Você está na página 1de 33

Acerca de este libro

Esta es una copia digital de un libro que, durante generaciones, se ha conservado en las estanterías de una biblioteca, hasta que Google ha decidido
escanearlo como parte de un proyecto que pretende que sea posible descubrir en línea libros de todo el mundo.
Ha sobrevivido tantos años como para que los derechos de autor hayan expirado y el libro pase a ser de dominio público. El que un libro sea de
dominio público significa que nunca ha estado protegido por derechos de autor, o bien que el período legal de estos derechos ya ha expirado. Es
posible que una misma obra sea de dominio público en unos países y, sin embargo, no lo sea en otros. Los libros de dominio público son nuestras
puertas hacia el pasado, suponen un patrimonio histórico, cultural y de conocimientos que, a menudo, resulta difícil de descubrir.
Todas las anotaciones, marcas y otras señales en los márgenes que estén presentes en el volumen original aparecerán también en este archivo como
testimonio del largo viaje que el libro ha recorrido desde el editor hasta la biblioteca y, finalmente, hasta usted.

Normas de uso

Google se enorgullece de poder colaborar con distintas bibliotecas para digitalizar los materiales de dominio público a fin de hacerlos accesibles
a todo el mundo. Los libros de dominio público son patrimonio de todos, nosotros somos sus humildes guardianes. No obstante, se trata de un
trabajo caro. Por este motivo, y para poder ofrecer este recurso, hemos tomado medidas para evitar que se produzca un abuso por parte de terceros
con fines comerciales, y hemos incluido restricciones técnicas sobre las solicitudes automatizadas.
Asimismo, le pedimos que:

+ Haga un uso exclusivamente no comercial de estos archivos Hemos diseñado la Búsqueda de libros de Google para el uso de particulares;
como tal, le pedimos que utilice estos archivos con fines personales, y no comerciales.
+ No envíe solicitudes automatizadas Por favor, no envíe solicitudes automatizadas de ningún tipo al sistema de Google. Si está llevando a
cabo una investigación sobre traducción automática, reconocimiento óptico de caracteres u otros campos para los que resulte útil disfrutar
de acceso a una gran cantidad de texto, por favor, envíenos un mensaje. Fomentamos el uso de materiales de dominio público con estos
propósitos y seguro que podremos ayudarle.
+ Conserve la atribución La filigrana de Google que verá en todos los archivos es fundamental para informar a los usuarios sobre este proyecto
y ayudarles a encontrar materiales adicionales en la Búsqueda de libros de Google. Por favor, no la elimine.
+ Manténgase siempre dentro de la legalidad Sea cual sea el uso que haga de estos materiales, recuerde que es responsable de asegurarse de
que todo lo que hace es legal. No dé por sentado que, por el hecho de que una obra se considere de dominio público para los usuarios de
los Estados Unidos, lo será también para los usuarios de otros países. La legislación sobre derechos de autor varía de un país a otro, y no
podemos facilitar información sobre si está permitido un uso específico de algún libro. Por favor, no suponga que la aparición de un libro en
nuestro programa significa que se puede utilizar de igual manera en todo el mundo. La responsabilidad ante la infracción de los derechos de
autor puede ser muy grave.

Acerca de la Búsqueda de libros de Google

El objetivo de Google consiste en organizar información procedente de todo el mundo y hacerla accesible y útil de forma universal. El programa de
Búsqueda de libros de Google ayuda a los lectores a descubrir los libros de todo el mundo a la vez que ayuda a autores y editores a llegar a nuevas
audiencias. Podrá realizar búsquedas en el texto completo de este libro en la web, en la página http://books.google.com
Ι
|
Π
Ι
2.

--------

-
----------------

- -
Η ΕΥπου και η
ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
--

ποτπν Α.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΡΙΜΥΤΙκον
Τ Ο Υ ΚΡΗ Τ ο Σ

ότι είναι
ΕΝ ΒΕΝΕΤΙΑ
Εκ τής Ελληνικής Τυπογραφίας
ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΟΣ
1842
- -

--
- -

- - . -

- -
- ε

ρρρρρρρρρρρρρOOOOOOOO992

Bibliotheca

Caroli HOpfi.

Θ ΘΘΘΘΘ ΘΘΘΘ ΘΘΘΘΘΘΘΘ

*-
- Η ΕΥΜΟΡΦΗ

ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
-

–ς -

Εις τι μεγάλην εξορία, σ' ένα λαγκάδι,


Μιαν ταχινήν έπήγα στο κοπάδι,
Σε δένδρη, σε λειβάδια, σε ποτάμια,
Σε δροσερά και τρυφερά καλάμια.
Μέσα στα δένδρη κείνα τ' ανθισμένα,
Πού βόσκαν τα λαφάκια τα καμένα,
Στη γή τη δροσερί, στα χορταράκια,
Πού γλυκοκοιλαδούσαν τα πουλάκια.
Πανόργια λυγερή, πανόργια κύρη, -

Ωσάν καλή καρδιά, και ωραία στα θωρη.


Εβλεπε κάποια πρόβατα δικάτης,
έλαμπε σαν τον Ήλιον ή ευμορφιάτης,
Ξανθασαν τα μαλλιά της κεφαλής της, ,
Καμάρι και στολ ήταν το κορμί της.
Κι ή φορεσιά που φόρεεν, ήτον άσπρη,
Κ έλαμπε σαν τον Ουρανόν μετ’ άστρη.
Στρέφομαι και θωρώτην με στα μάτια,
Και βάγη ή καρδιά μου τρία κομμάτια,
Διατί έρωτες είχαν, και τοξεύγαν,
Και να με σαγιτεύσουν έγυρεύγαν.
Και ώς μ' είδασιν οι έρωτες κοντάτους,
Με προθυμίαν άπλωσαν στ' άρματα τους,
β,

Και πιάνουσι σαγιτας και βερτώνια,


Για να μου δώσουν κρίσιν την αιώνια.
Και στην καρδιά μουή σαγέτα της με σώνει,
Είπα και το κορμί μου δεν γλυτώνει
Το φώς μου, και τα μάτια εθαμπωθήκα,
Και σε καϊμόν αρίθμητον έμπήκα.
Ομπρός στην βρύσιν πέφτω λιγωμένος,
Κ ή Κόρη έθάββει, κι είμ, αποθαμένος,
Λέγει των ομματιών μου τα παιγνίδια,
Ε θανατώσαν τον Βοσκόν αιφνίδια
Ερχεται προς εμένα, και γνωρίζει,
Πώς είμαι λιγωμένος, και αρχίζει.
Να πέρνη ώσαν καλή καρδιά και αέρα,
Η πλουμιστή μου, κι άσπρη περιστέρα,
Πέρνει κρυών νερών από την βρύσι,
Κι έρχεται προς εμένα να το χυση.
Ραίνει και λαντουρά το πρόσωπό μου,
Αογιάζοντας πώς νάναι, γιατρικόν μου.
Το πρόσωπόν μου ξαναραίνει πάλιν,
Για να με συνηφέρη από την ζάλην.
Με το νερόν εκείνοι μου φανίσθη,
Το πώς όλογισμός μου έξεζαλίσθη.
Κι από την γην έμάζωξε για μένα,
Βότανα και λουλούδια μυρισμένα.
Τα λούλουδα και τ’ άνθη μυρίζαν τόσα,
Νεκρών από τον άδην μ’ έσυκώσαν.
Σε γνοια πολλήν έμπήκα, πώς ν' αρχίσω,
Και σύνται τρόπον να την φχαριστήσω,

----------------------------
--
γ
-- -
-
ν

Στο σπλάγχνος το πολύ, στην καλωσύνην,


Οπούδειξε σ' εμέ τήν ώραν κείνην. -
Λέγω της σύντα τρόπον να γυρέψω.
Το σπλάγχνος το πολύ νά σ’ αντιμέψω;
Και πώς να δειάσω τούτο το γομάρι,
Ανέγνωρος νά μήν φανώ στην χάρινς
"Το αίμα της καρδιάς μου κι αν σου δώσω,
Δεν ήμπορώ το χρέος μου να πληρώσω.
«Ουδέ τήν καλωσύνην σου την τόσην, -

Ο λόγος δε μπορεί να φανερώση.


--------
Απηλογάται τότε το Κοράσο,
Λέγει μου το κορμί σου, επά στο δάσο,
Εύρέθηκε σε κίνδυνον περισσο,
Και θέλεις να το δώ, να μην βοηθήσω,
Ποιος άνθρωπος μού τόθελε παινέση,
Και ποιός Θεός μού τόχε συγχωρέση.
Ποιά λυγερή δεν μ' είχε κατακρίνη,
Α'σπλαγχνη να φανώ την ώρα κείνη;
Κ” ή πέτρας μου το θέλασε γογγύση,
Με δίχως πληρωμή να σ' είχ' αφήση.
Ως κι ή σκιά μου με ήθελε μισήση,
Α δεν ήθελα κάμη δικτα κρίσι.
Α'σπλαγχνη και κακή μ’ ήθελαν κράξη,
Ολοι μικροί μεγάλοι μ' ατιμάζη,
Τα πρόβατα μου ήθελασι με φύγη,
Κί
ούδ άνθρωπος ποτέ μ’ ήθελε σμίγη. -
Δεν ήταν μπορετόν και αλλοιώς να κάμω,
Κάλλια να βαλθή ήθελα στην άμμο,
3
Με ιδρωτα, με κόπο να μετρήσω,
Παρά τέτοιον Βοσκόν να μην βοηθήσω,
Κείς φρόνιμος Βοσκός, σ’ εύμορφα κάλλη,
σε
Ευρέθηκε παιδεμή μεγάλη,
Κ' ήμουνε κρατημένη να βοηθήσω.
Και πώς να βάλω, να τον αναστήσω.
Μ” από την φχαριστιά Βοσκε την τόσην,
Ο πούμιλείς, και δίδεις μου την γνώσιν.
Σ' αγάπη περισσή βαλμένην μ' έχεις,
Κ' εις τα θελήματά σου να κατέχης.
Και μετ' εμέ δεν ήν τα λογικά μου,
Να πάγω να κλουθώ τα πρόβατά μου.
Μ' άχω χαρά να στέκω στό λειβάδι,
Συντροφιασμένοι νάμεσθεν όμάδι,
Μ’ αφίνω κάθε ένα να λογιάση.
Πόσην χαράν έπήρακεί στα δάση.
Μιλώντας τους καημούς μου και τα πάθη,
Κι ή συνοδιά μου στά πιθύμουν νάρθη.
Σαν τι χαράτον τότες ή δική μου, τι
Και τι δροσιάν, όπουχε τό κορμί μου;
Αλλος Βοσκός στον Κόσμον δεν εχάρη,
Ουδε κ εις το γιαλό χαίρεται ψάρι.
Λέγω της, τα γλυκά σου κι όμορφα μάτια,
Εκαμαν την καρδιάνμου τρία κομμάτια.
Κι είναι βαρύ τινάς να το πιστεύση,
Μαχαίρι όπου λαβώσει, να γιατρεύση.
Μ' άν, ήτον μπορετό ξετελειωμένον, --

Να γένη το μισθόσου τ' αρχισμένον.


9

Να τεθελε μαντέψη ή όμορφιά σου,


Απόψε να κοιμήθηκα κοντά σου,
---------
-- - - η

Διατί μακρ' από 'δώνα ή κατοικία μου,


- - -

Π αρμέγα καθ’ αργά τα πρόβατα μου - -- -- ν -

Και δεν μπορούμε απόψε και να πάμε. -


Μ' ας θέσωμεν έπα στα χόρτα- χάμαι
-- - - η - -- - -
Γλυκά μ απηλογάται το Κοράσουν- - - - - - - --------- - -
λόγια για να χαρώ, ν' αναγαλλιάσω, η " η

Γλυκά και ζαχαρένια απολογήθη. --


-- - - -- - και η
-
Τζον Μ
Η εις εκείνο αποκρίθη
Λέγει το φως της μέρας λίγοσταίνει,
- - - Ση P Α 1 -

Κι ό Ήλιος άγουρέ μου θες να πιαίνη.


Της νύκτας το σκοτάδι μας συμώνει, και ν -- --

Κ ή κρυάδα του δάσου μας πλακώνει .


Μα κλούθα μου, λοιπόν, να πά να βρούμε,
Επα κοντά το σπήλαιον να εμπούμε
- Να φας, να πής, και να καλοκαρδίσης,
--
Και στρώμα φτωχικόν για να κουμπίσης,
ν - - - 1 - ν

Και θέλομε χαρή, και ξεφαντώση,


Με τραγούδια, με ψωμί και με τη βρώση
Και ας είναι μοναχότου
Χ. το κοπάδι η
τη 9 -

Και ας βόσκεται κι αυτό εις τό λειβάδι,


- ς -
Κι ας είναι το κοπάδι μοναχών
- εκ του. --
ν 3 - Η --------------

Kι χαίρεται κι αυτό δια των βοσκών του. -- ν

Τα πρόβατα και πλοιπα δικά σου,


- - -------- -- - --
-
-- ----------------- --

Ας είναι πά, κοντά στα πρόβατά Ο Ο Ο.


ν -- --

Με πλήσια προθυμία κι οι δυο κινούμε,


Το σπήλιον έσπουδάσαμεν να βρούμε
ν:

-
Ε
--
10 -- -
--

-- -- ν - -- --

Τα χέρια ενός ταλλούμας έκρατούμεν,


Και με χαρά την στράτα πορπατούμεν,
-- --

Τη στράτα πορπατούμεν σπερβολάκι,


- -- -- - -- ν
Βρίσκω βαγια και κόφτω ένα κλαδάκι.
Κάνω γοργό πιτήδειο δακτυλίδι,
Και δίδω τ' αυτηνής, και μένα αυτήνη δίδει,
Με τα παιγνίδια επαίναμε τη στράτα,
Τα δένδρη, ήτον λούλουδα γεμάτα.
Τα κάλλη της αφέντρας μου έπλουμούσαν,
Επέφτασαν οι ανθοί και περιχούσαν,
Ελαμπεν Ουρανός τ' άστρη, γεμάτος,
Κι ο άνεμος έφύσα ο δροσάτος,
Οντες στο σπήλιο σώσαμεν αιφνίδια,
-- ν - -
1. - --
-

Με γέλια, με χαρας και με παιγνίδια, -

Στη μια μεριά του σπήλιου είχε χωσμένην,


Φωτιά από την ημέραν φυλαμμένην, -

Σπουδάζει και την άφτει το Κοράσο,


Με ξύλα που βαστούσι, από το δάσο.
Στού σκουτελιού τον πάτο είχε λυχνάρι,
Ήτανε μια χαρά, κι ένα καμάρι.
Η πλουμιστή και άσπρη περιστέρα,
Ο σάχεν έδεκεί, χαρά μού φέρα.
Εστράφηκαν στο σπήλιο και συντήρου,
Την ομορφιάν, όπουχε γύρου γύρου,
Και απόξω, είχε σαν περιπλοκάδι, -

Ο που το περιπλέξαμεν ομάδες


Απόξω με μερτιας, με βοσμαρίνους,
Με γουδούρους, με βιόλας, και με κρίνους,
Το είχε το Κοράσιο στολισμένο,
Και μύριζε το σπήλιο το καμένο.
Πιδέξια και πιτήδεια ήσαν βαλμένα,
Πού στέκα και συντήρουν ένα ένα. ν
Και μέσα μου ξενίζουμουν την τόσην,
Διάρμωσιν και πάστραν, και την γνώσιν,
Εύμορφα και πιδέξια ήσαν βαμμένα
Η"σανε τα τζουκάλια κρεμασμένα,
Κ' ένα χαλκοματάκι είχε κοντά της,
Π' άρμεγε καθ' αργα τα πρόβατά της.
Απανω σ' όλα βλέπω ένα κλινάρι,
Πούτονε μια χαρά, και ένα καμάρι.
Φτωχάκι, μά, στρωμένο ήταν πιτήδεια.
Οι για καλαίς καρδιας, και για παιγνίδια.
Ρωτώ την αδελφούς έχεις, γή κύρη,
Και ποιον έχει το σπήλιον νοικοκύρης
Γιατί είδα μία μαχαίρα κονισμένην
Και με λουρί καινούριο κρεμασμένην.
Λέγει μου κύρην έχω γεροντάκι,
Και από τα ψές έπήγε στο χαράκι.
Να κόψη πέτρα, για να κτίση μάντρα,
Και μ' άφηκεν ως βλέπεις δίχως άνδρα,
Δεν έρχεται ώς την άλλην εβδομάδα,
Κι έχεις τςημέρας τούτας μοναξάδα.
Εγώ μα πά, στο σπήλιον να κατέχης,
Εγνοια καμιά διάνθρωπον μήν έχης,
Εγω αδελφούς δεν έχω, ουδε μάννα,
Είναι καιρός πολύς που αποθάνα. -
12
ν

Ε",
χώμα με τον κύρην μουεδικό
Τούτο το σπήλιον ει
οι δυο
δυό μας -η

υτο το σπηλιονι ειναι εδικο μας.


Πιάνει ψωμί, τυ χλωρή μαλάκ
μί, τυρί,
ν
ο

:Κρύον αρνί οφτό, απάνω εις πλάκα.


νω ει φ

Οπούχε δια τραπέζι


Και με σπουδή για : όρδινιάζει,
α δείπνου λογαριάζει
-
Είχε και ξιδοτο
ισοτο κρασί δαμάκι,ζ ,
Σ" :να μικρό και πλουμιστο
πλουμιστό φλασκάκι.
Και
Και συγκερνά η και πίνει,
-- και
Κι απέκει με
μεκαλεί, και με
Μα λέγω
λίγο,της μένα- δίνει.
-- - --
Μαλέγω Kυρα
της Kυρα κρασί δε 1. -

Δεν τρώγω από το κρυναν εκείνοι ν


--
-

- κατά
Αν δεν θέλει --
-- --
σου,
- -

Νάνα με το φιλί το :
και άρχισε να σβύνη,
κι η
Ωσαν το
εισαν το φασκολούλουδον
ουσον έγι
εγίνη.
Τα δόντια της πληθύνασι, και φανη,
μνασι, και φάνη,
ορντια της
Ωσάν εις το
ς το βρφανη.
σκοτάδι πυροφά
Τα μάτια χαμηλώνει μιλεί μου,
- ο
ουδε- τιμή μου, 9
δεν ητανε το πρέπον
Τέτοιας λογής αδιά να μειδιάσω,
μειδιά ο
μας λογης ασιαντροπα
Μα σένα πρέπει να
πρεπει να καταδικάσω.
“ς,
Εσύ έ:
ισυ εχεις εξουσία, και πιέ,
πε και δός μου,η
Και θεληματικώς ικούς μου. -
αι θεληματικώς
Και πίε όσο θές,
και στανικώς
θα και όσο π ορί
-

πιε οσο ορίζεις,


αν

Γιατί ποτέ μου άλλου θέλω ν. 7, ΕΛΚΑ)

Επιαμεν μια και :


και δυό, συγκερασμενο,
Η τονε το ποτό μας το καμένο.
συγκε
ν
- Η3

Με τα φιλιά στον δροσερόν αέρα,


Και με το πιάσαι ένός τ' αλλού την χείρα
Ο πρώτος λόγος όπου λέγω της κόρης,
Πολλά με κουρασμένος από τα όρη,
Κι ήθελα να μου έκανες την χάρι, --

Να πηγαίναμε γοργώς εις τό κλινάρι,


Προθυμερώς σιμώνομεν στην κλίνη,
Θέτομεν αγκαλιασμένοι γω, και κείνη,
Και με το παίξε γέλασαρχηνίζει,
Ολη η Ανατολή να κοκκινίζη,
Κ' εις όλίγ' ώραν βλέπομεν τον Ήλιου,
Και ξάπλωνε τζ ακτινές του στο σπήλιο.
Περιλαμπρώς τον Ήλιον χαιρετούμεν,
Και πάμε τα κουράδια μας να βρούμεν.
Και πάλαι το βραδύ στον ίδιον τόπον,
Ευρισκόμεσθεν με πιδέξιον τρόπον.
Οπ άνθρωπος δεν ήμπορεί να το γνωρίση,
Ουδε ποσώς να μας ομολογήση. -
Μάρθεν, εκείν' ή ώρα ή πικραμένη,
Τον γέροντα τόν Κύρητζη άνημένει,
Και λέγει μου από σπέρας ή Κυρά μου,
Ταχιά Βοσκέ να σέχα συντροφιά μου.
Τον κύρη μου ταχιά τόν άνημένω.
Και έκ τό σπήλιον ουδε ποσώς ευγαίνω.
Aμε και συ στη μάνδρα τη δικήσου.
Και μες το μήνα πάλαι μου θυμήσου,
Επά στον ίδιον τόπον να γυρίσης,
Oύ δε ποτέ σου μή μ' αλησμονήσης,
ΗΑ

Διατί τότες ό: Κύρης μου και πάλι,


Δουλειάν έχει έδεκεί να κάμη κι άλλη,
Τη νύκτα κείνη θέτω πικραμένος,
Με λογισμόν μεγάλον ο καημένος. -
Τόν Θεόν έπαρακάλουν να μ' αξιώση,
Να μην βιασθή γοργώς να ξημερώση.
Mά λέγω τις άχολής μου περιστέρας,
Πολλά βαραίνει προς το φως τζ ήμέρας,
Διατί παρά ποτέ τούτο το βράδυ,
Εβιάσθη να μη μείνωμεν όμάδι.
Και προς τον Ήλιον πούχα πάντα θάρρος,
Κλαίω με παραπόνεσιν και βάρος,
Ω Ήλιε πολλή χαρά που φέρνεις, -
Διά ποίαν αφορμήν έμε την πέρνεις;
Συκώνομαι εγώ πρότερον από κείνη,
Κι αφήνω την και κείτετο στην κλίνη.
Σιμώνω της και σκύφτω, και φιλώ την,
Και μ' αναστεναγμ' αποχαιρετώ την
Για και χαρά σ' αφήνω να την έχης,
Και κάμε Πέρδικά μου να κατέχης.
Κι αν ζήσω με στο μήνα έρχομαι πάλι,
Νάυρώ τ' αγγελικά, και όμορφα κάλλη.
Στρέφεται και θωρείμε, και αρχηνίζει,
Το ριζοϊκό της ν' αναθεματίζη.
Τα δάκρατης αρχήνισαν και τρέχαν,
Τα κοραλένια χείλη της έβρέχαν,
Ανάθεμά σε μοίρα μου καμένη,
Που μου την είχες τούτη φυλαμμένη,
- 45
Ως ήψα το κερί, να μου το σβύσης,
Σε μεγάλη σκοτάγρα να μ' αφήσης.
Συκώνεται, και θε να παραγγείλη,
ν ν. Α ν -
-

Και τρέμασε τα ζαχαρένια χείλη, η

Κι από τα δάκρυα κάθε εις έγροίκα -


Τι βάρος όπου είχε και την πίκρα
Και
λέγει μου, Βοσκέ, αμε, που ναχης,
Καμάρι και χαραίς, όπου, κι αν λαχης,
Και όπου κι αν είναι όνούς μου εις τα ξένα,
Να ζήσω, να τελειώσω μετά σένα.
Τής ποθητής που σ' είχε σαν το φώς της.
Και διάλεξε να σ' έχη σύντροφόντης,
Θυμήσου της, μή τήν ξαλησμονήσης,
Και καμε το γοργόν διά να γυρίσης.
Οταν δής τον Κόρακα ν' ασπρίση,
Και τον αυγερινόν ν' αποσπερίση,
Κορμί δίχως ψυχή να περπατήση,
Τότε και εγώ θέλω σ' αλησμονήση.
Πλειά γλιγωρα στη γή να ζήση ψάρι,
Κι ό"Έρωτας να χάση το δοξάρι,
Την νύκτα δίχως άστρα, και δροσούλα,
Παρά ν' αφήσω τέτοια Βοσκοπούλα.
Μ' άπητος του φτωχού είναι γραμμένο,
Να περπατώ απ' εδώ, μακρά να πιαίνω,
Παραγγελία σ' αφίνω να θυμάσαι,
Και πάντα ο νους σου μετά μένα νάσαι,
Με κλάμματα κι εγώ από κει μισεύω,
Πάγω τα πρόβατά μου να γυρεύω.
ή5 -

Και αγάλια, αγάλια μακρυνα τον τόπον,


Με βάσανα, με πίκρας, και με κόπον,
Μα πέρασεν ο μήνας, κι ήλθ' ή ώρα, η
Να πά ν’αυρώ, εκείνην την πανόρα, και
Μα θέλησεν ή μοίρα μου τ' αζάπη, η
Το βιζοκόμου, κι ή πολλήτζη αγάπη,
Επεσ αρρωστημένος στο κλινάρι, τι
Και λίγεψέμου ή δύναμις, κι ή χάρις
Και πριχού γιάνω, να καλλιτερέσω,
Στράτα να περπατήσω, πριν μπορέσω,
Επέρασεν ο μήνας πριν να θέσω,
Και διάβηκεν ο άλλος να μπορέσω,
Να περπατήσω να σαλευοδήσω,
Να πά νά τήν ευρώ, να της μιλήσω,
Μα μέσα τζή δύο μήνες έγροικούμου,
Με δύναμιν δαμάκι του κορμιού μου.
Με προθυμία κινώ διά να πάω, --------

Κρατώντας το ραβδάκι, να κουμπάω.


Μεγάλου φόβου είχα και περισσο,
Και δεν ήμπορουν να καλλιτερήσω,
Μονέπεσα, και βάγη το σπαθί μου, -

Και για γυρα εις την αποστροφήν μου.


Κ έσυρε τρεις φωναίς, και ξήπασέμε,
Οταν γλυκά κοιμούμουν ξύπνησέ με. -
Κι ήρθαν κακά σκυλιά ώσαν πνηγάρο, η
Να φάγουσι τ' αρνί μου το πουλιάρι.
Εγροίκουν από τα δάση της να κλαίγη -
Η καθαρένια βρύσι να μου λέγη,

"Το πώς ή αρρώστια, κι ή άργητά μου,
Κάρβουνα θε να βάλουν στην καρδιά μου,
Το νήμενα να μάθω, και φοβούμου,
Την ώρα κείνη έγέμισέτο όνούς μου. -
Και δεν ήμπορουν να καλοκαρδίσω,
Ουδε να δώ, ουδε ν’ αναντρατίσω.
Φτάνω, θωρώ τό σπήλιο αραχνιασμένη,
Με βούρκα, με πηλά ναμουρδομένο.
Αλλοιάς λογής με δέκτη το καμένο,
Παρά που με είχε πρώτα μαθημένο,
Σενού βουνού κορφή, σ' ένα χαράκι, -
Ξανοίγω και θωρώ ένα γεροντάκι, --

Κ έβλεπε κάποια πρόβατα ό καμένος, Η


Αδύναμος, και μαυροφορεμένος.
Σφυρίζω, και φωνάζω, χαιρετώτον,
Και για την Βοσκοπούλαν έρωτώτον.
Με φόβου, και με τρόμον τού ξηγούμουν,
Και τα δεν ήθελα ακούειν, έφουκρούμουν
Γροικώ τον Γέρων μπρος κι ανασταυάζει,
Το βιζρικό της μοίρας του ατιμάζει.
Και κλαίωντας μού λέγει, ή πεθυμιά σου,
Απόθανε, δεν είν πλέα κοντά σου.
Δί αυτήνη που ρωτάς, ήταν παιδί μου.
Θάρρος'μουτούφτωχού και απαντοχή μου
Μα ο Χάρος, την επήρεν από μπρός μου,
Και θάμπωσε τα μάτια, και το φώς μου,
Καλόκαρδη ήταν πάντα, και χαρά μου,
Ανάπαψις πολλή στα γερατιά μου,
Η3
-

Μα ο
λογισμός όπουχε πάσα βράδυ,
Παράκαιρα την έβαλε στον άδη.
Ολημερνίς, κι όληνυκτες να κλαίγη,
Χίλια κακά της μοίρας της να λέγη -
Σαν το κερί ανάλει έντα ν' άφτη.
Ως τε που διάβη εις την γην, και θάφτη.
Ποτέ την νύκτα δεν έθώρειεν ύπνο,
Ούδι έτρωγε το γιώμα, ουδε το δείπνο,
Εδιωχνευ απ' όμπρός της το κοπάδι
Πού τόχε συντροφιά κι ήσαν ομάδα. -
Πολλαίς φορας στον ύπνοτζη εξυπνάτο,
Μοναχήτης έμίλετε, και διηγάτο.
ώρα στη μια μεριά, και άλλη να πιάτη,
Ενα καλό, Βοσκό, πουχε στα δάση.
Εξυπνουν τήνε τότε, και έλεγάτης, -

Η ντα πολλα βαρεια τα όνειρά της,


Kηντάνε τα διηγάται, και τα λέγει,
Και πάραυτας, αρχήνιζε να κλαίγη.
Κύρη μεγάλου άδικο μού κάμνεις. -
Να με ξυπνάς, και να μαναθηβάν ης,
Στην χαράν όπου βλέπω στόνειρό μου,
Τον πολυγαπημένον τον Βοσκόν μου.
Τα νιάμερα της ήταν όψές Υιέ μου,
Την ώρα που ξεψύχα έμίλησέ μου.
Παραγγελιά μά, φήκε πά στα δάση,
Ενας καλός Βοσκός θέλει περάση.
Μελαχρινός, λυγνός και γελασιάρης,
Νέος, και μαυρομάτης, διοματάρης, -
- 19
Και θέλει σε ρωτήσει, ό για να μάθη,
Για κείνη που απέθανε και χάθη.
Και να τού πής, πώς είν' αποθαμένη,
Μα δεν τού λησμονά ποτέ ή καμένη.
Και άς την λυπηθή, και ας την κλάψη,
Τα ρούχάτου για λόγου της να βάψη.
Την αφορμήν τού πέ, πώς την έχασε,
Ως άν είδεν ήμέρας και περάσει τις
Ζημιό αλησμόνησε την την καμένη,
Για κείνο έθανατώθη πικραμένη,
Και από τα σουσούμια εκείνος είσαι,
Και κλαίγει σε ή καρδιά μου, και πονείσει
Γιατί ήθελα παιδιά μου να σας κάμω,
Κ' είχαμε μιλημένα διά τον γάμο.
Και κλαίγει σ’ ή καρδιά μου, και θρηνάτο.
Σαν άκουσα τέτοιας λογής μαντάτο,
Ουδ' έβλεπα, ουδ' άκουα, ουδε θωρουν,
Στα πόδια μου να στέκο δεν ήμπορουν.
Και αρχήνισα την μοίρα μου να βρίζω,
Το δίζοκόν μου ν' αναθεματίζω.
Τον έρωτα τον ψεύτην ν’ ατιμάζω,
Και πλειό για την ζωήν μου δεν λογιάζω,
Κύρη, γονή, να ζήσης αφεντάκη,
Mή βαρεθής την στράτα καμποσάκι,
Να πάμε στο μνημούρι της Κυράς μου,
Να κάμω κει τον πόθον τής καρδιάς μου,
Σε σπήλιο σκοτεινό να κατοικήσω,
Ποτέ παρηγοριά νά μήν γροικήσω.
-23)
Μα πάντα μοναχός μου να γυρίζω,
Ουδε να δώ, ουδε ν' αναντρανέζω. -
Δίχως γαμπάν, ξυπόλυτος να παίνω,
Στόπον αγκαθερών και χιονισμένο. -
Να με θωρούν γυμνών και αναμαλιάρης
Κι όλοι να με κρατούσε δαιμονιάρη.
Για σφάλμα, και για πάθη τα δικά μου,
Εβαλα εις τον άδην την Κυρά μου,
Νάχα την φτάξη ζωντανήν να μάθη,
Την αρρώστια, και τα πολλά μου πάθη.
Τώρα θωρών και αλήθεια μ' απαρνήθης
Στο βαχνιασμένου στρώμα που κοιμήθης,
Και δεν μπορώ φτωχός να σε ξυπνήσω,
Να μου συντύχης, και να σου μιλήσω, --

Μάτια, αφόντ έχάσετε το φώς σας,


Πλειο λυγερή μηδέν ιδήτ' εμπρός σας,
-
Και ποια παρηγοριά θέλει μπορέση,
Αλάφρωσαν στους πόνους μου να θέσης
φίλους και συγγενείς θέλω μισήσει. -
Δεν θέλω να σφαγώ, μα θέλω ζήσει,
Για νάχω πόνους, πίκρας και λακτάρας
Καθημερινούς και μούς, και λιγομάρας,
Mά θε να ζώ, και θε να παραδέρνω. -
Χίλας φοράς την ώρα να αποθαίνω,
Τα όρη, τα χαράκια να με φασι,
Και νάν ή κατοικιά μου με στα δάση,
Μέρα νύχτα να κλαίω, να θρηνούμαι,
3 α πάθη μου στα όρη να διηγούμαι,
--


Να κάνω τα θεριά να μ' ακλουθούσε,
Να κλαίουν μετά μένα να πονούσε.
Φλογέρα να μην παίξω, ουδέ φιαμπόλι,
Σλειβάδι να μην μπω, ουδείς περβόλι,
Τα πρόβατα μου πλέον να μην άρμέξω,
Μα να περνώ κακών καιρών και αδεξιο,
Το προβατάκι το άσπρο το πολιαρι,
Οπούχα της Κυράς αμπουλάρι. -
Εκείνο μόνον νάχωμεταμένα,
Να πηγαίνω με τα δύο συντροφεαμένα.
Να κλαίγη αυτό τ' αρνί, και για την Κόρη,
Να περπατούμε τα Βουνά, τα όρη.
Στην αγκαλιά μου, να τ' αποκοιμίζω,
Τά
βίζοκόν μου το κακό να βρίζω,
Και όντα βροντά, και αστραφτη και χιονέζη,
Κανείς Βοσκός στα όρη δεν γυρίζει.
Tότες έχω στα βουνά, και εις στα όρη,
Να κλέγω αυτήν την πανόργια Κόρη.
Κι όταν ο Ήλιος και η πέτρας και ξύλα,
Ολοι σιμώνουν στου δένδρου τα φύλλα,
Τότε παγει ο Βοσκός, δροσιά, γυρεύει,
Και γω νάμαι στον Ήλιου, να με καίγη.
Μα μήν ευγή Βοσκός από το σπήλιον,
Τα νέφης να σκεπάσουσα τον "Ήλιον, -

Και να φυγουν τα χόρτα στο λειβάδι,


Και από την μάνδρα να μην βγήκοπάδι,
θύδε πουλί στο δάσος μήν πετάξη.
Την αυγή πετεινός, να μη φωνάξη,
-

--
22
-

Τ' αηδονάκι πλειά μήν κοιλαδήση,


Και Αετός άς τυφλωθή, μην κυνηγήση.
Την νύκτα μή προβάλη το Φεγγάρι,
Εις το γιαλό να μην βρεθή πλειό ψάρι.
Κι ας αποφρύξουν βρύσας και ποτάμια,
Κι ας ξεραθούν τα τρυφερά καλάμια.
Και ώς εδώ τελειώνη ή Βοσκοπούλα,
Tστορία της, καμώματά της ούλα.
Και άνευρεθούν άλλαις πολλαίς γραμμένας,
Ας ξεύρη κάθε εις, πώς είν σφαλμένας,
Μόνον αυτή πώς είναι ή καλλιωτέρα. -
Απόσας κι αν βρεθούν την σήμερον ημέρα,
Ετζ από με το Αποκορωνίτην,
Νικόλαου Δριμυτικών από την Κρήτην,
ν

Διαλεγμένη με περιστον κοπον


Και τυπωμένη εις Βενετιάς τόν τόπον,
Για πάσαν ένα πού θέλει να μάθη,
Να
φύγη τα έρωτας, και παρκώς τα πάθη,
Γιατί απ' αυτήν μπορεί να βγάλη,
Ρόδου σαν απ' αγκάθι, και να πάρη,
Ξόμπλι της πολλαπικραμένης,
Και τέλος, Βοσκοπούλας της καμένης.
Εις τους χίλιους εξακοσίους κ εικοστή έβδομη
Το τέλος έλαβεν ή έδική μου γνώμη.
Αν διαβάζωντας τινας δεν ήθελεπαινέση,
Τούτο μόνον δεόμα το να με συγχωρέση.
- -----------

3:δ ΝΤ Ε Λ ο Σ.
ο ρεπό

Υ. -
-
-

-- -

-
-

--
-

-
-

--
-
- -

-------
-

-
-
-

ι --
-
- -
-
-
ν - -
- --

--
-
--

- -

--
-

-
--

-
-- -

- -
ο

- -

- -
-

-
--

--
-

--
-

--

Você também pode gostar