήθικης αύτό πού καθοδηγεΐτή δημ-όσια συμ.περιφορά.
Έπικράτειά της εΐναι δλο τό εδρος της πολιτικης δράσης. Έπί πλέον, ώς πολιτική
αρθρωση τοϋ κανόνα της άμ,οιβαιότητας μ,εταξύ τών πολιτών, ή εύ-νομ-ία εΐναι ενα
ίδανικό πλαίσιο τών πολιτειακών ύποθέσεων, πού δέν περιορίζεται στήν διακυβέρ-
νηση εΐτε σέ ένα σύνολο νομ.οθετημ.άτων. «Δέν εΐναι μιά όριστική συγκρότηση,
ουτε εΐναι μιά Πολιτεία μέ καλούς νόμ,ους. Εΐναι μιά άνθρώπι-νη κοινότητα πού
διοικεΐται μέ μ-ετριοπάθεια, έ-νότητα καί τάξη» (Ehrenberg, 1946: 84-5). Σημ,αίνει
συλλογικό, έκούσιο καί όφειλόμ.ενο σε-βασμ.0 στά τραγικά δρια, στούς αύτο-
επιβαλλό-μ-ενους περιορισμ.ούς στήν άγωνιστική σύγκρου-ση τών δυνάμ-εων μ.έσα
στήν πολιτεία. Μιά κοι-νωνία πού κυβερναται μέ εύνομ-ία εΐναι κοινωνία πού ξέρει
πώς νά τηρεΐ καλά τό μ-έτρο της αύ-τονομ-ίας της.
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
Σίγουρα, εύνομ-ία σημαίνει νομ.ιμ.οφροσύνη, πολιτική τάξη, καί άρμ-ονία, τό
πρώτιστο χα-ρακτηριστικό της δίκαιης πολιτείας. Άλλά, νομ.οθετώ καί πράττω
δίκαια, σημ-αίνει τηρώ τό πρέπον μ-έτρο, έναρμ-ονίζω τίς διεκδικήσεις, δέν μ-ειώνω
ή έπαυξάνω τό μ-ερίδιο κανενός, δέν άφήνω κανέναν νά βάλει χέρι στά μ,ερίδια τών
αλλων, δέν παραβιάζω τά δρια θέλοντας ή δίνοντας περισσότερα άπό δ,τι εΐναι
άρμό-ζον, σωστό, κατάλληλο. Έπομένως, ή εύνο-μία, εί'τε μ.εταφράζεται ώς
νομ.ιμ.οφροσύνη ή μ.οίρασμ.α κατά τά δέοντα νομ.ικο-πολιτική δι-καιοσύνη εί'τε
ώς δικαιοσύνη στήν κατανομ-ή, καταλήγει στό ϊδιο: άναλογία καί σωστή Ισορ-ροπία
μ-εταξύ τών άνθρώπων, στά άγαθά, στήν έλευθερία καί στήν έξουσία (Verenyi,
1974: 98).
Άναλογία καί ϊσορροπία μ-αλλον, παρά δικαι-ώμ-ατα καί ίσότητα, εΐναι στό κέντρο
τοϋ τρόπου μέ τόν δποϊο βλέπει ό Σόλων τήν εύνομ-ία. Ή πολιτεία του δέν εΐναι
άκόμ,η δομ.ημ.ένη ώς δημ.0-κρατία. Άλλά οί άρχές του εΐναι πιό θεμ,ελιώδεις άπό
τίς δημ-οκρατικές άρχές, δεδομ-ένου δτι διευ-χολύνουν τήν κυκλοφορία της ϊδιας
της πολι-τικης. Ό Καστοριάδης εκανε μιά λεπτή διάκρι-ση, όρίζοντας «τήν πολιτική
ώς ρητή καί σαφη δραστηριότητα πού άφορα τήν έγκαθίδρυση έπι-θυμ-ητών θεσμ-
ών καί τήν δημ-οκρατία ώς τό πο-λίτευμ-α της ρητης καί σαφοϋς αύτο-θέσμ.ισης, δ-
σο αύτό εΐναι δυνατόν, ώς τό πολίτευμ,α τών κοι-νωνικών θεσμ-ών πού έξαρτώνται
άπό τήν ρητή συλλογ^κή δραστηρ^ότητα» (Καστορ^άδης, 1995 [1997γ]: 4). Ή
πολιτική, τό καθαρό πολίτευμ,α τοϋ τραγικοϋ άναφέρεται στήν ένοίκηση της πο-
λιτικης έγκαθίδρυσης, στήν αύτονομ.ία της πολι-τειακης συγκρότησης, πού θεωρεΐ
δεδομ-ένο δτι ή δικαιοσύνη εΐναι κοινόν κτημ,α καί ή καλή διακυ-βέρνηση
βασίζεται στήν ίσότητα. Ή δημ,οκρα-τία, τό πολίτευμ,α πού χαρακτηρίζετα^ άπό
«(πο-λιτική) αύτοστοχαστ^κότητα» (Καστορ^άδης 1988γ [1991]: 20-1), ερχετα^
άργότερα, δταν ό πολιτιχός στοχασμ.ός εχει θεσμ.οθετηθεΐ (παρα-δείγμ,ατος χάριν,
στήν μ,ορφή τοϋ θεάτρου) καί δ-ταν ή ένοίκηση αύτή καθ' έαυτήν μ-άλλον παρά ό
δημ,όσ^ος χώρος της) άμφΐσβητεΙται μέ τρόπο πού κάνει τόν iiJ/*o κοινό κτημ,α καί
βασίζει τήν καλή διακυβέρνηση στήν ίσότητα. Έπομένως, δημ-οκρατία εΐναι τό
πολίτευμ,α «πού προσπαθεΐ νά πετύχει, δσο της εΐναι δυνατό, τόσο τήν άτο-μική καί
συλλογική αύτονομ.ία, δσο καί τό κοινό καλό, δπως αύτό τό συλλαμ-βάνει ή
συλλογικό-

τητα τήν όποία άφορα σέ κάθε είδική περίπτω-ση» (Καστορ^άδης, 1995 [1997γ]:
16).
Άλλά τά έπιτεύγμ.ατα της δημ-οκρατίας δέν θαπρεπε νά άποσποϋΊ τήν προσοχή άπό
τά πρω-τεύοντα εργα της πολιτικης, δπου ό κανόνας της άμ-οιβαιότητας (τό αΐτημ,α
γιά ίσότιμ.0 μ,ερίδιο) μεταξύ έλευθέρων πολιτών πρωτοαναδύεται ώς ή πρωταρχική
άρχή της δικαιοσύνης, μ.αζί μέ τήν άναζήτηση σύμ,φυτων κανόνων καί όρίων (τό
αΐτημ.α της ίσορροπίας). Ή στοχαστική άνα-γνώριση τοϋ πολεμ.ικοϋ χαρακτήρα της
πόλεως εΐναι πού κάνει τήν πολιτική δυνατή ώς άναχαί-τηση της πολιτικης
σύγκρουσης καί άρμ-ονία τών έντάσεων. Ή έλεγεία της εύνομ.ίας άναγνω-ρίζει δτι
ή άρμ-ονία εΐναι πιθανή μ-έσα στήν πόλιν, άλ-λά δέν εΐναι ουτε ή όμ,ηρική
άρμ,ονία, στήν 6-ποία τό θεϊκό καί τό άνθρώπινο θά δροϋν μ.α-ζί καί ή σύγκρουση
μ-πορεΐ νά λυθεΐ στό τέ-λος, ουτε μιά άριστοκρατική, ούτοπική ένόρα-ση στήν
όποία σύγκρουση δέν έγείρεται ποτέ. Ή λύση τοϋ Σόλωνα ουτε θά άπέκλειε τά
προβλήμ-ατα ουτε θά τά ελυνε ποτέ πλήρως. Μάλλον φαντάζεται μιά κοινότητα
στήν όποία ή Βύνο^ώ εΐναι μιά δυναμ,ική δύναμ,η πού δη-μ,ιουργεΐ ίσορροπία καί
τάξη άενάως. Δέν εΐναι θεϊκό ποιητικό αϊτιο, άλλά μιά κοινοτική δέ-σμ,ευση στήν
καλή τάξη (Anhalt, 1993: 114).
Ό Σόλων δηλώνει δτι ή άξιοπρεπής έπικρά-τεια της θνητης ζωης εΐναι τό ήθος της
ίδιότη-τας τοϋ πολίτη σέ μιά πολιτική πολιτεία. Κατά συνέπεια, αύτό τό καθεστώς
πού βασίζεται σέ έγγενή δικαίωση πρέπει νά νοηθεΐ μέ ήθικο-πο-λιτιχούς δρους.
Σύμ,φυτος νόμ,ος του εΐναι ό κα-νόνας της δικαιοσύνης - ή άμ,οιβαιότητα της I-
σότιμ.ης άναλογικότητας πού διέπει τίς σχέσεις μ.εταξύ τών πολιτών. Εΐναι εύθύνη
αύτών τών πολιτών τό νά διαφυλάττουν τήν κυβερνώσα ά-μ-οιβαιότητα- καί, δταν
τό άμ.ελοϋν, δλη ή πολι-τεία ύφίσταται τίς όλέθριες συνέπειες της υβρε-ως. Ή
πολιτική τάξη πού τηρεΐ καλύτερα καί προωθεΐ τόν κανόνα της δικαιοσύνης εΐναι ή
κα-λή διακυβέρνηση, ό όποία λειτουργεΐ τόσο ώς αύ-το-περιορισμός δσο καί ώς
έξισορροπητικό μ.έτρο μέ τό νά ρυθμ-ίζει τόν άνταγωνισμ.ό τών πολι-τ^κών δυνάμ-
εων σέ μιά ταφιαστή άρμ,ονία. "Ερ-γο της ποίησης εΐναι νά άναπτύξει μιά ήθική
ποι-ητική πού συμ.βάλλει στήν συλλογική θέσμ-ΐση της καλης διακυβέρνησης
διαπαιδαγωγόντας τούς πολίτες στίς πολιτικές εύθϋνες τους.

Λίγο μετά τήν σύνθεση καί τήν δημ-όσια ά-παγγελία της έλεγείας του γιά τήν
εύνομ-ία, ό Σόλων όρίστηκε άρχων χαί κλήθηκε νά είσηγη-θεΐ εώικά μ.έτρα γιά νά
άπαλλάξει άπό τήν κρί-ση τήν πόλη του. Άνταποκρινόμενος στό αί'τη-μ.α αύτό,
έγκαθίδρυσε εναν νομ-ΐκό κώδικα πού κάλυπτε δλους τούς τομ.εΐς τοϋ νόμ.ου:
έγκλημ.α-τολογία, πολιτική, δημ-όσια ήθη, οίκογενειακό δί-καιο, νόμ-ους γιά τή γη,
άδικήμ-ατα, μ-αρτυρικές καταθέσεις, έμπορική νομ-οθεσία καί θρησκευτι-κή
νομ,οθεσία (Murray, 1993: 197-8). "Επε^τα, άρνούμ-ενος νά έκμ.εταλλευθεΐ τήν
τρομ-ακτική έ-ξουσία του καί νά γίνει τύραννος, εκανε τό ανευ προηγουμ-ένου
διάβημ,α νά φύγει άπό τήν Άθήνα έπί μιά δεκαετία, γιά νά άφήσει τούς νόμ-ους του
νά σταθοϋν μόνοι τους, άνεξάρτητα άπό τόν δη-μ.ιουργό τους. Γιά πολλούς
σύνθετους λόγους, οί μ.εταρρυθμ.ίσεις του δέν κράτησαν πολύ καί ή τυ-ραννία τών
Πεισιστρατιδών έπικράτησε στήν πό-λη. Άλλά κάποιοι άπό τούς νόμ-ους του παρέμ-
ει-ναν σέ μ-εγάλο βαθμ.0 στήν Θέση τους καί τό πνεϋμ-α τους δέν χάθηκε ποτέ.
«Γιά αίώνες, δ-σο ύπηρχε άθηναϊκή πολιτεία μέ δική της έλεύ-θερη πνευμ-ατική
ζωή, ό Σόλων ήταν σεβαστός ώς θεμ,έλ^ος λίθος τοϋ πολιτισμοϋ της» (Jaeger, 1945:
136). Άκόμη περισσότερο, δσο ύπηρχε ένδιαφέρον γιά τήν ίδιότητα τοϋ πολιτιχοϋ
άνδρός μ.έσα στούς αίώνες, στήν Δύση, παρέμ-ενε μ.εΐζον σημ-εΐο άναφορας καί
διαμ-άχης.
Ό δικαιολογημ-ένος θαυμ.ασμ.ός μ.ας γιά τήν δημ-οκρατία δέν μ.ας αφηνε, γιά πολύ
μ-εγάλο διά-στημ-α, νά δοϋμ.ε τό περιπετειώδες καί θυελλώ-δες πολιτιχο-
ψιλοσοψιχό πείραμ,α, πού ήταν ή έλ-ληνική πολιτεία τών πολιτών. Γοητευμ-ένοι
άπό τίς μ.εταρρυθμ.ίσεις τοϋ Κλεισθένη καί άπό τίς τραγωδίες τοϋ Αίσχύλου,
ξεχάσαμ-ε δτι ό Σόλων ήταν ό πρώτος Άθηναίος, δτι πρίν άπό αύτόν δέν ύπηρχε
ποίηση στήν Άθήνα (Bowra, 1960: 73), ουτε άθηναϊκή συμ-βολή στίς έλληνικές
διανοητι-κές ζυμ-ώσεις, καί δτι τίποτα δέν εχει μ-είνει άπό τήν Άθήνα τοϋ 6ου
αίώνα έκτός άπό τά δικά του άποσπάσμ.ατα. Έπιπροσθέτως, προσπαθώντας έδώ καί
εναν αίώνα νά έρμ.ηνεύσουμ.ε τόν Άνα-ξίμ-ανδρο, παραβλέψαμ-ε τήν εκταση στήν
όποία ή φιλοσοφία του γιά τήν κοσμ,ική άμ,οιβαιότητα προϋποθέτει τή σολώνεια
όπτική τοϋ κόσμ-ου καί υίοθετεΐ τό λεξιλόγιό της. Εΐναι καιρός νά άπο-
καταστήσουμ.ε τόν Σόλωνα στήν θέση πού δικαι-οϋται στήν φιλοσοφία, στήν
πολιτική, στήν νο-μ-οθεσία καί στήν ποίηση, άναγνωρίζοντάς τον ώς μιά μ-είζονα
πρώιμη φυσιογνωμ.ία. «Στήν Έλλά-δα», μ.ας θυμ-ίζει ό Καστοριάδης, «ό
φιλόσοφος
ΒΑΣΙΑΗΣ ΑΑΜΠΡΟΠΟΥΑΟΣ
ήταν, σέ μιά μ-εγάλη άρχική περίοδο, τόσο πολί-της δσο καί φιλόσοφος. Εΐναι καί
γι' αύτόν τόν λόγο πού τόν καλοϋσαν μ,ερ^κές φορές νά “δώσε^ νόμ-ους”, εΐτε στήν
πόλη εΐτε σέ κάποιον αλλον» (Καστορ^άδης, 1987 [1991]: 6). Τό φύ,οσοφιχό
ένδιαφέρον τοϋ Σόλωνα γιά τήν ίδιότητα τοϋ πο-λίτη καί τήν δικαιοσύνη, τήν τάξη
καί τήν σύγ-κρουση, τήν ήθική καί τά πολιτιχά πράγμ-ατα, άποδεικνύει δτι «τό
twoio'koyixo σχημ.α πού έ-φάρμ-οσαν οί Προσωκρατικοί τό εΐχαν δανειστεΐ σέ μ-
εγάλο μ-έρος άπό τήν πολιτική σφαίρα» (Rahe, 1992: 194). Ό νομ,οθέτης, πολιτικός
καί ποιητής Σόλων συνιστα τήν μ,ετάβαση άπό τήν κοσμ-ογονία τοϋ Ήσιόδου στήν
κοσμ.ολογία τοϋ Ήρακλείτου καί τοϋ Αίσχύλου. «Παρέχει τόν σύνδεσμ.ο άνάμ-εσα
στήν ήθική σκέψη της άρ-χαϊκης έποχης καί στόν άγώνα γιά δημ-οκρατία (de
Romilly, 1985: 31).
Αυτό δέν εΐναι μ-όνο ενα έπιχείρημ,α γιά τήν χρονολογική προτεραιότητα τοϋ
Σόλωνα σέ σχέ-ση μέ τήν εύρεία άναγνώριση τών Προσωκρα-τικών, γιά τήν σωστή
θέση του στόν άρχαϊκό πολιτισμ.ό ή γιά τόν σωστό ρόλο του στήν άθη-ναϊκή
ίστορία. Ουτε εΐναι μ-όνο μιά προσπάθεια νά καταλάβουμ-ε ή νά μ.εταφράσουμ.ε
καλύτερα τούς Έλληνες, τούς «κλασσ^κούς» της νεωτε-ρικότητάς μας. Είναι, πάνω
άπό δλα, μιά προ-σπάθεια νά συμ.βιβαστοϋμ.ε μέ τό λησμ.ονημ.ένο γεγονός δτι
«πρώτη φιλοσοφία» εΐναι ό τραγι-κός στοχασμ.ός τοϋ πρώτου ήθους της σκέψης,
τοϋ πολιτιχοϋ ήθους, στό πρώτο μ.έρος πού στέ-γασε τήν σκέψη, στόν δημ-όσιο
χώρο της ίδιότη-τας τοϋ πολίτη. Ή πρώτη φιλοσοφία εχει νά κά-νει δχι μέ τό νά
άκοϋς τί λέει ή συνείδηση, τό Είναι, ή γλώσσα ή τό κείμ,ενο, άλλά μέ τό νά άκοϋς τί
λέει ή θορυβώδης άνταλλαγή καί ό άν-ταγωνισμ.ός άδέσμ-ευτων άπόψεων στήν
άγορά. "Οπως δείχνε^ ή ίδ^αίτερη περίπτωση τοϋ Σόλω-να στήν είδική θέση της
Άθήνας, ή πολιτική, ή φιλοσοφία καί ή ποίηση γεννιοϋνται δλες μαζί, άντιμ-
ετωπίζουν τίς ΐδιες προκλήσεις καί θέτουν τά ϊδια τραγικά έρωτήμ.ατα, αν καί σέ
διαφορε-τικά έπίπεδα καί μέ διαφορετικούς τρόπους. Καί οι τρεΐς άποτελοϋν μ-
είζονα κομ.μ.άτια «νομ-οσκο-πικης άνάλυσης» (Λαμ.πρόπουλος, 1993: xr 1996),
της συλλογ^κης, συνετης έξονυχιστικής έξέτασης της συμμετοχιχ^ς αύτοθέσμισης.
"0-ταν συνεργάζονται στενά, δχι μ.όνο δημ.ιουργοϋν μ,εγαλεΐο στούς τομ,εΐς τους
(πού εΐνα^ πράγμ,α-τι δύσκολο νά τούς ξεχωρίσουμ-ε σέ αύτό τό έ-κρηκτ^κά
βλασταΐνον σημ,εΐο), άλλά δημ^ουργοϋν έπίσης τήν δημ,οκρατία. "Οταν δέν τό
κάνουν -
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙΕΥΝΟΜΙΑ
δταν ή ήθική άπαρνεΐται τήν πολιτική, ή πολι-τική άγνοεΐ τήν ποίηση καί ή ποίηση
άπορρίπτει τήν ήθική- ή στοχαστική αύτο-διακυβέρνηση μ-πορεΐ νά εχει κάποιες
τοπικές, έπιμέρους έπι-τυχίες, άλλά δέν μ-πορεΐ ποτέ νά έπιτύχει τήν πλήρη
διάρθρωση μέσω θεσμ-ών άγωνιστικης διαβούλευσης. Μόνον δταν ή πολιτική, ή
φιλο-σοφία καί ή ποίηση ένώνουν τίς δυνάμ-εις τους, ένισχύοντας ή μία τίς άπόψεις
καί τίς φωνές τών αλλων σέ διαμ-άχες γύρω άπό τήν ύπευθυνότη-τα της πολιτείας
τών πολιτών άπέναντι στήν δι-καιοσύνη, μ.ποροϋν νά δημ-ΐουργήσουν μιά αύτό-
νομ.η κοινωνία, μιά κοινωνία
ίκανή γιά τήν ρητή αύτοθέσμ.ισή της, ίκανή έπομ-ένως νά θέτει σέ άμ,φισβήτηση
τούς ήδη δοσμ-ένους θεσμ.ούς της, τήν ήδη έγκαθιδρυμ.έ-νη άπό τήν ϊδια
παράσταση τοϋ κόσμ.ου. Αύ-τήν τήν κοινωνία μ.ποροϋμ.ε έπίσης νά τήν πε-
ριγράψουμ-ε ώς μιά κοινωνία ή όποία, ζώντας πλήρως μέ νόμ-ους καί ξέροντας πώς
δέν μπο-ρεΐ νά ζήσει χωρίς νόμο, δέν ύποδουλώνεται στούς ί'διους τούς νόμ-ους της,
μιά κοινωνία έ-πομ-ένως στήν όποία τό έρώτημ,α “Τί εΐνα^ δί-κα^ος νόμ,ος;” μένει
πάντα πραγματικά άνοι-κτό (Καστορ^άδης, 1982 [1991]: 136).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Εύχαριστώ τους Γρηγόρη Τζουσδάνη, Peter Murphy, David Ames Curtis γιά τήν
σημαντική βοήθειά τους. Τό κείμενο άφιερώνεται στήν όμάδα τοϋ περιοδικοϋ
Σημειώ-σεις γιά τήν παιδεία που μοΰ προσέφεραν τά χρόνια 1975-79. Τους όφείλω
δχι μόνο τήν εΐσαγωγή μου στό εργο τοΰ Καστοριάδη καί τους πρώτους
προβληματισμούς περί δι-καίου καί έξουσίας, άλλά καί ενα πολυ μεγάλο μέρος τής
πνευματικής καί προσωπικής μου καλλιέργειας. Εΐκοσι χρόνια άργότερα, έλπίζω
πώς δέν εχω λησμονήσει τά μα-θήματά τους, καί τους χαφετίζω μέ τό άρχαϊκό
νόημα τής λέξης ?ίλος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Anhalt, Emily Katz (1993) Solon the Singer: Politics and Poetics. Lanham, MD:
Rovman & Littlefield.
Bowra, C. M. (1960) «Solon», in Early Greek Elegists. New York: Barnes & Noble.
Castonadis, Cornelius (1964-5 [1987]) «Marxism and Revolutionary Theory». Part
One of Kathleen Blarney (trans.) The Imaginary Institution of Society. Cambridge,
MA; MIT Press and Oxford, UK: Polity.
Castonadis, Cornelius (1982 [1991]) «The Nature and Value of Equality», in David
Ames Curtis (trans.,

ed.) Philosophy, Politics, Autonomy. New York and Oxford, UK: Oxford University
Press.
Castonadis, Cornelius (1983a [1997a]) «The Logic of Magmas and the Question of
Autonomy», in David Ames Curtis (trans., ed.) The Castoriadis Reader. Oxford, UK
and Cambridge, MA: Blackwell.
Castonadis, Cornelius (1983S [1991]) «The Greek Polis and the Creation of
Denocracy», in David Ames Curtis (trans., ed.) Philosophy, Politics, Autonomy. New
York and Oxford, UK: Oxford University Press.
Castonadis, Cornelius (1987 [1991]) «Intellectuals and History», in David Ames
Curtis (trans., ed.) Philosophy, Politics, Autonomy. New York and Oxford, UK:
Oxford University Press.
Castonadis, Cornelius (1988a [1991]) «Power, Politics, Autonomy», in David Ames
Curtis (trans., ed.) Philosophy, Politics, Autonomy. Nev York ahd Oxford, UK:
Oxford University Press.
Castonadis, Cornelius (1988S [1991] «Individual, Society, Rationality, History», in
David Ames Curtis (trans., ed.) Philosophy, Politics, Autonomy New York and
Oxford, UK: Oxford University Press.
Castonadis, Cornelius (1988γ [[1991]) «The “End of Philosophy”?», in David Ames
Curtis (trans., ed.) Philosophy, Politics, Autonomy. New York and Oxford, UK:
Oxford University Press.
Castonadis, Cornelius (1990 [19976]) «The Greek and the Modern Political
Imaginary», in David Ames Curtis (trans., ed.) World in Fragments. Stanford, CA:
Stanford Umverstity Press.
Castonadis, Cornelius (1992 [1996]) «The Athenian Democracy: False and True
Questions», in Pierre Leveque and Pierre Vidal-Naquet, Cleisthenes the Athenian:
An Essay on the Representation of Space and Time in Greek Political Thought from
the End of the Sixth Century to the Death of Plato [1964], David Ames Curtis
(trans., ed.). Atlantic Highlands, NI: Humanities Press.
Castonadis, Cornelius (1993 [19976]) «The Ethicists New Clothes», in David Ames
Curtis (trans., ed) World in Fragments. Stanford, CA: Stanford University Press.
Castonadis, Cornelius (1995 [1997γ]) «Democracy as Procedure and Democraxy as
Regime», in David Ames Curtis (trans.) Constellations 4:1 (April 1997): 1-18.
de Romilly, lacqueline (1985 [1980]) A Short History of Greek Literature, trans.
Lillian Doherty. Chicago: University of Chicago Press.
Donlan, Walter (1970) «Changes and Shifts in the Meaning of Demos in the
Literature of the Archaic Period», La Parola del Passato 135: 381-95.
Donlan, Walter (1980) The Aristrocratic Ideal in Ancient Greece: Attitudes of
Superiority from Homer to the End of the Fifth Century B.C. Lawrence, KS: Coro-
nado Press.
Ehrenberg, Victor (1946 [1930]) «Eunomia», in Aspects of the Ancient World:
Essays and Reviews. New York: William Salloch.
Farrar, Cynthia (1988) The Origins of Democratic Thinking: The Invention of
Politics in Classical Athens. Cambridge University Press.

Finley, M.I. (1981) «Politics and Political Theory», in M. I. Finley (ed.) The Legacy
of Greece: A New Appraisal. Oxford: Oxford University Press.
Cagann, Michael and Woodruff, Paul (eds.) (1995) Early Greek Political Thought
from Homer to the Sophists. Cambridge: Cambridge University Press.
Greek Elegy and lambus, Volume I (1982 [1931]) trans. J. M. Edmonds. Cambridge,
MA: Harvard University Press.
Hansen, Mogens Herman (1993) «Introduction: The Polis as a Citizen-State», in
Mogens Herman Hansen (ed.) The Ancient Greek City-State. Copenhagen: The
Royal Danish Academy of Sciences and Letters.
Havelock, Eric A. (1978) The Greek Concept of Justice: From Its Shadow in Homer
to Its Substance in Plato. Cambridge, MA: Harvard University Press.
leager, Werner (1945 [1933]) Paideia: The Ideals of Greek Culture, Vol. 1, Book I:
Archaic Greece. Book II: The Mind of Athens, trans. Gilbert Highet, New York:
Oxford University Press.
laeger, Werner (1966 [1926]) «Solon's Eunomia», in Five Essays, trans. Adele M.
Fiske. Montreal: Mario Casalim.
laspers, Karl (1948) «Solon», in Edgar Salin (ed.) Synopsis: Festgabe fur Alfred
Weber. Heidelberg: Ver-lag Lambert Schneider.
Lambropoulos, Vassilis (1993) The Rise of Eurocentrism: Anatomy of Interpetation.
Princeton, NJ: Princeton University Press.
Lambropoulos, Vassilis (1995)«The Rule of Justice», Thesis Eleven 40: 1-24.
Lambropoulos, Vassilis (1996)«Nomoscopic Analysis», South Atlantic Quarterly
95(4): 855-79.
Lesky, Albin (1966 [1958[) A History of Greek Literature, trans. James Willis and
Cornells de Heer. London: Methuen.
Murphy, Peter (1993) «Romantic Modernism and the Greek Polls», Thesis Eleven
43: 42-66.
ΒΑΣΙΑΗΣ ΛΑΜΠΡ0Π0ΥΛ0Σ
Murphy, Peter (1995) «The Birth of Humanism», Thesis Eleven 40: 44-67.
Murray, Oswyn (1983) «The Symposion as Social Organization», in Robin Hagg
(ed.) The Greek Renaissance of the Eighth Century B.C.: Tradition and Innovation.
Stockholm: Svenska Institutet i Athen.
Myrray, Oswyn (1993 [1978]) Early Greece. Cambridge, MA: Harvard University
Press.
Myres, John L. (1927) The Political Ideas of the Greeks. New York: The Abingdon
Press.
Nagy, Gregory (1990 [1985]) «Poetry and the Ideology of the Polls: The Symbolism
of Apportioning Meat», in Greek Mythology and Poetics. Ithaca, NY: Cornell
University Press.
Ostwald, Martin (1969) Nomos and the Beginnings of the Athenian Democracy.
Oxford: Clarendon Press.
Raaflaub, Kurt A. (1993) «Homer to Solon: The Rise of the Polis. The Written
Sources», in Mogens Herman Hansen (ed.) The Ancient Greek City-State.
Copenhagen: The Royal Danish Academy of Sciences and Letters.
Rahe, Paul A. (1992) Republics Ancient and Modern. Volume I: The Ancient
Regime in Classical Greece. Chapel Hill: The University of North Carolina Press.
Roberts, Jennifer Tolbert (1994) Athens on Trial: The Antidemocratic Tradition in
Western Thought. Princeton, NJ: Princeton University Press.
Thomson, George (1977 [1955]) Studies in Ancient Greek Society: The First
Philosophers, London: Lawrence & Wishart.
Vernant, Jean-Pierre (1982 [1962]) The Origins of Greek Thought, Ithaca, NY:
Cornell University Press.
Vecsenyi, Laszlo (1974) “Solon”, in Man's Measure: A study of the Greek Image of
Man from Homer to Sophocles. Albany: State University of New York Press.
Vlastos, Gregory (1946) «Soloman Justice», Classical Philology XLI (2): 65-83.

Κανονιστικότητα καί κριτική στήν θεωρία τής αύτονομίας τοΰ Καστοριάδη*


Ç
εννοια της αύτονομ.ίας εγει ύπάρξει κεν-τρική κανονιστική εννοια στήν σύγχρονη
πολιτική σκέψη καί συστατικό γνώρισμ-α της δημ,οκρατικής πολιτικής. Σήμ,ερα,
ώστόσο, εί'τε εχει άπορροφηθεΐ, καί ώς έκ τούτου έξουδε-τερωθεΐ, μέσα στό
άτομιχιστιχό καί τυπικό φι-λελεύθερο ίδεώδες της «ήθικης αύτονομ.ίας», εί'-τε εχει
δεχθεΐ σκληρές επΜσεις άπό έτερόκλη-τες φιλοσοφικές καί πολιτικές θέσεις -
όρισμέ-νες έκδοχές φεμ.^σμ.οΰ1, τόν μ,εταστρουκτουρα-λ^σμ,ό2 καί τόν
χοινοτισμό3. Παρά τίς πολλές δια-φορές τους, αύτές συμ.φωνοϋν στό δτι ή αύτονο-
μία, ενα άναχρονιστικό κατάλοιπο της νεωτερι-κότητας, εχει κλείσει τόν ιστορικό
της κύκλο. Τά θεμ-ελιωτικά άξιώμ.ατα της αύτονομ-ίας, σύμ.-φωνα μέ τίς κριτικές
αύτές, όργανωμ-ένα γύρω άπό τίς μ-υθικές θέσεις ένός διαφανοϋς Ύποκει-μ-ένου,
ένός οίκουμ-ενικοϋ Λόγου καί μιας άρρε-νωπης Βούλησης, εχουν άμ.ετάκλητα
φθαρεΐ. Ά-ποκαλύπτοντας τό ευθραυστο τών εσχατων θε-μ-ελίων, διατείνονται δτι
εχουν έκθέσει τήν κανο-νιστική γυμ.νότητα της εννοιας της αύτονομ.ίας. Οί
έπΜσεις αύτές εχουν άναμ,φίβολα άποκα-λύψει τά έγγενη δρια καί τούς κινδύνους
δλων τών παραδοσιακών έπεξεργασιών της άτομ.ικης καί πολιτικης αύτονομ.ίας.
Ένώ ή πρώτη, μιά ε-ξιδανίκευση τοϋ έξαϋλωμ-ένου, άρσενικοϋ Εδιωτι-κοϋ
έπιχειρηματία, ύλοποίησε τήν όρθολογική, μ.ονολογική κυριάρχηση τοϋ «αλλου τοϋ
λόγου» καί τήν άπώθηση της έσώτερης φύσης, ή δεύ-τερη έπέτρεψε τήν έκρίζωση
τοϋ πλουραλισμ.οϋ καί της διαφορας χάριν μιας όμ.ογενοϋς κυρίαρ-χης
συλλογικότητας. Αύτές οί άρχικές ένορά-σεις, ώστόσο, μ.εταστράφηκαν σταδιακά
σέ κα-
Μετάφραση: Φώτης Τερζάκης
ταιγιστική κριτική, ή όποία κορυφώθηκε μέ τήν όλική έγκατάλειψη τοϋ αύτο-
καθορισμ.οϋ ώς μ.ε-στης νοήμ-ατος πολιτικης κατηγορίας. Αύτή ή ριζική άπόρριψη
στέρησε τήν κοινωνική κριτική καί τήν ριζοσπαστική πολιτική άπό τό κανονι-στ^κό
τους περ^εχόμ-ενο. "Οσο περ^σσότερο ή προ-σφυγή σέ κοινωνικούς κανόνες καί
γενικές άρχές έμ.πνεόμ.ενες άπό τό ίδεώδες τοϋ αύτοκαθορισμ.οϋ ταυτιζόταν μέ
καλυμ.μ.ένες μ-ορφές κυριαρχίας, 6-μ-οιογένειας καί ίδιοκτησιακοϋ άτομ.ικισμ.οϋ,
τόσο πιό δύσκολο γινόταν νά νομ.ιμ.οποιηθοϋν οί δημ.ο-κρατικοί θεσμ-οί καί οί
πρακτικές συμ.μ.ετοχης, καί τόσο λιγότερο άποτελεσμ-ατική γινόταν ή κριτική τών
δομ.ών κυριαρχίας τοϋ καπιταλιστι-κοϋ κράτους.
Δεδομ-ένης της κρίσης τήν όποία προκάλεσε στήν κριτική σκέψη ό ύποτιθέμ-ενος
«θάνατος της αύτονομ.ίας», τό πρόγραμ.μ.α τοϋ Καστοριά-δη νά έπανασκεφθεΐ τήν
εννοια αύτή, πού ξεκί-νησε πρίν άπό τέσσερεις δεκαετίες, άποκτα σή-μ.ερα μιά
έντελώς νέα σημ.ασία: άντιπροσωπεύει μία άπό τίς πιό συγκροτημ-ένες καί
φιλόδοξες προσπάθειες νά τεθεΐ καί πάλι τό ζήτημ-α της αύ-τονομ-ίας καί νά
άναβιώσει τό δημ,οκρατικό πρό-ταγμ.α. Ή προσπάθειά του νά έπανατοποθετήσει
τήν κατηγορία της αύτονομ.ίας -άτομική καί πολιτική- στό έπίκεντρο μιας μ.ετα-
μ.εταφυ-σικης πολιτικης θεωρίας μέ χειραφετικό περιε-χόμ-ενο μ.ας δείχνει πώς
μ.ποροϋμ.ε νά ύπερβοϋμ,ε τίς σημ-ερινές έγκλωβισμ-ένες καί σχημ,ατοποιη-μ.ένες
διαμ-άχες καί τά διλήμ.μ.ατα. Ώστόσο, ή πολλά ύποσχόμ.ενη προσπάθειά του
παρέμ-εινε έν-τυπωσιακά άπαρατήρητη μ.έσα στό σύγχρονο πο-λιτικο-φιλοσοφικό
τοπίο, δντας περιθωριακή καί

* Τό κείμενο δημοσιευθηκε γιά πρώτη φορά στά Άγγλικά στό περιοδικό


Constellations, Vol. 5, Ν. 2, 1998.
Ό Άνφεας Καλυδαζ εϊναι μεταπτυχιαχός φοετητής στό Columbia University χαί
δλοχλψώνει τψ
διατριβ-ή του επάνοι στψ πολιτιχη σχέφη τού Max Weber, Karl Schmitt, Hannah
Arendt χαί Κορ-νηλιου Καστοριάδη.
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 93-110

περιφερειακή πρός τίς κύριες συζητήσεις πού δι-εξάγον™ στόν άγγλόφωνο κόσμ,ο 4.
Τό κείμ,ενο αύτό σκοπεύει άκριβώς νά έπενεγγράψει τόν Κα-στοριάδη ώς
κανονιστικό στοχαστή μέ μιά αύ-θεντική συμ-βολή στή διαμ-όρφωση τών νέων προ-
σανατολισμ.ών της σύγχρονης πολιτικης σκέψης. Στήν πραγμ-ατικότητα, οίκοδομ-
ώντας πάνω στίς έννοιολογικές καινοτομ-ίες τοϋ Καστοριάδη, έλπί-ζω νά δείξω πώς
ή συμ-βολή του έπαναθέτει τό θεμ-ελιώδες έρώτημ.α της αύτονομ.ίας καί της δη-
μ.οκρατίας. Τό εργο του άντιπροσωπεύει ενα έ-στιακό σημ-εΐο γύρω άπό τό όποΐο
ποικίλοι τρό-ποι πολιτικης διερεύνησης, έξαντλημ-ένοι μέ τόν
μ.εταστρουκτουραλισμ.0 καί δυσαρεστημ-ένοι άπό τήν παροϋσα κατάσταση της
κριτικής χοινω-νικης θεωρίας, μ.ποροϋν νά συγκλίνουν στήν αρ-θρωση ένός νέου
δημ.οκρατικοϋ προτάγμ.ατος τό όποΐο θά καταλάβει τόν αδειο χώρο της ριζοσπα-
στικης πολιτικης πού δημ.ιούργησε ή κρίση τοϋ μ.αρξισμ.οϋ.
Ώστόσο, ή πρόθεση τοϋ Καστοριάδη νά ά-ναζωογονήσει τή χειραφετική διάσταση
της πο-λιτικης θεωρίας μέ ενα κανονιστικό περιεχόμ-ενο, νά διαυγάσει μιά μ.ετα-
φυσική μ.ορφή αύτόνομ.ης δράσης ή όποία μ-πορεΐ νά νομιμοποιφϊ χωρίς προσφυγή
σέ εσχατα θεμ-έλια, άπέχει πολύ άπό νά εΐναι χωρίς προβλήμ,ατα. Εΐναι ενα εργο
πού δέν εχει πλήρως ψωτίσει τίς ϊδιες του τίς θεω-ρητικές καί κανονιστικές
προϋποθέσεις. Παρ' 8-τι ό Καστοριάδης προσπαθεΐ νά δείξει δτι ύπάρ-χουν άρκετοί
σοβαροί λόγοι νά προτιμ.ήσουμ.ε ώς άξία τήν αύτονομ-ία, άκόμ.η καί αν δέν
μποροϋμε νά δώσουμ,ε άπόλυτη δ^κ^ολόγηση γι' αύτό5, δέν παρέχει μιά περιεκτική
καί συστηματική ύπερά-σπιση. Τά έπιχειρήματά του εΐναι σποραδικά καί τά
συμπεράσματά του άνολοκλήρωτα. "Εγ^νε ε-τσι ό παράδοξος στόχος, άπό τήν μία
πλευρά, τών φιλελεύθερων κριτικών, οί όποΐοι τονίζουν τήν ύποτιθέμ.ενη ελλειψη
κανονιστικών θεμ-ελίων καί τίς άπορρέουσες σχετικιστικές συνέπειες6, καί, άπό τήν
αλλη πλευρά τοϋ μ.εταστρουκτου-ραλισμ.οϋ, ό όποΐος άνιχνεύει μ.έσα στά κείμ-ενά
του τίς τάσεις τοϋ «εύρωκεντρισμ.οϋ», τοϋ «λο-γοκεντρισμ.οϋ» καί τοϋ
«φαλλοκεντρισμ.οϋ» πού χαρακτηρίζουν τήν όρθολογική παρόρμ-ηση της
νεωτερικότητας γιά κυριαρχία καί παντοδυναμ-ί-α7.
Χρησιμ-οποιώντας τόν θεωρητικό σκελετό καί τά ewoioloyixa έργαλεΐα τοϋ
Καστοριάδη, έλπίζω νά δείξω, ένάντια στίς παραπάνω έπιθέ-σεις, δτι μιά
άνασύσταση τοϋ κανονιστικοϋ πυ-ρήνα της αύτονομ.ίας συναρμ.Οσιμ.η μί μιά
θεωρία
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΑΥΒΑΣ
της ριζικης δημ,οκρατίας εΐναι άκόμ,α δυνατή. θά τό κάνω προτείνοντας μιά
στρατηγική έπιχειρη-μ-ατολογίας βασισμ-ένη στίς έννοιολογικές πηγές οί όποΐες
βρίσκονται στά δύο κύρια θεμ,ατικά πε-δία τοϋ εργου του: (1) στό πεδίο τοϋ
ύποκειμέ-νου, καί (2) στό πεδίο της διαλεκτικής σχέσης μ.εταξύ θεσμ-ίζουσας καί
θεσμ.ισμ.ένης έξουσίας. Στό πρώτο μ.έρος αύτης της μ-ελέτης, προσπαθώ νά
φωτίσω τήν προέλευση καί τίς μ.εταμ.ορφώ-σεις της εννοιας της αύτονομ.ίας καί
παρουσιάζω τήν ενταση μέσα στό πρόγραμ.μ.α τοϋ Καστοριά-δη. Στό δευτερο μ-
έρος έρμ-ηνεύω τήν χαΐΊοτομο του θεωρία της ύποκειμ-ενικότητας ώς άφετηρια-κό
σημ-εΐο γιά εναν νέο έναλλακτικό όρισμό καί ύποστήριξης της άτομ.ικης
αύτονομ.ίας καί τών «άρνητικών έλευθεριών» πού διαχωρίζεται άπο-φασιστικά άπό
τή φιλελεύθερη παράδοση. Στό τρίτο μ-έρος, έξετάζω τήν έκ μ-έρους του διατύ-
πωση της πολιτικης αύτονομ.ίας ώς ρητης καί διαυγοϋς αύτο-θέσμ.ισης της
κοινωνίας, έντοπι-ζόμ-ενης στά διάκενα της θεσμ-ίζουσας καί της θε-σμισμένΓΐς
έξουσίας της κοινωνίας.
Ή αύτονομία μεταξύ γεγονότος καί άξίας
Ή προσπάθεια τοϋ Καστοριάδη νά έπανα-σκεφθεΐ τήν εννοια της αύτονομ-ίας εΐναι
μιά στα-διακή έμ.βάθυνση καί σταθερή έπανεπεξεργασία μιας κατηγορίας ή όποία
έμ.φανίζεται στά πολύ πρώιμ-α γραπτά του. Ή πρώτη του έπεξεργασία της
αύτονομ.ίας σημ.αδεύεται εντονα άπό τήν ρι-ζοσπαστική παράδοση της θεωρητικης
αύτοδια-χείρισης. Ή αύτονομ.ία, ύποστηρίζει ό Καστο-ριάδης, εΐναι ή πρακτική τών
έργατικών συμ-βου-λίων, πού όργανωμ.ένα σέ κεντρική συνέλευση έκ-φράζουν τήν
έξουσία της κοινωνίας ώς όλότη-τας8. Άπό τήν στ^γμ,ή πού ό Καστορ^άδης έγ-
κατέλειψε τόν μ.αρξισμ.0 καί τά μ-εταφυσικά καί ντετερμ-ΐνιστικά του άξιώμ.ατα,
άποστασιοποιή-θηκε άπό αύτήν τήν πρώιμή του διατύπωση της αύτονομ.ίας.
Άρνήθηκε τά δόγμ.ατα μιας ίστορι-κά προνομ-ΐούχου έργατικης τάξης, μιας
έμ.μ.ενοϋς κίνησης της ίστορίας πρός τήν πραγμ-άτωση τοϋ σοσιαλισμοϋ, καί της
ύποταγης της πολιτικης στήν οίκονομ-ία καί στό παράδειγμ-α της παρα-γωγης.
Πίσω άπό αύτούς τούς θεωρητικούς μ.ετα-σγ^ματισμούς βρίσκεται μιά κριτική καί
δη-μ-ΐουργική έμ-πλοκή μέ τίς άντινομ,ικές θεωρίες τοϋ Μάρξ καί τοϋ Φρόυντ. Άπό
τόν Μάρξ, ό Κα-στοριάδης διατήρησε τό χειραφετικό πρόταγμ.α
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΙΑΣ TOY
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

95
τοϋ έπαναστατικοϋ μ.ετασχημ.ατισμ.οϋ της κοι-νωνίας καί τή ριζική ένόραση δτι ή
Ίστορία εΐναι άνοιχτή καί άκαθόριστη, ύποκείμ,ενη στόν άγώ-να καί στήν δημ-
ΐουργική δράση αύτο-οργανούμ.ε-νων συλλογ^κών ύποκε^ένων9. Άπό τόν Φρόυν-τ,
ίδιοποιήθηκε τήν άνακάλυψη τοϋ άσυνειδήτου, τήν όποία άνέπτυξε στήν θεωρία της
ριζικης φαν-τασίας ώς πηγης της αύθεντικης ίστορικης δη-μ-ΐουργίας,
άποκαθαίροντάς την ετσι άπό τίς ά-ναγωγιστικές καί θετικιστικές τάσεις πού συναν-
τοΰμ,ε στήν παραδοσ^κή ψυχανάλυση.10 Υίοθέ-τησε έπίσης τήν ίδέα δτι τό «αλλο
τοϋ λόγου» δέν μ-πορεΐ ποτέ νά έξαλειφθεΐ, νά διαυγασθεΐ 6-λοκληρωτικά ή νά
κυριαρχηθεΐ άπό τόν λόγο ή άπό τό συνειδητό: πάντα θά παραμ-ένει μιά ύπό-γεια
περιοχή άκαθόριστης ίστορικής έτερότητας καί διαφορας. Ό Καστοριάδης είσήγαγε
τίς δύο αύτές ένοράσεις στήν ήθική φιλοσοφία τοϋ Κάν-τ, ή όποία τοϋ προσέφερε
μιά εννοια της αύτο-νομ-ίας ώς πράξης αύτο-νομ.οθέτησης, μέσω της όποίας τά
δρώντα υποκείμ-ενα μεταβιβάζο'υν έ-λεύθερα τίς γεν^κές άρχές στόν έαυτό τους11.
Ό Καστοριάδης, ώστόσο, εΐναι σφόδρα έπι-κριτικός άπέναντι στήν καντιανή θεωρία
της αύ-τονομ-ίας καί διαχωρίζει τόν έαυτό του άπό αύ-τήν κατά τρεΐς σημ.αντικούς
τρόπους. Την άπο-ϋπερβατοποιεΐ έξαλείφοντας τήν όρθολογική κυ-ριαρχία πάνω
στήν έσώτερη φύση, στό άσυνείδη-το, καί τήν άπώθηση τών έτερόνομ.ων
έπιθυμιών. Ή αύτονομ.ία, ύποστηρίζει ό Καστοριάδης, δέν έπιτυγχάνεται μ-έσω
βίας καί περιορισμ-ών τά 6-ποΐα θά άσκήσει τό συνειδητό πάνω στό άσυνεί-δητο.
Άντίθετα, συνίσταται σέ «μιά διαφορετι-κή σχέση... μιά διαφορετική στάση τοϋ
ύποκει-μ.ένου έν σχέσει πρός τόν έαυτό του... Έπιθυμί-ες, όρμ-ές... εΐναι έπίσης
έγώ, καί αύτά πρέπει νά ερθουν δχι άπλώς στήν συνείδηση άλλά στήν εκ-φραση καί
στήν υπαρξη»12. Έπ^προσθέτως, έ-νάντια στόν κενό φορμ.αλισμ.0 της καντιανης
ίδέ-ας της αύτονομ.ίας ώς αύτοκαθορισμ.οϋ, ό Κα-στοριάδης ύποστηρίζει μιά
ούσιώδη έπανερμ-ηνεία της αύτονομ.ίας ώς αύτοπραγμ-άτωσης. Έπανεν-
σωμ.ατώνει έκεΐνο πού έκ προθέσεως άπέκλεισε ό Κάντ, δηλαδή τήν έμπειρική
δπαρξη. Μιά έ-παρκής, περισσότερο ευκαμ-πτη, λιγότερο τυπι-κή εννοια της
αύτονομ.ίας θά επρεπε νά δικαιώ-σει σημ-ασίες καί σκοπούς τά όποΐα προηγουμ-έ-
νως καταδικάζονταν ώς έργαλειακά ή ώφελιμι-στικά. Αύτόνομ.α ατομ-α εΐναι έκεΐνα
τά όποΐα μ.ποροϋν νά άποσαφηνίζουν τίς άνάγκες τους καί νά ένσωμ,ατώνουν τό
ήθικό [ethical] σέ μιά δ^ευ-ρυμ-ένη εννοια ήθικότητας [morality]. Τέλος, ό
Καστοριάδης άποκεντροποιεΐ τήν αύτονομ.ία, ά-ποφεύγοντας νά προϋποθέσει εναν
«καθολικό αν-θρωπο», ενα «άπόλυτο ύποκείμ-ενο» πίσω άπό τήν πράξη της αύτο-
νομ,οθέτησης13. Αύτή ή xpt-τική καί προκλητική σύνθεση παίρνει τήν ίδιότυ-πη μ-
ορφή μιας ρητης μ.εταμ.Ορφωσης της σχέ-σης πρός τό άσυνείδητο, τόν «λόγο τοϋ
"Αλλου», μέσα άπό τήν αύτοσυνείδητη πρόταξη νέων μ.ορ-φών, άξιών καί νοημ-
άτων.
Παρ' δλο πού ή εννοια της μ.ή καταπιε-στικης, ούσιώδους αύτονομ-ίας εχει ετσι
κερδίσει βάθος καί πολυπλοκότητα, εχει στερήσει τόν Καστοριάδη άπό τίς
παραδοσιακές της βάσεις. Πολύ νωρίς δφειλε νά άρνηθεΐ τίς «θεμ.ελιωτιστι-κές
αύταπάτες» της δυτ^κης μ,εταφυσ^κης14, το-νίζοντας δτι «δέν ύπάρχει καί δέν μ-
πορεΐ νά ύ-πάρξει κανένα αύστηρό καί εσχατο θεμ-έλιο τοϋ ότιδήποτε» 15 μέ τήν
μ,ορφή ένός ύπερβατικοϋ Ύ-ποκειμ-ένου, ένός οίκουμ-ενικοϋ Λόγου ή ένός τε-
λεολογικοϋ όράμ.ατος της Ίστορίας16. Τήν ϊδια στιγμή, ώστόσο, σέ αύστηρή
άντίθεση μέ όρισμέ-να μ-ηδενιστικά ρεύμ.ατα της σύγχρονης κοινω-νικης σκέψης,
διεΐδε τίς έπικίνδυνες συνέπειες τοϋ σχετικισμ.οϋ πού άπελευθερώνεται άπό τήν
κατάρρευση τών άπόλυτων θεμ,ελίων17. "Αν δέν μ-πορεΐ νά ύπάρξει προσφυγή σέ
κάτι άνώτερο ά-πό τά πραγμ-ατικά καί συγκεκριμ-ένα ατομ-α ου-τε καμ.μ.ία
άντικειμ.ενική, έξωκοινωνική όπτική γωνία ουτε καμ.μ.ία πρότερη ύπερβατική
ήθική τάξη, δεδομ-ένων τών έπιμ-έρους συμ.φερόντων καί τών ύποκειμ-ενικών μ.ας
προτιμήσεων, γιατί καί πώς μ-πορεΐ ή αύτονομ.ία νά άξιώσει τήν θέση έ-νός
χριτιχοϋ κανόνα18; Μήπως ή ελλε^ψη ένός ά-πολύτου συρρικνώνει τόν δυνάμ-ει
κριτικό ρόλο της εννοιας της αύτονομ.ίας σέ μία άκόμ/η μ-ορφή παιχνιδιοϋ ίσχύος;
Εΐναι ή αύτονομ-ία μία άπό έ-κεΐνες τίς άξιολογικές δεσμ.εύσεις οί όποΐες, δπως
ύποστήριξε ό MacIntyre, δπως «δλες οί πίστεις καί δλες οί άξιολογίες εΐναι έξ ΐσου
άνορθολογι-κή· εΐναι δλες ύποκειμ,ενικές κατευθύνσεις οί 6-ποΐες παρέχονται άπό
τό συναίσθημ-α καί τίς ψυ-χ^κές δ^θέσε^ς;»19
Στήν περίπτωση της πολιτικης αύτονομ-ίας, παραδείγμ-ατος χάριν, ή νομ.ιμ.οποίηση
μιας αύ-τόνομ.ης δημ-οκρατικης κοινωνίας δέν μ-πορεΐ νά συναχθεΐ άπό μιά
έμ.μ.ενή άνάλυση τοϋ «ύποτιθέ-μ.ενου» γεγονότος δτι οί καπιταλιστικές κοινωνί-ες
όδηγοϋνται σέ κρίση ουτε άπό μιά όντολογική θεωρία της έργασίας· παρομ-οίως, ή
άτομ,ική αύ-τονομ-ία δέν μ-πορεΐ νά προκύψει άπό μιά ούσιο-κρατική θεωρία της
άνθρώπινης φύσης ή άπό τόν καθαρό λόγο. Καί δέν εΐναι μ-όνο δτι αύτές οί ύ-

ποθέσεις -αύτά τά άντικειμενικά «γεγονό-τα»- εχουν άποδειχθεΐ αύταπάτες· άκόμ.η


καί αν ήταν άληθινά, δέν θά γεννοϋσαν κανονιστικά κριτήρια. Ό Καστοριάδης
έπιχειρηματολογεΐ I-σχυρά δτι «αύτό τό άπλό "πραγματικό” δεδομ-έ-νο [δηλαδή, ή
πραγμα^κή υπαρξη της αύτονο-μίας] δέν άρκεΐ, δέν θά μποροϋσε ώς τέτο^ο νά έ-
πιβληθεΐ στή σκέψη μας. Δέν άποδεχόμ,αστε 6-τιδήποτε ή σύγχρονη ίστορία μ.ας
προσφέρει ά-πλώς έπε^δή αύτό “ύπάρχε^” ή έπε^δή “τείνε^ νά ύπάρξε^”» 20. Παρ'
δλο πού αύτή ή μετατόπκτη άπό τήν περιγραφική βία τών γεγονότων εχει έ-
λευθερώσει τίς δημ-ΐουργικές δυνατότητες της δράσης καί εχει άνοίξει χώρο γιά τήν
άκαθόριστη άνθρώπινη παρέμ-βαση, εχει καταστρέψει τήν συμ-βατική καί
παραδοσιακή κανονιστική βάση της ριζοσπαστικης-δημ.οκρατικης πολιτικης:
Άπό τήν στιγμ-ή πού ή έγγύηση τών «άντι-κειμ-ενικών διαδικασιών» εχει
έξαλειφθεΐ, τί ά-πομένει; Τιατί θέλουμ-ε τήν έπανάσταση -καί γιατί θά μ.ποροϋσαν
νά τήν θέλουν καί αλ-λοι; - Τί άκριβώς σημ,αίνει αύτονομ-ία καί σέ ποώ βαθμ.0
μ,πορεΐ νά πραγμ,ατοποιηθεΐ; Μή-πως κυνηγαμ-ε τήν αύταπάτη της άπόλυτης
καινοτομ-ίας; Βρίσκεται δραγε πίσω άπ' δλο αύτό μία άκόμ,η φ^λοσοφία της
Ιστορίας;21
Άπό τή στιγμ-ή πού τό μ,αρξιστικό πλαίσιο τό όποΐο παρεΐχε στόν Καστοριάδη τίς
«έμ.μ.ε-νεΐς» κανονιστικές καί ίστορικές πηγές εχει έγ-καταλειφθεΐ, ή θέση του
μοιάζει αύθαίρετη, έγ-γίζοντας τόν σγ^ετιχισμό καί τόν ήθικό ντεσιζιο-νισμό.
Μπορεΐ ή αύτοΊομία νά Ίομιμοποιφϊ, δ-πως μ-ερικές φορές ύποστηρίζει ό
Καστοριάδης, άπό μιά ριζική έκλογή πού έμ.εΐς ώς ατομ.α «έ-πώιώχουμε έπε^δή τήν
θέλουμ,ε»22; Έδώ, άκο-λουθώντας τόν Weber23, ό Καστορ^άδης φαίνε-ται νά
ίσχυρίζεται δτι δλες οί κανονιστικές άρ-χές, περιλαμ-βανομ-ένης καί αύτης της
αύτονομ-ί-ας, εΐναι έξ ί'σου άνορθολογικές, καί άπορρέουν ά-ποκλειστικά άπό τήν
θέληση καί τήν έπιθυμ.ία μ.ας νά τίς βεβαιώσουμ,ε καί νά πολεμ.ήσουμ.ε γι' αύτές 24.
Άπό μιά τέτοια προοπτική, τελικά, «δέν εΐμ.αστε σέ θέση νά νομιμοποι-ψουμε
αύτήν τήν έπιθυμία... όρθολογικά, άφοϋ μιά τέτοια όρ-Qo'koyiK-fi Ίομιμοποί-ψ-ri
θά προϋπέθετε» έκεΐνο πού θέλουμ,ε νά νομ.ψοπο^ήσουμ.ε 25. Τή σ^γμ,ή πού
τελειώνουμ.ε τό magnum opus του, τή Φαν-τασιαχη θέσμιση τής κοινωνίας, εΐμ-
αστε πεπει-σμ-ένοι δτι τό έρώτημ,α της άξίας δέν εχει λάβει άπάντηση. Εΐναι
δύσκολο νά δοϋμ,ε πώς τό κα-
AJVziPMi; ΖΜΓΕΑ^
νονιστικό περιεχόμ-ενο της αύτονομ.ίας μ-πορεΐ νά συναχθεΐ άποχλειστιχά άπό τίς
έπιθυμ-ίες καί τίς βουλήσε^ς τών άτόμ,ων. "Αν ήταν έτσι, ή αύτο-νομ.ία δέν θά
μποροϋσε νά παίξει τόν ρόλο ένός χριτιχοϋ, άμ-ερόληπτου κανόνα. "Οπως εχε^ ύπο-
στηρίξει ό Habermas, τό έπιχείρημ,α πού προβάλ-λεται στή Φαντασιαχη θέσμιση
της κοινωνίας δέν έπιλύει πραγμ-ατικά τό πρόβλημ,α της άξίας. Δέν άφήνει χώρο
«στόν οποϊο τά κοινωνικοποιημ-ένα ατομ-α νά εΐναι ύπόλογα»23, πράγμ-α πού κάνει
τόν Hugo Poltier νά ρωτήσει: «Πώς μποροϋμε νά διακρίνουμ-ε σέ αύτήν τήν
περίπτωση; Μπο-ροϋμ-ε νά δώσουμ-ε έπαρκεΐς λόγους γιά τό δτι προτιμοϋμε μιά
κοινωνική σημ-ασία άπό μιάν αλ-λη;»28· χαί τόν Axel Honneth νά συμ,περάνε^ ρη-
τορ^κά δτι «ή όντολογία της φύσης [τοϋ Καστο-ρ^άδη]..., έγκαταλείποντας τόν l%o
της τόν ρ^ζο-σπαστισμ.ό, όδηγεΐ τελικά σέ μιά μ-εταφυσική κο-σμ.ολογία ή όποία
σήμ-ερα έλάχιστα μ-πορεΐ νά συ-ζητηθεΐ μέ opQoloyixa έπ^εφήμ,ατα»29.
Έκεΐνο πού διαφεύγει άπό αύτές τίς κριτι-κές, ώστόσο, εΐναι ή ρητή καί έμ,φατική
κατα-νόηση της εννοιας της αύτονομ.ίας έκ μ-έρους τοϋ Καστοριάδη ώς
κανονιστικοϋ κριτηρίου μέ τό 6-ποϊο χάποιος κρίνει, άσκεΐ κριτική καί διαλέγει
άνάμ.εσα σέ διαφορετικές θεσμ-ΐκές δομ.ές καί πρακτικές. Στήν πραγμ-ατικότητα,
έκμ.εταλλεύ-εται τήν εύκαιρία γιά νά έξερευνήσει καινούργιους δρόμ.ους. Ή εννοια
της αύτονομ.ίας άναδύεται ά-κριβώς ώς μιά βιώσιμη άπάντηση στίς άπορίες της
κριτικης σκέψης. Μέ τήν άνάπτυξη της εν-νοιας της αύτονομ-ίας, ό Καστοριάδης
παρεμ-βαί-νει αμ.εσα στήν συζήτηση γύρω άπό τήν δυνατό-τητα νά ένσωμ-ατωθεΐ
έκ νέου ή ίδέα της κρι-τικης σέ ενα κανονιστικό πολιτικό πρόγραμ.μ.α, δεδομ-ένης
της έξάντλησης τών παραδοσιακών, θεμ.ελιωτιστικών τρόπων σκέψης καί τοϋ
άδιεξό-δου τών λόγων τοϋ μ.εταστρουκτουραλισμ.οϋ. Ή αύτονομ.ία άποτελεΐ μιά
κανονιστική σκοπιά γιά τήν «κριτική τών ύπαρχουσών θεσμ.ισμ.ένων
πραγμ,ατ^κοτήτων»30, δημ^ουργώντας ετσι εχεί-νη τήν «άπόσταση άπό τό
πράγμ,α»31 άπό τήν όποία εΐναι άκόμ,α δυνατόν νά κρίνουμ,ε καί νά δια-λέγουμ-ε
άνάμ.εσα σέ διαφορετικές άξίες, θεσμ.ούς καί κανόνες32.
Ό Καστοριάδης διαχωρίζει σαφώς τήν θεω-ρητική του θέση άπό τόν σχετικισμ.ό.
Ύπάρχει μιά όρθολογική συνιστώσα στήν νομ.ιμ.οποίηση τών κανόνων. Δέν τούς
άνάγει στίς τυφλές συγ-κινησιακές διαθέσεις, στίς άπλές προτιμ-ήσεις ή στίς θέσεις
ίσχύος. Ή πολιτική, ύποστηρίζει ό Καστοριάδης, εΐναι ή συνειδητή καί σκόπιμ-
η
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΙΑΣ TOY
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

97
δραστηριότητα πού άποβλέπει, μέσω της δημ.0-σιας ασκησης μιας άτέρμ,ονης
έπερώτησης της θεσπισμ-ένης πραγμ-ατικότητας, στήν δημ-ΐουργία καί στήν
όργάνωση μιας κοινωνικής καί πολι-τικής τάξης ή όποία θά εΐναι σέ συμ-φωνία μέ
«τόν κανόνα της αύτονομ.ίας της συλλογικότη-τας»33. Άσπαζόμενος τήν παράδοση
τοΰ «p&-κοϋ κριτικισμοϋ»34, ό Καστορ^άδης υΐοθετεΐ τίς δύο βασικές του
προϋποθέσεις: πρώτον, δτι ό κα-νόνας της αύτονομ.ίας πρέπει νά έκφράζει κάτι
περισσότερο άπό ύποκειμενικές προτιμ-ήσεις, έπι-θυμ-ίες ή έπιμ-έρους συμ-
φέροντα καί, δεύτερον, δ-τι πρέπει νά ύπερβαίνει τίς παραμ,ορφώσεις της καθημ-
ερινης ζωης, δημ.ιουργώντας μιάν άπόστα-ση άπό τό δεδομ-ένο, ενα «έκτός» τοϋ
πραγμ-α-τικοϋ.
Αύτή ή δέσμ-ευση στήν κριτική παράδοση, ώ-στόσο, δέν εΐναι χωρίς συνέπειες.
Συνοδεύεται ά-πό διλήμ.μ.ατα καί έντάσεις. Άπό τήν αλλη πλευ-ρά, «τό νά τίθενται
ύπό έρώτησιν τά πράγμ-ατα, τό νά τούς άσκεΐται κριτική, τό νά ζητεΐται ενα λό 7ον
άίόναί» άπαιτεΐ άπό μιά κριτική συζήτη-ση «νά διαθέτει κανόνες»35. Κατά συνέπε^α,
τό ζήτημ-α της έγκυρότητας τών ήθικών άξιώσεων, τό έρώτημ,α τοϋ «πώς μποροϋμε
νά κρίνουμε καί νά έπιλέγουμ.ε... πώς μ.ποροϋμ.ε νά άντιμετωπί-ζουμ-ε λογ^κά, αν
δχι “όρθολογ^κά”, τό ζήτημ,α της κρίσης καί της έπιλογης άνάμ.εσα σέ διαφο-
ρετ^κούς θεσμ,ούς της κο^νωνίας» εΐνα^ τό «κατ' έ^ν πολιτικό έρώτημ.α», ενα «μ.ή
αύτονόητο έρώτημ,α»36. Μόνο άντιμετωπίζοντας αύτήν τήν πρόκληση μποροϋμε νά
έλπίζουμ.ε δτι θά άπονο-μιμοποιτρουμε τό ύπάρχον καί θά άποκαλύψου-μ.ε τίς
κρυμ.μ.ένες «ώμές καί κτηνώδεις σχέσεις ίσχύος»37 πού κυριαρχοϋν στίς
φιλελεύθερες κοι-νωνίες. Άπό τήν αλλη πλευρά, δέν εΐναι ουτε δυ-νατόν ουτε
έπιθυμ.ητό νά ζητοϋμ.ε καταφυγή σέ μιά άπόλυτη πηγή αύθεντίας ή όποία θά θεμ-
ελί-ωνε, μιά γιά πάντα, κανονιστικές άρχές, μ.ετα-φέροντας τήν πολιτική άπό τή
σφαίρα τών κοι-νωνικών άγώνων στήν περιοχή τοϋ άφηρημ-ένου στοχασμ.οϋ,
θέτοντας ετσι τέρμ.α στίς πολιτικές διαφωνίες, στίς άντιθέσεις καί στίς συγκρούσεις.
Άφοϋ ή «ήθική ή ύπερβατική καθαρολογία» ε-χει άποδειχθεΐ «έν τέλει άσυνεπής»
καί «θεμ.ε-λίωση σέ τίποτα τό πραγμ,α^κό»38, πρέπε^ κα-νείς νά δεχθεΐ,
προεώοποιεϊ δ Καστοριάδης, δτι «εΐναι μ-άταιο νά προσπερνοϋμ,ε τήν ϊδια μ.ας τή
βούληση καί τήν ύπευθυνότητα». Οί πολιτικές άποφάσεις δέν μ-πορεΐ παρά νά
«βασίζονται στήν... πολιτική μ.ας βούληση καί στήν πολιτι-κή ύπευθυνότητα»39.
Στά μεταγενέστερα γραπτά του, ό Καστο-ριάδης προσπαθεΐ νά έπιλύσει αύτήν τήν
ενταση μέσα. στήν θεωρία του της αύτονομ.ίας μέ μιά ά-πόπειρα νά πλεύσει
άνάμ.εσα στόν κανονιστικό θε-μ.ελιωτισμ.ό καί στόν ήθικό σγ^ετιχισμό. Τιά νά ά-
ποσαφηνίσει τό μ-εγάλο του φιλοσοφικό πρόγραμ.-μα, τήν διαύγαση της πρακτικης,
της αύτονομ.ί-ας, ό Καστοριάδης εΐναι ύποχρεωμ-ένος νά έπιλύ-σει τόν αϊ^ματιχό
χαί ένοχλητικό δεσμ.ό μ.ετα-ξύ 7ε70νότ0ς [factum] καί θεσπίσματος [jus], μ.ε-ταξύ
γεγονότος καί άξίας. Στήν κριτική του πρός τόν Habermas, ό Καστοριάδης δηλώνει
ρητά δ-τι «ποτέ δέν μ-πορεΐ κανείς νά περάσει νομ.ίμ.ως άπό τά γεγονότα στούς
νόμ-ους» καί δτι «ή προ-σπάθε^α τοϋ Habermas νά έξαγάγε^ “όρθολογ^-κά”, έκ
νέου σήμ,ερα, δίκα^ο άπό τό γεγονός... μοϋ φαίνεται τόσο άβάσιμ,η δσο καί δλες οί
πα-ρόμ-οιου εΐδους προσπάθειες πού εχουν γίνει στό παρελθόν, τίς όποΐες καί
έπαναλαμ,βάνε^»40. Ό-μ-οίως, κατά τήν συζήτηση τοϋ μ.εταμ.οντερνι-σμοϋ,
ύποστηρίζει πώς κάθε κριτικό πρόγραμ.μ.α πρέπει νά άποδεχθεΐ μιά «κάθετη
διάκριση μ.ετα-ξύ /actam καί /us»41. Ό Καστορ^άδης έδώ υίο-θετεΐ τήν άκραία
άντιρεαλιστική θέση δτι «ή πραγμ-ατικότητα δέν κατέχει κανένα προΊΟμιο,

οΰτε ψιλοσοψιχό οΰτε κανον^σ^κό»42. Μέ τήν αρ-νησή του νά στοχαστεΐ πώς τό


κανονιστικό πε-ριεχόμ-ενο της αύτονομ.ίας συνδέεται μέ τήν πραγμ-ατικότητα,
στερεΐ τόν έαυτό του άπό τούς άναγκαίους πόρους, άποτυγχάνοντας ετσι νά έ-
ξηγήσει τήν μ,εσολάβηση άνάμ,εσα σέ «(fe facto ίσχύ» καί «de jure ίσχύ»43.
Σέ διαφορετικά συμ.φραζόμ.ενα, ώστόσο, ό Καστοριάδης υίοθετεΐ ενα έντυπωσιακά
άντίθετο έπιχείρημ.α χάριν μιας ζυγισμ-ένης σχέσης μ.ετα-ξύ /actam καί jus. «Έάν
δέν μ.ποροϋμ.ε νά σκε-φθοϋμ.ε τή δυνατότητα καί τήν πραγμ-ατικότητα μιας
σύζευξης μ,εταξύ /us καί /actom», ύποστη-ρίζει, «άπλώς δέν μ.ποροϋμ.ε νά
σκεφθοϋμ.ε πλέ-ον»44. θά φτάσε^ εως τό σημ,εΐο νά άναρωτηθεΐ, «Πώς μ-πορεΐ ή
άξία νά γίνει ένεργός πραγμ-ατι-κότητα καί ή ένεργός πραγματικότητα άξία;» 45.
Ώστόσο, δέν άναπτύσσει πλήρως αύτήν τήν έ-ναλλακτική γραμ.μ.ή
έπιχειρηματολογίας. Πέρα άπό τήν ύπαινικτική, άλλά έξαιρετικά άόριστη δήλωσή
του δτι «εΐναι ή έλεύθερη καί ίστορική μ.ας άναγνώριση της άξίας αύτοϋ τοϋ
προτάγμ.α-τος, καί ή πραγμ-ατικότητα της μ-ερικης του πραγμ-άτωσης εως τά σήμ-
ερα, πού μ.ας προσδέ-vet σέ τέτοιες άξ^ώσε^ς»46, πουθενά δέν μ,ποροΰ-μ.ε νά
βροϋμ-ε μιά περιεκτική καί συστημ,ατική έ-πεξεργασία της μ,εσολάβησης μ,εταξύ
γεγονότων καί κανόνων. Γιατί; Πώς μ.ποροϋμ.ε νά έξηγή-σουμ.ε αύτήν τήν
άμ.φιταλάντευση τοϋ Καστοριά-δη; Τό έπιχείρημ.ά του γιά μιά κάθετη διάκριση
μ.εταξύ factum καί /us δέν εχει μ.όνο εναν πολε-μικό, στρατηγικό χαρακτήρα,
προκειμ-ένου νά έ-νισχύσει τήν κριτική του πρός τόν Habermas. Ουτε τό
έναλλακτικό του σχημ.α είσάγεται άπο-κλειστικά γιά νά τονίσει τίς διαφωνίες του
μέ τόν ριζικό σχετικισμ.0 τοϋ άποδομ.ισμ.οϋ. Τό πρόβλη-μα, μέ πιό γενικούς δρους
διατυπωμ-ένο, εΐναι τό άκόλουθο:
Άπό τήν μία πλευρά, προκειμ-ένου νά άπο-φευχθεΐ όποιαδήποτε όπισθοδρόμ.ηση
στήν ντε-τερμΐΊΐστικ-fi καί άναγωγιστική θηλειά της «συ-νολιστικης-ταυτιστικης»
όντολογίας, κάτι πού ό Μάρξ, ό Φρόϋντ άλλά άκόμ-η καί ό Habermas δέν
άπέφυγαν, οί πηγές της φαντασίας άποκόπτον-ται άπό τό πραγμ-ατικό καί
καθίστανται άνεξάρ-τητες καί χωριστές άπό τό ίστορικό τους πλαί-σιο, μέ κίνδυνο
νά χάσουν κάθε άγκυροβόλιο στό κανον^στ^κό πλέγμ,α της σύγχρονης κο^νωνίας 47.
Αύτή ή θέση εΐναι άπολύτως συνεπής μέ τίς όν-τολογικές προϋποθέσεις της θεωρίας
τοϋ Καστο-ριάδη καί μέ τήν προσπάθειά του νά άποφύγει μιά άντικειμ-ενιστική
προσέγγιση ή όποία θά κατανο-
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΑΥΒΑΣ
οϋσε τό Εΐναι ώς Εΐναι καθορισμ-ένο άπό κάτι έ-ξωτερικό πρός τό ϊδιο. Ό
Καστοριάδης θέλει νά άποφύγει τήν όπισθοδρόμ.ηση σέ μία άρχή, σέ έ-να φυσικό
θεμ-έλιο πού θά διακύβευε τόν τυχαΐο καί άνοιχτό χαρακτήρα τοϋ κοινωνικοϋ καί θά
ά-πειλοϋσε έν τέλει τή ριζική δημ.ιουργικότητα της άνθρώπινης δράσης. Ή
άφετηριακή ύπόθεση δο-μικών καθορισμ-ών, περισσότερο καί άπό φυγή ά-πό τή
συγκρουσιακή σφαίρα της πολιτικης καί της ιστορίας, θά σήμαινε τό στράγγισμ.α
της πο-λιτικης φαντασίας, της έτερότητας καί της δια-φορας.
Άπό τήν αλλη πλευρά, προκειμ-ένου νά έξη-γηθεΐ ή δυνατότητα της κοινωνικης
κριτικης καί της πολιτικης άντίστασης, πρέπει νά παρασχε-θεΐ μιά σταθερότερη,
εύρύτερη καί άντικειμ-ενική προοπ^κή. Έτσι, αν μιά κριτική τοϋ φ^λελεύθε-ρου
κράτους καί τών καπιταλιστικών δομ.ών κυ-ριαρχίας πρέπει νά εΐναι κάτι
περισσότερο άπό μία μ.εταξύ πολλών καί άσύμ.μ.ετρων, κοινών έπιθυ-μιών καί
έπιμ-έρους συμ.φερόντων τών πολιτικών ύποκειμ-ένων, εΐναι άναγκαΐο νά ύποτεθεΐ
μιά «σχοπιά πέραν τοϋ δεδομ-ένου»48. Μόνο μέσω μιας έμ.φατικης ύπεράσπισης τοϋ
κανονιστικοϋ περιεχομ-ένου της αύτονομ.ίας μ-πορεΐ ή πολιτική θεωρία νά ένσωμ-
ατώσει τή χειραφετική πρόθεση της όρθολογικης έπεξεργασίας μιας πιό δίκαιης μ-
ορφης πολιτικης τάξης. Μιά σχέση μ,εσολάβη-σης μ.εταξύ γεγονότος καί δικαίου θά
ύπερπηδοϋ-σε τά άδιέξοδα τοϋ ριζικοϋ σκεπτικισμ.οϋ καί τοϋ μ.εταμ.οντέρνου
κυνισμ.οϋ, άπό τούς όποίους άπορ-ρέει ή έλκυστικότητα καί ή άνωτερότητα τών
σύγχρονων δημ.οκρατικών κινημ-άτων, άλλά στε-ροϋν άπό τόν έαυτό τους τούς
θεωρητικούς καί κανονιστικούς πόρους, άναγκαίους γιά νά μ.ετα-μ-ορφώσουν αύτά
τά στοιχεΐα σέ συνεκτικό πρό-γραμ.μ.α.
Στήν προσπάθειά του νά συζεύξει τό γεγονός μέ τήν άξία, ό Καστοριάδης
άπορρίπτει, καί 6-πωσδήποτε όρθά, μιά όντολογική στρατηγική έ-
πιχειρηματολογίας. Δέν μ.ετασχημ.ατίζει τό γε-γονός τών δημ-ΐουργικών παρορμ-
ήσεων τοϋ άσυ-νειδήτου σέ κανόνα. Άντίθετα άπό τήν αστοχη κριτική της Agnes
Heller δτι δ Καστοριάδης «ά-ναδιπλασιάζει τήν ψυχή σέ ενα όντολογικό καί ε-να
κανονιστικό στοιχεΐο [δηλαδή τήν ψυχή ώς ψύσιν καί ν^ον]··· περνάε^ λαθραΐα ενα
κανον^-στικό στοιγ^εϊο μέσα στψ φύση, καί διακρίνει ά-νάμ-εσα σέ κοινωνίες
χρησιμοποιώντας άκριβώς αύτό τό κανονιστικό στοιχεϊο ώς κριτήριο σύγ-κρ^σης»49,
έκεΐνος δ1αφεύγε1 έπ^υχώς τήν όντο-λογχοποίτρτι της ψυχης ώς μ.ετακανόνα καί
άρ-
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΙΑΣ TOY
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

99
νεϊται νά συναγάγε^ τό «όφείλε^ν» (αύτονομ,ία) ά-πό τό «Εΐνα^» (ρ&κή φαντασία).
Δείχνε^ άμέ-σως δτι «δέν ύπάρχει πέρασμ-α άπό τήν όντολο-γία στήν πολιτική...
Δέν εΐναι δυνατόν νά συνα-γάγουμ,ε μιά πολιτική άπό τήν φύ,οσοφία»50. Ό
Καστοριάδης δέν μ.ετασχημ.ατίζει τό δημ-ΐουργι-κό δυναμ-ΐκό της ψυχης σέ
κανονιστικό, εσχατο θεμέλιο51. Άντίθετα, ή προσπάθε^α νά μ,ετασχη-μ.ατιστεΐ ή
ψυχή σέ άπόλυτο στήριγμα, μ.έσω μιας έπιστημ-ονικης-ψυχαναλυτικης νομιμοποίη'-
σης της αύτονομ-ίας, δέν εΐνα^ μ-όνο έπιστημολο-γικά άνακόλουθη -άφοϋ ή
έπιστήμ-η δέν μ-πορεΐ νά παραγάγει ήθικούς κανόνες - άλλά έπίσης έ-πικίνδυνη. Τά
προϊόντα της ψυχης, οί είκόνες μιας διαφορετικης πραγμ-ατικότητας, πρέπει τά ϊδια
νά έξεταστοϋν άπό μιά έξωτερική σχοπιά, προκειμένου νά όριστεΐ ποιές εΐναι
νομ.ιμ.οποιήσι-μ.ες καί έπιθυμ-ητές είκόνες καί ποιές δχι. Καί αύτό άπαιτεΐ μιάν
άρχή αλλη άπό τήν ριζική φαν-τασία. Δέν μ.ποροϋμ.ε νά χρησιμ.οποιήσουμ.ε τήν
άνατρεπτική δύναμ-η της ψυχης ώς κανονιστική άρχή, ύποστηρίζει ό Καστοριάδης,
διότι «οί ά-παιτήσεις τοϋ πρωταρχικοϋ φυσικοϋ πυρήνα, της φυσικης μ,ονάδας τήν
όποία κουβαλαμ,ε μ,αζί μ.ας καί ή όποία πάντοτε όνειρεύεται, σέ όποιαδήπο-τε
ήλικία μας, δτι εΐναι παντοδύναμ.η καί στό κέντρο τοϋ κόσμου..., άνταποκρίνονται
πολύ πιό “φυσικά”... [σέ] μιά θέσμιση της κο^νωνίας ή ό-ποία θεσμ.οποιεΐ τήν
άνισότητα... στήν μ-ορφή της κο^νων^κης Ιεραρχίας»52. Έτσ^, ή ρ&κή φαντα-σία
δέν μ-πορεΐ νά στηρίξει κανονιστικά τό ριζικό, κοινωνικό φαντασιακό.
Πώς μ.ποροϋμ.ε νά ύπερασπιστοϋμ.ε τήν κα-νονιστική άνωτερότητα μιας
αύτόνομ.ης κοινωνί-ας καί πώς μ-πορεΐ ή αύτονομ.ία νά έκπληρώσει τή λειτουργία
μιας χεφαφετικής κριτικης της θεσμ.ισμ.ένης καπιταλιστικής πραγμ-ατικότητας, άπό
τήν στιγμ-ή πού εχει κλειστεΐ αύτός ό δρό-μ.ος; Στό έρώτημ.α μ-πορεΐ νά δοθεΐ
άπάντηση μ.ό-νο έάν έπανορίσουμ-ε τό σημ-εΐο συνάντησης μ.ε-ταξύ κανόνα καί
γεγονότος. Αύτό άκριβώς θά προσπαθήσω νά κάνω έξετάζοντας άπό κοντά τούς
όρισμ.ούς της άτομ.ικης καί πολιτικης αύτο-νομ,ίας τοϋ Καστορ^άδη53.
Άτομική αύτονομία
Στήν περίπτωση της άτομ.ικης αύτονομ-ίας, τό πρόγραμ.μ.α τοϋ Καστοριάδη
έξαρταται αμ.εσα άπό τόν άγώνα του νά διασώσει τήν κατηγορία της
ύποκειμ,ενικότητας άπό τήν προσβολή τοϋ ά-ποδομ.ισμ.οϋ, δίχως νά όπισθοδρομ-
ήσει εΐτε στήν
μ-εταφυσική ίδέα ένός λόγου ό δποϊος κυριαρχεΐ καί άπωθεΐ τίς έτερόνομ.ες έπιθυμ-
ίες καί τήν έ-σώτερη φύση εΐτε σέ μιά φιλελεύθερη κατασκευ-ή ένός έξαϋλωμ-ένου
έαυτοϋ, προστατευμ-ένου ά-πό τά φυσικά, προ-πολιτικά δικαιώμ-ατα της Εδι-
ωτικης σφαίρας. Διατυπώνει μιά πρωτότυπη θε-ωρία μιας άποκεντροποιημ.ένης καί
κοινωνικοϊ-στορικά έντοπισμ-ένης ύποκειμενικότητας, έξο-πλισμ-ένης μέ τήν
φαντασιακή ίκανότητα νά ά-ποστασιοποιεΐται άπό τήν κοινωνική τάξη καί
προικισμ-ένης μέ τήν ύπομ.ονευτική δύναμ-η νά δι-ερωτα τίς ΐδιες της τίς
προϋποθέσεις, νά έπανερ-μ-ηνεύει τήν συναισθημ-ατική της δομ.ή καί νά άρ-θρώνει
νέα προτάγμ.ατα.
"Αν ό Καστορ^άδης γνωρίζε^ πολύ καλά δτι όποιαδήποτε άνασυγκρότηση της
εννοιας της ά-τομ-ΐκης αύτονομ.ίας δέν μ-πορεΐ νά προσπεράσει τήν κατηγορία τοϋ
ύποκειμ-ένου -διότι «χωρίς μιά τέτοια ύποκειμ-ενικότητα... δχι μ.όνο κάθε έ-πιδίωξη
άλήθειας καί γνώσης καταρρέει, άλλά καί κάθε ήθική έπιδίωξη έξαφανίζεται άφοϋ
χά-νετα^ κάθε ύπευθυνότητα»54-, δέν προσυπογρά-φει τίς άπλοϊκές καί «θορυβώδεις
διακηρύξεις πε-ρί της έπιστροφης τοϋ ύποκειμ-ένου, καθώς καί τόν δηθεν
“χτομιχισμό” πού τίς συνοδεύε^»55. 01 διακηρύξεις αύτές βασίζονται στήν
«φανταστική κατασκευή ένός “άτόμ.ου” πού ερχε™ στόν κό-σμ.ο πλήρως
έξοπλισμ.ένο καί καθορισμ.ένο ώς πρός τά ούσιώδη γνωρίσμ.ατά του καί τό όποΐο
ύποτίθεται δτι διαφθείρεται, καταπιέζεται καί ύ-ποδουλώνεται άπό τήν κοινωνία -
τήν κοινωνι-κότητα ώς τέτοΐα»56. "Αν ή αύτονομ,ία μ,πορεΐκαί πρέπει νά εχει χάποιο
νόημ-α, προϋποθέτει μιά κατηγορία της ύποκειμ-ενικότητας στήν όποία τό ύποκείμ-
ενο κατανοεΐται κατ' έλάχιστον ώς δη-μ,ιουργός τών νόμ,ων οί δποϊοι τό κυβερνοϋν
καί ώς προιχισμένο μέ τήν ίκανότητα νά μ-ορφοποι-εΐ, νά βεβαιώνει, νά έκφράζει
καί νά έπανερμ,η-νεύει τίς άνάγκες του καί τήν ταυτότητά του.
Αύτή ή εννοια τοϋ έλέγχου κάποιου πάνω στήν ϊδια του τήν ταυτότητα δέν
συνεπάγεται μιά άτομ.ιστική καί όρθολογιστική θεωρία της έξατο-μ-ίκευσης- γιά
τόν Καστοριάδη τό ύποκείμ,ενο εΐ-ναι ριζωμ-ένο δσο καί άποσπασμ-ένο,
κοινωνιοποι-ημ-ένο δσο καί άναπρεπτικό, θεσμ.ισμ.ένο δσο καί θεσμ-ίζον. Έν
άντιθέσει πρός τίς άκραΐες, ύπερα-πλοποιημ-ένες είκόνες τοϋ ύποκειμ-ένου ώς ένός
παθητικοϋ προϊόντος άνώτερων δυνάμ-εων οί 6-ποΐες ένεργοϋν πίσω άπό τήν πλάτη
του, ό Κα-στοριάδης έπεξεργάζεται μιά πλούσια εννοια συγ-κροτούμ.ενη άπό τρεΐς
περιοχές υπαρξης τοϋ «έ-αυτοϋ» ή τοϋ «δι' έαυτόν»: της ψυχης, τοϋ κοι-

νων^κοϋ άτόμ,ου καί τοϋ ύποκεψένου57. Γιά τήν παρούσα συζήτηση, θά έστιαστώ
στίς δύο τελευ-ταΐες περιοχές. Τό ατομο εΐναι μιά κοινωνική κα-τασκευή, τό προϊόν
της κοινωνικοποίησης. Μέ αύτήν τήν εννοια της κοινωνικής θέσμισης τοϋ άτόμ.ου,
της «έξύφανσης τοϋ άτόμ.ου ώς κοινω-νικοϋ άτόμ-ου»58, ό Καστοριάδης έντάσσεται
στήν κονστρουκτιβιστική καί κοινοτιστική «έπι-στημ-ολογία», σύμ.φωνα μέ τήν
όποία τό ατομο εΐναι κοινωνικά συγκροτημ-ένο, μιά φαντασιακή κοινωνική σημ-
ασία, ενα προϊόν λόγων, κανόνων πρακτικών καί διυποκειμ-ενικά καθορισμ-ένων
ρό-λων. Ώς δημ.ιούργημ.α της ριζικης θεμ-ελιωτικης δύναμ-ης της θεσμ-ίζουσας
κοινωνίας, ή ταυτότη-τα τοϋ άτόμ.ου ριζώνει σέ προηγούμ.ενες σχέσεις,
έγκυστώνεται σέ πολιτισμ.ικές, συμ-βολικές καί γλωσσικές δομ-ές. Άπό τήν
κονστρουκτιβιστική αύτή σκοπιά, b Καστοριάδης εΐναι σέ θέση νά έ-πιτεθεΐ τόσο
στόν φιλελεύθερο άτομιχισμό δσο χαί στψ παράδοση της φιλοσοφίας τοϋ ύποκειμ-
ένου, που συγκλίνουν στήν έκ μ-έρους τους άντίληψη τοϋ ύποκειμ-ένου ώς ένός
καθαροϋ, άφηρημ-ένου, έξαϋλωμ-ένου όρθολογικοϋ παράγοντα.
Σέ αύτό τό σημ-εΐο, ώστόσο, ό Καστοριάδης διαχωρίζεται καί άπό τίς άκρότητες τοϋ
κον-στρουκτιβισμ-οϋ. θέλει νά έξηγήσει τή δημ,ιουρ-γικότητα, τήν ύπευθυνότητα,
τή διαφορά, άλλά, πάνω άπ' δλα, τήν αύτονομ-ία. Εΐναι όξύτατα έ-πικριτικός
άπέναντι στίς ποικίλες προσεγγίσεις πού κατανοοϋν τό ατομ.ο σάν μιά λευκή πλάκα
πάνω στήν όποία χαράζονται οί κώδικες τοϋ πο-λιτισμοϋ, οί δομές της γλώσσας ή οί
έπενέργει-ες τών σχέσεων έξουσίας. Έκτός άπό τόν μονι-στικό τους άναγωγισμ.ό,
αύτές οί προσεγγίσεις 6-δηγοϋν στήν έξαφάνιση της έτερότητας, τοϋ ύ-ποκειμ-ένου
καί της αύτονομ.ίας. Τό κοινωνικό α-τομ.ο έμ.φανίζεται σάν νά μήν εχει
«έξωτερικό». Δέν εΐναι παρά ενα παθητικό προϊόν τών άπρό-σωπων δομ.ών καί
καθορισμ.ών πού ένεργοϋν πί-σω άπό τψ πλάτη του. Δέν μ-πορεΐ πλέον νά κυ-
ριαρχήσει καί νά δημ-ΐουργήσει αύτήν τήν άπό-σταση, τό διάστημ-α άπέναντι στόν
έαυτό του καί τόν κοινωνικό κόσμ.0 πού εΐναι άπαραίτητο γιά τήν διαμ-όρφωση
μιας άπαραμ-είωτης μ.οναδικότη-τας καί ένός άναστοχαστικοϋ καί έμ.πρόθετου αύ-
τόνομου ύποκειμ-ένου. Ό κομ.φορμ.ισμ.ός καί ή 6-μ-οιογένεια άπορρέουν
αύτομ.άτως άπό αύτήν τήν μ.εταμ.οντέρνα καρικατούρα.
Ή έξύφανση τοϋ κοινωνικοϋ άτόμ.ου, ύπο-στηρίζει ό Καστοριάδης, ποτέ δέν
μ,πορεΐ νά εΐ-ναι όλική. Άκόμη καί αν ή θεσμ.ισμ.ένη κοινωνία -παράδοση,
γλωσσικές δομ-ές, κοινωνικοί κανό-
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΑΥΒΑΣ
νες - έπιθυμ.εΐ άπεγνωσμ.ένα μιάν άπόλυτη ύπο-ταγή της ριζικης φαντασίας -τοϋ μ-
οναδιαίου πυρήνα της ψυχης -, ερχεται πάντοτε άντιμέ-τωπη μέ τήν άντίσταση τοϋ
τελευταίου, ό οποϊ-ος ζητάει νά έπιστρέψει στό άρχικό του κλείσι-μ.ο καί στήν
άρχική του αύτάρκεια. Προειδοποι-εΐ, όρθά, εναντι της άφελοϋς πίστης στήν άπο-
τελεσμ-ατικότητα τών δομ.ικών καθορισμ.ών νά παράγουν πειθήνια καί πλήρως
ένσωμ.ατωμ.ένα κοινωνικά ατομ.α. Ή πίστη αύτή Sololoyel ανευ δρων τό ύπάρχον.
Ή άποτυχία τοϋ κοινωνικοϋ-ιστοριχοϋ νά άπορροφήσει τόν ψυχικό πυρήνα, νά
άπαλείψει τήν διαφορά του καί νά έξαλείψει τό «αλλο τοϋ λόγου» μ-πορεΐ νά
έρμ.ηνευθεΐ σάν ε-νας άντικειμ-ενικός περιορισμός της θεσμ.ισμ.ένης ταυτότητας νά
άφομ.οιώνει τή θεσμ-ίζουσα ταυ-τότητα. Ή άνάπτυξη της εννοιας τοϋ ύποκειμ-έ-νου
άποσκοπεΐ άκριβώς στήν αύστηρή ε^οιοποί-ηση αύτών τών μ.ηχανισμ.ών
άντίστασης, φαντα-σίας καί δημ.ιουργικότητας.
Τώρα, ή εννοια τοϋ ύποκειμ-ένου εΐναι μιά ποιοτική διεύρυνση της εννοιας τοϋ
κοινωνικοϋ ά-τόμ.ου. Ή νεωτερικότητα εχει παραγάγει τήν δι-κή της διακριτή
κοινωνική φαντασιακή σημ-ασία τοϋ άτόμ.ου. Ένώ ή προηγούμ.ενη ιστορία, λέει ό
Καστοριάδης, μ.ας εΐχε συνηθίσει σέ συλλογικό-τητες οί όποΐες γίνονταν άντιληπτές
μέ όργανι-κούς δρους δπου τό ατομ,ο ήταν βυθισμ-ένο στίς καθολικά περιεκτικές
κοινωνικές πρακτικές οί 6-ποΐες άνέστελλαν τήν άποστασιοποίηση, τόν ά-
ναστοχασμ.0 καί τήν κριτική πρόθεση59, ή σύγ-χρονη έποχή -καί έδώ άναπτύσσει
τήν θεωρία του της νεωτερ^κότητας60- εχε^ έπ^φέρε^ μιάν άποκεντροποίηση τοϋ
ύποκειμ-ένου. Δέν εΐναι ή στιγμ-ή έδώ νά έξετάσουμ.ε διεξοδικά αύτήν τήν ίστορική
άφήγηση. Άρκεΐ νά ποϋμ.ε δτι ό Κα-στοριάδης είσάγει ενα ίστορικό έπιχείρημ.α.
Ή ύποκειμ-ενικότητα όρίζεται άπό τήν άνα-στοχαστικότητά της καί τήν έμ.πρόθετη
δραστη-ριότητα, τήν ίκανότητά της νά υίοθετεΐ μιά στά-ση άποδέσμ-ευσης άπέναντι
στόν ϊδιο τόν έαυτό της, νά άναπαριστάνει τόν έαυτό της ώς κάτι αλ-λο άπό αύτό
πού είναι, «νά βλέπει τόν έαυτό της ώς αλλον». Τό νά στοχαζόμ.αστε σημ-αίνει νά ε-
χουμ.ε προσπέλαση στόν έαυτό μας, νά άνιχνεύ-ουμ.ε τά συναισθήμ-ατα καί τίς
έπιθυμ-ίες μας, νά διερωτοϋμ.ε τήν ϊδια μ.ας τή συγκρότηση, νά έρ-μ.ηνεύουμ.ε τίς
άνάγκες μ.ας καί νά προτάσσουμ-ε νέες είκόνες, νέα νοήμ-ατα καί νέες μ-ορφές. Ή
άναστοχαστικότητα περικλείνει τίς στιγμ-ές της ένδοσκόπησης, της
άποστασιοποίησης καί της αύτο-δημ.ιουργίας. Ή ένδοσκόπηση εΐναι μιά
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΙΑΣ TOY
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

101
στροφή πρός τά μέσα, μιά έπίγνωση της ϊδιας μ.ας της ύποκειμ-ενικότητας καί τών
διαδικασιών καί τών μ.ηχανισμ.ών πού τή διαμ.ορφώνουν. Αύ-τή ή άπόσυρση στόν
έαυτό μ.ας έξασφαλίζει μιάν έλάχιστη δεδομ-ένη μ.ορφή αύτογνωσίας καί μιάν
αΐσθηση συνοχης καί ένότητας, τό νά εχουμε συ-νείδηση της άτομ.ικότητάς μας. Τό
ύποκείμ-ενο, στρέφοντας τήν ματιά στόν έαυτό του, εΐναι σέ θέση νά σταμ-ατήσει
νά ζεΐ παθητικά μέ τίς πα-ραδόσεις του, τίς συνήθειες καί τούς κανόνες. Μπορεΐ νά
διερωτήσει τή θεσμ.ισμ.ένη κοινωνία, νά άμ.φισβητήσει τίς ήγεμονικές έρμ-ηνεΐες
τών συλλογικών ταυτοτήτων καί νά μετατοπίσει, νά σχετιχοποϊψει καί νά ύπονομ-
εύσει τίς διαδικασί-ες τοϋ σχημ.ατισμ.οϋ του. Στό ύποκείμ.ενο, ύπο-στηρίζει ό
Καστοριάδης, ένυπάρχει ή «πάντα παροϋσα δυνατότητα νά άνακατευθύνει τό βλέμ.-
μα, νά άποσπαστεΐ άπό δποιο^ποτε εώιχδ περι-εχόμ-ενο, νά θέσει τό κάθε τί σέ
παρένθεση - ή γυμ.νή δυνατότητα νά έπικαλεστεϊκάτι, νά τό θέ-σει σέ άπόσταση,
ενας σπινθήρας εξω άπό τόν χρόνο»61.
Ή άποστασιοποίηση συνεπάγεται τήν δη-μ-ΐουργία ένός «ΙΒιωτιχοϋ», έσωτερικοϋ
πεδίου. Έμπεριέχοντας ένα έσωτερικό πεδίο έντός τοϋ δποίου μπορεϊ νά
«διερωτήσει τόν ϊδιο τόν έαυτό του» 62, τό ύποκείμ,ενο εΐνα^ σέ θέση νά παρεμ.-
βαίνει ένεργά στήν διαμ-όρφωση της ταυτότητάς του, νά διαπραγμ-ατεύεται καί νά
έπιβεβαιώνει τήν μ.οναδικότητά του. Ή άνάπτυξη καί διατή-ρηση μιας μ-εστης
νοήμ-ατος καί διαρκοϋς σχέσης μέ τόν έαυτό του, αμ.εσα έξαρτημ-ένη άπό τήν l·
κανότητά του γιά αύτο-παρουσίαση, άπαιτεΐ μιά έδαφικότητα ή όποία νά μ-πορεΐ νά
φιλοξενήσει τόν αύτο-πειραματισμό, μή έκτιθέμ-ενη σέ έξω-τερικά βλέμ-μ-ατα. Σέ
αύτό άκριβώς τό «έσωτε-ρικό» ΒΓναί πού μ-πορεΐ χάποιος νά άποσυρθεΐ, μ.έσω
μιας πράξης έσωτερικης έξορίας, προκει-μένο'υ νά μ.ορφώσει καί νά έπανεπινοήσει
τήν ϊδια του τήν ταυτότητα καί νά συμ-βάλει δημ,ιουργικά στήν αύτοδιαμ-ορφωτική
του διαδικασία. Ή αύ-τοπραγμ-άτωση, κάθε αλλο παρά ύπονοώντας τήν
έξωτερίκευση μιας ούσίας, ύποδηλώνει τήν δρα-στηριότητα της μ.ορφοποίησης καί
της πρόταξης άξιών. Εΐναι ή πρακτική της ένσυνείδητης 18ιο-ποίησης τών δημ-
ΐουργικών δυνατοτήτων της ψυχης νά «έπανοργανώνει σταθερά τό περιεχό-μ.ενό
της... τό δποϊο παράγει μ.έσω ένός ύλικοϋ καί σέ σχέση μέ άνάγκες καί ίδέες»63.
Αύτή ή εμ-φαση σέ εναν έσωτερικό χώρο ό 6-ποϊος άποτελεΐ ενα «έξωτερικό» γιά
τήν θεσμ.ι-σμ-ένη κοινωνία εΐναι κεντρικης σημ,ασίας γιά τό
πρόγραμ.μ.α τοϋ Καστοριάδη νά άνασυγκροτήσει τό κανονιστικό περιεχόμ-ενο της
άτομ.ικης αύτο-νομ-ίας. Όρίζει τήν αύτονομ.ία ώς
κατάσταση στήν όποία "κάποιος”... εΐνα^ ρη-τά καί, δσο αύτό γίνεται, μέ δ ΐαύγεΐα (δχι
“τυ-φλά”) δημ,^ουργός τών ΐδ^ων του τών νόμ,ων. Τοϋτο ύπονοεΐ δτι αύτός ό
"κάπο^ος” έγκαθ^-δρύε^ μιά νέα σχέση μέ τούς "νόμ,ους του”, ή όποία δηλώνει, μ-
εταξύ αλλων, δτι αύτός ό μ.ε-μ,ονωμ,ένος... "κάπο^ος” μ,πορεΐ νά τροποποιεϊ
αύτούς τούς νόμ-ους, γνωρίζοντας δτι κάνει κάτι τέτο^ο64.
Αύτή ή «αλλη σχέση» μέ τόν έαυτό μ.ας δέν εΐναι ενα άφηρημ-ένο ήθικό ίδεώδες·
εΐναι ενα πο-λιτικό πρόγραμ.μ.α στό δποϊο τό κριτικό δυναμ-ΐκό δημ.ιουργεΐ μιά
έναλλακτική νομ.ιμ.οποίηση μιας κανονιστικης θεωρίας τών άτομ.ικών δικαιωμ-ά-
των άπέναντι σέ έκείνην πού παρέχουν οί φιλε-λεύθεροι λόγοι. Τά άτομ-ΐκά
δικαιώμ-ατα γίνονται προϋπόθεση της δυνατότητας γιά τήν πλήρη ά-νάπτυξη της
ταυτότητας χάποιου καί γιά τή σύ-σταση της ύποκειμ-ενινικότητάς του. Ή συγκρό-
τηση τοϋ σύγχρονου ύποκειμ-ένου έξαρταται, σέ άποψασιστιχδ βαθμ.0, άπό τήν
καλλιέργεια καί τήν περιφρούρηση μιας πραγμ,ατικης καί συμ-βο-λικης σφαίρας ή
όποία θά προστατεύσει τήν δια-δικασία άνάπτυξης τοϋ Έγώ, τή δημ-ΐουργία της
συνεκτικης καί διακριτης ταυτότητας χάποιου. Τά άτομ.ικά δικαιώμ-ατα
άντιστοιχοϋν σέ έκεΐνες τίς καταστατικές έλάχιστες θεσμ.ικές προϋποθέ-σεις οί
όποΐες σέβονται τόν τόττο γιά τήν άνάπτυ-ξη της ύποκειμενικότητας ένός άνθρώπου
καί διασφαλίζουν τήν προστασία της διαφορας καί της μ.οναδικότητάς του.
Ή άτομ,ική αύτονομ-ία εΐναι ή άναστοχαστι-κή καί διαυγής ίκανότητα κάποιου νά
μορφώνει, νά διατηρεΐ καί νά άναθεωρεΐ μιά συνεκτική ταυ-τότητα. Ώς έκ τούτου, ή
προστασία αύτών τών «ίκανών συνθηκών γιά τή δραστηριότητα τοϋ ύ-ποκειμ-ένου»
δείχνει πρός μιά νέα νομ.ιμ.οποίηση τών «άρνητικών έλευθεριών», χειραφετημένη
ά-πό άτομιχιστιχές χαί ϊΒιοχττριαχά προσανατολι-σμ-ένες φιλελεύθερες
διατυπώσεις. Ή κανονιστι-κή εννοια της άτομ.ικης αύτονομ.ίας τοϋ Καστο-ριάδη
παρέχει μιά νομ.ιμ.οποίηση έκείνων τών ά-τομ,ικών δικαιωμ-άτων πού εΐναι
άναγκαΐα γιά τήν προστασία της φαντασίας, της δημ.ιουργικότητας καί της
έτερότητας. Διασφαλίζει τίς προϋποθέ-σεις - μιά αΐσθηση έλέγχου της ΐδιας της ταυ-
τότητας, τοϋ πειραματισμοϋ, της αύτοπεποίθη-

σης, της δύναμ-ης γιά δημ-ΐουργία άξιών, της σω-μ.ατικής άκεραιότητας, της
αύτοπεποίθησης, της δύναμ,ης γιά δημ,ιουργία τοϋ άπαραβίαστου της
προσωπικότητας κάποιου-, προκειμένου ε-να ατομ.ο νά ένεργεΐ ώς ύποκείμ-ενο, πού
σημ-αί-νει ένα ύπεύθυνο, ήθικό ύποκείμ-ενο, ίκανό νά δι-ερωτα τήν θεσμ-ίζουσα
πραγμ-ατικότητα, νά ένερ-γεΐ έπί τη βάσει λόγων ώς δημ,ιουργός τών πο-λιτικών
καί ήθικών νόμ.ων στούς όποίους ύπόκει-ται καί νά συμ.μ.ετέχει στήν θεσμ-ίζουσα
έξουσία της κο^νωνίας66. Ή προστασία της ρ&κής φαν-τασίας άπό καταπατήσεις καί
είσβολές της θε-σμ.ισμ.ένης, ρητης έξουσίας, εί'τε στήν μ.ορφή τοϋ κοινωνικοϋ
χομφορμισμοΰ εί'τε στήν μ-ορφή της κρατικης παρέμ-βασης, άπορρέει άπό τήν
εννοια τοϋ ύποκειμ-ένου τοϋ Καστοριάδη. 01 κοινωνικοί θεσμ-οί, οί πρακτικές καί
οί κανόνες -καί, ώς έκ τούτου, ή θέσμ-ΐση της κοινωνίας ώς όλότη-τας - πρέπει νά
διαγράφουν μιά πραγμ-ατική καί συμ-βολική έπικράτεια- πρέπει
νά έπιτρέπουν -ή δέν μ.ποροϋν νά μήν έπι-τρέπουν - στδ ατομο τήν δυνατότητα νά
βρεΐ καί νά φέρει σέ δπαρξη γιά λογαριασμ.ό του ε-να νόημ-α γιά τή θεσμ.ισμ.ένη
κοινωνική σημ.α-σία. Άλλά πρέπει έπίσης νά τοϋ έπιτρέπουν -καί ό,τιδήποτε κάνουν
θά εΐναι άναπόφευ-κτο νά τοϋ έπιτρέπουν- εναν ίδιωτικό χδσμο, δχι μ-όνο σάν εναν
έλάχιστο χώρο ασκησης της «αύτόνομ.ης» δραστηριότητας άλλά καί σάν ε-να
κόσμ,ο άναπαραστάσεων (καί συνα^σθημ,ά-των καί προθέσεων) μ,έσα στόν δποϊο
τό ατο-μ.ο θά ehai πάντα τό ϊδιο του τό κέντρο67.
Δύο πολύ σημ.αντικές διακρίσεις πρέπει νά γίνουν έδώ 68. Πρώτον, ή εννο^α τοϋ
ύποκειμένου τοϋ Καστοριάδη δέν εΐναι μιά νεκρανάσταση τοϋ Έγώ της ύπερβατικης
φιλοσοφίας. Τά γνωρί-σμ.ατα καί οί δυνατότητες τοϋ σύγχρονου ύποκει-μ-ένου
εΐναι ίστορικές δημ,ιουργίες, βαθιά ριζωμ-έ-νες στό φαντασιακό της
νεωτερικότητας. Δέν ά-ναφέρονται σέ μιά φυσική προοδευτική κίνηση πρός τήν
τελεολογική πραγμ-άτωση κάποιας ού-σίας τοϋ ύποκειμ-ένου. Υίοθετώντας μιάν
ίστορι-κιστική στάση, ό Καστοριάδης προσεγγίζει τό ύ-ποκείμ-ενο δχι ώς μιά
άντικειμενική φύση, άλλά ώς ενα ίστορικό-πολιτισμικό «πρόταγμ,α» 69. Αύ-τή ή
πλευρά τοϋ έπιχειρήματός του εχει ώστό-σο παρερμ-ηνευθεΐ. "Εχε^ δεχθεΐ
έπ^κρίσε^ς δτι εϊ-σάγει μιά ύπερβατολογική θεμ,ελίωση, άπό τήν πίσω πόρτα, στήν
μ.ορφή μιας παραδοσιακης τε-λεολογικης θεωρίας της ούσίας ή όποία έκδιπλώ-
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΑΥΒΑΣ
νεται μέσα στψ ιστορία καί πού θυμ.ίζει τήν θε-ωρία τοϋ ττνεύ^τος [Geist] τοϋ
Χέγκελ, τόν βι-ταλ^σμ.0 τοϋ Bergson™, ή άκόμ,η καί τήν χαϊν-τεγκεριανή θεωρία
τοϋ Ehai τό οποϊο φανερώνε-ται / άναδύετα^ μ,έσα στήν ροή της ίστορίας 71. Πίσω
άπό τέτοιες έπικρίσεις κρύβεται ή ύπόθε-ση δτι ύπάρχει ενα κατάλοιπο
θεμ.ελιωτισμ.οϋ στήν θεωρία τοϋ Καστοριάδη.
Ή Heller, παραδείγμ-ατος χάριν, βλέπει τήν ψυχή ώς κάτι τό «αχρονο... τό δποϊο
ξεσπάει σάν ενα αϊώνιο ήφαίστειο ξερνώντας πρωταρχική φαντασία, πού ριζώνει ή
δέν ριζώνει στόν κόσμ.0, πού διαμ-ορφώνει ή δέν μ-πορεΐ νά διαμ.ορφώσει θε-
σμούς άπό τή φαντασία. "Αν ενα σύνολο τέτοιων καινούργιων θεσμ-ών
διαμ.ορφωθεΐ, τότε, σέ μιά έ-γελιανή γλώσσα, έγκαθιδρύεται μιά νέα έποχή στήν
ζωή τοϋ πνεύμ,ατος. Έδώ ή Ψυχή εΐναι τό λειτουργικό άνάλογο τοϋ Εΐναι τοϋ
Heidegger»72. Σέ παρόμοιο υφος, ό Honneth ίσχυρίζε-ται ύψηλόφωνα δτι δ
Καστοριάδης «πραγμ.ατο-ποίησε μιάν “ύποστασ^οποίηση” τών δημ-^ουρ-γ^κών
έπ^ευγμ,άτων»73 ή όποία μ,ετασχημ,ατίζε^ τήν ριζική φαντασία σέ πραγμ-ατικότητα.
Άλλά τόσο ή Heller δσο καί ό Honneth σφάλλουν. Ή ψυχή δέν περιέχει κανένα
άπόλυτο νόημ.α τδ 6-ποΐο βαθμ,ιαΐα έξωτερικεύεται καί πραγμ,ατώνε-ται στήν
μ.ορφή τοϋ ύποκειμ.ένου· δέν συνιστα ε-να a priori πού εΐναι ταυτόχρονα λογικό καί
όν-τολογικό, αχρονο καί οίκουμ-ενικό, πάντοτε δ-μοιο, πού διαπερνα κάθε
άνθρώπινη δημ.ιουργία. Ή ριζική φαντασία δέν εΐναι κάτι τοποθετημ-ένο κάτω ή
πίσω άπό τό ύποκείμ-ενο ώς χωριστή καί άνεξάρτητη όντότητα. Ό Καστοριάδης
διαφεύ-γει τήν παγίδα νά όντολογικοποιήσει τήν ψυχή ώς τρέλα, ώς τό έπ^θυμ-ητό
"Αλλο τοϋ Λόγου ή ώς μιά αύθεντική, ασπιλη έσώτερη φύση. Προ-σέχει άρκετά
ώστε νά μήν ύποστηρίξει δτι κάτω άπό τά διάφορα στάδια της κοινωνιοποίησης βρί-
σκεται κάτι τό αύθεντικό τοϋ δποίου άρκεΐ μ.όνο νά άνο^χθεΐ τό σφραγ^σμ,ένο
στόμ,α74.
Κατά συνέπεια, ή νομ.ιμ.οποίηση τών άτο-μικών δικαιωμ-άτων δέν εΐναι
ύπερβεβαρυμ-ένη μέ ενα είδικό ούσιώδες τελος, δέν στηρίζεται ουτε σέ κάποια
είδική εννοια τοϋ άληθινοϋ έαυτοϋ ουτε σέ μία καί μ-οναδική ίδέα της άγαθης ζωης.
Ό Κα-στοριάδης τονίζει τήν φαντασία καί τήν δημ-ΐουρ-γικότητα, άλλά μ.όνο ώς
προϋποθέσεις γιά τόν σχημ.ατισμ.0 ένός άναστοχαστικοϋ καί συνεκτικοΰ έαυτοϋ, ό
δποϊος έν συνεχεία μ-πορεΐ νά διαλέξει όποιαδήποτε ταυτότητα, δέσμ-ευση ή ίδέα
περί τοϋ άγαθοϋ θέλει. Ή άτομ.ική αύτονομ.ία ύπό τήν μ.ορφή τών «άρνητικών
έλευθεριών», ένσωμ.ατω-
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΙΑΣ TOY
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

103
μ.ένη στούς νομιχούς καί δημ-όσιους θεσμ.ούς της κοινωνίας, έπιτρέπει τήν
συνύπαρξη πολλών δια-φορετικών μ.ορφών ζωης καί μιά πολλαπλότητα έννοιών
τοϋ προσώπου ή όποία δέν προκρίνει πο-τέ μία καί μ.όνη άξία. Σέ αύτά τά
συμ.φραζόμ.ε-να, ή φαντασία είναι, γιά κάθε ύποκείμ,ενο, ή έμ.-πειρία τοϋ νά
δημ.ιουργεΐ νόημ.α γιά τόν έαυτό του ή νά δίνει μ.ορφή. Συνιστα τήν άναγκαία
προϋπό-θεση γιά τήν διαδικασία σχημ.ατισμ.οϋ τοϋ ύπο-κειμ-ένου καί γιά τήν
διαυγή καί άναστοχαστική συμ-μ-ετοχή στήν θεσμ-ίζουσα θεμ,ελιωτική δύνα-μ.η
της κοινωνίας.
Πολιτική αύτονομία
Στά πολλά δοκίμ-ΐά του πού άκολούθησαν τή Φαντασίακ^ ^σμίοτ? τ\ς χοινοινίας,
ενα άπό τά μ-είζονα ένδιαφέροντα τοϋ Καστοριάδη ήταν νά ά-ναπτύξει τίς πολιτικές
συνεπαγωγές τών όντο-λογικών του διερευνήσεων καί νά διαυγάσει τό κανονιστικό
περιεχόμ-ενο της πολιτικης αύτονο-μ-ίας. "Οπως τό βλέπω, ή έπιτυχία αύτης της
προσπάθειας έξαρταται άποχλειστιχά άπό τψ I-κανότητά του νά άναπτύξει μιά
ούσιαστική θεω-ρία της δημ-οκρατίας ένάντια στούς φιλελευθέ-ρους καί
διαδικαστικούς σφετερισμ.ούς πού ήγε-μ.ονεύουν σήμ-ερα στήν δημ-οκρατική
θεωρία, δί-χως νά όπισθοδρομ.εΐ εί'τε στήν άναχρονιστική φανταστική κατασκευή
της λαϊκης κυριαρχίας, ένός όμ.ογενοϋς, διαφανοϋς στόν έαυτό του συλ-loyixoi)
ύποκειμ-ένου, έχθρικοϋ άπέναντι στόν πλουραλισμ.ό, πιστοϋ στό πνεϋμ-α τοϋ
κοινοτι-σμοϋ, εί'τε στίς ντεσιζιονιστικές ύπερβολές μιας αύθαίρετης, άδέσμ,ευτης
πολιτικης βούλησης, ή όποία δέν γνωρίζει δρια. Προκειμ-ένου νά πραγ-ματοποιτρει
αύτό τό φιλόδοξο πρόγραμ.μ.α, ό Κα-στοριάδης κάνει διάκριση άνάμ.εσα σέ θεσμ-
ίζου-σα κοινωνία καί θεσμ.ισμ.ένη κοινωνία. Στά διά-κενά τους, άρθρώνει μιά
χαινοτόμο θεωρία της πολιτικης αύτονομ.ίας.
Ή αύτόνομ-η κοινωνία εΐναι έκείνη πού συ-νειδητά ίδιοποιεΐται ενα μ.έρος της
θεσμ-ίζουσας δύναμ-ης της ριζικης φαντασίας γιά νά δημ-ΐουρ-γήσει τούς ΐδιους της
τούς θεσμ.ούς καί τίς ση-μ-ασίες της καί νά έγκαθιδρύσει τούς κατάλλη-λους νόμ-
ους καί τίς κατάλληλες πρακτικές. Ή πιθανότητα μιας αύτόνομ-ης,
αύτοθεσμ.ιζΟμ.ενης κοινωνίας, πού συγκεντρώνει σημαντικές ποσό-τητες θεσμ-
ίζουσας δύναμ-ης καί, ώς έκ τούτου, έπιβεβαιώνει τίς δυνατότητες της δημ,ιουργίας
ά-ξιών συνδέεται έγγενώς μέ τήν ίκανότητα της κοινωνίας νά δρα συλλογικά.
Μόνο μ.έσω της
συλλογικης δράσης μ-πορεΐ ή κοινωνία νά δεΐ τόν έαυτό της ώς αύτό πού είναι,
αύτοθεσμ.ιζόμ.ενη, γνωρίζουσα καί καταφάσκουσα τήν δύναμ-ή της ώς
παραγωγικης ύποκειμ-ενικότητας. Ή δημ.ο-κρατία εΐναι έκεΐνο άκριβώς τό
καθεστώς τό 6-ποΐο προικίζει μιά διευρυνόμ-ενη συλλογικότητα μέ αΰξουσα
δημ,ιουργική δύναμ,η. Αύτό άκριβώς τό δημ,ιουργικό καί βολονταριστικό στοιχεΐο
στήν θεωρία της πολιτικης αύτονομ.ίας τοϋ Καστοριά-δη εΐναι έκεΐνο πού εΐλκυσε
τίς πιό αγρυπνες έ-πώέσεις. Δέν ξαναζωντανεύει ό Καστοριάδης μιά ρουσσωική-
ίακωβίνικη θεωρία της λαϊκης κυ-ριαρχίας, ή όποία προϋποθέτει ούσιώδη όμ.οιογέ-
νεια καί ίσχυρούς ταυτισμ.ούς; Μήπως ύπονοεΐ δ-τι μ.όνο δταν ενα πολιτικό σώμ.α
μ.εταμ.ορφώνεται σέ ένα τέλεια μ-οναδικό πρόσωπο, αύτο-διαφανές καί
παντοδύναμ.ο, μ-πορεΐ ή, αλλως, διασκορπι-σμ.ένη θεσμ-ίζουσα έξουσία νά
συγκεντρωθεΐ καί νά τεθεΐ ύπό τόν ελεγχο της κο^νότητας; "Εχε^ αραγε δίκιο ό
Habermas δταν ύποστηρίζει δτι δ Καστοριάδης «εΐναι ύποχρεωμ-ένος νά στηρίξει
τήν άποκαλύπτουσα τόν χόσμο παραγωγικότητα της γλώσσας σέ ένα άπόλυτο Έγώ
καί νά έπι-στρέψει κατ' ούσίαν στήν θεωρησιακή φιλοσοφία της συνείδησης»; "Οτι
«αύτό ταιριάζει μέ τήν προσωποποίηση της κοινωνίας ώς ένός ποιτ^ι-κοϋ
δημ.ιουργοϋ ό οποϊος έλευθερώνει άπό μ.έσα του δΐαρκώς νέες μ,ορφές κόσμ,ου»;75
Άπό τήν κριτική αύτή διαφεύγει έντελώς ή κοινωνική καί ίστορική διάσταση της
πολιτικης αύτονομ.ίας. Ό Καστοριάδης δέν προϋποθέτει ε-να φυσικά δοσμ-ένο
συλλογικό ύποκείμ.ενο ή, ά-κόμ.α λιγότερο, τήν ίδέα της λαϊκης κυριαρχίας, ή όποία
ποτέ δέν έμ.φανίζεται στά γραπτά του. Άντίθετα, οί αύτόνομ.ες πολιτικές
δραστηριότη-τες άποσκοποϋν, πρώτα άπό δλα, στή δημ-ΐουρ-γία νέων πολιτικών
ταυτοτήτων μέσω διαδο-χικών μ-ετατοπίσεων καί άναδιαρθρώσεων μ.ετα-ξύ
ίδΐαίτερων όντοτήτων76. Πρωταρχ^κός σκοπός ένός προγράμ-μ-ατος αύτονομ-ίας
εΐνα^ ή οίκοδόμ,η-ση μιας συλλογικης, δημ-οκρατικης βούλησης. Γιά νά
διασφαλίσει τήν υπαρξη πολλαπλών άξιών καί συμ.φερόντων, ό Καστοριάδης
προβάλλει «τήν δημ-ΐουργία μιας δημ-όσιας σφαίρας... μιας πολιτικης έπικράτειας...
ή όποία άνήκει σέ δ-λους»77. Φέρνοντας σέ έπαφή πάνω σέ κο^νό ε-δαφος μιά
πολλαπλότητα ύποκείμ-ενων θέσεων, τό πρόγραμ.μ.α της πολιτικης αύτονομ.ίας
άντι-προσωπεύει εναν άγώνα γιά τόν σχημ.ατισμ.0 μιας συλλογικης ύποκειμ-
ενικότητας, ίκανης νά συλ-λαμ-βάνει δημ,οκρατικά καί νά προτάσσει χοινούς
σχοπούς δσον άφορα τίς κεντρικές κοινωνικές

σημ-ασίες της κοινωνίας. Αύτό τό κοινωνικό ύπο-κείμ,ενο δέν εΐναι άπαραίτητο νά


εΐναι ούσιολογι-κά άρθρωμ.ένο. Τά διαφορετικά του στοιχεΐα πρέ-πει άπλώς νά έμ-
περιέχουν ενα «κοινό εδαφος», όργανωμ-ένο γύρω άπό κεντρικές συμ-βολικές ά-
ναπαραστάσεις καί νοήμ.ατα. Αύτή ή συλλογική ύποκειμενικότητα «εΐναι έκείνη
πού εκανε τόν έ-αυτό της ίκανό νά άναγνωρίζει καί νά άποδέχε-ται αύτήν τήν ϊδια
τήν πολλαπλότητα τών άν-θρώπινων κόσμ-ων, σπάζοντας ετσι στόν άπώτα-το
δυνατό βαθμ.0 τό κλείσιμο τοϋ ϊδιου τοϋ κό-σμ,ου της»78.
Ή κοινωνική θέσμ-ΐση μιας δημ.οκρατικης ταυτότητας, δομ.ημ.ένης γύρω άπό
συμ.μ.εριζόμ.ε-νες πολιτιχές άξίες, εΐναι έκείνη πού συνιστα τήν πρώτη ύλοποίηση
της πολιτικης αύτονομ.ίας. Στήν πραγμ-ατικότητα, τό πρόγραμ.μ.α της αύτο-νομ-ίας
προϋποθέτει τήν σύσταση μιας συλλο-γικης ύποκειμ-ενικότητας, ίκανής νά
γεφυρώνει τίς διαφορές μ.εταξύ πληθυντικών φαντασιακών σημ.ασιών,
ένσωμ.ατωμ.ένης σέ άποκλίνοντα συλ-λογικά ύποκείμ-ενα καί ένσαρκωμ-ένης σέ
διαφο-ρετικά πολιτιχά προγράμ.μ.ατα. Έπί πλέον, αύ-τή ή προσπάθεια νά θεσμ.ισθεΐ
ενα δημ-οκρατικό σώμ.α άπαιτεΐ τήν διάτρηση της ίδεολογικης μυ-στικοποίησης καί
τοϋ κοινωνικοϋ κατακερμ,ατι-σμοϋ πού έπιβάλλεται άπό τήν κυριαρχία τοϋ κε-
φαλαίου. Ή έξύφανση μιας συλλογικης ύποκει-μ-ενικότητας εΐναι μία άπό τίς θεσμ-
ίσεις έκεΐνες μ-έσψ τών όποίων καί στήν βάση τών όποίων οί διάσπαρτες
ταυτότητες μ.ετατοπίζονται καί άνα-διαρθρώνονται γιά νά σχημ.ατίσουν ενα
κοινωνικό ύποκείμ-ενο «ίκανό νά συμ.μ.ετέχει στό κοινωνικό πράττειν καί
άναπαριστάνειν / λέγειν, καί ίκανό νά άναπαριστάνει, νά ένεργεΐ καί νά σκέπτεται
κατά εναν σύμ.φωνο, συνεπή, συγκλίνοντα τρό-πο» 79. Μόνο μιά τέτοια «τεχνητή»
συλλογ^κή ύ-ποκειμ-ενικότητα μ-πορεΐ νά συμ.μ.ετέχει αμ-εσα στήν θεμ-ελιωτική
δύναμ-η τοϋ κοινωνικοϋ φαντα-σιαχοΰ.
Άκόμα καί έτσι, ώστόσο, τό συλλογικό δη-μ-οκρατικό ύποκείμ.ενο ποτέ δέν μ-πορεΐ
νά έπιτύ-χει μιά πλήρη ταυτότητα. Δέν μ-πορεΐ νά έξαν-τλήσει ή νά άναλώσει τήν
θεσμ-ίζουσα δύναμ.η. Ή στιγμ-ή μιας άπόλυτης σύμ.πτωσης δέν πραγμ-α-τοποιεΐται
ποτέ. Ή θεσμ-ίζουσα έξουσία δέν μ.πο-ρεΐ νά έντοπιστεΐ σέ μία περιοχή τοϋ
κοινωνικοϋ ή νά ένσαρκωθεΐ σέ μιά ύπερβατική ύποκειμ,ενι-κότητα- εΐναι άνώνυμ,η
καί αύθόρμ,ητη· «ένεργεΐ ύπόρρητα, δέν σκοπεύεται ώς τέτοια άπό κανέ-ναν,
πραγμ-ατώνεται μέσω της έπιδίωξης ένός ά-προσδιόριστου άριθμ.οϋ εί'δικών
σκοπών»80 εΐναι
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΑΥΒΑΣ
κινητή, ρευστή καί σχετική· δραπετεύει άπό δ-λες τίς άπόπεφες νά περιγραφεΐ· ποτέ
δέν μπο-ρεΐ νά άπορροφήσει τήν πολλαπλότητα τών φαν-τασιακών σημ-ασιών σέ
μιά κλειστή, όργανική έ-νότητα. Ή πολιτική αύτονομ.ία, ώς έκ τούτου, δέν μ-πορεΐ
νά ταυτιστεΐ μέ ένα ύποκείμ-ενο πού θά όριζόταν ρητά, προκειμ-ένου νά τήν
ένσαρκώ-σει,
εΐτε αύτό όνομ.αστεΐ «όμ-αδική συνείδηση», «συλλογικό άσυνείδητο» εΐτε
ό,τιδήποτε αλ-λο. Οί δροι αύτοί εΐναι χαλκευμ-ένοι καί αύτές οί ψευδο-οντότητες
δημ-ΐουργήθηκαν μέσω της άθέμ.ιτης μ-εταφορας τους άπό αλλες σφαΐρες, ή στά
ΐχνη αλλων όντοτήτων, έξαιτίας της ά-δυναμ-ίας μ.ας νά πραγμ.ατευθοϋμ.ε τόν
τρόπο τοΰ εΐνα^ πού ΙΜΧ,ζι στίς σημ,ασίες81.
Έπί πλέον, ό Καστοριάδης ύπαινίσσεται ε-να συγκρουσιακό μοντέλο της πολιτικης,
σύμ.φω-να μέ τό όποΐο οί κεντρικές κοινωνικές φαντα-σιακές σημ-ασίες πού
καθιδρύουν τό εΓίος μιας συγκεκριμ-ένης κοινωνίας δέν άπορρέουν άπό μιά
σμ.ΐττΐανή (Schmitthean) μ.εμ.ονωμ.ένη πράξη -μιά άπόλυτη, τελική άπόφαση.
Άντιθέτως, άν-τιμ-ετωπίζονται ώς ίστορικό προϊόν πολιτικών συγκρούσεων καί
κοινωνικών άγώνων. Άντί νά «κατανοοϋνται στήν βάση μιας ύποτιθέμ-ενης σχέσης
μέ ένα “ύποκείμ,ενο” τό όποΐο θά τίς “ε-φερε” ή θά τίς “σκοποΰσε” 82, τέτο^ες
κο^νων^-κές-ίστορικές δημ-ΐουργίες, δπως ή δημ-οκρατική ταυτότητα, εΐναι τά
άπροσχεδίαστα καί άθέλητα προϊόντα μιας πολλαπλότητας πρακτικών, στρα-
τηγικών, συμ.μ.αχιών καί μ.ορφοποιητικών συλλο-γικών δραστηριοτήτων οί όποΐες
συμ.φύρονται σέ ενα ενσκοπο καί εύκρινές σχέδιο. Αύτό εΐναι τό πρόγραμ-μ-α της
πολιτικης αύτονομ-ίας. Δέν εΐναι μιά στατική διακήρυξη της βούλησης ένός παν-
τοδύναμ.ου καί πανταχοϋ παρόντος λαοϋ, άλλά «ενας άγώνας γύρω άπό τούς θεσμ-
ούς, ενας ά-γώνας πού άποσκοπεΐ στή μ,εταβολή αύτών τών θεσμών..., άγώνας ό
οποϊος έπιφέρει μιά άσυνή-θ^στη μ,εταβολή στούς θεσμ,ούς»83.
Ή οίκοδόμ-ηση ένός δημ.οκρατικοϋ συνασπι-σμ-οϋ δέν είναι, ώστόσο,
άποκλειστικά τυχαία συ-νέπεια τών συγκρουσιακών σχέσεων άνάμ-εσα σέ
άνταγωνιστικές βουλήσεις πού μ-άχονται γιά τήν ίδιοποίηση δσο μ.εγαλύτερου μ-
έρους μ.ποροϋν της θεσμ-ίζουσας έξουσίας. ΆπαιτεΙ έπίσης πρακτι-κές δημ-όσιας
συζήτησης άνάμ.εσα στούς πολίτες σχετικά μέ τούς κατάλληλους θεσμ.ούς καί νό-
μ-ους της κοινότητάς τους, οί όποΐες μ,εταβάλ-
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΙΑΣ TOY
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

105
λουν τούς θεσμ.ισμ.ένους κανόνες καί τίς άξίες καί προτάσσουν νέες, σύμ-φωνα μέ
τούς κοινούς σκο-πούς τούς όποίους κάθε φορά ή κοινότητα θέτει γιά λογαριασμ.ό
της. Ή ρητή αύτοθέσμ.ιση της κοινωνίας προϋποθέτει τήν στιγμ-ή τοϋ όρθολογι-
κοϋ, διαλογικοϋ σχημ.ατισμ.οϋ της βούλησης γιά τήν συγκρότηση μιας
δημ.οκρατικής ταυτότη-τας. Ό λόγος προηγεΐται της πράξης της αύτο-θέσμ-ΐσης της
κοινωνίας καί άπαιτεΐ ενα σύνολο διαδικασιών καί μ.ηχανισμ.ών, ριζωμ-ένων στήν
δημ-όσια σφαίρα, δπου λόγοι δίνονται καί συγ-κρούονται 84, έπικρίνονται καί
άμ.φισβητοϋνται σύμ.φωνα μέ τήν «δυνατότητα -καί τήν πραγ-μ.ατικότητα- τοϋ
έλεύθερου λόγου, της έλεύθε-ρης σκέψης, της έλεύθερης έξέτασης καί της δι-
ερώτησης χωρίς περ^σμ,ό»85. Ό δημοκρατικός σχημ-ατισμ-ός της βούλησης δέν
μ,πορεΐ παρά νά γενικευθεΐ σέ έναν θεσμ.οποιημ.ένο δημ-όσιο χώρο, δπου «μιά
συνεχής, άνοιχτή καί δημ-όσια συζή-τηση καί κριτική» 86 «άφορα τό κάθε τί μ.έσα
στήν κο^νωνία πού εΐνα^ κο^νό καί συμ,μ,ερίσψο» 87 καί συνεπάγεται τήν δραστική
συμ.μ.ετοχή δλων τών άτόμ.ων στίς ύπάρχουσες μ-ορφές ρητης έ-ξουσίας. Ή
πολιτική συμ.μ.ετοχή άποσκοπεΐ στήν συγκρότηση ένός συνόλου ελλογων, εύρέως
συμ.-μ.εριζόμ.ενων σκοπών, πού εΐναι κοινωνικά-ίστο-ρικά προϊόντα καί οί ϊδιοι καί
οί όποΐοι θά κατα-στήσουν άποτελεσμ-ατική τήν ασκηση της συλ-λογικης δράσης
καί, μέ αύτόν τόν τρόπο, τήν I-διοποίηση μ.εγαλύτερων τμ.ημ.άτων της θεσμ-ίζου-
σας έξουσίας τοϋ ρ&κοϋ φαντασ^κοϋ88.
Σέ αύτό τό σημ-εΐο, ώστόσο, ό Καστοριάδης άσκεΐ κριτική στούς καθαρά
διαδικασιακούς όρι-σμούς της δημ.οκρατίας. Οί διαδικασίες ποτέ δέν μ-πορεΐ νά
εΐναι ούδέτερες. Συνδέονται έγγενώς μέ τούς σκοπούς καί μέ τά προτάγμ.ατα μιας
πο-λιτικης κοινότητας. Άποτελοϋν μ-έρος τών κεν-τρικών της κοινωνικών σημ-
ασιών. Ό Καστο-ριάδης δέν άπορρίπτει τίς διαδικασίες έν γένει. Άρνεΐται τόν
σφετερισμ.ό τους άπό τίς φιλελεύ-θερες θεωρίες, οί όποΐες προσπαθοϋν νά συγκα-
λύψουν τούς σκοπούς τους κάτω άπό ενα πέπλο ούδετερότητας καί νομ.ιμ.ότητας.
Στά φιλελεύθε-ρα κράτη, οί διαδικασίες εΐναι σχεδιασμ-ένες καί άνεπτυγμ-ένες ετσι
ώστε νά προστατεύουν, νά περιχαρακώνουν καί νά άναπαράγουν είδικές δο-μές
κυριαρχίας. Άντί νά άμ.φισβητοϋν τίς άσυμ.-μ,ετρικές σχέσεις ίσχύος, τίς
τελειοποιοϋν καθι-στώντάς τις έπαρκεΐς γιά τίς άνάγκες της συσ-σώρευσης τοϋ
κεφαλαίου καί τοϋ άτομ.ικοϋ κέρ-δους89. Άντίθετα, μιά δημ-οκρατική, αύτόνομ.η
κοινωνία εΐναι έκείνη ή όποία θά προτείνει άνοι-
χτά ενα διαφορετικό σύνολο διαδικασιακών ρυθ-μ-ίσεων, κατάλληλο γιά τήν
έδραίωση μιας δη-μ.οκρατικης ταυτότητας μ.έσω της άποτελεσμ.α-τικης
συμ.μ.ετοχης τών πολι'τών στήν θέσμ,ιση της κοινωνίας.
Σύμ-φωνα μέ αύτήν τήν έρμ-ηνεία της δημ.ο-κρατίας, καθώς ή κοινωνία προχωρεΐ
νά άρθρώ-σει καί νά συστήσει τόν έαυτό της σάν μιά δι-ευρυμ-ένη
ύποκειμενικότητα όργανωμ-ένη γύρω άπό κεντρικές κοινωνικές σημ-ασίες, τό
πρόταγ-μα της πολιτικης αύτονομ-ίας άποκτα σταδιακά ενα ούσιαστιχό περιεχόμ-
ενο, τήν εκφραση της αύξανόμ-ενης δύναμ-ης μιας δευρυνόμ-ενης δημ.ο-κρατικης
ταυτότητας. Μιά κοινωνία ή όποία ε-χει δημ.οκρατικά συγκροτήσει μιά συλλογική
βούληση εΐναι σέ θέση νά κινηθεΐ πρός τήν έπε-ξεργασία ένός ριζικοϋ,
χειραφετησιακοϋ προ-γράμ.μ.ατος έμ.πνεόμ.ενου άπό τήν άκόλουθη πο-λιτική
προσταγή:
Δημ.ιουργεΐστε έκείνους τούς θεσμ.ούς οί όποΐ-οι, έσωτερικευόμ-ενοι άπό τά ατομ-
α, διευκολύ-νουν στόν μ.εγαλύτερο βαθμ.ό τήν πρόσβασή τους στήν άτομ,ική
αύτονομ.ία καί στήν άπο-τελεσμ-ατική τους συμ.μ.ετοχή σέ δλες τίς μ.ορ-φές ρητης
έξουσίας πού ύπάρχουν στήν κοι-νωνία90.
Παρ' δτι αύτός ό έπαναπροσδιορισμ-ός της πο-λιτικης αύτονομ.ίας άφήνει κατά
μ.έρος τόν μ.ύθο της λαϊκης κυριαρχίας, φαίνεται, δπως ό Haber-mas σπεύδει νά
καταδείξει, «νά άποτιμ.αται μέ δ-ρους αύθεντικότητας της αύτο-διαφάνειας μιας
κοινωνίας ή όποία δέν κρύβει τίς φαντασιακές της πηγές κάτω άπό έξωκοινωνικές
προβολές καί γνωρίζει ρητά τόν έαυτό της ώς μιά αύτοθεσμ.ι-ζόμ,ενη κο^νωνία»91.
Άλλά καί πάλ^ ό Habermas άστοχεΐ. Ή ίδέα ένός διαφανοϋς στόν έαυτό του
κοινωνικοϋ ύποκειμ-ένου δέν μ-πορεΐ νά ύποστηρι-χθεΐ. Τό ψυχαναλυτικό περιεχόμ-
ενο της θεωρίας τοϋ Καστοριάδη διαποτίζει καί διαμ-ορφώνει τήν έκ μ-έρους του
κατανόηση της συλλογικης ύπο-κειμ-ενικότητας. Ή διαρκής παρουσία της ριζικης
φαντασίας δέν μ-πορεΐ ποτέ νά έκριζωθεΐ ή νά κυ-ριαρχηθεΐ πλήρως. Αύτήν τήν
φορά έναντίον τοϋ «ψυχαναλυτικοϋ ληθάργου τών κοινωνιολό-γων» 92, ό
Καστοριάδης συμ.περιλαμ.βάνει στό σχέδιό του τά άντικειμενικά δρια πού τίθενται
ά-πό τήν μ.ή θεμ.ατοποιημ.ένη καί άναπόφευκτη πα-ρουσία ένός «έξωτερικοϋ» τό
όποΐο ύπενθυμ-ίζει σέ κάθε κοινωνικό ύποκείμ-ενο τήν περιορισμ-ένη, ά-διαφανή
άνολοκλήρωτη ταυτότητά του.

Αύτή ή άναγνώριση της άδιαφάνειας τοϋ κοι-νωνικοϋ -ό φαντασιακός χαρακτήρας


τών συλ-λογικών άναπαραστάσεων - έγκαθιστα ενα διαρ-κές χάσμ-α άνάμ-εσα στό
σημ-αΐνον καί στό ση-μ.αινόμ.ενο. Κανένα συλλογικό ύποκείμ.ενο «δέν ε-χει
άνάγκη νά “άναπαραστήσε^ στόν έαυτό του” τήν όλότητα της κοινωνικης θέσμ-ΐσης
ή τών ση-μ-ασιών πού αύτή μεταφέρει, καί ουτε στήν πραγ-μα^κότητα θά τό
μ,ποροΰσε»93. Τιά νά τό ποΰ-μ.ε μέ πιό άφηρημ-ένους δρους, ή θεσμ-ίζουσα κοι-
νωνία δέν μ-πορεΐ ποτέ νά άναχθεΐ ... ή νά ταυ-τιστεΐ όλοκληρωτικά μέ τήν
θεσμ.ισμ.ένη κοινω-νία. Ή τελευταία δέν μ-πορεΐ νά άπορροφήσει ή νά ένσωμ-
ατώσει τελειωτικά τήν πρώτη. Μιά διαφανής στόν έαυτό της, αύτόνομ.η κοινωνία,
πού σημ-αίνει τήν όλική ίδιοποίηση της θεσμ-ίζου-σας έξουσίας άπό τήν
θεσμ.ισμ.ένη έξουσία, θά σή-μ-αινε τό τέλος της ιστορίας. Εΐναι μιά καθαρή
άδυνατότητα. Έν άντιθέσει πρός τόν ίσχυρισμ.ό τοϋ Habermas, ό Καστοριάδης
δηλώνει σαφώς δτι «ή κοινωνία ποτέ δέν μ-πορεΐ νά ξεφύγει άπό τόν έαυτό της. Ή
θεσμ.ισμ.ένη κοινωνία ύπόκει-ται πάντοτε στίς ύπόγειες πιέσεις της θεσμ-ίζου-σας
κοινωνίας. Κάτω άπό τό έδραιωμ-ένο κοινω-νικό φαντασιακό, ή ροή τοϋ ριζικοϋ
φαντασιακοϋ κοχλάζε^ άκατάπαυστα»94. Αύτή ή όντολογ^κή παρουσία άρνεΐται τήν
αμ,εση, άδιαμ,εσολάβητη, καθολική πρόσβαση στίς θεσμ-ίζουσες πηγές της
κοινωνίας.
Αύτή ή γραμ.μ.ή έπιχειρηματολογίας δέν δια-φεύγει τοϋ Habermas. Άντίθετα, τοϋ
δίνει τήν εύκαφία, άπό τή στιγμ-ή πού χάνει τόν πρώτο του στόχο, νά άντιστρέψει
τήν κριτική του, ύπο-στηρίζοντας τώρα δτι ό Καστοριάδης, άπαλλαγ-μ-ένος άπό τήν
κατηγορία τοϋ συλλογικοϋ βολον-ταρισμ-οϋ, εΐναι πάντως Ivoypc, μιας μ-ορφης φα-
ταλισμ.οϋ πού καταστρέφει τή δυνατότητα της αύτόνομ-ης, δημ-ΐουργικης δράσης.
Σύμ.φωνα μέ τόν Habermas, ή διαρκής παρουσία της έξουσί-ας τοϋ Ού'τίίος, τοϋ
κανενός95, άναγκάζει τόν Καστοριάδη
νά άνακαλέσει τά ύποκείμ.ενα, δπως κάνει ό Heiddeger, άπό τήν ένδοκόσμ.ια
άπώλεια της ύποκειμ-ενικης τους παραφροσύνης στήν σφαί-ρα τοϋ μ.ή
χειραγωγήσιμου καί, ώς έκ τούτου, σέ μιά έκστασιακή αύτονομ.ία έν δψει τοϋ πρω-
ταρχικοϋ συμ-βάντος μιας αύτοθεσμ.ιζόμ.ενης κοινωνίας - καί αύτό θά συνεποσοϋτο
μ.όνο σέ μιά είρωνική καταβύθιση της φιλοσοφίας της πράξης σέ μία άκόμ.α έκδοχή
μ.εταστρου-κτουραλ^μ,οϋ96.
4JVZ1PMI; ΚΑΑΥΒΑΣ
Ώς έκ τούτου, συμ,περαίνει ό Habermas, ή θεωρία της θεσμ-ίζουσας έξουσίας μιας
δημ-οκρα-τικης συλλογικότητας τοϋ Καστοριάδη εΐναι έλ-λειμ-μ-ατική. Τό μ-όνο
πού άπομ-ένει εΐναι οί ίστο-ρικά μ-εταβαλλόμ-ενες δομ-ές τών καθολικά άνε-
ξάρτητων, άδέσμ-ευτων κοινωνικών σημ-ασιών οί όποΐες έκδιπλώνονται σέ μιά
παγκόσμ.ια ίστορία πού εΐναι ό τόπος της έξωτερίκευσης καί της άν-
τικειμενοποίησής τους. "Οπως συνέβα^νε καί μέ τήν προηγούμ.ενη κριτική του, καί
αύτή έπίσης χάνει τόν στόχο της. Εΐναι άλήθεια προβλημ,α-τικό τό πώς καί τό ποϋ ό
Habermas διακρίνει τήν παρουσία άντικειμ-ενικών δομ.ών στήν εννοια τών
κοινωνικών φαντασιακών σημ.ασιών. Αύτή ή κριτική θά εΐχε εννοια αν
διατυπωνόταν άπό ε-ναν έκπρόσωπο της φιλοσοφίας τοϋ ύποκειμ-ένου ό οποϊος
νιώθει άπειλούμ.ενος άπό τήν έμ.φάνιση μιας ένοχλητικης «άπουσίας» πού
ύπονομεύει τίς άξιώσεις τοϋ ύποκειμ-ένου γιά ένότητα, συνείδη-ση καί πλήρως
διαφανή ταυτότητα. Στήν περί-πτωση τοϋ Habermas, ώστόσο, ή άντίρρηση εΐ-ναι μ-
άλλον ρητορική καί καθαρώς πολεμ-ΐκή. Ό ΐδιος εχει μιά παρόμ,οια θεωρία: αύτήν
τοϋ βιοκό-σμ-ου. Τί αλλο εΐναι ή εννοια τών κοινωνικών φαν-τασιακών σημ-ασιών
τοϋ Καστοριάδη άπό μιά διαφορετική αρθρωση τοϋ όρίζοντα τών μ.ή θεμ.α-
τοποιημ-ένων, ένορατικών, διυποκειμ-ενικών νοη-μ-άτων καί συμ-βόλων τά δποϊα
καθιστοϋν μιά κοι-νωνία κατανοητή καί σημ-αίνουσα, έπιτρέποντας ώς έκ τούτου
τήν έπικοινωνία καί τόν συντονι-σμό της δράσης μ.εταξύ κοινωνικών άτόμ.ων; Ό
Habermas προσπερνάει σκοπίμως τήν συμ-βουλή τοϋ Καστοριάδη νά διαβαστεΐ τό
κοινωνικό φαν-τασιακό δχι ώς «μιά ούσία, ουτε μιά ποιότητα, μΐά πράξη ή ενα
πάθος»97, άλλά «ώς άόρατος τομ-έας πού συγκρατεΐ αύτήν τήν άτελείωτη συλ-λογή
άπό πραγμ-ατικές, όρθολογικές καί συμ-βο-λικές άναμ-ετρήσεις καί σχοπούς τά
όποΐα συγ-κροτοϋν κάθε κοινωνία, καί ώς άρχή ή όποία έ-πιλέγει καί μορφοποιεϊ τά
κομ.μ.άτια καί τά θρύ-ψαλλα πού θά γίνουν άποδεκτά έδώ» 98. Σέ τόνο πολύ
παρόμοιο μί έκεΐνον τοϋ Habermas δταν συζητάει τόν βιόκοσμ,ο, ό Καστοριάδης
ύποστη-ρίζει όρθά δτι
δπως άκριβώς ενα ατομ,ο δέν μ,πορεΐ νά συλ-λάβει ή νά δώσει στόν έαυτό του
τίποτε ά-πολύτως -ουτε τόν χόσμο ουτε τόν έαυτό του- εξω άπό τήν συμ-βολική
διάσταση, καμ.μ.ία κοινωνία δέν μ-πορεΐ νά δώσει στόν έ-αυτό της τίποτα εξω άπό
αύτόν τόν δευτέ-ρας τάξεως συμ.βολισμ.0... Καί δπως άκριβώς
έγώ δέν μ.πορώ νά άποκαλέσω τήν σχέση μου μέ τήν γλώσσα μιά μ.ορφή ξένωσης...
μέ τόν ϊδιο τρόπο δέν ύπάρχει λόγος νά άποκαλώ τήν σχέση άνάμ-εσα στήν
κοινωνία καί στό κοι-νωνικο-ιστορικό φαντασιακό ξένωση. Ή ξέ-νωση έμ.φανίζεται
,αεσα σέ αύτήν τή σχέση, άλλά δέν ehai αύτή ή σχέση - δπως ά-κριβώς τό σφάλμ,α
καί τό παραλήρημ,α εΐναι δυνατά μ-όνο μέσα στήν γλώσσα άλλά δέν εϊ-ναι ή
γλώσσα".
Ή καινοτομ-ία της έκδοχης της αύτονομ.ίας τοϋ Καστοριάδη, δπως προσπάθησα νά
δείξω, συνίσταται στήν προσπάθειά του νά ύπερβεΐ τό-σο τίς φιλελεύθερες θεωρίες
τοϋ άτομ.ικοϋ, ήθι-κοϋ καθορισμ.οϋ δσο καί τούς μ.εταμ.οντέρνους λό-γους περί
τοϋ «θανάτου της αύτονομ.ίας». Άπο-φεύγοντας μέ έπιτυχία πλαστές
άντιπαραθέσεις, ό Καστοριάδης προσπάθησε νά περισώσει τό χει-ραφετικό
περιεχόμενο της νεωτερικότητας, άνα-νεώνοντας τό ένδιαφέρον γιά μιά μ.ετα-
μ.εταφυσι-κή, άποκεντροποιημ.ένη εννοια της συλλογικης αύτοθέσμ.ισης ώς
πυρήνα της δημ-οκρατικης πο-λιτικης. Στό φώς αύτών τών παρατηρήσεων, έλ-πίζω
νά κατόρθωσα νά άναδείξω τήν μ-οναδική σημ-ασία της πολιτικης σκέψης τοϋ
Καστοριάδη γιά τήν ύπέρβαση τών σχημ-ατοποιημ-ένων διλημ.-μ-άτων, καί τόν
εμπλουτισμό ώς έκ τούτου τών άνοιχτών συζητήσεων καί διαμ-αχών μέσα στψ
σύγχρονη πολιτική θεωρία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Εϊμαι βαθιά ευγνώμων στήν Jean Cohen γιά τήν πολυτι-
μη συζήτηση, κριτική καί ένθάρρυνση. Θά ήθελα έπίσης νά εύχαριστήσω τόν David
Ames Curtis γιά τήν σταθερή του βοήθεια στήν διάρκεια τής προετοιμασίας τοΰ
χειρο-γράφου. Άφιερώνω αυτό τό κείμενο στήν μνήμη τοϋ Κορ-νήλιου Καστοριάδη.
1. J.M. Murphy καί C. Gilligan, «Moral Development in Late Adolescence and
Adulthood: A Critique and Reconstruction of Kohlberg's Theory», Human
Development 23 (1980)· C. Gilligan, In a Different Voice: Psychological Theory and
Women's Development (Καίμπρι-τζ MA: Harvard University Press, 1982> C.
Cilligan, «Moral Orientation and Moral Development», Women and Moral Theory,
έπιμ. E.F. Kittay καί T.D. Meyers (Totowa NJ: Rowman and Littlefield, 1987)· καί J.
Benjamin, Bonds of Love: Psychoanalysis, Feninism, and the Problem of
Domination (Νέα Ύόρκη: Pantheon, 1988).
2. J. Lacan «Some Reflections on the Ego», The International Journal of Psycho-
Analysis 34 (1953)· J. Lacan, The Seminar of Jacques Lacan: The Ego in Freud's
Theory and in the Technique of Psychoanalysis,

1954-1955, τόμ. II (Νέα Ύόρκη: W.W. Norton, 1988)· M. Foucault, The Order of
Things: An Archeology of the Human Sciences (Νέα Ύόρκη: Vintage Books, 1973)·
Discipline and Punish: The Birth of the Prison (Νέα Ύ-όρκη: Vintage Books, 1973)·
καί J. Dernda «Structure, Sign, and Play», The Structuralist Controversy: The
Languages of Criticism and the Sciences of Man, έπιμ. R. Macksey καί Ε. Donate
(Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press, 1972).
3. M. Sandel, Liberalism and the Limits of Justice (Νέα Ύόρκη: Cambridge
University Press, 1982)· «The Procedural Republic and the Unencumbered Self»,
Political Theory, 12 (1984)· A. Macintyre, After Virtue: A Study in Moral Theory
(Notre Dame: University of Notre Dame, 1984)· Taylor, Sources of the Self: The
Making of Modern Identity (Καίμπριτζ MA: Harvard University Press, 1989).
4. Ύπάρχουν μερικές έξαιρέσεις. Βλ. γιά παράδειγμα D. Howard, «Introduction to
Castonadis», Telos 23 ("A-νοιξη 1975> B. Singer, «The Early Castonadis:
Socialism, Barbarism and the Bureaucratic Thread» καί «The Late Castonadis:
Institution under Interrogation», Canadian Journal of Political and Social Theory 3.3
(Φθινόπω-po 1979) καί 4.1 (Χειμώνας 1980)· J. Thompson, «Ideology and he Social
Imaginary: An Appraisal of Castonadis and Lefort», Theory and Society 2.5
(Σεπτέμβριος 1982)· καί Η. Joas, «Instntutionalization as a Creative Process: The
Sociological Importance of Cornelius Casto-nadis's Political Philosophy», American
Journal of Sociology 95.5 (1989). Όλες αυτές οί προσπάθειες νά εΐσαχθεΐ στό
άμερικανικό κοινό τό εργο τοϋ Καστοριάδη συμμερίζον-ται τήν ΐδια έρμηνευτική
προσέγγιση: έστιάζονται στήν ση-μασία τοΰ Καστοριάδη γιά μιά μεταμαρξιστική
κοινωνική θεωρία. Προσφάτως, τό Thesis Eleven 49 (Μάιος 1997) εχει άφιερώσει
ενα όλόκληρο τεϋχος στό εργο τοϋ Καστο-ριάδη μέ άφορμή τά 75 χρόνια άπό τήν
γέννησή του.
5. Castonadis, The Imaginary Institution of Society (1975), μετ. Kathleen Blarney
(Καίμπριτζ MA: MIT Press 1987 [1975]), 99-101.
6. J. Habermas, «Excurses on Cornelius Castonadis: The Imaginary Institution»,
The Philosophical Discourse of Modernity. Twelve Lectures, μετ. Frederick
Lawrence (Όξφόρδη: Polity Press, 1987)· A. Heller, «With Castonadis to Aristotle;
From Aristotle to Kant; From Kant to Us», Autonomie et Autotransformation. La
Philosophie Militante de Cornelius Castoriadis (Γενευη: Libraine Droz, 1989)· A.
Honneth, «Rescuing the Revolution with an Ontology: On Cornelius Castonadis'
Theory of Society», The Fragmented World of the Social: Essays in Social and
Political Philosophy, έπιμ. Charles Wright (Νέα Ύόρκη: SUNY Press, 1995)· καί Η.
Poltier, «De la praxis a 1' institution et de retour», Autonomie et Autotransformation.
La Philosophie Militante de Cornelius Castoriadis (Γενευη: Libraine Droz, 1989).
7. R. Rorty, «Comments on Castonadis's The End of Philosophy», Salmagundi 82-
83 (1989): 24-30 καί V.E. Wolfstein, «Review Essay: Psychoanalysis in Political
Theory», Political Theory 24.4 (1996): 71-26.
8. Castonadis «On the Content of Socialism II» (1957), στό Cornelius Castoriadis:
Political and Social Writings, τόμ. 2, έπιμ. D.A. Curtis (Μιννεάπολις: University of
Minnesota Press, 1988), 95-8.

9. Castonadis, The Imaginary Institution, 56-68.


10. Βλ. τά δυο «προγραμματικά» δοκίμια τοΰ Καστο-ριάδη: «Epilegomena to a
Theory of the Soul which has been Presented as a Science», καί «Psyhoanalysis:
Project and Elucidation», στό Crossroads in the Labyrinth (Καίμπριτζ MA: MIT
Press and Brighton 1984 [1978]). Ή δριστική έπεξεργασία παρουσιάζεται στό The
Imaginary Institution, 281-289.
11. Castonadis, The Imaginary Institution, 93. Αυ-τονομία, άναδιατυπωμένη σέ
καντιανή όρολογία, είναι ή ά-πόφαση νά «θέλω τόν Νόμο δχι άπλώς ώς κάτι τό
δεδο-μένο, άλλά ώς κάτι τό όποΐο τήν ΐδια στιγμή έγώ δίνω στόν έαυτό μου». Ή
εννοια τής βουλησης, ή όποία παίζει κεν-τρικό ρόλο σέ αυτόν τόν όρισμό, πρέπει νά
διακριθεΐ άπό τήν όρθολογιστική παράδοση τής δυτικής φιλοσοφίας. Δέν άφορα τόν
αυτο-έλεγχο ώς κυριαρχία τοϋ άνώτερου μέρους πάνω στό κατώτερο καί τή
σταδιακή έξάλειψη τοΰ τελευ-ταίου. Δέν ύπονοεϊ εναν ελεγχο τών παθών άπό τόν
λόγο, ό όποϊος σταδιακά περιορίζει, διαχεφίζεται καί έποπτευει έπιθυμίες,
αΐσθήματα καί συγκινήσεις. Ή ενσκοπη πράξη είναι μιά λεπτή σχέση, μιά
έκλεπτυσμένη προσήλωση στήν άναπαραστατική ροή τοΰ ριζικοΰ φαντασιακοΰ. Όχι
ελεγ-χος ή κυριαρχία, έξάλειψη ή καταστολή, άλλά ευαίσθητη σκόπιμη
άνακατευθυνση, μιά στοχαστική χεφονομία ρυθ-μισης καί μορφοποίησης. Τό
υποκείμενο μπορεΐ νά έπανε-ξετάζει καί νά έπαναδιαπραγματευεται τήν ταυτότητά
του. Ό Καστοριάδης όρίζει τήν ενσκοπη δράση ή βουληση «... ώς ή δυνατότητα ένός
άνθρώπινου πλάσματος νά όδηγεΐ τά άποτελέσματα τής στοχαστικής έπεξεργασίας
του / της ώς τίς έφεδρεΐες ol όποΐες καθορίζουν τίς πράξεις του / της. Μέ αλλα
λόγια, βουληση ή ενσκοπη δράση είναι ή στοχα-στική διάσταση αυτοϋ τό όποΐο
εϊμαστε ώς προικισμένα μέ φαντασία (δηλαδή δημιουργικά) δντα, ή πάλι: ή
στοχαστι-κή καί πρακτική διάσταση τής φαντασίας μας ώς πηγής δημιουργίας».
Castonadis, «The State of the Subject Today», Thesis Eleven 24 (1984): 28.
12. Castonadis, The Imaginary Institution, 104.
13. Castonadis, The Imaginary Institution, 79' «The Greek Polls and the Creation of
Democracy, Philosophy, Politics, Autonomy: Essays Philosophy (Oxford University
Press, 1991 [1983]), 121. To σημεΐο αυτό θά έξετα-σθεϊ λεπτομερώς στό έπόμενο
μέρος.
14. Castonadis, «The Greek Polls», 87 καί The Imaginary Institution, 196, 267,
332.
15. Castonadis, «The Greek Polls», 87.
16. Castonadis, «The Nature and Value of Equality» (1982), Philosophy, 125-8.
17. Castonadis, «Preface», Crossroads in the Labyrinth, xm, xxnr καί The
Imaginary Institution, 100.
18. «Ποιό μπορεΐ νά είναι τό μέτρο αν δέν υπάρχει ε-να έξω-κοινωνικό κριτήριο, τί
μπορεΐ καί πρέπει νά είναι ό νόμος αν κανένας έξωτερικός κανόνας δέν μπορεΐ νά
χρη-σιμευει ώς δρος συγκρισης, τί μπορεΐ νά είναι ζωή πάνω άπό τήν "Αβυσσο άπό
τήν στιγμή που κατανοεΐται δτι εί-ναι παράλογο νά δίνεται στήν "Αβυσσο μιά
άκριβής μορφή, ή αυτή είναι ίδέα, ή άξία, ή ενα νόημα καθορισμένο μιά γιά
πάντα;», Castonadis, «Institution of Society and Religion» (1982), World in
Fragments: Writtings on Politics Society, Psychoanalysis, and the Imagination, έπιμ.
David Ames Curtis (Στάνφορντ: Stanford University Press, 1997), 329.
19. A. Macintyre, After Virtue, 26.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΑΥΒΑΣ
20. Castonadis, The Imaginary Institution, 100.
21. "0. π. 79.
22. "0. 7i. 373.
23. M. Weber, Political Writings, έπιμ. P. Lassman καί R. Speirs (Νέα Ύόρκη:
Cambridge University Press, 1994).
24. Castonadis, «The “End of Philosophy”?» (1988), Philosophy, 32.
25. Castonadis, «The Nature and Value of Equality», 125.
26. Habermas, The Philosophical Discourse, 330.
27. "0. 7i., 321.
28. H. Poltier, «De la praxis a 1' institution et retour», 434-5.
29. A. Honneth, «Rescuing the Revolution with Ontology», 183.
30. Castonadis, «The Retreal from Autonomy. Post-Modermsm as Generalized
Conformsm» (1990), Thesis Eleven 31 (1992): 22.
31. "0. π., 17.
32. Ή έρμηνεία τής εννοιας τής αυτονομίας ώς κρι-τικοϋ κανόνα περιορίζει τή
χρήση της στήν έρμηνεία μιας άρχής γιά τόν ελεγχο τής έγκυρότητας τών κανόνων,
τών νόμων καί τών θεσμών τών υπαρχουσών φιλελευθέρων, κα-πιταλιστικών
δημοκρατιών. Αυτή είναι μιά περιορισμένη καί μερική έρμηνεία τής εννοιας τής
αυτονομίας. Ή αυ-τονομία δέν είναι κάτι που άπλώς μας προσφέρει μιά όπτι-κή
γωνία, κάποια άπόσταση άπό τήν όποία γίνεται δυνα-τή μιά κριτική τών συγχρονων
θεσμισμένων κοινωνιών. Ή εννοια τής αυτονομίας δέν μπορεΐ νά άναχθεΐ άπλώς σέ
κρι-τικό κανόνα. Είναι έπίσης ενα πρακτικό πολιτικό πρόγραμ-μα, ενα [χοντέλο
δημοκρατικής όργάνωσης: τό [χοντέλο μιας ριζικής δημοκρατικής κοινωνίας ή
όποία υλοποιεΐ θε-σμικά καί συμβολικά τήν άξία τής αυτονομίας.
33. Castonadis, «Individual, Society, Rationality, History», (1988), Philosophy, 76.
34. Castonadis, «Intellectuals and History» (1990), Philosophy, 76.
35. "0. π.
36. Castonadis, «The Greek Polls», 87, 101.
37. Castonadis, «The Nature and Value of Equality», 141.
38. Castonadis, «Epilegomena to a Theory of the Soul», 37.
39. Castonadis, «The Nature and Value of Equality», 140, 142.
40. Castonadis, «Individual, Society, Rationality, History», 79· καί «The Nature
and Value of Equality», 125.
41. Castonadis, «The Retreat from Autonomy», 19.
42. Castonadis, «Intellectuals and History», 10.
43. Castonadis, «Done and To Be Done» (1989), The Castoriadis Reader, έπιμ.
David Ames Curtis (London: Blackwell, 1997), 388.
44. Castonadis, «The “End of Philosophy”?», 31.
45. Castonadis, «Anthropology, Philosophy, Politics», (1990) Thesis Eleven 49
(1997): 110 καί «Done and To Be Done», 395, 404.
46. Castonadis, «The “End of Philosophy”?», 32.
47. Ό Καστοριάδης έπιχείρησε νά έπαναπροσδιορίσει τους δρους τής σχέσης
μεταξυ τοΰ ριζικοΰ φαντασιακοΰ καί τοϋ κοινωνικοϋ φαντασιακοϋ μέ τήν κρίσιμη
διάκριση
ex nihilo καί δχι cum nihilo. Ή δράση έπένδυσης μορφών έκ μέρους τοΰ κοινωνικοΰ
ύποκειμένου «λαμβάνει χώρα», υποστηρίζει ό Καστοριάδης, «πάνω, μέσα καί διά
μέσου τοϋ ήδη θεσμισμένου. Αυτό τό ρυθμίζει καί τό περιορίζει, άλλά δέν τό
καθορίζει. Τά πολιτικά υποκείμενα άγωνίζον-ται καί δροϋν πάντοτε μέσα στους
όρίζοντες τοϋ κοινοϋ κοι-νωνικοϋ-ίστορικοϋ κόσμου' αυτός παραμένει τό υπέδαφος
τών συμμετεχόντων ώς μία διαισθητικά γνωστή, μή προ-βληματική εγχρονη
πραγματικότητα. Όρίζει ενα πλαίσιο καί διαγράφει τό διαθέσιμο πεδίο γιά τίς
αυτόνομες δρα-στηριότητες». Castormdis, «Individual, Society, Rationality,
History», 64.
48. Castormdis, «The Retreat from Autonomy», 22.
49. A. Heller, «With Castormdis to Aristotle», 166.
50. Castormdis, «The Nature and Value of Equality», 125.
51. Έδώ ό Καστοριάδης άποστασιοποιεΐται έμφανώς άπό τήν στρατηγική τοΰ
Habermas νά έξαγάγει τό κανο-νιστικό περιεχόμενο τοϋ έπικοινωνιακοϋ λόγου άπό
μιά ά-νασυσταση τών άναπόδραστων πραγματολογικών προϋπο-θέσεων τής
γλωσσικής δομής τής όμιλίας.
52. Castormdis, «The Nature and Value of Equality», 134-35.
53. Θά πρέπει νά θυμουμαστε δτι ό Καστοριάδης εχει υποστηρίξει τήν
«όμοουσιότητα» τής άτομικής καί πολι-τικής αυτονομίας. Άντί νά άποτελοΰν δυο
ξεχωριστές, ή πιθανώς καί άνταγωνιστικές άξίες, ή νά τοποθετοΰνται σέ μία
ίεραρχική σχέση, άλληλοδιαπλέκονται. Ή μία προϋ-ποθέτει τήν αλλη - ή, καλυτερα,
δέν μπορεΐ ή μία νά πραγματοποιηθεϊ χωρίς τήν πλήρη πραγματοποίηση τής αλλης.
Ή διάκρισή τους στήν παροϋσα πραγμάτωση εχει άποκλειστικά άναλυτικό
χαρακτήρα, γιά λόγους καί μόνο έννοιολογικής σαφήνειας.
54. Castormdis, «The State of the Subject Today», 37.
55. "0. π., 5.
56. Castormdis, «Socialism and Autonomous Society», (1979), Cornelius
Castoriadis: Political and Social Writings, τόμ. 3, έπιμ. D.A Curtis (Μιννεάπολις:
University of Minnesota Press, (1993) 315.
57. Castormdis, The Imaginary Institution, 103-7 καί «The State of the Subject
Today».
58. Castormdis, «The Imaginary Institution, 308.
59. Castormdis, «Socialism and Autonomous Society», 316.
60. Γιά τήν εννοια τής νεωτερικότητας στόν Καστο-ριάδη, βλ. J. Rundell, «From
the Shores of Reason to the Horizon of Meaning: Some Remarks on Habermas and
Castonadis Theories of Culture», Thesis Eleven 22 (1989> J.P. Arnason, «Culture
and Imaginary Significations», Thesis Eleven 22 (1989)· καί D. Roberts, «Epilogue.
Sublime Theories: Reason and Imagination in Modernity», Rethinking imagination:
Culture and Creativity, έπιμ. G. Robinson καί I. Rundell (AovSWo καί Νέα Ύόρκη:
Routledge, 1994).
61. Castormdis, The Imaginary Institution, 105.
62. Castormdis, «The State of the Subject Today», 26.
63. Castormdis, «The Logic of Magmas and the Question of Autonomy», (1983),
Philosophy and Social Criticism, 20.1/2 (1994): 143.
65. Castormdis, The Imaginary Institution, 105.
66. Αυτή ή γραμμή νομιμοποίησης στηρίζεται, σέ με-γάλο βαθμό, στό έπιχείρημα
τής lean Cohen γιά τά ϊδιω-

τικά δικαιώματα. Βλ. τό αρθρο της «Democracy, Difference, and the Right of
Privacy», Democracy and Difference: Contesting the Boundaries of the Political,
έπιμ. Seyla Benhabib (Πρίνστον: Princeton University Press, 1996).
67 Castormdis, The Imaginary Institution, 320.
68. Έπί πλέον, θά μποροΰσε κανείς νά υποστηρίξει δ-τι ή άναστοχαστικότητα δέν
είναι μιά όρθολογιστική, έρ-γαλειακή ίκανότητα· είναι κάτι περισσότερο. Είναι ή
ίκα-νότητα φαντασιακοϋ κάποιου νά δίνει υπόσταση σέ εΐκόνες έκείνου που δέν
υπάρχει. Ό στοχασμός βασίζεται καί προ-ϋποθέτει τό ριζικό φαντασιακό τής ψυχής.
Δέν είναι ή κυ-ριαρχία καί ή καθυπόταξη τοΰ άσυνειδήτου, άλλά μάλλον ή
ίκανότητα νά «δημιουργεΐ μονοπάτια», νά κινητοποιεΐ, νά άνακατευθυνει καί νά
διοχετευει τήν παρασταστατική ροή, τίς νέες εΐκόνες καί τά πλάσματα τής
φαντασίας, αυ-τή που «όρίζει τό Είναι τοΰ άνθρώπου ώς φαντασία». Ή φαντασιακή
ίκανότητα νά στοχάζεται κάτι τό οποϊο προ-ηγουμένως ήταν άπόν βοηθα στή ρήξη
μέ τό παράδειγμα τοϋ έργαλειακοϋ λόγου καί τοϋ υπολογιστικοϋ σκέπτεσθαι,
προικίζοντας τό υποκείμενο μέ μιά πρακτική-ποιητική ί-κανότητα μιας «αλλης
σχέσης» μέ τήν έσωτερική του φυ-ση. Ό Καστοριάδης, σέ μία άπό τίς πιό λαμπρές
άναλυ-σεις του τής εννοιας τοϋ υποκειμένου, υποστηρίζει δτι «ή άπόλυτη συνθήκη
γιά τή δυνατότητα τοΰ στοχασμοΰ είναι ή φαντασία. Έπειδή ή άνθρώπινη υπαρξη
είναι φαντασία (μή λειτουργική φαντασία), μπορεΐ νά δώσει “υπόσταση” σέ κάτι τό
όποΐο άφ' έαυτοΰ του δέν εχει: στήν ΐδια τή δια-δικασία τής σκέψης της. Στοχάζεται
έπειδή ή φαντασία του είναι άπερίσταλτη· διαφορετικά θά περιοριζόταν στόν
υπολογισμό, στήν “αΐτιολόγηση”. Ό στοχασμός προϋπο-θέτει δτι είναι δυνατόν γιά
τήν φαντασία νά θέτει ώς υ-πάρχον έκεΐνο τό όποϊο δέν υπάρχει... νά βλέπει διπλά,
νά βλέπει κάτι ώς διπλό, νά κατανοεΐ τόν έαυτό της ώς αλ-λον. Άναπαριστώ τόν
έαυτό μου, καί άναπαριστώ τόν έ-αυτό μου ώς άναπαραστατική δραστηριότητα, ή
ένεργώ πάνω στόν έαυτό μου ώς ένεργό δραστηριότητα», Castormdis, «The State of
the Subject Today», 35, 27.
69. Ένα άπό τά πλεονεκτήματα αυτής τής προσέγγι-σης είναι δτι μέ τήν έξαγωγή
τοΰ κανονιστικοΰ περιεχομέ-νου τής αυτονομίας άπό τήν δομή τοϋ μοντέρνου
υποκειμέ-νου -καί δχι άπό τήν ψυχή- δέν μεσολαβεΐ μόνο μετα-ξυ τών ακρων τοΰ
factum (τό υποκείμενο είναι μιά κοινω-νική-ίστορική φαντασιακή σημασία καί
θέσμιση) καί τοΰ jus (άτομική αυτονομία ώς κανονιστική άρχή), άλλά έπίσης ά-
ποφευγει μιά παλινδρόμιση σέ κάποιου εϊδους άπόλυτη θε-μελίωση, σέ μιά πρότερη
ήθική τάξη ή σέ μιά ουσιολογική θεωρία τοϋ υποκειμένου. Αυτή ή ίστορικιστική
νομιμοποί-ηση τής άτομικής αυτονομίας ώς κριτικοϋ κανόνα παραμέ-νει τυχαία καί
άνοιχτή, μέ τήν εννοια δτι μπορεϊ ελλογα νά άναθεωρηθεϊ υπό τό φώς
μεταγενέστερων άλλαγών στήν δομή τοϋ υποκειμένου ή λόγω τής έμφάνισης νέων
κοινω-νικο-ιστορικών φαντασιακών σημασιών.
70. A. Honneth, «Rescuing the Revolution with an Ontology», 168-183.
71. A. Heller, A Theory of History in Fragments (London: Blackwell, 1993).
72. "0. 7i. 195.
73. A. Honnth, «Rescuing the Revolution with an Ontology», 183.
74. Ό Καστοριάδης προσπερνα μέ άξιοσημείωτη έπι-δεξιότητα τόν πειρασμό μιας
νατουραλιστικής μεταφυ-

σικής, ή όποία θά φετιχοποιοΰσε τήν άξία τών προ-λογικών άναφερομένων. Δέν


ύπάρχει τίποτα υπό τήν μορφή μιας αυθεντικής πρωτογενοϋς ουσίας τήν όποία θά
μποροϋσε νά έπανανακαλυψουμε στά βάθη τοΰ υποκειμένου. Ή ψυχή είναι μιά
ψυχαναλυτική κατηγορία μέ όντολογικές προε-κτάσεις, δχι μιά κατηγορία
μεταφυσική-υπερβατική. Ή θεωρία τοϋ Καστοριάδη γιά τήν συγκρότηση τοϋ
κοινωνι-κοΰ άτόμου δέν είναι μιά άναπαραγωγή τοΰ παραδοσιακοΰ σχήματος
κάποιας δυνατότητας ή όποία γίνεται πραγμα-τικότητα. Ή ψυχή δέν μπορεΐ νά
δημιουργήσει τό πραγ-ματικό' δέν μπορεΐ καν νά παραγάγει θεσμους. Ό Καστο-
ριάδης καταγγέλλει έπίμονα τήν παραγωγή τής κοινω-νικής άπό τήν φυσική
πραγματικότητα. Έναντίον τοϋ «κοινωνιολογικοΰ ληθάργου τής ψυχανάλυσης»
(Caston-adis, «Done and To Be Done», 379), βεβαιώνει τό μή ά-ναγώγιμο τών δυο
άνεξάρτητων περιοχών: τοΰ κοινωνικοΰ φαντασιακοΰ καί τοΰ ριζικοΰ φαντασιακοΰ.
Ό μοναδιαΐος πυρήνας, αν μένει εγκλειστος στόν έαυτό του, δέν έξηγεΐ τίποτα πέρα
άπό τίς προσωπικές του φαντασιώσεις (Cas-tonadis, «Anthropology, Philosophy,
Politcs», 105-106). Μόνο μέσω τής παρέμβασης τής κοινωνικής θέσμισης
διαρρηγνυεται ή ένότητα τής ψυχής καί ή άναπαραστατι-κή ροή άπελευθερώνεται
άπό τους περιορισμους της. Χω-ρίς θρυμματισμό τής ψυχικής μονάδας, δέν μπορεΐ
νά υ-πάρξει ουτε ίστορία ουτε έξέλιξη ουτε μεταβολή. Ή ψυχή δέν μπορεΐ ποτέ νά
δημιουργήσει άπό μόνη της τό ανοιγ-μά της, γιατί «μέ κανένα τρόπο δέν είναι
προορισμένη γιά κάτι τέτοιο άπό τήν φυση». Castonadis, The Imaginary Institution,
300.
75. Habermas, The Philosophical Discourse, 333.
76. Castonadis, The Imaginary Institution, 366-367.
77. Castonadis, «The Greek Polls», 112.
78. Castonadis, «Radical Imagination and the Social Instituting Imaginary», 142.
79. Castonadis, The Imaginary Institution, 366.
80. "0. π. 363.
81. "0. 7i. 366.
82. "0. 7i. 364.
83. Castonadis, «The Crisis of Culture and the State», (1987), Philosophy, 222.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΑΥΒΑΣ
84. Castonadis, «Intellectuals and History», 4. Τά
στοιχεΐα τοϋ ελλογου σχεδιασμοϋ καί τής άνταλλαγής έ-πιχειρημάτων μποροΰν νά
βρεθοΰν στά πρώιμα, μαρξιστι-κά γραπτά τοϋ Καστοριάδη, δπου ό συγγραφέας
πραγμα-τευεται τους διαδικαστικους μηχανισμους λήψης άποφά-σεων τών
έργατικών συμβουλίων. Τά συμβουλια είναι γε-νικές συνελευσεις ol όποϊες
έπιτρέπουν μιά άντιπαράθεση τών άπόψεων καί μιά έπεξεργασία τών ένήμερων
πολιτικών γνωμών... [δπου] ό προκαταρκτικός ελεγχος, ή άποσαφή-νιση καί ή
έπεξεργασία τών δεδομένων είναι, σχεδόν πάν-τοτε, άπαραίτητα πρίν άπό κάθε
σημαντική άπόφαση που πρόκειται νά ληφθεΐ. Τό νά ζητας άπό εναν λαό ώς δλον νά
έκφράσει τίς άπόψεις τους δίχως μιά τέτοια προπαρα-σκευή είναι συχνά μιά
μυστικοποίηση καί μιά αρνηση τής δημοκρατίας. Πρέπει νά υπάρξει ενα πλαίσιο γιά
τήν συ-ζήτηση τών προβλημάτων καί γιά τήν ύποΖοΚί] τους στήν λαϊκή άπόφαση».
Castonadis, «On the Content of Socialism II» (1957), Political and Social Writings.
Vol. II: From Workers Struggle Against Bureaucracy to Revolution in the Age of
Modern Capitalism,^. David Ames Curtis (Μιννεάπολις: University of Minnessota
Press, 1988), 40-141.
85. Castonadis, «The Greek Polls», 113.
86. Castonadis, «The ‘End of Philosophy'», 22.
87. Castonadis, «Power, Politics, Autonomy» (1988), Philosophy, 169.
88. Castonadis, «Democracy as Procedure and Democracy as Regime» (1991),
Constellations 4.1 (Ά-πρίλιος 1997): 14-16.
89. "0. π.
90. Castonadis, «Power, Politics, Autonomy», 153.
91. Habermas, The Philosophical Discourse, 318.
92. Castonadis, «Done and To Be Done», 378.
93. Castonadis, The Imaginary Institution, 366.
94. Castonadis, «Power, Politics, Autonomy», 153.
95. "0. π. 150.
96. Habermas, The Philosophical Discourse, 333.
97. Castonadis, The Imaginary Institution, 369.
98. "0. π. 143.
99. "0. π. 114.

Ή άρχαία καί ή νεώτερη δημ,οκρατία στό εργο τοΰ Κορνήλιου Καστοριάδη


Γιάννης Μ. Μαθίουδάκης

Άρχαία Έλλάδα ήταν ενα άπό τά ση-μ.αντικότερα σημ-εΐα άναφορας στήν σκέ-ψη
τοϋ Κορνήλιου Καστοριάδη1. Αύτό δέν όφείλεται μ.όνο στό γεγονός οτι στήν
έλληνι-κή σκέψη βρίσκονται οί ρίζες τοϋ νεότερου φιλο-σοφικοϋ καί έπιστημ-
ονικοϋ πνεύμ.ατος. Έξ ί'σου σημ,αντ^κή γι' αύτόν στάθηκε ή άνακάλυψη (ή,
καλύτερα, ή δημκουργία) της μ,ορφης αύτης πο-λιτεύμ-ατος πού εμ-ελλε νά
άποτελέσει εναν άπό τούς βασικούς πυρηνες τοϋ εργου του: της δη-μ-οκρατίας. Γι'
αύτό τά κείμ,ενά του βρίθουν δχι μ.όνο παραπομ-πών άπό τούς Άρχαίους, άλλά καί
άναφορών σέ πολιτικούς θεσμ.ούς καί πρακτικές της Άρχαιότητας. Ή άνάλυσή του,
λοιπόν, δέν περιορίζεται στήν έλληνική πνευμ-ατική παρακα-ταθήκη, παρά
προχωρεΐ καί άνατέμ,νει τήν κοι-νωνική καί πολιτική όργάνωση της έποχης. Φυ-
σικά, αύτό δέν εΐναι τυχαΐο. Ή ταυτόχρονη έξέ-ταση της έλληνικης θεωρητικης
σκέψης καί της άντίστοιχης κοινωνικο-πολιτικης πρακτικης δι-καιολογεΐται
άπόλυτα, καθώς δημ-οκρατία καί φι-λοσοφία, γιά τόν Καστοριάδη, εΐναι συμ?>υ«<;,
έμ.-φανίζονται καί άναπτύσσονται συγχρόνως ώς ά-πόρροια τοϋ έλληνικοϋ
φαντασιακοϋ.
Ό Καστοριάδης κατορθώνει νά ψωτίσει σχο-τεινές πλευρές καί νά φέρει στήν
έπιφάνεια μυ-στικές σχέσεις άνάμ-εσα στούς παράγοντες πού συνθέτουν τόν άρχαΐο
έλληνικό πολιτισμό. Έ-κτός, δμ,ως, άπό τήν βαθύτερη γνώση τοϋ πα-ρελθόντος, οί
έργασίες του εΐναι σημ,αντικές καί γιά τήν έποχή μας. Τό παρόν έξέρχεται άπό τήν
ερευνά του έξ ί'σου διαυγασμ-ένο, δπως καί τό πα-ρελθόν, καί ό μ-ελετητής κερδίζει
δχι μ.όνο τήν l· στορική κατανόηση άλλά καί τήν αύτογνωσία. Γιά τόν Καστοριάδη,
ή σημ-ασία της άρχαίας έλ-ληνικης δημ,οκρατίας εΐναι μ,εγάλη, αν καί σπερ-ματική.
Στό κείμ-ενο πού άκολουθεΐ έξετάζονται οί ά-πόψεις τοϋ Καστοριάδη γιά τήν
γέννηση της δη-μ-οκρατίας, τήν σύγκριση της άρχαίας, αμ-εσης
δημ-οκρατίας μέ τήν σύγχρονη μ.ορφή της, καθώς καί τήν σημ-ασία της γιά τήν
έποχή μας.
Ή προσέγγιση τής ίστορίας καί ή ρήξη μέ τίς αιτιακές έξηγήσεις
"Οσο καί αν θεωρεΐ τίς έρμ,ηνεΐες σχετ^κά μέ τήν γέννηση της άρχαίας έλληνικης
δημ-οκρατί-ας χρήσιμ-ες καί διαφωτιστικές, ό Καστοριάδης μ.ας δίνει τήν δική του,
διαφορετική αποψη. Στήν προσπάθειά του αύτή, συγκρούεται μ.αζί τους καί
έπιχειρεΐ νά τίς άνασκευάσει. Άξίζει, λοιπόν, νά σταθοϋμ.ε στήν έξέταση τριών
παραδειγμ-ατικών (καί άρκετά δΐαδεδομ.ένων) έξηγήσεων2.
Σύμ.φωνα μέ τήν πρώτη, καθοριστικός πα-ράγοντας πού όδήγησε στήν γέννηση της
άρχαί-ας έλληνικης δημ,οκρατίας εΐναι ό γεωγραφικός. Έτσι, ή κατάτμ-ηση τοϋ
έλλην^κοϋ χώρου σέ μι-κρές καί άπομ.ονωμ.ένες, κατά τό μ,αλλον ή ήτ-τον
περιοχές εΐχε ώς άποτέλεσμ,α τήν άδυναμ-ία έγκαθίδρυσης μιας μ-εγάλης
αύτοκρατορίας κατά τά πρότυπα της έποχης καί τήν δημ-ΐουργία τών πόλεων. Οί
πόλεις-κράτη, ώς ίδιαίτερος κοινω-νικο-πολιτικός σχημ.ατισμ.ός, ήταν οί θύλακες δ-
που μ-πόρεσε νά άναπτυχθεΐ τό δημ.οκρατικό πνεϋμ-α καί νά έμ.φανιστεΐ ή
δημ.οκρατία.
Ή άντίρρηση τοϋ Καστοριάδη συνίσταται, κατ' άρχήν, στό δτι b γεωγραφικός
παράγοντας δέν έπαρκεΐ γιά νά έξηγηθεΐ ή γέννηση της δη-μ-οκρατίας στήν δεδομ-
ένη ίστορική στιγμή. Για-τί, άφοϋ τό γεωγραφικό περιβάλλον ήταν τό ϊδιο, ή δημ-
οκρατία δέν έμ.φανίστηκε κατά τήν Μυκη-ναϊκή Έποχή, τό 1200 π.Χ., καί γιατί
έξαφα-νίστηκε άργότερα; Καί, έπί πλέον, γιατί σέ αλ-λες περιπτώσεις, δπως στήν
Γερμ-ανία τοϋ 1870, ένώ τό γεωγραφικό περιβάλλον εύνοοϋσε τήν συγκρότηση
ένιαίου κράτους, ό πολιτιχός σχη-μ-ατισμ-ός πού έπικράτησε ήταν έκεΐνος τών μι-
κρών κρατιδίων; Άκόμη καί τό παράδειγμ-α τών φοινικικών πόλεων, πού εμ-ειναν
όλιγαρχίες ή μ.ο-
Νέα Κοινο^νιολογία, τεΰχος 31, Φθινόπωρο 2000, σσ. 111-118

ναρχίες, σημ-αίνει δτι ή δπαρξη μ-ΐκρών πολιτικών κοινοτήτων δέν όδηγεΐ


άναγκαστικά στήν γέννη-ση της δημ.οκρατίας. Οΰτε, λοιπόν, ό γεωγραφι-κός χώρος
έπιφέρει κατ' άνάγκην τήν δημ,ιουρ-γία συγκεκριμ-ένων πολιτικών σχημ-άτων ουτε
οί μ-ΐκρές πολιτικές κοινότητες έξελίσσονται πάντο-τε σέ δημ.οκρατίες.
Ή δεύτερη θεωρία, πού συμ-πλέει μέ τήν μ-αρξιστική αποψη, έμ-φανίζει τήν δημ-
οκρατία, τό πολιτικό έποικοδόμ.ημ.α της έποχης, ώς άπόρροια τοϋ δουλοκτητικοϋ
συστήμ,ατος παραγωγης, τό δποϊο συνέβαλε στήν δημ,ιουργία μιας προνομ,ιού-χου
κοινωνικής όμ-άδας πολιτών, πού κατεΐχε τήν «πολυτέλεια» καί τήν δυνατότητα της
ένα-σχόλησης μέ τά κοινά.
Βέβαια, οί άντιρρήσεις πού έγείρονται έδώ εΐ-ναι προφανεΐς. Ό θεσμ-ός της
δουλείας ύπηρχε καί στήν Άσία, ή όποία ποτέ δέν κατόρθωσε νά ξεπεράσει τήν
δεσποτεία. Συνανταται έπίσης σέ δλη τήν Έλλάδα- δέν είναι, δμ,ως, δλες οί έλλη-
νικές πόλεις-κράτη δημ-οκρατικές. Άλλά καί ό ϊδιος ό Μάρξ ύποστήριζε δτι ή
πραγμ,ατική βά-ση τών άρχαίων δημ,οκρατιών ήταν οί άνεξάρτη-τοι μ-
ΐκροπαραγωγοί καί δχι οί δοϋλοι.
Λιγότερο ίσχυρή παρουσιάζεται ή αποψη πού θεωρεΐ τήν δημ-οκρατία πολιτική
προέκταση της όπλιτικης φάλαγγας, κατά τήν όποία ή μ.άχη δέν άποτελεΐ «σειρά
μ.ονομ.αχιών», δπως στά όμηρι-κά χρόνια, άλλά σύγκρουση δύο όργανωμ-ένων
στρατιωτικών τμ.ημ.άτων. Διότι ή φάλαγγα προ-ϋποθέτει μιά δημ-οκρατική
κοινωνική όργάνωση, δπου εΐναι δυνατή ή εννοια της όμ-άδας τών 6-πλιτών, τών
ίσότιμ.ων καί άλληλοεξαρτώμ.ενων πολεμ-ΐστών. Αύτά τά δύο άναδύονται
ταυτόχρο-να καί μ,πορεΐ νά εΐναι μ-όνο άποκυήμ,ατα τοϋ κοι-νωνικοϋ φαντασιακοϋ
της άρχαίας Έλλάδας. «Δέν ύπάρχει φάλαγγα χωρίς όπλΐτες, ουτε 6-πλΐτες χωρίς
φάλαγγα»3.
Παρ' δλο πού άντικρούει τήν καθεμ,ιά άπό τίς τρεΐς παραπάνω θεωρίες μέ
διαφορετικά έπιχει-ρήμ-ατα, ό Καστοριάδης έπιδιώκει νά μ.ας δείξει δτι
άποτυγχάνουν στόν σκοπό τους, διότι τίς συν-δέει ένα βασικό λάθος. Καί οί τρεΐς
προσπαθοϋν νά έξηγήσουν αίτιακά τήν ιστορία. Μάλιστα, τό λάθος αύτό ένυπάρχει
στήν πλειονότητα τών θε-ωριών γιά τήν άρχαία έλληνική δημ,οκρατία, γι' αύτό ό
Καστοριάδης παρουσιάζει τίς τρεΐς έξε-ταζόμ-ενες θεωρίες μ.όνο ώς παραδείγμ-ατα
τοϋ συγκεκριμ-ένου τρόπου σκέψης.
Στήν θέση αύτοϋ τοϋ αίτιοκρατικοϋ μ.οντέ-λου άνάλυσης, ό ΐδιος προβάλλει τήν
εννοια της ίστορίας ώς δημ.ιουργίας. Γιά τόν Καστοριάδη,
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ
δημ-ΐουργία σημ-αίνει άνάδυση μ.ορφών νέων, εΐδών, μέ τήν πλήρη σημ-ασία τοϋ
δρου, νέων θε-σμ-ών καί νόμ,ων. Ή ιστορία εΐναι ή άστείρευτη πηγή, άπό δπου οί
νέες μ-ορφές άναδύονται άκα-τάπαυστα δημ.ιουργώντας τομ.ές στόν συνεχή ροϋ
της. Αύτό, βέβαια, δέν σημ,αίνει δτι οί μ-ορφές αύ-τές δέν ριζώνουν στό κοινωνικό-
ίστορικό περιβάλ-λον τους. Σίγουρα, δμ,ως, τό ύπερβαίνουν καί κά-νουν άδύνατη
μιά όλική άναγωγή τοϋ καινούρ-γιου στό παλιό. Τιατί δέν ύπάρχει κανένας θεός,
κανένα άπόλυτο έγελιανό Πνεϋμ.α καί κανένας ί-στορικός νόμ-ος πού νά
κυριαρχοϋν στό ίστορικό γίγνεσθαι. Καί ΐσως αύτή ή όπτική νά εΐναι ή μ.όνη πού
άπελευθερώνει τήν ίστορία καί καθιστα τόν ανθρωπο πραγμ-ατικό ύποκείμ.ενό της,
πού δέν ύπόκειται σέ καμ.μ.ία έπιβεβλημ-ένη άναγκαι-ότητα.
Στό βάθος της, λοιπόν, ή έξήγηση της ιστο-ρικης δημ-ΐουργίας παραμ-ένει
άσύλληπτη. Τό μό-νο πού μ-πορεΐ νά έπιτύχει ή θεωρητική σκέψη εΐ-ναι ή
κατανόησή της, άφοϋ ή δημ-ΐουργία αύτή εχε^ συντελεστεΐ 4. Έπί πλέον, εΐνα^
δυνατή ή έ-πισήμ-ανση κάποιων πραγμ-ατικών παραγόντων πού διευκολύνουν
αύτήν τήν κατανόηση. Ή αλ-τιακή, δμ.ως, έξήγηση της ίστορίας, ή ευρεση τών
ίκανών καί άναγκαίων συνθηκών πού όδη-γοϋν στήν άνάδυση μιας νέας ίστορικης
μ-ορφης, εΐναι πέρα άπό τόν όρίζοντά μας. Παρ' δλα αύ-τά, μ.ποροϋμ.ε, λιγότερο ή
περισσότερο, νά συλ-λάβουμ-ε τίς κεντρικές κοινωνικές φαντασιακές σημ-ασίες πού
διαπερνοϋν καί καθορίζουν τίς νόρ-μες, τούς θεσμ-ούς, τίς πρακτικές κάθε κοινωνί-
ας.
Σύμ.φωνα μέ τίς άπόψεις τοϋ Καστοριάδη, ή κάθε ,αορί?^ κοινωνίας πού
έμ.φανίζεται στήν l· στορία άποτελεΐ πρωτότυπη καί άνεπανάληπτη σύλληψη καί
εκφραση τοϋ κοινωνικοϋ φαντασια-κοϋ. Τό κοινωνικό φαντασιακό, ώς έκδήλωση
τοϋ φαντασιακοϋ στοιχείου στό πεδίο τοϋ κοινωνικο-ιστορικοϋ, εΐναι κάτι πού δέν
εΐναι δυνατόν νά συλληφθεΐόλοκληρωτικά. Τιατί άποτελεΐ τήν θε-σμ-ίζουσα δύναμ-
η πού γεννα τίς σημασίες οί οποϊ-ες διαπερνοϋν όλόκληρη τήν ζωή της κοινωνίας
καί ένσωμ-ατώνονται στούς κοινωνικούς θεσμούς. Μέ αλλα λόγια, έκφράζεται
μ.έσα άπό τό /Λαγμα τών χοίνωνίχών ψαντασιακών σημασιών πού 6-ρίζει καί
καθορίζει τήν μ.ορφή της κοινωνίας. Καί μ.ποροϋμ.ε νά τό νοήσουμε μ.όνο ώς
συλλογικό, πού δρα κάθε φορά πίσω άπό τά μ-έλη μιας κοι-νωνίας. Σέ τελική
άνάλυση, «εχουμ-ε νά κάνου-μ.ε μέ τήν ϊδια τήν δύναμ-η τοϋ κοινωνικο-ιστορι-κοϋ
πεδίου, τήν δύναμ,η τοϋ “οδ τ^νος”, τοϋ κα-
H APXAIA KAIH NEOTEPH ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ TOY ΚΟΡΝΗΑΙΟΐ
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

113
νενός»5. Όπως εΐνα^ φυσ^κό, κανένα «ύποκείμ,ε-νο» δέν μ-πορεΐ νά συλλάβει τήν
δύναμ,η αύτή, ά-φοϋ άποτελεΐ προϋπόθεση γιά τήν ϊδια τήν σύ-σταση κάθε
ύποκειμένου, τό δποϊο πάντοτε βρί-σκεται ήδη ένταγμ.ένο σέ μιά κοινωνικο-
ιστορική πραγμ-ατικότητα, πρίν άκόμ/η τήν όρίσει ώς «άν-τικείμ-ενο» τοϋ
θεωρητικοϋ στοχασμ.οϋ. Μπορεΐ, δμως, νά φωτίσει τό άποτέλεσμ.ά της, τήν εκ-
φρασή της, τό πλέγμ-α τών κοινωνικών φαντα-σιακών σημ-ασιών πού διαπερνοϋν
τούς θεσμ.ούς της συγκεκριμ-ένης κοινωνίας. Έπομένως, δ,τι θά πρέπει νά
έξετάσουμ.ε σχετικά μέ τό θέμ.α μ.ας εΐναι ό κόσμ-ος τών φαντασιακών σημ,ασιών
τών Άρχαίων Έλλήνων.
Τό έλληνικό φαντασιακό καί ή βημιουργία τής πολιτικής
Στό κέντρο της άρχαιοελληνικης σύλληψης τοϋ κόσμ-ου βρίσκονται δύο άντίθετες
άλλά καί άλληλοσυμ.πληρούμ.ενες ίδέες. Άπό τήν μία, ύ-πάρχει ή ίδέα τοϋ Χάους,
πού άναφέρεται ήδη στήν θεογονίατοϋ Ήσιόδου. Έκεΐ, ή εννοια τοϋ Χάους σημ-
αίνε^ τό κενό, τό μ,ηδέν. Ήδη δμ,ως άπό τόν ΊϊσίοΒο τό «χάος» άπηχεΐ τήν μ-εταγε-
νέστερη σημ-ασία της άταξίας, της ελλειψης νο-ήμ-ατος (Θεοχονώ, στίχ. 717-720,
722-723 κ.λπ.). Άπό τήν αλλη, άπό τό Χάος άναδύεται ό χόσ,αος, ή τάξη καί ή
άρμ.ονία. Στίς «ρίζες» 8-μ.ως τοϋ σύμ,παντος, δέν παύει νά βρίσκεται σάν ύπαρκτή
άπειλή τό Χάος, μ.έσα στό οποϊο κιν-δυνεύει νά βυθιστεΐ ό κόσμ,ος. Ή υπαρξη της
τά-ξης στό σύμ-παν, λοιπόν, ή άρμ-ονία καί τό ^τρο δέν εΐναι δεδομ-ένα άλλά
προβλήμ,ατα καί ζητού-μ.ενα. Ό νόμ.ος της γένεσης καί της φθορας ά-πειλεΐ κάθε
μ.ορφή μέ έξαφάνιση καί έπιστροφή στήν άρχική χαοτική κατάσταση.
Έτσι, σύμ-φωνα μέ τήν έλλην^κή κοσμ,οθεω-ρία, τό σύμ-παν δέν εΐναι άπόλυτα
χάος, γιατί κά-τι τέτοιο θά άπέκλειε τήν δυνατότητα της δη-μ-ΐουργίας, της
άνάδυσης της τάξης καί τών νέ-ων μ-ορφών. Άπό τήν αλλη, δέν εΐναι καί τελεί-ως
τακτοποιημ-ένο, πράγμ-α πού θά όδηγοϋσε στό συμ.πέρασμ.α δτι ύπόκειται σέ
κάποιους αίώνιους καί άμ-ετάβλητους νόμ,ους καί θά καθιστοϋσε κά-θε έλευθερία
άδύνατη.
Μέσα σέ αύτό τό σύμ,παν εΐναι έμ,φανής ή ελ-λειψη κάθε σημ-ασίας, κάθε
νοήμ.ατος. Γιά τούς Άρχαίους Έλληνες, δέν ύπάρχει καμ.μ.ία πρό-νοια, καμ.μ.ία
φύσις, κανένα τέλος πού νά κατευ-θύνει καί νά καθορίζει τήν ίστορία. Γι' αύτό ό αν-
θρωπος δέν μ-πορεΐ νά έλπίζει σέ τίποτα. Γιατί
δέν ύπάρχει «κάποια θεμ-ελιώδης άντιστοιχία, κάποια συνήχηση, χάποια adequatio
άνάμ-εσα στίς έπιθυμ-ίες μ.ας ή στίς άποφάσεις μ.ας καί στόν κόσμ,ο, στήν φύση
τοΰ Εΐνα^»6. Καί αύτό Ε-σχύει δχι μ.όνο γιά τήν πρίν άπό τόν θάνατο ζω-ή, άλλά καί
γιά τήν μ.εταθανάτια. Ή μ.ετά θά-νατον ζωή, αν ύπάρχει, εΐναι πολύ χεφότερη ά-πό
τήν έπίγεια, δπως φαίνεται ήδη στήν Όίΰσ-σεια, άπό τήν συνάντηση τοϋ Άχιλλέα μέ
τόν Όδυσσέα στόν "Αδη, δπου ό πρώτος δείχνε^ νά έκτιμ-α περισσότερο τήν ζωή
τοϋ φτωχοϋ δου-λευτη στήν ύπηρεσία ένός αρχοντα παρά τήν βα-σ^λεία καί τίς
τιμές στήν χώρα τών νεκρών (Ό-δύσσεια, λ, 488-491). Τό άποτέλεσμ,α άπό αύ-τές
τίς ίδέες της έκκοσμ-ίκευσης καί της ελλει-ψης νοήμ-ατος εΐναι ή έλευθερία, καθώς
ό ανθρω-πος μ-πορεΐ νά δράσει έλεύθερα καί νά δώσει ό ΐ-διος ενα νόημ.α στήν ζωή
του. Καί μ.άλιστα, αύ-τό εΐναι άναγκασμ-ένος νά τό πράξει σέ αύτόν έδώ τόν κόσμ-
ο, τόν μ-οναδικό πού ύπάρχει ή, τουλά-χιστον, πού άξίζει.
Ή έλευθερία αύτή σκέψης καί δράσης γεν-να τήν άμ-φισβήτηση της παντοδυναμ-ίας
καί της μ.οναδικότητας της κατεστημ-ένης κοινωνικης πραγμ-ατικότητας, πού
έπιφέρει τήν πρώτη ιστο-ρικά ρήξη τοϋ έγκλεισμ.οϋ πού περιχαρακώνει τίς
περισσότερες κοινωνικές μ-ορφές. Καί ένώ οί αλ-λοι πολιτισμοί της έποχης
νομ.ιμ.οποιοϋνται άπό μιά μ-υθική ή θρησκευτική βάση, ή όποία άναδει-κνύει τήν
ήδη θεσμ.ισμ.ένη κοινωνία σέ παράγον-τα καταπίεσης πού κατευθύνει τήν θεσμ-
ίζουσα δύναμ-η τοϋ κοινωνικοϋ συνόλου καί άποκλείει τήν άμ-φισβήτηση, οί
Έλληνες, πρώτοι, συνειδητο-ποιοϋν καί φέρουν στήν έπιφάνεια τήν πραγμ,ατι-κή
διαδικασία δημ-ΐουργίας τών θεσμ.ών. Πρόκει-ται γιά μιά διαδικασία αύτοθέσμκτης,
κατά τήν όποία ή θεσμ-ίζουσα κοινωνία άντιλαμ-βάνεται τήν λειτουργία της ώς
τέτοια καί άναγνωρίζει τήν θέ-σμ.ιση ώς δικό της εργο, χωρίς έξωτερικά δρια, πού
τίθενται άπό τήν κυριαρχία της παράδοσης. Γιά τούς Έλληνες, ή κο^νωνία δέν
έπ^βάλλετα^ νά εΐναι χάποιου συγκεκριμ-ένου εΐδους λόγψ μιας έξωτερικης πηγης
θέσμ-ΐσης. Άφοϋ τό σύμ-παν δέν εχει μιά συγκεκριμ-ένη τάξη, ή μ-ορφή της
κοινωνίας έξαρταται άπό τήν ϊδια της τήν άνα-κλαστική δραστηριότητα. Έτσι, ή
θεσμ-ίζουσα κοινωνία έντοπίζει τό χάσμ.α πού τήν άπελευθε-ρώνει άπό τήν
πρωταρχική δύναμ-η της θεσμ.ι-σμ-ένης κοινωνίας καί άντιμετωπίζει τούς θε-σμ.ούς
ώς άνθρώπινα δημ.ιουργήμ.ατα.
Ή σύγκρουση αύτή άντικατοπτρίζεται στή διαμ-άχη σχετικά μέ τό αν οί θεσμ,οί
εΐναι νόμ,ω

ή φύσει. Ή άπάντηση στό έρώτημ,α εΐναι έμφα-νής άπό τά προηγούμ.ενα. Οί θεσμ-


οί δέν μ.ας δί-δονται άπό τήν φύση· τίθενται άπό τούς άνθρώ-πους καί, έπομ-ένως,
εΐναι δυνατόν νά μ,εταβλη-θοϋν. Ή κοινωνία, λοιπόν, αύτονο^εΓταί: δη-μ.ιουργεΐ ή
ϊδια τούς νόμ-ους στούς όποίους ύπα-κούει, γνωρίζοντας δτι τό κάνε^ αύτό. Έτσι, ή
αύτονομ.ία σημ-αίνει ξεπέρασμ-α της άντίθετης κα-τάστασης της έτερονομ-ίας,
κατά τήν όποία ή κοινωνία δέν άναγνωρίζει τούς νόμ-ους της ώς δι-κά της δημ-
ΐουργήμ-ατα, άλλά ώς έπιταγές προ-ερχόμ-ενες άπό κάποια έξωκοινωνική πηγή. Ά-
ποτελεΐ άκύρωση της ξένωσης της κοινωνίας ά-πό τόν έαυτό της καί διαύγαση της
πραγμ-ατι-κότητάς της. Εΐναι φανερό δτι ή αύτονομ-ία εΐναι μιά διαδικασία
κοινωνική: «ό λόγος μ.ου πρέπει νά πάρε^ τήν θέση τοϋ λόγου τοϋ "Αλλου, ένός
λόγου ξένου πού βρίσκεται μ-έσα μ.ου καί μέ κυ-ριαρχεΐ: όμιλεί δι' έμοϋ. Αύτή ή
διαύγαση ύπο-δεικνύει άμ-έσως τήν χοινωνιχ-ή διάσταση τοϋ προβλήμ-ατος»7. Ή
πραγμ,ατοποίησή της εΐναι δυνατή μ.όνο σέ συλλογικό έπίπεδο, αν καί στο-χεύει,
ταυτόχρονα, στό ατομο καί στήν κοινω-νία. Ή αύτονομ-ία «εΐναι ή άνακλαστική
δραστη-ριότητα ένός λόγου πού δημ.ιουργεΐ τόν έαυτό του σέ μιά άτέρμ-ονη
κίνηση, συγχρόνως ώς άτομι-κός καί κο^νων^κός λόγος» 8. Καί εΐνα^ τό πολ^-τικό
πρόταγμα, δπου ή εννοια τοϋ προτάγμ.ατος σημ-αίνει τήν «πρόθεση ένός
μ.ετασχημ.ατισμ.οϋ τοϋ πραγμ-ατικοϋ πού καθοδηγεΐται άπό μιά πα-ράσταση τοϋ
νοήμ-ατος αύτοϋ τοϋ μ.ετασχημ.ατι-σμοϋ, λαμ-βάνοντας ύπόψη τίς πραγμ,ατικές
συν-θηκες καί έμ,ψυχώνοντας μιά δραστηρ^ότητα»9. Μέσα σέ αύτό τό περιβάλλον
γεννιέται καί ή πολιτική - εννοια πού ό Καστοριάδης διακρίνει άπό τό πολιτικό 10. Τό
πολιτιχό έξισώνεται, θά λέγαμ-ε, μέ τήν ασκηση έξουσίας, ίδίως δέ της δικαστικης
καί της κυβερνητικης. Άντίθετα, ή πολιτική «συνίσταται στό έκπεφρασμ.ένο έρώτη-
μ.α σχετικά μέ τούς ίσχύοντες κοινωνικούς θε-σμ,ούς»11. Ό δρος «πολ^κή»12
σημ,αίνε^ τήν ρη-τή συλλογική δραστηριότητα, κατά τήν όποία ή κοινότητα θέτει
ώς άντικείμ.ενο έξέτασης τήν συ-νολική θέσμ,ιση της κοινωνίας καί τήν μ,εταβάλ-
λει κατά τόν τρόπο πού ή ϊδια κρίνει άπαραίτη-το. Ή πολιτική, λοιπόν,
«δημ.ιουργεΐται» άπό τούς Έλληνες, τήν σ^γμ-ή πού άμφισβητοϋν τήν παραδοσιακή
μ.ορφή της κοινωνίας καί τήν άντι-μ,ετωπίζουν ώς χάτι πού επώέγ^εται άλλαγές13.
Καί δταν άντιλαμ-βάνονται δτι δ ΐδιος ό δημ.ος μ-πορεΐ νά λειτουργψει ώς
ύποκείμ.ενο αύτης της διαδικασίας της αύτοθέσμ.ισης, τότε γεννιέται καί
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ
ή δημ-οκρατία. Ή μ,ορφή πολιτεύμ.ατος πού άνα-πτύσσεται καί ώριμάζει στήν
άρχαία Άθήνα, ή έξέταση της όποίας άπασχολεΐ κατά κύριο λόγο τόν Καστοριάδη.
Τά χαρακτηριστικά τής άρχαίας έλληνικής δημοκρατίας
«Κύριο χαρακτηριστικό της δημ.οκρατικης διαδικασίας εΐναι τό γεγονός δτι ό
δημ,ος βάζει τόν έαυτό του στό κέντρο τών πάντων» 14. Ό δη-μ.ος άποτελεΐ τό
συλλογικό «ύποκείμ.ενο» της κί-νησης αύτοθέσμ.ισης της άρχαίας άθηναϊκης δη-
μ.οκρατίας. Ή πολιτική δραστηριότητα άρχίζει καί καταλήγει σ' αύτόν.
Πρώτα άπό δλα, λοιπόν, πρέπει νά προσδιο-ρίσουμ-ε ποιός εΐναι ό δημ,ος. Στήν
άρχαία Άθή-να, ό δημ.ος άποτελεΐται άπό τό σύνολο τών ένή-λικων έλεύθερων
Άθηναίων άνδρών. Σέ αύτό τό σημ-εΐο, ΐσως εΐναι άναγκαΐο νά τονίσουμ,ε δτι κά-θε
κριτική σχετικά μέ τήν σύνθεση αύτοϋ τοϋ κυρίαρχου πολιτιχοϋ σώματος κινδυνεύει
νά κα-ταστεΐ ατοπη καί έπιπόλαιη. Βέβαια, ό άποκλει-σμ.ός τών δούλων, τών
γυναικών καί τών μετοί-κων άπό τήν πολιτική εΐναι γεγονός καί άποτε-λεΐ ενα άπό
τά σημ.αντικότερα μ.ειονεκτήμ.ατα της άθηναϊκης δημ.οκρατίας. Άλλά, έκτός τοϋ
δτι ή σύσταση τοϋ κυρίαρχου σώμ-ατος ένέχει πάντοτε ενα στοιγ^εϊο αύθαιρεσίας,
εΐναι αδικο νά κρίνουμ-ε αύστηρά τούς Άθηναίους άπό τό προ-νομ-ΐακό σημ-εΐο της
ίστορικης μ.ας στιγμ.ης καί μέ βάση τήν σαφώς μ.εγαλύτερη ίστορική μ.ας πείρα,
τήν στιγμ.ή μ.άλιστα πού στήν έποχή μ.ας ή δουλεία καταργήθηκε μόλις στά μ.έσα
τοϋ 19ου αίώνα καί οί γυναΐκες, σέ πολλές δημ-οκρατικές χώρες, άπέκτησαν
δ^καίωμ,α ψήφου μ,ετά τόν Β' Παγκόσμ-to Πόλεμ.ο.
Τό σημ.αντικότερο, λοιπόν, σέ αύτήν τήν μ-ορφή πολιτεύματος δέν εΐναι οί
περιορισμ,οί του (πού σίγουρα ύπάρχουν καί πρέπε^ νά ληφθοϋν ύπ' δψιν), άλλά οι
άπεριόριστες δυνατότητές του. Ή έξουσία, πλέον, δέν συγκεντρώνεται στά χέρια
κάποιων άτόμ.ων ή όμ.άδων, άλλά διαχέεται στόν δημ.ο, στήν κοινότητα τών
πολιτών. Καί ό δη-μ.ος άσκεΐ τήν έξουσία αμ-εσα, χωρίς άντιπροσώ-πους. Κατά τήν
εκφραση τοϋ θουκυδίδη, ό δη-μ.ος εΐναι «αύτόνομ.ος, αύτόδικος καί αύτοτε-λής».
Ώς αύτόνομος, δίδει ό ΐδιος τούς νόμ-ους στόν έαυτό του. Πράγματι, τά ψηφίσμ.ατα
της Έκκλησίας τοϋ Δήμ.ου άποτελοϋν τήν βάση της νομ-οθεσίας στήν Άρχαία
Άθήνα. Ώς αύτόδιχος, εχει τήν δικαστική έξουσία στά χέρια του. Τά
H APXAIA KAIH NEOTEPH ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ TOY ΚΟΡΝΗΑΙΟΐ
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

115
κληρωτά δικαστήρια πού άπαρτίζονται άπό πο-λίτες, δπως ήταν ή Ήλιαία, έκδίκαζαν
τήν πλειονότητα τών περιπτώσεων καί έφάρμ-οζαν, μέ αύτόν τόν τρόπο, τούς νόμ-
ους πού οί ϊδιοι οί δικαστές ψήφισαν, ώς μ.έλη της Έκκλησίας τοϋ Δήμ,ου. Τέλος,
ώς αύτοτελης, b δημ.ος κατέχει τήν έξουσία νά αύτοκυβερναται, δηλαδή νά άπο-
φασίζει γιά είρήνη καί γιά πόλεμ.0, γιά τά δημ.ό-σια εργα κ.λπ. Μάλιστα, δπως
άναφέρει ό Κα-στοριάδης, ή πλειονότητα τών άποφάσεών του ά-ποδείχθηκαν
σωστές, αν καί ύπηρχαν, βέβαια, καί λανθασμ-ένες άποφάσεις, δπως ήταν έκείνη γιά
τήν έκστρατεία στήν Σικελία.
Στήν βάση της σύστασης τοϋ δήμ,ου βρίσκε-ται ή πολιτική ί'σότ^τα τών έλεύθερων
άνθρώ-πων καί τό δικαίωμ-α ένεργης συμμετοχης τών πολιτών στίς δημ-όσιες
ύποθέσεις, μέ τόν λόγο καί τήν ψηφο τους. Σχηματίζεται ετσι, μ.ποροϋ-μ.ε νά ποϋμ-
ε, ενας «καταστατικός χάρτης» γιά τά δικαιώμ-ατα καί τίς ύποχρεώσεις τοϋ πολίτη.
Σχηματίζεται έπίσης καί ενας S-ημ,όσιος χώρος, πού περιλαμ-βάνει τά προβλήμ,ατα
της πολιτείας (τά κοίνά). Ή συμ,μ,ετοχή τών πολιτών, λοιπόν, δέν έξαντλεΐται μ.όνο
στήν λήψη άποφάσεων, άλ-λά άφορα καί τήν διεξαγωγή ένός πραγμ-ατικοϋ
διαλόγου μέσα στήν Έκκλησία τοϋ Δήμου, πραγμ-α πού «έγκαθιδρύει τόν λό 7ον ώς
κυκλο-φορία της όμ.ιλίας καί της σκέψης μέσα στούς κόλπους της
συλλογ^κότητας»16.
Σέ εναν κόσμ.0, δμ.ως, δπου δέν ύπάρχει στα-θερό σημ-εΐο άναφορας, ό λόγος δέν
μ-πορεΐ παρά νά παραπέμ-πει στήν 86ξα. Ποτέ ό δημ.ος δέν μπο-ρεΐ νά εΐναι
σίγουρος γιά τίς άποφάσεις του· υίο-θετεΐ άπλώς έκεΐνες πού τοϋ ^νονταί πιό σω-
στές, μ.έσω της διαδικασίας τοϋ λόγον διδόναι καί της πολύπλευρης καί δσο τό
δυνατόν άντικειμ.ε-ν^κης17 έξέτασης τών προβλημ-άτων. Έτσι, ό δη-μος κατανοεΐ
δτι, σέ μιά δημ-οκρατία, πρέπει ό ΐ-διος, μ-έσα άπό τόν λόγο, νά «έφεύρει» τά κρι-
τήρια καί νά θέσει τά δρια, έντός τών όποίων ό-φείλει νά άποφασίζει καί νά πράττει.
Καί ΰβρις σημ-αίνει άκριβώς τήν ύπέρβαση τών όρίων πού δέν τίθενται άπό κάποιον
έξωτερικό νόμο, άλλά άπό έμ,ας τούς ΐδ^ους18. Μέσα άπό αύτό τό πρί-σμα,
μ.ποροϋμ.ε νά κατανοήσουμε καλύτερα τή λειτουργία τοϋ θεσμ.οϋ της τραγωδίας
στό άθη-ναϊκό πολίτευμ,α19, καθώς καί τόν τραγ^κό χαρα-κτήρα της δημ.οκρατίας.
Ή ϊδια ή ίστορία της Άθήνας καί ή καταστροφή της κατά τόν Πελο-ποννησιακό
Πόλεμ.ο μ-πορεΐ νά άποτελέσουν τήν άπόδειξη τοϋ χαρακτήρα αύτοϋ. Καί ό
θουκυδί-δης μ.ας δίνει σελίδες άντάξιες τών μ-εγάλων τρα-
γικών, δταν, π.χ., περιγράφει τήν έκστρατεία στή Σικελία, πού στηρίχθηκε σέ μιά
λανθασμ-έ-νη άπόφαση, βασισμ-ένη στήν άλαζονεία καί στήν κακή, μ.ονόπλευρη
έκτίμ.ηση της κατάστασης -στήν ελλειψη τοϋ λόγου.
Βέβαια, τό δτι δέν ύπάρχουν αίώνιες καί ά-μ-ετάβλητες σταθερές, πού νά
χρησιμεύουν ώς ά-κρογωνιαΐοι λίθοι τών άποφάσεών του, δέν ση-μ-αίνει δτι ό δημ-
ος δέν δίνει χάποια άπάντηση σχετικά μέ τό άντικείμ.ενο της αύτόνομ.ης δρα-
στηριότητάς του. Τό άντικείμ.ενο της θέσμ-ΐσης δίνεται άπό τή φράση τοϋ Περικλη
στόν 'Βττίτά-^ίο: «Φιλοκαλοϋμ-εν γάρ μετ' εύτελείας καί φι-λοσοφοϋμ,εν ανευ
μ,αλακίας» (II, 40). Τό ζητού-μ-ενο είναι, λοιπόν, μιά κατάσταση δπου δλοι οί
πολίτες θά ζοϋν μ.έσα στήν όμ,ορφιά καί στή γνώ-ση, ένωμ-ένοι σέ μιά
συλλογικότητα πού θά φρον-τίζει γιά τό δημ-όσιο καλό, τή διατήρηση καί τήν
άνάπτυξη τοϋ κάλλους καί της σοφίας.
Ή άρχαία δημοκρατία καί ή νεώτερη
άντίληψη
Ό Καστοριάδης έπιχειρεΐ μιά σύγκριση άνά-μ.εσα στήν άρχαία έλληνική δημ-
οκρατία καί στίς δημ,οκρατίες της έποχης μ,ας 20. Άπό αύτήν τήν παράλληλη
έξέταση, καταλήγει στό συμ.πέρασμ.α δτι ύπάρχουν όρισμ-ένες σημ-αντικές
διαφορές, ά-νάμ-εσά τους, ώστε νά άλλοιώνεται ή δημ-οκρατι-κή ούσία τών
νεότερων πολιτευμ-άτων, πού άπο-καλοϋνται άπό τόν ϊδιο «φιλελεύθερες όλιγαρ-
χίες».
Βασική διαφορά άποτελεΐ ό θεσμ-ός της άν-τιπροσώπευσης. "Οπως άναφέρει, «άπό
τήν στιγμ.ή κατά τήν όποία, άμ.ετάκλητα καί γιά 6-ρ^σμ,ένο χρον^κό δ^άστημ,α
(π.χ. πέντε χρόνια), ά-ναθέτει κανείς τήν έξουσία σέ όρισμ-ένους άνθρώ-πους, εχει
μ.όνος του άλλοτριωθεΐ πολιτικά»21. Σέ αύτό τό σημ-εΐο, πράγμ-α πού καί ό ΐδιος
έπι-σημ,αίνε^22, ή κρ^τ^κή του διασταυρώνεται μέ τήν κριτική τοϋ Ρουσσώ, ό
όποΐος στό KOIVOJVIXO συμ,βόλαιο γράφει χαρακτηριστικά δτι ό λαός της Άγγλίας,
κατά τήν έκλογή τών μ.ελών τοϋ Κοι-νο&ουλίου, πιστεύει δτι εΐναι έλεύθερος,
άλλά, στήν πραγμ-ατικότητα, «τή στιγμ-ή πού γίνεται ή έκλογή, ό λαός χάνε^ τήν
έλευθερία του»23.
Τήν ϊδια κριτική στάση διατηρεΐ ό Καστο-ριάδης γιά τόν θεσμ.ό τών έκλογών. Στήν
Άρ-χαία Άθήνα, κατά τήν έξέλιξη της δημ-οκρατί-ας, βασικός τρόπος έπιλογης
άξιωμ-ατούχων ά-ναδείχθηκε ή κλήρωση. Οί Άθηναΐοι πολίτες δέν πίστευαν δτι
ύπάρχουν είδήμ-ονες της πολιτικης·

άντίθετα, ή πολιτική φρόνηση εΐναι μιά άρετή πού άνήκε^ μ,όνο στό σύνολο της
κο^νότητας24. Ό Άριστοτέλης, αλλωστε, συγκαταλέγει τήν έ-κλογική διαδικασία
άνάμ.εσα στούς άριστοκρατι-κούς θεσμ-ούς, καθώς ή διαδικασία αύτή σημ.αί-νει
τήν έκλογή τών άρίστων. Καί ό ϊδιος ό Κα-στοριάδης ίσχυρίζεται δτι «ή κυρίαρχη
ίδέα δτι ύπάρχουν «είδήμ-ονες» στήν πολιτική, δηλαδή εί-δικοί τοϋ καθολικοϋ καί
τεχνικοί της όλότητας, χλευάζε^ τήν ϊ&α τήν ίδέα της δημ,οκρατίας»25.
Ή άνάδειξη άξιωμ-ατούχων μ.έσω έκλογών δικαιολογοϋνταν, γιά τούς Άθηναίους',
μ.όνο γιά όρισμ-ένες θέσεις πού άπαιτοϋσαν είδικές γνώσεις (δπως, π.χ., γιά κάπο^α
στρατιωτικά ά&ώματα). Τίθεται, λοιπόν, τό έρώτημ.α σχετικά μέ τήν έ-πιλογή
αύτών τών είδικών. Κατά τόν Πρωταγό-ρα τοϋ Πλάτωνα26, άρμόδιοι νά έπιλέξουν
εναν τεχνίτη δέν εΐναι οί αλλοι τεχνίτες, άλλά δσοι χρησιμοποιοϋν τό προϊόν της
έργασίας του. "0-πως, λοιπόν, έκεΐνος πού πρέπει νά έπιλέξει τόν σαμ,αροποιό εΐναι
ό άναβάτης καί δχι ενας συνά-δελφος τοϋ τεχνίτη, ετσι καί ή πόλη πρέπει νά
έπιλέγει ή ϊδια τούς είδικούς έκείνους πού χρη-σιμ,οποιεΐ τίς ίκανότητές τους.
Ή άνάλυση τών θεσμ-ών της άντιπροσώπευ-σης καί τών έκλογών, καθώς καί ή
άντιπαράθε-ση τών είδημ-όνων μέ τόν λαό στό πεδίο της πο-λιτικης, μ.ας όδηγοϋν
άπ' εύθείας στό έπόμ.ενο σημ-εΐο της κριτικής του, στήν έμ,φάνιση τοϋ κράτους ώς
μ.ηχανισμ.οϋ ξεχωριστοϋ άπό τό κοι-νωνικό σώμα. Ή διάκριση μ.εταξύ άστικης κοι-
νωνίας (civil society) καί κράτους (state) εΐνα^ ε-να θέμ.α πού εχει άπασχολήσει
ίδιαίτερα τούς νε-ότερους (πολιτικούς καί δχθ στοχαστές. Έτσι, ό Hegel27
ύποστηρίζει δτι τό κράτος άποτελεΐ τό πεδίο δπου εΐναι δυνατόν νά συμ,φιλιωθοϋν
οί έγ-γενεΐς άντιθέσεις της άστικης κοινωνίας. Άντί-θετα, ό Marx28 βλέπει σέ αύτόν
τόν διαχωρισμ.0 τήν μ-ετατροπή τοϋ κοινωνικοϋ άτόμ.ου σέ πολί-τη καί τήν
έμ.φάνιση της εννοιας της πολιτικης ίσότητας, πού ύποκρύπτει τήν πραγμ-ατική κοι-
νωνική άνισότητα. Έπιπροσθέτως, γιά τόν Κα-στοριάδη, ή διάκριση κράτους-
κοινωνίας δχι μ.ό-νο δέν διορθώνει τήν κοινωνική άδικία, άλλά στε-ρεΐ καί τήν
κοινωνία άπό τήν μ-οναδική δύναμ-η πού θά μ-ποροϋσε νά μ,εταβάλει τήν παροϋσα
κοι-νωνική κατάσταση: τήν πολιτική στήν πραγμ-α-τική της διάσταση. Ή διάκριση
αύτή άφαιρεΐ ά-πό τήν κοινότητα τήν πραγμ-ατική πολιτική έ-ξουσία. Σέ άντίθεση
μέ τή νεότερη έποχή, στήν άρχαία Άθήνα δέν ύπηρχε «κράτος», άλλά «πο-λιτεία» 29.
Μέσα στήν «πολιτεία», τήν έκτελε-
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ
στιχή έξουσία, μέ τήν στενή εννοια της έκτέλε-σης τών άποφάσεων, τήν άσκοϋσε
ενας τεχνικο-διοικητικός μ.ηχανισμ.ός, ό οποϊος, στψ πραγμ-α-τικότητα, δέν κατεΐχε
σχεδόν καμ.μ.ία έξουσία. Άντίθετα, ή χυβερνητιχη έξουσία (πού, γιά τόν
Καστοριάδη, διακρίνεται σαφώς άπό τά δποια καθήκοντα έκτελεσ^ς) βρ^σκόταν στά
χέρ^α της Έκκλησίας τοϋ Δήμ,ου. Στά πλαίσια αύτοϋ τοϋ διαχωρισμ.οϋ, ή άστυνόμ-
ευση, ή διατήρηση τών δημ-όσιων άρχείων κ.λπ. εΐναι κυρίως εργο τών δούλων οί
άποψάσεις, δμως, οί σχετικές μέ συν-θηκες, πόλεμ.ο καί εφήνη, δημ-όσια εργα κ.λπ.
λαμ-βάνονται άπό τό σύνολο τών πολιτών.
Στό σημ-εΐο αύτό, σχετική ΐσως εΐναι καί ή κριτική γιά τόν μ.ετασχημ.ατισμ.0 τοϋ
δημ-όσιου χώρου πού συντελεΐ™ στήν νεότερη έποχή. "Αν ό δημ-όσιος χώρος
δημ.ιουργεΐται γιά πρώτη φορά στήν άρχαία έλληνική δημ-οκρατία, ώς περιοχή
δπου συντελεΐται χώρα μιά πραγμ-ατική καί ού-σιαστική συλλογική διαδικασία
λήψης άποφάσε-ων γιά τά κοινά, ό χώρος αύτός, κατά τόν Habermas30,
έπανεμ,φανίζετ^ κατά τόν 18ο καί 19ο αίώνα στή Δυτική Εύρώπη μέ τήν μ.ορφή έ-
νός κοινοϋ, πού μ.έσα άπό τήν δημ-όσια συζήτη-ση προωθεΐ κοινωνικά αίτήμ.ατα
πρός τήν πολι-τική έξουσία31. Σταδιακά, δμ,ως, μ,ετασχημ,ατί-ζεται άπό τούς
«είδήμ-ονες» της πολιτικης καί άπό τά μ-έσα μ-αζικης ένημ-έρωσης σέ ένα πεδίο
χεφαγώγησης άπό τήν έξουσία.
Εΐναι φανερό, λοιπόν, δτι ό Καστοριάδης δέν συστρατεύεται μέ τούς ύπερασπιστές
της νεότε-ρης δημ.οκρατίας. Συγκριτικά μέ τήν άρχαία δη-μ-οκρατία, βρίσκει τήν
νεότερη μ,ορφή της πολύ έλλειμ.μ.ατική. Πιστεύει, δμως, δτι ή άθηναϊκή δημ-
οκρατία μ,πορεΐ νά χρησιμεύσει, δχι βέβαια ώς πρότυπο, άλλά ώς γοΊΐμοποιό
σπέρμ-α γιά τόν πραγμ-ατικό έκδημ.οκρατισμ.0 τών σύγχρονων «φ^λελεύθερων
όλ^γαρχ^ν»32. Ή άρχαία Άθή-να, ώς μ.ήτρα της δημ-οκρατίας, τών δημ-οκρα-τικών
θεσμ-ών καί άντιλήψεων, πρέπει νά άποτε-λέσει κίνητρο προβλημ.ατισμ.οϋ καί
πηγή εμ,πνευ-σης γιά δποιον πιστεύει πραγμ-ατικά στά δημ.ο-κρατικά ίδεώδη.
Φυσικά, τά πράγμ,ατα εΐναι έντελώς διαφο-ρετικά στήν έποχή μ.ας άπό δ.τι ήταν
στήν άρ-χαιότητα. Βασικός άρνητικός παράγοντας, άπο-τρεπτικός γιά τήν
έφαρμ.ογή της αμ-εσης δημ.ο-κρατίας, εΐναι ΐσως ή μ,εγάλη διαφορά κλίμ,ακας καί
ή έμ.φάνιση της κοινωνίας τών μ-αζών. Τό πρόβλημ-α εΐναι ύπαρκτό καί ό
Καστοριάδης δί-νει τήν έξης άπάντηση:
«Τί σημαίνει, σ' αύτήν τήν κλίμ,ακα -τών
H APXAIA KAIH NEOTEPH ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ TOY ΚΟΡΝΗΑΙΟΐ
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ

117
πολύ μ-εγάλων πολιτιχών κοινοτήτων- αμ.εση δημ-οκρατία; Σημαίνει δτι
άπορρίπτουμ.ε τίς λύ-σεις πού, δυνάμει, όδηγοϋν σέ άλλοτριωτικές πο-λιτικές δομ-
ές, κι δτι έπιζητοϋμ.ε τίς λύσεις πού δίνουν τήν μ.εγαλύτερη δυνατή έξουσία σέ
κοινό-τητες τών όποίων οί διαστάσεις έπιτρέπουν τήν αμ-εση αύτοκυβέρνηση ή τίς
λύσεις πού μ,εγιστο-ποιοϋν τήν συμ.μ.ετοχή τών πολιτών στίς άποφά-σεις καί τόν
ελεγχό τους πάνω σέ δσα γίνονται στίς ένότητες, τών όποίων ή δ^άσταση (ή στά
θέμ,ατα, τών όποίων ή φύση) δέν έπιτρέπουν τήν αμ,εση αύτοκυβέρνηση»33.
Ή ριζική ένίσχυση τών δημ.οκρατικών δια-δικασιών είναι, λοιπόν, ή άπάντηση στίς
άπόψεις πού ύποστηρίζουν τήν άδυναμ-ία έφαρμ.ογης της αμ-εσης δημ-οκρατίας καί
ό δρόμ-ος πρός τήν δη-μ-ΐουργία μιας πραγμ-ατικά δημ-οκρατικης καί αύ-τόνομ-ης
σύγχρονης δημ.οκρατίας. Καί ό στόχος μιας τέτοιας, νέας, κοινωνίας θά πρέπει νά
έμ.-πνέεται άπό τά ίδανικά της άρχαίας έλληνικης δημ-οκρατίας, χωρίς, βέβαια, νά
ταυτίζεται μέ αύτά. "Οπως λέει ό ϊδιος:
«Ποιός θά ήταν ό στόχος μιας πραγμ,ατικά νέας -μιας αύτόνομ.ης - κοινωνίας; Ή
έλευθε-ρία καί ή δικαιοσύνη γιά δλους· δχι δμ.ως καί ή εύτυχία, δεδομ-ένου δτι ή
εύτυχία εΐναι προσωπι-κή καί δχι πολιτική ύπόθεση. Μιά αύτόνομ.η κοι-νωνία θά
επρεπε νά θέσει ώς στόχο της νά βοη-θήσει τούς άνθρώπους νά έξελίξουν τίς
ίκανότη-τές τους, νά μ-άθουν νά σέβονται τούς αλλους καί τή φύση· καί, τελικά, νά
γίνουν δσο τό δυνατόν mo αύτόνομκη καί mo δημ^ουργ^κοί»34.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ό Καστοριάδης παρουσιάζει γιά πρώτη φορά τίς σχετικές ΐδέες του τό 1979,
κατά τή διάρκεια ένός σεμι-ναρίου τοΰ Max Planck Institut στό Starnberg. Άπό τό-
τε, έπεξεργάζεται συνεχώς τίς θέσεις του στά πλαίσια σε-μιναρίων καί διαλέξεών
του.
2. Βλ. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ή φχαία έλλ^νίχτ; δημοκρατία χαί ή σημασία της
γιά μας σήμερα, Ύψιλον, Άθήνα 1986, σελ. 15-19.
3. Castonadis Cornelius, Philosophy, politics, autonomy, Oxford University Press,
New York 1991, σ. 167.
4. Μέ τήν αποψη αυτή φαίνεται νά συμφωνεΐ καί ό Hegel, δταν λέει δτι: «Ή
κουκουβάγια τής Άθηνας ά-πλώνει τά φτερά της μόνο δταν ερχεται τό σουρουπο»
(Hegel G.W.F., Philosophy of right, Transl. by T.M. Knox, Oxford, University Press,
New York 1967, σ. 13).
5. Castonadis Cornelius, ibid, σ. 150.
6. Καστοριάδης Κορνήλιος, Χώροι τοϋ άνθρώπου, "Ύ-ψιλον, Άθήνα 1995, σ. 184.
7. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ή" ^αντασίαχ^ θέσ^ίστ; της κοινωνίας, β' εκδ., Ράππα,
Άθήνα 1985, σελ. 15.
8. Castonadis Cornelius, ibid, σ. 164.
9. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ή" ^αντασίαχτ; θέσμιση της χοινο^νίας, δπ.παρ., σελ.
117.
10. Γιά τή διάκριση τοϋ πολιτικοϋ καί τής πολιτικής άπό τόν Καστοριάδη, βλ.
Castonadis Cornelius, ibid, σ. 156-162.
11. Castonadis Cornelius, ibid, p. 159.
12. Γιά τήν δημιουργία τής πολιτικής, καθώς καί τής φιλοσοφίας στήν Έλλάδα, βλ.
Καστοριάδης Κορνήλιος, Χώροι τοϋ άνθρώπου, δπ.παρ. σσ. 183 κ.έ.
13. Κατ' άναλογία, ή φιλοσοφία προέρχεται άπό τήν άμφισβήτηση τής θεσμισμένης
συλλογικής παράστασης τής πραγματικότητας. Βλ. Καστοριάδης Κορνήλιος, Χώ-
ροι τοϋ άνθρώπου, δπ. παρ., σ.σ. 183-184.
14. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ή" αρχαία έλλ^νίχτ; ίτ;-μοκρατία καί ή σημασία της
γιά μας σήμερα, δπ. παρ., σ. 29.
15. Καστοριάδης Κορνήλιος, Χώροι τοϋ άνθρώπου, δπ. παρ., σ. 196.
16. Όπ. παρ., σ. 197.
17. Ή «άντικειμενική» έξέταση σημαίνει τήν, κατά τό δυνατόν, άπομάκρυνση τών
συμφερόντων άτόμων ή ό-μάδων άπό τήν λήψη άποφάσεων. Χαρακτηριστικά ό Κα-
στοριάδης άναφέρει μιά άθηναϊκή διάταξη, συμφωνα μέ τήν όποία, δταν
λαμβανόταν άπό τόν δήμο άπόφαση διεξα-γωγής ποΚέ[Λου μέ μιά γειτονική πόλη,
ol πολίτες που κα-τοικοϋσαν στά συνορα δέν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στήν
ψηφοφορία (δπ. παρ., σ.σ. 194-195).
18. "Οπως άναφέρει ό ϊδιος: «Ή παραβίαση τοΰ νό-μου δέν είναι ύ'φίς, είναι ενα
όρισμένο καί περιορισμένο πα-ράπτωμα. Ή 'ύξ,ρις υπάρχει δταν ό αυτοπεριορισμός
είναι ή μόνη νόρμα, δταν παραβιάζονται δρια που δέν ήταν που-θενά όρισμένα» (δπ.
παρ., σ. 199).
19. Γιά τίς άπόψεις του γιά τήν τραγωδία, βλ. δπ. παρ., σσ. 202-206.
20. Βλ. δπ. παρ., σσ. 189 κ.έ., δπως έπίσης βλ. Κα-στοριάδης Κορνήλιος, Ή άρχαία
ϊημοκρατία καί ή σημα-σία της γιά μας σήμερα, δπ. παρ., σσ. 34-40.
21. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ή αργαία έλλψική δη-μοκρατία καί ή σημασία της γιά
μας σήμερα, δπ. παρ., σ. 34.
22. Βλ. δπ. παρ., σελ. 34-35, δπου μάλιστα ό Κα-στοριάδης διατυπώνει τήν αποψη
δτι ό Ρουσσώ είναι μαλ-λον ένδοτικός, έπειδή ό λαός τής Άγγλίας δέν είναι έλευ-
θερος ουτε κατά τήν έκλογή τοΰ Κοινοβουλίου. Ή άπό-φασή του εχει καθοριστεΐ
ήδη άπό πολλους παράγοντες που βρίσκονται, λίγο πολυ, εξω άπό τόν ελεγχό του
(έκλογικός νόμος, κομματικός μηχανισμός κ.λπ.). Βλ. έπίσης, Κα-στοριάδης
Κορνήλιος, Χώ,ίθί τοϋ άνθρώττου, δπ. παρ., σ. 190.
23. Rousseau J.J., The social contract and the dis-couses, Transl. by G.D.H. Cole,
Everyman's library, London 1973.
24. Μέ τήν προϋπόθεση, βέβαια, δτι ή κοινότητα ά-ποτελεΐται άπό ώριμους πολίτες.
Γι' αυτό ό Καστοριάδης δέν παραλείπει νά τονίσει τήν άξία όρισμένων άρετών (δ-
πως είναι ή υπευθυνότητα, τό θάρρος, ή αώώς), καθώς καί τή θεμελιώδη σημασία
τής παιδείας γιά τή δημοκρατία. Πρβ. δπ. παρ., σ. 197.
25. Όπ. παρ., σ. 192.
26. Βλ. δπ. παρ., σ. 191-192.
27. Κυρίως στό Hegel G.W.F., ibid.

28. Βλ., παραδείγματος χάριν, Marx Karl, «On the dewish question», in Early
writings, Penguin, London 1992, σ. 211-241.
29. Βλ. Καστοριάδης Κορνήλιος, δπ. παρ., σελ. 192 κ.έ.
30. Οί σχετικές άπόψεις υπάρχουν κυρίως στό βιβλίο του, Habermas Jiirgen,
Άλλαγή δομης της δημοσώτητας, Νήσος, Άθήνα 1997.
31. Έδώ Θά πρέπει νά τονίσουμε δτι ή άστική δημο-σιότητα, δπως διαμορφώνεται
κατά τόν 18ο καί 19ο αϊώ-να στή Δυτική Ευρώπη, δέν έξασφαλίζει στό κοινό τήν
κυ-ρίαρχη θέση που κατεΐχε ή Έκκλησία τοϋ Δήμου. Έπι-τρέπει δμως σίγουρα στήν
κοινότητα τών άστών πολιτών
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗΣ
νά διαδραματίσει κάποιον ένεργό, κριτικό ρόλο στή διαμόρ-φωση τών πολιτικών
έξελίξεων, κάτι που έξαφανίζεται στή συνέχεια.
32. Βλ. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ή αρχαία έλλψι-χή δημοχρατία χαί ή σημασία της
γιά μας σήμερα, δπ. παρ., σσ. 10-11.
33. Καστοριάδης Κορνήλιος, Ή αρχαία έλλψιχή δη-μοχρατία χαί ή σημασία της γιά
μας σήμερα, δπ. παρ., σελ. 52.
34. «Ή έποχή τής γενικευμένης άδιαφορίας (Μιά συ-ζήτηση τοϋ Κορνήλιου
Καστοριάδη μέ τόν Όκτάβιο Πάς)», στό Είδικό Άφιέρωμα στόν Κορνήλιο
Καστοριά-δη, Έλευθεροτυπία, 12-12-1998.

Você também pode gostar