Escolar Documentos
Profissional Documentos
Cultura Documentos
Υπνόσακος
Πήγαμε και στην Αμοργό. Από πλήξη. Κι επειδή πήγαιναν όλοι. Θα μείνεις μόνη σου με
τους διαρρήκτες, μου λέγανε. Έτσι, πήγαμε στην Αμοργό. Ήδη, στο πλοίο το μετάνιωσα.
Έλεγα, που πάω τώρα εγώ. Στα βράχια πάω. Φτάσαμε, ψάξαμε ένα μέρος σκιερό για τους
υπνόσακκους. Δεν υπήρχε μέρος σκιερό. Υπήρχε ένας τόπος άσπρος και βάναυσος, τόπος
όπου εφορμούν τα όρνεα. Στην παραλία, ανάμεσα σε μπουκάλια και τσιγαρόκουτα
ξάπλωναν οι ταξιδιώτες. Απ’ αυτούς που όλο το χρόνο σκέφτονται που θα πάνε τον
Αύγουστο. Έλαμπαν στον ήλιο, ξεραμένοι, ρυτιδιασμένοι σαν γριές μάγισσες. Ήταν ο ένας
δίπλα στον άλλο, ίδια πτώματα στο νεκροτομείο. Οι ντόπιοι μας κοιτούσαν με το ίδιο
βλέμμα. Διαφθείραμε τα ήθη. Πλην όμως, ολόκληρο το νησί ήταν σερβιτόροι. Τη μέρα
τριγυρνούσα – δεν έβρισκα τίποτα να κάνω. Κι όλα άστραφταν κάτω απ’ τον ήλιο,
άστραφταν, σαν ψεύτικα μπιχλιμπίδια. Αναρωτιόμουν πού έβρισκα παλιότερα τη γοητεία,
όταν πηδούσαμε από νησί σε νησί ξυπόλητοι και πασαλειβόμαστε με λάδι και ιώδιο, το
καλύτερο για το μαύρισμα. Ήθελα να μείνω άσπρη σαν χειμωνιάτικη. Κι ήθελα να μείνω
μοναχή μου γιατί έκανα μακάβριους συνδυασμούς. Έβλεπα τα βατόμουρα
δηλητηριασμένα, τα μούσμουλα λεπρογόνα. Ευχόμουν ύπνο σα νά ’ταν η συντέλεια, τη
νύχτα φορούσα πουλόβερ και τυλιγόμουν στον υπνόσακκο: κοιτούσα τ’ αστέρια. Μερικές
φορές φυσούσε και στροβιλιζόμουν μέσα σ’ ένα εργοστάσιο σκόνης. Έλεγα, να, έφτασε το
θειάφι της κόλασης. Θυμόμουν παράξενα πράγματα για ν’ αποκοιμηθώ: τη μις Αλαμπάμα
που φορούσε σιδεράκια στα δόντια. Τον Χρουτσόφ που ήθελε να δει τη Ντίσνεϊλαντ. Μια
ερημιά στην Αριζόνα που τη λέγανε Δεισιδαιμονία. Ένα διαγωνισμό φτυσίματος που δε
μπορούσα να θυμηθώ που τον είχα δει. Δεν ήθελα να κοιμηθώ: ενδόμυχα δεν ήθελα. Είχα
εκείνη την παράλογη άποψη ότι χάνεται ο χρόνος. Κι ακόμα, ήθελα ν’ αποφύγω τον ήλιο
και τα σημάδια των διακοπών. Τις πατημασιές πάνω στην άμμο. Τη νύχτα, ο άνεμος
έφτιαχνε καινούργια σχήματα κι ήμουν εκεί μπροστά όταν κατασκευάζονταν. Με το πρώτο
φως, σηκωνόμουν, πήγαινα στο καφενείο, έβλεπα τον άνθρωπο να σκουπίζει
αγουροξυπνημένος. Μετά, η μέρα ήταν ατέλειωτη. Τέλος, ήρθε ένα καράβι που δεν το
περίμενε κανείς. Ήταν πέντε το πρωί και το νησί κοιμόταν. Θε μου είπα, το πλοίο-
φάντασμα. Έκανα ρολό τον υπνόσακκο και πήρα το σακκίδιό μου στον ώμο. Το τελευταίο
που θυμάμαι απ’ τον Αύγουστο στην Αμοργό είναι το θέαμα του εαυτού μου να τρέχει προς
την προκυμαία. Όταν μπήκα κι η πόρτα έκλεινε πίσω μου ήμουν σίγουρη πως αυτό ήταν το
τελευταίο καλοκαίρι στη θάλασσα. Προς το τέλος του μήνα, ξέχασα τον υπνόσακκό μου στο
πορτ παγκάζ ενός αυτοκινήτου, αλλά δεν τον αναζήτησα. Στις επόμενες διακοπές, έψαχνα
στο χάρτη για μια βόρεια πόλη.
2. Να συγκρίνετε την εμπειρία του Ούβε και της αφηγήτριας, στα κείμενα του
Χουλιαρά και της Τριανταφύλλου αντίστοιχα, με τις δικές σας καλοκαιρινές διακοπές
σε τουριστικά θέρετρα. Ποια από τις δύο εμπειρίες των προσώπων είναι πιο κοντά
στη δική σας εμπειρία;
3. Να δείξετε στα κείμενα πώς η περιγραφή του τοπίου και των προσώπων αποδίδει τη
διαφορετική οπτική –και ουσία– των διακοπών για τους πρωταγωνιστές των
αφηγημάτων «Ο Ούβε στα Καλούδια» και «Ο υπνόσακκος».
6. Σε ποια άλλα κείμενα της ενότητας, ποιήματα και πεζά, σας παραπέμπει ο
εσωτερικός διχασμός του πρωταγωνιστή ανάμεσα στον εαυτό του στα Καλούδια και
στον «άλλο Ούβε» όταν γυρίζει στη δουλειά και στη ζωή του στο Όσλο;
9.Δυο ομοιότητες και δυο διαφορές όσον αφορά το περιεχόμενο στα δυο κείμενα.